Τζέην Μπολέυν, Μπλίκλινγκ Χωλ, Νόρφολκ
Ιούλιος 1539
Έχει ζέστη σήμερα και ο άνεμος που φυσάει πάνω από τις πεδιάδες και τα βαλτοτόπια φέρνει μια αποφορά πανούκλας. Αν ήταν ακόμα εδώ ο σύζυγός μου, δε θα μέναμε ποτέ κλεισμένοι μέσα μια τέτοια μέρα, να χαζεύουμε τη μολυβένια αυγή και το μουντό κόκκινο ηλιοβασίλεμα, αλλά θα ταξιδεύαμε με τη βασιλική Αυλή, διασχίζοντας τις δασωμένες εξοχές και τους ασβεστολιθικούς λόφους του Χαμσάιρ και του Σάσσεξ, της πλουσιότερης και ομορφότερης υπαίθρου ολόκληρης της Αγγλίας, ιππεύοντας στους ανηφορικούς δρόμους και περιμένοντας να αντικρίσουμε τη θάλασσα. Κάθε πρωί θα πηγαίναμε για κυνήγι, το μεσημέρι θα γευματίζαμε κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων και τη νύχτα θα χορεύαμε στην πολυτελή αίθουσα κάποιας εξοχικής κατοικίας, κάτω από την κίτρινη λάμψη των πυρσών. Ήμαστε φίλοι με τους σπουδαιότερους Οίκους του τόπου, είχαμε την εύνοια του βασιλιά, ήμαστε συγγενείς της βασίλισσας. Όλοι μας αγαπούσαν· ήμαστε οι Μπολέυν, η ομορφότερη και πιο εκλεπτυσμένη οικογένεια της βασιλικής Αυλής. Όποιος γνώριζε τον Τζωρτζ τον ποθούσε, κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην Άννα και όλοι με κόρταραν προκειμένου να εξασφαλίσουν μερίδιο στην προσοχή τους. Ο Τζωρτζ ήταν εκθαμβωτικά όμορφος -μελαχρινός, με σκούρα μάτια- και ίππευε πάντα τα καλύτερα άλογα, ενώ δεν έλειπε ποτέ από το πλευρό της βασίλισσας. Η Άννα ήταν στο απώγειο της ομορφιάς και του πνεύματος, θελκτική σαν σκούρο μέλι. Κι εγώ τους ακολουθούσα παντού.
Τους κοιτούσα να παραβγαίνουν στην ιππασία, καλπάζοντας δίπλα δίπλα σαν εραστές, και άκουγα τα γέλια τους πάνω από τα ποδοβολητά των αλόγων. Μερικές φορές, όταν τους έβλεπα μαζί, έτσι πλούσιους, νέους και όμορφους, δεν μπορούσα να πω ποιον από τους δύο αγαπούσα περισσότερο.
Όλοι στην Αυλή ήταν ερωτευμένοι μαζί τους, με τη μελαχρινή ομορφιά και την τσαχπινιά των Μπολέυν, με την πλούσια ζωή τους: με αυτούς τους εραστές του παιχνιδιού και του ρίσκου· τους θερμούς υποστηρικτές της εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης, τους τόσο εύστροφους και ετοιμόλογους, τους τόσο τολμηρούς στα διαβάσματα και στη σκέψη. Από τον βασιλιά μέχρι την τελευταία παραδουλεύτρα, όλοι θαμπώνονταν από αυτούς τους δύο. Ακόμα και σήμερα, τρία χρόνια μετά, μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι δεν θα τους ξαναδώ. Πώς είναι δυνατόν να χάθηκαν αυτοί οι δύο άνθρωποι, τόσο νέοι, τόσο γεμάτοι ζωή; Στο μυαλό και στην καρδιά μου τους βλέπω ακόμα να καλπάζουν μαζί, το ίδιο νέοι, το ίδιο όμορφοι. Και γιατί, άλλωστε, να μην επιθυμώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να ήταν αλήθεια; Δεν έχουν περάσει παρά τρία χρόνια από την τελευταία φορά που τους είδα· τρία χρόνια, δύο μήνες και εννιά μέρες από τη στιγμή που τα δάχτυλα του Τζώρτζ χάιδεψαν τα δικά μου και μου είπε χαμογελαστός: "Καλή σου μέρα, γυναίκα μου, πρέπει να πηγαίνω, έχω πάρα πολλές δουλειές σήμερα". Ήταν πρωί Πρωτομαγιάς και ετοιμαζόμασταν για τις κονταρομαχίες. Ήξερα ότι αυτός και η αδελφή του κινδύνευαν, αλλά δεν ήξερα πόσο πολύ.