Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

Mάιος του 1453

   «Ξυπνήστε κύριε! Ο κύριος Ιωάννης σας καλεί στα τείχη!» είπε ο στρατιώτης που 'τρεχε  μέσα στο σκοτάδι.
   «Τι τρέχει πάλι;» ρώτησε ο Γιόχαν Γκραντ, στριφογυρίζοντας κάτω απ' την κουβέρτα του. «Κι άλλη τουρκική νάρκη βρήκατε; Υπομονή, σε λίγο ξημερώνει!»
   «Κάτι πολύ χειρότερο συμβαίνει, αλλά πρέπει να 'ρθετε να το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια».
   Ο μηχανικός σηκώθηκε απρόθυμα. Φόρεσε τις μπότες που 'χε παρατήσει δίπλα στο κρεβάτι του και παραπατώντας πήγε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Μπροστά του είδε ένα σκούρο σύννεφο και μια ντουζίνα ανθρώπους με μουτζουρωμένα πρόσωπα να κινούνται ανάμεσα στα δέντρα. Ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο, έτριψε τα χέρια του και προσπάθησε να συνέλθει. Λίγο παρακάτω, κοντά στον επόμενο πύργο, νόμισε πως είδε μια παρέα να μαλώνει.
   Όταν πλησίασε, ο Γκραντ αναγνώρισε τη μορφή του Ιουστινιάνη και πολλών άλλων αξιωματικών. Ακουμπισμένοι στις πολεμίστρες, προσπαθούσαν να επιλύσουν κάποιο πολύ σημαντικό θέμα που 'χε προκύψει. Απ' το ύφος τους συμπέρανε ότι κάτι κακό συνέβαινε.
   «Τι τρέχει; Τι συμβαίνει;» ρώτησε σχεδόν αμέσως.
   «Αυτό εκεί συμβαίνει...» απάντησε ο Γενουάτης δείχνοντας προς τη μεριά που 'χε καθίσει το σύννεφο. «Κοιτάξτε καλά και θα δείτε».
   Ο Γιόχαν Γκραντ κοίταξε προς τη μεριά που του 'δειχναν. Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι έβλεπε μια πελώρια σκοτεινή μορφή, αλλά ο καπνός ήταν τόσο πυκνός που δε μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, αφού είχε ορατότητα μόλις λίγων μέτρων. Ξαφνικά, φύσηξε αέρας και το τοπίο καθάρισε. Έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. Μπροστά του πρόβαλε ένας αλλόκοτος και μοναδικός πολιορκητικός πύργος στο χείλος της τάφρου. Ήταν τόσο ψηλός, που ξεπερνούσε κατά μερικά μέτρα τους πύργους του τρίτου τείχους.
   «Θεέ και Κύριε! Τι είναι αυτό το πράγμα!»
   «Αυτό αναρωτιόμαστε κι εμείς...» είπε ο Ιουστινιάνης που 'δειχνε ν' ανησυχεί έντονα.
   «Πώς κατάφεραν να σύρουν όλον αυτό τον όγκο μέχρις εδώ, χωρίς να τους δει κανείς;» ρώτησε ο μηχανικός σαν να μην πίστευε στα μάτια του.
   «Πολύ φοβάμαι ότι δεν τον έσυραν», τόλμησε να δηλώσει ένας Γενουάτης αξιωματικός. «Παίρνω όρκο ότι τον συναρμολόγησαν επιτόπου, κάτω απ' τη μύτη μας».
   Περνούσαν τα λεπτά κι η μέρα ξημέρωνε, φωτίζοντας τον γιγάντιο πύργο, που 'χε στηθεί πάνω σε μια πελώρια, τετράγωνη βάση. Τον έσερναν πάνω σε τέσσερεις πελώριες ρόδες σε κάθε πλευρά, οι οποίες παρέμεναν μισοκρυμμένες στο ανάχωμα που του επέτρεπε απόλυτη ισορροπία. Το ύψος του, σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση του Γκραντ, ήταν γύρω στα είκοσι πέντε μέτρα. Ολόκληρη η κατασκευή ήταν ντυμένη με δέρματα και με φλοιούς δέντρων. Στο μπροστινό μέρος του πύργου υπήρχαν πολεμίστρες  κι ανυψωμένες ράμπες.
   «Είναι εντυπωσιακή μηχανή! Αληθινό έργο τέχνης!» είπε ο μηχανικός, που τον κοίταζε γεμάτος θαυμασμό. «Ούτε ο Αλέξανδρος δε μπορούσε να φτιάχνει τέτοιου είδους πύργους και μάλιστα σε μια μόνο νύχτα!»
   Το τουρκικό στρατόπεδο είχε πλέον ξυπνήσει. Παντού άναβαν φωτιές γιατί ήταν η ώρα της προσευχής για τους μουεζίνηδες. Ακούγονταν τα ντέφια των δερβίσηδων που άρχιζαν τον ξέφρενο, ιερό τους χορό. Στους στάβλους επικρατούσε οργασμός εργασίας. Οι σιδηρουργοί είχαν ξυπνήσει και για πολλοστή φορά ετοίμαζαν τα κανόνια. Δεν είχαν χρόνο πριν αρχίσει ξανά ο γνωστός εφιάλτης. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει χωρίς καθυστέρηση.
   Οι Οθωμανοί άρχισαν να χτυπούν διάφορα σημεία των τειχών. Μια πολυάριθμη ομάδα, μάλιστα, είχε ήδη ανέβει στον πανύψηλο πύργο και πυροβολούσε με τις πιστόλες της, αποδεκατίζοντας τους Έλληνες ακροβολιστές, εξαιτίας φυσικά της πλεονεκτικής θέσης όπου βρίσκονταν. Παράλληλα, εκατοντάδες άνδρες ετοιμάζονταν, στημένοι στη βάση του καινούργιου πύργου, να γεμίσουν την τάφρο με χώμα που 'χαν κουβαλήσει απ' το δικό τους στρατόπεδο.
   «Μα την πίστη μου, κύριε Γκραντ, δε θ' αντέξουμε!» ούρλιαξε ο Ιουστινιάνης, ενώ συγχρόνως κατέβαινε τις σκάλες τρέχοντας για να βρει καταφύγιο. «Τι θα κάνουμε;»
   Για πολλοστή φορά, ο Ιουστινιάνης είχε απόλυτο δίκιο. Η σατανική μηχανή που ο σουλτάνος είχε βάλει σε λειτουργία, πάνω στο εύθραυστο Μεσοτείχιο, τους ανάγκαζε να πέσουν στο πάτωμα και να προσπαθήσουν να κρυφτούν για να γλιτώσουν.
   Για τις επόμενες ώρες, με τους στρατιώτες στριμωγμένους πίσω απ' τα τείχη, οι Τούρκοι συνέχιζαν να δουλεύουν χωρίς να κουράζονται, να ρίχνουν τόνους πέτρες και κορμούς μέσα στην τάφρο και να ρίχνουν κανονιές ακατάπαυστα. Δεν τους άφηναν να πάρουν ανάσα. Το μεσημέρι κατέφθασε ο αυτοκράτωρ συνοδευόμενος απ' το Θεόφιλο και τον δον Φρανσίσκο του Τολέδου. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και διάχυτη η ανησυχία.
   «Υπάρχει μονάχα μια λύση...» είπε ο Γκραντ. «Πρέπει να καταστρέψουμε τον πύργο, να του βάλουμε φωτιά».
   «Τι προτείνετε, κύριε Γκραντ;» ρώτησε ο δον Φρανσίσκο του Τολέδου, χωρίς να χάσει την αυτοκυριαρχία του.
   «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει και δε μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι θα λειτουργήσει. Είναι παρακινδυνευμένο», εξήγησε ο μηχανικός γεμάτος θλίψη. «Πρέπει να βγούμε αργά τη νύχτα, να πάμε μέχρι εκεί, να σκορπίσουμε μπαρούτι στη βάση, να ποτίσουμε με πίσσα τον πύργο και να του βάλουμε φωτιά».
   «Δεν ξέρω αν θα λειτουργήσει ή αν πρόκειται τελικά γι' αυτοκτονία, αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή», συμφώνησε ο Ιουστινιάνης.
   «Πόσους άνδρες θα χρειαστείτε;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος, ο οποίος δεν ήξερε αν έπρεπε να συμφωνήσει με το συγκεκριμένο σχέδιο. Άλλωστε, κάθε άνδρας που σκοτωνόταν στο πεδίο της μάχης, αποτελούσε ένα ακόμη καρφί που καρφωνόταν βαθιά στην καρδιά του.
   «Γύρω στους δέκα, μεγαλειότατε».
   Η πρόταση του Γκραντ βρήκε σύμφωνη την πλειοψηφία. Για το υπόλοιπο της μέρας, θ' ασχολούνταν με προετοιμασίες και τις λεπτομέρειες της αποστολής.
   Νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας, μια κρυφή είσοδος του κάστρου, εκατό μέτρα αριστερότερα του πύργου, άνοιξε αθόρυβα. Δέκα Έλληνες βγήκαν έρποντας, χωρίς πανοπλίες ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα, ντυμένοι με ρούχα στο χρώμα του χώματος και με φούμο στο πρόσωπο. Κατάφεραν να φτάσουν σχεδόν αμέσως στον πυργίσκο που βρισκόταν στην άκρη της τάφρου και να κρυφτούν για λίγο εκεί, ενώ στη συνέχεια, άρχισαν να γλιστρούν σιγά - σιγά και προσεκτικά για να φτάσουν στον πασσαλοφράχτη. Ο καθένας τους τσουλούσε από ένα μεγάλο βαρέλι καλυμμένο με ύφασμα. Κουβαλούσαν, επίσης, και μια ξύλινη εξέδρα δεμένη στις πλάτες τους. Χρειάστηκε μια ώρα για να διανύσουν έρποντας εκείνα τ' ατέλειωτα εκατό μέτρα.
   Όταν έφτασαν στο στόχο, δυο απ' αυτούς, που 'χαν τεθεί επικεφαλής, ανέβηκαν στον πυργίσκο κι έπεσαν στο νερό, για να βγουν στην άλλη άκρη του πύργου, που ήταν σαν βάλτος απ' το χώμα που 'χαν πετάξει μέσα οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι πίστευαν ότι ο πύργος τους ήταν απόρθητος και δεν είχαν αφήσει παρά μόνο τρεις φρουρούς κοντά του. Ο ένας, μάλιστα, κοιμόταν. Τον μαχαίρωσαν σκύβοντας από πάνω του και κλείνοντας το στόμα του για να μην ακουστούν οι φωνές του. Έπειτα, τα μαχαίρια τους σκότωσαν και τους υπόλοιπους δύο. Έχοντας πλέον ανοίξει δρόμο, οι Έλληνες πέρασαν την τάφρο, φροντίζοντας τα βαρέλια τους να κυλούν πάντα πάνω στις ξύλινες εξέδρες.
   Όταν μπήκαν τελικά στον πύργο, διαπίστωσαν ότι τον είχαν γεμίσει πέτρες, για να μην πέσει απ' τις πολλαπλές βολές και τα χτυπήματα που δεχόταν. Χωρίς να μιλούν καθόλου και σχεδόν στα τυφλά, σκόρπισαν το μπαρούτι που κουβαλούσαν μέσα στα εφτά βαρέλια. Η πίσσα που υπήρχε στα υπόλοιπα, ήταν απαραίτητη. Μ' αυτήν πότισαν τους κορμούς και τα εγκάρσια τμήματα του πύργου. Τέλος, άνοιξαν το παραπόρτι του πύργου που επέτρεπε την πρόσβαση μέσα στην τάφρο, αφήνοντάς την ορθάνοιχτη όταν έφυγαν. Όταν είχαν απομακρυνθεί μερικά μέτρα, έκαναν σινιάλο πως όλα είχαν πάει καλά.
   Απ' τις πολεμίστρες πέταξαν αναμμένα βέλη μέσα στη νύχτα, αναζητώντας το μπαρούτι για να τ' ανάψουν.
   Ο πύργος του σουλτάνου ξαφνικά πήρε φωτιά, μετατράπηκε σε γιγαντιαίο δαυλό. Τίποτε δεν πρόλαβαν να κάνουν οι Τούρκοι για να σώσουν την πολιορκητική τους μηχανή, την οποία είχαν κατασκευάσει εκατοντάδες άνδρες μέσα σε δυο νύχτες, την είχαν μεταφέρει μ' απόλυτη μυστικότητα και την είχαν συναρμολογήσει κομμάτι - κομμάτι. Τα ξημερώματα, ο πύργος δεν ήταν παρά ένα γιγάντιο κούτσουρο που 'χε καεί, δημιουργώντας ταραχή στην καρδιά του Μωάμεθ. Ο σουλτάνος, που δε μπορούσε να πιστέψει το θράσος των Ελλήνων, πλησίασε στο τείχος του Θεοδοσίου, που 'χαν ήδη αναστηλώσει.
   Δεν ήθελε και δε μπορούσε να πιστέψει αυτό που 'χε συμβεί.
   «Ακόμη κι αν μου το ορκίζονταν οι τριάντα επτά χιλιάδες προφήτες, δε θα το πίστευα!»  τον άκουσαν να λέει οι βεζίρηδές του γεμάτοι φόβο, επειδή ήξεραν ότι μπορεί να ξεσπούσε την οργή του πάνω τους.

   Ο ιερέας του παρεκκλησιού της Αγίας Ειρήνης τους κοίταξε σαστισμένος. Πολλές βδομάδες πριν, ή ακόμη και μήνες, όσο τουλάχιστον κατάφερνε να θυμηθεί, κανείς δεν είχε πλησιάσει στην εκκλησία με χαμέγελο στα χείλη. Ο ναός γέμιζε καθημερινά, κυρίως τις ώρες των λειτουργιών, όταν χτυπούσαν οι καμπάνες. Ήταν όλοι τους κάτοικοι των γειτονικών σπιτιών. Η ενορία είχε διπλασιαστεί σε μέγεθος από τότε που στην Αγία Σοφία γίνονταν λειτουργίες μόνο στα Λατινικά. Ο κόσμος ερχόταν για να βρει παρηγοριά, σαν να πήγαινε περισσότερο σε κηδεία, παρά στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
   «Θέλετε να σας παντρέψω;» ρώτησε ο πατήρ Ματθαίος.
   «Ναι, θέλουμε...» απάντησε ο Στέλιος σίγουρος για την απόφασή του. «Το ξέρω ότι θα 'πρεπε να σας επισκεφτούμε τρεις φορές και να το κάνουμε σύμφωνα με το τυπικό. Έχουμε, όμως, μαζί μας τις βέρες και θέλουμε να μας παντρέψετε».
   «Είσαι σίγουρη, κόρη μου;» ρώτησε ο κληρικός την Ειρήνη. «Θέλεις να σε παντρέψω... τώρα;»
   «Ναι, πάτερ. Αυτή τη στιγμή, αν νομίζετε ότι μπορείτε».
   «Δε μπορώ ν' αρνηθώ την τέλεση του συγκεκριμένου μυστηρίου, αλλά θα 'θελα να μου απαντήσετε πρώτα σε μια ερώτηση...» συνέχισε ο ιερέας με φωνή που 'λεγε ξεκάθαρα ότι δε σκεφτόταν ν' αποφύγει τη δημόσια αναγγελία του γάμου.
   «Δηλαδή;» ρώτησαν μαζί ο Στέλιος κι η Ειρήνη.
   «Θέλω να μου πείτε ποιος είναι ο λόγος που σας έκανε ν' αποφασίσετε να δεθείτε με τα δεσμά του γάμου, ενώ η πόλη περνά τόσο δύσκολες μέρες;» ρώτησε ο Ματθαίος.
   Τους κοίταξε στα μάτια για να διαπιστώσει αν του 'λεγαν την αλήθεια.
   «Δεν πρέπει ν' αγνοήσετε αυτή τη λεπτομέρεια», συνέχισε. «Ίσως αύριο να χωρίσετε και μάλιστα για πάντα και για λόγους απροσδόκητους. Ζούμε δύσκολα χρόνια και χώρος υπάρχει μόνο για την απελπισία, τη μετάνοια και τον πανικό.
   Ο Στέλιος κι η Ειρήνη κοίταξαν ο ένας τον άλλον για μερικά δευτερόλεπτα, ξεχνώντας ότι βρίσκονταν σε μια απ' τις πιο ωραίες εκκλησίες της πόλης. Η ατμόσφαιρα μύριζε γλυκό μύρο, λιβάνι και κερί που καιγόταν. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή και τίποτα δεν προανήγγειλε το φοβερό μέλλον που περίμενε τον κόσμο τους. Χωρίς να πουν κουβέντα, μονάχα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια, θυμήθηκαν ξανά αυτά που 'χαν ζήσει και που τους έκαναν να καταλήξουν εκεί. Θυμήθηκαν πώς είχαν γνωριστεί, τις δυο υπέροχες βδομάδες που 'χαν μοιραστεί.
   Η τραχιά φωνή του πατέρα Ματθαίου τους επανέφερε στην πραγματικότητα. Τους κοίταζε γεμάτος ανυπομονησία, καθώς περίμενε την απάντησή τους.
   «Λοιπόν;» τους ρώτησε.
   «Πάτερ, δε θέλουμε να παντρευτούμε απλά και μόνο επειδή αγαπιόμαστε ή επειδή ο κόσμος γύρω μας καταρρέει και το πιο σίγουρο είναι ότι θα πεθάνουμε...» είπε εκείνος. «Θα 'ναι φοβερό για μας να πεθάνουμε χωρίς να πούμε στο Θεό πόσο πολύ αγαπιόμαστε».
   Ο ιερέας σάστισε. Δεν περίμενε μια τόσο ώριμη και πειστική απάντηση. Ήξερε ότι τα δυο αυτά παιδιά είχαν δίκιο, ο κόσμος ετοιμαζόταν να καταρρεύσει, αλλά ο κληρικός αναρωτιόταν γιατί δεν είχε καλάβει πως η αγάπη είχε τη δύναμη να ζει και μετά το θάνατο κάθε επίγειου βασιλείου. Είχε μπροστά του δυο νέα παιδιά, αποφασισμένα να υπηρετήσουν τον έρωτά τους μέσα στο απόλυτο χάος και τότε ένοιωσε τυφλός μπροστά τους. Ο κόσμος τους πράγματι, μέρα με τη μέρα, γκρεμιζόταν απ' τα κανόνια του σουλτάνου και μαζί του έπεφταν τα τείχη της απόλυτης τάξης, η αντανάκλαση ενός κοσμικού αρχετύπου. Τα πάντα σκορπούσαν, μαζί τους η πίστη κι η ελπίδα, αφήνοντας χώρο μονάχα για το κλάμα. Ο Ματθαίος θυμήθηκε το θαύμα της προηγούμενης μέρας. Ένα ξεκάθαρο σημάδι απ' τους ουρανούς. Σημάδι αδιαμφισβήτητο. Χιλιάδες άτομα το 'χαν θεωρήσει θεϊκό σημάδι κι είχαν γονατίσει σε δρόμους, σε ταράτσες, σε εισόδους ναών, σ' αγορές και στα τείχη. Όλοι είχαν καταλάβει ότι το τέλος πλησίαζε. Εκείνος, όμως, αρνιόταν να το πιστέψει, αλλά τώρα πια δε μπορούσε να κάνει πίσω. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Μαΐου και ημέρα Τρίτη, που ο κόσμος ήταν εξαντλημένος απ' την προσπάθεια, απ' τις επιδιορθώσεις των τειχών, απ' τη φροντίδα τραυματιών κι απ' την έλλειψη ύπνου, ο ουρανός μίλησε. Το φεγγάρι φάνηκε στο στερέωμα κι αμέσως μετά έγινε ολική έκλειψη. Γεννήθηκε, όμως, φωτεινό και γεμάτο, υπέρλαμπρο. Έλουσε τον κόσμο με το γλυκό του φως. Αλλά μια σκοτεινή σκιά, ντροπαλά στην αρχή κι αδίστακτα στη συνέχεια, προχώρησε και το κάλυψε, το εξαφάνισε ολόκληρο, έσβησε το φως του, το σκοτείνιασε. Μόνο ένα μικρό κομμάτι του παρέμενε ορατό, λεπτό σαν κλωστή ασημένια, σαν τις χιλιάδες ημισελήνους που κοσμούσαν τα λάβαρα των Τούρκων μπροστά στα τείχη.
   Το στρατόπεδο των εκατό χιλιάδων Μουσουλμάνων έμοιαζε με πόλη γεμάτη σκίαστρα και τέντες. Όλοι μαζί είχαν αρχίσει να δοξάζουν τον Αλλάχ για το σημάδι που τους είχε στείλει, επειδή άνοιγε μπροστά τους τις πύλες του παραδείσου και της κατάκτησης. Χόρευαν και τραγουδούσαν κάτω απ' το μαγικό φεγγάρι που έμοιαζε να ευλογεί τις προσπάθειες και τα βάσανά τους. Βδομάδες ολόκληρες, παρά την υπομονή και την επιμονή τους, περνούσαν διάφορα μαρτύρια απ' τους Χριστιανούς, που ήξεραν ότι δε θ' άντεχαν ως το τέλος, αλλά συνέχιζαν να παλεύουν. Οι πύργοι τους είχαν αποτύχει, τα τούνελ που έσκαβαν είχαν εντοπιστεί και καταστραφεί, ενώ ο στόλος τους δεν είχε ξεπεράσει ποτέ το εμπόδιο της βαριάς καδένας που σφράγιζε το Χρυσό Κέρας. Έβλεπαν καθημερινά τους Βυζαντινούς να κάνουν το ψέμα αλήθεια, να ξαναχτίζουν τα βράδια όσα εκείνοι είχαν γκρεμίσει τη μέρα. Εν τέλει, όμως, ο Αλλάχ τους επεφύλασσε το μεγαλύτερο δώρο απ' όλα, είχε βάλει το χεράκι του και τους έστελνε ουράνιο σημάδι. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη κι ακουγόταν μέχρι την Ανατολία, βυθίζοντας τη βασιλεύουσα στην απόλυτη απελπισία.
   Οι Έλληνες γνώριζαν τα πάντα για την προφητεία...
   “Η Αυτοκρατορία θα πέσει, όταν βασιλεύσει κάποιος Κωνσταντίνος, γιος της Ελένης, για να κλείσει ο κύκλος που άνοιξε ο πρώτος Κωνσταντίνος· και τ' ολόγιομο φεγγάρι σημάδι θα στέλνει από ψηλά”.
   Το σημάδι ήταν ολέθριο, αλλά δεν ήταν λίγοι εκείνοι που δε θεωρούσαν την προφητεία έγκυρη και συνέχιζαν να πιστεύουν πως η Αυτοκρατορία χρειαζόταν ακόμη δεκαετίες πολλές για να καταρρεύσει. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Ελλήνων, η χρονιά ήταν το 6962 απ' τη μέρα που δημιουργήθηκε ο κόσμος απ' το Μέγα Αρχιτέκτονα και το τέλος του κόσμου θα γινόταν το 7000. Κανένας, όμως, στην Κωνσταντινούπολη δε μπορούσε να παρηγορηθεί απ' τη συγκεκριμένη εκδοχή. Όλοι την αμφισβητούσαν.
   Ο αυτοκράτωρ, παρατηρώντας το φαινόμενο απ' τον εξώστη του παλατιού, ήξερε ότι σύντομα θα συναντούσε το πεπρωμένο του κι ήθελε να το κάνει αξιοπρεπώς.
   «Η πορφύρα αποτελεί το πιο χυδαίο σάβανο...» ψιθύριζε.
   «Θα σας παντρέψω. Έχετε δίκιο...» αποφάσισε ο πατήρ Ματθαίος. «Μήνες ολόκληρους προσπαθώ να διασκεδάσω τις σκέψεις και τα κλάματα των πιστών, να τους πείσω ότι ο Ιησούς κι η Παρθένος δε θα εγκαταλείψουν ποτέ την πόλη σε χέρια Μωαμεθανών. Τώρα πια, δεν είμαι σίγουρος για τίποτε. Ο Θεός μας εγκατέλειψε».
   Ο ιερέας τους άφησε μόνους για λίγο. Δυο διάκονοι ετοίμασαν την Αγία Τράπεζα, τοποθετώντας το σταυρό στο κέντρο, μαζί με το Ευαγγέλιο, τις βέρες, δυο στέφανα, μια κύλικα και δυο μικρά, λευκά κεριά. Κατόπιν, ρώτησαν αν ήθελαν να γίνουν κουμπάροι τους.
   «Καλύτερους δε θα μπορούσαμε να 'χαμε διαλέξει...» απάντησε η Ειρήνη χαμογελώντας.
   Άναψαν τα κεριά, σημάδι της θέλησης του ανθρώπου να δεχτεί στην ψυχή του το Χριστό. Ο πατήρ Ματθαίος, κρατώντας τις βέρες στο δεξί του χέρι, σχημάτισε το σημάδι του σταυρού πάνω απ' τα κεφάλια τους. Οι διάκονοι, όσο εκείνος έψαλλε τη λειτουργία παρακαλώντας για την ευημερία του ζεύγους, τους άλλαξαν τρεις φορές τις βέρες, απ' τον ένα στον άλλο. Η κίνηση αυτή συμβολίζει ότι την αδυναμία του ενός θα τη συμπληρώνει ο άλλος· πως η ατέλεια του ενός θα σβήνεται στην τελειότητα του άλλου· ότι η θλίψη του ενός θα ξεχνιέται με του άλλου τη χαρά. Συνέχισαν τις προσευχές και τις ικεσίες. Ο Ματθαίος διάβαζε αποσπάσματα απ' το Γάμο της Κανά. Μοιράστηκαν κρασί απ' το ίδιο ποτήρι κι έκαναν τρεις φορές το γύρο της Αγίας Τράπεζας. Τέλος, σταύρωσαν τα χέρια τους κι άλλαξαν στέφανα, τα οποία ήταν ενωμένα με μια κορδέλα, σύμβολο της κοινής τους μοίρας και της θυσίας του ενός για τον άλλο. Οι κουμπάροι τούς τ' άλλαξαν τρεις φορές, σφραγίζοντας την τελετή. Ακολούθως, τους πρόσφεραν με δυο μικρά κουταλάκια μέλι κι αμύγδαλα.
   Μετά το πέρας της τελετής, ο Ματθαίος τους ξεπροβόδισε απ' την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης και τους ευχήθηκε να ζήσουν πολλά χρόνια κι ευτυχισμένα. Στάθηκε και τους είδε να χάνονται χεράκι - χεράκι στο βάθος του δρόμου. Τους σταύρωσε και μπήκε ξανά στην εκκλησία του.
   «Και τώρα, τι κάνουμε, αγάπη μου;» τον ρώτησε εκείνη.
   «Πάμε στον Οίκο των Βοτανολόγων, στη ρεγιώνα των Βλαχερνών...»

   Είχε ήδη νυχτώσει κι ο Νίκος βρισκόταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Είχε περάσει όλη τη μέρα, προσπαθώντας ν' ανασκευάσει τις τελευταίες σειρές του παλιμψήστου. Ήταν πράγματι μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Στο διπλανό τραπέζι, ο Μπερνάρ διάβαζε μια πραγματεία αραβικής αστρονομίας, γυρίζοντας τα χοντρά της φύλλα με προσοχή, ακολουθώντας με το δάχτυλο τις λεπτομερείς περιγραφές που αναφέρονταν στην κίνηση σωμάτων και πλανητών. Δε διέθετε αρκετές γνώσεις μηχανικής των ουρανίων σωμάτων, αλλά ήταν αρκετές ώστε να μην αναγάγει κάθε φαινόμενο σε θεϊκό σημάδι. Κοίταξε τους πλανήτες στα χαρακτικά του βιβλίου.
   «Να ξέρεις, Νίκο, ότι το αποψινό φαινόμενο...» δήλωσε «... έχει να κάνει με την παρεμβολή κοσμικού σώματος. Ίσως η Γη να...»
   «Τι σημασία έχει ποια είναι η αιτία του αστρονομικού φαινομένου ή της προφητείας!» απάντησε σε υποτιμητικό τόνο ο Νίκος. «Αφού οι συνέπειες παραμένουν ίδιες: έσπειρε παντού τον πανικό. Αυτό τουλάχιστον είναι σίγουρο... Ή μήπως κάνω λάθος;»
   Ο Μπερνάρ ανασήκωσε τους ώμους κι έκλεισε την πραγματεία. Για πρώτη φορά, παραδέχτηκε ότι ο φίλος του είχε δίκιο. Ένοιωθε εξαντλημένος. Τις τρεις τελευταίες μέρες είχε περάσει άπειρες ώρες στο νοσοκομείο του Αγίου Ρωμανού. Ο τρόμος κι η αγωνία τον είχαν φέρει κοντά με τον Εμμανουήλ, ο οποίος φρόντιζε να τον συμβουλεύεται σε κάθε περίπτωση. Τα βράδια, στο γυρισμό απ' τις Βλαχέρνες, έκλεβε πάντοτε ώρες απ' τον ύπνο του, για να προετοιμάσει τις λιγοστές συνταγές για τις οποίες υπήρχαν ακόμη υλικά. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, όμως, τα φλασκιά είχαν αδειάσει και κανείς κάτω απ' τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν ήταν διατεθειμένος να συλλέξει βότανα, όσα χρήματα κι αν του προσέφεραν.
   Ετοιμάζονταν να φύγουν, όταν είδαν δυο σκιές να περνούν το κατώφλι τους. Ο Νίκος τρόμαξε κι άρπαξε ό,τι βρήκε μπροστά του για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
   «Μου φαίνεται ότι θέλεις να με ξεκάνεις, παλιόγερε, ή μήπως κάνω λάθος; Άσε με, όμως, να σ' αγκαλιάσω πριν το κάνεις!» άκουσε μια πολύ γνωστή φωνή να του λέει.
   «Στέλιο; Εσύ είσαι; Πού είχες πάει, βρε κάθαρμα; Σίγουρα θα σ' άνοιγα το κεφάλι, θα σου 'σπαγα τα κόκκαλα!» φώναξε ο Κρητικός γεμάτος χαρά.
   «Δάσκαλε Βιλιέ... Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!»
   «Το 'ξερα ότι αργά ή γρήγορα θα σε ξανάβλεπα», του 'πε ο γιατρός, πλησιάζοντας για να τον αγκαλιάσει. «Βλέπω ότι δεν είσαι μόνος...»
   «Φυσικά... Να σας συστήσω την Ειρήνη... Μόλις παντρευτήκαμε», είπε ο Στέλιος τραβώντας τη γυναίκα του.
   «Ο Στέλιος μου μιλά συνεχώς για σας», τους είπε εκείνη ντροπαλά.
   «Παντρεύτηκες, Στέλιο;» ρώτησε ο Νίκος που 'χε μείνει έκπληκτος. Κοίταξε για μια στιγμή την Ειρήνη. «Δε μου κάνει εντύπωση! Κι εγώ, αν έβρισκα τέτοια γυναίκα, θα παντρευόμουν!» είπε και γέλασε δυνατά.
   Η Ειρήνη τον ευχαρίστησε κατεβάζοντας ευγενικά τα μάτια. Είχε γίνει κατακόκκινη σαν παντζάρι. Ο Μπερνάρ τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της, γιατί δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Για μια στιγμή, η ήρεμη ομορφιά του προσώπου της του θύμισε την Κλαιρ.
   «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σας βλέπω. Χαίρομαι, επίσης, που είστε καλά...» τον διαβεβαίωσε ο γιατρός. «Πάμε κάτω να πιούμε λίγο κρασί. Έχουμε πολλά να πούμε ο ένας στον άλλον».
   «Φέραμε μαζί μας ψάρια και μια πλεξούδα σκόρδα...» είπε ο νεαρός. «Η Ειρήνη έχει ένα φίλο ψαρά, που βγαίνει νωρίς το πρωί για να ρίξει τα δίχτυα του».
   Όταν ο Νίκος άκουσε για φαγητό, το πρόσωπό του έλαμψε. Γελώντας κατέβηκαν στην κουζίνα. Υπήρχε ακόμη λίγο κρασί Μυτιλήνης, ψωμί και λάδι. Ο Στέλιος άναψε τη φωτιά, ενώ η Ειρήνη κι ο Μπερνάρ καθάριζαν την εστία απ' τις στάχτες. Ο Κρητικός είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζει τις κατσαρόλες. Μιλούσαν ακατάπαυστα, προσπαθώντας να μάθουν ο ένας τα νέα του άλλου. Ήθελαν να μάθουν τι είχε συμβεί τις δυο τελευταίες βδομάδες. Μετά από λίγο, ο χώρος μύριζε ψάρι αρωματισμένο με νάρδο και κόλιανδρο. Όσο περίμεναν, για να ξεγελάσουν την πείνα τους, έτρωγαν φασόλια με σκόρδο, που 'χαν περισσέψει απ' την προηγούμενη.
   «Είδατε απόψε το σημάδι στον ουρανό;» ρώτησε ο Στέλιος.
   «Ναι, και λίγο πριν έρθετε, ο Μπερνάρ έστυβε το μυαλό του για να εξηγήσει μ' επιστημονικό τρόπο τι είχε συμβεί...» είπε ο Νίκος προσποιούμενος τον Γάλλο. «Όπως καταλαβαίνεις, όμως, δεν τα κατάφερε, αφού το μυαλό του δε λειτουργεί».
   «Κι όμως... είναι κακό σημάδι», είπε η Ειρήνη. «Η πόλη μας θα πέσει».
   «Περάσαμε απ' το λιμάνι για να 'ρθουμε εδώ», τους εξήγησε ο Στέλιος. «Επικρατεί μεγάλη αναστάτωση, γιατί ένα καράβι που 'φυγε μέρες πριν, γύρισε χωρίς καμιά είδηση, χωρίς να δει πανί ή γαλέρα στον ορίζοντα. Μείναμε μόνοι».
   «Όλος ο κόσμος πιστεύει ότι μέσα σε λίγες ώρες ή μέρες, η πόλη θα δεχτεί μαζική επίθεση και θα καταστραφεί...» συνέχισε ο Μπερνάρ που 'τρωγε ακόμη και το τελευταίο λέπι. «Δεν υπάρχει περίπτωση ν' αλλάξουν τα πράγματα. Αυτή είναι η μοίρα μας».
   «Δηλαδή; Εγώ δε θέλω να πεθάνω. Ποτέ δε σκέφτομαι το θάνατο και τώρα έχω πολλούς λόγους για να μην πεθάνω!» είπε ο Στέλιος κοιτάζοντας για ώρα την αγαπημένη του. «Τις τελευταίες μέρες είχα την ευκαιρία να μιλήσω μ' ένα σωρό ναυτικούς κι όλοι τους έχουν αποφασίσει τι θα κάνουν όταν πέσουν τα τείχη. Θ' ανοίξουν πανιά και θα σαλπάρουν».
   «Δε θα τους κυνηγήσει ο τουρκικός στόλος;» ρώτησε ο Νίκος. «Τον ξέχασες κιόλας;»
   «Όχι, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι, αν προσπαθήσουμε να φύγουμε για να σωθούμε, δεν αποκλείεται να τα καταφέρουμε. Αν μείνουμε, θα πεθάνουμε και μάλιστα με φριχτό τρόπο» είπε ο νεαρός στο γιατρό. «Θέλω να σας ζητήσω, όμως, μια χάρη, δάσκαλε...»
   «Ό,τι θέλεις. Τι τρέχει;»
   «Δεν είναι δύσκολη υπόθεση να φτάσει κανείς στο λιμάνι από 'δω που βρισκόμαστε. Θα φύγουμε απ' την Πύλη της Αγίας Θεοδοσίας. Θέλω, λοιπόν, να μας επιτρέψετε να μείνουμε εδώ».
   «Αυτό ήταν όλο;» είπε γελώντας ο γιατρός. «Κι εγώ που νόμιζα ότι θα μου ζητούσες κάτι δύσκολο. Το σπίτι αυτό είναι δικό σας, Στέλιο κι Ειρήνη».
   Ο νεαρός χάρηκε ειλικρινά με την απάντηση.
   «Ξέρετε κάτι; Οι άντρες που σας επιτέθηκαν...» άρχισε να λέει ο νεαρός, «εισέβαλαν πριν από μια βδομάδα στο σπίτι της Ειρήνης. Βρήκαμε το σπίτι άνω - κάτω. Τα τελευταία βράδια κοιμηθήκαμε μ' αμπαρωμένη την πόρτα».
   «Αναρωτιέμαι τι ακριβώς αναζητούν με τόσο πάθος...» είπε ο Μπερνάρ, προσπαθώντας να μη δείξει στο Στέλιο ότι κάτι υποψιαζόταν.
   «Αυτό που ψάχνετε κι εσείς, δάσκαλε...»
   Ο Νίκος κι ο Μπερνάρ έμειναν άναυδοι, ενώ κι οι δυο συγχρόνως κάρφωσαν τα μάτια τους πάνω του.
   «Δηλαδή;»
   Ο Στέλιος έσπρωξε ψίχουλα κι υπολείμματα φαγητού απ' το τραπέζι κι έβγαλε απ' το πουκάμισό του ένα μικρό σακουλάκι και τ' άφησε πάνω.
   «Αυτό δεν ψάχνετε;»
   Στάθηκαν ακίνητοι κι αμίλητοι. Μετά από λίγο, ο Μπερνάρ άνοιξε το σακουλάκι...
   Επιτέλους, είχε για πρώτη φορά μπροστά του ένα ζωντανό θρύλο.
   Ήταν το τρίτο Δάκρυ του Καρσέμπ.
   Δεν τολμούσε να τ' αγγίξει. Απλά το κοίταζε, αφήνοντας το βλέμμα του ν' απολαύσει την εξαιρετική του διαφάνεια. Από μέσα του έβγαινε ένα απαλό φως. Ήταν σαν κάτι ζωντανό. Ο Νίκος είχε παγώσει, σαν να ταξίδευε σε κόσμο μαγικό, αφού μόλις που ανάσαινε. Έμειναν έτσι για πολύ ώρα, ώσπου η περιέργεια της Ειρήνης, υπερνικώντας το εμπόδιο της ντροπής, την έκανε να μιλήσει και να τους επαναφέρει στην πραγματικότητα.
   «Τι σόι πράγμα είναι αυτό;» ρώτησε τρομοκρατημένη. Γύρισε και κοίταξε το γιατρό.
   «Ένα ζωντανό θαύμα...» της απάντησε ο Μπερνάρ, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του απ' τ' άστρο.
   «... ή, ίσως, μια κατάρα απ' τον ουρανό», δήλωσε ο Νίκος, σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι.
   «Τι είναι όμως; Πολύτιμος λίθος;» ρώτησε ο Στέλιος που δεν άντεχε άλλο. «Αναρωτήθηκα το ίδιο πράγμα άπειρες φορές. Δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται, αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι πολύτιμο. Το 'δαμε ν' αστράφτει, να μας τυφλώνει. Κι όταν συνέβη αυτό λίγες μέρες πριν, η Ειρήνη κι εγώ είδαμε ένα ανεξήγητο όραμα».
   «Νομίζω ότι μας πήγε στο παρελθόν...» πήρε το λόγο η Ειρήνη.
   Ο Μπερνάρ κατάφερε κάποια στιγμή να πάρει τα μάτια του απ' το Δάκρυ του Καρσέμπ. Δεν ήξερε τι να πει, δε μπορούσε να συμμετάσχει στη συζήτηση. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και στο Νίκο. Άκουγαν την εντυπωσιακή αφήγηση των δυο παιδιών, σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο γύρω τους.
   «Είναι γαλάζιο, αλλά κοκκινίζει», παρατήρησε ο Μπερνάρ σαν χαμένος.
   «Ανεξήγητο φαινόμενο...» συνέχισε ο Στέλιος. «Σας ορκίζομαι ότι τ' αστέρι αυτό ήταν γαλάζιο, έντονα γαλάζιο, σαν τα νερά της Προποντίδας. Από χτες, όμως, όταν σκοτείνιασε το φεγγάρι, άλλαξε χρώμα μπροστά στα μάτια μας».
   «Έτσι όπως το λέει έγινε...» τον διέκοψε η Ειρήνη.
   «Στέλιο, θέλω να μ' ακούσεις», του 'πε ο Μπερνάρ, «υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις. Κατ' αρχάς, σ' ευχαριστώ που μας το 'φερες και δεν υπάρχει λόγος να μου εξηγήσεις γιατί έλειψες. Φαντάζομαι ποιος μπορεί να 'ναι ο λόγος. Τους τελευταίους μήνες αναρωτιόμουν συχνά για ποιο λόγο ήρθα σ' αυτή την πόλη. Είχα ακούσει να μιλούν για τ' αστέρι αυτό άπειρες φορές κι ήξερα ότι αν το 'χα μπροστά μου, θ' απαλλασσόμουν από ένα βάρος που κουράζει την ψυχή μου, απ' τις αναμνήσεις που σέρνω σ' όλη μου τη ζωή. Φοβόμουν και συνεχίζω να φοβάμαι. Καταλαβαίνω, όμως, πως ίσως να πίστεψες ότι με το πετράδι αυτό θα μπορούσες να σώσεις τη ζωή σου, μαζί και της Ειρήνης. Πολλές φορές, η ζωή δε μας αφήνει το περιθώριο να διαλέξουμε και για όλα αυτά δε φταις εσύ. Αλλά δεν πρέπει να κάνεις λάθος, γιατί καμιά φορά η βιασύνη μάς σκοτώνει. Το καλύτερο που 'χεις να κάνεις, είναι να σκέφτεσαι πριν πράξεις. Έτσι ακριβώς έκανες σήμερα, αφού μας έμαθες τι σημαίνει ορθή σκέψη. Απ' την άλλη πλευρά, θέλω να ξέρεις ότι δε σου ανήκει, δεν είναι δικό σου το γαλάζιο άστρο. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι θα εξαφανιστεί σε λίγες μέρες. Προς το παρόν, όμως, η μοίρα του είναι δεμένη με τη μοίρα αυτής εδώ της πόλης...»
   «Δεν πρέπει ν' αμφιβάλλεις», συνέχισε ο Νίκος. «Το επιβεβαιώνει η αλλαγή του χρώματος...»
   Ο γιατρός τους ανέφερε όλα όσα γνώριζε γύρω απ' τα Δάκρυα του Καρσέμπ. Θυμήθηκε την εποχή που 'χε γνωριστεί με το Νίκο. Ο Κρητικός τον είχε καλέσει να εγκατασταθεί στο σπίτι του στην Αλεξάνδρεια και να συνεχίσει τις σπουδές του. Η πόλη άλλαξε τη ζωή του Μπερνάρ. Είχε κτιστεί και ξανακτιστεί πάνω σε ερείπια παλιότερων πόλεων κι έμοιαζε με πολιτισμικό χωνευτήρι, με τόπο συνάντησης επιστημόνων, οραματιστών, φιλοσόφων, γιατρών, μάγων, θεραπευτών κι αστρονόμων· η λογική κι η απάτη, η θρησκεία κι ο μυστικισμός συνυπήρχαν παντού. Στην πόλη άκουγες όλες τις γλώσσες του κόσμου, γινόταν ανταλλαγή γνώσεων και φυλών. Η πόλη του Αλεξάνδρου ήταν μια μικρή Βαβέλ.
   Κάποια μέρα, ο Νίκος κι ο Μπερνάρ εντελώς συμπτωματικά γνώρισαν τον Γαβριήλ, έναν άνδρα μ' εύθραυστη εμφάνιση, ο οποίος έμοιαζε να ζει στον κόσμο του. Ήταν μοναδικός συζητητής και γνώριζε πολλά για την τέχνη και την επιστήμη. Μετά από λίγο είχαν γίνει φίλοι, αλλά ο Γαβριήλ απέφευγε να μιλά για το παρελθόν του, το οποίο έκρυβε πίσω απ' ένα πέπλο μυστηρίου.
   Ένα απόγευμα, καθώς περνούσαν από μια πολυσύχναστη λεωφόρο, παρατήρησαν πως ο Γαβριήλ, όταν διασταυρώθηκε μ' έναν άγνωστο άνδρα, σταύρωσε το μέτωπό του. Τους φάνηκε ότι κι ο άλλος το ίδιο ακριβώς πράγμα είχε κάνει. Κατάλαβαν πως ήταν κάποιου είδους μυστικός χαιρετισμός κι έτσι, λίγο αργότερα κι ενώ μοιράζονταν λίγο κρασί σε μια πλατεία, τον ρώτησαν.
   «Είναι ο σταυρός του Αγίου Ανδρέα...» απάντησε. 
   «Δηλαδή, τι συμβολίζει;» ρώτησε ο Νίκος.
   «Ο Άγιος Ανδρέας υπήρξε ο πρώτος μαθητής του Ιησού, ο πρώτος που τον ακολούθησε μαζί με τον Άγιο Ιωάννη», τους εξήγησε ο Γαβριήλ. «Ήταν παρών στα κηρύγματα και στα θαύματα του Κυρίου. Τον σταύρωσαν σε χιαστί σταυρό. Τρεις μέρες αργότερα πέθανε, αλλά ακόμη κι απ' το σταυρό του μαρτυρίου, συνέχιζε να διδάσκει όσους τον πλησίαζαν. Ευλογημένη ας είναι για πάντα η ψυχή του. Είναι ένα απ' τα σύμβολα των αρχαίων Εσσαίων και το χρησιμοποιούσαν στη διάρκεια της μύησης...»
   «Οι Εσσαίοι;» τον διέκοψε ο Μπερνάρ. «Δεν ήταν μαζί με τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους, η πλέον πολυάριθμη ομάδα στην εποχή του Ναζωραίου;»
   «Δεν έχεις άδικο», του 'πε ο Νίκος. «Δε γνωρίζουμε, όμως, πολλά γι' αυτούς...»
   «Πράγματι, έτσι είναι...» επιβεβαίωσε ο Γαβριήλ. «Ακολουθούσαν το νόμο του Μωυσή και την παράδοση του Ηλιακού Λόγου (1). Απέρριπταν την ιδιοκτησία και την πολυτέλεια κάθε είδους. Απέρριπταν τις θυσίες, τη βία και το εμπόριο. Πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, στη μοίρα, στην τιμιότητα και στο σεβασμό για την αλήθεια. Ήταν χορτοφάγοι, γνώριζαν τις ιδιότητες των φυτών κι είχαν το χάρισμα της προφητείας. Ζούσαν μοναχική ζωή κι έδειχναν ανώτεροι απ' τους άλλους», είπε ο Γαβριήλ σηκώνοντας το ποτήρι του για να του το ξαναγεμίσει ο Μπερνάρ με κρασί.
   «Και τι απέγιναν, Γαβριήλ;» τον ρώτησε ο Μπερνάρ.
   Ο Γαβριήλ χαμογέλασε μελαγχολικά.
   «Τι απέγιναν; Αφού ήταν αντίθετοι σε κάθε συμφέρον, τι λες ν' απέγιναν;» ρώτησε. «Τους καταδίωξαν... Αυτό συνέβη. Όσοι απορρίπτουν την εξουσία, πρέπει να κρύβονται για να μην τους βγάλουν απ' τη μέση. Στις Ιερές Γραφές δεν υπάρχουν αναφορές στους Εσσαίους. Δεν είναι παράξενο; Η Εκκλησία στηρίχτηκε στον Πέτρο κι έτσι αγάπησε τα πλούτη και την επίδειξη, τον πόλεμο και την άμετρη φιλοδοξία στ' όνομα του Θεού!»
   «Δεν έχεις άδικο», συμφώνησε ο Νίκος. «Ας πιούμε, λοιπόν, στους Εσσαίους και στην αγνότητά τους!»
   Ο Γαβριήλ χαμογέλασε ξανά, αλλά αυτή τη φορά τα χείλη του φανέρωναν το αίνιγμα που έμοιαζε να κρύβει.
   «Δεν πέθαναν όλοι οι Ενάρετοι. Πολλά Τέκνα του Φωτός κατάφεραν να επιζήσουν και να δημιουργήσουν μια οργάνωση με την αρωγή των Ναϊτών, ενώ αρκετοί...» είπε και, με μάτια λαμπερά, συμπλήρωσε, «...εδώ κι αιώνες εγκαταστάθηκαν στην Αλεξάνδρεια».
   «Εδώ, στην πόλη μας;» ρώτησε ο Νίκος γεμάτος έκπληξη.
   «Ακριβώς, κι εδώ και σε πολλά άλλα μέρη της Αιγύπτου», αποκάλυψε ο Γαβριήλ. «Δημιούργησαν μια αδελφότητα, την οποία ονόμαζαν Σχολή Σοφίας Σολομώντος, αφιερωμένη στη μελέτη της καββάλας, της αστρολογίας και της αλχημείας. Είναι λογικό να μυούνται στα μυστήρια της αποκρυφιστικής φιλοσοφίας, που γεννήθηκε στη χώρα αυτή. Στην Αλεξάνδρεια υπήρχε από τότε μια οργάνωση του κληρικού Ορμησίου, ο οποίος είχε βαφτίσει τον Απόστολο Παύλο. Στη διάρκεια των συναντήσεών τους φορούσαν ένδυμα με κόκκινο σταυρό, για να ξεχωρίζουν ως Σοφοί του Φωτός. Ο Ορμήσιος ανανέωσε την ξεχασμένη σοφία της Αιγύπτου και τη συνδύασε με τη χριστιανική αντίληψη. Με την πάροδο των χρόνων, η συγκεκριμένη αδελφότητα κι εκείνη που 'χαν ιδρύσει οι Εσσαίοι ενώθηκαν. Στο πέρασμα των αιώνων, διασπάστηκαν σε τάγματα και παρακλάδια. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως η γνώση τους διασώθηκε ως τις μέρες μας...»
   Οι τρεις φίλοι είχαν γίνει αχώριστοι. Ο Γαβριήλ αποφάσισε να τους συστήσει σε μέλη της αδελφότητας. Ήταν βράδυ όταν πήγε στο σπίτι του Κρητικού και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Περπάτησαν τόσο, που ένοιωσαν ότι είχαν χαθεί σε δρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά. Στο τέλος, όμως, στάθηκαν σ' ένα σταυροδρόμι όπου τους περίμεναν δυο άνδρες. Τους είπαν πως έπρεπε να κάνουν το υπόλοιπο της διαδρομής με δεμένα μάτια. Όταν τους έβγαλαν τα μαντήλια απ' τα μάτια, βρίσκονταν σε μια αίθουσα απ' την οποία τους χώριζε μια κουρτίνα. Πρόσεξαν ότι υπήρχαν δυο καρέκλες κι ότι έκαιγε ένα μαγκάλι. Εκείνη τη μέρα και τις υπόλοιπες που ακολούθησαν, άκουγαν μόνο τις φωνές των συνομιλητών τους. Τους ρωτούσαν για τις προσδοκίες τους και τις απόψεις γύρω απ' τη ζωή, τη δικαιοσύνη, αν αγαπούσαν την αλήθεια και τη γνώση.
   Έγιναν δεκτοί στο αίθριο της αδελφότητας. Άρχισαν, λοιπόν, ο Μπερνάρ κι ο Νίκος χωριστά, ν' ακολουθούν το ατελείωτο μονοπάτι της γνώσης.
   Ένα χρόνο αργότερα και χωρίς προειδοποίηση, η κουρτίνα άνοιξε κι έγιναν δεκτοί στην αδελφότητα. Ο Νίκος κι ο Μπερνάρ μυήθηκαν στις τάξεις των Σοφών του Φωτός, στη διάρκεια μιας απλής, αλλά πανέμορφης τελετής. Τους έπλυναν τα πόδια, τους έδωσαν λευκούς χιτώνες και ζωγράφισαν έναν χιαστί σταυρό στα μέτωπά τους.
   Είχαν πλέον απορρίψει το χρυσάφι, τη βία, το ψέμα, τη ματαιοδοξία, την προσκόλληση σ' οποιοδήποτε πράγμα που θα τους έκανε να ξεστρατίσουν απ' το μονοπάτι της φιλοσοφίας. Ορκίστηκαν ν' αγαπούν χωρίς όρια κάθε μορφή ζωής, να φέρονται με νηφαλιότητα, να βοηθούν χωρίς να ζητούν κάτι σ' αντάλλαγμα και να τηρούν τα μυστικά των Ενάρετων μέχρι θανάτου.
   Στους μήνες που ακολούθησαν την είσοδό τους στην αδελφότητα, διδάχτηκαν κάθε λογής τέχνη κι επιστήμη, αποκτώντας πρόσβαση σε γνώσεις, διδασκαλίες, στο βιβλίο του Ενώχ, του Μελχισεδέκ, του Ερμή και του Σολομώντα, τα οποία μέχρι εκείνη τη βραδιά θεωρούσαν χαμένα μέσα στο χρόνο. Γνωρίζονταν με τους υπόλοιπους μύστες μέσω συνθημάτων και σινιάλων και τότε άρχισαν να συνειδητοποιούν την εκπληκτική ενότητα μεταξύ παραδόσεων κι ειδών γνώσης.
   Μεταξύ άλλων έμαθαν για την ύπαρξη των Δακρύων του Καρσέμπ...
   «Τι είναι τα Δάκρυα του Καρσέμπ, δάσκαλε Βιλιέ;» ρώτησε ο Στέλιος.
   «Υπάρχει ένας μύθος», εξήγησε ο γιατρός, «που λέει ότι ο Ασκληπιός, μαθητής του Ερμή του Τρισμέγιστου, είχε μια νύχτα ένα όραμα, στη διάρκεια του οποίου μεταφέρθηκε σ' ανώτερη διάσταση. Έμαθε πράγματα που κατέγραψε σ' ένα κείμενο, το οποίο γνωρίζουμε αποκλειστικά από αποσπάσματα, τα οποία μάλιστα επέζησαν από στόμα σε στόμα. Αιώνες ολόκληρους πίστευαν ότι το κείμενο του Ασκληπιού είχε χαθεί για πάντα κι ότι πιθανά αντίγραφα -αν φυσικά υπήρχαν- είχαν αποθηκευτεί σε μέρος άγνωστο. Η Θεία Πρόνοια, όμως, θέλησε μια εκδοχή στα Ελληνικά να διασωθεί. Την είχαν στα χέρια τους δυο άνθρωποι που έψαχναν το συγκεκριμένο αστέρι. 

   Βούτηξε τα δάχτυλά του μέσα στο βάζο με το μέλι. Έβαλε μια γερή δόση στο στόμα. Στη συνέχεια, έγλειψε τα δάχτυλά του για να τα καθαρίσει, τα 'πλυνε με ροδόνερο και τα στέγνωσε σ' ένα πανί.
   Άρχισε να βαδίζει πάνω κάτω, κατά μήκος του μεγάλου περιπτέρου του, περιμένοντας να συγκεντρωθούν οι αξιωματικοί του στρατεύματός του. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε τέσσερις μέρες που συγκαλούσε συμβούλιο του Διβανίου.
   Τι έπρεπε άραγε να κάνει;
   Σύντομα θα συμπληρώνονταν δυο μήνες από τότε που 'χε απλώσει τα χέρια του για να πνίξει την πιο σημαντική πόλη του κόσμου. Εκείνη, όμως, αρνιόταν να παραδοθεί. Σε τι άραγε είχαν χρησιμεύσει τόσες προσπάθειες, τόσες ιδιοφυείς πολεμικές στρατηγικές, τις οποίες είχε ξεδιπλώσει στο πεδίο της μάχης, τόσες νύχτες μ' όνειρα γεμάτα εικόνες κατάκτησης; Τα τείχη της Ρώμης της Ανατολής δεν έλεγαν να πέσουν, ότι κι αν έκανε το πυροβολικό του. Αλλά ούτε κι ο στόλος είχε καταφέρει κάτι σημαντικό, παρά τις παράτολμες προσπάθειες να προσεγγίσει το λιμάνι. Οι πολιορκητικές του μηχανές είχαν καταστραφεί, το μυστικό των υπογείων στοών το 'ξεραν όλοι και δυο γενικές επιθέσεις -κι επίσης περίπου εκατό μικρότερης κλίμακας επιδρομές κι αιφνίδιοι αντιπερισπασμοί- είχαν πέσει στο κενό.
   Οι κουρτίνες άνοιξαν και μπήκε ένας φρουρός. Προσκύνησε το σουλτάνο.
   «Μεγάλε αφέντη, ήρθαν όλοι», του 'πε.
   «Πες τους να περάσουν».
   Ο ένας μετά τον άλλο μπήκαν οι βεζίρηδες και πίσω τους μεγάλοι δάσκαλοι του Κορανίου και δυο απ' τους καλύτερούς του αστρολόγους. Όταν τακτοποιήθηκαν όλοι, εμφανίστηκε ο Τσανταρλί Χαλίλ, ο μέγας βεζίρης.
   Όλοι περίμεναν σιωπηλοί για να δουν τις εξελίξεις.
   Ο Μωάμεθ τους χαμογέλασε αδιάφορα.
   «Σας μάζεψα εδώ, γιατί είναι η ώρα να πάρουμε αποφάσεις. Όπως θα ξέρετε όλοι, πάντα διατηρούσαμε επαφές με τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Ο Ισμαήλ μετέφερε τα αιτήματά μας...» είπε δείχνοντας τον πρίγκηπα της Σινώπης, καλώντας τον να σηκωθεί και να μιλήσει.
   «... ωστόσο, ο Κωνσταντίνος δεν αποδέχτηκε την πρόταση του πολυχρονεμένου μας», εξήγησε εκείνος την ώρα που σηκωνόταν όρθιος. «Σας διαβεβαιώνω ότι άκουσε όλα όσα είχα να του πω, χωρίς να δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον. Τον παρακάλεσα, αφού όπως ξέρετε διατηρώ φιλικές σχέσεις μ' επιφανείς Ρωμιούς, να παραδώσει την πόλη για ν' αποφευχθεί η αιματοχυσία».
   «Για πες μου, Ισμαήλ...» τον διέκοψε ο Τσανταρλί, ζητώντας με τα μάτια την άδεια απ' το σουλτάνο για να του απευθύνει το λόγο, «... τι απάντησε ο Κωνσταντίνος; Τα θυμάσαι όλα όσα σου 'πε;»
   «Φυσικά. Μου 'πε ότι δε μπορούσε να παραδώσει την πόλη, ότι δεν είχε ούτε ο ίδιος ούτε κάποιος άλλος πολίτης της πόλης τέτοιο δικαίωμα», απάντησε ο πρίγκηπας. «Είναι αποφασισμένοι να θυσιαστούν για να σώσουν την πόλη, ότι θα δώσουν τη ζωή τους αν χρειαστεί». Ο Ισμαήλ ανέφερε λεπτομερώς τις συνομιλίες που 'χε μαζί του κατά τη διάρκεια μιας μέρας συνεχών διαβουλεύσεων κι ανταλλαγών μηνυμάτων μεταξύ οθωμανικού στρατοπέδου και Κωνσταντινούπολης. Στις απαιτήσεις του πρίγκηπα, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τον αυτοκράτορα για την καλή του θέληση να βρεθεί ομαλή λύση στο πρόβλημα, ο αυτοκράτωρ είχε στείλει με τη σειρά του έναν απ' τους πιο έμπιστους άνδρες του ν' ανταλλάξει απόψεις με τον ίδιο το σουλτάνο. Ο Μωάμεθ του απάντησε ότι θα μπορούσε κάλλιστα ν' άρει την πολιορκία, εφ' όσον ο αυτοκράτωρ δεχόταν να καταβάλλει φόρο υποτέλειας εκατό χιλιάδων χρυσών βυζαντινών νομισμάτων ετησίως. Μερικές ώρες αργότερα, ο Κωνσταντίνος απάντησε ότι μπορούσε να του παραχωρήσει τα προσωπικά του πλούτη και την προσωπική του περιουσία, όχι όμως το ποσό που του ζητούσε, γιατί ήταν εξωφρενικό. Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν όταν ο σουλτάνος έχασε την υπομονή του κι έστειλε τελεσίγραφο... Μπορείτε να διαλέξετε ανάμεσα στο να παραδοθείτε, να πεθάνετε ή ν' ασπασθείτε το Ισλάμ.
   «Αυτά συνέβησαν κι αυτά ειπώθηκαν στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων», ολοκλήρωσε το λόγο του ο Ισμαήλ.
   «Επιθυμία μου είναι να μάθετε όλοι πως έδειξα μεγάλη ανοχή και πως έκανα τα πάντα για να μη χυθεί αίμα...» είπε ο σουλτάνος, παριστάνοντας τον στενοχωρημένο για τα μάτια των αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης. «Νομίζω ότι φάνηκα αρκετά μεγαλόψυχος, ίσως πολύ περισσότερο απ' ό,τι θα 'ταν οποιοσδήποτε άλλος στη θέση μου, περισσότερο απ' ό,τι επιβάλλει ο Νόμος του Αλλάχ. Ο φόρος υποτέλειας που ζήτησα δεν ήταν παράλογος. Πόσοι δικοί μας, θαρραλέοι στρατιώτες, δε βρήκαν το θάνατο έξω απ' τα τείχη; Πώς ν' αποζημιώσω χιλιάδες άνδρες για την πίστη που δείχνουν εδώ και δυο μήνες, πολεμώντας στ' όνομά μου; Πρέπει να πάρουμε απόφαση και γι' αυτό σας κάλεσα, για να μάθω τη γνώμη σας. Υποθέτω ότι θα ξέρετε ήδη ότι ο βασιλιάς των Ούγγρων απειλεί να μετακινήσει το στρατό του κι ότι στο στρατόπεδο διαδίδεται ότι χριστιανικός στόλος έρχεται για να μας πολεμήσει...»
   Σηκώθηκε ο Τσανταρλί Χαλίλ και πήρε το λόγο, βάζοντας το χέρι στο στήθος. Έσκυψε το κεφάλι κι άρχισε να μιλά.
   «Πολυχρονεμένε, θα ξέρετε ότι παραμένουμε πάντα πιστοί στο πρόσωπό σας κι ότι οι επιθυμίες σας είναι για μας διαταγή», είπε κοιτάζοντας τους υπολοίπους  για να 'χει την αποδοχή τους. «Ίσως, όμως, η σύνεση που χαρακτηρίζει τις προσφυγές μου στον Κύριο Πάντων των Πιστών, θα πρέπει πράγματι να ξεχωρίσει τέτοιες ώρες. Εδώ και δυο μήνες πολιορκούμε την πρωτεύουσα κι ούτε μια φορά δεν καταφέραμε ουσιαστικά να νικήσουμε τους υπερασπιστές της. Οι άνδρες μας έχουν πλέον κουραστεί και χάσει το ηθικό τους, ενώ η δυσαρέσκεια επικρατεί στο στρατόπεδο».
   Οι υπόλοιποι επικροτούσαν τα λεγόμενά του μουρμουρίζοντας ο ένας στον άλλο.
   «Εν ολίγοις, δεν αποκλείεται οι Ούγγροι να περάσουν το Δούναβη, αν δεν το 'χουν ήδη κάνει. Δεν αποκλείεται ακόμη, χριστιανικός στόλος να σπεύσει να βοηθήσει τους Έλληνες και τους συμμάχους τους», συνέχισε. «Αλλά αυτό θα το μάθουμε έτσι κι αλλιώς, αν τελικά αποφασίσουμε να μείνουμε εδώ. Υπάρχει, όμως, κάτι πολύ πιο σημαντικό κι ελπίζω να σας φανεί λογικό, όσο μου φάνηκε κι εμένα. Ο χριστιανικός κόσμος δεν πρόκειται ποτέ να μας συγχωρήσει αν του πάρουμε δια της βίας μια απ' τις πιο αγαπημένες του πόλεις. Δεν υπάρχει περίπτωση να τους ξεγελάσουμε. Ακόμη κι αν καταφέρουμε να μπούμε στην Κωνσταντινούπολη, αναρωτιέμαι πώς θα μπορέσουμε να την κρατήσουμε, όταν στρατεύματα απ' την Ευρώπη θα πέσουν πάνω μας για να πάρουν εκδίκηση».
   Όλοι έμοιαζαν να συμφωνούν μαζί του. Ο Τσανταρλί μιλούσε συνετά, λέγοντας φωναχτά αυτά που δεν τολμούσαν οι περισσότεροι να πουν. Έπρεπε να δεχτούν την ήττα τους και ν' άρουν την πολιορκία.
   Ο Μωάμεθ παρακολουθούσε χωρίς να μιλά, παρατηρώντας τις αντιδράσεις των στρατηγών του.
   «Υπάρχει και κάτι ακόμη...» συνέχισε ο μέγας βεζίρης, «... κάτι που για μένα έχει μεγάλη σημασία. Γνωρίζω καλά την ελληνική ψυχή κι είμαι σίγουρος ότι ο αυτοκράτωρ δε φαίνεται καθόλου απελπισμένος. Αν ήθελε να κερδίσει χρόνο, δε θα προσπαθούσε να παρατείνει τις διαπραγματεύσεις, να δοκιμάσει να κατεβάσει το ποσό του φόρου που του 'χε ζητήσει ο σουλτάνος; Πιστεύω πως οι Ρωμιοί ξέρουν καλά να υπερασπίζουν την πόλη τους και πως, αν συνεχίσουμε την πολιορκία, θα 'χουμε περισσότερες απώλειες και σπασμένα νεύρα».
   Ιμάμηδες, δάσκαλοι κι αστρολόγοι συμφώνησαν μαζί του, το ίδιο κι οι βεζίρηδες.
   Το βλέμμα, όμως, του Ζαγανού, του δεύτερου βεζίρη, άστραφτε από οργή. Οι απόψεις του συνέπιπταν μ' εκείνες του σουλτάνου. Άλλωστε γνώριζε καλά την ψυχολογία του νεαρού, φιλόδοξου άνδρα που 'χε μεγαλώσει χωρίς αγάπη κι ο οποίος είχε γίνει σουλτάνος από ένα τερτίπι της μοίρας, όταν οι δυο μεγαλύτεροι εξ αγχιστείας αδελφοί του είχαν πεθάνει. Ήξερε ότι μισούσε τον Τσανταρλί και τον μισούσε κι ο ίδιος. Ήξερε ότι, αν στήριζε το σουλτάνο, θα 'δινε μια ευκαιρία στον εαυτό του. Ήξερε καλά τι έπρεπε να πει και, έτσι, σηκώθηκε για να επικαλύψει το λόγο του μεγάλου βεζίρη.
   «Να σταματήσουμε την πολιορκία; Να σηκωθούμε να φύγουμε, ενώ έχουμε σίγουρη τη νίκη;» φώναξε κοιτάζοντας γεμάτος αηδία τον Τσανταρλί. «Δεν υπάρχει στόλος χριστιανικός στον ορίζοντα... Μονάχα οι Έλληνες διαδίδουν κάτι τέτοιο για ευνόητους λόγους. Είναι πλέον εξαντλημένοι... Λιμοκτονούν! Δεν είδαμε άλλωστε το σημάδι της σελήνης; Είστε κουφοί ή μήπως ανίκανοι ν' ακούσετε τη φωνή του Αλλάχ; Προτείνω να επιτεθούμε, να βάλουμε ολόκληρο το στρατό μας να ρίξει τα τείχη και με μια επίθεση να πάρουμε την πόλη. Αν το κάνουμε αυτό, δε θα 'χουν το χρόνο ούτε καν να προστρέξουν στο Θεό τους...»
   «Έτσι νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε, Ζαγανέ;» ρώτησε ο σουλτάνος, προσπαθώντας να καταπνίξει το μίσος και την οργή που έλαμπε στα μάτια του.
   «Μάλιστα, κύριέ μου... Δώστε μας τη διαταγή και θα νικήσουμε!» φώναξε θριαμβευτικά. «Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνετε! Θα γίνετε ο καινούργιος Αλέξανδρος! Φωτιά κι αίμα στην Κωνσταντινούπολη και τ' όνομά σας θα γραφεί πλάι στου Σαλαντίν (2)! Θα γίνεις βασιλιάς των Ρωμιών, ο καινούργιος Ρωμαίος αυτοκράτωρ, Κύριος Των Δύο Ηπείρων και Των Δύο Θαλασσών!»
   Ο Ζαγανός παρέσυρε τους πάντες γύρω του. Κι άλλοι βεζίρηδες φάνηκαν να συμφωνούν μαζί του. Ιμάμηδες κι αστρολόγοι είχαν αρχίσει να επηρεάζονται απ' το πάθος του, να παρασύρονται και να συμφωνούν μαζί του. Ο Αλλάχ θα προστάτευε τα τέκνα του στη μαζική επίθεση κατά των τειχών της Ρώμης της Ανατολής.
   Ο Τσανταρλί δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει. Άρχιζε πια να συνειδητοποιεί πως είχε χάσει το παιχνίδι κι ότι οι μέρες του ήταν μετρημένες.
   Ο Μωάμεθ περίμενε να καταλαγιάσουν οι φωνές κι ο ενθουσιασμός. Το πρόσωπό του έλαμπε. Είχε θριαμβεύσει.
   «Θα γίνω εγώ το ποτάμι που θα δροσίσει το λαό μου...» δήλωσε με ταπεινότητα, «κι αφού μου το ζητάτε, θα 'μαι εγώ αυτός που θα σας οδηγήσω στη νίκη. Από σήμερα, ο χριστιανικός κόσμος θα τρέμει και θα σέβεται το Ισλάμ! Θα πάρουμε την Κωνσταντινούπολη και θα την κάνουμε καινούργια πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας, που όμοιά της δεν υπήρξε ποτέ πάνω στη γη. Κάντε αυτό που πρέπει να γίνει, ετοιμαστείτε και διαδώστε στους άνδρες πως η Πόλη θα γίνει δική μας. Πείτε τους ότι ο Μωάμεθ θα πάρει μονάχα την Κωνσταντινούπολη. Όλα τ' άλλα, τα πλούτη και τους κατοίκους, θα τους αφήσω στο δοξασμένο μου στρατό. Πείτε τους ότι εγώ θα γεμίσω με χρυσάφι τον πρώτο που θ' ανέβει στα τείχη κι ότι υπόσχομαι τρεις μέρες λεηλασίας όταν καταλάβουν την πόλη».
   Το συμβούλιο του Διβανίου είχε ολοκληρωθεί. Όρισαν μέρα και ώρα για την τελική επίθεση. 
   Ήταν η 29η Μαΐου.
   Εκείνη τη νύχτα, όλοι στο οθωμανικό στρατόπεδο είχαν ενημερωθεί για την επίθεση και χιλιάδες μάτια έκλεβαν σπίθες απ' τις φωτιές που έκαιγαν παντού, γιατί η ώρα τους είχε φτάσει.
   “Yağma! Yaǧma (3)!” άκουγες παντού.
   Κι οι ψυχές τους γέμιζαν λάφυρα.

   Πήρε μια γερή ρουφηξιά απ' τη γαβάθα με την κρεατόσουπα, που 'χε περισσέψει απ' το προηγούμενο βράδυ. Η Ειρήνη του πρότεινε να ετοιμάσει κάτι για να φάει πριν φύγει για τον Άγιο Ρωμανό.
   «Πες μου, Ειρήνη, πού θα πήγαινες αν καταφέρναμε να φύγουμε απ' την πόλη;» ρώτησε ο Μπερνάρ. Είχε περάσει τη νύχτα διαβάζοντας, προσπαθώντας να συμβουλευτεί βιβλία για το καλό των ασθενών του.
   Η Ειρήνη άφησε την κατσαρόλα στην άκρη και χαμογέλασε. Στάθηκε γιατί δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
   Ο γιατρός σκέφτηκε ότι το βλέμμα της ήταν πανέμορφο, σαν εκείνο της Κλαιρ ντε Γκροσπαρμύ.
   «Δεν έχω ιδέα. Ίσως να πήγαινα στη Νάξο. Νομίζω ότι στο νησί πρέπει να ζει ακόμη μια απ' τις αδελφές της συχωρεμένης της μητέρας μου», απάντησε. «Την τελευταία φορά που την είδα, ήμουν πολύ μικρή. Δεν αποκλείεται να 'χει πεθάνει».
   Για λίγη ώρα, δε μιλούσαν. Η Ειρήνη σηκώθηκε για ν' ανακατέψει τα κάρβουνα και ρώτησε αφηρημένη...
   «Εσείς; Θα γυρίζατε πίσω στη Γαλλία;»
   «Τι όμορφα που ακούγεται τ' όνομα της πατρίδας!» σχολίασε ο Μπερνάρ πλησιάζοντας τη φωτιά. Στο άκουσμα του ονόματος της χώρας που 'χε εγκαταλείψει πολλά χρόνια πριν, αναστατώθηκε. «Δεν ξέρω, Ειρήνη. Ίσως κάποια μέρα να γυρίσω πίσω στο Κω, αλλά νομίζω πως αν το κάνω, δεν πρόκειται να ξαναφύγω ποτέ».
   Η Ειρήνη έβαλε έναν κουβά νερό να ζεσταθεί. Ο Μπερνάρ έσπευσε να τη βοηθήσει. Στάθηκαν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον.
   «Μπορώ να σας εκμηστηρευτώ κάτι;» ρώτησε η Ειρήνη.
   «Φυσικά, ρώτα με ό,τι θέλεις...» απάντησε ο Μπερνάρ μ' ευγένεια. Για μια στιγμή ένοιωσε την καρδιά του να χτυπά. Είχε ξεσυνηθίσει να μιλά με γυναίκες κι ακόμη λιγότερο να τις πλησιάζει, όπως έκαναν σε κάποιες περιπτώσεις οι άνδρες.
   «Ίσως να σκεφτείτε ότι δε μ' αφορά...» συνέχισε εκείνη «... αλλά δε μπορώ να καταλάβω γιατί δεν ξαναπαντρευτήκατε».
   Ο γιατρός ήξερε πως κάτι τέτοιο θα τον ρωτούσε, αλλά δεν είχε το χρόνο να προετοιμάσει την απάντησή του. Άρα, έπρεπε να της πει την αλήθεια. Δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει κι ένοιωθε μάλλον άβολα. Προσπάθησε ν' αποφύγει τα πανέμορφα μάτια της Ειρήνης, αλλά εκείνη πρέπει να κατάλαβε πόση ταραχή είχαν προκαλέσει τα λόγια της στην καρδιά του γιατρού, αφού σχεδόν αμέσως έτρεξε να δει τι γινόταν με τη φωτιά, για να τον βγάλει απ' τη δύσκολη θέση.
   Ο Μπερνάρ είχε το χρόνο να σκεφτεί.
   «Δεν ξέρω. Από τότε που πέθανε η Κλαιρ, δεν κατάφερα να κάνω σχέση με γυναίκα», απάντησε αφήνοντας το στόμα να παρασύρει τα συναισθήματα της καρδιάς κι εμποδίζοντας τη λογική να παρέμβει. «Εδώ και χρόνια, έχω καταφύγει στο διάβασμα. Η Κλαιρ νομίζω ότι βρίσκεται πάντα μαζί μου, με συντροφεύει παντού».
   Η Ειρήνη δοκίμασε τη σούπα. Είχε ήδη προσθέσει κρεμμύδι και ψωμί. Άφησε το κουτάλι στην άκρη και κοίταξε τον Μπερνάρ.
   «Χθες βράδυ, όταν ο Νίκος διάβαζε το κείμενο του Ασκληπιού...» άρχισε να λέει.
   «Ναι;»
   «Τέλος πάντων, μ' άρεσαν πολύ τα λόγια του, μ' άρεσε πολύ η απλότητα της σκέψης του...»
   «Δεν έχεις άδικο».
   «Κι όμως εσείς, παρ' ότι πρόκειται για απλά πράγματα, δε νομίζω ότι τα εφαρμόζετε», είπε χαμηλώνοντας τα μάτια, αλλά με φωνή απολύτως σταθερή. «Ο πατέρας μου ήταν πολύ φίλος μ' έναν παπά, έναν υπέροχο άνθρωπο, ο οποίος έμοιαζε να ζει στο δικό του κόσμο. Ήταν οπαδός του ησυχασμού (4), της περισυλλογής, της έκστασης. Πολλές φορές ερχόταν να μας δει κι οι γονείς μου τον φιλοξενούσαν. Περνούσε όλο το απόγευμα εντελώς ακίνητος, χαμένος σε κάποια γωνιά του μυαλού του. Έμοιαζε να κοιτάζει κάτι, αλλά στην πραγματικότητα δεν κοιτούσε τίποτε. Έχετε, λοιπόν, κάτι που μου τον θυμίζει έντονα...»
   «Θέλετε να πείτε πως κάτι πάνω μου σας ενοχλεί;»
   «Σε καμμιά περίπτωση. Μου φαίνεστε άνθρωπος τίμιος και γεμάτος αγάπη», του 'πε η Ειρήνη με βλέμμα στοργικό. «Αλλά δεν είστε σε θέση να δεθείτε με τους ανθρώπους γύρω σας. Το μυαλό σας παρεμβάλλεται ανάμεσα στον κόσμο και στην καρδιά σας. Ίσως να νομίζετε πως κρατώντας αυτή τη στάση, δε θα πονέσετε ποτέ ξανά. Όλοι οι σοφοί το κάνουν. Όμως, ο Καρσέμπ δεν είπε στον Ασκληπιό ότι έχουμε ξεχάσει να τρέχουμε, να γελάμε, ότι ξεχάσαμε τι εστί τρέξιμο και γέλιο;»
   «Ακριβώς...»
   «Αυτό θέλω να πω λοιπόν», συνέχισε με πρόσωπο χαμογελαστό. Το χαμόγελό της, όμως, έμοιαζε εξωπραγματικό, αιθέριο, σαν το χαμόγελο της ίδιας της ζωής. «Πρέπει ν' αρχίσετε να ξαναζείτε και να δεχτείτε ότι μπορείτε να ευτυχήσετε. Η ευτυχία δε βρίσκεται στα βιβλία που διαβάζετε. Αφήστε την Κλαιρ να συνεχίσει το ταξίδι της μέσα στο φως και προσπαθήστε να καταλάβετε πως η δική σας καρδιά βρίσκεται ακόμη εδώ κι ότι είναι ευάλωτη κι έτοιμη, ίσως, να πληγωθεί ξανά. Δεν υπάρχει έρωτας δίχως πόνο. Αυτό μου το δίδαξαν τόσα χρόνια μοναξιάς...»
   Ο Μπερνάρ ένοιωσε τα καταπιεσμένα συναισθήματά του ν' ανεβαίνουν και να τον πνίγουν σαν ένας κόμπος στο λαιμό. Μ' άλλα λόγια, η Ειρήνη περιέγραφε μ' ακρίβεια τη ζωή του.
   «Συγγνώμη, δεν είμαι άλλωστε σημαντική και δε θέλω να γίνομαι αδιάκριτη, ιδίως απ' τη στιγμή που μας φιλοξενείτε στο σπίτι σας», είπε η Ειρήνη που έμοιαζε μετανιωμένη, επειδή είχε θίξει το συγκεκριμένο θέμα.
   Ο γιατρός χαμογέλασε με θλίψη. Ήξερε πως η γυναίκα είχε απόλυτο δίκιο. Απ' την αποφράδα εκείνη μέρα στο κάστρο της Φλερ, η ζωή του είχε γίνει ένα με τη φυγή. Δεν είχε ποτέ σταματήσει να φεύγει.
   Η κουβέντα τους, όμως, έμεινε στη μέση, καθώς ξαφνικά μπήκε στην κουζίνα ο Στέλιος. Ήταν λαχανιασμένος, αναστατωμένος. Ο Μπερνάρ του 'χε ζητήσει το προηγούμενο βράδυ να πάει να δει τα ξημερώματα τον πατέρα Ανδρόνικο στην Αγία Σοφία και να του πει πως είχαν βρει το Lacrima Dei.
   «Εδώ είμαι κι εγώ!» είπε μπαίνοντας, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα του. «Του μίλησα και μου ζήτησε να πάμε τ' αστέρι στη βασιλική σήμερα, όταν πέσει το σκοτάδι. Μας περιμένει. Είπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί».
   Ο νεαρός κάθισε στον πάγκο κι η Ειρήνη του σέρβιρε λίγη σούπα με κρεμμύδι και φωμί, μαζί μ' ένα ζεστό φιλί.
   «Θυμάστε τη βροχή που 'ριξε χτες;» ρώτησε ο νεαρός ρουφώντας τη σούπα του.
   Ο Μπερνάρ κι η Ειρήνη συμφώνησαν κουνώντας το κεφάλι. Την προηγούμενη μέρα, προς το βράδυ και χωρίς να υπάρχουν σύννεφα, ο ουρανός άνοιξε πάνω απ' την Κωνσταντινούπολη. Βροχή και χαλάζι άρχισαν να πέφτουν χωρίς σταματημό, μετατρέποντας την πόλη σε λίμνη.
   «Όπως φαίνεται, μετά τη λειτουργία, μαζεύτηκαν πολλοί στους δρόμους», είπε ο Στέλιος απ' ό,τι είχε ακούσει στο δρόμο της επιστροφής απ' τη βασιλική. «Εντελώς αυθόρμητα άρχισαν να τελούν λιτανεία. Έβγαλαν την εικόνα της Οδηγήτριας απ' το παρεκκλήσι και τη γύρισαν στους δρόμους. Ο κόσμος προσευχόταν κι έψελνε, παρακαλώντας να συμβεί το θαύμα, να σωθούν όλοι απ' τον βέβαιο θάνατο. Όταν ξέσπασε, όμως, η καταιγίδα, ο κόσμος κατέφυγε σε αψίδες και τέντες κι αυτοί που μετέφεραν την εικόνα λέγεται ότι γλίστρησαν κι η Παναγία έπεσε κάτω!»
   «Χριστός κι Απόστολος!» είπε η Ειρήνη μέσα στον πανικό της.
   «Ο κόσμος έχει τρομοκρατηθεί. Τι θα μας συμβεί άραγε; Τι θ' απογίνουμε;» είπε ο νεαρός με φωνή σαν παράπονο. Συνέχισε ν' αναφέρεται στ' απελπισμένα πρόσωπα και στ' άδεια βλέμματα όσων συμπολιτών του είχε συναντήσει στο δρόμο.
   Ο Μπερνάρ τον αγκάλιασε και τον τράβηξε κοντά του. Του χάιδεψε τα μαλλιά.
   «Μην κλαις...» προσπάθησε να τον συνεφέρει. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι το καθήκον μας και θα το κάνουμε χωρίς παράπονα. Τα υπόλοιπα δεν είναι στα χέρια μας, ούτε σε κανενός άλλου».
   Σηκώθηκε, πήρε την τσάντα του στον ώμο και στο στήθος και τράβηξε κατά την πόρτα.
   «Θα συναντηθούμε το απόγευμα στην Αγία Σοφία», είπε λίγο πριν φύγει. «Ξυπνήστε τον τρελοκρητικό και θυμίστε του ότι μου ορκίστηκε να ετοιμάσει τα φάρμακα που του ζήτησα!»
   Καθ' οδόν για τον Άγιο Ρωμανό, ο Μπερνάρ διαπίστωσε πως ο Στέλιος έλεγε την αλήθεια. Στα πρόσωπα όλων υπήρχε ζωγραφισμένη η απελπισία, αφού ο Θεός έμοιαζε να 'χει εγκαταλείψει την πόλη. Όλοι ήξεραν ότι το τέλος ήταν κοντά κι ότι δε θα μπορούσαν να τ' αποφύγουν. Εν τέλει η προφητεία έβγαινε αληθινή. Τα τουρκικά κανόνια τους χτυπούσαν ασταμάτητα. Ήταν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Ο κόσμος δεν είχε να φάει. Έλληνες και Λατίνοι έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να κρατηθούν στα πόστα τους, καθώς ήταν όλοι εξαντλημένοι κι έτοιμοι να καταρρεύσουν. Όλοι ήξεραν ότι είχαν μείνει μόνοι, ότι θα πάλευαν μόνοι κι ότι θα πέθαιναν μόνοι.

   Αργά το απόγευμα, ο Μπερνάρ χαιρέτησε τον Εμμανουήλ και κατηφόρησε στο κέντρο της πόλης. Ακολουθώντας την πορεία του ποταμού Λύκου, βρέθηκε στο Φόρο του Θεοδοσίου και στα πολύχρωμα δρομάκια της περιοχής που βρισκόταν ανάμεσα στους δύο πρώτους λόφους της Πόλης.
   Παντού ερημιά, αλλά σε κάποια φάση είδε έναν άνδρα να τρέχει. Τον πρόσεξε και διαπίστωσε πως ήταν ψηλός και σωματώδης, με μαύρα γένια που τόνιζαν ακόμη περισσότερο το χλομό του πρόσωπο. Είχε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να ξεφύγει. Άκουσε ξαφνικά κάποιους να τρέχουν πίσω του και να φωνάζουν. Όταν ο φυγάς πλησίασε κοντά στον Μπερνάρ, είδε δυο στρατιώτες να τρέχουν με τα σπαθιά στα χέρια.
   «Σταματήστε τον! Σταματήστε τον!» φώναξε ο ένας απ' τους δυο.
   Ο γιατρός, όμως, δεν πρόλαβε ν' αντιδράσει. Ο φυγάς τον προσπέρασε, δίνοντάς του μια σπρωξιά και ρίχνοντάς τον στον τοίχο. Συνέχισε να τρέχει. Ο Μπερνάρ σηκώθηκε όρθιος κι έκανε στην άκρη για να περάσουν οι στρατιώτες.
   «Τι τρέχει;» τους ρώτησε καθώς περνούσαν.
   «Έγινε μια δολοφονία κοντά στην Αγία Σοφία!» φώναξε ο ένας χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.   
   Λίγο αργότερα τους έχασε απ' τα μάτια του και το δρομάκι βυθίστηκε ξανά στη σιωπή. 
   Ο Μπερνάρ ταράχτηκε, αλλά αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί.
   Άρχισε να τρέχει. Αγωνιούσε. Ήξερε πως κάτι κακό είχε γίνει. Ο φυγάς ήταν ένας απ' τους δυο κληρικούς που 'χε γνωρίσει στο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, λίγους μήνες πριν. Ήταν οι ίδιοι που είχαν εισβάλει στο ιατρείο του και στο σπίτι της Ειρήνης. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι είχαν επιτεθεί στους φίλους του.
   Άρχισε να τρέχει, κρατώντας στην αγκαλιά του την τσάντα για να μη σπάσουν τα γυάλινα μπουκαλάκια που κουβαλούσε. Λίγο παρακάτω, συνάντησε μια ομάδα στρατιωτών που κουβαλούσαν ένα πτώμα σε άμαξα. Ήταν ένας ψηλός και ωστεώδης άνδρας, με λεπτά χαρακτηριστικά και σκαμμένο δέρμα. Τα ρούχα του είχαν βαφτεί μ' αίμα. Στο δεξί του χέρι φορούσε ένα μακρύ, μαύρο γάντι.
   Ο Μπερνάρ σταμάτησε. Οι Έλληνες τον αγριοκοίταξαν.
   «Είμαι γιατρός... Τι συνέβη;» ρώτησε παίρνοντας βαθιές ανάσες.
   «Δε σας χρειάζεται πλέον, κύριε...» του απάντησε κάποιος. «Δεν υπάρχει σωτηρία γι' αυτόν εδώ».
   Ο Μπερνάρ συνέχισε το τρέξιμο. Όταν έφτασε στην Αγία Σοφία, είδε τον Νίκο και την Ειρήνη να τραβούν το Στέλιο μέχρι την πόρτα της εκκλησίας. Κοντά τους ήταν κι ένας στρατιώτης.
   Τον έβαλαν να ξαπλώσει στο πάτωμα. Το πουκάμισό του ήταν γεμάτο αίμα κι η Ειρήνη έκλαιγε απαρηγόρητη. Ο Νίκος δε μιλούσε, απλώς κοιτούσε τον Μπερνάρ σαν χαμένος.
   «Είναι σε κακή κατάσταση, κάνε κάτι!» ούρλιαξε η Ειρήνη αγκαλιάζοντας το λιπόθυμο κορμί του νεαρού.
   «Τον μαχαίρωσαν τα γνωστά καθάρματα!» δήλωσε ο Κρητικός φανερά εξοργισμένος. «Μας επιτέθηκαν πριν λίγο!»
   Ενώ ο Μπερνάρ προσπαθούσε να βγάλει το πουκάμισο για να διαπιστώσει τι είχε συμβεί στο Στέλιο, ο Νίκος του εξηγούσε πώς ακριβώς τους είχαν επιτεθεί. Ο Νίκος βάδιζε μερικά βήματα πίσω απ' το Στέλιο και την Ειρήνη. Σε μια γωνιά του δρόμου, τους περίμεναν οι δυο κληρικοί και κάρφωσαν στο μικρό ένα σουγιά στα πλευρά. «Ο Στέλιος κουβαλούσε το Lacrima Dei, αλλά δεν τους το 'δινε και δε μπορούσαν να του το πάρουν. Τα δάχτυλά του είχαν σφιχτεί γύρω απ' τ' αστέρι και δεν το άφηναν. Προτού προλάβουμε να τον βοηθήσουμε, τον είχαν ήδη μαχαιρώσει δυο φορές».
   Ευτυχώς με τις φωνές τους είχαν τραβήξει την προσοχή των Ελλήνων φρουρών, που περνούσαν εκείνη την ώρα απ' την περιοχή. Οι δυο Λατίνοι έφυγαν τρέχοντας, αλλά ο ένας δεν πρόλαβε να φύγει, γιατί τον πέτυχε στην πλάτη το μαχαίρι ενός Έλληνα. Όταν τον έπιασαν, πάλεψε σαν αγρίμι, μαχαιρώνοντας όποιον ήταν γύρω του, ώσπου στο τέλος τον σκότωσαν. Ο άλλος πρόλαβε, όμως, να ξεφύγει.
   Ο Μπερνάρ δεν άκουγε πια τη φωνή του Νίκου. Το μόνο πράγμα που άκουγε ήταν το απελπισμένο κλάμα της Ειρήνης. Ο Στέλιος μόλις που ανέπνεε κι έχανε αίμα από δυο πληγές. Η ζωή του έμοιαζε να τελειώνει, εκτός κι αν ο γιατρός ήξερε να κάνει κάτι, εκτός φυσικά απ' το να πιέσει τα σημεία που αιμορραγούσαν.
   Ο στρατιώτης που τους συνόδευε, κοιτούσε σκεφτικός. Είχε δει άπειρες φορές παρόμοια τραύματα κι ήξερε ότι συνήθως ήταν μοιραία.
   «Θα πάω να βρω τους συντρόφους μου. Θα φέρουμε κάρο για να...» είπε κι άρχισε να τρέχει στους δρόμους.
   Έμειναν μόνοι.
   H Ειρήνη δεν έκλαιγε. Η θλίψη της έμοιαζε με κόμπο στο λαιμό. Είχε αρπαχτεί απ' το λαιμό του Στέλιου. Τα μαύρα της μαλλιά είχαν ανακατευτεί μ' εκείνα του νεαρού. Στην πόρτα της βασιλικής πρόβαλε ένας διάκονος. Τρομοκρατήθηκε όταν είδε τη λίμνη αίματος που 'χε σχηματιστεί πάνω στις πέτρες.
   «Ειδοποιήστε τον πατέρα Ανδρόνικο! Ζητήστε βοήθεια, πρέπει να τον μεταφέρουμε στο ναό!» ούρλιαξε ο Μπερνάρ μόλις τον είδε. Ο διάκονος κατάλαβε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση κι έτρεξε να φέρει βοήθεια.
   Η Ειρήνη σήκωσε το πρόσωπό της και κοίταξε το γιατρό και τον Κρητικό. Κατόπιν, πίεσε τα δάχτυλα του Στέλιου για ν' ανοίξουν και να πάρει τ' άστρο.
   «Πάρτε το, είναι δικό σας! Το καταραμένο άστρο!» είπε πετώντας το πουγκί στο Νίκο.
   «Γρήγορα, Νίκο!» φώναξε ο Μπερνάρ. «Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Βοήθησέ με να τον μεταφέρουμε μέσα!»
   Καθώς κουβαλούσαν το νεαρό, είδαν τον Λέοντα Ανδρόνικο να τρέχει όπως μπορούσε πίσω απ' τον διάκονο.
   «Φαβιανέ, βοήθησέ τους!» φώναξε και χτύπησε το δάπεδο με το μπαστούνι του.
   Μετέφεραν το Στέλιο στο νάρθηκα της βασιλικής και τον άφησαν στο πάτωμα. Ο διάκονος υπακούοντας στις εντολές του ιερέα, έτρεξε να φέρει κουβέρτες. Ο Νίκος κι ο Μπερνάρ συνέχισαν να πιέζουν τα τραύματα, ώστε να σταματήσουν την αιμορραγία, για να μην πεθάνει. Το χρώμα του Στέλιου, όμως, ήταν πολύ άσχημο.
   Άνοιξε τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα...
   «Δάσκαλε... Ορκίζομαι ότι δεν πρόκειται να σας απογοητεύσω ποτέ πια», είπε.
   «Πάψε, Στέλιο, μην ξοδεύεις δυνάμεις», του ψιθύρισε στ' αυτί ο Νίκος.
   «Νίκο είσαι πολύ γκρινιάρης...» είπε και βυθίστηκε σε λήθαργο.
   Ο Μπερνάρ έριξε μια απελπισμένη ματιά στον Ανδρόνικο. Ο ιερέας κοίταζε γεμάτος απελπισία το Στέλιο.
   Ο διάκονος επέστρεψε κουβαλώντας επιδέσμους, κουβέρτες και μια μαξιλάρα.
   «Άσε να τον γδύσουν και τρέξε να κλείσεις τις πόρτες της βασιλικής. Εσείς, βοηθήστε με να γονατίσω», παρακάλεσε ο Ανδρόνικος χτυπώντας στον ώμο το γιατρό.
   Ο Νίκος πλησίασε και τον βοήθησε να σκύψει πάνω απ' το σώμα του νεαρού.
   Ο ιερέας άνοιξε το πουκάμισο που φορούσε κάτω απ' τα ράσα κι έβγαλε ένα μικροσκοπικό, γυάλινο, μακρόστενο μπουκαλάκι. Έμοιαζε μ' εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι αρωματοποιοί για να βάζουν τα καλύτερά τους αρώματα. Η βάση και το καπάκι ήταν φτιαγμένα από ατόφιο χρυσό με σκαλίσματα. Το βούλωμα κρεμόταν με μια λεπτή αλυσίδα.
   Το υγρό που περιείχε ήταν σκούρο και πυκνό.
   «Βάλτε το πάνω στα τραύματα...» είπε. «Κι εσείς, άρχοντα Βιλιέ, βάλτε από μια σταγόνα... Τα χέρια μου τρέμουν».
   «Τι σόι φάρμακο είναι αυτό;» ρώτησε ο Νίκος ανοίγοντας το πουκάμισο του Στέλιου.
   Η Ειρήνη φαινόταν τρομοκρατημένη, σαν να 'βλεπε εφιάλτη.
   «Αφήστε τις ερωτήσεις και κάντε αυτό που σας λέω...» τον έκοψε ο γέρος, παραδίδοντας το φλασκί στα χέρια του γιατρού. «Να θυμάστε, όμως... μονάχα μια σταγόνα!»
   Ο Μπερνάρ χωρίς να πει κουβέντα, άνοιξε τα τραύματα που αιμορραγούσαν ακόμη, αλλά σε πιο αργό ρυθμό. Άνοιξε το μπουκάλι. Έμοιαζε μ' αληθινό κόσμημα. Έγειρε το μπουκάλι για ν' ανέβει το υγρό μέχρι το στόμιο κι άφησε να πέσει από μια σταγόνα σε κάθε τραύμα. Το υλικό εκείνο ήταν σκούρο καφέ και παχύρρευστο. Έκλεισε το μπουκάλι και το επέστρεψε στον ιερέα.
   «Και τώρα;» ρώτησε γεμάτος αγωνία.
   «Θα περιμένουμε. Όλα στη ζωή χρειάζονται υπομονή», απάντησε ο Ανδρόνικος.
   Στάθηκαν και κοίταξαν το νεαρό, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή, ν' ανοίξει τα μάτια ή να κουνηθεί. Τίποτε, όμως, δε συνέβη. Ο Στέλιος παρέμενε ακίνητος, αναίσθητος, ενώ η ανάσα του ολοένα εξασθενούσε.
   Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, όμως, και προς έκπληξη όλων, το αίμα σταμάτησε να κυλά απ' τις πληγές του. Ο Νίκος κι ο Μπερνάρ κοίταξαν τον ιερέα. Δεν είχαν δει ποτέ άλλοτε κάτι παρόμοιο.
   Ο Ανδρόνικος χαμογελούσε θριαμβευτικά. 
   «Φαβιανέ, βοήθησέ με να σηκωθώ», είπε ο Ανδρόνικος. «Ας τον αφήσουμε να ξεκουραστεί. Σας διαβεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να πεθάνει. Τουλάχιστον, όχι σήμερα... Κύριε Βιλιέ, παρακαλώ να του δέσετε τις πληγές του».
   Η Ειρήνη, που δεν είχε φύγει στιγμή απ' το προσκεφάλι του Στέλιου, άκουγε χωρίς να μιλά. Δάγκωνε συνεχώς τα χείλια της. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο άνεμος του Βορρά -που για κείνη εκπροσωπούσε όλα τ' άσχημα πράγματα που μπορούσαν να συμβούν σε κάποιον- την είχε λυπηθεί, είχε αλλάξει κατεύθυνση και δεν την είχε λεηλατήσει ξανά.
   Ο Μπερνάρ κι ο Νίκος έδεσαν τα τραύματα του Στέλιου κι ακολούθησαν τον Ανδρόνικο που βρισκόταν στο ιερό. Ο Κρητικός παρέδωσε στον ιερέα το Δάκρυ του Καρσέμπ. Τ' άφησε όπως ήταν τυλιγμένο πάνω στην Αγία Τράπεζα.
   «Διάβασα το κείμενο που μου 'φερε σήμερα το πρωί ο μαθητής σας...» είπε ο Ανδρόνικος χαϊδεύοντας με τις άκρες των δαχτύλων του το πουγκί που δεν αποφάσιζε ν' ανοίξει. «Αν αυτά που λέει είναι πραγματικότητα, η Κωνσταντινούπολη θα πέσει και θα καταστραφεί. Για ποιο λόγο όμως; Τι αμαρτίες έχει κάνει η πόλη αυτή, η λατρεμένη πόλη του Θεού, για να πέσει εδώ ένα απ' τα δάκρυά Του;»
   «Νομίζω ότι τα Δάκρυα έχουν πολύ βαθύτερη έννοια. Αποτελούν τιμωρίες...» σχολίασε ο Μπερνάρ. «Το καθένα απ' αυτά, άλλωστε, εκπροσωπεί μια απώλεια, ένα βήμα που πηγαίνει τους ανθρώπους πίσω. Κάποτε χάσαμε την αθωότητά μας κι έκλεισε η Πόρτα της Εδέμ, ο κόσμος της τελειότητας. Το όραμα χάθηκε κι ο άνθρωπος εξέπεσε της Θείας Χάριτος».
   «Αναφέρεστε στην ιστορία του Αδάμ», συμφώνησε ο Ανδρόνικος. «Κάτι ξέρω από αριθμολογία, αν και δε νομίζω να πιστεύετε ότι κάποιος σαν εμένα μπορεί ν' ασχολείται με διαφορετικές παραδόσεις και μελέτες. Ο Αδάμ εκπροσωπείται απ' τον αριθμό της Ανθρωπότητας. Άρα, όπως όλα δείχνουν, κάποτε σταματήσαμε να μιλάμε με τον Ουρανό κι απομακρυνθήκαμε απ' την Αλήθεια». 
   «Ακριβώς. Κάτι τέτοιο πρέπει να 'γινε...» ψιθύρισε ο Μπερνάρ. «Όσον αφορά στο δεύτερο Δάκρυ, δε χρειάζονται πολλές εξηγήσεις. Σύμφωνα με τα ιερά κείμενα, όλα έγιναν σύμφωνα με την αδικία του σκότους που δεν κατάλαβε το Φως».
   «Εκείνος ήταν το Φως που οι άνθρωποι προσπάθησαν να καταλάβουν...» απάντησε ο Ανδρόνικος, υψώνοντας το πρόσωπο προς τον κεντρικό θόλο, στον οποίο υπήρχε ζωγραφισμένη η μορφή της Παναγίας με τον Ιησού στην αγκαλιά της.
   «Αυτός κι όλοι οι δίκαιοι και σοφοί άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους για να μας δείξουν το σωστό δρόμο», σχολίασε ο Νίκος.
   «Τι συνέβη με το τρίτο;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, αφήνοντας το χέρι του να πέσει πάνω στο δερμάτινο σακουλάκι.
   «Νομίζω ότι το τρίτο Δάκρυ του Καρσέμπ ακόμη δε μπορούμε να το αποκρυπτογραφήσουμε. Απλώς υποθέτουμε τη θλιβερή ιστορία που προοιωνίζει. Γιατί, όμως, να πέσει στην πόλη αυτή κι όχι σε κάποια άλλη; Γιατί να μην πέσει στη Ρώμη ή στην Ιερουσαλήμ; Δε μπορώ να καταλάβω...» απάντησε ο γιατρός, μετά από σκέψη. «Νομίζω ότι τ' αστέρι αυτό αντιπροσωπεύει το τέλος μιας εποχής του κόσμου μας, αλλά αυτό μονάχα ο χρόνος μπορεί να μας το πει. Νομίζω ότι η εποχή αυτή μας δόθηκε, αλλά εμείς δεν την εκμεταλλευτήκαμε όπως θα 'πρεπε. Όπως αναφέρεται και στο κείμενο του Ασκληπιού: Ο αδελφός σκοτώνει τον αδελφό. Ή μήπως το πρόσωπο της ψυχής μας δεν άλλαξε στο πέρασμα των αιώνων, μέχρι να παραμορφωθεί τόσο, ώστε να μη μπορούμε να το αναγνωρίσουμε; Ορθόδοξοι και καθολικοί, πλιάτσικο και λεηλασία μεταξύ Χριστιανών, διωγμοί κι εκτελέσεις στ' όνομα του Θεού, αιρέσεις, μίσος ανάμεσα στις ανθρώπινες φυλές, πόλεμοι, θάνατος, απελπισία...»
   «Υπάρχουν πολλοί λόγοι που φέρνουν το τρίτο Δάκρυ πάνω στη γη», είπε ο Νίκος.
   «Ναι, αλλά όλοι στο ίδιο σημείο καταλήγουν», απάντησε ο Μπερνάρ. «Δεν ακούμε πια το συνάνθρωπο που μας παρακαλεί, δε θέλουμε να καταλάβουμε ότι τα πλούτη, η δόξα κι η δύναμη δε βοηθούν σε κάτι. Ούτε υπάρχει λόγος άνθρωπος να υποτάσσει το συνάνθρωπο. Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από πηλό. Χάσαμε το χάρισμα του λόγου και της παρηγοριάς, κλείσαμε τα μάτια στο προφανές. Το τρίτο Δάκρυ του Καρσέμπ είναι σημάδι διάσπασης...»
   Ο Λέων Ανδρόνικος άνοιξε το πουγκί κι έβγαλε το Lacrima Dei μπροστά στα μάτια όλων. Το άστρο έλαμπε. Το φως του ήταν κόκκινο, στο χρώμα του αίματος.
   «Τι πρέπει να το κάνουμε;» ρώτησε κοιτάζοντάς το.
   «Δεν ξέρω. Ίσως να πρέπει να το κρύψουμε, ν' αφήσουμε κάποιους άλλους στο μέλλον να το βρουν», πρότεινε ο γιατρός. «Οι μυστικιστές της Αλεξάνδρειας συμβουλεύουν να το θάψουμε μέσα σ' αλάτι, αλλά προειδοποιούν ότι οι αλλαγές στο χρώμα του, δεν έχουν σημασία».
   Ο Μπερνάρ στάθηκε και κοίταξε το Νίκο. Ο Κρητικός του το ανταπέδωσε.
   «Τι είπαν;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
   «Υποστηρίζουν πως όταν τα Δάκρυα αλλάζουν χρώμα, θα μεσολαβήσει τραγωδία κι ότι αν πούμε τ' όνομα αυτού που τα έχυσε, θα βγάλει έναν ωκεανό φωτός και θα καεί», εξήγησε ο γιατρός.
   «Αφού φτάσαμε ώς εδώ...» πρότεινε ο Ανδρόνικος «... δε νομίζω ότι πρέπει να φοβόμαστε κάτι τέτοιο. Ίσως, όμως, να 'ναι κι ο καλύτερος τρόπος για να ξεπλυθεί το κακό που κάνει ο ένας άνθρωπος στον άλλο. Μήπως γνωρίζετε τ' όνομά του;»
   «Ναι».
   «Γιατί δεν το λέτε;»
   Ο γιατρός στάθηκε και κοίταξε το Νίκο.
   Ο Κρητικός συμφώνησε.
   Τ' όνομα που τόσο καιρό κρατούσαν κλειδωμένο, ακούστηκε για μια και μοναδική φορά απ' τα χείλη του Μπερνάρ Βιλιέ.
   Καρσέμπ Ελιόν.
   Ο ναός της Αγίας Σοφίας πλημμύρισε φως. Το τρίτο Δάκρυ, που 'χε κατέβει στη γη απ' τις ανώτερες σφαίρες του απείρου, έλαμψε σαν ήλιος κι άρχισε να διαλύεται σ' ακτίνες και φλόγες. Από μέσα του έμοιαζαν να βγαίνουν γλώσσες φωτός και να πετούν πάνω απ' τα κεφάλια τους, να τους χαϊδεύουν, να πετούν και να φτάνουν μέχρι το νάρθηκα, να τυλίγουν τις κολώνες και να χάνονται έξω απ' τους χρυσούς τρούλους.
   Το φως του άστρου γέμισε τα μάτια του Νίκου και του Μπερνάρ. Στάθηκε για μια στιγμή στο βλέμμα του Ανδρόνικου και του διακόνου του. Στάθηκε στη σιωπηλή Ειρήνη και στον άρρωστο Στέλιο. Κατέλαβε ένα χώρο όπου για αιώνες ολόκληρους ακούγονταν φωνές ιερές ψαλτάδων, προσευχές και ικεσίες εκατομμυρίων ψυχών. Για να φτάσει στους τρούλους της βασιλικής, παρέσυρε λατρεία, αγάπη, αγωνία κι υποσχέσεις που 'χαν ακουστεί εκεί μέσα, κουβαλώντας τις πάνω στα ευλογημένα του φτερά, στο ταξίδι της επιστροφής σε επίπεδο αόρατο και μακρινό, που έμοιαζε σαν αποκρυσταλλωμένη θλίψη.
   Γέμισε το κλίτος και τις αψίδες και, τελικά, το φλογισμένο παράπονο ενός κατώτερου Θεού κατάφερε να ξεφύγει απ' τα παράθυρα και να χαθεί στο νυχτερινό ουρανό της καταδικασμένης πόλης.
   Τα βλέμματα των πολιορκημένων και των πολιορκητών πάνω στα τείχη, στις πολεμίστρες, στις πλατείες, στα παλάτια, στους δρόμους, στράφηκαν στον πιο ιερό ναό της χριστιανοσύνης. Έμοιαζε παραδομένος στις γλώσσες μιας φωτιάς, μιας ακοίμητης πυράς που έγλειφε τα πάντα στο ταξίδι της προς τους ουρανούς.
   Με μάτια γεμάτα δάκρυα, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης κατάλαβαν πως ο Θεός εγκατέλειπε την πόλη τους.
   Τη δική τους πόλη.
   Ο ουρανός πάνω απ' την Αγία Σοφία έλαμπε για ώρες.
   Στη συνέχεια, το φως έσβησε για πάντα.
   Έγινε σαν αντανάκλαση και χάθηκε.

   O Μπερνάρ Βιλιέ δεν κατάφερε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του, μέχρι που αποφάσισε να σηκωθεί καταϊδρωμένος. Βγήκε και κάθισε στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην εσωτερική αυλή. Κοίταξε τον ουρανό που 'ταν ξάστερος και γαλήνιος. Δεν ήταν άραγε ένα παραπέτασμα πίσω απ' το οποίο κρυβόταν ο θεϊκός μηχανισμός, ο οποίος κάνει τον κόσμο να κινείται; Δεν ήταν άραγε ο αιθέριος, υπέρλαμπρος ωκεανός, το ορατό πρόσωπο του Δημιουργού Πνεύματος; Το φεγγάρι έλαμπε σαν νόμισμα καινούργιας κοπής. Έμοιαζε να αιωρείται πάνω απ' το πηγάδι, ν' αστράφτει με τρόπο μαγικό και να φωτίζει τα όρια ενός κόσμου ασημένιου. Οι σκέψεις του γιατρού είχαν ακόμη το χρώμα του αίματος, το χρώμα του Δακρύου του Καρσέμπ, εκείνου που 'χε χαθεί σαν χωνεμένο κάρβουνο που 'χε γίνει στάχτη, έχοντας πρώτα απελευθερώσει από μέσα του τη φλόγα που το 'κανε να πάλλεται. Άραγε, το φως αυτό είχε πλέον επιστρέψει στη σφαίρα του αοράτου απ' την οποία προήλθε; Άραγε η άνοδός του, όπως είχε υπογραμμίσει ο ιερέας, αποτελούσε τη συγχώρεση αιώνιων λαθών και σκοταδισμού; Δεν υπήρχε τρόπος να το μάθει. Ποτέ δε θα το μάθαινε. Μετά από κείνο το θαύμα, είχαν επιστρέψει στις Βλαχέρνες αργά τη νύχτα με μια άμαξα που τους είχε δανείσει ο Ανδρόνικος κι είχαν βάλει τον Στέλιο να κοιμηθεί. Ο Στέλιος ανέπνεε κανονικά, σαν να 'χε ξεφύγει απ' του χάρου τα δόντια.
   Ένα πουλάκι πέταξε πάνω απ' το σπίτι, διαγράφοντας κύκλο. Ο Μπερνάρ το ακολούθησε με το βλέμμα, ώσπου η κομψή μορφή του χάθηκε ανάμεσα στις στέγες. Εκτός απ' την κούραση που έβλεπες στα μάτια του γιατρού, η ψυχή του έμοιαζε χαμένη στην απόλυτη θλίψη που ανέβαινε σαν κόμπος στο λαιμό του. Προσπάθησε ν' ασχοληθεί με τ' αστέρια, τα οποία πάντοτε ήθελε να φτάσει και που ποτέ δεν είχε καταφέρει, εκτός φυσικά απ' τα όνειρά του. Έλαμπαν μοναχικά, σαν δάκρυα τρομαγμένων θεών που 'χαν αρχίσει έναν πόλεμο γεμάτο αστρόσκονη, φόβο κι αγωνία με κέντρο τον κόσμο. Το αντικείμενο που αποτελούσε βασικό σκοπό του ταξιδιού του δεν υπήρχε πλέον. Είχε χαθεί στα πέρατα τ' ουρανού, κάτι που δε μπορούσε να καταλάβει, ούτε να ερευνήσει, ούτε να μάθει. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι μέσα στην απόλυτη μοναξιά της νύχτας που έτυχε να ζήσει, ο Μπερνάρ Βιλιέ ήξερε πως τα χρόνια που 'χαν περάσει από πάνω του, δεν οδηγούσαν πουθενά. Όλα τα παιδιά του παρελθόντος, που ένας άγνωστος πόνος μετέφερε, τον έσπρωχναν να προχωρήσει και να μη γυρίζει ποτέ στα περασμένα.
   Η Ειρήνη είχε απόλυτο δίκιο. Τα λόγια της είχαν χαραχτεί στη μνήμη του. Έπρεπε σύντομα ν' αφήσει το χέρι της Κλαιρ και να δεχτεί πως η καρδιά του ανήκε ακόμη στον κόσμο αυτό.
   Έπρεπε να δεχτεί ότι στις φλέβες του κυλούσε αίμα. Το μικρό φλασκί του Ανδρόνικου κρεμόταν στο λαιμό του. Του το 'χε δώσει λίγο πριν φύγει, λίγο πριν αποχαιρετήσουν ο ένας τον άλλον. Ο μαθητής του ξεκουραζόταν εκτός κινδύνου, στην αγαπημένη και ζεστή αγκαλιά της Ειρήνης. Ο Νίκος, έχοντας ανταλλάξει μερικές κουβέντες με τον ιερέα, έφυγε συνοδεύοντας το Φαβιανό, για να γυρίσει πίσω κουβαλώντας ένα μεγάλο μπόγο. Ήταν η τελευταία φορά που ο Μπερνάρ έβλεπε το Λέοντα Ανδρόνικο.
   «Απόψε, οι δρόμοι μας χωρίζουν οριστικά, άρχοντα Βιλιέ», του 'χε πει ο ιερέας πλησιάζοντάς τον. «Δε θα ειδωθούμε ποτέ ξανά. Τουλάχιστον, όχι σ' αυτόν εδώ τον κόσμο».
   «Το ξέρω, πάτερ...»
   «Και θέλω να σας ευχαριστήσω και να σας επιφορτίσω μ' ένα καθήκον».
   «Γιατί να μ' ευχαριστήσετε; Δεν έκανα τίποτε», είπε ο Μπερνάρ, ενώ ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό του. Σ' όλη του τη ζωή μισούσε τους αποχαιρετισμούς, αν κι ήξερε καλά πως η ζωή είναι ένα συνεχές αντίο.
   «Μου μάθατε κάτι πολύ σημαντικό...» είπε ο Ανδρόνικος χαμογελώντας. «Έμαθα κάτι που ποτέ δεν ήθελα να παραδεχτώ. Είμαι σίγουρος ότι θα το καταλάβετε. Τώρα πια ξέρω ότι παντού υπάρχουν πόρτες για την αιωνιότητα, για το Απόλυτο. Έμαθα πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Κύριο κι ότι δεν έχει σημασία ποιον διαλέγουμε, αφού όλοι είναι καλοί».
   «Πώς θα μπορούσα να σας μάθω κάτι, που ούτε κι εγώ ο ίδιος δε μπορώ να καταλάβω;»
   «Μέσω της κλίσης σας προς την αίρεση που δεν είναι πραγματική, αποδεικνύονται οι δικές μας απόψεις, που όντως είναι και μάλιστα σοβαρές...» είπε σίγουρος για τις απόψεις του, ακουμπώντας στο αχώριστο μπαστούνι του. «Δημιουργήσαμε έναν κόσμο γεμάτο όρια, περιορισμούς κι ανελαστικές αλήθειες. Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει λόγος να ερμηνεύουμε τον κόσμο, ούτε και την αλήθεια. Μπορούμε να ζήσουμε όπως επιθυμούμε, γιατί αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστικό κι η αληθινή Θεία Χάρις...»
   Ο Μπερνάρ δεν απάντησε, απλά χαμήλωσε τα μάτια του, που 'χαν γεμίσει δάκρυα. Δεν προσπάθησε να τα συγκρατήσει, τ' άφησε να κυλήσουν.
   «Μπορείτε να κλάψετε και μη ντρέπεστε επειδή έτσι επιβάλλει η ψυχή σας...» είπε ο Ανδρόνικος. «Μακάρι όλοι να μπορούσαμε να το κάνουμε, γιατί το κλάμα είναι καλό, είναι η καλύτερη έκφραση ανθρωπιάς».
   «Εγώ απλώς ψάχνω, χωρίς να ξέρω πού θα καταλήξω», είπε ο Μπερνάρ γεμάτος απελπισία.
   Ο Ανδρόνικος ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του γιατρού. Πλησίασε ακόμη περισσότερο και του ψιθύρισε...
   «Δεν έχει σημασία ποιο είναι το πεπρωμένο σας. Εκεί που θα πάτε, θα κουβαλάτε ένα βάρος μαζί σας, το οποίο κουβαλούσα κι εγώ χρόνια τώρα και που δε μπορούσα να το εμπιστευτώ σ' άλλον. Μικρό σε μέγεθος, αλλά ασήκωτο...»
   Ο ιερέας έβαλε το χέρι στο λαιμό και βρήκε τη λεπτή, χρυσή αλυσίδα απ' την οποία κρεμόταν το μικρό, γυάλινο μπουκαλάκι. Το χάιδεψε με τα δάχτυλά του και το παρέδωσε στον Μπερνάρ.
   «Τι είδους θαυματουργό φάρμακο είναι αυτό;» ρώτησε ο Γάλλος που 'χε δει τις πληγές του Στέλιου να εξαφανίζονται.
   «Δεν είναι φάρμακο, δεν είναι γιατροσόφι. Ωστόσο μπορεί να πει κανείς πως έχει κάτι κι απ' τα δυο», είπε ο Ανδρόνικος βοηθώντας τον Μπερνάρ να το κλείσει μέσα στην παλάμη του χεριού του. «Είναι αίμα, Μπερνάρ...»
   «Αίμα;»
   «Ναι. Βασιλικό Αίμα...» είπε ο ιερέας. «Αίμα που συνέλεξε ο Ιωσήφ της Αριμαθείας και το διατήρησαν οι μαθητές του Ναζωραίου κι οι διάδοχοί του. Πρόκειται για μεγάλη ιστορία. Το μοναδικό πράγμα που έχει σημασία είναι ότι δυο τέτοια φλασκιά έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη αιώνες πριν και παρέμειναν εδώ και χρησιμοποιήθηκαν με φειδώ. Όπως καταλαβαίνεις, το αίμα αυτό χαρίζει τη ζωή, γιατί Εκείνος είναι η Ζωή και το Αίμα Του μπορεί και τη συντηρεί. Σας διαβεβαιώνω ότι έχω σώσει ένα σωρό κόσμο...»
   «Τι θέλετε να το κάνω, πάτερ; Πρέπει να το πάω στον Άθω;» ρώτησε ο Μπερνάρ Βιλιέ, προσπαθώντας να κρύψει την αναστάτωσή του. Κοίταξε το σκούρο Αίμα που γέμιζε το μπουκαλάκι.
   «Αυτό ήθελα στην αρχή...» συμφώνησε ο Ανδρόνικος «... μα άλλαξα γνώμη. Το φως του Lacrima Dei μ' έκανε να δω καθαρά ορισμένα πράγματα. Φυλάξτε το Αίμα αυτό και χρησιμοποιήστε το σταγόνα - σταγόνα. Χρησιμοποιήστε το εκεί που πρέπει, όπως έκανα εγώ και τόσοι άλλοι πριν από μένα. Αυτό είναι το πεπρωμένο του. Είναι ο καλύτερος τρόπος να μείνει ο Δάσκαλος για πάντα στο χαοτικό και θλιβερό μας κόσμο...»
   «Δεν ξέρω αν πράγματι μπορώ να σηκώσω τόσο μεγάλο βάρος», διαμαρτυρήθηκε ο Μπερνάρ, προσπαθώντας να επιστρέψει το φλασκί στο γέροντα. «Με υποχρεώνετε ν' αποφασίσω για τη ζωή και το θάνατο κάποιου. Πώς θα ξέρω πότε πρέπει να το χρησιμοποιήσω;»
   Ο Ανδρόνικος τον κοίταξε γεμάτος καλοσύνη.
   «Κι εγώ το ίδιο αναρωτιόμουν στην αρχή, πριν σαράντα ολόκληρα χρόνια. Νομίζω ότι το ίδιο πρέπει να προσπαθούσαν να μάθουν κι άλλοι πριν από μας. Θα το καταλάβετε, Μπερνάρ Βιλιέ. Θα το καταλάβετε...»
   Τα λόγια του γέροντα τον πήγαν μέχρι την αυγή, που τον βρήκε καθισμένο στα φαγωμένα απ' τα χρόνια σκαλοπάτια του Οίκου των Βοτανολόγων στις Βλαχέρνες. Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε ακόμη ξυπνήσει, ούτε τα κανόνια και το αιώνιο μίσος. Ο Μπερνάρ ένοιωσε πόσο τέλειος μοιάζει ο κόσμος τα ξημερώματα, την παράξενη εκείνη ώρα που παγώνεις και ζεσταίνεσαι μαζί, την ώρα που το σκοτάδι διπλώνεται μέσα σε φως ασυγκράτητο, την ώρα που αλλάζουμε σελίδα για να γραφούν τα κεφάλαια του μέλλοντος και να ξεχωρίσουν από κείνα του παρελθόντος. Είναι η ώρα της συγχώρεσης και της ελπίδας.
   Εκείνη την αυγή, που έμελλε ποτέ να μην ξεχάσει όσο ζούσε ο γιατρός Μπερνάρ Βιλιέ, δέχτηκε να σηκώσει βαθιά μέσα του το βάρος του Αίματος.

   Την εικοστή έβδομη μέρα του πέμπτου μήνα του Σωτηρίου Έτους 1453, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Ρωμαίων της Ανατολής, η πολιορκημένη πρωτεύουσα βομβαρδίστηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τα τείχη έπεφταν, απ' την αυγή μέχρι τη νύχτα. Σε τρεις περιπτώσεις, στη διάρκεια της μέρας, είχαν καταρρεύσει μεγάλα κομμάτια του Μεσοτειχίου και πολλές φορές πολίτες απελπισμένοι κι έτοιμοι για όλα, κατά χιλιάδες τα σήκωναν ξανά, πέτρα την πέτρα.
   Ο Μπερνάρ Βιλιέ, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Εμμανουήλ, εργαζόταν μαζί με τους Έλληνες γιατρούς. Είχαν ορίσει τρεις περιοχές στο μέρος που τους είχε παραχωρηθεί στον Άγιο Ρωμανό. Μια για τους ελαφρά τραυματισμένους, δηλαδή όσους έσπαγαν ένα κόκκαλο ή είχαν μαχαιριά στα μπράτσα, μια δεύτερη για πιο σοβαρές περιπτώσεις και μια τρίτη, για χειρουργούς και μπαρμπέρηδες, για να κάνουν εγχειρήσεις. Στο τέλος της μέρας, έκαναν καταμέτρηση των φαρμάκων που 'χαν απομείνει και τα οποία είχαν φέρει από φαρμακεία, από ράφια βοτανολόγων κι από εργαστήρια της πόλης. Είχαν, μάλιστα, έτοιμες άμαξες για τη μεταφορά των τραυματιών, κουβέρτες κι επιδέσμους, ξύλα και κάρβουνα για τη φωτιά.
   «Μου φαίνεται ότι είμαστε πλέον έτοιμοι», είπε ο Εμμανουήλ, σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ' το μέτωπό του. Ο Μπερνάρ τον ακολούθησε. «Όσο για τα υπόλοιπα, θα πρέπει ν' αυτοσχεδιάσουμε ή να τ' αφήσουμε στα χέρια του Θεού».
   Ξαφνικά, ακούστηκαν καλπασμοί αλόγων κι είδαν μια ομάδα του ιππικού να καταφτάνει. Οι άνδρες κατέβηκαν και τους πλησίασαν. Οι δυο γιατροί αναγνώρισαν αμέσως τον αυτοκράτορα, τυλιγμένο στον πορφυρό του μανδύα με το δικέφαλο, χρυσό αετό στο ύψος του ώμου. Ο Μπερνάρ πρόσεξε ότι τον συνόδευε κι ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, τον οποίο είχε πρωτογνωρίσει λίγες βδομάδες πριν στο ιατρείο του στις Βλαχέρνες. Οι άλλοι γιατροί, που ακόμα συνέχιζαν να δουλεύουν μέσα, πετάχτηκαν για να δουν τι συμβαίνει. Όταν είδαν τον αυτοκράτορα, υποκλίθηκαν, για να δείξουν το σεβασμό τους. Ο εξάδελφος Θεόφιλος τους χαιρέτησε. Το ίδιο έκανε κι ο Κωνσταντίνος κάπως πιο απόμακρα, με τα μάτια του.
   «Όλα καλά, κύριοι;» ρώτησε ο Θεόφιλος κρατώντας τους τύπους. «Υπάρχει τίποτε που θα χρειαστείτε;»
   «Όλα είναι έτοιμα, όσο καλύτερα γίνεται», απάντησε ο Εμμανουήλ. «Μονάχα ο Θεός ξέρει τι μπορεί να χρειαστεί σε τέτοιες περιπτώσεις».
   «Ο Θεός είναι με το μέρος μας...» τον διαβεβαίωσε ο Κωνσταντίνος, πλησιάζοντάς τον. «Μη χάνετε το κουράγιο σας, πολλές ζωές εξαρτώνται από σας, κύριοι».
   Όλοι οι γιατροί, που 'χαν πλησιάσει ντροπαλά γύρω του, κρατούσαν χαμηλά τα μάτια από σεβασμό. Ο Μπερνάρ Βιλιέ κοίταζε τον αυτοκράτορα κατευθείαν στα μάτια, που ήταν σκοτεινά και γουρλωμένα. Σκεφτόταν πόσο ευγενικό, βαθύ και σοβαρό ήταν το βλέμμα του, τα διαπεραστικά του μάτια με τις πυκνές βλεφαρίδες και τα φαρδιά φρύδια. Κατάλαβε, όμως, σύντομα ότι δεν έπρεπε να κοιτάζει. Ο Θεόφιλος τον ξεχώρισε και ψιθύρισε κάτι στ' αυτί του αυτοκράτορα.
   «Αυτός δεν είναι ο Γάλλος γιατρός;»
   «Ναι, αυτός είναι...» του 'πε ο Θεόφιλος. «Δεν ήξερα ότι βρισκόταν ακόμη εδώ».
   Ο Μπερνάρ ένοιωσε άβολα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε γίνει το κέντρο του ενδιαφέροντος της συντροφιάς του αυτοκράτορα.
   Ο Κωνσταντίνος έσπασε τον πάγο και πλησίασε.
   «Μου λένε ότι είστε ο Μπερνάρ Βιλιέ, σωστά;» ρώτησε.
   «Μάλιστα, μεγαλειότατε», απάντησε ο γιατρός κατακόκκινος απ' τη ντροπή του.
   «Θέλω να σας μιλήσω».
   «Μεγάλη μου τιμή, μεγαλειότατε».
   Ο Κωνσταντίνος έκανε μια ευγενική χειρονομία, σαν να ζητούσε να τους δώσουν λίγο χρόνο. Όλοι παραμέρισαν για να περάσουν. Ο μονάρχης τον κάλεσε να βαδίσουν μαζί και ν' απομακρυνθούν για να μιλήσουν. Έφτασαν στη σκιά ενός δέντρου και σταμάτησαν. Από κείνο το σημείο, μπορούσαν να δουν τις πρώτες ρεγιώνες της πόλης.
   «Είστε πράγματι αλχημιστής;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
   «Εγώ; Ποιος σας είπε κάτι τέτοιο;» είπε ο γιατρός χαμογελώντας.
   «Ο Ανδρόνικος, όταν φτάσατε στην πόλη...»
   «Όχι, δεν είμαι. Ή μάλλον τα 'χω παρατήσει εξ αιτίας... Έχω δουλέψει, όμως, μ' ένα αγαπημένο μου πρόσωπο που έκανε αυτή τη δουλειά. Ήταν για μένα περισσότερο από πατέρας. Δυστυχώς, συνέβη κάτι που άλλαξε τη ζωή μου και μας απομάκρυνε. Νομίζω, πάντως, πως εκείνος συνέχισε τις προσπάθειες».
   «Κατάφερε μήπως το άτομο αυτό να φτιάξει τη Σκόνη της Προβολής;» ρώτησε ο αυτοκράτωρ.
   «Νομίζω ότι πράγματι τα κατάφερε... Τη φυλά στο κάστρο της Φλερ, στη Γαλλία. Για πείτε μου, όμως, πώς είναι δυνατόν ποτέ να γνωρίζετε τόσα πράγματα γύρω απ' την αλχημεία;»
   Ο αυτοκράτωρ χαμογέλασε, αλλά αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι.
   «Δεν ξέρω παρά μόνο ελάχιστα πράγματα...» ομολόγησε. «Υπήρχε, όμως, κάποτε ένας άλλος βασιλιάς που 'χε αφιερώσει ένα μέρος της ζωής του στην αλχημεία. Τα συγγράμματά του υπάρχουν ακόμη στ' αυτοκρατορικά αρχεία. Τα 'χω διαβάσει εδώ και καιρό...»
   Στάθηκαν για λίγο ο ένας απέναντι στον άλλο, αλλά ο Κωνσταντίνος έβαλε τέλος στη βαριά σιωπή.
   «Να σας πω κάτι; Ποτέ δεν πήρα το φάρμακο που μου 'φερε ο βοηθός σας...» του αποκάλυψε. «Νομίζω, όμως, ότι σίγουρα το πήρε ο Θεόφιλος, γιατί δε μπορώ να εξηγήσω το γεγονός ότι με τόσα θέματα που 'χα αφήσει στα χέρια του, τα κατάφερε περίφημα».
   «Στο σημείωμά μου σας έλεγα, για ν' αποφύγουμε λεπτομερείς επεξηγήσεις, ότι πρόκειται για εκχύλισμα κάκτου...» εξήγησε ο Μπερνάρ.
   «Το θυμάμαι... Δηλαδή, δεν ήταν;»
   «Όχι. Ήταν θηριακή. Το παγκόσμιο φάρμακο του Ανδρόμαχου. Κάποιος έφερε τη συνταγή στην Αλεξάνδρεια. Αλλά γιατί δεν το πήρατε;» ρώτησε ο γιατρός.
   «Γιατί έπρεπε να βρω βαθιά μέσα μου το κουράγιο να ξεπεράσω κι αυτή τη δοκιμασία», απάντησε ο αυτοκράτωρ με το βλέμμα του στραμμένο στη βασιλεύουσα. Ο τρούλος της Αγίας Σοφίας έλαμπε στο βάθος, στο φως του απογευματινού ήλιου, ξεχωρίζοντας ανάμεσα σε μια σειρά κατοικιών. «Εκ των πραγμάτων, όλα άλλαξαν, όταν αποδέχτηκα ότι ίσως θα πεθάνω. Ο θάνατος μ' έκανε να μη φοβάμαι, αλλά να δυναμώσω και ν' αποδεχτώ τη μοίρα μου, όποια κι αν είναι αυτή».
   Σήκωσε για μια στιγμή το βλέμμα στον ουρανό.
   «Πώς είστε τόσο σίγουρος;»
   «Είμαι, είμαι...» τον διαβεβαίωσε καρφώνοντας το σκοτεινό του βλέμμα στο Γάλλο. Δεν έμοιαζε ταραγμένος, αλλά σίγουρος για ό,τι έλεγε. «Υπάρχει χρόνος για όλα κι ο χρόνος της Αυτοκρατορίας τελείωσε. Δε μπορώ να ομολογήσω τέτοια πράγματα στους συντρόφους μου, αφού θα 'χαναν τη δύναμη και την πίστη τους, αλλά σε σας μπορώ να το παραδεχτώ. Είστε αυτή τη στιγμή ο φύλακας του μεγαλύτερου θησαυρού που πέρασε ποτέ απ' την Κωνσταντινούπολη».
   Ο Κωνσταντίνος έβαλε το χέρι στο στήθος, από σεβασμό προς το Βασιλικό Αίμα.
   «Φυλάξτε το θησαυρό αυτό, ακόμη και με την ίδια σας τη ζωή αν χρειαστεί...»
   «Μείνετε ήσυχος, θα το κάνω».
   «Πιστεύω ότι αν μας δινόταν η ευκαιρία να γνωριστούμε κάτω από άλλες συνθήκες, θα γινόμασταν καλοί φίλοι, κύριε Βιλιέ», δήλωσε γεμάτος μελαγχολία ο μονάρχης. «Ας είναι, όμως. Οι καλύτερες γνωριμίες μου υπήρξαν πάντα σύντομες».
   Ο Μπερνάρ ένοιωσε το θαυμασμό να φουντώνει μέσα του για τον άνδρα Κωνσταντίνο, για τον αυτοκράτορα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, για τον επί Γης Χριστό, που 'ταν έτοιμος να περάσει το κατώφλι της ιστορίας και να γίνει μύθος.
   Το μόνο που κατάφερε να πει μέσα στη συγκίνησή του ήταν...
   «Σήμερα είδα την αυγή... Πάνε χρόνια που δεν το 'χα κάνει, είχα ξεχάσει την ομορφιά του κόσμου μας κάθε τέτοια ώρα. Θέλω να ξέρετε ότι σήμερα αποφάσισα να συνεχίσω να ζω. Είναι το πιο προσωπικό δώρο που μπορώ να σας κάνω. Ποτέ δεν είχα έρθει σε άμεση επαφή με το θάνατο, αλλά πάντα τον επιθυμούσα. Σήμερα, όμως, δεν τον θέλω. Κύριε, βαδίζουμε προς αντίθετες κατευθύνσεις...»
   Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε.
   «Κι εγώ συνήθιζα να ξυπνώ νωρίς το πρωί για να δω τον ήλιο ν' ανατέλλει, αλλά τότε ήμουν ακόμη πολύ νέος...» είπε αποχαιρετώντας το γιατρό. «Μ' άρεσε να βγαίνω για κυνήγι την αυγή, ολομόναχος. Μια μέρα το βέλος μου κάρφωσε έναν αετό, αλλά τον είδα να χτυπά τα φτερά και να χάνεται. Αυτή ήταν η καλύτερή μου βολή. Από τότε έχω να κυνηγήσω. Κάθε φορά, όμως, που βλέπω τη μέρα να χαράζει, θυμάμαι εκείνον τον αετό που χάθηκε στο φως της μέρας».
   «Υπάρχει φως και στο τέλος των ημερών...»
   «Το ξέρω, Μπερνάρ Βιλιέ. Ο Θεός μαζί σας. Αντίο».
   Ο Κωνσταντίνος απομακρύνθηκε. Ο Θεόφιλος συνέχιζε να μιλά με τον Εμμανουήλ και τους υπόλοιπους γιατρούς. Ο αυτοκράτωρ άγγιξε τον ξάδελφό του στον ώμο και μετά από λίγο χάθηκαν, περνώντας την Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
   Ο Μπερνάρ έκλεισε τα μάτια. Για μερικά λεπτά στάθηκε στη σκιά του δέντρου. Δεν άκουγε πια τα σφυριά και τ' αμόνια, ούτε τις βομβάρδες. Τα πάντα είχαν βουβαθεί γύρω του. Δεν ακουγόταν τίποτε όση ώρα μιλούσε με τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
   Ο άνεμος μπλέχτηκε στα μακριά του μαλλιά.
   Ήξερε ότι κάποια μέρα στο μέλλον, σε κάποιο άλλο μέρος, θα 'λεγε σε κάποιον για τη συνάντηση που 'χε μ' έναν άνδρα που ξαστόχησε το βέλος του, για να καρφωθεί απ' ευθείας στην καρδιά του.

   Απ' τα τείχη ακούστηκαν χιλιάδες στόματα να ουρλιάζουν ξέφρενα και δυνατά, σαν ν' απολάμβαναν μια ακόμη νίκη. Οι Τούρκοι, έξω απ' τα τείχη, θα πραγματοποιούσαν την τελευταία επίθεσή τους. Ο οθωμανικός στρατός είχε παραταχτεί μ' όλα του τα λάβαρα ανοιγμένα έξω ακριβώς απ' τους πασσάλους που όριζαν το στρατόπεδό του. Ήταν αμέτρητοι, απλώνονταν σε μια νοητή γραμμή που χανόταν και δεξιά κι αριστερά, προς τη Χρυσή Πύλη με κατεύθυνση προς τις Βλαχέρνες. Τα δόρατα και τα λάβαρά τους ήταν τόσα, που δε μπορούσε ανθρώπινο μάτι να υπολογίσει το βάθος του σχηματισμού τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως, δε μπορούσε να 'ναι μικρότερο από τρία μέτρα. Βγάζοντας τα κεφάλια τους απ' το ύψος του τέταρτου τείχους και παρατηρώντας το δεύτερο που 'χε καταστραφεί, οι υπερασπιστές του Μεσοτειχίου άρχισαν ν' ανησυχούν έντονα. Είδαν το σουλτάνο ντυμένο στα μεταξωτά και με το υπέρλαμπρο φέσι του με το εντυπωσιακό φτερό, να καβαλικεύει έξω απ' το φράχτη, να καλπάζει μερικά μέτρα προς τα δεξιά και στη συνέχεια να σταματά και να κάνει το ίδιο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το ίδιο έκαναν κι οι τελάληδές του, μεταφέροντας το λόγο του απ' τη μια άκρη στην άλλη.
   «Σας παραδίδω την πόλη! Σας παραδίδω αυτή την πόλη για να τη λεηλατήσετε! Τ' αμέτρητα πλούτη της, οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά της σας ανήκουν!» ούρλιαζε.
   Οι υπερασπιστές της Πόλης άκουγαν τους Οθωμανούς να βρυχώνται και να σηκώνουν τα χέρια τους στον αέρα.
   «Γελιέσαι! Θα πρέπει πρώτα να μας βγάλεις απ' τη μέση!» φώναζε ο Ιουστινιάνης μ' όση δύναμη είχε μέσα του.
   «Από 'δω και στο εξής, θα ζείτε ευτυχισμένοι και θα 'ναι αμύθητα τα πλούτη σας που θα κληρονομήσουν τα παιδιά σας! Το πιο σημαντικό, όμως, για τους δικούς σας, θα 'ναι ότι δοξάσατε το Ισλάμ, κατακτώντας μια πόλη ονομαστή σ' ολόκληρο τον κόσμο! Ακόμη μεγαλύτερη θα 'ναι η φήμη όσων επιζήσουν για να μπουν μέσα στην πόλη και να την κάνουν δική τους!» φώναζε ο Μωάμεθ για να τους εμψυχώσει και για να τους ακούει ν' αλαλάζουν. «Η πόλη αυτή που πάντοτε υπήρξε εχθρός μας, που μας κοιτούσε με μάτι εχθρικό, που δε μας ήθελε, που προσπαθούσε να μας βγάλει απ' τη μέση, θα γίνει δική μας! Απ' τις πύλες της θα περάσουμε για να κατακτήσουμε την υπόλοιπη ελληνική Αυτοκρατορία!» τους υποσχόταν ο σουλτάνος, δείχνοντας τα τείχη με το γιαταγάνι του.
   Ο στρατός του Μωάμεθ ήταν σε παροξυσμό, σε μαζικό παραλήρημα. Όταν πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, ο σουλτάνος χάθηκε πίσω απ' τη συνοδεία του, που του άνοιγε δρόμο για να περάσει, μέσα από χέρια που προσπαθούσαν ν' αγγίξουν τα ρούχα του Αφέντη Πάντων των Πιστών. Ο σχηματισμός χάθηκε και το τουρκικό στρατόπεδο παραδόθηκε σ' ένα ατέλειωτο πανηγύρι, πριν πέσει το σκοτάδι.
   Οι Έλληνες κι οι Λατίνοι παρατηρούσαν τα τεκταινόμενα στο τουρκικό στρατόπεδο. Η τελική αναμέτρηση είχε ξεκινήσει. Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούσαν τους τελευταίους υπερμάχους του Χριστιανισμού της Ανατολής. Θα πολεμούσαν μέχρι τελικής πτώσης.
   Ο Ιουστινιάνης γύρισε ξανά πίσω στην τέντα του. Κλότσησε ό,τι είχε απομείνει απ' την άδεια κανάτα και ξαπλώθηκε πάνω στα σακιά που χρησίμευαν για στρώμα. Παρά τους παλικαρισμούς του, ήξερε ότι κάτι κακό θα συνέβαινε. Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε τους Οθωμανούς έτοιμους για όλα, για να πιουν αίμα και να λεηλατήσουν την πόλη. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του. Απ' το μυαλό του περνούσαν εκατοντάδες εικόνες, απ' την προσωπική του ζωή, την οποία είχε περάσει στη μάχη, πολεμώντας. Στο σώμα του είχε ενθύμια, άπειρες ουλές που ο χρόνος δεν προλάβαινε να σβήσει. Κάποτε, όμως, είχε ζήσει χωρίς φόνους, αίμα, σπαθιά και μαχαίρια. Θυμόταν τις μέρες που 'ταν πρόξενος στην Κάφα, την ενετική αποικία της νότιας Κριμαίας. Η ζωή του, εκείνη την εποχή, ήταν ανθρώπινη και του χαμογελούσε, όπως τότε που 'χε κρατήσει για πρώτη φορά στα χέρια του την κόρη του, τη Φραγκίσκη. Ούτε κι εκείνος θυμόταν πόσα χρόνια είχε να τη δει.
   «Σκατά! Αν είναι γραφτό μου να πεθάνω εδώ, μακάρι, Θεέ μου, να με πάρεις κοντά Σου!» ψιθύρισε. «Θα με πάρεις, έτσι δεν είναι;»

   Η καμπάνα της Παναγίας των Βλαχερνών σήμανε αναγγέλλοντας τον όρθρο. Μετά από λίγο, ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της καμπάνας του Αγίου Δημητρίου Καναβού. Σαν απάντηση, στο βάθος ακούστηκαν οι καμπάνες του Ιωάννη του Βαπτιστή. Στην Κωνσταντινούπολη, οι καμπάνες ξυπνούσαν η μια την άλλη. Την 28η μέρα, όμως, έμοιαζαν να βγαίνουν απ' το μαύρο στόμα της νύχτας σαν εφιάλτης, σαν τρομακτικές φωνές, σαν να 'θελαν να πνίξουν κάθε χαρά, ελπίδα, αισιοδοξία στις ανθρώπινες ψυχές.
   Πλάι σε μια απ' τις βαριές κολώνες που συντρόφευαν τα παράθυρα των διαμερισμάτων του, ο Κωνσταντίνος κοίταζε το πορφυρό χρώμα τ' ουρανού με βλέμμα άδειο. Όλη νύχτα προσευχόταν, αποτραβηγμένος και βυθισμένος σ' ασήκωτη κι απόκοσμη σιωπή. Μετά από τόσες βδομάδες ταραγμένου ύπνου, είχε συνηθίσει τις κανονιές μέσα στη νύχτα και τώρα που σιωπούσαν, η ψυχή του γέμιζε τρόμο.
   Η σκέψη του τον ταξίδεψε απ' την Πόλη στο Μυστρά. Και τι δε θα 'δινε για να ξαναζήσει τις υπέροχες εκείνες μέρες, απόλυτης ελευθερίας. Ήταν μια εποχή που έμοιαζε απίστευτα μακρινή, κλεισμένος καθώς ήταν πίσω απ' το Τείχος των Βλαχερνών. Έκλεισε τα μάτια για λίγο κι ένοιωσε να γυρίζει πίσω στο σπίτι του, πετώντας.
   Η γη έπαιρνε χρώμα κόκκινο κάθε αυγή, έκαιγε κάθε φορά που ο ήλιος έγλειφε τα υψίπεδα της καστροπολιτείας, που αποτελούσαν ανθρώπινο σύνορο απ' την κοιλάδα που απλωνόταν στα πόδια του. Το παλάτι της οικογένειας έμοιαζε με καταφύγιο αετών, σκαρφαλωμένο πάνω στον πανάρχαιο βράχο του Μυστρά. Οι πύργοι, οι πολεμίστρες, οι στοές και τα λιθόστρωτα σαρώνονταν απ' τους ανέμους της Λακεδαιμόνιας γης. Ο άνεμος τρέλαινε τους ανθρώπους ή γαλήνευε τις ψυχές τους. Ο άνεμος μύριζε δεντρολίβανο και βράχο, πάθη και θρύλους.
   Κάθε αυγή καβαλούσε μόνος τ' άλογό του, όταν ακόμη το φως έπαιζε με τις σκιές, καλώντας τους ανθρώπους να βγουν απ' τον ψεύτικο τάφο της νύχτας. Είχε μαζί του πάντα το τόξο του και το καλύτερο άλογό του. Πολλές φορές, έλειπε μέρες ολόκληρες, περιπλανιόταν σε γκρεμούς και σε κοιλάδες, κοιμόταν κάτω απ' τον έναστρο ουρανό και κυνηγούσε. Ένοιωθε γνήσιο τέκνο της Σπάρτης. Έτσι άλλωστε τον είχαν μεγαλώσει.
   Θυμόταν ένα παγωμένο πρωινό του Ιανουαρίου τους πρεσβευτές που είχαν καταφτάσει στο παλάτι για να τον συναντήσουν. Τους είχε δει να διασχίζουν την κοιλάδα και ν' ανεβαίνουν με δυσκολία το στριφογυριστό μονοπάτι του κάστρου. Ήθελαν να του ανακοινώσουν με τον ανάλογο σεβασμό ότι θα γινόταν αυτοκράτωρ κι ότι έπρεπε να ετοιμαστεί για το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, παλιός του φίλος και φιλόσοφος, τον είχε προειδοποιήσει χρόνια πριν, ότι σύντομα θα 'ρχόταν αυτή η μέρα. Κατά κάποιο τρόπο, όλοι ήξεραν ότι η στιγμή πλησίαζε κι ότι έπρεπε να προετοιμαστεί. Λίγο αργότερα, μέσα στον Άγιο Δημήτριο, οι πρεσβευτές τον έντυσαν αυτοκράτορα. Η τελετή ήταν σύντομη κι απλή, στην οποία του ανακοίνωσαν ολόκληρο τ' όνομα που θα 'παιρνε, προσθέτοντας πως ήταν πλέον Ελέω Θεού Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Κανείς, όμως, δεν του 'χε πει την αλήθεια. Γινόταν αυτοκράτωρ μιας διαλυμένης Αυτοκρατορίας, διοικητής της ύστατης πνοής ενός ονείρου αιώνων.
   Το τελευταίο βράδυ που 'χε περάσει στο Μυστρά, δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί. “Παντού ίδια είναι τ' άστρα”, είχε πει στον εαυτό του, “άρα, δεν παίζει ρόλο που βρίσκεται κανείς”. Θυμόταν ότι είχε φορέσει την κάπα του για να βγει έξω να τα κοιτάξει. Αναρωτιόταν μήπως οι θέσεις τους στο στερέωμα προσδιόριζαν τις ζωές των ανθρώπων. Για ακόμη μια φορά, ένοιωσε την παρουσία του Γεμιστού κοντά του. Αναρωτήθηκε τι θα του 'λεγε, όσον αφορά στην αβεβαιότητα του πεπρωμένου. Ξαφνικά, ένοιωσε ότι άκουγε ξανά τη βαριά κι ήρεμη φωνή του Γεωργίου να του λέει: “Μην προσπαθείς να ερμηνεύσεις τα σημάδια τ' ουρανού. Μονάχα άνθρωποι αδαείς πιστεύουν στα σημάδια τους, αλλά ο Θεός ξέρει τι θα συμβεί, πολύ πριν να συμβεί. Η μοίρα σου είναι προδιαγεγραμμένη και δε μπορείς ν' αλλάξεις τη δική σου θέση στον ουρανό. Το μόνο που δεν πρέπει να ξεχάσεις είναι πως είσαι Έλληνας, εκτός από Ρωμαίος και Χριστιανός. Είσαι Έλληνας και μάλιστα Σπαρτιάτης. Πήγαινε, λοιπόν, στο πεπρωμένο σου. Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις. Φύγε, παίρνοντας μαζί σου τα όνειρα και την ασπίδα σου. Και γύρνα πίσω με την ασπίδα σου ή πάνω στην ασπίδα σου. Ποτέ χωρίς αυτήν”.
   Δε γύρισε ποτέ να κοιτάξει τις πεδιάδες της Σπάρτης, δεν προσπάθησε να δει τη θάλασσα.
   Πήρε, όμως, μαζί του ασπίδες κι όνειρα.
   Και τα κόκκινα πρωινά του Μυστρά, χαραγμένα για πάντα στη μνήμη.

   «Ελπίζω να μη μείνω άφωνος, να μην τρέμει η φωνή μου. Όλα θα πάνε καλά, έτσι Θεόφιλε;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος μ' αγωνία, κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού τον ξάδελφό του που βάδιζε πλάι του.
   Ο Θεόφιλος δεν απάντησε. Έμοιαζε απών, βυθισμένος στις σκέψεις του, με τη συγκίνηση να τον κατακλύζει από παντού. Ο Γεώργιος Φραντζής βάδιζε στ' αριστερά του αυτοκράτορα και του 'δωσε την απάντηση που 'θελε.
   «Όταν φτάσει η στιγμή, θα σου 'ρθουν από μόνα τους τα λόγια. Μην ανησυχείς. Πάντοτε ήξερες τι έπρεπε να πεις. Μίλα με την καρδιά κι όλοι θα σ' ακούσουν. Σήμερα τα λόγια μετρούν περισσότερο από ποτέ. Απ' τα χείλη σου κρεμόμαστε όλοι», απάντησε.
   Ο Κωνσταντίνος γύρισε για μια στιγμή και κοίταξε την επιτροπή. Δεν ήταν ακριβώς μια επιτροπή, αλλά πομπή ολόκληρη. Ολόκληρη η πόλη ήταν παρούσα, αφού οι καμπάνες τούς είχαν όλους αναστατώσει, μαζί με τις φήμες που κυκλοφορούσαν σε δρόμους και σταυροδρόμια, σ' αγορές και πλατείες, μέχρι ν' αλλάξουν και να γίνουν πόνος και θλίψη μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας. Αποχωρούσαν μεταμελημένοι στην ουσία, ζητώντας συγχώρεση για τις αμαρτίες που 'χαν κάνει και ζητώντας απ' τον Θεό να βοηθήσει, να τους συνδράμει. Πολλοί ήταν εκείνοι που έκλαιγαν· άλλοι πάλι, με κατεβασμένα τα μάτια, ζητούσαν συγχώρεση από φίλους, γείτονες, ξένους και γνωστούς. Ακολουθούσαν τους ιερείς, τους αριστοκράτες, τους άρχοντες και τους ιππότες. Μαζί τους, στο τελευταίο ταξίδι τους στις γειτονιές της ευλογημένης Πόλης, κουβαλούσαν ιερά λείψανα και σταυρούς, σύμβολα αγιοσύνης, για να γυρίσει ο Θεός το βλέμμα και να τους δει, να τους προσέξει και να τους προστατέψει. Οι εκκλησίες είχαν αδειάσει, μαζί τους κι οι εσοχές που φιλοξενούσαν εικόνες, τα ιερά είχαν μείνει άδεια, οι κρύπτες δίχως λείψανα κι οι λάρνακες χωρίς ιερά τάματα. Πολλές απ' τις εικόνες έβγαιναν απ' τις εκκλησίες για πρώτη φορά από τότε που 'χαν ζωγραφιστεί.
   Η Κωνσταντινούπολη περίμενε τη Θεία Δίκη.
   Καρδινάλιοι, αρχιεπίσκοποι και ιερείς, μοναχοί και διάκονοι, από κάθε ενορία, μοναστήρι και βασιλική της πόλης, είχαν τεθεί επικεφαλής της πομπής. Ορθόδοξοι και καθολικοί έψαλλαν με φωνές μονότονες τους δικούς τους ύμνους που σάρωναν απ' άκρη σ' άκρη τ' ανθρώπινο ποτάμι που τους ακολουθούσε και που σε κάθε τελείωμα φώναζε “Ἐλέησον ἡμᾶς”. Όταν τέλειωσε η παράκληση, στάθηκαν και με φωνές σπασμένες απ' τη συγκίνηση, έψαλαν το Κύριε Ἐλέησον. Ήταν 28 Μαΐου και ημέρα Δευτέρα. Ημέρα πένθους, ημέρα ικεσίας, παράκλησης.
   “Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Σῶσον ἡμᾶς”.
   Προσπαθούσαν να καταφέρουν ό,τι δεν είχε πετύχει η στρατηγική, η πολιτική, τα πολεμικά συμβούλια. Κανείς δεν ενδιαφερόταν αν η λιτανεία γινόταν στα Ελληνικά ή στα Λατινικά, αν ο Θεός ήταν τρισυπόστατος ή για τη φύση του Αγίου Πνεύματος, αν δηλαδή το περιστέρι του φωτός είχε καθίσει πάνω στο κεφάλι ενός απλού ξυλουργού, που 'ταν άνθρωπος κι είχε ματώσει. Κανείς δε θυμόταν αν η μετάληψη ήταν από αρτοκλασία ή όστια, αν μπορούσε ή όχι να φάει πριν τυρί. Ο θάνατος βρισκόταν πολύ κοντά κι οι Χριστιανοί είχαν γίνει ένα, όπως οι πρόγονοί τους, που υπέφεραν μαρτύρια στον Μέγιστο Ιππόδρομο, χωρίς ν' αναρωτιούνται σχετικά με τη φύση του μυστηρίου.
   Ο Νίκος είχε αφεθεί να τον παρασύρει η λαοθάλασσα. Δε φοβόταν τίποτε κι ήθελε πολύ να βρίσκεται ανάμεσά τους.
   Ανάμεσα στον ίδιο και την Ειρήνη βρισκόταν ο Στέλιος. Προσπαθούσαν να προστατέψουν το αδύναμο σώμα του, αφού δεν ήθελε με τίποτα να μείνει πίσω στις Βλαχέρνες. Ο Μπερνάρ είχε φύγει το μεσημέρι για τον Άγιο Ρωμανό, μετά απ' τη συζήτηση που είχαν. Για την ακρίβεια, ήξεραν πού έπρεπε να συναντηθούν και πότε, αν τελικά η πόλη παραδινόταν στη φωτιά.
   «Θα 'ρθω να σε βρω στα τείχη, όταν αρχίσουν να χτυπούν οι καμπάνες...» επέμενε ο Κρητικός.
   «Δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι σωστό. Θα τα καταφέρω πολύ καλύτερα αν είμαι μόνος. Εσείς να μείνετε μαζί, γιατί έτσι τουλάχιστον θα 'χετε μεγαλύτερες ευκαιρίες. Νίκο, μην αφήσεις στιγμή απ' τα μάτια σου αυτό που σου 'δωσα», του απάντησε ο Μπερνάρ, δείχνοντάς του το φλασκί του Ανδρόνικου. «Να θυμάσαι ότι έχεις πάρει όρκο. Αν καταρρεύσει η άμυνα της πόλης κι αν όλα είναι πια χαμένα, θα τρέξω να σας βρω. Θα συναντηθούμε κοντά στην Αγία Θεοδοσία ή στην πύλη που ενώνει την περιοχή με το λιμάνι».
   «Εντάξει, έτσι θα γίνει. Θα προσπαθήσω να σώσω ό,τι μπορώ μέσα σε μια μεγάλη τσάντα και δυο σάκους», είπε κοιτάζοντας μ' απελπισία τα ράφια και τα τραπέζια του εργαστηρίου. «Δε θέλω να σκέφτομαι τι θα τα κάνουν όλα αυτά οι Τούρκοι!»
   Ο Μπερνάρ τον κοίταξε γεμάτος τρόμο.
   «Νίκο, μη δίνεις σημασία πια σε τίποτε. Ξέχνα τα όλα. Ας φύγουμε ζωντανοί και δεν πειράζει. Μη φορτωθείς πράγματα που θα σ' εμποδίσουν να τρέξεις. Κατάλαβες;»
   Όταν η πομπή έκανε το γύρο της πόλης, σταμάτησε. Πολλοί χαιρέτησαν κι αποχώρησαν, άλλοι έτρεξαν να κρυφτούν και να σφραγίσουν τις πόρτες των σπιτιών τους, άλλοι ανέβηκαν στα τείχη, έτοιμοι να υπερασπιστούν με νύχια και με δόντια ό,τι είχε απομείνει απ' τα ιερά και τα όσια του λαού και της πόλης τους κι άλλοι τράβηξαν για την Αγία Σοφία, όπου τα ξημερώματα θα γινόταν μεγάλη λειτουργία.
   Ο Νίκος, ο Στέλιος κι η Ειρήνη πλησίασαν στην κορυφή της πομπής κι είδαν τον αυτοκράτορα σταματημένο να κοιτάζει τα πλήθη.
   Ο Κωνσταντίνος ξεχώρισε πολλά γνωστά πρόσωπα. Όλοι κρέμονταν απ' τα χείλη του. Παρόντες ήταν οι Ενετοί, μ' επικεφαλής τον Γιρόλαμο Μινότο και τον Καταρίνο Κονταρίνι, με τους Μποκιάρντι και τους καπετάνιους των γαλερών της Γαληνότατης Δημοκρατίας. Οι Καταλανοί ήταν παρόντες μαζί με τον πρόξενο Χουάν δε λα Βία και τον επικεφαλής του στόλου, Περ Χουλιά. Λίγο παραπέρα, είχαν σταθεί οι Γενουάτες με τον Ιουστινιάνη και τους μισθοφόρους του μπροστά, με τις αστραφτερές τους πανοπλίες. Αναγνώρισε το πρόσωπο του Μεγάλου Δούκα, Λουκά Νοταρά, ο οποίος ξεχώριζε λόγω αναστήματος, και τον Οθωμανό πρίγκηπα Ορχάν. Στα δεξιά τους βρισκόταν ο επίσκοπος Ισίδωρος του Κιέβου, που στηριζόταν στο μπαστούνι του, κι ο Γενουάτης αρχιεπίσκοπος της Χίου, Λεονάρντο. Γύρω απ' τον αυτοκράτορα είχαν μαζευτεί προσφιλή του πρόσωπα, όπως ο Γεώργιος Φραντζής κι ο Ιωάννης Δαλματάς, που ήταν φίλοι του, ο ξάδελφος Θεόφιλος κι ο δον Φρανσίσκο του Τολέδου, ο Γαβριήλ Τρεβιζάνος, ο Αλβίζο Ντιέντο κι ένα σωρό άλλοι.
   Στην αρχή ακούγονταν ψίθυροι, αλλά μετά επικράτησε σιωπή. Δεν ακουγόταν ούτε ανάσα, εκτός φυσικά απ' το τρίξιμο των μεταλλικών προστατευτικών θωράκων κι επιγονατίδων των ιπποτών, εκτός απ' τον στριγκό ήχο των σπαθιών και των ασπίδων. Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στο Ρωμαίο αυτοκράτορα, ο οποίος φορούσε το στέμμα του ντυμένο με μεταξωτή λευκή κορδέλα, ραμμένη με χρυσή κλωστή. Φορούσε μια υπέροχη πανοπλία, μια βαλκανική στολή εκστρατείας που τον κάλυπτε μέχρι τα φρύδια. Προφύλασσε το στήθος του μ' έναν βαρύ, αστραφτερό, μπρούντζινο θώρακα, ενισχυμένο με λευκά, δερμάτινα λουριά. Τα μπράτσα του ήταν καλυμμένα μ' ενετικά προστατευτικά και τα χέρια του με χρυσά γάντια. Στα πόδια φορούσε περικνημίδες, που 'χαν ανάγλυφο σταυρό πάνω τους. Από πάνω φορούσε τον σάκο, ένα πορφυρό πανωφόρι κεντημένο με δικέφαλους αετούς και κρίνα και το επιλωρίκιο, την κλασική παπλωματόφουστα των ιπποτών.
   Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης άρχισε να μιλά...
   «Κύριοι, λοχαγοί, εν Χριστώ αδελφοί που σηκώσατε τ' άρματα, η ώρα της μάχης πλησιάζει. Νομίζω ότι εδώ και τώρα πρέπει να σας ζητήσω να μείνετε ενωμένοι κι αποφασισμένοι. Πολεμήσατε πάντα με δόξα και τιμή τους εχθρούς του Χριστού και τώρα ο κόσμος των πατέρων σας κι η περίφημη βασιλεύουσα, την οποία οι άπιστοι Τούρκοι πολιορκούν εδώ και πενήντα μία μέρες, εναποθέτει κάθε ελπίδα στη σιδερένια σας θέληση...
   »Μη φοβηθείτε όταν θα δείτε τα τείχη μας να πέφτουν απ' τα τουρκικά κανόνια. Αποθέστε τις ελπίδες σας στο Θεό και θα δείτε ότι τα χέρια σας θ' αποκτήσουν δύναμη και τα σπαθιά σας δε θ' αστοχήσουν. Είθε ο Θεός να σας προστατεύει. Ξέρουμε καλά πως η ορδή βαρβάρων που έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε, θα πέσει πάνω μας, αλλά αυτό έχει συμβεί πολλές φορές. Θα ουρλιάζουν και θα μαυρίζουν τον ουρανό με τα βέλη τους. Μη φοβηθείτε, οι πανοπλίες θα σας προστατέψουν. Τα βέλη θα χτυπήσουν πάνω σε τείχη, πάνω σε πανοπλίες κι ασπίδες. Μη φοβηθείτε όπως τότε, που οι ρωμαϊκές λεγεώνες είδαν τους Καρχηδονίους να ορμούν μ' ελέφαντες και να σπέρνουν τον πανικό στο αήττητο ιππικό τους.
   »Η μάχη αυτή πρέπει να σας βρει ενωμένους και δίχως φόβο στην ψυχή μέσα. Μην οπισθοχωρήσετε, να είστε αποφασισμένοι να υπερασπιστείτε τα τείχη, όπως οι ήρωες του παρελθόντος. Μονάχα τα ζώα τρέχουν για να ξεφύγουν από άλλα ζώα. Εσείς, όμως, είστε άνδρες με καρδιά δυνατή κι είμαι σίγουρος πως ό,τι κι αν συμβεί, ξέρετε πώς να συγκρατήσετε αυτά τα κτήνη, πώς να τα διαπεράσετε με τα δόρατα και με τα σπαθιά σας, για να μάθουν με ποιους έχουν να κάνουν και να μάθουν ότι δεν πολεμούν με ίσους κι όμοιους, αλλά με γνήσιους θηριοδαμαστές».
   Έλληνες και Λατίνοι είχαν συγκινηθεί και στέκονταν ακίνητοι κάτω απ' το δυνατό ήλιο του μεσημεριού. Είχαν γίνει ένα με τις σιδερένιες τους στολές, οι οποίες είχαν πλήθος βουλιάγματα που μονάχα βόλια και ξίφη μπορούσαν να προκαλέσουν. Έδειχναν περήφανοι, ατρόμητοι, αλλά κατά βάθος έκαναν μεγάλη προσπάθεια για να συγκρατηθούν. Δεν έπρεπε απλώς να συγκρατήσουν μια χούφτα άγρια ζώα. Για να σώσουν και να σωθούν έπρεπε να ξεκάνουν εκατό χιλιάδες άγρια ζώα, μ' άλλα λόγια ο καθένας τους έπρεπε να βγάλει απ' τη μέση γύρω στους είκοσι Οθωμανούς, πράγμα που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
   «Όπως γνωρίζετε όλοι, ο άπιστος εχθρός μας καταπάτησε την ειρήνη», συνέχισε ο Κωνσταντίνος. «Καταπάτησε τους όρκους και τις συμφωνίες που 'χε κάνει, δολοφόνησε τους αγρότες μας την εποχή της συγκομιδής, έχτισε φρούριο στην Προποντίδα, πολιόρκησε το Γαλατά προσφέροντας ψεύτικη ειρήνη.
   »Και τώρα, απειλεί να κατακτήσει την πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τη γη των προγόνων μας, το ιερό των Χριστιανών, την προστάτιδα πόλη των απανταχού Ελλήνων και να μεταβάλει τις εκκλησίες σε στάβλους για τα ζωντανά του. Κύριοι, αδέλφια, πολυαγαπημένα τέκνα, η τιμή των Χριστιανών εξαρτάται από σας!
   »Εσείς κύριοι της Γένουας, ανίκητοι στη μάχη, νικητές και ποτέ ηττημένοι! Εσείς... που πάντα την πόλη αυτή στηρίζατε, σαν τη μάνα τη δική σας, απ' τους Τούρκους, δείξτε σ' όλους εμάς τι είστε σε θέση να κάνετε, πόσους μπορείτε να βγάλετε απ' τη μέση με κάθε χτύπημα.
   »Κι εσείς, ιππότες της Βενετίας, ήρωες θρυλικοί με σπαθιά που άπειρες φορές αιματοκύλησαν τον τουρκικό λαό κι άλλες τόσες έστειλαν στον πάτο αρμάδες ολόκληρες, άπειρες ψυχές απίστων μ' επικεφαλής τον Λορεδάνο, τον καλύτερο καπετάνιο του στόλου μας! Εσείς που τιμήσατε την πόλη μου σαν να 'ταν δική σας, εσείς που φέρατε εδώ τιμημένους άνδρες! Ετοιμαστείτε για την τελική σύγκρουση!»
   Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κοίταξε σιωπηλός τα πλήθη για μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν αιώνες. Τα 'χε χαμένα. Κάθε κουβέντα του έμοιαζε να σφάζει το λαιμό του. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Τα μάτια όλων εκείνων των παράξενων πολεμιστών είχαν γεμίσει δάκρυα. Στο πρόσωπο του αυτοκράτορα ενωνόταν η δύναμη που τους χρειαζόταν για να νικήσουν. Κι εκείνος, τράβηξε το σπαθί του και το σήκωσε ψηλά σαν να 'ταν σταυρός...
   «Εσείς, σύντροφοι, υπακούστε στις διαταγές των ανωτέρων σας, αφού σήμερα είναι η μέρα που θα δοξαστείτε, η μέρα που, ακόμη και μια σταγόνα απ' το αίμα σας να δώσετε, θα περάσετε σαν ήρωες στην ιστορία».
   «Ω, Θεέ μου... Όλα όσα λέει ακούγονται σαν Επιτάφιος Θρήνος!» είπε ο Στέλιος σφιχταγκαλιάζοντας την Ειρήνη. Τα δάκρυά της κυλούσαν καυτά στο στήθος του.
   Ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Οι Γενουάτες πήγαιναν προς τον Άγιο Ρωμανό, οι Ενετοί προς τις Βλαχέρνες. Χαιρετούσαν τους Καταλανούς που πήγαιναν για τα Τείχη του Μαρμαρά. Οι Κρητικοί κατέβαιναν για να επανδρώσουν τις πολεμίστρες της πόλης κι οι Έλληνες είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στη ρεγιώνα των Αγίων Αποστόλων, αφού καλούνταν να ενισχύσουν απ' το ένα μέρος στο άλλο. Όλοι τους έφυγαν για να συναντήσουν τη μοίρα, με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό και την ψυχή στο στόμα. Όταν έπεσε η νύχτα, πολλοί ήταν οι πιστοί που κλείστηκαν για να λειτουργηθούν στην Αγία Σοφία. Παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία με σεβασμό, όλοι μαζί, καθολικοί κι ορθόδοξοι, αδελφωμένοι κι έτοιμοι για το τέλος. Γέμισαν τους εξώστες, το γυναικωνίτη κι άκουσαν για τελευταία φορά τις βαριές, ουράνιες και κατανυκτικές χορωδίες να ψάλλουν τον Ακάθιστο Ύμνο, όρθιοι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που 'ταν έργο του Αγίου Λουκά. Αγρότες κι ευγενείς, αυλικοί κι απλοί τεχνίτες, έμποροι και στρατιώτες, πλούσιοι κι απόκληροι έλαβαν τη Θεία Ευχαριστία με μάτια γεμάτα δάκρυα.
   Ο τελευταίος αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης ανέβηκε στ' άλογό του και προχώρησε προς το Ιερό Παλάτι. Διέσχισε αίθουσες και διαδρόμους και κάθε φορά που συναντιόταν μ' υπηρέτες, μάγειρες ή γραφιάδες, ζητούσε συγχώρεση για τις αμαρτίες που 'χε κάνει.
   «Συγχώρα με, Μιχαήλ, αν κάποτε σε προσέβαλα, σου ζητώ συγχώρεση...» 
   «Πώς να σας δώσω συγχώρεση, αφού ποτέ δε με προσβάλατε;» του απάντησε ο παρακοιμώμενός του, δηλαδή ο πρώτος αρχιθαλαμηπόλος του παλατιού, προσκυνώντας τον αυτοκράτορα, πέφτοντας στα γόνατα μπροστά του και ξεσπώντας σε κλάματα.
   «Σήκω αμέσως όρθιος!» τον παρακάλεσε ο Κωνσταντίνος βοηθώντας τον να σηκωθεί. «Ο Θεός να σε προστατεύει».
   Ο τελευταίος με τον οποίο συναντήθηκε προχωρώντας για την αίθουσα υποδοχής του παλατιού, ήταν ο Γεώργιος Φραντζής, ο οποίος περιπλανιόταν σαν τρελός στους διαδρόμους και στα γραφεία, χωρίς να ξέρει πώς να κρύψει την πίκρα του.
   «Αγαπημένε φίλε, Γεώργιε, σε σένα δε μπορώ να πω τίποτε, γιατί θα πρέπει να τα πω όλα...» είπε αγκαλιάζοντάς τον, αφού ήταν ο άνθρωπος που βρισκόταν πιο κοντά στην ψυχή του μονάρχη.
   Ο Φραντζής δε μπορούσε ν' αρθρώσει λέξη, όπως έκλαιγε ασταμάτητα. Προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν τα κατάφερε.
   «Ποτέ δε θα μπορέσω να σ' ευχαριστήσω αρκετά για όλα όσα έχεις κάνει για μένα...» ψιθύρισε στ' αυτί του ο αυτοκράτωρ. «Να προσέχεις την οικογένειά σου και να τους δώσεις την αγάπη μου. Μακάρι να ξαναϊδωθούμε σε τούτη 'δω τη ζωή».
   Χωρίς να περιμένει άλλο, κατέβασε τα χέρια κι έφυγε για την αυλή του παλατιού, σκουπίζοντας τα δάκρυά του στην πορφυρή του κάπα. Παραέξω τον περίμενε ο Θεόφιλος, ο οποίος του 'δωσε τα γκέμια του αλόγου, μαζί με τους αχώριστους φίλους του, Ιωάννη Δαλματά και δον Φρανσίσκο  του Τολέδου. Αναχώρησαν για τον Άγιο Ρωμανό, όταν ήδη είχε πέσει η νύχτα κι άρχισαν ν' ανάβουν μαγκάλια και δαυλοί.
   Ήταν μια ώρα δύσκολη, αφού η βασιλίδα των πόλεων καλούσε τους ήρωές της να τη βοηθήσουν.
   Κι όλοι τους απαντούσαν στο κάλεσμά της.

   Η νύχτα έπεφτε κι ο Μπερνάρ Βιλιέ πλησίαζε στα τείχη του Αγίου Ρωμανού. Η μέρα είχε περάσει ήσυχα, αλλά ακόμη κι έτσι, ο κίνδυνος που παραμόνευε μαζί με το χαμό, βάραιναν την ατμόσφαιρα. Η γαλήνη που επικρατούσε ήταν πολύ πιο τρομακτική απ' τα κανόνια των Τούρκων. Οι Τούρκοι ακολουθώντας κάποιο έθιμο, το οποίο δε γνώριζε, δεν έκαναν τίποτε τις ώρες πριν τη μεγάλη επίθεση. Δεν ακουγόταν το παραμικρό, ούτε καν οι σιδεράδες τους, ούτε οι ξυλουργοί να κόβουν ξύλα. Δεν έβριζαν, δεν προκαλούσαν, δεν αντάλλασσαν βρισιές με τους πολιορκημένους. Μονάχα ένας μονόχορδος και θλιβερός ψίθυρος ακουγόταν πίσω απ' το Τείχος του Θεοδοσίου. 
   Ο Μπερνάρ πλησίασε στην άκρη της σκάλας που οδηγούσε στο εσωτερικό τείχος και την ανέβηκε. Είχε σχεδόν φτάσει στις πολεμίστρες, όταν τον σταμάτησε ένας φρουρός.
   «Κύριε, δεν πρέπει να βρίσκεστε εδώ, είναι επικίνδυνο», του 'πε. «Μήπως είστε κληρικός, μήπως ήρθατε για να μας εξομολογήσετε, γιατί περιμένουμε έναν εξομολογητή».
   «Όχι, δεν είμαι παπάς», του απάντησε. «Απλά θέλω να δω το τουρκικό στρατόπεδο...»
   Ο φρουρός τον κοίταξε και τελικά τον άφησε να περάσει. Ο Μπερνάρ χαμογέλασε και τον διαβεβαίωσε ότι δε θ' αργούσε παρά μόνο μερικά λεπτά.
   Το θέαμα που ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια του γιατρού ήταν μοναδικό. Έβαλε το πρόσωπό του σε μια πολεμίστρα κι είδε τι έκαναν οι Τούρκοι. Η νύχτα είχε γίνει μέρα, αφού χιλιάδες φώτα, φωτιές, δαυλοί, λάμπες και φανάρια φώτιζαν τον τόπο. Έκαιγαν καθετί που μπορούσε να καεί. Λίγο παραπέρα, όσο έφτανε το μάτι του, απλωνόταν μια θάλασσα από μικρές φλόγες που έμοιαζαν να πλέουν στο πουθενά. Αστέρια φτιαγμένα από φωτιά που σίγουρα θα προκαλούσαν ζήλια στ' άστρα τ' ουρανού. Ο μονότονος ήχος, που άκουγαν όλη νύχτα, ήταν προσευχές.
   Στάθηκε σκεφτικός, αδιαφορώντας για τις προσευχές τους, που έμοιαζαν με ψαλμωδία δίχως τέλος. Ένοιωσε μεγάλη συγκίνηση, επειδή όλοι εκείνοι οι άνθρωποι έκαναν ειρήνη με τον Θεό κι ετοιμάζονταν για να πεθάνουν. Ο κόσμος τού φάνηκε σαν το πιο αλλόκοτο μέρος της Δημιουργίας. Ίσως εκεί ψηλά, σ' άλλες σφαίρες, τα πράγματα να 'χαν άλλο νόημα, ίσως να 'μοιαζαν εντελώς διαφορετικά. Όχι, όμως, και πάνω στη γη.
   Το γαλήνιο βλέμμα της Κλαιρ παρέμενε μόνιμα στο κέντρο της σκέψης του. Τα μάτια της ήταν πράσινα σαν τις πέτρες στην άκρη του ποταμού.
   Μιλούσε μαζί της.
   «Ξέρεις κάτι, Κλαιρ; Αν καταφέρω κι επιζήσω, αγαπημένη μου, θα προσπαθήσω να ξαναβρώ την ευτυχία, όπως θα 'θελες να κάνω».
   «Θα 'ταν ο καλύτερος τρόπος για να μου δείξεις την αγάπη σου, Μπερνάρ... Θυμάσαι; Σου 'πα ότι το Σύμπαν δε θα γκρεμιστεί όταν εμείς χαθούμε».
   «Το θυμάμαι...»
   «Είμαστε σαν μάτια που ανοίγουν για μια στιγμή, σαν παράθυρα στον κόσμο. Έχουμε την αιωνιότητα να ζήσουμε και, προς το παρόν, απολαμβάνουμε τις χαρές του σώματος και μιας συνείδησης που ξέρει να σιωπά. Αγκάλιασε μια γυναίκα, αγάπησέ την και θα 'ναι σαν να φιλάς εμένα...»
   Ο γιατρός στάθηκε για μια στιγμή στα τείχη. Έριξε μια τελευταία ματιά στον ωκεανό των ψυχών του σουλτάνου, που απλώνονταν κάτω απ' τα πόδια του. Κατόπιν, έφυγε για την Πύλη του Αγίου Ρωμανού.

   Περασμένα μεσάνυχτα σταμάτησαν οι προσευχές. Ο σουλτάνος βγήκε απ' τη σκηνή του κι έδωσε τη διαταγή. Οι αγγελιαφόροι έφυγαν τρέχοντας για να ενημερώσουν τους βεζίρηδές του, ενώ γύρω στους εκατό τελάληδες διέσχισαν την περιοχή για ν' ανακοινώσουν την έναρξη της επίθεσης. «Σηκωθείτε, ήρθε η ώρα!» φώναζαν τρέχοντας απ' τη μια φωτιά στην άλλη. «Σε λίγες ώρες οι Χριστιανοί θα γίνουν σκλάβοι μας. Για κάθε έναν που θα πουλάμε, θα παίρνετε ένα δουκάτο και με τα γένια των παπάδων τους θα φτιάχνετε κορδόνια για τα σανδάλια σας και για να δένετε τα σκυλιά σας. Οι γυναίκες κι οι κόρες τους θα γίνουν σκλάβες σας». Μαγεμένοι απ' το χορό των δερβίσηδων και τον παροξυσμό των μεχτέρ (5) που βαρούσαν τύμπανα, ντέφια, σάλπιγγες, εκατό χιλιάδες άνδρες ετοιμάστηκαν να εισβάλουν στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Ανατολής.
   Προχώρησαν ουρλιάζοντας μέχρι την άκρη του στρατοπέδου κι εκεί σταμάτησαν.
   Απ' τη Χρυσή Πύλη, που βρισκόταν κοντά στο Μαρμαρά, μέχρι τις Βλαχέρνες, οι στρατιώτες που 'χαν ταχθεί να υπερασπιστούν την Πόλη, έμαθαν ότι είχε έρθει η στιγμή της τελικής σύγκρουσης. Οι καμπάνες της πόλης σήμαναν για τελευταία φορά, καλώντας τους πάντες στον αγώνα. Ήταν ένα κάλεσμα σε βοήθεια.
   Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έτρεχε κατά μήκος του κραταιού βυζαντινού τείχους. Στο πέρασμά του, χιλιάδες στρατιώτες κι απλοί πολίτες γονάτιζαν, ζητώντας την ευλογία του. Εκείνος τους καλούσε να σηκωθούν και να κρατήσουν γερά. «Να θυμάστε», φώναζε, «την επιγραφή πάνω στα τείχη μας». Όλοι την ήξεραν.
   «Κύριοι, ήρθε η ώρα», είπε ο Ιουστινιάνης, σφίγγοντας τα λουριά του θώρακά του και χαιρετώντας τους άνδρες του. «Ας δώσουμε ένα μάθημα στους βαρβάρους». 
   Έλληνες και Γενουάτες άρχισαν να χτυπούν τ' άρματά τους πάνω στις πανοπλίες. Έκαναν το σταυρό τους, αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον. Άρχισαν να παίρνουν θέση στο σχηματισμό τους, ακουμπώντας ώμο με ώμο, έτοιμοι να δώσουν τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής τους.
   Έπεσε βαριά σιωπή και στις δυο ομάδες. Άκουγες φτερούγισμα πουλιών πάνω απ' την ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στους δυο αντιπάλους.
   Ο βασιλίσκος ακούστηκε ξανά. Μια μόνο φορά. Ο σκοτεινός του απόηχος αντήχησε μέσα στη νύχτα, προκαλώντας παραλήρημα στους Οθωμανούς. Σαν σύννεφο από ακρίδες, τριάντα χιλιάδες άτακτοι διέσχισαν τρέχοντας το πλάτωμα που χώριζε το στρατόπεδό τους απ' την τάφρο, μετέφεραν σκάλες μέσα σε μια κόλαση που 'χαν δημιουργήσει οι φλόγες και τα πυρά, μέχρι το δεύτερο τείχος, έτοιμοι να τις απιθώσουν και ν' αρχίσουν την κατακτητική τους πορεία. Στην τάφρο, Γενουάτες κρατώντας μακριά δόρατα που ξεχώριζαν πίσω απ' το παραπέτο με τις πέτρες, τους κορμούς, τις κληματόβεργες και τα βαρέλια, κατάφεραν να ξεκάνουν πολλές εκατοντάδες, χωρίς να τους δώσουν την ευκαιρία ν' αντιδράσουν. Οι περισσότεροι Τούρκοι δε φορούσαν θώρακα ή πανοπλία, αλλά προσπαθούσαν να προστατευτούν πίσω απ' τις ασπίδες τους. Ήταν οι παρίες του σουλτάνου, οι μεγαλόσωμοι βασιβουζούκοι, που προπορεύονταν απ' το υπόλοιπο ασκέρι και λάτρευαν την ιδέα της πολιορκίας. Ακολουθούσαν Ούγγροι μισθοφόροι, σκλάβοι, Γερμανοί, ακόμη κι Ιταλοί, μαζί μ' αρκετούς Χριστιανούς σκλάβους που οι Τούρκοι έβαζαν να χτυπήσουν τ' αδέλφια τους. Πολεμούσαν χωρίς συγκεκριμένη τακτική, προχωρούσαν σαν μπουλούκι, κραδαίνοντας τα γιαταγάνια τους, βαρώντας τις πιστόλες τους.
   Ο Ιουστινιάνης είχε τοποθετήσει τους τελευταίους εκατό τοξότες του, που χρησιμοποιούσαν μεγάλες βαλλίστρες, πάνω στο τρίτο τείχος. Δε μπορούσαν να ρίξουν περισσότερα από δέκα βέλη το λεπτό, αλλά οι βολές τους έφταναν σ' απόσταση διακοσίων μέτρων. Οι υπόλοιποι τοξότες κι ακροβολιστές, Έλληνες και Ναπολιτάνοι, βρίσκονταν ήδη στο δεύτερο τείχος, πλάι στην τάφρο. Το τουρκικό ασκέρι ήταν τόσο μεγάλο σ' αριθμό που δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα, δεν προλάβαιναν να γεμίσουν τα κενά μέσα στη νύχτα, μονάχα να πραγματοποιούν βολές. Κάθε βέλος έβρισκε το στόχο του και σπανίως κατέληγε στο χώμα. Ακόμη κι έτσι, όμως, χιλιάδες εχθροί κατάφεραν να φτάσουν στα τείχη και ν' ανεβάσουν σκάλες.
   Μ' αλαλαγμούς και με μεγάλη ταχύτητα, προσπαθούσαν να πιαστούν απ' τα τείχη, αλλά έβρισκαν το θάνατο. Έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο, ενώ συνέχιζαν να προσπαθούν ν' ανέβουν στις σκάλες. Οι Βυζαντινοί άρχισαν να ρίχνουν τ' αναμμένα δοχεία με το Υγρόν Πυρ πάνω σε μια ομάδα εχθρών. Έσκαγαν στα κεφάλια τους, καίγοντας κρανία και ρούχα. Μέσα στην τρέλα της έκρηξης κι έχοντας μετατραπεί σε δαυλούς, μετέδιδαν τη φωτιά σ' όσους βρίσκονταν γύρω τους.
   Δεν ήταν μόνο η Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη του Αγίου Ρωμανού, η Πολιτική Πύλη στον ίδιο τομέα κι η Χαρισία Πύλη, την οποία είχαν αναλάβει οι Γενουάτες κι οι Έλληνες, που αποτελούσαν αντικείμενο της σαρωτικής επίθεσης των Τούρκων. Χιλιάδες Ανατόλιοι είχαν πέσει πάνω στη Χρυσή Πύλη, στην Πύλη εις Πηγάς, στη Βασιλική Πόρτα και στη Δευτέρα, την Τρίτη και την Τετάρτη Στρατιωτική Πύλη. Χιλιόμετρα οχυρωμένων τειχών προσπαθούσαν να κρατήσουν άνθρωποι σαν τον Δημήτριο Καντακουζηνό, τον Φίλιππο Κονταρίνι, τον Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Μαουρίτσιο Κατάνεο. Κατ' ανάλογο τρόπο, στην περιοχή της Καλιγαρίας και των Βλαχερνών, οι Ενετοί δεν έκαναν πίσω, αλλά προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τη λαοθάλασσα που 'χε πέσει πάνω τους.
   Οι πάντες στις Βλαχέρνες πολεμούσαν με την ψυχή τους, στρατιώτες, ναυτικοί και μέλη του Συμβουλίου των Δώδεκα έκοβαν λαιμούς, ξεκοίλιαζαν, κάρφωναν με κοντάρια, πετούσαν καυτή πίσσα κι άδειαζαν σε κεφάλια καλάθια ολόκληρα με πέτρες. Είχαν βουτηχτεί ολόκληροι στο αίμα, αλλά, μετά από δύο ώρες ασίγαστων προσπαθειών, κατάφερναν να διατηρούν υπό έλεγχο την περιοχή και να μην έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες.
   Στα τείχη του Μαρμαρά και στα τείχη της ακρόπολης, οι ελάχιστοι στρατιώτες που 'χαν απομείνει, έτρεχαν σαν τρελοί απ' τον ένα τομέα στον άλλο. Ο στόλος του σουλτάνου έπλεε κοντά στην πόλη. Δε θα πραγματοποιούσε μεγάλης κλίμακας επίθεση, αφού δε μπορούσε να μπει στο λιμάνι. Κατά συνέπεια, απλώς προσπαθούσε να χτυπήσει διάφορα σημεία των τειχών, προκειμένου να εντοπίσει τα πλέον αδύναμα σημεία. Είχαν τοποθετήσει πύργους κι ανυψωτικές μηχανές στις κουβέρτες πολλών φουστών και φορτηγίδων, ώστε να βοηθήσουν τους Οθωμανούς να ρίχνουν ευκολότερα τ' άγκιστρα για να πιαστούν και ν' ανεβούν στα τείχη. Οι πενήντα άνδρες του πρίγκηπα Ορχάν προχωρούσαν μια προς το λιμάνι του Ελευθερίου και μια προς το Κοντοσκάλιο, κόβοντας τα σχοινιά που κατάφερναν να πετάξουν και να δέσουν οι Τούρκοι, μαχαιρώνοντας όσους κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στο τείχος. Στη συνέχεια, πετούσαν μεγάλες μπάλες από αναμμένα στουπιά και πανιά στις κουβέρτες των τουρκικών καραβιών. Ανάλογη υπήρξε κι η δραστηριότητα των Καταλανών στα Τείχη του Ιερού Παλατιού και των κληρικών, μ' επικεφαλής τον καρδινάλιο Ισίδωρο, που βρίσκονταν στην ακρόπολη, ανάμεσα στη Γοτθική Κολώνα και τη Μονή του Αγίου Γεωργίου στα Μάγγανα. Λίγο παραπέρα, στους πύργους, που υπήρχαν στην είσοδο του λιμανιού, γύρω στους εκατό Κρητικούς πολεμούσαν με λύσσα τους Οθωμανούς, που προσπαθούσαν να πατήσουν το λιμάνι. Μετά απ' τις διάφορες επιχειρήσεις, επέστρεψαν στ' αγκυροβόλι τους που βρισκόταν στις Κολώνες του Γαλατά. Δεν έκαναν τίποτ' άλλο μέχρι να ξημερώσει.
   Μετά την πρώτη ώρα της μάχης, γύρω στα τριάντα άτομα είχαν ήδη σκοτωθεί στην Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
   «Δίκιο είχατε...» είπε ο Μπερνάρ στον Εμμανουήλ, καθαρίζοντας τα χέρια απ' το αίμα. «Απόψε δε θα υπάρξουν τραυματίες, μονάχα νεκροί». 
   Ο Έλληνας συμφώνησε. Βρίσκονταν ανάμεσα σ' άψυχα κουφάρια και σ' ετοιμοθάνατους που ζητούσαν να μεταλάβουν. Η αίθουσα θύμιζε σφαγείο. Αρκετοί είχαν κάνει εμετούς κι ήταν χλομοί σαν το κερί.
   «Μονάχα πτώματα μας φέρνουν, Βιλιέ. Γίνεται σφαγή εκεί έξω...» του 'πε ο Εμμανουήλ. Φαινόταν τρομαγμένος απ' τις εξελίξεις. «Πολύ φοβάμαι ότι αυτή είναι απλώς η αρχή».
   Στον Άγιο Ρωμανό, οι άτακτοι Τούρκοι στρατιώτες είχαν σχεδόν ξεκάνει τους Γενουάτες. Είχαν χάσει αρκετούς συντρόφους τους, αλλά δε σταματούσαν, αφού ήξεραν ότι μπορούσαν να τα βάλουν με τους μισθοφόρους του Ιουστινιάνη. Δεν έκαναν πίσω. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Ο σουλτάνος είχε βάλει ανάμεσά τους φρουρούς απ' την Ανατολία και Γενίτσαρους, οι οποίοι είτε με το μαστίγιο είτε με το δόρυ τούς έσπρωχναν για να προχωρήσουν. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουν πίσω, γιατί έτσι κι αλλιώς θα πέθαιναν.
   Έλληνες και Γενουάτες είχαν αναλάβει τη φύλαξη των τειχών και των προμαχώνων με την εξαίρετη τακτική τους και με τις πανοπλίες τους. Ήξεραν καλό σημάδι με τ' αρκεβούζια και τις πιστόλες τους. Η τοποθέτηση των συγκεκριμένων όπλων είχε προκαλέσει έντονη διαμάχη ανάμεσα στο Γενουάτη λοχαγό και τον Λουκά Νοταρά, ο οποίος είχε αναλάβει τη φύλαξη των τειχών του Χρυσού Κέρατος κι ο οποίος μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήθελε να μεταφερθούν τέτοια κομμάτια. Εκείνο το βράδυ, όμως, για καλή τους τύχη το μπαρούτι είχε ξοδευτεί στο Μεσοτείχιο.
   Μετά από δυο ώρες σφαγής, ο σουλτάνος επέτρεψε στους άτακτους να οπισθοχωρήσουν. Εγκατέλειψαν τη μάχη, όταν οι σάλπιγγες ακούστηκαν από παντού. Τους είχαν αποδεκατίσει, τα κορμιά τους βρίσκονταν στη βάση των τειχών κι ήταν τόσα, ώστε σαράντα μεγάλες άμαξες μόλις που κατάφεραν να μεταφέρουν τ' απομεινάρια τους.
   «Οπισθοχώρηση, φεύγουν!» φώναξε ο Ιωάννης Δαλματάς από έναν πύργο του τρίτου τείχους. Ο Κωνσταντίνος κι ο δον Φρανσίσκο πήραν βαθιά ανάσα.
   «Κατά τη γνώμη μου, δε θα κρατήσει για πολύ το διάλειμμα...» ψιθύρισε ο δον Φρανσίσκο, όταν είδε στο βάθος ένα πελώριο ανθρώπινο τείχος να πλησιάζει, περιμένοντας τη διαταγή για να επιτεθεί.
   Δεν είχε χρόνο να ξαναγεμίσει τα όπλα και να ζητήσει βλήματα, βέλη και καινούργια δόρατα απ' τις μονάδες ανεφοδιασμού. Έλληνες και Λατίνοι, με τον πόνο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους και γεμάτοι χώμα κι αίμα, ξαναπήραν θέσεις. Αυτή τη φορά, δεν είχαν να κάνουν μ' άσχετους, αλλά με το ιππικό της Ανατολίας, με τους γαζήδες (6) και με τους σπαχήδες με τις μεταξωτές τους κάπες και τους αστραφτερούς τους θώρακες. Τους συνόδευε ένα πειθαρχημένο και καλά οπλισμένο άγημα πεζικού. Ο Ιουστινιάνης διέταξε ν' ανασυνταχτούν σε διπλή σειρά. Στην πρώτη να στηθούν τα δόρατα και στη δεύτερη οι μακριές και στιβαρές βουκέντρες.
   «Μην κάνετε ούτε ένα βήμα πίσω, γιατί θα 'ναι το τελευταίο σας!» φώναξε.
   Η μάχη ήταν καταιγιστική. Οι σπαχήδες ξεκαβαλίκεψαν και στήθηκαν με τα γιαταγάνια τους σε κλειστό σχηματισμό. Η άφιξή τους σημαδεύτηκε από κανονιοβολισμό του βασιλίσκου και των μικρότερων κανονιών, χτυπώντας στο παραπέτο, στα πλευρά και στο τρίτο τείχος. Κάτω απ' τα συντρίμμια, τη σκόνη και τα θραύσματα, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο σε μια μάχη μοιραία, σώμα με σώμα. Το χάος επικρατούσε σ' ολόκληρο τον τομέα. Ακούγονταν ήχοι μεταλλικοί, βλαστήμιες, κατάρες από στόματα ετοιμοθάνατων, έπεφταν κάτω κατά δεκάδες τα κορμιά, διαλυμένα απ' άκρη σ' άκρη, παρασύροντας στο θάνατο τούς γύρω τους, ενώ οι αντίπαλοι συνέχιζαν να μαχαιρώνουν, να ποδοπατούν και να παραμένουν θαμμένοι κάτω απ' τα συντρίμμια. Έτσι περνούσαν τα λεπτά  κι οι υπερασπιστές του Βυζαντίου κατάφεραν ν' ανακτήσουν δυνάμεις, ν' αναγκάσουν τους Ανατόλιους να υποχωρήσουν. Τους σφυροκοπούσαν απ' τα τείχη και τους πύργους με πέτρες, με καυτή πίσσα, με βέλη και μ' ακόντια. Κατάφεραν να πετάξουν κάτω τις σκάλες που έβαζαν και ν' αποτρέψουν όλες τους τις προσπάθειες ν' ανέβουν στα τείχη. Για δύο τρομερές και φοβερές ώρες, η καρδιά της μάχης έμοιαζε μ' απάνθρωπη σφαγή, με κτηνωδία. Τελικά, το πάθος των υπερασπιστών του Μεσοτειχίου, κατάφερε να τους κάνει ν' αναχαιτίσουν και το δεύτερο κύμα των Οθωμανών. Είχαν χάσει, όμως, εκατοντάδες άνδρες, ενώ πολλοί ακόμη και τραυματισμένοι συνέχιζαν να πολεμούν, παρά το γεγονός ότι είχαν πλέον λυγίσει. Ο Μωάμεθ το 'ξερε και δεν ήταν διατεθειμένος να τους παραχωρήσει ούτε λεπτό ηρεμίας. Ενώ οι σπαχήδες, που είχαν αποδεκατιστεί, έκαναν ανασχηματισμό, έτοιμοι να ορμήσουν ξανά στη μάχη, ο σουλτάνος διέταξε να προχωρήσει η ελίτ του στρατού του. Δώδεκα χιλιάδες αήττητοι γενίτσαροι, οπλισμένοι σαν αστακοί, απολύτως ξεκούραστοι, ξεκίνησαν για τη μεγάλη μάχη. Δεν έφευγαν ποτέ. Ποτέ δεν υπήρχαν κενά στις γραμμές τους, αφού για κάθε νεκρό προχωρούσε να τον αντικαταστήσει ο συνάδελφος που στεκόταν στην πίσω γραμμή. Φορώντας φέσια, ψηλά καπέλα από ύφασμα και δέρμα, έμοιαζαν ακόμη κι από μακριά σαν ορδή γιγάντων, έτοιμη να ποδοπατήσει όποιον έβγαινε στο δρόμο τους για να τους εμποδίσει.
   Οι υπερασπιστές της Πόλης είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στο Θεό, καθώς ήξεραν ότι ο εφιάλτης μόλις είχε αρχίσει. Προσπάθησαν ν' αντιμετωπίσουν τους γενίτσαρους με τα σπαθιά στο χέρι. Είχαν, επίσης, στη διάθεσή τους κι εκατοντάδες αρκεβούζια. Όταν, λοιπόν, έφτασαν στην τάφρο, άρχισαν να πολεμούν και να γεμίζουν σκόνη Έλληνες και Γενουάτες.
   Το πρόσωπο του Ιουστινιάνη ήταν κατακόκκινο απ' το αίμα, το ίδιο το σπαθί κι η πανοπλία του. Μοίραζε μαχαιριές δεξιά κι αριστερά, προσέχοντας να μη χτυπήσει  έναν απ' τους μισθοφόρους του, ο οποίος πολεμούσε σε μικρή απόσταση στα δεξιά του. Όταν, λοιπόν, ο ένας σήκωνε το σιδερικό του για να σκοτώσει, ο άλλος χτυπούσε απ' ευθείας στο ψητό, σχίζοντας τις κοιλιές απίστων.
   Σε κάποια φάση, ο Γενουάτης έχασε την ισορροπία του κι έμεινε με σηκωμένη την ασπίδα, χωρίς δηλαδή προστασία για μερικά δευτερόλεπτα απ' τ' αριστερά. Ένας γενίτσαρος τον χτύπησε με τ' αρκεβούζιο κι η σφαίρα, διαπερνώντας το θώρακα, καρφώθηκε στο στήθος του. Ο Ιουστινιάνης έβγαλε μια φριχτή κραυγή κι έγειρε απ' τον πόνο, αλλά κατάφερε να ξανασηκωθεί και προσπάθησε να οπισθοχωρήσει μέσα σε φριχτούς πόνους. Μετά από μερικά μέτρα, γλίστρησε κι έπεσε με τα μούτρα. Οι δικοί του τρόμαξαν κι έσπευσαν να τον βοηθήσουν.
   «Παναγιά μου! Αυτή τη φορά νομίζω ότι με πέτυχαν!» φώναζε κρεμασμένος απ' το λαιμό ενός αξιωματικού. «Βρες μου αμέσως γιατρό!»
   Μια ομάδα Γενουατών τον τράβηξε στα μετόπισθεν. Τον πήγαν τρέχοντας στον περίβολο, απομακρύνοντάς τον απ' τη μάχη. Φώναζαν σαν τρελοί στους δικούς τους, που βρίσκονταν στο τρίτο τείχος, ν' ανοίξουν το παραπόρτι για να τον μεταφέρουν. Μετά από λίγο, ένας ιππέας έφυγε καλπάζοντας για τον Άγιο Ρωμανό για να φέρει γιατρό.
   Ο Κωνσταντίνος, που έμαθε για την ατυχία του Ιωάννη, έτρεξε να δει τι συνέβαινε.
   «Μεγαλειότατε, φεύγω, σας αφήνω. Δεν πρόκειται να γλιτώσω απ' αυτό, να το ξέρετε...» είπε με παράπονο ο στρατιωτικός. Το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί απ' τον πόνο.
   «Ελάτε τώρα, αγαπητέ Ιωάννη, δεν είναι δα και σπουδαίο το τραύμα σας. Σας έχω δει σε πολύ χειρότερη κατάσταση...» είπε ο αυτοκράτωρ για να του δώσει κουράγιο.
   «Αυτό, όμως, είναι στην αρτηρία. Είναι από κείνα που σκοτώνουν μ' αργό θάνατο».
   Ο λοχαγός παρέμεινε για λίγο στο έδαφος, η ανάσα του ήταν διακεκομμένη κι είχε λαχανιάσει σαν σκύλος. Οι άνδρες του κοίταζαν ο ένας τον άλλο χωρίς να μιλούν. Ο Κωνσταντίνος δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε τι να κάνει. Οι Γενουάτες ήταν όλοι τους επαγγελματίες στρατιώτες και χωρίς αυτούς, τα πράγματα θα 'ταν πολύ χειρότερα για την πόλη. Αν τελικά πέθαινε ο Ιουστινιάνης, αναρωτιόταν ποιος απ' τους υπόλοιπους αξιωματικούς θα 'ταν σε θέση ν' αναλάβει επικεφαλής, ποιος θα κατάφερνε να υψώσει τη φωνή του πάνω απ' την κούραση, την απαισιοδοξία και το αίμα που 'τρεχε ποτάμι, στην κρίσιμη ώρα; Τα πάντα μπορούσαν να συμβούν μέσα σε λίγα λεπτά. 
   Ο Μπερνάρ Βιλιέ κι ο Εμμανουήλ δεν άργησαν. Έτρεξαν για να δουν πώς μπορούσαν να βοηθήσουν τον Γενουάτη. Έφτασαν λαχανιασμένοι στην Πόρτα της Προδοσίας, όπου βρισκόταν ξαπλωμένος. Βρισκόταν ήδη στο κατώφλι του θανάτου. Ο Κωνσταντίνος αναστατώθηκε όταν είδε τον Γάλλο μπροστά του.
   «Μπερνάρ! Θεέ μου! Τι κάνεις εδώ; Αφού η αποστολή σου απαιτεί να βρίσκεσαι αλλού!» ψιθύρισε στ' αυτί του.
   «Μη φοβάστε. Το φλασκί είναι σε σίγουρα χέρια», απάντησε ο γιατρός, γονατίζοντας πάνω στον Ιουστινιάνη. Ο Εμμανουήλ γονάτισε στην άλλη πλευρά.
   Οι γιατροί άνοιξαν τα λουριά, έβγαλαν το θώρακα και τον άφησαν στην άκρη. Το πουκάμισό του είχε κομματιστεί. Η μια του πλευρά είχε διαλυθεί κι ήταν γεμάτη θραύσματα, άλλα μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα, απ' τα οποία αιμορραγούσε.
   «Ελάτε, ελάτε! Πείτε μου! Είμαι για το νεκροταφείο; Πεθαίνω;» ρώτησε ο Γενουάτης.
   «Μάλιστα λοχαγέ. Πεθαίνετε, αυτή είναι η πραγματικότητα. Απλά δε θα συμβεί αμέσως, αλλά σε λίγες ώρες...» παραδέχτηκε ο Γάλλος.
   Ο Ιουστινιάνης φώναξε τους δικούς του και τους ζήτησε να τον απαλλάξουν απ' τους πόνους. Τους είπε ότι ήθελε να πεθάνει, να ησυχάσει, ότι δεν ήθελε να βρίσκεται άλλο στο χώρο της μάχης. Οι αξιωματικοί του αποφάσισαν να τον μεταφέρουν στη γαλέρα του. Διέταξαν να φτιάξουν ένα φορείο για να τον μεταφέρουν. Ο Κωνσταντίνος πλησίασε τον Ιουστινιάνη και τον παρακάλεσε να μη φύγει. Του 'πε ακόμη ότι αφού επρόκειτο να πεθάνει, καλύτερα να το 'κανε στο πεδίο της μάχης, κοντά στους άνδρες του. Επέμενε να μείνει, αφού ήξερε ότι η αναχώρησή του θ' ανέτρεπε ευαίσθητες ισορροπίες στην περιοχή της τάφρου.
   «Είμαι τελειωμένος, μεγαλειότατε... Μη μου ζητάτε περισσότερα. Εδώ τελείωσε η συνεισφορά μου και θέλω γαλήνη, γιατί θα πάω μεγάλο ταξίδι. Αφού το ξέρετε πως, αν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, ποτέ δε θα τα παρατούσα».
   Όπως ακριβώς ο αυτοκράτωρ είχε προβλέψει, η είδηση του θανάσιμου τραυματισμού του Γενουάτη και της μεταφοράς του διέλυσε την ισορροπία και το ηθικό των συμπατριωτών του. Ώρες ολόκληρες πολεμούσαν μ' έναν εχθρό που δεν είχε αρχή και τέλος, που συνεχώς ανανεωνόταν με καινούργιο αίμα. Εξαντλημένοι και με πεσμένο ηθικό, οι Λατίνοι άρχισαν να υποχωρούν, αναζητώντας το παραπόρτι για να φύγουν. Δεν άκουγαν τον αυτοκράτορα που τους παρακαλούσε, ούτε τα βλέμματα δύο χιλιάδων Ελλήνων, που 'διναν το αίμα τους στην τάφρο, μπορούσαν να τους συγκρατήσουν. Έφυγαν και τους άφησαν μόνους τους, να υπερασπιστούν μια ολόκληρη αυτοκρατορία.
   Ο Κωνσταντίνος ήξερε ποιο ήταν το μέλλον, ήξερε ότι η Πόλη θα 'πεφτε. Αν δεν κρατούσε το Μεσοτείχιο, οι Τούρκοι θα 'καναν σύντομα πλιάτσικο. Εκείνος μόνο μπορούσε να διοικήσει στην κατάσταση που βρίσκονταν, μονάχα εκείνον θ' ακολουθούσαν μέχρι το θάνατο. Μ' όσο θάρρος του 'χε μείνει, πλησίασε τους γιατρούς, που 'χαν μείνει άναυδοι από τρόμο, και φώναξε στον Μπερνάρ...
   «Βιλιέ, σας διατάζω να φύγετε! Πρέπει να φύγετε αμέσως! Φύγετε απ' το παραπόρτι. Περάστε κολυμπώντας στο Γαλατά και ζητήστε καταφύγιο... Καταλάβατε;»
   «Μάλιστα, μεγαλειότατε, κατάλαβα...»
   Έφυγαν τρέχοντας για την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Στα μέσα της διαδρομής, ο Γάλλος στάθηκε.
   «Περιμένετε μια στιγμή. Εδώ χωριζόμαστε. Πρέπει να φύγω!» είπε λαχανιασμένος.
   «Ο Θεός να σας προστατεύει, Μπερνάρ. Αν ζήσω, θα σας θυμάμαι πάντα...»
   «Η ευλογία του Θεού να σας συντροφεύει, Εμμανουήλ. Ποτέ δεν πρόκειται να σας ξεχάσω...»
   Ο Βιλιέ έφυγε βιαστικά για τις Βλαχέρνες, χάθηκε στα σκοτάδια των αγρών, αφήνοντας πίσω του την κόλαση του Τείχους του Θεοδοσίου που χανόταν στ' αριστερά του. Όπως προχωρούσε, έβλεπε να διαλύονται στον αέρα κομμάτια ολόκληρα των προπυργίων. Δεν άντεχαν στα πυρά που έπεφταν βροχή. 
   Προσευχήθηκε να γίνει ένα θαύμα. 
   Το ίδιο θαύμα που πενήντα χιλιάδες ψυχές στο χείλος της αβύσσου παρακαλούσαν να συμβεί.

    Ούτε στην περιοχή γύρω απ' το Ιερό Παλάτι τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα. Οι Ενετοί πολεμούσαν σε διάφορα μέτωπα κι είχαν σημαντικές απώλειες. Χιλιάδες Τούρκοι προσπαθούσαν να γκρεμίσουν τα τείχη και τα χτυπούσαν ξανά και ξανά απ' τη γέφυρα με τα βαρέλια, που 'χαν κατασκευάσει μια μέρα πριν, στη βόρεια πλευρά. Σαν να μην έφταναν όλες αυτές οι καταστροφές, υπήρχαν φήμες ότι στ' αριστερά, προς την πλευρά της Χαρισίας Πύλης, από ένα όχι και τόσο καλά επισκευασμένο τμήμα, είχαν καταφέρει να εισβάλουν Τούρκοι στον περίβολο, δηλαδή στην περιοχή που βρισκόταν ανάμεσα στα δύο κεντρικά τμήματα του προπυργίου.
   «Κατάρα! Τι είδους πύλη τιμωρίας είναι αυτή;» φώναξε ο Τρωίλος Μποκιάρντι όταν μπήκε μέσα. «Δεν είχαν παραδώσει όλα τα κλειδιά στον αυτοκράτορα, αφού κλείδωσαν τις πύλες;»
   «Πράγματι, έτσι έγινε...» απάντησε σκεφτικός ο Γαβριήλ Τρεβιζάνος. Τα ρούχα του είχαν βαφτεί με αίμα και στο ύψος του ώμου είχε ένα πολύ άσχημο κόψιμο. «Όπως φαίνεται, μία απ' όλες, η Κερκόπορτα, έμεινε ανοιχτή».
   «Μα... δεν την είχατε κλείσει;»
   «Ναι, αλλά δεν ξέρουμε πόσοι πέρασαν μέσα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να 'χουν φτάσει στο Μεσοτείχιο».
   Στον Άγιο Ρωμανό, ο σουλτάνος είχε ρίξει στη μάχη όλες τις εφεδρείες του, προκειμένου να συντρίψει την αντίσταση των Γενουατών  που φυλούσαν την τάφρο. Το αδιαπέραστο τείχος από πανοπλίες κι ασπίδες που 'χαν διαμορφώσει στην αρχή, άρχιζε να παρουσιάζει ρήγματα, ενώ οι Τούρκοι κατάφεραν να περάσουν παραμέσα. Έτσι λοιπόν, επέστρεψαν όσοι είχαν απομείνει από την πρώτη φουρνιά βασιβουζούκων κι Ανατολίων, να προστεθούν στην αλλόκοτη κι υπερβολικά μεγάλη πίεση των γενιτσάρων. Ο σουλτάνος είδε με μεγάλη χαρά ένα απ' τα πρωτοπαλίκαρά του, έναν πελώριο Τούρκο, τον οποίο έτρεμαν όλοι, νικητή πολλών αγώνων, ν' ανεβαίνει και να καταλαμβάνει τις επάλξεις, ενώ στα χέρια του κυμάτιζε η σημαία του θριάμβου. Ορκίστηκε, μάλιστα, να τον χρυσώσει. Η ζωή, όμως, του τολμηρού εκείνου άνδρα ήταν σύντομη σαν τη χαρά του αφέντη του. Οι Έλληνες τον έκαναν κόσκινο και κατόπιν, ενώ κατέρρεε, του 'κοψαν το κεφάλι με μια κίνηση.
   Τα Τείχη του Θεοδοσίου άρχιζαν να υποχωρούν, ενώ ο Μπερνάρ Βιλιέ κατηφόριζε στις Βλαχέρνες. Έμοιαζε εξαντλημένος μετά από ώρα πορείας. Πονούσαν τα πόδια κι οι φτέρνες του απ' την προσπάθεια. Σκεφτόταν να πήγαινε  απ' ευθείας στην Πύλη της Αγίας Θεοδοσίας ή στον Οίκο των Βοτανολόγων. Απορρίπτοντας την πρώτη σκέψη, μαζί και τη δεύτερη, αποφάσισε να πάει προς το λιμάνι, όπου τον περίμεναν οι φίλοι του.
   Έστριψε τη γωνία κι έπεσε πάνω στο Νίκο.
   «Μπερνάρ! Παναγία Παρθένα! Ευτυχώς που σε βρίσκω».
   «Τι δουλειά έχεις εδώ, Νίκο;» τον αποπήρε, γιατί είχε τρομάξει. «Καταραμένε και τρελέ! Δεν είχαμε συνεννοηθεί να συναντηθούμε στην Αγία Θεοδοσία;»
   «Ερχόμουν να σε βρω. Δεν πάνε καλά τα πράγματα...» του απάντησε ο Κρητικός. «Μόλις συνάντησα μια παρέα Ενετών που έτρεχαν να φύγουν προς το λιμάνι».
   «Πού 'ναι ο Στέλιος κι η Ειρήνη; Πού έχεις το φλασκί με το αίμα;»
   «Δεν κατάφερα να τους εμποδίσω να γυρίσουν στο σπίτι της στο Μαρμαρά», ομολόγησε απογοητευμένος. «Έχουν φύγει εδώ και μια ώρα. Η Ειρήνη ήθελε να πάρει την οικογενειακή της εικόνα. Το αίμα το 'χω μαζί μου, κρεμασμένο απ' το λαιμό μου. Έδεσα το φλασκί με λίγο σχοινί για να μη το χάσω».
   «Νίκο, είσαι εντελώς για δέσιμο!» φώναξε ο Μπερνάρ θυμωμένος. «Καταραμένο κρητικό γαϊδούρι. Πάμε να φύγουμε!»
   Ο κόσμος βυθιζόταν και τραβούσε τους πάντες μαζί του. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής αντιμετώπιζε την τραγική της μοίρα. Η ζυγαριά είχε γείρει οριστικά, χωρίς να μπορεί κανένα αντίβαρο να τη φέρει στα ίσα της. Το Μεσοτείχιο έπεφτε, εξαιτίας των ορδών που 'χαν πέσει πάνω του. Μετά την αποχώρηση των Γενουατών, οι Έλληνες προσπαθούσαν ν' ανακτήσουν δυνάμεις για ν' αντισταθούν, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες. Τρομαγμένοι και τραυματισμένοι, προσπαθούσαν με λύσσα ν' αντισταθούν στο θάνατο. Όταν οι Έλληνες θα καταρρεύσουν, μαζί τους θα τελειώσει η ζωή των πατεράδων, των συζύγων και των παιδιών τους. Ο κόσμος τους θα κατέρρεε και θα χανόταν για πάντα. Οι τελευταίοι υπερασπιστές του τείχους, πίστευαν ότι ίσως να κατάφερναν ν' αποτρέψουν την καταστροφή, ότι ίσως να μπορούσαν ν' ανατρέψουν τη μοίρα ψηλά, απ' τις επάλξεις. Όταν, όμως, είδαν να υψώνονται τουρκικά λάβαρα στα δεξιά τους, πάνω στους πύργους, απογοητεύτηκαν. Οι βασιβουζούκοι είχαν καταφέρει να εισβάλουν απ' την Κερκόπορτα, την Πύλη της Προδοσίας, τη μοναδική πύλη που δεν είχε κλείσει ή ίσως εκείνη που 'χε κρυφά ανοίξει.
   Ο Κωνσταντίνος Δαγάσης ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα του. Τ' όνειρο της βασιλείας, που 'χε προλάβει να ζήσει μονάχα τέσσερα χρόνια, τέσσερεις μήνες κι είκοσι τέσσερεις μέρες, είχε φτάσει στο τέλος του και δεν υπήρχε χώρος για επιστήμη, τέχνη, ρητορική ή για φιλοδοξίες για το μέλλον. Η φλόγα του κεριού του έτρεμε, ετοιμαζόταν να σβήσει στο φύσημα της μοίρας και να τον παρασύρει στη λησμονιά, στην ανυπαρξία.
   «Αυτό είναι το τέλος...» ψιθύρισε. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στο λεπτό τοίχο από ανθρώπους που 'χαν σταθεί μπροστά του. Έπεφταν κατά δεκάδες. Τα λάβαρα του σουλτάνου κυμάτιζαν κι οι φωνές των απίστων διαλαλούσαν την ήττα του Παλαιολόγου. Όλα είχαν χαθεί.
   «Ναι, αυτό είναι το τέλος... Αυτό είναι το θέλημα του Θεού», συνέχισε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, που βρισκόταν κοντά στον ξάδελφό του μαζί με τον Ιωάννη Δαλματά και τον δον Φρανσίσκο του Τολέδου.
   «Δε θέλω να με πιάσουν ζωντανό! Δε θέλω να δώσω αυτή τη χαρά στο σουλτάνο!» είπε ο αυτοκράτωρ και γύρισε προς τους φίλους του. «Σκοτώστε με. Θέλω να πεθάνω σύντομα και τιμημένα!»
   Ο Θεόφιλος, ο Ιωάννης κι ο δον Φρανσίσκο τον κοίταξαν απελπισμένοι.
  «Δε μπορώ να σας σκοτώσω εγώ, κύριε...» απάντησε ο Θεόφιλος. «Καλύτερα ν' αυτοκτονήσω, παρά να σας σκοτώσω».
   «Ούτε κι εγώ θα το 'κανα ποτέ», δήλωσε ο Ιωάννης με δάκρυα στα μάτια.
   Ο αυτοκράτωρ στράφηκε προς τον δον Φρανσίσκο και του 'πιασε το χέρι. Του το 'βαλε πάνω στη μακριά, ισπανική του σπάθα και τον παρακάλεσε να τον σκοτώσει.
   «Είμαι Χριστιανός, είμαι γέρος κι ευγενής απ' την Καστίλη. Ζητήστε μου ό,τι άλλο θέλετε, μα όχι αυτό!» του απάντησε μ' αξιοπρέπεια. «Το μόνο που μπορώ να κάνω την ύστατη αυτή ώρα για σας είναι να πεθάνω μαζί σας».
   Κοίταξε τους άλλους δύο, που του απάντησαν μ' ένα εξίσου άγριο βλέμμα.
   «Όπως θέλετε, κύριοι...» είπε ο Κωνσταντίνος. Έβγαλε τη χρυσή πόρπη, που συγκρατούσε το μανδύα του, κι όλα τα διακριτικά που μαρτυρούσαν το αξίωμά του.
   Ο δικέφαλος αετός έπεσε στο χώμα.
   «Τι κάνετε, μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Θεόφιλος που δεν πίστευε στα μάτια του.
   «Δεν υπάρχει πλέον Αυτοκρατορία, Θεόφιλε, ούτε κι αυτοκράτωρ», απάντησε. «Αν πράγματι πρέπει να πεθάνω, θα το κάνω σαν σωστός στρατιώτης, σαν Ρωμαίος». 
   Ο περίβολος είχε γεμίσει Τούρκους, ενώ η τάφρος ανοιγόταν ανυπεράσπιστη πλέον. Μοναδικοί φρουροί είχαν απομείνει μια χούφτα Έλληνες, έτοιμοι να θυσιαστούν.
   «Όπως νομίζετε, κύριοι...» είπε ο Κωνσταντίνος αποχαιρετώντας τους. «Ήταν τιμή μου να σας γνωρίσω και να πεθάνω μαζί σας».
   Τράβηξαν τα σπαθιά τους και τα μαχαίρια τους κι αντάλλαξαν ματιές γεμάτες αγάπη, φιλία κι ευγνωμοσύνη. Κατόπιν, πλησίασαν τους τελευταίους φρουρούς, εκείνους που στέκονταν πίσω από μια ντουζίνα στρατιώτες.
   Όρμησαν σαν θεριά και πέρασαν στην ιστορία...
   Έγιναν θρύλος...

   Ξημέρωνε η μέρα κι ο ήλιος πρόβαλε απ' τα στενά του Γαλατά. Οι ήρωες  είχαν χάσει τη ζωή τους στην άβυσσο του Μεσοτειχίου ή είχαν παραδώσει το πνεύμα στην τελική εκπύρωση (7), που αναλώνει ανθρώπους κι αυτοκρατορίες και τα σαρώνει όλα στο πέρασμά της, κάνοντας σκόνη τον κόσμο ολόκληρο. Οι Οθωμανοί άνοιξαν τις πύλες της βασιλεύουσας σαν να 'ταν παράθυρα και στήθηκαν κατά χιλιάδες σε τάφρους και πλατείες, που 'χαν σπείρει με πτώματα, πόρτες παραβιασμένες, παραπόρτια ξεχαρβαλωμένα. Σαν τα νερά χειμάρρου που ξεχειλίζει, άρχισαν να τρέχουν σε δρόμους, αγορές και λεωφόρους. Ήταν η ώρα της λεηλασίας, η στιγμή που βασιλεύει ο τρόμος. Μπροστά τους είχαν την Πόλη των Πόλεων, που τόσα βράδια γύρω απ' τις φωτιές τους είχαν ονειρευτεί σαν μοναδική στον κόσμο, γεμάτη αγαθά και θησαυρούς τόσους, που θα μπορούσαν να τους συντηρήσουν για μια ολόκληρη ζωή.
   Σαν σκυλιά εισέβαλαν στην Αγία Αναστασία, στην Αγία Άννα, στον Άγιο Πανταλέοντα, στον Άγιο Μόσιο, στην Αγία Ευφημία, στον Παντοκράτορα και σ' εκατοντάδες άλλους ναούς, μοναστήρια και βασιλικές που έβρισκαν στο δρόμο τους. Έπαιρναν ιερά λείψανα και πολύτιμους κώδικες, μηνολόγια (8) κι ωρολόγια (9), τίναζαν στον αέρα κασέλες, έπαιρναν κεραμικά, εικόνες κι αφιερώματα. Έβγαζαν τα φλουριά απ' τις εικόνες κι έκλεβαν σφραγίδες, καμέες και δαχτυλίδια. Τα λάφυρα ήταν τόσα, ή έτσι έμοιαζαν, που έτρεχαν για να φτάσουν στην άκρη της πόλης, με τη σιγουριά ότι όσο πιο σύντομα τα 'βρισκαν, τόσο πιο αξιόλογα θα 'ταν. Σάρωναν τους δρόμους, εισέβαλλαν στα σπίτια, κατέβαζαν τις πόρτες κι έμπαιναν. Αν έβρισκαν ανθρώπους, τους έσερναν μέχρι την πόρτα και τους έκοβαν το λαιμό, αναξαρτήτως κατάστασης ή ηλικίας. Κατόπιν, κρεμούσαν τις πράσινες σημαίες τους στους μεντεσέδες, σαν να τους ανήκαν. Τη θλιβερή αυγή της 29ης Μαΐου είχαν ήδη σκοτώσει χιλιάδες γέρους, γυναίκες και παιδιά.
   Η Κωνσταντινούπολη ζούσε ώρες ντροπής κι εξαθλίωσης.
   «Παναγία Παρθένα! Γιατί γυρίσαμε στο σπίτι μου, Στέλιο;» είπε η Ειρήνη τρομοκρατημένη. Έτρεχαν στους δρόμους της περιοχής για να ξεφύγουν. Η πόλη ολόκληρη έμοιαζε με τρελάδικο. Οι πατεράδες έπαιρναν τα μωρά στα χέρια κι έφευγαν για να βρουν καταφύγιο, αλλά δεν έβρισκαν. Ένα σωρό γυναίκες φώναζαν σαν τρελές, αφού προτιμούσαν το θάνατο απ' το βιασμό. Ολόκληρες οικογένειες  προσπαθούσαν να φτάσουν στην Αγία Σοφία, για να μην τους πειράξουν.
   «Δεν είναι ώρα για τέτοια, Ειρήνη!» απάντησε ο Στέλιος, τραβώντας με αποφασιστικότητα το χέρι της γυναίκας του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή απ' την προσπάθεια και τον πανικό. Στο βάθος, στ' αριστερά, ακουγόταν το τουρκικό ασκέρι ν' αλυχτά. Πλησίαζαν και θα τους κυνηγούσαν. Ήθελαν να πάρουν τα πλούτη των Ελλήνων αρχόντων ή των Εβραίων προεστών.
   Διέσχισαν τη Μέση Οδό, ανάμεσα στο Φόρο του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου κι έχοντας ξεμείνει από δυνάμεις, άρχισαν ν' ανηφορίζουν τους δρόμους του δεύτερου λόφου της Πόλης. Αν κατάφερναν να ξεφύγουν από κείνον το λαβύρινθο, γιατί έτσι έμοιαζε η πόλη σ' εκείνα τα μέρη, ίσως να κατάφερναν να φτάσουν στο Χρυσό Κέρας κι ίσως να 'χαν κάποιες πιθανότητες να επιζήσουν.
   Τα πάντα, όμως, συνέβησαν βιαστικά, σαν σε όνειρο. Δεν πρόλαβαν να τους αποφύγουν, να κρυφτούν σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι ή να φύγουν προς άλλη κατεύθυνση και να τους εξαπατήσουν για λίγο. Ξαφνικά, κάποιος χτύπησε το Στέλιο στο στήθος. Τον πέταξε κάτω. Πριν προλάβει να σηκωθεί, ένας δεύτερος ακούμπησε τη μπότα πάνω στο στήθος του, τράβηξε το γιαταγάνι του και σημάδεψε το λαιμό του. Άλλοι δυο τραβούσαν την Ειρήνη για να τη στριμώξουν στον τοίχο. Του χάραξαν το λαιμό και του τραβούσαν απ' τα χέρια την τσάντα που κρατούσε.
   «Τι σόι θησαυρό κουβαλάς μαζί σου; Γιατί τρέχεις τόσο, καλή μου;» φώναξε ο Τούρκος, χαϊδεύοντας το πρόσωπο της Ειρήνης. Κατόπιν, είπε κοιτάζοντας το Στέλιο... «Μήπως χρειάζεσαι άνδρα για να σου βγάλει τα μάτια; Σίγουρα χρειάζεσαι, αφού μοιάζεις σαν σκύλα που καίγεται!»
   Η Ειρήνη πάγωσε. Ο Στέλιος δε μπορούσε να κάνει το παραμικρό, ενώ στο μεταξύ, ο Τούρκος είχε αρχίσει να τη χαϊδεύει, χωρίς να πάρει στιγμή το γιαταγάνι απ' το λαιμό του Έλληνα. Ένας άλλος, έψαχνε σαν τρελός για να δει τι είχαν μέσα στο σάκο. Έβγαλε μια εικόνα που του φάνηκε αρκετά καλή και στάθηκε να κοιτάζει τη μορφή της Παναγίας της Οδηγήτριας. Ετοιμαζόταν να την πετάξει με μίσος κάτω, αλλά ξαφνικά είδε κάτι που του τράβηξε την προσοχή.
   Γύρισε και κοίταξε τη γυναίκα.
   «Άφησέ την!» διέταξε αμέσως, πιάνοντας το χέρι του συντρόφου του για να τον αναγκάσει να την ελευθερώσει. «Πού τη βρήκες αυτήν εδώ την εικόνα;»
   Η Ειρήνη απάντησε με δάκρυα στα μάτια, με φωνή που 'μοιαζε περισσότερο με παράπονο.
   «Ανήκε πάντοτε στην οικογένειά μου, την αγόρασε ο πατέρας μου από έναν ζωγράφο στην Ηράκλεια, τη μέρα του γάμου του... Μην τη χαλάσεις σε παρακαλώ!»
   Ο γενίτσαρος είχε σαστίσει. Δε μπορούσε να πάρει τα μάτια του απ' την τρομοκρατημένη εκείνη γυναίκα, απ' το υπέροχο πρόσωπο που ούτε καν το κλάμα δε μπορούσε να επηρεάσει. Θυμήθηκε ότι εκείνη τον είχε μεγαλώσει, γνώρισε τη φωνή και τα χέρια της. Θυμήθηκε πως όταν ήταν παιδί αναζητούσε το τρυφερό της βλέμμα. Για μια στιγμή, ο γενίτσαρος χάθηκε στο δάσος του χρόνου, σε μια εποχή που τ' άνθη της λεμονιάς, που φύτρωνε κοντά στο σπίτι τους, γέμιζαν τον αέρα με μια μελένια μυρωδιά, εκεί γύρω στις αρχές του καλοκαιριού.
   «Ήμουν ο Ματθαίος... Με θυμάσαι;»
   Η Ειρήνη ένοιωσε να λιποθυμά, να πέφτει κάτω ξερή. Ο γενίτσαρος άφησε για λίγο το σύντροφό του και την έπιασε για να μην πέσει.
   «Κοίταξέ με, γυναίκα!» φώναξε ταράζοντας το κορμί της. «Τόσο πολύ, λοιπόν, έχω αλλάξει; Εσύ, όμως, παραμένεις η πιο ωραία γυναίκα που υπάρχει στη σκέψη μου».
   «Ονειρευόμουν αυτή τη στιγμή εκατοντάδες φορές και τώρα τη ζω...» απάντησε η Ειρήνη, σκύβοντας το κεφάλι κι αφήνοντας τα μαλλιά της να πέσουν για να σκεπάσουν τη θλίψη της. Ένοιωσε πως, αν ο αδελφός της τραβούσε τα χέρια του, θα σωριαζόταν αμέσως.
   «Τι απέγιναν οι γονείς μας; Ζουν ακόμη;»
   «Όχι. Πέθαναν...»
   «Ποιος είναι αυτός εδώ;» ρώτησε δείχνοντας με ύφος περιφρονητικό το Στέλιο, κάνοντας νόημα στους συντρόφους του να τον σηκώσουν όρθιο.
   «Ο άνδρας μου, είμαστε παντρεμένοι. Μην του κάνεις κακό, σε παρακαλώ...» είπε και τον κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα της χάιδεψε το πρόσωπο του αδελφού της, ένα πρόσωπο άγνωστο και γνωστό ταυτόχρονα, ένα πρόσωπο που 'χε σμιλεύσει ο άνεμος του Βορρά, που ποτέ δεν έπαψε να φυσά πάνω του. Ο βοριάς που τον είχε κλέψει απ' την αγκαλιά, τα χάδια, την αγάπη της. Το μόνο που 'χε απομείνει ήταν το καρεκλάκι του, που κανείς ποτέ δεν τόλμησε να πετάξει απ' το σπίτι, και τρεις ψυχές χωρίς σκοπό πια στη ζωή τους. Ναι, ήταν ο Ματθαίος. Είχε μια μεγάλη ουλή στο μάγουλο και γένια πυκνά που έκρυβαν τη γλυκιά του μορφή, που τον αγρίευαν.
   «Πού πηγαίνετε;»
   «Για το λιμάνι. Όλος ο κόσμος προς τα κει πηγαίνει. Ίσως να καταφέρουμε να ξεφύγουμε...»
   «Θα σας συνοδεύσω μέχρι το λιμάνι, αλλά δε μπορώ να κάνω τίποτε περισσότερο...» τους είπε ο Ματθαίος. Έβαλε την εικόνα στην τσάντα και της την έδωσε. Τη στήριξε για να μπορέσει να βαδίσει.
   Η Ειρήνη αγκάλιασε το Στέλιο μόλις τον άφησαν εντελώς ελεύθερο. Ο αδελφός της αντάλλαξε μερικές φράσεις με τους δυο συντρόφους του κι αμέσως μετά άρχισαν να κατηφορίζουν τρέχοντας το δρόμο. Έμειναν μόνοι κι άρχισαν να βαδίζουν χωρίς να μιλούν.
   «Εσείς πρέπει να μου δείξετε το δρόμο», τους είπε ακολουθώντας μερικά βήματα πίσω απ' το ζευγάρι. Από τότε, δεν ξαναμίλησε. Περπατούσε στητός, με το γιαταγάνι στο χέρι, σαν να συνόδευε δυο σημαντικούς αιχμαλώτους, για να μην τολμήσει κανείς να τους σταματήσει. Η Ειρήνη με χαμηλωμένο το κεφάλι προσπαθούσε να κρύψει τα δάκρυά της. Μονάχα δυο φορές, καθώς έστριβαν σε μια γωνιά, τόλμησε να γυρίσει να ρίξει μια σύντομη ματιά, προσπαθώντας να δει το μωρό που θυμόταν, αλλά χωρίς επιτυχία.
   Πλησίαζαν στα περίχωρα του Χρυσού Κέρατος μαζί μ' εκατοντάδες άλλους πολίτες, που προσπαθούσαν να ξεφύγουν απ' το τουρκικό μαχαίρι. Όταν έβλεπαν τον γενίτσαρο που τους συνόδευε, έκαναν στην άκρη φοβισμένοι.
   Λίγο αργότερα έφτασαν στην Πύλη του Δρουγγαρίου και στις εξέδρες που οδηγούσαν στο λιμάνι.
   «Από 'δω θα πρέπει να συνεχίσετε μόνοι...» είπε σταματώντας. «Από 'δω και κάτω, η δική μου ζωή κινδυνεύει».
   Η Ειρήνη γύρισε και ξέσπασε σε κλάματα, αφού ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξαναδεί. Δε μπορούσε να συγκρατήσει τον πόνο της. Αγκάλιασε τον αδελφό της και πίεσε το πρόσωπό της στο στήθος του.
   «Ματθαίε...» είπε ανάμεσα σ' αναφιλητά. «Ποτέ δεν ξεπεράσαμε το χαμό σου. Ποτέ δεν τα καταφέραμε. Από κείνη τη μέρα στην πλατεία, όλοι μας ζούσαμε σαν φαντάσματα».
   «Ούτε κι εγώ κατάφερα να σας ξεχάσω. Για μένα ήταν πολύ πιο δύσκολο. Μην κλαις, το παρελθόν δε μπορεί ν' αλλάξει...» είπε, υποχρεώνοντας την Ειρήνη να τον αφήσει να φύγει. «Φύγετε, δεν πρέπει να χάσετε χρόνο!»
   Ο Στέλιος κι η Ειρήνη χάθηκαν ανάμεσα στο πλήθος που προσπαθούσε να βρει διέξοδο στο λιμάνι. Εκείνη κοίταζε ξανά και ξανά τον αδελφό της, αναζητώντας τον ανάμεσα σε μια θάλασσα γεμάτη αποσκευές και πρόσωπα. Ύστερα, χάθηκε, εξαφανίστηκε σαν εφιάλτης μέσα στη νύχτα.
   Ήξερε ότι δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ πια.

   Υπάρχει μια αρχαία αντίληψη, την οποία εξακολουθούν να πιστεύουν οι Έλληνες. Έλεγαν, λοιπόν, ότι, αν έβρισκε την Πόλη κακό μεγάλο, Άγγελος Κυρίου θα την έσωζε. Στην κρίσιμη στιγμή, όταν οι καρδιές όλων σαρώνονταν από θλίψη, όταν δάκρυα κυλούσαν απ' τα μάτια, ο Άγγελος θα κατέβαινε λουσμένος στο φως και θα προσγειωνόταν μπροστά στην Αγία Σοφία, κραδαίνοντας το φλεγόμενο σπαθί του, για να υπερασπιστεί τους Χριστιανούς από κάθε κακό.
   Ο πολιορκητικός κριός χτυπούσε και σάρωνε ξανά και ξανά την κραταιά πύλη. Τα χτυπήματα αντηχούσαν μέσα στη βασιλική. Οι Έλληνες είχαν γονατίσει στο μεγάλο, κεντρικό κλίτος και παρακαλούσαν για τη ζωή τους ή για το θάνατο, για να τους βρει έτοιμους η μεγάλη ώρα.
   Ο Νικηφόρος στεκόταν μπροστά στην πύλη του ναού, προσπαθώντας με το δυνατό του κορμί να κρατήσει το μαδέρι που σαν σύρτης ασφάλιζε την πόρτα. Είχε γίνει κόκκινος σαν το παντζάρι, αλλά δεν έλεγε να τα παρατήσει. Κουβαλούσε συγχρόνως τον σκουριασμένο του πέλεκυ, το μόνο όπλο που πρόλαβε ν' αρπάξει όταν άκουσε το τουρκικό ασκέρι ν' αλυχτά στους δρόμους της πόλης, πλησιάζοντας στη δική του ρεγιώνα. Πλάι του, βοηθός στεκόταν ο Δημήτριος, ο ψαράς, και πενήντα περίπου ακόμη πολίτες, στα όρια του τρόμου. Τα γυναικόπαιδα είχαν συγκεντρωθεί, κι ήταν πολλές εκατοντάδες, στο κέντρο του ναού. Συνέχιζαν με δάκρυα στα μάτια να ψάλλουν την ύστατη λειτουργία, αναζητώντας παρηγοριά για τις χαμένες τους ψυχές.
   Η πόρτα άνοιξε και μια ορδή Οθωμανών γέμισε τον περίβολο. Μέσα σ' ελάχιστη ώρα, το πάτωμα του ναού βάφτηκε μ' αίμα. Οι νέοι απομακρύνθηκαν, τους ξεχώρισαν και τους έδεσαν τα χέρια. Θα γίνονταν σκλάβοι.
   Ο Λέων Ανδρόνικος  σταμάτησε τη λειτουργία. Τους είδε να προχωρούν προς το νάρθηκα, να κόβουν στο διάβα τους το λαιμό όποιου συναντούσαν, να βγάζουν απ' τη μέση όσους δε χρειάζονταν. Ο Φαβιανός είχε παραμείνει κοντά του, αλλά έτρεμε σαν φύλλο στο βοριά.
   «Γιε μου, Φαβιανέ, θέλω να μου πεις... Τι κατάφερες να δεις  μέσα στο κόκκινο φως  του Lacrima Dei;» τον ρώτησε, χωρίς στιγμή να πάρει τα μάτια του απ' την ορδή των βαρβάρων που σάρωνε.
   «Θαυμαστά πράγματα που δεν ανήκουν σε τούτο τον κόσμο. Όμως είδα και φόνους, εγκλήματα που πράγματι ανήκουν, πάτερ», απάντησε με τρεμάμενη φωνή.
   Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι. Είχε δει κι ο ίδιος τα θαύματα του μέλλοντος, μαζί και τους τρόμους που ήταν πρωτόγνωροι για όλους. Το τρίτο Δάκρυ του Καρσέμπ του 'χε χαρίσει κάτι πολύ καλύτερο, όμως, απ' το όραμα μελλοντικών νικών και καταστροφών του ανθρώπου.
   «Δεν κατάλαβες ότι η αλήθεια αποτελεί απλά τη φυλακή που η λογική περιορίζει στον ύπνο; Έλα, παιδί μου, πάρε αυτή την κύλικα κι έλα μαζί μου», ψιθύρισε ο Ανδρόνικος. «Ακούμπησε το χέρι σου στον ώμο μου και περπάτα για λίγο πλάι μου. Έχε μου εμπιστοσύνη, κλείσε τα μάτια και μην τ' ανοίξεις ό,τι κι αν γίνει».
   Οι Τούρκοι έφτασαν στην Αγία Τράπεζα. Άνοιγαν βήμα χτυπώντας το πλήθος, αφήνοντας πίσω τους ένα δρόμο χτισμένο πάνω σε ζωές σβησμένες. Πρόσεξαν έναν παπά που βάδιζε μέσα στην εκκλησία κι ο οποίος σε κάθε του βήμα χτυπούσε το μπαστούνι του στο πάτωμα. Είδαν το διάκονο που τον ακολουθούσε, κρατώντας του το ράσο.
   Ο Λέων Ανδρόνικος στάθηκε για μια στιγμή. Γύρισε το πρόσωπο για να κοιτάξει στα μάτια τον τρόμο. Το βλέμμα του φυλάκιζε τη θλίψη ολόκληρου του κόσμου.
   «Πάλι με χρόνια, με καιρούς...» ψιθύρισε, «πάλι με χρόνια, με καιρούς...»
   Ύστερα, πέρασαν κάτω απ' την αψίδα και χάθηκαν.

   Ο κόσμος προσπαθούσε να ξεφύγει απ' τις πολυάριθμες πόρτες που οδηγούσαν στο λιμάνι. Κατέβαιναν κατά χιλιάδες. Έσπρωχναν ο ένας τον άλλο χωρίς διακρίσεις, ώσπου τελικά έπεφταν, έχαναν τα λιγοστά πράγματα που 'χαν καταφέρει να πάρουν απ' τα σπίτια τους και τα οποία σκόπευαν να διασώσουν. Πλούσιοι και φτωχοί, Έλληνες και Λατίνοι, στρατιωτικοί και πολίτες, όλοι τρομοκρατημένοι, προσπαθούσαν να βρουν καράβι για να σαλπάρουν. Μέσα στον πανικό τους, είχαν αρχίσει ν' ανεβαίνουν στις γαλέρες. Σχεδόν δεκαπέντε γαλέρες, με την πλώρη γυρισμένη προς το στόμιο του λιμανιού, είχαν γεμίσει κόσμο, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μάλωναν, μ' αποτέλεσμα τα πληρώματα ν' αναγκάζονται να χτυπούν όσους επιχειρούσαν ν' ανεβάσουν μαζί τους ένα σωρό μπόγους.
   «Για όνομα του Θεού! Δε βλέπετε ότι δε μπορούμε να τα πάρουμε όλα αυτά μαζί μας;» ούρλιαζε ένας καπετάνιος. «Πηγαίνετε στην άλλη άκρη του λιμανιού. Εκεί θα βρείτε κι άλλες γαλέρες που 'ναι έτοιμες να φύγουν!»
   To χάος επικρατούσε παντού, αλλά ο Νίκος κι ο Μπερνάρ συνέχιζαν τις προσπάθειες να εντοπίσουν το Στέλιο και την Ειρήνη. Όταν τους βρήκαν, ήταν πια αργά. Χιλιάδες πρόσφυγες είχαν ήδη γεμίσει ασφυκτικά τα καταστρώματα των καραβιών του λιμανιού, τα οποία δυστυχώς είχαν λύσει τους κάβους κι έκαναν ελιγμούς για να φύγουν. Δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτούν κι άλλους. Είδαν όσους είχαν ξεμείνει να προσπαθούν να πέσουν στη θάλασσα, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να φτάσουν κολυμπώντας σε μια ομάδα καραβιών, που βρισκόταν αγκυροβολημένη στο κέντρο του λιμανιού. Οι γαλέρες εκείνες αποτελούσαν το ύστατο μέσο φυγής. Άνοιγαν εκείνη την ώρα πανιά κι ετοιμάζονταν ν' αναχωρήσουν σύντομα.
   «Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτ' άλλο. Θα πρέπει να κολυμπήσουμε μέχρι τις γαλέρες...» είπε ο Μπερνάρ, πετώντας την τσάντα με τα γιατρικά που κουβαλούσε. Διαπίστωσε αν το φλασκί που κρεμόταν στο λαιμό του ήταν ασφαλές...
   «Δεν ξέρω κολύμπι...» είπε η Ειρήνη.
   «Μη φοβάσαι, θα σε πάρουμε στην πλάτη εγώ κι ο Στέλιος. Κι εσύ, Νίκο, πέτα το σάκο σου, ό,τι κι αν κουβαλάς εκεί μέσα, αλλιώς δε θα τα καταφέρεις».
   Ο Κρητικός αγκάλιασε το μπόγο του κι αρνήθηκε να τον αφήσει πίσω.
   «Δεν υπάρχει περίπτωση να τον πετάξω, Μπερνάρ Βιλιέ. Θα τον πάρω μαζί μου κι αν είναι η μοίρα μου να με τραβήξει στον πάτο, θα τη δεχτώ».
   Ο Κρητικός άρχισε να κατηφορίζει σε μια εξέδρα για να πέσει στο νερό. Ξεκίνησε να κολυμπά σαν σκύλος. Ο Στέλιος κι ο Μπερνάρ στάθηκαν δεξιά κι αριστερά στην Ειρήνη. Λίγο πριν πέσουν, διαπίστωσαν ότι τα πληρώματα των γαλερών έριχναν σκάλες για ν' ανέβει ο κόσμος, πετούσαν ακόμη και τους κάβους για να βοηθήσουν όσους προσπαθούσαν ν' ανέβουν στο κατάστρωμα. Πίσω τους, οι αποβάθρες του λιμανιού είχαν αδειάσει από καράβια και γεμίσει από έπιπλα και μπόγους που ο κόσμος άφηνε εκεί για πάντα.
   Κολύμπησαν με δυσκολία, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες. Η Ειρήνη προσπαθούσε πολύ για να μην ουρλιάξει, για να μην πνιγεί, βγάζοντας το κεφάλι έξω απ' το νερό, τεντώνοντας το λαιμό της και παίρνοντας κοφτές ανάσες. Όπως είχε προβλέψει, όμως, ο Μπερνάρ, ο Νίκος δεν άντεχε να κολυμπά κουβαλώντας όλο εκείνο το βάρος. Ο σάκος του τον έκανε να βουλιάζει επικίνδυνα και συχνά τον παρέσυρε κάτω απ' το νερό. Στο μέσον της διαδρομής είχε ήδη εξαντληθεί.
   «Διάβολε! Τι θα γίνει τρελοκρητικέ; Θα πετάξεις το σάκο;» του φώναξε ο Βιλιέ γεμάτος απελπισία.
   «Ποτέ!»
   «Στέλιο, κρατάς για λίγο την Ειρήνη;» ρώτησε ο Μπερνάρ.
   «Εντάξει...»
   Ο Βιλιέ κατάφερε να φτάσει σύντομα το Νίκο, ο οποίος συνέχιζε να πίνει νερό και να μη μπορεί να κρατήσει το κεφάλι του έξω. Τράβηξε το σάκο απ' το λαιμό και τον άφησε να βουλιάξει. Τον είδαν να χάνεται στα κρυστάλλινα νερά της Πόλης. Εξαφανίστηκε σιγά - σιγά στα βάθη της θάλασσας. Με τις δυνάμεις που τους είχαν απομείνει, κατάφεραν να φτάσουν στα καράβια που περίμεναν. Όταν πια βρέθηκαν πάνω στην κουβέρτα, πήγαν να καθίσουν στα σκαλιά που οδηγούσαν στο παρατηρητήριο της πρύμνης. Λίγο αργότερα, οι ναυτικοί ανέβασαν την άγκυρα κι η γαλέρα ξεκίνησε για το μακρινό της ταξίδι.
   Ο γιατρός έριξε μια τελευταία ματιά στο λιμάνι, την ώρα που περνούσαν απ' την Πύλη του Δρουγγαρίου, σκίζοντας τα νερά του στομίου του λιμανιού. Ένας άνδρας έτρεχε στις αποβάθρες, έκανε νοήματα, παρακαλούσε να τον πάρουν, να τον μαζέψουν. Ήθελε να φύγει, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Μπερνάρ με θλίψη αναγνώρισε το πρόσωπο του δύστυχου άνδρα. Ήταν ο Λατίνος κληρικός που 'χε μαχαιρώσει το Στέλιο κι είχε φύγει. Ο Μπερνάρ ήξερε ποια ήταν η μοίρα που τον περίμενε.
Τα καράβια σήκωναν άγκυρα το 'να μετά το άλλο, με το βοριά να τα σπρώχνει. Οι Ενετοί είχαν το προβάδισμα. Τα πληρώματα των οθωμανικών καραβιών, που ασχολούνταν με την Πόλη, δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τους ελάχιστους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν τόσο απ' τα χερσαία, όσο κι απ' τα θαλάσσια τείχη, να πραγματοποιήσουν απόβαση και να συνεχίσουν την άλωση. Οι φούστες κι οι φορτηγίδες τους έμοιαζαν παρατημένες.
   Η έξοδος των πολιτών θα περνούσε απ' τα Δαρδανέλια. Ο ήλιος έκαιγε όσες ψυχές είχαν ξεφύγει απ' την πρώην βασιλεύουσα. Τα παιδιά της Πόλης, όμως, απολάμβαναν το χάδι του σαν την καλύτερη παρηγοριά. Όταν έστριψαν στην άκρη της χερσονήσου, συνέχισαν να κοιτάζουν στα τείχη της Δεύτερης Ρώμης της Ανατολής, που για 1123 ολόκληρα χρόνια, χάριζε τα φώτα της στον κόσμο. Αλλά μετά απ' την τρομακτικότερη και μακρύτερη νύχτα που 'χαν ποτέ τους ζήσει, κανείς δεν είχε δύναμη να κλάψει. Όλοι, όμως, έκλαιγαν μέσα τους. Άφηναν πίσω τους σπίτια, τιμή, νεκρούς συγγενείς και φίλους κι αγαπημένους. Για τελευταία φορά, κοιτούσαν την ακρόπολη, τα τείχη της Εκκλησίας του Χριστού Σωτήρος, τους μισογκρεμισμένους κι έρημους εξώστες  του Βουκολέοντος, το λιμάνι του Μαρμαρά.
   Ο Στέλιος κι η Ειρήνη σφιχτά αγκαλιασμένοι, τρέμοντας απ' το κρύο, δεμένοι από συγκίνηση, αποχαιρετούσαν την πόλη. Η γυναίκα έβγαλε την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας απ' την πέτσινη τσάντα της και στάθηκε για λίγο να κοιτάζει τα τέλεια χαρακτηριστικά της, το γαλήνιο και καλοσυνάτο βλέμμα της. Ένα κύμα έκανε το καράβι τους ν' αναπηδήσει και το κατάστρωμα να γεμίσει αφρούς.
   Σταγόνες έπεσαν πάνω στην εικόνα και κύλησαν στα μάτια της Παρθένου, σαν να 'ταν δάκρυα.
   «Κοίτα, Στέλιο, ακόμα κι η Παναγία κλαίει...» ψιθύρισε η Ειρήνη.
   Ο Στέλιος χάιδεψε με τ' ακροδάχτυλά του το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας, σκουπίζοντας το νερό από πάνω της. Αγκάλιασε κι έσφιξε τη γυναίκα του.
   «Ησύχασε Κυρά και Μάνα του κόσμου, μην κλαις άλλο. Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικιά μας θα 'ναι...» παρηγορούσε την εικόνα.
   Η Ειρήνη κοίταξε τον άνδρα της γεμάτη τρυφερότητα. Έσφιξε την εικόνα στο στήθος της και καρφώνοντας τα μάτια στο μεγαλόπρεπο τρούλο της Αγίας Σοφίας, που έλαμπε στο βάθος,  ψιθύρισε...
   «Ναι. Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικιά μας θα 'ναι».
   Στην άκρη της πρύμνης, ο Μπερνάρ κι ο Νίκος δεν έλεγαν κουβέντα, απλώς είχαν σταθεί και κοιτούσαν την Κωνσταντινούπολη να ξεμακραίνει και να χάνεται. Καπνός υψωνόταν παντού, από κάθε γωνιά της πρωτεύουσας. Απ' τα μάτια του γιατρού πέρασε ξαφνικά μια αλλόκοτη σειρά από εικόνες. Θυμήθηκε τη μέρα που 'χε φτάσει στην Πόλη, τη συνάντησή του με το μαθητή του, τον οποίο λάτρευε. Θυμόταν με πόση αξιοπρέπεια ο Κωνσταντίνος τον είχε αποχαιρετήσει, για ν' ακολουθήσει το μονοπάτι του δικού του πεπρωμένου, ν' ανέβει στα φτερά ενός αετού που δεν κατάφερνε πλέον να πετάξει. Απ' τα μάτια του πέρασε η εικόνα του λιπόσαρκου και σκυφτού γέροντα Ανδρόνικου, που τόσο του 'χε λείψει. Θυμήθηκε τους φόβους που 'χε μοιραστεί με τον Εμμανουήλ, αφού ο φόβος ενώνει περισσότερο απ' την ευτυχία. Όλοι τους ήταν, όπως κι εκείνος, περαστικοί απ' αυτόν τον κόσμο, σκιές, όπως έλεγε η λατρεμένη Κλαιρ, που διαβαίνουν τον εξώστη της ύπαρξης. Σκιές που περνούν απ' τον κόσμο μια βιαστική στιγμή και χάνονται. Αστέρια που προορίζονται να λάμψουν για να εξαφανιστούν, όπως άλλωστε έκαναν ακόμη και αυτοκρατορίες ολόκληρες, σαν κάθε ανθρώπου έργο απ' την απαρχή του χρόνου. Αναρωτήθηκε αν πράγματι έπρεπε ν' απαλλαγεί απ' τα πρόσωπα και τις αναμνήσεις που τον συντρόφευαν σε κάθε του βήμα, αν έπρεπε να μην τ' αφήνει να προστίθενται όσο θα ζούσε. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ελαφρύνει το πνεύμα του, που 'χε χαθεί ανάμεσα στο χτες και το σήμερα. Είπε στον εαυτό του πως είμαστε όλοι παιδιά του παρελθόντος χρόνου κι ότι φτάνουμε στο μέλλον χάρις στις επιλογές που κάνουμε. Ήξερε, όμως, ότι ποτέ δε θα μπορούσε να σφραγίσει την πόρτα του παρελθόντος. Η μελαγχολία για τα περασμένα θ' αποτελούσε πάντα κομμάτι της ύπαρξής του, όπως ήταν τα μάτια, τα γένια, τα χέρια του. Το μόνο που μπορούσε πράγματι να κάνει, ήταν ν' απαλλαγεί απ' τα χρέη του παρελθόντος, όπως είχε κάνει με την Κλαιρ στη διάρκεια ενός εσπερινού. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του και χάρηκε επειδή θυμήθηκε πόσο καλό του 'χαν κάνει όλες οι σκιές που 'χε κρατήσει στη μνήμη και στα παρελθοντικά μονοπάτια της ζωής του. Του 'χαν διδάξει ένα σωρό πράγματα. Ένοιωσε απίστευτη ελευθερία. Το κοκκινωπό φως του τρίτου Δακρύου του Καρσέμπ χάθηκε,  παίρνοντας μαζί κάθε του σκέψη. Ένοιωσε ξανά να βουλιάζει μέσα σ' ένα όραμα που δεν είχε ποτέ τολμήσει να μοιραστεί με κανέναν. Ήξερε ότι θα περνούσαν ακόμη πολλά χρόνια πριν αποφασίσει να εμπιστευτεί σε κάποιον όλα όσα είχε μάθει, όλα όσα είχε βιώσει στη δίνη του χρόνου, όλα όσα θα συνέβαιναν στους ανθρώπους.
   Ακούμπησε το χέρι στο στήθος. Το βάρος του Βασιλικού Αίματος δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Το ένοιωσε μάλιστα ανάλαφρο, σαν φτερό, αλλά σε χρόνο κοντά στην καρδιά μιας εποχής που δεν είχε ακόμη έρθει.


 Murillo Llerda Julio, To δάκρυ της Πόλης, (Μετφ. Ιφιγένεια Σταυροπούλου - Επιμέλεια: Νίκος Μπλιζιώτης), εκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ, Αθήνα 2008

Υποσημειώσεις:
1) Ηλιακός Λόγος ή Χριστικός Θεός ή Θείο Φως. Πρόκειται για τον θεό Απόλλωνα και τη λατρεία του, η οποία εισήχθη στην Αίγυπτο από ανανεωτικό ιερέα.
2) Σαλάχ αλ Ντιν Γιουσούφ ιμπν Αγιούμπ, γνωστός στους Σταυροφόρους και ως Σαλαντίν. Ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να ενώσει τους Μουσουλμάνους της Μέσης Ανατολής και ν' ανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ απ' τους Σταυροφόρους. 
3) “Πλιάτσικο! Πλιάτσικο!” 
4) Ησυχία είναι η προσπάθεια να καθαρίσει κανείς την καρδιά του απ' τα πάθη, να ελευθερώσει το μυαλό απ' τη λογική και να το στρέψει στο Θεό. Ησυχία είναι η εν Θεώ διαμονή. Πρόκειται για κίνημα που κατά πάσα πιθανότητα ξεκίνησε τον 14ο αιώνα στο Άγιο Όρος από τον μέγιστο αγιορείτη Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
5) Μουσικοί της στρατιωτικής ορχήστρας του σουλτάνου. (Σ.τ.Ε.) 
6) Φανατικοί Μουσουλμάνοι μαχητές εναντίον κάθε απίστου κι αιρετικού. 
7) Αρχαιοελληνικός όρος  που σημαίνει «πυρκαγιά» και «καταστροφή του υλικού κόσμου» (Σ.τ.Ε.). 
8) Ημερολόγια με τις λειτουργίες και τις γιορτές των αγίων. 
9) Θρησκευτικά βιβλία που περιείχαν συλλογή γραφών της χριστιανικής θρησκείας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: