Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

[ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ ]

Τζέην Μπολέυν, Μπλίκλινγκ Χωλ, Νόρφολκ
Ιούλιος 1539
   Έχει ζέστη σήμερα και ο άνεμος που φυσάει πάνω από τις πεδιάδες και τα βαλτοτόπια φέρνει μια αποφορά πανούκλας. Αν ήταν ακόμα εδώ ο σύζυγός μου, δε θα μέναμε ποτέ κλεισμένοι μέσα μια τέτοια μέρα, να χαζεύουμε τη μολυβένια αυγή και το μουντό κόκκινο ηλιοβασίλεμα, αλλά θα ταξιδεύαμε με τη βασιλική Αυλή, διασχίζοντας τις δασωμένες εξοχές και τους ασβεστολιθικούς λόφους του Χαμσάιρ και του Σάσσεξ, της πλουσιότερης και ομορφότερης υπαίθρου ολόκληρης της Αγγλίας, ιππεύοντας στους ανηφορικούς δρόμους και περιμένοντας να αντικρίσουμε τη θάλασσα. Κάθε πρωί θα πηγαίναμε για κυνήγι, το μεσημέρι θα γευματίζαμε κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων και τη νύχτα θα χορεύαμε στην πολυτελή αίθουσα κάποιας εξοχικής κατοικίας, κάτω από την κίτρινη λάμψη των πυρσών. Ήμαστε φίλοι με τους σπουδαιότερους Οίκους του τόπου, είχαμε την εύνοια του βασιλιά, ήμαστε συγγενείς της βασίλισσας. Όλοι μας αγαπούσαν· ήμαστε οι Μπολέυν, η ομορφότερη και πιο εκλεπτυσμένη οικογένεια της βασιλικής Αυλής. Όποιος γνώριζε τον Τζωρτζ τον ποθούσε, κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην Άννα και όλοι με κόρταραν προκειμένου να εξασφαλίσουν μερίδιο στην προσοχή τους. Ο Τζωρτζ ήταν εκθαμβωτικά όμορφος -μελαχρινός, με σκούρα μάτια- και ίππευε πάντα τα καλύτερα άλογα, ενώ δεν έλειπε ποτέ από το πλευρό της βασίλισσας. Η Άννα ήταν στο απώγειο της ομορφιάς και του πνεύματος, θελκτική σαν σκούρο μέλι. Κι εγώ τους ακολουθούσα παντού. 
   Τους κοιτούσα να παραβγαίνουν στην ιππασία, καλπάζοντας δίπλα δίπλα σαν εραστές, και άκουγα τα γέλια τους πάνω από τα ποδοβολητά των αλόγων. Μερικές φορές, όταν τους έβλεπα μαζί, έτσι πλούσιους, νέους και όμορφους, δεν μπορούσα να πω ποιον από τους δύο αγαπούσα περισσότερο.
   Όλοι στην Αυλή ήταν ερωτευμένοι μαζί τους, με τη μελαχρινή ομορφιά και την τσαχπινιά των Μπολέυν, με την πλούσια ζωή τους: με αυτούς τους εραστές του παιχνιδιού και του ρίσκου· τους θερμούς υποστηρικτές της εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης, τους τόσο εύστροφους και ετοιμόλογους, τους τόσο τολμηρούς στα διαβάσματα και στη σκέψη. Από τον βασιλιά μέχρι την τελευταία παραδουλεύτρα, όλοι θαμπώνονταν από αυτούς τους δύο. Ακόμα και σήμερα, τρία χρόνια μετά, μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι δεν θα τους ξαναδώ. Πώς είναι δυνατόν να χάθηκαν αυτοί οι δύο άνθρωποι, τόσο νέοι, τόσο γεμάτοι ζωή; Στο μυαλό και στην καρδιά μου τους βλέπω ακόμα να καλπάζουν μαζί, το ίδιο νέοι, το ίδιο όμορφοι. Και γιατί, άλλωστε, να μην επιθυμώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να ήταν αλήθεια; Δεν έχουν περάσει παρά τρία χρόνια από την τελευταία φορά που τους είδα· τρία χρόνια, δύο μήνες και εννιά μέρες από τη στιγμή που τα δάχτυλα του Τζώρτζ χάιδεψαν τα δικά μου και μου είπε χαμογελαστός: "Καλή σου μέρα, γυναίκα μου, πρέπει να πηγαίνω, έχω πάρα πολλές δουλειές σήμερα". Ήταν πρωί Πρωτομαγιάς και ετοιμαζόμασταν για τις κονταρομαχίες. Ήξερα ότι αυτός και η αδελφή του κινδύνευαν, αλλά δεν ήξερα πόσο πολύ.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

[ Ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ]

  
   Ανακαλύπτω ότι είμαι ιδιαίτερα ασουλούπωτος άνθρωπος. Κοιτάξτε με. Αν βγάλω την περούκα, η εμφάνισή μου είναι άθλια. Τα μαλλιά μου (ό,τι απέμεινε απ' αυτά), έχουν το χρώμα της άμμου και είναι σκληρά σαν γουρουνότριχες, τα αυτιά μου έχουν άνισο μέγεθος, το μέτωπό μου είναι όλο φακίδες, κι όσο για τη μύτη μου, που δεν μπορώ να την κρύψω όσο χαμηλά κι αν κατεβάσω την περούκα, είναι τόσο πλακουτσωτή, λες και με χτύπησαν στη γέννα.
   Μήπως όντως με χτύπησαν στη γέννα; Δεν το πιστεύω, γιατί οι γονείς μου ήταν καλοί κι ευγενικοί άνθρωποι, ούτε υπάρχει τρόπος να το μάθω. Οι γονείς μου πέθαναν στην πυρκαγιά του 1662. Ο πατέρας μου είχε μύτη Ρωμαίου αυτοκράτορα. Μια τέτοια ίσια και περήφανη μύτη θα σουλούπωνε και το δικό μου πρόσωπο, μα, αλίμονο, δεν την κληρονόμησα. Μήπως δεν είμαι γιος του πατέρα μου; Είμαι αλλοπρόσαλλος, υπερβολικός, άπληστος, σκυθρωπός και καυχησιάρης. Μήπως είμαι γιος του Έιμος Τριφέλερ, του γέρου που έφτιαχνε τα καλούπια στο καπελάδικο του πατέρα μου; Μ' αρέσει, όπως άρεσε και στον Έιμος, ν' αγγίζω πράγματα από γυαλισμένο ξύλο. Το τηλεσκόπιό μου, για παράδειγμα. Παραδέχομαι ότι η τάξη μέσα στο κεφάλι μου αποκαθίσταται με μεγαλύτερη ευκολία, όταν απλά και μόνο πιάνω στα χέρια μου αυτό το επιστημονικό όργανο παρά όταν αντικρίζω τα μυστικά που μου αποκαλύπτουν οι φακοί του. Τ' αστέρια είναι τόσο πολλά και τόσο μακρινά ώστε το μόνο που πετυχαίνουν είναι να με κάνουν να διαπιστώνω με τρόμο πόσο ασήμαντος είμαι.
   Δεν ξέρω αν μπορείτε να με φανταστείτε. Τώρα που τούτη η χρονιά, το 1664, πλησιάζει στο τέλος της, κλείνω τα τριάντα εφτά. Η κοιλιά μου είναι πλαδαρή και γεμάτη φακίδες, παρόλο που σπάνια τη βλέπει ο ήλιος. Μοιάζει σαν ένα ολόκληρο πλήθος από σκόρους να προσγειώθηκε πάνω της στη διάρκεια της νύχτας. Δεν είμαι ψηλός, αλλά αυτή την εποχή είναι της μόδας τα ψηλά τακούνια. Προσπαθώ να είμαι σχολαστικός με τα ρούχα μου, αλλά έχω την τρομερή συνήθεια να τα λεκιάζω την ώρα που τρώω. Τα μάτια μου είναι υγρά και γαλάζια. Στα παιδικά μου χρόνια, με θεωρούσαν αληθινό άγγελο κι όποτε έβρισκαν την ευκαιρία με στρίμωχναν μέσα σ' ένα κοστούμι από μπλε μουαρέ, έτσι που για τη μητέρα μου ήμουν ένας ολάκερος μικρός κόσμος: η άμμος και η θάλασσα στα χρώματά μου και η ανάλαφρη αύρα στην παιδική μου φωνή. Ως την ημέρα του πύρινου θανάτου της, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήμουν άνθρωπος με υπόληψη. Μέσα στην ευωδιαστή σκοτεινή αποθήκη του Έιμος Τριφέλερ (το μέρος όπου κάναμε όλες τις μυστικές μας συζητήσεις), έπιανε το χέρι μου και μου σιγοψιθύριζε όλες τις ελπίδες της για το λαμπρό μου μέλλον. Αυτό που δεν μπορούσε να δει, αυτό που ούτε εγώ έβρισκα την τόλμη να της δείξω, ήταν ότι δε ζούσαμε πια στην εποχή της εντιμότητας, αλλά στην Εποχή των Ευκαιριών. Και μόνο οι ηλικιωμένοι (όπως η μητέρα μου) και οι τρομερά μύωπες (όπως ο φίλος μου ο Πιρς), δεν μπορούσαν να το διακρίνουν και να το εκμεταλλευτούν αυτό προς όφελός τους. Ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι ο Πιρς αδυνατεί να κατανοήσει, πόσο μάλλον να γελάσει με τα ευτράπελα της Αυλής που αισθάνομαι την ανάγκη να του μεταφέρω όταν, πολύ σπάνια, βγαίνει από το υγρό του σπίτι στο Φένλαντ για να με επισκεφτεί. Ως δικαιολογία επικαλείται το ότι είναι Κουακέρος. Τότε είναι σειρά μου να γελάσω.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

[ Η ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ ]


   
   Η Γαλλία, εκείνα τα χρόνια, βρισκόταν σε πόλεμο χωρίς να τον ζει. Από τα τέλη του περασμένου αιώνα, μετά τις χίμαιρες του βασιλιά Καρόλου Η΄ στην Ανατολή, είχε επιλέξει την Ιταλία ως πεδίον δόξης για τους αξιωματικούς της. Επέστρεψαν από εκεί γεμάτοι δόξα, έστω και νικημένοι. Διασκέδαζαν κατακτώντας βασίλεια για να τα χάσουν αμέσως μετά, έκαναν συμμαχίες οι οποίες διαλύονταν σύντομα και γενικά μπορεί να πει κανείς ότι έπαιζαν με τις χώρες και τους λαούς σαν να επρόκειτο για τραπουλόχαρτα. Η χαρούμενη αυτή καβαλαρία από θωρακοφόρους πάπες, από ηγεμόνες ερωτευμένους με την τέχνη και από κατακτητές ζαλισμένους από τις δολοπλοκίες, είχε προσφέρει στη Γαλλία την πολυπόθητη ειρήνη και ευμάρεια, γιατί όλα γίνονταν μακριά από τα εδάφη της. Τίποτα, ακόμα και η καταστροφή της Παβίας, δεν είχε ταράξει την ειρήνη που είχε εγκαθιδρυθεί μετά τον Εκατονταετή Πόλεμο (1). Οι σιτοβολώνες ήταν γεμάτοι και σε όλη τη χώρα έρεαν υφάσματα και κρασιά, μπαχαρικά και έργα τέχνης. Οι ευγενείς ζούσαν στη γη τους και την έκαναν προσοδοφόρα, ενώ παντού υψώνονταν αρχαιοπρεπείς πύργοι χτισμένοι σε ιταλικό ρυθμό.
   Αυτά σκεφτόταν ο δον Γκονζάγκες καθώς κοιτούσε από το παράθυρο του μοναστηριού. Το ψιλόβροχο της Νορμανδίας έπεφτε σιωπηλά στο εύφορο, καταπράσινο λιβάδι. Μέσα του ωστόσο ένιωθε θλίψη. Η ειρηνική ατμόσφαιρα, τα παχιά βόδια, οι κατσίκες, οι αγελάδες με τα γεμάτα μαστάρια, οι μηλιές που τα άνθη τους λύγιζαν από τη βροχή και που υπόσχονταν αργότερα μια θαυμαστή συγκομιδή, γέμιζαν, άθελά του, με θλίψη την καρδιά του παλαίμαχου στρατιωτικού. Η ζωή του, εδώ και είκοσι χρόνια που είχε ενδυθεί τον σταυρό της Μάλτας (2) και είχε ακολουθήσει τον ιππότη Ντε Βιλγκανιόν, δεν ήταν τίποτε άλλο από σκοτωμούς, πείνα και αναγκαστικές πορείες. Είχε πολεμήσει τους Τούρκους πρώτα στο Αλγέρι και μετά στην Ουγγαρία, τους Αυτοκρατορικούς (3) ένδοξα αλλά χωρίς κανένα όφελος στο Μιλάνο και τους Άγγλους στη Μπολόνια. Κι όσο εκείνος πολεμούσε και υπέφερε από τις φωτιές, τα ζωύφια και τα απαίσια φαγητά, το λιβάδι που απλωνόταν μπροστά του δεν είχε πάψει στιγμή να είναι καταπράσινο.