Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ


Βενετία,
το έτος 6967 από κτίσεως κόσμου (1) 
 
   Στη Βενετία που ζούσαμε, ύστερα από το κακό που μας βρήκε, είχαμε χρόνια να γιορτάσουμε ένα ευχάριστο γεγονός μετά τη γέννηση της Ευδοκίας, της κόρης της Μαρίας μας, που εδώ τη φωνάζαμε Πουλχερία, γιατί είχε αφιερωθεί στον Θεό. Ούτε την ανάσταση του μικρού μας αδελφού γιορτάσαμε, από τον φόβο μήπως τον ανακαλύψει ο σουλτάνος. Τον γάμο του όμως με την Ζαμπέτα, όσο κι αν δυσανασχετούσε η Άννα μας, ήμασταν όλοι οι υπόλοιποι αποφασισμένοι να τον γιορτάσουμε σαν να 'μασταν στην πατρίδα. Η ίδια η Ζαμπέτα ήταν ξετρελαμένη με τις ετοιμασίες. Μάλιστα είχε φέρει από την Ισπανία καμιά εικοσαριά φαρδέλα ολόλευκης υπέροχης δαντέλας, που θα 'φτανε όχι μόνο για κείνην, αλλά για όλες μας.
   Μόλις είχαμε επιστρέψει από το ταξίδι μας στην Ισπανία, στην αυλή του βασιλιά Αλφόνσου, όπου συζητήσαμε, ο Ιάκωβος δηλαδή κι η Άννα μας, άλλη μια φορά για τη σταυροφορία κατά των απίστων. Ήταν εκεί όλοι όσοι φοβούνταν το ισλάμ, όπως το έλεγαν. Γάλλοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Ιταλοί, εκπρόσωποι των Αλβανών, των Βουλγάρων, των Σέρβων, ο απεσταλμένος του πάπα, οι Βενετοί, οι Τζενοβέζοι, εμείς, σχεδόν όλοι οι χριστιανοί του κόσμου. Εμείς δεν ήμασταν βέβαια εκεί σαν χώρα, αφού χώρα δεν υπήρχε πια· ήμασταν σαν... λεφτά. Ο πάπας, που φοβόταν πιο πολύ απ' όλους μήπως εξισλαμιστεί όλη η Ευρώπη και μείνει χωρίς ποίμνιο, μάζευε με όποιον τρόπο μπορούσε λεφτά για τη μεγάλη σταυροφορία που ονειρευόταν, πουλώντας ακόμη και συγχωροχάρτια ταχυδρομικά, αν και δεν είχε το δικαίωμα πια, αφού το ιωβηλαίο είχε τελειώσει εδώ και εννιά χρόνια. Φυσικά οι πρώτοι που απευθύνθηκε για χρήματα ήμασταν εμείς, η Άννα μας δηλαδή. Ε, δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε, όπως δεν αρνιόμασταν ποτέ σε κανέναν, ούτε στον Βλαστό, που είχε ξεκινήσει με τον ξάδελφό του τον Σήφη εκείνη την επανάσταση στην Κρήτη που πνίγηκε στο αίμα -δεν θυμάμαι αν το 'γραψα κιόλας- και σκότωσαν οι Βενετσιάνοι τον Σήφη και τον ίδιο τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν. Δίκιο δεν είχε ο Ιάκωβος που έλεγε να μην την ξεκινήσουμε; Όλοι εκ των υστέρων τον εκτίμησαν γι' αυτή τη σωφροσύνη του, μόνον αυτόν ακούγαμε σαν οικογένεια πια κι ας μας τρόμαζε το παραμορφωμένο σώμα του. Ο Καπνίσης κι ο Συρόπουλος κι όλοι οι άλλοι, ακόμη κι ο Βησσαρίων, μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Αλλά κι οι φίλοι κι οι γνωστοί μας έλεγαν «Να ρωτήσουμε τον Νοταρά» -δεν τον έλεγαν Ιάκωβο, αλλά Νοταρά, όπως τον πατέρα. Σαν να 'ταν ο πατέρας, αλλά πιο μικρός.
   Ο στόχος μας λοιπόν σαν Ευρώπη ήταν να διώξουμε τους Οθωμανούς. Τι γύρευαν αυτοί, ένα τσούρμο βάρβαροι μουσουλμάνοι, μες στα πόδια της χριστιανοσύνης, έλεγε ο πάπας, και πώς τους αφήσαμε να το κάνουν; Ο εκπρόσωπος του πάπα, είπε κατόπιν ο Ιάκωβος σ' εμάς, που δεν παρευρισκόμασταν στα συμβούλια, ήταν πολύ επιφυλακτικός με τον βασιλιά Αλφόνσο, κι ενώ είχαν διαλέξει αυτόν για να ηγηθεί της σταυροφορίας, εντούτοις δεν τον εμπιστεύονταν για να του δώσουν τα χρήματα, γιατί και παλαιότερα, που ήταν να ξεκινήσει σταυροφορία και τα 'χε πάρει, τα 'φαγε και μετά ζητούσε άλλα. Έτσι το πράγμα ξεστράτισε, άρχισαν οι καβγάδες, και κανείς πια δεν πίστευε ότι θα πραγματοποιηθεί αυτό το όνειρο.
   Εμείς οι μικρότερες μέναμε στα διαμερίσματά μας στο παλάτι του Αλφόνσου όσο εκείνοι έκαναν τα συμβούλιά τους και καταδιασκεδάζαμε με τα χορευτικά τους, από κοπέλες με κατακόκκινες τεράστιες φούστες μέχρι το πάτωμα, που ήταν λέει τσιγγάνες, και με την άγρια μουσική τους στα γεύματα, μέσα στις αστραφτερές αίθουσες του παλατιού, λίγο πολύ σαν τις δικές μας παλιά. Το φαγητό ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Ιδιαίτερα το ψητό ελάφι με μαρμελάδα από μήλα και οι φασιανοί μού θύμισαν τα γεύματα στην πατρίδα πριν μας βρει το κακό. Ο μικρός μου αδελφός, που ήξερε από κρασιά, είπε ότι το κόκκινό τους δεν συγκρινόταν με τον δικό μας μαλβαζία κι ίσως αντί για χρυσοποίκιλτα μαχαίρια για αριστοκράτες θα 'πρεπε ν' αρχίσει να εμπορεύεται το κρασί μας, αλλά δεν μπορούσαμε να 'χουμε πρόσβαση στην πατρίδα, κι απ' ό,τι είχαμε πληροφορηθεί ο θείος Αγγελής τα 'χε ρημάξει όλα, ακόμη και τα δικά μας μερίδια από τ' αμπέλια κάτω στην Πελοπόννησο. Ήταν ο μόνος βλέπετε που κατάφερε να το σκάσει πριν το μετά.
   Έτσι γυρίσαμε άπρακτοι από την Ισπανία στο σπίτι μας, στο Πόντε ντι Ριάλτο στη Βενετιά, αλλά ο πάπας δεν μας επέστρεψε τα χρήματα που του δώσαμε για τη σταυροφορία.
   Η Ζαμπέτα, που όλη μέρα γυρνούσε στην αγορά μαζί με τις κυρίες της αυλής του Αλφόνσου, δεν έμοιαζε καθόλου να νοιάζεται για τη σταυροφορία, ο γάμος ήταν πιο σημαντικό πράγμα για μια γυναίκα τότε σ' εμάς και -το κυριότερο- δεν χρειαζόταν πόλεμο για να γίνει. Δεν χρειαζόταν πόλεμο; Εκεί ακριβώς έκανα λάθος.
   Ο αδελφός μου καθυστερούσε συνεχώς την ημερομηνία του γάμου κι έτσι η Ζαμπέτα είχε οργανώσει αληθινό πόλεμο, επιστρατεύοντας ό,τι όπλο μπορούσε να φανταστεί κανείς, ακόμη κι εκείνο το σημείωμα με τους όρκους της που του 'χε στείλει η ίδια παλιά, το οποίο ανακάλυψε ότι ο αδελφός μου το κρατούσε φυλαγμένο πάνω στο σώμα του, μισοσκισμένο και ματωμένο. Αυτό την έκανε να πιστεύει πως την ήθελε πάντα, όμως για κάποιον λόγο την αρνιόταν. Φυσικά ήμουν με το μέρος της σ' αυτόν τον πόλεμο, είχαμε όμως εναντίον μας την Άννα και τον ίδιο τον μικρό μου αδελφό.
 
   Ο αδελφός μου πολλά βράδια έμενε ξύπνιος. Άλλοτε γιατί τον πονούσαν οι παλιές πληγές στο σώμα του, και τις έβρεχε με κρύο καθαρό νεράκι για να ηρεμήσουν, κι άλλοτε γιατί απ' το μυαλό του περνούσαν εικόνες κόκκινες, γεμάτες αίμα, στ' αυτιά του κουδούνιζαν φωνές δυνατές, που έσπαζαν σε λυγμούς, κι ύστερα όλα ησύχαζαν, κι εκείνος άφηνε τα δάκρυά του να κυλούν και να μουσκεύουν το μαξιλάρι του. Ύστερα το μυαλό του, όπως τότε παλιά στην πατρίδα, πριν από το κακό, πλημμύριζε απ' τη γελαστή μορφή της Ζαμπέτας, που με χίλιους δυο τρόπους προσπαθούσε τώρα ν' αποδιώξει.
   Μάταια σκεφτόταν τον επίσκοπο Άνθιμο, κι αμέσως τον πατέρα, και τι άραγε να 'θελε να του πει για κείνον, ύστερα σκεφτόταν τα χειρόγραφα των ειδωλολατρών Ελλήνων, που όλο πλήθαιναν στη βιβλιοθήκη του και τα ζήλευε ακόμη κι ο Βησσαρίων. Όταν ερχόταν στο σπίτι μας, κλεινόταν ώρες μαζί του για να τα ξεφυλλίσουν και να ξεχωρίσουν ποια έπρεπε επειγόντως ν' αντιγραφούν, για να διδαχτούν στο πανεπιστήμιο της Πάντουας, στο τμήμα ελληνικών σπουδών.
   Και λέω μάταια γιατί η εικόνα της Ζαμπέτας ήταν πάντα εκεί και τον καλούσε με το πλατύ της χαμόγελο, τα ολόλευκα σαν πέρδικας στήθη, τα χέρια της ανοιγμένα σε αγκαλιά. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που τον συγκρατούσε και δεν τη φώναζε κοντά του, που τον περίμενε χρόνια ολόκληρα κι ο ίδιος ό,τι είχε κάνει το 'χε κάνει για κείνην. Ο αδελφός μου βασανιζόταν όπως παλιά με τη Ζαμπέτα. Μόνο που τώρα αυτό δεν γινόταν για να την αποκτήσει, αλλά για να τη διώξει από μέσα του.
   Πολλά βράδια, μετά από τέτοιες μάταιες μάχες με τον εαυτό του, σηκωνόταν και πατώντας στις μύτες πήγαινε στο υπόγειο, όπου έμεναν οι δούλοι μας. Εκεί σφύριζε σιγανά έναν σκοπό, που άλλοτε τον έπαιζε στο φλάουτο, ξετρελαίνοντας τους καλεσμένους της μητέρας, και τότε μια πόρτα άνοιγε κι αυτός χωνόταν μέσα. Ένα μικρό κερί άναβε, αποκαλύπτοντας την αγουροξυπνημένη Σιχθάν, η οποία τον οδηγούσε στο στενό εκείνο κρεβάτι που είχε φτιάξει από ξύλο ελιάς ο ίδιος, για να κοιμάται σαν αρχοντόπουλο ο μικρός της γιος. Γιατί από τότε που ο Ιάκωβος έφερε τη Σιχθάν μ' εκείνο το αγοράκι στο σπίτι μας έμεναν μαζί μας, σαν να μην είχε τίποτε αλλάξει απ' την πατρίδα, εκτός απ' το γεγονός ότι εκείνη είχε κι έναν γιο. Ούτε η Σιχθάν αλλά ούτε κι ο αδελφός μου μας εξήγησαν τίποτα. Εμείς στην αρχή θέλαμε να ξέρουμε, αλλά μετά βαρεθήκαμε, μας πέρασε η περιέργεια, κι η Άννα μας είπε στην αρχή: «Δεν πειράζει, η καημένη, ποιος ξέρει αν κάποιος τη βίασε και τι θα τράβηξε», κι ύστερα δεν ξαναρωτήσαμε, είχαμε επιθυμήσει τόσο πολύ τα γλυκά της, που δεν θα τα αποχωριζόμασταν με τίποτα στον κόσμο πια. Όμως αυτές οι κρυφές βραδινές επισκέψεις του αδελφού μου στο δωμάτιο της, όπου πήγαινε και χάιδευε το κοιμισμένο αγοράκι, με αναστάτωναν. Δεν μπορούσα να δώσω μια λογική εξήγηση και φυσικά δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν, ιδιαίτερα πρόσεχα μη μου ξεφύγει τίποτα στη Ζαμπέτα.
   Εκείνη τη νύχτα ο αδελφός μου, αφού χάιδεψε το αγοράκι, που ακόμη δεν είχε όνομα, γιατί ήταν αβάπτιστο -άλλη αμαρτία κι αυτή- κι όλοι το φωνάζαμε απλώς «αγοράκι», δεν γύρισε στο δωμάτιό του, αλλά κάθισε στα στρωσίδια της Σιχθάν, κάτω στο πάτωμα. Τότε εκείνη, λες κι έκανε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, αν και ήταν αφέντης της, τον πήρε προστατευτικά στην αγκαλιά της και του χάιδεψε τα μαλλιά ώρα πολλή και του σφούγγιζε τα δάκρυά του, που ανάβλυζαν σαν χείμαρρος. Μετά ο αδελφός μου ξάπλωσε δίπλα της, σαν να 'ταν όχι μια δούλα αλλά η γυναίκα του. Τα χέρια του έπαψαν να τρέμουν κι η φωνή του ξαναβγήκε κανονική, είχε ηρεμήσει.
   «Ας μαζέψουμε αύριο βράδυ τους δικούς μας», είπε και σηκώθηκε.
   Η Σιχθάν έσβησε αμέσως το κερί της, καθώς ο Ιάκωβος άνοιγε την πόρτα της.
   «Θέλω να τους μιλήσω», ξανάπε ο αδελφός μου, ψιθυριστά αυτή τη φορά, μην τον ακούσουν οι άλλοι δούλοι. «Την άλλη βδομάδα γυρίζω στην πατρίδα. Υπάρχει μια αλήθεια κρυμμένη εκεί και πρέπει να τη βρω».
   Η Σιχθάν τρόμαξε.
   «Όχι εκεί, αφέντη!» της ξέφυγε.
   Όμως ο αδελφός μου βρισκόταν κιόλας στον σκοτεινό διάδρομο κι ανέβαινε τις σκάλες με το μυαλό του γεμάτο σχέδια, που είχαν το σχήμα του λαβύρινθου.
 
   Η Άννα μας, σαν Παλαιολογίνα -ήταν η μόνη που εδώ την αποκαλούσαν έτσι, αν και όλες μας είχαμε αίμα Παλαιολόγων απ' τη μεριά της μητέρας- είχε ένα μεγάλο όνειρο. Ν' αγοράσει εκείνο το κτήμα του Μαρέμα στην Τοσκάνη -έναν βάλτο δηλαδή με βρομόνερα, γεμάτο ψοφίμια, φίδια και κουνούπια- που δεν το ήθελε κανείς, για να μαζευτούμε όλοι οι εμιγκράντες απ' την πατρίδα εκεί. Θα 'μασταν πια γύρω στις τρεις με τέσσερις χιλιάδες, κι όλο έρχονταν. Άλλους εξαγοράζαμε εμείς, άλλοι τα κατάφερναν μόνοι τους. Μάλιστα είχε συντάξει, με τη βοήθεια του Βλαστού, πριν ακόμη «αναστηθεί» ο αδελφός μου, ένα συμβόλαιο, που το είχε υποβάλει στους Δέκα της Σινιορίας για έγκριση, γιατί -δεν ξέρω αν το έχω ξαναγράψει- εμείς εδώ στη Βενετιά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα μόνοι μας, κι ας είχαμε του κόσμου τα χρήματα στις δικές τους τράπεζες. Μας κατηγορούσαν φανερά πλέον σαν επικίνδυνους να μολύνουμε με την αίρεσή μας την καθολική τους πίστη. Σαχλαμάρες βέβαια και κανείς μας πια δεν το πίστευε αυτό, όλοι είχαμε καταλάβει ότι οι δυσκολίες οφείλονταν στο γεγονός ότι μ' αυτές και μόνο μ' αυτές οι άρχοντες μπορούσαν ν' αποσπάσουν από μας περισσότερα χρήματα. Όλα τα καταφέρναμε με τα λεφτά μας, εκτός από το ν' αποκτήσουμε ένα κομμάτι γης και να λατρεύουμε φανερά τον Θεό με τον δικό μας τρόπο.
   Το Συμβούλιο των Δέκα λοιπόν, ενώ είχε εγκρίνει εδώ και δυο χρόνια την αγορά αυτού του κτήματος, ακόμη δεν έδινε την άδεια να προχωρήσουμε τις διαδικασίες. Έτσι ο Ιάκωβος, που είχε συμφωνήσει με την Άννα μας σ' αυτή την αγορά, έκανε νέο συμβόλαιο στο όνομά του, μάλιστα αντί Ιάκωβος Νοταράς είχε υπογράψει σαν Ισαάκ Νοταράς, σαν να ήταν κάποιος άλλος δηλαδή, γιατί δεν ήθελε να κυκλοφορεί το αληθινό όνομά του επίσημα, για τον φόβο του σουλτάνου. Ωστόσο η άδεια για την αγορά του κτήματος πάλι δεν προχωρούσε. Ώσπου η Άννα μας σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν πιο εύκολο ν' αγοράσουμε ένα μικρό κομματάκι γης, εκεί κοντά μας, και να χτίσουμε μια δικιά μας εκκλησία, με την άδεια βέβαια πάντα του πάπα και των Δέκα. Σ' αυτό ανέλαβε να μας βοηθήσει κι ο ίδιος ο Βησσαρίων, που πολύ μας υπερασπιζόταν ανέκαθεν είναι η αλήθεια, και ιδιαίτερα τώρα, που ο πάπας τον είχε κάνει τιτουλάριο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, όχι ότι αυτό είχε καμία αξία για μας, αντιθέτως, για μας πατριάρχης ήταν ο πατριάρχης μας ο κανονικός και πολύ είχαμε στενοχωρηθεί μ' αυτά που μάθαμε για τον Γεννάδιο, που εμείς από παλιά, ο πατέρας δηλαδή, του είχαμε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη. Και τώρα ήμασταν πάλι χωρίς πατριάρχη. Η Άννα λοιπόν το θεωρούσε πολύ επείγον να χτίσουμε την εκκλησία μας και να μαζευόμαστε όλοι εκεί, γιατί έτσι όπως πήγαινε το πράγμα θα διαλυόμασταν. Ήδη πολλοί από μας είχαν προσχωρήσει στην καθολική Εκκλησία κι άλλοι είχαν εντελώς απορροφηθεί απ' τον δυτικό τρόπο ζωής, όπως τον λέγαμε, ώστε κινδυνεύαμε πια να χάσουμε την ορθόδοξη ταυτότητά μας, το μόνο κοινό μας στοιχείο δηλαδή. Σ' αυτό το σημείο ακριβώς ήταν που άρχιζαν οι διαφωνίες του αδελφού μου με την Άννα μας.
   Μια μέρα τσακώθηκαν στ' αλήθεια πάρα πολύ, και η Άννα ήταν έτοιμη να πετάξει έξω απ' το σπίτι τη Σιχθάν και το αγοράκι της, και θα το 'κανε αν δεν μεσολαβούσε η Πουλχερία, που η κόρη της είχε ιδιαίτερη αδυναμία στους λουκουμάδες -μόνον αυτούς έτρωγε- κι έπαιζε ξυλίκι με τον μικρό στην αυλή μας. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να ξεσπάσει στη Σιχθάν, κι όταν τη ρώτησα, αντί να μου απαντήσει, με κοίταξε λοξά και μου πέταξε ένα «Είσαι μικρή ακόμα», κι έφυγε απ' το δωμάτιο, κάνοντας τς τς τς, όπως παλαιότερα η μητέρα, όταν δεν ήθελε να μιλήσει για βρόμικα πράγματα. Ωστόσο η διαφωνία παρέμενε. Η Άννα μας ήθελε να δώσει χρήματα για ν' αγοράσει ένα κομμάτι γης και να χτίσει εκκλησία, ενώ ο Ιάκωβος μ' αυτά τα λεφτά ήθελε να χτίσει  έναν άδειο χώρο! Εκεί λέει θα τοποθετούσε σιδερένιες μήτρες, όπως τις αποκαλούσε, και μέσα σ' αυτές θα έχυνε λιωμένο σίδερο και θα έβγαζε μετά σιδερένια γράμματα. Αυτά μετά τα βάζουν λέει στη σειρά, αλλά ανάποδα, και φτιάχνουν λέξεις, και μετά τις λέξεις αυτές τις χρωματίζουν και τις πιέζουν σε χαρτί και βγαίνουν εκεί απ' την καλή και δεν χρειάζεται να γράφεις με το χέρι, όταν θες ν' αντιγράψεις ένα βιβλίο, και μπορείς να το κάνεις αυτό σε πολλά αντίτυπα. Μάλιστα ο αδελφός μου ήθελε να συνεργαστεί με κάποιον Γκούτεμπεργκ, που ήταν καθρεφτοποιός και τον κυνηγούσαν στην πατρίδα του, τη Γερμανία, γιατί δεν έλεγε το μυστικό του σε κανέναν, κι εμένα μου φαινόταν πολύ περίεργο που ένας καθρεφτοποιός είχε σχέση με τα γράμματα, αλλά αυτό ήταν λέει ακριβώς το μυστικό, ότι τα έβλεπε ανάποδα, όπως στον καθρέφτη.
   Ο αδελφός μου είχε αλλάξει στ' αλήθεια πολύ από τότε που ήμασταν στην πατρίδα. Και όχι μόνο σωματικά. Το μυαλό του μου φαινόταν παράξενο. Όχι μεγαλίστικο, αλλά παράξενο. Οι σκέψεις του είχαν γίνει περίπλοκες σαν λαβύρινθος, με μπέρδευαν, σχεδόν δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω. Όταν τσακωνόταν με την Άννα μας και της έλεγε «Ένα πράγμα θα μας βοηθήσει να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, αυτά τα παλιά χειρόγραφα», αναρωτιόμουν αν κι η Άννα μας καταλάβαινε στ' αλήθεια τι εννοούσε. Μόνον η Σιχθάν έμοιαζε να τον καταλαβαίνει -που τι ήταν αυτή, μια Τουρκάλα δούλα, που 'φτιαχνε λουκουμάδες, μπορούσε να 'ναι πιο έξυπνη από μας; Δεν ξέρω.
   Το χειρότερο απ' όλα, αυτό που στοίχισε στ' αλήθεια στη μεγάλη μου αδελφή, ήταν ότι ο Νικόλαος Βλαστός, ο πιο έμπιστός της, όταν κατορθώσαμε με τα λεφτά μας να τον βγάλουμε απ' τη φυλακή, όπου τον είχαν κλείσει οι Βενετσιάνοι σαν υπαίτιο για την επανάσταση στην Κρήτη, πήρε το μέρος του Ιάκωβου. Κι οι δυο τους άρχισαν να 'χουν ιδιαίτερες συναντήσεις, χωρίς την Άννα μας, και να μιλούν για κάποιο λεξικό λέει, που θα το ονόμαζαν Μέγα Ετυμολογικό της Ελληνικής Γλώσσας, και πως αυτό έπρεπε πριν απ' όλα να τυπώσουν, έτσι λεγόταν η καινούρια αυτή δουλειά που γινόταν με τα σιδερένια ανάποδα γράμματα. Κι άρχισαν αλληλογραφία  με τον Γκούτεμπεργκ, αλλά για καλή μας τύχη δεν προχωρούσε γρήγορα το πράγμα κι έτσι είχαμε ακόμη ελπίδες ότι θα χτίζαμε την εκκλησία μας, που όλοι οι υπόλοιποι θεωρούσαμε πιο σημαντική απ' τα χειρόγραφα.
   Από τότε που αποφασίστηκε με τον Βλαστό να τυπωθεί το λεξικό ο μικρός μου αδελφός κρατούσε αδιάκοπα σημειώσεις με την ετυμολογία λέξεων, άλλη μια δραστηριότητα δηλαδή που τον κρατούσε μακριά απ' τη Ζαμπέτα, αναβάλλοντας συνεχώς τον γάμο.
 
   Το σύνθημα ήταν η δύση του ήλιου. Κάθε τρίτη ημέρα της εβδομάδας, τέτοιαν ακριβώς ώρα, κλείναμε όλα τα παράθυρα στο σπίτι μας και βάζαμε τις σιδερένιες αμπάρες, σαν να λείπαμε. Ύστερα εμείς τα κορίτσια μαζευόμασταν στην κουζίνα, όπου με πολλή προσοχή, μην κάνουμε θόρυβο, και αντιληφθούν απέξω ότι ήμασταν μέσα, ετοιμάζαμε το βραδινό φαγητό για τουλάχιστον πενήντα ή και παραπάνω άτομα. Τόσοι μαζεύονταν για τις επίσημες συνεδριάσεις της οργάνωσης. Και ήταν όλοι οι πιο σπουδαίοι εκεί. Αυτοί που, αν ρωτούσες κάποιον απ' τους Δέκα της Σινιορίας, θα έπεφτε και στη φωτιά ότι δεν συμμετείχαν ποτέ σε τέτοιες παρασπονδίες, όπως τις χαρακτήριζαν. Παρευρίσκονταν φυσικά ο Βλαστός, ο Καπνίσης, ο Συρόπουλος κι όλοι όσοι είχαμε κατά καιρούς βοηθήσει ή ελευθερώσει με τα λεφτά μας. Ακόμη κι εκπρόσωπος του Βησσαρίωνα ερχόταν, που ο δόγης πίστευε πως ήταν δικός του, και ήταν βέβαια, αλλά ήταν και λίγο δικός μας, ή μπορεί πιο πολύ δικός μας. Φυσικά μόνον άντρες έπαιρναν μέρος σ' αυτές τις σημαντικές συζητήσεις, έτσι εμείς δεν μπορούσαμε να πούμε τη γνώμη μας, ποιος θα μας τη ζητούσε άλλωστε; Μόνον η Σιχθάν ήταν παρούσα, γιατί τους κερνούσε φρέσκο νεράκι. Στους φτωχούς της οργάνωσης, που δεν μπορούσαν να περιμένουν να τελειώσει η συνεδρίαση κι έπρεπε να τους κοπεί η πείνα, προκειμένου να μη δημιουργούν φασαρίες, πρόσφερε το μπαγιάτικο ψωμί μας, γιατί το φρέσκο το κρατούσαμε για τους σπουδαίους, που καταλάβαιναν τη διαφορά φρέσκου και μπαγιάτικου, έτσι έλεγε η μητέρα, κι εμείς το κάναμε πάντα στο σπίτι μας, κάτω στην πατρίδα, πριν από το κακό.
   Την ώρα που εγώ είχα αναλάβει να ψιλοκόψω τη φρέσκια ρίγανη, που είχα μαζέψει απ' τον κήπο μας για τους φασιανούς και τα κοτοπουλάκια, ο αδελφός μου, με το μυαλό του γεμάτο ανάκατες σκέψεις, που μπέρδευαν και τον ίδιο, βγήκε από το δωμάτιό του και κατέβηκε τα είκοσι πέντε χωμάτινα σκαλοπάτια μέχρι τη βαριά ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο μυστικό υπόγειο του σπιτιού μας. Η ένταση που του προξενούσαν οι σκέψεις έκανε το σημάδι του να καλπάζει φρενιασμένο στο μέτωπό του, κι αυτό με τη σειρά του του δημιουργούσε μεγάλη ταραχή, σαν να 'ταν ο ίδιος καβάλα στο άλογο και δεν μπορούσε να το ελέγξει.
   Γρατσούνισε ελαφρά την πόρτα κι αμέσως εκείνη μισάνοιξε. Το βλέμμα του βυθίστηκε στα χαμογελαστά μάτια της Σιχθάν κι αυτό σχεδόν τον χαλάρωσε. Η Σιχθάν έμοιαζε να έχει μια μυστική ηρεμιστική δύναμη πάνω στον αδελφό μου. Η Ζαμπέτα με ρωτούσε πολλές φορές: «Μα γιατί την έχει συνέχεια μαζί του αυτήν;» Αλλά εγώ δεν μπορούσα να της εξηγήσω, δεν ήξερα τότε -κι αν ήξερα, μήπως πάλι θα μπορούσα;
   Ο αδελφός μου μπήκε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, που φωτιζόταν ελάχιστα από σκόρπια κεριά, που έσταζαν το λίπος τους στο χωμάτινο δάπεδο κι εκείνο ανακατευόταν με τις ακαθαρσίες των ποντικών, τα ψίχουλα, τα κουκούτσια και τις φλούδες απ' ό,τι μασουλούσαν συνήθως οι παρευρισκόμενοι. Τον υποδέχτηκαν όλοι μαζί με μια φωνή, που ο αδελφός μου την έκοψε με μια κίνηση του χεριού, καθώς ήταν επικίνδυνο ν' ακουστεί απέξω -αρκετός θόρυβος θα γινόταν αν τα πράγματα εξελίσσονταν όπως τα περίμενε, ας μην άρχιζαν από τώρα τις φωνές, οι καλοθελητές είχαν τ' αυτιά τους παντού, έτοιμοι να πουλήσουν την παραμικρή πληροφορία σ' οποιονδήποτε πλήρωνε πιο πολλά.
   «Κινδυνεύουμε», ήταν η πρώτη λέξη του αδελφού μου, που τους έκανε αμέσως όλους να βουβαθούν. «Η πατρίδα είναι χωρίς πατριάρχη!»
   Ένας τρομαγμένος συριγμός ακούστηκε απ' όλα τα στόματα. Ο απεσταλμένος του Βησσαρίωνα ξερόβηξε, αλλά δεν εκδήλωσε κάποιαν αντίδραση στο γεγονός ότι ο Ιάκωβος έδειξε να μην υπολογίζει τον Βησσαρίωνα σαν αληθινό πατριάρχη. Υπήρχε ένας σεβασμός στο όνομα του Νοταρά, κι ας μη ζούσε πια ο πατέρας, κι ας έβλεπαν μπροστά τους ένα παράξενα παραμορφωμένο πλάσμα, που δεν θύμιζε καθόλου πρίγκιπα, ούτε καν αληθινό άντρα, παρόλο που τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν και να θυμίζουν κάτι απ' την παλιά του ομορφιά.
   «Οι καιροί απαιτούν την αλλαγή του ονόματος της οργάνωσής μας», συνέχισε ο Ιάκωβος.
   Ο κόσμος τώρα παρέμενε βουβός, περιμένοντας. Μερικοί μόνον ανυπόμονοι ζήτησαν λίγο νεράκι, για να κρύψουν την αμηχανία τους.
   «Δεν θα ονομάζεται πλέον οργάνωση “Η Θεοτόκος σώζει”, αλλά οργάνωση...» διέκοψε, για να πάρει κι ο ίδιος μιαν ανάσα, «αλλά “Οργάνωση των Ελλήνων”», σταμάτησε και γύρεψε λίγο φρέσκο νερό, για να δροσίσει κι αυτός το στόμα του, που 'μοιαζε να τον καίει με τις τελευταίες του λέξεις.
   Η έκπληξη του κόσμου ήταν μεγαλύτερη απ' την τρομάρα του. Μερικοί άρχισαν να ψιθυρίζουν την καινούρια προτεινόμενη ονομασία σαν να πιπιλούσαν κάτι πικρό ή ξινό. Από παντού ακουγόταν παραξενεμένες μικρές κραυγές:
   «Είπε “Οργάνωση των Ελλήνων”; Ποιων Ελλήνων δηλαδή; Των ειδωλολατρών; Των παλιών; Μα εμείς δεν είμαστε οι παλιοί...»
   «Εννοείς εμάς, τους καινούριους».
   «Μα εμείς δεν είμαστε ειδωλολάτρες. Είμαστε χριστιανοί».
   «Αλλά Έλληνες!»
   «Μα εμείς δεν είμαστε Έλληνες».
   «Και τι είμαστε δηλαδή, Τούρκοι;»
   «Όχι Τούρκοι, καλέ βλαξ. Χριστιανοί ορθόδοξοι».
   «Και δεν είμαστε Έλληνες;»
   «Αυτοί είπαμε: Ήταν ειδωλολάτρες, ο Θεός να μας φυλάει από δαύτους, καλέ, μαγαρίζω και τον στόμα μου».
   Μπερδεύονταν οι φωνές μεταξύ τους, τέλος έγινε μια χάβρα και δεν ακουγόταν τίποτα, μόνον ένας δυνατός βόμβος, σαν να βούιζαν εκατοντάδες μελίσσια. Ακόμη κι η Σιχθάν έμεινε ακίνητη, με την κανάτα μετέωρη στο χέρι, την ώρα που έχυνε νερό στην κούπα του Ιάκωβου.
   «Μας ανάγκασε η Σινιορία κι οι Δέκα γι' αυτό;» ρώτησαν κάποιοι ψιθυριστά όταν συνήλθαν.
   Το σημάδι του αδελφού μου χοροπήδησε, ξεκινώντας τον επιτόπου καλπασμό του:
   «Θα δουλέψουμε πιο εύκολα έτσι εδώ. Το “Έλληνας” το θαυμάζουν. Το “ορθόδοξος” το μισούν, γιατί το φοβούνται. “Να πηγαίνεις με το ρεύμα”, έλεγε πάντα ο πατέρας».
   Ο αδελφός μου πίεσε απαλά το μαβί άλογο, που έμοιαζε να τον πονά. Αν ήταν να μπει επικεφαλής σε κάποιο κίνημα, δεν θα ήταν στο όνομα των χριστιανών, και μάλιστα των ορθόδοξων, θα 'ταν σίγουρα μια αποτυχία. Έπρεπε όμως να βρει επιχειρήματα για να τους πείσει. Οι περισσότεροι είχαν τα συμφέροντά τους στην Εκκλησία, όλοι το γνωρίζαμε αυτό. Ακόμη κι οι φτωχοί περίμεναν τον οβολό τους απ' τον Θεό και τους εκπρόσωπούς του επί της γης, άσε που έλπιζαν πάντα κι αυτοί κι όλοι εμείς σε μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή. Πώς μπορούσε όλ' αυτά να τ' αλλάξει, αλλάζοντας απλώς το όνομα της οργάνωσης;
   Ο αδελφός μου τότε, εντελώς αναπάντεχα, διέταξε τη Σιχθάν να έρθει επάνω στην κουζίνα και να φέρει τα φαγητά, που ήταν έτοιμα. Ο κόσμος άρχισε να ξεροκαταπίνει, κι αυτό έδωσε στον αδελφό μου χρόνο να σκεφτεί. Έφτασαν και τα φαγητά από την κουζίνα μας κι ο αδελφός μου ξανάσανε.
   Οι δούλες μας, με επικεφαλής τη Σιχθάν, μοίρασαν καλοψημένα μυρωδάτα μπουτάκια από κοτόπουλο στους παρευρισκόμενους και κύπελλα με δροσερό κρασί, ανέρωτο, για να τους πιάσει. Το βλέμμα του αδελφού μου βυθίστηκε μ' ευγνωμοσύνη στη γελαστή ματιά της Σιχθάν, ήξερε ότι περίμενε έξω από την πόρτα, να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να μπει.
   Ο κόσμος δέχτηκε με ενθουσιασμό το κέρασμα, περισσότερο απ' όλους ενθουσιασμένοι ήταν οι φτωχοί, καθώς έβλεπαν ότι δεν διέφερε το κέρασμά τους από εκείνο των σπουδαίων, άλλη μια πονηριά της δούλας μας. Τα ευτυχισμένα γλου γλου τα διαδέχονταν ρεψίματα και μικρά επιφωνήματα ευχαρίστησης. Ο αδελφός μου τότε έκρινε πως μπορούσε να προχωρήσει. Σήκωσε τα χέρια του για να τον προσέξουν και φώναξε:
   «Πάντα θα είμαστε βαθιά στην καρδιά μας ορθόδοξοι χριστιανοί», και περίμενε την αντίδραση, που ήρθε γρήγορη και μπουκωμένη:
   «Ναι, ναι, ναι!»
   «Πάντα θα πιστεύουμε στον ένα μας Θεό και θα προσευχόμαστε μόνο σ' αυτόν».
   «Μμμ, ναι, ναι!»
   «Δεχόμαστε να λεγόμαστε Έλληνες, γιατί αυτό θα μας βοηθήσει να μείνουμε ενωμένοι».
   «Ενωμένοι, ναι, ενωμένοι!»
   «Σαν Έλληνες θα ξεκινήσουμε την επανάσταση, γιατί σαν χριστιανοί αποτύχαμε».
   «Αποτύχαμε;»
   «Θυμηθείτε τις σταυροφορίες, όσες έγιναν κι όσες δεν έγιναν, αλλά ήταν να γίνουν».
   «Θυμόμαστε, ναι, ναι!»
   «Γύρισαν όλες εναντίον μας. Ζήτω η νέα επανάσταση! Η επανάσταση των Ελλήνων!»
   «Πάμε για επανάσταση; Ναι, ναι, ναι!»
   «Ζήτω η “Οργάνωση των Ελλήνων”!»
   «Ναι, ναι, ναι!»
   «Ζήτω!»
   «Ζήτω, ζήτω, ζήτωωω!»
   Ο αδελφός μου γύρισε στη Σιχθάν, για να της γνέψει να κεράσει κι άλλο ανέρωτο κρασί, όμως εκείνη ήδη είχε αρχίσει να το κάνει. Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Ίσως ήταν λίγο πιο εύκολο απ' όσο το περίμενε. Ο κόσμος έμοιαζε πιο ώριμος να δεχτεί τις νέες ιδέες ή μπορεί να ήταν πλέον λίγο πιο αδιάφορος για να στηρίξει τις παλιές. Όπως και να 'χε το πράγμα, τον βοηθούσε να πάει παρακάτω. Κι αυτό που έπρεπε τώρα να κάνει ήταν να ανακαλύψει αν είχαν σωθεί από το κάψιμο που τους επιφύλαξε ο Γεννάδιος μόλις έγινε πατριάρχης -με τη δικαιολογία πως ήταν επικίνδυνα για την πίστη μας- κάποια αντίγραφα από κείνα τα χειρόγραφα του σοφού Πλήθωνα, ο οποίος υποστήριζε πως ήμασταν Έλληνες κι όχι χριστιανοί κι ότι αυτό θα μας έσωζε απ' τον αφανισμό.
   Θεέ μου, σκέφτηκα εγώ τότε, πόσο δίκιο έχει η Άννα μας! Τα χειρόγραφα των ειδωλολατρών, είτε ήταν είτε δεν ήταν επικίνδυνα για την πίστη μας, πάντως του αδελφού μου του είχαν μολύνει την ψυχή, κι ένιωσα έναν απροσδιόριστο φόβο να με τυλίγει, αλλά δεν μίλησα γι' αυτό σε κανέναν.
   Η συνεδρίαση έληξε με μια κίνηση του αδελφού μου, πριν ακόμη σβήσει εντελώς μέσα στην αποθήκη μας ο αντίλαλος των ζητωκραυγών και των ρεψιμάτων. Οι φτωχοί, παίρνοντας ακόμη ένα κομματάκι κοτόπουλου στο χέρι, θα αποχωρούσαν και οι σπουδαίοι θα κάθονταν στο τραπέζι μας για τη συνέχεια, με τους φασιανούς και την ανταλλαγή απόψεων πάνω στα νέα δεδομένα, προκειμένου να προχωρήσει και τυπικά η αλλαγή της ονομασίας της οργάνωσης και να κάνει πλέον δημόσια την εμφάνισή της, χωρίς την ανάγκη να κρύβεται σαν παράνομη θρησκευτική ένωση αιρετικών, όπως μας αποκαλούσαν. Ο Βλαστός πλησίασε τον Ιάκωβο και τον συγχάρηκε.
   «Ήταν μια πολύ επιδέξια κίνηση», είπε.
   Ακολούθησε ο Καπνίσης, που διατύπωσε κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τους δικούς μας που έμειναν πίσω στην πατρίδα, αν θα δέχονταν δηλαδή να ονομάζονται Έλληνες, αλλά αυτό ήταν κάτι που θα το ρύθμιζαν αργότερα, βλέποντας και κάνοντας, όπως έλεγε παλιά κι ο πατέρας.
   Ήταν τόσο μεγάλη η ευφορία του αδελφού μου για την σχεδόν αναίμακτη επιτυχία του σχεδίου του, που δεν πρόσεξε ότι σε κάποια σκοτεινή γωνιά του μυστικού υπογείου μας μια μικρή σιωπηλή ομάδα έβαψε στην κυριολεξία με αίμα τη συγκέντρωση.
   Ο Ιάκωβος και όσοι είχαν παραμείνει κοντά του κατάλαβαν πως κάτι συμβαίνει μόνον όταν άκουσαν μια δυνατή γυναικεία κραυγή να τραντάζει τον χώρο. Πρώτος ο αδελφός μου γνώρισε τη φωνή κι έτρεξε προς τα εκεί που ακουγόταν. Ήταν σκοτάδι. Κεριά δεν υπήρχαν σ' εκείνο το σημείο του υπογείου. Οι άνθρωποι της μικρής ομάδας, έχοντας καλύψει τα πρόσωπά τους με μαντίλια, τον έσπρωξαν δυνατά και τον έριξαν κάτω, καθώς έτρεξαν προς την έξοδο φωνάζοντας:
   «Θα το πληρώσεις, Νοταρά!»
   Ο αδελφός μου πετάχτηκε αμέσως επάνω και συνέχισε να ψάχνει. Με τα πόδια του κλοτσούσε το χώμα για να ανακαλύψει τι είχε συμβεί. Ύστερα έπεσε στα γόνατα και με τα χέρια να ανακατεύουν το χώμα του δαπέδου συνέχισε να ψάχνει. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που άκουγε το λαχάνιασμά της στο κεφάλι του. Προσπαθούσε ν' αποδιώξει τη σκέψη που χίμηξε τρομαγμένη στο μυαλό του. Ώσπου τα χέρια του, τρέμοντας, ακούμπησαν σε κάτι μαλακό: ένα σώμα. Η φωνή είχε σταματήσει ν' ακούγεται. Τώρα μόνο μια γρήγορη τρεμουλιαστή ανάσα έφτανε στ' αυτιά του. Ψαχούλεψε το σώμα. Έκλεισε τα μάτια. Βρήκε το σημείο όπου ακουγόταν ελάχιστα πια η καρδιά και το χέρι του βυθίστηκε σε κάτι υγρό, που κολλούσε. Το 'φερε κοντά στο πρόσωπό του. Μύριζε αίμα! Έψαξε με το άλλο χέρι του για το κεφάλι του σώματος, ενώ ήξερε κιόλας την αλήθεια. Μια μικρή φωνή έφτασε ξέψυχη στ' αυτιά του, «Αφέντη μου», κι ύστερα τίποτ' άλλο. Ξάπλωσε δίπλα σ' αυτό το σώμα, που δεν κινιόταν πια, κρατώντας την ανάσα του. Δεν μπόρεσε για πολύ. Μια τεράστια άγρια κραυγή βγήκε απ' το ίδιο του το κορμί, θαρρείς και δεν πέρασε καν απ' το στόμα του. Ύστερα το πρόσωπό του μούσκεψε από τα δάκρυα.
   Ο Βλαστός κι ο Καπνίσης έφτασαν κοντά του, κρατώντας ο καθένας από ένα κερί, κι έφεξαν το σώμα του, που ήταν ξαπλωμένο δίπλα στο ακίνητο κορμί της Σιχθάν.
   «Φύγετε», βγήκε μόνον ένας ψίθυρος από το στόμα του μικρού μου αδελφού.
   Ο Βλαστός κι ο Καπνίσης το σεβάστηκαν.
 
   Ήταν χάραμα. Ο κήπος μας, νοτισμένος απ' τη νυχτερινή δροσιά, ανάδινε ένα λιγωτικό άρωμα φρεσκάδας κι έφτιαχνε στην ψυχή μια τρεμουλιαστή αίσθηση ευτυχίας, που σ' έκανε να δοξάζεις τον Θεό, γιατί, παρ' όλα αυτά, σου επέτρεπε να είσαι ακόμη ζωντανός.
   Ο αδελφός μου ήταν από ώρα εκεί, ανάμεσα στα μεγάλα σκιερά δέντρα, μόνος του. Το μυαλό του αδρανές. Η  καρδιά του σχεδόν βουβή. Έσκυψε και φίλησε το χώμα μπροστά του, έγλειψε τη γεύση της  βρεγμένης γης στα χείλη του. Κατάπιε την ελάχιστη λάσπη. Ύστερα άναψε δυο μεγάλα κεριά και τα 'μπηξε στο μαλακό φρεσκοσκαμμένο χώμα. Διπλώθηκε στα δύο κι έμεινε εκεί σιωπηλός, κοιτάζοντας το μικρό βουναλάκι, που μέσα του βρισκόταν το σώμα της αγαπημένης Σιχθάν.
   Η Άννα μας δεν ήθελε να τη θάψουμε στον κήπο μας, δίπλα στα ευλογημένα μνήματα του πατέρα, της μητέρας και των αδελφών μας, μια Τουρκάλα, μια μουσουλμάνα, μια δούλα κοντά στους ήρωες!
   «Το σωστό ήταν», είπε, «να την κάψουμε, κι ας κρατούσε ο Ιάκωβος τη στάχτη της, αν τόσο πολύ...» -δεν συνέχισε, καθώς η Ζαμπέτα, που ήταν μπροστά, ξέσπασε σ' έναν ηχηρό λυγμό, χωρίς ωστόσο να τρέξουν δάκρυα απ' τα μάτια της.
   Ο αδελφός μου έπλυνε μόνος του το ματωμένο σώμα, το ράντισε με αρώματα και το τύλιξε με πολύτιμα μεταξωτά υφάσματα, φερμένα απ' την Ισπανία για τον γάμο, που τα 'σκιζε με τα δόντια του σε λουρίδες για το σαβάνωμα. Κατόπιν, αδιαφορώντας για τις επιπλήξεις της μεγάλης μας αδελφής, έσκαψε μόνος του όλη τη νύχτα έναν λάκκο ακριβώς δίπλα στη μητέρα και τοποθέτησε το φασκιωμένο σώμα. Ύστερα έστρωσε από πάνω το χώμα, που το έβρεξε με κρασί και το πάτησε για να ισιώσει. Δεν πήγε κανείς από μας κοντά του. Δεν ξέρω ούτε αν έκλαψε κανείς, εκτός από μένα. Ούτε καν ο ίδιος. Είχαμε κλάψει όλοι μας τόσο πολύ, που θαρρείς και δεν υπήρχαν άλλα δάκρυα στην καρδιά μας. Μόνο το αγοράκι της Σιχθάν έκλαιγε συνέχεια και τόσο δυνατά, που αναγκάστηκε η Πουλχερία να το πάρει στο δωμάτιό της και να το κρατά όλη τη νύχτα αγκαλιά, μετά από απαίτηση βέβαια της κόρης της, της Ευδοκίας. Τόση αναστάτωση δεν είχε γνωρίσει ποτέ το σπίτι μας από τότε που εγκατασταθήκαμε εδώ στη Βενετιά.
   Ο Ιάκωβος έμεινε όλη τη νύχτα στο μνήμα ακίνητος, χωρίς καμιά σκέψη στο μυαλό του, τρέμοντας από την υγρασία και την ένταση, γονατιστός ώρες, κι ύστερα, εκεί κοντά στο ξημέρωμα, έβγαλε από την τσέπη του το φλάουτο. Η γλυκιά μελωδία, που μ' αυτήν συνόδεψε στο μακρύ ταξίδι της τη Σιχθάν, αγκάλιασε τον κήπο μας κι έμοιαζε σαν να άλλαξε τη γη σε παράδεισο. Κοντά στο φλάουτο ακούγονταν τα κελαηδίσματα των αγουροξυπνημένων πουλιών κι όλα μαζί έφτιαχναν μια μελωδία θεϊκή, που σιγά σιγά μαλάκωσε τη βαριά ατμόσφαιρα, και την ψυχή μας, γιατί μπορεί η Άννα μας να 'λεγε πως η Σιχθάν ήταν μια μουσουλμάνα, μια άθεη, μια δούλα κι ότι η θρησκεία μας δεν τη δεχόταν, αλλά όλοι μας, που τρώγαμε τα γλυκά της με βουλιμία, τη θεωρούσαμε δικιά μας.
   Ο αδελφός μου, όταν ένιωσε τα χείλη του να μουδιάζουν κολλημένα στο στόμιο του φλάουτου, σταμάτησε. Κι ύστερα ξαφνικά, σαν να 'χε τελειώσει πια η μουσική μέσα του, με τα δάχτυλα και τα νύχια έσκαψε λίγο το χώμα στο σημείο που από κάτω υπολόγιζε πως θα 'ταν η καρδιά της. Και βύθισε εκεί το φλάουτο. Σαν τελευταίο δώρο σ' εκείνη έθαψε μαζί της τη μουσική του. Μετά διάλεξε μια μια μικρές πέτρες από έναν σωρό που είχε στοιβάξει δίπλα στο μνήμα και σχημάτισε μ' αυτές πάνω στο χώμα τ' όνομά της, όπως ακριβώς το 'γραφαν στη γλώσσα της. Κι αυτό μας παραξένεψε πολύ, γιατί δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πού είχε μάθει τα τούρκικα. Όταν όλα είχαν γίνει σύμφωνα με το σχέδιο που είχε στην καρδιά του, έκλεισε τα μάτια για ένα τελευταίο αντίο.
   Όταν τ' άνοιξε, είδε απέναντί του τη Ζαμπέτα. Ντυμένη με το ολόλευκο, δαντελένιο και κεντημένο με μαργαριτάρια και πολύτιμες πέτρες νυφικό της.
   «Παντρέψου με. Σε παρακαλώ, τώρα,  παντρέψου με», του ψιθύρισε τρελαμένη και γονάτισε δίπλα του.
   Ο αδελφός μου έμεινε ασάλευτος, αμίλητος,  με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της. Η καρδιά του, που μέχρι τώρα ήταν σχεδόν βουβή, άρχισε να χοροπηδάει στο στέρνο του και να εκτοξεύει καυτά κύματα σε όλο του το κορμί. Έσκυψε το κεφάλι του, «Δε μπορώ», της ψιθύρισε, «φύγε», κι όταν είδε ότι η Ζαμπέτα δεν κουνήθηκε ούτε στο ελάχιστο, «Σε παρακαλώ, δεν θέλω να σου κάνω κακό», προσπάθησε να είναι όσο μπορούσε πιο πειστικός.
   Η Ζαμπέτα τον αγκάλιασε.
   «Τεζόρο μίο», του φώναξε και γύρισε το πρόσωπό του για να την κοιτάξει. «Πού πήγε η αγάπη μας, αγάπη μου;»
   «Δεν είμαι πια αυτός που ήμουν, Ζαμπέτα. Δεν θέλω να σε κάνω να πονέσεις».
   Ο Ιάκωβος σηκώθηκε να φύγει, αλλά η Ζαμπέτα κρεμάστηκε στα πόδια του, τον τράβηξε, γαντζώθηκε με τα νύχια της, πληγώνοντας το ευαίσθητο δέρμα του, αίμα άρχισε να τρέχει, ο Ιάκωβος προσπάθησε μαλακά ν' απεγκλωβιστεί απ' τα χέρια της, όμως εκείνη κλαίγοντας με λυγμούς, σωρευμένους από καιρό στην καρδιά της, δεν μπορούσε να τον αφήσει.
   «Κάνε μου κι εμένα ένα παιδί», αντηχούσαν οι λέξεις σαν βροντές ανάμεσα στ' αναφιλητά της.
   Πέρα στον ορίζοντα το χρώμα είχε αρχίσει να ροδίζει και πινελιές χρυσαφιές έβαφαν τον κήπο, κάνοντάς τον να θυμίζει πίνακες που παρίσταναν την Εδέμ. Ο αδελφός μου αναμετριόταν με την καρδιά του. Η Ζαμπέτα, ριγμένη στα πόδια του, του τραβούσε τα ρούχα, μέχρι που τα 'σκισε. Ύστερα σηκώθηκε. Σταμάτησε να κλαίει και στάθηκε ολόισια μπροστά του, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Ο αδελφός μου τώρα έμοιαζε μαγνητισμένος. Αυτό που ονειρευόταν σ' ολόκληρη την περασμένη ζωή του τώρα βρισκόταν μπροστά του. Δεν είχε παρά ν' απλώσει τα χέρια του για να το πάρει, να το γευθεί, να το ζήσει. Αλλά δεν το έκανε.
   «Γιατί;» ρώτησε ήρεμη πια η Ζαμπέτα.
   Για λίγο στον κήπο μας απλώθηκε τόση σιωπή, που λες ποτέ δεν την είχε ταράξει άνθρωπος ή ζώο. Ύστερα ο αδελφός μου έβγαλε και της έδωσε εκείνο το σημείωμά της, που το κρατούσε κολλημένο στο κορμί του. Η Ζαμπέτα δεν κίνησε το χέρι της να το πάρει. Για άλλη μια φορά ακούστηκε έντονο και απαιτητικό το «Γιατί;» της. Τότε ο αδελφός μου, κρατώντας ακόμη το γράμμα της, που του έκαιγε τα δάχτυλα, «Δεν λέγεται με λόγια», της είπε κι έκρυψε ξανά το γράμμα στο στήθος του.
   «Τότε δείξε μου», δεν την άφηνε ο εαυτός της να υποχωρήσει.
   Τα ρούχα του αδελφού μου ήταν μισοσκισμένα απ' τα τραβήγματα και τα πόδια του, εκεί που τα είχε γδάρει με τα νύχια της η Ζαμπέτα, αιμορραγούσαν. Δεν έδειξε ωστόσο να τον νοιάζει αυτό. Γύρισε την πλάτη του κι έσκυψε το κεφάλι του. Και πάλι δεν ακουγόταν ήχος. Μέχρι που ο αδελφός μου με μια κίνηση πέταξε από πάνω του και το τελευταίο πανί που του 'χε απομείνει. Η Ζαμπέτα αντίκρισε την πλάτη του -ακόμη κόκκινα σημάδια αυλάκωναν το λευκό δέρμα, έτοιμα να αιμορραγήσουν ξανά. Αντίκρισε την παραμορφωμένη μέση, χαμηλά τα οπίσθια, που θύμιζαν θηλυκό, και τα γδαρμένα πόδια. Η καρδιά της σφίχτηκε με την παραμόρφωση του πιο όμορφου αγοριού της πόλης.
   «Εδώ, αγάπη μου, τώρα εδώ», ψιθύρισε, χωρίς να την ενδιαφέρει κανένα σημάδι, καμιά ουλή.
   Με μιΤην ώρα που εγώ είχα αναλάβει να ψιλοκόψω τη φρέσκια ρίγανη, που είχα μαζέψει απ' τον κήπο μας για τους φασιανούς και τα κοτοπουλάκια, ο αδελφός μου, με το μυαλό του γεμάτο ανάκατες σκέψεις, που μπέρδευαν και τον ίδιο, βγήκε από το δωμάτιό του και κατέβηκε τα είκοσι πέντε χωμάτινα σκαλοπάτια μέχρι τη βαριά ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο μυστικό υπόγειο του σπιτιού μας. Η ένταση που του προξενούσαν οι σκέψεις έκανε το σημάδι του να καλπάζει φρενιασμένο στο μέτωπό του, κι αυτό με τη σειρά του του δημιουργούσε μεγάλη ταραχή, σαν να 'ταν ο ίδιος καβάλα στο άλογο και δεν μπορούσε να το ελέγξει.
   Γρατσούνισε ελαφρά την πόρτα κι αμέσως εκείνη μισάνοιξε. Το βλέμμα του βυθίστηκε στα χαμογελαστά μάτια της Σιχθάν κι αυτό σχεδόν τον χαλάρωσε. Η Σιχθάν έμοιαζε να έχει μια μυστική ηρεμιστική δύναμη πάνω στον αδελφό μου. Η Ζαμπέτα με ρωτούσε πολλές φορές: «Μα γιατί την έχει συνέχεια μαζί του αυτήν;» Αλλά εγώ δεν μπορούσα να της εξηγήσω, δεν ήξερα τότε -κι αν ήξερα, μήπως πάλι θα μπορούσα;
   Ο αδελφός μου μπήκε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, που φωτιζόταν ελάχιστα από σκόρπια κεριά, που έσταζαν το λίπος τους στο χωμάτινο δάπεδο κι εκείνο ανακατευόταν με τις ακαθαρσίες των ποντικών, τα ψίχουλα, τα κουκούτσια και τις φλούδες απ' ό,τι μασουλούσαν συνήθως οι παρευρισκόμενοι. Τον υποδέχτηκαν όλοι μαζί με μια φωνή, που ο αδελφός μου την έκοψε με μια κίνηση του χεριού, καθώς ήταν επικίνδυνο ν' ακουστεί απέξω -αρκετός θόρυβος θα γινόταν αν τα πράγματα εξελίσσονταν όπως τα περίμενε, ας μην άρχιζαν από τώρα τις φωνές, οι καλοθελητές είχαν τ' αυτιά τους παντού, έτοιμοι να πουλήσουν την παραμικρή πληροφορία σ' οποιονδήποτε πλήρωνε πιο πολλά.
   «Κινδυνεύουμε», ήταν η πρώτη λέξη του αδελφού μου, που τους έκανε αμέσως όλους να βουβαθούν. «Η πατρίδα είναι χωρίς πατριάρχη!»
   Ένας τρομαγμένος συριγμός ακούστηκε απ' όλα τα στόματα. Ο απεσταλμένος του Βησσαρίωνα ξερόβηξε, αλλά δεν εκδήλωσε κάποιαν αντίδραση στο γεγονός ότι ο Ιάκωβος έδειξε να μην υπολογίζει τον Βησσαρίωνα σαν αληθινό πατριάρχη. Υπήρχε ένας σεβασμός στο όνομα του Νοταρά, κι ας μη ζούσε πια ο πατέρας, κι ας έβλεπαν μπροστά τους ένα παράξενα παραμορφωμένο πλάσμα, που δεν θύμιζε καθόλου πρίγκιπα, ούτε καν αληθινό άντρα, παρόλο που τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν και να θυμίζουν κάτι απ' την παλιά του ομορφιά.
   «Οι καιροί απαιτούν την αλλαγή του ονόματος της οργάνωσής μας», συνέχισε ο Ιάκωβος.
   Ο κόσμος τώρα παρέμενε βουβός, περιμένοντας. Μερικοί μόνον ανυπόμονοι ζήτησαν λίγο νεράκι, για να κρύψουν την αμηχανία τους.
   «Δεν θα ονομάζεται πλέον οργάνωση “Η Θεοτόκος σώζει”, αλλά οργάνωση...» διέκοψε, για να πάρει κι ο ίδιος μιαν ανάσα, «αλλά “Οργάνωση των Ελλήνων”», σταμάτησε και γύρεψε λίγο φρέσκο νερό, για να δροσίσει κι αυτός το στόμα του, που 'μοιαζε να τον καίει με τις τελευταίες του λέξεις.
   Η έκπληξη του κόσμου ήταν μεγαλύτερη απ' την τρομάρα του. Μερικοί άρχισαν να ψιθυρίζουν την καινούρια προτεινόμενη ονομασία σαν να πιπιλούσαν κάτι πικρό ή ξινό. Από παντού ακουγόταν παραξενεμένες μικρές κραυγές:
   «Είπε “Οργάνωση των Ελλήνων”; Ποιων Ελλήνων δηλαδή; Των ειδωλολατρών; Των παλιών; Μα εμείς δεν είμαστε οι παλιοί...»
   «Εννοείς εμάς, τους καινούριους».
   «Μα εμείς δεν είμαστε ειδωλολάτρες. Είμαστε χριστιανοί».
   «Αλλά Έλληνες!»
   «Μα εμείς δεν είμαστε Έλληνες».
   «Και τι είμαστε δηλαδή, Τούρκοι;»
   «Όχι Τούρκοι, καλέ βλαξ. Χριστιανοί ορθόδοξοι».
   «Και δεν είμαστε Έλληνες;»
   «Αυτοί είπαμε: Ήταν ειδωλολάτρες, ο Θεός να μας φυλάει από δαύτους, καλέ, μαγαρίζω και τον στόμα μου».
   Μπερδεύονταν οι φωνές μεταξύ τους, τέλος έγινε μια χάβρα και δεν ακουγόταν τίποτα, μόνον ένας δυνατός βόμβος, σαν να βούιζαν εκατοντάδες μελίσσια. Ακόμη κι η Σιχθάν έμεινε ακίνητη, με την κανάτα μετέωρη στο χέρι, την ώρα που έχυνε νερό στην κούπα του Ιάκωβου.
   «Μας ανάγκασε η Σινιορία κι οι Δέκα γι' αυτό;» ρώτησαν κάποιοι ψιθυριστά όταν συνήλθαν.
   Το σημάδι του αδελφού μου χοροπήδησε, ξεκινώντας τον επιτόπου καλπασμό του:
   «Θα δουλέψουμε πιο εύκολα έτσι εδώ. Το “Έλληνας” το θαυμάζουν. Το “ορθόδοξος” το μισούν, γιατί το φοβούνται. “Να πηγαίνεις με το ρεύμα”, έλεγε πάντα ο πατέρας».
   Ο αδελφός μου πίεσε απαλά το μαβί άλογο, που έμοιαζε να τον πονά. Αν ήταν να μπει επικεφαλής σε κάποιο κίνημα, δεν θα ήταν στο όνομα των χριστιανών, και μάλιστα των ορθόδοξων, θα 'ταν σίγουρα μια αποτυχία. Έπρεπε όμως να βρει επιχειρήματα για να τους πείσει. Οι περισσότεροι είχαν τα συμφέροντά τους στην Εκκλησία, όλοι το γνωρίζαμε αυτό. Ακόμη κι οι φτωχοί περίμεναν τον οβολό τους απ' τον Θεό και τους εκπρόσωπούς του επί της γης, άσε που έλπιζαν πάντα κι αυτοί κι όλοι εμείς σε μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή. Πώς μπορούσε όλ' αυτά να τ' αλλάξει, αλλάζοντας απλώς το όνομα της οργάνωσης;
   Ο αδελφός μου τότε, εντελώς αναπάντεχα, διέταξε τη Σιχθάν να έρθει επάνω στην κουζίνα και να φέρει τα φαγητά, που ήταν έτοιμα. Ο κόσμος άρχισε να ξεροκαταπίνει, κι αυτό έδωσε στον αδελφό μου χρόνο να σκεφτεί. Έφτασαν και τα φαγητά από την κουζίνα μας κι ο αδελφός μου ξανάσανε.
   Οι δούλες μας, με επικεφαλής τη Σιχθάν, μοίρασαν καλοψημένα μυρωδάτα μπουτάκια από κοτόπουλο στους παρευρισκόμενους και κύπελλα με δροσερό κρασί, ανέρωτο, για να τους πιάσει. Το βλέμμα του αδελφού μου βυθίστηκε μ' ευγνωμοσύνη στη γελαστή ματιά της Σιχθάν, ήξερε ότι περίμενε έξω από την πόρτα, να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να μπει.
   Ο κόσμος δέχτηκε με ενθουσιασμό το κέρασμα, περισσότερο απ' όλους ενθουσιασμένοι ήταν οι φτωχοί, καθώς έβλεπαν ότι δεν διέφερε το κέρασμά τους από εκείνο των σπουδαίων, άλλη μια πονηριά της δούλας μας. Τα ευτυχισμένα γλου γλου τα διαδέχονταν ρεψίματα και μικρά επιφωνήματα ευχαρίστησης. Ο αδελφός μου τότε έκρινε πως μπορούσε να προχωρήσει. Σήκωσε τα χέρια του για να τον προσέξουν και φώναξε:
   «Πάντα θα είμαστε βαθιά στην καρδιά μας ορθόδοξοι χριστιανοί», και περίμενε την αντίδραση, που ήρθε γρήγορη και μπουκωμένη:
   «Ναι, ναι, ναι!»
   «Πάντα θα πιστεύουμε στον ένα μας Θεό και θα προσευχόμαστε μόνο σ' αυτόν».
   «Μμμ, ναι, ναι!»
   «Δεχόμαστε να λεγόμαστε Έλληνες, γιατί αυτό θα μας βοηθήσει να μείνουμε ενωμένοι».
   «Ενωμένοι, ναι, ενωμένοι!»
   «Σαν Έλληνες θα ξεκινήσουμε την επανάσταση, γιατί σαν χριστιανοί αποτύχαμε».
   «Αποτύχαμε;»
   «Θυμηθείτε τις σταυροφορίες, όσες έγιναν κι όσες δεν έγιναν, αλλά ήταν να γίνουν».
   «Θυμόμαστε, ναι, ναι!»
   «Γύρισαν όλες εναντίον μας. Ζήτω η νέα επανάσταση! Η επανάσταση των Ελλήνων!»
   «Πάμε για επανάσταση; Ναι, ναι, ναι!»
   «Ζήτω η “Οργάνωση των Ελλήνων”!»
   «Ναι, ναι, ναι!»
   «Ζήτω!»
   «Ζήτω, ζήτω, ζήτωωω!»
   Ο αδελφός μου γύρισε στη Σιχθάν, για να της γνέψει να κεράσει κι άλλο ανέρωτο κρασί, όμως εκείνη ήδη είχε αρχίσει να το κάνει. Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Ίσως ήταν λίγο πιο εύκολο απ' όσο το περίμενε. Ο κόσμος έμοιαζε πιο ώριμος να δεχτεί τις νέες ιδέες ή μπορεί να ήταν πλέον λίγο πιο αδιάφορος για να στηρίξει τις παλιές. Όπως και να 'χε το πράγμα, τον βοηθούσε να πάει παρακάτω. Κι αυτό που έπρεπε τώρα να κάνει ήταν να ανακαλύψει αν είχαν σωθεί από το κάψιμο που τους επιφύλαξε ο Γεννάδιος μόλις έγινε πατριάρχης -με τη δικαιολογία πως ήταν επικίνδυνα για την πίστη μας- κάποια αντίγραφα από κείνα τα χειρόγραφα του σοφού Πλήθωνα, ο οποίος υποστήριζε πως ήμασταν Έλληνες κι όχι χριστιανοί κι ότι αυτό θα μας έσωζε απ' τον αφανισμό.
   Θεέ μου, σκέφτηκα εγώ τότε, πόσο δίκιο έχει η Άννα μας! Τα χειρόγραφα των ειδωλολατρών, είτε ήταν είτε δεν ήταν επικίνδυνα για την πίστη μας, πάντως του αδελφού μου του είχαν μολύνει την ψυχή, κι ένιωσα έναν απροσδιόριστο φόβο να με τυλίγει, αλλά δεν μίλησα γι' αυτό σε κανέναν.
   Η συνεδρίαση έληξε με μια κίνηση του αδελφού μου, πριν ακόμη σβήσει εντελώς μέσα στην αποθήκη μας ο αντίλαλος των ζητωκραυγών και των ρεψιμάτων. Οι φτωχοί, παίρνοντας ακόμη ένα κομματάκι κοτόπουλου στο χέρι, θα αποχωρούσαν και οι σπουδαίοι θα κάθονταν στο τραπέζι μας για τη συνέχεια, με τους φασιανούς και την ανταλλαγή απόψεων πάνω στα νέα δεδομένα, προκειμένου να προχωρήσει και τυπικά η αλλαγή της ονομασίας της οργάνωσης και να κάνει πλέον δημόσια την εμφάνισή της, χωρίς την ανάγκη να κρύβεται σαν παράνομη θρησκευτική ένωση αιρετικών, όπως μας αποκαλούσαν. Ο Βλαστός πλησίασε τον Ιάκωβο και τον συγχάρηκε.
   «Ήταν μια πολύ επιδέξια κίνηση», είπε.
   Ακολούθησε ο Καπνίσης, που διατύπωσε κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τους δικούς μας που έμειναν πίσω στην πατρίδα, αν θα δέχονταν δηλαδή να ονομάζονται Έλληνες, αλλά αυτό ήταν κάτι που θα το ρύθμιζαν αργότερα, βλέποντας και κάνοντας, όπως έλεγε παλιά κι ο πατέρας.
   Ήταν τόσο μεγάλη η ευφορία του αδελφού μου για την σχεδόν αναίμακτη επιτυχία του σχεδίου του, που δεν πρόσεξε ότι σε κάποια σκοτεινή γωνιά του μυστικού υπογείου μας μια μικρή σιωπηλή ομάδα έβαψε στην κυριολεξία με αίμα τη συγκέντρωση.
   Ο Ιάκωβος και όσοι είχαν παραμείνει κοντά του κατάλαβαν πως κάτι συμβαίνει μόνον όταν άκουσαν μια δυνατή γυναικεία κραυγή να τραντάζει τον χώρο. Πρώτος ο αδελφός μου γνώρισε τη φωνή κι έτρεξε προς τα εκεί που ακουγόταν. Ήταν σκοτάδι. Κεριά δεν υπήρχαν σ' εκείνο το σημείο του υπογείου. Οι άνθρωποι της μικρής ομάδας, έχοντας καλύψει τα πρόσωπά τους με μαντίλια, τον έσπρωξαν δυνατά και τον έριξαν κάτω, καθώς έτρεξαν προς την έξοδο φωνάζοντας:
   «Θα το πληρώσεις, Νοταρά!»
   Ο αδελφός μου πετάχτηκε αμέσως επάνω και συνέχισε να ψάχνει. Με τα πόδια του κλοτσούσε το χώμα για να ανακαλύψει τι είχε συμβεί. Ύστερα έπεσε στα γόνατα και με τα χέρια να ανακατεύουν το χώμα του δαπέδου συνέχισε να ψάχνει. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που άκουγε το λαχάνιασμά της στο κεφάλι του. Προσπαθούσε ν' αποδιώξει τη σκέψη που χίμηξε τρομαγμένη στο μυαλό του. Ώσπου τα χέρια του, τρέμοντας, ακούμπησαν σε κάτι μαλακό: ένα σώμα. Η φωνή είχε σταματήσει ν' ακούγεται. Τώρα μόνο μια γρήγορη τρεμουλιαστή ανάσα έφτανε στ' αυτιά του. Ψαχούλεψε το σώμα. Έκλεισε τα μάτια. Βρήκε το σημείο όπου ακουγόταν ελάχιστα πια η καρδιά και το χέρι του βυθίστηκε σε κάτι υγρό, που κολλούσε. Το 'φερε κοντά στο πρόσωπό του. Μύριζε αίμα! Έψαξε με το άλλο χέρι του για το κεφάλι του σώματος, ενώ ήξερε κιόλας την αλήθεια. Μια μικρή φωνή έφτασε ξέψυχη στ' αυτιά του, «Αφέντη μου», κι ύστερα τίποτ' άλλο. Ξάπλωσε δίπλα σ' αυτό το σώμα, που δεν κινιόταν πια, κρατώντας την ανάσα του. Δεν μπόρεσε για πολύ. Μια τεράστια άγρια κραυγή βγήκε απ' το ίδιο του το κορμί, θαρρείς και δεν πέρασε καν απ' το στόμα του. Ύστερα το πρόσωπό του μούσκεψε από τα δάκρυα.
   Ο Βλαστός κι ο Καπνίσης έφτασαν κοντά του, κρατώντας ο καθένας από ένα κερί, κι έφεξαν το σώμα του, που ήταν ξαπλωμένο δίπλα στο ακίνητο κορμί της Σιχθάν.
   «Φύγετε», βγήκε μόνον ένας ψίθυρος από το στόμα του μικρού μου αδελφού.
   Ο Βλαστός κι ο Καπνίσης το σεβάστηκαν.
 
   Ήταν χάραμα. Ο κήπος μας, νοτισμένος απ' τη νυχτερινή δροσιά, ανάδινε ένα λιγωτικό άρωμα φρεσκάδας κι έφτιαχνε στην ψυχή μια τρεμουλιαστή αίσθηση ευτυχίας, που σ' έκανε να δοξάζεις τον Θεό, γιατί, παρ' όλα αυτά, σου επέτρεπε να είσαι ακόμη ζωντανός.
   Ο αδελφός μου ήταν από ώρα εκεί, ανάμεσα στα μεγάλα σκιερά δέντρα, μόνος του. Το μυαλό του αδρανές. Η  καρδιά του σχεδόν βουβή. Έσκυψε και φίλησε το χώμα μπροστά του, έγλειψε τη γεύση της  βρεγμένης γης στα χείλη του. Κατάπιε την ελάχιστη λάσπη. Ύστερα άναψε δυο μεγάλα κεριά και τα 'μπηξε στο μαλακό φρεσκοσκαμμένο χώμα. Διπλώθηκε στα δύο κι έμεινε εκεί σιωπηλός, κοιτάζοντας το μικρό βουναλάκι, που μέσα του βρισκόταν το σώμα της αγαπημένης Σιχθάν.
   Η Άννα μας δεν ήθελε να τη θάψουμε στον κήπο μας, δίπλα στα ευλογημένα μνήματα του πατέρα, της μητέρας και των αδελφών μας, μια Τουρκάλα, μια μουσουλμάνα, μια δούλα κοντά στους ήρωες!
   «Το σωστό ήταν», είπε, «να την κάψουμε, κι ας κρατούσε ο Ιάκωβος τη στάχτη της, αν τόσο πολύ...» -δεν συνέχισε, καθώς η Ζαμπέτα, που ήταν μπροστά, ξέσπασε σ' έναν ηχηρό λυγμό, χωρίς ωστόσο να τρέξουν δάκρυα απ' τα μάτια της.
   Ο αδελφός μου έπλυνε μόνος του το ματωμένο σώμα, το ράντισε με αρώματα και το τύλιξε με πολύτιμα μεταξωτά υφάσματα, φερμένα απ' την Ισπανία για τον γάμο, που τα 'σκιζε με τα δόντια του σε λουρίδες για το σαβάνωμα. Κατόπιν, αδιαφορώντας για τις επιπλήξεις της μεγάλης μας αδελφής, έσκαψε μόνος του όλη τη νύχτα έναν λάκκο ακριβώς δίπλα στη μητέρα και τοποθέτησε το φασκιωμένο σώμα. Ύστερα έστρωσε από πάνω το χώμα, που το έβρεξε με κρασί και το πάτησε για να ισιώσει. Δεν πήγε κανείς από μας κοντά του. Δεν ξέρω ούτε αν έκλαψε κανείς, εκτός από μένα. Ούτε καν ο ίδιος. Είχαμε κλάψει όλοι μας τόσο πολύ, που θαρρείς και δεν υπήρχαν άλλα δάκρυα στην καρδιά μας. Μόνο το αγοράκι της Σιχθάν έκλαιγε συνέχεια και τόσο δυνατά, που αναγκάστηκε η Πουλχερία να το πάρει στο δωμάτιό της και να το κρατά όλη τη νύχτα αγκαλιά, μετά από απαίτηση βέβαια της κόρης της, της Ευδοκίας. Τόση αναστάτωση δεν είχε γνωρίσει ποτέ το σπίτι μας από τότε που εγκατασταθήκαμε εδώ στη Βενετιά.
αν αδίστακτη κίνηση έβγαλε το νυφικό της και προσπαθώντας ν' απαλλαγεί γρήγορα ακόμη και από τα εσώρουχά της, χωρίς αιδώ, έτρεξε μπροστά του. Τα χέρια του, που απλώθηκαν, την εμπόδισαν να πέσει, γυμνή πια κι η ίδια, στην αγκαλιά του. Ξαφνιάστηκε. Άθελά της το βλέμμα της έπεσε εκεί κάτω, χαμηλά, στο μυστικό του σημείο. Και τότε, «Θεέ μου!» της ξέφυγε μια κραυγή, πιο δυνατή από όποια άλλη κραυγή είχε ποτέ βγάλει στη ζωή της. «Τι σου 'χουν κάνει, ακριβέ μου;»
   Ο αδελφός μου έκλεισε τα μάτια και φυλάκισε το κύμα που φούσκωσε ξαφνικά μέσα του, ξαναφέρνοντας τις εικόνες, που τόσο πολύ ήθελε να θάψει, στο μυαλό του.
 
Κωνσταντινούπολη,
τέλος Μαΐου του έτους 6961 από κτίσεως κόσμου (2)
 
   Ήταν η πρώτη φορά που τα μάτια μας αντίκριζαν τέτοια ανήκουστα πράγματα. Βαδίζαμε στον δρόμο σιωπηλοί, ο πατέρας μπροστά, αριστερά του ο Εμμανουήλ μας και δεξιά ο Ιάκωβος. Δεν είχαν μείνει και πολλά από τ' αγόρια μας. Πίσω τους ακολουθούσαμε ο Ιωάννης της Μαρίας μας κι εγώ, σηκώνοντας το μακρύ κίτρινο φουστάνι μου, που ακόμη δεν μπορούσα να το συνηθίσω, και δίπλα μου η θεία Στεφανία, με πράσινη κάπα βελούδινη, ολοκέντητη με μαργαριτάρια και ζαφείρια, να σέρνεται στους μολεμένους και ματωμένους δρόμους της χαμένης μας πόλης. Ο θείος Αγγελής δεν ήρθε μαζί μας, είπε ότι δεν μπορεί να πάρει μέρος σε τέτοιον εξευτελισμό, και κάθισε ξανά στο θρονί του, δεν τον άντεχαν τα πόδια του. Ο πατέρας είπε ότι απ' την αγωνία του είναι, γι' αυτό δεν μπορεί να περπατήσει, αλλά η ανάσα του θείου Αγγελή έφτανε μέχρι τα ρουθούνια μας ξινισμένη απ' το κρασί και τον πρόδινε. Πίσω μας τρεχάλιζε ένας μικρός στρατός από δούλους, που μετέφεραν τα πολύτιμα σκεύη, τα μεγάλα χρυσά κλειδιά για την παράδοση της πόλης μας και το τετράγωνο, βαθύ, ξύλινο κουτί, που δεν ξέραμε τι είχε μέσα. Όλα αυτά θα τα δίναμε πεσκέσι -όπως έλεγαν οι Τούρκοι- στον σουλτάνο. 
   Το παλάτι ήταν κοντά, δεν πήραμε άλογα και άμαξες, ο πατέρας άλλαξε την τελευταία στιγμή γνώμη. Προτίμησε να δείξουμε μια ταπεινότητα, που ταίριαζε σε υπόδουλους, «Αυτό αρέσει στον σουλτάνο», έλεγε, «και καλά θα κάνουμε να πράττουμε ό,τι του αρέσει, κολακεύοντάς τον, αν θέλουμε να περιμένουμε κάτι απ' αυτόν».
   Η βουερή ηρεμία που απλωνόταν στους δρόμους θα μπορούσε να ξεγελάσει κάποιον άσχετο ότι η ειρήνη αγκάλιαζε την πόλη, αν δεν υπήρχαν όλ' αυτά τ' ανήκουστα πράγματα που ξάφνιαζαν τα μάτια μας. Δεν ξέραμε τότε ότι αυτό σήμαινε πόλεμος.
   Λίγο πριν φτάσουμε στο παλάτι ο αδελφός μου κοντοστάθηκε. Βαδίσαμε για λίγο πλάι πλάι. Μου 'πιασε το χέρι και μου το 'σφιξε, «Σ' αγαπώ», μάντεψα τη λέξη στα χείλη του, κι ένιωσα εκείνη τη στιγμή πως ό,τι είχα στον κόσμο ήταν μονάχα αυτό: η αγάπη μου για τον μικρό μου αδελφό. Ο πατέρας γύρισε κι άπλωσε το χέρι του, το σωστό ήταν να βρίσκεται ο Ιάκωβος κοντά του.
   Από δίπλα μας πέρασε μια ξέφρενη στρατιά από δούλους, που ξαφνικά είχαν γίνει ελεύθεροι, αφού τ' αφεντικά τους είχαν πεθάνει. Κι ύστερα μια τρομαγμένη στρατιά από ανθρώπους ελεύθερους, που τώρα κάποιοι άλλοι τους είχαν δεμένους με σκοινιά και τους τραβούσαν κάτω στο λιμάνι, «Θα τους φορτώσουν στα πλοία, να τους πουλήσουν στα παζάρια της Ανατολής», μας πληροφόρησε χαμηλόφωνα ο πατέρας, «έτσι κάνει πάντα ο νικητής», κι ανέφερε το όνομα του σουλτάνου.
   Ανάμεσά τους διακρίναμε μερικούς απ' τους πιο πιστούς συμβούλους του θείου Κωνσταντίνου με τις οικογένειές τους. Κανένας ήχος δεν έφτανε στ' αυτιά μας, μόνο το σύρσιμο των σωμάτων, που τρίβονταν μεταξύ τους έτσι γυμνά και πληγιασμένα. Τίποτ' άλλο.
   Όταν φτάσαμε στο παλάτι, η ψυχή μου σφίχτηκε ακόμη περισσότερο. Έπρεπε να δρασκελίσουμε τα πτώματα των φρουρών του θείου για να μπορέσουμε ν' ανέβουμε. Η θεία Στεφανία επιτέλους λιποθύμησε κι έτσι έπαψε να με τραβά όλη την ώρα απ' το χέρι. Ένας δούλος μας τη σήκωσε αγκαλιά και τη μετέφερε εκεί που πηγαίναμε κι εμείς.
   Μπήκαμε στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού, την αίθουσα του θρόνου. Ακόμη το αίμα ήταν φρέσκο στο μαρμάρινο ροδόχρωμο δάπεδο.
   «Προσέξτε μη γλιστρήσετε», φώναξε ο πατέρας κι η φωνή του έκανε ηχώ, και φάνηκε τόσο αστεία η φράση «μη γλιστρήσετε», που εμείς τα παιδιά ξεκαρδιστήκαμε.
   Είδα τον Ιάκωβο να σοβαρεύεται ξαφνικά, καθώς ο πατέρας τον τράβηξε απ' το χέρι και στάθηκαν μπροστά στον θρόνο του Κωνσταντίνου. Για μια στιγμή κατάλαβα ότι πέρασε η ιδέα απ' το μυαλό του αδελφού μου να καθίσει στον θρόνο, έτσι κι αλλιώς μέσα στις φλέβες του έρρεε αίμα βασιλικό απ' τη μεριά της μητέρας, αλλά θαρρείς κι ο πατέρας είχε αποκτήσει ξαφνικά μαντικές ικανότητες, τον τράβηξε -δεν ήταν ακόμα η ώρα. Παραταχθήκαμε όλοι στη σειρά κι ο Κουρουλούκα έδωσε οδηγίες στους δούλους τι έπρεπε να κάνουν με τα σκεύη. Περιμέναμε.
   Ξαφνικά μια χλαπαταγή τράνταξε τη μεγάλη αίθουσα του θρόνου, κάτι σαν δυνατός καλπασμός αλόγων. «Μα δεν είναι δυνατόν», ψιθυρίσαμε, «να μπει με το άλογο στο παλάτι μας», αλλά έτσι μπήκε, με το άλογο, όπως μας είπαν ότι έκανε και στην Αγια-Σοφιά, και τη μαγάρισε, αλλά εκείνη ήταν ήδη μολυσμένη απ' τους παπικούς.
   Ο σουλτάνος ήταν μπροστά μας. Ολοζώντανος. Αστραφτερός. Κόκκινος και πράσινος και κίτρινος και γαλάζιος μέσα στα φανταχτερά του φορέματα. Το βρομόπαιδο, όπως τον έλεγε η μητέρα και το είχε κολλήσει σ' όλους μας. Με το βλέμμα του γεμάτο φως, να καθηλώνει. Χαμηλώσαμε όλοι τα μάτια. Απλωθήκαμε στο πλάι και προσκυνήσαμε, όπως είδαμε τον πατέρα να κάνει, που ούτε τον Κωνσταντίνο προσκυνούσε ούτε τον πατριάρχη, της ένωσης βέβαια. Ύστερα άπλωσε το χέρι του και μετακινώντας το σώμα του αποκάλυψε τον θρόνο. Τον έδειξε, με το κεφάλι πάντα σκυμμένο, στον σουλτάνο.
   Ξεπέζεψε σαν αίλουρος. Και βάδισε σαν να μην άγγιζε το δάπεδο, αγνοώντας το αίμα  που πλημμύριζε τα μάρμαρα και το σάρωνε με τη φορεσιά του. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια του θρόνου και στάθηκε με την πλάτη γυρισμένη σ' εμάς για μερικά λεπτά, που κυλούσαν αργά, βασανιστικά, για όλους μας. Το αίμα έσταζε απ' τον ποδόγυρο της φορεσιάς του. Σκεφτόμουν ότι τώρα θα δώσει εντολή να μας σφάξουν, κι ίσως είναι καλύτερα. Γύρω του, κάτω απ' τον θρόνο, μαζεύτηκε ένα τσούρμο Τουρκαλάδες με επίσημες πολύχρωμες στολές. Ανάμεσα τους ο Χαλίλ, που ο πατέρας κι ο Κωνσταντίνος τού έστελναν τα παραγεμισμένα ψάρια. Δεν μας κοίταξε. Ο αδελφός μου άρχισε να τους μετρά με τον νου του, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να κρατά την ψυχραιμία του. Ο πατέρας στεκόταν ένα βήμα μπροστά μας, ακόμη με το κεφάλι σκυφτό, Καλά που δεν είναι παρούσα η μητέρα να τον δει, σκέφτηκα. Η θεία Στεφανία, μόλις που είχε βρει τις αισθήσεις της, λιποθύμησε ξανά, αυτή τη φορά σωριάστηκε στα μάρμαρα πάνω στα αίματα, μα κανείς δεν της έδωσε σημασία. Ο Μεχμέτ ακόμα ήταν γυρισμένος. Και ξαφνικά, σαν να 'ταν μπροστά μας μια τίγρη, πήδησε και κάθισε στον θρόνο. Στητός. Με τα χέρια ακουμπισμένα στα μπράτσα του καθίσματος και τα πόδια απλωμένα μπροστά. Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Κι έμεινε έτσι, με τα ρουθούνια του ν' ανοιγοκλείνουν, θαρρείς ανασαίνοντας για πρώτη φορά τον γεμάτο οσμή από αίμα αέρα της αίθουσας του θρόνου της πόλης μας, της πόλης που δεν υπήρχε πια.
   Ο αδελφός μου έκανε μια κίνηση να πάει προς το μέρος του, αλλά το χέρι του πατέρα τον ακινητοποίησε. Τότε ο σουλτάνος άνοιξε τα μάτια και βύθισε ένα πύρινο βλέμμα στα μάτια του Ιάκωβου, που του έκαψε το μυαλό. Θαρρείς κι έγινε μια έκρηξη ξαφνικά μέσα του από εκείνη τη ματιά και τα χιλιάδες κομματάκια της τον κύκλωσαν ασφυκτικά. Ο μικρός μου αδελφός στεκόταν τώρα ανήμπορος να κουνήσει ακόμη και τα βλέφαρά του, μην εμποδίσει αυτό το βλέμμα να μπαίνει συνέχεια μέσα του. Κρατούσε την ανάσα του, μην τυχόν το ελάχιστο αεράκι που θα 'βγαινε απ' τα ρουθούνια του εμποδίσει αυτή την αλλόκοτη επαφή, που έμοιαζε να τον έχει συνεπάρει. Μόνον η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σαν ένας καλπασμός έμοιαζε στα ίδια τα σωθικά του, προετοιμάζοντάς τον για να δεχτεί αυτόν τον άνθρωπο, που κανείς μας βέβαια δεν τον θεωρούσε άνθρωπο, κι ο ίδιος ο αδελφός μου τον έλεγε μυστικά «κτήνος!» Έμοιαζε να έχει συνταραχθεί τόσο πολύ, σαν να περίμενε χρόνια αυτή τη συνάντηση.
   Ο σουλτάνος γύρισε και κοίταξε αδιάφορα τον πατέρα και για πρώτη φορά ακούστηκε η φωνή του. Σιγανή, απαλή, λάγνα φωνή, που μέσα της ωστόσο διέκρινες την αμείλικτη προσταγή, σε άπταιστα ελληνικά, μόνο με λίγο πιο βαριά προφορά, σαν της Σιχθάν:
   «Άσ' τον να 'ρθει!» διέταξε· τίποτ' άλλο.
   Ο πατέρας άφησε το χέρι του Ιάκωβου κι ο αδελφός μου χωρίς δισταγμό πλησίασε τον θρόνο. Δεν ακουγόταν ούτε ανάσα στον χώρο, μόνον η θεία Στεφανία, που συνήλθε αιφνίδια, είπε ένα «Πφ!» καθώς διαπίστωσε ότι η κάπα της ήταν βουτηγμένη στα αίματα, αλλά ο πατέρας την κλότσησε κι αμέσως βουβάθηκε.
   Το κτήνος έκανε νεύμα στον Ιάκωβο κι εκείνος κάθισε στο τελευταίο σκαλί του θρόνου, δίπλα στα πόδια του. Ύστερα ο αδελφός μου ένιωσε ένα χέρι να ακουμπά στον σβέρκο του. Καυτά δάχτυλα άρχισαν να μαλάζουν την πλάτη του και ρίγησε, όμως δεν μίλησε, δεν κουνήθηκε, στεκόταν μαρμαρωμένος, σαν να 'χε καταπιεί κοντάρι. Μόνον όταν άκουσε τη φωνή του πατέρα, που χαιρετούσε με κάθε επισημότητα τον σουλτάνο σαν βασιλιά των Ρωμαίων και κληρονόμο του θρόνου μας, μετακινήθηκε λίγο, για ν' αποφύγει το χέρι που τον έκαιγε, όμως δεν άφησε τη θέση του στο σκαλοπάτι, κι έτσι όπως τον κοίταζα από κάτω μού φάνηκε η υπέροχη ομορφιά του αφόρητη, σαν να καθόταν ένας άγγελος στα πόδια ενός πραγματικού κτήνους, που το 'χε σκάσει απ' τα βάθη δεν ξέρω κι εγώ ποιας μαύρης μακρινής ζούγκλας.
   O πατέρας προσκύνησε ξανά και παρέδωσε τα χρυσά κλειδιά της πόλης μας στον πατισάχ, όπως τον έλεγαν οι δικοί του, ο οποίος τ' άρπαξε με λαιμαργία. Ύστερα ο πατέρας ζήτησε απ' τον δούλο μας το ξύλινο κουτί. Το πήρε προσεκτικά, το άνοιξε, και για πρώτη φορά είδαμε κι εμείς το περιεχόμενό του: μαργαριτάρια, χρυσά περιδέραια με φλουριά, μακριά σκουλαρίκια με σφηνωμένα διαμάντια και ρουμπίνια, βραχιόλια που άστραφταν, σκαλισμένα απ' τους καλύτερους τεχνίτες, και μεγάλα δαχτυλίδια με λαμπερά σμαράγδια, όλα τα υπέροχα κοσμήματα της μητέρας, που τα 'ψαχνε και κανείς δεν ήξερε να της πει πού είναι. Ο πατέρας τ' αράδιασε στον μεγάλο χρυσό δίσκο που είχε πάρει απ' τον πύργο μας και τον ακούμπησε ευλαβικά στα πόδια του κτήνους, γονατίζοντας μπροστά του.
   «Τα φύλαξα για την αφεντιά σου», είπε κι έμεινε γονατιστός, περιμένοντας την προσταγή.
   Ο σουλτάνος έσκυψε και βύθισε το χέρι του στον σωρό με τα κοσμήματα. Τα χάιδεψε. Τα έτριψε με τα δάχτυλά του, τ' άφησε και τα έπιασε ξανά πολλές φορές, σαλιώνοντας τα κόκκινα χείλη του. Ύστερα πήρε πάλι την αλύγιστη θέση του στον θρόνο.
   «Γκελ μπουραγιά», διέταξε, κι ο πατέρας σηκώθηκε και πλησίασε. «Αποδέχομαι την παράδοση της πόλης σας και τον θρόνο. Είναι θέλημα του Θεού. Πήγαινε στην ευχή του. Θα σε καλέσω γι' αυτά που πρέπει να πούμε εμείς οι δυο», κι έκανε μια περιφρονητική κίνηση με το χέρι του, δείχνοντας την έξοδο.
   Ο πατέρας οπισθοχώρησε, προσκυνώντας πάλι και τραβώντας κι εμάς προς τα πίσω. Ύστερα σταμάτησε και κοίταξε τον Ιάκωβο. Ο αδελφός μου έκανε μια κίνηση να σηκωθεί, αλλά το καυτό χέρι του κτήνους τον γράπωσε δυνατά απ' τον σβέρκο. Ο Ιάκωβος έμεινε για μια μεγάλη στιγμή μετέωρος ανάμεσα στον πατέρα και στον σουλτάνο, κι εμένα η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Ξαφνικά όμως έβαλε τα δυνατά του και ξεκόλλησε απ' το χέρι που τον γράπωνε, κατέβηκε με μια δρασκελιά τα σκαλοπάτια κι έφτασε τον πατέρα. Ύστερα γύρισε όπως εμείς και οπισθοχωρώντας όλοι μαζί φτάσαμε στην έξοδο. Ο πατέρας τότε του έπιασε το χέρι και καθώς γυρίζαμε, για να βλέπουμε πλέον πού πατάμε και ν' αποφύγουμε τα αίματα που μαγάριζαν τα ρούχα μας, του ψιθύρισε «Όλα θα πάνε καλά», και βγήκαμε απ' την αίθουσα του θρόνου και το παλάτι σχεδόν ανακουφισμένοι. Όμως στο στόμα νιώθαμε μια γεύση στυφή κι είχαμε την αίσθηση, αν και κανείς μας δεν το ομολογούσε φανερά, ότι πλέον ο Θεός μάς είχε εγκαταλείψει.
 
Ιούνιος του ίδιου έτους
 
   Ο αδελφός μου τριγύριζε νύχτα μέρα στον πύργο μας σαν μαγεμένος. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν κοιμόταν, δεν μιλούσε σε κανέναν. Είχε περάσει μια βδομάδα από την παράδοση της πόλης μας κι ακόμη δεν ήξερε κανείς μας τι επρόκειτο να γίνει. Θα μας έσφαζε ή θα μας έδινε οφίκια, όπως υπολόγιζε ο πατέρας; Μάθαμε, με πικρία βέβαια, ότι διόρισε έναν δούλο του λέει, κάποιον Σουλεϊμάν μπέη, ως σούμπαση, αλλά αυτοί που ήξεραν τα τούρκικα μας είπαν ότι αυτό σήμαινε κάτι σαν αρχιαστυνόμος και δεν ήταν μεγάλος τίτλος, οπότε είχαμε ακόμη ελπίδες, και ανακουφιστήκαμε.
   «Είναι έξυπνος άνθρωπος», έλεγε ο πατέρας, «αν βάλει δικούς του να κυβερνήσουν αυτόν τον τόπο, χάθηκε, θ' αρχίσει να στασιάζει ο όχλος και θα βουλιάξουμε στο αίμα. Ο τόπος είναι ιδιόμορφος, θέλει χέρια που να τα εμπιστεύεται ο κοσμάκης, όσοι έχουν απομείνει δηλαδή, να ξέρει την πίστη μας, να 'χει δείξει δείγματα, να μπορεί ν' αντικαταστήσει εύκολα τον Κωνσταντίνο, οι φτωχοί να 'χουν φάει ψωμί απ' αυτόν», πιπίλαγε τις λέξεις πάνω απ' το προσκέφαλο της μητέρας, που τον κοιτούσε ανέκφραστα, σαν να ήταν κιόλας αλλού.
   Η αλήθεια είναι πως κι ο πατέρας, παρ' όλη τη φαινομενική του ψυχραιμία, ήταν ταραγμένος. Το καταλαβαίναμε γιατί δεν τραβούσε απλώς τις τρίχες απ' το γένι του, τις ξερίζωνε. Δεν είχε κατορθώσει να βρει πουθενά τον Γεννάδιο κι αυτό του φαινόταν κακό σημάδι. Αν τον είχαν σφάξει κατά λάθος, θα ήταν μεγάλη απώλεια. Ο πατερ-Άνθιμος είχε κι αυτός μέρες να δώσει σημεία ζωής, από τότε που κανόνισε τα διαδικαστικά της παράδοσης. Έτσι ο πατέρας δεν είχε με ποιον να κάνει μια σύσκεψη της προκοπής. Έπαιρνε τον αδελφό μου και κατέβαινε στο μυστικό υπόγειο του σπιτιού μας και κάθονταν αμίλητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, δεν ήξερε τι διαταγή να του δώσει. Ούτε αποφάσισε να καλέσει την οργάνωση «Η Θεοτόκος σώζει», μην το μάθει ο σουλτάνος, που είχε παντού κατασκόπους, και νομίσει ότι σχεδιάζουμε καμιά επανάσταση και μας σφάξει. Ο πατέρας ήταν πολύ προσεκτικός. Ούτε καν με τους δυτικούς είχε επαφές, γιατί κι αυτό ήταν επίφοβο, μπορούσαν να μας κατηγορήσουν ότι ετοιμάζαμε σταυροφορία εναντίον τους. Μόνον έβγαζε μερικά από τα κρυμμένα τρόφιμα και τα έδινε μυστικά σε κάποιους που έρχονταν, κι όταν του έλεγαν για χρήματα έλεγε:
   «Άσε, μετά».
   Τους λυπόταν; Είχε κάτι άλλο στον νου; Δεν ξέρω. Στον αδελφό μου, που τον ρωτούσε, έλεγε:
   «Ας μας είναι υποχρεωμένοι».
   Τίποτ' άλλο. Είχαμε μάθει ωστόσο έντρομοι για την ανήκουστη ιεροσυλία, ότι την πρώτη Παρασκευή μετά την καταστροφή της πόλης μας ο Μεχμέτ είχε πάει στην Αγια-Σοφιά μας και για πρώτη φορά μέσα στη δική μας εκκλησία ακούστηκαν οι προσευχές της δικιάς τους. Ο σουλτάνος ευχαρίστησε τον Αλλάχ που κατέστρεψε εμάς τους αντίχριστους -άκου να δεις τον αντίχριστο!- και οι χατίπ του, κάτι σαν τους δικούς μας ιεροκήρυκες, αλλά πολύ πιο καλλίφωνοι λέει, τον αποκάλεσαν «φατίχ», που είχαμε μάθει πια ότι σημαίνει «πορθητής», και γράψανε ότι ο σουλτάνος Μεχμέτ Χαν πήρε την πόλη μας το έτος 857 μετά Εγίραν.
   Όλα στραβά κι ανάποδα αυτοί οι άνθρωποι. Χώρια που ήταν μανιακοί, να μας πάρουν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Μάζεψαν όλα τα χρυσαφικά, ασημικά και διαμαντικά που βρήκαν στην πόλη, μα πού να τα κρύβαμε πια για να τα σώσουμε; Οι δούλοι μας που έρχονταν απέξω έλεγαν ότι ακόμη κι οι σφαγές στους δρόμους συνεχίζονταν κι ότι όσα σπίτια δεν είχαν τα διακριτικά πορτοκαλί πανιά της παράδοσης, όπως είχε συμφωνηθεί, τα είχαν κάψει. Στους δρόμους ακόμη βίαζαν λέει γυναίκες και μικρά παιδιά, όσα είχαν απομείνει απ' τις σφαγές  ή δεν είχαν προλάβει να ξενιτευτούν μαζί με τους δικούς τους, στριμωγμένοι στ' αμπάρια των βενετσιάνικων. Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει «βιασμός» και ρώτησα την Ευφραιμία, κι εκείνη μου είπε κάτι μπερδεμένο, αλλά απ' τους συνδυασμούς που έκανα κατάλαβα κι από τότε φοβόμουν να βγω στον δρόμο, άλλωστε ο πατέρας δεν μας άφηνε να κυκλοφορούμε, έλεγε πρώτα να δούμε τι ακριβώς είμαστε σ' αυτόν τον τόπο, αφέντες των υπόδουλων ή δούλοι των αφεντάδων, και περιμέναμε.
   Τότε χτύπησαν το ρόπτρο της πόρτας δυνατά. Ήταν εκείνοι. Οι αφέντες. Κάποιοι μαυριδεροί με σαρίκια πολύχρωμα και γαμψές μύτες, που ζήτησαν απ' τον πατέρα να ετοιμαστεί, γιατί ερχόταν λέει ο πατισάχ!
   Kάναμε σαν τους τρελαμένους για να ετοιμάσουμε τον πύργο, να παρατάξουμε τα χρυσά κύπελλα για το κρασί, αν κι οι μουσουλμάνοι δεν έπιναν, αλλά είχαμε μάθει πως ο Μεχμέτ, όπως κι ο κύρης του ο Μουράτ, το έτσουζαν χειρότερα απ' τον θείο Αγγελή, και γιατί όχι; Ο πατέρας είπε να φτιάξει η Σιχθάν τα σιροπιαστά της κι όλοι μας να βάλουμε τα καλά μας. Η Ευφραιμία πήγε να ετοιμάσει τη μητέρα, παρόλο που δεν θα σηκωνόταν απ' το κρεβάτι. Ο πατέρας επιθεώρησε τις φορεσιές μας εκ μέρους της μητέρας.
   «Μας κάνει την τιμή», έλεγε και ξανάλεγε, «μας κάνει την τιμή, ακόμη δεν καταλάγιασε ο πόλεμος και μας κάνει την τιμή», της ψιθύριζε, προσπαθώντας να δώσει συγχρόνως οδηγίες, για να συμμαζέψουν λίγο τα τσουλούφια του μικρού μου αδελφού, που του έκρυβαν το πανέμορφο πρόσωπο.
   Και τότε δρασκέλισε το κατώφλι του πύργου μας ο σουλτάνος αυτοπροσώπως. Μπήκε με την ακολουθία του και δέχτηκε την υπόκλιση όλων μας χαρούμενος. Έριξε ένα βλέμμα πάνω μου, που ήμουν πλέον ντυμένη κορίτσι, και με ανατρίχιασε, αλλά δεν έδωσε κανείς μας συνέχεια. Από τότε δεν ξανάβαλα αγορίστικα, για να προστατευθώ. Τα μικρά αγόρια τα έπαιρνε λέει ο σουλτάνος και τα έκανε Τουρκάκια. Αμέσως μετά μόνος του ζήτησε να δει τη μητέρα, που είχε μάθει πως ήταν στο κρεβάτι άρρωστη. Ο πατέρας τον οδήγησε στο δωμάτιό της. Πίσω τους ακολουθούσαμε εμείς κι οι φρουροί του. Ο σουλτάνος μάς έδειχνε την εμπιστοσύνη του και την καλή του πρόθεση.
   Η μητέρα, μόλις τον αντίκρισε, γύρισε το βλέμμα της προς τον τοίχο.
   «Μην ανησυχείτε, δέσποινα», της απηύθυνε τον λόγο, «θα έχετε τώρα πολύ περισσότερα απ' όσα είχατε πριν», κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της, που ξεπρόβαλε ελάχιστα απ' τα σκεπάσματα.
   Η μητέρα ρούφηξε τη μύτη της και δεν απάντησε.
   «Σας δίνω τον λόγο μου», πρόσθεσε ο Μεχμέτ κι έμεινε να την κοιτάζει.
   Η μητέρα τότε γύρισε το πρόσωπό της και είδαμε πως ήταν κλαμένη. Βύθισε το βλέμμα της στο βλέμμα του Μεχμέτ κι ύστερα κούνησε ελαφρά σαν χαιρετισμό το κεφάλι της:
   «Σκεφτείτε τα παιδιά μου», μόλις που ακούστηκε η φωνή της.
   Ο σουλτάνος γύρισε και κοίταξε εμένα. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα από την ταραχή μου και το χέρι μου μάλαζε με δύναμη το κίτρινο φουστάνι μου, καταλάβαινα ότι το ζάρωνα και δεν έπρεπε, αλλά δεν είχα τη δύναμη να σταματήσω. Είδα το βλέμμα της μητέρας να πέφτει πάνω μου κι ύστερα να διασταυρώνεται με το βλέμμα του κτήνους, που σεργιάνιζε στο κορμί μου, έτσι όπως οι άντρες κοιτάζουν τις όμορφες. Μα κινδύνευα δηλαδή και σαν μικρό κορίτσι; Δεν κατάλαβα. Τότε το βλέμμα της μητέρας έγινε άγριο, απειλητικό, βέμμα θηρίου, όμως δεν είπε τίποτα, γύρισε πάλι το κεφάλι της προς τον τοίχο και δεν ξαναμίλησε. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα, αλλά τότε δεν το ήξερα.
   Ο Μεχμέτ μαζί με την ακολουθία του βγήκε απ' το δωμάτιο και πίσω του τρέξαμε κι εμείς. Ζήτησε να δει ιδιαιτέρως τον πατέρα κι οι δυο τους κλείστηκαν στη μεγάλη μας αίθουσα, αφού πρώτα την επιθεώρησαν εξονυχιστικά οι φρουροί του, οι οποίοι στέκονταν με τα χέρια έτοιμα ν' αρπάξουν τα γιαταγάνια, όπως μάθαμε ότι έλεγαν αυτά τα γαμψά τρομακτικά σπαθιά τους.
   Κανείς μας δεν έμαθε τότε τι ακριβώς είχε διαμειφθεί μεταξύ τους στη μεγάλη μας αίθουσα. Όταν όμως βγήκαν, ήταν κι οι δυο τους γελαστοί. Ο πατέρας άπλωσε το χέρι του, έδειξε τον Εμμανουήλ μας και τον σύστησε στον Μεχμέτ:
   «Ο Εμμανουήλ μας, πρώτος στο σπαθί και στ' άλογα», κι ο Εμμανουήλ μας προσκύνησε. Ύστερα έδειξε τον μικρό μου αδελφό: «Ο Ιάκωβος, ο μικρότερος, τον εκπαιδεύω στη διοίκηση, για να με αντικαταστήσει όταν θα 'ναι η ώρα»,  είπε και γύρισε να συνεχίσει, δείχνοντας τον Ιωάννη της Μαρίας μας, αλλά ο Μεχμέτ είχε σταματήσει μπροστά στον Ιάκωβο.
   Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος του αδελφού μου. Ένα χέρι μικρό, λευκό, με κοντά, ευαίσθητα δάχτυλα, γεμάτα δαχτυλίδια, και με καλοσχηματισμένα νύχια, ωστόσο νευρώδες. Ο Ιάκωβος αφαιρέθηκε για λίγο κοιτάζοντας αυτό το χέρι. Μέχρι που ο πατέρας φώναξε τους δούλους να κεράσουν τον αφέντη μας κρασί.
   Ο Μεχμέτ τράβηξε το χέρι του. Τώρα ήταν στραμμένος στον πατέρα, μ' ένα χαμόγελο που άστραφτε.
   «Ογλούν τσόκ γκιουζέλ τσοτζούκ. Θα τον τιμήσω τον ωραίο γιο σου. Ίδιος ο αρχάγγελος Γαβριήλ! Όπως η ζωγραφιά του», είπε και ρούφηξε μια γουλιά απ' το κρασί που του πρόσφερε ο πατέρας.
   Ύστερα, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει κανέναν άλλον, άρχισε να κατευθύνεται προς την έξοδο. Μείναμε να τον κοιτάζουμε αμίλητοι που έφευγε. Και τότε, ξαφνικά, γύρισε πάλι το κεφάλι του και χωρίς να κοιτάξει κανέναν πέταξε δυο λόγια στον πατέρα:
   «Άφησέ τον να 'ρθει μαζί μου. Τώρα!» και χασομέρησε το βήμα του.
   «Ποιον;» ρώτησε ο πατέρας μ' ένα αλλόκοτο τρέμουλο στη φωνή του.
   Ο Μεχμέτ σήκωσε το μικρό του δάχτυλο κι έδειξε τον Ιάκωβο. Μια παγερή σιωπή απλώθηκε στον χώρο. Καμιά άλλη φωνή δεν ακούστηκε για κάμποσα λεπτά. Ο μικρός μου αδελφός κοιτούσε μια τον σουλτάνο και μια τον πατέρα. Μέσα του ξαναφούντωσε η τρικυμία, άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά δεν βγήκε ήχος. Ο σουλτάνος τώρα τον κοιτούσε ξανά και το βλέμμα του έμοιαζε με μαγνήτη. Τότε ο πατέρας άρπαξε απ' το χέρι τον μικρό μου αδελφό τόσο δυνατά, που τον ακινητοποίησε. Ο Ιάκωβος γύρισε και κοίταξε τον πατέρα. Κι έπειτα οι τρεις τους έμειναν να κοιτάζονται διεγερμένοι, αλλά αμίλητοι. Κατόπιν τα βλέμματα υποχώρησαν κι ο σουλτάνος συνέχισε το βήμα του προς την έξοδο. Μια ανακούφιση μαλάκωσε την ατμόσφαιρα, ώσπου ακούστηκε ξανά η φωνή του κτήνους σιγανή, οργισμένα βραχνή, «Θα τον περιμένω», κι έφυγε όπως είχε έρθει, σαν αίλουρος, αλλά πάντα ευθυτενής και μεγαλόπρεπος, αφήνοντας την αίσθηση στον χώρο πως πέρασε ένα θηρίο, που κάπου κρύφτηκε και παραμονεύει τις κινήσεις μας, ετοιμάζοντας το επόμενο μοιραίο του χτύπημα.
 
   Ο πατέρας, όταν έφυγε ο πατισάχ, πήρε στην αγκαλιά του τον Ιάκωβο, τον χάιδεψε, τον φίλησε κι ύστερα του εξήγησε ότι θα κλεινόταν μόνος του στη μεγάλη αίθουσα του πύργου μας, έπρεπε να σχεδιάσει, είπε, τον τρόπο διοίκησης της χώρας, για να κάνει τις προτάσεις του στον σουλτάνο, που του το είχε ζητήσει, κι ας μην ήταν παρών ο Γεννάδιος, κάποιον άλλον θα διάλεγε να τοποθετήσει στη θέση του πατριάρχη, δεν μπορούσε να μένει άλλο ακέφαλη η Εκκλησία μας, το στήριγμα της πίστης μας, αυτό που θα μας κρατούσε ενωμένους στην υπόδουλη χώρα μας, τα άλλα ήξερε να τα ρυθμίσει ο ίδιος, βασικά θα ανέπτυσσε το εμπόριο, αλλά έπρεπε όλα να οργανωθούν τέλεια, η κατάσταση ήταν κρίσιμη, ο Μεγάλος Τούρκος δεν έπρεπε να υποψιαστεί συνωμοσίες, γιατί θα έπεφτε το κεφάλι μας, «Κράτα κι εσύ το στόμα σου κλειστό», μίλησε χαμηλόφωνα στον αδελφό μου κι έκανε να φύγει. Ο Ιάκωβος τον τράβηξε απ' το μανίκι.
   «Είπε να πάω», ψιθύρισε, «με θέλει», και περίμενε.
   Ο πατέρας τον κοίταξε έκπληκτος.
   «Τι θα πει σε θέλει;» ρώτησε στ' αλήθεια απορημένος.
   Ο αδελφός μου δεν ήξερε τι έπρεπε ν' απαντήσει. Ένιωθε μέσα του μια τάση να πάει εκεί που τον καλούσαν, χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει το γιατί.
   «Δεν ξέρω», απάντησε.
   Τότε ο πατέρας τον πλησίασε ξανά και αγκαλιάζοντάς τον του μίλησε για τον «ντεβσιρμέ», όπως έλεγαν το παιδομάζωμα, τα παιδιά δηλαδή που κάθε τόσο άρπαζε ο σουλτάνος απ' τους χριστιανούς και τα έκανε δικά του, κι αυτά ήταν οι γενίτσαροι, οι πιο άγριοι πολεμιστές του, «Αλλά εμείς δεν πρέπει να δεχτούμε κάτι τέτοιο, είσαι γιος μου, γιος του Λουκά Νοταρά, δεν θα σ' αφήσω στα νύχια του, ακόμη κι αν πρέπει να πεθάνω γι' αυτό», και του έδωσε ένα ηχηρό φιλί φεύγοντας, για να κλειστεί στη μεγάλη αίθουσα. Ο αδελφός μου έμεινε μόνος, προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.
   Το βράδυ ήμασταν όλοι ανήσυχοι. Πιο ανήσυχοι από τότε που περιμέναμε τον πόλεμο, αλλά κι από τότε που είχαμε πόλεμο. Όχι ότι οι βιασμοί κι η φωτιά είχαν εντελώς σταματήσει, τέτοιους μανιακούς δεν τους μάζευε εύκολα ούτε ο ίδιος ο πατισάχ τους, που φώναζε:
   «Δεν θέλω μια κατεστραμμένη πόλη, δεν θέλω μια νεκρή πόλη, σταματήστε τους!»
   Ωστόσο έμοιαζε ο μεγάλος κίνδυνος να έχει περάσει, τουλάχιστον για μας, που ήμασταν σε επαφή μαζί του. Ο πατέρας συνέταξε και μια κατάσταση μελών των καλών οικογενειών μας, που ήξερε ότι ήταν ζωντανοί, αλλά είχαν φυγαδευτεί τη νύχτα πριν από την παράδοση, για να τους βρούμε και να τους καλέσουμε πίσω, όπως είχε ζητήσει ο σουλτάνος, με την υπόσχεση να μην τους πειράξει και να τους δώσει πίσω τ' αρχοντικά τους. Μόνο τον Κωνσταντίνο δεν μπορούσαμε να βρούμε, κανείς δεν ήξερε στ' αλήθεια αν σκοτώθηκε τότε στη μάχη μέσα στο παλάτι ή αν είχε προλάβει να το σκάσει, όπως έλεγαν, αλλά τον ίδιο τον σουλτάνο δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει αυτό, έτσι κι αλλιώς τον θεωρούσε ξοφλημένο και τελείως ανίκανο  να αναλάβει πρωτοβουλία για σταυροφορία, έτσι όπως είχε κατορθώσει να τα τσουγκρίσει με όλους και να τον αγνοούν.
   Μ' αυτά και μ' εκείνα κανέναν δεν έπαιρνε ο ύπνος. Σηκώθηκα απ' το κρεβάτι μου, έτοιμη να τρέξω να βρω τον μικρό μου αδελφό. Δεν πρόλαβα. Με το που άνοιξα την πόρτα μου για να τρέξω ένα χέρι μ' έσπρωξε πάλι μέσα. Ήταν ο πατέρας. Αναστατωμένος. Με το βλέμμα να γυαλίζει και τα χέρια του να τρέμουν.
   «Ντύσου», πρόσταξε, χωρίς να μου δώσει άλλες εξηγήσεις εκείνη τη στιγμή.
   «Μα», τόλμησα να ψελλίσω, αλλά το βλέμμα του δεν σήκωνε περιττές κουβέντες.
   Έτσι δεν μπορούσα παρά να υποταχθώ κι ας μην ήξερα τι σκοπό είχε νυχτιάτικα. Ο πατέρας δεν κουνήθηκε ούτε σπιθαμή, με παρακολουθούσε ακόμη και που έβγαζα το νυχτικό μου, αν κι ένας άντρας δεν επιτρέπεται να βλέπει μια γυναίκα, και ιδιαίτερα την κόρη του, να γδύνεται. Ήταν όμως σε έξαλλη κατάσταση και δεν φαινόταν δυνατό να του αντιμιλήσω. Φυσικά δεν ήξερα τι έπρεπε να φορέσω, γιατί δεν με είχε ενημερώσει πού θα πήγαινα. Έτσι άρπαξα ό,τι βρήκα πρόχειρο μπροστά μου: το κίτρινο καλό φουστάνι μου. Δεν πρόλαβα να χτενιστώ, γιατί αμέσως μ' άρπαξε απ' το χέρι να τρέξουμε, μια ματιά πρόλαβα να ρίξω στο κάτοπτρο, που με ξάφνιασε, ακόμη δεν μπορούσα να συνηθίσω τον εαυτό μου σαν κορίτσι, τι κορίτσι δηλαδή, στα δεκατρία μάς έλεγαν κιόλας γυναίκες.
   Εκείνη τη νύχτα με φυγάδευσε για τη Βενετιά, να βρω τις αδελφές μου. Από τη χαμηλή πόρτα του κήπου μας, που έβγαζε στον μυστικό ιδιωτικό μας μόλο. Ο ίδιος ο πατέρας με φόρτωσε στο μικρό πλοιάριο μαζί με δυο δούλους, για να μην κινήσουμε λέει την προσοχή, και μ' έστειλε μ' ένα γεμάτο πουγκί στα βενετσιάνικα, που είχαν πάρει προσωρινή άδεια απ' τον σουλτάνο, δηλώνοντας την υποταγή τους, ν' αποπλέουν για το εμπόριό τους, πληρώνοντας κάποιο χαράτσι, που ακόμη δεν είχε κανονικά ρυθμιστεί. «Το εμπόριο ωστόσο είναι εμπόριο», έλεγε ο πατέρας, «αν πεθάνει αυτό, θα πεθάνουμε όλοι», έδειχνε όμως δύσθυμος αυτή τη φορά, όλοι γνωρίζαμε ότι δεν μπορούσε ακόμη να συμμετάσχει στις εμπορικές συναλλαγές κι ούτε ήξερε κανείς μας πότε θα μπορούσε ξανά.
   Δεν είδα κανέναν, δεν αποχαιρέτησα ούτε τον Ιάκωβο, δεν έπρεπε να το μάθει κανείς, γιατί απαγορευόταν να φύγουμε, ο σουλτάνος δεν ήθελε ν' αδειάσει η πόλη, κάλεσε μάλιστα κι όσους έφυγαν να γυρίσουν αμέσως πίσω, δίνοντάς τους την υπόσχεση ότι δεν θα τους έσφαζε, αντίθετα θα τους επέστρεφε ό,τι τους είχαν πάρει, λόγια βέβαια ήταν αυτά, δεν ήταν; Η μητέρα δεν τον πίστεψε κι ανάγκασε τον πατέρα με τις φωνές της να με διώξει μετά από κείνο το βλέμμα του κτήνους που σεργιάνιζε λαίμαργα πάνω μου, κοιτάζοντας έτσι όπως οι άντρες κοιτάζουν τις όμορφες, όπως έλεγαν.
   Καθώς μ' αποχαιρετούσε ο πατέρας κατάλαβα πως ήταν κουρασμένος κι άυπνος, σχεδόν τρομοκρατημένος, για πρώτη φορά ίσως στη ζωή του. «Πατέρα, τον νου σου», του είπα και τον φίλησα. Εκείνος μ' έσπρωξε μαλακά, να μπω στο πλοιάριο, «Ξέρω, μικρή μου, ξέρω», κι η βάρκα γλίστρησε σαν σκιά στα ήρεμα νυχτερινά νερά του Κεράτιου, με τους δούλους να τραβούν μαλακά τα κουπιά, μην ξυπνήσουν τους Τουρκαλάδες, αλλά εκείνοι, σαν φρουροί της θάλασσας, δεν ήταν κι οι καλύτεροι του κόσμου, όλοι το έλεγαν.
   Δεν θέλω να θυμάμαι κι αυτό ακριβώς έχει συμβεί: Δεν θυμάμαι! Εννοώ δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγινε μ' εμένα μετά που έφυγα απ' τον πύργο μας. Όταν όμως μπήκα στο βενετσιάνικο κι έδωσα το συμφωνημένο πουγκί στον καπιτάνο, εκείνος με κοίταξε έτσι όπως με είχε κοιτάξει κι ο σουλτάνος, με τη ματιά που είχε αναστατώσει τότε τη μητέρα και τώρα αναστάτωνε εμένα. Ο καπιτάνο έδιωξε αμέσως τους δούλους μας, αφού τους είπε «Αλόρα βάνο σούμπιτο, φεύγουμε αμέσως, θα κάνω το καλύτερο περ λέι λέτε στον αφέντη σας, τούτι βα μπένε», αλλά δεν μ' έβαλε στ' αμπάρια, όπως ήταν προγραμματισμένο να βάζουν όλους τους λαθρεπιβάτες, που δεν ήθελαν να τους δουν οι Τούρκοι. Δεν θυμάμαι και δεν επιθυμώ να θυμηθώ τίποτ' άλλο, το μόνο που έρχεται στο μυαλό μου είναι ότι το επόμενο πρωί το κίτρινο καλό φουστάνι μου ήταν ματωμένο και ξεσκισμένο, σαν να 'χαν περάσει από πάνω του τα θηρία της ζούγκλας, ντρεπόμουν που το φορούσα, αλλά δεν είχα τίποτε άλλο να βάλω. Εκεί ψηλά ανάμεσα στα πόδια μου ένιωθα ένα δυνατό τσούξιμο και δεν μπορούσα να περπατήσω. Τότε ο καπιτάνο μ' έστειλε κρυφά μ' έναν μούτσο στο αμπάρι. Είπα δεν θέλω να θυμάμαι, δεν θυμάμαι και δεν θα θυμηθώ ποτέ. Αυτό που συνέβη σ' εμένα δεν είχε να κάνει με τον πόλεμο, με το χάσιμο της πόλης μας, με τους Τουρκαλάδες, με τον φθόνο των Βενετσιάνων για την οικογένειά μου, με την πίστη μας ή με τον θυμό του Θεού, ή μήπως είχε; Δεν ξέρω. Τώρα, που το φέρνω πάλι στο μυαλό μου, νομίζω πως με το μόνο που είχε να κάνει ήταν ότι ο καπιτάνο ήταν άντρας κι εγώ ήμουν πια μια γυναίκα.
   Όταν έφτασα στη Βενετιά και πήγα στις αδελφές μου, δεν τους είπα τίποτα. Κι εκείνες δεν με ρώτησαν. Μήπως γνώριζαν; Δεν ξέρω. Με δέχτηκαν ευτυχισμένες που με ξανάβλεπαν, μου έδωσαν καθαρά ρούχα να φορέσω, και το μόνο που ήθελαν από μένα ήταν να μάθουν πώς είναι ο πόλεμος και τι είχε γίνει κάτω στην πατρίδα. Εγώ το ίδιο βράδυ έκρυψα το φόρεμα, όπως ήταν ματωμένο, στον πάτο ενός μπαούλου και το ξέχασα. Μετά από ένα μήνα είχα για εφτά ημέρες μια ακατάσχετη αιμορραγία κι η Άννα μας είπε:
   «Α, επιτέλους, της ήρθαν!»
   Τότε έγινα στ' αλήθεια γυναίκα και το γιορτάσαμε με σιροπιαστά γλυκά, που ωστόσο δεν θύμιζαν ούτε στο ελάχιστο αυτά που μας έφτιαχνε η Σιχθάν και τρώγαμε στην πατρίδα.
   Το μόνο που με βασάνιζε εδώ στη Βενετιά που ζούσα πια ήταν που για κάποιον ανεξήγητο λόγο είχα χάσει ξαφνικά εκείνη τη μυστική επαφή με τον μικρό μου αδελφό, ακριβώς από τότε που έφυγα απ' τον πύργο μας και μου συνέβη εκείνο το κακό. Έτσι έχασα τα ίχνη του και δεν μπορούσα να παρακολουθήσω πλέον την πορεία της ζωής του. Ίσως να ήταν καλύτερα, λέω τώρα που το σκέφτομαι, γιατί αν μάθαινα τότε τι του συνέβαινε μπορεί και να μην άντεχα να συνεχίσω να ζω, τόσο πολύ που τον αγαπούσα.
 
Αδριανούπολη,
Ιούλιος του έτους 6961(3) 
 
   Δεν ξέρω αν φταίει που εμείς τα κορίτσια έχουμε στενό, όπως λένε, μυαλό και γι' αυτό δεν χωράει εκεί μέσα η φρίκη και ο πόλεμος. Των αντρών πάντως φαίνεται τα χωράει και τα παραχωράει. Γιατί πρέπει να έχεις πολύ μεγάλη δύναμη για να καταφέρεις να συνεχίσεις να ζεις μετά. Εγώ θα μπορούσα; Δεν ξέρω. Ούτε καν τολμώ να περιγράψω τα γεγονότα. Γι' αυτό θ' αφήσω τον ίδιο τον αδελφό μου να τα πει. Εννοώ το ημερολόγιό του. Δηλαδή θα τα αντιγράψω, παρόλο που κι αυτό ακόμη με αναστατώνει.
 
Από το μυστικό ημερολόγιο του μικρού μου αδελφού
 
   ... και θα 'πρεπε από τότε να 'χω σταματήσει πια να φοβάμαι. Να είμαι αυτό που λέμε πέρα απ' τον φόβο. Γιατί δεν μπορεί να συμβεί τίποτα χειρότερο απ' ό,τι έχει γίνει. Κι όμως φοβάμαι. Κλεισμένος σε κελί, σ' έναν τεκέ των δερβίσηδων, περιμένω. Δεν ξέρω τι περιμένω, δεν μου 'χουν πει, κι αυτό είναι που με κάνει να φοβάμαι. Η παιδική μου ηλικία έχει πετάξει. Αν μπορούσε κάποιος να μπει στο μυαλό μου, όπως παλιά έλεγε η μικρή μου αδελφή, η Γιουστίνη, να δει τις εικόνες μου, θα καταλάβαινε. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει και πρέπει να τα γράψω, κι όταν τα γράψεις ξεθυμαίνουν, δεν είναι τα ίδια.
   Το μόνο που έχω εδώ είναι χαρτί, νερό κι ένας αραιός κίτρινος χυλός, που δεν τρώγεται, μα τελικά κοντεύει να μ' αρέσει. Δεν έχω φως. Όταν δύσει ο ήλιος, δεν βλέπω, γιατί δεν έχω κερί. Δεν μου 'φεραν. Δεν ξέρω ποιοι είναι, δεν τους έχω δει, και δεν ξέρω πόσον καιρό είμαι εδώ. Στην αρχή μετρούσα τις μέρες, τώρα έχω χάσει τη συνέχεια. Δεν μετράω. Αφού δεν ξέρω τι περιμένω, δεν έχω λόγο να μετράω. Είναι πολύ δύσκολο να μην έχεις κάτι να περιμένεις, γι' αυτό κι εγώ βρήκα κάτι. Περιμένω να γράψω αυτά που έγιναν.
   Εκείνο το πρωινό τού «μετά» βιαζόμασταν να γίνουν αληθινά όλα όσα μας είχαν υποσχεθεί. Αυτά για τα οποία μας προετοίμαζε ο σουλτάνος. Και τα άλλα, αυτά που είχαν προβλέψει για μένα οι αστρολόγοι. Όμως τώρα, που έχω ξαφνικά μέσα σε λίγες μέρες μεγαλώσει, κατάλαβα αυτό που οι άλλοι χρειάζονται μια ζωή για να μάθουν: Ότι η επιτυχία εξαρτάται από ποια πλευρά τη βλέπεις εσύ και πόση αντοχή έχεις να βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά απ' ό,τι τα βλέπουν οι άλλοι.
   Ήμασταν στον πύργο μας όταν ήρθαν οι απεσταλμένοι του σουλτάνου και γύρεψαν τον πατέρα.
   Το παιδί, που ακόμη ήμουν, στεκόταν σε μια γωνιά της μεγάλης αίθουσας του πύργου μας φοβισμένο...
   Οι φρουροί του σουλτάνου χτύπησαν δυνατά την πόρτα του πύργου μας. Σε κάθε χτύπημα οι δούλοι μας συνήθως τρομοκρατούνταν, αυτή ήταν η μοναδική φορά που δεν φοβήθηκαν, ο σουλτάνος μάς είχε πείσει για τις καλές του προθέσεις, και όλοι, εκτός από τη μητέρα, χαιρόμασταν που τα πράγματα είχαν πάρει αυτή την τροπή. Ήδη από μέρες ο πατέρας είχε στείλει στον σουλτάνο την αναφορά του για τη διοίκηση της πόλης μας και βιαζόταν να ξεκινήσουν αμέσως οι διαδικασίες για την ανάληψη των καθηκόντων, έτσι όπως μας είχε υποσχεθεί ο ίδιος ο πατισάχ. Στην αναφορά του είχε γράψει και για τον Χαλίλ πασά, τις προδοσίες του δηλαδή, με τα παραγεμισμένα ψάρια και τη συνεργασία του με τον Κωνσταντίνο, γιατί ο πατέρας πίστευε ότι σε μια νέα αρχή δεν έχουν θέση οι προδότες κι ο σουλτάνος δεν έπρεπε να τον εμπιστεύεται πλέον. Ο θείος Αγγελής είχε γελάσει δυνατά κι είχε πει πως οι προδότες πάντα βρίσκουν τον τρόπο να βγαίνουν από πάνω, διαστρεβλώνοντας την αλήθεια, κι ότι αυτό θα έβγαινε τελικά σε κακό για τον πατέρα και για όλους μας και να μην το 'γραφε, αλλά ο πατέρας έδειχνε πιο μεθυσμένος απ' τον θείο, χωρίς να έχει πιει ούτε μια γουλιά.
   Οι φρουροί δεν ζήτησαν να δουν μόνο τον πατέρα, αλλά όλους μας. Η μητέρα δεν μπορούσε να έρθει, καθώς ήταν στο κρεβάτι άρρωστη, κι έτσι δεν τη σήκωσαν. Φορέσαμε τις στολές μας -ο πατέρας έβαλε τη μεγάλη στολή του ναυάρχου. Στον δρόμο πολλοί μας αναγνώριζαν και προσκυνούσαν, κι ο πατέρας, έχοντας ανακτήσει την περηφάνια του, χαμογελούσε. «Όλα θα πάνε καλά, όλα είναι υπό έλεγχο», μας ψιθύριζε στο αυτί, «σε λίγο θα μπορέσουν να γυρίσουν και τα κορίτσια μας, να 'μαστε πάλι όλοι μαζί σαν οικογένεια και σαν κράτος». 
   Βγήκαμε απ' το κάστρο και βαδίζαμε πεζή για τη σκηνή του πατισάχ, που ακόμη δέσποζε στον χώρο έξω από τα τείχη μας. Είδαμε τους φρουρούς του να καθαρίζουν το έδαφος απ' τα υπολείμματα του πολέμου για να βαδίζουμε στα καθαρά, μόνον η μυρωδιά του δεν είχε ακόμη εξανεμιστεί, κάτι ανάμεσα σε σαπισμένο αίμα και καμμένη σάρκα, μπαρούτι, περιττώματα και μεθυστικό άρωμα ανοιξιάτικων λουλουδιών. Ήταν καιρός τώρα που δεν μυρίζαμε τίποτ' άλλο, τα ρουθούνια μας την είχαν συνηθίσει.
   Έξω απ' τη σκηνή του σουλτάνου οι φρουροί της προσωπικής του ασφάλειας μας σταμάτησαν. Κάτι ακαταλαβίστικο είπαν μεταξύ τους κι ο επικεφαλής, που μας είχε πάρει απ' τον πύργο μας, γύρισε και είπε στον πατέρα ότι εδώ έπρεπε να περιμένουμε. Ύστερα ο πιο νέος φρουρός, ένας που μου φάνηκε πολύ μικρός για αξιώματα, κάτι είπε ψιθυριστά στο αυτί του μεγαλύτερου κι εκείνος γύρισε σε μένα: «Γκελ μπουραγιά. Εσύ πήγαινε μαζί», κι έδειξε τον μικρό φρουρό, που βιαζόταν να με πάρει μαζί του μέσα στη σκηνή. Έκανα να πάω. Τότε βρόντησε δυνατά η φωνή του πατέρα, «Ο γιος μου θα μπει στη σκηνή μαζί μας». Κάτι ακαταλαβίστικα πάλι αντάλλαξαν μεταξύ τους οι φρουροί κι εκείνος ο μικρός με άρπαξε απ' το χέρι. Όμως ο πατέρας όρμησε και με τσάκωσε απ' το άλλο. Σε μια στιγμή τρόμαξα ότι θα σκιζόμουν στα δύο, έτσι όπως με τραβούσαν ο ένας απ' τη μια κι ο άλλος απ' την άλλη, αλλά ο μικρός φρουρός υποχώρησε, κάτι φώναξε στον αρχηγό της συνοδείας μας και γλίστρησε ξανά στην κατακόκκινη αστραφτερή σκηνή του σουλτάνου. Για αρκετή ώρα μείναμε ακίνητοι, με την ψυχή στο στόμα, περιμένοντάς τον να βγει ξανά. Κι ήταν τόση η αγωνία μας, που δεν προσέξαμε μια μικρή ομάδα από δικούς μας καλόγερους, οι οποίοι, οδηγούμενοι από κάποιους άλλους φρουρούς, μας προσπέρασαν βιαστικά και μπήκαν στη σκηνή. Μόνον όταν κόντευαν να χαθούν στο εσωτερικό της διακρίναμε, εγώ τουλάχιστον, τα γκρίζα ράσα, καθώς ανέμιζαν, και χάρηκα που θα 'χαμε στη συζήτηση για τη διοίκηση δικούς μας ανθρώπους του Θεού, μου φάνηκε μάλιστα ότι ήταν μαζί τους κι ο πατερ-Άνθιμος, κι ευχαριστήθηκα πολύ, γιατί, έτσι όπως είχε εξαφανιστεί τόσον καιρό, τον νομίζαμε πεθαμένο, κι έκανα αμέσως να το πω στον πατέρα. Εκείνος όμως μ' έκοψε με το βλέμμα του, σαν να τον είχε κι ο ίδιος δει και δεν ήθελε να φανεί ότι τον καταλάβαμε. Δεν πήγε το μυαλό μου στο κακό και σκέφτηκα ότι είχαμε όλον τον καιρό μπροστά μας να τα πούμε. Τότε βγήκε ο μικρός φρουρός κι άρχισε να ψιθυρίζει πάλι στον αρχηγό της συνοδείας μας. Κι ενώ ήμασταν έτοιμοι να μπούμε μέσα, έγινε κάτι που, ακόμη και τώρα που το σκέφτομαι, δεν μπορώ να το πιστέψω. Και δεν μπορώ να το πιστέψω, όπως κανένας δεν θα μπορούσε αν δεν ήταν μπροστά, γιατί αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μόνο στο μυαλό κάποιου διεστραμμένου ανθρώπου ή, στην έσχατη περίπτωση, όταν σε έχει παντελώς εγκαταλείψει ο Θεός. 
   Ο ένας φρουρός, με μιαν απρόσμενη κίνηση, άρπαξε δυνατά τα χέρια του πατέρα. Δεν πίστευα στα μάτια μου και τα άνοιξα διάπλατα, για να αντιληφθώ τι στον δαίμονα γινόταν πραγματικά. Ο φρουρός, αντί να αφήσει τον πατέρα μου, ζητώντας του μάλιστα και συγνώμη, συνέχισε να του κρατά τα χέρια, τα οποία εντελώς ξαφνικά τα έστριψε, ναι, του τα έστριψε, σαν να ήταν ένας κοινός εγκληματίας, πίσω απ' την πλάτη του. Το πρόσωπο του πατέρα συσπάστηκε, σαν μια μάσκα πόνου έγινε. Έκανα να τρέξω κοντά του, αλλά ο μικρός φρουρός, με μια δύναμη απίστευτη για το ύψος του, με ακινητοποίησε. Ούτε να σκεφτώ δεν προλάβαινα, τόσο γρήγορα ήταν τα γεγονότα που ακολούθησαν. Δυο άλλοι φρουροί είχαν κιόλας ακινητοποιήσει τον Εμμανουήλ και τον Ιωάννη με τον ίδιο τρόπο. Και μετά... Και μετά...
   Γιατί δεν στάθηκα στο πλευρό του πατέρα, οπλισμένος, έχοντας τη δύναμη ενός άντρα, να υπερασπιστώ την πόλη μας ή να πεθάνω τιμημένα, όπως τ' αδέλφια μου; Νιώθω σαν φάντασμα που σέρνεται πάνω στη γη, αντί να χωθεί μέσα της και να δεχτεί το θάνατό του. Έτσι ακριβώς αισθάνομαι μετά απ' αυτά που ακολούθησαν τη λεηλασία της πόλης μας.
   Το παιδί που ήμουν ακόμη τότε στεκόταν άφωνο, παρατηρώντας μια σκηνή που και τώρα το πληγώνει, ίσως περισσότερο από τότε, και του παγώνει το αίμα...
   Οι φρουροί, με μια βίαιη ξαφνική κίνηση, έβγαλαν ο καθένας από ένα μεγάλο σκοινί και το έδεσαν γύρω από τη μέση του Ιωάννη, του Εμμανουήλ κι ύστερα του ίδιου του πατέρα. Ο νόμιμος πρωθυπουργός της χώρας δέχτηκε με απελπιστική αξιοπρέπεια κι αυτήν την ταπείνωση κι έκανε νόημα στ' αγόρια να δεχτούν τη δοκιμασία χωρίς αντίδραση, «έτσι όπως αρμόζει σε ευγενείς χριστιανούς», είπε κι έσκυψε το κεφάλι. Οι φρουροί δεν έδειξαν να καταλαβαίνουν την ανωτερότητα αυτή κι άρχισαν να τους τραβούν με το σκοινί. Το παιδί που ήμουν τότε περίμενε με μάτια κλειστά να το δέσουν κι εκείνο με σκοινί, κι όταν διαπίστωσε ότι αυτό δεν γινόταν τ' άνοιξε πιο τρομαγμένο. Είδε να εξακολουθούν να σέρνουν τους άλλους με τα σκοινιά, μέχρι που χάθηκαν πίσω από μια εγκαταλειμμένη εκκλησία. Ο μικρός φρουρός γρήγορα γύρισε πίσω και στάθηκε μπροστά στο άφωνο παιδί. «Γκελ μπουραγιά», είπε και το πήρε μαλακά απ' το χέρι. Το παιδί ανατρίχιασε, νιώθοντας τη διαφορετική μεταχείριση και περιμένοντας κάτι ακόμη χειρότερο να συμβεί στο ίδιο. Ακολούθησε χωρίς μιλιά, μέχρι που έφτασαν εκεί, πίσω από την εκκλησία. Και τότε... Και τότε είδε τους άλλους τρεις όρθιους, δεμένους και παρατεταγμένους σε μια σειρά στον τοίχο, όπως οι μελλοθάνατοι, κοντά στο πηγάδι της αυλής. Έκανε να πάει κοντά τους, αλλά ο μικρός φρουρός δεν το άφησε. Το παιδί αντάλλαξε ένα επίμονο βλέμμα με τον Νοταρά, που όμως ήταν ένα βλέμμα κενό, δεν είχε κανένα μήνυμα, μονάχα περιέκλειε πανικό. Ύστερα ο μικρός φρουρός αποφασιστικά άρπαξε το κοφτερό γιαταγάνι απ' τη ζώνη του και όρμησε πάνω στον Νοταρά. Εκείνος έμεινε ακίνητος. Η μόνη λέξη που άκουσε το παιδί να βγαίνει απ' τα χείλη του έκπληκτη ήταν ένα δυνατό «Γιατί;» Κι ο φρουρός τού απάντησε, «Εσύ προδότης, όχι Χαλίλ. Ψάρια τρώγαμε όλοι μαζί. Λεφτά όλοι μαζί. Εσύ φίλος με Βενετσιάνους. Βενετσιάνοι όχι καλοί με μουσουλμάνους. Εμείς τζιχάντ». Τα λόγια τράνταξαν τον χώρο εκεί έξω απ' τη μικρή εκκλησία σαν να 'χε πέσει στη γη ολόκληρος ο ουρανός. Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν κουνήθηκε. Η ηχώ έμπαινε μέσα μας βαθιά, σαν να 'θελε να ανακατέψει τα σωθικά μας και ν' αλλάξει ό,τι είχε γίνει πριν από αυτό το «μετά» που ζούσαμε τώρα. Ο πατέρας έσκυψε το κεφάλι  κι απόμεινε βουβός. Και ξαφνικά, με το βλέμμα αγριεμένο, σήκωσε το κεφάλι και φώναξε, δείχνοντας τα παιδιά, «Αυτά δεν έχουν κάνει κακό σε κανέναν». Ο μικρός φρουρός γέλασε μ' ένα γέλιο τρομακτικό, που ακόμη κουδουνίζει στο μυαλό του παιδιού που ήμουν τότε. Μετά είπε: «Προσκυνήσουν τώρα ισλάμ, χαρίσουμε ζωή, λέει Κοράνι». Τότε ακούστηκε από τα χείλη του Νοταρά κάτι που ίσως κανένας άλλος πατέρας να μην είχε τη δύναμη να ξεστομίσει ποτέ. Ακόμη και τώρα, που το παιδί θυμάται αυτά τα λόγια, του παγώνει το αίμα. «Σκότωσέ τα πρώτα, μη δειλιάσουν και προσκυνήσουν μετά», είπε και γύρισε προς το μέρος των παιδιών. Ο Εμμανουήλ ίδρωσε ξαφνικά, χοντρές στάλες ξεπηδούσαν απ' το μέτωπό του, και ξέσπασε σε κλάματα γοερά. Ανάμεσά τους το παιδί ξεχώρισε μια φράση που ακόμη του πονάει το μυαλό: «Δεν θέλω να πεθάνω, πατέρα!»
   Το παιδί αναρωτιόταν μετά γιατί δεν έτρεξε ν' αρπάξει το χέρι του φρουρού με το γιαταγάνι και να το εμποδίσει να βρει τον στόχο του, παρά στεκόταν παγωμένο στη γωνιά του, με τα μάτια γουρλωμένα και την ανάσα εγκλωβισμένη βαθιά στο στήθος. Κι έβλεπε τις εικόνες να διαδέχονται η μια την άλλη κατακόκκινες, ματωμένες, τρομακτικές. Δεν μπορεί να τα ξεχάσει. Δεν μπορεί να τα θυμάται. Δεν ήταν πλέον σκηνές πολέμου, που συντελούνταν στα πέτρινα τείχη, δεν σκοτώνονταν φρουροί του βασιλιά και ξένοι μισθοφόροι. Ήταν η πραγματική ζωή, που τη ζούσε το ίδιο το παιδί πάνω στο σώμα του. Έκλεισε τα μάτια, για να πάψει να βλέπει τα μακριά κοντάρια καθώς παλούκωναν τα τρία κομμένα κεφάλια, που έσταζαν κόκκινη τη ζωή τους...
   Τώρα οι φωνές σταματούν. Τα σώματα πέφτουν στο χώμα βαριά. Οι εικόνες χάνονται, μένουν ωστόσο χαραγμένες στο μυαλό του παιδιού με κάτι πιο σκληρό απ' το σίδερο, πιο καυτό απ' τη φωτιά. Το παιδί περιμένει καρτερικά τη σειρά του να πεθάνει, με τα μάτια κλειστά, παγωμένο, με την καρδιά του να 'χει σχεδόν σταματήσει.
   Τη στιγμή που νιώθει ένα χέρι απαλό να το αγγίζει φουντώνει ξανά ο φόβος στο μυαλό του και λιποθυμά...
Δεκατέσσερις μέρες μετά
 
   ... Συνεχίζω να γράφω, αλλά είμαι σε άλλο μέρος τώρα. Έχει γίνει λίγο πιο εύκολο πρακτικά το γράψιμο, αλλά εξακολουθεί να είναι πάντα οδυνηρό.
   Το παιδί δεν είναι πλέον στο κρύο και σκοτεινό κελί. Κάποιοι φρουροί με κατάμαυρο δέρμα και πολύχρωμες στολές το μετέφεραν στο χαρέμι σχεδόν σηκωτό εδώ και δεκατέσσερις ημέρες. Όταν ήρθαν να το πάρουν, το παιδί δεν κινιόταν, δεν ρωτούσε, δεν επιθυμούσε, δεν μιλούσε. Και κανείς δεν του απηύθυνε τον λόγο. Ούτε αργότερα, που ζούσε πια στο χαρέμι. Ιδιαίτερα εκεί έμοιαζε να μη μιλά κανείς. Δεν είχε ακούσει ούτε τη φωνή του αφέντη του. Δεν ήξερε τι επρόκειτο να του συμβεί. Μέσα του σάλευαν κρύα κύματα, που του πάγωναν το αίμα. Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα, που τα γράφω, αν το παιδί φορούσε τα βρόμικα καλά ρούχα του ή του τα είχαν βγάλει και ήταν γυμνό.
   Ξαφνικά, μετά από πολλές ημέρες σιωπής, άκουσε έξω απ' τον οντά του ψιθύρους. Θυμάμαι ότι έσφιξα στο στήθος μου το φυλαχτό μου κι ύστερα προσπάθησα -το παιδί δηλαδή προσπάθησε να πει μια προσευχή, αλλά δεν έβρισκε ποια έπρεπε να πει. Εκείνη τη στιγμή πίστευε στον Θεό πιο πολύ απ' ό,τι είχε πιστέψει σ' όλη του τη ζωή. Έλπιζε να το σώσει, αν ήταν να του πάρουν κι εκείνου το κεφάλι.
   Οι φρουροί οδήγησαν το παιδί μέσα από μακρείς και σκοτεινούς διαδρόμους, ντυμένους από το πάτωμα έως το ταβάνι με κόκκινο βελούδο, που έπνιγε κάθε θόρυβο, σε μια αίθουσα που ακούγονταν νερά να τρέχουν. Εκεί οι φρουροί παρέδωσαν το παιδί σε κάποιους άλλους, λιγότερο μαύρους, αλλά πάντα μελαψούς, που φορούσαν μόνο ένα πανί γύρω απ' τη μέση τους, για να κρύβει τ' απόκρυφά τους. Εκείνοι το οδήγησαν σ' έναν λουτήρα. “Θα με πνίξουν με το νερό”, σκέφτηκε το παιδί κι έκλεισε πάλι τα μάτια, για να μη βλέπει. Όταν το άγγιξε το νερό, τα ξανάνοιξε απορημένο, επειδή στα ρουθούνια του έφτανε μια οσμή σαν από χιλιάδες τριαντάφυλλα. Ένας φρουρός έχυνε πάνω του χλιαρό νερό από ένα χρυσό δοχείο κι ένας άλλος άρχισε να το πλένει με μοσχοβολιστά σαπούνια και να το τρίβει με μικρές μαλακές πετσέτες σε όλο του το κορμί.
   Το παιδί έκλεισε πάλι τα μάτια, ακόμη τρομαγμένο, αλλά ωστόσο πιο χαλαρό, καθώς οι ευωδιές των σαπουνιών, το ζεστό νερό, τα μαλακά χέρια κι ένα άκουσμα, σαν τραγούδι, που έφτανε τώρα στ' αυτιά του από μακριά, το τύλιγαν με μια ηδονική αίσθηση, που το γέμιζε ντροπή κι έκανε να φουντώνουν μέσα του οι τύψεις. Αλλά για λίγο. Ήταν τόσο πρωτόγνωρα κι έντονα όλ' αυτά, που το παιδί αφέθηκε, αφέθηκε, αφέθηκε, χωρίς να νιώθει τίποτα πια, μόνο μια ζάλη, μια θαλπωρή, ένα βούλιαγμα, σαν κάτι να το μάγευε και να το 'παιρνε μαζί του, μακριά απ' τον πόλεμο, απ' τις μνήμες, απ' τον φόβο, απ' την αλήθεια... Ίσως να συνέβαλε σ' αυτό και μια γλυκερή οσμή, που αναδυόταν από ένα δοχείο, που μέσα του έκαιγαν μικρές τούφες από ξερά χόρτα, βγάζοντας έναν λευκόγκριζο λιγωτικό καπνό. Θεέ μου, συγχώρεσε το παιδί που αφέθηκε και υπέκυψε, μετά απ' όλα αυτά, στην ηδονή, δεν το 'θελε.
   Οι άντρες σήκωσαν το παιδί στα χέρια τους και περνώντας στο άλλο μέρος της αίθουσας, που το έκρυβε μια βαριά μενεξελιά κουρτίνα, το απόθεσαν μαλακά σε αφράτα, πολύχρωμα μαξιλάρια. Ύστερα ο πιο νέος δούλος έσκυψε από πάνω του κι άρχισε να το αλείβει, τρίβοντάς το απαλά, μ' ένα αρωματικό λάδι σε όλο του το σώμα, όπως στην πατρίδα του έκαναν οι δούλες στις γυναίκες του πύργου του. Τώρα το άκουσμα, που αποκαλύφθηκε πως ήταν ένα μελαγχολικό και γλυκό τραγούδι, εισέβαλε στον χώρο κι αγκάλιασε τ' αυτιά του ηδονικά. Τρεις γυναίκες, ντυμένες με γαλάζια και ρόδινα και πράσινα ανάλαφρα πέπλα, προχώρησαν κατά μήκος του τοίχου και στάθηκαν αντίκρυ του τραγουδώντας, χωρίς να τον κοιτάζουν, με φωνές τόσο μελωδικές, που ο ήχος έμπαινε μέσα στο παιδί σαν βάλσαμο. Ο νεαρός δούλος που άλειβε με λάδι το παιδί αποτραβήχτηκε νυχοπατώντας κι αφήνοντας μόνες τις γυναίκες μαζί του. Το παιδί έμεινε ακίνητο, σχεδόν χαυνωμένο, ξαπλωμένο στα μαξιλάρια, με τον ήχο να το συνεπαίρνει, θυμίζοντάς του στιγμές παλαιότερες στην πατρίδα του, πριν από το κακό. Έριξε μια νωχελική ματιά ολόγυρα και το βλέμμα του έπεσε απροσδόκητα σ' εκείνον τον πίνακα του Μπελλίνι. Τον κτήνος τον κουβαλούσε μαζί του παντού. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ του χαμογελούσε απ' τον τοίχο του σεραγιού, μ' ένα χαμόγελο γεμάτο υπονοούμενα, που έκαναν το παιδί να ντραπεί.
   Ξαφνικά τραβήχτηκε η βαριά μενεξελιά κουρτίνα. Κι εκείνος, ο αφέντης του, σαν αίλουρος εισέβαλε στο δωμάτιο. Με βήμα ανάλαφρο, σχεδόν χορευτικό. Με τα φανταχτερά του πολύχρωμα φορέματα και τα βαριά πολύτιμα κοσμήματα -ανάμεσα σ' αυτά το παιδί διέκρινε τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια της μητέρας να λικνίζονται στ' αυτιά του και το αγαπημένο της περιδέραιο, αυτό με τα ζαφείρια και τα ρουμπίνια, και τον ολόχρυσο σταυρό με το μεγάλο διαμάντι να στολίζουν το στήθος του, κι ας ήταν ένας αντίχριστος μουσουλμάνος. Το παιδί δεν σάλεψε καθόλου, κρατούσε ακόμη και την ανάσα του. Τότε ο Μεγάλος Τούρκος πλησίασε αργά...
 
   Ο αφέντης προχώρησε προς τη μενεξελιά κουρτίνα. Ο ένας μαύρος φρουρός την τράβηξε. Ο αίλουρος δρασκέλισε το κατώφλι και οι δυο μαύροι γονάτισαν για να τον κατευοδώσουν.
   Μετά η κουρτίνα ξαναπήρε τη θέση της. Για λίγο οι πτυχές της σάλεψαν κι ύστερα επικράτησε απόλυτη ηρεμία. Το παιδί έκλεισε τα μάτια. Ήθελε να κοιμηθεί. Μια εικόνα επίμονη γύρεψε την προσοχή του. «Μητέρα», ψιθύρισε. Ήταν εκείνη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, και πώς του φάνηκε του παιδιού ότι σηκώθηκε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, μ' ένα βλέμμα επίμονο, που το παιδί διάβασε μέσα του μια προσταγή: “Ιάκωβε, πήγαινε στο σπίτι!” Κι ύστερα χάθηκε μέσα σ' ένα γαλάζιο σύννεφο, βγάζοντας μια μικρή κραυγή πανικού. Το παιδί έσφιξε τα μάτια, μήπως ξαναγυρίσει η εικόνα της μητέρας, που τον τρόμαξε, σαν να της έκανε κάποιος κακό. Τα άνοιξε αμέσως. Ένας άλλος θόρυβος, θόρυβος ξερός μεταλλικός αυτή τη φορά, βίασε την ανήσυχη σιωπή. Ο θόρυβος πολλαπλασιάστηκε στο μυαλό του, χτύπησε δυνατά στα τοιχώματά του και το 'κανε να πονέσει. Τα μάτια του παιδιού κοίταξαν εκεί απ' όπου είχε έρθει ο ήχος. Μπροστά στα πόδια των μαύρων ήταν αραδιασμένα τα μεταλλικά αντικείμενα. Μαχαίρια, ψαλίδια, μικρές κατσαρόλες, στρογγυλές λεκάνες κι ακόμη μεταξωτά λεπτά σκοινιά και κλωστές ρύπαιναν το γυαλιστερό μαρμάρινο δάπεδο. Ο ένας μαύρος πέταξε μακριά το σακούλι. Ο άλλος τράβηξε πάλι τη μενεξελιά κουρτίνα. Ένας λεπτός άντρας, ντυμένος στα λευκά και μ' ένα πολύχρωμο σαρίκι, εμφανίστηκε. Το παιδί είχε ακούσει γι' αυτόν. Ήταν ο κουρέας.
   Το μόνο που το παιδί εκείνη τη στιγμή επιθυμούσε ήταν να ξαναφέρει στο μυαλό του την εικόνα της μητέρας. “Ας μου κάνουν ό,τι θέλουν”, σκέφτηκε, “αλλά ας με αφήσουν να την ξαναδώ”.
   Ο κουρέας πλησίασε, τρίβοντας τα χέρια του μ' ένα κιτρινωπό υγρό, που μύριζε ξινά. Η έκφρασή του δεν ήταν ούτε δυσάρεστη ούτε ευχάριστη. Το παιδί σκέφτηκε ότι ήταν απλώς επαγγελματική και προσπάθησε να θυμηθεί τον κουρέα του πύργου τους, που ήταν κι αυτός μουσουλμάνος σκλάβος. Όμως η μορφή του δεν εμφανιζόταν στο μυαλό του, τόσο πολύ ήταν κουρασμένο. Η αίθουσα είχε καθαρίσει απ' τους καπνούς και τις ευωδιές, αλλά το μυαλό του παιδιού διατηρούσε ακόμη τη ζαλάδα του, που ωστόσο σιγά σιγά άφηνε τη θέση της σε μια γλυκιά κούραση.
   O κουρέας πλησίασε με βήμα σταθερό κι όταν έφτασε πολύ κοντά του έκανε νόημα στους δυο μαύρους να ετοιμαστούν. Τότε εμφανίστηκε ξανά στο μυαλό του παιδιού η εικόνα της μητέρας, που φώναζε με όλη της τη δύναμη: “Ιάκωβε, φύγεεε!” Αλλά ήταν πλέον αργά. Οι δυο μαύροι άρπαξαν το παιδί στα χέρια τους και το ακούμπησαν σ' ένα χαμηλό μακρύ τραπέζι στο βάθος της αίθουσας, που πριν δεν φαινόταν. Το παιδί έκλεισε πάλι τα μάτια. Ας του έκαναν ό,τι ήθελαν, αρκεί να ξαναγύριζε στο σπίτι, στην αγκαλιά της μητέρας.
   Άκουσε τη φωνή του κουρέα να δίνει προσταγές στη γλώσσα τους. Ο ένας μαύρος του άνοιξε λίγο τα πόδια και έδεσε το καθένα τους γερά με το μεταξωτό σκοινί στο κάτω αριστερό και δεξιό πόδι του τραπεζιού, έτσι, που δεν μπορούσε να τα κουνήσει ούτε σπιθαμή. “Μα γιατί το κάνουν αυτό”, αναρωτήθηκε. Αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη, το ίδιο έκανε ο άλλος μαύρος με τα χέρια του. Το παιδί δεν ήθελε να βλέπει, αλλά ασυναίσθητα άνοιξε τα μάτια του. Τότε ο μικρός φρουρός το πλησίασε και έριξε ένα μαύρο πανί στο πρόσωπό του, βυθίζοντάς το στο σκοτάδι. Η εικόνα της μητέρας ξανάρθε στο μυαλό του. Όμως αυτή τη φορά δεν μιλούσε με τη δική της φωνή. Από τα χείλη της ξεχυνόταν η φωνή του αφέντη του, σαν ερωτικό τραγούδι: “Μείνε μαζί μου για πάντα, πρίγκιπα του Γαλατά, κι εγώ για σένα όλα, όλα για σένα. Μη φοβηθείς μ' ό,τι γίνει. Είναι για να 'μαστε για πάντα μαζί. Είναι για να μην αγαπήσεις αλλού και φύγεις από μένα”.
   Ένα χέρι ακούμπησε τα απόκρυφά του κι ένιωσε να χύνεται πάνω τους κάτι κρύο, σαν υγρό, που το άλειψαν. Το παιδί ένιωσε ένα ρίγος σε όλο του το κορμί. “Θεέ μου”, σκέφτηκε, “βοήθησέ με να γυρίσω στη μητέρα”. Και προσπάθησε να φυσήξει το μαύρο πανί, για να το πετάξει απ' το πρόσωπό του, διαπιστώνοντας ωστόσο ότι ήταν κι αυτό δεμένο. Αμέσως αισθάνθηκε ένα δυνατό σφίξιμο εκεί κάτω, σαν να είχαν δέσει με τη μεταξωτή κλωστή τα απόκρυφά του τόσο δυνατά, που τα ένιωσε να φουσκώνουν, γεμίζοντας αίμα. “Ας την προλάβω ζωντανή, Θεέ μου”, σκέφτηκε πάλι το παιδί για τη μητέρα. Τώρα δεν ένιωθε να το πειράζουν άλλο. Αυτό έκανε την αγωνία να τρέξει πάλι σαν ρίγος στο σώμα του. Τότε, εντελώς, αναπάντεχα, χωρίς να έχει ακούσει ούτε τον παραμικρό ήχο, μέχρι που είχε πιστέψει ότι το είχαν αφήσει επιτέλους μόνο, ένα αστραπιαίο τσούξιμο εκεί κάτω το έκανε να καταλάβει ότι ακόμη ήταν εκείνοι μπροστά του. “Ίσως αυτό να 'ταν”, σκέφτηκε, “και να τελειώσαμε τώρα, μητέρα, θα έρθω”.
   Για ώρα, που του φάνηκε αιώνας, δεν ένιωθε, δεν άκουγε, δεν καταλάβαινε τίποτα. Ώσπου εκεί, ανάμεσα στα πόδια του, χίμηξε ξαφνικά ένας αβάσταχτος πόνος ενώ ένιωθε να πλημμυρίζει τα οπίσθιά του ένα υγρό, μέχρι που έγινε μια λίμνη, που μέσα της κολυμπούσε όλο του το σώμα. “Αίμα!” σκέφτηκε. “Θεέ μου, τι έχουν κάνει; Πώς θα μπορέσω να 'ρθω, μητέρα, με τέτοιον πόνο;”
   Τότε το παιδί αισθάνθηκε κάτι ζεστό να τον πλησιάζει, χωρίς ήχο. Μύρισε πίσσα! Το ζεστό έγινε καυτό. Έγινε αφόρητα, απελπιστικά καυτό, καθώς ακούμπησε στο μέρος εκεί κάτω απ' όπου, αν και μουδιασμένο, το παιδί καταλάβαινε ότι ξεπηδούσε το αίμα. Το σώμα του τινάχτηκε ασυναίσθητα. “Θεέ μου, σώσε με τον αμαρτωλό”, βγήκε αυτόματα ο ήχος απ' το στόμα του, και καθώς το κάψιμο ήταν ακόμη εκεί μια αβυσσαλέα κραυγή ζώου βγήκε απ' το βάθος του κορμιού του, που σκέπασε όλα τα άλλα. “Μητέρα”, ψιθύρισε ξανά το μυαλό του, καθώς σκοτείνιαζε το φως του, αλλά γι' αυτό δεν έφταιγε το μαύρο πανί που είχε ακόμη στο πρόσωπό του. “Πεθαίνω λοιπόν τώρα. Επιτέλους! Πεθαίνω”.
 
   Συνήλθα φυτεμένος στο χώμα. Ναι, ήμουν στ' αλήθεια φυτεμένος σε μια τρύπα! Μέχρι τη μέση. Σε ζεστό χώμα. Που μύριζε κοπριά. Που ήταν υγρό. Που ήταν μαλακό. Που είχε κάτι που μ' έκανε να τσούζω. Εκεί κάτω. Στα απόκρυφά μου. Δοκίμασα να κουνηθώ. Να βγω. Τα πόδια δεν κινιόταν.
   Δεν ήξερα αν είχα ακόμη πόδια. Ή, αν είχα, πρέπει να 'ταν δεμένα. Το ίδιο και τα χέρια μου. Ήμουν χωμένος στο χώμα πριν ακόμη πεθάνω. Σαν νεκρός πριν πεθάνω. Και πονούσα πεθαίνοντας. Εκεί, ανάμεσα στα πόδια. Μ' έναν πόνο οξύ, δυνατό, ανυπόφορο, συνεχόμενο, θανατερό, Θεέ μου, που ακόμη τότε Σε πίστευα, πώς τους άφησες να το κάνουν; Πώς τους άφησες να τα κάνουν όλ' αυτά; Τόσο πολλές ήταν οι αμαρτίες μου; Πότε πρόλαβα να τις κάνω;
   Ήρθε ένας φρουρός και μου έφερε να φάω. Δεν μπορούσα. Μου έδωσε με το ζόρι. Το κουτάλι έχυσε τον χυλό στο στήθος μου. Μ' έκαψε. Δεν μίλησα. Ο φρουρός έφυγε. Ξαναγύρισε με άλλον έναν, μεγαλύτερο. Μου ξανάδωσε χυλό με το κουτάλι. Χύθηκε πάνω μου. Ο μεγαλύτερος φρουρός μαστίγωσε τον νεότερο. Κατάλαβα πως έπρεπε να φάω. Κατάλαβα πως είχαν εντολή όχι να πεθάνω, αλλά το αντίθετο. Να μείνω παρ' όλα αυτά ζωντανός.
   Δεν έφαγα. Γιατί εγώ τώρα πια ήθελα να πεθάνω.
 
   Δεν πέθανα. Βρήκαν τρόπο να με ταΐζουν. Μπουκιά μπουκιά. Γουλιά γουλιά. Ο Θεός δεν ήθελε να μ' αφήσει να πεθάνω. Έπρεπε τα βασανιστήριά μου να είναι μεγάλα, όσο μεγάλες ήταν κι οι αμαρτίες μου. Όμως δεν ήξερα ακόμη πόσο μεγάλες ήταν. Η μητέρα ερχόταν πάντα στο μυαλό μου, ψιθυρίζοντας αδύναμα να πάω στο σπίτι. Ωστόσο ήμουν σίγουρος πως ήξερε ότι δεν πήγαινα γιατί δεν μπορούσα. 
 
   Κάποια ημέρα -δεν ξέρω ποια- ήρθαν οι φρουροί κρατώντας ένα φορείο. Το παιδί είχε γείρει μπροστά, ακουμπούσε το μέτωπο στο νοτισμένο χώμα. Το σώμα του μια φλόγα. Ριγούσε. Μισοπεθαμένο. Μισοζώντανο. Άπλωσαν μπροστά του το λευκό φορείο κι άρχισαν να σκάβουν με φτυάρια το μαλακό χώμα μπροστά του. Όλα αυτά του φαίνονταν ότι γίνονταν στ' όνειρό του. Ύστερα δύο απ' αυτούς το ξέθαψαν. Το παιδί τουρτούριζε και πονούσε. Ρίγη περνούσαν και ξαναπερνούσαν απ' την πλάτη του. Τα δόντια του χτυπούσαν. Εκείνοι το τύλιξαν γερά με χοντρά μάλλινα πανιά και το ακούμπησαν στο φορείο. Κάποιος, που τον φώναξαν γιατρό, πλησίασε και κοίταξε το παιδί.
   «Είναι πράσινος», ψιθύρισε κι έπιασε με το χέρι το μέτωπό του. Ήταν κρύο το χέρι του. Είπε: «Έχει πυρετό, πάρτε τον».
   Και τον πήραν. Πάνω στο κάρο που τον ξάπλωσαν κάποιος του έβαζε συνέχεια κρύα καταπλάσματα στο μέτωπο, στο σώμα, παντού, και εκεί κάτω στ' απόκρυφά του, που τα ένιωθε να καίνε σαν φωτιά. Του ήρθε να ουρήσει. Προσπάθησε να κρατηθεί. Δεν τα κατάφερε. Το υγρό βγήκε καυτό, τσούζοντας, και τον πλημμύρισε. Αμέσως ακούστηκε μια φωνή δυνατή, που ανήγγειλε το γεγονός.
   «Ο μικρός κατούρησε», είπε.
   Και χάρηκαν όλοι. Τότε το παιδί χαλάρωσε κι άφησε τα ούρα να κυλήσουν ελεύθερα, κι ας έτσουζε, κι ας πονούσε, αφού αυτό ήταν χαρμόσυνο γι' αυτούς, πάει να πει πως είχε ξεφύγει απ' τον θάνατο. Ή ίσως μπορούσε ακόμη να γλιτώσει. Και τότε το παιδί αναπάντεχα αποφάσισε πως έπρεπε να ζήσει. Κι αυτή η έντονη σκέψη, η απόφαση, που δεν γεννήθηκε στο μυαλό του, αλλά έμοιαζε το ίδιο το σώμα του να την έχει πάρει, το έκανε να νιώθει στ' αλήθεια σαν να ξαναγύριζε στη ζωή, “Ξαναγυρίζω, μητέρα”, ψιθύρισε το μυαλό του. Μόνο που αυτή η ζωή στην οποία ξαναγύριζε ήταν μια άλλη ζωή. Όχι η δική του, αλλά η ζωή ενός άλλου, αυτού που θα ήταν από εδώ και στο εξής: ένας άλλος. Κι αυτός ο άλλος, που ήταν ήδη, αφέθηκε στα χέρια του γιατρού, που του έβαζε τα καταπλάσματα και τις βδέλλες για να του ρουφούν το μολυσμένο αίμα, κι ύστερα στα χέρια των δούλων, που τον άλειβαν σε όλο το κορμί του με αρωματισμένα λάδια, κάνοντας μαλάξεις. Και τον έτριβαν και τον άλειβαν, και τον έτριβαν και τον μάλαζαν...
 
   ... Το παιδί ήταν ξαπλωμένο τώρα στον οντά του, πάνω σε μαλακά, αρωματισμένα μαξιλάρια. Δεν ήξερε πόσες ώρες, ημέρες ή εβδομάδες είχαν περάσει από τότε που τον ξεφύτεψαν. Απλώς ένα πρωί, που ξύπνησε σαν από θαύμα, ένιωσε στ' αλήθεια ζωντανό κι άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε γύρω και δεν αναγνώριζε τίποτα. Ωστόσο καταλάβαινε πως ήταν στο χαρέμι, στο σεράι του αφέντη... Δυο μαύροι ήταν πάντα στητοί κοντά στην πόρτα, φυλάγοντας την έξοδό του ή εμποδίζοντας την είσοδο κάποιου ανεπιθύμητου. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν ο πόνος. Κάψιμο. Εκεί κάτω. Σαν να έκαιγε συνέχεια εκεί μια άσβεστη φλόγα. Και αργά, διστακτικά, φοβισμένα, σχεδόν υποψιαζόμενος την αλήθεια, έβαλε κρυφά, μην το δουν οι φρουροί, το χέρι του εκεί. Μέσα απ' το εσώσουχο. Ψαχούλεψε. Άγγιξε. Προσπάθησε να πιάσει. Πασπάτεψε. Ένιωσε την ψυχή του κι ολόκληρο το κορμί του να σφίγγονται απ' την αγωνία. Το χέρι του έμενε άδειο. Κενό. Τα δάχτυλα χωρίς επαφή. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί κάτω. “Δεν υπάρχει τίποτα εκεί”, επιβεβαίωσε τρομαγμένο το μυαλό του. «Θεέ μου», άρχισε να ψιθυρίζει, αλλά σταμάτησε. Δεν ήξερε τι να πει παρακάτω. Ίσως ό,τι και να 'λεγε πια στον Θεό να μην είχε καμία σημασία. Το σημείο που άλλοτε υπήρχε ο ανδρισμός του πονούσε καθώς το άγγιζε. Και ήταν σκληρό. “Κακάδι”, σκέφτηκε. “Η πληγή έθρεψε. Ίσως να ήταν καλύτερα να έχω πεθάνει”. Στην πατρίδα ξέραμε ότι οι περισσότεροι μικροί σκλάβοι που γίνονταν μουνούχοι πέθαιναν απ' τον πυρετό μετά. Ζούσαν πολύ λίγοι. Ήταν τα τυχερά παιδιά, έλεγαν. Ευτυχώς που δεν είναι εδώ κανείς δικός μου να με δει. “Δεν είναι κανείς;” αναρωτήθηκε το μυαλό του παιδιού. Κι απ' όλα τα θηλυκά που ήξερε ακόμη πως ζούσαν, ή απλώς δεν είχαμε μάθει αν είχαν πεθάνει, το μυαλό του πήγε μετά από πολύ καιρό στην αγαπημένη Ζαμπέτα. Τα κόκκινα μαλλιά της ανέμισαν στο μυαλό του και τα πράσινα μάτια της βυθίστηκαν στην ψυχή του. Έκλεισε τα μάτια του για να συγκρατήσει τα δάκρυα που ανάβλυσαν. Και γύρισε το κεφάλι στο πλάι, να πνίξει έναν ασυγκράτητο λυγμό. Αλλά η εικόνα της Ζαμπέτας ήταν ακόμα εκεί. Απαιτητική. Ολοζώντανη. Πανέμορφη. Και το παιδί αφέθηκε σ' αυτή την εικόνα, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο, με τα μάτια κλειστά. Ύστερα άνοιξε τα μάτια, σίγουρο ότι θα την αντίκριζε δίπλα του. Άκουσε, όμως, τη φωνή του αφέντη του:
   «Θα σε ετοιμάσουν για το Εντερούν, για το πρώτο σου μάθημα στους νόμους του ισλάμ, για να πάρεις μετά στο συμβούλιο τη θέση που σου αξίζει, γιε του Νοταρά, εγγόνι των Παλαιολόγων». 
   Κι ο αφέντης έφυγε. Τότε το παιδί έσφιξε τα χείλη του, έφερε στο μυαλό του την εικόνα του Θεού του, όπως την έβλεπε παλιά στην Αγια-Σοφιά, και σαν να ήταν πάλι εκεί μέσα, με όλο το δέος που το πλημμύριζε πάντα, ψιθύρισε:
   «Είσαι άδικος, Κύριε! Πώς είναι δυνατόν να επιτρέπεις όλα αυτά που μου αξίζουν να μου τα προσφέρει αυτό το άπιστο κτήνος, που σκότωσε τον πατέρα μου; Το πιο πιστό δούλο Σου; Σαν να παίζεις μαζί μου είναι, Θεέ μου, δεν μοιάζει πια με τιμωρία αυτό. Τι θέλεις να μου αποδείξεις; Πως δεν αξίζω την ευσπλαχνία Σου; Γιατί δεν με άφησες τότε να σαπίσω στη λάσπη; Έτσι ακολουθούμε διαφορετικούς δρόμους, Κύριε. Από δω κι εμπρός μοιάζει σαν Εσύ κι εγώ να 'μαστε αντίπαλοι. Αισχύνομαι που το λέω, Θεέ μου. Εσύ το επιδίωξες. Γεννηθήτω το θέλημά Σου!»
   Το παιδί σηκώθηκε από τα μαξιλάρια τη στιγμή που είδε έναν χοντρό μαύρο να μπαίνει στον οντά του, την πιο κρυφή αίθουσα του παλατιού, εκεί που κρατούσαν σαν φυλακισμένους όλους τους σκλάβους χριστιανούς, μικρούς πρίγκιπες και αρχοντόπουλα, για να τα κάνουν Τουρκάκια. Ο μαύρος κρατούσε μια ολοκόκκινη, μεταξωτή, κεντημένη φορεσιά, που ταίριαζε σ' έναν μουταφέρικο, όπως έλεγαν όσους άρπαζαν από τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους.
   Tότε το παιδί έγινε αληθινό Τουρκάκι. Έμαθε τη γλώσσα με τους περσικούς ιδιωματισμούς, έμαθε τους ιερούς νόμους και το Κοράνι, τις θρησκευτικές τελετές, πώς έπρεπε να αποκαλεί τον αφέντη του και πώς να γονατίζει μπροστά του. Έμαθε να βάζει κοσμήματα, να βάφει με κοκκινάδι τα χείλη του, έμαθε και τον τρόπο να ξεχνά την αλήθεια, «γιατί η μνήμη είναι αυτή που βασανίζει το μυαλό του χαμένου», έλεγε ο γέρος μουσουλμάνος δάσκαλος που του είχαν ορίσει. «Εσείς οι Ρωμιοί το ξέρετε καλά. Η λέξη “αλήθεια” βγαίνει από το στερητικό “α-” και τη λέξη “λήθη”!» Στο μόνο που δεν κατόρθωσαν να τον κάνουν να πιστέψει ποτέ ήταν στον προφήτη Μωάμεθ και στον Αλλάχ. Αλλά έτσι κι αλλιώς τώρα πια ήταν δύσκολο να πιστεύει σε όποιον Θεό. Και άρχισε την καινούρια πορεία του χωρίς τη συνδρομή Του...
 
Αδριανούπολη
Σεπτέμβριος του έτους 857 μετά Εγίραν (4)
 
   Ο σουλτάνος καθόταν στον πέτρινο σκαλιστό θρόνο του, στην τρίτη εσωτερική αυλή του σεραγιού. Ήταν Σάββατο, η πρώτη από τις τέσσερις ημέρες  της εβδομάδας που δεχόταν ακροάσεις. Οι αξιωματούχοι του βρίσκονταν δίπλα του κατά εκατοντάδες. Στην αριστερή πλευρά του στέκονταν οι σπαχήδες. Δεξιά του οι σιλιχτάρηδες. Πιο πέρα αλύγιστοι οι αγάδες και οι σουμπάσηδες. Μπροστά οι σοφοί ουλεμάδες. Ο μιραλέμης και οι σαζεντέδες με τα μουσικά τους όργανα στα χέρια και οι ντογαντζήδες με τα γεράκια στον ώμο. Οι χουμπαρατζήδες, οι βομβαρδιστές, ο τσοχαντάρης, οι αραμπατζήδες, οι τερζήδες με τη βελόνα και την κλωστή ακόμη στο χέρι, οι μιραχούρηδες και οι υποτελείς τους με τα ξυστριά των αλόγων, οι καμηλιέρηδες, οι ναλμπάντηδες, οι πεταλωτές, οι τουρνατζημπάσηδες κι άλλοι αμέτρητοι αξιωματούχοι με τους κεχαγιάδες τους, που περίμεναν ν' ανταλλάξουν μια κουβέντα με τον γαζή τους, τον ιερό πολεμιστή της τζιχάντ, όπως άρεσε στον αφέντη τους να τον λένε. Σε περίοπτη θέση στέκονταν οι ασίκηδες κι οι σαράντα γραμματείς του Μεγάλου Τούρκου. Μπροστά του περίμεναν καρτερικά οι τέσσερις βεζίρηδες κι οι ντεφτερντάρηδες, οι θησαυροφύλακες. Και κοντά ο νισαντζής με τη μεγάλη σφραγίδα του σουλτάνου. Σε τιμητική θέση δίπλα στον αφέντη, στητός, αν και λίγο γερασμένος απ' τις ευθύνες, ατενίζει το αμέτρητο πλήθος ο μεγάλος δικαστής, ο καντιασκέρης, ο δεύτερος σε δύναμη αμέσως μετά τον σουλτάνο.  Και γύρω γύρω, στις πρώτες και δεύτερες πύλες, οι θυρωροί, που φύλαγαν να μην μπει κανείς  χωρίς την άδεια του σουλτάνου. Οι αγγελιαφόροι έτρεχαν αθόρυβα σαν γάτες απ' τον έναν στον άλλον, σιγοψιθυρίζοντας παραγγέλματα. Απόλυτη ησυχία απλωνόταν απ' άκρη σ' άκρη της αυλής, λες κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν στόμα, ούτε καν αναπνοή.
   Μέσα σ' αυτήν την απόλυτη πειθαρχία και ησυχία, τη στιγμή που ο ίδιος ο σουλτάνος δίνει το σήμα μ' ένα σχεδόν αδιόρατο νεύμα του κεφαλιού του, ένας από τη στρατιωτική μπάντα σηκώνει τη σάλπιγγά του και σημαίνει δυνατά, για ν' ακουστεί σε κάθε γωνιά του σεραγιού, ότι η ώρα του φαγητού έχει έρθει. Αμέσως, γρήγοροι σαν αίλουροι, αλλά ταυτόχρονα κι εντελώς αθόρυβα, σαν φαντάσματα, ντυμένοι στα λευκά, καταφθάνουν οι είκοσι τραπεζοκόμοι. Πρώτα στρώνουν στα γόνατα του αφέντη μια μεταξωτή ολοκέντητη πετσέτα. Μετά του φέρνουν το ασημένιο τρίποδο και το στήνουν μπροστά του. Ύστερα, με την ίδια δεξιοσύνη, τα αμέτρητα πιάτα με τα φαγητά περνούν απ' το ένα χέρι στο άλλο, μέχρι που ο αρχιτραπεζοκόμος τα προσφέρει στον αφέντη. Ψάρια, κρέατα, ρύζια και λογιών λογιών λαχανικά, γλυκά, χαλβάδες με μέλι και ασουρέδες με αμύγδαλα και καρύδια, φρούτα, κεράσια και σταφύλια και χουρμάδες, και πολλά γλυκά σερμπέτια, κάπου πενήντα διαφορετικά πιάτα -εμείς ούτε στις επίσημες δεξιώσεις μας δεν κάναμε τέτοια σπατάλη, κι ας είχαμε να ταΐσουμε πρίγκιπες και βασιλιάδες απ' όλα τα μέρη της Ευρώπης. Μια απληστία ήταν, σ' εμάς η θρησκεία την απαγόρευε σαν μεγάλη αμαρτία, το Κοράνι δεν ξέρω τι λέει. Ο σουλτάνος τρώει λίγο απ' το κάθε πιάτο και οι τραπεζοκόμοι τού το παίρνουν με τον ίδιο τρόπο που το έφεραν, αθόρυβα, χέρι χέρι.
   Ο μικρός μου αδελφός στέκεται ανάμεσα στους αιχμάλωτους πρίγκιπες αμίλητος, ακίνητος, όπως όλοι. Δεν τολμά ούτε να ονειρευτεί πως βρίσκεται κάπου αλλού, όπως έκανε παλιά, όταν βαριόταν, στον πύργο μας κάτω στην πατρίδα, πριν μας βρει το κακό.
   Όταν τελειώνει το φαγητό του ο σουλτάνος, σηκώνεται και χαιρετά μ' ένα νεύμα του κεφαλιού τους αξιωματούχους του. Αμέσως παίρνουν φαγητό κι εκείνοι, σύμφωνα με την ιεραρχία, αλλά πάντα με την ίδια τάξη και πειθαρχία. Δεν ακούς ούτε τα κουτάλια που δουλεύουν, ούτε επιφωνήματα, ούτε πλαταγίσματα της γλώσσας, μόνον όταν επιτέλους ρευτεί ο αφέντης τού εύχονται όλοι μαζί στην υγειά του και ρεύονται κι εκείνοι σιγανά. Τότε, κι ενώ οι δούλοι μαζεύουν τα υπόλοιπα φαγητά και φεύγουν, το πλήθος, μαζί με τον αφέντη του, γονατίζει και προσεύχεται, ευχαριστώντας τον Αλλάχ. Κι ύστερα, όλοι μαζί, σαν ένας μόνον άνθρωπος, ξαναπαίρνουν αθόρυβα τις θέσεις τους. Ο αφέντης τώρα γυρίζει στον μέγα βεζίρη, τον Χαλίλ πασά, και κάτι του ψιθυρίζει. Αυτός το ψιθυρίζει σ' έναν γραμματέα, που το λέει σ' έναν αγγελιαφόρο, κι εκείνος με τη σειρά του τρέχει προς τους αιχμάλωτους πρίγκιπες. Σταματά μπροστά στον μικρό μου αδελφό, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση και τείνοντας το χέρι του. Ο αδελφός μου βγαίνει από τη θέση του και τον ακολουθεί. Ακούει τις τρομπέτες που παιανίζουν. Το πλήθος ζητωκραυγάζει τον καινούριο εκλεκτό του αφέντη του, αυτόν που έχει επιλεγεί από τις εκατοντάδες των αιχμαλώτων για ν' ανέβει στα πιο υψηλά αξιώματα του κράτους.
   Ο αδελφός μου παρέμενε ψύχραιμος κι αδιάφορος στις ζητωκραυγές. Στο μυαλό του έμοιαζε αυτή η μεγαλειώδης τιμή να γίνεται για κάποιον άλλον, κάποιον που δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε απόλυτα άδειος. Πιστεύω πως έφταιγε που δεν είχε πια σύντροφο και προστάτη του τον Θεό.
   Τώρα ο αδελφός μου στέκεται ακίνητος μπροστά στον αφέντη του. Κάποιος του ψιθυρίζει να γονατίσει, αλλά ο αδελφός μου δεν υπακούει. Κοιτάζει τον σουλτάνο κατάματα, αλύγιστος. Θεέ μου, πώς μπόρεσε; Τα λεπτά περνούν χωρίς κανείς απ' τους δυο τους να κάνει μια κίνηση ή ν' ανοίξει το στόμα του. Ο σουλτάνος περιμένει. Όλο το πλήθος περιμένει. Οι σάλπιγγες έχουν σταματήσει να παιανίζουν. Η στιγμή μοιάζει νεκρή. Ο αφέντης δεν ανοιγοκλείνει ούτε τα βλέφαρά του· τα μακριά, πυκνά, μαύρα τσίνορα είναι παγωμένα. Μόνο το πυρετώδες βλέμμα του τρυπά το μυαλό του μικρού μου αδελφού.
   Και ξαφνικά χωρίς να το επιδιώξει ο αδελφός μου, έτσι ακριβώς έχει γράψει στο ημερολόγιό του, σαν από μόνα τους τα πόδια του λυγίζουν και γονατίζουν, ενώ μέσα στο μυαλό του αστράφτει αιφνιδιαστικά η επιθυμία για όλ' αυτά που του προσφέρονται: για τα αξιώματα και τους τίτλους, για τη θέση και την ευθύνη, όπως του είχε υποσχεθεί ο πατέρας για μετά. Και τότε επιτέλους αφήνεται να ταπεινωθεί. Άλλωστε εδώ και αρκετό καιρό δεν είναι ο εαυτός του. Δεν είναι ο Ιάκωβος. Είναι εκείνος ο άλλος. Ο Γιακούμπ ογλάν, όπως τον έλεγαν στο σεράι. Γονατισμένος, ακουμπά το μέτωπό του στο χώμα, που είναι στρωμένο με κόκκινα μεταξωτά υφάσματα, και μένει εκεί. Ταπεινός και πειθήνιος. Δούλος αυτών που θα 'πρεπε να ήταν δούλοι του. Αυτός, ένας ευγενής, αιχμάλωτος των βαρβάρων. Άνανδρος και χωρίς τον ανδρισμό του, υποχείριο των εντολών τους.
   Οι ζητωκραυγές του πλήθους ξανακούγονται ενθουσιώδεις. Τώρα ο αφέντης τον διατάζει να σηκωθεί και τον καλεί κοντά του με το πιο γλυκό χαμόγελο. Μια ομάδα ημίγυμνων δερβίσηδων έχει πλησιάσει. Μερικοί αρχίζουν να ψέλνουν, ενώ οι υπόλοιποι χορεύουν, περιστρεφόμενοι όλο και πιο γρήγορα, έτσι που ψαλμός και χορός μοιάζουν να γίνονται ένα σύννεφο, που ταξιδεύει στον ουρανό. Για λίγο όλοι έχουν μείνει εκστατικοί. Μέχρι που σιγά σιγά το σύννεφο καταλαγιάζει κι οι δερβίσηδες ακουμπούν πάλι στη γη και παίρνουν τη θέση τους στ' αριστερά του γαζή τους. Αμέσως ένας μουφτής πλησιάζει τον αδελφό μου και τον προτρέπει ν' αγγίξει με τ' ακροδάχτυλά του το πλούσιο γένι του αφέντη, σε ένδειξη υποταγής και αποδοχής της μεγάλης τιμής που του έγινε.  Την ίδια στιγμή τρεις υπηρέτες πλησιάζουν ανάλαφρα, φέρνοντας χρυσοκέντητα μαξιλάρια, που τα τοποθετούν στα σκαλοπάτια του θρόνου, στα πόδια του σουλτάνου. Εκεί οδηγεί ο μουφτής τον μικρό μου αδελφό και τον καθίζει. Θα παρευρεθεί για πρώτη φορά επίσημα στις ακροάσεις του νέου Ρωμαίου αυτοκράτορα, του νέου καίσαρα, του βασιλιά, του χαν, του φατίχ, όπως με όλα αυτά  αποκαλούν τον σουλτάνο και τον κάνουν να χαμογελά ικανοποιημένος, σαν παιδί.
   Τα θέματα λύνονται γρήγορα. Απαιτείται η αγορά κάποιων υλικών, απ' αυτά που επιτρέπεται ν' αγοραστούν, για την κουζίνα και για τις γυναίκες στο χαρέμι. Δεν επιτρέπονται τα πάντα, τα μαντζούνια, ας πούμε, απαγορεύονται. Ο αφέντης δίνει την άδειά του και χρήματα. Άλλα αιτήματα αφορούν θέσεις που έχουν χηρέψει και πρέπει να πληρωθούν. Γίνονται επιτόπου δικαστήρια για όσους παρανόμησαν ή απείθησαν και πρέπει να τιμωρηθούν. Οι αποφάσεις παίρνονται αμέσως κι οι κηπουροί του σουλτάνου, που εκτελούν χρέη δημίων, κάνουν τη δουλειά τους ενώπιον όλων, με την ψυχρότητα που τους επιτρέπει η συνήθεια. Θεέ μου, τι άγριος κι αυτός ο προφήτης τους, ο Μωάμεθ, που αφήνει τους κηπουρούς, αντί για κλαδιά και χορτάρια, να κόβουν με την ίδια ευκολία χέρια, μύτες, γλώσσες, αυτιά! Ακόμη και κεφάλια κόβουν, που τα παλουκώνουν με τα κοντάρια απ' τις αξίνες τους και τα μπήγουν σαν δέντρα στη γη -δεν αντέχω που τα γράφω, αλλά πρέπει, πώς αλλιώς να γράψω την ιστορία; Το αίμα ρέει ολοζώντανο  μπροστά στο αμίλητο και ανέκφραστο πλήθος. Θεέ μου, πώς άφησες τον αδελφό μου να κυλιστεί σε όλ' αυτά; Κι έχασε την πίστη του σ' Εσένα, το μοναδικό στήριγμά μας;
   Τώρα έρχεται η σειρά αυτών που πρέπει να ανταμειφθούν για τις υπηρεσίες τους στον αφέντη τους, όσο μικρές κι αν είναι. Ο ίδιος ο σουλτάνος προσφέρει τα δώρα της ανταμοιβής, ακριβά μάλλινα και μεταξωτά ρούχα, φερμένα απ' την Φλωρεντία και την Κίνα, πολύτιμα χυσά κι ασημένια σκεύη, και χρήματα, πολλά χρήματα, χρυσά, αργυρά, άσπρα, δουκάτα και τσετίνια, ενώ το πλήθος τώρα ζητωκραυγάζει ρυθμικά τον αφέντη του, πόσο δίκαιος και γενναιόδωρος είναι, ο πιο σπουδαίος απ' όλους κι ο πιο ιερός αμέσως μετά τον προφήτη.
   Oι ανοιχτές ακροάσεις τελειώνουν κι ο σουλτάνος σηκώνεται. Μ' ένα νεύμα του κεφαλιού χαιρετά απ' άκρη σ' άκρη το πλήθος κι αποσύρεται, βαδίζοντας πάνω στα κόκκινα μεταξωτά υφάσματα με τα οποία έχουν σκεπάσει το χώμα μέχρι το εσωτερικό του σεραγιού. Πίσω του ακολουθούν οι αξιωματούχοι που θα παρευρεθούν στις ιδιαίτερες ακροάσεις. Ανάμεσά του βαδίζει, πειθαρχημένος όπως όλοι, ο μικρός μου αδελφός. Ο όχλος θυμίζει κοπάδι, μιλάει όταν του δώσουν την άδεια, λέει ό,τι επιτρέπεται ν' ακουστεί, σκύβει βαθιά το κεφάλι. Εμείς στην πατρίδα ποτέ δεν κάναμε τέτοια, είχαμε μια -πώς να το πω; Αξιοπρέπεια; Υψώναμε τη φωνή μας όταν διαφωνούσαμε και πράτταμε αυτό που ο καθένας θεωρούσε σωστό. 
 
   Μέσα στη μεγάλη αίθουσα ακροάσεων του σεραγιού, με την εντολή του σουλτάνου, οι φρουροί παρουσιάζουν πρώτο πρώτο έναν χριστιανό, ορθόδοξο, επίσκοπο, με κόκκινα πεταχτά γένια. Ο Ιάκωβος, που κάθεται πάντα στα πόδια του θρόνου, πάνω σε χρυσαφένια μαξιλάρια, δίπλα στον αφέντη, αναγνωρίζει τον πατερ- Άνθιμο. Για μια στιγμή η παρουσία του επισκόπου τον κάνει να χαρεί. Μέσα στο μυαλό του έρχονται οι εικόνες των μυστικών συγκεντρώσεων της οργάνωσης «Η Θεοτόκος σώζει», στην οποία συμμετείχε ο επίσκοπος κι όλοι οι διαφωνούντες με τον βασιλιά. Ωστόσο, μαζί μ' αυτές τις εικόνες έρχονται και σήματα κινδύνου, σαν να πλησιάζει κοντά του ένα τέρας, κάτι σαν θηρίο αρπακτικό, παρόλο που ο Άνθιμος ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας, εκπρόσωπος του Θεού.
   Ο πατερ-Άνθιμος γονατίζει μπροστά στον σουλτάνο και συγχρόνως ρίχνει ένα βλέμμα οξύ, γεμάτο χολή, στον μικρό μου αδελφό. Ο σουλτάνος τον διατάζει να σηκωθεί και να προχωρήσει στο αίτημά του. Ο πατερ-Άνθιμος διστάζει για κάποιες στιγμές, μην μπορώντας να ξεκολλήσει το βλέμμα του από τον Ιάκωβο, αλλά καθώς ο σουλτάνος έχει αρχίσει να χτυπά τα δάχτυλά του στα γόνατά του, σημάδι ότι εκνευρίζεται, ο επίσκοπος καταλαβαίνει πως πρέπει πάραυτα να προχωρήσει.
   «Αφορά το θέμα του διορισμού του πατριάρχη, όπως έχει συμφωνηθεί κατά την παράδοση της πόλης μας στην αφεντιά σου», λέει και χαμηλώνει πάλι το κεφάλι. 
   «Πώς εκλέγεται ο πατριάρχης σας;» ρωτά ο σουλτάνος, ακουμπώντας το δεξί του χέρι στον ώμο του ακίνητου αδελφού μου.
   «Τον εκλέγει η Ιερά Σύνοδος, αφέντη μου», απαντά γρήγορα ο επίσκοπος.
   «Θα δώσω εντολή  να συγκληθεί η Σύνοδος αύριο κιόλας. Θα αναλάβετε την ευθύνη να πράξετε ό,τι πρέπει για την εκλογή του προσώπου που μας ενδιαφέρει», τονίζει μία μία τις λέξεις σε άπταιστα ελληνικά ο σουλτάνος - ήξερε σχεδόν όλες τις γλώσσες, ακόμη και λατινικά και περσικά, που εμάς μας φαίνονταν κινέζικα. 
   «Θα κρατηθούν οι υποσχέσεις», βιάζεται να τελειώνει ο σουλτάνος και κάνει νόημα να του φέρουν τη σφραγίδα. Πριν όμως τη βάλει στο χαρτί που τείνει μπροστά του ο αρχιγραμματέας, ρίχνει ένα γρήγορο βλέμμα στον μέγα βεζίρη και στους βεζίρηδες.
   «Έχει κανείς κάτι να προσθέσει;» ρωτά βιαστικά, σαν να επιδιώκει την αρνητική τους απάντηση.
   Κάποιος ωστόσο παραβιάζει τη θέληση του αφέντη και ζητά τον λόγο. Ο μέγας βεζίρης Χαλίλ πασάς  κάνει ένα βήμα μπροστά και υποκλίνεται βαθιά μένοντας σκυμμένος, μέχρι που ο σουλτάνος τον διατάζει να μιλήσει.
   Ο Χαλίλ πασάς πλησιάζει και αρχίζει να ψιθυρίζει στον σουλτάνο, μην ακουστεί απ' τον Άνθιμο. Ακούγεται όμως από τον αδελφό μου, που έκπληκτος ανακαλύπτει, αν είναι ποτέ δυνατόν, την αιτία της ίδιας της σφαγής του πατέρα! Μπορεί τα τουρκικά του να μην ήταν ακόμα τέλεια, αλλά απ' όσα καταλάβαινε μπορούσε να υποθέσει τα υπόλοιπα.
   «Δεν πρέπει να δώσουμε την απόλυτη διοίκηση των ραγιάδων σε δικό τους κι ας είναι κληρικός. Ο Γεννάδιος ήταν στη Φλωρεντία υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών και μετά άλλαξε. Μπορεί να είναι κόλπο και να συνεργαστεί κρυφά με τον πάπα. Τα κάνουν αυτά οι Ρωμιοί. Έτοιμοι είναι όλοι για σταυροφορία εναντίον μας, αφέντη μου. Αυτό δεν φοβηθήκαμε και με τον Νοταρά, όταν ήταν να του παραχωρήσουμε τη διοίκηση της πόλης; Ευτυχώς που δεν σ' άφησα να κάνεις αυτό το λάθος και...» έριξε ένα βλέμμα στον αδελφό μου και διέκοψε τη φράση του. Μετά συνέχισε σε άλλο ύφος: «Θέλω να πω ότι ο Νοταράς είχε όλα του τα συμφέροντα στη Δύση, στη Ρώμη και στη Βενετία, όπως σου είπα. Εκεί είναι κι οι κόρες του με τα λεφτά τους. Δεν πρέπει το λάθος που δεν κάναμε με τον Νοταρά να το κάνουμε τώρα με τον Γεννάδιο, αφέντη μου».
   Κάτω απ' το βλέμμα του σουλτάνου ο Χαλίλ σταματά τη φλυαρία και κάνει νόημα σ' έναν ακόλουθό του. Αυτός πλησιάζει, κουβαλώντας ένα μεγάλο, ολοσκάλιστο, εβένινο κουτί. Ο Χαλίλ το παίρνει και ευλαβικά το ακουμπά μπροστά στα πόδια του σουλτάνου. Ο Μεγάλος Τούρκος δείχνει ανυπόμονος. Ο Χαλίλ ανοίγει το κουτί με χέρια που μοιάζει να μην τα ορίζει. Τρέμοντας αραδιάζει μπροστά στον αφέντη του χοντρά κομμάτια από χρυσάφι, νομίσματα μεγάλης αξίας και κοσμήματα με διαμάντια, μαργαριτάρια, ρουμπίνια και σμαράγδια.
   «Για σένα, αφέντη μου, ό,τι έχω», ψελλίζει και χοντρές στάλες ιδρώτα ξεπηδούν από το μέτωπό του.
   «Είναι βασιλικός θησαυρός αυτός, Χαλίλ», θαυμάζει ο Μεχμέτ και χαϊδεύει το γένι του ικανοποιημένος. 
   Τότε, και χωρίς να το θέλει, ξεφεύγει απ' τα χείλη του αδελφού μου μια μικρή κραυγή:
   «Τα κοσμήματα της μητέρας!»
   Ο σουλτάνος τον κοιτάζει έκπληκτος:
   «Ξαναπές το, Γιακούμπ».
  Ο μικρός μου αδελφός καταλαβαίνει το λάθος του. Αλλά κάτω απ' το επίμονο βλέμμα του σουλτάνου αναγκάζεται να επαναλάβει. 
   «Τα κοσμήματα της μητέρας», ξαναλέει βραχνά.
   «Είχα απαγορεύσει το πλιάτσικο στο σπίτι του Νοταρά», ξεσπά τώρα οργισμένος ο σουλτάνος, σχεδόν βγάζοντας αφρούς απ' τα κατακόκκινα βαμμένα χείλη του.
    Ο Χαλίλ ανοίγει το στόμα του, αλλά δεν βγαίνει ήχος, μόνο φτυσίματα πετάγονται, που πιτσιλούν τον αδελφό μου στο πρόσωπο. Τότε ο αδελφός μου, εντελώς ξαφνικά, καταλαβαίνει τι πρέπει να κάνει. Πηγαίνει με το ρεύμα, όπως πάντα συμβούλευε ο πατέρας να κάνουμε στις δύσκολες στιγμές. Και χρησιμοποιεί σαν όπλο του την αλήθεια.
   «Εμείς του τα δώσαμε», παραδέχεται, «μέσα σε σφυρίδες».
   «Σφυρίδες; Τι είναι οι σφυρίδες; Μικρά σφυριά;» ρωτάει εκνευριζόμενος όλο και πιο πολύ ο σουλτάνος, που ξαφνικά ανακαλύπτει ότι δεν είναι τέλεια ακόμη τα ελληνικά του.
   «Ψάρια, αφέντη μου», λέει σιγά ο αδελφός μου και χαμηλώνει το κεφάλι, καθώς ρισκάριζε την πρώτη διπλωματική του κίνηση, αλλά φοβόταν κιόλας το άγριο βλέμμα του Χαλίλ. «Για να σε πείσει να σταματήσεις τον πόλεμο» -παρ' όλο τον φόβο του, τολμά να ολοκληρώσει το διπλωματικό παιχνίδι του ο Ιάκωβος.
   Ο σουλτάνος δεν μιλά, δεν κινείται, δεν αγριεύει,  όπως θα περίμενε κανείς. Μένει ήρεμος, απαθής, χαμογελαστός. Μέσα στο μυαλό του αδελφού μου ξαναγυρίζουν οι κόκκινες εικόνες του, που τον ζαλίζουν. Κλείνει σφιχτά τα μάτια. Αλλά οι εικόνες είναι εκεί. Το κεφάλι του πατέρα στάζει αίμα παλουκωμένο στο κοντάρι. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος του θανάτου του πατέρα, ο φόβος του Χαλίλ για μια νέα σταυροφορία σε περίπτωση που ο Νοταράς είχε στα χέρια του τη διοίκηση; Μα ο πατέρας δεν ήθελε παρά να κάνει εμπόριο, πώς τον είχαν παρεξηγήσει! 
   Ο αδελφός μου μένει ασάλευτος, με σφιγμένη την καρδιά και τα μάτια κλειστά.
   Τα ανοίγει μόνον όταν ακούει μια πνιχτή κραυγή, σαν ζώου που το σφάζουν. Και βλέπει! Είναι ένας κηπουρός που κρατά μια χορδή τόξου. Και μ' αυτή τη χορδή σφίγγει δυνατά -τόσο δυνατά, που ξεπετάγονται ολοστρόγγυλα τα ποντίκια στα γυμνά του μπράτσα- τον λαιμό του Χαλίλ! Που μουγκρίζει σαν ζώο, όλο και πιο γοερά, γονατισμένος, με το πρόσωπο πρησμένο κι ολοκόκκινο και τα μάτια να ξεπετάγονται απ' τις κόγχες τους. Ο κηπουρός συνεχίζει να σφίγγει με μανία τη χορδή, μέχρι που ο Χαλίλ σταματά να μουγκρίζει. Το κεφάλι του διπλώνει στο πλάι, με σπασμένο τον λαιμό. Το άνευρο πια σώμα σωριάζεται στο δάπεδο καθώς ο κηπουρός απότομα χαλαρώνει τη χορδή. Αμέσως δυο φρουροί τρέχουν να σηκώσουν το νεκρό σώμα.
   Όταν όλα έχουν αποκατασταθεί κι οι φρουροί έχουν καθαρίσει την αίθουσα, ο σουλτάνος ζητά με ανέκφραστο αλλά ικανοποιημένο και κρυφά χαρούμενο ύφος να πλησιάσει ο Ζαγανός πασάς και διατάζει τον δικαστή του να τον χειροτονήσει στη θέση του εκλιπόντος Χαλίλ.  Τώρα όλοι ξαναπαίρνουν τη θέση τους, σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτα. Ο σουλτάνος δίνει εντολή να μην πενθήσει κανείς τον Χαλίλ, να μη θάψει το πτώμα του και να δημευτεί όλη η περιουσία του, όπως λέει το Κοράνι γι' αυτούς που έχουν προδώσει την πατρίδα και τους ιερούς νόμους του προφήτη. Ύστερα διαλέγει ένα περιδέραιο απ῾ τον σωρό μπροστά του, το σηκώνει ψηλά, θαυμάζοντάς το, και μετά χαμογελώντας το περνά στο λαιμό του μικρού μου αδελφού. Ύστερα κρεμά κι ο ίδιος έναν χρυσό σταυρό με ρουμπίνια στο λαιμό του, μαζί με τον άλλον που ήδη φορούσε. Τα άλλα διατάζει, αφού καταμετρηθούν, να παραδοθούν στον θησαυροφύλακά του. Αμέσως μετά ζητά τη μεγάλη σφραγίδα του.
   O αδελφός μου προσπαθεί να καταλάβει τι στην πραγματικότητα έχει γίνει, αλλά το μυαλό του είναι συννεφιασμένο. Η μόνη αίσθηση που επικρατεί μέσα του είναι μια σχεδόν ακαθόριστη χαρά, όπως όταν έχουμε πάρει εκδίκηση, αλλά όχι απόλυτα ολοκληρωμένη. Γιατί, όπως έλεγε παλαιότερα ο πατέρας, η εκδίκηση για λίγο κάνει καλό, αλλά μετά ο πόνος επιστρέφει.
   Ο σουλτάνος τώρα βάζει τη σφραγίδα του στο φιρμάνι και το παραδίνει στον πατερ-Άνθιμο. Εκείνος, κάτωχρος,  σχεδόν πράσινος απ' τον φόβο του, κάνει μια υπόκλιση μέχρι το πάτωμα, παρ' όλη τη χοντρή κοιλιά του, κι αμέσως εξαφανίζεται με μικρά αγωνιώδη πηδηματάκια, χωρίς να ρίξει ούτε ένα, μα ούτε ένα, βλέμμα στον μικρό μου αδελφό.
   Οι ακροάσεις συνεχίστηκαν κι ο σουλτάνος εξακολούθησε να αναμειγνύει στις υποθέσεις του κράτους του τον αδελφό μου. Κανένας δεν τόλμησε φυσικά να διαμαρτυρηθεί που ένα παιδί δεκατεσσάρων χρόνων ανακατευόταν σε τόσο σοβαρά θέματα.  Υπήρχε βέβαια το δεδομένο ότι ήταν γιος του Νοταρά, αλλά και το προηγούμενο του ίδιου του Μεχμέτ, που ανέλαβε τον θρόνο στα δώδεκά του. Υπήρχε όμως και το προηγούμενο με τους σκληροτράχηλους κηπουρούς και τη χορδή του τόξου. Έτσι η διαδικασία συνεχίστηκε σε κλίμα απόλυτης τάξης και ομοφωνίας.
   Τελευταίος στις ακροάσεις έρχεται ο πρέσβης των Βενετών. Υποκλίνεται βαθιά και προσφέρει στον σουλτάνο ένα σακούλι, που κουδουνίζει χαρούμενα. Εκείνος το ζυγίζει στο δεξί του χέρι και το δίνει στον βεζνεντάρη, τον υπουργό οικονομικών, που το δίνει με τη σειρά του σ' αυτόν που ζυγίζει τα νομίσματα του κράτους. Για αρκετή ώρα μένουν όλοι σιωπηλοί, ακούγεται μόνον ο ήχος των νομισμάτων καθώς πέφτουν ένα ένα στην ασημένια ζυγαριά και μετά ξανά στο πουγκί.
   «Δυο χιλιάδες χρυσά δουκάτα», αποφαίνεται λαχανιασμένος και ο βεζνεντάρης παραδίδει το πουγκί στον θησαυροφύλακα.
   Ο σουλτάνος, μ' ένα «Λοιπόν», δίνει τον λόγο στον πρέσβη των Βενετσιάνων.
   «Η αφεντιά σου να μου επιτρέψει να χρησιμοποιήσω το διεθνές δίκαιο, που λέει ότι αν ένας αιχμάλωτος πολέμου είναι πολίτης ουδέτερης χώρας αφήνεται ελεύθερος». 
   «Έχει γίνει αυτό. Τους πήρατε».
   «Υπάρχουν ακόμη κι άλλοι, υψηλότατε».
   «Πόσοι;»
   «Τουλάχιστον ένας, μεγάλε καίσαρα».
   Ο σουλτάνος έπαιξε τις μακριές βλεφαρίδες του, ήταν φανερό πόσο εύκολα κολακευόταν με τις υψηλές προσφωνήσεις, όλοι το έλεγαν.
   «Δύο χιλιάδες δουκάτα για έναν αιχμάλωτο; Είναι τόσο σπουδαίος;»
   «Ο κάθε πολίτης της Γαληνότατης Δημοκρατίας είναι πολύτιμος, βασιλέα μου. Έτσι λειτουργούμε εμείς».
   «Υπάρχουν εδώ πολίτες της Βενετίας και μπορείς να το αποδείξεις με χαρτιά;»
   «Εδώ τα έχω. Είναι κληρονομικό το δικαίωμα στα αρσενικά τέκνα που είναι εν ζωή. Ήταν επίτιμος πολίτης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας ο πατέρας του».
   «Τα χαρτιά στον Ζαγανό πασά και τον παίρνεις, να τελειώνουμε μ' αυτό. Το όνομά του;»
   Ο πρέσβης έκανε ακόμη μια βαθιά υπόκλιση και μετά κοίταξε στα μάτια τον σουλτάνο.
   «Ιάκωβος Νοταράς, αφέντη μου», είπε τονίζοντας υπερβολικά τις λέξεις.
 
   Ο ήλιος ήταν στη δύση του. Μια αστραφτερή δύση, κόκκινη και μενεξελιά, που γέμιζε το μυαλό του αδελφού μου με νοσταλγία για όλα εκείνα που ονειρευόταν να ζήσει μεγαλώνοντας και κάποιος άλλος τα αναποδογύρισε. Ξαπλωμένος στα μεταξωτά μαξιλάρια στον οντά του, στριφογύριζε στο μυαλό του τα τελευταία γεγονότα. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχαν αλλάξει όλα. Δεν ήξερε πλέον τι να επιθυμήσει. Η Ζαμπέτα είχε φύγει απ' το μυαλό του, ήξερε ότι δεν επρόκειτο πια να την ξαναδεί, μα κι αν έρχονταν τα πράγματα έτσι και την ξανάβλεπε, θα 'πρεπε φυσικά να την αποφύγει, ο έρωτας που ονειρευόταν ήταν ανέφικτος πια. Είχε συνηθίσει την αγριάδα του αφέντη του, το αίμα που κυλούσε καθημερινά, την ιδιόρρυθμη δικαιοσύνη του, τις προετοιμασίες του με τους αρχιτέκτονές του για να χτίσει το παλάτι του μ' ένα ιδιαίτερο -«ιταλίζον»,  όπως το έλεγαν- σχέδιο, στην Κωνσταντινούπολη, την πύλη της ευτυχίας, όπως την ονόμαζε. Μα πάνω απ' όλα είχε συνηθίσει τα φιλόδοξα σχέδιά του να κατακτήσει όλον τον κόσμο, φτάνοντας στην Κόκκινη Μηλιά, όπως έλεγε τη Ρώμη, και να στεφθεί αληθινός καίσαρας. Και θα είχε τον αδελφό μου μαζί του για πάντα, το είχε ορκιστεί στον Αλλάχ και στον προφήτη του τον Μωάμεθ. Γι' αυτό και τον ευνούχισε! Έτσι του είχε πει ο μουσουλμάνος δάσκαλός του ότι έπρεπε να γίνει, για να μην μπορεί να κάνει οικογένεια και να διεκδικήσει τον θρόνο για τα δικά του παιδιά, αλλά να είναι πιστός για πάντα στον αφέντη του. Με τον σουλτάνο μελετούσαν συνεχώς τους μεγάλους στρατηλάτες, τον Αννίβα, τον Ιούλιο Καίσαρα, μα περισσότερο τον Ισκεντέρ, τον δικό μας Μακεδόνα Μέγα Αλέξανδρο. Στην προσωπική βιβλιοθήκη του ο σουλτάνος είχε πολλά χειρόγραφα που ιστορούσαν τη ζωή και τα κατορθώματά τους. Τα ήσυχα βράδια του φθινοπώρου, μετά από τα αμέτρητα πολεμικά συμβούλια με τους βεζίρηδες και τους γενίτσαρους, έβαζε τον μικρό μου αδελφό να του διαβάζει για τον Μέγα Αλέξανδρο. Κάθονταν μισοξαπλωμένοι στα μαλακά μαξιλάρια κι ο αδελφός μου διάβαζε απ' τα ελληνικά χειρόγραφα, εξηγώντας στον σουλτάνο κάποιες λέξεις που δεν καταλάβαινε, κι ο αφέντης έκλεινε τα μάτια κι έμπαινε στο πετσί του Ισκεντέρ και προήλαυνε, και νικούσε, κι ένωνε τον κόσμο, τους πολιτισμούς και τις θρησκείες κάτω απ' το σκήπτρο του, κι είχε αμέτρητους υποταγμένους υπηκόους και χιλιάδες δούλους, κι ωραίες, ολόξανθες, καρπερές γυναίκες, και υπέροχα μελαχρινά αγόρια, και πολλούς έμπιστους φρουρούς, κι αληθινούς καρδιακούς φίλους.
   «Αλλά και κρυφούς εχθρούς», συμπλήρωνε ο αδελφός μου με ταπεινότητα, μην τον εξοργίσει. «Ένας τέτοιος σκότωσε τον Ισκεντέρ».
   Ο σουλτάνος χαμογέλασε σχεδόν πατρικά, αν και η διαφορά τους δεν ήταν μεγάλη: Ο Μεχμέτ ήταν είκοσι ενός ετών.
   «Γι' αυτό τα διαβάζω αυτά, Γιακούμπ πασά, για να τσακίσω τους φίλους που πίσω απ' τις κουρτίνες γίνονται πληρωμένοι εχθροί».
 
   Εντελώς ξαφνικά ο Ιάκωβος άρχισε να νιώθει απέχθεια για κείνον τον άλλο, τον Γιακούμπ πασά, όπως τον έλεγαν. Εντελώς ξαφνικά άρχισε ν' αηδιάζει με τη μυρωδιά του φρέσκου αίματος. Το στομάχι του σφιγγόταν, το κάψιμο που ένιωθε συνέχεια εκεί κάτω του έγινε πιο οδυνηρό και δεν καταλάγιαζε ούτε με τα κρύα επιθέματα του προσωπικού γιατρού του σουλτάνου, του Αλ Λαρύ. Θα φύγω, φώναξε αιφνιδιαστικά το μυαλό του και τον ξάφνιασε. Για να πω την αλήθεια, περισσότερο τον φόβισε.
   Ο αδελφός μου δεν ήξερε βέβαια τι γύρευαν απ' αυτόν στη Βενετιά οι Δέκα. Δεν γνώριζε ποιος είχε διατάξει την απελευθέρωσή του και γιατί. Οι σκέψεις περνούσαν απ' το μυαλό του θολές, δεν του παραδινόταν κρυστάλλινη καμιά. Κάτι όμως ανάμεσά τους ξεκαθάριζε, ένας ήχος ήταν σαν να 'ρχόταν από πολύ μακριά, από το βάθος ενός πηγαδιού, ένα κλάμα παιδιού που ακόμα δεν είχε γεννηθεί, σαν μια μακρινή μοίρα, κι αυτό τον μαγνήτιζε, χωρίς να μπορεί να το καταλάβει ούτε ο ίδιος.
   Το ίδιο εκείνο βράδυ, όταν χάθηκε το κόκκινο και το μενεξελί απ' τον ορίζοντα κι άναψαν στο σεράι τα αρωματικά κεριά, το ανακοίνωσε στον αφέντη του με όσο πιο μαλακό τρόπο του επέτρεπε η διπλωματική κληρονομιά του Κουρουλούκα.
   «Δεν σε συμφέρει να χαλάσεις τις διπλωματικές σχέσεις σου με τη Γαληνότατη Δημοκρατία, αφέντη μου. Είναι η πιο μεγάλη δύναμη στη θάλασσα».
   «Θα τη νικήσω, Γιακούμπ». 
   «Όχι τώρα. Ακόμη δεν μπορείς, αφέντη μου. Είναι θαλασσοκράτορες. Αποδυνάμωσέ τους και κάν' το όταν θα είσαι έτοιμος». 
   «Μπορεί ν' αργήσει αυτό και να 'χω πεθάνει».
   «Έχεις χρόνια ακόμα πολλά μπροστά σου, αφέντη μου, ο Θεός να σε προστατεύει».
   «Δεν θέλω να σε χάσω, Γιακούμπ».
   «Ο Θεός ορίζει ποιος κερδίζει και ποιος χάνει, αφέντη μου».
   «Γιακούμπ, κανείς απ' τους δυο μας δεν πιστεύει στ' αλήθεια στον Θεό. Αλλιώς εγώ δεν θα 'μουν βασιλιάς κι εσύ δεν θα 'σουν δίπλα μου. Όμως, όσο δυνατό κι αν είναι το κρυφό μίσος σου, μη μου κάνεις πόλεμο ποτέ, γιατί, όση κι αν είναι η αγάπη μου, θα σε τσακίσω, ακόμη κι αν είμαι νεκρός».
   «Δεν ξέρω πια αν πιστεύω στον πόλεμο, αφέντη μου. Είναι αδυναμία των ανθρώπων. Όπως κι ο Θεός».
   «Θα 'χω τη ζωγραφιά σου κοντά μου, Γιακούμπ, μέχρι να γυρίσεις. Γιατί το ξέρω πως θα ξανάρθεις. Η μοίρα σου είναι να ξανάρθεις».
   Ο Βενετσιάνος πρέσβης και η ακολουθία του φιλοξενούνταν στο σεράι, περιμένοντας την απάντηση του σουλτάνου. Τρεις ημέρες και τρεις νύχτες περίμενε, μέχρι που απελπίστηκε κι ετοιμαζόταν για την αναχώρηση. Το πλοίο, που τον περίμενε στον Κεράτιο, δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Είχε φορτία απ' τις Ινδίες με μπαχαρικά για τη Μεσόγειο πριν γυρίσει στη Βενετία. Την τέταρτη ημέρα, τα ξημερώματα, κάποιος χτύπησε την πόρτα του μαλακά. Άνοιξε ξαφνιασμένος. Ήταν ο έμπιστος λευκός ευνούχος του σουλτάνου.
   «Στην άμαξα σε περιμένει αυτός που γύρεψες, αφέντη μου», ψιθύρισε, όπως είχε την εντολή, και χάθηκε σαν σκιά στους σκοτεινούς ακόμη διαδρόμους. 
 
   Τρεις κοκκινοτρίχηδες κάθονταν στην άμαξα, που δεν έμοιαζαν Βενετσιάνοι, έτσι χοντροί και πανύψηλοι που ήταν. Ο αδελφός μου μπήκε ανυποψίαστος, μα ακόμη κι αν ήξερε τι τον περίμενε θα έμπαινε, τόσο σφοδρή ήταν πλέον η απέχθειά του για τον Μεγάλο Τούρκο και το αίμα. Οι φύλακες που τον συνόδεψαν χαιρέτησαν με μια βαθιά υπόκλιση τον Γιακούμπ πασά κι έφυγαν σκυφτοί, κρατώντας πάντα με το δεξί χέρι τα γιαταγάνια τους. Ο αδελφός μου δεν πήρε τίποτα μαζί του, δεν ήθελε κάτι απ' όλα όσα του είχε δωρίσει ο Μεχμέτ, μόνο το περιδέραιο της μητέρας, που κρεμόταν πάντα στον λαιμό του. Σκαρφάλωσε στην άμαξα και μπήκε. Κάθισε ανάμεσά τους. Αμίλητος. Σκεπτικός. Ένας εξωμότης, όπως έλεγαν όσους ασπάζονταν τον μουσουλμανισμό, που θα επανέκαμπτε στην ορθή πίστη με το θέλημα του Θεού. Διαπίστωσε ότι του έριχναν κλεφτές, λοξές ματιές, μένοντας κι εκείνοι ακίνητοι, χωρίς να ξεστομίζουν κουβέντα, εκτός απ' τα τυπικά της υποδοχής, δηλαδή «Καλωσόρισες στη νέα σου πατρίδα, πρίγκιπά μου». Και τότε, ξαφνικά, οι δύο απ' αυτούς άρπαξαν κι έδεσαν πισθάγκωνα τον αδελφό μου. Ο τρίτος τράβηξε το μακρύ μανίκι του, για να μην τον εμποδίζει, κι έχωσε στα γρήγορα το δεξί του χέρι στο βρακί του Ιάκωβου. Έψαξε καλά καλά κι ύστερα το τράβηξε γελώντας δυνατά.
   «Οι δικοί μας έχουν!» φώναξε στους άλλους δύο, κι εκείνοι ακολούθησαν το γέλιο του, μέχρι που ήρθε με την ακολουθία του ο πρέσβης και διέταξε να τον λύσουν.
   Η άμαξα ξεκίνησε γρήγορα για την Κωνσταντινούπολη, που τώρα ο σουλτάνος την είχε βαφτίσει Ισταμπούλ -παραφράζοντας τη φράση «εις την πόλιν». Όταν είχαν περάσει το τείχος, μόνο τότε ο πρέσβης έσπασε τη σιωπή. Γύρισε το ερωτηματικό του βλέμμα στον ένα που είχε χώσει το χέρι του στο βρακί του αδελφού μου και ρώτησε:
   «Λοιπόν;» 
   Ο άλλος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, επιβεβαιώνοντας προφανώς τις πληροφορίες του πρέσβη σχετικά με τα γεννητικά όργανα του μικρού μου αδελφού. Ο πρέσβης ικανοποιημένος, έκανε με τον αζυμίτικο τρόπο τον σταυρό του. Τα νέα έμοιαζαν καλά για τον πάπα, που φιλοξενούσε τους γιους του Δημήτριου Παλαιολόγου και τους προόριζε για διαδόχους του θρόνου, όταν με το καλό θα ελευθερωνόταν η Πόλη με τη σταυροφορία που ετοίμαζε κάθε τόσο κι ύστερα την ακύρωνε για να την ξαναετοιμάσει πάλι. Οι Νοταράδες είχαν εκλείψει, κανένας αρσενικός με αίμα Παλαιολόγων από τους ανθενωτικούς δεν υπήρχε, για να διεκδικήσει τον θρόνο και ν' αμφισβητήσει την ένωση των Εκκλησιών. Εμείς τα μάθαμε αυτά μετά από χρόνια.
   Σαν ευνούχος ο Ιάκωβος μπορούσε να γίνει στρατηγός ή ναύαρχος, πρωθυπουργός ή πατριάρχης, αλλά βασιλιάς ποτέ. Ο θρόνος απαιτούσε απογόνους, που σημαίνει να μη σ' τα 'χουν κόψει, αν και κανείς από τους τελευταίους βασιλιάδες μας, μολονότι τα είχαν στη θέση τους, δεν απέκτησε παιδιά για τον θρόνο, ούτε ο Ιωάννης ούτε ο θείος Κωνσταντίνος.
   Η διαδρομή ήταν τρεις ημέρες απ' την Αδριανούπολη -που οι Οθωμανοί την έλεγαν Εντίρνε- στην Κωνσταντινούπολη, που τώρα την έλεγαν Ισταμπούλ.
   Όταν πάτησαν το χώμα της πατρίδας, ο αδελφός μου ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά του. Ήταν πάλι εδώ. Όμως όλα ήταν διαφορετικά. Η Αγια-Σοφιά είχε σκαλωσιές, γιατί ο σουλτάνος είχε διατάξει τη μετατροπή της σε τζαμί κι έπρεπε να τοποθετηθεί ο μιναρές. Οι δρόμοι ήταν βρόμικοι. Η αγορά ήταν έρημη. Μισοπεθαμένα ζώα περιφέρονταν ανακατεύοντας σκουπίδια, απ' όπου αναδυόταν ακόμα η μυρωδιά του πολέμου και τον έθλιβε. Οι μνήμες τον έζωσαν. Ένιωσε το σημάδι στο μέτωπό του να καλπάζει όπως παλιά. Μόνο που τώρα είχε μαζί του πάντα κι αυτό το κάψιμο από κάτω του, να του θυμίζει πως τίποτα δεν ήταν πια όπως παλιά. Και το μετά δεν έμοιαζε καθόλου όπως το ονειρευόταν πριν.
   Λίγο προτού φτάσουν στο λιμάνι, κι ενώ η άμαξα περνούσε δίπλα απ' τον ερειπωμένο Ιππόδρομο, ο πρίγκιπας Ιάκωβος εκδήλωσε την ανάγκη του να ουρήσει. Αυτό ήταν. Κανείς δεν το φανταζόταν, αλλά να που έγινε. Ο αδελφός μου εξαφανίστηκε! Έγινε καπνός, τον κατάπιε η αγαπημένη πόλη σαν από θαύμα. Βέβαια δεν έγινε κανένα θαύμα  στην πραγματικότητα, αν κι έτσι φάνηκε στα μάτια των άλλων. Απλώς ο αδελφός μου θυμόταν πολύ καλά τα μονοπάτια εκεί ανάμεσα στις ξερολιθιές, που θα τον έβγαζαν στον προορισμό του. Δεν ήξερε φυσικά τι θα έβρισκε εκεί που πήγαινε, ούτε αν μπορούσε καν να περάσει ανάμεσα από τα χαλάσματα και τα κακοτράχαλα μονοπάτια για να φτάσει εκεί που μια φωνή μέσα στο μυαλό του, λαχανιασμένη, ασθματική, σαν φωνή ετοιμοθάνατου, τον έσπρωχνε: Ιάκωβε, πήγαινε στο σπίτι! 
   «Έρχομαι, μητέρα!» ψιθύρισε και χώθηκε ακόμη πιο βαθιά στις λάσπες, στ' αποκαΐδια, στ' αγκάθια, που τον πλήγωναν, και στα πεινασμένα ζωντανά, που τον ακολουθούσαν, ξεσκίζοντας τα μπατζάκια του.
   Τώρα έβλεπε από μακριά τον πύργο μας, που όλο και ξεκαθάριζε στον κιτρινωπό ορίζοντα, καθώς μια αραιή ομίχλη καθόταν πάνω απ' τους επτά λόφους της πόλης, κάνοντας ακόμη πιο μελαγχολικό το τοπίο.
   
   Δεν μπήκε από την κύρια είσοδο, γιατί ήταν φανερό ότι κάποιοι άλλοι έμεναν στον πύργο. Γλίστρησε από τα μυστικά ανοίγματα και πήγε κατευθείαν στα δωμάτια των υπηρετών, εκεί που έλπιζε να βρει δικούς μας.   
   «Ευφραιμίααα!» 
 Ξετρελάθηκε μόλις τον είδε, δεν πίστευε στα μάτια της, «Αγόρι μου ζεις! Είχαμέ σε πεθαμένο», ξεφώνισε και κρατήθηκε απ' το ερμάρι, μην πέσει στο δάπεδο. Ο αδελφός μου έδειξε με το βλέμμα προς τα πάνω. Η Ευφραιμία κατάλαβε.
   «Όχι, Ιάκωβε. Όχι πια. Χτες τη χάσαμε. Καλύτερα έτσι. Ο Σουλτάνος έστειλε φρουρούς, να μαζέψουν τους υπόλοιπους άρχοντες, όσους είχαν απομείνει εδώ, μαζί και τη μητέρα σας. Θέλει να σκοτώσει όλους τους αρχόντους, να μη ζήσει κανείς και σηκώσει κεφάλι. Η καημένη δεν άντεχε. Προτίμησε... Καταλαβαίνεις, αφέντη μου, τη βοήθησα να το κάνει. Πέθανε με το όνομα το δικό σου στα χείλη, καλούσε εσένα, δεν το ένιωσες;»
   Ο αδελφός μου ζήτησε να δει το σώμα της, να φιλήσει τα νεκρά χείλη. Ήταν όμως αργά, γιατί την είχαν ρίξει, μέσα σ' ένα τσουβάλι, όπως ήθελε η ίδια, στη θάλασσα.
   «Άλλωστε», συνέχισε η Ευφραιμία, «δεν υπάρχει τόπος να θάψουμε τους νεκρούς σας, ούτε δίνει άδεια κανείς, δεν υπάρχει τίποτα εδώ πια, τίποτα, τίποτα», κι έπεσε στην αγκαλιά του αδελφού μου κλαίγοντας.
   Ο Ιάκωβος ένιωσε το μυαλό του να φεύγει. Πετούσε μακριά κι έψαχνε να βρει τη μητέρα, να της πάρει το τελευταίο φιλί, που δεν πρόλαβε. Κάκιωνε τον εαυτό του που τόσον καιρό δεν είχε βρει τον τρόπο να επικοινωνήσει μαζί της, ούτε μαζί μας. Μας θυμήθηκε εντελώς ξαφνικά. Μια επιτακτική ανάγκη τον ξεσήκωνε να μας δει. Κι αποφάσισε να έρθει επιτέλους στη Βενετιά. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να μείνει στον πύργο. Τον είχαν επιτάξει κάποιοι Τούρκοι αγάδες κι έμεναν με την οικογένειά τους και τα ζώα τους. Είχαν κρατήσει και τα έπιπλα και τους υπηρέτες μας. Ο Ιάκωβος καταλάβαινε ότι έπρεπε να φύγει πριν γίνει αντιληπτός. Η Ευφραιμία τον οδήγησε στην έξοδο προς τον κήπο και σαν κάτι έμοιαζε να θέλει ακόμα να του πει, κοιτάζοντας κατά το παλιό πηγάδι. Την κοίταξε περίλυπος. Άνοιξε το στόμα της, κάτι να του πει, δείχνοντας ξανά το πηγάδι, αλλά δεν πρόλαβε, τα καινούρια αφεντικά της τη φώναξαν κι έτρεξε μέσα.
   Ο Ιάκωβος βάδιζε στο πίσω μέρος του κήπου προσεκτικά, μη γίνει αντιληπτός, όταν μέσα στο μυαλό του ξανάκουσε εκείνο το κλάμα του μωρού, που έμοιαζε ακόμη να μην έχει γεννηθεί, κι η φωνή του ακουγόταν να 'ρχεται απ' το πηγάδι. Ο αδελφός μου εκείνη τη στιγμή περνούσε από δίπλα του. Πλησίασε απορημένος κι έσκυψε. Το πηγάδι ήταν άδειο. Ωστόσο κάτι είδε να σαλεύει στο βάθος του, το σκοτάδι δεν του επέτρεπε να διακρίνει καλά, έμοιαζε σαν κάποιο ζώο να πηγαινοέρχεται. Ψιθύρισε «Έι», αλλά δεν πήρε απάντηση. Το ζώο εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται και φάνηκε στον αδελφό μου ότι είχε λέει μακριά μαλλιά.
   «Τι να 'ναι;» αναρωτήθηκε, και του 'ρθε ξαφνικά μια σκέψη τρελή, που ούτε κι ο ίδιος δεν μπορούσε να πιστέψει.
   Χώθηκε αμέσως στο πηγάδι, όπως παλιά, προσέχοντας μην πέσει και χτυπήσει αυτό το πλάσμα που βρισκόταν στα βαθιά του.
   Δεν έκανε λάθος. Το μυαλό του είχε μαντέψει σωστά. Στο βάθος, μέσα στο πηγάδι, εκεί στα σκοτεινά, ήταν εκείνη. Η Σιχθάν! Τη βρήκε ξαπλωμένη. Με τα πόδια ανοιχτά. Και τις φούστες της ανεβασμένες, με γυμνά τα απόκρυφά της, και κατακόκκινο, πρησμένο πρόσωπο. 
   «Βοήθα με», του ψιθύρισε και του άπλωσε τα χέρια.
   Ο Ιάκωβος δεν ήξερε τι να κάνει.
   «Έρχεται», ξανάπε η Σιχθάν, με μια αλλοιωμένη φωνή, σαν λυγμό, κι άρχισε αμέσως να βογκάει, κουνώντας ρυθμικά πάνω κάτω το υπογάστριό της.
   «Γεννάει, Θεέ μου, βοήθα μας!» ξέφυγαν τα λόγια απ' το στόμα του Ιάκωβου κι έσκυψε πάνω της.
   Σε λίγα λεπτά το κεφάλι του μωρού εμφανίστηκε ανάμεσα στα πόδια της. 
   «Πιάσ' το!» μούγκρισε η Σιχθάν κι ο Ιάκωβος άπλωσε τα χέρια του.
   Το μωρό γλίστρησε πάνω στις παλάμες του, βρεγμένο, ματωμένο, ζαρωμένο, αλλά ζωντανό!
   «Χτύπα το!» φωνάζει η Σιχθάν.
   Ο Ιάκωβος του δίνει μια δυνατή και το μωρό αρχίζει να κλαίει γοερά και να αναπνέει λαχανιασμένο.
   «Τι κάνω τώρα;» ρωτά αγχωμένος ο αδελφός μου.
   «Κόψε το άντερο!» του φωνάζει η Σιχθάν.
   «Πώς;»
   «Με τα δόντια!»
   Ο Ιάκωβος ακολουθεί τις οδηγίες της και κατορθώνει να φτιάξει τον αφαλό του νεογέννητου. Ύστερα σκίζει μια λουρίδα απ' τα ρούχα του και τη σαλιώνει. Μ' αυτήν το καθαρίζει απ' τα αίματα. Κατόπιν βγάζει το ρούχο του και το τυλίγει απαλά.
   «Δώσ' το μου τώρα».
   Ο Ιάκωβος της δίνει το μωρό κι εκείνη ανοίγει το ρούχο της στο στήθος και το βάζει να θηλάσει μ' έναν βαθύ αναστεναγμό.
   «Βάφτισέ το, μη μου πεθάνει», τον παρακαλεί, καθώς το μωρό ρουφάει άπληστα το γάλα της.
   «Πώς να το πω;»
   «Όπως θες, δικό σου παιδί είναι», του λέει και γέρνει κουρασμένα το κεφάλι της στο πλάι.
   Αποκοιμιέται με το μωρό να βυζαίνει και τον Ιάκωβο να στέκεται αποσβολωμένος πάνω απ' το κεφάλι της.
 
   Λίγο πριν χαράξει δυο σκιές διέσχισαν σκυφτές τον σκοτεινό κήπο, μέχρι το μυστικό σημείο που έβγαζε στον μικρό μόλο έξω απ' τα τείχη. Εκεί μπήκαν στο βαρκάκι που από χρόνια περίμενε δεμένο κάποιον που θα το είχε απόλυτη ανάγκη για να δραπετεύσει και θα είχε την τόλμη ν' αψηφήσει το κρύο, τα κύματα, τον κακό καιρό για ν' αρμενίσει όπου θα τον έβγαζε ο άνεμος.
   Τους έβγαλε απέναντι, δίπλα σε πλοία με βενετική σημαία. Ο αδελφός μου χάρηκε, γιατί τους περιμάζεψαν φίλοι. Το μωρό έμοιαζε να χαμογελά ευτυχισμένο πότε στην αγκαλιά του Ιάκωβου και πότε της Σιχθάν.
   Δεν τον πίστεψαν που τους έλεγε κι ορκιζόταν στον Θεό ότι ήταν ο πρίγκιπας Ιάκωβος Νοταράς κι ότι ήταν επίτιμος πολίτης της χώρας τους. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν το παράξενο, σχεδόν γυναικείο κορμί του, κι η αστραφτερή ομορφιά του προσώπου του, πράγμα που τους υποσχόταν πολλά -μα πάρα πολλά- δουκάτα στην αγορά. Η μελαχρινή σκλάβα δεν θα απέφερε τίποτα σπουδαίο, χιλιάδες υπήρχαν από δαύτες, είχε και το μωρό, που δεν έλεγε να το αφήσει κι όλο έκλαιγε. Της το άρπαξαν. Τότε ο Ιάκωβος έβγαλε τη μοναδική του περιουσία, το περιδέραιο της μητέρας, και το έδωσε στους ναύτες, για ν' αφήσουν το μωρό ήσυχο στην αγκαλιά της Σιχθάν. Τώρα καλά έκανε, για το μωρό μιας σκλάβας, να μείνει χωρίς δεκάρα και να περάσει αυτά που πέρασε; Δεν ξέρω.
   Οι ναύτες τους έσπρωξαν στ' αμπάρια χασκογελώντας. Με το «αγόρι από την Πόλη», όπως ονόμασαν τον αδελφό μου, σίγουρα θα έκαναν την τύχη τους. Ένας ναύτης παλιός θυμήθηκε μάλιστα ξαφνικά κάτι εμπόρους που προμήθευαν λέει παράξενα πλάσματα στους απαιτητικούς πελάτες ενός βρομοκαπηλειού στο Πόντε ντι Ριάλτο, «Να δεις που ο πίκολο είναι μουνούχος, θα τα πιάσουμε χοντρά, αμίτσι», τους άκουσε να ξεφωνίζουν, τρελαμένοι απ' τη χαρά τους, ο Ιάκωβος. 
   Σε μια ώρα το πλοίο -με τη Σιχθάν, το νεογέννητο και τον αδελφό μου δεμένο και φιμωμένο στ' αμπάρια του- σαλπάριζε για τη Βενετιά, για το Πόντε ντι Ριάλτο, για το βρομερό εκείνο καπηλειό, όπου τον είδαμε να παίζει φλάουτο και να τον βουρδουλίζει ο μαύρος ψευτοφρουρός, προσφέροντας καυτό θέαμα στους απαιτητικούς πελάτες.
 
Βενετία,
6968 από κτίσεως κόσμου (5)
 
   Στο σπίτι μας επικρατούσε αναβρασμός από την πρώτη κιόλας ημέρα της χρονιάς. Πριν από δύο χρόνια είχαμε αποκτήσει τον αγαπημένο μας αδελφό, μετά την... ανάστασή του, και να τον που ετοιμαζόταν να φύγει. Μετά τον βίαιο θάνατο της Σιχθάν το σπίτι μας είχε παραδοθεί σε μια θλίψη, λες κι εκείνη συμβόλιζε τη χαμένη μας πατρίδα, τις αναμνήσεις, που ποτέ δεν θα ξαναγίνονταν παρόν, την παιδική μας ηλικία, που ούτε στα όνειρά μας πια δεν γυρνούσε. Πιο θλιμμένη απ' όλους ήταν η Άννα μας. Αυτή πάντα ήταν πιο πολύ απ' όλους μας σε όλα, όπως παλιά η μητέρα. Ο Ιάκωβος έμενε πολύ λίγες ώρες στο σπίτι μας, απασχολημένος καθώς ήταν πότε με τα μαχαίρια που εμπορευόταν και πήγαινε στο λιμάνι ή σε τοπικούς εμπόρους να τα διαθέσει, πότε με την «Οργάνωση των  Ελλήνων», και τώρα τελευταία με τις ετοιμασίες του ταξιδιού του. Δεν μιλούσε πολύ και καταλαβαίναμε ότι κι εμείς δεν έπρεπε να τον ενοχλούμε, έτσι είχαμε μάθει και κάτω στην πατρίδα να κάνουμε, γιατί οι άντρες ήταν πάντα πολύ απασχολημένοι, δεν χαζολογούσαν σαν εμάς. Ωστόσο υπήρχε και κάτι άλλο που μας ανησυχούσε: η Ζαμπέτα! Η οποία εδώ και αρκετό καιρό τριγυρνούσε με κατεβασμένο το κεφάλι μέρα και νύχτα στο σπίτι, μπαινοβγαίνοντας στα δωμάτιά μας και την κουζίνα ψιθυρίζοντας:
   «Είναι τρομερό αυτό που του έκαναν, είναι τρομερό αυτό που του έκαναν...»
   Η Πουλχερία, που πίστευε πιο πολύ απ' όλες μας στον Θεό και του είχε αφιερωθεί, μια και δεν αναστήθηκε ο δικός της, ο Ιωάννης, είπε να καλέσουμε τον πατερ-Καπνίση για να την ξορκίσει, σίγουρα είχε μπει μέσα της ο διάολος, και μπορεί να ήταν κολλλητικό. Αυτό μας τρομοκράτησε, κι έτσι την επομένη η Άννα μας έστειλε έναν δούλο να τον φέρει. Η Ζαμπέτα κλειδώθηκε πάλι στο δωμάτιό της και αρνιόταν να τον δει. Τότε επενέβη επιτέλους ο αδελφός μου. Και βγήκε. Αλλά πώς νομίζετε ότι εμφανίστηκε; Φορώντας το νυφικό της! Το πρόσωπό της ήταν χαμογελαστό κι έλαμπε ολόκληρη από ένα χρυσό εσωτερικό φως, που την έκανε πανέμορφη. Πλησίασε με αργά βήματα τον πατερ-Καπνίση κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά του. Άρπαξε το χέρι του παπά και το φίλησε, ύστερα κοίταξε τον αδελφό μου, μετά πάλι τον παπά, πήρε βαθιά ανάσα και φώναξε με όλη της τη δύναμη:
   «Πάντρεψέ μας τώρα, πάτερ».
   Εμείς αρχίσαμε να σταυροκοπιόμαστε με μανία. Η Άννα μας έκανε, όπως πάντα, κάτι πολύ πιο θεαματικό: Λιποθύμησε. Ωστόσο δεν έπιασε το κόλπο με τη λιποθυμία, γιατί, μόλις τη συνεφέραμε, η Ζαμπέτα επανέλαβε το αίτημά της.
   Τότε ο πατερ-Καπνίσης, έντρομος κι αυτός, γύρισε, κοίταξε στα μάτια τον Ιάκωβο και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, τον ρώτησε αν θέλει τη Ζαμπέτα για γυναίκα του.
   Ο Ιάκωβος κοίταξε τη Ζαμπέτα κατάματα, ύστερα άγγιξε το μέτωπό του εκεί ανάμεσα στα φρύδια, όπου το σημάδι του κάλπαζε φρενιασμένο και ιδρωμένο, μούγκρισε δυο τρεις φορές κάτι που κανείς δεν κατάλαβε κι ύστερα μίλησε με βραχνή, σιγανή φωνή.
   «Δεν μπορώ, πάτερ», είπε κι έκανε να φύγει.
   Η Ζαμπέτα χίμηξε για να τον εμποδίσει και στάθηκε μπροστά του.
   «Το θέλω!» του φώναξε, χωρίς να ντρέπεται καθόλου η αντίχριστη καθολικιά που τα 'κανε όλ' αυτά μπροστά μας.
   Ο αδελφός μου κοντοστάθηκε. Έριξε μια γρήγορη ματιά σε όλους εμάς, που τον κοιτούσαμε με κάτι μάτια γουρλωμένα να, και την καρδιά μας να χτυπά. Έπειτα γύρισε στη Ζαμπέτα.
   «Δεν μπορώ να σου κάνω παιδί και το ξέρεις», της είπε χωρίς να ντρέπεται που ήμασταν εμείς οι αδελφές του παρούσες, κι έκανε μια κίνηση με το χέρι του να την παραμερίσει.
   Η Ζαμπέτα του άρπαξε το χέρι και τον κράτησε. Εμείς είχαμε καταπιεί την ανάσα μας και πού και πού ρίχναμε μια κλεφτή ματιά στην Άννα μας, μην ξαναλιποθυμήσει. 
   «Θα 'χουμε το δικό σου παιδί για παιδί μας», είπε σταθερά η Ζαμπέτα, κάνοντας τον αδελφό μου να κοκκινήσει. «Το ξέρω τεζόρο μίο, ότι το μπαμπίνο είναι δικό σου, όλοι το ξέρουν», συνέχισε κοιτάζοντάς μας μία μία.
   Δεν ήταν αλήθεια. Δεν το ξέραμε όλες. Εγώ τουλάχιστον τότε δεν το είχα φανταστεί. Μόνον η Άννα μας είχε δείξει κάτι να υποψιάζεται.
   «Πώς μπορείς να θέλεις έναν άντρα... που δεν είναι άντρας πια;» έβγαλε μια δυνατή κραυγή ο αδελφός μου, σαν να ξερίζωνε από μέσα του τα σωθικά του.
   Τότε όλες μας, με μια φωνή, κάναμε «Ουουου!» συγκλονισμένες κι αρχίσαμε να ψιθυρίζουμε μεταξύ μας, ρωτώντας η μια την άλλη τι είχε συμβεί.
   «Το κτήνος τον πετσόκοψε, μπέστια πίγκρα, άγρια θηρία Τούρκοι», φώναξε η Ζαμπέτα κι έπεσε στην αγκαλιά μου, κοντεύοντας να με ρίξει κάτω.
   Κι αμέσως την έπιασαν τα κλάματα κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω για να τη συνεφέρω.
   Το νέο ήταν πολύ δραματικό. Ο αδελφός μας, το στήριγμά μας, αυτός που θα έσωζε την πατρίδα, δεν ήταν άντρας! Εγώ δεν καταλάβαινα ακόμη πολλά πράγματα, αλλά έβλεπα πως οι άλλες, που ήταν μεγαλύτερες, είχαν εντυπωσιαστεί πολύ και άρχισαν πάλι να σταυροκοπιούνται.
   Τότε η Άννα μας, σαν μεγαλύτερη, πήρε τον λόγο:
   «Πατερ-Καπνίση, ένας τέτοιος, ένας μουνούχος, τέλος πάντων, μπορεί να παντρευτεί;»
   Ο παπάς άρχισε να ξύνει το κεφάλι του με μανία κι αυτό έκανε την Άννα μας να ελπίζει σε μιαν αρνητική απάντηση. Ωστόσο ο παπάς είπε πως δεν του είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο και θα 'πρεπε να μελετήσει τις γραφές.
   Ο Ιάκωβος, όσο μιλούσε ο παπάς, άλλαζε χρώματα κι από κατακόκκινος σαν αστακός έγινε κίτρινος σαν λεμόνι και μετά χαλκοπράσινος σαν μούχλα. Τέλος χτύπησε τη γροθιά του στον τοίχο και με γρήγορο βήμα βγήκε απ' την αίθουσα κι απ' το σπίτι μας, χωρίς να τολμήσει κανείς να τον εμποδίσει.
   Δεν πέρασε πολύ ώρα κι άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε πάλι ο Ιάκωβος, χλωμός, με κόκκινα μάτια και ανακατωμένα μαλλιά. Κοίταξε τον πατερ-Καπνίση για λίγο και είπε αργά:
   «Η απάντησή μου είναι ναι, πάτερ».
   Ύστερα πλησίασε και πήρε απ' το χέρι τη Ζαμπέτα, που έτρεμε.
   «Έλα», της είπε, «πάμε να βρούμε κάτι καλύτερο να φορέσεις για το γάμο».
   Κι έφυγαν χωρίς άλλη κουβέντα οι αθεόφοβοι, αφήνοντάς μας με μια παράξενη στυφή γεύση στο στόμα. Δεν θα πέρασαν ούτε δυο λεπτά κι αρχίσαμε να κλαίμε γοερά όλες μαζί.
 
   Ο γάμος ορίστηκε για μετά από δύο μήνες, όταν ο Ιάκωβος θα γύριζε απ' το ταξίδι του στην πατρίδα. Η Ζαμπέτα ήθελε να πάει μαζί του, αλλά ο αδελφός μου ήταν απόλυτος. Αυτό που πήγαινε να κάνει δεν ήταν για δύο, είπε, ακόμη κι ο ένας θα 'πρεπε να είναι αόρατος.
   Το πρωί, που ξυπνήσαμε και δεν ήταν στο σπίτι, μας έπιασε ένας απελπισμένος φόβος. Το μόνο που βλέπαμε γύρω μας, το μόνο που άστραφτε στα μάτια μας ήταν ο φόβος. Ένας κοφτερός, υγρός φόβος, που κατρακυλούσε στα μάγουλα, εισχωρούσε στ' αυτιά μας όταν ξαπλώναμε, απορροφούνταν αδιάκοπα από μεγάλα, λευκά, κεντημένα μαντίλια, με το μονόγραμμα «οικογένεια Λουκά Νοταρά» κεντημένο με χρυσή κλωστή από την Άννα μας. Ο φόβος μάς κρατούσε σιωπηλές. Δυο χρόνια μετά την «ανάσταση» του μικρού μου αδελφού το σφίξιμο στην καρδιά μας ήταν ακόμη μεγαλύτερο απ' τα παλιά μοιρολόγια για τον θάνατό του, όπως πιστεύαμε. Τώρα ο μικρός μου αδελφός ταξίδευε με το όνομα Σελίμ, σε βενετσιάνικη γαλέρα, με τις τσέπες γεμάτες χρυσά δουκάτα, για την ανατολική ακτή της Κωνσταντινούπολης. Βαθιά στα εσώρουχά του είχε κρυμμένο το μικρό, κοφτερό, δίκοπο μαχαίρι, το καλύτερο της συλλογής του, αυτό που δεν δέχτηκε ποτέ να εμπορευτεί, όσα τσετίνια κι αν του έδιναν, και ήταν πολλοί εδώ στη Βενετιά που ήθελαν να 'χουν στην κατοχή τους αυτό το μαχαίρι, μόνο σκοτωμούς είχαν όλοι κατά νου στη δική μας εποχή - το ίδιο και στη δική σας; Δεν ξέρω.
 
 
 Βιτάλη Λεία, Ιερή Παγίδα (Το απόκρυφο χρονικό της Κωνσταντινούπολης), εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2006

Υποσημειώσεις: 

(1) 1459 μ.Χ.

(2) 1453 μ.Χ.

(3) 1453 μ.Χ.

(4) 1453 μ.Χ.

(5) 1460 μ.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: