Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

[ ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ ]




   Στην αθώα και ανιαρή ζωή των κοριτσιών φτάνει κάποτε μια στιγμή όμορφη, που ο ήλιος ζεσταίνει με τις ακτίνες του την ψυχή τους, που τα λουλούδια γεννούν σκέψεις, που ο χτύπος της καρδιάς στέλνει στην ψυχή τη θερμή του γονιμότητα, κάνοντας τις ιδέες να λιώνουν μέσα σε μια γενικότερη επιθυμία. Μια μέρα αγνής μελαγχολίας και γλυκιάς ευτυχίας! Όταν τα παιδιά αρχίζουν να έχουν καθαρή όραση, αρχίζουν και να χαμογελούν· όταν ένα κορίτσι αρχίζει να αισθάνεται μέσα της τη φύση, τότε και στο δικό της πρόσωπο σχηματίζεται ένα γλυκό χαμόγελο, σαν το χαμόγελο του παιδιού. Αν το φως είναι ο πρώτος έρωτας της ζωής, ο έρωτας δεν είναι αυτός που ρίχνει φως στην καρδιά;
   Είχε πια έρθει η στιγμή για την Ευγενία να δει ξεκάθαρα πώς είχαν τα πράγματα. Όπως όλες οι κοπέλες της επαρχίας, σηκώθηκε από το κρεβάτι της πολύ νωρίς, έκανε την προσευχή της και συνέχισε με την τουαλέτα της, μια απασχόληση που στο εξής θα αποκτούσε ένα ξεχωριστό νόημα. Πρώτα χτένισε με πολλή φροντίδα τα καστανά μαλλιά της, τύλιξε τις παχιές πλεξούδες της γύρω από το κεφάλι της με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη φύγει ούτε μία τρίχα από τη σειρά της κι έφτιαξε το χτένισμά της απόλυτα συμμετρικό, γεγονός που έκανε πιο έντονη τη διστακτική αγνότητα των χαρακτηριστικών της, φέρνοντας σε αρμονία τα απλά στολίδια με την ανεμελιά των γραμμών. 
   Αφού είχε πλύνει πολλές φορές τα χέρια της με καθαρό νερό, που έκανε το δέρμα της σκληρό και κόκκινο, παρατήρησε προσεκτικά τα στρογγυλά και όμορφα μπράτσα της και σκέφτηκε τι μπορεί να ήταν αυτό που έκανε ο ξάδερφός της και τα χέρια του ήταν τόσο λευκά και απαλά και τα νύχια του είχαν τόσο ωραίο σχήμα. Έβαλε καινούργιες κάλτσες και τα πιο καλά της παπούτσια. Έσφιξε δυνατά τον κορσέ της, ώστε να φαίνεται καλοστημένο το σώμα της. Τέλος, θέλοντας για πρώτη φορά στη ζωή της να μοιάζει όσο το δυνατόν πιο όμορφη, ένιωσε μεγάλη χαρά που είχε ένα ολοκαίνουργιο και πολύ καλά ραμμένο φουστάνι που την έκανε να δείχνει πολύ ελκυστική.
  Όταν είχε τελειώσει με την τουαλέτα της, άκουσε τον ήχο από το καμπαναριό της εκκλησίας και της φάνηκε πολύ περίεργο που η ώρα ήταν μόνο εφτά το πρωί. Η τρομερή της επιθυμία να έχει στη διάθεσή της όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο για όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες, για τα ρούχα και τον καλλωπισμό της, την είχε κάνει να ξυπνήσει από πολύ νωρίς. Δεν ήξερε τον τρόπο να φτιάχνει ξανά και ξανά με χίλιους δυο τρόπους τις μπούκλες της κι έπειτα να μελετά με προσοχή το χτένισμά της κι έτσι η Ευγενία δίπλωσε με χάρη τα χέρια της και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο, ατενίζοντας την αυλή του σπιτιού, το στενόμακρο κήπο και τις ψηλές βεράντες από πάνω του. Μια θέα θλιβερή, πολύ περιορισμένη, αλλά και γεμάτη με τη μυστηριώδη χάρη των έρημων τοπίων και της ακαλλιέργητης έκτασης.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

[ Η ΠΟΛΥΦΕΡΝΗ ΝΥΦΗ ]

  
   Το Φλεβάρη του 1880 η Κοστάντσα, που δεν είχε κλείσει καλά καλά τα είκοσι ένα, πήγαινε στο Παλέρμο δυστυχισμένη και με βαριά καρδιά. Μπροστά της είχε μια πολύ συγκεκριμένη αποστολή: να βρει σύζυγο.
   Την προηγούμενη χρονιά, ο πατέρας την είχε πάρει μαζί του στη Νάπολη -το πρώτο της μακρύ ταξίδι. "Δεν πήγες ποτέ στο θέατρο", της είχε πει. Ανέβαζαν τη Λουτσία Ντε Λαμερμούρ. "Ο Ντονιτσέτι τη συνέθεσε εδώ ακριβώς", της είχε υπενθυμίσει ο πατέρας, "σχεδόν πριν από πενήντα χρόνια. Και, το νου σου, ε, να βάλεις το φουστάνι που είχες ψωνίσει μαζί με τη θεία Μαρία Άννα".

   Ο μαέστρος χαμήλωσε την μπαγκέτα: η μουσική πλημμύρισε το θέατρο. Η Κοστάντσα ήταν όλη αυτιά, με το βλέμμα καρφωμένο στην πανύψηλη κι επιβλητική αυλαία από κρεμεζί βελούδο, με τα σιρίτια της και τα χρυσά κεντίδια της. Ένα ελαφρό τρεμούλιασμα έκανε τις πτυχές να σαλέψουν. Η Κοστάντσα περίμενε, με κομμένη την ανάσα. Όταν η αυλαία άνοιξε διάπλατα, αποκαλύφθηκε ένα δάσος, όπως εκείνη δε θα το φανταζόταν ποτέ της: το φόντο ήταν δέντρα με κορμούς ψηλούς και ογκώδεις και με πυκνά φυλλώματα, σε διάφορες σκουροπράσινες αποχρώσεις, που έσβηναν προοπτικά προς το βάθος της σκηνής -αυτό ήταν το δάσος του Ράβενσγουντ- και είχαν αιχμαλωτίσει το βλέμμα της Κοστάντσα. Το φως, ασθενικό στην αρχή, δυνάμωσε σταδιακά· η χορωδία, παραταγμένη και χαμένη ανάμεσα στις κουίντες και το απέραντο φόντο -με κοστούμια στο ίδιο χρώμα με τους κορμούς- αποκτούσε οντότητα, τα πρόσωπα ήταν ωχρά σαν πυγολαμπίδες στο φως του φεγγαριού. Οι νότες ανέβαιναν από τον μυστηριώδη κόλπο και μπλέκονταν με τις φωνές των τραγουδιστών στη σκηνή. Η Κοστάντσα ξεκόλλησε από τη ράχη της καρέκλας κι έμεινε στην άκρη του καθίσματος, εκστατική: εκείνος ήταν ένας άλλος κόσμος, ήταν η Χώρα των Θαυμάτων.