Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

[ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ]

  
   Η Κλάρα ήταν δέκα χρονών, όταν αποφάσισε πως δεν άξιζε τον κόπο να μιλάει κανείς και βουβάθηκε. Η ζωή της άλλαξε σημαντικά. Ο χοντρός και γλυκομίλητος οικογενειακός γιατρός Κουέβας προσπάθησε να γιάνει τη σιωπή της με χάπια δικιάς του εφεύρεσης, με βιταμίνες σε σιρόπι και επαλείψεις με μέλι τετραβορικού νατρίου στο λαιμό, αλλά χωρίς κανένα εμφανές αποτέλεσμα. Κατάλαβε πως τα φάρμακά του ήταν ανεπαρκή και πως η παρουσία του τρομοκρατούσε τη μικρή. Μόλις τον έβλεπε, η Κλάρα άρχιζε να τσιρίζει κι έβρισκε καταφύγιο στην πιο απομακρυσμένη γωνιά, μαζεμένη σαν φοβισμένο ζώο, κι έτσι παράτησε τα γιατροσόφια του και πρότεινε στο Σεβέρο και στη Νίβεα να την πάνε σ' ένα Ρουμάνο που λεγόταν Ροστίποφ, που είχε κάνει μεγάλο ντόρο εκείνη την εποχή. Ο Ροστίποφ κέρδιζε τη ζωή του κάνοντας κόλπα σαν ταχυδακτυλουργός σε θέατρα ποικιλιών κι είχε καταφέρει το απίστευτο κατόρθωμα να τεντώσει ένα σύρμα από την κορυφή του καθεδρικού ναού μέχρι τον τρούλο της Γαλικιανής Αδελφότητας, στην άλλη άκρη της πλατείας, και να τη διασχίσει περπατώντας στον αέρα με μοναδικό στήριγμα ένα μακρύ κοντάρι. Παρά την επιπόλαια πλευρά του, ο Ροστίποφ είχε προκαλέσει αναστάτωση στους επιστημονικούς κύκλους, γιατί τις ελεύθερες ώρες του θεράπευε την υστερία με μαγνητικά ραβδάκια και υπνωτισμό. Η Νίβεα και ο Σεβέρο πήγαν την Κλάρα στο ιατρείο που είχε αυτοσχεδιάσει στο ξενοδοχείο ο Ρουμάνος. Ο Ροστίποφ την εξέτασε με προσοχή και δήλωσε πως η περίπτωση δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του, γιατί η μικρή δε μιλούσε επειδή δεν ήθελε κι όχι επειδή δεν μπορούσε. Όμως μπροστά στην επιμονή των γονιών έφτιαξε κάτι χαπάκια από ζάχαρη βαμμένα με βιολετί χρώμα και της τα έδωσε, προειδοποιώντας την πως ήταν ένα σιβηρικό φάρμακο για τους κωφάλαλους. Αλλά η δύναμη της υποβολής δε λειτούργησε σ' αυτή την περίπτωση κι ο Μπαραμπάς, από μια απροσεξία, καταβρόχθισε το δεύτερο βάζο χωρίς να του προκαλέσει καμιάν αντίδραση. Ο Σεβέρο και η Νίβεα προσπάθησαν να την κάνουν να μιλήσει με σπιτικούς τρόπους, με απειλές και παρακάλια, και μέχρι που την άφησαν νηστικιά για να δουν αν η πείνα θα την ανάγκαζε να ζητήσει το φαγητό της, αλλά ούτε κι αυτά είχαν αποτέλεσμα.

   Η νταντά είχε την ιδέα πως μια καλή τρομάρα μπορεί να την έκανε να μιλήσει κι έτσι πέρασε εννιά χρόνια εφευρίσκοντας απελπισμένα τρόπους για να τρομάζει την Κλάρα, με μόνο αποτέλεσμα το κορίτσι να πάθει ανοσία στην έκπληξη και στον τρόμο. Σε λίγον καιρό η Κλάρα δε φοβόταν τίποτα, ούτε τη συγκινούσαν οι εμφανίσεις από ωχρά και υποσιτιζόμενα τέρατα στο δωμάτιό της, ούτε τα χτυπήματα από βρικόλακες και δαίμονες στο παράθυρό της. Η νταντά μεταμφιεζόταν σε αποκεφαλισμένο πειρατή, στο δήμιο του Πύργου του Λονδίνου, σε λυκάνθρωπο και σε διάβολο με κέρατα, ανάλογα με την έμπνευση που της ερχόταν και τις ιδέες που έπαιρνε από κάτι περιοδικά τρόμου που αγόραζε γι' αυτόν το λόγο και, παρόλο που δεν μπορούσε να τα διαβάσει, αντέγραφε τις εικόνες. Είχε αποχτήσει τη συνήθεια να γλιστράει σιωπηλά στους διαδρόμους για να τρομάζει τη μικρή μες στο σκοτάδι, να ουρλιάζει πίσω από τις πόρτες και να κρύβει ζωντανά μαμούνια στο κρεβάτι της, αλλά τίποτα απ' όλα αυτά δεν κατάφερε την Κλάρα να πει έστω και μια λέξη. Μερικές φορές η Κλάρα έχανε την υπομονή της, έπεφτε στο πάτωμα, χτυπούσε τα πόδια της και τσίριζε, αλλά χωρίς ν' αρθρώνει κανέναν ήχο σε κάποια γνωστή γλώσσα, ή έγραφε στη μικρή πλάκα που δεν αποχωριζόταν τα χειρότερα λόγια για την καημένη τη γυναίκα, που πήγαινε στην κουζίνα να κλάψει για την έλλειψη κατανόησης.
   "Το κάνω για το καλό σου, αγγελούδι μου", θρηνούσε η νταντά τυλιγμένη σ' ένα ματωμένο σεντόνι και με το πρόσωπο μαυρισμένο μ' έναν καμμένο φελλό.
   Η Νίβεα της απαγόρεψε να συνεχίσει να τρομάζει την κόρη της. Είχε παρατηρήσει πως η αναστάτωση μεγάλωνε τις μεταφυσικές της δυνάμεις και δημιουργούσε αταξία ανάμεσα στα πνεύματα που τριγύριζαν τη μικρή. Επιπλέον, εκείνη η παρέλαση από τρομαχτικά πρόσωπα είχε διαλύσει το νευρικό σύστημα του Μπαραμπάς, που ποτέ δεν είχε καλή όσφρηση και ήταν αδύνατο ν' αναγνωρίσει την νταντά κάτω από τις μεταμφιέσεις της. Το σκυλί είχε αρχίσει να κατουράει καθισμένο, αφήνοντας τριγύρω του μια τεράστια λίμνη, και συχνά χτυπούσαν τα δόντια του. Αλλά η νταντά εξακολουθούσε να επωφελείται από κάθε απουσία της Νίβεα και επέμενε στις προσπάθειές της να θεραπεύσει τη βουβαμάρα με το ίδιο φάρμακο που σταματάει το λόξιγκα. 
   Έβγαλαν την Κλάρα από τις καλόγριες, όπου είχαν σπουδάσει όλες οι κόρες δελ Βάλιε, και της έκαναν μαθήματα στο σπίτι. Ο Σεβέρο έφερε από την Αγγλία μια παιδαγωγό, την μις Άγκαθα, ψηλή, κεχριμπαρένια και με μεγάλα χέρια οικοδόμου, αλλά δεν άντεξε στην αλλαγή του κλίματος, στα καυτερά φαγητά και στο αυτόνομο πέταγμα της αλατιέρας, που μετακινιόταν πάνω στο τραπέζι, κι έτσι αναγκάστηκε να γυρίσει στο Λίβερπουλ. Η επόμενη ήταν μια Ελβετίδα, που είχε την ίδια τύχη, και η Γαλλίδα, που έφτασε χάρη στις επαφές του πρεσβευτή εκείνης της χώρας με την οικογένεια, ήταν τόσο ροδαλή, στρουμπουλή και γλυκιά, που έμεινε έγκυος μέσα σε λίγους μήνες και, ερευνώντας την υπόθεση, έγινε γνωστό πως πατέρας ήταν ο Λουίς, ο μεγάλος αδελφός της Κλάρας. Ο Σεβέρο τους πάντρεψε χωρίς να τους ρωτήσει κι αντίθετα με όλα τα προγνωστικά της Νίβεα και του κύκλου της έζησαν πολύ ευτυχισμένοι. Μετά απ' όλες αυτές τις εμπειρίες, η Νίβεα έπεισε τον άντρα της πως το να μάθει ξένες γλώσσες δεν ήταν τόσο σπουδαίο για ένα παιδί με τηλεπαθητικές ικανότητες κι ήταν καλύτερα να επιμείνουν στα μαθήματα του πιάνου και να της μάθουν να κεντάει.
   Η μικρή Κλάρα διάβαζε πολύ. Το ενδιαφέρον της για την ανάγνωση δεν έκανε διακρίσεις και της άρεσαν το ίδιο τα θαυμάσια βιβλία από τα μαγεμένα μπαούλα του θείου Μάρκος και τα έγγραφα του Φιλελεύθερου Κόμματος που ο πατέρας της φύλαγε στο γραφείο του. Γέμιζε αμέτρητα τετράδια με τις προσωπικές της σημειώσεις, όπου έμεναν καταχωρισμένα τα γεγονότα εκείνης της εποχής και χάρη σ' αυτήν δε χάθηκαν σβησμένα από την ομίχλη της λήθης, και τώρα μπορώ να τα μεταχειριστώ για να διασώσω τη μνήμη της.
   Η Κλάρα, διορατική, γνώριζε τη σημασία των ονείρων της. Ήταν μια φυσική της ικανότητα και δε χρειαζόταν τις πληκτικές καβαλιστικές μελέτες, που μεταχειριζόταν ο θείος Μάρκος με μεγαλύτερη προσπάθεια και λιγότερα αποτελέσματα. Ο πρώτος που το κατάλαβε ήταν ο Ονόριο, ο κηπουρός του σπιτιού, που ονειρεύτηκε μια μέρα φίδια να τριγυρνούν στα πόδια του και για να τα διώξει, τα κλότσαγε μέχρι που κατάφερε να σκοτώσει δεκαεννιά. Διηγήθηκε το όνειρο στη μικρή όσο κλάδευε τις τριανταφυλλιές για να τη διασκεδάσει, γιατί την αγαπούσε πολύ και λυπόταν που ήταν βουβή. Η Κλάρα έβγαλε την πλάκα από την τσέπη της ποδιάς της κι έγραψε την ερμηνεία για το όνειρο του Ονόριο: θ' αποχτήσεις πολλά λεφτά, θα τα ξοδέψεις γρήγορα, θα τα κερδίσεις χωρίς κόπο, παίξε το δεκαεννιά. Ο Ονόριο δεν ήξερε να διαβάζει, αλλά η Νίβεα του διάβασε το μήνυμα με πολλά αστεία και γέλια. Ο κηπουρός έκανε ό,τι του έλεγε και κέρδισε ογδόντα πέσος σε μια παράνομη λοταρία πίσω από την καρβουναποθήκη. Τα ξόδεψε σ' ένα καινούριο κοστούμι, ένα αξέχαστο μεθύσι μ' όλους τους φίλους του και μια πορσελάνινη κούκλα για την Κλάρα. Από τότε η μικρή είχε πολλή δουλειά να ερμηνεύει όνειρα, στα κρυφά από τη μαμά της, γιατί όταν έγινε γνωστή η ιστορία του Ονόριο, έρχονταν να τη ρωτήσουν τι σημαίνει να πετάς πάνω από έναν πύργο με φτερά κύκνου· τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε μια βάρκα που την παρασύρει το κύμα και να τραγουδάει μια σειρήνα με φωνή χήρας· να γεννιούνται δίδυμα ενωμένα στην πλάτη και το καθένα μ' ένα σπαθί στο χέρι, και η Κλάρα έγραφε με σιγουριά πάνω στην πλάκα πως ο πύργος είναι ο θάνατος κι αυτός που πετάει από πάνω θα σωθεί από κάποιο ατύχημα, αυτός που τον παρασύρει η θάλασσα κι ακούει τη σειρήνα θα χάσει τη δουλειά του και θα περάσει δυσκολίες, αλλά θα τον βοηθήσει μια γυναίκα, με την οποία θα συνεταιριστεί· τα δίδυμα είναι άντρας και γυναίκα ενωμένοι με την ίδια μοίρα, που πληγώνονται μεταξύ τους καθώς χτυπιούνται με τα σπαθιά.
   H Κλάρα δεν ερμήνευε μόνο τα όνειρα. Μπορούσε να δει και το μέλλον και γνώριζε τις προθέσεις των ανθρώπων, ικανότητες που διατήρησε σ' όλη της τη ζωή και τις αύξησε με τον καιρό. Προανάγγειλε το θάνατο του νονού της, του δον Σαλομόν Βαλδές, μεσίτη στο χρηματιστήριο, που νομίζοντας πως τα είχε χάσει όλα, κρεμάστηκε από τον πολυέλαιο στο κομψό του γραφείο. Εκεί τον βρήκαν, μετά από την επιμονή της Κλάρας, σαν ένα μουχλιασμένο άψυχο ζώο, έτσι ακριβώς όπως τον είχε περιγράψει στην πλάκα της. Πρόβλεψε την κήλη του πατέρα της, όλους τους σεισμούς κι άλλες απότομες αλλαγές της φύσης, τη μοναδική φορά που χιόνισε στην πρωτεύουσα, παγώνοντας από το κρύο τους φτωχούς στους συνοικισμούς και τους ροδώνες στους κήπους των πλουσίων, την ταυτότητα του δολοφόνου των μαθητριών πολύ πριν η αστυνομία ανακαλύψει το δεύτερο πτώμα, αλλά κανείς δεν την πίστεψε κι ο Σεβέρο δε θέλησε ν' ανακατευτεί η κόρη του με εγκληματίες που δεν είχαν σχέση με την οικογένεια. Η Κλάρα κατάλαβε από την πρώτη ματιά πως ο Γετούλιο Αρμάντο επρόκειτο να εξαπατήσει τον πατέρα της με την επιχείρηση με τ' αυστραλιανά πρόβατα, γιατί το είδε στο χρώμα της αύρας του. Το έγραψε στον πατέρα της, αλλά εκείνος δεν της έδωσε σημασία κι όταν θυμήθηκε τις προβλέψεις της μικρής του κόρης, είχε κιόλας χάσει τη μισή του περιουσία κι ο συνεταίρος του τριγύριζε στην Καραϊβική, νεόπλουτος, μ' ένα χαρέμι από χοντρόκωλες μαύρες κι ένα δικό του καράβι για να κάνει ηλιοθεραπεία.
   Η ικανότητα της Κλάρας να μετακινεί αντικείμενα χωρίς να τ' αγγίζει δε χάθηκε με την περίοδο, όπως προφήτευε η νταντά, αντίθετα γινόταν ολοένα και πιο μεγάλη, ώσπου απόχτησε τέτοιαν εξάσκηση, ώστε να χτυπάει τα πλήκτρα του πιάνου με το καπάκι κλεισμένο, αν και ποτέ δεν μπόρεσε να μετακινήσει το ίδιο το όργανο μες στο σαλόνι, όπως εκείνη επιθυμούσε. Μ' εκείνες τις παραξενιές απασχολούσε το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς της και του χρόνου της. Ανέπτυξε την ικανότητα να μαντεύει ένα μεγάλο ποσοστό από τα χαρτιά της τράπουλας κι εφεύρε εξωπραγματικά παιχνίδια για να διασκεδάζει με τ' αδέλφια της. Ο πατέρας της τής απαγόρεψε να διαβάζει το μέλλον στα χαρτιά και να επικαλείται φαντάσματα και πονηρά πνεύματα, που ενοχλούσαν την υπόλοιπη οικογένεια και τρομοκρατούσαν το υπηρετικό προσωπικό, αλλά η Νίβεα είχε καταλάβει πως όσους περισσότερους περιορισμούς και καταπιέσεις υπόφερε η μικρή της κόρη, τόσο πιο τρελή γινόταν, κι έτσι αποφάσισε να την αφήσει ήσυχη με τα πνευματιστικά της κόλπα, τα προφητικά της παιχνίδια και τη σπηλαιώδη της σιωπή, προσπαθώντας να την αγαπάει απεριόριστα και να τη δέχεται όπως ήταν. Η Κλάρα μεγάλωσε σαν ένα άγριο φυτό, παρ' όλες τις συστάσεις του δόκτορα Κουέβας, που είχε φέρει από την Ευρώπη το νεωτερισμό με τα ψυχρά λουτρά και τα ηλεκτροσόκ για να θεραπεύει τους τρελούς.
   Ο Μπαραμπάς συντρόφευε τη μικρή νύχτα μέρα, εκτός από την κανονική περίοδο της σεξουαλικής του δραστηριότητας. Την τριγύριζε πάντα σαν μια γιγάντια σκιά, τόσο σιωπηλή όσο και η ίδια, ξάπλωνε στα πόδια της όταν εκείνη καθόταν και το βράδυ κοιμόταν δίπλα της, σφυρίζοντας σαν ατμομηχανή. Κατέληξε να ταιριάξει τόσο πολύ με την κυρά του, που όταν εκείνη περπατούσε υπνοβατώντας μες στο σπίτι, το σκυλί την ακολουθούσε με τον ίδιο τρόπο. Τις νύχτες με πανσέληνο ήταν συνηθισμένο να τους βλέπουν να περνούν από τους διαδρόμους, σαν δυο φαντάσματα που έπλεαν μες στο χλομό φως.
   Όσο μεγάλωνε ο σκύλος, τόσο φαίνονταν περισσότερο οι απροσεξίες του. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τη διάφανη φύση του κρύσταλλου και σε στιγμές αναταραχής συνήθιζε να ορμάει πάνω στα παράθυρα με την αθώα πρόθεση να πιάσει κάποια μύγα. Έπεφτε από την άλλη μεριά μ' έναν πάταγο από σπασμένα γυαλιά, ξαφνιασμένος και λυπημένος. Εκείνη την εποχή τα κρύσταλλα έρχονταν από τη Γαλλία με το πλοίο και η μανία του ζώου να πέφτει πάνω τους δημιούργησε πρόβλημα, ώσπου η Κλάρα σκέφτηκε να ζωγραφίσει γάτες πάνω στα τζάμια. Όταν ενηλικιώθηκε, ο Μπαραμπάς σταμάτησε να συνουσιάζεται με τα πόδια του πιάνου, όπως έκανε από κουτάβι, και το αναπαραγωγικό του ένστικτο φανερωνόταν μόνο όταν μύριζε καμιά σκύλα σε οργασμό στη γειτονιά. Σ' εκείνες τις περιπτώσεις δεν υπήρχε αλυσίδα ούτε πόρτα που να μπορούσε να τον συγκρατήσει, έβγαινε στο δρόμο, ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια που του έβαζαν μπροστά του και γινόταν άφαντος για δύο τρεις μέρες. Γύριζε πάντα με την καημένη τη σκύλα να κρέμεται πίσω του, να αιωρείται στον αέρα, καρφωμένη στο τεράστιό του όργανο. Έπρεπε να μαζεύουν τα παιδιά για να μη βλέπουν το φριχτό θέαμα του κηπουρού, που τα κατάβρεχε με κρύο νερό, ώσπου, μετά από πολύ νερό, κλοτσιές κι άλλες απρέπειες, ο Μπαραμπάς ξεκολλούσε από την αγαπημένη του, αφήνοντάς τη να ψυχομαχά στην αυλή του σπιτιού, όπου ο Σεβέρο ήταν αναγκασμένος να την αποτελειώσει με μια χαριστική βολή.
   Η εφηβική ηλικία της Κλάρας πέρασε ήρεμα στο μεγάλο σπίτι των γονιών της με τις τρεις αυλές, ανάμεσα στα μεγαλύτερα αδέλφια της που τη χάιδευαν, με το Σεβέρο που την προτιμούσε απ' όλα τα παιδιά του, με τη Νίβεα και την νταντά, που ενάλλασσε τις φρικιαστικές της επιθέσεις μεταμφιεσμένη σε φάντασμα με τις πιο τρυφερές φροντίδες. Σχεδόν όλα τ' αδέλφια της είχαν παντρευτεί ή είχαν φύγει, άλλοι για ταξίδι, άλλοι για να δουλέψουν στην επαρχία, και το μεγάλο σπίτι, όπου είχε ζήσει μια πολυάριθμη οικογένεια, ήταν σχεδόν άδειο με πολλά δωμάτια κλειστά. Η μικρή αφιέρωνε το χρόνο, που οι παιδαγωγοί της τής άφηναν ελεύθερο, στο διάβασμα, κινούσε τα πιο διαφορετικά αντικείμενα χωρίς να τ' αγγίζει, έτρεχε με τον Μπαραμπάς, εξασκούνταν σε παιχνίδια μαντικής και μάθαινε να πλέκει, που απ' όλες τις σπιτικές τέχνες ήταν η μόνη που μπορούσε να εξασκήσει. Από κείνη τη Μεγάλη Πέμπτη που ο πάτερ Ρεστρέπο την είχε κατηγορήσει για δαιμονισμένη, υπήρχε μια σκιά πάνω της, που η αγάπη των γονιών της και η διακριτικότητα των αδελφών της είχαν καταφέρει να ελέγξουν, αλλά η φήμη από τις παράξενες ικανότητές της κυκλοφορούσε χαμηλόφωνα στις συγκεντρώσεις των κυριών. Η Νίβεα κατάλαβε πως κανένας δεν καλούσε την κόρη της κι ακόμα και τα ίδια της τα ξαδέλφια την απόφευγαν. Κατάφερε όμως με την απόλυτή της αφοσίωση ν' αντικαταστήσει την έλλειψη φίλων με τόση επιτυχία, που η Κλάρα μεγάλωσε ευτυχισμένη και μετά από πολλά χρόνια θα θυμόταν την παιδική της ηλικία σαν μια φωτεινή περίοδο της ύπαρξής της, παρ' όλη τη μοναξιά και τη βουβαμάρα της. Σ' όλη της τη ζωή θα κρατούσε στη μνήμη της τα απογεύματα που μοιραζόταν με τη μητέρα της στο δωματιάκι της ραπτικής, όπου η Νίβεα έραβε στη μηχανή ρούχα για τους φτωχούς και της διηγιόταν ιστορίες και ανέκδοτα της οικογένειας. Της έδειχνε τις δαγκεροτυπίες στους τοίχους και της διηγιόταν τα περασμένα.
   "Βλέπεις εκείνο τον κύριο, τόσο σοβαρό, με μια γενειάδα σαν πειρατής; Είναι ο θείος Ματέο, που πήγε στη Βραζιλία για μια δουλειά με σμαράγδια, αλλά μια φλογερή μουλάτα τον μάτιασε. Του έπεσαν τα μαλλιά του, έπεσαν τα νύχια του και κουνιόνταν τα δόντια του! Αναγκάστηκε να πάει να δει έναν μάγο, έναν γιατρό βουντού, έναν κατάμαυρο νέγρο που του έδωσε ένα φυλαχτό κι έσφιξαν πάλι τα δόντια του, φύτρωσαν καινούρια νύχια και απόχτησε πάλι όλα τα μαλλιά του. Κοίταξέ τον, κορούλα μου, έχει περισσότερα μαλλιά κι από Ινδιάνο: είναι ο μόνος φαλακρός στον κόσμο που ξαναέβγαλε μαλλιά".
   Η Κλάρα χαμογελούσε χωρίς να λέει τίποτα και η Νίβεα συνέχιζε να μιλάει, γιατί είχε συνηθίσει στη σιωπή της κόρης της. Από την άλλη μεριά, είχε την ελπίδα πως μετά από τόσες ιδέες που της έβαζε στο κεφάλι, αργά ή γρήγορα, κάποια ερώτηση θα έκανε και θα ξανάβρισκε τη μιλιά της.
   "Κι αυτός", έλεγε, "είναι ο θείος Χουάν. Εγώ τον αγαπούσα πολύ. Μια φορά άφησε μια πορδή κι αυτό ήταν η θανατική του καταδίκη, μεγάλο κακό. Συνέβη σ' ένα γεύμα στην εξοχή. Ήμασταν μαζεμένες όλες οι ξαδέλφες μιαν ευωδιαστή ανοιξιάτικη μέρα με τα φουστάνια μας από μουσελίνα και τα καπέλα μας με λουλούδια και κορδέλες και οι νεαροί φορούσαν τα κυριακάτικά τους. Ο Χουάν έβγαλε το άσπρο του σακάκι, μου φαίνεται σαν να τον βλέπω μπροστά μου! Σήκωσε τα μανίκια του πουκαμίσου του και κρεμάστηκε με χάρη από το κλαδί ενός δέντρου για να προκαλέσει, με τις ακροβατικές του ικανότητες, το θαυμασμό της Κονστάνσα Ανδράδε, που ήταν βασίλισσα του Τρύγου και που από την πρώτη φορά που την είχε δει είχε χάσει την ηρεμία του, γιατί τον έτρωγε ο έρωτας. Ο Χουάν έκανε δυο τέλειες έλξεις, έναν ολόκληρο κύκλο, και στην επόμενη κίνηση άφησε μια ηχηρή κλανιά. Μη γελάς, Κλαρίτα! Ήταν τρομερό! Έπεσε μια στενάχωρη σιωπή και η βασίλισσα του Τρύγου άρχισε να γελάει ασυγκράτητα. Ο Χουάν έβαλε τη ζακέτα του, ήταν πολύ χλομός, απομακρύνθηκε από την ομάδα χωρίς βιασύνη και δεν τον είδαμε ποτέ ξανά. Έψαξαν να τον βρουν μέχρι και στη Λεγεώνα των Ξένων, ρώτησαν σ' όλα τα προξενεία, αλλά ποτέ πια κανείς δεν έμαθε γι' αυτόν. Εγώ νομίζω πως έγινε ιεραπόστολος και πήγε να φυλάει τους λεπρούς στη Νήσο του Πάσχα, που βρίσκεται πιο μακριά απ' όλα, για να ξεχάσει και να ξεχαστεί, έξω από τα συνηθισμένα δρομολόγια των καραβιών και ούτε υπάρχει στους ολλανδέζικους χάρτες. Από τότε ο κόσμος τον θυμάται σαν ο Χουάν της Πορδής".
   Η Νίβεα έπαιρνε την κόρη της στο παράθυρο και της έδειχνε τον ξεραμένο κορμό της λεύκας.
   "Ήταν ένα τεράστιο δέντρο", έλεγε. "Έβαλα να το κόψουν προτού γεννηθεί ο μεγάλος μου γιος. Λένε πως ήταν τόσο ψηλό, που από την κορφή του μπορούσε να δει κανείς όλη την πόλη, αλλά ο μόνος που έφτασε τόσο ψηλά δεν είχε μάτια για να τη δει. Κάθε αγόρι της οικογένειας δελ Βάλιε, όταν ήθελε να βάλει μακριά παντελόνια, έπρεπε να το ανέβει για ν' αποδείξει την αξία του. Ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία μύησης. Το δέντρο ήταν γεμάτο σημάδια. Εγώ η ίδια μπόρεσα να το διαπιστώσω όταν το έριξαν. Από τα πρώτα ενδιάμεσα κλαδιά, χοντρά σαν καμινάδες, μπορούσε κανείς να δει τα σημάδια που είχαν αφήσει οι παππούδες που είχαν σκαρφαλώσει στην εποχή τους. Από τα αρχικά σκαλισμένα πάνω στον κορμό γνώριζε κανείς ποιος είχε ανέβει πιο ψηλά, οι πιο γενναίοι, κι ακόμα ποιοι είχαν σταματήσει φοβισμένοι. Μια μέρα έφτασε η σειρά του Χερόνιμο, του τυφλού ξάδελφου. Σκαρφάλωσε στα τυφλά, ψάχνοντας για τα κλαδιά, χωρίς να ταλαντευτεί, γιατί δεν έβλεπε το ύψος και δεν ένιωθε το κενό. Έφτασε στην κορφή, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει το χι των αρχικών του, γιατί ξεκόλλησε σαν τερατόμορφο στόμιο υδρορρόης κι έπεσε με το κεφάλι καταγής στα πόδια του πατέρα του και των αδελφών του. Ήταν δεκαπέντε χρονών. Πήγαν το σώμα του τυλιγμένο σ' ένα σεντόνι στη μητέρα του, η καημένη η γυναίκα τούς έφτυσε όλους καταπρόσωπο, τους φώναξε καραβίσιες βρισιές και καταράστηκε τη γενιά των αντρών που έβαλαν το γιο της ν' ανέβει στο δέντρο, μέχρι που την πήραν οι Αδελφές του Ελέους με ζουρλομανδύα. Εγώ ήξερα πως κάποια μέρα οι γιοι μου θα έπρεπε να συνεχίσουν εκείνη τη βάρβαρη παράδοση. Γι' αυτό έβαλα και το έκοψαν. Δεν ήθελα ο Λουίς και τ' άλλα αγόρια να μεγαλώσουν με τη σκιά εκείνης της αγχόνης στο παράθυρο".
   Μερικές φορές η Κλάρα συνόδευε τη μητέρα της μαζί με δυο τρεις φίλες της σουφραζέτες, που πήγαιναν να επισκεφτούν εργοστάσια, όπου ανέβαιναν πάνω σε κάτι κασόνια για να βγάλουν λόγους στις εργάτριες, ενώ από μια φρόνιμη απόσταση, οι αρχιεργάτες και τ' αφεντικά τις παρακολουθούσαν κοροϊδευτικά και επιθετικά. Παρά τη μικρή της ηλικία και την τέλειά της άγνοια για τα πράγματα του κόσμου, η Κλάρα μπορούσε να συλλάβει το παράλογο της κατάστασης και περιέγραφε στα τετράδιά της την αντίθεση ανάμεσα στη μητέρα της και στις φίλες της, με γούνινα παλτά και σουέντ μπότες, να μιλάνε για καταπίεση, για ισότητα και για δικαιώματα σε μια ομάδα από θλιμμένες και υποταγμένες στη μοίρα τους εργάτριες, με τις πρόστυχες ντρίλινες ρόμπες τους και τα χέρια κόκκινα από τις χιονίστρες. Από το εργοστάσιο οι σουφραζέτες πήγαιναν στο ζαχαροπλαστείο της πλατείας των Όπλων να πάρουν το τσάι τους με γλυκά και να συζητήσουν για την πρόοδο της εκστρατείας, χωρίς αυτή η επιπόλαια διασκέδαση να τις αποσπάσει έστω και λίγο από τα φλογερά τους ιδεώδη. Άλλες φορές η μητέρα της την πήγαινε στους περιθωριακούς οικισμούς και στις λαϊκές κατοικίες, όπου έφταναν με το αυτοκίνητο φορτωμένο τρόφιμα και ρούχα, που η Νίβεα και οι φίλες της έραβαν για τους φτωχούς. Ακόμα και σ' εκείνες τις ευκαιρίες η μικρή έγραφε μ' εξαιρετική διαίσθηση πως τα φιλανθρωπικά έργα δεν μπορούσαν να μετριάσουν τη μνημειώδη αδικία. Η σχέση της με τη μητέρα της ήταν χαρούμενη και στενή και η Νίβεα, παρόλο που είχε κάνει δεκαπέντε παιδιά, την είχε σαν μοναχοκόρη, δημιουργώντας ένα δεσμό τόσο δυνατό που συνεχίστηκε και στις επόμενες γενιές σαν οικογενειακή παράδοση.
   Η νταντά είχε μεταμορφωθεί σε μια γυναίκα χωρίς ηλικία, που διατηρούσε ανέπαφες τις δυνάμεις της και μπορούσε να πετιέται από τις γωνιές προσπαθώντας να τρομάξει τη βουβαμάρα, ακριβώς όπως μπορούσε να περάσει όλη τη μέρα ανακατεύοντας μ' ένα ξύλο το χάλκινο τσουκάλι, μπροστά σε μια φωτιά της κολάσεως στη μέση της τρίτης αυλής, όπου κόχλαζε το γλυκό κυδώνι, ένα πηχτό υγρό με χρώμα από τοπάζι που, όταν κρύωνε, η Νίβεα το μοίραζε σε φόρμες σε όλα τα μεγέθη στους φτωχούς. Συνηθισμένη να ζει τριγυρισμένη από παιδιά, όταν τα άλλα μεγάλωσαν κι έφυγαν, η νταντά έδωσε στην Κλάρα όλη της την τρυφερότητα. Παρόλο που η μικρή δεν ήταν πια μωρό, την έπλενε μουσκεύοντάς τη μες στην εμαγιέ μπανιέρα με νερό που ευωδίαζε βασιλικό και γιασεμί, την έτριβε μ' ένα σφουγγάρι, τη σαπούνιζε σχολαστικά χωρίς να ξεχνάει ούτε ακρίτσα από τ' αυτιά ή τα πόδια της, την έτριβε με κολόνια, της έβαζε ταλκ μ' ένα πομπόν από φτερά κύκνου και της βούρτσιζε τα μαλλιά με ατέλειωτη υπομονή, ώσπου γίνονταν γυαλιστερά και απαλά σαν θαλασσινά φυτά. Την έντυνε, της άνοιγε το κρεβάτι, της πήγαινε το πρωινό στο δίσκο, την υποχρέωνε να πίνει τίλιο για τα νεύρα, χαμομήλι για το στομάχι, λεμόνι για τη διάφανη επιδερμίδα, απήγανο για τη χολή και δυόσμο για τη φρεσκάδα της αναπνοής, μέχρι που η μικρή μεταμορφώθηκε σ' ένα αγγελικό κι όμορφο πλάσμα, που τριγύριζε στις αυλές τυλιγμένη σε μιαν ευωδιά από λουλούδια, έναν ψίθυρο από κολλαρισμένα μισοφόρια κι ένα φωτοστέφανο από μπούκλες και κορδέλες.
   Η Κλάρα πέρασε την παιδική της ηλικία και μπήκε στην εφηβική μέσα στους τοίχους του σπιτιού της, σ' έναν κόσμο με τρομαχτικές ιστορίες, με ήρεμες ησυχίες, όπου ο χρόνος δε σημειωνόταν με ρολόγια ούτε με ημερολόγια και όπου τα αντικείμενα είχαν τη δική τους ζωή, τα φαντάσματα κάθονταν στο τραπέζι και μιλούσαν με τους ανθρώπους, το παρελθόν και το μέλλον ήταν μέρος του ίδιου πράγματος και η πραγματικότητα του παρόντος ήταν ένα καλειδοσκόπιο από ανακατεμένους καθρέφτες, όπου οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί. Είναι πραγματική ευχαρίστηση για μένα να διαβάζω τα τετράδια εκείνης της εποχής, όπου περιγράφεται ένας μαγικός κόσμος που έχει χαθεί. Η Κλάρα κατοικούσε ένα σύμπαν που είχε η ίδια εφεύρει, προστατευμένη από τη δριμύτητα της ζωής, όπου η πεζή αλήθεια των υλικών πραγμάτων γινόταν ένα με την ταραγμένη αλήθεια των ονείρων, όπου δε λειτουργούσαν πάντα οι νόμοι της φυσικής ή της λογικής. Η Κλάρα έζησε εκείνη την περίοδο απασχολημένη στις φαντασιώσεις της, συντροφευμένη με τα πνεύματα του αέρα, των νερών και της γης, τόσο ευτυχισμένη που δεν ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει για εννιά χρόνια. Όλοι είχαν χάσει τις ελπίδες τους πως θ' άκουγαν ξανά τη φωνή της, όταν, τη μέρα των γενεθλίων της, αφού φύσηξε τα δεκαεννιά κεριά της σοκολατένιας της τούρτας, δοκίμασε μια φωνή που είχε φυλάξει όλον εκείνο τον καιρό και που αντήχησε σαν ξεκουρδισμένο όργανο.
   "Θα παντρευτώ γρήγορα", είπε.
   "Με ποιον;" ρώτησε ο Σεβέρο.
   "Με τον αρραβωνιαστικό της Ρόζας", απάντησε κείνη.
   Και τότε συνειδητοποίησαν πως είχε μιλήσει για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια και το θαύμα ταρακούνησε συθέμελα το σπίτι κι έκανε όλη την οικογένεια να βάλει τα κλάματα. Τηλεφωνήθηκαν μεταξύ τους, το νέο απλώθηκε σ' όλη την πόλη, συμβουλεύτηκαν το δόκτορα Κουέβας, που δεν μπορούσε να το πιστέψει, και μες στη φασαρία για το ότι η Κλάρα είχε μιλήσει όλοι ξέχασαν αυτό που είχε πει και δεν το θυμήθηκαν παρά μόνο δυο μήνες αργότερα, όταν εμφανίστηκε ο Εστέμπαν Τρουέμπα, που είχαν να τον δουν από την κηδεία της Ρόζας, για να ζητήσει το χέρι της Κλάρας.

   Ο Εστέμπαν Τρουέμπα κατέβηκε στο σταθμό και κουβάλησε μόνος του τις δυο βαλίτσες του. Ο σιδερένιος τρούλος, που είχαν κατασκευάσει οι Εγγλέζοι για να μιμηθούν το σταθμό της Βικτόρια την εποχή που είχαν το δικαίωμα εκμετάλλευσης των εθνικών σιδηροδρόμων, δεν είχε αλλάξει καθόλου από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί πολλά χρόνια πριν, τα ίδια βρόμικα τζάμια, τα λουστράκια, οι μικροπωλητές με τσουρεκάκια και γλυκά και οι αχθοφόροι με τα σκούρα κασκέτα, με το έμβλημα της βρετανικής κορόνας, που κανείς δεν είχε σκεφτεί ν' αντικαταστήσει με άλλο με τα χρώματα της σημαίας. Πήρε ένα αμάξι κι έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού της μητέρας του. Η πόλη του φάνηκε άγνωστη, υπήρχε μια αταξία μοντερνισμού, μια θαυμαστή παρέλαση από γυναίκες που έδειχναν τους αστραγάλους τους, από άντρες με γιλέκα και πανταλόνια με πιέτες, μια αναταραχή από εργάτες που έκαναν τρύπες στα πεζοδρόμια, ξεριζώνοντας δέντρα για να βάλουν κολόνες, βγάζοντας κολόνες για να φτιάξουν χτίρια, γκρεμίζοντας χτίρια για να φυτέψουν δέντρα, μια φασαρία από πλανόδιους μικροπωλητές που φώναζαν τα θαύματα του ακονιστή των μαχαιριών, εδώ το καλό αράπικο φυστίκι, ο κούκλος που χορεύει μόνος του, χωρίς σύρματα, χωρίς κλωστές, διαπιστώστε και μόνοι σας, βάλτε το χέρι σας, ένας κυκλώνας από σκουπιδαριά, υπαίθριες ψησταριές, εργοστάσια, από αυτοκίνητα που τρακάριζαν με τις άμαξες και τα τραμ που κινούνταν με ιδρώτα, όπως έλεγαν για τα γέρικα άλογα που τραβούσαν τα δημοτικά μεταφορικά μέσα. Μια υγρή ανάσα από πλήθη, ένας θόρυβος από βιαστικά πήγαιν' έλα, από ανυπομονησία και σταθερό ωράριο. Ο Εστέμπαν ένιωσε να πνίγεται. Μισούσε εκείνη την πόλη πολύ περισσότερο απ' όσο θυμόταν, έφερε στο μυαλό του τις δεντροστοιχίες με τις λεύκες στην εξοχή, τον καιρό που μετρούσαν οι βροχές, η απέραντη μοναξιά στα λιβάδια, η δροσερή ησυχία στο ποτάμι και στο σιωπηλό του σπίτι.
   "Εδώ δεν είναι πόλη, είναι σκατά", συμπέρανε.
   Το αμάξι τον πήγε καλπάζοντας στο σπίτι όπου είχε μεγαλώσει. Ανατρίχιασε, καθώς είδε πόσο είχε χαλάσει το προάστιο μέσα σ' εκείνα τα χρόνια, από τότε που οι πλούσιοι θέλησαν να ζήσουν ψηλότερα από τους υπόλοιπους και η πόλη απλώθηκε στους πρόποδες της κορδιλιέρας. Από την πλατεία, όπου έπαιζε παιδί, δεν απόμενε τίποτα, ήταν ένας άδειος χώρος γεμάτος σταματημένα κάρα της αγοράς ανάμεσα σε σκουπίδια που σκάλιζαν κάτι κοπρόσκυλα. Το σπίτι ήταν ερείπιο. Είδε όλα τα σημάδια από το πέρασμα του χρόνου. Στη γυάλινη πόρτα, με σχέδια από εξωτικά πουλιά σκαλισμένα στο κρύσταλλο, παλιομοδίτικια κι ετοιμόρροπη, υπήρχε ένα μπρούντζινο ρόπτρο σε σχήμα γυναικείου χεριού που κρατάει μια μπάλα. Χτύπησε την πόρτα κι αναγκάστηκε να περιμένει τόσην ώρα, που του φάνηκε ατέλειωτη, ώσπου ν' ανοίξει η πόρτα με το τράβηγμα ενός κορδονιού που ξεκινούσε από το χερούλι και πήγαινε ως το πάνω μέρος της σκάλας. Η μητέρα του ζούσε στο πάνω πάτωμα και νοίκιαζε το ισόγειο σε μια βιοτεχνία κουμπιών. Ο Εστέμπαν άρχισε ν' ανεβαίνει τα σκαλοπάτια που έτριζαν και που είχαν καιρό πολύ να δουν παρκετίνη. Μια γριά υπηρέτρια, που την ύπαρξή της είχε τελείως ξεχάσει, τον περίμενε πάνω και τον υποδέχτηκε με δακρύβρεχτα δείγματα της αγάπης της, ακριβώς όπως τον υποδεχόταν στα δεκαπέντε του, όταν γύριζε από το συμβολαιογραφείο, όπου κέρδιζε τη ζωή του αντιγράφοντας μεταβιβάσεις περιουσιών και πληρεξούσια αγνώστων. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, ούτε ακόμα και η θέση των επίπλων, αλλά όλα του φάνηκαν διαφορετικά του Εστέμπαν, ο διάδρομος με το φαγωμένο παρκέ, μερικά σπασμένα τζάμια και μπαλωμένα με κομμάτια από χαρτόνι, κάτι σκονισμένες φτέρες που μαράζωναν μέσα σε σκουριασμένα τενεκεδάκια και σε ραγισμένες πορσελάνινες γλάστρες, μια κακοσμία από ούρα και τηγανίλα που του ανακάτευε το στομάχι. «Τι φτώχεια!», σκέφτηκε ο Εστέμπαν, χωρίς να μπορεί να καταλάβει πού πήγαιναν όλα τα λεφτά που έστελνε στην αδελφή του για να ζουν με αξιοπρέπεια.
   Η Φέρουλα βγήκε από το δωμάτιο για να τον υποδεχτεί με μια θλιμμένη γκριμάτσα για καλωσόρισμα. Είχε αλλάξει πολύ και δεν ήταν πια η εύσωμη γυναίκα που είχε αφήσει πριν από χρόνια, είχε αδυνατίσει και η μύτη της έδειχνε τεράστια στο όλο γωνίες πρόσωπό της. Είχε ένα μελαγχολικό και ταραγμένο ύφος, μια έντονη μυρωδιά από λεβάντα και παλιά ρούχα. Αγκαλιάστηκαν σιωπηλά.
   "Πώς είναι η μαμά;" ρώτησε ο Εστέμπαν.
   "Έλα να τη δεις, σε περιμένει", είπε εκείνη.
   Διέσχισαν ένα διάδρομο με δωμάτια που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους, όλα ίδια, σκοτεινά, με πένθιμους τοίχους, ψηλά ταβάνια και στενά παράθυρα, με ξεβαμμένα λουλούδια και μαραζωμένες κόρες στις ταπετσαρίες, λεκιασμένες από την καπνιά που έβγαζαν τα μαγκάλια και από την πατίνα του χρόνου και της φτώχειας. Από πολύ μακριά ακουγόταν η φωνή κάποιου εκφωνητή από το ραδιόφωνο, που διαφήμιζε τα χαπάκια του γιατρού Ρος, μικρά αλλά θαυματουργά, ενάντια στη δυσκοιλιότητα, την αϋπνία και την άσκημη αναπνοή. Σταμάτησαν μπροστά στην κλειστή πόρτα, στην κρεβατοκάμαρα της δόνια Εστέρ Τρουέμπα.
   "Εδώ είναι", είπε η Φέρουλα. 
   Ο Εστέμπαν άνοιξε την πόρτα και χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι. Μια μυρωδιά από φάρμακα και σαπίλα τον χτύπησε καταπρόσωπο, μια γλυκερή μυρωδιά από ιδρώτα, υγρασία, κλεισούρα και κάτι άλλο, που στην αρχή δεν μπόρεσε ν' αναγνωρίσει, αλλά που ξαφνικά κόλλησε πάνω του σαν αρρώστια, μια μυρωδιά από σάρκα που σάπιζε. Από μια σταλιά φως, που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο, είδε το φαρδύ κρεβάτι, όπου πέθανε ο πατέρας του κι όπου κοιμόταν η μητέρα του από τη μέρα του γάμου της, το μαύρο σκαλιστό του ξύλο, μ' έναν ουρανό με ανάγλυφους αγγέλους και κάτι κουρέλια από κόκκινο μπροκάρ, θαμπωμένα με τα χρόνια. Η μητέρα του βρισκόταν μισοκαθισμένη στο κρεβάτι. Ήταν ένας όγκος από συμπαγή σάρκα, μια τερατώδης πυραμίδα από λίπος και κουρέλια, που κατέληγε σ' ένα μικρό φαλακρό κεφαλάκι με γλυκά μάτια, εκπληχτικά ζωντανά, γαλανά κι αθώα. Τα αρθριτικά την είχαν μετατρέψει σ' ένα μονολιθικό πλάσμα, δεν μπορούσε να διπλώσει τις κλειδώσεις της, ούτε να γυρίσει το κεφάλι, τα δάχτυλά της είχαν γίνει σαν αγκίστρια, όπως τα πόδια κάποιου απολιθώματος, και για να διατηρεί τη στάση της στο κρεβάτι έπρεπε να στηρίζεται μ' ένα κασόνι στην πλάτη, που κι αυτό με τη σειρά του στηριζόταν σ' ένα ξύλινο μαδέρι, που ακουμπούσε στον τοίχο. Το πέρασμα των χρόνων φαινόταν από τα σημάδια που το μαδέρι είχε αφήσει πάνω στον τοίχο, ένα αποτύπωμα οδύνης, ένα μονοπάτι πόνου.
   "Μαμά...", μουρμούρισε ο Εστέμπαν και η φωνή του έσπασε μες στο στήθος του μ' ένα συγκρατημένο λυγμό, που έσβησε μεμιάς όλες τις θλιβερές αναμνήσεις, τα φτωχικά παιδικά χρόνια, τις ταγκιασμένες μυρωδιές, τα παγωμένα πρωινά και τη σούπα όλο λίπος της παιδικής του ηλικίας, την απουσία του πατέρα κι εκείνη τη λύσσα που του έτρωγε τα σωθικά από τη μέρα που άρχισε να χρησιμοποιεί το λογικό του, ξεχνώντας τα όλα, εκτός από τις μοναδικές φωτεινές στιγμές που εκείνη η άγνωστη γυναίκα, που κειτόταν στο κρεβάτι, τον είχε κρατήσει στα χέρια της, του είχε αγγίξει το μέτωπο μην ήταν ζεστός, τον είχε νανουρίσει, είχε σκύψει μαζί του πάνω από τις σελίδες κάποιου βιβλίου, είχε κλάψει με λύπη όταν τον έβλεπε να σηκώνεται την αυγή για να πάει στη δουλειά ακόμα παιδί κι είχε κλάψει από χαρά όταν τον έβλεπε να γυρίζει τη νύχτα, "είχες κλάψει, μάνα, για μένα..."
   Η δόνια Εστέρ άπλωσε το χέρι, αλλά δεν ήταν για να τον χαιρετήσει, παρά για να τον σταματήσει.
   "Γιε μου, μην πλησιάζεις", και η φωνή της ήταν ολοκάθαρη, ακριβώς όπως τη θυμόταν, η τραγουδιστή και όλο υγεία φωνή μιας νεαρής κοπέλας.
   "Είναι για τη μυρωδιά", εξήγησε ξερά η Φέρουλα. "Κολλάει".
   Ο Εστέμπαν τράβηξε το ξεφτισμένο δαμασκηνό πάπλωμα και κοίταξε τα πόδια της μητέρας του. Ήταν δυο μελανιασμένες ελεφαντιασμένες κολόνες, γεμάτες ανοιχτές πληγές, όπου κάμπιες από μύγες και σκουλήκια είχαν κάνει τις φωλιές τους κι άνοιγαν τρύπες, δυο πόδια που σάπιζαν ζωντανά, με κάτι τεράστιες πατούσες μ' ένα ανοιχτό γαλάζιο χρώμα, χωρίς νύχια στα δάχτυλα, που έσκαζαν μες στο ίδιο τους το πύο, μες στο μαύρο αίμα, μες στην αηδιαστική πανίδα που τρεφόταν από τη σάρκα της, "μάνα, προς Θεού, από τη σάρκα μου!"
   "Ο γιατρός θέλει να μου τα κόψει, γιε μου", είπε η δόνια Εστέρ με την ήρεμη νεανική της φωνή, "αλλά εγώ πια είμαι πολύ γριά για τέτοια κι έχω κουραστεί να υποφέρω, γι' αυτό καλύτερα να πεθάνω. Αλλά δεν ήθελα να πεθάνω χωρίς να σε δω, γιατί όλ' αυτά τα χρόνια είχα καταλήξει να πιστεύω πως ήσουν πεθαμένος και πως τα γράμματά σου τα έγραφε η αδελφή σου για να μη μου δώσει άλλη στεναχώρια. Έλα στο φως, γιε μου, για να σε δω καλά. Θεέ και Κύριε! Είσαι σαν άγριος!"
   "Είναι η ζωή στο ύπαιθρο, μαμά", μουρμούρισε εκείνος.
   "Καλά, καλά. Φαίνεσαι γερός ακόμα. Πόσων χρονών είσαι;"
   "Τριάντα πέντε".
   "Καλή ηλικία για να παντρευτείς και να συμμαζευτείς, για να πεθάνω κι εγώ ήσυχη".
   "Δε θα πεθάνεις, μαμά", ικέτεψε ο Εστέμπαν.
   "Θέλω να είμαι σίγουρη πως θ' αποχτήσω εγγόνια, κάποιον που να έχει το αίμα μου, αλλά πρέπει να ψάξεις να βρεις σύζυγο. Μια καθώς πρέπει χριστιανή. Αλλά, πρώτα, πρέπει να κόψεις αυτά τα μαλλιά κι αυτά τα γένια, μ' ακούς;"
   Ο Εστέμπαν έγνεψε καταφατικά. Γονάτισε δίπλα στη μητέρα του κι έκρυψε το πρόσωπό του στο πρησμένο της χέρι, αλλά η μυρωδιά τον έκανε να τραβηχτεί. Η Φέρουλα τον πήρε από το μπράτσο και τον έβγαλε έξω από εκείνο το θλιβερό δωμάτιο. Ανάπνευσε βαθιά μόλις βγήκε έξω, με τη μυρωδιά κολλημένη ακόμα στα ρουθούνια του, και τότε ένιωσε τη λύσσα, τη δικιά του λύσσα, που τόσο καλά γνώριζε, ν' ανεβαίνει σαν ένα ζεστό κύμα στο κεφάλι, να μπαίνει στα μάτια του, να βάζει φριχτές βλασφήμιες στα χείλια του, "λύσσα για τα χρόνια που πέρασαν χωρίς να σε σκεφτώ, μάνα, λύσσα που σ' εγκατέλειψα, μάνα, που δε σ' αγάπησα και δε σε φρόντισα αρκετά, λύσσα γιατί είμαι ένας κωλομπάσταρδος, όχι, συγνώμη, μάνα, δεν ήθελα να πω αυτό, γαμώτο, πεθαίνει, είναι γριά κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, ούτε να σταματήσω τους πόνους της, να ξαλαφρώσω τη σαπίλα, να διώξω αυτή την τρομερή μυρωδιά, αυτό το θανατηφόρο υγρό όπου ψήνεσαι, μάνα!"
   Δύο μέρες αργότερα η δόνια Εστέρ Τρουέμπα πέθανε στο κρεβάτι του πόνου, όπου είχε περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Ήταν μόνη της, γιατί η Φέρουλα είχε πάει, όπως κάθε Παρασκευή, στις λαϊκές κατοικίες των φτωχών, στο προάστιο της Ευσπλαχνίας, να προσευχηθεί με το ροζάριο για όσους είχαν ανάγκη, για τους άθεους, για τις πόρνες και για τα ορφανά, που της πετούσαν σκουπίδια, της άδειαζαν δοχεία και την έφτυναν, ενώ εκείνη, γονατισμένη στο δρομάκι, φώναζε πατερημά και αβεμαρίες σε μιαν ατέλειωτη λιτανεία, βουτηγμένη στις βρισιές αυτών που είχαν ανάγκη, στα φτυσίματα των άθεων, στις σπατάλες των πορνών και στα σκουπίδια των ορφανών, κλαίγοντας, αχ, από ταπείνωση, ζητώντας συγνώμη γι' αυτούς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν, και νιώθοντας να μαλακώνουν τα κόκαλά της και μια θανάσιμη νωθρότητα να κάνει τα πόδια της σαν βαμβάκι και μια καλοκαιριάτικη ζέστη να της σφίγγει το αμάρτημα ανάμεσα στα πόδια, παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο, Κύριε, και η κοιλιά της να σκάει με φωτιές της κόλασης, αχ, από την αγιοσύνη, από το φόβο, πάτερ ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, Χριστέ μου.
   Ούτε και ο Εστέμπαν βρισκόταν κοντά στη δόνια Εστέρ, όταν πέθανε σιωπηλά στο κρεβάτι του πόνου. Είχε πάει να επισκεφτεί την οικογένεια δελ Βάλιε, για να δει αν τους έμενε καμιά ανύπαντρη κόρη, γιατί μετά από τόσα χρόνια απουσία και βαρβαρότητα, δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει για να εκτελέσει την υπόσχεση να δώσει νόμιμα εγγόνια στη μητέρα του και είχε συμπεράνει πως, αφού ο Σεβέρο και η Νίβεα τον είχαν δεχτεί σαν γαμπρό την εποχή της ωραίας Ρόζας, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην τον δεχτούν ξανά, ιδιαίτερα τώρα που ήταν πλούσιος και δε χρειαζόταν να σκάβει τη γη για να βρει χρυσάφι, μια και είχε όσο χρειαζόταν στο λογαριασμό του στην τράπεζα.
   Ο Εστέμπαν και η Φέρουλα βρήκαν εκείνο το βράδυ πεθαμένη τη μητέρα τους στο κρεβάτι. Είχε ένα ήρεμο χαμόγελο στα χείλια, λες και στην τελευταία στιγμή της ζωής της η αρρώστια θέλησε να την απαλλάξει από το καθημερινό της μαρτύριο.

   Τη μέρα που ο Εστέμπαν Τρουέμπα ζήτησε να τους επισκεφτεί, ο Σεβέρο και η Νίβεα δελ Βάλιε θυμήθηκαν τα λόγια της Κλάρας όταν έσπασε τη μακρόχρονη σιωπή της κι έτσι δεν παραξενεύτηκαν καθόλου, όταν ο επισκέπτης τούς ρώτησε αν είχαν καμιά κόρη για παντρειά. Έκαναν τους λογαριασμούς τους και τον πληροφόρησαν πως η Άννα είχε γίνει καλόγρια, η Τερέζα ήταν πολύ άρρωστη και όλες οι άλλες είχαν παντρευτεί, εκτός από την Κλάρα, τη μικρότερη, που ήταν ακόμα διαθέσιμη, αλλά όμως ήταν ένα πλάσμα λίγο παράξενο, όχι και τόσο ικανή για τις ευθύνες του γάμου και την οικιακή ζωή. Με μεγάλη ειλικρίνεια του διηγήθηκαν τις παραξενιές της μικρότερής τους κόρης, χωρίς να κρύψουν το γεγονός πως είχε μείνει βουβή το μισό χρόνο σχεδόν της ζωής της, γιατί δεν ήθελε να μιλήσει κι όχι γιατί δεν μπορούσε, όπως το είχε πολύ καλά ξεκαθαρίσει ο Ρουμάνος Ροστίποφ και το είχε επιβεβαιώσει ο γιατρός Κουέβας με αμέτρητες εξετάσεις. Αλλά ο Εστέμπαν Τρουέμπα δεν ήταν απ' αυτούς που θα φοβούνταν ιστορίες με φαντάσματα που τριγυρίζουν στους διαδρόμους, αντικείμενα που κινούνται εξ αποστάσεως με τη δύναμη του μυαλού ή από άσκημα προμηνύματα κι ακόμα λιγότερο από την παρατεταμένη σιωπή, που θεωρούσε προτέρημα. Κατέληξε πως κανένα απ' όλα εκείνα δεν ήταν εμπόδιο για να φέρει στον κόσμο γερά και νόμιμα παιδιά και ζήτησε να γνωρίσει την Κλάρα. Η Νίβεα πήγε να τη βρει κι οι δυο άντρες έμειναν μόνοι στο σαλόνι, μια ευκαιρία που ο Τρουέμπα εκμεταλλεύτηκε, με τη συνηθισμένη του ειλικρίνεια, για να παρουσιάσει χωρίς εισαγωγές την οικονομική του κατάσταση.
   "Σε παρακαλώ, μη βιάζεσαι, Εστέμπαν!" τον διέκοψε ο Σεβέρο. "Πρώτα πρέπει να δεις το κορίτσι, να τη γνωρίσεις καλύτερα και πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τα αισθήματα της Κλάρας. Δε νομίζεις;"
   Η Νίβεα γύρισε με την Κλάρα. Η νεαρή κοπέλα μπήκε στο σαλόνι με κατακόκκινα μάγουλα και με κατάμαυρα νύχια, γιατί βοηθούσε τον κηπουρό να φυτέψει βολβούς από ντάλιες και σ' εκείνη την περίπτωση της έλλειψε η διορατικότητα, ώστε να περιμένει το γαμπρό με μια πιο κατάλληλη ενδυμασία. Μόλις την είδε, ο Εστέμπαν σηκώθηκε όρθιος από την έκπληξη. Τη θυμόταν σαν ένα αδύνατο και ασθματικό πλάσμα, χωρίς καμιά χάρη, αλλά η νεαρή κοπέλα που βρισκόταν μπροστά του ήταν μια φίνα μινιατούρα από φίλντισι, με γλυκό πρόσωπο και μια καστανή, σγουρή κι ακατάστατη χαίτη, απ' όπου ξέφευγαν μερικές μπούκλες, μελαγχολικά μάτια, που μεταμορφώνονταν σε μια κοροϊδευτική πικάντικη ματιά όταν γελούσε, μ' ένα ευθύ κι ανοιχτό γέλιο με το κεφάλι ελαφρά ριγμένο πίσω.
   "Σας περίμενα", είπε απλά.
   Πέρασαν σχεδόν δυο ώρες σ' αυτή την τυπική επίσκεψη, συζητώντας για τη σεζόν της όπερας, τα ταξίδια στην Ευρώπη, την πολιτική κατάσταση και τα κρυολογήματα του χειμώνα, πίνοντας λικέρ και τρώγοντας γλυκά με φύλλο. Ο Εστέμπαν παρατηρούσε την Κλάρα όσο πιο διακριτικά μπορούσε, νιώθοντας να γοητεύεται ολοένα περισσότερο από την κοπέλα. Δε θυμόταν να είχε ενδιαφερθεί τόσο πολύ για καμιά γυναίκα από τη λαμπρή μέρα που είχε πρωτοδεί την ωραία Ρόζα ν' αγοράζει καραμέλες με γλυκάνισο στο ζαχαροπλαστείο στην πλατεία των Όπλων. Σύγκρινε τις δύο αδελφές κι έβγαλε το συμπέρασμα πως η Κλάρα ήταν πιο συμπαθητική, αν και η Ρόζα, χωρίς αμφιβολία, υπήρξε πολύ πιο όμορφη. Βράδιασε και μπήκαν δυο υπηρέτριες να κλείσουν τις κουρτίνες και ν' ανάψουν τα φώτα και τότε ο Εστέμπαν κατάλαβε πως η επίσκεψή του είχε παρατραβήξει. Οι τρόποι του κάθε άλλο ήταν παρά τέλειοι. Αποχαιρέτησε μονοκόμματα το Σεβέρο και τη Νίβεα και ζήτησε την άδεια να επισκεφτεί ξανά την Κλάρα.
   "Ελπίζω να μην πλήττετε, Κλάρα", είπε κοκκινίζοντας. "Είμαι απλός άνθρωπος από την επαρχία και είμαι τουλάχιστο δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος. Δεν ξέρω να φερθώ με μια νέα κοπέλα σαν εσάς..."
   "Θέλετε να με παντρευτείτε;" ρώτησε η Κλάρα κι εκείνος πρόσεξε μια ειρωνική λάμψη στα καστανά σαν φουντούκια μάτια της.
   "Κλάρα, προς Θεού!" αναφώνησε η μητέρα της τρομοκρατημένη. "Συγνώμη, Εστέμπαν, αυτό το κορίτσι ήταν πάντα αυθάδικο".
   "Θέλω να ξέρω, μαμά, για να μη χάνουμε καιρό", είπε η Κλάρα.
   "Κι εμένα μ' αρέσουν οι καθαρές δουλειές", χαμογέλασε ευτυχισμένος ο Εστέμπαν. "Ναι, Κλάρα, γι' αυτό ήρθα εδώ".
   Η Κλάρα τον πήρε από το μπράτσο και τον συνόδεψε μέχρι την έξοδο. Στην τελευταία ματιά που αντάλλαξαν ο Εστέμπαν κατάλαβε πως τον είχε δεχτεί και γέμισε χαρά. Καθώς μπήκε στο αμάξι, χαμογελούσε χωρίς να μπορεί να πιστέψει στην καλή του τύχη και χωρίς να ξέρει γιατί μια νέα, τόσο γοητευτική όπως η Κλάρα, τον είχε δεχτεί για σύζυγο χωρίς να τον γνωρίζει. Δεν ήξερε πως εκείνη είχε δει το ίδιο της το μέλλον, γι' αυτό τον είχε καλέσει με τη σκέψη της και ήταν έτοιμη να παντρευτεί χωρίς έρωτα.
   Από σεβασμό για το πένθος του Εστέμπαν Τρουέμπα άφησαν να περάσουν μερικοί μήνες, στο διάστημα των οποίων εκείνος την κορτάριζε με τον παλιό τρόπο, ακριβώς όπως και με την αδελφή της Ρόζα, χωρίς να ξέρει πως η Κλάρα μισούσε τις καραμέλες με γλυκάνισο και οι ακροστιχίδες την έκαναν μόνο να γελάει. Στο τέλος του χρόνου, κοντά στα Χριστούγεννα, ανάγγειλαν επίσημα τους αρραβώνες στην εφημερίδα κι έβαλαν βέρες με την παρουσία των συγγενών και των πιο στενών τους φίλων, περισσότερα από εκατό άτομα συνολικά, σ' ένα πανταγκρουελικό συμπόσιο, όπου παρέλασαν οι πιατέλες με τις γεμιστές γαλοπούλες, τα γκλασαρισμένα χοιρινά, τα χέλια των ποταμών, οι γκρατιναρισμένοι αστακοί, τα ζωντανά στρείδια, τούρτες με λεμόνι και πορτοκάλι από τις Καρμελίτισσες, με αμύγδαλα και καρύδια από τις Δομινικάνες, με σοκολάτα και μαρέγκα από τις Κλαρίσσες, και κιβώτια με σαμπάνια φερμένη από τη Γαλλία μέσω του πρόξενου, που έκανε λαθρεμπόριο με τα διπλωματικά του προνόμια, αλλά όλα σερβιρισμένα και παρουσιασμένα με μεγάλη απλότητα από τις παλιές υπηρέτριες του σπιτιού, με τις μαύρες τους ρόμπες, όπως κάθε μέρα, για να δώσουν στη γιορτή την εμφάνιση μιας σεμνής οικογενειακής συγκέντρωσης, γιατί κάθε υπερβολή ήταν μια ένδειξη χυδαιότητας και καταδικασμένη σαν ένα αμάρτημα της κοσμικής ματαιοδοξίας και σαν κακογουστιά, πράγμα που οφειλόταν στο αυστηρό και μάλλον καταθλιπτικό παρελθόν εκείνης της κοινωνίας, που καταγόταν από τους πιο γενναίους Καστελιάνους και Βάσκους μετανάστες. Η Κλάρα ήταν σαν οπτασία από δαντέλα σαντιγί άσπρη και φρέσκιες καμέλιες, προσπαθώντας να κερδίσει σαν χαρούμενο παπαγαλάκι τα εννιά χρόνια της σιωπής, χορεύοντας με τον αρραβωνιαστικό της κάτω από τις τέντες και τα φανάρια, μακριά από τις προειδοποιήσεις των πνευμάτων, που της έκαναν απελπισμένα νοήματα από τις κουρτίνες, αλλά που μες στο πλήθος και τη φασαρία εκείνη δεν τα έβλεπε. Η τελετή για τις βέρες παρέμεινε ίδια από την εποχή της Αποικίας. Στις δέκα το βράδυ, ένας υπηρέτης κυκλοφόρησε ανάμεσα στους καλεσμένους χτυπώντας ένα κρυστάλλινο καμπανάκι, σταμάτησε η μουσική και ο χορός κι οι καλεσμένοι μαζεύτηκαν στο μεγάλο σαλόνι. Ένας μικροκαμωμένος και αθώος ιερέας, στολισμένος με τα ιερατικά του άμφια, διάβασε το περίπλοκο κήρυγμα που είχε ετοιμάσει, εκθειάζοντας συγκεχυμένες και ανέφικτες αρετές. Η Κλάρα δεν τον άκουσε, γιατί, μόλις σταμάτησε η φασαρία της μουσικής και η αναστάτωση του χορού, πρόσεξε τα ψιθυρίσματα των πνευμάτων ανάμεσα στις κουρτίνες και κατάλαβε πως είχαν περάσει πολλές ώρες που δεν είχε δει τον Μπαραμπάς. Έψαξε να τον βρει με το βλέμμα, ενεργοποιώντας όλες της τις αισθήσεις, αλλά μια αγκωνιά της μητέρας της την επανέφερε στις επείγουσες απαιτήσεις της τελετής. Ο ιερέας τελείωσε το λόγο του, ευλόγησε τις χρυσές βέρες κι ύστερα ο Εστέμπαν έβαλε τη μια στην αρραβωνιαστικιά του και την άλλη στο δάχτυλό του.
   Εκείνη τη στιγμή μια κραυγή τρόμου τάραξε τους καλεσμένους. Ο κόσμος τραβήχτηκε στις δυο άκρες ανοίγοντας ένα δρόμο, απ' όπου μπήκε μέσα ο Μπαραμπάς, πιο μαύρος και πιο μεγάλος παρά ποτέ, μ' ένα χασάπικο μαχαίρι χωμένο στον ώμο του μέχρι τη λαβή, αιμορραγώντας σαν βόδι, με τα ψηλά πουλαρίσια του ποδάρια να τρέμουν, με μια κλωστή αίμα να τρέχει από το μουσούδι του, τα μάτια του θολωμένα από την αγωνία, προχωρώντας αργά και σέρνοντας το ένα πόδι μετά το άλλο, μ' ένα αβέβαιο βάδισμα σαν πληγωμένος δεινόσαυρος. Η Κλάρα κάθισε απότομα στον καναπέ από γαλλικό μεταξωτό. Ο σκύλαρος την πλησίασε, ακούμπησε το μεγάλο του κεφάλι σαν χιλιόχρονου θηρίου στην αγκαλιά της κι έμεινε να την κοιτάζει με τα ερωτευμένα του μάτια, που άρχισαν να σβήνουν και στο τέλος έμειναν τυφλά, ενώ η άσπρη σαντιγί δαντέλα, το γαλλικό μεταξωτό του καναπέ, το περσικό χαλί και το παρκέ μούσκευαν με αίμα. Ο Μπαραμπάς ψοφούσε χωρίς βιασύνη, με τα μάτια κολλημένα πάνω στην Κλάρα, που του χάιδευε τ' αυτιά και μουρμούριζε παρηγορητικά λόγια, ώσπου τελικά έπεσε κάτω και μ' ένα μόνο ρόγχο απόμεινε τεντωμένος. Τότε όλοι έμοιασαν να ξυπνούν από κάποιον εφιάλτη κι ένας ψίθυρος τρόμου διέτρεξε το σαλόνι, οι καλεσμένοι άρχισαν ν' αποχαιρετούν βιαστικά, αποφεύγοντας τις λιμνούλες από αίμα, μαζεύοντας στο άψε σβήσε τις γούνινες ετόλ, τα ψηλά καπέλα τους, τα μπαστούνια τους, τις ομπρέλες τους, τα βραδινά τους τσαντάκια. Στο σαλόνι της γιορτής έμειναν μόνο η Κλάρα με το ζώο στην αγκαλιά, οι γονείς της, που ήταν αγκαλιασμένοι, βουβοί απ' το άσκημο προμήνυμα, και ο αρραβωνιαστικός, που δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο έγινε τέτοια αναστάτωση για έναν ψόφιο σκύλο κι ακόμα περισσότερο, όταν συνειδητοποίησε πως η Κλάρα έδειχνε αποσβολωμένη· την πήρε στα χέρια του και την πήγε μισοαναίσθητη στο δωμάτιό της, όπου με τις φροντίδες της νταντάς και τα άλατα του δόκτορα Κουέβας την εμπόδισαν να ξαναγυρίσει στην απάθεια και τη βουβαμάρα. Ο Εστέμπαν Τρουέμπα ζήτησε βοήθεια από τον κηπουρό και οι δυο τους μαζί έβαλαν στην άμαξα το πτώμα του Μπαραμπάς, που με το θάνατο είχε βαρύνει περισσότερο, τόσο που ήταν σχεδόν αδύνατο να τον σηκώσουν.

   Η χρονιά πέρασε με τις προετοιμασίες του γάμου. Η Νίβεα είχε αναλάβει την προίκα της Κλάρας, που δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για το περιεχόμενο των μπαούλων από σανδαλόξυλο και εξακολουθούσε να πειραματίζεται με το τραπεζάκι με τα τρία πόδια και να ρίχνει τα χαρτιά. Τα εξαιρετικά κεντημένα σεντόνια, τα λινά τραπεζομάντιλα και τα εσώρουχα, που δέκα χρόνια πριν είχαν ετοιμάσει οι καλόγριες για τη Ρόζα, με τα μπλεγμένα αρχικά των Τρουέμπα και των δελ Βάλιε, χρησίμεψαν τώρα για την προίκα της Κλάρας. Η Νίβεα παράγγειλε στο Μπουένος Άιρες, στο Παρίσι και στο Λονδίνο ταγιέρ για το ταξίδι, ρούχα για την εξοχή, φουστάνια χορού, καπέλα της μόδας, παπούτσια και τσάντες από σαύρα και σουέντ κι άλλα πράγματα, που έμειναν τυλιγμένα σε μεταξωτό χαρτί και διατηρήθηκαν με λεβάντα και κάμφορα, χωρίς η νύφη να τους ρίξει περισσότερο από μιαν αφηρημένη ματιά.
   Ο Εστέμπαν οργάνωσε ένα συνεργείο από οικοδόμους, ξυλουργούς και υδραυλικούς για να χτίσει το πιο γερό, μεγάλο και ηλιόλουστο σπίτι που μπορούσε να συλλάβει ο νους, προορισμένο να κρατήσει χίλια χρόνια και να φιλοξενήσει διάφορες γενιές από μια πολυάριθμη οικογένεια από νόμιμους Τρουέμπα. Ανέθεσε τα σχέδια σ' ένα Γάλλο αρχιτέκτονα κι έφερε απ' το εξωτερικό ένα μέρος από τα υλικά, ώστε το σπίτι του να είναι το μοναδικό με γερμανικά βιτρό, με κορνίζες σκαλισμένες στην Αυστρία, με εγγλέζικες μπρούντζινες βρύσες, με ιταλικά μάρμαρα στα πατώματα και κλειδαριές που παράγγειλε από κατάλογο στις Ηνωμένες Πολιτείες και που έφτασαν με διαφορετικές οδηγίες και χωρίς κλειδιά. Η Φέρουλα, τρομοκρατημένη με τα έξοδα, προσπάθησε να τον πείσει ν' αποφύγει κι άλλες τρέλες, όπως ν' αγοράσει γαλλικά έπιπλα, κρυστάλλινες λάμπες και τούρκικα χαλιά, με το επιχείρημα πως θα καταστρεφόταν και θα επαναλαμβανόταν η ιστορία του σπάταλου Τρουέμπα που τους είχε φέρει στον κόσμο, αλλά ο Εστέμπαν της έδειξε πως ήταν αρκετά πλούσιος για να μπορεί να δώσει στον εαυτό του εκείνες τις πολυτέλειες και την απείλησε πως θα επένδυε τις πόρτες με ασήμι, αν δε σταματούσε να τον ενοχλεί. Εκείνη τότε απάντησε πως τέτοια σπατάλη ήταν σίγουρα θανάσιμο αμάρτημα και πως ο Θεός σίγουρα θα τους τιμωρούσε όλους, που ξόδευαν σε χυδαιότητες νεόπλουτων αυτά που θα ήταν καλύτερα να χρησιμοποιούσαν βοηθώντας τους φτωχούς.
   Παρόλο που ο Εστέμπαν Τρουέμπα δεν αγαπούσε τις καινοτομίες και, αντίθετα, ένιωθε μεγάλη δυσπιστία για τις αναταραχές του μοντερνισμού, είχε αποφασίσει πως το σπίτι του έπρεπε να κατασκευαστεί σαν τα καινούρια παλατάκια στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, μ' όλες τις ανέσεις, διατηρώντας όμως ένα κλασικό στιλ. Ήθελε να είναι όσο πιο διαφορετικό ήταν δυνατόν από την ντόπια αρχιτεκτονική. Δεν ήθελε τρεις αυλές, διαδρόμους, σκουριασμένα συντριβάνια, σκοτεινά δωμάτια, πλινθόχτιστους τοίχους ασπρισμένους με ασβέστη, ούτε σκονισμένα κεραμίδια, παρά δυο ή τρία ηρωικά πατώματα, σειρές από άσπρες κολόνες, μιαν αρχοντική σκάλα που να κάνει μισή στροφή γύρω από τον εαυτό της και να καταλήγει σ' ένα χολ από άσπρο μάρμαρο, μεγάλα και φωτεινά παράθυρα και, γενικά, μια όψη ταχτική και φροντισμένη, όμορφη και πολιτισμένη, ακριβώς όπως στις ξένες χώρες και σύμφωνα με την καινούρια του ζωή. Το σπίτι του έπρεπε να είναι ο καθρέφτης εκείνου, της οικογένειάς του και της υπόληψης που ήθελε να δώσει στο όνομα που είχε κηλιδώσει ο πατέρας του. Ήθελε το μεγαλείο να φαίνεται από το δρόμο, γι' αυτό έβαλε να του σχεδιάσουν έναν κήπο κουρεμένο στο στιλ των Βερσαλλιών, με μεγάλες γλάστρες με λουλούδια, ένα απαλό και τέλειο γρασίδι, συντριβάνια και μερικά αγάλματα με τους θεούς του Ολύμπου και ίσως κανέναν άγριο Ινδιάνο της αμερικανικής ιστορίας, γυμνό και στεφανωμένο με φτερά, μια μικρή παραχώρηση στον πατριωτισμό. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως εκείνο το αυστηρό, κυβικό, γερό και αγέρωχο σπίτι, τοποθετημένο σαν καπέλο πάνω στο πράσινο και γεωμετρικό του περιβάλλον, θα κατέληγε να γεμίσει προεξοχές και συμφύσεις, με πολλαπλές στριφογυριστές σκάλες που οδηγούσαν σε άδειους χώρους, με πυργίσκους, με παραθυράκια που δεν άνοιγαν, με πόρτες που στέκονταν στο κενό, με στριφογυριστούς διαδρόμους και φινιστρίνια ανάμεσα στα δωμάτια για να κουβεντιάζουν την ώρα του απογευματινού ύπνου, ανάλογα με την έμπνευση της Κλάρας, που κάθε φορά που χρειαζόταν να εγκαταστήσει έναν καινούριο επισκέπτη, διέταζε να φτιάξουν κι άλλο δωμάτιο όπου να ήταν, και αν τα πνεύματα της έλεγαν πως υπήρχε κάποιος κρυμμένος θησαυρός ή κάποιο άταφο πτώμα στα θεμέλια, γκρέμιζε τους τοίχους, μέχρι που το αρχοντικό μεταμορφώθηκε σ' ένα μαγεμένο λαβύρινθο, που ήταν αδύνατο να καθαριστεί και αψηφούσε διάφορους αστικούς και κοινοτικούς νόμους. Αλλά όταν ο Τρουέμπα έχτισε αυτό που όλοι ονόμαζαν «το μεγάλο σπίτι στη γωνία», του έδωσε ένα επιβλητικό ύφος, όπως και σε όλα όσα τον τριγύριζαν, γιατί θυμόταν τις στερήσεις της παιδικής του ηλικίας. Η Κλάρα δεν πήγε ούτε μια φορά να δει το σπίτι όσον καιρό χτιζόταν. Έμοιαζε να την ενδιαφέρει τόσο λίγο, όσο και η προίκα της κι άφησε όλες τις αποφάσεις στα χέρια του μνηστήρα της και της μελλοντικής της κουνιάδας.
   Όταν πέθανε η μητέρα της, η Φέρουλα απόμεινε μόνη και χωρίς καμιά χρήσιμη απασχόληση στη ζωή, σε μια ηλικία που πια δεν είχε ελπίδες για να παντρευτεί. Για ένα διάστημα επισκεπτόταν τις φτωχογειτονιές καθημερινά, σε μια κρίση πυρετώδους φιλανθρωπίας, που της προκάλεσε μια χρόνια βρογχίτιδα και δεν ηρέμησε καθόλου τη βασανισμένη της ψυχή. Ο Εστέμπαν ήθελε να τη βάλει να πάει ένα ταξίδι, ν' αγοράσει ρούχα και να διασκεδάσει για πρώτη φορά στη μελαγχολική της ζωή, αλλά εκείνη είχε πια συνηθίσει στη λιτότητα και είχε μείνει υπερβολικά πολύ καιρό κλεισμένη στο σπίτι της. Φοβόταν τα πάντα. Ο γάμος του Εστέμπαν τη βύθιζε στην αβεβαιότητα, γιατί σκεφτόταν πως θα γινόταν αφορμή ν' απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από κείνον, που ήταν το μοναδικό της στήριγμα. Φοβόταν πως θα τέλειωνε τις μέρες της σε κάποιο άσυλο για γεροντοκόρες καλών οικογενειών, πλέκοντας κροσέ, γι' αυτό είχε καταχαρεί όταν ανακάλυψε πως η Κλάρα ήταν τελείως ανίκανη για όλες τις δουλειές του σπιτιού και κάθε φορά που έπρεπε ν' αντιμετωπίσει μια κατάσταση, έπαιρνε ένα αφηρημένο και χαμένο βλέμμα. "Είναι τόσο λειψή", είχε συμπεράνει η Φέρουλα ευχαριστημένη. Ήταν ολοφάνερο πως η Κλάρα δε θα μπορούσε να διευθύνει τη σπιταρόνα που ο αδελφός της έχτιζε και πως θα χρειαζόταν πολλή βοήθεια. Με πλάγιο τρόπο προσπάθησε να κάνει τον Εστέμπαν να καταλάβει πως η μελλοντική του γυναίκα ήταν μια άχρηστη και πως εκείνη, με το αποδεδειγμένο της πνεύμα αυτοθυσίας, μπορούσε να τη βοηθήσει και ήταν έτοιμη να βοηθήσει. Αλλά ο Εστέμπαν έκοβε την κουβέντα κάθε φορά που άρχιζε αυτή τη συζήτηση. Όσο πλησίαζε η ημερομηνία για το γάμο κι έπρεπε πια ν' αποφασίσει για την τύχη της, η Φέρουλα τόσο απελπιζόταν. Σίγουρη πως με τον αδελφό της δε θα κατάφερνε τίποτα, έψαξε να βρει μια ευκαιρία να κουβεντιάσει μόνη της με την Κλάρα και τη βρήκε ένα Σάββατο, στις πέντε το απόγευμα, που την είδε να περνάει απ' το δρόμο. Την προσκάλεσε στο Γαλλικό Ξενοδοχείο να πάρουν τσάι. Οι δυο γυναίκες κάθισαν σ' ένα τραπέζι, τριγυρισμένες από γλυκά με κρέμα και βαυαρέζικες πορσελάνες, ενώ στο βάθος της αίθουσας μια ορχήστρα από δεσποινίδες ερμήνευε ένα μελαγχολικό κουαρτέτο για έγχορδα. Η Φέρουλα παρατηρούσε στα κρυφά τη μελλοντική της νύφη, που έδειχνε δεκαπέντε χρονών κι ήταν ακόμα κάπως παράφωνη μετά από τα τόσα χρόνια σιωπής, χωρίς να ξέρει πώς ν' ανοίξει τη συζήτηση. Μετά από μια μακριά παύση, στο διάστημα της οποίας έφαγαν μια πιατέλα παστάκια και ήπιαν δυο φλιτζάνια τσάι από γιασεμί η καθεμιά, η Κλάρα έσπρωξε προς τα πίσω μια τούφα μαλλιά που έπεφτε στα μάτια, χαμογέλασε και χτύπησε χαϊδευτικά στο χέρι τη Φέρουλα.  
   "Mη στεναχωριέσαι. Θα μείνεις μαζί μας και θα είμαστε σαν αδελφές", της είπε η κοπέλα.
   Η Φέρουλα ταράχτηκε κι αναρωτήθηκε μήπως ήταν αλήθεια οι φήμες για την ικανότητα της Κλάρας να διαβάζει τις ξένες σκέψεις. Η πρώτη αντίδρασή της ήταν η περηφάνια και θα είχε αρνηθεί την προσφορά και μόνο από ευγένεια, αλλά η Κλάρα δεν της άφησε περιθώρια. Έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο με τέτοια ειλικρίνεια, που η Φέρουλα έχασε τον έλεγχό της κι έβαλε τα κλάματα. Είχε περάσει πολύς καιρός χωρίς να χύσει ούτ' ένα δάκρυ και κατάλαβε έκπληκτη πόσο της έλειπε μια τρυφερή χειρονομία. Δε θυμόταν ποια ήταν η τελευταία φορά που κάποιος την είχε αγγίξει αυθόρμητα. Έκλαψε πολλήν ώρα, ξαλαφρώνοντας από πολλές παλιές λύπες και μοναξιές, κρατώντας το χέρι της Κλάρας, που τη βοηθούσε να φυσήξει τη μύτη της κι ανάμεσα στους λυγμούς τής έδινε κομμάτια γλυκό και γουλιές τσάι. Έμειναν ως τις οχτώ το βράδυ να κλαίνε και να μιλάνε κι εκείνο το απόγευμα στο Γαλλικό Ξενοδοχείο σφράγισαν μια φιλία που κράτησε πολλά χρόνια.

   Μόλις τέλειωσε το πένθος για το θάνατο της δόνια Εστέρ κι ετοιμάστηκε το μεγάλο σπίτι στη γωνία, ο Εστέμπαν Τρουέμπα και η Κλάρα δελ Βάλιε παντρεύτηκαν με μια διακριτική τελετή. Ο Εστέμπαν της έκανε δώρο ένα σύνολο από μπριγιάν, που εκείνη το βρήκε πολύ χαριτωμένο, το φύλαξε σ' ένα κουτί από παπούτσια κι ύστερα ξέχασε πού το είχε βάλει. Έφυγαν για ταξίδι στην Ιταλία και, δυο μέρες αφού μπάρκαραν, ο Εστέμπαν ένιωθε ερωτευμένος σαν έφηβος, παρόλο που το κούνημα του καραβιού είχε προκαλέσει μιαν ανεξέλεγκτη ναυτία στην Κλάρα και η κλεισούρα μια κρίση άσθματος. Καθισμένος δίπλα της μες στη στενή καμπίνα, βάζοντάς της βρεγμένες κομπρέσες στο μέτωπο και κρατώντας της το μέτωπο όταν έκανε εμετό, ένιωθε πολύ ευτυχισμένος και την ποθούσε με μια αδικαιολόγητη ένταση, αν λάβαινε κανείς υπόψη του τη θλιβερή της κατάσταση. Την τέταρτη μέρα η Κλάρα ένιωσε καλύτερα και βγήκαν στο κατάστρωμα να δουν τη θάλασσα. Καθώς την έβλεπε, με τη μύτη κοκκινισμένη απ' τον άνεμο, να γελάει με την παραμικρή αφορμή, ο Εστέμπαν ορκίστηκε στον εαυτό του να την κάνει αργά ή γρήγορα να τον αγαπήσει όπως εκείνος ήθελε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να φτάσει στα άκρα. Καταλάβαινε πως η Κλάρα δεν του ανήκε και πως αν εξακολουθούσε να κατοικεί σ' έναν κόσμο με οπτασίες, με τρίποδα τραπεζάκια να κουνιούνται μόνα τους και χαρτιά που έλεγαν το μέλλον, το πιο πιθανό ήταν πως δε θα του ανήκε ποτέ. Ούτε και η χωρίς προκαταλήψεις και ντροπές σεξουαλικότητα της Κλάρας του ήταν αρκετή. Δεν ποθούσε μόνο το σώμα της, ήθελε να εξουσιάσει κι εκείνο το απροσδιόριστο και φωτεινό υλικό που υπήρχε μέσα της, και που του ξέφευγε ακόμα και στις στιγμές που εκείνη έδειχνε να πεθαίνει από ηδονή. Ένιωθε πολύ βαριά τα χέρια του, πολύ μεγάλα τα πόδια του, πολύ δυνατή τη φωνή του, πολύ άγρια τα γένια του και πολύ βαθιά ριζωμένη μέσα του τη συνήθεια του βιασμού και του πορνείου, αλλά ακόμα κι αν έπρεπε να γυρίσει το μέσα έξω σαν γάντι, ήταν διατεθειμένος να το κάνει για να την καταχτήσει.
   Γύρισαν από το ταξίδι του μέλιτος τρεις μήνες αργότερα. Η Φέρουλα τους περίμενε, με το καινούριο σπίτι, που ακόμα μύριζε μπογιά και φρέσκο τσιμέντο, γεμάτο με λουλούδια και φρούτα, ακριβώς όπως είχε παραγγείλει ο Εστέμπαν. Για να περάσει το κατώφλι του σπιτιού, ο Εστέμπαν σήκωσε στην αγκαλιά του τη γυναίκα του. Η αδελφή του παραξενεύτηκε που δεν ένιωσε ζήλια και παρατήρησε πως ο Εστέμπαν έδειχνε ξανανιωμένος.
   "Σου πήγε πολύ ο γάμος", είπε.
   Ο Εστέμπαν πήρε την Κλάρα να της δείξει το σπίτι. Εκείνη γύριζε παντού το βλέμμα της και τα έβρισκε όλα πολύ χαριτωμένα, με τον ίδιο ευγενικό τρόπο που θαύμαζε το ηλιοβασίλεμα στην ανοιχτή θάλασσα, την πλατεία του Αγίου Μάρκου ή το σύνολο με τα μπριγιάν. Στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς της ο Εστέμπαν της ζήτησε να κλείσει τα μάτια και την οδήγησε από το χέρι μέχρι το κέντρο του δωματίου.
   "Τώρα μπορείς να τ' ανοίξεις", της είπε ευχαριστημένος.
   Η Κλάρα κοίταξε γύρω της. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο ταπετσαρισμένο με γαλάζιο μεταξωτό, μ' εγγλέζικα έπιπλα, με μεγάλα παράθυρα, με μπαλκόνια που έβλεπαν στον κήπο κι ένα κρεβάτι με ουρανό και αραχνοΰφαντες κουρτίνες, που έμοιαζε με ιστιοφόρο που έπλεε στα ήρεμα νερά του γαλάζιου μεταξωτού.
   "Πολύ χαριτωμένο", είπε η Κλάρα.
   Τότε ο Εστέμπαν της έδειξε το σημείο που στεκόταν. Ήταν η ωραία έκπληξη που της είχε ετοιμάσει. Η Κλάρα κατέβασε το βλέμμα κι έβγαλε μια φοβισμένη κραυγή. Στεκόταν πάνω στη μαύρη πλάτη του Μπαραμπάς, που κειτόταν μ' ορθάνοιχτα τα πόδια καταγής, μεταμορφωμένος σε χαλί, με το κεφάλι ανέπαφο και δυο γυάλινα μάτια που την κοίταζαν με την ανυπεράσπιστη έκφραση που έχουν όλα τα ταριχευμένα ζώα. Ο άντρας της μόλις που πρόλαβε να την πιάσει πριν πέσει λιπόθυμη στο πάτωμα.
   "Σου είπα πως δε θα της άρεσε, Εστέμπαν", είπε η Φέρουλα.
   Το κατεργασμένο τομάρι του Μπαραμπάς απομακρύνθηκε βιαστικά από την κρεβατοκάμαρα και πετάχτηκε σε κάποια γωνιά στο υπόγειο, μαζί με τα μαγικά βιβλία και τα μπαούλα του θείου Μάρκος και άλλους θησαυρούς, όπου αμύνθηκε ενάντια στο σκόρο και στην εγκατάλειψη με μιαν επιμονή που άξιζε καλύτερη τύχη, ώσπου το ξέθαψαν άλλες γενιές. 
   Γρήγορα φάνηκε πως η Κλάρα ήταν έγκυος. Η τρυφερότητα, που η Φέρουλα ένιωθε για τη νύφη της, μεταμορφώθηκε σε πάθος να την προσέχει, σε αφοσίωση να την υπηρετεί και σε απεριόριστη αντοχή για τις αφηρημάδες και τις εκκεντρικότητές της. Για τη Φέρουλα, που είχε αφιερώσει όλη τη ζωή της σε μια γριά που σάπιζε ανεπανόρθωτα, η φροντίδα της Κλάρας ήταν σαν να έμπαινε στον παράδεισο. Την έπλενε με νερό που ευωδίαζε βασιλικό και γιασεμί, την έτριβε μ' ένα σφουγγάρι, τη σαπούνιζε, την άλειβε με κολόνια, της έβαζε ταλκ μ' ένα πομπόν από φτερά κύκνου και της βούρτσιζε τα μαλλιά ώσπου γίνονταν γυαλιστερά κι απαλά σαν θαλασσινά φυτά, ακριβώς όπως έκανε πριν η νταντά.

   Πολύ πριν ικανοποιήσει την ανυπομονησία του νιόπαντρου, ο Εστέμπαν Τρουέμπα αναγκάστηκε να γυρίσει στις Τρεις Μαρίες, όπου δεν είχε πατήσει για έναν τουλάχιστο χρόνο κι όπου, παρ' όλες τις φροντίδες του Πέδρο Σεγκούντο Γκαρσία, η παρουσία του αφεντικού ήταν απαραίτητη. Το χτήμα, που πριν του φαινόταν παράδεισος και τον έκανε περήφανο, είχε γίνει τώρα ενοχλητικό. Κοίταζε τις ανέκφραστες γελάδες να μηρυκάζουν στους αγρούς, την αργή προσπάθεια των αγροτών, που επαναλάμβαναν τις ίδιες κινήσεις κάθε μέρα σ' όλη τους τη ζωή, τα αμετάβλητα όρια της χιονισμένης κορδιλιέρας και της λεπτής κολόνας καπνού που υψωνόταν από το ηφαίστειο κι ένιωθε αιχμάλωτος.
   Όσο εκείνος βρισκόταν στο χτήμα, η ζωή στο μεγάλο σπίτι στη γωνία άλλαζε, για να βολευτεί σε μια πιο ήσυχη ρουτίνα χωρίς άντρες. Η Φέρουλα ξυπνούσε πρώτη, γιατί της είχε μείνει η συνήθεια να σηκώνεται νωρίς από τον καιρό που ξαγρυπνούσε κοντά στην άρρωστη μητέρα της, όμως άφηνε τη νύφη της να κοιμάται ως αργά. Αργά το πρωί της πήγαινε μόνη της το πρωινό στο κρεβάτι, άνοιγε τις κουρτίνες από γαλάζιο μεταξωτό για να μπει ο ήλιος από τα τζάμια, γέμιζε τη μπανιέρα από γαλλική πορσελάνη ζωγραφισμένη με νούφαρα κι έδινε αρκετό χρόνο στην Κλάρα για να ξυπνήσει καλά, να χαιρετήσει με τη σειρά όλα τα πνεύματα, να πάρει κοντά της το δίσκο και να μουσκέψει τις φρυγανιές της στη ζεστή σοκολάτα. Ύστερα την έβγαζε από το κρεβάτι με μητρικά χάδια, λέγοντάς της όλα τα ευχάριστα νέα της εφημερίδας, που κάθε μέρα ήταν και λιγότερα, κι έτσι ήταν αναγκασμένη να γεμίζει τα κενά με κουτσομπολιά για τους γείτονες, λεπτομέρειες για το σπίτι κι ανέκδοτα που έβγαζε από το μυαλό της και που η Κλάρα τα έβρισκε πολύ χαριτωμένα και τα ξεχνούσε πιο ύστερα κι έτσι ήταν δυνατό να της διηγείται τα ίδια πολλές φορές κι εκείνη διασκέδαζε σαν να ήταν η πρώτη.
   Η Φέρουλα την έβγαζε περίπατο για να τη βλέπει ο ήλιος, κάνει καλό στο βρέφος, στα μαγαζιά, για να μην του λείπει τίποτα όταν γεννηθεί και να έχει τα πιο ωραία προικιά του κόσμου· για φαγητό στον Όμιλο του Γκολφ, για να δουν όλοι πόσο ομόρφυνες από τότε που παντρεύτηκες με τον αδελφό μου· για επίσκεψη στο σπίτι των γονιών σου, για να μη νομίζουν πως τους ξέχασες· στο θέατρο, για να μην περνάς όλη τη μέρα κλεισμένη στο σπίτι. Η Κλάρα αφηνόταν να την πηγαινοφέρνουν, με μια γλύκα που δεν ήταν βλακεία, παρά αφηρημάδα και ξόδευε όλες της τις ικανότητες για συγκέντρωση σε ανώφελες προσπάθειες να επικοινωνήσει τηλεπαθητικά με τον Εστέμπαν, που δε λάβαινε τα μηνύματά της, και προσπαθώντας να τελειοποιήσει την ίδια της τη διορατικότητα.  
   Για πρώτη φορά στη ζωή της, όσο μπορούσε να θυμηθεί, η Φέρουλα ήταν ευτυχισμένη. Βρισκόταν τόσο κοντά με την Κλάρα όσο ποτέ με κανέναν, ούτε και με την ίδια τη μητέρα της. Ένας άλλος άνθρωπος, λιγότερο ιδιότυπος από την Κλάρα, θα είχε κουραστεί με τα υπερβολικά χάδια και τις συνεχείς φροντίδες της κουνιάδας της, ή θα είχε υποκύψει στον αυταρχικό και σχολαστικό της χαρακτήρα. Όμως η Κλάρα ζούσε σ' έναν άλλο κόσμο.
   Η Φέρουλα μισούσε την ώρα και τη στιγμή που ο αδελφός της γύριζε από το χτήμα και η παρουσία του γέμιζε όλο το σπίτι κι έσπαζε την αρμονία που υπήρχε όσο έλειπε. Ήταν αναγκασμένη να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και να είναι πιο προσεχτική στον τρόπο που απευθυνόταν στους υπηρέτες, ακόμα και στις περιποιήσεις της προς την Κλάρα. Και το βράδυ, τη στιγμή που το ζευγάρι αποσυρόταν στο δωμάτιό του, ένιωθε να την κυριεύει ένα άγνωστο μίσος, που δεν μπορούσε να εξηγήσει και που γέμιζε την ψυχή της με απαίσια συναισθήματα. Για να απασχολείται, ξαναβρήκε την παλιά της συνήθεια να προσεύχεται με το ροζάριο στις φτωχογειτονιές και να εξομολογείται στον πάτερ Αντόνιο.
   "Άβε Μαρία Πουρίσιμα".
   "Άσπιλη κι αμόλυντη".
   "Σ' ακούω, κόρη μου".
   "Πάτερ, δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω. Νομίζω πως αυτό που έκανα είναι αμαρτία..."
   "Της σαρκός, κόρη μου;"
   "Αχ, η σάρκα στέγνωσε, πάτερ, αλλά όχι και το πνεύμα. Με βασανίζει ο δαίμονας".
   "Το έλεος του Θεού είναι ατέλειωτο".
   "Εσείς δεν ξέρετε τις σκέψεις που περνούν από το μυαλό μιας μοναχής γυναίκας, πάτερ, μιας παρθένας που δε γνώρισε άντρα, κι όχι επειδή έλειψαν οι ευκαιρίες, αλλά γιατί ο Θεός έστειλε στη μητέρα μου μια μακρόχρονη αρρώστια κι αναγκάστηκα να τη φροντίζω". 
   "Αυτή η θυσία έχει γραφτεί στον Ουρανό, κόρη μου".
   "Ακόμα κι αν αμάρτησα με τις σκέψεις, πάτερ;"
   "Ε, εξαρτάται από τις σκέψεις..."
   "Τις νύχτες δεν μπορώ να κοιμηθώ, πνίγομαι. Για να ηρεμήσω, σηκώνομαι και βγαίνω στον κήπο, τριγυρίζω στο σπίτι, πηγαίνω στο δωμάτιο της νύφης μου, κολλάω το αυτί μου στην πόρτα, μερικές φορές μπαίνω στις μύτες των ποδιών μου για να τη δω να κοιμάται, μοιάζει σαν άγγελος, νιώθω τον πειρασμό να μπω μες στο κρεβάτι της για να νιώσω τη θέρμη της επιδερμίδας της και της ανάσας της".
   "Να προσεύχεσαι, κόρη μου. Η προσευχή βοηθάει".
   "Περίμενε, δεν τα είπα όλα. Ντρέπομαι".
   "Δεν πρέπει να με ντρέπεσαι, γιατί δεν είμαι παρά ένα όργανο του Θεού".
   "Όταν ο αδελφός μου γυρίζει από το χτήμα, είναι χειρότερα, πάτερ. Δε μου κάνει τίποτα η προσευχή, δεν μπορώ να κοιμηθώ, ιδρώνω, τρέμω, στο τέλος σηκώνομαι και διασχίζω το σπίτι στα σκοτεινά, γλιστρώ με προσοχή στους διαδρόμους για να μην τρίξει το πάτωμα. Τους ακούω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και μια φορά μπόρεσα να τους δω, γιατί είχε μείνει μισάνοιχτη η πόρτα. Δεν μπορώ να διηγηθώ αυτά που είδα, πάτερ, αλλά θα πρέπει να είναι τρομερό αμάρτημα. Δε φταίει η Κλάρα, εκείνη είναι αθώα σαν παιδί. Είναι ο αδελφός μου που την παρασύρει. Σίγουρα είναι καταδικασμένος".
   "Μόνον ο Θεός μπορεί να κρίνει και να καταδικάσει, κόρη μου. Τι έκαναν;"
   Και τότε η Φέρουλα μπορούσε να περάσει μισή ώρα περιγράφοντας τις λεπτομέρειες. Ήταν αφηγήτρια με ταλέντο, ήξερε να χρησιμοποιεί την παύση, να υπολογίζει τον τονισμό, να εξηγεί χωρίς χειρονομίες, να ζωγραφίζει έναν τόσο ζωντανό πίνακα που ο ακροατής έμοιαζε να τον ζει, ήταν απίστευτο πώς μπορούσε να συλλάβει από τη μισάνοιχτη πόρτα την ποιότητα της ανατριχίλας τους, την αφθονία των υγρών, τα λόγια που μουρμούριζαν στ' αυτί, τις πιο κρυφές μυρωδιές, ήταν θαύμα, στ' αλήθεια. Ξαλαφρωμένη από κείνες τις ταραγμένες ψυχικές καταστάσεις, γύριζε στο σπίτι με τη μάσκα της σαν είδωλο, ατάραχη και αυστηρή, και συνέχιζε να δίνει διαταγές, να μετράει τα μαχαιροπίρουνα, να προετοιμάζει το φαγητό, να κλειδώνει, να απαιτεί, βάλτε μου αυτό εδώ, της το έβαζαν, αλλάξτε τα λουλούδια στα βάζα, τα άλλαζαν, πλύντε τα τζάμια, κάντε να πάψουν αυτά τα καταραμένα πουλιά που μ' αυτή τη φασαρία δεν αφήνουν τη σενιόρα Κλάρα να κοιμηθεί και με τόσα κακαρίσματα θα τρομάξουν το βρέφος και μπορεί να γεννηθεί με φτερά. Τίποτα δεν ξέφευγε από το παρατηρητικό της βλέμμα και βρισκόταν πάντα σε κίνηση, αντίθετα από την Κλάρα, που τα έβρισκε όλα πολύ χαριτωμένα και της ήταν το ίδιο οι παραγεμιστές τρούφες ή η ξαναζεσταμένη σούπα, να κοιμηθεί στο πουπουλένιο στρώμα ή καθισμένη σε μια καρέκλα, να πλυθεί σε αρωματισμένο νερό ή να μην πλυθεί καθόλου. Όσο περισσότερο βάραινε, έμοιαζε να ξεκολλάει οριστικά από την πραγματικότητα και να γυρίζει προς το εσωτερικό της, σ' έναν μυστικό και συνεχή διάλογο με το μωρό.
   Ο Εστέμπαν ήθελε γιο, για να έχει τ' όνομά του και να κληροδοτήσει στους απογόνους του το επώνυμο των Τρουέμπα.
   "Είναι κορίτσι και λέγεται Μπλάνκα", είπε η Κλάρα από την πρώτη μέρα που ανάγγειλε την εγκυμοσύνη της.
   Κι έτσι ήταν.
   Ο γιατρός Κουέβας, που τελικά η Κλάρα είχε σταματήσει να τον φοβάται, υπολόγιζε τη γέννα για τα μέσα του Οχτώβρη, αλλά στις αρχές του Νοέμβρη η Κλάρα εξακολουθούσε να μεταφέρει πέρα δώθε μια τεράστια κοιλιά, σε μια υπνοβατική κατάσταση, όλο και πιο αφηρημένη και κουρασμένη, ασθματική και αδιάφορη σ' όλα όσα την τριγύριζαν, ακόμα και στον ίδιο της τον άντρα που μερικές φορές δεν αναγνώριζε και τον ρωτούσε «τι θα θέλατε;» όταν τον έβλεπε δίπλα της.
   Όταν πια ο γιατρός απέρριψε κάθε πιθανό λάθος στους υπολογισμούς του και φάνηκε καθαρά πως η Κλάρα δεν είχε καμιά πρόθεση να γεννήσει φυσιολογικά, άνοιξε την κοιλιά της μητέρας κι έβγαλε τη μικρή Μπλάνκα, που ήταν ένα κοριτσάκι πολύ πιο μαλλιαρό και πιο άσκημο από το συνηθισμένο. Ο Εστέμπαν ανατρίχιασε όταν την είδε, σίγουρος πως η μοίρα του τού είχε παίξει ένα άσκημο παιχνίδι και αντί για το νόμιμο Τρουέμπα που είχε υποσχεθεί στη μητέρα του στο νεκροκρέβατό της, είχε σπείρει ένα τέρας, και μάλιστα θηλυκό. Εξέτασε το κοριτσάκι ο ίδιος προσωπικά και βεβαιώθηκε πως είχε όλα του τα μέλη σωστά και στη σωστή τους θέση, τουλάχιστον όσα φαίνονταν με γυμνό μάτι. Ο γιατρός Κουέβας τον παρηγόρησε με την εξήγηση πως η αποκρουστική όψη του μωρού οφειλόταν στο γεγονός πως είχε μείνει περισσότερο από το κανονικό στην κοιλιά της μητέρας, στην ταλαιπωρία της καισαρικής και στη μικρή, αδύνατη, μελαχρινή και κάπως μαλλιαρή του κατασκευή.
   Η Κλάρα, αντίθετα, ήταν καταγοητευμένη με την κόρη της. Έμοιαζε να ξυπνάει από μια μακρόχρονη υπνηλία κι ανακάλυπτε τη χαρά της ζωής. Πήρε τη μικρή στην αγκαλιά της και δεν την άφησε πια ούτε στιγμή, κυκλοφορούσε με το μωρό κολλημένο στο στήθος της και το θήλαζε συνέχεια, χωρίς συγκεκριμένο ωράριο και χωρίς να προσέχει καλούς τρόπους και ντροπές, σαν ιθαγενής. Δε θέλησε να τη φασκιώσει, να της κόψει τα μαλλιά, ν' ανοίξει τρύπες στ' αυτιά της ή να πάρει παραμάνα για να τη μεγαλώσει κι ακόμα λιγότερο να μεταχειριστεί γάλα από εργαστήριο, όπως έκαναν όλες όσες μπορούσαν να πληρώσουν αυτή την πολυτέλεια. Αλλά ούτε κι ακολούθησε τη συνταγή της νταντάς, να της δίνει αγελαδινό γάλα ανακατεμένο με ρυζόνερο, γιατί, όπως είπε, αν η φύση ήθελε να μεγαλώνουν οι άνθρωποι μ' αυτό, θα είχε κάνει τα γυναικεία στήθη έτσι, ώστε να βγάζουν εκείνο το προϊόν κι όχι γάλα. Η Κλάρα μιλούσε στη μικρή όλη την ώρα, χωρίς να μεταχειρίζεται μωρουδίστικα ονόματα και υποκοριστικά, σε σωστά ισπανικά, σαν να μιλούσε σε μεγάλο, με τον ίδιο ήρεμο και λογικό τόνο που απευθυνόταν στα ζώα και στα φυτά, σίγουρη πως αφού είχε καλά αποτελέσματα με τη χλωρίδα και την πανίδα, δεν μπορούσε παρά να είχε ανάλογα και με τη μικρή. Ο συνδυασμός από μητρικό γάλα και συζήτηση μεταμόρφωσε την Μπλάνκα σ' ένα γερό και σχεδόν όμορφο κορίτσι, που δεν έμοιαζε καθόλου στο αρμαδίλιο που ήταν όταν γεννήθηκε.
   Λίγες βδομάδες μετά τη γέννηση της Μπλάνκα, ο Εστέμπαν Τρουέμπα βεβαιώθηκε, με τα παιχνίδια μες στο ιστιοφόρο, στα ήρεμα νερά του γαλάζιου μεταξωτού, πως η γυναίκα του δεν είχε χάσει με τη μητρότητα τη χάρη ή τον ενθουσιασμό της για τον έρωτα, παρά εντελώς το αντίθετο. Όσο για τη Φέρουλα, ήταν υπερβολικά απασχολημένη να μεγαλώνει τη μικρή που είχε τρομερά πλεμόνια, αυθόρμητο χαρακτήρα και μεγάλη λαιμαργία, και δεν είχε πια καιρό να προσεύχεται στις φτωχογειτονιές, να εξομολογείται με τον πάτερ Αντόνιο και, ακόμα λιγότερο, να κατασκοπεύει από τη μισάνοιχτη πόρτα.

Αλιέντε Ιζαμπέλ, Το σπίτι των πνευμάτων, (μετφ. Κλαίτη Σωτηριάδου - Μπαράχας), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 1997

Δεν υπάρχουν σχόλια: