Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

[ ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ ]




   Στην αθώα και ανιαρή ζωή των κοριτσιών φτάνει κάποτε μια στιγμή όμορφη, που ο ήλιος ζεσταίνει με τις ακτίνες του την ψυχή τους, που τα λουλούδια γεννούν σκέψεις, που ο χτύπος της καρδιάς στέλνει στην ψυχή τη θερμή του γονιμότητα, κάνοντας τις ιδέες να λιώνουν μέσα σε μια γενικότερη επιθυμία. Μια μέρα αγνής μελαγχολίας και γλυκιάς ευτυχίας! Όταν τα παιδιά αρχίζουν να έχουν καθαρή όραση, αρχίζουν και να χαμογελούν· όταν ένα κορίτσι αρχίζει να αισθάνεται μέσα της τη φύση, τότε και στο δικό της πρόσωπο σχηματίζεται ένα γλυκό χαμόγελο, σαν το χαμόγελο του παιδιού. Αν το φως είναι ο πρώτος έρωτας της ζωής, ο έρωτας δεν είναι αυτός που ρίχνει φως στην καρδιά;
   Είχε πια έρθει η στιγμή για την Ευγενία να δει ξεκάθαρα πώς είχαν τα πράγματα. Όπως όλες οι κοπέλες της επαρχίας, σηκώθηκε από το κρεβάτι της πολύ νωρίς, έκανε την προσευχή της και συνέχισε με την τουαλέτα της, μια απασχόληση που στο εξής θα αποκτούσε ένα ξεχωριστό νόημα. Πρώτα χτένισε με πολλή φροντίδα τα καστανά μαλλιά της, τύλιξε τις παχιές πλεξούδες της γύρω από το κεφάλι της με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη φύγει ούτε μία τρίχα από τη σειρά της κι έφτιαξε το χτένισμά της απόλυτα συμμετρικό, γεγονός που έκανε πιο έντονη τη διστακτική αγνότητα των χαρακτηριστικών της, φέρνοντας σε αρμονία τα απλά στολίδια με την ανεμελιά των γραμμών. 
   Αφού είχε πλύνει πολλές φορές τα χέρια της με καθαρό νερό, που έκανε το δέρμα της σκληρό και κόκκινο, παρατήρησε προσεκτικά τα στρογγυλά και όμορφα μπράτσα της και σκέφτηκε τι μπορεί να ήταν αυτό που έκανε ο ξάδερφός της και τα χέρια του ήταν τόσο λευκά και απαλά και τα νύχια του είχαν τόσο ωραίο σχήμα. Έβαλε καινούργιες κάλτσες και τα πιο καλά της παπούτσια. Έσφιξε δυνατά τον κορσέ της, ώστε να φαίνεται καλοστημένο το σώμα της. Τέλος, θέλοντας για πρώτη φορά στη ζωή της να μοιάζει όσο το δυνατόν πιο όμορφη, ένιωσε μεγάλη χαρά που είχε ένα ολοκαίνουργιο και πολύ καλά ραμμένο φουστάνι που την έκανε να δείχνει πολύ ελκυστική.
  Όταν είχε τελειώσει με την τουαλέτα της, άκουσε τον ήχο από το καμπαναριό της εκκλησίας και της φάνηκε πολύ περίεργο που η ώρα ήταν μόνο εφτά το πρωί. Η τρομερή της επιθυμία να έχει στη διάθεσή της όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο για όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες, για τα ρούχα και τον καλλωπισμό της, την είχε κάνει να ξυπνήσει από πολύ νωρίς. Δεν ήξερε τον τρόπο να φτιάχνει ξανά και ξανά με χίλιους δυο τρόπους τις μπούκλες της κι έπειτα να μελετά με προσοχή το χτένισμά της κι έτσι η Ευγενία δίπλωσε με χάρη τα χέρια της και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο, ατενίζοντας την αυλή του σπιτιού, το στενόμακρο κήπο και τις ψηλές βεράντες από πάνω του. Μια θέα θλιβερή, πολύ περιορισμένη, αλλά και γεμάτη με τη μυστηριώδη χάρη των έρημων τοπίων και της ακαλλιέργητης έκτασης.
   Πλάι στην κουζίνα υπήρχε ένα πηγάδι με πεζούλι γύρω γύρω, με μαγκάνι τοποθετημένο πάνω σ' ένα καμπυλωμένο μπράτσο από σίδερο, που πάνω του τυλιγόταν μια κληματαριά με μαραμένα κλαδιά, που είχαν κοκκινήσει και ξεραθεί από τις πρώτες κρύες μέρες του χειμώνα. Από το πηγάδι ξεκινούσε η κληματαριά και ανέβαινε προς τον τοίχο, στηριζόταν πάνω του κι απλωνόταν σε όλο το μήκος του σπιτιού, μέχρι και στην αποθήκη για τα ξύλα, όπου όλο το απόθεμα ήταν τοποθετημένο με τάξη και ακρίβεια, όπως ένας βιβλιόφιλος στοιβάζει τους τόμους των βιβλίων του. Τα πλακάκια της αυλής είχαν αποκτήσει εκείνο το μαύρο χρώμα που τους δίνει το πέρασμα των χρόνων, τα μούσκλα και τα χορτάρια που φυτρώνουν παντού κι η λιγοστή χρήση. Οι χοντροί τοίχοι έμοιαζαν σαν ντυμένοι με ένα πράσινο ρούχο, με διάσπαρτα μακρουλά καφετιά σημάδια. Τέλος, τα οχτώ σκαλιά στο πίσω μέρος της αυλής, που πήγαιναν μέχρι την πόρτα του κήπου, ήταν τελείως χαλασμένα και σκεπασμένα από πυκνά χορτάρια, σαν τον τάφο ενός ιππότη που τον έθαψε η χήρα του την εποχή που γίνονταν οι σταυροφορίες.
   Πάνω από ένα παχύ στρώμα από σπασμένες πέτρες υπήρχε μια πόρτα από ξύλα πλεγμένα μεταξύ τους, σαπισμένη πια, πεσμένη προς τα κάτω από τα χρόνια, που την είχαν σκεπάσει οι περικοκλάδες, μια που κανείς ποτέ δεν είχε σκεφτεί να τις κόψει. Από τα δύο άκρα της έβγαιναν τα στραβά κλαδιά από δύο μαραμένες μηλιές. Τρία δρομάκια, το ένα δίπλα στο άλλο, στρωμένα με άμμο και χωρισμένα μεταξύ τους από τετράγωνες πρασιές, με το χώμα να κρατιέται πάνω σε θάμνους από πυξάρι φυτρωμένους τριγύρω, ήταν όλος κι όλος ο κήπος, που κατέληγε, κάτω από τη βεράντα, σ' ένα ίσκιωμα από φλαμουριές. Στη μία πλευρά έβλεπες σμεουριές, στην άλλη μια πανύψηλη καρυδιά με τα κλαδιά της να γέρνουν μέχρι την οροφή του εργαστηρίου του βαρελά.
   Η ασυννέφιαστη μέρα με τον τόσο ευχάριστο ήλιο, μια συνηθισμένη φθινοπωρινή ημέρα στις όχθες του Λουάρ, έλιωνε τώρα τους κρυστάλλους της δροσιάς που είχε στρώσει η νύχτα πάνω στους τοίχους και στα φυτά του κήπου και της αυλής. Η Ευγενία σήμερα ήταν σε θέση να ανακαλύψει τελείως πρωτόγνωρες ομορφιές, βλέποντας όλα εκείνα που παλιότερα έμοιαζαν στα μάτια της τόσο αδιάφορα και κοινότοπα. Χίλιες συγκεχυμένες σκέψεις ανάβλυζαν από την καρδιά της και γίνονταν ολοένα και πιο έντονες, ακολουθώντας τις ακτίνες του ήλιου. Και δεν άργησε να νιώσει εκείνο το γιγάντιο και ακατανόητο κύμα που αγκαλιάζει τις ψυχές απ' όλα τα πλάσματα του Θεού, όπως το σύννεφο που αγκαλιάζει τα σώματά τους. Οι συλλογισμοί που έκανε έρχονταν σε αρμονία με τις λεπτομέρειες εκείνου του ξεχωριστού τοπίου και η γαλήνη μέσα στην καρδιά της εναρμονιζόταν με τη γαλήνη της φύσης.
   Όταν ο ήλιος φώτισε τον τοίχο, εκεί που κρέμονταν πολυτρίχια με χοντρά φύλλα και κυματιστά χρώματα, σαν αυτά στο στήθος του περιστεριού, ουράνιες ακτίνες προσμονής φώτισαν το μέλλον για την Ευγενία. Τη γέμιζε χαρά να κοιτάζει αυτή την πλευρά του τοίχου, τα μαραμένα του λουλούδια, τις γαλανές του καμπανίτσες και τα ξεραμένα του χορτάρια, γιατί συνδέονταν με μια όμορφη ανάμνηση, σαν αυτές που είχε από τα παιδικά της χρόνια. Σε τούτη τη θορυβώδη αυλή ο ήχος που έκανε το κάθε φύλλο, καθώς κοβόταν από το κλαδί του, έδινε κι από μια απάντηση στους βαθύτερους προβληματισμούς της κοπέλας, που ήταν ικανή να μείνει σ' εκείνο το σημείο όλη την υπόλοιπη ημέρα, δίχως να αντιληφθεί καθόλου τις ώρες που περνούσαν. Αλλά έπειτα ήταν η σειρά των ταραγμένων κυμάτων της ψυχής να έρθουν. Σηκώθηκε ξαφνικά, πήγε μπροστά στον καθρέφτη και κοιταζόταν σαν πιστός καλλιτέχνης, που εξετάζει το έργο του για να το κρίνει και να κάνει παρατηρήσεις στον ίδιο του τον εαυτό. 
   "Δεν είμαι τόσο όμορφη όσο πρέπει για κείνον".
   Αυτή τη σκέψη έκανε η Ευγενία, μια σκέψη γεμάτη ταπεινότητα και πόνο. Η κακόμοιρη κοπέλα ήταν πολύ άδικη απέναντι στον εαυτό της. Αλλά η μετριοφροσύνη, ή μάλλον ο τρόμος που ένιωθε, είναι από τα πρώτα χαρίσματα που φέρνει ο έρωτας. Η Ευγενία ήταν από εκείνα τα γεροδεμένα παιδιά, όπως είναι τα παιδιά των μικροαστών, που μοιάζουν να μην έχουν καμία ιδιαίτερη αρετή. Κι αν είχε κάποιες ομοιότητες με την Αφροδίτη της Μήλου, οι γραμμές της φιγούρας της γλύκαιναν από το χριστιανικό αίσθημα που την κατέκλυζε, αυτό που καθαγιάζει τη γυναίκα και της προσθέτει μια κομψότητα που δεν γνώριζαν οι γλύπτες της αρχαιότητας.
   Είχε αρκετά μεγάλο κεφάλι, κάπως αρρενωπό πρόσωπο, αλλά πολύ γλυκό, σαν του Δία του Φειδία, και μάτια σε γκρίζο χρώμα, έτσι που η αγνή ζωή της, όπως φανερωνόταν στο βλέμμα της, τους έδινε μια λάμψη ξεχωριστή. Στο ολοστρόγγυλο πρόσωπό της τα χαρακτηριστικά της, κάποτε ροδόχρωμα και ζωντανά, τα είχε τονίσει κάπως περισσότερο η βλογιά, που την πέρασε αρκετά ελαφριά, χωρίς να της αφήσει κανένα σημάδι, μα που κατέστρεψε τη βελούδινη επιδερμίδα, αφήνοντάς την όμως πάλι απαλή και λεπτή, τόσο που ακόμα και εκείνο το απαλό φιλί που της έδινε η μητέρα της την έκανε να κοκκινίζει για λίγο. Η μύτη της ήταν κάπως χοντρή, αλλά απόλυτα αρμονική με τα κατακόκκινα χείλια της, με τις τόσες καμπύλες γραμμές, που απέπνεαν περισσή αγάπη και καλοσύνη. Ο λαιμός της ήταν τέλεια στρογγυλός. Το φουσκωτό στήθος της, σκεπασμένο προσεκτικά, προσέλκυε τα βλέμματα κι έφερνε σκέψεις στο μυαλό· δεν είχε φυσικά εκείνη την ομορφιά που δίνει το καλό ντύσιμο, αλλά για κείνους που ήξεραν να κρίνουν, το ψηλό και αδύνατο κορμί της είχε μια απαράμιλλη γοητεία. 
   Η Ευγενία, λοιπόν, ψηλή και γεροδεμένη, δεν είχε εκείνη τη λεπτότητα που συνήθως ευχαριστεί τον κόσμο, αλλά ήταν όμορφη· είχε το είδος της ομορφιάς που πολύ δύσκολα γίνεται αντιληπτό και μπορεί να προσελκύσει μόνο το βλέμμα ενός καλλιτέχνη. Ο ζωγράφος που αναζητά σε τούτο τον κόσμο την ουράνια αθωότητα της Παναγίας, που ψάχνει σε κάθε θηλυκό πλάσμα εκείνο το γεμάτο σεμνότητα και περηφάνια βλέμμα που γεννήθηκε στην ψυχή του Ραφαήλ, εκείνες τις παρθενικές γραμμές για τις οποίες συνήθως υπαίτια είναι μόνο μια σύμπτωση κατά τη σύλληψη, και που μόνο μέσω μιας χριστιανικής και μετριοπαθούς ζωής μπορεί να καλλιεργηθεί και να διατηρηθεί, αυτός ο ζωγράφος, λοιπόν, που έχει ερωτευτεί ένα τόσο δυσεύρετο μοντέλο, θα μπορούσε να βρει τελείως απροσδόκητα στη μορφή της Ευγενίας τη σπάνια φυσική ευγένεια. Θα διέκρινε κάτω από το γαλήνιο μέτωπό της έναν ολόκληρο κόσμο γεμάτο από αγάπη και στις γραμμές των ματιών της, στον τρόπο που ανοιγόκλειναν τα βλέφαρά της, ένα στοιχείο θείο. Τα χαρακτηριστικά της, οι γραμμές του προσώπου της, που οι εκφράσεις της φιληδονίας δεν είχαν καταστρέψει και που ο κόπος δεν τις είχε ανεξίτηλα χαράξει, ήταν σαν τις γραμμές του ορίζοντα, που τόσο απλά διαγράφονται στο μακρινό τελείωμα των ήρεμων λιμνών. Αυτή, λοιπόν, η μορφή, ήρεμη και πλήρης από χρώματα, σαν ένα πανέμορφο λουλούδι που μόλις έχει ανοίξει τα πέταλά του, ξεκούραζε την ψυχή, καθρέφτιζε την εσωτερική ομορφιά και προσέλκυε το βλέμμα. Η Ευγενία ήταν ακόμα στην αρχή της ζωής της, όταν ο νους γεμίζει από τα όνειρα της παιδικής ηλικίας και οι μαργαρίτες μαδιούνται με μια ικανοποίηση που αργότερα δεν τη βρίσκει κανείς. Και τώρα που κοιτούσε στον καθρέφτη το είδωλό της, τώρα που ακόμα δεν γνώριζε τι σήμαινε αγάπη, μονολογούσε:
   "Είμαι πολύ άσχημη! Ποτέ του δεν θα γυρίσει να με κοιτάξει..."
   Έπειτα, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της, που οδηγούσε προς το μεγάλο σαλόνι κι έβγαλε το κεφάλι της έξω για να αφουγκραστεί τι γινόταν στο υπόλοιπο σπίτι.
    "Δεν έχει ξυπνήσει ακόμα", σκέφτηκε όταν άκουσε τη Νανόν να βήχει, όπως κάθε πρωί, και να περπατάει εδώ κι εκεί σκουπίζοντας το σαλόνι, ανάβοντας τη φωτιά, δένοντας το σκύλο με την αλυσίδα του και μιλώντας με τα ζώα μέσα στο στάβλο. 
   Η Ευγενία κατέβηκε από την κάμαρά της και πήγε και βρήκε τη Νανόν που άρμεγε την αγελάδα.
   "Νανόν, καλή μου Νανόν, θα φτιάξεις, λοιπόν, κρέμα για τον καφέ του ξαδέρφου μου;"
   "Αν ήταν έτσι, καλή μου κυρία, θα έπρεπε να έχουμε αρχίσει από χτες ακόμα", της απάντησε η Νανόν με το τρανταχτό της γέλιο. "Ο ξάδερφός σας είναι πολύ λεπτεπίλεπτος, αλήθεια, πάρα πολύ λεπτεπίλεπτος. Εσείς δεν τον είδατε πώς ήταν όταν φόρεσε τη μεταξωτή και χρυσοκέντητη ρόμπα του, εγώ όμως τον είδα. Τα εσώρουχά του είναι τόσο λεπτά και όμορφα όσο το φελόνι του παπά μας!"
   "Τότε να μας φτιάξεις μια πίτα, καλή μου Νανόν!"
   "Και πού θα βρω εγώ ξύλα για να ανάψω το φούρνο και αλεύρι και βούτυρο;" τη ρώτησε τότε η Νανόν, που σαν πρωθυπουργός του Γκραντέ που ήταν, πολλές φορές έπαιρνε την έκφραση ενός πολύ σημαντικού προσώπου μπροστά στην Ευγενία ή τη μητέρα της. "Θα πρέπει να κλέψουμε από τον άνθρωπο, για να καλοπιάσουμε τον ξάδερφό σας; Πείτε του εσείς να σας δώσει βούτυρο και αλεύρι και ξύλα. Δικός σας πατέρας είναι και μπορεί να σας το κάνει το χατίρι. Α, να τος που κατεβαίνει, για να κανονίσει τι θα φάμε σήμερα..."
   Η Ευγενία, γεμάτη φόβο, έφυγε γρήγορα προς τον κήπο, όταν άκουσε τα βαριά βήματα του πατέρα της στη σκάλα. Μπορούσε ήδη να αισθανθεί τις συνέπειες εκείνης της ντροπής και της ξεχωριστής αίσθησης της χαράς, αυτής που μας κάνει να είμαστε απόλυτα βέβαιοι, και μάλλον όχι τελείως αναίτια, ότι οι σκέψεις μας διακρίνονται ολοκάθαρα στο μέτωπό μας και αντανακλώνται μέσα στο βλέμμα των άλλων. Όταν παρατηρούσε πόσο παγερά γυμνό ήταν το σπίτι του πατέρα της, η κακόμοιρη κοπέλα αισθανόταν μέσα της να φουντώνει ένα πείσμα, που δεν μπορούσε καθόλου να το ταιριάξει έστω και λίγο με την καλαισθησία του ξαδέρφου της. Αισθανόταν μια ακατανίκητη ανάγκη να κάνει κάτι για κείνον και μόνο. Τι, άραγε; Ούτε κι η ίδια δεν μπορούσε να το ξέρει. Όλο αγνότητα και ειλικρίνεια, εγκατέλειπε τον εαυτό της στην τόσο αθώα φύση της, δίχως να είναι καχύποπτη ούτε απέναντι στα συναισθήματά της, ούτε και στις εντυπώσεις της. Μόνο και μόνο το ότι είδε τον ξάδερφό της, αρκούσε για να ζωντανέψουν μέσα της εκείνες οι τάσεις που η γυναίκα έχει από τη φύση της, που της άναψαν μια απροσδόκητη ένταση, γιατί, φτάνοντας στα είκοσι τρία της χρόνια, ήταν πια στο απόγειο της άνθησης του νου και των επιθυμιών του.
   Για πρώτη φορά σε όλη της τη ζωή ένιωθε να την καταλαμβάνει ένας φόβος στη θέα του πατέρα της, γιατί διέκρινε σ' εκείνον τον κυρίαρχο της μοίρας της κι ένιωθε ότι είχε κάνει κάτι εναντίον του, αποκρύπτοντάς του τις βαθύτερες σκέψεις της. Ξεκίνησε να περπατάει με γρήγορο βήμα και της φαινόταν πολύ περίεργο που ανάσαινε έναν αέρα πιο καθαρό, που ένιωθε τις ακτίνες του ήλιου γεμάτες ζωή και που είχε την εντύπωση ότι της έδιναν μια ηθική πλήρωση, μια τελείως νέα ζωή.
   Κι ενώ σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να καταφέρει να φτιαχτεί εκείνη η πίτα για χατίρι του ξαδέρφου της, ανάμεσα στην ψηλή Νανόν και τον Γκραντέ είχε ξεκινήσει ένας μεγάλος τσακωμός, από εκείνους τους σπάνιους μεταξύ τους τσακωμούς, όσο σπάνιο είναι να βλέπουμε χελιδόνια κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Κρατώντας στα χέρια του τα κλειδιά του, ο ηλικιωμένος άντρας είχε έρθει να μετρήσει τις τροφές που θα ήταν απαραίτητες για την ημέρα.
   "Έχει μείνει καθόλου ψωμί από χτες;"
   "Ούτε ένα ψίχουλο, κύριε!"
   Ο Γκραντέ πήρε ένα μεγάλο ολοστρόγγυλο καρβέλι, πολύ προσεκτικά αλευρωμένο, ζυμωμένο μέσα σε ένα από εκείνα τα άβαθα πανέρια που έχουν οι φουρνάρηδες από το Ανζού, κι ήταν έτοιμος να το κόψει σε κομμάτια, όταν η Νανόν του επεσήμανε:
   "Κύριε, σήμερα είμαστε πέντε".
   "Αυτό είναι αλήθεια", απάντησε ο Γκραντέ, "αλλά το ψωμί σου αυτό είναι περίπου έξι λίμπρες και είμαι σίγουρος ότι θα φτάσει και με το παραπάνω. Εξάλλου, θα το δεις κι εσύ με τα μάτια σου, ότι αυτοί οι νέοι από το Παρίσι δεν τρώνε και πολύ ψωμί".
   "Τότε θα τρώνε σίγουρα προσφάι...", του είπε η Νανόν.
   Στο Ανζού, προσφάι, μια λέξη που χρησιμοποιεί κυρίως ο λαός, πάει να πει αυτό που τρώνε μαζί με το ψωμί, που είναι είτε βούτυρο αλειμμένο πάνω στο ψωμί, το πιο συνηθισμένο, ή κάποιο γλυκό από βερίκοκα, που είναι το πιο καλό απ' όλα τα προσφάγια. Αυτοί που όταν ήταν μικροί έγλειψαν το προσφάι τους και δεν έφαγαν καθόλου το ψωμί, αυτοί μπορούν να καταλάβουν πολύ καλά τι ήθελε να πει η Νανόν μ' αυτά της τα λόγια.
   "Όχι, όχι. Αυτοί δεν τρώνε ούτε ψωμί, ούτε και προσφάι. Είναι σαν εκείνες τις κοπέλες που ετοιμάζονται να παντρευτούν".
   Τελικά, αφού έδωσε εντολή για το φαγητό της ημέρας, κάνοντας ένα πολύ οικονομικό πρόγραμμα, έφυγε κατευθυνόμενος προς την αποθήκη όπου έβαζαν τα φρούτα, μα καθώς έκλεινε τα ντουλάπια από το κελάρι του, η Νανόν τον φώναξε για να του πει:
   "Κύριε, δώστε μου λίγο αλεύρι και λίγο βούτυρο για να φτιάξω μια πίτα για τα παιδιά".
   "Τι είναι αυτά που λες; Έχεις κατά νου να μου κλείσεις το σπίτι για το χατίρι του ανιψιού μου;"
   "Τον ανιψιό σας δεν τον σκέφτηκα ποτέ μου περισσότερο απ' όσο σκέφτηκα το σκύλο σας, ούτε και περισσότερο από σας ακόμα... Αλλά εσείς μου δώσατε έξι κομμάτια ζάχαρη κι εγώ χρειάζομαι οχτώ".
   "Άκου να σου πω, Νανόν, ποτέ μου δεν σ' έχω ξαναδεί να κάνεις έτσι... Μα τι σκέφτηκες, επιτέλους; Μήπως θέλεις να γίνεις εσύ κυρία εδώ μέσα; Έξι κομμάτια ζάχαρη σου φτάνουν..."
   "Και τι θα βάλει ο ανιψιός σας στον καφέ του;"
   "Να βάλει δύο κομμάτια. Εγώ δεν θέλω ζάχαρη".
   "Θ' αρχίσετε να πίνετε τον καφέ σας χωρίς ζάχαρη τώρα, σ' αυτή την ηλικία; Καλύτερα το 'χω να πάω εγώ και να αγοράσω ζάχαρη με τα δικά μου τα λεφτά".
   "Εσύ να κάνεις τη δουλειά σου".
   Αν και η τιμή της ζάχαρης είχε πέσει πολύ χαμηλά, για τον παλιό βαρελά ήταν ένα από τα πιο πολύτιμα αγαθά και πίστευε πάντα ότι η τιμή της ήταν έξι φράγκα η λίμπρα. Είχε αρχίσει να κάνει οικονομία στη ζάχαρη από την εποχή της Αυτοκρατορίας ακόμα και δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ του αυτή τη συνήθεια.
   Όλες οι γυναίκες, ακόμα κι εκείνες που δεν έχουν και πολύ μυαλό, ξέρουν να βρίσκουν κάποιες πονηριές, για να πετύχουν τελικά το στόχο τους. Η Νανόν δεν μίλησε άλλο πια για τη ζάχαρη, ώστε να καταφέρει να πάρει τα υλικά για την πίτα.
   "Δεσποινίς, εσείς δεν θέλετε να φτιάξω πίτα;" της φώναξε από το παράθυρο.
   "Όχι, όχι", της αποκρίθηκε η Ευγενία.
   "Άντε, Νανόν", είπε ο Γκραντέ όταν άκουσε την κόρη του να μιλά. "Έλα να σου δώσω..."
   Άνοιξε το σακί που φυλούσαν το αλεύρι, της έδωσε αρκετό, έβαλε και μερικές ουγκιές βούτυρο παραπάνω.
   "Πρέπει να μου δώσετε και ξύλα, για να ανάψω το φούρνο", του είπε αποφασιστικά η Νανόν.
   "Πάρε όσα θέλεις", της είπε εκείνος κάπως θλιμμένα. "Αλλά μπορείς να μας φτιάξεις μια πίτα με φρούτα κι έτσι θα μαγειρέψεις όλο το φαγητό στο φούρνο και δεν θα χρειαστεί να ανάψεις δύο φωτιές".
   "Αυτό το ήξερα κι από μόνη μου, δεν ήταν ανάγκη να μου το πείτε", του φώναξε η Νανόν.
   Ο Γκραντέ κοίταξε τον έμπιστο πρωθυπουργό του με ένα πατρικό βλέμμα.
   "Δεσποινίς, θα φτιάξουμε πίτα", φώναξε η Νανόν στην Ευγενία από το παράθυρο.
   Ο μπαρμπα-Γκραντέ επέστρεψε κρατώντας όλα τα φρούτα στα χέρια του και τα άφησε στην πρώτη πιατέλα που βρήκε πάνω στον πάγκο της κουζίνας.
   "Κύριε, κοιτάξτε τι ωραίες που είναι οι μπότες του ανιψιού σας! Τι όμορφο δέρμα και τι ωραία μυρωδιά που έχουν! Αλλά με τι τις γυαλίζουν τώρα αυτές; Μήπως να βάλω από τη μπογιά που έχω για να γυαλίζω και τα δικά σας παπούτσια;"
   "Νανόν, νομίζω ότι αυτή η μπογιά δεν κάνει για τούτες τις μπότες και θα το χαλάσει το δέρμα. Άλλωστε, μπορείς να του πεις ότι δεν ξέρεις με τι το γυαλίζουνε το μαροκινό δέρμα -ναι, σίγουρα είναι μαροκινό- κι ας πάει να πάρει μόνος του από το Σωμύρ το γυαλιστικό να σου το φέρει. Νομίζω πως έχω ακούσει ότι βάζουν και ζάχαρη μέσα στο βερνίκι, για να γυαλίζει πιο πολύ".
   "Τότε, λοιπόν, θα τρώγεται κιόλας αυτό το πράγμα!" είπε η υπηρέτρια κι έφερε τις μπότες κοντά στη μύτη της. "Κοίτα, κοίτα, που η μυρωδιά τους είναι σαν την κολόνια της κυρίας! Είναι πολύ αστείο!"
   "Αστείο!" της είπε ο κύριός της. "Αστείο το λες εσύ που πάνε και πετάνε για μπότες τόσα χρήματα, όσα δεν κάνουν εκείνοι που τις φοράνε!"
   "Κύριε", είπε η Νανόν, όταν ξαναγύρισε ο κύριός της από την αποθήκη των φρούτων, που είχε πάει για να την κλείσει, "τώρα που ήρθε ο ανιψιός σας, δεν θα φτιάχνετε μια-δυο φορές την εβδομάδα καμιά σούπα;"
   "Ναι..."
   "Τότε πρέπει να πάω στο χασάπη".
   "Πουθενά δεν πρέπει να πας. Θα μας φτιάχνεις σούπα από τα πουλερικά που θα σου φέρνουν σίγουρα οι εργάτες. Θα πάω να πω εγώ στον Κορνουαγιέ να σκοτώσει μερικά κοράκια. Αυτό το κυνήγι είναι το καλύτερο για σούπα".
   "Κύριε, είναι αλήθεια ότι τα κοράκια τρώνε τα πτώματα;"
   "Είσαι χαζή, Νανόν! Κι αυτά τρώνε ό,τι τρώνε και τα υπόλοιπα ζώα, ό,τι βρίσκουν μπροστά τους. Κι εμείς, άραγε, δεν τρώμε πεθαμένους; Σάμπως οι κληρονομιές τι άλλο είναι..."
   Ο μπαρμπα-Γκραντέ, που δεν είχε πια να δώσει άλλες διαταγές, έβγαλε το ρολόι του από την τσέπη του και όταν είδε ότι είχε ακόμα μισή ώρα μέχρι να σερβιριστεί το πρωινό γεύμα, πήρε το καπέλο του, πήγε να δώσει ένα φιλί στη θυγατέρα του και της είπε:
   "Θέλεις να έρθεις μαζί μου μια βόλτα μέχρι τις όχθες του Λουάρ, μέχρι τα χωράφια μου; Έχω να κάνω μια δουλειά εκεί πέρα".
   Η Ευγενία πήγε και φόρεσε το καπέλο της, το επενδυμένο με ροζ ταφτά κι έπειτα πατέρας και κόρη άρχισαν να κατεβαίνουν το δρόμο προς την πλατεία.
   "Για πού είστε τόσο πρωινοί;" ρώτησε ο συμβολαιογράφος Κρουσό τον Γκραντέ, συναντώντας τους στο δρόμο.
   "Πάω να δω για κάτι", του είπε ο ηλικιωμένος άντρας, αν κι ήξεραν κι οι δυο πολύ καλά γιατί γίνονταν οι πρωινοί περίπατοι. Όταν ο μπαρμπα-Γκραντέ πήγαινε κάπου για να δει κάτι, ο συμβολαιογράφος γνώριζε από την εμπειρία του ότι κι εκείνος κάτι θα είχε να κερδίσει πηγαίνοντας μαζί του κι έτσι τον ακολούθησε.
   "Ελάτε μαζί μας, Κρουσό", είπε ο Γκραντέ στον συμβολαιογράφο. "Εσείς συγκαταλέγεστε στους φίλους μου. Τώρα θα δείτε ότι είναι μεγάλη βλακεία για κάποιον να φυτεύει λεύκες σε καλής ποιότητας γη..."
   "Λέτε, λοιπόν, ότι δεν άξιζαν τίποτα οι εξήντα χιλιάδες φράγκα που πήρατε από τις λεύκες σας στον Λουάρ;" τον ρώτησε ο Κρουσό, γουρλώνοντας σαν ηλίθιος τα μάτια του. "Είχατε μεγάλη τύχη!... Να κόψετε εσείς τα δέντρα σας την εποχή που κανείς άλλος δεν είχε λευκή ξυλεία σε όλη την περιοχή της Νάντης και να τα πουλήσετε για τριάντα φράγκα το κομμάτι!..."
   Η Ευγενία τους άκουγε να μιλούν, αγνοώντας ότι έφτανε πολύ σύντομα η πιο σημαντική ώρα της ζωής της κι ότι ο συμβολαιογράφος ήταν αφορμή για να πάρει για κείνη μια πολύ σπουδαία απόφαση ο πατέρας της. Ο Γκραντέ είχε φτάσει τώρα πολύ κοντά στα πανέμορφα χωράφια του, στην όχθη του Λουάρ, εκεί που εργάζονταν τριάντα άνθρωποι, για να καθαρίσουν, να σκεπάσουν με χώμα και να λειάνουν τελείως όλη εκείνη τη γη όπου πρώτα υψώνονταν οι λεύκες.
   "Κύριε Κρουσό, κοιτάξτε πόσο μεγάλο χώρο θέλει μια λεύκα", είπε στο συμβολαιογράφο. "Ζαν", φώναξε έπειτα σε κάποιον από τους εργάτες, "μ-μ-μ-μέτρησε με το μέτρο σου απ' όλες τις πλ-πλ-πλευρές!"
   "Τέσσερις φορές οχτώ πόδια", του αποκρίθηκε έπειτα από λίγο ο εργάτης.
   "Τριάντα δύο πόδια χώρος να π-π-π-πηγαίνει τελείως χαμένος!", είπε ο Γκραντέ στον Κρουσό. "Εδώ πέρα εγώ είχα τριακόσιες λ-λ-λ-λεύκες στη σειρά, δεν είναι έτσι; Λοιπόν, τριακόσιες φ-φ-φ-φορές επί τριάντα δύο π-π-π-πόδια, μου κόστιζαν π-π-π-πεντακόσια δεμάτια σανό. Και μαζί με όλα αυτά άλλες δύο φορές τα ίδια πάνω στις πλαγιές, μας κάνει χ-χ-χ-χίλια πεντακόσια κι ακόμα τόσα μέσα στη μέση είναι σύνολο τρεις χιλιάδες δεμάτια, ας πούμε..."
   "Λοιπόν", είπε ο Κρουσό, για να βοηθήσει το φίλο του στους υπολογισμούς του, "τρεις χιλιάδες δεμάτια σανό μας κάνουν χίλια οχτακόσια φράγκα".
   "Α-α-α-ας πούμε δύο χιλιάδες φράγκα, αν υπολογίσουμε ότι όλο και κάτι θα πάρει κανείς από την όψιμη σ-σ-σ-σοδειά. Αν έχουμε, λοιπόν, δύο χ-χ-χ-χιλιάδες κάθε χρόνο, πάει να πει ότι σε σαράντα χρόνια θα έχουμε μαζί με τους τόκους που τους ξ-ξ-ξ-ξέρετε καλά..."
   "Ας πούμε εκατό χιλιάδες φράγκα".
   "Ναι, ας υπολογίσουμε εκατό χιλιάδες μ-μ-μ-μόνο. Λοιπόν", συνέχισε να μιλά ο βαρελάς, δίχως πια να τραυλίζει καθόλου, "δυόμισι χιλιάδες λεύκες σαράντα χρονών, μου έδωσαν μόνο εξήντα χιλιάδες φράγκα. Άρα είμαι και χαμένος! Αυτόν τον υπολογισμό τον έκανα εγώ μόνος μου", είπε ο Γκραντέ και κορδώθηκε όλο περηφάνια. "Ζαν", είπε πάλι στον εργάτη του, "θα γεμίσεις όλες τις λακκούβες, αλλά όχι κι εκείνες που είναι κοντά στο ποτάμι. Σ' αυτές θα βάλεις τις λεύκες που αγόρασα. Αν τις βάλει κοντά στο ποτάμι, αυτές θα τρανέψουν με έξοδα του κράτους", είπε απευθυνόμενος στον Κρουσό, στραβώνοντας την κρεατοελιά που είχε στη μύτη του, με ένα μορφασμό που ήταν για κείνον κάτι σαν ειρωνικό χαμόγελο.
   "Αυτό είναι απόλυτα σίγουρο, οι λεύκες πρέπει να φυτεύονται σε ρηχό χώμα", απάντησε ο Κρουσό, μένοντας με ανοιχτό το στόμα μπροστά στους υπολογισμούς που είχε κάνει ο Γκραντέ.
   "Ε-ε-ε-έτσι είναι, κύριε", του είπε ο Γκραντέ με έναν τόνο ξέχειλο από ειρωνεία.
   Η Ευγενία κοιτούσε το πανέμορφο τοπίο του Λουάρ, δίχως να δίνει καμία σημασία στους υπολογισμούς που έκανε ο πατέρας της, αλλά από την απόσταση που βρισκόταν τέντωσε το αφτί της για να ακούσει το συνομιλητή του να λέει στον Γκραντέ:
   "Λοιπόν, φέρατε γαμπρό για την Ευγενία από το Παρίσι; Όλο το Σωμύρ ασχολείται με τον ανιψιό σας. Θα έχω την ευκαιρία να συντάξω κανένα συμβόλαιο κάποια από αυτές τις μέρες, Γκραντέ;"
   "Αυτός είναι ο λόγος που βγήκατε έξω τόσο ν-ν-ν-νωρίς; Για να μου π-π-π-πείτε αυτό το π-π-π-πράγμα;" αναφώνησε ο Γκραντέ, κουνώντας την κρεατοελιά που κρεμόταν στη μύτη του. "Λοιπόν, κ-κ-κ-καλέ μου φ-φ-φ-φίλε, θα σας μιλήσω με κάθε ει-ει-ει-ειλικρίνεια, θα σας πω όσα θέλετε να μ-μ-μ-μάθετε. Είναι προτιμότερο για μένα να ρίξω την κόρη μου μέσα στο π-π-π-ποτάμι, παρά να τη δώσω για ν-ν-ν-νύφη στον ξ-ξ-ξ-ξάδερφό της. Αυτό μπορείς να πας και να το π-π-π-πεις σε όλους. Αλλά κ-κ-κ-καλύτερα όχι. Ας αφήσουμε τον κ-κ-κ-κόσμο να λέει ό,τι θέλει..."
   Αυτά του τα λόγια λίγο έλειψε να κάνουν την Ευγενία να πέσει αναίσθητη. Εκείνες οι κρυφές ελπίδες, που μόλις είχαν αρχίσει να αναδύονται μέσα στην ψυχή της, που είχαν μπουμπουκιάσει τόσο ξαφνικά, που είχαν ανοίξει και είχαν φτιάξει ένα πανέμορφο μπουκέτο από λουλούδια, έβλεπε κιόλας κάποιο χέρι να τα τραβάει με βία, να τα ξεριζώνει και να τα πετά μαραμένα πια στη γη. Την προηγούμενη ήδη μέρα είχε νιώσει ότι τη συνέδεαν με τον Κάρολο όλοι εκείνοι οι δεσμοί της χαράς που δένουν τις ψυχές μεταξύ τους. Από δω και πέρα όμως αυτούς τους δεσμούς θα τους κρατούσε δεμένους μόνο ο πόνος. Δεν είναι, άραγε, αλήθεια ότι ο ευγενικός σκοπός της γυναίκας είναι να νιώθει μεγαλύτερη συγκίνηση από τη δυστυχία, παρά από τον πλούτο; Πώς κατάφερε εκείνος να εξαφανίσει από την καρδιά του πατέρα της κάθε πατρικό συναίσθημα; Τι κακό είχε κάνει ο Κάρολος κι ήταν τόσο ένοχος; Πολύ περίεργα ήταν όλα αυτά! Ο έρωτας μόλις είχε ανατείλει κι είχε γίνει ήδη ένα μεγάλο μυστήριο, πλαισιωμένο από όλα τ' άλλα, τα αξεδιάλυτα μυστήρια. Πήρε το δρόμο του γυρισμού προς το σπίτι, νιώθοντας τα γόνατά της κομμένα και να τρέμουν, κι όταν έφτασε στον παλιό και κατασκότεινο δρόμο, ενώ παλιότερα της φαινόταν τόσο όμορφος, τώρα της έδινε την εντύπωση ότι ήταν βουτηγμένος στη θλίψη και στη μελαγχολία που είχε αποκτήσει από το πέρασμα των χρόνων και όλων όσων τον είχαν διαβεί. Τώρα πια τα ένιωθε όλα εκείνα τα συναισθήματα που φέρνει ο έρωτας.
   Όταν ήταν αρκετά κοντά στο σπίτι, περπάτησε μπροστά από τον πατέρα της και έμεινε να τον περιμένει στην πόρτα, αφού πρώτα χτύπησε να της ανοίξουν. Αλλά ο Γκραντέ, βλέποντας το συμβολαιογράφο να κρατά μια εφημερίδα, τυλιγμένη ακόμα με την ταινία του ταχυδρομείου, του είπε: 
   "Ποια τιμή έχουν φτάσει τα χρεόγραφα;"
   "Δεν θέλετε να ξέρετε, Γκραντέ", του είπε ο Κρουσό. "Αγοράστε όσο είναι καιρός. Ακόμα και τώρα μπορείτε να έχετε κέρδος είκοσι τοις εκατό μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, πέρα από τους τόκους, που θα έχουν ένα πολύ αξιόλογο επιτόκιο. Πέντε χιλιάδες εισόδημα με ογδόντα χιλιάδες φράγκα. Τα χρεόγραφα έχουν φτάσει στα ογδόντα και πενήντα".
   "Θα δούμε!" αποκρίθηκε ο Γκραντέ τρίβοντας το σαγόνι του.
   "Θεέ μου!" αναφώνησε ο Κρουσό, όταν άνοιξε την εφημερίδα του.
   "Τι συμβαίνει;" ρώτησε ο κύριος Γκραντέ.
   Ο Κρουσό, δείχνοντάς του την εφημερίδα, του είπε:
   "Κοιτάξτε εδώ!"

   «Ο κύριος Γκραντέ, ένας από τους πιο επιφανείς εμπόρους του Παρισιού, αυτοκτόνησε χθες τη νύχτα, αφού πρώτα έκανε τη συνηθισμένη του επίσκεψη στο Χρηματιστήριο. Προηγήθηκε η αποστολή στον Πρόεδρο της Βουλής της παραίτησής του από το αξίωμα του βουλευτή, όπως επίσης και από το αξίωμα του εμποροδίκη. Οι χρεοκοπίες που υπέστησαν οι κύριοι Ρογκέν και Σουσό -ο χρηματιστής και ο συμβολαιογράφος του αντίστοιχα- προκάλεσαν την ολοκληρωτική του πτώχευση. Η εκτίμηση που έχαιρε ο κύριος Γκραντέ και η εμπορική πίστη του ήταν τέτοιες, ώστε δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι θα μπορούσε να βρει πιστωτές στην αγορά του Παρισιού. Είναι πραγματικά λυπηρό το γεγονός ότι αυτός ο τόσο τίμιος άνθρωπος αφέθηκε στην πρώτη στιγμή της απόγνωσής του...»
   
   "Το γνώριζα αυτό", απάντησε ο βαρελάς στο συμβολαιογράφο.
   Αυτά του τα λόγια έκαναν το αίμα του Κρουσό να παγώσει μέσα στις φλέβες του και, παρά τη μεγάλη απάθεια που τον διέκρινε ως συμβολαιογράφο, αισθάνθηκε ένα ρίγος να διαπερνά την πλάτη του, σκεφτόμενος ότι ο Γκραντέ από το Παρίσι είχε μάταια παρακαλέσει τον Γκραντέ από το Σωμύρ να του προσφέρει κάποια οικονομική βοήθεια με τα τόσα εκατομμύρια που είχε στην κατοχή του.
   "Και ο γιος του, που χτες το βράδυ έδειχνε να είναι τόσο εύθυμος;..."
   "Ακόμα δεν ξέρει τίποτα για όλα αυτά", του απάντησε ο κύριος Γκραντέ με το ίδιο ψύχραιμο ύφος του.
   "Αντίο σας, κύριε Γκραντέ", του είπε ο Κρουσό που μεμιάς είχε μαντέψει τα πάντα και πήγε να καθησυχάσει τον πρόεδρο κύριο ντε Μπονφόν.
   Όταν ο Γκραντέ επέστρεψε στο σπίτι του βρήκε το πρωινό γεύμα να έχει σερβιριστεί, ενώ η κυρία Γκραντέ, που η Ευγενία την είχε αγκαλιάσει με ορμή από το λαιμό για να της δώσει ένα φιλί, παρασυρμένη από την παρόρμηση εκείνη της καρδιάς που προκαλεί μια κρυφή στενοχώρια, είχε καθίσει ήδη στη θέση της και έπλεκε.
   "Μπορείτε να αρχίσετε το φαγητό σας", είπε η Νανόν, που είχε κατέβει κουτρουβαλώντας σχεδόν τα σκαλιά. "Ο νέος κοιμάται ακόμα, σαν άγγελος. Πόσο όμορφος είναι έτσι, με τα ματάκια του κλειστά! Μπήκα μέσα, του φώναξα, αλλά τίποτα δεν κατάλαβε αυτός..."
   "Άφησέ τον να κοιμηθεί, λοιπόν", της είπε ο Γκραντέ. "Πάντα υπάρχει χρόνος για να σηκωθεί και να μάθει τη λυπηρή είδηση".
   "Μα τι συμβαίνει;" ρώτησε η Ευγενία, βάζοντας μέσα στον καφέ της δύο μικρούς κύβους ζάχαρης, που είχαν βάρος μηδαμινό και που του ηλικιωμένου άντρα του άρεσε πολύ να τους κόβει μόνος του όταν δεν είχε κάτι άλλο να κάνει.
   Η κυρία Γκραντέ, που δεν βρήκε το θάρρος να ρωτήσει κι αυτή τι είχε συμβεί, απλά στράφηκε και κοίταξε το σύζυγό της.
   "Ο πατέρας του τίναξε τα μυαλά του στον αέρα".
   "Ο θείος μου!" αναφώνησε η Ευγενία.
   "Φτωχό μου παιδί!" φώναξε η κυρία Γκραντέ.
   "Πολύ σωστά το είπες, φτωχό! Γιατί τώρα πια δεν έχει ούτε ένα φράγκο", της είπε ο Γκραντέ.
   "Κι αυτός εκεί κοιμάται λες κι είναι άρχοντας του κόσμου ολόκληρου!" είπε η Νανόν, σχεδόν ψιθυριστά.
   Η Ευγενία σταμάτησε το φαγητό της. Ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται, όπως η καρδιά που για πρώτη φορά συγκλονίζεται από τη συμπόνια για τη συμφορά εκείνου που έχει ερωτευτεί και που συνταράζει το σώμα της γυναίκας. Η κοπέλα ξέσπασε σε κλάματα.
   "Εσύ δεν τον είχες γνωρίσει ποτέ σου το θείο σου, ποιος ο λόγος να κλαις;" τη ρώτησε ο πατέρας της, κοιτάζοντάς την με το βλέμμα που έχει ένα αρπακτικό ζώο όταν πεινάει, το ίδιο βλέμμα με το οποίο κοιτούσε πάντα τους σωρούς του από χρυσάφι.
   "Μα, κύριε", του είπε η υπηρέτρια, "ποιος μπορεί να μη λυπηθεί γι' αυτό το δύστυχο παιδί, που κοιμάται σαν το κούτσουρο, δίχως να ξέρει τι του έχει γράψει η μοίρα;"
   "Εσένα δε σε ρώτησε κανένας, Νανόν, κι είναι καλύτερα να κρατάς κλειστό το στόμα σου".
   Τη στιγμή εκείνη η Ευγενία έμαθε καλά ότι μια γυναίκα που αγαπάει πρέπει να κρατάει κρυμμένα τα συναισθήματά της κι έτσι δεν είπε τίποτα στον πατέρα της.
   "Δεν νομίζω να του πείτε τίποτα μέχρι να γυρίσω πάλι πίσω, κυρία Γκραντέ", της είπε ο ηλικιωμένος άντρας. "Πρέπει να πάω να φτιάξω το χαντάκι που ανοίγω δίπλα από τα χωράφια μου κάτω στο δρόμο. Θα είμαι πίσω πάλι το μεσημέρι για το γεύμα και θα συζητήσω εγώ με τον ανιψιό μου για τις δουλειές που έχει να κάνει. Κι εσύ, δεσποινίς Ευγενία, αν κλαις γι' αυτό το κακομαθημένο παιδί, αρκετά έκλαψες, παιδί μου. Θα φύγει όσο γίνεται πιο γρήγορα για τις Ινδίες και δεν πρόκειται να τον δεις ποτέ πια στη ζωή σου..."
   Ο πατέρας πήρε τα γάντια του από το γείσο του καπέλου του και με την ψυχραιμία που τον διέκρινε πάντα, τα φόρεσε, τα εφάρμοσε καλά στα δάχτυλά του και έφυγε.
   "Αχ, μαμά μου! Νιώθω κάτι να με πνίγει!" φώναξε η Ευγενία, όταν πια ήταν μόνη με τη μητέρα της. "Ποτέ πριν στη ζωή μου δεν έχω βασανιστεί τόσο πολύ!"
   Η κυρία Γκραντέ, που είδε τη θυγατέρα της να γίνεται κατακίτρινη, πήγε και άνοιξε το παράθυρο και την έφερε ως εκεί, για να ανασάνει τον καθαρό αέρα.
   "Είμαι πολύ καλύτερα τώρα", είπε μετά από λίγο η Ευγενία.
   Αυτή η νευρική συγκίνηση σε ένα κορίτσι που πάντα έμοιαζε τόσο γαλήνιο, μέχρι εκείνη την ημέρα, εντυπωσίασε τόσο την κυρία Γκραντέ, που στράφηκε και κοίταξε τη θυγατέρα της μ' εκείνη τη γεμάτη συμπάθεια διαίσθηση, την τόσο ωραία, που έχουν οι μητέρες για εκείνο το πλάσμα που λατρεύουν, και τότε τα κατάλαβε όλα. Στην πραγματικότητα, ούτε οι γνωστές σε όλους αδερφές από την Ουγγαρία, που από ένα λάθος της φύσης γεννήθηκαν με τα σώματά τους κολλημένα το ένα στ' άλλο, δεν μπορούσαν να είναι τόσο συνδεδεμένες μεταξύ τους όσο η Ευγενία με τη μητέρα της, πάντα καθισμένες συντροφιά σ' εκείνο το παράθυρο, πάντα μαζί στην εκκλησία, πάντα να κοιμούνται στο ίδιο περιβάλλον.
   "Κακόμοιρο παιδί!" αναστέναξε η κυρία Γκραντέ, παίρνοντας το κεφάλι της Ευγενίας και βάζοντάς το πάνω στο στήθος της.
   Σαν άκουσε αυτά τα λόγια, η κόρη ανασήκωσε το κεφάλι της και ρώτησε τη μητέρα της, με ένα βλέμμα που έψαχνε τις μυστικές της σκέψεις:
   "Γιατί να του πει να πάει στις Ινδίες; Αφού θα είναι τόσο λυπημένος, δεν θα ήταν καλύτερα να μείνει κοντά μας; Δεν είναι ο πιο στενός μας συγγενής;"
   "Ναι, καλό μου παιδί, αυτό θα ήταν το πιο λογικό, αλλά ο πατέρας σου θα έχει κάποιο λόγο για να το κάνει και πρέπει να το σεβαστούμε".
   Μάνα και κόρη έμειναν μαζί οι δυο τους δίχως να μιλούν, η μία στην κουνιστή της πολυθρόνα κι η άλλη στη μικρή καρέκλα της, κι έπιασαν πάλι τα εργόχειρά τους. Νιώθοντας την ειλικρινή συμπαράσταση που της είχε δείξει η μητέρα της, η Ευγενία πήρε το χέρι της και το φίλησε.
   "Πόσο καλή είσαι, μαμά μου!"
   Όταν της μίλησε έτσι, το γερασμένο πρόσωπο της μητέρας, που τόσο είχε χαραχτεί από τις συμφορές που είχε περάσει στη ζωή της, έγινε μεμιάς πιο λαμπερό.
   "Εσένα σου αρέσει;" τη ρώτησε η Ευγενία.
   Η κυρία Γκραντέ δεν έδωσε απάντηση, παρά μόνο χαμογέλασε. Κι έπειτα, αφού έμεινε για λίγο σιωπηλή, της είπε με ψιθυριστή φωνή:
   "Τον έχεις κιόλας αγαπήσει, λοιπόν; Αυτό δεν είναι καθόλου καλό".
   "Δεν είναι καλό; Και γιατί δεν είναι;" ρώτησε η Ευγενία. "Εσύ τον βρίσκεις όμορφο, η Νανόν τον βρίσκει κι αυτή όμορφο, εγώ γιατί, λοιπόν, να μην τον βρίσκω όμορφο; Έλα τώρα, μαμά μου, να του στρώσουμε το τραπέζι για να πάρει το πρωινό του", είπε και παράτησε τη δουλειά της.
   "Έχεις τρελαθεί!" είπε η μητέρα της, αλλά την ευχαριστούσε να βρίσκει δικαιολογίες για την τρέλα που είχε πιάσει την κόρη της, ώστε να μπορεί κι εκείνη να συμμετέχει.
   Η Ευγενία φώναξε τη Νανόν.
   "Τι άλλο θα θέλατε, μικρή μου κυρία;"
   "Νανόν, το μεσημέρι να έχεις φτιάξει κρέμα..."
   "Α, ναι, για το μεσημέρι εντάξει", της αποκρίθηκε η ηλικιωμένη γυναίκα.
   "Και τώρα φτιάξε έναν καφέ για κείνον και να είναι πολύ βαρύς. Στο σπίτι της κυρίας ντε Γκρασέν είχα ακούσει ότι στο Παρίσι συνηθίζουν να πίνουν πολύ βαρύ τον καφέ τους".
   "Και πού θα τον βρω εγώ τον καφέ;"
   "Να πας να αγοράσεις".
   "Κι αν βρω στο δρόμο μου τον κύριο;"
   "Ο κύριος έχει πάει στα χωράφια".
   "Πάω, τώρα κιόλας. Αλλά ο κύριος Φεσάρ, όταν μου έδωσε τα κεριά με ρώτησε αν είχαν έρθει οι τρεις μάγοι στο σπίτι μας. Όλη η πόλη θα έχει βουίξει πια με τα χρήματα που σπαταλάμε".
   "Αν καταλάβει κάτι απ' όλα αυτά ο πατέρας σου, μπορεί ακόμα και να μας σαπίσει στο ξύλο".
   "Ας μας σαπίσει, λοιπόν, κι εμείς θα πέσουμε στα γόνατα και θα τον αφήσουμε να μας χτυπήσει όσο θέλει".
   Η κυρία Γκραντέ δεν είπε τίποτα και σαν απάντηση σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό.
   Η Νανόν, πάλι, έβαλε το σκουφί της και βγήκε έξω.
   Η Ευγενία έστρωσε το τραπέζι με ένα ολόλευκο τραπεζομάντιλο και πήγε να φέρει μερικά σταφύλια από εκείνα που της άρεσε να κρεμάει σε σκοινιά πάνω στη σοφίτα. Προχωρώντας στο διάδρομο, προσπαθούσε να κάνει τα βήματά της όσο το δυνατόν πιο απαλά, ώστε να μην ταράξει τον ύπνο του ξαδέρφου της, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην επιθυμία της να πάει και να κολλήσει το αφτί της στην πόρτα, να ακούσει την ανάσα του, που έβγαινε κανονική από τα χείλη του.
   "Η δυστυχία τον παραμονεύει κι εκείνος κοιμάται!" σκέφτηκε.
   Πήρε τα πιο φρέσκα και τα πιο πράσινα φύλλα, τοποθέτησε πάνω τους τα σταφύλια με προσοχή, σαν τον μάγειρα που τοποθετεί τα σερβίτσια του φαγητού, και τα απόθεσε με περηφάνια πάνω στο τραπέζι. Πήγε στην κουζίνα, πήρε από εκείνα τα αχλάδια που ο πατέρας της είχε μετρήσει σχολαστικά και τα έβαλε σε σχήμα πυραμίδας ανάμεσα στα φύλλα. Πήγαινε πότε δω και πότε κει, τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι, χοροπηδούσε. Είχε μεγάλη όρεξη να πάρει κρυφά διάφορα πράγματα από παντού στο σπίτι του πατέρα της, αλλά τα κλειδιά από όλες τις αποθήκες τα είχε πάντα εκείνος.
   Η Νανόν επέστρεψε φέρνοντας δύο ολόφρεσκα αβγά. Όταν η Ευγενία την είδε να κρατάει τα αβγά, αισθάνθηκε μια λαχτάρα να την πάρει στην αγκαλιά της. 
   "Τα είχε ένας από τους εργάτες μας στο Λαντ, τα είδα στο πανέρι του, του είπα να μου τα δώσει κι εκείνος για να μη στενοχωρηθώ μου τα έδωσε".
   Έπειτα από μια προετοιμασία που κράτησε δύο ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε παρατήσει τουλάχιστον είκοσι φορές τη δουλειά της, για να πάει να δει τον καφέ που έβραζε, να ακούσει το θόρυβο που έκανε ο ξάδερφός της όταν τελικά ξύπνησε, η Ευγενία πέτυχε να ετοιμάσει ένα πρωινό σχετικά απλό, που κόστιζε πολύ λίγο, αλλά που ήταν πολύ παραπάνω από τις συνήθειες που είχαν στο σπίτι τους. Συνήθως έτρωγαν στα όρθια το μεσημεριανό τους γεύμα. Στον καθένα αντιστοιχούσε από ένα κομμάτι ψωμί, ένα φρούτο, μια μικρή ποσότητα από βούτυρο και ένα ποτήρι κρασί. Καθώς κοιτούσε το τραπέζι που ήταν τοποθετημένο μπροστά στο τζάκι, την πολυθρόνα που είχε βάλει μπροστά στο πιάτο του ξαδέρφου της, τις δύο πιατέλες με τα φρούτα, την αβγοθήκη, το μπουκάλι με το λευκό κρασί, το ψωμί και το βουναλάκι από ζάχαρη στο μικρό πιάτο, η Ευγενία έτρεμε σύγκορμη για την αντίδραση που θα είχε ο πατέρας της, αν τύχαινε να γυρίσει εκείνη την ώρα και τα έβλεπε όλα αυτά. Κοίταξε το ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, υπολογίζοντας το χρόνο, για να δει αν θα προλάβαινε να πάρει το γεύμα του ο ξάδερφός της προτού επιστρέψει στο σπίτι ο ηλικιωμένος αφέντης.
   "Ηρέμησε, Ευγενία. Αν επιστρέψει ο πατέρας σου θα πάρω εγώ την ευθύνη για όλα αυτά", της είπε η κυρία Γκραντέ.
   "Καλή μου μανούλα! Ποτέ μου δεν σου έδωσα τόση αγάπη όση σου πρέπει!"
   Ο Κάρολος, αφού έμεινε για αρκετή ώρα στην κάμαρά του τραγουδώντας σιγανά, κατέβηκε τελικά στο σαλόνι. Ευτυχώς, η ώρα ήταν ακόμα έντεκα. Ντύθηκε πολύ φιλάρεσκα, σαν να έμενε στον πύργο εκείνης της αριστοκράτισσας που τώρα βρισκόταν σε ταξίδι στη Σκοτία. Μπήκε στο σαλόνι με μια έκφραση όλο γλύκα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, με το γέλιο στα χείλη και όλη αυτή η εμφάνιση ταίριαζε τόσο πολύ με τη νεανική του ηλικία, που έκανε την Ευγενία να νιώσει μεγάλη χαρά και στενοχώρια ταυτόχρονα. Είχε αποφασίσει να αφήσει στην άκρη τα σχέδια που είχε κάνει πρωτύτερα για την κατοικία του θείου του και όλο χαρά πήγε κοντά στη θεία του.
   "Ήταν ευχάριστο το βράδυ σας, καλή μου θεία; Και το δικό σας, ξαδέρφη;"
   "Πολύ ευχάριστο, κύριε. Το δικό σας;" τον ρώτησε η κυρία Γκραντέ.
   "Εξαιρετικό", αποκρίθηκε εκείνος.
   "Ασφαλώς θα πεινάτε, καλέ μου ξάδερφε", του είπε η Ευγενία. "Μπορείτε να καθίσετε στο τραπέζι".
   "Συνήθως δεν τρώω ποτέ μου πριν από το μεσημέρι, που είναι και η ώρα που σηκώνομαι από το κρεβάτι. Αλλά είχα ένα δύσκολο ταξίδι εχτές, ώστε ίσως θα έπρεπε να φάω κάτι. Εξάλλου..."
   Έβγαλε από την τσέπη του ένα τετράγωνο επίπεδο ρολόι, το πιο όμορφο απ' όσα είχε κατασκευάσει ποτέ ο Μπρεγκέ.
   "Α! Μα η ώρα είναι ακόμα έντεκα. Πολύ πρωί..."
   "Πολύ πρωί;...", παρατήρησε η κυρία Γκραντέ.
   "Ναι, αλλά ήθελα να τακτοποιήσω και τα πράγματά μου. Λοιπόν, τελικά με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα τσιμπούσα κάτι, αλλά να είναι κάτι ελαφρύ... Ίσως λίγο κοτόπουλο ή λίγη πέρδικα..."
   "Παναγία μου!" αναφώνησε η Νανόν, όταν τον άκουσε να λέει αυτά τα λόγια.
   "Μια πέρδικα!" σκέφτηκε η Ευγενία, που θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει όλες της τις οικονομίες για να του εξασφαλίσει μια πέρδικα.
   "Περάστε, καθίστε", του είπε η θεία του.
   Ο νεαρός δανδής πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα του με μια κίνηση ολόιδια με εκείνη με την οποία μια γυναίκα κάθεται στο κρεβάτι της. Η Ευγενία και η μητέρα της πήραν κι εκείνες τα καθίσματά τους και τα τοποθέτησαν μπροστά από τη φωτιά.
   "Μένετε πάντα εδώ;" ρώτησε ο Κάρολος, που τώρα, στο φως της ημέρας, το σαλόνι τού έκανε ακόμα χειρότερη εντύπωση απ' ότι το προηγούμενο βράδυ, όταν το είχε δει στο φως των κεριών.
   "Πάντα εδώ", του απάντησε η Ευγενία, κοιτάζοντάς τον κατευθείαν μέσα στα μάτια, "εκτός από τις ημέρες που έχουμε τον τρύγο. Τότε, μαζί με τη Νανόν, πηγαίνουμε και βοηθάμε στις δουλειές και μένουμε στο αβαείο του Νουαγιέ".
   "Ποτέ σας δεν κάνετε κάποια βόλτα;"
   "Πολλές φορές την Κυριακή, έπειτα από τον εσπερινό, όταν ο καιρός είναι καλός", του απάντησε η κυρία Γκραντέ, "πηγαίνουμε μέχρι τη μικρή γέφυρα ή περπατάμε ως εκεί που θερίζουν το σανό και καθόμαστε και χαζεύουμε το θερισμό".
   "Υπάρχει θέατρο στην πόλη;"
   "Μα τι λέτε; Να πάμε στο θέατρο;" φώναξε η κυρία Γκραντέ. "Να πάμε να δούμε όλους αυτούς τους θεατρίνους! Μα δεν το ξέρετε ότι το θέατρο είναι από τα χειρότερα αμαρτήματα;"
   "Δείτε, καλέ μου κύριε", του είπε η Νανόν, καθώς έφερνε τα αβγά, "αφού δεν έχουμε πουλερικά, σας φέραμε αβγά".
   "Α, ολόφρεσκα αβγά!" είπε ενθουσιασμένος ο Κάρολος, που όπως όλοι οι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει στην πολυτέλεια, είχε πια ξεχάσει την πέρδικα που ζητούσε πριν. "Μα είναι υπέροχα! Αν μπορούσες να μου φέρεις και λίγο βούτυρο, καλό μου παιδί..."
   "Α, ναι, βούτυρο...", είπε η υπηρέτρια. "Δεν θέλετε να φάτε λίγη πίτα, λοιπόν;"
   "Φέρε το βούτυρο, λοιπόν!" της φώναξε η Ευγενία.
   Η νεαρή κοπέλα κοιτούσε τον ξάδερφό της που έκοβε τις φέτες από το ψωμί κι αισθανόταν την ίδια ικανοποίηση που νιώθει μια μοδιστρούλα του Παρισιού, όταν βλέπει στο θέατρο ένα μελόδραμα όπου στο τέλος όλα τα νικά η αγνότητα. Είναι αλήθεια ότι ο Κάρολος είχε πάρει την ανατροφή του από μια μητέρα ιδιαίτερα ευγενική και πολύ χαριτωμένη, που είχε τελειοποιήσει το χαρακτήρα του, από μια γυναίκα με αστικές συνήθειες και πολύ μοντέρνα, κι έτσι κι ο ίδιος είχε κινήσεις όλο κοκεταρία, πολύ κομψές και ανάλαφρες, σαν μιας νεαρής ερωμένης. Η συμπάθεια και η ευαίσθητη φροντίδα μιας κοπέλας προκαλούν πάντα το έντονο ενδιαφέρον. Έτσι, ο Κάρολος, παρατηρώντας ότι γίνεται δέκτης της ευαισθησίας και της τρυφερότητας της ξαδέρφης και της θείας του, δεν μπορούσε να μη δεχτεί την επιρροή εκείνων των συναισθημάτων, που έμοιαζαν να τον σκεπάζουν. Κοίταξε την Ευγενία με ένα βλέμμα που από μέσα του αναδυόταν η καλοσύνη και η στοργή, ένα βλέμμα που έμοιαζε σαν χαμόγελο. Καθώς την κοιτούσε, διέκρινε εκείνη την εξαίσια αρμονία που υπήρχε σε όλα τα χαρακτηριστικά του αθώου προσώπου της, στην τόσο αγνή συμπεριφορά της, στα μαγικά λαμπερά μάτια της, όπου πετούσαν σπίθες οι πρώτες ερωτικές σκέψεις και η λαχτάρα του ανθρώπου που δεν έχει νιώσει ποτέ την ηδονή.
   "Είναι αλήθεια, καλή μου ξαδέρφη, ότι αν καθόσασταν σε ένα μπροστινό θεωρείο, ντυμένη με ένα επίσημο βραδινό φόρεμα στην Όπερα του Παρισιού, σας δίνω το λόγο μου ότι η θεία θα είχε απόλυτο δίκιο σε όσα είπε πιο πριν. Σίγουρα θα φέρνατε πονηρές σκέψεις στο νου πολλών αντρών και θα προκαλούσατε τη ζήλεια σε πολλές γυναίκες".
   Αυτή η φιλοφρόνηση προκάλεσε ένα σφίξιμο στην καρδιά της Ευγενίας και την έκανε να χαρεί πολύ, μολονότι δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι της είχε πει.
   "Ω, ξάδερφέ μου, θέλετε να περιγελάσετε μια φτωχή κοπέλα από την επαρχία;"
   "Αν είχατε την ευκαιρία να με ξέρετε, αγαπητή μου ξαδέρφη, θα γνωρίζατε πολύ καλά ότι απεχθάνομαι τις κοροϊδίες, γιατί μαραζώνουν την καρδιά και φέρνουν το θάνατο στα αισθήματα..."
   Και με ιδιαίτερη ευχαρίστηση έβαλε στο στόμα του μια φέτα με βούτυρο.
   "Όχι. Είναι αλήθεια ότι το πνεύμα μου δεν έχει ιδιαίτερη ικανότητα στις κοροϊδίες κι αυτό είναι ένα σημαντικό μου μειονέκτημα. Στο Παρίσι μπορούν να σκοτώσουν έναν άνθρωπο, λέγοντας απλά: «Έχει πολύ καλή καρδιά». Η πραγματική σημασία αυτής της φράσης είναι: «Αυτός ο δύστυχος είναι τόσο ηλίθιος όσο ένας ρινόκερος». Αλλά επειδή έχω μεγάλη περιουσία και όλοι γνωρίζουν ότι μπορώ να πετύχω το στόχο μου από απόσταση τριάντα βημάτων και με οποιοδήποτε πιστόλι, ακόμα και όταν βρίσκομαι στην ύπαιθρο, δεν έχουν το θάρρος να με περιγελάσουν".
   "Ανιψιέ μου, όλα αυτά που λέτε φανερώνουν ότι έχετε πολύ καλή καρδιά".
   "Το δαχτυλίδι που φοράτε είναι πολύ όμορφο!" του είπε η Ευγενία. "Θα φαινόμουν αδιάκριτη, αν σας ζητούσα να το δω;" 
   Ο Κάρολος άπλωσε το χέρι του και έβγαλε το δαχτυλίδι του και η Ευγενία έγινε αμέσως κατακόκκινη, όταν με τις άκρες από τα δάχτυλά της άγγιξε τα ροδαλά νύχια του ξαδέρφου της.
   "Δείτε, μητέρα, πόσο καλή δουλειά έχει πάνω του!"
   "Ω! Αυτό είναι από ατόφιο χρυσάφι!" αναφώνησε ενθουσιασμένη η Νανόν καθώς του έφερνε τον καφέ του.
   "Τι είναι τούτο;" ρώτησε γελώντας ο Κάρολος κι έδειξε ένα μακρουλό δοχείο σε καφετί χρώμα, που είχε ένα γυαλιστερό στρώμα από μέσα και τριγύρω κολλημένη στάχτη και που μέσα του έβραζε ο καφές, κάνοντας τους κόκκους να χοροπηδούν μέχρι το βάθος και έπειτα ν' ανεβαίνουν και πάλι στην επιφάνεια.
   "Βραστός καφές", του απάντησε η Νανόν.
   "Αχ, αγαπημένη μου θεία, θα φροντίσω να σας μάθω κάτι καλό, για να κρατάτε μια καλή ανάμνηση από μένα και τον ερχομό μου στο σπίτι σας. Έχετε μείνει πολύ πίσω. Θα σας δείξω πώς να φτιάχνετε έναν καλό καφέ σε καφετιέρα του Σαπτάλ".
   Κι έπειτα τους εξήγησε τι είναι η καφετιέρα του Σαπτάλ και τον τρόπο που λειτουργεί.
   "Ώχου, μεγάλος μπελάς είναι όλη αυτή η δουλειά! Για να τα μάθει κανείς όλα, πρέπει να χαραμίσει μια ολόκληρη ζωή. Ποτέ μου δεν θα μπορέσω να φτιάξω τέτοιον καφέ. Και ποιος θα πηγαίνει να κόβει χορτάρια για να ταΐσει τη γελάδα μας, όσο εγώ θα φτιάχνω τον καφέ;"
   "Θα πηγαίνω εγώ!" απάντησε η Ευγενία.
   "Τι παιδί!" είπε η κυρία Γκραντέ και έστρεψε το βλέμμα της προς την Ευγενία.
   Λέγοντας αυτή τη λέξη, με έναν τόνο στη φωνή που έφερνε στο νου μεγάλη λύπη, αυτή που σε λίγο θα έβρισκε τον κακόμοιρο νεαρό, οι τρεις γυναίκες έμειναν σιωπηλές και τον κοίταξαν με ένα βλέμμα τρομερού οίκτου, τέτοιο που ο Κάρολος ένιωσε μεγάλη έκπληξη.
   "Μα τι σας συμβαίνει, ξαδέρφη μου;"
   "Σσσς!", είπε η κυρία Γκραντέ στην Ευγενία που πήγε να του απαντήσει. "Κόρη μου, το ξέρεις καλά ότι ο πατέρας σου είναι αυτός που έχει αναλάβει να μιλήσει με τον κύριο..."
   "Μπορείτε να με αποκαλείτε Κάρολο", είπε ο νεαρός Γκραντέ.
   "Α, Κάρολος είναι το όνομά σας! Πολύ ωραίο όνομα!" αναφώνησε η Ευγενία.
   Όλες οι συμφορές που διαισθανόμαστε ότι θα έρθουν, τελικά φτάνουν πολύ γρήγορα. Και όντως, η Νανόν, η Ευγενία και η κυρία Γκραντέ, που με τρόμο σκέφτονταν την επιστροφή του ηλικιωμένου βαρελά, άκουσαν το χτύπημα στην πόρτα, εκείνο τον ήχο που και οι τρεις τους γνώριζαν πολύ καλά.
   "Α, ήρθε ο πατέρας!" είπε η Ευγενία.
   Πήρε γρήγορα το μικρό πιάτο με τη ζάχαρη, ενώ πάνω στο τραπεζομάντιλο άφησε κάτι μικρά κομμάτια. Η Νανόν εξαφάνισε αμέσως το πιάτο με τα αβγά. Η κυρία Γκραντέ αναπήδησε από τη θέση της σαν τρομαγμένο ελάφι. Επικράτησε μια αναμπουμπούλα, που ο Κάρολος έμεινε να παρακολουθεί κατάπληκτος, καθώς δεν μπορούσε να βρει κάποια εξήγηση για όλα αυτά.
   "Μα τι συνέβη, επιτέλους;" τις ρώτησε.
   "Έφτασε ο πατέρας", του αποκρίθηκε η Ευγενία.
   "Και τι μ' αυτό;..."
   Ο κύριος Γκραντέ μπήκε στο σαλόνι, κοίταξε με το αστραφτερό του βλέμμα προς το τραπέζι κι έπειτα προς τον Κάρολο και είδε τα πάντα. 
   "Α! Βλέπω ότι φτιάξατε σωστό πανηγύρι για τον ανιψιό μου! Πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία!" είπε, χωρίς να τραυλίσει καθόλου. "Λείπει ο γάτος και χορεύουν τα ποντίκια!"
   "Πανηγύρι;" σκεφτόταν από μέσα του ο Κάρολος, δίχως να μπορεί ακόμα να καταλάβει πώς ζούσαν σ' εκείνο το σπίτι.
   "Δώσε μου το ποτήρι μου, Νανόν", είπε ο ηλικιωμένος άντρας.
   Η Ευγενία του έφερε το ποτήρι του. Ο Γκραντέ έβγαλε από την τσέπη του πανωφοριού του ένα μικρό σουγιά με λαβή από κέρατο και πολύ παχιά λάμα, έκοψε μια φέτα από το ψωμί, πήρε λίγο βούτυρο, το άλειψε πάνω στο ψωμί πολύ προσεκτικά και ξεκίνησε να τρώει δίχως να καθίσει...
   Εκείνη την ώρα ο Κάρολος έβαζε τον καφέ του στην κούπα του. Ο μπαρμπα-Γκραντέ έριξε ένα βλέμμα προς τα κομμάτια της ζάχαρης, έπειτα κοίταξε αυστηρά τη σύζυγό του κι εκείνη έγινε κάτωχρη και πισωπάτησε τρία βήματα. Έσκυψε προς τη δύστυχη γυναίκα και της είπε:
   "Πού τη βρήκατε όλη αυτή τη ζάχαρη;"
   "Η Νανόν πήγε και την αγόρασε από τον Φεσάρ, γιατί μας είχε τελειώσει".
   Ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς πόση εντύπωση είχε κάνει εκείνη η σιωπηρή σκηνή στις τρεις γυναίκες, καθώς η Νανόν είχε φύγει από την κουζίνα της και κοιτούσε προς το σαλόνι για να δει την κατάληξη όλων αυτών. Ο Κάρολος, όταν δοκίμασε τον καφέ του, είδε ότι ήταν πολύ πικρός και ζήτησε να του φέρουν λίγη ζάχαρη. Αλλά την είχε πάρει κιόλας όλη ο Γκραντέ!
   "Τι θα θέλατε, ανιψιέ μου;"
   "Λίγη ζάχαρη, παρακαλώ".
   "Μπορείτε να βάλετε γάλα στον καφέ σας κι έτσι θα γίνει πιο γλυκός", του είπε ο σπιτονοικοκύρης.
   Η Ευγενία έφερε το μικρό πιάτο με τους κύβους ζάχαρης και το άφησε πάνω στο τραπέζι, κοιτάζοντας τον πατέρα της με πραγματικά μεγάλη ψυχραιμία. Είναι βέβαιο ότι μια γυναίκα από το Παρίσι, που προσπαθεί να διευκολύνει τη δραπέτευση του εραστή της και κρατά με όλη τη δύναμη που έχουν τα λεπτά της χέρια τη μεταξένια σκάλα, δεν έχει μεγαλύτερο κουράγιο από εκείνο που είχε εκείνη τη στιγμή η Ευγενία, όταν άφησε το πιάτο με τη ζάχαρη πάνω στο τραπέζι. Ο εραστής θα δώσει ανταλλάγματα στη γυναίκα από το Παρίσι, που όλο περηφάνια θα του δείξει στο όμορφο μπράτσο της τα σημάδια και κάθε μαυρισμένη φλέβα της θα πλυθεί με τα δάκρυά του και θα γιατρευτεί με τα ατελείωτα φιλιά του. Αλλά ο Κάρολος ποτέ του δεν θα μάθαινε ποιος ήταν ο κρυφός λόγος όλης εκείνης της αναστάτωσης και του τρόμου, που έκανε την καρδιά της ξαδέρφης του να σφίγγεται και το βλέμμα του πατέρα της να έχει πέσει πάνω της με τη δύναμη που πέφτει ο κεραυνός.
   "Γυναίκα, γιατί δεν τρως;"
   Η κακόμοιρη σκλάβα ήρθε ένα βήμα μπροστά, έκοψε λυπημένη ένα κομμάτι ψωμί και πήρε ένα αχλάδι. Η Ευγενία με θάρρος έδωσε στον πατέρα της σταφύλια, λέγοντάς του:
   "Φάε από τούτα τα σταφύλια που είχα φυλαγμένα, πατέρα! Πρέπει να φάτε κι εσείς, ξάδερφέ μου... Πήγα και τα έβγαλα από κει που τα έχω κρεμασμένα, μόνο για σας".
   "Α! Άμα δεν τους πεις να σταματήσουν, ετούτες εδώ είναι ικανές να αναστατώσουν ολόκληρο το Σωμύρ για το χατίρι σου. Όταν τελειώσεις με το φαγητό σου, έλα να πάμε μαζί στον κήπο, ανιψιέ μου. Έχω να σου πω κάποια καθόλου ευχάριστα πράγματα".
   Η Ευγενία και η μητέρα της κοίταξαν τον Κάρολο με ένα βλέμμα που εκείνος δεν το άφησε να περάσει απαρατήρητο.
   "Τι θέλετε να πείτε με τούτα σας τα λόγια, Θεέ μου; Από την εποχή που έφυγε από τη ζωή η δύστυχη μητέρα μου" -σ' αυτό το σημείο, η φωνή του έγινε πιο απαλή- "ποια άλλη συμφορά μπορεί να έχει φυλάξει για μένα η μοίρα;..."
   "Ανιψιέ μου, ποιος μπορεί να μαντεύει από πριν τις συμφορές που μας έχει φυλαγμένες ο Θεός για να μας περνάει από δοκιμασίες;" του είπε η θεία του.
   "Αααα! Τώρα αρχίσαμε να λέμε ανοησίες βλέπω!" είπε ο Γκραντέ. "Με μεγάλη μου λύπη, ανιψιέ μου, παρατηρώ ότι έχετε ολόλευκα χέρια", είπε έπειτα και του έδειξε ένα δέρμα που ήταν σαν την πλάτη του αρνιού κι ήταν τα χέρια που είχε δώσει σ' εκείνον η φύση. "Ετούτα εδώ είναι χέρια που έχουν φτιαχτεί για να μαζεύουν τάλιρα. Εσάς σας μεγάλωσαν για να βάζετε τα χέρια σας μέσα σε δέρματα που είναι για να φτιάχνονται πορτοφόλια, σαν κι αυτά που έχει ο κόσμος για να φυλάει τα λεφτά του. Κι αυτό είναι κακό, πολύ κακό!"
   "Τι εννοείτε, θείε μου; Να με πάνε κατευθείαν στην κρεμάλα, αν έχω καταλάβει έστω και μια λέξη απ' όλα όσα έχετε πει!"
   "Ελάτε μαζί μου!" του είπε ο Γκραντέ.
   Ο τσιγκούνης έκλεισε με θόρυβο το σουγιά του, ήπιε όσο κρασί είχε μέσα στο ποτήρι του και άνοιξε την πόρτα.
   "Να έχετε θάρρος, ξάδερφέ μου!" του είπε η Ευγενία και ο τόνος της φωνής της έκανε το νεαρό να παγώσει από τρόμο. Πήγαινε ξωπίσω από το φοβερό συγγενή του και θανάσιμες αγωνίες τριγύριζαν στο νου του.
   Η Ευγενία, η μητέρα της και η Νανόν έφυγαν τρέχοντας προς την κουζίνα, παρασυρμένες από μια τεράστια περιέργεια να βλέπουν από μακριά τα δύο πρόσωπα της σκηνής, που διαδραματιζόταν μέσα στον γεμάτο υγρασία κήπο, με το θείο να περπατά σιωπηλός ακόμα και τον ανιψιό του από πίσω του.
   Ο Γκραντέ δεν έβρισκε καθόλου δύσκολο να μιλήσει στον Κάρολο για το χαμό του πατέρα του, αλλά αισθανόταν ένα είδος συμπάθειας, καθώς ήξερε ότι είχε μείνει τελείως άφραγκος και έψαχνε να βρει έναν τρόπο για να κάνει πιο γλυκιά την έκφραση εκείνης της τόσο βάναυσης αλήθειας. «Ο πατέρας σας δεν υπάρχει πια!» δεν ήταν τίποτα για κείνον να το πει. Το συνηθισμένο είναι οι πατεράδες να φεύγουν από τη ζωή πριν τα παιδιά τους. Αλλά, η φράση «Είστε τελείως φτωχός!» συμπύκνωνε όλες τις συμφορές της ζωής. Και για τρίτη φορά ο ηλικιωμένος άντρας είχε κάνει το γύρο της συστάδας των δέντρων που ήταν στη μέση του κήπου κι η άμμος ακουγόταν που έτριζε κάτω απ' τα βαριά του βήματα.
   Σε σημαντικές στιγμές της ζωής μας, νιώθουμε την ψυχή μας να δένεται πολύ στενά με κάποιους τόπους, εκεί που ζήσαμε χαρές και στενοχώριες. Έτσι, ο Κάρολος είχε μείνει να παρατηρεί με μεγάλη προσοχή τους θάμνους εκείνου του κήπου, τα αδύναμα φύλλα που έπεφταν από τα δέντρα, τα πεσμένα τοιχώματα, τα παράξενα σχήματα που είχαν τα καρποφόρα δέντρα, λεπτομέρειες γεμάτες γραφικότητα, που θα έμεναν για πάντα στη μνήμη του, συνδεδεμένες για πάντα με εκείνη τη μεγάλη ώρα, τότε που η μνήμη εντείνεται απ' τα πάθη.
   "Ο καιρός είναι ζεστός, πολύ ζεστός", είπε ο κύριος Γκραντέ, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
   "Ναι, θείε μου... Αλλά γιατί;..."
   "Λοιπόν, καλό μου παιδί, έχω να σας ανακοινώσω κάποιες πολύ άσχημες ειδήσεις... Ο πατέρας σας δεν είναι καθόλου καλά..."
   "Τι... Και τότε τι κάνω εγώ εδώ;" απάντησε ο Κάρολος. "Νανόν", φώναξε έπειτα, "φέρε την ταχυδρομική άμαξα και τα άλογα! Νομίζω ότι θα μπορέσω να βρω ένα αμάξι στην πόλη", είπε και στράφηκε προς το θείο του, που είχε μείνει ασάλευτος.
   "Το αμάξι και τα άλογα δεν θα σας χρειαστούν σε τίποτα", του είπε ο Γκραντέ.
   Ο Κάρολος σώπασε, έγινε κατάχλομος και τα μάτια του βούρκωσαν.
   "Μάλιστα, παιδί μου, πολύ καλά καταλάβατε. Πέθανε. Αλλά αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό. Υπάρχει κάτι πιο σοβαρό. Αυτοκτόνησε".
   "Πατέρα!"
   "Ναι. Αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σοβαρό! Οι εφημερίδες γράφουν διάφορα για το όλο θέμα και δεν ξέρω από πού πήραν τόσα δικαιώματα... Πάρε να διαβάσεις".
   Και ο Γκραντέ, που είχε πάρει την εφημερίδα από τον Κρουσό, του έδειξε την είδηση που είχαν διαβάσει το πρωί.
   Ο δύστυχος νέος, καθώς ήταν ακόμα παιδί, σε μια ηλικία που τα συναισθήματα ήταν τόσο αγνά, αναλύθηκε σε δυνατά κλάματα.
   "Εντάξει", είπε από μέσα του ο Γκραντέ. "Τα μάτια του με έκαναν να φοβάμαι. Τώρα κλαίει κι αυτό σημαίνει ότι σώθηκε!" Κι είπε έπειτα στον ανιψιό του, δίχως να ξέρει αν αυτός μπορούσε να τον ακούσει: "Αυτό όμως δεν είναι τίποτα, σίγουρα θα μπορέσεις να βρεις κάποια παρηγοριά... Αλλά..."
   "Ποτέ, ποτέ μου! Πατέρα μου! Πατέρα μου!"
   "Σε έχει καταστρέψει. Δεν έχεις πια ούτε φράγκο!"
   "Και τι με μέλει εμένα αυτό τώρα; Πατέρα μου! Πού χάθηκες;"
   Το κλάμα του και οι λυγμοί του αντηχούσαν τρομακτικά σε εκείνους τους τοίχους. Οι τρεις γυναίκες είχαν ξεσπάσει κι εκείνες σε κλάματα, από συμπαράσταση για τον Κάρολο· όπως και το γέλιο, έτσι και τα δάκρυα είναι μεταδοτικά. Ο Κάρολος, δίχως να ακούει πια τι του έλεγε ο θείος του, έφυγε τρέχοντας προς την αυλή, βρήκε στο δρόμο του τη σκάλα, ανέβηκε στην κάμαρά του και σωριάστηκε στο κρεβάτι του με το πρόσωπό του κρυμμένο μέσα στα σεντόνια, για να κλάψει όσο εκείνος ήθελε, μακριά απ' όλους τους συγγενείς του.
   "Πρέπει να αφήσουμε να φύγει η πρώτη μπόρα", είπε ο Γκραντέ, μπαίνοντας και πάλι στο σαλόνι, όπου η Ευγενία και η μητέρα της είχαν τρέξει να ξανακαθίσουν στις θέσεις τους, κι έχοντας σκουπίσει τα μάτια τους, είχαν πάρει και πάλι τα εργόχειρά τους. "Αλλά αυτός ο νεαρός είναι τελείως άχρηστος. Πιο πολύ τον ενδιαφέρουν οι νεκροί παρά τα χρήματα".
   Η Ευγενία ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος όταν άκουσε τον πατέρα της να ξεστομίζει αυτά τα λόγια για τον πιο ιερό απ' όλους τους πόνους. Από την ώρα εκείνη άρχισε να είναι πιο κριτική απέναντι στον πατέρα της. Αν και ήταν πνιχτό το κλάμα του Κάρολου, αντηχούσε μέσα σε όλο το σπίτι· και ο δυνατός του θρήνος, που έμοιαζε σαν να έβγαινε από τα βάθη της γης, δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν έπεσε το βράδυ, καθώς μαλάκωσε σταδιακά.
   "Δύστυχο παιδί!" έλεγε η κυρία Γκραντέ.
   Αλλά, τι ήταν να τα πει αυτά τα λόγια; Ο κύριος Γκραντέ έριξε ένα βλέμμα στη γυναίκα του, έπειτα στην Ευγενία, έπειτα στη ζαχαριέρα, θυμήθηκε εκείνο το ιδιαίτερο γεύμα που είχαν ετοιμάσει οι δυο τους για το δύστυχο συγγενή τους και πήγε και στάθηκε καταμεσίς του σαλονιού.
   "Α! Ακούστε να σας πω", είπε με το σύνηθες ψύχραιμο ύφος του, "δεν πιστεύω να συνεχίσετε να κάνετε όλα αυτά τα έξοδα, κυρία Γκραντέ. Εγώ δεν σας δίνω τα χρήματά μου, για να χορταίνετε με ζάχαρες αυτόν τον κομψευόμενο νέο!"
   "Δεν είναι η μητέρα μου που τα έκανε όλα αυτά!" είπε η Ευγενία. "Εγώ ήμουν..."
   "Επειδή τώρα είσαι ενήλικη", της είπε διακόπτοντάς την, "αποφάσισες να κάνεις πράγματα ενάντια στη δική μου θέληση; Ευγενία, σύνελθε!..."
   "Πατέρα μου, δεν είναι σωστό ο γιος του αδερφού σας να μην έχει..."
   "Αααα!" είπε ο παλιός βαρελάς, χρωματίζοντας αλλιώς τη φωνή του, "ο γιος του αδερφού μου το ένα, ο γιος του αδερφού μου το άλλο! Ο Κάρολος δεν είναι τίποτα για μας, δεν έχει ούτε ένα φράγκο, δεν έχει στον ήλιο μοίρα, κι ο πατέρας του έχει χρεοκοπήσει. Κι όταν αυτός ο νεαρός σταματήσει πια τα κλάματα, θα φύγει αμέσως από δω. Δεν θέλω καθόλου να μου χαλάσει την ηρεμία του σπιτιού μου".
   "Τι σημαίνει χρεοκοπία, πατέρα;"
   "Η χρεοκοπία είναι από τις μεγαλύτερες ατιμώσεις που μπορεί να βρουν έναν άνθρωπο".
   "Είναι μεγάλο αμάρτημα", είπε η κυρία Γκραντέ, "και ο αδερφός μας θα είναι ένας κολασμένος".
   "Ορίστε πάλι! Άρχισες να λες τα γνωστά σου τροπάρια!" είπε ο Γκραντέ στη γυναίκα του ανασηκώνοντας τους ώμους του. "Η χρεοκοπία, Ευγενία μου, είναι ένα είδος κλοπής, που δυστυχώς το επιτρέπει ο νόμος. Κάποιοι άνθρωποι έδωσαν τα προϊόντα τους στον Γουλιέλμο Γκραντέ, γιατί πίστευαν ότι ήταν έντιμος και του είχαν εμπιστοσύνη. Κι έπειτα εκείνος τους τα πήρε όλα και το μόνο που τους άφησε ήταν τα μάτια τους, για να μπορούν να κλαίνε. Οι ληστές που παραφυλάνε στους μεγάλους δρόμους είναι καλύτεροι απ' όσους έχουν χρεοκοπήσει. Όταν σου επιτεθεί εκείνος, μπορείς να κάνεις κάτι κι εσύ και μπορείς να καταφέρεις να του πάρεις και το κεφάλι... Εν ολίγοις, ο Κάρολος είναι ένας ατιμασμένος".
   Αυτά του τα λόγια βυθίστηκαν μέσα στην ψυχή της κοπέλας και την καταπλάκωσαν με όλο το τεράστιο βάρος τους. Ήταν αθώα, όσο ευαίσθητο είναι ένα λουλούδι που φυτρώνει μέσα στη μέση του δάσους, και δεν γνώριζε τίποτα για τις απόψεις του κόσμου, ούτε για τις δόλιες σκέψεις και τους υπολογισμούς. Έτσι, πίστεψε την τόσο αποτρόπαιη εξήγηση που της έδωσε σκόπιμα ο πατέρας της για τη χρεοκοπία, δίχως να της εξηγήσει περισσότερα για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη χρεοκοπία που την επιδιώκεις και τη χρεοκοπία που γίνεται άθελά σου.
   "Κι εσείς, καλέ μου πατέρα, δεν θα μπορούσατε να σταματήσετε αυτή την ατυχία;"
   "Δεν μου το ζήτησε ποτέ ο αδερφός μου. Εξάλλου, χρωστάει γύρω στα τέσσερα εκατομμύρια".
   "Και τι είναι ένα εκατομμύριο, πατέρα μου;" ρώτησε η Ευγενία με την αφέλεια ενός μικρού παιδιού, που πιστεύει ότι μπορεί να βρει αμέσως ό,τι ζητήσει.
   "Ένα εκατομμύριο;" της είπε ο πατέρας της. "Ένα εκατομμύριο είναι χίλιες χιλιάδες από είκοσι σολδία και πρέπει να μαζέψεις πέντε φορές επί είκοσι σολδία για να πάρεις πέντε φράγκα".
   "Θεέ μου! Θεέ μου!" αναφώνησε όλο έκπληξη η Ευγενία. "Και πώς μπόρεσε να μαζέψει τέσσερα εκατομμύρια για τον εαυτό του ο θείος μου; Υπάρχει άλλος άνθρωπος σε όλη τη Γαλλία που να έχει τόσα πολλά εκατομμύρια;"
   Ο κύριος Γκραντέ, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, άρχισε να χαϊδεύει το σαγόνι του. Ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του και η κρεατοελιά που κρεμόταν από τη μύτη του πήγε πέρα δώθε.
   "Και τι θα κάνει τώρα ο ξάδερφός μου ο Κάρολος;"
   "Θα φύγει να πάει στις Ινδίες. Αυτό θέλησε ο πατέρας του. Κι εκεί θα μπορέσει να φτιάξει και πάλι από την αρχή την περιουσία του".
   "Ναι, αλλά έχει αρκετά χρήματα για να πάει μέχρι εκεί;"
   "Θα του δανείσω εγώ τα έξοδα που θα χρειαστεί για να κάνει το ταξίδι μέχρι ... τη Ναντ".
   Η Ευγενία αγκάλιασε τον πατέρα της.
   "Αχ, πόσο καλός είστε, πατέρα μου!" του είπε και άρχισε να του δίνει τόσα φιλιά, που ο Γκραντέ ένιωσε ντροπή μέσα του, γιατί δεν είχε και τόσο ήσυχη τη συνείδησή του.
   "Παίρνει πολύ καιρό σε κάποιον για να μπορέσει να μαζέψει ένα εκατομμύριο, πατέρα μου;"
   "Ξέρεις τι είναι ένα ναπολεόνι", της είπε ο πατέρας της. "Μάθε τώρα ότι για να μαζέψει κανείς ένα εκατομμύριο πρέπει να έχει πενήντα χιλιάδες ναπολεόνια".
   "Μαμά μου, θα πρέπει να κάνουμε τα εννιάμερα του θείου μου".
   "Αυτό σκέφτηκα κι εγώ..." της είπε η μητέρα της.
   "Ορίστε! Ευκαιρία ψάχνουμε για να χαλάμε τα λεφτά μας!" τις σταμάτησε ο Γκραντέ. "Αυτό δα μας έλειπε τώρα. Τι νομίζετε, ότι τα χιλιάρικα και τα κατοστάρικα τα κατεβάζουμε από τον τοίχο;"
   Εκείνη την ώρα ένα πνιγμένο κλάμα, πιο τρομερό απ' όλα όσα είχαν ακουστεί ως τώρα, αντήχησε από τη σοφίτα και έκανε την Ευγενία και τη μητέρα της να μαρμαρώσουν από το φόβο τους.
   "Νανόν, πήγαινε να δεις μήπως κάνει καμιά ανοησία και προσπαθήσει να σκοτωθεί", της είπε ο Γκραντέ κι έπειτα στράφηκε προς τη θυγατέρα του και τη γυναίκα του, που είχαν μείνει άναυδες από το φόβο τους. "Κι εσείς, κοιτάξτε να σταματήσετε να σκέφτεστε βλακείες! Εγώ τώρα θα φύγω. Πάω να συναντήσω τους Ολλανδούς, γιατί θα φύγουν σήμερα. Κι έπειτα θα περάσω από τον Κρουσό για να τον δω και να συζητήσουμε".
   Και έφυγε...
   Όταν τον άκουσαν να κλείνει πίσω του την πόρτα, η Ευγενία και η μητέρα της μπόρεσαν επιτέλους να ανασάνουν με την άνεσή τους. Πριν από εκείνο το πρωινό, η Ευγενία δεν είχε νιώσει ποτέ της πιεσμένη από την παρουσία του πατέρα της. Αλλά εδώ και κάποιες ώρες οι ιδέες και τα συναισθήματά της είχαν αρχίσει να αλλάζουν.
   "Μαμά μου, πόσα ναπολεόνια κοστίζει ένα βαρέλι κρασί;"
   "Ο πατέρας σου πουλάει τα δικά του βαρέλια προς εκατό ή εκατόν πενήντα φράγκα και καμιά φορά φτάνει ακόμα και τα διακόσια, απ' ό,τι τον έχω ακούσει να λέει".
   "Κι αν βγάζει από τον τρύγο του χίλια τριακόσια βαρέλια;" 
   "Στ' αλήθεια, καλό μου παιδί, δεν ξέρω πόσα είναι όλα αυτά. Ο πατέρας σου δεν μιλάει ποτέ για τις δουλειές του". 
   "Τότε, λοιπόν, θα πρέπει να είναι πολύ πλούσιος ο πατέρας". 
   "Μπορεί και να 'ναι. Αλλά ο κύριος Κρουσό μου είπε ότι πριν από δύο χρόνια αγόρασε εκείνο το κτήμα στο Φρουαφόν κι αυτό μάλλον θα του μείωσε κάπως τα χρήματά του".
   Η Ευγενία δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα απολύτως για την περιουσία που είχε ο πατέρας της κι έτσι σταμάτησε την προσπάθεια να κάνει υπολογισμούς. 
   "Ούτε που γύρισε καθόλου να με κοιτάξει ο νεαρός!" είπε η Νανόν κατεβαίνοντας από τη σοφίτα. "Έχει πέσει σαν το βόδι πάνω στο κρεβάτι του και κλαίει σαν τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Καλά κάνει, να ξεσπάσει! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο στενοχωρημένο είναι το δύστυχο το παιδί!"
   "Πάμε τώρα κιόλας να τον παρηγορήσουμε, μητέρα. Κι αν ακούσουμε κάποιο χτύπημα στην πόρτα, θα κατέβουμε αμέσως πάλι".
   Η κυρία Γκραντέ δεν μπόρεσε να διαφωνήσει όταν άκουσε να της μιλάει τόσο γλυκά η θυγατέρα της. Η Ευγενία ήταν εξαίσια, είχε γίνει γυναίκα πια!
   Κι έτσι, οι δυο τους, με την καρδιά τους να χτυπάει δυνατά από την αγωνία, ανέβηκαν μέχρι το δωμάτιο του Κάρολου. Η πόρτα του ήταν ανοιχτή. Ο νέος άντρας ούτε που γύρισε να δει, ούτε που άκουσε κάτι. Έκλαιγε με δυνατά αναφιλητά που τον έπνιγαν κι άφηνε πού και πού κάτι περίεργες κραυγές.
   "Πόσο πολύ αγαπάει τον πατέρα του!" είπε η Ευγενία ψιθυριστά.
   Με την έκφραση που πήρε όταν τα είπε αυτά, φανερώνονταν οι ελπίδες που κρύβονταν μέσα στην καρδιά της, που, δίχως κι η ίδια να το καταλαβαίνει, την είχε κυριεύσει ένα δυνατό πάθος. Και η κυρία Γκραντέ κοίταξε τη θυγατέρα της με ένα βλέμμα που έκλεινε μέσα του όλη τη στοργή της μητέρας κι έπειτα της ψιθύρισε στ' αφτί:
   "Κοίτα να μην τον αγαπήσεις, να μη νιώσεις έρωτα γι' αυτόν!"
   "Να νιώσω έρωτα! Αχ, μόνο να ήξερες τι είπε ο πατέρας γι' αυτόν!"
   Ο Κάρολος στράφηκε προς το μέρος τους κι είδε τη θεία και την ξαδέρφη του.
   "Ο πατέρας μου χάθηκε πια! Καημένε πατέρα μου! Αν μου μιλούσε κι εμένα για την αιτία όλης αυτής της ατυχίας του, τότε θα προσπαθούσαμε και οι δύο και θα τα καταφέρναμε να τα φτιάξουμε τα πράγματα. Θεέ μου! Ο καλός μου ο πατέρας! Πίστευα ότι θα τον έβλεπα και πάλι κι έτσι δεν τον χαιρέτησα και πολύ θερμά την τελευταία φορά..."
   Αλλά οι λυγμοί του δεν τον άφησαν να συνεχίσει.
   "Θα προσευχηθούμε για χάρη του", είπε η κυρία Γκραντέ. "Πρέπει να δείξετε υποταγή στο θέλημα του Θεού!"
   "Καλέ μου ξάδερφε", του είπε η Ευγενία, "έχετε κουράγιο! Ό,τι έγινε δεν μπορεί πια ν' αλλάξει. Τώρα πρέπει να διαφυλάξετε τη δική σας αξιοπρέπεια..."
   Με το ένστικτο, με τη διακριτικότητα της γυναίκας που ξέρει να φέρεται έξυπνα σε κάθε περίσταση, ακόμα κι όταν δίνει παρηγοριά σε κάποιον, η Ευγενία προσπάθησε να διασκεδάσει τη στενοχώρια του ξαδέρφου της, μιλώντας του για τον ίδιο του τον εαυτό.
   "Τη δική μου αξιοπρέπεια!...", αναφώνησε ο νεαρός άντρας και τίναξε το κεφάλι του και τα μαλλιά του με μια απότομη κίνηση. Έπειτα ανασηκώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι του, σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος του.
   "Είναι αλήθεια. Ο θείος μού είπε ότι ο πατέρας μου είχε χρεοκοπήσει".
   Μετά άφησε μια κραυγή πόνου και σκέπασε το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια.
   "Αχ, ξαδέρφη μου, αφήστε με! Θεέ μου! Θεέ μου, δώσε συγχώρεση στον πατέρα μου, γιατί θα πρέπει να βασανίστηκε πάρα πολύ!..."
   Κάτι τρομακτικό υπήρχε στην εκδήλωση αυτού του καινούργιου πόνου, αυτού του πόνου που ήταν απόλυτα ειλικρινής, δίχως υπολογισμούς και εγωισμό. Ήταν ένας πόνος γεμάτος ντροπή, που οι αθώες καρδιές της Ευγενίας και της μητέρας της τον αισθάνθηκαν κι εκείνες, όταν ο Κάρολος έκανε μια κίνηση με τα χέρια του και τους είπε να φύγουν και να τον αφήσουν ολομόναχο. Οι γυναίκες κατέβηκαν κάτω, έκατσαν και πάλι σιωπηλές στις συνηθισμένες τους θέσεις, δίπλα από το παράθυρο, και δούλεψαν για μία ώρα περίπου, δίχως να πουν κουβέντα. Η Ευγενία είχε παρατηρήσει, με μια γρήγορη ματιά που είχε ρίξει στα πράγματα του νεαρού άντρα, με το βλέμμα εκείνο που βλέπει τα πάντα με μια γύρα του ματιού, τα πανέμορφα μικροαντικείμενα της τουαλέτας του, τα ψαλίδια του και τα στολισμένα με χρυσάφι ξυράφια του. Το αλόγιστο λούσο, ιδωμένο μέσα από το πρίσμα του πόνου, έκανε τον Κάρολο να μοιάζει ακόμα πιο συμπαθής στα μάτια της, ίσως επειδή η αντίθεση ήταν τόσο μεγάλη. Ποτέ πριν ένα γεγονός τόσο σημαντικό, ένα θέαμα τόσο τραγικό δεν είχε εισβάλει στη φαντασία εκείνων των δύο γυναικών, που ζούσαν πάντα σε μια διαρκή ηρεμία και μοναξιά.
   "Μητέρα, θα φορέσουμε μαύρα για το θείο μου;" ρώτησε η Ευγενία.
   "Γι' αυτό θα πάρει απόφαση ο πατέρας σου", της απάντησε η κυρία Γκραντέ.
   Σταμάτησαν και πάλι να μιλούν. Η Ευγενία περνούσε την κλωστή της και έραβε με κινήσεις τόσο αρμονικές, που αν κάποιος την έβλεπε, θα αντιλαμβανόταν απόλυτα ότι εκείνη τη στιγμή το μυαλό της έκανε χιλιάδες σκέψεις. Αυτό που ήθελε πάνω απ' όλα το αξιαγάπητο κορίτσι ήταν να μοιραστεί με τον ξάδερφό της το πένθος που είχε για τον πατέρα του. Κατά τις τέσσερις ένα δυνατό χτύπημα του κρίκου στην εξώπορτα τρόμαξε την κυρία Γκραντέ.
   "Μα τι μπορεί να συνέβη στον πατέρα σου;" ρώτησε τη θυγατέρα της.
   Ο κύριος Γκραντέ μπήκε στο σπίτι όλο χαρά. Αφού έβγαλε τα γάντια του από τα χέρια του, τα έτριψε μεταξύ τους με τόση δύναμη, που θα μπορούσε να τα γδάρει, αν το δέρμα του δεν ήταν τόσο σκληρό, που έμοιαζε με τα δέρματα από τη Ρωσία και του έλειπε μόνο η οσμή τους από νέφτι και λιβάνι. Πήγαινε πέρα δώθε και παρατηρούσε τον καιρό. Και τελικά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει περισσότερο το μυστικό του.
   "Γυναίκα", είπε χωρίς καθόλου να τραυλίσει, "την έφερα σε όλους τους! Το πουλήσαμε το κρασί μας! Οι Ολλανδοί και οι Βέλγοι ήταν έτοιμοι να φύγουν σήμερα το πρωί κιόλας. Εγώ έκανα βόλτες στην πλατεία, τάχα για να περάσω την ώρα μου. Ο Σιόζ, που τον ξέρεις, ήρθε και με βρήκε. Όλοι έχουν αμπέλια, όλοι οι καλοί αμπελουργοί του τόπου μας τη φυλάνε τη σοδειά τους και θέλουν να περιμένουν κι άλλο κι εγώ δεν έκανα τίποτα για να τους αλλάξω γνώμη. Ο Βέλγος είχε απελπιστεί πια κι εγώ το κατάλαβα αυτό. Η δουλειά τελείωσε, θα αγοράσει τη δική μας σοδειά με διακόσια φράγκα το βαρέλι, και θα δώσει τα μισά μετρητά. Πήρα το χρυσάφι μου, κάναμε τα γραμμάτιά μας και πάρε κι εσύ τώρα έξι λουδοβίκεια. Σε τρεις μήνες από τώρα η τιμή που θα πάρουν τα κρασιά θα είναι πολύ πιο χαμηλή".
   Αυτά τα τελευταία λόγια του τα είπε ήρεμα, αλλά με τέτοια ειρωνεία, που οι άνθρωποι από το Σωμύρ, που τότε θα είχαν μαζευτεί όλοι τους στην πλατεία, πολύ προβληματισμένοι με το νέο ότι ο Γκραντέ είχε πουλήσει όλη του τη σοδειά, θα ένιωθαν τις τρίχες στο σώμα να σηκώνονται, αν μπορούσαν να τον ακούσουν και θα γινόταν μεγάλη αναταραχή, που θα πήγαινε την τιμή των κρασιών στο μισό.
   "Πατέρα, η φετινή σοδειά σας είναι χίλια βαρέλια;" τον ρώτησε η Ευγενία.
   "Ναι, κορίτσι μου".
   Το γεγονός ότι την αποκάλεσε μ' αυτή τη λέξη, φανέρωνε ότι ο κύριος Γκραντέ ήταν πολύ χαρούμενος.
   "Αυτό σημαίνει ότι θα πάρετε διακόσιες χιλιάδες νομίσματα των είκοσι σολδίων".
   "Έτσι είναι, δεσποινίς Γκραντέ".
   "Τότε, λοιπόν, πατέρα μου, θα μπορέσετε να βοηθήσετε τον Κάρολο".
   Η τεράστια έκπληξη, η οργή και η σαστιμάρα του Βαλτάσαρ όταν αντίκρισε τον Μανέ Τεκέλ Φαρές, δεν ήταν τίποτα μπροστά σ' εκείνο το παγερό βλέμμα του Γκραντέ, που έδειχνε όλο του το θυμό, καθώς εκείνος δεν είχε σκεφτεί ούτε μία στιγμή τον ανιψιό του, μα τον έβλεπε ότι ήταν για τα καλά μέσα στη σκέψη και την καρδιά της κόρης του.
   "Α, για ακούστε με λίγο! Από τη στιγμή που βρέθηκε μέσα στο σπίτι μου αυτός ο νεαρός, όλα πάνε στο διάβολο! Σαν να έχετε πάρει περισσότερο αέρα και μου αγοράζετε γλυκά και φτιάχνετε γιορτές και πανηγύρια! Καθόλου δεν μου αρέσουν όλα αυτά! Έχω φτάσει πια σε μια ηλικία που έχω μάθει πώς να φέρομαι. Άλλωστε, κανείς δεν θα μου δώσει εμένα μαθήματα, ούτε η κόρη μου ούτε και κάποιος άλλος. Εγώ θα κάνω για τον ανιψιό μου αυτό που πρέπει να κάνω κι εσείς δεν πρέπει να ανακατεύεστε καθόλου. Κι εσύ, Ευγενία", είπε και απευθύνθηκε στη θυγατέρα του μόνο, "πρόσεξε να μη μου ξαναμιλήσεις γι' αυτόν τον νεαρό, γιατί από τώρα κιόλας σε στέλνω μαζί με τη Νανόν στο αβαείο του Νουαγιέ και τότε βλέπεις ποιος είμαι και τι μπορώ να κάνω με ένα σου κιχ. Μα πού είναι αυτό το παιδί; Κατέβηκε από την κάμαρά του;"
   "Όχι, καλέ μου φίλε", του απάντησε η κυρία Γκραντέ.
   "Και τι κάνει εκεί πάνω;"
   "Θρηνεί τον πατέρα του", του είπε η Ευγενία.
   Ο Γκραντέ στράφηκε προς την κόρη του, αλλά δεν βρήκε κάτι να της πει. Εξάλλου, κι εκείνος ήταν πατέρας, με το δικό του τρόπο.
   Αφού περπάτησε για λίγο πάνω κάτω μέσα στο σαλόνι, ανέβηκε βιαστικά στο γραφείο του, για να εξετάσει την τοποθέτηση των χρημάτων που είχε πάρει σε χρεόγραφα. Τα ξύλα που είχε πουλήσει από δύο στρέμματα δασών του είχαν αποφέρει εξακόσιες χιλιάδες φράγκα. Αυτά, μαζί με όσα είχε κερδίσει από τις λεύκες του, τα εισοδήματα που είχε από τον προηγούμενο κι από ετούτο το χρόνο, χωρίς να υπολογίσει τις διακόσιες χιλιάδες φράγκα που είχε πάρει από τη συμφωνία που μόλις έκλεισε, έφταναν τις ενιακόσιες χιλιάδες φράγκα. Το ποσοστό είκοσι τοις εκατό που μπορούσαν να του αποφέρουν οι ομολογίες, που εκείνη την εποχή ήταν στα ογδόντα φράγκα, ήταν για κείνον μεγάλος πειρασμός. Έγραψε όλους τους υπολογισμούς του πάνω στην εφημερίδα που ήταν γραμμένη η είδηση για την αυτοκτονία του αδερφού, ενώ άκουγε τους θρήνους του ανιψιού του, που καθόλου δεν τον επηρέαζαν.
   Η Νανόν πήγε και χτύπησε τον τοίχο για να ειδοποιήσει τον αφέντη της να κατέβει για το δείπνο. Όταν είχε φτάσει κάτω από το θόλο και βρισκόταν στο τελευταίο σκαλί, ο Γκραντέ σκέφτηκε:
   "Αφού θα μπορώ να έχω έναν τόκο οχτώ τοις εκατό, θα την κάνω τη δουλειά. Μέσα σε δύο χρόνια θα πάρω ενάμιση εκατομμύριο φράγκα, που θα φτάσουν κατευθείαν από το Παρίσι σε χρυσάφι". Κι έπειτα ρώτησε δυνατά: "Μα πού είναι τελικά ο ανιψιός μου;"
   "Είπε ότι δεν θέλει να κατέβει για φαγητό", του απάντησε η Νανόν. "Κι αυτό είναι πολύ κακό".
   "Ναι, αλλά κάνουμε οικονομία έτσι", της απάντησε ο αφέντης της.
   "Ε, ναι, βέβαια!" είπε κι εκείνη.
   "Άφησέ τον. Θα του περάσει. Δεν μπορεί να κλαίει για όλη του τη ζωή. Η πείνα κάνει το λύκο να βγει από τη φωλιά του!"
   Έφαγαν το βραδινό τους δίχως να ανταλλάξουν κουβέντα.
   "Καλέ μου σύζυγε", του είπε η κυρία Γκραντέ όταν πια είχαν μαζέψει το τραπέζι, "θα πρέπει να κρατήσουμε πένθος".
   "Μα το Θεό, κυρία Γκραντέ, δεν σταματάτε να σκέφτεστε τρόπους για να ξοδεύουμε λεφτά. Το πένθος το κρατά κανείς μέσα στην καρδιά του και όχι στα ρούχα του".
   "Αλλά το πένθος για τον αδερφό είναι κάτι που πρέπει να γίνεται οπωσδήποτε και η Εκκλησία μάς προστάζει..."
   "Τότε να πάτε και να πάρετε μαύρα ρούχα με τα έξι λουδοβίκεια που σας έδωσα κι εγώ θέλω μόνο μια μαύρη λωρίδα, αυτή μου είναι αρκετή".
   Η Ευγενία σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό δίχως να πει απολύτως τίποτα. Για πρώτη φορά σε όλη της τη ζωή όλες εκείνες οι ευγενικές της τάσεις, που τόσα χρόνια ήταν σε λήθαργο και καλά κρυμμένες, είχαν ξαφνικά ξυπνήσει και τις ένιωθε να τσακίζονται η μία μετά την άλλη. Εκείνο το βράδυ επιφανειακά ήταν ίδιο με όλα τα άλλα βράδια της μονότονης ζωής τους, αλλά στ' αλήθεια ήταν το πιο άσχημο απ' όλα. Η Ευγενία έκανε τη δουλειά της, χωρίς να σηκώσει ούτε μια στιγμή το κεφάλι της και δεν χρησιμοποίησε καθόλου την κασετίνα που της είχε δωρίσει το προηγούμενο βράδυ ο νεαρός ντε Γκρασέν και που με τόση αδιαφορία την είχε αντιμετωπίσει ο Κάρολος. Η κυρία Γκραντέ ασχολούνταν με το πλεκτό της. Ο Γκραντέ για τέσσερις ώρες έπαιζε με τα δάχτυλά του, γυρνώντας το ένα πάνω από το άλλο, σκεφτόμενος συνεχώς τους λογαριασμούς του, που οι συνέπειές τους θα έκαναν την επόμενη μέρα όλο το Σωμύρ να μείνει άναυδο.
   Εκείνο το βράδυ η οικογένεια δεν δέχτηκε καμία επίσκεψη. Όλη η πόλη αντηχούσε από το σούσουρο για την τεράστια επιτυχία του Γκραντέ, για το θάνατο του αδερφού του και για την άφιξη του ανιψιού του. Σπρωγμένοι από την ανάγκη να μιλήσουν για τα κοινά προβλήματα, όλοι οι μεγάλοι αμπελουργοί, όλη η μεσαία τάξη του Σωμύρ, είχαν συγκεντρωθεί όλοι στο σπίτι του ντε Γκρασέν κι εξαπέλυαν βροντερές κατάρες και αναθεματισμούς εναντίον του πρώην δημάρχου της πόλης.
   Η Νανόν έγνεθε κι ο θόρυβος απ' το ροδάνι της ήταν ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν μέσα στο σπίτι και κάτω από το γκρίζο ξύλινο ταβάνι του σαλονιού.
   "Καθόλου δεν τις χαλάμε σήμερα τις γλώσσες μας", είπε και έδειξε τα τεράστια ολόλευκα δόντια της, που έμοιαζαν με ξεφλουδισμένα αμύγδαλα.
   "Τίποτα δεν πρέπει να χαλάμε", της απάντησε ο Γκραντέ, που ξαφνικά βγήκε από τους υπολογισμούς του. 
   Έβλεπε με τη φαντασία του οχτώ εκατομμύρια μέσα στα τρία επόμενα χρόνια και ονειρευόταν τον εαυτό του να κυλιέται κιόλας πάνω σ' εκείνο το χαλί το φτιαγμένο από χρυσάφι.
   "Πάμε να κοιμηθούμε, λοιπόν. Θα πάω να καληνυχτίσω τον ανιψιό μου εκ μέρους όλων μας και να τον ρωτήσω αν θέλει να φάει τίποτα".
   Ανέβηκαν και η κυρία Γκραντέ στάθηκε στο πλατύσκαλο για να ακούσει τι θα έλεγε ο Γκραντέ με τον ανιψιό του. Η Ευγενία, που ήταν πιο θαρραλέα από τη μητέρα της, ανέβηκε όλα τα σκαλοπάτια.
   "Λοιπόν, ανιψιέ μου, είσαι τόσο στενοχωρημένος; Κλαις ακόμα; Ναι, ναι, είναι απόλυτα φυσικό όλο αυτό. Ένας πατέρας είναι πάντα ένας πατέρας. Αλλά πρέπει να φανείς υπομονετικός. Εγώ κάθομαι και σκέφτομαι για σένα, ενώ εσύ συνεχίζεις να κλαις. Είμαι καλόκαρδος συγγενής και θα το καταλάβεις. Έλα, πρέπει να έχεις θάρρος. Θέλεις να πιεις ένα ποτήρι κρασί; Το κρασί δεν κοστίζει τίποτα απολύτως εδώ στο Σωμύρ. Εδώ το κρασί το δίνουν όπως στις Ινδίες δίνουν το τσάι. Αλλά τι! Εσύ κάθεσαι μέσα στα σκοτάδια, χωρίς ούτε ένα φως. Αυτό δεν είναι καθόλου καλό, καθόλου καλό! Πρέπει να βλέπουμε τι κάνουμε!" είπε και κατευθύνθηκε προς το τζάκι. "Μα τι είναι αυτά εδώ; Σπαρματσέτα; Μα πού τα βρήκανε αυτά τα σπαρματσέτα; Αυτές οι κυράδες είναι ικανές να διαλύσουν το σπίτι μου για να φτιάξουν ένα αβγό για τούτον το νεαρό".
   Όταν τον άκουσαν να τα λέει όλα αυτά, μητέρα και κόρη έτρεξαν γρήγορα να πάνε στις κάμαρές τους, σαν τα τρομαγμένα ποντίκια που γυρνάν πίσω στις τρύπες τους.
   "Κυρία Γκραντέ, μήπως έχετε κανένα θησαυρό;" τη ρώτησε ο σύζυγός της μπαίνοντας μέσα στην κάμαρα.
   "Περίμενε λίγο, καλέ μου φίλε, τώρα κάνω την προσευχή μου", του απάντησε η δύστυχη μητέρα με τη φωνή της να ακούγεται περίεργα.
   "Στο διάβολο να πάει κι ο Θεός σου!" μούγκρισε ο Γκραντέ.
   Οι φιλοχρήματοι άνθρωποι δεν πιστεύουν ποτέ τους στη μέλλουσα ζωή, καθώς το παρόν είναι τα πάντα για κείνους. Αυτή η συλλογιστική μπορεί να φωτίσει πολύ καλά την τρομακτική εποχή που ζούμε, καθώς, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, το χρήμα έχει τη μεγαλύτερη εξουσία στους νόμους, την πολιτική και τα ήθη. Κανόνες, βιβλία, άνθρωποι και θεωρίες, όλα φτιάχνουν μία σκευωρία για να ατονήσουν το νόημα της πίστης σε μια επόμενη ζωή, που αποτελεί τη βάση της κοινωνίας μας εδώ και χίλια οχτακόσια χρόνια. Το φέρετρο είναι πια μια φάση που κανείς δεν αντιμετωπίζει με φόβο. Το μέλλον, αυτό που ακολουθεί τη νεκρώσιμη ακολουθία, είναι κάτι που πια έχει τη θέση του μόνο στο παρόν. Να προσεγγίσουμε με οποιονδήποτε τρόπο, τίμιο ή ανέντιμο, το γήινο παράδεισο που περικλείει μέσα του το λούσο και τις αναίτιες ηδονές, να κάνουμε την καρδιά μας πέτρα και να μετατρέψουμε το σώμα μας σε βράχο για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε πράγματα πρόσκαιρα, όπως κάποτε οι άνθρωποι άντεχαν το βασανιστήριο της ζωής για να καταφέρουν να κερδίσουν την αιώνια ζωή: αυτός είναι ο κυρίαρχος τρόπος σκέψης του σήμερα! Ένας τρόπος σκέψης που αναγράφεται παντού, ακόμα και στους νόμους εκείνους που ρωτούν τον άνθρωπο «Πόσα πληρώνεις;» αντί να του λένε: «Πόσο σκέφτεσαι;» Όταν αυτός ο τρόπος σκέψης επεκταθεί από τους αστούς και στις τάξεις του λαού, τότε πού θα φτάσει η χώρα;
   "Τελείωσες, επιτέλους, κυρία Γκραντέ;" τη ρώτησε ο άντρας της.
   "Καλέ μου φίλε, για σένα είναι που προσεύχομαι".
   "Πολύ καλά. Καλή σου νύχτα τότε! Θα τα πούμε το πρωί!"
   Η δύστυχη γυναίκα αποκοιμήθηκε σαν μαθητής που δεν έχει τελειώσει τις εργασίες του για την επόμενη μέρα και τρέμει ότι θα ξυπνήσει και θα δει ξαφνικά μπροστά του το θυμωμένο βλέμμα του δασκάλου του. Καθώς σκεπαζόταν ως επάνω με τις κουβέρτες της, για να μην ακούει απολύτως τίποτα, έφτασε δίπλα της η Ευγενία, δίχως παπούτσια στα πόδια της, μόνο με το πουκάμισό της και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
   "Καλή μου μητέρα", της είπε, "αύριο θα του πω ότι όλα τα έκανα εγώ κι είναι μόνο δικό μου το φταίξιμο".
   "Όχι, γιατί είναι ικανός να σε πάει αμέσως στο Νουαγιέ. Άσε με να αναλάβω εγώ την ευθύνη για όλα, γιατί εμένα δεν πρόκειται να με κατασπαράξει κιόλας".
   "Ακούς, μητερούλα μου;"
   "Τι ν' ακούσω;"
   "Ακόμα κλαίει!"
   "Πήγαινε να πέσεις στο κρεβάτι σου, κόρη μου. Θα κρυολογήσεις. Περπατάς ξυπόλυτη και το πάτωμα έχει πολλή υγρασία".
   Έτσι, πέρασε εκείνη η τόσο σημαντική μέρα, που θα σημάδευε ολόκληρη τη ζωή της πλούσιας κληρονόμου, καθώς δεν θα κοιμόταν πια τόσο βαθιά, ούτε και με εκείνη την αίσθηση της αγνότητας που είχε πρώτα. Στην ανθρώπινη ζωή πάρα πολλές φορές κάποιες πράξεις μοιάζουν παράξενες, μολονότι είναι πέρα για πέρα δικές μας και αληθινές. Αλλά μήπως αυτό γίνεται επειδή σχεδόν πάντα δεν αφήνουμε τον εαυτό μας να φωτίσει τις αποφάσεις που παίρνουμε, μήπως επειδή ποτέ δεν ασχολούμαστε με το να δίνουμε εξήγηση στους μυστηριώδεις λόγους που μας ώθησαν; Το μεγάλο πάθος της Ευγενίας θα έπρεπε να εξηγηθεί μέχρι και τις μικρότερες λεπτομέρειές του, γιατί έφτασε να γίνει, όπως θα μπορούσαν να σχολιάσουν και κάποιες κακές γλώσσες, αληθινή ασθένεια και είχε επίδραση σε όλη την υπόλοιπη ζωή της.
   Πολλοί άνθρωποι θεωρούν προτιμότερο να μην αποδέχονται τις λύσεις, καθώς δίνουν περισσότερη σημασία στη δύναμη των σχέσεων και των δεσμών, που συνδέουν με ένα μυστικό τρόπο όλα τα συμβάντα μεταξύ τους στη σφαίρα της ηθικής. Σ' αυτό το σημείο, λοιπόν, η προηγούμενη ζωή της Ευγενίας θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη για τους μελετητές του ανθρώπινου χαρακτήρα, καθώς κατέδειχνε την αφέλεια που είχε ο τρόπος που σκεφτόταν και την αυθόρμητη φύση της, που την έκανε πάντα τόσο διαχυτική. Όσο πιο ήρεμη ήταν η ζωή που έκανε, τόσο πιο έντονα ζωντάνευε μέσα στην ψυχή της η γυναικεία συμπάθεια, το πιο αγνό απ' όλα τα συναισθήματα.
   Ήταν τόσο ταραγμένη απ' όλα όσα είχαν συμβεί εκείνη την ημέρα, που ξύπνησε πολλές φορές για να αφουγκραστεί τον ξάδερφό της, νομίζοντας ότι τον είχε ακούσει να αναστενάζει με εκείνο τον ιδιαίτερο τρόπο, που από την προηγούμενη κιόλας μέρα της μιλούσε κατευθείαν μέσα στην ψυχή της. Πότε τον φανταζόταν να πεθαίνει από μελαγχολία και πότε τον έβλεπε στα όνειρά της να πεθαίνει από πείνα. Ήταν λίγο πριν το ξημέρωμα όταν ήταν απόλυτα βέβαιη ότι άκουσε ουρλιαχτό. Φόρεσε γρήγορα τα ρούχα της και έτρεξε πατώντας στις άκρες των ποδιών της, μέσα στο ελαφρύ φως της αυγής, δίπλα στον ξάδερφό της, που είχε αφήσει λίγο ανοιχτή την πόρτα του. Το σπαρματσέτο του είχε καεί εντελώς κι είχε μείνει μόνο το κηροπήγιο. Ο Κάρολος, ηττημένος από την ίδια τη φύση, είχε αποκοιμηθεί ντυμένος, όπως ήταν από το πρωί, καθισμένος στην πολυθρόνα και με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο κρεβάτι. Έβλεπε όνειρα, όπως ονειρεύεται ο καθένας με το στομάχι του τελείως άδειο.
   Η Ευγενία μπόρεσε να κλάψει με την άνεσή της· είχε όλο το περιθώριο να κοιτάξει με θαυμασμό το νεαρό και πανέμορφο πρόσωπο, ακίνητο από τη μεγάλη λύπη του, με τα μάτια του πρησμένα από τα τόσα δάκρυα, και που ακόμα και τώρα που κοιμόταν έμοιαζαν σαν να έκλαιγαν. Ο Κάρολος διαισθάνθηκε την παρουσία της Ευγενίας, άνοιξε τα μάτια του και την είδε να κάθεται μπροστά του συγκινημένη.
   "Συγχώρεσέ με, καλή μου ξαδέρφη", της είπε κι ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε καθόλου καταλάβει τι ώρα ήταν, ούτε και πού βρισκόταν εκείνη τη στιγμή.
   "Σ' αυτό το σπίτι βρίσκονται κάποιες ψυχές που μπορούν να σας καταλάβουν, ξάδερφέ μου, και πιστέψαμε ότι μπορεί να είχατε ανάγκη από κάτι. Πρέπει να ξαπλώσετε. Θα σας κουράσει πολύ το να κάθεστε συνέχεια έτσι".
   "Ναι, αυτό που λέτε είναι πολύ σωστό".
   "Πολύ καλά! Αντίο σας!"
   Κι η Ευγενία βγήκε από την κάμαρά του, νιώθοντας ντροπή μα και τεράστια χαρά, μόνο και μόνο επειδή είχε πάει ως εκεί. Μόνο η αγνότητα μπορεί να οδηγήσει κάποιον να κάνει τέτοιες τρέλες. Η αρετή τολμά τα πάντα, όπως κάνει και η κακία. Ενώ δεν φοβόταν καθόλου μπροστά στον ξάδερφό της, η Ευγενία μόλις που στεκόταν στα πόδια της όταν βρέθηκε και πάλι στο δωμάτιό της. Η αγνή ζωή της τελείωσε μέσα σε μια στιγμή κι άρχισε τότε να μέμφεται τον εαυτό της και να του ρίχνει χίλιες-δυο κατηγόριες.
   "Τι γνώμη θα φτιάξει για μένα; Θα πιστέψει ότι τον αγαπώ".
   Αλλά αυτό ήταν που επιθυμούσε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Ο αληθινός έρωτας έχει τη δική του διαίσθηση, κι αυτή ξέρει ότι ο έρωτας μπορεί να γεννήσει έρωτα. Τι τρομερό πράγμα για κείνη την κοπέλα που είχε περάσει όλη της τη ζωή στη μοναξιά, να μπει μέσα στο δωμάτιο ενός νεαρού! Για κάποιες ψυχές υπάρχουν μερικές πράξεις, μερικές σκέψεις, που, στον έρωτα πάνω μοιάζουν με κανονικό αρραβώνα, με όλη την ιερότητα του δεσμού!
   Μία ώρα μετά η Ευγενία πήγε στην κάμαρα της μητέρας της και τη βοήθησε να ντυθεί, όπως έκανε κάθε πρωί. Στη συνέχεια κατέβηκαν οι δυο τους στο μεγάλο σαλόνι, κάθισαν στις συνηθισμένες τους θέσεις μπροστά από το παράθυρο και περίμεναν την εμφάνιση του κυρίου Γκραντέ με μια αγωνία που κάνει το αίμα στις φλέβες είτε να φουντώνει, είτε να παγώνει, που κάνει την καρδιά να σφίγγεται μέχρι σχεδόν να διαλυθεί, ανάλογα και με το χαρακτήρα του καθενός, όταν τρέμει για μια σκηνή που μπορεί να συμβεί, όταν τρέμει για το ενδεχόμενο μιας τιμωρίας· ένα αίσθημα τόσο φυσιολογικό, που το έχουν ακόμα και τα κατοικίδια ζώα και τα βλέπεις να ωρύονται μπρος στον πόνο και της πιο μηδαμινής τιμωρίας, ενώ θα παραμείνουν τελείως σιωπηλά αν τύχει και πληγωθούν από κάποια απροσεξία τους.
   Ο ηλικιωμένος άντρας κατέβηκε στο σαλόνι, είπε κάτι στη γυναίκα του με αδιάφορο ύφος, έδωσε ένα φιλί στην Ευγενία και πήρε τη θέση του στο τραπέζι, δείχνοντας να έχει ξεχάσει τις απειλές που είχε ξεστομίσει το προηγούμενο βράδυ.
   "Τι να κάνει ο ανιψιός μου; Σήμερα δεν ακούστηκε καθόλου".
   "Κοιμάται, κύριε", του απάντησε η Νανόν.
   "Και πολύ καλά κάνει. Έτσι, δεν του χρειάζεται και το σπαρματσέτο", είπε με ειρωνεία ο Γκραντέ.
   Αυτή η τόσο περίεργη πραότητα και η κακεντρεχής χαρά του έκαναν ιδιαίτερη έκπληξη στην κυρία Γκραντέ, που κοίταξε το σύζυγό της με ύφος διερευνητικό. Εκείνος πήρε το καπέλο του και τα γάντια του και τους είπε:
   "Πάω μια βόλτα μέχρι την πλατεία για να βρω τον Κρουσό".
   "Ευγενία, είμαι βέβαιη ότι κάτι έχει συμβεί με τον πατέρα σου".
   Ήταν αλήθεια ότι, καθώς ποτέ του δεν κοιμόταν για πολλές ώρες, ο Γκραντέ τις περισσότερες ώρες της νύχτας τις αφιέρωνε στο να κάνει προκαταβολικά τους λογαριασμούς του, κι αυτό προσέδιδε ακρίβεια στις παρατηρήσεις και τα πλάνα του και του εξασφάλιζε εκπληκτική και διαρκή επιτυχία, κάτι που πάντα προκαλούσε μεγάλη έκπληξη στους κατοίκους του Σωμύρ. Οποιαδήποτε ανθρώπινη εξουσία είναι ένα μείγμα υπομονής και διάθεσης χρόνου. Οι άνθρωποι που είναι δυνατοί το θέλουν και μένουν ξάγρυπνοι. Η ζωή του φιλοχρήματου ανθρώπου είναι μια αδιάκοπη εξάσκηση δύναμης, δύναμης που υπηρετεί την προσωπικότητα. Και βασίζεται μόνο σε δύο συναισθήματα: στον εγωισμό και το συμφέρον. Αλλά καθώς το συμφέρον κατά μία έννοια είναι πάντα ο ακλόνητος και σωστά ερμηνευμένος εγωισμός, το συμφέρον και ο εγωισμός δεν είναι παρά τα δύο τμήματα του όλου, και το όλον εδώ είναι η φιλαυτία. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που προκαλούν τόσο έντονο ενδιαφέρον οι χαρακτήρες των φιλοχρήματων ανθρώπων, όταν κάνουν την εμφάνισή τους στο θεατρικό σανίδι. Ο καθένας μπορεί να συνδεθεί με μια κλωστή μ' αυτούς, γιατί έρχονται σε σύγκρουση με όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα και την ίδια στιγμή μπορούν και να τα περικλείουν όλα. Υπάρχει άραγε άνθρωπος που να μην έχει επιθυμίες; Και ποια επιθυμία της κοινωνίας μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως χρήματα;
   Ήταν αλήθεια ότι κάτι συνέβαινε με τον Γκραντέ, όπως είχε πει και η σύζυγός του. Μέσα στην ψυχή του, όπως συμβαίνει με όλους τους φιλοχρήματους, αισθανόταν την ακατανίκητη ανάγκη να παίζει ένα παιχνίδι με τους υπόλοιπους ανθρώπους και να τους αποσπά χρήματα με νόμιμο και αποδεκτό τρόπο. Το να επιβάλλεσαι στους άλλους δεν είναι, αλήθεια, μια μορφή άσκησης εξουσίας, μια συνεχόμενη άσκηση της περιφρόνησής σου προς εκείνους που χαρακτηρίζονται από πλήρη αδυναμία και αφήνουν τους εαυτούς τους βορά στα δόντια των άλλων; Αχ, ποιος μπόρεσε να κατανοήσει στο αρνάκι, το ξαπλωμένο ήρεμα μπροστά στα πόδια του Θεού, το πιο συγκινητικό απ' όλα τα βλέμματα που έχουν τα επίγεια θύματα, το έμβλημα του μέλλοντος, τον καθαγιασμό της Αδυναμίας και του Πόνου; Αυτό το αρνάκι, λοιπόν, ο φιλοχρήματος άνθρωπος θέλει να το κάνει όσο το δυνατόν πιο παχύ, να το κλείσει μέσα στο μαντρί, να το σφάξει, να το μαγειρέψει, να του δείξει όλη του την περιφρόνηση.
   Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας, οι ιδέες του ηλικιωμένου άντρα είχαν ακολουθήσει μια διαφορετική κατεύθυνση. Αυτός ήταν και ο λόγος που φάνηκε τόσο ελαστικός με τις γυναίκες. Είχε καταστρώσει ένα πονηρό σχέδιο για να περιπαίξει τους Παριζιάνους, να τους στριμώξει, να τους τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί, να τους πατήσει κάτω, να τους κάνει να τρέχουν από δω κι από κει, να γίνουν κατακίτρινοι, έτσι για τη διασκέδαση ενός πρώην βαρελά, που κάθεται με φόντο το γκρίζο και μονότονο σαλόνι του κι ανεβαίνει τη μισοφαγωμένη από το σαράκι σκάλα του σπιτιού του στο Σωμύρ. Τον είχε απασχολήσει πολύ το θέμα του ανιψιού του. Αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να μπορέσει να σώσει την υπόληψη του αδερφού του, δίχως να χρειαστεί να ξοδέψει ούτε μια πεντάρα, τόσο αυτός, όσο και ο ανιψιός του.
   Θα έκανε μια τοποθέτηση των κεφαλαίων του για τρία χρόνια κι έτσι το μόνο πράγμα με το οποίο θα ασχολούνταν πια θα ήταν η διαχείριση της περιουσίας του. Έτσι, του ήταν απαραίτητο κάτι που θα ενίσχυε τα κακεντρεχή του κίνητρα κι αυτό το βρήκε στο γεγονός της χρεοκοπίας του αδερφού του. Καθώς έβλεπε ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο στα χέρια του που θα μπορούσε να καταβροχθίσει, αποφάσισε να κινηθεί εναντίον των Παριζιάνων, για το συμφέρον του ανιψιού του και για να δώσει την εικόνα του καλού αδερφού, με το αζημίωτο βέβαια. Η τιμή της οικογένειας ήταν τόσο αμελητέα για κείνον στα σχέδια που έκανε, ώστε η καλή του προαίρεση έμοιαζε μόνο με την ανάγκη που έχουν οι τζογαδόροι να βλέπουν να παίζεται με ενδιαφέρον ένα παιχνίδι, απ' το οποίο αυτοί δεν θα έχουν κανένα όφελος.
   Και είχε ανάγκη τους Κρουσό, αλλά δεν ήθελε να φανεί ότι τους αναζητούσε κιόλας. Κι έτσι πήρε την απόφαση να τους κάνει να έρθουν εκείνοι να τον γυρέψουν, για να ξεκινήσει από το ίδιο βράδυ κιόλας αυτή η κωμωδία, που είχε ήδη καταστρώσει το σενάριό της, που προέβλεπε ότι την επόμενη μέρα αυτός θα γινόταν ο πόλος του θαυμασμού όλης της πόλης, δίχως να χρειαστεί να ξοδέψει ούτε ένα φράγκο.

Μπαλζάκ Ντε Ονορέ, Ευγενία Γκραντέ, μετφ. Ειρήνη Αλεξοπούλου, εκδ. De Agostini Hellas, 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: