Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

[ Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ]

  

Γρανάδα, 1491
   Πρώτα ακούστηκε μια κραυγή και ύστερα το δυνατό μουγκρητό της φωτιάς που τύλιξε τα μεταξωτά υφάσματα, αμέσως μετά ακολούθησε ένα κρεσέντο από πανικόβλητες φωνές που άρχισαν να εξαπλώνονται από αντίσκηνο σε αντίσκηνο, μαζί με τις φλόγες που πηδούσαν από το ένα μεταξωτό λάβαρο στο άλλο, διατρέχοντας σχοινιά αντιστήριξης και ξεπηδώντας μέσα από ανοίγματα από μουσελίνα. Τα άλογα άρχισαν να χλιμιντρίζουν τρομοκρατημένα και οι άνθρωποι φώναζαν για να τα καλμάρουν, αλλά ο τρόμος στις φωνές τους χειροτέρεψε τα πράγματα, ώσπου ολόκληρη η κοιλάδα φωτίστηκε από χιλιάδες πύρινες λαίλαπες και η νύχτα κατακλύστηκε από μανιασμένους καπνούς, κραυγές και ουρλιαχτά.
   Το κοριτσάκι πετάχτηκε έντρομο από το κρεβάτι του, ζητώντας τη μητέρα του και φωνάζοντας στα ισπανικά: «Οι Μαυριτανοί; Έρχονται να μας πιάσουν οι Μαυριτανοί;»
   «Θεέ μου, σώσε μας, έβαλαν φωτιά στο στρατόπεδο!» αναφώνησε η γκουβερνάντα της. «Παναγία Θεοτόκε, θα με βιάσουν κι εσένα θα σε σουβλίσουν με τα γιαταγάνια τους».
   «Μητέρα!» φώναξε το παιδί πασχίζοντας να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Πού είναι η μητέρα μου;» 
    Το κοριτσάκι πετάχτηκε έξω, με τη νυχτικιά της να ανεμίζει γύρω από τα πόδια της, ενώ το ύφασμα της σκηνής της άρπαξε φωτιά και λαμπάδιασε σε μια κόλαση πανικού. Τα χιλιάδες αντίσκηνα του στρατοπέδου είχαν πάρει φωτιά και οι φλόγες υψώνονταν στη σκοτεινή νυχτιά σαν πύρινα σιντριβάνια, πετώντας σαν σμήνη πυγολαμπίδων και μεταδίδοντας την καταστροφή.
   «Μητέρα!» ούρλιαξε.
   Μέσα από τις φλόγες ξεπρόβαλαν δύο τεράστια σκουρόχρωμα άλογα, σαν μυθικά ζώα που κινούνταν σαν ένα, που διαγράφονταν κατάμαυρα μπροστά στη λάμψη της φωτιάς. Από την αφάνταστα ψηλή θέση της, η μητέρα του παιδιού έσκυψε για να μιλήσει στην κόρη της που έτρεμε, με το κεφάλι της να φτάνει μόλις μέχρι τον ώμο του αλόγου. «Μείνε με την γκουβερνάντα σου σαν καλό κορίτσι», διέταξε η γυναίκα, χωρίς ίχνος φόβου στη φωνή της. «Εγώ και ο πατέρας σου πρέπει να πάμε για να δείξουμε σε όλους ότι είμαστε εδώ».
   «Άσε με να έρθω μαζί σου! Μητέρα! Θα καώ. Άσε με να έρθω κι εγώ! Οι Μαυριτανοί θα έρθουν να με πιάσουν!» Το κοριτσάκι σήκωσε τα μπράτσα προς τη μητέρα της.
   Η λάμψη της φωτιάς λαμπύρισε παράξενα πάνω στο θώρακα και στις στολισμένες με ανάγλυφα περικνημίδες της μητέρας της, σαν να ήταν και η ίδια φτιαγμένη από μέταλλο, μια γυναίκα καμωμένη από ασήμι και χρυσάφι, καθώς έσκυψε μπροστά και είπε αυστηρά: «Αν δεν με δουν οι άντρες, θα λιποτακτήσουν. Δεν θες να γίνει κάτι τέτοιο».  
   «Δεν με νοιάζει!» τσίριξε το πανικόβλητο παιδί. «Δεν με νοιάζει τίποτα, μόνο εσύ! Σήκωσέ με!»
   «Ο στρατός προηγείται», είπε αποφασιστικά η γυναίκα πάνω στο ψηλό μαύρο άλογο. «Πρέπει να πάω για να με δουν».
   Έστρεψε το κεφάλι του αλόγου της μακριά από την πανικόβλητη κόρη της. «Θα γυρίσω να σε πάρω», είπε πάνω από τον ώμο της. «Περίμενε εδώ. Αλλά τώρα προέχει αυτό».
   Ανήμπορο να αντιδράσει, το κοριτσάκι έμεινε να κοιτάζει τη μητέρα και τον πατέρα της καθώς απομακρύνονταν με τα άλογά τους. «Μάδρε!» κλαψούρισε. «Μάδρε! Σε παρακαλώ!» Αλλά η μητέρα της δεν γύρισε.
   «Θα καούμε ζωντανές!» ούρλιαξε από πίσω της η Μαδίγια, η υπηρέτριά της. «Τρέχα! Τρέχα να κρυφτείς!»  
   «Σώπα εσύ», της πέταξε απότομα το παιδί, που γύρισε και την κοίταξε με ξαφνική οργή. «Αν μπορούν να αφήσουν πίσω σε ένα φλεγόμενο στρατόπεδο εμένα, την πριγκίπισσα της Ουαλίας, τότε σίγουρα μπορείς να το αντέξεις κι εσύ, μια κοινή Μορίσκο (1)».
   Κοιτούσε τα δύο άλογα να πηγαινοέρχονται ανάμεσα στις φλεγόμενες σκηνές. Όπου πήγαιναν οι κραυγές σιγούσαν και ένα είδος τάξης επικρατούσε και πάλι στο πανικόβλητο στρατόπεδο. Οι άντρες σχημάτιζαν γραμμές και άρχιζαν να περνούν κουβάδες μέχρι το κανάλι ύδρευσης, ξεπερνώντας τον τρόμο τους και ξαναβρίσκοντας την αυτοπειθαρχία τους. Ο στρατηγός τους έτρεχε σε έξαλλη κατάσταση ανάμεσά τους και χτυπώντας τους με το πλατύ μέρος του σπαθιού του, κατάφερε να συντάξει πάλι όλους εκείνους που μερικές στιγμές νωρίτερα προσπαθούσαν να ξεφύγουν, παρατάσσοντάς τους σε αμυντικό σχηματισμό στην κοιλάδα, σε περίπτωση που οι Μαυριτανοί είχαν δει από τις σκοτεινές επάλξεις τους τις στήλες της φωτιάς και έτρεχαν να επιτεθούν εκμεταλλευόμενοι το χάος που είχε δημιουργηθεί στο στρατόπεδο. Αλλά κανείς Μαυριτανός δεν ήρθε εκείνη τη νύχτα· έμειναν πίσω από τα ψηλά τείχη του κάστρου τους και αναρωτιόντουσαν τι είδους παλαβομάρες έκαναν πάλι στο σκοτάδι εκείνοι οι τρελοί χριστιανοί, τρέμοντας να βγουν στην κόλαση της φωτιάς, που υποψιάζονταν ότι είχαν δημιουργήσει επίτηδες οι άπιστοι για να τους παγιδεύσουν.
   Το πεντάχρονο κορίτσι είδε τη μητέρα της να νικάει με την αποφασιστικότητά της την ίδια τη φωτιά, να καθησυχάζει με τη βασιλική πυγμή της τον πανικό και να ξεπερνάει με την ακλόνητη πίστη της στην επιτυχία τη σκληρή πραγματικότητα της καταστροφής και της ήττας. Το κοριτσάκι σκαρφάλωσε πάνω σε ένα από τα σεντούκια, μάγκωσε τη νυχτικιά της κάτω από τα δάχτυλα των γυμνών ποδιών της και περίμενε να αποκατασταθεί η ηρεμία στο στρατόπεδο.
   Όταν η μητέρα επέστρεψε κοντά στην κόρη της, τη βρήκε ήρεμη και με στεγνά μάτια.
   «Είσαι καλά, Καταλίνα;» Η Ισαβέλλα της Ισπανίας ξεπέζεψε και στράφηκε στη μικρότερη και πιο χιλιάκριβη κόρη της, δίχως να ενδώσει στη λαχτάρα να γονατίσει μπροστά της και να την πάρει αγκαλιά. Οι τρυφεράδες δεν θα τη βοηθούσαν να γίνει πολεμίστρια του Χριστού· μια πριγκίπισσα δεν έπρεπε να μαθαίνει να ενδίδει στην αδυναμία.
   Το παιδί είχε το ατσάλινο σθένος της μητέρας της. «Καλά είμαι τώρα», είπε.
   «Δεν φοβήθηκες;»  
   «Καθόλου».
   Η γυναίκα έγνεψε επιδοκιμαστικά. «Καλό αυτό», είπε. «Αυτό ακριβώς περιμένω από μια πριγκίπισσα της Ισπανίας».
   «Και της Ουαλίας», πρόσθεσε η κόρη της.
 
   Αυτή είμαι εγώ, αυτό το μικρό πεντάχρονο κορίτσι. Κάθομαι πάνω στο σεντούκι με πρόσωπο άσπρο σαν μάρμαρο και μάτια γαλανά, διάπλατα ανοιχτά από τον φόβο, και πιέζω τον εαυτό μου να μην αρχίσω να τρέμω, δαγκώνοντας τα χείλη μου για να μη βάλω πάλι τα κλάματα. Αυτή είμαι εγώ. Γεννήθηκα σε ένα στρατόπεδο από δύο γονείς που εκτός από εραστές είναι και αντίπαλοι, σε μια στιγμή κλεμμένη από τις μάχες, έναν χειμώνα με καταρρακτώδεις πλημμύρες. Με μεγάλωσε μια δυνατή γυναίκα, την οποία δεν θυμάμαι να είδα ποτέ χωρίς πανοπλία, και πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία σε κάποια εκστρατεία. Η μοίρα μου όρισε ότι έπρεπε να πολεμήσω για να εξασφαλίσω τη θέση μου στον κόσμο, να πολεμήσω για το θρίαμβο της πίστης μου έναντι μιας άλλης πίστης, να πολεμήσω για την επικράτηση του λόγου μου έναντι του λόγου κάποιου άλλου: γεννήθηκα για να πολεμήσω για το όνομα, την πίστη και τον θρόνο μου. Είμαι η Καταλίνα, πριγκίπισσα της Ισπανίας, κόρη των δύο σπουδαιότερων βασιλιάδων που γνώρισε ποτέ ο κόσμος: της Ισαβέλλας της Καστίλλης και του Φερδινάνδου της Αραγωνίας. Τα ονόματά τους γεννούν τον τρόμο από το Κάιρο ως τη Βαγδάτη, την Κωνσταντινούπολη, την Ινδία και ακόμα παραπέρα, στους Μαυριτανούς όλων των εθνών: Τούρκους, Ινδούς, Κινέζους· αντίπαλοι, θαυμαστές, εχθροί μας ως το θάνατο. Τα ονόματα των γονιών μου ευλογήθηκαν από τον πάπα, που τους ονόμασε τους μεγαλύτερους υπερασπιστές της πίστης απέναντι στην ισχύ του Ισλάμ. Είναι οι σπουδαιότεροι σταυροφόροι της Χριστιανοσύνης και οι πρώτοι μονάρχες της Ισπανίας· κι εγώ είμαι η μικρότερη κόρη τους, η Καταλίνα, πριγκίπισσα της Ουαλίας, και θα γίνω βασίλισσα της Αγγλίας.
   Όταν ήμουν μόλις τριών χρόνων, αρραβωνιάστηκα τον πρίγκιπα Αρθούρο, τον γιο του βασιλιά Ερρίκου της Αγγλίας, και όταν γίνω δεκαπέντε, θα ταξιδέψω στη χώρα του με ένα όμορφο καράβι, που στο κατάρτι του θα έχει υψωμένο το λάβαρό μου, και θα γίνω σύζυγός του και ύστερα βασίλισσά του. Η χώρα του είναι πλούσια και εύφορη -γεμάτη σιντριβάνια και κελαρυστά νερά, ζεστά φρούτα και μοσχοβολιστά λουλούδια· και θα γίνει και δική μου χώρα, θα το φροντίσω εγώ αυτό. Όλα αυτά έχουν συμφωνηθεί από τη στιγμή που γεννήθηκα σχεδόν, και ήξερα πάντα ότι έτσι θα γίνει· και παρότι θα λυπηθώ που θα φύγω μακριά από τη μητέρα και τη χώρα μου, σε τελική ανάλυση γεννήθηκα πριγκίπισσα, προορισμένη να γίνω βασίλισσα, και ξέρω ποιο είναι το χρέος μου.
   Είμαι ένα παιδί με ακλόνητη πίστη. Ξέρω ότι θα γίνω βασίλισσα της Αγγλίας επειδή αυτό είναι το θέλημα του Θεού και διαταγή της μητέρας μου. Και πιστεύω, όπως πιστεύουν και όλοι οι συμπατριώτες μου, ότι ο Θεός και η μητέρα μου έχουν γενικά τις ίδιες απόψεις· και το θέλημά τους εκπληρώνεται πάντα.
 
   Όταν ξημέρωσε, το στρατόπεδο έξω από τη Γρανάδα είχε μετατραπεί σε έναν υγρό σκουπιδότοπο από καμένα υφάσματα, κατεστραμμένες σκηνές, σωρούς από καπνισμένα αποκαΐδια -όλα εξαιτίας της απροσεξίας κάποιου που άφησε αναμμένο ένα κερί. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο πέρα από υποχώρηση. Ο ισπανικός στρατός έφτασε μέχρι εκεί με σκοπό να πολιορκήσει το τελευταίο μεγάλο βασίλειο των Μαυριτανών στην Ισπανία, αλλά είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τη φωτιά. Θα έπρεπε να γυρίσουν πίσω και να ανασυνταχτούν.
    «Όχι, δεν υποχωρούμε», αποφάσισε η Ισαβέλλα της Ισπανίας.
   Οι στρατηγοί που κλήθηκαν στην αυτοσχέδια σύσκεψη κάτω από μια καψαλισμένη τέντα προσπαθούσαν να διώξουν τις μύγες που πετούσαν μιλιούνια σε όλο το στρατόπεδο, πάνω από τα συντρίμμια.
   «Μεγαλειοτάτη, χάσαμε», της είπε μαλακά ένας από τους στρατηγούς. «Δεν είναι θέμα περηφάνιας ή βούλησης. Δεν έχουμε σκηνές, δεν έχουμε κατφύγιο, καταστραφήκαμε από μια κακοτυχία. Θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω για να ανεφοδιαστούμε και να οργανώσουμε πάλι την πολιορκία. Ο σύζυγός σας», συνέχισε γνέφοντας προς τον μελαχρινό όμορφο άντρα που στεκόταν λίγο παράμερα και άκουγε όσα έλεγαν, «το ξέρει. Όλοι το ξέρουμε. Θα οργανώσουμε πάλι την πολιορκία, δεν θα μας νικήσουν. Αλλά ένας καλός στρατηγός ξέρει πότε πρέπει να υποχωρεί».
   Όλοι οι παρευρισκόμενοι ένευσαν. Η κοινή λογική υπαγόρευε ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο πέρα από το να λύσουν την πολιορκία των Μαυριτανών της Γρανάδας. Η μάχη θα συνεχιζόταν. Εξάλλου, προετοιμαζόταν επί επτά αιώνες. Γενεές επί γενεών χριστιανών βασιλέων πολλαπλασίαζαν κάθε χρόνο τα εδάφη τους σε βάρος της μακραίωνης μαυριτανικής κυριαρχίας. Με κάθε μάχη, οι Μαυριτανοί της αλ-Ανταλούς περιορίζονταν όλο και πιο νότια. Δεν θα άλλαζε τίποτε αν χανόταν μια χρονιά.
   Το κοριτσάκι, με την πλάτη ακουμπισμένη πάνω σε έναν υγρό στύλο που μύριζε βρεγμένα αποκαΐδια, παρακολουθούσε με προσοχή τη γαλήνια έκφραση της μητέρας της να παραμένει αναλλοίωτη.
   «Και όμως, είναι θέμα περηφάνιας», τον διόρθωσε η βασίλισσα. «Πολεμάμε έναν εχθρό που κατανοεί τι σημαίνει περηφάνια καλύτερα από τον καθένα. Αν πάρουμε τα καψαλισμένα ρούχα και τα καμένα χαλιά μας υπομάλης και φύγουμε από δω, τα γέλια τους θα ακουστούν  ως την αλ-Τζάνα, τον παράδεισό τους. Δεν μπορώ να το επιτρέψω. Αλλά το σημαντικότερο από όλα: είναι θέλημα Θεού να πολεμήσουμε τους Μαυριτανούς, είναι θέλημα Θεού να συνεχίσουμε να προχωράμε. Δεν είναι θέλημα Θεού να γυρίσουμε πίσω. Άρα, πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά».  
   Ο πατέρας του κοριτσιού έστρεψε το κεφάλι του έχοντας ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο, αλλά δεν διαφώνησε. Όταν οι στρατηγοί γύρισαν προς το μέρος του, τους έκανε απλώς μια μικρή χειρονομία με το χέρι του. «Η βασίλισσα έχει δίκιο», είπε. «Η βασίλισσα έχει πάντα δίκιο».
   «Μα δεν έχουμε σκηνές, δεν έχουμε στρατόπεδο!»
   «Τι θα κάνουμε γι' αυτό;» ρώτησε τη βασίλισσα.
   «Θα φτιάξουμε», αποφάσισε αυτή.  
   «Μεγαλειοτάτη, λεηλατήσαμε κάθε σπιθαμή του εδάφους σε ακτίνα χιλιομέτρων. Δεν μπορούμε να ράψουμε ούτε μια πουκαμίσα για την πριγκίπισσα της Ουαλίας. Δεν υπάρχουν υφάσματα. Δεν υπάρχουν μουσαμάδες. Δεν έχουμε νερό, δεν έχουμε σπαρτά. Καταστρέψαμε τα κανάλια και ξεριζώσαμε τα σπαρτά. Ρημάξαμε τον τόπο τους· αλλά τελικά καταστραφήκαμε εμείς».
   «Τότε θα χτίσουμε με πέτρα. Φαντάζομαι ότι έχουμε πέτρα;»
   Ο βασιλιάς έκρυψε το γέλιο του παριστάνοντας ότι καθάριζε τον λαιμό του. «Βρισκόμαστε σε μια κοιλάδα σπαρμένη με ξερά βράχια, αγάπη μου», είπε. «Αν έχουμε ένα πράγμα, αυτό είναι πέτρα».
   «Τότε δεν θα φτιάξουμε στρατόπεδο, αλλά μια πόλη από πέτρα».
   «Δεν μπορεί να γίνει!»
   Στράφηκε στον σύζυγό της. «Θα γίνει», είπε. «Είναι θέλημα Θεού, και δικό μου».
   Ο βασιλιάς ένευσε. «Θα γίνει». Της χάρισε ένα βιαστικό, κρυφό χαμόγελο. «Είναι χρέος μου να φροντίσω να εκπληρωθεί το θέλημα του Θεού· και χαρά μου να επιβάλω τη θέλησή σου».
 
   Ο στρατός που ηττήθηκε από τη φωτιά εναπόθεσε τις ελπίδες του στα στοιχεία της γης και του νερού. Μόχθησαν σαν σκλάβοι με καύσωνα και με παγωνιά. Δούλεψαν σαν χωρικοί τη γη, όπου μέχρι πρότινος πίστευαν ότι θα κατακτούσαν θριαμβευτικά. Όλοι -αξιωματικοί του ιππικού, στρατηγοί, οι επιφανείς άρχοντες της χώρας, τα βασιλικά ξαδέρφια- εργάζονταν ολημερίς κάτω από τον καυτό ήλιο, ενώ τη νύχτα ξάπλωναν πάνω στο σκληρό, κρύο έδαφος. Οι Μαυριτανοί, που παρακολουθούσαν από τους ψηλούς, απόρθητους προμαχώνες του κόκκινου κάστρου τους στον λόφο πάνω από τη Γρανάδα, παραδέχτηκαν ότι οι χριστιανοί είχαν κότσια. Κανείς δεν μπορούσε να πει ότι δεν ήταν αποφασισμένοι. Την ίδια στιγμή, όμως, όλοι γνώριζαν πως ήταν καταδικασμένοι. Καμία δύναμη δεν θα μπορούσε να καταλάβει το κόκκινο κάστρο της Γρανάδας, το οποίο παρέμενε απόρθητο εδώ και δύο αιώνες. Ήταν χτισμένο ψηλά σε έναν λόφο, δεσπόζοντας σε μια κοιλάδα που δεν ήταν παρά μια πλατιά, ξασπρισμένη από τον ήλιο λεκάνη. Δεν μπορούσε να γίνει αιφνιδιαστική επίθεση στο κάστρο. Ο κόκκινος βράχος που ξεφύτρωνε από την επιφάνεια της κοιλάδας έγινε τα κόκκινα πέτρινα τείχη του κάστρου, που υψώνονταν ολοένα και πιο ψηλά· καμία σκάλα δεν θα μπορούσε να φτάσει στην κορυφή τους, καμιά ορδή εχθρών δεν θα μπορούσε να σκαρφαλώσει την κατακόρυφη πλαγιά.
   Ίσως θα μπορούσε να παραδοθεί από κάποιον· αλλά ποιος ανόητος θα αντάλλαζε τη σταθερή, ήρεμη δύναμη των Μαυριτανών, που είχαν πίσω τους την υποστήριξη όλου του γνωστού κόσμου και τη στήριξη της ακλόνητης πίστης τους, για να συμμαχήσει με τη μανιασμένη τρέλα ενός χριστιανικού στρατού, οι βασιλιάδες του οποίου κατείχαν ελάχιστα ορεινά εκτάρια της Ευρώπης που τα σπάραζε ο διχασμός; Ποιος θα ήθελε να αφήσει την αλ-Τζάνα, τον κήπο, την προσωποποίηση του ίδιου του παραδείσου, μέσα στα τείχη του ομορφότερου παλατιού της Ισπανίας, του ομορφότερου παλατιού της Ευρώπης, για να την ανταλλάξει με την άγρια αναρχία των κάστρων και των οχυρών της Καστίλλης και της Αραγωνίας;
   Οι Μαυριτανοί θα δέχονταν ενισχύσεις από την Αφρική, καθώς είχαν φίλους και συμμάχους από το Μαρόκο μέχρι τη Σενεγάλη. Μπορούσαν να υπολογίζουν στη στήριξη της Βαγδάτης και της Κωνσταντινούπολης. Η Γρανάδα μπορεί να φάνταζε μικρή σε σύγκριση με τις άλλες κατακτήσεις του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, αλλά πίσω από τη Γρανάδα στεκόταν η σπουδαιότερη αυτοκρατορία στον κόσμο- η αυτοκρατορία του Προφήτη, δοξασμένο το όνομά του.
   Παραδόξως, όμως, μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, σιγά σιγά, δίνοντας μάχη με τη ζέστη των ανοιξιάτικων ημερών και την παγωνιά της νύχτας, οι χριστιανοί κατάφεραν το ακατόρθωτο. Πρώτα έχτισαν έναν κυκλικό ναό, σαν τέμενος, αφού έτσι ήξεραν να χτίζουν γρηγορότερα οι ντόπιοι μάστορες· ύστερα ένα μικρό σπιτάκι με επίπεδη στέγη στο εσωτερικό μιας αραβικής αυλής, για το βασιλιά Φερδινάνδο, τη βασίλισσα Ισαβέλλα και τη βασιλική οικογένεια: τον Ινφάντη (2), τον μονάκριβο γιο και διάδοχό τους, τα τρία μεγαλύτερα κορίτσια, την Ισαβέλλα, τη Μαρία και τη Χουάνα, και το μωρό, την Καταλίνα. Η βασίλισσα ζήτησε μόνο μια στέγη και τέσσερις τοίχους, είχε περάσει πολλά χρόνια στον πόλεμο και δεν περίμενε πολυτέλειες. Έπειτα έχτισαν γύρω τους μια ντουζίνα πέτρινες τρώγλες, όπου βρήκαν απρόθυμα καταφύγιο οι άρχοντες. Στη συνέχεια, επειδή η βασίλισσα ήταν σκληροτράχηλη γυναίκα, χτίστηκαν στάβλοι για τα άλογα και ασφαλείς αποθήκες για την πυρίτιδα και τις πολύτιμες εκρηκτικές ύλες που είχε αγοράσει από την Βενετία ξεπουλώντας τα κοσμήματά της· και μόνο τότε, χτίστηκαν στρατώνες και κουζίνες, αποθήκες και αίθουσες. Και έτσι δημιουργήθηκε μια μικρή πόλη από πέτρα εκεί που κάποτε υπήρχε ένα μικρό στρατόπεδο. Κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσε να γίνει, αλλά να που έγινε. Την ονόμασαν Σάντα Φε και η Ισαβέλλα νίκησε γι' άλλη μια φορά την κακοτυχία. Η καταδικασμένη πολιορκία της Γρανάδας από τους αποφασισμένους, ανόητους χριστιανούς μονάρχες θα συνεχιζόταν.
 
   Η Καταλίνα, η πριγκίπισσα της Ουαλίας, συνάντησε έναν από τους επιφανείς άρχοντες του ισπανικού στρατοπέδου την ώρα που συνομιλούσε ψιθυριστά με τους φίλους του. «Τι κάνεις εκεί, δον Χερνάντο;» ρώτησε με την αυθάδεια ενός μικρομέγαλου πεντάχρονου κοριτσιού που δεν έχει φύγει ποτέ από το πλευρό της μητέρας της και που ο πατέρας της την έχει κακομάθει.
   «Τίποτα, Ινφάντα», της απάντησε ο Χερνάντο Πέρες ντελ Πουλγάρ με χαμόγελο, σημάδι ότι μπορούσε να του ξανακάνει την ίδια ερώτηση.
   «Αφού κάτι κάνεις».
   «Είναι μυστικό».
   «Δεν θα το πω σε κανέναν». 
   «Ω, πριγκίπισσα! Θα το πεις. Και είναι πολύ μεγάλο μυστικό! Πάρα πολύ μεγάλο μυστικό για να το ξέρει ένα κοριτσάκι».
   «Δεν θα το πω! Αλήθεια, δεν θα το πω! Υπόσχομαι να μην το πω». Σκέφτηκε για μια στιγμή. «Το ορκίζομαι στην Ουαλία».
   «Στην Ουαλία! Ορκίζεσαι στην ίδια σου τη χώρα;»
   «Στην Αγγλία;»  
   «Στην Αγγλία; Ορκίζεσαι στην κληρονομιά σου;»
   Το κοριτσάκι ένευσε. «Στην Ουαλία και στην Αγγλία, και στην ίδια την Ισπανία».
   «Καλά τότε. Αφού πήρες τόσο μεγάλο ιερό όρκο, θα σ' το πω. Ορκίζεσαι να μην το πεις στη μητέρα σου;»
   Η Καταλίνα ένευσε, με τα γαλανά μάτια της διάπλατα ανοιχτά.
   «Σχεδιάζουμε να μπούμε στην Αλάμπρα. Ξέρω μια πύλη, ένα μικρό πορτάκι, που δεν φυλάσσεται καλά, από όπου μπορούμε να τρυπώσουμε μέσα. Θα μπούμε, λοιπόν, και μπορείς να μαντέψεις τι θα κάνουμε μετά;»
   Η Καταλίνα κούνησε ζωηρά το κεφάλι της και κάτω από το πέπλο της η καστανοκόκκινη πλεξούδα της κουνήθηκε σαν φουντωτή ουρά κουταβιού.
   «Θα προσευχηθούμε μέσα στο τέμενός τους. Και θα αφήσω ένα Άβε Μαρία καρφωμένο με το στιλέτο μου στο δάπεδο. Πώς σου φαίνεται;» 
   Ήταν πολύ μικρή για να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η αποκοτιά θα τους οδηγούσε σε βέβαιο θάνατο. Δεν είχε ιδέα για τους σκοπούς που φρουρούσαν κάθε πύλη, για την ανελέητη οργή των Μαυριτανών. Τα μάτια της φωτίστηκαν από τον ενθουσιασμό. «Αλήθεια;»
   «Δεν είναι έξοχο σχέδιο;»
   «Πότε θα πάτε;»
   «Απόψε κιόλας!»
   «Δεν θα κοιμηθώ μέχρι να γυρίσετε!» 
  «Πρέπει να προσευχηθείς για μένα και μετά να πέσεις για ύπνο, πριγκίπισσα, και το πρωί θα έρθω εγώ ο ίδιος προσωπικά για να διηγηθώ όλα τα καθέκαστα σε σένα και στη μητέρα σου».
   Η Καταλίνα ορκίστηκε ότι δεν θα έκλεινε μάτι και έμεινε ξύπνια και ασάλευτη στο μικρό κρεβατάκι της, ενώ η υπηρέτριά της στριφογύριζε στο χαλάκι πλάι στην πόρτα. Όμως τα βλέφαρά της άρχισαν σιγά σιγά να βαραίνουν, ώσπου τα ματόκλαδά της ακούμπησαν πάνω στα στρογγυλά μάγουλά της, τα τροφαντά χεράκια της χαλάρωσαν και η Καταλίνα αποκοιμήθηκε.
   Όταν έφτασε το πρωί όμως, ο δον Χερνάντο ήταν άφαντος και το άλογό του δεν είχε επιστρέψει στη θέση του στους στάβλους, οι φίλοι του όλοι απουσίαζαν. Για πρώτη φορά στη ζωή της, η κοπελίτσα συναισθάνθηκε πόσο επικίνδυνο ήταν το σχέδιό του -τι θανάσιμο κίνδυνο είχε διατρέξει μόνο και μόνο για τη δόξα και για την ευκαιρία να μνημονευθεί το όνομά του σε κάποιο τραγούδι.
   «Πού είναι;» ρώτησε. «Πού είναι ο Χερνάντο;»
   Η σιωπή της υπηρέτριάς της της Μαδίγια την έκανε να ψυλλιαστεί κάτι.
   «Θα έρθει;» ρώτησε νιώθοντας ξαφνικά την αμφιβολία να γεννιέται μέσα της. «Θα γυρίσει πίσω;»
 
   Σιγά σιγά αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι μπορεί να μη γυρίσει πίσω, ότι η ζωή δεν είναι σαν μια μπαλάντα που θριαμβεύει πάντα η μάταιη ελπίδα και όπου ο όμορφος άντρας δεν χάνεται ποτέ στον ανθό της νιότης του. Αλλά αν μπορεί να αποτύχει και να πεθάνει ο Χερνάντο, τότε μπορεί να πεθάνει και ο πατέρας μου; Μπορεί να πεθάνει η μητέρα μου; Εγώ; Ακόμα κι εγώ; Η μικρή Καταλίνα, Ινφάντα της Ισπανίας και πριγκίπισσα της Ουαλίας;
   Γονατίζω στον ιερό κυκλικό χώρο του νεόκτιστου ναού της μητέρας μου· δεν προσεύχομαι όμως. Συλλογίζομαι τούτο τον παράξενο κόσμο που ανοίγεται ξαφνικά μπροστά μου. Αν πολεμάμε για το σωστό -που είμαι σίγουρη- αν όλοι αυτοί οι όμορφοι νεαροί πολεμούν για το σωστό -που είμαι σίγουρη- αν ο στρατός και ο αγώνας μας καθοδηγούνται από το χέρι του Θεού, τότε πώς είναι δυνατόν να αποτύχουμε;
   Αλλά αν παρερμήνευσα κάτι, τότε κάτι είναι πολύ λάθος και όλοι εμείς είμαστε πράγματι θνητοί, και ίσως μπορεί να αποτύχουμε. Ακόμα και ο όμορφος Χερνάντο Πέρες ντελ Πουλγάρ και οι γελαστοί φίλοι του, ακόμα και η μητέρα και ο πατέρας μου, όλοι μπορεί να αποτύχουν. Αν μπορεί να πεθάνει ο Χερνάντο, τότε το ίδιο μπορεί να πάθει και η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Και αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε τι ασφάλεια υπάρχει στον κόσμο; Αν η Μάδρε μπορεί να πεθάνει, σαν κοινός στρατιώτης, σαν μουλάρι που σέρνει κάρο, όπως έχω δει να πεθαίνουν άνθρωποι και μουλάρια, τότε πώς γίνεται να συνεχιστεί ο κόσμος; Πώς γίνεται να υπάρχει Θεός;
 
   Και τότε ήρθε η ώρα που η μητέρα της θα δεχόταν όσους ήθελαν να τη δουν σε ακρόαση, και άξαφνα ο δον Χερνάντο ήταν εκεί φορώντας τα καλά του, με το γένι του χτενισμένο και τα μάτια του να σπιθίζουν, και όλη η ιστορία αποκαλύφθηκε: πώς ντύθηκαν με αραβικά ρούχα παριστάνοντας τους κατοίκους της Γρανάδας μες στο σκοτάδι, πώς τρύπωσαν από το μικρό πορτάκι, πώς ανέβηκαν στο τέμενος, πώς γονάτισαν και έψαλαν στα γρήγορα ένα Άβε Μαρία και κάρφωσαν την προσευχή στο δάπεδο του τεμένους και πώς, όταν τους αιφνιδίασαν φρουροί, κατάφεραν να ξεφύγουν μονομαχώντας, σώμα με σώμα, σπαθί με σπαθί, με τις λεπίδες να αστραποβολούν στο φεγγαρόφωτο· πώς διέσχισαν τον στενό δρόμο και πέρασαν την πύλη που είχαν διαρρήξει μερικές στιγμές νωρίτερα και χάθηκαν μέσα στη νύχτα, προτού σημάνει συναγερμός. Χωρίς να πάθουν ούτε γρατζουνιά, χωρίς να χάσουν ούτε έναν άντρα. Τι θρίαμβος γι' αυτούς και τι ηχηρό χαστούκι στο πρόσωπο της Γρανάδας. Ήταν τρομερά αστείο να κάνουν τέτοια φάρσα στους Μαυριτανούς, το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο να κάνουν χριστιανική προσευχή μες στην καρδιά του ιερού τόπου τους. Τι έξοχη προσβολή. Η βασίλισσα ενθουσιάστηκε, το ίδιο και ο βασιλιάς, ενώ η πριγκίπισσα και οι αδερφές της χάζευαν τον ήρωά τους, τον Χερνάντο Πέρες ντελ Πουλγάρ, σαν να ήταν πρωταγωνιστής ρομάντζου, ένας ιππότης της εποχής του Αρθούρου του Κάμελοτ.
   Η Καταλίνα χτυπούσε ενθουσιασμένη παλαμάκια ακούγοντας την ιστορία και του ζήτησε να την επαναλάβει πολλές φορές, ξανά και ξανά. Αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού της, καταχωνιασμένο όσο πιο μακριά γινόταν από τις σκέψεις της, υπήρχε εκείνο το παγερό συναίσθημα που την είχε κατακλύσει όταν πίστεψε ότι ο δον Χερνάντο δεν θα γυρνούσε πίσω.
   Και ύστερα, έπρεπε να περιμένουν την απάντηση των Μαυριτανών. Ήταν σίγουρο ότι θα αντιδρούσαν. Ήξεραν ότι οι εχθροί θα έβλεπαν την αποκοτιά τους σαν μια πράξη πρόκλησης, στην οποία θα είχαν σίγουρα απάντηση. Τελικά δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ.
   Η βασίλισσα και τα παιδιά της επισκέπτονταν τη Σούμπια, ένα χωριό κοντά στη Γρανάδα, ώστε η Μεγαλειοτάτη να δει με τα μάτια της τα απόρθητα τείχη του κάστρου. Τους συνόδευε μόνο μια φρουρά ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών. Κάποια στιγμή, ο διοικητής ήρθε τρέχοντας στη μικρή πλατεία του χωριού, με πρόσωπο πανιασμένο από τη φρίκη, φωνάζοντας ότι είχαν ανοίξει οι πύλες του κόκκινου κάστρου και ότι οι Μαυριτανοί εφορμούσαν από μέσα, πανστρατιά, οπλισμένοι για επίθεση. Δεν θα προλάβαιναν να επιστρέψουν στο στρατόπεδο, η βασίλισσα και οι τρεις πριγκίπισσες δεν θα κατάφερναν ποτέ να ξεπεράσουν τους Μαυριτανούς ιππείς και τα αραβικά φαριά τους, δεν είχαν μέρος να κρυφτούν, δεν είχαν μέρος ούτε καν για να αμυνθούν.
   Η βασίλισσα Ισαβέλλα ανέβηκε γρήγορα στην επίπεδη στέγη του πλησιέστερου σπιτιού, τραβώντας από το χέρι τη μικρή πριγκιποπούλα στα σαθρά σκαλοπάτια, με τις αδερφές της να τρέχουν από πίσω τους. «Πρέπει να δω! Πρέπει να δω!» έλεγε.
   «Μάδρε! Με πονάς!»
   «Σώπα, παιδί μου. Πρέπει να δούμε τι σκοπεύουν να κάνουν».
   «Έρχονται να μας πιάσουν;» κλαψούρισε το κορίτσι, με τη φωνούλα της να ακούγεται πνιχτή πίσω από το τροφαντό χεράκι της.
   «Μπορεί. Πρέπει να δω».  
   Τελικά ήταν μια ομάδα επιδρομής, όχι η πλήρης δύναμη. Επικεφαλής τους ήταν ένας γιγαντόσωμος άνθρωπος με επιδερμίδα μαύρη σαν έβενο και χαμόγελο που άστραφτε κάτω από το κράνος του, καβάλα σε ένα τεράστιο μαύρο άλογο -σαν να ερχόταν η Νύχτα να τους υποτάξει. Το άλογό του γρύλισε σαν σκυλί με ξεγυμνωμένα δόντια στον φρουρό που παρακολουθούσε την προέλασή τους.
   «Μάδρε, ποιος είναι αυτός ο άντρας;» ψιθύρισε στη μητέρα της η πριγκίπισσα της Ουαλίας, κοιτάζοντας από την ψηλή, επίπεδη ταράτσα του σπιτιού.
   «Είναι ο Μαυριτανός τον οποίο φωνάζουν Γιάρφε και φοβάμαι πως έρχεται για τον φίλο σου τον Χερνάντο».
   «Το άλογό του φαίνεται πολύ τρομακτικό, σαν να θέλει να δαγκώσει».
   «Του έχει κόψει τα χείλη ώστε να φαίνεται σαν να μας γρυλίζει. Αλλά εμάς δεν μας τρομάζουν τέτοια πράγματα. Δεν είμαστε τρομαγμένα παιδιά».
   «Δεν θα έπρεπε να φύγουμε;» ρώτησε το τρομαγμένο παιδί.
   Η μητέρα της που παρακολουθούσε την προέλαση των Μαυριτανών δεν άκουσε καν τον ψίθυρο της κόρης της.
   «Δεν θα τον αφήσεις να πειράξει τον Χερνάντο, έτσι δεν είναι, Μάδρε;»
   «Ο Χερνάντο τους προκάλεσε και ο Γιάρφε αποδέχτηκε την πρόκληση. Τώρα θα πρέπει να μονομαχήσουν», είπε ανέκφραστα. «Ο Γιάρφε είναι ιππότης και έχει αίσθημα τιμής. Δεν μπορεί να αγνοήσει την πρόκληση».
   «Πώς μπορεί να έχει τιμή ένας αιρετικός, ένας άπιστος; Ένας Μαυριτανός;»
   «Οι Μαυριτανοί είναι πολύ έντιμοι άνθρωποι, Καταλίνα, ας είναι άπιστοι. Και αυτός ο Γιάρφε θεωρείται ήρωάς τους».  
   «Τι θα κάνεις; Πώς θα σωθούμε; Αυτός ο άνθρωπος είναι τεράστιος σαν γίγαντας».
   «Θα προσευχηθώ», είπε η Ισαβέλλα. «Και ο ιππότης μου, ο Γκαραγιόσκο δε λα Βέγα, θα αντιμετωπίσει τον Γιάρφε στη θέση του Χερνάντο».
   Ψύχραιμα, σαν να βρισκόταν στο παρεκκλήσι της στην Κόρδοβα, η Ισαβέλλα γονάτισε στην ταράτσα του μικρού σπιτιού, κάνοντας νόημα στις κόρες της να κάνουν το ίδιο. Η μεγάλη αδερφή της Καταλίνα, η Χουάνα, γονάτισε κατσουφιασμένη και οι πριγκίπισσες Ισαβέλλα και Μαρία, οι άλλες δύο μεγάλες της αδερφές, τη μιμήθηκαν. Η Καταλίνα, που κρυφοκοίταζε μέσα από τα πλεγμένα σε στάση προσευχής χέρια της, είδε ότι η Μαρία έτρεμε από τον φόβο και η πένθιμα ντυμένη Ισαβέλλα ήταν άσπρη από τον τρόμο.
   «Επουράνιε Πατέρα, προσευχόμαστε για την ασφάλειά μας, καθώς και για την ασφάλεια του αγώνα μας και του στρατού μας». Η βασίλισσα Ισαβέλλα ύψωσε τα μάτια της στον καταγάλανο ουρανό. «Προσευχόμαστε για τη νίκη του ιππότη της χάρης Σου Γκαραγιόσκο δε λα Βέγα, τούτη την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας».  
   «Αμήν», είπαν αμέσως τα κορίτσια, ακολουθώντας την κατεύθυνση του βλέμματος της μητέρας τους προς το σημείο όπου είχαν παραταχθεί οι άντρες της ισπανικής φρουράς, σιωπηλοί και σε εγρήγορση.
   «Μα αν τον προστατεύει ο Θεός...» άρχισε να λέει η Καταλίνα.
   «Σιωπή», της είπε μαλακά η μητέρα της. «Άσ' τον να κάνει τη δουλειά του, άσε τον Θεό να κάνει τη δική Του και άσε κι εμένα να κάνω τη δική μου». Μετά έκλεισε τα μάτια της και συνέχισε να προσεύχεται.
   Η Καταλίνα στράφηκε στη μεγαλύτερη αδερφή της και την τράβηξε από το μανίκι. «Ισαβέλλα, αν τον προστατεύει ο Θεός, τότε πώς είναι δυνατόν να κινδυνεύσει;»  
   Η Ισαβέλλα κοίταξε τη μικρή της αδερφή. «Ο Θεός δεν κάνει εύκολο τον δρόμο για όσους αγαπάει», είπε με έναν σκληρό ψίθυρο. «Τους στέλνει δυσκολίες για να τους δοκιμάσει. Οι άνθρωποι τους οποίους αγαπάει περισσότερο ο Θεός είναι αυτοί που υποφέρουν περισσότερο. Το ξέρω από πρώτο χέρι. Εγώ που έχασα τον μοναδικό άντρα που αγάπησα. Το ξέρεις κι εσύ. Σκέψου τον Ιώβ, Καταλίνα».
   «Πώς θα νικήσουμε τότε;» συνέχισε το κοριτσάκι. «Αν είναι έτσι, τότε ο Θεός που αγαπάει τη Μάδρε δεν θα της στείλει τις χειρότερες δοκιμασίες; Οπότε, πώς θα καταφέρουμε να νικήσουμε;»
   «Σιωπή», είπε η μητέρα τους. «Κοιτάτε. Κοιτάτε και προσευχηθείτε με πίστη».
   Η ολιγάριθμη φρουρά τους και η μαυριτανική ομάδα επιδρομής είχαν παραταχθεί αντικριστά, έτοιμοι για μάχη. Τότε βγήκε μπροστά ο Γιάρφε με το τεράστιο μαύρο φαρί του. Κάτι άσπρο αναπηδούσε στο έδαφος από πίσω του, δεμένο από τη στιλπνή μαύρη ουρά του αλόγου. Οι στρατιώτες της πρώτης σειράς άφησαν μια πνιχτή κραυγή όταν συνειδητοποίησαν τι ήταν. Το Άβε Μαρία που είχε αφήσει καρφωμένο στο δάπεδο του τεμένους ο Χερνάντο. Ο Μαυριτανός το είχε δέσει στην ουρά του αλόγου του -μια εσκεμμένη προσβολή απέναντί τους- και τώρα πηγαινοερχόταν με το τεράστιο κτήνος μπροστά από τις σειρές των χριστιανών και χαμογελούσε ακούγοντας τα οργισμένα μουγκρητά τους.
   «Αιρετικός», ψιθύρισε η βασίλισσα Ισαβέλλα. «Καταδικασμένος για την Κόλαση. Είθε ο Θεός να τον αφήσει στον τόπο και να ξεπλύνει την αμαρτία του».
   Ο ιππότης της βασίλισσας ο Γκαραγιόσκο δε λα Βέγα, έστρεψε τότε το άλογό του και κατευθύνθηκε προς το μικρό σπιτάκι γύρω από την αυλή του οποίου είχαν σχηματίσει κλοιό οι βασιλικοί φρουροί, προς τη μικροσκοπική ελιά και την πόρτα. Σταμάτησε το άλογό του πλάι στην ελιά και αφού έβγαλε το κράνος του, σήκωσε τα μάτια στη βασίλισσα και στις πριγκίπισσες πάνω στην ταράτσα. Τα σκούρα κατσαρά μαλλιά του γυάλιζαν από τον ιδρώτα εξαιτίας της ζέστης και τα σκούρα μάτια του σπίθιζαν από οργή. «Μεγαλειοτάτη, έχω την άδειά σας να απαντήσω στην πρόκληση;»
   «Ναι», είπε η βασίλισσα χωρίς να διστάσει στιγμή. «Ο Θεός μαζί σου, Γκαραγιόσκο δε λα Βέγα».
   «Εκείνος ο τεράστιος άντρας θα τον σκοτώσει», είπε η Καταλίνα τραβώντας το μακρύ μανίκι της μητέρας της. «Πες του να μην πάει. Ο Γιάρφε είναι πολύ πιο μεγαλόσωμος. Θα τον σκοτώσει!»
   «Θα γίνει το θέλημα του Θεού», της αντιγύρισε η Ισαβέλλα, κλείνοντας τα μάτια της για να προσευχηθεί.
   «Μητέρα! Μεγαλειοτάτη! Είναι γίγαντας. Θα σκοτώσει τον ιππότη μας».  
   Η μητέρα της άνοιξε τα γαλανά μάτια της και κοίταξε την κόρη της, βλέποντας το μικρό προσωπάκι της ξαναμμένο από τη στενοχώρια και τα μάτια της πλημμυρισμένα δάκρυα. «Θα γίνει το θέλημα του Θεού», επανέλαβε σταθερά. «Πρέπει να έχεις πίστη ότι εκτελείς το θέλημα του Θεού. Μερικές φορές δεν θα καταλαβαίνεις, μερικές φορές θα αμφιβάλλεις, αλλά αν επιτελείς το θέλημα του Θεού, δεν μπορεί να κάνεις λάθος. Να το θυμάσαι αυτό, Καταλίνα. Δεν έχει σημασία αν χάσουμε ή κερδίσουμε αυτή τη μάχη. Είμαστε στρατιώτες του Χριστού. Είσαι στρατιώτης του Χριστού. Δεν έχει σημασία αν θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε. Το θέμα είναι ότι θα πεθάνουμε για την πίστη, αυτό είναι το μόνο που μετράει. Αυτή η μάχη είναι μάχη του Θεού και Αυτός θα μας στείλει τη νίκη, αν όχι σήμερα, τότε αύριο. Όποιος κι αν κερδίσει σήμερα, δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι ο Θεός θα νικήσει στο τέλος και ότι η τελική νίκη θα είναι δική μας».
   «Μα ο Γκαραγιόσκο δε λα Βέγα...» διαμαρτυρήθηκε η Καταλίνα, με το κάτω χείλι της να τρέμει.
   «Ίσως ο Θεός να τον πάρει κοντά Του σήμερα», είπε σταθερά η μητέρα της. «Πρέπει να προσευχηθούμε γι' αυτόν».  
   Η Χουάνα έκανε μια γκριμάτσα στη μικρή της αδερφή, αλλά όταν η μητέρα τους γονάτισε πάλι, τα δύο κορίτσια πιάστηκαν χέρι χέρι για να παρηγορήσουν η μία την άλλη. Η Ισαβέλλα γονάτισε δίπλα τους και η Μαρία γονάτισε από την άλλη πλευρά της αδερφής της. Όλες τους κοιτούσαν μέσα από μισόκλειστα ματόφυλλα την κοιλάδα από κάτω. Το κανελί φαρί του Γκαραγιόσκο δε λα Βέγα ξεπρόβαλε μέσα από την παράταξη των Ισπανών, ενώ το μαύρο άλογο του Μαυριτανού τριπόδιζε περήφανα μπροστά από τους Σαρακηνούς.
   Η βασίλισσα κράτησε τα μάτια της κλειστά ώσπου να ολοκληρώσει την προσευχή της. Δεν άκουσε καν τη βοή που υψώθηκε όταν οι δύο άντρες πήραν θέσεις, κατέβασαν τις προσωπίδες τους και έσφιξαν τα ακόντιά τους.
   Η Καταλίνα πετάχτηκε όρθια και έσκυψε πάνω από το χαμηλό στηθαίο ώστε να βλέπει τον Ισπανό ιππότη. Το άλογό του όρμησε σαν αστραπή προς το αντίπαλο άτι, με την κίνηση των ποδιών του μια θολούρα από την ταχύτητα, ενώ το μαύρο άλογο χίμηξε το ίδιο αστραπιαία από απέναντι. Η κλαγγή όταν τα δύο ακόντια χτύπησαν πάνω στις συμπαγείς πανοπλίες ακούστηκε μέχρι τη στέγη του μικρού σπιτιού, οι δυο άντρες πετάχτηκαν από τις σέλες τους από τη δύναμη της σύγκρουσης, ενώ τα ακόντιά τους θρυμματίστηκαν και οι θώρακές τους στραπατσαρίστηκαν. Η μάχη αυτή δεν είχε καμία σχέση με τις παραδοσιακές κονταρομαχίες της Αυλής. Ήταν μια σύγκρουση άγρια, που σκοπό είχε να σπάσει τον λαιμό ή να σταματήσει την καρδιά του αντιπάλου.
   «Έπεσε! Σκοτώθηκε!» φώναξε η Καταλίνα.
   «Ζαλίστηκε», τη διόρθωσε η μητέρα της. «Βλέπεις, σηκώνεται».
   Ο Ισπανός ιππότης σηκώθηκε τρεκλίζοντας, με πόδια ασταθή, σαν μεθυσμένος, από το δυνατό χτύπημα που είχε δεχτεί κατάστηθα. Ο πιο μεγαλόσωμος άντρας είχε ήδη σηκωθεί όρθιος, είχε πετάξει το κράνος και τον βαρύ θώρακά του και ερχόταν καταπάνω στον Ισπανό με την τεράστια κυρτή σπάθα του έτοιμη, με το φως να αντανακλάται πάνω στην κοφτερή σαν ξυράφι αιχμή. Ο δε λα Βέγα τράβηξε κι αυτός το όπλο του. Ακολούθησε ένας τρομακτικός πάταγος όταν τα δύο σπαθιά συγκρούστηκαν μεταξύ τους και οι δύο άντρες διασταύρωσαν τις λεπίδες τους και πιάστηκαν σώμα με σώμα, προσπαθώντας να ρίξουν ο ένας τον άλλο. Κινήθηκαν κυκλικά με αδέξια βήματα, τρεκλίζοντας από το βάρος των πανοπλιών και τη διάσειση· ωστόσο, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο Μαυριτανός ήταν ο δυνατότερος από τους δύο. Οι θεατές έβλεπαν ότι ο δε λα Βέγα υπέκυπτε στην πίεση. Προσπάθησε να τραβηχτεί προς τα πίσω και να αποδεσμευτεί, αλλά το βάρος του Μαυριτανού ήταν τόσο μεγάλο, που ο Ισπανός σκόνταψε και έπεσε. Αμέσως ο μαύρος ιππότης έπεσε πάνω του και τον κόλλησε στο χώμα. Το χέρι του δε λα Βέγα έκλεισε μάταια γύρω από το μακρύ σπαθί του, αλλά δεν κατάφερε να το σηκώσει. Ο Μαυριτανός ύψωσε το σπαθί του πάνω από τον λαιμό του Ισπανού, έτοιμος να του καταφέρει το θανάσιμο πλήγμα, με το πρόσωπό του μια μαύρη μάσκα αυτοσυγκέντρωσης και τα δόντια του σφιγμένα. Τότε, όμως, άφησε ξαφνικά μια δυνατή κραυγή και έπεσε προς τα πίσω. Ο δε λα Βέγα κύλησε από κάτω του και προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, μπουσουλώντας στα τέσσερα σαν σκυλί.
   Ο Μαυριτανός κειτόταν καταγής, σφίγγοντας το στήθος του, με το τεράστιο σπαθί του πεσμένο στο πλάι. Ο δε λα Βέγα κρατούσε στο αριστερό χέρι ένα κοντό στιλέτο λεκιασμένο με αίμα, το όπλο που είχε κρυμμένο πάνω του για μια τελευταία, απεγνωσμένη αντεπίθεση. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια, ο Μαυριτανός σηκώθηκε όρθιος, γύρισε την πλάτη στο χριστιανό και πήγε τρεκλίζοντας προς τους άντρες του. «Είμαι χαμένος», είπε σε αυτούς που έτρεξαν μπροστά για να τον πιάσουν. «Χάσαμε».  
   Με ένα κρυφό σινιάλο, οι τεράστιες πύλες του κόκκινου κάστρου άνοιξαν και στρατιώτες άρχισαν να βγαίνουν έξω. Η Χουάνα πετάχτηκε πάνω. «Μάδρε, πρέπει να φύγουμε!» ούρλιαξε. «Έρχονται! Έρχονται κατά χιλιάδες!»
   Η Ισαβέλλα παρέμεινε γονατιστή, ακόμα κι όταν η κόρη της διέσχισε τρέχοντας τη στέγη και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. «Χουάνα, γύρνα πίσω», διέταξε με φωνή που έσκισε τον αέρα σαν καμουτσικιά. «Κορίτσια, προσευχηθείτε».
   Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στο στηθαίο. Πρώτα κοίταξε τον παραταγμένο στρατό της και είδε τους αξιωματικούς να διατάζουν τους άντρες να πάρουν θέση για επίθεση, ενώ την ίδια στιγμή οι Μαυριτανοί συνέχισαν να εφορμούν με τρομακτική ταχύτητα. Έπειτα χαμήλωσε τα μάτια στη Χουάνα, που είχε σταθεί πίσω από τον φράχτη του κήπου και κοιτούσε τρελαμένη από τον φόβο, αβέβαιη για το αν έπρεπε να τρέξει προς το άλογό της ή να γυρίσει κοντά στη μητέρα της.
   Η Ισαβέλλα, που αγαπούσε την κόρη της, δεν είπε άλλη κουβέντα. Γύρισε στα υπόλοιπα κορίτσια και γονάτισε πλάι τους. «Ας προσευχηθούμε», είπε και έκλεισε τα μάτια της.  
   «Ούτε καν κοίταξε!» έλεγε ξανά και ξανά κατάπληκτη η Χουάνα το βράδυ, αφού επέστρεψαν στο δωμάτιό τους, έπλυναν τα χέρια τους, άλλαξαν τα βρόμικα ρούχα τους και το δακρυσμένο πρόσωπο της Χουάνα ήταν επιτέλους καθαρό. «Βρισκόμασταν στο κέντρο της μάχης και αυτή έκλεισε τα μάτια της και προσευχήθηκε!»
   «Ήξερε ότι θα βοηθούσε περισσότερο αν προσευχόταν ζητώντας τη βοήθεια του Θεού, παρά τρέχοντας γύρω γύρω και κλαίγοντας», της πέταξε η Ισαβέλλα. «Αυτό ήταν που εμψύχωσε τον στρατό περισσότερο από ότιδήποτε άλλο: το ότι την έβλεπαν να παραμένει γονατιστή εκεί, μπροστά σε όλους», συνέχισε να λέει.
   «Και αν την πετύχαινε κάποιο βέλος ή ένα ακόντιο;» 
   «Δεν την πέτυχε όμως. Καμία μας δεν έπαθε τίποτα. Και κερδίσαμε τη μάχη. Ενώ εσύ, Χουάνα, συμπεριφέρθηκες σαν μισότρελη χωριάτισσα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ντράπηκα για σένα. Δεν ξέρω τι σε πιάνει. Είσαι τρελή ή απλώς κακομαθημένη;»
   «Ω, ποιος νοιάζεται τι λες εσύ, ηλίθια χήρα;» αντιγύρισε με έντονο ύφος και οργή η Χουάνα.
 
6 Ιανουαρίου 1492 
 
   Μέρα με τη μέρα οι Μαυριτανοί αποκαρδιώνονταν όλο και περισσότερο. Η Αψιμαχία της Βσίλισσας ήταν τελικά η τελευταία μάχη που έδωσαν. Ο μεγάλος ήρωάς τους ήταν νεκρός, η πόλη τους περικυκλωμένη και οι Μαυριτανοί λιμοκτονούσαν στη γη που είχαν κάνει εύφορη οι πατεράδες τους. Το χειρότερο από όλα, η βοήθεια που περίμεναν από την Αφρική δεν έφτασε ποτέ· οι Τούρκοι είχαν ορκιστεί να τους προστρέξουν, αλλά οι γενίτσαροι δεν ήρθαν· ο βασιλιάς τους είχε λιποψυχήσει και ο γιος του ήταν όμηρος των χριστιανών· και μπροστά τους βρίσκονταν οι μονάρχες της Ισπανίας, η Ισαβέλλα και ο Φερδινάνδος, που είχαν τη στήριξη ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου, με τον διακηρυγμένο ιερό πόλεμο και τη χριστιανική σταυροφορία τους να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος λόγω της προσδοκώμενης επιτυχίας. Ελάχιστες μέρες μετά την αναμέτρηση των δύο ιπποτών, ο Μποαμπιδίλ, ο βασιλιάς της Γρανάδας, δέχτηκε τη συνθήκη ειρήνης των Ισπανών. Λίγες μέρες αργότερα, σε μια τελετή που οργανώθηκε με τη λαμπρότητα που χαρακτήριζε τους Μαυριτανούς της Ισπανίας, κατέβηκε πεζός στις σιδερένιες πύλες της πόλης με τα κλειδιά του παλατιού της Αλάμπρα πάνω σε μεταξωτό μαξιλάρι και τα παρέδωσε στον βασιλιά και στη βασίλισσα της Ισπανίας, επισφραγίζοντας την πλήρη παράδοσή του.
   Η Γρανάδα, το κόκκινο φρούριο που δέσποζε πάνω από την πόλη για να την προστατεύει, και το υπέροχο παλάτι που ήταν κρυμμένο μέσα από τα τείχη της -η Αλάμπρα- παραδόθηκαν στον Φερδινάνδο και στην Ισαβέλλα.
   Τα μέλη της ισπανικής βασιλικής οικογένειας, λάμποντας μέσα στα λάφυρα της Ισπανίας, ντυμένοι με τα υπέροχα μεταξωτά των ηττημένων, τουρμπάνια και πασούμια, με μεγαλοπρέπεια χαλίφηδων, πήραν τη Γρανάδα. Το ίδιο απόγευμα, η Καταλίνα, η πριγκίπισσα της Ουαλίας, ανηφόρισε μαζί με τους γονείς της το φιδογυριστό απότομο μονοπάτι με τα σκιερά ψηλά δέντρα και έφτασε στο ομορφότερο παλάτι της Ευρώπης. Τη νύχτα εκείνη κοιμήθηκε μέσα στο χαρέμι με τα ζωηρόχρωμα πλακάκια και ξύπνησε ακούγοντας το κελάρυσμα του νερού στα μαρμάρινα σιντριβάνια, νιώθοντας, εκτός από πριγκίπισσα της Αγγλίας, σαν πραγματική Μαυριτανή πριγκίπισσα, γεννημένη μες στην πολυτέλεια και την απίστευτη ομορφιά.
 
   Έτσι κυλάει η ζωή μου μετά από τούτη τη νικηφόρα μέρα. Γεννήθηκα μέσα σε στρατόπεδο, ακολουθώντας τον ισπανικό στρατό  από πολιορκία σε μάχη, βλέποντας πράγματα που ίσως να μην έπρεπε να δει κανένα παιδί, αντιμετωπίζοντας καθημερινά ενήλικους φόβους. Πέρασα μπροστά από πτώματα στρατιωτών, αφημένα να σαπίσουν στην ανοιξιάτικη ζέστη επειδή δεν υπήρχε χρόνος να ταφούν. Ταξίδεψα πίσω από μουλάρια που οι καμουτσικιές τα κατάντησαν ματωμένα ψοφίμια, καθώς μετέφεραν τα όπλα του πατέρα μου από τα ψηλά περάσματα της Σιέρα. Είδα τη μητέρα μου να χαστουκίζει κάποιον που έκλαιγε από την εξάντληση. Άκουσα παιδιά της ηλικίας μου να κλαίνε για τους γονείς τους που καίγονταν στην πυρά ως αιρετικοί. Αλλά από τούτη τη στιγμή που φορέσαμε τα κεντητά μεταξωτά και μπήκαμε στο κόκκινο φρούριο της Γρανάδας και περάσαμε τις πύλες του άσπρου μαργαριταριού, του παλατιού της Αλάμπρα, από τούτη τη στιγμή έγινα για πρώτη φορά πριγκίπισσα.
   Έγινα το κορίτσι που μεγάλωσε στο ομορφότερο παλάτι του χριστιανικού κόσμου, πίσω από την προστασία ενός απόρθητου φρουρίου, πιο ευλογημένη απ' όλους τους ανθρώπους· ένα κορίτσι με τεράστια, ακλόνητη πίστη στον φιλεύσπλαχνο Θεό, που μας χάρισε τη νίκη, και στο πεπρωμένο μου ως το πιο αγαπητό παιδί του Θεού και η πιο αγαπημένη κόρη της μητέρας μου, βασίλισσας Ισαβέλλας.
   Η Αλάμπρα μου απέδειξε, μια και καλή, ότι ο Θεός με είχε ευλογήσει με τη μοναδική χάρη Του, όπως και τη μητέρα μου. Ήμουν η εκλεκτή Του, μεγαλωμένη στο πιο όμορφο παλάτι του χριστιανικού κόσμου, προορισμένη για ύψιστη δόξα. Ήμουν απόλυτα σίγουρη.
 
   Η ισπανική βασιλική οικογένεια, με τους αξιωματικούς να προπορεύονται και τη βασιλική φρουρά να ακολουθεί, μπήκε με μεγαλοπρέπεια σουλτάνων στο φρούριο από τον τεράστιο τετράγωνο πύργο που είναι γνωστός ως Πύλη της Δικαιοσύνης. Τη στιγμή που η σκιά της πρώτης αψίδας του πύργου έπεσε πάνω στο ανασηκωμένο πρόσωπο της Ισαβέλλας, οι σάλπιγγες ήχησαν και μια βροντερή πολεμική κραυγή υψώθηκε στον ουρανό -όπως έγινε όταν ο Ιησούς του Ναυή βρέθηκε μπροστά στα τείχη της Ιεριχούς· σαν να ήθελαν να τρομάξουν τους δαίμονες των απίστων που μπορεί να είχαν ξεμείνει πίσω. Αμέσως, σαν αντίλαλος στον αχό, ένας τρεμουλιαστός αναστεναγμός  βγήκε από τα στόματα όλων όσοι είχαν συγκεντρωθεί μέσα από την πύλη και συνωστίζονταν πάνω στα χρυσά τείχη -γυναίκες με τα πρόσωπα μισοκαλυμμένα με πέπλα, άντρες ψηλοί, περήφανοι και σιωπηλοί, παρακολουθώντας, περιμένοντας να δουν τι θα έκαναν στη συνέχεια οι κατακτητές. Η Καταλίνα κοίταξε πάνω από τα κεφάλια του συγκεντρωμένου πλήθους και είδε τις ρευστές μορφές των αραβικών γραμμάτων  που ήταν σκαλισμένα πάνω στους στιλπνούς τοίχους. 
   «Τι λέει εκεί;» ρώτησε τη Μαδίγια, την γκουβερνάντα.
   Η Μαδίγια μισόκλεισε τα μάτια και κοίταξε προς τα πάνω. «Δεν ξέρω», είπε χολωμένα. Πάντοτε αρνιόταν τις μαυριτανικές ρίζες της. Πάντοτε προσπαθούσε να παραστήσει ότι δεν ήξερε τίποτα για τους Μαυριτανούς και τη ζωή τους, και ας ήταν γέννημα θρέμμα Μαυριτανή που είχε αλλαξοπιστήσει από συμφέρον -όπως έλεγε η Χουάνα.
   «Πες μας, αλλιώς θα σε τσιμπήσουμε», της είπε γλυκά η Χουάνα.
   Η νεαρή γυναίκα κοίταξε σκυθρωπά τις δύο αδερφές. «Λέει: “Είθε ο Θεός να επιτρέψει η δικαιοσύνη του Ισλάμ να κυριαρχήσει εντός”».
   Η Καταλίνα σάστισε για μια στιγμή, διακρίνοντας μια περήφανη σιγουριά στη φωνή της γκουβερνάντας, μια αποφασιστικότητα όμοια με την αποφασιστικότητα στη φωνή της μητέρας της.
   «Δεν το επέτρεψε», της πέταξε η Χουάνα. «Ο Αλλάχ εγκατέλειψε την Αλάμπρα, και τώρα έφτασε η Ισαβέλλα. Και αν όλοι εσείς οι Μαυριτανοί γνωρίζατε την Ισαβέλλα όπως εμείς, θα ξέρατε ότι η ανώτερη δύναμη παίρνει τα ηνία και η υποδεέστερη υποχωρεί».
   «Ο Θεός να σώζει τη βασίλισσα», έσπευσε να απαντήσει η Μαδίγια. «Γνωρίζω πολύ καλά τη βασίλισσα Ισαβέλλα»
   Την ώρα που είπε αυτά τα λόγια, οι τεράστιες πύλες ευθεία μπροστά τους, από μαύρο ξύλο διάστικτο με μαύρα καρφιά, άνοιξαν πάνω στους μαύρους σφυρήλατους μεντεσέδες τους και ο βασιλιάς με τη βασίλισσα μπήκαν στην εσωτερική αυλή πάλι κάτω από ήχους σαλπισμάτων.
   Σαν χορευτές που είχαν μάθει τέλεια τα βήματά τους, οι άντρες της ισπανικής φρουράς ξεχύθηκαν δεξιά και αριστερά μέσα από τα τείχη της πόλης, ελέγχοντας ότι το μέρος ήταν ασφαλές και ότι δεν υπήρχαν πουθενά τυχόν απελπισμένοι στρατιώτες, που μπορεί να σχεδίαζαν μια τελευταία ενέδρα. Το τεράστιο οχυρό του Αλκαζάμπα, χτισμένο σαν πλώρη καραβιού, που προεξείχε πάνω από την κοιλάδα της Γρανάδας, υψωνόταν στα αριστερά τους· οι άντρες έτρεξαν μέσα, διέσχισαν την πλατεία, κύκλωσαν τα τείχη, ανεβοκατέβηκαν τους πύργους. Τελικά, η βασίλισσα Ισαβέλλα σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, έβαλε το χέρι της -στο οποίο κουδούνιζαν μαυριτανικά χρυσά βραχιόλια- αντήλιο και γέλασε δυνατά αντικρίζοντας το ιερό λάβαρο του Αγίου Ιακώβου και τον ασημένιο σταυρό της σταυροφορίας να κυματίζουν στη θέση της ημισελήνου.
   Ύστερα στράφηκε προς τους υπηρέτες του παλατιού που πλησίαζαν αργά, με τα κεφάλια τους σκυφτά. Μπροστά πήγαινε ο Μέγας Βεζίρης. Φορούσε κυματιστή κελεμπία που τόνιζε το ψηλό του παράστημα και είχε τα διαπεραστικά μαύρα μάτια του καρφωμένα πάνω της, ενώ αμέσως μετά κοίταξε εξεταστικά τον βασιλιά Φερδινάνδο δίπλα της και τη βασιλική οικογένεια από πίσω τους: τον πρίγκιπα και τις τέσσερις πριγκίπισσες. Ο βασιλιάς και ο πρίγκιπας ήταν πλούσια ντυμένοι, σαν σουλτάνοι, με βαρύτιμα κεντητά καφτάνια πάνω από τα παντελόνια τους. Η βασίλισσα και οι πριγκίπισσες φορούσαν παραδοσιακές πουκαμίσες από φίνο μεταξωτό, πάνω από άσπρα λινά παντελόνια, ενώ τα κεφάλια τους κάλυπταν πέπλα που τα συγκρατούσαν χρυσά φιλέ.
   «Μεγαλειότατοι, είναι τιμή και καθήκον μου να σας καλωσορίσω στο παλάτι της Αλάμπρα», είπε ο Μέγας Βεζίρης, σαν να ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο να παραδίδει το ομορφότερο παλάτι του χριστιανικού κόσμου σε ένοπλους εισβολείς.
   Η βασίλισσα και ο σύζυγός της αντάλλαξαν μια φευγαλέα ματιά. «Μπορείτε να μας οδηγήσετε μέσα», είπε η Ισαβέλλα.
   Ο Μέγας Βεζίρης υποκλίθηκε και μπήκε μπροστά. Η βασίλισσα γύρισε προς τα πίσω και έριξε μια ματιά στα παιδιά της. «Ελάτε, κορίτσια», είπε και προχώρησε πρώτη. Διέσχισαν τους κήπους που περιέβαλαν το παλάτι, κατέβηκαν μερικά σκαλοπάτια και έφτασαν μπροστά σε μια απλή πόρτα.
   «Αυτή είναι η κεντρική είσοδος;» Η Ισαβέλλα κοντοστάθηκε μπροστά στη μικρή πόρτα ενός συνηθισμένου τοίχου.
   Ο Μέγας Βεζίρης υποκλίθηκε. «Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη».
   Η Ισαβέλλα δεν είπε τίποτα, αλλά η Καταλίνα την είδε να ανασηκώνει τα φρύδια της, σαν να μην της είχε κάνει σπουδαία εντύπωση. Και μετά μπήκαν όλοι μέσα.
 
   Αλλά η μικρή πόρτα είναι σαν κλειδαρότρυπα σε σεντούκι θησαυρού γεμάτο κουτιά, το ένα μέσα στο άλλο. Ο άντρας μάς μπάζει στο παλάτι, σαν σκλάβος που ανοίγει την πόρτα ενός θησαυροφυλακίου. Ακόμα και οι ονομασίες ηχούν σαν ποίημα: η Χρυσή Αίθουσα, η Αυλή με τις Μυρτιές, η Αίθουσα των Πρεσβευτών, η Αυλή των Λεόντων ή η Αίθουσα των Δύο Αδερφών. Θα μας πάρει βδομάδες μέχρι να μάθουμε πώς να πηγαίνουμε από τον ένα εξαίσιο χώρο στον άλλο. Θα μας πάρει μήνες μέχρι να πάψουμε να θαμπωνόμαστε από τον ευχάριστο ήχο του νερού που κυλάει στα μαρμάρινα κανάλια που διαρρέουν τα δωμάτια, προτού καταλήξουν σε ένα λευκό μαρμάρινο σιντριβάνι που εκτοξεύει διαρκώς το λαγαρό, γλυκόπιοτο νερό που κατεβαίνει από τα βουνά. Δε θα κουραστώ ποτέ να κοιτάζω  μέσα από τα άσπρα γύψινα διακοσμητικά στους τοίχους και να βλέπω την κοιλάδα, τα βουνά, τον γαλανό ουρανό και τους χρυσούς λόφους πέρα από το παλάτι. Τα παράθυρα μοιάζουν με κορνίζες, σχεδιασμένα να σε κάνουν να κοντοστέκεσαι, να κοιτάζεις και να θαυμάζεις τη θέα. Κάθε πλαίσιο παραθύρου είναι σαν λευκό κέντημα -ο γύψος τόσο λεπτοδουλεμένος και δαντελωτός που θυμίζει ζαχαρωτό, ένα πράγμα εκτός πραγματικότητας.
   Μένουμε στο χαρέμι, καθώς είναι η πιο εύκολη και βολική λύση για μένα και τις τρεις αδερφές μου. Τα κρύα βράδια οι υπηρέτριες του χαρεμιού ανάβουν τα μαγκάλια και σκορπίζουν αρωματικά βοτάνια, σαν να είμαστε οι σουλτάνες που τόσο καιρό ζούσαν απομονωμένες πίσω από το παραβάν. Στο σπίτι, καθώς και σε μερικές επίσημες εκδηλώσεις, ντυνόμαστε πάντα με μαυριτανικά ρούχα, και έτσι το θρόισμα του μεταξιού και το πλατάγισμα των πασουμιών συνεχίζει να αντηχεί ακόμα πάνω στα μαρμάρινα δάπεδα, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Κάνουμε τα μαθήματά μας εκεί που κάποτε διάβαζαν οι σκλάβες και κάνουμε περίπατο στους κήπους που φυτεύτηκαν για να τους απολαμβάνουν οι ευνοούμενες του σουλτάνου. Τρώμε τα φρούτα τους, λατρεύουμε τη γεύση των σερμπετιών τους, με τα λουλούδια τους φτιάχνουμε γιρλάντες για τα μαλλιά μας και τρέχουμε στις αλέες τους, όπου οι τριανταφυλλιές και το αγιόκλημα πλημμυρίζουν το πρωινό αγιάζι με τη γλυκιά μοσχοβολιά τους.
   Κάνουμε μπάνιο στο χαμάμ, όπου στεκόμαστε αντελώς ακίνητες ενώ οι υπηρέτριες μας σαπουνίζουν με ένα πλούσιο σαπούνι με λουλουδάτο άρωμα. Ύστερα μας ξεπλένουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια με ζεστό νερό από χρυσά λαγήνια. Μας τρίβουν με ροδέλαιο, μας τυλίγουν με φίνα σεντόνια και μετά ξαπλώνουμε, μισομεθυσμένες από την αισθησιακή απόλαυση, πάνω στο ζεστό μαρμάρινο τραπέζι που δεσπόζει στο δωμάτιο, κάτω από το χρυσό ταβάνι, όπου φεγγίτες σε σχήμα αστεριού αφήνουν τις εκτυφλωτικές ακτίνες του ήλιου να φωτίσουν το σκιερό ησυχαστήριο. Ένα κορίτσι περιποιείται τα νύχια των ποδιών μας, ενώ ένα άλλο ασχολείται με τα χέρια μας, λιμάρει τα νύχια μας και ζωγραφίζει ντελικάτα σχέδια με χένα. Αφήνουμε τη γριά να μας βγάλει τα φρύδια και να μας βάψει τις βλεφαρίδες. Μας περιποιούνται σαν να είμαστε σουλτάνες κι εμείς απολαμβάνουμε όλα τα πλούτη της Ισπανίας και όλες τις πολυτέλειες της Ανατολής, και παραδινόμαστε ολοκληρωτικά στις απολαύσεις του παλατιού, που μας κατακτά και μας αιχμαλωτίζει γλυκά· εμάς τους νικητές.
   Ακόμα και η Ισαβέλλα, η οποία θρηνεί για το χαμό του συζύγου της, ξαναβρίσκει σιγά σιγά το χαμόγελό της. Ακόμα και η Χουάνα, η οποία είναι συνήθως τόσο οξύθυμη και σκυθρωπή, γλυκαίνει. Όσο για μένα, γίνομαι η χαϊδεμένη της Αυλής, η αγαπημένη των κηπουρών, που με αφήνουν να κόβω ροδάκινα από τα δέντρα, η χαϊδεμένη του χαρεμιού, όπου μαθαίνω να παίζω, να χορεύω και να τραγουδάω, και η αγαπημένη της κουζίνας, όπου με αφήνουν να παρακολουθώ πώς ετοιμάζουν τα σιροπιαστά γλυκά και τα αραβικά εδέσματα με μέλι και αμύγδαλα.
   Ο πατέρας μου συναντιέται με ξένους απεσταλμένους στην Αίθουσα των Πρεσβευτών και μετά τους πηγαίνει στα λουτρά για να συνεχίσουν εκεί τις συνομιλίες τους, σαν ράθυμος σουλτάνος. Η μητέρα μου κάθεται οκλαδόν στον θρόνο των Νασριδών που εξουσίαζαν τον τόπο για πολλές γενιές, φορώντας μαλακά δερμάτινα πασούμια στα γυμνά πόδια της, με τις πτυχές της πουκαμίσας της να πέφτουν ολόγυρά της. Δέχεται τους παπικούς απεσταλμένους σε μια αίθουσα με τοίχους επενδυμένους με χρωματιστά πλακάκια, πάνω στα οποία παιχνιδίζει το παγανιστικό φως. Νιώθει σαν στο σπίτι της εδώ, αφού μεγάλωσε στο Αλκάθαρ της Σεβίλλης, ένα άλλο μαυριτανικό παλάτι. Κάνουμε περίπατο στους κήπους τους, παίρνουμε το μπάνιο μας στο χαμάμ τους, φοράμε τα αρωματισμένα δερμάτινα πασούμια τους και ζούμε με φινέτσα και πολυτέλεια που δεν έχουν δει ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή στη Ρώμη. Ζούμε με μεγαλοπρέπεια. Ζούμε, όπως προσδοκούσαμε εξαρχής, σαν Μαυριτανοί. Οι υπόλοιποι χριστιανοί βόσκουν γίδια στα βουνά, προσεύχονται στην Παναγία πάνω σε σωρούς από πέτρες στην άκρη των δρόμων, κατέχονται από δεισιδαιμονίες, υποφέρουν από ασθένειες, ζουν μες στη βρόμα και πεθαίνουν νέοι. Εμείς διδασκόμαστε από μουσουλμάνους λόγιους, δεχόμαστε τη φροντίδα των γιατρών τους, μελετάμε τα άστρα του ουρανού στα οποία έδωσαν ονόματα εκείνοι, μετράμε με τους αριθμούς τους, που ξεκινούν από το μαγικό μηδέν, τρώμε τα γλυκά φρούτα τους και απολαμβάνουμε με την ψυχή μας τα νερά που τρέχουν από τα υδραγωγεία τους. Η αρχιτεκτονική τους μας θαμπώνει· πίσω από κάθε στροφή, σε κάθε γωνιά μας περιμένει η ομορφιά. Η δύναμή τους προστατεύει πλέον εμάς· το Αλκαζάμπα είναι και πάλι απόρθητο. Μαθαίνουμε την ποίησή τους, διασκεδάζουμε με τα παιχνίδια τους, απολαμβάνουμε τους κήπους και τα φρούτα τους, κάνουμε μπάνιο στα νερά που κυλούν χάρη στους δικούς τους κόπους. Μπορεί να είμαστε οι νικητές, αλλά οι Μαυριτανοί μας έμαθαν πώς να κυβερνάμε. Μερικές φορές συλλογίζομαι ότι είμαστε σαν τους βαρβάρους που διαδέχθηκαν τους Ρωμαίους ή τους αρχαίους Έλληνες, εισβάλλοντας στα ανάκτορα και κυριεύοντας τα υδραγωγεία τους, ενώ μετά στρογγυλοκάθισαν σαν πίθηκοι στον θρόνο, παίζοντας με την ομορφιά, αλλά χωρίς να την κατανοούν. 
   Τουλάχιστον δεν αλλάζουμε την πίστη μας όμως. Όλοι οι υπηρέτες του παλατιού αναγκάζονται να παπαγαλίζουν τα πιστεύω της Μίας Αληθινής Εκκλησίας. Οι μιναρέδες του τεμένους σιγούν και απαγορεύεται οποιοδήποτε κάλεσμα σε προσευχή. Όποιος διαφωνεί μπορεί είτε να φύγει κατευθείαν για την Αφρική είτε να αλλαξοπιστήσει αμέσως είτε να αντιμετωπίσει την πυρά της Ιεράς Εξέτασης. Τα λάφυρα του πολέμου δεν μας κάνουν μαλθακούς, δεν ξεχνάμε ποτέ ότι είμαστε νικητές και ότι χρωστάμε τη νίκη μας στη δύναμη των όπλων και στη χάρη του Θεού. Δώσαμε ιερό όρκο στον δύσμοιρο βασιλιά Μποαμπιδίλ ότι υπό την ηγεμονία μας ο λαός του, οι μουσουλμάνοι, θα είναι ασφαλείς -όσο ασφαλείς ήταν και οι χριστιανοί υπό τη δική του ηγεμονία. Ορκιζόμαστε ότι θα τηρήσουμε την convivencia -έναν τρόπο ειρηνικής συνύπαρξης και συμβίωσης- και τους πείθουμε ότι θα δημιουργήσουμε μια Ισπανία όπου ο οποιοσδήποτε -είτε Μαυριτανός είτε χριστιανός είτε εβραίος- θα μπορεί να ζήσει ειρηνικά και με αυτοσεβασμό, αφού είμαστε όλοι «Άνθρωποι των Γραφών». Το λάθος τους είναι ότι αυτοί ήθελαν να τηρήσουν την ανακωχή και είχαν πίστη στην τήρηση της ανακωχής, ενώ εμείς -όπως αποδεικνύεται- όχι.
   Αθετούμε τον λόγο μας μέσα σε τρεις μήνες, διώχνοντας τους εβραίους και απειλώντας τους μουσουλμάνους. Όλοι οφείλουν να ασπαστούν την Αληθινή Πίστη, ενώ αν στη συνέχεια υπάρξει η παραμικρή σκιά αμφιβολίας ή η οποιαδήποτε υπόνοια εναντίον τους, η πίστη τους θα κριθεί από την Ιερά Εξέταση. Είναι ο μόνος τρόπος για να χτιστεί ένα αδιαίρετο έθνος: μέσω μιας κοινής πίστης. Είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθεί ένας λαός από την τεράστια ποικιλομορφία της αλ - Ανταλούς. Η μητέρα μου χτίζει έναν ναό μέσα στην αίθουσα συσκέψεων και εκεί που κάποτε έλεγε «Εισέλθετε και ζητήστε δικαιοσύνη. Μη φοβηθείτε να επιζητήσετε τη δικαιοσύνη, γιατί εδώ θα τη βρείτε» με τα όμορφα σχήματα των αραβικών γραμμάτων, τώρα η μητέρα μου προσεύχεται σε έναν αυστηρότερο και πιο μισαλλόδοξο Θεό από τον Αλλάχ· και κανείς δεν έρχεται πλέον να ζητήσει δικαιοσύνη.
   Ωστόσο, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει τον χαρακτήρα του παλατιού. Ούτε καν τα βαριά βήματα των στρατιωτών μας πάνω στα μαρμάρινα δάπεδα δεν μπορούν να διαταράξουν την προαιώνια αίσθηση γαλήνης που κυριαρχεί εδώ. Βάζω τη Μαδίγια να μου μάθει τι σημαίνουν οι επιγραφές σε κάθε δωμάτιο -η αγαπημένη μου δεν είναι η υπόσχεση απόδοσης δικαιοσύνης, αλλά αυτή που είναι γραμμένη στην Αυλή των Δύο Αδερφών και λέει «Έχετε ξαναδεί ποτέ τόσο όμορφο κήπο;» δίνοντας την απάντηση από κάτω: «Δεν έχουμε ξαναδεί άλλο κήπο με μεγαλύτερη αφθονία φρούτων, ούτε πιο γλυκό ούτε πιο μοσχοβολιστό». 
   Δεν είναι πραγματικά παλάτι· ούτε καν όπως εκείνα που γνωρίσαμε στην Κόρδοβα ή στο Τολέδο. Δεν είναι κάστρο ούτε οχυρό. Κατασκευάστηκε πρώτα και κύρια ως κήπος με χώρους εξαίσιας πολυτέλειας, ώστε να μπορείς να ζήσεις έξω. Είναι μια σειρά από αυλές, σχεδιασμένες να φιλοξενούν τόσο λουλούδια όσο και ανθρώπους. Είναι ένα όνειρο ομορφιάς: τοίχοι, πλακάκια, κίονες, λουλούδια, αναρριχητικά φυτά, φρούτα και βότανα. Οι Μαυριτανοί πιστεύουν ότι ένας κήπος είναι ένας επί Γης παράδεισος και ξόδεψαν περιουσίες ανά τους αιώνες ώστε να δημιουργήσουν αυτή την «αλ - Τζάνα»: μια λέξη που σημαίνει τον κήπο, το μυστικό μέρος, αλλά και τον παράδεισο.
   Συνειδητοποιώ ότι αγαπώ αυτό το παλάτι. Κι ας είμαι μικρή ακόμα, ξέρω ότι το μέρος αυτό είναι ξεχωριστό και ότι δεν πρόκειται να ξαναβρώ πουθενά αλλού  έναν τόσο υπέροχο τόπο. Και ας είμαι μικρή ακόμα, ξέρω ότι δεν μπορώ να μείνω εδώ για πάντα. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού και το θέλημα της μητέρας μου: να πρέπει να εγκαταλείψω την αλ - Τζάνα, το μυστικό μου μέρος, τον κήπο, τον παράδεισό μου. Το πεπρωμένο μου θέλησε να βρω το ομορφότερο μέρος του κόσμου όταν ήμουν μόλις έξι χρόνων και να το εγκαταλείψω μόλις γινόμουν δεκαπέντε· είναι γραφτό μου να ζήσω παρέα με τη νοσταλγία, σαν τον Μποαμπιδίλ, θαρρείς και στη ζωή μου η ευτυχία και η γαλήνη θα είναι πάντοτε εφήμερες.  
 
Ανάκτορο του Ντόγκμερσφιλντ, Χάμσαϊρ, φθινόπωρο 1501
    «Σας είπα, δεν μπορείτε να περάσετε μέσα! Και ο βασιλιάς της Αγγλίας ο ίδιος να ήσαστε... δεν θα μπορούσατε να περάσετε μέσα».
   «Είμαι ο βασιλιάς της Αγγλίας», είπε ο Ερρίκος Τυδώρ, χωρίς το παραμικρό ίχνος ευθυμίας. «Και είτε θα έρθει αυτή τώρα αμέσως έξω ή θα μπω εγώ μέσα μαζί με τον γιο μου».
   «Η Ινφάντα έστειλε ήδη μήνυμα στον βασιλιά ότι δεν μπορεί να τον δει», τον κατακεραύνωσε η γκουβερνάντα. «Οι ευγενείς της Αυλής της πήγαν και του εξήγησαν ότι η Ινφάντα βρίσκεται σε απομόνωση, όπως οφείλει να κάνει μια Ισπανίδα πριγκίπισσα. Νομίζετε ότι ο βασιλιάς της Αγγλίας θα ερχόταν εδώ τη στιγμή που η Ινφάντα αρνήθηκε να τον δεχτεί; Τι άνθρωπος νομίζετε ότι είναι;» 
   «Ίδιος με αυτόν εδώ», είπε φέρνοντας κοντά στο πρόσωπό της τη γροθιά του, στην οποία άστραφτε το μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι.
   Ο κόμης της Κάμπρα, ακολουθούμενος από μερικούς εμβρόντητους υπηρέτες, ήρθε τρέχοντας στην αίθουσα και αναγνώρισε αμέσως τον λιγνό σαραντάχρονο άντρα που είχε σηκώσει απειλητικά τη γροθιά του μπροστά στο πρόσωπο της γκουβερνάντας της Ινφάντα. Ο κόμης αναφώνησε πνιχτά: «Ο βασιλιάς!»
   Την ίδια στιγμή η γκουβερνάντα αναγνώρισε το καινούριο έμβλημα της Αγγλίας, τα δύο ρόδα της Υόρκης και του Λάνκαστερ, και ζάρωσε από τον φόβο. Ο κόμης σταμάτησε απότομα και υποκλίθηκε βαθιά.
   «Είναι ο βασιλιάς», είπε μέσα από τα δόντια του και η φωνή του ακούστηκε πνιχτή έτσι όπως μίλησε με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα. Η γκουβερνάντα άφησε ένα σιγανό επιφώνημα φρίκης και έκανε αμέσως βαθιά υπόκλιση.
   «Σήκω πάνω», είπε κοφτά ο βασιλιάς. «Και πήγαινε να τη φέρεις».
  «Μα είναι Ισπανίδα πριγκίπισσα, Μεγαλειότατε», είπε η γυναίκα ανασηκώνοντας τον κορμό της, αν και κράτησε το κεφάλι της σκυφτό. «Πρέπει να μείνει σε απομόνωση. Δεν επιτρέπεται να τη δείτε πριν από τη μέρα του γάμου της. Αυτό λέει η παράδοση. Οι ευγενείς της ήρθαν και σας εξήγησαν...»
   «Αυτό λέει η δική σας παράδοση. Όχι η δική μου. Και καθώς πρόκειται να γίνει νύφη μου στη χώρα μου, όπου βέβαια ισχύουν οι δικοί μου νόμοι, θα πρέπει να υπακούσει στη δική μου παράδοση».
   «Ανατράφηκε πολύ προσεκτικά, πολύ ευπρεπώς, πολύ καθωσπρέπει...»
   «Τότε θα σοκαριστεί πάρα πολύ βλέποντας έναν οργισμένο άντρα στο υπνοδωμάτιό της. Κυρία μου, σας συμβουλεύω να την ξυπνήσετε αμέσως»
   «Δεν μπορώ, Μεγαλειότατε. Πήρα τις εντολές μου από την ίδια τη βασίλισσα της Ισπανίας, η οποία μου ανέθεσε να φροντίσω να τηρηθούν όλοι οι κανόνες σεβασμού στο πρόσωπο της Ινφάντα και η συμπεριφορά της να είναι από όλες τις απόψεις...»
   «Κυρία μου, είτε θα δεχτείτε τις υπηρεσιακές σας εντολές από μένα είτε θα δεχτείτε τις εντολές μετακίνησής σας από μένα. Δεν με ενδιαφέρει τι από τα δύο. Και τώρα φέρτε έξω το κορίτσι, αλλιώς ορκίζομαι στο στέμμα μου ότι θα μπω εγώ μέσα και αν την πετύχω γυμνή στο κρεβάτι, δεν θα είναι η πρώτη γυναίκα που έχω δει σε αυτή την κατάσταση. Αλλά το καλό που της θέλω να είναι η ομορφότερη».
   Η Ισπανίδα γκουβερνάντα χλώμιασε με την προσβολή.
   «Διαλέγετε και παίρνετε», είπε ψυχρά ο βασιλιάς.
   «Δεν μπορώ να φέρω την Ινφάντα», επέμεινε πεισματικά εκείνη.
  «Για όνομα του Θεού! Ως εδώ! Πείτε της ότι μπαίνω τώρα αμέσως μέσα». 
   Η γκουβερνάντα πισωπάτησε άρον άρον, σαν οργισμένη κουρούνα, με πρόσωπο πανιασμένο από το σοκ. Ο Ερρίκος περίμενε μερικές στιγμές για να της δώσει χρόνο να ετοιμαστεί και ύστερα έβαλε τέλος στη φαρσοκωμωδία ακολουθώντας τη με αποφασιστικές δρασκελιές μέσα στην κρεβατοκάμαρα.
   Το δωμάτιο φωτιζόταν  μόνο από τη λάμψη των κεριών και της φωτιάς στο τζάκι. Τα σκεπάσματα ήταν μπλεγμένα, θαρρείς και το κορίτσι είχε πεταχτεί βιαστικά από το κρεβάτι. Ο Ερρίκος συναισθάνθηκε άξαφνα ότι είχε καταπατήσει κάθε έννοια ευπρέπειας μπαίνοντας έτσι στο υπνοδωμάτιό της, τη στιγμή που τα σεντόνια της ήταν ακόμα ζεστά από το σώμα της και το άρωμά της πλανιόταν στον κλειστό χώρο. Και τότε το βλέμμα του έπεσε πάνω της. Στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι, με το μικρό άσπρο χέρι της ακουμπισμένο πάνω στον σκαλιστό ξύλινο στύλο του ουρανού. Είχε ρίξει έναν σκούρο μπλε μανδύα πάνω στους ώμους της, αλλά η άσπρη νυχτικιά της με το στρίφωμα από ανεκτίμητη δαντέλα ξεπρόβαλε μέσα από το μπροστινό άνοιγμα. Τα πλούσια πυρρόξανθα μαλλιά της, πλεγμένα πλεξούδα για τον ύπνο, έπεφταν στην πλάτη της, αλλά το πρόσωπό της ήταν τελείως κρυμμένο πίσω από τη σκούρα δαντελωτή μαντίλα με την οποία είχε καλύψει βιαστικά το κεφάλι της.
   Η δόνα Ελβίρα μπήκε βιαστικά ανάμεσα στο κορίτσι και στον βασιλιά. «Αυτή είναι η Ινφάντα», είπε. «Θα μείνει με το πέπλο ως τη μέρα του γάμου της».
   «Δεν θα πάρω γουρούνι στο σακί», είπε οργισμένος ο Ερρίκος Τυδώρ. «Θα δω τι αγόρασα με τα λεφτά μου, ευχαριστώ πολύ».
   Έκανε ένα βήμα μπροστά. Η απελπισμένη γκουβερνάντα έπεσε σχεδόν στα γόνατα. «Η ευπρέπεια...» 
   «Μήπως έχει κάποιο φριχτό σημάδι;» ρώτησε εκφράζοντας τον βαθύτερο φόβο του. «Κάποια ουλή; Μήπως είναι βλογιοκομμένη και δεν μου το είπαν;»
   «Όχι! Το ορκίζομαι».
   Χωρίς να πει λέξη, το κορίτσι σήκωσε το άσπρο χέρι της και έπιασε το περίτεχνο δαντελωτό στρίφωμα του πέπλου της. Η γκουβερνάντα άφησε μια πνιχτή κραυγή διαμαρτυρίας, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για να σταματήσει την πριγκίπισσα, που ανασήκωσε το πέπλο της και το έριξε πίσω.
   Τα καθάρια γαλανά μάτια της καρφώθηκαν σταθερά στο ρυτιδιασμένο, οργισμένο πρόσωπο του Ερρίκου Τυδώρ. Ο βασιλιάς ρούφηξε την εικόνα της αναστενάζοντας σιγανά με ανακούφιση.
   Ήταν καλλονή: λεία επιδερμίδα, στρογγυλό πρόσωπο, ίσια μακριά μύτη, σαρκώδη, αισθησιακά χείλη. Στεκόταν με το πιγούνι ψηλά και το βλέμμα της γεμάτο απείθεια. Ο Ερρίκος συνειδητοποίησε ότι δεν είχε μπροστά του μια ντροπαλή παρθένα που έτρεμε μην την αποπλανήσουν, αλλά μια μαχητική πριγκίπισσα που διατηρούσε την αξιοπρέπειά της ακόμα και σε αυτή την άκρως εξευτελιστική στιγμή.
   Ο βασιλιάς υποκλίθηκε. «Είμαι ο Ερρίκος Τυδώρ, ο βασιλιάς της Αγγλίας», είπε.
   Η πριγκίπισσα έκανε μια υπόκλιση και αυτή.
   Προχώρησε προς το μέρος της και την είδε να συγκρατείται για να μην κάνει ένα βήμα προς τα πίσω.
   Την έπιασε σταθερά από τους ώμους και τη φίλησε και στα δύο ζεστά, απαλά μάγουλα. Το άρωμα των μαλλιών της και η ζεστή, θηλυκή μυρωδιά του κορμιού της γαργάλησαν τη μύτη του και ένιωσε αμέσως τον πόθο να πάλλεται στους βουβώνες και στους κροτάφους του. Έκανε βιαστικά ένα βήμα πίσω και κατέβασε τα χέρια του.
   «Καλωσορίσατε στην Αγγλία», είπε. Καθάρισε τον λαιμό του. «Σας ζητώ συγγνώμη για την ανυπομονησία μου να σας δω. Ο γιος μου έρχεται επίσης να σας επισκεφθεί».
   «Σας ζητώ συγγνώμη», του είπε παγερά αυτή σε άπταιστα γαλλικά. «Μόλις πριν από μερικές στιγμές με ενημέρωσαν ότι η Μεγαλειότητά σας επέμενε να έχει την τιμή αυτής της απρόσμενης επίσκεψης».
   Ο Ερρίκος αιφνιδιάστηκε κάπως με το οξύ ύφος της. «Έχω δικαίωμα...»
   Η Ινφάντα ανασήκωσε τους ώμους της σε μια άκρως ισπανική χειρονομία. «Φυσικά. Έχετε κάθε δικαίωμα πάνω μου». 
   Αυτά τα αμφίσημα, προκλητικά λόγια έκαναν τον βασιλιά να συνειδητοποιήσει και πάλι πόσο κοντά της βρισκόταν: πόσο μικρό ήταν το δωμάτιο, με το κρεβάτι με ουρανό από όπου κρέμονταν πλούσιες κουρτίνες, με τα σεντόνια προκλητικά τσαλακωμένα και το μαξιλάρι ακόμα βαθουλωμένο από το σχήμα του κεφαλιού της. Η όλη σκηνή θύμιζε σκηνή αποπλάνησης, όχι βασιλικού καλωσορίσματος. Ένιωσε πάλι τον κρυφό παλμό του πόθου.
   «Θα σας δω έξω», είπε απότομα, θαρρείς και έφταιγε αυτή που δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό του τη σκέψη που του ήρθε ξαφνικά: πώς θα ήταν να κάνει δική του αυτή τη χυμώδη μικρή καλλονή, την οποία είχε αγοράσει με τα χρήματά του. Πώς θα ήταν αν την είχε αγοράσει για τον εαυτό του και όχι για τον γιο του;
   «Θα είναι μεγάλη μου τιμή», του απάντησε ψυχρά η πριγκίπισσα.
   Ο βασιλιάς βγήκε με ζωηρό βήμα από το δωμάτιο και παρά λίγο να συγκρουστεί με τον πρίγκιπα Αρθούρο, που περίμενε με αγωνία έξω από την πόρτα.
   «Ανόητε», του πέταξε ο Ερρίκος.
   Ο πρίγκιπας Αρθούρος, χλωμός από την αγωνία, έδιωξε την ξανθιά φράντζα του από το πρόσωπό του, στάθηκε ακίνητος και δεν είπε τίποτα.
   «Μόλις μπορέσω θα ξαποστείλω την γκουβερνάντα στο πι και φι», είπε ο βασιλιάς. «Και όλους τους υπόλοιπους. Δεν θα της επιτρέψω να δημιουργήσει μια μικρή Ισπανία στην Αγγλία, γιε μου. Η χώρα δεν πρόκειται να ανεχτεί κάτι τέτοιο και σίγουρα δεν πρόκειται να το ανεχτώ εγώ».  
   «Ο κόσμος δεν διαμαρτύρεται. Ο λαός δείχνει να αγαπάει την πριγκίπισσα», είπε γλυκά ο Αρθούρος. «Ο συνοδός της λέει...»
   «Επειδή φοράει ένα ηλίθιο καπέλο. Επειδή είναι παράξενη: Ισπανίδα, σπάνια. Επειδή είναι νέα και... όμορφη», κόμπιασε.
   «Είναι;» αναφώνησε ο Αρθούρος. «Θέλω να πω: είναι;» 
   «Μόλις τώρα δεν πήγα στο δωμάτιό της για να το εξακριβώσω ο ίδιος; Παρ' όλα αυτά, κανείς Άγγλος δεν πρόκειται να ανεχτεί τις ισπανικές ανοησίες της μόλις περάσει ο πρώτος καιρός και τη συνηθίσουν. Ούτε κι εγώ. Σκοπός αυτού του γάμου είναι να εδραιώσει μια συμμαχία, όχι να κολακέψει τη ματαιοδοξία της. Είτε τους αρέσει είτε όχι, θα σε παντρευτεί. Είτε σου αρέσει είτε όχι, θα σε παντρευτεί. Είτε της αρέσει είτε όχι, θα σε παντρευτεί. Και το καλό που της θέλω να βγει τώρα αμέσως έξω, διαφορετικά δεν θα αρέσει σε εμένα, και αυτό είναι το μόνο που μετράει».
   Πρέπει να πάω εκεί έξω. Το μόνο που κατάφερα ήταν να κερδίσω απλώς λίγο χρόνο, αλλά ξέρω ότι με περιμένει έξω από την πόρτα του υπνοδωματίου μου και όπως μου απέδειξε, με πολύ εμφατικό τρόπο μάλιστα, αν δεν πάω εγώ σε εκείνον, τότε θα πάει το βουνό στον Μωάμεθ και θα ντροπιαστώ και πάλι. Όμως δεν θα το υποστώ.
   Παραμερίζω τη δόνα Ελβίρα, την γκουβερνάντα που δε μπορεί να με προστατεύσει τώρα πια, και κατευθύνομαι προς την πόρτα του δωματίου μου. Οι υπηρέτριές μου στέκονται παγωμένες, σαν σκλάβες του παραμυθιού που τους έκανε μάγια η εξωφρενική συμπεριφορά του βασιλιά. Η καρδιά μου σφυροκοπάει δυνατά στα αφτιά μου και νιώθω να με διακατέχει από τη μία κοριτσίστικη ντροπαλοσύνη που πρέπει να εμφανιστώ δημόσια και από την άλλη η λαχτάρα του στρατιώτη να ριχτεί στη μάχη, η ανυπομονησία του να γνωρίσει ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί και να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο αντί να τον αποφύγει.
   Ο Ερρίκος της Αγγλίας θέλει να συναντήσω τον γιο του μπροστά σε ολόκληρη τη συνοδεία του, χωρίς καμία επισημότητα, χωρίς καμία αξιοπρέπεια, σαν να είμαστε χωριάτες. Ας είναι. Θα δει ότι μια Ισπανίδα πριγκίπισσα δεν δειλιάζει ποτέ μπροστά στον φόβο. Σφίγγω τα δόντια μου και χαμογελάω όπως με διέταξε η μητέρα μου.
   Κάνω νόημα στον κήρυκά μου που έχει μείνει αποσβολωμένος σαν την υπόλοιπη συνοδεία μου. «Ανάγγειλέ με», τον διατάζω οργισμένη με κοφτή φωνή. 
   Με πρόσωπο ανέκφραστο από το σοκ, ο κήρυκας ανοίγει απότομα την πόρτα. «Η Ινφάντα Καταλίνα, πριγκίπισσα της Ισπανίας και πριγκίπισσα της Ουαλίας», αναγγέλλει δυνατά. 
   Εγώ είμαι αυτή. Και αυτή είναι η στιγμή μου. Αυτή είναι η πολεμική ιαχή μου.
   Κάνω ένα βήμα μπροστά.
   Η Ισπανίδα Ινφάντα, με το πρόσωπο ακάλυπτο μπροστά στα αντρικά βλέμματα, κοντοστάθηκε για μια στιγμή στη σκοτεινή είσοδο να ανακτήσει την ψυχραιμία της και ύστερα μπήκε μέσα στο δωμάτιο, με ένα ανεπαίσθητο φούντωμα στα δύο της μάγουλα, που μαρτυρούσε πόσο δύσκολη ήταν στην πραγματικότητα αυτή η δοκιμασία.
   Στο πλευρό του πατέρα του, ο πρίγκιπας Αρθούρος ξεροκατάπιε. Ήταν χίλιες φορές ομορφότερη από όσο είχε φανταστεί κι ένα εκατομμύριο φορές πιο αγέρωχη. Φορούσε φουστάνι από σκοτεινό μαύρο βελούδο με σκίσιμο μπροστά, για να φαίνεται το μεταξωτό κόκκινο φουρό από κάτω, και τετράγωνο ντεκολτέ, που κατέβαινε χαμηλά στο χυμώδες μπούστο της, όπου κρέμονταν πολλές σειρές μαργαριταριών. Τα πυρρόξανθα μαλλιά της ήταν ξέπλεκα και έπεφταν στην πλάτη της σαν χρυσοκόκκινο κύμα. Στο κεφάλι της φορούσε μαύρη δαντελωτή μαντίλα, την οποία είχε ρίξει αποφασιστικά πίσω. Έκανε βαθιά υπόκλιση και σηκώθηκε με το κεφάλι ψηλά, με χάρη χορεύτριας.
   «Σας ζητώ συγγνώμη που δεν ήμουν έτοιμη να σας υποδεχτώ», είπε στα γαλλικά. «Αν ήξερα ότι ερχόσασταν, θα είχα προετοιμαστεί».
   «Εκπλήσσομαι που δεν ακούσατε τον σαματά», είπε ο βασιλιάς με αρκετή ειρωνεία. «Φώναζα στην πόρτα σας για ένα ολόκληρο δεκάλεπτο».
   «Νόμιζα ότι μάλωναν αχθοφόροι», του απάντησε ψυχρά. 
   Ο Αρθούρος έπνιξε ένα επιφώνημα φρίκης για την αυθάδειά της· αλλά ο πατέρας του την κοιτούσε χαμογελαστός, σαν να έβλεπε μια καινούρια και πολλά υποσχόμενη φοραδίτσα να δείχνει τσαγανό.
   «Όχι, εγώ ήμουν. Εκτόξευα απειλές στην κυρία επί των τιμών σας. Λυπάμαι που χρειάστηκε να σας αιφνιδιάσω μέσα στο δωμάτιό σας».
   Η Ινφάντα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Ήταν η γκουβερνάντα μου, η δόνα Ελβίρα. Λυπάμαι αν σας δυσαρέστησε. Δεν μιλάει καλά αγγλικά. Σίγουρα δεν κατάλαβε τι θέλατε».  
   «Ήθελα να δω τη νύφη μου και ο γιος μου ήθελε να δει τη μέλλουσα σύζυγό του, και περιμένω από μια Αγγλίδα πριγκίπισσα να συμπεριφέρεται σαν Αγγλίδα πριγκίπισσα, όχι σαν κανένα απομονωμένο κορίτσι σε χαρέμι. Νόμιζα ότι οι γονείς σας νίκησαν τους Μαυριτανούς. Δεν φαντάστηκα ότι τους είχατε για πρότυπο».
   Η Καταλίνα κατάπιε την προσβολή με μια ανεπαίσθητη κλίση του κεφαλιού της. «Είμαι σίγουρη ότι θα μου διδάξετε τους εγγλέζικους τρόπους ευγενείας», του είπε. «Ποιος είναι σε καλύτερη θέση να με συμβουλέψει;» Στράφηκε στον πρίγκιπα Αρθούρο και έκανε μια μεγαλοπρεπή υπόκλιση. «Υψηλότατε».
   Ο Αρθούρος ανταπέδωσε νευρικά την υπόκλιση, κατάπληκτος με την ψυχραιμία της αυτή την τόσο αμήχανη στιγμή, ενώ έβαλε το χέρι στο σακάκι του ψάχνοντας το δώρο της. Πασπάτεψε το μικρό πουγκί με τα πετράδια, του έπεσε από το χέρι, το σήκωσε από κάτω και τελικά το άπλωσε προς το μέρος της, νιώθοντας εντελώς ανόητος.
   Η Ινφάντα πήρε το πουγκί από το χέρι του και τον ευχαρίστησε γέρνοντας το κεφάλι της, αλλά δεν το άνοιξε. «Έχετε δειπνήσει, Μεγαλειότατε;» 
   «Θα φάμε εδώ», είπε κοφτά ο βασιλιάς. «Διέταξα ήδη να μας σερβίρουν».
   «Τότε θα μπορούσα να σας προσφέρω ένα ποτό; Ή μήπως θα θέλατε ένα μέρος για να πλυθείτε και να αλλάξετε ρούχα πριν από το δείπνο;» Κοίταξε εξεταστικά τον ψηλόλιγνο βασιλιά -από το χλωμό ρυτιδιασμένο πρόσωπο που ήταν πιτσιλισμένο με λάσπη, μέχρι τις σκονισμένες μπότες του. Η απλυσιά των Άγγλων ήταν παροιμιώδης. Ούτε καν οι μεγάλες επαύλεις, όπως αυτή, δεν διέθεταν χαμάμ ή έστω τρεχούμενο νερό. «Ή μήπως δεν σας ενδιαφέρει να πλυθείτε;»
   Ένα σκληρό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του βασιλιά. «Μπορείτε να ζητήσετε να μου φέρουν μια κούπα μπίρα και να στείλουν καθαρά ρούχα και ζεστό νερό στο καλύτερο υπνοδωμάτιο, θα αλλάξω πριν από το δείπνο». Σήκωσε το χέρι του. «Μη θεωρήσετε ότι το κάνω για σας. Πάντα πλένομαι πριν από το δείπνο».
   Ο Αρθούρος την είδε να δαγκώνει το κάτω χείλος της με τα μικρά λευκά δόντια της, σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει μια σαρκαστική απάντηση. «Μάλιστα, Μεγαλειότατε», του είπε ευγενικά. «Όπως επιθυμείτε». Ύστερα κάλεσε την κυρία επί των τιμών της κοντά της και της έδωσε χαμηλόφωνα οδηγίες γρήγορα στα ισπανικά. Η γυναίκα υποκλίθηκε και οδήγησε τον βασιλιά έξω από το δωμάτιο.
   Η πριγκίπισσα στράφηκε στον πρίγκιπα Αρθούρο. «Et tu;» ρώτησε στα λατινικά. «Κι εσείς;»  
   «Εγώ; Τι;» είπε τραυλίζοντας.
   Ο Αρθούρος είχε την αίσθηση ότι η Ινφάντα προσπάθησε να συγκρατήσει έναν αναστεναγμό ανυπομονησίας.
   «Μήπως θα θέλατε κι εσείς να πλυθείτε και να αλλάξετε;»
   «Πλύθηκα», της απάντησε. Μόλις τα λόγια βγήκαν από τα χείλη του, του ήρθε να δαγκώσει τη γλώσσα του. Ακούστηκε σαν παιδί που το κατσάδιαζε η παραμάνα του, σκέφτηκε ο Αρθούρος. Άκου εκεί «Πλύθηκα». Τι θα έκανε μετά; Θα άπλωνε τα χέρια του με ανοιχτές παλάμες για να της δείξει ότι ήταν καλό παιδί;
   «Τότε, μήπως θα θέλατε ένα ποτήρι κρασί; Ή μπίρα;»  
   Η Καταλίνα γύρισε προς το τραπέζι, το οποίο έστρωναν βιαστικά οι υπηρέτες με κούπες και καράφες.
   «Κρασί».
   Η Καταλίνα πήρε ένα ποτήρι και μια καράφα. Τα σκεύη τσούγκρισαν το ένα με το άλλο και μετά ξανατσούγκρισαν. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Αρθούρος είδε ότι τα χέρια της πριγκίπισσας έτρεμαν.
   Η Καταλίνα σέρβιρε γρήγορα το κρασί και του το πρόσφερε. Το βλέμμα του Αρθούρου πήγε από το χέρι της και την ελαφρώς ρυτιδωμένη επιφάνεια του κρασιού στο χλωμό πρόσωπό της.
   Ο πρίγκιπας συνειδητοποίησε ότι δεν τον κορόιδευε. Απλώς δεν ένιωθε καθόλου άνετα μαζί του. Η αγένεια του πατέρα του είχε τσιγκλήσει την περηφάνια της, αλλά τώρα που είχε μείνει μόνη μαζί του ήταν απλώς ένα κορίτσι, λίγους μήνες μεγαλύτερο από τον ίδιο, αλλά και πάλι απλώς ένα κορίτσι. Κόρη των δύο ισχυρότερων βασιλέων της Ευρώπης· αλλά και πάλι απλώς ένα κορίτσι με χέρια που έτρεμαν.
   «Δεν χρειάζεται να φοβάστε», της είπε πολύ χαμηλόφωνα. «Λυπάμαι πολύ για όλα αυτά».
   Εννοούσε -για το ότι δεν καταφέρατε να αποφύγετε αυτή τη συνάντηση, για την απότομη συμπεριφορά του πατέρα μου και το γεγονός ότι δεν τήρησε τους τύπους, για την ανικανότητά μου να τον σταματήσω ή να τον κάνω να φερθεί με μεγαλύτερη ευπρέπεια και πάνω από όλα, για τη στενοχώρια που θα πρέπει να σας προκαλεί όλη αυτή η κατάσταση: το να βρίσκεστε μακριά από το σπίτι σας, ανάμεσα σε ξένους, και να αναγκάζεστε να συναντήσετε για πρώτη φορά τον καινούριο σας σύζυγο, αφού σας σήκωσαν άρον άρον από το κρεβάτι σας.
   Η Καταλίνα χαμήλωσε τα μάτια της και ο Αρθούρος κάρφωσε τα δικά του στην αψεγάδιαστη χλωμή επιδερμίδα, στις ξανθές βλεφαρίδες και στα ανοιχτόχρωμα φρύδια της.
   Ύστερα η Ινφάντα σήκωσε και πάλι το κεφάλι και τον κοίταξε. «Δεν πειράζει», του είπε. «Έχω δει πολύ χειρότερα πράγματα από αυτό, έχω βρεθεί σε πολύ χειρότερα μέρη από αυτό και έχω γνωρίσει πολύ χειρότερους ανθρώπους από τον πατέρα σας. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε για μένα. Δεν με τρομάζει τίποτα». 
 
   Κανείς δεν θα μάθει ποτέ πόσο δύσκολο μου είναι να χαμογελάω, πόσο δύσκολο μου είναι να στέκομαι μπροστά στον πατέρα σου χωρίς να τρέμω. Δεν είμαι ούτε δεκαέξι χρόνων καλά καλά, βρίσκομαι μακριά από τη μητέρα μου, σε μια ξένη χώρα, δεν μιλάω τη γλώσσα και δεν ξέρω κανέναν εδώ. Δεν έχω φίλους, πέρα από τους συνοδούς και τους υπηρέτες που έφερα μαζί μου, οι οποίοι περιμένουν από μένα να τους προστατεύσω. Ούτε που τους περνάει από το μυαλό να βοηθήσουν αυτοί εμένα.
   Ξέρω τι πρέπει να κάνω. Πρέπει να είμαι μια Ισπανίδα πριγκίπισσα για τους Άγγλους και μια Αγγλίδα πριγκίπισσα για τους Ισπανούς. Πρέπει να δείχνω ότι νιώθω άνετα ενώ δεν είναι έτσι και να παριστάνω τη σίγουρη ενώ φοβάμαι. Όσο για σένα, μπορεί να είσαι ο σύζυγός μου, αλλά δεν σε βλέπω καλά καλά, δεν έχω ιδέα ούτε καν πως είσαι ακόμα. Δεν έχω χρόνο να σε σκεφτώ, τόσο πολύ με έχει απορροφήσει η προσπάθεια να δείχνω ότι είμαι η πριγκίπισσα που αγόρασε ο πατέρας σου, η πριγκίπισσα που παρέδωσε η μητέρα μου, η πριγκίπισσα που θα εκπληρώσει τη συμφωνία και θα εξασφαλίσει τη συνθήκη ανάμεσα στην Αγγλία και την Ισπανία.
   Κανείς δεν θα μάθει ποτέ ότι πρέπει να παριστάνω την άνετη, να παριστάνω τη σίγουρη, να παριστάνω την μεγαλοπρεπή. Φυσικά φοβάμαι. Αλλά δεν θα το δείξω ποτέ... μα ποτέ. Και κάθε φορά που θα λένε το όνομά μου θα κάνω πάντα ένα βήμα μπροστά.
   
   Αφού πλύθηκε και κατέβασε μερικά ποτήρια κρασί πριν από το δείπνο, ο βασιλιάς άρχισε να φέρεται ευγενικά στη νεαρή πριγκίπισσα, αποφασισμένος να παραβλέψει την πρώτη τους συνάντηση. Μια - δυο φορές τον έπιασε να της ρίχνει πλάγιες ματιές, σαν να τη ζύγιζε, και τότε η Καταλίνα γύρισε και τον κοίταξε κατάματα, με το ξανθό φρύδι της ερωτηματικά ανασηκωμένο.  
   «Τι;» ρώτησε ο βασιλιάς.
   «Με συγχωρείτε», του απάντησε ήρεμα η πριγκίπισσα. «Νόμιζα ότι η Μεγαλειότητά σας ήθελε κάτι. Με κοιτάξατε».
   «Σκεφτόμουν ότι δεν μοιάζεις καθόλου με το πορτρέτο σου», της είπε.
   Η Καταλίνα κοκκίνησε λιγάκι. Τα πορτρέτα υποτίθεται ότι κολάκευαν το πρόσωπο που πόζαρε, ιδιαίτερα όταν το πρόσωπο αυτό ήταν μια πριγκίπισσα βασιλικής γενιάς που ήθελε να βρει σύζυγο.
   «Είσαι πιο ευπαρουσίαστη», είπε απρόθυμα ο Ερρίκος, για να την καθησυχάσει. «Πιο νέα, πιο γλυκιά, πιο όμορφη».
   Ο βασιλιάς περίμενε ότι το κομπλιμέντο του θα την εξευμένιζε, αλλά η Ινφάντα απλώς ένευσε, θαρρείς και της είχε κάνει απλώς μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση.
   «Είχατε άσχημο ταξίδι», σχολίασε ο Ερρίκος.
  «Πολύ άσχημο», παραδέχτηκε αυτή και ύστερα στράφηκε στον πρίγκιπα Αρθούρο. «Ξεκινήσαμε από την Κορούνια τον Αύγουστο, αλλά αναγκαστήκαμε να καθυστερήσουμε τον απόπλου ώσπου να καταλαγιάσει η θύελλα. Όταν σαλπάραμε τελικά, ο καιρός συνέχισε να είναι πολύ άσχημος, ενώ αργότερα αναγκαστήκαμε  να καταπλεύσουμε στο Πλύμουθ. Δεν μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το Σαουθάμπτον. Ήμαστε σίγουροι ότι θα πνιγόμασταν».
   «Δεν θα μπορούσατε να ταξιδέψετε από ξηράς πάντως», είπε κοφτά ο Ερρίκος, σκεφτόμενος την επικίνδυνη κατάσταση που επικρατούσε στη Γαλλία, καθώς και την εχθρική διάθεση του Γάλλου βασιλιά. «Θα ήσουν ανεκτίμητη όμηρος στα χέρια ενός τόσο άκαρδου βασιλιά. Δόξα τω Θεώ που δεν έπεσες σε εχθρικά χέρια».
   Η Καταλίνα τον κοίταξε σκεφτική. «Είθε να μην πέσω ποτέ».
   «Ευτυχώς, τα βάσανά σου τώρα τελείωσαν», συνέχισε ο Ερρίκος. «Η επόμενη λέμβος στην οποία θα επιβιβαστείς θα είναι η βασιλική, που θα σε μεταφέρει στον Τάμεση. Πώς σου φαίνεται που θα γίνεις πριγκίπισσα της Ουαλίας;»
   «Είμαι πριγκίπισσα της Ουαλίας από τότε που ήμουν τριών χρόνων», τον διόρθωσε αυτή. «Πάντοτε με προσφωνούσαν Ινφάντα Καταλίνα, πριγκίπισσα της Ουαλίας. Ήξερα ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο μου». Κοίταξε τον Αρθούρο, που εξακολουθούσε να κάθεται σιωπηλός, με τα μάτια καρφωμένα στο τραπέζι. «Σε όλη μου τη ζωή ήξερα ότι θα παντρευόμασταν. Ήταν πολύ ευγενικό από μέρους σας που μου γράφατε τόσο συχνά. Τα γράμματά σας με έκαναν να αισθάνομαι ότι δεν ήμαστε εντελώς ξένοι μεταξύ μας».
   Ο Αρθούρος αναψοκοκκίνισε. «Με διέταξαν να σας γράφω», είπε αμήχανα. «Ως μέρος των σπουδών μου. Αλλά μου άρεσαν οι απαντήσεις σας».
   «Για όνομα του Θεού, αγόρι μου, δεν πιάνεις και πουλιά στον αέρα, έτσι;» του πέταξε επικριτικά ο πατέρας του.
   Ο Αρθούρος κοκκίνισε μέχρι τα αφτιά.  
   «Δεν ήταν ανάγκη να της πεις ότι σε διέταξαν να της γράφεις», συνέχισε ο πατέρας του. «Καλύτερα να την άφηνες να νομίζει ότι της έγραφες από επιλογή».
   «Δεν με πειράζει», είπε χαμηλόφωνα η Καταλίνα. «Κι εμένα με διέταζαν να απαντώ. Και τυχαίνει να προτιμώ να λέμε πάντα την αλήθεια μεταξύ μας».
   Ο βασιλιάς γέλασε βροντερά. «Σε κάνα χρόνο θα έχεις αλλάξει τροπάρι», προέβλεψε. «Τότε θα προτιμάς χίλιες φορές ένα ευγενικό ψέμα. Ο μεγαλύτερος σωτήρας του γάμου είναι η αμοιβαία άγνοια».
   Ο Αρθούρος έγνεψε πειθήνια, αλλά η Καταλίνα απλώς χαμογέλασε, θαρρείς και οι παρατηρήσεις του βασιλιά παρουσίαζαν ενδιαφέρον, αλλά δεν ήταν απαραιτήτως σωστές. Ο Ερρίκος ένιωσε πικαρισμένος από τη συμπεριφορά του κοριτσιού, παρότι εξακολουθούσε να τον προκαλεί η ομορφιά της.
   «Τολμώ να πω ότι ο πατέρας σου δεν λέει στη μητέρα σου όποια σκέψη του κατέβει στο μυαλό», είπε προσπαθώντας να την κάνει να τον ξανακοιτάξει.
   Και τα κατάφερε. Η Καταλίνα γύρισε αργά το πρόσωπο και τον κοίταξε διαπεραστικά και στοχαστικά με τα καταγάλανα μάτια της. «Ίσως όχι», παραδέχτηκε. «Δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Δεν θα ήταν πρέπον να το γνωρίζω. Ανεξάρτητα από το πόσα της λέει πάντως, η μητέρα μου ξέρει έτσι κι αλλιώς τα πάντα».
   Ο βασιλιάς έβαλε τα γέλια. Ήταν πολύ χαριτωμένο να βλέπει ένα κορίτσι που μετά βίας του έφτανε μέχρι το στήθος να φέρεται με τόση υπεροψία. «Η μητέρα σου είναι οραματίστρια; Έχει το χάρισμα της Ενόρασης;» 
   Η Καταλίνα δεν γέλασε με τα λόγια του. «Είναι σοφή», είπε απλά. «Είναι η σοφότερη βασίλισσα της Ευρώπης».
   Ο βασιλιάς σκέφτηκε ότι θα ήταν ανοησία να δείξει δυσαρέσκεια για την αφοσίωση ενός κοριτσιού απέναντι στη μητέρα της, καθώς και ότι θα ήταν άκομψο να της επισημάνει ότι η μητέρα της μπορεί να ενοποίησε τα βασίλεια της Καστίλλης και της Αραγωνίας, αλλά απείχε πολύ ακόμη από το να δημιουργήσει μια ειρηνική και ενωμένη Ισπανία. Χάρη στις στρατηγικές ικανότητές τους, η Ισαβέλλα και ο Φερδινάνδος είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν μία χώρα από τα κατακτημένα μαυριτανικά βασίλεια, αλλά δεν είχαν καταφέρει ακόμα να κάνουν τους πάντες να αποδεχτούν την ειρήνη τους. Το ίδιο το ταξίδι της Καταλίνα στο Λονδίνο είχε διαταραχθεί από τους ξεσηκωμούς των Μαυριτανών και των εβραίων, που εξεγέρθηκαν ενάντια στην τυραννία των Ισπανών βασιλιάδων. Αποφάσισε να αλλάξει θέμα. «Γιατί δεν μας δείχνεις έναν χορό;» της ζήτησε σκεφτόμενος ότι θα ήθελε να τη δει να κινείται. «Ή μήπως ούτε αυτό επιτρέπεται στην Ισπανία;»
   «Καθώς είμαι Αγγλίδα πριγκίπισσα, θα πρέπει να μάθω τα έθιμά σας», του απάντησε η Καταλίνα. «Πείτε μου, μια Αγγλίδα πριγκίπισσα θα σηκωνόταν στη μέση της νύχτας για να χορέψει για τον βασιλιά που μπήκε με το έτσι θέλω στο δωμάτιό της;»
   Ο Ερρίκος γέλασε με τα λόγια της. «Αυτό ακριβώς θα έκανε αν είχε μυαλό στο κεφάλι της».
   Η Καταλίνα του χάρισε ένα μικρό, σεμνό χαμόγελο. «Τότε θα χορέψω μαζί με τις κυρίες μου», είπε και σηκώθηκε από το βασιλικό τραπέζι, πηγαίνοντας στο κέντρο της αίθουσας. Ο Ερρίκος πρόσεξε ότι φώναξε μία συγκεκριμένη κυρία με το όνομά της: τη Μαρία δε Σαλίνας, μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα που ήρθε αμέσως και στάθηκε δίπλα στην Καταλίνα. Άλλες τρεις νεαρές γυναίκες που παρίσταναν τις ντροπαλές, αν και ήταν φανερό πως ανυπομονούσαν να τις δουν, ήρθαν επίσης μπροστά.
   Ο Ερρίκος τις κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Είχε ζητήσει ρητά από τους βασιλείς της Ισπανίας όλες οι συνοδοί της κόρης τους να είναι όμορφες και τώρα έβλεπε με ευχαρίστηση πως ανεξάρτητα από το πόσο ωμή και ανάγωγη μπορεί να τους είχε φανεί η απαίτησή του, εντούτοις είχαν ενδώσει στην επιθυμία του. Τα κορίτσια ήταν όλα εμφανίσιμα, αν και καμία δεν επισκίαζε την πριγκίπισσα, που στάθηκε ακίνητη, σίγουρη για τον εαυτό της και ύστερα σήκωσε τα χέρια της και χτύπησε παλαμάκια, δίνοντας εντολή στους μουσικούς να αρχίσουν να παίζουν.
   Ο βασιλιάς παρατήρησε αμέσως ότι η πριγκίπισσα κινούνταν με αισθησιασμό ώριμης γυναίκας. Ο χορός ήταν μια παβάνα, ένας αργός επίσημος χορός, και η Ινφάντα χόρευε λικνίζοντας τους γοφούς της, με μάτια μισόκλειστα και αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ήταν καλά δασκαλεμένη -φυσικά, οποιαδήποτε πριγκίπισσα είχε μεγαλώσει σε μια Αυλή όπου ο χορός, το τραγούδι, η μουσική και η ποίηση μετρούσαν πάνω από όλα μάθαινε να χορεύει καλά· αυτή όμως χόρευε σαν ώριμη γυναίκα, αφήνοντας τη μουσική να την παρασύρει, και ο Ερρίκος, με την πολύχρονη εμπειρία του, ήξερε ότι οι γυναίκες που αφήνονται να παρασυρθούν από τη μουσική είναι αυτές που ανταποκρίνονται περισσότερο στον ρυθμό του πόθου.
   Καθώς την παρακολουθούσε, η αρχική του ευχαρίστηση έδωσε τη θέση της στον αυξανόμενο εκνευρισμό, στη σκέψη ότι αυτό το εξαίσιο πλάσμα θα ζέσταινε το κρύο κρεβάτι του Αρθούρου. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εσωστρεφή, στοχαστικό γιο του να ερεθίζει και να διεγείρει το πάθος αυτού του κοριτσιού, που βρισκόταν στο κατώφλι της γυναικείας ωριμότητας. Φαντάστηκε ότι ο Αρθούρος θα την πασπάτευε άγαρμπα και ίσως να την πονούσε κιόλας, ότι αυτή θα έσφιγγε τα δόντια και θα έκανε το καθήκον της ως σύζυγος και ως βασίλισσα, προτού πεθάνει τελικά, το πιθανότερο, στη γέννα· και τότε θα έπρεπε να ξανακάνει από την αρχή όλη αυτή την φασαρία ώστε να βρει καινούρια νύφη για τον Αρθούρο, χωρίς κανένα κέρδος για τον εαυτό του, παρά μόνο τούτη την εκνευριστική και μάταιη διέγερση που φαινόταν να του προκαλεί το κορίτσι. Ήταν καλό που ήταν τόσο γοητευτική, καθώς θα αποτελούσε πολύτιμο στολίδι για την Αυλή του· αλλά συγχρόνως ήταν πολύ εκνευριστικό που την έβρισκε τόσο ποθητή.
   Ο Ερρίκος τράβηξε το βλέμμα του από τον χορό της και προσπάθησε να παρηγορηθεί με τη σκέψη της προίκας της, που θα αποτελούσε μόνιμο κέρδος για τον ίδιο και θα δινόταν απευθείας σε αυτόν, σε αντίθεση με το κορίτσι, που φαινόταν προορισμένο απλώς να τον αναστατώσει και να δοθεί ως νύφη, έστω και αταίριαστη, στον γιο του. Μόλις παντρεύονταν, ο θησαυροφύλακάς της θα του παρέδιδε την πρώτη δόση της προίκας σε ατόφιο χρυσάφι. Έναν χρόνο μετά θα του παρέδιδε την δεύτερη δόση σε χρυσάφι, χρυσά σκεύη και πετράδια. Έχοντας πολεμήσει με ελάχιστα μέσα και αβέβαιες απολαβές για την κατάκτηση του θρόνου του, ο Ερρίκος εμπιστευόταν τη δύναμη του χρήματος περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή· περισσότερο και από τον ίδιο του τον θρόνο -αφού ήξερε ότι μπορούσε να εξαγοράσει έναν θρόνο με χρήματα- πολύ περισσότερο από τις γυναίκες, οι οποίες μπορούσαν να αγοραστούν πολύ φθηνά· και πολύ περισσότερο από την ευχαρίστηση του χαμόγελου μιας παρθένας πριγκίπισσας, η οποία εκείνη τη στιγμή σταμάτησε να χορεύει, έκανε μια πλατιά υπόκλιση και σηκώθηκε χαμογελαστή πάνω.
   «Σας ευχαρίστησα, Μεγαλειότατε;» ρώτησε αναψοκοκκινισμένη και κάπως ξέπνοη.
   «Αρκετά», είπε ο βασιλιάς, αποφασισμένος να μην της δείξει ποτέ το πόσο. «Ωστόσο, είναι αργά και θα πρέπει να γυρίσεις στο κρεβάτι σου. Το πρωί θα σε συνοδεύσουμε για ένα μέρος της διαδρομής με τα άλογά μας, προτού συνεχίσουμε μόνοι ώστε να φτάσουμε πρώτοι στο Λονδίνο».
   Η Καταλίνα ξαφνιάστηκε με τον απότομο τρόπο του. Έριξε άλλη μια ματιά στον Αρθούρο, σαν να περίμενε να φέρει αντίρρηση στα σχέδια του πατέρα του· ίσως να πρότεινε να μείνει μαζί της για όλο το υπόλοιπο ταξίδι, από τη στιγμή που ο πατέρας του καυχιόταν ότι δεν κολλούσε στους τύπους. Ωστόσο, το αγόρι δεν είπε τίποτα. «Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατε», του είπε ευγενικά η Καταλίνα.
   Ο βασιλιάς ένευσε και σηκώθηκε όρθιος. Οι αυλικοί υποκλίθηκαν βαθιά ο ένας μετά τον άλλον, σαν κύμα, όταν πέρασε από μπροστά τους και βγήκε από το δωμάτιο.
   Δεν αντιπαθεί και τόσο πολύ τους τύπους τελικά, σκέφτηκε η Καταλίνα, βλέποντας τον βασιλιά της Αγγλίας να διασχίζει αγέρωχος την Αυλή του, με το κεφάλι ψηλά. «Μπορεί να καυχιέται ότι είναι στρατιώτης, συνηθισμένος στους τρόπους του στρατοπέδου, αλλά θέλει να του δείχνουν υπακοή και σεβασμό. Και καλά κάνει», πρόσθεσε από μέσα της η κόρη της Ισαβέλλας.
   Ο Αρθούρος ακολούθησε τον πατέρα του, πετώντας μια βιαστική «Καληνύχτα» στην πριγκίπισσα την ώρα που έβγαινε έξω. Μαζί τους αποχώρησαν και όλοι οι άντρες της συνοδείας τους, αφήνοντας την πριγκίπισσα μόνη με τις κυρίες της.
   «Τι εκπληκτικός άντρας», σχολίασε στην ευνοουμένή της, τη Μαρία δε Σαλίνας. 
   «Του άρεσες», της είπε η νεαρή συνοδός της. «Σε κοιτούσε πολύ προσεκτικά. Του άρεσες».
   «Και γιατί όχι;» ρώτησε η Καταλίνα, με την έμφυτη υπεροψία ενός κοριτσιού που γεννήθηκε στο σπουδαιότερο βασίλειο της Ευρώπης. «Ακόμα και να μη του άρεσα όμως, τα πάντα έχουν συμφωνηθεί ήδη και δεν μπορεί να υπάρξει καμία αλλαγή. Έχουν συμφωνηθεί σχεδόν από την ώρα που γεννήθηκα».
 
   Δεν είναι όπως τον περίμενα, αυτός ο βασιλιάς που χρειάστηκε να πολεμήσει για να κατακτήσει τον θρόνο του και που σήκωσε το στέμμα του μέσα από τις λάσπες ενός πεδίου μάχης. Τον περίμενα πιο ηρωικό, σαν σπουδαίο πολεμιστή, σαν τον πατέρα μου ίσως. Αυτός όμως μοιάζει με έμπορο, με κάποιον που υπολογίζει τα πάντα με γνώμονα το κέρδος, όχι με κάποιον που κέρδισε το βασίλειο και τη σύζυγό του με το σπαθί του.
   Φαντάζομαι ότι θα ήθελα να ήταν περισσότερο σαν τον δον Χερνάντο, ένας ήρωας τον οποίο θα μπορούσα να θαυμάσω, ένας άντρας που θα καμάρωνα να αποκαλώ πατέρα. Αυτός ο βασιλιάς, όμως, είναι λιγνός και χλωμός σαν κλητήρας, όχι σαν ιππότης στα ρομάντζα.
   Περίμενα ότι η Αυλή του θα ήταν πιο μεγαλοπρεπής, περίμενα μια λαμπρή πομπή και μια επίσημη συνάντηση με μακροσκελείς συστάσεις και όμορφες ομιλίες, όπως θα γινόταν στην Αλάμπρα. Αυτός όμως είναι απότομος και κατά τη γνώμη μου αγενής. Θα πρέπει να συνηθίσω τα φερσίματα των βόρειων, την αγριότητα και την τραχύτητά τους. Είναι ανώφελο να περιμένω ότι τα πράγματα θα γίνονται με όμορφο, ή έστω με σωστό τρόπο. Θα χρειαστεί να παραβλέψω πάρα πολλά μέχρι να γίνω βασίλισσα και να μπορέσω να αλλάξω τα πράγματα. 
   Εν πάση περιπτώσει, δεν έχει καμία σημασία αν συμπαθώ τον βασιλιά ή αν με συμπαθεί αυτός. Συμφώνησε με τον πατέρα μου και είμαι αρραβωνιασμένη με τον γιο του. Δεν έχει σημασία η γνώμη μου γι' αυτόν ούτε η δική του για μένα. Ούτως ή άλλως, δε θα χρειαστεί να έχουμε πολλά πάρε - δώσε μεταξύ μας. Εγώ θα ζω στην Ουαλία και θα διοικώ το πριγκιπάτο, ενώ αυτός θα ζει στην Αγγλία και θα διοικεί το βασίλειο· και όταν πεθάνει, θα πάρει τον θρόνο του ο άντρας μου και ο γιος μου θα γίνει ο επόμενος πρίγκιπας της Ουαλίας, κι εγώ θα γίνω βασίλισσα.
   Όσο για τον μέλλοντα σύζυγό μου -ω!- αυτός μου έκανε πολύ διαφορετική πρώτη εντύπωση. Είναι απίστευτα όμορφος! Δεν περίμενα να είναι τόσο όμορφος! Είναι τόσο ξανθός και λεπτοκαμωμένος, σαν νεαρός ακόλουθος ιππότη σε κάποιο παλιό ρομάντζο. Τον φαντάζομαι να ξαγρυπνάει όλη νύχτα στη βίγλα ή να τραγουδάει κάτω από το παραθύρι ενός κάστρου. Έχει ανοιχτόχρωμη, σχεδόν ασημένια επιδερμίδα και λεπτά ξανθά μαλλιά, αλλά είναι ψηλότερος από μένα και λεπτός και δυνατός σαν ένα αγόρι στο κατώφλι της ωριμότητας.
   Έχει σπάνιο χαμόγελο, που το χαρίζει απρόθυμα, αλλά όταν χαμογελάει, φωτίζεται όλο του το πρόσωπο. Και είναι ευγενικός. Τι σπουδαίο προσόν για έναν σύζυγο! Ήταν ευγενικός όταν μου πήρε το ποτήρι με το κρασί από τα χέρια και είδε ότι έτρεμα και προσπάθησε να με καθησυχάσει.
   Μακάρι να ήξερα τι σκέφτεται για μένα! Αχ, μακάρι να ήξερα τι σκέφτεται για μένα!
 
   Όπως όρισε ο βασιλιάς, το επόμενο πρωί αυτός και ο Αρθούρος επέστρεψαν γρήγορα στο Ουίνδσορ, ενώ η πομπή με την Καταλίνα -το φορητό ανάκλιντρο που το έσερναν μουλάρια, τα προικιά της συσκευασμένα μέσα σε μεγάλα ταξιδιωτικά μπαούλα, οι κυρίες επί των τιμών της, οι Ισπανοί υπηρέτες της και οι φύλακες της βαρύτιμης προίκας της- διέσχισε με πολύ πιο αργό ρυθμό τους λασπωμένους δρόμους που οδηγούσαν στο Λονδίνο.
   Η Καταλίνα δεν ξαναείδε τον πρίγκιπα μέχρι τη μέρα του γάμου τους, αλλά όταν έφτασε στο χωριό Κίνγκστον στον Τάμεση, η κουστωδία της έκανε στάση προκειμένου να συναντήσουν τον επιφανέστερο άντρα του βασιλείου, τον νεαρό Έντουαρντ Στάφορντ, δούκα του Μπάκιγχαμ, και τον Ερρίκο, δούκα της Υόρκης, δευτερότοκο γιο του βασιλιά, οι οποίοι θα τη συνόδευαν μέχρι το ανάκτορο του Λάμπεθ.
   «Θα βγω έξω», είπε η Καταλίνα και βγήκε αμέσως από το φορητό ανάκλιντρο, περνώντας γρήγορα μπροστά από τα άλογα, καθώς δεν ήθελε να λογοφέρει πάλι με τη δύστροπη γκουβερνάντα της, η οποία υποστήριζε ότι οι νεαρές κυρίες δεν πρέπει να συναντούν νεαρούς πριν από τη μέρα του γάμου τους. «Μην πεις τίποτα, δόνα Ελβίρα. Το αγόρι είναι ένα δεκάχρονο παιδί. Δεν μετράει. Ούτε καν η μητέρα μου δεν θα θεωρούσε πως μετράει».
   «Φόρα τουλάχιστον το πέπλο σου!» την παρακάλεσε η γκουβερνάντα. «Είναι και ο δούκας του Μπακ... Μπακ... όπως τον λένε τέλος πάντων... εδώ. Φόρα το πέπλο σου όταν παρουσιαστείς μπροστά του, για χάρη της υπόληψής σου, Ινφάντα».
   «Του Μπάκιγχαμ», τη διόρθωσε η Καταλίνα. «Ο δούκας του Μπάκιγχαμ. Και να με προσφωνείς πριγκίπισσα της Ουαλίας. Επίσης, ξέρεις ότι δεν μπορώ να φορέσω το πέπλο μου μπροστά του, γιατί θα το αναφέρει σίγουρα στον βασιλιά. Και ξέρεις τι είπε η μητέρα μου: ότι είναι προστατευόμενος της βασιλομήτορος, ότι του επιστράφηκαν οι οικογενειακοί του τίτλοι και ότι οφείλουμε να του δείξουμε τον ύψιστο σεβασμό».
   Η άλλη γυναίκα κούνησε το κεφάλι της, αλλά η Καταλίνα προχώρησε με ξεσκέπαστο πρόσωπο, νιώθοντας φόβο ανάμεικτο με αψηφισιά για την τόλμη της, όταν είδε τους άντρες του δούκα παραταγμένους στη σειρά στον δρόμο και μπροστά τους να στέκεται ένα μικρό αγόρι, χωρίς κράνος, με τα αστραφτερά μαλλιά του να λάμπουν κάτω από τις ακτίνες του ήλιου.
   Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι δεν έμοιαζε καθόλου με τον αδερφό του. Ενώ ο Αρθούρος ήταν ξανθός, λιγνός και σοβαρός, με χλωμή επιδερμίδα και ζεστά καστανά μάτια, τούτο το λαμπερό αγόρι έμοιαζε σαν να μην είχε ούτε μια σοβαρή σκέψη στο μυαλό του. Δεν έμοιαζε με τον ξερακιανό πατέρα του, αλλά είχε την όψη ενός αγοριού που όλα του έρχονταν εύκολα στη ζωή. Τα μαλλιά του ήταν ξανθοκόκκινα και το πρόσωπό του στρογγυλό, παιδικό, ενώ το χαμόγελό του όταν την αντίκρισε ήταν γνήσια φιλικό και πλατύ και τα γαλανά μάτια του έλαμψαν, σαν να ήταν συνηθισμένος να βλέπει γύρω του ένα πολύ ευχάριστο κόσμο.  
   «Αδερφή μου!» της είπε με θέρμη και ξεπέζεψε από το άλογό του, με την πανοπλία του να κροταλίζει, για να της κάνει βαθιά υπόκλιση.
   «Αδερφέ μου Ερρίκε», του είπε η Καταλίνα κάνοντας υπόκλιση, σκύβοντας όσο ακριβώς έπρεπε, δεδομένου ότι ήταν μόνο ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Αγγλίας, ενώ αυτή Ινφάντα της Ισπανίας.
   «Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω», της είπε αμέσως στα λατινικά, με βαριά αγγλική προφορά. «Παρακάλεσα τον Μεγαλειότατο να μου επιτρέψει να έρθω να σε γνωρίσω πριν χρειαστεί να σε συνοδεύσω στην εκκλησία τη μέρα του γάμου σου. Θα μου φαινόταν πάρα πολύ άβολο να περπατήσω στο διάδρομο της εκκλησίας δίπλα σου και να σε παραδώσω στον Αρθούρο χωρίς να έχουμε μιλήσει ποτέ. Και να με φωνάζεις Χάρι. Όλοι με φωνάζουν Χάρι».
   «Χαίρομαι κι εγώ πολύ που σε γνωρίζω, αδερφέ μου Χάρι», είπε ευγενικά η Καταλίνα, αιφνιδιασμένη με τον πηγαίο ενθουσιασμό του.
   «Χαίρεσαι; Θα έπρεπε να χοροπηδάς από ευτυχία!» αναφώνησε κεφάτα το αγόρι. «Γιατί ο πατέρας είπε ότι μπορώ να σου φέρω το άλογο που αποτελεί ένα από τα γαμήλια δώρα σου, ώστε να ιππεύσουμε μαζί ως το Λάμπεθ. Ο Αρθούρος είπε ότι θα έπρεπε να περιμένεις ως τη μέρα του γάμου σου, αλλά εγώ του είπα, γιατί να περιμένει; Δεν θα μπορέσει να ιππεύσει τη μέρα του γάμου της. Θα είναι πολύ απασχολημένη με το γάμο. Αλλά αν της το πάω τώρα, μπορούμε να ιππεύσουμε αμέσως».
   «Πολύ ευγενικό από μέρους σου».
   «Ω, ποτέ δεν δίνω σημασία σε ό,τι λέει ο Αρθούρος», είπε πρόσχαρα ο Χάρι.
   Η Καταλίνα αναγκάστηκε να συγκρατήσει το γέλιο της. «Αλήθεια;»
   Ο Χάρι έκανε έναν μορφασμό, κουνώντας το κεφάλι του. «Είναι τόσο σοβαρός», της είπε. «Δεν θα πιστέψεις πόσο σοβαρός είναι. Και καλλιεργημένος φυσικά, αλλά όχι χαρισματικός. Όλοι λένε ότι εγώ διαθέτω τεράστιο χάρισμα, ιδιαίτερα στις ξένες γλώσσες, αλλά και στη μουσική επίσης. Μπορούμε να μιλάμε γαλλικά αν θες, μιλάω άπταιστα για την ηλικία μου. Θεωρούμαι πολύ καλός μουσικός. Και φυσικά είμαι σπουδαίος αθλητής. Κυνηγάς;»
   «Όχι», είπε η Καταλίνα που ζαλίστηκε λίγο από την πολυλογία του. «Δηλαδή, απλώς ακολουθώ το κυνήγι όταν βγαίνουμε για αγριόχοιρους ή λύκους».
   «Λύκους; Πόσο θα ήθελα να κυνηγήσω λύκους. Έχετε στα αλήθεια αρκούδες;»  
   «Ναι, στους λόφους».
  «Πόσο θα ήθελα να κυνηγήσω μία αρκούδα. Τους λύκους τους κυνηγάτε πεζή, όπως τους αγριόχοιρους;»
   «Όχι, με άλογα», του απάντησε. «Είναι πολύ γρήγορα ζώα και πρέπει να παίρνεις πολύ γρήγορα σκυλιά μαζί σου για να τους φερμάρεις. Είναι απαίσιο κυνήγι».
   «Εμένα δεν θα με πείραζε», της είπε. «Δεν με πειράζουν αυτά τα πράγματα. Όλοι λένε ότι είμαι τρομερά θαρραλέος σε αυτά τα πράγματα».
   «Είμαι σίγουρη γι' αυτό», του είπε χαμογελώντας.
   Ένας όμορφος άντρας γύρω στα είκοσι πέντε ήρθε τότε μπροστά και υποκλίθηκε.
   «Ω, από δω ο Έντουαρντ Στάφορντ, ο δούκας του Μπάκιγχαμ», είπε αμέσως ο Χάρι. «Μπορώ να στον παρουσιάσω;»
   Η Καταλίνα άπλωσε το χέρι της και ο άντρας υποκλίθηκε ξανά. Το έξυπνο, όμορφο πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα ζεστό χαμόγελο. «Καλωσορίσατε στη χώρα σας», είπε σε άπταιστα καστιλιάνικα. «Ελπίζω να είχατε ευχάριστο ταξίδι. Μπορώ να κάνω κάτι για σας;»
   «Με περιποιούνται εξαιρετικά», είπε η Καταλίνα, κόκκινη από ευχαρίστηση που άκουσε τη μητρική της γλώσσα. «Και η υποδοχή του κόσμου που συνάντησα στο δρόμο ήταν πολύ ευγενική».
   «Κοίτα, να το καινούριο σου άλογο», τους διέκοψε ο Χάρι, καθώς ο ιπποκόμος οδήγησε μπροστά μια όμορφη μαύρη φοράδα. «Φυσικά, θα είσαι συνηθισμένη στα καλά άλογα. Ιππεύετε μόνο βερβέρικα άλογα;» 
   «Η μητέρα μου επιμένει το ιππικό να χρησιμοποιεί μόνο τέτοια», είπε.
   «Ω», είπε ψιθυριστά ο Χάρι. «Επειδή είναι τόσο γρήγορα;»
   «Μπορούν να εκπαιδευτούν ως πολεμικά άλογα», του απάντησε η Καταλίνα, που πήγε μπροστά και άπλωσε το χέρι της, με την παλάμη ανοιχτή προς τα πάνω, αφήνοντας τη φοράδα να μυρίσει και να πιπιλίσει τα δάχτυλά της με την απαλή, μαλακή μουσούδα της.
   «Πολεμικά άλογα;» τη ρώτησε. 
   «Οι Σαρακηνοί έχουν άλογα που πολεμούν όπως οι κύριοί τους, το ίδιο μπορούν να κάνουν και τα βερβέρικα άλογα αν εκπαιδευτούν», είπε. «Σηκώνονται στα πίσω πόδια τους και χτυπούν τον αντίπαλο με τις μπροστινές οπλές τους, ενώ μπορούν να κλοτσήσουν και προς τα πίσω. Οι Τούρκοι έχουν άλογα που μπορούν να σηκώσουν το σπαθί από το έδαφος και να το δώσουν πίσω στον καβαλάρη τους. Η μητέρα μου λέει ότι ένα καλό άλογο ισοδυναμεί με δέκα άντρες στη μάχη».
   «Πόσο θα ήθελα να έχω ένα τέτοιο άλογο», είπε με φανερή λαχτάρα ο Χάρι. «Αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσα άραγε να αποκτήσω ένα;»
   Ο πρίγκιπας σώπασε με νόημα, αλλά η Καταλίνα αρνήθηκε να τσιμπήσει το δόλωμα.
   «Αν μου χάριζε κάποιος ένα τέτοιο άλογο, θα μάθαινα να ιππεύω», συνέχισε γαλίφικα.  «Ίσως για τα γεννέθλιά μου, ή ίσως την επόμενη βδομάδα, καθώς δεν παντρεύομαι εγώ και γι' αυτό δεν θα πάρω κανένα γαμήλιο δώρο. Καθώς με έχουν αφήσει απ' έξω και με έχουν ξεχάσει εντελώς».
   «Ίσως», είπε η Καταλίνα, που είχε δει μια φορά τον αδερφό της να επιστρατεύει τις ίδιες ακριβώς μαλαγανιές σε μια προσπάθεια να γίνει το δικό του.
   «Θα εκπαιδευόμουν να το ιππεύω σωστά», είπε ο Χάρι. «Ο πατέρας μου υποσχέθηκε ότι παρότι θα ακολουθήσω την εκκλησία, θα μου επιτρέπει να παίρνω μέρος στα τουρνουά των κονταρομαχιών. Αν και η βασιλομήτωρ λέει ότι δεν θα αγωνίζομαι. Που είναι τελείως άδικο. Θα έπρεπε να μου επιτρέπεται να αγωνίζομαι στις κονταρομαχίες. Αν είχα το κατάλληλο άλογο, θα μπορούσα να αγωνιστώ και είμαι σίγουρος ότι θα τους νικούσα όλους».
   «Σίγουρα θα νικούσες», είπε η Καταλίνα.
  «Τέλος πάντων, να πηγαίνουμε;» τη ρώτησε βλέποντας ότι δεν επρόκειτο να του χαρίσει ένα άλογο επειδή της το ζήτησε.
   «Δεν μπορώ να ιππεύσω, δεν έχω βγάλει τα ρούχα ιππασίας μου από τα μπαούλα μου».
   Ο Χάρι σταμάτησε. «Δεν μπορείς να ιππεύσεις με αυτά που φοράς;»
   Η Καταλίνα έβαλε τα γέλια. «Είναι βελούδο και μετάξι. Δεν μπορώ να ιππεύσω με τέτοια ρούχα. Και εξάλλου, δε θα ήταν σωστό να αρχίσω να καλπάζω σε όλη την Αγγλία σαν καμιά θεατρίνα».
   «Ω», είπε ο Χάρι. «Δηλαδή θα ταξιδέψεις με το φορητό ανάκλιντρο; Δεν θα μας καθυστερήσει πάρα πολύ;»
   «Λυπάμαι πολύ γι' αυτό, αλλά με διέταξαν να ταξιδέψω με το ανάκλιντρο», του είπε η Ινφάντα. «Με τις κουρτίνες τραβηγμένες μάλιστα. Νομίζω ότι ούτε καν ο πατέρας σου δεν θα ήθελε να με δει να τρέχω στην εξοχή με τα φουστάνια μου ανασηκωμένα».
   «Φυσικά και δεν μπορεί να ιππεύσει σήμερα η πριγκίπισσα», είπε αποφασιστικά ο δούκας του Μπάκιγχαμ. «Στο είπα ήδη. Πρέπει να ταξιδέψει με το φορητό ανάκλιντρο».
   Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του.  «Καλά, δεν το ήξερα. Κανείς δεν μου είπε τι θα φορούσες. Να προχωρήσω μπροστά τότε; Τα άλογά μου θα είναι πολύ πιο γρήγορα από τα μουλάρια».
   «Μπορείς να ιππεύεις πιο μπροστά, αλλά όχι να χάνεσαι», αποφάνθηκε η Καταλίνα. «Εφόσον υποτίθεται ότι με συνοδεύεις, θα πρέπει να μείνεις κοντά μου».
   «Στο είπα», πρόσθεσε με σιγανή φωνή ο δούκας του Μπάκιγχαμ, ανταλλάζοντας ένα μικρό χαμόγελο με την πριγκίπισσα.
   «Θα περιμένω σε κάθε σταυροδρόμι», υποσχέθηκε ο Χάρι. «Εγώ σε συνοδεύω, αν θυμάσαι. Και τη μέρα του γάμου σου θα σε συνοδεύσω πάλι εγώ. Έχω μια άσπρη φορεσιά με χρυσά σιρίτια».
   «Τι όμορφος που θα είσαι», του είπε και τον είδε να αναψοκοκκινίζει από ευχαρίστηση.
   «Ω, δεν ξέρω...»
   «Είμαι σίγουρη ότι όλοι θα σχολιάσουν πόσο όμορφο αγόρι είσαι», του είπε βλέποντάς τον τόσο ευχαριστημένο.
   «Όλοι με ζητωκραυγάζουν πάντα πιο δυνατά», της είπε εξομολογητικά. «Και μου αρέσει που ο κόσμος με αγαπάει. Ο πατέρας λέει ότι ο μόνος τρόπος για να κρατήσεις τον θρόνο είναι να σε αγαπάει ο λαός. Αυτό ήταν το λάθος του βασιλιά Ριχάρδου, λέει ο πατέρας».
   «Η μητέρα μου λέει ότι ο μόνος τρόπος για να κρατήσεις τον θρόνο είναι να κάνεις το έργο του Θεού».
   «Ω», απάντησε με προφανή αδιαφορία. «Διαφορετικές χώρες υποθέτω».
   «Επομένως, θα ταξιδέψουμε μαζί», του είπε. «Θα πω στους ανθρώπους μου ότι είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε».
   «Θα τους το πω εγώ», επέμεινε ο Χάρι. «Εγώ σε συνοδεύω. Θα δώσω τις διαταγές ενώ εσύ θα ξεκουράζεσαι στο ανάκλιντρό σου». Της έριξε μια φευγαλέα λοξή ματιά. «Όταν φτάσουμε στο ανάκτορο του Λάμπεθ, θα μείνεις στο ανάκλιντρό σου μέχρι να έρθω να σε πάρω. Θα τραβήξω τις κουρτίνες στο πλάι και θα σε οδηγήσω μέσα και θα μου κρατάς το χέρι».
   «Θα είναι μεγάλη μου τιμή», τον διαβεβαίωσε η Καταλίνα και τον είδε να κοκκινίζει και πάλι.
   Ο Χάρι έφυγε φουριόζος και ο δούκας υποκλίθηκε χαμογελαστός μπροστά της. «Είναι πανέξυπνο παιδί και πολύ πρόθυμο», είπε. «Συγχωρήστε τον ενθουσιασμό του. Τον έχουν κακομάθει».
   «Είναι ο αγαπημένος της μητέρας του;» ρώτησε τον δούκα, σκεφτόμενη τη λατρεία που έτρεφε η μητέρα της για τον μονάκριβο γιο της.
   «Ακόμα χειρότερα», της είπε χαμογελαστός ο δούκας. «Η μητέρα του τον αγαπάει όσο πρέπει· αλλά είναι ο χαϊδεμένος της γιαγιάς του, η οποία εξουσιάζει την Αυλή. Ευτυχώς που είναι καλό παιδί και με καλούς τρόπους. Έχει πολύ καλό χαρακτήρα και δεν είναι δύστροπος, ενώ η βασιλομήτωρ μετριάζει τα κανακέματά της με αυστηρά μαθήματα».
   «Είναι γλυκιά γυναίκα;» ρώτησε.
   Ο δούκας γέλασε ξαφνιασμένος. «Μόνο με τον γιο της», είπε. «Για όλους εμάς τους υπόλοιπους η παρουσία της είναι... εεε... περισσότερο επιβλητική παρά μητρική».
   «Μπορούμε να ξαναμιλήσουμε στο Λάμπεθ;» τον ρώτησε η Καταλίνα, που ήθελε να μάθει περισσότερα γι' αυτή την οικογένεια της οποίας θα γινόταν μέλος.
   «Στο Λάμπεθ και στο Λονδίνο. Θα είναι τιμή μου να σας υπηρετώ», είπε ο νεαρός, με το ζεστό βλέμμα του γεμάτο θαυμασμό. «Μπορείτε να μου ζητάτε ό,τι επιθυμείτε. Θα είμαι φίλος σας στην Αγγλία, μπορείτε να βασίζεστε πάνω μου».
   Πρέπει να έχω κουράγιο, είμαι κόρη μιας θαρραλέας γυναίκας και προετοιμαζόμουν γι' αυτό σε όλη μου τη ζωή. Δεν υπήρχε λόγος να νιώσω έτοιμη να βάλω τα κλάματα όταν ο νεαρός δούκας μου μίλησε με τόση καλοσύνη -ήταν μια στιγμή ανοησίας. Πρέπει να κρατάω το κεφάλι μου ψηλά και να χαμογελάω. Η μητέρα μου μού είπε ότι αν χαμογελάω, κανείς δε θα ξέρει ότι νοσταλγώ την πατρίδα μου ή ότι φοβάμαι, οπότε θα χαμογελάω και θα συνεχίσω να χαμογελάω, ανεξάρτητα από το πόσο με ξενίζουν τα πράγματα. Αυτό πρέπει να κάνω, αυτό απαιτεί η θέση μου.
   Και παρότι η Αγγλία μού φαίνεται τώρα τόσο ξένη, θα τη συνηθίσω. Θα μάθω τα ήθη του τόπου και θα νιώσω ότι ανήκω εδώ. Τα παράξενα ήθη τους θα γίνουν και δικά μου, ενώ τα χειρότερα στοιχεία -αυτά που δε μπορώ να χωνέψω με κανένα τρόπο- όλα αυτά θα τα αλλάξω μόλις γίνω βασίλισσα. Εν πάση περιπτώσει, η ζωή μου θα είναι καλύτερη από ό,τι ήταν για την Ισαβέλλα, την αδερφή μου, η οποία ήταν μόλις λίγους μήνες παντρεμένη όταν χήρεψε και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην Ισπανία. Καλύτερη από ό,τι ήταν για τη Μαρία, η οποία αναγκάστηκε να ακολουθήσει τη μοίρα της δύστυχης Ισαβέλλας στην Πορτογαλία· καλύτερη από ό,τι ήταν για την Χουάνα, που είναι παράφορα ερωτευμένη με τον σύζυγό της τον Φίλιππο. Θα είναι σίγουρα καλύτερη από ό,τι ήταν για τον Χουάν, τον καημένο τον αδερφό μου, που πέθανε τόσο σύντομα αφότου βρήκε την ευτυχία. Και θα είναι πάντα καλύτερη από ό,τι ήταν για τη μητέρα μου, η οποία έζησε τα παιδικά της χρόνια στην κόψη του ξυραφιού, προσπαθώντας να επιβιώσει στην πιο αφιλόξενη και εχθρική Αυλή.
   Η ιστορία μου δεν θα είναι σαν τη δική της φυσικά. Γεννήθηκα σε πολύ λιγότερο ενδιαφέρουσα εποχή. Ελπίζω να μπορέσω να τα βρω με τον σύζυγό μου τον Αρθούρο και με τον αλλόκοτο φωνακλά πατέρα του, αλλά και με τον γλυκό, ξιπασμένο αδερφό του. Ελπίζω η μητέρα και η γιαγιά του  να με αγαπήσουν ή τουλάχιστον να με διδάξουν πώς να είμαι πριγκίπισσα της Ουαλίας και βασίλισσα της Αγγλίας. Δε θα χρειαστεί να τραπώ σε άτακτη, απεγνωσμένη φυγή από το ένα πολιορκημένο οχυρό στο άλλο μες στη νύχτα, όπως έκανε η μητέρα μου. Δεν θα χρειαστεί να βάλω ενέχυρο τα κοσμήματά μου για να πληρώσω μισθοφόρους, όπως έκανε εκείνη. Δεν θα χρειαστεί να ιππεύσω πάνοπλη στο στρατόπεδο για να συντάξω το στράτευμά μου. Δεν θα ζω υπό την απειλή των μοχθηρών Γάλλων από τη μία πλευρά και των αιρετικών Μαυριτανών από την άλλη, όπως έζησε η μητέρα μου. Θα παντρευτώ τον Αρθούρο και όταν πεθάνει ο πατέρας του -που πιθανόν να συμβεί πολύ σύντομα, γιατί είναι απίστευτα γέρος και πολύ οξύθυμος- τότε θα γίνουμε εμείς βασιλιάδες της Αγγλίας και τότε η μητέρα μου θα εξουσιάζει την Ισπανία κι εγώ θα εξουσιάζω την Αγγλία, και θα με δει να ισχυροποιώ τη συμμαχία ανάμεσα στην Αγγλία και την Ισπανία, όπως της το υποσχέθηκα, και θα με δει να σφυρηλατώ άθραυστους δεσμούς ανάμεσα στη χώρα μου και στη δική της, και θα δει ότι θα είμαι ασφαλής για πάντα.
 
Λονδίνο, 14 Νοεμβρίου 1501
   Τη μέρα του γάμου της η Καταλίνα σηκώθηκε πολύ νωρίς· στην πραγματικότητα, είχε ξυπνήσει πολλές ώρες νωρίτερα, τη στιγμή που ο παγωμένος χειμωνιάτικος ήλιος άρχισε να αχνοφέγγει στο χλωμό ουρανό. Της είχαν ετοιμάσει ένα τεράστιο μπάνιο -οι κυρίες της τής είπαν ότι οι Άγγλοι έμειναν άφωνοι όταν ζήτησε να κάνει μπάνιο πριν από τον γάμο της, καθώς και ότι οι περισσότεροι πίστευαν ότι έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή της. Η Καταλίνα, που ήταν μεγαλωμένη στην Αλάμπρα, όπου τα λουτρά ήταν τα πιο εξαίσια δωμάτια του παλατιού, κέντρα κουτσομπολιού, γέλιου και αρωματικού νερού, ξαφνιάστηκε εξίσου μαθαίνοντας ότι οι Άγγλοι θεωρούσαν πως ένα μπάνιο μιας στις τόσες ήταν υπεραρκετό, καθώς και ότι ο φτωχός λαός πλενόταν μόνο μία φορά το χρόνο.
  Είχε διακρίνει ήδη την ιδρωτίλα και την αλογίλα στο άρωμα μόσχου και κεχριμπαριού που συνόδευε τον βασιλιά και τον πρίγκιπα Αρθούρο  και είχε συνειδητοποιήσει ότι θα ζούσε όλη την υπόλοιπη ζωή της ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν άλλαζαν εσώρουχα όλο τον χρόνο. Είχε αποφασίσει πως η μπόχα θα ήταν άλλο ένα από τα στοιχεία που θα έπρεπε να μάθει να ανέχεται, όπως ένας άγγελος του Παραδείσου υπομένει καρτερικά τις στερήσεις της Γης. Είχε έρθει από την αλ-Τζάνα -τον κήπο, τον παράδεισο- στο συνηθισμένο κόσμο. Είχε έρθει από το παλάτι της Αλάμπρα στην Αγγλία· ήξερε ότι θα έπρεπε να προσαρμοστεί σε ορισσμένες δυσάρεστες διαφορές.
   «Φαντάζομαι ότι κάνει πάντα τόσο κρύο που δεν έχει σημασία», είπε αβέβαια στη δόνα Ελβίρα.
   «Έχει σημασία για εμάς», είπε η γκουβερνάντα. «Και θα κάνεις μπάνιο ως Ισπανίδα Ινφάντα, ακόμα κι αν όλες οι μαγείρισσες της κουζίνας αναγκαστούν να σταματήσουν ό,τι κάνουν για να σου ζεστάνουν νερό».
   Η δόνα Ελβίρα έδωσε εντολή να φέρουν μια τεράστια τσουκάλα από την κουζίνα, στην οποία έβραζαν συνήθως κόκαλα ζώων, και είχε βάλει τρεις παραδουλεύτρες να την τρίψουν καλά καλά, να τη στρώσουν με λινά σεντόνια και να τη γεμίσουν ξέχειλα με ζεστό νερό, στο οποίο πρόσθεσαν ροδοπέταλα και ροδέλαια φερμένα από την Ισπανία. Επέβλεψε με αγάπη το πλύσιμο των μακριών άσπρων μελών της Καταλίνα, την περιποίηση των δαχτύλων των ποδιών της, το λιμάρισμα των νυχιών της, το βούρτσισμα των δοντιών της και τέλος το τριπλό λούσιμο των μαλλιών της. Οι Αγγλίδες υπηρέτριες πήγαιναν ξανά και ξανά στην πόρτα για να παραλάβουν τα κανάτια με ζεστό νερό που έφερναν ξεθεωμένοι ακόλουθοι και στη συνέχεια τα άδειαζαν στη μπανιέρα, ώστε να διατηρηθεί ζεστό το μπάνιο.
   «Μακάρι να είχαμε κανονικό λουτρό», είπε θρηνητικά η δόνα Ελβίρα. «Με ατμό και χλιαρό νερό και καθαρό μαρμάρινο δάπεδο! Με ζεστό τρεχούμενο νερό και ένα μέρος για να καθίσεις και να σου κάνουν κανονικό μασάζ».
   «Μη σκας», είπε νωχελικά η Καταλίνα την ώρα που τη βοηθούσαν να βγει από την αυτοσχέδια μπανιέρα για να της σκουπίσουν όλο το κορμί με αρωματισμένες πετσέτες. Μια υπηρέτρια τής έπιασε τα μαλλιά, έστυψε το νερό και ύστερα τα έτριψε απαλά με κόκκινο μεταξωτό πανί βουτηγμένο σε λάδι για να τους δώσει γυαλάδα και χρώμα.
   «Η μητέρα σου θα ήταν πολύ περήφανη για σένα», είπε η δόνα Ελβίρα την ώρα που οδήγησε την Ινφάντα στην ντουλάπα της και άρχισε να την ντύνει με αλλεπάλληλες στρώσεις μεσοφοριών και φουστανιών. «Σφίξε περισσότερο τα κορδόνια, κορίτσι μου, για να στρώνει τέλεια η φούστα. Η σημερινή μέρα είναι και δική της, εκτός από δική σου, Καταλίνα. Είχε ορκιστεί ότι θα τον παντρευόσουν όποιο και αν ήταν το τίμημα».
 
   Ναι, αλλά δεν χρειάστηκε να πληρώσει αυτή το βαρύτερο τίμημα. Ξέρω ότι μου εξασφάλισαν αυτόν τον γάμο δίνοντας μια ολόκληρη περιουσία για προίκα, και ξέρω ότι προηγήθηκαν πολύχρονες, σκληρές διαπραγματεύσεις, και ξέρω ότι επιβίωσα από το χειρότερο ταξίδι που έχει κάνει ποτέ άνθρωπος, αλλά υπάρχει άλλο ένα τίμημα στο οποίο δεν αναφερόμαστε ποτέ -έτσι δεν είναι; Και η σκέψη αυτού του τιμήματος βαραίνει σήμερα το μυαλό μου, όπως το βάραινε και στη διάδρομή και σε όλο το ταξίδι· όπως με βαραίνει από την πρώτη στιγμή που το έμαθα.
   Υπήρχε ένας άντρας μόλις είκοσι τεσσάρων χρόνων, ο Εδουάρδος Πλανταγενέτης, ο δούκας του Γουόρικ, γιος των βασιλιάδων της Αγγλίας, με πιο νόμιμο δικαίωμα στο θρόνο της Αγγλίας από ό,τι ο πεθερός μου. Ήταν πρίγκιπας, ήταν ανιψιός του βασιλιά και ήταν από βασιλική γενιά. Δεν διέπραξε κανένα έγκλημα, δεν έκανε κανένα κακό, αλλά παρ' όλα αυτά τον συνέλαβαν εξαιτίας μου, τον οδήγησαν στον Πύργο του Λονδίνου για χάρη μου και τελικά τον εκτέλεσαν, αποκεφαλίζοντάς τον στη λαιμητόμο, για το συμφέρον μου, έτσι ώστε οι γονείς μου να σιγουρευτούν ότι δεν υπήρχαν άλλοι διεκδικητές του θρόνου που είχαν εξαγοράσει για μένα.
   Ο ίδιος ο πατέρας μου είπε στον ίδιο τον βασιλιά Ερρίκο ότι δεν θα με έστελνε στην Αγγλία όσο ήταν ζωντανός ο δούκας του Γουόρικ -από αυτή την άποψη λοιπόν, είμαι σαν τον ίδιο τον Χάρο που κραδαίνει το δρεπάνι του. Όταν παράγγειλαν να έρθει το καράβι που θα με μετέφερε στην Αγγλία, ο Γουόρικ ήταν νεκρός.
   Λένε ότι ήταν αγαθιάρης. Δεν κατάλαβε ότι ήταν κρατούμενος, πίστευε ότι τον άφηναν τιμητικά να μένει στον Πύργο. Ήξερε ότι ήταν ο τελευταίος πρίγκιπας των Πλανταγενετών και ήξερε ότι ο Πύργος λειτουργούσε ανέκαθεν ως βασιλική κατοικία, εκτός από φυλακή. Όταν έφεραν στο διπλανό δωμάτιο έναν μνηστήρα του θρόνου, έναν πανούργο άνθρωπο που παρίστανε τον βασιλικό πρίγκιπα, ο καημένος Εδουάρδος νόμιζε ότι το έκαναν για να έχει συντροφιά. Όταν ο άλλος φυλακισμένος τον κάλεσε να δραπετεύσουν, ο Εδουάρδος το βρήκε πολύ έξυπνο και με την αθωότητα που τον χαρακτήριζε, ψιθύρισε τα σχέδιά τους σε μέρος όπου τον άκουσαν οι φρουροί. Αυτό τους έδωσε τη δικαιολογία που ζητούσαν για να τον κατηγορήσουν για προδοσία. Τον παγίδεψαν πολύ εύκολα και τον αποκεφάλισαν σχεδόν χωρίς καμία διαμαρτυρία.
   Η χώρα αποζητά την ειρήνη και την ασφάλεια ενός αδιαφιλονίκητου βασιλιά. Η χώρα θα κάνει τα στραβά μάτια στην εκτέλεση κάνα δυο διεκδικητών του θρόνου. Περιμένουν από μένα να κάνω το ίδιο. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που ό,τι έγινε, έγινε για το συμφέρον μου. Έγινε κατόπιν απαίτησης του πατέρα μου, για χάρη μου. Για να διευκολύνει το δρόμο μου.
   Όταν μου είπαν ότι ήταν νεκρός, δεν είπα τίποτα, γιατί είμαι Ισπανίδα Ινφάντα. Πάνω από όλα, είμαι κόρη της μητέρας μου. Δεν κλαίω σαν κοριτσάκι ούτε ξεφουρνίζω σε όλο τον κόσμο όσα σκέφτομαι. Αλλά κάθε βράδυ, όταν βρισκόμουν μόνη στους κήπους της Αλάμπρα, την ώρα που ο ήλιος έδυε αφήνοντας πίσω του τον δροσερό και γλυκό κόσμο, περπατούσα δίπλα σε ένα μακρύ κανάλι με γαλήνια νερά, κρυμμένη από τα δέντρα, και σκεφτόμουν ότι δεν θα περπατούσα ποτέ ξανά στη σκιά των δέντρων, απολαμβάνοντας το παιχνίδισμα των αχτίδων του καυτού ήλιου ανάμεσα από τα δροσερά πράσινα φύλλα, δίχως η σκέψη μου να πάει στον Εδουάρδο, τον δούκα του Γουόρικ, ο οποίος δεν θα ξαναδεί τον ήλιο έτσι ώστε να μπορέσω εγώ να ζήσω μια ζωή βουτηγμένη στα πλούτη και στη χλιδή. Και τότε προσευχόμουν να μπορέσω να εξιλεωθώ για τον θάνατο ενός αθώου.
   Η μητέρα μου και ο πατέρας μου πολέμησαν απ' άκρη σε άκρη στην Καστίλλη και στην Αραγωνία, διέσχισαν όλα τα μήκη και πλάτη της Ισπανίας, προκειμένου να επιβάλουν δικαιοσύνη σε κάθε πόλη, μέχρι και στο μικρότερο χωριουδάκι, έτσι ώστε κανείς Ισπανός να μην μπορεί να χάσει τη ζωή του από το καπρίτσιο κάποιου άλλου. Ούτε οι σπουδαιότεροι άρχοντες δεν μπορούν να δολοφονήσουν έναν απλό χωρικό· όλοι πρέπει να υπακούν στο νόμο. Ωστόσο, τα ξέχασαν όλα αυτά όσον αφορά την Αγγλία κι εμένα. Ξέχασαν ότι ζούμε σε ένα παλάτι που έχει στους τοίχους του σκαλισμένη την υπόσχεση: «Εισέλθετε και ζητήστε δικαιοσύνη. Μη φοβηθείτε να επιζητήσετε τη δικαιοσύνη γιατί εδώ θα τη βρείτε». Έγραψαν απλώς στον βασιλιά Ερρίκο, λέγοντάς του ότι δεν θα με έστελναν εδώ όσο ο Γουόρικ ήταν ζωντανός, κι εκείνη τη στιγμή, κατόπιν της ρητής επιθυμίας τους, ο Γουόρικ έχασε τη ζωή του.
   Μερικές φορές ξεχνάω ότι είμαι Ινφάντα της Ισπανίας ή πριγκίπισσα της Ουαλίας, και είμαι απλώς η Καταλίνα που περπάτησε πίσω από τη μητέρα της όταν διάβηκε τη μεγάλη πύλη του παλατιού της Αλάμπρα, γνωρίζοντας ότι η μητέρα της ήταν η πιο ισχυρή γυναίκα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος· και μερικές φορές αναρωτιέμαι, σαν παιδί, μήπως η μητέρα μου έκανε ένα τεράστιο λάθος; Μήπως το παρατράβηξε με το θέλημα του Θεού; Μήπως και ο ίδιος ο Θεός δεν θα ήθελε να υπηρετηθεί με τέτοιο τρόπο το θέλημά Του; Γιατί ο γάμος αυτός σάλπαρε μες στο αίμα και πλέει μέσα σε μια θάλασσα αθώου αίματος. Πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος γάμος να γίνει ευτυχισμένος; Όπως η νύχτα είναι η φυσική συνέχεια του ηλιοβασιλέματος, έτσι δεν θα είναι και η τραγωδία και το αιματοκύλισμα η φυσική συνέχεια ενός τέτοιου ξεκινήματος; Πώς είναι δυνατόν ο γάμος μας να φέρει την παραμικρή ευτυχία σε εμένα και στον πρίγκιπα Αρθούρο τη στιγμή που εξαγοράστηκε με τόσο φριχτό τίμημα; Αλλά ακόμα και αν καταφέρουμε να γίνουμε ευτυχισμένοι, άραγε δεν θα είναι άκρως αμαρτωλή και εγωιστική η χαρά μας;
 
   Ο πρίγκιπας Χάρι, ο δεκάχρονος δούκας της Υόρκης, καμάρωνε τόσο πολύ μέσα στην ταφταδένια φορεσιά του, που δεν έριξε ούτε μια ματιά στην Καταλίνα μέχρι τη στιγμή που στάθηκαν μπροστά στις δυτικές πύλες του καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου, οπότε και γύρισε να την κοιτάξει, προσπαθώντας να διακρίνει το πρόσωπό της πίσω από την εξαίσια δαντέλα του λευκού πέπλου της. Μπροστά τους εκτεινόταν ένας υπερυψωμένος διάδρομος, στο ύψος του κεφαλιού, πλαισιωμένος από κόκκινο ύφασμα διάστικτο με χρυσά καρφιά. Ο διάδρομος ξεκινούσε από τη μεγαλοπρεπή είσοδο της εκκλησίας, όπου συνωστίζονταν οι πολίτες του Λονδίνου, προσπαθώντας να δουν καλύτερα, και διέσχιζε το κεντρικό κλίτος του ναού προτού καταλήξει στο βωμό, όπου στεκόταν ο πρίγκιπας Αρθούρος, χλωμός από την αγωνία, εξακόσια αργά τελετουργικά βήματα μακριά.
    Η Καταλίνα χαμογέλασε στο αγοράκι που στεκόταν δίπλα της και αυτός ανταπέδωσε χαρούμενα το χαμόγελο. Το χέρι της ακούμπησε σταθερά πάνω στο προτεταμένο μπράτσο του. Ο Χάρι κοντοστάθηκε για μια στιγμή, ώστε όλοι όσοι ήταν μέσα στον τεράστιο ναό να καταλάβουν ότι η νύφη και ο πρίγκιπας βρίσκονταν στην είσοδο, περιμένοντας να μπουν μέσα. Σιωπή επικράτησε και όλοι τέντωσαν τους λαιμούς τους για να δουν τη νύφη και τότε, εκείνη ακριβώς την πιο δραματική στιγμή, ο νεαρός πρίγκιπας έκανε ένα βήμα μπροστά.
   Η Καταλίνα ένιωσε τα μουρμουρητά των παρευρισκόμενων γύρω από τα πόδια της καθώς περνούσε από μπροστά τους, διασχίζοντας την ψηλή σκηνή που ο βασιλιάς Ερρίκος είχε διατάξει να στηθεί εκεί ώστε όλοι να δουν το λουλούδι της Ισπανίας να συναντάει το ρόδο της Αγγλίας. Ο πρίγκιπας στράφηκε να κοιτάξει την Ινφάντα που ερχόταν προς το μέρος του, αλλά προς στιγμήν τον τύφλωσε η οργή βλέποντας τον αδερφό του να συνοδεύει αυτάρεσκα την πριγκίπισσα, σάμπως να ήταν αυτός ο γαμπρός, κοιτάζοντας τον κόσμο και μοιράζοντας χαμόγελα δεξιά κι αριστερά, σε όσους έβγαζαν το καπέλο τους και υποκλίνονταν, θαρρείς και όλοι αυτοί είχαν έρθει για να θαυμάσουν εκείνον.
   Και τότε έφτασαν επιτέλους δίπλα στον Αρθούρο και ο Χάρι αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω, έστω και απρόθυμα, ενώ η πριγκίπισσα και ο πρίγκιπας στράφηκαν και οι δύο μαζί προς τον αρχιεπίσκοπο και γονάτισαν δίπλα δίπλα, πάνω στα ειδικά κεντημένα άσπρα ταφταδένια μαξιλάρια.
   Δεν έχει υπάρξει άλλο ζευγάρι που να δέθηκε τόσο σφιχτά με τα δεσμά του γάμου, σκέφτηκε σκωπτικά ο βασιλιάς Ερρίκος, που στεκόταν στο βασιλικό θεωρείο μαζί με τη σύζυγο και τη μητέρα του.  Οι γονείς της μου έδειξαν την εμπιστοσύνη που θα έδειχναν και σε ένα φίδι, ενώ ο πατέρας της μου έδινε πάντα την εντύπωση ενός μισο-Μαυριτανού γυρολόγου. Εννιά φορές τους αρραβωνιάσαμε. Ο γάμος τους δεν μπορεί να διαλυθεί με τίποτα. Ο πατέρας της δε μπορεί να ξεγλιστρήσει, όποιες επιφυλάξεις και αν έχει. Από δω και πέρα θα μου παρέχει προστασία απέναντι στη Γαλλία· αυτή είναι η κληρονομιά της κόρης του. Η σκέψη και μόνο της άρρηκτης συμμαχίας μας θα φέρνει τρόμο στους Γάλλους και θα τους αναγκάσει να κάνουν ειρήνη μαζί μου... και πρέπει να έχουμε ειρήνη.
   Έριξε μια ματιά στη σύζυγό του πλάι του. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα καθώς κοιτούσε τον γιο της και τη νύφη του την ώρα που ο αρχιεπίσκοπος ύψωσε τα πλεγμένα χέρια τους και τα τύλιξε με το ιερό του ωμοφόριο. Το πρόσωπό της, όμορφο από τη συγκίνηση, δεν του προκάλεσε κανένα συναίσθημα. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν πίσω από εκείνη την όμορφη μάσκα; Τον γάμο της, την ένωση των Οίκων της Υόρκης και των Λάνκαστερ, χάρη στον οποίο κατέκτησε ως βασιλική σύζυγος τον θρόνο που θα μπορούσε να είχε διεκδικήσει δικαιωματικά από μόνη της; Ή μήπως σκεφτόταν τον άντρα που θα προτιμούσε να είχε παντρευτεί; Ο βασιλιάς συνοφρυώθηκε. Δεν ήταν ποτέ σίγουρος για τη σύζυγό του την Ελισάβετ. Γενικά, προτιμούσε να μην τη σκέφτεται.
   Δίπλα στη σύζυγό του είδε το σκληρό πρόσωπο της μητέρας του. Η Μαργαρίτα Μπωφόρ παρακολουθούσε το νεαρό ζευγάρι με αδιόρατο χαμόγελο. Ο γάμος αυτός ήταν θρίαμβος για την Αγγλία, θρίαμβος για τον γιο της, αλλά πέρα και πάνω από όλα ήταν θρίαμβος δικός της: το γεγονός ότι παρά τις αντιξοότητες κατάφερε να γλιτώσει τούτη την παρακατιανή μπασταρδεμένη οικογένεια από την καταστροφή και να την ανυψώσει, να προκαλέσει τον ισχυρό Οίκο της Υόρκης, να νικήσει έναν εν ενεργεία βασιλιά και τελικά να κατακτήσει το θρόνο της Αγγλίας. Δικό της επίτευγμα ήταν όλα αυτά. Δικό της ήταν το σχέδιο να φέρει το γιο της πίσω από τη Γαλλία την κατάλληλη στιγμή, ώστε να διεκδικήσει το θρόνο. Δικοί της ήταν οι σύμμαχοι που του παρείχαν στρατιώτες για τη μάχη. Δικό της ήταν το στρατηγικό σχέδιο που εξασφάλισε την ήττα του σφετεριστή Ριχάρδου στο Μπόσγουορθ. Δική της ήταν η νίκη, την οποία πανηγύριζε κάθε μέρα της ζωής της. Και αυτός ο γάμος ήταν το επιστέγασμα των πολύχρονων αγώνων της. Η Ισπανίδα νύφη θα της έδινε έναν εγγονό, έναν Ισπανό-Τυδώρ βασιλιά της Αγγλίας, και μετά άλλον ένα γιο και άλλον ένα: και έτσι θα δημιουργούνταν η δυναστεία των Τυδώρ, που δεν θα τελείωνε ποτέ.
    Η Καταλίνα επανέλαβε τα λόγια του γαμήλιου όρκου της και ένιωσε το βάρος ενός παγωμένου δαχτυλιδιού στο δάχτυλό της. Γύρισε το πρόσωπό της προς τον νέο της σύζυγο και ένιωσε το ψυχρό φιλί του -όλα μέσα σε μια παραζάλη. Όταν διέσχισε πάλι εκείνον τον γελοίο υπερυψωμένο διάδρομο και είδε τη θάλασσα των χαμογελαστών προσώπων που ξεκινούσε από τα πόδια της και έφτανε ως τους τοίχους του καθεδρικού ναού, μόνο τότε άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε γίνει. Και όταν βγήκαν από το κρύο σκοτάδι του καθεδρικού ναού στη λαμπρή χειμωνιάτικη λιακάδα απ' έξω και άκουσαν τα πλήθη να αλαλάζουν τα ονόματα του Αρθούρου και της συζύγου του, του πρίγκιπα και της πριγκίπισσας της Ουαλίας, η Καταλίνα συνειδητοποίησε ότι είχε εκπληρώσει το καθήκον της απόλυτα και ολοκληρωτικά. Είχε αρραβωνιαστεί τον Αρθούρο όταν ήταν παιδί και τώρα ήταν επιτέλους παντρεμένοι. Κατείχε τον τίτλο της πριγκίπισσας της Ουαλίας από όταν ήταν τριών χρονών και τώρα είχε αποκτήσει επιτέλους το όνομά της και τη δικαιωματική θέση της στον κόσμο. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι της και χαμογέλασε, το πλήθος των συγκεντρωμένων -ενθουσιασμένοι με το δωρεάν κρασί, και με την ομορφιά του νεαρού κοριτσιού, και με την υπόσχεση της απομάκρυνσης του κινδύνου μιας εμφύλιας σύρραξης που μόνο η σταθερότητα στη βασιλική διαδοχή μπορούσε να εξασφαλίσει- βροντοφώναξε την επιδοκιμασία του.
   
   Ήταν αντρόγυνο, αλλά δεν αντάλλαξαν παρά μόνο ελάχιστες κουβέντες όλη εκείνη την υπόλοιπη κουραστική μέρα. Παρότι κάθισαν δίπλα δίπλα στην επίσημη δεξίωση που ακολούθησε, εντούτοις έπρεπε να γίνουν προπόσεις και ομιλίες, ενώ την ίδια στιγμή έπαιζαν μουσικοί. Μετά από το πολύωρο δείπνο με τα πολυάριθμα πιάτα ακολούθησε ψυχαγωγία με ποίηση, βάρδους και παντομίμες. Ποτέ ξανά δεν είχαν ξοδευτεί τόσο πολλά χρήματα για μία και μόνη εκδήλωση. Η τελετή ήταν λαμπρότερη από τον γάμο του ίδιου του βασιλιά, λαμπρότερη ακόμα και από την τελετή στέψης του. Σηματοδότησε τον επανακαθορισμό του θεσμού της αγγλικής βασιλείας και έδειξε στον κόσμο ότι ο γάμος του ρόδου των Τυδώρ με την Ισπανίδα πριγκίπισσα ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της νέας εποχής. Με αυτή την ένωση συστήνονταν στον κόσμο δύο νέες δυναστείες: ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα και η χώρα την οποία δημιούργησαν από την αλ-Ανταλούς και οι Τυδώρ που έκαναν την Αγγλία δική τους.
   Οι μουσικοί έπαιξαν έναν χορό από την Ισπανία και η βασίλισσα Ελισάβετ, υπακούοντας στο νεύμα της πεθεράς της, έσκυψε προς το μέρος της Καταλίνα και της είπε χαμηλόφωνα: «Θα ήταν μεγάλη μας χαρά να σε δούμε να χορεύεις».
   Η Καταλίνα σηκώθηκε με απόλυτη ψυχραιμία από τη θέση της και πήγε στο κέντρο της μεγαλοπρεπούς αίθουσας, ενώ οι κυρίες της σχημάτισαν κύκλο γύρω της, πιασμένες χέρι χέρι. Χόρεψαν την παβάνα, τον ίδιο χορό που είχε δει στο Ντόγκμερσφιλντ ο Ερρίκος, ο οποίος παρακολουθούσε τη νύφη του με μισόκλειστα μάτια. Ήταν χωρίς αμφιβολία η πιο ποθητή νεαρή γυναίκα μέσα σε ολόκληρη την αίθουσα. Τι κρίμα που ένα άβγαλτο ξεπεταρούδι σαν τον Αρθούρο δεν θα κατάφερνε ποτέ να της χαρίσει την ηδονή που μπορεί να νιώσει ένα αντρόγυνο ανάμεσα στα σεντόνια του κρεβατιού. Αν τους άφηνε να πάνε μαζί στο κάστρο του Λάντλοου, τότε η πριγκίπισσα είτε θα πέθαινε από ανία είτε θα μετατρεπόταν σε μια ψυχρή γυναίκα. Από την άλλη, αν την κρατούσε κοντά του, θα μπορούσε να την τρώει με τα μάτια του, να τη βλέπει να χορεύει, να τη βλέπει να λαμπρύνει την Αυλή του. Αναστέναξε. Δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε να τολμήσει κάτι τέτοιο.
   «Είναι απολαυστική», σχολίασε η βασίλισσα.
   «Ας το ελπίσουμε», της απάντησε σαρκαστικά ο βασιλιάς.
   «Πώς είπατε;»
   Ο Ερρίκος χαμογέλασε με το απορημένο βλέμμα της συζύγου του. «Όχι, τίποτα. Έχεις δίκιο, είναι πράγματι απολαυστική. Και φαίνεται υγιής, έτσι δεν είναι; Από όσο μπορείς να καταλάβεις;»
   «Είμαι σίγουρη πως είναι υγιέστατη και η μητέρα της με διαβεβαίωσε ότι είναι πολύ σταθερή στα έμμηνά της».
   Ο βασιλιάς ένευσε. «Αυτή η γυναίκα θα έλεγε οτιδήποτε».
   «Μα όχι· ποτέ δεν θα μας παραπλανούσε εσκεμμένα. Όχι για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα», του αντιγύρισε η Ελισάβετ.
   Ο Ερρίκος ένευσε και σταμάτησε εκεί τη συζήτηση. Η γλυκύτητα του χαρακτήρα της συζύγου του και η πίστη της στους άλλους ανθρώπους ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει. Αλλά εφόσον δεν ασκούσε καμία επιρροή στη διαμόρφωση της πολιτικής, οι απόψεις της δεν είχαν σημασία. «Και ο Αρθούρος;» συνέχισε. «Δε σου φαίνεται ότι ωριμάζει και δυναμώνει; Μακάρι να είχε τη ζωντάνια του αδερφού του».
   Γύρισαν και οι δύο και κοίταξαν τον μικρό Χάρι, που στεκόταν και παρακολουθούσε τις χορεύτριες με πρόσωπο φουντωμένο από την έξαψη και μάτια που έλαμπαν.
   «Αχ, ο Χάρι», είπε η μητέρα του με καμάρι. «Μα δεν έχει ξαναγεννηθεί πρίγκιπας πιο όμορφος και πιο γεμάτος ζωή από τον Χάρι».
   Ο ισπανικός χορός τελείωσε και ο βασιλιάς χειροκρότησε. «Και τώρα ο Χάρι με την αδερφή του», διέταξε. Δεν ήθελε να αναγκάσει τον Αρθούρο να χορέψει μπροστά στην Ισπανίδα σύζυγό του. Το αγόρι χόρευε σαν κλητήρας -ανοικονόμητα πόδια και υπερβολική αυτοσυγκέντρωση. Αλλά ο Χάρι δεν έβλεπε την ώρα να χορέψει κι έτσι βρέθηκε στο άψε σβήσε στην πίστα μαζί με την αδερφή του, την πριγκίπισσα Μαργαρίτα. Οι μουσικοί ήξεραν τα γούστα των νεαρών μελών της βασιλικής οικογένειας, οπότε άρχισαν να παίζουν ένα ζωηρό γκαγιάρντ. Ο Χάρι πέταξε το σακάκι του στην άκρη και άρχισε να χορεύει με την ψυχή του μόνο με το πουκάμισο, σαν χωριάτης.
   Οι Ισπανοί άρχοντες άφησαν ένα πνιχτό επιφώνημα κατάπληξης με τη σοκαριστική συμπεριφορά του νεαρού πρίγκιπα, αλλά οι Άγγλοι αυλικοί χαμογέλασαν μαζί με τους γονείς του με την ενέργεια και τον ενθουσιασμό του νεαρού πρίγκιπα. Όταν οι δύο νέοι ολοκλήρωσαν τις τελευταίες περιστροφές και τα χοροπηδήματα του χορού, όλοι χειροκρότησαν γελώντας. Όλοι εκτός από τον πρίγκιπα Αρθούρο, που είχε καρφώσει το βλέμμα του κάπου στο βάθος, αποφασισμένος να μην παρακολουθήσει το χορό του αδερφού του. Βγήκε απότομα από τις σκέψεις του, όταν η μητέρα του ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του.
   «Μακάρι να ονειρεύεται τη νύχτα του γάμου του», είπε ο πατέρας του στη βασιλομήτορα λαίδη Μαργαρίτα. «Αν και πολύ αμφιβάλλω».
   Η μητέρα του άφησε ένα κοφτό γέλιο. «Δεν μπορώ να πω ότι μου έκανε καλή εντύπωση η νύφη», είπε επικριτικά.
   «Αλήθεια;» τη ρώτησε ο βασιλιάς. «Διάβασες μόνη σου το κείμενο της συνθήκης».
   «Η τιμή μου αρέσει, αλλά το εμπόρευμα δεν είναι του γούστου μου», είπε με το χαρακτηριστικό κοφτερό χιούμορ της η βασιλομήτωρ. «Είναι ένα λεπτεπίλεπτο, όμορφο πραγματάκι, έτσι;»
   «Θα προτιμούσες μια νταρντάνα χωριατοπούλα;»
   «Θα ήθελα ένα κορίτσι με φαρδιά λεκάνη που θα μας δώσει γιους», απάντησε ωμά. «Ένα δωμάτιο γεμάτο γιους». 
   «Εμένα καλή μου φαίνεται», αποφάνθηκε ο βασιλιάς. Ήξερε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να ομολογήσει ακριβώς πόσο καλή του φαινόταν. Ότι δεν έπρεπε ούτε να το σκέφτεται.
 
   Οι κυρίες της έβαλαν την Καταλίνα στο νυφικό κρεβάτι της. Η Μαρία δε Σαλίνας την καληνύχτισε με ένα φιλί και η δόνα Ελβίρα της έδωσε μια μητρική ευλογία. Ο Αρθούρος όμως χρειάστηκε να υπομείνει τα πειράγματα και τις αισχρολογίες των φίλων και των ακολούθων που τον συνόδεψαν ως την πόρτα και τον έβαλαν στο κρεβάτι δίπλα στην πριγκίπισσα, η οποία έμεινε ακίνητη και σιωπηλή ενώ οι άγνωστοι άντρες τους καληνύχτιζαν με γέλια. Και ύστερα ήρθε ο αρχιεπίσκοπος και ράντισε τα σεντόνια με αγιασμό και προσευχήθηκε για το νεαρό ζευγάρι. Το μόνο που έλειπε για να γίνει ακόμα πιο δημόσιο το κρεβάτωμά τους ήταν να ανοίξουν τις πόρτες του υπνοδωματίου τους και να αφήσουν τους πολίτες του Λονδίνου να δουν το νεαρό αντρόγυνο ξαπλωμένο δίπλα δίπλα στο νυφικό κρεβάτι. Τους φάνηκε σαν να πέρασαν ώρες ώσπου να κλείσουν επιτέλους οι πόρτες, αφήνοντας απ' έξω τα χαμογελαστά, περίεργα πρόσωπα, και το νέο αντρόγυνο να μείνει επιτέλους μόνο του, καθισμένοι στητοί πάνω στα μαξιλάρια, παγωμένοι σαν δύο ντροπαλές κούκλες.
   Σιωπή έπεσε στο δωμάτιο.
   «Θα ήθελες ένα ποτήρι μπίρα;» της πρότεινε ο Αρθούρος με φωνή ψιλή από νευρικότητα.
   «Δεν μου αρέσει πάρα πολύ η μπίρα», είπε η Καταλίνα.
   «Αυτή είναι διαφορετική. Την ονομάζουν γαμήλια μπίρα και τη γλυκαίνουν με υδρόμελι και μπαχαρικά. Είναι για να μας δώσει κουράγιο».
   «Χρειαζόμαστε κουράγιο;»
   Το χαμόγελό της τον εμψύχωσε και ο Αρθούρος σηκώθηκε από το κρεβάτι για να της φέρει μια κούπα. «Έτσι νομίζω», είπε. «Είσαι νεοφερμένη σε μια καινούρια χώρα κι εγώ δεν έχω γνωρίσει άλλα κορίτσια εκτός από τις αδερφές μου. Έχουμε να μάθουμε πολλά και οι δύο».
   Η Καταλίνα πήρε την κούπα με τη ζεστή μπίρα που της έφερε ο Αρθούρος και ήπιε μια γουλιά από το δυνατό ποτό. «Ω, είναι όντως νόστιμη».
   Ο Αρθούρος ήπιε μονορούφι το δικό του και ξαναγέμισε την κούπα του. Ύστερα γύρισε πάλι στο κρεβάτι. Ντράπηκε όταν ανασήκωσε τα σκεπάσματα και ξάπλωσε δίπλα της, ενώ του φαινόταν αδιανόητο να της σηκώσει τη νυχτικιά και να ανέβει πάνω της.
   «Θα σβήσω το κερί», την προειδοποίησε.
   Σκοτάδι τους κύκλωσε ξαφνικά, μόνο η κόκκινη θράκα της φωτιάς συνέχισε να λάμπει.
   «Είσαι πολύ κουρασμένη;» τη ρώτησε ελπίζοντας ότι θα του έλεγε πως ήταν πάρα πολύ κουρασμένη για να κάνει το καθήκον της.
   «Καθόλου», του απάντησε ευγενικά μες στο σκοτάδι. «Εσύ;»
   «Όχι. Μήπως θα ήθελες να κοιμηθείς;» τη ρώτησε.
   «Ξέρω τι πρέπει να κάνουμε», του απάντησε απότομα. «Όλες οι αδερφές μου έχουν παντρευτεί. Ξέρω τι πρέπει να γίνει».
   «Κι εγώ ξέρω», της είπε πικαρισμένος.
   «Δεν ήθελα να πω ότι δεν ξέρεις. Εννοούσα ότι δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι να κάνεις την αρχή. Ξέρω τι πρέπει να κάνουμε».
   «Δεν φοβάμαι, απλώς...» 
   Προς μεγάλη του φρίκη, ένιωσε το χέρι της να τραβάει τη νυχτικιά του προς τα πάνω και να αγγίζει το γυμνό δέρμα της κοιλιάς του.
   «Δεν ήθελα να σε τρομάξω», της είπε με τρεμάμενη φωνή, νιώθοντας τον πόθο να φουντώνει μέσα του, παρότι την ίδια στιγμή φοβόταν μήπως είναι ανίκανος.
   «Δεν φοβάμαι», είπε η κόρη της Ισαβέλλας. «Δεν έχω φοβηθεί ποτέ και τίποτα».
   Μες στη σιωπή και στο σκοτάδι, ο Αρθούρος την ένιωσε να πιάνει το μόριό του και να το σφίγγει δυνατά. Στο άγγιγμά της ένιωσε τον πόθο του να ξεχειλίζει τόσο απότομα, που φοβήθηκε ότι θα τελείωνε στο χέρι της. Με ένα σιγανό βογκητό γύρισε και ανέβηκε πάνω της και τότε κατάλαβε ότι είχε ανασηκώσει τη νυχτικιά της μέχρι τη μέση και ότι ήταν γυμνή από κάτω. Την πασπάτεψε αδέξια και την ένιωσε να σφίγγεται καθώς έσπρωξε για να μπει μέσα της. Η όλη διαδικασία του φαινόταν τελείως αδύνατη, δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει, δεν είχε τίποτα για να τον βοηθήσει ή να τον κατευθύνει, δεν γνώριζε τίποτα για τη μυστηριώδη γεωγραφία του κορμιού της. Αλλά τότε της ξέφυγε μια σιγανή κραυγή πόνου, την οποία έπνιξε με την παλάμη της, και ο Αρθούρος κατάλαβε ότι τα είχε καταφέρει. Η ανακούφισή του ήταν τόσο μεγάλη, που τελείωσε αμέσως, σε μια έκρηξη πόνου και ηδονής, που τον καθησύχασε ότι ανεξάρτητα από την άποψη που είχε ο πατέρας του γι' αυτόν, ανεξάρτητα από την άποψη που είχε ο αδερφός του Χάρι γι' αυτόν, είχε κάνει το χρέος του και ήταν πλέον πραγματικός άντρας και σύζυγος· και η πριγκίπισσα είχε γίνει πραγματικά σύζυγός του και δεν ήταν πια μια ανέγγιχτη παρθένα.
   Η Καταλίνα περίμενε να αποκοιμηθεί ο Αρθούρος και ύστερα σηκώθηκε και πήγε να πλυθεί στο ιδιαίτερο δωμάτιό της. Αιμορραγούσε, αλλά ήξερε ότι το αίμα θα σταματούσε σύντομα. Ο πόνος δεν ήταν χειρότερος από όσο περίμενε· η αδερφή της Ισαβέλλα της είχε πει ότι δεν πονούσε όσο το πέσιμο από το άλογο, και είχε δίκιο. Η Μαργκό, η γυναίκα του αδερφού της, είχε πει ότι ήταν παράδεισος, αν και η Καταλίνα δεν μπορούσε να φανταστεί πώς κάτι τόσο ντροπιαστικό και άβολο θα μπορούσε να οδηγήσει στην ηδονή- και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Μαργκό υπερέβαλε όπως πάντα.
   Η Καταλίνα επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, αλλά όχι και στο κρεβάτι. Πήγε και κάθισε κατάχαμα μπροστά στη φωτιά, αγκαλιάζοντας τα γόνατά της και καρφώνοντας τα μάτια στις φλόγες.
 
   «Όχι και άσχημη μέρα», λέω από μέσα μου και χαμογελάω· είναι η φράση που συνηθίζει να λέει η μητέρα μου. Λαχταράω τόσο πολύ να ακούσω τη φωνή της, που λέω τα λόγια της στον εαυτό μου για να παρηγορηθώ. Συχνά, όταν ήμουν μωρό ακόμα και η μητέρα μου είχε περάσει σχεδόν όλη τη μέρα πάνω στη σέλα, επιθεωρώντας τα ανιχνευτικά αποσπάσματα της εμπροσθοφυλακής και γυρίζοντας πίσω για να δώσει πιο γρήγορο ρυθμό στα πιο αργοκίνητα τμήματα του στρατεύματος, έμπαινε στη σκηνή, έβγαζε τις μπότες ιππασίας, σωριαζόταν πάνω στα πλούσια μαυριτανικά χαλιά και στις μαξιλάρες μπροστά στη φωτιά, που έκαιγε στο μπρούτζινο μαγκάλι και έλεγε: «Όχι και άσχημη μέρα».
   «Υπάρχει ποτέ άσχημη μέρα;» τη ρώτησα μια φορά. 
   «Όχι όταν υπηρετείς το έργο του Θεού», απάντησε σοβαρά. «Υπάρχουν μέρες που είναι εύκολες και μέρες που είναι δύσκολες. Αλλά όταν υπηρετείς το έργο του Θεού, δεν υπάρχουν ποτέ άσχημες μέρες».
   Δεν έχω καμία αμφιβολία πως το γεγονός ότι πλάγιασα με τον Αρθούρο, ακόμα και ο τολμηρός τρόπος που τον άγγιξα και τον δέχτηκα μέσα μου, είναι έργο του Θεού. Είναι έργο του Θεού η δημιουργία μιας άρρηκτης συμμαχίας ανάμεσα στην Ισπανία και στην Αγγλία. Μόνο με την Αγγλία ως αξιόπιστο σύμμαχό της μπορεί η Ισπανία να αναχαιτίσει την εξάπλωση της Γαλλίας. Μόνο με τον αγγλικό πλούτο, και κυρίως με τα αγγλικά καράβια, θα κατορθώσουμε εμείς οι Ισπανοί να φέρουμε τον πόλεμο κατά των απίστων στην ίδια την καρδιά των μαυριτανικών αυτοκρατοριών της Αφρικής και της Τουρκίας. Οι Ιταλοί πρίγκιπες έχουν βουλιάξει σε έναν κυκεώνα αντιμαχόμενων φιλοδοξιών, οι Γάλλοι αποτελούν απειλή για κάθε τους γείτονα, οπότε μένει αναγκαστικά η Αγγλία για να ενώσει τις δυνάμεις της με την Ισπανία στη σταυροφορία για την υπεράσπιση της Χριστιανοσύνης, απέναντι στην τρομακτική δύναμη των Μαυριτανών· είτε πρόκειται για τους μαύρους Μαυριτανούς της Αφρικής -τον μπαμπούλα των παιδικών μου χρόνων- είτε για τους ανοιχτόχρωμους Μαυριτανούς της απαίσιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και μόλις ηττηθούν αυτοί, τότε οι σταυροφόροι θα πρέπει να συνεχίσουν  τον αγώνα στην Ινδία, στην Ανατολή, όσο μακριά χρειαστεί, ώστε να καταπολεμήσουν και να κατατροπώσουν την αμαρτωλή θρησκεία των Μαυριτανών. Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι ότι τα βασίλεια των Σαρακηνών θα εξαπλωθούν παντού, ως την άκρη του κόσμου -που ούτε ο Χριστόφορος Κολόμβος δεν ξέρει πού βρίσκεται.
   «Και αν οι Μαυριτανοί δεν έχουν τέλος;» ρώτησα μια φορά τη μητέρα μου, ενώ ήμαστε σκυμμένες πάνω από τα ζεσταμένα από τον ήλιο τείχη του κάστρου και παρακολουθούσαμε την αποχώρηση άλλης μιας ομάδας Μαυριτανών από την πόλη της Γρανάδας, με τις αποσκευές τους φορτωμένες σε μουλάρια, με τις γυναίκες τους να κλαίνε και τους άντρες τους να προχωρούν με τα κεφάλια σκυφτά, ενώ το λάβαρο του Αγίου Ιακώβου κυμάτιζε πλέον πάνω από το κόκκινο φρούριο, όπου ανέμιζε επί επτά αιώνες η ημισέληνος, και οι καμπάνες καλούσαν τους πιστούς στη Θεία Λειτουργία, εκεί που κάποτε ακουγόταν το κάλεσμα του μουεζίνη για αιρετική προσευχή. «Και αν όλοι αυτοί τους οποίους νικήσαμε τώρα γυρίσουν απλώς στην Αφρική και σε έναν χρόνο από τώρα επιστρέψουν πάλι πίσω;» 
   «Γι' αυτό πρέπει να είσαι γενναία, καλή μου πριγκίπισσα της Ουαλίας», μου απάντησε η μητέρα μου. «Γι' αυτό πρέπει να είσαι έτοιμη να τους πολεμήσεις όποτε και όπου εμφανιστούν. Ο πόλεμος αυτός είναι πόλεμος μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι το τέλος του χρόνου, όταν θα δώσει ένα τέλος ο Θεός. Θα πάρει πολλές μορφές. Δεν θα πάψει ποτέ. Θα έρθουν και θα ξανάρθουν, κι εσύ θα πρέπει να φροντίσεις να είσαι έτοιμη στην Ουαλία, όπως εμείς θα είμαστε έτοιμοι στην Ισπανία. Σε ανέθρεψα ως πολεμίστρια πριγκίπισσα, όπως είμαι κι εγώ πολεμίστρια βασίλισσα. Ο πατέρας σου κι εγώ σε στείλαμε στην Αγγλία, όπως στείλαμε τη Μαρία στην Πορτογαλία, όπως στείλαμε τη Χουάνα στους Αψβούργους των Κάτω Χωρών. Βρίσκεστε εκεί για να υπερασπιστείτε τα εδάφη των συζύγων σας και για να φροντίσετε να παραμείνουν ισχυρές οι συμμαχίες τους μαζί μας. Έχεις χρέος να προετοιμάσεις την Αγγλία και να προασπίσεις την ασφάλειά της. Φρόντισε να μην απογοητεύσεις ποτέ τη χώρα σου, όπως δεν πρέπει να απογοητεύσουν τις δικές τους χώρες οι αδερφές σου, όπως δεν απογοήτευσα ούτε εγώ τη δική μου».
 
   Η Καταλίνα ξύπνησε τις πρώτες πρωινές ώρες, νιώθοντας τις σιγανές ωθήσεις του Αρθούρου ανάμεσα στα πόδια της. Φουρκισμένη, τον άφησε να κάνει το δικό του, αφού ήξερε ότι με αυτόν τον τρόπο θα κατάφερνε να κάνει έναν γιο, εδραιώνοντας έτσι τη συμμαχία. Κάποιες πριγκίπισσες, όπως η μητέρα της, έπρεπε να πολεμήσουν για να υπερασπιστούν το βασίλειό τους. Αλλά οι περισσότερες πριγκίπισσες, όπως η ίδια, αναγκάζονταν να υπομένουν επώδυνες δοκιμασίες ιδιαιτέρως. Δεν κράτησε πολύ και κατόπιν ο πρίγκιπας αποκοιμήθηκε. Η Καταλίνα έμεινε ακίνητη σαν παγωμένο άγαλμα, ώστε να μην τον ξυπνήσει πάλι.  
   Ο Αρθούρος δε σάλεψε παρά μόνο αφού ξημέρωσε, όταν οι άντρες του χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Τότε σηκώθηκε, την καλημέρισε κάπως αμήχανα και έφυγε. Οι φίλοι του τον υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές και τον συνόδευσαν με θριαμβευτικούς αλαλαγμούς στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του. Η Καταλίνα τον άκουσε να κομπάζει χυδαία «Κύριοι, απόψε το βράδυ επισκέφθηκα την Ισπανία» και ύστερα άκουσε βροντερά γέλια να επικροτούν το αστείο του. Οι κυρίες της που ήρθαν στο υπνοδωμάτιό της φέρνοντας τα ρούχα της άκουσαν τα αντρικά γέλια. Η δόνα Ελβίρα ανασήκωσε τα λεπτά της φρύδια προς τον ουρανό, αγανακτισμένη με τα παιδιαρίσματα των Άγγλων.
   «Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα έλεγε η μητέρα σου», είπε η δόνα Ελβίρα.
   «Θα έλεγε ότι τα λόγια μετρούν λιγότερο από το θέλημα του Θεού και ότι το θέλημα του Θεού εκπληρώθηκε», είπε σταθερά η Καταλίνα.
 
   Δεν ήταν έτσι για τη μητέρα μου, η οποία ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά τον πατέρα μου και τον παντρεύτηκε με μεγάλη χαρά. Όταν μεγάλωσα, άρχισα να καταλαβαίνω ότι ένιωθαν πραγματικό πόθο ο ένας για τον άλλο. Η σχέση τους δεν ήταν απλώς η πανίσχυρη ένωση δύο σπουδαίων μοναρχών. Ο πατέρας μου μπορεί να είχε άλλες ερωμένες, αλλά είχε απόλυτη ανάγκη τη σύζυγό του, δεν μπορούσε να είναι ευτυχισμένος χωρίς αυτή. Όσο για τη μητέρα μου, δεν μπορούσε ούτε καν να κοιτάξει άλλον άντρα. Είχε μάτια μόνο για τον πατέρα μου. Από όλες τις Αυλές της Ευρώπης, μόνο η Αυλή της Ισπανίας δεν είχε παράδοση στο κόρτε, στο φλερτ, στην έκφραση λατρείας στο πρόσωπο της βασίλισσας κατά τα ήθη του αυλικού έρωτα. Θα ήταν ματαιοπονία. Η μητέρα μου απλώς δεν έδινε σημασία σε άλλους άντρες και όταν αναστέναζαν για χάρη της και της έλεγαν ότι τα μάτια της ήταν γαλανά σαν τον ουρανό, αυτή απλώς γελούσε και έλεγε «Ανοησίες», και εκεί τελείωναν όλα. 
   Όταν οι γονείς μου αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά, έγραφαν καθημερινά ο ένας στον άλλο, ενώ ο πατέρας μου δεν έκανε βήμα χωρίς να της το πει και να ζητήσει τη συμβουλή της. Όταν ο πατέρας μου βρισκόταν σε κίνδυνο, η μητέρα μου έχανε τον ύπνο της. 
   Ο πατέρας μου δεν θα κατάφερνε να διασχίσει τη Σιέρα Νεβάδα αν η μητέρα μου δεν του έστελνε συνεχώς άντρες και ομάδες σκαφτιάδων για να προλειάνουν το δρόμο του. Κανείς άλλος δε θα μπορούσε να διανοίξει δρόμο σε εκείνα τα μέρη. Ο πατέρας μου δεν θα εμπιστευόταν κανέναν άλλο για να τον στηρίξει και να κρατήσει το βασίλειο ενωμένο την ώρα που αυτός προήλαυνε. Η μητέρα μου δεν θα επιχειρούσε να κατακτήσει τα βουνά για κανέναν άλλο, ο πατέρας μου ήταν ο μόνος που μπορούσε να εξασφαλίσει την υποστήριξή της. Η εντύπωση ότι η σχέση τους ήταν απλώς η ισχυρή ένωση δύο φιλόδοξων ανθρώπων ήταν απατηλή -το πάθος ήταν αυτό που τους έδινε ορμή στην πολιτική σκηνή. Η μητέρα μου ήταν σπουδαία βασίλισσα γιατί με αυτόν τον τρόπο ξυπνούσε το πάθος του. Ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος στρατηγός γιατί ήθελε να φανεί αντάξιός της. Η αγάπη τους, ο αμοιβαίος πόθος τους ήταν η κινητήρια δύναμή τους· σχεδόν όσο και ο Θεός.
   Είμαστε παθιασμένη οικογένεια. Όταν η αδελφή μου Ισαβέλλα, η οποία βρίσκεται τώρα κοντά στο Θεό, χήρεψε και επέστρεψε από την Πορτογαλία, ορκίστηκε ότι αγάπησε τόσο πολύ τον άντρα της, που δε θα παντρευόταν ποτέ ξανά. Μπορεί να έμειναν μαζί μόνο για έξι μήνες, αλλά έλεγε ότι χωρίς αυτόν η ζωή της δεν είχε νόημα. Η Χουάνα, η δεύτερη αδερφή μου, είναι τόσο ερωτευμένη με το σύζυγό της τον Φίλιππο, που δεν αντέχει να τον αφήσει από τα μάτια της, ενώ όποτε αντιλαμβάνεται ότι δείχνει ενδιαφέρον για άλλη γυναίκα, ορκίζεται ότι θα φαρμακώσει την αντίζηλό της -τόσο τρελά ερωτευμένη είναι μαζί του. Όσο για τον αδερφό μου... τον αγαπημένο μου Χουάν... αυτός πέθανε από τον έρωτα. Αυτός και η όμορφη γυναίκα του η Μαργκό μοιράζονταν τέτοιο πάθος και ήταν τόσο ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο, που η υγεία του έπαθε ζημιά και ο Χουάν πέθανε έξι μήνες μετά τον γάμο τους. Άραγε υπάρχει μεγαλύτερη τραγωδία από το να πεθαίνει ένας νέος άντρας έξι μήνες μετά τον γάμο του; Προέρχομαι από παθιασμένη στόφα ανθρώπων -αλλά τι θα γίνει μ' εμένα; Θα ερωτευτώ ποτέ μου;
   Σίγουρα όχι αυτό το άγαρμπο αγόρι. Η αρχική μου συμπάθεια εξανεμίστηκε εντελώς. Είναι τόσο ντροπαλός, που δε μου μιλάει καν, μόνο ψελλίζει και παριστάνει ότι δε μπορεί να βρει τα σωστά λόγια. Με ανάγκασε να πάρω την πρωτοβουλία στην κρεβατοκάμαρα και ντρέπομαι που αναγκάστηκα να κάνω την πρώτη κίνηση. Μου φέρεται σαν να είμαι μια ξεδιάντροπη, αγοραία γυναίκα τη στιγμή που θέλω να με κατακτήσει σαν ηρωίδα σε ρομάντζο. Αλλά αν δεν τον είχα προσκαλέσει πρώτη εγώ, τι θα έκανε; Τώρα νιώθω τελείως ανόητη και τον κατηγορώ για τη ντροπή μου. Επισκέφθηκε την Ισπανία, λέει! Στις Ινδίες θα είχε φτάσει αν δεν του έδειχνα τι έπρεπε να κάνει. Το ανόητο κουτάβι.
   Την πρώτη φορά που τον αντίκρισα μου φάνηκε όμορφος, σαν ιππότης ρομάντζου, σαν τροβαδούρος, σαν ποιητής. Νόμιζα ότι θα ήμουν σαν μια δεσποσύνη στον πύργο της και ότι αυτός θα τραγουδούσε κάτω από το παραθύρι μου για να με πείσει να τον αγαπήσω. Ωστόσο, παρότι έχει όψη ποιητή, δε διαθέτει το ανάλογο πνεύμα. Δεν καταφέρνω να του βγάλω ούτε δύο κουβέντες και έχω αρχίσει να νιώθω ότι εξευτελίζομαι προσπαθώντας να τον ευχαριστήσω.
   Φυσικά, δεν πρόκειται να λησμονήσω ποτέ ότι έχω χρέος να υπομείνω αυτόν τον νεαρό, αυτόν τον Αρθούρο. Η ελπίδα μου είναι να αποκτήσω ένα παιδί και το πεπρωμένο μου με προστάζει να διαφυλάξω την Αγγλία από τους Μαυριτανούς. Θα κάνω το χρέος μου λοιπόν· ό,τι και αν συμβεί, θα γίνω βασίλισσα της Αγγλίας και θα προστατεύσω τις δύο χώρες μου: την Ισπανία της γέννησής μου και την Αγγλία του γάμου μου.
 
Λονδίνο, χειμώνας 1501  
   Ο Αρθούρος και η Καταλίνα στέκονταν άκαμπτοι δίπλα δίπλα πάνω στη βασιλική λέμβο,  χωρίς να ανταλλάζουν κουβέντα, επικεφαλής ενός μεγάλου στόλου από μαούνες βαμμένες με ζωηρά χρώματα, που τους μετέφεραν στο κάστρο του Μπέιναρντ, το σπίτι τους στο Λονδίνο για τις επόμενες βδομάδες. Ήταν ένα τεράστιο, ορθογώνιο αρχοντικό με θέα στο ποτάμι και κήπους που έφταναν μέχρι την άκρη του νερού. Τη βασιλική λέμβο ακολουθούσαν ο δήμαρχος του Λονδίνου, οι σύμβουλοι και σύσσωμη η Αυλή, ενώ μουσικοί έπαιζαν καθώς οι διάδοχοι του θρόνου πήγαιναν να εγκατασταθούν στην καρδιά της πόλης.
   Η Καταλίνα παρατήρησε ότι ήταν παρόντες και πολλοί Σκωτσέζοι απεσταλμένοι, οι οποίοι είχαν έρθει για να διαπραγματευτούν το γάμο της νέας της κουνιάδας, της πριγκίπισσας Μαργαρίτας. Ο βασιλιάς Ερρίκος χρησιμοποιούσε τα παιδιά του σαν πιόνια στο παιχνίδι εξουσίας που έπαιζε, όπως οφείλει να κάνει κάθε μονάρχης. Ο Αρθούρος είχε πετύχει την καίρια συμφωνία με την Ισπανία, ενώ η Μαργαρίτα, αν και μόλις δώδεκα χρόνων, θα έκανε τη Σκωτία φίλη, αντί για την εχθρό που ήταν επί πολλές γενιές. Όσο για την πριγκίπισσα Μαρία, θα παντρευόταν και αυτή επίσης, όταν θα ερχόταν ο καιρός της, είτε τον μεγαλύτερο εχθρό που αντιμετώπιζε η χώρα είτε τον μεγαλύτερο φίλο που ήθελαν να κρατήσουν. Η Καταλίνα χαιρόταν που ήξερε από τα παιδικά της χρόνια ότι θα γινόταν η επόμενη βασίλισσα της Αγγλίας. Δεν είχαν υπάρξει πολιτικές αλλαγές ούτε μεταβαλλόμενες συμμαχίες. Ήταν η μελλοντική βασίλισσα της Αγγλίας σχεδόν από γεννησιμιού της. Το γεγονός αυτό έκανε πολύ πιο εύκολο τον αποχωρισμό από το σπίτι και την οικογένειά της.
   Η Καταλίνα παρατήρησε ότι ο Αρθούρος ήταν πολύ συγκρατημένος όταν χαιρέτησε τους Σκωτσέζους λόρδους την ώρα του δείπνου, στο ανάκτορο του Ουέστμινστερ.
   «Οι Σκωτσέζοι είναι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί μας», της είπε ψιθυριστά στα καστιλιάνικα ο Έντουαρντ Στάφορντ, δούκας του Μπάκιγχαμ, την ώρα που στέκονταν στο πίσω μέρος της αίθουσας και περίμεναν να καθίσουν. «Ο βασιλιάς και ο πρίγκιπας ελπίζουν ότι αυτός ο γάμος θα τους κάνει παντοτινά φίλους μας, θα δέσει τους Σκωτσέζους μαζί μας. Αλλά κανείς μας δεν μπορεί να ξεχάσει τις συνεχείς παρενοχλήσεις τους. Όλοι μας έχουμε μεγαλώσει με την επίγνωση ότι έχουμε στα βόρεια ένα μόνιμο και κακόβουλο εχθρό».
   «Μα δεν είναι μόνο ένα μικρό φτωχό βασίλειο;» ρώτησε η Καταλίνα. «Σε τι μπορούν να μας βλάψουν;»
   «Συμμαχούν πάντα με τη Γαλλία», της απάντησε. «Κάθε φορά που έχουμε πόλεμο με τη Γαλλία συμμαχούν μαζί τους και εισβάλλουν στα βόρεια σύνορά μας. Και μπορεί να είναι μικροί και φτωχοί, αλλά είναι η πύλη από την οποία μπορεί να μας κάνει εισβολή από τα βόρεια ο τρομερός κίνδυνος της Γαλλίας. Νομίζω ότι η Υψηλότητά σας γνωρίζει από τα δικά της παιδικά χρόνια ότι ακόμα και μια μικρή χώρα στα σύνορά σου μπορεί να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο».
   «Ναι, αλλά οι Μαυριτανοί είχαν μικρή χώρα μόνο στο τέλος», του επεσήμανε αυτή. «Ο πατέρας μου έλεγε πάντοτε ότι οι Μαυριτανοί είναι σαν την αρρώστια. Μπορεί να μην ενοχλούν πολύ, αλλά είναι πάντοτε εκεί».
   «Οι Σκωτσέζοι είναι η δική μας μάστιγα», συμφώνησε ο δούκας. «Κάθε τρία χρόνια περίπου κάνουν εισβολή και ξεκινούν έναν μικρό πόλεμο, στον οποίο είτε θα χάσουμε ένα εκτάριο γης είτε θα το πάρουμε πάλι πίσω. Κάθε καλοκαίρι κάνουν επιδρομές στις γειτονικές περιοχές και κλέβουν ό,τι δε μπορούν να καλλιεργήσουν ή να κατασκευάσουν μόνοι τους. Κανείς αγρότης στα βόρεια της χώρας δεν είναι ασφαλής από δαύτους. Ο βασιλιάς είναι αποφασισμένος να κάνει ειρήνη».
   «Θα καλοδεχτούν την πριγκίπισσα Μαργαρίτα;»
   «Με το δικό τους άγριο τρόπο». Χαμογέλασε. «Δεν θα της επιφυλάξουν τη δική σας υποδοχή, Ινφάντα».
   Η Καταλίνα χαμογέλασε πλατιά. Ήξερε ότι είχε τύχει πολύ θερμής υποδοχής στην Αγγλία. Οι Λονδρέζοι είχαν αγαπήσει την Ισπανίδα πριγκίπισσα, είχαν ενθουσιαστεί με τη φανταχτερή χλιδή της συνοδείας της και τις ασυνήθιστες φορεσιές τους, ενώ τους άρεσε ο τρόπος που η πριγκίπισσα χαμογελούσε πάντοτε στα πλήθη που περίμεναν. Η Καταλίνα είχε μάθει από τη μητέρα της ότι ο λαός είναι ισχυρότερη δύναμη από ένα μισθοφορικό στρατό, γι' αυτό ποτέ δεν περιφρονούσε τις ζητωκραυγές τους. Πάντοτε χαιρετούσε τα πλήθη και πάντοτε χαμογελούσε, ενώ όποτε τη χειροκροτούσαν τους έκανε και μια όμορφη μικρή υπόκλιση. 
   Η Καταλίνα έριξε μια ματιά στην πριγκίπισσα Μαργαρίτα -ένα ματαιόδοξο, μικρομέγαλο κορίτσι, που εκείνη τη στιγμή έσιαζε το φουστάνι της και έσπρωχνε πίσω την κουάφ της προτού μπει στην αίθουσα.
   «Σε λίγο θα παντρευτείς και θα φύγεις, όπως έκανα κι εγώ», της είπε φιλικά η Καταλίνα στα γαλλικά. «Εύχομαι να βρεις την ευτυχία».
   Το μικρότερο κορίτσι την κοίταξε με αναίδεια. «Όχι όπως έκανες εσύ, γιατί εσύ ήρθες στο ωραιότερο βασίλειο της Ευρώπης, ενώ εγώ πρέπει να πάω στην εξορία», της αντιγύρισε.
   «Μπορεί να θεωρείς την Αγγλία ωραία, αλλά για μένα εξακολουθεί να είναι μια άγνωστη χώρα», της είπε η Καταλίνα, προσπαθώντας να μην εκνευριστεί με την αγένεια του κοριτσιού. «Και αν είχες δει το σπίτι μου στην Ισπανία, θα έμενες έκθαμβη με το πόσο ωραίο είναι το παλάτι μας εκεί».
   «Δεν υπάρχει ωραιότερος τόπος από την Αγγλία», είπε η Μαργαρίτα με την ήρεμη σιγουριά που χαρακτήριζε όλα τα κακομαθημένα παιδιά των Τυδώρ. «Αλλά θα είναι ωραίο που θα γίνω βασίλισσα. Εσύ παραμένεις μια απλή πριγκίπισσα, αλλά εγώ θα γίνω βασίλισσα. Θα είμαι όμοια με τη μητέρα μου». Το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Για την ακρίβεια, θα είμαι όμοια με τη μητέρα σου».
   Το πρόσωπο της Καταλίνα βάφτηκε κόκκινο. «Δε θα γίνεις ποτέ όμοια με τη μητέρα μου», της πέταξε. «Είσαι ανόητη και μόνο που το λες».
   Η Μαργαρίτα άφησε ένα πνιχτό επιφώνημα από το σοκ.
   «Ελάτε τώρα, Υψηλότατες», παρενέβη εσπευσμένα ο δούκας. «Ο πατέρας σας είναι έτοιμος να πάρει τη θέση του. Έχετε την καλοσύνη να τον ακολουθήσετε μέσα στην αίθουσα;»
   Η Μαργαρίτα τους γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε φουρκισμένη.
   «Είναι πολύ μικρή», είπε κατευναστικά ο δούκας. «Και παρότι δεν πρόκειται να το παραδεχτεί ποτέ, φοβάται που θα αφήσει τη μητέρα και τον πατέρα της και θα φύγει τόσο μακριά».
   «Έχει πολλά να μάθει», είπε η Καταλίνα με σφιγμένα δόντια. «Θα πρέπει να μάθει πώς να συμπεριφέρεται σαν βασίλισσα, αν είναι να γίνει και αυτή μία». Γύρισε και είδε τον Αρθούρο δίπλα της. Ήταν έτοιμος να τη συνοδεύσει μέσα στην αίθουσα, πίσω από τους γονείς του.
   Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας πήραν τις θέσεις τους. Ο βασιλιάς και οι δυο γιοι του κάθισαν στο βασιλικό τραπέζι, κάτω από τον πλούσια διακοσμημένο θόλο, με τα πρόσωπα στραμμένα προς την υπόλοιπη αίθουσα. Στα δεξιά τους κάθισαν η βασίλισσα και οι πριγκίπισσες. Η βασιλομήτωρ Μαργαρίτα Μπωφόρ κάθισε δίπλα στο βασιλιά, ανάμεσα σε αυτόν και στη σύζυγό του.
   «Η Μαργαρίτα και η Καταλίνα καβγάδισαν την ώρα που μπήκαν μέσα», του είπε βλοσυρά με ικανοποίηση. «Το περίμενα ότι η Ινφάντα θα εκνεύριζε την πριγκίπισσα Μαργαρίτα, που δεν αντέχει να βλέπει κάποιον άλλο να τραβάει τα βλέμματα· και είναι αλήθεια ότι γίνεται μεγάλος ντόρος για την Καταλίνα».
   «Η Μαργαρίτα θα φύγει πολύ σύντομα», είπε κοφτά ο Ερρίκος. «Και θα της δοθεί η ευκαιρία να έχει τη δική της Αυλή και τον δικό της μήνα του μέλιτος».
   «Η Καταλίνα έχει γίνει το επίκεντρο της προσοχής στην Αυλή», γκρίνιαξε η μητέρα του. «Το παλάτι είναι γεμάτο κόσμο που έρχεται να τη δει να τρώει. Όλοι θέλουν να τη δουν».
   «Απλώς αντιπροσωπεύει το καινούριο, το ενδιαφέρον, αλλά θα ξεφτίσει με τον καιρό. Και ούτως ή άλλως, θέλω να τη βλέπει ο κόσμος».
   «Έχει ένα είδος γοητείας», παραδέχτηκε η βασιλομήτωρ. Ένας υπηρέτης έφερε ένα χρυσό κύπελλο με αρωματισμένο νερό και η λαίδη Μαργαρίτα βούτηξε μέσα τα ακροδάχτυλά της και τα σκούπισε σε μια πετσέτα.
   «Τη βρίσκω πολύ ευχάριστη», είπε ο Ερρίκος ενώ σκούπιζε και αυτός τα χέρια του. «Πραγματοποίησε τον γάμο χωρίς να κάνει ούτε ένα λάθος και ο λαός τη συμπαθεί».
   Η μητέρα του έκανε μια μικρή, περιφρονητική χειρονομία. «Υποφέρει από ματαιοδοξία, δεν έχει λάβει την ανατροφή που θα έδινα εγώ σε δικό μου παιδί. Δεν έχει μάθει να υποτάσσει τη θέλησή της και να υπακούει. Θεωρεί ότι είναι κάτι το ξεχωριστό». 
   Ο Ερρίκος έριξε μια φευγαλέα ματιά στην Ινφάντα, η οποία είχε σκύψει το κεφάλι της και άκουγε προσεκτικά αυτά που της έλεγε η νεότερη πριγκίπισσα των Τυδώρ, η πριγκίπισσα Μαρία· την είδε να χαμογελάει και να της απαντάει. «Για να είμαι ειλικρινής, κι εγώ πιστεύω ότι είναι κάτι το ξεχωριστό», είπε χαμογελώντας.
 
   Οι εορτασμοί συνεχίστηκαν για πολλές μέρες και μετά τα μέλη της Αυλής μετακόμισαν στο νεόκτιστο μεγαλοπρεπές παλάτι του Ρίτσμοντ, που ήταν χτισμένο σε ένα τεράστιο, πανέμορφο πάρκο. Η Καταλίνα, χαμένη μέσα σε μια παραζάλη καινούριων, άγνωστων προσώπων και συστάσεων, ένιωθε σάμπως το ένα υπέροχο τουρνουά και πανηγύρι να μπλεκόταν με το άλλο, με την ίδια στο επίκεντρο όλων των εκδηλώσεων -σαν μια βασίλισσα που δεχόταν τιμές σουλτάνας σε μια χώρα αφιερωμένη στη διασκέδασή της. Όμως μετά από μία βδομάδα το γλέντι τελείωσε, όταν ο βασιλιάς πλησίασε την πριγκίπισσα και της είπε πως είχε έρθει η ώρα να αποχαιρετήσει τους Ισπανούς συντρόφους της.
   Η Καταλίνα ήξερε εξαρχής ότι η μικρή Αυλή που την είχε συνοδεύσει μέσα από θύελλες και ένα παρ' ολίγον ναυάγιο για να την παραδώσει στο νέο της σύζυγο θα αναχωρούσε με το που θα ολοκληρωνόταν ο γάμος και θα καταβαλλόταν το πρώτο μέρος της προίκας της· παρ' όλα αυτά, οι δύο μέρες που χρειάστηκαν ώσπου να μαζέψουν τα πράγματά τους και να αποχαιρετήσουν την πριγκίπισσα ήταν πολύ μελαγχολικές. Η Καταλίνα θα κρατούσε λίγους δικούς της ανθρώπους κοντά της: τις κυρίες της, τον αυλάρχη της, το θησαυροφύλακά της και το στενό κύκλο των υπηρετών της, αλλά τα υπόλοιπα μέλη της συνοδείας της θα έπρεπε να φύγουν. Παρότι ήξερε ότι έτσι συνηθιζόταν να γίνεται σε όλο τον κόσμο και ότι η γαμήλια συνοδεία πάντοτε έφευγε μετά τον γάμο, εντούτοις η επίγνωση δεν κατάφερε να απαλύνει τη θλίψη της. Τους ζήτησε να μεταφέρουν μηνύματα για όλους στην Ισπανία, καθώς κι ένα γράμμα για τη μητέρα της.
 
Από την κόρη της Καταλίνα, πριγκίπισσα της Ουαλίας, προς τη Μεγαλειοτάτη βασίλισσα της Καστίλλης και της Αραγωνίας και πολυαγαπημένη Μάδρε.
   Ω Μάδρε!
   Όπως θα σου μεταφέρουν όλοι αυτοί οι κύριοι και οι κυρίες, ο πρίγκιπας κι εγώ έχουμε ένα όμορφο σπίτι κοντά στο ποτάμι. Ονομάζεται κάστρο του Μπέιναρντ, παρότι δεν είναι κάστρο αλλά παλάτι, νεόκτιστο μάλιστα. Δεν υπάρχουν λουτρά ούτε για τις κυρίες ούτε για τους άντρες. Ξέρω τι σκέφτεσαι. Δεν μπορείς να το διανοηθείς.
   Η δόνα Ελβίρα έβαλε τον σιδερά να φτιάξει ένα τεράστιο καζάνι, το οποίο ζεσταίνουν πάνω από τη φωτιά της κουζίνας και στη συνέχεια έξι υπηρέτες το μεταφέρουν στο δωμάτιό μου για να κάνω το μπάνιο μου. Επίσης, δεν υπάρχουν κήποι αναψυχής με λουλούδια, κανάλια ή συντριβάνια· είναι εντελώς απίστευτο. Όλα μοιάζουν σαν να μην έχουν χτιστεί ακόμα. Στην καλύτερη περίπτωση, έχουν μια μικρή αυλή, την οποία ονομάζουν παρτέρι, όπου μπορείς να γυρίζεις γύρω γύρω μέχρι να ζαλιστείς. Το φαγητό δεν είναι καλό και το κρασί είναι πολύ στυφό. Τρώνε μόνο φρούτα κομπόστα και νομίζω ότι δεν ξέρουν καν τι είναι τα λαχανικά.
   Δε θέλω να νομίζεις ότι παραπονιέμαι, απλώς ήθελα να ξέρεις ότι παρ' όλες τις μικρές δυσκολίες είμαι χαρούμενη που είμαι πριγκίπισσα. Ο πρίγκιπας Αρθούρος είναι ευγενικός και καλός μαζί μου όταν συναντιόμαστε, στο δείπνο συνήθως. Μου χάρισε μια πανέμορφη φοράδα, διασταύρωση βερβέρικης και αγγλικής ράτσας, και την ιππεύω κάθε μέρα. Οι ευγενείς της Αυλής κάνουν κονταρομαχίες (όχι όμως και οι πρίγκιπες)· ευνοούμενός μου είναι συχνά ο δούκας του Μπάκιγχαμ, ο οποίος μου φέρεται πολύ ευγενικά, με συμβουλεύει για θέματα που αφορούν την Αυλή και μου λέει πώς να συμπεριφέρομαι. Συχνά δειπνούμε όλοι μαζί στο αγγλικό στιλ, άντρες και γυναίκες μαζί. Οι γυναίκες έχουν τα δικά τους δωμάτια, στα οποία πηγαινοέρχονται όμως άντρες επισκέπτες και υπηρέτες, σαν να είναι δημόσιος χώρος, και οι γυναίκες δεν μπορούν να απομονωθούν πουθενά. Ο μόνος τρόπος για να βρεθώ σίγουρα μόνη μου είναι να κλειδωθώ μέσα στο αποχωρητήριο -οπουδήποτε αλλού υπάρχουν πάντα άλλοι άνθρωποι.
   Η βασίλισσα Ελισάβετ, παρότι πολύ ήσυχη, είναι πολύ καλή μαζί μου όταν συναντιόμαστε, και μου αρέσει η συντροφιά της. Η βασιλομήτωρ είναι πολύ ψυχρή· αλλά νομίζω ότι έτσι είναι με όλους, εκτός από τον βασιλιά και τους πρίγκιπες. Λατρεύει τον γιο και τους εγγονούς της. Εξουσιάζει την Αυλή σαν να είναι αυτή βασίλισσα. Είναι πολύ ευσεβής και πολύ σοβαρή. Είμαι σίγουρη ότι είναι καθ' όλα αξιοθαύμαστη.
   Σίγουρα θα θέλεις να μάθεις αν περιμένω παιδί. Δεν υπάρχουν τέτοια σημάδια ακόμα. Θα θέλεις να μάθεις ότι διαβάζω τη Βίβλο μου ή τις άγιες γραφές για δύο ώρες κάθε μέρα, όπως με διέταξες, και ότι παρακολουθώ τη Θεία Λειτουργία τρεις φορές τη μέρα, καθώς και ότι κοινωνώ κάθε Κυριακή. Ο πάτερ Αλεσάντρο Τζεραλντίνι είναι καλά και παραμένει το ίδιο σπουδαίος πνευματικός καθοδηγητής και σύμβουλος στην Αγγλία όπως ήταν και στην Ισπανία. Έχω εναποθέσει σε αυτόν και στον Θεό την πίστη ότι θα έχω τη δύναμη να επιτελέσω το έργο του Θεού στην Αγγλία όπως το επιτελείς εσύ στην Ισπανία. Η δόνα Ελβίρα κρατάει τις κυρίες μου σε τάξη και της δείχνω την υπακοή που θα έδειχνα σε σένα. Η Μαρία δε Σαλίνας είναι η καλύτερή μου φίλη, όπως ήταν και στην Ισπανία, αν και εδώ τίποτα δεν είναι όπως στην Ισπανία, και δεν το αντέχω όταν μου μιλάει για την πατρίδα.
   Θα γίνω η πριγκίπισσα που θέλεις να γίνω. Δεν θα απογοητεύσω ούτε εσένα ούτε τον Θεό. Θα γίνω βασίλισσα και θα υπερασπιστώ την Αγγλία από τους Μαυριτανούς.
   Σε παρακαλώ, γράψε μου γρήγορα και πες μου πώς είσαι. Μου φάνηκες τόσο στενοχωρημένη και θλιμμένη όταν έφυγα, αλλά ελπίζω να είσαι καλύτερα τώρα. Είμαι σίγουρη ότι το σκοτάδι που είδες να σκεπάζει τη ζωή της μητέρας σου θα περάσει σαν σύννεφο διαβατάρικο από πάνω σου και δεν θα σκιάσει μόνιμα και τη δική σου ζωή. Σίγουρα ο Θεός που σου χάρισε απλόχερα την εύνοιά Του δε θα σου προξενούσε ποτέ αιώνια θλίψη. Προσεύχομαι καθημερινά για σένα και τον πατέρα. Ακούω τη φωνή σου στο μυαλό μου να με συμβουλεύει συνεχώς. Σε παρακαλώ, γράψε σύντομα στην κόρη σου που σε αγαπάει τόσο πολύ.
Καταλίνα
   ΥΓ.: Αν και χαίρομαι που παντρεύτηκα και κλήθηκα να εκπληρώσω το χρέος μου απέναντι στην Ισπανία και στον Θεό, μου λείπεις πάρα πολύ. Ξέρω ότι είσαι πρώτα βασίλισσα και μετά μητέρα, αλλά θα χαιρόμουν πάρα πολύ αν λάμβανα ένα γράμμα σου. Κ.
 
   Η Αυλή κατευόδωσε χαρούμενα τους Ισπανούς, αλλά για την Καταλίνα ήταν δύσκολο να χαμογελάει και να τους κουνάει το μαντίλι. Μετά την αναχώρησή τους, η πριγκίπισσα κατέβηκε στην όχθη του ποταμού κοιτάζοντας και την τελευταία μαούνα να μικραίνει ολοένα, ώσπου εξαφανίστηκε στον ορίζοντα. Εκεί τη βρήκε ο βασιλιάς Ερρίκος -μια μοναχική φιγούρα, όρθια στην αποβάθρα, με το βλέμμα καρφωμένο στο ποτάμι, σαν να ευχόταν να έφευγε και αυτή μαζί.
   Ο βασιλιάς είχε μεγάλη εμπειρία από γυναίκες και γι' αυτό δεν τη ρώτησε αν είχε κάτι. Ήξερε πολύ καλά τι είχε: ένιωθε μοναξιά και νοσταλγούσε το σπίτι της, πράγμα πολύ φυσιολογικό για μια νεαρή γυναίκα σχεδόν δεκαέξι χρόνων. Είχε περάσει και αυτός σχεδόν όλη του τη ζωή εξόριστος από την Αγγλία και ήξερε πολύ καλά το πλημμύρισμα νοσταλγίας που σου προκαλεί μια απρόσμενη μυρωδιά ή η αλλαγή των εποχών ή ένας αποχαιρετισμός. Το μόνο που θα κατάφερνε καλώντας τη να μιλήσει για το πώς ένιωθε θα ήταν να την κάνει να χύσει ένα ποτάμι δάκρυα, και τίποτε άλλο. Γι' αυτό έπιασε απλώς το μικρό, παγωμένο χέρι της, το έβαλε κάτω από το μπράτσο του και της είπε ότι έπρεπε να δει τη βιβλιοθήκη την οποία είχε μόλις δημιουργήσει στο παλάτι και από όπου μπορούσε να δανείζεται όποια βιβλία ήθελε. Την ώρα που την οδηγούσε στη βιβλιοθήκη, ο Ερρίκος πέταξε μια εντολή πάνω από τον ώμο του σε έναν από τους ακόλουθους, ενώ όταν έφτασαν εκεί, άρχισε να την ξεναγεί στα όμορφα ράφια, δείχνοντάς της όχι μόνο τους κλασικούς συγγραφείς και τις ιστορίες που ενδιέφεραν τον ίδιο, αλλά και τις ιστορίες ρομαντισμού και ηρωισμού που σκεφτόταν ότι μάλλον θα ταίριαζαν περισσότερο στα γούστα της.
   Ο βασιλιάς παρατήρησε με ευχαρίστηση ότι η Καταλίνα δεν παραπονέθηκε, καθώς και ότι έσπευσε να σκουπίσει τα δάκρυά της όταν τον είδε να έρχεται προς το μέρος της, σημάδι ότι είχε λάβει σκληρή ανατροφή. Η Ισαβέλλα της Ισπανίας ήταν σύζυγος στρατιώτη, όπως ήταν στρατιώτης και η ίδια, και δεν είχε αναθρέψει τα κορίτσια της για να γίνουν μαλθακά. Ο Ερρίκος σκέφτηκε ότι δεν πρέπει να υπήρχε άλλη νεαρή γυναίκα στην Αγγλία που να είχε περισσότερο τσαγανό από την πριγκίπισσα. Ωστόσο, υπήρχαν σκιές κάτω από τα γαλανά της μάτια και παρότι πήρε τους τόμους που της έδωσε ευχαριστώντας τον, εντούτοις συνέχισε να μη χαμογελάει.
   «Σου αρέσουν οι χάρτες;» τη ρώτησε. 
   Η Καταλίνα ένευσε. «Φυσικά», είπε. «Στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου έχουμε χάρτες όλου του κόσμου, ενώ ο Χριστόφορος Κολόμβος του έφτιαξε έναν χάρτη της Αμερικής».
   «Έχει μεγάλη βιβλιοθήκη ο πατέρας σου;» τη ρώτησε νιώθοντας φθόνο για τη φημισμένη λογιοσύνη του Φερδινάνδου.
   Ο διακριτικός δισταγμός της πριν του απαντήσει ήταν αποκαλυπτικός και του φανέρωσε ότι αυτή εδώ η βιβλιοθήκη, για την οποία καμάρωνε τόσο πολύ, δεν ήταν τίποτα μπροστά στις γνώσεις των Μαυριτανών της Ισπανίας. «Φυσικά, ο πατέρας μου κληρονόμησε πολλά βιβλία, δεν τα συγκέντρωσε όλα μόνος του», είπε ευγενικά η Καταλίνα. «Πολλά ανήκουν σε Μαυριτανούς συγγραφείς και προήλθαν από Μαυριτανούς λογίους. Ξέρετε ότι οι Άραβες μετέφρασαν τους αρχαίους Έλληνες πολύ πριν μεταφερθούν στα γαλλικά, στα ιταλικά ή στα αγγλικά; Οι Άραβες ασχολούνταν με τις επιστήμες και τα μαθηματικά όταν ο χριστιανικός κόσμος τις είχε ξεχάσει. Έχει όλες τις μαυριτανικές μεταφράσεις των έργων του Αριστοτέλη, του Σοφοκλή και όλων των άλλων».
   Ο Ερρίκος ένιωσε τη λαχτάρα για την απόκτηση καινούριων γνώσεων σαν πείνα στα σωθικά του. «Έχει πολλά βιβλία;»
   «Χιλιάδες τόμους», απάντησε η Καταλίνα. «Στα εβραϊκά, στα αραβικά και στα λατινικά, καθώς και σε όλες τις χριστιανικές γλώσσες. Αλλά δεν τους διαβάζει όλους, έχει Άραβες λογίους που τους μελετούν».
   «Και χάρτες;» τη ρώτησε.
   «Έχει για συμβούλους Άραβες θαλασσοπόρους και χαρτογράφους», του είπε. «Ταξιδεύουν απίστευτα μακριά και ξέρουν πώς να χαρτογραφούν τις διαδρομές τους με βάση τα άστρα. Γι' αυτούς, τα θαλασσινά ταξίδια είναι το ίδιο όπως ένα ταξίδι στην έρημο. Λένε ότι η υδάτινη απλωσιά είναι το ίδιο με μια αμμώδη κοιλάδα, ενώ χρησιμοποιούν τα άστρα και το φεγγάρι για να μετρούν τις αποστάσεις που διανύουν και στις δύο περιπτώσεις».
   «Και ο πατέρας σου πιστεύει ότι θα αποκομίσει μεγάλα κέρδη από τις ανακαλύψεις του;» ρώτησε με περιέργεια ο βασιλιάς. «Όλοι έχουμε ακούσει για τα μεγάλα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου και τους θησαυρούς που έφερε από κει».
   Ο Ερρίκος θαύμασε τον τρόπο που η πριγκίπισσα κατέβασε τις βλεφαρίδες της για να κρύψει το λαμπύρισμα των ματιών της. «Ω, δεν ξέρω», απέφυγε έξυπνα να του απαντήσει. «Η μητέρα πιστεύει πάντως ότι θα σωθούν πολλές ψυχές στο όνομα του Ιησού».
   Ο Ερρίκος άνοιξε τον τεράστιο φάκελο στον οποίο φυλούσε τη συλλογή με τους χάρτες του και τους άπλωσε μπροστά της. Όμορφα ζωγραφισμένα θαλάσσια τέρατα κοσμούσαν τις γωνίες των περγαμηνών. Της έδειξε την ακτογραμμή της Αγγλίας, τα σύνορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα εδάφη της Γαλλίας, τα διευρυνόμενα σύνορα της πατρίδας της της Ισπανίας και τα παπικά κράτη στην Ιταλία. «Βλέπεις γιατί πρέπει να είμαστε φίλοι με τον πατέρα σου», της είπε. «Είμαστε και οι δύο αντιμέτωποι με τη δύναμη της Γαλλίας στο κατώφλι μας. Ούτε εμπορικές σχέσεις δεν μπορούμε να έχουμε μεταξύ μας, αν δεν καταφέρουμε να κρατήσουμε τη Γαλλία μακριά από τα στενά μας».
   «Αν ο γιος της Χουάνα κληρονομήσει τα εδάφη των Αψβούργων, τότε θα εξουσιάζει δύο βασίλεια», του είπε. «Την Ισπανία και τις Κάτω Χώρες».
   «Και ο δικός σου γιος θα έχει υπό την ηγεμονία του ολόκληρη την Αγγλία, μια συμμαχία με τη Σκωτία και όλα μας τα εδάφη στη Γαλλία», είπε ο Ερρίκος κάνοντας μια πλατιά κίνηση με την ανοιχτή παλάμη του. «Θα είναι δύο πανίσχυροι ξάδερφοι».
   Η Καταλίνα χαμογέλασε με τα λόγια του και ο Ερρίκος διέκρινε τη φιλοδοξία της. «Θα ήθελες να έχεις έναν γιο που θα εξουσίαζε τον μισό χριστιανικό κόσμο;» 
   «Ποια γυναίκα δεν θα το ήθελε;» του είπε. «Και ο γιος μου μαζί με τον γιο της Χουάνα θα κατάφερναν σίγουρα να κατατροπώσουν τους Μαυριτανούς και να τους διώξουν από τη Μεσόγειο Θάλασσα».
   «Ή μπορεί να έβρισκαν έναν τρόπο να ζήσουν ειρηνικά», αντιπρότεινε ο βασιλιάς. «Το γεγονός ότι οι μεν τον αποκαλούν Αλλάχ και οι δε τον αποκαλούν Θεό δεν είναι λόγος για να είναι εχθροί, σωστά;»
   Η Καταλίνα κούνησε το κεφάλι της. «Ο πόλεμος θα είναι αιώνιος πιστεύω. Η μητέρα μου λέει ότι πρόκειται για την ύψιστη μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό και ότι θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του χρόνου».
   «Τότε θα κινδυνεύετε για πάντα», άρχισε να λέει ο βασιλιάς, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας χτύπος στη μεγαλοπρεπή ξύλινη πόρτα της βιβλιοθήκης. Ήταν ο ακόλουθος τον οποίο είχε στείλει προηγουμένως να φωνάξει έναν σαστισμένο χρυσοχόο, που περίμενε μέρες ολόκληρες για να δείξει τη συλλογή του στο βασιλιά, και ξαφνιάστηκε που τον κάλεσαν τόσο εσπευσμένα.
   «Και τώρα», είπε ο Ερρίκος στη νύφη του, «σου έχω μια έκπληξη».
   Η Καταλίνα τον κοίταξε. Θεέ και Κύριε, σκέφτηκε ο Ερρίκος. Μόνο ένας άντρας από πέτρα δεν θα ποθούσε να έχει αυτό το μικρό λουλούδι στο κρεβάτι του. Ορκίζομαι ότι θα την έκανα να χαμογελάσει, ή, τέλος πάντων, θα απολάμβανα την προσπάθεια.
   «Αλήθεια;»
   Ο Ερρίκος έκανε νόημα στον χρυσοχόο, ο οποίος έβγαλε ένα ύφασμα από καφέ βελούδο από την τσέπη του, αδειάζοντας τα περιεχόμενα του πουγκιού πάνω στο πορφυρό φόντο. Πολύτιμα πετράδια, διαμάντια, σμαράγδια, ρουμπίνια, μαργαριτάρια, αλυσίδες, παντατίφ, σκουλαρίκια και πόρπες κατρακύλησαν από μέσα μπροστά στα έκπληκτα, γουρλωμένα μάτια της Καταλίνα.
   «Θα διαλέξεις ό,τι σου αρέσει», είπε ο Ερρίκος με ζεστή, βελούδινη φωνή. «Είναι το ιδιαίτερο δώρο μου σε σένα και ελπίζω να φέρει πάλι το χαμόγελο στο όμορφο πρόσωπό σου».
   Η Καταλίνα ούτε που τον άκουσε, μόνο έτρεξε κατευθείαν στο τραπέζι, όπου ο χρυσοχόος άρχισε να της δείχνει το ένα βαρύτιμο αντικείμενο μετά το άλλο. Ο Ερρίκος την κοιτούσε με ευχαρίστηση. Τι και αν ήταν πριγκίπισσα που στις φλέβες της κυλούσε το ανόθευτο αίμα της καστιλιάνικης αριστοκρατίας, ενώ αυτός ήταν εγγονός ενός εργάτη· πάνω από όλα ήταν ένα κορίτσι που μπορούσε να εξαγοραστεί το ίδιο εύκολα με οποιοδήποτε άλλο. Και ο Ερρίκος διέθετε τα μέσα για να την ευχαριστήσει.
   «Ασήμι;» τη ρώτησε.
   Η Καταλίνα γύρισε και τον κοίταξε με λαμπερό χαμόγελο. «Όχι ασήμι», είπε αποφασιστικά.
   Ο Ερρίκος θυμήθηκε ότι αυτό το κορίτσι είχε δει τον θησαυρό των Ίνκας να εναποτίθεται μπροστά στα πόδια της.
   «Χρυσό τότε;»
   «Προτιμώ τον χρυσό».
   «Μαργαριτάρια;»
   Η πριγκίπισσα σούφρωσε ανεπαίσθητα τα χείλη της.
   Θεέ μου, τι λαχταριστό στόμα που έχει, σκέφτηκε ο βασιλιάς. «Όχι μαργαριτάρια;» τη ρώτησε μεγαλόφωνα.
   «Δεν είναι τα πιο αγαπημένα μου», του εξομολογήθηκε η Καταλίνα και του χαμογέλασε. «Ποια είναι η αγαπημένη σας πέτρα;»
   Κοίτα να δεις που με φλερτάρει, σκέφτηκε έκπληκτος ο βασιλιάς. Παίζει μαζί μου όπως θα έπαιζε με έναν ανεκτικό θείο. Με αγκιστρώνει σαν το ψάρι.
   «Σμαράγδια;» 
   Η Καταλίνα χαμογέλασε πάλι.
   «Όχι. Αυτό», είπε απλά.
   Μέσα σε μια στιγμή είχε ξεχωρίσει το ακριβότερο αντικείμενο της συλλογής του κοσμηματοποιού: ένα περιδέραιο με σκούρα μπλε ζαφείρια και ασορτί σκουλαρίκια. Με μια χαριτωμένη κίνηση έφερε το περιδέραιο κοντά στα απαλά της μάγουλα και το βλέμμα του Ερρίκου πήγε αμέσως από τα ζαφείρια στα μάτια της. Η Καταλίνα έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος του και ο Ερρίκος μύρισε την ευωδιά των μαλλιών της -ανθόνερο πορτοκαλιάς από τους κήπους της Αλάμπρα. Ανέδιδε ολόκληρη άρωμα εξωτικού λουλουδιού. «Ταιριάζουν με τα μάτια μου;» τον ρώτησε. «Είναι τα μάτια μου μπλε σαν ζαφείρια;»
   Ο Ερρίκος πήρε βαθιά ανάσα, κατάπληκτος με τη βιαιότητα της αντίδρασής του. «Ναι. Είναι δικά σου», είπε νιώθοντας να τον πνίγει ο πόθος. «Αυτά και ό,τι άλλο σου αρέσει. Ό,τι... ό,τι... επιθυμεί η καρδιά σου».
   Η ματιά που του έριξε η Καταλίνα φανέρωσε υπέρτατη ευχαρίστηση. «Και οι κυρίες μου το ίδιο;»
   «Φώναξε τις κυρίες σου να διαλέξουν και αυτές».
   Η Καταλίνα γέλασε χαρωπά και έτρεξε στην πόρτα. Ο βασιλιάς την άφησε να φύγει. Δεν άντεχε να μείνει άλλο μόνος στο ίδιο δωμάτιο μαζί της. Βγήκε βιαστικά στον διάδρομο, όπου έπεσε πάνω στη μητέρα του που επέστρεφε από τη Θεία Λειτουργία.
   Γονάτισε μπροστά της και η βασιλομήτωρ ακούμπησε τα δάχτυλά της πάνω στο κεφάλι του και τον ευλόγησε. «Γιε μου».
   «Μητέρα».
    Ο Ερρίκος σηκώθηκε όρθιος και η βασιλομήτωρ πρόσεξε αμέσως το φουντωμένο του πρόσωπο και την ενέργεια που μετά βίας συγκρατούσε. «Σε αναστάτωσε κάτι;»
   «Όχι!»
   Η βασιλομήτωρ αναστέναξε. «Η βασίλισσα πάλι; Η Ελισάβετ;» τον ρώτησε κουρασμένα. «Παραπονιέται πάλι για τον γάμο της Μαργαρίτας με τον Σκωτσέζο;»
   «Όχι», είπε ο Ερρίκος. «Δεν την έχω δει καθόλου σήμερα».
   «Θα πρέπει να το συνηθίσει», είπε η μητέρα του. «Μια πριγκίπισσα δε μπορεί να διαλέγει μόνη της ποιον θα παντρευτεί και πότε θα φύγει από το σπίτι της. Η Ελισάβετ θα το ήξερε, αν είχε λάβει σωστή ανατροφή. Αλλά δυστυχώς η ανατροφή της δεν ήταν η πρέπουσα».
   Ο Ερρίκος χαμογέλασε λοξά. «Δε φταίει αυτή γι' αυτό».
   Η περιφρόνηση της μητέρας του ήταν ολοφάνερη.  «Τι να περιμένεις από μια Γούντβιλ σαν τη μητέρα της;» είπε κοφτά. «Κακοαναθρεμμένοι όλοι τους».
   Ο Ερρίκος ανασήκωσε τους ώμους του χωρίς να πει τίποτα. Δεν υπερασπιζόταν ποτέ τη σύζυγό του στη μητέρα του -η κακεντρέχειά της ήταν τόσο σταθερή και τόσο ακλόνητη, που θα ήταν ανώφελο να προσπαθήσει να της αλλάξει γνώμη. Επίσης, δεν υπερασπιζόταν τη μητέρα του στη σύζυγό του· όχι ότι είχε χρειαστεί ποτέ. Η βασίλισσα Ελισάβετ δεν παραπονιόταν ποτέ για τη δύστροπη πεθερά της ούτε για τον απαιτητικό της σύζυγο. Τους αντιμετώπιζε -αυτόν, τη μητέρα του, τον δεσποτισμό τους- σαν να ήταν στοιχεία της φύσης, δυσάρεστα και αναπόδραστα όσο η κακοκαιρία.
   «Μην την αφήνεις να σε αναστατώνει», είπε η μητέρα του.
   «Δε με αναστατώνει ποτέ», της απάντησε ο Ερρίκος, με το μυαλό του στην πριγκίπισσα που τον αναστάτωνε.
 
   Είμαι πλέον σίγουρη ότι ο βασιλιάς με συμπαθεί περισσότερο από τις κόρες του και χαίρομαι αφάνταστα γι' αυτό. Είμαι συνηθισμένη να είμαι η χαϊδεμένη κόρη, το μωρό της οικογένειας. Μου αρέσει που είμαι η ευνοούμενη του βασιλιά, μου αρέσει να νιώθω ξεχωριστή.
   Όταν είδε πόσο στενοχωρήθηκα που η Αυλή μου γύρισε στην Ισπανία κι εγώ έμεινα στην Αγγλία, πέρασε όλο το απόγευμα μαζί μου, δείχνοντάς μου τη βιβλιοθήκη του, μιλώντας μου για τους χάρτες του, ενώ στο τέλος μου χάρισε και ένα εξαίσιο περιδέραιο με ζαφείρια. Με άφησε να διαλέξω ό,τι ακριβώς ήθελα από τη συλλογή του χρυσοχόου και είπε ότι τα ζαφείρια είχαν το ίδιο χρώμα με τα μάτια μου.
   Δεν τον συμπάθησα πάρα πολύ στην αρχή, αλλά αρχίζω να συνηθίζω το απότομο φέρσιμό του και τον ευέξαπτο χαρακτήρα του. Ο λόγος του είναι νόμος στην Αυλή του, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, και ό,τι έχει πετύχει δεν το οφείλει σε κανέναν -ίσως μόνο στη βασιλομήτορα. Δεν έχει στενούς φίλους και κανέναν έμπιστο, παρά μόνο τη μητέρα του και τους στρατιώτες που πολέμησαν μαζί του, οι οποίοι κατέχουν υψηλά αξιώματα στην Αυλή του. Δεν είναι τρυφερός με τη σύζυγό του ούτε ζεστός με τις κόρες του, αλλά εμένα με προσέχει πολύ και αυτό μου αρέσει. Ίσως μάθω να τον αγαπώ σαν κόρη του. Ήδη χαίρομαι όποτε μου δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Σε μια Αυλή σαν αυτή, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την επιδοκιμασία του, νιώθω πραγματική πριγκίπισσα όταν με επαινεί ή μου αφιερώνει μέρος από τον χρόνο του.
   Αν δεν ήταν αυτός, νομίζω ότι θα ένιωθα ακόμα περισσότερη μοναξιά. Ο πρίγκιπας σύζυγός μου μου φέρεται σαν να είμαι τραπέζι ή καρέκλα. Δεν μου μιλάει ποτέ, δεν μου χαμογελάει ποτέ, δεν ξεκινάει ποτέ κουβέντα μαζί μου και μετά βίας βρίσκει τι να μου απαντήσει όταν του μιλάω εγώ. Σκέφτομαι πόσο ανόητη ήμουν που στην αρχή πίστεψα ότι έμοιαζε με τροβαδούρο. Μοιάζει με ανθρωπάριο και αυτή είναι η αλήθεια. Όταν μιλάει, η φωνή του είναι ψιθυριστή, ενώ δεν έχει ποτέ τίποτα ενδιαφέρον να πει. Μπορεί να μιλάει γαλλικά και λατινικά και μισή ντουζίνα ξένες γλώσσες, αλλά τι σημασία έχουν αυτά άμα δεν έχει τίποτα να πει; Ζούμε σαν δύο ξένοι και αν δεν ερχόταν στην κρεβατοκάμαρά μου μία φορά την εβδομάδα, σαν να εκπληρώνει κάποια υποχρέωση, δεν θα καταλάβαινα καν ότι είμαι παντρεμένη.
   Δείχνω τα ζαφείρια στην αδερφή του, την πριγκίπισσα Μαργαρίτα, που σκυλιάζει από τη ζήλια της. Τώρα θα πρέπει να εξομολογηθώ το αμάρτημα της ματαιοδοξίας και της έπαρσης. Δεν είναι σωστό να της κάνω επίδειξη και αν μου φερόταν και μου μιλούσε ευγενικά, δεν θα το έκανα ποτέ. Ωστόσο, ήθελα να μάθει ότι ο πατέρας της με εκτιμάει και ας μη με εκτιμούν αυτή, η γιαγιά της και ο αδερφός της. Το μόνο που κατάφερα όμως ήταν να τη στενοχωρήσω και να αμαρτήσω και τώρα θα πρέπει να εξομολογηθώ και να μετανοήσω.
   Το χειρότερο από όλα είναι ότι δεν συμπεριφέρθηκα με την αξιοπρέπεια που αρμόζει σε μια Ισπανίδα πριγκίπισσα. Αν δεν ήταν τέτοια καρακάξα, θα φερόμουν κι εγώ καλύτερα. Αυτή η Αυλή περιστρέφεται γύρω από τον βασιλιά, θαρρείς και τίποτε άλλο δεν έχει μεγαλύτερη σημασία στον κόσμο παρά μόνο η εύνοιά του, αλλά εγώ θα έπρεπε να έχω τη σύνεση να μην πάρω μέρος σε όλα αυτά. Τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να συγκρίνω τον εαυτό μου με ένα κορίτσι τέσσερα χρόνια μικρότερό μου, μια απλή πριγκίπισσα της Αγγλίας, και ας αυτοαποκαλείται σε κάθε ευκαιρία βασίλισσα της Σκωτίας.
 
   Το νεαρό πριγκιπικό ζεύγος της Ουαλίας ολοκλήρωσε την επίσκεψη στο Ρίτσμοντ και ύστερα έστησαν το δικό τους βασιλικό σπιτικό στο κάστρο του Μπέιναρντ. Η Καταλίνα εγκαταστάθηκε στα πίσω δωμάτια με τη θέα στους κήπους και στο ποτάμι, μαζί με τους ανθρώπους της, τις Ισπανίδες κυρίες της, τον Ισπανό ιερέα της και τη γκουβερνάντα της. Τα δωμάτια του Αρθούρου είχαν θέα προς την πόλη και εγκαταστάθηκε εκεί μαζί με τους ανθρώπους του, τον ιερέα του και τον δάσκαλο του. Οι νεόνυμφοι συναντιόντουσαν επίσημα μόνο μία φορά τη μέρα, την ώρα του δείπνου, οπότε τα δύο νοικοκυριά κάθονταν σε αντικριστές πλευρές της αίθουσας και κοιτάζονταν με αμοιβαία καχυποψία, περισσότερο σαν εχθροί εν μέσω καταναγκαστικής ανακωχής παρά σαν μέλη ενός ενιαίου σπιτικού.
  Το κάστρο λειτουργούσε σύμφωνα με τις εντολές της βασιλομήτορος λαίδης Μαργαρίτας. Οι γιορτές και οι νηστείες, οι διασκεδάσεις και το καθημερινό πρόγραμμα καθορίζονταν όλα από αυτή. Ακόμα και τα βράδια που ο Αρθούρος θα επισκεπτόταν τη σύζυγό του είχαν οριστεί από αυτή. Δεν ήθελε να εξαντλούνται, αλλά ούτε ήθελε να παραμελούν τα συζυγικά τους καθήκοντα. Έτσι λοιπόν, μία φορά τη βδομάδα, οι ακόλουθοι και οι φίλοι του πρίγκιπα τον συνόδευαν στα διαμερίσματα της πριγκίπισσας και τον άφηναν να περάσει εκεί τη νύχτα. Η εμπειρία ήταν και για τους δύο τους μια ντροπιαστική δοκιμασία. Ο Αρθούρος δεν είχε καταφέρει να πλουτίσει την εμπειρία του και η Καταλίνα υπέμενε όσο πιο ευγενικά μπορούσε τη βουβή αποφασιστικότητά του να κάνει το καθήκον του. Αλλά τότε, μια μέρα στις αρχές του Δεκέμβρη, άρχισε η έμμηνη περίοδος της Καταλίνα, η οποία το είπε αμέσως στη δόνα Ελβίρα. Η γκουβερνάντα ενημέρωσε με τη σειρά της τον θαλαμηπόλο του κοιτώνα του Αρθούρου ότι ο πρίγκιπας δεν θα μπορούσε να έρθει στο κρεβάτι της Ινφάντα για μία βδομάδα, ότι η Ινφάντα ήταν αδιάθετη. Μέσα σε μισή ώρα, οι πάντες -από τον βασιλιά στο Γουάιτχολ μέχρι τον ψήστη στις κουζίνες του κάστρου του Μπέιναρντ- έμαθαν ότι η πριγκίπισσα της Ουαλίας είχε την περίοδό της και επομένως δεν υπήρχε ακόμα παιδί· και όλοι -από τον βασιλιά μέχρι τον ψήστη- άρχισαν να αναρωτιούνται: αφού το κορίτσι ήταν υγιές και γερό και είχε κανονικά έμμηνα -άρα ήταν προφανώς γόνιμη- μήπως ο Αρθούρος δεν ήταν ικανός, δεν μπορούσε να εκπληρώσει τα συζυγικά του καθήκοντα;
   Στα μέσα του Δεκέμβρη και ενώ η Αυλή ετοιμαζόταν για την περίοδο των Χριστουγέννων, ο Αρθούρος πήγε να δει τον πατέρα του, ο οποίος τον διέταξε να ετοιμαστεί για την αναχώρηση για το κάστρο του στο Λάντλοου.   
   «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις να πάρεις και τη σύζυγό σου μαζί», είπε ο βασιλιάς χαμογελώντας τάχα αδιάφορα στον γιο του.
   «Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατε», του απάντησε επιφυλακτικά ο Αρθούρος.
   «Το θέμα είναι εσύ τι επιθυμείς;»
   Μετά τον εβδομαδιαίο αποκλεισμό του από το κρεβάτι της Καταλίνα και ενώ όλοι σχολίαζαν το γεγονός ότι δεν είχε υπάρξει ακόμα σύλληψη παιδιού- αν και φυσικά ήταν νωρίς και μπορεί να μην έφταιγε κανείς- ο Αρθούρος ένιωθε ντροπιασμένος και αποκαρδιωμένος. Δεν είχε ξαναπάει στο υπνοδωμάτιό της, ενώ ούτε αυτή του είχε στείλει μήνυμα για να τον προσκαλέσει. Όχι ότι περίμενε πρόσκληση, ήξερε πόσο γελοίο θα ήταν κάτι τέτοιο, μια Ισπανίδα πριγκίπισσα δεν μπορούσε να στείλει να φωνάξουν τον πρίγκιπα της Αγγλίας· από την άλλη όμως, δεν του είχε χαμογελάσει ούτε τον είχε ενθαρρύνει με κάποιον άλλο τρόπο. Ο Αρθούρος δεν είχε λάβει καμία ειδοποίηση ότι μπορούσε να ξαναρχίσει τις επισκέψεις του, ενώ δεν είχε ιδέα πόσο διαρκούσαν συνήθως αυτά τα μυστήρια. Δεν μπορούσε να ρωτήσει κανέναν και δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει.
   «Δε φαίνεται και πολύ χαρούμενη», παρατήρησε ο Αρθούρος.
   «Νοσταλγεί το σπίτι της», του είπε απότομα ο πατέρας του. «Είναι δική σου δουλειά να την κάνεις να ξεχαστεί. Πάρ' τη στο Λάντλοου μαζί σου. Αγόρασέ της πράγματα. Είναι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα. Κάνε της φιλοφρονήσεις για την ομορφιά της. Πες της αστεία. Φλέρταρέ τη».
   Ο Αρθούρος τον κοίταξε ανέκφραστα. «Στα λατινικά;»
   Ο πατέρας του ξέσπασε σε βροντερά γέλια. «Παλικάρι μου, κάν' το και στα ουαλικά, αρκεί τα μάτια σου να είναι χαμογελαστά και το πουλί σου σκληρό. Θα καταλάβει τι θέλεις. Σου δίνω το λόγο μου. Ξέρει καλά τι θέλει ένας άντρας».
   Ο γιος του δε χαμογέλασε. «Μάλιστα, Μεγαλειότατε».
   «Αν δεν τη θέλεις κοντά σου, δεν είσαι υποχρεωμένος να την πάρεις μαζί από φέτος, ξέρεις. Υποτίθεται ότι θα παντρευόσασταν και μετά θα περνούσατε τον πρώτο χρόνο του γάμου σας χωριστά».
   «Ναι, αλλά τότε ήμουν δεκατεσσάρων».
   «Μόλις ένα χρόνο πριν».
   «Ναι, αλλά...» 
   «Άρα τη θέλεις μαζί σου;»
   Ο Αρθούρος αναψοκοκκίνισε. Ο βασιλιάς κοίταξε συμπονετικά τον γιο του. «Τη θέλεις, αλλά φοβάσαι ότι θα σε γελοιοποιήσει;» μάντεψε.
   Το ξανθό κεφάλι χαμήλωσε και ένευσε.
   «Και νομίζεις ότι αν βρεθείτε μακριά από την Αυλή και από μένα, τότε θα μπορεί να σε βασανίζει».
   Άλλο ένα αδιόρατο καταφατικό νεύμα. «Και οι κυρίες της. Και η γκουβερνάντα της. Και δεν θα ξέρεις τι να κάνεις με τον χρόνο σου».
   Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι, με τη δυστυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
   «Και φοβάσαι ότι η πριγκίπισσα θα βαρεθεί και θα μουτρώσει και θα μετατρέψει τη μικρή Αυλή σου στο Λάντλοου σε μια μίζερη φυλακή και για τους δύο σας».
   «Αν με αντιπαθεί...» άρχισε να λέει ο Αρθούρος πολύ σιγανά.
   Ο Ερρίκος έβαλε το χέρι του στον ώμο του γιου του. «Αχ, αγόρι μου. Δεν έχει σημασία τι άποψη έχει για σένα», είπε. «Ίσως η μητέρα σου να μην ήταν δική μου επιλογή, ίσως να μην ήμουν ούτε εγώ δική της. Όταν όμως υπάρχει στη μέση ένας θρόνος, η καρδιά μετράει ελάχιστα, αν όχι και καθόλου. Η πριγκίπισσα ξέρει τι πρέπει να κάνει και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία».
   «Ω, ξέρει πολύ καλά!» ξέσπασε νευριασμένος ο πρίγκιπας. «Δεν έχει...» 
   Ο πατέρας του περίμενε. «Δεν έχει... τι;» 
   «Δεν έχει καμία ντροπή».
   Ο Ερρίκος ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. «Είναι ξεδιάντροπη; Είναι παθιασμένη;» Προσπάθησε να μην αφήσει τον πόθο να φανεί στη φωνή του, καθώς στο μυαλό του σχηματίστηκε ξαφνικά μια αισθησιακή εικόνα της νύφης του, γυμνής και ξεδιάντροπης.
   «Όχι! Το κάνει σαν άντρας που ζεύει άλογο», είπε δυστυχισμένα ο Αρθούρος. «Σαν μια δουλειά που πρέπει να τελειώνει».
   Ο Ερρίκος έπνιξε το γέλιο του. «Τουλάχιστον το κάνει όμως», είπε. «Δε χρειάζεται να την παρακαλάς ούτε να την πιέζεις. Ξέρει τι πρέπει να κάνει;»
   Ο Αρθούρος γύρισε την πλάτη στον πατέρα του και κοίταξε έξω από το στενό παράθυρο τον παγωμένο Τάμεση από κάτω. «Δε νομίζω ότι με συμπαθεί. Συμπαθεί μόνο τους Ισπανούς φίλους της, και τη Μαρία, και ίσως τον Ερρίκο. Τη βλέπω να γελάει και να χορεύει μαζί τους, θαρρείς και η συντροφιά τους της δίνει μεγάλη χαρά. Κουβεντιάζει συνεχώς με τους δικούς της ανθρώπους, είναι ευγενική με όσους συναντάει. Έχει ένα χαμόγελο για όλους. Εγώ δεν τη βλέπω σχεδόν ποτέ και ούτε θέλω να τη βλέπω».
   Ο Ερρίκος έσφιξε τον ώμο του γιου του. «Αγόρι μου, δεν ξέρει τι να σκεφτεί για σένα», του είπε καθησυχαστικά. «Είναι χαμένη στο μικρό της κόσμο, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι τα φορέματα, τα κοσμήματα και όλες εκείνες οι αναθεματισμένες Ισπανίδες κουτσομπόλες. Όσο πιο σύντομα μείνετε μόνοι οι δυο σας, τόσο πιο σύντομα θα τα βρείτε. Μπορείς να την πάρεις μαζί σου στο Λάντλοου και εκεί θα μπορέσετε να γνωριστείτε καλύτερα».
   Το αγόρι ένευσε, αν και δε φάνηκε να πείθεται. «Αν αυτό επιθυμείτε, Μεγαλειότατε», είπε με επίσημο τόνο.
   «Θες να τη ρωτήσω αν θέλει να έρθει;» 
   Τα μάγουλα του νεαρού πρίγκιπα βάφτηκαν κόκκινα. «Και αν αρνηθεί;» ρώτησε νευρικά.
   Ο πατέρας του γέλασε. «Δεν θα αρνηθεί», του υποσχέθηκε. «Θα το δεις».
 
   Ο Ερρίκος είχε δίκιο. Η Καταλίνα ήταν πριγκίπισσα και δε θα έλεγε ποτέ ναι ή όχι σε έναν βασιλιά. Όταν τη ρώτησε αν ήθελε να πάει στο Λάντλοου μαζί με τον πρίγκιπα, η Ινφάντα απάντησε ότι θα έκανε ό,τι επιθυμούσε ο βασιλιάς.
   «Η λαίδη Μαργαρίτα Πόουλ είναι ακόμα στο κάστρο;» τον ρώτησε κάπως νευρικά.
   Ο βασιλιάς την κοίταξε συνοφρυωμένος. Η λαίδη Μαργαρίτα ήταν πλέον παντρεμένη με τον σερ Ρίτσαρντ Πόουλ, έναν από τους πιστούς πολεμιστές των Τυδώρ και διοικητή του κάστρου του Λάντλοου. Ωστόσο, η λαίδη Μαργαρίτα καταγόταν από τον Οίκο των Πλανταγενετών· ήταν η πολυαγαπημένη κόρη του δούκα του Κλάρενς, ξαδέρφου του βασιλιά Εδουάρδου, και αδελφή του Εδουάρδου του Γουόρικ, που είχε πιο νόμιμο δικαίωμα στο θρόνο από τον Ερρίκο.
   «Και λοιπόν;»
   «Τίποτα», του απάντησε βιαστικά.
   «Δεν έχεις λόγο να την αποφεύγεις», της είπε τραχιά. «Ό,τι έγινε έγινε εξ ονόματός μου, κατόπιν δικής μου εντολής. Εσύ δεν φέρεις καμία ευθύνη».
   Η Καταλίνα κοκκίνισε, σαν να μίλησαν για κάτι επονείδιστο.  «Το ξέρω».
   «Δεν μπορώ να επιτρέψω σε κανέναν να αμφισβητήσει το δικαίωμά μου στο θρόνο», είπε απότομα ο βασιλιάς. «Και είναι πάρα πολλοί από τους Οίκους της Υόρκης, των Μπωφόρ, ακόμα και των Λάνκαστερ, καθώς και αναρίθμητοι άλλοι, που θαρρούν ότι έχουν δίκαιη αξίωση στο θρόνο. Δεν έχεις ιδέα πώς είναι αυτή η χώρα. Όλοι μας συγγενεύουμε μέσω γάμων και επιμειξιών, σαν κουνέλια σε κονικλοτροφείο». Ο βασιλιάς σώπασε για μια στιγμή, για να δει αν θα γελούσε με την παρομοίωσή του, αλλά η Καταλίνα παρακολουθούσε συνοφρυωμένη τα γαλλικά του.
   «Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να προβάλει μια αμφισβητούμενη αξίωση στο θρόνο που κατέκτησα με μάχη», είπε. «Ούτε θα επιτρέψω σε κανέναν να αξιώσει να τον κατακτήσει με μάχη». 
   «Νόμιζα ότι ήσαστε ο νόμιμος βασιλιάς», είπε διστακτικά η Καταλίνα.
   «Είμαι τώρα», είπε κοφτά ο Ερρίκος Τυδώρ. «Και αυτό είναι το μόνο που μετράει».
   «Είστε αναγνωρισμένος;»
   «Είμαι τώρα», επανέλαβε με βλοσυρό χαμόγελο.
   «Ναι, αλλά κατάγεστε από βασιλική γενιά;»
   «Στις φλέβες μου κυλάει βασιλικό αίμα», της είπε με σκληρή φωνή. «Δε χρειάζεται να μετρήσουμε πόσο πολύ ή πόσο λίγο. Πήρα το στέμμα μου κυριολεκτικά μέσα από το πεδίο της μάχης· ήταν πεσμένο μες στις λάσπες, μπροστά στα πόδια μου. Και έτσι βεβαιώθηκα, έτσι βεβαιώθηκαν όλοι: όλοι είδαν τον Θεό να μου χαρίζει τη νίκη επειδή ήμουν ο εκλεκτός Του. Ο αρχιεπίσκοπος με έχρισε βασιλιά επειδή και αυτός το κατάλαβε. Η  βασιλεία μου είναι εξίσου νόμιμη με οποιουδήποτε άλλου βασιλιά του χριστιανικού κόσμου, και μάλιστα έχω μεγαλύτερο δικαίωμα στο θρόνο από τους περισσότερους, γιατί δεν κληρονόμησα τον τίτλο μου όταν ήμουν μωρό, χάρη στους αγώνες κάποιου άλλου -ο Θεός μου χάρισε τη βασιλεία όταν ήμουν άντρας. Μου ανήκει δικαιωματικά».
   «Ναι, αλλά αναγκαστήκατε να τον διεκδικήσετε...»
   «Διεκδίκησα αυτό που ήταν δικό μου», είπε αποφασιστικά. «Κέρδισα αυτό που μου ανήκε. Ο Θεός μου έδωσε αυτό που μου ανήκε. Τελεία και παύλα».
   Η Καταλίνα έσκυψε το κεφάλι, ακούγοντας την ορμητικότητα των λόγων του. «Το ξέρω, Μεγαλειότατε».
   Η υποχωρητικότητά της και η έπαρση που διέκρινε από πίσω τον γοήτευσαν. Σκέφτηκε ότι δεν είχε γνωρίσει άλλη νέα που το λείο πρόσωπό της να μπορούσε να κρύβει τόσο καλά τις σκέψεις της όσο το δικό της.
   «Θέλεις να μείνεις εδώ μαζί μου;» τη ρώτησε μαλακά ο Ερρίκος, αν και ήξερε πολύ καλά ότι δεν έπρεπε να τη ρωτήσει τέτοιο πράγμα. Με το που βγήκαν οι λέξεις από το στόμα του, ευχήθηκε να του απαντούσε «όχι» και ευχήθηκε η άρνησή της να κατάφερνε να κατασιγάσει τον πόθο που έκαιγε κρυφά μέσα του.
   «Μεγαλειότατε θέλω ό,τι επιθυμεί η Αυτού Μεγαλειότητά σας», του απάντησε ψυχρά.
   «Φαντάζομαι ότι θέλεις να είσαι με τον Αρθούρο;» τη ρώτησε προκαλώντας τη να τολμήσει να το αρνηθεί.
   «Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατε», του είπε σταθερά.
   «Απάντησέ μου! Θέλεις να πας στο Λάντλοου με τον Αρθούρο ή προτιμάς να μείνεις εδώ μαζί μου;»
   Η Καταλίνα χαμογέλασε αδιόρατα, αποφεύγοντας να του δώσει ξεκάθαρη απάντηση. «Εσείς είστε ο βασιλιάς», του είπε χαμηλόφωνα. Θα κάνω ό,τι με προστάξετε».
 
   Ο Ερρίκος ήξερε ότι δεν ήταν σωστό να την κρατήσει στην Αυλή κοντά του, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να παίξει λίγο με την ιδέα. Ζήτησε τη γνώμη των Ισπανών συμβούλων της και τους βρήκε απελπιστικά διαιρεμένους και ανίκανους να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή απόφαση. Ο Ισπανός πρεσβευτής, που είχε εργαστεί τόσο σκληρά για να παρουσιάσει το δύσκολο συμβόλαιο γάμου, επέμεινε ότι η πριγκίπισσα έπρεπε να συνοδέψει το νέο της σύζυγο, καθώς και ότι θα έπρεπε να δείχνει σε όλο τον κόσμο ότι είναι από κάθε άποψη μια παντρεμένη γυναίκα. Ο εξομολογητής της, ο μόνος που έδειχνε μια κάποια τρυφερότητα προς τη νεαρή πριγκίπισσα, επέμεινε ότι το νεαρό ζευγάρι θα έπρεπε να είναι ελεύθερο να μείνει μαζί. Η γκουβερνάντα της, η τρομερή και δύσκολη δόνα Ελβίρα, προτιμούσε να μη φύγει από το Λονδίνο. Είχε ακούσει ότι η Ουαλία βρισκόταν διακόσια χιλιόμετρα μακριά και ότι ήταν μια ορεινή και βραχώδης περιοχή. Αν η Καταλίνα παρέμενε στο κάστρο του Μπέιναρντ, χωριστά από τον Αρθούρο, τότε θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα μικρό ισπανικό κράτος εν κράτει στην καρδιά του Λονδίνου, όπου η γκουβερνάντα θα ασκούσε αδιαμφισβήτητη επιρροή, εξουσιάζοντας την πριγκίπισσα και τη μικρή ισπανική Αυλή.
   Η βασίλισσα εξέφρασε την άποψη ότι το Λάντλοου θα ήταν υπερβολικά κρύο και μοναχικό στα μέσα του Δεκέμβρη και πρότεινε σαν πιθανή λύση την παραμονή του νεαρού ζευγαριού στο Λονδίνο μέχρι την άνοιξη.
   «Απλώς θέλεις να κρατήσεις τον Αρθούρο κοντά σου», της είπε απότομα ο Ερρίκος. «Ωστόσο, πρέπει να φύγει, πρέπει να μάθει τι σημαίνει να είσαι βασιλιάς. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να μάθει να διοικεί την Αγγλία από το να διοικήσει το πριγκιπάτο».
   «Είναι μικρός ακόμα και είναι ντροπαλός με την πριγκίπισσα».
   «Πρέπει να μάθει και πώς να είναι σύζυγος».
   «Θα πρέπει να μάθουν να ζουν μαζί».
   «Καλύτερα να το μάθουν ιδιαιτέρως λοιπόν».
   Τελικά, η άποψη της βασιλομήτορος έκρινε την απόφαση. «Στείλ' τη», είπε στο γιο της. «Θέλουμε να κάνει παιδί. Δεν πρόκειται να το κάνει μόνη της εδώ στο Λονδίνο. Στείλ' τη στο Λάντλοου με τον Αρθούρο». Γέλασε κοφτά. «Ο Θεός ξέρει ότι δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν εκεί».
   «Η Ελισάβετ φοβάται ότι θα την πιάσει θλίψη και μοναξιά», είπε ο βασιλιάς. «Και ο Αρθούρος φοβάται ότι δεν θα τα πάνε καλά οι δυο τους».
   «Ποιος νοιάζεται γι' αυτό;» απόρησε η μητέρα του. «Τι σημασία έχει; Παντρεύτηκαν, άρα πρέπει να ζήσουν μαζί και να κάνουν έναν διάδοχο».
   Ο Ερρίκος της έριξε μια πεταχτή ματιά. «Είναι μόλις δεκαέξι χρόνων», είπε. «Είναι η μικρότερη κόρη της οικογένειάς της και νοσταλγεί ακόμα τη μητέρα της. Δε νομίζεις ότι θα έπρεπε να είσαι λίγο πιο ανεκτική μαζί της;»
   «Εγώ ήμουν δώδεκα χρόνων όταν παντρεύτηκα, και σε γέννησα την ίδια χρονιά», του αντιγύρισε. «Κανείς δε μου έδειξε ανεκτικότητα. Παρ' όλα αυτά, επέζησα».
   «Αμφιβάλλω ότι ήσουν ευτυχισμένη».
   «Δεν ήμουν. Και είμαι σίγουρη ότι ούτε αυτή είναι. Αλλά σίγουρα αυτό είναι το τελευταίο που μετράει».
 
   Η δόνα Ελβίρα μου είπε ότι πρέπει να αρνηθώ να πάω στο Λάντλοου. Ο πάτερ Τζεραλντίνι είπε ότι είναι χρέος μου να πάω μαζί με τον σύζυγό μου. Ο δόκτωρ δε Πουέμπλα είπε ότι η μητέρα μου θα ήθελε οπωσδήποτε να ζω με τον σύζυγό μου και να κάνω τα πάντα για να δείξω ότι ο γάμος μας είναι ολοκληρωμένος τυπικά και πρακτικά. Ο Αρθούρος, αυτός ο άχρηστος ψηλολέλεκας, δεν είπε τίποτα, ενώ ο πατέρας του φαίνεται να θέλει να αποφασίσω μόνη μου· είναι βασιλιάς όμως και δεν τον εμπιστεύομαι.
   Αυτό που θέλω πραγματικά είναι να γυρίσω στην Ισπανία. Είτε ζούμε στο Λονδίνο είτε στο Λάντλοου, το σίγουρο είναι ότι κάνει κρύο και βρέχει συνεχώς. Μέχρι και ο αέρας εδώ είναι υγρός, δεν υπάρχει τίποτα νόστιμο να φάω και δεν καταλαβαίνω λέξη αγγλικά.
   Ξέρω ότι είμαι πριγκίπισσα της Ουαλίας και ότι θα γίνω βασίλισσα της Αγγλίας. Αυτή είναι η αλήθεια και έτσι θα γίνει. Παρ' όλα αυτά, μου είναι αδύνατον να χαρώ ιδιαίτερα γι' αυτό.
 
   «Θα πάμε στο κάστρο μου στο Λάντλοου», είπε αμήχανα ο Αρθούρος στην Καταλίνα την ώρα του δείπνου. Κάθονταν σε διπλανές θέσεις, με την υπόλοιπη αίθουσα από κάτω, τον εξώστη από πάνω και τις φαρδιές πόρτες γεμάτες ανθρώπους που είχαν έρθει από την πόλη για να απολαύσουν το δωρεάν θέαμα ενός δείπνου της βασιλικής Αυλής. Οι περισσότεροι είχαν τα μάτια τους καρφωμένα στον πρίγκιπα της Ουαλίας και στη νεαρή σύζυγό του.
   Η Καταλίνα έσκυψε το κεφάλι χωρίς να τον κοιτάξει.  «Έτσι πρόσταξε ο πατέρας σας;» τον ρώτησε.
   «Ναι».
   «Τότε θα έρθω μετά χαράς», του είπε.
   «Θα είμαστε μόνοι, με εξαίρεση τον διοικητή του κάστρου και τη σύζυγό του», συνέχισε ο Αρθούρος. Στην πραγματικότητα ήθελε να της πει ότι ευχόταν να μην την πειράζει αυτό, ότι ευχόταν η παραμονή τους εκεί να μην της προκαλέσει ανία ή θλίψη ή -το χειρότερο- να μην την κάνει να θυμώσει μαζί του.
   Η Καταλίνα τον κοίταξε αγέλαστη. «Και λοιπόν;»
   «Ελπίζω να είστε χαρούμενη», της είπε κομπιάζοντας.
   «Θα γίνει αυτό που επιθυμεί ο πατέρας σας», του είπε σταθερά, σαν να ήθελε να του υπενθυμίσει ότι ήταν απλώς ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα, ότι δεν είχαν ούτε δικαιώματα ούτε καμία εξουσία.
   Ο Αρθούρος καθάρισε το λαιμό του.  «Θα έρθω στο δωμάτιό σας απόψε», είπε αποφασιστικά.
   Γύρισε και τον κοίταξε με μάτια μπλε και σκληρά, σαν τα ζαφείρια που κρέμονταν στο λαιμό της. «Όπως επιθυμείτε», του απάντησε με τον ίδιο ουδέτερο τόνο.
   Όταν ήρθε ο πρίγκιπας, η Καταλίνα είχε ήδη ξαπλώσει και η δόνα Ελβίρα τον υποδέχτηκε με πρόσωπο παγερό και την αποδοκιμασία αποτυπωμένη σε κάθε της κίνηση. Η Καταλίνα ανακάθισε στο κρεβάτι παρακολουθώντας τον θαλαμηπόλο του κοιτώνα του Αρθούρου να του βγάζει τη νυχτικιά και να βγαίνει αθόρυβα έξω, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
   «Κρασί;» τη ρώτησε ο Αρθούρος. Φοβόταν ότι η φωνή του έτρεμε λίγο.
   «Όχι, ευχαριστώ», του απάντησε αυτή.
   Ο νεαρός πρίγκιπας πλησίασε αμήχανα στο κρεβάτι, ανασήκωσε τα σεντόνια και ξάπλωσε δίπλα της. Η Καταλίνα γύρισε και τον κοίταξε και ο Αρθούρος αναψοκοκκίνισε κάτω από την ερωτηματική ματιά της. Έσβησε το κερί ώστε να μη δει την αμηχανία του. Μια αναλαμπή από τον πυρσό που κρατούσε ο φρουρός απ' έξω τρύπωσε μέσα από τις χαραμάδες των παντζουριών, αλλά γρήγορα έσβησε και αυτή καθώς ο φρουρός προχώρησε παρακάτω. Ο Αρθούρος ένιωσε το κρεβάτι να βουλιάζει καθώς η πριγκίπισσα ξάπλωσε πίσω και έβγαλε τη νυχτικιά της για να μην εμποδίζει. Αισθάνθηκε ότι τον αντιμετώπιζε σαν αντικείμενο χωρίς αξία, σαν κάτι που έπρεπε να υπομείνει προκειμένου να γίνει βασίλισσα της Αγγλίας.
   Αμέσως πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του και σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. «Δεν μένω άλλο εδώ. Πάω στο δωμάτιό μου», είπε κοφτά. 
   «Τι;»
   «Δεν θα μείνω εδώ. Είμαι ανεπιθύμητος...» 
   «Ανεπιθύμητος; Ποτέ δεν είπα ότι δεν...»
   «Είναι προφανές. Ο τρόπος που με κοιτάς...»
   «Είναι κατασκότεινα! Πού ξέρεις πώς σε κοιτάζω; Και εξάλλου, κάνεις σαν να σε πίεσαν να έρθεις εδώ με το ζόρι!»
   «Εγώ; Δεν έστειλα εγώ μήνυμα ότι απαγορεύεται να έρθω στο δωμάτιό σου, ένα μήνυμα που άκουσε η μισή Αυλή».
   Η Καταλίνα άφησε μια πνιχτή κραυγή. «Δεν είπα ότι απαγορευόταν να έρθεις. Έπρεπε να τους πω να σου πουν...» Σταμάτησε ντροπιασμένη. «Ήταν η περίοδός μου... έπρεπε να το ξέρεις...»
   «Η γκουβερνάντα σου είπε στον θαλαμηπόλο μου ότι δεν έπρεπε να έρθω στο κρεβάτι σου. Πώς νομίζεις ότι με έκανε να νιώσω αυτό; Τι εντύπωση νομίζεις ότι έδωσες στους άλλους;»
   «Πώς αλλιώς να σ' το έλεγα;» τον ρώτησε.
   «Να μου το έλεγες μόνη σου!» της πέταξε με λύσσα. «Μην το διαλαλείς σε όλο τον κόσμο».
   «Πώς είναι δυνατόν; Πώς θα μπορούσα να πω τέτοιο πράγμα; Θα πέθαινα από ντροπή!»
   «Οπότε, φάνηκα εγώ σαν ανόητος!» 
   Η Καταλίνα σηκώθηκε από το κρεβάτι και στηρίχτηκε στον ψηλό στύλο για να μην πέσει. «Υψηλότατε, σου ζητώ συγγνώμη αν σε προσέβαλα, δεν ξέρω πώς γίνονται αυτά τα πράγματα εδώ... Στο μέλλον θα κάνω αυτό που θέλεις...» 
   Ο Αρθούρος δεν είπε τίποτα.
   Η Καταλίνα περίμενε.
   «Φεύγω», είπε και πήγε να χτυπήσει την πόρτα για να έρθει ο θαλαμηπόλος του.
   «Όχι!» του φώναξε επιτακτικά.
   «Τι;» Γύρισε προς το μέρος της.
   «Θα το μάθουν όλοι», είπε με απόγνωση. «Όλοι θα μάθουν ότι κάτι δεν πάει καλά ανάμεσά μας. Όλοι ξέρουν ότι μόλις τώρα ήρθες στο κρεβάτι μου. Αν φύγεις αμέσως, όλοι θα πιστέψουν...»
   «Δε μένω εδώ!» της φώναξε.
   Η περηφάνια την έπνιξε. «Θα μας ντροπιάσεις και τους δύο!» του φώναξε. «Τι θέλεις να σκεφτεί ο κόσμος; Ότι σε αηδιάζω ή ότι είσαι ανίκανος;»
   «Γιατί όχι; Αν είναι αλήθεια και τα δύο;» Χτύπησε ακόμα πιο δυνατά την πόρτα.
   Η Καταλίνα άφησε ένα πνιχτό επιφώνημα φρίκης και έπεσε πάνω στο στύλο του κρεβατιού.
   «Υψηλότατε;» ακούστηκε μια φωνή από τη διπλανή αίθουσα και αμέσως η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας τον θαλαμηπόλο του κοιτώνα και τους δύο ακόλουθους που είχαν συνοδέψει τον Αρθούρο. Πίσω τους στέκονταν η δόνα Ελβίρα και μία κυρία επί των τιμών.
   Η Καταλίνα πήγε στο παράθυρο γυρίζοντας την πλάτη στο δωμάτιο. Ο Αρθούρος κοντοστάθηκε αβέβαιος στην πόρτα, ρίχνοντας μια ματιά προς τα πίσω, σαν να ζητούσε βοήθεια, σαν να περίμενε ένα νεύμα της, που να του έδειχνε ότι μπορούσε να μείνει τελικά.
   «Ντροπή!» αναφώνησε η δόνα Ελβίρα περνώντας μπροστά από τον Αρθούρο για να πάει να ρίξει ένα ρούχο στους ώμους της Καταλίνα. Μόλις η γκουβερνάντα τύλιξε το μπράτσο της γύρω από την Καταλίνα, αγριοκοιτάζοντάς τον, ήταν αδύνατο για τον Αρθούρο να γυρίσει πίσω· οπότε πέρασε το κατώφλι και πήγε στο δωμάτιό του.
 
   Δεν τον αντέχω. Δεν αντέχω τη χώρα του. Δεν μπορώ να ζήσω εδώ για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Άκου εκεί να πει ότι τον αηδιάζω! Άκου εκεί να τολμήσει να μου μιλήσει έτσι! Μήπως τρελάθηκε σαν τα ψωραλέα λυσσασμένα σκυλιά τους που τρέχουν πέρα δώθε; Μήπως ξέχασε ποια είμαι; Ξέχασε τη θέση του;
   Είμαι τόσο έξω φρενών, που θα ήθελα να μπορούσα να πάρω ένα γιαταγάνι και να του κόψω το ηλίθιο κεφάλι. Αν καθόταν να σκεφτεί για μια στιγμή, θα συνειδητοποιούσε ότι όλοι στο παλάτι, όλοι στο Λονδίνο και πιθανότατα όλοι σ' αυτή την απαίσια χώρα θα γελάνε μαζί μας τώρα. Θα λένε ότι είμαι άσχημη και ότι δεν μπορώ να τον ικανοποιήσω.
   Κλαίω από νεύρα, όχι από θλίψη. Κρύβω το πρόσωπο στο μαξιλάρι μου ώστε να μη με ακούσει κανείς και διαδώσει σε όλο τον κόσμο ότι η πριγκίπισσα αποκοιμήθηκε κλαίγοντας επειδή ο σύζυγός της δεν ήθελε να πλαγιάσει μαζί της. Με πνίγουν τα δάκρυα και τα νεύρα, είμαι φοβερά εξοργισμένη μαζί του.
   Ύστερα από λίγο σταματάω, σκουπίζω το πρόσωπό μου και ανακάθομαι. Είμαι πριγκίπισσα από γέννηση και γάμο, δεν επιτρέπεται να καταρρεύσω. Θα διατηρήσω την αξιοπρέπειά μου, ακόμα κι αν αυτός δεν έχει καμία. Είναι νέος και Εγγλέζος μάλιστα... πού να ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται; Αναπολώ το σπίτι μου την ώρα που το έλουζε το φως του φεγγαριού: πώς οι τοίχοι και τα γύψινα διακοσμητικά αστραποβολούσαν ολόλευκα, πώς η κίτρινη πέτρα έμοιαζε με ξεθωριασμένη ώχρα. Εκείνο είναι παλάτι, όπου οι άνθρωποι ξέρουν πώς να συμπεριφέρονται με ευγένεια και αξιοπρέπεια. Εύχομαι ολόψυχα να ήμουν ακόμα εκεί.
   Θυμάμαι που καθόμουν και κοιτούσα το μεγάλο κίτρινο φεγγάρι να καθρεφτίζεται στα νερά του κήπου της σουλτάνας. Και σαν χαζή ονειρευόμουν τον γάμο μου.
 
Οξφόρδη, Χριστούγεννα 1501
   Οι νεόνυμφοι ξεκίνησαν λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Πιστοί στο καθήκον, μιλούσαν με απόλυτη ευγένεια όταν βρίσκονταν σε δημόσιους χώρους, αλλά αγνοούσαν παντελώς ο ένας τον άλλο όταν δεν τους έβλεπε κανείς. Η βασίλισσα είχε ζητήσει  να μείνουν τουλάχιστον μέχρι το τέλος της χριστουγεννιάτικης περιόδου, αλλά η βασιλομήτωρ αποφάσισε ότι έπρεπε να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα στην Οξφόρδη, καθώς έτσι θα δινόταν η ευκαιρία  στους πολίτες της χώρας  να δουν τον πρίγκιπα και τη νέα πριγκίπισσα της Ουαλίας· και ο λόγος της βασιλομήτορος ήταν νόμος. 
   Η Καταλίνα ταξίδεψε με φορητό ανάκλιντρο, το οποίο τραμπαλιζόταν αφόρητα πάνω στους παγωμένους δρόμους, ενώ τα μουλάρια βούλιαζαν στις λάσπες. Ωστόσο, με όσες γούνες και βελέντζες και αν τυλίχτηκε, ξεπάγιασε.  Η βασιλομήτωρ είχε δώσει εντολή να μην ιππεύσει από φόβο μην πέσει από το άλογο. Η άρρητη ελπίδα ήταν ότι η Καταλίνα περίμενε παιδί. Η ίδια η Καταλίνα δεν είχε πει τίποτα που να επιβεβαιώνει ή να διαψεύδει την ελπίδα. Όσο για τον Αρθούρο, ήταν η προσωποποίηση της βουβαμάρας.
   Στο δρόμο για την Οξφόρδη κοιμόντουσαν σε ξεχωριστά δωμάτια, το ίδιο και όταν έφτασαν στο Κολέγιο της Μαγδαληνής. Η χορωδία ήταν έτοιμη, οι κουζίνες ήταν έτοιμες, η εκπληκτικά πλούσια φιλοξενία της Οξφόρδης ήταν έτοιμη για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή· αλλά ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα της Ουαλίας ήταν ψυχροί και μουντοί σαν τον καιρό.
   Δείπνησαν μαζί στο μεγάλο τραπέζι,  με τα πρόσωπα στραμμένα προς στην αίθουσα, ενώ οι πολίτες της Οξφόρδης που είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν μια θέση στον εξώστη κάθονταν και παρακολουθούσαν την πριγκίπισσα να βάζει μικρές μπουκιές στο στόμα της, αγνοώντας τον σύζυγό της, ενώ αυτός έψαχνε συντροφιά και συνομιλητές στην αίθουσα, θαρρείς και δειπνούσε μόνος του.
   Έφεραν χορευτές και ακροβάτες, θεατρίνους και μουσικούς. Η πριγκίπισσα χαμογελούσε ευγενικά, αλλά δε γελούσε ποτέ, ενώ χάρισε μικρά πουγκιά με ισπανικά νομίσματα σε όλους τους διασκεδαστές και τους ευχαρίστησε για την εμφάνισή τους· αλλά ούτε μια φορά δε γύρισε στο σύζυγό της για να τον ρωτήσει αν διασκέδαζε. Ο πρίγκιπας τριγυρνούσε σε ολόκληρη την αίθουσα, καταδεκτικός και φιλικός με τους επιφανείς πολίτες της πόλης, αλλά μιλούσε μόνο αγγλικά, με αποτέλεσμα η ισπανόφωνη σύζυγός του να είναι αναγκασμένη να περιμένει μέχρι κάποιος να της μιλήσει στα γαλλικά ή στα λατινικά. Όλοι όμως μαζεύονταν γύρω από τον πρίγκιπα και κουβέντιαζαν και αστειεύονταν μαζί του, σχεδόν σαν να γελούσαν μαζί της και δεν ήθελαν να καταλάβει το αστείο. Η πριγκίπισσα καθόταν μόνη της, άκαμπτη στον σκληρό, ξύλινο σκαλιστό θρόνο της, κρατώντας ψηλά το κεφάλι, με ένα αδιόρατο, περιφρονητικό χαμόγελο στα χείλη της.
   Όταν ήρθαν μεσάνυχτα και το κουραστικό βράδυ μπορούσε να τελειώσει επιτέλους, η Καταλίνα σηκώθηκε από τη θέση της και είδε τα μέλη της Αυλής να σκύβουν και να υποκλίνονται μπροστά της. Έκανε μια μικρή ισπανική υπόκλιση στον σύζυγό της, ενώ η γκουβερνάντα από πίσω της τον κοιτούσε με πρόσωπο σκληρό σαν στουρνάρι. «Καληνύχτα, Υψηλότατε», είπε στα λατινικά η πριγκίπισσα, με καθαρή φωνή και τέλεια προφορά.
   «Θα έρθω στο δωμάτιό σου», της απάντησε ο Αρθούρος. Ακούστηκαν σιγανά μουρμουρητά επιδοκιμασίας· η Αυλή ήθελε ένα πρίγκιπα γεμάτο σφρίγος.
   Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα με τη δημόσια αναγγελία του. Αλλά δεν μπορούσε να πει τίποτα· δε μπορούσε να αρνηθεί. Ωστόσο, ο τρόπος που σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο δεν προμήνυε ότι ο πρίγκιπας θα είχε θερμή υποδοχή όταν θα βρίσκονταν μόνοι τους. Οι κυρίες της υποκλίθηκαν και την ακολούθησαν θιγμένες έξω από την αίθουσα, σαν ένα πολύχρωμο πέπλο. Τα μέλη της Αυλής χαμογέλασαν πίσω από τα χέρια τους με το τσαγανό της νύφης.
   Ο Αρθούρος πήγε στο δωμάτιό της μισή ώρα αργότερα, ξαναμμένος από το ποτό και τη χολή. Τη βρήκε ακόμα ντυμένη, καθισμένη μπροστά στη φωτιά, με την γκουβερνάντα της δίπλα της, ενώ το δωμάτιό της ήταν λουσμένο στο φως των αναμμένων κεριών και οι κυρίες της εξακολουθούσαν να κουβεντιάζουν και να παίζουν χαρτιά σαν να ήταν απόγευμα. Ήταν προφανές ότι δεν ετοιμαζόταν για ύπνο.
   «Καλησπέρα, Υψηλότατε», είπε και σηκώθηκε για να υποκλιθεί.
   Ο Αρθούρος συγκρατήθηκε για να μην κάνει μεταβολή και φύγει κατευθείαν. Ήταν έτοιμος για το κρεβάτι, είχε φορέσει ήδη τη νυχτικιά του και είχε ρίξει μόνο μια ρόμπα στους ώμους του. Ένιωσε υπερβολικά άβολα για τα γυμνά του πέλματα και τα ευάλωτα δάχτυλά του. Η Καταλίνα, από την άλλη, έλαμπε μες στα βραδινά της πλουμίδια. Οι κυρίες γύρισαν όλες μαζί και τον κοίταξαν εχθρικά. Ο Αρθούρος ένιωσε υπερβολικά άβολα για τη νυχτικιά και τα γυμνά πόδια του, καθώς και για το γεγονός ότι ένας από τους ακολούθους του έπνιξε ένα γέλιο από πίσω του.
   «Περίμενα να είσαι στο κρεβάτι», της είπε.
   «Φυσικά, μπορώ να πέσω στο κρεβάτι», του αντιγύρισε με παγερή ευγένεια. «Ετοιμαζόμουν να πέσω στο κρεβάτι. Είναι πολύ αργά. Αλλά όταν ανήγγειλες τόσο δημόσια ότι θα ερχόσουν να με επισκεφθείς στα δωμάτιά μου, σκέφτηκα ότι μάλλον σκόπευες να φέρεις όλη την Αυλή μαζί σου. Σκέφτηκα ότι μάλλον προσκάλεσες όλον τον κόσμο να έρθει εδώ. Για ποιον άλλο λόγο να το αναγγείλεις με όλη σου τη δύναμη ώστε να σε ακούσουν όλοι;»
   «Δεν το ανήγγειλα με όλη μου τη δύναμη!»
   Η Καταλίνα ανασήκωσε το φρύδι της, σε μια βουβή χειρονομία αντιλογίας.
   «Θα μείνω εδώ απόψε», είπε με πείσμα και πήγε αποφασιστικά στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. «Οι κυρίες σου μπορούν να πάνε στα κρεβάτια τους, είναι αργά». Έγνεψε στους ακολούθους του. «Αφήστε μας». Μπήκε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
   Η Καταλίνα τον ακολούθησε κλείνοντας την πόρτα στα σκανδαλισμένα πρόσωπα των κυριών της. Στάθηκε με την πλάτη στην πόρτα και τον είδε να πετάει τη ρόμπα και τη νυχτικιά του και να μένει γυμνός προτού ανέβει στο κρεβάτι της. Χτύπησε τα μαξιλάρια και μισοξάπλωσε πάνω τους, με τα μπράτσα σταυρωμένα μπροστά στο στενό, γυμνό στέρνο του, σαν να περίμενε να τον διασκεδάσει.
   Ήταν σειρά της να νιώσει αμηχανία. «Υψηλότατε...»
   «Καλύτερα να γδυθείς», της είπε χλευαστικά. «Όπως είπες, είναι πολύ αργά».
   Η Καταλίνα γύρισε πρώτα προς τη μία και μετά προς την άλλη πλευρά. «Θα φωνάξω τη δόνα Ελβίρα».
   «Αυτό να κάνεις. Και φώναξε και όποιον άλλο σε γδύνει, σε παρακαλώ. Σαν να μην είμαι εδώ».
   Η Καταλίνα δάγκωσε τα χείλη της. Ο Αρθούρος αντιλήφθηκε την αμηχανία της. Δεν άντεχε να γδυθεί μπροστά του. Η πριγκίπισσα γύρισε και βγήκε από το υπνοδωμάτιο.
   Στο διπλανό δωμάτιο ξεσηκώθηκε σούσουρο από εκνευρισμένες φωνές που μιλούσαν ισπανικά. Ο Αρθούρος χαμογέλασε υποθέτοντας ότι θα έδιωχνε τις κυρίες της από το δωμάτιο και ότι θα γδυνόταν εκεί πέρα. Μόλις επέστρεψε, είδε ότι είχε δίκιο. Φορούσε άσπρη νυχτικιά στολισμένη με εξαίσια δαντέλα, ενώ τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μακριά πλεξούδα, που έπεφτε στην πλάτη. Έμοιαζε περισσότερο με μικρό κοριτσάκι παρά με την υπεροπτική πριγκίπισσα που είχε δει μερικές στιγμές νωρίτερα, και ο Αρθούρος ένιωσε να φουντώνει μέσα του ο πόθος, ανάμεικτος με ένα άλλο συναίσθημα: τρυφερότητα.
   Η Καταλίνα του έριξε μια πεταχτή, εχθρική ματιά.  «Θα πρέπει να πω τις προσευχές μου», είπε. Πήγε στο προσκυνητάρι και γονάτισε. Την είδε να σκύβει το κεφάλι της πάνω από τα πλεγμένα χέρια της και να ψιθυρίζει. Για πρώτη φορά ένιωσε τον εκνευρισμό του να εξανεμίζεται και συλλογίστηκε πόσο δύσκολη θα πρέπει να ήταν η κατάσταση γι' αυτή. Η αμηχανία και ο φόβος του δεν συγκρίνονταν ασφαλώς με το πώς ένιωθε αυτή: μόνη σε μια ξένη χώρα, έρμαιο στα καπρίτσια ενός αγοριού λίγους μήνες μικρότερού της, χωρίς έναν πραγματικό φίλο, χωρίς οικογένεια, μακριά από όλους και από όλα όσα γνώριζε.
   Το κρεβάτι ήταν ζεστό. Το κρασί που είχε πιει για να πάρει κουράγιο τον είχε νυστάξει. Έγειρε πίσω στα μαξιλάρια. Οι προσευχές της κράτησαν πολλή ώρα, αλλά ήταν καλό να έχει ευσεβή σύζυγο. Έκλεισε τα μάτια του και συνέχισε να σκέφτεται την Καταλίνα. Σκεφτόταν πως όταν θα ερχόταν στο κρεβάτι, θα την έκανε δική του με σιγουριά αλλά και τρυφερότητα. Ήταν Χριστούγεννα. Έπρεπε να είναι καλός μαζί της. Θα πρέπει να ένιωθε μοναξιά και φόβο. Έπρεπε να είναι γενναιόδωρος μαζί της. Σκεφτόταν με ζεστασιά τη στοργή που θα της έδειχνε και την ευγνωμοσύνη με την οποία θα του ανταπέδιδε την τρυφερότητά του. Ίσως να μάθαιναν πώς να ικανοποιούν ο ένας τον άλλο, ίσως να την έκανε ευτυχισμένη. Η ανάσα του βάρυνε και ένα σιγανό ροχαλητό ξέφυγε από τα χείλη του. Ο πρίγκιπας αποκοιμήθηκε.
   Η Καταλίνα σήκωσε το κεφάλι από το προσκυνητάρι της και χαμογέλασε θριαμβευτικά. Ύστερα τρύπωσε εντελώς αθόρυβα δίπλα του στο κρεβάτι και ξάπλωσε προσεκτικά έτσι ώστε να μην τον ακουμπήσει ούτε ο ποδόγυρος της νυχτικιάς της και ετοιμάστηκε να κοιμηθεί.
 
   Νόμιζες ότι θα με εξευτέλιζες μπροστά στις γυναίκες μου, μπροστά σε ολόκληρη την Αυλή. Νόμιζες ότι θα με ντρόπιαζες και ότι θα με νικούσες. Αλλά είμαι Ισπανίδα πριγκίπισσα, έχω δει και ζήσει πράγματα που εσύ δεν έχεις φανταστεί ούτε στα όνειρά σου, ζώντας ασφαλής στη μικρή σου χώρα, στο ξιπασμένο μικρό σου καταφύγιο. Είμαι η Ινφάντα, κόρη των δύο ισχυρότερων βασιλιάδων ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου, των ανθρώπων που μόνοι τους κατατρόπωσαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο που απείλησε ποτέ τη Χριστιανοσύνη. Για επτακόσια χρόνια κατείχαν την Ισπανία οι Μαυριτανοί, μια αυτοκρατορία ισχυρότερη από τη ρωμαϊκή... και ποιος τους έδιωξε; Η μητέρα μου! Ο πατέρας μου! Γι' αυτό μη νομίζεις ότι σε φοβάμαι -ροδοπέταλε πρίγκιπα, ή όπως αλλιώς σε αποκαλούν. Δεν θα καταδεχτώ ποτέ να κάνω κάτι που δεν θα έκανε μια Ισπανίδα πριγκίπισσα. Δε θα γίνω ποτέ τιποτένια ή εμπαθής. Αλλά αν με προκαλέσεις, θα σε συντρίψω.
 
   Ο Αρθούρος δεν της είπε κουβέντα το επόμενο πρωί, καθώς η περηφάνια του είχε δεχτεί βαρύ πλήγμα. Τον είχε ντροπιάσει στην Αυλή του πατέρα του, όταν αρνήθηκε να τον δεχτεί στα δωμάτιά της, και τώρα τον είχε ντροπιάσει και κατ' ιδίαν. Ένιωσε ότι τον είχε παγιδέψει, ότι τον είχε γελοιοποιήσει, ότι τον κορόιδευε πίσω από την πλάτη του. Σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιό της κατσούφης και σιωπηλός. Πήγε στη Θεία Λειτουργία και αρνήθηκε να την κοιτάξει στα μάτια· πήγε για κυνήγι και έλειψε όλη τη μέρα. Δεν της μίλησε ούτε το βράδυ. Παρακολούθησαν μια παράσταση καθισμένοι δίπλα δίπλα, αλλά δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη όλο το βράδυ. Μια ολόκληρη βδομάδα έμειναν στην Οξφόρδη χωρίς να ανταλλάξουν πάνω από δέκα λέξεις τη μέρα. Έδωσε στον εαυτό του όρκο πικρό ότι δεν θα της ξαναμιλούσε ποτέ. Θα την άφηνε έγκυο, αν τα κατάφερνε, και θα την ταπείνωνε με όποιον τρόπο μπορούσε, αλλά ποτέ δε θα της απηύθυνε ξανά το λόγο, και ποτέ, ποτέ, ποτέ, δε θα ξανακοιμόταν στο κρεβάτι της.
   Όταν έφτασε το πρωινό της αναχώρησής τους για το Λάντλοου, ο ουρανός ήταν γκρίζος και συννεφιασμένος. Τα βαριά σύννεφα προμήνυαν χιόνι. Η Καταλίνα βγήκε από την εξώπορτα του κολεγίου και ζάρωσε όταν ο παγωμένος, υγρός αέρας τη χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Αρθούρος δεν της έδωσε σημασία.
   Η πριγκίπισσα βγήκε στην αυλή, όπου περίμενε η συνοδεία τους για να φύγουν. Μπροστά στο φορητό ανάκλιντρο κοντοστάθηκε. Ο Αρθούρος σκέφτηκε ότι έμοιαζε με αιχμάλωτη που δίσταζε να ανέβει στο κάρο. Δεν μπορούσε να αποφασίσει.
   «Δεν θα κάνει πολύ κρύο;» ρώτησε.
   Ο Αρθούρος γύρισε και την κοίταξε με σκληρή έκφραση. «Θα πρέπει να συνηθίσεις το κρύο, δεν είσαι στην Ισπανία τώρα πια».
   «Το βλέπω».
   Η Καταλίνα τράβηξε τις κουρτίνες του ανάκλιντρου. Το εσωτερικό ήταν στρωμένο με βελέντζες για να τις τυλίξει γύρω της και μαξιλάρια για να κάθεται αναπαυτικά, αλλά δε φαινόταν και πολύ ζεστό.
   «Ο καιρός θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο», της είπε πρόσχαρα. «Θα κάνει περισσότερο κρύο, θα βρέχει, θα ρίχνει χαλάζι ή θα χιονίζει και θα σκοτεινιάζει πιο νωρίς. Τον Φεβρουάριο έχουμε στην καλύτερη περίπτωση δυο - τρεις ώρες μέρα, ενώ οι παγερές ομίχλες κάνουν τη μέρα να μοιάζει με νύχτα, με αποτέλεσμα να επικρατεί ένα ομοιόμορφο γκρίζο».
   Η Καταλίνα γύρισε και τον κοίταξε.  «Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε άλλη μέρα;»
   «Δέχτηκες να έρθεις», της είπε χλευαστικά. «Δεν είχα κανένα πρόβλημα να σε αφήσω στο Γκρίνουιτς».
   «Έκανα όπως μου είπαν».
   «Να μαστε λοιπόν τώρα εδώ. Συνεχίζουμε το ταξίδι μας όπως μας διέταξαν να κάνουμε».
   «Τουλάχιστον εσύ μπορείς να κινείσαι και να μένεις ζεστός», είπε παραπονιάρικα. «Δεν μπορώ να ιππεύσω κι εγώ;»
   «Η βασιλομήτωρ είπε ότι δεν μπορείς».
   Η Καταλίνα έκανε ένα αδιόρατο μορφασμό, αλλά δεν έφερε άλλη αντίρρηση.
   «Εσύ αποφασίζεις. Να σε αφήσω εδώ;» τη ρώτησε απότομα, θαρρείς και δεν είχε χρόνο για τέτοιες αβεβαιότητες.
   «Όχι», απάντησε η πριγκίπισσα. «Φυσικά όχι», είπε και ανέβηκε στο φορητό ανάκλιντρο, ρίχνοντας τις βελέντζες πάνω από τα πόδια της και γύρω από τους ώμους της.
   Ο Αρθούρος μπήκε μπροστά και ξεκίνησαν. Βγαίνοντας από την Οξφόρδη, υποκλινόταν και χαμογελούσε στον κόσμο που είχε έρθει για να τον επευφημήσει. Η Καταλίνα έκλεισε τις κουρτίνες του ανάκλιντρου για να προφυλαχτεί από τον παγερό άνεμο και τα περίεργα βλέμματα και αρνήθηκε να δείξει το πρόσωπό της.
   Στο δρόμο σταμάτησαν για να δειπνήσουν σε μια έπαυλη και ο Αρθούρος μπήκε μέσα χωρίς να τη βοηθήσει καν να κατέβει από το ανάκλιντρο. Η κυρία του σπιτιού βγήκε έξω αλαφιασμένη και πήγε στο ανάκλιντρο, όπου είδε την Καταλίνα να βγαίνει τρεκλίζοντας έξω, με πρόσωπο άσπρο και κοκκινισμένα μάτια.
   «Είστε καλά, Υψηλοτάτη;» τη ρώτησε η κυρία του σπιτιού.
   «Κρυώνω», είπε δυστυχισμένα η Καταλίνα. «Έχω ξεπαγιάσει. Νομίζω ότι δεν έχω ξανανιώσει τόσο κρύο».
   Δεν άγγιξε το φαγητό της, ενώ δεν κατάφεραν να την πείσουν να πιει έστω λίγο κρασί. Φαινόταν έτοιμη να σωριαστεί από την εξάντληση, αλλά μόλις τελείωσαν το δείπνο τους, ο Αρθούρος πήρε την απόφαση να συνεχίσουν, καθώς είχαν καμιά τριανταριά χιλιόμετρα να διανύσουν ακόμα πριν από το σούρουπο.
   «Δεν μπορείτε να αρνηθείτε;» τη ρώτησε ψιθυριστά η Μαρία δε Σαλίνας.
   «Όχι», είπε η πριγκίπισσα και σηκώθηκε από τη θέση της χωρίς άλλη κουβέντα. Αλλά όταν άνοιξαν τη μεγάλη ξύλινη πύλη για να βγουν έξω στην αυλή, μικρές χιονονιφάδες στροβιλίστηκαν γύρω τους.
   «Δε μπορούμε να ταξιδέψουμε με τέτοιο καιρό, σε λίγο θα νυχτώσει και θα χάσουμε το δρόμο!» αναφώνησε η Καταλίνα.
   «Δεν πρόκειται να χάσω τον δρόμο», είπε ο Αρθούρος και πήγε με μεγάλες δρασκελιές στο άλογό του. «Ακολούθησέ με».
   Η κυρία του σπιτιού έστειλε ένα υπηρέτη να φέρει μια ζεστή πέτρα για να την τοποθετήσουν μέσα στο ανάκλιντρο, κάτω από τα πόδια της Καταλίνα. Η πριγκίπισσα ανέβηκε, τυλίχτηκε με τις βελέντζες και έχωσε τα χέρια της βαθιά μέσα στις γούνες.
   «Σίγουρα ανυπομονεί να φτάσετε στο Λάντλοου για να σας δείξει το κάστρο του», είπε η κυρία της έπαυλης, προσπαθώντας να δώσει μια θετική χροιά στη μίζερη κατάσταση.
   «Δεν ανυπομονεί να μου δείξει τίποτε άλλο πέρα από περιφρόνηση», της πέταξε η Καταλίνα· αν και φρόντισε να το πει στα ισπανικά.
   Άφησαν πίσω τους τη θαλπωρή και τα φώτα της μεγαλοπρεπούς έπαυλης και άκουσαν τις πόρτες να κλείνουν με δύναμη πίσω τους την ώρα που έστριψαν τα άλογα προς τα δυτικά, προς τον ωχρό ήλιο που είχε αρχίσει να κατεβαίνει πλέον προς τον ορίζοντα. Ήταν δύο ώρες μετά το μεσημέρι, αλλά ο ουρανός ήταν γεμάτος βαριά σύννεφα, που έριχναν μια απόκοσμη γκρίζα λάμψη σε ολόκληρο το τοπίο. Ο δρόμος συνέχιζε φιδογυριστός μπροστά τους - καστανές αυλακιές πάνω στο καστανό χώμα, που φάνταζε ξασπρισμένο κάτω από την καταχνιά του περιδινούμενου χιονιού. Ο Αρθούρος προχωρούσε μπροστά τραγουδώντας χαρωπά, με το ανάκλιντρο της Καταλίνα να ακολουθεί με δυνατά τραντάγματα από πίσω. Σε κάθε τους βήμα, τα μουλάρια έριχναν το ανάκλιντρο μία από τη μια και μία από την άλλη πλευρά, έτσι που η Καταλίνα ήταν αναγκασμένη να κρατιέται από τις άκρες για να μένει στη θέση της, με αποτέλεσμα τα δάχτυλά της να παγώσουν και μετά να μουδιάσουν, μπλαβίζοντας από το κρύο. Οι κουρτίνες την προφύλασσαν από τις χιονονιφάδες, αλλά όχι από τα δυνατά, τσουχτερά ρεύματα του αέρα. Όποτε ανασήκωνε μια γωνίτσα για να κοιτάξει το τοπίο που διέσχιζαν έβλεπε μόνο ένα λευκό στρόβιλο από χιονονιφάδες που χόρευαν πάνω από τον δρόμο, ενώ ο ουρανός φάνταζε όλο και πιο γκρίζος κάθε στιγμή που περνούσε.
   Ο ωχρός ήλιος έδυσε στον ωχρό ουρανό και ο κόσμος σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο. Το χιόνι και τα σύννεφα κύκλωσαν τη μικρή πομπή, που συνέχισε να διασχίζει το λευκό τοπίο κάτω από τον γκρίζο ουρανό.
   Το άλογο του Αρθούρου προχωρούσε με τριποδισμό, με τον πρίγκιπα να κάθεται άνετα στη σέλα του, με το ένα γαντοφορεμένο χέρι στα γκέμια και το άλλο στο μαστίγιό του. Φορούσε χοντρά μάλλινα εσώρουχα κάτω από το βαρύ δερμάτινο γιλέκο του και μαλακές, ζεστές δερμάτινες μπότες. Η Καταλίνα τον κοιτούσε να προπορεύεται. Ήταν τόσο ξεπαγιασμένη και τόσο δυστυχισμένη, που δεν είχε δύναμη ούτε να τον μισήσει. Το μόνο που ευχήθηκε ήταν να γυρίσει πίσω και να της πει ότι το ταξίδι πλησίαζε στο τέλος του, ότι είχαν φτάσει σχεδόν στον προορισμό τους.
   Πέρασε μία ώρα, τα μουλάρια συνέχισαν να προχωρούν με τα κεφάλια κατεβασμένα, κόντρα στον άνεμο που έκανε τις νιφάδες να στροβιλίζονται γύρω από τα αφτιά τους και να τρυπώνουν μέσα στο ανάκλιντρο. Το χιόνι έπεφτε όλο και πιο πυκνό, κατακλύζοντας τον αέρα και καλύπτοντας τις αυλακιές του δρόμου. Η Καταλίνα είχε κουρνιάσει κάτω από τα σκεπάσματα, κουλουριασμένη σαν βρέφος, με την κρύα πλέον πέτρα πάνω στην κοιλιά της, με τα γόνατά της μαζεμένα, με τα παγωμένα χέρια της  βαθιά χωμένα στις κουβέρτες, με το πρόσωπό της κατεβασμένο, βυθισμένο ανάμεσα στις γούνες και τις βελέντζες. Τα πόδια της είχαν παγώσει και τα σκεπάσματα άφηναν την πλάτη της ακάλυπτη, ενώ κάπου κάπου ένα ρίγος τη συντάραζε όταν τρύπωνε μέσα μια ριπή παγωμένου αέρα.
   Έξω από το ανάκλιντρο άκουσε αντρικές φωνές να κουβεντιάζουν και να αστειεύονται για το κρύο, ενώ ορκίζονταν ότι θα έτρωγαν καλά όταν η πομπή θα έφτανε στο Μπέρφορντ. Οι φωνές τους ήταν σαν να έρχονταν από πολύ μακριά. Τελικά η Καταλίνα αποκοιμήθηκε από το κρύο και την εξάντληση.
   Ξύπνησε αποχαυνωμένη όταν το ανάκλιντρο ακούμπησε απότομα στο έδαφος και οι κουρτίνες τραβήχτηκαν στο πλάι. Ένα κύμα παγωμένου αέρα τη χτύπησε στο πρόσωπο και η Καταλίνα κατέβασε το κεφάλι με ένα επιφώνημα πόνου.
   «Ινφάντα;» είπε η δόνα Ελβίρα. Η γκουβερνάντα ακολουθούσε το ανάκλιντρο καβάλα στο μουλάρι της και η άσκηση την είχε βοηθήσει να μείνει ζεστή. «Ινφάντα; Δόξα σοι ο Θεός, φτάσαμε επιτέλους».
   Η Καταλίνα δε μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι της.
   «Ινφάντα, περιμένουν να σε καλωσορίσουν».
   Η Καταλίνα εξακολουθούσε να μη σηκώνει τα μάτια της.
   «Τι συμβαίνει εκεί;» Ήταν η φωνή του Αρθούρου, ο οποίος είχε δει το ανάκλιντρο να σταματάει και τη γκουβερνάντα να σκύβει από πάνω του. Είδε τις γούνες να μένουν ακίνητες. Προς στιγμήν σκέφτηκε, νιώθοντας ένα κύμα πανικού, ότι ίσως η πριγκίπισσα είχε αρρωστήσει. Η Μαρία δε Σαλίνας του έριξε μια ματιά επίπληξης. «Τι συμβαίνει;»
   «Τίποτα». Η δόνα Ελβίρα ίσιωσε το κορμί και στάθηκε ανάμεσα στον πρίγκιπα και στη νεαρή του σύζυγο, θέλοντας να κρύψει την Καταλίνα από τον Αρθούρο, που πήδηξε από το άλογό του και ήρθε προς το μέρος της. «Η πριγκίπισσα αποκοιμήθηκε και προσπαθεί να ξυπνήσει».
   «Θέλω να τη δω», είπε ο Αρθούρος παραμερίζοντας αποφασιστικά τη γυναίκα και γονατίζοντας δίπλα στο ανάκλιντρο. «Καταλίνα;» ρώτησε σιγανά.
   «Έχω ξεπαγιάσει», είπε μια σιγανή, λεπτή φωνούλα. Η πριγκίπισσα ανασήκωσε το κεφάλι της και ο Αρθούρος είδε ότι ήταν άσπρη σαν το χιόνι και ότι τα χείλη της είχαν μπλαβίσει. «Κ... κρυώνω τόσο πολύ, που θα πεθάνω και τότε θα είσαι ευχαριστημένος. Μπ... μπορείς να με θάψεις στη φριχτή σου χώρα και να π... παντρευτείς μια χοντρή, ηλίθια Αγγλίδα. Κι εγώ δεν θα ξαναδώ...» Ξέσπασε σε λυγμούς.
   «Καταλίνα;» Είχε χάσει τα λόγια του.
   «Δεν θα ξαναδώ ποτέ τη μ... μητέρα μου. Αλλά θα μάθει ότι με σκότωσες με τη μίζερη χώρα σου και τη σκληρότητά σου».
   «Δεν ήμουν σκληρός!» της αντιγύρισε αμέσως, αδιαφορώντας τελείως για το πλήθος των αυλικών που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται γύρω τους. «Για όνομα του Θεού, Καταλίνα, όχι εγώ!»
   «Ήσουν σκληρός». Ανασήκωσε το κεφάλι της μέσα από τις γούνες. «Ήσουν σκληρός επειδή....»
   Το θλιμμένο, κάτωχρο, δακρυσμένο πρόσωπό της ήταν πιο εύγλωττο από τα λόγια. Του θύμισε τις αδερφές του όταν τις κατσάδιαζε η γιαγιά τους. Δε θύμιζε την εξοργιστική, προσβλητική Ισπανίδα πριγκίπισσα, αλλά ένα κορίτσι που το κακομεταχειρίστηκαν και ξέσπασε σε δάκρυα. Και τότε ο Αρθούρος συνειδητοποίησε ότι αυτός την είχε κακομεταχειριστεί, αυτός την είχε κάνει να κλάψει, αυτός την είχε αφήσει όλο το απόγευμα μέσα στο παγωμένο ανάκλιντρο, ενώ ο ίδιος προχωρούσε μπροστά με το άλογό του και χαιρόταν με τη σκέψη της δυστυχίας της.
   Άπλωσε το χέρι του ανάμεσα στις γούνες και έπιασε την παγωμένη παλάμη της. Τα δάχτυλά της είχαν μουδιάσει από το κρύο. Κατάλαβε το λάθος του. Έφερε τα μελανιασμένα ακροδάχτυλά της στο στόμα του και τα φίλησε, ύστερα τα κράτησε κοντά στα χείλη του και τα ζέστανε με την ανάσα του. «Ο Θεός να με συγχωρήσει», είπε. «Ξέχασα ότι ήμουν σύζυγος. Δεν ήξερα ότι έπρεπε να φερθώ σαν σύζυγος. Δεν είχα καταλάβει ότι μπορούσα να σε κάνω να κλάψεις. Δε θα το ξανακάνω ποτέ».
   Η Καταλίνα ανοιγόκλεισε τα γαλανά μάτια της, που ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα. «Τι;»
   «Έκανα λάθος. Ήμουν θυμωμένος, αλλά έκανα πολύ μεγάλο λάθος. Επίτρεψέ μου να σε πάω μέσα και θα σε ζεστάνουμε και θα σου πω πόσο πολύ λυπάμαι και δε θα σου φερθώ ποτέ ξανά άσχημα».
   Η πριγκίπισσα άρχισε να παλεύει αμέσως με τις γούνες και ο Αρθούρος τη βοήθησε να τις πετάξει από πάνω της. Ήταν τόσο πιασμένη και τόσο ξεπαγιασμένη, που σκόνταψε όταν προσπάθησε να σηκωθεί όρθια. Αγνοώντας τις πνιχτές διαμαρτυρίες της γκουβερνάντας της, τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την κουβάλησε σαν νύφη πάνω από το κατώφλι του αρχοντικού.
   Την άφησε απαλά μπροστά στη δυνατή φωτιά, κατέβασε προσεκτικά την κουκούλα της, έλυσε το μανδύα της και της έτριψε τα χέρια. Έδιωξε με ένα νεύμα τους υπηρέτες που ήρθαν για να πάρουν το μανδύα και να της προσφέρουν κρασί. Δημιούργησε μια μικρή νησίδα γαλήνης και ησυχίας γύρω τους και είδε το χρώμα να επανέρχεται στα χλωμά μάγουλά της.
   «Σου ζητώ συγγνώμη», είπε μέσα από την καρδιά του. «Ήμουν πολύ, μα πάρα πολύ θυμωμένος μαζί σου, αλλά δεν έπρεπε να σε αναγκάσω να ταξιδέψεις τόσο μακριά με τόσο άσχημο καιρό, δεν έπρεπε να σε αφήσω να κρυώσεις. Ήταν λάθος μου».
   «Σε συγχωρώ», του ψιθύρισε η Καταλίνα και ένα μικρό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της.
   «Δεν ήξερα ότι έπρεπε να σε φροντίσω. Δε σκέφτηκα. Φέρθηκα σαν μικρό παιδί, ένα σκληρό παιδί. Αλλά τώρα ξέρω, Καταλίνα. Δεν θα σου ξαναφερθώ ποτέ άσχημα».
   Η πριγκίπισσα ένευσε. «Ω, σε παρακαλώ. Κι εσύ πρέπει να συγχωρήσεις εμένα. Κι εγώ σου φέρθηκα άσχημα».
   «Αλήθεια;»
   «Στην Οξφόρδη», του ψιθύρισε πολύ χαμηλόφωνα.
   Ο Αρθούρος ένευσε. «Και τι θέλεις να μου πεις;»
   Η Καταλίνα σήκωσε τα μάτια της και του έριξε μια φευγαλέα ματιά. Δεν παρίστανε τον θιγμένο. Ήταν απλώς ένα αγόρι, με το αυστηρό αίσθημα δικαιοσύνης που χαρακτηρίζει τα αγόρια. Είχε ανάγκη να ακούσει μια κανονική συγγνώμη.
   «Λυπάμαι πάρα μα πάρα πολύ», του είπε και έλεγε την αλήθεια. «Δεν ήταν ωραίο αυτό που έκανα και το μετάνιωσα το πρωί, αλλά δε μπορούσα να στο πω».
   «Θέλεις να πάμε στο κρεβάτι τώρα;» της ψιθύρισε, με τα χείλη του κοντά στο αφτί της.
   «Μπορούμε;»
   «Αν πω ότι είσαι άρρωστη;»
   Η Καταλίνα ένευσε χωρίς να πει τίποτε άλλο.
   «Η πριγκίπισσα κρύωσε και δε νιώθει καλά», ανακοίνωσε ο Αρθούρος στην ομήγυρη. «Η δόνα Ελβίρα θα την οδηγήσει τώρα στο δωμάτιό της και αργότερα θα δειπνήσουμε μαζί εκεί, μόνοι», είπε κοφτά.
   «Μα έχει έρθει κόσμος για να δει την Υψηλότητά σας...» είπε παρακαλετά ο οικοδεσπότης τους. «Έχουν ετοιμάσει γλέντι και θα ήθελαν να σας μιλήσουν για ορισμένα ζητήματα...»
   «Θα τους δω όλους στην αίθουσα, ενώ θα μείνουμε και αύριο. Αλλά η πριγκίπισσα πρέπει να πάει αμέσως στο δωμάτιό της».
   «Φυσικά».
   Αναστάτωση επικράτησε γύρω από την πριγκίπισσα, καθώς οι κυρίες της, με επικεφαλής τη δόνα Ελβίρα, τη συνόδευσαν στο δωμάτιό της. Η Καταλίνα γύρισε στον Αρθούρο.
   «Σας παρακαλώ, ελάτε στο δωμάτιό μου για να δειπνήσουμε μαζί», είπε καθαρά ώστε να την ακούσουν όλοι. «Θέλω να σας δω, Υψηλότατε».
   Τα λόγια της σήμαιναν τα πάντα γι' αυτόν: το γεγονός ότι διακήρυξε δημόσια την επιθυμία της γι' αυτόν ήταν μεγάλο κομπλιμέντο. Ο Αρθούρος υποκλίθηκε και μετά πήγε στη μεγαλοπρεπή αίθουσα, όπου ζήτησε μια κούπα μπίρα και στη συνέχεια δέχτηκε με μεγάλη ευγένεια τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί για να τον δουν. Λίγο αργότερα ζήτησε συγγνώμη και πήγε στο δωμάτιό της.
 
   Η Καταλίνα τον περίμενε μόνη, καθισμένη μπροστά στη φωτιά. Είχε διώξει τις κυρίες της, τις υπηρέτριές της, δεν υπήρχε κανείς μέσα στο δωμάτιο, ήταν ολομόναχοι. Ο Αρθούρος ζάρωσε σχεδόν από τον φόβο βλέποντας το άδειο δωμάτιο· οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες δεν έμεναν ποτέ μόνοι στην Αυλή των Τυδώρ. Ωστόσο, η Καταλίνα είχε διώξει τους υπηρέτες που έπρεπε να τους σερβίρουν και είχε διώξει τις κυρίες που θα έπρεπε να δειπνήσουν μαζί τους. Είχε διώξει μέχρι και τη γκουβερνάντα της. Δεν υπήρχε κανείς για να δει τι είχε κάνει στα δωμάτιά της ούτε πώς είχε στρώσει το τραπέζι του δείπνου.
   Είχε καλύψει τα απλά ξύλινα έπιπλα με ανοιχτόχρωμα πολύχρωμα μαντίλια, ενώ είχε κρεμάσει μαντίλια και μπροστά στις ταπισερί για να καλύψει τους ψυχρούς τοίχους, με αποτέλεσμα το δωμάτιο να θυμίζει όμορφα διακοσμημένη σκηνή.
   Είχε δώσει εντολή να κόψουν τα πόδια του τραπεζιού, μετατρέποντάς το σε χαμηλό σοφρά -ένα γελοιωδέστατο έπιπλο-  και είχε τοποθετήσει δεξιά και αριστερά μεγάλες μαξιλάρες, θαρρείς και θα έτρωγαν ξαπλωτοί, σαν απολίτιστοι. Το δείπνο σερβιρίστηκε στο χαμηλό τραπέζι που τους έφτανε ως το γόνατο, κοντά στη ζεστασιά των αναμμένων κούτσουρων, σαν σε βερβέρικη γιορτή. Παντού στο δωμάτιο υπήρχαν αναμμένα κεριά και στον αέρα πλανιόταν η βαριά μεθυστική μυρωδιά του λιβανιού, σαν το θυμίαμα που καίνε στις εκκλησίες στις γιορτές.
   Ο Αρθούρος ήταν έτοιμος να γκρινιάξει για το πόσο εξωφρενικό ήταν που κουτσούρεψαν το έπιπλο, αλλά συγκρατήθηκε. Ίσως δεν επρόκειτο απλώς για μια κοριτσίστικη ιδιοτροπία· σκέφτηκε ότι η πριγκίπισσα προσπαθούσε να του δείξει κάτι.
   Η ίδια ήταν ντυμένη με φοβερά ασυνήθιστο τρόπο. Είχε δέσει στο κεφάλι της ένα κομμάτι φίνο μεταξωτό, το οποίο είχε στρίψει και τυλίξει γύρω γύρω σαν διάδημα, αφήνοντας την άκρη του υφάσματος να κρέμεται σαν ουρά από πίσω και πιάνοντάς τη χαλαρά κάτω από τη μια πλευρά του κεφαλόδεσμου, θαρρείς και θα το έφερνε μπροστά στο πρόσωπό της σαν πέπλο. Αντί για κάποιο σεμνό φουστάνι, φορούσε ένα απλό μεσοφόρι από φίνο μεταξωτό ύφασμα, σε ανοιχτό γαλάζιο χρώμα, τόσο λεπτό που ήταν σχεδόν διάφανο, που επέτρεπε να δει τη χλωμή επιδερμίδα της από κάτω. Ο Αρθούρος ένιωσε την καρδιά του να σφυροκοπά δυνατά όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν γυμνή κάτω από το ανάριο μετάξι. Κάτω από το καφτάνι φορούσε παντελόνι -σαν άντρας- αν και το συγκεκριμένο ρούχο δεν είχε καμία σχέση με τα αντρικά παντελόνια, αφού ήταν φαρδύ και έπεφτε χυτό πάνω στους λεπτούς γοφούς της, όπου το συγκρατούσε ένα χρυσό κορδόνι, φτάνοντας μέχρι τα μισόγυμνα πέλματά της, όπου έδενε και πάλι, ενώ στα πόδια της φορούσε ένα ζευγάρι λεπτεπίλεπτες πορφυρές παντόφλες, ραμμένες με χρυσή κλωστή. Ο Αρθούρος την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω -από το βερβέρικο τουρμπάνι μέχρι τα τούρκικα πασούμια- και του κόπηκε η μιλιά.
   «Δε σου αρέσουν τα ρούχα μου», είπε ευθέως η Καταλίνα και ο Αρθούρος, που ήταν τόσο άπειρος, δεν αντιλήφθηκε την ένταση της ντροπής που ήταν έτοιμη να νιώσει.
   «Δεν έχω ξαναδεί παρόμοια», είπε τραυλίζοντας. «Είναι αραβικά; Δείξε μου!»
   Η Καταλίνα έκανε μια πλήρη περιστροφή επιτόπου, κοιτάζοντάς τον πάνω από τον ώμο της, και μετά γύρισε και πάλι προς το μέρος του. «Έτσι ντυνόμαστε όλοι στην Ισπανία», είπε. «Αυτά φοράει και η μητέρα μου. Είναι πιο άνετα από τα φουστάνια και πιο καθαρά. Τα πάντα μπορούν να πλυθούν -όχι σαν το βελούδο και το δαμάσκο».
   Ο Αρθούρος ένευσε και πρόσεξε για πρώτη φορά την ελαφριά ευωδιά ροδόνερου που ανέδιδε το μεταξωτό ύφασμα.
   «Και είναι πολύ δροσερά όταν κάνει ζέστη», πρόσθεσε.
   «Είναι... όμορφα». Παραλίγο να πει «βερβέρικα» και χάρηκε που δεν το είχε κάνει όταν είδε τα μάτια της να φωτίζονται.
   «Αλήθεια λες;»
   «Ναι».
   Η Καταλίνα σήκωσε αμέσως τα χέρια της και έκανε άλλη μια περιστροφή για να του δείξει πώς ανέμιζε το παντελόνι και το ελαφρύ καφτάνι.
   «Τα φοράς και όταν κοιμάσαι;»
   Η πριγκίπισσα έβαλε τα γέλια. «Τα φοράμε σχεδόν παντού. Η μητέρα μου τα φοράει πάντα κάτω από την πανοπλία της. Είναι πολύ πιο άνετα από οτιδήποτε άλλο, ενώ δε θα μπορούσε να φοράει φουστάνια κάτω από τον αλυσιδωτό θώρακα».
   «Όχι...» 
   «Όταν δεχόμαστε χριστιανούς πρεσβευτές ή σε επίσημες κρατικές εκδηλώψσεις ή όταν έχουμε γιορτή, τότε φοράμε φουστάνια και μανδύες, ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα που κάνει κρύο. Αλλά στα ιδιαίτερα διαμερίσματά μας, όλο το καλοκαίρι, καθώς και στις εκστρατείες, ντυνόμαστε πάντα σαν τους Μορίσκο. Αυτά τα ρούχα φτιάχνονται εύκολα, πλένονται εύκολα, μεταφέρονται εύκολα και είναι πιο ευκολοφόρετα».
   «Δε μπορείς να τα φοράς εδώ», είπε ο Αρθούρος. «Λυπάμαι πάρα πολύ. Αλλά η βασιλομήτωρ θα αντιδρούσε αν ήξερε ότι τα έφερες μαζί σου».
   Η Καταλίνα ένευσε. «Το ξέρω. Η μητέρα μου δεν ήθελε να τα φέρω καθόλου. Αλλά ήθελα να έχω κάτι που να μου θυμίζει το σπίτι μου και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να τα κρατάω φυλαγμένα στο μπαούλο μου και να μην το πω σε κανέναν. Απόψε, όμως, σκέφτηκα να στα δείξω. Ήθελα να σου δείξω ποια είμαι, πώς ήμουν παλιά».
   Η Καταλίνα έκανε ένα βήμα στο πλάι και του έκανε νόημα να έρθει στο τραπέζι. Ο Αρθούρος ένιωσε πολύ αδέξιος την ώρα που έσκυψε και έβγαλε τις μπότες ιππασίας του για να πατήσει ξυπόλυτος πάνω στα πλούσια χαλιά. Η πριγκίπισσα ένευσε με επιδοκιμασία και του έκανε νόημα να καθίσει σε ένα από τα χρυσοκέντητα μαξιλάρια.
   Η ίδια κάθισε απέναντί του και του έδωσε ένα μπολ με αρωματισμένο νερό και μια άσπρη πετσέτα. Ο Αρθούρος βούτηξε τα δάχτυλά του στο νερό και τα σκούπισε.
   Η Καταλίνα χαμογέλασε και του έδωσε ένα χρυσό πιάτο  με φαγητά της παιδικής του ηλικίας: ψητά μπούτια κοτόπουλο, νεφρά με σάλτσα και άσπρο προζυμένιο ψωμί -ένα παραδοσιακό αγγλικό δείπνο. Ωστόσο, είχε ζητήσει να τα σερβίρουν σε μικροσκοπικές μερίδες, μοιρασμένες σε ξεχωριστά πιάτα, με τα λεπτά κόκαλα τοποθετημένα καλλιτεχνικά στο πιάτο. Είχε κόψει φέτες μήλου δίπλα στο κρέας και είχε προσθέσει κάποια πολύτιμα πικάντικα κρέατα δίπλα σε φέτες ζαχαρωμένων δαμάσκηνων. Είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να του σερβίρει ένα ισπανικό γεύμα, με όλη τη φινέτσα και την πολυτέλεια των μαυριτανικών γεύσεων.
   Ο Αρθούρος ένιωσε τις προκαταλήψεις του να καταρρέουν. «Είναι... πανέμορφα», είπε ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις για να το περιγράψει. «Είναι σαν... σαν ζωγραφιά. Είσαι σαν....» Δε μπόρεσε να σκεφτεί κάτι που να της ταίριαζε. Και τότε του ήρθε μια εικόνα. «Είσαι σαν ένα πίνακα που είδα κάποτε σε μια πιατέλα», είπε. «Σε έναν θησαυρό της μητέρας μου από την Περσία. Έτσι είσαι και εσύ. Ασυνήθιστη και πανέμορφη».
   Το πρόσωπό της φωτίστηκε με το κομπλιμέντο του. «Θέλω να καταλάβεις», του είπε μιλώντας του προσεκτικά στα λατινικά. «Θέλω να καταλάβεις τι είμαι. Cuiusmodi sum».
   «Τι είσαι;»
   «Είμαι η σύζυγός σου», τον διαβεβαίωσε. «Είμαι πριγκίπισσα της Ουαλίας, θα γίνω βασίλισσα της Αγγλίας. Θα γίνω Αγγλίδα. Αυτό είναι το πεπρωμένο μου. Αλλά εκτός από όλα αυτά, είμαι και Ινφάντα της Ισπανίας, της αλ - Ανταλούς».
   «Το ξέρω».
   «Το ξέρεις· αλλά και δεν το ξέρεις. Δεν ξέρεις τίποτα για την Ισπανία, δεν ξέρεις τίποτα για μένα. Θέλω να σου εξηγήσω ποια είμαι. Θέλω να γνωρίσεις την Ισπανία. Είμαι Ισπανίδα πριγκίπισσα. Είμαι η χαϊδεμένη του πατέρα μου. Όταν δειπνούμε μόνοι, τρώμε έτσι. Όταν είμαστε σε εκστρατεία, ζούμε σε σκηνές και καθόμαστε μπροστά σε μαγκάλια όπως τώρα. Και ήμαστε σε εκστρατεία κάθε χρόνο της ζωής μου, ώσπου έγινα επτά ετών»
   «Μα είστε χριστιανικό βασίλειο», διαμαρτυρήθηκε ο Αρθούρος. «Είστε μία από τις δυνάμεις του χριστιανικού κόσμου. Έχετε καρέκλες, κανονικές καρέκλες, σίγουρα τρώτε σε κανονικά τραπέζια».
   «Μόνο στα επίσημα δείπνα», του είπε. «Όταν είμαστε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά μας ζούμε έτσι, σαν τους Μαυριτανούς. Ω, κάνουμε προσευχή, ευχαριστούμε τον Ένα και Μοναδικό Θεό για το ψωμί που μας έδωσε. Αλλά δεν ζούμε όπως ζείτε εσείς εδώ στην Αγγλία. Έχουμε όμορφους κήπους γεμάτους σιντριβάνια και κελαρυστά νερά. Στα παλάτια μας έχουμε δωμάτια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους και επιγραφές χαραγμένες με χρυσά γράμματα, που λένε όμορφες αλήθειες με ποιήματα. Έχουμε λουτρά και ζεστό νερό για να πλενόμαστε και αρωματισμένα δωμάτια με πυκνό ατμό, καθώς και δωμάτια πάγου, που τα γεμίζουμε με χιόνι από τις οροσειρές ώστε να παγώνουμε τα φρούτα και τα ποτά μας το καλοκαίρι».
   Τα λόγια της ήταν τόσο σαγηνευτικά, όσο και οι εικόνες που περιέγραφε. «Ακούγονται τόσο παράξενα όλα αυτά», της είπε διστακτικά. «Σαν παραμύθι».
   «Τώρα μόλις αρχίζω να συνειδητοποιώ πόσο άγνωστοι είμαστε μεταξύ μας», του είπε η Καταλίνα. «Νόμιζα ότι η χώρα σου θα ήταν σαν τη δική μου, αλλά είναι τελείως διαφορετική. Έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι είμαστε περισσότερο σαν τους Πέρσες παρά σαν τους Γερμανούς. Περισσότερο Άραβες παρά Βησιγότθοι. Ίσως περίμενες ότι θα ήμουν μια πριγκίπισσα σαν τις αδερφές σου, αλλά είμαι πολύ... πάρα πολύ διαφορετική».
   Ο Αρθούρος ένευσε. «Θα μάθω τα ήθη και έθιμά σας», της πρότεινε διστακτικά. «Όπως θα πρέπει να μάθεις κι εσύ τα δικά μου».
   «Θα γίνω βασίλισσα της Αγγλίας, θα πρέπει να γίνω Αγγλίδα. Αλλά θέλω να μάθεις πώς ήμουν όταν ήμουν μικρή».
   Ο Αρθούρος ένευσε.  «Κρύωσες πολύ σήμερα;» τη ρώτησε. Ένιωσε κάτι παράξενο και πρωτόγνωρο, σαν ένα βάρος στην κοιλιά του. Συνειδητοποίησε ότι ήταν στενοχώρια στη σκέψη ότι η πριγκίπισσα ήταν δυστυχισμένη.
   Η Καταλίνα τον κοίταξε με ευθύ βλέμμα. «Ναι», είπε. «Κρύωσα πάρα πολύ. Και ύστερα σκέφτηκα ότι σου φέρθηκα άσχημα και ένιωσα πολύ δυστυχισμένη. Και μετά σκέφτηκα ότι ήμουν πολύ μακριά από το σπίτι μου, από τη ζεστασιά και το φως του ήλιου, και από τη μητέρα μου, και ένιωσα τρομερή νοσταλγία. Ήταν φριχτή μέρα η σημερινή. Πέρασα φριχτά σήμερα».
   Ο Αρθούρος άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. «Μπορώ να σε παρηγορήσω;»
   Τα ακροδάχτυλά της άγγιξαν τα δικά του. «Το έκανες ήδη», του είπε. «Όταν με έφερες κοντά στη φωτιά και μου ζήτησες συγγνώμη. Η παρουσία σου είναι παρηγοριά από μόνη της. Θα μάθω να σου έχω εμπιστοσύνη, θα μάθω ότι πάντα θα με παρηγορείς».
   Την τράβηξε κοντά του. Τα μαξιλάρια ήταν μαλακά και άνετα και την ξάπλωσε δίπλα του, τραβώντας απαλά το μεταξωτό ύφασμα που ήταν τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι της. Το τουρμπάνι γλίστρησε αμέσως και από κάτω ξεχύθηκαν τα πλούσια κόκκινα τσουλούφια. Άγγιξε τα μαλλιά της με τα χείλη του και ύστερα το γλυκό και ελαφρώς τρεμάμενο στόμα της, τα μάτια της με τις ξανθές βλεφαρίδες, τα ανοιχτόχρωμα φρύδια, τις γαλάζιες φλέβες στους κροτάφους της, τους λοβούς των αφτιών της. Και τότε ένιωσε τον πόθο να φουντώνει μέσα του και φίλησε το λακκάκι στη βάση του λαιμού της, τις λεπτές κλείδες, τη ζεστή, σαγηνευτική σάρκα της καμπύλης του λαιμού και του ώμου της, το μέσα μέρος του αγκώνα της, τη ζεστή παλάμη της, την αισθησιακά μοσχοβολιστή μασχάλη της και μετά τράβηξε το μεσοφόρι πάνω από το κεφάλι της και η Καταλίνα έμεινε γυμνή στην αγκαλιά του· η σύζυγός του, μια σύζυγος γεμάτη αγάπη επιτέλους.
 
   Τον αγαπώ. Δεν πίστευα ότι ήταν ποτέ δυνατόν, αλλά τον αγαπώ. Τον ερωτεύτηκα. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και απορώ, θαρρείς και έχω αλλάξει, θαρρείς και τα πάντα έχουν αλλάξει. Είμαι νέα και είμαι ερωτευμένη με τον σύζυγό μου. Είμαι ερωτευμένη με τον πρίγκιπα της Ουαλίας. Εγώ, η Καταλίνα της Ισπανίας, είμαι ερωτευμένη. Λαχταρούσα αυτόν τον έρωτα και πίστευα ότι ήταν αδύνατον να τον αποκτήσω, αλλά να που τώρα τον έχω. Είμαι ερωτευμένη με τον σύζυγό μου και θα γίνουμε βασιλιάς και βασίλισσα της Αγγλίας. Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει τώρα πια ότι ο Θεός με έχει ευλογήσει με την ιδιαίτερη χάρη Του; Με λύτρωσε από τους κινδύνους του πολέμου και με οδήγησε στην ασφάλεια και τη γαλήνη του παλατιού της Αλάμπρα και τώρα μου χάρισε την Αγγλία και την αγάπη του νέου που θα γίνει βασιλιάς της. 
   Παρασυρμένη από ένα ξαφνικό κύμα συγκίνησης, πλέκω τα χέρια μου και προσεύχομαι: «Αχ, Θεέ μου, άσε με να τον αγαπάω για πάντα, μη μας χωρίσεις όπως χώρισες τον Χουάν και τη Μαργκό στους πρώτους μήνες της ευτυχίας τους. Άσε μας να γεράσουμε μαζί, άσε μας να αγαπιόμαστε για πάντα».
 
 Gregory Philippa, Η ισπανίδα πριγκίπισσα, μετφ. Βούλα Αυγουστίνου, εκδ. Διόπτρα, Αθήνα 2019
 
Σημειώσεις:
(1) Ονομασία των μουσουλμάνων κατοίκων της Ιβηρικής, που από το 1501 και μετά αναγκάστηκαν να ασπαστούν τον Ρωμαιοκαθολικισμό, παρότι συχνά διατηρούσαν τα ισλαμικά ήθη. (Σ.τ.Μ.)  
(2) Τίτλος τιμής του Ισπανού πρίγκιπα. Ο αντίστοιχος τίτλος για τις Ισπανίδες πριγκίπισσες είναι «Ινφάντα». (Σ.τ.Μ.) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: