Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

[Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ}

  
    Το 124 ήταν όλο μίσος. Γεμάτο φαρμάκι βρέφους. Οι γυναίκες του σπιτιού το ήξεραν, το ίδιο και τα παιδιά. Για χρόνια, καθένας έβρισκε τον τρόπο του ν' αντέξει το μίσος, όμως μέχρι το 1873, η Σηθ κι η κόρη της Ντένβερ ήταν τα μόνα του θύματα. Η γιαγιά, η Μπέμπα Σαγκς, είχε πεθάνει και οι γιοι, ο Χάουαρντ και ο Μπάγκλαρ, το είχαν σκάσει μόλις έγιναν δεκατριώ χρονώ -μόλις ένας καθρέφτης θρυμματίστηκε στο κοίταγμά του (αυτό ήταν το σινιάλο για τον Μπάγκλαρ)· μόλις δύο αποτυπώματα από μικροσκοπικά χέρια φάνηκαν στο γλυκό (αυτό ήταν για τον Χάουαρντ). Κανένα απ' τ' αγόρια δεν περίμενε να δει περισσότερα· ακόμα μια χύτρα μπιζέλια αδειασμένα σωρό πάνω στο πάτωμα ν' αχνίζουν· τα μπισκότα της σόδας κομματάκια στρωμένα σε γραμμή στο κατώφλι της πόρτας. Δεν περίμεναν καν την εποχή της ανακωχής: τις εβδομάδες, ή ακόμα και μήνες, που όλα ήταν ήρεμα. Όχι. Και οι δύο έφυγαν αμέσως -τη στιγμή που το σπίτι τους χτύπησε με τη μοναδική ύβρι που δεν μπορούσαν ν' αντέξουν ή να παρακολουθήσουν για άλλη μία φορά. Μέσα σε δύο μήνες, στην καρδιά του χειμώνα, αφήνοντας τη γιαγιά τους, την Μπέμπα Σαγκς· τη μητέρα τους Σηθ· και τη μικρή αδερφή τους Ντένβερ, ολομόναχες στο γκριζόλευκο σπίτι της οδού Μπλούστοουν. Τότε δεν είχε αριθμό, το Σινσινάτι δεν είχε φτάσει τόσο μακριά. Στην πραγματικότητα, το Οχάιο αποκαλούνταν πολιτεία από εβδομήντα μόνον χρόνια, όταν πρώτα ο ένας αδερφός κι ύστερα ο άλλος γέμισαν τζίβα τα καπέλα τους, άρπαξαν τα παπούτσια τους και γλίστρησαν μακριά απ' το ζωηρό μίσος που ένιωθε γι' αυτούς το σπίτι.
   Η Μπέμπα Σαγκς δεν σήκωσε καν το κεφάλι. Κατάκοιτη τούς άκουσε να φεύγουν, όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος που έμεινε ακίνητη. Απορούσε που άργησαν τόσο οι εγγονοί της να καταλάβουν ότι δεν ήταν όλα τα σπίτια σαν το σπίτι της οδού Μπλούστοουν. Μετέωρη ανάμεσα στη βρομιά της ζωής και την κακία των νεκρών, αδιαφορούσε για το αν θ' άφηνε τη ζωή ή θα τη ζούσε, πόσο μάλλον για το φόβο των δύο αγοριών που νυχοπερπατούσαν. Το παρελθόν ήταν σαν το παρόν της -αβάσταχτο- και καθώς ήξερε ότι ο θάνατος ήταν κάθε άλλο παρά λήθη, έβαλε τη λίγη δύναμη που της απέμενε για να στοχαστεί το χρώμα.
   "Φέρε μου λίγο βιολετί, αν έχεις. Ή, αν δεν έχεις, ροζ".
   Και η Σηθ τής έκανε τη χάρη με οτιδήποτε, από ένα πανί ως την ίδια της τη γλώσσα. Ο χειμώνας στο Οχάιο ήταν πιο σκληρός όταν σου άρεσαν τα χρώματα. Η μόνη συγκίνηση ήταν ο ουρανός κι ήταν πράγματι παράτολμο να βασιστείς στον ορίζοντα του Σινσινάτι για τη μεγάλη απόλαυση της ζωής. Έτσι, η Σηθ και το κορίτσι, η Ντένβερ, έκαναν ό,τι μπορούσαν και ό,τι επέτρεπε το σπίτι. Μαζί ξεκίνησαν έναν απρόθυμο αγώνα στην εξωφρενική συμπεριφορά του χώρου· στ' αναποδογυρισμένα δοχεία με τ' αποπλύματα, στα χτυπήματα στον πισινό, και στις ριπές ξινισμένου αέρα. Γιατί ήξεραν την πηγή της προσβολής, τόσο καλά όσο και την πηγή του φωτός.
   Η Μπέμπα Σαγκς πέθανε λίγο καιρό αφότου έφυγαν τ' αγόρια, χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για τη δική τους ή τη δική της αναχώρηση, και αμέσως μετά, η Σηθ κι η Ντένβερ αποφάσισαν να σταματήσουν την καταδίωξη και να καλέσουν το φάντασμα που τόσο τις βασάνιζε. Ίσως μια συζήτηση, σκέφτηκαν, ή μια ανταλλαγή απόψεων, ή κάτι να βοηθούσε.
   "Έλα. Έλα. Μπορείς να έρθεις".
   Ο μπουφές έκανε ένα βήμα μπροστά, τίποτ' άλλο.
   "Μάλλον το εμποδίζει η γιαγιά Μπέμπα", είπε η Ντένβερ. Ήταν δέκα χρονώ κι ακόμα κρατούσε θυμό στην Μπέμπα Σαγκς επειδή είχε πεθάνει.
   Η Σηθ άνοιξε τα μάτια. "Αμφιβάλλω", είπε.
   "Τότε γιατί δεν έρχεται;"
   "Ξεχνάς πόσο μικρό είναι", είπε η μητέρα της. "Δεν ήταν ούτε δύο χρονώ όταν πέθανε. Πολύ μικρή για να καταλάβει. Πολύ μικρή για να μιλήσει καλά καλά".
   "Ίσως να μη θέλει να καταλάβει", είπε η Ντένβερ.
   "Ίσως. Αν όμως ερχόταν, θα της εξηγούσα".
   Η Σηθ άφησε το χέρι της κόρης της και έσπρωξαν μαζί τον μπουφέ πίσω στον τοίχο. Απ' έξω κάποιος οδηγός μαστίγωσε τ' άλογό του για να καλπάσει, ανάγκη που ένιωθαν οι ντόπιοι όταν περνούσαν από το 124.
   "Τα μάγια της παραείναι δυνατά για μωρό", είπε η Ντένβερ.
   "Όχι πιο δυνατά από την αγάπη που της είχα", απάντησε η Σηθ, και να το πάλι. Η ευπρόσδεκτη δροσιά της απελέκητης ταφόπετρας· η πέτρα που διάλεξε να στηριχτεί αλαφροπατώντας, τα γόνατά της που άνοιξαν διάπλατα σαν κάθε τάφο. Ρόδινη ήταν σαν νύχι γεμάτη γυαλιστερά ρινίσματα. "Δέκα λεπτά", της είπε εκείνος. "Αν έχεις δέκα λεπτά, θα σ' το κάνω τζάμπα".
   Δέκα λεπτά για εννιά γράμματα. Με άλλα δέκα, θα μπορούσε τάχα να έχει και το «Ακριβή»; Δεν είχε σκεφτεί να τον ρωτήσει και ακόμα την ενοχλούσε η σκέψη ότι μπορεί να γινόταν -ότι για είκοσι λεπτά, μισή ώρα, ας πούμε, θα μπορούσε να το έχει ολόκληρο, κάθε λέξη που άκουσε τον παπά να λέει στην κηδεία (και ήταν σίγουρα το μόνο που μπορούσε να ειπωθεί), χαραγμένη στην ταφόπετρα του μωρού της: Ακριβή Αγαπημένη. Όμως, αυτό που πήρε, αυτό που συμφώνησε, ήταν η μόνη λέξη που είχε σημασία. Σκέφτηκε ότι ήταν αρκετό, να βατεύεται ανάμεσα στις ταφόπλακες με το χαράκτη, κι ο νεαρός γιος του να κοιτάζει, με το θυμό τόσο γερασμένο στο πρόσωπό του· μα η βουλιμία αρκετά νέα. Ήταν σίγουρα αρκετό. Αρκετό για να δώσει απάντηση σ' έναν ακόμη παπά, σ' έναν ακόμη υπέρμαχο της κατάργησης της δουλείας και σε μια πόλη γεμάτη απέχθεια.
   Υπολογίζοντας τη γαλήνη της δικής της ψυχής, είχε ξεχάσει την άλλη: την ψυχή του μικρού της κοριτσιού. Ποιος θα φανταζόταν ότι ένα μικρό παλιομωρό θα έκρυβε τόση οργή; Δεν ήταν αρκετό να κυλιέται ανάμεσα στις πλάκες, κάτω απ' το βλέμμα του γιου του χαράκτη. Όχι μόνο χρειάστηκε να ζήσει τη ζωή της σ' ένα σπίτι παράλυτο από την παραφορά του βρέφους για τον κομμένο του λαιμό, αλλά εκείνα τα δέκα λεπτά που πέρασε στριμωγμένη πάνω στην πλάκα με το χρώμα της αυγής, τη διάστικτη από ρινίσματα αστέρων, με τα γόνατα ανοιχτά σαν τάφο, ήταν μεγαλύτερα από τη ζωή, πιο ζωντανά, πιο σφύζοντα από το αίμα του μωρού που μούσκευε τα δάχτυλά της σαν λάδι.
   "Ας μετακομίσουμε", πρότεινε κάποτε στην πεθερά της.
   "Τι νόημα θα είχε;" ρώτησε η Μπέμπα Σαγκς. "Δεν υπάρχει σπίτι σ' αυτήν τη χώρα που να μην είναι γεμάτο ως τη σκεπή με τη θλίψη κάποιου νεκρού νέγρου. Τύχη μας που το φάντασμα είναι μωρό. Ποιανού πνεύμα ήταν να 'ρθει εδώ μέσα; Του δικού μου άντρα ή του δικού σου; Μη μου μιλάς. Είσαι τυχερή. Σου έμειναν τρεις. Τρεις να κρέμονται απ' τη φούστα σου κι ένα να χαλάει τον κόσμο από την άλλη όχθη. Γιατί να μη δείξεις ευγνωμοσύνη; Εγώ είχα οχτώ. Όλοι τους μου έφυγαν. Τέσσερις μού τους πήραν, τέσσερις κυνηγήθηκαν και όλοι τους, νομίζω, θα ταράζουν κάποιο σπίτι με δαίμονες". Η Μπέμπα Σαγκς έτριψε τα φρύδια της. "Η πρωτότοκή μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι πόσο αγαπούσε την καμένη κόρα του ψωμιού. Το φαντάζεσαι; Οχτώ παιδιά και αυτό μόνο θυμάμαι".
   "Αυτό μόνο αφήνεις τον εαυτό σου να θυμηθεί", της είχε πει η Σηθ, όμως και αυτή ήταν πάλι στο ένα -ένα ζωντανό δηλαδή- τ' αγόρια είχαν κυνηγηθεί από το νεκρό, και η ανάμνηση του Μπάγκλαρ ξεθώριαζε γρήγορα. Τουλάχιστον ο Χάουαρντ είχε ένα κεφάλι που κανείς δε θα μπορούσε να ξεχάσει το σχήμα του. Όσο για τα υπόλοιπα, προσπαθούσε να μη θυμάται παρά τα ακίνδυνα. Δυστυχώς, το μυαλό της την ξεγελούσε. Μπορεί να διέσχιζε βιαστικά ένα χωράφι, τρέχοντας σχεδόν, για να φτάσει γρήγορα στην αντλία και να ξεπλύνει τη γύρη του χαμομηλιού από τα πόδια της. Τίποτ' άλλο δεν είχε στο μυαλό της. Η εικόνα των αντρών που έρχονταν να τη θηλάσουν ήταν τόσο άψυχη όσο και τα νεύρα της πλάτης της όπου το δέρμα είχε ζαρώσει σαν σανίδα της πλύσης. Ούτε καν υπήρχε η παραμικρή μυρωδιά από μελάνη, ή από τη γόμα της κερασιάς και τη φλούδα της οξιάς που την έφτιαχναν. Τίποτα. Μόνο το αεράκι που της δρόσιζε το πρόσωπο καθώς έτρεχε προς το νερό. Κι ύστερα, ξεπλένοντας το χαμομήλι με νερό απ' την αντλία και κουρέλια, με το μυαλό στυλωμένο στην προσπάθεια να βγάλει κάθε ίχνος γύρης -στην απροσεξία της που διέσχισε το χωράφι για να κόψει μισό μίλι δρόμο, χωρίς να προσέξει πόσο είχαν ψηλώσει τ' αγριόχορτα, μέχρις ότου η φαγούρα τής έφτασε στα γόνατα. Έπειτα, κάτι. Ο παφλασμός του νερού, το θέαμα από τις κάλτσες και τα παπούτσια της, στραβά στο μονοπάτι όπου τα πέταξε· ή ο Εδώ Μικρέ να πίνει από τη λακκούβα δίπλα στα πόδια της, και ξαφνικά το Ζεστό Σπιτικό κατρακυλούσε, κατρακυλούσε, κατρακυλούσε μπροστά στα μάτια της, και παρ' όλο που και τα φύλλα ακόμη εκείνου του κτήματος την έκαναν να θέλει να ουρλιάξει, κατρακυλούσε μπροστά της με μια αδιάντροπη ομορφιά. Ποτέ δεν φαινόταν τόσο απαίσιο όσο ήταν και την έκανε ν' αναρωτιέται μήπως και η κόλαση ήταν όμορφος τόπος. Σύμφωνοι, φωτιά και θειάφι, κρυμμένα όμως σε δαντελένιους κήπους. Αγόρια να κρέμονται από τις πιο όμορφες σφενταμιές του κόσμου. Ντρεπόταν -που θυμόταν τα υπέροχα δέντρα να θροΐζουν αντί για τ' αγόρια. Όσο κι αν προσπάθησε να κάνει αλλιώς, πάντα οι σφενταμιές νικούσαν τα παιδιά και αυτό δεν το συγχωρούσε στη μνήμη της.
   Όταν έφυγε και το τελευταίο ίχνος χαμομηλιού, έκανε το γύρο ως το μπροστινό μέρος του σπιτιού, μαζεύοντας στο δρόμο τα παπούτσια και τις κάλτσες της. Σαν μια ακόμη τιμωρία της απαίσιας μνήμης της, στη βεράντα, κάπου δέκα μέτρα πιο κει, ήταν ο Πωλ Ντη, ο τελευταίος από τους άντρες του Ζεστού Σπιτικού. Και παρ' όλο που δε θα μπορούσε ποτέ να παραγνωρίσει το πρόσωπό του, τον ρώτησε: "Εσύ είσαι;"
   "Ό,τι απέμεινε". Σηκώθηκε και χαμογέλασε. "Πώς είσαι, κορίτσι μου, εκτός από ξυπόλητη;"
   Όταν γέλασε, το γέλιο της βγήκε αυθόρμητο και νεανικό. "Έκανα χάλια τα πόδια μου εκεί πίσω. Χαμομήλι".
   Μόρφασε λες και είχε δοκιμάσει μια κουταλιά από κάτι πικρό.
   "Ούτε να τ' ακούσω θέλω. Πάντα το σιχαινόμουν".
   Η Σηθ τύλιξε τις κάλτσες της και τις έχωσε στην τσέπη. "Έλα μέσα".
   "Μια χαρά είν' η βεράντα, Σηθ. Έχει δροσιά έξω".
   Κάθησε πάλι και κοίταξε το λιβάδι στην άλλη μεριά του δρόμου, ξέροντας ότι τα μάτια του θα έδειχναν τη λαχτάρα που ένιωθε.
   "Δεκαοχτώ χρόνια", του είπε σιγανά.
   "Δεκαοχτώ", επανέλαβε αυτός. "Κι ορκίζομαι ότι τα περπάτησα όλα. Πειράζει να σε μιμηθώ;" Έδειξε προς τα πόδια της και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του.
   "Θες να τα μουλιάσεις; Θα σου φέρω μια λεκάνη νερό". Προχώρησε προς το μέρος του για να μπει στο σπίτι.
   "Όχι, α μπα! Δεν είμαι για μαλακά πόδια. Έχουν πολύ δρόμο ακόμα μπροστά τους".
   "Δεν μπορείς να φύγεις αμέσως, Πωλ Ντη. Πρέπει να μείνεις λίγο".
   "Μέχρι να δω την Μπέμπα Σαγκς. Πού είναι;"
   "Πέθανε".
   "Όχι! Πότε;"
   "Παν οχτώ χρόνια. Σχεδόν εννιά".
   "Ήταν σκληρό; Ελπίζω να μην είχε σκληρό θάνατο".
   Η Σηθ κούνησε το κεφάλι. "Μαλακός σαν βούτυρο. Το σκληρό ήταν η ζωή της. Κρίμα που δεν τη βρήκες, πάντως. Γι' αυτό ήρθες;"
   "Και γι' αυτό. Τα υπόλοιπα είσ' εσύ. Όμως, για να πω την αλήθεια, πάω οπουδήποτε. Όπου μ' αφήσουν να καθήσω".
   "Μια χαρά είσαι".
   "Μπερδεύτηκε ο διάβολος. Μ' αφήνει να 'χω καλή όψη, αρκεί να 'μαι κακά". Την κοίταξε και η λέξη «κακό» πήρε άλλο νόημα.
   Η Σηθ χαμογέλασε. Έτσι ήταν -ανέκαθεν. Όλοι οι άντρες του Ζεστού Σπιτικού, πριν και μετά τον Χαλ, της φέρονταν ερωτοτροπώντας ανάλαφρα κι αδερφικά, τόσο ανεπαίσθητα, που έπρεπε να ξύσεις για να το βρεις.
   Εκτός από το θύσανο των μαλλιών και την αναμονή στα μάτια ήταν απαράλλαχτος όπως στο Κεντάκυ. Δέρμα ροδάκινο και πέτρα· ίσια πλάτη. Ήταν εκπληκτικό πώς το ακίνητό του πρόσωπο μπορούσε τόσο εύκολα να χαμογελάσει, ν' αστράψει ή να σε λυπηθεί. Λες και το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να τραβήξεις την προσοχή του και αμέσως σου 'δινε το συναίσθημα ότι είσαι συναίσθημα. Μ' ένα παίξιμο του ματιού, το πρόσωπό του έμοιαζε αλλιώτικο -από κάτω του κρυβόταν η δράση.
   "Δε χρειάζεται να ρωτήσω για κείνον, έτσι; Αν είχες κάτι να μου πεις, θα μου το 'λεγες, ε;" Η Σηθ χαμήλωσε το βλέμμα στα πόδια της και είδε πάλι τις σφενταμιές.
   "Θα σ' το 'λεγα. Και βέβαια θα σ' το 'λεγα. Δεν ξέρω περισσότερα απ' όσα ήξερα τότε". Εκτός από τον κάδο, σκέφτηκε, όμως δε χρειάζεται να το μάθεις. "Να τον έχεις για ζωντανό".
   "Όχι. Τον έχω για νεκρό. Μόνο η αβεβαιότητα τον κάνει ζωντανό".
   "Τι έλεγε η Μπέμπα Σαγκς;"
   "Το ίδιο, αλλά αν την άκουγες, όλα της τα παιδιά ήταν πεθαμένα. Έλεγε ότι είχε νιώσει την ώρα και τη στιγμή που έφυγε το καθένα τους".
   "Πότε είπε ότι πέθανε ο Χαλ;"
   "Το χίλια οχτακόσια πενήντα πέντε. Τη μέρα που γεννήθηκε το μωρό μου". 
   "Το γέννησες, λοιπόν, εκείνο το μωρό; Δεν πίστευα ότι θα τα κατάφερνες". Κρυφογέλασε. "Να το σκάσεις έγκυος".
   "Έπρεπε. Δεν μπορούσα να περιμένω". Χαμήλωσε το κεφάλι της και σκέφτηκε, κι αυτός μαζί της, πόσο απίθανο ήταν να τα καταφέρει. Κι αν δεν ήταν το κορίτσι που έψαχνε για βελούδο, δε θα τα κατάφερνε ποτέ.
   "Και μάλιστα ολομόναχη". Ήταν περήφανος γι' αυτήν και ενοχλημένος μαζί της. Περήφανος που τα είχε καταφέρει· ενοχλημένος επειδή δε χρειάστηκε ούτε τον Χαλ ούτε τον ίδιο για να το κάνει.
   "Σχεδόν μόνη. Όχι ολομόναχη. Ένα λευκό κορίτσι με βοήθησε".
   "Τότε βοήθησε και τον εαυτό της, ας τη φυλάει ο Θεός".
   "Μπορείς να μείνεις εδώ το βράδυ, Πωλ Ντη".
   "Δεν προσφέρεσαι με την καρδιά σου". 
   Η Σηθ κοίταξε πάνω απ' τον ώμο του στην κλειστή πόρτα.
   "Ω, αλήθεια το λέω. Ελπίζω μόνο να με συχωρέσεις για το σπίτι. Έλα μέσα. Μίλα με την Ντένβερ, όσο να σας μαγειρέψω κάτι".
   Ο Πωλ Ντη έδεσε τα παπούτσια του το 'να με τ' άλλο, τα 'ριξε στον ώμο και την ακολούθησε μέσα απ' την πόρτα, σε μια λίμνη κόκκινου κυματιστού φωτός που τον καθήλωσε στη θέση του.
   "Έχεις παρέα;" ψιθύρισε συνοφρωμένος.
   "Πού και πού", είπε η Σηθ.
   "Θεέ μου". Οπισθοχώρησε από την πόρτα στη βεράντα. "Τι είδους κακό έχεις εδώ μέσα;"
   "Δεν είναι κακό, θλιμμένο μόνο. Έλα. Μπες μέσα".
   Τότε την κοίταξε προσεχτικά. Πιο προσεχτικά απ' όταν την έβλεπε να κάνει το γύρο του σπιτιού με βρεμένα, αστραφτερά πόδια, με τα παπούτσια και τις κάλτσες στο ένα χέρι και τη φούστα της στο άλλο. Το κορίτσι του Χαλ -με τα σιδερένια μάτια και την ανάλογη δύναμη. Στο Κεντάκυ ποτέ δεν είχε δει τα μαλλιά της. Κι ας ήταν το πρόσωπό της δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερο από τότε που την είδε για τελευταία φορά, τώρα ήταν πιο γλυκό. Χάρη στα μαλλιά. Πρόσωπο υπερβολικά ήρεμο για παρηγοριά· ίριδες στο ίδιο χρώμα με το δέρμα της, που στο ήρεμο πρόσωπο τού θύμιζε μάσκα με σπλαχνικά τρυπημένα τα μάτια. Η γυναίκα του Χαλ. Έγκυος κάθε χρόνο, ακόμα και τη χρονιά που κάθησε στη φωτιά και του είπε ότι ήθελε να το σκάσει. Τα τρία παιδιά της τα είχε ήδη φορτώσει σ' ένα βαγόνι γεμάτο κόσμο, σ' ένα καραβάνι νέγρων που περνούσε τον ποταμό. Θα τ' άφηναν στη μητέρα του Χαλ, κοντά στο Σινσινάτι. Ακόμα και μες στη μικρή καλύβα, τόσο κοντά στη φωτιά που μύριζες τη ζεστασιά του ρούχου της, τα μάτια της δεν έπαιρναν ούτε μια σπίθα από το φως. Ήταν σαν δυο πηγάδια που ένιωθε άσχημα να τα κοιτά. Ακόμα και τρυπημένα, έπρεπε να καλυφθούν, να σφραγιστούν, να σημαδευτούν με σημάδι που θα προειδοποιούσε τον κόσμο για το τι έκρυβε αυτό το κενό. Κι έτσι αυτός κοίταζε τη φωτιά, όσο του μιλούσε, μιας και ο άντρας της δεν ήταν εκεί για να του τα πει. Ο κύριος Γκάρνερ είχε πεθάνει και η γυναίκα του είχε έναν όγκο στο λαιμό, μεγάλο σαν γλυκοπατάτα και δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν. Έσκυβε προς τη φωτιά όσο την άφηνε η φουσκωμένη κοιλιά της και μιλούσε σ' αυτόν, στον Πωλ Ντη, τον τελευταίο από τους άντρες του Ζεστού Σπιτικού.
   Ήταν έξι άντρες που ανήκαν στο κτήμα, η Σηθ η μόνη γυναίκα. Η κυρία Γκάρνερ, κλαίγοντας σαν μωρό, είχε πουλήσει τον αδερφό του για να ξεπληρώσει τα χρέη που βγήκαν στην επιφάνεια μόλις χήρεψε. Ο δάσκαλος είχε έρθει για να βάλει τάξη στα πράγματα. Αυτά όμως που έκανε τσάκισαν τρεις ακόμα άντρες του Ζεστού Σπιτικού και τρύπησαν το σπινθηροβόλο σίδερο των ματιών της Σηθ, αφήνοντας δύο ανοιχτά πηγάδια που δεν αντανακλούσαν τη λάμψη της φωτιάς.
   Τώρα, το σίδερο είχε επιστρέψει, όμως το πρόσωπο που το γλύκαιναν τα μαλλιά, τον έκαναν να την εμπιστευθεί και να κάνει ένα βήμα μέσα απ' τον κρότο της πόρτας της στη λίμνη του σφύζοντος κόκκινου φωτός.
   Είχε δίκιο. Ήταν θλιμμένο. Καθώς το διέσχιζε, ένα κύμα θλίψης τον μούσκεψε τόσο βαθιά που ήθελε να κλάψει. Ο δρόμος μέχρι το κανονικό φως που τύλιγε το τραπέζι, του φάνηκε μακρύς, όμως τα κατάφερε -με μάτια στεγνά και τύχη.
   "Είπες ότι πέθανε μαλακά. Μαλακά σαν βούτυρο", της θύμισε.
   "Δεν είναι η Μπέμπα Σαγκς", είπε.
   "Τότε, ποιος είναι;"
   "Η κόρη μου. Αυτή που έστειλα μαζί με τ' αγόρια".
   "Δεν έζησε;"
   "Όχι. Μόνο αυτό που είχα μέσα μου όταν έφυγα, μου απέμεινε. Παν και τ' αγόρια. Και οι δυο τους έφυγαν λίγο πριν πεθάνει η Μπέμπα Σαγκς".
   Ο Πωλ Ντη κοίταξε το σημείο όπου τον είχε μουσκέψει η θλίψη. Το κόκκινο είχε χαθεί, αλλ' εκεί που ήταν κάτι σαν θρήνος έμενε στον αέρα.
   Καλύτερα, σκέφτηκε. Όταν ο νέγρος έχει ποδάρια, πρέπει να τα χρησιμοποιεί. Αν κάτσει πολύ, κάποιος θα βρει έναν τρόπο να του τα δέσει. Αλλά πάλι... αφού είχαν φύγει τ' αγόρια της...
   "Δεν έχεις άντρα; Είσαι ολομόναχη εδώ;"
   "Είναι κι η Ντένβερ", είπε.
   "Και είσ' εντάξει;"
   "Είμ' εντάξει".
   Είδε την αμφιβολία του και πρόσθεσε. "Μαγειρεύω σ' ένα εστιατόριο στην πόλη. Και ράβω πού και πού στα κρυφά".
   Τότε ο Πωλ Ντη χαμογέλασε, γιατί θυμήθηκε το φόρεμα του γάμου. Η Σηθ ήταν δεκατριών χρονών, όταν ήρθε στο Ζεστό Σπιτικό κι είχε κιόλας σίδερο στα μάτια. Ήταν ένα δώρο για την κυρία Γκάρνερ πάνω που είχε χάσει την Μπέμπα Σαγκς, εξαιτίας των υψηλών αρχών του συζύγου της. Οι πέντε άντρες του Ζεστού Σπιτικού κοίταξαν το καινούργιο κορίτσι και αποφάσισαν να τ' αφήσουν ήσυχο. Ήταν νέοι και είχαν τόσο αρρωστήσει από την έλλειψη γυναικών. Ωστόσο, άφησαν ήσυχο το κορίτσι με το σίδερο στα μάτια, για να διαλέξει μόνη της, παρ' όλο που ο καθένας τους ήταν έτοιμος να δαρθεί με τους άλλους για να την αποκτήσει. Έκανε ένα χρόνο να διαλέξει -ένα μακρύ, δύσκολο χρόνο, που κυλιούνταν στ' αχυροστρώματα με τα όνειρά της να τους τρώνε. Ένα χρόνο λαχτάρας, όπου ο βιασμός φαινόταν μοναχικό δώρο της ζωής. Συγκρατήθηκαν μόνο και μόνο επειδή ήταν άντρες του Ζεστού Σπιτικού -αυτοί που ήταν καμάρι του κυρίου Γκάρνερ, ενώ οι άλλοι κτηματίες κουνούσαν το κεφάλι προειδοποιώντας τον για τα λόγια του.
   "Όλοι έχετε αρσενικούς", τους έλεγε. "Νέους, γέρους, θεριστές, ακονιστές. Στο Ζεστό Σπιτικό, οι νέγροι μου είναι όλοι άντρες. Έτσι τους αγόρασα, έτσι τους μεγάλωσα. Είναι όλοι άντρες".
   "Μακάρι να 'σαι εξαίρεση, Γκάρνερ. Δεν υπάρχουν νέγροι άντρες".
   "Αν τους φοβάσαι, δεν υπάρχουν". Ο Γκάρνερ χαμογελούσε πλατιά. "Αν όμως είσαι άντρας, τότε θα θες άντρες και τους νέγρους σου".
   "Δε θ' άφηνα νέγρους άντρες να τριγυρίζουν τη γυναίκα μου".
   Αυτή την αντίδραση ήθελε και λαχταρούσε ο Γκάρνερ. "Ούτ' εγώ", έλεγε. "Ούτ' εγώ", και πάντα γινόταν μια παύση, προτού ο γείτονας ή ο ξένος, ο γυρολόγος ή ο γαμπρός ή όποιος άλλος ήταν, συλλάβει το νόημα. Έπειτα ένας γερός καβγάς, καμιά φορά και συμπλοκή, και ο Γκάρνερ γυρνούσε σπίτι χτυπημένος κι ευχαριστημένος, έχοντας για άλλη μια φορά αποδείξει τι ήταν ένας αληθινός άντρας του Κεντάκυ: ένας άντρας τόσο σκληρός και έξυπνος, που να φτιάχνει και να ονομάζει τους νέγρους του άντρες.
   Και τέτοιοι ήταν: Ο Πωλ Ντη Γκάρνερ, ο Πωλ Ερ Γκάρνερ, ο Πωλ Έη Γκάρνερ, ο Χαλ Σαγκς και ο Εξάρης, ο άγριος. Όλοι εικοσάρηδες, χωρίς γυναίκες, να ονειρεύονται το βιασμό, να κυλιούνται στ' αχυροστρώματα, να τρίβουν τα μεριά τους και να περιμένουν το καινούργιο κορίτσι -αυτό που πήρε τη θέση της Μπέμπας Σαγκς, όταν ο Χαλ την αγόρασε με πέντε χρόνια Κυριακές. Ίσως γι' αυτό να τον διάλεξε. Ένας εικοσάχρονος άντρας που αγαπάει τόσο τη μάνα του ώστε να παρατάει πέντε χρόνων αργίες για να τη δει να ξεκουράζεται, έχει όλα τα προσόντα.
   Περίμενε ένα χρόνο. Και οι άντρες του Ζεστού Σπιτικού την περίμεναν. Διάλεξε τον Χαλ και για το πρώτο τους πλάγιασμα έραψε ένα φόρεμα στα κρυφά.
   "Δε θα μείνεις λίγο; Δεκαοχτώ χρόνια δεν αναπληρώνονται σε μια μέρα".
   Μες στη σκοτεινιά του δωματίου όπου κάθονταν, μια λευκή σκάλα σκαρφάλωνε προς τη γαλανόλευκη ταπετσαρία του δεύτερου ορόφου. Ο Πωλ Ντη μόνο την αρχή της μπορούσε να διακρίνει· καθαρές κηλίδες κίτρινο, διάσπαρτες σε μια χιονοθύελλα λευκού σε μπλε φόντο. Το αστραφτερό λευκό της κουπαστής και των σκαλοπατιών τού τραβούσε το βλέμμα. Όλες του οι αισθήσεις τού έλεγαν ότι ο αέρας πάνω απ' τη σκάλα ήταν γεμάτος μάγια και αραιός. Όμως, το κορίτσι που κατέβηκε μέσ' απ' αυτόν τον αέρα ήταν στρογγυλό και σοκολατί, με το πρόσωπο μιας έξυπνης κούκλας.
   Ο Πωλ Ντη κοίταξε το κορίτσι κι έπειτα τη Σηθ, που είπε χαμογελώντας: "Να η Ντένβερ μου. Γλυκιά μου, αυτός είναι ο Πωλ Ντη από το Ζεστό Σπιτικό".
   "Καλημέρα, κύριε Ντη". 
   "Γκάρνερ, μωρό μου. Πωλ Ντη Γκάρνερ".
   "Μάλιστα, κύριε".
   "Χαίρομαι που σε βλέπω. Την τελευταία φορά που σε είχα δει, τσίτωνες την ποδιά της μαμάς σου".
   "Ακόμα αυτό κάνει", χαμογέλασε η Σηθ, "αρκεί να καταφέρει να χωθεί από κάτω".
   Η Ντένβερ στεκόταν στο τελευταίο σκαλί και ξαφνικά άναψε από ντροπή. Είχε περάσει πολύς καιρός αφότου κάποιος (καλοπροαίρετη λευκή, παπάς, κήρυκας ή δημοσιογράφος) είχε καθήσει στο τραπέζι τους, με τη συμπόνια της φωνής του να διαψεύδεται από την απέχθεια στα μάτια του. Για δώδεκα χρόνια, πολύ πριν πεθάνει η γιαγιά Μπέμπα, δεν υπήρχε κανένας επισκέπτης και, βέβαια, κανένας φίλος. Κανένας μαύρος. Και βέβαια, κανένας άντρας στο χρώμα του φουντουκιού, με μακριά μαλλιά, χωρίς σημειωματάριο, χωρίς μολύβι, χωρίς πορτοκάλια, χωρίς ερωτήσεις. Κάποιος που η μητέρα της ήθελε να του μιλά, και μάλιστα να του μιλά ξυπόλητη. Μοιάζοντας ή μάλλον κάνοντας σαν κορίτσι και όχι σαν την ήρεμη, αγέρωχη γυναίκα που ήξερε η Ντένβερ σ' όλη της τη ζωή. Αυτήν που ποτέ δεν απέστρεφε το βλέμμα, αυτήν που όταν ένας άντρας ποδοπατήθηκε μέχρι θανάτου από μια φοράδα έξω απ' το Εστιατόριο του Σώγιερ, δε γύρισε αλλού το κεφάλι· κι όταν μια γουρούνα άρχισε να τρώει τα ίδια της τα μικρά, πάλι δεν γύρισε αλλού το κεφάλι. Κι όταν το πνεύμα του μωρού σήκωσε τον Εδώ Μικρέ και τον κοπάνησε πάνω στον τοίχο τόσο δυνατά που του έσπασε δυο πόδια και του στράβωσε το μάτι, τόσο δυνατά που είχε σπασμούς και μασούσε τη γλώσσα του, και πάλι η μητέρα της δεν είχε αποστρέψει το βλέμμα. Είχε πάρει ένα σφυρί, είχε ρίξει το σκυλί αναίσθητο, σκούπισε το αίμα και τα σάλια του, έβαλε το μάτι πίσω στη θέση του και έδεσε τα κόκαλα των ποδιών του. Συνήλθε, βουβό, χωρίς ισορροπία, μάλλον εξαιτίας του κακού ματιού του παρά των λυγισμένων του ποδιών και, χειμώνα - καλοκαίρι, με παγωνιά ή κάψα, κανείς δεν μπόρεσε να το πείσει να ξαναμπεί στο σπίτι.
   Και τώρα ήταν εδώ, αυτή η γυναίκα που είχε τόση ψυχραιμία ώστε να γιατρέψει ένα σκυλί τρελό από πόνο, να λικνίζει τα σταυρωμένα της πόδια και ν' αποστρέφει το βλέμμα από το κορμί της ίδιας της της κόρης. Λες και το μέγεθός του ήταν κάτι που δεν τ' άντεχε η όραση. Κι ούτ' εκείνη ούτ' εκείνος φορούσαν παπούτσια. Ξαναμμένη, ντροπαλή, η Ντένβερ ένιωθε μόνη. Όλες αυτές οι αναχωρήσεις: πρώτα τ' αδέρφια της, έπειτα η γιαγιά της -σοβαρές απώλειες, αφού δεν υπήρχαν άλλα παιδιά να τη βάλουν στη μέση στο παιχνίδι ούτε να κρεμαστούν με τα γόνατα από το κιγκλίδωμα της βεράντας της. Τίποτα απ' όλ' αυτά δεν είχε σημασία όσο η μητέρα της δεν απέστρεφε το βλέμμα όπως τώρα, κάνοντας την Ντένβερ να λαχταρά, να λαχταρά απ' την ψυχή της, ένα σημάδι μίσους από το βρέφος φάντασμα.
   "Είναι μια υπέροχη δεσποινίς", είπε ο Πωλ Ντη. "Υπέροχη. Έχει το γλυκό πρόσωπο του πατέρα της".
   "Ξέρετε τον πατέρα μου;"
   "Τον ήξερα. Τον ήξερα καλά".
   "Αλήθεια, μαμά;" Η Ντένβερ πάλεψε με την ανάγκη να ανασυντάξει τη στοργή της.
   "Φυσικά ήξερε τον πατέρα σου. Σ' το είπα, είν' απ' το Ζεστό Σπιτικό".
   Η Ντένβερ κάθησε στο τελευταίο σκαλί. Δεν υπήρχε άλλο μέρος να μπορεί να πάει με χάρη. Ήταν ζευγάρι όταν έλεγαν «Ο μπαμπάς σου» και «Ζεστό Σπιτικό», με τέτοιο τρόπο που φαινόταν ολοκάθαρα ότι και τα δύο ανήκαν σ' αυτούς, και όχι στην ίδια. Ότι η απουσία του πατέρα της δεν ήταν δική της. Κάποτε η απουσία ανήκε στη γιαγιά Μπέμπα -ένας γιος, που τον θρήνησε απαρηγόρητη γιατί ήταν αυτός που την είχε εξαγοράσει. Έπειτα, ήταν ο χαμένος άντρας της μητέρας της. Και τώρα, ήταν ο χαμένος φίλος αυτού του άντρα που είχε το χρώμα του φουντουκιού. Μόνο αυτοί που τον ήξεραν  («τον ήξερα καλά») μπορούσαν ν' απαιτούν την απουσία του για τον εαυτό τους. Όπως και μόνον αυτοί που ζούσαν στο Ζεστό Σπιτικό, μπορούσαν να το θυμούνται, να το ψιθυρίζουν και να κοιτάζονται με πλάγιες ματιές όσο μιλούσαν. Και πάλι πόθησε το βρέφος φάντασμα -η οργή του τη γοήτευε, εκεί που κάποτε την εξαντλούσε. Την εξαντλούσε.
   "Έχουμ' ένα φάντασμα εδώ μέσα", είπε, κι αυτό έπιασε. Δεν ήταν πια ζευγάρι. Η μητέρα της έπαψε να λικνίζει τα πόδια της και να κάνει σαν κοριτσάκι. Η ανάμνηση του Ζεστού Σπιτικού τραβήχτηκε από τα μάτια του άντρα, που για χάρη του εκείνη ήταν σαν κοριτσάκι. Σήκωσε γρήγορα τα μάτια του στην άσπρη αστραπή της σκάλας πίσω της.
   "Το άκουσα", είπε. "Θλιμμένο, όμως, είπε η μαμά σου. Όχι κακό".
   "Όχι, κύριε", είπε η Ντένβερ, "δεν είναι κακό. Αλλ' ούτε θλιμμένο".
   "Τι είναι τότε;"
   "Μαλωμένο. Μόνο και μαλωμένο".
   "Έτσι είναι;" Ο Πωλ Ντη γύρισε στη Σηθ.
   "Δεν ξέρω αν είναι μόνο", είπε η μάνα της Ντένβερ. "Ίσως μανιασμένο, όμως δεν καταλαβαίνω πώς είναι μόνο, όταν όλη την ώρα είναι μαζί μας".
   "Ίσως να θέλει κάτι δικό σου".
   Η Σηθ ανασήκωσε τους ώμους. "Μωρό είναι".
   "Η αδερφή μου", είπ' η Ντένβερ. "Πέθανε σ' αυτό το σπίτι".
   Ο Πωλ Ντη έξυσε τις τρίχες κάτω απ' το σαγόνι του. "Μου θυμίζει την ακέφαλη νύφη πίσω απ' το Ζεστό Σπιτικό. Θυμάσαι, Σηθ; Τριγύρναγε συνέχεια στα δάση".
   "Πώς να το ξεχάσω; Ήταν ανατριχιαστικό..."
   "Πώς και όσοι φύγατε απ' το Ζεστό Σπιτικό μιλάτε ακόμα συνέχεια γι' αυτό; Ας μένατε εκεί, αφού ήταν τόσο ζεστό".
   "Κορίτσι μου, σε ποιον μιλάς;"
   Ο Πωλ Ντη γέλασε. "Σωστά, σωστά. Έχει δίκιο, Σηθ. Δεν ήταν ζεστό και σίγουρα δεν ήταν σπιτικό". Κούνησε το κεφάλι.
   "Όμως, ήμασταν εκεί", είπε η Σηθ. "Όλοι μαζί. Το θυμόμαστε, θέλοντας και μη". Αναρρίγησε ελαφρά. Το δέρμα της κυμάτισε λιγάκι στο μπράτσο και το χάιδεψε για να το ηρεμήσει. "Ντένβερ", είπε, "άναψε τη μασίνα. Δεν κάνει να 'ρθει φίλος να μας δει και να μην τον ταΐσουμε".
   "Μην μπαίνεις σε κόπο για χάρη μου", είπε ο Πωλ Ντη.
   "Το ψωμί δεν είναι κόπος. Τα υπόλοιπα τα 'φερα από κει που δουλεύω. Μαγειρεύω που μαγειρεύω απ' τα χαράματα ως το μεσημέρι, ας φέρω τουλάχιστον φαΐ στο σπίτι. Λούτσους τρως;"
   "Αν δεν έχουν αντίρρηση, εγώ τους τρώω".
   Να τοι πάλι, σκέφτηκε η Ντένβερ. Γυρίζοντάς τους την πλάτη έσπρωξε τα προσανάμματα και παραλίγο να σβήσει τη φωτιά. "Γιατί δε μένετε εδώ το βράδυ, κύριε Γκάρνερ; Εσείς κι η μαμά θα μπορέσετε να μιλάτε όλη νύχτα για το Ζεστό Σπιτικό".
   Η Σηθ κινήθηκε γρήγορα προς τη μασίνα, όμως, προτού προλάβει ν' αρπάξει την Ντένβερ από το γιακά, το κορίτσι έσκυψε μπροστά κι άρχισε να κλαίει.
   "Τι έχεις πάθει; Πρώτη φορά φέρεσαι έτσι".
   "Άφησέ την", είπε ο Πωλ Ντη. "Της είμαι άγνωστος".
   "Αυτό λέω. Δεν έχει λόγο να κάνει καμώματα σ' έναν ξένο. Τι είναι, μωρό μου; Συνέβη τίποτα;"
   Όμως, η Ντένβερ τώρα έτρεμε, έκλαιγε μ' αναφιλητά και δεν μπορούσε να μιλήσει. Τα δάκρυα που δεν είχε χύσει για εννιά χρόνια έβρεχαν τα γυναικεία της στήθη.
   "Δεν αντέχω πια. Δεν αντέχω πια".
   "Δεν αντέχεις τι; Τι δεν αντέχεις;"
   "Δεν αντέχω να ζω εδώ. Δεν ξέρω πού να πάω ή τι να κάνω, όμως δεν αντέχω να ζω εδώ. Κανείς δε μας μιλάει. Κανείς δεν έρχεται. Τ' αγόρια δε με θέλουν. Ούτε και τα κορίτσια".
   "Καλή μου, καλή μου".
   "Γιατί λέει ότι κανείς δε σας μιλάει;" ρώτησε ο Πωλ Ντη.
   "Φταίει το σπίτι. Ο κόσμος δεν..."
   "Δε φταίει! Δε φταίει το σπίτι. Φταίμε εμείς! Και φταις εσύ!"
   "Ντένβερ!"
   "Άφησέ την, Σηθ! Είναι δύσκολο για ένα κορίτσι να ζει σε στοιχειωμένο σπίτι. Δεν είναι εύκολο".
   "Είναι ευκολότερο απ' άλλα πράματα".
   "Σκέψου, Σηθ. Είμαι μεγάλος. Τίποτα καινούργιο δεν έχω να δω ή να κάνω, και σου λέω ότι δεν είναι εύκολο. Ίσως θα 'πρεπε να μετακομίσετε. Ποιανού είναι το σπίτι;"
   Πάνω απ' τον ώμο της Ντένβερ, η Σηθ έριξε ένα βλέμμα όλο χιόνι στον Πωλ Ντη. "Τι σε νοιάζει;"
   "Δε σας αφήνουν να φύγετε;"
   "Όχι".
   "Σηθ".
   "Δε μετακομίζουμε. Δε φεύγουμε. Είμαστε μια χαρά".
   "Λες ότι είστε μια χαρά όταν το παιδί πάει να τρελαθεί;"
   Μες στο σπίτι κάτι τεντώθηκε, και μες στην προσεχτική σιωπή που ακολούθησε, η Σηθ μίλησε.
   "Έχω ένα δέντρο στην πλάτη μου κι ένα φάντασμα σπίτι μου, κι ανάμεσά τους τίποτα, εκτός απ' την κόρη που κρατώ στην αγκαλιά μου. Δε θα τρέξω να φύγω -απ' το τίποτα. Δε θα ξανατρέξω ποτέ μακριά απ' οτιδήποτε πάνω στη γη. Έκανα ένα ταξίδι και πλήρωσα το εισιτήριό μου -όμως, θα σου πω κάτι, Πώλ Ντη: παραήταν ακριβό! Μ' ακούς; Παραήταν ακριβό. Τώρα κάθησε να φας μαζί μας, αλλιώς άσε μας ήσυχες".
   Ο Πωλ Ντη ψαχούλεψε το γιλέκο του κι έβγαλε ένα σακουλάκι καπνό -στρέφοντας την προσοχή στο περιεχόμενο και στον κόμπο απ' το κορδόνι του, ενώ η Σηθ έσυρε την Ντένβερ μες στη σάλα, πέρα από το μεγάλο δωμάτιο, όπου καθόταν εκείνος. Δεν είχε τσιγαρόχαρτα, έτσι έπαιζε με το σακούλι και μέσ' απ' την ανοιχτή πόρτα άκουγε τη Σηθ να ηρεμεί την κόρη της. Όταν γύρισε, απέφυγε το βλέμμα του και πήγε ίσια σ' ένα τραπεζάκι δίπλα στη μασίνα. Του είχε γυρίσει την πλάτη κι αυτός μπορούσε να δει όσα μαλλιά ήθελε χωρίς να τον διασπά το πρόσωπό της.
   "Τι δέντρο έχεις στην πλάτη σου;"
   "Ε;"
   Η Σηθ ακούμπησε μια γαβάθα στο τραπέζι κι έσκυψε για να πιάσει τ΄αλεύρι.
   "Τι δέντρο έχεις στην πλάτη σου; Έχει φυτρώσει τίποτα στην πλάτη σου; Δε βλέπω να 'χει φυτρώσει τίποτα".
   "Έτσι κι αλλιώς, εκεί είναι".
   "Ποιος σ' το 'πε;"
   "Το λευκό κορίτσι. Έτσι τ' ονόμασε. Ποτέ μου δεν το 'χω δει ούτε θα το δω. Αυτή όμως μου είπε σαν τι μοιάζει. Σαν κερασιά. Κορμός, κλαριά, ακόμα και φύλλα. Μικρά, μικρούτσικα φύλλα κερασιάς. Πέρασαν όμως δεκαοχτώ χρόνια. Μπορεί να 'χει βγάλει πια κεράσια, πού να ξέρω".
   Η Σηθ έβαλε το δάχτυλο στην άκρη της γλώσσας και πήρε λίγο σάλιο. Με μια κίνηση γοργή κι ανάλαφρη άγγιξε τη σόμπα. Έπειτα, έσυρε τα δάχτυλά της στο αλεύρι, χωρίζοντάς το, διαιρώντας το σε λόφους και γραμμές, ψάχνοντας να βρει μαμούνια. Άμα είδε ότι ήταν καθαρό, έριξε σόδα κι αλάτι στην πτυχή της χούφτας της και τα πέταξε μες στο αλεύρι. Ύστερα, άπλωσε το χέρι της σ' ένα δοχείο και πήρε μισή χούφτα λαρδί. Το ζύμωσε επιδέξια μαζί με τ' αλεύρι κι έπειτα ραντίζοντας νερό με τ' αριστερό της χέρι, έπλασε τη ζύμη.
   "Είχα γάλα", είπε. "Ήμουν έγκυος στη Ντένβερ, αλλά είχα γάλα για τη μικρή μου. Δεν την είχα αποκόψει ακόμα, όταν την έστειλα μαζί με τον Χάουαρντ και τον Μπάγκλαρ".
   Τώρα άπλωνε τη ζύμη με τον πλάστη. "Μύριζα από μακριά, δε χρειαζόταν καν να με δουν. Κι όταν μ' έβλεπαν, θα ξεχώριζαν λεκέδες από γάλα στο μπούστο μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι έπρεπε να δώσω το γάλα μου στο κοριτσάκι μου. Καμιά δεν μπορούσε να τη θηλάσει σαν εμένα. Καμιά δε θα της το 'δινε στην ώρα του ούτε θα τη σταμάταγε όταν θα 'χε φάει αρκετά, χωρίς να το ξέρει. Καμιά δεν ήξερε ότι δεν μπορούσε να ρευτεί αν την κρατούσες όρθια στον ώμο σου παρά μόνο όταν ξάπλωνε στην ποδιά μου. Καμιά δεν το 'ξερε, εκτός από μένα, και καμιά δεν είχε το γάλα της, εκτός από μένα. Το είχα πει στις γυναίκες στο βαγόνι. Τους είχα πει να βρέξουν ένα πανί με ζαχαρόνερο, για να το ρουφάει, και να μη με ξεχάσει ώσπου να πάω να τη βρω. Το γάλα μου θα 'ταν εκεί και μαζί του κι εγώ".
   "Οι άντρες δεν ξέρουν πολλά", είπε ο Πωλ Ντη, χώνοντας πάλι την καπνοσακούλα στην τσέπη του γιλέκου, "όμως ξέρουν ότι τα βυζανιάρικα δεν μπορούν ν' αποχωριστούν για πολύ τη μάνα τους".
   "Τότε ξέρουν τι σημαίνει να στέλνεις τα παιδιά σου μακριά, όταν τα στήθη σου είναι γεμάτα". 
   "Μιλούσαμε για ένα δέντρο, Σηθ".
   "Μόλις σ' άφησα, μπήκαν εκείνα τ' αγόρια και μου πήραν το γάλα. Γι' αυτό είχαν έρθει. Μ' έβαλαν κάτω και το πήραν. Το είπα στην κυρία Γκάρνερ. Είχε τον όγκο και δεν μπορούσε να μιλήσει, μα τα μάτια της ανάβλυζαν δάκρυα. Τ' αγόρια ανακάλυψαν ότι είχα μιλήσει. Ο δάσκαλος έβαλε έναν τους να μου ανοίξει την πλάτη, και όταν έκλεισε, έγινε ένα δέντρο. Ακόμα εκεί φυτρώνει".
   "Σε χτύπησαν με πετσί;"
   "Και μου πήραν το γάλα". 
   "Σε χτύπησαν και ήσουν έγκυος;"
   "Και μου πήραν το γάλα!"
   Οι χοντροί λευκοί κύκλοι της ζύμης στρώθηκαν σε σειρές στο ταψί. Γι' άλλη μια φορά, η Σηθ άγγιξε με το υγρό δάχτυλό της τη σόμπα. Άνοιξε την πόρτα του φούρνου κι έσπρωξε μέσα το ταψί με τα φρατζολάκια. Καθώς σηκωνόταν από τη ζέστη, ένιωσε τον Πωλ Ντη πίσω της και τα χέρια του να της κρατούν τα στήθη. Ίσιωσε την πλάτη και ήξερε, χωρίς να μπορεί να το νιώσει, ότι το μάγουλό του είχε κολλήσει στα κλαδιά της κερασιάς της.
   Χωρίς καν να προσπαθήσει, είχε γίνει απ' αυτούς τους άντρες που μπαίνουν σ' ένα σπίτι και κάνουν τις γυναίκες να κλαίνε. Επειδή μαζί του, μπροστά του, μπορούσαν να κλάψουν. Ο τρόπος του είχε μια ευλογία. Οι γυναίκες τον έβλεπαν κι ήθελαν να κλάψουν -να του πουν ότι τους πονούσε το στήθος, τους πονούσαν τα γόνατα. Γυναίκες σοφές και δυνατές τον είδαν και του είπαν τα πράγματα που έλεγαν μονάχα μεταξύ τους: ότι καιρόν πολύ μετά την Αλλαγή της Ζωής, ο πόθος μέσα τους είχε γίνει ξαφνικά τεράστιος, άπληστος, πιο άγριος κι από τα δεκαπέντε τους, κι ότι τις έκανε να ντρέπονται και να λυπούνται· ότι μέσα τους λαχταρούσαν να πεθάνουν -για ν' απαλλαγούν απ' αυτόν τον πόθο- ότι ο ύπνος τους ήταν πιο πολύτιμος απ' οποιαδήποτε μέρα που ξυπνά. Νέα κορίτσια τον ζύγωναν δειλά για να του εξομολογηθούν ή να του περιγράψουν πόσο καλοντυμένοι ήταν οι επισκέπτες που τις ακολουθούσαν μέσα απ' τα όνειρα. Κι έτσι, παρ' όλο που δεν καταλάβαινε γιατί, δεν παραξενεύτηκε όταν η Ντένβερ έχυσε δάκρυα μες στη φωτιά. Ούτε όταν, δεκαπέντε λεπτά αργότερα, η μητέρα της, αφού του μίλησε για το κλεμμένο της γάλα, έκλαψε κι εκείνη. Πίσω της, σκυμμένος, με το κορμί του αψίδα της ευγένειας, κρατούσε τα στήθη της στις παλάμες των χεριών του. Έτριψε το μάγουλό του στη ράχη της κι έτσι, έμαθε τη θλίψη της, τις ρίζες αυτής της θλίψης· τον φαρδύ κορμό και τα μπλεγμένα κλαριά της. Υψώνοντας τα δάχτυλα στα θηλύκια του φορέματός της, ήξερε χωρίς να δει και χωρίς ν' ακούσει αναστεναγμό, ότι τα δάκρυά της κυλούσαν ποτάμι. Κι όταν το μπούστο του φορέματός της είχε κατέβει στους γοφούς, και είδε το ανάγλυφο της πλάτης της, σαν διακόσμηση κάποιου σιδερά με τη μανία της επίδειξης, σκέφτηκε, χωρίς να το πει: «Ω! Θεέ μου, κορίτσι μου». Και δεν μπορούσε να βρει ησυχία, ώσπου ν' αγγίξει κάθε του ύψωμα και φύλλο με το στόμα του, πράγμα που η Σηθ δεν μπορούσε να αισθανθεί, γιατί το δέρμα της πλάτης της ήταν νεκρό από χρόνια. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι επιτέλους η ευθύνη για τα στήθη της βρισκόταν σ' άλλα χέρια.
   Θα υπήρχε λίγος χώρος, αναρωτιόταν, λίγος χρόνος, κάποιος τρόπος να κρατηθεί μακριά απ' την ταραχή, να σπρώξει τις δουλειές στις γωνιές του δωματίου κι απλώς να σταθεί εκεί ένα - δυο λεπτά, γυμνή από τους ώμους ως τη μέση, ξαλαφρωμένη από το βάρος των μαστών της, μυρίζοντας ξανά το κλεμμένο γάλα και την ηδονή του να ψήνεις ψωμί; Ίσως αυτή τη μοναδική φορά να μπορούσε να σταθεί με την ακινησία της νεκρής καθώς μαγείρευε το φαγητό -χωρίς καν να φύγει από τη μασίνα- και να νιώσει τον πόνο που έπρεπε να νιώθει η πλάτη της. Να εμπιστεύεται και να θυμάται, επειδή ο τελευταίος από τους άντρες του Ζεστού Σπιτικού ήταν εκεί για να την πιάσει μόλις βούλιαζε;
   Η μασίνα δεν έτριξε για να προσαρμοστεί στη ζέστη της. Η Ντένβερ δεν κινιόταν στο διπλανό δωμάτιο. Οι παλμοί του κόκκινου φωτός δεν ξαναφάνηκαν και ο Πωλ Ντη είχε να νιώσει ρίγος από το 1856, που έτρεμε για ογδόντα τρεις μέρες συνέχεια. Κλειδωμένος κι αλυσοδεμένος, τα χέρια του έτρεμαν τόσο πολύ που δεν μπορούσε να καπνίσει, ή να ξυθεί καλά καλά. Τώρα, έτρεμε πάλι, αυτή τη φορά, όμως, στα πόδια. Του πήρε λίγη ώρα μέχρι να καταλάβει ότι δεν ήταν η ταραχή που έκανε τα πόδια του να τρέμουν, αλλά τα σανίδια· και δεν ήταν μόνο το πάτωμα που έτριζε και ταρακουνιόταν. Όλο το σπίτι ανεβοκατέβαινε. Η Σηθ γλίστρησε στο πάτωμα και πάλευε να ξαναβάλει το φόρεμά της. Ενώ ήταν στα τέσσερα, λες και προσπαθούσε να κρατήσει το σπίτι της στο χώμα, η Ντένβερ όρμησε από το σαλόνι, με τρόμο στα μάτια, μ' ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη.
   "Πανάθεμά το! Σιωπή!" Ο Πωλ Ντη φώναζε, έπεφτε, γύρευε κράτημα. "Φύγε απ' αυτό το μέρος! Χάσου από δω!" Ένα τραπέζι όρμησε προς το μέρος του κι αυτός το άρπαξε απ' το πόδι. Κατάφερε να σταθεί σε μια γωνιά και κρατώντας το τραπέζι από τα δύο πόδια, το στριφογύρισε, τσακίζοντας τα πάντα, ουρλιάζοντας στο σπίτι που ούρλιαζε. "Θες να παλέψεις, έλα! Πανάθεμά σε! Αρκετά τραβάει και χωρίς εσένα. Αρκετά τραβάει!"
   Το σκαμπανέβασμα καταλάγιασε σε σποραδικά ρίγη, όμως ο Πωλ Ντη δεν έπαψε να στριφογυρίζει το τραπέζι ώσπου όλα να γίνουν ατάραχα. Ιδρωμένος, λαχανιασμένος, ακούμπησε στον τοίχο, εκεί που ο μπουφές άφηνε ένα κενό. Η Σηθ ήταν ακόμα ζαρωμένη δίπλα στη σόμπα, σφίγγοντας τα σώα της παπούτσια στο στήθος της. Οι τρεις τους, η Σηθ, η Ντένβερ και ο Πωλ Ντη, ανάσαιναν στον ίδιο ρυθμό σαν ένας κουρασμένος άνθρωπος. Μια ακόμα ανάσα ήταν το ίδιο κουρασμένη.

   Έφυγε. Η Ντένβερ πλανήθηκε στη σιγαλιά μέχρι τη μασίνα. Έριξε στάχτες στη φωτιά και τράβηξε το ταψί με τα ψωμάκια απ' το φούρνο. Το ντουλάπι με τα βάζα της μαρμελάδας κείτονταν ανάσκελα, με το περιεχόμενό του σωριασμένο σε μια γωνιά του κάτω ραφιού. Πήρε ένα βάζο και γυρεύοντας ένα πιάτο, βρήκε μισό δίπλα στην πόρτα. Τα κουβάλησε όλα στα σκαλιά της βεράντας και κάθησε κάτω. 
   Οι δυο τους είχαν ανέβει εκεί πάνω. Με βήματα αθόρυβα, αλαφροπάτητοι, ανέβηκαν τα λευκά σκαλιά και την άφησαν κάτω. Ανασήκωσε το σύρμα από το βάζο κι ύστερα το καπάκι. Από κάτω είχε πανί και πιο κάτω μια λεπτή φλούδα κεριού. Τα 'βγαλε όλα και σώριασε τη μαρμελάδα στο μισό του μισού πιάτου. Πήρε ένα ψωμάκι και έβγαλε τη μαύρη του κόρα. Απ' τη λευκή του ψίχα, ο ατμός έκανε δαχτυλίδια.
   Είχε αποθυμήσει τ' αδέρφια της. Ο Χάουαρντ κι ο Μπάγκλαρ θα ήταν τώρα είκοσι δύο και είκοσι τριών χρονώ. Παρ' όλο που ήταν ευγενικοί μαζί της στην εποχή της ηρεμίας και της έδιναν όλη την κορφή του κρεβατιού, αυτή θυμόταν τα προηγούμενα: την ευχαρίστηση που ένιωθαν στριμωγμένοι στις άσπρες σκάλες -αυτή ανάμεσα στα γόνατα του Χάουαρντ, ή του Μπάγκλαρ- ενώ έφτιαχναν ιστορίες να - πεθάνεις- στρίγκλα! με τρόπους δοκιμασμένους που θα την έριχναν νεκρή. Και η Μπέμπα Σαγκς της έλεγε πολλά μέσα στη σάλα. Μύριζε σαν φλούδα την ημέρα και σαν φύλλα τη νύχτα, γιατί η Ντένβερ δεν μπορούσε να κοιμηθεί στο παλιό της δωμάτιο αφότου είχαν φύγει τ' αδέρφια της.
   Τώρα η μητέρα της ήταν επάνω μαζί με τον άντρα που έδιωξε τη μόνη αλλιώτικη παρέα της. Η Ντένβερ βούτηξε ένα κομμάτι ψωμί στη μαρμελάδα. Αργά, μεθοδικά, θλιβερά, το έφαγε. [...]

   Τα μυστικά της Ντένβερ ήταν γλυκά. Κάθε φορά με τη συντροφιά της άγριας βερόνικας, ώσπου ανακάλυψε την κολόνια. Το πρώτο μπουκάλι ήταν δώρο, το δεύτερο το 'κλεψε απ' τη μάνα της και το 'κρυψε μες στο πυξάρι, ώσπου πάγωσε και ράγισε. Ήταν η χρονιά που ο χειμώνας ήρθε βιαστικά την ώρα του φαγητού και έμεινε οχτώ μήνες. Μια χρονιά του Πολέμου, όταν η δεσποινίς Μπόντουιν, η λευκή, έφερε τα Χριστούγεννα κολόνια στη μάνα της και σ' αυτήν, πορτοκάλια στ' αγόρια κι ένα ακόμα καλό μάλλινο σάλι στην Μπέμπα Σαγκς. Καθώς μιλούσε για έναν πόλεμο γεμάτο νεκρούς, φαινόταν ευτυχισμένη -με πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο και παρ' όλο που η φωνή της έμοιαζε φωνή άντρα, αυτή μοσχοβολούσε σαν ένα δωμάτιο με λουλούδια- μια έξαψη που η Ντένβερ μπορούσε να 'χει ολόδική της στο πυξάρι. Πέρα, πίσω από το 124 ήταν ένα στενό χωράφι που σταματούσε σ' ένα δάσος. Στην πέρα πλευρά του δάσους, ένα ρυάκι. Σ' αυτά τα δάση, ανάμεσα στον αγρό και το ρυάκι, κρυμμένοι από ολόισιες βαλανιδιές, πέντε θάμνοι πυξαριού φυτρωμένοι σε κύκλο, άρχιζαν στο ενάμιση μέτρο απ' το χώμα ν' απλώνονται ο ένας προς τον άλλον κι έφτιαχναν ένα στρογγυλό, άδειο δωμάτιο, δύο μέτρα ψηλό, μ' ενάμιση μέτρο πάχος τοίχους από φύλλα που μουρμουρίζαν.
   Αν έσκυβε, η Ντένβερ μπορούσε να συρθεί μες στο δωμάτιο και εκεί να σταθεί ολόρθη μες στο σμαραγδένιο φως.
   Ξεκίνησε σαν σπιτάκι για τα παιχνίδια των παιδικών της χρόνων, όμως καθώς άλλαζαν οι λαχτάρες της, άλλαζε και το παιχνίδι. Ήσυχο, απομονωμένο και ολότελα μυστικό, εκτός από το ενοχλητικό σινιάλο της κολόνιας που μάγευε τα κουνέλια προτού τα ζαλίσει. Πρώτα, δωμάτιο για παιχνίδια (όπου η σιωπή ήταν πιο απαλή), έπειτα καταφύγιο (από τον τρόμο των αδερφών της), σύντομα ο τόπος έγινε στίγμα της. Στη σκιάδα εκείνη, οχυρωμένη από τις πληγές του πληγωμένου κόσμου, η φαντασία της Ντένβερ γεννούσε την ίδια της την πείνα και την ίδια της την τροφή, που χρειαζόταν επιτακτικά, γιατί η μοναξιά την εξαντλούσε. Την εξαντλούσε. Κρυμμένη και προφυλαγμένη στους ζωντανούς πράσινους τοίχους, ένιωθε ώριμη και καθαρή, και η σωτηρία ήταν εύκολη σαν μια ευχή.
   Κάποτε που ήταν μες στο πυξάρι, ένα φθινόπωρο πολύ πριν έρθει ο Πωλ Ντη να μείνει στο σπίτι με τη μητέρα της, ξαφνικά πάγωσε στον άνεμο που συνδυαζόταν με το άρωμα πάνω στο δέρμα της. Ντύθηκε, έσκυψε να βγει έξω και στάθηκε μέσα στο χιόνι που έπεφτε: ένα λεπτό, τσουχτερό χιόνι σαν την εικόνα που ζωγράφιζε η μητέρα της, όταν περιέγραφε το πώς γεννήθηκε η Ντένβερ, σ' ένα μονόξυλο, μ' ένα λευκό κορίτσι καβάλα, που τ' όνομά του της έδωσαν.
   Η Ντένβερ ριγώντας, πλησίασε στο σπίτι βλέποντάς το όπως πάντα σαν άνθρωπο και όχι σαν κτίσμα. Έναν άνθρωπο που έκλαιγε, αναστέναζε, έτρεμε και πάθαινε σπασμούς. Τα βήματα και το βλέμμα της ήταν προσεχτικά σαν παιδί που πλησιάζει έναν ιδιότροπο, ανήμπορο συγγενή (κάποιον εξαρτημένο αλλά περήφανο). Μια πανοπλία σκοτεινιάς έκρυβε όλα τα παράθυρα του σπιτιού, εκτός από ένα. Η αμυδρή του λάμψη ερχόταν από το δωμάτιο της Μπέμπας Σαγκς. Όταν η Ντένβερ κοίταξε μέσα, είδε τη μητέρα της γονατισμένη να προσεύχεται, πράγμα συνηθισμένο. Αυτό όμως που ήταν ασυνήθιστο (ακόμα και για ένα κορίτσι που έζησε όλη του τη ζωή σ' ένα σπίτι κατοικημένο απ' τη ζωντανή δράση των νεκρών) ήταν το λευκό φόρεμα που γονάτιζε δίπλα στη μάνα της και είχε περάσει το μανίκι του στη μέση της. Κι αυτό το τρυφερό αγκάλιασμα του μανικιού έκανε την Ντένβερ να θυμηθεί τις λεπτομέρειες της γέννησής της -αυτές και το λεπτό, τσουχτερό χιόνι όπου στεκόταν, σαν καρπός κοινών λουλουδιών. Το φόρεμα και μαζί η μητέρα της έμοιαζαν σαν δυο γυναίκες φίλες- η μια (το φόρεμα) βοηθούσε την άλλη. Και η μαγεία της γέννησής της, ή μάλλον το θαύμα της, ήταν μάρτυρας αυτής της φιλίας, όπως και τ' όνομά της.
   Εύκολα έκανε το βήμα μες στη γνωστή ιστορία που κείτονταν μπροστά στα μάτια της στο μονοπάτι που πήρε μακριά απ' το παράθυρο. Το σπίτι είχε μόνο μια πόρτα και για να φτάσεις εκεί από πίσω, έπρεπε να κάνεις όλον τον γύρο του 124 ως το μπροστικό μέρος, να περάσεις από την πρώτη αποθήκη, την κρύα αποθήκη, το αποχωρητήριο, την παράγκα, και ολόγυρα μέχρι τη βεράντα. Και για να φτάσει στο κομμάτι της ιστορίας που αγαπούσε πιο πολύ, έπρεπε ν' αρχίσει από παλιά: ν' ακούσει τα πουλιά στα πυκνά δάση, το τρίξιμο των φύλλων κάτω απ' τα πόδια· να δει τη μητέρα της να παίρνει το δρόμο για τους λόφους, όπου περίμενε να μην υπάρχουν σπίτια. Πώς η Σηθ περπατούσε με δυο πόδια που έπρεπε να μείνουν ακίνητα. Πώς είχαν πρηστεί τόσο πολύ που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την καμάρα, ή να νιώσει τους αστραγάλους της. Το κούτσουρο του ποδιού της κατέληγε σε μια μάζα κρέας στριφωμένη από πέντε νύχια. Όμως δεν μπορούσε, δεν ήθελε να σταματήσει, γιατί όταν σταμάτησε η μικρή αντιλόπη τής έμπηξε τα κέρατά της και όργωσε το έδαφος των σπλάχνων της με ανυπόμονες οπλές. Όσο περπατούσε, της φαινόταν ότι την έγδερνε ήσυχα -και έτσι περπατούσε, με δυο πόδια που στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης έπρεπε να μείνουν ακίνητα. Ακίνητα, κοντά σε μια τσαγιέρα· ακίνητα στον κάδο· ακίνητα στη σκάφη και τη σανίδα του σιδερώματος. Πηχτό, ξινό γάλα στο φόρεμά της τράβαγε κάθε μικρό πετούμενο, από τις σκνίπες ως τις ακρίδες. Ώσπου να φτάσει στην ποδιά του λόφου, είχε από ώρα πάψει να τ' αποδιώχνει. Η κλαγγή στο κεφάλι της άρχισε σαν καμπάνα μακρινής εκκλησίας κι έγινε σφιχτό καπέλο από κουδούνια που χτυπούσαν γύρω στ' αυτιά της. Βούλιαξε και έπρεπε να κοιτάξει για να δει αν βρισκόταν σε μια τρύπα ή γονάτιζε. Τίποτα δεν ήταν ζωντανό, πέρα απ' τις ρώγες της και τη μικρή αντιλόπη. Στο τέλος, βρέθηκε οριζόντια -ή έτσι πρέπει, γιατί λεπίδες από αγριοκρόμμυδα τής έξυναν τους κροτάφους και τα μάγουλα. Ανήσυχη για τη ζωή της μητέρας των παιδιών της, η Σηθ είπε στην Ντένβερ ότι θυμόταν τη σκέψη της: «Τουλάχιστον δε θα χρειαστεί να κάνω άλλο βήμα». Αν υπήρχαν σκέψεις που πέθαιναν,τέτοια ήταν κι αυτή και περίμενε τις διαμαρτυρίες της μικρής αντιλόπης, και η Σηθ δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί σκεφτόταν μια αντιλόπη, αφού ποτέ της δεν είχε δει. Υπέθεσε ότι θα ήταν κάτι που σκαρφίστηκε και της έμεινε προτού να πάει στο Ζεστό Σπιτικό, από τότε που ήταν μικρή. Από κείνο το μέρος όπου γεννήθηκε (ίσως Καρολίνα; Ή μήπως Λουιζιάνα;) θυμόταν μόνο τα τραγούδια και τους χορούς. Ούτε καν τη μητέρα της, που τής την έδειξε το οχτάχρονο παιδί που πρόσεχε τα μικρότερα -της την έδειξε σαν μια πλάτη ανάμεσα στις άλλες, στραμμένη προς το μέρος της, να σκύβει πάνω από ένα λασποχώραφο. Η Σηθ περίμενε υπομονετικά αυτή την ξεχωριστή πλάτη να φτάσει στην άκρη της σειράς και να σταθεί. Αυτό που είδε ήταν ένα πάνινο καπέλο σ' αντίθεση μ' ένα ψάθινο, ιδιομορφία αρκετή σ' έναν κόσμο από γυναίκες που γουργούριζαν και που όλες ονομάζονταν κυρά.
   "Σήθ-θε".
   "Ναι, κυρά".
   "Πρόσεχε το μωρό".
   "Ναι, κυρά".
   "Σήθ-θε". 
   "Ναι, κυρά".
   "Φέρε μέσα προσανάμματα".
   "Ναι, κυρά".
   Όμως, ω! όταν τραγουδούσαν. Και ω! όταν χόρευαν και μερικές φορές χόρευαν την αντιλόπη. Οι άντρες και μαζί οι κυράδες, που μια τους ήταν οπωσδήποτε δική της. Άλλαζαν σχήμα και γίνονταν αλλιώτικοι. Κάτι χωρίς αλυσίδες να ζητάει κάτι άλλο που τα πόδια του ήξεραν το σφυγμό της καλύτερα από την ίδια. Ακριβώς σαν αυτό στην κοιλιά της.
   "Λέω πως η κυρά αυτού του μωρού θα πεθάνει μες στ' αγριοκρόμμυδα πάνω στην καταραμένη όχθη του ποταμού Οχάιο". Αυτό σκεφτόταν κι αυτό είπε στην Ντένβερ. Έτσι ακριβώς. Και στο κάτω κάτω, δεν της φαινόταν άσχημο μπροστά στο βήμα που θα 'πρεπε να κάνει, όμως όταν σκέφτηκε τον εαυτό της να κείτεται νεκρός, ενώ η μικρή αντιλόπη θα συνέχιζε να ζει -για μια ώρα; μια μέρα; ένα μερόνυχτο;- μέσα στο άψυχο κορμί της, πόνεσε τόσο πολύ και έβγαλε τέτοιο μουγκρητό που κάποιος καθώς περπάταγε σ' ένα μονοπάτι δέκα μέτρα μακριά σταμάτησε και στάθηκε ακίνητος. Η Σηθ δεν τον είχε ακούσει να περπατά, ξαφνικά όμως τον άκουσε να στέκεται ακίνητος και μύρισε μαλλιά. Η φωνή που έλεγε «Ποιος είναι εκεί;» ήταν το μόνο που ήθελε για να καταλάβει ότι όπου να 'ταν θα την ανακάλυπτε κάποιο λευκό αγόρι. Ότι είχε κι αυτός μουχλιασμένα δόντια, και όρεξη. Ότι στην κόψη του πεύκου κοντά στον ποταμό Οχάιο, προσπαθώντας να φτάσει στα τρία της παιδιά, που το ένα τους πεινούσε για την τροφή που είχε πάνω της, ότι αφού εξαφανίστηκε ο άντρας της, ότι αφού της έκλεψαν το γάλα, της έκαναν πολτό τη ράχη, της ορφάνεψαν τα παιδιά, δε θα είχε γαλήνιο θάνατο. Όχι.
   Είπε στην Ντένβερ ότι κάτι βγήκε απ' τη γη και σκαρφάλωσε μέσα της -κάτι παγωμένο, που προχωρούσε, σαν μασέλες μέσα της. "Σαν να ήμουν παγωμένα σαγόνια που άλεθαν", είπε. Ξαφνικά λαχταρούσε τα μάτια του, να τα δαγκώσει· να μασήσει τα μάγουλά του.
   "Πεινούσα", είπε στην Ντένβερ, "πεινούσα όσο δεν έπαιρνε για τα μάτια του. Δεν άντεχα να περιμένω". 
   Έτσι στηρίχτηκε στον αγκώνα της και σύρθηκε, μια, δυο, τρεις, τέσσερις, προς τη νεαρή άσπρη φωνή που έλεγε: "Ποιος είναι εκεί πέρα;"
   "Έλα να δεις", σκεφτόμουν. "Θα 'ναι το τελευταίο πράγμα που θα δεις", και νά τα που ήρθαν τα πόδια, έτσι σκέφτηκα, εντάξει, από κει θ' αρχίσω, ας είναι θέλημα Θεού, θα του φάω τα πόδια. Τώρα γελάω, μα έτσι ήταν. Δεν ήμουν απλώς αποφασισμένη να το κάνω. Ήμουν λιμασμένη. Σαν φίδι. Όλη σαγόνια και πεινασμένη.
   "Δεν ήταν άσπρο αγόρι. Ήταν κορίτσι. Η πιο κουρελιάρα αλήτισσα που 'χεις δει κι έλεγε: "Για δες. Μια νέγρα. Αυτό πια κι αν είναι".
   Κι ερχόταν το κομμάτι που η Ντένβερ αγαπούσε περισσότερο απ' όλα.
   Την έλεγαν Έημι και χρειαζόταν κρέας και οινόπνευμα όσο κανείς στον κόσμο. Μπράτσα σαν καλάμια και μαλλιά που έφταναν για τέσσερα - πέντε κεφάλια. Μάτια που κινούνταν αργά. Ποτέ δεν έστρεφε το βλέμμα της κάπου γρήγορα. Μιλούσε τόσο πολύ που δεν καταλάβαινες πώς μπορούσε ν' ανασαίνει ταυτόχρονα. Κι αυτά τα καλάμια ήταν, όπως φάνηκε, δυνατά σαν σίδερο.
   "Είσαι το πιο τρομαγμένο πλάσμα που 'χω δει. Τι κάνεις εκεί πέρα;"
   Κάτω στα χορτάρια, σαν το φίδι που νόμιζε ότι ήταν, η Σηθ άνοιξε το στόμα, όμως αντί για δόντια και διχαλωτή γλώσσα ξεπήδησε η αλήθεια.
   "Έτρεχα", της είπε η Σηθ. Ήταν η πρώτη λέξη που είπε όλη μέρα και βγήκε δασιά από την τρυφερή της γλώσσα.
   "Μ' αυτά τα πόδια έτρεχες; Χριστέ μου". Κάθησε στις φτέρνες της και κοίταξε τα πόδια της Σηθ. "Έχεις τίποτα πάνω σου, κορίτσι μου, που να τρώγεται;"
   "Όχι". Η Σηθ προσπάθησε ν' ανακαθήσει μα δεν μπορούσε.
   "Μου 'ρχεται να πεθάνω από την πείνα". Το κορίτσι έστρεψε τα μάτια του αργά ψάχνοντας τις πρασινάδες τριγύρω. "Νόμιζα ότι θα 'βρισκα μύρτιλλα. Έτσι μου φάνηκε. Γι' αυτό ήρθα εδώ. Δεν περίμενα να βρω μια νέγρα. Μα και να είχε, θα τα 'φαγαν τα πουλιά. Σ' αρέσουν τα μύρτιλλα;"
   "Θα κάνω μωρό, κοπέλα μου".
   Η Έημι την κοίταξε.
   "Και γι' αυτό δεν έχεις όρεξη; Εγώ, πάντως, πρέπει να φάω κάτι".
   Χτενίζοντας τα μαλλιά με τα δάχτυλά της, εξέτασε για άλλη μια φορά προσεχτικά το τοπίο. Βέβαιη ότι δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο, σηκώθηκε να φύγει και μαζί της κι η καρδιά της Σηθ, μόλις σκέφτηκε ότι θα 'μενε μόνη στα χορτάρια χωρίς δόντι στο κεφάλι της.
   "Για πού πηγαίνεις, κοπέλα μου;"
   Γύρισε και κοίταξε τη Σηθ με μια καινούργια φωτιά στα μάτια.
   "Στη Βοστώνη. Να πάρω βελούδο. Είν' ένα μαγαζί που το λένε Ουίλσον. Είδα ζωγραφιές του κι έχουν το πιο όμορφο βελούδο. Δεν πιστεύουν ότι θα τα καταφέρω, εγώ όμως θα το πάρω".
   Η Σηθ έγνεψε και μετατόπισε τον αγκώνα της. "Ξέρει η κυρά σου ότι ψάχνεις για βελούδο;"
   Το κορίτσι τίναξε τα μαλλιά από το πρόσωπό του. 
   "Η μάνα μου δούλευε σ' αυτούς εδώ τους ανθρώπους για να πληρώσει το ταξίδι της. Ύστερα όμως μ' έκανε εμένα και επειδή πέθανε αμέσως μετά, ε! μου είπαν ότι έπρεπε να τους δουλέψω για να ξεχρεώσω. Τους δούλεψα, αλλά τώρα θέλω βελούδο".
   Δεν κοίταζαν ίσια η μια την άλλη ούτε κατάματα. Κι όμως, κύλησαν χωρίς προσπάθεια σε κουβεντολόι για το τίποτα -μόνο που η μια κείτονταν στο χώμα.
   "Βοστώνη", είπε η Σηθ. "Είναι μακριά;"
   "Αααα, ναι. Εκατό μίλια. Ίσως και περισσότερο".
   "Θα 'χει και πιο κοντά βελούδο".
   "Όχι σαν της Βοστώνης. Της Βοστώνης είναι το καλύτερο. Θα μου πάει πολύ. Το άγγιξες ποτέ σου;"
   "Όχι, κοπέλα μου. Ποτέ δεν άγγιξα βελούδο". Η Σηθ δεν ήξερε αν ήταν η φωνή, η Βοστώνη ή το βελούδο, όμως όσο το λευκό κορίτσι μιλούσε, το μωρό κοιμόταν. Ούτε μια κεφαλιά ή κλοτσιά, έτσι μάντεψε ότι η τύχη της είχε γυρίσει.
   "Το 'χεις δει ποτέ σου;" ρώτησε τη Σηθ. "Βάζω στοίχημα ότι ποτέ δεν το 'δες".
   "Κι αν το 'δα, δεν το ξέρω. Πώς είναι το βελούδο;"
   Η Έημι έσυρε τα μάτια της στο πρόσωπο της Σηθ, λες και δε θα 'δινε ποτέ μια τόσο εμπιστευτική πληροφορία σε κάποια εντελώς ξένη.
   "Πώς σε λένε;" ρώτησε.
   Όσο κι αν ήταν μακριά απ' το Ζεστό Σπιτικό, δεν υπήρχε λόγος να πει το πραγματικό της όνομα στον πρώτο άνθρωπο που έβλεπε.
   "Λου", είπε η Σηθ. "Με λένε Λου".
   "Λοιπόν, Λου, το βελούδο είναι σαν τον νεογέννητο κόσμο. Καθαρό και νέο και τόσο απαλό. Το βελούδο που είδα εγώ ήταν καφέ, αλλά στη Βοστώνη έχουν απ' όλα τα χρώματα. Άλικο. Αυτό θα πει κόκκινο, μα όταν μιλάς για το βελούδο, πρέπει να λες «άλικο»". Ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό κι έπειτα, σαν να 'ταν αρκετός ο χρόνος που 'χε χάσει μακριά από τη Βοστώνη, αποτραβήχτηκε λέγοντας: "Πρέπει να φύγω".
   Ψάχνοντας να βρει το δρόμο της μέσ' απ' τους θάμνους, γύρισε και φώναξε στη Σηθ: "Τι θα κάνεις, θα κάτσεις εκεί να γεννοβολήσεις;"
   "Δεν μπορώ να σηκωθώ", είπε η Σηθ.
   "Τι;" Σταμάτησε και γύρισε ν' ακούσει.
   "Είπα ότι δεν μπορώ να σηκωθώ".
   Η Έημι έσυρε το μπράτσο στη μύτη της και γύρισε αργά εκεί που κείτονταν η Σηθ.
   "Έχει ένα σπίτι εκεί πίσω", είπε.
   "Σπίτι;"
   "Μμμ μμμ, το προσπέρασα. Δεν είναι κανονικό σπίτι με ανθρώπους. Κάτι σαν υπόστεγο".
   "Πόσο μακριά είναι;" 
   "Τι σημασία έχει; Αν μείνεις τη νύχτα εδώ, θα σε φαν τα φίδια".
   "Δεν παν να με φαν. Εδώ δεν μπορώ να σταθώ, πού να περπατήσω κιόλας, κι ας με βοηθήσει ο Θεός, κοπέλα μου, δεν μπορώ ούτε να μπουσουλήσω".
   "Μπορείς, Λου. Έλα", είπε η Έημι και τινάζοντας τα μαλλιά που έφταναν για πέντε κεφάλια, προχώρησε προς το μονοπάτι.
   Έτσι, μπουσούλησε και η Έημι περπατούσε δίπλα της, κι όταν η Σηθ ήθελε να ξεκουραστεί, η Έημι σταματούσε μαζί της και της έλεγε κι άλλα για τη Βοστώνη, το βελούδο και για νόστιμα φαγώσιμα. Ο ήχος εκείνης της φωνής, σαν δεκαεξάχρονου αγοριού, που έλεγε κι έλεγε κι έλεγε, κρατούσε τη μικρή αντιλόπη ήσυχη στη βοσκή της. Όσο κράτησε το φριχτό εκείνο μπουσούλημα προς το υπόστεγο, δεν κλότσησε ούτε μια φορά.
   Τίποτ' άθικτο δεν είχε μείνει στη Σηθ, ώσπου να φτάσουν, εκτός από το πανί που σκέπαζε τα μαλλιά της. Κάτω απ' τα ματωμένα γόνατά της, δεν ένιωθε τίποτα· το στήθος της ήταν δυο μαξιλαράκια καρφίτσες. Κι ήταν η φωνή, η γεμάτη βελούδο και Βοστώνη και νόστιμα φαγητά, που την ωθούσε να προχωρεί και την έκανε να σκέφτεται ότι ίσως τελικά να μην ήταν απλώς το σερνάμενο νεκροταφείο για τις τελευταίες ώρες ενός εξαμηνίτικου μωρού.
   Το υπόστεγο ήταν γεμάτο φύλλα και η Έημι τα στοίβαξε σωρό για να ξαπλώσει η Σηθ. Έπειτα, μάζεψε πέτρες, τις σκέπασε πάλι με φύλλα, έβαλε τη Σηθ ν' ακουμπήσει τα πόδια της πάνω τους και της είπε: "Ξέρω μια γυναίκα που της έκοψαν τα πόδια, γιατί ήταν πολύ πρησμένα". Και κινούσε την κόψη της παλάμης της σαν πριόνι πάνω στους αστραγάλους της Σηθ. "Ζζζ, ζζζ, ζζζ, ζζζ".
   "Είχα ωραίο σώμα. Ωραία μπράτσα, όλα μου. Δεν το πιστεύεις, έτσι; Πριν με χώσουν στο υπόγειο με τους βολβούς. Ψάρευα μια φορά πέρα στον Μπήβερ. Έχει γατόψαρα στον ποταμό Μπήβερ γλυκά σαν κοτόπουλο. Εκεί, λοιπόν, που ψάρευα, είδα ένα νέγρο να περνάει μες στο νερό δίπλα μου. Δε μ' αρέσουν οι πνιγμένοι, εσένα; Είδα τα πόδια σου και τον θυμήθηκα. Έτσι πρησμένος ήταν".
   Έπειτα έκανε τα μάγια: σήκωσε τα πέλματα και τα πόδια της Σηθ και τα 'τριψε μέχρι που αυτή έχυσε δάκρυα λύσσας.
   "Θα σε πονούν τώρα", είπε η Έημι. "Ό,τι νεκρό ξαναγυρνά στη ζωή, πονάει".
   Παντοτινή αλήθεια, σκεφτόταν η Ντένβερ. Ίσως το άσπρο φόρεμα με το μανίκι περασμένο στη μέση της μητέρας της να πονούσε. Αν ήταν έτσι, μπορεί το μωρό φάντασμα να είχε σχέδια. Όταν άνοιξε την πόρτα, η Σηθ έβγαινε από τη σάλα.
   "Είδα έν' άσπρο φόρεμα να σε κρατάει", είπε η Ντένβερ.
   "Άσπρο; Ίσως να 'ταν το νυφικό μου. Περίγραψέ μου το".
   "Είχε ψηλό λαιμό. Κι ένα σωρό κουμπιά στην πλάτη".
   "Κουμπιά; Αποκλείεται να 'ταν το νυφικό μου. Ποτέ δεν είχα κουμπί σε ρούχο".
   "Μήπως είχε η γιαγιά Μπέμπα;"
   Η Σηθ έγνεψε αρνητικά. "Δεν μπορούσε να τα κουμπώσει. Ούτε καν στα παπούτσια της. Τι άλλο;" 
   "Είχε έναν μπόγο πίσω. Εκεί που κάθεσαι".
   "Μαξιλαράκι; Είχε μαξιλαράκι;"
   "Δεν ξέρω πώς το λένε".
   "Σαν να 'ταν μαζεμένο; Πίσω, κάτω απ' τη μέση;"
   "Α χά".
   "Φόρεμα κυρίας. Μεταξωτό;"
   "Έμοιαζε με βαμβακερό".
   "Μπορεί να 'ταν ζέρσεϊ. Άσπρο βαμβακερό ζέρσεϊ. Είπες ότι με κρατούσε. Πώς;"
   "Σαν εσένα. Ήταν ολόιδιο μ' εσένα. Γονάτιζε δίπλα σου, όσο προσευχόσουν. Είχε το μπράτσο του γύρω απ' τη μέση σου". 
   "Μπα πού να με πάρει".
   "Για ποιο πράγμα προσευχόσουν, μαμά;"
   "Για τίποτα. Δεν προσεύχομαι πια. Απλώς μιλάω".
   "Για τι μιλούσες;"
   "Δε θα καταλάβεις, μωρό μου".
   "Θα καταλάβω".
   "Μιλούσα για το χρόνο. Μου 'ρχεται δύσκολο να τον πιστέψω. Μερικά πράγματα φεύγουν. Προσπερνούν. Μερικά μένουν. Κάποτε νόμιζα ότι ήταν οι αναμνήσεις μου. Ξέρεις. Μερικά πράγματα τα ξεχνάς. Άλλα τα θυμάσαι για πάντα. Όμως, δεν είναι. Οι τόποι, οι τόποι είναι ακόμα εκεί. Αν ένα σπίτι καεί, χάνεται, όμως ο τόπος -η εικόνα του- μένει, και όχι μόνο στην ανάμνησή μου, αλλά εκεί έξω, στον κόσμο. Αυτό που θυμάμαι είναι μια εικόνα που πλανιέται εκεί πέρα, έξω από το κεφάλι μου. Θέλω να πω, ακόμα κι όταν δεν το σκέφτομαι, ακόμα κι αν πεθάνω, η εικόνα των όσων έκανα ή ήξερα ή είδα, είναι ακόμα εκεί πέρα. Ακριβώς στον τόπο όπου έγινε".
   "Μπορούν οι άλλοι να τη δουν;" ρώτησε η Ντένβερ.
   "Α, ναι. Α, ναι, ναι, ναι. Κάποια μέρα, εκεί που περπατάς στο δρόμο, ακούς κάτι ή βλέπεις κάτι να γίνεται. Ολοκάθαρα. Και νομίζεις ότι εσύ το βγάζεις απ' το μυαλό σου. Μια εικόνα που σκέφτηκες. Κι όμως, όχι. Είναι που πέφτεις πάνω σ' αναμνήσεις που ανήκουν σ' άλλους. Εκεί που ήμουν πριν έρθω εδώ, εκείνος ο τόπος είναι αληθινός. Ποτέ δεν χάνεται. Ακόμα κι αν όλο το κτήμα -κάθε δέντρο και χορταράκι του- πεθάνει. Η εικόνα του είναι ακόμα εκεί και το πιο σπουδαίο, αν πας εσύ -εσύ που δε βρέθηκες ποτέ εκεί- αν πας και σταθείς στον τόπο όπου ήταν, θα ξανασυμβεί· θα υπάρχει και θα σε περιμένει. Γι' αυτό, Ντένβερ, δεν πρέπει ποτέ να πας. Ποτέ. Γιατί παρ' όλο που όλα τελείωσαν -τελείωσαν και ξοφληθήκαν- θα υπάρχει πάντα και θα σε περιμένει. Γι' αυτό έπρεπε να βγάλω όλα μου τα παιδιά από κει. Ό,τι κι αν γινόταν".
   Η Ντένβερ σκάλισε τα νύχια της. "Αν είναι ακόμα εκεί και περιμένει, τότε τίποτα δεν πεθαίνει ποτέ".
   Η Σηθ κοίταξε καταπρόσωπο την Ντένβερ. "Τίποτα δεν πεθαίνει", είπε.
   "Ποτέ δε μου είπες όλα όσα έγιναν. Μόνον ότι σε μαστίγωσαν και το 'σκασες έγκυος. Σ' εμένα". 
   "Δεν έχω τίποτα να σου πω παρά μόνο για το δάσκαλο. Ήταν μικρόσωμος. Κοντός. Πάντα φορούσε κολάρο, ακόμα και στα χωράφια. Δάσκαλος, μας είπε εκείνη. Ένιωθε καλά που ο άντρας της αδερφής του άντρα της ήταν διαβασμένος και πρόθυμος να φροντίσει τα κτήματα του Ζεστού Σπιτικού, όταν πέθανε ο κύριος Γκάρνερ. Οι άντρες θα τα κατάφερναν μόνοι τους, ακόμα κι αφότου είχε πουληθεί ο Πωλ Εφ. Όμως, τα πράγματα ήταν όπως είχε πει ο Χαλ. Δεν ήθελε να είναι η μόνη λευκή στο κτήμα και μάλιστα γυναίκα. Έτσι χάρηκε όταν ο δάσκαλος συμφώνησε να έρθει. Έφερε δυο αγόρια μαζί του. Γιους ή ανιψιούς. Δεν ξέρω. Τον φώναζαν Θειο και όλοι τους είχαν καλούς τρόπους. Μιλούσαν γλυκά και έφτυναν σε μαντίλια. Ευγενικοί με πολλούς τρόπους. Ξέρεις, απ' αυτούς που ξέρουν τον Ιησού με το μικρό Του όνομα, αλλ' από ευγένεια δεν το χρησιμοποιούν ακόμα και μπροστά Του. Καλός αγρότης, είχε πει ο Χαλ. Όχι τόσο δυνατός όσο ο κύριος Γκάρνερ, αλλά αρκετά έξυπνος. Του άρεσε το μελάνι που έφτιαχνα. Ήταν δική της η συνταγή, αλλά προτιμούσε να το ανακατεύω εγώ και το θεωρούσε σημαντικό, γιατί τις νύχτες καθόταν να γράψει το βιβλίο του. Ήταν ένα βιβλίο για μας, αλλά δεν το μάθαμε αμέσως. Νομίζαμε ότι το 'χε απλώς συνήθεια να κάνει ερωτήσεις. Άρχισε να κουβαλάει ένα σημειωματάριο και να γράφει αυτά που λέγαμε. Νομίζω ότι αυτές οι ερωτήσεις ήταν που κουρέλιασαν τον Εξάρη. Τον κουρέλιασαν για τα καλά".
   Σταμάτησε.
   Η Ντένβερ ήξερε ότι η μάνα της είχε τελειώσει -προς το παρόν, τουλάχιστον. Ένα μοναδικό αργό κλείσιμο των ματιών· το κάτω χείλι που γλίστρησε αργά να σκεπάσει το απάνω· κι ύστερα, ένας στεναγμός από τα ρουθούνια, σαν ξεφύσημα φλόγας κεριού -σημάδια ότι η Σηθ είχε φτάσει στο σημείο που δεν είχε παραπέρα.
   "Λοιπόν, νομίζω ότι το μωρό έχει σχέδια", είπε η Ντένβερ.
   "Τι σχέδια;"
   "Δεν ξέρω, αλλά κάτι θα σημαίνει αυτό το φουστάνι που σε κρατούσε".
   "Ίσως", είπε η Σηθ. "Ίσως πράγματι να έχει σχέδια".

   Ό,τι κι αν ήταν ή είχαν υπάρξει, ο Πωλ Ντη τούς έκανε άνω - κάτω μια και καλή. Μ' ένα τραπέζι και μια δυνατή αντρική φωνή είχε απαλλάξει το 124 από τους τίτλους της εγχώριας φημολογίας. Η Ντένβερ είχε μάθει να περηφανεύεται για την καταδίκη που οι νέγροι σώριαζαν επάνω τους· για την πεποίθηση ότι κάτι κακό που επιζητούσε περισσότερα, είχε βαλθεί να τις κυνηγά. Κανείς τους δεν ήξερε την απόλυτη απόλαυση της μαγείας, όχι του να υποψιάζεσαι, αλλά του να ξέρεις τα πράγματα πίσω απ' τα πράγματα. Τ' αδέρφια της το ήξεραν, αλλά τους φόβιζε· η γιαγιά Μπέμπα το ήξερε, αλλά την έθλιβε. Ακόμα κι η Σηθ δεν το αγαπούσε. Απλώς το θεωρούσε δεδομένο -σαν μια ξαφνική αλλαγή του καιρού.
   Τώρα, όμως, είχε χαθεί. Παρασύρθηκε από την ορμή της κραυγής ενός άντρα στο χρώμα του φουντουκιού κι άφησε τον κόσμο της Ντένβερ επίπεδο, με μόνη εξαίρεση το σμαραγδένιο ντουλάπι που υψωνόταν δυο μέτρα μες στο δάσος. Η μητέρα της είχε μυστικά -πράγματα που δεν έλεγε· πράγματα που μισοέλεγε. Καλά λοιπόν, είχε κι η Ντένβερ μυστικά. Και τα δικά της ήταν γλυκά - γλυκά σαν κολόνια κρινάκι.

   Η Σηθ δεν πολυσκέφτηκε το άσπρο φόρεμα μέχρι που ήρθε ο Πωλ Ντη και τότε, θυμήθηκε την ερμηνεία της Ντένβερ: σχέδια. Το πρωί της πρώτης νύχτας με τον Πωλ Ντη, η Σηθ χαμογελούσε καθώς σκεφτόταν τι μπορεί να σήμαινε η λέξη. Ήταν μια πολυτέλεια που στα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια είχε νιώσει μία και μόνη φορά. Πριν και μετά, όλες της οι προσπάθειες δε στόχευαν στο ν' αποφύγει τον πόνο, αλλά στο να τον διασχίσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τα μόνα σχέδια που είχε κάνει -να ξεφύγει από το Ζεστό Σπιτικό- βγήκαν τόσο στραβά, που ποτέ δε θα διακινδύνευε τη ζωή της κάνοντας κι άλλα.
   Ωστόσο, το πρωί που ξύπνησε δίπλα στον Πωλ Ντη, η λέξη που η κόρη της χρησιμοποίησε μερικά χρόνια νωρίτερα, πέρασε από το μυαλό της και σκέφτηκε αυτό που η Ντένβερ είχε δει να γονατίζει δίπλα της, και συλλογίστηκε ακόμα τον πειρασμό να πιστέψει και να θυμηθεί πού την κατέλαβε καθώς στεκόταν μπροστά στη μασίνα στην αγκαλιά του. Θα 'ταν σωστό; Θα 'ταν σωστό να προχωρήσει και να νιώσει; Να προχωρήσει και να βασιστεί κάπου;
   Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, έτσι όπως πλάγιαζε δίπλα του ακούγοντας την ανάσα του, έτσι προσεχτικά, προσεχτικά, βγήκε από το κρεβάτι.

   Γονατισμένη στη σάλα, όπου συνήθως πήγαινε να μιλήσει -να σκεφτεί, κατάλαβε καθαρά γιατί η Μπέμπα Σαγκς πεινούσε τόσο για το χρώμα. Δεν υπήρχε καθόλου, εκτός από δυο πορτοκαλιά τετράγωνα σ' ένα πάπλωμα που έκαναν την απουσία να κραυγάζει. Οι τοίχοι του δωματίου είχαν το χρώμα του σχιστόλιθου, το πάτωμα καφετί σαν τη γη, το ξύλινο ντουλάπι στο δικό του χρώμα, οι κουρτίνες άσπρες, και το κύριο χαρακτηριστικό, το πάπλωμα πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι ήταν φτιαγμένο από κομμάτια μπλε σερζ, μαύρου, καφέ και γκρίζου μάλλινου -απ' όλη την κλίμακα του σκούρου και του βουβού, που επέτρεπε η σφιχτοχεριά και η σύνεση. Στη θλιβερή αυτή πεδιάδα, τα δυο πορτοκαλιά μπαλώματα έμοιαζαν άγρια -σαν τη ζωή της φύσης.
   Η Σηθ κοίταξε τα χέρια της, τα μανίκια της στο χρώμα του πράσινου γυαλιού και σκέφτηκε πόσο λίγο χρώμα υπήρχε μες στο σπίτι και πόσο παράξενο ήταν που η ίδια δεν το 'χε αποθυμήσει όπως η Μπέμπα Σαγκς. Σκόπιμο, σκέφτηκε, θα πρέπει να 'ταν σκόπιμο, επειδή το τελευταίο χρώμα που θυμόταν, ήταν τα ρόδινα θρύμματα στην ταφόπλακα του κοριτσιού της. Μετά απ' αυτό, είχε τόση συνείδηση στο χρώμα όση και μια κότα. Από το ξημέρωμα έφτιαχνε πίτες με φρούτα, διαφόρων ειδών πατάτες και λαχανικά, ενώ ο μάγειρας ετοίμαζε τη σούπα, το κρέας και όλα τα υπόλοιπα. Και δε θυμόταν να θυμάται κάποιο τρυφερό μήλο ή έναν κίτρινο φρουτοπολτό. Κάθε πρωί έβλεπε την ανατολή, όμως ποτέ δεν αναγνώριζε, ή δεν πρόσεχε το χρώμα της. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Λες και μια μέρα είδε κόκκινο βρεφικό αίμα, μια άλλη μέρα ρόδινα τρίμματα ταφόπλακας, κι αυτό ήταν όλο.
   Το 124 ήταν τόσο γεμάτο με έντονα συναισθήματα που ίσως να ξεχνούσε οποιαδήποτε απώλεια. Μια εποχή, τριγυρνούσε στα χωράφια κάθε πρωί και κάθε σούρουπο για να βρει τ' αγόρια της. Όταν στεκόταν στ' ανοιχτό παράθυρο, χωρίς να νοιάζεται για τις μύγες, το κεφάλι της τεντωνόταν προς τον αριστερό της ώμο και τα μάτια της έψαχναν να τους βρουν στα δεξιά. Μια σκιά από σύννεφο, μια γριά, μια γίδα που τριγύριζε λυτή μασουλώντας βάτους -όλα στην αρχή έμοιαζαν με τον Χάουαρντ- όχι, τον Μπάγκλαρ. Σιγά σιγά, σταμάτησε και τα δεκατριάχρονα πρόσωπά τους έσβησαν εντελώς μπροστά στις βρεφικές τους όψεις, που την επισκέπτονταν μόνο στον ύπνο της. Όταν τα όνειρά της τριγύριζαν έξω από το 124, εκεί που ήθελαν, τους έβλεπε μερικές φορές πάνω σε όμορφα δέντρα, με τα μικρά τους πόδια μόλις να φαίνονται μέσ' απ' τα φύλλα. Μερικές φορές έτρεχαν στις σιδηροδρομικές γραμμές γελώντας τόσο δυνατά που ήταν φανερό ότι δεν την άκουγαν, γιατί ποτέ δε γυρνούσαν πίσω. Όταν ξυπνούσε, το σπίτι συνωθούνταν πάνω της: ήταν η πόρτα όπου τα μπισκότα από σόδα είχαν στρωθεί στη σειρά· τα άσπρα σκαλοπάτια που αγαπούσε να σκαρφαλώνει το κοριτσάκι της· η γωνιά όπου η Μπέμπα Σαγκς διόρθωνε παπούτσια, κι είχε μείνει ακόμα μια στοίβα απ' αυτά στην κρύα αποθήκη· το σημείο της μασίνας εκεί ακριβώς που η Ντένβερ έκαψε τα δάχτυλά της. Και φυσικά το μίσος του ίδιου του σπιτιού. Δεν υπήρχε χώρος για άλλο πράγμα ή σώμα, μέχρις ότου ήρθε ο Πωλ Ντη και ρήμαξε τον τόπο, ανοίγοντας χώρο, μετακινώντας τον, βάζοντάς τον κάπου αλλού, ενώ στο τέλος πήγε και στάθηκε στο χώρο που είχε ανοίξει.
   Έτσι, γονατίζοντας στη σάλα, το πρωί μετά τον ερχομό του Πωλ Ντη, αφοσιώθηκε στα δυο πορτοκαλιά τετράγωνα που έδειχναν πόσο στ' αλήθεια στείρο ήταν το 124.
   Αυτός ήταν υπεύθυνος. Μαζί του τα συναισθήματα ανέβλυζαν στην επιφάνεια. Το καθετί γινόταν ο εαυτός του: η μουντάδα έμοιαζε μουντή· η ζέστη ήταν ζεστή. Τα παράθυρα ξαφνικά είχαν θέα. Και πού να το φανταστείς ότι θα τραγουδούσε κιόλας.
Φασόλια μοναχά και ρύζι
και κρέας στάλα δε μυρίζει.
Δύσκολη δουλειά, σκληρή
δεν κατεβαίνει το ξερό ψωμί.
   Είχε σηκωθεί τώρα και τραγουδούσε καθώς διόρθωνε αυτά που είχε σπάσει την προηγούμενη μέρα. Κομμάτια από τραγούδια που είχε μάθει στο αγρόκτημα-φυλακή ή αργότερα, στον πόλεμο. Δεν έμοιαζε καθόλου μ' αυτά που τραγουδούσαν στο Ζεστό Σπιτικό, όπου η λαχτάρα χρωμάτιζε την κάθε νότα.
   Τα τραγούδια που είχε μάθει στη Γεωργία, ήταν πρόκες πλατυκέφαλες από το χτύπα και χτύπα και χτύπα.
Βάζω στις ράγες το κεφάλι
να 'ρθει το τρένο να ησυχάσω
να 'χα ασβέστη ένα τσουβάλι
το λοχαγό να δείρω και να θάψω.
Πέντε η πεντάρα
δέκα η δεκάρα
πέτρες σπάω, τον καιρό μου σπάω.
   Όμως, αυτά τα τραγούδια δεν ταίριαζαν. Παραήταν κραυγαλέα, παραείχαν δύναμη για τις μικροδουλειές του σπιτιού που καταπιανόταν -να ξαναβάζει τα πόδια του τραπεζιού, να βερνικώνει.
   Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στο «Θύελλα στα νερά» που τραγουδούσαν κάτω απ' τα δέντρα του Ζεστού Σπιτικού κι έτσι έμενε στο μμμμμμμμμμ, πετώντας κάθε τόσο ένα στίχο, όποτε τον θυμόταν, κι αυτό που θυμόταν και ξαναθυμόταν ήταν «Πόδια γυμνά, ζουμί από χαμομήλι, έβγαλα τα παπούτσια μου, έλυσα το μαντίλι».
   Ένιωθε τον πειρασμό ν' αλλάξει τα λόγια (Δώσ' μου τα παπούτσια μου, δώσ' μου το καπέλο), γιατί δεν πίστευε ότι μπορούσε να ζήσει με μια γυναίκα -με την οποιαδήποτε γυναίκα- πάνω από δυο - τρεις μήνες. Δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο σ' έναν τόπο. Μετά το Ντελαγουέρ και πριν από κείνο το Άλφρεντ της Γεωργίας, όπου ζούσε κάτω απ' τη γη και σερνόταν στο φως του ήλιου μόνο και μόνο για να σπάσει πέτρες, η φυγή μόλις ένιωθε έτοιμος ήταν ο μόνος τρόπος για να πείσει τον εαυτό του ότι δεν χρειαζόταν πια να κοιμάται, να κατουράει, να τρώει, ή να κοπανάει μια βαριά αλυσοδεμένος.
   Αυτή, όμως, δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα μ' ένα συνηθισμένο σπίτι. Μόλις πέρασε μέσα απ' το κόκκινο φως, ένιωσε ότι μπροστά στο 124 ο υπόλοιπος κόσμος ήταν γυμνός. Μετά το Άλφρεντ, είχε αποκλείσει ένα μεγάλο μέρος του μυαλού του και λειτουργούσε με το κομμάτι εκείνο που τον βοηθούσε να περπατάει, να τρώει, να κοιμάται, να τραγουδάει. Αν μπορούσε να τα 'χει όλ' αυτά -με λίγη δουλειά και λίγον έρωτα ενδιάμεσα- δε ζητούσε περισσότερα, γιατί τα περισσότερα θα τον υποχρέωναν να μείνει στο πρόσωπο του Χαλ και του Εξάρη που γελούσε. Να θυμάται τρέμοντας σ' ένα κουτί χωμένο μες στη γη. Μ' ευγνωμοσύνη για το φως της μέρας που το περνούσε δουλεύοντας σαν μουλάρι σ' ένα λατομείο, επειδή δεν έτρεμε όταν κρατούσε σφυρί στα χέρια του. Το κουτί είχε καταφέρει αυτό που δεν κατάφερε το Ζεστό Σπιτικό, αυτό που δεν κατάφερε η γαϊδουρινή δουλειά και η σκυλίσια ζωή: να τον τρελάνει τόσο που να μη χάσει το μυαλό του.
   Μέχρι να φτάσει στο Οχάιο κι ύστερα στο Σινσινάτι, στο σπίτι της μητέρας του Χαλ Σαγκς, νόμιζε ότι είχε δει κι ότι είχε νιώσει τα πάντα. Ακόμα και τώρα, καθώς έβαζε στη θέση της την κάσα του παραθύρου που είχε τσακίσει, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την ηδονή της έκπληξής του όταν είδε ζωντανή τη γυναίκα του Χαλ, ξυπόλυτη με ξέσκεπα μαλλιά -να κάνει το γύρο του σπιτιού με τις κάλτσες και τα παπούτσια στα χέρια. Το αποκλεισμένο μέρος του κεφαλιού του άνοιξε σαν λαδωμένη κλειδαριά. 
   "Σκέφτομαι να ψάξω για δουλειά εδώ γύρω. Τι λες;"
   "Δεν έχει πολλά πράγματα. Είναι το ποτάμι κυρίως. Και τα γουρούνια". 
   "Ποτέ δε δούλεψα στο νερό, αλλά μπορώ να σηκώσω οτιδήποτε βαρύ ίσαμ' εμένα, ακόμη και γουρούνια".
   "Οι λευκοί είναι καλύτεροι εδώ απ' όσο στο Κεντάκυ, όμως θα πρέπει να στριμωχτείς λίγο".
   "Δε με νοιάζει να στριμώχνομαι, αρκεί να ξέρω πού. Εσύ λες ότ' είναι καλά εδώ;"
   "Και κάτι παραπάνω". 
   "Το κορίτσι σου, η Ντένβερ. Δε μου φαίνεται να 'χει την ίδια γνώμη".
   "Γιατί το λες αυτό;"
   "Μοιάζει κάτι να περιμένει. Να περιμένει κάτι που δεν είμαι εγώ".
   "Δεν ξέρω τι μπορεί να 'ναι".
   "Ό,τι κι αν είναι, νομίζει ότι το εμποδίζω".
   "Μη νοιάζεσαι γι' αυτήν. Είναι αλαφροΐσκιωτο παιδί. Πάντα έτσι ήταν".
   "Αλήθεια;"
   "Α χά. Τίποτα κακό δεν μπορεί να της συμβεί. Κοίτα. Όλοι όσους ήξερα πέθαναν ή έφυγαν, ή πέθαναν κι έφυγαν. Αυτή όχι. Η Ντένβερ μου όχι. Ακόμα κι όταν την είχα μέσα μου, όταν φαινόταν καθαρά ότι δε θα τα 'βγαζα πέρα -οπότε ούτε αυτή θα τα κατάφερνε- μού ξετρύπωσε ένα λευκό κορίτσι από τους λόφους. Τον τελευταίο άνθρωπο που θα περίμενες να βοηθήσει. Κι όταν ο δάσκαλος μάς βρήκε και όρμησε εδώ μέσα μαζί με το νόμο και μια καραμπίνα..."
   "Σε βρήκε ο δάσκαλος;"
   "Άργησε λίγο, αλλά με βρήκε. Στο τέλος".
   "Και δε σε πήρε πίσω;"
   "Α, όχι. Δε θα γύριζα εκεί πίσω. Δε με νοιάζει ποιος βρήκε ποιον. Ό,τι ζωή να 'ταν, μα όχι εκείνη. Πήγα στη φυλακή, αντί να πάω πίσω. Η Ντένβερ ήταν μωρό κι ήρθε μαζί μου. Τα ποντίκια δάγκωναν τα πάντα εκεί μέσα, εκτός απ' αυτήν".
   Ο Πωλ Ντη γύρισε αλλού. Ήθελε να μάθει περισσότερα, αλλά οι κουβέντες για τη φυλακή τον πήγαιναν πίσω στο Άλφρεντ της Γεωργίας.
   "Χρειάζομαι καρφιά. Είναι κανείς εδώ γύρω να μου δανείσει ή πρέπει να πάω στην πόλη;"
   "Καλύτερα να πας στην πόλη. Θα χρειαστείς κι άλλα πράγματα".
   Μια νύχτα και μιλούσαν κιόλας σαν ζευγάρι. Είχαν παραμερίσει τον έρωτα και τις υποσχέσεις και πήγαν κατευθείαν στο «Λες να 'ναι καλό να στριμωχτώ εδώ;»
   Για τη Σηθ, το μέλλον βασιζόταν στο αν θα περικύκλωνε το παρελθόν της. Η «καλύτερη ζωή» που πίστευε ότι ζούσε μαζί με την Ντένβερ απλώς δεν ήταν εκείνη η ζωή.
   Το γεγονός ότι ο Πωλ Ντη βγήκε από «εκείνη τη ζωή» και ήρθε στο κρεβάτι της ήταν κι αυτό μες στα καλύτερα· και η σκέψη ενός μέλλοντος μαζί του, ή χωρίς αυτόν, είχε αρχίσει να της χαϊδεύει το μυαλό. Όσο για την Ντένβερ, το μόνο που είχε σημασία ήταν να την προφυλάξει η Σηθ από το παρελθόν που ακόμα την περίμενε.

   Με ευχάριστη ανησυχία, η Σηθ απέφυγε τη σάλα και τις λοξές ματιές της Ντένβερ. Όπως το περίμενε, αφού αυτά είχε η ζωή -δεν ωφέλησε σε τίποτα. Η Ντένβερ παρενέβαινε έντονα, και την τρίτη μέρα ρώτησε τον Πωλ Ντη ορθά - κοφτά πόσον καιρό σκόπευε να τριγυρνάει εκεί.
   Η φράση τον πλήγωσε τόσο πολύ που ξαστόχησε το τραπέζι. Το φλιτζάνι του καφέ χτύπησε στο πάτωμα και κύλησε στα γερτά σανίδια προς την εξώπορτα. 
   "Να τριγυρνώ;" Ο Πωλ Ντη ούτε καν κοίταξε τη ζημιά που είχε κάνει.
   "Ντένβερ! Τι σ' έπιασε;" Η Σηθ κοίταξε την κόρη της νιώθοντας περισσότερο αμηχανία παρά οργή.
   Ο Πωλ Ντη έξυσε τις τρίχες στο σαγόνι του. "Ίσως θα 'ταν καλύτερα να του δίνω".
   "Όχι!" Η Σηθ ξαφνιάστηκε με την ένταση της φωνής της.
   "Αυτός ξέρει τι του χρειάζεται", είπε η Ντένβερ.
   "Εσύ δεν ξέρεις", της είπε η Σηθ, "και ούτε πρέπει να μάθεις τι σου χρειάζεται. Δε θέλω να ξανακούσω κουβέντα".
   "Απλώς ρώτησα αν..."
   "Σιωπή! Εσύ να του δίνεις. Τράβα και κάτσε κάπου αλλού".
   Η Ντένβερ πήρε το πιάτο της κι έφυγε απ' το τραπέζι, χωρίς όμως να παραλείψει να βάλει την πλάτη απ' το κοτόπουλο και περισσότερο ψωμί στο σωρό που κουβαλούσε. Ο Πωλ Ντη έσκυψε να σκουπίσει τον χυμένο καφέ με το γαλάζιο του μαντίλι.
   "Θα τα μαζέψω εγώ". Η Σηθ αναπήδησε και πήγε στη μασίνα. Πίσω της κρέμονταν πανιά, το καθένα τους σε κάποιο στάδιο στεγνώματος. Σκούπισε το πάτωμα σιωπηλή και μάζεψε το φλιτζάνι. Έπειτα, τού το ξαναγέμισε και το 'βαλε προσεχτικά μπροστά του. Ο Πωλ Ντη άγγιξε το χείλος του φλιτζανιού και δεν είπε τίποτα -λες και το «ευχαριστώ» ήταν μια υποχρέωση στην οποία δε θα μπορούσε ν' ανταπεξέλθει και ο καφές ο ίδιος ένα δώρο που δεν μπορούσε να δεχτεί.
   Η Σηθ ξανακάθησε στην καρέκλα της και η σιωπή συνεχίστηκε. Τέλος, κατάλαβε ότι αν κάποιος την έσπαζε, θα 'πρεπε να είναι αυτή.
   "Δεν την είχα μαθημένη έτσι".
   Ο Πωλ Ντη χάϊδεψε τα χείλη του φλιτζανιού.
   "Και όσο σε πλήγωσε ο τρόπος της εσένα, άλλο τόσο με παραξένεψε εμένα".
   Ο Πωλ Ντη κοίταξε τη Σηθ. "Έχει προϊστορία η ερώτησή της;"
   "Προϊστορία; Τι θες να πεις;"
   "Θέλω να πω, χρειάστηκε να το ρωτήσει ή θέλησε να ρωτήσει κάποιον άλλο πριν από μένα;"
   Η Σηθ έσφιξε τις δυο γροθιές της και τις έβαλε στους γοφούς.
   "Είσαι κακός σαν κι αυτήν".
   "Έλα τώρα, Σηθ".
   "Α, έρχομαι. Έρχομαι!"
   "Ξέρεις τι θέλω να πω".
   "Ξέρω και δε μ' αρέσει".
   "Χριστέ μου", ψιθύρισε.
   "Ποιος;" Η Σηθ είχε αρχίσει πάλι να φωνάζει.
   "Χριστέ μου! Είπα Χριστέ μου! Εγώ απλώς κάθησα να φάω! Και τρώω διπλό βρισίδι. Μια για τ' ότι βρίσκομαι εδώ και μια επειδή ρώτησα γιατί μ' έβρισαν την πρώτη φορά".
   "Δε σ' έβρισε".
   "Μπα; Έτσι το 'νιωσα".
   "Κοίτα. Ζητώ συγνώμη για χάρη της. Στ' αλήθ..."
   "Δε γίνεται. Δεν μπορείς να ζητάς συγνώμη για άλλον. Αυτή πρέπει να το κάνει".
   "Τότε θα φροντίσω να το κάνει", αναστέναξε η Σηθ.
   "Αυτό που θέλω να ξέρω είναι μήπως ρώτησε κάτι που το σκεφτόσουν κι εσύ".
   "Α, όχι. Όχι, Πωλ Ντη. Όχι".
   "Τότε άλλα έχει αυτή στο μυαλό της κι άλλα εσύ; Αν βέβαια μπορείς να ονομάσεις μυαλό αυτό που έχει στο κεφάλι της".
   "Συγνώμη, δεν μπορώ ν' ακούσω λέξη εναντίον της. Θα την τιμωρήσω. Άφησέ την ήσυχη".
   Επικίνδυνο, σκέφτηκε ο Πωλ Ντη, πολύ επικίνδυνο. Για μια μαθημένη στη σκλαβιά γυναίκα ήταν επικίνδυνο ν' αγαπά κάτι τόσο πολύ, ιδίως αν είχε αποφασίσει ν' αγαπήσει τα παιδιά της. Το καλύτερο απ' όλα, αυτός το ήξερε, ήταν ν' αγαπάς μόνο λίγο· το καθετί μόνο λίγο, έτσι που όταν του τσάκιζαν τη ράχη, ή το έχωναν στο ζουρλομανδύα, να σου έμενε ίσως λίγη αγάπη για το επόμενο. "Γιατί;" τη ρώτησε. "Γιατί να τα φορτωθείς εσύ για χάρη της; Να ζητήσεις συγνώμη; Είναι μεγάλη".
   "Δε με νοιάζει τι είναι. Για μια μητέρα δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλη. Τα παιδιά είναι παιδιά. Ψηλώνουν, μεγαλώνουν, αλλά είναι μεγάλα; Τι τάχα σημαίνει αυτό; Μέσα μου δε μου λέει τίποτα".
   "Σημαίνει ότι πρέπει ν' αναλάβει τις ευθύνες της. Δεν γίνεται να την προστατεύεις κάθε λεπτό. Τι θα γίνει όταν πεθάνεις;"
   "Τίποτα! Θα την προστατεύω όσο ζω και θα την προστατεύω όταν δε θα ζω".
   "Ε, τέλειωσα πια", είπε. "Παραιτούμαι".
   "Έτσι είναι, Πωλ Ντη. Δεν μπορώ να σ' το εξηγήσω καλύτερα, αλλά έτσι είναι. Αν πρέπει να διαλέξω  -δεν πρόκειται καν για εκλογή".
   "Αυτό είναι. Αυτό είναι το παν. Εγώ δε σου ζητώ να διαλέξεις. Κανείς δε θα 'κανε κάτι τέτοιο. Σκέφτηκα μόνο -σκέφτηκα ότι θα μπορούσες- ότι θα υπήρχε λίγος χώρος και για μένα".
   "Μου το ζητάει αυτή".
   "Δε γίνεται να το κάνεις. Πρέπει να της το πεις. Πες της ότι δε σημαίνει πως προτιμάς κάποιον άλλον -αλλά πως κάνεις χώρο και για κάποιον άλλο μαζί μ' αυτήν. Πρέπει να της το πεις. Και αν δεν το πεις και το εννοήσεις, τότε θα πρέπει να ξέρεις ότι δε γίνεται να με φιμώσεις. Δεν πρόκειται να την πληγώσω ούτε να παραμελήσω αυτά που χρειάζεται όσο μπορώ, μα κανείς δε θα μου πει να σωπάσω όταν φέρεται άσχημα. Αν με θες εδώ, μη μου βάζεις φίμωτρο".
   "Ίσως θα 'πρεπε ν' αφήσω τα πράγματα όπως είναι", είπε.
   "Πώς είναι;"
   "Τα καταφέρνουμε".
   "Κι από μέσα μας;"
   "Δεν πάω στα μέσα μας".
   "Σηθ, αν μείνω εδώ μαζί σου, μαζί με την Ντένβερ, θα μπορείς να πας όπου θες. Πήδα αν θες, κορίτσι μου, θα σε πιάσω. Θα σε πιάσω πριν πέσεις. Πήγαινε όσο μέσα σού χρειάζεται, θα σου κρατώ τους αστραγάλους. Να βεβαιωθώ ότι θα ξαναβγείς. Δε σ' το λέω αυτό, επειδή χρειάζομαι μέρος να μείνω. Αυτό είναι το τελευταίο που μου χρειάζεται. Σ' το 'πα, είμαι άνθρωπος που περπατάει, όμως εφτά χρόνια βαδίζω προς τα εδώ. Τριγύρισα όλον τον τόπο. Ανέβηκα την πολιτεία, την κατέβηκα, πήγα ανατολικά, δυτικά, βρέθηκα στην περιοχή που δεν έχει όνομα, πουθενά δεν έμεινα πολύ. Όταν όμως έφτασα εδώ και κάθησα έξω στη βεράντα περιμένοντάς σε, ε! λοιπόν κατάλαβα ότι δεν ήθελα να φτάσω σε κάποιον τόπο· ήθελα να φτάσω σ' εσένα. Μπορούμε να φτιάξουμε μια ζωή, κορίτσι μου. Μια ζωή".
   "Δεν ξέρω. Δεν ξέρω".
   "Άσ'  το επάνω μου. Δες πώς θα πάει. Μην υποσχεθείς τίποτα, αν δε θέλεις. Μόνο δες πώς θα πάει. Εντάξει;"
   "Εντάξει".
   "Θες να τ' αφήσεις σ' εμένα;"
   "Τέλος πάντων -ένα μέρος".
   "Ένα μέρος;" Χαμογέλασε. "Εντάξει. Να λοιπόν, ένα μέρος. Έχει πανηγύρι στην πόλη. Αύριο, Πέμπτη, είναι για τους μαύρους κι έχω δύο δολάρια. Εγώ, εσύ κι η Ντένβερ θα πάμε να τα ξοδέψουμε μέχρι πεντάρας. Τι λες;"
   "Όχι", ήταν αυτό που είπε. Αυτό που τουλάχιστον ξεκίνησε να πει (τι θα 'λεγε τ' αφεντικό της αν έλειπε μια μέρα;), όμως ακόμα κι όταν το 'λεγε, σκεφτόταν πόση χαρά ήταν για τα μάτια της να κοιτούν το πρόσωπό του.

   Τα τριζόνια ούρλιαζαν την Πέμπτη και ο ουρανός είχε πετάξει το γαλάζιο κι ήταν άσπρος και καυτός στις έντεκα το πρωί. Η Σηθ δεν ήταν σωστά ντυμένη για τη ζέστη, όμως μιας και ήταν η πρώτη της κοινωνική έξοδος μέσα σε δεκαοχτώ χρόνια, ένιωσε υποχρεωμένη να βάλει το καλό της φόρεμα, όσο βαρύ κι αν ήταν, και καπέλο. Οπωσδήποτε καπέλο. Δεν ήθελε να συναντήσει τη Λαίδη Τζόουνς, ή την Έλλα, με το κεφάλι τυλιγμένο, λες και πήγαινε στη δουλειά. Το φουστάνι, ένα καλό μάλλινο αποφόρι, ήταν χριστουγεννιάτικο δώρο στην Μπέμπα Σαγκς από τη δεσποινίδα Μπόντουιν, τη λευκή που την αγαπούσε. Η Ντένβερ και ο Πωλ Ντη τα 'βγαζαν καλύτερα πέρα με τη ζέστη, γιατί κανείς απ' τους δύο τους δε θεώρησε ότι η περίσταση απαιτούσε ιδιαίτερο ντύσιμο. Το μπονεδάκι της Ντένβερ έπεφτε ως τις ωμοπλάτες της· ο Πωλ Ντη είχε το γιλέκο του ανοιχτό, χωρίς σακάκι, με τα μανίκια του πουκαμίσου σηκωμένα πάνω από τους αγκώνες. Δεν κρατιούνταν από το χέρι οι ίδιοι, αλλά οι σκιές τους. Η Σηθ κοίταξε στ' αριστερά και οι τρεις τους γλιστρούσαν στη σκόνη κρατώντας τα χέρια. Ίσως ο Πωλ Ντη να είχε δίκιο. Κοιτάζοντας τις κρατημένες από τα χέρια σκιές, ντράπηκε που είχε ντυθεί σαν να πήγαινε στην εκκλησία. Οι άλλοι, μπροστά τους και πίσω τους, θα νόμιζαν ότι παρίστανε τη σπουδαία, ότι τους έδειχνε πως ήταν διαφορετική, επειδή ζούσε σε διώροφο σπίτι· πιο σκληρή, επειδή έκανε και άντεξε πράγματα που δεν έπρεπε ούτε να κάνει ούτε ν' αντέξει. Χάρηκε που η Ντένβερ είχε αντισταθεί στις προτροπές της να ντυθεί καλύτερα -να ξαναπλέξει τουλάχιστον τα μαλλιά της. Όμως η Ντένβερ δε θα 'κανε τίποτα για να γίνει το ταξίδι ευχάριστο. Συμφώνησε να πάει -σκυθρωπή- όμως η στάση της ήταν «Προχωρήστε. Προσπαθήστε να με κάνετε ευτυχισμένη». Ευτυχισμένος ήταν ο Πωλ Ντη. Χαιρετούσε όλους όσοι ήταν γύρω του στα έξι μέτρα. Κορόιδευε τον καιρό και τα όσα του σκάρωνε, απαντούσε στις κραυγές των κορακιών, κι ήταν ο πρώτος που μύρισε τα καταραμένα τριαντάφυλλα. Όλη την ώρα, οτιδήποτε κι αν έκαναν -είτε η Ντένβερ σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπό της είτε έσκυβε να ξαναδέσει τα παπούτσια της· είτε ο Πωλ Ντη κλοτσούσε μια πέτρα είτε τεντωνόταν να χαϊδέψει το πρόσωπο ενός παιδιού που έγερνε στον ώμο της μητέρας του -όλη την ώρα οι τρεις σκιές που ξεπρόβαλλαν από τα πόδια τους προς τ' αριστερά, κρατιούνταν από το χέρι. Κανείς, εκτός από τη Σηθ, δεν το πρόσεξε και αυτή έπαψε να κοιτάει αφότου αποφάσισε ότι ήταν καλό σημάδι. Μια ζωή. Μπορεί.
   Πάνω και κάτω απ' το φράχτη της μάντρας με τα ξύλα, τα παλιά τριαντάφυλλα πέθαιναν. Ο πριονιστής που τα είχε φυτέψει πριν από δώδεκα χρόνια για να κάνει το χώρο της δουλειάς του πιο φιλικό -κάτι που να σβήνει την αμαρτία του που έκοβε δέντρα για να ζήσει- έμεινε έκπληκτος μπροστά στην αφθονία τους· πόσο γρήγορα αναρριχήθηκαν πάνω στους πασσάλους του φράχτη που χώριζε τη μάντρα με τα ξύλα από το διπλανό ξέφραγο χωράφι, όπου κοιμούνταν οι άστεγοι άντρες, έτρεχαν τα παιδιά και μια φορά το χρόνο, οι πανηγυριτζήδες έστηναν τις σκηνές τους. Όσο πλησίαζαν στο θάνατο τα τριαντάφυλλα, τόσο πιο κραυγαλέο γινόταν τ' άρωμά τους και όλοι όσοι πήγαιναν στο πανηγύρι, το συνέδεαν με τη μυρωδιά των σάπιων ρόδων. Τους ζάλιζε λιγάκι και τους έκανε να διψούν πολύ, όμως τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει τη λαχτάρα των μαύρων που γέμιζαν το δρόμο. Άλλοι περπατούσαν στις χορταριασμένες πλαγιές, άλλοι ξεγλιστρούσαν από τις άμαξες που έτριζαν στη μέση του σκονισμένου δρόμου. Όλοι, όπως και ο Πωλ Ντη, είχαν τα κέφια τους και ούτε η μυρωδιά των ετοιμοθάνατων ρόδων (που ο Πωλ Ντη έκανε τους πάντες να προσέξουν), μπόρεσε να τους τα χαλάσει. Καθώς στριμώχνονταν μπροστά στο σκοινί της εισόδου φεγγοβολούσαν σαν λάμπες. Τους είχε κοπεί η ανάσα από την έξαψη ότι θα 'βλεπαν χαμένους λευκούς: να κάνουν μαγικά, αστεία, να 'ναι ακέφαλοι ή με δύο κεφάλια, να 'ναι εφτά μέτρα ψηλοί ή εξήντα πόντους κοντοί, να ζυγίζουν έναν τόνο, να 'ναι γεμάτοι τατουάζ, να τρων γυαλιά, να καταπίνουν φωτιές, να φτύνουν κορδέλες, να δένονται κόμπος, να κάνουν πυραμίδες, να παίζουν με φίδια και να δέρνουν ο ένας τον άλλον.
   Όλ' αυτά ήταν διαφήμιση που τη διάβαζαν όσοι μπορούσαν και την άκουγαν όσοι δεν μπορούσαν, και παρ' όλο που τίποτα δεν ήταν αλήθεια, η όρεξή τους δεν έσβηνε στο παραμικρό. Ο τελάλης τούς έβριζε κι αυτούς και τα παιδιά τους («Τζάμπα τα αραπάκια!»), όμως οι λαδιές στο γιλέκο του και η τρύπα στα παντελόνια του, έκαναν τις βρισιές του ακίνδυνες. Όπως και να 'χε, ήταν μικρό το αντίτιμο για τη διασκέδαση που ίσως ποτέ να μην ξανάβρισκαν. Δυο πένες και μια βρισιά έπιαναν τόπο αν ήταν να δουν το θέαμα των λευκών που γίνονταν θέαμα. Έτσι, παρ' όλο που το πανηγύρι δεν ήταν καν μέτριο (κι έτσι ταίριαζε με μια Πέμπτη των Μαύρων), πρόσφερε συγκίνηση πάνω στη συγκίνηση στους τετρακόσιους μαύρους που ήταν το κοινό του.
   Η Γυναίκα που Ζύγιζε Έναν Τόνο τους έφτυσε, όμως ο όγκος της εμπόδισε τη βολή της και διασκέδασαν αφάνταστα με την ανήμπορη κακία στα μικρά της μάτια. Η Χορεύτρια από τις Νύχτες της Αραβίας περιόρισε την παράστασή της στα τρία λεπτά αντί για τα δεκαπέντε που συνήθως έκανε -κερδίζοντας την ευγνωμοσύνη των παιδιών, ανυπόμονων για τον Αμπού, τον Γητευτή των Φιδιών, που ήταν μετά απ' αυτή.
   Η Ντένβερ αγόρασε σκουλόχορτο, γλυκόριζα, μέντα και λεμονάδα σ' ένα τραπέζι όπου σέρβιρε μια μικρή λευκή που φορούσε μεγαλίστικα ψηλοτάκουνα παπούτσια. Ήρεμη από τη ζάχαρη, στη μέση ενός πλήθους που δεν τη θεωρούσε επίκεντρο της προσοχής, που στην πραγματικότητα έλεγε κάθε τόσο «Γειά σου, Ντένβερ», ένιωθε αρκετά ευχαριστημένη ώστε να εξετάσει την πιθανότητα, στο κάτω κάτω της γραφής, να μην ήταν τόσο κακός ο Πωλ Ντη. Μάλιστα είχε κάτι -όταν οι τρεις τους στέκονταν μαζί και κοίταζαν το χορό του Νάνου- που έκανε τα βλέμματα των άλλων νέγρων γλυκά, ευγενικά, κάτι που η Ντένβερ δε θυμόταν να 'χε δει στα πρόσωπά τους. Μερικοί έγνεφαν και χαμογελούσαν ακόμα και στη μητέρα της, φαίνεται ότι κανείς τους δεν μπορούσε ν' αντισταθεί και να μη συμμεριστεί τη χαρά που ένιωθε ο Πωλ Ντη. Χτυπούσε τα χέρια στα γόνατά του όταν ο Γίγαντας χόρεψε με το Νάνο, όταν ο Άνθρωπος με τα Δυο Κεφάλια μιλούσε στον εαυτό του. Αγόρασε ό,τι του ζήτησε η Ντένβερ και πολλά απ' αυτά που δεν του ζήτησε. Πειραχτικά ωθούσε τη Σηθ να μπει σε σκηνές όταν εκείνη δίσταζε. Της έχωνε στο στόμα τις καραμέλες που αρνιόταν. Όταν ο Πρωτόγονος Άγριος της Αφρικής κούνησε τα κοντάρια του και είπε ουά ουά, ο Πωλ Ντη είπε σ' όλους ότι τον ήξερε από το Ροανόκι.
   Ο Πωλ Ντη έκανε μερικές γνωριμίες· τους ρωτούσε τι δουλειά θα μπορούσε να βρει. Η Σηθ ανταπέδιδε τα χαμόγελα που έπαιρνε. Η Ντένβερ είχε μεθύσει από χαρά. Και καθώς γύριζαν σπίτι, οδηγώντας τους τώρα, οι σκιές των τριών ανθρώπων ακόμα κρατιούνταν από το χέρι.

   Μια γυναίκα ντυμένη από την κορφή ως τα νύχια βγήκε από το νερό. Μόλις που έφτασε στην στεγνή όχθη του ρυακιού και κάθησε κάτω ακουμπώντας σε μια μουριά. Κάθησε κει όλη μέρα κι όλη νύχτα, με το κεφάλι στηριγμένο στον κορμό σε στάση τέτοιας εγκατάλειψης που τσακίστηκε το γείσο από το ψάθινο καπέλο της. Όλα της πονούσαν μα περισσότερο τα πνευμόνια της. Στάζοντας νερά και κοντανασαίνοντας, πέρασε τις ώρες εκείνες προσπαθώντας να διαπραγματευτεί το βάρος των βλεφάρων της. Η αύρα της ημέρας στέγνωνε το φόρεμά της· ο αέρας της νύχτας το ζάρωνε. Κανείς δεν την είδε να αναδύεται ούτε πέρασε τυχαία από κει. Αν περνούσαν, το πιθανότερο είναι ότι θα δίσταζαν να την πλησιάσουν. Όχι επειδή ήταν βρεγμένη ούτ' επειδή μισοκοιμόταν ούτ' επειδή ακουγόταν σα να 'χε άσθμα, αλλ' επειδή ανάμεσα σ' όλ' αυτά χαμογελούσε. Χρειάστηκε όλο το επόμενο πρωί για να σηκωθεί από το χώμα και να βρει το δρόμο της μέσ' απ' τα δάση περνώντας ένα γιγάντιο ναό από πυξάρι. Εξαντλημένη και πάλι, κάθησε στο πρώτο πρόχειρο μέρος -ένα κούτσουρο κοντά στα σκαλοπάτια του 124. Ως τότε, κατόρθωσε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά με μικρότερη προσπάθεια. Μπορούσε να το κάνει για δύο ολόκληρα λεπτά ή περισσότερο. Ο λαιμός της, με περίμετρο ίσαμε ένα πιατάκι του καφέ, συνέχιζε να πέφτει και το σαγόνι της χάιδευε τη λίγη δαντέλα στο τελείωμα του φορέματός της.
   Οι γυναίκες που πίνουν σαμπάνια χωρίς να 'χουν τίποτα να γιορτάσουν, μπορεί να 'χουν τέτοια όψη: τα ψάθινά τους καπέλα με τα σπασμένα γείσα είναι συχνά στραβά· κουνούν το κεφάλι σε δημόσιους χώρους· τα παπούτσια τους είναι λυτά. Όμως, το δέρμα τους δε μοιάζει με της γυναίκας που ανασαίνει κοντά στα σκαλιά του 124. Είχε δέρμα καινούργιο, χωρίς ρυτίδες και λείο, ακόμα και στα κότσια των χεριών της.
   Αργά το απόγευμα, όταν το πανηγύρι είχε τελειώσει και οι νέγροι έψαχναν να βρουν αμάξι για το σπίτι, αν ήταν τυχεροί -ή περπατούσαν, αν ήταν άτυχοι- η γυναίκα είχε ξανακοιμηθεί. Οι ακτίνες του ήλιου τη χτυπούσαν κατευθείαν στο πρόσωπο, έτσι που όταν η Σηθ, η Ντένβερ και ο Πωλ Ντη πήραν τη στροφή του δρόμου, το μόνο που είδαν ήταν ένα μαύρο φόρεμα, δυο λυτά παπούτσια κάτω του και πουθενά τον Εδώ Μικρέ.
   "Κοίτα", είπε η Ντένβερ. "Τι 'ν' αυτό;"
   Και για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει αμέσως, τη στιγμή που έφτασε αρκετά κοντά για να δει το πρόσωπο, η κύστη της Σηθ γέμισε ως εκεί που 'παιρνε. Είπε «Με συγχωρείτε» κι έτρεξε στο πίσω μέρος του 124. Από τότε που ήταν μωρό και την πρόσεχε το οχτάχρονο κορίτσι που της έδειξε τη μάνα της, είχε να νιώσει μια τόσο ανεξέλεγκτη ανάγκη. Δεν κατάφερε να φτάσει στο αποχωρητήριο. Ακριβώς μπροστά στην πόρτα του, χρειάστηκε να σηκώσει τις φούστες της και το νερό που άδειασε τελειωμό δεν είχε. Σαν άλογο, σκεφτόταν, όμως καθώς συνέχιζε και συνέχιζε, σκέφτηκε: «Όχι, μάλλον σαν την πλημμύρα στη βάρκα όταν γεννήθηκε η Ντένβερ». Τόσα νερά που η Έημι είπε: "Σταμάτα, Λου. Αν συνεχίσεις, θα βουλιάξουμε". Όμως δε γίνεται να σταματήσουν τα νερά που ξεχύνονται από μια σπασμένη μήτρα, ούτε τώρα γινόταν να σταματήσει. Ήλπιζε ότι ο Πωλ Ντη δε θα αναλάμβανε να την αναζητήσει και δε θα χρειαζόταν να τη δει στρογγυλοκαθισμένη μπροστά στο ίδιο της το αποχωρητήριο να κάνει μια λασπωμένη τρύπα τόσο βαθιά που ήταν ντροπή να τη δεις. Συμμαζεύτηκε κι έτρεξε στη βεράντα. Κανείς δεν ήταν εκεί. Και οι τρεις ήταν μέσα -ο Πωλ Ντη και η Ντένβερ στέκονταν μπροστά στην ξένη και την κοίταζαν να πίνει το ένα κύπελλο νερό μετ' από τ' άλλο. 
   "Είπε ότι διψούσε", είπε ο Πωλ Ντη. Έβγαλε το καπέλο του. "Φαίνεται ότι διψούσε πάρα πολύ".
   Η γυναίκα κατάπιε το νερό από ένα πιτσιλωτό τενεκεδένιο κύπελλο και το άπλωσε ζητώντας κι άλλο. Τέσσερις φορές το γέμισε η Ντένβερ και τέσσερις φορές το ήπιε η γυναίκα λες και είχε διασχίσει έρημο. Όταν τελείωσε, λίγο νερό είχε μείνει στο σαγόνι της, μα δεν το σκούπισε. Αντίθετα, κοίταξε τη Σηθ με μάτια νυσταγμένα. Κακοταϊσμένη, σκέφτηκε η Σηθ, και νεότερη απ' ό,τι έδειχναν τα ρούχα της -καλή δαντέλα στο λαιμό και καπέλο πλούσιας. Το δέρμα της ήταν άψογο εκτός από τρεις κάθετες γρατζουνιές στο μέτωπο, τόσο λεπτές κι αχνές που στην αρχή έμοιαζαν με τρίχες, τρίχες μωρού, προτού ανθίσουν και μπλεχτούν στις μάζες από μαύρα νήματα κάτω από το καπέλο της.
   "Είσαι από δω γύρω;" τη ρώτησε η Σηθ.
   Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της κι έσκυψε να βγάλει τα παπούτσια της. Σήκωσε το φόρεμά της ως τα γόνατα και τύλιξε προς τα κάτω τις κάλτσες. Όταν είχε πια χώσει τις κάλτσες μες στα παπούτσια, η Σηθ είδε ότι τα πόδια της ήταν σαν τα χέρια της, μαλακά και καινούργια. Θα πρέπει να ήρθε με άμαξα, σκέφτηκε η Σηθ. Ίσως να 'ταν απ' αυτά τα κορίτσια της Δυτικής Βιρτζίνιας που προσπαθούν να ξεφύγουν από μια ζωή όλο καπνά και σόργο. Η Σηθ έσκυψε να μαζέψει τα παπούτσια.
   "Και ποιο είναι τ' όνομά σας;" ρώτησε ο Πωλ Ντη.
   "Αγαπημένη", είπε και η φωνή της ήταν τόσο χαμηλή και τραχιά που ο καθένας τους κοίταξε τους άλλους δύο. Πρώτα άκουσαν τη φωνή -ύστερα το όνομα. 
   "Αγαπημένη. Έχεις για όνομα ένα επίθετο. Αγαπημένη;" τη ρώτησε ο Πωλ Ντη.
   "Επίθετο;" Φαινόταν να 'χει μπερδευτεί. Έπειτα "Όχι", και τους το είπε γράμμα γράμμα, λες και τα γράμματα σχηματίζονταν καθώς τα έλεγε.
   Η Σηθ άφησε τα παπούτσια να πέσουν, η Ντένβερ κάθησε κάτω και ο Πωλ Ντη χαμογέλασε. Αναγνώρισε τον προσεχτικό τρόπο με τον οποίο εκφέρουν τα γράμματα οι άνθρωποι που, όπως και ο ίδιος, δεν ήξεραν να διαβάσουν, αλλ' είχαν μάθει απ' έξω τα γράμματα του ονόματός τους. Ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει για την οικογένειά της, αλλά το ξανασκέφτηκε. Όταν μια νεαρή μαύρη ξέφευγε, ξέφευγε από ερείπια. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα ήταν στο Ρότσεστερ και είχε δει να 'ρχονται πέντε γυναίκες με δεκατέσσερα θηλυκά παιδιά. Όλους τους άντρες τους -αδερφούς, θείους, πατεράδες, συζύγους, γιους- τους είχαν μαζέψει έναν έναν. Κρατούσαν ένα μοναδικό κομματάκι χαρτί που τους έστελνε σ' έναν παπά στην οδό Ντε Βόουρ. Πήγαιναν τέσσερα ή πέντε χρόνια που 'χε τελειώσει ο Πόλεμος, αλλά κανένας, λευκός ή μαύρος, δε φαινόταν να το 'χει μάθει. Παράξενες παρέες και αδέσποτοι νέγροι περιπλανιούνταν στους απόμερους δρόμους και στα μονοπάτια των γελαδιών από το Σκενέκταντι ως το Τζάκσον. Ζαλισμένοι αλλά επίμονοι, ξεψάχνιζαν ο ένας τον άλλον για δύο λόγια από έναν ξάδερφο, μια θεία που κάποτε είχε πει: "Έλα να με δεις. Όποτε βρεθείς κοντά στο Σικάγο, έλα να με δεις". Άλλοι έφευγαν από μια οικογένεια που δεν μπορούσε να τους συντηρήσει, άλλοι κατέφευγαν σε μια οικογένεια· άλλοι ξέφευγαν από νεκρές σοδειές, νεκρούς συγγενείς, απειλές για τη ζωή τους, αρπαγμένα χωράφια. Αγόρια μικρότερα από τον Μπάγκλαρ και τον Χάουαρντ· σχηματισμοί και μίγματα οικογενειών από γυναίκες και παιδιά, ενώ κάπου αλλού, μοναχικοί, κυνηγημένοι και κυνηγώντας, ζούσαν οι άντρες, οι άντρες, οι άντρες. Με κομμένες τις δημόσιες μεταφορές, κυνηγημένες από χρέη και βρόμικες «δηλώσεις», έπαιρναν τις απόμερες διαδρομές, έψαχναν τον ορίζοντα για σημάδια και στήριζαν το βάρος τους η μία στην άλλη. Σιωπηλές, όταν δεν επρόκειτο για τα χαριεντίσματα που αντάλλαζαν σαν αντάμωναν, ούτε περιέγραφαν ούτε ρωτούσαν για τη συμφορά που τους πήγαινε απ' τον ένα τόπο στον άλλο. Οι λευκοί δεν ανέχονταν τις κουβέντες. Όλοι το ήξεραν.
   Έτσι, δεν πίεσε τη νεαρή γυναίκα με το σπασμένο καπέλο για το από πού και το πώς. Αν ήθελε να το μάθουν και άντεχε να τα βγάλει πέρα με την αφήγηση, θα τους το έλεγε. Αυτό που τους απασχολούσε εκείνη τη στιγμή ήταν τι μπορεί να χρειαζόταν. Πίσω από το βασικό ερώτημα, ο καθένας τους παραφύλαγε τον άλλο. Ο Πωλ Ντη απορούσε με τα καινούργια της παπούτσια. Η Σηθ ήταν κατασυγκινημένη με το γλυκό της όνομα· η ανάμνηση της αστραφτερής ταφόπλακας την έκανε να νιώθει ιδιαίτερα ευγενική απέναντί της. Η Ντένβερ πάντως έτρεμε. Κοίταζε αυτή την ωραία κοιμωμένη κι ήθελε κι άλλο.
   Η Σηθ κρέμασε το καπέλο της σε μια κρεμάστρα και στράφηκε ευγενικά προς το κορίτσι. "Ωραίο όνομα, Αγαπημένη. Γιατί δε βγάζεις το καπέλο σου όσο να ετοιμάσω κάτι; Μόλις γυρίζαμε από το πανηγύρι πέρα, κοντά στο Σινσινάτι. Αξίζει τον κόπο να τα δει κανείς όλα εκείνα".
   Στητή στην καρέκλα της, στα μισά του καλωσορίσματος της Σηθ, η Αγαπημένη είχε και πάλι αποκοιμηθεί.
   "Δεσποινίς. Δεσποινίς". Ο Πωλ Ντη την κούνησε απαλά. "Θέλετε να ξαπλώσετε λίγο;"
   Τα μάτια της άνοιξαν σε δυο σχισμές και στάθηκε πάνω στα τρυφερά καινούργια πόδια της, που μόλις και μετά βίας κάνοντας τη δουλειά τους, την κουβάλησαν αργά στη σάλα. Μόλις έφτασε εκεί, σωριάστηκε στο κρεβάτι της Μπέμπας Σαγκς. Η Ντένβερ τής έβγαλε το καπέλο και τής έριξε το πάπλωμα με τα δυο πορτοκαλιά τετράγωνα στα πόδια. Ανάσαινε σαν ατμομηχανή.
   "Σαν να 'χει διφθερίτιδα ακούγεται", είπε ο Πωλ Ντη, κλείνοντας την πόρτα.
   "Έχει πυρετό; Ντένβερ, μπόρεσες να καταλάβεις;"
   "Όχι. Κρύα είναι".
   "Τότε έχει πυρετό. Με τον πυρετό άλλοτε καίγεσαι κι άλλοτε παγώνεις".
   "Μπορεί να 'χει χολέρα", είπε ο Πωλ Ντη.
   "Λες;"
   "Τόσο νερό. Σίγουρο σύμπτωμα".
   "Η κακομοίρα. Και δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι να της δώσουμε. Θα πρέπει  να τα βγάλει πέρα μόνη της. Είν' η πιο απαίσια αρρώστια που υπάρχει".
   "Δεν είν' άρρωστη!" είπ' η Ντένβερ και το πάθος στη φωνή της τούς έκανε να χαμογελάσουν.
   Κοιμόταν για τέσσερις μέρες, ξυπνούσε και ανακάθιζε μόνο για νερό. Η Ντένβερ την πρόσεχε, παρατηρούσε τον βαθύ της ύπνο, άκουγε τη βαριά της αναπνοή και με την αγάπη και την ξεροκέφαλη αποφασιστικότητα που τη φόρτιζε, κρατούσε μυστική σαν προσωπικό της ψεγάδι την ακράτεια της Αγαπημένης. Έπλενε κρυφά τα σεντόνια, όταν η Σηθ πήγαινε στο εστιατόριο και ο Πωλ Ντη ζητιάνευε να βοηθήσει στο ξεφόρτωμα καμιάς μαούνας. Έβραζε τα εσώρουχα και τα βουτούσε στο λουλάκι, παρακαλώντας να περάσει ο πυρετός χωρίς να κάνει κακό. Τη φρόντιζε τόσο αφοσιωμένα που ξεχνούσε να φάει ή να επισκεφτεί το σμαραγδένιο ντουλάπι.
   "Αγαπημένη;" ψιθύριζε η Ντένβερ. "Αγαπημένη;" Κι όταν τα μαύρα μάτια άνοιγαν δύο χαραματιές, το μόνο που μπορούσε να πει ήταν: "Εδώ είμαι. Εδώ είμαι ακόμα".
   Μερικές φορές, όταν η Αγαπημένη κείτονταν μ' ονειροπόλα μάτια για ώρα πολλή, χωρίς να λέει τίποτα, γλείφοντας τα χείλη της και βγάζοντας βαθείς αναστεναγμούς, η Ντένβερ τρομοκρατούνταν. "Τι είναι;" ρωτούσε.
   "Βαρύ", μουρμούρισε η Αγαπημένη. "Αυτό το μέρος είναι βαρύ".
   "Θες ν' ανακαθήσεις;"
   "Όχι", απάντησε η τραχιά φωνή.
   Πέρασαν τρεις μέρες προτού η Αγαπημένη προσέξει τα πορτοκαλιά μπαλώματα στο σκοτάδι του παπλώματος. Η Ντένβερ ευχαριστήθηκε γιατί κρατούσαν την άρρωστή της περισσότερη ώρα ξύπνια. Φαινόταν να 'χει μαγευτεί απ' αυτά τα ξεθωριασμένα πορτοκαλιά κουρέλια, μέχρι που προσπάθησε να στηριχτεί στον αγκώνα της και να τα χαϊδέψει. Η προσπάθεια την κατέβαλε γρήγορα και η Ντένβερ ταχτοποίησε το πάπλωμα έτσι που το χαρούμενο κομμάτι του να πέφτει στο πεδίο του άρρωστου κοριτσιού.
   Η υπομονή, που ποτέ δεν είχε γνωρίσει η Ντένβερ, την κυρίευσε. Όσο δεν ανακατευόταν η μητέρα της, ήταν το πρότυπο της συμπόνιας, ωστόσο κέντρισε όταν η Σηθ προσπάθησε να βοηθήσει.
   "Έφαγε καμιά μπουκιά σήμερα;" ρώτησε η Σηθ.
   "Δεν πρέπει να τρώει με τη χολέρα".
   "Είσαι σίγουρη ότι είναι χολέρα; Ήταν απλώς μια κουβέντα του Πωλ Ντη".
   "Δεν ξέρω, πάντως δεν πρέπει να φάει τίποτα ακόμα".
   "Νομίζω ότι όταν έχουν χολέρα, οι άνθρωποι κάνουν συνέχεια εμετό".
   "Άλλος ένας λόγος για να μη φάει, έτσι;"
   "Πάντως δεν πρέπει να πεθάνει κι απ' την πείνα, Ντένβερ".
   "Άσε μας ήσυχες, μαμά. Τη φροντίζω εγώ".
   "Είπε τίποτα;"
   "Αν πει, θα σ' το πω".
   Η Σηθ κοίταξε την κόρη της και σκέφτηκε: Ναι, ήταν μόνη. Πολύ μόνη.
   "Απορώ πού να εξαφανίστηκε ο Εδώ Μικρέ;" Η Σηθ σκέφτηκε ότι έπρεπε ν' αλλάξει θέμα.
   "Δε θα ξαναγυρίσει", είπε η Ντένβερ.
   "Πού το ξέρεις;"
   "Απλώς το ξέρω". Η Ντένβερ πήρε ένα τετράγωνο κομμάτι γλυκόψωμο από το πιάτο.
   Γυρνώντας στη σάλα, η Ντένβερ ετοιμαζόταν να καθήσει όταν τα μάτια της Αγαπημένης άνοιξαν διάπλατα. Η Ντένβερ ένιωσε την καρδιά της να καλπάζει. Όχι επειδή έβλεπε το πρόσωπο εκείνο για πρώτη φορά χωρίς ίχνος ύπνου, ούτ' επειδή τα μάτια ήταν μεγάλα και μαύρα. Ούτ' επειδή τ' ασπράδια τους ήταν υπερβολικά λευκά -κυανόλευκα. Αλλ' επειδή εκεί στο βάθος των μεγάλων αυτών μαύρων ματιών δεν υπήρχε καμιά έκφραση.
   "Θες να σου φέρω τίποτα;"
   Η Αγαπημένη κοίταξε το γλυκόψωμο που κρατούσε η Ντένβερ και η Ντένβερ τής το έτεινε. Τότε χαμογέλασε και η καρδιά της Ντένβερ έπαψε να χοροπηδά και καταλάγιασε -αλαφρωμένη και ήρεμη σαν ταξιδιώτης που έφτασε σπίτι του.
   Από τη στιγμή εκείνη και μέσα σ' όλα όσα ακολούθησαν, η ζάχαρη πάντα τής χάριζε ευχαρίστηση. Λες και είχε γεννηθεί για τα γλυκά. Το μέλι και την κερήθρα που το 'κλεινε, τη λασπωμένη μελάσα που σκλήρυνε κι αγρίεψε στον τενεκέ, τη λεμονάδα, τις καραμέλες και όλα τα γλυκά που έφερνε η Σηθ από το εστιατόριο. Μάσησε ένα ζαχαροκάλαμο ώσπου έγινε ίνες και κρατούσε τις ίνες στο στόμα της παρ' όλο που είχε ρουφήξει από ώρα το σιρόπι του. Η Ντένβερ γέλασε, η Σηθ χαμογέλασε και ο Πωλ Ντη είπε ότι του ανακάτωνε το στομάχι.
   Η Σηθ πίστεψε ότι ήταν η ανάγκη ενός κορμιού που συνερχόταν -από αρρώστια- για να δυναμώσει γρήγορα. Όμως, ήταν μια ανάγκη, που τραβούσε όλο και μακρύτερα σε μια ακτινοβόλα υγεία, γιατί η Αγαπημένη δεν πήγε πουθενά. Φαινόταν σαν να μην είχε πουθενά να πάει. Δεν ανέφερε κανέναν τόπο, ούτε ήξερε καλά καλά τι έκανε σ' εκείνα τα μέρη ή πού ήταν προηγουμένως. Πίστεψαν ότι ο πυρετός την είχε κάνει να χάσει τη μνήμη της, όπως και την έκανε να κινείται αργά. Μια τόσο νέα γυναίκα, δεκαεννιά ή είκοσι χρονώ, λυγερή, κι όμως κινούνταν σαν να 'ταν βαρύτερη, ή μεγαλύτερη, στηριζόταν στα έπιπλα, κρατούσε το κεφάλι της στην παλάμη του χεριού της, λες κι ο λαιμός της μόνος του δεν μπορούσε να το σηκώσει.
   "Θα την ταΐζεις; Από δω και πέρα;" Ο Πωλ Ντη νιώθοντας μικρόψυχος και ταυτόχρονα έκπληκτος από το γεγονός, άκουσε τον εκνευρισμό στη φωνή του.
   "Η Ντένβερ τη συμπαθεί. Δεν είναι δα μεγάλος κόπος. Σκέφτηκα να περιμένουμε μέχρι να καλυτερέψει η ανάσα της. Την ακούω ακόμα σαν να βγαίνει απ' τα σπλάχνα της".
   "Κάτι δεν πάει καλά μ' αυτό το κορίτσι", είπε ο Πωλ Ντη, περισσότερο στον εαυτό του.
   "Τι κάτι;"
   "Φέρεται σαν άρρωστη, ακούγεται σαν άρρωστη, όμως δε μοιάζει άρρωστη. Έχει ωραίο δέρμα, τα μάτια της λάμπουν και είναι γερή σαν ταύρος".
   "Δεν είναι γερή. Καλά καλά δεν μπορεί να περπατήσει χωρίς να κρατιέται από κάπου".
   "Αυτό εννοώ. Δεν μπορεί να περπατήσει αλλά την είδα να σηκώνει την κουνιστή πολυθρόνα με το ένα χέρι".
   "Όχι δα".
   "Μην το λες σ' εμένα. Ρώτα την Ντένβερ. Ήταν μαζί της".
   "Ντένβερ! Έλα εδώ ένα λεπτό".
   Η Ντένβερ σταμάτησε το πλύσιμο της βεράντας και έχωσε το κεφάλι της στο παράθυρο.
   "Ο Πωλ Ντη λέει ότι εσύ κι αυτός είδατε την Αγαπημένη να σηκώνει με το ένα χέρι την κουνιστή πολυθρόνα. Έτσι είναι;"
   Οι μακριές, βαριές βλεφαρίδες έκαναν τα μάτια της Ντένβερ να μοιάζουν πιο πολυάσχολα απ' ό,τι ήταν, ακόμα κι όταν το βλέμμα της ήταν σταθερό, όπως τώρα που το 'χε στυλώσει στον Πωλ Ντη. "Όχι", είπε. "Δεν είδα κάτι τέτοιο".
   Ο Πωλ Ντη συνοφρυώθηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. Αν μεταξύ τους υπήρχε κάποτε μια ανοιχτή αμπάρα τώρα είχε κλείσει.

   Η βροχή κρατιόταν στις πευκοβελόνες για την ακριβή ζωή και η Αγαπημένη δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της απ' τη Σηθ. Καθώς η Σηθ έσκυβε ν' αποτινάξει τα υγρά ή τα σπασμένα κλαδιά από τα προσανάμματα, τα μάτια της Αγαπημένης την έγλειφαν, τη γεύονταν, την έτρωγαν. Σαν δούλα, περιφερόταν και δεν έβγαινε ποτέ από το δωμάτιο, όπου ήταν η Σηθ, εκτός αν της το ζητούσαν ή της το έλεγαν. Σηκωνόταν όσο ακόμα ήταν σκοτάδι για να 'ναι εκεί και να περιμένει στην κουζίνα, όταν θα κατέβαινε η Σηθ να φτιάξει τις άζυμες πίτες προτού φύγει για τη δουλειά. Στο φως της λάμπας και πάνω απ' τις φλόγες της μασίνας, οι δυο σκιές τους συγκρούονταν και διασταυρώνονταν στο ταβάνι σαν μαύρα σπαθιά. Στις δύο η ώρα που η Σηθ γυρνούσε, στεκόταν στο παράθυρο ή στην πόρτα· έπειτα στη βεράντα, στα σκαλοπάτια της, στο μονοπάτι, στο δρόμο, ώσπου στο τέλος, υποκύπτοντας στη συνήθεια, η Αγαπημένη άρχισε να κατεβαίνει πόντο πόντο την οδό Μπλούστοουν, κάθε μέρα και μακρύτερα για να συναντήσει τη Σηθ και να γυρίσει μαζί της στο σπίτι. Λες και κάθε απόγευμα αμφέβαλε ξανά για την επιστροφή της μεγαλύτερης γυναίκας.
   Η Σηθ κολακευόταν από την ήσυχη, ανοιχτή αφοσίωση της Αγαπημένης. Μια ίδια λατρεία από την κόρη της (αν επρόκειτο να πηγάσει) θα την ενοχλούσε· θα την έκανε να ριγήσει στη σκέψη ότι είχε αναθρέψει ένα γελοία εξαρτημένο παιδί. Όμως η συντροφιά της γλυκιάς, αν και παράξενης ξένης, την ευχαριστούσε, όπως ένας ζηλωτής το δάσκαλό του.
   Ήρθε ο καιρός που οι λάμπες έπρεπε ν' ανάβουν νωρίς γιατί η νύχτα έφτανε όλο και πιο γρήγορα. Η Σηθ έφευγε για τη δουλειά μες στο σκοτάδι· μες στο σκοτάδι ο Πωλ Ντη γύριζε στο σπίτι. Ένα τέτοιο βραδάκι, σκοτεινό και ψυχρό, έκοψε ένα ρουταμπάγκα στα τέσσερα και το άφησε να ψήνεται. Έδωσε στην Ντένβερ δυο κιλά μπιζέλια να τα καθαρίσει και να τα βάλει να μουσκέψουν όλη νύχτα. Έπειτα, κάθησε να ξεκουραστεί. Η ζεστασιά της σόμπας τής έφερε νύστα και γλιστρούσε στον ύπνο, όταν η Αγαπημένη την άγγιξε. Ένα άγγιγμα ελαφρό σαν πούπουλο κι ωστόσο, φορτωμένο επιθυμία. Η Σηθ τινάχτηκε και κοίταξε γύρω της. Πρώτα, το τρυφερό, καινούργιο χέρι της Αγαπημένης στον ώμο της κι έπειτα τα μάτια της. Η λαχτάρα που είδε μέσα τους ήταν απύθμενη. Μια ικεσία σχεδόν ανεξέλεγκτη. Η Σηθ χτύπησε χαϊδευτικά τα δάχτυλα της Αγαπημένης και κοίταξε την Ντένβερ που τα μάτια της είχαν αφοσιωθεί στο καθάρισμα των μπιζελιών.
   "Πού είναι τα διαμάντια σου;" Η Αγαπημένη έψαξε το πρόσωπο της Σηθ.
   "Διαμάντια; Τι δουλειά έχω εγώ με διαμάντια;"
   "Στ' αυτιά σου".
   "Μακάρι να είχα. Κάποτε είχα κάτι κρυστάλλινα. Δώρο από μια κυρία που της δούλευα".
   "Πες μου", είπε η Αγαπημένη, χαμογελώντας χαμόγελο πλατύ κι ευτυχισμένο. "Πες μου τα διαμάντια σου". 
   Τρεφόταν μ' αυτό τον τρόπο. Όπως η Ντένβερ ανακάλυψε και βασίστηκε στην αίσθηση απόλαυσης που χάριζαν τα γλυκά στην Αγαπημένη, η Σηθ γνώρισε τη βαθιά ικανοποίηση που ένιωθε ακούγοντας ιστορίες. Η Σηθ ένιωσε έκπληξη (ίση με τη χαρά της Αγαπημένης), γιατί κάθε αναφορά της προηγούμενης ζωής της την πλήγωνε. Τα πάντα σ' εκείνη τη ζωή ήταν οδυνηρά, ή χαμένα. Αυτή και η Μπέμπα Σαγκς είχαν συμφωνήσει σιωπηλά ότι ήταν ακατονόμαστα· στις ερωτήσεις της Ντένβερ η Σηθ έδινε κοφτές απαντήσεις ή ανακάτευε μισοτελειωμένα ονειροπολήματα. Ακόμα και με τον Πωλ Ντη, που είχε μοιραστεί ένα μέρος τους, που θα μπορούσε να του μιλήσει τουλάχιστον με κάποια ηρεμία, ο πόνος ήταν πάντα εκεί -σαν ένα τρυφερό σημείο που άφησε το τρυπάνι στην άκρη του στόματός της.
   Όταν όμως άρχισε να μιλάει για τα σκουλαρίκια, ανακάλυψε ότι το ήθελε, της άρεσε. Ίσως να 'ταν η απόσταση της Αγαπημένης από τα ίδια τα γεγονότα, ή η δίψα της να τ' ακούσει -όπως και να 'χε, ήταν μια απρόσμενη απόλαυση.
   Πάνω από τα ελαφρά χτυπήματα των μπιζελιών που καθαρίζονταν και την έντονη μυρωδιά του ρουταμπάγκα που ψηνόταν, η Σηθ εξήγησε τα κρύσταλλα που κάποτε κρέμονταν από τ' αυτιά της.
   "Αυτή η κυρά που της δούλευα στο Κεντάκυ, μου τα 'δωσε όταν έγινε ο γάμος μου. Αυτό που ονόμαζαν γάμο εκεί και τότε. Μάλλον θα κατάλαβε πόσο άσχημα αισθάνθηκα όταν ανακάλυψα ότι δε θα είχε ούτε παπά ούτε τελετή. Τίποτα. Σκεφτόμουν ότι θα 'πρεπε να υπάρχει κάτι -κάτι που να λέει ότι ήταν σωστό κι αληθινό. Δεν ήθελα να 'μαι μόνον εγώ που θα κουνιόμουν πάνω σ' ένα στρώμα από καλαμποκόφλουδες. Ή μόνον εγώ που θα κουβάλαγα το δοχείο νυκτός μου στην καλύβα του. Πίστευα ότι έπρεπε να γίνει μια τελετή. Ίσως χορός. Λίγα λουλούδια στα μαλλιά μου". Η Σηθ χαμογέλασε. "Ποτέ δεν είχα δει γάμο, αλλά είδα το νυφικό της κυρίας Γκάρνερ στο ντουλάπι και την άκουγα να λέει πώς ήταν. Ένα κιλό σταφίδες στο γλυκό, έλεγε, και τέσσερα αρνιά ολόκληρα. Την επόμενη μέρα, ο κόσμος ακόμα έτρωγε. Αυτό ήθελα κι εγώ. Ένα τραπέζι, ίσως, όπου εγώ, ο Χαλ και όλοι οι άντρες του Ζεστού Σπιτικού θα καθόμασταν και θα τρώγαμε κάτι εξαιρετικό. Θα καλούσαμε μερικούς ακόμα μαύρους πέρα από το Κόβινγκτον ή τα Ψηλά Δέντρα -τα μέρη όπου συνήθιζε να πηγαίνει στα κλεφτά ο Εξάρης. Όμως, δεν ήταν να γίνει τίποτα. Είπαν ότι συμφωνούσαν να γίνουμε ανδρόγυνο και αυτό ήταν. Αυτό ήταν όλο".
   "Λοιπόν, αποφάσισα ν' αποκτήσω τουλάχιστον ένα φουστάνι που να μην ήταν τα τσουβαλόρουχα της δουλειάς. Άρχισα να κλέβω ύφασμα και σκάρωσα ένα φουστάνι που θα σου φαινόταν απίστευτο. Το μπούστο ήταν από δύο μαξιλαροθήκες που τις είχε στο καλάθι της για μαντάρισμα. Το μπροστινό της φούστας ήταν ένα κάλυμμα της σιφονιέρας που 'χε πέσει το κερί και το 'χε κάψει, και ένα από τα παλιά της πανιά που δοκιμάζαμε το σίδερο. Το πίσω ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Δεν μπορούσα να βρω κάτι που δε θα καταλάβαιναν αμέσως ότι έλειπε. Γιατί έπρεπε να τα ξηλώσω όλα μετά και να βάλω τα κομμάτια στη θέση τους. Ο Χαλ έκανε υπομονή και με περίμενε να το τελειώσω. Ήξερε ότι δε θα προχωρούσα, αν δεν το είχα. Στο τέλος, πήρα την κουνουπιέρα που κρεμόταν σ' ένα καρφί έξω απ' το στάβλο. Την είχαμε για να στραγγίζουμε τον φρουτοπολτό. Την έπλυνα και τη μούσκεψα όσο καλύτερα μπορούσα και την έβαλα για πίσω μέρος του φορέματος. Κι έτσι φορούσα το χειρότερο ρούχο που μπορείς να φανταστείς. Καλά που είχα το μάλλινο σάλι μου και δεν έμοιαζα τελείως με ζητιάνα. Ήμουνα μόλις δεκατεσσάρων χρονώ, μάλλον έτσι εξηγείται γιατί ήμουν τόσο περήφανη για τον εαυτό μου".
   "Πάντως, η κυρία Γκάρνερ θα πρέπει να με είδε να το φορώ. Νόμιζα ότι έκλεβα έξυπνα κι αυτή ήξερε το καθετί που έκανα. Ακόμα και το μήνα του μέλιτός μας: τότε που πήγαμε με τον Χαλ κάτω στο καλαμποκοχώραφο. Εκεί πρωτοπήγαμε. Ήταν Σάββατο απόγευμα. Παράστησε τον άρρωστο για να μην πάει τη μέρα εκείνη να δουλέψει στην πόλη. Συνήθως δούλευε τα Σάββατα και τις Κυριακές για να εξαγοράσει την ελευθερία της Μπέμπας Σαγκς. Όμως, παράστησε τον άρρωστο κι εγώ φόρεσα το φόρεμά μου και περπατήσαμε μες στα καλαμπόκια πιασμένοι χέρι χέρι. Ακόμα μου 'ρχεται η μυρωδιά από τα καλαμπόκια που έψηναν πέρα οι Πωλ και ο Εξάρης. Την άλλη μέρα η κυρία Γκάρνερ μού έγνεψε με το δάχτυλο και με ανέβασε πάνω στην κρεβατοκάμαρά της. Άνοιξε ένα ξύλινο κουτί και έβγαλε ένα ζευγάρι κρυστάλλινα σκουλαρίκια. Είπε: «Θέλω να τα πάρεις, Σηθ». Είπα: «Μάλιστα κυρία». «Είναι τρύπια τ' αυτιά σου;» είπε. Είπα: «Όχι, κυρία». «Τρύπησέ τα, λοιπόν», είπε, «για να τα φοράς. Θέλω να τα πάρεις και θέλω να είστε ευτυχισμένοι με τον Χαλ». Την ευχαρίστησα, αλλά δεν τα φόρεσα ποτέ μέχρις ότου έφυγα από κει. Μια μέρα αφότου ήρθα σ' αυτό εδώ το σπίτι, η Μπέμπα Σαγκς έλυσε τον κόμπο στο μεσοφόρι μου και τα έβγαλε έξω. Κάθησα εδώ, δίπλα στη μασίνα, κρατώντας την Ντένβερ αγκαλιά και την άφησα να μου τρυπήσει τ' αυτιά για να τα φορέσω".
   "Ποτέ δε σ' έχω δει με σκουλαρίκια", είπ' η Ντένβερ. "Πού είναι τώρα;" 
   "Χάθηκαν", είπε η Σηθ. "Εδώ και πολύ καιρό", και δεν είπε λέξη παραπάνω. Μέχρι την επόμενη φορά, που οι τρεις τους διέσχισαν τρέχοντας τον άνεμο ως το σπίτι, κρατώντας μουσκεμένα απ' τη βροχή σεντόνια και εσώρουχα. Με λαχανιάσματα και γέλια, άπλωσαν την μπουγάδα στις καρέκλες και το τραπέζι. Η Αγαπημένη ήπιε μέχρι σκασμού νερό από τον κάδο και κοίταζε τη Σηθ που έτριβε τα μαλλιά της Ντένβερ με μια πετσέτα.
   "Να τα ξεπλέξουμε;" ρώτησε η Σηθ.
   "Όχι. Αύριο". Η Ντένβερ συσπειρώθηκε στη σκέψη της πυκνής χτένας που θα τράβαγε τα μαλλιά της.
   "Το σήμερα είναι πάντα εδώ", είπε η Σηθ. "Το αύριο ποτέ".
   "Πονάει", είπ' η Ντένβερ. 
   "Αν τα χτενίζεις κάθε μέρα, δε θα πονάει".
   "Όχ!" 
   "Σου έφτιαχνε ποτέ τα μαλλιά η κυρά σου;" ρώτησε η Αγαπημένη.
   Η Σηθ κι η Ντένβερ σηκώσαν το κεφάλι και την κοίταξαν. Τέσσερις εβδομάδες και δεν είχαν συνηθίσει ακόμα την υπόκωφη φωνή και το τραγούδι που έμοιαζε να κρύβει. Κείτονταν στο κατώφλι της μουσικής μ' ένα ρυθμό αλλιώτικο από τον δικό τους.
   "Σου έφτιαχνε ποτέ τα μαλλιά η κυρά σου;" 
   Ολοφάνερα η ερώτηση ήταν για τη Σηθ, αφού αυτήν κοίταζε.
   "Η κυρά μου; Θες να πεις η μάνα μου; Και να το 'κανε, δεν το θυμάμαι. Όλο κι όλο την είδα μερικές φορές στα χωράφια και μια φορά που δούλευε στο λουλάκι. Όταν ξυπνούσα εγώ το πρωί, αυτή ήταν ήδη στη γραμμή. Αν το φεγγάρι έφεγγε, δουλεύανε στο φως του. Τις Κυριακές κοιμόταν σαν το κούτσουρο. Θα πρέπει να με θήλασε δυο - τρεις βδομάδες -έτσι έκαναν κι οι άλλες. Έπειτα γύρισε στο ρύζι κι εγώ θήλαζα από μια άλλη γυναίκα που το 'χε δουλειά της. Έτσι, σου απαντώ όχι. Νομίζω πως όχι. Ποτέ δε μου έφτιαξε τα μαλλιά ούτε τίποτ' άλλο. Ούτε καν κοιμόταν στην ίδια καλύβα τις περισσότερες νύχτες, θυμάμαι. Θα 'ταν μακριά απ' τις αράδες, φαντάζομαι. Μόνον ένα έκανε. Με πήρε αγκαλιά και με πήγε πίσω από το φούρνο. Εκεί πίσω, άνοιξε το μπούστο της, σήκωσε το βυζί της και μου έδειξε από κάτω. Πάνω στα πλευρά της είχε έναν κύκλο κι ένα σταυρό σημαδεμένους με κάψιμο στο δέρμα. Είπε: «Αυτή είν' η μάνα σου. Αυτή», και έδειξε. «Είμαι πια η μόνη που έχει αυτό το σημάδι. Οι υπόλοιποι πέθαναν. Αν πάθω τίποτα και δεν μπορείς να με γνωρίσεις από το πρόσωπο, θα με γνωρίσεις απ' αυτό το σημάδι». Με κατατρόμαξε. Το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ ήταν πόσο σημαντικά πράγματα μου έλεγε και ότι θα 'πρεπε να απαντήσω με κάτι εξίσου σημαντικό, όμως δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα κι έτσι, είπα απλώς αυτό που σκεφτόμουν, «Ναι, μάνα», είπα. «Όμως εσύ πώς θα με γνωρίσεις; Πώς θα με γνωρίσεις; Σημάδεψέ με κι εμένα», είπα. «Βάλε μου και μένα το σημάδι»". Η Σηθ κρυφογέλασε.
   "Σε σημάδεψε;" ρώτησε η Ντένβερ.
   "Με χαστούκισε".
   "Γιατί;"
   "Τότε δεν είχα καταλάβει. Δεν καταλάβαινα ώσπου απέκτησα δικό μου σημάδι".
   "Τι απέγινε;"
   "Την κρέμασαν. Όταν πια την κατέβασαν, κανείς δεν μπορούσε να πει αν είχε, ή όχι, κύκλο και σταυρό, πολύ λιγότερο εγώ, κι όμως, έψαξα". Η Σηθ μάζεψε τις τρίχες από τη χτένα και γέρνοντας μπροστά τις πέταξε στη φωτιά. Έσκασαν σε μικρά αστέρια και η μυρωδιά τις εξόργισε. "Όχ, Χριστέ μου", είπε και σηκώθηκε τόσο απότομα ώστε η χτένα που είχε στηρίξει στα μαλλιά της Ντένβερ, έπεσε στο πάτωμα.
   "Μαμά! Τι έπαθες, μαμά;"
   Η Σηθ πήγε σε μια καρέκλα, πήρε ένα σεντόνι και το τέντωσε όσο έπαιρναν τα χέρια της. Έπειτα, το δίπλωσε, το ξαναδίπλωσε και το ξαναδίπλωσε. Πήρε το επόμενο. Δεν είχαν στεγνώσει εντελώς, όμως ήταν τόσο ωραίο να τα διπλώνει που δεν ήθελε να σταματήσει. Έπρεπε να κρατά τα χέρια της απασχολημένα γιατί θυμήθηκε κάτι που είχε ξεχάσει ότι το ήξερε. Κάτι απόκρυφα επαίσχυντο που είχε γλιστρήσει σε μια χαραμάδα του μυαλού της, πίσω ακριβώς από το χαστούκι στο πρόσωπό της και το σταυρό μές στον κύκλο. 
   "Γιατί κρέμασαν τη μάνα σου;" ρώτησε η Ντένβερ. Πρώτη φορά άκουγε κάτι για τη μάνα της μάνας της. Η Μπέμπα Σαγκς ήταν η μόνη γιαγιά που είχε γνωρίσει.
   "Ποτέ δεν το 'μαθα. Ήταν πολλοί", είπε, όμως αυτό που γινόταν όλο και πιο καθαρό καθώς δίπλωνε και ξαναδίπλωνε τα νοτισμένα ρούχα, ήταν η γυναίκα με τ' όνομα Ναν που την πήρε από το χέρι και την τράβηξε μακριά από το σωρό, προτού καταφέρει να διακρίνει το σημάδι. Τη Ναν την ήξερε, αυτή θήλαζε τα μωρά, μαγείρευε, είχε ένα γερό χέρι και το άλλο μισό. Κι αυτή χρησιμοποιούσε αλλιώτικες λέξεις. Λέξεις που η Σηθ καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε τώρα να τις θυμηθεί ή να τις επαναλάβει. Γι' αυτό νόμιζε ότι θυμόταν τόσα λίγα πριν από το Ζεστό Σπιτικό, μόνον τα τραγούδια, τους χορούς και το πόσο πολύς κόσμος ήταν. Αυτά που της έλεγε η Ναν τα είχε ξεχάσει, μαζί με τη γλώσσα που της μιλούσε. Την ίδια γλώσσα που μιλούσε κι η μάνα της και που ποτέ δε θα ξαναγυρνούσε. Όμως, το μήνυμα -υπήρχε και ήταν εκεί συνέχεια. Κρατώντας τα υγρά άσπρα σεντόνια στο στήθος της, περισυνέλεγε το νόημα ενός κώδικα που είχε πάψει πια να καταλαβαίνει. Νύχτα. Η Ναν την κρατούσε με το γερό της χέρι, κουνούσε το κούτσουρο του άλλου της χεριού στον αέρα. "Σου μιλώ. Σου μιλώ, μικρό κορίτσι Σηθ" και αυτό έκανε. Είπε στη Σηθ ότι η μάνα της κι η Ναν ήρθαν μαζί από τη θάλασσα. Το πλήρωμα τις είχε πάρει πολλές φορές και τις δυο. "Τα πέταξε όλα, εκτός από σένα. Εκείνο από τους ναυτικούς το πέταξε στο νησί. Και τ' άλλα από τους λευκούς άντρες τα πέταξε. Χωρίς ονόματα, τα πέταξε. Εσένα σου έδωσε το όνομα του μαύρου άντρα. Τον τύλιγε στα χέρια της. Τους άλλους δεν τους τύλιγε στα χέρια της. Ποτέ. Ποτέ. Μιλώ. Σου μιλώ, μικρό κορίτσι Σηθ".
   Μικρό κορίτσι η Σηθ, δεν της έκαναν εντύπωση όλ' αυτά. Γυναίκα πια η Σηθ, οργιζόταν μα δεν ήξερε με τι. Μια έντονη επιθυμία για τη Μπέμπα Σαγκς έσπασε πάνω της σαν κύμα. Στην ηρεμία που ακολούθησε μετά από τον παφλασμό του, η Σηθ κοίταξε τα δυο κορίτσια που κάθονταν δίπλα στη σόμπα: τη φιλάσθενη, ρηχόμυαλη φιλοξενούμενή της και την ευερέθιστη, μοναχική της κόρη. Έμοιαζαν μικρές και μακρινές.
   "Ο Πωλ Ντη θα έρθει όπου να 'ναι", είπε.
   Η Ντένβερ στέναξε με ανακούφιση. Για μια στιγμή, όσο η μητέρα της στεκόταν και δίπλωνε την μπουγάδα, χαμένη σε σκέψεις, έσφιξε τα δόντια της και προσευχόταν να σταματήσει. Η Ντένβερ μισούσε όσες ιστορίες της μητέρας της δεν αφορούσαν την ίδια, γι' αυτό και ρωτούσε μόνο για την Έημι. Τα υπόλοιπα ήταν ένας λαμπερός, ισχυρός κόσμος, που η απουσία της Ντένβερ τον έκανε ακόμα πιο λαμπερό και ισχυρό. Μιας και δεν ήταν μέσα του, τον μισούσε και ήθελε να τον μισήσει και η Αγαπημένη, έστω κι αν δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Η Αγαπημένη, άρπαζε κάθε ευκαιρία για να κάνει κάποια αστεία ερώτηση και να πυροδοτήσει τη Σηθ. Η Ντένβερ είχε προσέξει πόσο άπληστα άκουγε τα λόγια της Σηθ. Τώρα, πρόσεξε κάτι περισσότερο. Τις ερωτήσεις που έκανε η Αγαπημένη: "Πού τα διαμάντια σου;" "Σου έφτιαχνε ποτέ τα μαλλιά η κυρά σου;" Και η πιο παράξενη: "Πες μου τα σκουλαρίκια σου".
   Πώς τα ήξερε;

   Η Αγαπημένη έλαμπε και ο Πωλ Ντη το 'βλεπε με κακό μάτι. Οι γυναίκες έκαναν ό,τι και οι φραουλιές προτού πετάξουν τις λεπτές τους περιπλοκάδες: η ποιότητα του πράσινου άλλαζε. Έπειτα έβγαιναν οι περιπλοκάδες, έπειτα τα μπουμπούκια. Ώσπου να πεθάνουν τα λευκά πέταλα και να ξεπροβάλει ο καρπός με το χρώμα της μέντας, τα φύλλα έλαμπαν και χρύσιζαν σφιχτά και κερένια. Έτσι έμοιαζε η Αγαπημένη -χρυσωμένη και λαμπερή. Ο Πωλ Ντη έμαθε να παίρνει τη Σηθ μόλις ξυπνούσαν, ώστε όταν θα κατέβαινε από τις άσπρες σκάλες εκεί όπου η Σηθ θα έφτιαχνε ψωμί κάτω απ' το βλέμμα της Αγαπημένης, το κεφάλι του να ήταν καθαρό.
   Το βραδάκι όταν γυρνούσε σπίτι και έβρισκε τις τρεις τους να 'ναι εκεί και να ετοιμάζουν τραπέζι, η λάμψη της ήταν τόσο έντονη που αναρωτιόταν γιατί δεν την έβλεπαν η Σηθ κι η Ντένβερ. Ή ίσως να την έβλεπαν. Σίγουρα οι γυναίκες, όπως και οι άντρες, μπορούσαν να καταλάβουν πότε μια δική τους ξυπνούσε. Ο Πωλ Ντη κοίταζε προσεχτικά την Αγαπημένη να δει αν είχε επίγνωση, αυτή όμως δεν του έδωσε καμία σημασία -συχνά δεν απαντούσε καν στις ερωτήσεις που της απηύθυνε. Τον κοίταζε και δεν άνοιγε το στόμα της. Πέντε βδομάδες ήταν πια μαζί τους και δεν είχαν μάθει τίποτα περισσότερο απ' όσα ήξεραν όταν τη βρήκαν να κοιμάται στο κούτσουρο. 
   Κάθονταν στο τραπέζι που έσπασε ο Πωλ Ντη τη μέρα που έφτασε στο 124. Τα επιδιορθωμένα πόδια του ήταν πιο γερά από πριν. Το λάχανο είχε τελειώσει και τα γυαλιστερά κότσια του καπνιστού χοιρινού ήταν στοιβαγμένα σωρός στα πιάτα τους. Η Σηθ σερβίριζε πουτίγκα από ψωμί, μουρμουρίζοντας τις ελπίδες για το γλυκό της, ζητώντας συγνώμες εκ των προτέρων, όπως πάντα κάνουν οι παλιές μαγείρισσες, όταν κάτι στο πρόσωπο της Αγαπημένης, η σκυλίσια αφοσίωση που την κυρίευσε καθώς κοίταζε τη Σηθ, ώθησε τον Πωλ Ντη να μιλήσει. 
   "Δεν έχεις ούτε αδερφούς ούτε αδερφές;"
   Η Αγαπημένη έκρυψε το κουτάλι της, αλλά δεν τον κοίταξε. 
   "Δεν έχω κανέναν".
   "Τι έψαχνες όταν ήρθες εδώ;" τη ρώτησε.
   "Αυτό το μέρος. Έψαχνα γι' αυτό το μέρος να ζήσω".
   "Σου μίλησε κανείς γι' αυτό το σπίτι;"
   "Αυτή μου το είπε. Όταν ήμουνα στη γέφυρα, μου το είπε".
   "Θα πρέπει να 'ναι κάποια από τον παλιό καιρό", είπε η Σηθ. Τον καιρό που το 124 ήταν σταθμός όπου έφταναν μηνύματα κι έπειτα οι άνθρωποι που τα στέλναν. Όπου τα νέα μούσκευαν σαν ξερά φασόλια στο νερό της πηγής -ώσπου να μαλακώσουν και να γίνουν εύπεπτα.
   "Πώς ήρθες; Ποιος σ' έφερε;"
   Τώρα τον κοίταξε σταθερά, αλλά δεν απάντησε.
   Μπορούσε να νιώσει τη Σηθ και την Ντένβερ ν' αποτραβιούνται, να σφίγγουν τους μυς του στομαχιού τους, να βγάζουν κολλώδεις ιστούς αράχνης για ν' αγγίξουν η μια την άλλη. Αποφάσισε να συνεχίσει οπωσδήποτε.
   "Σε ρώτησα ποιος σ' έφερε εδώ;"
   "Περπάτησα", είπε. "Ένα δρόμο μακρύ, μακρύ, μακρύ. Κανείς δε μ' έφερε. Κανείς δε με βοήθησε".
   "Φορούσες καινούργια παπούτσια. Αν περπάτησες τόσο πολύ, γιατί δεν το 'δειχναν τα παπούτσια σου;"
   "Πωλ Ντη, πάψε να τα βάζεις μαζί της".
   "Θέλω να μάθω", είπε κρατώντας τη λαβή του μαχαιριού στη γροθιά του σαν κοντάρι.
   "Πήρα τα παπούτσια! Πήρα το φουστάνι! Τα κορδόνια δεν έμπαιναν!" φώναξε και του έριξε ένα τόσο μοχθηρό βλέμμα, που η Ντένβερ την άγγιξε στον αγκώνα.
   "Θα σου μάθω", είπ' η Ντένβερ, "πώς να δένεις τα παπούτσια σου", και η Αγαπημένη την αντάμειψε μ' ένα χαμόγελο.
   Ο Πωλ Ντη ένιωθε λες κι ένα μεγάλο ασημένιο ψάρι είχε ξεγλιστρήσει από τα χέρια του τη στιγμή που το άρπαξε από την ουρά. Ότι ξέφευγε πίσω στα σκοτεινά νερά, αόρατο εκτός από το λαμπύρισμα που σημάδευε τη διαδρομή του. Αν όμως η λάμψη της δεν προοριζόταν γι' αυτόν, για ποιον ήταν; Ποτέ δεν είχε γνωρίσει γυναίκα που να μη φεγγοβολά για κάποιον συγκεκριμένα, που να λάμπει σε γενική αναγγελία. Η πείρα του τού έλεγε ότι το φως εμφανιζόταν όταν υπήρχε εστία. Σαν τη Γυναίκα των Τριάντα Μιλίων, που ήταν μουντή σαν καπνός όσο περίμενε μαζί του στο χαντάκι και άστραψε μόλις έφτασε ο Εξάρης. Ήξερε ότι ποτέ δεν το 'χε παραγνωρίσει. Ήταν εκεί τη στιγμή που κοίταξε τα υγρά πόδια της Σηθ, αλλιώς ποτέ δε θα 'βρισκε την τόλμη να την κλείσει στην αγκαλιά του εκείνη τη μέρα και να ψιθυρίσει στη ράχη της.
   Αυτό το κορίτσι, η Αγαπημένη, χωρίς σπίτι και ανθρώπους, τους ξεπερνούσε όλους, κι ας μην μπορούσε να καταλάβει γιατί, καθώς αναλογιζόταν όλους τους μαύρους που είχε συναντήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια. Μέσα, πριν και μετά τον Πόλεμο, είχε δει νέγρους τόσο σαστισμένους ή πεινασμένους, τόσο κουρασμένους ή χαμένους που θα 'ταν θαύμα αν θυμούνταν ή έλεγαν κάτι. Ανθρώπους που, όπως κι ο ίδιος, κρύβονταν σε σπηλιές και πάλευαν με τις κουκουβάγιες για την τροφή· που, όπως κι ο ίδιος, έκλεβαν τροφή από τα γουρούνια· που, όπως κι ο ίδιος, κοιμούνταν την ημέρα στα δέντρα και περπατούσαν τις νύχτες· που, όπως κι ο ίδιος, θάφτηκαν στα βρομόνερα ή πηδήξαν στα πηγάδια για ν' αποφύγουν τους ρυθμιστές, τους επιδρομείς, τους πλανόδιους κήρυκες, τους παλαίμαχους, τους ανθρώπους των λόφων, τα αποσπάσματα και τους πανηγυρτζήδες. Κάποτε συνάντησε ένα νέγρο ως δεκατεσσάρων χρονώ που ζούσε ολομόναχος στα δάση και έλεγε ότι δε θυμόταν να 'χει ζήσει πουθενά αλλού. Είδε μια μαύρη με σαλεμένο το λογικό να τη φυλακίζουν και να την κρεμούν επειδή έκλεψε πάπιες νομίζοντας ότι ήταν τα μωρά της.
   Προχώρα. Περπάτα. Τρέξε. Κρύψου. Κλέψε και συνέχισε να προχωράς. Μόνο μια φορά κατάφερε να μείνει σ' ένα μέρος -με γυναίκα ή οικογένεια- περισσότερο από λίγους μήνες. Η φορά εκείνη ήταν σχεδόν δύο χρόνια με μια υφάντρα στο Ντελαγουέρ, το χειρότερο μέρος για νέγρους, που είχε δει πέρα από την επαρχία Πουλάσκι του Κεντάκυ και φυσικά, τον καταυλισμό των φυλακισμένων στη Γεωργία.   
   Η Αγαπημένη ήταν διαφορετική απ' όλους αυτούς τους νέγρους. Η λάμψη της, τα καινούργια της παπούτσια. Τον ενοχλούσε. Ίσως να 'φταιγε το ότι αυτός δεν την ενοχλούσε. Ή πάλι ο χρόνος. Είχε εμφανιστεί και είχε μπει στο σπίτι της την ίδια μέρα που αυτός κι η Σηθ είχαν φιλιώσει μετά από τον καβγά τους, είχαν βγει έξω και είχαν διασκεδάσει -σαν οικογένεια. Η Ντένβερ είχε βάλει μυαλό, τρόπος του λέγειν· η Σηθ γελούσε· του είχαν υποσχεθεί σταθερή δουλειά, το 124 είχε απαλλαγεί από τα πνεύματα. Κάτι είχε αρχίσει να μοιάζει με ζωή. Και, διάολε! μια γυναίκα που έπινε μόνο νερό, αρρώστησε, μπήκε στο σπίτι, γιατρεύτηκε και δεν κουνήθηκε ρούπι. 
   Ήθελε να τη διώξει, όμως η Σηθ την είχε δεχτεί και αυτός δεν μπορούσε να τη διώξει από ένα σπίτι που δεν ήταν δικό του. Άλλο να χτυπιέσαι μ' ένα φάντασμα κι άλλο να πετάξεις ένα αβοήθητο μαύρο κορίτσι σε μια περιοχή που τη λυμαινόταν η Κλαν. Διψώντας απελπισμένα για μαύρο αίμα, ανήμπορος να ζήσει χωρίς αυτό, ο δράκοντας αλώνιζε το Οχάιο όπως ήθελε. 
   Ο Πωλ Ντη καθόταν στο τραπέζι, έχοντας αποφάει και μασουλώντας ένα άχυρο από τη σκούπα, και αποφάσισε να της βρει μέρος. Θα ρωτούσε τους νέγρους στην πόλη και θα της έβρισκε δικό της σπίτι.
   Μόλις η σκέψη πέρασε από το μυαλό του, η Αγαπημένη πνίγηκε με μια σταφίδα που 'χε βγάλει από την πουτίγκα του ψωμιού. Έγειρε πίσω, έπεσε από την καρέκλα και σφάδαζε κρατώντας το λαιμό της. Η Σηθ τη χτύπησε στην πλάτη ενώ η Ντένβερ της τράβαγε τα χέρια από το λαιμό. Πεσμένη στα τέσσερα, η Αγαπημένη έκανε εμετό και πάσχισε να πάρει ανάσα. 
   Όταν ησύχασε και η Ντένβερ είχε πια σφουγγαρίσει, είπε:
   "Πάω για ύπνο, τώρα". 
   "Έλα στο δωμάτιό μου", είπε η Ντένβερ. "Εκεί θα μπορώ να σε προσέχω".
   Ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή. Η Ντένβερ κόντευε ν' αρρωστήσει προσπαθώντας να βρει τρόπο να μοιραστεί το δωμάτιό της με την Αγαπημένη. Της ήταν δύσκολο να κοιμάται πάνω και ν' αναρωτιέται αν η Αγαπημένη θα ξαναρρώσταινε, θα αποκοιμιόταν και δε θα ξυπνούσε ή (όχι, Θεέ μου, σε παρακαλώ) αν θα σηκωνόταν και θα περιπλανιόταν έξω από την αυλή, έτσι όπως είχε περιπλανηθεί μέσα. Εκεί θα μπορούσαν να κουβεντιάζουν πιο εύκολα: τις νύχτες που ο Πωλ Ντη και η Σηθ θα κοιμούνταν· ή τις ημέρες προτού γυρίσει σπίτι κάποιος από τους δυο τους. Γλυκές, ανόητες κουβέντες, γεμάτες μισές φράσεις, ονειροπολήματα και παρανοήσεις πιο γοητευτικές από κάθε είδους κατανόηση. 
   Όταν έφυγαν τα κορίτσια, η Σηθ άρχισε να μαζεύει το τραπέζι. Στοίβαζε τα πιάτα κοντά σε μια λεκάνη νερό.
   "Γιατί εκνευρίζεσαι τόσο μαζί της;"
   Ο Πωλ Ντη συνοφρυώθηκε, αλλά δε μίλησε.
   "Τσακωθήκαμε μια φορά για την Ντένβερ. Χρειάζεται να τσακωθούμε και γι' αυτήν;" ρώτησε η Σηθ. 
   "Δεν καταλαβαίνω αυτό το δέσιμο. Καταλαβαίνω να κρεμιέται αυτή από πάνω σου, αλλά δεν ξέρω γιατί κρεμιέσαι εσύ απ' αυτήν".
   Η Σηθ γύρισε την πλάτη στα πιάτα και τον κοίταξε.
   "Τι σε νοιάζει ποιος κρέμεται από ποιον; Το φαγητό της δεν είναι πρόβλημα. Παίρνω λίγο παραπάνω από το εστιατόριο, αυτό είναι. Και είναι καλή παρέα για τη Ντένβερ. Το ξέρεις και το ξέρω ότι το ξέρεις, λοιπόν γιατί ακονίζεις τα δόντια σου;"
   "Δεν μπορώ να πω. Νιώθω κάτι μέσα μου".
   "Νιώσε αυτό, λοιπόν! Νιώσε πώς νιώθει κανείς όταν έχει ένα κρεβάτι να κοιμηθεί, χωρίς να κοντεύει να πεθάνει από την ανησυχία για το τι θα πρέπει να κάνει σε αντάλλαγμα. Νιώσε αυτό το συναίσθημα. Κι αν δεν μπορείς, νιώσε πώς νιώθει μια μαύρη όταν τριγυρνάει στους δρόμους με κίνδυνο να της ορμήσουν όλα τα πλάσματα του Θεού. Αυτό να νιώσεις".
   "Τα ξέρω όλ' αυτά, Σηθ. Δε γεννήθηκα χτες, ούτε κακομεταχειρίστηκα ποτέ γυναίκα στη ζωή μου".
   "Τότε είσαι ο μόνος στον κόσμο", απάντησε η Σηθ. 
   "Δεν είμαστε δύο;"
   "Όχι. Δεν είστε δύο".
   "Τι σου είχε κάνει ο Χαλ; Σου παραστάθηκε. Ποτέ δε σ' άφησε".
   "Ποιον άφησε τότε, αν όχι εμένα;"
   "Δεν ξέρω, πάντως δεν άφησε εσένα. Αυτό είναι γεγονός".
   "Τότε, ακόμη χειρότερα· άφησε τα παιδιά του".
   "Αυτό δεν το ξέρεις".
   "Δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν εκεί που είχε πει ότι θα ήταν".
   "Εκεί ήταν".
   "Τότε, γιατί δε φάνηκε; Γιατί ξαπόστειλα τα μωρά μου και έμεινα πίσω να τον γυρεύω;"
   "Δεν μπορούσε να βγει απ' το πατάρι".
   "Πατάρι; Ποιο πατάρι;"
   "Το πατάρι πάνω από το κεφάλι σου. Στο στάβλο".
   Αργά αργά, με όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε, η Σηθ προχώρησε προς το τραπέζι.
   "Είδε;"
   "Είδε".
   "Σου το είπε;"
   "Μου το είπε".
   "Τι;"
   "Την ημέρα που ήρθα εδώ. Είπες ότι σου έκλεψαν το γάλα. Ποτέ δεν έμαθα τι ήταν αυτό που τον είχε ταράξει. Αυτό θα πρέπει να ήταν. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι κάτι τον τσάκισε. Τόσα χρόνια δουλειάς τα Σάββατα, τις Κυριακές, τις νύχτες δεν τον είχαν αγγίξει. Όμως, ό,τι κι αν είδε εκείνη τη μέρα στο στάβλο τον τσάκισε σαν κλαράκι".
   "Είδε;" Η Σηθ κράταγε τους αγκώνες της λες κι ήθελε να τους εμποδίσει να πετάξουν.
   "Είδε. Πρέπει".
   "Είδε τι μου έκαναν εκείνα τ' αγόρια και τους άφησε ακόμα ν΄ανασαίνουν; Είδε; Είδε; Είδε;"
   "Έι! Έι! Άκουσέ με. Άσε με να σου πω κάτι. Ο άνθρωπος, διάολε, δεν είναι τσεκούρι. Να κόβει, να λιανίζει, να τσακίζει κάθε καταραμένη στιγμή της μέρας. Κάποια πράγματα τον αγγίζουν. Πράγματα που δεν μπορεί να τσακίσει, επειδή είναι μέσα του".
   Στο φως της λάμπας, η Σηθ βημάτιζε πάνω - κάτω, πάνω - κάτω. "Αυτός που μεσολαβούσε λαθραία είπε «Ως την Κυριακή». Μου πήραν το γάλα, το είδε και δεν κατέβηκε; Η Κυριακή ήρθε, αλλ' αυτός όχι. Ήρθε η Δευτέρα και πουθενά ο Χαλ. Σκέφτηκα ότι πέθανε, γι' αυτό· μετά σκέφτηκα, τον έπιασαν, γι' αυτό. Μετά σκέφτηκα Όχι, δεν πέθανε γιατί αν πέθαινε, θα το μάθαινα, και τώρα έρχεσαι εσύ μετά από τόσον καιρό και δε μου λες ότι πέθανε, γιατί ούτε κι εσύ ήξερες, οπότε εγώ σκέφτηκα, Ωραία, θα 'χει βρει καλύτερη ζωή. Γιατί αν ήταν εδώ κοντά, θα 'ρχόταν στη Μπέμπα Σαγκς, αν δεν ερχόταν σ' εμένα. Όμως, ποτέ δεν ήξερα ότι είδε".
   "Τι σημασία έχει τώρα;"
   "Αν ζει και τα είδε, δε θα πατήσει το πόδι του στην πόρτα μου. Ο Χαλ, όχι".
   "Τον τσάκισε, Σηθ". Ο Πωλ Ντη σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος της και αναστέναξε. "Καλύτερα να τα μάθεις όλα. Την τελευταία φορά που τον είδα, καθόταν δίπλα στον κάδο. Το πρόσωπό του ήταν πασαλειμμένο βούτυρο".
   Τίποτα δεν έγινε και αυτή ένιωσε ευγνωμοσύνη. Συνήθως, έβλεπε αμέσως την εικόνα των όσων άκουγε. Όμως, δεν μπορούσε να φανταστεί αυτά που έλεγε ο Πωλ Ντη. Προσεχτικά προσεχτικά προχώρησε σ' ένα λογικό ερώτημα. 
   "Τι είπε;"
   "Τίποτα".
   "Ούτε λέξη;"
   "Ούτε λέξη".
   "Του μίλησες; Του είπες τίποτα; Κάτι!"
   "Δεν μπορούσα, Σηθ. Δεν μπορούσα... καθόλου".
   "Γιατί;"
   "Είχα φίμωτρο στο στόμα".
   Η Σηθ άνοιξε την εξώπορτα και κάθησε στα σκαλιά της βεράντας. Η μέρα χωρίς τον ήλιο της είχε γίνει μελανή, όμως ακόμα μπορούσε να ξεχωρίσει τις μαύρες σκιές των δέντρων πέρα στο λιβάδι. Κούνησε το κεφάλι της πέρα - δώθε, υποκύπτοντας στο επαναστατημένο της μυαλό. Γιατί να μην μπορεί να αρνηθεί τίποτα; Γιατί να δέχεται όλη τη σαπίλα των αθλιοτήτων, των θλίψεων, των μισητών εικόνων; Σαν λαίμαργο παιδί, το μυαλό της άρπαζε τα πάντα. Μια φορά μόνο, δεν μπορούσε να πει, Όχι, ευχαριστώ; Μόλις έφαγα και δεν μπορώ να καταπιώ μπουκιά παραπάνω; Είμαι χορτάτη διάολε, από δυο αγόρια με μουχλιασμένα δόντια, που το ένα ρουφά από το στήθος μου και το άλλο με κρατάει κάτω, ενώ ο δάσκαλός τους που διαβάζει βιβλία, τους κοιτάζει και τα γράφει όλα. Είμαι ακόμα χορτάτη, διάολε, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω και να βάλω κι άλλο. Να βάλω και τον άντρα μου να παρακολουθεί, πάνω μου στο πατάρι -να κρύβεται εκεί κοντά- στο μόνο μέρος που νόμιζε ότι δε θα κοίταζαν, και να κοιτάζει αυτό που εγώ δεν μπορούσα καθόλου να κοιτάξω. Και να μην τους σταματάει  -να κοιτάζει και να τους αφήνει. Όμως το λαίμαργο μυαλό μου λέει, Ω, ευχαριστώ, θέλω κι άλλο - κι εγώ βάζω κι άλλο. Και μόλις βάλω κι άλλο, δεν έχει τελειωμό. Είναι κι ο άντρας μου που κάθεται δίπλα στον κάδο και πασαλείφει το βούτυρο και το ξινόγαλο σ' όλο του το πρόσωπο γιατί στο νου του έχει το γάλα που πήραν. Κι όσο εξαρτάται απ' αυτόν, ο κόσμος καλά θα κάνει να το μάθει. Κι αφού τσακίστηκε τόσο τότε, σίγουρα τώρα θα είναι νεκρός. Κι αν ο Πωλ Ντη τον είδε και δεν μπόρεσε να τον σώσει ή να τον παρηγορήσει, επειδή είχε το φίμωτρο στο στόμα, τότε υπάρχουν κι άλλα που θα μπορούσε να μου πει ο Πωλ Ντη και το μυαλό μου θα προχωρήσει και θα το πάρει και ποτέ δε θα πει, Όχι, ευχαριστώ. Δε θέλω να μάθω ή να πρέπει να το θυμάμαι. Έχω άλλα να κάνω· ν' ανησυχώ, για παράδειγμα, για το αύριο, για την Ντένβερ, για την Αγαπημένη, για τα χρόνια και την αρρώστια, κι ας μη μιλήσουμε για τον έρωτα.
   Το μυαλό της, όμως, δε νοιαζόταν για το μέλλον. Φορτωμένο με παρελθόν, πεινώντας για περισσότερο, δεν της άφηνε χώρο να φαταστεί, πόσο μάλλον να σχεδιάσει, την επόμενη μέρα. Όπως ακριβώς εκείνο το απόγεμα στ' αγριοκρόμμυδα -όταν το μόνο κομμάτι του μέλλοντος που μπορούσε να δει ήταν το επόμενο βήμα. Μερικοί άνθρωποι τρελαίνονταν, γιατί όχι κι αυτή; Των άλλων τα μυαλά σταματούσαν, γύριζαν αλλού και πήγαιναν σε κάτι νέο, και αυτό θα πρέπει να έπαθε ο Χαλ. Και τι γλυκό που θα ήταν: οι δυο τους στην καλύβα με το γάλα, να κάθονται δίπλα στον κάδο, να τρίβουν το κρύο, σβωλιασμένο βούτυρο στα πρόσωπά τους, χωρίς καμία έγνοια στον κόσμο. Να το νιώθουν να γλιστράει, να κολλάει -να το τρίβουν στα μαλλιά τους βλέποντάς το να ξεπετάγεται ανάμεσα από τα δάχτυλά τους. Τι ανακούφιση να σταματούσε εκεί. Κλείσε. Σφάλισε. Ζούληξε το βούτυρο. Όμως, τα τρία παιδιά της μασουλούσαν πιπίλες από ζάχαρη κάτω από μια κουβέρτα στο δρόμο για το Οχάιο και αυτό δεν το άλλαζαν τα παιχνίδια με το βούτυρο.
   Ο Πωλ Ντη βγήκε από την πόρτα και την άγγιξε στον ώμο. 
   "Δε σκόπευα να σ' το πω".
   "Δε σκόπευα να τ' ακούσω".
   "Δεν μπορώ να το πάρω πίσω, αλλά μπορώ να μην το ξαναναφέρω", είπε ο Πωλ Ντη.
   Θέλει να μου μιλήσει, σκέφτηκε εκείνη. Θέλει να τον ρωτήσω πώς ένιωσε -πόσο πληγώνεται η γλώσσα που την κρατάει το σίδερο, πόσο βαθιά είν' η ανάγκη να φτύσεις, τόσο που σου 'ρχεται να κλάψεις. Το ήξερε ήδη, το είχε δει να επαναλαμβάνεται στον τόπο πριν από το Ζεστό Σπιτικό. Άντρες, αγόρια, μικρά κορίτσια, γυναίκες. Την αγριάδα που ξεπήδαγε στα μάτια τη στιγμή που τα χείλη τραβιούνταν πίσω. Για μέρες αφότου το 'βγαζαν, τρίβαν τις γωνιές του σώματος με λίπος χήνας, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να μαλακώσει τη γλώσσα ή να διώξει την αγριάδα από το βλέμμα. 
   Η Σηθ κοίταξε τα μάτια του Πωλ Ντη να δει αν έκρυβαν ίχνη μέσα τους.
   "Οι άνθρωποι που είχα δει παιδί", είπε, "και που τους είχαν βάλει φίμωτρο, πάντοτε έμοιαζαν άγριοι έπειτα. Για όποιον σκοπό και να το είχαν χρησιμοποιήσει, δεν είχε πιάσει, γιατί έβαζε αγριάδα εκεί που πρώτα δεν υπήρχε. Όταν σε κοιτάζω δεν τη βλέπω. Δεν υπάρχει πουθενά αγριάδα στα μάτια σου".
   "Υπάρχει τρόπος να τη βάλεις και τρόπος να τη βγάλεις. Τους ξέρω και τους δυο και δεν έχω καταλάβει ακόμα ποιος είναι ο χειρότερος". Κάθησε δίπλα της. Η Σηθ τον κοίταξε. Σ' εκείνο το σβησμένο φως της ημέρας, το πρόσωπό του, μπρούντζινο, με τα κόκαλα μόνο να διακρίνονται, της καταλάγιασε την καρδιά.
   "Θες να μου τα πεις;" τον ρώτησε. 
   "Δεν ξέρω. Ποτέ δεν τα είπα. Ούτε σε μια ψυχή. Μερικές φορές τα τραγούδησα, αλλά δεν τα είπα σε ψυχή".
   "Λέγε. Μπορώ να τ' ακούσω".
   "Ίσως. Ίσως να μπορείς να τ΄ακούσεις. Μόνο που δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να τα πω. Να τα πω σωστά δηλαδή, γιατί δεν ήταν το φίμωτρο -δεν ήταν αυτό".
   "Τι τότε;" ρώτησε η Σηθ.
   "Τα κοκόρια", είπε. "Να περνάω μπροστά από τα κοκόρια και να τα βλέπω να με κοιτούν".
   Η Σηθ χαμογέλασε.
   "Εκεί στο πεύκο;"
   "Ναι". Ο Πωλ Ντη χαμογέλασε μαζί της. Θα πρέπει να 'ταν πέντε κοκόρια κουρνιασμένα εκεί πάνω και τουλάχιστον πενήντα κότες".
   "Και ο Κύριος μαζί τους;"
   "Στην αρχή όχι. Μα μόλις έκανα καμιά εικοσαριά βήματα, τον είδα. Κατέβηκε από το στύλο του φράχτη και κάθησε στο βαρέλι".
   "Το λάτρευε εκείνο το βαρέλι", είπε η Σηθ, ενώ σκεφτόταν: "Όχι, τώρα πια δεν υπάρχει τελειωμός".
   "Αλήθεια... Σαν θρόνο. Εγώ τον έβγαλα από το αυγό, ξέρεις. Θα είχε ψοφήσει, αν δεν ήμουν εγώ. Η κλώσα είχε φύγει με όλα τα κλωσόπουλα να την ακολουθούν. Είχε μείνει μόνο ένα αυγό. Έμοιαζε κλούβιο, αλλά το είδα να κουνιέται και το χτύπησα ν' ανοίξει, και να σου ο Κύριος με τα στραβά του τα πόδια, με τα όλα του. Το κοίταζα το χαμένο το κορμί να μεγαλώνει και να τσιμπάει όλους τους άλλους στην αυλή".
   "Ήταν πάντοτε αντιπαθητικός", είπε η Σηθ.
   "Ναι, αντιπαθέστατος. Κι αιμοβόρος και κακός. Με τα στραβά του τα ποδάρια να πλατσουρίζουν. Είχε ένα λειρί μεγάλο σαν την παλάμη μου και τι κόκκινο. Καθόταν εκεί πάνω στο βαρέλι και με κοίταζε. Σου ορκίζομαι ότι χαμογελούσε. Το κεφάλι μου πήγαινε να ξεχειλίσει απ' αυτό που είχα δει με τον Χαλ λίγο νωρίτερα. Δεν σκεφτόμουν καν το φίμωτρο. Μόνον τον Χαλ και πριν απ' αυτόν τον Εξάρη, αλλά όταν είδα τον Κύριο, κατάλαβα ότι ήταν η σειρά μου. Όχι αυτοί μόνο, αλλά κι εγώ. Ο ένας τρελός, ο άλλος πουλημένος, ο άλλος αγνοούμενος, ο άλλος καμένος κι εγώ να γλείφω σίδερο με τα χέρια σταυρωμένα στην πλάτη. Ο τελευταίος από τους άντρες του Ζεστού Σπιτικού".
   "Ο Κύριος φαινόταν τόσο... ελεύθερος. Καλύτερος από μένα. Πιο δυνατός, πιο σκληρός. Το κάθαρμα, ούτε να βγει μόνος του απ' τ' αυγό μπορούσε, αλλά ήταν ακόμα βασιλιάς κι εγώ ήμουν..." Ο Πωλ Ντη σταμάτησε και με το δεξί του χέρι έσφιξε τ' αριστερό. Το κράτησε ώσπου το χέρι κι ο κόσμος να ησυχάσουν και να τον αφήσουν να συνεχίσει.
   "Του Κύριου του επέτρεψαν να είναι και να μείνει αυτό που ήταν. Εμένα όμως δε μ' άφησαν να είμαι και να μείνω αυτό που ήμουν. Ακόμα κι αν τον έψηνες, θα έψηνες έναν κόκορα με τ' όνομα Κύριος. Εγώ όμως ποτέ δε θα ξαναγινόμουν ο Πωλ Ντη, ζωντανός ή νεκρός. Ο δάσκαλος με άλλαξε. Με έκανε κάτι κι αυτό το κάτι ήταν λιγότερο από ένα κοτόπουλο που λιαζόταν σ' ένα βαρέλι".
   Η Σηθ έβαλε το χέρι στο γόνατό του και το 'τριψε.
   Ο Πωλ Ντη είχε μόλις αρχίσει, αυτά που της έλεγε ήταν μόνον η αρχή, όταν τα δάχτυλά της, απαλά καθησυχαστικά, τον σταμάτησαν. Πάλι καλά. Πάλι καλά. Αν έλεγε περισσότερα, μπορεί κι οι δυο τους να έφταναν σ' έναν τόπο απ' όπου δε θα μπορούσαν να επιστρέψουν. Θα φύλαγε τα υπόλοιπα στο μέρος που τους έπρεπε: στο τενεκεδένιο καπνοκούτι το θαμμένο στο στήθος του, εκεί που κάποτε ήταν μια κόκκινη καρδιά. Δε θα το άφηνε ν' ανοίξει μπροστά σ' αυτή τη γλυκιά, δυνατή γυναίκα, γιατί θα ντρεπόταν να τη δει να ρουφά το περιεχόμενό του. Και αυτή θα πληγωνόταν αν μάθαινε ότι μέσα του δε χτυπούσε καρδιά κόκκινη σαν το λειρί του Κύριου.
   Η Σηθ έτριβε κι έτριβε, πιέζοντας το τραχύ ύφασμα και τις πέτρινες καμπύλες που έφτιαχναν το γόνατό του. Είχε την ελπίδα ότι τον ηρεμούσε όπως ηρεμούσε και την ίδια. Λες και ζύμωνε ψωμί στο μισόφωτο της κουζίνας του μαγειρείου. Προτού έρθει ο μάγειρας, σ' ένα χώρο φαρδύ όσο μακρύς είναι ένας πάγκος, να στέκεται πέρα στο βάθος και στ' αριστερά από τα δοχεία με το γάλα. Να δουλεύει τη ζύμη; Να δουλεύει, να δουλεύει τη ζύμη. Ο καλύτερος τρόπος για ν' αρχίσει την καθημερινή σοβαρή δουλειά της συντριβής των περασμένων.

Μόρισον Τόνι, Αγαπημένη, (μετφ. Έφη Καλλιφατίδη), εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια: