Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

[ Ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ]

  
   Ανακαλύπτω ότι είμαι ιδιαίτερα ασουλούπωτος άνθρωπος. Κοιτάξτε με. Αν βγάλω την περούκα, η εμφάνισή μου είναι άθλια. Τα μαλλιά μου (ό,τι απέμεινε απ' αυτά), έχουν το χρώμα της άμμου και είναι σκληρά σαν γουρουνότριχες, τα αυτιά μου έχουν άνισο μέγεθος, το μέτωπό μου είναι όλο φακίδες, κι όσο για τη μύτη μου, που δεν μπορώ να την κρύψω όσο χαμηλά κι αν κατεβάσω την περούκα, είναι τόσο πλακουτσωτή, λες και με χτύπησαν στη γέννα.
   Μήπως όντως με χτύπησαν στη γέννα; Δεν το πιστεύω, γιατί οι γονείς μου ήταν καλοί κι ευγενικοί άνθρωποι, ούτε υπάρχει τρόπος να το μάθω. Οι γονείς μου πέθαναν στην πυρκαγιά του 1662. Ο πατέρας μου είχε μύτη Ρωμαίου αυτοκράτορα. Μια τέτοια ίσια και περήφανη μύτη θα σουλούπωνε και το δικό μου πρόσωπο, μα, αλίμονο, δεν την κληρονόμησα. Μήπως δεν είμαι γιος του πατέρα μου; Είμαι αλλοπρόσαλλος, υπερβολικός, άπληστος, σκυθρωπός και καυχησιάρης. Μήπως είμαι γιος του Έιμος Τριφέλερ, του γέρου που έφτιαχνε τα καλούπια στο καπελάδικο του πατέρα μου; Μ' αρέσει, όπως άρεσε και στον Έιμος, ν' αγγίζω πράγματα από γυαλισμένο ξύλο. Το τηλεσκόπιό μου, για παράδειγμα. Παραδέχομαι ότι η τάξη μέσα στο κεφάλι μου αποκαθίσταται με μεγαλύτερη ευκολία, όταν απλά και μόνο πιάνω στα χέρια μου αυτό το επιστημονικό όργανο παρά όταν αντικρίζω τα μυστικά που μου αποκαλύπτουν οι φακοί του. Τ' αστέρια είναι τόσο πολλά και τόσο μακρινά ώστε το μόνο που πετυχαίνουν είναι να με κάνουν να διαπιστώνω με τρόμο πόσο ασήμαντος είμαι.
   Δεν ξέρω αν μπορείτε να με φανταστείτε. Τώρα που τούτη η χρονιά, το 1664, πλησιάζει στο τέλος της, κλείνω τα τριάντα εφτά. Η κοιλιά μου είναι πλαδαρή και γεμάτη φακίδες, παρόλο που σπάνια τη βλέπει ο ήλιος. Μοιάζει σαν ένα ολόκληρο πλήθος από σκόρους να προσγειώθηκε πάνω της στη διάρκεια της νύχτας. Δεν είμαι ψηλός, αλλά αυτή την εποχή είναι της μόδας τα ψηλά τακούνια. Προσπαθώ να είμαι σχολαστικός με τα ρούχα μου, αλλά έχω την τρομερή συνήθεια να τα λεκιάζω την ώρα που τρώω. Τα μάτια μου είναι υγρά και γαλάζια. Στα παιδικά μου χρόνια, με θεωρούσαν αληθινό άγγελο κι όποτε έβρισκαν την ευκαιρία με στρίμωχναν μέσα σ' ένα κοστούμι από μπλε μουαρέ, έτσι που για τη μητέρα μου ήμουν ένας ολάκερος μικρός κόσμος: η άμμος και η θάλασσα στα χρώματά μου και η ανάλαφρη αύρα στην παιδική μου φωνή. Ως την ημέρα του πύρινου θανάτου της, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήμουν άνθρωπος με υπόληψη. Μέσα στην ευωδιαστή σκοτεινή αποθήκη του Έιμος Τριφέλερ (το μέρος όπου κάναμε όλες τις μυστικές μας συζητήσεις), έπιανε το χέρι μου και μου σιγοψιθύριζε όλες τις ελπίδες της για το λαμπρό μου μέλλον. Αυτό που δεν μπορούσε να δει, αυτό που ούτε εγώ έβρισκα την τόλμη να της δείξω, ήταν ότι δε ζούσαμε πια στην εποχή της εντιμότητας, αλλά στην Εποχή των Ευκαιριών. Και μόνο οι ηλικιωμένοι (όπως η μητέρα μου) και οι τρομερά μύωπες (όπως ο φίλος μου ο Πιρς), δεν μπορούσαν να το διακρίνουν και να το εκμεταλλευτούν αυτό προς όφελός τους. Ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι ο Πιρς αδυνατεί να κατανοήσει, πόσο μάλλον να γελάσει με τα ευτράπελα της Αυλής που αισθάνομαι την ανάγκη να του μεταφέρω όταν, πολύ σπάνια, βγαίνει από το υγρό του σπίτι στο Φένλαντ για να με επισκεφτεί. Ως δικαιολογία επικαλείται το ότι είναι Κουακέρος. Τότε είναι σειρά μου να γελάσω.
   Ας γυρίσουμε λοιπόν ξανά στο άτομό μου -που για μένα είναι το προσφιλέστερο θέμα συζήτησης.
   Ονομάζομαι Ρόμπερτ Μεριβέλ και, παρά το ότι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά μου δεν μου αρέσουν διόλου (συγκεκριμένα η πλακουτσωτή μου μύτη), είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με το όνομά μου, μια και στη γαλλική του προέλευση  χρωστάω ένα μεγάλο μέρος της καλής μου τύχης. Μετά την επιστροφή του Βασιλιά, είναι στη μόδα όλες οι γαλλόφερτες συνήθειες: τα τακούνια, οι καθρέφτες, τα κλειστά φορεία, οι ασημένιες οδοντόβουρτσες, οι βεντάλιες και το φρικασέ. Το ίδιο και τα ονόματα. Με την ελπίδα της κοινωνικής ανέλιξης, ένας γείτονάς μου στο Νόρφολκ, ο Τζέιμς Γκούρλι (ένας άσχημος, μάλλον αποκρουστικός άνθρωπος), πρόσθεσε ένα «ντε» στο κατά τα άλλα εμφανέστατα σκοτσέζικο όνομά του. Μέχρι στιγμής, η μοναδική ανταμοιβή του ξιπασμένου ντε Γκούρλι ήταν την ώρα του δείπνου, όταν ένας εξυπνάκιας Γάλλος τού κόλλησε το παρατσούκλι «κύριος Ντεζολάς». Το αποτέλεσμα ήταν να μας πιάσει νευρικό γέλιο και, πάνω σ' αυτή την κρίση ευθυμίας, πετάχτηκε από το στόμα μου μια μπουκιά πουτίγκα με σταφίδες και λέρωσε την καινούργια κατακόκκινη κιλότα μου.
   Και τώρα φανταστείτε με: κάθομαι στο τραπέζι ντυμένος με το φανταχτερό κοστούμι μου. Τα λιγοστά μαλλιά μου είναι κρυμμένα κάτω από μια πλούσια περούκα, οι φακίδες μου πουδραρισμένες, τα μάτια μου γυαλίζουν στο φως των κεριών, κι εγώ τραντάζομαι από τα γέλια και εκτοξεύω ολόγυρα κομμάτια πουτίγκα, σπρωγμένος από εκείνη τη δύναμη που κοροϊδεύει τη σοβαρότητα και επιδιώκει την ανοησία. Μη βιαστείτε να σκεφτείτε πως είμαι κομψός και αξιοθαύμαστος, αν και, αυτή τη στιγμή που με κρυφοκοιτάτε, είμαι ιδιαίτερα δημοφιλής. Βρίσκομαι επίσης στο επίκεντρο μιας ιστορίας που θα μπορούσε να έχει πολλές διαφορετικές καταλήξεις, μερικές από τις οποίες δε μου αρέσουν και τόσο. Οι συγκεχυμένοι αστερισμοί που βλέπω με το τηλεσκόπιο δε μου δίνουν καμιά ένδειξη για τη μοίρα μου. Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλά πράγματα που έχουν άμεση σχέση με τον κόσμο και το δικό μου ρόλο σ' αυτόν, τα οποία, παρ' όλη τη μόρφωσή μου, αδυνατώ παντελώς να κατανοήσω.

   Υπήρξε μια αρχή σ' αυτή την ιστορία ή, πιθανότατα, πολλές και διαφορετικές αρχές. Οι ακόλουθες:
   
   1. Το 1636, όταν ήμουν εννέα χρόνων, έφερα εις πέρας την πρώτη μου ανατομή. Τα σύνεργά μου ήταν ένα κουζινομάχαιρο, δυο κοκάλινα κουτάλια της μουστάρδας, τέσσερις καρφίτσες για καπέλα και μια μεζούρα. Το πτώμα ήταν ένα ψαρόνι.
   Πραγματοποίησα το ερευνητικό μου επίτευγμα στην καρβουναποθήκη, στο θαμπό φως που έμπαινε από την καταπακτή, το οποίο ενισχυόταν κάπως με τη βοήθεια των κεριών που είχα στερεώσει πάνω στον ανατομικό δίσκο.
   Την ώρα που άνοιγα το θώρακα, με πλημμύρισε ένα κύμα ενθουσιασμού. Όσο δούλευα, τόσο αυτό το κύμα θέριευε, ώσπου συνειδητοποίησα, εκεί μπροστά στο ανοιγμένο σώμα του πουλιού, πως περνούσε μπροστά στα μάτια μου μια σκηνή από το μέλλον μου.

   2. Το 1647, στο Κολέγιο Κιζ του Κέμπριτζ, γνώρισα τον Πιρς, το φτωχό μου φίλο.
   Το δωμάτιό του ήταν στην παγερή σκάλα, κάτω από το δικό μου. Ήμαστε και οι δυο φοιτητές ανατομίας και, παρά το ότι είχαμε εντελώς αντίθετους χαρακτήρες, το γεγονός ότι και οι δυο απορρίπταμε τη θεωρία του Γαληνού και λαχταρούσαμε να ανακαλύψουμε την ακριβή λειτουργία κάθε μέλους τους σώματος σε σχέση με το σύνολο, έγινε αιτία να δημιουργηθεί δεσμός ανάμεσά μας.
   Ένα απόγευμα, ο Πιρς ανέβηκε στο δωμάτιό μου όλο συγκίνηση και ταραχή. Το πρόσωπό του, συνήθως ωχρό και λεπιασμένο, ήταν κόκκινο και ιδρωμένο, τα αυστηρά πράσινα μάτια του είχαν μια ξαφνική παράξενη λάμψη. "Μεριβέλ, Μεριβέλ", τραύλισε, "κατέβα στο δωμάτιό μου! Έλα να δεις έναν άνθρωπο που φαίνεται η καρδιά του!"
   "Μήπως τα έπινες, Πιρς;" ρώτησα. "Μπας κι αθέτησες τον όρκο σου «Όχι Άλλο Κρασί»;"
   "Όχι!" ξέσπασε ο Πιρς. "Κατέβα λοιπόν να δεις με τα ίδια σου τα μάτια αυτό το καταπληκτικό φαινόμενο. Ο άνθρωπος αυτός λέει ότι θα μας αφήσει να την αγγίξουμε, αν του δώσουμε ένα σελίνι".
   "Ν' αγγίξουμε την καρδιά του;"
   "Ναι".
   "Δηλαδή δεν πρόκειται για πτώμα, αφού έχει το μυαλό του στα λεφτά;"
   "Έλα λοιπόν, Μεριβέλ, πριν εξαφανιστεί μες στη νύχτα και η έρευνά μας τον χάσει στον αιώνα τον άπαντα".
   (Παρενθετικά, πρέπει να αναφέρω ότι ο Πιρς έχει έναν περίτεχνο, μερικές φορές μελοδραματικό τρόπο ομιλίας, που έρχεται σε ενδιαφέρουσα αντίθεση με τη σφιγμένη, άχρωμη και λιτή προσωπικότητά του. Αισθάνομαι συχνά ότι κανένα ανατομικό πείραμα δε θα μπορούσε να αποκαλύψει πώς γίνεται να συνδιάζεται αυτός ο επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης με τη συνολική εικόνα αυτού του σοβαροντυμένου ανθρώπου. Εκτός κι αν αυτό το αντιφατικό γεγονός ισχύει εν γένει για τους Κουακέρους -δηλαδή, ενώ η περπατησιά, οι συνήθειες και η συμπεριφορά τους είναι τόσο λιτές και μονότονες, ο εγκέφαλός τους έχει το κρυφό χάρισμα του συναρπαστικού και ζωηρού λόγου).
   Κατεβήκαμε στο δωμάτιο του Πιρς. Το μικρό τζάκι ήταν αναμμένο. Μπροστά στη φωτιά στεκόταν ένας άντρας περίπου σαράντα χρόνων. Τον καλησπέρισα, αλλά αυτός περιορίστηκε να κουνήσει απλώς το κεφάλι του.
   "Να ξεκουμπωθώ;" ρώτησε τον Πιρς.
   "Ναι", απάντησε ο Πιρς, με φωνή πνιγμένη από την προσμονή. "Ξεκουμπωθείτε, κύριε!"
   Παρακολούθησα αυτόν τον άνθρωπο να βγάζει την κάπα, να λύνει το δαντελένιο κολάρο και να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του. Άφησε το πουκάμισο να πέσει στο πάτωμα. Πάνω στο στήθος του ήταν δεμένος ένας μεταλλικός δίσκος που σκέπαζε την καρδιά του. Εκείνη τη στιγμή ο Πιρς έβγαλε από το μανίκι του ένα μαντίλι και σφούγγισε το ιδρωμένο μέτωπό του. Ο άνθρωπος σήκωσε το δίσκο και τότε φάνηκε ένα παραγέμισμα από πανί, λεκιασμένο με πύο. Ο άντρας αφαίρεσε προσεκτικά το πανί και αποκάλυψε μια μεγάλη τρύπα στο στήθος του, στο μέγεθος περίπου ενός μήλου. Καθώς έσκυψα για να δω καλύτερα, πρόσεξα στα βάθη της μια ροδαλή και υγρή σάρκινη ουσία, η οποία παλλόταν με σταθερό ρυθμό.
   "Βλέπεις;" αναφώνησε ο Πιρς με τέτοια θέρμη, που θαρρείς πως ανέβασε κι άλλο τη θερμοκρασία του δωματίου. "Τη βλέπεις πώς συστέλλεται και διαστέλλεται; Έχουμε μπροστά μας μια ζωντανή, παλλόμενη καρδιά!"
   Ο άντρας συμφώνησε. "Ναι", είπε. "Πριν από δυο χρόνια, έπεσα από το άλογο και έπαθα κάταγμα στα πλευρά. Το αποτέλεσμα ήταν να μολυνθεί το τραύμα και να δημιουργηθεί ένα τόσο μεγάλο κενό εξαιτίας της σήψης, που οι γιατροί φοβήθηκαν ότι δε θα επουλωνόταν ποτέ τελείως. Κι όμως, επουλώθηκε. Μπορείτε να δείτε τα ίχνη της παλιάς πληγής στο χείλος της τρύπας. Μα η φθορά ήταν τόσο βαθιά, που αποκάλυψε το όργανο από κάτω".
   Είχα μείνει άναυδος. Το να παρατηρώ τις συστολές και διαστολές της καρδιάς ενός ζωντανού πλάσματος, που καθόταν αμέριμνο μπροστά στο τζάκι, λες και περίμενε μερικούς φίλους για μια παρτίδα μπεζίκι, με συγκινούσε βαθιά. Και ξαφνικά -να γιατί θεωρώ αυτό το επεισόδιο πιθανή αρχή της ιστορίας που εκτυλίσσεται γύρω μου- ο Πιρς έβγαλε ένα σελίνι από το λιγδιασμένο δερμάτινο πουγκί όπου φύλαγε το αξιοθρήνητο εισόδημά του και το έδωσε στον ξένο. Εκείνος το πήρε και είπε: "Μπορείτε, αν θέλετε, να την αγγίξετε".
   Άφησα τον Πιρς να κάνει την αρχή. Τον είδα να σηκώνει το λεπτό λευκό χέρι του και να το βάζει τρέμοντας στη θωρακική κοιλότητα. Ο άντρας χαμογελούσε ατάραχος. Δεν οπισθοχώρησε. "Μπορείτε", είπε στον Πιρς, "να πιάσετε στη χούφτα σας την καρδιά και να την πιέσετε ελαφρά".
   Ο Πιρς έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Ξεροκατάπιε και τράβηξε το χέρι του. "Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, κύριε", ψέλλισε.
   "Μήπως τότε μπορεί ο φίλος σας;"
   Σήκωσα τη δαντέλα του μανικιού μου στον καρπό. Τώρα έτρεμα εγώ. Θυμήθηκα ξαφνικά ότι, λίγο πριν μπει ο Πιρς στο δωμάτιό μου, είχα ρίξει δυο κάρβουνα στη φωτιά αλλά δεν είχα πλύνει έπειτα τα χέρια μου, τα είχα απλώς σκουπίσει στο πίσω μέρος της κιλότας μου. Εξέτασα την παλάμη μου για να δω αν είχε καρβουνόσκονη. Πράγματι, ήταν ελαφρά μουντζουρωμένη. Την έγλειψα και τη σκούπισα στα βελουδένια μου οπίσθια. Ο άντρας με την ανοιχτή καρδιά με κοίταζε ατάραχος. Ο Πιρς στεκόταν μουδιασμένος πίσω μου κι ανέπνεε με ανοιχτό το στόμα με τρόπο εκευριστικό.
   To χέρι μου εισχώρησε στην κοιλότητα. Άνοιξα τα δάχτυλά μου και, με την ίδια προσοχή που έκλεβα τ' αυγά των πουλιών από τις φωλιές όταν ήμουν μικρός, έπιασα την καρδιά. Παρ' όλα αυτά, ο άντρας δεν έδειξε κανένα σημάδι πόνου. Σιγά σιγά δυνάμωσα τη λαβή, αλλά ο σφυγμός παρέμενε δυνατός και σταθερός. Ήμουν έτοιμος να τραβήξω το χέρι μου, όταν ο άγνωστος είπε: "Ακουμπάτε το όργανο, κύριε;"
   "Ναι", είπα, "δε νιώθετε τα δάχτυλά μου να σας πιέζουν;"
   "Όχι. Δε νιώθω απολύτως τίποτα".
   Δίπλα μου, η ανάσα του Πιρς ακουγόταν τραχιά, σαν αναπνοή κυνηγημένου τρωκτικού. Μια σταγόνα από ιδρώτα ταλαντευόταν στην άκρη της κοκκινωπής μύτης του. Κι εγώ ο ίδιος ήμουν τώρα αναγκασμένος να συλλογιστώ αυτό το εκπληκτικό φαινόμενο: κρατάω στο χέρι μου μια ανθρώπινη καρδιά, μια ζωντανή ανθρώπινη καρδιά! Την πιέζω με αρκετή, αν και ελεγχόμενη δύναμη, αλλά ο άνθρωπος αυτός δε δείχνει κανένα σημάδι πόνου!
   Επομένως, το όργανο που ονομάζουμε καρδιά και το οποίο ορίζεται στην ανθρώπινη συνείδηση ως έδρα -ή και βασίλειο- των ισχυρότερων συναισθημάτων, από τον αβάσταχτο πόνο ως τον παράφορο έρωτα, είναι αυτό καθαυτό εντελώς αναίσθητο.
   Τράβηξα το χέρι μου. Ένιωθα τόσο προβληματισμένος όσο και ο ταλαίπωρος Κουακέρος φίλος μου, που θα του πρότεινα να πιούμε ένα ποτηράκι μπράντι, αν δεν ήξερα ότι μπράντι δε διέθετε ποτέ. Έτσι, ενώ ο επισκέπτης έβαζε ήρεμα στη θέση τους το πάνινο παραγέμισμα και το μεταλλικό δίσκο και έσκυβε να μαζέψει το πουκάμισό του, ο Πιρς κι εγώ καθίσαμε στον εξαιρετικά άβολο πάγκο του και για αρκετά λεπτά μείναμε αμίλητοι.
   Από εκείνη τη μέρα, μου ήταν αδύνατον να τρέφω για την καρδιά μου τον ίδιο σεβασμό που τρέφουν οι υπόλοιποι άνθρωποι για τη δική τους.

   3. Το 1661, ο πατέρας μου διορίστηκε επίσημος κατασκευαστής γαντιών του Βασιλιά, που είχε αποκατασταθεί στο θρόνο.
   Εγώ σπούδαζα τότε στο Βασιλικό Ιατρικό Κολέγιο, έπειτα από τέσσερα χρόνια σπουδών στην Πάδουα, με καθηγητή το μεγάλο ανατόμο Φαμπρίτσιους. Ετοίμαζα μια εργασία με τίτλο «Τα Βήματα της νόσου: Συζήτηση για τη σημασία της θέσης των όγκων και άλλων κακοηθειών για την πρόληψη και θεραπεία της πάθησης». Αλλά τεμπέλιαζα. Αρκετά πρωινά την εβδομάδα, αντί να ασχολούμαι με τους άπορους ασθενείς του νοσοκομείου του Αγίου Θωμά, όπως είχα ορκιστεί, κοιμόμουν ως αργά στο δωμάτιο που νοίκιαζα. Αρκετά απογεύματα, αντί να παρακολουθώ τα μαθήματα, έκανα βόλτες στο Χάιντ Παρκ με σκοπό να ψαρέψω καμιά στρουμπουλή πόρνη και να την οδηγήσω σ' αυτό που ονόμαζα Πράξη Λήθης.
   Η αλήθεια είναι ότι, με την επιστροφή του Βασιλιά, το γέλιο και οι απολαύσεις είχαν αντικαταστήσει την αυτοπειθαρχία και τη σκληρή δουλειά. Η ζωή με είχε συνεπάρει και προτιμούσα να τη ρουφώ άπληστα αντί να εργάζομαι. Οι γυναίκες ήταν φτηνότερες από το κόκκινο κρασί, έτσι κι εγώ έπινα γυναίκες. Κάποια εποχή, η δίψα μου για γυναίκες ήταν άσβεστη. Λαχταρούσα να τις παίρνω δυο δυο μαζί, ξεδιάντροπα, σαν τα αγριογούρουνα που το τρίχωμά τους έμοιαζε με τις λιγοστές μου μπούκλες. Ακόμα και σε δημόσιους χώρους: σε σκοτεινά σοκάκια, σε μισθωμένες άμαξες, σε βάρκες στο ποτάμι, στα πίσω καθίσματα του Θεάτρου Ντιουκ. Τις ονειρευόμουν συνεχώς. Ως την ημέρα που πήγα στο Γουάιτχολ. Κι από εκείνη τη μέρα -τόσο μεγάλη εντύπωση μου έκανε- άρχισα να ονειρεύομαι το Βασιλιά.
   Τώρα πια ξέρω πως ένα από τα χαρακτηριστικά του γενναιόδωρου και πεισματάρη Βασιλιά Καρόλου Β' είναι ο θαυμασμός για την τέχνη και τη δεξιοσύνη. Προσέλαβε τον πατέρα μου στην υπηρεσία του γιατί στο πρόσωπό του αναγνώρισε έναν αφοσιωμένο και ικανό τεχνίτη, προσηλωμένο σε ένα και μοναδικό σκοπό. Τέτοιου είδους άνθρωποι του άρεσαν, γιατί αποτελούσαν έναν οργανωμένο και σχολαστικά οριοθετημένο κόσμο και δεν είχαν την παραμικρή φιλοδοξία να περάσουν σε οποιονδήποτε άλλον. Ο ψιλικατζής πατέρας μου δε σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να γίνει κηπουρός, για παράδειγμα, οπλουργός ή τοκογλύφος. Όρισε τα ακριβή όρια της τέχνης του και παρέμεινε μέσα σ' αυτά. Ο βασιλιάς Κάρολος, την ώρα που δοκίμαζε ένα εξαίσιο ζευγάρι γάντια από σεβρό που του είχε φτιάξει ο πατέρας μου, του εκμυστηρεύτηκε ότι έτσι θα ήθελε να συμπεριφέρεται και ο αγγλικός λαός στη διάρκεια της βασιλείας του. "Ο καθένας", είπε, "στην προκαθορισμένη θέση, ασχολία, εργασία και τέχνη του. Έτσι θα είναι όλοι ικανοποιημένοι, δε θα παίρνουν τα μυαλά τους αέρα και δε θα γίνονται ταραχές. Μ' αυτόν τον τρόπο θα έχουμε ηρεμία και θα μπορέσω κι εγώ να κυβερνήσω".
   Δεν ξέρω τι απάντηση του έδωσε ο πατέρας μου, ξέρω όμως ότι με την αφορμή αυτή ο Βασιλιάς έδωσε το λόγο του πως «κάποια άλλη φορά, όταν μου ξαναφέρεις γάντια» θα του έδειχνε τη συλλογή με τα ρολόγια που τη φύλαγε στο προσωπικό του Γραφείο.
   Χωρίς καμιά αμφιβολία, ο πατέρας μου υποκλίθηκε ταπεινά. Ελάχιστοι άνθρωποι έμπαιναν στο Γραφείο του Βασιλιά. Το μοναδικό κλειδί το κρατούσε ο προσωπικός του υπηρέτης, ο Κίφιντς. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάλεξε ο πατέρας μου (γονατιστός, ίσως;) να του μιλήσει για μένα. Ρώτησε το Βασιλιά αν μπορούσε να φέρει μαζί και το μοναχογιό του, που σπούδαζε στο Βασιλικό Ιατρικό Κολέγιο, για να τον γνωρίσει, «σε περίπτωση που η Μεγαλειότητά του χρειαζόταν κάποτε έναν επιπλέον γιατρό για το υπηρετικό προσωπικό του... για τους θαλαμηπόλους του ή έστω για τα παιδιά της λάντζας...»
   "Μα φυσικά", φαίνεται πως απάντησε ο Βασιλιάς, "κι επιπλέον θα του δείξουμε και τα ρολόγια. Ως ανατόμος, θα ενδιαφέρεται, νομίζω, για τον πολύπλοκο μηχανισμό τους".
   Έτσι λοιπόν ο πατέρας μου, ένα απόγευμα του Νοεμβρίου, με τον παγωμένο αέρα να τον σπρώχνει ψηλά προς το λόφο του Λούντγκεϊτ, εμφανίστηκε στο δωμάτιό μου. Όπως το συνήθιζα πια κάθε Τρίτη, εντρυφούσα σε μια Πράξη Λήθης με τη γυναίκα ενός βαρκάρη, τη Ρόζι Πιερπόιντ. Το γέλιο της ήταν τόσο πλούσιο και ζουμερό όσο κι εκείνο το σημείο στο σώμα της που το αποκαλούσε δήθεν ντροπαλά το «Πράμα». Περικυκλωμένος από το γέλιο κι από το Πράμα, χαχάνιζα εκστατικά και εκτινασσόμουν με όλες μου τις δυνάμεις προς το σύντομο παράδεισό μου, έτσι που ούτε είδα ούτε άκουσα τον πατέρα μου να μπαίνει στο δωμάτιο. Θα πρέπει να ήταν πολύ γελοίο το θέαμα που παρουσίαζα,  με την κιλότα και τις κάλτσες ακόμα μπλεγμένες στους αστραγάλους μου, με τις πυρρόξανθες γουρουνότριχες που φύτρωναν στη σχισμή του πισινού μου και δεν ήταν καθόλου κολακευτικές για την εμφάνισή μου, με τα πόδια της κυρίας Πιερπόιντ να παραδέρνουν το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά της πλάτης μου, σαν τους ακροβάτες στο τσίρκο. Κοκκινίζω και μόνο που το σκέφτομαι ότι ο ίδιος μου ο πατέρας με είδε σε τέτοια κατάσταση· κι όταν, ένα χρόνο αργότερα, χάθηκε στην πυρκαγιά, παρ' όλη την αβάσταχτη θλίψη μου, έκανα την ενθαρρυντική σκέψη ότι αυτή τουλάχιστον η ανάμνηση κάηκε μαζί με το φτωχό του πνεύμα. Μια ώρα αργότερα, ο πατέρας μου κι εγώ βρισκόμαστε στο Γουάιτχολ. Φορούσα το καθαρότερο πουκάμισο που βρήκα και είχα ξεπλύνει από το πρόσωπό μου κάθε ίχνος από το κοκκινάδι της Ρόζι Πιερπόιντ. Το μαλλί μου ήταν κρυμμένο και τακτοποιημένο κάτω από την περούκα και τα παπούτσια μου τα είχα γυαλίσει με λίγο λάδι επίπλων. Ήμουν συγκινημένος, ανυπόμονος και γεμάτος θαυμασμό για την προτίμηση που έδειχνε ο Βασιλιάς στον πατέρα μου. Αργότερα όμως, καθώς κατηφορίζαμε την Πέτρινη Στοά με κατεύθυνση τα βασιλικά διαμερίσματα, ένιωσα ξαφνικά να διστάζω και μου κόπηκε η ανάσα. Ο κόσμος εδώ περιφερόταν ελεύθερα και όσοι συναντούσαμε φαίνονταν να νιώθουν άνετα. Εγώ όμως είχα την εντύπωση ότι η παρουσία του Βασιλιά άλλαζε εντελώς την ατμόσφαιρα.
   "Προχώρα", είπε ο πατέρας μου. "Χάρη στα ακροβατικά σου, τα καταφέραμε ν' αργήσουμε".
   Με ένα νεύμα του πατέρα μου, οι φρουροί άνοιξαν την είσοδο των βασιλικών διαμερισμάτων. Είχε κρεμάσει στον ώμο του ένα μεταξωτό σακουλάκι που περιείχε δυο ζευγάρια σατινένια γάντια. Μπήκαμε στην αίθουσα υποδοχής. Η φωτιά έτριζε κάτω από την τεράστια μαρμάρινη κορνίζα του τζακιού. Ύστερα από το κρύο της στοάς, θα έπρεπε κανονικά να προχωρήσω προς τα κει, εμένα όμως μου είχαν κοπεί τα πόδια και δεν μπορούσα ούτε να σαλέψω· αναρωτιόμουν μάλιστα σε πόσο δύσκολη θέση θα έφερνα τον πατέρα μου (ο οποίος αρκετή αμηχανία είχε ήδη αισθανθεί για μια μέρα) έτσι και σωριαζόμουν λιπόθυμος στο πάτωμα.
   Η ώρα περνούσε, η αίσθηση του χρόνου είχε αλλοιωθεί, σαν να βρισκόμαστε σε όνειρο. Ένας υπηρέτης βγήκε από το υπνοδωμάτιο του Βασιλιά και μας ζήτησε να περάσουμε μέσα. Ένιωσα να γλιστράμε, σαν παγοδρόμοι, πάνω στο περσικό χαλί, να διασχίζουμε παραπατώντας τις μεγάλες πόρτες που ήταν ντυμένες με φύλλα χρυσού και να προσγειωνόμαστε φαρδιοί πλατιοί μπροστά στα ψηλότερα και κομψότερα πόδια που είχα δει στη ζωή μου.
   Πέρασαν αρκετά λεπτά ώσπου να συνειδητοποιήσω πως δεν ήμαστε πεσμένοι μπρούμυτα, αλλά απλώς γονατιστοί. Οι παγοδρόμοι, περιέργως, δεν είχαν πέσει. Το γεγονός από μόνο του ήταν ένα μικρό θαύμα, γιατί τα πάντα γύρω -το θολωτό κρεβάτι, τα κηροπήγια, ακόμα και οι χρυσοποίκιλτοι τοίχοι- έμοιαζαν να κινούνται, την μια να εστιάζονται και την άλλη όχι, τη μια να φαίνονται καθαρά, την άλλη θαμπά.
   Και τότε ακούστηκε μια φωνή: "Ο Μεριβέλ. Και τούτος ποιος είναι;"
   Αυτή την εποχή, έτσι όπως είμαι μπλεγμένος στο κουβάρι τούτης της ιστορίας, ακούω συχνά εκείνη τη φωνή: Ο Μεριβέλ. Και τούτος ποιος είναι; Πρώτα το όνομά μου. Ύστερα άρνηση κάθε γνωριμίας μαζί μου. Ο Μεριβέλ. Και τούτος ποιος είναι; Και μου ταιριάζει τόσο αυτή η ανάμνηση. Δεν είμαι πια ο Μεριβέλ που ήμουν εκείνη τη μέρα. Εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου, μου έδειξαν ένα δωμάτιο γεμάτο ρολόγια, που δούλευαν και χτυπούσαν παράταιρα. Μου πρόσφεραν γλυκίσματα, μα δεν μπόρεσα να τα καταπιώ. Μου έθεσαν ερωτήσεις μα δεν μπόρεσα να τις απαντήσω. Ένας σκύλος ρουθούνιζε στα πόδια μου και το άγγιγμα της μύτης του μου προκαλούσε αηδία, λες και μ' άγγιζε ερπετό.
   Ύστερα από αρκετή ώρα που μου φάνηκε ατέλειωτη (και ως σήμερα ακόμα δεν έχω ιδέα πώς πέρασε), βρέθηκα ξανά έξω στη στοά μαζί με τον πατέρα μου, που άρχισε να μου φωνάζει  επειδή είχα φερθεί σαν ηλίθιος.
   Γύρισα στο Λούντγκεϊτ μόνος κι ανέβηκα βαριεστημένα  στο δωμάτιό μου. Εκεί, στην άθλια σοφίτα μου, συνειδητοποίησα ξαφνικά το μέγεθος όσων είχαν συμβεί και τρόμαξα, λες κι έβλεπα ξαφνικά μια φωλιά από κάμπιες να ξεπροβάλει μέσα από τον τοίχο. Βρέθηκα σε απόσταση αναπνοής από την ευκαιρία να αποκτήσω δύναμη και δεν την εκμεταλλεύτηκα. Μου δόθηκε η ευκαιρία, μα εγώ την έχασα για πάντα.
   Σαν γουρούνι που υποφέρει, άρχισα να στριγκλίζω.

   4. Δεν εξακριβώθηκε ποτέ τι προκάλεσε τη φωτιά στο εργαστήριο του πατέρα μου, την Πρωτοχρονιά του 1662. Το εργαστήρι ήταν βέβαια τιγκαρισμένο με ξύλινα κουτιά και ράφια όπου ήταν τοποθετημένα τα εύφλεκτα υλικά της δουλειάς του: τσόχες, λινάτσες, κατσικίσια δέρματα, γούνες, δαντέλες, φτερά, κορδέλες και τόπια από σατέν, καμιλό και μετάξι. Αρκούσε μια μικρή φλόγα από μια αναποδογυρισμένη λάμπα ή ένα κερί για να λαμπαδιάσουν τα πάντα.
   Το μόνο που ξέρουμε είναι πως η φωτιά ξεκίνησε αργά το απόγευμα, καταβρόχθισε το εργαστήρι και επεκτάθηκε ως τα διαμερίσματα των γονιών μου, όπου, απ' ό,τι φαίνεται, τους βρήκε στην ώρα του δείπνου. Ο υπηρέτης τους, ο Λάτιμερ, κατόρθωσε να ανοίξει το μικρό φεγγίτη της στέγης και να σκαρφαλώσει επάνω, απ' όπου προσπάθησε να τραβήξει το ηλικιωμένο αφεντικό του και την κυρία του για να τους σώσει. Η μητέρα μου κρατιόταν σφιχτά από το χέρι του Λάτιμερ, αλλά την έπνιξε ο καπνός κι έπεσε ξαφνικά προς τα πίσω. Ο πατέρας μου προσπάθησε να τη σηκώσει ξανά προς τον Λάτιμερ, μα εκείνη έγειρε λιπόθυμη στην αγκαλιά του.
   "Φέρε ένα σκοινί!" ξεφώνισε -ίσως- ο πατέρας μου, αλλά η φωνή του πνίγηκε από την πετσέτα που είχε δέσει γύρω από τη μύτη και το στόμα του κι ο Λάτιμερ δεν κατάλαβε τι του έλεγε. Τους κοίταζε ανήμπορος να βοηθήσει, κρεμασμένος από τα μολυβδόφυλλα της στέγης ενώ ο καπνός γινόταν ολοένα πιο πυκνός και πιο μαύρος  και τον χτύπαγε στο πρόσωπο. "Τους είδα να πεθαίνουν, κύριε Ρόμπερτ", μου είπε το πρωί της επομένης μες στο τσουχτερό κρύο. "Θα έδινα τα μεροκάματα μιας ολάκερης ζωής για να τους σώσω, αλλά ήταν αδύνατον".
   Στην κηδεία πήγε πολύς κόσμος. Η λαίδη Νιούκασλ, που είχε παραγγείλει στον πατέρα μου  δερμάτινους επιδέσμους για τα μάτια, έφτασε με μια μαύρη άμαξα που την έσερναν δυο άλογα στολισμένα με μαύρα λοφία. Ο Βασιλιάς έστειλε δυο αυλικούς. Ο Έιμος Τριφέλερ, που είχε πια ξεμωραθεί, νοίκιασε ένα κλειστό φορείο για να τον κουβαλήσει ως το σημείο της ταφής, όπου άρχισε να κλαίει γοερά. Ο γεναριάτικος αέρας πήρε τις προσευχές και τις ανέβασε σιωπηλά στον ουρανό.
   Την άλλη μέρα, με κάλεσαν ξανά στο Γουάιτχολ.
   Ο θάνατος των καλοκάγαθων γονιών μου και ο κορεσμός της δίψας μου για γυναίκες -τουλάχιστον για την ώρα- έθεσαν ξανά σε λειτουργία το επιστημονικό μου πνεύμα και συνειδητοποίησα έντονα την ταχύτητα με την οποία υποκύπτει στο θάνατο το ανθρώπινο σώμα. Δεν είμαι σιχασιάρης. Στην Πάδουα, κάποιο καλοκαίρι που είχαμε ξεμείνει από πτώματα, ο Φαμπρίτσιους έκανε το μάθημα της ανατομίας πάνω στο πτώμα ενός αλήτη που έπλεε στο ποτάμι τρεις ολόκληρες μέρες. Οι Γερμανοί φοιτητές (γνωστοί για τις διακοπές που έκαναν στη διάρκεια του μαθήματος και την απείθαρχη συμπεριφορά τους) άρχισαν όλοι μαζί να ξερνάνε ολόγυρα βρίζοντας. Εγώ διατήρησα την ψυχραιμία μου και κρατούσα σημειώσεις όση ώρα δούλευε ο Φαμπρίτσιους. Παρ' όλα αυτά, μετά το χαμό του πατέρα και της μητέρας μου, κοίταζα το σώμα μου, για το οποίο έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήμουν ιδιαιτέρως περήφανος, με μια νέα απέχθεια, με μια νέα αντιπάθεια, μ' ένα νέο φόβο. Κι αυτός ο φόβος, μες στις αντιφάσεις με τις οποίες κινείται ο κόσμος, έγινε αιτία να μου απονείμουν  τη διάκριση που μου απένειμαν αργότερα. Ο φόβος του θανάτου, βλέπετε, είχε μετριάσει, αν όχι εξαλείψει, το φόβο που μου προκαλούσε η εξουσία. Κι έτσι, όταν με κάλεσαν στο Γουάιτχολ, δε με παρέλυε πια το άρωμα του μεγαλείου και, κατά συνέπεια, δεν ήμουν πια βουβός κι ανόητος. Ο καημένος ο πατέρας μου θα ήταν, αν ζούσε,  πολύ ικανοποιημένος από τη συμπεριφορά μου. 
   Ο Βασιλιάς με δέχτηκε στην αίθουσα υποδοχής. Μίλησε εκτενώς με τα κολακευτικότερα λόγια για το πόσο καλός ήταν στη δουλειά του ο πατέρας μου. Επανέλαβε τη θεωρία του ότι κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να ξιπάζεται, αλλά να ξέρει τις δυνατότητες και τη θέση του. Κούνησα το κεφάλι και υποκλίθηκα. Έπειτα ο βασιλιάς είπε: "Λόγω της αγάπης και του θαυμασμού που είχα για το μακαρίτη τον πατέρα σου σε φώναξα εδώ, Μεριβέλ".
   "Μάλιστα, Μεγαλειότατε", είπα. "Σας ευχαριστώ".
   "Έχω όμως ένα καθήκον να σου αναθέσω, καθήκον που πρέπει να το φέρεις εις πέρας με επιτυχία, γιατί θα στενοχωρηθώ πάρα πολύ αν αποτύχεις".
   "Το ξέρατε, Μεγαλειότατε", τόλμησα να πω, "ότι η ανθρώπινη καρδιά -το όργανο, εννοώ- δεν αισθάνεται τίποτα;"
   Ο βασιλιάς με κοίταξε με θλίψη. "Αχ, Μεριβέλ", είπε, "πού το έμαθες αυτό;"
   "Το είδα, Μεγαλειότατε".
   "Το είδες; Μα αυτό που βλέπουμε δεν είναι παρά ένα τμήμα αυτού που υπάρχει. Εσύ, ως γιατρός, πρέπει να το καταλαβαίνεις αυτό. Κοίτα το χέρι μου, για παράδειγμα. Φοράω ένα γάντι που είχε φτιάξει ο μακαρίτης ο πατέρας σου. Αυτό που βλέπουμε είναι ένα εξαίσιο γάντι, λίγο ξεχειλωμένο στον παράμεσο, από το μεγάλο ζαφειρένιο δαχτυλίδι που μου αρέσει να φοράω. Ενώ αντιθέτως κάτω από το γάντι βρίσκεται το ίδιο το χέρι, ικανό να κάνει χιλιάδες κινήσεις, en l' air, υψωμένο στον αέρα σαν χορευτής, ικετευτικό σαν ζητιάνος, σφιγμένο σαν μαχαιροβγάλτης, σε στάση προσευχής σαν επίσκοπος...  κι από την άλλη, κοίτα με τι υπέροχο τρόπο είναι βαλμένα τα οστά στο χέρι..."
   Συνέχισε να περιγράφει, με αρκετή ακρίβεια, τη σκελετική δομή του ανθρώπινου χεριού. Όταν τελείωσε, θεώρησα φρόνιμο να μην επανέλθω στο θέμα της καρδιάς, αλλά να τον αφήσω να φτάσει επιτέλους  στο λόγο για τον οποίο με είχε καλέσει στο παλάτι.
   "Ένα από τα σκυλιά μου πεθαίνει", είπε ο Βασιλιάς. "Ο κτηνίατρος του έκανε επανειλημμένες αφαιμάξεις, ξύρισε το τρίχωμα στη ράχη για να του βάλει βεντούζες, δοκίμασε χωρίς καμιά επιτυχία μαλάξεις, εμετικά και καθαρτικά, μα το καημένο το ζώο δε συνέρχεται. Αν το κάνεις καλά, Μεριβέλ, θα σου προσφέρω μια θέση εδώ, θα σε κάνω Γιατρό της Αυλής".
   Γονάτισα. Έντρομος, πρόσεξα ένα λεκέ από βραστό αυγό στην κιλότα μου, στο ύψος του μηρού. "Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε", τραύλισα.
   "Θα δώσω εντολή να σε οδηγήσουν αμέσως στο σκυλί, Μεριβέλ. Θα σου φέρουν φαγητό, ποτό και ρούχα για το βράδυ, και όποιο χειρουργικό εργαλείο χρειαστείς θα είναι στη διάθεσή σου. Θα μείνεις εδώ ώσπου να γίνει καλά το σκυλί ή ώσπου να πεθάνει. Ζήτα όποιο φάρμακο θεωρείς κατάλληλο".
   "Μάλιστα, Μεγαλειότατε".
   "Το σκυλί ονομάζεται Μπιμπιλού. Καταλαβαίνει επίσης το Μπιμπί και το Λουλού".
   "Λουλού, Μεγαλειότατε;"
   "Ναι. Με την ευκαιρία, και το δικό σου το όνομα ακούγεται ευχάριστα στ' αυτιά".
   "Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε".
   "Μεριβέλ. Ακούγεται όμορφα".
   Άφησα το Βασιλιά και ακολούθησα δυο υπηρέτες. Διασχίσαμε στρέμματα ολόκληρα διαδρόμων (ή μήπως θα έπρεπε να πω «εκτάρια», μια κι ο Βασιλιάς φαίνεται αποφασισμένος να δίνει παντού γαλλικές ονομασίες;). Με οδήγησαν σε μια ευχάριστη κρεβατοκάμαρα, που έβλεπε στο ποτάμι και την πολύκοσμη προκυμαία. Το τζάκι ήταν αναμμένο.  Μπροστά στη φωτιά, μέσα σ' ένα καλαθάκι, ήταν ξαπλωμένο ένα σπάνιελ άσπρο και καφετί. Το κορμί του ήταν σκελετωμένο και η ανάσα του ακουγόταν βαριά. Πάνω σ' ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο, ήταν ακουμπισμένη μια καράφα με κόκκινο κρασί, ένα κύπελλο και μια πιατέλα με σύκα. Πάνω στο κρεβάτι ήταν απλωμένη μια λεπτή λινή πουκαμίσα κι ένας σκούφος ασορτί, που τα φόρεσα αμέσως μόλις οι υπηρέτες με άφησαν μόνο με το σκυλί, γιατί εκείνη τη μέρα υπέφερα από μια έντονη φαγούρα κάτω από την περούκα μου. Έβγαλα επίσης τα παπούτσια και το πανωφόρι μου και σερβιρίστηκα ένα ποτήρι κρασί.
   Ένιωθα εξαιρετικά κουρασμένος. Μετά την πυρκαγιά, δεν είχα χορτάσει τον ύπνο, αλλά αυτό που ένιωθα τώρα ήταν περισσότερο η ολοκληρωτική εξάντληση του πνεύματος παρά του σώματος. Χαιρόμουν που ήμουν μόνος. Πήρα το κρασί στο κρεβάτι, μισοξάπλωσα κι άρχισα να το ρουφάω άπληστα γουλιά γουλιά, σαν ρωμαίος συγκλητικός. Μια δυο φορές έριξα μια ματιά στο σκυλί. Τιναζόταν και κλαψούριζε μες στον ύπνο του. "Λουλού", του ψιθύρισα απαλά, αλλά εκείνο δε σάλεψε. Σε λίγο θα σηκωθώ, είπα, θα εξετάσω το σκυλί και θα δω τι μπορεί να γίνει. Στο μεταξύ, συνέχισα να πίνω το κρασί μου, που ήταν από τα καλύτερα που είχα πιει στη ζωή μου. Έπειτα από λίγο, άρχισα να αισθάνομαι μια υπέροχη ανακούφιση να μου χαϊδεύει το μυαλό σαν βελούδο. Κάποια στιγμή πείνασα ξαφνικά και σηκώθηκα με το ζόρι να δοκιμάσω λίγα σύκα, αλλά το κορμί μου ήταν τόσο βαρύ και ασταθές, σαν βαρέλι γεμάτο χέλια, που σύρθηκα πίσω στο κρεβάτι και λιποθύμισα από τη χαύνωση του κρασιού και την όψιμη θλίψη για το θάνατο των γονιών μου.
   Φαίνεται πως κοιμήθηκα εφτά ολόκληρες ώρες. Όταν ξύπνησα, ήταν σκοτάδι, αλλά το δωμάτιο ήταν φωτισμένο με κεριά και το δείπνο -ψητή πέρδικα και βραστή σαλάτα- ήταν σερβιρισμένο στο τραπέζι. Οι υπηρέτες είχαν προσπαθήσει άραγε να με ξυπνήσουν; Αν είχε γίνει αυτό, θα είχαν αναγκαστεί να αναφέρουν στο Βασιλιά πως ο γιατρός Μεριβέλ κοιμόταν τύφλα στο μεθύσι, με το κεφάλι χωμένο μες στο σκούφο. Αναστέναξα. Για δεύτερη φορά, είχα βρεθεί κοντά στην επιτυχία και την είχα αφήσει και πάλι να μου ξεφύγει.
   Σηκώθηκα παραπατώντας. Γονάτισα μπροστά στο αναμμένο τζάκι, όπου η φωτιά έκαιγε πλούσια. Οι αόρατοι υπηρέτες είχαν προσθέσει καινούργια κούτσουρα. Χάιδεψα το κεφάλι του φτωχού Λουλού. Προς μεγάλη μου έκπληξη, τον είδα να ανοίγει ένα υγρό καστανό ματάκι και να με κοιτάζει. Έσκυψα και ακροάστηκα την αναπνοή του. Δεν ακουγόταν πια τόσο τραχιά. Κοίταξα το στόμα του. Η γλώσσα του ήταν πρησμένη και η μουσούδα του στεγνή. Έφερα νερό από το λαβομάνο και του έδωσα να πιει λίγο με το κουτάλι. Το έγλειψε με όση προθυμία μπορούσε να δείξει ένα άρρωστο σκυλί. Φαίνεται πως τα καθαρτικά και τα εμετικά φάρμακα που του έδωσαν με το ζόρι στράγγιξαν το σώμα του από τα απαραίτητα υγρά, μονολόγησα. Και μ' αυτή τη σκέψη, συνειδητοποίησα ξαφνικά πως οι πιθανότητες που είχα να γιατρέψω το σκυλί ήταν τώρα μεγαλύτερες απ' ό,τι όταν πρωτόφτασα, πριν από οχτώ ώρες. Η ίδια μου η αμέλεια θα μπορούσε να είναι το κλειδί για την ανάρρωσή του. Γιατί, όσο εγώ κοιμόμουν, το σκυλί είχε βρει την ησυχία του (ίσως για πρώτη φορά όλο αυτό το διάστημα) και η φύση είχε την ευκαιρία να κάνει το θαύμα της.
   "Studenti!" βροντοφώναζε ο Φαμπρίτσιους και η φωνή του αντηχούσε σαν τη φωνή του Κυρίου στις κερκίδες του πρωτόγονου ανατομικού αμφιθεάτρου. "Non dimenticare la natura! Μην ξεχνάτε τη φύση! Διότι η φύση είναι πολύ καλύτερος γιατρός απ' ό,τι θα καταφέρετε ποτέ να γίνετε όλοι εσείς -ειδικά εσείς οι Γερμανοί, που είστε τόσο θορυβώδεις!"
   Έμεινα κοντά στον Λουλού δεκαεφτά ολόκληρες ώρες. Ζήτησα να μου φέρουν οινόπνευμα για να καθαρίσω τα σπυριά και τις κακώσεις που του είχαν προκαλέσει οι βεντούζες, αλλά κατά τα άλλα δεν τον άγγιξα. Του έδινα απλώς νερό και, όταν έπεσε ο πυρετός, τον τάισα κομματάκια από κρέας πέρδικας, που τα είχα πριν μασήσει στο στόμα μου. Την επομένη, το βράδυ, όταν μου έφεραν το δείπνο -φραγκόκοτα, κρέμα και ραπανάκια- ήμουν πια σίγουρος ότι το σκυλί δε θα πέθαινε. Και είχα δίκιο. Τέσσερις μέρες αργότερα, το μετέφερα αγκαλιά στο υπνοδωμάτιο του Βασιλιά και το απόθεσα στα βασιλικά γόνατα, όπου κάθισε κατευχαριστημένο κουνώντας την ουρά του.

   5. Η πέμπτη αρχή είναι ίσως η πιο περίεργη, η πιο απρόσμενη, αλλά και η πιο σημαντική. Χωρίς αυτή, η ιστορία στην οποία είμαι μπλεγμένος δε θα είχε την ίδια εξέλιξη.
   Μπορώ να σας τη διηγηθώ με σχετική συντομία. (Αντίθετα από τον Πιρς, εγώ μπορώ να φτάσω γρήγορα στο ζουμί μιας ιστορίας, ενώ οι ιστορίες του Πιρς είναι γαρνιρισμένες με τόσο θλιβερές μεταφυσικές παρατηρήσεις, που το ακροατήριο χάνει το νήμα της σκέψης του πριν καλά καλά ο Πιρς αρχίσει την αφήγησή του). Ιδού λοιπόν:
   Εγκατέλειψα τις σπουδές μου στο Βασιλικό Κολέγιο και το δωμάτιο στο Λούντγκεϊτ. Μου παραχώρησαν δυο ωραία δωμάτια μέσα στο Παλάτι, που η μοναδική τους έλλειψη ήταν, αλίμονο, η θέα στο ποτάμι, θέα η οποία εμένα με μάγευε, με όλο εκείνο το σαματά, την αλητεία και τις εναλλαγές του φωτός. Τα καθήκοντά μου είχαν οριστεί ως εξής: «Η καθημερινή επιμέλεια και η φροντίδα των δεκαοχτώ Βασιλικών Σκύλων και το δικαίωμα να προβαίνω σε εγχειρίσεις,  να τους χορηγώ φάρμακα σε περίπτωση ασθενείας και να κάνω ό,τι μπορώ με σκοπό τη διασφάλιση της ζωής τους». Η αμοιβή μου ήταν εκατό λίρες ετησίως, οι οποίες, μαζί με τις διακόσιες τριάντα εφτά λίρες της κληρονομιάς μου, που τις είχα βρει άθικτες στο υγρό κελάρι των γονιών μου, ήταν αρκετές για να μου εξασφαλίσουν καλό κρασί, ψηλοτάκουνα παπούτσια, μεταξωτά πανωφόρια, δαντέλες Βρυξελλών και καλοφτιαγμένες περούκες για το εγγύς μέλλον. Εν ολίγοις, η μοίρα με είχε ευνοήσει σε απίστευτο βαθμό ("Δεν τα αξίζεις όλα αυτά, Μεριβέλ", μου έλεγε ο Πιρς, που αγωνιζόταν να θεραπεύσει τους φτωχούς του Αγίου Βαρθολομαίου και -τι φριχτή υπόθεση!- τους ψυχοπαθείς του Μπέντλαμ).
   Γιόρτασα την καλοτυχία μου με μια επισκεψούλα στην κυρία Πιερπόιντ. Τα ήπιαμε παρέα στο Λεγκ Τάβερν και την ξεπέταξα μέσα σε ένα λασπωμένο χαντάκι στο Χάμπστεντ Φιλντς. Αργότερα, είχε το θράσος να με ρωτήσει αν μπορούσα, τώρα που ήμουν στη δούλεψη του Βασιλιά, να βρω μια θεσούλα στην Αυλή και για τον άξεστο κύριο Πιερπόιντ, που δεν είναι παρά ένας απλός βαρκάρης, κι έτσι πήρα μια και καλή ένα μάθημα που δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ: ότι η δύναμη και η επιτυχία κουβαλούν μαζί τους έναν πολύβουο συρφετό από γλείφτες και ικέτες, που οι φωνές και το πλήθος τους στοιχειώνουν τις προσωπικές μου απολαύσεις και τα όνειρά μου, από τους οποίους όμως πολύ συχνά μπορεί κανείς να αποκομίσει πολυποίκιλα και σημαντικά ανταλλάγματα.
   Πέρασε ένας εξαιρετικά επικερδής και ευχάριστος χρόνος. Κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι ο χαρακτήρας μου ταίριαζε από κάθε άποψη με τη ζωή της Αυλής. Το ότι μου άρεσαν οι φάρσες και το κουτσομπολιό, οι ακόρεστες ορέξεις μου, οι παράδοξες ενδυματολογικές προτιμήσεις μου και η ικανότητά μου να κλάνω όποτε ήθελα συνετέλεσαν ώστε να με κατατάξουν στους δημοφιλέστερους άντρες του Γουάιτχολ. Πολύ λίγες παρτίδες κρίμπατζ και ραμί άρχιζαν χωρίς την παρουσία μου, πολύ λίγα μουσικά απογεύματα ή χορευτικές εσπερίδες, soirées dansantes, δίνονταν χωρίς να είμαι προσκεκλημένος. Οι γυναίκες με έβρισκαν διασκεδαστικό, και ήταν πάρα πολλές εκείνες που με άφηναν να γαργαλάω όχι μόνο τη διάθεσή τους, αλλά και το γοητευτικό και ακαταμάχητο κέντρο της ηδονής τους, έτσι που σπανίως κοιμόμουν μόνος. Επιπλέον -κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη καλοτυχία μου- από την αρχή ο Βασιλιάς έδειχνε για το άτομό μου μια συμπάθεια που με κολάκευε στο έπακρο και η οποία οφειλόταν, όπως μου έλεγε, όχι μόνο στο ότι είχα θεραπεύσει τον Λουλού, αλλά και στην ικανότητά μου να τον διασκεδάζω. Υποθέτω ότι ήμουν ο Γελωτοποιός του. Όταν τον έκανα να κρατάει την κοιλιά του από τα γέλια, μου έγνεφε να πλησιάσω, έπιανε την πλακουτσωτή μου μύτη με το περιποιημένο χέρι του και με τραβούσε κοντά για να μου σκάσει ένα στοργικό φιλί στο στόμα.
   Ύστερα από λίγο καιρό, συνειδητοποίησα ότι ο Βασιλιάς επιζητούσε τη συντροφιά μου κι αυτό με εξέπληξε. Μου έδειχνε τους κήπους, τις ορχιδέες και τα γήπεδα του τένις, και άρχισε να με προπονεί σ' αυτό το παιχνίδι, στο οποίο αποδείχτηκα περισσότερο ικανός και πεπειραμένος απ' όσο περίμενα. Μου έκανε δώρα: ένα ωραίο γαλλικό ρολόι από τη συλλογή που είχα δει εκείνη την πρώτη πικρή φορά, μια σειρά πλούσιες ριγωτές πετσέτες φαγητού, τόσο μεγάλες που έφταναν να με καλύψουν ολόκληρο και με έκαναν να μοιάζω με άνθρωπο σε τσαντίρι, προκαλώντας τη γενική θυμηδία την ώρα του φαγητού, και ένα δικό μου σπάνιελ, μια γλυκιά σκυλίτσα που επέμεινε να τη βαφτίσω Μινέτ, όπως και την αγαπημένη του αδελφή.
   Αδύνατον να πω ότι δεν ήμουν ευτυχισμένος. Οι ατελείς ιατρικές γνώσεις μου ήταν αρκετές για να κρατούν τα σκυλιά υγιή, κυρίως σκυλιά που τρέφονταν με γάλα και κρέας και κοιμόνταν σε ζεστά δωμάτια. Κι όσο για ανέσεις, διασκεδάσεις και γυναίκες, είχα ό,τι μπορούσε να επιθυμήσει ένας άντρας. Πάχαινα και τεμπέλιαζα, μα έτσι κι αλλιώς αυτό έκαναν οι περισσότεροι στην Αυλή, που δε διέθεταν την ενεργητικότητα και την περιέργεια του βασιλιά Καρόλου. Όταν με επισκέφτηκε ο Πιρς, χλόμιασε και κοκάλωσε μπροστά σε τόσο βλάσφημη χλιδή. "Η εποχή πάσχει από θλιβερή ηθική τύφλωση", είπε παγερά.
   Και τότε...
   Ένα πρωινό του Απριλίου, ο Βασιλιάς έστειλε να με φωνάξουν.
   "Μεριβέλ", είπε, "θέλω να παντρευτείς".
   "Να παντρευτώ, Μεγαλειότατε;" 
   "Ναι".
   "Ο γάμος, Μεγαλειότατε, δεν είναι ούτε ήταν ποτέ στα σχεδιά μου..."
   "Το ξέρω. Δε σου ζητώ να το επιθυμείς. Σου ζητώ να το κάνεις, σαν χάρη για μένα".
   "Μα..."
   "Εγώ δε σου έχω κάνει ένα σωρό χάρες, Μεριβέλ;"
   "Μάλιστα, Μεγαλειότατε".
   "Voilà! Μου χρωστάς λοιπόν κι εσύ τουλάχιστον μία. Και φυσικά θα υπάρξουν ανταλλάγματα. Προτείνω να σου απονεμηθεί το Παράσημο της Περικνημίδος, για να προσφέρεις στη νύφη έναν τίτλο, έστω κι αν δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Θα σου δώσω κι ένα μικρό μα όμορφο κτήμα στο Νόρφολκ, που το δήμευσα από έναν αντιμοναρχικό επαναστάτη. Σήκω λοιπόν, Σερ Ρόμπερτ, και κάνε το καθήκον σου χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες".
   Γονάτισα. Βρισκόμαστε στο βασιλικό υπνοδωμάτιο και από το διπλανό γραφείο ακουγόταν το ασυγχρόνιστο τικ τακ των ρολογιών, που εκείνη τη στιγμή απηχούσε τέλεια τις μπερδεμένες μου σκέψεις.
   "Λοιπόν;" είπε ο Βασιλιάς.
   Σήκωσα το βλέμμα. Το βασιλικό πρόσωπο μου χαμογελούσε καλοκάγαθα. Τα βασιλικά δάχτυλα χάιδευαν το σκούρο καστανό μουστάκι.
   "Ποια...;" ψέλλισα.
   Ο Βασιλιάς έγειρε πίσω στην καρέκλα του και σταύρωσε τα πόδια. "Α, ναι. Η νύφη. Η Σίλια Κλέμενς, φυσικά".
   Το γόνατο που στήριζε το βάρος μου άρχισε να τρέμει και να γέρνει. Έπεσα στο πλάι, πάνω στο χαλί. Άκουσα το Βασιλιά που κρυφογελούσε.
   "Αυτό βέβαια σημαίνει ότι εσύ -αλλά ενδεχομένως και εκείνη- θα πρέπει να μένετε κάποιο διάστημα στο Νόρφολκ, οπότε θα μου στερείτε τη συντροφιά σας. Αλλά είμαι πρόθυμος να υποστώ αυτή τη θυσία".
   Προσπάθησα να σταθώ όρθιος, αλλά το αριστερό μου γόνατο είχε ξαφνικά παραλύσει και δε με στήριζε. Δεν είχα λοιπόν άλλη επιλογή από το να μένω σωριασμένος σαν εμβρυϊκός σωρός μπροστά στο βασιλικό σκαμνάκι για τα πόδια.
   "Φαντάζομαι", είπε ο Βασιλιάς, "πως δε χρειάζεται να εξηγηθώ περισσότερο, έτσι δεν είναι, Μεριβέλ;"
   "Μα, Μεγαλειότατε..."
   "Χρειάζεται; Με εκπλήσσεις. Σε θεωρούσα από τους πλέον πληροφορημένους ανθρώπους της Αυλής".
   "Όχι, απλώς να... αυτό το θέμα... μου είναι κάπως δύσκολο να το κατανοήσω".
   "Μα δεν καταλαβαίνω καθόλου γιατί. Είναι παιδαριώδες, Μεριβέλ. Η συχνή παρουσία της Σίλια Κλέμενς στο κρεβάτι μου έχει γίνει αναγκαία στη ζωή μου. Όπως ξέρουν όλοι, με έχει μαγέψει. Με τον ίδιο τρόπο, το grand amour, ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου, η Μπάρμπαρα Κάσλμεϊν, είναι απολύτως απαραίτητη για να διατηρήσω την υγεία και την καλή μου διάθεση. Με λίγα λόγια, αγαπώ και χρειάζομαι και τις δυο μου ερωμένες, αλλά δεν έχω καμιά διάθεση να ανέχομαι άλλο τα νεύρα της λαίδης Κάσλμεϊν με αφορμή τη δεσποινίδα Κλέμενς. Εκνευρίζομαι και με πιάνει δυσπεψία. Η δεσποινίς Κλέμενς πρέπει λοιπόν να παντρευτεί τάχιστα -για να μπορώ και πάλι να συναντιέμαι μαζί της κρυφά, χωρίς να το ξέρει η Κάσλμεϊν. Αλλά με ποιον να την παντρέψω; Όχι βέβαια με κάποιον ισχυρό αριστοκράτη, που σύντομα θα αρχίσει να σκέφτεται τη θέση του και την τιμή του. Όχι. Αυτός που θα γίνει σύζυγος της Σίλια πρέπει να είναι ένας άντρας που θα εκτιμήσει και θα εκμεταλλευτεί την περιουσία και τον τίτλο του, θα είναι ευγενική και διασκεδαστική συντροφιά για τη νύφη στις σπάνιες στιγμές που θα βρίσκονται μαζί, αλλά και θα είναι και ερωτευμένος με τις γυναίκες εν γένει ώστε να μην κάνει το λάθος να ερωτευτεί καμιά συγκεκριμένα. Εσύ, Μεριβέλ, είσαι η ιδανική λύση. Δε νομίζεις; Άλλωστε, όπως σου έχω δηλώσει επανειλημμένως, έχεις ωραίο όνομα που είναι πολύ της μόδας. Το να ζητήσω από τη Σίλια να γίνει -μόνο κατ' όνομα, φυσικά- λαίδη Μεριβέλ είναι κάτι που νιώθω ότι μπορώ να το αντέξω χωρίς να ταραχτώ".
   Αυτή λοιπόν ήταν η πέμπτη αρχή.
   Θα μου έπαιρναν τα σκυλιά και στη θέση τους θα μου έδιναν τη νεαρότερη ερωμένη του Βασιλιά. Αλλά αυτό που απασχολούσε εμένα την ώρα που έφευγα ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσα να θυμηθώ πόσο μακριά από το Λονδίνο και προς ποια κατεύθυνση (δηλαδή βορειονατολικά ή βόρεια) βρισκόταν η κομητεία του Νόρφολκ.

   Την παραμονή του γάμου, σύμφωνα με το έθιμο, η μέλλουσα νύφη ήταν να κλειδωθεί μαζί με τις παρανύμφους στο σπίτι του πατέρα της. Το πρωί, θα πήγαινα έφιππος στο σπίτι της (εγώ αναγκάστηκα να περάσω τη νύχτα της έκτης Ιουνίου σε ένα μάλλον άθλιο πανδοχείο), μ' όλο το χωριό να τρέχει μπροστά μου στριγκλίζοντας, φορτωμένο με χειροποίητα στολίδια, φιόγκους, κορδέλες και άλλες τέτοιες βλακείες, παίζοντας φλάουτα, βιολιά και ντέφια. Περίμενα με ανυπομονησία όλη αυτή τη διαδικασία. Δε χρειάζεται βέβαια να σας υπενθυμίσω πως τρελαίνομαι για ανοησίες, και η προοπτική όλης αυτής της φασαριόζικης παρέλασης ήταν πολύ του γούστου μου.
   Δεν έβλεπα την ώρα να φορέσω τα γαμπριάτικά μου, που τα είχε διαλέξει ο Βασιλιάς και τα είχε ράψει ο προσωπικός του ράφτης, ένα υπέροχο μεταξωτό άσπρο πουκάμισο, φαρδιά πορφυρή ζώνη, ριγωτή άσπρη και χρυσή κιλότα, άσπρες κάλτσες, πορφυρά παπούτσια με χρυσές αγκράφες, μια μαύρη μπροκάρ κάπα κι ένα επίσης πορφυρό καπέλο με άσπρο λοφίο τόσο μεγαλοπρεπές που, από μακριά, έμοιαζα σαν να φορούσα τρικάταρτη γαλέρα στο κεφάλι.
   Όπως ήταν φυσικό, στο γάμο είχα καλέσει και τον Πιρς, αλλά, προς μεγάλη μου απογοήτευση, εκείνος αρνήθηκε την πρόσκληση. Θα ήθελα να μ' έβλεπε ο Πιρς με την περιβολή μου. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω ήταν πως αρνήθηκε, όχι από ζήλια ή κακία, αλλά επειδή φοβήθηκε ότι το θέαμα που θα παρουσίαζα θα μπορούσε να του κόψει το αίμα, γεγονός που θα τον αποχώριζε βίαια από το μέντορά του, το μακαρίτη Γουίλιαμ Χάρβεϊ, τον πρώτο άνθρωπο που κατάλαβε ότι το αίμα ρέει με κυκλική κίνηση, από και προς την καρδιά μέσω των πνευμονικών φλεβών. "Δεν περνά ούτε μια μέρα", μου είπε κάποτε ο Πιρς, "που να μη νιώσω μέσα μου τον Γ. Χ." (Ο Πιρς είναι πολύ επιρρεπής σε μεταφυσικές δηλώσεις αυτού του είδους, αλλά τον αγαπώ πολύ και είμαι επιεικής μαζί του).
   Στον πατέρα της νύφης, τον Σερ Τζόσουα Κλέμενς, έπρεπε αναγκαστικά να πάω γύρω στα μέσα Απριλίου, για να ζητήσω το χέρι της κόρης του. Φαίνεται όμως ότι ο Βασιλιάς είχε πάει πριν από μένα, για να εγγυηθεί ότι ήμουν άνθρωπος ευυπόληπτος, ταλαντούχος και αποκαταστημένος, ιδιοκτήτης του κτήματος Μπίντνολντ στο Νόρφολκ, και μοναδική μου επιθυμία ήταν να κάνω την κόρη του ευτυχισμένη και να της προσφέρω, όσο ζούσα, μια καθ' όλα άνετη ζωή. Ο Σερ Τζόσουα Κλέμενς με υποδέχτηκε λοιπόν με μεγάλη ευγένεια, μου πρόσφερε άσπρο κρασί (αποστρέφοντας το βλέμμα του μόνο προς στιγμή, όταν έχυσα άθελά μου μια σταγόνα στο μεταξωτό μπράτσο της πολυθρόνας μου) και με διαβεβαίωσε πως ο λόγος του Βασιλιά ήταν αρκετός για να μου παραδώσει την όμορφη θυγατέρα του. Αυτό που δεν ξέρω είναι αν, την εποχή του γάμου, ο Σερ Τζόσουα γνώριζε ήδη πως η Σίλια ήταν ερωμένη του Βασιλιά. Υποψιάζομαι πως το γνώριζε και πως αυτό τον κολάκευε. Γιατί ο Βασιλιάς συμπεριφέρεται σαν επίγειος θεός, σαν ενσάρκωση της πίστης. Είναι πηγή ομορφιάς και δύναμης και όλοι λαχταράμε να νιώσουμε αυτή τη δύναμη σαν δροσερό άγγιγμα στις ξαναμμένες καρδιές μας. Ο Σερ Τζόσουα μου έδωσε την εντύπωση έξυπνου και καθ' όλα ευγενούς ανθρώπου· παρ' όλα αυτά, ακόμα κι αυτός, όταν άκουσε ότι ο Βασιλιάς θα παρευρισκόταν στο γάμο, δεν μπόρεσε να κρύψει τα κόκκινα στίγματα της χαράς που φάνηκαν στα μάγουλά του. Μου είπε ότι η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του ήταν η μουσική κι ότι του άρεσε ιδιαίτερα να παίζει βιόλα ντα γκάμπα. "Τώρα", είπε με αγαλίαση, "θα παίξω στο γάμο της κόρης μου και την ίδια στιγμή θα πραγματοποιήσω το όνειρο της ζωής μου: Ο Βασιλιάς, αποκαταστημένος στο θρόνο, θ' ακούσει τη μουσική μου".
   Πριν από το γάμο, με τη Σίλια είχα συναντηθεί πέντ' έξι φορές, πάντα βέβαια παρουσία του Βασιλιά, με τον οποίο η νύφη (σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν στο Λονδίνο) ήταν τόσο πολύ ερωτευμένη που δεν τον άφηνε στιγμή από τα μάτια της. Σε όλες αυτές τις συναντήσεις είχα την αίσθηση ότι περίσσευα, αλλά ήμουν τόσο συνεπαρμένος από τους χάρτες που ξετύλιγε ο Βασιλιάς για να μου δείξει την έπαυλη στο Μπίντνολντ και τους αγρούς της, που δεν άφηνα αυτό το αίσθημα να με ταράξει.
   Έριξα μερικές φευγαλέες ματιές στη νύφη και διαπίστωσα πως ήταν μια όμορφη μικροκαμωμένη γυναίκα γύρω στα είκοσι. Το δέρμα της ήταν ολόλευκο, χωρίς κανένα απολύτως ψεγάδι, και τα χέρια της λεπτοκαμωμένα. Τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά της  ήταν μαζεμένα προς τα πίσω με κορδέλες κι ύστερα έπεφταν ελεύθερα στους ώμους της σε μπούκλες. Τα στήθη της ήταν μάλλον μικρά και τα πόδια της στενά. Η έκφρασή της, όπως και του πατέρα της, ήταν αξιοθαύμαστα γαλήνια. Αν και θα μπορούσα να συμφωνήσω  πως διέθετε μια ήρεμη ομορφιά, διαπίστωνα με ανακούφιση ότι δεν ήταν καθόλου του γούστου μου. Ήταν υπερβολικά ραφινάτη, στεκόταν με την πλάτη εντελώς ίσια και οι καμπύλες της δεν ήταν καθόλου προκλητικές. Σε σύγκριση με τη Ρόζι Πιερπόιντ, για παράδειγμα (παρ' όλες τις διαθέσιμες γυναίκες της Αυλής, μου ήταν αδύνατο να διακόψω τη θυελλώδη σχέση μου μ' αυτή την ανόητη τσουλίτσα), η Σίλια έμοιαζε με ποντίκι μπροστά σε γυπαετό. Στους έρωτές μου ποθώ το αρπακτικό στόμα, τα αδίστακτα νύχια. Μου αρέσουν οι καβγάδες και το ξύλο. Η παθητικότητα που διέκρινα στη Σίλια την έκανε να μοιάζει εντελώς ασήμαντη στη σκοτεινή φαντασία μου.
   Τι συνέβη λοιπόν τη νύχτα του γάμου μου; Θα σας το πω εν καιρώ, μια και κανένας άντρας στην Αγγλία δεν έζησε ποτέ τόσο περίεργη νύχτα. Μα πρώτα θα σας διηγηθώ την επίσκεψή μου στο Μπίντνολντ, μαζί με το Βασιλιά και τη Σίλια.
   Η έπαυλη ήταν χτισμένη σε ρυθμό εποχής Ιακώβου Α', τριγυρισμένη από τάφρο, μ' ένα αρκετά μεγάλο πάρκο γύρω γύρω, όπου έβοσκαν ήρεμα ελάφια. Το εσωτερικό της ήταν λιτό και σκοτεινό και απηχούσε τα πουριτανικά γούστα του προηγούμενου κατόχου της, του αξιότιμου -όσο και άτυχου- Τζον Λούζλι. Παρ' όλη την πληκτική ατμόσφαιρα, εγώ ένιωθα χαρούμενος. Γιατί αυτά τα άχαρα δωμάτια θα τα διαμόρφωνα σε εσωτερικούς χώρους που, με τα κρεμεζιά και τα βερμιγιόν τους, με τα κίτρινα και τα χρυσαφιά τους, με το άπλετο φως και το χρώμα τους, θα απηχούσαν τον αμετροεπή και ανικανοποίητο χαρακτήρα μου. Θα το μεταμόρφωνα αυτό το μέρος. Θα το άνοιγα και θα το έκανα να προβάλει σε όλη του την ποικιλία, έτσι ακριβώς όπως είχε προβάλει ξαφνικά στα μάτια μου το θαυμαστό σύμπλεγμα της ανατομίας του ψαρονιού στο φως που τρύπωνε από την καταπακτή. Στην πρώτη μου επίσκεψη, άφησα το Βασιλιά και τη Σίλια καθισμένους ευπρεπώς σ' έναν καναπέ στιλ Τιδόρ και ορμούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο. Καθώς το όραμά μου για το μέρος αυτό άρχισε να φουντώνει, μ' έπιασε τέτοια ταραχή και τέτοια ανυπομονησία, που έβγαλα το παλτό μου, έλυσα τη ζώνη μου και τα πέταξα στο πάτωμα. Το σπίτι μου! Ως τώρα πίστευα πως θα περνούσα ολόκληρη τη ζωή μου μέσα σε στενόχωρα διαμερίσματα και τώρα είχα τριάντα δωμάτια για να απλωθώ. Μέσα σ' ένα σχεδόν κυκλικό δωμάτιο στο Δυτικό Πύργο, μου ξέφυγε άθελά μου μια κραυγή ενθουσιασμού- τόσο τέλειος μου φάνηκε ο χώρος, δεν ήξερα για ποιο πράγμα, ούτε και με ενδιέφερε, απλώς διαισθανόμουν σε τι επίπεδο τελειότητας θα έφτανε κάποια μέρα ο χώρος αυτός. Θαρρείς πως είχα επιτέλους πλησιάσει, μέσω του Μπίντνολντ, αυτό που ο Χάρβεϊ ονόμαζε «το θεϊκό συμπόσιο του πνεύματος». Κι αυτό το συμπόσιο ήταν όλο δικό μου! Κάθισα κάτω, έβγαλα την περούκα μου, έξυσα τις γουρουνότριχές μου κι έκλαψα από χαρά.
   Οι ετοιμασίες για το γάμο προχωρούσαν, προς μεγάλη ικανοποίηση όλων των ενδιαφερομένων. Το γεγονός ότι η Σίλια κι εγώ δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε δυο κουβέντες και ότι εκείνη με κοίταζε με σχετική αντιπάθεια δεν είχε, θαρρείς, καμιά απολύτως σημασία. Το ότι ο Βασιλιάς είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο για να την κρατήσει, παρά τη ζήλια της λαίδης Κάσλμεϊν, την έπειθε, χωρίς αμφιβολία, πως ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της. Εκτός αυτού ο Βασιλιάς την καθησύχαζε, όπως καθησύχαζε κι εμένα: "Δε θα υπάρξει σωματική ένωση μεταξύ σας. Όταν εγώ δε θα βρίσκομαι κοντά στη Σίλια, εσύ θα της προσφέρεις αδερφική συντροφιά κι εκείνη θα διαχειρίζεται το σπιτικό σου".
   "Το σπιτικό μου προτιμώ να το διαχειρίζομαι εγώ, Μεγαλειότατε".
   "Όπως νομίζεις. Παρ' όλα αυτά, μια οικοδέσποινα μπορεί να αποδειχτεί ανεκτίμητη, κυρίως αν, όπως έχω καταλάβει, σκοπεύεις ν' αρχίσεις τις δεξιώσεις στο Μπίντνολντ".
   "Οπωσδήποτε, Μεγαλειότατε. Τις ονειρεύομαι από τώρα".
   "Ωραία. Μου αρέσεις, Μεριβέλ. Αντιπροσωπεύεις απόλυτα την εποχή μας".
   Κι έτσι, σε ατμόσφαιρα πυρετώδους ενθουσιασμού, που οφειλόταν στις πολύωρες επαφές μου με διάφορους σοβατζήδες, μπογιατζήδες, αργυροχόους, ταπετσιέρηδες και τζαμάδες, έφτασε η μέρα του γάμου μου, η εβδόμη Ιουνίου 1664.

   Πώς να περιγράψω το γάμο μου; Έμοιαζε με υποφερτό θεατρικό έργο, από το οποίο, μετά το τέλος της παράστασης, σου έρχονται στο νου ολοζώντανα ορισμένες μόνο ατάκες, ορισμένες σκηνές, ορισμένοι ηθοποιοί, φορεσιές ή φωτισμοί ενώ το υπόλοιπο έργο το έχεις κιόλας ξεχάσει.
   Θυμάμαι το ταπεινό πανδοχείο. Φέρνω στο νου μου το πάτωμά του, λερωμένο από φτυσίματα και ροκανίδια, τη στιγμή που διασχίζω το κατώφλι ντυμένος με την άσπρη, χρυσή και πορφυρή φορεσιά μου, για να ακολουθήσω την ετερόκλητη έφιππη πομπή προς το σπίτι της Σίλια. 
   Με βοηθούν ν' ανέβω σ' ένα γκρίζο άλογο με κουδουνάκια στα χαλινάρια. Έχω επηρεαστεί από την εξωφρενική μου εμφάνιση και το πνεύμα μου κραυγάζει: Εμπρός! Εμπρός! Προχωρήστε! Το πλήθος είναι ήδη μεθυσμένο, όλο λαγνεία και ξεφωνητά, οι ευγενείς έχουν ανακατευτεί με τους χωριάτες κι όλοι κουνάνε γάντια και κορδέλες. Δε θα μπορούσα να ζητήσω πιο αλλοπρόσαλλη παρέα κι ο ήλιος του κατακαλόκαιρου θαρρείς πως μου χαμογελά από ψηλά και μου χαϊδεύει το λοφίο.
   Παίρνουμε την ανηφόρα. Παιδιά τρέχουν μπροστά μου, ένας βιολιστής χοροπηδάει δίπλα μου, το κεφάλι του μοιάζει με γογγύλι, η μουσική του μοιάζει με γαϊτανάκι. Αυτό είναι παράσταση, είναι θεατρικό έργο, μονολογώ καθισμένος πάνω στο στολισμένο άλογό μου. Εγώ είμαι ο Πρωταγωνιστής Γαμπρός, η Σίλια είναι η Μαριονέτα Νύφη. Κι όμως, την ώρα που ξεκινάμε, αισθάνομαι μια εκστατική ευτυχία. Θέλω ν' αγκαλιάσω κάποιον -το Θεό; το Βασιλιά; τη νεκρή μου μητέρα;- και να τον ευχαριστήσω που μου χάρισε αυτή τη μεγαλειώδη μέρα. Κι έτσι, μόλις βλέπω να εμφανίζεται από μακριά το σπίτι, σκύβω και σηκώνω στην πυρωμένη αγκαλιά μου μια χωριατοπούλα με λακάκια στα μάγουλα. Της δίνω ένα φιλί, οι άντρες σφυρίζουν, οι γυναίκες χειροκροτούν και ο γογγυλοκέφαλος βιολιστής κάνει μια γκριμάτσα σαν να χαμογελάει.
   Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ζωηρά είναι η μουσική του Τζόσουα Κλέμενς. Έχουμε γυρίσει από την εκκλησία και θεωρούμαστε σύζυγοι. Η Σίλια φοράει το δαχτυλίδι μου στο μικρό άσπρο της δάχτυλο. Της έδωσα, όπως συνηθίζεται, ένα αγνό φιλί στα σφιγμένα της χείλη. Της πρόσφερα το μπράτσο μου για να βγούμε έξω, στο φως της μέρας, και να περπατήσουμε ως το σπίτι του Σερ Τζόσουα. Το στρωμένο τραπέζι ξεπερνάει σε λαμπρότητα κάθε άλλο τραπέζι που έτυχε να δω ως τώρα. Πέφτω στο φαγητό και το ποτό με τη συνηθισμένη μου όρεξη. Ο Βασιλιάς, που κάθεται δίπλα στη νύφη, μου γελάει και κάνει μια αρκετά εξεζητημένη επίδειξη στην προσπάθειά του να με φασκιώσει με την πετσέτα του φαγητού. Για δεύτερη φορά την ίδια μέρα, χαίρομαι που τελικά δεν ήρθε ο Πιρς. Ο εγκρατής χαρακτήρας του θα ανατρίχιαζε με τον αριθμό και την ποικιλία των πιάτων που έχουν ετοιμαστεί για μας. Με μια γρήγορη ματιά, βλέπω φρικασέ, βραστές πέρκες και καπνιστό σολομό, ψητές μπεκάτσες, παγόνια, πάπιες, αγριόπαπιες και ορτύκια, πίτες με κυνήγι και κρέας στα κάρβουνα, τάρτες με μεδούλι από κόκαλα, βοδινές γλώσσες, πίτες από κρέας ελαφιού, ξεροψημένες φραγκόκοτες, διάφορες σαλάτες, πιατέλες με κρέμες, κυδώνια, ζαχαρωτά και αμυγδαλωτά, κομπόστες, τυριά και φρούτα. Υπάρχουν ακόμη αφρώδη γαλλικά κρασιά και δυνατά σπανιόλικα και, φυσικά, ζεστό άσπρο κρασί, που θα το πιω με τη Σίλια λίγο προτού αποσυρθούμε στην κρεβατοκάμαρα, μέσα σ' ένα σύννεφο από πολύχρωμες κορδέλες. Ύστερα από μια περίπου ώρα με φαγοπότι και προπόσεις, ο ενθουσιασμός μου έχει αρχίσει να υποχωρεί μπροστά σ' ένα ευχάριστο αίσθημα νύστας. Βλέπω το Σερ Τζόσουα να σηκώνεται, να πιάνει τη βιόλα του και να στέκεται μόνος του απέναντί μας, μπροστά σ' ένα αναλόγιο ψηλό και λεπτό σαν ταβανόσκουπα. Ο Βασιλιάς προσπαθεί να επιβάλει ησυχία, μα οι ευγενείς στην άλλη άκρη του τραπεζιού δεν έχουν προσέξει το Σερ Τζόσουα και συνεχίζουν να ρεύονται και να χαχανίζουν με μεγάλη αγένεια. Διασκεδάζω με το θέαμα ενός απ' αυτούς που ξερνάει μες στο καπέλο του. Ο Σερ Τζόσουα τον αγνοεί. Σηκώνει το όργανο και, χωρίς εισαγωγές και λόγους, αρχίζει να παίζει.
   Περιμένω κάποια ζωηρή μουσική, έτσι που, αν μας παρασύρει το κέφι, να σηκωθούμε από το τραπέζι και να το ρίξουμε στο χορό. Αλλά ο Σερ Τζόσουα έχει διαλέξει πολύ σοβαρή και υπερβολικά μελαγχολική μουσική, το Lachrimae του Ντόουλαντ, αν δε με απατά η μουσική μου παιδεία, και μέσα σε λίγα λεπτά με κατακλύζει μια τρομερή επιθυμία να βάλω τα κλάματα. Παρατηρώ το πρόσωπο του Σερ Τζόσουα, που κοιτάζει μόνο τη βιόλα του και, σαν μελαγχολικός ανατόμος, τραβάω προς τα πίσω το δέρμα, τους μυς, τα νεύρα και τους τένοντες, στρώμα με στρώμα, ώσπου φτάνω στο άσπρο κόκαλο του κρανίου του, στις άδειες κόχες των ματιών του...
   Αποστρέφω το βλέμμα μου και κρύβω το πρόσωπό μου στην πετσέτα. Δε θέλω να δει η υποτιθέμενη γυναίκα μου πως κλαίω. Προσποιούμαι πως πνίγηκα από το φαγητό. Σηκώνομαι από το τραπέζι και ψάχνω να βρω την έξοδο. Από τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα και κλαίω με αναφιλητά σαν άρρωστο μουλάρι. Τρέχω έξω στο φως της μέρας, πέφτω στο γρασίδι και κλαίω για δέκα ολόκληρα λεπτά. Όταν επιτέλους σηκώνομαι και φυσάω τη μύτη μου στη μουσκεμένη πετσέτα, αντιλαμβάνομαι ότι, λίγο πιο κει, ένας άντρας κάθεται αμίλητος. Σκουπίζω τα μάτια μου και τον βλέπω. Είναι ο Πιρς.
   "Για ποιο λόγο κλαψουρίζεις, Μεριβέλ;"
   "Δεν έχω ιδέα".
   "Λοιπόν", λέει ο Πιρς με τη συνηθισμένη του σοβαρότητα, "παντρεύτηκες τελικά".
   "Ναι. Πώς σου φαίνεται η γαμπριάτικη φορεσιά μου;"
   Ο Πιρς με παρατηρεί προσεκτικά και, απ' ό,τι φαίνεται, προσέχει τις πολύτιμες αγκράφες, το βασιλικό ύφος που δίνει το πορφυρό χρώμα στο όλο σύνολο. Ευτυχώς, δε φοράω πια την τρικάταρτη γαλέρα: αισθάνομαι ξαφνικά τόσο χαρούμενος που ο Πιρς είναι εδώ μαζί μου και αυτή τη στιγμή δε θα ήθελα να προκαλέσω καμιά δυσλειτουργία των αιμοφόρων αγγείων του.
   "Είναι απαίσια", λέει έπειτα από λίγο. "Υποθέτω ότι αυτή φταίει που έχασες τόσο το ηθικό σου".
   Χαμογελάω, χαμογελάει κι αυτός και του δίνω το χέρι. Το σφίγγει με παγωμένα δάχτυλα.

   Ο Πιρς κι εγώ κατευθυνόμαστε προς το ροδώνα. Δυο κηπουροί μας παρατηρούν με παγερό βλέμμα. "Είμαι ο γαμπρός", θέλω να τους πω, "πρέπει να χαίρεστε μαζί μου", αλλά θυμάμαι το μπέρδεμα που ενυπάρχει σ' αυτή την κουβέντα και λέω απλώς στον Πιρς: "Αν θέλουν να είναι μουτρωμένοι, εγώ δε δίνω δεκάρα".
   Με το που επιστρέφουμε στη γιορτή και τακτοποιώ τον Πιρς στο τραπέζι, αφού τον πείσω να δοκιμάσει, παρά τους δισταγμούς του, δυο μπουκιές από την πάπια και μια γουλιά σπανιόλικο κρασί, ο Βασιλιάς σηκώνεται και ζητάει να μας φέρουν το ζεστό άσπρο κρασί. Έφτασε η στιγμή! Βλέπω τη σύζυγό μου να κοιτάζει με αγωνία τον Ηγεμόνα. Εκείνος της χαμογελάει με το εκτυφλωτικό χαμόγελο των Στιούαρτ, το οποίο, όπως υποστηρίζουν οι μισοί άντρες και σχεδόν όλες οι γυναίκες της χώρας μας, είναι απόδειξη της θεϊκής του φύσης. Ύστερα σηκωνόμαστε όλοι όρθιοι και, πριν ακόμα τελειώσει η πρόποση, βρίσκομαι περιτριγυρισμένος από τους αυλικούς φίλους μου, οι οποίοι γκαρίζουν και ξεφωνίζουν, χτυπούν τα τραπέζια, σκορπίζουν παντού τα αποφάγια του φρικασέ κι αναποδογυρίζουν μπουκάλια με κρασί. Ύστερα με τραβολογάνε, λίγο σπρώχνοντας λίγο σηκώνοντάς με στον αέρα, με βγάζουν από το δωμάτιο και με οδηγούν σ' ένα μεγάλο διάδρομο. Ακούω τη Σίλια και τις παρανύμφους να κρυφογελάνε πίσω μας. Αν και αυτή η παντομίμα με διασκεδάζει αρκετά, δε βλέπω την ώρα να γυρίσω στο τραπέζι και να το ρίξω στο κρασί, το χορό και την κραιπάλη. Αλλά το μπουλούκι με παρασέρνει. Ανεβαίνουμε δύο ορόφους και μπαίνουμε σ' ένα υπέροχο υπνοδωμάτιο, όπου, με αλαλαγμούς ευθυμίας, με ξεκουμπώνουν και μου βγάζουν με βία τα ρούχα εκτός από την περούκα, τις κάλτσες και τις καλτσοδέτες. Γελούν ξεδιάντροπα και δένουν μια κατακόκκινη κορδέλα γύρω από το πουλί μου. Όλα αυτά με διασκεδάζουν, το ομολογώ. Σπρώχνω μακριά τους φίλους μου και πλησιάζω στον καθρέφτη. Ιδού λοιπόν ο Χάρτινος Γαμπρός: Τα μάτια μου είναι κατακόκκινα και πρησμένα από το κλάμα, η σκοροφαγωμένη μου κοιλιά έχει φουσκώσει από την πολλή αγριόπαπια και το ψητό κρέας, η περούκα μου είναι βαλμένη στραβά, οι κάλτσες μου είναι πεσμένες και γεμάτες λίγδες και λεκέδες από κόκκινο κρασί και το πουλί μου είναι δεμένο με έναν κόκκινο φιόγκο σαν δώρο χαρωπό.
   Αλλά δεν έχω χρόνο να επιμείνω περισσότερο στην περιγραφή αυτής της εντυπωσιακής εικόνας. Μου φορούν μια νυχτικιά, με βγάζουν σ' ένα διάδρομο κι από κει με περνούν σε άλλο υπνοδωμάτιο. Οι περισσότεροι καλεσμένοι είναι στριμωγμένοι μπροστά στην πόρτα. Μόλις με βλέπουν, αρχίζουν τις ζητωκραυγές, ύστερα με σπρώχνουν μπροστά κι αρχίζουν ένα ανελέητο τραγούδι.
   Μπαίνω στο δωμάτιο. Βλέπω τη Σίλια που κάθεται στο ψηλό κρεβάτι. Την ώρα που με σπρώχνουν κοντά της, αποστρέφει το βλέμμα, αλλά οι καλεσμένοι μάς περικυκλώνουν έτσι που πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον. Συνειδητοποιώ τώρα πως είναι ανάγκη να παίξω το ρόλο μου. Την αγκαλιάζω και τη φιλάω στον ώμο. Το κορμί της είναι τεντωμένο κι αλύγιστο, αλλά πιέζει τον εαυτό της να γελάσει. Η παρέα ρίχνεται πάνω μας, τραβάει τις κορδέλες από τα μαλλιά, τους φιόγκους της αγάπης από τους καρπούς της Σίλια, τις κάλτσες και τις καλτσοδέτες από τα πόδια μου. Ύστερα οι καλεσμένοι μας, μ' έναν ατέλειωτο αλαλαγμό, τραβούν τις κουρτίνες του κρεβατιού γύρω μας· και το τραγουδάκι «Με - ρι - βέλ, κάντ' της το καλά», όσο κι αν εξακολουθεί να φτάνει στ' αυτιά μου, αρχίζει να σβήνει σιγά σιγά καθώς βγαίνουν από το δωμάτιο και επιστρέφουν στα γιορτινά τραπέζια, όπου οι μουσικοί έχουν ήδη αρχίσει να παίζουν μια ζωηρή πόλκα.
   Ελευθερώνω τη Σίλια από το υποτιθέμενο αγκάλιασμά μου. Δείχνει ανακουφισμένη. Εντελώς παράλογα, πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν ο Πιρς έφαγε μόνο μια μπουκιά ή καταβρόχθισε όλη την πάπια. Βάζω τα γέλια. Ξέρω τι πρόκειται να συμβεί. Ο Βασιλιάς έχει σχεδιάσει με προσοχή όλες τις λεπτομέρειες. Βρίσκω το σχέδιο απολαυστικό. "Λοιπόν, λαίδη Μεριβέλ", λέω στη Σίλια, αλλά εκείνη δεν έχει τη διάθεση ούτε για την παραμικρή συζήτηση μαζί μου. Έχει κιόλας πεταχτεί απ' το κρεβάτι και ανοίγει την πόρτα της διπλανής καμαρούλας για να μπει ο Βασιλιάς, ο οποίος, όπως κι εμείς, φοράει τη νυχτικιά του. Χαμογελάει ζαβολιάρικα και τραβάει τη Σίλια από το χέρι.
   "Μπράβο, Μεριβέλ", λέει. "Έδωσες ωραία παράσταση".
   Σηκώνομαι από το κρεβάτι για να κάνω χώρο στο Βασιλιά και τη γυναίκα μου. Πηγαίνω στο διπλανό δωματιάκι, όπου βρίσκω, όπως είναι προκανονισμένο, μια καθαρή αλλαξιά (γκριζοκόκκινη αυτή τη φορά), μια άσπρη περούκα, ένα ψεύτικο μουστάκι και μια μάσκα. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και, τη στιγμή που βγάζω τη νυχτικιά, συνειδητοποιώ για πρώτη φορά πως στο σχέδιο υπάρχει ένα λάθος. Ο μόνος δρόμος για να επιστρέψω στο γλέντι -όπως έχουμε συννενοηθεί πως πρέπει να κάνω- περνά μέσα από το υπνοδωμάτιο, όπου, τη στιγμή που εγώ θα καταφέρω με χίλιους κόπους να φορέσω τα καινούργια μου ρούχα, ο Βασιλιάς και η Σίλια θα επιδίδονται σε γαμήλιους ακροβατισμούς. Όπως σας έχω πει, δεν είμαι μυγιάγγιαχτος, αλλά δεν έχω καμιά επιθυμία να παρακολουθήσω αυτή τη σκηνή, ούτε θέλω να τους ενοχλήσω. Ελπίζω μόνο να σκεφτούν να τραβήξουν τις κουρτίνες του κρεβατιού, έτσι ώστε να μπορέσω να βγω κλεφτά από το δωμάτιο χωρίς να με περάσουν για κατάσκοπο ή ηδονοβλεψία.
   Ντύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ο Βασιλιάς, που έχει τη φήμη σπουδαίου εραστή, δε θα περάσει, φαντάζομαι, κατ' ευθείαν στην πράξη, αλλά θα ξεκινήσει με φιλιά και χάδια στα κατάλληλα σημεία και με πειράγματα. Συνεπώς, έχω ακόμα λίγο χρόνο. Βάζω τη μάσκα. Η πλακουτσωτή μύτη μου γίνεται ακόμα πιο πλακουτσωτή και οι τρύπες για τα μάτια είναι τόσο μικρές, που αισθάνομαι σαν άλογο με παρωπίδες. Με ενοχλεί η σκέψη πως θα πρέπει να κρατήσω αυτό το πράμα στο πρόσωπό μου για όλο το υπόλοιπο βράδυ, αλλά, αν θέλω να κατέβω και να διασκεδάσω χωρίς να αποκαλύψω την ταυτότητά μου, δεν έχω άλλη επιλογή.
   Είμαι έτοιμος. Το γκριζοκόκκινο κοστούμι μου είναι πολύ όμορφο, αλλά για μια στιγμή θλίβομαι για την απώλεια της χρυσής ριγωτής κιλότας και της εξεζητημένης κάπας. Αυτά τα ρούχα εξέφραζαν την πεμπτουσία του Μεριβέλ με εξαιρετική τελειότητα και φινέτσα. Ως ελάχιστο ενθύμιο αυτής της παράδοξης ημέρας, κρατάω την κατακόκκινη κορδέλα γύρω από το πουλί μου.
   Ανοίγω την πόρτα και τι βλέπω; Ο Βασιλιάς, ολόγυμνος, γονατισμένος μπροστά στο κρεβάτι, έχει αγκαλιάσει τα ανοιχτά μπούτια της Σίλια και έχει χώσει το στιλπνό κεφάλι του στο μικρό της θάμνο. Μένω ακίνητος πάνω στο ακριβό χαλί. Το πρόσωπό μου ζεματάει κάτω από τη μάσκα. Κλείνω τα μάτια. Δεν μπορώ να σαλέψω. Ξαναγυρίζω προς τα πίσω και κλείνω την πόρτα.
   Μέσα στο δωματιάκι, νιώθω μοναξιά και με πιάνει ασφυξία. Μα είναι σωστό και δίκαιο, ύστερα από όσα έχω κάνει σήμερα, να περάσω όλο το βράδυ καθισμένος κατάχαμα σ' ένα μικρό καμαράκι; Αποφασίζω να περιμένω ώσπου ο Βασιλιάς και η Σίλια να φτάσουν στο «θεϊκό συμπόσιο» της υπόθεσης (με όλο το σεβασμό, Χάρβεϊ) και παρακαλώ αυτό να γίνει πίσω από τις κουρτίνες ή τουλάχιστον να γίνει με αρκετή φασαρία ώστε να μην ακουστούν τα βιαστικά βήματά μου. Στο μεταξύ, τι να κάνω; Αποφασίζω να σκεφτώ το μέλλον μου. Δε βλέπω καθαρά, γι' αυτό βγάζω τη μάσκα. Αυτό που αντιλαμβάνομαι τώρα, νομίζω είναι ότι η ιατρική με έχει κουράσει. Οι ανατομικές σπουδές μου μού προξενούν μεγάλη στενοχώρια. Όταν ακούω κάποιον να παίζει βιόλα ντα γκάμπα, θέλω να μοιραστώ τη χαρά του, όχι να δω το κρανίο του. Πού θα καταλήξουν αυτές οι οπτασίες; Τι θα γίνει αν, κάποιο αυγουστιάτικο απόγευμα, την ώρα που βρίσκομαι στο ποτάμι με τη Ρόζι Πιερπόιντ, αντικρίσω ξαφνικά, όχι τα κόκκινα χείλη της ούτε τα ροδαλά μπούτια της, αλλά τα άσπρα σκουλήκια στα κόκαλά της; Μια τόσο μόνιμη και χειροπιαστή επίγνωση του θανάτου, πολύ σύντομα, είμαι βέβαιος, θα με οδηγήσει σε απόγνωση. Και τι θ' απογίνω τότε; Ούτε το σπίτι μου στο Μπίντνολντ θα μπορεί να με παρηγορήσει. Θα τρελαθώ και θα με κλείσουν στο Μπέντλαμ και μόνο ο καημένος ο Πιρς θα έρχεται να με βλέπει, θα κουνάει το κεφάλι του και θα λέει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για μένα.
   Τότε λοιπόν πρέπει να αποφύγω να φτάσω στην απόγνωση και την τρέλα. Πρέπει να προσπαθήσω να ξεχάσω την ανατομία. Να την ξεχάσω για τα καλά. Να την παραδώσω στη λήθη. Πρέπει να ξεχάσω το ψαρόνι, να ξεχάσω τον Φαμπρίτσιους και τον πνιγμένο ζητιάνο. Πρέπει να ξεχάσω το εσωτερικό του ανθρώπινου ναού. Αντίθετα, θα ασχοληθώ με τη διακόσμηση. Θα αγοράσω περισσότερα έπιπλα, κάδρα και υφάσματα. Θα αρχίσω ως και να ζωγραφίζω, γιατί, όπως κι ο πατέρας μου, είμαι καλός στο σχέδιο και δε φοβάμαι να λερώσω τα χέρια μου με τις λαδομπογιές. Έτσι θα γίνει: θα λησμονήσω την κοιλότητα, τη σπηλιά, την κουφάλα, το φριχτό βάθος. Η ζωή μου θα κινείται σε αντίστροφη πορεία: κατάφερα να αντέξω το σκοτάδι· τώρα λοιπόν, που το μυαλό μου θα ασχολείται μόνο με επιφανειακά πράγματα, θα έρθει το ξημέρωμα. Στο κάτω κάτω, είμαι πολίτης της Νέας Εποχής.
   Όσο να κουβεντιάσω με τον εαυτό μου τα σχετικά με το μέλλον μου, πέρασαν μερικά λεπτά. Στερεώνω ξανά τη μάσκα στη μύτη και τα μάτια μου και αφουγκράζομαι. Ακούω το Βασιλιά και τη Σίλια που γελούν -προφανώς φτάνουν ταυτόχρονα στον παράδεισο.
   Ανοίγω την πόρτα και διαπιστώνω, με μεγάλη μου ανακούφιση, πως έχουν τραβήξει τις κουρτίνες. Παρ' όλα αυτά, πέφτω μπρούμυτα και φτάνω μπουσουλώντας στην πόρτα, η οποία στην αρχή τρίζει δυνατά, ύστερα όμως κλείνει πίσω μου χωρίς τον παραμικρό θόρυβο.

   Το ωραιότερο δωμάτιο στο Μπίντνολντ (εκτός από το μικρό κυκλικό χώρο στο δυτικό πυργίσκο, που για την ώρα είχα αφήσει κενό, μια και δεν είχα ακόμα αποφασίσει με ποιον τρόπο θα μπορούσα να αναδείξω την τελειότητά του), ήταν η Αίθουσα Αποσύρσεως. Κάθε φορά που θυμόμουν ότι ήμουν ιδιοκτήτης ενός δωματίου με τέτοια ονομασία, χαμογελούσα σαν ανόητος ή, για την ακρίβεια, σαν άνθρωπος που έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φτωχικά διαμερίσματα. Ο τίτλος, «Αίθουσα Αποσύρσεως», με μάγευε. Γιατί υποδήλωνε ότι ο ιδιοκτήτης της ζούσε βίο πολυάσχολο και ευχάριστο, από τον οποίο «αποσυρόταν» κάθε τόσο για να απολαύσει το μπράντι του δίπλα στο εξαίσιο τζάκι του δωματίου αυτού ή για να ψιθυρίσει ανόητα γλυκόλογα στην όμορφη γειτόνισσά του, τη λαίδη Μπάθαρστ, πάνω στους χρυσοπόρφυρους καναπέδες του. Έτσι λοιπόν, με το συνηθισμένο υπέρμετρο ενθουσιασμό μου, έκανα ό,τι μπορούσα ώστε η ζωή μου στο Μπίντνολντ να είναι γεμάτη διασκεδάσεις, από τις οποίες θα είχα τη δυνατότητα να «αποσύρομαι» από καιρού εις καιρόν.
   Διαμόρφωσα στο σπίτι μια Αίθουσα Μουσικής (εκείνη την εποχή δεν ήξερα ακόμα να παίζω όμποε), μια Αίθουσα Μπιλιάρδου (ως τότε δεν είχα πιάσει στέκα στα χέρια μου), μια Αίθουσα Χαρτοπαιξίας (ήμουν ήδη ξετρελαμένος με το ραμί και το μπεζίκι), ένα Εργαστήριο (όπου θα άρχιζα τη νέα μου απασχόληση ως ζωγράφος), ένα Αναγνωστήριο (για την περίπτωση που με επισκεπτόταν ο Πιρς και ένιωθε άβολα με την ανατολίτικη πολυτέλεια που χαρακτήριζε την Αίθουσα Αποσύρσεως), μια Αίθουσα Πρωινού (με ανατολικό προσανατολισμό, όπου καθόμουν από τις εννέα ως τις δέκα για να ασχοληθώ με τα λογιστικά του σπιτιού) και, φυσικά, μια υπερπολυτελή Τραπεζαρία (τα φαγητά ήταν πάντα τόσο πλούσια και άφθονα, που οι καλεσμένοι ένιωθαν την ανάγκη να «αποσυρθούν» για λίγο μετά το γεύμα, ώστε να μπορέσει το πεπτικό τους σύστημα να λειτουργήσει με άνεση και ηρεμία).
   Ο μισθός που μου ενέκρινε ο Βασιλιάς ως συζύγου της Σίλια ήταν δύο χιλιάδες λίρες ετησίως -πλούτη που δε θα μπορούσα ούτε να τα φανταστώ ένα χρόνο πριν. Με αυτά τα χρήματα μπόρεσα να αγοράσω ένα σωρό κινέζικα έπιπλα για την Αίθουσα Αποσύρσεως, να κρεμάσω κόκκινους ταφτάδες και κινέζικες περγαμηνές στους τοίχους, να ντύσω τις πολυθρόνες με χρυσοπόρφυρα υφάσματα και να στρώσω στο πάτωμα ένα χαλί από το Τσενγκ Τσόου με τόσο περίτεχνο σχέδιο που το ύφαιναν στον αργαλειό χίλιες ολόκληρες ημέρες.
   Ήμουν τρομερά χαρούμενος με αυτές τις αλλαγές. Κερνούσα μπίρα τους εξαντλημένους ταπετσέρηδες και έδινα συγχαρητήρια στον εαυτό μου που είχα συνδυάσει τόσο ωραία αυτές τις εκρηκτικές αποχρώσεις του κόκκινου, του ροζ και του χρυσού. Τώρα όμως έπρεπε να σκεφτώ έναν έξυπνο τρόπο για να εξασφαλίσω ότι οι καλεσμένοι μου, με τους οποίους θα αποσυρόμουν παρέα σ' αυτό το δωμάτιο, δε θα το μαύριζαν από την πολλή σοβαρότητα. Η ιδέα μου ήρθε αμέσως: έπρεπε να παραγγείλω μια εκθαμβωτική κολεξιόν από άλικες ζώνες, βαθυγάλαζες εσάρπες, βαθυπόρφυρες παντόφλες, ροζ σκουφάκια και κίτρινα φτερά, με τα οποία θα στόλιζα τις invitées μου, τις καλεσμένες μου, προσφέροντας έτσι στα μάτια μου σημαντικότατη απόλαυση και στο πνεύμα μου μεγάλη αγαλλίαση.
   Η Σίλια, όπως θα έχετε κιόλας καταλάβει, δεν έπαιρνε μέρος στη διακόσμηση του σπιτιού. Παρά το ότι θα έπρεπε, όποτε ήταν πρόσφορο, να μένει για λίγο καιρό στο Μπίντνολντ, ο Βασιλιάς προτιμούσε να την έχει κοντά του κι έτσι εγκατέστησε τη νέα λαίδη Μεριβέλ σε ένα όμορφο σπίτι στο Κιου, σε πολύ μικρή απόσταση από το Γουάιτχολ, αν πήγαινες από το ποτάμι. Οι φίλοι μου στην Αυλή μού έλεγαν πως, όταν η επιθυμία του για τη γυναίκα μου ξεπερνούσε το passion journalière, το καθημερινό πάθος του για την Μπάρμπαρα Κάσλμεϊν, κωπηλατούσε μόνος και μεταμφιεσμένος ως το Κιου, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό του σε σεβαρό κίνδυνο από τους διάφορους αλήτες του ποταμού. Αντίθετα από μένα, που είμαι εν γένει δειλός όσον αφορά το θάνατο, ο Βασιλιάς είναι, καθώς φαίνεται, άνθρωπος που δε γνωρίζει φόβο. Είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω ότι είχα φτάσει πια ν' αγαπώ πολύ το Βασιλιά και στενοχωριόμουν κάπως με την ιδέα ότι, τώρα που είχα εξυπηρετήσει τους σκοπούς του και είχα ανταμειφθεί με γη και τίτλους, θα μπορούσε, αν ήθελε, να με ξεχάσει για πάντα. Αναπολούσα με τρυφερότητα τα σκαστά φιλιά που έδινε κάποτε στα χείλη του Γελωτοποιού του κι ευχόμουν ολόψυχα να μη συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.
   
   Υποψιάζομαι τελικά ότι η εμφάνιση του Ελάιας Φιν στη ζωή μου έπαιξε κάποιο ρόλο.
   Ο Ελάιας Φιν περιγράφει τον εαυτό του ως πορτρετίστα, αλλά, απ' ό,τι διαπιστώνω, ζει σχεδόν σαν επαίτης στις διάφορες κομητείες της Αγγλίας. Πηγαίνει με τα πόδια από αρχοντικό σε αρχοντικό και παρακαλάει τους ιδιοκτήτες να του επιτρέψουν να τους ζωγραφίσει. Είναι νέος, αλλά το πρόσωπό του είναι ωχρό και αποστεωμένο και οι καρποί του λεπτοί σαν σουπιές. Έχει βλέμμα αεικίνητο και ανήσυχο. Τα χείλη του όμως έχουν γλυκιές, θηλυκές καμπύλες και φανερώνουν μια κάποια ευαισθησία. Η φωνή του είναι ευγενική και μελιστάλαχτη. Είναι σκέτη αντίφαση. Στην πρώτη μας συνάντηση, δεν ήξερα καθόλου πώς να τον ερμηνεύσω.
   Τον οδήγησα στο Εργαστήριό μου και του έδειξα τον άντρα από μπέικον και αυγό και το μισοτελειωμένο παρτρέτο της Μεγκ Στόρεϊ. Τα κοίταξε ταραγμένος, λες και τον τρόμαζαν, πράγμα πολύ πιθανό, αν σκεφτούμε τις ζωγραφικές μου ικανότητες.
   "Και για ποιο λόγο επιθυμείτε να ζωγραφίσετε, κύριε;" ρώτησε έπειτα από λίγο.
   "Να σας πω..." είπα, "είναι ένας τρόπος για να ξεχάσω. Σπούδασα ανατομία και ιατρική, αλλά, για προσωπικούς λόγους, δεν επιθυμώ να συνεχίσω αυτό το επάγγελμα".
   "Και αντί για γιατρός σκοπεύετε να γίνετε ζωγράφος;"
   "Ναι".
   "Γιατί, αν επιτρέπεται;"
   "Γιατί... γιατί πρέπει να κάνω κάτι! Ο χαρακτήρας μου δε γνωρίζει μέτρο, κύριε Φιν. Κοιτάξτε με! Κοιτάξτε το σπίτι μου! Από την Παλινόρθωση και μετά, νιώθω να καίγομαι από το πάθος, ζω σε παραλήρημα! Βρισκόμαστε στη Νέα Εποχή, την οποία εκπροσωπώ με τον τελειότερο τρόπο, πρέπει όμως να διοχετεύσω τον εαυτό μου σε κάποιο σκοπό, αλλιώς θα με φάει η απραξία και η απελπισία. Γι' αυτό, σας παρακαλώ, βοηθήστε με".
   Ξαναγύρισε στους πίνακές μου. "Αν κρίνω από τούτα δω", είπε, "ζωγραφίζετε καλούτσικα, αλλά δεν έχετε καθόλου αίσθηση του χρώματος".
   Καθόλου αίσθηση του χρώματος! Έμεινα άναυδος! "Το χρώμα", άρχισα να λέω, "είναι αυτό που με συγκινεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Παντρεύτηκα μέσα στα πορφυρά και τα χρυσά! Στη στέψη του Βασιλιά, παραλίγω να λιποθυμήσω όταν αντίκρισα την κατακόκκινη γαλέρα του..." Ύστερα όμως σταμάτησα. "Σίγουρα έχετε δίκιο", είπα. "Αγαπώ πολύ το χρώμα, αλλά η αγάπη για κάτι δεν είναι από μόνη της αρκετή. Αυτό που μου λείπει εντελώς είναι η ικανότητα να μετατρέψω την αγάπη σε τέχνη".
   Αρχίσαμε τα μαθήματα ζωγραφικής επιτόπου, εκείνη τη στιγμή. Ο Φιν είχε φέρει μαζί του κάποια έργα του, κυρίως πορτρέτα γυναικών του συρμού, τα οποία προφανώς δεν είχαν εκτιμηθεί δεόντως, αφού ήταν ακόμα στην κατοχή του. Τα θεώρησα υπέροχα. "Αν με τον καιρό καταφέρω να δημιουργήσω έναν πίνακα τόσο ωραίο όσο οι δικοί σας", είπα, "τότε θα μπορώ να πω ότι είμαι ευτυχισμένος".
   Ο Φιν χαμογέλασε με συμπόνια. Άρχισε να μου εξηγεί την τεχνική του σε σχέση με το φόντο, το οποίο, έλεγε, πρέπει πάντα να είναι κλασικό -ένας κήπος σε στιλ Παλάδιο με σπασμένες κολόνες, μια ναυμαχία, μια χαρούμενη σκηνή κυνηγιού.
   "Εννοείτε", ρώτησα, "ότι πίσω από τη Μεγκ Στόρεϊ θα έπρεπε να ζωγραφίσω πλοία ή έφιππους άντρες, αντί για το παράθυρο;"
   "Ναι", είπε ο Φιν. "Φυσικά".
   Δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε ένα διάσημο πορτρέτο του Χολμπάιν με κλασικό φόντο, αλλά δεν το ανέφερα καθόλου, γιατί ήξερα ότι θα χρωστούσα μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Φιν, αν με μάθαινε να ζωγραφίζω δωρικές κολόνες ή πολεμικά πλοία με όλα τα πανιά ανοιγμένα.
   "Το φόντο", συνέχισε, "πρέπει να κολακεύει. Και επιπλέον, πρέπει να προσδίδει διάρκεια σ' αυτόν που ποζάρει, ανεξάρτητα από το πόσο πρόσκαιρη είναι η πραγματική του ύπαρξη".
   Αυτές τις θεωρίες δεν τις είχα φυσικά ξανασκεφτεί ποτέ μου, διέκρινα όμως κάποια αλήθεια στα λεγόμενά του. Έτσι το πρώτο μας πρωινό το περάσαμε ολόκληρο συζητώντας πώς θα έπρεπε να είναι ένας σωστός πίνακας, έτσι ώστε κανένα μέρος του να μην είναι «νεκρό», αλλά, αντίθετα, να υπάρχει ενδιαφέρον όπου κι αν σταματήσει το βλέμμα, άσχετα από το αν πρόκειται για κάποια λεπτομέρεια στη λαβή ενός ξίφους ή για μια μικροσκοπική βαρκούλα σε μια μακρινή ειδυλλιακή ακτή. Εκτός αυτού, θίξαμε το ζήτημα της απόστασης και της προοπτικής: για παράδειγμα, πώς οι λόφοι που είναι μακριά θα δείχνουν πιο θαμποί και με λιγότερο σαφή περιγράμματα από τους λόφους που είναι κοντά και πώς θα τονιστεί η εγγύτητα και η ζωντάνια του μοντέλου, αν το τοποθετήσουμε μέσα σε μια λίμνη από φως.
   "Όταν βρεθείτε ξανά στο Γουάιτχολ", είπε τελειώνοντας ο Φιν, "πηγαίνετε να δείτε τους πίνακες του Ραφαήλ και του Τιτσιάνο που, όπως λένε, έχει ο βασιλιάς στα διαμερίσματά του κι εκεί θα δείτε ορισμένα από τα ωραιότερα παραδείγματα όλων αυτών για τα οποία συζητήσαμε".
   Ώστε έτσι λοιπόν, η Βάιολετ Μπάθαρστ είχε ήδη ενημερώσει τον Φιν για τη γνωριμία μου με το Βασιλιά. Περιορίστηκα να κουνήσω το κεφάλι. Ήταν πάρα πολύ νωρίς για να αποφασίσω αν ο Φιν άξιζε κάποιες χάρες, αλλά διέκρινα ότι η λαχτάρα του να πάει στην Αυλή ήταν ακόμα μεγαλύτερη από τη δική μου λαχτάρα να μάθω να ζωγραφίζω και σκέφτηκα αμέσως ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη λαμπρή ισορροπία αυτής της ανισότητας προς όφελός μου.

   Την επομένη του θανάτου της Μινέτ, ο Φιν εμφανίστηκε πρωί πρωί για το μάθημα. Φόρεσα απρόθυμα το μαλακό καπελάκι και τη φόρμα μου. Η παγωμένη βροχή χτυπούσε τώρα τα τζάμια του Εργαστηρίου και είχε μουσκέψει τα σχεδόν ξεφτισμένα ρούχα του Φιν, που έμοιαζε με ζητιάνο. Με λίγα λόγια, ήμαστε και οι δυο ένα αξιοθρήνητο ζευγάρι. Και τότε σκέφτηκα πως η μελαγχολία μπορεί πολύ συχνά να μετατραπεί σε κίνητρο δημιουργικής προσπάθειας, αλλά, για να συμβεί αυτό, ήταν απαραίτητο να υπάρχει το εντελώς αντίθετό της, η ευέξαπτη φλόγα, και δυστυχώς εκείνη τη μέρα εγώ δεν ένιωθα ούτε την παραμικρή σπιθίτσα.
   "Γύρνα σπίτι σου", είπα στον Φιν, απερίσκεπτα, όπως αποδείχτηκε, γιατί ο Φιν όχι μόνο δεν είχε σπίτι εκείνη την εποχή, αλλά είχε περάσει και την προηγούμενη νύχτα στους στάβλους του λόρδου Μπάθαρστ. Ο ταλαίπωρος καλλιτέχνης ήταν τόσο μουσκεμένος και αξιολύπητος, που βρήκε το θάρρος να θίξει, όχι για πρώτη αλλά ούτε και για τελευταία φορά, το μέγα θέμα της γνωριμίας μου με το Βασιλιά και τη δυνατότητα που είχα να του βρω κάποια θεσούλα στην Αυλή, όσο ασήμαντη κι αν ήταν -να βοηθάει στις τοιχογραφίες ή να σχεδιάζει τραπουλόχαρτα.
   Ο θάνατος της Μινέτ με είχε όχι μονάχα στενοχωρήσει, αλλά και τρομάξει. Η δική μου εσκεμμένη προσπάθεια να ξεχάσω έγινε αιτία του θανάτου της. Και αντιλαμβανόμουν τώρα πως ο Βασιλιάς Κάρολος είχε κάνει ακριβώς το ίδιο: είχε παραδώσει τον τέως Γελωτοποιό του στη λήθη. Μου έδωσαν σπίτι και τίτλο για αποζημίωση, αλλά με ξέχασαν. Περισσότερο έξυπνοι, περισσότερο πνευματώδεις και λιγότερο ποταποί άνθρωποι πήραν τη θέση μου. Υπηρέτησα το σκοπό μου και τώρα ήμουν σε δυσμένεια. Ήμουν συντετριμμένος, αλλά παρ' όλα αυτά δεν είχα καμιά πρόθεση να αποκαλύψω στον Φιν (που ήταν όλο υπεροψία και περιφρονούσε το ζωγραφικό ταλέντο μου) ότι δεν είχα πια καμιά επιρροή στο Γουάιτχολ.
   Έβγαλα το καπέλο και το πέταξα πάνω σε ένα σωρό από καθαρούς μουσαμάδες. "Φιν", είπα, "δεν έχει κανένα νόημα να ανοίγεις αυτή τη συζήτηση μαζί μου, τη στιγμή που είναι ολοφάνερο πως απέτυχες παντελώς να κατανοήσεις τον τρόπο με τον οποίο διεκπεραιώνονται αυτές οι συναλλαγές".
   "Μα τι εννοείτε;" ρώτησε ο Φιν, σέρνοντας αμήχανα τα πόδια του, που πλατσούριζαν μες στα μουλιασμένα παπούτσια του.
   "Αυτό που εννοώ, Φιν", είπα κοφτά, "είναι πως ζούμε στην εποχή του εμπορίου. Σου αρέσει δε σου αρέσει, έτσι είναι ο κόσμος μας. Και όποιος δεν κατανοεί αυτό το γεγονός, το πιθανότερο είναι να πεθάνει φτωχός και άσημος".
   Το όμορφο στόμα του Φιν άνοιξε διάπλατο, δίνοντάς του μια παιδική, ανόητη έκφραση. "Αν ήμουν πλούσιος", είπε θλιμμένα, "θα σας γέμιζα με χρυσάφι για να κάνετε λόγο στη Μεγαλειότητά του για το ταλέντο μου, αλλά, όπως βλέπετε, μόλις και μετά βίας εξασφαλίζω τα προς το ζην και, αν πρόκειται να θυσιάσω αυτά τα λίγα που με πληρώνετε για τα μαθήματα ζωγραφικής..."
   "Δε μ' ενδιαφέρει διόλου πώς θα καταφέρεις να με πείσεις να χρησιμοποιήσω την επιρροή μου στο Λονδίνο", του πέταξα. "Εγώ απλώς σου υπενθυμίζω ότι η Εποχή της Φιλανθρωπίας μπορεί να έρθει κάποια μέρα και να μας βρει απροετοίμαστους, όλους εμάς που είμαστε Άγγλοι έμποροι στην ψυχή, αλλά η μέρα αυτή δεν έφτασε ακόμα. Και όποιος δε συμβαδίζει με το πνεύμα της εποχής του, κινδυνεύει να κερδίσει την περιφρόνηση των γύρω του και να πεθάνει ζητιάνος. Γύρνα σπίτι σου, ή μάλλον γύρνα στους στάβλους του λόρδου Μπάθαρστ ή όπου αλλού σχεδιάζεις να γείρεις απόψε το απλοϊκό σου κεφάλι, και σκέψου όσα σου είπα".
   Βγήκε και χάθηκε μες στη βροχή. Η ψηλόλιγνη μορφή που απομακρυνόταν μου θύμισε έντονα τον πατέρα μου και για μια στιγμή αισθάνθηκα τύψεις, σαν ξαφνική λαβωματιά στην κοιλιά μου. Ένιωθα απελπιστικά μόνος. Ήθελα να καβαλήσω τη Ντανσέζ και να κινήσω σαν τρελός για το Λονδίνο, αλλά είχα υποσχεθεί στο Βασιλιά να μείνω μακριά από την Αυλή -"να μην εμφανιστείς στο σπίτι της Σίλια στο Κιου, ούτε στους διαδρόμους του Γουάιτχολ, Μεριβέλ"- εκτός και αν με καλούσε ο ίδιος.
   Κάθισα μπροστά στο άδειο καβαλέτο. Έβγαλα την περούκα και πέρασα με μανία τα δάχτυλά μου μέσα από τις γουρουνότριχές μου. Όταν συλλογιζόμουν όλα αυτά που είχα αποκτήσει, καταλάβαινα πως δεν είχα το δικαίωμα να αισθάνομαι προδομένος, και όμως, έτσι ακριβώς αισθανόμουν. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ, βλέπετε, όταν ξύπνησα μόνος και άρρωστος μες στο υγρό δάσος τη νύχτα του γάμου μου και είδα πέρα μακριά τη βασιλική άμαξα να απομακρύνεται στο δρόμο που διέσχιζε το κτήμα του Σερ Τζόσουα, πως δε θα τον ξανάβλεπα ποτέ πια. Είχα πιστέψει πως το μέλλον μου ήταν τώρα πια άρρηκτα δεμένο με το δικό του. Είχα πειστεί πως, αν δεν είχε τις ανοησίες μου να τον αποσπούν από τις σκοτούρες των κρατικών υποθέσεων, θα γινόταν ολοένα πιο βαρύθυμος και μελαγχολικός και θα άρχιζε να αισθάνεται την ανάγκη μου. Αλλά ο θάνατος της Μινέτ μού αποκάλυψε πως έκανα λάθος. Κόντευε να μπει ο χειμώνας. Πέντε μήνες τώρα και δεν είχα κανένα νέο του Βασιλιά, κανένα μήνυμα, καμιά ένδειξη, παρά τις συχνές επισκέψεις μερικών δανδήδων της Αυλής, που τους άρεσε ο αέρας του Νόρφολκ και το να παίζουν κροκέ στο γρασίδι μου με τις όμορφες ερωμένες τους. "Μη φοβάσαι", μου έλεγαν οι χωρατατζήδες της Αυλής, "θα σε ζητήσει, Μεριβέλ, όταν θα έχει διάθεση για κλάσιμο". Και διπλώνονταν στα δυο από τα γέλια στηριγμένοι στα μπαστούνια του κροκέ. Όπως ήταν φυσικό, συμμετείχα και εγώ στη γενική ευθυμία. Στο κάτω κάτω, αυτοί οι άνθρωποι με συμπαθούσαν επειδή ήμουν πάντα πρόθυμος να γελοιοποιηθώ. Αλλά, όπως καταλαβαίνετε, τα λόγια τους δε με παρηγορούσαν ούτε στο ελάχιστο.
   Άφησα το Εργαστήριο και πήγα στην Αίθουσα Πρωινού, κάθισα στο γραφείο και ετοιμάστηκα να γράψω ένα γράμμα στο Βασιλιά:
   Ευγενέστατε Άρχοντά μου, άρχισα και, καθώς έγραφα αυτές τις λέξεις, μου ήρθε στο νου η εικόνα του Βασιλιά, σαν ουράνιο κινούμενο σώμα πλημμυρισμένο από φως.

    Ο πιστός Γελωτοποιός σας, ο Μεριβέλ, σας χαιρετά, συνέχισα, και εύχεται το γράμμα του να βρει τη Μεγαλειότητά σας υγιέστατη και σε εξαιρετική διάθεση, αλλά -ο Θεός να με συγχωρέσει- όχι τόσο εξαιρετική ώστε, καθώς θα φέρνετε στο νου σας τα αστεία μου και την αλλοπρόσαλλη προσωπικότητά μου, να μη θέλετε να απολαύσετε για λίγο την παρέα μου. Επιτρέψτε μου να σπεύσω να σας πω ότι, αν επιθυμήσετε να με δείτε (έστω και για πολύ λίγο και σε οποιονδήποτε ρόλο υπαγορεύει το κέφι και η διάθεσή σας), δεν έχετε παρά να μου μηνύσετε κι εγώ θα σπεύσω στο Λονδίνο με ταχύτητα μόλις και μετά βίας μικρότερη από εκείνες τις γοργόφτερες σκέψεις που, στο φαντασμένο μου μυαλό, με φέρνουν τόσο συχνά κοντά σας, Μεγαλειότατε.
   Αν θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντί σας, θα πρέπει να σας ενημερώσω για τη μεγάλη δυστυχία που με βρήκε, μέσα σ' όλες μου τις πολυτέλειες και τη χρυσοποίκιλτη ζωή μου: η Μινέτ, η σκυλίτσα μου, το πλασματάκι που αγάπησα περισσότερο από καθετί στο βασίλειό σας... πέθανε. Σας ικετεύω, Άρχοντά μου, πιστέψτε με, έκανα ό,τι ήταν δυνατόν για να τη σώσω και θέλω να γνωρίζετε ότι ποτέ στη σύντομη ζωή της  δεν έμεινε,  ούτε για μια μέρα, ούτε για μια ώρα, παραπονεμένη από
τον Κύριό της και Δούλο σας
Ρ. Μεριβέλ
    
   Διάβασα ξανά το γράμμα. Δεν επέτρεψα στον φιλαλήθη ένοικο του πνεύματός μου να σχολιάσει τα όσα έγραψε ο ψευταράκος συγκάτοικός του, μια και προτιμούσα αυτοί οι δυο να παραμείνουν μακρινοί και ευγενικοί γείτονες. Σφράγισα το γράμμα και το παρέδωσα στον Γουίλ Γκέιτς με εντολή να σταλεί ολοταχώς στο Λονδίνο.

   Πέρασαν κάμποσες βδομάδες χωρίς να λάβω ούτε μια λέξη από το Βασιλιά. Αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως, ενώ το γράμμα που του έγραψα μετρίασε για λίγο την ανησυχία μου, η αποστολή του μου προξένησε αφάνταστη αγωνία. Πριν το στείλω, μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου πως ο Βασιλιάς όλο και θα με θυμόταν από στιγμή σε στιγμή. Πίστευα πως μπορεί να με είχε ξεχάσει για λίγο, αλλά σίγουρα θα με ξαναθυμόταν πάνω σ' ένα παιχνίδι με κώνους, ίσως, ή στη διάρκεια κάποιου άσεμνου συμποσίου. Αλλά τώρα πια η μόνη εξήγηση που μπορούσα να δώσω για τη σιωπή του ήταν πως προσπαθούσε σκοπίμως να με ξεχάσει. Ακόμα και ο θάνατος της Μινέτ δεν τον συγκίνησε τόσο ώστε να μου γράψει. Αυτό και μόνο ήταν απόδειξη πως δε με αντιμετώπιζε πια με την παλιά του στοργή και ότι, ενώ κάποτε με είχε συμπεριλάβει στο λαμπρό στενό κύκλο του, τώρα με είχε πετάξει στο σκότος το εξώτερον.
   Η άβυσσος και η ζωηρή κατήφεια αυτού του σκότους μου πλάκωναν την καρδιά στη διάρκεια της πραγματικής νύχτας, τόσο που συνήθισα ν' ανάβω ένα κερί δίπλα στο κρεβάτι ή, ακόμα καλύτερα, να φεύγω από το σπίτι μου και να περνάω τα βράδια στη σοφίτα της Μεγκ Στόρεϊ, στη σκεπή του Γελαστού Καλαμοκόφτη.
   Αν και η ανακούφιση που έβρισκα στο στρουμπουλό δραστήριο κορμί της Μεγκ Στόρεϊ δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη, ένιωθα ότι χρειαζόμουν επειγόντως κάποια πνευματική παρηγοριά. Άρχισα λοιπόν, εκείνη περίπου την εποχή, να στέλνω μηνύματα στο Θεό. Φανταζόμουν αυτές τις διστακτικές επικοινωνίες σαν μικροσκοπικές κουκκίδες από φως, σαν μικρές σπαρταριστές πυγολαμπίδες, που ο Θεός ήταν μάλλον απίθανο να προσέξει -εκτός κι αν είχε ένα τηλεσκόπιο στραμμένο ακριβώς επάνω τους.
   Αυτή η αναζήτηση, αυτές οι προσευχές - πυγολαμπίδες που έστελνα στον έναστρο ουρανό πάνω από τη σκεπή της Μεγκ Στόρεϊ, μπορεί να μην κατάφεραν να ξαναφέρουν το Θεό για να με παρηγορήσει, κατάφεραν ωστόσο, λίγες βδομάδες αργότερα, να φέρουν πίσω τον παλιό μου φίλο, τον Πιρς, ο οποίος έφτασε στο Μπίντνολντ καβάλα σε ένα μουλάρι.
   Ομολογώ πως χάρηκα που είδα τον Πιρς. Όταν ο Γουίλ Γκέιτς με πληροφόρησε πως ένας μαυροντυμένος άντρας με μακρύ λαιμό ανέβαινε το μονοπάτι καβάλα σε ένα μουλάρι, το κατάλαβα πως δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον καλό μου φίλο και παλιό συμφοιτητή και βγήκα τρέχοντας να τον προϋπαντήσω.

   Ήταν ένα ηλιόλουστο και σιωπηλό δεκεμβριάτικο πρωινό. Ο Πιρς κι εγώ φορέσαμε τα πανωφόρια μας (το δικό του είναι τόσο ξεφτισμένο, που ένιωσα ένα ενοχλητικό ρίγος οίκτου να με διαπερνάει) και βγήκαμε στο παγωμένο ξεροβόρι.
   Σταθήκαμε ακίνητοι κι αφουγκραστήκαμε. Κάπου μακριά στο πάρκο, τα κοράκια έκαναν κύκλους και έκρωζαν πάνω από τις οξιές, κατά τ' άλλα όμως δεν ακουγόταν σχεδόν κανένας ήχος. "Ας περπατήσουμε για λίγο στο μονοπάτι", πρότεινα και ξεκινήσαμε με το αργό βήμα που τόσο αρέσει στον Πιρς, ο οποίος δε θα έτρεχε ακόμα κι αν έβλεπε τον ίδιο το Θεό να τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες, αλλά θα πλησίαζε το Δημιουργό του με το συνηθισμένο μετρημένο και άχαρο βήμα του.
   Δεν προλάβαμε να κάνουμε μερικά βήματα κι ένα απρόσμενο ποδοβολητό ακούστηκε μες στην παγερή σιγαλιά. Ήταν μια άμαξα με τέσσσερα άλογα. Κράτησα την ανάσα μου. Θα πρέπει να ήταν η Βάιολετ Μπάθαρστ, που ερχόταν να απολαύσει λίγο ζεστό κρασί και να περάσει λίγη ώρα στο κρεβάτι μου κι εγώ αφουγκραζόμουν ν' ακούσω κοτσύφια παρέα με το μοναδικό φίλο που θα βασανιζόταν από την άφιξή της. Ήξερα πως, αν ήθελα να κρατήσω τον Πιρς στο Μπίντνολντ, έπρεπε να απομακρύνω την Βάιολετ, όσο σαγηνευτική κι αν ήταν η σκέψη της παρέας της.
   Η άμαξα πλησίασε και κάναμε στην άκρη. Όταν όμως έστριψε στο μονοπάτι, είδα αμέσως ότι τα όμορφα γκρίζα άλογα που την έσερναν δεν ήταν τα άλογα της Βάιολετ. Δεν περίμενα άλλους επισκέπτες και δεν μπορούσα να φανταστώ ποιος θα μπορούσε να έρχεται σπίτι μου καλπάζοντας τόσο γρήγορα.
   Σήκωσα το χέρι κι ο αμαξάς (που κατάλαβε ότι ήμουν ο οικοδεσπότης του Μπίντνολντ από την κομψή μου εμφάνιση) προσπάθησε να συγκρατήσει τα άλογα. Αλλά εκείνα κάλπαζαν τόσο γρήγορα, που η άμαξα πέρασε από μπροστά μου πριν προλάβουν να σταματήσουν. Διέκρινα φευγαλέα ένα γυναικείο πρόσωπο στο παράθυρο της άμαξας και κάτι που έμοιαζε με μαύρο βέλο.
   Η άμαξα σταμάτησε στην κεντρική είσοδο. Άρχισα να τρέχω προς το σπίτι, με τον Πιρς να σέρνεται ξοπίσω μου σαν το φάντασμα του εξόριστου Τζον Λούζλι και από τη βιασύνη μου γλίστρησα σ' ένα παγωμένο κομμάτι του δρόμου. Σωριάστηκα φαρδύς πλατύς με αποτέλεσμα όχι μόνο να γίνω ρεζίλι, αλλά και να σκίσω τις ροδακινιές κάλτσες μου και να γρατσουνίσω το δεξί μου χέρι.
   Σηκώθηκα παραπατώντας. "Ε, εσείς εκεί κάτω!" φώναξα. "Γεια σας!" Αλλά όταν έφτασα στην είσοδο, λαχανιασμένος κι αναψοκοκκινισμένος, είδα πως ο επιβάτης της άμαξας είχε ήδη μπει στο σπίτι και πως οι βαλέδες μου κουβαλούσαν στους ώμους τους διάφορες κούτες και μπαούλα.
   Καθώς έμπαινα στο χολ, πρόσεξα ενοχλημένος πως το χέρι μου έτρεχε αίμα. Ύστερα από το λαμπρό ψυχρό φως του ήλιου, το χολ έμοιαζε πολύ σκοτεινό και στην αρχή δεν ξεχώριζα τίποτα. Έπειτα κοίταξα προς τα πάνω. Όρθια στη δρύινη σκάλα στεκόταν η γυναίκα με το μαύρο βέλο. Η στάση της μου φάνηκε παράξενα οικεία και, τη στιγμή που πλησίασε και τράβηξε το βέλο, ήξερα ποιο ήταν το πρόσωπο που θα αντίκριζα: το πρόσωπο της γυναίκας μου.
   Απομείναμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον. Το βλέμμα της ήταν πολύ πιο άγριο από το δικό μου -παρά τα κατακόκκινα μάγουλά μου και την περούκα που μου έπεφτε στα βλέφαρα. Έδειχνε γερασμένη. Το πρόσωπο που θυμόμουν εγώ ήταν όμορφο και είχε λακκάκια, αλλά αυτό που έβλεπα ήταν ωχρό και αποστεωμένο, τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα, λες κι έκλαιγε μέρα νύχτα από την αρχή του χειμώνα. Προχώρησα ένα βήμα. Τη λυπόμουν και ήθελα να πω κάτι, αλλά τη στιγμή που άνοιξα το στόμα μου, συνειδητοποίησα πως δε θυμόμουν το όνομά της.

   Την περίοδο της φανταχτερής και πυρετώδους αναδιακόσμησης του Μπίντνολντ, επέτρεψα στον εαυτό μου να αγνοήσει την πιθανότητα μιας μελλοντικής συγκατοίκησης με τη Σίλια Κλέμενς.
   Γι' αυτό το λόγο, αν και το σπίτι διαθέτει έντεκα υπνοδωμάτια, κανένα δεν επιπλώθηκε για τη γυναίκα που η Βάιολετ Μπάθαρστ αποκαλεί ζηλόφθονα «Λαίδη Μεριβέλ, η Νύφη», αλλά την οποία έτσι κι αλλιώς δε σκέφτομαι ποτέ.
   Κάποια φορά όμως θυμήθηκα τη Σίλια κι αναρωτήθηκα σε ποιο δωμάτιο θα την τακτοποιούσα, αν ποτέ έφτανε απροσδόκητα στο Μπίντνολντ, πράγμα απίθανο βέβαια. Αν δεν την είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια πόσο ξεδιάντροπα είχε ανοίξει τις λαγόνες της μπροστά στο στόμα του Βασιλιά, εκείνη την αλλόκοτη νύχτα του γάμου μου, κι αν δεν είχα ακούσει, πίσω από την πόρτα του μικρού δωματίου, μια κραυγή ηδονής αντάξια αφρικάνικης αγριόγατας, θα πίστευα πως η Σίλια ήταν εντελώς αγνό και σεμνό άτομο, με συγκρατημένα γούστα και μετρημένες επιθυμίες, που θα έβρισκε πολύ άνετο κι ευχάριστο ένα δωμάτιο με ανοιχτό βερικοκί μουαρέ στις κουρτίνες και διακοσμημένο με σκοτεινές γκραβούρες ποταμών και καθεδρικών ναών. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή αποφάσισα να βάλω τη Σίλια στο λεγόμενο Δωμάτιο των Κατιφέδων. Έδωσα εντολή στους υπηρέτες ν' ανέβουν στο Δωμάτιο των Κατιφέδων και ν' ανάψουν τα κεριά ώστε να μπορέσω να του ρίξω μια ματιά.
   Και να με τώρα, με σκισμένες κάλτσες και ματωμένο χέρι, να κοιτάζω τη δύστυχη γυναίκα μου στη σκάλα, καθώς εκείνη στρέφεται προς το μέρος μου και να διαβάζω στο πρόσωπό της κάποια τρομερή συμφορά. Τραβάω από την τσέπη μου ένα βυσσινί μεταξωτό μαντίλι και δένω ψηλαφητά το χέρι μου. "Αγαπητή μου!" φωνάζω. "Καλώς όρισες στο Μπίντνολντ! Αν με ειδοποιούσες νωρίτερα, θα έβρισκες τα πάντα έτοιμα!"
   "Δε χρειάζομαι καλωσορίσματα", λέει η Σίλια με τσιριχτή φωνή, σαν μαραμένη ετοιμοθάνατη γριά. "Οι υπηρέτες θα με οδηγήσουν στο δωμάτιό μου".
   "Ναι", τραυλίζω, "ή καλύτερα να σε οδηγήσω εγώ. Είναι το Δωμάτιο των Κατιφέδων..."
   Πιάνω το κάγκελο της σκάλας με το δεμένο χέρι μου, αλλά, καθώς ετοιμάζομαι να ανέβω, εκείνη αναπηδάει προς τα πίσω, σαν να βλέπει οχιά με σηκωμένο το κεφάλι. "Μην πλησιάζεις!" ψιθυρίζει, έτοιμη να λιποθυμήσει από αηδία. "Σε παρακαλώ, μη με πλησιάζεις".
   Στέκομαι ακίνητος και της χαμογελάω ευγενικά. Επιτέλους θυμάμαι το όνομά της. "Σίλια", λέω, "εμένα δεν πρέπει να με φοβάσαι καθόλου. Δε θα σου ζητήσω ποτέ τίποτα. Το μόνο που ήθελα ήταν να σου δείξω το δωμάτιό σου, το οποίο, με τα χρώματα και την επίπλωσή του, ελπίζω να σε ανακουφίσει στην όποια δυστυχία- "
   "Θα μου το δείξουν οι υπηρέτες. Πού είναι η ακόλουθός μου, η Σοφία;"
   "Τι;" ρωτάω.
   "Πού είναι η ακόλουθός μου; Πού είναι η Σοφία;"
   "Δεν έχω ιδέα. Την έφερες μαζί σου; Είναι η υπηρέτριά σου;"
   "Ναι. Φώναξέ τη, σε παρακαλώ, Μεριβέλ".
   Κάνω μεταβολή και κοιτάζω προς την είσοδο. Δύο ιπποκόμοι κουβαλούν τρεκλίζοντας ένα δερμάτινο μπαούλο, το οποίο, χωρίς αμφιβολία, είναι γεμάτο από καπέλα γαρνιρισμένα με ερμίνα και παπούτσια από δέρμα σαλαμάνδρας, αγορασμένα από τον πρώην αφέντη μου, το Βασιλιά, για την Εκλεκτή του. Μελαγχολώ ξαφνικά καθώς φέρνω στο νου μου ένα συγκεκριμένο σετ ριγωτές πετσέτες που μένουν αχρησιμοποίητες, διπλωμένες μαζί με τα λινά στη δρύινη κασέλα, αλλά βλέπω ξαφνικά τον Πιρς να μπαίνει στο χολ, ξεφυσώντας κι αγκομαχώντας σαν μουλάρι.
   "Α, Πιρς", λέω βιαστικά, "μήπως πήρε πουθενά το μάτι σου μια γυναίκα που τη λένε Σοφία;"
   Ο Πιρς ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. Τα τεράστια μάτια, η γαμψή μύτη και ο μακρύς λαιμός τον κάνουν να μοιάζει με ένα είδος νυκτόβιων και δενδρόβιων ζώων, που άκουσα πως ονομάζονται «μαρσιποφόρα» (πολύ παράξενη λέξη).
   "Όχι", απαντάει ο Πιρς. "Τι συμβαίνει, Μεριβέλ; Διαισθάνομαι κάποια συμφορά".
   "Ναι", λέω, "μάλλον έχεις δίκιο. Προς το παρόν όμως, πρέπει να ανακαλύψουμε την υπηρέτρια της γυναίκας μου..."
   "Ήρθε η γυναίκα σου;"
   "Ναι. Είναι εδώ. Πήγαινε ως την άμαξά της, σε παρακαλώ, Πιρς, και πες στην υπηρέτρια πως τη γυρεύει η κυρία της".
   Ο Πιρς σκουπίζει τα μάτια του στο ξεφτισμένο πανωφόρι, λες και δεν πιστεύει πως το μαυροντυμένο γυναικείο φάντασμα είναι η Σίλια Κλέμενς, που την είδε τελευταία φορά να χαμογελάει ευτυχισμένη τη μέρα του γάμου της. Ετοιμάζομαι να τον παρακαλέσω ακόμα μια φορά να βγει έξω, αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται μια γεροδεμένη άσχημη μαυρομάλλα γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε, που κουβαλάει δυο τρία φορέματα. 
   "Σοφία", φωνάζει βραχνά η Σίλια, "έλα επάνω".
   Η Σοφία κοιτάζει μια τον Πιρς και μια εμένα, δείχνει προσβεβλημένη από την παρουσία μας κι ύστερα ανεβαίνει γρήγορα τις σκάλες, προς την κυρία της που της απλώνει το χέρι.
   Κοιτάζω δίπλα μου και βλέπω τον Γουίλ Γκέιτς, ο οποίος έχει εμφανιστεί δεν ξέρω κι εγώ από πού.
   "Γουίλ", λέω με βιασύνη, "οδήγησε σε παρακαλώ τη σύζυγό μου και την υπηρεσία της στο Δωμάτιο των Κατιφέδων".
   "Στο Δωμάτιο των Κατιφέδων, κύριε;" ψιθυρίζει ο Γουίλ. "Θα μπορούσα να προτείνω κάποιο άλλο;"
   "Όχι, δε θα μπορούσες", του αντιγυρίζω.
   Ο Γουίλ με κοιτάζει επίμονα, αλλά παρ' όλα αυτά, σαν απαράμιλλος υπηρέτης, ανεβαίνει με σβελτάδα τη σκάλα, προσπερνάει τις δυο γυναίκες και, με τη συνηθισμένη του τυπική ευγένεια, τις οδηγεί στον επάνω όροφο. Οι ιπποκόμοι ακολουθούν κουβαλώντας τα βαριά μπαούλα και τα κιβώτια.

   Εκείνη την ημέρα δεν ξαναείδα τη Σίλια. Δείπνησα μόνος, με τον Πιρς, κι έπειτα ρώτησα το μάγειρα αν του παράγγειλαν φαγητό. Μου είπε πως είχε στείλει επάνω λίγο ζωμό και μια τάρτα με δαμάσκηνα.
   "Τα έφαγαν;" ρώτησα.
   "Ή τα έφαγαν αυτές", είπε ο ανοιχτομάτης σεφ, ο Κάτλμπερι, "ή τα έφαγε ο σκύλος".
   "Ο σκύλος;"
   "Μάλιστα, κύριε".
   "Ποιος σκύλος, Κάτλμπερι;"
   "Ο κύριος Γκέιτς, κύριε, λέει πως έφεραν μαζί τους ένα σκύλο, ένα μικρό σπάνιελ, σαν εκείνο που σας πέθανε, κύριε Ρόμπερτ".
   Αχ, σκέφτομαι και μελαγχολώ καθώς βγαίνω από την κουζίνα, πόσο πανούργος είναι ο Βασιλιάς! Πριν μας εγκαταλείψει, μας δίνει αυτό το γλυκό ζωντανό δώρο, για να σιγουρευτεί πως θα τον θυμόμαστε με αγάπη (λες και θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά!) σε περίπτωση που μας χρειαστεί ξανά στο μέλλον. Καημένη Σίλια!
   Επιστρέφοντας στο Αναγνωστήριο, όπου έχω αφήσει τον Πιρς να διαβάζει κάποιο ξεχασμένο λατινικό κείμενο από την εποχή που σπούδαζα στην Πάδουα, αποφασίζω πως πρέπει να προσπαθήσω, μόλις η Σίλια μου το επιτρέψει, να της απευθύνω λίγα λόγια κατανόησης και παρηγοριάς, και ίσως τότε ανακουφιστώ κι εγώ λίγο από την προσωπική μου απελπισία. Τώρα δεν έχω πλέον καμιά αμφιβολία: ο Βασιλιάς την έδιωξε. Εκπλήρωσε το σκοπό της, όπως εκπλήρωσα κι εγώ το δικό μου, κι έπειτα Εκείνος μας ξαπόστειλε και τους δυο. Τον φαντάζομαι την ώρα του φαγητού: το μπράτσο του τυλίγεται με χάρη γύρω από τους λευκούς ώμους της λαίδης Κάσλμεϊν. Το φως των κεριών προσδίδει σαγηνευτική στιλπνότητα στο μικρό μουστάκι, που το ψαλιδίζει με τόση επιμέλεια. Σκύβει προς το μέρος της Κάσλμεϊν και παίζει με το σμαράγδι που κρέμεται στο αυτί της. "Δε μου λες, Μπάρμπαρα, τι ξέρεις για το Νόρφολκ;" της ψιθυρίζει.
   "Όχι πολλά", αποκρίνεται εκείνη, "μόνο ότι βρίσκεται πολύ μακριά από το Λονδίνο!"
   "Ακριβώς!" χαμογελάει ο Βασιλιάς, "γι' αυτό ακριβώς μου είναι χρήσιμο. Ξέρεις, εκεί ξαποστέλνω όλους όσους αρχίζουν να μου γίνονται βαρετοί".

   "Λοιπόν", λέω στον Πιρς την ώρα που μπαίνω στο Αναγνωστήριο, "είμαι βέβαιος ότι τώρα ξέρω τι ακριβώς συνέβη. Αλλά περισσότερο απ' όλα φοβάμαι πως η Σίλια θα πιστέψει πως η ζωή της τελείωσε. Δε νομίζω πως θα βρει κάποτε παρηγοριά". Ο Πιρς δε σηκώνει το βλέμμα από το βιβλίο, αλλά συνεχίζει να διαβάζει, αγνοώντας την παρουσία μου (αυτή είναι μια ακόμα από τις ενοχλητικές συνήθειές του που απεχθάνομαι από τα φοιτητικά μας χρόνια). Μερικές φορές βρίσκω τον Πιρς τόσο εκνευριστικό, που αν ήμουν Βασιλιάς, δε θα είχα πολλούς ενδοιασμούς να τον ξαποστείλω στο Νόρφολκ.
   "Πιρς", λέω, "άκουσες καθόλου τι σου είπα;"
   "Όχι", απαντάει ο Πιρς. "Δεν άκουσα. Φαντάζομαι πως έκανες κάποια παρατήρηση για το χάλι της γυναίκας σου".
   "Ναι, έκανα".
   "Σ' αυτή την περίπτωση, δεν έχω τίποτα να προσθέσω. Οι ανόητοι σαν εσένα και οι εταίρες σαν αυτή, από τη στιγμή που θα σβήσει το μαστίγωμα της ιλαρότητας ή του πάθους, θα νιώσουν την πληγή από το ίδιο το μαστίγιο".
   Αναστενάζω. Ανοίγω το στόμα μου για να αποτρέψω τον Πιρς από άλλες μπερδεμένες μεταφορικές εκφράσεις αυτού του είδους, αλλά εκείνος σηκώνει το βιβλιαράκι που διαβάζει και το ανεμίζει μπροστά στο πρόσωπό μου.
   "Αυτό είναι ενδιαφέρον!" ανακοινώνει. "Σχετικά με το καρτεσιανό ερώτημα της αυτόματης γένεσης: «Διότι, αν η γένεση των κατώτερων μορφών δεν είναι αυτόματη, τότε vermiculus unde venit; Πόθεν ο σκώληξ;»"
   Σηκώνομαι. "Λυπάμαι, Πιρς", λέω ξερά και ψυχρά, "αλλά δεν αισθάνομαι ικανός, έπειτα από τις ταλαιπωρίες της σημερινής μέρας, να συμμετάσχω σε μια συζήτηση για σκουλήκια. Θα πάω να παίξω όμποε ώσπου να φτάσει η ώρα του ύπνου".
   Και μ' αυτό το σχόλιο βγαίνω από το δωμάτιο και κατευθύνομαι προς την Αίθουσα Μουσικής. Δε θα σας διηγηθώ με λεπτομέρειες τις προσπάθειές μου με το όργανο εκείνο το απόγευμα, ούτε θα σας περιγράψω με πόσο σάλιο αγωνίας μούσκεψα το ένα γλωσσίδι μετά το άλλο. Θα αναφέρω μόνο πως αγωνίστηκα με τις απλές κλίμακες για καμιά ώρα ή και περισσότερο, αλλά το γδαρμένο χέρι μου με πονούσε τόσο πολύ, που ξάπλωσα στο πάτωμα της Αίθουσας Μουσικής, το έβαλα ανάμεσα στα μπούτια μου, μάζεψα τα γόνατα στο στομάχι και σ' αυτή την παιδική στάση βυθίστηκα σε έναν ταραγμένο ύπνο.
   Ξύπνησα πιασμένος και παγωμένος, με το χέρι μου πρησμένο και ακινητοποιημένο από μια πρόωρη ακαμψία θανάτου. Από το μουντό φως στο παράθυρο κατάλαβα πως η χειμωνιάτικη αυγή χάραζε πάνω από το Νόρφολκ, τη Χώρα των Εξορίστων. Παρά το μούδιασμα και τον πόνο, με το που ξύπνησα, ένιωσα γεμάτος θέληση και αποφασιστικότητα. Πρέπει να πάω αμέσως στη Σίλια. Πρέπει να την κάνω να καταλάβει ότι, όσο κι αν είμαστε ξένοι, όσο κι αν με θεωρεί άσχημο και δυσάρεστο, είμαι ένας ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, ότι απαρνιέμαι κάθε προοπτική αποζημίωσης ή ανταμοιβής και μου αρκεί να είμαι ο προστάτης της, ότι θα της φερθώ με σεβασμό και ευγένεια όσο καιρό θελήσει να μείνει στο Μπίντνολντ.
   Ανέβηκα στο δωμάτιό μου,  όπου άλλαξα ρούχα και περούκα. Οι υπηρέτες κοιμόνταν ακόμα. Στο ωραίο ρολόι που μου χάρισε ο Βασιλιάς,  είδα πως η ώρα κόντευε έξι. Η χόβολη έκαιγε ακόμα στο τζάκι. Προσπάθησα να ζεστάνω λίγο το πεθαμένο χέρι μου. Έπειτα διέσχισα τους παγωμένους διαδρόμους και έφτασα στο Δωμάτιο των Κατιφέδων.
   Σταμάτησα μπροστά στην πόρτα της Σίλια. Άκουσα έναν αμυδρό θλιμμένο ήχο. Στην αρχή νόμισα πως κάποιος έκλαιγε, αλλά ύστερα κατάλαβα πως ήταν το κλαψούρισμα ενός σκυλιού. Μινέτ, Μινέτ, σκέφτηκα. Θλίβομαι για σένα. Είσαι θαμμένη στο πάρκο και τα ζαρκάδια μασουλάνε το χορτάρι που σε σκεπάζει... Αλλά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να λυπάμαι τον εαυτό μου. Χτύπησα την πόρτα σταθερά και επιτακτικά (με το αριστερό χέρι, γιατί το άλλο είχε ξαφνικά μυρμηγκιάσει και με βελόνιζε ανυπόφορα) και περίμενα.
   Ύστερα από λίγο άκουσα μια θυμωμένη άγνωστη φωνή με ξενική προφορά -η φωνή της Σοφίας, χωρίς αμφιβολία: "Ποιος είναι;"
   "Ο Σερ Ρόμπερτ", απάντησα. "Θα ήθελα να μιλήσω στη λαίδη Μεριβέλ".
   Ο σκύλος έξυνε την πόρτα. Φαντάζομαι πως η υπηρέτρια τον έσπρωξε απότομα μακριά πριν μου απαντήσει: "Η κυρία κοιμάται. Φύγετε, σας παρακαλώ".
   "Όχι", είπα. "Δε θα φύγω. Σε παρακαλώ να ξυπνήσεις τη γυναίκα μου. Αυτό που έχω να της πω είναι πολύ σημαντικό".
   "Όχι!" σφύριξε η Σοφία. "Η λαίδη κοιμάται".
   "Μπορεί να κοιμηθεί αργότερα. Τώρα πρέπει να της μιλήσω", επέμεινα.
   Ετοιμαζόμουν να προσθέσω ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή αισθανόμουν μεγάλη συμπόνια για τη Σίλια, αλλά ο χαρακτήρας του αισθήματος αυτού και της διάθεσης στην οποία βρισκόμουν ήταν τέτοιος, που δεν μπορούσα να εγγυηθώ πως, αν αναγκαζόμουν να έρθω κάποια άλλη στιγμή, θα ήμουν το ίδιο ευγενικός, αλλά τότε η πόρτα άνοιξε. Η υπηρέτρια φορούσε τη νυχτικιά και το δαντελένιο σκούφο της. Πρόσεξα πως το δέρμα της ήταν χλομό και το πάνω χείλι της ασυνήθιστα τριχωτό. Σκέφτηκα ότι ήταν μάλλον από εκείνη τη φουρνιά τις Πορτογαλέζες που είχαν έρθει με πλοίο στην Αγγλία μαζί με την Αικατερίνη της Μπραγκάντσα, πολλές από τις οποίες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους βασίλισσα και να δουλέψουν σε άλλα σπιτικά  και τις οποίες οι δανδήδες του Γουάιτχολ αποκαλούσαν ειρωνικά «τα Φουρό», επειδή φορούσαν κάτι παράξενα φουστάνια με στεφάνι που έκρυβαν τα κοντόχοντρα πόδια τους.
   Καθώς την προσπέρασα και μπήκα στο δωμάτιο, η Σοφία μού έριξε ένα βλέμμα άφατης αηδίας. Θα σε ξεφορτωθώ, μικρό μου Φουρό, είπα μέσα μου, γιατί εγώ είμαι το αφεντικό εδώ μέσα.
   Πρέπει πάντως να ομολογήσω ότι στη σκηνή που ακολούθησε (σκοπίμως την αναφέρω ως «σκηνή», γιατί, παρότι εντελώς κοινότοπη, μου περνάει συχνά από το μυαλό η σκέψη πως, από την ημέρα του γάμου μου, η ζωή μου έχει γίνει κάτι σαν φάρσα), ήμουν αξιοθρήνητος, δε συμπεριφέρθηκα καθόλου ως αφεντικό και κατέληξα να με προσβάλουν και να με βρίζουν με τα χειρότερα λόγια. Ορίστε τι συνέβη:
   Η Σίλια δεν ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, όπως υποστήριζε το Φουρό, αλλά καθόταν στα πράσινα και πορτοκαλιά μαξιλάρια δίπλα στο παράθυρο, ντυμένη στα μαύρα, κι αγνάντευε τη μελαγχολική ανατολή.
   Τη ρώτησα αν κοιμήθηκε καλά και μου απάντησε ότι δεν είχε κλείσει μάτι, τόσο αποκρουστικό της φαινόταν το δωμάτιο, τόσο χυδαίο, τόσο φανταχτερό και κακόγουστο. Δεν μπορούσε, είπε, να φανταστεί κανέναν -εκτός ίσως από μένα- που να μπορούσε να βρει γαλήνη εκεί μέσα.
   Υπενθύμισα στον εαυτό μου πως δεν έπρεπε να θυμώσω και τη διαβεβαίωσα με ψυχραιμία πως ήταν ελεύθερη να διαλέξει κάποιο άλλο δωμάτιο. Έπειτα τη ρώτησα αν μπορούσα να καθίσω. Απάντησε ότι προτιμούσε να στέκομαι όρθιος.
   Αν και ταράχτηκα από την εχθρότητα της Σίλια, την οποία θεώρησα άδικη απέναντί μου, άρχισα να εξηγώ τους λόγους της επίσκεψής μου. Της είπα, πως απ' όλους όσους είχαν γνωρίσει για λίγο τη φιλία του Βασιλιά, μόνο εγώ μπορούσα να κατανοήσω τόσο καλά το μέγεθος της στενοχώριας της. Της εξομολογήθηκα πως όλη μου την ύπαρξη  και όλο μου το πνεύμα, που κάποτε αρκούνταν στο να υπηρετούν το Θεό και την Αγία Τριάδα, τα είχε κυριεύσει τώρα η σκέψη του Βασιλιά. Έφτασα στο σημείο να της πω ότι κατά τη γνώμη μου δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, σε ολόκληρο το βασίλειο (θεοσεβούμενος σαν τους νεκρούς γονείς μου, Πουριτανός ή Κουακέρος, άρχοντας ή τρελός) που να μην επιθυμούσε να δει την άθλια ζωή του να φωτίζεται από την ακτινοβολία του Βασιλιά. "Αναπόφευκτα λοιπόν", συνέχισα, "εσύ κι εγώ, Σίλια, που γνωρίσαμε λίγη από την αγάπη αυτού του άντρα..."
   "Αγάπη;" ξεφώνισε η Σίλια. "Τι θράσος, Μεριβέλ! Τι αυταπάτη! Πώς τολμάς να σκεφτείς ότι αυτό που ένιωθε για σένα ο Βασιλιάς ήταν αγάπη! Ούτε για ένα δευτερόλεπτο, ούτε για ένα μόριο χρόνου δε σ' αγάπησε ο Βασιλιάς Κάρολος, Μεριβέλ. Σε συμβουλεύω να μη χρησιμοποιήσεις ποτέ πια αυτή τη λέξη!"
   "Η μοναδική μου πρόθεση..." άρχισα να λέω, αλλά η Σίλια, η οποία στεκόταν όρθια και με κάρφωνε με το τρομερό της βλέμμα, δε με άφησε να μιλήσω. Ακούμπησε το λευκό δαχτυλάκι της πάνω στο κατακόκκινο γιλέκο μου και άρχισε να φωνάζει: "Η αλήθεια είναι ότι ο Βασιλιάς, μέσα στην αγάπη του για μένα, μέσα στο πάθος του για μένα, σε χρησιμοποίησε. Σε χρησιμοποίησε, Μεριβέλ. Έψαξε να βρει τον πιο βλάκα, τον πιο χοντροκέφαλο, τον πιο ηλίθιο, κάποιον που θα δεχόταν σαν σκυλί ό,τι κι αν έκανε ο ίδιος χωρίς να του δημιουργήσει μπελάδες -και βρήκε εσένα! Τον ικέτεψα: μη με παντρέψεις μ' αυτόν τον κρετίνο, τον ικέτεψα γονατιστή, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να γελάει. "Μόνο από έναν κρετίνο μπορώ να ζητήσω να παίξει το ρόλο του κερατά", μου είπε. Το καταλαβαίνεις, Μεριβέλ; Όσο κουτός και αν είσαι, θα πρέπει να κατανοείς αυτά που λέω!"
   Φοβάμαι πως αδυνατώ να συνεχίσω την περιγραφή αυτής της σκηνής. Είναι υπερβολικά οδυνηρή. Φυσικά και «κατανοούσα», όπως έλεγε. Τα κατανοούσα όλα και είχα παγώσει· και η Σίλια, μέσα στην οργή και στην απελπισία της, κι ενώ το μισητό χοντρό Φουρό μάς κοίταζε χαμογελώντας με κακεντρέχεια, μου πέταξε ακόμα περισσότερες προσβολές, τις οποίες δεν είμαι ικανός να καταγράψω.
   Δεν έκανα καμιά περεταίρω προσπάθεια να προσφέρω τη φιλία μου στη Σίλια ούτε διανοήθηκα να ρωτήσω γιατί την είχε απορρίψει ο Βασιλιάς. Αποσύρθηκα ήσυχα από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω μου την πόρτα προτού το Φουρό προλάβει να μου τη βροντήξει στη μούρη.
   Απομακρύνθηκα από το Δωμάτιο των Κατιφέδων, πήγα στη δυτική πτέρυγα κι ανέβηκα τα παγωμένα πέτρινα σκαλιά ως το κυκλικό δωμάτιο του πυργίσκου, που κάποτε είχα ανακαλύψει με τόση χαρά. Το δωμάτιο ήταν ακόμα άδειο, ακόμα ανέγγιχτο. Πλησίασα ένα από τα παράθυρα και κοίταξα έξω. Μια μικρή κόκκινη χαραμάδα στον ουρανό υπαινισσόταν πως πλησίαζε η αυγή. Μια λευκή πάχνη απλωνόταν στο πάρκο κι έκρυβε τα ζαρκάδια και τα ελάφια.
   Κάθισα κάτω από ένα παράθυρο. Αυτό το θεωρητικά τέλειο δωμάτιο δε θα χρησιμοποιηθεί ποτέ, σκέφτηκα. Τουλάχιστον όχι από μένα. Όσο κι αν με εμπνέει αυτό το δωμάτιο, η φαντασία μου δεν μπορεί να το διευθετήσει και να το κατανοήσει, αυτό ξεπερνάει τις δυνάμεις μου. Εγώ είμαι δεμένος με τη γη, χοντροκομμένος, ανίδεος. Ποτέ δε θα μπορέσω να φτάσω εδώ.

Τριμέιν Ρόουζ, Τα χρόνια της φωτιάς, (μετφ. Μαρία - Ρόζα Τραϊκόγλου), εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 1996

Δεν υπάρχουν σχόλια: