Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

[ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΑΓΙΚΗ]

 

  Στο μάρμαρο του ημιτραπεζίου, ανάμεσα σε διάφορα διακοσμητικά αντικείμενα, μικροσκοπικά το πλείστον, όπως ένας γυάλινος σαλίγκαρος, μια ασημένια ταμπακιέρα, μια φοντανιέρα, κρυστάλλινη αυτή, ένα λιλιπούτιο βάζο οπάλινο, βρισκόταν τότε και μια φωτογραφία του Πάνου, του γαμπρού μου, της Αριστέας μας τον σύζυγο εννοώ και πατέρα έξι θυγατέρων με πρωτότοκη τη Βενετία και υστερότοκη την Πολυτίμη. Οι άλλες ήσαν κατά σειράν η Φρόσω, η Ελπίδα, η Μαργαρίτα και η Κυριακή. Όλες, πλην της Βενετίας, εν ζωή και με οικογένειες πολυμελείς. Καλοπαντρεμένες μάλιστα και με μοσχαναθρεμμένα παιδιά. Δυστυχώς η ανιψιά μου βιάστηκε πολύ να κλείσει τα υπέροχα μάτια της Γοργόνας, γεγονός με το οποίο ακόμη και σήμερα δεν έχω ακόμη συμβιβασθεί. Της είχα αδυναμία. Τι λέω! Θρυμματιζόταν η ψυχή μου γι' αυτήν. Η Βενετία αντιπροσώπευε για μένα το παιδί που δεν απέκτησα, τα όνειρα που δεν μου ευοδώθηκαν, τα κουράγια που δεν μου δόθηκαν, την ομορφιά που με είχε προσπεράσει. Αλίμονο χαμένα εδώ και καιρό αυτά, αρπαγμένα για άλλες, άγνωστες τοποθεσίες.
   Ο Πάνος στη φωτογραφία δεν γελά. Δεν χαμογελά καν ως είθισται σε ανθρώπους ταξιδιάρηδες που ποζάρουν με σκοπό την αποστολή της φωτογραφίας στην οικογένεια που ζει με το όνομα του ξενιτεμένου στα χείλη της. Εικάζω ότι ζορίστηκε έτσι όπως τον στρίμωξαν τα περιστέρια που σκαρφαλώνουν στους ώμους, στα μπράτσα, ακόμη και στα ποδήματά του, και δείχνουν να φτεροκοπούν αδιάκοπα τριγύρω του. Ο Πάνος δεν χαμογελά με όλα τούτα τα ενοχλητικά πουλιά που τον κυκλώνουν, αλλά τα μάτια του είναι κι εδώ, όπως πάντα, πολύ ικανά στο διάλογο. Μάτια χειμαρρώδη θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κάποιος εάν ο χείμαρρος κατρακυλούσε σκορπώντας και ανασαιμιές αισθημάτων. Α, ναι, αισθηματίας ο γαμπρός μου, άνθρωπος με ευαισθησίες, ευσυγκίνητος. Είναι δε απορίας άξιον πώς τόσα χρόνια η σκληρή, όπως και να το κάνεις, και στερημένη ζωή του θαλασσινού δεν κατάφερε να τον τραχύνει. Αντιθέτως, όλο και πιο ήπιος και αγαπητερός γινόταν, να 'ναι καλά, Παναγιά μου, εκεί στην Κρεμαστή όπου κατοικεί τώρα με την Αριστέα μας, στο πέτρινο σπίτι που κατέχει η οικογένειά του πάππου προς πάππου. Και, α, ναι, μπορεί να είναι ευφραδή τα μάτια του, αλλά ετούτη η ευφράδεια μολογεί μόνο την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, μα συνήθως είναι αλήθεια για καλοκάρδισμα. Πώς αλλιώς; Περιβόλι θαλερό το μέσα του όλο του Πάνου, ασχέτως ότι κάποτε κάποτε το μαραγκιάζει μια ξεραΐλα έκτοτε. Μετά το συμβάν της Βενετίας μας εννοώ.
   Μ' ετούτα τα μεγάλα και καθαρά μάτια μάς κοιτά από τη φωτογραφία και οπωσδήποτε μας μιλά και μας λέει με τον ήσυχο, μειλίχιο τρόπο του για πεθυμιές και αναμονές, για ανταμώματα και αγάπες και για τη μοναξιά και το παράπονο του ναυτικού. Φορεί κοστούμι με σακάκι σταυρωτό και παπούτσια τόσο προσεκτικά στιλβωμένα ώστε θαρρείς και είναι λουστρίνια. Αν είναι δυνατόν. Φρεσκοκουρεμένος, γι' αυτό και ολίγο πιο παχουλό το πρόσωπό του. Στο δεξιό του χέρι βαστά μια τσάντα μεγάλη, χάρτινη, «Donatella di Rialto», γράφει επάνω, προφανώς η φίρμα του καταστήματος από όπου προμηθεύτηκε το πανωφόρι της Αριστέας μας. Μα και η φωτογραφία φέρει επιγραφή, «Venezia» είναι τυπωμένο κάτω δεξιά με ωραίους λεπτούς χαρακτήρες, και κοίτα, εκείνη την ημέρα ο Πάνος είχε να κάνει με τρεις Βενετίες, η μία ήταν η πόλη όπου περπατούσε και που στη μεγάλη πλατεία της εστάθμευσε να φωτογραφηθεί, μιλώ για την περίφημη πλατεία του Αγίου Μάρκου, εξ ου και τα αναρίθμητα περιστέρια. Τις άλλες δυο τις είχε κατά νου, τη μάνα του, τη συμπεθέρα Βενετία, συχωρεμένη εδώ και μια δεκαετία, και την κορούλα του, τη Βενετία μου, τότε τετράχρονη, ρόδινη και ζαχαρένια, ένα κοριτσάκι ευτυχισμένο και καλότροπο και με τα μάτια του της Γοργόνας ακύμαντα ακόμη.
   Το λοιπόν μ' εκείνο το πανωφόρι, στο κόκκινο του ρουμπινιού ολόκληρο, πλην του γιακά που ήταν από μαύρο βελούδο, η αδελφή μου προσομοίαζε στις υπέροχες ξανθές κυρίες που είχαν αποβιβασθεί στην πόλη μας ένα απομεσήμερο από τη ναυαρχίδα του διοικητού του βρετανικού στόλου της Μεσογείου και των ενθάδε συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ, ναύαρχος Λούις Μαουντμπάτεν το όνομά του, διπλωμάτης και τελευταίος αντιβασιλέας των Ινδιών. Α, και κόμης της Βιρμανίας. Όλα αυτά. Και άλλα ακόμη. Ναι. Όπως, να πούμε, δισέγγονος, από τη μεριά της μητέρας του, της βασιλίσσης Βικτωρίας. Στενός δε συνεργάτης του Μαχάτμα Γκάντι και του Παντίτ Νεχρού στις προσπάθειες και τις μεθοδεύσεις κατά την πορεία προς την ανεξαρτησία της απέραντης και πολύπαθης αρχαίας χώρας των Ινδιών.  
   Ετούτος ο γιος πρίγκιπα και σύζυγος της Εντβίνα Άσλεϋ, ξακουστής μέχρι τα πέρατα για τις φιλανθρωπίες της, κόπιασε στα νερά μας το καλοκαίρι του '53. Αύγουστος μήνας ήταν. Ζύγωνε της Παναγιάς. Θυμάμαι, σαν να ήταν μόλις χθες ή προχθές, πως είχε σηκωθεί μια φρέσκια μπουκαδούρα και τα χρώματα  της θάλασσας και των βουνών στο βάθος σκούραιναν γλυκά κάτω  από ένα φως ισχυρότατο, η ώρα δύο, καν τρεις μεταμεσημβρινή, οι γλάροι στις μεγάλες τους τρέλες, ασυνήθιστοι στον παρατεταγμένο στόλο, στις μουσικές, στα παραγγέλματα, στο βρύχημα των μηχανών, στις ξένες λέξεις που έφταναν μισερές μέχρι τον μόλο, όπου το ξυπόλυτο παιδομάνι καρτερούσε με έξαψη. Μα και όλη η περιοχή παρουσίαζε μια αναστάτωση, καρέκλες έξω, τραπεζάκια φρεσκοπλυμένα, χασομέρηδες, μέχρι και τα σκυλιά κατέβαιναν αγεληδόν στην παραλία, δυνάμωναν οι μυρωδιές του ψητού χταποδιού, του ούζου, των αμάραντων, του ασβέστη των προσόψεων, που όμως χωνεύονταν στο ακατάβλητο μύρισμα της θάλασσας. Το μπλε της σκολιανής σημαίας του λιμεναρχείου ανταγωνιζόταν στη γυαλάδα αυτό της σημαίας του σταθμού χωροφυλακής, τα πούλια των γνωστών ταβλαδόρων σιγούσαν, «... δεν είδα άλλα, δεν είδα άλλα, στη ζωή δεν είδα πουθενά!» ακουγόταν από το γραμμόφωνο του Χρίστου του κουρέα, κατ' εξαίρεσιν τέτοια ώρα και τόσο δυνατά, ο ίδιος είχε βγάλει τη λευκή επαγγελματική μπλούζα, είχε σύρει καρέκλα στο πεζοδρόμιο κι αναπαυόταν δίπλα στα βασιλικά του περιμένοντας. Πίσω από τ' αυτί του είχε περασμένο ένα κλαράκι μόσχο, α, όλα κι όλα, του άρεσαν τα ωραία του Χρίστου και όχι μόνο τα φυτά, έκαναν λόγο και για τα θηλυκά, προτίμησή του οι κάπως γεματούτσικες. Στο στήθος ιδιαιτέρως. Τελοσπάντων, περί ορέξεως... Τότε άγαμος.
   Εν αναμονή και η ομάδα των επισήμων, μετά των συζύγων τους μάλιστα, στα μοβ και τα λευκά οι κυρίες, σκούρα κοστούμια οι σύζυγοι, αν και υπήρχαν ένας δυο με μόνο τα ποκάμισά τους, αλλά αυτά λευκά, μακρυμάνικα, κουμπωμένα μέχρι τον λαιμό. Οι αρχές της μικρής πόλης, πρόεδροι διαφόρων συλλόγων, μεγαλέμποροι, μεγαλοκτηματίες, δυο κληρονόμοι των βυζαντινών ονομάτων τους μόνον εφόσον τα υπόλοιπα είχαν γίνει λάφυρα του καιρού, των ροπών τους αλλά και των αλλαγών, οι ιερείς και των τριών ναών, τέλος υπήρχε και ένας ηλικιωμένος επανακάμψας εξ Ηνωμένων Πολιτειών, όπου διατηρούσε μαγέρικο επί πενήντα τέσσερα συναπτά έτη. Είχε μεταναστεύσει εικοσάχρονο παλληκάρι, πάνω στα καλά του, και όταν επέστρεψε ήταν ευτραφέστατος, με ξένα, πορσελάνινα δόντια και γυαλιά με χοντρούς φακούς και με τα χέρια σακατεμένα από τα ρευματικά μα τακτοποιημένος, κι έψαχνε για νύφη ανάμεσα στις ωραιότερες και πιο ανέγγιχτες κοπέλες, μολονότι το κορμί του φώναζε από μακριά ότι το είχαν εγκαταλείψει προ αμνημονεύτων ετών και ίμερος και δύναμη, το δε πρόσωπό του είχε μια χαλαρότητα και μια χλομάδα να τον λυπάσαι, την κιτρινίλα του ανθρώπου που έζησε ξεχασμένος από τον ήλιο και τον αέρα, από τα περιβόλια και τις ακτές, από τις μυρωδιές των εποχών, από γείτονες και συγγενείς, ζωή χαμένη δηλαδή, ξοφλημένη σχεδόν εκ γενετής, σε τι την ωφέλησε ο πλούτος ετούτη την ο Θεός να την κάνει ζωή, δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω. Γεράσιμος είχε βαπτισθεί αλλά τον αποκαλούσαν Μάικ και συχνότερα Μπρούκλη και τον υπολήπτονταν. Αυτός θα έκανε το διερμηνέα ανάμεσα στους ντόπιους και τους Εγγλέζους, υπήρχαν βεβαίως και άλλοι αγγλομαθείς σε περίπτωση που θα χρειάζονταν ενισχύσεις. Αλλά δεν χρειάστηκαν.
   Ούτε καν και ο ίδιος ο Μάικ ο Μπρούκλης δεν χρειάστηκε. Πρώτον γιατί ένας υπαξιωματικός, Ινδός την καταγωγή, γνώριζε θαυμάσια τη γλώσσα μας, λόγω της αγάπης που έτρεφε για τον αρχαίο βέβαια πολιτισμό μας, και δεύτερον διότι μια ξανθούλα με μακριά αχυρένια πλεξούδα, ένα λυγερό και καταγάλανο πλάσμα, ανιψιά της γυναικός του Άγγλου αριστοκράτη Μαουντμπάτεν, κελάρυζε την ελληνική ως να ήταν  η μητρική της. Κι ακόμη καλύτερα, μιας και οι λέξεις έβγαιναν από τα ρόδινα, άβαφα όμως χείλη τραγουδιστές και διαυγέστατες. Όντως. Την άκουσα και είμαι σε θέση να το διαβεβαιώσω. Η λεπτόσωμη ξένη μιλούσε τη γλώσσα μας με τέτοιαν εκφορά, σαν να κατοικούνταν από ρυάκια και αηδονάκια το ευγενές στόμα. Ότι η γκουβερνάντα της ήταν Ελληνίδα ακούστηκε κατόπιν. Από την  Κέρκυρα. Ποιήτρια και εικονογράφος, ονόματι Χαριτίνη, αγνώστου επωνύμου, η οποία είχε παραχωρήσει την καρδιά της σε Άγγλο καθηγητή της φυσικής που είχε επισκεφθεί το νησί της, τον ακολούθησε στον τόπο του μα δεν φτούρησε η σχέση κι έτσι εκείνη, όχι και χωρίς ζόρια, πήρε πίσω την καρδιά της, αλλά ευτυχώς πήρε και τη δουλειά στο αρχοντικό των Άσλεϋ. Ωστόσο, λέω τώρα, εκείνη η μουσική στη φωνή της νεαρής Βρετανίδας, Δεββώρα το ονοματάκι της, μάλλον δώρο του Θεού πρέπει να 'ταν και όχι της Κερκυραίας δασκάλας.
   Όταν η πρώτη άκατος κόντευε να πλησιάσει την πολυβασανισμένη, μην πω ετοιμόρροπη ξύλινη αποβάθρα, που τρανταζόταν ολόκληρη με κάθε φύσημα του οξαέρα κι οι ταξιδιώτες τραμπαλίζονταν σε κάθε βήμα με κίνδυνο να τους καταπιούν τα κενά ανάμεσα στα σαπισμένα μαδέρια, όλοι όσοι περίμεναν τους φημισμένους ξένους ήταν ήδη στις θέσεις τους. Όρθιοι με το χέρι αντήλιο. Εκτυφλωτικό το φως και ενοχλητικό το κύμα που πιτσιλούσε τα πρόσωπα, τα κοστούμια των ανδρών, τα μεταξωτά και λινά σύνολα των γυναικών. Τις άσπρες γόβες. Εμείς τα παιδιά απλώς φχαριστιόμασταν.  Και με τον ήλιο και με το φρέσκο κύμα. Και με το πλήθος από τους γλάρους που παρευρίσκονταν στην ανθρωποσύναξη κοιτώντας, παρατηρώντας μ' εκείνα τα μάτια τα μικροσκοπικά και περίεργα. Και με τους σκύλους που κατέφθαναν από όλους τους δρόμους εγκαταλείποντας στέκια και καβγάδες. Και με τις θρασύτατες καλοθρεμμένες γάτες που, οπωσδήποτε, βρίσκονταν στην επικράτειά τους. Περίσσευε τότε το ψάρι, έφτανε και γι' αυτές, που διαρκώς χόντραιναν και γίνονταν δυσκίνητες και νωθρές. Και κλέφτρες. Μια τέτοια γάτα τριβόταν διαρκώς στα πόδια μου και δεν έλεγε να ξεκολλήσει, με γνώριζε θαρρώ κι αποζητούσε χάδια και φιλίες, αλλά εγώ, με το που πλησίασε η ατμάκατος, αμαρτία μου βέβαια, της έδωσα μια κλοτσιά, δυνατή μάλιστα, και το δύστυχο το ζωντανό πετάχτηκε πέρα σαν μια πελώρια μπάλα τριχωτή και περιφρονημένη, κι από εκείνη τη στιγμή αυτή η γάτα η αλανιάρα και λιμανήσια ούτε που με ξανακοίταξε, ούτε που με πλησίασε ποτέ πια, όσο κι αν την καλούσα, όσες φορές κι αν της έγνεψα, έως ότου, και με τον καιρό, χάθηκε. Αγνοώ πώς. Μα και να επέστρεφε εκείνο το ίδιο απομεσήμερο, θα της ήταν αδύνατον να με βρει.
   Είχα χωθεί και χαθεί μες στο πυκνό πλήθος που στοιβαζόταν, ευτυχώς δίχως δυσάρεστες για τη σωματική του ακεραιότητα συνέπειες, στη ρημαγμένη πλωτή εξέδρα περιμένοντας να ανεβούν τα σαθρά σκαλοπάτια της οι πρώτοι Άγγλοι. Γιατί βέβαια ακολούθησαν κι άλλοι. Οι ατμάκατοι πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Μέχρι και ναύτες βγήκαν με λευκά κοντά παντελονάκια, πολλοί από τους οποίους ήσαν σκούροι. Ινδοί, Βιρμανοί, Μαλαίσιοι, μα θαρρώ και άλλων εθνικοτήτων, αγνώστων τότε σ' εμέ, παλληκάρια, κάτισχνοι νέοι με καλαμένια ποδάρια και μάτια μεγάλα, μαυροστεφανωμένα, όπως και πάμπολλοι κοκκινόξανθοι Εγγλέζοι, καθαρομελάχρινοι Ιταλοί, ωραίοι Σπανιόλοι, εύθυμοι Γάλλοι, και άλλοι, ων ουκ έστιν αριθμός. Πλημμύρισαν οι δρόμοι της πόλης μας και συνεχώς έφταναν. Αρκετοί από αυτούς είχαν προμηθευτεί από τα μανάβικα της παραλίας καρπούζια και ενόσω βολτάριζαν βαστούσαν πελώριες φέτες όπου μέσα τους έχωναν το στόμα με εμφανή ηδονή κι έτρεχαν οι χυμοί στο πιγούνι τους, στα άσπιλα ποκάμισα. Όχι, εγώ δεν παρακολούθησα, όπως έκαναν άλλα παιδιά, το ασταμάτητο πηγαινέλα των ξένων ναυτών. Εγώ ακολούθησα τους επιβάτες της πρώτης ατμακάτου. Είχαν ανεβεί πατώντας τα σάπια μαδέρια ελαφρώς μουσκεμένοι, ντυμένοι απλά οι περισσότεροι, και είχαν χαμογελάσει σε όλους μας. Χαμόγελα πλατιά και χέρια απλωμένα σε χαιρετισμό. Και θάρρος και οικειότης. Σαν να μας έβλεπαν και κάθε μέρα δα!
   Ο Βρετανός ναύαρχος Μαουντμπάτεν, άνδρας συσταζούμενος, γύρω στα πενήντα, με ευγενικά και σαν σμιλεμένα χαρακτηριστικά, με χαμόγελο σκεπτικό αλλά ειλικρινές και με τη θαυμάσια καλοκαιρινή στολή του, έδειξε λιγότερη εγκαρδιότητα από τους άλλους επιβάτες της ακάτου. Καλύτερα. Ανέκαθεν θεωρούσα ανάρμοστες τις υπερβολικές διαχύσεις. Ο συγκρατημός της μάνας μου ίσως ή η ντροπαλοσύνη της Αριστέας μας. Τις ζωηρές επιδείξεις των φιλικών αισθημάτων, τις εκδηλώσεις υπερβολική χαράς, μου τις είχε κομμένες με το μαχαίρι η μάνα από τη νηπιακή κιόλας ηλικία. Αν και, εδώ που τα λέμε, διόλου δεν κακοφανίστηκα  με το που ένιωσα ένα απαλό χάιδι στην πλάτη μου προερχόμενο από χεράκι αβρότατο, το χέρι μιας νεαρής ομορφούλας με φουστάνι πράσινο σμαραγδί  και σκουλαρίκια από αχάτη στο χρώμα του πράσινου μήλου. Το δέσιμό τους χρυσό, θαμπό, πολυκαιρισμένο και πολυδουλεμένο. Χρυσά και τα σανδάλια της. Την κοίταξα. Ντρεπόμουν και να της χαμογελάσω και όταν μου έδωσε το χέρι της ερυθρίασα. Εκείνη γέλασε ανοιχτόκαρδα και το πρόσωπό της γέμισε λακκάκια, και τα λινομέταξα μαλλιά της μια στιγμή χύμηξαν με τον φρέσκο αέρα στο πρόσωπό της, και μετά που τα τιθάσεψε κάπως πίσω από τα αυτιά είδα πως τα μάτια της είχαν ένα παράξενο μπλε φωσφορίζον χρώμα.
   Χρόνια αργότερα, σ' ένα ταξίδι μου στην Αθήνα, περπατώντας στην Πανεπιστημίου, χαμηλά, προς Χαυτεία μεριά, είδα στη βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου «Δρόσος και Υιοί» ένα ωραιότατο μενταγιόν που στο κέντρο του υπήρχε ένας ευμεγέθης ωοειδής ημιπολύτιμος λίθος. «Λάπις λάζουλι», απάντησε προθυμότατα στην ερώτησή μου η μικρή πωλήτρια με το κίτρινο μπλουζάκι. Για να προσθέσει με γνήσιο θαυμασμό: «Είδατε χρώμα;» Ε, αυτό ακριβώς το χρώμα είχαν τα μάτια της Αγγλίδας που μου είχε χαϊδέψει την ωμοπλάτη.
   Οι Εγγλέζοι αξιωματούχοι και οι συγγενείς τους εγκατέλειψαν την προκυμαία περικυκλωμένοι από τους επιφανείς συμπολίτες μας, ακολουθούμενοι από παιδιά, σκυλιά, μικροπωλητές, γάτες, και δυο τρεις ηθοποιούς μέλη του περαστικού θιάσου που φιλοξενείτο εκείνες τις μέρες στο καφενείο του Αδάμ, συχωρεμένος τώρα κι αυτός και η σκληρότης του απέναντι στη -μακαρίτισσα πλέον και αυτή- γυναίκα του, την καρτερική Φωτούλα. Θα δεξιώνονταν τους επισκέπτες μας στο κοινοτικό κατάστημα. Ήδη από τα κρεμασμένα στη μουριά του προαυλίου μεγάφωνα ακούγονταν τα πρώτα τραγούδια. Δεν ξέρω τι τους είχε πιάσει αλλά όλο Αττίκ έβαζαν. «Τα καημένα τα νιάτα», «Παπαρούνα», «Αν βγουν αλήθεια», «Το οργανάκι» και ιδιαιτέρως το «Τρεχαντήρι», ξανά και ξανά. Μελωδικότατα μεν, μελαγχολικότατα δε.
   Εγώ έπειτα από λίγο απεχώρησα. Με δική μου βούληση. Ήθελα να κλειστώ για να απομονωθώ στο καμαράκι όπου φυλάγαμε τα φιστίκια, τα αμύγδαλα, το μέλι, τα χειμωνιάτικα πεπόνια, το αλεύρι, τα καρύδια και πολλές άλλες προμήθειες των πατρογονικών κτημάτων, κι εκεί,  μες στις αψιές μυρωδιές και στο ημίφως, να σκέπτομαι τους λευκοντυμένους ναύτες με τα λιανά μαύρα ποδάρια και τους χυμούς του καρπουζιού να τους λεκιάζουν τα απαστράπτοντα ρούχα, τους λαμπερούς αξιωματικούς και τις μακρινές άγνωστες πατρίδες τους. Και τα πλοία που τους έφεραν μέχρι τον λιμένα μας και που σίγουρα θα μύριζαν από μακριά ταξίδια και ωκεανό, και καυγάδες με την τρικυμία και απαντήματα με δελφίνια και φάλαινες και νότιους θαλάσσιους ελέφαντες με γκριζογάλανο χρώμα -mirounga leonina- η επιστημονική ονομασία του ελέφαντα αυτού με την εντελώς φάλτσα φωνή, όπως είδα να αναγράφεται στο «Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη», κατοικεί δε στ' ανοιχτά των νησιών Μακουαρί, Φάλκλαντ, Κεργκουέλεν. Ή να σκεφτώ ακόμη τους βόρειους θαλάσσιους ελέφαντες, άλλως mirounga angustrivostris, καφεκίτρινοι αυτοί, κάτοικοι των θαλασσών της Αλάσκας και των ακτών των νήσων Γκαλαπάγκος, και αποβιβάσεις να φανταστώ σε νήσους ηφαιστειογενείς και κοραλλένιες με νερά τριανταφυλλιά. Και κρυφές φιλίες με γοργόνες και προσπεράσματα από αρχαία ναυάγια, και διασταυρώσεις με τρικάταρτα οπού τα φινιστρίνια τους θα είναι κοσμημένα με σεντέφια και πέτρες στο χρώμα των ματιών της γυναίκας που μου χάιδεψε τη ράχη στην προκυμαία. Πέτρες μπλε. Με ιριδισμούς μακρινού φωτός. Ή να κατευθύνω τη σκέψη μου στις παρουσίες και των τριών γυναικών που αφίχθησαν με τον ναύαρχο, γυναίκες αψεγάδιαστες και καλοπερασμένες, τόσο διαφορετικές από εκείνες που είχα γνωρίσει στη μέχρι τότε ζωή μου, γυναίκες που, καθώς τις θυμούμαι τώρα, φάνταζαν σαν άλλου πλανήτη πλάσματα, σβέλτες, μοσχοβολιστές, με δέρμα που έφερνε προς τις κάλες που ανθίζουν ανελλιπώς κάθε άνοιξη στη μπροστινή βραγιά του σπιτιού μας κι έχουν του μεταξιού την υφή και το χρώμα του μαργαριταριού που έμεινε κλεισμένο σε βελούδινη θήκη και με του χρόνου τα χάδια θάμπωσε αμυδρότατα και δείχνει έτσι πιο βαρύτιμο και θελκτικό. Πρόσωπα ανέγγιχτα από τον ήλιο ίσως και από τους καημούς, από μεροδούλια και νυχτέρια, από πολέμους και κατοχές, από αποχωρισμούς και αρρώστιες, από ανανταπόδοτους έρωτες και ανέχεια, δημιουργήματα έκρινα κάποτε, αφελώς βέβαια, ενός άλλου Θεού, ίσως Θεού πιο οικτίρμονος, πιο νέου και αρχοντικού, Πλαστουργού με μάτια και μαλλιά όμοια με τα δικά τους, με πρόσωπο λαμπριάτικο και με φωνή κελαηδιστή. Ολόιδια η φωνή της Δεββώρας με τη χρυσή πλεξούδα και της αηδόνας τη φωνή.
   Ετούτη η τελευταία, καθώς περνούσε δίπλα μου την ώρα που βρισκόμουν ακόμη με το παρατεταγμένο πλήθος των παιδιών στο άκρο της αποβάθρας, είχε αγγίξει τη βαριά μαύρη κοτσίδα μου, άγγιγμα απαλό κι ευγενικό, και κάτι είχε κελαηδήσει στη γλώσσα της πρώτα κι έπειτα στη δικιά μας.
   «Ω, μα τι θησαυρός μαλλιών... Και πόσο μαύρα και στιλπνά! Ακριβώς σαν των πριγκιπισσών του Νείλου...» είχε πει τραγουδιστά βαδίζοντας κι έπειτα τάχυνε το βήμα να προλάβει τον ναύαρχο θείο της.
   Το αεράκι, εισχωρώντας μέσα από τα σηκωμένα μανίκια και το ανοιχτό πάνω κουμπί, ανάδευε ελαφρώς το τουλπάνινο άσπρο ποκάμισό της, το σορτσάκι της, χρώματος χακί, δεν κάλυπτε παρά αναδείκνυε τα καλλίγραμμα πόδια, κι αυτή περπατούσε αλαφρά, σαν όπως η πεταλούδα σπεύδει στα λούλουδά της που άνοιξαν στον ήλιο και την καρτερούν. Αυτήν μόνο.
   Δεν μιλά τραγουδώντας παρά και περπατά χορεύοντας, θυμάμαι είχα σκεφτεί. Ούτε την ξανάδα.
   Ο ναύαρχος Μαουντμπάτεν, πρώτος λόρδος του βρετανικού Ναυαρχείου, έλαβε, με μάτια σχεδόν δακρυσμένα και μέγα σέβας, το αναμνηστικό δώρο που του προσεφέρθη εκ μέρους των κατοίκων της πόλης μας δια χειρός Σπυρίδωνος Φωτίου. Για τον μεγαλοκτηματία ομιλώ και κοινοτάρχη. Ο οποίος προηγουμένως, καταταραγμένος, ορθός και ποζάτος, κρατώντας με τεντωμένα τα δυο του χέρια το δώρο, απευθύνθηκε στον αριστοκράτη ναύαρχο, σύμφωνα με τον τοπικό τύπο, ως εξής:
   «Ως ευ περέστητε, Κύριε Ναύαρχε. Η άφιξίς Σας προσέδωσε αίγλην εις την κώμην μας. Οφείλομεν μεγάλας ευχαριστίας. Διό και παρακαλείται η εξοχότης Σας ίνα προσέλθη και παραλάβη την σπάθην ταύτην, όπλον αγχέμαχον καθώς η εκλαμπρότης Σας βλέπει, ως ελάχιστην ένδειξιν τιμής προς το πρόσωπόν Σας, το διακριθέν από νεαροτάτης ηλικίας εις τας επιχειρήσεις του Α' παγκοσμίου πολέμου αλλά και εις τας επιχειρήσεις του Β' παγκοσμίου τοιούτου. Τυγχάνει δε γνωστόν ότι συμμετείχατε εις τας επιχειρήσεις της Κρήτης όπου το υπό τας διαταγάς Σας αντιτορπιλικόν “Κέλλυ” εβυθίσθη υπό των Γερμανών κατακτητών. Γνωρίζομεν επίσης την συμβολήν Σας κατά την απόβασιν των συμμαχικών δυνάμεων εις Νορμανδίαν, ως και τα της οργανώσεως της επιτυχούς αντεπιθέσεως κατά των Ιαπώνων κατά τα έτη 1944 - 1945. Αλλά και εις τον στίβον της ειρήνης λαμπράς είχατε επιδόσεις. Σεις, εξοχότατε, δεν μοχθήσατε για την ανεξαρτησίαν των Ινδιών; Δια τους λόγους αυτούς και άλλους πολλούς εισέτι, ευχόμεθα εκ καρδίας υγείαν και μακροημέρευσιν και είθε η σπάθη ταύτη, σύμβολον ευγενών πατριωτικών αγώνων αλλά και πολύτιμον οικογενειακόν κειμήλιον συμπολίτιδος, η οποία δεν επιθυμεί να κοινολογηθεί το όνομά της, είθε λέγω, να Σας οδηγήσει και εις άλλας νικηφόρους πλεύσεις».
   Η σπάθη. Η λαβή της ήταν από ήλεκτρο και ασήμι με ελάχιστα εγχάρακτα διακοσμητικά. Η λάμα όμως, που δεν ξεπερνούσε τους τριάντα πέντε πόντους, είχε χαραγμένη σε κάθε όψη ωραιότατη χρυσαλλίδα με ανοιγμένα τα φτεράκια της. Ολόκληρη είχε στιλβωθεί και γυάλιζε στο υπερβολικό φως του απομεσήμερου, που έμπαινε αδίστακτο από τα ολάνοιχτα πορτοπαράθυρα σαν να ήταν ο κάτοχος του σύμπαντος κόσμου. Ολοκαίνουργη. Σαν να την είχε προφυλάξει καλά η γης, να την είχαν προστατεύσει οι αιώνες, να την είχαν γνοιαστεί βροχές και κατεβασιές κι εκείνη η όστρια που ταλαιπωρεί ανθρώπους, δέντρα και ζωντανά όταν μας επισκέπτεται. Και μας επισκέπτεται συχνά. Σαν ανέγγιχτη από ετούτα όλα η αρχαία σπάθη, ωραία σαν κόσμημα σε τράχηλο σεβάσμιας αρχόντισσας, πολύτιμη σαν ευφρόσυνο όνειρο που σου γλύκανε τον βαρύθυμο ύπνο κι έπειτα το ψάχνεις στον ξύπνο σου μα δεν μπορείς να το επαναφέρεις, να το αναστήσεις μια σταλιά, παρόλο που σου έχει μείνει η γλύκα του στα ματόκλαδα και η χαρά στα φυλλοκάρδια σου.
   Η μις Δεββώρα κελαηδούσε διερμηνεύοντας και η αχυρένια πλεξούδα της γυάλιζε στο φως σαν χρυσός πρόσφατης κοπής. Τώρα τον λόγο είχε ο Βρετανός ναύαρχος. Λόγος λακωνικός, πολεμιστή λόγος:
   «Ευγενέστατοι φίλοι. Σας ευχαριστώ. Εις το πρόσωπό μου τιμάτε τους αγώνας και την αντίστασιν των λαών εναντίον των δυνάμεων της καταστροφής και της μισαλλοδοξίας. Αλλά αλίμονον. Η ανθρωπότης πρόκειται να αντιμετωπίσει και άλλους κινδύνους, να θρηνήσει και άλλας απωλείας έως ότου η περιπόθητη ειρήνη παύσει να αποτελεί μακρινόν όνειρον. Δια ταύτα και όλοι εμείς, όλαι αι σύμμαχαι χώραι, επιβάλλεται να γρηγορούμεν. Ευγενέστατε άρχων της πόλεως, λαμβάνω μετά συγκινήσεως και πλείστου τιμής αλλά και σεμνοπρεπείας το αξετίμητο δώρον Σας ως προερχόμενον εκ της πατρίδος του πολιτισμού και του ανθρωπισμού. Σας ευχαριστώ. Θα μου υπενθυμίζη θυσίας και κλέη. Και θα το διατηρώ ισοβίως ως σύμβολο περίαπτον (1)».
   Όσο εκείνος μιλούσε, το άπλετο και επίμονο φως του απομεσήμερου, παιχνιδίζοντας, είχε σκαλώσει στα συμμετρικά χαρακτηριστικά του, έως ότου, περαίνοντας ο επίσημος ξένος, τα μαλλιά, το μέτωπο και οι ώμοι του έμοιαζαν να πολιορκούνται από ακτίνες πορφυρές, ακριβώς στο χρώμα του φρέσκου αίματος.
   «Παναγιά μου!» μαθεύτηκε αργότερα ότι ψιθύρισε εκείνη τη στιγμή στη μάνα της, που τη συνόδευε στο κτήριο της κοινότητας, η Χρυσάνθη η Λαγιάτη, γνωστότερη ως Λευκή, παρανόμι που της είχε δοθεί λόγω της άσπιλης και αμετάβλητης λευκότητας του προσώπου της, αν και μεροκαματιάρα και εκτεθειμένη εις όλους τους καιρούς  η ταλαίπωρη νέα, η οποία όμως διέθετε μιαν ισχυρή, πλην ανεκμετάλλευτη διαίσθηση. «Άγιοι Ανάργυροι, γιατροί του κόσμου...» συνέχισε φοβισμένη. Και αμέσως μετά: «Ετούτος ο κύριος είναι πνιγμένος στο αίμα! Αχ, άχου τον, καλέ, τον καημένο!» είπε και ξανά σταυροκοπήθηκε κοιτάζοντας τρομαγμένη μην ακούστηκε από τους άλλους.
   Μα οι άλλοι, εκτός της θορυβημένης μάνας της, ούτε καν την είχαν κοιτάξει. Όλων τα βλέμματα ήσαν στραμμένα στον Άγγλο ναύαρχο που εκείνη την ώρα χαιρετούσε στρατιωτικά. Ελέχθη ακόμη ότι καθώς επέστρεφε στο κάθισμά του, στο ελκυστικό και σοβαρό του πρόσωπο διακρινόταν μια μεγάλη συγκίνηση. Άλλοι μίλησαν για θλίψη. Και κάποιοι άλλοι είχαν να πουν ότι την ώρα ακριβώς που έδυε ο ήλιος, η Λευκή με τη χήρα μητέρα της, Αρχοντία το όνομά της, τοποθέτησαν στο θυμιατό μια στάλα λιβάνι τριαντάφυλλο και λουλούδια παρμένα κατά την ώρα της προσκύνησης του επιταφίου της περασμένης χρονιάς, αποξηραμένα τώρα βέβαια και φυλαγμένα, όπως συνηθίζεται, στο εικονοστάσι, άναψαν το απαραίτητο κάρβουνο, βγήκαν στο μπαλκόνι και άρχισαν να θυμιατίζουν κοιτώντας τη θάλασσα και συγκεκριμένως τον στόλο, μέλποντας προσευχές, επικαλούμενες ονόματα αγίων, ξορκίζοντας. Ήταν, ελέχθη, αναστατωμένες και εμφανώς θλιμμένες. Εξ ου και δεν κατέβηκαν στην παραλία για τη βραδινή περαντζάδα και το συνηθισμένο κέρασμά τους του καλοκαιριού, βανίλια υποβρύχιο η κόρη και γκαζόζα παγωμένη η μάνα.
   Δεν γνωρίζω κατά πόσον προστάτευσαν τον ναύαρχο Μαουντμπάτεν οι προσευχές και τα ξόρκια των γυναικών και το περίαπτον, η σπάθη  που μάλλον αυθαιρέτως  του προσεφέρθη και που, σημειωτέον, όπως πληροφορήθηκα χρόνους αργότερα, την είχε τότε στην κατοχή της η χήρα Γαλεάκου πάππου προς πάππου, μιας και η πατρογονική της ευφορότατη γη στην περιοχή Πάνω Παναγιά  έβριθε τάφων θολωτών, μυκηναϊκών καλουμένων, χρονολογουμένων από του δεκάτου έκτου και δεκάτου πέμπτου προ Χριστού αιώνος, συλημένων ανέκαθεν των περισσοτέρων. Και λέω δεν γνωρίζω, και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου ως προς την αποτελεσματικότητα των μέσων  των δύο σπλαχνικών γυναικών και ως προς τις θαυματουργικές ιδιότητες του υποθετικού φυλαχτού, διότι ο εύψυχος Άγγλος βρήκε οικτρό τέλος. Ανατινάχθηκε με το μικρό ιδιόκτητο σκάφος του, όταν πλέον, μετά από μιαν όντως πολυκύμαντη ζωή, είχε αποσυρθεί στην εξοχή να απολαύσει τη θάλασσα, να διασκεδάσει κοντά της οπού από μικρός την αγαπούσε πολύ κι ας κοντραριζόταν μαζί της, το λοιπόν ήταν καιρός του να την νιώσει φιλενάδα και συμπαίκτρια. Με την έκρηξη τα μέλη του διασκορπίστηκαν ένα γύρω και πορφύρωσε η γαλανή αυτή, η παλιά του αγαπημένη. Επρόκειτο περί δολοφονίας. Στις εφημερίδες γράφτηκε ότι την ευθύνη του εγχειρήματος ανέλαβε ακραία ομάδα του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού, γνωστότερου ως IRA. Στη νότιο Ιρλανδία βρισκόταν. Το 1979. Του Αυγούστου εικοστή έκτη.
   Αύγουστος ήταν και τότε που μας επισκέφθηκε. Τι μέρα! Η λαμπρή θάλασσα και ο φουριόζος μα διαυγέστατος αέρας. Και το γαλάζιο τ' ουρανού τόσο ξέχειλο  που 'λεγες πως θα πέσει απάνω σου να σε σκεπάσει. Οι αψιές μυρωδιές. Και η καλλικέλαδη Δανάη. Τα γλαράκια και τα σκολιανά ρούχα του κόσμου. Και ο ενθουσιασμός των παιδιών. Οι νεραϊδένιες Αγγλίδες. Εγώ που τις κοιτώ εκστατική, μαγεμένη, με ιδρωμένες παρειές και νοτισμένο το ποπλινένιο μπλουζάκι μου.  Και οι αισθηματικοί καημοί του Χρίστου του κουρέα. Ούζο και χταπόδι και πλαταγισμός σημαιών. Μελαμψοί ναύτες φερμένοι από την άκρη της γης να βολτάρουν στους δρόμους μας με υπερώριμα καρπούζια στο χέρι. Τα σιωπηλά προσώρας πολεμικά πλοία, σχεδόν λευκά από την εξουσία του φωτός. Το θηριώδες αεροπλανοφόρο σαν πλωτή ασάλευτη πολιτεία. Άχρονη. Κι εκείνος, ο λυγερός πανίσχυρος άνδρας, στη δόξα της ζωής και της μοίρας του. 
   Α, τα σπουδαιότερα του κόσμου μας φυλάγονται στο διπλοκλειδωμένο σεντούκι Εκείνου, του άρχοντα του ουρανού και των αστέρων. Αλώβητος από τις φωτιές και τους ορυμαγδούς δύο παγκοσμίων πολέμων ο γενναίος Βρετανός, εξελθών σώος από τους θυμούς των άξενων θαλασσών, ανέγγιχτος από τοπικές επαναστάσεις και σκοτεινές ζούγκλες, από δηλητηριώδη ερπετά και θαλάσσια κήτη, από αντιπολιτεύσεις και επικρίσεις, από αλλαγές και ανατροπές, απείραχτος από ανταγωνισμούς και ποικίλες συγκρούσεις, και ιδού, κατατεμαχίστηκε εν καιρώ ειρήνης. Και δη στην αγκαλιά της ακύμαντης καλοκαιρινής αγάπης του. Έρεβος, έρεβος το μέλλον. Αξεδιάλυτο.
 
   Και το πρόσωπο της Αριστέας μας την αίγλη των Αγγλίδων κυριών είχε όταν έριχνε πάνω της το ρουμπινί βενέτικο πανωφόρι. Κατιτίς εξέπεμπε εκείνο το ύφασμα, ένα φως που σκάλωνε στο πιγούνι, στις παρειές, στο μεσόφρυδο, κάτι άγνωστο που έπλεε στα καθαρά μάτια της χρώματος καστανού. Μια τριανταφυλλένια λάμψη που δεν υποχωρούσε ακόμη κι όταν το ξεντυνόταν το εμφανώς ακριβό ρούχο. Μην ήταν η ακτινοβολία της ευτυχίας; Πιθανόν. Με σύζυγο σαν τον Πάνο να την προσκυνά σαν Παναγιά πρωί βράδυ οσάκις ξεμπάρκαρε, και να της τηλεφωνεί λόγια λατρείας όποτε έπιανε λιμάνι, να στέλνει μακροσκελέστατες επιστολές με συγκεκαλυμμένα ερωτόλογα και ακριβά πλην καλόγουστα δώρα, με τρεις κορούλες ήδη, υγιέστατες, γλυκύτατες και τρυφερές, να την ακολουθούν παντού όπως τα νιόβγαλτα κλωσσοπούλια τη μάνα τους, κοριτσάκια που τιτίβιζαν ολημερίς και στον ύπνο συνομιλούσαν προφανώς με τον άγγελό τους, εξ ου και τα ξεκαρδιστικά γέλια που ακούγονταν μέχρι τη σαλοτραπεζαρία και έκαναν την καρδιά της Αριστέας μας να σπαρταρά από ευγνωμοσύνη, λέω λοιπόν, μάλλον η ευλογημένη ζωή που της είχε δοθεί προσέδιδε εκείνη τη χάρη και τη λάμψη στο πρόσωπό της και της πρόσθετε την περηφάνια την οποία είχα ξαναδεί μονάχα στις περαστικές από την πόλη μας Αγγλίδες εκείνο το καλοκαίρι που μας επισκέφθηκε ο ναύαρχος Λούις Μαουντμπάτεν με τον στόλο του.
   Μα και πάλι, ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να είναι σίγουρος για οτιδήποτε; Κι εγώ είχα παρατηρήσει ότι της Αριστέας μας το πρόσωπο μεταμορφωνόταν σε πρόσωπο μεγάλης αρχόντισσας μόνον όταν φορούσε το βενετσιάνικο πανωφόρι. Ή τη στιγμή που άνοιγε την ντουλάπα να το ξεκρεμάσει. Ή όταν το έβαζε πίσω στην κρεμάστρα, αφού πρώτα περνούσε τα δάχτυλά της στα μανίκια, στους ώμους, στο μπούστο του, αποθέτοντας χάδια και λατρεία σε μια θεσπέσια μίμηση ξεσκονίσματος. Τότε το πρόσωπό της ήταν ολόιδιο με το βόρειο σέλας, όπως ακριβώς το είχα δει, δεκαετίες αργότερα, να φεγγοβολά νύχτα πάνω από τα βουνά τα νορβηγικά, στον δρόμο που πάει κατά Ελσίνκι μεριά. Στην τηλεόραση φυσικά, σε γαλλικό ντοκιμαντέρ. Έτσι ακριβώς λαμπρυνόταν η αδελφή μου κι εγώ την κοιτούσα με σέβας ανάμικτο με ερωτηματικά. Αδυνατούσα να φανταστώ τι συνέβαινε, μα ακόμη και σήμερα δεν έχω βεβαιωθεί. Το χρώμα του ίσως. Η φινέτσα του. Ή η γνώση της αδελφής μου ότι ο άνδρας της, όταν το ψώνιζε στο κατάστημα «Donatella di Rialto» της Βενετίας, την λαχταρούσε, ως συνήθως, σαν ερωτοπλανταγμένος έφηβος. Ενδεχομένως. Ενδεχομένως όλα αυτά. Πιθανόν όμως και το άλλο. Η Βενετία, λέγεται, είναι μαγική πόλη. Παλτό αγορασμένο για την καλή του από άνδρα καιόμενο από λαχταρά και αποθυμιά, και μάλιστα μέσα στην καρδιά μιας πόλης με τη φήμη μάγισσας, ε, δεν μπορεί, κάτι θα έχει προσποριστεί από εκείνα τα ανεξερεύνητα και θαυμαστά. Κάτι άγνωστο μα διαρκές. Απαλό σαν ανάσα βρέφους και ισχυρό σαν τη γνώμη των προφητών.
   Υπερβάλλω; Διόλου. Μάλιστα μέχρι τώρα απέκρυψα το κυριότερο, ότι δηλαδή το πανωφόρι της αδελφής μου ευωδίαζε κιόλας. Όχι, όχι, δεν είχε κατακρατήσει το άρωμα που επί χρόνια χρησιμοποιούσε η Αριστέα, το γνωστότατο τότε «Je reviens» του οίκου Ουόρθ, τώρα σχεδόν λησμονημένο, μήτε την αρκετά ευχάριστη φυσική οσμή του σώματός της είχε απορροφήσει· το άφθαστο ρούχο ανέδιδε μιαν άλλη μυρωδιά.  Αυτή των περιβολιών του βυθού της θάλασσας όπου φύονται χίλια δυο μυστικά μυριστικά, άγνωστα στους περισσότερους από εμάς, τους στεριανούς, γνωστότατα δε στα θαλασσόβια όντα και δη στα δελφίνια, στις γοργόνες, στις μικρούλες φώκιες, στα χελιδονόψαρα, στους ιππόκαμπους, στα χέλια, στους θαλάσσιους λέοντες, στις μύραινες, στις γαλανές φάλαινες και σε άλλες ευλογημένες ζωές φυσικά, που επισκέπτονται τους ενάλιους αυτούς μπαξέδες ανελλιπώς για την τέρψη τους και την υγιή ανάσα που σκορπούν τα αμέτρητα θαυματουργά, ως λέγουν, φυτά και συγχρόνως τα παρακολουθούν να μεταμορφώνονται αναλόγως εποχής. Να γίνονται θαλασσιά ή μαβιά ή ροδί ή καφεδιά ή κατάμαυρα ή σμαραγδένια, κροκί, κοραλλιόχρωμα, άκουσα χρώματα εξαίσια και θαμπωτικά ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών. Και να ευωδιάζουν χειμώνα καλοκαίρι εκείνες τις ανήκουστες και απλησίαστες στους ξενομερίτες εμάς μυρωδιές ενός παραδείσου, υδάτινου και ταξιδιάρη. Τότε, πληροφορήθηκα, τα θαλάσσια όντα έρχονται και λιγώνονται από τις μοσχοβολιές και μετά καρδιοχτυπούν και ύστερα τα καταλαμβάνει μεγάλος, πολύ μεγάλος πόθος για τις ακτές, τα πλεούμενα και τις φωνές των ανθρώπων. Κι εκεί απάνω στο παράπονο της καρδιάς τους, που το εκφράζουν με σιγανούς αλλά θεσπέσιους μουσικούς ήχους, που φέρνουν κάπως προς το λάλημα του φλάουτου και που όσοι στεριανοί έτυχε να τους ακούσουν ευφράνθηκαν μέχρι δακρύων, σου λέει, εκεί απάνω στη γλύκα και στον πόνο του τραγουδιού τους, αποφασίζουν να αφήσουν έστω και για λίγο τους κήπους με τα αρώματα. Μα ξαναγυρνούν. Όσα γλυτώνουν από τα χέρια του ανθρώπου βέβαια...
   Ετούτα τα ανίδωτα για μας φυτά ευωδούσε το πανωφόρι της Αριστέας. Οσμή που κατά βάθος δεν μου ήταν και ολωσδιόλου άγνωστη, καθόσον παρόμοιο άρωμα απέπνεε εκείνη η πυρρόξανθη, Γοργόνα ονομασθείσα από τους συμπολίτες μας, εκείνη η θαλασσινή πριγκιπέσσα με τα μάτια του ωκεανού, που το χέρι της μοίρας απόθεσε στην Πλάκα της Μυριάνθης, όπου και επέπρωτο να τελειώσει περήφανα και ευγενικά, όπως αρμόζει σε πλάσματα από καλή γενιά. Εξ ου και αργότερα μου γεννήθηκε η υποψία πως η περιπατούσα επί της θαλάσσης εξασθενημένη νέα ήλκε την καταγωγή από τη μαγική πολιτεία των υδάτινων δρόμων και των περίλαμπρων ναών, ονομαστή το πάλαι για την οικονομική ευρωστία της, για τις συνωμοσίες που εξυφαίνονταν στα μεγαλοπρεπή παλάτια της, για τα θέατρά της, για τα μνημεία της, λάφυρα αρκετά από αυτά ως γνωστόν, ας μην υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες οδυνηρές για τον ελληνισμό, δεν είναι του παρόντος, αρχόντισσα πόλη κάποτε ξακουστή για τη θαλασσοκρατορία της αλλά και για τη μονοκρατορία του έρωτα στις ψυχές των κατοίκων της. Όχι σε όλων τις ψυχές, τι δα. Στις ψυχές μονάχα εκείνες που μοιάζουν με τα καράβια οπού πάντοτε αναζητούν πελάγη για να σαλπάρουν και πάντοτε τα ροκανίζει η νοσταλγία του λιμανιού. Τέτοιες υπάρξεις. Εφοδιασμένες δια βίου ευωδερά κοράλλια, φύκια και κοχύλια.
   Γι' αυτό και οι αγριοκληματαριές στα στενορύμια πίσω από το πορθμείο της Σάντα Μαρία ντε Τζίλιο σπαρταρούν, λέει, σαν τις ζωντανεμένες γοργόνες στα ακρόπρωρα που λαχταρούν τους χρωματιστούς κήπους της θαλασσινής Εδέμ. Εξ ου και ακούστηκε πως κάποτε ο νεαρός ερωτευμένος νυχτοφύλακας είδε τον ήλιο να μεσουρανεί στα σκοτεινά νερά του Μεγάλου Καναλιού, μεσάνυχτα και κάτι, τον είδε ακτινοβόλο και ασκίαστο και τρόμαξε μα και ευφράνθηκε και κανείς ποτέ δεν τον έπεισε ότι δεν μπορεί, θα λάθεψε, και πως ορισμένως θα ήταν το αντικαθρέφτισμα της σελήνης, ισχυρισμός ολωσδιόλου αστήρικτος μιας και η νύχτα ήταν αφέγγαρη. Και πως από τότε, πουλώντας όλο του το ολιγοστό βιος, το παλληκάρι αγόρασε μια γόνδολα κατασκευασμένη από βαλανιδιά, κερασιά και μαόνι, κι έπιασε να λάμνει τριγυρνώντας σε όλους τους θαλάσσιους δρόμους της πολιτείας των λαβυρίνθων, φτάνοντας ακόμη και μέχρι τα νησιά της λιμνοθάλασσας, μήνες, χρόνους γυρεύοντας, με την καρδιά στα μάτια, τον ήλιο του που ανέτειλε στα σκοτιδιασμένα νερά του Καναλάτσο για μια νύχτα μονάχα και μονάχα για χάρη του, ακριβώς το μεσονύχτι με τη σελήνη εξαφανισμένη.
   «Είχε πρόσωπο καμωμένο από χρυσάφι και ήταν ολόιδιο με το πρόσωπο του Αγίου Μιχαήλ στο εικόνισμα του Μικέλε Τζιαμπόνο. Τριγύρα στεφάνι από βοστρυχωτά μαλλιά. Και αυτά χρυσά. Έκανε ζέστη  και ίδρωνε, μα αντίς για ιδρώτα στο μέτωπο, στα μάγουλα,  στις ακρούλες των κοντών μαλλιών, τρεμούλιαζαν μαργαριτάρια. Θλιμμένος έδειχνε κι ας ήταν πάμφωτος. Κι εγώ, λέω τώρα, μην τυχόν κι αναζητούσε κατιτίς σπουδαίο και από τους ουρανούς του βούτηξε νυχτιάτικα στο Κανάλι. Δεν θα το 'βρε και θα θλίφτηκε, όπως θλίβομαι κι ελόγου μου που τον γυρεύω και δεν μου φανερώνεται...» 
   Έλεγε και δάκρυζε ο νυχτοφύλακας, Κριζόστομο το όνομά του, και αγωνιούσε, και μήτε στη μνηστή του ξαναστράφηκε μήτε στην οικογένειά του επέστρεψε, χάνοντας μέχρι και τους παιδικούς του φίλους οι οποίοι με τον καιρό άρχισαν να τον εμπαίζουν. Τι να έκανε; Ο μεσονύκτιος ήλιος της Βενετίας τού είχε σφετερισθεί την καρδιά. Συμβαίνει συχνά να γίνεται εύκολη λεία του ανθρώπου η καρδιά. Άλλωστε όλα τα ωραία του κόσμου τούτου στο έλεος των πλεονεκτών είναι. Σάμπως και με της ανιψούλας μου της Βενετίας την καρδιά κάτι παρόμοιο δεν συνέβη; Και, που κατ' εμέ σήμερα πλέον δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, με την καρδιά της θαλασσινής πριγκίπισσας, της Γοργόνας, το αυτό δεν προηγήθηκε; Τη στιγμή μάλιστα που καταγόταν από τη Βενετία, την πόλη που ανέκαθεν κατείχε την ισχυρότερη μαγική.
   Διότι έχουν ακόμη να πουν, ανάμεσα σε αμέτρητες άλλες ανάλογες και δυσκολοπίστευτες ιστορίες, ετούτη, που όταν την ανασύρω, σπανίως βέβαια, αναστατώνομαι μέχρι φοβίας. Και δεν γνωρίζω εάν, και με τον καιρό, ορισμένες από τις λεπτομέρειες, οπωσδήποτε επουσιώδεις,  είναι προσθήκες δικές μου από ακούσματα, διαβάσματα, μνήμες από αγέννητες μέρες ή αν όντως έτσι εξελίχθησαν όλα, απαράλλακτα και χωρίς καμιά συμπλήρωση εκ μέρους μου. Την πρωτάκουσα νύχτα σε ταβέρνα των Πατρών, κοντά η ώρα μία, όταν οι γλώσσες των θαμώνων λύνονται βοηθούντος του κρασιού ή της αγχώδους αναμονής κάποιας άφιξης ή αναχώρησης. Στην Ύδρα η γυναίκα που μου νοίκιαζε το δωμάτιο με ξημέρωσε με την παραστατική και ανατριχιαστική αφήγησή της. Η αδελφή μου, όπως τυχαίως απεκαλύφθη, την γνώριζε μα όχι ολοκληρωμένη και ίσως γι' αυτό δεν είχε δώσει και πολλή σημασία. Άλλωστε για να πιστέψει κάτι σχετικό η Αριστέα έπρεπε πρωτίστως να θέσει τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων. Χαρακτήρες και χαρακτήρες...
   Η ιστορία αφορά τρεις άνδρες. Τρεις άνδρες μα και έναν ολόκληρο κόσμο. Κόσμο θαμμένο στην καταχνιά του παρελθόντος. Οι τρεις αυτοί άνδρες λοιπόν, φίλοι και μέλη του πληρώματος του φορτηγού «Stelletta F», την ώρα που κατά την έξοδό τους στη Βενετία έκαναν τη βόλτα τους γύρω από την περιοχή όπου από αιώνων βρίσκεται το Πόντε ντέι Σοσπίρι, η γνωστή Γέφυρα των Στεναγμών, από τη μια στιγμή στην άλλη ήρθαν και παρέλυσαν κατατρομαγμένοι. Και μετά έκλαψαν. Ψημένοι ναυτικοί, αργασμένοι, βάλθηκαν να θρηνούν μ' εκείνο το παράπονο που βγάζει η φωνή του νήπιου που έχασε τη μάνα του στο πολυκατάστημα. Όχι, όχι, δεν είχαν πιει, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να παραλογιάσουν. Γιατί ναι, εκείνη την ημέρα, απόγευμα προς το γέρμα, οι άνθρωποι σαλτάρισαν, για να χρησιμοποιήσω μια προσφιλή έκφραση του Μανολάκη, αρραβωνιαστικού της Φρόσως, δευτερότοκης θυγατέρας της Αριστέας μας, απόφοιτου της σχολής εμποροπλοιάρχων Ασπροπύργου, τώρα ναυτολογημένου με το «Κνωσσός». Τα αίτια του γόου των ναυτικών; Ε, λοιπόν, εξ όσων άφησαν έπειτα από μέρες να μαθευτεί, διότι στην αρχή βάσταξαν επτασφράγιστο το στόμα, μα και όταν το άνοιξαν τα λόγια έβγαιναν δειλά και σάμπως να αργοπορούσαν, εκείνο το βράδυ σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της Βενετίας τους έτυχε συναπάντημα με πλάσματα του άλλου κόσμου. Του επουράνιου ή του κάτω, του χθόνιου δηλαδή, δεν είμαι σίγουρη, πάντως του κόσμου που δεν οράται από τα δικά μας ανίσχυρα μάτια, που δεν μας γίνεται συνήθως αντιληπτός λόγω των ατελών αισθήσεών μας, μα που είναι υπαρκτός ωστόσο και οι ψυχές που τον κατοικούν έχουν τη δύναμη να λάβουν σάρκα και οστά και να εμφανιστούν ενώπιόν μας όταν το καλέσει η ώρα. Και ασφαλώς είμαι σίγουρη πως στη διήγησή τους οι άνδρες αυτοί δεν θα υπερέβαλαν, τι στο καλό, ταξιδιάρηδες και Σιτσιλιάνοι, που πάει να πει ψυχωμένοι αν μη τι άλλο.
   Εν ολίγοις διέρρευσε ότι καθώς περπατούσαν και οι τρεις τους βραδυπορώντας και παρατηρώντας, σκοπεύοντας να κάνουν στενότερη τη σχέση τους με την πόλη  και γνωριμία με ό,τι άλλο ήθελε προκύψει, και όπως στέκονταν στη γέφυρα την ονομαζόμενη Πόντε ντελα Πάλια, ακριβώς απέναντι από την άλλη, τη μικρή και σκεπαστή Γέφυρα των Στεναγμών η οποία ενώνει το Παλάτι των Δόγηδων με το κτήριο των παμπάλαιων φυλακών, κατασκευασμένη, διάβασα αργότερα, από τον αρχιτέκτονα Κοντίνο τον δέκατο έκτο αιώνα, και όπως σκοτίδιαζε, θρήνους μεγάλους και πλησιέστατους έφερε στ' αυτιά τους το αρκετά υγρό, είν' η αλήθεια, αεράκι.
   Σεπτέμβρης μήνας με το απογευματινό φως συρρικνωμένο. Κάτω τους έχασκε μελανό και σιωπηλό το κανάλι του Ρίο ντελ Παλάτσο, στη στέγη του ουρανού τα άστρα δεν είχαν καρφωθεί προσώρας, άφεγγοι οι φανοστάτες, άφαντοι οι ξένοι τουρίστες ή οι ντόπιοι περιπατητές. Προ ολίγου είχε ακουστεί ο ήχος από τα σφυριά των ορειχάλκινων Μαυριτανών που εναλλάξ και ανελλιπώς σημαίνουν την ώρα πάνω στην τεράστια καμπάνα που βρίσκεται στην κορυφή του ρολογιού του αναγεννησιακού πύργου, γνωστού ως Τόρε ντελ Ορολότζιο. Ρολόι περίεργο, μα την αλήθεια, και μοναδικό, μιας και αμέσως μετά το πέρας της κατασκευής του διετάχθη άνωθεν να εξωρυχθούν τα μάτια των δύο εφευρετών του σύνθετου μηχανισμού για να μην κατασκευάσουν ποτέ και πουθενά κάτι παρόμοιο. Περίτεχνα διακοσμημένο, σχεδιασμένο, όπως πληροφορήθηκα, αρχικώς για τους ναυτικούς, ρολόι εν λειτουργία ήδη από το 1496 κι εν τούτοις εν ζωή ακόμη, επτά και κάτι λοιπόν, το αντιλάλημα από τα κτυπήματα των ρωμαλέων Μόρι, των Μαυριτανών, πλανιόνταν στις στοές που οδηγούν στη Μερτσερία, και οι τρεις ναυτικοί και συμπατριώτες στάθηκαν, αφουγκράστηκαν τους βόγγους κι έπειτα κοιτάχτηκαν απορώντας, στην αρχή μ' ένα μόλις αισθητό ρίγος στον αυχένα.
   Μην ήταν κάποιο θέατρο εκεί κοντά, μην ήταν κινηματόγραφος, μην και προβάριζαν κάποια παράσταση, μην πλησίαζαν καλλιτέχνες του δρόμου, μην διαδραματιζόταν τίποτα φοβερό πίσω από τους ωχρούς τοίχους του καλοστεκούμενου ακόμη αρχαίου αρχοντικού στ' αριστερά τους στα τριάντα μόλις μέτρα; Και, Θεέ και Κύριε, όσο απορούσαν οι τρεις θαλασσινοί τόσο το κλάμα δυνάμωνε και οι κραυγές περίσσευαν. Κλάμα λυγμικό και βαθύ, ωσάν να έβγαινε κατευθείαν από σπλάχνα παιδεμένα και κραυγές σταλμένες από βασανισμένα στήθη. Και δεν άργησε να πέσει το σκότος, μουλωχτό και υγρό και τόσο στέρεο, ώστε τους φάνηκε ότι απλώθηκε στους ώμους τους σαν μανδύας, ότι κάθισε σαν κασκέτο στο κεφάλι τους.
   Και ξάφνου από την καρδιά του ερέβους μια ηλικιωμένη κυρά εμφανίστηκε. Παρουσιάστηκε εμπρός τους, δίχως να την έχουν δει να πλησιάζει, πλαισιωμένη ολόκληρη από εκείνη την ακτινοβολία, εκείνο εκεί το φωτεινό περίβλημα που αύρα αποκαλείται, σπανίως αισθητή στους περισσότερους αλλά τώρα παρούσα σαν τον παλιό φανοστάτη και σαν τα νερά που ουδέποτε αποχωρίστηκαν την πόλη. Γυναίκα υπεραιωνόβια ως έδειχνε και μεγάλου κύρους, παρά τα φθαρμένα ρούχα της, τα εξέχοντα οστά των ώμων και του στέρνου και τα μισόσβηστα μάτια. Η μακριά φαδομέταξη φούστα της σερνόταν στις νοτισμένες πλάκες. Το αραχνοΰφαντο κάλυμμα της κεφαλής δεν έκρυβε ολωσδιόλου τα μακριά πάλευκα μαλλιά, μήτε τα αστραφτερά σκουλαρίκια που κρέμονταν φτάνοντας σχεδόν μέχρι τους ώμους της. Πώς με το σκοτάδι εδραιωμένο μπόρεσαν να διακρίνουν τα σατέν γάντια, τα μπριλάντια των δαχτυλιδιών, τις δαντέλες του μπούστου της που το μέσον τους κοσμούσε μια πελώρια μαλαματένια, στολισμένη με ρουμπίνια καρφίτσα; Η αύρα της. Που ήταν ισχυρή και κυριαρχούσε του σκότους, ακριβώς σαν τα ρουμπίνια της που 'δειχναν στη σκοτεινιά σαν θραύσματα αυγουστιάτικου ήλιου κατά την αυτοπυρπόλησή του το δειλινό.
   Και πέρασε κάμποση ώρα και τίποτε δεν ειπώθηκε από τους Σικελούς ναυτικούς, τίποτε και από την κυρά, και ο νυχτερινός κόσμος, ο γνώριμος και καθησυχαστικός, είχε μυστηριωδώς βουβαθεί, είχε εξαφανιστεί, ούτε ένα βήμα, μήτε ένα βήξιμο ή νιαούρισμα από τις τετράπαχες θηριώδεις γάτες της Βενετίας, ή ο αντίλαλος κάποιας φωνής, ο μακρινός ήχος μιας νότας, τίποτε, κανείς, μόνο το κλάμα των αθέατων τυραγνισμένων που συνέτριβε τους άνδρες· ένιωθαν τα μάτια τους να καίνε από δάκρυα, που όταν τα ελευθέρωσαν ήταν πλατιά σαν τα νιόβγαλτα φυλλαράκια του μόσχου που έχει την ιδιότητα να πραΰνει. Αλλά εκείνοι δεν πραΰνθηκαν, αντιθέτως. Αφού ευθύς μετά ένιωσαν την καρδιά τους να μεγεθύνεται, να φουσκώνει σαν το προζύμι την αυγή και σαν το στήθος της νέας μάνας προ της γαλούχησης, μεγάλωνε, τανυζόταν να ορμήσει να βγει, μα αντίς γι' αυτήν πρόλαβαν οι γογγυσμοί τους. Πώς κλαίνε τα τρομαγμένα βρέφη; Πώς τα αδικημένα παιδιά; Πώς τα δισάρφανα που μόλις τους έφτασε το μαντάτο της ορφάνιας; Έτσι. Ριγώ. Διότι τέτοιες καταστάσεις δεν είναι του κόσμου ετούτου. Α, όχι. Και διότι εκείνη η ηλικιωμένη κυρά, η Κυρά των Στεναγμών, όπως την απεκάλεσε ευφυώς, όταν ενημερώθηκε περί των συμβάντων, ο μαρκόνης του «Stelletta F», άτομο διαβασμένο και λιγομίλητο, όπως όλοι οι ασυρματιστές δα, Μαντόνα ντέι Σοσπίρι, έτσι την χαρακτήρισε, η εντυπωσιακή εκατόχρονη, στεκόταν ασάλευτη και ανέκφραστη όσην ώρα οι άνδρες έσμιγαν τους γόους τους με τους οδυρμούς των άγνωστων, άφαντων ακόμη προσώπων, και μόνο όταν τα στήθη και των τριών φάνηκαν να καλμάρουν και κάπως να ξεκλειδώνονται τα μάτια με τα βαριά από το κλάμα βλέφαρα, μόνο τότε τους καταδέχτηκε με ένα της βλέμμα. Και με έναν της λόγο.
   «Μπάστα!» που θα πει «Αρκετά!», απαίτησε, σχεδόν διέταξε. Και σίγησε για πολλήν ώρα. Κατόπιν κατηύθυνε τον μακρύ ωστεώδη δείκτη απέναντι και ελαφρώς αριστερά, εκεί όπου από αιώνων στέκει η δυσοίωνη Γέφυρα των Στεναγμών, και άρχισε να μιλά. Θεέ μου, ασυγκράτητα. Και ασυνάρτητα, κουνούσαν αργότερα περιπαικτικά το κεφάλι τους δυο ναυτόπαιδες από το «Stelletta F», αν και περί αυτού διατηρώ τις αμφιβολίες μου. Άλλωστε γνωρίζω ότι σήμερα οι περισσότεροι νέοι δεν ριγούν εύκολα με τους ίσκιους και με τη μυστική ζωή, δεν επισκέπτονται την ψυχή τους άλλα μάτια, άλλες φωνές και οσμές άγνωστες. Πού καιρός... Ας είναι όμως. «Έκο!», «Ιδού!» είπε. «Ιδού πού βρίσκεται η καρδιά μου... Μέσα εκεί. Στο σκότος και στη σήψη. Στον πυρετό της νοσταλγίας και στο ανάθεμα. Ανάμεσα στους θρηνούντες και τους απελπισμένους. Μεταξύ των αδίκων και των αδικηθέντων. Χαράματα της Πρωτοχρονιάς του 1762, έτος που ο φημισμένος ρήτωρ και διανοούμενος Μάρκο Φοσκαρίνι εξελέγη δόγης, λίγο πριν με προδώσει το φως και οι κρωγμοί των γλάρων ή κάποιος που ξενυχτούσε έπειτα από την καθιερωμένη γιορτή με τις φωταγωγημένες γόνδολες στο Κανάλ Γκράντε, την ξερίζωσα και την μετέφερα έπειτα από προσυνεννόηση και με χίλιες προφυλάξεις, παραδίδοντάς την για τα περαιτέρω στο έλεος του ρυπαρού δεσμοφύλακα. Με τα ίδια μου τα χέρια την ξερίζωσα. Ναι, μ' ετούτα εδώ τα απισχναμένα και γηρασμένα τώρα χέρια. Ω, ασφαλώς και τα καλύπτω. Πάντα τα κάλυπτα στις εξόδους μου, με γάντια που εμορφότερά τους δεν θα 'βρισκες ούτε και σε ολόκληρο το Βένετο να τα ζητούσες. Αλλά βέβαια κρατούσα μυστικόν τον προμηθευτή μου, είχα τους λόγους μου. Βλέπετε ήταν Εβραίος. Από το Γκέτο Νουόβο. Εβραίος μεταπράτης, με μάτια σκοτεινά που σπιθοβολούσαν όπως ίσως θα σπιθοβολούσαν και τα μάτια του αρχαίου ποιητή και βασιλέα τους, του Δαβίδ. Και ένα κορμί, ένα κορμί εύγραμμο και πλαστικό, όπως είναι το κορμί του γιγάντιου έργου, του στολιδιού της Φιρέντσε, του Δαβίδ που σμίλεψε ο Μικελάντζελο Μπουοναρότι, ο τιτάν, ο γιος του αρχοντοξεπεσμένου από το ασήμαντο Καπρέζε. Κορμί φυσικά με διαστάσεις κανονικού ανθρώπου, όχι υψηλού, λείο, μαλακό και μυώδες, χρώματος μελί, με μυρωδιά και γεύση θάλασσας στο στέρνο, στον λαιμό, παντού, αχ, σαν αγριόγατος ήταν και μου χαρίστηκε όχι και λίγα μερόνυχτα, και, Μαντόνα μία, τι καρδιοχτύπια, τι φόβοι και ενοχές. Η κόλαση. Αλλά και τι τέρψη και τι απόλαυση! Ο παράδεισος».
   Εδώ η ηλικιωμένη κυρία έκανε μια σύντομη παύση διότι από την έξαψη η τελευταία λέξη της ακούστηκε σαν λυγμός. Λυγμός ευτυχισμένου ανθρώπου, αν είναι δυνατόν! Αλλά δεν άργησε να συνεχίσει:
   «Ήταν οικογενειάρχης, είχε κι ένα τσούρμο παιδιά, μα αυτό δεν με πτοούσε, αγνοούσα δε τη σύζυγό του. Μήπως τάχα τους ήξερα; Κλεισμένοι όλοι τους στο Γκέτο από τη δύση μέχρι την ανατολή, κι εκείνες οι έξοδοί τους, τι ταπείνωση! Κονκάρδες αναγνωριστικές, υποχρεωτικοί σκούφοι, μάτια στραμμένα καταγής όλοι τους, μικρέμποροι, σαράφηδες, φαρμακοτρίβηδες, σπετσέρηδες, μουζικάντηδες, κάμποσοι γιατροί που έτρεχαν αλλόφρονες να προλάβουν. Πάντως γιατροί που κατείχαν πολλά. Εκ των υστέρων, κι ενώ είχα ήδη υποκύψει παίρνοντας την άγουσα για τούτον εδώ τον παλαιότατο, αθώρητο μέχρι απόψε για σας και σχετικώς φιλόξενο για μένα κόσμο, πληροφορήθηκα ότι ο Βοναπάρτης, μετά τη νίκη του επί της Γαληνοτάτης και την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας, γκρέμισε τις πύλες που απομόνωναν τους Εβραίους στο νησάκι του Καναρέτζιο. Εις μάτην βέβαια, διότι όταν την επόμενη χρονιά, θαρρώ το 1798, ο Ναπολέων παρεχώρησε τη Βενετία στους Αυστριακούς, με αντάλλαγμα βέβαια τη Λομβαρδία, τα πλήθη των Εβραίων που είχαν αναθαρρήσει εξαναγκάστηκαν πάλι σε περιορισμό. Και σε άλλα πολλά. Επί τη ευκαιρία... Θαρρώ πως με κοιτάτε κάπως αιφνιδιασμένοι. Για να μην πω έμφοβοι. Μα, σινιόρι, σε γεγονότα αναφέρομαι. Τετελεσμένα όμως προ αιώνων. Εντελώς ανίκανα πλέον να επηρεάσουν. Αν και αυτό δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο...»
   Διέκοψε η αριστοκρατική κυρά, προσήλωσε το βλέμμα στη σκοτεινιά του καναλιού, αφουγκράστηκε τους γόους που ακόμη φτεροκοπούσαν, χάιδεψε αφηρημένα τα ρουμπίνια της καρφίτσας της, σάλιωσε τα χείλη, εν συνεχεία απέστρεψε τα μάτια από τα νυχτωμένα νερά, όρθωσε τον κορμό, τους κοίταξε μα σαν να μην τους έβλεπε κι εντούτοις συνέχισε:
   «Λοξοδρόμησα», είπε. «Αλλά τόσος καιρός σιωπής, τόσος καιρός βουβαμάρας... Βλέπετε, σπανίως μου τυχαίνουν νύχτες όπως η αποψινή. Με τα γογγύσματά τους στη διαπασών. Με το σκότος πλήρες ωδίνων. Και με τους μακρόσυρτους κλαυθμυρισμούς εκείνου, του Συμεών, να σαϊτεύουν και να κατατρυπούν το κενό που άφησε η καρδιά μου αφότου την ξερίζωσα για να του την προσφέρω. Έστω και τόσο αργά. Έστω και εκεί, στο πότσο, στο πηγάδι όπου εσήπετο. Μα εκείνος, άκουσον άκουσον, την περιφρόνησε. Ο αποτρόπαιος δεσμοφύλαξ, που σημειωτέον τον είχα δωροδοκήσει με δυο πολύτιμα ρωμαϊκά οικιακά σκεύη από παλαιό, κιτρινωπό χρυσάφι, ανέκαθεν στην κατοχή της φαμίλιας μας, μου ανέφερε ότι όταν πλησίασε στην ανεκδιήγητη κόγχη με τις ακαθαρσίες όπου ήταν συρμένος ο Συμεών και του έκανε λόγο για την εντολή μεταφοράς και παράδοσης της καρδιάς μου, έφτυσε με μίσος και αποστροφή χωρίς καν να τον κοιτάξει. “Πάρε την... Πάρε την τώρα. Πάρε την μακριά. Μακριά μου την καταραμένη! Στο κανάλι. Ρίξε την στο κανάλι! Με τα σκουπίδια και τα αποπατήματα. Τροφή στους αρουραίους και στους εξόριστους!” είχε το κουράγιο να προστάξει κιόλας ο Εβραίος πρώην εραστής μου ενώ είχε ήδη σακατευτεί μέσα εκεί, ένα άθλιο ράκος ήταν πλέον. Μα πώς αλλιώς; Αυτά τα πότσι ήσαν για τους εγκληματίες. Τους βαρυποινίτες. Έτσι κι έμπαιναν ξεχνούσαν τον απάνω κόσμο. Τους σκέπαζε η λησμονιά, τους ροκάνιζαν οι κακουχίες, τα βασανιστήρια, οι πόντικες, η γλίτσα, η πείνα, η αποφορά. Έλιωναν. Το μόνο που τους έμενε καταδικό τους ήταν ο θρήνος και το μοιρολόι. Α, μα τους ακούσατε κι εσείς. Έτσι στέναζαν και θρηνούσαν από τη στιγμή που περνούσαν αλυσοδεμένοι αυτήν εκεί τη Γέφυρα των Στεναγμών, όπως την ονόμασαν, η οποία οδηγεί στο Παλάτσο Ντουκάλε, κάπως έτσι οδύρονταν όταν τους μετέφεραν, μέσω της Μυστικής Διαδρομής, στην Ανακριτική Αίθουσα και στην Αίθουσα των Βασανιστηρίων και από εκεί στα κελιά, που, σημειωτέον, καμιά σχέση δεν είχαν με τα πότσι τα κολασμένα, μες στα οποία τελείωσε ο όχι και μακρύς βίος του Συμεών και απωλέσθη κι εμένα η καρδιά μου. Πώς απωλέσθη; Μην τα ρωτάτε... Αλλά έστω. Εκείνος ο ειδεχθέστατος δεσμοφύλαξ οικειοποιήθηκε το στίλβον χρυσό κουτί μες στο οποίο την είχα τοποθετήσει, λέγοντάς μου ότι έπεσε θύμα κλοπής και ότι, επιτέλους ας μην κάνω έτσι, καταλαβαίνετε, νέοι μου, ούρλιαζα και οδυρόμουν όχι για το κουτί, για την ανεπίδοτη και χαμένη καρδιά μου θρηνούσα, ας μη χτυπιέμαι, με παρατήρησε με θράσος, “Κοντέσα, το κουτάκι ήταν άδειο. Θα το ξέρετε. Μα τα φτερά του λιονταριού του Σαν Μάρκο. Απεξαρχής ήταν άδειο!” κατέληξε και κάνοντας μεταβολή χάθηκε τρέχοντας σαν σκιά στους σκοτεινούς λαβυρίνθους». 
   Εκεί έγινε μια αρκετά μεγάλη παύση, ύγρανε ξανά τα ζαρωμένα, παστωμένα στο κιννάβαρι χείλη, έφερε το γαντοφορεμένο χέρι στο στόμα, έβηξε διακριτικά κι έπειτα στο φως που την πλαισίωνε έπιασε να παρατηρεί τους Σικελούς καθώς ξανάρχισε να μιλά:
   «Νύχτα παράξενη, δεν βρίσκετε; Ή μήπως νύχτα μαγική; Διότι ιδού. Αναφερόμουν στα γάντια μου, τα ωραιότερα και σπανιότερα ανάμεσα σε όλο τον γυναικείο πληθυσμό της Σερενίσιμα (2), και οι λέξεις μου γλίστρησαν, όχι άθελά μου, όχι βέβαια, στο πρόσωπο που μου τα προμήθευε. Στον Εβραίο εραστή μου Συμεών. Φλογερός εραστής ο έμπορος από το Γκέτο, αλλά κι εγώ δεν υστερούσα. Πρέπει να ξέρετε, ακουστά θα το 'χετε μάλλον, ότι εμείς οι Βενετσιάνες είμαστε γυναίκες ερωτικές. Αφάνταστα ερωτικές. Και αδίστακτες, ναι, προκειμένου να απολαύσουμε τον έρωτα, να τον χαρούμε. Αλλά μετά, δείτε: ο χρόνος, αχ, ο χρόνος! Πανάθεμά τον κι αυτόν! Παναθεμά τες και τις φθονερές, τις δηλητηριώδεις έχιδνες τις εξαδέλφες μου, στις οποίες μάλιστα προσφέραμε και φιλοξενία στο παλάτσο μας οσάκις μας επισκέπτονταν από τη Βερόνα. Και μας επισκέπτονταν συχνά. Και μην κοιτάτε τη γείτονα πόλη που τελευταίως γνωρίζει ανάπτυξη λόγω του τουρισμού κυρίως, ξέρετε τώρα, Ρωμαίος και Ιουλιέτα και λοιπά παραμύθια για τους αφελείς, τους οποίους μάλιστα και οδηγούν αγεληδόν στην Κάζα ντι Τζουλιέτα, ας γελάσω, μήτε Κάζα υπήρξε μήτε Τζουλιέτα, εφόσον το υποτιθέμενο πατρογονικό αρχοντικό ήταν εξακριβωμένα πανδοχείο τον καιρό που, ας πούμε, διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, η δε “αδικοχαμένη” Ιουλιέτα υπήρξε πλάσμα της φαντασίας κάποιου συγγραφέα από τη Βιτσέντζα, Λουίτζι ντα Πόρτο θαρρώ το όνομά του, αλλά και αφορμή έμπνευσης και δημιουργίας και άλλων καλλιτεχνών που γνώριζαν τον αρχικό μύθο της Σιένα. Μη βλέπετε λοιπόν τη σημερινή Βερόνα. Στον καιρό τον δικό μου, ομιλώ για τον δέκατο όγδοο αιώνα όπου έζησα, όπου ζούσαμε, η Βερόνα δεν είχε τίποτε το εξαιρετικό να επιδείξει. Ούτε καν αξιοσημείωτη ιστορία. Γι' αυτό κι εκείνες, οι συγγένισσές μου, ξελογιάζονταν με τούτη εδώ την πόλη, τι λέω ξελογιάζονταν, τρελαίνονταν ας πω καλύτερα, έχαναν τα λογικά τους. Και με τη Βενετία και με τους Βενετούς. Ναι, δε λέω, η πόλη ετούτη σου παίρνει τα συλλογικά, σε εκθέτει, σε εξαπατά, σε κρατά αιχμάλωτο, σε μεταμορφώνει. Την διαθέτει αυτή τη δύναμη η Βενετία, σινιόρι, διαθέτει τις χάρες και την ιερά ισχύ της Κίρκης, της θυγατέρας του Ήλιου, σύμφωνα με τη μυθολογία των Ελλήνων, και επιπλέον μήπως και τους γαλίφικους τρόπους και τα καμώματα της μυθικής Καλυψούς, η οποία εκμαύλισε την πολυμήχανη αλεπού τον Οδυσσέα, αν με αντιλαμβάνεσθε, και ας μην ξεχνάτε κι εσείς  τους απρόσμενους και φαινομενικώς παράλογους κοπετούς σας, εξ ου και εκείνες εκεί, οι επαρχιώτισσες εξαδέλφες μου, δεν ήθελαν και πολύ για να εγκατασταθούν για τα καλά στο παλάτσο μας. Άκουσον άκουσον! Τελικώς καλοστρώθηκε η μικρότερη, η Φραντσέσκα, πολύ κάτω των είκοσι και με γέλιο κεφάτο, ηχηρό, όμορφη η οχιά, που να μη βρίσκει γαλήνη κι αναπαμό στον αιώνα τον άπαντα, διότι αν μη η εισβολή της στην πατρογονική μου κα (3) και η εν συνεχεία  επαίσχυντη προδοσία της, εγώ, η Άννα Σανσοβίνο, μοναχοθυγατέρα του σεβάσμιου άρχοντα Τζοβάνι Σανσοβίνο, του ισχυρότερου ανάμεσα στους γκράντε αρματόρι (4) και εξέχοντος μέλους του γκραν μόντο (5), αλλά ας μη μακρυγορώ, αν μη η ατιμία της Φραντσέσκα, του βρομογύναιου, δεν θα βρισκόμουν, νέοι μου, έτσι όπως βρίσκομαι, περιπλανώμενη ανά τους αιώνας. Ούτε θα είχε εκείνη την οικτρή κατάληξη ο Συμεών. Και φυσικά δεν θα είχα ετούτη την αιμάσσουσα και ανεπούλωτη πληγή στη θέση της απωλεσθείσης, φοβούμαι δια παντός, καρδιάς μου».
   Ενόσω η αρχόντισσα μιλούσε, ή μάλλον εξομολογείτο, οι τρεις Σικελοί ρουφούσαν τα λόγια της σαν αφιονισμένοι και μήτε σάλευαν μήτε κοιτάζονταν, σχεδόν δεν ανάσαιναν. Τέτοια η επιβολή της Βενετσιάνας. Ή μήπως της νύχτας... Όταν όμως ξανακούστηκε μια κόπωση βάραινε τη φωνή της, μια μουντάδα είχε απλωθεί στη μόλις προ ολίγου φωτερή όψη και οι λέξεις, μετρημένες πλέον, πάσχιζαν να βγουν, αγωνίζονταν σαν τα πουλιά που πιάστηκαν στο δόκανο μα επιμένουν. 
    «Το παλάτσο μας... Στο Ρίο Μαντόνα ντελ Όρτο. Ένα από τα αριστουργήματα του διάσημου αρχιτέκτονα Μπαλντασάρε Λονγκένα. Ω, δεν τον συνάντησα, απεβίωσε το 1682. Πάντως πρόλαβε και άφησε τη σφραγίδα του στην πόλη. Δικό του έργο και η Κα Πέζαρο, της οικογενείας Πέζαρο, ξέρετε, του επιτρόπου του Σαν Μάρκο, ίσως το θαυμάσατε κάποτε στο Κανάλ Γκράντε, βενετικό μπαρόκ για να καταλάβετε. Στο παλάτσο μας η κύρια πόρτα έβγαζε στο νερό και η πίσω σε έναν υπέροχο κήπο. Ένα μαρμάρινο κεφαλόβρυσο, αχ, με τι χέρια σμιλεμένο, γύρω του νύμφες, σάτυροι, παντού πουλιά, πολύχρωμες πεταλούδες, πυκνόφυλλα δέντρα και ροδιές. Πανύψηλες και ακμαίες. Όσα δε ρόδα τόσα και χρώματα. Όσα χρώματα τόσες και ευωδιές. Να λιγοθυμάς... Σε μια τέτοια ροδιά από κάτω,  ώρα που το σκοτάδι είχε κυριαρχήσει επί του φωτός, ήσαν πλαγιασμένοι σχεδόν γυμνοί οι δυο τους. Ο Συμεών και η εξαδέλφη μου η κλέφτρα. Κουβαριασμένοι. Σαν τα σκυλιά. Τέτοιο χυδαίο σμίξιμο. Δεν μιλούσαν. Μόνον οι ανάσες τους ακούγονταν, πιο δυνατή η δικιά του, κάπως βαριά, τη δική της ακολουθούσαν πνιχτά γελάκια. Η πόρνη! Η βρομερή Φραντσέσκα. Η μικρούλα εξαδέλφη μου η όχεντρα. Που γνώριζε καλά τα του ένοχου και καταδικαστέου δεσμού μου με τον Εβραίο έμπορο. Που ασμένως με διευκόλυνε ενίοτε. Α, σινιόρι, σινιόρι, αν τους βλέπατε... Τι ανήθικο σύμπλεγμα! Τι προστυχιά! Μάτια κλειστά, χέρια και πόδια μπλεγμένα, μια σάρκινη μπάλα. Και να μη με αντιλαμβάνονται, τίποτε να μη λογαριάζουν, τίποτε εκτός από τα ζωώδη κορμιά τους. Το φαντάζεστε; Μου λεηλατούσαν την ύπαρξη μες στον κήπο μου, στη ρίζα της τριανταφυλλιάς που είχε την ηλικία μου και μαζί μεγαλώναμε, με κρεουργούσαν στο σπίτι μου, μπροστά στα μάτια μου που τόσο είχε εξυμνήσει και φιλήσει εκείνος. “Καταποντίστηκα στις λίμνες των ματιών σου τις σαπφείρινες. Ω! Και δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει. Χάνομαι, δεν το βλέπεις;” έλεγε κι έκλαιγε και ριγούσε. Με αινούσε και με τους στίχους τους αποδιδόμενους στον μεγάλο βασιλέα τους τον Σολομώντα. “Τα μάτια σου είναι περιστέρια...” ή “Μου πήρες την καρδιά, αδελφή μου νύφη, μου πήρες την καρδιά με μια ματιά σου...” (6). Ο άπιστος!»
   Μεσολάβησαν αρκετά λεπτά πριν ξαναμιλήσει η αρχόντισσα, πάλευε, ως φαίνεται, να αρθρώσει λόγο σταθερό και πάντως όταν ακούστηκε η φωνή της ήταν γεμάτη τιθασευμένα δάκρυα.
   «Θα ξέρετε, κύριοι, ότι στους κήπους νυχτώνει νωρίτερα. Οι σκιές επιβάλλονται ευκολότερα εκεί. Στο σκότος του δικού μας κήπου που πύκνωνε με ταχύτητα, το αίμα της έδειξε κατάμαυρο. Και το πρόσωπό της ευθύς κοκκαλωμένο. Ίσως από τον πόνο. Μπορεί και από τον φόβο. Η σκρόφα! Εκείνος, έντρομος και αιφνιδιασμένος, προσπαθούσε να της ρίξει επάνω της κάποιο ρούχο, να την ντύσει όπως όπως. Κάπως να ντυθεί κι ο ίδιος. Δεν με κοίταζε, δεν με κοίταξε ποτέ ξανά. Έσπευσα να απομακρυνθώ. Τα γάντια μου, τα ομορφότερά μου, μούλιαζαν στο αίμα της. Τα πέταξα στο νερό μαζί με το πολύτιμο στιλέτο, το οποίο δεν είχα αποχωρισθεί αφότου ο πατέρας μου μού το ενεχείρισε έπειτα από κάποιο του ταξίδι στην Ανατολή τονίζοντας: “Εύχομαι να μη βρεθείς στην ανάγκη να το χρησιμοποιήσεις, αλλά αν χρειαστεί, να μη φανούν διστακτικά τα χέρια σου. Και ιδιαιτέρως η κρίση σου. Ούτε για μια στιγμή”.  Έτσι και έπραξα. Τέλος, κύριοι. Ή μήπως η αρχή των βασάνων μου; Για τη δολοφονία της εξαδέλφης μου κρίθηκε ένοχος ο Συμεών. Μα φυσικά. Ζηλότυπος είπαν, ερωτική παραφορά είπαν, βιαστή και παράφρονα τον χαρακτήρισαν οι περισσότεροι, ενώ στο Δικαστήριο της Αίθουσας του Σχοινιού, ανυπεράσπιστος και από τον ίδιο του τον εαυτό, κρεμασμένος με σχοινιά από τους καρπούς του, σιωπούσε επίμονα. Και μήτε εκλιπάρησε μήτε προέβη σε αποκαλύψεις και ουδέν ανέφερε περί του ρόλου μου. Σιωπή. Η σιωπή των πάντων... Απόψε, κι έπειτα από αρκετόν καιρό αφουγκράστηκα και πάλι τα βογγητά του. Τα διακρίνω. Φτάνουν μέσα από τον λάκκο όπου τον έριξαν ζωντανό. Στεναγμοί μακρόσυρτοι, σαν ακολουθία αρχαίας θρησκείας, και τόσο παραπονετικοί και πικραμένοι ώστε τους ακούς και θέλεις να δώσεις ένα σάλτο και να εξαφανιστείς στα μελανά νερά του Ρίο ντελ Παλάτσο...»
   Έπειτα στέναξε η Κυρά των Στεναγμών, όπως την είχε παρονομάσει ο μαρκόνης του «Stelletta F», ένας αναστεναγμός εξασθενημένος, σαν ανάσα αποκαμωμένου πουλιού.
   «Τελικώς, σινιόρι, είχα αγαπήσει. Παράφορα. Τότε βέβαια δεν γνώριζα πόσο. Πόσο δυνατός ήταν ο έρωτάς μου. Την έκτασή του επί της υπάρξεώς μου. Ο εγωισμός μου, βλέπετε. Και η προδοσία του. Αργότερα, όταν εκείνος βασανιζόταν κι έφθινε στο πότσο, είπα να του προσφέρω την ίδια μου την καρδιά. Του ανήκε άλλωστε, ασχέτως των εξελίξεων ή των ευθυνών μου. Την αρνήθηκε. Και τώρα, ευγενικοί μου κύριοι, με την άδειά σας θα αναχωρήσω. Καταπονήθηκα. Κι αυτοί οι θρήνοι πόση κόπωση μου προκαλούν... Ευτυχώς. Ευτυχώς που δεν περιπλανώμαι συχνά εδώ κάτω. Απόψε, όμως, με κάλεσε η νύχτα. Με απαίτησε, θα έλεγα. Ειλικρινώς νύχτα παράξενη. Και δυσεξήγητη ακόμη και για τούτη την πολιτεία τη μάγισσα».
   Μα τη στιγμή που θρόιζε η φούστα της, σημάδι ότι θα αναχωρούσε, και το γαντοφορεμένο, κατάφορτο από δαχτυλίδια χέρι, σηκωνόταν σε χαιρετισμό, η κυρά μίλησε πάλι. Ή μάλλον ψιθύρισε:
   «Και κάτι ακόμη, κύριοι, παρά την εξοντωτική για τις αντοχές μου νύχτα... Αλλά έτσι, για την πληροφόρησή σας. Για ένα διάστημα, και κατά την εποχή που ο Συμεών ο δύσμοιρος αποσυντίθετο αλυσοδεμένος στον απαίσιο λάκκο του του υπογείου, αλίμονο, κάτω από την επιφάνεια του νερού, εκεί όπου μόνον επικίνδυνοι εγκληματίες ρίχνονταν, στο ίδιο κτήριο, το Παλάτσο Ντουκάλε, αλλά στο υψηλότερο σημείο,  σκεφτείτε, εφαπτόμενο σχεδόν με τη στέγη, σε πιόμπο, σε κελί, επομένως πιο ευήλιο και ανεκτό, μάθετε  ότι βρισκόταν έγκλειστος και ο διαβόητος Τζάκομο Καζανόβα. Τότε είχε κατηγορηθεί για αναρίθμητα σκάνδαλα, κυρίως οικονομικά αλλά και ερωτικά. Επιπλέον και για μαγγανεία. Η ποινή που του επεβλήθη ήταν φυλάκιση πέντε ετών. Α, τον πανούργο, τον τρίτο χρόνο απέδρασε και μάλιστα θεαματικότατα. Άνοιξε τρύπα στην οροφή, ο αθεόφοβος. Αν θυμούμαι καλώς, το έτος 1756. Η απόδρασή του συζητήθηκε σε όλες τις πρωτεύουσες. Έκτοτε έγινε διάσημος, εθαυμάσθη σαν λαϊκός ήρως. Στο Παρίσι όπου ταξίδεψε, εσπευσμένως βέβαια, κατέστη περιζήτητος σε όλους τους κύκλους. Ήταν σχεδόν συνομήλικός μου, τον γνώριζα, τον συναντούσα σε συναναστροφές, συχνά στο «Café Florian», αν και ποτέ δεν με γοήτευσε. Εγώ για άλλον παθιαζόμουν, ας είναι όμως. Ο Τζοβάνι Τζάκομο Τζιρόλαμο Καζανόβα, επονομαζόμενος και ιππότης ντε Σενγκάλ, τυχοδιώκτης ολκής, ερωτύλος, αγαπητοί μου, όσο και ανυπόληπτος. Ω, ασκούσε μεγάλη έλξη στις γυναίκες, μα αυτός παθιαζόταν κυρίως με τις καλόγριες. Ίσως γιατί, εκτός της νομικής, ως νέος είχε φοιτήσει και σε ιερατική σχολή, από όπου βέβαια είχε εκδιωχθεί κακήν κακώς λόγω ερωτικών σκανδάλων. Και από τον στρατό εξεδιώχθη, φυσικά για ανάρμοστη διαγωγή. Λερωμένος, κύριοι, κίβδηλος αλλά και ευφυής. Προικισμένος δε βιολιστής. Για λίγον καιρό μάλιστα, στις μεγάλες του ανέχειες, είχε προσληφθεί, κατόπιν αιτήσεώς του, στο λαμπρότατο θέατρο της πόλης μας, το Σαν Σαμουέλ με τ' όνομα. Τον είχα ακούσει κάποτε, παραμονές της γέννησης του Αγίου Βρέφους. Λάλημα αηδόνος οι δοξαριές του. Θυμούμαι, σε μουσική σύνθεση του συμπολίτη μας Αντόνιο Βιβάλντι, γνωστού και ως Πρέτε Ρόσο, ξέρετε, κοκκινομάλλης παππάς. Και σοβαρός συγγραφέας υπήρξε ο Καζανόβα, πληροφορήθηκα, μα πολύ αργότερα. Δεν διάβασα κατιτί δικό του, εξάλλου δεν δημοσίευσε τίποτε όσο βρισκόταν εν ζωή».
   Εδώ διέκοψε για λίγο η ηλικιωμένη κυρία. Τώρα δεν εξασθενούσε μόνον η φωνή της, συνέβαινε και κάτι άλλο, μάλλον παράξενο και ανατριχιαστικό, όπως παράξενα και ανατριχιαστικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν άλλωστε όλα τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Το φως που πριν την περιέβαλλε με τόσην αίγλη τώρα χλόμιαζε, θάμπωνε, με αποτέλεσμα να μεταμορφώνεται η άλλοτε φεγγερή κυρά σε μια μουντή φιγούρα που οι σκιές γύρω της καραδοκούσαν. Και όταν ξαναμίλησε ακουγόταν μετά βίας:
   «Και, μεταξύ μας, νέοι μου, στις σπάνιες έστω νυχτερινές επισκέψεις μου σ' ετούτη την κακόβουλη και κριματισμένη από τον τόσο ανθρώπινο πόνο συνοικία, θρήνο δικό του δεν άκουσα ποτέ. Αναφιλητό, στεναγμό, τίποτε. Μέχρι και η νύχτα τον απέβαλε τον αγύρτη. Ξέρετε τώρα, κύριοι, ασφαλώς στην άλλη νύχτα αναφέρομαι. Στη νύχτα τη μεγάλη και μυστική, που στέκει και παραφυλάγει πίσω από αυτήν εδώ την αποψινή, σ' εκείνην η οποία αμετακίνητη σκεπάζει την άλλοτε κραταιά πολιτεία και που πολύ δύσκολα θεάται. Και που είναι βαριά από εκκλήσεις και ικεσίες αγάπης και θύμησης. Νύχτα ισχυρότερη από τη μέρα. Όσο για τις απαιτήσεις της, γλυκιά Παρθένα! Ούτε η πρώην μαντάμ ντε Μπωαρναί να ήταν, η αμφισβητούμενη γυναίκα από τη Μαρτινίκα, για την Ιωσηφίνα λέγω, την οποία ο Βοναπάρτης έστεψε αυτοκράτειρα των Γάλλων. Μα τρελός και παλαβός με τα καμώματά της, διότι άλλο τίποτε εκτός των δυο παιδιών της δεν διέθετε, ούτε καν μια υποφερτή έστω εμφάνιση. Μόνο τα σκέρτσα της. Κι ας μη μιλήσω για συζυγική πίστη. Γύναιο! Πάντως η εκλεκτότερη γαλλική σαμπάνια κυλούσε στους δρόμους των Παρισίων επί τριήμερον, άκουσα, κατά τη στέψη. Είχε επιβολή η κυρία. Και απεριόριστη εξουσία στην καρδιά του Αυτοκράτορα. Αλλά, μάμα μία, απεριόριστη και η κυριαρχία της νύχτας που με κατέχει. Και που απαίτησε την παρουσία μου απόψε εδώ. Και που τώρα με προστάζει να αποσυρθώ... Ξέρετε... Πριν σας αποχαιρετήσω... Μάθετε, κύριοι, πως... Αργότερα,  πολύ αργότερα από τον εγκλεισμό του Εβραίου πρώην εραστή μου, οι συμπολίτες μου με ονόμασαν Μητέρα των Άρρωστων Παιδιών του Γκέτο Νουόβο. Και υπήρχαν πάμπολλα άρρωστα παιδιά στο Γκέτο. Χλομά σαν φεγγάρια. Φερμένα απ' αλλού. Και εγκαταλελειμμένα. Καταδικασμένα να τρέφονται με τα σκουπίδια και τους χοντρούς αρουραίους των καναλιών. Ω, με πόση λαχτάρα τούς ψάρευαν! Με πόση βουλιμία τούς γεύονταν! Τα δύστυχα, τα δύστυχα τα ολιγόζωα παιδιά! Λοιπόν, μετά τον θάνατο των γονέων μου, λόγω θλίψεως φυσικά, επώλησα την ομολογουμένως τεράστια περιουσία που μου κληροδότησαν. Διέθεσα τα πάντα, κινητά και ακίνητα, θησαυρούς καλλιτεχνικούς. Πίνακες, κοσμήματα, κτήματα. Ρευστοποίησα το παν, εξόν από ορισμένα μπιζού που μαζί τους συνδεόμουν συναισθηματικώς,  τα αποστερήθηκα όλα μα τα ανακούφισα τα πουλάκια μου τα άρρωστα, τα ξεχασμένα από όλους. Τους πρόσφερα καλή τροφή και γιατρικά. Στέγη. Ρουχισμό καινούργιο και δασκάλους. Και συνέτρεξα επίσης πλήθος εξορίστων που επαιτούσαν. Και λιμοκτονούσαν. Πώς γνοιαζόμουν. Η καρδιά μου φλεγόταν  για τους πάσχοντες. Αλλά... Αλλά θα απορήσετε, και με το δίκιο σας, ποια καρδιά; Εφόσον δεν είχα καρδιά. Ήδη σας το ανέφερα. Την είχα αφαιρέσει για εκείνον... Ασχέτως ότι έμεινε ανεπίδοτη...»
   Τώρα ακουγόταν σαν θρόισμα μεταξωτού ο ψίθυρος της κυρίας:
   «Έως ότου, νέοι μου, μια νύχτα ανοιξιάτικη με τις μυρωδιές των κήπων να μαυλίζουν τις αισθήσεις... Με τα στίλβοντα άστρα να λαμπρύνουν ακόμη περισσότερο τις ήδη λαμπρές προσόψεις των μεγάρων... Με την ολόγιομη σελήνη να φλερτάρει αφ' υψηλού με τα κανάλια... Νύχτα που προσπαθούσα να ναρκώσω τη νοσταλγία και τις αναπολήσεις που με πίεζαν, οδηγώντας επιτακτικά τη σκέψη μου στα άρρωστα παιδιά του Γκέτο με τα κοκκαλιάρικα χεράκια και τα ρουφηγμένα μουτράκια... Λοιπόν εκείνην ακριβώς τη νύχτα και ώρα προχωρημένη, ένιωσα ξάφνου ένα ζωογόνο αεράκι να φυσά γύρω μου και εντός μου, ελαφρότατο σαν ανάσα βρέφους και χαροποιό σαν το μαντάτο της ίασης στον άλλοτε βαριά ασθενή... Και ευθύς, κύριοι, κατανόησα το μέγιστο που μου δόθηκε. Που μου δωρήθηκε άνωθεν έστω και με καθυστέρηση... Είχα χάσει την καρδιά μου, σι, μα είχα βρει την ψυχή μου. Αλόρα... ας τελειώνω... Αντίο, σινιόρι...» 
   Και όπως είχε εμφανιστεί μέσα από την καρδιά του σκότους, έτσι και εξαφανίστηκε η ηλικιωμένη Βενετσιάνα. Και έσβησαν εντελώς οι ήδη καταλαγιασμένοι θρήνοι των φυλακισμένων. Και αμέσως μετά αποσύρθηκε και το σκότος από το Πόντε ντελα Πάλια και απλώθηκε το δειλό και γλυκό λυκόφως ενός συνηθισμένου σεπτεμβριάτικου σούρουπου.
   Ο αντίλαλος από τις σφυριές των Μαυριτανών παρέμενε ακόμη βορείως της Πιάτσα ντι Σαν Μάρκο, σερνόταν και στις κοντινές στοές της λεωφόρου Μερτσερία. Μόλις προ ολίγου είχε σημάνει επτά. Ακουγόταν μάλλον πράος και καθησυχαστικός ο ήχος των μπρούντζινων ωρών στην περιοχή,  ανησυχητικός δε για τους τρεις Σικελούς, οι οποίοι, ανάστατοι και άτολμοι, έκαναν μερικά βήματα παραπαίοντες, έπειτα κοιτάχτηκαν και δίχως καμιά προσυνεννόηση έσπευσαν να συμβουλευτούν τα δικά τους  ρολόγια, μήπως και λάθευε το μεγάλο παλιό ρολόι του Πύργου, αλάνθαστο εδώ και αιώνες. Μα και τα δικά τους έδειχναν επτά και κάτι λεπτά περίπου, δηλαδή συμφωνούσαν και τα τρία με τους κτύπους των Μαυριτανών. Με άλλα λόγια τούς διαβεβαίωναν ότι δεν είχε περάσει ούτε μια στιγμή από τότε που όρθιοι στη μέση του Πόντε ντελα Πάλια προβληματίζονταν προς τα πού θα κατευθύνονταν για να περάσουν ένα ευχάριστο, αν όχι αξέχαστο βράδυ. Και πως τα όσα άκουσαν και γνώρισαν και αισθάνθηκαν, όσα τους φανερώθηκαν, όσα τους κατακυρίεψαν εκείνη τη νύχτα, ήσαν φερμένα από χρόνους μακρινούς και από κόσμους απλησίαστους για την ώρα, από τις περιοχές των ίσκιων και της λησμονιάς. Και πως, για λόγους ανεξήγητους μα σεβαστούς, έλαβαν υπόσταση, εισβάλλοντας με σφοδρότητα στις κατά τα φαινόμενα ήδη κυριευμένες από τη βενετσιάνικη νύχτα αισθήσεις τους. 
   Έτσι έγινε και ήρθαν και παραλόγιασαν οι τρεις φίλοι και κατατρόμαξε σχεδόν όλο το πλήρωμα του «Stelletta F», στο οποίο, σημειωτέον, περιλαμβάνονταν και πέντε Έλληνες, εξ ου και μας κοινολογήθηκε το συμβάν, το οποίο λέγεται ότι χρειάστηκε καιρός ως να λησμονηθεί. Εάν βέβαια λησμονήθηκε.  Τόσο δε ο γραμματικός του πλοίου ονόματι Καραγεωργίου, από τον Αλμυρό Βόλου, όσο και ο αντλιωρός Κυριάκος Γαλάκος από τα μέρη της Μέσα Μάνης, διαβεβαίωναν ότι έκτοτε οι Σικελοί είχαν αποκτήσει μιαν υπερευαισθησία που εκδηλωνόταν με χίλιους δυο τρόπους. Να, ας πούμε, νοσταλγούσαν ακόμη και τα αφιλόξενα λιμάνια που άφηναν πίσω τους, ακόμη ακόμη και τις φουρτούνες που τους έφερναν τα πάνω κάτω, έκλαιγαν από λύπηση για τις πόρνες του Γιβραλτάρ, για τα πεινασμένα παιδιά στο Ντακάρ που τους πλησίαζαν πουλώντας λαθραία τσιγάρα και αρώματα - μαϊμού ή ξύλινα αγαλματίδια, τάιζαν γεμάτοι έγνοια τις αμέτρητες αλανιάρες γάτες στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, μιλούσαν ακατάπαυστα για τ' αμπέλια τους, για τις ηλικιωμένες συγγενείς τους, λαχταρούσαν γυναίκες, παιδιά, φίλους, ως και έναν δάσκαλο που τους τάραζε στο ξύλο. Και τον μονίμως μεθυσμένο παπουτσή της πλατείας. Και τη Σοφία Λόρεν στις πρώτες ταινίες της. Είχαν, επίσης, μια έντονη λάμψη στα μάτια και ένα τρέμουλο στην περιοχή γύρω από το στόμα. Στους οκτώ μήνες ξεμπάρκαραν. Και οι τρεις μαζί.  Άλλο τίποτε δεν έμαθα γι' αυτούς. Α, το συμβάν έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 1989.
   Έπειτα από όλα αυτά τα ανήκουστα και απίστευτα, καθόλου δεν ξαφνιάστηκα όταν πληροφορήθηκα τον παμπάλαιο τοπικό μύθο που κυκλοφορεί μέχρι σήμερα στις γειτονιές και στα στέκια των βαρκάρηδων της μάγισσας πόλης. Μύθος που επιβίωσε, ακόμη και διαδόθηκε στην αλλοδαπή, χάρη στους λόγιους επισκέπτες της Βενετίας, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη απόλαυση ερευνώντας τα περασμένα και αλλόκοτα, τα άγνωστα στους πολλούς και παράδοξα που κρύβονται πίσω από την όψη ενός τόπου. Και κρύβονται ουκ ολίγα. Και στην πολιτεία των υδάτινων δρόμων ακόμη περισσότερα. Τελώ εν γνώσει αρκετών περιστατικών μυστήριων και μυστικών, μιας και τα τελευταία χρόνια, πρωί βράδυ, μ' αυτά καταγίνομαι. Και μ' ετούτη εδώ την πολιτεία που αιχμαλώτισε και τη δική μου την καρδιά, έτσι όπως σιγουρεύτηκα πως και το παιδί μας, η Βενετία, το αγγελικό φως των γαλάζιων ματιών της από εκεί το είχε προσποριστεί. Μήπως και τη φυσική ευωδιά του δέρματός της, την ανεπαίσθητη και όμως διακριτή μυρωδιά του ανθού της γαρδένιας που ό,τι πάει να ξεμπουμπουκιάσει. Τις οίδε από ποιες απόρρητες και αμαρτύρητες παλαιές ενώσεις κληρονομιά. Αλλιώς πώς εξηγείται το γεγονός ότι ίδια, ολόιδια χρωματίζονταν και τα μάτια της αρχοντοπούλας που ήρθε από τη μακρινή της πατρίδα των νερών και παρέδωσε σε μιαν ακρούλα της Πλάκας της Μυριάνθης, εξασθενημένη από τη θλίψη και το τραύμα; Τα μάτια της Γοργόνας, όπως την είπαν οι συντοπίτες μου  λόγω της ικανότητάς της να βαδίζει επάνω στα κύματα, έφεγγαν ίδια και απαράλλαχτα με της ανιψούλας μου. Όπως, ας πούμε, φέγγουν τα μη με λησμόνι υποθαλάσσιου λιβαδιού που τα φωτίζει ήλιος αθέατος μα όχι μακρινός. Και ας μην αναφερθώ στη μοσχοβολιά της που στιγμές στιγμές προκαλούσε ζάλη, ισχυρότερη αυτή από της ανιψούλας μου το άρωμα, ευωδιά όντως μαυλιστική. Παρόμοια ευωδιά αλλά αρκετά ξεθυμασμένη, αδύναμη και σαν λησμονημένη από τα χρόνια, απέπνεε και το πανωφόρι της Αριστέας μας, το αγορασμένο στη Βενετία, μνημόνευσα ήδη το γεγονός.

Σαραντίτη Ελένη, Ο δρόμος της Γοργόνας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2005
 
Σημειώσεις: 
(1) περίαπτον: αποτρεπτικό της βασκανίας, φυλαχτό 
(2) Σερενίσιμα: η Γαληνοτάτη, η Βενετία 
(3) ca: συντόμευση του casa: οικία 
(4) grande armatori: μεγαλοεφοπλιστές 
(5) gran mondo: αριστοκρατία 
(6) Άσμα Ασμάτων, μεταγραφή Γιώργος Σεφέρης, Ίκαρος, Αθήνα 1979 

Δεν υπάρχουν σχόλια: