Η οικογένεια της Ελίζας Σόμερς και του Τάο Τσι΄έν έμενε σ' ένα ευρύχωρο και άνετο σπίτι, πιο στέρεο και καλύτερης κατασκευής από τα υπόλοιπα στην Τσάιναταουν. Τριγύρω όλοι μιλούσαν κυρίως καντονέζικα και όλα, από το φαγητό μέχρι τις εφημερίδες, ήταν κενέζικα. Σε αρκετά τετράγωνα απόσταση βρισκόταν η ισπανική συνοικία, όπου η Ελίζα Σόμερς συνήθιζε να τριγυρίζει για την ευχαρίστηση να μιλάει ισπανικά, αλλά η μέρα της περνούσε ανάμεσα σε Αμερικανούς γύρω από την Πλατεία της Ένωσης, όπου βρισκόταν το κομψό τεϊοποτείο της. Με τα γλυκά της είχε από την αρχή βοηθήσει στη συντήρηση της οικογένειας, γιατί μεγάλο μέρος από το εισόδημα του Τάο Τσι΄έν κατέληγε σε ξένα χέρια· τα χρήματα που δεν πήγαιναν στη βοήθεια των φτωχών Κινέζων εργατών όταν αρρώσταιναν ή δυστυχούσαν, μπορούσαν να καταλήξουν στους παράνομους πλειστηριασμούς των σκλαβωμένων κοριτσιών. Η διάσωση αυτών των κοριτσιών από μια ζωή ατίμωσης είχε γίνει ιερή αποστολή του Τάο Τσι΄έν -έτσι το έβλεπε η Ελίζα Σόμερς από την αρχή και το δέχτηκε σαν άλλο ένα χαρακτηριστικό του άντρα της, άλλο ένα λόγο από τους πολλούς που την έκαναν να τον αγαπάει. Έφτιαξε την επιχείρηση του ζαχαροπλαστείου για να μην τον βασανίζει με απαιτήσεις για χρήματα· χρειαζόταν ανεξαρτησία για να δώσει στα παιδιά της την καλύτερη αμερικάνικη μόρφωση, αφού ήθελε ν' αφομοιωθούν εντελώς στις Ηνωμένες Πολιτείες και να ζήσουν χωρίς τους περιορισμούς που υπήρχαν για τους Κινέζους και τους Ισπανόφωνους. Με τη Λυν τα είχε καταφέρει, αλλά με τον Λάκυ τα σχέδιά της απέτυχαν, γιατί ο νεαρός ήταν περήφανος για την καταγωγή του και δεν ήθελε να φύγει από την Τσάιναταουν.
Η Λυν λάτρευε τον πατέρα της - ήταν αδύνατο να μην αγαπάει κανείς αυτόν τον γλυκό και γεναιόδωρο άνθρωπο- αλλά ντρεπόταν για τη ράτσα της. Συνειδητοποίησε πολύ γρήγορα πως ο μόνος τόπος για τους Κινέζους ήταν η συνοικία τους, γιατί στην υπόλοιπη πόλη τούς σιχαίνονταν. Το αγαπημένο άθλημα των λευκών νεαρών ήταν να πετροβολούν τους Ουράνιους ή να τους κόβουν την κοτσίδα, αφού τους έσπαζαν στο ξύλο. Η Λυν, όπως και η μητέρα της, ζούσε με το ένα πόδι στην Κίνα και με το άλλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δυο τους μιλούσαν μόνο αγγλικά και χτενίζονταν και ντύνονταν με την αμερικάνικη μόδα, αν και μέσα στο σπίτι συνήθιζαν να φοράνε πουκαμίσα και μεταξωτό παντελόνι. Η Λυν, εκτός από τα μακριά κόκαλα και τα σχιστά μάτια, είχε πάρει πολύ λίγα από τον πατέρα της, κι ακόμα πιο λίγα από τη μητέρα της· κανείς δεν ήξερε από πού προερχόταν η σπάνια ομορφιά της. Ποτέ δεν της είχαν επιτρέψει να παίξει στο δρόμο, όπως έκανε ο αδελφός της Λάκυ, γιατί στην Τσάιναταουν οι ενάρετες γυναίκες και οι κοπέλες από καλές οικογένειες ζούσαν εντελώς απομονωμένες. Στις λίγες περιστάσεις που έβγαινε στη συνοικία, κρατούσε το χέρι του πατέρα της και είχε το βλέμμα καρφωμένο καταγής, για να μην προκαλεί το σχεδόν ολοκληρωτικά αρσενικό πλήθος. Και οι δυο τραβούσαν την προσοχή, εκείνη με την ομορφιά της κι εκείνος επειδή ντυνόταν όπως οι Γιάνκηδες. Ο Τάο Τσι΄έν είχε εγκαταλείψει πριν από πολλά χρόνια την παραδοσιακή κοτσίδα των δικών του και είχε κοντά μαλλιά χτενισμένα με μπριγιαντίνη προς τα πίσω, φορούσε άψογο μαύρο κοστούμι, πουκάμισο με κολλαρισμένο γιακά και ψηλό καπέλο. Έξω από την Τσάιναταουν, ωστόσο, η Λυν κυκλοφορούσε εντελώς ελεύθερα, σαν οποιαδήποτε λευκή κοπέλα. Είχε μορφωθεί σ' ένα σχολείο πρεσβυτεριανών, όπου είχε μάθει τα βασικά στοιχεία του χριστιανισμού, που μαζί με την άσκηση του βουδισμού από τον πατέρα της κατέληξαν να την πείσουν πως ο Χριστός είναι μετενσάρκωση του Βούδα. Πήγαινε μόνη για ψώνια, για τα μαθήματα του πιάνου και στα σπίτια των συμμαθητριών της. Τα απογεύματα καθόταν στο τεϊοποτείο της μητέρας της, όπου μελετούσε τα μαθήματά της και διασκέδαζε ξαναδιαβάζοντας τα ρομαντικά μυθιστορήματα που αγόραζε για μερικά σεντς ή που της έστελνε η μεγάλη θεία της Ρόουζ από το Λονδίνο. Άδικα πήγαν οι προσπάθειες της Ελίζας Σόμερς να την κάνει να ενδιαφερθεί για την κουζίνα ή για κάποια άλλη οικιακή δραστηριότητα· η κόρη της δεν έμοιαζε να είναι φτιαγμένη για τις καθημερινές δουλειές.