Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

[ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ]


  
    Ποτέ δεν έγινε γνωστό πώς κατέληξε ο μαρκήσιος σε τέτοια κατάσταση εγκατάλειψης, ούτε γιατί διατήρησε ένα γάμο τόσο αταίριαστο, όταν είχε αποφασίσει να περάσει μια ήρεμη χηρεία. Θα μπορούσε να είχε γίνει ό,τι ήθελε, λόγω της απεριόριστης εξουσίας του πρώτου μαρκήσιου, του πατέρα του, ιππότη της Τάξης του Σαντιάγο, δουλέμπορα του σκοινιού και του παλουκιού κι αφέντη άκαρδου των κάμπων, στον οποίο ο βασιλιάς και κύριός του δεν τσιγκουνεύτηκε τιμές κι ευεργεσίες, ούτε τον τιμώρησε για αδικίες.
   Ο Ιγνάσιο, ο μοναδικός κληρονόμος, δεν έδειχνε πως θα γίνει κάτι. Μεγάλωσε με ορισμένες ενδείξεις πνευματικής καθυστέρησης, ήταν αγράμματος μέχρι την ενηλικίωσή του και δεν αγαπούσε κανέναν. Στα είκοσί του χρόνια, έδειξε το πρώτο σύμπτωμα ζωής: ήταν ερωτευμένος και διατεθειμένος να παντρευτεί μια από τις έγκλειστες της Διβίνα Παστόρα, που τα τραγούδια και οι φωνές τους τον νανούριζαν στα παιδικά του χρόνια. Ονομαζόταν Ντούλσε Ολίβια. Ήταν μοναχοκόρη μιας οικογένειας βασιλικών σελοποιών και είχε αναγκαστεί να μάθει την τέχνη να φτιάχνει σέλες, για να μη χαθεί μαζί της και μια παράδοση σχεδόν δύο αιώνων. Σ' εκείνη την παράξενη παρείσφρηση σε μια αντρική εργασία είχαν αποδώσει το χάσιμο των λογικών της και τόσο πολύ που με μεγάλο κόπο της έμαθαν να μην τρώει τις ίδιες τις ακαθαρσίες της. Εκτός από εκείνο, θα ήταν εξαιρετική νύφη για έναν κρεολό μαρκήσιο με τόση λίγη εξυπνάδα.
   Η Ντούλσε Ολίβια είχε ζωηρό πνεύμα και καλό χαρακτήρα και δεν ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς πως ήταν τρελή. Από την πρώτη φορά που την είδε ο Ιγνάσιο την ξεχώρισε μες στη φασαρία του μπαλκονιού κι εκείνη την ίδια μέρα επικοινώνησαν με νοήματα. Αυτή, γνωστή για τη φλυαρία της, του έστελνε μηνύματα με χάρτινα βελάκια. Αυτός έμαθε να διαβάζει και να γράφει, για να αλληλογραφεί μαζί της, κι αυτό ήταν η αρχή ενός αληθινού πάθους που κανένας δεν μπόρεσε να κατανοήσει. Σκανδαλισμένος, ο πρώτος μαρκήσιος φοβέρισε το γιο του και του συνέστησε να κάνει μια δημόσια διάψευση.
   "Όχι μόνο είναι αλήθεια", απάντησε ο Ιγνάσιο, "αλλά έχω και την άδειά της για να ζητήσω το χέρι της". Και μπροστά στο επιχείρημα της τρέλας απάντησε με το δικό του:
   "Κανένας τρελός δεν είναι τρελός, εάν προσαρμόζεται κανείς στη λογική του".

   Ο πατέρας του τον εξόρισε στις φυτείες του, με εξουσία κυρίου και αφέντη που αυτός δεν καταδέχτηκε να χρησιμοποιήσει. Ήταν ένας θάνατος εν ζωή. Ο Ιγνάσιο έτρεμε όλα τα ζώα, εκτός από τις κότες. Ωστόσο, στις φυτείες παρατήρησε από κοντά μια ζωντανή κότα, τη φαντάστηκε μεγαλωμένη στο μέγεθος μιας αγελάδας και συνειδητοποίησε πως ήταν μυθικό τέρας πολύ πιο τρομερό από οποιοδήποτε άλλο πάνω στη γη ή στο νερό. Έχυνε κρύο ιδρώτα μες στο σκοτάδι και ξυπνούσε ξέπνοος τα χαράματα από τη μυστηριώδη σιωπή του κάμπου. Ο κυνηγετικός μολοσσός που ξαγρυπνούσε -χωρίς καν να ανοιγοκλείνει τα μάτια του- μπροστά στην κρεβατοκάμαρά του τον ανησυχούσε περισσότερο από τους άλλους κινδύνους. Αυτός το είχε πει: "Ζω τρομοκρατημένος που είμαι ζωντανός". Στην εξορία, απέκτησε τη θλιβερή διάθεση, τη διακριτική εμφάνιση, το σκεφτικό χαρακτήρα, τους νωθρούς τρόπους, την αργή ομιλία, καθώς και μια μυστικοπαθή τάση που έμοιαζε να τον καταδικάζει σε απομόνωση.
   Τον πρώτο χρόνο της εξορίας τον ξύπνησε ένα βουητό, σαν από πλημμυρισμένα ποτάμια, και ήταν τα ζώα της φυτείας που εγκατέλειπαν τα παχνιά τους μέσα από τον κάμπο κάτω από την πανσέληνο. Γκρέμιζαν χωρίς γογγυσμούς ό,τι εμπόδιζε το πέρασμά τους σε ευθεία γραμμή, μέσα από βοσκές και καλαμιές, φαράγγια και βάλτους. Μπροστά, πήγαιναν τα κοπάδια των μεγάλων ζώων και τα υποζύγια για το φόρτωμα και ζέψιμο κι από πίσω, τα γουρούνια, τα πρόβατα, τα πουλερικά, σε μια παράξενη σειρά που χανόταν στον ορίζοντα. Ακόμα και τα πουλιά που πετούσαν μακριά, μαζί και τα περιστέρια έφευγαν περπατώντας. Μόνο ο μολοσσός ξημερώθηκε στη θέση τού φύλακα μπροστά στην κρεβατοκάμαρα του αφέντη. Εκείνη ήταν και η αρχή μιας σχεδόν ανθρώπινης φιλίας που ο μαρκήσιος διατήρησε μαζί του καθώς και με τους άλλους μολοσσούς που τον διαδέχτηκαν στο σπίτι.
   Εκτός εαυτού από τον τρόμο στο έρημο υποστατικό, ο νεαρός Ιγνάσιο απαρνήθηκε τον έρωτά του και υποτάχτηκε στη θέληση του πατέρα του. Εκείνος δεν έμεινε ευχαριστημένος με τη θυσία του έρωτα και του επέβαλε με τον όρο της κληρονομικής διαδοχής να παντρευτεί την κληρονόμο ενός σπουδαίου από την Ισπανία. Έτσι έγινε και παντρεύτηκε με φανταχτερό γάμο τη δόνα Ολάλια δε Μεντόθα, μια ωραία γυναίκα με μεγάλα και διάφορα ταλέντα, που την άφησε παρθένα, για να μην της δώσει ούτε τη χάρη ενός γιου. Εκτός από αυτά, εξακολούθησε να ζει όπως ήταν πάντα από τη γέννησή του: σαν ένας άχρηστος εργένης.
   Η δόνα Ολάλια δε Μεντόθα τον έβγαλε στον κόσμο. Πήγαιναν στην απογευματινή λειτουργία, περισσότερο για να επιδειχθούν παρά για να κάνουν το καθήκον τους, αυτή με μισοφόρια με πολλούς φραμπαλάδες και αστραφτερούς μανδύες και τη χτένα με την κολλαρισμένη δαντέλα των λευκών γυναικών της Καστίλης και με μια ακολουθία από σκλάβες ντυμένες στο μετάξι και σκεπασμένες με χρυσάφι. Αντί για τις παντόφλες του δρόμου που φορούσαν για να πηγαίνουν στην εκκλησία ακόμα και οι πιο κοκέτες, αυτή φορούσε ψηλά μποτάκια από μαροκινό δέρμα της Κόρδοβα με μαργαριταρένια στολίδια. Αντίθετα με τους άλλους σπουδαίους που χρησιμοποιούσαν αναχρονιστικές περούκες και σμαραγδένια κουμπιά, ο μαρκήσιος φορούσε κοντομάνικα βαμβακερά ρούχα και μαλακό μπερέ. Ωστόσο, πάντα πήγαινε από υποχρέωση στις δημόσιες τελετές, γιατί ποτέ δεν μπόρεσε να επιβληθεί στον τρόμο που του προκαλούσε η κοινωνική ζωή.
   H δόνα Ολάλια ήταν μαθήτρια του Σκαρλάτι Δομένικο στη Σεγκόβια και είχε πάρει με διακρίσεις το δίπλωμα για τη διδασκαλία της μουσικής και του τραγουδιού σε σχολεία και μοναστήρια. Έφτασε από εκεί με ένα κλαβεσίνο διαλυμένο σε κομμάτια, που μόνη της το συναρμολόγησε, και διάφορα έγχορδα όργανα που έπαιζε και δίδασκε με μεγάλη ικανότητα. Σχημάτισε ένα συγκρότημα με τις δόκιμες που καθαγίαζε τα απογεύματα στο σπίτι με τις καινούριες μελωδίες από την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και για το οποίο έφτασαν να πουν πως εμπνεόταν από το λυρισμό του Αγίου Πνεύματος.
   Το μαρκήσιο τον άφηνε αδιάφορο η μουσική. Έλεγαν, σύμφωνα με τη γαλλική παροιμία, πως είχε χέρια καλλιτέχνη και αφτί πυροβολητή. Αλλά από τη μέρα που ξετύλιξαν τα όργανα, του έκανε εντύπωση το μεγάλο ιταλικό λαούτο για την παράξενη διπλή κόλλαβο, το μέγεθος του διαπασών του, τον αριθμό των χορδών του και τον ξεκάθαρο ήχο του. Η δόνα Ολάλια επέμενε να μάθει να το παίζει τόσο καλά όσο κι αυτή. Περνούσαν τα πρωινά συλλαβίζοντας ασκήσεις κάτω από τα δέντρα του κήπου, αυτή με υπομονή και αγάπη κι αυτός με το πείσμα λιθοπελεκητή μέχρι που μετανιωμένο το μαδριγάλι τούς παραδόθηκε χωρίς πόνο.
   Η μουσική καλυτέρευσε τόσο τη συζυγική αρμονία που η δόνα Ολάλια τόλμησε να κάνει το βήμα που χρειαζόταν. Μια νύχτα με καταιγίδα, ίσως υποκρινόμενη φόβο που δεν ένιωθε, πήγε στην κάμαρη του ανέγγιχτου συζύγου.
   "Είμαι κυρία αυτού του μισού κρεβατιού", του είπε, "και θέλω να ξαπλώσω".
   Αυτός επέμενε στις απόψεις του. Σίγουρη πως θα τον κατάφερνε με το καλό ή με τη βία, αυτή συνέχισε να κάνει τα δικά της. Αλλά η ζωή δεν τους έδωσε χρόνο. Μια μέρα, στις 9 του Νοέμβρη, έπαιζαν ντουέτο κάτω από τις πορτοκαλιές, γιατί η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και ο ουρανός ανοιχτός χωρίς σύννεφα, όταν μια αστραπή τους τύφλωσε, μια δόνηση τους τρέλανε και η δόνα Ολάλια έπεσε κάτω κεραυνοβολημένη.
   Η πόλη, ανάστατη, ερμήνευσε την τραγωδία σαν μια έκρηξη της θείας οργής για κάποιο ανομολόγητο αμάρτημα. Ο μαρκήσιος διέταξε να γίνει βασιλική κηδεία, όπου παρουσιάστηκε πρώτη φορά με τους μαύρους ταφτάδες και τη χλομάδα που έμελλε να του μείνει για πάντα. Επιστρέφοντας από το νεκροταφείο, τον ξάφνιασε το χιόνι από χάρτινα βελάκια πάνω στις πορτοκαλιές του κήπου. Έπιασε ένα στην τύχη, το άνοιξε και διάβασε: «Εκείνος ο κεραυνός ήταν δικός μου».
   Προτού περάσουν τα εννιάμερα, δώρισε στην εκκλησία τα αγαθά που συντηρούσαν το μεγαλείο της κληρονομιάς του πρωτότοκου: ένα αγρόκτημα με κοπάδια στο Μονπός κι άλλο ένα στο Αγιαπέλ και δυο χιλιάδες εκτάρια στο Μαάτες, μόνο δυο λεύγες από εκεί, με αρκετά κοπάδια με άλογα για ιππασία και για ζέψιμο, ένα χτήμα με καλλιέργειες και τον καλύτερο μύλο ζαχαροκάλαμου στις ακτές της Καραϊβικής. Ωστόσο, ο θρύλος της περιουσίας του βασιζόταν σ' ένα απέραντο και άχρηστο αγρόκτημα που τα φανταστικά του σύνορα χάνονταν στη μνήμη, πέρα από τους βάλτους της Γουαρίπα και τις αμμουδερές της Πουρέσα μέχρι τους αδιαπέραστους θάμνους του Ουραμπά. Το μόνο που κράτησε ήταν το αρχοντικό μέγαρο με την αυλή του προσωπικού μειωμένο στο ελάχιστο και το μύλο ζαχαρακάλαμου του Μαάτες. Η Δομίνγκα δε Αδβιέντο του παρέδωσε την κυβέρνηση του σπιτιού. Άφησε το γέρο Νεπτούνο στην αξιοπρεπή θέση του αμαξά που του είχε δώσει ο πρώτος μαρκήσιος και του ανέθεσε να παρακολουθεί ό,τι απέμενε στους πατρικούς στάβλους.
   Για πρώτη φορά μόνος στο φοβερό αρχοντικό των προγόνων του, μόλις που μπορούσε να κοιμηθεί στο σκοτάδι, από τον έμφυτο φόβο των κρεολών ευγενών μην τους δολοφονήσουν οι σκλάβοι τους στον ύπνο. Ξυπνούσε ξαφνικά, χωρίς να γνωρίζει αν εκείνα τα πυρετώδικα μάτια που κοίταζαν από τους φεγγίτες ήταν αυτού του κόσμου ή του άλλου. Πήγαινε στις μύτες των ποδιών του μέχρι την πόρτα, την άνοιγε ξαφνικά και έπιανε ένα μαύρο που κατασκόπευε μέσα από την κλειδαρότρυπα. Τους ένιωθε να γλιστρούν με βήματα τίγρης μες στους διαδρόμους, γυμνοί και πασαλειμμένοι με λίπος ινδοκάρυδου, για να μην μπορούν να τους πιάνουν. Εκνευρισμένος από τόσους μαζεμένους φόβους, διέταξε να μένουν τα φώτα αναμμένα μόνιμα μέχρι το ξημέρωμα, έδιωξε τους σκλάβους που σιγά σιγά έπιαναν τους άδειους χώρους και έφερε στο σπίτι τους πρώτους μολοσσούς ειδικευμένους στις πολεμικές τέχνες.
   Η εξώπορτα έκλεισε. Έβγαλαν τα γαλλικά έπιπλα που τα βελούδα τους βρομούσαν από την υγρασία, πούλησαν τα γκομπλέν και τις πορσελάνες και τα καλύτερα φτιαγμένα ρολόγια και αρκέστηκαν σε αιώρες από χόρτο, για να αντέχουν τη ζέστη στις ξεχαρβαλωμένες κρεβατοκάμαρες. Ο μαρκήσιος δεν ξαναπήγε στη λειτουργία ούτε σε πνευματικές απομονώσεις ούτε κράτησε το ιμάτιο του Παναγιότατου στις λιτανείες ούτε θυμόταν τις γιορτές ούτε σεβάστηκε τις νηστείες, αν και συνέχισε να πληρώνει με ακρίβεια τις εισφορές στην εκκλησία. Βρήκε καταφύγιο στην αιώρα, μερικές φορές στην κρεβατοκάμαρα, λόγω της αυγουστιάτικης κουφόβρασης, και σχεδόν πάντα για το μεσημεριανό του ύπνο κάτω από τις πορτοκαλιές του κήπου. Οι τρελές τού πετούσαν τα απομεινάρια της κουζίνας και του φώναζαν τρυφερές προστυχιές, αλλά, όταν η κυβέρνηση θέλησε να του κάνει τη χάρη να μετακινήσει το τρελοκομείο, αυτός αντιτάχθηκε από ευγνωμοσύνη προς αυτές.
   Νικημένη από την αδιαφορία του αγαπημένου, η Ντούλσε Ολίβια παρηγορήθηκε με τη νοσταλγία αυτών που δεν απέκτησε. Το έσκαζε από τη Διβίνα Παστόρα από τα πορτάκια του κήπου, κάθε φορά που μπορούσε. Εξημέρωσε κι έκανε φίλους της τους μολοσσούς με ξεροκόμματα αγάπης κι αφιέρωνε τις ώρες του ύπνου της στο σπίτι που ποτέ δεν απέκτησε, φροντίζοντας να το σκουπίζει με σκούπες από βασιλικό για γούρι και να κρεμάει πλεξούδες τα σκόρδα στις κρεβατοκάμαρες για να διώχνει τα κουνούπια. Η Δομίνγκα δε Αδβιέντο, που τίποτα δεν της ξέφευγε, πέθανε χωρίς να ανακαλύψει γιατί οι διάδρομοι το ξημέρωμα ήταν πιο καθαροί απ' ό,τι το βράδυ και τα πράγματα που τακτοποιούσε μ' έναν τρόπο, το ξημέρωμα τα έβρισκε με άλλο. Προτού συμπληρώσει ένα χρόνο χήρος, ο μαρκήσιος έπιασε πρώτη φορά την Ντούλσε Ολίβια να τρίβει τις κατσαρόλες της κουζίνας, γιατί της φαινόταν πως οι σκλάβες τις είχαν κακοπλύνει.
   "Δε θα μπορούσα να πιστέψω πως θα τολμούσες να φτάσεις ως εδώ", της είπε.
   "Γιατί εξακολουθείς να είσαι ο αιώνιος κακομοίρης", του απάντησε αυτή.
   Έτσι ξανάρχισε μια απαγορευμένη φιλία, που τουλάχιστον κάποτε έμοιαζε με έρωτα. Μιλούσαν μέχρι τα χαράματα, χωρίς ψευδαισθήσεις ούτε απογοητεύσεις, σαν ένα ζευγάρι παντρεμένων από καιρό, καταδικασμένο στη ρουτίνα. Πίστευαν πως ήταν ευτυχισμένοι και ίσως και να ήταν, μέχρι που ένας από τους δυο τους έλεγε μια κουβέντα παραπάνω και η νύχτα μαράζωνε μέσα σε καβγάδες βανδάλων που αποθάρρυναν τους μολοσσούς. Όλα ξαναγύριζαν τότε στην αρχή και η Ντούλσε Ολίβια εξαφανιζόταν από το σπίτι για πολύ καιρό.
   Σ' αυτή εξομολογήθηκε ο μαρκήσιος πως η περιφρόνησή του για τις επίγειες περιουσίες και η αλλαγή στον τρόπο που συμπεριφερόταν δεν είχαν γίνει από αφοσίωση παρά από τον τρόμο που του προκάλεσε η ξαφνική απώλεια της πίστης του, όταν είδε το σώμα της συζύγου του καρβουνιασμένο από τον κεραυνό. Η Ντούλσε Ολίβια προσφέρθηκε να τον παρηγορήσει. Του υποσχέθηκε να είναι υποταγμένη σκλάβα του τόσο στην κουζίνα όσο και στο κρεβάτι. Αυτός δεν παραδόθηκε.
   "Ποτέ ξανά δε θα παντρευτώ", της ορκίστηκε.
   Προτού περάσει όμως χρόνος, παντρεύτηκε στα κρυφά με την Μπερνάρδα Καμπρέρα, την κόρη ενός παλιού επιστάτη του πατέρα του που είχε κάνει την τύχη του με το εμπόριο υπερπόντιων προϊόντων. Είχαν γνωριστεί όταν αυτός της ανέθεσε να πηγαίνει στο σπίτι τις ρέγγες στη σαλαμούρα και τις μαύρες ελιές που ήταν η αδυναμία της δόνα Ολάλια και, όταν αυτή πέθανε, συνέχισε να τις πηγαίνει στο μαρκήσιο. Ένα απόγευμα που η Μπερνάρδα τον βρήκε στην αιώρα του κήπου τού διάβασε τη μοίρα στο αριστερό του χέρι. Ο μαρκήσιος τόσο εντυπωσιάστηκε με τις επιτυχίες της, που συνέχισε να την καλεί την ώρα του μεσημεριανού ύπνου, αν και δεν είχε τίποτα πια να αγοράσει, αλλά πέρασαν δυο μήνες προτού πάρει αυτός την πρωτοβουλία για οτιδήποτε. Κι έτσι την πήρε αυτή για λογαριασμό του. Τον καβάλησε στην αιώρα στα ξαφνικά και τον φίμωσε με τις φούστες της κελεμπίας που φορούσε μέχρι που τον άφησε εξαντλημένο. Τότε τον ξαναζωντάνεψε με μια φλόγα και μια σοφία που αυτός δε θα μπορούσε να φανταστεί στις ισχνές ηδονές του μοναχικού του έρωτα και του πήρε άδοξα την παρθενιά του. Αυτός είχε συμπληρώσει τα πενήντα δύο κι αυτή τα είκοσι δύο, αλλά η διαφορά της ηλικίας ήταν το λιγότερο καταστρεπτικό.
   Εξακολούθησαν να κάνουν έρωτα την ώρα του μεσημεριανού ύπνου, βιαστικά και ανόρεκτα, κάτω από την ευαγγελική σκιά των πορτοκαλιών. Οι τρελές τούς ενθάρρυναν από τα μπαλκόνια με πρόστυχα τραγούδια και γιόρταζαν τους θριάμβους τους με χειροκροτήματα γηπέδου. Προτού ο μαρκήσιος συνειδητοποιήσει τους κινδύνους που παραμόνευαν, η Μπερνάρδα τον έβγαλε από το λήθαργο με την είδηση πως ήταν έγκυος δύο μηνών. Του θύμησε πως δεν ήταν μαύρη, παρά κόρη ιθαγενούς μιγάδα και λευκής της Καστίλης· έτσι ο μόνος τρόπος για να επανορθώσει ήταν ο νόμιμος γάμος. Αυτός το ανέβαλε, μέχρι που ο πατέρας της χτύπησε την πόρτα του την ώρα του μεσημεριανού ύπνου κραδαίνοντας ένα παλιοκαιρίσιο αρκεβούζι. Μιλούσε αργά, με γλυκούς τρόπους, και παρέδωσε το όπλο στο μαρκήσιο, χωρίς να τον κοιτάξει καταπρόσωπο.
   "Ξέρετε τι είναι αυτό, κύριε μαρκήσιε;" τον ρώτησε.
   Ο μαρκήσιος δεν ήξερε τι να κάνει με το όπλο στα χέρια.
   "Όσο γνωρίζω, νομίζω πως είναι ένα αρκεβούζι", είπε. Και ρώτησε, πραγματικά περίεργος: "Σε τι το χρησιμοποιείτε;"
   "Για να προφυλάγομαι από τους πειρατές, κύριε", είπε ο ιθαγενής, χωρίς να τον κοιτάξει ακόμα καταπρόσωπο. "Τώρα το έφερα μήπως και η αφεντιά σας θέλει να μου κάνει τη χάρη να με σκοτώσει, πριν σας σκοτώσω εγώ".
   Τον κοίταξε καταπρόσωπο. Είχε κάτι θλιμμένα και βουβά ματάκια, αλλά ο μαρκήσιος κατάλαβε αυτό που δεν του έλεγαν. Του επέστρεψε το αρκεβούζι και τον κάλεσε να περάσει μέσα για να γιορτάσουν τη συμφωνία. Ο παπάς μιας γειτονικής εκκλησίας τέλεσε το γάμο δυο μέρες αργότερα, με τους γονείς εκείνης και τους νονούς και των δύο. Όταν τελείωσε η τελετή, εμφανίστηκε η Σαγούντα, ένας θεός ξέρει από πού, και στεφάνωσε τους νιόνυμφους με τις γιρλάντες της ευτυχίας.
   Ένα πρωινό με καθυστερημένες βροχές, κάτω από το ζώδιο του Τοξότη, γεννήθηκε εφταμηνίτικια και άσχημα η Σιέρβα Μαρία δε Τόδος λος Άνχελες. Έμοιαζε με ξεθωριασμένο γυρίνο και ο ομφάλιος λώρος, τυλιγμένος στο λαιμό της, κόντευε να τη στραγγαλίσει.
   "Είναι θηλυκό", είπε η μαμή. "Αλλά δε θα ζήσει". 
   Τότε ήταν που η Δομίνγκα δε Αδβιέντο έταξε στους αγίους της πως, αν της έκαναν τη χάρη να ζήσει η μικρή, δε θα της έκοβε τα μαλλιά μέχρι τη νύχτα του γάμου της. Δεν είχε προλάβει να το τάξει, όταν η μικρή βάλθηκε να κλαίει. Η Δομίνγκα δε Αδβιέντο θριαμβευτικά τραγούδησε: "Θα γίνει αγία!" Ο μαρκήσιος, που την είδε πλυμένη πια και ντυμένη, ήταν λιγότερο διορατικός.
   "Θα γίνει πουτάνα", είπε. "Αν ο Θεός την αξιώσει με ζωή και υγεία".
   Η μικρή, κόρη ευγενούς και πληβείας, πέρασε την παιδική της ηλικία εγκαταλειμμένη. Η μητέρα της τή μίσησε από τη μόνη φορά που τη θήλασε και δε θέλησε να την κρατήσει κοντά της από φόβο μην τη σκοτώσει. Η Δομίνγκα δε Αδβιέντο τη θήλασε, τη βάφτισε χριστιανή και την αφιέρωσε στην Ολόκουν, μια θεότητα αμφίβολου φύλου των Γιορούμπα, που το πρόσωπό της είναι τόσο φοβερό που αφήνει να το βλέπουν μόνο στα όνειρα και πάντα με μια μάσκα. Μεταφερμένη στην αυλή των σκλάβων, η Σιέρβα Μαρία έμαθε να χορεύει προτού ακόμα μιλήσει, έμαθε τρεις αφρικανικές γλώσσες ταυτόχρονα, να πίνει αίμα κόκορα νηστικιά και να γλιστράει ανάμεσα στους χριστιανούς, χωρίς να τη βλέπουν και να τη νιώθουν, σαν άυλο πλάσμα. Η Δομίνγκα δε Αδβιέντο την περιτριγύρισε με μια εύθυμη αυλή από μαύρες σκλάβες, μιγάδες υπηρέτριες, ιθαγενείς βοηθούς, που την έπλεναν με ευοίωνα νερά, την εξάγνιζαν με το σταυροβότανο της Γιεμαγιά και φρόντιζαν σαν τριανταφυλλιά τα φουντωτά μαλλιά της, που στα πέντε χρόνια της έφταναν μέχρι τη μέση της. Σιγά σιγά οι σκλάβες τής κρεμούσαν τα περιδέραια των διάφορων θεών μέχρι που είχε δεκαέξι.
   Η Μπερνάρδα είχε αρπάξει πια με σταθερό χέρι την εξουσία του σπιτιού, ενώ ο μαρκήσιος φυτοζωούσε στον κήπο. Η πρώτη δουλειά της ήταν να αποκαταστήσει την περιουσία που είχε μοιράσει ο σύζυγος, με την προστασία των πληρεξούσιων του πρώτου μαρκήσιου. Εκείνος, στην εποχή του, είχε αποκτήσει άδεια για να πουλάει πέντε χιλιάδες σκλάβους κάθε οχτώ χρόνια, με την υποχρέωση να φέρνει δυο βαρέλια αλεύρι για τον καθένα τους. Με τις πετυχημένες απάτες του και την εξαγορά των τελωνειακών, πουλούσε το συμφωνημένο αλεύρι, αλλά πουλούσε και λαθραία τρεις χιλιάδες σκλάβους παραπάνω, πράγμα που τον μετέτρεψε στον πιο πλούσιο ιδιώτη έμπορο του αιώνα του.
   Ήταν η Μπερνάρδα που σκέφτηκε πως καλή επιχείρηση δεν ήταν οι σκλάβοι παρά το αλεύρι, αν και η μεγάλη επιχείρηση, στην πραγματικότητα, ήταν η απίστευτη δύναμη της πειθούς της. Με μία μόνο άδεια για να φέρει χίλιους σκλάβους σε τέσσερα χρόνια και τρία βαρέλια αλεύρι για τον καθένα έκανε πασχαλιά: πούλησε τους χίλιους συμφωνημένους μαύρους, αλλά, αντί για τρεις χιλιάδες βαρέλια με αλεύρι, έφερε δώδεκα χιλιάδες. Ήταν το μεγαλύτερο λαθρεμπόριο του αιώνα.
   Τον μισό καιρό της τον περνούσε τότε στους μύλους του ζαχαρακάλαμου στο Μαάτες, όπου εγκατέστησε τον πυρήνα των υποθέσεών της, λόγω της κοντινής απόστασης από τον μεγάλο ποταμό Μαγδαλένα, για το εμπόριο των πάντων με το εσωτερικό του αντιβασιλείου. Στο σπίτι του μαρκήσιου έφταναν σκόρπιες ειδήσεις για την ευημερία της, για την οποία δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Την εποχή που περνούσε εκεί, ακόμα και πριν από την κρίση, έμοιαζε σαν άλλο ένα λαγωνικό σε κλουβί. Η Δομίνγκα δε Αδβιέντο το είπε με καλύτερο τρόπο: "Δεν μπορούσε να κάτσει στον κώλο της".
   Η Σιέρβα Μαρία πήρε για πρώτη φορά μια μόνιμη θέση στο σπίτι, όταν πέθανε η σκλάβα της κι ετοίμασαν γι' αυτήν τη θαυμάσια κρεβατοκάμαρα όπου είχε ζήσει η πρώτη μαρκησία. Της πήραν έναν παιδαγωγό που της έκανε μαθήματα ισπανικής γλώσσας της χερσονήσου και βασικές γνώσεις αριθμητικής και φυσικής ιστορίας. Προσπάθησε να της μάθει να διαβάζει και να γράφει. Αυτή αρνήθηκε, όπως είπε, γιατί δεν καταλάβαινε τα γράμματα. Μια λαϊκή δασκάλα τη μύησε στην κατανόηση της μουσικής. Η μικρή έδειξε ενδιαφέρον και καλό γούστο, αλλά δεν είχε υπομονή για να μάθει κανένα όργανο. Η δασκάλα παραιτήθηκε αναστατωμένη και είπε, όταν αποχαιρετούσε τον μαρκήσιο:
   "Δεν είναι πως η μικρή δεν παίρνει τα γράμματα, είναι πως δεν ανήκει σ' αυτό τον κόσμο".
    Η Μπερνάρδα θα ήθελε να καθησυχάσει την ίδια της την απογοήτευση, αλλά πολύ γρήγορα έγινε φανερό πως το φταίξιμο δεν ήταν ούτε της μιας ούτε της άλλης, παρά βρισκόταν στη φύση και των δυο τους. Ζούσε με την ψυχή στα δόντια από τότε που πίστεψε πως ανακάλυψε στην κόρη της μια κάποια εξωγήινη προδιάθεση. Έτρεμε και μόνο στη σκέψη της στιγμής που θα κοίταζε πίσω της και θα συναντούσε τα ανεξιχνίαστα μάτια του νωθρού πλάσματος με τα αιθέρια τούλια και την άγρια χαίτη που έφτανε κιόλας στις γάμπες. "Μικρή!" της φώναζε. "Σου έχω απαγορεύσει να με κοιτάζεις έτσι!" Όταν βρισκόταν περισσότερο απορροφημένη στις δουλειές της, τότε ένιωθε στο σβέρκο της τη σφυριχτή ανάσα του ερπετού που παραμονεύει και πετιόταν πάνω τρομοκρατημένη.
   "Μικρή!" της φώναζε. "Κάνε θόρυβο πριν μπεις μέσα!"
   Αυτή μεγάλωνε το φόβο της μ' ένα μακρινάρι στη γλώσσα των Γιορούμπα. Τη νύχτα ήταν χειρότερα, γιατί η Μπερνάρδα ξυπνούσε απότομα με την αίσθηση πως κάποιος την είχε αγγίξει και ήταν η μικρή που από τα πόδια του κρεβατιού την κοίταζε να κοιμάται. Άχρηστη αποδείχτηκε η προσπάθεια με το καμπανάκι στον καρπό, γιατί από διακριτικότητα η Σιέρβα Μαρία δεν το άφηνε να χτυπήσει. "Το μόνο που έχει από τις λευκές αυτό το πλάσμα είναι το χρώμα", έλεγε η μητέρα της. Κι ήταν τόσο αληθινό που η μικρή άλλαξε το όνομά της μ' ένα άλλο αφρικανικό που μόνη της είχε βγάλει: Μαρία Μαντίνγκα.
   Η σχέση τους πέρασε μια κρίση ένα ξημέρωμα που η Μπερνάρδα ξύπνησε πεθαμένη από τη δίψα από τις υπερβολικές ποσότητες κακάο και βρήκε μια κούκλα της Σιέρβα Μαρία να πλέει στο βάθος της πήλινης κανάτας. Στην πραγματικότητα, δεν της φάνηκε σαν μια απλή κούκλα που επέπλεε στο νερό, αλλά κάτι τρομακτικό, μια νεκρή κούκλα.
   Σίγουρη πως ήταν κάποια μαύρη μαγεία της Σιέρβα Μαρία εναντίον της, αποφάσισε πως δε χωρούσαν μες στο ίδιο σπίτι και οι δυο τους. Ο μαρκήσιος προσπάθησε δειλά να μεσολαβήσει κι αυτή τον σταμάτησε απότομα: "Ή αυτή ή εγώ". Έτσι η Σιέρβα Μαρία έμενε στο υπόστεγο με τις σκλάβες, ακόμα κι όταν η μητέρα της βρισκόταν στους μύλους του ζαχαροκάλαμου. Εξακολουθούσε να είναι κλειστό παιδί, όπως ήταν από τη γέννα της, και εντελώς αγράμματο.
   Αλλά η Μπερνάρδα δεν ήταν καλύτερα. Είχε προσπαθήσει να κρατήσει κοντά της τον Ιούδα Ισκαριώτη με το να εξομοιωθεί μαζί του και μέσα σε λιγότερο από δυο χρόνια έχασε τη σωστή κατεύθυνση των επιχειρήσεών της και αυτός την ίδια του τη ζωή. Τον έντυνε σαν πειρατή της Νουβίας, σαν άσο κούπα, σαν μάγο Μελχιόρ και τον πήγαινε στις φτωχογειτονιές, ιδιαίτερα σαν αγκυροβολούσαν οι γαλέρες και η πόλη φούντωνε από ένα γλέντι που κρατούσε μισό χρόνο. Έστηναν πρόχειρες ταβέρνες και μπορντέλα έξω από τα τείχη για τους εμπόρους που κατέφθαναν από τη Λίμα, το Πορτομπέλο, την Αβάνα, τη Βερακρούς, για να αρπάξουν ο ένας από τον άλλο τα εμπορεύματα από όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Μια νύχτα, τέζα από το μεθύσι σε μια καντίνα νταβατζήδων, ο Ιούδας πλησίασε την Μπερνάρδα με πολύ μυστήριο.
   "Άνοιξε το στόμα και κλείσε τα μάτια", της είπε. 
   Έτσι έκανε αυτή κι αυτός τής έβαλε πάνω στη γλώσσα ένα κομμάτι μαγική σοκολάτα από την Οασάκα. Η Μπερνάρδα την αναγνώρισε και την έφτυσε, γιατί από μικρή ένιωθε αποστροφή για το κακάο. Ο Ιούδας την έπεισε πως ήταν ένα αγιασμένο υλικό που έδινε χαρά στη ζωή, μεγάλωνε τη σωματική δύναμη, έφτιαχνε το κέφι και δυνάμωνε τη σεξουαλική ορμή.
   Η Μπερνάρδα ξέσπασε σε εκρηκτικά γέλια.
   "Εάν ήταν αλήθεια", είπε, "οι καλογερίτσες της Σάντα Κλάρα θα ήταν όλες ταύροι για ταυρομαχίες".
   Είχε πια συνηθίσει στη μελάσα σε ζύμωση που έπινε με τις φίλες της από το σχολείο ακόμα και πριν παντρευτεί κι εξακολουθούσε να την πίνει όχι μόνο από το στόμα, αλλά και με τις πέντε αισθήσεις της στο ζεστό αέρα του μύλου του ζαχαροκάλαμου. Με τον Ιούδα έμαθε να μασάει καπνό και φύλλα κόκας ανακατεμένα με στάχτη από γιαρούμο, όπως οι ιθαγενείς της Σιέρα Νεβάδα. Είχε δοκιμάσει στις ταβέρνες ινδική κάνναβη, τρεμεντίνα της Κύπρου, πεγιότε από το Ρεάλ δε Κατόρσε και τουλάχιστον μια φορά αφιόνι φερμένο από τους Φιλιππινέζους λαθρέμπορους από το Νάο της Κίνας. Ωστόσο, δεν αντιστάθηκε στην προπαγάνδα του Ιούδα υπέρ του κακάου. Όταν σταμάτησε όλα τα υπόλοιπα, αναγνώρισε τις αρετές του και το προτίμησε πάνω από όλα. Ο Ιούδας έγινε κλέφτης, μαστρωπός, περιστασιακός σοδομιστής κι όλα από βίτσιο, γιατί τίποτε δεν του έλειπε. Μια άτυχη νύχτα, μπροστά στην Μπερνάρδα, αντιμετώπισε άοπλος τρεις νταβατζήδες του στόλου σ' έναν καβγά στα χαρτιά και τον σκότωσαν με καρεκλιές.
   Η Μπερνάρδα κατέφυγε στους μύλους του ζαχαροκάλαμου. Το σπίτι απέμεινε ακυβέρνητο, αλλά δε ναυάγησε τότε χάρη στο έμπειρο χέρι της Δομίνγκα δε Αδβιέντο, που κατέληξε να μορφώσει τη Σιέρβα Μαρία, όπως ήθελαν οι θεοί της. Ο μαρκήσιος μόλις είχε μάθει για την κατάρρευση της συζύγου του. Από τους μύλους έφταναν ειδήσεις πως ζούσε σ' ένα συνεχές παραλήρημα, πως μιλούσε μόνη της και πως διάλεγε τους πιο καλοφτιαγμένους σκλάβους για να τους μοιράζεται τις ρωμαϊκές νύχτες της με τις παλιές της συμμαθήτριες. Η περιουσία που είχε έρθει από το νερό σαν νερό έφευγε και βρισκόταν στο έλεος των τουλουμιών της μελάσας και των σάκων του κακάο που διατηρούσε κρυμμένα εδώ κι εκεί για να μη χάνει χρόνο όταν την έπιανε η επιθυμία. Το μόνο σίγουρο που της απέμεινε τότε ήταν δυο κιούπια γεμάτα ντουμπλόνια των εκατό και των τεσσάρων, από καθαρό χρυσάφι, που την εποχή των παχιών αγελάδων είχε θάψει κάτω από το κρεβάτι της. Ήταν τέτοια η κατάπτωσή της, που ούτε ο άντρας της δεν την γνώρισε, όταν επέστρεψε από το Μαάτες για τελευταία φορά, ύστερα από τρία συνεχή χρόνια, λίγο πριν δαγκώσει το σκυλί τη Σιέρβα Μαρία.

   Στα μέσα του Μάρτη, οι κίνδυνοι της λύσσας έδειχναν ξορκισμένοι. Ο μαρκήσιος, ευγνωμονώντας την καλή του τύχη, το έβαλε σκοπό να αποζημιώσει την κόρη του για το παρελθόν και να κατακτήσει την καρδιά της με τη συνταγή της ευτυχίας που του είχε δώσει ο Αμπρενούνσιο. Της αφιέρωσε όλο του το χρόνο. Προσπαθούσε να μάθει να τη χτενίζει και να πλέκει την κοτσίδα της. Προσπάθησε να της μάθει να είναι πραγματική λευκή, να αναστηλώσει για το χατίρι της τα χαμένα όνειρα του κρεολού ευγενή, να της κόψει τη συνήθεια της παστής ιγουάνα και του μαγειρευτού αρμαδίλιο. Προσπάθησε σχεδόν τα πάντα, εκτός από το να αναρωτηθεί εάν εκείνος ήταν ο τρόπος για να την κάνει ευτυχισμένη.
   Ο Αμπρενούνσιο εξακολούθησε να επισκέπτεται το σπίτι. Δεν ήταν εύκολο να συνεννοείται με το μαρκήσιο, από τη στιγμή που έμεναν σ' ένα προάστιο του κόσμου το οποίο βρισκόταν κάτω από την απειλή της Ιεράς Εξέτασης. Έτσι περνούσαν οι μήνες της ζέστης, αυτός να μιλάει χωρίς να τον ακούν κάτω από τις ανθισμένες πορτοκαλιές και ο μαρκήσιος να σαπίζει στην αιώρα, χίλιες τριακόσιες λεύγες μακριά από ένα βασιλιά που ποτέ δεν είχε ακούσει το όνομά του. Σε μία από εκείνες τις επισκέψεις, ο θλιβερός θρήνος της Μπερνάρδα τους διέκοψε.
   Ο Αμπρενούνσιο αναστατώθηκε. Ο μαρκήσιος έκανε τον κουφό, αλλά το επόμενο βογκητό ήταν τόσο σπαραξικάρδιο που δεν μπόρεσε να το αγνοήσει. 
   "Όποιος και να είναι, χρειάζεται βοήθεια", είπε ο Αμπρενούνσιο.
   "Είναι η δεύτερη σύζυγός μου", είπε ο μαρκήσιος.
   "Έχει λοιπόν κατεστραμμένο το συκώτι της", είπε ο Αμπρενούνσιο. 
   "Πώς το ξέρετε;"
   "Γιατί βογκάει με ανοιχτό το στόμα", είπε ο γιατρός.
   Έσπρωξε την πόρτα, χωρίς να ζητήσει άδεια, και προσπάθησε να διακρίνει την Μπερνάρδα στο σκοτάδι του δωματίου, αλλά αυτή δε βρισκόταν στο κρεβάτι. Τη φώναξε με το όνομά της κι αυτή δεν απάντησε. Τότε, άνοιξε το παράθυρο και το μεταλλικό φως των τέσσερις τού την έδειξε ολοζώντανη, γυμνή κι ορθάνοιχτη, σαν σταυρωμένη καταγής, και τυλιγμένη στη λάμψη των θανατηφόρων αερίων της. Το δέρμα της είχε τη θανατερή χλομάδα από υπερβολική μελαγχολία. Σήκωσε το κεφάλι, θαμπωμένη από την αντιφεγγιά του παραθύρου που ανοίχτηκε ξαφνικά και δεν αναγνώρισε το γιατρό κόντρα στο φως. Αυτός δε χρειάστηκε παρά μόνο μια ματιά για να δει τη μοίρα της. 
   "Έφτασε η ώρα σου, κόρη μου", της είπε.
   Της εξήγησε πως προλάβαινε να σωθεί μόνο αν υποβαλλόταν σε μια επείγουσα θεραπεία καθαρισμού του αίματός της. Η Μπερνάρδα τον αναγνώρισε, ανασηκώθηκε, όπως μπόρεσε, και τον άρχισε στις βρισιές. Ο Αμπρενούνσιο τις άντεξε ατάραχος, ενώ έκλεινε ξανά το παράθυρο. Όταν πια έφευγε, σταμάτησε μπροστά στην αιώρα του μαρκήσιου και διευκρίνισε την προφητεία:
   "Η κυρία μαρκησία θα πεθάνει το αργότερο στις 15 Σεπτεμβρίου, εάν δεν κρεμαστεί προηγουμένως από κανένα δοκάρι".
   Ο μαρκήσιος, χωρίς να αλλάξει έκφραση, είπε:
   "Το μόνο άσχημο είναι πως η 15η Σεπτεμβρίου αργεί ακόμα".
   Αυτός εξακολουθούσε τη θεραπεία της ευτυχίας για τη Σιέρβα Μαρία. Από το λόφο του Σαν Λάσαρο έβλεπαν προς την ανατολή τους μοιραίους βάλτους και προς τη δύση τον τεράστιο κόκκινο ήλιο που βυθιζόταν στον ωκεανό μες στις φλόγες. Αυτή τον ρώτησε τι υπήρχε από την άλλη άκρη της θάλασσας κι αυτός απάντησε: "Ο κόσμος". Σε κάθε δική του κίνηση έβρισκε στη μικρή μια ανέλπιστη αντήχηση. Ένα βράδυ είδαν να εμφανίζεται στον ορίζοντα, με εντελώς φουσκωμένα τα πανιά του, ο στόλος με τις γαλέρες.
   H πόλη μεταμορφώθηκε. Πατέρας και κόρη διασκέδαζαν με τις μαριονέτες, μ' αυτούς που κατάπιναν φωτιές, με τους αμέτρητους εκτεθειμένους νεωτερισμούς που είχαν φτάσει στο λιμάνι εκείνο τον ευοίωνο Απρίλη. Η Σιέρβα Μαρία έμαθε μέσα σε δυο μήνες περισσότερα πράγματα των λευκών από όσο ποτέ. Προσπαθώντας να την αλλάξει, και ο ίδιος ο μαρκήσιος έγινε διαφορετικός και αυτό συνέβη με τέτοιο ριζικό τρόπο που δεν έδειχνε σαν μεταστροφή του χαρακτήρα παρά σαν αλλαγή της φύσης του.
   Το σπίτι γέμισε με όσες κουρδιστές μπαλαρίνες, μουσικά κουτιά και μηχανικά ρολόγια είχαν δει στις εκθέσεις από την Ευρώπη. Ο μαρκήσιος ξεσκόνισε το ιταλικό μεγάλο λαούτο. Του έβαλε χορδές, το κούρντισε με μια επιμονή που μόνο λόγω της αγάπης μπορούσε να κατανοήσει κανείς και άρχισε να συνοδεύει τα παλιά τραγούδια που τραγουδούσε με καλή φωνή και άσχημο αφτί που ούτε τα χρόνια ούτε οι θολές αναμνήσεις είχαν αλλάξει. Αυτή τον ρώτησε εκείνες τις μέρες εάν ήταν αλήθεια, όπως έλεγαν τα τραγούδια, πως ο έρωτας μπορεί τα πάντα να κάνει.
   "Είναι αλήθεια", της απάντησε αυτός, "αλλά καλά θα κάνεις να μην το πιστέψεις".
   Ευτυχισμένος με τα ωραία νέα, ο μαρκήσιος άρχισε να σκέφτεται ένα ταξίδι στη Σεβίλη για να συνέρθει η Σιέρβα Μαρία από τις ανέκφραστες θλίψεις της και να αποτελειώσει την κοσμική της εκπαίδευση. Οι ημερομηνίες και η διαδρομή είχαν πια συμφωνηθεί, όταν η Καριδάδ δελ Κόμπρε τον ξύπνησε από το μεσημεριάτικο ύπνο με τη σκληρή είδηση:
   "Η καημένη η μικρή, κύριε, έχει αρχίσει να γίνεται σκύλος".
   Όταν τον φώναξαν επειγόντως, ο Αμπρενούνσιο διέψευσε τη λαϊκή προκατάληψη πως οι λυσσασμένοι καταλήγουν να μοιάσουν με το ζώο που τους δάγκωσε. Βεβαιώθηκε πως η μικρή είχε λίγο πυρετό και παρόλο που αυτό το θεωρούσαν μια αρρώστια από μόνη της και όχι σύμπτωμα για άλλα δεινά, δεν το άφησε να περάσει απαρατήρητο. Προειδοποίησε το θλιμμένο κύριο πως η μικρή δε βρισκόταν σε ασφάλεια από καμιά αρρώστια, γιατί το δάγκωμα ενός σκύλου, λυσσασμένου ή όχι, δεν την προφύλαγε από τίποτα. Όπως πάντα, το μόνο που απέμενε ήταν να περιμένουν. Ο μαρκήσιος τον ρώτησε:
   "Είναι η τελευταία κουβέντα σας;"
   "Η επιστήμη δε μου έχει δώσει τα μέσα για να σας πω τίποτε περισσότερο", του απάντησε ο γιατρός με την ίδια δριμύτητα. "Αλλά, εάν δε με πιστεύετε, σας απομένει κι άλλη λύση: έχετε εμπιστοσύνη στο Θεό".
   Ο μαρκήσιος δεν κατάλαβε.
   "Θα μπορούσα να ορκιστώ πως είστε άπιστος", είπε.
   Ο γιατρός ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει:
   "Τι παραπάνω θα ήθελα, κύριε;"
   Ο μαρκήσιος δεν εμπιστεύτηκε το Θεό, παρά οποιονδήποτε του έδινε λίγη ελπίδα. Στην πόλη υπήρχαν κι άλλοι τρεις σπουδασμένοι γιατροί, έξι φαρμακοποιοί, έντεκα μπαρμπέρηδες που έκαναν αφαίμαξη κι ένας αμέτρητος αριθμός από θεραπευτές και δασκάλους των μυστηρίων της μαγείας, παρόλο που η Ιερά Εξέταση είχε καταδικάσει χίλιους τριακόσιους σε διάφορες ποινές τα τελευταία πενήντα χρόνια και είχε εκτελέσει στην πυρά εφτά. Ένας νεαρός γιατρός από τη Σαλαμάνκα άνοιξε την κλεισμένη πληγή της Σιέρβα Μαρία και της έβαλε καυστικά καταπλάσματα για να βγάλει ταγκιασμένα υγρά. Άλλος προσπάθησε να κάνει το ίδιο με βδέλλες στην πλάτη. Ένας κουρέας που έκανε αφαιμάξεις έπλυνε την πληγή της με τα ίδια της τα ούρα κι ένας άλλος την έβαλε να τα πιει. Ύστερα από δύο εβδομάδες είχε υποβληθεί σε δύο μπάνια με αρωματικά χόρτα και δύο μαλακτικά κλύσματα, καθημερινά, και την είχαν φέρει στα πρόθυρα του θανάτου με καταπότια από φυσικό αντιμόνιο και άλλα θανάσιμα φίλτρα.
   Ο πυρετός υποχώρησε, αλλά κανένας δεν τόλμησε να ισχυριστεί πως η λύσσα είχε εξορκιστεί. Η Σιέρβα Μαρία ένιωθε πως θα πέθαινε. Στην αρχή αντιστάθηκε με σθένος, αλλά δύο βδομάδες αργότερα το αποτέλεσμα ήταν ένα εξέλκωμα στον αστράγαλο, το δέρμα φουντωμένο από τους σιναπισμούς και τις φλύκταινες και το στομάχι μια πληγή. Είχε περάσει από όλα: ιλίγγους, παροξυσμούς, σπασμούς, παραληρήματα, διάρροιες των εντέρων και της χολής, και κυλιόταν στα πατώματα ουρλιάζοντας από τον πόνο και το θυμό. Ακόμα και οι πιο τολμηροί θεραπευτές την εγκατέλειψαν στην τύχη της, σίγουροι πως ήταν τρελή ή δαιμονισμένη. Ο μαρκήσιος είχε χάσει κάθε ελπίδα, όταν εμφανίστηκε η Σαγούντα με το κλειδί του Σαν Ουμπέρτο. 
   Ήταν το τέλος. Η Σαγούντα έβγαλε τα σεντόνια της, ξεγυμνώθηκε και πασαλείφτηκε με ινδιάνικες αλοιφές, για να τρίψει το σώμα της με το γυμνό σώμα της μικρής. Αυτή αντιστάθηκε με τα χέρια και τα πόδια παρά την τρομερή της αδυναμία και η Σαγούντα την κατάφερε με το ζόρι. Η Μπερνάρδα άκουσε από το δωμάτιό της τα τρελά ουρλιαχτά. Έτρεξε να δει τι συμβαίνει και βρήκε τη Σιέρβα Μαρία να χτυπιέται καταγής και τη Σαγούντα πεσμένη από πάνω της, τυλιγμένη μες στη χάλκινη πλημμύρα των μαλλιών της, να ουρλιάζει την προσευχή του Σαν Ουμπέρτο. Τις μαστίγωσε και τις δυο με τα σχοινιά της αιώρας. Πρώτα καταγής, όταν τις βρήκε απροετοίμαστες, και ύστερα κυνηγώντας τες στις γωνίες μέχρι που έμεινε χωρίς ανάσα.  

   O επίσκοπος της επισκοπικής περιφέρειας, δον Τορίμπιο Κάσερες ι Βιρτούδες, αναστατωμένος από το δημόσιο σκάνδαλο με τις επιπλοκές και τα παραληρήματα της Σιέρβα Μαρία, έστειλε στο μαρκήσιο ένα μήνυμα να τον επισκεφτεί, χωρίς συγκεκριμένους λόγους, ημερομηνία ή ώρα, πράγμα που ερμηνεύτηκε ως ένδειξη επιτακτικής ανάγκης. Ο μαρκήσιος επιβλήθηκε στην αβεβαιότητά του και πήγε να τον επισκεφθεί την ίδια μέρα, χωρίς να προαναγγείλει τον ερχομό του.
   Ο επίσκοπος είχε αναλάβει την επισκοπή, όταν ο μαρκήσιος είχε πια αποτραβηχτεί από τη δημόσια ζωή και μόλις που γνωρίζονταν. Επιπλέον, ήταν ένας άνθρωπος καταδικασμένος λόγω της κακής του υγείας, μ' ένα στεντόρειο σώμα που τον εμπόδιζε να φροντίζει τον εαυτό του και καταπτοημένος από ένα κακοήθες άσθμα που του έβγαζε την πίστη. Δεν είχε παραβρεθεί σε πολυάριθμες δημόσιες εκδηλώσεις, όπου η απουσία του ήταν αδιανόητη, κι όπου παραβρισκόταν, κρατούσε μια απόσταση που τον μετέτρεπε σιγά σιγά σ' ένα εξωπραγματικό πλάσμα.
   Ο μαρκήσιος τον είχε δει μερικές φορές, πάντα από μακριά και με κόσμο, αλλά τον θυμόταν μόνο από μια λειτουργία όπου είχε ιερουργήσει μαζί με άλλον και παραβρέθηκε κάτω από επιστέγασμα και σε φορητό ανάκλιντρο στους ώμους αξιωματούχων της κυβέρνησης. Λόγω του τεράστιου σώματός του και της πολυτέλειας των στολιδιών του, έμοιαζε σε πρώτη όψη με κολοσσιαίο γέροντα, αλλά το άτριχο πρόσωπό του με τα έντονα χαρακτηριστικά, με κάτι παράξενα πράσινα μάτια, διατηρούσε ανέπαφη μια ομορφιά, χωρίς ηλικία. Ψηλά στο φορητό ανάκλιντρο υπήρχε ένα μαγικό φωτοστέφανο Ανώτατου Ποντίφικα κι αυτοί που τον γνώριζαν από κοντά ένιωθαν και τη λάμψη της σοφίας του και τη συνείδηση της εξουσίας του.
   Το παλάτι όπου ζούσε ήταν το πιο παλιό της πόλης, με δύο πατώματα, με τεράστιους χώρους, με χαλάσματα, από τα οποία ο επίσκοπος δε χρησιμοποιούσε ούτε το μισό του ενός. Βρισκόταν κοντά στον καθεδρικό ναό και τους ένωνε μια κοινή στοά με μαυρισμένες αψίδες και μια εσωτερική αυλή με μια κατεστραμμένη δεξαμενή μες στους αγκαθωτούς θάμνους. Μέχρι και η επιβλητική πρόσοψη από σκαλισμένη πέτρα και οι εξώπορτες από μονοκόμματο ξύλο φανέρωναν τις καταστροφές από την εγκατάλειψη.
   Ο μαρκήσιος έγινε δεκτός στην κεντρική είσοδο από έναν ιθαγενή διάκονο. Μοίρασε μικρές ελεημοσύνες στις ομάδες των ζητιάνων που σέρνονταν στο προαύλιο και μπήκε στη δροσερή σκιά του σπιτιού τη στιγμή που χτυπούσαν οι καμπάνες στον καθεδρικό ναό και αντηχούσαν στην κοιλιά του οι τρομερές καμπανιές των τέσσερις το απόγευμα. Ο κεντρικός διάδρομος ήταν τόσο σκοτεινός που ακολουθούσε το διάκονο χωρίς να τον βλέπει, ενώ πρόσεχε σε κάθε βήμα του για να μην πέσει πάνω σε κακοβαλμένα αγάλματα και ερείπια αφημένα στη μέση. Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε ένας προθάλαμος φωτισμένος λίγο περισσότερο από ένα φεγγίτη. Ο διάκονος σταμάτησε εκεί, έκανε νόημα στο μαρκήσιο να καθίσει και να περιμένει και προχώρησε μέσα από την επόμενη πόρτα. Ο μαρκήσιος παρέμεινε ορθός, παρατηρώντας στον κεντρικό τοίχο ένα μεγάλο πορτρέτο ενός νεαρού αξιωματικού με την επίσημη στολή των σημαιοφόρων του βασιλιά. Μόνο όταν διάβασε την μπρούντζινη πλάκα στην κορνίζα κατάλαβε πως ήταν το πορτρέτο του επισκόπου σε νεαρή ηλικία.
   Ο διάκονος άνοιξε την πόρτα, για να τον προσκαλέσει να περάσει, και ο μαρκήσιος δε χρειάστηκε να κινηθεί για να δει ξανά τον επίσκοπο σαράντα χρόνια πιο γέρο απ' ό,τι ήταν στον πίνακα. Ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος και επιβλητικός από όσο έλεγαν, αν και εξαντλημένος από το άσθμα και νικημένος από τη ζέστη. Ο ιδρώτας του έτρεχε σαν βρύση και κουνιόταν πολύ αργά σε μια φιλιππινέζικη κουνιστή πολυθρόνα, ενώ μόλις που έκανε αέρα με μια βεντάλια από φοινικόφυλλα, με το σώμα του σκυμμένο προς τα μπρος, για να αναπνέει καλύτερα. Φορούσε κάτι χωριάτικα σανδάλια και μια πουκαμίσα από φτηνή λινάτσα με γυαλισμένα μέρη από το πολύ πλύσιμο. Η αληθινή του φτώχεια φαινόταν με την πρώτη ματιά. Ωστόσο, το πιο αξιοσημείωτο ήταν η αγνότητα των ματιών του που φανέρωνε κάποιο προνόμιο της ψυχής του. Σταμάτησε το κούνημα αμέσως μόλις είδε τον μαρκήσιο στην πόρτα και του έκανε με τη βεντάλια ένα νόημα με συμπάθεια.
   "Έλα μέσα, Ιγνάσιο", του είπε. "Σαν στο σπίτι σου".
   Ο μαρκήσιος σκούπισε στο πανταλόνι του τον ιδρώτα των χεριών του, διέσχισε το κατώφλι και βρέθηκε σ' ένα ανοιχτό μπαλκόνι, κάτω από ένα σκέπαστρο από κίτρινες καμπανούλες και κρεμασμένες φτέρες, από όπου φαίνονταν τα καμπαναριά όλων των εκκλησιών, οι κόκκινες στέγες των αρχοντικών, οι περιστερώνες σε λήθαργο, από τη ζέστη, τα στρατιωτικά οχυρώματα που διαγράφονταν πάνω στον κρυστάλλινο ουρανό και η φλογισμένη θάλασσα. Ο επίσκοπος χαιρέτησε επίτηδες στρατιωτικά και ο μαρκήσιος φίλησε το δαχτυλίδι του.
   Λόγω του άσθματός του, η αναπνοή του ήταν βαθιά και δύσκολη και οι φράσεις του διακόπτονταν από απροσδόκητους αναστεναγμούς και από έναν ξερό και σύντομο βήχα, αλλά τίποτε δεν επηρέαζε την ευγλωττία του. Άρχισε αμέσως και άνετα με περιγραφή των καθημερινών λεπτομερειών. Καθισμένος απέναντί του, ο μαρκήσιος του ήταν ευγνώμων για κείνη την παρηγορητική εισαγωγή, τόσο πλούσια κι ευχάριστη που τους ξάφνιασαν οι καμπανισμοί των πέντε. Περισσότερο από ήχο ήταν ένα τράνταγμα που έκανε να δονηθεί το απογευματινό φως και ο ουρανός γέμισε τρομαγμένα περιστέρια.
   "Είναι τρομερό", είπε ο επίσκοπος. "Η κάθε ώρα αντηχεί μες στα σωθικά μου σαν σεισμός".
   Η φράση ξάφνιασε το μαρκήσιο, γιατί ήταν το ίδιο που κι αυτός είχε σκεφτεί όταν χτύπησαν οι τέσσερις. Του επισκόπου του φάνηκε πως ήταν μια φυσική σύμπτωση. "Οι ιδέες δεν ανήκουν σε κανέναν", είπε. Σχεδίασε στον αέρα με το δείκτη μια σειρά από συνεχείς κύκλους και κατέληξε:
   "Τριγυρίζουν πετώντας εδώ γύρω, όπως οι άγγελοι".
   Μια καλόγρια της υπηρεσίας έφερε μια κανάτα με δύο χερούλια με ψιλοκομμένα φρούτα σ' ένα δυνατό κρασί και μια γαβάθα νερό που άχνιζε και γέμισε την ατμόσφαιρα με ιατρική μυρουδιά. Ο επίσκοπος εισέπνευσε τον ατμό με κλειστά τα μάτια, κι όταν βγήκε από την έκσταση, ήταν άλλος άνθρωπος: απόλυτος κύριος της εξουσίας του.
   "Σε καλέσαμε να έρθεις", είπε στο μαρκήσιο, "γιατί γνωρίζουμε πως χρειάζεσαι τον Κύριο και κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις".
   Η φωνή είχε χάσει τους τόνους του εκκλησιαστικού οργάνου και τα μάτια του είχαν ξαναβρεί την επίγεια λάμψη τους. Ο μαρκήσιος ήπιε μονοκοπανιά το μισό ποτήρι του κρασιού για να συντονιστεί με το ύφος της συζήτησης.
   "Η αυτού εξοχότητά σας θα πρέπει να ξέρει πως σέρνω τη μεγαλύτερη δυστυχία που μπορεί να υποφέρει ανθρώπινο πλάσμα", είπε με αφοπλιστική ταπεινότητα. "Δεν πιστεύω πια".
   "Το ξέρουμε, γιε μου", απάντησε ο επίσκοπος χωρίς έκπληξη. "Πώς δε θα το ξέραμε!"
   Το είπε με κάποια ευθυμία, γιατί κι αυτός, όταν ήταν σημαιοφόρος του βασιλιά στο Μαρόκο, είχε χάσει την πίστη του στα είκοσί του χρόνια μες στον πάταγο της μάχης. "Ήταν η κεραυνοβόλος βεβαιότητα πως δεν υπήρχε πια Θεός", είπε. Κατατρομαγμένος, παραδόθηκε σε μια ζωή με προσευχή και μετάνοια.
   "Μέχρι που ο Θεός με λυπήθηκε και μου έδειξε το δρόμο της κλίσης μου", κατέληξε. "Έτσι το ουσιώδες δεν είναι πως εσύ δεν πιστεύεις, αλλά ο Θεός να εξακολουθεί να πιστεύει σε σένα. Και γι' αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία, γιατί είναι Αυτός με την άπειρη σπουδή του που μας φώτισε για να σου χαρίσουμε αυτή την ανακούφιση".
   "Είχα θελήσει να υποφέρω τη δυστυχία μου σιωπηλά", είπε ο μαρκήσιος.
   "Δεν τα κατάφερες καθόλου καλά", είπε ο επίσκοπος. "Είναι ένα μυστικό που το ξέρουν όλοι: το καημένο το κορίτσι σου κυλιέται καταγής με πρόστυχες παραφορές και γαβγίζει σε ιδίωμα ειδωλολατρικό. Δεν είναι αυτά αναμφισβήτητα συμπτώματα δαιμονισμένου;"
   Ο μαρκήσιος ήταν κατατρομαγμένος.
   "Τι θέλετε να πείτε;"
   "Πως ανάμεσα στις πολυάριθμες σοφιστείες του, το δαιμόνιο, πολύ συχνά, παίρνει την εμφάνιση μιας φρικτής αρρώστιας, για να μπει μέσα σ' ένα αθώο σώμα", είπε. "Κι όταν μπει μέσα, δεν υπάρχει ανθρώπινη δύναμη ικανή να το κάνει να βγει".
   Ο μαρκήσιος εξήγησε τις ιατρικές αντιξοότητες του δαγκώματος του σκύλου, αλλά ο επίσκοπος πάντα εύρισκε μια εξήγηση ευνοϊκή για τη γνώμη του. Ρώτησε αυτό που σίγουρα ήξερε πολύ καλά:
   "Ξέρεις ποιος είναι ο Αμπρενούνσιο;"
   "Ήταν ο πρώτος γιατρός που είδε το κορίτσι", είπε ο μαρκήσιος.
   "Ήθελα να το ακούσω από το στόμα σου", είπε ο επίσκοπος.
   Κούνησε ένα καμπανάκι που είχε κοντά του κι ένας ιερέας τριάντα περίπου χρονών, καλοδιατηρημένος, εμφανίστηκε στη σκηνή, σαν ένα τζίνι που ελευθερώθηκε από την μπουκάλα. Ο επίσκοπος τον παρουσίασε σαν πατέρα Καγιετάνο Δελάουρα χωρίς τίποτα άλλο και του είπε να καθίσει. Φορούσε ένα απλό ράσο για τη ζέστη και ίδια σανδάλια με αυτά του επισκόπου. Ήταν όλο ένταση, χλομός, με ζωηρά μάτια και πολύ μαύρα μαλλιά, με μια άσπρη τούφα στο μέτωπο. Κοντανάσανε και τα νευρικά του χέρια δεν έμοιαζαν με χέρια ευτυχισμένου ανθρώπου.  
   "Τι γνωρίζουμε για τον Αμπρενούνσιο;" τον ρώτησε ο επίσκοπος.
   Ο πάτερ Δελάουρα δε χρειάστηκε να το σκεφτεί. 
   "Αμπρενούνσιο δε Σα Περέιρα Κάο", είπε σαν να συλλάβιζε το όνομα. Κι ύστερα απευθύνθηκε στο μαρκήσιο: "Προσέξατε, κύριε μαρκήσιε, πως το τελευταίο επώνυμο σημαίνει σκύλος στη γλώσσα των Πορτογάλων;"
   "Στην πραγματικότητα", συνέχισε ο Δελάουρα, "δεν είναι γνωστό εάν εκείνο είναι το αληθινό του όνομα. Σύμφωνα με τις καταχωρίσεις της Ιεράς Εξέτασης, είναι ένας Πορτογάλος εβραίος που έχει εκδιωχθεί από τη χερσόνησο και βρήκε προστασία εδώ από έναν ευγνώμονα κυβερνήτη, τον οποίο είχε θεραπεύσει από μια κήλη δυο  λίμπρες με τα αποτοξινωτικά νερά του Τουρμπάκο." Μίλησε για τις μαγικές συνταγές του, για την αλαζονεία με την οποία προφήτευε το θάνατο, για την υποτιθέμενη παιδεραστία του, για τα λιμπερτίνικα διαβάσματά του, για την άθεη ζωή του. Ωστόσο, η μόνη συγκεκριμένη κατηγορία εναντίον του είναι πως ανέστησε έναν μπαλωματή ραφτάκο στη Γετσεμανί. Έγιναν σοβαρές καταθέσεις πως ήταν κιόλας σαβανωμένος και στο φέρετρο, όταν ο Αμπρενούνσιο τον διέταξε να σηκωθεί. Ευτυχώς, ο ίδιος αναστημένος βεβαίωσε μπροστά στο δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης πως καθόλου δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του. "Τον έσωσε από την πυρά", είπε ο Δελάουρα. Τελευταία, ανέφερε το επεισόδιο με το άλογο που ψόφησε στο λόφο του Σαν Λάσαρο και θάφτηκε σε αγιασμένη γη.
   "Το αγαπούσε σαν ανθρώπινο πλάσμα", διέκοψε ο μαρκήσιος.
   "Ήταν προσβολή για την πίστη μας, κύριε μαρκήσιε", είπε ο Δελάουρα. "Εκατό χρονών άλογα δεν είναι πλάσματα του Θεού".
   Ο μαρκήσιος ανησύχησε που ένα προσωπικό αστείο είχε φτάσει στα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης. Αποπειράθηκε να κάνει μια δειλή υπεράσπιση: "Ο Αμπρενούνσιο είναι αθυρόστομος, αλλά πιστεύω πολύ ταπεινά πως απ' αυτό μέχρι την αίρεση υπάρχει μεγάλη απόσταση". Η συζήτηση θα γινόταν πικρόχολη και ατέλειωτη, εάν ο επίσκοπος δεν τους ξανάφερνε στο χαμένο δρόμο.
   "Ας πουν ό,τι θέλουν οι γιατροί", είπε, "η λύσσα στους ανθρώπους συνήθως είναι ένα από τα τόσα καμώματα του Εχθρού".
   Ο μαρκήσιος δεν κατάλαβε. Ο επίσκοπος του έκανε μια τόσο δραματική εξήγηση που έμοιαζε με το προοίμιο μιας καταδίκης στο αιώνιο πυρ.
   "Ευτυχώς", κατέληξε, "αν και το σώμα του κοριτσιού σου μπορεί να μην έχει σωτηρία, ο Θεός μάς έδωσε τα μέσα να σώσουμε την ψυχή της".
   Η νύχτα άρχισε να πέφτει καταπιεστικά πάνω στον κόσμο. Ο μαρκήσιος είδε το πρώτο αστέρι στο μαβί ουρανό και σκέφτηκε την κόρη του μόνη στο βουβό σπίτι να σέρνει το πόδι, ταλαιπωρημένο από τις μαγγανείες των θεραπευτών. Ρώτησε με τη φυσική του δειλία:
   "Τι πρέπει να κάνω;"
   Ο επίσκοπος του εξήγησε σημείο προς σημείο. Τον εξουσιοδότησε να μεταχειριστεί το όνομά του για κάθε του κίνηση και ιδιαίτερα στο μοναστήρι της Σάντα Κλάρα, όπου έπρεπε να κλείσει το κορίτσι το συντομότερο δυνατό.
   "Άφησέ τη στα χέρια μας", κατέληξε. "Ο Θεός θα αναλάβει τα υπόλοιπα".
   Ο μαρκήσιος αποχαιρέτησε περισσότερο στενοχωρημένος από όσο ήταν όταν είχε φτάσει. Από το παράθυρο της άμαξας παρατήρησε τους έρημους δρόμους, τα παιδιά να πλένονται γυμνά στις λιμνούλες, τα σκουπίδια σκορπισμένα από τα όρνια. Στη στροφή της γωνίας είδε τη θάλασσα πάντα στη θέση της και τον έπιασε η αβεβαιότητα. 
   Έφτασε στο σπίτι στο σκοτάδι με την καμπάνα του Αγγέλου και πρώτη φορά μετά το θάνατο της δόνα Ολάλια προσευχήθηκε μεγαλόφωνα: "Και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε· χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου". Οι χορδές του ιταλικού λαούτου αντηχούσαν μες στο σκοτάδι όπως στο βυθό μιας στέρνας. Ο μαρκήσιος ακολούθησε στα τυφλά την κατεύθυνση της μουσικής μέχρι την κρεβατοκάμαρα της κόρης του. Εκεί βρισκόταν, καθισμένη στην καρέκλα μπροστά στην τουαλέτα, με τον άσπρο χιτώνα και τα μαλλιά λυμένα μέχρι το πάτωμα, παίζοντας μια άσκηση αρχαρίου που είχε μάθει από αυτόν. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν η ίδια που είχε αφήσει το μεσημέρι: εξαντλημένη από τη σκληρότητα των θεραπειών, εκτός κι αν είχε συμβεί ένα θαύμα. Ήταν μια στιγμιαία ψευδαίσθηση, γιατί η Σιέρβα Μαρία αντιλήφθηκε την άφιξή του, σταμάτησε το παίξιμο και ξανάπεσε στην οδύνη.
   Κάθισε κοντά της όλη τη νύχτα. Τη βοήθησε στη λειτουργία της κρεβατοκάμαρας με την αδεξιότητα του δανεισμένου μπαμπά. Της έβαλε ανάποδα το νυχτικό κι αυτή αναγκάστηκε να το βγάλει και να το γυρίσει από την καλή. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε γυμνή και τον πόνεσε που είδε τα πλευρά της κάτω από το δέρμα, τα βυζάκια της μπουμπουκιασμένα, το απαλό χνούδι. Ο ερεθισμένος αστράγαλος είχε ένα φλογισμένο φωτοστέφανο. Ενώ τη βοηθούσε να ξαπλώσει, η μικρή εξακολουθούσε να υποφέρει μοναχή της μ' ένα παράπονο σχεδόν ανεπαίσθητο και τον έπιασε ξαφνικά η βεβαιότητα πως τη βοηθούσε να πεθάνει.
   Ένιωσε την ανάγκη να προσευχηθεί για πρώτη φορά από τότε που είχε χάσει την πίστη του. Πήγε στο εικονοστάσι προσπαθώντας με όλη του τη δύναμη να ξαναβρεί το Θεό που είχε εγκαταλείψει, αλλά ήταν μάταιο: η απιστία αντέχει περισσότερο από την πίστη, γιατί τη συντηρούν οι αισθήσεις. Άκουσε τη μικρή να βήχει αρκετές φορές μες στη δροσιά του ξημερώματος και πήγε στην κρεβατοκάμαρά της. Περνώντας είδε μισάνοιχτη την πόρτα της Μπερνάρδα. Την έσπρωξε από ανάγκη να μοιραστεί τις αμφιβολίες του. Κοιμόταν μπρούμυτα καταγής μ' ένα ακανόνιστο ροχαλητό. Ο μαρκήσιος έμεινε στο κατώφλι με το χέρι στο χερούλι και δεν την ξύπνησε. Μίλησε χωρίς να απευθύνεται σε κανέναν: "Τη ζωή σου για τη ζωή της". Κι ύστερα διόρθωσε:
   "Τις δυο κωλοζωές μας για τη δικιά της, διάβολε!"
   Το κορίτσι κοιμόταν. Ο μαρκήσιος την είδε ακίνητη και μαραμένη κι αναρωτήθηκε αν ήθελε να τη δει πεθαμένη ή να υποφέρει το μαρτύριο της λύσσας. Ταχτοποίησε την κουνουπιέρα της, για να μην της πιουν το αίμα οι νυχτερίδες, τη σκέπασε, για να σταματήσει το βήχα, και παρέμεινε ξύπνιος κοντά στο κρεβάτι με την πρωτόγνωρη χαρά πως την αγαπούσε, όπως δεν είχε αγαπήσει κανέναν σ' αυτό τον κόσμο. Τότε, πήρε την απόφαση της ζωής του χωρίς να συμβουλευτεί ούτε το Θεό ούτε κανέναν. Στις τέσσερις το πρωί, όταν η Σιέρβα Μαρία άνοιξε τα μάτια, τον είδε καθισμένο κοντά στο κρεβάτι της.
   "Είναι ώρα να πηγαίνουμε", είπε ο μαρκήσιος.
   Το κορίτσι σηκώθηκε χωρίς άλλες εξηγήσεις. Ο μαρκήσιος τη βοήθησε να ντυθεί για την περίπτωση. Έψαξε στο μπαούλο για κάτι βελουδένιες παντόφλες, για να μην πονέσει τον αστράγαλό της με τα σκληρά μποτάκια, και βρήκε, χωρίς να το αναζητήσει, ένα γιορτινό φόρεμα της μητέρας του από τότε που ήταν μικρή. Ήταν κατσιασμένο από τα χρόνια, αλλά φαινόταν πως δεν είχε φορεθεί δεύτερη φορά. Ο μαρκήσιος το φόρεσε στη Σιέρβα Μαρία, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, πάνω από τα περιδέραια των σαμάνων και το φυλαχτό της βάφτισης. Της ερχόταν λίγο στενό κι αυτό μεγάλωνε κατά κάποιο τρόπο την παλαιότητά του. Της φόρεσε ένα καπέλο που βρήκε, πάλι μες στο μπαούλο, και που οι χρωματιστές του κορδέλες δεν είχαν καμιά σχέση με το φόρεμα. Της ήρθε κουτί. Τελευταία, της ετοίμασε ένα βαλιτσάκι, για να πάρει στο χέρι, με μια πουκαμίσα για τον ύπνο, ένα χτένι με πυκνά δόντια, για να βγάζει μέχρι και τα αβγά της ψείρας, και μια μικρή Σύνοψη της γιαγιάς της με χρυσά δεσίματα και φιλντισένια εξώφυλλα.
   Ήταν Κυριακή των Βαΐων. Ο μαρκήσιος πήγε με τη Σιέρβα Μαρία στη λειτουργία των πέντε κι αυτή δέχτηκε καλοδιάθετα τα αγιασμένα βάγια, χωρίς να ξέρει γιατί. Βγαίνοντας είδαν από την άμαξα την ανατολή. Ο μαρκήσιος, στο πίσω κάθισμα με τη βαλιτσούλα στα γόνατα, και το κορίτσι, ατάραχο, στο μπροστινό βλέποντας να περνάνε μπροστά της οι τελευταίοι δρόμοι των δώδεκα χρόνων της. Δεν είχε δείξει την παραμικρή περιέργεια να μάθει πού την πήγαιναν ντυμένη σαν την Ιωάννα την Τρελή και μ' ένα καπέλο σαν γυναίκα του δρόμου, τόσο νωρίς το πρωί. Ύστερα από πολύωρη αυτοσυγκέντρωση, ο μαρκήσιος τη ρώτησε:
   "Ξέρεις ποιος είναι ο Θεός;"
   Το κορίτσι κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
   Υπήρχαν αστραπές και απόμακροι κεραυνοί στον ορίζοντα, ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από σύννεφα και η θάλασσα αγριεμένη. Στρίβοντας μία γωνία, εμφανίστηκε μπροστά τους το μοναστήρι της Σάντα Κλάρα, άσπρο και μοναχικό, με τρία πατώματα και με μπλε παντζούρια προς το σκουπιδαριό της παραλίας. Ο μαρκήσιος το έδειξε με το δείκτη. "Αυτό είναι", είπε. Και ύστερα έδειξε προς τα αριστερά του: "Θα βλέπεις τη θάλασσα όλη μέρα από τα παράθυρα". Καθώς το κορίτσι δεν έδειχνε ενδιαφέρον, της έδωσε τη μόνη εξήγηση που θα έκανε ποτέ για τη μοίρα της:
   "Θα περάσεις μερικές μέρες με τις αδελφούλες της Σάντα Κλάρα".
   Επειδή ήταν Κυριακή των Βαΐων υπήρχαν μπροστά στην πόρτα με το περιστροφικό ερμάρι περισσότεροι ζητιάνοι από συνήθως. Μερικοί λεπροί που μάλωναν αναμεταξύ τους για τα περισσεύματα από τις κουζίνες έτρεξαν βιαστικά κι αυτοί με το χέρι απλωμένο προς το μαρκήσιο. Αυτός τους μοίρασε πενιχρές ελεημοσύνες, ένα στον καθένα, όσο του έφταναν τα εικοσιπενταράκια. Η θυρωρός τον είδε με τους μαύρους ταφτάδες, είδε το κορίτσι ντυμένο σαν βασίλισσα και άνοιξε το βήμα της για να τους βοηθήσει. Ο μαρκήσιος της εξήγησε πως είχε φέρει τη Σιέρβα Μαρία με διαταγή του επισκόπου. Η θυρωρός δεν αμφέβαλε από τον τρόπο που το είπε. Εξέτασε την εμφάνιση του κοριτσιού και της έβγαλε το καπέλο.
   "Εδώ απαγορεύονται τα καπέλα", είπε.
   Το κράτησε. Ο μαρκήσιος θέλησε να της δώσει και το βαλιτσάκι κι αυτή δεν το δέχτηκε:
   "Δε θα της λείψει τίποτα εδώ μέσα".
   Η πλεξούδα, κακοφτιαγμένη, ξετυλίχτηκε σχεδόν μέχρι το πάτωμα. Η θυρωρός δεν πίστευε στα μάτια της. Ο μαρκήσιος προσπάθησε να την τυλίξει. Η μικρή τον έκανε πέρα και τα κατάφερε χωρίς βοήθεια και με μια ικανότητα που ξάφνιασε τη θυρωρό.
   "Θα πρέπει να τα κόψει", είπε.
   "Είναι ταμένα στην Παναγιά μέχρι τη μέρα που θα παντρευτεί", είπε ο μαρκήσιος.
   Η θυρωρός υποκλίθηκε μπροστά σ' αυτή τη δικαιολογία. Πήρε τη μικρή από το χέρι, χωρίς να της αφήσει χρόνο για αποχαιρετισμούς, και την πέρασε από το περιστροφικό ερμάρι. Καθώς ο αστράγαλός της την πονούσε, η μικρή έβγαλε την αριστερή παντόφλα. Ο μαρκήσιος την είδε να απομακρύνεται κουτσαίνοντας από το ξυπόλυτο πόδι και με την παντόφλα στο χέρι. Άδικα περίμενε πως σε μια σπάνια στιγμή ελέους θα γύριζε να τον κοιτάξει. Η τελευταία εικόνα που είχε από αυτή όταν πέρασε τη στοά του κήπου, σέρνοντας το πονεμένο πόδι, κι εξαφανίστηκε στο περίπτερο των θαμμένων ζωντανών. 

   Το μοναστήρι της Σάντα Κλάρα ήταν ένα τετράγωνο κτίριο μπροστά στη θάλασσα, με τρία πατώματα, με πολυάριθμα ομοιόμορφα παράθυρα και μια στοά με αψίδες σε ημικύκλια γύρω από έναν ακαλλιέργητο και σκοτεινό κήπο. Υπήρχε ένα πλακόστρωτο μονοπάτι ανάμεσα σε μπανανιές κι άγριες φτέρες, μια λεπτή φοινικιά, που αναζητώντας το φως είχε ψηλώσει τόσο που ξεπερνούσε τις μαρκίζες, κι ένα κολοσσιαίο δέντρο που από τα κλαδιά του κρέμονταν κληματίδες βανίλιας και αρμαθιές από ορχιδέες. Κάτω από το δέντρο υπήρχε μια στέρνα με στεκούμενα νερά, μ' ένα πλαίσιο από σκουριασμένο σίδερο όπου έκαναν ακροβατικά οι αιχμάλωτες γουακαμάγια (1).
   Το κτίριο χωριζόταν από τον κήπο σε δύο διαφορετικά κομμάτια. Στα δεξιά, βρισκόταν τα τρία πατώματα των θαμμένων ζωντανών, που δεν ενοχλούνταν και πολύ από το θρόισμα της άμπωτης στα βράχια ούτε και από τις προσευχές και τους ψαλμούς των κανονικών ωρών. Εκείνο το κομμάτι επικοινωνούσε με το παρεκκλήσι με μια εσωτερική πόρτα, για να μπορούν οι έγκλειστες να μπαίνουν στη χορωδία, χωρίς να περνάνε από το κεντρικό κλίτος δημοσίᾳ, και να ακούν τη λειτουργία και να τραγουδούν πίσω από ένα καφασωτό απ' όπου μπορούσαν να βλέπουν χωρίς να είναι ορατές. Τα πολύτιμα φατνώματα από ευγενικά ξύλα, που επαναλαμβάνονταν σε όλες τις οροφές στο μοναστήρι, είχαν κατασκευαστεί από έναν Ισπανό τεχνίτη που αφιέρωσε σ' αυτά τη μισή ζωή του με αντάλλαγμα το δικαίωμα να ταφεί σε μια νεκρική κρύπτη στον κεντρικό βωμό. Εκεί βρισκόταν, σχεδόν δύο αιώνες, στριμωγμένος πίσω από τις μαρμαρόπλακες από ηγουμένες και επισκόπους και άλλους επιφανείς της πόλης.
   Όταν η Σιέρβα Μαρία μπήκε στο μοναστήρι, οι έγκλειστες καλόγριες ήταν ογδόντα δύο Ισπανίδες, όλες με τις υπηρεσίες τους, και τριάντα έξι κρεολές από μεγάλες οικογένειες της αντιβασιλείας. Αφού είχαν δώσει τους όρκους της φτώχειας, της σιωπής και της αγνότητας, η μόνη επαφή που είχαν με τον εξωτερικό κόσμο ήταν οι σπάνιες επισκέψεις σ' ένα θάλαμο επισκέψεων με ξύλινα καφασωτά, απ' όπου περνούσε η φωνή, αλλά όχι και το φως. Βρισκόταν δίπλα στην πόρτα με το περιστρεφόμενο ερμάρι και η χρήση του ήταν κανονισμένη και περιορισμένη για την παρουσία μιας μόνο ακροάτριας.
   Στα αριστερά του κήπου βρίσκονταν τα σχολεία και όλα τα εργαστήρια, με πλήθος από δόκιμες και δασκάλες χειροτεχνίας. Βρισκόταν επίσης το σπίτι του υπηρετικού προσωπικού και μια τεράστια κουζίνα με φουφούδες με ξύλα, ένα τραπέζι του χασάπη κι ένας μεγάλος φούρνος για ψωμί. Στο βάθος υπήρχε μια αυλή πάντα πλημμυρισμένη από τις πλύσεις, όπου συζούσαν διάφορες οικογένειες σκλάβων, και τελευταία ήταν οι στάβλοι, μια μάντρα με αρνιά, το χοιροστάσι, οι κυψέλες, και το μποστάνι, όπου καλλιεργούσαν όλα όσα χρειάζονταν για να ζουν καλά.
   Πέρα απ' όλα, όσο πιο μακριά γινόταν κι αφημένο στο θέλημα του Θεού, ήταν ένα μοναχικό περίπτερο που για εξήντα οχτώ χρόνια χρησίμεψε για φυλακή της Ιεράς Εξέτασης κι εξακολουθούσε να είναι για τις τρελές κλαρίσες. Εκεί, στο τελευταίο κελί εκείνης της ξεχασμένης γωνιάς, έκλεισαν τη Σιέρβα Μαρία, ενενήντα τρεις μέρες απ' όταν την είχε δαγκώσει το σκυλί και χωρίς κανένα σύμπτωμα λύσσας.
   Η θυρωρός που την πήρε από το χέρι συνάντησε στο τέλος του διαδρόμου μια δόκιμη που πήγαινε προς τις κουζίνες και της ζήτησε να την πάει στην ηγουμένη. Η δόκιμη σκέφτηκε πως δεν ήταν φρόνιμο να υποβάλει στη φασαρία του υπηρετικού προσωπικού ένα κορίτσι τόσο νωθρό και καλοντυμένο και την άφησε καθισμένη σ' ένα πέτρινο παγκάκι του κήπου, για να περάσει να την πάρει αργότερα. Αλλά στην επιστροφή την ξέχασε.
   Δυο δόκιμες που πέρασαν ύστερα ενδιαφέρθηκαν για τα περιδέραια και τα δαχτυλίδια της και τη ρώτησαν ποια ήταν. Αυτή δεν απάντησε. Τη ρώτησαν αν μιλούσε καστελιάνικα κι ήταν σαν να μιλούσαν σε πεθαμένο.
   "Είναι κωφάλαλη", είπε η πιο νεαρή δόκιμη. 
   "Ή Γερμανίδα", είπε η άλλη.
   Η πιο νέα άρχισε να της φέρεται σαν να μην είχε καμιά από τις πέντε αισθήσεις. Ξετύλιξε την κοτσίδα που είχε τυλιγμένη στο λαιμό της και τη μέτρησε σε σπιθαμές. "Σχεδόν τέσσερις", είπε, σίγουρη πως η μικρή δεν την άκουγε. Άρχισε να την ξελύνει, αλλά η Σιέρβα Μαρία της έριξε ένα απειλητικό βλέμμα. Η δόκιμη την κοίταξε κι αυτή κατάματα και της έβγαλε τη γλώσσα.
   "Έχεις τα μάτια του διαβόλου", της είπε.
   Της έβγαλε ένα δαχτυλίδι χωρίς αντίσταση, αλλά, όταν η άλλη θέλησε να της αρπάξει τα περιδέραια, γύρισε σαν φαρμακερό φίδι και της έδωσε αμέσως μια γερή δαγκωνιά στο χέρι. Η δόκιμη έτρεξε να πλύνει το αίμα.
   Όταν έψαλλαν την τρίτη ώρα, η Σιέρβα Μαρία σηκώθηκε για να πιει νερό από τη δεξαμενή. Τρομαγμένη, γύρισε στον πάγκο χωρίς να πιει, αλλά επέστρεψε όταν κατάλαβε πως ήταν ψαλμοί των καλογριών. Έκανε πέρα την πέτσα από σάπια φύλλα με μια επιδέξια κίνηση του χεριού και χωρίς να βγάλει τα σκουλήκια ήπιε από το άνοιγμα μέχρι που ξεδίψασε. Ύστερα κατούρησε πίσω από το δέντρο, ανακούρκουδα και μ' ένα ξύλο έτοιμο στο χέρι, για να αμυνθεί ενάντια σε άγρια ζώα και δηλητηριώδεις άντρες, όπως της είχε μάθει η Δομίνγκα δε Αδβιέντο.
   Λίγο αργότερα, πέρασαν δυο μαύρες σκλάβες που αναγνώρισαν τα ιερά περιδέραια και της μίλησαν σε γλώσσα γιορούμπα. Η μικρή τους απάντησε ενθουσιασμένη στην ίδια γλώσσα. Καθώς κανείς δεν ήξερε γιατί βρισκόταν εκεί, οι σκλάβες την πήγαν στην πολυθόρυβη κουζίνα, όπου έγινε δεκτή με ευθυμία από το υπηρετικό προσωπικό. Κάποιος τότε πρόσεξε την πληγή στον αστράγαλο και θέλησε να μάθει τι της είχε συμβεί. "Μου το έκανε η μάνα μου μ' ένα μαχαίρι", είπε αυτή. Σε όσους τη ρωτούσαν πώς την έλεγαν, τους έδινε το νέγρικό της όνομα: Μαρία Μαντίνγκα.
   Ξαναβρέθηκε στον κόσμο της στη στιγμή. Βοήθησε να σφάξουν ένα αρνί που δεν ήθελε να πεθάνει. Του έβγαλε τα μάτια και του έκοψε τα αμελέτητα που ήταν τα μέρη που περισσότερο της άρεσαν. Έπαιξε το διάβολο με τους μεγάλους στην κουζίνα και με τα παιδιά στην αυλή και τους κέρδισε όλους. Τραγούδησε σε γιορούμπα, σε κόνγκο και σε μαντίνγκα κι ακόμα κι αυτοί που δεν καταλάβαιναν την άκουγαν αφοσιωμένοι. Στο μεσημεριανό έφαγε ένα πιάτο με τα αμελέτητα και τα μάτια του αρνιού, μαγειρεμένα με χοιρινό λίπος και καρυκευμένα με καυτερά μπαχαρικά.
   Εκείνη την ώρα πια, όλο το μοναστήρι ήξερε πως η μικρή ήταν εκεί, εκτός από τη Χοσέφα Μιράντα, την ηγουμένη. Ήταν μια ισχνή και δυναμική γυναίκα, με μια στενή νοοτροπία που την είχε πάρει από την οικογένειά της. Είχε σπουδάσει στο Μπούργος, στη σκιά της Ιεράς Εξέτασης, αλλά το χάρισμα να διοικεί και η αυστηρότητα των προκαταλήψεών της προέρχονταν από μέσα της και ήταν μόνιμα. Είχε δυο ικανές βικάριες, αλλά περίσσευαν, γιατί αυτή τα έφερνε βόλτα όλα και χωρίς τη βοήθεια κανενός.
   H μνησικακία της με τους ντόπιους επισκόπους είχε αρχίσει σχεδόν εκατό χρόνια πριν από τη γέννησή της. Η πρώτη αιτία, όπως στις μεγάλες προστριβές της ιστορίας, ήταν μια ελάχιστη διχογνωμία για υποθέσεις χρημάτων και δικαιοδοσίας ανάμεσα στις κλαρίσες και το φραγκισκανό επίσκοπο. Μπροστά στην αδιαλλαξία εκείνου, οι καλόγριες απέκτησαν την υποστήριξη της πολιτικής κυβέρνησης κι εκείνη ήταν η αρχή ενός πολέμου που κάποια στιγμή έφτασε να γίνει πόλεμος όλων εναντίων όλων.
   Με την υποστήριξη άλλων κοινοτήτων, ο επίσκοπος κήρυξε το μοναστήρι σε κατάσταση πολιορκίας, για να το νικήσει με την πείνα, και διέταξε το Cessatio a Divinis. Δηλαδή: την παύση κάθε θρησκευτικής τελετής μες στην πόλη μέχρι νεότερης διαταγής. Ο πληθυσμός χωρίστηκε σε δυο μέρη και οι πολιτικές και θρησκευτικές αρχές ήρθαν αντιμέτωπες υποστηριγμένες από τους μεν ή από τους δε. Ωστόσο, οι κλαρίσες εξακολουθούσαν να είναι ζωντανές και σε μάχιμη κατάσταση μετά έξι μήνες πολιορκία, μέχρι που ανακαλύφθηκε ένας μυστικός διάδρομος από όπου τις τροφοδοτούσαν οι οπαδοί τους. Οι φραγκισκανοί αυτή τη φορά, με την υποστήριξη του νέου κυβερνήτη, παραβίασαν το άβατο της Σάντα Κλάρα και εξεδίωξαν τις καλόγριές της. 
   Χρειάστηκαν είκοσι χρόνια για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να αποκατασταθούν οι κλαρίσες στο ξεχαρβαλωμένο μοναστήρι, αλλά, ύστερα από έναν αιώνα, η Χοσέφα Μιράντα εξακολουθούσε να βράζει σε σιγανή φωτιά μες στη μνησικακία της. Την είχε εμφυτεύσει στις δόκιμες, την καλλιεργούσε περισσότερο μες στα σωθικά της παρά στην καρδιά της και απέδωσε όλα τα φταιξίματα από την αρχή τους στον επίσκοπο Δε Κάσερες ι Βιρτούδες και σε όλα όσα είχαν κάποια σχέση μαζί του. Έτσι, η αντίδρασή της ήταν ευνόητη όταν την ειδοποίησαν, εκ μέρους του επισκόπου, πως ο μαρκήσιος του Κασαλδουέρο είχε φέρει στο μοναστήρι την κόρη του δώδεκα χρονών με θανατηφόρα συμπτώματα δαιμονισμένης. Έκανε μόνο μια ερώτηση: "Υπάρχει λοιπόν τέτοιος μαρκήσιος;" Την έκανε με διπλό δηλητήριο, και γιατί ήταν θέμα του επισκόπου και γιατί από παλιά είχε αρνηθεί τη νομιμότητα των κρεολών αριστοκρατών, που τους φώναζε «αριστοκράτες του περιθωρίου».
   Μέχρι την ώρα του μεσημεριανού, δεν είχε καταφέρει να βρει τη Σιέρβα Μαρία στο μοναστήρι. Η θυρωρός είχε πει σε μια βικάρια πως ένας άντρας, ντυμένος πένθιμα, της παρέδωσε τα χαράματα ένα ξανθό κορίτσι, ντυμένο σαν βασίλισσα, αλλά δεν είχε πάρει καμιά πληροφορία για το πρόσωπό της, γιατί ήταν ακριβώς η ώρα που οι ζητιάνοι μάλωναν για τη σούπα από ταπιόκα της Κυριακής των Βαΐων. Και για να αποδείξει την αλήθεια των λόγων της, παρέδωσε το καπέλο με τις χρωματιστές κορδέλες. Η βικάρια το έδειξε στην ηγουμένη, όταν έψαχναν για το κορίτσι, και η ηγουμένη κατάλαβε αμέσως τίνος ήταν. Το άρπαξε με την άκρη των δαχτύλων της και το απομάκρυνε τεντώνοντας το μπράτσο της.
   "Μια κανονική δεσποινίδα μαρκησία μ' ένα καπέλο ακατάστατης υπηρέτριας", είπε. "Ο Σατανάς ξέρει τι κάνει".
   Είχε περάσει από εκεί στις εννιά το πρωί πηγαίνοντας προς το θάλαμο των επισκέψεων και είχε καθυστερήσει για να συζητήσει με τους χτίστες τις τιμές για ένα υδραυλικό έργο, αλλά δεν είδε τη μικρή καθισμένη στον πέτρινο πάγκο. Ούτε και την είδαν άλλες καλόγριες που θα έπρεπε να είχαν περάσει από εκεί αρκετές φορές. Οι δύο δόκιμες που της είχαν πάρει το δαχτυλίδι ορκίστηκαν πως δεν την είχαν δει, όταν πέρασαν από εκεί, αφού έψαλαν στην τρίτη ώρα.
   Η ηγουμένη μόλις είχε ξυπνήσει από τον απογευματινό ύπνο, όταν άκουσε ένα τραγούδι από μία φωνή που γέμισε την ατμόσφαιρα του μοναστηριού. Τράβηξε το κορδόνι που κρεμόταν στο πλάι του κρεβατιού της και μια δόκιμη εμφανίστηκε στη στιγμή στο μισοσκόταδο του δωματίου. Η ηγουμένη τη ρώτησε ποια τραγουδούσε με τόση άνεση.
   "Το κορίτσι", είπε η δόκιμη.
   Κοιμισμένη ακόμα, η ηγουμένη μουρμούρισε: "Τι ωραία φωνή". Κι αμέσως πετάχτηκε πάνω: "Ποιο κορίτσι;"
   "Δεν ξέρω", της είπε η δόκιμη. "Ένα που έχει αναστατώσει την πίσω αυλή από σήμερα το πρωί". 
   "Παναγιότατο Μυστήριο!" φώναξε η ηγουμένη.
   Πετάχτηκε από το κρεβάτι. Διέσχισε το μοναστήρι τρέχοντας κι έφτασε ως την αυλή του προσωπικού οδηγούμενη από τη φωνή. Η Σιέρβα Μαρία ήταν καθισμένη σ' ένα σκαμνάκι, με τα μαλλιά απλωμένα καταγής, ανάμεσα στους μαγεμένους υπηρέτες. Αμέσως, μόλις είδε την ηγουμένη, σταμάτησε το τραγούδι. Η ηγουμένη σήκωσε τον Εσταυρωμένο που φορούσε κρεμασμένο στο λαιμό της.
   "Υπεραγία Θεοτόκε", είπε.
   "Σώσον ημάς", είπαν όλοι μαζί.
   Η ηγουμένη σήκωσε κραδαίνοντας τον Εσταυρωμένο σαν πολεμικό όπλο εναντίον της Σιέρβα Μαρία. "Ύπαγε οπίσω μου", φώναξε. Οι υπηρέτες υποχώρησαν κι άφησαν τη μικρή μόνη της στο χώρο της με στυλωμένο το βλέμμα και σε επιφυλακή.
   "Τέρας του Σατανά", φώναξε η ηγουμένη. "Έγινες αόρατη για να μας μπερδέψεις".
   Δεν την κατάφεραν να πει ούτε μία λέξη. Μια δόκιμη θέλησε να την πάρει από το χέρι, αλλά η ηγουμένη τής το απαγόρευσε κατατρομαγμένη. "Μην την αγγίζεις", φώναξε. Και ύστερα σε όλους:
   "Κανένας να μην την αγγίξει".
   Κατέληξαν να την κουβαλήσουν με το ζόρι -χτυπούσε τα πόδια της και έδινε στον αέρα σκυλίσιες δαγκωνιές- μέχρι το τελευταίο περίπτερο της φυλακής. Στο δρόμο κατάλαβαν πως ήταν πασαλειμμένη με τα ίδια τα περιττώματά της και την έπλυναν με κουβάδες νερό στο στάβλο.
   "Τόσα μοναστήρια σ' αυτή την πόλη και ο κύριος επίσκοπος μάς στέλνει κουράδες", διαμαρτυρήθηκε η ηγουμένη.    
   Το κελί ήταν ευρύχωρο, οι τοίχοι τραχείς και το ταβάνι πολύ ψηλό, με ραβδώσεις από σαράκι στα φατνώματα. Δίπλα στη μοναδική πόρτα υπήρχε ένα μεγάλο μονοκόμματο παράθυρο με χοντρά κάγκελα από δουλεμένο ξύλο και οι παραστάτες ήταν αμπαρωμένοι με μια σιδερένια τραβέρσα. Στον τοίχο του βάθους που έβλεπε στη θάλασσα υπήρχε άλλο ένα ψηλό παράθυρο ασφαλισμένο με ξύλινους σταυρούς. Το κρεβάτι ήταν μια βάση από κουρασάνι μ' ένα στρώμα από λινάτσα, παραγεμισμένο με ψάθα και κατσιασμένο από τη χρήση. Υπήρχε ένας χτισμένος πάγκος για να κάθεται κανείς κι ένα τραπέζι εργασίας που χρησίμευε ταυτόχρονα για προσευχή και για πλύσιμο. Εκεί άφησαν τη Σιέρβα Μαρία, μουσκεμένη μέχρι την κοτσίδα και τρέμοντας από το φόβο της, στη φροντίδα μιας δεσμοφύλακα μαθημένης να κερδίζει τον αιώνιο πόλεμο εναντίον του δαίμονα.
   Κάθισε στο κρεβάτι κοιτάζοντας τα σιδερένια κάγκελα της θωρακισμένης πόρτας κι έτσι τη βρήκε η υπηρέτρια που της πήγε το δίσκο με το βραδινό, στις πέντε το απόγευμα. Δεν άλλαξε έκφραση. Η υπηρέτρια προσπάθησε να της βγάλει τα περιδέραια κι αυτή την άρπαξε από τον καρπό και την υποχρέωσε να τα αφήσει. Στα πρακτικά του μοναστηριού που άρχισαν να κρατούν εκείνη τη νύχτα, η υπηρέτρια δήλωσε πως μια δύναμη του άλλου κόσμου την είχε ρίξει κάτω. 
   Η μικρή έμεινε ακίνητη, ενώ έκλεισε η πόρτα κι ακούστηκε ο θόρυβος της αλυσίδας και τα δύο στριψίματα του κλειδιού στην κλειδαριά. Είδε αυτά που είχε να φάει: κάτι ψιχία από καπνιστό κρέας, μια πίτα από ταπιόκα και μια γαβάθα από κολοκύθα με ζεστή σοκολάτα. Δοκίμασε την ταπιόκα, τη μάσησε και την έφτυσε. Ξάπλωσε μπρούμυτα. Άκουσε το θρόισμα της θάλασσας, τον άνεμο του νερού, τους πρώτους απριλιάτικους κεραυνούς ολοένα και πιο κοντά. Το ξημέρωμα της επομένης, όταν επέστρεψε η υπηρέτρια με το πρωινό, τη βρήκε να κοιμάται πάνω σε τούφες από την ψάθα του στρώματος που είχε ξεκοιλιάσει με τα δόντια και τα νύχια.
   Την ώρα του μεσημεριανού άφησε να την πάνε με καλό τρόπο στην τραπεζαρία για τις εσωτερικές χωρίς μοναστικούς όρκους. Ήταν μια ευρύχωρη αίθουσα, μ' ένα ψηλό θόλο και μεγάλα παράθυρα, από όπου εισέβαλλε ορμητικά η αύρα της θάλασσας και ακουγόταν πολύ κοντά ο θόρυβος που έκανε στα βράχια. Είκοσι δόκιμες, νεαρές οι περισσότερες, ήταν καθισμένες μπροστά σε μια διπλή σειρά από χαμηλά τραπέζια. Φορούσαν άμφια από φτηνή εταμίνα, είχαν ξυρισμένο το κεφάλι και ήταν εύθυμες και χαζούλες και δεν έκρυβαν τη συγκίνησή τους που έτρωγαν το συσσίτιο του στρατώνα στο ίδιο τραπέζι με μια δαιμονισμένη.
   Η Σιέρβα Μαρία ήταν καθισμένη κοντά στην κεντρική είσοδο, ανάμεσα σε δυο αφηρημένες δεσμοφύλακες, και μόλις που έβαζε στο στόμα της μπουκιά. Της είχαν φορέσει μια ρόμπα ίδια ακριβώς μ' αυτή που φορούσαν οι δόκιμες και οι παντόφλες ήταν ακόμα βρεγμένες. Κανένας δεν την κοίταζε όσο έτρωγαν, αλλά, στο τέλος, διάφορες δόκιμες την τριγύρισαν, για να θαυμάσουν τα φυλαχτά της. Μια από αυτές προσπάθησε να της τα βγάλει. Η Σιέρβα Μαρία αγρίεψε. Τις δεσμοφύλακες που προσπάθησαν να την κάνουν καλά τις πέταξε από πάνω της μ' ένα δυνατό σπρώξιμο. Ανέβηκε πάνω στο τραπέζι, έτρεξε από τη μια μεριά ως την άλλη φωνάζοντας σαν αληθινή δαιμονισμένη σε επίθεση εναντίον πλοίου. Έσπασε ό,τι βρήκε στο δρόμο της, πήδησε από το παράθυρο και διέλυσε τις πέργολες στην αυλή, αναστάτωσε τις κυψέλες κι αναποδογύρισε τις φάτνες στους στάβλους και τους φράκτες στα μαντριά. Οι μέλισσες σκόρπισαν και τα ζώα εισέβαλαν ουρλιάζοντας πανικόβλητα μες στους κοιτώνες των καλογριών.
   Δε συνέβη τίποτα από εκείνη τη στιγμή και ύστερα που να μην το αποδώσουν στη βασκανία της Σιέρβα Μαρία. Διάφορες δόκιμες δήλωσαν στα πρακτικά πως πετούσε με κάτι διάφανα φτερά που έκαναν ένα φανταστικό βουητό. Χρειάστηκαν δυο μέρες και ένα απόσπασμα σκλάβους για να μαντρώσουν τα ζώα και να μαζέψουν τις μέλισσες στις κερήθρες τους και να βάλουν το σπίτι σε τάξη. Διαδόθηκε η φήμη πως τα γουρούνια είχαν δηλητηριαστεί, πως το νερό προκαλούσε προφητικά οράματα και πως μία από τις τρομαγμένες κότες έφυγε πετώντας πάνω από τις στέγες κι εξαφανίστηκε στον ορίζοντα της θάλασσας. Αλλά ο τρόμος των κλαρισών ήταν αντιφατικός, γιατί, παρά την αναστάτωση της ηγουμένης και τον τρόμο της καθεμιάς τους, το κελί της Σιέρβα Μαρία μεταβλήθηκε σε επίκεντρο της προσοχής όλων.
   Η απαγόρευση της κυκλοφορίας για τις καλόγριες ίσχυε από την ώρα που έψελναν τον εσπερινό στις εφτά το βράδυ μέχρι την πρώτη ώρα στη λειτουργία στις έξι το πρωί. Τα φώτα έσβηναν και απέμεναν μόνο αυτά στα λίγα εξουσιοδοτημένα κελιά. Ωστόσο, ποτέ δεν ήταν τόσο αναστατωμένη κι ελεύθερη η ζωή στο μοναστήρι, όπως τότε. Υπήρχε μια συνεχής μετακίνηση σκιών στους διαδρόμους, μισοκομμένα μουρμουρητά και απότομα σταματημένες τρεχάλες. Έπαιζαν στα πιο απίθανα κελιά το ίδιο με την ισπανική τράπουλα, όπως και με σημαδεμένα ζάρια, κι έπιναν λαθραία ποτά και κάπνιζαν καπνό τυλιγμένο στα κρυφά από τότε που η Χοσέφα Μιράντα τον είχε απαγορεύσει μες στην απομόνωση. Ένα δαιμονισμένο κορίτσι μες στο μοναστήρι είχε τη γοητεία μιας νέας περιπέτειας.
   Ακόμα και οι πιο αυστηρές καλόγριες το έσκαγαν από το αναχωρητήριο μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας και πήγαιναν σε ομάδες δύο ή τρεις μαζί για να μιλήσουν με τη Σιέρβα Μαρία. Αυτή τις υποδεχόταν με τα νύχια, αλλά γρήγορα έμαθε να τις φέρνει βόλτα, ανάλογα με το κέφι της καθεμιάς και την κάθε νύχτα. Συχνά η δικαιολογία ήταν να τη μεταχειριστούν σαν μεσάζοντα με το διάβολο, για να του ζητήσουν απίθανες χάρες. Η Σιέρβα Μαρία μιμούνταν φωνές πεθαμένων, φωνές αποκεφαλισμένων, φωνές σατανικών τεράτων και πολλές πίστεψαν τις φάρσες της και τις περιέγραψαν σαν αληθινές στα πρακτικά. Μια ομάδα από μεταμφιεσμένες καλόγριες εισέβαλαν στο κελί μια άσχημη νύχτα, φίμωσαν τη Σιέρβα Μαρία και της πήραν τα περιδέραια των σαμάνων. Ήταν μια εφήμερη νίκη. Πάνω στη βιασύνη της φυγής, η αρχηγός της επίθεσης στραβοπάτησε στις σκοτεινές σκάλες κι έσπασε το κρανίο της. Οι συντρόφισσές της δεν βρήκαν στιγμή ησυχία όσο δεν επέστρεφαν στην ιδιοκτήτριά τους τα κλεμμένα περιδέραια. Κανένας δεν ξανατόλμησε να ενοχλήσει τις νύχτες το κελί.
   Για το μαρκήσιο του Κασαλδουέρο ήταν μέρες πένθους. Δεν πρόλαβε να κλείσει τη μικρή στο μοναστήρι και μετάνιωσε για τη βιασύνη του και πέρασε μια κρίση θλίψης από την οποία ποτέ δε συνήλθε. Τριγύρισε αρκετές ώρες γύρω από το μοναστήρι, ενώ αναρωτιόταν σε ποιο από τα αμέτρητα παράθυρά του βρισκόταν η Σιέρβα Μαρία και τον σκεφτόταν. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, είδε την Μπερνάρδα στην αυλή να απολαμβάνει την πρώτη δροσιά της βραδιάς. Τον ανατρίχιασε η προαίσθηση πως θα τον ρωτούσε για τη Σιέρβα Μαρία, αλλά αυτή μόνο τον κοίταξε.
   Άφησε ελεύθερους τους μολοσσούς και ξάπλωσε στην αιώρα της κρεβατοκάμαρας με την ψευδαίσθηση ενός αιώνιου ύπνου. Αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Τα μελτέμια είχαν περάσει και ήταν μια φλογερή νύχτα. Οι βάλτοι έστελναν κάθε είδους έντομα, ζαλισμένα από την κουφόβραση, μαζί με ριπές από σαρκοφάγα κουνούπια κι έπρεπε να καίει αγελαδίσια κοπριά στις κρεβατοκάμαρες για να τα διώχνει. Οι ψυχές το έβαζαν στα πόδια μες στο λήθαργο. Όλοι περίμεναν την πρώτη νεροποντή με τέτοια επιθυμία πια, όπως έξι μήνες πριν ήταν αναγκασμένοι να παρακαλούν να σταματήσει η βροχή για πάντα.
   Μόλις ξημέρωσε, ο μαρκήσιος πήγε στο σπίτι του Αμπρενούνσιο. Δεν πρόλαβε να καθίσει, όταν ένιωσε προκαταβολικά τη μεγάλη ανακούφιση που θα μοιραζόταν τον πόνο του. Είπε το πρόβλημά του χωρίς εισαγωγές:
   "Παρέδωσα τη μικρή στη Σάντα Κλάρα".
   Ο Αμπρενούνσιο δεν κατάλαβε και ο μαρκήσιος επωφελήθηκε από τη σύγχυσή του για το επόμενο χτύπημα.
   "Θα την εξορκίσουν", είπε.
   Ο γιατρός πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε με υποδειγματική ηρεμία.
   "Διηγηθείτε τά μου όλα".
   Τότε, ο μαρκήσιος του διηγήθηκε την επίσκεψη στον επίσκοπο, την επιθυμία του να προσευχηθεί, την τυφλή του απόφαση, την άγρυπνη νύχτα του. Ήταν μια παράδοση γέρου χριστιανού που δεν κράτησε ούτε ένα μυστικό για προσωπική του ευχαρίστηση.
   "Είμαι σίγουρος πως ήταν θέλημα Θεού", κατέληξε.
   "Θέλετε να πείτε πως ξαναβρήκατε την πίστη σας", είπε ο Αμπρενούνσιο. 
   "Ποτέ δε σταματάει να πιστεύει εντελώς κανείς", είπε ο μαρκήσιος. "Η αμφιβολία παραμένει".
   Ο Αμπρενούνσιο τον κατάλαβε. Πάντα πίστευε πως το να σταματήσει να πιστεύει κανείς άφηνε μια άσβηστη ουλή στη θέση της πίστης που δεν επέτρεπε να την ξεχάσεις. Αυτό που του φαινόταν ασύλληπτο ήταν να υποβάλει την κόρη του στην τιμωρία των εξορκισμών.
   "Ανάμεσα σ' αυτό και στα μάγια των μαύρων δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά", είπε. "Και χειρότερα ακόμα, γιατί οι μαύροι δεν προχωρούν πέρα από τη θυσία ενός κόκορα στους θεούς τους, ενώ η Ιερά Εξέταση χαίρεται να κομματιάζει αθώους στο στρεβλωτήριο ή να τους ψήνει ζωντανούς σε δημόσια θέα".
   Η συμμετοχή του μονσενιόρ Καγιετάνο Δελάουρα στην επίσκεψή του στον επίσκοπο τού φάνηκε σαν δυσάρεστο προηγούμενο. "Είναι ένας δήμιος", είπε χωρίς περιστροφές. Και χάθηκε σε μια λόγια απαρίθμηση από παλιές δίκες διανοητικά αρρώστων που είχαν καεί στην πυρά σαν δαιμονισμένοι ή αιρετικοί.
   "Νομίζω πως, αν τη σκοτώσετε, θα είναι πιο χριστιανικό από το να τη θάψετε ζωντανή", του είπε. 
   Ο μαρκήσιος σταυροκοπήθηκε. Ο Αμπρενούνσιο τον κοίταξε, τρεμάμενο και ωχρό, μες στους πένθιμους ταφτάδες του, και ξανάδε στα μάτια του τις πυγολαμπίδες της αβεβαιότητας που γεννήθηκαν μαζί του. 
   "Βγάλτε την από εκεί μέσα", του είπε.
   "Αυτό θέλω να κάνω από τη στιγμή που την είδα να περπατάει προς το περίπτερο των θαμμένων ζωντανών", είπε ο μαρκήσιος. "Αλλά δεν αισθάνομαι πως έχω δυνάμεις για να πάω κόντρα στο θέλημα του Θεού".
   "Να αισθανθείτε λοιπόν", είπε ο Αμπρενούνσιο. "Ίσως ο Θεός να σας ευγνωμονήσει κάποια μέρα γι' αυτό".
   Εκείνη τη νύχτα, ο μαρκήσιος ζήτησε ακρόαση από τον επίσκοπο. Την έγραψε με το ίδιο του το χέρι, με μπερδεμένη σύνταξη και παιδικό γραφικό χαρακτήρα, και την παρέδωσε προσωπικά στο θυρωρό, για να είναι σίγουρος πως θα φτάσει στον προορισμό της.

   Ο επίσκοπος ειδοποιήθηκε τη Δευτέρα πως η Σιέρβα Μαρία ήταν έτοιμη για τον εξορκισμό. Είχε τελειώσει το βραδινό του στην ταράτσα με τις κίτρινες καμπανούλες και δεν έδωσε μεγάλη προσοχή στο μήνυμα. Έτρωγε λίγο, αλλά με μια σχολαστικότητα που μπορούσε να παρατείνει την τελετουργία για τρεις ώρες. Καθισμένος μπροστά του, ο πάτερ Καγιετάνο Δελάουρα του διάβαζε με μια αρκετά επιβλητική φωνή κι ένα κάπως θεατρικό ύφος. Και τα δυο ταίριαζαν στα βιβλία που αυτός ο ίδιος διάλεγε, σύμφωνα με το γούστο και την κρίση του. 
   Το παλιό παλάτι ήταν υπερβολικά μεγάλο για τον επίσκοπο, που ήταν περιορισμένος σε μια αίθουσα επισκέψεων, στην κρεβατοκάμαρα και το ανοιχτό μπαλκόνι, όπου έπαιρνε τον μεσημεριανό του ύπνο κι έτρωγε ώσπου να αρχίσει η εποχή των βροχών. Στην αντικρινή πτέρυγα βρισκόταν η επίσημη βιβλιοθήκη που ο Καγιετάνο Δελάουρα είχε ιδρύσει, εμπλουτισμένη και συντηρημένη από περίφημους τεχνίτες και που υπήρξε στην εποχή της ανάμεσα στις καλύτερες των Ινδιών. Το υπόλοιπο κτίριο ήταν έντεκα κλειδωμένα δωμάτια, όπου βρίσκονταν μαζεμένα τα ερείπια δύο αιώνων.
   Εκτός από την καλόγρια που είχε σειρά να σερβίρει στο τραπέζι, ο Καγιετάνο Δελάουρα ήταν ο μόνος που μπορούσε να μπαίνει στο σπίτι του επισκόπου στη διάρκεια του φαγητού, και όχι γιατί αυτό ήταν προσωπικό του προνόμιο, όπως έλεγαν, αλλά λόγω της θέσης του ως αναγνώστη. Δεν είχε καμιά καθορισμένη εργασία ούτε και άλλο τίτλο απ' αυτόν του βιβλιοθηκάριου, αλλά μ' αυτόν θεωρούνταν σαν ένας πραγματικός βικάριος λόγω του ότι βρισκόταν κοντά στον επίσκοπο και κανένας δε μπορούσε να φανταστεί πως εκείνος είχε τη δυνατότητα να πάρει χωρίς αυτόν κάποια σημαντική απόφαση. Είχε το προσωπικό κελί του σ' ένα συνεχόμενο σπίτι όπου βρίσκονταν τα γραφεία και οι κρεβατοκάμαρες των υπαλλήλων της επισκοπής και αυτές της μισής ντουζίνας καλογριών που ήταν στην οικιακή υπηρεσία του επισκόπου. Ωστόσο, το πραγματικό του σπίτι ήταν η βιβλιοθήκη, όπου δούλευε και διάβαζε μέχρι και δεκατέσσερις ώρες καθημερινά και όπου είχε ένα στρατιωτικό ράντσο για να πλαγιάζει, όταν τον έπιανε ο ύπνος.
   Το παράξενο εκείνο το ιστορικό απόγευμα ήταν πως ο Δελάουρα είχε μπερδέψει τα λόγια του αρκετές φορές στην ανάγνωση. Και το πιο ασυνήθιστο ακόμα ήταν το γεγονός πως πήδησε μια σελίδα κατά λάθος και συνέχισε το διάβασμα, χωρίς να το καταλάβει. Ο επίσκοπος τον παρατήρησε μέσα από τα μικροσκοπικά γυαλιά αλχημιστή μέχρι που πέρασε στην επόμενη σελίδα. Τότε τον διέκοψε διασκεδάζοντας:
   "Τι σκέφτεσαι;"
   Ο Δελάουρα ξαφνιάστηκε.
   "Θα πρέπει να είναι η κουφόβραση", είπε. "Γιατί;"
   Ο επίσκοπος εξακολούθησε να τον κοιτάζει κατάματα. "Σίγουρα είναι κάτι περισσότερο από την κουφόβραση", του είπε. Κι επανέλαβε με τον ίδιο τόνο: "Τι σκεφτόσουν;"
   "Τη μικρή", είπε ο Δελάουρα.
   Δεν έκανε καμιά διευκρίνιση, γιατί μετά την επίσκεψη του μαρκήσιου δεν υπήρχε γι' αυτούς άλλη μικρή στον κόσμο. Είχαν μιλήσει γι' αυτή. Είχαν θυμηθεί μαζί τα χρονικά των δαιμονισμένων και τις βιογραφίες των αγίων εξορκιστών. Ο Δελάουρα αναστέναξε:
   "Την είδα στον ύπνο μου".
   "Πώς μπόρεσες να ονειρευτείς έναν άνθρωπο που δεν τον έχεις δει ποτέ;" τον ρώτησε ο επίσκοπος.
   "Ήταν μια κρεολή μικρή μαρκησία δώδεκα χρονών, με κάτι μακριά μαλλιά που τα έσερνε σαν βασιλική κάπα", είπε. "Πώς θα μπορούσε να είναι άλλη;"
   Ο επίσκοπος δεν ήταν άνθρωπος των ουράνιων οραμάτων ούτε θαυμάτων ούτε μαστιγώσεων. Το βασίλειό του βρισκόταν σ' αυτό τον κόσμο. Έτσι κούνησε το κεφάλι του χωρίς να πειστεί κι εξακολούθησε το φαγητό. Ο Δελάουρα συνέχισε το διάβασμα με μεγαλύτερη προσοχή. Όταν ο επίσκοπος τελείωσε το φαγητό, τον βοήθησε να καθίσει στην κουνιστή πολυθρόνα. Όταν είχε πια εγκατασταθεί άνετα, ο επίσκοπος είπε:
   "Τώρα να μου διηγηθείς το όνειρο".
   Ήταν πολύ απλό. Ο Δελάουρα είχε ονειρευτεί πως η Σιέρβα Μαρία ήταν καθισμένη μπροστά στο παράθυρο ενός χιονισμένου κάμπου, κόβοντας και τρώγοντας τη μια ρώγα μετά την άλλη τα σταφύλια από ένα τσαμπί που κρατούσε στην αγκαλιά. Κάθε σταφύλι που έκοβε ξαναφύτρωνε αμέσως στο τσαμπί. Στο όνειρο ήταν φανερό πως η μικρή βρισκόταν πολλά χρόνια μπροστά σ' εκείνο το απέραντο παράθυρο προσπαθώντας να τελειώσει το τσαμπί και πως δε βιαζόταν, γιατί ήξερε πως στο τελευταίο σταφύλι βρισκόταν ο θάνατος.
   "Το πιο παράξενο", κατέληξε ο Δελάουρα, "είναι πως το παράθυρο που έβλεπε στον κάμπο ήταν το ίδιο μ' αυτό της Σαλαμάνκα, εκείνο το χειμώνα που χιόνιζε τρεις μέρες συνέχεια και τα πρόβατα ψόφησαν από ασφυξία με το χιόνι".
   Ο επίσκοπος εντυπωσιάστηκε. Γνώριζε και αγαπούσε υπερβολικά τον Καγιετάνο Δελάουρα για να μην πάρει στα σοβαρά τα αινίγματα των ονείρων του. Τη θέση που είχε, τόσο στην επισκοπή όσο και στα αισθήματά του, την είχε κερδίσει με τα πολλά του ταλέντα και τον καλό του χαρακτήρα. Ο επίσκοπος έκλεισε τα μάτια για να κοιμηθεί τα τρία λεπτά του απογευματινού ύπνου.
   Στο μεταξύ, ο Δελάουρα έφαγε στο ίδιο τραπέζι προτού πουν μαζί τις βραδινές προσευχές. Δεν είχε τελειώσει, όταν ο επίσκοπος τεντώθηκε στην κουνιστή καρέκλα και πήρε την απόφαση της ζωής του:
   "Να αναλάβεις την υπόθεση".
   Το είπε χωρίς να ανοίξει τα μάτια κι άφησε ένα λιονταρίσιο ροχαλητό. Ο Δελάουρα τελείωσε το φαγητό του και κάθισε στη συνηθισμένη του πολυθρόνα κάτω από τα ανθισμένα αναρριχητικά. Τότε ο επίσκοπος άνοιξε τα μάτια.
   "Δε μου απάντησες", του είπε.
   "Νόμιζα πως το είπατε στον ύπνο σας", είπε ο Δελάουρα.
   "Τώρα το επαναλαμβάνω ξύπνιος" είπε ο επίσκοπος. "Σου εμπιστεύομαι την υγεία της μικρής".
   "Είναι το πιο παράξενο που μου έχει ποτέ συμβεί" είπε ο Δελάουρα.
   "Θέλεις να πεις πως αρνείσαι;"
   "Δεν είμαι εξορκιστής, πάτερ μου", είπε ο Δελάουρα. "Δεν έχω ούτε το χαρακτήρα ούτε τη μόρφωση ούτε τις πληροφορίες για να τον παρασταίνω. Κι επιπλέον ξέρουμε πως ο Θεός μού έχει αναθέσει άλλο δρόμο".  
   Έτσι ήταν. Ύστερα από ενέργειες του επισκόπου, ο Δελάουρα βρισκόταν στη λίστα των τριών υποψηφίων για να αναλάβει τη φύλαξη του κεφαλαίου των Σεφαρδιτών στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που αναφερόταν ανάμεσά τους, παρόλο που και οι δυο τους το ήξεραν. 
   "Ένας λόγος περισσότερο", είπε ο επίσκοπος. "Η περίπτωση της μικρής, καλά τελειωμένη, μπορεί να γίνει η ώθηση που μας χρειάζεται".
   Ο Δελάουρα γνώριζε την αδεξιότητά του στην επικοινωνία του με τις γυναίκες. Του φαινόταν προικισμένες με μια χρήση της λογικής για να θαλασσοπλέουν χωρίς εμπόδια ανάμεσα στις συμπτώσεις της πραγματικότητας. Και μόνο η ιδέα μιας συνάντησης, ακόμα και μ' ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα, όπως η Σιέρβα Μαρία, έκανε να τρέχει κρύος ιδρώτας στα χέρια του.
   "Όχι, κύριε", αποφάσισε. "Δε νιώθω πως είμαι ικανός".
   "Όχι μόνο είσαι", απάντησε ο επίσκοπος, "αλλά κι έχεις με το παραπάνω αυτό που θα έλειπε από οποιονδήποτε άλλο: την έμπνευση".
   Ήταν μια υπερβολικά μεγάλη λέξη για να μην είναι και η τελευταία. Ωστόσο, ο επίσκοπος δεν τον πίεσε να δεχτεί αμέσως, αλλά του έδωσε χρόνο για να σκεφτεί μέχρι μετά το πένθος της Μεγάλης Εβδομάδας που άρχιζε εκείνη τη μέρα.
   "Πήγαινε να δεις τη μικρή", του είπε. "Μελέτησε την υπόθεση σε βάθος και πληροφόρησέ με".
   Έτσι έγινε και ο Καγιετάνο Αλσίνο δελ Εσπίριτου Σάντο Δελάουρα Εσκουδέρο, στα τριάντα έξι συμπληρωμένα χρόνια του μπήκε στη ζωή της Σιέρβα Μαρία και στην ιστορία της πόλης. Είχε κάνει μαθητής του επισκόπου στη διάσημη έδρα της Θεολογίας της Σαλαμάνκα, απ' όπου αποφοίτησε με τις πιο υψηλές διακρίσεις της χρονιάς του. Ήταν σίγουρος πως ο πατέρας του ήταν απευθείας απόγονος του Γκαρθιλάσο δε λα Βέγα, για τον οποίο διατηρούσε μια λατρεία σχεδόν θρησκευτική και το έκανε γνωστό σε όλους αμέσως. Η μητέρα του ήταν κρεολή από το Σαν Μαρτίν δε Λόμπα, στην επαρχία του Μονπός, και είχε μεταναστεύσει με τους γονείς της στην Ισπανία. Ο Δελάουρα δεν πίστευε πως είχε πάρει κάτι από αυτή μέχρι που ήρθε στο Νέο Βασίλειο της Γρανάδα και αναγνώρισε τις κληρονομημένες νοσταλγίες.
   Από την πρώτη συζήτηση μαζί του στη Σαλαμάνκα, ο επίσκοπος Δε Κάσερες ι Βιρτούδες είχε βρεθεί μπροστά σε μια από εκείνες τις αξίες που στόλιζαν τη χριστιανοσύνη της εποχής του. Ήταν ένα παγωμένο πρωινό του Φεβρουαρίου και από το παράθυρο φαίνονταν οι χιονισμένοι κάμποι και, στο βάθος, η σειρά από λεύκες στο ποτάμι. Εκείνο το χειμωνιάτικο τοπίο θα γινόταν το πλαίσιο ενός επαναλαμβανόμενου ονείρου που θα κυνηγούσε το νεαρό θεολόγο όλη την υπόλοιπη ζωή του.
   Μίλησαν για βιβλία, βέβαια, και ο επίσκοπος δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο Δελάουρα είχε διαβάσει τόσα πολλά για την ηλικία του. Αυτός του μίλησε για τον Γκαρθιλάσο. Ο δάσκαλος τού εξομολογήθηκε πως δεν τον γνώριζε καλά, αλλά τον θυμόταν σαν ένα ειδωλολάτρη ποιητή που δεν ανέφερε πάνω από δύο φορές το Θεό μέσα σ' όλο το έργο του.
   "Όχι τόσο λίγες φορές", είπε ο Δελάουρα. "Αλλά αυτό δεν είναι παράξενο ακόμα και για τους καλούς καθολικούς της Αναγέννησης".
   Τη μέρα που πήρε τον πρώτο του όρκο, ο δάσκαλος τού πρότεινε να τον συντροφέψει στο αβέβαιο βασίλειο του Γιουκατάν, όπου μόλις είχε διοριστεί επίσκοπος. Για τον Δελάουρα, που γνώριζε τη ζωή από τα βιβλία, ο απέραντος κόσμος της μητέρας του τού φαινόταν σαν ένα όνειρο που ποτέ δε θα γινόταν δικό του. Του ήταν δύσκολο να φανταστεί την καταπιεστική ζέστη, την αιώνια μπόχα των ψοφιμιών, τους βάλτους που άχνιζαν, ενώ ξέθαβαν μέσα από το χιόνι τα κοκαλωμένα πρόβατα. Ο επίσκοπος, που είχε πάει στους πολέμους στην Αφρική, μπορούσε πιο εύκολα να τα φανταστεί.
   "Έχω ακούσει να λένε πως οι κληρικοί μας τρελαίνονται από ευτυχία στις Ινδίες", είπε ο Δελάουρα.
   "Και μερικοί κρεμιούνται", είπε ο επίσκοπος. "Είναι ένα βασίλειο που απειλείται από τη σοδομία, την ειδωλολατρία και την ανθρωποφαγία". Και πρόσθεσε χωρίς προκαταλήψεις:
   "Όπως η γη των Αράβων".
   Αλλά σκεφτόταν ακόμα πως εκείνο ήταν το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό της. Χρειάζονταν πολεμιστές τόσο ικανοί, για να επιβάλλουν τα αγαθά του χριστιανικού πολιτισμού, όπως και για να κηρύττουν στην έρημο. Ωστόσο, στα είκοσι τρία του χρόνια, ο Δελάουρα πίστευε πως είχε βρει το δρόμο για τη δεξιά του Αγίου Πνεύματος, στο οποίο ήταν απόλυτα αφοσιωμένος.
   "Όλη μου τη ζωή ονειρεύομαι να γίνω αρχιβιβλιοθηκάριος", είπε. "Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω". 
   Είχε πάρει μέρος στους διαγωνισμούς για μία θέση στο Τολέδο που θα τον έβαζε στο δρόμο για κείνο το όνειρο κι ήταν σίγουρος πως θα το πετύχαινε. Αλλά ο επίσκοπος ήταν πεισματάρης.
   "Είναι πιο εύκολο να γίνεις άγιος ως βιβλιοθηκάριος στο Γιουκατάν παρά μάρτυρας στο Τολέδο", του είπε.
   Ο Δελάουρα απάντησε χωρίς ταπεινότητα:
   "Αν ο Θεός μού δώσει τη χάρη Του, δε θα ήθελα να γίνω άγιος παρά άγγελος".
   Δεν είχε προλάβει να σκεφτεί την πρόταση του δασκάλου του, όταν τον διόρισαν στο Τολέδο, αλλά προτίμησε το Γιουκατάν. Δεν έφτασαν ποτέ όμως εκεί. Ναυάγησαν στο Κανάλι των Ανέμων, μετά εβδομήντα μέρες αγριεμένη θάλασσα και τους έσωσε μία ταλαιπωρημένη νηοπομπή που τους εγκατέλειψε στην τύχη τους στη Σάντα Μαρία λα Αντίγουα δελ Δαριέν. Εκεί έμειναν περισσότερο από ένα χρόνο, περιμένοντας το ελπιδοφόρο ταχυδρομείο του Στόλου των Γαλέρων, μέχρι που διόρισαν προσωρινά τον επίσκοπο Δε Κάσερες σ' εκείνα τα μέρη, που η έδρα τους ήταν κενή λόγω του ξαφνικού θανάτου του δικαιούχου. Βλέποντας την τεράστια ζούγκλα του Ουραμπά από το μικρό πλοίο που τους πήγαινε στον καινούριο τους προορισμό, ο Δελάουρα αναγνώρισε τη νοσταλγία που βασάνιζε τη μητέρα του τους θλιβερούς χειμώνες του Τολέδο. Το εκθαμβωτικό λυκόφως, τα εφιαλτικά πουλιά, η εξαιρετική σαπίλα των θάμνων στους βάλτους, όλα του φαίνονταν συγκινητικές αναμνήσεις ενός παρελθόντος που δεν είχε ζήσει.
   "Μόνο το Άγιο Πνεύμα θα μπορούσε να τακτοποιήσει έτσι τα πράγματα ώστε να με φέρει στην πατρίδα της μητέρας μου", είπε.
   Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο επίσκοπος είχε απαρνηθεί πια το όνειρο του Γιουκατάν. Είχε κλείσει τα εβδομήντα τρία, αργοπέθαινε από το άσθμα και ήξερε πως ποτέ πια δεν θα ξανάβλεπε τη Σαλαμάνκα. Τις μέρες που η Σιέρβα Μαρία μπήκε στο μοναστήρι είχε αποφασίσει να αποσυρθεί, όταν θα είχε ανοίξει πια για το μαθητή του ο δρόμος για τη Ρώμη.

   Ο Καγιετάνο Δελάουρα πήγε στο μοναστήρι της Σάντα Κλάρα την επομένη. Φορούσε το σκουτί από ακατέργαστο μαλλί παρά τη ζέστη, είχε μαζί του το αγιασματάρι με το αγίασμα και μια θήκη με το άγιο μύρο, τα βασικά όπλα στον πόλεμο εναντίον του δαιμονίου. Η ηγουμένη δεν τον είχε δει ποτέ, αλλά η φήμη για την εξυπνάδα και την εξουσία του είχε διασπάσει την απομόνωση του μοναστηριού. Όταν τον δέχτηκε στο θάλαμο των επισκέψεων στις έξι το πρωί, την εντυπωσίασαν το νεανικό του ύφος, η χλομάδα μάρτυρα, το μέταλλο της φωνής του και το αίνιγμα της άσπρης τούφας του. Αλλά καμιά αρετή δε θα ήταν αρκετή για να την κάνει να ξεχάσει πως ήταν ο πολεμιστής του επισκόπου. Του Δελάουρα, αντίθετα, το μόνο που του τράβηξε την προσοχή ήταν η φασαρία των κοκόρων.
   "Δεν είναι παρά μόνο έξι, αλλά λαλούν σαν να ήταν εκατό", είπε η ηγουμένη. "Επιπλέον ένα γουρούνι μίλησε και μια κατσίκα έκανε τρίδυμα". Και πρόσθεσε με ζήλο: "Όλα βρίσκονται σ' αυτή την κατάσταση από τότε που ο επίσκοπός σας μας έκανε τη χάρη να μας στείλει αυτό το δηλητηριασμένο δώρο".
   Την ίδια αναστάτωση του προκαλούσε ο ανθισμένος τόσο έξαλλα κήπος που έμοιαζε παραφύση. Όσο τον διέσχιζαν, έδειχνε στον Δελάουρα πως υπήρχαν λουλούδια με εξωπραγματικά μεγέθη και χρώματα και μερικά με ανυπόφορες μυρωδιές. Σε κάθε λέξη ο Δελάουρα ένιωθε πως ήταν δυνατότερη απ' αυτόν και βιάστηκε να ετοιμάσει τα όπλα του. 
   "Δεν είπαμε πως η μικρή είναι δαιμονισμένη", είπε, "αλλά πως υπάρχουν λόγοι να το υποθέτουμε".
   "Αυτό που βλέπουμε μιλάει από μόνο του", είπε η ηγουμένη.
   "Προσέξτε", είπε ο Δελάουρα. "Μερικές φορές αποδίδουμε στο δαιμόνιο μερικά πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε, χωρίς να σκεφτόμαστε πως μπορεί να είναι πράγματα του Θεού που δεν καταλαβαίνουμε".
   "Ο Άγιος Θωμάς το είπε και σ' αυτόν βασίζομαι", είπε η ηγουμένη. "Τα δαιμόνια δεν πρέπει να τα πιστεύεις, ακόμα κι όταν λένε την αλήθεια".
   Στο δεύτερο πάτωμα επικρατούσε ηρεμία. Στη μια πλευρά βρίσκονταν τα άδεια κελιά, κλεισμένα με λουκέτο στη διάρκεια της μέρας, και μπροστά η σειρά από ανοιχτά παράθυρα στη λάμψη της θάλασσας. Οι δόκιμες έδειχναν απορροφημένες στις δουλειές τους, αλλά, στην πραγματικότητα, παρακολουθούσαν την ηγουμένη και τον επισκέπτη της, ενώ προχωρούσαν προς το περίπτερο της φυλακής.
   Προτού φτάσουν στο τέλος του διαδρόμου, όπου βρισκόταν το κελί της Σιέρβα Μαρία, πέρασαν απ' αυτό της Μαρτίνα Λαμπόρδε, μιας παλιάς καλόγριας καταδικασμένης σε ισόβια κάτεργα, γιατί είχε σκοτώσει δύο συντρόφισσές της μ' ένα μαχαίρι του χασάπη. Ποτέ δεν είχε εξομολογηθεί την αιτία. Βρισκόταν εκεί έντεκα χρόνια και ήταν περισσότερο γνωστή για τις αποτυχημένες αποδράσεις της παρά για το έγκλημά της. Ποτέ δε δέχτηκε πως το να μείνει φυλακισμένη σ' όλη της τη ζωή ήταν το ίδιο σαν μια αναχωρήτρια καλόγρια και ήταν τόσο συνεπής που είχε προσφερθεί να εξακολουθήσει να εκτίει την ποινή της σαν υπηρέτρια στο περίπτερο των θαμμένων ζωντανών. Η μόνιμη μανία της, στην οποία αφιέρωνε τόσο ζήλο όσο και στην πίστη της, ήταν να ελευθερωθεί, ακόμη κι αν επρόκειτο να ξανασκοτώσει.
   Ο Δελάουρα δεν άντεξε την κάπως παιδική περιέργεια να πλησιάσει στο κελί ανάμεσα από τα σίδερα του παραθύρου. Η Μαρτίνα είχε γυρισμένη την πλάτη της. Όταν ένιωσε πως την κοίταζαν, γύρισε προς την πόρτα και ο Δελάουρα ένιωσε για μια στιγμή τη δύναμη της γοητείας της. Ανήσυχη, η ηγουμένη τον τράβηξε από την πόρτα.
   "Προσέξτε", του είπε. "Αυτό το πλάσμα είναι ικανό για τα πάντα".
   "Τόσο πολύ;" είπε ο Δελάουρα.
   "Τόσο πολύ", είπε η ηγουμένη. "Εάν εξαρτιόταν από μένα, θα ήταν ελεύθερη εδώ και πολύ καιρό. Γίνεται αιτία για μια υπερβολικά μεγάλη αναστάτωση γι' αυτό το μοναστήρι".
   Όταν η δεσμοφύλακας άνοιξε την πόρτα, από το κελί της Σιέρβα Μαρία βγήκε μια μπόχα από σαπίλα. Η μικρή ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο πέτρινο κρεβάτι χωρίς στρώμα, δεμένη χειροπόδαρα με πέτσινα λουριά. Έδειχνε πεθαμένη, αλλά τα μάτια της είχαν το χρώμα της θάλασσας. Ο Δελάουρα είδε πως ήταν ακριβώς όπως την είχε δει στον ύπνο του κι ένα τρεμούλιασμα έπιασε το σώμα του και το μούσκεψε με κρύο ιδρώτα. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε χαμηλόφωνα, με όλο το βάρος της πίστης του, κι όταν τελείωσε, είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του.
   "Ακόμα και να μην ήταν ", είπε, "αυτό το καημένο πλάσμα έχει εδώ μέσα το πιο κατάλληλο περιβάλλον για να δαιμονιστεί".
   Η ηγουμένη απάντησε: "Μια τιμή που δεν την αξίζουμε". Γιατί είχαν κάνει τα πάντα για να διατηρούν το κελί στην καλύτερη κατάσταση, αλλά η Σιέρβα Μαρία δημιουργούσε το δικό της σκουπιδαριό.
   "Ο πόλεμός μας δεν είναι εναντίον της, αλλά εναντίον των δαιμονίων που την κατοικούν", είπε ο Δελάουρα.
   Μπήκε περπατώντας στις μύτες, για να περνάει ανάμεσα στις βρομιές του πατώματος, και ράντισε το κελί με το ραντιστήρι του αγιάσματος μουρμουρίζοντας τα τελετουργικά λόγια. Η ηγουμένη τρομοκρατήθηκε με τους λεκέδες που άφηνε το νερό στους τοίχους.
   "Αίμα!" φώναξε.
   Ο Δελάουρα αντέκρουσε την ελαφρότητα της κρίσης της. Όχι επειδή, αν το νερό ήταν κόκκινο, θα έπρεπε να είναι αίμα και, ακόμα και να ήταν, δεν υπήρχε λόγος να είναι διαβολικό πράγμα. "Πιο σωστό θα ήταν να σκεφτούμε πως είναι ένα θαύμα κι αυτή τη δύναμη την έχει μόνο ο Θεός", είπε. Αλλά δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί, όταν στέγνωναν στον ασβέστη οι λεκέδες, δεν ήταν κόκκινοι, αλλά ένα έντονο πράσινο. Όχι μόνο για τις κλαρίσες, αλλά για όλες τις γυναίκες της εποχής της ήταν απαγορευμένη οποιουδήποτε τύπου ακαδημαϊκή μόρφωση, αλλά αυτή είχε μάθει τη σχολαστική ξιφομαχία, από πολύ νέα, μες στην οικογένειά της που αποτελούνταν από διάσημους θεολόγους και σπουδαίους αιρετικούς.
   "Τουλάχιστον", απάντησε, "ας μην αρνούμαστε στα δαιμόνια την απλή δύναμη να αλλάζουν το χρώμα του αίματος".
   "Τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο από μία αμφιβολία τη φορά", απάντησε ο Δελάουρα αμέσως και την κοίταξε καταπρόσωπο: "Διάβασε τον άγιο Αυγουστίνο".
   "Τον έχω διαβάσει πολύ καλά", είπε η ηγουμένη. 
   "Διάβασέ τον, λοιπόν, ξανά", είπε ο Δελάουρα.
   Προτού ασχοληθεί με τη μικρή, παρακάλεσε με πολύ καλό τρόπο τη δεσμοφύλακα να βγει από το κελί. Ύστερα, όχι με την ίδια γλύκα, είπε στην ηγουμένη:
   "Κι εσείς, παρακαλώ".
   "Με δική σας ευθύνη", είπε αυτή.
   "Ο επίσκοπος είναι η ανώτατη αρχή στην ιεραρχία", είπε αυτός.
   "Δε χρειάζεται να μου το θυμίζετε", είπε η ηγουμένη λίγο σαρκαστικά. "Ξέρουμε πια πως εσείς είστε οι ιδιοκτήτες του Θεού".
   Ο Δελάουρα της χάρισε την ευχαρίστηση της τελευταίας λέξης. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και επιθεώρησε τη μικρή με την αυστηρότητα ενός γιατρού. Εξακολουθούσε να τρέμει, αλλά δεν ίδρωνε πια.
   Από κοντά, φαινόταν πως η Σιέρβα Μαρία είχε γρατσουνιές και μελανιές και το δέρμα της ήταν ανοιχτή πληγή από τα λουριά. Αλλά το πιο εντυπωσιακό ήταν η πληγή στον αστράγαλο, φλογισμένη και μολυσμένη από τους αυτοσχεδιασμούς των θεραπευτών.
   Όσο την επιθεωρούσε, ο Δελάουρα της εξηγούσε πως δεν την είχαν πάει εκεί για να τη βασανίσουν, αλλά λόγω της υποψίας πως ένα δαιμόνιο είχε μπει μες στο σώμα της για να της κλέψει την ψυχή. Χρειαζόταν τη βοήθειά της για να ανακαλύψει την αλήθεια. Αλλά ήταν αδύνατο να καταλάβει εάν αυτή τον άκουγε και αν καταλάβαινε τι ήταν μια παράκληση από καρδίας.
   Στο τέλος της εξέτασης, ο Δελάουρα διέταξε να του φέρουν το κουτί για τις θεραπείες, αλλά απαγόρευσε στη φαρμακοποιό καλόγρια να μπει μέσα. Άλειψε τις πληγές με βάλσαμο και ανακούφισε με απαλά φυσήματα το κάψιμο της ανοιχτής πληγής, θαυμάζοντας την αντοχή της μικρής στον πόνο. Η Σιέρβα Μαρία δεν απάντησε σε καμία από τις ερωτήσεις του, ούτε ενδιαφέρθηκε για τα κηρύγματά του ούτε και παραπονέθηκε για τίποτα.
   Ήταν μια αποθαρρυντική αρχή που κυνήγησε τον Δελάουρα μέχρι το καταφύγιο της βιβλιοθήκης. Ήταν ο μεγαλύτερος χώρος του σπιτιού του επισκόπου, χωρίς ούτε ένα παράθυρο και με τους τοίχους σκεπασμένους από βιτρίνες από μαόνι με πολυάριθμα βιβλία σε τάξη. Στο κέντρο υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι με χάρτες θαλασσοπορίας, έναν αστρολάβο και άλλα εργαλεία της τέχνης της ναυσιπλοΐας και μια υδρόγειος σφαίρα με προσθέσεις και διορθώσεις καμωμένες στο χέρι από διαδοχικούς χαρτογράφους, όσο μεγάλωνε ο κόσμος. Στο βάθος βρισκόταν το χοντροφτιαγμένο γραφείο με το μελανοδοχείο, τον πενοκόφτη, τα φτερά από κρεολό παγόνι για το γράψιμο, τη σκόνη για τα γράμματα κι ένα ανθοδοχείο μ' ένα σαπισμένο γαρίφαλο. Όλος ο χώρος βρισκόταν στο μισοσκόταδο και είχε μια μυρωδιά πολυκαιρισμένου χαρτιού και τη δροσιά και την ηρεμία ενός δάσους.
   Στο βάθος της σάλας, σ' ένα μικρότερο χώρο, υπήρχε μια βιβλιοθήκη κλεισμένη με κοινές τάβλες. Ήταν η φυλακή των απαγορευμένων βιβλίων, σύμφωνα με το εξαγνιστικό μαρτύριο της Ιεράς Εξέτασης, γιατί μιλούσαν για «ανίερα και μυθικά πράγματα και φανταστικές ιστορίες». Κανένας δεν είχε πρόσβαση σ' αυτά εκτός από τον Καγιετάνο Δελάουρα που είχε παπική άδεια για να εξερευνήσει την άβυσσο των χαμένων γραμμάτων.
   Εκείνο το καταφύγιο τόσων χρόνων μεταβλήθηκε σε κόλαση από τότε που γνώρισε τη Σιέρβα Μαρία. Δεν ξαναβρέθηκε με τους φίλους του, κληρικούς και λαϊκούς, που μοιράζονταν μαζί του την ευχαρίστηση των αγνών ιδεών και οργάνωναν σχολαστικούς αγώνες, λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, μουσικές βραδιές. Το πάθος περιορίστηκε στο να κατανοήσει τις κολακείες του δαιμονίου και σ' αυτό αφιέρωσε τα διαβάσματα και τις σκέψεις του για πέντε μερόνυχτα προτού επιστρέψει στο μοναστήρι. Τη Δευτέρα, όταν ο επίσκοπος τον είδε να βγαίνει με σταθερό βήμα, τον ρώτησε πώς αισθανόταν. 
   "Με τα φτερά του Αγίου Πνεύματος", είπε ο Δελάουρα.
   Είχε φορέσει το ράσο από απλό βαμβακερό που τον έκανε να αισθάνεται πιο δυνατός και προστατευμένος από την απογοήτευση. Θα του χρειαζόταν. Η δεσμοφύλακας απάντησε στο χαιρετισμό του μ' ένα μουγκρητό, η Σιέρβα Μαρία τον δέχτηκε με μια άσχημη γκριμάτσα και δύσκολα μπορούσε να αναπνεύσει κανείς από τα σκόρπια περισσεύματα των φαγητών και τα περιττώματα που υπήρχαν καταγής. Στο βωμό, δίπλα στο καντήλι του Ιησού, βρισκόταν ανέπαφο το μεσημεριανό εκείνης της μέρας. Ο Δελάουρα πήρε το πιάτο και πρόσφερε στη μικρή μια κουταλιά μαύρα φασόλια με παγωμένο λίπος. Αυτή το απέφυγε. Αυτός επέμενε αρκετές φορές και η αντίδρασή της ήταν η ίδια. Ο Δελάουρα έφαγε τότε την κουταλιά τα φασόλια, τα γεύτηκε και τα κατάπιε μια κι έξω, χωρίς να τα μασήσει, με γκριμάτσα πραγματικής αηδίας.
   "Έχεις δίκιο", της είπε. "Αυτό είναι ντροπή".
   Η μικρή δεν του έδωσε καμιά προσοχή. Όταν περιποιήθηκε τον ερεθισμένο αστράγαλο, ανατρίχιασε και τα μάτια της βούρκωσαν. Αυτός νόμισε πως νικήθηκε, την ανακούφισε με μουρμουρητά καλού ποιμένα και τελικά τόλμησε να της βγάλει τα λουριά για να ξεκουράσει το μουδιασμένο σώμα. Η μικρή ανοιγόκλεισε τα δάχτυλα αρκετές φορές, για να νιώσει πως ήταν δικά της, και τέντωσε τα μουδιασμένα πόδια της από το δέσιμο. Τότε κοίταξε τον Δελάουρα για πρώτη φορά, τον ζύγισε, τον μέτρησε κι έπεσε πάνω του μ' ένα σίγουρο σάλτο αιχμάλωτου ζώου. Η δεσμοφύλακας βοήθησε να την κρατήσουν και να τη δέσουν. Προτού βγει, ο Δελάουρα έβγαλε από την τσέπη ένα ροζάρι από σανδαλόξυλο και το κρέμασε στο λαιμό της Σιέρβα Μαρία πάνω από τα περιδέραια των σαμάνων.
   Ο επίσκοπος ανησύχησε όταν τον είδε να καταφτάνει με γρατσουνισμένο το πρόσωπο κι ένα δάγκωμα στο χέρι, που πονούσε μόνο που το έβλεπες. Αλλά, ακόμα περισσότερο, τον ανησύχησε η αντίδραση του Δελάουρα που έδειχνε τις πληγές του σαν πολεμικά τρόπαια και κορόιδευε τον κίνδυνο να κολλήσει λύσσα. Ωστόσο, ο γιατρός του επισκόπου τού έκανε μια αυστηρή θεραπεία, γιατί ήταν απ' αυτούς που φοβούνταν πως η έκλειψη της επόμενης Δευτέρας μπορούσε να είναι το προανάκρουσμα μεγάλων καταστροφών.
   Αντίθετα, η Μαρτίνα Λαμπόρδε, η δολοφόνος καλόγρια, δε συνάντησε καθόλου αντίσταση στη Σιέρβα Μαρία. Είχε μπει στα νύχια των ποδιών στο κελί, σαν τυχαία, και την είδε δεμένη χειροπόδαρα στο κρεβάτι. Η μικρή έμεινε σε επιφυλακή και κράτησε τα μάτια της καρφωμένα και όλο προσοχή μέχρι που η Μαρτίνα χαμογέλασε. Τότε χαμογέλασε κι αυτή και παραδόθηκε χωρίς όρους. Ήταν λες και η ψυχή της Δομίνγκα δε Αδβιέντο να είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα του κελιού.
   Η Μαρτίνα της διηγήθηκε ποια ήταν και γιατί βρισκόταν εκεί μέσα για την υπόλοιπη ζωή της, παρόλο που είχε χάσει τη φωνή της ύστερα από τόσο που φώναζε για την αθωότητά της. Όταν ρώτησε τη Σιέρβα Μαρία για τους λόγους της φυλάκισής της, αυτή μόνο μπόρεσε να πει αυτό που ήξερε από τον εξορκιστή της:
   "Έχω μέσα μου ένα διάβολο".
   Η Μαρτίνα την άφησε ήσυχη, νομίζοντας πως λέει ψέματα ή πως της είχαν πει ψέματα, χωρίς να ξέρει πως αυτή ήταν από τις λίγες λευκές που της είχε πει την αλήθεια. Της έκανε μια επίδειξη της τέχνης του κεντήματος και η μικρή ζήτησε να τη λύσει, για να προσπαθήσει να κάνει το ίδιο. Η Μαρτίνα τής έδειξε το ψαλίδι που είχε στην τσέπη της ρόμπας της με άλλα είδη για το ράψιμο.
   "Αυτό που θέλεις είναι να σε λύσω", της είπε. "Αλλά σε προειδοποιώ πως, αν προσπαθήσεις να μου κάνεις κακό, έχω τον τρόπο για να σε σκοτώσω".
   Η Σιέρβα Μαρία δεν αμφέβαλε για την αποφασιστικότητά της. Έβαλε να τη λύσει κι επανέλαβε το μάθημα με την ευκολία και το καλό αφτί με το οποίο είχε μάθει να παίζει το μεγάλο ιταλικό λαούτο. Προτού φύγει, η Μαρτίνα υποσχέθηκε να πάρει άδεια για να δουν μαζί την επόμενη Δευτέρα την ολική έκλειψη του ήλιου.
   Τα ξημερώματα της Παρασκευής, τα χελιδόνια αποχαιρέτησαν με μια μεγάλη στροφή στον ουρανό και πιτσίλισαν δρόμους και σκεπές μ' ένα χιόνι από αηδιαστικές κουτσουλιές. Ήταν δύσκολο να φάει και να κοιμηθεί κανείς όσο ο μεσημεριάτικος ήλιος δε στέγνωνε τις επίμονες ακαθαρσίες και το βραδινό αεράκι δεν εξάγνιζε την ατμόσφαιρα. Αλλά ο τρόμος παρέμεινε. Ποτέ δεν είχαν ξαναδεί τα χελιδόνια να κουτσουλούν πετώντας ούτε και τη δυσωδία από τις κουτσουλιές τους να ενοχλεί στην καθημερινή ζωή. Στο μοναστήρι, βέβαια, κανένας δεν αμφέβαλε πως η Σιέρβα Μαρία είχε αρκετές δυνάμεις για να αλλάξει τους νόμους των αποδημιών. Ο Δελάουρα το ένιωσε μέχρι και στη σκληρότητα της ατμόσφαιρας, την Κυριακή μετά τη λειτουργία, ενώ διέσχιζε τον κήπο μ' ένα καλαθάκι με γλυκά από τις πύλες. Η Σιέρβα Μαρία, ξένη στα πάντα, φορούσε ακόμα το ροζάρι κρεμασμένο στο λαιμό της, αλλά δεν απάντησε στο χαιρετισμό του ούτε καταδέχτηκε να τον κοιτάξει. Αυτός κάθισε δίπλα της, μάσησε με απόλαυση μια αλμοχάμπανα (2) από το καλαθάκι και είπε με γεμάτο το στόμα:
   "Είναι θαύμα".
   Πλησίασε στο στόμα της Σιέρβα Μαρία το άλλο μισό της αλμοχάμπανα. Αυτή το απέφυγε, αλλά δε γύρισε προς τον τοίχο, όπως τις άλλες φορές, αλλά έκανε νόημα στον Δελάουρα πως η δεσμοφύλακας τούς κατασκόπευε. Αυτός έκανε μια απότομη κίνηση με το χέρι προς την πόρτα.
   "Φύγετε από εκεί", διέταξε.
   Όταν η δεσμοφύλακας έφυγε, η μικρή θέλησε να χορτάσει τη μαζεμένη πείνα της με τη μισή αλμοχάμπανα, αλλά έφτυσε την μπουκιά της. "Μυρίζει κουτσουλιές χελιδονιού", είπε. Το κέφι της όμως άλλαξε. Βοήθησε στην αλλαγή των πληγών που έκαιγαν την πλάτη της και πρόσεξε τον Δελάουρα για πρώτη φορά, όταν ανακάλυψε πως είχε δεμένο το χέρι του. Με μια αθωότητα που δεν μπορούσε να υποκρίνεται τον ρώτησε τι του είχε συμβεί.
   "Με δάγκωσε μια λυσσασμένη σκυλίτσα με μια ουρά πάνω από ένα μέτρο", απάντησε ο Δελάουρα.
   Η Σιέρβα Μαρία θέλησε να δει την πληγή. Ο Δελάουρα έβγαλε τον επίδεσμο κι αυτή μόλις που άγγιξε με το δείχτη το κοκκινωπό - βιολετί φωτοστέφανο του ερεθισμού, σαν να ήταν κάρβουνο αναμμένο, και γέλασε για πρώτη φορά.
   "Είμαι χειρότερη κι από την πανούκλα", είπε.
   Ο Δελάουρα δεν απάντησε με περικοπές από τα Ευαγγέλια αλλά με μια φράση από τον Γκαρθιλάσο:
   "Μπορείς καλά αυτό να κάνεις σε όποιον μπορεί να το υποφέρει".
   Έφυγε αναστατωμένος από την ανακάλυψη πως κάτι απίθανο και ανεπανόρθωτο είχε αρχίσει να συμβαίνει στη ζωή του. Η δεσμοφύλακας του θύμισε φεύγοντας, εκ μέρους της ηγουμένης, πως ήταν απαγορευμένο να φέρνει τρόφιμα από το δρόμο λόγω του κινδύνου να τους στείλει κάποιος δηλητηριασμένα φαγητά, όπως είχε συμβεί τον καιρό της πολιορκίας. Ο Δελάουρα της είπε ψέματα πως είχε πάει το καλαθάκι με την άδεια του επισκόπου κι έκανε μια επίσημη διαμαρτυρία για το κακό φαγητό των φυλακισμένων σ' ένα μοναστήρι φημισμένο για την καλή του κουζίνα.
   Στη διάρκεια του βραδινού διάβασε στον επίσκοπο με καινούρια διάθεση. Τον συνόδευσε στις βραδινές προσευχές, όπως πάντα, και κράτησε κλειστά τα μάτια του για να σκέφτεται καλύτερα τη Σιέρβα Μαρία όσο προσευχόταν. Αποσύρθηκε στη βιβλιοθήκη πιο νωρίς από ό,τι συνήθως, ενώ τη σκεφτόταν κι όσο περισσότερο τη σκεφτόταν τόσο μεγάλωνε η επιθυμία του να τη σκέφτεται. Επανέλαβε μεγαλόφωνα τα ερωτικά σονέτα του Γκαρθιλάσο, τρομαγμένος από την υποψία πως κάθε στίχος είχε κρυφό προμήνυμα σε σχέση με τη ζωή του. Δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Την αυγή διπλώθηκε πάνω στο γραφείο με το μέτωπο στηριγμένο στο βιβλίο που δεν είχε διαβάσει. Από τα βάθη του ύπνου άκουσε τις τρεις νυχτερινές του Όρθρου της νέας μέρας στο γειτονικό ιερό. "Ο Θεός να σε φυλάει, Μαρία δε Τόδος λος Άνχελες", είπε κοιμισμένος. Η ίδια του η φωνή τον ξύπνησε αμέσως κι είδε τη Σιέρβα Μαρία με τη ρόμπα της φυλακισμένης και τα μαλλιά σαν αναμμένη φωτιά πάνω στους ώμους, που πέταξε το μαραμένο γαρίφαλο κι έβαλε ένα κλαδάκι γαρδένιες, μόλις ανθισμένες, στο ανθοδοχείο του γραφείου. Ο Δελάουρα, με τον Γκαρθιλάσο, της είπε με φλογερή φωνή: "Για σας γεννήθηκα, για σας βρίσκομαι στη ζωή, για σας πρέπει να πεθάνω και για σας πεθαίνω". Η Σιέρβα Μαρία χαμογέλασε χωρίς να τον κοιτάξει. Αυτός έκλεισε τα μάτια για να σιγουρευτεί πως δεν ήταν ένα παιχνίδι των σκιών. Το όραμα είχε χαθεί, όταν άνοιξε τα μάτια του, αλλά η βιβλιοθήκη ήταν μυρωδάτη από τις γαρδένιες της.
   

Marquez Gabriel Garcia, Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων, (μετφ. Κλαίτη Σωτηριάδου), εκδ. "Νέα Σύνορα" Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1994

Σημειώσεις:
(1) Guacamaya: προφέρεται γουακαμάγια· είναι ο μεγάλος πολύχρωμος παπαγάλος με μακριά ουρά που ζει στη Νότιο Αμερική στα τροπικά κλιματα. (Σ.τ.Μ.)
(2) Αlmojabana: προφέρεται αλμοχάμπανα και είναι ένα είδος στρογγυλής παραδοσιακής τυρόπιτας με ζυμάρι από καλαμποκίσιο αλεύρι. (Σ.τ.Μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: