Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

[ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ]

   
   Η οικογένεια της Ελίζας Σόμερς και του Τάο Τσι΄έν έμενε σ' ένα ευρύχωρο και άνετο σπίτι, πιο στέρεο και καλύτερης κατασκευής από τα υπόλοιπα στην Τσάιναταουν. Τριγύρω όλοι μιλούσαν κυρίως καντονέζικα και όλα, από το φαγητό μέχρι τις εφημερίδες, ήταν κενέζικα. Σε αρκετά τετράγωνα απόσταση βρισκόταν η ισπανική συνοικία, όπου η Ελίζα Σόμερς συνήθιζε να τριγυρίζει για την ευχαρίστηση να μιλάει ισπανικά, αλλά η μέρα της περνούσε ανάμεσα σε Αμερικανούς γύρω από την Πλατεία της Ένωσης, όπου βρισκόταν το κομψό τεϊοποτείο της. Με τα γλυκά της είχε από την αρχή βοηθήσει στη συντήρηση της οικογένειας, γιατί μεγάλο μέρος από το εισόδημα του Τάο Τσι΄έν κατέληγε σε ξένα χέρια· τα χρήματα που δεν πήγαιναν στη βοήθεια των φτωχών Κινέζων εργατών όταν αρρώσταιναν ή δυστυχούσαν, μπορούσαν να καταλήξουν στους παράνομους πλειστηριασμούς των σκλαβωμένων κοριτσιών. Η διάσωση αυτών των κοριτσιών από μια ζωή ατίμωσης είχε γίνει ιερή αποστολή του Τάο Τσι΄έν -έτσι το έβλεπε η Ελίζα Σόμερς από την αρχή και το δέχτηκε σαν άλλο ένα χαρακτηριστικό του άντρα της, άλλο ένα λόγο από τους πολλούς που την έκαναν να τον αγαπάει. Έφτιαξε την επιχείρηση του ζαχαροπλαστείου για να μην τον βασανίζει με απαιτήσεις για χρήματα· χρειαζόταν ανεξαρτησία για να δώσει στα παιδιά της την καλύτερη αμερικάνικη μόρφωση, αφού ήθελε ν' αφομοιωθούν εντελώς στις Ηνωμένες Πολιτείες και να ζήσουν χωρίς τους περιορισμούς που υπήρχαν για τους Κινέζους και τους Ισπανόφωνους. Με τη Λυν τα είχε καταφέρει, αλλά με τον Λάκυ τα σχέδιά της απέτυχαν, γιατί ο νεαρός ήταν περήφανος για την καταγωγή του και δεν ήθελε να φύγει από την Τσάιναταουν.
   Η Λυν λάτρευε τον πατέρα της - ήταν αδύνατο να μην αγαπάει κανείς αυτόν τον γλυκό και γεναιόδωρο άνθρωπο- αλλά ντρεπόταν για τη ράτσα της. Συνειδητοποίησε πολύ γρήγορα πως ο μόνος τόπος για τους Κινέζους ήταν η συνοικία τους, γιατί στην υπόλοιπη πόλη τούς σιχαίνονταν. Το αγαπημένο άθλημα των λευκών νεαρών ήταν να πετροβολούν τους Ουράνιους ή να τους κόβουν την κοτσίδα, αφού τους έσπαζαν στο ξύλο. Η Λυν, όπως και η μητέρα της, ζούσε με το ένα πόδι στην Κίνα και με το άλλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δυο τους μιλούσαν μόνο αγγλικά και χτενίζονταν και ντύνονταν με την αμερικάνικη μόδα, αν και μέσα στο σπίτι συνήθιζαν να φοράνε πουκαμίσα και μεταξωτό παντελόνι. Η Λυν, εκτός από τα μακριά κόκαλα και τα σχιστά μάτια, είχε πάρει πολύ λίγα από τον πατέρα της, κι ακόμα πιο λίγα από τη μητέρα της· κανείς δεν ήξερε από πού προερχόταν η σπάνια ομορφιά της. Ποτέ δεν της είχαν επιτρέψει να παίξει στο δρόμο, όπως έκανε ο αδελφός της Λάκυ, γιατί στην Τσάιναταουν οι ενάρετες γυναίκες και οι κοπέλες από καλές οικογένειες ζούσαν εντελώς απομονωμένες. Στις λίγες περιστάσεις που έβγαινε στη συνοικία, κρατούσε το χέρι του πατέρα της και είχε το βλέμμα καρφωμένο καταγής, για να μην προκαλεί το σχεδόν ολοκληρωτικά αρσενικό πλήθος. Και οι δυο τραβούσαν την προσοχή, εκείνη με την ομορφιά της κι εκείνος επειδή ντυνόταν όπως οι Γιάνκηδες. Ο Τάο Τσι΄έν είχε εγκαταλείψει πριν από πολλά χρόνια την παραδοσιακή κοτσίδα των δικών του και είχε κοντά μαλλιά χτενισμένα με μπριγιαντίνη προς τα πίσω, φορούσε άψογο μαύρο κοστούμι, πουκάμισο με κολλαρισμένο γιακά και ψηλό καπέλο. Έξω από την Τσάιναταουν, ωστόσο, η Λυν κυκλοφορούσε εντελώς ελεύθερα, σαν οποιαδήποτε λευκή κοπέλα. Είχε μορφωθεί σ' ένα σχολείο πρεσβυτεριανών, όπου είχε μάθει τα βασικά στοιχεία του χριστιανισμού, που μαζί με την άσκηση του βουδισμού από τον πατέρα της κατέληξαν να την πείσουν πως ο Χριστός είναι μετενσάρκωση του Βούδα. Πήγαινε μόνη για ψώνια, για τα μαθήματα του πιάνου και στα σπίτια των συμμαθητριών της. Τα απογεύματα καθόταν στο τεϊοποτείο της μητέρας της, όπου μελετούσε τα μαθήματά της και διασκέδαζε ξαναδιαβάζοντας τα ρομαντικά μυθιστορήματα που αγόραζε για μερικά σεντς ή που της έστελνε η μεγάλη θεία της Ρόουζ από το Λονδίνο. Άδικα πήγαν οι προσπάθειες της Ελίζας Σόμερς να την κάνει να ενδιαφερθεί για την κουζίνα ή για κάποια άλλη οικιακή δραστηριότητα· η κόρη της δεν έμοιαζε να είναι φτιαγμένη για τις καθημερινές δουλειές.
   Όταν μεγάλωσε, η Λυν διατήρησε το ξενικό, αγγελικό της πρόσωπο και το σώμα της γέμισε συνταρακτικές καμπύλες. Για χρόνια κυκλοφορούσαν φωτογραφίες της χωρίς συνέπειες, αλλά όλα άλλαξαν όταν, στα δεκαπέντε της, εμφανίστηκαν οι οριστικές της διαστάσεις και συνειδητοποίησε τη σαρωτική έλξη που προκαλούσε σε όλους τους άντρες. Η μητέρα της, κατατρομαγμένη από αυτή την τρομερή δύναμη, προσπάθησε να ελέγξει το ένστικτο σαγήνης της κόρης της, επιμένοντας στους κανόνες της σεμνότητας και διδάσκοντάς την να περπατάει σαν στρατιώτης, χωρίς να κουνάει τους ώμους και τους γοφούς, αλλά όλα αποδείχτηκαν μάταια: οι άντρες κάθε ηλικίας, ράτσας και κοινωνικής τάξης γύριζαν για να τη θαυμάσουν. Κατανοώντας τα πλεονεκτήματα της ομορφιάς της, η Λυν έπαψε να την καταριέται, όπως έκανε από μικρή κι αποφάσισε να γίνει μοντέλο των καλλιτεχνών για σύντομο διάστημα, μέχρι να έρθει ένας πρίγκιπας πάνω στο φτερωτό του άλογο για να την οδηγήσει στη γαμήλια ευτυχία. Οι γονείς της είχαν ανεχτεί στα παιδικά της χρόνια, σαν ένα αθώο καπρίτσιο, τις φωτογραφίες της με τη μορφή νεράιδας πάνω σε κούνιες, αλλά θεώρησαν πολύ επικίνδυνο να εμφανίσει μπροστά στις φωτογραφικές μηχανές την καινούργια γυναικεία της όψη. "Αυτό το ποζάρισμα σαν μοντέλο δεν είναι αξιοπρεπής εργασία, αλλά σκέτη καταστροφή", αποφάσισε η Ελίζα Σόμερς με θλίψη, γιατί είχε καταλάβει πως δεν θα κατάφερνε να βγάλει από το μυαλό της κόρης της τις φαντασιώσεις της, ούτε να την προστατεύσει από την παγίδα της ομορφιάς. Συζήτησε τις ανησυχίες της με τον Τάο Τσι΄έν, σε μια από τις τέλειες στιγμές που ξεκουράζονταν μετά τον έρωτα, κι εκείνος της εξήγησε πως καθένας έχει το κάρμα του, δεν είναι δυνατό να κατευθύνει κανείς τη ζωή των άλλων, μόνο και μόνο για να διορθώσει την κατεύθυνση της δικής του· αλλά η Ελίζα δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στον εαυτό της να βρεθεί απροετοίμαστη για το χειρότερο. Συνόδευε πάντα τη Λυν, όταν ποζάριζε για τους φωτογράφους, περιφρουρώντας την αξιοπρέπειά της -καθόλου γυμνούς αστραγάλους, με καλλιτεχνικές δικαιολογίες- και τώρα που η κοπέλα ήταν δεκαεννιά χρονών, ήταν αποφασισμένη να διπλασιάσει τις προσπάθειές της.
   "Υπάρχει ένας ζωγράφος που τρέχει πίσω από τη Λυν. Λέει πως τη θέλει για να ποζάρει για έναν πίνακα της Σαλώμης", ανάγγειλε μια μέρα στον άντρα της. 
   "Ποιας;" ρώτησε ο Τάο Τσι΄έν σηκώνοντας μόλις το βλέμμα από την Ιατρική Εγκυκλοπαίδεια.
   "Της Σαλώμης, αυτής με τα επτά πέπλα, Τάο. Διάβασε τη Βίβλο".
   "Αν είναι πρόσωπο από τη Βίβλο, δεν υπάρχει πρόβλημα, υποθέτω", μουρμούρισε εκείνος αφηρημένος.
   "Ξέρεις πως ήταν η μόδα την εποχή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή;  Αν δεν προσέχω, θα ζωγραφίσουν την κόρη σου με το στήθος γυμνό!"
   "Τότε να προσέχεις", χαμογέλασε ο Τάο αγκαλιάζοντας τη γυναίκα του από τη μέση, καθίζοντάς την πάνω στο τεράστιο βιβλίο που είχε στα πόδια του και προειδοποιώντας την να μην αφήσει να τη βασανίζουν τα παιχνίδια της φαντασίας.
   "Αχ, Τάο! Τι θα κάνουμε με τη Λυν;"
   "Τίποτα, Ελίζα, σύντομα θα παντρευτεί και θα μας κάνει εγγόνια".
   "Είναι παιδί ακόμα!"
   "Στην Κίνα θα ήταν πια πολύ μεγάλη για να βρει σύζυγο".
   "Βρισκόμαστε στην Αμερική και δεν θα παντρευτεί Κινέζο", είπε αποφασιστικά εκείνη.
   "Γιατί; Δεν σου αρέσουν οι Κινέζοι;" την κορόιδεψε ο ζονγκ-γι.
   "Δεν υπάρχει άλλος άντρας σαν εσένα στον κόσμο, Τάο, αλλά πιστεύω πως η Λυν θα παντρευτεί λευκό".
   "Οι Αμερικάνοι δεν ξέρουν να κάνουν έρωτα, όπως μου λένε".
   "Ίσως εσύ θα μπορέσεις να τους διδάξεις", κοκκίνησε η Ελίζα με τη μύτη χωμένη στο λαιμό του άντρα της.
   Η Λυν ποζάρισε για τον πίνακα της Σαλώμης με μια μεταξωτή φόρμα, σε χρώμα δέρματος, κάτω από τα πέπλα, μπροστά στο ακούραστο βλέμμα της μητέρας της, αλλά η Ελίζα δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί με την ίδια σταθερότητα, όταν έκαναν στην κόρη της την απίθανη τιμή να ποζάρει σαν μοντέλο για το άγαλμα της Δημοκρατίας, που θα έστηναν στο κέντρο της Πλατείας της Ένωσης. Η καμπάνια για να μαζέψουν τα κεφάλαια είχε κρατήσει μήνες, ο κόσμος έδινε ό,τι μπορούσε, οι μαθητές μερικά σεντς, οι χήρες λίγα δολάρια και οι μεγιστάνες, όπως ο Φελισιάνο Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους, παχυλές επιταγές. Οι εφημερίδες δημοσίευαν κάθε μέρα το ύψος του ποσού της προηγούμενης, μέχρι που μαζεύτηκαν αρκετά χρήματα για να παραγγείλουν το μνημείο σ' ένα διάσημο γλύπτη, που έφεραν από τη Φιλαδέλφεια ειδικά γι' αυτό το φιλόδοξο σχέδιο. Οι πιο διακεκριμένες οικογένειες της πόλης ανταγωνίζονταν σε γλέντια και χορούς για να δώσουν στον καλλιτέχνη την ευκαιρία να διαλέξει τις κόρες τους· ήταν γνωστό πως το μοντέλο της Δημοκρατίας θα ήταν το σύμβολο του Σαν Φρανσίσκο και όλες οι νέες ονειρεύονταν μια τέτοια διάκριση. Ο γλύπτης, άνθρωπος μοντέρνος και με τολμηρές ιδέες, έψαξε για την ιδανική κοπέλα αρκετές εβδομάδες, αλλά καμιά δεν τον ικανοποιούσε. Για να παρουσιάσει το ραγδαία αναπτυσσόμενο αμερικανικό έθνος, σχηματισμένο από γενναίους μετανάστες από τις τέσσερις άκρες του κόσμου, επιθυμούσε κάποια κοπέλα από ανάμεικτες ράτσες, ανάγγειλε. Οι χρηματοδότες του σχεδίου και οι αρχές της πόλης κατατρόμαξαν· οι λευκοί δεν μπορούσαν να φανταστούν πως ο κόσμος με άλλο χρώμα ήταν εντελώς ανθρώπινος και κανείς δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει πως μια μιγάδα θα κοίταζε αφ' υψηλού την πόλη σκαρφαλωμένη στον οβελίσκο της Πλατείας της Ένωσης, όπως έλεγε αυτός ο άνθρωπος. Η Καλιφόρνια βρισκόταν στην πρωτοπορία στα θέματα της τέχνης, σχολίαζαν οι εφημερίδες, αλλά αυτή η χρησιμοποίηση μιας μιγάδας ήταν υπερβολική. Ο γλύπτης ήταν έτοιμος να υποκύψει στην πίεση και να προτιμήσει μια απόγονο Δανών, όταν μπήκε τυχαία στο ζαχαροπλαστείο της Ελίζας Σόμερς, για να παρηγορηθεί μ' ένα εκλαίρ σοκολάτας, και είδε τη Λυν. Ήταν η γυναίκα που τόσο είχε ψάξει να βρει για το άγαλμά του: ψηλή, καλοφτιαγμένη, με τέλειο σκελετό, δεν είχε μόνο την αξιοπρέπεια αυτοκράτειρας και πρόσωπο με κλασικά χαρακτηριστικά, αλλά είχε και την εξωτική σφραγίδα που εκείνος επιθυμούσε. Υπήρχε πάνω της κάτι παραπάνω από αρμονία, κάτι μοναδικό, ένα μείγμα Ανατολής και Δύσης, αισθησιασμού και αθωότητας, δύναμης και λεπτότητας, που τον σαγήνευσαν αμέσως. Όταν όμως πληροφόρησε τη μητέρα πως είχε διαλέξει την κόρη της για μοντέλο, σίγουρος πως έκανε μια εξαιρετική τιμή σ' αυτή την ταπεινή οικογένεια ζαχαροπλαστών, συνάντησε μια μεγάλη αντίσταση. Η Ελίζα Σόμερς είχε βαρεθεί να χάνει την ώρα της επιτηρώντας τη Λυν στα ατελιέ των φωτογράφων, που η μόνη δουλειά τους ήταν να πατούν ένα κουμπί με το δάχτυλο. Η ιδέα λοιπόν πως θα πόζαρε μπροστά σ' αυτόν τον ανθρωπάκο, που λογάριαζε να φτιάξει ένα μπρούντζινο άγαλμα αρκετά μέτρα ψηλό, της φάνηκε απαράδεκτη· αλλά η Λυν ήταν τόσο περήφανη με την προοπτική πως θα γινόταν η προσωποποίηση της Δημοκρατίας, ώστε η μητέρα της δεν βρήκε τη δύναμη να της το αρνηθεί. Ο γλύπτης όμως δυσκολεύτηκε να πείσει τη μητέρα πως ένας κοντός χιτώνας ήταν το κατάλληλο ρούχο γι' αυτή την περίπτωση, γιατί εκείνη δεν έβλεπε τι σχέση υπήρχε ανάμεσα στη Δημοκρατία της Βόρειας Αμερικής και στα ενδύματα των Ελλήνων. Ωστόσο τελικά συμβιβάστηκαν να ποζάρει η Λυν με γυμνά τα πόδια και τα μπράτσα, αλλά με καλυμμένο το στήθος.

   Η Λυν ζούσε μακριά από τις έγνοιες της μητέρας της για την περιφρούρηση της αρετής της, χαμένη στον κόσμο των ρομαντικών φαντασιώσεων. Πέρα από τη διεγερτική σωματική εμφάνισή της, σε τίποτα δεν διακρινόταν· ήταν μια απλή κοπέλα, που αντέγραφε στίχους σε λευκώματα με τριανταφυλλιές σελίδες κι έκανε συλλογή από πορσελάνινες μινιατούρες. Η νωθρότητά της δεν ήταν κομψότητα αλλά τεμπελιά και η μελαγχολία της δεν ήταν μυστήριο αλλά κενότητα. "Αφήστε την ήσυχη, όσο ζω εγώ τίποτα δεν θα της λείψει", είχε υποσχεθεί ο Λάκυ πολλές φορές, γιατί ήταν ο μόνος που είχε καταλάβει πολύ καλά πόσο κουτή ήταν η αδελφή του.
   Ο Λάκυ, αρκετά χρόνια μεγαλύτερος από τη Λυν, ήταν σκέτος Κινέζος. Εκτός από κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, όταν έπρεπε να παρουσιαστεί κάπου επίσημα ή να βγάλει φωτογραφία, φορούσε μπλούζα, φαρδύ παντελόνι, ζωνάρι στη μέση, ξύλινα τσόκαρα και πάντα καουμποΐστικο καπέλο. Δεν είχε την επιβλητική εμφάνιση του πατέρα του, τη λεπτότητα της μητέρας του ή την ομορφιά της αδελφής του· ήταν κοντοπόδαρος, με τετράγωνο κεφάλι και πρασινωπό δέρμα, και παρ' όλα αυτά ήταν ελκυστικός με το ακαταμάχητο χαμόγελό του και τη μεταδοτική αισιοδοξία του, που προερχόταν από τη βεβαιότητα πως ήταν σημαδεμένος με καλή τύχη. Τίποτα κακό δεν μπορούσε να του συμβεί, σκεφτόταν, είχε από γεννησιμιού του εγγυημένες την ευτυχία και την περιουσία. Το χάρισμα αυτό το είχε ανακαλύψει στα εννιά του χρόνια, παίζοντας φαν - ταν στο δρόμο με άλλα παιδιά· εκείνη τη μέρα γύρισε στο σπίτι αναγγέλλοντας πως από αυτή τη στιγμή το όνομά του θα ήταν Λάκυ -αντί για Εμπανίζερ- και δεν απάντησε ποτέ ξανά σε όποιον τον φώναζε αλλιώς. Η καλή του τύχη τον ακολουθούσε παντού, κέρδιζε σε όποια τυχερά παιχνίδια έπαιζε κι ενώ ήταν επαναστάτης και τολμηρός, ποτέ δεν είχε προβλήματα με τους τονγκς ή με τις αρχές των λευκών. Μέχρι και οι Ιρλανδοί αστυνομικοί υπέκυπταν στη γοητεία του κι ενώ ξυλοκοπούσαν τους συντρόφους του, αυτός έβγαινε από τους μπελάδες μ' ένα ανέκδοτο ή μ' ένα μαγικό κόλπο, από τα πολλά που ήξερε να κάνει με τα θαυμαστά του χέρια ταχυδακτυλουργού. Ο Τάο Τσι΄έν δεν ανεχόταν καθόλου την επιπολαιότητά του και καταριόταν το καλό του αστεράκι, που του επέτρεπε ν' αποφεύγει τις προσπάθειες των κοινών θνητών. Αυτό που επιθυμούσε για τον Λάκυ δεν ήταν ευτυχία, αλλά υπερβατικότητα. Στενοχωριόταν να τον βλέπει να περνάει από τούτο τον κόσμο σαν ικανοποιημένο πουλί, γιατί μ' αυτή τη στάση θα κατέστρεφε το κάρμα του. Πίστευε πως η ψυχή προχωρεί προς τον ουρανό μέσα από τη συμπόνια και τα βάσανα, κατανικώντας με ευγένεια και γενναιοδωρία τα εμπόδια, αλλά αν ο δρόμος του Λάκυ ήταν πάντα εύκολος, πώς θα ξεπερνούσε τον εαυτό του; Φοβόταν πως στο μέλλον θα μετενσαρκωνόταν σε σαύρα. Ο Τάο Τσι΄έν περίμενε πως ο πρωτότοκος γιος του, που έπρεπε να τον βοηθήσει στα γεράματα και να τιμήσει τη μνήμη του μετά το θάνατό του, θα συνέχιζε την ευγενική οικογενειακή παράδοση του θεραπευτή, ονειρευόταν ακόμα να τον δει να γίνει ο πρώτος Κινεζο-αμερικανός γιατρός με δίπλωμα, αλλά ο Λάκυ ένιωθε τρόμο μπροστά στα μείγματα των γιατρικών, που μύριζαν άσχημα, και τις βελόνες του βελονισμού· τίποτα δεν τον αηδίαζε περισσότερο από τις αρρώστιες των άλλων και δεν μπορούσε να καταλάβει την ευχαρίστηση του πατέρα του μπροστά σε μια ερεθισμένη φουσκάλα ή σ' ένα πρόσωπο γεμάτο σπυριά. Μέχρι να συμπληρώσει τα δεκάξι και να βγει στο δρόμο, έπρεπε να βοηθάει τον Τάο Τσι΄έν στο ιατρείο, όπου εκείνος τον βομβάρδιζε με τα ονόματα των συνταγών και τις εφαρμογές τους και προσπαθούσε να του μάθει την αόριστη τέχνη να πιάνει το σφυγμό, να ισορροπεί την ενέργεια και ν' αναγνωρίζει τις ιδιοσυγκρασίες, λεπτές διακρίσεις που έμπαιναν από το ένα αυτί του νεαρού κι έβγαιναν από το άλλο, αλλά τουλάχιστο δεν τον τραυμάτιζαν, όπως τα επιστημονικά κείμενα της δυτικής ιατρικής που ο πατέρας του μελετούσε φιλόπονα. Οι εικονογραφήσεις των σωμάτων χωρίς δέρμα, με μυώνες, φλέβες και γυμνά κόκαλα, αλλά με σώβρακα, καθώς και οι χειρουργικές επεμβάσεις, που περιγράφονταν με τις πιο άγριες λεπτομέρειες, τον τρομοκρατούσαν. Δεν του έλειπαν τα προσχήματα για ν' απομακρύνεται από το ιατρείο, αλλά ήταν πάντα διαθέσιμος όταν χρειαζόταν να κρύψουν κάποια μικρή από τις θλιβερές sing-song girls, που ο πατέρας του συνήθιζε να φέρνει στο σπίτι. Αυτή η μυστική και επικίνδυνη δραστηριότητα ήταν φτιαγμένη στα μέτρα του. Τίποτα καλύτερο γι' αυτόν από τη μεταφορά των αναίσθητων κοριτσιών κάτω από τη μύτη των τονγκς, κανένας δεν ήταν πιο ικανός να τα βγάζει από τη συνοικία μόλις έβρισκαν λιγάκι τις δυνάμεις τους, κανένας δεν ήταν πιο εφευρετικός για να κάνει τα κορίτσια να εξαφανίζονται για πάντα στους τέσσερις ανέμους της ελευθερίας. Δεν το έκανε από συμπόνια όμως, όπως ο Τάο Τσι΄έν, αλλά γιατί τον προκαλούσε ο κίνδυνος και ήθελε να δοκιμάζει την καλή του τύχη.
   Πριν κλείσει τα δεκαεννιά, η Λυν Σόμερς είχε αρνηθεί αρκετούς υποψήφιους γαμπρούς και ήταν συνηθισμένη στο φόρο τιμής των αρσενικών, που τον δεχόταν με περιφρόνηση βασίλισσας, γιατί κανείς από τους θαυμαστές της δεν ταίριαζε με την εικόνα του ρομαντικού πρίγκιπα, κανείς δεν έλεγε τα λόγια που η μεγάλη θεία της Ρόουζ Σόμερς έγραφε στα μυθιστορήματά της, όλους τους έβρισκε συνηθισμένους, ανάξιους γι' αυτήν. Πίστεψε πως είχε συναντήσει το εξαιρετικό πεπρωμένο της, όταν γνώρισε τον μοναδικό άντρα που την κοίταξε δυο φορές, τον Ματίας Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους. Τον είχε δει από μακριά μερικές φορές στο δρόμο ή στο αμάξι της Παουλίνα ντελ Βάλιε, αλλά δεν είχαν ανταλλάξει ούτε λέξη. Εκείνος ήταν αρκετά μεγαλύτερος, ζούσε σε κύκλους όπου η Λυν δεν είχε πρόσβαση και αν δεν ήταν για το ζήτημα με το άγαλμα της Δημοκρατίας, ίσως ποτέ δεν θα είχαν συναντηθεί.
   Με το πρόσχημα της επίβλεψης του πανάκριβου σχεδίου, συναντιόταν στο ατελιέ του γλύπτη οι πολιτικοί και οι μεγιστάνες που είχαν συμβάλει στη χρηματοδότηση του αγάλματος. Ο καλλιτέχνης ήταν λάτρης της δόξας και της καλοπέρασης· ενώ δούλευε, φανερά απορροφημένος με το καλούπι, όπου θα χυνόταν ο μπρούντζος, απολάμβανε τη θορυβώδη αντρική συντροφιά, τα μπουκάλια της σαμπάνιας, τα φρέσκα στρείδια και τα ωραία πούρα, που έφερναν οι επισκέπτες. Πάνω σε μια εξέδρα, φωτισμένη από ένα φεγγίτη στην οροφή, από όπου έμπαινε το φως του ήλιου, η Λυν Σόμερς ισορροπούσε στις μύτες των ποδιών της, με τα μπράτσα ψηλά, σε μια στάση που ήταν αδύνατο να κρατήσει για περισσότερο από μερικά λεπτά, μ' ένα δάφνινο στεφάνι στο ένα χέρι και μια περγαμηνή με το αμερικανικό Σύνταγμα στο άλλο, ντυμένη μ' έναν ελαφρύ πλισαρισμένο χιτώνα που κρεμόταν από τον ένα ώμο ως τα γόνατά της, αποκαλύπτοντας το σώμα που σκέπαζε. Το Σαν Φρανσίσκο ήταν καλή αγορά για το γυναικείο γυμνό· όλα τα μπαρ είχαν πίνακες με στρουμπουλές οδαλίσκες, φωτογραφίες με πόρνες με γυμνά οπίσθια και γύψινες τοιχογραφίες με νύμφες, που τις κυνηγούσαν ακούραστοι σάτυροι.
   Ένα μοντέλο ολόγυμνο θα είχε προκαλέσει λιγότερη περιέργεια από αυτή την κοπέλα, που αρνιόταν να βγάλει τα ρούχα της και δεν έφευγε στιγμή από το άγρυπνο μάτι της μητέρας της. Η Ελίζα Σόμερς, ντυμένη με σκούρα ρούχα, καθισμένη πολύ στητή σε μια καρέκλα κοντά στην εξέδρα όπου πόζαρε η κόρη της, παρακολουθούσε χωρίς να δέχεται ούτε τα στρείδια ούτε τη σαμπάνια, που της πρόσφεραν προσπαθώντας έτσι ν' αποσπάσουν την προσοχή της. Αυτά τα γερόντια μαζεύονταν εκεί από λαγνεία κι όχι από αγάπη για την τέχνη, αυτό ήταν εντελώς ξεκάθαρο. Η Ελίζα δεν είχε τη δύναμη να εμποδίσει την παρουσία τους, αλλά μπορούσε τουλάχιστο να βεβαιωθεί πως η κόρη της δεν θα δεχόταν προσκλήσεις και, όσο ήταν δυνατό, δεν θα γελούσε με τα αστεία, ούτε θ' απαντούσε σε τολμηρές ερωτήσεις. "Δεν υπάρχει τίποτα που να δίνεται δωρεάν σε τούτο τον κόσμο. Αυτά τα ψιλολόγια θα τα πληρώσεις πολύ ακριβά", την προειδοποιούσε όταν η κοπέλα γινόταν έξω φρενών, επειδή ήταν υποχρεωμένη ν' αποποιηθεί κάποιο δώρο. Το ποζάρισμα για το άγαλμα κατέληξε να γίνει μια ατέλειωτη και βαρετή διαδικασία, που προκαλούσε κράμπες στα πόδια της Λυν και την άφηνε μουδιασμένη από το κρύο. Ήταν οι πρώτες μέρες του Ιανουαρίου και οι σόμπες στις γωνιές δεν κατάφερναν να ζεστάνουν αυτόν τον γεμάτο ρεύματα ψηλοτάβανο χώρο. Ο γλύπτης δούλευε με το πανωφόρι του και με παράλογη βραδύτητα, χαλώντας τη μια μέρα τη δουλειά της προηγούμενης, σαν να μην είχε καμιά ολοκληρωμένη ιδέα, παρά τις εκατοντάδες σχέδια της Δημοκρατίας που είχε κολλημένα στους τοίχους.
   Μια μοιραία Τρίτη εμφανίστηκε εκεί ο Φελισιάνο Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους με τον γιο του Ματίας. Είχε φτάσει στ' αυτιά του η είδηση για το εξωτικό μοντέλο και ήθελε να τη γνωρίσει πριν τοποθετήσουν το μνημείο στην πλατεία, πριν μπει το όνομά του στην εφημερίδα και η κοπέλα γίνει απρόσιτη φυλακισμένη, στην υποθετική περίπτωση που το μνημείο θα εγκαινιαζόταν. Με την ταχύτητα που φτιαχνόταν το μνημείο, θα μπορούσαν κάλλιστα, πριν χυθεί σε μπρούντζο, αυτοί που ήταν αντίθετοι στο σχέδιο να κερδίσουν τη μάχη και να μην καταλήξουν σε τίποτα· υπήρχαν πολλοί που δεν συμφωνούσαν με την ιδέα μιας δημοκρατίας που δεν ήταν αγγλοσαξονική. Η γέρικη καρδιά, καρδιά εραστή, του Φελισιάνο αναστατωνόταν ακόμα και με τη μυρωδιά της κατάκτησης, γι' αυτό βρισκόταν εκεί. Ήταν πάνω από εξήντα, αλλά το γεγονός πως το μοντέλο δεν είχε συμπληρώσει τα είκοσι δεν αποτελούσε γι' αυτόν ανυπέρβλητο εμπόδιο· ήταν βέβαιος πως πολύ λίγα πράγματα δεν μπορούσαν ν' αγοράσουν τα χρήματα. Ένα λεπτό ήταν αρκετό για να εκτιμήσει την κατάσταση βλέποντας τη Λυν πάνω στην εξέδρα, τόσο νέα και τρωτή, τρέμοντας κάτω από τον άσεμνο χιτώνα της και το ατελιέ γεμάτο αρσενικούς έτοιμους να την καταβροχθίσουν. Δεν ήταν όμως η συμπόνια προς την κοπέλα ή ο φόβος του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ανθρωποφάγους που συγκράτησε τον αρχικό του σκοπό να την κάνει να τον ερωτευτεί· ήταν η Ελίζα Σόμερς. Την αναγνώρισε αμέσως, παρ' όλο που την είχε δει πολύ λίγες φορές. Δεν είχε υποπτευθεί πως το μοντέλο, για το οποίο τόσα σχόλια είχε ακούσει, ήταν κόρη μιας φίλης της γυναίκας του.
   Η Λυν Σόμερς ένιωσε την παρουσία του Ματίας μισή ώρα αργότερα, όταν ο γλύπτης σταμάτησε τη δουλειά κι εκείνη μπόρεσε να βγάλει το δάφνινο στεφάνι και την περγαμηνή και να κατέβει από την εξέδρα. Η μητέρα της τής έριξε μια κουβέρτα πάνω στους ώμους και της σερβίρισε ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα, οδηγώντας την πίσω από το παραβάν για να ντυθεί. Ο Ματίας βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο κοιτάζοντας επίμονα το δρόμο· ήταν ο μόνος που δεν είχε καρφωμένα τα μάτια του πάνω της. Η Λυν παρατήρησε την αντρική ομορφιά, τα νιάτα και την αριστοκρατική καταγωγή αυτού του ανθρώπου, τα εξαιρετικά του ρούχα, την αγέρωχη στάση του, την τούφα από καστανά μαλλιά που έπεφτε με προσεγμένη αταξία στο μέτωπό του, τα τέλεια χέρια με τα χρυσά δαχτυλίδια στα μικρά δάχτυλα. Κατάπληκτη που την αγνοούσε με τέτοιο τρόπο, η Λυν προσποιήθηκε πως σκόνταψε για να τραβήξει την προσοχή του. Αρκετά χέρια βιάστηκαν να τη συγκρατήσουν, εκτός από του δανδή στο παράθυρο, που μόλις της έριξε μια ματιά, εντελώς αδιάφορος, λες και ήταν ένα μέρος των επίπλων. Και τότε η Λυν, με τη φαντασία της να καλπάζει, αποφάσισε, χωρίς να έχει κανένα σοβαρό λόγο, πως αυτός ο άντρας ήταν ο αγαπημένος, για τον οποίο διάβαζε χρόνια στα ερωτικά μυθιστορήματα. Είχε επιτέλους βρει το πεπρωμένο της. Καθώς ντυνόταν πίσω από το παραβάν, ένιωθε τις ρώγες της σκληρές σαν βότσαλα. 
   Ο Ματίας δεν παρίστανε τον αδιάφορο, πραγματικά δεν είχε προσέξει τη νέα, βρισκόταν εκεί για λόγους εντελώς άσχετους με το σεξ: έπρεπε να μιλήσει για λεφτά με τον πατέρα του και δεν είχε άλλη ευκαιρία γι' αυτό. Ήταν χρεωμένος μέχρι τα μπούνια και χρειαζόταν αμέσως μια επιταγή για να καλύψει τα χαρτοπαικτικά του χρέη σε μια λέσχη στην Τσάιναταουν. Ο πατέρας του τον είχε προειδοποιήσει πως δεν είχε σκοπό να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τέτοιες διασκεδάσεις και, αν δεν ήταν θέμα ζωής ή θανάτου, όπως του είχαν δώσει να καταλάβει ξεκάθαρα οι πιστωτές του, θα έπαιρνε με τρόπο όσα χρειαζόταν από τη μητέρα του. Σ' αυτή την περίπτωση, ωστόσο, οι Ουράνιοι δεν ήταν διατεθειμένοι να περιμένουν και ο Ματίας υπέθεσε σωστά πως η επίσκεψη στον γλύπτη θα έφτιαχνε τη διάθεση του πατέρα του και θα ήταν εύκολο να του πάρει αυτά που ήθελε. Μόνο μερικές μέρες αργότερα, σ' ένα γλέντι με τους μποέμ φίλους του, συνειδητοποίησε πως ήταν παρούσα εκεί η Λυν Σόμερς, η πιο ελκυστική κοπέλα εκείνη την εποχή. Αναγκάστηκε να κάνει προσπάθεια για να τη θυμηθεί κι έφτασε στο σημείο ν' αναρωτηθεί αν θα μπορούσε να την αναγνωρίσει σε περίπτωση που τη συναντούσε στο δρόμο. Όταν άρχισαν τα στοιχήματα σχετικά με το ποιος θα την αποπλανούσε πρώτος, δέχτηκε με απάθεια και ύστερα, με τη συνηθισμένη του θρασύτητα, ανάγγειλε πως θα το έκανε σε τρία στάδια. Το πρώτο θα ήταν, είπε, να την καταφέρει να πάει στη γκαρσονιέρα μόνη της, για να την παρουσιάσει στους συντρόφους του, το δεύτερο να την πείσει να ποζάρει γυμνή μπροστά τους και το τρίτο να κάνει έρωτα μαζί της, όλα μέσα σ' ένα μήνα. Όταν κάλεσε τον ξάδελφό του Σεβέρο ντελ Βάλιε να γνωρίσει την πιο όμορφη γυναίκα του Σαν Φρανσίσκο το απόγευμα της Τετάρτης, ολοκλήρωνε το πρώτο στάδιο του στοιχήματος. Εύκολα είχε καταφέρει να φωνάξει τη Λυν μ' ένα διακριτικό σινιάλο από το παράθυρο του ζαχαροπλαστείου της μητέρας της, να την περιμένει στη γωνία, όταν εκείνη βγήκε με κάποιο πρόσχημα, να περπατήσει μαζί της μερικά τετράγωνα στο δρόμο, να της πει μερικά πειράγματα, που θα είχαν προκαλέσει τα γέλια σε μια γυναίκα με μεγαλύτερη πείρα, και να συμφωνήσει να συναντηθούν στο ατελιέ του προειδοποιώντας την να πάει μόνη της. Είχε νιώσει όμως απογοητευμένος, γιατί υπέθετε πως η πρόκληση θα ήταν πιο ενδιαφέρουσα. Πριν από την Τετάρτη της συνάντησης δεν χρειάστηκε να κοπιάσει για να τη γοητεύσει, μερικές νωθρές ματιές ήταν αρκετές, ένα άγγιγμα των χειλιών στο μάγουλό της, μερικές ανάσες και κοινότοπες φράσεις στο αυτί της, για ν' αφοπλίσει τη μικρή, που έτρεμε μπροστά του, έτοιμη για τον έρωτα. Για τον Ματίας αυτή η επιθυμία των γυναικών να παραδοθούν και να υποφέρουν του φαινόταν θλιβερή, ήταν ακριβώς ό,τι περισσότερο σιχαινόταν στις γυναίκες, γι' αυτό τα πήγαινε τόσο καλά με την Αμάντα Λόουελ, που είχε την ίδια άποψη μ' αυτόν, αδιαφορία για τα αισθήματα και σεβασμό προς την ηδονή. Η Λυν, υπνωτισμένη σαν ποντικός μπροστά σε κόμπρα, είχε επιτέλους έναν παραλήπτη για τα περίτεχνα ραβασάκια και τα δελτάρια με μαραμένες δεσποινίδες και κομψευόμενους νέους. Δεν υποπτευόταν πως ο Ματίας μοιραζόταν αυτά τα ρομαντικά ραβασάκια με τους κολλητούς του. Όταν ο Ματίας θέλησε να τα δείξει στον Σεβέρο ντελ Βάλιε, εκείνος αρνήθηκε. Αγνοούσε ακόμα πως προέρχονταν από τη Λυν Σόμερς, αλλά η ιδέα να κοροϊδέψει τον έρωτα μιας αθώας νέας τον αηδίαζε. "Όπως φαίνεται, εξακολουθείς να είσαι αξιοπρεπής κύριος, ξάδελφε, αλλά μην ανησυχείς, αυτό διορθώνεται τόσο εύκολα όσο και η παρθενιά", του είπε ο Ματίας. 

   Ο Σεβέρο ντελ Βάλιε δέχτηκε την πρόσκληση του ξαδέλφου του για εκείνη την αξέχαστη Τετάρτη, για να γνωρίσει την πιο ωραία γυναίκα του Σαν Φρανσίσκο, όπως εκείνος του είχε αναγγείλει, και είδε πως δεν ήταν ο μόνος καλεσμένος σ' αυτή την ευκαιρία· υπήρχαν εκεί τουλάχιστο πέντε έξι μποέμ, που έπιναν και κάπνιζαν στην γκαρσονιέρα, και η ίδια γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, που την είχε δει για μερικά δευτερόλεπτα πριν από δύο χρόνια, όταν εκείνος κι ο Γουίλιαμς είχαν πάει να μαζέψουν τον Ματίας από ένα καπνιστήριο όπιου. Ήξερε ποια ήταν, γιατί ο ξάδελφός του είχε μιλήσει γι' αυτήν και τ' όνομά της κυκλοφορούσε στους κύκλους των ελαφρών θεαμάτων και της νυχτερινής ζωής. Ήταν η Αμάντα Λόουελ, καλή φίλη του Ματίας, που γι' αυτήν γελούσαν πολύ οι δυο τους, αναφέροντας το σκάνδαλο που είχε προκαλέσει την εποχή που ήταν ερωμένη του Φελισιάνο Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους. Ο Ματίας της είχε υποσχεθεί πως όταν πέθαιναν οι γονείς του, θα της χάριζε το κρεβάτι του Ποσειδώνα, που η Παουλίνα ντελ Βάλιε είχε παραγγείλει στη Φλωρεντία για να της μπει στο μάτι. Από την κλίση της σαν πόρνη πολυτελείας πολύ λίγο απόμεινε στη Λόουελ, γιατί στην ωριμότητά της είχε ανακαλύψει πόσο αυτάρεσκοι και βαρετοί είναι οι περισσότεροι άντρες, αλλά για τον Ματίας ένιωθε βαθιά έλξη παρά τις βασικές τους διαφορές. Εκείνη την Τετάρτη έμεινε μακριά απ' όλους, ξαπλωμένη σ' έναν καναπέ, πίνοντας σαμπάνια και ξέροντας πως για μια φορά δεν ήταν αυτή το κέντρο του ενδιαφέροντος. Την είχαν καλέσει για να μη βρεθεί η Λυν Σόμερς ολομόναχη ανάμεσα σε άντρες στην πρώτη συνάντηση, επειδή τότε μπορεί ν' άλλαζε γνώμη, φοβισμένη.
   Σε λίγα λεπτά άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε το διάσημο μοντέλο της Δημοκρατίας, τυλιγμένη σε μια κάπα από βαρύ μαλλί και με μια κουκούλα στο κεφάλι. Όταν έβγαλε την κουκούλα, είδαν ένα παρθενικό πρόσωπο στεφανωμένο με μαύρα μαλλιά, χωρισμένα στη μέση και χτενισμένα προς τα πίσω σε απλό κότσο. Ο Σεβέρο ντελ Βάλιε ένιωσε πως πετάχτηκε η καρδιά του κι όλο το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι, χτυπώντας στα μηνίγγια του σαν τύμπανο συντάγματος. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως το θύμα του στοιχήματος του ξαδέλφου του θα ήταν η Λυν Σόμερς. Δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα, ούτε να τη χαιρετήσει όπως έκαναν οι υπόλοιποι· υποχώρησε σε μια γωνιά κι έμεινε εκεί όση ώρα κράτησε η επίσκεψη της νέας, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της, μουδιασμένος από την αγωνία. Δεν είχε καμιά αμφιβολία σχετικά με την εξέλιξη του στοιχήματος μέσα σ' εκείνη την ομάδα των αντρών. Είδε τη Λυν Σόμερς σαν αρνί πάνω στην πέτρα του θυσιαστηρίου, ανίδεη για την τύχη της. Ένα κύμα μίσους για τον Ματίας και τους συντρόφους του ανέβηκε από τα πόδια μέχρι το κεφάλι του, ανακατεμένο μ' ένα βουβό θυμό για τη Λυν. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς η κοπέλα δεν αντιλαμβανόταν αυτό που συνέβαινε, πώς δεν έβλεπε την παγίδα σ' εκείνες τις κολακείες με το διπλό νόημα, στο ποτήρι της σαμπάνιας, που της το γέμιζαν ξανά και ξανά, στο τέλειο κόκκινο τριαντάφυλλο, που ο Ματίας της κάρφωσε στα μαλλιά· όλα ήταν τόσο προβλέψιμα και χυδαία, που του προκαλούσαν ναυτία. "Πρέπει να είναι εντελώς ηλίθια", σκέφτηκε αηδιασμένος μ' αυτήν όσο και με τους υπόλοιπους, αλλά νικημένος από έναν αναπόφευκτο έρωτα, που για χρόνια περίμενε την ευκαιρία ν' αναπτυχθεί και να εκραγεί αναστατώνοντάς τον.
   "Τι σου συμβαίνει, ξάδελφε;" τον ρώτησε κοροϊδευτικά ο Ματίας, δίνοντάς του ένα ποτήρι.
   Ο Σεβέρο ντελ Βάλιε δεν μπόρεσε ν' απαντήσει κι αναγκάστηκε να στρέψει το κεφάλι για να κρύψει τη δολοφονική του διάθεση, ο άλλος όμως είχε μαντέψει τα συναισθήματά του και αποφάσισε να προωθήσει ακόμα πιο πέρα το αστείο. Όταν η Λυν Σόμερς ανάγγειλε πως έπρεπε να φύγει, αφού υποσχέθηκε πως θα επέστρεφε την επόμενη εβδομάδα για να ποζάρει μπροστά στις μηχανές αυτών των "καλλιτεχνών", ο Ματίας ζήτησε από τον ξάδελφό του να τη συνοδεύσει. Έτσι ο Σεβέρο ντελ Βάλιε βρέθηκε μόνος του με τη γυναίκα που είχε καταφέρει να κρατήσει σε απόσταση τον επίμονο έρωτα της Νίβεα. Περπάτησε με τη Λυν τα λίγα τετράγωνα που χώριζαν το ατελιέ του Ματίας από το ζαχαροπλαστείο της Ελίζας Σόμερς, τόσο αναστατωμένος, ώστε δεν ήξερε πώς ν' αρχίσει μια κοινότοπη συζήτηση. Ήταν αργά για να της αποκαλύψει το στοίχημα, ήξερε πως η Λυν ήταν ερωτευμένη με τον Ματίας με το ίδιο πάθος που ήταν κι εκείνος μαζί της. Δεν θα τον πίστευε λοιπόν, θα ένιωθε προσβεβλημένη και, ακόμα κι αν εκείνος θα της εξηγούσε πως για τον Ματίας ήταν ένα παιχνίδι, θα πήγαινε έτσι κι αλλιώς στο σφαγείο, τυφλή από έρωτα. Τελικά εκείνη έσπασε την άβολη σιωπή και τον ρώτησε αν ήταν ο Χιλιανός ξάδελφος που ο Ματίας της είχε αναφέρει. Ο Σεβέρο συνειδητοποίησε πως αυτή η νέα δεν είχε την παραμικρή ανάμνηση της πρώτης τους συνάντησης πριν από χρόνια, όταν κολλούσε δελτάρια σ' ένα λεύκωμα λουσμένη στο φως των χρωματιστών κρυστάλλων ενός παραθύρου, χωρίς να υποπτεύεται πως εκείνος την αγαπούσε από τότε με την επιμονή του πρώτου έρωτα, και χωρίς να έχει προσέξει πως εκείνος τριγύριζε στο ζαχαροπλαστείο και τη συναντούσε συχνά στο δρόμο. Το βλέμμα της απλά δεν είχε πέσει πάνω του. Όταν εκείνος την αποχαιρέτησε, της έδωσε την κάρτα του, υποκλίθηκε καθώς φίλησε το χέρι της και ψέλλισε πως αν καμιά φορά τον χρειαζόταν, την παρακαλούσε να μη διστάσει να του τηλεφωνήσει. Ύστερα από εκείνη τη μέρα ο Σεβέρο απέφευγε τον Ματίας και αφοσιώθηκε στη μελέτη, για να βγάλει από το μυαλό του τη Λυν Σόμερς και το ταπεινωτικό στοίχημα. Κι όταν ο ξάδελφός του τον κάλεσε την επόμενη Τετάρτη για τη δεύτερη συνάντηση, όπου περίμεναν να ξεγυμνωθεί η κοπέλα, τον πρόσβαλε. Για αρκετές εβδομάδες δεν μπόρεσε να γράψει ούτε λέξη στη Νίβεα, αλλά ούτε μπορούσε να διαβάσει τα γράμματά της, που τα φύλαγε άθικτα, εκνευρισμένος από την ενοχή. Ένιωθε βρομερός, σαν να είχε πάρει κι αυτός μέρος στην απειλή της ατίμωσης της Λυν Σόμερς.
   Ο Ματίας Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους κέρδισε το στοίχημα χωρίς μεγάλη προσπάθεια, αλλά κατά τη διαδρομή τού έλειψε ο κυνισμός και, δίχως να το θέλει, βρέθηκε παγιδευμένος σ' αυτό που φοβόταν περισσότερο στον κόσμο: σ' έναν αισθηματικό δεσμό. Δεν ερωτεύτηκε τελικά την ωραία Λυν Σόμερς, αλλά ο άνευ όρων έρωτας και η αθωότητα με την οποία εκείνη του δόθηκε, κατάφεραν να τον συγκινήσουν. Η νέα αφέθηκε στα χέρια του με απόλυτη εμπιστοσύνη, πρόθυμη να κάνει ό,τι της ζητούσε, χωρίς να κρίνει τις προθέσεις του ή να υπολογίζει τις επιπτώσεις. Ο Ματίας βεβαιώθηκε για την απόλυτη εξουσία που ασκούσε πάνω της, όταν την είδε γυμνή στην γκαρσονιέρα του, κατακόκκινη από την αναστάτωση, να σκεπάζει το εφήβαιο και τα στήθη με τα μπράτσα της, στο κέντρο του κύκλου των συνενόχων του, που παρίσταναν πως την φωτογράφιζαν σαν ερεθισμένοι σκύλοι, χωρίς να κρύβουν τη διέγερση που τους προκαλούσε αυτό το άσπλαχνο παιχνίδι. Το σώμα της Λυν δεν έμοιαζε με κλεψύδρα που τόσο ήταν τότε της μόδας, δεν είχε καμιά σχέση με γυναίκες με πλούσιους γοφούς, γεμάτα στήθη και ελάχιστη μέση· ήταν λεπτή με απαλές καμπύλες, μακριά πόδια, στρογγυλούς μαστούς με σκούρες θηλές, είχε δέρμα στο χρώμα των καλοκαιρινών φρούτων και μια χαίτη από μαύρα και λεία μαλλιά, που έπεφταν μέχρι τη μέση της πλάτης της. Ο Ματίας τη θαύμασε σαν ένα ακόμα από τα αντικείμενα τέχνης που συγκέντρωνε, του φάνηκε εξαιρετική, αλλά βεβαιώθηκε με ικανοποίηση πως δεν ασκούσε πάνω του καμιά έλξη. Χωρίς να τη σκεφτεί καθόλου, μόνο και μόνο για να κάνει εντύπωση στους φίλους του και να φανεί σκληρός, της είπε να κατεβάσει τα χέρια της. Η Λυν τον κοίταξε μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα υπάκουσε αργά, ενώ δάκρυα ντροπής έτρεχαν στα μάγουλά της. Μπροστά σ' αυτό το απρόσμενο κλάμα μια παγερή σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο, οι άντρες τράβηξαν το βλέμμα τους κι έμειναν με τις μηχανές στο χέρι, και χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν, για ένα διάστημα που φάνηκε ατέλειωτο. Τότε ο Ματίας, αμήχανος για πρώτη φορά στη ζωή του, πήρε ένα πανωφόρι και σκέπασε τη Λυν κρατώντας την στην αγκαλιά του. "Φύγετε! Δεν έχει άλλο!" πρόσταξε τους καλεσμένους του, που άρχισαν ν' αναχωρούν ένας ένας, συγχυσμένοι.
   Όταν έμεινε μόνος μαζί της, ο Ματίας την κάθισε στα γόνατά του κι άρχισε να την κουνάει σαν μωρό, ζητώντας της συγγνώμη με τη σκέψη, αλλά ανίκανος ν' αρθρώσει τα λόγια, ενώ η νέα εξακολουθούσε να κλαίει σιωπηλά. Τελικά την οδήγησε απαλά πίσω από το παραβάν, στο κρεβάτι, και ξάπλωσε μαζί της αγκαλιάζοντάς την αδελφικά, χαϊδεύοντας το κεφάλι της, φιλώντας το μέτωπό της, αναστατωμένος από ένα άγνωστο και πανίσχυρο συναίσθημα που δεν μπορούσε να το κατονομάσει. Δεν την ποθούσε, ήθελε μόνο να την προστατεύσει και να της επιστρέψει ανέπαφη την αθωότητά της, αλλά η απίθανη απαλότητα της επιδερμίδας της Λυν, τα μεταξένια μαλλιά της, που τον τύλιγαν, και η ευωδιά της, που θύμιζε μήλο, τον νίκησαν. Η άνευ όρων παράδοση αυτού του έτοιμου για έρωτα κορμιού, που άνοιγε στην επαφή των χεριών του, κατάφερε να τον ξαφνιάσει και, χωρίς να ξέρει πώς, βρέθηκε να την εξερευνάει, φιλώντας τη με πόθο που καμιά γυναίκα δεν του είχε προξενήσει ποτέ, βάζοντας τη γλώσσα του στο στόμα της, στ' αυτιά, παντού, πιέζοντάς τη, διαπερνώντας τη μέσα σε μια δίνη ασυγκράτητου πάθους, καλπάζοντας πάνω της ανελέητα, τυφλωμένος, ασυγκράτητος, μέχρι που ξέσπασε μέσα της μ' ένα μοναδικό οργασμό. Για μια ελάχιστη στιγμή συναντήθηκαν σε μια άλλη διάσταση, γυμνοί στο σώμα και στο πνεύμα. Ο Ματίας πρόλαβε να διακρίνει την αποκάλυψη μιας οικειότητας που μέχρι τότε είχε αποφύγει, χωρίς να ξέρει ούτε καν πως υπήρχε, πέρασε ένα τελευταίο σύνορο και βρέθηκε στην άλλη όχθη, παρά τη θέλησή του. Είχε αποκτήσει περισσότερους εραστές -γυναίκες και άντρες- απ' όσους θα ήθελε να θυμάται, αλλά ποτέ δεν είχε χάσει έτσι τον έλεγχο, την ειρωνεία, την απόσταση, την αίσθηση της δικής του άθικτης ατομικότητας, για να ενωθεί απλά μ' ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Με κάποιο τρόπο είχε παραδώσει κι εκείνος την παρθενιά του σ' αυτό το αγκάλιασμα. Το ταξίδι είχε διαρκέσει ελάχιστο κλάσμα του χρόνου, αλλά ήταν αρκετό για να τον τρομοκρατήσει· επέστρεψε στο σώμα του εξαντλημένος, αλλά αμέσως βιάστηκε να προφυλαχτεί με την πανοπλία του συνηθισμένου σαρκαστικού του ύφους. Όταν η Λυν άνοιξε τα μάτια, εκείνος δεν ήταν πια ο ίδιος άντρας που μαζί του είχε κάνει έρωτα, αλλά της έλειπε η εμπειρία να το καταλάβει. Πονεμένη, ματωμένη κι ευτυχισμένη, εγκαταλείφθηκε στην ψευδαίσθηση ενός απατηλού έρωτα, όσο ο Ματίας την κρατούσε στην αγκαλιά του, αν και το πνεύμα του βρισκόταν ήδη μακριά. Έτσι έμειναν μέχρι που έφυγε εντελώς το φως στο παράθυρο κι εκείνη κατάλαβε πως έπρεπε να επιστρέψει στη μητέρα της. Ο Ματίας τη βοήθησε να ντυθεί και τη συνόδευσε μέχρι κοντά στο τεϊοποτείο. "Να με περιμένεις αύριο, θα έρθω την ίδια ώρα", του ψιθύρισε εκείνη αποχαιρετώντας τον.

   Ο Σεβέρο ντελ Βάλιε δεν έμαθε τίποτα γι' αυτό που έγινε εκείνη τη μέρα ούτε για τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι τρεις μήνες αργότερα. Τον Απρίλιο του 1879 η Χιλή κήρυξε τον πόλεμο στους γείτονές της, το Περού και τη Βολιβία, για ένα θέμα εδαφικής κυριαρχίας, αλυκών και υπεροψίας. Είχε ξεσπάσει ο Πόλεμος του Ειρηνικού. Όταν έφτασε η είδηση στο Σαν Φρανσίσκο, ο Σεβέρο παρουσιάστηκε στους θείους του αναγγέλλοντας πως θα πάει να πολεμήσει. 
   "Δεν συμφωνήσαμε πως δεν θα ξαναπατήσεις το πόδι σου σε στρατόπεδο;" του θύμισε η θεία του Παουλίνα.
   "Το ζήτημα είναι τώρα διαφορετικό, η πατρίδα μου κινδυνεύει".
   "Είσαι απλός πολίτης".
   "Είμαι έφεδρος λοχαγός", εξήγησε εκείνος.
   "Ο πόλεμος θα έχει τελειώσει πριν προλάβεις να φτάσεις στη Χιλή. Να δούμε τι λένε οι εφημερίδες και τι γνώμη έχει η οικογένεια. Μη βιαστείς", τον συμβούλευσε η θεία.
   "Είναι καθήκον μου", απάντησε ο Σεβέρο, ενώ σκεφτόταν τον παππού του, τον πατριάρχη της οικογένειας Αγκουστίν ντελ Βάλιε, που είχε πεθάνει πρόσφατα συρρικνωμένος στο μέγεθος ενός χιμπαντζή, αλλά με τον παλιοχαρακτήρα του ανέπαφο.
   "Το καθήκον σου είναι εδώ, κοντά μου. Ο πόλεμος κάνει καλό στις επιχειρήσεις. Τώρα ήρθε η ώρα να κερδίσουμε από τη ζάχαρη", απάντησε η Παουλίνα.
   "Τη ζάχαρη;"
   "Καμιά από αυτές τις τρεις χώρες δεν παράγει ζάχαρη και σε στενάχωρους καιρούς ο κόσμος τρώει περισσότερα γλυκά", τον διαβεβαίωσε η Παουλίνα.
   "Πώς το ξέρετε, θεία;"
   "Από προσωπική πείρα, νεαρέ μου".
   Ο Σεβέρο πήγε να φτιάξει τις βαλίτσες του, αλλά δεν μπάρκαρε στο καράβι που έφευγε για το Νότο μερικές μέρες αργότερα, όπως σχεδίαζε, αλλά στο τέλος Οκτωβρίου. Εκείνο το βράδυ η θεία του ανάγγειλε πως έπρεπε να δεχτούν μια παράξενη επίσκεψη και ήθελε να είναι κι εκείνος παρών, γιατί ο άντρας της βρισκόταν σε ταξίδι κι αυτή η υπόθεση μπορεί να χρειαζόταν την καλή συμβουλή ενός δικηγόρου. Στις επτά το απόγευμα ο Γουίλιαμς, με το περιφρονητικό ύφος που χρησιμοποιούσε όταν ήταν υποχρεωμένος να περιποιηθεί ανθρώπους κατώτερης κοινωνικής τάξης, έφερε στο σαλόνι έναν ψηλό Κινέζο, με γκρίζα μαλλιά, ντυμένο κατάμαυρα, και μια μικροκαμωμένη γυναίκα με νεανική και μειλίχια εμφάνιση, αλλά το ίδιο αριστοκρατική όσο και του ίδιου του Γουίλιαμς. Ο Τάο Τσι΄έν και η Ελίζα Σόμερς βρέθηκαν στο σαλόνι των θηρίων, όπως το ονόμαζαν, τριγυρισμένοι από λιοντάρια, ελέφαντες και άλλα αφρικανικά ζώα, που τους παρατηρούσαν μέσα από τις χρυσαφιές κορνίζες τους, στους τοίχους. Η Παουλίνα έβλεπε την Ελίζα συχνά στο ζαχαροπλαστείο, αλλά δεν την είχε συναντήσει ποτέ σε άλλο μέρος, γιατί ανήκαν σε διαφορετικούς κόσμους. Ούτε γνώριζε εκείνον τον Ουράνιο, αλλά, κρίνοντας από τον τρόπο που κρατούσε το μπράτσο της Ελίζας, συμπέρανε πως θα έπρεπε να είναι άντρας της ή εραστής της. Ένιωσε γελοία μέσα στο παλατάκι της με τα σαράντα πέντε δωμάτια, ντυμένη με μαύρα μεταξωτά και σκεπασμένη με διαμάντια, μπροστά σ' εκείνο το σεμνό ζευγάρι που τη χαιρέτησε με απλότητα κρατώντας τις αποστάσεις. Πρόσεξε πως ο γιος της ο Ματίας τούς χαιρέτησε με αμηχανία, μ' ένα κούνημα του κεφαλιού, χωρίς να τους δώσει το χέρι, κι έμεινε μακριά απ' όλους πίσω από το γραφείο από μαόνι, απασχολημένος με το καθάρισμα της πίπας του. Από την πλευρά του, ο Σεβέρο ντελ Βάλιε μάντεψε χωρίς καμιά αμφιβολία το λόγο της παρουσίας των γονιών της Λυν Σόμερς στο σπίτι κι ευχήθηκε να βρισκόταν χίλια μίλια μακριά από εκεί. Περίεργη, και με τις αντένες τεντωμένες, η Παουλίνα δεν έχασε χρόνο προσφέροντας ποτά κι έκανε μια κίνηση στον Γουίλιαμς για ν' αποσυρθεί και να κλείσει τις πόρτες. "Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;" ρώτησε. Τότε ο Τάο Τσι΄έν άρχισε να εξηγεί, χωρίς ν' αλλάξει έκφραση, πως η κόρη του η Λυν ήταν έγκυος, πως υπεύθυνος για την κατάστασή της ήταν ο Ματίας και πως περίμενε τη μόνη δυνατή επανόρθωση. Για μια φορά στη ζωή της η αρχηγός της οικογένειας Ντελ Βάλιε έχασε τη λαλιά της. Έμεινε καθισμένη με το στόμα ανοιχτό σαν ξεβρασμένη φάλαινα κι όταν επιτέλους κατάφερε κάτι ν' αρθρώσει, έβγαλε μόνο μια βραχνή φωνή.
   "Μητέρα, δεν έχω καμιά σχέση μ' αυτούς τους ανθρώπους. Δεν τους γνωρίζω και δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάνε", είπε ο Ματίας από το γραφείο του, με τη φιλντισένια σκαλιστή πίπα του στο χέρι.
   "Η Λυν μας τα είπε όλα", τον διέκοψε η Ελίζα, ενώ σηκώθηκε όρθια, με σπασμένη φωνή, αλλά χωρίς δάκρυα. 
   "Αν θέλετε χρήματα..." άρχισε να λέει ο Ματίας, αλλά η μητέρα του τον έκοψε μ' ένα άγριο βλέμμα.
   "Σας ζητώ συγγνώμη", είπε απευθυνόμενη στον Τάο Τσι΄έν και στην Ελίζα Σόμερς. "Ο γιος μου είναι το ίδιο ξαφνιασμένος όσο κι εγώ. Είμαι σίγουρη πως μπορούμε να τακτοποιήσουμε την υπόθεση με αξιοπρέπεια, όπως ανταποκρίνεται..."
   "Η Λυν θέλει να παντρευτούν, βέβαια. Μας είπε πως εσείς οι δυο αγαπιέστε", είπε ο Τάο Τσι΄έν, όρθιος κι αυτός, απευθυνόμενος στον Ματίας, που απάντησε μ' ένα σύντομο χαχανητό σαν γάβγισμα σκύλου.
   "Δίνετε την εντύπωση ανθρώπων καθωσπρέπει", είπε ο Ματίας. "Ωστόσο η κόρη σας δεν είναι, όπως μπορεί να σας βεβαιώσει οποιοσδήποτε από τους φίλους μου. Δεν ξέρω ποιος από αυτούς είναι υπεύθυνος για την ντροπή της, αλλά σίγουρα δεν είμαι εγώ".
   Η Ελίζα Σόμερς είχε χάσει εντελώς το χρώμα της, είχε ασπρίσει σαν γύψος κι έτρεμε, έτοιμη να πέσει κάτω. Ο Τάο Τσι΄έν την έπιασε σταθερά από το μπράτσο και, στηρίζοντάς την σαν ανάπηρη, την οδήγησε στην πόρτα. Ο Σεβέρο ντελ Βάλιε νόμισε πως θα πέθαινε από την αγωνία και την ντροπή, σαν αυτός να ήταν ο μόνος ένοχος για ό,τι είχε γίνει. Βιάστηκε να πάει να τους ανοίξει και τους συνόδευσε ως την έξοδο, όπου τους περίμενε ένα νοικιασμένο αμάξι. Δεν μπόρεσε να σκεφτεί τίποτα να τους πει. Όταν επέστρεψε στο σαλόνι, πρόλαβε ν' ακούσει το τέλος μιας συζήτησης.
   "Δεν έχω σκοπό ν' ανεχτώ εξώγαμα από το αίμα μου σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά", φώναξε η Παουλίνα.
   "Να διευκρινίσετε με ποιου το μέρος είστε, μητέρα. Ποιον θα πιστέψετε, τον ίδιο τον γιο σας ή μια μαγείρισσα κι έναν Κινέζο;" απάντησε ο Ματίας κι έφυγε βροντώντας την πόρτα.
   Εκείνη τη νύχτα ο Σεβέρο ντελ Βάλιε ήρθε αντιμέτωπος με τον Ματίας. Είχε αρκετές πληροφορίες για να συμπεράνει τα γεγονότα και ήθελε ν' αφοπλίσει τον ξάδελφό του με μια επίμονη ανάκριση, αλλά δε χρειάστηκε, γιατί εκείνος τα ομολόγησε αμέσως όλα. Ένιωθε παγιδευμένος σε μια παράλογη κατάσταση, για την οποία δεν ήταν υπεύθυνος, είπε. Η Λυν Σόμερς τον είχε κυνηγήσει και του είχε παραδοθεί σαν σε δίσκο· εκείνος δεν είχε ποτέ πρόθεση να την ξελογιάσει, το στοίχημα ήταν μόνο για να καυχηθεί. Εδώ και δυο μήνες προσπαθούσε να την κάνει πέρα χωρίς να τη στεναχωρήσει, φοβόταν όμως μήπως κάνει καμιά σαχλαμάρα, ήταν από τις νεαρές υστερικές, που δεν το είχαν σε τίποτα να πέσουν στη θάλασσα από έρωτα, εξήγησε. Παραδέχτηκε πως η Λυν είχε φτάσει παρθένα στην αγκαλιά του, πως ήταν ένα κορίτσι με μυαλό γεμάτο ζαχαρωμένα ποιήματα κι εντελώς ανίδεη στα βασικά του σεξ, αλλά επανέλαβε πως δεν είχε αναλάβει καμιά υποχρέωση απέναντί της, πως ποτέ δεν της μίλησε για έρωτα και πολύ λιγότερο για γάμο. Τα κορίτσια σαν αυτήν προκαλούν πάντα προβλήματα, πρόσθεσε, γι' αυτό τα απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ποτέ του δεν φαντάστηκε πως η σύντομη επαφή του με τη Λυν θα είχε τέτοιες συνέπειες. Είχαν βρεθεί μετρημένες φορές, είπε, και της είχε συστήσει να κάνει ύστερα πλύσεις με ξίδι και μουστάρδα, δεν μπορούσε να φανταστεί πως ήταν τόσο τρομερά γόνιμη. Πάντως ήταν διατεθειμένος ν' αναλάβει τα έξοδα του μωρού, το κόστος θα ήταν το λιγότερο, αλλά δεν είχε σκοπό να του δώσει το όνομά του, γιατί δεν είχε καμιά απόδειξη πως ήταν δικό του. "Δεν θα παντρευτώ ούτε τώρα ούτε ποτέ, Σεβέρο. Γνωρίζεις κανένα με λιγότερη κλίση για οικογενειάρχη από μένα;" κατέληξε.
   Μια εβδομάδα αργότερα ο Σεβέρο ντελ Βάλιε παρουσιάστηκε στην κλινική του Τάο Τσι΄έν, αφού είχε σκεφτεί χίλιες φορές το δύσκολο εγχείρημα που του είχε αναθέσει ο ξάδελφός του. Ο ζονγκ-γι μόλις είχε τελειώσει με τον τελευταίο ασθενή της μέρας και τον δέχτηκε μόνος του στη μικρή αίθουσα αναμονής του ιατρείου του, στο ισόγειο. Άκουσε ατάραχος την προσφορά του Σεβέρο.
   "Η Λυν δεν χρειάζεται χρήματα, γι' αυτό έχει τους γονείς της", είπε χωρίς να δείξει κανένα συναίσθημα. "Οπωσδήποτε σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, κύριε Ντελ Βάλιε".
   "Τι κάνει η δεσποινίς Σόμερς;" ρώτησε ο Σεβέρο, ταπεινωμένος από την αξιοπρέπεια του άλλου.
   "Η κόρη μου πιστεύει ακόμα πως πρόκειται για παρεξήγηση. Είναι σίγουρη πως σύντομα ο κύριος Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους θα έρθει να ζητήσει το χέρι της, όχι από υποχρέωση αλλά από έρωτα".
   "Κύριε Τσι΄έν, δεν ξέρετε και τι δεν θα έδινα για ν' αλλάξω την κατάσταση. Η αλήθεια είναι πως ο ξάδελφός μου δεν έχει καλή υγεία, δεν μπορεί να παντρευτεί. Λυπάμαι πάρα πολύ..." μουρμούρισε ο Σεβέρο ντελ Βάλιε. 
   "Εμείς λυπόμαστε ακόμα περισσότερο. Για τον ξάδελφό σας η Λυν ήταν μόνο μια διασκέδαση· για τη Λυν όμως αυτός είναι η ζωή της", είπε ήρεμα ο Τάο Τσι΄έν.
   "Θα ήθελα να δώσω μια εξήγηση στην κόρη σας, κύριε Τσι΄έν. Μπορώ να τη δω;"
   "Πρέπει να ρωτήσω την ίδια. Για την ώρα δεν επιθυμεί να δει κανένα, αλλά θα σας ειδοποιήσω αν αλλάξει γνώμη", απάντησε ο ζονγκ-γι, συνοδεύοντάς τον στην έξοδο.

   Ο Σεβέρο ντελ Βάλιε περίμενε τρεις εβδομάδες, χωρίς να έχει καμιά είδηση από τη Λυν, μέχρι που δεν άντεξε πια την αγωνία και πήγε στο τεϊοποτείο για να ικετεύσει την Ελίζα Σόμερς να του επιτρέψει να μιλήσει στην κόρη της. Περίμενε να συναντήσει μια αδιαπέραστη αντίδραση, αλλά εκείνη τον δέχτηκε τυλιγμένη στα αρώματα της ζάχαρης και της βανίλιας, με την ίδια γαλήνη που τον είχε δεχτεί και ο Τάο Τσι΄έν. Στην αρχή η Ελίζα ένιωθε ένοχη για ό,τι έγινε· ήταν απρόσεκτη, δεν είχε σταθεί ικανή να προστατεύσει την κόρη της και τώρα η ζωή της είχε καταστραφεί. Έκλαψε στην αγκαλιά του άντρα της μέχρι που εκείνος της θύμισε πως, στα δεκάξι της, κι εκείνη είχε γνωρίσει μια παρόμοια εμπειρία: τον ίδιο υπέρμετρο έρωτα, την εγκατάλειψη από τον εραστή της, την εγκυμοσύνη και τον τρόμο· η μόνη διαφορά ήταν ότι η Λυν δεν ήταν μόνη της, δεν χρειάστηκε να το σκάσει από το σπίτι της και να διασχίσει το μισό κόσμο στο αμπάρι ενός καραβιού κυνηγώντας έναν ανάξιο, όπως έκανε η ίδια. Η Λυν είχε ζητήσει βοήθεια από τους γονείς της κι αυτοί ήταν πολύ τυχεροί, γιατί μπορούσαν να τη βοηθήσουν, είχε πει ο Τάο Τσι΄έν. Στην Κίνα ή στη Χιλή η κόρη τους θα ήταν χαμένη, η κοινωνία θα ήταν ανελέητη γι' αυτήν, αλλά στην Καλιφόρνια, χώρα χωρίς παραδόσεις, υπήρχε χώρος για όλους. Ο ζονγκ-γι μάζεψε τη μικρή του οικογένεια κι εξήγησε πως το μωρό ήταν ένα δώρο από τον ουρανό κι έπρεπε να το περιμένουν με χαρά· τα δάκρυα ήταν άσχημα για το κάρμα, έκαναν κακό στο έμβρυο στην κοιλιά της μητέρας του και το σημάδευαν για μια ζωή γεμάτη ανασφάλειες. Αυτό το αγόρι, ή το κορίτσι, θα ήταν ευπρόσδεκτο· ο θείος του ο Λάκυ κι αυτός ο ίδιος, ο παππούς, θα ήταν αξιοπρεπείς αντικαταστάτες του απόντα πατέρα. Κι όσο για την ερωτική απογοήτευση της Λυν, γι' αυτό θα έβλεπαν αργότερα τι θα έκαναν, είπε. Έδειχνε τόσο ενθουσιασμένος με την προοπτική πως θα γινόταν παππούς, ώστε η Ελίζα ντράπηκε για τις σεμνότυφες σκέψεις της, έπαψε το θρήνο και δεν ξανάριξε το φταίξιμο πάνω της. Αφού για τον Τάο Τσι΄έν η συμπαράσταση στην κόρη του μετρούσε περισσότερο από την τιμή της οικογένειας, το ίδιο θα έπρεπε να είναι και γι' αυτήν, αποφάσισε. Το καθήκον της ήταν να προστατεύσει τη Λυν και τα υπόλοιπα δεν είχαν καμιά σημασία. Αυτά είπε με συμπάθεια στον Σεβέρο ντελ Βάλιε εκείνη τη μέρα στο τεϊοποτείο. Δεν καταλάβαινε ποιους λόγους είχε ο Χιλιανός για να επιμένει να μιλήσει με την κόρη της, αλλά μεσολάβησε για λογαριασμό του και τελικά η νέα δέχτηκε να τον δει. Η Λυν μόλις που τον θυμόταν, αλλά τον δέχτηκε με την ελπίδα πως ερχόταν σαν αγγελιαφόρος του Ματίας.
   Τους επόμενους μήνες οι επισκέψεις του Σεβέρο ντελ Βάλιε στο σπίτι των Τσι΄έν έγιναν συνήθεια. Πήγαινε το σούρουπο, όταν τέλειωνε τη δουλειά του, άφηνε το άλογό του δεμένο στην πόρτα και παρουσιαζόταν με το καπέλο στο χέρι και κάποιο δώρο στο άλλο, αρχίζοντας έτσι να γεμίζει το δωμάτιο της Λυν με παιχνίδια και ρούχα για το μωρό. Ο Τάο Τσι΄έν του έμαθε να παίζει μαχ-χονγκ και περνούσαν ώρες με την Ελίζα και τη Λυν μετακινώντας τα ωραία φιλντισένια πιόνια. Ο Λάκυ δεν έπαιρνε μέρος, γιατί θεωρούσε πως ήταν χάσιμο χρόνου να παίζει χωρίς χρήματα. Αντίθετα, ο Τάο Τσι΄έν έπαιζε μόνο με την οικογένεια, γιατί στα νιάτα του είχε αποφασίσει να μην ξαναπαίξει με λεφτά κι ήταν σίγουρος πως αν αψηφούσε αυτή την υπόσχεση, κάποια δυστυχία θα τον έβρισκε. Τόσο είχαν συνηθίσει οι Τσι΄έν την παρουσία του Σεβέρο, ώστε όταν καθυστερούσε, κοίταζαν ανήσυχοι το ρολόι. Η Ελίζα Σόμερς επωφελούνταν από τις επισκέψεις του για να ασκεί τα ισπανικά της μαζί του και να θυμάται τη Χιλή, εκείνη τη μακρινή χώρα, όπου είχε περισσότερα από τριάντα χρόνια να πατήσει το πόδι της, αλλά που εξακολουθούσε να τη θεωρεί πατρίδα της. Συζητούσαν σχετικά με τον πόλεμο και τις πολιτικές αλλαγές. Ύστερα από αρκετές δεκαετίες με συντηρητικές κυβερνήσεις, οι φιλελεύθεροι είχαν θριαμβεύσει και ο αγώνας για να εξουδετερώσουν την εξουσία του κλήρου και να κάνουν μεταρρυθμίσεις είχε διαιρέσει κάθε χιλιανή οικογένεια. Οι περισσότεροι άντρες, όσο καθολικοί κι αν ήταν, ήθελαν να εκσυγχρονιστεί η χώρα, αλλά οι γυναίκες, πολύ πιο θρήσκες, αντιστέκονταν στους πατέρες και στους συζύγους και υποστήριζαν την Εκκλησία. Όπως εξηγούσε η Νίβεα στα γράμματά της, όσο φιλελεύθερη κι αν ήταν η κυβέρνηση, η τύχη των φτωχών εξακολουθούσε να είναι η ίδια, και πρόσθετε ότι, όπως συνέβαινε πάντα, οι γυναίκες της υψηλής κοινωνίας και ο κλήρος κινούσαν τα νήματα της εξουσίας. Ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος ήταν δίχως άλλο ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, έγραφε η κοπέλα, κρυφά από την οικογένεια των Ντελ Βάλιε, που δεν ανεχόταν τέτοιου είδους ιδέες, αλλά οι ίδιες πάντα οικογένειες είχαν τον έλεγχο της κατάστασης. "Ας ιδρύσουμε ένα άλλο κόμμα, Σεβέρο, ένα που να επιδιώκει τη δικαιοσύνη και την ισότητα", έγραφε, ενθουσιασμένη από τις παράνομες συζητήσεις της με την αδελφή Μαρία Εσκαπουλάριο.
   Στα νότια της ηπείρου ο Πόλεμος του Ειρηνικού συνεχιζόταν ολοένα πιο άγριος, ενώ ο χιλιανός στρατός ετοιμαζόταν ν' αρχίσει την εκστρατεία στην έρημο του Βορρά, μια τόσο τραχιά και αφιλόξενη περιοχή όπως η σελήνη, όπου η τροφοδοσία του στρατού απαιτούσε τιτάνια προσπάθεια. Ο μόνος τρόπος για να μεταφερθούν οι στρατιώτες ως εκεί που θα γίνονταν οι μάχες ήταν από τη θάλασσα, αλλά ο στόλος του Περού δεν είχε σκοπό να το επιτρέψει. Ο Σεβέρο ντελ Βάλιε σκεφτόταν πως ο πόλεμος έδειχνε να κρίνεται υπέρ της Χιλής, που η οργάνωση και η πολεμική ορμή της έδειχναν ακατανίκητες. Όμως δεν ήταν μόνο ο οπλισμός και ο πολεμικός χαρακτήρας αυτά που θα καθόριζαν το αποτέλεσμα του πολέμου, εξηγούσε στην Ελίζα Σόμερς, αλλά και το παράδειγμα μιας χούφτας ηρωικών ανθρώπων που είχαν καταφέρει να φλογίσουν την ψυχή του έθνους.
   "Πιστεύω πως ο πόλεμος κρίθηκε το Μάιο, κυρία, σε μια ναυμαχία μπροστά στον κόλπο του Ικίκε. Εκεί μια γερασμένη χιλιανή φρεγάτα αγωνίστηκε εναντίον μιας πολύ ισχυρότερης περουβιανής δύναμης. Επικεφαλής ήταν ο Αρτούρο Πρατ, ένας νέος αντιπλοίαρχος, πολύ θρήσκος και μάλλον συνεσταλμένος, που δεν έπαιρνε μέρος στα γλέντια και στις ασωτίες της στρατιωτικής ζωής, και ήταν τόσο μαζεμένος, ώστε οι ανώτεροί του δεν είχαν εμπιστοσύνη στην αξία του. Εκείνη τη μέρα ο νέος αυτός μεταμορφώθηκε στον ήρωα που ηλέκτρισε τις ψυχές όλων των Χιλιανών.
   Η Ελίζα ήξερε τις λεπτομέρειες, τις είχε διαβάσει σ' ένα παλιό φύλλο των Times του Λονδίνου, όπου η σύγκρουση χαρακτηριζόταν σαν "...μια από τις πιο θριαμβευτικές μάχες που έγιναν ποτέ. Ένα γέρικο ξύλινο καράβι, σχεδόν ετοιμόρροπο, κατάφερε ν΄αντιμετωπίσει επί τρεις και μισή ώρες το αδιάκοπο σφυροκόπημα από μια μονάδα πυροβολικού κι ένα ισχυρό πολεμικό πλοίο, και κατέληξε με τη σημαία ψηλά". Το περουβιανό πλοίο, υπό τις διαταγές του ναυάρχου Μιγκέλ Γκράου, που ήταν κι αυτός ήρωας στη χώρα του, έπεσε πάνω στη χιλιανή φρεγάτα με όλη του την ταχύτητα, τρυπώντας την με το οξύ τμήμα της πλώρης του. Ο αντιπλοίαρχος επωφελήθηκε από αυτό και πήδησε πάνω στο επιτιθέμενο πλοίο μαζί μ' έναν από τους άντρες του. Και οι δυο τους σκοτώθηκαν λίγα λεπτά πιο ύστερα από πυροβολισμούς πάνω στην κουβέρτα του εχθρικού πλοίου. Με το δεύτερο χτύπημα του εχθρικού πλοίου πήδησαν πάνω του αρκετοί ακόμα, μιμούμενοι τον αρχηγό τους, και σκοτώθηκαν κι αυτοί τρυπημένοι από τις σφαίρες. Τελικά τα τρία τέταρτα του πληρώματος παραδόθηκαν βλέποντας πως η φρεγάτα θα βούλιαζε. Αυτός ο απίθανος ηρωισμός μετέδωσε γενναιότητα στους συμπατριώτες του αντιπλοιάρχου κι εντυπωσίασε τόσο τους εχθρούς του, ώστε ο ναύαρχος Γκράου επαναλάμβανε κατάπληκτος: "Πώς πολεμούν αυτοί οι Χιλιανοί!" 
   "Ο Γκράου είναι κύριος. Μάζεψε ο ίδιος το σπαθί και τα ρούχα του Πρατ και τα επέστρεψε στη χήρα του", διηγήθηκε ο Σεβέρο και πρόσθεσε πως ύστερα από εκείνη την ναυμαχία το ιερό σύνθημα στη Χιλή ήταν "Αγώνας για τη νίκη ή θάνατος", όπως έκαναν εκείνοι οι γενναίοι". 
   "Κι εσείς, Σεβέρο, δεν σκέφτεστε να πάτε στον πόλεμο;" τον ρώτησε η Ελίζα.
   "Θα πάω πολύ σύντομα", απάντησε ο νέος ντροπιασμένος, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς περίμενε για να εκτελέσει το καθήκον του. Στο μεταξύ η Λυν φούσκωνε χωρίς να χάνει ούτε μια σταλιά από τη χάρη ή την ομορφιά της. Έπαψε να φοράει τα ρούχα που δεν κούμπωναν πια και βολευόταν με τις χρωματιστές μεταξωτές πουκαμίσες της Τσάιναταουν. Έβγαινε έξω πολύ λίγο παρά την επιμονή του πατέρα της, που της έλεγε να περπατάει. Μερικές φορές ο Σεβέρο ντελ Βάλιε την έπαιρνε με το αμάξι και την πήγαινε βόλτα στο Πάρκο της Φυλακής ή στην παραλία, όπου κάθονταν πάνω σε μια κουβέρτα για να κολατσίσουν και να διαβάσουν, εκείνος τις εφημερίδες και τα νομικά βιβλία κι εκείνη τις ρομαντικές νουβέλες που τα γραφόμενά τους δεν τα πίστευε πια, αλλά τα μεταχειριζόταν σαν καταφύγιο. Ο Σεβέρο ζούσε την κάθε μέρα, από επίσκεψη σε επίσκεψη στο σπίτι των Τσι΄έν, χωρίς άλλο σκοπό παρά μόνο για να βλέπει τη Λυν. Δεν έγραφε πια στη Νίβεα. Πολλές φορές είχε πάρει την πένα για να της εξομολογηθεί πως αγαπούσε μια άλλη, αλλά έσκιζε τα γράμματα, χωρίς να τα στέλνει, γιατί δεν έβρισκε λόγια για να τα χαλάσει με την αρραβωνιστικιά του, χωρίς να την πληγώσει θανάσιμα. Επιπλέον η Λυν δεν του είχε δώσει ποτέ κάποιο σημάδι, που θα μπορούσε να το μεταχειριστεί σαν αφετηρία για να φανταστεί ένα μέλλον μαζί της. Δεν μιλούσαν οι δυο τους για τον Ματίας, όπως κι εκείνος δεν αναφερόταν ποτέ στη Λυν, αλλά η ερώτηση βρισκόταν πάντα αιωρούμενη ανάμεσά τους. Ο Σεβέρο πρόσεχε να μην αναφέρει στο σπίτι των θείων του την καινούργια του φιλία με τους Τσι΄έν και υπέθετε πως κανείς δεν το υποπτευόταν, εκτός από τον πανύψηλο μπάτλερ, τον Γουίλιαμς, που δεν χρειάστηκε να του το πει, γιατί το είχε μάθει, όπως και όλα όσα συνέβαιναν σ' εκείνο το παλατάκι. Ο Σεβέρο είχε δυο μήνες που έφτανε αργά, και μ' ένα ηλίθιο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό του, όταν ο Γουίλιαμς τον οδήγησε στη σοφίτα και, με το φως μιας λάμπας οινοπνεύματος, του έδειξε έναν όγκο τυλιγμένο με σεντόνια. Ανοίγοντάς τον, ο Σεβέρο είδε πως ήταν μια αστραφτερή κούνια.
   "Είναι από σκαλιστό ασήμι, ασήμι από τα ορυχεία των κυρίων στη Χιλή. Εδώ πρωτοκοιμήθηκαν όλα τα μωρά της οικογένειας. Αν θέλετε να της την πάτε", ήταν τα μόνα λόγια που του είπε ο Γουίλιαμς.

   Ντροπιασμένη, η Παουλίνα ντελ Βάλιε δεν εμφανίστηκε ξανά στο τεϊοποτείο, ανίκανη να κολλήσει τα κομμάτια της μακρόχρονης φιλίας της με την Ελίζα Σόμερς, που είχε γίνει θρύψαλα. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα χιλιανά γλυκίσματα, που για χρόνια ήταν η αδυναμία της, και ν' αρκείται στη γαλλική ζαχαροπλαστική του μάγειρά της. Η υπερβολική της δύναμη, τόσο χρήσιμη για να σαρώνει τα εμπόδια και να ολοκληρώνει τα σχέδιά της, τώρα είχε στραφεί ενάντιά της. Καταδικασμένη σε ακινησία, αναλωνόταν στην ανυπομονησία κι η καρδιά της πηδούσε μέσα στο στήθος της. "Τα νεύρα μου θα με πεθάνουν, Γουίλιαμς", παραπονιόταν, μεταμορφωμένη για πρώτη φορά σε φιλάσθενη γυναίκα. Δικαιολογούσε τον εαυτό της, πως μ' έναν άπιστο σύζυγο και τρεις άχρηστους γιους το πιο πιθανό ήταν να υπάρχει μεγάλος αριθμός από εξώγαμα παιδιά από το αίμα της, σκορπισμένα εδώ κι εκεί, και δεν υπήρχε λόγος να βασανίζεται τόσο. Ωστόσο αυτά τα υποθετικά μπάσταρδα δεν είχαν όνομα και πρόσωπο, ενώ, αντίθετα, αυτό το είχε μπροστά στη μύτη της. Αν δεν ήταν τουλάχιστο η Λυν Σόμερς! Δεν μπορούσε να ξεχάσει την επίσκεψη της Ελίζας κι εκείνου του Κινέζου, που το όνομά του δεν κατάφερνε να θυμηθεί· αυτό το αξιοπρεπές ζευγάρι, και μόνο καθώς το θυμόταν στο σαλόνι της, την έκανε να υποφέρει. Ο Ματίας είχε αποπλανήσει τη μικρή, κανένα πονηρό επιχείρημα της λογικής ή του συμφέροντος δεν μπορούσε ν' αντικρούσει αυτή την αλήθεια, που η διαίσθησή της την είχε δεχτεί από την πρώτη στιγμή. Οι αρνήσεις του γιου της και τα σαρκαστικά του σχόλια σχετικά με την ελάχιστη αρετή της Λυν μεγάλωναν μόνο την πεποίθησή της. Το μωρό που είχε αυτή η κοπέλα στην κοιλιά της, προκαλούσε μέσα της έναν κυκεώνα από αντικρουόμενα συναισθήματα, από τη μια μεριά βουβή λύσσα για τον Ματίας, και από την άλλη αναπόφευκτη τρυφερότητα γι' αυτό το πρώτο εγγόνι. Μόλις ο Φελισιάνο γύρισε από το ταξίδι, του είπε τι είχε γίνει.
   "Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν συχνά, Παουλίνα, δεν είναι ανάγκη να το κάνεις τραγωδία. Τα μισά παιδιά στην Καλιφόρνια είναι μπάσταρδα. Το σπουδαιότερο είναι ν' αποφύγουμε το σκάνδαλο και να υποστηρίξουμε τον Ματίας. Η οικογένεια έρχεται πρώτη", ήταν η γνώμη του Φελισιάνο.
   "Αυτό το μωρό ανήκει στην οικογένειά μας", αντέκρουσε εκείνη.
   "Ακόμα δεν έχει γεννηθεί και το υιοθέτησες κιόλας! Γνωρίζω αυτή τη Λυν Σόμερς. Την είδα να ποζάρει σχεδόν γυμνή στο ατελιέ ενός γλύπτη, να επιδεικνύεται στο κέντρο ενός κύκλου αντρών, οποιοσδήποτε από αυτούς μπορεί να είναι ο εραστής της. Δεν το βλέπεις;"
   "Εσύ δεν το βλέπεις, Φελισιάνο".
   "Αυτό μπορεί να μεταβληθεί σε εκβιασμό δίχως τέλος. Σου απαγορεύω να έχεις την παραμικρή επαφή μ' αυτούς τους ανθρώπους κι αν πλησιάσουν εδώ πέρα, θ' αναλάβω εγώ την υπόθεση", αποφάσισε στη στιγμή ο Φελισιάνο.
   Από εκείνη τη μέρα η Παουλίνα δεν ανέφερε ξανά το θέμα μπροστά στον γιο της ή στον άντρα της, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και κατέληξε να μιλάει εμπιστευτικά στον πιστό Γουίλιαμς, που είχε το προτέρημα να την ακούει ως το τέλος και να μη λέει τη γνώμη του, εκτός κι αν του το ζητούσε. Αν μπορούσε να βοηθήσει τη Λυν Σόμερς, θα ένιωθε κάπως καλύτερα, αλλά για μια φορά η περιουσία της δεν είχε καμιά χρησιμότητα.
   Εκείνοι οι μήνες ήταν καταστροφικοί για τον Ματίας, γιατί όχι μόνο το μπέρδεμα με τη Λυν του χαλούσε τη διάθεση, αλλά έγιναν εντονότεροι και οι πόνοι στις αρθρώσεις του, τόσο που δεν μπορούσε πια ν' ασκείται στην ξιφασκία κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και τα άλλα αθλήματα. Ξυπνούσε συνήθως με τόσους πόνους, ώστε αναρωτιόταν μήπως είχε φτάσει η στιγμή να σκεφτεί την αυτοκτονία, ιδέα που έτρεφε από τότε που έμαθε το όνομα της αρρώστιας του, αλλά όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι κι άρχιζε να κινείται, ένιωθε καλύτερα, και τότε του ξαναρχόταν με περισσότερο ενθουσιασμό η αγάπη του για τη ζωή. Πρήζονταν οι καρποί και τα γόνατά του, έτρεμαν τα χέρια του και το όπιο έπαψε να είναι διασκέδαση στην Τσάιναταουν και μεταβλήθηκε σε ανάγκη. Η Αμάντα Λόουελ, η καλή του σύντροφος στα γλέντια, ήταν αυτή που του έμαθε τα πλεονεκτήματα της ένεσης μορφίνης, πιο αποτελεσματικής, καθαρής και κομψής από μια πίπα με όπιο -ελάχιστη δόση και στη στιγμή εξαφανιζόταν η αγωνία κι έδινε τη θέση της στη γαλήνη. Το σκάνδαλο του μπάσταρδου, που θα γεννιόταν τελικά, του χάλασε κάθε διάθεση και στα μέσα του καλοκαιριού ανακοίνωσε ξαφνικά πως τις επόμενες μέρες θα έφευγε για την Ευρώπη, για να δει αν μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα, τα ιαματικά νερά της Ιταλίας και οι Άγγλοι γιατροί θα μπορούσαν ν' ανακουφίσουν τους πόνους του. Δεν πρόσθεσε πως σκόπευε να συναντηθεί με την Αμάντα Λόουελ στη Νέα Υόρκη για να διασχίσουν τον Ατλαντικό μαζί, γιατί το όνομά της ποτέ δεν αναφερόταν στην οικογένεια, όπου η ανάμνηση της κοκκινομάλλας Σκωτσέζας προκαλούσε δυσπεψία στον Φελισιάνο και βουβή λύσσα στην Παουλίνα. Αυτά που παρακίνησαν τον Ματίας στο βιαστικό ταξίδι του δεν ήταν μόνο οι αδιαθεσίες και η επιθυμία του ν΄απομακρυνθεί από τη Λυν Σόμερς, αλλά και τα νέα χαρτοπαικτικά χρέη, όπως μαθεύτηκε λίγο μετά την αναχώρησή του, όταν δυο επιφυλακτικοί Κινέζοι εμφανίστηκαν στο γραφείο του Φελισιάνο και τον προειδοποίησαν με τη μεγαλύτερη ευγένεια πως ή έπρεπε να πληρώσει το ποσό που χρωστούσε ο γιος του, με τους ανάλογους τόκους, ή κάτι πραγματικά δυσάρεστο θα συνέβαινε σε κάποιο μέλος της αξιότιμης οικογένειάς του. Αντί για άλλη απάντηση, ο μεγιστάνας έβαλε να τους πετάξουν έξω με τις κλοτσιές, κι ύστερα φώναξε τον Τζέικομπ Φρήμοντ, τον ειδικευμένο στον υπόκοσμο δημοσιογράφο. Εκείνος τον άκουσε με συμπάθεια, γιατί ήταν καλός φίλος του ο Ματίας, κι έπειτα τον συνόδευσε στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας, ενός Αυστραλού αμφίβολης φήμης, που του χρωστούσε κάποιες χάρες, και του ζήτησε να λύσει το θέμα με τον τρόπο του. "Ο μόνος τρόπος που ξέρω είναι πληρώνοντας", απάντησε ο αξιωματικός και συνέχισε εξηγώντας πως δεν τα έβαζε κανείς με τους τονγκς της Τσάιναταουν. Είχε τύχει να μαζέψει πτώματα ολότελα ξεκοιλιασμένα και με τα εντόσθια πακεταρισμένα με τάξη σ' ένα κιβώτιο δίπλα τους. Ήταν βέβαια αντεκδικήσεις ανάμεσα σε Ουράνιους, πρόσθεσε, ενώ με τους λευκούς τουλάχιστο δεν γινόταν το ίδιο· αυτοί φρόντιζαν κάτι τέτοιο να μοιάζει με ατύχημα. Δεν είχε προσέξει πόσοι άνθρωποι πέθαιναν καμένοι σε ανεξήγητες πυρκαγιές, χτυπημένοι από κλοτσιές αλόγων σ' έρημους δρόμους, πνιγμένοι στα ήρεμα νερά του κόλπου, ή πολτοποιημένοι από τούβλα, που έπεφταν με ανεξήγητο τρόπο από μια οικοδομή; Ο Φελισιάνο Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους πλήρωσε.
   Όταν ο Σεβέρο ντελ Βάλιε ειδοποίησε τη Λυν Σόμερς πως ο Ματίας είχε φύγει για την Ευρώπη και δεν σκόπευε να επιστρέψει σύντομα, εκείνη έβαλε τα κλάματα και συνέχισε να κλαίει για πέντε μέρες παρά τα ηρεμιστικά που της έδινε ο Τάο Τσι΄έν, μέχρι που η Ελίζα της έδωσε δυο χαστούκια και την υποχρέωσε ν' αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Είχε διαπράξει μια επιπολαιότητα και τώρα δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να πληρώσει τις συνέπειες· δεν ήταν πια κοριτσάκι, θα γινόταν μητέρα κι έπρεπε να ευγνωμονεί την τύχη της που είχε μια οικογένεια πρόθυμη να τη βοηθήσει, γιατί άλλες στην κατάστασή της κατέληγαν διωγμένες στο δρόμο κερδίζοντας τη ζωή τους με άσχημο τρόπο, ενώ τα μπάσταρδά τους έμπαιναν σε ορφανατροφείο. Είχε φτάσει η ώρα να παραδεχτεί πως ο εραστής της είχε γίνει καπνός, έπρεπε να γίνει μητέρα και πατέρας για το μωρό και να ωριμάσει μια για πάντα, γιατί σ' αυτό το σπίτι είχαν βαρεθεί ν' ανέχονται τα καπρίτσια της. Είκοσι χρόνια τώρα έπαιρνε και με τα δυο χέρια, μήπως νόμιζε πως θα περνούσε τη ζωή της κλαίγοντας, ξαπλωμένη σ' ένα κρεβάτι; Έπρεπε να φυσήξει τη μύτη της και να ντυθεί, γιατί θα έβγαιναν να περπατήσουν κι αυτό θα το έκαναν οπωσδήποτε δυο φορές κάθε μέρα, κι ας έβρεχε κι ας βροντούσε, το άκουσε καλά; Ναι, η Λυν τα άκουσε όλα ως το τέλος, αλλήθωρη από την έκπληξη και με μάγουλα κατακόκκινα από τα μόνα χαστούκια που είχε φάει στη ζωή της. Ντύθηκε και υπάκουσε βουβή. Από εκείνη τη στιγμή η σύνεση της ήρθε ουρανοκατέβατη, ανέλαβε την ευθύνη της τύχης της με απίθανη γαλήνη, δεν παραπονέθηκε ξανά, κατάπινε τα φάρμακα του Τάο Τσι΄έν, έκανε μακρινούς περιπάτους με τη μητέρα της, μέχρι που μπόρεσε να γελάσει με την καρδιά της, όταν έμαθε πως το σχέδιο του αγάλματος της Δημοκρατίας είχε πάει κατά διαβόλου, όπως εξήγησε ο αδελφός της Λάκυ, όχι από έλλειψη μοντέλου, αλλά επειδή ο γλύπτης το είχε σκάσει στη Βραζιλία με τα λεφτά.
   Στο τέλος Αυγούστου ο Σεβέρο ντελ Βάλιε τόλμησε επιτέλους να μιλήσει για τα αισθήματά του στη Λυν Σόμερς. Τότε πια εκείνη αισθανόταν βαριά σαν ελέφαντας και δεν αναγνώριζε ούτε το ίδιο της το πρόσωπο στον καθρέφτη, αλλά στα μάτια του Σεβέρο ντελ Βάλιε ήταν ομορφότερη παρά ποτέ. Είχαν επιστρέψει ζεσταμένοι από μια βόλτα κι εκείνος έβγαλε το μαντίλι του για να σκουπίσει το μέτωπο και το λαιμό της, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την κίνηση. Χωρίς να ξέρει πώς, βρέθηκε σκυμμένος πάνω της, να την πιάνει δυνατά από τους ώμους και να τη φιλάει στο στόμα, μέσα στο δρόμο. Της ζήτησε να παντρευτούν κι εκείνη του εξήγησε πολύ απλά πως ποτέ δεν θ' αγαπούσε άλλον άντρα, αλλά μόνο τον Ματίας Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους.
   "Δεν σου ζητάω να με αγαπήσεις, Λυν, η αγάπη που νιώθω εγώ είναι αρκετή και για τους δυο μας", απάντησε ο Σεβέρο ντελ Βάλιε με τον κάπως επίσημο τρόπο που της φερόταν. "Το μωρό χρειάζεται έναν πατέρα. Δώσε μου την ευκαιρία να σας προστατεύσω και τους δυο και σου υπόσχομαι πως με τον καιρό θα γίνω άξιος της αγάπης σου".
   "Ο πατέρας μου λέει πως στην Κίνα τα ζευγάρια παντρεύονται χωρίς να γνωρίζονται και μαθαίνουν ν' αγαπιούνται μετά, αλλά είμαι σίγουρη πως δεν είναι αυτή η περίπτωσή μας, Σεβέρο ντελ Βάλιε. Λυπάμαι πολύ..." απάντησε εκείνη.
   "Δεν χρειάζεται να ζήσεις μαζί μου, Λυν. Μόλις γεννήσεις, θα πάω στη Χιλή. Η χώρα μου βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση και έχω ήδη αναβάλει υπερβολικά το καθήκον μου".
   "Κι αν δεν γυρίσεις από τον πόλεμο;"
   "Το παιδί σου τουλάχιστο θα έχει το όνομά μου και την κληρονομιά του πατέρα μου, που ζει ακόμα. Δεν θα είναι πολλά τα λεφτά, αλλά θα είναι αρκετά για να μορφωθεί. Κι εσύ, αγαπητή Λυν, θα έχεις την αξιοπρέπειά σου..."
   Εκείνο το ίδιο βράδυ ο Σεβέρο ντελ Βάλιε έγραψε στη Νίβεα το γράμμα που δεν είχε μπορέσει να γράψει νωρίτερα. Της το είπε με τέσσερις φράσεις, χωρίς εισαγωγές και δικαιολογίες, γιατί ήξερε πως εκείνη δεν θα το δεχόταν με άλλο τρόπο. Ούτε τόλμησε να της ζητήσει συγγνώμη για τη σπατάλη αγάπης και χρόνου που σήμαιναν γι' αυτήν εκείνα τα τέσσερα χρόνια αρραβώνα με αλληλογραφία, γιατί τέτοιοι μίζεροι υπολογισμοί ήταν ανάξιοι της γενναιόδωρης καρδιάς της ξαδέλφης του. Φώναξε έναν υπηρέτη για να πάει την άλλη μέρα το γράμμα στο ταχυδρομείο κι ύστερα έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι, εξαντλημένος. Κοιμήθηκε χωρίς όνειρα, για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό. Ένα μήνα αργότερα ο Σεβέρο ντελ Βάλιε και η Λυν Σόμερς παντρεύτηκαν με μια σύντομη τελετή, με παρόντες την οικογένειά της και τον Γουίλιαμς, τον μόνο που κάλεσε ο Σεβέρο από το σπίτι του. Ήξερε πως ο μπάτλερ θα το έλεγε στη θεία του κι αποφάσισε να περιμένει να κάνει εκείνη το πρώτο βήμα. Δεν το ανάγγειλε σε κανένα, γιατί η Λυν του είχε ζητήσει τη μεγαλύτερη διακριτικότητα μέχρι να γεννηθεί το μωρό και να ξαναβρεί την κανονική της εμφάνιση· δεν τολμούσε να παρουσιαστεί πουθενά μ' εκείνη την κοιλιά σαν κολοκύθα και με το πρόσωπο πιτσιλισμένο με λεκέδες, είπε. Εκείνο το βράδυ ο Σεβέρο αποχαιρέτησε τη νιόπαντρη μ' ένα φιλί στο μέτωπο κι έφυγε, όπως πάντα, για το εργένικο δωμάτιό του.
   Την ίδια εβδομάδα έγινε στα νερά του Ειρηνικού άλλη μια ναυμαχία και ο χιλιανός στόλος αχρήστευσε τα δυο εχθρικά θωρηκτά. Ο Περουβιανός ναύαρχος, ο Μιγκέλ Γκράου, ο ίδιος ευγενής που πριν από μήνες είχε επιστρέψει το σπαθί του αντιπλοιάρχου Πρατ στη χήρα του, σκοτώθηκε το ίδιο ηρωικά όπως κι εκείνος. Για το Περού αυτό ήταν καταστροφή, γιατί, χάνοντας τον έλεγχο στη θάλασσα, κόπηκαν οι επικοινωνίες και κομματιάστηκαν και απομονώθηκαν τα στρατεύματά του. Οι Χιλιανοί έγιναν κυρίαρχοι στη θάλασσα, μπόρεσαν να μεταφέρουν το στρατό τους μέχρι τα νευραλγικά σημεία του Βορρά και να ολοκληρώσουν το σχέδιο της προέλασης στο εχθρικό έδαφος, μέχρι που κατέλαβαν τη Λίμα. Ο Σεβέρο ντελ Βάλιε παρακολουθούσε τις ειδήσεις με το ίδιο πάθος όπως οι άλλοι συμπατριώτες του στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ο έρωτάς του για τη Λυν ξεπερνούσε πολύ τον πατριωτισμό του και δεν επίσπευσε το ταξίδι του γυρισμού. 

   Τα ξημερώματα της δεύτερης Δευτέρας του Οκτωβρίου η Λυν ξύπνησε με βρεγμένη νυχτικιά και έβαλε τις φωνές τρομαγμένη, γιατί νόμισε πως είχε κατουρηθεί. "Άσχημο αυτό, έσπασαν τα νερά πολύ νωρίς", είπε ο Τάο Τσι΄έν στη γυναίκα του, αλλά μπροστά στην κόρη του παρουσιάστηκε χαμογελαστός και ήρεμος. Δέκα ώρες αργότερα, όταν οι συστολές έγιναν ελαφρά αισθητές και η οικογένεια είχε βαρεθεί να παίζει μαχ-χονγκ για να διασκεδάζει τη Λυν, ο Τάο Τσι΄έν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα βότανά του. Η μέλλουσα μητέρα αστειευόταν προκλητικά: αυτοί ήταν λοιπόν οι πόνοι της γέννας, για τους οποίους την είχαν τόσο προειδοποιήσει; Μπορούσε να τους ανεχτεί καλύτερα από τον κοιλόπονο που πάθαινε με το κινέζικο φαγητό, είπε. Δεν πονούσε, αλλά είχε βαρεθεί και πεινούσε, ο πατέρας της όμως μόνο νερό της επέτρεψε να πιει και αφεψήματα με βότανα, ενώ της έκανε βελονισμό για να επισπεύσει τη γέννα. Ο συνδυασμός από βότανα και χρυσές βελόνες έφερε αποτέλεσμα και το σούρουπο, όταν ο Σεβέρο ντελ Βάλιε παρυσιάστηκε για την καθημερινή του επίσκεψη, βρήκε τον Λάκυ στην πόρτα στεναχωρημένο και το σπίτι ανάστατο από τα βογκητά της Λυν και τη φασαρία μιας Κινέζας μαμής, που μιλούσε τσιρίζοντας κι έτρεχε με πανιά και κανάτες νερό. Ο Τάο Τσι΄έν ανεχόταν τη μαμή, γιατί σ' αυτό τον τομέα εκείνη είχε περισσότερη πείρα από αυτόν, αλλά δεν της επέτρεψε να καθίσει πάνω στη Λυν ή να τη βασανίσει δίνοντάς της μπουνιές στην κοιλιά, όπως ήθελε. Ο Σεβέρο ντελ Βάλιε έμεινε στο σαλόνι, κολλημένος στον τοίχο, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητος. Κάθε αναστεναγμός της Λυν του τρυπούσε την καρδιά· ήθελε να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη γωνιά του, ούτε ν' αρθρώσει λέξη. Εκείνη τη στιγμή είδε να εμφανίζεται ο Τάο Τσι΄έν, ατάραχος, ντυμένος άψογα, όπως συνήθιζε.
   "Μπορώ να περιμένω εδώ; Δεν ενοχλώ; Σε τι μπορώ να βοηθήσω;" ψέλλισε ο Σεβέρο σκουπίζοντας τον ιδρώτα που έτρεχε στο λαιμό του.
   "Δεν ενοχλείτε καθόλου, νεαρέ, αλλά δεν μπορείτε να βοηθήσετε τη Λυν, πρέπει να κάνει τη δουλειά της μόνη της. Από την άλλη πλευρά όμως μπορείτε να βοηθήσετε την Ελίζα, που είναι λίγο ανήσυχη".
   Η Ελίζα είχε περάσει από την ταλαιπωρία της γέννας και ήξερε, όπως κάθε γυναίκα, πως αυτό ήταν το κατώφλι του θανάτου. Γνώριζε το επίπονο και μυστηριώδες ταξίδι, όπου το σώμα ανοίγει δρόμο σε μια άλλη ζωή· θυμόταν τη στιγμή που ξεκινάει χωρίς φρένα σε μια κατηφόρα, παλλόμενο και σπρώχνοντας ανεξέλεγκτα, τον τρόμο, τους πόνους και την απίστευτη κατάπληξη, όταν τελικά το βρέφος ξεκολλάει και βγαίνει στο φως. Ο Τάο Τσι΄έν, παρ' όλη τη σοφία του ζονγκ-γι, άργησε περισσότερο από εκείνη να καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά στην περίπτωση της Λυν. Τα μέσα της κινέζικης ιατρικής είχαν προκαλέσει δυνατές συστολές, αλλά το βρέφος ερχόταν σε άσχημη θέση κι εμποδιζόταν από τα κόκαλα της λεκάνης της μητέρας. Ήταν μια στεγνή και δύσκολη γέννα, όπως εξήγησε ο Τάο Τσι΄έν, αλλά η κόρη του ήταν δυνατή και το πρόβλημα ήταν να διατηρήσει η Λυν την ηρεμία της και να μην κουραστεί περισσότερο απ' όσο ήταν αναγκαίο· ήταν αγώνας αντοχής, όχι ταχύτητας, πρόσθεσε. Σε μια παύση ανάμεσα στις συστολές η Ελίζα Σόμερς, τόσο εξαντλημένη όσο και η ίδια η Λυν, βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και βρήκε τον Σεβέρο στο διάδρομο. Του έκανε νόημα κι εκείνος την ακολούθησε, συγχυσμένος, στο μικρό δωμάτιο της προσευχής, όπου δεν είχε ξαναμπεί. Πάνω σ' ένα χαμηλό τραπέζι υπήρχε ένας απλός σταυρός, ένα μικρό άγαλμα της Κουάν Γιν, της Κινέζας θεάς του ελέους, και στο κέντρο το σκίτσο, με πενάκι, μιας γυναίκας με πράσινο χιτώνα και δυο λουλούδια στ' αυτιά, φτιαγμένο πρόχειρα. Η Ελίζα γονάτισε μπροστά στο βωμό, πάνω σ' ένα μαξιλάρι από πορτοκαλί μεταξωτό, και παρακάλεσε τον Χριστό, τον Βούδα και το πνεύμα της Λιν, της πρώτης γυναίκας του Τάο Τσι΄έν, να βοηθήσουν την κόρη της στη γέννα. Ο Σεβέρο, όρθιος πιο πίσω, μουρμούριζε ασύνειδα τις καθολικές προσευχές, που είχε μάθει στα παιδικά του χρόνια. Έμειναν έτσι αρκετή ώρα, ενωμένοι από το φόβο και την αγάπη για τη Λυν, μέχρι που ο Τάο Τσι΄έν φώναξε τη γυναίκα του για να τον βοηθήσει, επειδή είχε ξαποστείλει τη μαμή και ήταν έτοιμος να γυρίσει το μωρό και να το τραβήξει έξω. Ο Σεβέρο έμεινε με τον Λάκυ, καπνίζοντας, στην πόρτα, ενώ η Τσάιναταουν ξυπνούσε αργά.
   Τα ξημερώματα της Τρίτης το μωρό γεννήθηκε. Η μητέρα, μούσκεμα στον ιδρώτα και τρέμοντας, αγωνιζόταν να γεννήσει, αλλά δεν φώναζε πια, μόνο λαχάνιαζε, προσέχοντας τις υποδείξεις του πατέρα της. Τελικά έσφιξε τα δόντια, πιάστηκε από τα κάγκελα του κρεβατιού, έσπρωξε με άγρια αποφασιστικότητα και τότε φάνηκε μια τούφα μαύρα μαλλάκια. Ο Τάο Τσι΄έν έπιασε το κεφαλάκι, το τράβηξε σταθερά και απαλά μέχρι που βγήκαν οι ώμοι κι έπειτα γύρισε το σωματάκι και το τράβηξε γρήγορα με μια μόνο κίνηση, ενώ με το άλλο χέρι ξετύλιγε το μαβί έντερο από το λαιμό του. Η Ελίζα Σόμερς δέχτηκε ένα μικρό ματωμένο μπογαλάκι, ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι, με πλακουτσωτό πρόσωπο και μπλαβί δέρμα. Όσο ο Τάο Τσι΄έν έκοβε το λώρο και ήταν απασχολημένος με το δεύτερο μέρος της γέννας, η γιαγιά καθάρισε την εγγονή μ' ένα σφουγγάρι και της έδωσε χτυπηματάκια στην πλάτη μέχρι που άρχισε ν' ανασαίνει. Όταν άκουσε την κραυγή που ανάγγελλε την είσοδό της στον κόσμο και βεβαιώθηκε πως το χρώμα της έφτιαχνε, την τοποθέτησε πάνω στην κοιλιά της Λυν. Εξαντλημένη, η μητέρα ανασηκώθηκε στον αγκώνα της για να τη δεχτεί, ενώ το σώμα της παλλόταν ακόμα, και την έβαλε στο στήθος της, τη φίλησε και την καλωσόρισε ανακατεύοντας αγγλικά, ισπανικά, κινέζικα και δικές της λέξεις. Μια ώρα αργότερα η Ελίζα φώναξε τον Σεβέρο και τον Λάκυ για να γνωρίσουν τη μικρή. Την βρήκαν να κοιμάται ήρεμα στην ασημένια σκαλιστή κούνια, που ανήκε στους Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους, ντυμένη με κίτρινο μεταξωτό και μια κόκκινη σκουφίτσα, που της έδινε την εμφάνιση καλικάντζαρου σε μινιατούρα. Η Λυν λαγοκοιμόταν, χλομή και ήσυχη, μέσα σε καθαρά σεντόνια, κι ο Τάο Τσι΄έν, καθισμένος στο πλευρό της, παρακολουθούσε το σφυγμό της.
   "Πώς θα τη βγάλετε;" ρώτησε ο Σεβέρο ντελ Βάλιε συγκινημένος.
   "Η Λυν κι εσείς θα το αποφασίσετε", απάντησε η Ελίζα.
   "Εγώ;"
   "Εσύ δεν είσαι ο πατέρας;" ρώτησε ο Τάο Τσι΄έν κλείνοντάς του το μάτι γελαστά.
   "Θα την ονομάσουμε Αουρόρα, γιατί γεννήθηκε την αυγή", μουρμούρισε η Λυν, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια.
   "Το όνομά της στα κινέζικα είναι Λάι-Μινγκ, που θα πει Αυγή", είπε ο Τάο Τσι΄έν.
   "Καλώς ήρθες στον κόσμο, Λάι-Μινγκ, Αουρόρα ντελ Βάλιε..." χαμογέλασε ο Σεβέρο, φιλώντας τη μικρή στο μέτωπο, σίγουρος πως αυτή ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του κι αυτό το ζαρωμένο πλασματάκι, ντυμένο σαν κινέζικη κούκλα, ήταν δικό του, λες και πραγματικά είχε το αίμα του. Ο Λάκυ πήρε την ανιψιά του στην αγκαλιά κι άρχισε να της φυσάει καταπρόσωπο την ανάσα του, ανάσα από ταμπάκο και σάλτσα σόγια.
   "Τι κάνεις εκεί!" φώναξε η γιαγιά προσπαθώντας να του την πάρει από τα χέρια.
   "Της ρίχνω αέρα για να της μεταδώσω την καλή μου τύχη. Τι καλύτερο δώρο που ν' αξίζει τον κόπο θα μπορούσα να δώσω στη Λάι-Μινγκ;" γέλασε ο θείος.

   Την ώρα του δείπνου, όταν έφτασε ο Σεβέρο ντελ Βάλιε στο αρχοντικό του Νομπ Χιλ με την είδηση πως είχε παντρευτεί τη Λυν Σόμερς πριν από μια εβδομάδα και πως εκείνη τη μέρα είχε γεννηθεί η κόρη του, ο θείος και η θεία του αναστατώθηκαν λες και είχε τοποθετήσει ένα ψόφιο σκυλί πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας.
   "Κι όλοι μας ρίχναμε το φταίξιμο στον Ματίας! Εγώ το ήξερα πως δεν ήταν αυτός ο πατέρας, αλλά ποτέ δεν φαντάστηκα πως ήσουν εσύ", του πέταξε ο Φελισιάνο, μόλις συνήλθε από την έκπληξη.
   "Δεν είμαι ο βιολογικός πατέρας, αλλά ο νόμιμος. Το κοριτσάκι θα ονομαστεί Αουρόρα ντελ Βάλιε", δευκρίνισε ο Σεβέρο.
   "Είναι ασυγχώρητη απερισκεψία! Πρόδωσες αυτή την οικογένεια που σε δέχτηκε σαν παιδί της!" βρυχήθηκε ο θείος.
   "Δεν πρόδωσα κανέναν. Παντρεύτηκα από έρωτα".
   "Καλά, δεν ήταν ερωτευμένη με τον Ματίας αυτή η γυναίκα;"
   "Αυτή η γυναίκα ονομάζεται Λυν, είναι σύζυγός μου και απαιτώ να μιλάτε γι' αυτή με τον ανάλογο σεβασμό", είπε ο Σεβέρο ξερά, ενώ σηκωνόταν όρθιος.
   "Είσαι ηλίθιος, Σεβέρο, εντελώς ηλίθιος!" τον έβρισε ο Φελισιάνο, βγαίνοντας από την τραπεζαρία με μεγάλες, θυμωμένες δρασκελιές.
   Ο ανεξιχνίαστος Γουίλιαμς, που έμπαινε εκείνη τη στιγμή για να επιβλέψει στο σερβίρισμα των επιδορπίων, δεν μπόρεσε ν' αποφύγει ένα σύντομο χαμόγελο συνενοχής πριν αποτραβηχτεί διακριτικά. Η Παουλίνα άκουσε κατάπληκτη την εξήγηση του Σεβέρο, πως σε λίγες μέρες θα έφευγε για τον πόλεμο στη Χιλή, πως η Λυν θα έμενε με τους γονείς της στην Τσάιναταουν και, αν όλα πήγαιναν καλά, εκείνος θα επέστρεφε στο μέλλον για ν' αναλάβει το ρόλο του συζύγου και πατέρα.
   "Κάθισε, ανιψιέ, ας μιλήσουμε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι. Ο Ματίας είναι ο πατέρας αυτής της μικρής, έτσι δεν είναι;"
   "Ρωτήστε τον ίδιο, θεία".
   "Κατάλαβα. Παντρεύτηκες για ν' αναλάβεις την ευθύνη του Ματίας. Ο γιος μου είναι κυνικός κι εσύ ρομαντικός... Κοίτα πώς κατέστρεψες τη ζωή σου για ένα δονκιχωτισμό!" φώναξε η Παουλίνα.
   "Κάνετε λάθος, θεία.  Δεν κατέστρεψα τη ζωή μου, αντίθετα, πιστεύω πως αυτή είναι η μόνη ευκαιρία για να γίνω ευτυχισμένος".
   "Με μια γυναίκα που αγαπάει άλλον; Με μια κόρη που δεν είναι δική σου;"
   "Ο χρόνος θα βοηθήσει. Αν επιστρέψω από τον πόλεμο, η Λυν θα μάθει να με αγαπάει και η μικρή θα πιστέψει πως είμαι ο πατέρας της".
   "Ο Ματίας μπορεί να επιστρέψει πριν από εσένα", σχολίασε εκείνη. 
   "Αυτό δεν θ' αλλάξει σε τίποτα την κατάσταση".
   "Μια κουβέντα του Ματίας θα είναι αρκετή για να τον ακολουθήσει η Λυν μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου".
   "Αυτό είναι ένα αναπόφευκτο ρίσκο", απάντησε ο Σεβέρο.
   "Τα έχεις χαμένα, ανιψιέ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ανήκουν στο δικό μας κοινωνικό κύκλο", είπε βαρύγδουπα η Παουλίνα ντελ Βάλιε.
   "Είναι η πιο αξιοπρεπής οικογένεια που γνωρίζω, θεία", τη βεβαίωσε ο Σεβέρο.
   "Βλέπω πως τίποτα δεν έμαθες μαζί μου. Για να θριαμβεύσεις σε τούτο τον κόσμο, πρέπει να κάνεις τους λογαριασμούς πριν δράσεις. Είσαι δικηγόρος με λαμπρό μέλλον κι έχεις ένα από τα πιο παλιά ονόματα της Χιλής. Πιστεύεις πως η κοινωνία θα δεχτεί τη γυναίκα σου; Και η ξαδέλφη σου, η Νίβεα, δεν σε περιμένει;" ρώτησε η Παουλίνα.
   "Αυτό έχει λήξει", είπε ο Σεβέρο.
   "Ωραία λοιπόν, την έκανες την γκάφα, Σεβέρο, υποθέτω πως είναι πολύ αργά για να μετανιώσεις. Ας δούμε πώς μπορούμε να διορθώσουμε τα πράγματα. Τα λεφτά και η κοινωνική θέση έχουν μεγάλη σημασία εδώ και στη Χιλή. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ, είμαι και η γιαγιά της μικρής, πώς είπες πως τη λένε;"
   "Αουρόρα, αλλά οι παππούδες τη φωνάζουν Λάι-Μινγκ".
   "Έχει το επώνυμο Ντελ Βάλιε, είναι καθήκον μου να τη βοηθήσω, μιας και ο Ματίας ένιψε τα χέρια του σ' αυτή τη θλιβερή υπόθεση".
   "Δεν θα χρειαστεί, θεία. Έχω τακτοποιήσει τα πάντα, ώστε η Λυν να πάρει τα χρήματα της κληρονομιάς μου".
   "Τα λεφτά ποτέ δεν περισσεύουν. Τουλάχιστο θα μπορώ να βλέπω την εγγονή μου, έτσι δεν είναι;"
   "Θα ρωτήσουμε τη Λυν και τους γονείς της", υποσχέθηκε ο Σεβέρο ντελ Βάλιε.
   Βρίσκονταν ακόμα στην τραπεζαρία, όταν εμφανίστηκε ο Γουίλιαμς μ' ένα επείγον μήνυμα -τους είπε πως η Λυν είχε πάθει αιμορραγία, φοβούνταν για τη ζωή της και να πήγαινε εκεί αμέσως. Ο Σεβέρο έφυγε τρέχοντας για την Τσάιναταουν. Φτάνοντας στο σπίτι των Τσι΄έν, βρήκε τη μικρή οικογένεια μαζεμένη γύρω από το κρεβάτι της Λυν, τόσο ήσυχους σαν να ποζάριζαν για ένα θλιβερό πίνακα. Για μια στιγμή τον αναστάτωσε μια τρελή ιδέα -να τα δει όλα ξανά καθαρά και τακτικά, χωρίς ίχνη του τοκετού, καθόλου βρόμικα πανιά ούτε καμιά μυρωδιά αίματος, αλλά ύστερα πρόσεξε την πονεμένη έκφραση στα πρόσωπα του Τάο, της Ελίζας και του Λάκυ. Στο δωμάτιο ο αέρας είχε αραιώσει· ο Σεβέρο ανάσανε βαθιά, νιώθοντας να πνίγεται όπως στην κορφή ενός βουνού. Πλησίασε τρέμοντας το κρεβάτι και είδε τη Λυν ξαπλωμένη με τα χέρια στο στήθος, τα βλέφαρα κλειστά και τα χαρακτηριστικά της διάφανα· ένα ωραίο αλαβάστρινο γλυπτό στο χρώμα της στάχτης. Πήρε το χέρι της, άκαμπτο και κρύο σαν τον πάγο, έσκυψε πάνω της και πρόσεξε πως η ανάσα της ήταν ανεπαίσθητη και πως τα χείλια και τα δάχτυλά της ήταν μελανά. Φίλησε την παλάμη της με μια ατέλειωτη κίνηση βρέχοντάς τη με τα δάκρυά του, νικημένος από τη θλίψη. Εκείνη πρόλαβε να ψελλίσει το όνομα του Ματίας, ύστερα αναστέναξε δυο φορές κι έφυγε ανάλαφρα όπως είχε περάσει αιωρούμενη από τούτο τον κόσμο. Απόλυτη σιωπή υποδέχτηκε το μυστήριο του θανάτου και για ένα διάστημα, αδύνατο να το υπολογίσουν, περίμεναν ακίνητοι, ενώ το πνεύμα της Λυν ανυψωνόταν. Ο Σεβέρο ένιωσε μια μεγάλη κραυγή να βγαίνει από το στήθος της γης, να τον διαπερνάει από τα πόδια μέχρι το στόμα, αλλά να μην μπορεί να βγει από τα χείλια του. Η στριγκλιά εισέβαλε μέσα του, τον κυρίευσε ολοκληρωτικά κι έσκασε μέσα στο κεφάλι του με μια σιωπηλή έκρηξη. Έμεινε εκεί, γονατισμένος κοντά στο κρεβάτι, φωνάζοντας τη Λυν χωρίς φωνή, ανίκανος να πιστέψει πως η μοίρα τού είχε αρπάξει ξαφνικά τη γυναίκα που ονειρευόταν χρόνια, όταν πίστευε πως ήταν πια δικιά του. Μια αιωνιότητα αργότερα ένιωσε ν' αγγίζουν τον ώμο του και συνάντησε τα συγκινημένα μάτια του Τάο Τσι΄έν. "Εντάξει, εντάξει", του φάνηκε πως μουρμούριζε ο Τάο Τσι΄έν, είδε πιο πέρα την Ελίζα Σόμερς και τον Λάκυ να θρηνούν αγκαλιασμένοι και κατάλαβε πως ο ίδιος ήταν ξένος στον πόνο αυτής της οικογένειας. Τότε θυμήθηκε το μωρό. Πλησίασε την ασημένια κούνια παραπατώντας σαν μεθυσμένος, σήκωσε τη μικρή Αουρόρα, την πήγε στο κρεβάτι και την έφερε κοντά στο πρόσωπο της Λυν, για ν' αποχαιρετίσει τη μητέρα της. Ύστερα κάθισε κρατώντας τη στην αγκαλιά του, κουνώντας την απαρηγόρητα.

Αλιέντε Ιζαμπέλ, Φωτογραφία σε σέπια (μετφ. Κλαίτη Σωτηριάδου), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια: