Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

[ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ]

   
    Κοντεύει καλοκαίρι κι εγώ έχω ήδη τρεις μήνες στο Ναύπλιο, στην Πελοπόννησο. Νάπολη της Ρωμανίας το λένε οι Βενετοί, για να το ξεχωρίζουν από τη Νάπολη της Ιταλίας, οι οποίοι κατέχουν την πόλη και τη διαφεντεύουν ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα.
   Έκανα Πάσχα εδώ, μαζί μ' άλλους ευγενείς, Έλληνες και Βενετούς. Οι γιορτές ήταν για μένα μια παρηγοριά. Οι ακολουθίες στον καθεδρικό ναό της άνω πόλης κι η Ανάσταση του Κυρίου μού δημιούργησε μια μικρή αίσθηση ανακούφισης. Ίσως και μια ελπίδα για καλύτερες μέρες. Ο τωρινός διοικητής της πόλης έφτασε λίγο μετά από μένα και μου φέρθηκε, θα έλεγα, σαν να ήταν ο πραγματικός μου πατέρας. Για να μην πω και καλύτερα, δηλαδή, αφού είναι ο πατέρας του Μαρίνου, ο Μπερτούκκιος Κονταρίνι!
   Αλλά νομίζω ότι είναι ώρα να πάρω τα πράγματα από την αρχή. Εξάλλου, εδώ στο Ναύπλιο, μου 'ρθε η ιδέα να γράψω τούτο το βιβλίο. Δεν έχω τίποτα πιο χρήσιμο να κάνω στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου. Έτσι άρχισα να καταγράφω τις πρώτες μου σκέψεις.
   Λοιπόν, ας αρχίσω απ' το σημείο που άφησα την ιστορία μου. Από εκείνη την τελευταία νύχτα που πέρασα μαζί με τον αγαπημένο μου Μαρίνο. Ποτέ δε θα μπορούσα να σκεφτώ ότι θα μου το 'κανε αυτό. Εννοώ ότι θα με νάρκωνε και το ίδιο βράδυ, απ' ό,τι μου 'πε κι ο καπετάνιος αργότερα, θα μ' έβαζε στο πλοίο μαζί με τους άντρες του. Ξύπνησα, το επόμενο μεσημέρι, όταν με χτύπησε στα μάτια ο ήλιος στην καμπίνα του καπετάνιου.
   Στην αρχή έχασα τον κόσμο γύρω μου. Κούναγε το πλοίο κι εκεί ξέρασα πρώτη φορά. Δεν ξέρω αν ήταν απ' το κούνημα ή απ' το παιδί που τώρα πια ξέρω ότι έχω μέσα μου. Εδώ στο Ναύπλιο η κοιλιά μου όλο και μεγαλώνει.
   Λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι ήμουν σε πλοίο, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και μπαίνει ο καπετάν Αργύρης. Αφού μου συστήθηκε, μου 'πε ότι ήταν στην υπηρεσία των Κονταρίνι από χρόνια. Τον είχε ενημερώσει η οικογένεια για το ποια ήμουν -«αρχόντισσα Κονταρίνι» με αποκάλεσε- και ζητούσε τη συνεργασία μου. Προφανώς και τον άρχισα στις απανωτές ερωτήσεις.
   «Ο κύριός μου, ο Μαρίνος Κονταρίνι, είπε να σε μεταφέρω, εσένα, τη σύζυγό του, σε σίγουρο μέρος».
   «Δηλαδή;»
   «Εκεί που η σύζυγός του δε θα κινδυνεύει».
   Τον κοίταξα κάπως περίεργα.
   «Σου είπε πράγματι “η σύζυγός μου”; Είσαι σίγουρος;»
   «Ναι. Γιατί; Δεν είναι έτσι;»

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

Mάιος του 1453

   «Ξυπνήστε κύριε! Ο κύριος Ιωάννης σας καλεί στα τείχη!» είπε ο στρατιώτης που 'τρεχε  μέσα στο σκοτάδι.
   «Τι τρέχει πάλι;» ρώτησε ο Γιόχαν Γκραντ, στριφογυρίζοντας κάτω απ' την κουβέρτα του. «Κι άλλη τουρκική νάρκη βρήκατε; Υπομονή, σε λίγο ξημερώνει!»
   «Κάτι πολύ χειρότερο συμβαίνει, αλλά πρέπει να 'ρθετε να το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια».
   Ο μηχανικός σηκώθηκε απρόθυμα. Φόρεσε τις μπότες που 'χε παρατήσει δίπλα στο κρεβάτι του και παραπατώντας πήγε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Μπροστά του είδε ένα σκούρο σύννεφο και μια ντουζίνα ανθρώπους με μουτζουρωμένα πρόσωπα να κινούνται ανάμεσα στα δέντρα. Ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο, έτριψε τα χέρια του και προσπάθησε να συνέλθει. Λίγο παρακάτω, κοντά στον επόμενο πύργο, νόμισε πως είδε μια παρέα να μαλώνει.
   Όταν πλησίασε, ο Γκραντ αναγνώρισε τη μορφή του Ιουστινιάνη και πολλών άλλων αξιωματικών. Ακουμπισμένοι στις πολεμίστρες, προσπαθούσαν να επιλύσουν κάποιο πολύ σημαντικό θέμα που 'χε προκύψει. Απ' το ύφος τους συμπέρανε ότι κάτι κακό συνέβαινε.
   «Τι τρέχει; Τι συμβαίνει;» ρώτησε σχεδόν αμέσως.
   «Αυτό εκεί συμβαίνει...» απάντησε ο Γενουάτης δείχνοντας προς τη μεριά που 'χε καθίσει το σύννεφο. «Κοιτάξτε καλά και θα δείτε».
   Ο Γιόχαν Γκραντ κοίταξε προς τη μεριά που του 'δειχναν. Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι έβλεπε μια πελώρια σκοτεινή μορφή, αλλά ο καπνός ήταν τόσο πυκνός που δε μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, αφού είχε ορατότητα μόλις λίγων μέτρων. Ξαφνικά, φύσηξε αέρας και το τοπίο καθάρισε. Έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. Μπροστά του πρόβαλε ένας αλλόκοτος και μοναδικός πολιορκητικός πύργος στο χείλος της τάφρου. Ήταν τόσο ψηλός, που ξεπερνούσε κατά μερικά μέτρα τους πύργους του τρίτου τείχους.
   «Θεέ και Κύριε! Τι είναι αυτό το πράγμα!»