Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

[ ΑΦΟΣΙΩΣΗ ]

  
    Όλα τα παντζούρια των σπιτιών στο Καμίνο Σα Εγκλέσια ήταν κλειστά, προσπαθώντας να αναχαιτίσουν τη ζέστη. Κανένα παιδί δεν έπαιζε έξω στο δρόμο, οι γάτες είχαν αποτραβηχτεί στα σκιερά κατώφλια και κοιμούνταν. Τα λουλούδια που είχαν φυτέψει οι χωρικοί για να στολίσουν τους κήπους και τα περβάζια τους, μαραίνονταν κάτω από το λαμπρό φως. Πίσω από τα σπίτια υπήρχαν ξύλινοι πάγκοι, κάτω απ' τις νεραντζιές, κάτω απ' τις κληματαριές. Άλλες μέρες πολλοί ήταν αυτοί που έπαιρναν εκεί έξω το μεσημεριανό τους υπνάκο, αγναντεύοντας τα ψηλώματα, ενώ έφταναν σιγανές και τους χάιδευαν οι δροσερές ανάσες του βουνού. Σήμερα όμως δεν καθόταν κανένας στα πίσω περιβόλια. Ακόμα και τα λεπτά δάχτυλα του ήλιου που κατάφερναν να τρυπώσουν στο εσωτερικό των σπιτιών απ' τα σφαλιστά παντζούρια, ακόμα κι αυτά ζεματούσαν. Σε ολόκληρη τη μικρή πόλη της Σαντάνια μόνο μία γυναίκα ήταν ακόμα έξω, στο πόδι: η Χοσέφα, η θυγατέρα του Ταντέο Άρτα, του παπουτσή. Κι αυτή, μισοτυφλωμένη από τον ιδρώτα που κυλούσε ποτάμι στο μέτωπό της κάτω απ' το πλατύγυρο καπέλο της, τσάπιζε τις βραγιές με τα μαρούλια κι έριχνε κοπριά απ' το στάβλο του γαϊδουριού που ήταν στο βάθος του κήπου, έξω από την προστατευτική σκιά των δέντρων.
   Όταν τελείωσε, τράβηξε νερό με την αντλία, μούσκεψε το φλογισμένο πρόσωπό της, έπλυνε τα χέρια της, έβγαλε τα πέδιλά της και μπήκε στο σπίτι όσο πιο αθόρυβα μπορούσε αλλά κάποιο αφτί την άκουσε. Η Μαργκαλίδα αμέσως τη φώναξε: "Χοσέφα; Σου είπα να τσαπίσεις τα μαρούλια!"
   "Τέλειωσα, Μαργκαλίδα", είπε η Χοσέφα.
   "Φέρε μου ένα ποτήρι νερό!" είπε η Μαργκαλίδα.
   Η Χοσέφα ξαναγύρισε στην αντλία. Γέμισε ένα κανάτι και το πήγε στην κουζίνα. Εκεί γέμισε ένα ποτήρι και αργά, κατσούφικα, ανέβηκε τα σκαλιά κρατώντας το στα χέρια της. Μπήκε απρόθυμα στην κρεβατοκάμαρα. Η Μαργκαλίδα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι φορώντας μόνο μια λεπτή πουκαμίσα, ανοιχτή στο λαιμό. Τα μαλλιά της χύνονταν πλούσια στα μαξιλάρια, τα ίδια εκείνα μαξιλάρια όπου μόλις ένα χρόνο νωρίτερα η μάνα της Χοσέφα έβηχε και ψηνόταν από τον πυρετό. Το μικρό εικονισματάκι της Σάντα Καταλίδα που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο της μητέρας της, από τότε που θυμόταν η Χοσέφα τον εαυτό της, είχε φύγει· και τη θέση του είχαν πάρει μπουκαλάκια με αρώματα και μια μικρή κοσμηματοθήκη.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

[ ΤO ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ]

  
    Όποιους ο Θεός θέλει να καταστρέψει, τους οδηγεί πρώτα στην παραφροσύνη. Η αδελφή Λουθία, η νεαρή δόκιμη, είχε καθυστερήσει να φύγει για την πόλη και πάνω στη βιασύνη της να πάει στο αυτοκίνητο πρόσεξε την παλιά βαλίτσα μόνο όταν έφτασε στη βάση της σκάλας. Ήταν μια δερμάτινη βαλίτσα με μπρούντζινες γωνίες, ξύλινη λαβή, σκουριασμένες κλειδαριές και στο σκέπασμα, ανάμεσα στα σημάδια μιας άμοιρης ζωής που είχε ξοδευτεί ανώφελα γυρίζοντας τον κόσμο, κάποιος είχε ανοίξει μια σειρά από μεγάλες στρογγυλές τρύπες. Στην αρχή η μοναχή νόμισε πως ήταν γεμάτη με ρούχα για τους φτωχούς, που δώριζε ο κόσμος συχνά στη μονή, μα όταν κοίταξε μέσα από μια τρύπα, τρόμαξε τόσο πολύ που έβγαλε μια κραυγή και γύρισε τρέχοντας στο μοναστήρι.
   Εκείνη την ώρα η αδελφή Μαρία Ινές, η ηγουμένη της μονής της Παναγίας του Ελέους, είχε τελειώσει την αλληλογραφία της και καθόταν στο γραφείο με τα μάτια κλειστά για να εξαγνίσει το μυαλό της από πεζές σκέψεις. Ακόμα και μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα τα παράθυρα άφηναν ελάχιστο φως να μπει στο δωμάτιο, ο χώρος όπου όχι μόνο εργαζόταν αλλά και ζούσε. Σε μία γωνία ήταν ένα στενό κρεβάτι με πολύ λεπτό στρώμα και ένα μικρό τραπέζι όπου πάνω του έκαιγε ένα καντήλι. Μερικές εικόνες κρέμονταν στον τοίχο ανάμεσα στον ξεφλουδισμένο σοβά, ενώ σε μια εσοχή στεκόταν το άγαλμα της Παρθένου σε στάση προσευχής. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν γεμάτος καρέκλες, ερμάρια και έπιπλα χωρίς κανένα πρακτικό σκοπό: η αδελφή Μαρία Ινές είχε λίγα υπάρχοντα και ακόμα λιγότερους επισκέπτες. Όταν η νεαρή δόκιμη μπήκε στο δωμάτιο, η ηγουμένη άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε με απογοήτευση.
   Μερικές φορές θα ήθελε να ανήκε στο τάγμα των Καρθουσιανών ώστε να μη χρειάζεται να μιλάει. Είχε προσπαθήσει να πείσει τις μοναχές της να αφοσιωθούν στην απομόνωση και στη σιωπή, αλλά δεν τα είχε καταφέρει όσο θα ήθελε. Η ίδια είχε δώσει τον όρκο της στις αρχές του αιώνα, όταν δεν είχαν εφευρεθεί ούτε το τηλέφωνο ούτε το ραδιόφωνο και ήταν ευκολότερο να αφιερωθεί κάποιος στο Θεό. Από τότε είχε δει τη ζωή να γίνεται όλο και λιγότερο ήρεμη και στοχαστική, ακόμα και εκεί στη μονή, παρά το γεγονός ότι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο ήταν το ταξίδι με αυτοκίνητο στην πόλη, πολλά χιλιόμετρα μακριά, μια φορά την εβδομάδα. Η αδελφή Μαρία Ινές δεν αμφισβητούσε την αξία της προόδου, αλλά πίστευε πως το ανθρώπινο γένος ήταν ίσως προικισμένο με περισσότερη ευφυΐα από όση ήταν απαραίτητη. Κοίταξε τη δόκιμη με μια δόση αυστηρότητας και ρώτησε: "Πάλι ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος, Λουθία;"

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

[ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ]


  
    Ποτέ δεν έγινε γνωστό πώς κατέληξε ο μαρκήσιος σε τέτοια κατάσταση εγκατάλειψης, ούτε γιατί διατήρησε ένα γάμο τόσο αταίριαστο, όταν είχε αποφασίσει να περάσει μια ήρεμη χηρεία. Θα μπορούσε να είχε γίνει ό,τι ήθελε, λόγω της απεριόριστης εξουσίας του πρώτου μαρκήσιου, του πατέρα του, ιππότη της Τάξης του Σαντιάγο, δουλέμπορα του σκοινιού και του παλουκιού κι αφέντη άκαρδου των κάμπων, στον οποίο ο βασιλιάς και κύριός του δεν τσιγκουνεύτηκε τιμές κι ευεργεσίες, ούτε τον τιμώρησε για αδικίες.
   Ο Ιγνάσιο, ο μοναδικός κληρονόμος, δεν έδειχνε πως θα γίνει κάτι. Μεγάλωσε με ορισμένες ενδείξεις πνευματικής καθυστέρησης, ήταν αγράμματος μέχρι την ενηλικίωσή του και δεν αγαπούσε κανέναν. Στα είκοσί του χρόνια, έδειξε το πρώτο σύμπτωμα ζωής: ήταν ερωτευμένος και διατεθειμένος να παντρευτεί μια από τις έγκλειστες της Διβίνα Παστόρα, που τα τραγούδια και οι φωνές τους τον νανούριζαν στα παιδικά του χρόνια. Ονομαζόταν Ντούλσε Ολίβια. Ήταν μοναχοκόρη μιας οικογένειας βασιλικών σελοποιών και είχε αναγκαστεί να μάθει την τέχνη να φτιάχνει σέλες, για να μη χαθεί μαζί της και μια παράδοση σχεδόν δύο αιώνων. Σ' εκείνη την παράξενη παρείσφρηση σε μια αντρική εργασία είχαν αποδώσει το χάσιμο των λογικών της και τόσο πολύ που με μεγάλο κόπο της έμαθαν να μην τρώει τις ίδιες τις ακαθαρσίες της. Εκτός από εκείνο, θα ήταν εξαιρετική νύφη για έναν κρεολό μαρκήσιο με τόση λίγη εξυπνάδα.
   Η Ντούλσε Ολίβια είχε ζωηρό πνεύμα και καλό χαρακτήρα και δεν ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς πως ήταν τρελή. Από την πρώτη φορά που την είδε ο Ιγνάσιο την ξεχώρισε μες στη φασαρία του μπαλκονιού κι εκείνη την ίδια μέρα επικοινώνησαν με νοήματα. Αυτή, γνωστή για τη φλυαρία της, του έστελνε μηνύματα με χάρτινα βελάκια. Αυτός έμαθε να διαβάζει και να γράφει, για να αλληλογραφεί μαζί της, κι αυτό ήταν η αρχή ενός αληθινού πάθους που κανένας δεν μπόρεσε να κατανοήσει. Σκανδαλισμένος, ο πρώτος μαρκήσιος φοβέρισε το γιο του και του συνέστησε να κάνει μια δημόσια διάψευση.
   "Όχι μόνο είναι αλήθεια", απάντησε ο Ιγνάσιο, "αλλά έχω και την άδειά της για να ζητήσω το χέρι της". Και μπροστά στο επιχείρημα της τρέλας απάντησε με το δικό του:
   "Κανένας τρελός δεν είναι τρελός, εάν προσαρμόζεται κανείς στη λογική του".