Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

[ΟΙ ΦΙΛΕΣ]


Άρια - Άνοιξη 2015
   Οι όγκοι των πραγμάτων τη φοβίζουν όταν πέφτει το λυκόφως. Η Άρια δεν έχει διευκρινίσει αν την αναστατώνει το γεμάτο σπίτι ή αν πρόκειται για τις σκιές  αυτού του φορτίου, που, σαν πάρει να βραδιάσει, μεταμορφώνονται σε φαντάσματα του βιωμένου χρόνου. Αποκολλώνται από τον γήινο εαυτό  και μετουσιώνονται σε φάσματα  ταξιδιών και ονείρων. Ταξίδια που δεν πραγματοποιήθηκαν και όνειρα που έμειναν ευσεβείς πόθοι. Όπως εκείνος ο παλιός καημός να ταξιδέψει στην Ινδία, που εν τέλει εκτονώθηκε με αγορές στα Indian Bazaar. Αλλά και όσα βίωσε μοιάζουν σαν να μην τα έζησε η ίδια. Θαρρείς και ένας άγνωστος κουκλοπαίκτης κινεί τα νήματα της ύπαρξής της.
   Ασφυκτικά γεμάτο είναι και το υπόγειο του σπιτιού. Οι ντάνες από τα περιοδικά και τις εφημερίδες, τα τιγκαρισμένα κασόνια, οι βαλίτσες και τα ξέχειλα ράφια περιμένουν χρόνια το ξεσκαρτάρισμα. Ακόμα και μια εξάδα πολυθρόνες σκηνοθέτη -άθικτες μέχρι σήμερα- πιάνουν κι αυτές το χώρο τους, προσμένοντας κάπου να φανούν χρήσιμες. Ούτε θυμάται πια για ποιο λόγο τις είχε αγοράσει. Ίσως να τις βρήκε φτηνές ή ίσως, πάλι, έτσι απλώς για ψυχοθεραπεία. Όταν έπεφτε στο βάραθρο της θλίψης, κατέφευγε στην κατανάλωση, και αυτό επενεργούσε στην ψυχή της ευεργετικά, έστω και προσωρινά, ή μάλλον χιμαιρικά. Τις αχρησιμοποίητες πολυθρόνες θα μπορούσε να τις είχε εκποιήσει. Αλλά και πόσο να πιάσουν; Γεμάτος είναι ο τόπος από δαύτες, και πάμφθηνες. Θα έπρεπε να τις δωρίσει, όμως διαρκώς το αναβάλλει, και μένουν οι πολυθρόνες κλειστές, τυλιγμένες στα σάβανα, μέχρι να έρθει κάποια συγκυρία για να τις ξεφορτωθεί.
   Κάθε φορά που αποφασίζει να κατέβει στο υπόγειο, περιπλανιέται άσκοπα ανάμεσα στα τεκμήρια του παρελθόντος χρόνου. Τη μια δεν την αφήνει η συγκίνηση των αναμνήσεων, την άλλη η ψευδαίσθηση ότι το καθετί κάπου θα μπορούσε να της χρησιμεύσει, βρίσκοντας συνέχεια προσχήματα ώστε να μεταθέτει την άχαρη δουλειά για το προσεχές μέλλον. Μένει όμως εκεί για ώρες, συνομιλώντας με τα αντικείμενα. Ό,τι έζησε, προβάλλει θαμπό μέσα από την άχνα της μνήμης και μπλέκεται ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και όσα εικάζει ή παραποιεί, δημιουργώντας ένα αφήγημα ζωής λιγότερο οδυνηρό.
   Μα τώρα έφτασε το πλήρωμα του ζωτικού της χρόνου. Επείγει να εκτελέσει το απεχθές έργο, αψηφώντας τη σκόνη και την υγρασία. Όλη την περασμένη νύχτα - σε μια ακόμη αγρυπνία- μπήκε με τη σκέψη στο λαβύρινθο των πραγμάτων κι έβαλε τάξη. Σχεδίασε νοερά ένα διάγραμμα και, με βάση αυτό, αποφάσισε ν' αρχίσει το ξεκαθάρισμα από τα πιο παλιά. Εν πρώτοις, θα ανοίξει το ξύλινο μπαούλο  της γιαγιάς της της Μαργαρίτας. Το vintage, όπως το λέει η κόρη της η Όλια. Εκεί μέσα κρύβονται οι αρχαιότεροι των θησαυρών της. Κάτι αποκριάτικες στολές και σχολικά εγχειρίδια. Έχει χρόνια να το ανοίξει. Μπορεί να έχει πιάσει σκώρο. Από τη μέρα που αρρώστησε, δεν έκανε καν τον κόπο να ανανεώσει τα αντισκωρικά. Πού να της μείνει μυαλό με τους γιατρούς και τις θεραπείες...
   Το παλεύει. Μα αν «εκείνος» νικήσει, δεν θέλει ν' αφήσει πίσω στα παιδιά της το άγχος όταν βρεθούν μπροστά στο βουνό των «συλλογών» της. Να μην ξέρουν από πού να τα πιάσουν και τι να τα κάνουν όλ' αυτά... Να τα δώσουν στον παλιατζή ή να τα πετάξουν στα σκουπίδια, απ' όπου θα τα μαζέψουν οι μετανάστες με τα τρίκυκλα ή οι νεόπτωχοι της κρίσης για να τα πουλήσουν;
   Μερικές φορές προσπαθεί να σκέφτεται θετικά. Ίσως τα παιδιά της, στην ωριμότητά τους και πάνω στη φόρτιση ένεκα του χαμού και της έλλειψής της, να επαναπροσδιορίσουν τις παγιωμένες τους αντιλήψεις για τις «παλιατσαρίες» της. Υπάρχει η πιθανότητα να σκεφτούν ότι κληρονομούν μια ιστορία, μια παρακαταθήκη. Όμως η ίδια δεν είναι καμιά διασημότητα, ώστε να λάβουν τα πράγματά της μουσειακή αξία. Όλες οι εφημερίδες  και τα περιοδικά εποχής που με τόση αγάπη συνέλεγε, μοιάζουν για τις νέες γενιές παρωχημένα. Τις πληροφορίες, αν κάποιος ενδιαφέρεται, τις βρίσκει πατώντας ένα κουμπί. Τα ρούχα δεν είναι του δικού τους στυλ και τα μικροέπιπλα απέχουν μακράν από τη μίνιμαλ άποψή τους για τη διακόσμηση. Όσο για τα τσίγκινα κουτιά με τις δαντέλες, τα κουμπιά, τις διακοσμητικές παραμάνες και τα μεταξάκια που κληρονόμησε από τη μάνα της, δεν θα έχουν ιδέα τι είναι και πώς θα μπορούσαν να τα αξιοποιήσουν.
   Τα παιδιά έχουν δώσει έτσι κι αλλιώς το στίγμα τους. Τις βαριεστημένες στιγμές που την επισκέπτονται, δεν χάνουν την ευκαιρία να της υπενθυμίσουν -να την ψέξουν, για την ακρίβεια- ότι μαζεύει μια ζωή σκουπίδια και οφείλει σιγά σιγά να αραιώνει το χώρο γύρω της. Είναι ξεκάθαρο τι εννοούν. Τη θεωρούν ξοφλημένη. Οιονεί νεκρή. Θέλουν να διαμερίσουν την περιουσία της και επ' αυτής να ρίξουν κλήρο. Πρέπει λοιπόν να ξανακοιτάξει τα πράγματά της να και να τα ξεδιαλέξει. Να μείνουν τα πολύτιμα, μα πάντα σύμφωνα με τη δική τους εκτίμηση. Μπορεί να μην επιθυμούν και τίποτα. Να θέλουν απλώς τον χώρο άδειο για να απλώσουν εύκολα την πρόταση των ΙΚΕΑ και να νοικιάσουν το σπίτι μέσω της Airbnb. Μάλιστα ο πρωτότοκός της, ο Ντίνος, έχει φαγωθεί καιρό τώρα ν' ανοίξει στο υπόγειο ένα μπαράκι. Ο μισθός που παίρνει ως γυμναστής στην ιδιωτική εκπαίδευση δεν του φτάνει «ούτε για καφέ και τσιγάρα». Έτσι, μέρα με την ημέρα γίνεται όλο και πιο πιεστικός.
   «Άντε, ρε μαμά. Να βάλουμε δυο ανθρώπους εκεί μέσα να το κάνουν γυαλί το μπουρδέλο. Θα σε φάνε οι κατσαρίδες και τα ποντίκια. Τι τα θες και τα κρατάς ακόμα; Τόσα χρόνια άχρηστα είναι. Τώρα θα σου χρειαστούν;» 
   Κάθε φορά, για να γλιτώσει την γκρίνια, του υπόσχεται πως σύντομα θα κάνει ξεκαθάρισμα. Ξένος άνθρωπος όμως εκεί κάτω δεν θα μπει. Πώς να μπορέσει ένας άγνωστος να αποτιμήσει και να διαχειριστεί την «αισθηματική» της περιουσία; Μόνη της θα ψηλαφίσει την περασμένη ζωή και θα τη λαγαρίσει.
   Θέλει ο Ντίνος το χώρο καθαρό για να στήσει ένα μπαράκι. Έχει σκεφτεί να χρησιμοποιήσει αρκετά από τα πράγματα που εντόπισε στο σπίτι και στο υπόγειο και -σύμφωνα με τη δική του γλώσσα- του έκαναν «κλικ». Έχουν «αυτό το κάτι» που θα δώσει έναν άλλο αέρα στο μαγαζί. Όσο για τον κήπο, είναι «όλα τα λεφτά». Προσπαθεί να την πείσει πως είναι μια καλή επένδυση, που θα του προσφέρει οικονομική σταθερότητα, επειδή το Μετς «είναι must» περιοχή και συγκεντρώνει πολλή νεολαία.
   Θέλει ο Ντίνος. Δηλαδή απαιτεί. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να τη ρωτήσει αν θα μπορούσε να στήσει μια επιχείρηση -και μάλιστα τόσο θορυβώδη- στο χώρο όπου η ίδια ζει, παλεύοντας να εξοντώσει τα πλοκάμια της ασθένειάς της. Αφού δεν φτάνει το νιονιό του γιου της να αναλογιστεί αυτό το εξόφθαλμο γεγονός, πώς να έχει τη δυνατότητα να διεισδύσει στα λεπτά μονοπάτια της ευαισθησίας της; Να σκεφτεί -ως εκ τούτου- πως στο υπόγειο του σπιτιού έχει αποθηκευμένες τις αναμνήσεις μιας ζωής, που αποτελούν πλέον τη συντροφιά και την καταφυγή της. Απαιτεί ο Ντίνος. Θαρρεί πως έχει αυτονόητα δικαιώματα στο σπίτι, μέσα στο οποίο -ακόμα- αυτή αναπνέει.
   Ναι, τα παιδιά της τη θεωρούν δυνάμει νεκρή. Ίσως βαρέθηκαν να είναι άρρωστη. Ενίοτε τα πιάνει και η τύψη  επειδή την αφήνουν να μάχεται μόνη. Θα έχουν βρει σίγουρα και το αντίδοτο που θεραπεύει τις ενοχές. Δεν τους το λέει. Καταπίνει θυμό και πίκρα. Όχι για να κρατήσει τις ισορροπίες. Κάθε άλλο. Από αξιοπρέπεια δεν μεμψιμοιρεί. Αυτό κάνει μια ζωή. Σπάνια εκμυστηρεύεται όσα την πληγώνουν -αν και εύκολα μπορούν να αντιληφθούν την ενόχλησή της. Η ίδια προσπαθεί να μη ζητά, ούτε να προβαίνει σε διαρκή, άκαρπη κριτική. Και αυτή όμως η συμπεριφορά της κρύβει κάποια ιδιοτέλεια. Φοβάται μην τσινήσουν τα παιδιά και αποκοπούν τελείως από τη ζωή της. Από την εποχή που ο Σέργιος τους εγκατέλειψε, αποτελούν το ανάχωμά της. Ο Ντίνος, ο Τάσος και η Όλια της. Ιδιαίτερα με τον πρωτότοκό της έχει δεθεί πολύ.
   Ανάμεσα στις αγχωτικές σκέψεις, αναπάντεχα εισβάλλει μια αναλαμπή ευφορίας, και αποφασίζει να κατέβει στο υπόγειο χωρίς άλλη χρονοτριβή. Θα φτιάξει τον καφέ της και θα πάει σήμερα κιόλας. Όχι σαν υποψήφια νεκρή που πρέπει ν' αφήσει καθαρό τον τόπο γύρω της για να μην ταλαιπωρηθούν οι επίγονοι. Ούτε για να επιτρέψει στον Ντίνο και στη συμβία του, την Τζο, να στήσουν το μπαράκι -είναι σίγουρη πως η Τζο κατέβασε την ιδέα, επειδή είναι άνεργη. Νιώθει αδήριτη την ανάγκη να θυμηθεί τα περασμένα χρόνια, γιατί εκεί βρίσκεται η ζωή της. Ζωντανεύει το παρελθόν για να αντλήσει δύναμη, μήπως καταφέρει και δραπετεύσει από τον ασφυκτικό κλοιό του παρόντος. Εξαπατώντας κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό της. 
   Κάθε φορά που ταξιδεύει προς τα πίσω, η ματιά της συναντά αναπόφευκτα το πικάπ πάνω στο ιταλικό κομό του σαλονιού της. Είναι το πρώτο κομμάτι του σπιτιού που σκέφτεται ο Ντίνος να αφαιρέσει. Μα τούτο το πικάπ δεν είναι καν δικό της. Ανήκει σε μια κοπέλα από τα χρόνια της νιότης της. Οριάν -από το Οριάνθη- την έλεγαν, ή τη λένε, αν ζει. Το επίθετό της δεν το έμαθε ποτέ. Θυμάται όμως πολύ καλά τα περιστατικά που την έδεσαν μαζί της, καθώς και το χρονικό μιας φιλίας που διακόπηκε πάνω στο άνθισμά της, ένεκα της άτακτης φυγής εκείνης. Κάθε φορά που κοιτάζει το πικάπ -στην πραγματικότητα το θωπεύει- η οπτασία της Οριάν αναδύεται ονειρική και ονειρεμένη μέσα από την ομίχλη της μνήμης. Θεά μυθική ενός χρόνου ανεπίστρεπτου. Ένας άνθρωπος με τον οποίο συναπαντήθηκε για ένα διάστημα τόσο μικρό, μα και τόσο δυνατό, ώστε το ίζημά του να κατακάθεται μέσα της μια ζωή. Δεν την  ξαναείδε αφότου έφυγε, το 1963. Ούτε ξέρει για πού έφυγε και αν επέστρεψε ποτέ. Το περιποιείται όμως το πικάπ της. Φέρνει κατά καιρούς έναν από τους ελάχιστους εναπομείναντες συντηρητές «μουσειακών συσκευών» και το καθαρίζει, καθαρίζοντας μαζί και τη θολούρα της μνήμης.  Σε στιγμές απομόνωσης, βάζει και ακούει τα βινύλια της Οριάν. Από εκείνη έμαθε την τζαζ, τη ροκ και την κλασική μουσική. Πρόσθεσε και μερικές δικές της προτιμήσεις και διαθέτει πια μια δισκοθήκη συλλεκτική.
   Χαϊδεύει την επιφάνεια του πικάπ. Η σκόνη κολλάει στο δάχτυλό της. Ασυναίσθητα, τη σκουπίζει στο ρούχο της. Κάτω από το τζάμι έχει αραδιάσει μια σειρά ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τη νιότη της. Τούτη με την Οριάν είναι η καλύτερη.  Φορούν την ίδια φούστα και στροβιλίζονται ανεβασμένες πάνω σε μια στρογγυλή δερμάτινη μαξιλάρα με ινδιάνικα σχέδια. Μάλλον από τότε της κόλλησε η Ινδία.
   Πάει να προσπεράσει, αλλά η ματιά κοντοστέκεται σε ένα στιγμιότυπο του υπηρεσιακού της βίου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Βρίσκεται με μια ομάδα συναδέλφων της στο γραφείο τού επικεφαλής του τμήματος, αρμόδιου για τα θέματα της Μέσης Ανατολής. Είναι καθισμένοι γύρω από το στρογγυλό τραπέζι, και ο Γεώργιος Αργυριάδης -προϊστάμενος της διεύθυνσης- τους ενημερώνει για τα υπηρεσιακά ζητήματα. Δεν επιθυμούσε να τον προσφωνούν «κύριε διευθυντά», αλλά «κύριε Αργυριάδη». Θεωρούσε ότι αποτελούσαν ομάδα, στην οποία εκείνος ήταν απλώς ο συντονιστής. Ο σκανδαλιάρης ιδιαίτερός του, ο αλησμόνητος Μπάμπης, λάτρης της φωτογραφίας, απαθανάτισε τη στιγμή. Ποζάρουν όλοι γελαστοί, εκτός από την ίδια, που μοιάζει να σκιάζει το πρόσωπό της μια στενάχωρη σκέψη. Κρίνοντας αντικειμενικά πλέον τα γεγονότα, πάντα την ενοχλούσε όταν μαζεύονταν πολλοί γύρω από τον Αργυριάδη. Προτιμούσε να είναι η μοναδική του συνεργάτιδα.
   Χαμογελά και παίρνει βαθιά αναπνοή στη θύμησή του. Αισθάνεται μέσα της ένα απαλό χάδι. Ευλογημένη στιγμή του βίου της η συνάντησή τους, από τα χρόνια της δικτατορίας ακόμα -στον Καναδά- αλλά και η περίοδος που συνεργάστηκαν στο υπουργείο. Μαζί του έμαθε τι θα πει συνάδελφος. Και τι θα πει συνάνθρωπος. Της είχε στοιχίσει πολύ όταν τον μετέθεσαν στη Βηρυτό. Είχε συνδέσει την καθημερινότητά της με την παρουσία του. Διστάζει ακόμα και σήμερα να ομολογήσει πόσο αναγκαία τής ήταν η συνύπαρξή τους. Απορεί με τον εαυτό της. Γιατί να μην το παραδεχτεί, μετά από τόσα χρόνια, πόσο αγνά είχε ερωτευτεί τον έξοχο εκείνο άνθρωπο;
   Ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά. Σβήνουν οι σκιές της αυγής, και τα πράγματα ολόγυρά της αποκτούν την απτή τους υπόσταση. Φτιάχνει καφέ και κατεβαίνει στο υπόγειο. Ανοίγει τα τζαμιλίκια από τα καγκελωμένα παράθυρα για να αεριστεί ο χώρος. Ο πεζόδρομος όπου ζει, απορροφά κάθε σταγόνα της άνοιξης. Είναι ένα καταφύγιο για τα πουλιά, τα χρώματα, τις ευωδιές. Άνθισαν νωρίς οι νεραντζιές του πεζοδρομίου και η λεμονιά στο κυκλικό περιαύλιο. Πλημμύρισαν τα παρτέρια της φρέζες και ζουμπούλια. Πάλιωσε πολύ το σπίτι, κι αυτή δεν έχει πια ούτε διάθεση ούτε και χρήματα να το μπαλώσει άλλο. Μα όταν έρχεται η άνοιξη, θαρρείς και αναπλάθεται από μόνο του, με τόση ανθοφορία ολόγυρά του.
   Για πρώτη φορά ίσως συνειδητοποιεί πως ο χώρος δεν μυρίζει μούχλα, ούτε κλεισούρα, όπως συμβαίνει στις ξεχασμένες αποθήκες. Αναδίδει τη δική του μυρωδιά, που δεν είναι σε θέση να την προσδιορίσει. Όμως την αισθάνεται βαθιά, κι αυτή η αίσθηση δεν χωρά ούτε εκλογίκευση ούτε ερμηνεία.
   Πριν αρχίσει την καταγραφή των πραγμάτων -αναγκαία ενέργεια για το ξεσκαρτάρισμα- ανάβει τσιγάρο. Χωρίς τσιγάρο και καφέ,  μια τέτοια εργασία θα τη βάραινε περισσότερο.
   Μέχρι να σωθεί το τσιγάρο της, στέκεται και παρατηρεί την κίνηση στον πεζόδρομο ανάλογα με τα παπούτσια που διαβαίνουν. Λιγοστά ζευγάρια και, μαζί, ένα κανίς με φιόγκο. Συχνά παίζει με τον εαυτό της ένα παιχνίδι. Προσπαθεί να συνδέσει τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τα ποδέματά τους. «Γιάπης», «αλάνι», «φρικιό», «αναρχικός», «δημόσιος υπάλληλος», «κουλτουριάρης», «παλιάς κοπής κουκουές»... Κάτι σε «φασίστα» -ευτυχώς- δεν έχει εντοπίσει ακόμα στο Μετς.
   Κοιτάζει στο ράφι τα δικά της παπούτσια, που τα έχει ταξινομημένα ανά ζεύγος και με το καλούπι στο εσωτερικό, για να κρατούν το σχήμα τους. Μια εικόνα που μοιάζει λες και βγήκε από το παραμύθι Ο παπουτσής και τα ξωτικά. Μπαλαρίνες, εσπαντρίγιες, στιβάλια, γοβάκια -πάντα χωρίς τακούνι- κολεγιακά, πάνινα... όλα καμωμένα από χέρια τεχνιτών, και όχι βιομηχανοποιημένα. Ήταν το φετίχ της. Τα πατούσε μια σεζόν, τα απέσυρε, συνήθως ολοκαίνουργια, και τα συνέλεγε. Γύρω γύρω, στο συνεχές ράφι του υπογείου, έχει ολόκληρη τη συλλογή των παπουτσιών της. Τα βήματά της στη ζωή τρόπον τινά. Όχι και τόσο ακριβά, σίγουρα όμως ιδιαίτερα, αντισυμβατικά. Θαρρείς και όλη της η επανάσταση ξεθύμαινε στο πάτημά της πάνω στη γη. Γείωση. Μα σάμπως όταν ακολουθούσε μια ιδέα ή ένα κίνημα, δεν γειωνόταν σύντομα; Κάθε πυρφόρα ιδέα δεν συνοδευόταν από τη διάψευσή της; Τι της απέμεινε; Νιώθει σαν παπούτσι δίχως το βάρος του ποδιού μέσα του.
   Ξεφυσάει τον καπνό με γινάτι. «Τι τα θες τόσα παλιοπάπουτσα;» τη ρώτησε μια μέρα αγανακτισμένος ο Τάσος, ο δευτερότοκός της. Δεν εννοούσε παλιά παπούτσια, αλλά άχρηστα. Δεν μπήκε στον κόπο να του εξηγήσει. Δεν θα αντιλαμβανόταν τη σημειολογία της συλλεκτικής της μανίας. Κάποτε της πέρασε απ' το μυαλό να τα δωρίσει στο βεστιάριο κάποιου θεάτρου, όμως η προαίρεσή της δεν έγινε ποτέ πράξη. Ήταν και παραμένει προσκολλημένη στα πράγματα.
   Ανάβει στο καπάκι δεύτερο τσιγάρο. Τραβάει βαθιές ρουφηξιές. Αν την έβλεπε ο γιατρός της, θα την κατσάδιαζε. Λίγο την ενδιαφέρει. Οι γιατροί αναμασούν τα τσιτάτα της ειδίκευσης και δεν τους μέλλει η ψυχολογία του ασθενούς. Του το ξεκαθάρισε άλλωστε. Ας κάνει το θαύμα της η επιστήμη, για χάρη της οποίας έγινε πειραματόζωο στα νέα σκευάσματα. Δεν προτίθεται να κόψει τον καφέ, το κρασί και το τσιγάρο. Κυρίως το ποτηράκι ξηρό κρασί και τα δυο τσιγάρα που της κρατούν συντροφιά και κάνουν υποφερτές τις αϋπνίες της.
   Προχωράει μέσα στο γνώριμο χάος. Κατευθύνεται ίσια προς το μπαούλο. Πάνω του υπάρχει μια πολυθρόνα από μπαμπού και πάνω στην πολυθρόνα ένα σκαμπό από μαύρο αφρικάνικο ξύλο. Και τα δυο ανήκουν στην Οριάν. Εκείνη την όμορφη οπτασία της νιότης της, που ενσωματώθηκε πια στο όνειρο. Μερικές στιγμές, όταν το παρελθόν αναβιώνει σαν παραίσθηση, νομίζει πως η Οριάν  είναι μια επινόηση. Αλλιώς, πώς χάθηκε σαν να την κατάπιε η γη, αφήνοντας πίσω της τα πράγματά της; Για ένα μεγάλο διάστημα -τότε που όλη η ζωή της ήταν ένα συνεχές τρεχαλητό- δεν είχε χρόνο να σκεφτεί την Οριάν και τη σκευή της. Μα τώρα τα ίδια τα πράγματα την επαναφέρουν στο προσκήνιο. Είναι που η ιδέα του θανάτου τριγυρνά γύρω και μέσα της και τη θέτει αντιμέτωπη με τη ζωή της.
   Κατεβάζει το βάρος και ανοίγει το μπαούλο. Η μυρωδιά που διαχέεται στο χώρο την περιπτύσσει με στοργή. Παρότι παραμέλησε να ανανεώσει τα φακελάκια λεβάντας, τα παλιά δεν έχουν ακόμα χάσει όλο το άρωμά τους.
   Ανασύρει τη μακριά τσιγγάνικη φούστα. Την κοιτάζει στο φως με θαυμασμό, διαπιστώνοντας για μια ακόμη φορά ότι παραμένει ανέπαφη από τα χρόνια. Άλλα εκείνα τα παλιά υφάσματα. Ανθεκτικά. Την έχει τοποθετημένη πάνω πάνω, για να σκεπάζει με το φάρδος της προστατευτικά όλο το περιεχόμενο του μπαούλου. Την απλώνει στο σώμα της κι έπειτα κρύβει το πρόσωπο στο λεπτό, πολύχρωμο ύφασμα. Την ανασαίνει. Είναι έργο των χεριών της Οριάνθης. Και αυτό. Παράξενο. Παντού μέσα στην αποθήκη της μια Οριάνθη όνειρο από ένα μακρινό παρελθόν. Όμως, πολλά γύρω της αποτελούν τεκμήρια της ύπαρξής της. Τα αντικείμενα που άφησε, αναχωρώντας προς άγνωστη κατεύθυνση, βρήκαν τη θέση τους και δέθηκαν με τον δικό της χώρο.
   Μέσα από τη φούστα ανακαλεί στη μνήμη της μια ολόκληρη εποχή. Άγουρη, οδυνηρή, απροσανατόλιστη, αυστηρή, καλουπωμένη στους άγραφους νόμους του οικογενειακού και κοινωνικού περίγυρου. Και αυτή να πασχίζει να υποτάξει το ηφαίστειο της νιότης, κάνοντας επώδυνα βήματα προς μια ελευθερία που δεν της χαριζόταν. Αλλά ποια ελευθερία; Πόσο λάθος εννοούν την ελευθερία τα άγουρα νιάτα! Στην πραγματικότητα, είναι πολύ νωρίς για να αντιληφθούν  πως η ελευθερία είναι μια φενάκη. Όσο την κυνηγάς, τόσο περισσότερο μοιάζει άπιαστη.
 
Από την ανάμνηση της Άριας - 1963
 
   Στην ηλικία των δεκαεφτά Μαΐων, η Άρια επειγόταν να απαλλαγεί από τη συντηρητική αμφίεση. Πλισέ και εβαζέ μέχρι τη μέση του γόνατου. Παντελόνι ούτε να το διανοηθεί. Τα ρούχα των δύο κοριτσιών της τα έραβε μόνη της η κυρία Ολυμπία. Αυτοδίδακτη μοδίστρα, έμαθε μερικά τετριμμένα σχέδια, τους τα επέβαλε με το έτσι θέλω και, προκειμένου να δικαιολογήσει την παντελή έλλειψη φαντασίας από μέρους της, αποφάσισε πως τα ρούχα που έφτιαχνε ταίριαζαν και στις δύο κόρες της. Την Άρια και τη Μαργαρίτα.
   Η Άρια, βλέποντας πως σε τίποτα δεν σχετιζόταν με την αδελφή της, κάθε φορά που επρόκειτο να ράψουν καινούργιο ρούχο, έδινε όλο το χαρτζιλίκι της για ν' αγοράσει περιοδικά με την τρέχουσα μόδα. Η μητέρα ανένδοτη. «Η μόδα υπάρχει για να ξεσηκώνει τα μυαλά των ανόητων κοριτσιών». Έστηναν τρικούβερτο καυγά, αλλά πάντοτε νικούσε η μητέρα, αναγκάζοντας τη μεγάλη της κόρη να παραδώσει τα όπλα.
   Η Μαργαρίτα δεν έφερνε ποτέ αντιρρήσεις. Για τους δικούς της λόγους, θεωρούσε τη γνώμη της κυρίας Ολυμπίας θέσφατο, το οποίο δεν χωρούσε καμιά αμφισβήτηση. Και ένας τυφλός θα μπορούσε να διακρίνει την υποκρισία στη συμπεριφορά της αδελφής της, αλλά δεν είχε αποδείξεις για να την ξεσκεπάσει. Η Μαργαρίτα, με την υποτακτική της στάση, φρόντιζε να θεωρείται η τέλεια κόρη στη συνείδηση της μητέρας. «Μάλιστα, μητέρα. Όπως νομίζετε, μητέρα. Εσείς ξέρετε, μητέρα».
   Η ίδια προσπαθούσε να κερδίσει την υποστήριξη του πατέρα της για να φέρουν ισοπαλία, αλλά αυτός απλώς σήκωνε τους ώμους. Αποκαλούσε τη γυναίκα του «επιλοχία» και έτρεμε τις εκρήξεις της, ή εκείνους τους καταχθόνιους, σαρκοβόρους εκβιασμούς της, που τον έθλιβαν. Έτσι, η Άρια, μόνη εναντίον δύο, εγκατέλειπε γρήγορα τον αγώνα, κλεινόταν στην κάμαρά της και σχεδίαζε την επανάστασή της, την οποία, όσο την ένιωθε να πλησιάζει, τόσο την ανέβαλλε για έναν πιο ώριμο χρόνο. Ήταν μια ασύνειδη διεργασία, πλην όμως ψυχοφθόρα.
   Μόλις είχε δώσει εισαγωγικές εξετάσεις σε δύο σχολές. Στη Φιλοσοφική, για να κάνει τη χάρη της μητέρας, και στη Νομική, για να ευχαριστήσει τον πατέρα. Αν περνούσε και στις δύο, θα επέλεγε τη Νομική, γιατί ούτε της ταίριαζε ούτε την ενέπνεε το επάγγελμα της καθηγήτριας. Το είχε ταυτίσει με το σχολικό στερεότυπο, με το οποίο ήταν κατά βάση αντίθετη, και ας ανήκε και η ίδια στη συνομοταξία των «αρίστων».
   Επειδή όμως η μητέρα πάλι θα ασκούσε επίμονα και φορτικά την επιρροή της -καθώς την ήθελε φιλόλογο- φρόντισε, όταν διαγωνιζόταν για την εισαγωγή στη Φιλοσοφική, να αφήσει αναπάντητη μια ολόκληρη ερώτηση στο μάθημα της Ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο, προσχεδίασε την αποτυχία. Διότι τον «επιλοχία», αν δεν μπορείς να τον νικήσεις, τότε τον ξεγελάς. Στην απόφασή της είχε επιτέλους «συνένοχο» τον πατέρα, ο οποίος προτιμούσε να τη δει δικηγόρο παρά εκπαιδευτικό, αφού στη δεύτερη περίπτωση θα έπρεπε να γυρίσει όλη την επαρχία μέχρι να της τύχει μια θέση στην Αθήνα. Η απομάκρυνσή της από το σπίτι θα του στοίχιζε πολύ, και ας μην το ομολογούσε.
   Εκείνο το καλοκαίρι του 1963 -μετά τις εξετάσεις- άρχισε να εργάζεται. Με την πίστη ότι η οικονομική ανεξαρτησία αποτελεί το πρώτο στάδιο προς την κατάκτηση της ελευθερίας, ανέλαβε να προπαιδεύει ανεξεταστέους μαθητές. Οι δύο από αυτούς ήταν παιδιά με παραβατική συμπεριφορά, δυο φορές αποβλημένα από το γυμνάσιο και άλλες τόσες τιμωρημένα με τον Νόμο 4000 περί τεντιμποϊσμού. Στην αρχή τα είχε βρει σκούρα. Το πώς κατάφερε να τους πείσει ότι έπρεπε να ξεσκολίσουν για να αποκτήσουν μια κάποια ανεξαρτησία, ούτε το κατάλαβε. Ίσως επειδή δεν δίσταζε να συζητάει με τους μαθητές της και για άλλα θέματα πέραν της τυπικής διδασκαλίας. Κυρίως τους μιλούσε για το δράμα της σχέσης της με τη δική της μητέρα. Από εσώψυχο σ' εσώψυχο, φίλιωσαν μαζί της, σταμάτησαν οι κόντρες και οι καζούρες, και έπεσαν με ζέση στο διάβασμα. Ούτε κι η ίδια ήξερε πώς το πέτυχε. Πάντως, τα περιστατικά αυτά την έκαναν να μετανιώσει για την πλεκτάνη που έστησε σε βάρος του εαυτού της, αφού κατάλαβε ότι τελικά της άρεσε να διδάσκει, και επιπλέον είχε και έναν δικό της παιδαγωγικό τρόπο. Αλλά ήταν αργά για να γυρίσει πίσω. Βαριόταν αφόρητα την εξεταστική διαδικασία. Θα έμπαινε στην πόρτα που της ανοίχτηκε και ύστερα θα έβλεπε.
   Όταν εισέπραξε τα πρώτα της χρήματα, αποφάσισε να κάνει δώρο στη μητέρα και την αδελφή της μία έξοδο σε σινεμά. Ωστόσο, τις παρακάλεσε να μην πάνε στον συνοικιακό κινηματογράφο όπου παίζονταν ελληνικές ταινίες, αλλά στο Σινέ Παρί στην Πλάκα. Όπως ήταν αναμενόμενο, προηγήθηκε ο σχετικός καβγάς, επειδή η μητέρα δεν φαινόταν πρόθυμη ν' αφήσει τη συνήθειά της και να κουβαληθεί στο κέντρο της Αθήνας, σε μια περιοχή μάλιστα γεμάτη γιεγιέδες. Μισούσε και τη συγκοινωνία. Τον δε εισαγόμενο κινηματογράφο τον σιχαινόταν. Τον θεωρούσε διαβολική συνεργία για την αλλοτρίωση της νεολαίας, αλλά και των ελληνικών ηθών. Ντρεπόταν να βλέπει τα ξετσίπωτα φιλήματα των εραστών. Όμως, αφού αυτή η διασκέδαση «του διαβόλου» άρεσε στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, σερνόταν μαζί τους σαν ασπίδα προστασίας. Στις ακατάλληλες σκηνές, διέταζε την Άρια και τη Μαργαρίτα να καλύπτουν τα μάτια με τα χέρια τους. Η μητέρα εξέφραζε τη δογματική άποψη πως «ό,τι γίνεται ανάμεσα στα ζευγάρια πρέπει να το βλέπει μόνο ο Θεός, που ευλόγησε την τεκνοποιία».
   Μετά τον καυγά και τους όρκους πως θα τηρούσαν τους κανόνες, την έπεισαν να πάνε στο Σινέ Παρί. Σε καμία περίπτωση δεν θα τις άφηνε ασυνόδευτες στον κινηματογράφο. Ο πατέρας δεν μπορούσε να τις ακολουθήσει. Ήταν ένα όμορφο καλοκαιρινό Σαββάτο με πανσέληνο, και ο κήπος της μπακαλοταβέρνας θα γέμιζε πελάτες. Ο παραγιός του δεν θα τα κατάφερνε χωρίς αυτόν. Εν τέλει, πήγαν οι τρεις γυναίκες μόνες τους.
   Το φεγγάρι, ολοστρόγγυλο, κρεμάστηκε πάνω από την ταράτσα του σινεμά. Το φως του καλάιζε τον Ιερό Βράχο. Η μητέρα μαγεύτηκε από το θέαμα και, κατάκοπη από τον κάματο της μέρας, αποκοιμήθηκε στα πέντε πρώτα λεπτά. Έτσι, πανευτυχείς οι δυο τους, απόλαυσαν με την ησυχία τους τις «ξετσιπωσιές» πάνω σ' ένα κότερο... σ' εκείνη την ταινία του Ρομάν Πολάνσκι.
   Στο διάλειμμα, η Μαργαρίτα σηκώθηκε να πάρει μια γκοφρέτα ΜΕΛΟ από το κυλικείο και η Άρια γύρισε και κοίταξε την κοπέλα που καθόταν δίπλα της ντυμένη χίπικα. Την εντυπωσίασε η μακριά τσιγγάνικη φούστα της με τα φωτεινά χρώματα, τη θροΐζουσα υφή του υφάσματος και το «χορευτικό» της άπλωμα στο δάπεδο. Αυθόρμητη όπως ήταν, τη ρώτησε από ποιο μαγαζί είχε αγοράσει τη φούστα. Η άγνωστη, αφού της έριξε μια ματιά -ειρωνική;- παρατηρώντας τα δικά της ρούχα, της απάντησε ευγενικά ότι την είχε ράψει μόνη της. «Είστε μοδίστρα;» συνέχισε η Άρια, κι εκείνη χαμογέλασε. Είχε μια γοητευτική σκοτεινιά το γέλιο της. «Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Σπουδάζω και πρέπει να βιοπορίζομαι», της είπε. Η Άρια ντράπηκε για την αφέλειά της και ζήτησε συγγνώμη, τονίζοντας πόσο της άρεσε η φούστα. Η κοπέλα, πάντα προσηνής, της έδωσε μια κάρτα λέγοντάς της πως αν το αποφάσιζε -υπονοώντας μάλλον ότι αυτό το ντύσιμο δεν ήταν του δικού της στυλ- θα χαιρόταν να της ράψει μια ίδια φούστα. Τέλος, της σύστησε και το κατάστημα όπου θα έβρισκε το ύφασμα.
   Στη θέση δίπλα της καθόταν ένας τύπος που θα μπορούσες να τον πεις και όμορφο, αν εξαιρούσες τη μακριά, καμπουριαστή του μύτη. Την κρατούσε όλη την ώρα από τους ώμους και ανά τακτά διαστήματα γύριζε και τη φιλούσε. Κάποια στιγμή λοξοκοίταξε την Άρια ειρωνικά. Ή έτσι το εισέπραξε η ίδια. Παραδίπλα, ένα νεαρό επίσης ζευγάρι φιλιόταν καθ' όλη τη διάρκεια του έργου. Έμοιαζαν σαν να ήθελε ο ένας να καταβροχθίσει τον άλλον. Το αγόρι είχε μαλλιά αφάνα και φορούσε χοντρά, ολοστρόγγυλα γυαλιά. Το κορίτσι ήταν κοντοκουρεμένο. Με το στενό παντελόνι και τις ελβιέλες, έμοιαζε κι αυτή με αμούστακο αγόρι.
   Από τη στιγμή εκείνη, φόβος και τρόμος κατέλαβε την Άρια στη σκέψη της συνομωσίας που πήγαινε να στήσει, και που δεν έπρεπε επ' ουδενί λόγω να αποκαλυφθεί μέχρι την υλοποίησή της. Την επόμενη κιόλας μέρα, προφασιζόμενη ότι είχε μάθημα, πήγε και αγόρασε ύφασμα από το κατάστημα που της υπέδειξε η κοπέλα, στην περιοχή της Καπνικαρέας. Το κράτησε καλά κρυμμένο μέχρι το απόγευμα και ξεκίνησε για τη διεύθυνση που έγραφε η κάρτα: «Atelier Orian. Οδός Φωκίωνος Νέγρη...» Από την Αριστοτέλους, όπου έμενε, ως την Κυψέλη, το έκοψε με τα πόδια, κάνοντας και τα νάζια της στη μητέρα και την αδελφή της ότι τάχα την περίμενε ένα δύσκολο απόγευμα, με τους πιο ζωηρούς μαθητές. Το έχαψαν, παρότι η δυσπιστία ήταν κοινό χαρακτηριστικό και των δύο.
   «Atelier Orian» αναγραφόταν στο κουδούνι της εξώθυρας, ενώ ένα μικρό βέλος έδειχνε προς τα κάτω. Ο θυρωρός, ένας αδύνατος, μαυριδερός άντρας γύρω στα πενήντα, την κοίταξε διερευνητικά. Κάτι τέτοιοι τύποι σύχναζαν και στην οικογενειακή τους ταβέρνα. Εμφανίζονταν όταν το μαγαζί ήταν άδειο, τυλιγμένοι στη σκοτεινιά τους, και κάθονταν πάντα στο τραπέζι των μοναχικών, παρατηρώντας όσους μπαινόβγαιναν, ποιος μιλούσε με ποιον και αν διακινούσαν τον παράνομο «Ριζοσπάστη»... Ο πατέρας έλεγε πως ήταν χαφιέδες της Ασφάλειας και τους φοβόταν όπως ο διάολος το λιβάνι. Με αυτούς έμοιαζε ο θυρωρός. Κολλημένος σαν μια γιγάντια αράχνη πάνω στο τζάμι, την κοίταζε, και τα ευκίνητα, μικρά του μάτια έβγαιναν από τις κόγχες όπως τα μάτια καβουριού. Πριν χτυπήσει το κουδούνι, της άνοιξε την πόρτα και την άφησε να περάσει.
   «Κλείνει η πόρτα τις μεσημεριανές ώρες, δεσποινίς. Ανοίγει στις έξι και κλείνει ξανά στις δέκα το βράδυ. Ποιον γυρεύεις;»
   Συνοφρυώθηκε. Ανάκριση της έκανε;
   «Πάω στη μοδίστρα μου, κύριε», του είπε δίνοντας τόπο στην οργή.
   «Στης δεσποινίδας Οριάν πας; Ναι, κάτω στο υπόγειο. Μάλιστα. Κάτω στο υπόγειο πάει η δεσποινίς».
   Καθώς μιλούσε, την εξέταζε απ' την κορφή ως τα νύχια, σαν κάτι να μην του γέμιζε το μάτι. Τελικά, της έδωσε την άδεια.
   «Εντάξει, πήγαινε. Να προσέχεις. Φαίνεσαι σεμνό κορίτσι εσύ».
   Τι εννοούσε, ο βλαξ; Κατέβηκε τα σκαλιά κοιτάζοντας διαρκώς πίσω της. Ο φόβος για τον περίεργο θυρωρό και η έμφυτη ανασφάλειά της την έκαναν να νιώθει αδύναμη. Σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια, αλλά υπερίσχυσε η επιθυμία της για τη φούστα. Όσο περίμενε να της ανοίξει η πόρτα -περισσότερο απ' όσο άντεχε στην αναμονή- κρυφοκοιτούσε προς τις σκάλες, μήπως ο τύπος την παρακολουθούσε.
   Επιτέλους άκουσε κάτι σερνόμενα βήματα, και η πόρτα μισάνοιξε. Φάνηκε πρώτα η μύτη και ύστερα ολόκληρο το πρόσωπο ενός νεαρού άντρα.
   Αιφνιδιάστηκε όταν τον αναγνώρισε. Επρόκειτο για τον τύπο που τη λοξοκοίταζε ειρωνικά στο σινεμά. Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε καταδεκτικός, αν και νυσταγμένος. Παρά ταύτα, την κατέκλυσε ξανά η γνωστή αβεβαιότητά της για την εντύπωση που προξενούσε στους άλλους. 
   «Έλα, έλα μέσα. Η Οριάν έχει πελάτισσα. Θα βγει σε λίγο».
   Πέρασε την πόρτα με ελλειμματική αυτοπεποίθηση. Ο τύπος τής πρότεινε να βολευτεί και να περιμένει στο καθιστικό. Ο ίδιος χάθηκε πίσω από μια άλλη πόρτα. Η γλυκερή μυρωδιά του καπνού που άφησε πίσω του της έφερε μεθυστική ζάλη. Κάθισε σε ένα σκούρο, ξύλινο σκαμπό, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
   Έμεινε μόνη. Η ζάλη από τους καπνούς την αποχαύνωνε. Για να ξεπεράσει την αμηχανία της, έστρεψε το βλέμμα της στο χώρο και βάλθηκε να περιεργάζεται το στυλ του υπόγειου διαμερίσματος. Κυριαρχούσε το άσπρο - μαύρο, με κάποιες κόκκινες και κίτρινες πινελιές εδώ κι εκεί. Στο ριχτάρι του καναπέ παρατήρησε πως υπήρχαν στάμπες με πρόσωπα αστέρων του αμερικάνικου σινεμά. Μπόρεσε να αναγνωρίσει τη Μέριλιν Μονρόε, την Γκρέτα Γκάρμπο, την Όντρεϊ Χέπμπορν... Πάνω σε ένα ρουστίκ κομό ήταν τοποθετημένο ένα πικάπ. Πόσο ήθελε ένα πικάπ, μα δεν τολμούσε ούτε να το αναφέρει. Κοίταξε τον τοίχο απέναντί της. Ήταν γεμάτος ζωγραφιές. Παράξενες ζωγραφιές, με ακανόνιστα σχέδια  και μπερδεμένα χρώματα. Δεν ήξερε καν τι παρίσταναν, αλλά της προκαλούσαν το ενδιαφέρον. Σχημάτισε την εντύπωση πως έκρυβαν κωδικούς που έπρεπε να κατανοήσει. Ανάλογη αίσθηση αποκόμισε και από τις μικρές γλυπτές μορφές -από διάφορα υλικά- που κοσμούσαν μια ραφιέρα.
   Από τα κομπλέν και τις σταυροβελονιές του σπιτιού της, βρέθηκε σε ένα χώρο που δεν μπορούσε πριν ούτε καν να τον φανταστεί και ο οποίος καταδείκνυε περίτρανα την αδαημοσύνη της. Για να μη φανεί η ανασφάλειά της, άρχισε να ξεφυλλίζει τα βιβλία που ήταν σωριασμένα δίπλα της. Όλα στα αγγλικά. Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ζαν - Πολ Σαρτρ, Τζακ Κέρουακ, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γούιλιαμ Μπάροουζ! Ονόματα παντελώς άγνωστα. Παρηγόρησε τον εαυτό της ότι κανένας δεν γεννιέται μαθημένος, είπε μέσα της και το χιλιοειπωμένο «γηράσκω αεί διδασκόμενος» και προσπάθησε -με τα σχολικά αγγλικά που γνώριζε- να απομνημονεύσει τα ονόματα των συγγραφέων. Μπορεί να μην της επιτρεπόταν από τη μητέρα να έχει πολλές παρέες, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως η νέα γνώση να της χρησίμευε κάπου, για να ξεχωρίσει μέσα στις κοινοτοπίες των συζητήσεων.
   Βρήκε ξανά την ισορροπία της όταν η πόρτα απέναντί της άνοιξε και φάνηκε η Οριάν. Κατευόδωσε την προηγούμενη πελάτισσα και υποδέχτηκε την ίδια με την εγκαρδιότητα παλιάς φίλης.
   «Σου άνοιξε ο Τζακ, έτσι; Ευτυχώς που άκουσε το κουδούνι, γιατί εγώ χαμπάρι δεν πήρα», της είπε και φώναξε δυνατά: «Τζακ! Τζακ! Μην το ρίξεις πάλι στον ύπνο. Θα έρθουν τα παιδιά σε λίγο».
   Έπειτα, καθώς την οδηγούσε στο δωμάτιο ραπτικής,  της εκμυστηρεύτηκε, θαρρείς και ήταν υποχρεωμένη να της δώσει μια εξήγηση:
   «Είναι το αγόρι μου. Τσακώθηκε με τους δικούς του, επειδή τα έχει φορτώσει στον κόκορα με τις σπουδές, και μετακόμισε εδώ. Είναι είκοσι πέντε και ακόμα να τελειώσει τη σχολή του. Υποτίθεται ότι σπουδάζει μηχανικός».
   Ο τρόπος που η Οριάν τής έπαιρνε τα μέτρα με τη μεζούρα είχε κάτι το ιεροτελεστικό. Παρατηρούσε τις αβρές κινήσεις των δαχτύλων της και αναπόφευκτα τις συνέκρινε με τη νευρικότητα των χεριών της μάνας της. Εκεί που της μετρούσε τη μέση σχολίαζε πόσο λεπτή είναι, ξαφνικά άλλαξε θέμα και της εξομολογήθηκε πως δεν της άρεσε και πολύ η συγκατοίκηση με τον Τζακ, διότι λάτρευε την αυτονομία. Επιπλέον, εκεί, εκτός από σπίτι της, ήταν και ο χώρος εργασίας της, και μερικές φορές, όταν μαζεύονταν οι φίλοι τους, γινόταν ένα μπάχαλο. Προς το παρόν όμως, ο Τζακ δεν είχε άλλη επιλογή.
   Μιλούσε σαν να περίμενε απ' αυτήν να της πει μια ιδέα ή να της προτείνει κάποια λύση. Ξαφνικά τη ρώτησε:
   «Εσύ έχεις αγόρι;»
   Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
   Η Οριάν δεν το σχολίασε.
   «Θα σου φέρω τη φούστα αύριο τέτοια ώρα στο σπίτι σου», είπε και της ζήτησε τα στοιχεία της και τη διεύθυνσή της.
   Η Άρια δεν έκρυψε τον τρόμο της.
   «Ω, όχι στο σπίτι. Θα έρθω εγώ να την παραλάβω». 
   Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι υπάρχουν άνθρωποι που εντρυφούν τόσο πολύ στα εσώψυχα των άλλων, ώστε να είναι αδύνατον να τους ξεγελάσει κανείς. Εκτός πια κι αν αυτός ο άλλος είναι τόσο επιτήδειος στο ψέμα, ώστε να παραπλανά και τον πιο εμβριθή παρατηρητή.
   «Κατάλαβα», είπε η Οριάν με νόημα. «Δεν θα ήθελες να φανερώσεις τη φούστα στη μητέρα σου. Μητέρα σου δεν ήταν η κυρία που κοιμόταν στο σινεμά; Ευτυχώς που κοιμόταν δηλαδή...»
   Παραδέχτηκε πως έτσι είχαν τα πράγματα και πως όντως η μητέρα της θα είχε αντίρρηση να ανατρέψει τον επιβεβλημένο ενδυματολογικό κανόνα.
   «Μερικές φορές μού λείπει μια μητέρα... Ακόμα και αυστηρή», ψέλλισε η Οριάν με μια πίκρα στη φωνή της, και το γύρισε αμέσως στο αστείο. «Μαζί της δοκιμάζεις την επανάσταση. Είναι η πρώτη της ζωής σου».
   «Λυπάμαι», έκανε η Άρια με δισταγμό.
   «Για ποιο πράγμα;... Α, όχι. Δεν έχασα τη μητέρα μου. Δεν τη γνώρισα ποτέ, και έτσι δεν ξέρω πώς είναι να έχεις μια μητέρα. Λοιπόν, έλα αύριο να πάρεις τη φούστα τελειωμένη. Ούτε πρόβα δεν θα χρειαστείς».
   Ένιωσε να ανακτά κάπως την αυτοπεποίθησή της. Τη βοηθούσε ο τρόπος της Οριάν σ' αυτό. 
   Καθώς την ξεπροβόδιζε, μπήκε στον πειρασμό να φανερώσει τη σκέψη της.
   «Εσείς δεν μοιάζετε καθόλου με μοδίστρα».
   Η Οριάν ξέσπασε σε γάργαρα γέλια.
   «Πρώτον, μπορείς να με λες Οριάν ή Οριάνθη, αν προτιμάς. Δεν είμαι και τόσο μεγαλύτερή σου για να μου μιλάς στον πληθυντικό... Και έπειτα, γιατί; Τι έχουν οι μοδίστρες;»
   Ένιωσε να κοκκινίζει από την ντροπή της.
   «Δηλαδή, θέλω να πω πως... Πως θα σε περνούσε κανένας για αρτίστα». 
   «Μα και η μοδιστρική, καλλιτεχνία είναι», απάντησε η Οριάν με φυσικότητα. «Σπουδάζω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Δικά μου είναι τα έργα γύρω σου». 
   «Ναι, βέβαια. Δηλαδή... το υπέθεσα», απολογήθηκε η Άρια αμήχανα. «Ξαφνικά με είχε πιάσει μια ανυπομονησία για τη φούστα. Πόσα χρήματα να έχω μαζί μου;»
   «Εξήντα δραχμές. Έλα κατά τις έξι το απόγευμα. Επί τη ευκαιρία, κάποιοι φίλοι μας οργανώνουν απαγγελίες ποιημάτων εκείνη την ώρα. Τους παραχώρησα το σπίτι. Είναι κάτι σαν φιλολογικό απόγευμα. Αν θέλεις, μπορείς να μείνεις ν' ακούσεις. Όμως πρέπει να ξέρεις πως οι άνθρωποι που θα συναντήσεις είναι διαφορετικοί. Δηλαδή σε σύγκριση  με ό,τι -ίσως- έχεις συνηθίσει... Σου αρέσει η ποίηση;»
   Απάντησε ότι της άρεσε πολύ και αναχώρησε με νέο κύμα ανασφάλειας. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερε καν τι τη ρωτούσε. Για την Οριάν -αν έκρινε από τα βιβλία που είδε- η ποίηση μπορεί να είχε άλλο περιεχόμενο από αυτό που η ίδια γνώριζε. Παρότι είχε αποστηθίσει εκατοντάδες στίχους στο σχολείο και ήξερε τα πάντα για την Παλαιά και Νέα Αθηναϊκή Σχολή, καθώς και για τον πόλεμο ανάμεσα στους καθαρευουσιάνους και τους μαλλιαρούς, απ' όσα μπόρεσε ν' αντιληφθεί, η Οριάν δεν μιλούσε για τον Αχιλλέα Παράσχο, τον Παλαμά και τον Βαλαωρίτη.
   Την επόμενη μέρα η κυρία Ολυμπία ξύπνησε τις κόρες της από το χάραμα για να κάνουν τις δουλειές που ανέθετε στην καθεμία. Αυτό συνέβαινε όλες τις ημέρες της εβδομάδας καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Συνήθως η Άρια  διαμαρτυρόταν ότι δεν είχε χορτάσει τον ύπνο, όμως ο «επιλοχίας» δεν υπέκυπτε. Η διαταγή του είχε ισχύ νόμου. Θα μπορούσε, φυσικά, να το τραβήξει στα άκρα, μα δεν άντεχε τη γκρίνια. Εκείνο το πρωί πέταξε τα σεντόνια με την πρώτη, εκτέλεσε τα καθήκοντά της ταχύτατα και ήταν πανέτοιμη πολύ πριν τις δέκα. Μέχρι να έρθει το απόγευμα, οι δείκτες του ρολογιού είχαν κολλήσει, και η συντροφιά της αδελφής της απέβαινε ανυπόφορη. Με πρόφαση ότι είχε να ετοιμάσει τα φυλλάδια με τις εργασίες των μαθητών της, άφησε τη δροσιά της αυλής και κλείστηκε στην κάμαρά της. Αισθανόταν πως οργανώνει μια απόδραση από κελί φυλακής. Φοβόταν μήπως με κάποιον τρόπο η μητέρα μάθαινε πως το απόγευμα δεν είχε μάθημα και ότι τα ντοσιέ που κουβαλούσε μαζί της ήταν μόνο για προκάλυμμα.
   Στη διαδρομή για το σπίτι της Οριάν, κοιτούσε διαρκώς πίσω της. Δεν την παρακολουθούσε κανείς, όμως και πάλι φοβόταν, αφού τα μάτια και τα αυτιά της μητέρας καιροφυλακτούσαν μέσα από την ίδια της τη συνείδηση. Η κυρία Ολυμπία διέθετε έναν μαγικό τρόπο να ενσταλάζει στην ψυχή τους την ενοχή. Η αίσθηση της πανταχού παρούσας μητέρας την ισοπέδωνε, μα το «αμάρτημα» είχε τέτοια ελκτική δύναμη, που υπερνικούσε τον ορθολογισμό. Όταν έφτασε στην πολυκατοικία της Φωκίωνος Νέγρη, στην καρδιά της άρχισε νέα τυμπανοκρουσία.
   Εκτός από τη νοερή απολογία προς τη μητέρα και τη Μαργαρίτα, έπρεπε να απολογηθεί και στο θυρωρό, ο οποίος πότιζε τα παρτέρια έξω από την πολυκατοικία και, σαν να βρισκόταν σε εντεταλμένη υπηρεσία, την αναγνώρισε αμέσως.
   «Στης δεσποινίδας Οριάν, έτσι;»
   «Μάλιστα».
   «Ναι, στης δεσποινίδας Οριάν. Πέρασε. Ανοιχτή είναι η είσοδος».
   Ο τρόπος εκφοράς του λόγου του την τρόμαζε. Υπονοούσε περισσότερα από όσα έλεγε. Προσποιήθηκε την άνετη και αγνοώντας το ευκίνητο καβουρίσιο βλέμμα που την έλεγχε, χρησιμοποίησε σαν όπλο τη χαριτωμένη αφέλεια.
   «Μα είναι η μοδίστρα μου».
   «Η μοδίστρα σου, παιδί μου. Η μοδίστρα σου».
   Της ήρθε να τον διαολοστείλει, μα αντί ν' ανοίξει μαζί του έχθρα -από ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης κινούμενη- προτίμησε να συνεχίσει το θέατρο της αφελούς και ταπεινής νεάνιδος. Μπήκε στην πολυκατοικία αγνοώντας περαιτέρω το βλέμμα που την ακολουθούσε.
   Την υποδέχτηκε το γνώριμο από την προηγούμενη μέρα ντουμάνι καπνού και το ευχάριστο χαμόγελο της κοπέλας με το κοντοκουρεμένο μαλλί που είχε δει στον κινηματογράφο. Την κυρίεψε ένα αίσθημα ντροπής  ανάμεικτο με αμηχανία, όταν μέσα από τους καπνούς φάνηκε και το πρόσωπο του τύπου με τον οποίο η κοπέλα φιλιόταν στο σινεμά περιπαθώς. Τη χαιρέτησε σηκώνοντας μετά βίας το χέρι του. Ήταν ένα χέρι τόσο περίεργο. Η παλάμη θαρρούσες πως ήταν προσαρμοσμένη στον καρπό με μεντεσέδες κι ότι μπορούσε να ξεκολλήσει ανά πάσα στιγμή. Μπήκε στον πειρασμό να σκεφτεί πως τα «ξεκλείδωτα» χέρια αυτού του ανθρώπου ήταν ασύμβατα με τη στιβαρή του κορμοστασιά. Εκείνο όμως που την έφερε στα πρόθυρα της φυγής ήταν το βλέμμα του πίσω από τα γυαλιά. Έπαιζε με την αιδημοσύνη της. Η κοπέλα τού έκανε νόημα και ο τύπος βγήκε στον ακάλυπτο να συνεχίσει το κάπνισμα. Παράξενος καπνός. Είχε μια γλυκιά μυρωδιά που της έφερε ζάλη.
   «Με λένε Ρόη», συστήθηκε το κορίτσι, με τρόπο που υπονοούσε ότι επιβαλλόταν να πει το όνομά της μα και το όνομα του αγοριού της. «Είμαι συμφοιτήτρια της Οριάν, αυτός εκεί έξω είναι ο Άλεν. Ο φίλος μου».
   Στον καναπέ βρισκόταν αραγμένος ο Τζακ και γρατζούνιζε μια κιθάρα.
   «Εμείς γνωριστήκαμε χθες», έκανε και συγκεντρώθηκε ξανά στο ζητούμενό του χωρίς να της δώσει περισσότερη σημασία.
   Η Οριάν την υποδέχτηκε με ένα σφιχτό αγκάλιασμα. Η Άρια, αν και παραξενεύτηκε, δέχτηκε με ευγνωμοσύνη το ζεστό καλωσόρισμα. Της φάνηκε πως στη φιλοσοφία της Οριάν κυριαρχούσε το σύνθημα: «Άνεση με όλους».
   «Έλα να βάλεις τη φούστα πριν πλακώσει ο κόσμος», της είπε. «Με αυτά που φοράς, θα αισθάνεσαι παράταιρη εδώ μέσα. Θα σου δώσω κι ένα ζευγάρι δερμάτινα σανδάλια από τις Ινδίες».
   «Έχεις πάει στις Ινδίες;»
   «Όχι εγώ. Ο Άλεν, η Ρόη και ο Τζακ. Έχουν πάει και στην Αμερική. Τη γύρισαν όλη. Θα ήθελα να ταξιδέψω στην Ινδία, αλλά στην Αμερική... δεν ξέρω. Την έχω συνδέσει με το δουλεμπόριο των νέγρων. Μου αρέσει όμως πολύ η νέγρικη μουσική. Εσένα;» 
   Σήκωσε τους ώμους χωρίς να δώσει απάντηση. Φόρεσε τη φούστα και τα σανδάλια και γύρισε προς την Οριάν για να λάβει επιβεβαίωση. Εκείνη της πρότεινε απλά να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Είδε έναν άλλο εαυτό, δροσερό και ανέμελο. Χαμογέλασε. Ήταν πλέον βέβαιη ότι αυτό το στυλ τής πήγαινε θαυμάσια. Της άρεσε τόσο, που ήταν έτοιμη να το επιβάλει στη μητέρα της και τη Μαργαρίτα. Τότε η Οριάνθη άρπαξε το ψαλίδι και, προτού προλάβει να αντιδράσει, ξήλωσε το παλιό ρούχο της πάνω στη ραφή.
   «Οι επαναστάσεις απαιτούν δραστικές λύσεις. Όταν επιστρέψεις στο σπίτι σου, κοίτα να είσαι εσύ και όχι οι άλλοι σ' εσένα. Μάθε να διεκδικείς, αποφασισμένη να υποστείς τις συνέπειες. Αλλιώς, γίνεσαι ψεύτρα. Θέλεις να καθίσεις στις απαγγελίες, θέλεις να φύγεις; Εσύ επιλέγεις. Πάντως να ξέρεις ότι το σύνθημα των φίλων μου -περισσότερο του Τζακ- είναι “ανυπακοή”. Καπνίζουν χασίς και χαίρονται την ηδονή. Προσωπικά, δεν γουστάρω τα ομαδικά όργια. Έχω μια ρομαντική άποψη για τον έρωτα. Όμως υποστηρίζω την επιλογή μου και την επιβάλλω. Δεν πολυαρέσει στον Τζακ. Με θεωρεί συντηρητική. Πιστεύει πως η απόλαυση και η ηδονή δεν έχουν σχέση με την αγάπη».
   «Εν αρχή ην η συνουσία», πετάχτηκε ο Τζακ, που άκουσε την κουβέντα τους.
   Ο Άλεν και η Ρόη συμφώνησαν. Ο Άλεν άρχισε τη ρητορεία για την ηδονή ως εμπειρία και τη μονογαμία ως ρουτίνα και σκλαβιά.
   Η Οριάν τού πέταξε ένα μαξιλάρι. Έπειτα στράφηκε προς την Άρια και της είπε:
   «Μην ακούς εσύ, μικρή και άβγαλτη. Αυτοί είναι φαντασιακοί περιπατητές της ζωής και ηδονιστές. Εμείς ανήκουμε στους ρομαντικούς. Με αυτά τα δεδομένα, θα μείνεις ή θα το βάλεις στα πόδια;»
   Ένα ρίγος κυμάτισε στο κορμί της. Θα έμενε. Δεν ήθελε να την περνούν για ανίδεη. Η Οριάν είχε ετοιμάσει στο σαλόνι το χώρο των απαγγελιών. Έβγαλε μερικά έπιπλα στον ακάλυπτο και σκόρπισε στο πάτωμα μαξιλάρια. Ο χώρος έξω ήταν καλά οχυρωμένος, με ψηλό μαντρότοιχο στον οποίο αναρριχιόταν πλατύφυλλος κισσός. Ο ανεμιστήρας οροφής και ο φρεσκοποτισμένος κισσός δρόσιζαν αρκετά την ατμόσφαιρα. 
   Η Άρια, καθ' υπόδειξη της οικοδέσποινας, πήγε και σφηνώθηκε ανάμεσα στο κομό με το πικάπ και στην πόρτα που έβγαζε στον ακάλυπτο. Εκεί μέσα δεν χωρούσε άλλος. Ένιωθε άβολα, μα το προστατευτικό βλέμμα της Οριάν την καθησύχαζε. Έγινε αόρατη. Όταν είδε όλη την παρέα μαζεμένη, της ήρθε να το βάλει στα πόδια. Όμως η επιθυμία να μαθητεύσει στο άγνωστο κατίσχυσε του φόβου και της αιδούς.
   Εννιά άτομα συγκεντρώθηκαν, με ομοιόμορφη αμφίεση και σημειολογία. Ό,τι τρόμαζε τη μητέρα. «Μαλλιάδες, χίπις, γιεγιέδες». «Εκπρόσωποι της κόλασης». Ποιας κόλασης; «Παιδιά του σατανά». Ποιου σατανά; «Του εωσφόρου που κατέβηκε να γκρεμίσει την τάξη του κόσμου».
   Αισθάνθηκε το καυτό χέρι της Οριάν να την κρατά. Ήταν μια αναγκαία στήριξη.
   Ο Άλεν ανέβηκε στο χαμηλό οβάλ τραπέζι και άρχισε με σύντομες συστάσεις. Μάλλον αυτό γινόταν σε κάθε συγκέντρωση.
   «Είμαστε κρίκοι μιας παγκόσμιας αλυσίδας που μας δένουν οι κοινές αντιλήψεις για τη ζωή. Είμαστε ταξιδευτές του ονείρου. Κατ' αρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω την αγαπημένη μας Οριάν που μας δέχεται στο χώρο της, διότι θα γνωρίζετε ήδη πως οι γονείς μας μας πέταξαν έξω από τα σπίτια τους. Φυσικά, οι περισσότεροι από εμάς βρίσκονται στην ίδια θέση. Οι γονείς είναι αυτοί που συντηρούν τα σάπια δόντια της κοινωνίας. Όμως τα σάπια δόντια εκριζώνονται. Δεν συντηρούνται, διότι μολύνουν με το δηλητηριώδες πύον τους όλα τα ζωτικά όργανα...»
   Άναψαν τσιγαριλίκια. Μέσα της φούντωνε η ένταση του φόβου, μαζί με την ενέργεια των λέξεων, που έβγαιναν πυρφόρες από τα χείλη αυτών των νέων ανθρώπων. Δεν καταλάβαινε τίποτα απ' όσα έλεγαν. Ούτε τι νόημα είχαν όλα τούτα. Δεν την έπαιρνε καν να παριστάνει την ψαγμένη. Απλώς βρέθηκε εκεί  και ήταν υποχρεωμένη να μείνει από καθωσπρεπισμό, όπως τόσα χρόνια διδασκόταν. Έμεινε λοιπόν και έτρεμε σαν το ψάρι έξω απ' το νερό, με κορύφωση τη στιγμή που ακούστηκε η φωνή του Άλεν σαν ουρλιαχτό.
   «Έχουμε τον πυρετό στο αίμα μας. Μαζί με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, τον Χίρσμαν, τη Ρουθ Σέιμουρ, τον Χάρολντ Νορς, τον Κόρσο, τον Κοέν..»
   Ακολούθησε η απαγγελία ποιημάτων, ενώ η Οριάν έβαζε στο πικάπ δίσκους με νέγρικη μουσική. Ουρλιαχτά και έκσταση. Ό,τι την τρόμαζε, την είλκυε συνάμα. Μέχρι πού θα πήγαινε η κατάσταση; Ξαφνικά, εκεί που νόμιζε πως είχε ξεχαστεί -ως αόρατη- ο Άλεν την άρπαξε από το χέρι και την ανέβασε πάνω στο τραπέζι.
   «Άρια. Η νέα μας φίλη», τη σύστησε στους άλλους.
   Δεν τραβήχτηκε. Έπρεπε να παριστάνει την άνετη, ενώ τα πόδια της την πρόδιδαν σιγά σιγά. Ο Άλεν συνέχισε να μιλάει κρατώντας τη σφιχτά. Η Οριάν τού έστειλε ένα αυστηρό μήνυμα με τα μάτια, και μόνο τότε την άφησε να κατέβει από το «βάθρο».
   Δεν ένιωθε καθόλου άνετα. Έτσι, έξω από τα νερά της, δεν την ευχαριστούσε η κατάσταση. Τα ποιήματα που απάγγελλαν, από κάτι βρόμικες χειρόγραφες σελίδες, την τρόμαζαν.
   «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα, / υστερικά, γυμνά και λιμασμένα, / να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή / γυρεύοντας την αναγκαία δόση...» (1) 
   Αναδευόταν. Σκέφτηκε πως ήταν λάθος επιλογή να πάει εκείνη τη μέρα, ικανοποιώντας περισσότερο την περιέργειά της. Είχε διαρκώς την εντύπωση πως μια συντέλεια θα έρθει και θα συμπεριλάβει και την ίδια μέσα στην αθωότητα της άγνοιάς της. Από τη στιγμή αυτή, δεν άκουγε τίποτα. Είχε ζαλιστεί από τον καπνό και το βερμούτ. Το πρώτο αλκοολούχο της ζωής της.
   Έπαιρνε να νυχτώνει όταν η μάζωξη έλαβε τέλος. Ο Άλεν και η Ρόη ανακοίνωσαν στην Οριάν και στον Τζακ ότι θα αναχωρούσαν. Θα πήγαιναν στην Κρήτη, όπου θα συναντούσαν στα Μάταλα μια ομάδα χίπις. Ο Τζακ κοίταξε την Οριάν.
   «Οριάν, τι λες;»
   «Ξέρεις ότι δεν μπορώ... Έχω να παραδώσω εργασία στον καθηγητή μου. Και μετά πρέπει ν' αρχίσω διάβασμα για την εξεταστική. Πήγαινε εσύ αν το θέλεις».
   Έτσι του είπε, μέσα της όμως πίστευε ότι ο Τζακ θα έμενε. Αλλά αυτός σηκώθηκε κι έφυγε με τους άλλους θυμωμένος. Κι ούτε που γύρισε να κοιτάξει πίσω.
   Όταν έμειναν οι δυο τους, η Άρια προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει να καθαρίσουν και ν' αερίσουν το χώρο. Στην ουσία, ήθελε να παρηγορήσει την κοπέλα για την άσχημη συμπεριφορά του φίλου της. Μα εκείνη δεν της άφησε περιθώρια. Έβαλε δυο λεμονάδες και την κάλεσε έξω. Στη δροσιά του ακάλυπτου.
   «Οριάν, σου αρέσουν εσένα αυτά τα ποιήματα;» τη ρώτησε η Άρια μετά από μια αμήχανη σιωπή.
   «Σαν ποίηση, καθόλου», της απάντησε αυθόρμητα. «Απλώς λένε αλήθειες που πρέπει να τις λάβει κανείς υπόψη. Είναι κατά κάποιο τρόπο μια ιδεολογία. Εξάλλου, δεν αποσκοπούν στην αισθητική, αλλά στην κοινωνική αλλαγή. Έτσι τουλάχιστον υποστηρίζει ο Τζακ.»
   Έπειτα, σαν να μετάνιωσε για το διχασμό της, συμπλήρωσε:
   «Αυτή είναι όμως η πραγματικότητα του κόσμου. Ωμή. Όπως οι στίχοι που άκουσες».
   Στο τέλος, χωρίς να της ζητηθεί, έδωσε επιπλέον συστάσεις για τους φίλους της.
   «Με τη Ρόη είμαστε συμφοιτήτριες. Ο Άλεν -από το Αλέξανδρος- σπούδασε Αγγλική Φιλολογία. Προσπαθεί να κάνει και κάποιες μεταφράσεις. Τα ποιήματα που απήγγειλε, τα μετέφρασε ο ίδιος. Μαζί με μία ακόμα παρέα δημιούργησαν το στέκι “Beat”, όπου μαζεύονταν για τις απαγγελίες τους, αλλά τους το έκλεισε η Ασφάλεια. Μάλλον σκοπεύουν να φύγουν για το εξωτερικό».
   Μόλις η Άρια άκουσε τη λέξη «Ασφάλεια», δεν έκρυψε καθόλου την ανησυχία της.
   «Και ο Τζακ;» ρώτησε.
   «Με τον Τζακ δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου ξημερώσει», της είπε απροκάλυπτα η Οριάν.
   Αλλά η περιέργειά της δεν έλεγε να κορεστεί.
   «Καλά, και το όνομά του από πού βγαίνει;»
   Η Οριάν έσκασε στα γέλια.
   «Είναι όλοι τους κολλημένοι με την αμερικάνικη λογοτεχνία. Γιώργο τον λένε... Δανείστηκε το όνομα του Κέρουακ. Τζακ Κέρουακ. Δεν θα σου λέει κάτι, ε;»
   Σταμάτησε για λίγο και της είπε με ανέλπιστη τρυφερότητα:
   «Είσαι πολύ συμπαθητικό κορίτσι μέσα στην αθωότητά σου. Αν θέλεις, πάμε κανένα σινεμά μαζί. Θα το χαρώ, αλήθεια».
   Η Άρια ένιωσε χαρά και ικανοποίηση. Γινόταν αποδεκτή από μια ξεχωριστή κοπέλα. Μίλησαν μέχρι αργά, και έφυγε από κει με ένα αίσθημα ελπίδας. Μια διαφορετική φιλία ανοιγόταν μπροστά της. Μια σχέση που τη θεωρούσε αναγκαία ώστε να μπορέσει να ξεφύγει από το γράπωμα της μητέρας και της Μαργαρίτας.
   Εκείνο το βράδυ χρειάστηκε πολύ θάρρος για να σταθεί απέναντι στην κυρία Ολυμπία με την καινούργια της αμφίεση, ρισκάροντας την προβλέψιμη αντίδρασή της. Είδε τη σουπιέρα με τη σαλάτα να πέφτει από τα χέρια του «επιλοχία», ενώ ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές και κρεμμύδια σκορπίζονταν στις φρεσκοπλυμένες πλάκες της αυλής. Είδε τα μάτια της αδελφής της να πετάγονται από τις κόγχες και την άκουσε να λέει τρομοκρατημένη:
   «Πού τη βρήκες αυτή τη γύφτικη φούστα, Άρια;»
   «Μου την έραψε η μοδίστρα μου», απάντησε και έτρεξε στο μαγαζί, να βρει άσυλο στην αγκαλιά του πατέρα της, επειδή ο «επιλοχίας» είχε αρπάξει ήδη το ψαλίδι για να ξεσκίσει τη φούστα πάνω στο σώμα της.
 
   Οι δυο τους αγάπησαν πολύ τις περιπλανήσεις στην Αθήνα. Η Οριάν έβλεπε την πόλη με άλλο μάτι. «Εικαστικό», όπως το έλεγε. Πήγαινε την Άρια σε μέρη που τα επισκεπτόταν για πρώτη φορά. Αίθουσες τέχνης, ιδιαίτερα βιβλιοπωλεία, παλαιοπωλεία και δισκάδικα. Μπορούσε να μείνει εκεί και να ψάχνει με τις ώρες. Η Οριάν ήταν μελετημένη. Αυτή, «σχολικά» ενημερωμένη. Δηλαδή άσχετη. Μάθαινε όμως κοντά της την ουσία του φαινομενικά ασήμαντου.
   Συχνά τα μεσημέρια κατέφευγαν στη δροσιά του Εθνικού Κήπου. Αγόραζαν περιοδικά και παγωτό κασάτο -από τον παγωτατζή στην είσοδο του πάρκου- και άραζαν κάτω απ' τον παχύ ίσκιο των ιστορικών δέντρων. Ξαπλωμένες πλάι πλάι, αντάλλασσαν εκμυστηρεύσεις, γέλια και πειράγματα. Όταν η Οριάν σκεφτόταν τον Τζακ, έπεφτε σε σιωπή και μελαγχολία. Τότε η Άρια την αγκάλιαζε. Ένωναν τις ανάσες τους. Η Οριάν γινόταν σχεδόν διάφανη. Μπορούσε κάποιος να διαβάσει όλες τις «γραφές» της. Έμοιαζε σαν ένα μικρό ζωάκι αναγκεμένο για τρυφερότητα.
   Κάποιες στιγμές εξέφραζε την επιθυμία της να υπήρχε και γι' αυτήν μια μητέρα. Ο πατέρας της ζούσε στο εξωτερικό. Ήταν διπλωμάτης καριέρας. Η μαμά της πέθανε στη γέννα και τη μεγάλωσε η γιαγιά της. Με τον πατέρα της μιλούσε στο τηλέφωνο κάθε βράδυ. Αγαπιούνταν πολύ.  Μα η δουλειά του ήταν επίσης πολύ σημαντική για κείνον. Όταν θα τέλειωνε τις σπουδές της, θα πήγαινε να τον συναντήσει, όπου και να βρισκόταν. Γενικά, δεν της άρεσε να μιλάει για την οικογένειά της. Περισσότερο την ενδιέφερε να λέει φιλοσοφίες σχετικά με τα πράγματα που μας περιβάλλουν, αλλά και όσα αισθανόμαστε, ή να συζητάει για την τέχνη. Καταπιανόταν με δύσκολες έννοιες, και η Άρια έπρεπε να είναι απόλυτα συγκεντρωμένη για να την κατανοήσει.
   Πολλές φορές, στις βόλτες τους, έπαιρνε μαζί της το μπλοκ και τα κάρβουνά της. Ανέβαιναν στην κορυφή του Λυκαβηττού και σχεδίαζε. Η Άρια της πόζαρε για να τη ζωγραφίζει. Ανφάς και προφίλ. Της χάριζε πολλά από τα σκίτσα της, κι όταν επέστρεφε στο σπίτι, αναγκαζόταν να τα κρύβει, επειδή το καχύποπτο κεφάλι της μητέρας ήταν ικανό να κατασκευάσει του κόσμου τα ανυπόστατα σενάρια. 
   Χαιρόταν τις ώρες που περνούσαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο ή το μουσείο πάνω στο βράχο της Ακρόπολης. Η Οριάν μαθήτευε την τέχνη της μέσα από τις γραμμές των αρχαίων αγαλμάτων. Είχε σκοπό να ασχοληθεί στο μέλλον με τη γλυπτική, αλλά της άρεσε και η ζωγραφική. Κάθε φορά που μιλούσε για την τέχνη, το πρόσωπό της πλημμύριζε από ένα ασπαίρον φως. Όταν η κουβέντα περιστρεφόταν γύρω από τον Τζακ και τη σχέση τους, τότε μαράζωνε σαν φύλλο φθινοπωρινό. Το καλοκαίρι διάβαινε, και ο Τζακ δεν είχε ακόμα επιστρέψει. Η στάση του περισσότερο της δημιουργούσε εκνευρισμό, λόγω της αναμονής, παρά λύπη. Και δεν ήθελε πια να μιλάει καθόλου γι' αυτόν.
   «Πάμε οι δυο μας διακοπές στην Ύδρα;» της πρότεινε άξαφνα μια μέρα. «Βαρέθηκα να περιμένω τον Τζακ». 
   Μετά από μια μεγάλη βόλτα στο κέντρο της πόλης, είχαν καταλήξει κάτω από την Ακρόπολη. Είχαν ξαπλώσει στο βράχο της Πνύκας και παρατηρούσαν στον ουρανό τις στρατιές των αστεριών. Υποκείμενες στο φως της σελήνης και των άστρων, άλλαζαν μορφή και διάθεση, σαν τα νερά στην άμπωτη και την παλίρροια.
   Η Οριάν έμοιαζε να απολαμβάνει την ομορφιά της νύχτας βαθιά και αληθινά. Η Άρια τρωγόταν από το μόνιμο άγχος της μητέρας της. Έπρεπε να είχε επιστρέψει από ώρα στο σπίτι. Πριν νυχτώσει. Η Οριάν διαισθάνθηκε την ανησυχία της.
   «Πρέπει να γυρίσεις σπίτι, έτσι; Άντε, πάμε. Θα σου πρότεινα να έρθω μαζί σου, αλλά, απ' ό,τι καταλαβαίνω, μάλλον δεν με παίρνει».
   Οι σχέσεις με τη μητέρα της ήταν πλέον ιδιαίτερα τεταμένες. Οι αποδράσεις με πρόσχημα το φορτωμένο της πρόγραμμα και η χίπικη φούστα, που δεν την ξεκολλούσε από πάνω της, έκαναν την Ολυμπία έξω φρενών. Με αυτά τα δεδομένα, η Άρια δεν μπόρεσε να μην παραδεχτεί τη δεινή της θέση.
   «Δυστυχώς, μάντεψες σωστά. Δεν θα πω ψέματα. Αν σε δει η μάνα μου, θα σε θεωρήσει κακή επιρροή. Δεν ξέρεις πόσο βιάζομαι να βγουν τα αποτελέσματα, να είμαι και επίσημα φοιτήτρια, μπας και γλιτώσω από τις παρεμβάσεις της. Αλλά θα τους πω για τη φιλία μας. Ούτε ο πρώτος έρωτάς μου να ήσουν δεν θα σε έκρυβα έτσι. Δεν μπορείς να φανταστείς τι σημαίνει “επιλοχίας”».
   «Δηλαδή, να την ξεχάσω την πρόταση που σου έκανα για την Ύδρα...» συμπέρανε η Οριάν.
   Η Άρια δεν έκρυψε τον προβληματισμό της. Ήθελε τόσο πολύ να πάει!
   «Θα προσπαθήσω μέσω του πατέρα μου. Δεν σου υπόσχομαι όμως».
   Πήραν το τρένο από το Μοναστηράκι. Κατέβηκαν μαζί στη στάση Βικτώρια. Η Οριάν την αγκάλιασε. Φιλήθηκαν σταυρωτά και χώρισαν.
   Επέστρεψε στο σπίτι με μία έλλειψη, για να πέσει πάνω στη φούρκα της μάνας της. 
   «Έβαλες και νυχτερινά μαθήματα τώρα; Δεν μας τα λες καθόλου καλά, Αριστέα».
   Όταν η μητέρα την αποκαλούσε Αριστέα, τα πράγματα ήταν πολύ σκούρα. Θα ήθελε ν' αποφύγει τον καβγά, αλλά της ήταν δύσκολο να κρατηθεί και να μη γίνει δηκτική.
   «Θα βάλω και τα μεσάνυχτα, αν είναι απαραίτητο. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
   «Πού γυρνάς τέτοια ώρα;»
   «Μαμά, είμαι αρκετά κουρασμένη. Μη με πρήζεις».
   Η Μαργαρίτα, χωμένη στον καναπέ, πρόσφερε αφειδώλευτα τα πονηρά της χαμόγελα.
   Η Άρια κοίταξε και τις δύο πριν τους ρίξει τη βολή.
   «Είμαι υποψήφια φοιτήτρια. Δηλαδή κοντός ψαλμός. Θα πάω με μια φίλη μου διακοπές στην Ύδρα».
   «Φίλη;» κάγχασε η Μαργαρίτα.
   Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο πατέρας, και η μητέρα τού έδωσε τη σκυτάλη. 
   «Μήπως είναι ώρα ν' αναλάβεις την κόρη σου; Ύψωσε πάλι μπαϊράκι. Τι πατέρας είσ' εσύ, Αναστάση;»
   Ο Αναστάσης, αμίλητος, έβαλε τα πόδια του στη λεκάνη με το αλατόνερο που του έφερε η γυναίκα του και αφού έβγαλε μερικούς βρυχηθμούς ευχαρίστησης, ζήτησε με ήρεμο τρόπο να πληροφορηθεί το συμβάν. Ήταν έτοιμος να δώσει την άδειά του, αλλά το βλέμμα της Ολυμπίας τον φρέναρε.
   «Στην Ύδρα; Δηλαδή... ναι... Άκου, Άρια... Ήδη σου επέτρεψε η μητέρα σου  να ντύνεσαι σαν χίπισσα. Μην το παρατραβάς το σχοινί...» 
   Η Άρια τον διέκοψε απότομα αφήνοντας το θυμό της να ξεχειλίσει.
   «Αφού το ξέρεις ότι παραλογίζεται και συμφωνείς μαζί μου. Γιατί βάζεις την ουρά στα σκέλια, μου λες; Θα πάω στην Ύδρα, τελεία και παύλα».
   Η Ολυμπία, ξαφνιασμένη από τη γλώσσα που της έβγαλε η μεγάλη της κόρη, γύρισε και της άστραψε ένα ηχηρό χαστούκι.
   Θα ήθελε πολύ να της το ανταποδώσει με πιο δυνατό τρόπο, και από εκεί και ύστερα ας υφίστατο τις συνέπειες της πράξης της. Όμως τα μάτια του πατέρα την εκλιπαρούσαν να δώσει τόπο στην οργή. Κοίταξε μόνο τη μάνα της με όσο θυμό χωρούσε το βλέμμα -και μίσος ως ένα βαθμό- κι έτρεξε στο δωμάτιό της.
   Δεν κάθισε στο τραπέζι, παρότι το στιφάδο τής έσπαγε τη μύτη, και δεν μιλούσε ούτε στη Μαργαρίτα, που πηγαινοερχόταν -το«ρουφιανάκι»- από τη μια για να της μεταφέρει το κλίμα της κουζίνας κι από την άλλη για να προλάβει στη μητέρα όσα -ίσως- αυτή θα της εκμυστηρευόταν. Καθόταν στο πλάι της  και τη χάιδευε σαν στοργική αδελφή -πράγμα που η ίδια σιχαινόταν- προσπαθώντας να της αποσπάσει την πληροφορία:
   «Βρήκες φίλο, έτσι;»
   Την πήρε και τη σήκωσε. Την πέταξε έξω κακήν κακώς και κλειδώθηκε. Όταν κοιμήθηκαν όλοι, βγήκε από το δωμάτιο με πάτημα γάτας κι έφαγε λυσσασμένη από την πείνα.
   Την επόμενη μέρα το απόγευμα η μητέρα αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα της κάμαράς της. Αναγκάστηκε να της ανοίξει. Η κυρα-Ολυμπία φορούσε το ύφος δικαστή που προέβη σε αθωωτική απόφαση λόγω του νεαρού της ηλικίας του κατηγορουμένου. Της έφερε ένα κομμάτι καρυδόπιτα και, μαζί με το γλυκό, άρχισε να της σερβίρει τα αβάσιμα επιχειρήματά της. Τη συγχωρούσε για την έκρηξη, που τόσο είχε στενοχωρήσει τον μπαμπά, αλλά δεν μπορούσε να δεχτεί την ξαφνική της αλλαγή. Πρώτα τα ρούχα, μετά οι βραδινές καθυστερήσεις και έπειτα η φυγή. Πώς θα δικαιολογούσε στο στενό συγγενικό και γειτονικό τους κύκλο αυτή τη συμπεριφορά; Τι θα σκέφτονταν για την ηθική της;
   Όση ώρα την άκουγε, ένιωθε τα φορτία του θυμού να τη βαραίνουν ακόμα περισσότερο. Στο τέλος τίναξε το δίσκο με την ανάστροφη του χεριού της και πετάχτηκε απ' το κρεβάτι. Είδε τη μητέρα να μεταμορφώνεται σε μέδουσα, αλλά δεν είχε σκοπό να πετρώσει από φόβο. Φόρεσε επιδεικτικά τη φούστα της και από πάνω το κολλητό μπλουζάκι που της χάρισε η Οριάν και το έκρυβε ως εκείνη τη στιγμή. Ποδέθηκε με τα τουριστικά σανδάλια, άφησε τα φιδίσια μαλλιά λυτά και βγήκε απ' το δωμάτιο σπρώχνοντας τη Μαργαρίτα, που ενώ είχε κολλήσει το αυτί στην κλειδαρότρυπα, καμωνόταν πως σφύριζε αδιάφορα μπροστά στον καθρέφτη του διαδρόμου.
   «Για πού το 'βαλες;» ούρλιαζε η μητέρα, μην τολμώντας να κατέβει πίσω της στην αυλή, από το φόβο μήπως οι γείτονες γίνουν μάρτυρες και του δευτέρου ημιχρόνου του καβγά τους.
   Δεν έδωσε καμία σημασία. Άρχισε να τρέχει. Η Μαργαρίτα την ακολούθησε για λίγο δίνοντάς της συμβουλές, αλλά κατέθεσε γρήγορα τα όπλα και γύρισε πίσω. Και αυτή συνέχισε τον δρόμο της με ένα αίσθημα υπεροχής.
 
   Ένιωθε λερό τον ιδρώτα να κολλάει πάνω της όταν έφτασε στο σπίτι της Οριάν. Ο θυρωρός την «έκοψε» από μακριά και σταμάτησε να ποτίζει τα δυο σκονισμένα, ατροφικά φυτά που κοσμούσαν την είσοδο της πολυκατοικίας. Την πλημμύρισε μια σιχασιά. Ο τύπος βρομοκοπούσε, όπως ο ασβός που είχε πλησιάσει τη σκηνή τους μια νύχτα στην κατασκήνωση. Ήταν πολύ μικρή, αλλά αυτή η μυρωδιά έρχεται συχνά στη μύτη της σαν δείγμα της χειρότερης βρομιάς.
   Το λασπωμένο του βλέμμα δεν την αποθάρρυνε. Ωστόσο, κατά έναν περίεργο τρόπο, αισθάνθηκε την ανάγκη να περιγράψει τον εαυτό της, για να αποδιώξει, έτσι, κάθε υποψία. Ήθελε να του πει πως δεν είχε καμία σχέση με αυτή την κάστα των ανθρώπων, πως ήταν φοιτήτρια της Νομικής και παρέδιδε φιλολογικά μαθήματα. Εν τέλει σκέφτηκε πως δεν είχε κανένα λόγο να απολογηθεί σε έναν άγνωστο. Μια άλλη συνείδηση ήρθε να τη φέρει στη θέση όπου όφειλε να είναι. Στο αντίπαλο στρατόπεδο από ανθρώπους γλοιώδεις σαν κι αυτόν.
   «Στης δεσποινίδας Οριάν πας, έτσι; Ναι, σε αναγνώρισα, σε αναγνώρισα. Πολύ συχνά ράβεται η δεσποινίς. Ή δεν ράβεται ακριβώς;»
   Δεν του απάντησε. Τον προσπέρασε και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Από το διαμέρισμα του υπογείου έφταναν φωνές. Είχε επιστρέψει η παρέα. Είχε επιστρέψει ο Τζακ. Ο Τζακ θα της έπαιρνε την Οριάν. Την εξαίρετη φίλη της.
   Όμως ο Τζακ δεν βρισκόταν ανάμεσά τους. Ο Άλεν, η Ρόη και οι άλλοι τύποι- τους είχε συναντήσει στην προηγούμενη απαγγελία- είχαν κάνει κύκλο και ρουφούσε ο ένας μετά τον άλλο από το μαρκούτσι του ναργιλέ. Η έντονη όσο και γλυκερή μυρωδιά τής έφερε αναγούλα. Τη χαιρέτησαν εγκάρδια, και ο Άλεν συνέχισε από το σημείο όπου είχε σταματήσει όταν εκείνη χτύπησε την πόρτα.
   «Σε λίγες μέρες ο Λέοναρντ Κοέν θα βρίσκεται στην Ύδρα. Θα γίνει εκεί ένα τεράστιο πάρτι. Αναχωρούμε όλοι. Φυσικά, θα είναι μαζί μας και η Άρια. Έτσι δεν είναι, Άρια; Η Οριάν μάς είπε πως ήδη σου πρότεινε να πάτε οι δυο σας. Όμως θα πάμε όλοι μαζί. Έγινε;»
   Κατάλαβε πως ο Άλεν πάσχιζε να δημιουργήσει πλασματική ευφορία. Από την κατήφεια της Οριάν ένιωσε πως κάτι έτρεχε με τον Τζακ. Κάθισε δίπλα της. Δεν χρειάστηκε να τη ρωτήσει.
   «Ο Τζακ το έσκασε, Άρια», φώναξε καγχάζοντας. «Ακολούθησε μια Σουηδέζα στον Βορρά. Από εκεί, βλέπει τι θα κάνει. Ίσως μετά να κυνηγήσει την ηδονή στον Νότο, στην Ανατολή, στη Δύση... Ζήτω ο ελεύθερος έρωτας! Ζήτω η ηδονή! Ε, τι λες κι εσύ, Άλεν;»
   Είχε πιει. Άξαφνα άρπαξε την Άρια από τα χέρια και την ανέβασε στο μεγάλο δερμάτινο μαξιλάρι με τα ινδιάνικα σχέδια. Την παρέσυρε σε άγνωρο χορευτικό ρυθμό, ενώ η Ρόη τις φωτογράφιζε με την Πολαρόιντ. Πάνω που δυο φωτογραφίες εμφανίζονταν και κυλούσαν στο πάτωμα, ακούστηκαν γρονθοκοπήματα και φωνές στην πόρτα.
   «Ανοίξτε! Αστυνομία!» 
   Ο Άλεν τούς έκανε νόημα. Η Ρόη -εξασκημένη, καθώς φάνηκε- μάζεψε τα σακουλάκια με τα απαγορευμένα και τα πέταξε πίσω απ' το μαντρότοιχο. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης της Άριας λειτούργησε με πρωτοφανή ταχύτητα. Έκρυψε μια απ' τις φωτογραφίες στο σουτιέν της και έτρεξε στο εργαστήρι. Έβαλε πάνω της ένα χάρτινο πατρόν και έμεινε εκεί σαν στήλη άλατος.
   Ο Άλεν άνοιξε την πόρτα και με ύφος μπλαζέ ρώτησε:
   «Διατί ταράττετε τους κύκλους της ηρεμίας μας;»
   Ο θυρωρός τον έσπρωξε πετώντας μια βρισιά και έμπασε στο διαμέρισμα τρεις χωροφύλακες, που έκαναν το χώρο φύλλο και φτερό. Θαρρείς και γνώριζε το σπίτι με κλειστά μάτια, τους υποδείκνυε όλες τις πιθανές κρυψώνες χόρτου. Άδειασαν ακόμα και τις γλάστρες, αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Μόνο ο ναργιλές τούς ενοχοποιούσε. Η Άρια στεκόταν σαν ταριχευμένη μέσα στο χάρτινο πατρόν, ενώ το δάπεδο υποχωρούσε κάτω από τα πόδια της.
   Η Οριάν μπήκε ανάμεσα σ' αυτήν και στα όργανα της τάξης. 
   «Αφήστε την κοπέλα να πάει σπίτι της. Δεν έχει καμία σχέση. Είναι πελάτισσά μου».
   Ο φόβος παρέλυσε τα πόδια της Άριας. Αποφεύγοντας τα μάτια της Οριάν, είπε τρεις φορές στο όργανο, απευθυνόμενη και στον θυρωρό:
   «Είμαι πελάτισσα. Ναι, μόνο ράβομαι εδώ. Δεν είναι φίλοι μου. Είμαι πελάτισσα. Δεν τους γνωρίζω καν. Ορίστε και το πατρόν».
   Ο θυρωρός συνηγόρησε.
   «Έτσι είναι. Η δεσποινίς δεν είναι απ' αυτούς. Ποιος ξέρει πού το ψάρεψαν το άμοιρο για να το παρασύρουν στην κόλαση».
   Την άφησαν ελεύθερη, μια και ο θυρωρός απολάμβανε, όπως αποδείχτηκε, την απόλυτη εμπιστοσύνη της αστυνομίας. Έφυγε τρέχοντας για να γλιτώσει, ενώ πίσω της φορούσαν σε όλους χειροπέδες. Ακόμα και στην Οριάν.
   Πέρασαν αρκετές μέρες. Η Άρια βασανιζόταν από την αγωνία, αλλά κυρίως από ενοχή. Από την ανελέητη αίσθηση ότι πρόδωσε την ήδη προδομένη από τον έρωτα φίλη της. Είχε να ζυγίσει από τη μια τις συνέπειες μιας δικής της σύλληψης και από την άλλη την απώλεια της σχέσης της με την Οριάν πάνω στο άνθισμά της. Στη συνείδησή της βάραινε το ατομικό της συμφέρον. Στον πανικό της για ό,τι την περίμενε, δεν δίστασε να θυσιάσει τη φιλία της.
   Μέτρησε ξανά και ξανά τα πράγματα και αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος. Ο θυρωρός εκεί. Όπως ο Κέρβερος στον Άδη.
   «Μήπως ξέρετε αν τους άφησαν; Θέλω να πω, ενδιαφέρομαι για την Οριάν. Είναι φίλη μου».
   Στα σβησμένα μάτια του φωσφόρισε η πονηριά.
   «Φίλη; Όχι μοδίστρα; Σαν να μη μας τα λες καλά, δεσποινίς».
   «Το ένα αποκλείει το άλλο;»
   «Μπα! Έχεις και γλώσσα μακριά, ε;»
   Προτίμησε να μην το τραβήξει. Στο κάτω κάτω, την είχε σώσει από τα χέρια των χωροφυλάκων και τα επακόλουθα. Έτρεμε στη σκέψη των συνεπειών. Η μάνα της να βρυχάται, η αδελφή της να παίρνει τη ρεβάνς και ο πατέρας ν' αναζητά με στωικό αλλά θλιμμένο βλέμμα την αλήθεια.
   «Με συγχωρείτε. Ανησυχώ γιατί έχω αφήσει κάτω ρούχα για ράψιμο».
   Την πλησίασε απειλητικά. Η ανάσα του βρομούσε σαπίλα.
   «Τη μοδίστρα την άφησαν επειδή τη βρήκαν καθαρή. Οι άλλοι είχαν ήδη μουτζουρωμένο μητρώο και τους έκλεισαν στην μπουζού. Όμως ο ιδιοκτήτης την πέταξε έξω τη μοδίστρα σου».
   Η καρδιά της σταμάτησε.
   «Και πού είναι τώρα;»
   Ο θυρωρός γέλασε.
   «Προς τι η αγωνία; Δεν υπάρχουν άλλες μοδίστρες; Τέλος πάντων. Άφησε αυτό το σημείωμα για σένα. Ήξερε ότι θα ξανάρθεις. Να πάρεις τα ρούχα. Αυτό δεν είναι; Τέλος πάντων. Τέλος πάντων... Κάτι θα ήξερε, όπως δείχνουν τα πράγματα».
   Άνοιξε με τρεμάμενα χέρια το σημείωμα και διάβασε:
   «Μικρή μου Άρια. Φεύγω. Πάω κοντά στον πατέρα μου. Επειδή δεν έχω κάποιον στην Αθήνα, μπορείς να φιλοξενήσεις την πραμάτεια μου; Αν κάποτε επιστρέψω, θα σε αναζητήσω, και αν την έχεις ακόμα, μου τη δίνεις. Παίρνω μαζί τη ραπτομηχανή μου, που γίνεται βαλιτσάκι, και μερικά από τα έργα μου. Στην περίπτωση που ως φοιτήτρια θελήσεις να ζήσεις μόνη σου, μπορείς να χρησιμοποιήσεις ό,τι σου αρέσει. Εις το επανιδείν. Οριάν».
   Ο θυρωρός τη συνόδευσε στο υπόγειο. Έξω από το διαμέρισμα υπήρχαν πακεταρισμένα τα πράγματα της Οριάν. Δεν άφησε καμιά διεύθυνση. Σε ποια απ' όλες τις χώρες βρισκόταν ο πατέρας της; Δεν ήξερε ούτε καν το επίθετό της. Για την Άρια, η Οριάν ήταν μόνο η Οριάν.
   Στεκόταν χαμένη πάνω από ένα βουνό πραγμάτων. Μέσα, ένας εργάτης έβαφε το διαμέρισμα τραγουδώντας με καημό «πετραδάκι πετραδάκι για τα σένα το 'χτισα». Της έριχνε άπρεπες ματιές και κάποια στιγμή τής έκλεισε το μάτι. Τον αγνόησε.
   Επειγόταν να συνωμοτήσει με τον πατέρα της. Έτσι, για να εξιλεωθεί απέναντι στην κοπέλα. Ήθελε να κλάψει, αλλά το επίμονο βλέμμα του θυρωρού την έκανε να πνίξει τα δάκρυα.
   «Κύριε, πολύ σύντομα θα έρθω να τα πάρω», ψέλλισε και έτρεξε στην μπακαλοταβέρνα, αφήνοντας τον σκοτεινό άντρα να λύνει τους κόμπους των ερωτημάτων του.
   Ο πατέρας την άκουσε με προσοχή. Φυσικά, δεν του ομολόγησε όλη την αλήθεια. Του μίλησε μόνο για την καινούργια της φίλη, που σπούδαζε και δούλευε συνάμα για να συντηρείται. Ένα σοβαρό οικογενειακό ζήτημα την ανάγκασε να αναχωρήσει εσπευσμένα, να αφήσει το διαμέρισμά της και μερικά από τα προσωπικά της αντικείμενα... Για πού τράβηξε, δεν είχε ιδέα.
   Δεν ρώτησε πολλά ο πατέρας της. Δεν ήταν καχύποπτος άνθρωπος. Κάποιος χρειαζόταν τη βοήθειά τους, και ήταν πρόθυμος να την προσφέρει. Στο υπόγειο κάτω από την ταβέρνα υπήρχε αρκετός χώρος, έτσι νοικοκυρεμένα όπως είχε τα πάντα. Με απόλυτη μυστικότητα, έστειλε ένα τρίκυκλο και φόρτωσε τα πράγματα της Οριάν. Τα τακτοποίησε πάνω σε ξύλινες παλέτες, τα σκέπασε με ένα καραβόπανο και είπε στην Άρια:
   «Όποτε τα χρειαστεί το κορίτσι, εδώ θα είναι. Ας έρθει να τα πάρει».
 
Από την ανάμνηση της Οριάν - 1963 
   Η Βηρυτός! Πρόβαλε διαυγής μέσα στο εκρηκτικό μεταμεσημβρινό φως. Τα κτίρια, οι τρούλοι, οι μιναρέδες, οι χουρμαδιές τής προσέδιδαν μια αίσθηση ανάτασης. Οι επιβάτες του κρουαζιερόπλοιου «Ατθίς», κάτω από τα σκιάδια και τα παρασόλια προστασίας από την ηλιακή ακτινοβολία, συνωστίζονταν στην πρύμνη και στα πλευρά του πλοίου για να τραβήξουν τις πρώτες φωτογραφίες. Η Οριάν έβγαλε το μπλοκ της και με το κάρβουνο σχεδίασε την αρχική της αντύπωση, μέχρι το καράβι να μπει στην προβλήτα και να ρίξει άγκυρα. Βρισκόταν και πάλι στην πόλη όπου γεννήθηκε, και ο νόστος είχε μια γεύση γλυκόπικρη, σαν το λικέρ της αψιθιάς που έφτιαχνε η γιαγιά της.
   Αναζήτησε τον πατέρα της στην αποβάθρα. Της το έλεγε καθαρά στο τηλεγράφημά του ότι θα την περίμενε. Μα δεν τον έβλεπε πουθενά. Και πώς να τον εντοπίσει ανάμεσα σ' αυτό το ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων, επιβατών και μικροπωλητών, που διαλαλούσαν φρούτα, φυσικούς χυμούς από ρόδι, μούρο και λεμόνι, γλυκίσματα και καραμέλες. Στοίβες τα μπαγκάζια πρόσμεναν τους αχθοφόρους με τις χειράμαξες, ενώ παντοειδείς θόρυβοι μπερδεύονταν μεταξύ τους ξεκουφαίνοντας τ' αυτιά της.
   Καρφώθηκε στη θέση της. Και είχε μια ζέστη ανυπόφορη. Το φουστάνι της κολλούσε πάνω στο ιδρωμένο σώμα. Αλμύρα, καυτός αέρας, σκόνη και μυρωδιά πίσσας συνέθεταν ένα χαρμάνι που της προκαλούσε δυσφορία. Όμως αποφάσισε να μην το κουνήσει. Κάθισε πάνω στον ταξιδιωτικό της σάκο και αφέθηκε να παρατηρεί την κίνηση. Τι άλλο να έκανε; Στη σκέψη ότι ο πατέρας της είχε ξεχάσει την άφιξή της, την έπιανε απελπισία. Ήταν τόσο εργασιομανής, που δεν ήταν απίθανο να την είχε λησμονήσει εντελώς.
   Η ίδια θα προτιμούσε να ταξιδέψει με αεροπλάνο, για να βρεθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην αγκαλιά του. Αλλά εκείνος φοβόταν τις πτήσεις. Δεν της διευκρίνισε στο τηλέφωνο το λόγο. Θα της εξηγούσε όταν θα αντάμωναν. «Παραξενιές», σκέφτηκε η Οριάν. Εν τέλει, της έκλεισε θέση στο κρουαζιερόπλοιο «Ατθίς», που είχε ξεκινήσει από τη Μασσαλία και έκανε κρουαζιέρα στη Μεσόγειο διερχόμενο και από τον Πειραιά. Ήταν πολυτελέστατο. Ένα πλωτό παλάτι. Όπως την πληροφόρησε, επρόκειτο για ελληνικό πλοίο, η ίδια όμως είδε στο κατάρτι του υψωμένη τη σημαία του Παναμά. Τότε της ήρθαν στο νου τα λόγια που είχε ακούσει σ' ένα παρακμιακό ταβερνείο πίσω από την πλατεία Αβησσυνίας, όπου είχε πάει σε κάποια γενέθλια του Τζακ. Θυμήθηκε εκείνο τον σκουριασμένο, αθυρόστομο γέροντα που ανέλυε, βρίζοντας και φτύνοντας, την κατάσταση στη μεταπολεμική Ελλάδα: «Ποιο σχέδιο Μάρσαλ, βρε κορόιδα; Οι εφοπλιστάδες τα τσέπωσαν τα λεφτά. Ύψωσαν και τη σημαία του Παναμά και από κει παν' κι οι άλλοι. Ούτε φόροι ούτε τίποτα. Και η Ελλαδίτσα, αγελαδίτσα, να την αρμέγουν, να τη στραγγίζουν να την παρατούν ξεζουμισμένη στο έλεος της φτώχειας».
   Ο πατέρας τη διαβεβαίωνε ότι θα ήταν περισσότερο ασφαλής με το κρουαζιερόπλοιο, διακωμωδώντας μάλιστα ότι θα ταξίδευε με όλο το ανφάν γκατέ της Ευρώπης. Εκτός αυτού, ο πλοίαρχος, ο καπετάν Νικόλας Λόντος, ήταν επιστήθιος φίλος του. Στο πρώτο άκουσμα είχε τσινήσει λιγάκι. Ήταν επειδή δεν της άρεσε να της τακτοποιεί ο πατέρας τα θέματα με τον δικό του τρόπο, αλλά και επειδή αυτό το ανφάν γκατέ τής κακοφάνηκε. Τρίτον, και ίσως πιο σημαντικό από τους συναισθηματισμούς, την ανησύχησε το γεγονός ότι το καράβι θα έπιανε Πειραιά την επόμενη μέρα, και αυτή δεν είχε πού να μείνει μετά την αιφνιδιαστική έξωσή της από το διαμέρισμα. Δεν διέθετε χρήματα για ξενοδοχείο και δεν τόλμησε να κάνει λόγο στον πατέρα της για τα γεγονότα που την ανάγκασαν να αφήσει άρον άρον την Αθήνα.
   Στο μυαλό της στροβιλίζονταν ξανά και ξανά όσα δραματικά έζησε. Ο θυρωρός -σίγουρα αυτός- τους κάρφωσε, για χρήση ουσιών. Τους συνέλαβαν οι μπάτσοι και τους κουβάλησαν αμέσως για ανάκριση. Τους γύμνωσαν και τους έψαξαν για ναρκωτικά. Την ίδια και τη Ρόη τις οδήγησαν σε ξεχωριστό θάλαμο. Υπήρχαν εκεί δυο παράξενα καθίσματα. Η Ρόη ήταν υποψιασμένη, επειδή είχε υποστεί ξανά την ταλαιπωρία. Αυτή δεν είχε ιδέα. Μια αδυσώπητη δεσμοφύλακας τις διέταξε να γδυθούν. Αρνήθηκε. Την έγδυσε με τη βία. Αντιστάθηκε. Τη χαστούκισε. Η Ρόη πέρασε τη διαδικασία υπομονετικά. Η Οριάν κλοτσούσε και φώναζε. Την πέταξε πάνω σ' ένα εξεταστήριο και ήρθε μια άλλη  με άσπρη μπλούζα. Με ένα γαντοφορεμένο δάχτυλο έψαξε στον κόλπο της για ναρκωτικά. Βίαια. Ούρλιαζε και χτυπιόταν. Τότε της έμπηξαν στο μπράτσο μια ένεση ηρεμιστική. Και ο Τζακ δεν ήταν εκεί. Ο Τζακ την είχε εγκαταλείψει χωρίς ούτε μια ειδοποίηση. Όσο για την καινούργια της φίλη,  την Άρια... Η καημένη, φοβήθηκε τόσο πολύ τους ασφαλίτες. Ευτυχώς, δεν είχε την ίδια τύχη μ' εκείνη. Αλλά τι αμέλεια να μην ρωτήσει καν το επίθετό της τις μέρες που έκαναν παρέα. Πώς έγινε αυτό; Ήδη όμως είχε την αίσθηση πως η Άρια δεν ήταν παρά μια επινόηση του μυαλού της.
   Δεν ήθελε να γίνει ούτε στο ελάχιστο αντιληπτός από τον πατέρα της ο αληθινός λόγος που άφησε εσπευσμένα την Αθήνα και κυρίως τις σπουδές της. Κάποτε, όταν ακόμα τον ρωτούσε να μάθει για τον ερχομό της στον κόσμο, της είχε πει πως ήταν πλάσμα του έρωτα και είχε προορισμό την αγάπη. Μάταια πια προσπαθούσε να επανέλθει σ' εκείνη την αίσθηση του καλού κ' αγαθού. Απώλεσε βίαια τις αθώες σκέψεις της. Και μισούσε. Μισούσε οποιονδήποτε ασκούσε εξουσία προς άλλο άνθρωπο, και συμμεριζόταν σαν αδελφή ψυχή όποιον είχε υποστεί τη βία.
   Όλο τα ίδια και τα ίδια τριβέλιζε στο νου και τα αναμασούσε τις πενήντα τέσσερις ώρες που ταξίδευε με το «Ατθίς». Ώρες ράθυμες και ανιαρές. Δεν μπορούσε να συγκεντρώσει το μυαλό της ούτε στο διάβασμα. Κρίμα το βάρος των βιβλίων που έσερνε μαζί της. Γύρω της, οι ταξιδευτές αναλώνονταν σε έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο άσκοπων κινήσεων και ανούσιων διασκεδάσεων, και αυτή, μόνη στο κατάστρωμα, περνούσε το χρόνο της μέσα στη χαύνα των συλλογισμών της. Τη μέρα χάζευε το νερό και τη νύχτα τον έναστρο ουρανό, για να βγάλει ξανά το χιλιοειπωμένο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος -αυτός ο απάνθρωπος- πρέπει να αντιληφθεί επιτέλους πως δεν είναι παρά ένας κόκκος άμμου μέσα στην απεραντοσύνη.
   Απέφυγε να κάνει γνωριμίες. Αυτό που ο πατέρας ονόμαζε «ανφάν γκατέ» δεν ήταν παρά ένα τσούρμο παραλήδων που δεν έδιναν δεκάρα για τον κόσμο. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η καλοπέρασή τους, που ξεπερνούσε και την ίδια την κραιπάλη. Φανέρωνε την απέχθειά της επιδεικτικά προς όσους τυχοδιώκτες την πλησίαζαν με σκοπό να την φλερτάρουν. Ένας μάλιστα ασπρουλιάρης Εγγλέζος τής πρότεινε να περάσουν τη νύχτα στη σουίτα του. Δεν καταδέχτηκε ούτε να τον βρίσει για το θράσος του. Ένιωθε αποστροφή για τη φαινομενική ανεμελιά της διασκέδασης και την κυρίευσε μια άρρωστη αγοραφοβία. Στα βλέμματα των επιβατών διέκρινε τη χυδαιότητα και τη διαστροφή. Έτσι, προτιμούσε να περνάει το χρόνο μόνη της. Μπήκε στην καμπίνα της και έμεινε ελάχιστα, ίσα για να ασφαλίσει τα πράγματά της. Έπειτα βάλθηκε να περιφέρεται εδώ κι εκεί και να παρατηρεί την κίνηση των επιβατών από την τραπεζαρία, για το πρωινό και το γεύμα, ως το σαλόνι, για κοινωνικές συναναστροφές, ξεκούραση, απογευματινό απεριτίφ, διασκέδαση, φλυαρία, μπακαρά στο καζίνο και τανάπαλιν. Μερικές φορές μόνο, μετά τη γνωριμία της με τον καπετάνιο, δείπνησε μαζί του. Ήταν ένας λιγόλογος, μετρημένος άνθρωπος, θα μπορούσε να τον πει και πληκτικό. Όμως μιλούσε με σεβασμό και αγάπη για τον πατέρα της και είχε πολλές και ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθεί από την κοινή τους φοίτηση στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Τελικά -και επειδή τον καπετάνιο τον διεκδικούσαν όλες οι συντροφιές- βρήκε μια απάνεμη γωνιά στο τελευταίο κατάστρωμα. Πήρε το μπλοκ και τα κάρβουνά της και σχεδίαζε ρούχα για να χαλαρώσει. Περιεργαζόταν τις κυρίες και, από τον τρόπο τους, σκιαγραφούσε τον χαρακτήρα τους και ζωγράφιζε το ντύσιμο που ταίριαζε στην καθεμιά. Όταν αποσυρόταν στην καμπίνα της -και προκειμένου να κοιμηθεί- προσπαθούσε να κάνει ευχάριστες σκέψεις.
   Η πιο αγαπημένη της στιγμή, που την ανακούφιζε και τη γέμιζε θαλπωρή, ήταν όταν αναπολούσε τη γιαγιά της. Η γιαγιά Οριάνθη έλεγε πάντα τα πράγματα με τ' όνομά τους. Ρεμπέτισσα, φανατική καπνίστρια και αθυρόστομη, είχε μια ελκυστική προσωπικότητα, ασκώντας πάντοτε αυστηρή κριτική στα ήθη της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έκανε παρέα με άντρες στους καφενέδες γύρω από του Ψυρρή, έπινε ναργιλέ και μιλούσε για τα πολιτικά προκλητικά και ανοιχτά, σε μια εποχή που υποπτευόσουν για ρουφιάνο της αστυνομίας ακόμα κι αυτόν με τον οποίο μοιραζόσουν το σάλιο σου. Επειδή όμως η κριτική της περιλάμβανε και τους αριστερούς -κυρίως τους κομμουνιστές- γλίτωνε απ' τους μπελάδες.
   Η οικογένειά τους καταγόταν από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Η γιαγιά, στη μεγάλη καταστροφή, έχασε όλους τους δικούς της. Μόνη -και πάνω στο φουρφούρισμα της νιότης- πήρε το δρόμο της προσφυγιάς, όπου ανταμώθηκε με αυτόν που έμελλε να γίνει ο σύντροφος της ζωής της.
   Ο παππούς Ιάκωβος και η γιαγιά Οριάνθη γνωρίστηκαν στη μακρά χωμάτινη διαδρομή της φυγής. Μέσα στη σκόνη του αβέβαιου προορισμού. Δεν τράβηξαν προς τη θάλασσα του Αιγαίου όπως αμέτρητοι άλλοι, αλλά στράφηκαν προς την ενδοχώρα. Μέσα από ανείπωτες περιπέτειες, κατόρθωσαν να φτάσουν ως τα Άδανα και με τη βοήθεια ενός Σύρου πέρασαν στο Χαλέπι. Στην πορεία αγαπήθηκαν, αρραβωνιάστηκαν και στη Συρία ένωσαν τις ζωές τους. Έμειναν εκεί κάνα χρόνο και στη συνέχεια έφυγαν να κυνηγήσουν την τύχη τους στον Λίβανο. Στη Βηρυτό βρήκαν ανθρώπους ζεστούς και ανοιχτούς, που τους πρόσφεραν τη βοήθειά τους. Έτσι, μπόρεσαν να στήσουν τη ζωή τους, να δουλέψουν σκληρά και να προκόψουν. Μαζί έκαναν μεγάλη περιουσία. Πιο μεγάλη από αυτή που έκαψαν και λεηλάτησαν πίσω στην πατρίδα οι Τσέτες του Κεμάλ και η αδιαφορία των Συμμάχων. «Ποιων Συμμάχων;» αναρωτιόταν συχνά η γιαγιά. «Πολιτικές του συμφέροντος, που φέρνουν τις συμφορές στους δύσμοιρους λαούς».
   Στη Βηρυτό, ο δαιμόνιος Μικρασιάτης ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ξεκίνησε να πουλάει φρούτα με μια χειράμαξα, ακολούθως άνοιξε ένα μικρό σουκ και έφτασε να έχει το μεγαλύτερο κατάστημα εδωδίμων στη Χάμρα. Από αυτόν ψώνιζαν και μουσουλμάνοι και δυτικοί, που είχαν βρει στον Λίβανο ένα λαμπρό πεδίο για τις αποικιοκρατικές τους βλέψεις. Η ζωή του παππού και της γιαγιάς πήρε το δρόμο της ευημερίας, αλλά και της προσωπικής ευτυχίας, όταν η Οριάνθη κατάλαβε πως θα γινόταν μητέρα. Και εκεί, μέσα στην έκρηξη της χαράς, ήρθε η συμφορά να γυρίσει τον κόσμο τους ανάποδα. Ο παππούς σφάχτηκε σαν το αρνί από εξτρεμιστή μουσουλμάνο επειδή, πάνω σε ακραίο μεθύσι, έβρισε τον Μωχαμέτη. Όμως, με την ίδια ευκολία ο παππούς είχε βρίσει και τον Χριστό και όλους τους προφήτες και όλες τις θρησκείες, που αφιονίζουν το μυαλό του ανθρώπου. Η γιαγιά δεν αφέθηκε στη συντριβή του πένθους. Ανέλαβε την ευθύνη του εαυτού της και του παιδιού που έφερε στον κόσμο. Του Γιωργή της. Κράτησε το μαγαζί με τη στήριξη του βοηθού της, του Ταστζιάν, και, με το πείσμα, την εργατικότητα και το θάρρος της, κατάφερε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της και στον τομέα των εισαγωγών - εξαγωγών και να συμπεριληφθεί στους οικονομικά δυνατούς πολίτες της Βηρυτού.
   Η Οριάν γεννήθηκε στη Βηρυτό όταν στην Ευρώπη μαινόταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, και οι ορδές του Χίτλερ κατακτούσαν τη μια χώρα μετά την άλλη. Ο πατέρας της μόλις είχε πατήσει τα δεκαεννιά του χρόνια. Λίγα πράγματα έμαθε για τη μάνα της. Ότι ήταν πολύ όμορφη, πολύ νέα, αλλά τη χτύπησε αρρώστια και πέθανε πάνω στη γέννα. Τα έμαθε τόσο μικρή όλα τούτα. Σε μια ηλικία που τα παιδιά δεν έχουν ιδέα για το τι σημαίνει θάνατος, απώλεια, πένθος. Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή της, ήτοι το έτος 1946, μετακόμισαν στην Αθήνα, για λόγους ασφαλείας. Πόσο επιτακτικοί ήταν αυτοί οι λόγοι ασφαλείας, ώστε ν' αφήσουν τη Βηρυτό, δεν το έμαθε ποτέ. Και ποια ασφάλεια μπορούσε να τους παράσχει μια Αθήνα μέσα στη δίνη του εμφύλιου σπαραγμού; Η γιαγιά πονούσε για ό,τι άφησαν πίσω. Σπίτι, κατάστημα, μνήμες και κυρίως τον τάφο του άντρα της. Έτσι, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ανατροφή της εγγονής της, ενώ ο γιος της γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Καθώς όμως τον έτρωγε ο πόθος για τη θάλασσα, μετά τη Νομική συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
   Τον περισσότερο καιρό διέμενε στο ναύσταθμο, και η Οριάν τον έβλεπε μόνο όταν έβγαινε με άδεια. Παρ' όλα αυτά, δεν στερήθηκε την τρυφερότητα και την αγάπη του. Πήγαιναν μαζί βόλτα στον Εθνικό Κήπο ή βάδιζαν στα αρχαία χαλάσματα. Στους περιπάτους τής μιλούσε για τη Βηρυτό και για όλο τον Λίβανο. Για τα βουνά, τις κοιλάδες, τους κέδρους, τις χουρμαδιές, τη θάλασσα και τα σουκ. Για τις εθνότητες και την ποικιλία των πληθυσμών. Μια φορά, μέσα σ' ένα μεθύσι συγκίνησης, της εξομολογήθηκε πως η ίδια ήταν καρπός ενός μεγάλου έρωτα. Μιας αγάπης που δεν συναντάς εύκολα στη ζωή. Αυτή η εξομολόγηση γέννησε μέσα της ένα ανερμήνευτο αίσθημα υπεροχής. Ένιωσε σπόρος βαθιάς αγάπης, άρα, άτρωτη από τα γήινα.
   Ο πατέρας της εξακολούθησε να περνάει τις μέρες του στο ναύσταθμο και μετά το τέλος των σπουδών του, ξεκινώντας μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία στο Ναυτικό. Όταν η κόρη του μεγάλωσε αρκετά, εκείνος ταξίδευε όλο και μακρύτερα, μέχρι που άνοιξε ο δρόμος για τη διπλωματική του καριέρα. Υπηρέτησε ως ναυτικός ακόλουθος σε διάφορες πρεσβείες, κυρίως της Μέσης Ανατολής. Κατείχε τα ζητήματα πολύ καλά, και αυτό προοιωνιζόταν μια λαμπρή πορεία στο χώρο της διπλωματίας.
   Η Οριάν έμενε με τη γιαγιά σε ένα μικρό σπίτι στα Άνω Πετράλωνα, πολύ κοντά στο Θησείο. Διήγαν καλά και άνετα το βίο τους με τα ποσοστά του καταστήματος που τους έστελνε ο Ταστζιάν με τη γυναίκα του την Αμάγια -τίμιοι άνθρωποι στο ακέραιο. Τα χρόνια της κατοίκησης στην Αθήνα, ζούσαν στο νοίκι, επειδή η γιαγιά δεν ήθελε να προβεί σε αγορές. Βέβαιη ότι θα επιστρέψουν στη Βηρυτό, δεν σκόπευε να δεθεί με ιδιοκτησίες στην πόλη της προσωρινής τους διαμονής.
   Και ξάφνου η ζωή επέλεξε να ανατρέψει και πάλι τις σταθερές τους. Η γιαγιά Οριάνθη πέθανε από κίρρωση του ήπατος το καλοκαίρι του 1954. Ήταν μια μέρα που ξεκίνησε με ζέστη και τελείωσε με μπόρα. Όταν άφηνε την τελευταία της πνοή στην Πολυκλινική, έξω γινόταν χαλασμός. Σαν να προκάλεσε την καταιγίδα ο αφόρητος πόνος της. Η Οριάν ήταν μόλις δώδεκα χρόνων και για άλλη μια φορά αδυνατούσε να κατανοήσει αυτό το φευγιό της ψυχής, που αφήνει πίσω ένα σώμα άχρηστο, τροφή για τα σκουλήκια. Έκλαιγε ασταμάτητα νύχτα και μέρα. Μαζί με τον πόνο, ήρθε να προστεθεί και ο φόβος της εγκατάλειψης. Έκτοτε, το αφήγημα της άτρωτης -ως σπόρου περιούσιου έρωτα- κατέρρευσε, και η Οριάν έγινε ευάλωτη σαν φτερό στον άνεμο.
   Ο πατέρας τής έσφιξε το χέρι γερά. Της είπε πως δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ και πως μαζί οι δυο τους θα πορεύονταν στη ζωή. Έπρεπε όμως να μάθει να συντηρεί τον εαυτό της, επειδή μερικές φορές επέρχεται απροσδόκητα το μοιραίο. Εκείνη την εποχή υπηρετούσε στο Προξενείο της Βαγδάτης. Τον ακολούθησε με έναν επιπλέον φόβο. Αν χάσει κι αυτόν, τι θα απογίνει στον απέραντο κόσμο;
   Στην ιρακινή πρωτεύουσα λόγιαζε για οικογένεια το προσωπικό του σπιτιού τους. Τον Χακάν, γενικών καθηκόντων, και τη Μάντα, την οικονόμο. Τον πατέρα τον έβλεπε και πάλι ελάχιστα, αλλά παραγωγικά. Της μιλούσε ακόμα και για θέματα πολύπλοκα, προκειμένου να κατανοήσει ποια ακριβώς ήταν τα καθήκοντά του στο προξενείο. Παρά ταύτα, δεν μπορούσε να αντιληφθεί γιατί έπρεπε να ζουν οχυρωμένοι πίσω από έναν ψηλό μαντρότοιχο, με ένα φρουρό πάνοπλο στο φυλάκιο της κεντρικής πύλης, και γιατί αυτή δεν μπορούσε να βγει μόνη της έξω από τον τοίχο. Ο Χακάν τη συνόδευε καθημερινά στο χριστιανικό σχολείο και την έφερνε πάλι πίσω το μεσημέρι. Μια φορά την εβδομάδα πήγαιναν με τον πατέρα στη γέφυρα του ποταμού Τίγρη, στο παραποτάμιο σπίτι του επιστήθιου φίλου του, του Ορχάν. Όταν έφταναν, η γυναίκα του, η Λάλε, εξαφανιζόταν μέσα στο καλυβόσπιτο, και η Οριάν έπαιζε με τα παιδιά τους στη χωμάτινη αυλή.
   Πληκτικά περνούσε ο καιρός στη Βαγδάτη. Η ίδια όμως ένιωθε μια μακάρια πλήξη, που τη βοηθούσε να αναπτύξει τη νόησή της. Συζητούσε με τον εαυτό της και τους ήρωες των βιβλίων που της αγόραζε ο πατέρας από το πρακτορείο ξένου Τύπου, τα πιο πολλά στα αγγλικά και τα γαλλικά. Συνομιλούσε με τη Τζέιν Έιρ, την Εστέλα Χάβισαμ, την Ευγενία Γκραντέ. Προσπαθούσε να μαντέψει το άρωμά τους, αυτό που καταστάλαζε στους πόρους κάθε της βιβλίου. Είχε βρει μια δροσερή γωνιά, και εκεί, ανάμεσα στις χουρμαδιές, ο Χακάν τής έδεσε μια αιώρα. Επί ώρες ξαπλωμένη, διάβαζε και διαλογιζόταν. Συχνά την έπαιρνε ο ύπνος και ονειρευόταν πως φορούσε τεράστια λευκά φτερά που την ταξίδευαν σε μια απέραντη γαλάζια επιφάνεια, και κάποιος της έλεγε πως βρισκόταν στην Αθήνα. Για έναν παράδοξο λόγο, είχε συνδέσει την Αθήνα με την ελευθερία. Την αυτάρκεια και την ελευθερία είχε καταφέρει να της τα εμφυσήσει με τον τρόπο της η γιαγιά Οριάνθη.
   Όταν τέλειωσε τη βασική εκπαίδευση -πόσο αργά κύλησαν αυτά τα χρόνια- εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο πατέρας της δεν έκρυψε την ικανοποίησή του. Βέβαια, η μοναχοκόρη του είχε πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ενώ δεν θα την έλεγες ακριβώς εσωστρεφή, σπάνια εκδήλωνε ενθουσιασμό για κάποια ασχολία. Στην ουσία ανακατευόταν με πολλά. Στο μικρό θερμοκήπιο του κτήματος στη Βαγδάτη, είχε στήσει τον δικό της παράδεισο. Ζωγράφιζε, έπλαθε με πηλό ασύμμετρες φιγούρες ή έραβε ρούχα για τις κούκλες της. Ακόμα και όταν μεγάλωσε αρκετά, δεν πέταξε τις κούκλες στην άκρη. Ίσως να ήταν η κολεξιόν που την ενδιέφερε και όχι η κούκλα καθ' αυτή.
   Είχε ένα δικό της τρόπο να συλλέγει και να αποθηκεύει τη γνώση. Όσες φορές ο πατέρας την πήρε μαζί του σε κάποιο καλλιτεχνικό γεγονός, του έγινε αντιληπτό ότι διέθετε σπάνια κριτική ικανότητα και μπορούσε να διακρίνει την αληθινή τέχνη από την επιτήδευση. Με αυτά τα δεδομένα, κατάλαβε πως ο δρόμος που διάλεξε η θυγατέρα του ήταν ο ενδεδειγμένος, ακόμα και η επιλογή της πόλης των Αθηνών ως τόπου σπουδών και διαμονής της. Θεωρούσε την Αθήνα μια πόλη ασφαλή, αγνή κατά κάποιο τρόπο. 
   «Αγνή». Αθέλητα ψιθύρισε τη λέξη όπως την είχε ακούσει τότε από το στόμα του πατέρα της. Μια πίκρα ανάβλυσε από μέσα της. Καθισμένη πάνω στον ταξιδιωτικό της σάκο, με τον ήλιο να μετατρέπει τον κόσμο σε απαυγάσματα και αντίλαλους, πήρε την απόφαση να μην του αποκαλύψει τους πραγματικούς λόγους φυγής της από την Αθήνα. Θα του έλεγε πως ήθελε να αλλάξει περιβάλλον, να βρίσκεται κοντά του και άλλα τέτοια, που ίσως να μην έπειθαν τον ευφυή διπλωμάτη. Εν τέλει, ας υπέθετε ο ίδιος ό,τι ήθελε. Στο ένα σκέλος -ότι πληγώθηκε από έναν ατελέσφορο έρωτα- θα έπεφτε μέσα.
   Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Οι λόφοι ολόγυρα φορούσαν τη νύχτα. Τι παράξενο! Βρισκόταν στον τόπο όπου γεννήθηκε και έζησαν οι πρόγονοί της, αλλά το μόνο που τη συγκινούσε ήταν η ονειρική εικόνα που είχε δημιουργηθεί στη φαντασία της από τις αφηγήσεις της γιαγιάς. Για την ώρα, όλη αυτή η κίνηση ετερόκλητων φύλων και φυλών γύρω της τής προκαλούσε αφόρητο εκνευρισμό. Συνέβαλλε φυσικά και η αργοπορία του πατέρα. Είχαν περάσει δυο ώρες από τη στιγμή που κατέβηκε στο λιμάνι. Αποφάσισε να σηκωθεί και να ανηφορίσει μόνη στη Χάμρα. Ήξερε τη διεύθυνση. Θα πήγαινε στο μαγαζί, που το είχαν πάντα ο Ταστζιάν και η Αμάγια. Εκεί βρισκόταν και το σπίτι τους. Από τις φωτογραφίες το ήξερε. Εν πάσει περιπτώσει, ίσως κατάφερνε να το αναγνωρίσει.
   Έκανε προσπάθεια να φορτωθεί το σάκο της -με την απογοήτευση να τη βαραίνει- όταν άκουσε πίσω της τη φωνή του.
   «Ωραία μου!»
   Στράφηκε. Ο πατέρας έστεκε απέναντί της, ευθυτενής, ατσαλάκωτος, με σπορ ενδυμασία, χωρίς το τυπικό κοστούμι του διπλωμάτη. Αποκαρδιωμένη καθώς ήταν, της ήρθε να του βγάλει όλο το θυμό της, αλλά εν τέλει έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά του. Εκείνος την έσφιξε πάνω του και δε σταμάτησε να απολογείται.
   «Κορίτσι μου! Ομορφιά μου! Υπολόγισα λάθος την άφιξη του πλοίου. Ούτε ξέρω πώς μου συνέβη αυτό. Σε κούρασε το ταξίδι; Δείχνεις καταπονημένη», της έλεγε ενώ της σκούπιζε τα μάτια.
   Ένιωσε ντροπή που έμπηξε τα κλάματα σαν παιδί. Αργότερα, όταν καθόταν δίπλα του στο αμάξι -στις ιδιωτικές του στιγμές δεν χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο του προξενείου, ούτε τον διατιθέμενο οδηγό- ένιωσε την ανάγκη να δικαιολογηθεί:
   «Με συγχωρείς γι' αυτό. Είναι από τη χαρά μου που συναντηθήκαμε».
   «Έκανες καλά που ήρθες, Οριάν», την καθησύχασε και της έσφιξε το χέρι.
   «Και εγώ χαίρομαι που βρίσκομαι στον τόπο όπου γεννήθηκα. Πραγματικά χαίρομαι», του είπε και αφέθηκε να κοιτάξει έξω από το παράθυρο την πόλη.
   Η Βηρυτός! Ακμαία, σεμνότυφη, πόρνη. Με αυτό το τρίπτυχο την περιέγραφε η γιαγιά. Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε ότι την αποκαλούσε επίσης «κλειτορίδα» ανάμεσα στον Λίβανο και τον Αντιλίβανο, «που όλοι θέλουν να γαμήσουν». Όσο γερνούσε η αρχαιοτέρα Οριάνθη, γινόταν περισσότερο αθυρόστομη. Έτσι κι αλλιώς, δεν πίστευε στην αθανασία της ψυχής, ούτε πως η ψυχή βρομίζει με τα λόγια. Οι ακάθαρτες πράξεις είναι αυτές που μολύνουν τις κοινωνίες των ανθρώπων.
   Ο πατέρας αποφάσισε να την κάνει ένα γύρο με το αμάξι για να χαιρετίσει την πόλη. Έβγαλε το μισό της σώμα από το παράθυρο. Μια ζεστή αύρα έφερνε από το όρος Λίβανος ένα κοκτέιλ αρωμάτων, για να ανταμωθούν με την ανάσα της Μεσογείου. Οι καπνοί των λουλάδων -που αδιάλειπτα κάπνιζαν στους καφενέδες- μάχονταν να εξουδετερώσουν την καυτή αποφορά του λαδιού, της πίσσας και των σκουπιδιών. Οι γυναίκες της Ανατολής, στην πλειονότητά τους τσεμπερωμένες, κρέμονταν από το μπράτσο του συζύγου τους, απόλυτα εξαρτημένες απ' αυτό.  Ενώ οι δυτικοτραφείς έσερναν τον αέρα της κοσμοπολίτικης ανεξαρτησίας και τον κομπασμό του αποικιοκράτη. Όσο για τους μιμητές του «κακομασημένου» δυτικού προτύπου, ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα.
   Τα λόγια της γιαγιάς έβρισκαν την ερμηνεία τους πια. «Η Βηρυτός, Οριάν μου, είναι μια σκακιέρα. Πάνω της παίζουν αρπακτικά με γαμψά νύχια». Και πόσο όμορφη μάσκα φορούσαν τα αρπακτικά! Άντρες και γυναίκες -ομοιώματα χολιγουντιανών αστέρων- βολτάριζαν στην προκυμαία ανάμεσα στις συστάδες των φοινικόδεντρων ή έπαιρναν τα απεριτίφ τους ατενίζοντας το πέλαγος από τα πολυτελή ξενοδοχεία της λεωφόρου Κορνίς.
   Ο πατέρας διέκοψε τους συλλογισμούς της.
   «Τι σκέφτεσαι;» 
   «Τη γιαγιά. Θα λυπήθηκε πολύ όταν άφησε τη Βηρυτό. Είναι τόσο όμορφη πόλη!»
    «Κι εγώ λυπήθηκα τότε. Πάρα πολύ μάλιστα. Αλλά να που κάναμε έναν κύκλο ζωής, για να επιστρέψουμε στην αφετηρία μας, παιδί μου. Όμως, σ' εκείνη τη συγκυρία, η φυγή ήταν μονόδρομος...» της είπε και άλλαξε κουβέντα βιαστικά: «Έχεις πάρει οριστικά την απόφαση να μείνεις μαζί μου στο πατρικό σπίτι;»
   «Φυσικά».
   Ο πατέρας της απαιτούσε κατ' αρχάς μιαν εξήγηση για το λόγο που εγκατέλειψε τη σχολή της στο τελευταίο έτος. Έδειχνε τόσο ενθουσιασμένη με τις σπουδές, τους καθηγητές, το κλίμα...
   Η Οριάν βρήκε εύκολα τη δικαιολογία.
   «Από κάποια στιγμή και ύστερα, θαρρούσα πως βάλτωνα. Επαναλάμβανα τα ίδια και δεν υπήρχε εξέλιξη. Η τέχνη μιλάει μέσα μου, κι εγώ θα υπακούσω στις εντολές της. Ωστόσο, αποφάσισα να εξασκήσω και εδώ το επάγγελμα της ράφτρας. Θα μου επιτρέψεις να μετατρέψω ένα δωμάτιο του σπιτιού σε ατελιέ ραπτικής; Όσο για σένα, ως κοσμοπολίτης, θα με συστήσεις στις πρώτες πελάτισσες».
   Στο κεφάλι της οργάνωσε και τις δικαιολογίες και την απολογία. Και ο πατέρας της δε μπορούσε παρά να υποκύψει. Είχε λείψει πολύ ο ένας στον άλλο, και η Οριάν ήρθε σε μια στιγμή που κι ο ίδιος ήταν έτοιμος να της το προτείνει. Η κοινή ανάγκη δεν άφηνε περιθώρια για αντεγκλήσεις. Θα προτιμούσε βέβαια να είχε πάρει το πτυχίο της. Γνώριζε πως η κόρη του έφερε πολλά από τα χαρακτηριστικά της μάνας του. Είχε θέληση, πείσμα και ενθουσιασμό. Αν ο ενθουσιασμός χανόταν, εξαφανιζόταν μαζί και η θέληση. Αυτός υπερασπιζόταν με τον τρόπο του τις επιλογές της. Αν όφειλε κάτι ως πατέρας, ήταν να απολογηθεί για την απουσία του από την ανήλικη ζωή της. Αυτό δεν σήμαινε επ' ουδενί έλλειψη αγάπης. Έπρεπε εκείνα τα χρόνια να αγωνιστεί και ο ίδιος για την ενηλικίωσή του.
   Το σπίτι τους βρισκόταν σε έναν από τους πλέον εμπορικούς δρόμους της Χάμρα, αρκετά κοντά στην Ελληνική Πρεσβεία. Φτάνοντας κάποιος,  αντίκριζε πρώτα το κατάστημα, γιατί η κατοικία ήταν κτισμένη πίσω από ένα μαντρότοιχο σε σχήμα πι, γύρω από ένα τετράγωνο, βοτσαλωτό ριάντ (2). Η πρόσοψή του, εμβληματική, διακοσμημένη με ξυλόγλυπτα αετώματα, απέπνεε αρχοντιά και καλαισθησία.
   Στάθηκε για λίγο να θαυμάσει το οίκημα. Αυτό ήταν το σπίτι των προγόνων της. Το σπίτι που έχτισε ο παππούς και η γιαγιά της, φέρνοντας ό,τι καλό από τη Μικρά Ασία. Την πατρίδα απ' όπου βίαια ξεριζώθηκαν.
   Ο Ταστζιάν και η Αμάγια είχαν αφήσει τον παραγιό τους τον Λεό στο κατάστημα και τους περίμεναν  στην εσωτερική αυλή με διάθεση εορταστική. Είχαν ανάψει όλα τα φανάρια και είχαν στρώσει το σοφρά κάτω απ' τη λεμονιά. Άνοιξαν οι αγκαλιές και αφέθηκε η συγκίνηση να κατακλύσει την ατμόσφαιρα. Η Αμάγια είχε ετοιμάσει μαχλουμπέ. Το αγαπημένο οικογενειακό φαγητό. Μοσχομύριζε γιαγιά, Αθήνα και Βηρυτό μαζί.
   Η νυχτερινή υγρασία νότιζε το σώμα της. Ένιωσε να ξεπλένει τη λέρα που έσερνε πάνω της. Το σπίτι την καλοδεχόταν. Έμοιαζε με ασφαλή φωλιά για τη συντετριμμένη ύπαρξή της. Οι άνθρωποι αυτοί τής ενέπνεαν την οικειότητα μιας οικογένειας. Και ο πατέρας της φάνταζε σαν το πνεύμα του Θεού, που μπορούσε να είναι ανά πάσα στιγμή παρών όταν τον χρειαζόταν. Ναι, είχε ανάγκη αυτή την ασφάλεια, και ας παρίστανε τη δυνατή και την επαρκή στις βεβαιότητές της. Με τις νέες προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά της, εκείνο το βράδυ βυθίστηκε σε έναν εξαίσιο, καθαρό ύπνο.
 
Από την ανάμνηση της Άριας - 1963 - 1964
   Προς το τέλος του καλοκαιριού του 1963 η Μαργαρίτα επέδειξε υπέρμετρο ζήλο για τη δουλειά του πατέρα της. Κάθε απόγευμα πήγαινε στη μπακαλοταβέρνα με το πρόσχημα ότι ήθελε να τον βοηθήσει. Έπαιρνε το ποτιστήρι και κατέβρεχε το δρόμο. Αυτή ήταν όλη κι όλη η συνεισφορά της, ωστόσο η μητέρα δεν σταματούσε να την επαινεί, για να τ' ακούει η μεγάλη. «Είδες η Μαργαρίτα; Θα γίνει πρώτη νοικοκυρά. Εσύ; Διαβάζεις... Τι διαβάζεις; Τι βιβλία είν' αυτά; Τι λένε;» 
   Γκρίνια και παρατηρήσεις. Η Άρια αναγκαζόταν να απομονώνεται στην κάμαρά της για να μελετήσει ή να διορθώσει τις εργασίες των μαθητών της. Από τη μέρα που έφυγε η Οριάν, την κατέλαβε άκρατη μελαγχολία. Δεν της αποκάλυψε καν τον προορισμό της. Την άφησε να πνίγεται μέσα στην ενοχή. Γνώριζε ελάχιστα πράγματα γι' αυτήν, κι όμως το θυελλώδες πέρασμά της από τη ζωή της πρόλαβε να κλονίσει τις σταθερές της.
   Ένιωθε διαρκώς ένα κενό. Μια έλλειψη. Δεν έκανε εύκολα φιλίες, και η αδελφή της δεν αποτελούσε την καλύτερη συντροφιά. Η δουλειά απορροφούσε πολλές ώρες από την καθημερινότητά της, οι διορθώσεις των γραπτών ακόμα περισσότερες. Έτσι, δεν είχε καθόλου χρόνο να αναζητήσει άλλες φιλίες. Το γεμάτο της πρόγραμμα αποτελούσε και μια καλή δικαιολογία για να μην ακολουθεί τους γονείς της και τη Μαργαρίτα στην καθιερωμένη έξοδο κάθε Κυριακή απόγευμα. Όσο δε πλησίαζε ο καιρός της επανεξέτασης των μαθητών της, έβαλε μαθήματα ακόμα και τις αργίες.
   Ένα κυριακάτικο μεσημέρι -ώρα απολύτου ησυχίας- καθώς επέστρεφε στο σπίτι, σταμάτησε μπροστά στην πολυώροφη οικοδομή που χτιζόταν δίπλα στη μπακαλοταβέρνα. Ο πατέρας, που λίγες μέρες νωρίτερα είχε ανέβει ως επάνω για να προσφέρει παγωμένο νερό  στα εργατόπαιδα, έμεινε ενεός ατενίζοντας τη θέα. Τους περιέγραψε γεμάτος ενθουσιασμό πως «από την ταράτσα θαρρείς ότι θα απλώσεις το χέρι και θα πιάσεις τον Παρθενώνα». Η μητέρα δεν έδειξε κανένα θαυμασμό. Θεωρούσε μεγάλη αμαρτία  να θέλει ο άνθρωπος να φτάσει ως τον ουρανό και πως θα τιμωρηθεί μια μέρα για την έπαρσή του. Ο κυρ Αναστάσης βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του, τονίζοντας ότι ο Θεός δεν παρεμβαίνει στη βούληση. Ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται με την άρρωστη κερδοσκοπική του μανία. Θα καταστρέψει το περιβάλλον, θα καταστραφεί και ο ίδιος. «Αυτό, Ολυμπία, το λένε καπιταλισμό. Κατάλαβες;» Όχι, δεν ήθελε να καταλάβει. Και καλά θα έκανε ο πατέρας να μην άνοιγε τέτοιες επικίνδυνες κουβέντες μπροστά στα κορίτσια.
   Της ήρθε στο νου η συζήτηση και την έπιασαν τα γέλια καθώς ανέβαινε τα σκαλιά του γιαπιού. Σκάλωνε με προσοχή, επειδή παντού ήταν ριγμένες σκουριασμένες πρόκες και σανίδες με ακίδες. Όμως είχε μεγάλη περιέργεια να δει τον Παρθενώνα, αλλά και τον κόσμο από τόσο ψηλά. Ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που ανέβαινε σε πολυώροφο κτίριο. Όλοι στο σπίτι θα κοιμούνταν αυτή την ώρα. Τις Κυριακές το μεσημέρι η μητέρα έπεφτε του θανατά, καθώς ήταν η μόνη μέρα της εβδομάδας που επέτρεπε στον εαυτό της να πιει ένα ποτήρι κρασί, αρκετό ώστε να τη βαράει κάθε φορά κατακούτελα και να τη ρίχνει σε λήθαργο.
   Κόντευε να φτάσει στον έκτο όροφο και από κει στην ταράτσα, όταν το αυτί της συνέλαβε κάτι περίεργα αγκομαχητά. Κοκκάλωσε, έκανε να το βάλει στα πόδια αλλά το μετάνιωσε. Μπορεί κάποιος άνθρωπος να χρειαζόταν βοήθεια. Συνέχισε το ανέβασμα με πάτημα γάτας και, από το κυκλικό άνοιγμα προς τον όροφο, κοίταξε το χώρο. Της κόπηκαν τα ήπατα μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε. Ένας ξεβράκωτος αντρικός κώλος ανεβοκατέβαινε πάνω από δυο ανοιχτά γυναικεία σκέλια. Τρομαγμένη, πάτησε πάνω σ' ένα κομμάτι πισσόχαρτο, και ο θόρυβος έκανε τη γυναίκα να βγάλει το κεφάλι και να κοιτάξει, ενώ ο άλλος, ανενόχλητος, συνέχιζε τη «δουλειά» του.  Κόντεψε να της σταματήσει  η αναπνοή. Στην ανομολόγητη στάση βρισκόταν η αδελφή της, η Μαργαρίτα, η οποία δεν άντεξε το βλέμμα της και έκλεισε τα μάτια ντροπιασμένη και καταποντισμένη. Άχνα δεν έβγαλε η Άρια. Τι να πει άλλωστε. Είχε σαστίσει. Μα πιο πολύ τα έχασε όταν αναγνώρισε τον άντρα που ασελγούσε πάνω στην αδελφή της. Ήταν ο εργολάβος ο Μηνάς. Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας, αφήνοντας πίσω τη Μαργαρίτα να ωρύεται κάτω απ' το βάρος του.
   Επέστρεψε στο σπίτι σαν χαμένη. Ο πατέρας κοιμόταν ακόμα στο τσιμεντένιο κρεβάτι της αυλής, απολαμβάνοντας τον ιαματικό ίσκιο της φλαμουριάς. Από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας την υποδέχτηκε το άρωμα του τούρκικου καφέ που έψηνε η μητέρα. Είχε ξυπνήσει, και αυτή έπρεπε να υποκριθεί την άνετη. Μακάρι να τα κατάφερνε, διότι έτρεμε ολόκληρη. Ο εργολάβος με την αδελφή της! Αυτός ο σιχαμένος τύπος -τακτικός πελάτης του μαγαζιού- που κόρταρε κάθε γυναίκα, ακόμα και ανήλικα κορίτσια! Άκουγε συχνά τον πατέρα της να λέει: «Έτσι μου έρχεται να μην τον ξανασερβίρω. Μου βρομίζει το μαγαζί. Όμως τι να κάνω; Φέρνει κόσμο. Κορίτσια έχω. Πρέπει να τα έχεις καλά με δαύτους. Στην πραγματικότητα, τέτοιοι τύποι κυβερνάνε την Ελλάδα». Ο εμετικός αυτός τύπος «κυβέρνησε» εκτός από την Ελλάδα και την αδελφή της.
   Η φωνή της μητέρας ακούστηκε σαν από άλλο κόσμο.
   «Άρια, κορίτσι μου, ήρθες;»
   Για κάποιον παράξενο λόγο, η χροιά της είχε μια ασυνήθιστη γλύκα. Δεν της απάντησε. Ήθελε επειγόντως μια γουλιά καφέ για να συνέλθει. Ήπιε αυτό που έμεινε στο μπρίκι, πασχίζοντας να μιλάει με σταθερή φωνή. Επέστρεψε ψόφια και είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ησυχάσει το κεφάλι της.
   «Η Μαργαρίτα έπεσε για ύπνο το μεσημέρι και δεν έχει σηκωθεί. Άντε, φώναξέ τη να πάει τον καφέ στον πατέρα σας».
   Δαγκώθηκε. Προχώρησε διστακτικά προς το δωμάτιο της Μαργαρίτας, όταν την είδε να τρυπώνει στο σπίτι από το παράθυρο του ακάλυπτου. Το άφηναν ορθάνοιχτο τους καλοκαιρινούς μήνες, γιατί έφερνε ένα δροσερό ρεύμα. Τα μάτια τους συναντήθηκαν, και τότε είδε διάχυτο τον τρόμο στο βλέμμα της αδελφής της. «Μην πεις τίποτα στη μητέρα. Σε παρακαλώ». «Δεν είμαι σαν τα μούτρα σου», της πέταξε και κλείστηκε στην κάμαρά της απογοητευμένη και αηδιασμένη. Αλλιώς είχε φανταστεί το μπέρδεμα των σωμάτων στον έρωτα. Η σκηνή που είδε τη γέμισε αποστροφή.
   Η συμπεριφορά της απέναντι στη Μαργαρίτα άλλαξε. Την απέφευγε μέσα στο ίδιο σπίτι. Τις νύχτες κλείδωνε την πόρτα του δωματίου της. Πολλές φορές η αδελφή της προσπαθούσε να την επισκεφτεί για να μιλήσουν, αλλά της έκοψε κάθε γέφυρα επικοινωνίας. Ήθελε να υποστεί τις συνέπειες, όχι τόσο της πράξης της, όσο της υποκρισίας της.
   Η «τιμωρία» για τη Μαργαρίτα ήρθε στα τέλη Σεπτεμβρίου.
   Το σπίτι γιόρταζε την είσοδο της Άριας στη Νομική Σχολή, στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Η μητέρα έφτιαξε γλυκά και τα μοίρασε στη γειτονιά και σε όλο το σόι, για να διατυμπανίσει την επιτυχία της μεγάλης της κόρης. «Της αριστεύσασας», σύμφωνα με τη δική της προσθήκη στα δεδομένα.
   Η Μαργαρίτα καθόταν μαζεμένη σε μιαν άκρη σαν δαρμένο σκυλί. Όλοι πίστεψαν ότι από ζήλια και μόνο κρατούσε αυτή τη στάση και τη συμβούλευαν να εντείνει τις προσπάθειές της για να μπει κι αυτή την επόμενη χρονιά στο πανεπιστήμιο. Μέχρι που στις αρχές του Νοέμβρη λύθηκε το μυστήριο. Ο εργολάβος έφτασε στη μπακαλοταβέρνα και ζήτησε από τον πατέρα το χέρι της μικρής του κόρης, αφού σε λίγο δεν θα μπορούσε πια να κρύψει την εγκυμοσύνη της. Θρήνος και οδυρμός από τη μητέρα. Η υπεράνω πάσης υποψίας Μαργαρίτα τής έριχνε τόσον καιρό στάχτη στα μάτια! Αδιανόητο! Ο πατέρας υπήρξε πιο ανεκτικός. Κορίτσι άπραγο ήταν, την ξεγέλασε ο ανέντιμος άντρας, ο οποίος αποδείχτηκε συν τω χρόνω και ασυνείδητος. Προκειμένου να νυμφευτεί τη θυγατέρα του, απαίτησε να του παραχωρήσει το πατρικό σπίτι με αντιπαροχή. Τις μέρες των διαπραγματεύσεων, πένθιμη σιωπή κατέκλυσε την οικογένεια. Τελικά, ο πατέρας, υπό την πίεση του εργολάβου, της μητέρας και της Μαργαρίτας, υπέκυψε. Υπέγραψε συμφωνητικό με το οποίο παραχωρούσε το σπίτι των παππούδων και των πατέρων του στην κερδοσκοπία του ανελέητου και μισητού ανθρώπου. Του κοινού εκβιαστή.
   Μάταια η μητέρα προσπαθούσε να δείχνει στη γειτονιά και στους συγγενείς χαρούμενη. Η Μαργαρίτα εγκατέλειψε το σχολείο στην τελευταία τάξη και παντρεύτηκε έναν άντρα είκοσι και πλέον χρόνια μεγαλύτερό της. Το χειρότερο όλων ήταν πως άπαντες διέκριναν το αφύσικο πάχος της και την τουρλωτή κοιλιά της, την οποία ο κορσές αδυνατούσε να υποτάξει.
   Η αλλαγή στη ζωή τους ήρθε σαρωτική. Άφησαν με θρήνους το σπιτικό τους και μετακόμισαν στο πατρικό της κυρίας Ολυμπίας στα Πατήσια, όπου έπρεπε να συγκατοικούν με τους γονείς της μέχρι να χτιστεί η πολυκατοικία και να μεταφερθούν στο διαμέρισμα που τους αναλογούσε από την αντιπαροχή. Η Μαργαρίτα ακολούθησε το σύζυγό της στη σπιταρόνα του, αλλά θα έπαιρνε και το ρετιρέ στη νεόδμητη οικοδομή. Στην Άρια έλαχε ένα μικρό διαμέρισμα στον πρώτο όροφο.
   Η καταστροφή τούς βρήκε απροετοίμαστους. Η Ολυμπία έπεσε σε μελαγχολία, ο παππούς και η γιαγιά γκρίνιαζαν, επειδή αναστατώθηκε η γεροντική τους βολή, και ο καημένος ο πατέρας φρόντιζε να μένει όσο το δυνατόν περισσότερο στην ταβέρνα του. Όταν επέστρεφε -αν και κατάκοπος- η μητέρα είχε το ζωνάρι λυμένο για καβγά. Όχι για την κόρη τους, που τους την έφερε ενώ αυτή της είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη, αλλά για το σπίτι που χάσανε για να καλύψουν τις πομπές της. Το σπιτικό τους, με τις μεγάλες κάμαρες, τις αυλές και τα περιαύλια με τα παρτέρια γεμάτα λουλούδια. Παρακάλεσε τους εργάτες που το γκρέμιζαν να αφήσουν στην άκρη τη φλαμουριά, να πάει να μαζέψει τα φύλλα της για αφέψημα. Ώσπου να πάει, το είχαν πετάξει στη χωματερή το δέντρο της μαζί με τα μπάζα. Ο πατέρας, πάντα μειλίχιος, αγωνιζόταν να της δημιουργήσει νέο όνειρο, για να βρει μέσα στους κόλπους του κάποιον αναπαμό. «Για σκέψου όμως, Ολυμπία μου. Στο διαμέρισμα θα είσαι ξεκούραστη. Δεν θα έχεις αυλές να σκουπίζεις, μήτε ξύλινα πατώματα να τρίβεις. Λένε πως τα μωσαϊκά λαμποκοπούν και πως με ένα μόνο πέρασμα τελείωσες. Μεγαλώνουμε, Ολυμπία μου. Τι θέλεις; Να ταλαιπωρείσαι μέχρι τα γεράματα;»  Η κυρα-Ολυμπία επέμενε πεισματικά πως οι δουλειές του σπιτιού της δεν ήταν κούραση, ήταν η χαρά της. Ο ρόλος της στη ζωή.
   Και πράγματι. Για τη μητέρα, τα οικιακά αποτελούσαν μια καθημερινή ιεροτελεστία, επαναλαμβανόμενη με ακρίβεια δευτερολέπτου. Ήταν ο αέναος διάλογος με τον εαυτό της, μέσα από τον οποίο κατασκεύαζε  τη νόρμα της, για να την επιβάλει τελικά σε όλη την οικογένεια. Ανέθετε κάποιες δουλειές στα κορίτσια, αλλά εκείνη κρατούσε την πρωτοκαθεδρία. Συγκεντρωτική, αεικίνητη, ακάματη, ανυποχώρητη σε ό,τι αποφάσιζε. Συχνά την έπιαναν να μονολογεί καθώς γονατισμένη περνούσε τα ξύλινα πατώματα με την παρκετίνη, ή να συνομιλεί με τα λουλούδια και τα δέντρα της αυλής. Κατοικίδια δεν ήθελε στο σπίτι. Αν τρύπωνε καμιά αδέσποτη γάτα στο βασίλειό της, είχε ένα σίγουρο τρόπο να την πετάει έξω. Με μια κίνηση, έβαζε το πόδι κάτω από την κοιλιά του ζώου και το εκσφενδόνιζε πάνω απ' τον αυλόγυρο. Ποτέ δε μιλούσε για ό,τι συνέβαινε στα μύχια της ψυχής της. Δε ζητούσε γνώμη, δεν αντάλλασσε απόψεις. Με τον πατέρα κρυφοκουβέντιαζαν κάποιες φορές, εκείνη όμως είχε πάντοτε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Συνήθως τον έψεγε για όλα, για πράγματα που έκανε και για όσα δεν έκανε. Και αυτός βρισκόταν διαρκώς στη θέση του υπόδικου ή του απολογούμενου. Η μητέρα είχε την εντύπωση πως έλεγχε ακόμα και τις ανάσες τους. Πώς λοιπόν την έπιασε στον ύπνο η καταιγίδα; Δε μπορούσε να συγχωρήσει στον εαυτό της την απρόβλεπτη τροπή που πήρε η ζωή τους. Θαρρούσε πως είχε τα πάντα οργανωμένα και δρομολογημένα. Η σταθερότητα στην οικογένεια και η ροή τής κάθε μέρας ήταν υπό τη δική της εποπτεία. Και τώρα ένιωθε άδεια, αφού όλα τούτα τα καθήκοντα τελούνταν μέχρι τότε στο δικό της βασίλειο.
   Όμως, αντί η εκτροπή από την «κανονικότητα» να την προβληματίσει και να την οδηγήσει σε μια διαφορετική λογική, την έκανε περισσότερο νευρική και ευερέθιστη. Ο παππούς και η γιαγιά ανέλαβαν να τη «συνετίσουν» με διαρκείς παραινέσεις και υποδείξεις. Υπέργηροι και οι δύο, βρήκαν στο πρόσωπο της κόρης τους την ιδανική οικονόμο. Ο πατέρας με το πρόσχημα ότι έπρεπε να επιβλέπει την πρόοδο των εργασιών στην οικοδομή του γαμπρού του, δεν επέστρεφε το μεσημέρι στο σπίτι. Η Άρια έμενε όλη τη μέρα στη Νομική και το απόγευμα περνούσε από τους συλλόγους των Λαμπράκηδων, κυρίως για να παρακολουθεί τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Έτσι, η Ολυμπία έβραζε στο ζουμί της, καθώς οι γονείς της δε σήκωναν μύγα στο σπαθί τους. Η γιαγιά Μαργαρίτα ύψωνε απειλητικά το μπαστούνι με το σκαλιστό κεφάλι γάτας, αν τολμούσε να τη διακόψει από το κουμ καν που έπαιζε ολημερίς με τον παππού, για ενίσχυση της μνήμης. Μέσα στην αφόρητη κατάσταση, η μητέρα συμβιβάστηκε να υπηρετεί τους γονείς της έναντι της φιλοξενίας που απρόθυμα τους παρείχαν, μέχρι να ολοκληρωθεί η πολυκατοικία.
   Η Άρια, όσες ώρες βρισκόταν στο σπίτι, αφού έτρωγε κατιτίς -συνήθως προτιμούσε να πληρώνει ένα μικρό αντίτιμο για να γευματίζει στη φοιτητική εστία- έμενε κλεισμένη στο δωμάτιό της. Οι παππούδες της την εκνεύριζαν. Αντί τα χρόνια που έζησαν -γεμάτα εμπειρίες όπως οι ίδιοι καυχιόνταν- να προσθέσουν στη σκέψη τους σοφία, τους φούσκωσαν τον εγωισμό. Κάθε φορά που τη συναντούσε ο παππούς, τη ρωτούσε το ίδιο πράγμα. «Αφού δε θα γίνεις δικηγόρος, τι ακριβώς σπουδάζεις στη Νομική, Αριστέα μου;» «Πολιτικές επιστήμες, παππού». «Δηλαδή και τι επάγγελμα ακριβώς θα κάνεις;» «Ανεπάγγελτος», έσπευδε να καλύψει το κενό η μητέρα, που, παρά τις γιορτές και τα μοιράσματα γλυκών για τα μάτια του κόσμου, πληγώθηκε πολύ όταν έμαθε ότι η κόρη της δεν είχε περάσει στη Φιλοσοφική.
   Ένεκα των συνθηκών, οι δεσμοί με τον πατέρα της συσφίχτηκαν περισσότερο. Κάθε πρωί έπαιρναν μαζί το τρόλεϊ. Ο πατέρας κατέβαινε στο Μουσείο κι εκείνη συνέχιζε μέχρι την οδό Ακαδημίας, για να πάει στη Νομική. Μακριά από το βλέμμα του «επιλοχία» αλλά και των παππούδων, ο κυρ Αναστάσης γινόταν ιδιαίτερα ομιλητικός και δε δίσταζε να φανερώσει τα αισθήματά του. Την αγκάλιαζε δημόσια, γελούσε κι έλεγε ευφυολογήματα, τα οποία η Άρια δε μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα έβγαιναν από το στόμα του. Μα και ο ίδιος άρχισε να γνωρίζει σε βάθος την κόρη του, που η κρεβατομουρμούρα της μητέρας την περιέγραφε ως οκνή, ανεπρόκοπη, πονηρή, έτοιμη να εξοκείλει στο βόρβορο της κοινωνίας. Όχι πως την πίστευε. Αλλά πλέον είχε την ευκαιρία  να διαπιστώσει πως η θυγατέρα του, εκτός από όμορφη, ήταν και βαθιά σκεπτόμενη. Δεν έκρυβε την περηφάνια του που η δική του κόρη, αντί να τρέχει πίσω από τη λεγόμενη «Χρυσή Νεολαία», στους διαγωνισμούς χορού και στο κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού, προτιμούσε να περνάει το χρόνο της στα στέκια των Λαμπράκηδων, εκεί όπου σύχναζε η αφρόκρεμα των νέων. Κάθε τόσο της ψιθύριζε στο αυτί με τρόπο συνωμοτικό το σύνθημα που ακουγόταν σαν βουή λαού στην κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη: «Κάθε νέος και Λαμπράκης».
   Την ευχαριστούσε πολύ η πρωινή διαδρομή με τον πατέρα της. Μιλούσαν επί παντός επιστητού, εκτός από το θέμα της Μαργαρίτας. Λες και είχαν αποδεχτεί το γάμο της σαν τη μοίρα που η ίδια επιδίκασε στον εαυτό της. Δεν είχαν καν ιδέα αν πράγματι ήταν ευχαριστημένη με το αίσιο τέλος μιας άωρης σχέσης και αν ήξερε να διαχειριστεί αυτό που λέγεται οικογενειακός βίος. Υπήρχαν στιγμές που η Άρια ανακαλούσε τη σκηνή «τρόμου» στον τελευταίο όροφο της ημιτελούς πολυκατοικίας. Διότι ερωτική σκηνή δε θα την έλεγε, και, φυσικά, της έφερνε αναγούλα η ιδέα πως κάποτε θα βίωνε κι εκείνη κάτι τόσο σιχαμερό. Μετά το γεγονός, μια απέχθεια την απομάκρυνε από τη Μαργαρίτα. Πιο οδυνηρό ακόμα ήταν το ότι έπρεπε να κρύβει τις αρνητικές της σκέψεις, αφού επρόκειτο για την αδελφή της. Όσο για τον εργολάβο, δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει. Και ενώ ήξερε πως κι ο πατέρας έτρεφε τα ίδια αισθήματα, της συνιστούσε να κρατάει τα προσχήματα, και αυτό τη δυσαρεστούσε. Περισσότερο όμως την απογοήτευσε όταν τη συμβούλεψε να είναι ευγενής, γιατί μετά το τέλος των σπουδών της ο εργολάβος θα της φαινόταν χρήσιμος. «Λύνει και δένει ο Μηνάς, παιδί μου. Και με αυτή την κυβέρνηση και με την προηγούμενη και με την επόμενη». Τα έλεγε ο καημένος ο πατέρας και ας καταλάβαινε τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευσή της. Θα ήθελε να της μιλάει για αντισυμβατικούς δρόμους, παρότι κατανοούσε και την ανάγκη του να την προστατεύσει. Να μην την αφήσει να παγιδευτεί στα όνειρα, χωρίς να γνωρίζει τι τρέχει εκεί έξω στον παλιόκοσμο. «Εργολάβοι και πολιτικοί πάνε αντάμα σ' ετούτη τη χώρα, κορίτσι μου. Μα σάμπως και η πολιτική εργολαβία δεν είναι;»
   Κάθε Κυριακή μεσημέρι, κατ' απαίτηση του παππού, ο Μηνάς και η Μαργαρίτα αφικνούνταν με τη Σεβρολέτ Μπελ Αίρ Κονβέρτιμπλ. Έφερναν μαρόν τυλιγμένα σε χρυσόχαρτα, για να ευχαριστήσουν τη γιαγιά και σοκολατένιες ελιές γεμιστές με αμύγδαλα, που ήταν η προτίμηση του παππού, αφού, έτσι, είχε την ευκαιρία να κάνει επίδειξη των κραταιών ακόμα δοντιών του. «Της πεθεράς του... τίποτα», παραπονιόταν κρυφά στο αυτί του άντρα της η τσούχτρα κυρα-Ολυμπία, για να πάρει την τίμια απάντηση: «Από σένα, Ολυμπία μου, ό,τι θέλησε να πάρει, το πήρε. Τώρα έχει άλλο σκοπό. Να μου το θυμηθείς αυτό». Ο πατέρας υποπτευόταν πως ο εργολάβος είχε βάλει στο μάτι το «φιλέτο» του παππού στα Πατήσια, και ήταν ζήτημα χρόνου να το φάει. Όμως η υποψία του ήταν το κρυφό μυστικό που μοιραζόταν μόνο με την Άρια, γι' αυτό αντάλλασσαν νοήματα κάθε φορά που ο εργολάβος πλεύριζε τον παππού.
   Ο γέρος, από τη μεριά του, έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στον επιτυχημένο γαμπρό τους. Δεν τον είχαν κερδίσει μόνο οι σοκολατένιες ελιές και τα μαρόν -από την ακριβότερη πατισερί των Αθηνών- αλλά και η Σεβρολέτ, επειδή ήταν το μοντέλο με το οποίο κυκλοφορούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Λάτρης του Γέρου ο παππούς, λάτρεψε ισάξια και τον εργολάβο, ο οποίος δήλωνε ακραιφνής οπαδός και γενναίος χορηγός της Ενώσεως Κέντρου.
   Πριν ακόμα ο Μηνάς γίνει γαμπρός του, ο κυρ Αναστάσης έμαθε από πελάτη της ταβέρνας ότι πατρονάριζε την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στην άκρη της γλώσσας του το είχε το κεντρί να του το πετάξει, κάθε φορά που υπερθεμάτιζε μπροστά στον παππού για τα έργα και τις ημέρες του Γεωργίου Παπανδρέου. Όμως έδινε τόπο στην οργή, μην τυχόν και γίνει κανένας καβγάς. Όχι με τον εργολάβο, που σε έσφαζε με το βαμβάκι, αλλά με τον αψίκορο πεθερό του, συνεπικουρούμενο από την πεθερά, η οποία ποτέ δε χώνεψε το γεγονός ότι η θυγατέρα της πήγε και παντρεύτηκε μπακάλη, ενώ της προξένευαν ολόκληρο υπάλληλο της Νομαρχίας.
   Ο πατέρας απέφευγε τις πολιτικές κουβέντες, αν και ήταν κοινό μυστικό ότι συμπαθούσε την ΕΔΑ. Όποτε πήγαιναν στη μπακαλοταβέρνα ομόφρονες, ένας προσεκτικός παρατηρητής θα διέκρινε πως ο κυρ Αναστάσης είχε διαφορετική στάση. Κάπως συνωμοτική θα έλεγε κανείς. Όταν την περασμένη άνοιξη δολοφονήθηκε ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης, έκλεισε το μαγαζί σε ένδειξη πένθους και πήγε στην κηδεία αδιαφορώντας για τη γκρίνια της κυρα-Ολυμπίας και την τιμωρία της κρεβατομουρμούρας. Αν και δεν ανακατευόταν εμφανώς, κυκλοφορούσε η πληροφορία ότι στα χρόνια της Κατοχής το υπόγειο της ταβέρνας ήταν κρησφύγετο του ΕΑΜ και ενός ασυρμάτου. Πάντως, από το φόβο του πανταχού παρόντος αστυφύλακα, στα τραπέζια της μπακαλοταβέρνας περιφερόταν μόνο ο αστικός Τύπος, τη δε «Αυγή» τού την έφερνε κρυφά ένας φίλος του και τη διάβαζε στο σπίτι. Αφού την ξεκοκκάλιζε, την έκαιγε στο νεροχύτη φύλλο φύλλο. Δεν εφησύχαζε. Περίμενε ανά πάσα στιγμή κάτι κακό να συμβεί, με την πολιτική εμπάθεια και τη μισαλλοδοξία που καλλιεργούσε η πόλωση των μετεμφυλιακών κομμάτων. Έτρεμε στη σκέψη ότι μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο τα κορίτσια του. Μια μέρα τον άκουσαν να λέει στη μητέρα πως αν μπουκάρουν κάποτε οι χωροφύλακες, δε θα αφήσει να του βρουν ίχνος ενοχής. Η Ολυμπία πάλευε εκείνη τη μέρα να ξεβάψει με χλώριο την κάπνα που άφησε στη μαρμάρινη γούρνα του νεροχύτη το κάψιμο μιας ακόμα εφημερίδας. Η ίδια μισούσε τον κομμουνισμό. Όχι τόσο για τις ιδέες του περί κατάργησης της ιδιοκτησίας, αλλά περί του Θεού. Δε μπορούσε να φανταστεί την ύπαρξη του ανθρώπου χωρίς τον Θεό να κινεί τα νήματα της ζωής του και να απονέμει τη μετά θάνατον δικαιοσύνη στα πιστά, πλην αδικημένα τέκνα του. Η μητέρα εξέφραζε την απόλυτη θέση πως ο άνθρωπος χωρίς τον Δημιουργό δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης. Για όλα τούτα, έπεισε τον εαυτό της ότι δεν έκανε δα και κανένα έγκλημα ο Μηνάς. Ούτε ήταν σοβαρό παράπτωμα η πρόωρη γκαστριά της Μαργαρίτας, αφού στο τέλος την αποκατέστησε. Εξάλλου, ήταν καλός άνθρωπος. Κάθε Κυριακή εκκλησιαζόταν και έκανε δωρεές στον Άγιο Παντελεήμονα. Η ευσεβής του συνήθεια καταλάγιαζε μέσα της το θυμό  για την κοροϊδία απέναντι στην κόρη της  και εξιλέωνε τον θρήσκο άνθρωπο για το αμάρτημά του πρώτα να διακορεύσει μια παρθένα και κατόπιν να τη στεφανωθεί. Έπειτα, έβλεπε ότι η δευτερότοκη κόρη της ζούσε μες στα λούσα σα βασίλισσα, και επειδή ήταν άμαθη στο νοικοκυριό, ο σύζυγός της τής πήρε και υπηρέτρια. Πάνω απ' όλα όμως, θα την έκανε γιαγιά, και προετοιμαζόταν δεόντως για το νέο της ρόλο.
   Τελικά, και παρά τη δυσπιστία του πατέρα, ο εργολάβος εν όψει των εκλογών, δήλωσε ανοιχτά την υποστήριξή του στην Ένωση Κέντρου. Τότε η συμπάθεια του παππού έφτασε στα όρια της λατρείας. Κάθε φορά που τους επισκεπτόταν -μόνος, χωρίς τη Μαργαρίτα- ο παππούς απαρνιόταν τη γιαγιά και έβαζε εκείνον συμπαίκτη στα χαρτιά. Για τη γιαγιά αυτό ισοδυναμούσε με εσχάτη προδοσία, και από τότε έπαψε να του μιλάει. Για αντιπερισπασμό, σκέφτηκε να τραβήξει το ενδιαφέρον της Άριας. Γνωρίζοντας πόσο της άρεσαν οι παλιές ιστορίες, προσπάθησε να τη δελεάσει ιστορώντας -με μπόλικη δόση υπερβολής- τη θητεία της στο παλάτι όταν ήταν μόλις δεκαπέντε ετών και μπήκε στην υπηρεσία της Ασπασίας Μάνου, συζύγου του βασιλέα Αλέξανδρου Α'. Πέθανε ο καημένος νεότατος από δάγκωμα μαϊμούς. Ένεκα της αγάπης που της έδειξε η βασίλισσα, η γιαγιά έγινε βασιλόφρων.
   Η αλήθεια είναι πως παρά τις διαφορετικές πολιτικές προτιμήσεις και τη θρησκοληψία της μητέρας, επικρατούσε μια εύθραυστη εκεχειρία μέσα στο σπίτι. Προς χάριν της αρμονικής συμβίωσης, δεν έκαναν πολιτικές συζητήσεις, μέχρι που ήρθε ο εργολάβος, να μονολογεί χωρίς αντίλογο. Ο πατέρας εξαφανιζόταν για να μην αρπαχτεί μαζί του. Ενώ παρουσίαζε την εικόνα ανθρώπου που μιλάει για την πολιτική χωρίς εμπάθεια, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να υπεραμύνεται των συμφερόντων του. Ανήκε εκεί όπου του έδιναν το μεγαλύτερο πακέτο δημόσιων έργων. Όσο για τα ιδιωτικά κονδύλια, ήταν μαέστρος στο να τα ροκανίζει. Είχε μία μέθοδο αλάνθαστη. Γίνε φίλος, μάθε τις προτιμήσεις του άλλου και ικανοποίησε μερικές ελλείψεις του, πήγαινε με το μέρος του όταν όλοι τού πάνε κόντρα, κολάκεψέ τον. Εφαρμόζοντας τη μέθοδό του στον παππού, δεν άργησε να του «φάει» και το «φιλέτο» στα Πατήσια. Έτσι, μετά την αποπεράτωση της πολυκατοικίας, κατεδαφίστηκε και το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, και έφτασε η σειρά της Ολυμπίας να φιλοξενήσει τους γέρους στο καινούργιο διαμέρισμα της αντιπαροχής. Κάτω από το ρετιρέ του εργολάβου και της Μαργαρίτας! Ο παππούς πετούσε από τη χαρά. Άφησε κενή τη θέση του συμπαίκτη στην τράπουλα, αλλά ο Μηνάς δεν ήρθε ποτέ. Μόνο η Μαργαρίτα με το μωρό -αγόρι και θρεφτάρι- κατέβαινε καθημερινά, για να της μαθαίνει η μάνα της πώς να το φροντίζει.
   Ήταν η εποχή που η Άρια άρχισε πλέον να αναπνέει τον ελεύθερο αέρα της φοιτητικής ζωής. Με πρόσχημα την έλλειψη χώρου στο διαμέρισμα και επειδή η κυρία Ολυμπία βρισκόταν κάθε μέρα σε κατάσταση υστερίας με τους γονείς της και είχε χάσει τον έλεγχο, ζήτησε να μετακομίσει στο άλλο διαμέρισμα. Στη γκαρσονιέρα του πρώτου ορόφου που της έτυχε από τον κλήρο της αντιπαροχής.
   Είχε έρθει πια η ώρα να βγάλουν με τον πατέρα από το υπόγειο και τα πράγματα της Οριάν. Πάντα με συνωμοτικές διαδικασίες, συμφώνησαν οι δυο τους να πουν πως βρήκαν έπιπλα κοψοχρονιά και τα αγόρασαν. Έτσι, η Άρια γλίτωσε την υποχρεωτική συγκατοίκηση και άρχισε να ζει -πάντα υπό τον έλεγχο της μάνας- στο μικρό της διαμέρισμα. Αντέγραψε τη διακόσμηση όπως την είχε απομνημονεύσει από το χώρο της φίλης της, αψηφώντας τον κίνδυνο να επέμβει δραστικά η μητέρα της και να της γεμίσει το σπίτι με κομπλέν και σταυροβελονιές. Κρέμασε στους τοίχους όλες τις αφίσες της Οριάν. Μέσα σ' ένα ξύλινο κιβώτιο βρήκε σε ρολό ένα ασπρόμαυρο πόστερ με τη Μέριλιν Μονρόε που είχε στραμμένη την πλάτη της σε έναν ψηλόλιγνο άντρα -έπλεε στα ρούχα του- με στρογγυλά γυαλιά. Από την αφιέρωση πάνω στην αφίσα πληροφορήθηκε την ταυτότητά του. «She was a super-sensitive instrument and that's exciting to be around... until it starts to self-destruct. Arthur Miller» (3). Της άρεσε πολύ και το κρέμασε πάνω απ' το κρεβάτι της, στη θέση όπου «κανονικά» θα έπρεπε, κατ' απαίτηση της μητέρας, να βάλει ένα εικόνισμα. Ακόμα, στόλισε τους τοίχους με τα πορτρέτα της που είχε ιχνογραφήσει η Οριάν, αλλά και κάποια άλλα σχέδια που της είχε χαρίσει.
   Η ζωή της έμοιαζε να αποκτά μια δική της τάξη. Με τη Μαργαρίτα προσπαθούσε να έρχεται ελάχιστα σε επαφή, ίσα για να βλέπει τον ανιψιό της. Και αυτό, όταν σιγουρευόταν ότι έλειπε ο εργολάβος. Δεν της άρεσε ο τρόπος που την κοίταζε. Σαν το σκυλί που καραδοκούσε να της μεταδώσει τη λύσσα του. Τον φοβόταν ενστικτωδώς και ήθελε να προστατευτεί από το χυδαίο του βλέμμα. Πιο χυδαίο και από τις λέξεις που ξεστόμιζε.
   Εκείνη την εποχή ο πατέρας πείστηκε να επενδύσει σε ένα χάλασμα που του πρότεινε ο Μηνάς κοντά στον Αρδηττό, σε μια περιοχή από τις παλαιότερες της Αθήνας. Θα έκανε καλή τοποθέτηση. Ο κυρ Αναστάσης, έχοντας πείρα πια και υποπτευόμενος τις προθέσεις του γαμπρού και μετ' αυτού της κόρης του -που υπάκουε τυφλά στη θέλησή του- έγραψε το σπίτι απευθείας στην Άρια, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι μπροστά σε μια Ολυμπία που κλαψούριζε υπέρ της Μαργαρίτας. «Έχουμε και άλλη κόρη, Ολυμπία. Πάει και τελείωσε», φώναξε κι έκανε το δικό του. Για πρώτη και τελευταία φορά. Διότι, προκειμένου να μην εγκαταλείψει ο εργολάβος τη Μαργαρίτα, δέχτηκε να δώσει με αντιπαροχή και τη μπακαλοταβέρνα. Μετά απ' αυτό, κλείστηκε ερμητικά στον εαυτό του.
 
 
Πριοβόλου Ελένη, Στη ζωή νωρίς νυχτώνει, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2019
 
Σημειώσεις:
(1) Από το ποίημα «Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνσμπεργκ.
(2) Η αυλή των αραβικών σπιτιών. 
(3) "Ήταν ένα υπερευαίσθητο εργαλείο, μια παρουσία συναρπαστική... μέχρι να αρχίσει να αυτοκαταστρέφεται. Άρθουρ Μίλερ". 

Δεν υπάρχουν σχόλια: