Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

[ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΣΗΜΑΔΙΑ]

Νοέμβριος 1803 - Φεβρουάριος 1805

Χέτι Σκοτούρα Γκριμκέ
   Ήταν κάποτε μια εποχή στην Αφρική που οι άνθρωποι μπορούσαν να πετάνε. Μου το είπε η μαμά μια νύχτα όταν ήμουν δέκα χρονών. Μου είπε: "Η γιαγιούλα σου το είχε δει με τα μάτια της, Σκοτούρα. Πετούσαν, λέει, πάνω από τα δέντρα και τα σύννεφα. Πετούσαν σαν τους κότσυφες, τα μαυροπούλια. Όταν ήρθαμε εδώ, αφήσαμε αυτή τη μαγεία πίσω μας".
   Η μαμά μου ήταν τετραπέρατη. Δεν έμαθε γραφή κι ανάγνωση όπως εγώ. Όλα όσα ήξερε τα έμαθε μέσα από τις κλεφτές στιγμές οίκτου που γνώρισε στη ζωή της. Κοίταξε το πρόσωπό μου, πώς πλημμύρισε με θλίψη και αμφιβολία, και μου είπε: "Δε με πιστεύεις; Και πού λες ότι τις βρήκες αυτές τις πεταχτές ωμοπλάτες, ε;"
   Και είναι αλήθεια ότι αυτά τα λιπόσαρκα κόκαλα εξείχαν από την πλάτη μου σαν καρουμπαλάκια. Τα χτύπησε με το χέρι της και είπε: "Αυτό είναι ό,τι απέμεινε απ' τις φτερούγες σου. Τώρα σου φαίνονται δυο επίπεδα κόκαλα, αλλά να δεις που θα σου ξαναφυτρώσουν μια μέρα".
   Αλλά είχα κληρονομήσει κι εγώ την εξυπνάδα της μαμάς. Από δέκα χρονών ακόμα ήξερα ότι αυτή η ιστορία για τους ιπτάμενους ανθρώπους ήταν σκέτα φούμαρα. Δεν ήμασταν ξεχωριστά πλάσματα που χάσαμε τη μαγεία μας. Ήμασταν σκλάβοι και δεν θα πηγαίναμε πουθενά. Μόνο αργότερα κατάλαβα τι εννοούσε. Μπορούσαμε στ' αλήθεια να πετάξουμε, αλλά δεν υπήρχε καμιά μαγεία σ' αυτό

   Η καθημερινή ζωή εξελίχτηκε σε κάτι που δεν είχε τρόπο να διορθώσει αυτός ο κόσμος· δούλευα στην πίσω αυλή βράζοντας τα στρωσίδια των σκλάβων, διατηρώντας τη φωτιά κάτω από το καζάνι, με τα μάτια μου να καίνε από τις στάχτες της αλισίβας που σήκωνε ο αέρας. Το πρωινό ήταν κρύο, ο ήλιος έμοιαζε σαν μικρό άσπρο κουμπί ραμμένο σφιχτά στον ουρανό. Τα καλοκαίρια φοράγαμε βαμβακερά ρούχα υφασμένα στο σπίτι πάνω από τα βρακιά μας, αλλά όταν έφτανε ο χειμώνας του Τσάρλεστον, άλλοτε το Νοέμβρη κι άλλοτε το Γενάρη, σαν τεμπέλικο κορίτσι, βάζαμε τους «σάκους» μας -αυτές τις βαριές ποδιές με μανίκια που ήταν φτιαγμένες από χοντρό μαλλί. Τις λέγαμε «σάκους» επειδή έτσι έμοιαζαν, σαν τσουβάλια με μανίκια. Ο δικός μου ήταν αποφόρι και κρεμόταν ως τους αστραγάλους μου. Δε θα μπορούσα να μετρήσω πόσα άπλυτα κορμιά τον είχαν φορέσει πριν από μένα, αλλά κανένα δεν παρέλειψε να τον ποτίσει με τη μυρωδιά του.
   Ήδη εκείνο το πρωί η κυρά με είχε καταχερίσει στην πλάτη με το μπαστούνι της, επειδή με πήρε ο ύπνος όσο έκανε την προσευχή. Κάθε μέρα, όλοι εμείς οι σκλάβοι -δηλαδή, όλοι εκτός από τη Ροζέτα, που ήταν γριά και ξεκουτιασμένη- στριμωχνόμασταν στην τραπεζαρία πριν από το πρωινό και παλεύαμε να διώξουμε τον ύπνο όσο η κυρά μάς δίδασκε σύντομους στίχους της Βίβλου, όπως «εδάκρυσεν ο Ιησούς», ή προσευχόταν δυνατά για το αγαπημένο θέμα του Θεού, την υπακοή. Αν σ' έπαιρνε ο ύπνος, έτρωγες κατραπακιά ανάμεσα στα «είπεν ο Κύριος» το ένα και «είπεν ο Κύριος» το άλλο.
   Έδειχνα τρομερό θράσος στη Θεία - Αδερφή σχετικά με όλη αυτή τη θλιβερή ιστορία. Της έλεγα: "Παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο", πετώντας στην τύχη έναν από τους στίχους της κυράς. Ή της έλεγα: "Ξέρω γιατί εδάκρυσεν ο Ιησούς! Επειδή ήταν κλεισμένος εκεί μέσα μαζί με την κυρά, όπως εμείς".
   Η Θεία - Αδερφή ήταν η μαγείρισσα. Ήταν μαζί με την κυρά από τότε που η κυρά ήταν κοριτσάκι και, μαζί με τον Τόμφρι τον μπάτλερ, διεύθυνε όλη την παράσταση. Ήταν η μόνη που μπορούσε να πει στην κυρά τι να κάνει χωρίς να τις φάει με το μπαστούνι. Η μαμά μού έλεγε, κράτα τη γλώσσα σου, αλλά δεν την άκουγα. Η Θεία - Αδερφή μ' έριχνε κάτω τ' ανάσκελα τρεις φορές τη μέρα.
   Ήμουν μεγάλος μπελάς, αληθινή σκοτούρα. Αλλά το «Σκοτούρα» δεν ήταν παρατσούκλι, ήταν το καλαθένιο μου όνομα. Ο αφέντης και η κυρά έδιναν τα κανονικά ονόματα, αλλά τύχαινε μια μάνα να κοιτάζει το μωρό της ξαπλωμένο μέσα στο καλάθι και τότε της ερχόταν κάτι στο νου, κάτι που είχε να κάνει με την όψη του μωρού της ή τη μέρα της εβδομάδας, με το τι καιρό έκανε ή απλά με το πώς της φαινόταν ο κόσμος εκείνη τη μέρα. Το καλαθένιο όνομα της μαμάς μου ήταν Καλοκαίρι, αλλά το κανονικό της Σάρλοτ. Είχε έναν αδερφό που το όνομά του ήταν Βάσανο. Ο κόσμος νομίζει ότι το έβγαλα απ' το μυαλό μου, αλλά πιο αληθινό δε γίνεται. 
   Αν είχες ένα καλαθένιο όνομα, είχες τουλάχιστον κάτι από τη μαμά σου. Ο αφέντης Γκριμκέ με ονόμασε Χέτι, αλλά η μαμά μου με κοίταξε τη μέρα που ήρθα στον κόσμο, και καθώς βιάστηκα κι εγώ να βγω πρόωρα, με είπε Σκοτούρα.
   Τη μέρα, όσο εγώ βοήθαγα τη Θεία - Αδερφή στην αυλή, η μαμά ήταν μέσα στο σπίτι και ίδρωνε πάνω σ' ένα χρυσό σατέν φόρεμα με φουσκωτή ουρά, αυτό που λένε «τουαλέτα με ουρά Βατό». Ήταν η καλύτερη μοδίστρα στο Τσάρλεστον και δούλευε τη βελόνα μέχρι που πια δε λύγιζαν τα δάχτυλά της. Πουθενά δεν έβλεπες πλουμίδια και φορέματα σαν αυτά που μπορούσε να σκαρώσει η μαμά μου, που δε δούλευε ποτέ πάνω σε σχέδιο. Σιχαινόταν το βιβλίο με τα σχέδια. Διάλεγε μόνη της τα μετάξια και τα βελούδα από την αγορά κι έφτιαχνε τα πάντα, ό,τι είχαν οι Γκριμκέ: κουρτίνες για τα παράθυρα, κεντημένες ζακέτες, δικτυωτά καλάθια, παντελόνια από μαλακό δέρμα ελαφιού, ως κι εκείνες τις στολισμένες στολές ιππασίας για την Εβδομάδα των Ιπποδρομιών.
   Ένα σας λέω μόνο: οι λευκοί ζούσαν για την Εβδομάδα των Ιπποδρομιών. Έτρεχαν από πικνίκ σε περιπάτους και μετά σε χορούς και δεν προλάβαιναν! Η δεξίωση της κυρίας Κινγκ γινόταν πάντα Τρίτη. Το δείπνο της Ιππικής Λέσχης την Τετάρτη. Αλλά ο μεγάλος ντόρος γινόταν το Σάββατο, με το χορό της Αγίας Κικιλίας, οπότε κορδώνονταν όλοι με τα πιο φανταχτερά τους ρούχα. Η Θεία - Αδερφή έλεγε ότι το Τσάρλεστον έπασχε από βαριά μεγαλομανία. Ως τα οχτώ μου περίπου, νόμιζα ότι «μεγαλομανία» ήταν κάποια αρρώστια του εντέρου. 
   Η κυρά ήταν μια κοντή γυναίκα με ξεχειλωμένη μέση και κάτι που έμοιαζε με μπαλάκια ζύμης κάτω απ' τα μάτια. Αρνιόταν να νοικιάσει τη μαμά μου σε άλλες κυρίες. Την παρακάλαγαν και την παρακάλαγε κι η μαμά, γιατί θα κράταγε ένα μικρό μέρος από αυτά τα μεροκάματα για τον εαυτό της, αλλά η κυρά έλεγε, δεν μπορώ να σε αφήσω να ράψεις γι' αυτές κάτι καλύτερο απ' αυτά που φτιάχνεις για μας. Τα βράδια, η μαμά έσκιζε λωρίδες ύφασμα για τα παπλώματά της, ενώ εγώ της κράταγα το σπαρματσέτο με το ένα χέρι και στοίβαζα τις λωρίδες σε σωρούς με το άλλο, ξεχωρίζοντάς τες πάντα ανά χρώμα, σε άψογη τάξη. Της άρεσαν τα φωτεινά χρώματα, σε συνδυασμούς που δε θα σκεφτόταν κανείς: μοβ με πορτοκαλί, ροζ με κόκκινο. Το αγαπημένο της σχήμα ήταν το τρίγωνο. Πάντα μαύρο. Η μαμά έβαζε μαύρα τρίγωνα σε όλα σχεδόν τα παπλώματα που έφτιαχνε.
   Είχαμε ένα ξύλινο ντυμένο κουτί στο οποίο φυλάγαμε τα κουρέλια μας, ένα πουγκί για τις βελόνες και τις κλωστές μας και μια αληθινή μπρούντζινη δαχτυλήθρα. Η μαμά έλεγε ότι μια μέρα θα γινόταν δική μου. Όταν δεν τη χρησιμοποιούσε, την έβαζα στο δάχτυλό μου σαν κόσμημα. Γεμίζαμε τα παπλώματά μας με τούφες από ακατέργαστο βαμβάκι και μαλλί. Η καλύτερη γέμιση ήταν τα πούπουλα, και είναι ακόμα· η μαμά κι εγώ δεν αφήναμε ποτέ ούτε ένα να πάει χαμένο, σκύβαμε πάντα και το μαζεύαμε. Κάποιες μέρες, η μαμά γύριζε με την τσέπη της γεμάτη πούπουλα χήνας που μάδαγε από τρύπες στα στρώματα μέσα στο σπίτι. Όταν καιγόμασταν να γεμίσουμε ένα πάπλωμα, κόβαμε τα μακριά βρύα από τη βελανιδιά στην αυλή και τα ράβαμε μέσα στο ύφασμα, μαζί με τους ψύλλους κι ένα σωρό άλλα ζωύφια.
   Αυτό μας άρεσε πιο πολύ, στη μαμά και σ' εμένα, οι ώρες που ασχολιόμασταν με τα παπλώματα.
   Ό,τι δουλειά κι αν μ' έβαζε η Θεία - Αδερφή να κάνω στην αυλή, εγώ κρυφοκοίταζα συνέχεια το παράθυρο του πάνω ορόφου, στην κάμαρα που έραβε η μαμά. Είχαμε ένα σινιάλο. Όταν έβαζα τον κουβά ανάποδα δίπλα στο παράσπιτο που ήταν το μαγειρείο, σήμαινε ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο. Τότε η μαμά άνοιγε το παράθυρο και μου πέταγε μια καραμέλα βουτύρου που είχε κλέψει από την κάμαρα της κυράς. Καμιά φορά πέταγε ένα μπογαλάκι κουρέλια -ωραία εμπριμέ και καρό, μουσελίνες, ως και εισαγόμενα λινά. Και μια φορά, εκείνη την αληθινή μπρούντζινη δαχτυλήθρα. Το πιο αγαπημένο της κλοπιμαίο ήταν η κατακόκκινη κλωστή. Την τύλιγε κρυφά μέσα στην τσέπη της και την έβγαζε από το σπίτι χωρίς να τη μυριστεί κανείς.
   Εκείνη τη μέρα είχε πολλή κίνηση στην αυλή, οπότε δεν έκανα όνειρα για καραμέλες βουτύρου εξ ουρανού. Η Μαρία, η σκλάβα που δούλευε σαν πλύστρα, είχε κάψει το χέρι της με κάρβουνα από το σίδερο και είχε βγει εκτός μάχης. Η Θεία - Αδερφή τα είχε βρει σκούρα με τα βρόμικα ρούχα που στοιβάζονταν. Στο μεταξύ, ο Τόμφρι είχε στείλει τους άντρες να σφάξουν ένα μουνουχισμένο γουρούνι, που έγρουζε με όλη του τη δύναμη. Είχαν μαζευτεί όλοι εκεί έξω, από τον γερο-Χιόνη τον αμαξά μέχρι τον Πρίγκιπα, που ξεκόπριζε το στάβλο. Ο Τόμφρι ήθελε να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα, γιατί η κυρά σιχαινόταν τη βαβούρα της αυλής. 
   Η βαβούρα περιλαμβανόταν στον κατάλογό της με τις αμαρτίες των σκλάβων, τον οποίο γνωρίζαμε όλοι απ' έξω κι ανακατωτά. Νούμερο ένα: η κλοπή. Νούμερο δύο: η ανυπακοή. Νούμερο τρία: η τεμπελιά. Νούμερο τέσσερα: η βαβούρα. Όλα κι όλα, ένας σκλάβος έπρεπε να είναι όπως το Άγιο Πνεύμα: δεν το βλέπεις, δεν το ακούς, αλλά πετάει πάντα κάπου τριγύρω, σε μόνιμη ετοιμότητα. 
   Η κυρά έμπηξε τις φωνές στον Τόμφρι, είπε να κάνουν ησυχία, μια κυρία δεν πρέπει να ξέρει από πού έρχεται το μπέικον που τρώει. Όταν το ακούσαμε αυτό, είπα στη Θεία - Αδερφή ότι η κυρά μας δεν ήξερε να ξεχωρίσει ούτε από ποια μεριά μπαίνει το μπέικον ούτε από ποια βγαίνει. Έφαγα ένα χαστούκι που μ' έκανε να χάσω τον κόσμο.
   Πήρα το μακρύ κοντάρι που το λέγαμε κόπανο και ψάρεψα τα στρωσίδια απ' το τσουκάλι, για να τα ρίξω, μούσκεμα όπως ήταν, πάνω στο φράκτη όπου η Θεία - Αδερφή ξέραινε τα μυρωδικά της. Ο φράκτης του στάβλου ήταν απαγορευμένος, γιατί τα άλογα είχαν μάτια πολύ πολύτιμα για να καούν με την αλισίβα. Άλλο τα μάτια των σκλάβων. Δουλεύοντας με τον κόπανο, ξυλοκόπησα αυτά τα σεντόνια και τις κουβέρτες μέχρι που μαρτύρησαν. Έτσι βγάζαμε τη βρομιά.
   Αφού τελείωσα την μπουγάδα, δεν είχα άλλη δουλειά, οπότε έμεινα να απολαύσω την αμαρτία νούμερο τρία. Ακολούθησα ένα μονοπάτι που είχα χαράξει στο χώμα κάνοντας τον ίδιο γύρο δέκα, δώδεκα φορές τη μέρα. Ξεκινούσα από την πίσω πόρτα του κυρίως σπιτιού, πέρναγα έξω από το μαγειρείο κι από εκεί, μετά το πλυσταριό, στο τεράστιο δέντρο στη μέση. Κάποια από τα κλωνάρια του ήταν πιο χοντρά από το σώμα μου, κι όλα τους ήταν στριφογυριστά, όπως οι κορδέλες μέσα σε κουτί. Στις ευθείες ταξιδεύουν κακά πνεύματα και το δέντρο μας ήταν στρεβλό απ' όπου κι αν το κοίταζες. Στη σκιά του μαζευόμασταν εμείς οι σκλάβοι σαν έπιανε η κάψα. Η μαμά μου έλεγε πάντα, μην ξηλώνεις τα γκρίζα μούσκλια από πάνω του, γιατί προστατεύουν από τον ήλιο κι από τα περίεργα βλέμματα.
   Γύριζα πίσω περνώντας μπροστά από το στάβλο και το αμαξοστάσιο. Το μονοπάτι αυτό οριοθετούσε το χάρτη του κόσμου που ήξερα. Δεν είχα δει την περιστρεφόμενη υδρόγειο μέσα στο σπίτι που έδειχνε τον υπόλοιπο. Βημάτιζα αργά, παρακαλώντας να πέρναγε γρήγορα η μέρα για να συναντηθούμε με τη μαμά στο δωμάτιό μας. Ήταν πάνω από το αμαξοστάσιο και δεν είχε παράθυρο. Η μυρωδιά της κοπριάς από το στάβλο και τον αχυρώνα με τις αγελάδες ήταν τόσο βαριά, που νόμιζες ότι το στρώμα μας ήταν γεμισμένο με σβουνιές αντί με άχυρο. Οι άλλοι σκλάβοι είχαν τα δωμάτιά τους πάνω από το μαγειρείο.
   Ο άνεμος δυνάμωσε και τέντωσα τα αφτιά μου για να ακούσω το πλατάγισμα από τα πανιά των καραβιών πέρα στο λιμάνι, ένα μέρος που οσμιζόμουν στον αέρα, αλλά δεν είχα δει ποτέ. Τα πανιά άνοιγαν μ' ένα σφύριγμα ίδιο με το κροτάλισμα καμτσικιού και τότε όλοι στήναμε αφτί για να καταλάβουμε αν μαστίγωναν κάποιο σκλάβο στην αυλή ενός γείτονα ή ήταν κάποιο καράβι που σήκωνε πανιά. Το καταλάβαινες από το αν άκουγες ουρλιαχτά ή «όχι».
   Ο ήλιος είχε χαθεί, αφήνοντας ένα σουφρωμένο σημείο μέσα στα σύννεφα, σαν από κουμπί που ξηλώθηκε. Σήκωσα τον κόπανο από κει που ήταν παρατημένος, δίπλα στο καζάνι της πλύσης, και χωρίς ιδιαίτερο λόγο τον χρησιμοποίησα για να ξεριζώσω μια κολοκύθα από το μποστάνι -την οποία εκτόξευσα πάνω από τον τοίχο, όπου έσκασε μ' ένα δυνατό «πλατς»!
   Και τότε, ο άνεμος κόπασε απότομα. Κι άκουσα τη φωνή της κυράς από την πίσω πόρτα του σπιτιού να λέει: "Θεία - Αδερφή, φέρε μου τη Χέτι τώρα αμέσως".
   Πήγα στο σπίτι σίγουρη ότι είχε θυμώσει για την κολοκύθα. Προειδοποίησα την πλάτη μου να μαζέψει το κουράγιο της.

Σάρα Γκριμκέ
   Η μέρα των ενδέκατων γενεθλίων μου άρχισε με τον προβιβασμό μου από το παιδικό δωμάτιο. Πήγαινε ήδη ένας χρόνος που αδημονούσα να ξεφύγω από τις πορσελάνινες κούκλες, τις σβούρες και τα μικροσκοπικά σερβίτσια του τσαγιού που ήταν σπαρμένα στο πάτωμα, τα παραταγμένα στη σειρά παιδικά κρεβατάκια, το στρίμωγμα και το σαματά του, αλλά τώρα που είχε έρθει η πολυπόθητη μέρα στεκόμουν διστακτικά στο κατώφλι της καινούργιας μου κάμαρας. Με σκουρόχρωμη επένδυση, ήταν μουντή  κι ανέδινε τη μυρωδιά του αδερφού μου, όλα εκεί μέσα ντυμένα με δέρμα και ντουμανιασμένα απ' τον καπνό. Το ψηλό κρεβάτι με το δρύινο ουρανό και τις κόκκινες βελούδινες κουρτίνες ήταν τόσο τερατώδες, ώστε φαινόταν πιο κοντά στο ταβάνι παρά στο πάτωμα. Είχα πετρώσει απ' το φόβο μου που θα έμενα ολομόναχη μέσα σ' ένα τόσο θεόρατο και φανταχτερό μέρος. 
   Πήρα βαθιά ανάσα και πέρασα το κατώφλι μ' ένα σάλτο. Αυτός ήταν ο άτεχνος τρόπος με το οποίο πορευόμουν και ξεπερνούσα τα εμπόδια της παιδικής ηλικίας. Όλοι με νόμιζαν θαρραλέο κορίτσι, αλλά δεν ήμουν στ' αλήθεια τόσο ατρόμητη όσο έδειχναν να πιστεύουν. Κατά βάθος, είχα την ιδιοσυγκρασία της χελώνας. Όποιο φόβητρο, ασχήμια, λακκούβα ή εμπόδιο κι αν συναντούσα στο δρόμο μου, η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να σταματήσω και να κρυφτώ. Αν πρέπει να σφάλλεις, ας είναι από γενναιότητα. Αυτό ήταν το ρητό που είχα επινοήσει για να με εμψυχώνω. Αρκετό καιρό τώρα, με βοηθούσε να δρασκελίζω διάφορα κατώφλια.
   Εκείνο το πρωί, φυσούσε ένας ψυχρός, ζωηρός άνεμος από τον Ατλαντικό, που έσπρωχνε τα σύννεφα σαν φυσικά ανεμούρια. Για μια στιγμή, έμεινα να στέκομαι, ένα μόλις βήμα μέσα στο δωμάτιο, ακούγοντας τα σπαθωτά κλωνιά απ' τους φοίνικες να κροταλίζουν ολόγυρα στο σπίτι. Τα πρόστεγα της σκεπαστής βεράντας σφύριζαν. Η φαρδιά ξύλινη κούνια έτριζε στις αλυσίδες της. Στη μικρή κουζίνα του ισογείου, εκεί που ζέσταιναν τα φαγητά κι ετοίμαζαν τις πιατέλες, η μητέρα είχε βάλει τις σκλάβες να βγάζουν τα μπολ από φίνα πορσελάνη και τα φλιτζάνια Γουέτζγουντ για το πάρτι γενεθλίων μου. Η Σίντι, η καμαριέρα της μητέρας, είχε περάσει ώρες μουσκεύοντας και τυλίγοντας την περούκα της με χαρτί και μπικουτί και η ξινή μυρωδιά της είχε ποτίσει, όσο στέγνωνε, όλο το σπίτι.
   Παρακολουθούσα την Μπινά, τη βάγια του παιδικού δωματίου, να τακτοποιεί τα ρούχα μου μέσα στη βαριά, παλιά γκαρνταρόμπα κι αναθυμόμουν πώς χρησιμοποιούσε τη μασιά από το τζάκι για να σπρώχνει την κούνια του Τσάρλς, με τα βραχιόλια από κοχύλια να κροταλίζουν στα μπράτσα της, ενώ μας τρομοκρατούσε με παραμύθια για την Κακιά Μάγισσα -μια γριά μέγαιρα που πετούσε τριγύρω με τη σκούπα της και ρουφούσε την ανάσα των κακών παιδιών. Θα μου έλειπε η Μπινά. Και η γλυκιά Άννα, που κοιμόταν πιπιλώντας τον αντίχειρά της. Και ο Μπεν κι ο Χένρι, που πηδούσαν σαν καλικάντζαροι μέχρι που έσκαγαν τα στρώματά τους, σχηματίζοντας πίδακες από φτερά χήνας, και η μικρή Ελάιζα, που συνήθιζε να χώνεται στο κρεβάτι μου για να σωθεί από τη νυχτερινή βασιλεία του τρόμου της Μάγισσας.
   Βέβαια, κανονικά θα έπρεπε να είχα εγκαταλείψει προ πολλού το παιδικό δωμάτιο, αλλά χρειάστηκε να περιμένω μέχρι να φύγει ο Τζον για το κολέγιο. Το τρίπατο σπίτι μας ήταν ένα από τα πιο επιβλητικά στο Τσάρλεστον, αλλά δε διέθετε αρκετές κάμαρες αναλογικά με... με το πόσο καρπερή ήταν η μητέρα. Ήμασταν δέκα παιδιά συνολικά: ο Τζον, ο Τόμας, η Μαίρη, ο Φρέντρικ και η αφεντιά μου, για να φτάσουμε σ' εκείνα που μοιράζονταν το παιδικό δωμάτιο -την Άννα, την Ελάιζα, τον Μπεν, τον Χένρι και τον μικρό Τσαρλς. Εγώ ήμουν η μεσαία, αυτή που η μαμά αποκαλούσε διαφορετική και ο μπαμπάς ξεχωριστή, αυτή με τα πυρρόξανθα μαλλιά και τις φακίδες, γαλαξίες ολόκληρους από δαύτες. Μια φορά οι αδερφοί μου σχημάτισαν τους αστερισμούς του Ωρίωνα, καθώς και τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο στα μάγουλα και το μέτωπό μου με κάρβουνο, συνδέοντας τις λαμπερές κόκκινες κουκκίδες. Δε με πείραξε· ήμουν ο ουρανός τους για ώρες.
   Όλοι έλεγαν ότι ήμουν η αγαπημένη του πατέρα. Εγώ δεν ξέρω αν με προτιμούσε ή με λυπόταν, αλλά σίγουρα ήταν ο δικός μου αγαπημένος. Ήταν δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νότιας Καρολίνας και στην κορυφή της τάξης των ιδιοκτητών φυτειών, της ομάδας που αποτελούσε την αφρόκρεμα του Τσάρλεστον. Είχε πολεμήσει στο πλευρό του στρατηγού Ουάσινγκτον, και μάλιστα αιχμαλωτίστηκε από τους Βρετανούς. Ήταν υπερβολικά μετριόφρων για να κομπάζει· εξάλλου, είχε τη μητέρα γι' αυτό.
   Την έλεγαν Μαίρη και το όνομα είναι το μοναδικό κοινό που είχε με τη Μητέρα του Ιησού. Καταγόταν από τις πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, εκείνη τη μικρή ομάδα αριστοκρατών που έστειλε ο βασιλιάς Κάρολος (1) να ιδρύσουν το Τσάρλεστον. Το ανέφερε συστηματικά σε οποιαδήποτε συζήτηση, τόσο ακούραστα, ώστε δε σπαταλούσαμε πια ούτε το χρόνο ούτε τον κόπο να κοιτάξουμε απαυδισμένοι προς τον Ύψιστο. Εκτός από το κουμάντο του σπιτιού, μιας στρατιάς παιδιών και δεκατεσσάρων σκλάβων, προλάβαινε να ανταποκριθεί σε ένα πλήθος από κοινωνικά και θρησκευτικά καθήκοντα, που θα έβγαζαν εκτός μάχης τις βασίλισσες και τις αγίες της Ευρώπης. Όταν ήμουν πιο επιεικής, έλεγα ότι η μητέρα μου ήταν εξουθενωμένη. Αλλά πάντα υποψιαζόμουν πως ήταν απλώς κακιά.
   Όταν πια η Μπινά τακτοποίησε τα χτενάκια και τις κορδέλες μου στον υπέροχο καθρέφτη Χεπλγουάιτ πάνω από την καινούρια τουαλέτα μου, γύρισε να με κοιτάξει -και μάλλον θα ήμουν αξιολύπητη όπως στεκόμουν εκεί, γιατί πλατάγισε τη γλώσσα στον ουρανίσκο της και είπε: "Αχ, καημενούλα δεσποινίς Σάρα".
   Πόσο σιχαινόμουν αυτή την προσθήκη τού καημενούλα πριν από το όνομά μου! Η Μπινά μουρμούριζε αυτό το Καημενούλα δεσποινίς Σάρα σαν ξόρκι από τότε που ήμουν τεσσάρων χρονών.

   Είναι η παλιότερή μου ανάμνηση: σχηματίζω λέξεις με τους βόλους του αδερφού μου. Είναι καλοκαίρι κι εγώ βρίσκομαι κάτω από τη βελανιδιά που υπάρχει στην πίσω αυλή. Ο Τόμας, δέκα χρονών τότε κι ο αγαπημένος μου αδερφός, μού έχει μάθει εννιά λέξεις: ΣΑΡΑ, ΚΟΡΙΤΣΙ, ΑΓΟΡΙ, ΦΕΥΓΩ, ΣΤΑΜΑΤΩ, ΠΗΔΑΩ, ΤΡΕΧΩ, ΠΑΝΩ, ΚΑΤΩ. Τις έγραψε σ' ένα φύλλο χαρτί και μου το έδωσε μαζί μ' ένα σακούλι με σαράντα οχτώ γυάλινους βόλους, αρκετούς για να γράφω δυο λέξεις τη φορά. Βάζω τους βόλους στο χώμα αντιγράφοντας τις λέξεις που έγραψε ο Τόμας στο χαρτί. Σάρα Φεύγει. Αγόρι Τρέχει. Κορίτσι Πηδάει. Δουλεύω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Σύντομα θα έρθει η Μπινά να με ψάξει.
   Ωστόσο, αυτή που κατεβαίνει τα πίσω σκαλιά προς την αυλή είναι η μητέρα. Η Μπινά και οι άλλοι σκλάβοι του σπιτιού περπατούν βαριά πίσω της, επιφυλακτικά, με βήματα συγχρονισμένα, σαν ένα πλάσμα θαρρείς, μια σαρανταποδαρούσα που διασχίζει μια απροστάτευτη περιοχή. Διαισθάνομαι τη μαύρη σκιά που πλανιέται από πάνω τους στον αέρα, έναν τρόμο που τους τρώει τα σωθικά, και μπουσουλώντας πισωπατώ προς την πρασινόμαυρη σκοτεινιά του δέντρου.
   Οι σκλάβοι καρφώνουν με το βλέμμα την πλάτη της μητέρας, ολόισια και άκαμπτη. Εκείνη γυρίζει και τους μαλώνει. "Χασομεράτε. Άντε, κουνηθείτε, να τελειώνουμε μ' αυτό".
   Καθώς μιλάει, μια μεγαλύτερη σε ηλικία σκλάβα, η Ροζέτα, σέρνεται έξω από τον αχυρώνα -όχι μόνη της, τη σέρνει ένας άντρας, ένας σκλάβος της αυλής. Εκείνη παλεύει, του γδέρνει το πρόσωπο με τα νύχια της. Η μητέρα παρακολουθεί απαθής.
   Αυτός δένει τα χέρια της Ροζέτας στη γωνιακή κολόνα της βεράντας έξω από το μαγειρείο. Εκείνη κοιτάζει πάνω από τον ώμο της και ικετεύει. Σε παρακαλώ, κυρά. Κυρά! Κυρά! Σε παρακαλώ. Ικετεύει ακόμα κι αφού αρχίζει ο άντρας να τη χτυπάει με το μαστίγιό του.
   Το φουστάνι της είναι βαμβακερό, σε ανοιχτό κίτρινο χρώμα. Κοιτάζω άναυδη καθώς η πλάτη βάφεται με αιμάτινες γραμμές και κόκκινες κηλίδες που ανοίγουν σαν μπουμπούκια. Δεν μπορώ να συνδέσω την αγριότητα των χτυπημάτων με το μελίρρυτο μοιρολόι της ή την εκθαμβωτική ομορφιά των ρόδων που ξεδιπλώνονται στην πέργκολα της ραχοκοκαλιάς της. Κάποιος μετράει τις καμτσικιές -η μητέρα; Έξι, εφτά.
   Το μαστίγωμα συνεχίζεται, αλλά η Ροζέτα σταματάει να κλαίει και σωριάζεται πάνω στην κουπαστή της βεράντας. Εννιά, δέκα. Τα μάτια μου στρέφονται αλλού. Ακολουθούν ένα μαύρο μυρμήγκι που ταξιδεύει στις παρυφές του δέντρου -στις κακοτράχαλες ρίζες και στα δασωμένα βρύα που κρύβουν ατέλειωτους κινδύνους- και λέω μέσα στο κεφάλι μου τις λέξεις που έγραψα νωρίτερα. Αγόρι Τρέχει. Κορίτσι Πηδάει. Σάρα Φεύγει.
   Δεκατρείς, δεκατέσσερις... Πετάγομαι σαν ελατήριο από τις σκιές, προσπερνάω τον άντρα που τυλίγει τώρα το καμτσίκι του, έχοντας κάνει καλά τη δουλειά του, και τη Ροζέτα που κείτεται σαν άψυχο σακί κρεμασμένη από τα χέρια της. Όπως ανεβαίνω πηδώντας τα σκαλιά για την πίσω πόρτα του σπιτιού, ακούω τη μητέρα να με φωνάζει, ενώ η Μπινά τρέχει να με πιάσει. Αλλά εγώ τους ξεφεύγω· τρέχω με όλη μου τη δύναμη στον κεντρικό διάδρομο, βγαίνω από την μπροστινή πόρτα και συνεχίζω για τις αποβάθρες.
   Τα υπόλοιπα δεν τα θυμάμαι με σαφήνεια, μόνο ότι βρίσκομαι να περιφέρομαι πάνω στην κινητή σκάλα ενός ιστιοφόρου, κλαίγοντας με λυγμούς, σκουντουφλώντας σε μια κουλούρα σκοινί. Ένας καλός κύριος με γενειάδα και μαύρη τραγιάσκα με ρωτάει τι θέλω. Τον εκλιπαρώ, Σάρα Φεύγει.
   Η Μπινά τρέχει να με προλάβει, αν και δεν το έχω καταλάβει, μέχρι που τελικά με αρπάζει στην αγκαλιά της μουρμουρίζοντας: "Αχ, καημενούλα δεσποινίς Σάρα, καημενούλα δεσποινίς Σάρα". Ακούγεται σαν ετυμηγορία, σαν προκήρυξη, σαν προφητεία.
   Όταν φτάνω στο σπίτι, είμαι πασαλειμμένη με μύξες, δάκρυα, χώμα της αυλής και γλίτσα του λιμανιού. Η μητέρα με σφίγγει πάνω της, κάνει πίσω και με τραντάζει άγρια, πριν με σφίξει ξανά στην αγκαλιά της. "Θέλω να μου υποσχεθείς ότι δε θα το ξανασκάσεις ποτέ! Υποσχέσου το!"
   Θέλω. Προσπαθώ. Οι λέξεις είναι στην άκρη της γλώσσας μου -στρογγυλοί σβόλοι που αντανακλούν το φως, όπως οι βόλοι κάτω από το δέντρο.
   "Σάρα!" φωνάζει επιτακτικά.
   Τίποτα. Δε βγαίνει ο παραμικρός ήχος από το στόμα μου. 
   Μένω μουγκή για μία εβδομάδα. Είναι θαρρείς και οι λέξεις φράκαραν στη ρωγμή ανάμεσα στις ωμοπλάτες μου. Τις απεγκλώβισα σταδιακά, λίγο λίγο, με προσευχές και φοβέρες και καλοπιάσματα. Ξανάρχισα να μιλάω, αν και μ' ένα παράξενο, ευμετάβλητο είδος τραυλίσματος. Δεν είχα ποτέ την ευφράδεια ρήτορα, ακόμα και οι πρώτες μου λέξεις είχαν μια έντονη μαχητικότητα, ξαφνικά κενά ανάμεσα στις παιδικές μου φρασούλες, ατέλειωτα δευτερόλεπτα που οι λέξεις σκάλωναν στα χείλη μου, και οι άλλοι κοιτούσαν αμήχανα αλλού. Τελικά, οι τρομερές παύσεις άρχισαν να έρχονται και να φεύγουν ανάλογα με τις δικές τους μυστηριώδεις διαθέσεις. Μπορεί να με βασάνιζαν αμείλικτα για εβδομάδες κι έπειτα να χάνονταν για μήνες, για να επιστρέψουν το ίδιο ξαφνικά όσο είχαν φύγει.

   Τη μέρα που αποχαιρέτησα το παιδικό δωμάτιο για να εγκαινιάσω μια ζωή ωριμότητας μετακομίζοντας στο υπερβολικά μουντό παλιό δωμάτιο του Τζον, δε σκεφτόμουν την τρομερή σκηνή που είχα παρακολουθήσει στην πίσω αυλή όταν ήμουν τεσσάρων χρονών ούτε τα αόρατα δεσμά που από τότε με είχαν αλυσοδέσει με τη φωνή μου. Αυτές οι έγνοιες δε θα μπορούσαν να απέχουν περισσότερο από το μυαλό μου. Εδώ και αρκετό καιρό -τέσσερις μήνες και έξι μέρες- δεν είχα καμία δυσκολία στον λόγο μου. Τόσο που νόμιζα σχεδόν πως είχα θεραπευτεί.
   Έτσι, όταν κατέφθασε ξαφνικά φουριόζα η μητέρα μου -ενώ εγώ αγωνιζόμουν να προσαρμοστώ στο καινούριο μου περιβάλλον και η Μπινά καταχώνιαζε τα υπάρχοντά μου εδώ κι εκεί- και ρώτησε αν μου άρεσε το καινούριο μου δωμάτιο, αιφνιδιάστηκα από την ανικανότητά μου να της απαντήσω. Μια καταπακτή θαρρείς κι έκλεισε με βρόντο στο λαιμό μου κι έμεινε μόνο η σιωπή. Η μητέρα με κοίταξε και αναστέναξε.
   Όταν έφυγε, πίεσα τα μάτια μου να μείνουν στεγνά και γύρισα την πλάτη μου στην Μπινά. Δεν άντεχα να ακούσω για άλλη μια φορά το Καημενούλα δεσποινίς Σάρα.


Σκοτούρα
   Η Θεία - Αδερφή με πήγε στην κουζίνα του σπιτιού, εκεί όπου η Μπινά και η Σίντι πάλευαν πάνω σε ασημένιους δίσκους, γεμίζοντάς τους με κέικ πιπερόριζας και μήλα και τριμμένο καρύδι. Φόραγαν τις καλές, μακριές ποδιές τους, κολλαρισμένες στην τρίχα. Από κει που ήταν το σαλόνι ακουγόταν σαν μελίσσι το βουητό.
   Η κυρία ήρθε ξαφνικά και είπε στη Θεία - Αδερφή να μου βγάλει την κουρελιασμένη ρόμπα και να μου πλύνει το πρόσωπο, και μετά ανήγγειλε: "Χέτι, σήμερα η Σάρα γίνεται έντεκα χρονών και γιορτάζουμε τα γενέθλιά της".
   Πήρε μια ανοιχτή μοβ - ροζ κορδέλα από το ντουλάπι και την τύλιξε στο λαιμό μου, δένοντας έναν ωραίο φιόγκο, ενώ η Θεία - Αδερφή μού καθάριζε τα μάγουλα από τη βρομιά μ' ένα πανάκι. Η κυρά έδεσε μια δεύτερη κορδέλα στη μέση μου. Όταν τραβήχτηκα, μου είπε κοφτά: "Σταμάτα να τινάζεσαι σαν νευρόσπαστο, Χέτι! Στάσου ήσυχα". 
   Η κυρά είχε δέσει πολύ σφιχτά την κορδέλα στον λαιμό μου. Δυσκολευόμουν να καταπιώ το σάλιο μου. Προσπαθούσα να τραβήξω το βλέμμα της Θείας - Αδερφής, αλλά δεν ξεκόλλαγε στιγμή από τους δίσκους με τα φαγητά. Ήθελα να της πω, λύσε μου τα αυτά, βοήθα με, κατουριέμαι. Πάντα έβρισκα κάτι έξυπνο να πω, αλλά η φωνή μου είχε τρυπώσει κάπου βαθιά στο λαρύγγι μου, σαν ποντίκι στο λαγούμι του.
   Στο μεταξύ, χοροπήδαγα από το ένα πόδι στο άλλο. Σκέφτηκα αυτό που μου είχε πει η μαμά: "Να είσαι καλή όταν ζυγώνουν τα Χριστούγεννα, γιατί τότε είναι που πουλάνε τα παιδιά που τους περισσεύουν ή αλλιώς τα στέλνουν στα χωράφια". Δεν ήξερα ούτε ένα σκλάβο που να πουλήθηκε από τον αφέντη Γκριμκέ, αλλά ήξερα ένα σωρό που έστειλε στη φυτεία του στις ερημιές. Από κει είχε έρθει η μαμά, έχοντας εμένα στην κοιλιά της, αλλά αφήνοντας πίσω τον μπαμπά μου.
   Και τότε σταμάτησα και να κουνιέμαι και να χοροπηδάω. Όλος ο εαυτός μου βούτηξε σ' εκείνη την τρύπα όπου χάθηκε η φωνή μου. Προσπάθησα να κάνω αυτό που έλεγαν πως ήθελε ο Θεός. Να είμαι υπάκουη, ήσυχη, ακίνητη.
   Η κυρά με περιεργάστηκε, ελέγχοντας πώς μου πήγαιναν οι μοβ - ροζ κορδέλες. Μετά με έπιασε απ' το μπράτσο και με πήγε στο σαλόνι, όπου κάθονταν οι κυρίες με τα εντυπωσιακά φορέματά τους και τα φλιτζάνια του τσαγιού και τις δαντελένιες πετσέτες τους. Μια από αυτές έπαιζε μουσική στο μικρό πιάνο που λέγεται κλαβεσέν, αλλά σταμάτησε όταν η κυρά μου χτύπησε κοφτά τα χέρια της.
   Όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω μου. Η κυρά είπε: "Αυτή είναι η μικρή μας Χέτι. Σάρα, αγάπη μου, είναι το δώρο σου, η καταδική σου υπηρέτρια και προσωπική καμαριέρα".
   Έχωσα τα χέρια ανάμεσα στα πόδια μου, αλλά η κυρά μού τα έβγαλε με μια απότομη κίνηση. Με γύρισε να κάνω μια ολόκληρη στροφή. Οι κυρίες άρχισαν να σκούζουν σαν παπαγάλοι -χρόνια πολλά, χαρούμενα γενέθλια- με τα φανταχτερά κεφάλια τους να ραμφίζουν τον αέρα. Η μεγαλύτερη αδερφή της δεσποινίδας Σάρας, η δεσποινίς Μαίρη, καθόταν εκεί με κρεμασμένα μούτρα που δεν ήταν εκείνη το επίκεντρο της γιορτής. Μετά την κυρά, ήταν η πιο κακιά εκεί μέσα. Όλοι την είχαμε δει πώς φερόταν στη δική της προσωπική καμαριέρα, τη Λούσι: τη βάραγε κάθε μέρα και με διαφορετικό τρόπο. Όλοι λέγαμε ότι, αν η δεσποινίς Μαίρη έριχνε το μαντίλι της από το δεύτερο πάτωμα, θα πέταγε και τη Λούσι απ' το παράθυρο να της το πιάσει. Τουλάχιστον, δεν έπεσα στα χέρια αυτηνής...
   Η δεσποινίς Σάρα σηκώθηκε. Φόραγε ένα βαθυγάλαζο φόρεμα και είχε ροδόχρωμα μαλλιά, που κρέμονταν ολόισια σαν τα γένια του καλαμποκιού, και φακίδες στο ίδιο κόκκινο χρώμα, σκορπισμένες σε όλο της το πρόσωπο. Πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε να κουνάει τα χείλια της. Η δεσποινίς Σάρα ανέβαζε τις λέξεις από το λαιμό της όπως τραβάμε νερό από το πηγάδι. 
   Όταν τελικά έφερε πάνω τον κουβά, ίσα που ακούγαμε τι μας έλεγε. "... Λυπάμαι, μητέρα... δεν μπορώ να δεχτώ". 
   Η κυρά τής ζήτησε να επαναλάβει. Αυτή τη φορά η δεσποινίς Σάρα το φώναξε σαν γυρολόγος που πουλάει γαρίδες.
   Τα μάτια της κυράς ήταν στο γαλάζιο του πάγου, όπως της δεσποινίδας Σάρας, αλλά σκοτείνιασαν στην απόχρωση του λουλακιού. "Κάθισε, Σάρα, καλή μου", είπε.
   "... Δε χρειάζομαι υπηρέτρια..." είπε η δεσποινίς Σάρα. "...Μια χαρά είμαι χωρίς..."
   "Αρκετά", έκανε η κυρά.
   Δεν ξέρω πώς θα μπορούσες να αγνοήσεις την προειδοποίηση στο ύφος της. Η δεσποινίς Σάρα πάντως δεν πήρε χαμπάρι. 
   "...Δε θα μπορούσες να την κρατήσεις για την Άννα;"
   "Αρκετά!"
   Η δεσποινίς Σάρα κάθισε βαριά στην καρέκλα της, σαν να την είχαν σπρώξει.
   Τα τσίσα κύλησαν σ' ένα λεπτό ρυάκι στο πόδι μου. Πάλευα με κάθε τρόπο να ελευθερωθώ από την αρπάγη της κυράς, μέχρι που ξεχύθηκαν σαν φουσκωμένος χείμαρρος πάνω στο χαλί.
   Η κυρά έβγαλε μια στριγκλιά κι όλα βουβάθηκαν. Μπορούσες να ακούσεις τα κάρβουνα να πηδάνε στο τζάκι.
   Θα 'τρωγα κανέναν μπάτσο ή κάτι χειρότερο. Σκέφτηκα τη Ροζέτα και την τρομερή κρίση τρέμουλου που πάθαινε όποτε τη βόλευε. Άφηνε τα σάλια να τρέχουν απ' το στόμα της κι έστρεφε τα μάτια μέσα στις κόγχες τους. Θύμιζε κάπως αναποδογυρισμένο σκαθάρι που πασχίζει να γυρίσει στα ίσα του, αλλά γλίτωνε πάντα τις τιμωρίες -γι' αυτό μπήκα στον πειρασμό να πέσω κάτω και να παραστήσω όσο καλύτερα μπορούσα ότι πάθαινα μια παρόμοια κρίση.
   Αλλά έμεινα να στέκομαι εκεί, με το φουστάνι βρεγμένο πάνω στα πόδια μου και την ντροπή να αυλακώνει σε καυτά ρυάκια το πρόσωπό μου.
   Η Θεία - Αδερφή ήρθε και με πήρε έξω. Περνώντας από τις σκάλες για να μπούμε στην κεντρική σάλα, είδα τη μαμά στο κεφαλόσκαλο να πιέζει τα χέρια στο στήθος της.

   Τα νυχτοπούλια κάθονταν στα κλαδιά των δέντρων και κουκούριζαν. Εγώ ήμουν γαντζωμένη πάνω στη μαμά στο σκοινένιο κρεβάτι μας κι είχα το βλέμμα καρφωμένο στο τελάρο για τα παπλώματα, που κρεμόταν από τα δοκάρια της οροφής από πάνω μας, πιασμένο από τις τροχαλίες του. Μου έλεγε ότι το τελάρο ήταν ο φύλακας άγγελός μας. Μου έλεγε: "Όλα θα πάνε καλά". Αλλά η ντροπή διατηρούνταν αμείωτη μέσα μου, αφήνοντας στη γλώσσα μου την πικρίλα μερικών χορταριών.
   Οι καμπάνες ηχούσαν σε όλο το Τσάρλεστον σημαίνοντας την απαγόρευση κυκλοφορίας για τους σκλάβους και η μαμά είπε ότι όπου να 'ναι θα 'βγαιναν οι άντρες της Φρουράς χτυπώντας τα τύμπανά τους· στην πραγματικότητα, αυτό που είπε ήταν: "Σε λίγο θα γεμίσουν γρύλους τα σταροχώραφα".
   Και τότε, άρχισε να τρίβει μαλακά τα επίπεδα κόκαλα στους ώμους μου. Τότε ήταν που μου είπε την ιστορία από την Αφρική που της είχε πει η μαμά της. Ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να πετάνε. Ότι πέταγαν πάνω από δέντρα και σύννεφα. Ότι πέταγαν σαν τα κοτσύφια.
   Το επόμενο πρωί, η μαμά μού έδωσε ένα πάπλωμα ίσο με το μπόι μου και μου είπε ότι στο εξής δεν μπορούσα να κοιμάμαι μαζί της. Από εκείνη τη στιγμή θα κοιμόμουν στο πάτωμα του διαδρόμου έξω από το υπνοδωμάτιο της δεσποινίδας Σάρας. Η μαμά είπε: "Μη σηκώνεσαι από το πάπλωμά σου παρά μόνο αν σε φωνάζει η δεσποινίς Σάρα. Μην τριγυρνάς στο σπίτι. Μην ανάβεις κεριά. Μην κάνεις καθόλου θόρυβο. Όταν χτυπάει το κουδούνι της δεσποινίδας Σάρας, θα τρέχεις να δεις τι χρειάζεται".
   Η μαμά μού είπε: "Από δω και μπρος θα είναι δύσκολα, Σκοτούρα".


Σάρα
   Με έστειλαν στην απομόνωση του καινούριου μου δωματίου, με τη ρητή εντολή να ζητήσω εγγράφως συγγνώμη από κάθε καλεσμένη χωριστά. Η μητέρα με έβαλε να καθίσω στο γραφείο με χαρτί, μελανοδοχείο κι ένα γράμμα - πρότυπο που είχε συντάξει η ίδια κι εγώ έπρεπε να αντιγράψω.
   "... Δεν τιμωρήσατε τη Χέτι, ε;" τη ρώτησα.
   "Τόσο άκαρδη με θεωρείς, Σάρα; Το κορίτσι είχε ένα ατύχημα. Γιατί να το τιμωρήσω;" Ανασήκωσε τους ώμους απαυδισμένη. "Παρ' όλο που, αν δεν καθαρίσει ο λεκές από το χαλί, θα αναγκαστούμε να το πετάξουμε".
   Κατευθυνόταν ήδη προς την πόρτα κι εγώ αγωνιζόμουν να ξεστομίσω τις λέξεις πριν φύγει: "Μητέρα... σας παρακαλώ, αφήστε... αφήστε με να σας επιστρέψω τη Χέτι".
   Να σας επιστρέψω τη Χέτι. Λες και ήταν κτήμα μου, τελικά. Λες και η κατοχή ανθρώπων ήταν κάτι τόσο φυσικό όσο η αναπνοή. Παρ' όλη την αντίστασή μου στην ανθρώπινη δουλεία, τον ίδιο ρυπαρό αέρα ανάσαινα κι εγώ.
   "Η κηδεμονία σου είναι νόμιμη και δεσμευτική. Η Χέτι είναι δική σου, Σάρα, κι αυτό δεν μπορεί να αλλάξει".
   "... Μα..."
   Άκουσα το φουρφούρισμα των μισοφοριών της έτσι όπως έκανε μεταβολή στο χαλί και ξαναγύρισε προς το μέρος μου. Ήταν μια γυναίκα που μπορούσε να υποτάξει τους ανέμους και τις παλίρροιες, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν στις καλές της μαζί μου. Έβαλε το δάχτυλό της κάτω απ' το πιγούνι μου και μου ανασήκωσε το πρόσωπο χαμογελώντας. "Γιατί πρέπει να εναντιώνεσαι; Δεν καταλαβαίνω από πού σου κατεβαίνουν αυτές οι αλλόκοτες ιδέες. Αυτός είναι ο τρόπος ζωής μας, αγαπημένο μου κορίτσι, κοίτα να συμφιλιωθείς μαζί του". Με φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού μου. "Θέλω να έχω και τις δεκαοχτώ επιστολές έτοιμες ως το πρωί".
   Το δωμάτιο πλημμύρισε με την πορτοκαλιά λάμψη της δύσης, που αντανακλούσε στην επένδυση από κυπαρισσόξυλο, κι έπειτα βούλιαξε στο σούρουπο και τις σκιές. Μέσα στο μυαλό μου μπορούσα να δω καθαρά τη Χέτι -τη σαστισμένη, καταντροπιασμένη έκφραση στο πρόσωπό της, τα κοτσιδάκια των μαλλιών της να πετάγονται προς κάθε κατεύθυνση, τους γελοίους μοβ - ροζ φιόγκους. Ήταν απίστευτα μικροκαμωμένη, σχεδόν καχεκτική -μόλις ένα χρόνο μικρότερή μου, αλλά δεν έμοιαζε μεγαλύτερη από εξάχρονο. Τα άκρα της ήταν πετσί και κόκαλο. Οι αγκώνες της θύμιζαν το κούμπωμα παραμάνας. Το μόνο πράγμα πάνω της που μπορείς να πεις ότι ξεχώριζε ήταν τα μάτια της, με μια παράξενη χρυσαφένια απόχρωση, που θαρρείς και μεσουρανούσαν πάνω από τα μαύρα μάγουλά της σαν λαμπερά μισοφέγγαρα.
   Μου φαινόταν ανέντιμο να ζητάω συγχώρεση για κάτι που δε μου προκαλούσε την ελάχιστη ενοχή. Αν λυπόμουν για κάτι, ήταν για το πόσο θλιβερά άτονες ακούστηκαν οι διαμαρτυρίες μου. Τίποτα δεν ήθελα περισσότερο από το να καθίσω εκεί όλη τη νύχτα, αμετακίνητη, για μέρες ή και εβδομάδες στην ανάγκη, μα τελικά ενέδωσα κι έγραψα τα αναθεματισμένα γράμματα. Ήξερα πως ήμουν αλλόκοτο κορίτσι με τις επαναστατικές ιδέες μου, την ακόρεστη φιλομάθεια και το αστείο παρουσιαστικό, και το μισό καιρό τραύλιζα και φρούμαζα σαν άλογο που δεν μπορεί να συνηθίσει το χαλινάρι, ιδιότητες που δεν ήταν καθόλου ελκυστικές στο γυναικείο φύλο. Εξελισσόμουν ολοταχώς στον παρία της οικογένειας κι έτρεμα τον εξοστρακισμό. Τον έτρεμα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
   Κι έτσι έγραψα, ξανά και ξανά:

   Αγαπητή Κυρία,
   Σας ευχαριστώ θερμά για την τιμή και την καλοσύνη που μου κάνατε να παραστείτε στο τσάι για τα ενδέκατα γενέθλιά μου. Λυπάμαι που, παρ' ότι έλαβα την καλύτερη ανατροφή από τους γονείς μου, η συμπεριφορά μου στη συγκεκριμένη περίσταση ήταν εντελώς απαράδεκτη. Σας ικετεύω ταπεινά να μου συγχωρήσετε την αγένεια και την ασέβεια που επέδειξα.
Η μεταμελημένη φίλη σας,
Σάρα Γκριμκέ

   Σκαρφάλωσα στο εξωφρενικό ύψος του στρώματος και είχα μόλις βολευτεί όταν έξω από το παράθυρό μου άρχισε να τιτιβίζει ένα πουλί. Στην αρχή ήταν ένας χείμαρρος από ορμητικά σφυρίγματα κι έπειτα ένα απαλό, μελαγχολικό κελάηδισμα. Ένιωθα τόσο μόνη στον κόσμο με τις παράταιρες ιδέες μου.
   Κάνοντας τσουλήθρα για να κατέβω από την κούρνια μου, πήγα και στάθηκα στο παράθυρο ανατριχιάζοντας μέσα στην άσπρη μάλλινη νυχτικιά μου και χαζεύοντας την Ιστ Μπέι Στριτ πάνω από τις σκοτεινές σκεπές προς το λιμάνι. Καθώς η εποχή των καταιγίδων είχε πια περάσει, υπήρχαν καμιά εκατοστή μεγάλα ιστιοφόρα αγκυροβολημένα, που καθρεφτίζονταν στα νερά. Κολλώντας το μάγουλό μου στο παγωμένο τζάμι, ανακάλυψα ότι μπορούσα να δω ένα τμήμα των καταλυμάτων των σκλάβων πάνω από το στάβλο, εκεί που ήξερα ότι η Χέτι θα περνούσε το τελευταίο βράδυ μαζί με τη μητέρα της. Από αύριο θα αναλάμβανε καθήκοντα, οπότε θα κοιμόταν έξω από την πόρτα μου.
   Τότε ήταν που είχα μια ξαφνική επιφοίτηση. Άναψα ένα κερί από τη μισοσβησμένη χόβολη στο τζάκι, άνοιξα την πόρτα μου και βγήκα στο σκοτεινό, αθέρμαντο διάδρομο. Τρεις ασαφείς φιγούρες ήταν ξαπλωμένες στο πάτωμα, δίπλα σε αντίστοιχες πόρτες δωματίων. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τον κόσμο έξω από το παιδικό δωμάτιο μέσα στη νύχτα και μου πήρε μερικές στιγμές να συνειδητοποιήσω ότι οι φιγούρες ήταν σκλάβοι που κοιμούνταν εκεί για να βρίσκονται επί ποδός, αν τους καλούσε κάποιος Γκριμκέ χτυπώντας το κουδούνι του.
   Η μητέρα ήθελε να αντικαταστήσει αυτή την αναχρονιστική διευθέτηση μ' εκείνη που εγκαταστάθηκε πρόσφατα στο σπίτι της φίλης της, της κυρίας Ράσελ. Εκεί πατούσαν κουμπιά που σήμαιναν στα δωμάτια των σκλάβων, καθένα με διαφορετικό ήχο. Η μητέρα ενθουσιάστηκε με την καινοτομία, αλλά ο πατέρας το θεωρούσε σπατάλη. Παρ' ότι ήμασταν αγγλικανοί, εκείνος διατηρούσε μερικά κατάλοιπα της ολιγάρκειας των ουγενότων. Μόνο πάνω από το πτώμα του θα τοποθετούνταν στην οικία Γκριμκέ τα εξεζητημένα κουμπιά.
   Κατέβηκα ξυπόλητη τις φαρδιές μαονένιες σκάλες για τον πρώτο όροφο, όπου κοιμούνταν άλλες δύο σκλάβες, καθώς και η Σίντι, η οποία καθόταν εντελώς ξύπνια με την πλάτη ακουμπισμένη στην πόρτα της κάμαρας των γονιών μου. Μου έριξε μια παραξενεμένη ματιά, αλλά δε με ρώτησε πού πήγαινα. 
   Προχώρησα αθόρυβα πάνω στο παχύ περσικό χαλί που κάλυπτε την αριστερή πλευρά του κεντρικού διαδρόμου, γύρισα το χερούλι στη βιβλιοθήκη του πατέρα και γλίστρησα μέσα. Το ημιδιαφανές σεληνόφως που διαχεόταν από το μπροστινό παράθυρο φώτιζε ένα πορτρέτο του Τζορτζ Ουάσινγκτον με περίτεχνη κορνίζα. Εδώ κι ένα χρόνο κοντά, ο πατέρας έκανε τα στραβά μάτια όταν γλιστρούσα κάτω από τη μύτη του κυρίου Ουάσινγκτον για να λεηλατήσω τη βιβλιοθήκη. Ο Τζον, ο Τόμας και ο Φρέντρικ είχαν ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό το κατάμεστο θησαυροφυλάκιο -με νομικά συγγράμματα και τόμους γεωγραφίας, φιλοσοφίας, θεολογίας, ιστορίας, βοτανολογίας, ποίησης και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας- ενώ στη Μαίρη κι εμένα τυπικά απαγορευόταν η μελέτη τους. Κι ενώ η Μαίρη δε νοιαζόταν για τα βιβλία, εγώ... τα έβλεπα στα όνειρά μου. Τα λάτρευα μ' έναν τρόπο που δεν μπορούσα να περιγράψω ούτε καν στον Τόμας. Εκείνος μου σύστησε κάποιους τόμους και με εκπαίδευσε στην κλίση των λατινικών. Ήταν ο μόνος που ήξερε την απελπισμένη λαχτάρα μου να αποκτήσω πραγματική μόρφωση, πέρα από εκείνη που μου παρείχε η μαντάμ Ρουφέν, η Γαλλίδα δασκάλα και ανελέητη νέμεσή μου.
   Ήταν μια μικροκαμωμένη αψίθυμη γυναίκα, που φορούσε καπελάκι χηρείας με τις κορδέλες να κρέμονται στα μάγουλά της, κι όταν έκανε κρύο, έναν παράξενο γούνινο μανδύα και παπουτσάκια επενδυμένα με γούνα. Ήταν περιβόητη η συνήθειά της να παρατάσσει τα κορίτσια πάνω στον Πάγκο Τιμωρίας για το παραμικρό ατόπημα και να τους φωνάζει μέχρι που έπεφταν λιπόθυμα. Την απεχθανόμουν, μαζί με την «εξευγενισμένη της εκπαίδευση για το θηλυκό πνεύμα», που αποτελούνταν από κέντημα, καλούς τρόπους, ζωγραφική, στοιχειώδη ανάγνωση και γραφή, καλλιγραφία, πιάνο, τη Βίβλο, γαλλικά και όση αριθμητική χρειάζεσαι για να μπορείς να βρεις πόσο κάνει δύο και δύο. Ήμουν βέβαιη ότι μπορούσα να πεθάνω ξεπατικώνοντας λουλουδάκια στις σελίδες του μπλοκ των τεχνικών μου. Μια φορά έγραψα στο περιθώριο: «Αν πεθάνω απ' αυτή την αβάσταχτη άσκηση, επιθυμώ το φέρετρό μου να στολιστεί με αυτά τα λουλούδια». Η μαντάμ Ρουφέν δεν το βρήκε καθόλου αστείο. Με έστησε όρθια πάνω στον Πάγκο Τιμωρίας, όπου ξεφώνιζε επί ώρες για την ανήκουστη αναίδειά μου, ενώ εγώ πάλευα να μην πέσω ξερή.
   Όλο και πιο πολύ, στη διάρκεια αυτών των μαθημάτων, με κυρίευαν διακαείς επιθυμίες, αλλότριοι, θυελλώδεις πόθοι που κατάπιναν την καρδιά μου. Λαχταρούσα να μάθω πράγματα, να γίνω κάποια. Αχ, και να ήμουν γιος! Λάτρευα τον πατέρα, επειδή με μεταχειριζόταν σαν να ήμουν σχεδόν γιος, επιτρέποντάς μου να μπαινοβγαίνω στη βιβλιοθήκη του.
   Εκείνο το βράδυ, τα κάρβουνα στο τζάκι της βιβλιοθήκης είχαν παγώσει και η μυρωδιά απ' τον καπνό του πούρου κρεμόταν βαριά στον αέρα. Βρήκα χωρίς δυσκολία τον αγαπημένο τόμο του πατέρα μου, τον Κώδικα Αστικού και Δημοσίου Δικαίου της Νότιας Καρολίνας. Τον είχα φυλλομετρήσει αρκετές φορές για να ξέρω ότι κάπου μέσα στις σελίδες του υπήρχε ένα αντίγραφο εγγράφου απελευθέρωσης σκλάβου.
   Μόλις το βρήκα, πήρα χαρτί και μια πένα φτερού από το γραφείο του πατέρα και το αντέγραψα:

   Δια του παρόντος δηλώνω ότι σήμερα, 26 Νοεμβρίου 1803, στην πόλη Τσάρλεστον της πολιτείας της Νότιας Καρολίνας, απαλλάσσω από την κατάσταση δουλείας τη Χέτι Γκριμκέ και της παραχωρώ αυτό το αποδεικτικό απελευθέρωσης. Η κάτωθι υπογεγραμμένη,
Σάρα Μουρ Γκριμκέ

   Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ο πατέρας μου πέρα από το να καταστήσει την απελευθέρωση της Χέτι εξίσου νόμιμη και δεσμευτική όσο ήταν και η κατοχή της; Εξάλλου, ακολούθησα ακριβώς τη νομική διατύπωση που ο ίδιος είχε διαμορφώσει! Άφησα το έργο μου πάνω στο τάβλι, στο γραφείο του.
   Έξω στο διάδρομο, ακούγοντας να χτυπάει το κουδούνι της μητέρας που καλούσε τη Σίντι, άρχισα να ανεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα, τόσο πανικόβλητη ώστε μου έσβησε το κερί.
   Η κάμαρά μου ήταν ακόμα πιο κρύα, ενώ το πουλάκι έξω είχε σωπάσει. Χώθηκα κάτω από μια ολόκληρη στοίβα με παπλώματα και κουβέρτες, αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την έξαψη. Φανταζόμουν τον καταιγισμό ευχαριστιών που θα δεχόμουν από τη Χέτι και τη Σάρλοτ. Φανταζόμουν την περηφάνια του πατέρα όταν θα έβρισκε το χειρόγραφο και τη δυσαρέσκεια της μητέρας. Νόμιμη και δεσμευτική, για φαντάσου! Τελικά, νικημένη από την κούραση και την ικανοποίηση, παραδόθηκα στον ύπνο.
   Όταν ξύπνησα, υπήρχε αρκετό φως για να διακρίνω τη γαλαζωπή απόχρωση των κεραμικών πλακιδίων του Ντελφτ στο τζάκι. Η έξαψη της προηγούμενης νύχτας είχε ξεθυμάνει μέσα μου, αφήνοντας το μυαλό μου καθαρό και ήρεμο. Εκείνη την εποχή δε θα μπορούσα να εξηγήσω πώς η δρυς ζει μέσα στο βελανίδι ή πώς συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι με τον ίδιο μυστηριώδη τρόπο ζούσε και μέσα μου κάτι -η γυναίκα που έμελλε να γίνω- έμοιαζε όμως σαν να ήξερα εξαρχής ποια ήταν.
   Ήταν παρούσα από την πρώτη στιγμή που άρχισα να χτενίζω τη βιβλιοθήκη του πατέρα και να διατυπώνω τα επιχειρήματά μου στις ανοιχτές συζητήσεις γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο πατέρας κατεύθυνε μια συζήτηση ανάμεσα στον Τόμας κι εμένα για τα εξωτικά απολιθωμένα πλάσματα. Ο Τόμας υποστήριξε πως, αν όντως είχαν αφανιστεί αυτά τα παράξενα πλάσματα, αυτό φανέρωνε κακό σχεδιασμό εκ μέρους του Θεού, πράγμα που αντιμαχόταν το ιδεώδες της θεϊκής τελειότητας, και άρα αυτά τα πλάσματα δεν μπορεί παρά να ζούσαν ακόμα σε κάποια απομακρυσμένη γωνιά της γης. Εγώ αντέταξα πως ακόμα και ο Θεός δικαιούνταν να αλλάξει γνώμη. "Γιατί πρέπει να στηρίζουμε την τελειότητα του Θεού στο αμετακίνητο των απόψεών Του;" αναρωτήθηκα. "Η ευελιξία δεν είναι πιο ουσιαστική έκφραση της τελειότητας από τη στασιμότητα;"
   Ο πατέρας επικρότησε χτυπώντας την παλάμη του στο τραπέζι. "Αν η Σάρα ήταν αγόρι, θα γινόταν ο μεγαλύτερος νομικός της Νότιας Καρολίνας!"
   Εκείνη την ώρα τα λόγια του με άφησαν έκθαμβη, αλλά μόνο τώρα, ξυπνώντας στην καινούρια μου κάμαρα, κατάλαβα το πραγματικό τους νόημα. Η συνειδητοποίηση της μοίρας μου με σάρωσε σαν παλιρροϊκό κύμα. Θα γινόμουν νομικός.
   Βεβαίως, ήξερα ότι δεν υπήρχαν γυναίκες νομικοί. Μοναδική προοπτική για μια γυναίκα ήταν η ενασχόληση με τα του οίκου της κι εκείνα τα λουλουδάκια που γέμιζαν τις σελίδες του βιβλίου ζωγραφικής μου. Το να ονειρεύεται μια γυναίκα να γίνει νομικός... μπορεί να σήμαινε και τη συντέλεια του κόσμου! Αλλά το βελανίδι γίνεται ένα τεράστιο δέντρο μεγαλώνοντας, έτσι δεν είναι; 
   Είπα στον εαυτό μου ότι δε θα με σταματούσε η αδυναμία στο λόγο μου, αντίθετα θα με ωθούσε να παλέψω πιο δυναμικά. Θα μου έδινε δύναμη, γιατί σίγουρα έπρεπε να φανώ δυνατή.
   Είχα τη συνήθεια να επαναλαμβάνω μικρά ιδιωτικά τελετουργικά. Την πρώτη φορά που πήρα ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του πατέρα, σημείωσα την ημερομηνία και τον τίτλο -25 Φεβρουαρίου 1803, Η Κυρά της Λίμνης (2)- σ' ένα χαρτάκι, το οποίο τύλιξα σ' ένα τσιμπιδάκι των μαλλιών από ταρταρούγα και το φορούσα παντού στα κρυφά. Τώρα, με το φως της αυγής να σχηματίζει πύρινους θύσανους στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι, ήθελα να καθαγιάσω αυτό που σίγουρα ήταν η σπουδαιότερη συνειδητοποίησή μου.
   Πήγα στην γκαρνταρόμπα και κατέβασα το γαλάζιο φόρεμα που μου είχε ράψει η Σάρλοτ για το ολέθριο πάρτι των γενεθλίων μου. Στο σημείο που ενωνόταν ο γιακάς, είχε ράψει ένα μεγάλο ασημένιο κουμπί με έναν εγχάρακτο εραλδικό κρίνο. Το ξήλωσα χρησιμοποιώντας το χαρτοκόπτη με την κυρτή μύτη που είχε ξεμείνει στο δωμάτιο από τα πράγματα του Τζον. Έσφιξα το κουμπί στη γροθιά μου και προσευχήθηκα: Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε αυτός ο σπόρος που φύτεψες μέσα μου να δώσει καρπούς.
   Όταν άνοιξα τα μάτια μου, όλα ήταν ίδια. Το δωμάτιο λουζόταν ακόμα σε μπαλώματα πρωινού φωτός, το φόρεμα κειτόταν σαν ένα γαλάζιο κομμάτι ουρανού στο πάτωμα, το ασημένιο κουμπί ήταν ζουλιγμένο στην παλάμη μου, αλλά εγώ ένιωθα ότι ο Θεός με είχε ακούσει.
   Το καλοδουλεμένο κουμπί είχε ενσωματώσει όλα όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ -την έντονη άρνησή μου να γίνω ιδιοκτήτρια της Χέτι, την ανακούφιση που ένιωσα υπογράφοντας το αποδεικτικό απελευθέρωσής της, αλλά κυρίως την αγαλλίασή μου τη στιγμή που αναγνώρισα αυτόν τον έμφυτο σπόρο μέσα μου, αυτόν που διέβλεψε πρώτος ο πατέρας μου. Το σπόρο του νομικού.
   Έχωσα το κουμπί σ' ένα κουτάκι από ιταλικό ηφαιστειακό πέτρωμα, δώρο από κάποια περασμένα Χριστούγεννα, και μετά το έκρυψα στο βάθος του συρταριού της ντουλάπας μου.
   Άκουσα φωνές από το διάδρομο, μαζί με το κροτάλισμα των δίσκων με τα σερβίτσια του πρωινού. Οι ήχοι των σκλάβων στη δουλεία τους. Οι ήχοι του κόσμου που ξυπνούσε.
   Φόρεσα βιαστικά τα ρούχα μου, ενώ διερωτόμουν αν η Χέτι βρισκόταν ήδη έξω από την πόρτα μου. Ανοίγοντάς την, η καρδιά μου τάχυνε το ρυθμό της, ωστόσο η Χέτι δεν ήταν εκεί. Το αποδεικτικό απελευθέρωσης που είχα συντάξει ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Σκισμένο στα δύο.


Σκοτούρα
   Η ζωή μου με τη δεσποινίδα Σάρα ξεκίνησε τελείως στραβά.
   Όταν πήγα στην κάμαρά της εκείνο το πρώτο πρωινό, η πόρτα έχασκε ανοιχτή και η δεσποινίς Σάρα καθόταν στην παγωνιά με τα μάτια καρφωμένα στον απέναντι τοίχο. Έβαλα το κεφάλι μου στο άνοιγμα και ρώτησα: "Δεσποινίς Σάρα, θέλετε να έρθω μέσα;"
   Είχε χοντρά χεράκια με κοντόχοντρα δάχτυλα, που ανέβηκαν στο στόμα της κι άνοιξαν σαν βεντάλια κυρίας. Τα μάτια της ήταν πολύ ανοιχτόχρωμα και μίλαγαν καθαρότερα από το στόμα της. Έλεγαν: Δε σε θέλω εδώ. Αλλά το στόμα της είπε: "...Ναι, έλα μέσα... Είναι χαρά μου να σε έχω για προσωπική μου υπηρέτρια". Και τότε κάθισε βαριά στην καρέκλα της και αφοσιώθηκε ξανά σε αυτό που έκανε πριν. Τίποτα.
   Μια δεκάχρονη σκλάβα που το μόνο που έκανε ως τότε ήταν αγγαρείες για τη Θεία - Αδερφή έμπαινε πολύ σπάνια στο σπίτι. Και δεν ανέβαινε ποτέ στα επάνω πατώματα. Πού να 'χε ξαναδεί τέτοια κάμαρα! Είχε ένα κρεβάτι μεγάλο σαν μόνιππο, μια τουαλέτα με καθρέφτη, ένα γραφείο φορτωμένο μ' ένα σωρό βιβλία και πολλές καρέκλες με μαξιλαράκια. Το προστατευτικό πλέγμα του τζακιού κάλυπτε μια σήτα κεντημένη με ροζ λουλούδια, που ήξερα ότι ήταν έργο της βελόνας της μαμάς μου. Πάνω στο ράφι υπήρχαν δύο άσπρα βάζα από καθαρή πορσελάνη.
   Τα επιθεώρησα όλα με προσοχή, ενώ αναρωτιόμουν τι έπρεπε να κάνω τώρα. Τελικά, είπα: "Κάνει κρύο εδώ".
   Η δεσποινίς Σάρα δεν απάντησε, οπότε είπα πιο δυνατά: "ΚΑΝΕΙ ΚΡΥΟ ΕΔΩ".
   Αυτό την έβγαλε από την επίμονη παρατήρηση του απέναντι τοίχου. "... Θα μπορούσες να ανάψεις φωτιά, υποθέτω".
   Είχα δει να το κάνουν, μα άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το κάνεις εσύ. Δεν ήξερα ότι πρώτα ελέγχεις αν είναι ανοιχτή η καπνοδόχος και σε λίγο βρεθήκαμε να πνιγόμαστε μέσα σε τούφες καπνού που ξεχύνονταν σαν νυχτερίδες από την καμινάδα.
   Η δεσποινίς Σάρα βάλθηκε να ανοίγει παράθυρα. Πρέπει να φαινόταν λες και είχε πάρει φωτιά το σπίτι, γιατί από την αυλή άκουσα τον Τόμφρι να ξεφωνίζει: "Φωτιά, φωτιά!"
   Και τότε άρχισαν να φωνάζουν όλοι.
   Άρπαξα τη λεκάνη με το νερό απ' το έπιπλο της τουαλέτας, που ήταν για να δροσίζει το πρόσωπό της η δεσποινίς, και την άδειασα πάνω στη φωτιά. Το μόνο που κατάφερα ήταν να διπλασιάσω τον καπνό. Στο μεταξύ, η δεσποινίς Σάρα προσπαθούσε να τον βγάλει από τα παράθυρα ανεμίζοντας τις κουρτίνες, έτσι που θύμιζε φάντασμα μέσα στους μαύρους καπνούς. Υπήρχε μια κρυφή πόρτα στην κάμαρά της που άνοιγε προς τη σκεπαστή βεράντα κι έτρεξα να την ανοίξω, με σκοπό να φωνάξω στον Τόμφρι ότι δεν είχαμε πιάσει φωτιά, αλλά πριν προλάβω, άκουσα την κυρά να τρέχει στο σπίτι και να ουρλιάζει σε όλους να βγουν έξω παίρνοντας ό,τι μπορούσαν να σώσουν.
   Αφού αραίωσε ο καπνός σε μερικές αιωρούμενες αραχνιές, ακολούθησα τη δεσποινίδα Σάρα στην αυλή. Ο γερο-Χιόνης και ο Σάμπε είχαν ήδη ζέψει τα άλογα και είχαν σύρει πέρα τις άμαξες, μη τυχόν και γκρεμιζόταν το σπίτι μέσα στην πίσω αυλή. Ο Τόμφρι είχε βάλει τον Πρίγκιπα και τον Ιλάι να ανεβάζουν νερό με τους κουβάδες από τη στέρνα. Κάποιοι γείτονες είχαν τρέξει με ακόμα περισσότερους κουβάδες. Οι ντόπιοι φοβούνταν τη φωτιά χειρότερα κι από το διάβολο. Είχαν ένα σκλάβο να κάθεται όλη μέρα πάνω στο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ και να παρακολουθεί τις στέγες για ενδείξεις πυρκαγιάς κι εγώ ανησυχούσα ότι θα έβλεπε όλον αυτό τον καπνό, θα χτύπαγε τις καμπάνες και θα κατέφθανε σύσσωμη η πυροσβεστική.
   Έτρεξα στη μαμά, που ήταν στριμωγμένη μαζί με τους άλλους. Τα πράγματα που είχαν σκεφτεί να περισώσουν ήταν στοιβαγμένα σε σωρούς στα πόδια τους. Πορσελάνινες γαβάθες, συσκευασίες τσαγιού, βιβλία καταγραφής αρχείων, ρούχα, πορτρέτα, Βίβλοι, καρφίτσες και μαργαριτάρια. Ως και μια μαρμάρινη προτομή ήταν στημένη ανάμεσά τους. Η κυρά είχε το μπαστούνι της με τη χρυσή λαβή στο ένα χέρι και μια ασημένια πίπα στο άλλο.
   Η δεσποινίς Σάρα προσπαθούσε να ακουστεί μέσα στο γενικό πανδαιμόνιο για να πει στον Τόμφρι και τους άλλους ότι δεν υπήρχε φωτιά να σβήσουν με τους κουβάδες τους, αλλά μέχρι να καταφέρει να αρθρώσει τις λέξεις, οι άντρες είχαν ξαναρχίσει να ανεβάζουν πανικόβλητοι νερό.
   Όταν κατάφερε επιτέλους να εξηγήσει τι είχε συμβεί, η κυρά έγινε έξω φρενών: "Χέτι! Ανίκανο πλάσμα!" 
   Δεν κουνήθηκε κανείς, ούτε καν οι άντρες από τα γειτονικά σπίτια. Η μαμά έκανε ένα βήμα και με έκρυψε πίσω της, αλλά η κυρά με άρπαξε από το μπράτσο και με τράβηξε μπροστά. Κατέβασε με δύναμη το μπαστούνι της με τη χρυσή λαβή στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Ήταν το χειρότερο χτύπημα που είχα δεχτεί ποτέ. Με έριξε στα γόνατα.
   Η μαμά ούρλιαξε. Το ίδιο και η δεσποινίς Σάρα. Αλλά η κυρά σήκωσε το μπράτσο της σαν να ετοιμαζόταν να με χτυπήσει ξανά. Δεν μπορώ να περιγράψω με ακρίβεια τι έγινε μετά. Ολόκληρη η αυλή, οι άνθρωποι που ήταν εκεί, οι τοίχοι τριγύρω μας, όλα χάθηκαν. Το έδαφος σαν να κύλησε από κάτω μου κι ο ουρανός τραβήχτηκε μακριά, σαν τέντα που τη φουσκώνει ο άνεμος. Ήμουν σ' ένα χώρο καταδικό μου, κάπου που δε χωράει ο χρόνος. Μια φωνή φώναζε σταθερά μέσα στο κεφάλι μου: Σήκω από κει. Σήκω από κει και κοίτα την κατάματα. Προκάλεσέ τη να σε χτυπήσει. Προκάλεσέ την.
   Στάθηκα όρθια και σήκωσα το πρόσωπό μου προς το μέρος της. Τα μάτια μου έλεγαν: Χτύπα με. Σε προκαλώ.
   Η κυρά κατέβασε απότομα το χέρι της και υποχώρησε ένα βήμα. 
   Και τότε η αυλή ήταν ξανά γύρω μου κι εγώ σήκωσα το χέρι και άγγιξα το κεφάλι μου. Είχε σχηματιστεί ήδη ένα καρούμπαλο στο μέγεθος αβγού ορτυκιού. Την ίδια στιγμή το άγγιξε και η μαμά μου με τα ακροδάχτυλά της.
   Το υπόλοιπο εκείνης της ελεεινής μέρας όλες οι σκλάβες του σπιτιού, μικρές και μεγάλες, το πέρασαν σέρνοντας ρούχα, κλινοσκεπάσματα, χαλιά και κουρτίνες απ' όλες τις κάμαρες του πάνω πατώματος έξω στη βεράντα για να ξεμυρίσουν απ' τον καπνό. Όλοι, εκτός από τη μαμά και την Μπινά, με κεραυνοβολούσαν με ματιές αγανάκτησης. Η δεσποινίς Σάρα ανέβηκε θέλοντας να βοηθήσει κι άρχισε να κουβαλάει μαζί μας. Κάθε φορά που γύριζα, με κοίταζε με μια έκφραση σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή της.


Σάρα
   Έτρωγα όλα τα γεύματα μονάχη στην κάμαρά μου για τρεις ολόκληρες μέρες σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στην κατοχή της Χέτι, αν και δε νομίζω ότι το πρόσεξε ιδιαίτερα κανείς. Την τέταρτη μέρα, κατάπια τον εγωισμό μου και εμφανίστηκα στην τραπεζαρία για το πρόγευμα. Η μητέρα κι εγώ δεν είχαμε μιλήσει για το καταραμένο αποδεικτικό απελευθέρωσης.Υποπτευόμουν πως ήταν εκείνη που το είχε σκίσει στα δύο και το είχε αφήσει έξω από την πόρτα μου, έχοντας έτσι την Τελευταία Λέξη χωρίς να αρθρώσει ούτε συλλαβή.
   Έντεκα χρονών παιδί, ήμουν ιδιοκτήτρια μιας σκλάβας που δεν μπορούσα να ελευθερώσω.
   Το γεύμα, το μεγαλύτερο της μέρας, είχε αρχίσει προ πολλού -οπότε ο πατέρας, ο Τόμας και ο Φρέντρικ είχαν ήδη φύγει για τη δουλειά ή το σχολείο, αφήνοντας πίσω μόνο τη μητέρα, τη Μαίρη, την Άννα και την Ελάιζα.
   "Άργησες, χρυσό μου", είπε η μητέρα. Όχι χωρίς μια νότα συμπάθειας.
   Η Φοίβη, που βοηθούσε τη Θεία - Αδερφή και φαινόταν λίγο μεγαλύτερη από μένα, εμφανίστηκε στη στιγμή ξοπίσω μου, αναδίνοντας τις μυρωδιές της κουζίνας: ιδρώτα, κάρβουνο, καπνό και μια αψιά ψαρίλα. Τυπικά, στεκόταν δίπλα στο τραπέζι και ανέμιζε το φτερό για τις μύγες, αλλά σήμερα απίθωσε μπροστά μου ένα πιάτο ξέχειλο με λουκάνικα, τηγανητά πιτάκια, γαρίδες στην άλμη, μαύρο ψωμί και ζελέ ταπιόκας.
   Επιχειρώντας με τρεμάμενα χέρια να αφήσει δίπλα στο πιάτο μου ένα φλιτζάνι με τσάι, η Φοίβη το ακούμπησε πάνω στο κουτάλι μου, χύνοντας κάμποσο από το περιεχόμενό του στο τραπεζομάντιλο. "Αχ, κυρά μου, χίλια συγγνώμη!" έσκουξε στρέφοντας αμέσως τη ματιά της στη μητέρα.
   Εκείνη άδειασε τον αέρα από τα πνευμόνια της μ' ένα βαθύ αναστεναγμό, θαρρείς και όλα τα λάθη όλων των νέγρων του κόσμου είχαν πέσει αποκλειστικά πάνω στους δικούς της ώμους. "Πού είναι η Θεία - Αδερφή; Για όνομα του Θεού, γιατί σερβίρεις εσύ;"
   "Μου έδειξε πώς γίνεται".
   "Ναι, το βλέπω πως έμαθες".
   Καθώς η Φοίβη πήγαινε να σταθεί έξω από την πόρτα, προσπάθησα να της χαρίσω ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.
   "Καλοσύνη σου που αποφάσισες να μας τιμήσεις με την παρουσία σου", είπε η μητέρα. "Συνήλθες;"
   Όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω μου. Λέξεις στριμώχτηκαν στην άκρη της γλώσσας μου και φράκαραν εκεί. Κάτι τέτοιες στιγμές, χρησιμοποιούσα μια τεχνική στην οποία φανταζόμουν τη γλώσσα μου σαν λάστιχο σφεντόνας. Την τράβηξα πίσω, την τέντωσα, την τέντωσα. "... Είμαι μια χαρά". Οι λέξεις εκτοξεύτηκαν στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού με μια βροχή από σάλιο.
   Η Μαίρη σκούπισε επιδεικτικά το πρόσωπό της με την πετσέτα της.
   Θα καταλήξει ολόιδια με τη μητέρα, σκέφτηκα. Θα διευθύνει ένα σπίτι πηγμένο στα παιδιά και τους σκλάβους, ενώ εγώ...
   "Βρήκες, υποθέτω, τα απομεινάρια της ανοησίας σου, ε;" ρώτησε η μητέρα.
   Και να που μπαίναμε στο προκείμενο. Είχε κατασχέσει το έγγραφό μου, πιθανότατα πίσω από την πλάτη του πατέρα.
   "Ποιας ανοησίας;" ρώτησε αμέσως η Μαίρη.
   Έριξα μια ικετευτική ματιά στη μητέρα.
   "Τίποτα που να σε αφορά, Μαίρη", της είπε γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι, σαν να ήθελε να επανορθώσει για τη ρήξη ανάμεσά μας.
   Εγώ καμπούριασα στην καρέκλα μου και εξέτασα το ενδεχόμενο να μιλούσα στον πατέρα μου, δείχνοντάς του το σκισμένο αποδεικτικό απελευθέρωσης. Το θέμα μονοπωλούσε τις σκέψεις μου όλη μέρα, αλλά μέχρι να δύσει ο ήλιος, είχα καταλάβει ότι δε θα ωφελούσε. Αποδεχόταν τη γνώμη της μητέρας πάνω σε όλα τα θέματα του σπιτιού και απεχθανόταν τους φλύαρους. Οι αδερφοί μου δε φλυαρούσαν ποτέ και δε θα έκανα εγώ το λάθος. Εξάλλου, θα ήταν ανόητο εκ μέρους μου να φουρκίσω ακόμα περισσότερο τη μητέρα.
   Αντιμετώπισα την απογοήτευσή μου κάνοντας ένθερμες συζητήσεις με τον εαυτό μου σχετικά με το μέλλον. Όλα είναι δυνατά, όλα ανεξαιρέτως.
   Όταν νύχτωσε, άνοιξα το κουτί μου από λάβα κι έμεινα να κοιτάζω το ασημένιο κουμπί.
Σκοτούρα
   Η κυρά είπε πως ήμουν η χειρότερη προσωπική υπηρέτρια σε ολόκληρο το Τσάρλεστον. "Είσαι ανεκδιήγητη, Χέτι, ανεκδιήγητη".
   Ρώτησα τη δεσποινίδα Σάρα τι σημαίνει «ανεκδιήγητη» και μου είπε: "Που δεν περιγράφεται εύκολα".
   Α - χα! Από την έκφραση της κυράς, μπορούσα να καταλάβω ότι υπήρχε το κακό, υπήρχε το χειρότερο και τελικά υπήρχε το ανεκδιήγητο.
   Εκείνη την πρώτη εβδομάδα, εκτός από το επεισόδιο με τον καπνό, έχυσα πετρέλαιο λάμπας στο πάτωμα, όπου άφησε ένα λιπαρό λεκέ,  έσπασα το ένα από εκείνα τα πορσελάνινα βάζα κι έκαψα μια τούφα από τα κόκκινα μαλλιά της δεσποινίδας Σάρας με την τσιμπίδα για το κατσάρωμα. Η δεσποινίς Σάρα δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Τράβηξε το χαλί για να καλύψει το λεκέ στο πάτωμα, έκρυψε το σπασμένο βάζο σε μια αποθήκη στο κελάρι κι έκοψε τα καψαλισμένα μαλλιά της με το μαχαιράκι που είχαμε για να κόβουμε το φιτίλι του κεριού.
   Η μόνη περίπτωση που η δεσποινίς Σάρα χτύπαγε το καμπανάκι της για να με καλέσει ήταν αν ζύγωνε η κυρά. Η Μπινά και οι δυο βοηθοί της, η Λούσι και η Φοίβη, έβαζαν μια φωνή: "Χτύπος μπαστουνιού, χτύπος μπαστουνιού". Το προειδοποιητικό κουδούνισμα μού έδινε λίγη πρόσθετη ελευθερία κινήσεων, που δεν άφηνα ανεκμετάλλευτη. Πήγαινα ως την άλλη άκρη του διαδρόμου, στην μπροστινή εσοχή με τα παράθυρα, απ' όπου μπορούσα να δω τα νερά του λιμανιού να σκουραίνουν και μετά τον ωκεανό να κυματίζει μέχρι που έσμιγε με τον ουρανό. Δεν είχα ξαναδεί πιο μεγαλειώδες θέαμα από αυτό.
   Την πρώτη φορά που το αντίκρισα, τα πόδια μου άρχισαν να πηδούν στον αέρα, σαν από μόνα τους, το χέρι μου σηκώθηκε πάνω απ' το κεφάλι μου και χόρεψα. Τότε είναι που βρήκα την αληθινή θρησκεία. Δεν ήξερα να το πω θρησκεία τότε, δεν ξεχώριζα το αμήν απ' το αμάν, ήξερα μόνο ότι κάτι μπήκε μέσα μου που μ' έκανε να αισθάνομαι ότι το νερό μου ανήκε. Θα έλεγα, είναι το δικό μου νερό εκεί έξω.
   Το έβλεπα να παίρνει όλες τις αποχρώσεις. Ήταν πράσινο τη μια μέρα, καφέ την άλλη, κίτρινο σαν μηλίτης την παράλλη. Πορφυρό, μαύρο, μπλε σκούρο. Πάντα ανήσυχο, ποτέ ακίνητο. Με καράβια να αρμενίζουν στην επιφάνειά του, με ψάρια από κάτω.
   Του σκάρωσα αυτά τα στιχάκια και του τα τραγούδαγα:
Πέρα απ' το νερό, πέρα απ' τη θάλασσα,
ας έρθουν τα ψάρια να με πάνε,
όσο κι αν είν' το σπίτι μακριά, 
εκεί να με πάνε, εκεί να με πάνε.
   Μετά από έναν δυο μήνες, έκανα περισσότερα πράγματα σωστά μέσα στο σπίτι, αλλά ούτε η δεσποινίς Σάρα ήξερε ότι μερικά βράδια έφευγα από το πόστο μου στην πόρτα της και κοίταζα τη θάλασσα όλη τη νύχτα, τον τρόπο που το φεγγάρι την έβαφε ασημένια. Τα αστέρια έλαμπαν μεγάλα σαν πιάτα. Μπορούσα να δω ως πέρα στο Σάλιβανς Άιλαντ (3). Μου έλειπε τόσο πολύ η μαμά μου όταν έπεφτε η νύχτα. Μου έλειπε το κρεβάτι μας. Μου έλειπε το τελάρο των παπλωμάτων που μάς φύλαγε από ψηλά. Με τα μάτια της φαντασίας μου, έβλεπα τη μαμά να ράβει παπλώματα μόνη της. Σκεφτόμουν το τσουβάλι από λινάτσα με τα πούπουλα, το κόκκινο σακούλι με τις καρφίτσες και τις βελόνες μας, τη δαχτυλήθρα μου από καθαρό μπρούντζο. Κάτι τέτοιες νύχτες, έτρεχα πίσω στο δωμάτιο πάνω από τον αχυρώνα.
   Κάθε φορά που ξύπναγε η μαμά και μ' έβρισκε μαζί της στο κρεβάτι, πάθαινε κρίση και μου απαριθμούσε όλους τους μπελάδες που θα είχα αν με τσάκωναν, κι ότι είχα κάνει ήδη αρκετά για να είμαι στη μαύρη λίστα της κυράς.
   "Δεν πρόκειται να βγει τίποτα καλό μ' εσένα να το σκας έτσι", έλεγε και ξανάλεγε. "Πρέπει να μένεις στη θέση σου, στο πάπλωμά σου. Κάν' το τουλάχιστον για το χατίρι μου, μ' ακούς;"
   Και το έκανα για το χατίρι της. Τουλάχιστον για μερικές μέρες. Ξάπλωνα στο πάτωμα του διαδρόμου και προσπαθούσα να ζεσταθώ μέσα στο ρεύμα, στριφογυρίζοντας ξανά και ξανά για να βρω την πιο αναπαυτική σανίδα. Ήταν μια δυστυχία που κάπως μπορούσα να υπομείνω, αντλώντας παρηγοριά από το νερό.

Σάρα
    Ένα θαμπό μαρτιάτικο πρωινό, τέσσερις μήνες μετά την καταστροφή των ενδέκατων γενεθλίων μου, ξύπνησα για να ανακαλύψω ότι η Χέτι έλειπε, ενώ το πρόχειρο στρώμα της έξω από το δωμάτιό μου ήταν πατικωμένο στο σχήμα του μικροκαμωμένου κορμιού της. Τέτοια ώρα, κανονικά θα μου γέμιζε ήδη τη λεκάνη με νερό και θα μου έλεγε κάποια ιστορία. Με ξάφνιασε που πήρα την απουσία της προσωπικά. Μου έλειπε όπως μια καλή σύντροφος, αλλά ταυτόχρονα ανησυχούσα γι' αυτήν. Η μητέρα την είχε ήδη χτυπήσει μια φορά με το μπαστούνι της. 
   Όταν δεν βρήκα ίχνος της πουθενά στο σπίτι, στάθηκα στο ψηλότερο σκαλοπάτι της πίσω πόρτας και σάρωσα με το βλέμμα την αυλή. Μια αραιή ομίχλη είχε σηκωθεί απ' το λιμάνι και ο ήλιος έλαμπε από μέσα της στο θαμπό χρυσαφί ενός παλιού ρολογιού τσέπης. Ο Χιόνης ήταν στην πόρτα του αμαξοστάσιου κι επιδιόρθωνε ένα από τα λουριά της πισινέλας. Η Θεία - Αδερφή καθόταν σκυφτή σ' ένα σκαμνί δίπλα στο περιβόλι και καθάριζε ψάρια. Μη θέλοντας να της κεντρίσω τις υποψίες, πήγα στη βεράντα της κουζίνας, όπου ο Τόμφρι μοίραζε προμήθειες. Σαπούνι στον Ιλάι για να παστρέψει τα μαρμάρινα σκαλιά, δυο βαμβακερές πετσέτες στη Φοίβη για να καθαρίσει τα κρύσταλλα, μια φτυαριά κάρβουνο στον Σάμπε για να γεμίσει τα δοχεία.
   Καθώς περίμενα να τελειώσει, άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί στη βελανιδιά στην πίσω αριστερή γωνία. Τα κλωνιά της ήταν φορτωμένα με κλειστά μπουμπούκια και, παρ' όλο που το δέντρο είχε χάσει την καλοκαιρινή θωριά του, ξαναζωντάνεψε στη στιγμή η ανάμνηση εκείνης της μέρας πριν από τόσο καιρό -τότε που καθόμουν ανακούρκουδα στο χώμα, μέσα στην κάψα και τον ακίνητο αέρα, κάτω απ' τον πρασινωπό του ίσκιο, γράφοντας τις λέξεις μου με τους βόλους. Σάρα Φεύγει...
   Κοίταξα προς την αντίθετη πλευρά της αυλής κι ήταν εκεί που είδα τη μητέρα της Χέτι, τη Σάρλοτ, να περπατάει δίπλα στη στοίβα με τα καυσόξυλα για να μαζέψει κάτι από το χώμα.
  Πλησιάζοντάς την από πίσω χωρίς να με δει, πρόσεξα ότι αυτά που μάζευε ήταν μικρά, λεπτά πούπουλα. "... Σάρλοτ..."
   Εκείνη τινάχτηκε και το πούπουλο που είχε μαζέψει πέταξε μακριά, παρασυρμένο απ' τον θαλασσινό αέρα. Κοίταξα αμήχανα την κορφή του ψηλού πλίνθινου τοίχου που περιέκλειε την αυλή· ήταν πνιγμένος στον αναρριχώμενο φίκο. 
   "Δεσποινίς Σάρα!" φώναξε ξεφυσώντας. "Μου κόψατε τα ήπατα!" Το γέλιο της ήταν τσιριχτό και τρεμάμενο από τη νευρικότητα, ενώ έριχνε κλεφτές ματιές προς τον αχυρώνα.
   "... Δεν ήθελα να σε τρομάξω... Αναρωτιόμουν μόνο, μήπως ξέρεις πού..."
   Με διέκοψε και μου έδειξε μέσα στη στοίβα με τα καυσόξυλα. "Κοίτα όσο πιο μέσα μπορείς εδώ".
   Κοιτάζοντας στην κούρνια που σχηματιζόταν ανάμεσα σε δύο κούτσουρα, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο μ' ένα καφέ χνουδωτό πλάσμα με μυτερά αφτιά. Λίγο μεγαλύτερο από κλωσσόπουλο, ήταν κάποιου είδους μικρό κουκουβάγιας. Τραβήχτηκα πίσω όταν τα κατακίτρινα μάτια του ανοιγόκλεισαν μια φορά και καρφώθηκαν στα δικά μου.
   Η Σάρλοτ γέλασε πάλι, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη φυσικότητα. "Δε δαγκώνει".
   "... Είναι μωρό".
   "Το βρήκα πριν από μερικά βράδια. Το κακόμοιρο ήταν πεσμένο στο χώμα και τσίριζε".
   "... Ήταν... πληγωμένο;"
   "Μπα, μάλλον παρατημένο. Η μαμά του είναι κουκουβάγια. Έφτιαξε τη φωλιά της σε μια γωνιά των δοκαριών στην καλύβα, αλλά έφυγε. Φαίνεται ότι κάτι έπαθε. Ταΐζω εγώ το μωρό της με αποφάγια".
   Οι μοναδικές μου επαφές με τη Σάρλοτ ήταν οι πρόβες για τα φουστάνια που μου έραβε, αλλά είχα διακρίνει απ' την αρχή το κοφτερό μυαλό της. Απ' όλους τους σκλάβους που είχε στην κατοχή του ο πατέρας μου, μού φαινόταν η πιο εύστροφη και ίσως η πιο επικίνδυνη, πράγμα που μπορούσε να αποδειχτεί αλήθεια.
   "... Θα είμαι καλή με τη Χέτι", της είπα ξαφνικά. Οι λέξεις -γεμάτες ενοχή αλλά και υπεροψία- πετάχτηκαν όπως το πύον από σκασμένη φλύκταινα.
   Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, σπιθίζοντας, κι έπειτα έκλεισαν σε στενές σχισμές. Είχαν το ανοιχτό καστανό χρώμα του τοπαζιού, όπως και της Χέτι.
   "... Εγώ ποτέ δεν ήθελα να την έχω στην ιδιοκτησία μου... Προσπάθησα να την ελευθερώσω, αλλά... δε μου το επέτρεψαν". Ήταν λες και δεν μπορούσα να σταματήσω. 
   Η Σάρλοτ έβαλε το χέρι στην τσέπη της ποδιάς της και η σιωπή συνεχίστηκε για μια αιωνιότητα. Είχε δει τις τύψεις μου και τις χρησιμοποίησε με πανουργία. "Δεν πειράζει", είπε. "Γιατί ξέρω ότι θα το διορθώσεις μια απ' αυτές τις μέρες".
   Το γράμμα Δ καρφώθηκε στη γλώσσα μου με τις γωνιώδεις άκρες του. "Θα το ... δ - δ - διορθώσω, πώς;"
   "Εννοώ ότι ξέρω πως θα τη βοηθήσεις να ζήσει ελεύθερη με όποιο τρόπο μπορείς".
   "... Ναι, θα προσπαθήσω", είπα.
   "Αυτό που θέλω είναι να μου το ορκιστείς".
   Έγνεψα καταφατικά, χωρίς να συνειδητοποιήσω πλήρως ότι με οδήγησε έξυπνα σε μια επίσημη δέσμευση.
   "Κρατάς το λόγο σου", είπε. "Ξέρω ότι θα τον κρατήσεις".
   Έχοντας θυμηθεί γιατί την πλησίασα εξαρχής, είπα: "... Δεν μπορώ να βρω..."
   "Η Σκοτούρα θα είναι στην πόρτα σου μέχρι να πεις κύμινο".
   Γυρίζοντας πίσω στο σπίτι, ένιωσα το βρόχο αυτής της παράξενης, μυστικής κουβέντας να σφίγγεται σε κόμπο.
   Η Χέτι εμφανίστηκε στην κάμαρά μου δέκα λεπτά αργότερα, με τα μάτια της να κυριαρχούν στο μικρό πρόσωπό της, έντονα όπως της μικρής κουκουβάγιας. Καθισμένη στο γραφείο μου, είχα μόλις ανοίξει το βιβλίο που είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του πατέρα, με τίτλο Οι Περιπέτειες του Τηλέμαχου. Ο Τηλέμαχος, ο γιος της Πηνελόπης και του Οδυσσέα, ξεκινούσε για την Τροία για να βρει τον πατέρα του. Χωρίς καμιά ερώτηση για το πού είχε χαθεί, άρχισα να διαβάζω δυνατά. Η Χέτι κάθισε αμέσως στα σκαλάκια που είχε το κρεβάτι για να φτάνεις στο ψηλό στρώμα, στήριξε το πιγούνι στα χέρια της κι έμεινε εκεί να ακούει όλο το πρωί, καθώς ο Τηλέμαχος αναμετριόταν με τις αναποδιές του αρχαίου κόσμου.

   Πανούργα Σάρλοτ. Όσο προχωρούσε ο Μάρτιος, η υπόσχεση που μου είχε αποσπάσει άρχισε να μου γίνεται εμμονή. Γιατί δεν της είχα πει ότι ήταν αδύνατη η απελευθέρωση της Χέτι; Ότι το περισσότερο που ήμουν σε θέση να της προσφέρω ήταν λίγη καλοσύνη;
   Όταν ήρθε ο καιρός να ράψω το πασχαλινό μου φόρεμα, έτρεμα στην προοπτική να την ξαναδώ, στην πιθανότητα να αναφέρει την κουβέντα μας δίπλα στη στοίβα με τα καυσόξυλα. Προτιμούσα να καρφωθώ με μια καρφίτσα παρά να υποστώ ξανά το έντονο, διεισδυτικό της βλέμμα.
   "Φέτος δε χρειάζομαι καινούριο φόρεμα για το Πάσχα", είπα στη μητέρα.
   Μία εβδομάδα αργότερα, στεκόμουν πάνω στο σκαμνί πρόβας φορώντας ένα μισοραμμένο σατέν φόρεμα. Μπαίνοντας στην κάμαρά μου, η Σάρλοτ ξαπόστειλε τη Χέτι για κάποια επινοημένη αποστολή, πρίν προφτάσω να σκεφτώ ένα πρόσχημα για να την κρατήσω εκεί. Το φόρεμα ήταν σε μια ανοιχτή απόχρωση του κανελί, πολύ κοντά στο χρώμα του δέρματος της Σάρλοτ, μια ομοιότητα που παρατήρησα όταν στάθηκε κοντά μου με τρεις καρφίτσες σφηνωμένες ανάμεσα στα χείλη της. Όταν μίλησε, μύρισα καφέ στην ανάσα της και κατάλαβα ότι μασούσε κόκκους. Τα λόγια της ελίχθηκαν γύρω από τις καρφίτσες και βγήκαν σε σγουρούς ήχους. "Θα κρατήσεις την υπόσχεση που μου έδωσες;"
   Για μεγάλη μου ντροπή, χρησιμοποίησα προς όφελός μου το κουσούρι μου, πασχίζοντας περισσότερο απ' όσο χρειαζόταν στ' αλήθεια για να της απαντήσω, τάχα ότι οι λέξεις γκρεμίστηκαν πίσω στη σκοτεινή καταβόθρα του λαιμού μου και χάθηκαν για πάντα.

 Σκοτούρα
   Το πρώτο Σάββατο με καλό καιρό, όταν άρχισε να φαίνεται ότι αυτή τη φορά η άνοιξη είχε έρθει για να μείνει, η κυρά πήρε τη δεσποινίδα Σάρα, τη δεσποινίδα Μαίρη και τη δεσποινίδα Άννα κι έφυγαν με την άμαξα που είχε τα φαναράκια γύρω γύρω. Η Θεία - Αδερφή είπε ότι πήγαιναν περίπατο στο πάρκο Γουάιτ Πόιντ, όπου θα σουλάτσαραν όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια με τα παρασόλια τους.
   Όταν ο Χιόνης έβγαλε την άμαξα από την πίσω πύλη, η δεσποινίς Σάρα ανέμισε το χέρι, ενώ ο Σάμπε, ντυμένος με τα καλά του, με πράσινο φράκο και γιλέκο λιβρέας, κρεμόταν από το πίσω μέρος χαμογελώντας πλατιά.
   Η Θεία - Αδερφή μάς είπε: "Τι κοιτάτε σαν χάννοι; Πιάστε γρήγορα δουλειά, οι κάμαρές τους να είναι λαμπίκο μέχρι να γυρίσουν. Ευκαιρία είναι, τώρα που θα έχετε την ησυχία σας".
   Πάνω στην κάμαρα της δεσποινίδας Σάρας, έστρωσα το κρεβάτι κι έβγαλα ξύνοντας τη μαυρίλα από τον καθρέφτη που δεν έβγαινε με κανένα μείγμα νερού και αλισίβας που είχα δοκιμάσει. Σκούπισα ψόφιους σκόρους, καλοταϊσμένους μετά από τόσες κουρτίνες που μασούλησαν, καθάρισα το δοχείο νυκτός κι έριξα μέσα μια πρέζα σόδα. Έτριψα τα πατώματα με υγρό μοσχοσάπουνο από την νταμιτζάνα.
   Ξεπατωμένη από την τόση δουλειά, έκανα αυτό που μεταξύ μας λέγαμε «ξεσκόνισμα». Ψαχούλευα εδώ κι εκεί, στα κουτουρού. Πρώτα σιγουρεύτηκα ότι δεν κυκλοφορούσαν άλλες σκλάβες στο διάδρομο -υπήρχαν μερικές που θα σε κάρφωναν στο πιτς φιτίλι. Έκλεισα την πόρτα κι άνοιξα τα βιβλία της δεσποινίδας Σάρας. Κάθισα στο γραφείο της και γύριζα τη μια σελίδα μετά την άλλη, παρατηρώντας κάτι που έμοιαζε με μικρά κομμάτια μαύρης δαντέλας πάνω στο άσπρο χαρτί. Τα σημαδάκια είχαν μια παράξενη ομορφιά, αλλά δεν έβλεπα τι άλλο μπορούσαν να κάνουν από το να αφήνουν κάποιον άλαλο από τη σαστιμάρα.
   Άνοιξα το συρτάρι του γραφείου και σκάλισα όλα της τα πράγματα. Βρήκα ένα μισοτελειωμένο κέντημα με σταυροβελονιά, με βελονιές τόσο αδέξιες, ώστε θαρρείς και τις έκανε τρίχρονο παιδί. Υπήρχαν ακόμα μερικές φίνες γυαλιστερές κλωστές στο συρτάρι, τυλιγμένες πάνω σε ξύλινες κουβαρίστρες. Βουλοκέρι. Καστανοκίτρινο χαρτί. Μικρές ζωγραφιές με μουντζούρες από μελάνι. Ένα μακρύ μπρούντζινο κλειδί με μια φούντα.
   Μετά έψαξα την γκαρνταρόμπα, χαϊδεύοντας τα φουστάνια που είχε ράψει η μαμά. Έλεγξα το συρτάρι της τουαλέτας βγάζοντας κοσμήματα, κορδέλες για τα μαλλιά, χάρτινες βεντάλιες, μπουκαλάκια και βούρτσες και, τελικά, ένα μικρό κουτάκι. Είχε μια παράξενη γυαλάδα, όπως το δέρμα μου όταν ήταν υγρό. Άνοιξα το καπάκι. Μέσα ήταν ένα μεγάλο ασημένιο κουμπί. Το άγγιξα κι έπειτα έκλεισα το καπάκι αργά, όπως αργά είχα κλείσει και την γκαρνταρόμπα της, τα συρτάρια και τα βιβλία της -με το στήθος μου φουσκωμένο από συγκίνηση. Υπήρχαν τόσα πολλά στον κόσμο να λαχταράς ή να μη σε νοιάζουν.
   Τελικά, ξαναγύρισα κι άνοιξα άλλη μια φορά το συρτάρι του γραφείου, κοιτώντας τις κλωστές. Αυτό που έκανα μετά ήταν λάθος, αλλά δεν πολυσκοτίστηκα. Πήρα το παχουλό μασούρι με την κόκκινη κλωστή και το έριξα στην τσέπη του φουστανιού μου.

   Την Κυριακή πριν από το Πάσχα μάς έστειλαν όλους στην τραπεζαρία. Ο Τόμφρι είπε ότι χάνονταν πράγματα στο σπίτι. Πήγα εκεί με μία μόνο σκέψη στο μυαλό μου: Λυπήσου με, Θεέ μου. Σε παρακαλώ, λυπήσου με.
   Δεν υπήρχε χειρότερο για μας από το να χάνεται κάποιο μικροπράγμα στο σπίτι. Ένα βαθουλωμένο τενεκεδένιο δοχείο στο κελάρι ή ένα κομματάκι φρυγανιά από το πιάτο της κυράς και γινόμασταν μαλλιά κουβάρια. Μα τούτη τη φορά δεν ήταν κανένα μικροπράγμα και δεν ήταν η κόκκινη κλωστή. Ήταν το ολοκαίνουριο τόπι από πράσινο μεταξωτό ύφασμα της κυράς.
   Και να 'μαστε όλοι μαζί, και οι δεκατέσσερις, παραταγμένοι στη σειρά όσο η κυρά φώναζε κι έσκουζε γι' αυτό. Έλεγε ότι το μετάξι ήταν πολύ ξεχωριστό ύφασμα και ότι ταξίδεψε από την άλλη άκρη του κόσμου και πως ύφαιναν το κουκούλι τους με νήμα εκείνα τα σκουλήκια στην Κίνα. Μέχρι τότε, δεν είχα ακούσει πιο τρελό πράγμα στη ζωή μου.
   Όλοι κουνιόμασταν νευρικά και ιδρώναμε, στριφογυρίζαμε τα χέρια μέσα στις τσέπες των παντελονιών ή κάτω από τις ποδιές μας. Οι μυρωδιές που ανέδιναν τα σώματά μας μαρτυρούσαν ένα μόνο πράγμα: Φόβο.
   Η μαμά ήξερε όλα όσα συνέβαιναν εκεί έξω πάνω από τον τοίχο: η κυρά τής έδινε πάσο για να πηγαίνει η ίδια στην αγορά. Προσπαθούσε να μου κρύβει τα πιο άσχημα, αλλά ήξερα για το σπίτι του μαρτυρίου στη Μάγκαζιν Στριτ. Οι λευκοί το ονόμαζαν «Σωφρονιστήριο» ή «Οίκο Εργασίας», λες και οι σκλάβοι εκεί μέσα έραβαν ρούχα, έψηναν τούβλα και κάρφωναν πέταλα αλόγων. Ήξερα γι' αυτό πριν κλείσω τα οχτώ, για τη σκοτεινή τρύπα που σ' έριχναν και σ' άφηναν μόνο σου για εβδομάδες. Ήξερα για τα μαστιγώματα. Είκοσι βουρδουλιές ήταν το όριο. Ένας λευκός μπορούσε να αγοράσει ένα γύρο μαστιγωμάτων για μισό δολάριο και να τον χρησιμοποιεί όποτε έκρινε ότι έπρεπε να βάλει μυαλό σε κάποιο σκλάβο.
   Απ' όσο ήξερα, κανένας σκλάβος Γκριμκέ δεν είχε σταλεί εκεί, αλλά εκείνο το πρωί στην τραπεζαρία όλοι αναρωτιόμασταν αν είχε έρθει η μέρα.
   "Κάποιος από εσάς είναι ένοχος κλοπής. Αν επιστρέψετε το τόπι του υφάσματος, κάνοντας το θέλημα του Κυρίου, θα φανώ επιεικής".
   Α - χα.
   Η κυρά μάς είχε για θεοπάλαβους.
   Τι θα μπορούσε να κάνει κάποιος από εμάς μ' ένα τόπι σμαραγδένιο μεταξωτό ύφασμα;

   Τη νύχτα μετά που έκανε φτερά το ύφασμα, γλίστρησα έξω. Βγήκα ίσια από την πόρτα. Έπρεπε να περάσω μπροστά από τη Σίντι, μπροστά από την πόρτα της κυράς -ήξερα ότι δεν τα πήγαινε καλά με τη μαμά κι έπρεπε να φυλάγομαι από αυτή, αλλά ροχάλιζε μακάρια. Χώθηκα στο κρεβάτι δίπλα στη μαμά, μόνο που δεν ήταν στο κρεβάτι της εκείνη την ώρα, στεκόταν στη γωνία με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος της. "Τι νομίζεις ότι κάνεις;"
   Δεν είχα ξανακούσει αυτόν τον τόνο στη φωνή της.
   "Σήκω πάνω, γυρίζουμε αμέσως στο σπίτι. Είναι η τελευταία φορά που το σκας έτσι, η τελευταία. Αυτό δεν είναι παιχνίδι, Σκοτούρα. Θα το πληρώσουμε με βάσανα".
   Δε μου έδωσε καν το χρόνο να κουνηθώ, αντίθετα με τράβηξε πάνω σαν να 'μουν κανένα κουρέλι. Κρατώντας με από το μπράτσο, ψηλά στη μασχάλη, κατέβηκε τα σκαλιά του αμαξοστάσιου και διέσχισε φουριόζικα την αυλή. Τα πόδια μου ίσα που πάταγαν στο χώμα. Μ' έσυρε μέσα στην κουζίνα του σπιτιού, από την πόρτα που δεν κλείδωνε κανείς. Ο δείκτης της καρφώθηκε στα χείλια της, κάνοντάς μου σινιάλο να κάνω ησυχία, κι έπειτα με τράβηξε πάνω στη σκάλα και μου έδειξε γνέφοντας προς το κεφαλόσκαλο. Πήγαινε πάνω.
   Αυτά τα σκαλιά έκαναν θόρυβο. Δεν είχα ανέβει ούτε δέκα, όταν άκουσα μια πόρτα να ανοίγει από κάτω και τον αέρα να αδειάζει από τα πνευμόνια της μαμάς μου μ' ένα φύσημα.
   Η φωνή του αφέντη ακούστηκε από το σκοτάδι: "Ποιος είναι; Ποιος είναι εκεί;"
   Οι τοίχοι του διαδρόμου λούστηκαν στο φως της λάμπας. Η μαμά έμεινε ακίνητη.
   "Σάρλοτ;" είπε εκείνος όσο πιο ήρεμα μπορούσε. "Τι κάνεις εδώ μέσα;"
   Πίσω από την πλάτη της, η μαμά μού έκανε σήμα με το χέρι της, δείχνοντας προς το πάτωμα, και κατάλαβα πως μου έλεγε να κάτσω κάτω στα σκαλοπάτια. "Τίποτα, αφέντη Γκριμκέ. Τίποτα, κύριε".
   "Κάποιος λόγος πρέπει να υπάρχει για την παρουσία σου μέσα στο σπίτι τέτοια ώρα. Καλύτερα να εξηγηθείς αμέσως, για να αποφύγεις τα μπλεξίματα". Ο τόνος του ήταν σχεδόν καλοσυνάτος.
   Η μαμά στεκόταν εκεί θαρρείς και είχε βουβαθεί. Πάντα το πάθαινε μπροστά στον αφέντη Γκριμκέ. Πες κάτι. Αν ήταν η κυρά που στεκόταν εκεί, η μαμά θα είχε αραδιάσει ήδη δυο και τρεις δικαιολογίες. Πες ότι η Σκοτούρα αρρώστησε και πήγαινες να δεις πώς είναι. Πες ότι σε έστειλε η Θεία - Αδερφή να πάρεις ένα φάρμακο για τον Χιόνη. Πες ότι δεν μπορείς να κοιμηθείς από την αγωνία για τα πασχαλινά τους ρούχα, αν θα τους πέσουν καλά το πρωί. Πες ότι περπατάς στον ύπνο σου. Απλά πες κάτι!
   Η μαμά άργησε πάρα πολύ, γιατί τώρα έβγαινε και η κυρά από την κάμαρά της. Κρυφοκοιτάζοντας πάνω από τη σκάλα, είδα ότι φόραγε λοξά το σκούφο του ύπνου της. 
   Στην ηλικία μου, κουβαλάω μέσα μου πάρα πολλούς κόμπους που δεν μπορώ να λύσω κι αυτός είναι από τους χειρότερους -το βράδυ που έσφαλα εγώ και την πλήρωσε η μαμά.
   Θα μπορούσα να είχα εμφανιστεί. Θα μπορούσα να είχα ανοίξει το στόμα μου και να αποκαλύψω την αληθινή αιτία, να πω ότι εγώ έφταιγα, αλλά αυτό που έκανα ήταν να κουλουριαστώ βουβή στα σκαλοπάτια.
   Η κυρά είπε: "Εσύ είσαι η κλέφτρα, Σάρλοτ; Γύρισες να σουφρώσεις κι άλλα; Έτσι το κάνεις, μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι τις νύχτες;"
   Η κυρά ξύπνησε τότε τη Σίντι και της είπε να φέρει τη Θεία - Αδερφή και να ανάψει δυο λάμπες, ότι θα πήγαιναν να ερευνήσουν την κάμαρα της μαμάς.
   "Αμέσως, κυρά μου. Αμέσως", είπε η Σίντι όλο ικανοποίηση.
   Ο αφέντης Γκριμκέ βόγκηξε σαν να είχε πατήσει κακά σκύλου, αηδιασμένος απ' όλα αυτά τα γυναικεία μπερδέματα με τις σκλάβες. Πήρε τη λάμπα του και γύρισε να συνεχίσει τον ύπνο του.
   Στο μεταξύ, εγώ ακολούθησα τη μαμά και τους άλλους από απόσταση, μουρμουρίζοντας λέξεις που δε θα 'πρεπε να ξέρει ένα δεκάχρονο, αλλά είχα μάθει ένα σωρό βρισιές ακούγοντας τον Σάμπε στους στάβλους να ψιθυρίζει στ' άλογα: Καταραμένοι, ανάθεμά τους μέρα και νύχτα. Τρισκατάρατοι να 'ναι όλοι οι λευκοί. Μάζευα το κουράγιο μου για να πω στην κυρά τι είχε συμβεί. Έφυγα από τη θέση μου δίπλα στην πόρτα της δεσποινίδας Σάρας και βγήκα κρυφά για να πάω στην παλιά μου κάμαρα. Η μαμά μ' έφερε πίσω στο σπίτι.
   Όταν κρυφοκοίταξα στην καμαρούλα μας από τη μισάνοιχτη πόρτα, είδα τις κουβέρτες από το κρεβάτι σκορπισμένες, τη λεκάνη για το πλύσιμο αναποδογυρισμένη και το φανελένιο τσουβάλι μας αδειασμένο κάτω, με πούπουλα πεταμένα παντού. Η Θεία - Αδερφή πάσχιζε να κατεβάσει το τελάρο για τα παπλώματα· πιασμένη στο τελάρο ήταν η πάνω μεριά ενός καινούριου παπλώματος με ξέφτια σε λαμπερά χρώματα.
   Κανείς δε με είδε να στέκομαι στο άνοιγμα της πόρτας, μόνο η μαμά, που τα μάτια της κατάφερναν πάντα να με βρουν. Τα βλέφαρά της έκλεισαν βαριά και δεν τα ξανάνοιξε.
   Οι τροχαλίες έτριξαν και το τελάρο κατέβηκε σαν να χόρευε με τη μουσική. Κι εκεί, πάνω στο μισοτελειωμένο πάπλωμα, ήταν ένα τόπι από χτυπητό πράσινο ύφασμα.

   Κοίταξα το ύφασμα και σκέφτηκα, τι ωραίο! Το φως από τις λάμπες τόνιζε κάθε ζάρα. Εγώ, η Θεία - Αδερφή και η κυρά το κοιτάζαμε σαν να 'ταν κάτι που βλέπαμε σε όνειρο. 
   Η κυρά μάς έριξε τότε μια γερή κατσάδα για το πόσο δύσκολο της ήταν να πρέπει να τιμωρήσει μια σκλάβα που εμπιστευόταν, αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει;
   Είπε στη μαμά: "Θα αναβάλω την τιμωρία σου ως τη Δευτέρα -αύριο είναι Πάσχα και δε θέλω να αμαυρωθεί από αυτό. Δε θα σε στείλω αλλού να τιμωρηθείς και πρέπει να είσαι ευγνώμων γι' αυτό, αλλά μην αμφιβάλλεις καθόλου ότι η ποινή σου θα είναι ανάλογης βαρύτητας με το έγκλημά σου".
   Δεν είχε αναφέρει τη λέξη «Σωφρονιστήριο», είχε πει «αλλού», αλλά ξέραμε καλά τι σήμαινε αυτό το «αλλού». Τουλάχιστον η μαμά δε θα πήγαινε εκεί.
   Όταν η κυρά στράφηκε τελικά προς το μέρος μου, δε με ρώτησε τι γύρευα εκεί, ούτε μ' έστειλε πίσω στο πάτωμα, έξω από την πόρτα της δεσποινίδας Σάρας. Μου είπε μόνο: "Μπορείς να μείνεις με τη μητέρα σου μέχρι την τιμωρία της τη Δευτέρα. Ας έχει λίγη παρηγοριά ως τότε. Δεν είμαι άκαρδος άνθρωπος".
   Πολύ αργότερα μέσα στη νύχτα, ξέσπασα τη θλίψη και την ενοχή μου στη μαμά. Εκείνη μου έτριψε τους ώμους και μου είπε ότι δε μου είχε θυμώσει. Είπε ότι δεν έπρεπε να το είχα σκάσει από το σπίτι, αλλά δε μου είχε θυμώσει.
   Με είχε πάρει σχεδόν ο ύπνος, όταν μου είπε: "Αν είχα ράψει εκείνο το πράσινο μετάξι μέσα στο πάπλωμα, δε θα το έβρισκε ποτέ. Δε μετανιώνω που το έκλεψα, μετανιώνω μόνο που με τσάκωσαν".
   "Πώς σου ήρθε και το πήρες;"
   "Έτσι", απάντησε. "Το πήρα επειδή μπορούσα".
   Αυτές οι λέξεις καρφώθηκαν στο μυαλό μου. Η μαμά δεν ήθελε εκείνο το ύφασμα, ήθελε μόνο να προκαλέσει ντόρο. Δεν μπορούσε να ελευθερωθεί και δεν μπορούσε να κοπανήσει την κυρά στο κεφάλι μ' ένα μπαστούνι, αλλά μπορούσε να της κλέψει το μετάξι της. Ο καθένας επαναστατεί με όποιον τρόπο μπορεί.


Σάρα
   Το Πάσχα, εμείς οι Γκριμκέ πηγαίναμε στην επισκοπική εκκλησία του Αγίου Φιλίππου κάτω από τις θολωτές κίτρινες πασχαλιές, το «Καμάρι της Ινδίας», που πλαισίωναν την Μίτινγκ Στριτ. Είχα ζητήσει μια θέση στο ανοιχτό μόνιππο με τον πατέρα, αλλά ο Τόμας και ο Φρέντρικ δε θα παραχωρούσαν το προνόμιο κι έτσι εγκλωβίστηκα μέσα στην άμαξα με τη μητέρα και όλη τη ζέστη. Ο αέρας ίσα που έμπαινε από κάτι σχισμές που παρίσταναν τα παράθυρα, φυσώντας σε ξεψυχισμένες πνοές. Πίεζα το πρόσωπό μου στο άνοιγμα και παρακολουθούσα τη μεγαλοπρέπεια του Τσάρλεστον να ξετυλίγεται γοργά: τις ζωηρόχρωμες κατοικίες με τη στενή πρόσοψη που είναι το σήμα κατατεθέν της αρχιτεκτονικής της πόλης, τις φαρδιές βεράντες και τις κρεμαστές ζαρντινιέρες στα παράθυρα των πανομοιότυπων ψηλότερων κτιρίων, αυτές τις επιμελώς ψαλιδισμένες ζούγκλες τροπικής βλάστησης -θρασεμένες πικροδάφνες, ιβίσκους, μπουκαμβίλιες.
   "Σάρα, ελπίζω να είσαι προετοιμασμένη να δώσεις το πρώτο σου μάθημα", είπε η μητέρα. Είχα γίνει πρόσφατα καινούρια δασκάλα στο Κατηχητικό Εγχρώμων, μια τάξη στην οποία κανονικά δίδασκαν κορίτσια από δεκατριών ετών και πάνω, αλλά η μητέρα είχε πιέσει τον αιδεσιμότατο Χολ να κάνει μια εξαίρεση και, για μια φορά, ο δεσποτικός χαρακτήρας της είχε αποφέρει κάτι που δεν ήταν ολότελα αποκρουστικό.
   Στράφηκα προς το μέρος της νιώθοντας την αψάδα της αγριομυρτιάς να μου καίει τα ρουθούνια. "... Ναι... Μελέτησα πο -πολύ καλά".
   Η Μαίρη δεν έχασε την ευκαιρία να με κοροϊδέψει, γουρλώνοντας τα μάτια μ' ένα γελοίο τρόπο και επαναλαμβάνοντας -χωρίς φωνή, μόνο κουνώντας τα χείλη, "... πο - πολύ καλά...", οπότε ο Μπεν άρχισε να χαχανίζει.
   Ήταν πραγματική μάστιγα η αδερφή μου. Τελευταία, είχαν μειωθεί οι παύσεις στην ομιλία μου, έτσι δεν την άφησα να με αποσυντονίσει. Ετοιμαζόμουν να κάνω κάτι χρήσιμο για αλλαγή και, ακόμα κι αν κεκέδιζα και κόμπιαζα σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος, δε θα το έβαζα κάτω. Περισσότερο με προβλημάτιζε που έπρεπε να το κάνω με τη Μαίρη παρούσα.
   Καθώς η άμαξα πλησίαζε στην αγορά, η φασαρία δυνάμωσε και οι άκρες του δρόμου πλημμύρισαν με νέγρους και μιγάδες. Η Κυριακή ήταν η μοναδική μέρα αργίας για τους σκλάβους και ξεχύνονταν στις λεωφόρους -οι περισσότεροι πηγαίνοντας με τα πόδια στην εκκλησία του αφέντη τους, όπου έπρεπε να εμφανιστούν και να καθίσουν στους εξώστες· αλλά και τις καθημερινές οι σκλάβοι κυριαρχούσαν στους δρόμους, όπου εκτελούσαν διάφορες αποστολές για τα αφεντικά τους, ψώνιζαν στην αγορά και πηγαινοέφερναν μηνύματα και προσκλήσεις για τσάι ή δείπνο. Αυτοί που νοικιάζονταν σε άλλα αφεντικά πηγαινοέρχονταν από και προς τη δουλειά τους. Όπως ήταν φυσικό, ξέκλεβαν λίγο χρόνο για να κουβεντιάσουν. Τους έβλεπες να σχηματίζουν πηγαδάκια στις γωνιές των δρόμων, στις αποβάθρες και τα οινοπωλεία. Η Τσάρλεστον Μέρκιουρι κατήγγειλε μανιωδώς τις «ανεπιτήρητες αγέλες» και απαιτούσε τη θέσπιση νέων κανονισμών, αλλά όπως έλεγε ο πατέρας, στο βαθμό που ένας σκλάβος διέθετε πάσο ή κονκάρδα εργασίας, ήταν απολύτως νόμιμο να κυκλοφορεί.
   Ο Χιόνης είχε συλληφθεί μια φορά. Αντί να περιμένει δίπλα στην άμαξα όσο εμείς ήμασταν στην εκκλησία, την οδηγούσε γύρω γύρω στην πόλη, έτσι για βόλτα. Τον είχαν πάει στο Φρουραρχείο, το αρχηγείο της αστυνομίας, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ. Ο πατέρας έγινε έξαλλος -όχι με τον Χιόνη, με τη Φρουρά της Πόλης. Πήγε σαν σίφουνας στο ειρηνοδικείο και πλήρωσε το πρόστιμο, γλιτώνοντας τον Χιόνη από το Σωφρονιστήριο.
   Ένα πλήθος άμαξες στην Κάμπερλαντ Στριτ μάς εμπόδιζε να πλησιάσουμε πιο κοντά στην εκκλησία. Η συρροή των πιστών που πήγαιναν στην εκκλησία μόνο το Πάσχα εξόργιζε τη μητέρα, η οποία φρόντιζε ώστε οι Γκριμκέ να βρίσκονται στα στασίδια τους κάθε μουντή, ανιαρή Κυριακή του χρόνου. Η βραχνή φωνή του Χιόνη έφτασε στ' αφτιά μας από τη θέση του αμαξά: "Κυρά, πρέπει να πάτε με τα πόδια από δω", είπε κι ο Σάμπε άνοιξε την πόρτα και μας κατέβασε στο δρόμο, μία μία.
   Ο πατέρας μας περπατούσε ήδη μπροστά· δεν ήταν ψηλός, αλλά ήταν επιβλητικός με το γκρίζο σακάκι και το ημίψηλο καπέλο και το μεταξωτό φουλάρι που ήταν δεμένο στο λαιμό του. Είχε γωνιώδες πρόσωπο με μακριά μύτη και δασιά φρύδια που κατσάρωναν στην άκρη του μετώπου του, αλλά αυτό που τον έκανε πραγματικά όμορφο στα μάτια μου ήταν τα μαλλιά του, ένα ατιθάσευτο κουβάρι από σκούρα πυρρόξανθα κύματα. Ο Τόμας είχε κληρονομήσει το πλούσιο καστανοκόκκινο χρώμα, όπως και η Άννα και ο μικρός Τσαρλς, αλλά σ' εμένα είχε περάσει στην πιο άτονη απόχρωση του λωτού, ενώ τα φρύδια και τα ματόκλαδά μου ήταν τόσο ξέθωρα, λες και δεν υπήρχαν.
   Η διαρρύθμιση των θέσεων μέσα στην εκκλησία του Αγίου Φιλίππου αποτύπωνε με ακρίβεια την κοινωνική διαβάθμιση του Τσάρλεστον, με την ελίτ να ανταγωνίζεται για την ενοικίαση των μπροστινών στασιδιών, ενώ οι φτωχοί συνωστίζονταν στους ελεύθερους πάγκους στα πλαϊνά της εκκλησίας. Το δικό μας στασίδι, το οποίο ο πατέρας νοίκιαζε για τριακόσια δολάρια το χρόνο, ήταν μόλις στην τρίτη σειρά από το ιερό.
   Κάθισα δίπλα στον πατέρα, κρατώντας το καπέλο του αναποδογυρισμένο στην ποδιά μου και ρουφώντας το ανεπαίσθητο άρωμα έλαιου λεμονιού που χρησιμοποιούσε για να στρώνει κάπως τα μαλλιά του. Στους εξώστες από πάνω μας, οι σκλάβοι άρχισαν τα μουρμουρητά και τα γέλια. Αυτός ο θόρυβος ήταν μόνιμο πρόβλημα. Ξεθάρρευαν στον εξώστη με τον ίδιο τρόπο που ξεθάρρευαν στους δρόμους, μέσα στο πλήθος. Τελευταία, μάλιστα, έκαναν τέτοιο σαματά, ώστε τοποθετήθηκαν επιστάτες στους εξώστες για να επιβάλλουν την τάξη. Παρά την παρουσία τους, πάντως, η βοή δυνάμωνε. Και τότε, ακούστηκε μια μπαστουνιά. Μια κραυγή. Κι όλοι οι πιστοί τινάχτηκαν και αγριοκοίταξαν προς τα πάνω.
   Μέχρι να ανέβει στον άμβωνα ο αιδεσιμότατος Χολ, είχε ξεσπάσει σάλος κοντά στα δοκάρια της εκκλησίας. Ένα παπούτσι εκτοξεύτηκε πάνω από το στηθαίο κι έπεσε στο ποίμνιο. Μια βαριά μπότα. Προσγειώθηκε σε μια κυρία λίγο πίσω από τη μέση του ναού, ρίχνοντας το καπέλο από το κεφάλι της και προκαλώντας της διάσειση.
   Καθώς η σοκαρισμένη κυρία και οι δικοί της έφευγαν από την εκκλησία, ο αιδεσιμότατος Χολ έδειξε τον τελευταίο αριστερό εξώστη με τεντωμένο το δείκτη του, τον οποίο κούνησε αργά κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Όταν έπεσε σιωπή, απήγγειλε από μνήμης μια περικοπή από την προς Εφεσίους επιστολή. "Οι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις κατά σάρκα μετά φόβου και τρόμου, εν απλότητι της καρδίας υμών ως τω Χριστώ" (4). Και μετά εκφώνησε αυτό που πολλοί, μεταξύ των οποίων και η μητέρα μου, θα χαρακτήριζαν τον πιο εύγλωττο αυτοσχεδιασμό περί δουλείας που είχαν ακούσει ποτέ. "Δούλοι, σας συμβουλεύω να είστε ευχαριστημένοι με τη μοίρα σας, γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού! Η υπακοή σάς επιβάλλεται από την Αγία Γραφή. Επιτάσσεται από το Θεό μέσω του Μωυσή. Επικυρώνεται από τον Χριστό μέσω των αποστόλων του και υποστηρίζεται από την Εκκλησία. Προσέξτε, λοιπόν, και είθε ο φιλεύσπλαχνος Θεός να δώσει να ταπεινωθείτε σήμερα και να επιστρέψετε στους κυρίους σας σαν πιστοί υπηρέτες".
   Κι έπειτα γύρισε στην καρέκλα του πίσω από το τέμπλο. Εγώ κάρφωσα το βλέμμα μου στο καπέλο του πατέρα κι ύστερα πάνω του, σοκαρισμένη, άναυδη αν όχι εμβρόντητη, προσπαθώντας να καταλάβω τι έπρεπε να σκεφτώ, αλλά το πρόσωπό του ήταν μια ανέκφραστη μάσκα.
   
   Μετά τη λειτουργία, στάθηκα όρθια σε μια μικρή άχρωμη τάξη πίσω από την εκκλησία, ενώ είκοσι δύο παιδιά σκλάβων έτρεχαν φρενιασμένα γύρω γύρω. Μπαίνοντας στη μισοσκότεινη αίθουσα που μύριζε κλεισούρα, άνοιξα διάπλατα τα παράθυρα -με αποτέλεσμα να πνιγούμε στη γύρη των δέντρων. Φταρνίστηκα κάμποσες φορές, χτυπώντας κοφτά την άκρη της βεντάλιας μου πάνω στην έδρα, προσπαθώντας να επιβάλω την τάξη. Η Μαίρη καθόταν στην μοναδική καρέκλα του δωματίου, μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη σε στιλ Ουίνδσορ, και με παρακολουθούσε με έκφραση που ισορροπούσε άψογα μεταξύ βαρεμάρας και ιλαρότητας.
   "Άφησέ τα να παίξουν", μου είπε. "Εγώ αυτό κάνω".
   Ομολογώ ότι ήταν μεγάλος πειρασμός. Μετά το ατέλειωτο κήρυγμα του αιδεσιμότατου, μού είχε φύγει κάθε διάθεση για μάθημα.
   Μια στοίβα σκονισμένα, άχρηστα μαξιλαράκια γονατίσματος ήταν τοποθετημένα πίσω στη γωνία, με το κέντημα τόσο ξεφτισμένο, που δε σήκωνε διόρθωμα. Υπέθεσα ότι ήταν εκεί για να κάθονται τα παιδιά, αφού δεν υπήρχε έπιπλο ούτε για δείγμα πέρα από την έδρα και την καρέκλα της δασκάλας. Ούτε φυλλάδια διδακτέας ύλης ούτε εικονογραφημένα βιβλία ούτε μαυροπίνακας ούτε κιμωλίες ή, έστω, διακοσμητικά στους τοίχους.
   Έβαλα τα μαξιλαράκια σε σειρές στο πάτωμα, δίνοντας αυτομάτως το έναυσμα για να αρχίσει ένα καινούριο παιχνίδι, στο οποίο τα κλοτσούσαν προς κάθε κατεύθυνση. Για το πρώτο μου μάθημα, είχα οδηγίες να διαβάσω το ευαγγέλιο που ακούσαμε σήμερα και να εξηγήσω το νόημά του, αλλά, όταν κατάφερα τελικά να βάλω τα παιδιά να καθίσουν πάνω στα μαξιλάρια και κοίταξα τα πρόσωπά τους, όλη αυτή η ιστορία μου φάνηκε πραγματική παρωδία. Αν είχαν όλοι τόσο μεγάλη αγωνία να εκχριστιανίσουν τους σκλάβους, γιατί δεν τους δίδασκαν να διαβάζουν μόνοι τους την Αγία Γραφή;
   Άρχισα να τραγουδάω την αλφαβήτα, ένα αυτοσχέδιο διδακτικό τραγουδάκι. Άλφα Βήτα Γάμα Δέλτα Έψιλον Ζήτα... Η Μαίρη σήκωσε ξαφνιασμένη το βλέμμα, αλλά αρκέστηκε σ' ένα στεναγμό παραίτησης, πριν επανέλθει στην προηγούμενη απαθή στάση της. Ήτα Θήτα Γιώτα Κάπα Λάμδα Μι Νι Ξι... Ποτέ δεν κόμπιαζε η φωνή μου όταν τραγουδούσα. Στο μεταξύ, τα παιδιά με άκουγαν με μάτια που σπίθιζαν από ενδιαφέρον. Όμικρον Πι Ρο Σίγμα Ταυ Ύψιλον Φι Χι Ψι κι Ωμέγα.
   Τα καλόπιασα να την τραγουδήσουν τμηματικά μετά από μένα. Η προφορά τους δεν ήταν και τόσο καλή. Το γάμα ακουγόταν σαν «γκάμα», το λάμδα «λάμντα», το ρο ήταν μάλλον «γο». Αλλά, ω τα μουτράκια τους! Αυτά τα χαμόγελα! Είπα στον εαυτό μου ότι, όταν θα ερχόμουν την επόμενη φορά, θα τους έφερνα ένα μαυροπίνακα και θα έγραφα τα γράμματα, για να τα βλέπουν καθώς θα τα τραγουδούσαν. Και τότε θυμήθηκα τη Χέτι. Είχα προσέξει την αλλαγή θέσης των βιβλίων πάνω στο γραφείο μου και ήξερα ότι τα ξεφύλλιζε όποτε έλειπα. Πόσο θα την ευχαριστούσε να μάθαινε την αλφαβήτα! 
   Μετά από μια ντουζίνα επαναλήψεις, τα παιδιά τραγουδούσαν με ζέση, σχεδόν τσιρίζοντας. Η Μαίρη βούλωσε τα αφτιά με τα δάχτυλά της, αλλά εγώ συνέχισα να τραγουδάω δυνατά, κουνώντας τα χέρια μου σαν μπαγκέτες μαέστρου και γνέφοντας στα παιδιά να συνεχίσουν. Δεν είδα τον αιδεσιμότατο Χολ στην πόρτα.
   "Τι ανήκουστη φάρσα συντελείται εδώ μέσα;" φώναξε.
   Βουβαθήκαμε μεμιάς κι εγώ έμεινα με την ιλιγγιώδη αίσθηση των γραμμάτων να στροβιλίζονται χαοτικά στον αέρα, πάνω από τα κεφάλια μας. Το πρόσωπό μου πήρε τις πιο φλογισμένες αποχρώσεις του.
   "... Τραγουδούσαμε, αιδεσιμότατε πάτερ".
   "Ποια κόρη των Γκριμκέ είσαι εσύ;" Με είχε βαφτίσει, όπως και όλα τα αδέρφια μου, αλλά πού να μας θυμάται όλους με το όνομά μας.
   "Η Σάρα", απάντησε η Μαίρη και πετάχτηκε όρθια. "Εγώ δεν είχα καμιά συμμετοχή στο τραγούδι".
   "... Λυπάμαι που κάναμε θόρυβο", του είπα.
   Εκείνος συνοφρυώθηκε. "Δεν τραγουδάμε στο Κατηχητικό Εγχρώμων -και σίγουρα δεν τραγουδάμε την αλφαβήτα. Γνωρίζεις ότι είναι ενάντια στο νόμο να διδάσκεις ένα σκλάβο ανάγνωση;"
   Ήξερα αυτό το νόμο, αν και αόριστα, σαν να ήταν καταχωνιασμένος σε κάποιο βαθύ κελάρι μέσα στο κεφάλι μου και άξαφνα ξεθάφτηκε σαν μουχλιασμένη γλυκοπατάτα. Εντάξει, ήταν ο νόμος, αλλά προσωπικά μου φαινόταν ελεεινός. Ήλπιζα ότι δε θα ισχυριζόταν πως ήταν και θέλημα Θεού από πάνω.
   Εκείνος περίμενε να απαντήσω, κι όταν έμεινα σιωπηλή, πρόσθεσε: "Θα έφερνες την Εκκλησία σε ρήξη με το νόμο;"
   Η ανάμνηση της Χέτι εκείνη τη μέρα που τη χτύπησε η μητέρα στο κεφάλι με το μπαστούνι πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου, οπότε πρότεινα το πιγούνι μου και τον κοίταξα κατάματα, χωρίς να απαντήσω.


Σκοτούρα
   Μετά έπιασε ένας άγριος, μανιασμένος άνεμος.
   Τη Δευτέρα, αφού τελειώσαμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα, η Θεία - Αδερφή πήρε παράμερα τη μαμά. Είπε ότι η κυρά είχε μια φίλη που δε συμπαθούσε τα μαστιγώματα και γι' αυτό είχε επινοήσει την τιμωρία του ενός ποδιού. Η Θεία - Αδερφή παιδεύτηκε πολύ για να μας τη δείξει με μια ζωγραφιά. Είπε ότι τύλιγαν ένα δερμάτινο λουρί γύρω απ' τον αστράγαλο του σκλάβου κι έπειτα λύγιζαν το πόδι πίσω του κι έδεναν το λουρί στο λαιμό του. Αν πήγαινε να κατεβάσει το πόδι του, το λουρί τού έσφιγγε το λαιμό.
   Ξέραμε τι μας έλεγε. Η μαμά κάθισε κάτω στα σκαλιά του παράσπιτου που ήταν το μαγειρείο και ακούμπησε το κεφάλι στα γόνατά της.
   Ο Τόμφρι ήταν εκείνος που ήρθε να τη δέσει. Το έβλεπες πως καθόλου δεν ήθελε να πάρει μέρος σ' αυτό, αλλά δεν το έλεγε. Η κυρά είπε: "Μία ώρα, Τόμφρι. Θα είναι αρκετή", κι έπειτα γύρισε μέσα, στο περβάζι της μπροστά στο παράθυρο.
   Εκείνος οδήγησε τη μαμά στο κέντρο της αυλής, κοντά στο μποστάνι όπου είχαν αρχίσει να ξεμυτίζουν τα πρώτα βλασταράκια από τη γη. Εμείς ήμασταν όλοι μαζί στριμωγμένοι κάτω από το φουντωτό δέντρο, εκτός από τον Χιόνη, που έλειπε με την άμαξα. Η Ροζέτα άρχισε να μοιρολογεί. Ο Ιλάι τη χτύπησε μαλακά στο μπράτσο, προσπαθώντας να την παρηγορήσει. Η Λούσι και η Φοίβη μάλωναν για ένα κομμάτι κρύο χοιρομέρι που είχε μείνει από το πρωινό και η Θεία - Αδερφή πήγε και τους έδωσε από ένα γερό φούσκο.
   Ο Τόμφρι γύρισε τη μαμά με το πρόσωπο προς το δέντρο και το σπίτι πίσω της. Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Στεκόταν πιο πλαδαρή κι από τα μούσκλια που κρέμονταν από τα κλαδιά. Η μυρωδιά της άμπωτης που ερχόταν από το λιμάνι ήταν παντού, μια μυρωδιά σαπίλας.
   O Τόμφρι είπε στη μαμά: "Στηρίξου πάνω μου". Κι εκείνη ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του, όσο εκείνος της έδενε τον αστράγαλο με κάτι που έμοιαζε με παλιά δερμάτινη ζώνη. Μετά το σήκωσε ψηλά πίσω της, αναγκάζοντάς τη να σταθεί στο ένα πόδι, τύλιξε την άλλη άκρη της ζώνης στο λαιμό της και κούμπωσε την αγκράφα.
   Η μαμά με είδε να γέρνω πάνω στην Μπινά, με τα χείλια και το πιγούνι μου να τρέμουν, και είπε: "Εσύ μην κοιτάς. Κλείσε τα μάτια σου".
   Αλλά δεν μπορούσα να το κάνω.
   Αφού την έδεσε γερά, ο Τόμφρι απομακρύνθηκε, έτσι ώστε να μην μπορεί να στηρίζεται πάνω του, κι εκείνη σωριάστηκε στο χώμα. Σκίστηκε το δέρμα πάνω από το φρύδι της. Τη στιγμή που προσγειώθηκε, η ζώνη τραβήχτηκε απότομα πνίγοντάς την. Τέντωσε πίσω το λαιμό της, πασχίζοντας να πάρει ανάσα. Έτρεξα να τη βοηθήσω, αλλά ακούστηκε το ταπ - ταπ, ταπ - ταπ του μπαστουνιού της κυράς στην κάσα του παραθύρου κι ο Τόμφρι με τράβηξε μακριά πριν στήσει όρθια τη μαμά.
   Τότε έκλεισα τα μάτια μου, αλλά αυτό που έβλεπα στο σκοτάδι ήταν χειρότερο από την πραγματικότητα. Άνοιξα μια σταλιά τα μάτια μου και την είδα να προσπαθεί να κρατήσει ψηλά το δεμένο της πόδι, για να μην πέσει και της κοπεί η αναπνοή, να αγωνίζεται να σταθεί όρθια. Στύλωσε το βλέμμα της στην κορυφή της βελανιδιάς. Το πόδι στο οποίο στεκόταν έτρεμε. Αίμα κύλαγε στο μάγουλό της από το σκίσιμο στο μέτωπό της. Κόλλαγε στο σαγόνι της όπως η βροχή στο γείσο της στέγης.
   Μην την αφήσεις να ξαναπέσει. Αυτή ήταν η προσευχή που έλεγα. Η κυρά μάς έλεγε ότι ο Θεός τούς ακούει όλους, ότι ακόμα και οι σκλάβοι εισακούονται στις προσευχές τους. Είχα μια εικόνα του Θεού χαραγμένη στο μυαλό μου, ένα λευκό άντρα που στηριζόταν σε μπαστούνι όπως η κυρά ή κυκλοφορούσε αποφεύγοντας τους σκλάβους, σαν τον αφέντη Γκριμκέ, παριστάνοντας ότι διαφέντευε έναν κόσμο στον οποίο ούτε καν υπήρχαν. Δεν μπορούσα να τον φανταστώ να κουνάει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι για κάποιον από μας. 
   Η μαμά δεν ξανάπεσε πάντως και φαντάστηκα ότι ο Θεός δεν έκλεισε τα αφτιά Του στις παρακλήσεις μου, μα ίσως τελικά δεν ήταν αφτιά λευκού, ίσως ο κόσμος είχε κι ένα μαύρο Θεό ή, αλλιώς, ήταν η μαμά μου που απάντησε στην προσευχή μου καταφέρνοντας να σταθεί στο ένα πόδι, με τη δύναμη των μελών και τη θέληση της καρδιάς της. Δεν κλαψούρισε ούτε μία φορά, δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο εκτός από κάποιους ψίθυρους που ξέφευγαν από τα χείλια της. Αργότερα, τη ρώτησα αν οι ψίθυροι ήταν για το Θεό και μου απάντησε: "Ήταν για τη γιαγιούλα σου".
   Όταν πέρασε εκείνη η ατέλειωτη ώρα και ο Τόμφρι χαλάρωσε τη ζώνη από το λαιμό της, η μαμά έπεσε κάτω και κουλουριάστηκε στο χώμα. Ο Τόμφρι και η Θεία - Αδερφή την έπιασαν από τις μασχάλες και την κουβάλησαν σηκωτή στη σκάλα του αμαξοστάσιου ως πάνω στην καμαρούλα μας. Έτρεξα πίσω τους, προσπαθώντας να σηκώνω τα μουδιασμένα πόδια της για να μη χτυπάνε οι αστράγαλοι στα σκαλοπάτια. Την έριξαν στο κρεβάτι όπως θα πέταγαν ένα τσουβάλι αλεύρι.
   Όταν μείναμε μόνες οι δυο μας, ξάπλωσα δίπλα της και κοίταξα το τελάρο του παπλώματος. Κάθε τόσο τη ρώταγα: "Θέλεις νεράκι; Πονάνε τα πόδια σου;"
   Εκείνη έγνεφε τις απαντήσεις της, με τα μάτια σφαλιστά.
   Το απόγευμα, η Θεία - Αδερφή μάς έφερε λίγες πίτες ρυζιού και ζωμό κοτόπουλου. Η μαμά ούτε που τα ακούμπησε. Αφήναμε πάντα την πόρτα ανοιχτή για να μπαίνει το φως και όλη μέρα ο θόρυβος και οι μυρωδιές από την αυλή πλημμύριζαν την καμαρούλα μας. Ήταν η πιο ατέλειωτη μέρα που έζησα ποτέ.
   Το περπάτημα της μαμάς δε θα ήταν ποτέ πια το ίδιο κι ούτε μέσα της θα ξαναγινόταν όπως παλιά. Από κείνη τη μέρα και μετά, φαινόταν ότι ένα κομμάτι της βρισκόταν πάντα εκεί πίσω και περίμενε να της χαλαρώσουν το λουρί στο λαιμό. Φαίνεται ότι τότε πρωτοάναψε η ψυχρή φωτιά του μίσους μέσα της.


Σάρα
   Το πρωί της Δευτέρας του Πάσχα, η Χέτι δεν είχε φανεί ακόμα. Στο διάστημα ανάμεσα στο πρόγευμα και την αναχώρησή μου για το σχολείο της μαντάμ Ρουφέν στη Λάγκρι Στριτ, η μητέρα φρόντισε να μείνω κλεισμένη στην κάμαρά μου, αντιγράφοντας μια απολογητική επιστολή στον αιδεσιμότατο Χολ.

   Αγαπητέ σεβάσμιε αιδεσιμότατε,
   Ζητώ ταπεινά συγγνώμη που απέτυχα στα καθήκοντά μου ως δασκάλας στο Κατηχητικό Εγχρώμων της αγαπημένης μας εκκλησίας του Αγίου Φιλίππου. Ικετεύω να με συγχωρήσετε για την απερίσκεπτη αδιαφορία μου για τη διδακτέα ύλη και παρακαλώ να μου συγχωρήσετε την αυθάδεια απέναντι σε εσάς και το ιερό αξίωμά σας.
Βαθύτατα και ειλικρινώς μεταμελημένη,
Ταπεινά υμέτερη,
Σάρα Γκριμκέ

   Μόλις πρόσθεσα την υπογραφή μου, η μητέρα με έσυρε ως την εξώπορτα, όπου με περίμενε ο Χιόνης με την άμαξα, με τη Μαίρη ήδη καθισμένη μέσα. Συνήθως η Μαίρη κι εγώ βρίσκαμε την άμαξα πίσω, με τον Χιόνη να γίνεται μονίμως αιτία να καθυστερήσουμε.
   "Γιατί ήρθε να μας πάρει από την μπροστινή πόρτα;" ρώτησα αμέσως, για να μου απαντήσει η μητέρα ότι θα έπρεπε να παραδειγματιστώ από την αδερφή μου και να μην κάνω βαρετές ερωτήσεις.
   Ο Χιόνης γύρισε και με κοίταξε κι η στάση του έσταζε κάτι δυσοίωνο.
   Όλη εκείνη η μέρα έμοιαζε τανυσμένη σαν λεπτό, παλλόμενο σύρμα. Όταν συνάντησα τον Τόμας το ίδιο απόγευμα στη σκεπαστή βεράντα για τη μελέτη μου -την ουσιαστική μελέτη μου- η νευρικότητά μου είχε κορυφωθεί.
   Δύο φορές την εβδομάδα αναδιφούσαμε τα βιβλία του πατέρα, εστιάζοντας σε θέματα δικαίου, λατινικά, την ιστορία του ευρωπαϊκού κόσμου και, πιο πρόσφατα, στα έργα του Βολταίρου. Ο Τόμας επέμενε ότι ήμουν πολύ μικρή για να διαβάζω Βολταίρο. "Είναι πολύ πάνω από την αντιληπτική σου ικανότητα!" Και ήταν, αλλά φυσικά τον αψήφησα και καταδύθηκα στη Θάλασσα του Βολταίρου, για να αναδυθώ με τίποτα ουσιαστικότερο από μερικούς αφορισμούς. «Κάθε άνθρωπος είναι ένοχος για όλο το καλό που δεν έχει κάνει». Αυτή η αντίληψη δε σου άφηνε κανένα περιθώριο να χαρείς τη ζωή! Κι αυτό: «Αν δεν υπήρχε ο Θεός, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε». Δεν ήξερα αν ο αιδεσιμότατος Χολ είχε εφεύρει το Θεό του ή αν εφηύρα εγώ το δικό μου, αλλά αυτές οι ιδέες με σκανδάλιζαν και με αναστάτωναν.
   Κυριολεκτικά ζούσα γι' αυτές τις συνεδρίες με τον Τόμας, αλλά καθισμένη στον εύκαμπτο ξύλινο πάγκο εκείνη τη μέρα, με το αναγνωστικό λατινικών στα πόδια μου, αδυνατούσα να συγκεντρωθώ. Η μέρα ήταν ληθαργική από τη ζέστη, ο αέρας βαρύς από τη μυρωδιά καβουριών που ψαρεύονταν με συρτή από τα νερά του ποταμού Άσλεϊ.
   "Συνέχισε. Παρακάτω", είπε ο Τόμας κι έσκυψε να χτυπήσει το ανοιχτό βιβλίο με το δάχτυλό του. "Νερό, κύριος, γιος -στην ονομαστική, ενικό και πληθυντικό αριθμό". 
   "... Aqua, aquae... Dominus, domini... Filius, filii... Αχ, Τόμας, κάτι δεν πάει καλά!" Σκεφτόμουν την απουσία της Χέτι, τη συμπεριφορά της μητέρας, τη σκοτεινή έκφραση του Χιόνη. Διαισθανόμουν μια δυσθυμία σε όλους τους, στη Θεία - Αδερφή, στη Φοίβη, στον Τόμφρι, στην Μπινά. Σίγουρα θα είχε καταλάβει κάτι και ο Τόμας.
   "Σάρα, εσύ πάντα με καταλαβαίνεις", είπε. "Νόμιζα ότι το έκρυβα καλά. Έπρεπε να το περιμένω".
   "... Τι τρέχει;"
   "Δε θέλω να γίνω νομικός".
   Είχε παρερμηνεύσει την πρόθεσή μου, αλλά δεν τον έβγαλα από την πλάνη του· ήταν μακράν το πιο συγκλονιστικό μυστικό που μου είχε αποκαλύψει ποτέ.
   "Δε θέλεις να γίνεις νομικός;"
   "Ποτέ δεν ήθελα. Είναι κόντρα στη φύση μου". Μου χάρισε ένα άκεφο χαμόγελο. "Εσύ θα 'πρεπε να είσαι η νομικός. Ο πατέρας είπε ότι θα γινόσουν η πιο σπουδαία στη Νότια Καρολίνα, το θυμάσαι;"
   Το θυμόμουν, με τον ίδιο τρόπο που θυμάται κανείς τον ήλιο, το φεγγάρι και τα αστέρια να κρέμονται απ' τον ουρανό. Ο κόσμος θαρρείς και ήρθε ιλιγγιωδώς καταπάνω μου, λαμπερός και πανέμορφος. Κοίταξα τον Τόμας κι αισθάνθηκα τη μοίρα μου να επισφραγίζεται. Είχα ένα σύμμαχο. Έναν αληθινό, στιβαρό σύμμαχο.
   Περνώντας τα χέρια μέσα από τα κυματιστά μαλλιά του, χειμαρρώδη όπως του πατέρα, ο Τόμας άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω κατά μήκος της σκεπαστής βεράντας. "Θέλω να μπω στον κλήρο", πρόσθεσε. "Απομένει λιγότερο από ένας χρόνος πριν ακολουθήσω τον Τζον στο Γέιλ και με αντιμετωπίζουν λες και είμαι ανίκανος να πάρω τις αποφάσεις μου. Ο πατέρας πιστεύει ότι δεν ξέρω τι θέλω, αλλά εγώ ξέρω πολύ καλά".
   "Δε σου επιτρέπει να σπουδάσεις θεολογία;"
   "Τον ικέτεψα για την ευχή του χθες το βράδυ, αλλά μου αρνήθηκε. Του είπα: «Δε σας ενδιαφέρει που θέλω να ανταποκριθώ στην κλίση του Θεού;» Και ξέρεις τι μου απάντησε σ' αυτό; «Μέχρι να ενημερώσει εμένα ο Θεός γι' αυτή την κλίση, εσύ θα σπουδάσεις νομικά»."
   Ο Τόμας έπεσε βαριά σε μια καρέκλα κι εγώ πήγα και γονάτισα μπροστά του και πίεσα το μάγουλό μου στην ανάστροφη του χεριού του. Οι κόμποι των δαχτύλων του τσιμπούσαν από τη δρωτσίλα και τις τραχιές τρίχες. "Αν μπορούσα, θα έκανα τα πάντα για να σε βοηθήσω".

   Ο ήλιος έγερνε πια πέρα από την πίσω αυλή, αλλά η Χέτι εξακολουθούσε να παραμένει άφαντη. Ανήμπορη να συγκρατήσω περισσότερο τους φόβους μου, στήθηκα έξω από το παράθυρο του μαγειρείου, εκεί όπου μαζεύονταν πάντα οι σκλάβες του σπιτιού μετά το τελευταίο γεύμα της ημέρας.
   Αυτό το παράσπιτο ήταν το άδυτό τους. Εδώ έλεγαν ιστορίες και κουτσομπόλευαν και διήγαν το μυστικό τους βίο. Κάποιες φορές το έριχναν στο τραγούδι και οι φωνές τους ταξίδευαν ως την άλλη άκρη της αυλής κι έμπαιναν στο σπίτι διαπερνώντας τους τοίχους. Το αγαπημένο μου ήταν μια ψαλμωδία που δυνάμωνε όλο και περισσότερο όσο προχωρούσε:

Κομμάτιασα το καρβέλι το ψωμί.
Αφήστε το Χριστούλη μου να φύγει.

Τα πόδια μου δε με σηκώνουν.
Αφήστε το Χριστούλη μου να φύγει.

Η πλάτη μου τσακίστηκε.
Αφήστε το Χριστούλη μου να φύγει.

Τα δόντια μου σάπισαν και πέφτουν.
Αφήστε το Χριστούλη μου να φύγει.

Ο πισινός μου κρέμασε.
Αφήστε το Χριστούλη μου να φύγει.

   Τα γέλια τους ξεσπούσαν ξαφνικά, ένας ήχος που πάντα καλωσόριζε η μητέρα. "Οι σκλάβοι μας είναι ευτυχισμένοι", περηφανευόταν. Δεν της περνούσε ποτέ απ' το μυαλό ότι η ευθυμία τους δεν ήταν έκφραση χαράς αλλά τρόπος επιβίωσης.
   Το συγκεκριμένο βράδυ, πάντως, το κλίμα στο μαγειρείο ήταν βαρύ. Η κάψα και ο καπνός από το φούρνο έβγαιναν σε σύννεφα από το παράθυρο, κοκκινίζοντας το πρόσωπο και το λαιμό μου. Είδα φευγαλέα τη Θεία - Αδερφή, την Μπινά, τη Σίντι, τη Μαρία, τη Φοίβη και τη Λούσι με τα λουλουδένια φουστάνια τους, αλλά άκουγα μόνο την κλαγγή των τσουκαλιών από χυτοσίδηρο.
    Τελικά, έφτασε στ' αφτιά μου η φωνή της Μπινά. "Δηλαδή, δεν έβαλε τίποτα στο στόμα της όλη μέρα;"
   "Ούτε ψίχουλο", απάντησε η Θεία - Αδερφή.
   "Ε, ούτ' εγώ θα 'τρωγα αν με είχαν πεδουκλώσει όπως την έδεσαν την κακομοίρα απ' το λαιμό", είπε η Φοίβη.
   Ένα παγωμένο κύμα άρχισε να φουσκώνει στο στομάχι μου. Έδεσαν την κακομοίρα απ' το λαιμό; Ποια δηλαδή; Σίγουρα όχι τη Χέτι!
   "Τι περίμενε πως θα γινόταν αφού απλώνει χέρι;" Θα έλεγα ότι αυτή η φωνή ήταν της Σίντι. "Πώς δικαιολογήθηκε;"
  "Δε μιλάει", πήρε πάλι το λόγο η Θεία - Αδερφή. "Είναι η Σκοτούρα εκεί πάνω στο κρεβάτι μαζί της και μιλάει και για τις δυο τους".
  "Καημένη Σάρλοτ", είπε η Μπινά. 
   Η Σάρλοτ! Την είχαν πεδουκλώσει; Μα τι σήμαινε αυτό; Το μελωδικό μοιρολόι της Ροζέτα αναδύθηκε στη μνήμη μου. Τους είδα να της δένουν τα χέρια. Είδα τις λεπτές λωρίδες από βοϊδοτόμαρο να της σκίζουν την πλάτη και τα αιμάτινα λουλούδια να ανοίγουν και να μαραίνονται στο δέρμα της. 
  Δε θυμάμαι να γυρίζω στο σπίτι, μόνο ότι ξαφνικά βρισκόμουν στην κουζίνα όπου ζέσταιναν τα φαγητά και λεηλατούσα το κλειδωμένο ντουλάπι όπου η μητέρα φυλούσε τα θεραπευτικά της βότανα. Μετά τις άπειρες φορές που το είχα ξεκλειδώσει στο παρελθόν για να πάρω ένα βρομιούχο ηρεμιστικό για τον πατέρα, βρήκα εύκολα το κλειδί και πήρα το μπλε μπουκαλάκι με το έλαιο εντριβής κι ένα βάζο με μελισσοβότανο. Έριξα μέσα και δυο πρέζες λάβδανο.
   Τη στιγμή που τα έχωνα σ' ένα καλάθι, εμφανίστηκε στο διάδρομο η μητέρα. "Θα μου πεις τι κάνεις εκεί, σε παρακαλώ;" 
   Ανταπέδωσα την ερώτηση. "... Εσείς τι κάνατε;" 
   "Νεαρή μου κυρία, μάζεψε τη γλώσσα σου!"
   Να μαζέψω τη γλώσσα μου; Καταπίεζα αυτό το δύστυχο, βασανισμένο πράγμα σχεδόν σε όλη μου τη ζωή!
   "... Τι κάνατε;" επανέλαβα, ουρλιάζοντας σχεδόν.
   Δάγκωσε τα χείλη της και μου άρπαξε το καλάθι απ' το χέρι.
   Κι άξαφνα, κυριεύτηκα από μια πρωτόγνωρη μανία. Της απέσπασα το καλάθι μ' ένα βίαιο τράβηγμα και πήγα ορμητικά προς την πόρτα.
   "Δε θα κάνεις βήμα έξω απ' αυτό το σπίτι!" κραύγασε αγέρωχα. "Σου το απαγορεύω".
   Δρασκέλισα την πίσω πόρτα βγαίνοντας στο γκρίζο λυκόφως, στον τρόμο και την έξαψη της απειθαρχίας. Ο ουρανός είχε το βαθυγάλανο χρώμα του κοβαλτίου. Ένας δυνατός άνεμος φυσούσε από το λιμάνι.
   Η μητέρα με ακολούθησε τσιρίζοντας: "Σου το απαγορεύω". Τα λόγια της παρασύρθηκαν από τις ριπές του ανέμου, πέρα από τα κλωνιά της βελανιδιάς, πάνω από τον πλίνθινο φράκτη.
   Πίσω μας, τραχιές σόλες έξυναν τη βεράντα του μαγειρείου· γυρνώντας, είδαμε τη Θεία - Αδερφή, την Μπινά, τη Σίντι, μόλις να ξεχωρίζουν μέσα στις σκιές, να μας παρακολουθούν.
   Η μητέρα στεκόταν κάτωχρη στα σκαλιά της βεράντας.
   "Πάω να δω πώς είναι η Σάρλοτ", δήλωσα. Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα από το στόμα μου σαν χείμαρρος νερού και κατάλαβα στη στιγμή ότι η νευρική ασθένεια της φωνής μου είχε πέσει πάλι σε χειμερία νάρκη, γιατί έτσι γινόταν πάντα, η αδυναμία υποχωρούσε σταδιακά, ώσπου μια μέρα άνοιγα το στόμα μου και δεν υπήρχε ούτε ίχνος της.
   Το παρατήρησε και η μητέρα. Δεν είπε τίποτα κι εγώ περπάτησα αποφασιστικά προς το αμαξοστάσιο χωρίς να ρίξω ούτε ματιά πίσω μου.

Σκοτούρα
   Όταν έπεσε το σκοτάδι, η μαμά άρχισε να τρέμει. Το κεφάλι της κρέμασε στο πλάι, τα δόντια της κροτάλιζαν. Δεν ήταν όπως η Ροζέτα και οι κρίσεις της, όταν τινάζονταν όλα τα μέλη της, ήταν λες και η μαμά κρύωνε μέσα στα κόκαλά της. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω πέρα από το να χτυπάω παρηγορητικά άλλοτε τα μπράτσα κι άλλοτε τα πόδια της. Μετά από λίγο, έμεινε ακίνητη. Η ανάσα της βάθυνε και, πριν το καταλάβω, παραδινόμουν κι εγώ στον ύπνο. 
   Άρχισα να ονειρεύομαι και στο όνειρό μου κοιμόμουν κάτω από μια κληματαριά με πυκνό φύλλωμα. Με κάλυπτε ολόκληρη, σαν κουκούλι. Γύρω από τα μπράτσα μου κρέμονταν κληματίδες. Μοσχοστάφυλα χάιδευαν το πρόσωπό μου. Ήμουν το κορίτσι που κοιμόταν, αλλά ταυτόχρονα μπορούσα να δω τον εαυτό μου, σαν να ήμουν μέρος των συννέφων που αρμένιζαν στον ουρανό, και τότε κοίταξα κάτω κι είδα ότι η κληματαριά δεν ήταν στ' αλήθεια κληματαριά, ήταν το τελάρο μας για τα παπλώματα, καλυμμένο με κληματίδες και φύλλα. Συνέχισα να κοιμάμαι, βλέποντας τον εαυτό μου να κοιμάται, και τα σύννεφα συνέχισαν να αρμενίζουν στον ουρανό, και τότε κοίταξα πάλι μέσα στις φουντωτές πρασινάδες. Αυτή τη φορά, εκεί μέσα ήταν η ίδια η μαμά.
   Δεν ξέρω τι με ξύπνησε. Η καμαρούλα ήταν ήσυχη, παραδομένη στο σκοτάδι.
   Η μαμά είπε: "Είσαι ξύπνια;" Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που ξεστόμισε από τότε που την έδεσε ο Τόμφρι με το λουρί.
   "Είμαι ξύπνια".
   "Ωραία. Θα σου πω μια ιστορία. Ακούς, Σκοτούρα;"
   "Ακούω, μαμά".
   Τα μάτια μου είχαν προσαρμοστεί στο σκοτάδι κι έβλεπα την πόρτα ακόμα ορθάνοιχτη προς το διάδρομο και τη μαμά δίπλα μου να σκυθρωπιάζει. "Η γιαγιούλα σου ήρθε από την Αφρική όταν ήταν κοριτσάκι. Περίπου όσο είσαι εσύ τώρα".
    Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ακουγόταν σαν τυμπανοκρουσία στ' αφτιά μου.
   "Μόλις πάτησε το πόδι της εδώ, τη χώρισαν από τη μαμά και τον μπαμπά της και το ίδιο βράδυ τα άστρα έπεσαν από τον ουρανό. Νομίζεις ότι τα άστρα δεν πέφτουν, αλλά η γιαγιούλα σου έπαιρνε όρκο".
   Η μαμά δε βιάστηκε να συνεχίσει, δίνοντάς μας χρόνο να φανταστούμε πώς θα φαινόταν εκείνο το βράδυ ο ουρανός.
   "Έλεγε ότι όλα εδώ τής ακούγονταν ακαταλαβίστικα. Ό,τι έτρωγε ήταν άνοστο σαν κρέας μαϊμούς. Δεν είχε τίποτα δικό της, πέρα από ένα τόσο δα πάπλωμα, που είχε φτιάξει η μαμά της. Στην Αφρική, η μαμά της ήταν παπλωματού, η καλύτερη που υπήρχε. Ανήκε στη φυλή των Φον κι έραβε απλικέ, όπως κάνω κι εγώ. Έφτιαχναν σχέδια με ψάρια, πουλιά, λιοντάρια, ελέφαντες, όσα ζώα ήξεραν, και τα έραβαν πάνω, αλλά το πάπλωμα που είχε μαζί της η γιαγιούλα σου δεν είχε ζώα, μόνο μικρά τρίπλευρα σχήματα, αυτό που λες τρίγωνα. Ίδια σαν αυτά που βάζω και στα δικά μου παπλώματα. Η μαμά μου έλεγε ότι ήταν φτερά κότσυφα".
   Το πάτωμα έτριξε στο διάδρομο κι άκουσα κάποιον εκεί έξω να ανασαίνει βαριά και κοφτά, όπως ανέπνεε η δεσποινίς Σάρα. Στηρίχτηκα στον αγκώνα μου και τέντωσα το λαιμό μου και να την εκεί -η σκιά της σαν μουντζαλιά στο παράθυρο του διαδρόμου. Ξάπλωσα πάλι στο στρώμα και η μαμά συνέχισε να λέει την ιστορία της, με τη δεσποινίδα Σάρα να ακούει κι αυτή.
   "Η γιαγιούλα σου πουλήθηκε σ' έναν άντρα για είκοσι δολάρια κι εκείνος την έβαλε να δουλεύει στα χωράφια κοντά στο Τζόρτζταουν. Τρώγανε βραστά μαυρομάτικα φασόλια το πρωί, κι αν δεν τελείωνες το πρωινό σου μέσα σε δέκα λεπτά, δε θα ξανάτρωγες τίποτα εκείνη τη μέρα. Η γιαγιούλα σου έλεγε ότι πάντα έτρωγε πολύ αργά.
   »Δεν γνώρισα ποτέ τον μπαμπά μου. Ήταν ένας λευκός που τον έλεγαν Τζον Πολ, όχι ο αφέντης, ο αδερφός του. Αφού γεννήθηκα, μας πούλησαν. Η μαμά έλεγε ότι παραείχα ανοιχτόχρωμο δέρμα και όλοι ήξεραν τι σήμαινε αυτό.
   »Μας αγόρασε ένας άντρας κοντά στο Κάμντεν. Κράτησε τη μαμά στα χωράφια κι εγώ έμεινα εκεί έξω μαζί της, αλλά τα βράδια με μάθαινε ό,τι ήξερε για τα παπλώματα. Έσκιζα παλιά μπατζάκια παντελονιών και ουρές φουστανιών κι έραβα μαζί τις λωρίδες. Η μαμά έλεγε ότι στην Αφρική έραβαν και γούρια μέσα στα παπλώματά τους. Μέσα στα δικά μου βάζω τούφες απ' τα μαλλιά μου. Όταν έγινα δώδεκα χρονών, η μαμά άρχισε να καυχιέται στην κυρά στο Κάμντεν ότι μπορούσα να ράψω τα πάντα και τότε εκείνη με πήρε στο σπίτι κι έμαθα από τη ράφτρα τους. Έγινα καλύτερη από κείνη ώσπου να πεις κύμινο".
   Τότε σώπασε και μετακίνησε τα πόδια της στο κρεβάτι. Φοβήθηκα ότι δε θα συνέχιζε. Δεν είχα ξανακούσει αυτή την ιστορία. Ακούγοντάς την τώρα, ήταν σαν να έβλεπα τον εαυτό μου να κοιμάται, με τα σύννεφα να ταξιδεύουν στον ουρανό, τη μαμά σκυμμένη από πάνω μου. Ξέχασα ότι η δεσποινίς Σάρα ήταν εκεί έξω.
   Περίμενα και, τελικά, εκείνη ξανάπιασε την ιστορία από κει που την είχε αφήσει. "Η μαμά γέννησε τον αδερφό μου όσο εγώ έραβα στο σπίτι. Δεν είπε ποτέ ποιος ήταν ο μπαμπάς του. Ο αδερφός μου δεν έβγαλε τη χρονιά.
   »Αφού πέθανε, η γιαγιούλα σου μάς βρήκε ένα δέντρο των πνευμάτων. Ήταν απλά μια βελανιδιά, αλλά εκείνη το έλεγε μπαομπάμπ, σαν τα γιγαντόκορμα δέντρα που έχουν στην Αφρική. Έλεγε ότι όλοι οι άνθρωποι της φυλής της έχουν ένα δέντρο των πνευμάτων και είναι πάντα μπαομπάμπ. Η γιαγιούλα σου τύλιξε τον κορμό με κλωστή που πήρε με γαλιφιές και πανουργία. Με πήγε εκεί και μου είπε: «Θα βάλουμε το πνεύμα μας μέσα στο δέντρο για να μην έχει τίποτα να φοβάται». Γονατίσαμε πάνω στο πάπλωμα που είχε φέρει μαζί της από την Αφρική, κουρελιασμένο πια, και παραδώσαμε τα πνεύματά μας στο δέντρο. Έλεγε ότι τα πνεύματά μας ζούσαν στο δέντρο μαζί με τα πουλιά, ότι μάθαιναν να πετάνε. Μου είπε: «Αν φύγεις απ' αυτόν τον τόπο, μην ξεχάσεις να πάρεις μαζί το πνεύμα σου, να το 'χεις μαζί σου». Μαζεύαμε φύλλα και κλαδάκια από τις ρίζες του δέντρου και τα χώναμε σε σακουλάκια που τα φοράγαμε κρεμασμένα στο λαιμό μας".
   Το χέρι της ανέβηκε στο λαιμό της, σαν να το έψαχνε.
   "Η μαμά πέθανε από λαρυγγίτιδα ένα χειμώνα", είπε. "Εγώ τότε ήμουν δεκάξι. Μπορούσα πια να ράβω τα πάντα. Περίπου εκείνη την εποχή η κυρά πνίγηκε στα χρέη και μας πούλησε όλους. Εμένα με αγόρασε ο αφέντης Γκριμκέ για το σπίτι του στο Γιούνιον. Το βράδυ πριν φύγω, πήγα και πήρα το πνεύμα μου από τη βελανιδιά για να το έχω μαζί μου.
   »Θέλω να ξέρεις ότι ο μπαμπάς σου ήταν καλός σαν μάλαμα. Το όνομά του ήταν Σέινι, που στα αφρικανικά θα πει «Λαμπερός». Δούλευε στα χωράφια του αφέντη Γκριμκέ. Μια μέρα, η κυρά είπε πως έπρεπε να έρθω να δουλέψω γι' αυτή στο Τσάρλεστον. Λέω καλά, αλλά φέρτε και τον Σέινι, είναι ο άντρας μου. Λέει ότι ο Σέινι είναι σκλάβος που δουλεύει στα χωράφια και ίσως τον βλέπω άμα πηγαίνω καμιά επίσκεψη εκεί. Εσύ ήσουν ήδη μέσα μου και κανείς δεν έμαθε ότι ο Σέινι πέθανε από ένα κόψιμο στο πόδι πριν γίνεις ενός. Δεν είδε ποτέ το πρόσωπό σου".
   Η μαμά σώπασε. Ήταν αποκαμωμένη. Και τότε κοιμήθηκε, αφήνοντάς με μέσα στο τέλειο κουκούλι της ιστορίας της.

   Το επόμενο πρωί, όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι και βγήκα για τον απόπατο, σκουντούφλησα σ' ένα καλάθι που ήταν αφημένο δίπλα στην πόρτα. Μέσα ήταν ένα μπουκαλάκι με έλαια εντριβής κι ένα βότανο.
   Εκείνη τη μέρα, γύρισα στην υπηρεσία της δεσποινίδας Σάρας. Γλίστρησα μέσα στο δωμάτιό της ενώ διάβαζε ένα από τα βιβλία της. Εκείνη ντρεπόταν να αναφέρει αυτό που συνέβη στη μαμά, οπότε είπα: "Πήραμε το καλάθι σας".
   Το πρόσωπό της χαλάρωσε. "Πες στη μητέρα σου ότι λυπάμαι για τον τρόπο που της φέρθηκαν κι ελπίζω να νιώσει καλύτερα σύντομα", είπε και δεν υπήρχε κανένα κόμπιασμα στη φωνή της.
   "Σημαίνει πολλά για μας", είπα.
   Άφησε το βιβλίο στο τραπέζι και ήρθε εκεί που στεκόμουν, κοντά στο τζάκι, και μ' αγκάλιασε. Ήταν δύσκολο να καταλάβω πώς είχαν τα πράγματα. Οι άνθρωποι λένε ότι η αγάπη μπερδεύεται όταν υπάρχει μια τόσο μεγάλη διαφορά όσο αυτή μεταξύ μας. Δεν ήξερα αν η τρυφερότητα της δεσποινίδας Σάρας πήγαζε από αγάπη ή ενοχή. Δεν ήξερα ούτε αν η δική μου πήγαζε από αγάπη ή από την ανάγκη μου για ασφάλεια. Εκείνη με αγαπούσε και με λυπόταν. Εγώ την αγαπούσα και την εκμεταλλευόμουν. Δεν ήταν ποτέ απλό. Εκείνη τη μέρα, οι καρδιές μας ήταν πιο αγνές από ποτέ.

Σάρα
   Την άνοιξη διαδέχτηκε το καλοκαίρι, κι όταν η μαντάμ Ρουφέν διέκοψε τα μαθήματα ως το φθινόπωρο, ζήτησα από τον Τόμας να επεκτείνουμε τα ιδιαίτερα μαθήματά μας στη σκεπαστή βεράντα.
   "Φοβάμαι ότι πρέπει να τα σταματήσουμε τελείως", απάντησε. "Έχω να σκεφτώ τις σπουδές μου. Ο πατέρας με υποχρέωσε να του υποσχεθώ ότι θα μελετήσω συστηματικά τα νομικά βιβλία του για να είμαι έτοιμος για το Γέιλ".
   "Μπορώ να σε βοηθήσω!" φώναξα.
   "Σάρα, Σάρα, πάντα κόντρα". Ήταν η φράση που χρησιμοποιούσε πάντα όταν η άρνησή του ήταν οριστική και αμετάκλητη.
   Δεν είχε ιδέα σε ποιο βαθμό τον είχα εμπλέξει στα σχέδιά μου. Υπήρχε μια σειρά από δικηγορικές φίρμες στην Μπρόουντ Στριτ, από το Χρηματιστήριο μέχρι την εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ, και οραματιζόμουν τους δυο μας συνέταιρους σε μια από αυτές, με την πινακίδα φαρδιά πλατιά απ' έξω: Γκριμκέ και Γκριμκέ. Βέβαια, θα γκρεμιζόταν το σύμπαν. Θα έφριττε η κοινή γνώμη, εντός και εκτός νομικών κύκλων, αλλά με τον Τόμας στο πλευρό μου και τον πατέρα να καλύπτει τα νώτα μου, τίποτα δε θα μου στεκόταν εμπόδιο.
   Κάθε απόγευμα εντρυφούσα για ώρες στα νομικά βιβλία του πατέρα.
   Τα πρωινά διάβαζα δυνατά στη Χέτι, με την πόρτα του δωματίου μου αμπαρωμένη. Με τον αέρα να ζεματάει, κατεβαίναμε στη σκεπαστή βεράντα κι εκεί, καθισμένες δίπλα δίπλα στην κούνια, τραγουδούσαμε τραγούδια που συνέθετε η Χέτι, τα περισσότερα με θέμα μακρινά ταξίδια στη θάλασσα, άλλοτε με πλοίο κι άλλοτε με φάλαινα. Τα πόδια της τινάζονταν μπροστά και πίσω σαν μικρές μπαγκέτες μαέστρου. Άλλοτε πάλι καθόμασταν στην εσοχή με τα παράθυρα στον πάνω όροφο και παίζαμε «πριόνι», το γνωστό παιχίδι με τους κόμπους στο σπάγκο. Η Χέτι φαινόταν να έχει πάντα ένα απόθεμα από κόκκινη κλωστή στην τσέπη του φουστανιού της και περνούσαμε ώρες πλέκοντάς την η μια στα τεντωμένα δάχτυλα της άλλης, δημιουργώντας περίπλοκους κατακόκκινους δαίδαλους στον αέρα. 
   Τέτοιες ασχολίες είναι οι πιο συνηθισμένες μεταξύ κοριτσιών στην ηλικία μας, αλλά για μας ήταν κάτι εντελώς πρωτόγνωρο, γι' αυτό τις απολαμβάναμε όσο πιο κρυφά γινόταν, μην τυχόν και μας τις απαγορεύσει η μητέρα. Παραβιάζαμε ένα επικίνδυνο όριο, η Χέτι κι εγώ.

   Ένα πρωί, ενώ το Τσάρλεστον τσουρουφλιζόταν αβάσταχτα πάνω στο μαγκάλι του θέρους, η Χέτι κι εγώ ξαπλώσαμε μπρούμυτα στο χαλί του δωματίου μου, όσο της διάβαζα δυνατά από τον Δον Κιχώτη. Την περασμένη εβδομάδα η μητέρα είχε διατάξει να βγουν οι κουνουπιέρες από τις αποθήκες και να κρεμαστούν πάνω από τα κρεβάτια εν αναμονή της επέλασης των αιμοδιψών ζωυφίων αλλά, μην έχοντας τέτοια προστασία, οι σκλάβοι είχαν αρχίσει ήδη να ξύνουν και να γρατσουνίζουν το δέρμα τους. Πασαλείβονταν με λαρδί και μελάσα για να κατευνάσουν τη φαγούρα, μεταφέροντας το όχι και τόσο εύοσμο eau de cologne σε όλο το σπίτι.
   Η Χέτι έξυνε ένα ερεθισμένο τσίμπημα κουνουπιού στον πήχη της και κοιτούσε συνοφρυωμένα τις σελίδες του βιβλίου, σαν να έβλεπε κάποιο είδος ανεπίλυτου κρυπτογραφήματος. Ήθελα να παρακολουθεί προσεκτικά τα κατορθώματα του ιππότη και του Σάντσο Πάντσα, αλλά εκείνη με διέκοπτε συνέχεια βάζοντας το δάχτυλό της πάνω στη μια λέξη ή την άλλη και ρωτώντας με, «Αυτή τι λέει;» και τότε εγώ έπρεπε να σταματώ την ιστορία για να της απαντήσω. Το ίδιο έκανε πολύ πρόσφατα, ενώ διαβάζαμε το Η Ζωή και οι Παράξενες Εκπληκτικές Περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου από την Υόρκη, Ναυτικού, οπότε αναρωτήθηκα μήπως απλώς βαριόταν τα καμώματα των αντρών, είτε ήταν ηρωικοί ναυαγοί είτε ανδρείοι ιππότες.
   Κι ενώ εγώ χρωμάτιζα την ανάγνωση με δραματικούς κυματισμούς της φωνής μου και εξωτικές προφορές σε μια προσπάθεια να τη δελεάσω πίσω στην ιστορία, το δωμάτιο σκοτείνιασε, παραδομένο στο ημίφως της επερχόμενης καταιγίδας. Ο αέρας έμπαινε ορμητικά από το ανοιχτό παράθυρο, μεταφέροντας μια μυρωδιά βροχής και ροδοδάφνης και στριφογυρίζοντας τα πέπλα της κουνουπιέρας. Σταμάτησα να διαβάζω τη στιγμή που ξέσπασε η καταιγίδα μ' έναν κεραυνό και οι πρώτες στάλες της βροχής αναπήδησαν στο περβάζι.
   Η Χέτι κι εγώ σηκωθήκαμε ταυτόχρονα μ' ένα σάλτο και τρέξαμε να κατεβάσουμε το συρταρωτό τζάμι και τότε είδαμε τη νεαρή κουκουβάγια που η Σάρλοτ και η Χέτι τάιζαν ανελλιπώς όλη την άνοιξη να πετάει χαμηλά μέσα στο ικτερικό μισοσκόταδο. Είχε μεγαλώσει κι είχε αποκτήσει το κανονικό φτέρωμα που της επέτρεπε να πετάει, αλλά δεν είχε εγκαταλείψει ακόμα το καταφύγιό της μέσα στην καλύβα με τα καυσόξυλα.
   Την παρακολούθησα να πετάει ευθεία προς το μέρος μας, να διαγράφει τόξο διασχίζοντας την Τζορτζ Στριτ και να γλιστράει πάνω από το φράκτη της πίσω αυλής, με την αστεία κουκουβαγίσια φάτσα της να διακρίνεται πεντακάθαρα. Τη στιγμή που εξαφανίστηκε το πουλί, η Χέτι πήγε να ανάψει τη λάμπα, αλλά εγώ έμεινα καθηλωμένη εκεί. Είχα θυμηθεί ξαφνικά τη μέρα δίπλα στα καυσόξυλα, όταν η Σάρλοτ μού έδειξε για πρώτη φορά το νεοσσό, και θυμήθηκα που της είχα υποσχεθεί να βοηθήσω τη Χέτι να εξασφαλίσει την ελευθερία της. Ήταν μια υπόσχεση που αδυνατούσα να εκπληρώσω και εξακολουθούσε να με γεμίζει ενοχές, αλλά ξαφνικά ήχησε ξεκάθαρα μέσα μου για πρώτη φορά: η Σάρλοτ μού είχε ζητήσει να βοηθήσω τη Χέτι να ελευθερωθεί με όποιον τρόπο μπορούσα.
   Γυρνώντας τώρα, την είδα να κουβαλάει τη λάμπα στην τουαλέτα μου, με το φως και τις σκιές να χορεύουν γύρω από τα πόδια της. Όταν την άφησε κάτω, της είπα: "Χέτι, θες να σε μάθω να διαβάζεις;"

   Οπλισμένες μ' ένα αλφαβητάρι, δύο αναγνωστικά, μία μαθητική πλάκα και κιμωλία, αρχίσαμε καθημερινά μαθήματα στην κάμαρά μου. Τώρα πια δεν κλείδωνα μόνο την πόρτα, στούμπωνα και την κλειδαρότρυπα. Τα ιδιαίτερα μαθήματά μας κάλυπταν δύο ή και περισσότερες ώρες τα πρωινά. Όταν τελειώναμε, τύλιγα τον εξοπλισμό μας σε μια λωρίδα τραχύ βαμβακερό ύφασμα με τη χαρακτηριστική ονομασία «νέγρικο πανί» κι έκρυβα τον μπόγο κάτω απ' το κρεβάτι μου.
   Δεν είχα διδάξει ποτέ ανάγνωση σε κανέναν, αλλά είχα διδαχτεί μπόλικα λατινικά από τον Τόμας και είχα υποστεί αρκετές ώρες την ανυπόφορη μαντάμ για να μπορώ να εκπονήσω ένα αποτελεσματικό σχέδιο διδασκαλίας. Όπως αποδείχτηκε, η Χέτι είχε ταλέντο. Μέσα σε μία εβδομάδα, μπορούσε να γράφει και να λέει απ' έξω το αλφάβητο. Μέσα σε δύο, συλλάβιζε λέξεις από τα αναγνωστικά. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που έκανε τη μαγική σύνδεση στο μυαλό της και τα γράμματα και οι φθόγγοι απέκτησαν ξαφνικά νόημα. Μετά από αυτό, ξεκοκάλιζε το αναγνωστικό με όλο και μεγαλύτερη άνεση.
   Μέχρι τη σελίδα σαράντα είχε ένα λεξιλόγιο ογδόντα έξι λέξεων. Κατέγραφα και αριθμούσα την καθεμία σ' ένα φύλλο χαρτί. "Όταν φτάσεις τις εκατό λέξεις", της έταξα, "θα το γιορτάσουμε μ' ένα τσάι".
   Άρχισε να αποκρυπτογραφεί τις λέξεις στις ετικέτες του φαρμακοποιού και των βάζων με τα τρόφιμα. "Πώς γράφεται το Χέτι;" με ρωτούσε. "Πώς γράφεται το νερό;" Η δίψα της να μάθει ήταν ακόρεστη.
   Μια φορά, την πήρε το μάτι μου στην πίσω αυλή να γράφει στο χώμα μ' ένα κλαδί κι έτρεξα κάτω να τη σταματήσω. Είχε σκαλίσει τη λέξη Ν-Ε-Ρ-Ο, με γράμματα τόσο μεγάλα, ώστε φαίνονταν από μακριά.
   "Τι κάνεις;" είπα σβήνοντας τα γράμματα με το πόδι μου. "Θα σε δει κανείς!"
   Η αγανάκτησή της συναγωνιζόταν τη δική μου. "Νομίζεις ότι δεν μπορώ να τα σβήσω το ίδιο εύκολα με το πόδι μου αν φανεί κανείς τριγύρω;"
   Έμαθε την εκατοστή λέξη της στις 13 Ιουλίου.

   Οργανώσαμε το εορταστικό τσάι για την επιτυχία της την επόμενη μέρα πάνω στην τετράρριχτη στέγη του σπιτιού, με την ελπίδα να καταφέρουμε να δούμε κάτι από τους εορτασμούς για την άλωση της Βαστίλης (5). Είχαμε αρκετά μεγάλο αριθμό Γάλλων από τον Άγιο Δομήνικο, ένα κοσμαγάπητο γαλλικό θέατρο και τουλάχιστον μια γαλλική σχολή αγωγής κορασίδων σε κάθε γωνία. Μια Γαλλίδα κομμώτρια κρέπαρε και πούδραρε τη μητέρα και τις φίλες της, διασκεδάζοντάς τες με περιγραφές της καρατόμησης της Μαρίας Αντουανέτας, στην οποία ισχυριζόταν ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το Τσάρλεστον ήταν βρετανικό μέχρι το μεδούλι, αλλά γιόρταζε την καταστροφή του φρουρίου-φυλακής με την ίδια ζέση που επιφύλασσε για τον εαορτασμό της διακήρυξης της δικής μας ανεξαρτησίας.
   Ανεβήκαμε στη σοφίτα με δύο πορσελάνινα φλιτζάνια και μια τσαγιέρα με μαύρο τσάι, αρωματισμένο με ύσσωπο και μέλι. Από κει, ανεβήκαμε μια σκάλα που οδηγούσε από μια καταπακτή στη στέγη. Ο Τόμας είχε ανακαλύψει το μυστικό άνοιγμα στα δεκατρία του και με είχε ανεβάσει να τριγυρίσω ανάμεσα στις καμινάδες. Ο Χιόνης μάς είδε φέρνοντας στο σπίτι τη μητέρα από κάποια φιλανθρωπική της εξόρμηση και, χωρίς να της πει λέξη, ήρθε και μας πήρε. Από τότε δεν είχα ξανανέβει εκεί πάνω.
   Η Χέτι κι εγώ κουρνιάσαμε σε μια από τις υδρορρόες της νότιας πτέρυγας, ακουμπώντας την πλάτη μας στα κεραμίδια. Μου είπε ότι δεν είχε πιει ποτέ από πορσελάνινο φλιτζάνι και κατέβασε το τσάι της με μεγάλες γουλιές, ενώ εγώ έπινα αργά και κοιτούσα την έντονη γαλάζια πλάκα πάνω από τα κεφάλια μας. Όταν το πλήθος κατηφόρισε σε πομπή την Μπρόουντ Στριτ, ήταν πολύ μακριά για να το δούμε, αλλά το ακούγαμε να ψάλλει τη Μασσαλιώτιδα. Οι καμπάνες του Αγίου Φιλίππου σήμαναν γιορτινά και ακολούθησαν δεκατρείς κανονιοβολισμοί.
   Πηγαινοέρχονταν πουλιά στη στέγη κι υπήρχαν σκόρπια πούπουλα εδώ κι εκεί. Η Χέτι άρχισε να τα μαζεύει και να τα χώνει στις τσέπες της και κάτι σ' αυτήν της την κίνηση με γέμισε τρυφερότητα. Μπορεί να είχα μεθύσει κιόλας λίγο από τον ύσσωπο και το μέλι, από την καινοτομία να είμαστε δυο κορίτσια στη στέγη του σπιτιού. Ό,τι κι αν ήταν, άρχισα να εκμηστηρεύομαι στη Χέτι πράγματα που δεν είχα μοιραστεί ποτέ με κανέναν.
   Της είπα ότι είχα ειδικευτεί να κρυφακούω, ότι ήμουν έξω από το δωμάτιο της Σάρλοτ το βράδυ που την τιμώρησαν και άκουσα την ιστορία που έλεγε.
   "Το ξέρω", μου είπε. "Δεν είσαι τόσο καλή στο να κατασκοπεύεις όσο νομίζεις".
   Και τότε της εκμηστηρεύτηκα όλα μου τα μυστικά. Της είπα ότι η αδερφή μου η Μαίρη με περιφρονούσε. Ότι ο Τόμας ήταν ο μοναδικός μου φίλος. Ότι με απέπεμψαν ως ακατάλληλη να διδάξω τα παιδιά των σκλάβων, αλλά εκείνη δε χρειαζόταν να ανησυχεί, δεν έγινε λόγω ανικανότητας. 
   Κι όσο συνέχιζα, τόσο πιο σοβαρές γίνονταν οι εκμηστηρεύσεις μου. "Μια φορά είδα να μαστιγώνουν τη Ροζέτα", της είπα. "Ήμουν τεσσάρων. Τότε άρχισε το κόμπιασμα στην ομιλία μου". 
   "Τώρα μιλάς καλά όμως".
   "Έρχεται και φεύγει".
   "Τη χτύπησαν άσχημα τη Ροζέτα;"
   "Εμένα μου φάνηκε πολύ άσχημα".
   "Τι κακό είχε κάνει;"
   "Δεν ξέρω. Δε ρώτησα - μετά δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου, για εβδομάδες".
   Οι κουβέντες μας αραίωσαν, ενώ γείραμε πίσω και χαζεύαμε τα ξεφτισμένα σύννεφα. Η αναφορά στο επεισόδιο με τη Ροζέτα μάς είχε σοβαρέψει περισσότερο απ' όσο είχα σκοπό, πολύ περισσότερο απ' όσο ταίριαζε σ' ένα εορταστικό τσάι για την κατάκτηση της εκατοστής της λέξης στο λεξιλόγιο.
   Ελπίζοντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, είπα: "Εγώ θα γίνω νομικός σαν τον πατέρα μου". Ξαφνιάστηκα κι εγώ με τον εαυτό μου όταν το ξεφούρνισα, τη ναυαρχίδα των μυστικών μου, και νιώθοντας ξαφνικά εκτεθειμένη, πρόσθεσα: "Αλλά δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν".
   "Δεν έχω και κανέναν να το πω. Μόνο τη μαμά".
   "Ούτε σ' αυτή μπορείς να το πεις. Υποσχέσου το".
   Έγνεψε καταφατικά.
   Ικανοποιημένη, σκέφτηκα το κουτάκι στην τουαλέτα και το ασημένιο κουμπί μου. "Το ξέρεις πως ένα πράγμα μπορεί να αντιπροσωπεύει κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που είναι;" Με κοίταξε σαστισμένη, ενώ προσπαθούσα να σκεφτώ έναν τρόπο να της το εξηγήσω. "Να, το μπαστούνι της μητέρας μου, ας πούμε. Υποτίθεται ότι χρησιμεύει για να τη βοηθάει να περπατάει, αλλά όλοι ξέρουμε πώς το χρησιμοποιεί".
   "Για να κοπανάει κεφάλια". Μετά από μια παύση, πρόσθεσε: "Ένα τρίγωνο πάνω σ' ένα πάπλωμα αντιπροσωπεύει το φτερό ενός κότσυφα".
   "Ναι, αυτό ακριβώς εννοώ. Λοιπόν, έχω ένα κουτί από λάβα ηφαιστείου στο συρτάρι της τουαλέτας μου μ' ένα κουμπί μέσα. Το κουμπί χρησιμεύει για να κουμπώνουμε ρούχα, αλλά το συγκεκριμένο είναι πολύ όμορφο, τελείως ασυνήθιστο, γι' αυτό αποφάσισα να το κάνω σύμβολο της επιθυμίας μου να γίνω νομικός".
   "Ξέρω ποιο κουμπί λες! Δεν το άγγιξα, μόνο άνοιξα το κουτί και το είδα".
   "Δε με πειράζει αν το αγγίξεις", της είπα.
   "Εγώ έχω μια δαχτυλήθρα και χρησιμεύει για να σπρώχνω τη βελόνα χωρίς να τρυπιέμαι ή να με πονάει το δάχτυλό μου, αλλά θα μπορούσα να την κάνω σύμβολο για κάτι άλλο".
   Όταν τη ρώτησα τι θα ήταν αυτό, μου απάντησε: "Δεν ξέρω, μόνο ότι θέλω να ράβω σαν τη μαμά".
   Η Χέτι είχε μπει αμέσως στο νόημα. Μου ξαναείπε ολόκληρη την ιστορία που είχα κρυφακούσει να της λέει η μαμά της εκείνο το βράδυ, για το πώς ήρθε η γιαγιά της από την Αφρική και για τη διακόσμηση των παπλωμάτων με τα τρίγωνα. Όταν μου έλεγε για το δέντρο των πνευμάτων, η φωνή της πήρε έναν ευλαβικό τόνο.
   Πριν γυρίσουμε μέσα από την καταπακτή, η Χέτι μού είπε: "Πήρα ένα μασουράκι κλωστή από το δωμάτιό σου. Ήταν πεταμένο στο συρτάρι σου, δε χρησίμευε σε κανέναν. Συγχώρα με, μπορώ να σου το φέρω πίσω".
   "Α! Δεν πειράζει, κράτησέ το, αλλά, σε παρακαλώ, Χέτι, μην ξανακλέψεις, ούτε τα πιο μικρά πράγματα. Μπορείς να βρεθείς άσχημα μπλεγμένη".
   Όπως κατεβαίναμε τη σκάλα, μου είπε: "Το πραγματικό μου όνομα είναι Σκοτούρα".


Σκοτούρα
   Της μαμάς της έμεινε ένα είδος κουτσαμάρας. Όταν ήταν στην καμαρούλα της ή στο μαγειρείο για φαγητό, δε φαινόταν να έχει πρόβλημα, αλλά με το που πάταγε έξω στην αυλή, έσερνε το πόδι της σαν να ήταν κούτσουρο. Η Θεία - Αδερφή και οι άλλοι την κοίταζαν να κουτσαίνει και κούναγαν τα κεφάλια τους. Δεν τους άρεσε αυτό το κόλπο και δε δίστασαν καθόλου να της το πουν. Η μαμά τούς είπε: "Όταν περάσετε εσείς την τιμωρία με το ένα πόδι δεμένο στο λαιμό σας, μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε. Μέχρι τότε, όμως, μόκο".
   Μετά από αυτό, άρχισαν να την αποφεύγουν. Σώπαιναν αν εμφανιζόταν ξαφνικά και ξανάρχιζαν να μιλάνε αφού έφευγε. Η μαμά έλεγε ότι ήταν απαίσιο να την απομονώνουν έτσι.
   Τα μάτια της έκαιγαν από την οργή συνέχεια πια. Κάποιες φορές έστρεφε το όλο κατηγόρια βλέμμα της πάνω μου. Άλλοτε το γύριζε σε εξυπνάδα. Μια μέρα τη βρήκα στη βάση της σκάλας να εξηγεί στην κυρά ότι δυσκολευόταν να ανεβαίνει στην κάμαρα της ραπτικής, όπως δυσκολευόταν και με τις σκάλες του αμαξοστάσιου για την καμαρούλα της. "Αλλά μη στεναχωριέστε, κάπως θα τα καταφέρω". Κι έπειτα, ενώ την παρακολουθούσαμε η κυρά κι εγώ, γραπώθηκε στην κουπαστή κι έφτασε με τα χίλια ζόρια στο κεφαλόσκαλο, ικετεύοντας σε κάθε σκαλί τον Ιησού να της δώσει δύναμη.
   Ούτε που καταλάβαμε για πότε έβαλε η κυρά τον Πρίγκιπα να καθαρίσει ένα μεγάλο δωμάτιο στο κελάρι, στην πίσω πλευρά του σπιτιού, προς την αυλή εργασίας. Μετέφερε εκεί το κρεβάτι της μαμάς και όλα της τα υπάρχοντα. Κατέβασε το τελάρο για τα παπλώματα από το παλιό της ταβάνι και το κάρφωσε στο καινούριο. Η κυρά είπε ότι στο εξής η μαμά θα έραβε εκεί κι έπειτα πρόσταξε τον Πρίγκιπα να της κατεβάσει το λουστραρισμένο τραπέζι ραπτικής.
   Το δωμάτιο στο κελάρι ήταν μεγάλο όσο τρεις καμαρούλες σκλάβων μαζί. Ήταν κάτασπρο από τον ασβέστη και είχε δικό του παραθυράκι κοντά στο ταβάνι, μόνο που κοιτώντας από μέσα δεν έβλεπες τα σύννεφα στον ουρανό, έβλεπες τούβλα στον τοίχο. Η μαμά τού έφτιαξε ένα εμπριμέ κουρτινάκι, έτσι κι αλλιώς. Βρήκε μερικές ζωγραφιές από ιστιοφόρα με φουσκωμένα πανιά από ένα πεταμένο βιβλίο και τις κρέμασε στον τοίχο. Μια βαμμένη κουνιστή καρέκλα εμφανίστηκε ως δια μαγείας, μαζί με μια σαραβαλιασμένη τουαλέτα, την οποία κάλυψε μ' ένα κομμάτι χοντρό ύφασμα κι έβαλε πάνω άδεια χρωματιστά μπουκάλια, ένα κουτί με κεριά, μια πλάκα σπαρματσέτο κι ένα τσίγκινο πιάτο γεμάτο κόκκους καφέ για να μασουλάει. Δεν ξέρω πού τα βρήκε όλα αυτά. Πάνω σ' ένα ράφι στον τοίχο, έστρωσε όλα τα εφόδια για τη ραπτική: το κουτί με τα κουρέλια, το σακούλι με τις βελόνες και τις κλωστές, το τσουβάλι με τη γέμιση των παπλωμάτων, το μαξιλαράκι με τις καρφίτσες, το ψαλίδι, τη ρουλέτα για τη χάραξη των πατρόν, κάρβουνο, χαρτιά, πατρόν και μεζούρες. Τοποθετημένες κάπως παράμερα, ήταν η μπρούντζινη δαχτυλήθρα και το μασούρι με την κόκκινη κλωστή που είχα κλέψει από το συρτάρι της δεσποινίδας Σάρας.
   Μόλις η μαμά τακτοποίησε το δωμάτιο ώστε να μοιάζει σαν παλάτι, ρώτησε τη Θεία - Αδερφή αν θα μπορούσαν να πάνε όλες να πουν μια προσευχή για το «φουκαριάρικο δωματιάκι της». Κι έτσι, ένα απόγευμα κατέβηκαν όλες μαζί, πολύ χαρούμενες που θα έβλεπαν πόσο κακόμοιρη ήταν. Η μαμά πρόσφερε στην καθεμιά τους από έναν κόκκο καφέ. Τις άφησε να κοιτάξουν γύρω μέχρι να χορτάσει η ψυχή τους κι έπειτα τους έδειξε πώς κλείδωνε η πόρτα με σιδερένιο σύρτη και το καταδικό της δοχείο νυκτός κάτω από το κρεβάτι -το οποίο έλαχε σε μένα να αδειάζω, έτσι που είχε σακατευτεί εκείνη. Και δεν είχε σταματημό όταν τους έδειξε το ξύλινο μπαστούνι που της είχε δώσει η κυρά για να κυκλοφορεί. 
   Όταν η Θεία - Αδερφή έφυγε από τη σύναξη της μαμάς, έφτυσε στο πάτωμα έξω από την πόρτα κι η Σίντι την ακολούθησε κι έκανε το ίδιο.
   Το καλύτερο ήταν ότι μπορούσα να πηγαίνω στο καινούριο δωμάτιο χωρίς να βγαίνω από το σπίτι. Τα πιο πολλά βράδια κατέβαινα αθόρυβα τις δύο σκάλες από την κάμαρα της Σάρας, αποφεύγοντας τα σημεία όπου έτριζαν τα σκαλιά. Η μαμά λάτρευε εκείνον τον σύρτη στην πόρτα της. Αν ήταν μέσα στο δωμάτιο, ήξερες πως θα ήταν οπωσδήποτε κλειδωμένη και, αν κοιμόταν, έπρεπε να κοπανάω μέχρι που μελάνιαζαν οι κόμποι των δαχτύλων μου για να την ξυπνήσω.
   Η μαμά δε θύμωνε πια που έφευγα από το πόστο μου. Άνοιγε την πόρτα με μια κοφτή κίνηση, με τράβαγε μέσα και ξανακλείδωνε αμέσως. Μόλις χωνόμουν κάτω από τα σκεπάσματα, της ζήταγα να μου πει κι άλλα για το δέντρο των πνευμάτων, θέλοντας να μάθω κάθε λεπτομέρεια για κάθε του φύλλο, κάθε κλαδί και φωλιά. Όταν πίστευε πως κοιμόμουν, σηκωνόταν κι έκανε βόλτες στο δωμάτιο σιγοτραγουδώντας έναν αργό σκοπό μέσα από τα δόντια της. Εκείνα τα βράδια την καταλάμβανε κάτι σκοτεινό και απερίσκεπτο.
   Στη διάρκεια της μέρας, καθόμασταν στο καινούριο της δωμάτιο και ράβαμε. Η δεσποινίς Σάρα με άφηνε να πηγαίνω κάτω κάθε απόγευμα και να μένω ως την ώρα του δείπνου. Κάπου κάπου έμπαινε ένα αεράκι από το παράθυρο της μαμάς, αλλά την περισσότερη ώρα ήταν σαν καμίνι εκεί μέσα. "Πιάσε δουλειά", έλεγε η μαμά. Έμαθα να τρυπώνω, να σουρώνω, να καρικώνω, να φτιάχνω πιέτες, προστατευτικές και διακοσμητικές φάσες. Κάθε βελονιά που υπήρχε. Έμαθα να ράβω κουμπότρυπες και κουμπιά. Να φτιάχνω σχέδια για στάμπες χωρίς καν την ειδική σκόνη.
   Εκείνο το καλοκαίρι έκλεισα τα έντεκα και η μαμά είπε ότι το αχυρόστρωμα που κοιμόμουν στο διάδρομο πάνω δεν έκανε ούτε για σκυλί. Υποτίθεται ότι ράβαμε την επόμενη παρτίδα ρούχων για τους σκλάβους. Κάθε χρόνο οι άντρες έπαιρναν δύο καφέ πουκάμισα και δύο λευκά, δύο γιλέκα και δύο παντελόνια. Οι γυναίκες έπαιρναν τρία φουστάνια, τέσσερις ποδιές κι ένα μαντίλι για το κεφάλι. Η μαμά είπε ότι αυτά μπορούσαν να περιμένουν. Μου έδειξε πώς να κόψω μαύρα τρίγωνα, όλα στο μέγεθος του νυχιού του αντίχειρά μου, κι έπειτα ράψαμε πάνω από διακόσια κόκκινα τετράγωνα, στην απόχρωση που η μαμά ονόμαζε «αίμα βοδιού». Πάνω τους ράψαμε μικρούς κίτρινους κύκλους για πιτσιλιές ηλιόφωτος κι έπειτα κατεβάσαμε το τελάρο παπλωμάτων και τα ενώσαμε όλα μαζί. Στρίφωσα η ίδια τη χειροποίητη εσωτερική πλευρά και τελικά το γεμίσαμε με όση βάτα και κουρέλια και φτερά είχαμε μαζέψει. Έκοψα μια τούφα από τα μαλλιά μου και μια από της μαμάς και τα βάλαμε μέσα για γούρι. Μας πήρε έξι απογεύματα.
   Η μαμά είχε σταματήσει να κλέβει, υιοθετώντας πιο ασφαλείς τρόπους για να προκαλεί μικρές καταστροφές. Ξέχναγε -ή τάχα ξέχναγε- ότι τα μανίκια της κυράς ήταν με το τρύπωμα, με αποτέλεσμα να ξηλώνεται ξαφνικά ένα στην εκκλησία ή σε κάποια εκδήλωση. Η μαμά με έβαζε να ράβω τα κουμπιά χωρίς κόμπο στην κλωστή, οπότε έπεφταν από το μπούστο της μόλις πήγαινε να φορέσει το ρούχο. Κάθε τόσο άκουγες την κυρά να κατσαδιάζει τη μαμά για την τεμπελιά της και τη μαμά να διαμαρτύρεται: "Αχ, κυρά, προσευχηθείτε για μένα. Θέλω να γίνω καλύτερη".
   Δεν μπορώ να πω ότι όλα όσα έκανε η μαμά ήταν κασκαρίκες, μόνο αυτά που έβλεπα, και σίγουρα δεν ήταν λίγα. «Άθελά της» έσπαγε κάθε πορσελάνινο διακοσμητικό ή μπιμπελό που υπήρχε γύρω της. Το αναποδογύριζε και συνέχιζε ακάθεκτη το δρόμο της. Όταν έβλεπε τους δίσκους του τσαγιού που άφηνε η Θεία - Αδερφή στην κουζίνα του σπιτιού για να τους ανεβάσει η Σίντι στις κάμαρες, έριχνε ό,τι βρομιά έβρισκε μέσα στην τσαγιέρα: χώμα από το πάτωμα, ένα ξέφτι από το χαλί, σάλιο από το στόμα της. Είπα στη δεσποινίδα Σάρα να αποφεύγει τους δίσκους του τσαγιού.

   Τη μέρα πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, βασίλευε μια αλλόκοτη ακινησία στον αέρα. Ένιωθες σαν να περίμενες κάτι, αλλά δεν ήξερες τι. Ο Τόμφρι είπε ότι ήταν θύελλα και ασφάλισε όλες τις πόρτες. Ο Πρίγκιπας και ο Σάμπε έκλεισαν τα παντζούρια στα παράθυρα, μάζεψαν τα εργαλεία στην αποθήκη τής πίσω αυλής κι έδεσαν τα ζώα. Μέσα στο σπίτι, τυλίξαμε όλα τα χαλιά στο ισόγειο και μεταφέραμε ό,τι εύθραυστο υπήρχε μακριά από τα παράθυρα. Η κυρά μάς είπε να φέρουμε τα τρόφιμα μέσα από το μαγειρείο.
   Ξέσπασε τη νύχτα, όσο εγώ ήμουν στο κρεβάτι με τη μαμά. Ο άνεμος ούρλιαζε και κοπανούσε κλωνιά πάνω στο σπίτι. Τόσα πολλά φοινικόδεντρα κροτάλιζαν τις κλάρες τους στο σκοτάδι, που η μαμά κι εγώ έπρεπε να φωνάζουμε για να ακούει η μία την άλλη. Καθόμασταν στο κρεβάτι και κοιτάζαμε τη βροχή να αναπηδάει πάνω στο τζάμι του παραθύρου και να ρέει μέσα από τις άκρες. Σε λίγο έμπαινε νερό κάτω από την πόρτα. Τραγούδαγα τα τραγούδια μου όσο πιο δυνατά μπορούσα, για να μην το σκέφτομαι.


Πέρα απ' το νερό, πέρα απ' τη θάλασσα,
ας έρθουν τα ψάρια να με πάνε, 
όσο κι αν είν' το σπίτι μακριά,
εκεί να με πάνε, εκεί να με πάνε.

   Όταν πέρασε τελικά η καταιγίδα, κατεβάσαμε τα πόδια μας στο πάτωμα και το νερό κυμάτισε ως πάνω από τους αστραγάλους μας. Το δήθεν «φουκαριάρικο δωματιάκι» της είχε γίνει στ' αλήθεια θλιβερό.
   Την επομένη, την ώρα της άμπωτης, τα νερά της πλημμύρας τραβήχτηκαν κι όλοι κλήθηκαν στο κελάρι να βγάλουν τη λάσπη με τα φτυάρια. Η πίσω αυλή ήταν αγνώριστη, γεμάτη ξύλα και σπασμένες κλάρες από τα φοινικόδεντρα, κουβάδες και ζωοτροφή, με την πόρτα του απόπατου να επιπλέει σαν βάρκα και μ' ό,τι άλλο άρπαξε και πέταξε εκεί ο αέρας. Ένα κομμάτι από πανί καραβιού κρεμόταν από τα κλαδιά της μεγάλης βελανιδιάς.
   Μόλις καθαρίσαμε το δωμάτιο της μαμάς, βγήκα να δω το πανί στο δέντρο. Ήταν πολύ αλλόκοτο θέαμα έτσι όπως πλατάγιζε στον άνεμο. Κάτω από τα κλαδιά, το χώμα είχε μετατραπεί σε υγρή πλάκα πηλού. Πήρα ένα κλαδί κι έγραψα ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ ΦΥΣΑ ΤΗΝ ΚΟΡΝΕΤΑ ΣΟΥ (6) ΧΕΤΙ, χαράζοντας τα γράμματα βαθιά στην αργιλική λάσπη, περήφανη για την καλλιγραφία μου. Όταν με φώναξε η Θεία - Αδερφή στο μαγειρείο, έσβησα τις λέξεις με τη μύτη του παπουτσιού μου.
   Την υπόλοιπη μέρα, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό στεγνώνοντας τον κόσμο.
   Το επόμενο πρωί, όσο εγώ και η μαμά ήμασταν στην τραπεζαρία περιμένοντας την προσευχή, η δεσποινίς Μαίρη πέρασε τρέχοντας από το διάδρομο, με την κυρά να την ακολουθεί βιαστικά. Πήγαιναν προς την πίσω πόρτα.
   Η μαμά στηρίχτηκε στο μπαστούνι της και είπε: "Για πού το 'βαλαν αυτές;"
   Κοιτάζοντας από το παράθυρο, είδαμε τη Λούσι, την καμαριέρα της δεσποινίδας Μαίρης, κάτω από το δέντρο, με το πανί σκαλωμένο ακόμα στα κλαδιά του. Όταν είδαμε τη δεσποινίδα Μαίρη να οδηγεί την κυρά στην μέση της πίσω αυλής, εκεί που στεκόταν η Λούσι με το βλέμμα καρφωμένο στο χώμα, ένιωσα μια περίεργη κάψα να ανεβαίνει από το στομάχι μου και να απλώνεται στο στήθος μου.
   "Τι κοιτάνε;" απόρησε η μαμά βλέποντας τις τρεις τους διπλωμένες στη μέση, να παρατηρούν κάτι στη γη.
   Και τότε η Λούσι έτρεξε σαν βολίδα προς το σπίτι. Πλησιάζοντας, άρχισε να τσιρίζει: "Σκοτούρα! Σκοτούρα! Η κυρά λέει να τσακιστείς να έρθεις εδώ!"
   Πήγα, σχεδόν ξέροντας τι είχε συμβεί.
   Οι λέξεις μου, βγαλμένες κατευθείαν από το αναγνωστικό, είχαν ψηθεί στον πηλό. Η λάσπη που πασάλειψα από πάνω με το παπούτσι μου είχε λεπτύνει στεγνώνοντας, αφήνοντας τα βαθιά χαραγμένα γράμματα να φαίνονται καθαρά από κάτω.
   ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ ΦΥΣΑ ΤΗΝ ΚΟΡΝΕΤΑ ΣΟΥ ΧΕΤΙ.

Σάρα
   Δυο μέρες αφότου μια σεπτεμβριάτικη καταιγίδα ανέβασε τα νερά της παλίρροιας από την Ιστ Μπέι μέχρι πάνω στη Μίτινγκ Στριτ, η Μπινά μού χτύπησε την πόρτα πριν από το πρόγευμα, με μάτια γεμάτα φόβο και συμπόνια, και τότε κατάλαβα ότι είχε συμβεί κάτι τρομερό.
   "Πέθανε κανείς; Είναι καλά ο πατέρας..."
   "Όχι, είναι όλοι καλά. Ο μπαμπάς σου σε θέλει στη βιβλιοθήκη".
   Ήταν η πρώτη φορά που με καλούσε με τέτοια επισημότητα κι αυτό μου προκάλεσε μια πρωτόγνωρη αίσθηση, ένα είδος τρέμουλου στα πόδια, έτσι που λύγισαν τα γόνατά μου όπως γυρνούσα προς τον καθρέφτη να επιθεωρήσω την κρεμ κορδέλα που έδενα στα μαλλιά μου.
   "Τι έγινε;" ρώτησα τραβώντας μια τελευταία φορά το φιόγκο, στρώνοντας το φουστάνι μου και ακουμπώντας στιγμιαία το χέρι μου πάνω στο ανάστατο στομάχι μου.
   Έβλεπα το είδωλό της μέσα από τον καθρέφτη. Κούνησε αργά το κεφάλι. "Δεσποινίς Σάρα, δεν μπορώ να πω τι θέλει, αλλά δε θα βοηθήσει να αργήσουμε".
   Ακουμπώντας το χέρι της χαμηλά στην πλάτη μου, με έσπρωξε απαλά έξω από την κάμαρά μου, πέρα από το καινούριο πάπλωμα της Σκοτούρας που ήταν απλωμένο στο διάδρομο, μια μάζα από τρίγωνα καρφωμένα στο πάτωμα. Κατεβήκαμε τη σκάλα και κοντοσταθήκαμε έξω από την πόρτα της βιβλιοθήκης. Αποφεύγοντας το κλασικό πλέον «Καημενούλα δεσποινίς Σάρα», η Μπινά είπε: "Άκουσε τι θα σου πει η Μπινά. Μην κλάψεις και μην το βάλεις στα πόδια. Άντε, βιάσου τώρα".
   Τα λόγια της, που σκοπό είχαν να με ενθαρρύνουν, τέντωσαν ακόμα περισσότερο τα νεύρα μου. Όπως χτυπούσα μαλακά την πόρτα, τα γόνατά μου άρχισαν πάλι να τρέμουν.
   Ο πατέρας καθόταν στο γραφείο του, με τα μαλλιά του λαδωμένα και χτενισμένα προς τα πίσω· δε σήκωσε το βλέμμα, ήταν απορροφημένος στα χαρτιά που μελετούσε. Όταν τελικά με κοίταξε, τα μάτια του ήταν σκληρά. "Με απογοήτευσες, Σάρα".
   Ήμουν πολύ εμβρόντητη για να κλάψω ή να το βάλω στα πόδια, τα δυο πράγματα που με είχε αποτρέψει η Μπινά να κάνω. "Δε θα σας απογοήτευα ποτέ ηθελημένα, πατέρα. Μοναδική μου επιθυμία είναι..."
   Σήκωσε την παλάμη του σε μια απαγορευτική κίνηση. "Σ' έφερα εδώ για να με ακούσεις. Μη μιλάς".
   Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο φρενιασμένα, ώστε τα χέρια μου ανέβηκαν αυτόματα στα πλάγια του θώρακά μου, σάμπως για να κρατήσουν τα πλευρά μου στη θέση τους.
   "Με ενημέρωσαν ότι η νεαρή σκλάβα σου έμαθε γραφή. Μη σκεφτείς καν να το αρνηθείς, αφού έγραψε έναν ικανό αριθμό λέξεων στο λασπωμένο χώμα της αυλής, και μάλιστα φρόντισε να υπογράψει με το όνομά της".
   Αχ, όχι, Σκοτούρα! Απέστρεψα το βλέμμα από τα μάτια του, που πρόδιδαν μομφή και θυμό, προσπαθώντας να δω τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Η Σκοτούρα φέρθηκε επιπόλαια. Μας είχαν τσακώσει. Αλλά το δύσπιστο μυαλό μου δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο πατέρας, απ' όλους τους ανθρώπους, θεωρούσε την ικανότητά της να διαβάζει κανένα φοβερό αδίκημα. Θα με μάλωνε, αφού έπρεπε να το κάνει, αναμφίβολα μετά από προτροπή της μητέρας, και μετά θα μαλάκωνε. Βαθιά μέσα του σίγουρα κατανοούσε αυτό που είχα κάνει.
   "Πώς φαντάζεσαι ότι απέκτησε αυτή τη δεξιότητα;" με ρώτησε ατάραχα. "Της ήρθε μια μέρα φώτιση απ' τον ουρανό; Μήπως την είχε εκ γενετής; Λες να είναι τόσο ιδιοφυής, ώστε έμαθε μόνη της γράμματα; Ξέρουμε, φυσικά, πώς έμαθε ανάγνωση και γραφή αυτή η μικρή: εσύ τη δίδαξες. Αψήφησες τη μητέρα σου, τον πατέρα σου, τους νόμους της πατρίδας σου κι αυτόν ακόμα τον εφημέριο της εκκλησίας, που σε ορμήνεψε σαφώς πάνω στο θέμα".
   Σηκώθηκε από τη δερμάτινη καρέκλα του και ήρθε προς το μέρος μου, σταματώντας σε απόσταση τεντωμένου χεριού, κι όταν μου μίλησε ξανά, η φωνή του είχε χάσει λίγη από την επικριτική της διάθεση. "Αναρωτήθηκα πώς μπόρεσες να επιδείξεις τέτοια ανυπακοή με τόση ευκολία και περιφρόνηση. Φοβάμαι ότι δεν υπάρχει άλλη απάντηση πέρα από το ότι είσαι ένα κακομαθημένο κορίτσι που δεν κατανοεί τη θέση του στον κόσμο, και γι' αυτό ευθύνομαι κι εγώ ως ένα βαθμό. Δε σε ωφέλησα με την ανεκτικότητά μου. Η αδυναμία που σου έχω σού καλλιέργησε την εντύπωση πως μπορείς να καταπατήσεις ακόμα κι έναν τόσο σοβαρό κανόνα".
   Νιώθοντας το ρίγος ενός καινούριου, διαφορετικού τρόμου, βρήκα το κουράγιο να μιλήσω κι ένιωσα το λαιμό μου να σφίγγεται με τον παλιό, γνώριμο τρόπο. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και πίεσα τη σκέψη μου να εξωτερικευτεί. "... Λυπάμαι, πατέρα... Δεν το έκανα για κακό".
   "Δεν το έκανες για κακό;"
   Δεν είχε προσέξει την επάνοδο του τραυλίσματός μου. Πηγαινοερχόταν νευρικά μέσα στο αποπνικτικό δωμάτιο συνεχίζοντας το κήρυγμα, ενώ ο κύριος Ουάσινγκτον παρακολουθούσε ατάραχα από τη θέση του πάνω στο ράφι του τζακιού. "Θεωρείς ότι το να μάθεις γράμματα σ' ένα σκλάβο δεν έχει αρνητικές συνέπειες; Υπάρχουν κάποιες θλιβερές αλήθειες στον κόσμο μας και μεταξύ αυτών είναι ότι οι σκλάβοι που ξέρουν ανάγνωση αποτελούν απειλή. Θα ενημερώνονταν για γεγονότα που θα τους υποκινούσαν με τρόπους που είναι αδύνατο να ελέγξουμε. Ναι, είναι αλήθεια ότι τους στερούμε ένα σημαντικό αγαθό, αλλά εδώ υπάρχει ένα ευρύτερο καλό που πρέπει να διαφυλαχτεί".
   "... Μα, πατέρα, είναι άδικο!" φώναξα.
   "Κι εσύ έχεις την αναίδεια να με προκαλείς ακόμα και τώρα; Έπρεπε να σου είχα βάλει μυαλό τότε που άφησες εκείνο το έγγραφο στο γραφείο μου, για να χαρίσεις την ελευθερία στη μικρή σκλάβα σου -αλλά και τότε σου χαρίστηκα. Νόμιζα ότι επιστρέφοντάς σου το γελοίο κατασκεύασμά σου σκισμένο θα καταλάβαινες ότι εμείς οι Γκριμκέ δεν ανατρέπουμε τους θεσμούς και τους νόμους που διέπουν τη ζωή μας, ακόμα κι αν δε μας βρίσκουν σύμφωνους".
   Σάστισα και συνάμα ένιωσα εντελώς ανόητη. Ο πατέρας είχε σκίσει το αποδεικτικό απελευθέρωσης που είχα συντάξει. Ο πατέρας!
   "Μη γελιέσαι, Σάρα, θα προστατεύσω πάση θυσία τον τρόπο ζωής μας. Και δε θα ανεχτώ καμία εξέγερση στους κόλπους αυτής της οικογένειας!"
    Όταν υποστήριζα τις απόψεις μου κατά της δουλείας στη διάρκεια των συζητήσεων στο τραπέζι του δείπνου, με τον πατέρα να χαμογελάει και να με κεντρίζει να συνεχίσω, νόμιζα ότι επικροτούσε τη στάση μου, αν δεν τη συμμεριζόταν κιόλας. Μα τώρα ανακάλυπτα ξαφνικά ότι ήμουν η μαϊμού με το περιλαίμιο που χορεύει στη μουσική που της παίζει ο αφέντης της στο ακορντεόν. Ο πατέρας απλώς απολάμβανε την αντιπαράθεση. Ή ίσως ενθάρρυνε την εναντίωσή μου απλά και μόνο επειδή παρείχε στους υπόλοιπους έναν αντίλογο για να αναζητήσουν καινούρια επιχειρήματα. Άραγε να ανεχόταν τις διασπαστικές μου απόψεις από καθαρή μεγαλοψυχία, βλέποντας τις συζητήσεις σαν μια θλιβερή άσκηση για την ομιλία της ελαττωματικής κόρης του;
   Ο πατέρας σταύρωσε τα μπράτσα πάνω στο κατάλευκο πουκάμισό του και με κοίταξε κάτω από το φουντωτό θύσανο των φρυδιών του. Τα μάτια του ήταν διαυγή και καστανά και εντελώς άδεια από κάθε ίχνος συμπόνιας και τότε τον είδα για πρώτη φορά όπως πραγματικά ήταν: ένας άντρας που έβαζε τους τύπους πάνω από την αγάπη.
   "Έχεις διαπράξει ένα έγκλημα -και κυριολεκτώ, δεν το λέω σαν σχήμα λόγου", είπε και ξανάρχισε να βηματίζει πέρα δώθε, σχηματίζοντας μια ελλειπτική τροχιά γύρω μου. "Δε θα σου επιβάλω την ποινή που ορίζει ο νόμος, αλλά πρέπει να σωφρονιστείς, Σάρα.
   »Από δω και στο εξής, αυτό το δωμάτιο είναι απαγορευμένη περιοχή για σένα. Δε θα περάσεις ποτέ αυτό το κατώφλι, καμιά ώρα της μέρας ή της νύχτας. Δε θα έχεις καμία πρόσβαση στα βιβλία που υπάρχουν εδώ ή σε οποιονδήποτε άλλο χώρο, εκτός από εκείνα που επιλέγει η μαντάμ Ρουφέν για την εκπαίδευσή σου".
   Όχι τα βιβλία! Σε παρακαλώ, Θεέ μου! Τα πόδια μου λύγισαν ξαφνικά και βρέθηκα πεσμένη στα γόνατα.
    Εκείνος συνέχισε απτόητος τους κύκλους του. "Θα μελετάς μόνο ό,τι σου αναθέτει η μαντάμ. Τέρμα τα μαθήματα λατινικών με τον Τόμας. Δε θα γράφεις στα λατινικά, δε θα τα μιλάς, δεν θα συντάσσεις καν προτάσεις στο μυαλό σου. Με κατάλαβες;"
   Σήκωσα τα χέρια μου ψηλά, με τις παλάμες ανοιχτές, τεντωμένες στο ύψος του προσώπου μου, σε στάση ικεσίας. "... Πατέρα, σας εκλιπαρώ... Σας π - παρακαλώ, μη μου στερείτε τα βιβλία... Δε θα το αντέξω".
   "Δεν έχεις ανάγκη τα βιβλία, Σάρα".
   "... Π - π - πατέρα!"
   Γύρισε με κοφτό βήμα στο γραφείο του. "Με θλίβει να βλέπω τη συντριβή σου, Σάρα, αλλά είναι fait accompli (7). Προσπάθησε να μην το παίρνεις τόσο βαριά".
   Από το παράθυρο ερχόταν ο σαματάς από τα κάρα και τις άμαξες, οι φωνές των σκλάβων γυρολόγων στο δρόμο -η γριά με το καλάθι που ισορροπούσε στο κεφάλι της να σκούζει: "ΚΟΚΚΙΝΕΣ λαχταριστές ΝΤΟΜΑΤΕΕΕΣ!" Η βοή των εμπορικών συναλλαγών συνεχιζόταν ανεξάρτητα απ' ό,τι άλλο συνέβαινε. Ανοίγοντας την πόρτα της βιβλιοθήκης, είδα ότι η Μπινά είχε μείνει να με περιμένει. Με πήρε απ' το χέρι και με οδήγησε πάνω στη σκάλα, ως την πόρτα της κάμαράς μου. "Θα ετοιμάσω πρωινό και θα το φέρω εδώ με δίσκο", μου είπε. 
   Αφού έφυγε, κοίταξα κάτω από το κρεβάτι, εκεί όπου έκρυβα την πλάκα, τα αναγνωστικά και το αλφαβητάρι. Είχαν κάνει φτερά. Όπως και τα βιβλία από το γραφείο μου. Το δωμάτιό μου είχε χτενιστεί σχολαστικά.
   Μόνο αφού γύρισε η Μπινά με το δίσκο σκέφτηκα να ρωτήσω: "... Πού είναι η Σκοτούρα;"
   "Αχ, δεσποινίς Σάρα, αυτό είναι. Είναι στην πίσω αυλή, για την τιμωρία της".

   Δε θυμάμαι καθόλου πώς κατέβηκα τις σκάλες.
   "Μια καμτσικιά είναι μόνο!" φώναζε η Μπινά τρέχοντας πίσω μου. "Μια καμτσικιά, είπε η κυρά! Μόνο μία!"
   Άνοιξα διάπλατα την πίσω πόρτα. Σάρωσα με το βλέμμα μου την αυλή. Τα λιπόσαρκα μπράτσα της Σκοτούρας ήταν δεμένα στην κουπαστή της βεράντας του μαγειρείου. Δέκα βήματα πίσω της, ο Τόμφρι κρατούσε ένα μαστίγιο κι είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο χώμα. Η Σάρλοτ στεκόταν στις αυλακιές που σχημάτιζαν οι τροχοί απ' το αμαξοστάσιο ως την πίσω πύλη, ενώ οι υπόλοιποι σκλάβοι στριμώχνονταν κάτω από τη βελανιδιά.
   Ο Τόμφρι σήκωσε το χέρι με το μαστίγιο. "Όχι!" τσίριξα. "Όχι, μηηη!" 
    Γύρισε προς το μέρος μου διστάζοντας και το πρόσωπό του πλημμύρισε ανακούφιση.
    Και τότε άκουσα το μπαστούνι της μητέρας να κρούει το τζάμι στο παράθυρο του πάνω ορόφου και είδα τον Τόμφρι να σηκώνει τα κουρασμένα μάτια του προς τον ήχο. Κατένευσε αργά και τίναξε το μαστίγιο προς την πλάτη της Σκοτούρας.

Σκοτούρα 
   Ο Τόμφρι είπε ότι προσπάθησε να μη βάλει πολλή δύναμη, αλλά το μαστίγιο έσκισε το δέρμα μου. Η δεσποινίς Σάρα έφτιαξε ένα κατάπλασμα από μπουμπούκια «βάλσαμου της Γαλαάδ» (8), μουσκεμένα στο ρούμι του αφέντη Γκριμκέ, και η μαμά μού έδωσε να πιω όλο το φλασκί λέγοντας: "Έλα, πιες το. Όλο". Ίσα που θυμάμαι τον πόνο.
   Η χαρακιά στην πλάτη μου έθρεψε γρήγορα, αλλά η οδύνη της δεσποινίδας Σάρας όλο και χειροτέρευε. Η φωνή της είχε ξαναρχίσει να κομπιάζει και μαράζωνε για τα βιβλία της. Ήταν ένα πολύ δυστυχισμένο κορίτσι. 
   Ήταν η Λούσι που έτρεξε να σφυρίξει στη δεσποινίδα Μαίρη για τη γραφή μου κάτω από το δέντρο και η δεσποινίς Μαίρη έτρεξε αμέσως να το καρφώσει στην κυρά. Είχα τη Λούσι για χαζή, αλλά ήταν απλώς λιγόψυχη και θα έκανε οτιδήποτε για να κερδίσει την εύνοια της δεσποινίδας Μαίρης. Δεν τη συγχώρεσα ποτέ και δεν ξέρω αν η δεσποινίς Σάρα συγχώρεσε την αδερφή της, γιατί με όλα αυτά τα καρφώματα ήρθε τελείως τούμπα η ζωή της. Η μελέτη της είχε πάρει τέλος, άπαξ και δια παντός.
   Μαζί τελείωσαν και τα δικά μου μαθήματα ανάγνωσης. Είχα τις εκατό μου λέξεις κι έμαθα πολύ περισσότερες εξασκώντας το μυαλό μου. Κάθε τόσο έλεγα την αλφαβήτα για τη μαμά και της διάβαζα λέξεις από τις σελίδες με τις ζωγραφιές που κρέμονταν στον τοίχο.

   Μια μέρα κατέβηκα στο κελάρι, όπου η μαμά έραβε ένα μωρουδιακό φουστάνι από μουσελίνα με λιλά λωρίδες. Όταν είδε την έκφρασή μου, είπε: "Όπως βλέπεις, σε λίγο καιρό έρχεται κι άλλος Γκριμκέ. Μέσα στο χειμώνα. Η κυρά δε χάρηκε καθόλου. Την άκουσα να λέει στον αφέντη, ως εδώ, αυτό είναι το τελευταίο".
   Όταν η μαμά τελείωσε το στρίφωμα του μικρού φορέματος, έχωσε το χέρι της στο τσουβάλι από λινάτσα κι έβγαλε ένα καθαρό χαρτί, ένα μισογεμάτο μελανοδοχείο και μια πένα φτερού. 
   Ήξερα βέβαια ότι ήταν όλα κλεμμένα. "Γιατί συνεχίζεις να το κάνεις αυτό;"
   "Θέλω να γράψεις κάτι. Γράψε: «Η Σάρλοτ Γκριμκέ έχει άδεια να ταξιδέψει». Από κάτω γράψε το μήνα, άσε κενή τη μέρα και βάλε υπογραφή Μαίρη Γκριμκέ με κάμποσες κουλουρίτσες".
   "Πρώτα απ' όλα, δεν ξέρω πώς γράφεται το «Σάρλοτ». Και δεν ξέρω ούτε τη λέξη «άδεια»".
   "Τότε γράψε: «Αυτή η σκλάβα μπορεί να ταξιδέψει»".
   "Τι θα κάνεις μ' αυτό;"
   Χαμογέλασε, επιδεικνύοντας το κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια της. "Αυτή η σκλάβα θα ταξιδέψει. Αλλά μην ανησυχείς, πάντα θα γυρίζει πίσω".
   "Τι θα κάνεις όταν σε σταματήσει κάποιος λευκός, ζητήσει να δει το πάσο σου και φανεί ότι το έγραψε ένα παιδί έντεκα χρονών;"
   Κοίταξε προς το ψηλό παράθυρο, κοντά στο ταβάνι. Δεν ήταν μεγαλύτερο από καπελιέρα. Δεν καταλάβαινα πώς θα χώραγε να περάσει από κει μέσα, αλλά δε θα δίσταζε να πασαλειφτεί με λίπος χήνας, αν δεν είχε άλλο τρόπο. Τελικά, έγραψα το πάσο,  επειδή δε θα ησύχαζε μέχρι να το πάρει.
   Μετά από αυτό, τουλάχιστον δύο απογεύματα την εβδομάδα εξαφανιζόταν. Έλειπε από τα μισά του απογεύματος μέχρι που έπεφτε για τα καλά το σκοτάδι. Δε μου έλεγε με κανένα τρόπο πού πήγαινε. Δε μου έλεγε από πού μπαινόβγαινε στην αυλή, αλλά έφτιαξα ένα σχεδιάγραμμα της διαδρομής της στο μυαλό μου. Ο τοίχος όπου βρισκόταν το παράθυρό της απείχε λίγα μέτρα από τον μαντρότοιχο και φαντάστηκα ότι, αφού κατάφερνε να ξεγλιστρήσει από τη στενή κάσα, θα πίεζε την πλάτη της στον τοίχο του σπιτιού και τα πόδια της στον μαντρότοιχο κι έτσι θα σκαρφάλωνε ως την κορυφή του και θα πήδαγε κάτω από την έξω μεριά.
   Βέβαια, θα έπρεπε να βρει άλλη δίοδο για να ξαναμπεί. Θα στοιχημάτιζα ότι ερχόταν από την πίσω αυλόπορτα, εκεί απ' όπου μπαινόβγαινε η άμαξα. Δε γύριζε ποτέ πριν πέσει για τα καλά η νύχτα, οπότε θα μπορούσε να σκαρφαλώσει χωρίς να την πάρει κανένα μάτι. Έφτανε πάντα πριν χτυπήσουν τα τύμπανα για την απαγόρευση κυκλοφορίας. Δεν άντεχα ούτε να τη σκέφτομαι εκεί έξω, να προσπαθεί να κρυφτεί από τη Φρουρά της Πόλης.
   Ένα απόγευμα, όσο η μαμά κι εγώ τελειώναμε τα ρούχα των σκλάβων για τη χρονιά, της ανέφερα το συλλογισμό μου για το πώς έβγαινε από το παράθυρο με το φως της μέρας και επέστρεφε από την πίσω πύλη στο σκοτάδι. "Είσαι έξυπνη", είπε.
   Στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε ολοζώντανη η εικόνα της, με τη μια άκρη της ζώνης δεμένη σφιχτά στον αστράγαλό της και την άλλη τυλιγμένη στο λαιμό της. Δάκρυσα κι άρχισα να την ικετεύω: "Μην το ξανακάνεις. Σε παρακαλώ. Σύμφωνοι; Θα σε τσακώσουν κάποια μέρα".
   "Να σου πω, μπορείς να με βοηθήσεις: αν καταλάβει κανείς εδώ ότι λείπω, βάλε τον κουβά δίπλα στη στέρνα, έτσι που να μπορώ να τον δω από την πίσω πύλη. Κάνε μου τη χάρη".
   Αυτό με τρόμαξε ακόμα περισσότερο. "Κι άμα το δεις, τι θα κάνεις, θα το σκάσεις; Θα με παρατήσεις μόνη μου εδώ;" Κι έμπηξα τα κλάματα.
   Μου έτριψε τους ώμους όπως της άρεσε να κάνει. "Σκοτούρα, κόρη μου. Κάλλιο να πεθάνω παρά να σε παρατήσω. Το ξέρεις αυτό. Αν δω αυτόν τον κουβά δίπλα στη στέρνα, απλά θα ξέρω τι με περιμένει, αυτό είν' όλο".

   Όταν κόντευε να ξαναρχίσει η κοσμική τους σεζόν κι εγώ κι η μαμά δεν προλαβαίναμε να σηκώσουμε κεφάλι από τις τουαλέτες και τα πρωινά τους φορέματα, πήγαινε και ξενοδούλευε χωρίς άδεια. Το έμαθα μια μέρα μετά το βραδινό, ενώ είχαμε παραταχτεί όλοι στη μέση της πίσω αυλής. Η δεσποινίς Σάρα ήταν στα μαύρα πανιά όλη μέρα κι εγώ νόμιζα πως οι μεγαλύτερες έγνοιες μου ήταν το πόσο χάλια αισθανόταν κάθε φορά και η μαμά που το έσκαγε απ' το παράθυρο. Μέχρι που η μαμά έβγαλε μια κονκάρδα σκλάβας από την τσέπη της. Όταν ένας αφέντης νοίκιαζε τον σκλάβο του να δουλεύει αλλού, έπρεπε να αγοράσει μια τέτοια κονκάρδα από το δημαρχείο κι εγώ ήξερα ότι ο αφέντης Γκριμκέ δεν είχε κάνει ποτέ τέτοιο πράγμα. Το να έχει η μαμά πλαστή κονκάρδα ήταν χειρότερο έγκλημα κι από την κλοπή του μεταξιού της κυράς.
   Πήρα την κονκάρδα και την περιεργάστηκα. Ήταν ένα μικρό χάλκινο τετράγωνο με μια τρύπα στο πάνω μέρος, για να κρεμιέται στο πέτο του ρούχου σου, κι είχε χαραγμένες μερικές λέξεις. Τις συλλάβισα αργά, μέχρι που κατάλαβα τι έγραφε. "Οικιακή... Οι-κι-α-κή Υ-πη-ρε-σί-α. Οικιακή Υπηρεσία!" έκρωξα. "Αριθμός 133. Έτος 1805. Πού το βρήκες αυτό;"
   "Ε, δεν τριγυρίζω τεμπελιάζοντας εκεί έξω όλον αυτό τον καιρό. Βρήκα δουλειά". 
   "Μα εδώ έχεις περισσότερη δουλειά απ' όση προλαβαίνουμε να τελειώσουμε!"
   "Και δεν κερδίζω τίποτα κάνοντάς την, έτσι δεν είναι;" Μου πήρε την κονκάρδα και την έχωσε πίσω στην τσέπη της.
   "Ένας από τους σκλάβους των Ράσελ, ο Τομ, έχει δικό του σιδεράδικο στην Ιστ Μπέι Στριτ. Η κυρά Ράσελ τον αφήνει να δουλεύει με αμοιβή όλη τη μέρα και παίρνει μόνο τα τρία τέταρτα απ' ό,τι βγάζει. Αυτός μου έφτιαξε την κονκάρδα, αντιγράφοντας μια αληθινή".
   Μπορεί να ήμουν μόλις έντεκα χρονών, αλλά ήξερα ότι αυτός ο σιδεράς δεν ήταν απλά ένας καλός άνθρωπος που της έκανε μια χάρη. Γιατί θα έπαιρνε το ρίσκο να της χαράξει αυτή την πλαστή κονκάρδα;
   "Θα ράβω μπονέ και φουστάνια και παπλώματα για μια κυρία στην Κουίν Στριτ. Την κυρά Άλεν. Της είπα ότι με λένε Περλ κι ότι ανήκω στον αφέντη Ντιπρέ στη γωνία της Τζορτζ με την Ιστ Μπέι Στριτ. Μου λέει: «Εκείνο το Γάλλο μόδιστρο εννοείς;» Κι εγώ απαντάω: «Μά'στα, κυρά. Δεν μπορεί να μου γεμίσει πια τις ώρες με δουλειά και μ' έστειλε να δουλεύω έξω, με αμοιβή»".
   "Κι αν πάει να ελέγξει την ιστορία σου;"
   "Είναι γριά και χήρα, τίποτα δε θα ελέγξει. Μου είπε μόνο: «Δείξε μου την κονκάρδα σου»".
   Η μαμά ήταν περήφανη -και για την κονκάρδα και για τον εαυτό της.
   "Η κυρά Άλεν είπε ότι θα με πληρώνει με το κομμάτι και οι δυο της κόρες χρειάζονται ρούχα και σκεπάσματα για τα παιδιά τους".
   "Και πώς θα τα βγάλεις πέρα με όλη αυτή την πρόσθετη δουλειά;"
   "Έχω εσένα. Έχω όλες τις ώρες της νύχτας".
   Η μαμά έκαιγε τόσα πολλά κεριά για να δουλεύει στο σκοτάδι, ώστε άρχισε να βουτάει απ' όπου βρισκόταν και στεκόταν. Τα βλέφαρά της βάρυναν, το δέρμα γύρω τους ζάρωσε σαν να το σούρωσε κάποιος. Ήταν κατάκοπη και νευρική, αλλά μέσα της πρέπει να ένιωθε καλύτερα.
   Έφερνε λεφτά στο σπίτι και τα έκρυβε μέσα στο τσουβάλι από λινάτσα κι εγώ τη βοήθαγα να ράβει μέρα και νύχτα, όποτε δεν είχα δουλειά ετοιμάζοντας το μπάνιο της δεσποινίδας Σάρας, καθαρίζοντας την κάμαρά της, παρακολουθώντας πότε ήθελαν πλύσιμο τα ρούχα της και άδειασμα το δοχείο νυκτός της. Όταν τελειώναμε μια παραγγελία της χήρας, η μαμά γλίστραγε έξω απ' το παράθυρο και πήγαινε τα δέματα στην πόρτα της, για να γυρίσει με υφάσματα για την επόμενη παρτίδα. Περίμενε να σκοτεινιάσει και σκαρφάλωνε από την πίσω πύλη. Κι όλα αυτά τα ριψοκίνδυνα πηγαινέλα έγιναν τελικά μέρος της ρουτίνας μας.

   Ένα απόγευμα του Ιανουαρίου, που ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ζεστός για την εποχή, η κυρά έστειλε τη Σίντι στο υπόγειο να φωνάξει τη μαμά, κάτι για τις ροζέτες που έπεφταν από το καινούριο της φόρεμα σε στιλ αμπίρ, και βέβαια η μαμά το είχε σκάσει πάνω απ' το μαντρότοιχο. Δεν κλείδωνε την πόρτα όσο έλειπε, επειδή ήξερε ότι η κυρά θα έβαζε τον Πρίγκιπα να την ξεμοντάρει από τους μεντεσέδες αν δεν απάνταγε, κι άντε μετά να εξηγήσει το άδειο δωμάτιο πίσω από την κλειδωμένη πόρτα. 
   Η είδηση για μια άφαντη σκλάβα διαδίδεται γρηγορότερα κι από πυρκαγιά στο δάσος. Όταν έφτασε και σε μένα, παραλίγο να σταματήσει η καρδιά μου. Η κυρά χρησιμοποίησε το καμπανάκι της και μας κάλεσε όλους στο βάθος της πίσω αυλής, πολύ κοντά στην πύλη. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά της και είπε: "Αν ξέρετε πού βρίσκεται η Σάρλοτ, έχετε χρέος να μου το πείτε". 
   Κανείς δεν έβγαλε άχνα. Η κυρά στύλωσε το βλέμμα της πάνω μου. "Χέτι; Πού είναι η μητέρα σου;"
   Ανασήκωσα τους ώμους και γούρλωσα έκπληκτη τα μάτια. "Δεν ξέρω, κυρά. Μακάρι να ήξερα".
   Η κυρά είπε στον Τόμφρι να ψάξει στο μαγειρείο, στο πλυσταριό, στο αμαξοστάσιο, στο στάβλο, στην αποθήκη, στον απόπατο και σε όλα τα δωμάτια των σκλάβων. Του είπε να χτενίσει κάθε γωνιά της αυλής, να ψάξει μέσα στην κυλίστρα όπου ο Πρίγκιπας έριχνε από το πατάρι το σανό στην ταΐστρα των αλόγων. Αν και πάλι δεν ξετρύπωνε τη μαμά, είπε στον Τόμφρι να ψάξει όλο το σπίτι, τη σκεπαστή βεράντα και τον μπροστινό κήπο, από πάνω ως κάτω.
   Χτύπησε το καμπανάκι της, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να γυρίσουμε στις δουλειές μας. Εγώ έτρεξα στο δωμάτιο της μαμάς να ελέγξω το τσουβάλι από λινάτσα. Όλα της τα λεφτά ήταν ακόμα εκεί, κάτω από το υλικό για τη γέμιση. Έπειτα ξαναβγήκα έξω κι έβαλα τον κουβά δίπλα στη στέρνα. Ο ήλιος έγερνε στον ουρανό, δίνοντάς του το χρώμα ώριμου βερίκοκου. 
   Όσο ο Τόμφρι χτένιζε το σπίτι πάνω και κάτω, εγώ πήρα τη θέση μου στην εσοχή με τα παράθυρα του πάνω ορόφου και περίμενα. Μόλις άρχισε να πέφτει η νύχτα, ως εκ θαύματος χαμήλωσα το βλέμμα από το παράθυρο και είδα τη μαμά να στρίβει τη γωνία. Ήρθε γραμμή στην μπροστινή πόρτα και τη χτύπησε.
   Κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες κι έφτασα στην πόρτα ταυτόχρονα με τον Τόμφρι. 
   Όταν της άνοιξε, η μαμά δεν έχασε λεπτό: "Θα σου δώσω μισό δολάριο αν με μπάσεις μέσα με ασφάλεια. Μου το χρωστάς, Τόμφρι".
   Εκείνος βγήκε στο κατώφλι, μ' εμένα πλάι του, κι έκλεισε την πόρτα. Τύλιξα αμέσως τα μπράτσα μου στη μέση της μαμάς. "Λέγε, θα με βοηθήσεις ή όχι;"
   "Δεν έχει πουθενά να σε κρύψω", είπε. "Η κυρά μ' έβαλε να ψάξω κάθε γωνιά".
   "Αλλά όχι τη σκεπή", πετάχτηκα.
   Ο Τόμφρι σιγουρεύτηκε ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο κι εγώ οδήγησα τη μαμά πάνω στη σοφίτα και στη σκάλα με την καταπακτή. "Όταν έρθουν, πες ότι ζεστάθηκες τόσο πολύ, που βγήκες εδώ έξω να χαζέψεις το λιμάνι, έκατσες λίγο και σε πήρε ο ύπνος".
   Στο μεταξύ, ο Τόμφρι πήγε να πει στην κυρά ότι είχε ξεχάσει τελείως τη στέγη όταν έψαχνε, αλλά τώρα θυμήθηκε ότι κι άλλη φορά είχε ανέβει εκεί πάνω η Σάρλοτ. 
   Η κυρά περίμενε στη βάση της σκάλας για τη σοφίτα με το μπαστούνι της, κοντανασαίνοντας που είχε ανέβει τις σκάλες έτσι βαριά και φουσκωμένη που ήταν. Εγώ παραμόνευα πίσω της. Έτρεμα ολόκληρη από την αγωνία.
   Η μαμά κατέβηκε τη σκάλα ανατριχιάζοντας και είπε το γελοίο παραμύθι που είχα σκαρφιστεί. Η κυρά είπε: "Δεν πίστευα ότι ήσουν τόσο ανόητη όσο όλοι οι άλλοι, Σάρλοτ, αλλά να που με διέψευσες. Είναι δυνατόν να κοιμήθηκες πάνω στη σκεπή; Δε σκέφτηκες ότι μπορεί να γκρεμιζόσουν στο δρόμο; Μα καλά, στη σκεπή; Πρέπει να ξέρεις ότι είναι εντελώς απαγορευμένο να ανεβαίνεις εκεί πάνω". Σήκωσε το μπαστούνι της και χτύπησε τη μαμά στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. "Πήγαινε στο δωμάτιό σου και αύριο το πρωί μετά την προσευχή κοίτα να ράψεις τις ροζέτες που ξηλώθηκαν απ' το καινούριο μου φόρεμα. Δε φανταζόμουν ότι μπορούσες να γίνεις ακόμα πιο αδέξια με τη βελόνα".
   "Μά'στα, κυρά", είπε η μαμά και προχώρησε βιαστικά προς τη σκάλα, γνέφοντάς μου να κατέβω πρώτη. Αν η κυρά παρατήρησε ότι η μαμά ούτε είχε το μπαστούνι της ούτε κούτσαινε, δεν το έκανε θέμα.
   Όταν φτάσαμε κάτω στο κελάρι, η μαμά έκλεισε την πόρτα και τράβηξε το σύρτη. Ήμουν λαχανιασμένη, αλλά εκείνη ανάσαινε κανονικά. Έτριψε το πίσω μέρος του κεφαλιού της. Έσφιξε τα δόντια. Είπε: "Είμαι ξεχωριστή γυναίκα κι εσύ ξεχωριστό κορίτσι και δε θα κάνουμε ποτέ τεμενάδες σ' αυτή τη γυναίκα".

Σάρα 
   Η είδηση ότι περιμέναμε καινούριο αδερφάκι δεν ήταν καθόλου χαρμόσυνη για μένα. Κλειδωμένη στην κάμαρά μου, την αφομοίωσα μ' ένα αχνό χαμόγελο παραίτησης. Όταν ήταν έγκυος, η μητέρα γινόταν ακόμα πιο ανάποδη και ποιος από εμάς θα καλοδεχόταν αυτή την καινούρια περίοδο «των παθών»; Μα εκεί που πτοήθηκα πραγματικά ήταν όταν πήρα μολύβι και χαρτί κι έκανα τις αριθμητικές πράξεις: η μητέρα είχε περάσει τα δέκα από τα τελευταία είκοσι χρόνια έγκυος. Για το Θεό!
   Πλησιάζοντας τα δώδεκα, στο απόγειο του παρθενικού μου βίου, ήθελα να παντρευτώ -αλήθεια το ήθελα- αλλά αυτά τα μαθηματικά με τρομοκράτησαν. Και καθώς ακολούθησαν τόσο σύντομα μετά τον αποκλεισμό μου από τα αγαπημένα μου βιβλία, μ' έκαναν να σιχαθώ τη γυναικεία μοίρα.
   Από την κατσάδα του πατέρα κι έπειτα, δεν έβγαινα από τους τέσσερις τοίχους της κάμαράς μου παρά μόνο για τα γεύματα, τα μαθήματα της μαντάμ Ρουφέν τρία πρωινά την εβδομάδα και την κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία. Η Σκοτούρα μού κρατούσε συντροφιά κάνοντας ερωτήσεις για τις οποίες δεν την ένοιαζε η απάντηση, τις έκανε μόνο για να με ζωηρέψει. Με παρακολουθούσε να κάνω ανόρεχτες απόπειρες να καταπιαστώ με το κέντημα και να γράψω ιστορίες για ένα κορίτσι που εγκαταλείφθηκε σ' ένα νησί σαν άλλος Ροβινσώνας Κρούσος. Η μητέρα με διέταξε να συνέλθω από την εσωστρέφεια και τη δυστυχία μου κι εγώ προσπάθησα, αλλά η απελπισία μου βάθαινε.
   Η μητέρα κάλεσε το γιατρό μας, το δόκτορα Γκέντινγκς, ο οποίος μετά από ενδελεχή εξέταση αποφάνθηκε ότι υπέφερα από βαριά μελαγχολία.
   Κρυφάκουγα στην πόρτα όσο εξηγούσε στη μητέρα ότι δεν είχε ξαναδεί παρόμοιο περιστατικό σε τόσο νεαρή ηλικία, ότι αυτού του είδους η παραφροσύνη  παρουσιάζεται στις γυναίκες είτε μετά τον τοκετό είτε όταν φτάνουν στο τέλος της αναπαραγωγικής τους ζωής. Κατέληξε ότι ήμουν ευερέθιστο κορίτσι με έντονες μεταπτώσεις και ροπή στην υστερία, όπως υποδείκνυε και η δυσκολία στην ομιλία μου.
   Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, πέρασα μπροστά από την πόρτα του Τόμας και είδα το μπαούλο του ανοιχτό στο πάτωμα. Δεν άντεχα στη σκέψη ότι έφευγε, αλλά ήταν ακόμα χειρότερο να ξέρω ότι πήγαινε στο Νιου Χέιβεν για να κυνηγήσει το ίδιο όνειρο που είχα κι εγώ, αλλά δε θα υλοποιούσα ποτέ. Κυριευμένη από ζήλια για το εκθαμβωτικό του μέλλον, έτρεξα στην κάμαρά μου και ξέσπασα την οδύνη μου με αναφιλητά. Ξεχυνόταν από μέσα μου σε μαύρα κύματα και την ίδια στιγμή η απελπισία μου φαινόταν να φτάνει στο έπακρο, στα έσχατα όριά της, για να μετουσιωθεί σε αυτό που μόνο τώρα μπορώ να περιγράψω ως αγωνιώδη ελπίδα.
   Όλα ξεπερνιούνται στο τέλος, ακόμα και η χειρότερη μελαγχολία. Άνοιξα την τουαλέτα μου κι έβγαλα το κουτί από λάβα με το κουμπί μου. Τα μάτια μου βούρκωσαν στη θέα του κι αυτή τη φορά ένιωσα το πνεύμα μου να αίρεται στο ύψος της θέλησής μου. Δε θα το έβαζα κάτω. Αν ήταν να σφάλλω, θα το έκανα από γενναιότητα. Αυτό έκανα πάντα, άλλωστε.
   
   Επιχείρησα το γενναίο μου σφάλμα στο αποχαιρετιστήριο πάρτι του Τόμας, που έλαβε χώρα στο καθιστικό του πρώτου ορόφου την παραμονή των Θεοφανίων. Όλη την προηγούμενη εβδομάδα, έπιανα τον πατέρα να μου χαμογελάει από την απέναντι μεριά του τραπεζιού και είχα ερμηνεύσει το χριστουγεννιάτικο δώρο του -μια γκραβούρα του Απόλλωνα με τις Μούσες- ως προσφορά αγάπης και τέλος της μομφής του. Απόψε συζητούσε με τον Τόμας, τον Φρέντρικ και τον Τζον, που είχε γυρίσει στο σπίτι από το Γέιλ, κι ήταν ντυμένοι όλοι τους με μαύρα μάλλινα σακάκια και ριγέ γιλέκα σε διάφορα χρώματα, με του πατέρα σε ανοιχτό μπεζ.
   Καθισμένη με τη Μαίρη στο πτυσσόμενο τραπέζι Πέμπροουκ, τους παρακολουθούσα και αναρωτιόμουν για ποιο θέμα να κουβέντιαζαν. Η Άννα και η Ελάιζα, στις οποίες είχε δοθεί η άδεια να παραστούν στην οικογενειακή γιορτή, κάθονταν στο χαλί μπροστά στο τζάκι σφίγγοντας στην αγκαλιά τους τις χριστουγεννιάτικες κούκλες τους, ενώ ο Μπεν παρέτασσε τα καινούρια ξύλινα στρατιωτάκια του για τη μάχη κι έδινε κάθε τόσο τσιρίζοντας το παράγγελμα «Επίθεση!»
   Η μητέρα ήταν μισοξαπλωμένη στο κόκκινο βελούδο του γαλλικού ανάκλιντρού της, το οποίο μεταφέρθηκε πάνω από την κάμαρά της ειδικά για την περίσταση. Είχα παρακολουθήσει πέντε από τις εγκυμοσύνες της κι αυτή ήταν προφανώς η πιο δύσκολη. Είχε αποκτήσει τις διαστάσεις μαμούθ. Ως και το καημένο το πρόσωπό της φαινόταν φουσκωμένο.
   Παρ' όλα αυτά, είχε οργανώσει ένα εξαιρετικό συμπόσιο. Το δωμάτιο λουζόταν σε άπλετο φως από τα κεριά και τις λάμπες, το οποίο αντανακλούσε στους καθρέφτες και τις επίχρυσες επιφάνειες, και τα τραπέζια ήταν στρωμένα με πάλλευκα λινά τραπεζομάντιλα στολισμένα με χρυσοκέντητα σεμέν, για να ταιριάζουν με τα χρώματα των Θεοφανίων. Τα φαγητά σερβίριζαν ο Τόμφρι, ο Χιόνης και ο Ιλάι, ντυμένοι με τις σκουροπράσινες λιβρέες τους, φέρνοντας δίσκους με καβουρόπιτες, γαρίδες σοτέ, μοσχάρι, τηγανητό μπακαλιάρο και ομελέτα σουφλέ. 
   Η ακόρεστη όρεξή μου είχε επανακάμψει, αλλά τα πλούσια εδέσματα δε με εμπόδισαν να στήσω αφτί στο βουητό των χαμηλών φωνών στην άλλη πλευρά του δωματίου. Συζητούσαν για την επανεκλογή του κυρίου Τόμας Τζέφερσον, για το αν οι κύριοι Μεριγουέδερ Λιούις και Γουίλιαμ Κλαρκ (9) είχαν ελπίδες να φτάσουν στην ακτή του Ειρηνικού, στα δυτικά της χώρας, και, το πιο συνταρακτικό, για το τι προοιωνιζόταν για το Νότο η κατάργηση της δουλείας στις Βόρειες Πολιτείες και, πιο πρόσφατα, στο Νιου Τζέρσι. Κατάργηση δια νόμου; Πρώτη φορά το άκουγα και τέντωσα το λαιμό μου για να μη μου ξεφύγει λέξη. Δηλαδή, αυτοί στα βόρεια πίστευαν ότι ο Θεός ήταν ενάντιος στη δουλεία;
   Τελειώσαμε το φαγητό μας με το αγαπημένο γλυκό του Τόμας, αμυγδαλωτά με κρέμα, κι έπειτα ο πατέρας χτύπησε το κρυστάλλινο κολονάτο ποτήρι του μ' ένα κουταλάκι κι όλοι σώπασαν στο δωμάτιο. Ευχήθηκε τα καλύτερα στον Τόμας  και του χάρισε το επίτομο έργο Μια Σύνοψη του Δοκιμίου του Τζον Λοκ για την Ανθρώπινη Νόηση. Η μητέρα είχε επιτρέψει στη Μαίρη και σε μένα να πιούμε μισό ποτηράκι κόκκινο κρασί, μια πρωτόγνωρη εμπειρία, και κοιτούσα το βιβλίο στο χέρι του Τόμας σε πλήρη επιφυλακή.
   "Ποιος θα εκφωνήσει έναν αποχαιρετιστήριο λόγο για τον Τόμας;" ρώτησε ο πατέρας σαρώνοντας με το βλέμμα τα πρόσωπα των γιων του. Ο πρωτότοκος Τζον έστρωσε το στρίφωμα του γιλέκου του, αλλά ήμουν εγώ, το έκτο παιδί της οικογένειας και δεύτερη κόρη, που σηκώθηκα μ' έναν πήδο και ανέλαβα το έργο.
   "... Τόμας, αγαπημένε μου αδεφέ, θα μου λείψεις... Σου εύχομαι καλή επιτυχία στις σπουδές σου..." Έκανα μια παύση κι ένιωσα να κατακλύζομαι από ένα κύμα θάρρους. "Μια μέρα σκοπεύω να ακολουθήσω τα βήματά σου... Να γίνω κι εγώ νομικός".
   Μόλις ο πατέρας ξαναβρήκε τη λαλιά του, ο τόνος του φανέρωνε γνήσια ιλαρότητα. "Μήπως με απατούν τα αφτιά μου; Είπες τώρα δα ότι θα ακολουθήσεις τον αδερφό σου στη νομική;" Ο Τζον χαχάνισε πνιχτά, ενώ ο Φρέντρικ έβαλε κανονικά τα γέλια. Ο πατέρας τούς έριξε μια πλάγια ματιά και χαμογέλασε, πριν συνεχίσει: "Υπάρχουν και γυναίκες νομικοί τώρα; Αν ναι, μικρή μου, κάνε μας τη χάρη να μας διαφωτίσεις".
   Η ιλαρότητά τους ξεχείλισε ασυγκράτητη και τότε είδα ότι γελούσε και ο Τόμας.
   Επιχείρησα να απαντήσω, χωρίς να αντιλαμβάνομαι το βάθος της χλεύης τους, ότι δηλαδή η ερώτηση του πατέρα απευθυνόταν αποκλειστικά και μόνο στους αδερφούς μου. "... Δε θα ήταν μεγάλο επίτευγμα αν γινόμουν εγώ η πρώτη;" 
   Σ' αυτό, η φαιδρότητα του πατέρα μου μετατράπηκε σε δυσφορία. "Δε θα υπάρξει πρώτη, Σάρα, και αν ποτέ συνέβαινε κάτι τόσο εξωφρενικό, δε θα είχε ανάμειξη δική μου κόρη". 
   Και πάλι επέμεινα, βλακωδώς, στα τυφλά. "... Θα σας έκανα περήφανο, πατέρα. Θα πετύχαινα κάτι".
   "Σάρα, σταμάτα αυτές τις ανοησίες αμέσως! Ντροπιάζεις τον εαυτό σου. Μας ντροπιάζεις όλους. Από πού σου ήρθε η ιδέα ότι θα μπορούσες να σπουδάσεις τους νόμους;"
   Πάλεψα να σταθώ στα πόδια μου, να πιαστώ απ' το έσχατο πείσμα που διατηρούσα μέσα μου. "... Εσείς είπατε ότι θα γινόμουν ο μεγαλύτερος νομικός..."
   "Αν ήσουν αγόρι!"
   Το βλέμμα μου φτερούγισε στην Άννα και την Ελάιζα, που με κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια, κι έπειτα στη Μαίρη, που κοιτούσε αλλού.
   Στράφηκα στον Τόμας. "Σε παρακαλώ... δε θυμάσαι... που είπες ότι εγώ θα 'πρεπε να γίνω νομικός;"
   "Λυπάμαι, Σάρα, αλλά ο πατέρας έχει δίκιο".
   Τα λόγια του ήταν η χαριστική βολή.
   Ο πατέρας έκανε μια αποπεμπτική κίνηση δίνοντας τέλος στο θέμα και οι τέσσερίς τους ξέχασαν την ύπαρξή μου κι επέστρεψαν στη συζήτησή τους. Άκουσα τη μητέρα να λέει χαμηλόφωνα το όνομά μου. Γυρνώντας, είδα ότι είχε ανακαθίσει και με κοιτούσε με έκφραση γεμάτη συμπόνια. "Μπορείς να πας στην κάμαρά σου", μου είπε μαλακά.
   Έφυγα σαν κατατρεγμένο φάντασμα. Στο πάτωμα δίπλα στην πόρτα μου, η Σκοτούρα ήταν κουλουριασμένη μέσα στα κόκκινα τετράγωνα και τα μαύρα της τρίγωνα. Είπε: "Άναψα τη λάμπα και τη φωτιά στο τζάκι. Θέλεις να σε βοηθήσω με το φουστάνι;"
   "... Όχι, μείνε εκεί που είσαι". Η φωνή μου ακούστηκε άτονη από την οδύνη.
   Με κοίταξε εξεταστικά, αναποφάσιστη. "Τι έγινε, δεσποινίς Σάρα;"
   Ανήμπορη να απαντήσω, μπήκα στην κάμαρά μου κι έκλεισα την πόρτα. Κάθισα στο σκαμπό της τουαλέτας. Αισθανόμουν ένα παράξενο κενό, ήμουν ανίκανη να κλάψω, ανίκανη να νιώσω οτιδήποτε πέρα από ένα άδειο, νεκρό χώρο στο βάθος του στομαχιού μου.
   Οι χτύποι στην πόρτα μου ελάχιστες στιγμές μετά ήταν ανάλαφροι. Νομίζοντας πως ήταν η Σκοτούρα, μάζεψα τα τελευταία ψίχουλα της ενέργειάς μου και φώναξα: "... Δε σε χρειάζομαι".
   Και τότε μπήκε η μητέρα, κλυδωνιζόμενη από το βάρος. "Δε χάρηκα καθόλου βλέποντας τις ελπίδες σου να καταποντίζονται", είπε χωρίς προλόγους. "Ο πατέρας και οι αδερφοί σου ήταν πολύ σκληροί, αλλά πιστεύω ότι η λοιδορία τους ήταν ανάλογη με την έκπληξή τους. Θες να σπουδάσεις δικηγορία, Σάρα; Η ιδέα είναι τόσο αλλόκοτη, ώστε νιώθω ότι σε απογοήτευσα οικτρά".
   Πίεσε την παλάμη της στο πλάι της κοιλιάς της κι έκλεισε τα μάτια, σαν να απέκρουε το τίναγμα ενός αγκώνα ή ποδιού. Η τρυφερότητα στον τόνο της, η ίδια η παρουσία της στην κάμαρά μου αποκάλυπτε πόσο στενοχωριόταν για μένα κι, ωστόσο, την ίδια στιγμή, φαινόταν να δικαιολογεί την κακία τους. 
   "Ο πατέρας σου πιστεύει ότι είσαι ανώμαλο κορίτσι, με την αδυναμία σου στα βιβλία και τις φιλοδοξίες σου, αλλά κάνει λάθος". 
   Την κοίταξα έκπληκτη. Η υπεροψία είχε χαθεί εντελώς από τη στάση της. Υπήρχε μέσα της μια θλίψη που δεν είχα ξαναδεί ποτέ. "Κάθε κορίτσι έρχεται στον κόσμο με κάποιο βαθμό φιλοδοξίας", είπε, "έστω κι αν είναι μόνο η ελπίδα να ανήκει ψυχή τε και σώματι σε ένα σύζυγο. Ήμουν κι εγώ κορίτσι κάποτε, είτε το πιστεύεις είτε όχι".
   Ήταν σαν να είχα μπροστά μου μια ξένη, μια γυναίκα χωρίς όλα τα τραύματα και την αρματωσιά που φέρνουν τα χρόνια, αλλά όταν συνέχισε, έγινε και πάλι η μητέρα. "Η αλήθεια", είπε, "είναι ότι κάθε κορίτσι πρέπει να κλειδώνει τη φιλοδοξία βαθιά μέσα του, για δικό του όφελος. Είσαι ασυνήθιστη μόνο στην αποφασιστικότητά σου να πολεμάς το αναπόφευκτο. Αντιστέκεσαι κι αυτός είναι ο λόγος που έφτασε εδώ το πράγμα, να σε δαμάζουν σαν άλογο".
   Έσκυψε και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από τους ώμους μου.
   "Καλή μου, Σάρα, πολέμησες σκληρότερα απ' όσο θα φανταζόμουν, αλλά πρέπει να υποταχτείς στο καθήκον και τη μοίρα σου και να βρεις όση ευτυχία μπορείς".
   Ένιωσα τη φουσκωτή υφή του μάγουλού της κι ήθελα να γαντζωθώ πάνω της και να τη σπρώξω μακριά μου την ίδια στιγμή. Την παρακολούθησα να φεύγει, προσέχοντας ότι δεν είχε κλείσει την πόρτα μπαίνοντας. Η Σκοτούρα θα είχε ακούσει τα πάντα. Η σκέψη αυτή με παρηγόρησε. Δεν υπάρχει δεινό στον κόσμο που δε λαχταράει έναν καλοπροαίρετο αυτήκοο μάρτυρα. 
   Τη στιγμή που εμφανίστηκε η Σκοτούρα, κοιτάζοντάς με με τα μεγάλα, θλιμμένα μάτια της, πήρα το κουτί από το συρτάρι της τουαλέτας μου, έβγαλα από μέσα το ασημένιο κουμπί και το πέταξα στον κουβά για τη στάχτη δίπλα στο τζάκι, όπου θάφτηκε κάτω από τη λευκόγκριζη τέφρα.

   Την επόμενη μέρα, το καθιστικό είχε ετοιμαστεί για τη γέννα της μητέρας. Εκεί είχε γεννήσει και τα έξι τελευταία παιδιά της, περικυκλωμένη από την Μπινά, τη Θεία - Αδερφή, το δόκτορα Γκέντινγκς, μια τροφό και δύο εξαδέλφες. Φαινόταν απίθανο να με δεχόταν εκεί, αλλά μία εβδομάδα πριν αρχίσουν οι ωδίνες, μου επέτρεψε να πάω να τη δω. 
   Ήταν ένα παγωμένο πρωινό του Φλεβάρη. Ο ουρανός ήταν βαρύς από μολυβένια σύννεφα, ενώ σε όλα τα τζάκια του σπιτιού σφύριζαν και τριζοβολούσαν δυνατές φωτιές. 
   Στο καθιστικό δίπλα στην τραπεζαρία, το μοναδικό φως ερχόταν από τη φωτιά. Η μητέρα, μια εβδομάδα πριν από τα τεσσαρακοστά γενέθλιά της, ήταν ξαπλωμένη στο γαλλικό ανάκλιντρό της, σε αξιολύπητη κατάσταση.
   "Ελπίζω να μη δυσκολεύεσαι να μιλήσεις, γιατί ειλικρινά δεν έχω τη δύναμη να το αντέξω", είπε μέσα από πρησμένα χείλη.
   "... Θέλω να ζητήσω κάτι".
   Ανασηκώθηκε λίγο κι άπλωσε το χέρι για το φλιτζάνι στο τραπεζάκι του τσαγιού. "Τι θέλεις; Τι είναι αυτό που δεν μπορεί να περιμένει;"
   Είχα έρθει προετοιμασμένη για το λογύδριο, αποφασισμένη, αλλά τώρα γύριζε το κεφάλι μου από το άγχος. Έκλεισα τα μάτια μου και αναρωτήθηκα πώς θα της έδινα να καταλάβει. "... Φοβάμαι ότι θα μου το αρνηθείτε χωρίς σκέψη".
   "Για όνομα του Θεού, γιατί θα το έκανα αυτό;"
   "... Επειδή η επιθυμία μου είναι ασυνήθιστη... Θα ήθελα να γίνω η νονά του καινούριου μωρού".
   "Λοιπόν, νομίζω ότι έχεις δίκιο -είναι ασυνήθιστη. Και αποκλείεται".
   Το περίμενα. Γονάτισα δίπλα της. "... Μητέρα, αν πρέπει να ικετέψω, θα το κάνω...  Έχασα ό,τι μου ήταν πιο πολύτιμο. Ό,τι θεωρούσα σκοπό της ζωής μου: την ελπίδα μου να σπουδάσω, τα βιβλία, τον Τόμας... Ακόμα και τον πατέρα είναι σαν να έχασα... Μη μου το αρνηθείτε, σας παρακαλώ".
   "Μα, Σάρα, να γίνεις νονά του μωρού; Απ' όσα άλλα μπορείς να μου ζητήσεις; Αυτό δεν είναι παιχνίδι. Θα πρέπει να επωμιστείς τη θρησκευτική ευημερία αυτού του παιδιού. Είσαι μόλις δώδεκα χρονών. Τι θα πει ο κόσμος;"
   "... Θα κάνω αυτό το παιδί σκοπό της ζωής μου... Είπατε ότι πρέπει να απαρνηθώ τη φιλοδοξία... Η αγάπη και η φροντίδα ενός παιδιού είναι σίγουρα κάτι που μπορείτε να εγκρίνετε... Σας παρακαλώ, αν με αγαπάτε..." Ακούμπησα το κεφάλι μου στην ποδιά της και άφησα να αναβλύσουν τα δάκρυα που δε χύθηκαν το βράδυ του αποχαιρετιστήριου πάρτι του Τόμας, αλλά ούτε και αργότερα.
   Το χέρι της ακούμπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου κι όταν τελικά ξαναβρήκα τον αυτοέλεγχό μου, είδα ότι τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.
   "Εντάξει, λοιπόν. Θα γίνεις η νονά του μωρού, αλλά φρόντισε να μην το απογοητεύσεις".
   Φίλησα το χέρι της και βγήκα αλαφροπατώντας από το καθιστικό, με την αλλόκοτη αίσθηση ότι είχα ανακτήσει ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού μου.

Σκοτούρα 
   Τύλιγα την κόκκινη κλωστή γύρω από τον κορμό του τεράστιου δέντρου, μέχρι που άδειασε εντελώς το μασούρι. Η μαμά παρακολουθούσε. Ήταν καταδική μου ιδέα να δημιουργήσω ένα δέντρο των πνευμάτων όπως εκείνο που είχε φτιάξει η μαμά της και καταλάβαινα ότι απλώς μου έκανε το χατίρι. Έσφιγγε τους αγκώνες της και ξεφυσούσε συννεφάκια ομίχλης με κάθε της ανάσα. 
   "Τελειώνεις;" με ρώτησε. "Τόση παγωνιά ούτε στο φεγγάρι δεν κάνει!"
   Όντως, είχε όσο κρύο μπορούσε να κάνει στο Τσάρλεστον. Λεπτό στρώμα πάγου στα παράθυρα, κουβέρτες στις πλάτες των αλόγων, ο Σάμπε και ο Πρίγκιπας να κόβουν καυσόξυλα από το χάραμα ως τη δύση. Έριξα μια πλάγια ματιά στη μαμά και άπλωσα το κοκκινόμαυρο πάπλωμά μου στο χώμα. Ήταν μια ζωηρόχρωμη λίμνη κάτω από τα γυμνά κλωνάρια.
   "Πρώτα πρέπει να γονατίσουμε εδώ και να παραδώσουμε τα πνεύματά μας στο δέντρο", είπα. "Θέλω να το κάνουμε όπως είπες ότι το έκανε η γιαγιούλα".
   "Καλά. Ας το κάνουμε τότε", είπε.
   Γονατίσαμε η μια δίπλα στην άλλη, τόσο κοντά ώστε τα μανίκια των σάκων μας ακούμπαγαν, και υψώσαμε το βλέμμα στον κορμό του δέντρου. Το χώμα ήταν πέτρα από το κρύο, καλυμμένο με βελανίδια, και η παγωνιά διαπερνούσε τα τρίγωνα και τα τετράγωνα. Μια σιγαλιά μάς τύλιξε κι έκλεισα τα μάτια. Στην τσέπη του σάκου μου, τα ακροδάχτυλά μου άγγιζαν το ασημένιο κουμπί της δεσποινίδας Σάρας. Ήταν σαν κομμάτι από πάγο. Το είχα ψαρέψει από τον κουβά με τη στάχτη μετά που το πέταξε. Λυπόμουν που είχε αναγκαστεί να απαρνηθεί το σχέδιό της, αλλά δε χρειαζόταν να πετάξει στα σκουπίδια ένα κουμπί που δε χώλαινε σε τίποτα!
   Η μαμά μετέφερε νευρικά το βάρος της από το ένα γόνατο στο άλλο πάνω στο πάπλωμα. Βιαζόταν να τελειώνουμε με το δέντρο των πνευμάτων, ενώ εγώ ήθελα να παρατείνω όσο μπορούσα την τελετή.
   "Πες πάλι πώς το κάνατε εσύ με τη γιαγιούλα", είπα.
   "Καλά. Γονατίσαμε όπως τώρα πάνω στο πάπλωμα κι εκείνη είπε: «Τώρα δίνουμε τα πνεύματά μας στο δέντρο για να μην έχουν φόβο να πάθουν κακό, για να ζουν μαζί με τα πουλιά, να μάθουν να πετάνε». Και τότε, απλά δώσαμε στο δέντρο τα πνεύματά μας".
   "Το ένιωσες όταν έγινε;" 
   Τράβηξε το μαντίλι πάνω στα παγωμένα αφτιά της και προσπάθησε να συγκρατήσει το χαμόγελό της. "Κάτσε να δω αν θυμάμαι. Ναι, ένιωσα το πνεύμα μου να φεύγει από εδώ ακριβώς". Άγγιξε το κόκαλο ανάμεσα στα στήθη της. "Έφυγε σαν ελαφρύ αεράκι κι εγώ κοίταξα ψηλά στο κλαδί και δεν το είδα, αλλά ήξερα ότι το πνεύμα μου ήταν εκεί πάνω και με κοίταζε".
   Τα έβγαζε όλα από το μυαλό της. Δε με πείραξε, γιατί δεν έβλεπα γιατί να μη γίνει κάπως έτσι τώρα.
   "Δίνω το πνεύμα μου στο δέντρο", φώναξα.
   Η μαμά το φώναξε με τον ίδιο τρόπο. Κι έπειτα είπε: "Μετά που η γιαγιούλα σου έφτιαξε το δέντρο των πνευμάτων μας, είπε: «Αν φύγεις ποτέ από τούτον τον τόπο, να έρθεις εδώ να πάρεις μαζί το πνεύμα σου». Κι έπειτα μάζεψε βελανίδια, κλαράκια και φύλλα και τα έβαλε σε σακούλια που κρεμάσαμε στο λαιμό μας".
   Έτσι, μαζέψαμε κι εμείς με τη μαμά βελανίδια και κλαράκια και θρυμματισμένα κίτρινα φύλλα. Εγώ όλη την ώρα σκεφτόμουν τη μέρα που η κυρά με έδωσε για δώρο στη δεσποινίδα Σάρα, αυτό που μου είχε πει η μαμά. Από δω και μπρος θα είναι δύσκολα, Σκοτούρα.
   Από κείνη τη μέρα πριν από ένα χρόνο, είχα γίνει φίλη με τη δεσποινίδα Σάρα, είχα μάθει να γράφω και να διαβάζω, αλλά ήταν ένας κακοτράχαλος δρόμος, όπως είχε πει η μαμά, και δεν ήξερα πού θα καταλήγαμε. Μπορεί να μέναμε εδώ όλη την υπόλοιπη ζωή μας, με τον ουρανό βαρύ και μαύρο, αλλά η μαμά είχε βρει το κομμάτι του εαυτού της που αρνιόταν να φερθεί με δουλοπρέπεια -και μόλις το έβρισκες αυτό, μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι θα είχες κακά ξεμπερδέματα.

Kidd Monk Sue, Η εφεύρεση των φτερών, (Μετφ. Χριστιάννα Ελ. Σακελλαροπούλου), εκδ. Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2014

Σημειώσεις:
(1) Αναφέρεται στον Κάρολο Β' της Αγγλίας. Η πόλη ιδρύθηκε το 1670 ως Charles Towne («η Πόλη του Καρόλου») και πήρε τη σημερινή της ονομασία το 1783. (Σ.τ.Μ.)
(2) Αναφέρεται στο εξαιρετικό αφηγηματικό ποίημα του Γουόλτερ Σκοτ (Σ.τ.Ε.) 
(3) Νησί και ομώνυμη κωμόπολη στην είσοδο του λιμανιού του Τσάρλεστον, στη Νότια Καρολίνα. (Σ.τ.Μ.)
(4) Προς Εφεσίους Επιστολή Αποστόλου Παύλου, κεφ. ς', στ. 5. (Σ.τ.Μ.) 
(5) Η 14η Ιουλίου είναι εθνική γιορτή στη Γαλλία, σε ανάμνηση της άλωσης της Βαστίλης το 1789, στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. (Σ.τ.Μ.) 
(6) Little (Baby) Boy Blue, (come) blow your horn: αγγλικό παραδοσιακό παιδικό τραγούδι. (Σ.τ.Μ.) 
(7) Τετελεσμένο γεγονός, οριστική και αμετάβλητη απόφαση, γαλλικά στο πρωτότυπο. (Σ.τ.Μ.) 
(8) Το βάλσαμο της Γαλαάδ, που αναφέρεται στη Βίβλο, ήταν περιζήτητο στη Μέση Ανατολή, καθότι θεωρούνταν πολύτιμο για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Με αυτό έχουν ταυτιστεί κατά καιρούς διάφορα φυτά, με κοινό χαρακτηριστικό το άρωμα του ευκάλυπτου και της καμφοράς. Το βότανο που σήμερα είναι γνωστό ως βάλσαμο του Γαλαάδ είναι η κεδρονέλλα η κανάριος. (Σ.τ.Ε.)
(9) Αναφέρεται στην αποστολή του λοχαγού Λιούις και του υπολοχαγού Κλαρκ, την πρώτη χερσαία εξερευνητική αποστολή στην ενδοχώρα των ΗΠΑ, που πραγματοποιήθηκε κατ' εντολήν του προέδρου Τζέφερσον το 1804 - 1806. (Σ.τ.Μ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: