Κοντεύει καλοκαίρι κι εγώ έχω ήδη τρεις μήνες στο Ναύπλιο, στην Πελοπόννησο. Νάπολη της Ρωμανίας το λένε οι Βενετοί, για να το ξεχωρίζουν από τη Νάπολη της Ιταλίας, οι οποίοι κατέχουν την πόλη και τη διαφεντεύουν ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα.
Έκανα Πάσχα εδώ, μαζί μ' άλλους ευγενείς, Έλληνες και Βενετούς. Οι γιορτές ήταν για μένα μια παρηγοριά. Οι ακολουθίες στον καθεδρικό ναό της άνω πόλης κι η Ανάσταση του Κυρίου μού δημιούργησε μια μικρή αίσθηση ανακούφισης. Ίσως και μια ελπίδα για καλύτερες μέρες. Ο τωρινός διοικητής της πόλης έφτασε λίγο μετά από μένα και μου φέρθηκε, θα έλεγα, σαν να ήταν ο πραγματικός μου πατέρας. Για να μην πω και καλύτερα, δηλαδή, αφού είναι ο πατέρας του Μαρίνου, ο Μπερτούκκιος Κονταρίνι!
Αλλά νομίζω ότι είναι ώρα να πάρω τα πράγματα από την αρχή. Εξάλλου, εδώ στο Ναύπλιο, μου 'ρθε η ιδέα να γράψω τούτο το βιβλίο. Δεν έχω τίποτα πιο χρήσιμο να κάνω στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου. Έτσι άρχισα να καταγράφω τις πρώτες μου σκέψεις.
Λοιπόν, ας αρχίσω απ' το σημείο που άφησα την ιστορία μου. Από εκείνη την τελευταία νύχτα που πέρασα μαζί με τον αγαπημένο μου Μαρίνο. Ποτέ δε θα μπορούσα να σκεφτώ ότι θα μου το 'κανε αυτό. Εννοώ ότι θα με νάρκωνε και το ίδιο βράδυ, απ' ό,τι μου 'πε κι ο καπετάνιος αργότερα, θα μ' έβαζε στο πλοίο μαζί με τους άντρες του. Ξύπνησα, το επόμενο μεσημέρι, όταν με χτύπησε στα μάτια ο ήλιος στην καμπίνα του καπετάνιου.
Στην αρχή έχασα τον κόσμο γύρω μου. Κούναγε το πλοίο κι εκεί ξέρασα πρώτη φορά. Δεν ξέρω αν ήταν απ' το κούνημα ή απ' το παιδί που τώρα πια ξέρω ότι έχω μέσα μου. Εδώ στο Ναύπλιο η κοιλιά μου όλο και μεγαλώνει.
Λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι ήμουν σε πλοίο, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και μπαίνει ο καπετάν Αργύρης. Αφού μου συστήθηκε, μου 'πε ότι ήταν στην υπηρεσία των Κονταρίνι από χρόνια. Τον είχε ενημερώσει η οικογένεια για το ποια ήμουν -«αρχόντισσα Κονταρίνι» με αποκάλεσε- και ζητούσε τη συνεργασία μου. Προφανώς και τον άρχισα στις απανωτές ερωτήσεις.
«Ο κύριός μου, ο Μαρίνος Κονταρίνι, είπε να σε μεταφέρω, εσένα, τη σύζυγό του, σε σίγουρο μέρος».
«Δηλαδή;»
«Εκεί που η σύζυγός του δε θα κινδυνεύει».
Τον κοίταξα κάπως περίεργα.
«Σου είπε πράγματι “η σύζυγός μου”; Είσαι σίγουρος;»
«Ναι. Γιατί; Δεν είναι έτσι;»