Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

[ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ ]

    Κάθεται ο Αγάς της Λυκόβρυσης στο μπαλκόνι του απάνω από την πλατεία του χωριού, καπνίζει το τσιμπούκι του και πίνει ρακή. Ψιχαλίζει ήσυχα, τρυφερά, και στα γερτά χοντρά μουστάκια του, τα φρεσκοβαμμένα με καραμπογιά, κρέμουνται λαμπυρίζοντας μερικές ψιχάλες· κι ο Αγάς, ξαναμμένος από τη ρακή, τις αναγλείφει να δροσερέψει. Δεξά του στέκεται όρθιος ο σεΐζης, ένας θεόρατος άγριος ανατολίτης, αλλήθωρος και κακομούτσουνος, με την τρουμπέτα του· ζερβά του κάθεται διπλοπόδι, απάνω σε βελουδένιο μαξιλάρι, ένα όμορφο στρουμπουλό τουρκόπουλο, που του ανάβει κάθε τόσο το τσιμπούκι και του γεμίζει ακατάπαυτα την κούπα του ρακή.
   Μισοσφαλνάει τα μαχμουρλίδικα μάτια και χαίρεται ο Αγάς τον απάνω κόσμο· όλα τα 'καμε καλά ο Θεός, συλλογιέται, πετυχεμένο πράμα είναι ο κόσμος τούτος, τίποτα δεν του λείπει: αν πεινάσεις, έχει ψωμί και κρέας κοκκινιστό και πιλάφι με κανέλα· αν διψάσεις, έχει το αθάνατο νερό, τη ρακή· αν νυστάξεις, έχει κάμει ο Θεός τον ύπνο, ένα κι ένα για τη νύστα· αν θυμώσεις, έχει κάμει το βούρδουλα και τα πισινά του ραγιά· αν σε πιάσουν τα μεράκια σου, έχει κάμει τον αμανέ. Κι αν θες να ξεχάσεις τα ντέρτια και τα βάσανα του κόσμου, έχει κάμει το Γιουσουφάκι.
   "Μεγάλος μάστορας είναι ο Αλλάχ", μουρμούρισε συγκινημένος, "μεγάλος μάστορας, μερακλής· κόβει το μυαλό του· πώς του ήρθε τώρα κι έκαμε τη ρακή και το Γιουσουφάκι!"
   Βουρκώνουν τα μάτια του Αγά από τη θρησκευτική κατάνυξη κι από το πολύ ρακοπότι. Σκύβει από το μπαλκόνι και καμαρώνει τους ραγιάδες του να σουλατσέρνουν στην πλατεία φρεσκοξουρισμένοι, γιορτοντυμένοι, με τα κόκκινα φαρδιά ζωνάρια, με τα νιοπλυμένα κοντοβράκια, με τα γαλάζια τουζλούκια. Άλλοι φορούν φέσι, άλλοι σαρίκι, άλλοι σκούφο από αρνίσια προβιά. Οι πιο ασίκηδες έχουν και στο αυτί τους ένα κλωνί βασιλικό ή ένα τσιγάρο.


   Tρίτη της Λαμπρής, τώρα τέλεψε η λειτουργιά. Γλυκιά, τρυφερή μέρα, ήλιος, ψιχαλίζει, μύρισαν οι λεμονανθοί, μπουμπουκιάζουν τα δέντρα, ανασταίνουνται τα χόρτα, ανεβαίνει ο Χριστός από κάθε σβωλαράκι χώμα. Σουλατσάρουν οι χριστιανοί στην πλατεία, σμίγουν οι φίλοι, ασπάζεται ο ένας τον άλλον, λεν «Χριστός ανέστη» κι ύστερα καθίζουν στον καφενέ του Κωσταντή ή κάτω από το μεγάλο πλάτανο στη μέση της πλατείας, παραγγέλνουν ναργιλέδες και καφέδες κι αρχίζει, σαν την ψιλή βροχή, το γλυκό κουβεντολόι.
   "Τέτοια θα 'ναι κι η Παράδεισο", λέει ο Χαράλαμπος ο καντηλανάφτης, "ήλιος απαλός, σιγανή βροχούλα, λεμονιές ανθισμένες, ναργιλέδες και ψιλή κουβέντα στους αιώνες των αιώνων". 
   Στην άλλην άκρα της πολιτείας, πίσω από τον πλάτανο, υψώνεται φρεσκοασβεστωμένη, με το χαριτωμένο καμπαναριό της, η εκκλησία του χωριού, η Σταύρωση του Χριστού. Η πόρτα της είναι σήμερα στολισμένη με βάγια και δάφνες. Γύρα τρογύρα, τα μαγαζάκια και τα εργαστήρια του χωριού: Το σαμαράδικο του αγριάνθρωπου Παναγιώταρου, που τον λεν και Γυψοφά· γιατί μια φορά έφεραν στο χωριό το γύψινο αγαλματάκι του Μ. Ναπολέοντα, και το 'φαε· κι ύστερα έφεραν ένα άλλο, του Κεμάλ-πασά, και το 'φαε κι αυτό· κι ύστερα έφεραν του Βενιζέλου, και το 'φαε κι αυτό. Δίπλα, το μπαρμπέρικο του Αντώνη «Ο Ερωτόκριτος», κι απάνω στην πόρτα κρεμασμένη μια ταμπέλα, με μεγάλα κόκκινα γράμματα του αιμάτου: «Εξέρχονται και οδόντες»! Πιο πέρα το χασάπικο του κυρ Δημητρού του κουτσού: «Κεφαλάκια φρέσκα, η Ηρωδιάς»! Κάθε Σάββατο σφάζει ένα μουσκάρι και, πριν το σφάξει, του χρυσώνει τα κέρατα, του μπογιατίζει το κούτελο, του περνάει κόκκινες κορδέλες στο λαιμό και το γυρίζει στο χωριό κουτσαίνοντας και τελαλίζει τις χάρες του. Και τέλος ο περίφημος καφενές του Κωσταντή, μακρόστενος, δροσερός, που μοσχομυρίζει καφέ και τουμπεκί και φασκόμηλο το χειμώνα. Και στον τοίχο του δεξά κρέμουνται, καμάρι του χωριού, τρεις μεγάλες γυαλιστερές λιθογραφίες: η Γενοβέφα από τη μια μεριά, μισόγυμνη μέσα σ' ένα δάσο τροπικό· από την άλλη μεριά, η βασίλισσα Βικτώρια, παχιά, γαλανομάτα, με τεράστιο στήθος παραμάνας· και στη μέση, άγριος, με γκρίζα θυμωμένα μάτια, μ' έναν αψηλό σκούφο αστρακάν, ο Κεμάλ-πασάς.
   Όλοι αγαθοί άνθρωποι, δουλευταράδες, καλοί νοικοκυραίοι, πλούσιο το χωριό, κι ο Αγάς του καλός άνθρωπος κι αυτός, μερακλής, που πολύ αγαπάει τη ρακή, τις βαριές μυρωδιές, μόσκο και πατσουλί, και το αφράτο τουρκόπουλο, που κάθεται ζερβά του, στο βελουδένιο μαξιλάρι. Κοιτάζει τώρα τους χριστιανούς, όπως κοιτάζει ο βοσκός τα καλοθρεμμένα αρνοπρόβατά του και χαίρεται.
   "Καλοί ανθρώποι", συλλογιέται, "γέμισαν κι εφέτο το κελάρι μου πεσκέσια της Λαμπρής -τυριά, κουλούρες σουσαμωτές, τσουρέκια, κόκκινα αυγά... Ένας, ας είναι καλά, μου 'φερε κι ένα λαγηνάκι χιώτικη μαστίχα για το Γιουσουφάκι μου, να μασάει και να μυρίζει το στοματάκι του..."
   Είπε, κι έριξε μια τρυφερή ματιά στο αγαδόπουλο που μασούσε μαστίχα, παχουλό κι αποχαυνωμένο.
   Κι έτσι που συλλογιόταν το κελάρι του γεμάτο αγαθά, και σιγοψιχάλιζε, και γυάλιζαν οι πέτρες, και τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν, και δίπλα του, κουλουριαστό στα πόδια του, το Γιουσουφάκι μασούσε μαστίχα και χτυπούσε ευτυχισμένο τη γλώσσα του, ο Αγάς ένιωσε ξαφνικά την καρδιά του να ξεχειλίζει, σήκωσε το λαιμό, έκαμε ν' αρχίσει τον αμανέ, μα βαρέθηκε. Γυρνάει στο σεΐζη του και του γνέφει να βαρέσει την τρουμπέτα, να σωπάσει ο λαός· κι ύστερα γυρνάει ζερβά του:
   "Τραγούδησέ μου, Γιουσουφάκι, να 'χεις την ευκή μου, τραγούδησέ μου το «Ντουνιά ταμπίρ, ρουγιά ταμπίρ, αμάν, αμάν»!, τραγούδησέ μου το, γιατί θα πλαντάξω!"
   Το παχουλό παιδόπουλο αποτραβάει χωρίς βιάση τη μαστίχα από το στόμα του, την κολνάει στο γυμνό γόνατό του, ακουμπάει τη δεξά του παλάμη στο μάγουλο κι αρχίζει τον αγαπημένο αμανέ του Αγά του: "Κόσμος κι όνειρο είναι ένα, αμάν, αμάν!"
   Παθητικιά, ναζλίδικη, η φωνή ανέβαινε, κατέβαινε, γουργούριζε σαν περιστέρα. Κι ο Αγάς έκλεισε τα μάτια, κι όλη την ώρα που βαστούσε ο αμανές τόσο ήταν βαλαντωμένος που 'χε ξεχάσει να πιει.
   "Είναι στα κέφια του ο Αγάς", μουρμούρισε ο Κωσταντής σερβίροντας τους καφέδες. "Ας είναι καλά η ρακή".
   "Ας είναι καλά το Γιουσουφάκι", είπε χαμογελώντας πικρά ο Γιαννακός, ο πραματευτής και γραμματοφόρος του χωριού, με τα κάτασπρα κοντοστρόγγυλα γένια και τα πουλίσια, αρπαχτικά μάτια.
   "Ας είναι καλά η μοίρα η στραβή που τον έκαμε αυτόν Αγά κι εμάς ραγιάδες", μουρμούρισε ο αδερφός του παπά, ο Χατζη-Νικολής, που έκανε το δάσκαλο του χωριού, ξερακιανός, με γυαλάκια και μ' ένα χοντρό μυτερό καρύδι του λαιμού, που ανεβοκατέβαινε, όταν μιλούσε.
   Πήρε φωτιά, θυμήθηκε τους προγόνους, αναστέναξε:
   "Μια φορά", εξακολούθησε, "κρατούσαν τα χώματα τούτα οι δικοί μας, οι Έλληνες, γύρισε ο τροχός κι ήρθαν οι Βυζαντινοί, Έλληνες κι αυτοί και χριστιανοί, ξαναγύρισε ο τροχός κι ήρθαν οι Αγαρηνοί... Μα αναστήθηκε ο Χριστός, παιδιά, θ' αναστηθεί κι η πατρίδα! Κωσταντή, έλα κέρασε τα παλικάρια!"
   Ωστόσο ο αμανές τέλεψε, το τουρκόπουλο ξανάβαλε στο στόμα του τη μαστίχα κι άρχισε πάλι ν' αναχαράζει, αποχαυνωμένο. Βάρεσε ξανά η τρουμπέτα, μπορούσαν τώρα οι ραγιάδες να γελούν και να φωνάζουν λεύτερα.
   Ο καπετάν Φουρτούνας, ένας από τους πέντε δημογέροντες του χωριού, πρόβαλε στην πόρτα του καφενέ. Αψηλός, κορμάτος, παλιός καραβοκύρης, που χρόνια αλώνιζε τη Μαύρη Θάλασσα κουβαλώντας ρούσικο σιτάρι και κάνοντας κοντραμπάντο. Τρίχα δεν είχε το πρόσωπό του· σπανός και μαυροκίτρινος, ταγαριασμένος, με βαθιές ζαρωματιές, και τα μάτια του τα μικρά, τα κατάμαυρα, σπίθιζαν. Γέρασε, γέρασε και το καράβι του, τσακίστηκε μια νύχτα απόξω από την Τραπεζούντα, κι ο καπετάν Φουρτούνας, καραβοτσακισμένος, μπουχτισμένος, γύρισε στο χωριό του να σουρώσει όσο μπορεί περισσότερη ρακή και, σαν έρθει η ώρα η καλή, να γυρίσει το πρόσωπό του κατά τον τοίχο και να πεθάνει. Πολλά είχαν δει τα μάτια του, βαρέθηκε· δε βαρέθηκε, κουράστηκε, μα ντρέπουνταν να το μολοήσει.
   Φορούσε σήμερα τις αψηλές καπετανίστικες μπότες του, τον κίτρινό του μουσαμά και το αρχοντικό καλπάκι από αληθινό αστρακάν. Κρατούσε και το αψηλό ραβδί του, του δημογέροντα. Δυο τρεις χωριανοί προσηκώθηκαν να τον καλέσουν να πάρει μια ρακή.
   "Δεν έχω καιρό, παιδιά, μήτε για ρακή", είπε. "Χριστός ανέστη! Πάω στο αρχοντικό του παπά, όπου έχουμε σύναξη οι προεστοί. Σε μια ώρα να κοπιάσετε κι όσοι από σας είστε καλεσμένοι· κάντε το σταυρό σας κι ελάτε, καλά το κατέχετε, έχουμε σήμερα δουλειά. Κι ένας να πάει να φωνάξει τον Παναγιώταρο το σαμαρά, με του διαόλου τα γένια· αυτόν τον έχουμε μεγάλη ανάγκη".
   Σώπασε μια στιγμή, τα μάτια του έπαιξαν παμπόνηρα:
   "Αν δεν είναι σπίτι του, θα 'ναι στης χήρας", είπε κι όλοι ξέσπασαν στα γέλια.
   Μα ο γερο-Χριστοφής ο αγωγιάτης, που 'χε μάθει στα νιάτα του, κι ας το πλέρωσε ακριβά, τι θα πει σεβντάς, πετάχτηκε απάνω:
   "Τι γελάτε, μωρέ σερσέμηδες;" φώναξε. "Καλά κάνει· φωτιά στα τόπια, μωρέ Παναγιώταρε, και μην τους ακούς! Λίγη είναι η ζωή, πολύς ο θάνατος, βίρα!"
   Ο χοντρο-Δημητρός ο χασάπης κούνησε το φρεσκουξουρισμένο κεφάλι:
   "Ο Θεός να 'χει καλά τη χήρα, την Κατερίνα μας", είπε. "Ο διάολος ξέρει από τι κέρατα μάς γλιτώνει!"
   Ο καπετάν Φουρτούνας γέλασε:
   "Βρε παιδιά", είπε, "μη μαλώνετε. Χρειάζεται μια παστρικιά σε κάθε χωριό, να μη βρίσκουν τον μπελά τους οι τίμιες. Είναι σαν τη βρύση του δρόμου, μαθές· περνούν και πίνουν οι διψασμένοι· αλλιώς θα χτυπούσαν αράδα τις πόρτες μας. Κι οι γυναίκες, όταν τους ζητήσεις νερό..."
   Στράφηκε, είδε το δάσκαλο:
   "Χατζη-Νικολή μου", του κάνει, "ακόμα είσαι εδώ; Προεστός είσαι και του λόγου σου, έχουμε σύναξη. Σκολειό έκαμες και τον καφενέ, σκόλασε κι έλα!"
   "Να 'ρθω κι εγώ;" είπε ο γερο-Χριστοφής κι έπαιξε το μάτι στην παρέα. "Κάνω για Ιούδας".
   Μα ο καπετάν Φουρτούνας είχε πάρει την ανηφοριά, βαριακουμπώντας το ραβδί του στο καλντιρίμι. Δεν ήταν στα καλά του σήμερα· τον έσφαζαν πάλι οι ρεματισμοί, μάτι δεν είχε κλείσει όλη νύχτα. Ήπιε πρωί πρωί δυο τρία νεροπότηρα ρακή, για γιατρικό, μα του κάκου· οι πόνοι δεν σκολνούσαν. Μήτε η ρακή τους έβανε κάτω.
   "Μωρέ, αν δε ντρέπουμουν", μουρμούρισε, "κι άρχιζα τις φωνές, μπορεί ν' αλάφρωναν οι πόνοι· μα έλα που δε με αφήνει το παντέρμο το φιλότιμο! Και πρέπει να περπατώ ντούρος και να κάνω πως γελώ. Κι αν πέσει χάμω το ραβδί μου, να μην αφήσω κανέναν κερατά να με βοηθήσει, μα να σκύψω μοναχός μου να το πιάσω. Δάγκανε, μωρέ καπετάν Φουρτούνα, τα χείλια, όρτσα τα πανιά, κατακέφαλα στο κύμα, βάρδα μη ντροπιαστείς! Μπόρα είναι, μαθές, κι η ζωή, θα περάσει!"
   Έγρουζε και σιγοβλαστημούσε σκαμπανεβαίνοντας. Στάθηκε μια στιγμή, κοίταξε γύρα, κανένας δεν τον έβλεπε· αναστέναξε κι αλάφρωσε λίγο. Κοίταξε κατά πάνω, είδε στην κορυφή του χωριού ν' ασπρογυαλίζει ανάμεσα από τα δέντρα το σπίτι του παπά με τα λουλακιά παραθυρόφυλλα.
   "Πήγε κι έχτισε στην κορυφή του χωριού ο διαολόπαπας!" μουρμούρισε. "Την κατάρα του να 'χω!"
   Και πήρε πάλι τον ανήφορο.
   Στο σπίτι του παπά είχαν κιόλας φτάσει δυο από τους προεστούς και κάθουνταν σταυροπόδι στο μεντέρι, αμίλητοι, και περίμεναν τα τραταρίσματα. Ο παπάς είχε μπει στην κουζίνα να δώσει διαταγές, κι η μοναχοκόρη του η Μαριορή ετοίμαζε τον δίσκο με τον καφέ, το δροσερό νερό και το γλυκό του κουταλιού.
   Πλάι στο παραθύρι είχε θρονιαστεί ο πρώτος δημογέροντας της Λυκόβρυσης, από μεγάλο τζάκι, αρχοντάνθρωπος, καλοθρεμμένος, με τσόχινο σαλβάρι, με χρυσοκέντητο μεϊντάνι και μ' ένα χοντρό χρυσό δαχτυλίδι στο δείχτη του χεριού του -η βούλα του με τα δύο κεφαλαία σφιχταγκαλιασμένα γράμματα: Γ. Π., Γεώργιος Πατριαρχέας. Τα χέρια του ήταν παχιά και απαλά, σα Δεσπότη. Δε δούλεψε ποτέ του, είχε ένα τσούρμο φαμέγιους και κολίγους που δούλευαν και τον τάιζαν. Και χόντρυνε τ' άντερό του, φάρδυναν τα καπούλια του, είχαν γίνει σαν της φοράδας, κρεμάστηκαν οι κοιλιές του, και τα προγούλια του κατέβαιναν τρεις πατωσιές κι αναπαύουνταν, το ένα απάνω στο άλλο, στο μαλλιαρό αφράτο απανωστήθι. Δυο τρία δόντια μπροστινά του 'λειπαν, άλλο κουσούρι δεν είχε, κι όταν μιλούσε, φαφλάτιζε και μπερδεύουνταν· μα και το κουσούρι αυτό πλήθαινε την αρχοντιά του, γιατί σε ανάγκαζε, όταν μιλούσε, να σκύβεις για να καταλάβεις τι λέει.
   Δεξά του, στη γωνιά, αδύναμος, λιγδοτάμπαρος, φτενοκέφαλος, με τσιμπλιασμένα μάτια, με δυο χοντρές χερούκλες γεμάτες ρόζους, κάθουνταν συμμαζεμένος και ταπεινός ο δεύτερος προεστός, ο πιο βαρβάτος νοικοκύρης του χωριού, ο γερο-Λαδάς. Εβδομήντα χρόνια σκύβει στη γης, τη σκάβει, τη σπέρνει, τη θερίζει, της φυτεύει ελιές κι αμπέλια, τη στύβει και της πίνει το αίμα. Ποτέ του, από μικρό κουτσούβελο, δεν ξεκόλλησε από τη γης. Αχόρταγος, λιμασμένος, έπεφτε απάνω της, της έδινε ένα και της ζητούσε χίλια, και ποτέ του δεν έλεγε: «Δόξα σοι ο Θεός», μα πάντα μουρμούριζε, αφχαρίστητος. Και στα γερατιά του δεν τον έφτανε πια η γης· όσο ζύγωνε στο θάνατο κι ένιωθε πως λίγα πια ήταν τα καρβέλια του, βιάζουνταν να προλάβει και να φάει τον κόσμο. Κίνησε λοιπόν να δανείζει με βαρύ διάφορο τους χωριανούς του· έβαναν οι δύστυχοι αμανάτι τ' αμπελοχώραφά τους και τα σπίτια, έρχουνταν ο καιρός της πλερωμής, δεν είχαν να πλερώσουν, έβγαιναν τα πράματα στο σφυρί, και τα 'χαφτε ο γερο-Λαδάς.
   Κι όλο κλαίγουνταν, κι όλο πεινούσε, κι η γυναίκα του γύριζε ξυπόλυτη, και μια θυγατέρα, που 'χε καταφέρει να κάμει, την άφησε κι αυτή να πεθάνει, γιατί δεν κάλεσε, όταν έπεσε στο κρεβάτι, γιατρό να τη δει.
   "Πολλά έξοδα", είπε, "οι μεγάλες πολιτείες είναι μακριά, πού να φέρνεις γιατρό! Κι ύστερα, τι ξέρουν κι αυτοί; Τον κακό τους τον καιρό! Έχουμε εδώ τον παπά μας, αυτός κατέχει παλιά γιατροσόφια, θα τον πλερώσω να κάμει κι ευκέλαιο, και θα γιάνει, και θα κοστίσει και πιο φτηνά".
   Μα τα μαντζούνια του παπά πήγαν χαμένα, το ευκέλαιο δεν έπιασε, κι η κοπέλα πέθανε, δεκαφτά χρονών, και γλίτωσε από τον κύρη της· γλίτωσε κι αυτός από τα πολλά τα έξοδα του γάμου. Μια μέρα, λίγους μήνες μετά το θάνατό της, κάθισε και τα λογάριασε: Προίκα τόσο απάνω κάτω, ρουχισμός, τραπέζια, καρέκλες, τόσα, θ' αναγκάζουνταν να καλέσει στο γάμο τους συγγενείς, κι αυτοί θένε να φάνε τον περίδρομο, βάλε κρέατα, ψωμιά, κρασιά, τόσα... Έκαμε τη σούμα, πάρα πολλά έξοδα, θα τον ξετίναζε η θυγατέρα του, δεν πειράζει το λοιπόν, όλοι θα πεθάνουμε... Γλίτωσε κι από τα βάσανα του κόσμου -άντρες, παιδιά, αρρώστιες, μπουγάδες. Τυχερή στάθηκε, ο Θεός σχωρέσ' τη!
   Μπήκε η Μαριορή με το δίσκο, χαιρέτησε χαμοβλεπούσα τους προεστούς, στάθηκε μπροστά από τον άρχοντα. Χλωμή, μεγαλομάτα, γαϊτανοφρύδα, με δυο χοντρές πλεξούδες καστανά μαλλιά, τυλιγμένες στεφανωτά γύρα στο κεφάλι. Γέμισε ο γερο-άρχοντας τρουλωτά το κουταλάκι του γλυκό βύσσινο, κοίταξε την κοπέλα, σήκωσε το ποτήρι.
   "Στις χαρές σου, Μαριορή μου", ευκήθηκε. "Ο γιος μου βιάζεται".
   Ήταν αρραβωνιασμένη η παπαδοπούλα με τον μοναχογιό του το Μιχελή, και ο παπάς καμάρωνε που θα 'κανε τέτοιο συμπεθεριό και θα 'πιανε γρήγορα αγγόνια.
   "Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί βιάζεται τόσο ο βλογημένος· δεν μπορεί, λέει, πια..." πρόσθεσε γελώντας ο άρχοντας κι έκλεισε το μάτι στην κοπέλα.
   Κι αυτή κοκκίνησε ως το λαιμό, πλαντούσε, δεν μπόρεσε να μιλήσει.
   "Χαρές να 'χουμε!" είπε ο παπα-Γρηγόρης, μπαίνοντας με μια μπουκάλα μοσχάτο κρασί. Με την ευκή του Χριστού και της Παναγιάς!"
   Άγριος, κοτσονάτος, με διχαλωτή γενειάδα κάτασπρη, καλοθρεμμένος, μύριζε λιβάνι και βούτυρο. Είδε την κόρη του να κοκκινίζει και, για ν' αλλάξει κουβέντα:
   "Πότε με το καλό θα παντρέψεις και την παρακόρη σου το Λενιό;" ρώτησε.
   Το Λενιό ήταν μια από τις μπασταρδοπούλες που ο άρχοντας είχε σκαρώσει με τις παραδουλεύτρες του. Την είχε αρραβωνιάσει με τον ήμερο πιστό τσοπάνη του, το Μανολιό, και την είχε αρχοντικά προικίσει μ' ένα κοπάδι πρόβατα, που τα 'βοσκε ο Μανολιός στο αντικρινό βουνό της Παναγιάς.
   "Αν θέλει ο Θεός", αποκρίθηκε, "αυτές τις μέρες· το Λενιό, λέει, βιάζεται. Βιάζεται το καλορίζικο· σηκώθηκε, μαθές, το βυζί του και θέλει να βυζάξει γιο. «Μάης μπαίνει», μου 'πε προχτές, «Μάης μπαίνει, αφεντικό, και πρέπει να βιαστούμε»".
   Γέλασε πάλι καλόκαρδα, τα προγούλια του σείστηκαν.
   "Το Μάη", είπε, "παντρεύουνται τα γαϊδούρια, έχει δίκιο το Λενιό· πρέπει να βιαστούμε. Άνθρωποι είναι κι αυτοί, κι ας είναι και φαμέγοι".
   "Καλός είναι ο Μανολιός", έκαμε ο παπάς. "Καλά θα ζήσουν".
   "Τον αγαπώ κι αυτόν σαν παιδί μου", είπε ο άρχοντας. "Όταν πέρασα από το μοναστήρι του Άι-Παντελεήμονα, τον είδα, θα 'ταν δεκαπέντε χρονών, έφερε το δίσκο στο ηγουμενικό να με καλωσορίσει. Ήταν αληθινός άγγελος, μονάχα οι φτερούγες του 'λειπαν. Τον πόνεσε η ψυχή μου. Κρίμα, είπα, τέτοιος λεβέντης να μαραζώσει στο μοναστήρι, σα μουνούχος. Πήγα στο κελί του γέροντά του, του πάτερ Μανασή. Κείτουνταν χρόνια παράλυτος. «Γέροντά μου», του κάνω, «μια χάρη θα σου ζητήσω· κι αν μου την κάμεις, θα χαρίσω μιαν ασημένια καντήλα στο μοναστήρι. «Το Μανολιό μονάχα μη μου ζητήσεις», είπε ο Μανασής. «Ίσια ίσια, αυτόν θέλω, γέροντά μου· να τον πάρω στη δούλεψή μου». Αναστέναξε ο γέροντας. «Τον έχω σαν παιδί μου», είπε, «παράπονο δεν έχω μαζί του. Είμαι ανήμπορος κι έρημος, δεν έχω άλλη συντροφιά· κάθε βράδυ του κουβεντιάζω για τους ασκητές και τους άγιους· μαθαίνει κι αυτός, περνάει κι εμένα η ώρα μου. «Άσ' τον, γέροντα, να μπει στον κόσμο, να κάμει παιδιά, να ζήσει· κι άμα σιχαθεί τη ζωή, καλογερεύει». Με τα πολλά, τον κατάφερα και τον πήρα· και τώρα του δίνω το Λενιό· η ώρα η καλή!"
   "Θα σου κάμει κι αγγόνια..." είπε ο γερο-Λαδάς χιχιρίζοντας με κακία και πήρε στη μύτη του κουταλιού του ένα βύσσινο, το μασούλισε, ήπιε μια ρουφιά μοσχάτο, ευκήθηκε:
   "Καλά κέρδητα στις δουλειές μας, ο Θεός να βάλει το χέρι του να μην πεθάνουμε της πείνας. Τ' αμπέλια και τα σπαρτά εφέτο δεν είναι καλά, θα χαθούμε".
   "Έχει ο Θεός", αποκρίθηκε με την αγριοφωνάρα του ο παπάς, "έχει ο Θεός, γερο-Λαδά μου, κουράγιο. Σφίξε τη ζώνη σου, μην κάνεις κατάχρησες, το πολύ φαΐ βλάφτει. Κι άσε και τα χουβαρνταλίκια, μη σκορπάς έτσι το βιος σου στους φτωχούς".
   Ξέσπασε στα γέλια ο άρχοντας, το σπίτι σείστηκε.
   "Κάμετε ελεημοσύνη, χριστιανοί, ο γερο-Λαδάς πεθαίνει της πείνας!" κλαψούρισε απλώνοντας ζητιάνικα την παχιά του χερούκλα.
   Ακούστηκε περπάτημα βαρύ, η σκάλα έτριξε.
   "Κατάφτασε κι ο καπετάν Φουρτούνας, ο γερο-λύκος", έκαμε ο παπάς και σηκώθηκε να του ανοίξει την πόρτα. "Στάσου, Μαριορή μου, μη φεύγεις, να τον κεράσουμε. Πάω να του φέρω ένα νεροπότηρο και τη ρακή· αυτός το κρασί δεν το καταδέχεται".
   Κοντοστάθηκε ο καπετάνιος απόξω από την πόρτα, να πάρει ανάσα· μπήκε γελαστός, μα ο ιδρώτας έτρεχε από το κούτελό του. Πίσω του πρόβαλε λαχανιασμένος ο δάσκαλος, που είχε τρέξει να τον προφτάσει· κρατούσε στο χέρι το σκούφο του κι έκανε αέρα. Τη στιγμή εκείνη πρόβαλε κι ο παπάς με τη ρακή.
   "Χριστός ανέστη, παλικάρια!" είπε ο καπετάνιος στους τρεις γέρους.
   Έσφιξε τα χείλια και κάθισε, όσο μπορούσε πιο σβέλτα, στο μεντέρι. Στράφηκε στην κοπέλα:
   "Δε θέλω γλυκά και καφέδες, Μαριορή μου, αυτά 'ναι για τις κοκόνες και για τους γέρους· το ποτηράκι αυτό, που εσείς το λέτε νεροπότηρο, με φτάνει· στις χαρές σου!" είπε και το κατέβασε μονορούφι.
   "Μεγάλη μέρα σήμερα", είπε ο δάσκαλος ρουφώντας το καφεδάκι του. "Σε λίγο θα 'ρθει ο λαός, πρέπει να βιαστούμε να πάρουμε απόφαση".
   Βγήκε έξω η Μαριορή με το δίσκο, μαντάλωσε ο παπάς την πόρτα. Το φαρδύ του ηλιοψημένο πρόσωπο πήρε ξαφνικά προφητικό μεγαλείο· κάτω από τα πυκνά του φρύδια τα μάτια του άστραφταν. Έτρωγε καλά ο παπάς τούτος, έπινε, χοντρολογούσε όταν ήταν στα κέφια του, έδερνε όταν θύμωνε· ακόμα και τώρα, στα γεράματά του, κοίταζε τις γυναίκες και το αίμα του έβραζε· το κεφάλι του, το στήθος του, τα νεφρά του ήταν γεμάτα ανθρώπινα πάθη. Μα όταν έμπαινε στη λειτουργιά ή όταν άπλωνε το χέρι του να δώσει την ευκή ή να ρίξει την κατάρα, ένας άνεμος άγριος της ερήμου φυσούσε απάνω του, κι ο παπα-Γρηγόρης, ο φαγάς, ο πιοτής, ο χοντρολόγος, γίνουνταν προφήτης.
   "Αδερφοί πρόκριτοι", είπε με βαριά φωνή, "επίσημη είναι η μέρα τούτη, ο Θεός μας βλέπει και μας ακούει· ό,τι θα πούμε στην κάμαρη τούτη θα το γράψει στα κατάστιχά του, έχετε το νου σας! Αναστήθηκε ο Χριστός, μα μέσα μας είναι ακόμα σταυρωμένος απάνω στη σάρκα· ας τον αναστήσουμε και μέσα μας, αδερφοί δημογέροντες! Ξέχασε, άρχοντά μου, μια στιγμή τα επίγεια, καλά βολεύτηκες στα χώματα τούτα εσύ κι η γενιά σου· έφαες, ήπιες και φίλησες περίσσια, σήκωσε μια στιγμή απάνω απ' όλα τούτα τ' αγαθά το νου σου και βόηθα να πάρουμε μιαν απόφαση. Κι εσύ, γερο-Λαδά, ξέχασε, τέτοια επίσημη μέρα, τα λάδια σου και τα κρασιά και τις χρυσές τούρκικες λίρες που 'χεις στοιβαγμένες στα σεντούκια σου. Σε σένα, δάσκαλε, αδερφέ μου, δεν έχω τίποτα να πω· εσένα ο νους σου στέκεται πάντα απάνω από φαγιά και λίρες χρυσές και γυναίκες, και συντυχαίνει με τον Θεό και με την Ελλάδα· μα εσύ, γερο-καπετάνιο αμαρτωλέ, γέμισες τη Μαύρη Θάλασσα με τις ανομίες σου· συλλογίσου σήμερα πια το Θεό και βοήθα κι εσύ να πάρουμε μια σωστήν απόφαση".
   Ο καπετάνιος φουρκίστηκε.
   "Άσε τα περασμένα, γέροντα", φώναξε, "ο Θεός θα κρίνει! Αν είχαμε κι εμείς το λεύτερο να μιλήσουμε, θα 'χαμε, θαρρώ, κάμποσα να πούμε και για την αγιοσύνη σου".
   "Μίλα, γέροντα, μα να 'χεις και το νου σου· σε προεστούς μιλάς!" είπε ο άρχοντας ζαρώνοντας τα φρύδια.
   "Σε σκουλήκους μιλώ!" φώναξε ο παπάς θυμωμένος. "Κι εγώ σκούληκας, μη με αντισκόβετε· ο λαός, όπου να 'ναι, έρχεται, και πρέπει να 'χουμε πάρει απόφαση. Ακούστε, το λοιπόν: Συνήθεια παλιά, πάππου προς πάππου, στο χωριό μας, κάθε εφτά χρόνια να διαλέγουμε απ' όλους τους χωριανούς πέντ' έξι που θα ζωντανέψουν με τα κορμιά τους, σαν έρθει η Μεγάλη Βδομάδα, τα Πάθη του Χριστού. Τα έξι πέρασαν, μπαίνουμε στα εφτά· πρέπει σήμερα εμείς, οι κεφαλές του χωριού, να διαλέξουμε ποιοι απ' όλους τους χωριανούς μας είναι άξιοι να σαρκώσουν τους τρεις μεγάλους απόστολους, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο, τον Ιωάννη· και ποιος τον Ιούδα τον Ισκαριώτη,  και ποια τη Μαγδαληνή την πόρνη. Κι απάνω απ' όλους ποιος -ήμαρτον, Θεέ μου!- θα μπορέσει, κρατώντας όλο το χρόνο την καρδιά του καθαρή, να παραστήσει το Χριστό το Σταυρωμένο".
   Σταμάτησε ο παπάς μια στιγμή να πάρει ανάσα. Βρήκε καιρό ο δάσκαλος κι άρχισε το καρύδι του λαιμού του ν' ανεβοκατεβαίνει.
   "Μυστήριο το λέγαν οι παλαιοί", είπε. "Άρχιζε την Κυριακή των Βαγιών στο νάρθηκα της εκκλησιάς και τέλευε το Μεγάλο Σάββατο τα μεσάνυχτα, στο περιβόλι, με του Χριστού την ανάσταση. Οι ειδωλολάτρες είχαν τα θέατρα και τα τσίρκα, οι χριστιανοί τα μυστήρια..."
   Μα ο παπα-Γρηγόρης του 'κοψε τη φόρα.
   "Καλά, καλά", είπε, "τα ξέρουμε, δάσκαλε, άσε με να τελειώσω. Τα λόγια γίνουνται σάρκα, βλέπουμε πια με τα μάτια μας, αγγίζουμε τα Πάθη του Χριστού. Απ' όλα τα κοντοχώρια μαζεύουνται προσκυνητές και τσαντιρώνουν γύρα από την εκκλησιά και κλαίνε και στηθοδέρνουνται όλη τη Μεγάλη Βδομάδα κι αρχίζουν τέλος τα γλέντια και τους χορούς με το Χριστός ανέστη. Πολλά θάματα γίνουνται τις μέρες εκείνες, τα θυμάστε, αδερφοί προεστοί, πολλοί αμαρτωλοί τους παίρνουν τα κλάματα και μετανοούν και κάμποσοι νοικοκυραίοι αναθιβάνουν τι αμαρτίες έκαναν για να θησαυρίσουν κι αφιερώνουν ένα αμπέλι ή ένα χωράφι στην εκκλησιά, να σώσουν την  ψυχή τους. Ακούς, γερο-Λαδά;"
   "Λέγε, λέγε, γέροντα, κι άσε τις παραπετριές", αποκρίθηκε ο γερο-Λαδάς νευριασμένος. "Σε μένα αυτά δεν πιάνουν, και να το ξέρεις".
   "Μαζευτήκαμε λοιπόν σήμερα να διαλέξουμε, με τη φώτιση του Θεού, τους χωριανούς που να τους εμπιστευτούμε το ιερό αυτό μυστήριο. Μιλήστε λεύτερα· ας φανερώσει ο καθένας τη γνώμη του. Άρχοντά μου, είσαι ο πρώτος δημογέροντας, μίλησε πρώτος, ακούμε".
   "Τον Ιούδα τον έχουμε!" πετάχτηκε κι είπε ο καπετάνιος. "Καλύτερο δε θα βρούμε, τον Παναγιώταρο το Γυψοφά. Είναι αγριάνθρωπος, βλογιοκομμένος, χεροδύναμος, σωστός ουραγκοτάγκος· έχω έναν τέτοιον δει στην Οντέσσα· και το σπουδαιότερο: έχει τα γένια και τα μαλλιά που χρειάζεται: κατακόκκινα του διαόλου".
   "Δεν είναι η σειρά σου, καπετάνιο", είπε ο παπάς με αυστηρότητα. "Μη βιάζεσαι, άλλοι έχουν τα πρωτεία· λοιπόν, άρχοντά μου;"
   "Τι να σου πω, γέροντα", αποκρίθηκε ο άρχοντας. "Εγώ ένα μονάχα πράμα θέλω: να βάλετε το γιο μου το Μιχελή να κάνει το Χριστό".
   "Δε γίνεται", ξέκοψε τσεκουράτα ο παπάς. "Ο γιος σου είναι αρχοντόπουλο και πολλά παχύς, καλοθρεμμένος, καλοζωισμένος· κι ο Χριστός ήταν φτωχός κι αδύνατος. Δεν ταιριάζει, και να με συμπαθάς. Κι έπειτα, είναι ο Μιχελής για τέτοιο δύσκολο έργο; Θα μαστιγωθεί, θα του βάλουν ακάνθινο στέφανο, θα τον ανεβάσουν στο σταυρό, ο Μιχελής δε θα βαστάξει, θες ν' αρρωστήσει;"
   "Και το σπουδαιότερο", πετάχτηκε πάλι ο καπετάνιος, "ο Χριστός ήταν ξανθός κι ο Μιχελής έχει μαύρα καραμπογιά μαλλιά και μουστάκια".
   "Τη Μαγδαληνή την έχουμε", είπε κι ο Λαδάς χιχιρίζοντας, "τη χήρα την Κατερίνα. Όλα τα 'χει η κολασμένη· και πόρνη είναι, και όμορφη, και μακριά μαλλιά έχει τετράξανθα, της φτάνουν ως τα γόνατα. Την είδα μια μέρα να χτενίζεται στην αυλή της, φτου να χαθεί, και Μητροπολίτη μπορεί να κολάσει!"
   Ο καπετάνιος άνοιξε το στόμα να πει πάλι καμιά χοντράδα, μα ο παπάς τον αγριοβλεφάρισε κι ο σπανός κατάπιε τη γλώσσα του.
   "Τους κακούς τους βρίσκουμε εύκολα", έκαμε ο παπάς, "τον Ιούδα, τη Μαγδαληνή· μα τους καλούς; Εδώ σας θέλω! Πρέπει, θαρρώ, να κάμουμε αβαρία. Πού να βρούμε -ήμαρτον, Κύριε!- άνθρωπο να μοιάζει του Χριστού; Μα πάνω κάτω ας είναι να του μοιάζει λίγο σωματικά. Εγώ μέρες και βδομάδες το κλώθω στο νου μου και νύχτες πολλές δεν κοιμήθηκα. Μα, μου φαίνεται, ο Θεός με λυπήθηκε, βρήκα".
   "Ποιον;" έκαμε ο γερο-άρχοντας πικαρισμένος. "Για ν' ακούσουμε".
   "Με την άδειά σου, άρχοντά μου, έναν άνθρωπο δικό σου, που τον αγαπάει κι η αφεντιά σου, τον τσοπάνη σου το Μανολιό! Είναι ήσυχος, γλυκομίλητος, ξέρει τα γραμματάκια του -παλιό καλογεροπαίδι, μαθές- έχει και μπλάβα μάτια κι ένα γενάκι ξανθό σαν το μέλι. Έτσι ζωγραφίζουν και το Χριστό. Και είναι και θεοφοβούμενος· κάθε Κυριακή κατεβαίνει από το βουνό για ν' ακούσει τη λειτουργιά, κι όσες φορές μετάλαβε και τον ξομολόγησα, δεν του βρήκα ψεγάδι".
   "Είναι μια στάλα αλαφροΐσκιωτος", τσίριξε ο γερο-Λαδάς. "Βλέπει φαντάσματα".
   "Καλό είναι αυτό", βεβαίωσε ο παπάς, "να μου το θυμάστε. Η ψυχή να 'ναι καθαρή!"
   "Κι αντέχει να φάει ξύλο, να τον αγκυλώσουν τ' αγκάθια και να σηκώσει το σταυρό. Κι είναι και βοσκός, καλό κι αυτό· βοσκός είναι κι ο Χριστός στ' ανθρώπινα κοπάδια", είπε κι ο δάσκαλος.
   "Του δίνω την άδεια", είπε ο άρχοντας, αφού συλλογίστηκε κάμποσην ώρα. "Μα ο γιος μου;"
   "Αυτός κάνει για Ιωάννης", είπε ο παπάς μ' ενθουσιασμό. "Έχει ό,τι χρειάζεται: παχύς, αφράτος, μαύρα μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά, από καλό σπίτι, τέτοιος ήταν κι ο αγαπημένος μαθητής".
   "Για Ιάκωβος", είπε ο δάσκαλος κοιτάζοντας δειλά τον αδερφό του τον παπά, "καλός μου φαίνεται, δεν μπόρεσα να βρω καλύτερον, ο Κωσταντής ο καφετζής: είναι αγριωπός, ξερακιανός, αγουρομίλητος και πεισματάρης· έτσι παρασταίνουν και τον απόστολο Ιάκωβο".
   "Κι έχει και μια γυναίκα που του ψήνει το ψάρι στα χείλια", είπε, πάλι ο καπετάνιος. "Ήταν παντρεμένος κι ο απόστολος, τι λες, σοφολογιότατε;"
   "Μην παίζεις με τα ιερά, αθεόφοβε!" φώναξε ο παπάς νευριασμένος. "Δεν είσαι στο καράβι σου να χοντρολογάς με τους μούτσους· εδώ είναι μυστήριο".
   Ο δάσκαλος πήρε κουράγιο.
   "Πέτρος καλούτσικος", είπε, "μου φαίνεται ο πραματευτής ο Γιαννακός: στενό μέτωπο, κατσαρά γκρίζα μαλλιά, κοντοπίγουνος, θυμώνει και ξεθυμώνει, ανάβει και σβήνει εύκολα σαν την ίσκα· μα είναι καλή καρδιά. Καλύτερον Πέτρο δε βρίσκω στο χωριό μας".
   "Λίγο κλεφταράκος", είπε ο άρχοντας κουνώντας τη βαριά κεφάλα. "Μα έμπορος είναι, τι περιμένεις; Δεν πειράζει".
   "Λένε", σούριξε πάλι ο γερο-Λαδάς, "πως αυτός σκότωσε τη γυναίκα του. Την έσκασε".
   "Ψέματα, ψέματα!" φώναξε ο παπάς. "Εμένα να ρωτάτε! Έφαε η μακαρίτισσα μια μέρα από τη λαιμαργία της ένα κιουπάκι ωμά ροβίθια κι ύστερα την έπιασε δίψα, ήπιε, ήπιε νερό μια λαγήνα, διψούσε η κακομοίρα, πρήστηκε κι έσκασε. Μην κριματίζεσαι γερο-Λαδά!"
   "Καλά να πάθει!" είπε ο καπετάνιος. "Αυτά κάνει το νερό, ας έπινε ρακή".
   "Θέμε ακόμα έναν Πιλάτο κι έναν Καϊάφα", είπε ο δάσκαλος. "Ζόρικο μου φαίνεται να βρούμε".
   "Καλύτερον Πιλάτο από την ευγενία σου, άρχοντά μου, δε θα βρούμε", έκαμε γλυκαίνοντας τη φωνή του ο παπάς. "Μη ζαρώνεις τα φρύδια, ο Πιλάτος ήταν μέγας άρχοντας κι αυτός κι είχε το παράστημά σου: αρχοντάνθρωπος, καλοθρεμμένος, καλοπλυμένος, με προγούλια. Και καλός άνθρωπος· έκαμε ό,τι μπορούσε να σώσει το Χριστό και στο τέλος είπε: «Πλένω, ξεπλένω τα χέρια μου» κι έτσι γλίτωσε από το κρίμα. Δέξου, άρχοντά μου, και θα δώσουμε μεγαλείο στο μυστήριο. Φαντάσου τι δόξα για το χωριό μας και τι κόσμος θα κουβαληθεί σα μαθευτεί πως ο μέγας άρχοντας Πατριαρχέας θα κάνει τον Πιλάτο!"
   Ο άρχοντας χαμογέλασε με καμάρι, άναψε το τσιμπούκι του και δε μίλησε.
   "Καϊάφα περίφημο κάνει ο γερο-Λαδάς!" πετάχτηκε πάλι ο καπετάνιος. "Καλύτερο Καϊάφα πού θα βρούμε; Του λόγου σου, γέροντα, που ζωγραφίζεις κιόλα, δε μου λες πώς τον στορούνε τον Καϊάφα στα κονίσματα;"
   "Μα..." έκαμε ο παπάς ξεροκαταπίνοντας, "απάνω κάτω σαν το γερο-Λαδά. Πετσί και κόκαλο, λιγδοτάμπαρο, με βουλιαγμένα μάγουλα, με κίτρινη μύτη..."
   "Και το μουστάκι του είχε τριχοφά;" ρώτησε πάλι το πειραχτήριο ο καπετάνιος. "Και δεν έδινε μήτε του αγγέλου του νερό; Και κρατούσε τα παπούτσια του στην αμασκάλη για να μην καταλυθούν οι σόλες;"
   "Θα φύγω!" φώναξε ο Λαδάς και πετάχτηκε από το μεντέρι. "Να μπεις του λόγου σου, καπετάν Σπανομαρία! Δε χρειαζόμαστε κι ένα σπανό;"
   "Εγώ θ' απομείνω ρεζέρβα", είπε ο καπετάνιος γελώντας κι έκανε πως έστριβε το μουστάκι του. "Μπορεί, μαθές, στο χρόνο απάνω, άνθρωποι είμαστε, γέροι είμαστε, ένας από τους δυο σας, του λόγου σου, μουστακαλή Λαδά, για η αφεντιά του ο Πιλάτος, να τινάξετε τα πέταλα· και τότε εγώ θα πάρω τη θέση του, να μη χαλάσει το μυστήριο".
   "Να βρείτε άλλον Καϊάφα, αυτό που σας λέω!" ξεφώνισε ο γερο-εξηνταβελόνης. "Έχω και να ποτίσω, θα φύγω".
   Και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα ο παπάς με μια δρασκελιά στάθηκε στην πόρτα κι άπλωσε τα χέρια.
   "Πού πας", είπε, "έρχεται ο λαός, δε θα φύγεις· δε θα γίνουμε ρεζίλι!"
   Κι ύστερα πιο μαλακά:
   "Πρέπει να κάμεις μια θυσία και του λόγου σου, κυρ προεστέ. Συλλογίσου και την Κόλαση. Πολλά σου κρίματα θα συχωρεθούν αν μας βοηθήσεις στο θεάρεστο αυτό έργο μας. Καλύτερον Καϊάφα δε θα βρούμε, μην αντιστέκεσαι. Ο Θεός θα το γράψει στα κατάστιχά του".
   "Καϊάφας εγώ δε γίνουμαι!" φώναξε ο γερο-Λαδάς κατατρομαγμένος. "Να βρείτε άλλον! Και τα κατάστιχα που λες..."
   Μα δεν πρόλαβε να τελέψει το λόγο του· ανέβαιναν κιόλα τη σκάλα οι χωριανοί κι ο παπάς ξεμαντάλωσε την πόρτα.
   "Χριστός ανέστη!" χαιρέτησαν μια δεκαριά χωριανοί, φέρνοντας τις απαλάμες στο στήθος, ύστερα στα χείλια, ύστερα στο κούτελο, και παρατάχτηκαν όρθιοι τοίχο τοίχο.
   "Αληθώς ανέστη!" απηλογήθηκαν οι προεστοί και ταχτοποιήθηκαν απάνω στο μεντέρι σταυροπόδι.
   Έβγαλε την ταμπακέρα του ο άρχοντας και την έδωκε να στρίψουν τσιγάρο.
   "Πήραμε απόφαση, παιδιά μου", έκαμε ο παπάς. "Ήρθατε απάνω στην ώρα, καλώς ορίσατε!"
   Χτύπησε τα παλαμάκια, ήρθε η Μαριορή.
   "Μαριορή", είπε, "κέρασε τα παλικάρια· και φέρε από ένα κόκκινο αυγό του καθενός για το Χριστός ανέστη!"
   Ήπιαν, φούχτωσαν καθένας το κόκκινό του αυγό, περίμεναν.
   "Παιδιά μου", άρχισε ο παπάς χαϊδεύοντας τη διχαλωτή γενειάδα του, "σας ξήγησα χτες, μετά τη λειτουργία, τι σας θέλουμε. Μεγάλο μυστήριο είναι να γίνει το ερχόμενο Πάσχα στο χωριό μας, και πρέπει όλοι, μικροί μεγάλοι, να δώσουμε χέρι. Θυμάστε όλοι σας, πριν από έξι χρόνια, τι Μεγάλη Βδομάδα ήταν εκείνη. Τι κλάματα που ξέσπασαν στο νάρθηκα, τι σπαραχτικά μοιρολόγια· κι ύστερα, την Κυριακή της Ανάστασης, τι χαρές ήταν εκείνες, τι λαμπάδες αναμμένες, τι αγκάλες ανοιχτές, πώς πιαστήκαμε όλοι στο χορό, ψέλναμε το «Χριστός ανέστη εκ νεκρών» κι είχαμε γίνει όλοι αδέρφια! Τέτοια, κι ακόμα καλύτερα, πρέπει να γίνουν, το χρόνο που μας έρχεται, τα Πάθη κι η Ανάσταση του Χριστού. Είμαστε σύμφωνοι, αδερφοί;"
   "Σύμφωνοι, γέροντά μου!" αποκρίθηκαν όλοι με μια φωνή. "Με την ευκή σου!"
   "Με την ευκή του Θεού!" είπε ο γέροντας και σηκώθηκε. "Διαλέξαμε οι προεστοί ποιοι από τους χωριανούς θα σαρκώσουν εφέτο τα Πάθη του Χριστού, ποιοι θα γίνουν απόστολοι, ποιοι Πιλάτος και Καϊάφας και ποιος Χριστός. Στ' όνομα του Θεού· ζύγωσε, Κωσταντή!"
   Ο καφετζής δίπλωσε την ποδιά του, κάρφωσε την άκρα της στο πλατύ κόκκινο ζωνάρι του, ζύγωσε.
   "Εσένα, Κωσταντή, διαλέξαμε οι προεστοί να κάνεις τον Ιάκωβο, τον αυστηρό αδερφό του Ιησού. Μεγάλο βάρος, θεϊκό, και πρέπει να το σηκώσεις τιμημένα, να μην ντροπιάσεις τον απόστολο. Πρέπει να γίνεις, από σήμερα και πέρα, Κωσταντή, καινούριος άνθρωπος· καλός είσαι, μα να γίνεις καλύτερος. Πιο τίμιος, πιο γλυκομίλητος, πιο ταχτικός στην εκκλησιά. Να βάνεις πια λιγότερο κριθάρι στον καφέ, να μην ανακατεύεις τ' αποπιοτίδια με το κρασί που πουλάς, να μην κόβεις το λουκούμι στη μέση, να το πουλάς για αλάκερο. Κι έχε το νου σου να μην ξαναδείρεις τη γυναίκα σου, γιατί από σήμερα και πέρα δεν είσαι μονάχα ο Κωσταντής, παρά κι ο Ιάκωβος, κατάλαβες; Κατάλαβα να λες".
   "Κατάλαβα", αποκρίθηκε ο Κωσταντής καταντροπιασμένος κι αποτραβήχτηκε στον τοίχο.
   Έκαμε να πει: «Δε δέρνω εγώ τη γυναίκα μου, αυτή με δέρνει», μα ντράπηκε.
   "Πού 'ναι ο Μιχελής;" ρώτησε ο παπάς. "Τον έχουμε ανάγκη".
   "Κοντοστάθηκε στην κουζίνα και κουβεντιάζει με την κόρη σου", αποκρίθηκε ο Γιαννακός.
   "Ας πάει ένας να τον φωνάξει· ζύγωσε τώρα του λόγου σου, κυρ Γιαννακό!"
   Ο πραματευτής έκαμε ένα βήμα, φίλησε το χέρι του παπά.
   "Σε σένα, Γιαννακό, έπεσε ο βαρύς κλήρος να κάνεις τον απόστολο Πέτρο. Το νου σου! Λησμόνησε τον παλαιό άνθρωπο, βάφτισμα είναι τούτο μυστικό, βαφτίζεται ο δούλος του Θεού Γιαννακός και γίνεται απόστολος Πέτρος! Πάρε το Ευαγγέλιο, ξέρεις λίγα γραμματάκια, εκεί θα δεις τι ήταν ο Πέτρος, τι είπε, τι έκαμε, θα σου αρμηνεύω κι εγώ. Στραβόξυλο είσαι και του λόγου σου, Γιαννακό, μα έχεις καλή καρδιά· ξέχασε τα περασμένα, κάμε το σταυρό σου, άνοιξε καινούρια στράτα, έμπα στη στράτα του Θεού: να μην κλέβεις πια στο ζύγι, να μην πουλάς τον κούκο για αηδόνι, να μην ανοίγεις πια τα γράμματα και να διαβάζεις τα μυστικά των ανθρώπων. Ακούς; Ακούω κι υπακούω, να λες".
   "Ακούω κι υπακούω, γέροντά μου", αποκρίθηκε ο Γιαννακός κι αποτραβήχτηκε γρήγορα γρήγορα στον τοίχο.
   Φοβήθηκε μην αρχίσει ο διαολόπαπας και τα βγάλει όλα του τ' άπλυτα στη φόρα. Μα ο παπάς τον λυπήθηκε, σώπασε· κι ο Γιαννακός τότε πήρε κουράγιο:
   "Γέροντά μου", είπε, "μια χάρη σου ζητώ. Θαρρώ πως μέσα στο Ευαγγέλιο έχει κι ένα γαϊδουράκι. Όταν μπήκε, θαρρώ, στην Ιερουσαλήμ ο Χριστός τη μέρα των Βαγιών, το καβαλίκευε. Χρειαζόμαστε το λοιπόν κι ένα γαϊδουράκι· το γαϊδουράκι αυτό να 'ναι το δικό μου".
   "Ας γίνει το θέλημά σου, Πέτρο, να μπει και το γαϊδουράκι σου", αποκρίθηκε ο παπάς κι όλοι έσπασαν στα γέλια.
   Τη στιγμή εκείνη μπήκε ο Μιχελής· παχύς, αφράτος, ροδοκόκκινος, μ' έναν κατιφέ στο αυτί του, μ' ένα χρυσό αρραβώνα στο δάχτυλο. Ήταν βουτημένος στην τσόχα και στο ατλάζι και τα μάγουλά του έκαιγαν· είχε αγγίξει τώρα να το χέρι της Μαριορής κι ακόμα αποκρατούσε τη φλόγα.
   "Καλώς τον κανακάρη μας το Μιχελή", είπε ο γέροντας καμαρώνοντας το μελλούμενο γαμπρό του. "Εσένα, με μια φωνή, διαλέξαμε να σαρκώσεις τον αγαπημένο μαθητή του Χριστού, τον Ιωάννη. Τιμή μεγάλη, χαρά μεγάλη, Μιχελή μου· εσύ θα σκύβεις στον κόρφο του Χριστού και θα τον παρηγοράς· εσύ θα τον ακολουθήσεις, ως την τελευταία στιγμή, στο σταυρό, ενώ οι επίλοιποι μαθητές θα 'χουν σκορπίσει· και σε σένα θα εμπιστευτεί ο Χριστός τη μάνα του".
   "Με την ευκή σου, γέροντά μου", είπε ο Μιχελής και κοκκίνισε ευχαριστημένος. "Από μικρός καμάρωνα τον απόστολο αυτόν στα κονίσματα, ήταν νέος, όμορφος, γεμάτος γλύκα, και μου άρεσε· ευχαριστώ, γέροντά μου. Έχεις καμιά παραγγελιά να μου κάμεις;"
   "Καμιά, Μιχελή μου· η ψυχή σου είναι αθώα περιστερά, η καρδιά σου γεμάτη αγάπη· δε θα ντροπιάσεις τον απόστολο, έχε την ευκή μου!"
   "Τώρα πρέπει να βρούμε και τον Ιούδα Ισκαριώτη", είπε κι ερευνούσε με το αρπαχτικό του μάτι τους χωριάτες έναν έναν.
   Κι αυτοί ανατρίχιαζαν νιώθοντας το άγριο μάτι απάνω τους. "Βόηθα, Θεέ μου", μουρμούριζε καθένας, "δε θέλω, δε θέλω Ιούδας!"
   Το μάτι του σταμάτησε στα κόκκινα γένια του Γυψοφά.
   "Παναγιώταρε", ακούστηκε η φωνή του παπά, "για ζύγωσε να σου ζητήσω μια χάρη!"
   Ο Παναγιώταρος τίναξε τους ώμους και το χοντρό σβέρκο, σα βόδι που θέλει να ξεζευλίσει. Μια στιγμή του ήρθε να φωνάξει: "Δεν έρχουμαι!", μα δείλιασε τους προεστούς.
   "Στους ορισμούς σου, γέροντα", είπε και ζύγωσε βαριοπατώντας σαν αρκούδα.
   "Βαριά 'ναι η χάρη που θα σου ζητήσουμε, μα δε θα μας χαλάσεις χατίρι· γιατί, ας φαίνεσαι τραχύς κι ανάποδος, η καρδιά σου είναι τρυφερή· είσαι πετραμύγδαλο, τσόφλι πέτρα, μα μέσα κρυμμένο βαθιά το γλυκό μύγδαλο... Ακούς τι λέω, Παναγιώταρε;"
   "Ακούω, δεν είμαι κουφός", αποκρίθηκε και το βλογιοκομμένο μούτρο του άναψε.
   Κατάλαβε τι τον ήθελαν και σιχαίνουνταν τις μαλαγανιές και τα καλοπιάσματα.
   "Χωρίς Ιούδα σταύρωση δε γίνεται", εξακολούθησε ο παπάς, "και χωρίς σταύρωση ανάσταση δε γίνεται. Ανάγκη πάσα το λοιπόν ένας από τους χωριανούς να θυσιαστεί και να κάνει τον Ιούδα. Βάλαμε κλήρο κι ο κλήρος έπεσε απάνω σου, Παναγιώταρε!"
   "Ιούδας εγώ δε γίνουμαι!" είπε ο Γυψοφάς ξεκομμένα.
   Έσφιξε τη γροθιά του και το κόκκινο αυγό έσπασε, ήταν μελάτο και γέμισε η φούχτα του κίτρινα ζουμιά.
   Ο άρχοντας τινάχτηκε· σήκωσε το τσιμπούκι απειλητικά.
   "Τα ύστερα του κόσμου!" φώναξε. "Δε θα κάνουν όλοι εδώ κουμάντο! Δημογεροντία είναι εδώ, δεν είναι χάβρα· έβγαλαν οι δημογέροντες απόφαση, τέλειωσε· ο λαός πρέπει να υπακούει. Ακούς, Γυψοφά;"
   "Σέβουμαι τη Δημογεροντία", αντιμίλησε ο Παναγιώταρος, "μα μη μου ζητάτε να προδώσω εγώ το Χριστό· δεν το κάνω!"
   Ο άρχοντας φυσούσε, ξεφυσούσε, ήθελε να μιλήσει, μα πλάνταζε· ο καπετάνιος βρήκε τρόπο, μέσα στην αναμπουμπούλα, να ξαναγεμίσει το νεροπότηρό του ρακή.
   "Ανάποδος είσαι και ανάποδα παίρνεις τα πράματα, Παναγιώταρε", έκαμε ο παπάς πολεμώντας να γλυκάνει τη φωνή του. "Δε θα τον προδώσεις εσύ το Χριστό, κουτεντέ, μα θα κάμεις τάχατε πως είσαι ο Ιούδας, πως προδίνεις το Χριστό, για να μπορέσουμε κι εμείς να τον σταυρώσουμε κι ύστερα να τον αναστήσουμε. Χοντρό 'ναι το μυαλό σου, μα βάλε προσοχή, θα καταλάβεις: Για να σωθεί ο κόσμος, πρέπει να σταυρωθεί ο Χριστός· για να σταυρωθεί ο Χριστός, πρέπει ένας να τον προδώσει... Βλέπεις το λοιπόν πως, για να σωθεί ο κόσμος, ο Ιούδας είναι απαραίτητος· πιο απαραίτητος από κάθε άλλον απόστολο. Ένας απόστολος να λείψει, δεν πειράζει· αν λείψει όμως ο Ιούδας, τίποτα δε γίνεται... Ύστερα από το Χριστό, αυτός είναι ο πιο απαραίτητος... Κατάλαβες;"
   "Ιούδας εγώ δε γίνουμαι!" ξανάπε ο Παναγιώταρος, μαλάζοντας μέσα στη φούχτα του το σπασμένο αυγό. "Θέτε να με κάμετε Ιούδα, εγώ δε θέλω, τέλειωσε!"
   "Παναγιώταρέ μου, έλα, κάμε μας το χατίρι", είπε κι ο δάσκαλος. "Γίνου Ιούδας και θα μείνει τ' όνομά σου αθάνατο".
   "Κι ο γερο-Λαδάς σε παρακαλεί", είπε κι ο καπετάνιος σφουγγίζοντας τα χείλια του. "Και για τα λεφτά, λέει, που του χρωστάς, δε θα σε ζορίσει· θα σου χαρίσει κιόλα, λέει, τους τόκους..."
   "Μην ανακατεύεσαι στις ξένες δουλειές, καπετάνιο!" τσίριξε ο γερο-τσιφούτης αγριεμένος. "Εγώ δε μίλησα· κάνε, Παναγιώταρε, ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, εγώ τόκους δε χαρίζω!"
   Σώπασαν. Ακούστηκε τότε η βαριά ανάσα του Παναγιώταρου, που λαχάνιαζε, σα ν' ανέβαινε σε βουνό.
   "Ας μη χασομερούμε", είπε πάλι ο καπετάνιος, "αφήστε τον άνθρωπο να το γυρίσει στο μυαλό του, να το χωνέψει, αυτά δε γίνουνται έτσι στο ποδάρι. Δεν είναι μικρό πράμα να γενείς Ιούδας, το πράμα θέλει νου και ρακή, που λέει ο λόγος. Πού 'ναι ο Μανολιός να τελειώνουμε;"
   "Τον είδαμε να γλυκοκουβεντιάζει με την αρραβωνιαστικιά του το Λενιό· πού να ξεκολλήσει!" είπε πάλι ο Γιαννακός.
   "Εδώ είμαι", είπε κατακόκκινος ο Μανολιός, που είχε μπει κρυφά και στέκουνταν στο απόγωνο. "Στους ορισμούς σας, άρχοντες και προεστοί".
   "Έλα, Μανολιό μου", έκαμε ο παπάς κι η φωνή του έσταζε μέλι. "Έλα, να 'χεις την ευκή μου!"
   Ο Μανολιός ζύγωσε, φίλησε το χέρι του γέροντα. Ήταν ένας νέος άντρας ξανθός, ντροπαλός, φτωχοντυμένος. Μύριζε θυμάρι και γάλα· και τα γαλάζια μάτια του είχαν ανείπωτη παρθενιά.
   "Ο πιο βαρύς κλήρος έπεσε απάνω σου, Μανολιό", είπε ο γέροντας μ' επίσημη φωνή. "Ο Θεός εσένα διάλεξε να ζωντανέψεις με το κορμί σου, με τη φωνή σου, με τα δάκρυά σου, τα ιερά λόγια... Εσύ θα βάλεις τον ακάνθινο στέφανο, εσύ θα μαστιγωθείς, εσύ θα σηκώσεις τον Τίμιο Σταυρό και θα σταυρωθείς. Από τα σήμερα ως του χρόνου, τη Μεγάλη Βδομάδα, ένα πρέπει να 'χεις στο νου σου, Μανολιό μου, ένα μονάχα: πώς να γίνεις άξιος να σηκώσεις το φοβερό βάρος του σταυρού.
   "Δεν είμαι άξιος..." μουρμούρισε ο Μανολιός κι έτρεμε.
   "Κανένας δεν είναι άξιος, μα εσένα διάλεξε ο Θεός".
   "Δεν είμαι άξιος", μουρμούρισε πάλι ο Μανολιός. "Είμαι αρραβωνιασμένος, άγγιξα γυναίκα, έχω την αμαρτία στο νου μου, σε λίγες μέρες παντρεύουμαι... Πώς μπορώ εγώ να σηκώσω το φοβερό βάρος του Χριστού;"
   "Μην αντιστέκεσαι στο θέλημα του Θεού", έκαμε ο παπάς με αυστηρότητα. "Όχι, δεν είσαι άξιος, μα η θεία χάρη συχωράει, χαμογελάει και διαλέγει· εσένα διάλεξε, σώπα!"
   Ο Μανολιός σώπασε, μα η καρδιά του χτυπούσε να σπάσει· από χαρά και τρομάρα. Κοίταξε από το παράθυρο· ο κάμπος πέρα απλώνουνταν γαληνός, μουσκεμένος, καταπράσινος, η ψιχάλα είχε σταματήσει κι ως σήκωσε τη ματιά του ο Μανολιός, ανατινάχτη χαρούμενος: μέγα ουρανοδόξαρο είχε κρεμαστεί, όλο σμαράγδι, ρουμπίνι και χρυσάφι, στον αγέρα κι έσμιγε τον ουρανό με τη γης.
   "Ας γίνει το θέλημά του", είπε ο Μανολιός πιθώνοντας φαρδιά την παλάμη του απάνω στο στήθος.
   "Ας ζυγώσουν τώρα κι οι τρεις απόστολοι", πρόσταξε ο γέροντας. "Έλα κι εσύ, Παναγιώταρε, μην αγριεύεις· δε θα σε φάμε. Ζυγώστε να πάρετε την ευκή".
   Ζύγωσαν κι οι τέσσερεις και παρατάχτηκαν δεξά και ζερβά του Μανολιού. Ο γέροντας άπλωσε τα χέρια του απάνω από τα κεφάλια τους.
   "Με την ευκή του Θεού", είπε. "Πνέμα Κυρίου να φυσήξει απάνω σας· κι όπως φουσκώνουν την άνοιξη τα δέντρα κι ανοίγουν, όμοια ν' ανοίξουν, ας είναι και κούτσουρα, οι καρδιές σας! Και να γίνει το θάμα, να σας βλέπουν τη Μεγάλη Βδομάδα οι πιστοί και να λεν: «Τούτος είναι ο Γιαννακός, ο Κωσταντής, ο Μιχελής; Όχι! Όχι! Τούτος είναι ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης». Και να συντηρούν το Μανολιό με τον ακάνθινο στέφανο ν' ανεβαίνει το Γολγοθά και να τους πιάνει τρόμος. Και να σαλεύει πάλι η γης, να σκοτεινιάζει ο ήλιος, να σκίζεται το καταπέτασμα του ναού μέσα στην καρδιά τους. Και να γεμίζουν τα μάτια κλάματα, να καθαρίζουν και να βλέπουν ξαφνικά πως όλοι είμαστε αδέρφια! Και να αναστηθεί ο Χριστός όχι πια στο περιαύλι της εκκλησιάς παρά μέσα στην καρδιά μας. Αμήν!"
   Οι τρεις απόστολοι και ο Μανολιός ένιωσαν να περεχύνει τα κορμιά τους κρύος ιδρώτας· τα γόνατά τους λύγισαν. Σα να ζυγαριάστηκε απάνω από τις ψυχές τους ένα γεράκι και τρόμαξαν· κουνήθηκαν άθελα τα χέρια τους κι έσμιξαν· έγιναν μια αλυσίδα, όλοι μαζί, ενωμένοι στον κίντυνο. Και μονάχα ο Παναγιώταρος έσφιξε τη γροθιά του και δεν ήθελε να σμίξει· κοίταζε κατά την πόρτα και βιάζουνταν.
   "Πηγαίνετε τώρα", τους είπε ο γέροντας, "στην ευκή του Χριστού· καινούρια στράτα ανοίγεται μπροστά σας, δύσκολη πολύ,  σφίχτε τις ζώνες σας, κάντε το σταυρό σας, ο Θεός βοηθός!"
   Είπε, κι ένας ένας προσκυνούσε το γέροντα, χαιρετούσε τους προεστούς και γλίστραε από την πόρτα. Σηκώθηκαν και οι προεστοί, τέντωσαν τα πόδια τους, τα μπράτσα τους, να ξεμουδιάσουν.
   "Με τη δύναμη του Θεού", είπε ο άρχοντας, "όλα καλά τέλειωσαν· καλά τα κατάφερες, μας έβγαλες ασπροπρόσωπους. Την ευκή σου!"
   Μα την ώρα που οι προεστοί δρασκέλιζαν το κατώφλι, ο καπετάν Φουρτούνας χτύπησε τα μεριά του και ξέσπασε στα γέλια:
   "Πωπώ! Ξεχάσαμε να διαλέξουμε και τη Μαγδαληνή!"
   "Μη χολοσκάς, καπετάνιο", έκαμε ο γερο-άρχοντας καταπίνοντας το σάλιο του. "Εγώ θα την καλέσω στο αρχοντικό μου και θα της μιλήσω. Λέω να την καταφέρω..." πρόσθεσε χαμογελώντας.
   "Αν είναι να μαγαρίσεις μαζί της, άρχοντά μου", είπε ο γέροντας, "κάμε το, σα δε φοβάσαι το Θεό, προτού να της μιλήσεις· άμα πια γίνει Μαγδαληνή, καταλαβαίνεις, είναι μεγάλη αμαρτία".
   "Καλά που μου το 'πες, γέροντά μου", είπε ο άρχοντας και ανάσανε, σαν να γλίτωνε από μέγα κίντυνο.

   «Ανάθεμά μας όλους», μουρμούριζε ο καπετάν Φουρτούνας σαν έμεινε πια μοναχός και κατηφόριζε, ακουμπώντας βαριά στο ραβδί του, κατά το κονάκι, όπου τον είχε καλεσμένο το μεσημέρι ο Αγάς, να φάνε και να πιούνε. «Αυτά τα πράματα, μωρέ, θένε καθαρή καρδιά κι εμείς είμαστε Σόδομα και Γόμορρα.
   » Ο παπάς; Φαταούλας, άνοιξε σπετσαρία, τη λέει εκκλησία και πουλάει το Χριστό με το δράμι· γιαίνει, λέει ο κομπογιαννίτης, όλες τις αρρώστιες. -Τι αρρώστια έχεις εσύ; - Είπα ψέματα. - Ένα δράμι Χριστό, τόσα γρόσια. - Έκλεψα. - Ενάμισι δράμι Χριστό, τόσο. - Εσύ; - Σκότωσα. - Α, βαριά αρρώστια, κακομοίρη. Θα πάρεις το βράδυ, πριν να κοιμηθείς, πέντε δράμια Χριστό, κοστίζει πολύ, τόσο. - Δεν κάνει παρακάτω, γέροντά μου; - Είναι η ταρίφα· πλέρωσε, αλλιώς θα πας στον πάτο της Κόλασης. Και του δείχνει τις ζωγραφιές που 'χει στο μαγαζί του και που παρασταίνουν την Κόλαση, με φωτιές και καμάκια και διαόλους, κι ο πελάτης τρέμει κι ανοίγει τη σακούλα...
   » Ο γερο-Πατριαρχέας; Όρθιος χοίρος, κοιλιά από τη φτέρνα ως την κορφή· και το κεφάλι του ακόμα είναι γεμάτο άντερα. Αν βάλεις από τη μια μεριά του τα όσα έφαε στη ζωή του κι από την άλλη τα όσα ξέρασε από το στόμα του ή από κάτω, θα σηκωθούν δυο θεόρατα βουνά, όλο βρώμα. Έτσι θα παρουσιαστεί μεθαύριο, με τα δυο βουνά δεξά ζερβά του, στο Θεό.
   » Ο Χατζη-Νικολής, ο δάσκαλος; Μισή μερίδα ο κακομοίρης, φτωχός, ασκημομούρης, φοβητσάρης, με τα γυαλάκια, και θαρρεί πως είναι Μέγας Αλέξαντρος. Φοράει το λοιπόν χάρτινη περικεφαλαία και γεμίζει τα μυαλά των παιδιών με χάρτινες περικεφαλαίες. Τι περιμένεις; Δάσκαλος.
   » Ο γερο-Λαδάς; Τσιφούτης, αφιλότιμος, κακομοίρης, κάθεται απάνω στα βαρέλια του που 'ναι γεμάτα κρασί, στα πιθάρια του με το λάδι και στα σακιά του το αλεύρι και πεθαίνει της πείνας. Αυτός είναι που είπε στη γυναίκα του ένα βράδυ που 'χε μουσαφιραίους: - Γυναίκα, ψήσε αυγό, θα φάμε εφτά. Ζει πεινασμένος, διψασμένος, γυμνοκώλης, ξυπόλυτος, γιατί; Για να ψοφήσει πλούσιος! Φτου να χαθεί!
   » Αν ρωτάς δα και για μένα; Του σκοινιού και του παλουκιού. Χρειάζεσαι τσιμπίδα, να μη λερωθείς. Και τι δεν έχω φάει, πιει, κλέψει, σκοτώσει, μοιχέψει στη ζωή μου! Πότε τα πρόφτασα όλα; Μωρέ, γεια στα χέρια μου, στα πόδια μου, στο στόμα μου, στα μεριά μου· καλά δούλεψαν, να 'χουν την ευκή μου!"

   Μονομιλούσε ο καπετάν Φουρτούνας, χτυπούσε το ραβδί του στις πέτρες και κατηφόριζε. Είχε βγάλει το σκούφο του και τον κρατούσε στο χέρι, γιατί είχε ανάψει. Στάθηκε ομπρός στο κονάκι του Αγά, έφτυσε· έτσι το συνηθούσε πάντα, να βγάνει το άχτι του· σα να 'φτυνε αλάκερη την Τουρκιά, σαν να σήκωνε μια μικρή μικρή παντιγέρα της λευτεριάς και γίνουνταν μια στιγμή λεύτερος.
   Έφτυσε, έβγαλε το άχτι του κι ύστερα χτύπησε την πόρτα· κατάπιε το σάλιο του ευχαριστημένος· καλά θα φάει, καλά θα πιει, καλός άνθρωπος ήταν ο Αγάς, χουβαρντάς, και θα δέσουν πάλι με τις πετσέτες σφιχτά τα κεφάλια να μην κρεπάρουν και θα πίνουν με τα νεροπότηρα τη ρακή.
   Τσόκαρα ακούστηκαν στην αυλή, μικρά βηματάκια, η πόρτα άνοιξε· η γριά σκλάβα του Αγά, η Μάρθα η καμπουρίτσα, καλωσόρισε με ξινισμένα μούτρα τον καπετάνιο.
   "Αν πιστεύεις στο Χριστό, καπετάνιο", του κάνει, "μη μεθύσετε πάλι, δε βαστώ πια· δε βαστώ!"
   Ο καπετάνιος γέλασε· χάιδεψε απαλά την καμπουρίτσα της.
   "Έγνοια σου, κυρα-Μάρθα μου, δε θα μεθύσουμε· κι αν μεθύσουμε, δε θα κάμουμε εμετό· κι αν κάμουμε εμετό, θα μας φέρεις εσύ τη λεκάνη, να μη λερώσουμε τον οντά. Έχεις το λόγο μου.
   Είπε, και δρασκέλισε καμαρωτά το κατώφλι. [...]

    Έλαμψαν μια βδομάδα τα Πάθη του Χριστού κι η ένδοξή του Ανάσταση απάνω από τα χωριατόσπιτα και τα γέμισαν κουλούρια της Λαμπρής και κόκκινα αυγά· απάνω από τα περιβόλια και τα γέμισαν ανθούς· απάνω από τα χοντρά χωριάτικα κεφάλια κι έδιωξαν για λίγες μέρες την αγέλαστη συφεροντολόγα λογική και τα μέθυσαν. Για μια βδομάδα η κακόμοιρη η ζωή ξεζεύτηκε, αλάφρωσε· μα σήμερα πια τινάζει τη βαριά κεφάλα της με τα ογρά ρουθούνια και ξαναζεύεται στον καθημερινόν αγώνα.
   Πρωί πρωί λοιπόν, σήμερα που πέρασαν οι γιορτές, μπήκε ο Γιαννακός στο σκοτεινό αχούρι, όπου κοιμόταν κι ονειρεύουνταν το αγαπημένο του γαϊδουράκι. Μύριζε το αχούρι κοπριά και νοτερή κοσμογονική ζέστα· όμοια, θαρρείς, θα μύριζε κι ο κόσμος στα πρώτα χρόνια της Δημιουργίας.
   Άνοιξε ήσυχα τα μεγάλα χνουδάτα μάτια του το νοητερό ζο, στράφηκε και τον είδε. Τον γνώρισε· ήταν ο Γιαννακός -έτσι τον έλεγαν όλοι- ο συνοδοιπόρος και συναθλητής του, που τον φόρτωνε κάθε μέρα και τον σεριάνιζε στα χωριά και τον γύριζε πάλι σπίτι του, εδώ στο αχουράκι, και του 'βανε νερό πεντακάθαρο να πιει και κριθάρι κι άχερα να φάει. Τον γνώρισε, σήκωσε την ουρά του κι άρχισε να γκαρίζει χαρούμενα.
   Ο Γιαννακός ζύγωσε, του χάιδεψε τα μαύρα γυαλιστερά καπούλια, την άσπρη πουπουλένια κοιλιά και το ζεστό του λαιμό· κι ύστερα τρούπωξε το ένα χέρι του στις μεγάλες χωνωτές του αυτούκλες, τις γεμάτες ακοή, φούχτωσε με το άλλο το μουτσούνι του, το γύρισε καταπάνω του κι άρχισε να του μιλάει:
   "Γιουσουφάκι μου (έτσι τ' ονομάτιζε χαιδευτικά, όταν ήταν οι δυο τους, κρυφά, να μην το μάθει ο Αγάς), Γιουσουφάκι μου, πήραν τέλος οι γιορτές, αναστήθηκε ο Χριστός, καλά περάσαμε, παράπονο δεν έχεις. Σου 'φερνα διπλή ταγή, σου μάζευα δροσερό χορτάρι ν' ανοίγει η όρεξή σου, σου 'καμα και λαμπριάτικο δώρο ένα γιορντάνι από γαλάζιες πέτρες και σου το κρέμασα στο λαιμό, να μη σε πιάνει το μάτι. Σου κρέμασα κι ένα σκόρδο για χαϊμαλί, να 'μαι πιο σίγουρος. Γιατί 'σαι πολλά όμορφο, Γιουσουφάκι μου, κι οι άνθρωποι έχουν κακό μάτι και θα σε μάτιαζαν οι ζουλιάρηδες. Και τότε τι θα γίνουμουν εγώ χωρίς εσένα; Γιατί πρέπει να μην ξεχνάς πως μείναμε οι δυο μας, πως άλλον στον κόσμο από σένα δεν έχω· παιδιά δεν αξιώθηκα, η γυναίκα μου έσκασε γιατί έφαε πολλά ροβίθια, εσύ μονάχα μου απομένεις, Γιουσουφάκι μου.
   » Και σου φέρνω σήμερα κι ένα μεγάλο μαντάτο και θα χαρείς. Τη Λαμπρή που μας έρχεται, θα παραστήσουμε στο χωριό τα Πάθη του Χριστού, θα 'χεις ακουστά. Χρειαζόμαστε κι ένα γαϊδουράκι. Ζήτησα το λοιπόν από τους προεστούς τη χάρη εσύ να 'σαι, Γιουσουφάκι μου, το γαϊδουράκι αυτό. Εσένα να καβαλήσει ο Χριστός και να μπει στα Ιεροσόλυμα. Κατάλαβες τι δόξα! Με τους απόστολους και σύ, παιδί μου. Θα πηγαίνεις μπροστά και θα σηκώνεις το Θεό και θα σου στρώνουν μυρτιές και βάγια να πατήσεις και θα κατεβαίνει η χάρη του Θεού στη ράχη σου, στα καπούλια και στην κοιλιά, κι όλη σου η τρίχα θα γυαλίζει σα μετάξι.
   » Και σαν πεθάνω και θελήσει ο Θεός να με βάλει και μένα τον κακομοίρη στην Παράδεισο, θα σταθώ στην πόρτα, θα φιλήσω το χέρι του θυροκράτη και θα του πω: -Μια χάρη, Πέτρο, σου ζητώ, άσε και το γαϊδουράκι μου να μπει κι αυτό στην Παράδεισο· να μπούμε μαζί, αλλιώς μήτε κι εγώ δεν μπαίνω! Κι ο απόστολος θα γελάσει, θα σου χαϊδέψει τα καπούλια και θα πει: - Άιντε, ας γίνει το χατίρι σου, Γιαννακό, καβάλα το Γιουσουφάκι σου κι έμπα· ο Θεός αγαπάει τα γαϊδουράκια.
   » Και τότε, τι χαρές θα 'ναι αυτές, Γιουσουφάκι μου! Αιώνιες! Θα σεριανάς χωρίς βαριά κοφίνια πια, αφόρτωτο, ξέστρωτο, μέσα σε λιβάδια με αθάνατο τριφύλλι, που θα 'ναι ένα μπόι αψηλό και θα φτάνει ίσαμε το στόμα σου, για να μην κάνεις τον κόπο, Γιουσουφάκι μου, να σκύβεις. Και θα γκαρίζεις κάθε πρωί στον ουρανό και θα ξυπνάς τους αγγέλους, κι αυτοί θα γελούν και θα σε καβαλούν και θα 'ναι ανάλαφροι σαν πούπουλα, και θα τρέχεις μέσα στα λιβάδια φορτωμένο γαλάζια, κόκκινα, μενεξελιά αγγελάκια... Σαν ένα γαϊδούρι που είδα μια φορά στη Σμύρνη, στο παζάρι, φορτωμένο τριαντάφυλλα και κρίνα και πασχαλιές, και μοσχομύριζε!
   » Θα 'ρθει, θα 'ρθει αυτή η μέρα, Γιουσουφάκι μου, μη φοβάσαι. Μα ωστόσο πρέπει, αγόρι μου, να δουλέψουμε για να φάμε. Έλα λοιπόν να σου βάλω το σαμάρι, έλα να σε φορτώσω τα δυο κοφίνια με τις πραμάτειες. Να πάρουμε πάλι σβάρνα τα χωριά, να πουλούμε κουβαρίστρες, βελόνες, βελονάκια, τσατσάρες, μοσκολίβανο, αλατζάδες και βίους των αγίων. Βόηθα με, Γιουσουφάκι μου, να πάνε καλά οι δουλειές μας. Σύντροφοι είμαστε, μαθές, συνέταιροι, κι ό,τι βγάλουμε, το ξέρεις καλά, το μοιραζόμαστε τίμια -εγώ το σιτάρι και συ τ' άχερα. Κι αν πάνε, που λες, καλά οι δουλειές μας, θα σου παραγγείλω κι ένα σαμάρι, στου Παναγιώταρου, να μη σε κόβει, και καινούρια χάμουρα με κόκκινες φούντες.
   » Έλα γεια σου· θα σου 'λεγα: Κάμε το σταυρό σου, μα δεν είσαι χριστιανός, είσαι γάιδαρος· αποταυρίσου το λοιπόν, άνοιξε τα σκέλια σου, ρίξε ό,τι νερό σου περισσεύει, κι έλα να σε φορτώσω. Ξημέρωσε· πάμε, Γιουσουφάκι μου, στ' όνομα του Θεού!"
   Φόρτωσε ο Γιαννακός το γαϊδουράκι του, πήρε το ραβδί του και μια μικρή τρουμπέτα που είχε να διαλαλεί τις πραμάτειες του, άνοιξε την πόρτα, έκαμε το σταυρό του και κίνησαν κι οι δυο μαζί, ο ένας πίσω από τον άλλον, χαρούμενοι, ξεκούραστοι, για την πρώτη μεταλαμπριάτικη γύρα.
   Έλαμπε η μέρα, χοροπηδούσε και κατέβαινε από τον ουρανό, χύνουνταν στη γης, κι όλο το χωριό, πέτρες, πορτοπαράθυρα, καλντερίμια, γελούσαν. Πείνασε ο Γιαννακός, έβγαλε από το ταγάρι του ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, μια φούχτα ελιές κι ένα κρεμμύδι κι άρχισε να τρώει, ευτυχισμένος.
   "Μωρέ, τι 'ναι ο κόσμος τούτος", συλλογίζουνταν, "τι νόστιμος! Σα σιταρένιο ψωμί!"
   Η πόρτα της γειτόνισσάς του της χήρας ήταν ανοιχτή· η Κατερίνα, με ανασκουμπωμένο το φουστάνι της, με ξεκουμπωμένο το μπολκάκι της, έριχνε με τους κουβάδες νερά κι έπλενε το κατώφλι της. Τ' αντικνήμια της, ως τα γόνατα, έλαμπαν χυτά, γυαλιστερά, στέρεα· και μέσα από το μπολκάκι πηδούσαν, σα ζωντανά θεριόπουλα, να βγουν έξω, τα στήθη της.
   "Κακό συναπάντημα είναι τούτο πρωί πρωί", συλλογίστηκε ο Γιαννακός και χτύπησε το γαϊδουράκι του στα καπούλια, να προσπεράσει γρήγορα.
   Μα η χήρα, τον πήρε το μάτι της, ανασηκώθηκε, ακούμπησε ξαναμμένη στον παραστάτη της πόρτας.
   "Καλά κέρδητα, Γιαννακό!" του φώναξε γελαστή. "Μωρέ, σε καμαρώνω, γείτονα· πώς μπορείς και ζεις ολομόναχος, σαν τον κούκο, κι όλο γελάς και μασουλίζεις... Εγώ δεν μπορώ! Δεν μπορώ, καημένε γείτονα, και βλέπω και κακά ονείρατα..."
   "Τι παραγγελιές έχεις να μου δώσεις, Κατερίνα;" ρώτησε ο Γιαννακός για ν' αλλάξει κουβέντα. "Ένα καθρεφτάκι, ένα μποτιλάκι λεβάντα; Τι σου χρειάζεται;"
   Πρόβαλε η προβάτα της χήρας στο κατώφλι, μπεμπερίζοντας ανήσυχη· ήταν περασμένη στο λαιμό της μια κορδέλα κόκκινη και τα μαστάρια της ήταν γεμάτα γάλα.
   "Θέλει να την αρμέξω", είπε η χήρα στενάζοντας, "παραγέμισαν τα μαστάρια της και την αγκουσεύουν· ε, γυναίκα είναι κι αυτή η κακομοίρα..."
   Έσκυψε, τη χάιδεψε τρυφερά.
   "Τώρα, τώρα", της είπε, "μη βιάζεσαι· να πλύνω πρώτα το κατώφλι, να καθαρίσει από τα λερωμένα πόδια που περνούν".  
   Έσπρωξε την προβάτα μέσα, γύρισε στον Γιαννακό.
   "Βλέπω κακά ονείρατα, γείτονα", είπε πάλι κι αναστέναξε. "Να, τη νύχτα τούτη, τα ξημερώματα, είδα το Μανολιό να μου κόβει, λέει, φέτες φέτες το φεγγάρι και να με ταΐζει... Εσύ, Γιαννακό, είσαι κοσμογυρισμένος, πήγες ως τη Σμύρνη μου λένε· καταλαβαίνεις από ονείρατα;"
   "Φτάνει πια, Κατερίνα, κάμε έλεος, μην πειράζεις τους ανθρώπους", αποκρίθηκε ο Γιαννακός. "Θαρρείς πως δε σε πρόφτασα χτες βράδυ, που έπαιζες το μάτι στο Μανολιό; Με αυτό το αθώο πλάσμα τώρα θα τα βάλεις, αθεόφοβη; Δεν τον λυπάσαι; Αρραβωνιασμένος είναι ο κακομοίρης, μην του κάμεις χαλάστρες. Κι αν το πάρει μυρωδιά ο Παναγιώταρος, δεν καταλαβαίνεις πως θα τον σκοτώσει; Άλλαξε ζωή, Κατερίνα, βάλε γνώση· δε σου μίλησε ο γερο-Πατριαρχέας; Δε σου 'πε πως αποφάσισαν οι προεστοί, στο μυστήριο που θα γίνει τη Λαμπρή που μας έρχεται, πως εσύ θα κάνεις τη Μαγδαληνή;" 
   "Την κάνω, μωρέ Γιαννακό, την κάνω και τώρα τη Μαγδαληνή", είπε η χήρα κουμπώνοντας το μπολκάκι της για να δείξει πως ήταν ξεκούμπωτο. "Ήταν ανάγκη ο άρχοντας να μου το παραγγείλει; Ο γερο-παραλυμένος, ου να χαθεί! Γιατί, λέει, έχω ξανθά μαλλιά..."
   "Άλλο είναι αυτό, Κατερίνα", έκαμε ο Γιαννακός, "άλλο... Πώς να σου το εξηγήσω, που κι εγώ καλά καλά δεν το καταλαβαίνω... Να, δε θα 'χεις πια τον Παναγιώταρο, παρά το Θεό. Αυτόν πια θα κυνηγάς. Θα του πλένεις με μυρωδιές τα πόδια και θα του τα σφουγγίζεις με τα μαλλιά σου... Κατάλαβες;"
   "Το ίδιο κάνει, κουτεντέ, άκου που σου λέω! Κάθε άντρας, κι ο Παναγιώταρος ακόμα, για μια στιγμή είναι Θεός. Αληθινός Θεός, όχι λόγια! Κι ύστερα ξεπέφτει πάλι και γίνεται Γιαννακός ή Παναγιώταρος ή γερο-Πατριαρχέας ξεμωραμένος. Κατάλαβες;"
   "Ο διάολος να με πάρει, Κατερίνα, αν κατάλαβα... Τα ύστερα του κόσμου, κατά που λέει κι ο γερο-Πατριαρχέας".
   Η χήρα άρπαξε πεισματωμένη τον κουβά, έχυσε με δύναμη το νερό στο κατώφλι, πιτσίλισε τα πόδια του Γιαννακού και το Γιουσουφάκι ξετίναξε τ' αυτιά του, σα να πιτσιλίστηκαν κι αυτά.
   "Ε, άντρας είσαι", είπε η Κατερίνα κοροϊδευτικά, "άντρας είσαι, κακομοίρη, τι μπορείς να καταλάβεις! Άιντε στο καλό, και καλά κέρδητα στις δουλειές σου· αυτό δα το καταλαβαίνεις".
   Ο Γιαννακός άγγιξε αλαφριά το γαϊδουράκι του κι αυτό τινάχτηκε και πήρε δρόμο· και πίσω του έτρεχε μασουλίζοντας το αφεντικό του, ευχαριστημένος που γλίτωσε από τη χήρα.
   "Ας περάσω πρώτα από του παπά, να δούμε αν έχει καμιάν παραγγελιά να μου δώσει· αν δεν κάμω αρχή από αυτόν, γίνεται τούρκος. «Πρώτα», λέει, «σε μένα κι ύστερα στους προεστούς· εγώ 'μαι ο αντιπρόσωπος του Θεού στη Λυκόβρυση!» Ας πάμε λοιπόν στον πρωτόλυκο, να μην έχουμε μπελάδες".
   Στράφηκε, είδε την Κατερίνα να πλένει ακόμα το κατώφλι της, ανασκουμπωμένη και μισόγυμνη.
   "Τη σκρόφα!" μουρμούρισε. "Τι πόδια της έδωκε ο Θεός, τι γόνατα, τι κόρφους, για να βάνει τους ανθρώπους σε πειρασμό... Ε, δύστυχε Μανολιό, και να πέσεις στα νύχια της!"

   Έτσι μονομιλούσε και πήγαινε ο Γιαννακός κι ο παπα-Γρηγόρης, με το μενεξελί αντερί του, με τη μαύρη του βελουδένια ζώνη, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, πηγαινόρχουνταν απάνω κάτω στην αυλή του, έπαιζε το μακρύ κομπολόι από μαύρο γιούσουρο που του 'χε χαρίσει ο Δεσπότης και φούσκωνε και ξεφούσκωνε ανταρεμένος.
   Η Μαριορή πρόβαλε δειλά κι απίθωσε στο πεζούλι, κάτω από την κληματαριά, το δίσκο με τον πρωινό καφέ, το παξιμάδι και το κομμάτι το τυρί, που συνήθιζε να παίρνει κάθε πρωί ο γέροντας ορεχτικό. Ύστερα από μιαν ώρα θα 'τρωγε τα δυο καθημερινά του αυγά μελάτα, θα 'πινε ένα νεροπότηρο παλιό κρασί που το φύλαγε για την «κανακάρα του», όπως έλεγε χαϊδευτικά την κοιλιά του, και θα δόξαζε το Θεό.
   Απίθωσε το δίσκο στο πεζούλι κι άρχισε να ποτίζει τις γλάστρες της -τα βασιλικά, τα γεράνια, τους κατιφέδες. Ήταν χλωμή πάλι σήμερα η Μαριορή, αδύνατη, κακοκοιμισμένη. Δυο γαλάζιοι κύκλοι έζωναν τα μαύρα αμυγδαλάτα της μάτια και τα χείλια της έκαιγαν. Η μάνα της είχε πεθάνει, νέα ακόμα, από την κακήν αρρώστια που τρώει τα πλεμόνια του ανθρώπου. Κι η Μαριορή είχε μοιάσει της μάνας της. Κάπου κάπου ο πατέρας της την κοίταζε κι αναστέναζε: «Ας παντρευτεί», συλλογίζουνταν, «ας παντρευτεί γρήγορα να μου κάμει αγγόνι κι ύστερα ας γίνει ό,τι θέλει ο Θεός. Στρουμπουλός, καλοδεμένος είναι ο Μιχελής, βαρβάτη ράτσα και πλούσιος· θ' αθανατίσει το σόι».
   Τέλειωσε η Μαριορή το πότισμα κι ετοιμάζουνταν να μπει μέσα. Ο γέροντας κατάπιε γρήγορα τη στερνή μπουκιά.
   "Στάσου", της είπε απότομα, "πού πας; Έχω να σου μιλήσω".
   Δεν μπορούσε πια να κρατήσει μέσα του το θυμό, ήθελε να ξεσπάσει. Η Μαριορή ακούμπησε στον παραστάτη της πόρτας, σταύρωσε τα χέρια, περίμενε. Ήξερε τι θα της έλεγε, για ποιον θα της μιλούσε, κι έτρεμε. Τώρα να, είχε φύγει ο Παναγιώταρος, κάτι πήρε το αυτί της, άκουσε τον πατέρα της να ξεπροβοδάει το Γυψοφά και να του φωνάζει: «Καλά έκαμες και μου τα 'πες... είχες χρέος!... Θα σου τον συγυρίσω εγώ!»
   "Στους ορισμούς σου, πατέρα", είπε η Μαριορή και χαμήλωσε τα μάτια.
   "Άκουσες τι μου 'πε ο Παναγιώταρος;"
   "Ήμουνα μέσα κι ετοίμαζα τον καφέ", αποκρίθηκε η Μαριορή.
   "Για τον προκομμένο τον αρραβωνιαστικό σου το Μιχελή!"
   Ο παπάς πήρε βαθιάν ανάσα, φούσκωσαν οι φλέβες του στα μελίγγια, ετοιμάζουνταν να μιλήσει. Μα τη στιγμή εκείνη η πόρτα χτύπησε· τινάχτηκε η Μαριορή ξαλαφρωμένη, ο Θεός την είχε λυπηθεί, γλίτωσε από τον καβγά κι έτρεξε ν' ανοίξει.
   "Ποιος είναι;" ρώτησε αγριεμένος ο παπάς και ρούφηξε βιαστικά τα κατακάθια του καφέ του.
   "Εγώ, ο Γιαννακός, γέροντά μου, Χριστός ανέστη! Πάω να κάμω τη γύρα μου στα χωριά κι ήρθα να πάρω την ευκή σου. Κι αν έχεις και καμιά παραγγελιά, κανένα γράμμα..."
   "Κόπιασε μέσα", φώναξε ο παπάς, "κλείσε την πόρτα!"
   «Έχει τα μπουρίνια του πάλι σήμερα», συλλογίστηκε ο Γιαννακός. «Ο διάολος μ' έφερε».
   Έσκυψε να φιλήσει το χέρι του παπά.
   "Άσε τα χειροφιλήματα, θεομπαίχτη, πρώτα να μιλήσουμε. Εγώ θα ρωτώ κι εσύ θ' αποκρίνεσαι. Τι 'ναι αυτά που μαθαίνω, ε; Κι ήσουνα, λέει, κι η αφεντιά σου συνεργός. Πρώτος και καλύτερος. Τι ξεχασκίζεις; Μη μου καμώνεσαι τον ανήξερο· ήρθαν και μου τα 'καμαν όλα χαρτί και καλαμάρι. Αφιλότιμοι, ιερόσυλοι, κλέφτες!"
   "Γέροντά μου..."
   "Δεν έχει γέροντα και ξεγέροντα! Μου κλέβεις το βιος μου, μου ρημάζεις το σπίτι μου κι ύστερα μου 'ρχεσαι σεινάμενος κουνάμενος και θες να μου φιλήσεις το χέρι! Υποκριτή, γεζουίτη, κρίμα που σ' έκαμα κι απόστολο Πέτρο! Έτσι, μωρέ, αρχίζεις την αποστολική σου, κλεφταρά;"
   "Εγώ;... Εγώ;..." μουρμούρισε ο Γιαννακός σαστισμένος.
   "Εσύ, εσύ κι οι προκομμένοι οι φίλοι σου, ο Κωσταντής κι ο Μανολιός! Και ξεγελάσατε και τον αθώο το Μιχελή, το αρνί του Θεού· κατέχετε πως έχει καλή καρδιά, βρήκατε ευκαιρία και δώσ' του, αδειάσατε με τα κοφίνια το σπίτι... Κλέφτες! Ήμαρτον, Θεέ μου, που σας έκαμα και αποστόλους!"
   "Μα δεν ήταν από τα κελάρια σου, γέροντά μου..." τόλμησε ν' αντιμιλήσει ο Γιαννακός.
   "Αμέ, από τα δικά σου, ψωριάρη; Από τα δικά μου, βέβαια! Ο Μιχελής παντρεύεται τη Μαριορή, τα δυο σπίτια είναι ένα. Από τα κελάρια τα δικά μου λοιπόν πήρατε τα τυριά, τα ψωμιά, το λάδι, το κρασί, τις ελιές και τη ζάχαρη με τα κοφίνια! Και τα χαραμίσατε, σε ποιους; Στους χολεριασμένους! Με τέτοιους φίλους που έχει, μαθές, και με τέτοια μυαλά, γρήγορα θα μοιράσει το βιος του στους φτωχούς και στους ρέμπελους και θ' αφήσει την κόρη μου στην ψάθα!"
   Στράφηκε στην κόρη του που στέκουνταν ασάλευτη, κατατρομαγμένη, και δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια.
   "Ακούς, Μαριορή", της φώναξε, "ακούς τις πομπές του σπιτιού μας; Αν ο προκομμένος σου έχει τέτοια μυαλά, τι να σου πω; Καλά να το μετρήσουμε, πριν να πάρουμε απόφαση".
   Τα δάκρυα λευτερώθηκαν τώρα από τα μακριά ματόκλαδα και κύλησαν ζεστά απάνω στα μαραμένα μάγουλα· μα το στόμα έμενε κλειστό.
   "Ακούς, Μαριορή;" ξαναρώτησε ο παπάς.
   Το κεφάλι της κοπέλας έσκυψε ακόμα πιο χαμηλά, σα να 'λεγε: «Ακούω, υπακούω...»
   Το γαϊδουράκι, δεμένο στο κρικέλι της πόρτας, άρχισε να γκαρίζει· ο Γιαννακός τινάχτηκε.
   "Να με συμπαθάς, γέροντα, πρέπει να φύγω· κι αν κάμαμε καμιά κακή πράξη, να πάρουμε από τον πλούσιο και να δώσουμε στον φτωχό, ο Θεός θα μας το συχωρέσει!"
   "Ο Θεός μιλάει με το στόμα μου!" φώναξε τινάζοντας ψηλά το κεφάλι του ο παπάς. "Δεν μπορείς εσύ να μιλάς απευθείας μαζί του! Από μένα θα περάσει ο λόγος σου· και σου λέω: Είστε κλέφτες, εσύ κι ο Κωσταντής κι ο Μανολιός· και θα φωνάξω τους προεστούς να δούμε τι θα κάμουμε... Ήρθαν οι χολεριασμένοι και μόλεψαν κιόλα το χωριό μας!"
   "Με την ευκή σου, γέροντα", έκαμε ο Γιαννακός και τράβηξε με βιάση κατά την πόρτα.
   Ο παπάς έβραζε, δεν αποκρίθηκε· στράφηκε στην κόρη του:
   "Φέρε μου τα παπούτσια μου και το σκούφο μου και το μπαστούνι μου· θα πάω να βρω τον άρχοντα και τους προεστούς".
   Μπήκε μέσα να φάει μάνι μάνι τα μελάτα αυγά του κι η Μαριορή έτρεξε, πρόλαβε το Γιαννακό, που έλυνε τώρα από το κρικέλι το γαϊδουράκι του, και του 'πε γρήγορα γρήγορα, πνιχτά:
   "Γιαννακό, κάμε μου τη χάρη, αγόρασέ μου από κείνο που βάνουν οι γυναίκες στις πολιτείες και κοκκινίζουν τα μάγουλά τους· μου το δίνεις κρυφά, κι ό,τι κάνει...''
   "Έγνοια σου, Μαριορή", αποκρίθηκε ο Γιαννακός, "θα σου το φέρω. Ξέρω τι θες".
   Από μέσα ακούστηκε μπουκωμένη η φωνή του παπά:
   "Θα τα ξαναπούμε, Γιαννακό!"
   "Διαολόπαπα!" μουρμούρισε ο Γιαννακός σφαλνώντας δυνατά την πόρτα. "Αντιπρόσωπος, λέει, του Θεού! Μα αν ο Θεός ήταν σαν τα μούτρα του, αλίμονο στη φτωχολογιά· θα μας έτρωε ζωντανούς".
   Έξυσε το κεφάλι του, χαμογέλασε:
   "Τώρα μας τρώει πεθαμένους· πάλι καλά!"
   Νομάτισε αλαφριά, χαϊδευτικά το γαϊδουράκι του:
   "Άιντε, Γιουσουφάκι μου, κούνησε τα ποδαράκια σου, αγόρι μου. Χάσαμε τόση ώρα με τον ταυρόπαπα· μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, δεν πάει να λέει! Εσύ να 'σαι καλά! Άιντε να περάσουμε από τον καφενέ να πάρουμε παραγγελιές και να φύγουμε. Κλέφτες, λέει... Να χαθείς, φαταούλα!"
   Ο καφενές ήταν γεμάτος και βούιζε. Όλοι οι χωριανοί είχαν μαζωχτεί κι αναχάραζαν τα χτεσινοβράδινα φοβερά πράματα που είδαν τα μάτια τους -την τσούρμα, την προσφυγιά, τον άγριο παπά με το Ευαγγέλιο, τη γυναίκα που έπεσε ξερή και της έριξαν ασβέστη να μη χολεριάσει το χωριό και το γερο-παππού με το τσουβάλι τα κόκαλα. Άλλοι δοξολογούσαν τον παπα-Γρηγόρη που τους γλίτωσε από το θανατικό, άλλοι ψυχοπονούσαν τα γυναικόπαιδα που πεινούσαν κι άλλοι ορκίζουνταν πως είδαν χτες τα μεσάνυχτα φωτιές στη Σαρακήνα...
   Ο Παναγιώταρος μπήκε, χαμοκοίταξε γύρα του σαν ταύρος και κάθισε σε μια γωνιά. Φώναξε τον καφετζή.
   "Ένα καφέ", διέταξε κατσούφης, "χωρίς ζάχαρη".
   "Μαχμουρλής είσαι, γείτονα", είπε ο Κωσταντής. "Δεν κοιμήθηκες πάλι καλά απόψε;"
   Ο σαμαράς ζάρωσε τ' αγκαθωτά του κόκκινα φρύδια:
   "Ένα καφέ χωρίς ζάχαρη", ξανάπε και γύρισε την πλάτη.
   Ο γερο-Πατριαρχέας με το αψηλό ραβδί του, με το αρχοντικό καλπάκι, έμπαινε τη στιγμή εκείνη και χαιρετούσε, κουνώντας αλαφριά το χέρι, τους χωριανούς, που προσηκώνουνταν να τον καλημερίσουν. Πιασμένη ήταν η φωνή του, τα μάτια του πρησμένα, δεν είχε ακόμα ολότελα ξυπνήσει. Ένιωθε βαριά, παχιά τη γλώσσα του και βαριόταν να μιλήσει.
   Του 'φερε ο Κωσταντής το βαρύ γλυκό του καφέ και το λουκούμι κι ένα ποτήρι δροσερό νερό.
   "Καλά ξυπνητούρια, άρχοντά μου", του είπε.
   Μα ο άρχοντας δεν αποκρίθηκε. Βούτηξε το λουκούμι στο νερό, το 'χαψε μονομπούκι, ήπιε νερό, έβγαλε ένα μεγάλο μαντίλι, φύσηξε μέσα τη μύτη του κι ο καφενές βρόντηξε. Αλάφρωσε λίγο κι άρχισε να πίνει με δυνατό αναρούφισμα τον καφέ του. Τα μάτια του λίγο ξεπρήστηκαν, ξεθάμπωσε το μυαλό του, ξανάρθε η φωνή στο λαρύγγι. Κατάφτασε ο ναργιλές· ο άρχοντας πια είχε ολότελα ξυπνήσει.
   Στράφηκε, είδε το Χατζη-Νικολή, το δάσκαλο, του 'γνεψε. Ο δάσκαλος πήρε το ναργιλέ του, ζύγωσε στο τραπεζάκι του άρχοντα, καλημέρισε.
   "Τι χαμπάρια, δάσκαλε;" ρώτησε ο γερο-Πατριαρχέας. "Τη νύχτα βαριοκοιμήθηκα, όμως σα ν' άκουσα σαματά πολύ, στον ύπνο μου, μα δεν ξύπνησα. Και τώρα που έρχουμουν, κάτι πήρε το αυτί μου στο δρόμο, κάτι αλλόκοτοι, λέει, άνθρωποι ήρθαν, μια γυναίκα, λέει, ξεψύχησε, δυο παπάδες πιάστηκαν... Τι 'ναι αυτά που ακούω; Τα ύστερα του κόσμου! Μπορείς να μου τα ξεδιαλύνεις του λόγου σου, Χατζη-Νικολή μου;"
   Ο δάσκαλος έβηξε ευχαριστημένος, έσκυψε, άρχισε με χαμηλή φωνή να μιλάει χειρονομώντας, ευτυχισμένος που είχε κάτι φοβερό να διηγηθεί κι έτσι γίνουνταν κι αυτός φοβερός κι έκανε και το γερο-άρχοντα να τον ακούει με ανοιχτό το στόμα.
   Ο Παναγιώταρος τους κοίταζε και μασούσε νευρικά το μουστάκι του. Γούρλωνε τα μάτια και παρακολουθούσε ανυπόμονα τα παχιά κρεμάμενα μούτρα του γερο-Πατριαρχέα· περίμενε να τον ακούσει να πεταχτεί απάνω, ν' ανέβει το αίμα στην κεφάλα του, ν' αρπάξει το ραβδί του και να φύγει τρεχάλα κατά το σπίτι του...
   Μα του κάκου· τ' αρχοντικά μούτρα δεν έπαιρναν φωτιά. «Ο κιοτής ο δάσκαλος», μουρμούριζε ο Γυψοφάς κι αναπηδούσε στην καρέκλα του σα να του 'χαν βάλει καρφιά, «ο κιοτής ο δάσκαλος φοβάται, δεν του τα μολογάει όλα για να μην τον κακοκαρδίσει· μα εγώ θα του τα πω!»
   Σηκώθηκε αποφασισμένος, ζύγωσε στο τραπεζάκι, όπου κάθουνταν οι δυο προεστοί.
   "Με την άδειά σου, άρχοντά μου", είπε. "Θαρρώ, η σοφολογιότητά του από δω δε σου τα 'πε όλα, φοβήθηκε· μα εγώ δε φοβάμαι και θα σου τα πω σαν απομείνουμε οι δυο μας".
   "Χατζη-Νικολή", είπε ο άρχοντας, "άφησέ μας μια στιγμή, να χαρείς, να δούμε τι με θέλει ο σαμαράς".
   Στράφηκε στον Παναγιώταρο:
   "Έλα, λίγα τα λόγια", του κάνει, "γιατί ο δάσκαλος μου βούρλισε τ' αυτιά".
   "Δεν είμαι φαφλατάς", αντιμίλησε ο Παναγιώταρος πειραγμένος. "Με ξέρεις· ορίστε, κοντός ψαλμός αλληλούια. Ο Μανολιός ξεμυάλισε το γιο σου, πήραν μαζί τους τον Κωνσταντή τούτον εδώ τον καφετζή και τον Γιαννακό τον πραματευτή, κατέβηκαν στα κελάρια σου, γέμισαν τίγκα τέσσερα μεγάλα κοφίνια και τα πάσαραν στους χολεριασμένους· και την ώρα εκείνη του λόγου σου ροχάλιζες. Αυτό ήθελα να σου πω και φεύγω".
   Το αίμα τώρα ανέβηκε στη βαριά κεφάλα του άρχοντα· τα μάτια του ξαναπρήστηκαν, βράχνιασε η φωνή του.
   "Πήγαινε στο διάολο", έγρουξε, "και μου 'πρηξες το συκώτι πρωί πρωί!"
   Πέταξε το μαρκούτσι του ναργιλέ του, κοίταξε γύρα του, δε διάκρινε κανένα, στρουφογύριζε ο καφενές. Σηκώθηκε, έκαμε ένα βήμα, ύστερα ένα άλλο, βρήκε την πόρτα, βγήκε έξω και πήρε τον ανήφορο κατά το σπίτι του, αγκομαχώντας.
   "Τι διάολο του σφύριξες στο αυτί, μωρέ Παναγιώταρε, και τον ζούρλανες;" φώναξαν στο σαμαρά μερικοί χωριανοί μισογελώντας, μισοθυμωμένοι. "Δε φοβήθηκες το Θεό; Γέρος άνθρωπος είναι, παχύς, θα του 'ρθει κόλπος".
   Μα ο Παναγιώταρος είχε κιόλα δρασκελίσει το κατώφλι κι είχε γίνει άφαντος.
   Η τρουμπέτα του Γιαννακού ακούστηκε κοροϊδευτικά, όλο κέφι.
   "Ε, χωριανοί", φώναξε ο Γιαννακός,  όρθιος στη μέση της πλατείας, σαν κόκορας, '"αρχίζει η γύρα σε χώρες και χωριά. Όσοι έχετε παραγγελιές να δώσετε, σηκωθείτε· όσοι έχετε γράμματα να πέψετε, φέρετέ τα· όσοι έχετε συγγενείς, παιδιά, φίλους, εμπόρια στα γυροχώρια, ζυγώστε· φορτώνουμαι παραγγελιές, μπαίνω στη στράτα, γυρίζω πίσω, αν θέλει ο Θεός, την Κυριακή και σας φέρνω απόκριση!"
   Κάμποσοι χωριανοί σηκώθηκαν, ζύγωσαν το Γιαννακό, χαμήλωσαν τη φωνή, έδιναν τις παραγγελιές τους· κι ο Γιαννακός τα 'γραφε ταχτικά όλα στο μυαλό του, ακουμπισμένος στο γαϊδουράκι του.
   Στερνός ζύγωσε ο Κωσταντής, έσκυψε στο αυτί του:
   "Έχε το νου σου, κακομοίρη, μην περάσεις από του γερο-Πατριαρχέα· κάτι του σφύριξε ο άτιμος ο Ιούδας και πετάχτηκε απάνω φρενιασμένος κουνώντας το ραβδί του και πάει να δείρει το γιο του".
   "Για τα κοφίνια;" ρώτησε με χαμηλή φωνή ο Γιαννακός.
   "Ναίσκε, για τα κοφίνια· κακά ξεμπερδέματα θα 'χουμε, θαρρώ. Θα βρούμε τον μπελά μας".
   "Εγώ κιόλα τον βρήκα. Ο παπάς φρένιασε κι αυτός και μου τα 'ψαλε, τώρα να, ένα χεράκι... Δε βαριέσαι! Το αυτί μου δε δρώνει, ασ' τους ν' αφρίζουν και να ξαφρίζουν· εμείς κάμαμε το χρέος μας".
   "Κι εγώ τον βρήκα τον μπελά μου κι έγνοια σου", είπε κι ο Κωσταντής και στέναξε. "Η αδερφή σου πρωί πρωί χύθηκε απάνω μου να μου βγάλει τα μάτια. «Αφιλότιμε, σερσέμη, κακούργε!» μου φώναζε. «Τα 'μαθα όλα· ρήμαξες τον καφενέ για τους αγιογδύτες που κουβαλήθηκαν στο χωριό μας, τους χολεριασμένους. Εμείς πεινάμε, τα παιδιά σου έχουν κατσιάσει από την κακοπέραση, και του λόγου σου, κακούργε, δώσ' του και χαρίζεις καφέδες και ζάχαρες και σαπούνια!»
   "Ποιος διάολος της το σφύριξε πρωί πρωί;" έκαμε ο Γιαννακός απορώντας.
   "Ο κόκκινος διάολος, ποιος άλλος; Αυτός, θυμάσαι, δε μας αφήκε από κοντά όλη την ώρα χτες βράδυ και πήγε και τα πρόφτασε σε όλους -στον παπά, στη γυναίκα μου και τώρα και στο γερο-Πατριαρχέα. Λύσσαξε που τον έκαμαν Ιούδα κι εμάς αποστόλους!"
   "Υπομονή, Κωσταντή μου", είπε ο Γιαννακός που πονούσε τον κακομοίρη τον καφετζή για τα όσα τραβούσε στα χέρια της αδερφής του. "Υπομονή, κάνε τον κουτό· και την Κυριακή, σαν ξαναγυρίσω, τα ξαναλέμε. Έχε γεια!"
   Νομάτισε το γαϊδουράκι του ο Γιαννακός και χάθηκε στο ανηφόρι του χωριού.
   "Καλά την έχεις εσύ", μουρμούρισε ο Κωσταντής κοιτώντας το Γιαννακό ν' αλαργαίνει. "Καλά την έχεις, όλα σου 'ρθαν βολικά· παιδιά δεν έχεις κι έσκασε κι η γυναίκα σου και γλίτωσες..."
   Χάιδεψε ο Γιαννακός τα γυαλιστερά καπούλια του συντρόφου του.
   "Ε, Γιουσουφάκι μου, καλά περνούμε εμείς οι δυο", μουρμούρισε, "αγαπημένα σαν αδέρφια. Μαλώσαμε εμείς ποτέ; Ποτέ, δόξα σοι ο Θεός! Γιατί είμαστε καλοί άνθρωποι κι οι δυο ή καλοί γάιδαροι κι οι δυο, το ίδιο κάνει, και δεν αδικούμε κανένα... Άιντε γεια σου, στρίψε δεξά, αλλάζουμε σήμερα δρομολόγιο, δεν άκουσες τι μας είπε ο Κωσταντής; Δεν έχει αρχοντικό σήμερα· τράβα γραμμή στου γερο-Λαδά, που σε καμαρώνει και τρέχουν τα σάλια του... Έλα γεια σου, να τελειώνουμε· κι ύστερα πια βγαίνουμε από το χωριό και γλιτώνουμε από προεστούς και παπάδες, ανάθεμά τους! Και θα μείνουμε πάλι τα δυο μας!"
   Έστριψε δεξά, τράβηξε κατά το σπίτι του εξηνταβελόνη.
   "Το Μανολιό τον κακομοίρη μονάχα θα 'θελα να δω πριν φύγω", συλλογίστηκε, "να του μιλήσω για την Κατερίνα, να 'χει το νου του, να μη μαγαρίσει. Το Χριστό θα κάνει, μαθές, βάρδα από γυναίκες!"

   Ο γερο-Λαδάς κάθουνταν στην αυλή του, στο πεζούλι πίσω από την πόρτα, κουρελιάρης, ξυπόλυτος, ευχαριστημένος. Η γριά του, η κυρα-Πηνελόπη, του 'χε φέρει σ' ένα ραγισμένο κεσέ τον πρωινό του καφέ, καμωμένο από ρεβίθι και κριθάρι, του απίθωσε απάνω στο πεζούλι και μια φέτα κριθαρένιο ψωμί κι ένα πιατάκι ελιές. Έτρωγε κι έπινε ο γερο-Λαδάς και μιλούσε στη γριά του, που αμίλητη κι αδιάφορη κάθουνταν αντίκρα του σ' ένα σκαμνί κι έπλεκε κάλτσες. Ήταν ένα χούφταλο, αδύναμη, κουρελιάρα κι αυτή, ξυπόλυτη κι αυτή, με μια τεράστια κρεμάμενη μύτη κι έμοιαζε πολύ με γριά μαδημένη πελαργίνα.
   Στα πρώτα πρώτα χρόνια, όταν ήταν νέα, αντιμιλούσε και καβγάδιζε με τον άντρα της· ήταν όμορφη, αγαπούσε τα λούσα, κρατούσε από μεγάλο τζάκι· μα σιγά σιγά στόμωσε η κόψη, κουράστηκε η ψυχή και το κορμί μαράθηκε, παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, χωρίς παράπονο, στη φθορά· άρχισε το λοιπόν η κυρα-Λαδού να σωπαίνει· Άκουε, άκουε θύμωνε κάπου κάπου κι αντιστέκουνταν ακόμα από μέσα της, μα σώπαινε. Όμως από τη μέρα που πέθανε η μοναχοκόρη της, μήτε άκουε πια τι της φαφλάτιζε πια ο γερο-Λαδάς μήτε θύμωνε πια ποτέ της μήτε αντιστέκουνταν σε τίποτα. Έγινε μια πεθαμένη, που περπατούσε ακόμα κι έτρωε και κοιμόταν και ξυπνούσε, μα δε ζούσε. Κι είχε τη μακαριότητα και την αφιλοκέρδεια και την αξιοπρέπεια του νεκρού.
   Ρουφούσε λοιπόν το κριθαρόζουμό του ο γερο-Λαδάς, κοίταζε τη γριά του, που αμίλητη κι αδιάφορη έπλεκε κάλτσα, και της μιλούσε για ένα μεγάλο σχέδιο, που 'χε σκαρώσει στο μυαλό του χτες τη νύχτα που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και θα γέμιζε την κασέλα του σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, γιορντάνια και χρυσά κωσταντινάτα.
   "Όλα τα 'χω καλά σκαρώσει μέσα στο νου μου, όλα στην εντέλεια, Πηνελόπη μου, μα δε βρίσκω σε ποιον να εμπιστευτώ το μυστικό μου· γιατί 'ναι μεγάλη δουλειά και θέλει δυο νομάτους. Ο κόσμος σήμερα, κυρα-Πηνελόπη μου, ψεύτισε, όλοι είναι αχόρταγοι και μπαγαπόντες και θέλουν να σε φάνε. Ποιανού το λοιπό να μπιστευτώ το μυστικό; Ο Χατζη-Νικολής είναι χάχας, θέλει να μας κάνει τον τίμιο, είναι δάσκαλος ο κακομοίρης, τι να σου κάνει; Πάλι καλά που δεν πετάει πέτρες! Κι αν ρωτάς και για τον αδερφό του τον παπα-Γρηγόρη, φαταούλας, πολλά έξυπνος, πολλά καπάτσος, θέλει να τα τσεπώσει όλα, δε μου κάνει· γιατί θέλω κι εγώ να τα φάω όλα... Κουνάς το κεφάλι, κυρα-Πηνελόπη μου, θες να μου πεις για το γερο-Πατριαρχέα· ου, να χαθεί! Αυτός είναι κοιλιά, δεν είναι άνθρωπος· πλούσιος είναι πάππου προς πάππου, δε δούλεψε ποτέ του, δεν ξέρει τι θα πει ιδρώτας... Έχω ακουστά πως υπάρχουν κάτι χοντροί μέρμηγκοι, βασιλικούς τους λένε, που κείτουνται ξαπλωταριό μέρα νύχτα κι έχουν ένα στρατό σκλάβα μερμηγκάκια και τους ταΐζουν· κι αν δεν τους ταΐσουν, πεθαίνουν της πείνας... Τέτοιος είναι κι αυτός, που να του 'ρθει ταμπλάς· βασιλικός χοντρομέρμηγκας. Δε μου κάνει. Κι αν ρωτάς και για τον άλλο προεστό, τον καπετάν Φουρτούνα, βάλ' του ρίγανη· αυτός δεν είναι άνθρωπος· είναι ένα καζάνι ρακή κι όλο βράζει. Πρέπει το λοιπόν άλλο σύντροφο να βρω στη δουλειά μου... Μα ποιον; Έχεις εσύ κανένα στο νου σου, κυρα-Πηνελόπη μου;"
   Μα αυτή έπλεκε, έπλεκε βυθισμένη σε απόκοσμη μακαριότητα και νάρκη· δεν άκουε. Μια στιγμή μονάχα σήκωσε τα μάτια της, θολά, ούτε θλιμμένα ούτε χαρούμενα, νεκρά. Κι η ματιά της διαπέρασε, θαρρείς, πέρα ως πέρα το πετσί και τα κόκαλα του γερο-Λαδά κι είδε πίσω του τον τοίχο του σπιτιού, και πίσω από τον τοίχο το δρόμο και το χωριό και τον κάμπο, κι ακόμα πιο πέρα το βουνό τη Σαρακήνα, και πίσω από τη Σαρακήνα, μακριά πολύ, τη θάλασσα, και πέρα από τη θάλασσα ένα μαύρο πράμα απέραντο, ασάλευτο, χνουδωτό -το Τίποτα. Και χαμήλωσε πάλι τα μάτια κι άρχισε να ξαναπλέκει, γρήγορα γρήγορα, την κάλτσα, να προλάβει.
   Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε η τρουμπέτα του Γιαννακού. Ο γερο-Λαδάς πετάχτηκε απάνω· τα μικρά παμπόνηρα μάτια του έλαμψαν.
   "Ο Θεός μου τον στέλνει!" φώναξε. "Αυτός είναι, αυτόν ζητούσα, αυτός μου κάνει! Ε, Πηνελόπη μου; Έχει ό,τι χρειάζεται: πραματευτής, γυρίζει τις χώρες και τα χωριά, κουτσοψεύτης, κουτσοκλέφτης, μάστορας στις μικρές μπαγαποντιές, κουταβάκι στις μεγάλες... ψιλικατζής· αυτός μου κάνει. Θα μαζεύει, θα μαζεύει -και στο τέλος, χαπ! Θα του τα κάμω όλα πάστρα!"
   Έτριψε τις κοκαλιάρικες χερούκλες του, πασίχαρος. Το γαϊδουράκι τώρα είχε σταθεί απόξω από την πόρτα· έτρεξε ο γερο-Λαδάς, άνοιξε.
   "Καλώς το Γιαννακό!" φώναξε, "καλώς τον! Μωρέ, ο Θεός σε στέλνει· άιντε γεια σου, δέσε το γαϊδουράκι στο κρικέλι κι έμπα μέσα. Έχω να σου μιλήσω".
   «Τι διάολο θα μου σκαρώσει η γριά αλεπού!» συλλογίστηκε ο Γιαννακός. «Το νου σου, κακομοίρη Γιαννακό!»
   Έδεσε το γαϊδουράκι στο κρικέλι, μπήκε μέσα.
   "Κλείσε την πόρτα καλά, μαντάλωσέ τη, να μη μας ακούνε... Έχω να σου μπιστευτώ ένα μεγάλο μυστικό. Κάτσε. Τυχερός είσαι, μωρέ Γιαννακό, θα γίνεις και συ πλούσιος, να μην έχεις ανάγκη από κανέναν κερατά. Να μη γυρίζεις πια σα διακονιάρης στα χωριά και να πουλάς κουβαρίστρες... Χρυσάφι, μωρέ, Γιαννακό μου, χρυσάφι θα σε γεμίσω".
   Ο Γιαννακός σάστισε.
   "Μη με κάμεις να κρεπάρω, γερο-Λαδά· μίλα καλά! Τι χρυσάφι;"
   "Άνοιξε τ' αυτιά σου, άκου· τούτοι οι χολεριασμένοι που πέρασαν από το χωριό ήταν μια φορά νοικοκυραίοι. Οι Τούρκοι τους ξεπάτωσαν· τώρα δεν έχουν να φάνε. Άκου το λοιπόν: αυτοί, σίγουρα, φεύγοντας, έκρυψαν απάνω τους ό,τι χρυσαφικό είχαν -τα σκουλαρίκια τους, τα βραχιόλια, τους αρραβώνες, τα χρυσά κωσταντινάτα τους... Μπήκες τώρα στο νόημα, Γιαννακό;"
   "Ακόμα... ακόμα, είμαι χοντροκέφαλος. Για λέγε παρακάτω".
   "Θεάρεστο έργο αυτό που θα σου πω, Θεού φώτιση, Γιαννακό μου· είδα τη νύχτα φωτιές στη Σαρακήνα, χωρίς άλλο εκεί θα 'χουν τρουπώξει, στις σπηλιές. Πάρε λοιπόν το γαϊδουράκι σου, τράβα ίσια κατά το βουνό. Βάρα την τρουμπέτα, κράξε όλους, άντρες και γυναίκες, να συναχτούν γύρα σου, μίλησέ τους. Πες τους: - «Αδέρφια, εσείς πεθαίνετε της πείνας, δε λυπάστε τα παιδιά σας; Εγώ όλη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, γιατί σας συλλογίζουμουν. Πώς να σας σώσω, αδέρφια; Πώς να σωθείτε; Κι ο Θεός με φώτισε, βρήκα: βγάλτε από τον κόρφο σας τα χρυσαφικά που προφτάσατε να πάρετε, κάνω ανταλλαγή· δίνω ό,τι χρειάζεται στον άνθρωπο για να ζήσει, σιτάρι, κριθάρι, λάδι, κρασί, δώστε μου εσείς ό,τι δε χρειάζεται στον άνθρωπο, κάτι τζοβαερικό που θα 'χετε... Κι ας χάσω· Ρωμιοί είστε, χριστιανοί είστε, δεν πειράζει!» Μπήκες τώρα στο νόημα, χοντροκέφαλε;"
   "Αρχίζω... αρχίζω..." αποκρίθηκε ο Γιαννακός μασημένα.
   Δεν μπορούσε ακόμα να ξεδιαλύνει μέσα του αν ο Θεός ή ο διάολος είχε σφυρίξει το σχέδιο αυτό στο αυτί του γερο-Λαδά.
   "Θεού φώτιση, σου λέω! Μα τσιμουδιά! Κανένας να μη το πάρει μυρωδιά... Έλα γεια σου, να δεις και συ, καημένε Γιαννακό, Θεού πρόσωπο... Σε λυπάμαι και σένα, τέτοιος άνθρωπος που είσαι, να γυρίζεις χειμώνα καλοκαίρι στους δρόμους και να χαντακώνεις τα νιάτα σου... Πόσων χρονών είσαι;"
   "Πενήντα", αποκρίθηκε ο Γιαννακός, κρύβοντας μονάχα δυο χρόνια.
   "Ε, βλέπεις; Στον ανθό απάνω! Μη χαραμίσεις τη ζωή σου, Γιαννακό μου! Να χτίσεις και συ αρχοντικό σπίτι, να παντρευτείς όποια θες στο χωριό, θαρρώ σου καλαρέσει η παπαδοπούλα μας, να κάμεις και συ παιδιά... Να βοηθάς και τους φίλους σου, να βοηθάς και το χωριό σου, κι όταν περνάς να σηκώνουνται και να σε χαιρετούν με τεμενάδες... Καινούρια ζωή, Γιαννακό μου, αρχοντικιά, όχι κουρελαρία! Πόσα χρόνια, μωρέ, θα ζήσουμε στον κόσμο; Να τα ζήσουμε σαν άνθρωποι... Έλα, το καλό που σου θέλω, μη μας προλάβει άλλος· τον παπά φοβάμαι!"
   "Εγώ φοβάμαι το Θεό", είπε αναποφάσιστος ακόμα ο Γιαννακός. "Το Θεό φοβάμαι, γερο-Λαδά. Είναι σωστά πράματα αυτά, να γδύσουμε τους κατατρεμένους αδερφούς μας;"
   "Δε θα τους γδύσουμε, μωρέ ορνιθόμυαλε, θα τους ντύσουμε, θα τους γλιτώσουμε από το θάνατο... Να φαν, οι κακόμοιροι, να ζήσουν, αδέρφια μας είναι, έχω κι εγώ καρδιά, τους πονώ... Ανταλλαγή κάνουμε, δεν τους κλέφτουμε... Βέβαια, όσο μπορείς, κοίτα και το συφέρο. Εμπόριο κάνουμε, μυαλό έχουμε, γλυκό 'ναι το κέρδος... Έλα, ζύγωσε, πάρε ένα κομμάτι ψωμί, να κι ελιές, φάε! Συντρόφοι θα γίνουμε, συνέταιροι· όλα, λοιπόν, πρέπει να τα μοιραζόμαστε· μου περίσσεψε και λίγος καφές, πιε τον!"
   "Δεν πεινώ", είπε ο Γιαννακός, "ζαλίστηκα. Θα καθίσω στο πεζουλάκι να χωνέψω αυτά που μου λες... Μου ανοίγεις καινούριο δρόμο, γερο-Λαδά, άσε να περμαζέψω το νου μου, να μετρήσω το πράμα, να πάρω απόφαση".
   "Το κακό είναι που δεν έχουμε καιρό. Τα πράματα βιάζουν. Τι κάθεσαι και το μετράς; Τράβα κατά τη Σαρακήνα, μη χασομερούμε· τον παπά φοβάμαι, σου λέω, τον παπά το φαταούλα!"
   Κάθισε ο Γιαννακός στο πεζούλι, έπιασε το κεφάλι μέσα στις απαλάμες του, ακούμπησε τους αγκώνες του στο γόνατο κι ώρα πολλή δε μιλούσε. Έβραζε ο νους του σαν καζάνι, τα μελίγγια του βούιζαν· το μυαλό του είχε σαστίσει, ξεχαρβάλωσε. Έφευγαν τα σκουλαρίκια από πλήθος αυτιά, τα γιορντάνια από πλήθος λαιμούς, οι αρραβώνες από τα δάχτυλα, τα χρυσά κωσταντινάτα από σπαγκοραμμένα κεμέρια... Έφευγαν κι έρχουνταν και στοιβάζουνταν μέσα σ' ένα μεγάλο σεντούκι, που είχε στο χαμόσπιτό του, γεμάτο κουρελαρία της μακαρίτισσας της γυναίκας του... Κι ανέβαινε αγάλια αγάλια στον αγέρα και στερεώνουνταν ένα θεόρατο σπίτι, δεν ήταν σπίτι αυτό, ήταν παλάτι, με κήπους, με αυλές, με μπαλκόνια, με στρώματα μαλακά και με μιαν όμορφη γυναίκα που χτενίζουνταν... Κι η μεγάλη πόρτα άνοιξε, Κυριακή πρωί, έλαμπε ο ήλιος, χτυπούσε η καμπάνα της λειτουργιάς κι ο Γιαννακός έβλεπε το Γιαννακό να προβαίνει με το καλπάκι του δημογέροντα, με το αψηλό ραβδί, με τα τσόχινα σαλβάρια και να πηγαίνει με αρχοντικό πάσο στην εκκλησιά, κι όλοι οι χωριανοί στο διάβα του σηκώνουνταν και τον χαιρετούσαν με τεμενάδες... Κι ύστερα έβλεπε πάλι το Γιαννακό να κάθεται στην αυλή του κι ο Κωσταντής στέκουνταν μπροστά του με σέβας. Έβγαζε από τον κόρφο του ένα σακούλι γεμάτο λίρα χρυσή. «Να, μωρέ Κωσταντή, παράδες, να γελάσει λίγο τ' αχείλι σου... Πολλά βασανίστηκες με τη στρίγγλα την αδερφή μου, χαλάλι σου!» Φώναζε το Μανολιό: «Έλα και σύ, Μανολιό, σου αγόρασα ένα κοπάδι πρόβατα, παρ' το, δικό σου, να μη δουλεύεις πια φαμέγιος στον ξεκουτιάρη τον Πατριαρχέα...» Στρούφιζε ακόμα λίγο ο νους του Γιαννακού, κι έβλεπε την εκκλησιά του χωριού, κι απάνω στο καμπαναριό ένα θεόρατο ρολόι, σαν κείνα που 'χε δει στη Σμύρνη, κι απάνω στο ρολόι, γύρα τριγύρα, ο Γιαννακός διάβαζε με χρυσά γράμματα κεφαλαία: «Δωρεά του κυρ Γιαννακού Παπαδόπουλου, μεγάλου ευεργέτου!» Στρούφιξε πάλι ο νους του, το ρολόι αφανίστηκε, κι έλαμπε τώρα μέσα στο μυαλό του Γιαννακού ένα σαμάρι μαλακό, με βελουδένια στρώση, με χρυσές πούλιες, και το πήρε ο Γιαννακός στην αγκαλιά του και μπήκε στο αχούρι. «Γιουσουφάκι μου», φώναξε, «σου πήρα το καινούριο σαμάρι που σου 'ταξα· κοίτα, μήτε βασιλιάς δεν το 'χει. Τέλειωσαν πια τα βάσανά μας· θα τρως, θα πίνεις, Γιουσουφάκι μου, και θα σεριανάς με το καινούριο σαμάρι στην πλατεία, κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία, κι όλοι θ' αναμερίζουν με σεβασμό και θα σε χαιρετούν σα να 'σαι άνθρωπος».
   Γέλασε, τίναξε το φουντωμένο κεφάλι του ο Γιαννακός, σα να ξυπνούσε. Κοίταξε τη γριά που έπλεκε, έπλεκε με μανία, βυθισμένη στη μακαριότητα, είδε το γερο-Λαδά που είχε καρφωμένα τα μάτια απάνω του και περίμενε.
   "Μισά και μισά", είπε, "σύμφωνοι, γερο-Λαδά;"
   Ο γερο-Λαδάς του άπλωσε τη χερούκλα του:
   "Το χέρι σου, Γιαννακό, σύμφωνοι· μισά και μισά, τίμια πράματα! Κάθε βράδυ θα μου φέρνεις εδώ τα χρυσαφικά που μάζεψες και θα σου δίνω τον καρπό, το λάδι και το κρασί που συμφώνησες. Κι όταν πια τα κάμουμε ξύστρα όλα, έρχεσαι και κάνουμε λογαριασμούς. Γράφε και συ στο κατάστιχό σου τι δίνουμε και τι παίρνουμε για να ξέρεις, να μη θαρρείς πως θα καταδεχτώ να σε γελάσω. Και για να δεις πόσο σε μπιστεύουμαι, να, σου δίνω και προκαταβολή τρεις χρυσές λίρες τούρκικες".
   Έβγαλε από τον κόρφο του ένα σακούλι δεμένο σφιχτά με σπάγκους· το 'λυσε, έχωσε μέσα το χέρι του, έβγαλε και μέτρησε, μια μια, τρέμοντας, τις τρεις λίρες. Τις άρπαξε ο Γιαννακός στη λιμασμένη φούχτα του, τα μάτια του αντισπίθισαν, γέμισαν χρυσάφι.
   "Θα ετοιμάσω το χρεωστικό", είπε ο γερο-Λαδάς, "και σα γυρίσεις, με το καλό, βάνεις την υπογραφή σου... Είσαι ευχαριστημένος; Πιστεύεις τώρα στο λόγο μου; Δεν είναι λόγια αυτά που σου λέω, είναι λίρες. Άιντε τώρα, μη χασομερούμε, στην ευκή του Θεού!"
   Έσπρωξε το Γιαννακό, άνοιξε την πόρτα.
   "Ο Θεός μαζί σου!" του φώναξε κι έκλεισε βιαστικός την πόρτα, μην τύχει και μετανιώσει ο σύντροφος.
   Έτριψε τις σκελεθρωμένες χερούκλες του, στράφηκε στη γυναίκα του:
   "Πηνελόπη μου", είπε, βάνοντας το δάχτυλο στο στόμα, "τσιμουδιά! Είδες πώς τα κατάφερα πάλι; Είδες πώς κόβει το μυαλό μου; Ξουράφι, σου λέω! Είδες, Πηνελόπη μου; Σου τον έπιασα με το χρυσό αγκίστρι· τρία έδωκα, χίλια θα πάρω... Άιντε τώρα, να σε χαρώ, να ετοιμάσεις το σεντούκι, άιντε γεια σου!"
   Μα αυτή δεν κούνησε από το σκαμνί· έπλεκε, έπλεκε και κοίταζε, χωρίς να βλέπει, τις βελόνες που έσμιγαν, χώριζαν και ξανάσμιγαν πάλι κι αβγάτιζαν την κάλτσα που έπλεκε του γερο-Λαδά. Και μέσα στην κάλτσα κοίταζε όχι το κοκαλιάρικο πόδι του γέρου παρά το ίδιο το κόκαλο, μακρύ, ξερό,  μισοφαγωμένο από τα σκουληκάκια. 

   Kι ωστόσο πήγαινε μπροστά το γαϊδουράκι, πίσω ο Γιαννακός, συλλογισμένος. Ένιωθε ένα βάρος πικρό πολύ στην καρδιά του· και συνάμα ένα άλλο βάρος, γλυκό πολύ, δεξά, στην τσέπη του γιλέκου του. Σα να 'χε μεθύσει. Και πότε πηδούσε χορευτά από πέτρα σε πέτρα, πότε κοντοστέκουνταν κι έπεφτε σε λογισμούς· και το γαϊδουράκι στρέφουνταν, τον κοίταζε και κοντοστέκουνταν κι αυτό και περίμενε.
   "Να μη δω κανένα, να μη με δει κανένας", μουρμούριζε ο Γιαννακός. "Άιντε, Γιουσουφάκι μου, κάμε γρήγορα, τι στέκεσαι; Στρίψε από δω· αλλάζουμε δρόμο, δουλειές με φούντες, Γιουσουφάκι μου!"
   Το γαϊδουράκι κουνούσε με απορία το νοητερό κεφάλι· δεν μπορούσε να καταλάβει. Πού πήγαινε από δω; Τι έπαθε το αφεντικό; Τι σερσέμηδες που 'ναι αυτοί οι άνθρωποι!
   "Να μη δω κανένα, μήτε το Μανολιό... Έχω τώρα άλλες σκοτούρες στο κεφάλι μου· δεν πάει να βγάλει τα μάτια του με την Κατερίνα! Καρφί δε μου καίγεται... Άιντε, Γιουσουφάκι μου, δρόμο!"
   Μα ως έστριβε κι έμπαινε στην ακρινή γειτονιά του χωριού, απ' όπου πια αρχίζουν τα χωράφια, να σου μπροστά του ο Μανολιός με δυο άλλους χωριανούς, που κουβαλούσαν σηκωτό τον καπετάν Φουρτούνα, και πήγαιναν σιγά σιγά, με σκυφτό κεφάλι· μπροστά ο σεΐζης με τη γιαταγάνα του και το κόκκινο φέσι.
   Αναμέρισε ο Γιαννακός το γαϊδουράκι του να περάσουν, ζύγωσε· κι είδε τον κακόμοιρο τον καπετάνιο αναίσθητο, με το σπασμένο κεφάλι τυλιμένο με άσπρη πετσέτα όλο αίματα...
   "Τι έπαθε, μωρέ παιδιά, ο καπετάνιος μας; Λέγε, Μανολιό!"
   "Γκρεμίστηκε από τη σκάλα του Αγά, ο καψερός", αποκρίθηκε ο Μανολιός, "έσπασε το κεφάλι του... Αν δεις τη θεια μου τη Μανταλένια, φώναξέ της να 'ρθει να του αλλάζει την πληγή... Καταλαβαίνει αυτή, ήταν μαμή πριν να γίνει σαβανώτρα".
   "Τον κακομοίρη!" μουρμούρισε ο Γιαννακός. "Θα 'ταν στουπί στο μεθύσι".
   Στράφηκε ο σεΐζης, γέλασε:
   "Μη χολοσκάς, μωρέ Ρωμιέ", είπε. "Έσπασε το κεφάλι του, θα ξανακολλήσει· οι σπανοί 'ναι εφτάψυχοι".
   "Μανολιό", είπε ο Γιαννακός, "έχω να σου μιλήσω".
   "Κι εγώ", είπε ο Μανολιός. "Μα άσε να ξαπλώσουμε πρώτα τον καπετάνιο στο στρώμα του· ακλούθα και περίμενέ με απόξω από την πόρτα του, κι έφτασα".
   Πήραν το δρόμο πάλι αργοπατώντας, γιατί σε κάθε κούνημα ο καπετάνιος μούγκριζε από τον πόνο. Έφτασαν, έμπασαν τον καπετάνιο στο χαμώι του, κι ο Γιαννακός έβαλε το γαϊδουράκι του στον ίσκιο μιας ελιάς και περίμενε.
   "Μωρέ, ολογκάστρωτη ήταν τούτη η νύχτα", μουρμούρισε. "Να δούμε τι ακόμα θα ξεγεννήσει. Ο Θεός να βάλει το χέρι του!"
   Έβγαλε την ταμπακέρα του, έστριψε ένα τσιγάρο, ακούμπησε στον κορμό της ελιάς κι άρχισε να καπνίζει, να περάσει η ώρα. Είχε μετανιώσει που μίλησε του Μανολιού, θα χασομερούσε, κι οι μεγάλες δουλειές που έβαλε μπροστά του, συλλογίζουνταν, θέλουν γρήγορα χέρια. Έψαξε στην τσέπη του γιλέκου του, άγγιξε τις λίρες,  χαμογέλασε. 
   "Δόξα σοι ο Θεός", μουρμούρισε, "δεν ήταν όνειρο. Πολλές φορές την έχω πάθει στον ύπνο μου, πως κρατούσα, λέει, μέσα στις φούχτες μου λίρες... Και το πρωί έψαχνα κάτω από το μαξιλάρι μου, ο κουτεντές! Μα τώρα, δόξα σοι ο Θεός!"
   Άγγιξε πάλι τις λίρες, ησύχασε.
   Ο Μανολιός φάνηκε, σφούγγιξε το μέτωπό του, είδε το Γιαννακό κάτω από την ελιά, ζύγωσε.
   "Πολλά βαρύς ήταν ο βλοημένος, μας ξεθέωσε", είπε.
   "Βιάζουμαι", έκαμε ο Γιαννακός, "δυο λόγια έχω να σου πω και φεύγω· έχω σήμερα πολλή δουλειά... Άκου, Μανολιό: Πρώτα πρώτα, να μην πατήσεις σήμερα στο σπίτι του αφεντικού σου· έμαθε για τα κοφίνια, φρένιασε, πήρε την μπαστούνα του και πήγε να δείρει το γιο του. Βάρδα το λοιπόν, ώσπου να περάσει η μπόρα".
   "Μα αν είναι αυτό, πρέπει να πάω να μοιραστώ με το Μιχελή τις ξυλιές· φταίω κι εγώ".
   "Φταίω κι εγώ, μα δεν πάω. Ντροπή 'ναι, θα πεις, μα χουζούρι... Μη φεύγεις, στάσου· έχω ακόμα και τούτο να σου πω: Η Κατερίνα η χήρα απλώνει τα δίχτυα της και θέλει να σε τυλίξει· σε βλέπει, λέει, στα ονείρατά της και χτες βράδυ στην πλατεία σου 'παιξε το μάτι, μα εσύ πού να πάρεις χαμπάρι! Έχε το νου σου, Μανολιό, θεριό 'ναι η Κατερίνα, και Μητροπολίτες ξεμυαλίζει... Συλλογίσου τη Λαμπρή που μας έρχεται και το χρέος σου... Μη μαγαρίσεις!"
   Ο Μανολιός έσκυψε το κεφάλι, κοκκίνησε· είχε κι αυτός δει, τη νύχτα τούτη, τη χήρα στον ύπνο του, μα πώς, δεν το θυμόταν· σαν ξύπνησε, τα μάτια του ήταν κομμένα.
   "Ο Χριστός θα με βοηθήσει", μουρμούρισε.
   "Πού να προκάμει κι αυτός, Μανολιό μου, κούνα και συ τα πόδια σου! Μα έλα τώρα, βιάζουμαι, η σειρά σου· κάτι είχες, θαρρώ, να μου παραγγείλεις".
   Ο Μανολιός κόμπιασε, δεν ήξερε πώς να το γυρίσει, να μην πληγώσει το φίλο του.
   "Να με συμπαθάς", είπε τέλος, "γι' αυτό που θα σου πω, μα εμείς πια οι τέσσερεις έχουμε ένα μεγάλο σκοπό, ιερό, είμαστε ένα... Αν ένας από μας παραπατήσει, οι άλλοι πρέπει να τον αναβαστούν· ένας να χαθεί, χανόμαστε όλοι· γι' αυτό παίρνω το θάρρος..."
   "Λέγε, λέγε, Μανολιό, και μην κλώθεις", έκαμε ο Γιαννακός και πήρε να λύσει το γαϊδουράκι του από την ελιά. "Είμαι βιαστικός, σου λέω".
   "Σήμερα ξαναπιάνεις τη δουλειά", είπε με μαλακιά φωνή ο Μανολιός και πήρε τρυφερά το Γιαννακό από το μπράτσο. "Κινάς πάλι τις γύρες στα χωριά με τις πραμάτειες σου. Μην ξεχνάς, σ' εξορκίζω στο Χριστό, μην ξεχνάς τι σου παράγγελνε χτες ο γέροντας..."
   "Τι μου παράγγελνε ο γέροντας;" έκαμε ο Γιαννακός κι η φωνή του ξάφνου είχε τραχύνει.
   "Σε παρακαλώ, Γιαννακό μου, μην το κακοπάρεις... Να μην κλέβεις, λέει, στο ζύγι, να μη..."
   Ο Γιαννακός άναψε· έλυσε απότομα το γαϊδουράκι, τύλιξε νευριασμένος το χαλινάρι στο μπράτσο του:
   "Καλά, καλά... Θαρρεί η αγιότητά του πως είναι εύκολο... Τι θα 'λεγε αν του παράγγελνα κι εγώ να σφίξει λίγο το ζωνάρι του, να μην τρώει τον περίδρομο και να δίνει το περισσευούμενο στους φτωχούς; Να μην ανακατεύει κόλλα κι αλεύρι και μπαχαρικά και να τα πουλάει για μαντζούνια που γιαίνουν όλες τις αρρώστιες, ο κομπογιαννίτης! Πέρισυ ακόμα δεν αφήκε άταφο τρεις μέρες το γερο-Μαντούδη και βρώμισε, γιατί ζητούσε να τον πλερώσουν πρωτύτερα οι κληρονόμοι; Μιαν άλλη μέρα δεν έβγαλε στο σφυρί το αμπέλι του κακομοίρη του Γερώνυμου του μπαλωματή, γιατί του χρωστούσε; Κι εφέτο ακόμα, λίγες μέρες πριν από τη Μεγάλη Βδομάδα, δεν έβγαλε ταρίφα -τόσα στη βάφτιση, τόσα στο γάμο, τόσα στην κηδεία, αλλιώς, λέει, δε βαφτίζει, δεν παντρεύει, δε θάφτει; Κι έχει τώρα μούτρα ο ταυραμπάς και παραγγέλνει εμένα του φτωχού ανθρώπου..."
   "Μη βλαστημάς το γέροντα", τον αντίσκοψε ο Μανολιός, "καθένας έχει να δώσει λόγο για την ψυχή του, κοίτα την ψυχή σου, Γιαννακό! Πρέπει το χρόνο τούτον να 'μαστε καθαροί, αγνοί, θα κάνεις τον απόστολο Πέτρο, μην το ξεχνάς... Πώς κάνουμε όταν είναι να μεταλάβουμε; Νηστεύουμε, δεν τρώμε κρέας μήτε λάδι, δε βλαστημούμε, δε θυμώνουμε... Το ίδιο κι εμείς τώρα, Γιαννακό μου..."
   Μα ο Γιαννακός είχε φουντώσει· ένιωθε πως ο Μανολιός είχε δίκιο, κι αυτό τον φρένιαζε πιο πολύ. Παράτησε τον παπά, τα 'βαλε τώρα με το φίλο του· σούριξε:
   "Ε, του λόγου σου, Μανολιό, μην το ξεχνάς, θα κάνεις όχι τον απόστολο παρά τον ίδιο το Χριστό. Πρέπει λοιπόν να αγγίξεις γυναίκα; Όχι! Και όμως η αφεντιά σου τώρα ετοιμάζεσαι να παντρευτείς! Ναι ή όχι; Τι μου κοκκινίζεις; Ναι ή όχι; Ανάθεμά μας όλους, λέω εγώ· ζόρικο πράμα είναι η αγιοσύνη..."
   Ο Μανολιός έσκυψε το κεφάλι και δε μίλησε.
   "Ναι ή όχι;" ξανασούριξε ο Γιαννακός που όλο και αγρίευε. "Βλέπεις το Λενιό και ξερογλείφεσαι... Κι ο Σατανάς σου τη φέρνει στον ύπνο σου, όπως τη θες, τσίτσιδη! Ήμουν κι εγώ μια φορά τζόβενο σαν κι εσένα, κατέχω τα τερτίπια του Σατανά... Σου τη φέρνει στον ύπνο σου και κριματίζεσαι, και μου σηκώνεσαι το πρωί και τα μάτια σου είναι κομμένα... Κι όταν θα μου παρασταίνεις το Χριστό το Σταυρωμένο, θα 'σαι νιόγαμπρος... Θα σε σταυρώνουν, μα εσύ -αλλού βρέχει! Θα ξέρεις πως όλα αυτά είναι παιχνίδι, πως άλλος σταυρώθηκε, και θα συλλογιέσαι, την ώρα που θα φωνάζεις απάνω στο σταυρό: «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί!», πως σε λίγο θα γυρίσεις στο σπιτάκι σου, μετά τη σταύρωση, και θα σε περιμένει το Λενιό με το νερό ζεσταμένο να πλυθείς, με ρούχα καθαρά ν' αλλάξεις και να ξαπλώσετε κι οι δυο, μετά τη σταύρωση, στο κρεβάτι... Σώπα το λοιπόν, Μανολιό, μη μου δίνεις εμένα αρμήνειες! Δάσκαλε που δίδασκες..."
   Ο Μανολιός άκουε με σκυμμένο κεφάλι, έτρεμε. «Έχει δίκιο... έχει δίκιο», συλλογίζουνταν. «Είμαι ψεύτης, ψεύτης, ψεύτης!»
   "Γιατί σωπαίνεις; Ψέματα λέω;" φώναξε ο Γιαννακός και χαίρουνταν το Μανολιό να τρέμει.
   "Μα χτες ακόμα, Γιαννακό..." άρχισε ο Μανολιός.
   Μα ο Γιαννακός δεν τον αφήκε:
   "Χτες, Μανολιό μου", είπε και τράβηξε το γαϊδουράκι του να κινήσει, "χτες, Μανολιό μου, ήταν αλλιώς. Γιορτές, βλέπεις, την είχαμε τυλώσει καλά, το γαϊδουράκι ήταν δεμένο, το συφέρον κοιμόταν... Μα σήμερα, κοίτα, το γαϊδουράκι φορτωμένο, η κοιλιά αδειανή, πέρασε η Λαμπρή, αρχίζει το εμπόριο... Κι εμπόριο θα πει, παλικαράκι μου, άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις! Αλλιώς, ας μην έκανα τον έμπορο· ας πήγαινα στο Αγιονόρος να καλογερέψω... Κατάλαβες;"
   Σώπασε μια στιγμή, είχε αλαφρώσει λίγο· τράβηξε το γαϊδουράκι, κοίταζε το Μανολιό, ευχαριστημένος που μίλησε πια όξω από τα δόντια κι έβγαλε το άχτι του.
   "Έχε γεια, Μανολιό μου", είπε. "Κι ό,τι είπαμε, νερό κι αλάτι!"
   Μα μέσα του ακόμα ο θυμός δεν είχε ολότελα κοπάσει· στράφηκε στερνή φορά στο φίλο του:
   "Ο έμπορος έχει χρέος, Μανολιό μου, να κλέφτει· ο άγιος έχει χρέος να μην κλέφτει. Αυτό είναι. Μην τα μπερδεύουμε... Στις χαρές σου, Μανολιό μου, καλά στέφανα! Πάμε, Γιουσουφάκι μου".

   Ο Μανολιός έμεινε μόνος. Ο ήλιος είχε ψηλώσει, άνθρωποι, βόδια, σκυλιά, γαϊδούρια είχαν ζευτεί στις καθημερινές δουλειές τους, ο γερο-Λαδάς είχε βάλει τα γυαλιά του κι έγραφε αργά, προσεχτικά, χαμογελώντας, το χρεωστικό για τις τρεις λίρες, ο παπάς,  την ώρα που πήγαινε φρενιασμένος να βρει το γερο-Πατριαρχέα, τον κάλεσαν να τρέξει να μεταλάβει κάποιον ετοιμοθάνατο κι άλλαξε δρόμο· κι ο καπετάν Φουρτούνας μούγκριζε απάνω στο στρώμα του κι έβριζε τη γρια-Μανταλένια που του άλλαζε τα πανιά και του τύλιγε το σπασμένο κεφάλι.
   Και το Λενιό κάθουνταν στον αργαλειό, ύφαινε τις στερνές μπόλιες και σιγοτραγουδούσε, κι η καρδιά της χόρευε, ανέβαινε ως το λαιμό της, κατέβαινε ως τα νεφρά της, πηδούσε από το ένα βυζί της στο άλλο και τη γαργάλιζε...
   Απάνω, στον οντά του αφεντικού, άκουγε το Λενιό φωνές -ο κύρης μάλωνε, ο γιος αντιμιλούσε, πηγαινόρχουνταν κι οι δυο τους σα να πάλευαν, και το πάτωμα κουνιόταν· μα το Λενιό, σκυμμένη στον αργαλειό της, δε νοιάζουνταν για τους καβγάδες τους κι ούτε έτρεμε πια σαν άκουε τις αγριοφωνάρες του αφέντη... Ξέκοβε από την εξουσία του, έτοιμο ήταν το σκοινί να σπάσει, και να φύγει το Λενιό μαζί με το Μανολιό της απάνω στο βουνό με τα πρόβατα. Είχε βαρεθεί το γερο-Πατριαρχέα, κι ας την αγαπούσε σαν παιδί του, κι ας της είχε βρει γαμπρό, κι ας την προίκιζε με απλοχεριά· τον είχε σιχαθεί πια, δεν τον ήθελε.
   Ο καβγάς τώρα στον οντά φούντωσε, οι αγριοφωνάρες του γέρου ακούστηκαν μια στιγμή καθαρά, και το Λενιό έστησε το αυτάκι ν' ακούσει.
   "Όσο ζω", φώναξε ο γέρος, "εγώ θα κάνω κουμάντο εδώ μέσα, όχι εσύ! Τα ύστερα του κόσμου!"
   Πλαντούσε ο γέρος, τσεύδιζε, μπερδεύτηκαν πάλι τα λόγια του, το Λενιό δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Μα σε λίγο πήρε πάλι καθαρά το αυτί της:
   "Και με το Μανολιό δε θέλω να 'χεις πολλές φιλίες· αυτός, μην το ξεχνάς, είναι φαμέγιος, εσύ άρχοντας, κράτα τη θέση σου!"
   "Τον παλιόγερο", μουρμούρισε το Λενιό, "τον ξεκουτιάρη, που δε σέβεται τ' άσπρα του μαλλιά, μόνο φέρνει εδώ την παλιο-Κατερίνα και σαλιαρίζει! Και δεν καταδέχεται το Μανολιό, μην του μολέψει, τάχα μου, τον κανακάρη του... Αχ, να φύγω, να φύγω, να μη σε βλέπω πια, να μη σε ακούω, παμπόγερε!"
   Πετάχτηκε από τον αργαλειό, δεν τη χωρούσε πια το χαμώι, βγήκε στην αυλή να πάρει αγέρα.
   "Τον παμπόγερο!" μουρμούρισε πάλι, "που να του 'ρθει κόλπος!"
   Πήγε στη μέση της αυλής να τραβήξει νερό, να βουτήξει το κεφάλι της, να δροσερέψει. Μικροκαμωμένη, στρουμπουλή, χοντραχείλα, με τσαχπίνικα μπιρμπιλωτά μάτια και με μια μύτη αϊτίσια, που έμοιαζε αληθινά με τη μύτη του γέρο-άρχοντα. Ήταν μελαχρινή πολύ και νόστιμη, σκανταλιάρα. Στέκουνταν το δειλινό στο κατώφλι, κι όταν ένας άντρας περνούσε, άπλωνε το λαιμό και τον κοίταζε με απληστία, περιέργεια και συμπόνια· έμοιαζε το Λενιό θεριό που πεινάει, σηκώνει κουλουριαχτό το πόδι να χιμήξει, μα ξάφνου λυπάται το κακόμοιρο το ζο που παρουσιάστηκε μπροστά του, το αφήνει να ξεφύγει και προσδοκάει ανυπόμονα το άλλο... Ένα κυνήγι άγριο, ακίνητο, ανήλεο και συνάμα γεμάτο παράπονο ξεσπούσε κάθε δειλινό στο κατώφλι, και το Λενιό έμπαινε μέσα, σα νύχτωνε, εξαντλημένο.
   Τη στιγμή που είχε πια τραβήξει τον κουβά κι ετοιμάζουνταν να χώσει το αναμμένο μουτράκι της μέσα, η πόρτα της αυλής άνοιξε και μπήκε ο Μανολιός.
   "Καλώς το Μανολιό!" ξεφώνισε η κοπέλα κι έκαμε να του χιμήξει, μα κρατήθηκε.
   Τον κοίταξε μοναχά με λαχτάρα κι ερεύνησε πάλι, μοναστραπίς, με τη ματιά της, τα μπράτσα του, το λαιμό, τα στήθη, τα μεριά και τα γόνατα... Σα να 'ταν να παλέψει μαζί του, κι ήθελε να λογαριάσει τι αντίσταση θα βρει κι ως πόσο θα δυσκολευτεί να τον βάλει κάτω.
   Ο Μανολιός δε μίλησε, δρασκέλισε την αυλή, αφήκε στη γωνιά το ραβδί του κι ετοιμάζουνταν ν' ανέβει την πέτρινη σκάλα που πήγαινε στον οντά του αφεντικού. Είχε ακούσει από το δρόμο τις φωνές και βιάζουνταν να μοιραστεί με τον Μιχελή τη μπόρα.
   Φαίνουνταν κουρασμένος κι ανήσυχος. Ευτύς ως είδε το Λενιό, η καρδιά του χτύπησε δυνατά, κατατρομαγμένη· ίσια ίσια αυτή δεν ήθελε να δει την ώρα τούτη. Βιάστηκε να δρασκελίσει την αυλή και να φτάσει στη σκάλα, μα το Λενιό πού να τον αφήσει!
   "E, ε", του φώναξε, "εδώ είμαστε κι εμείς, άρχοντά μου!"
   "Καλημέρα Λενιό", είπε ο Μανολιός με μισό χείλι. "Να με συμπαθάς, βιάζουμουν· είναι ανάγκη να δω το αφεντικό".
   "Άφησέ τον, τι να τον κάνεις τον παλιόγερο;" έκαμε το Λενιό με πνιχτή φωνή, πεισματωμένη. "Αυτός τώρα μαλώνει με τον κανακάρη του, άσε τους να βγάλουν τα μάτια τους. Έλα μέσα να δεις τις μπόλιες..."
   Τον πήρε από το χέρι κι έκαμε να τον τραβήξει μέσα· τον άγγιζε, τον οσμίζουνταν, τον τριγύριζε, ακουμπούσε μια στιγμή απάνω του κι ευτύς πισωδρομούσε κατακόκκινη, αγριεμένη, σαν να την κυνηγούσαν. Κι όλο και τον έσπρωχνε κατά το χαμώι, να μπούνε μέσα.
   "Πότε θα παντρευτούμε, Μανολιό; Ο γέρος βιάζεται".
   "Όταν θέλει ο Θεός!" αποκρίθηκε ο Μανολιός προσπαθώντας να ξεφύγει.
   "Προσκυνώ τη χάρη του", είπε το Λενιό και σοβαρεύτηκε ξαφνικά. "Προσκυνώ τη χάρη του, μα πες του να βιαστεί. Μάης μπαίνει, και το Μάη δεν παντρεύουνται. Θα περιμένουμε λοιπόν τον Θεριστή; Τον Αλωνάρη; Χάνουμε καιρό".
   "Κερδίζουμε καιρό, Λενιό, μη βιάζεσαι, δε μας πήραν τα χρόνια· έχω κι εγώ μερικές δουλειές να τελειώσω πρωτύτερα· κι ύστερα, αν θέλει ο Θεός..."
   "Τι δουλειές;" έκαμε το Λενιό ξαφνιασμένο. "Τι δουλειές; Άλλες από τη βοσκική δεν έχεις".
   "Έχω... έχω..." έκαμε ο Μανολιός προχωρώντας σιγά σιγά κατά την πέτρινη σκάλα.
   "Ποιες; Με ποιον; Γιατί δε μιλάς; Αύριο θα 'μαι γυναίκα σου, πρέπει να ξέρω".
   "Να δω πρώτα το αφεντικό, κι ύστερα... Να μιλήσω πρώτα μαζί του, Λενιό... Άφησέ με".
   "Μανολιό, κοίταξέ με στα μάτια, μην κοιτάζεις χάμω· τι έχεις; Τι έπαθες; Εσύ, σε μια μέρα έλιωσες, Μανολιό μου... Τι σου κάμαν;"
   Τον κοίταζε ανήσυχη, θυμωμένη, βαριά ανασαίνοντας. Κι άξαφνα:
   "Σε μάτιαξαν!" φώναξε. "Να βάλουμε τη θεια σου τη Μανταλένια να σε καπνίσει με φύλλα του Επιτάφιου, να πει το ξόρκι και να σε ξεματιάσει, Μανολιό μου... Έλα μέσα να σου δείξω τις μπόλιες..."
   Ο Μανολιός ένιωθε την ανάσα της απάνω στο λαιμό του, δριμιά μυρωδιά ανέβαινε από το ιδρωμένο κορμί της, κάπου κάπου το στήθος της, φουσκωμένο, σκληρό, άγγιζε το χέρι του, κι όλο το αίμα του Μανολιού τινάζουνταν κι ήθελε να σπάσει τις φλέβες.
   "Θα πάω να φέρω τη γρια-Μανταλένια, δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι μαραμένο, μη φύγεις!" είπε αποφασιστικά το Λενιό.
   Μπήκε μέσα,  φόρεσε το καλό της φουστάνι, σφιχτομαντίλωσε τα μαλλιά της, έβαλε σ' ένα πανεράκι δυο - τρία κόκκινα αυγά, λίγο καφέ και ζάχαρη κι ένα μπουκάλι κρασί, να τα κρατάει της γριάς Μανταλένιας για τον κόπο της. Στράφηκε· είδε το Μανολιό που είχε κιόλας ανέβει τη σκάλα και κοντοστέκουνταν στην πόρτα του αφεντικού, αναποφάσιστος.
   "Μη φύγεις! Μη φύγεις!" του φώναξε. "Έφτασα".

   Οι φωνές τώρα είχαν κοπάσει, ο Μιχελής θα 'χε φύγει, δεν άκουγε πια ο Μανολιός πίσω από την πόρτα του αφεντικού παρά τις βαριές πατημασιές του γέρου, που πήγαινε κι έρχουνταν γρούζοντας και δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει.
   Έσπρωξε την πόρτα, μπήκε· ως τον είδε ο γερο-προεστός, χίμηξε πάνω του.
   "Εσύ φταις", μούγκρισε και σήκωσε το χέρι να τον χτυπήσει. "Εσύ ξεμυαλίζεις το παιδί μου, εσύ τον έβαλες να μοιράσει το βιος μου, το αίμα της καρδιάς μου, στους ξενομπάτες!"
   Είχαν μελανιάσει οι φλέβες του στα μελίγγια, στο λαιμό και στα χέρια, είχε ανοίξει το πουκάμισό του, και το γέρικο στήθος φούσκωνε και ξεφούσκωνε, να σπάσει. Σωριάστηκε στο σοφαδάκι στη γωνιά, έπιασε και με τα δυο του χέρια το κεφάλι κι άρχισε ν' αγκομαχάει και να βήχει.
   Ο Μανολιός ακούμπησε στον τοίχο, κοίταζε το γέρο-άρχοντα ν' αγκομαχάει κι η ψυχή του ήταν γεμάτη θλίψη. «Θεριό 'ναι», συλλογίζουνταν, «η καρδιά του ανθρώπου· θεριό ανήμερο... Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις...»
   Πετάχτηκε πάλι απάνω ο γέρος, σα να μάζεψε δύναμη· άρπαξε το Μανολιό από το γιακά.
   "Εσύ φταις!" του ξαναφώναξε και το σάλιο του πιτσίλισε τα μάγουλα και το λαιμό του Μανολιού. "Εσύ φταις! Σ' έφερα από το βουνό να σε παντρέψω με το Λενιό μου, που το αγαπώ σα θυγατέρα μου, σε κράτησα όλες τις σκόλες εδώ, ξέχασα πως είσαι φαμέγιος μου και τη μέρα της Λαμπρής σ' έβαλα στο τραπέζι μου να φας μαζί μου! Και τώρα εσύ, αχάριστε, να πώς μου το πλερώνεις! Ξεμυάλισες το γιο μου, μπήκατε κρυφά την ώρα που κοιμόμουν στο κελάρι μου, με κλέψατε! Κλέφτη! Κλέφτη! Και δε φτάνει αυτό! Μα ορίστε, για πρώτη φορά σήμερα μου σήκωσε κεφάλι ο Μιχελής. «Άντρας είμαι πια», μου λέει, «θα κάνω το κέφι μου!» Ακούς, τον αναιδέστατο! Σήκωσε κεφάλι, θα κάνει, λέει, το κέφι του! Κι όταν εγώ του φώναξα: «Δε φοβάσαι, μωρέ, τον κύρη σου;» αυτός ο αφιλότιμος μου αποκρίθηκε, και δεν ντράπηκε: «Φοβάμαι το Θεό, κανέναν άλλο!» Ακούς εκεί, κανέναν άλλο! Αυτές είναι σπιουνιές δικές σου, Μανολιό, που να σπούσαν τα πόδια σου, όταν κατέβηκες απ' το βουνό να πασκάσεις μαζί μου. Γιατί δε μιλάς; Τι γουρλώνεις τα μάτια και με θωράς; Μίλα, μωρέ, θα σκάσω!"
   "Αφεντικό", είπε ο Μανολιός με ήσυχη φωνή, "ήρθα να σου ζητήσω την άδεια να γυρίσω στο βουνό".
   Ο γέρος γούρλωσε τα μάτια, τα χείλια του έπαιξαν, τσεύδισε:
   "Τι έκαμε, λέει; Να γυρίσεις στο βουνό; Για ξαναπές το, αν έχεις μούτρα;"
   "Ήρθα, αφεντικό, να σου ζητήσω την άδεια να γυρίσω στο βουνό".
   "Κι ο γάμος;" φώναξε ο γέρος κι άρχισε πάλι να πρήσκεται ο λαιμός του. "Πότε, μωρέ σερσέμη, θα γίνει ο γάμος; Το Μάη; Το Μάη που παντρεύουνται τα γαϊδούρια; Θα γίνει τώρα τον Απρίλη· γι' αυτό σ' έφερα· εγώ κάνω κουμάντο!"
   "Άφησέ με, αφεντικό, λίγον καιρό ακόμα..."
   "Γιατί, τι σου χρειάζεται; Τι έπαθες;"
   "Να, δεν είμαι ακόμα έτοιμος, αφεντικό".
   "Δεν είσαι ακόμα έτοιμος; Τι θα πει αυτό;"
   "Δεν ξέρω κι εγώ, αφεντικό... Να, νιώθω πως δεν είμαι ακόμα έτοιμος. Η ψυχή μου..."
   "Ποια ψυχή, μωρέ; Μου φαίνεται πως σου 'χει στρίψει... Ακούς εκεί η ψυχή του, λέει! Έχεις και συ ψυχή;
   "Πώς να το πω, αφεντικό; Μια φωνή μέσα μου..."
   "Σκασμός!"
   Ο Μανολιός άπλωσε το χέρι ν' ανοίξει την πόρτα· ο γέρος τον άρπαξε.
   "Πού πας; Στάσου εδώ!"
   Έκαμε πάλι απάνω κάτω βόλτες στον οντά, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι, πόνεσε, δάγκασε τα χείλια.
   "Θα με φάτε σήμερα κι οι δυο σας· θα πλαντάξω! Τα ύστερα του κόσμου! Ο γιος μου, λέει, δε με φοβάται, φοβάται μονάχα το Θεό· και τούτος ο παλιοφαμέγιος, η ψυχή μου, λέει..."
   Στράφηκε αγριεμένος στο φαμέγιο του:
   "Άε να χαθείς! Φεύγα να μη σε βλέπω! Αν τούτο το μήνα δε γίνει ο γάμος, θα φύγεις από τη δούλεψή μου. Ξεκουμπίσου από το σπίτι μου! Και θα βρω εγώ άλλον άντρα, καλύτερο, για το Λενιό μου. Γκρεμίσου από 'δω!"
   Ο Μανολιός άνοιξε την πόρτα, κατέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια, έριξε μια ματιά στην αυλή, το Λενιό δεν είχε ακόμα γυρίσει, άδραξε από τη γωνιά το ραβδί του, άνοιξε την πόρτα και πήρε τρεχάτος τον ανήφορο, κατά το βουνό.

   Στο πηγάδι του Άι-Βασίλη, απόξω από το χωριό, στάθηκε να ξαποστάσει. Παλιό, ξακουστό πηγάδι, γυροτραφισμένο με αψηλά καλάμια, με μαρμαρένιο γυαλιστερό αφρόχειλο, που το 'χαν χαράξει βαθιά, αιώνες τώρα, τα σκοινιά που κατέβαζαν τους κουβάδες. Το δειλινό έρχουνταν οι κοπέλες και τραβούσαν το δροσερό νερό που κατέβαινε από το βουνό κι ήταν, λένε, θαυματουργό και έγιαινε πολλές αρρώστιες -την πέτρα, το συκώτι, τα νεφρά. Κάθε χρόνο, τη μέρα των Φώτων, έρχουνταν εδώ ο παπάς και το άγιαζε. Ο Άι-Βασίλης από την Καισαρεία, φορτωμένος παιχνιδάκια για τα μικρά παιδιά όλου του κόσμου, από το πηγάδι τούτο, έχουν να πουν, περνάει και πίνει νερό, πριν κινήσει για την περιοδεία του, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Γι' αυτό και το λένε πηγάδι του Άι-Βασίλη. Γι' αυτό και το νερό του είναι θαματουργό.
   Ο ήλιος, κρεμάμενος κατάκορφα στον ουρανό, χύνουνταν απάνω στη γης ακίνητος καταρράχτης. Τα σπαρμένα, χλωροπράσινα, αμέστωτα ακόμα, σήκωναν τις τρυφερές κορφές τους κι έπιναν ασάλευτα τον ήλιο και θρέφουνταν. Οι ελιές, το κάθε φύλλο της ελιάς, έσταζε φως· πέρα, η Σαρακήνα, τυλιγμένη σε πύρινο διάφανο πέπλο, άχνιζε· μαυρολογούσαν οι σπηλιές της, και στην κορφή της το εκκλησάκι του Άι-Λια είχε λιώσει κι αφανιστεί μέσα στην αστραφτερή φωτοχυσία.
   Ο Μανολιός πήρε το σκοινί, τράβηξε νερό, έβαλε μέσα στον κουβά το πρόσωπό του, ήπιε, δροσίστηκε· άνοιξε το στήθος του, σκούπισε τον ιδρώτα. Στήλωσε τα μάτια του στη Σαρακήνα, κι ο παπα-Φώτης, ασκητικός, άγριος, όλο φλόγα και φως, σα να 'ταν αλάκερος καμωμένος από ήλιο, ορθώθηκε στο νου του. Τον κοίταζε ο Μανολιός χωρίς να συλλογιέται τίποτα, χωρίς να ρωτάει τίποτα, βυθισμένος σε ασάλευτη μακαριότητα.
   Ώρα πολλή κρατούσε έτσι τα μάτια του στυλωμένα στο φως με την ασκητική παρουσία κι έπινε κι αυτός, σαν το τρυφερό κοτσάνι του σιταριού, ασάλευτος, τη λάμψη και θρέφουνταν. Ύστερα από μήνες, σε μια ώρα θανάσιμη, έφερε στο νου του την ασάλευτη τούτη στιγμή στο αφρόχειλο του πηγαδιού κι ένιωσε πως η στιγμή τούτη στάθηκε η μεγαλύτερη χαρά της ζωής του. Όχι χαρά, κάτι πιο βαθύ, πιο σκληρό κι αιώνιο, σα σταύρωση.
   Όταν σηκώθηκε να πιάσει το αντικρινό βουνό της Παναγιάς και ν' ανέβει στο μαντρί του, ο ήλιος πια έγερνε να βασιλέψει.
   "Θα με πήρε ο ύπνος", μουρμούρισε, "βράδιασε πια..."
   Αποταυρίστηκε, έσφιξε το ζωνάρι του, σήκωσε από χάμω το βοσκοράβδι του· βιάζουνταν να ξαναβρεί τους αγαπημένους συντρόφους της μοναξιάς του -τα πρόβατα, τα κριάρια, τα μαντρόσκυλα. Και τον άγριο ηλιοψημένο παραγιό του, τον κατσαρομάλλη έφηβο, το Νικολιό.
   Σήκωνε το πόδι του να κινήσει, όταν άξαφνα τα καλάμια θρόισαν κι ακούστηκε πίσω του μια δροσερή φωνή παρακλητικιά και περιπαίχτρα:
   "Ε, Μανολιό, φοβήθηκες και φεύγεις; Στάσου, έχω ένα λόγο να σου πω".
   Στράφηκε· η χήρα η Κατερίνα, με το σταμνί στον ώμο, ξεπρόβαινε από τον καλαμιώνα. Πήρε αρπαχτά το μάτι του τον αστραφτερό λαιμό, τα γυμνά χυτά μπράτσα και τα κόκκινα χείλια που γελούσαν.
   "Τι με θες;" είπε και χαμήλωσε τα μάτια.
   "Γιατί με κυνηγάς, Μανολιό;" είπε η χήρα, κι η φωνή της τώρα ήταν όλο πάθος και παράπονο.
   Απίθωσε το σταμνί στο αφρόχειλο του πηγαδιού κι αναστέναξε.
   "Κάθε νύχτα έρχεσαι στ' όνειρό μου, δε μ' αφήνεις πια να κοιμηθώ. Να, τούτα τα ξημερώματα ονειρεύτηκα πως κρατούσες το φεγγάρι και το 'κοβες φέτες, σα να 'ταν μήλο, και με τάιζες... Τι έχεις μαζί μου, Μανολιό; Γιατί με κυνηγάς; Για να σε βλέπω στον ύπνο μου, πάει να πει πως με συλλογιέσαι".
   Ο Μανολιός δε σήκωνε τα μάτια από χάμω· ένιωθε την αναπνοή της χήρας να τον τυλίγει, πύρινη· τα μελίγγια του χτυπούσαν δυνατά. Σώπαινε.
   "Κοκκίνησες, κοκκίνησες, Μανολιό", έκαμε η χήρα κι η φωνή της ήταν ζεστή, λίγο βραχνή, χαρούμενη. "Με συλλογιέσαι το λοιπόν, Μανολιό μου, είχα δίκιο! Κι εγώ σε συλλογιέμαι, κι εγώ... Κι όταν σε βάλω στο νου μου, ντρέπουμαι, σα να 'μαι γυμνή και με βλέπεις... Σα να 'μαι γυμνή, κι είσαι αδερφός μου και με βλέπεις".
   "Σε συλλογιέμαι", αποκρίθηκε ο Μανολιός και δε σήκωνε ακόμα τα μάτια. "Σε συλλογιέμαι και σε πονώ. Όλη τη Μεγάλη Βδομάδα σε είχα στο νου μου. Συμπάθα με!"
   Η χήρα κάθισε στο αφρόχειλο του πηγαδιού· άξαφνα είχε νιώσει γλυκιά, αβάσταχτη κούραση, δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια της. Σώπαινε τώρα κι αυτή. Έγειρε στο πηγάδι, κοίταζε βαθιά  απάνω στο σκοτεινό μαυροπράσινο νερό το πρόσωπό της. Όλη της η ζωή πέρασε, αστραπή, από το νου της: ορφανή, παπαδοπούλα από μακρινό κεφαλοχώρι, κι είχε γνωρίσει τον άντρα της στο πανηγύρι της Παναγιάς της Μυρτιώτισσας· πολύ πιο μεγάλος από αυτή, γεροντομπασμένος πια, μα καλός νοικοκύρης· κι αυτή φτωχή. Την πήρε -δεν την πήρε, την αγόρασε· τη στεφανώθηκε και την έφερε στη Λυκόβρυση, ήθελε παιδιά, δεν μπόρεσε να της κάμει, πέθανε. Ξαπλωμένη, είκοσι χρονών χήρα, στο στρώμα της, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Και τ' ανύπαντρα παλικάρια του χωριού δεν μπορούσαν κι αυτά να κοιμηθούν· τριγύριζαν τα μεσάνυχτα την πόρτα της, τα παραθύρια της, την αυλή της, της τραγουδούσαν ερωτιάρικους αμανέδες κι αναστέναζαν σα μοσκάρια· αναστέναζε κι αυτή από μέσα. Κράτησε το μαρτύριο αυτό ένα χρόνο, δυο χρόνια· μια νύχτα, ένα Σαββατόβραδο, δε βάσταξε πια· είχε λουστεί τη μέρα εκείνη, είχε βάλει δαφνόλαδο στα μαλλιά της, είδε το κορμί της, το λυπήθηκε· άνοιξε την πόρτα της· ένα παλικάρι, όποιο έτυχε, μπήκε μέσα. Τα ξημερώματα, πριν ξυπνήσουν οι χωριανοί, έφυγε· η χήρα ένιωσε μεγάλη γλύκα· ένιωσε ακόμα πως η ζωή 'ναι λίγη κι είναι κρίμα μεγάλο να χάνεται· τ' άλλα μεσάνυχτα άνοιξε πάλι την πόρτα...
   Σήκωσε το πρόσωπό της από το μαυροπράσινο νερό.
   "Γιατί με πονάς, Μανολιό;" ρώτησε. 
   "Δεν ξέρω, Κατερίνα, μη με ρωτάς· αλήθεια, σα να 'σαι αδερφή μου σε πονώ".
   "Ντρέπεσαι για μένα;"
   "Δεν ξέρω, μη με ρωτάς, σε πονώ".
   "Τι θες από μένα;"
   "Τίποτα δε θέλω, τίποτα!" φώναξε ο Μανολιός τρομαγμένος κι έκαμε να φύγει.
   "Μη φεύγεις, μη φεύγεις, Μανολιό!" κι η φωνή της έτρεμε.
   Ο Μανολιός, χωρίς να στραφεί, στάθηκε. Σώπασαν πάλι. Και σε λίγο η χήρα:
   "Σαν Αργάγγελος μου φαίνεσαι, Μανολιό", είπε. "Σαν Αρχάγγελος, και θες να μου πάρεις την ψυχή".
   "Άφησέ με να φύγω", έκαμε ο Μανολιός. "Δε θέλω τίποτα! Θέλω να φύγω!"
   "Βιάζεσαι", είπε η χήρα πεισματωμένη τώρα κι η φωνή της αντιλάλησε πάλι περγελαστή. "Βιάζεσαι να πας στο βουνό, να πιεις γάλα, να φας κρέας, να καρδαμώσεις. Παντρεύεσαι, παντρεύεσαι, Μανολιό, και το Λενιό δε χωρατεύει!"
   "Δεν παντρεύουμαι!" φώναξε ο Μανολιός και τρόμαξε.
   Πρώτη φορά συλλογίστηκε ένα τέτοιο πράμα.
   "Δεν παντρεύουμαι, δε θα παντρευτώ ποτέ, θέλω να πεθάνω".
   Κι άξαφνα, ως απομίλησε, αλάφρωσε. Στράφηκε, είδε τώρα τη χήρα κατάματα, σα να μη τη φοβόταν πια· σα να 'χε φύγει από πάνω του ένα μεγάλο βάρος.
   "Γεια σου", είπε με ήσυχη φωνή, "φεύγω!"
   Η χήρα τον έβλεπε ν' αλαργαίνει κι η καρδιά της πιάστηκε.
   "Μη με συλλογιέσαι, Μανολιό", φώναξε απελπισμένη, "μην έρχεσαι στον ύπνο μου, μη με τυραννάς· πήρα τον κακό δρόμο, παράτα με!"
   «Σε πονώ, σε πονώ, αδερφή μου, δε θέλω να χαθείς!» συλλογίστηκε ο Μανολιός, μα δε στράφηκε, δεν αποκρίθηκε· είχε πια πάρει το μονοπάτι του βουνού κι ανέβαινε.

Καζαντζάκης Νίκος, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Εx-amaxis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: