Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

[ Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ]

  

Γρανάδα, 1491
   Πρώτα ακούστηκε μια κραυγή και ύστερα το δυνατό μουγκρητό της φωτιάς που τύλιξε τα μεταξωτά υφάσματα, αμέσως μετά ακολούθησε ένα κρεσέντο από πανικόβλητες φωνές που άρχισαν να εξαπλώνονται από αντίσκηνο σε αντίσκηνο, μαζί με τις φλόγες που πηδούσαν από το ένα μεταξωτό λάβαρο στο άλλο, διατρέχοντας σχοινιά αντιστήριξης και ξεπηδώντας μέσα από ανοίγματα από μουσελίνα. Τα άλογα άρχισαν να χλιμιντρίζουν τρομοκρατημένα και οι άνθρωποι φώναζαν για να τα καλμάρουν, αλλά ο τρόμος στις φωνές τους χειροτέρεψε τα πράγματα, ώσπου ολόκληρη η κοιλάδα φωτίστηκε από χιλιάδες πύρινες λαίλαπες και η νύχτα κατακλύστηκε από μανιασμένους καπνούς, κραυγές και ουρλιαχτά.
   Το κοριτσάκι πετάχτηκε έντρομο από το κρεβάτι του, ζητώντας τη μητέρα του και φωνάζοντας στα ισπανικά: «Οι Μαυριτανοί; Έρχονται να μας πιάσουν οι Μαυριτανοί;»
   «Θεέ μου, σώσε μας, έβαλαν φωτιά στο στρατόπεδο!» αναφώνησε η γκουβερνάντα της. «Παναγία Θεοτόκε, θα με βιάσουν κι εσένα θα σε σουβλίσουν με τα γιαταγάνια τους».
   «Μητέρα!» φώναξε το παιδί πασχίζοντας να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Πού είναι η μητέρα μου;» 
    Το κοριτσάκι πετάχτηκε έξω, με τη νυχτικιά της να ανεμίζει γύρω από τα πόδια της, ενώ το ύφασμα της σκηνής της άρπαξε φωτιά και λαμπάδιασε σε μια κόλαση πανικού. Τα χιλιάδες αντίσκηνα του στρατοπέδου είχαν πάρει φωτιά και οι φλόγες υψώνονταν στη σκοτεινή νυχτιά σαν πύρινα σιντριβάνια, πετώντας σαν σμήνη πυγολαμπίδων και μεταδίδοντας την καταστροφή.
   «Μητέρα!» ούρλιαξε.
   Μέσα από τις φλόγες ξεπρόβαλαν δύο τεράστια σκουρόχρωμα άλογα, σαν μυθικά ζώα που κινούνταν σαν ένα, που διαγράφονταν κατάμαυρα μπροστά στη λάμψη της φωτιάς. Από την αφάνταστα ψηλή θέση της, η μητέρα του παιδιού έσκυψε για να μιλήσει στην κόρη της που έτρεμε, με το κεφάλι της να φτάνει μόλις μέχρι τον ώμο του αλόγου. «Μείνε με την γκουβερνάντα σου σαν καλό κορίτσι», διέταξε η γυναίκα, χωρίς ίχνος φόβου στη φωνή της. «Εγώ και ο πατέρας σου πρέπει να πάμε για να δείξουμε σε όλους ότι είμαστε εδώ».
   «Άσε με να έρθω μαζί σου! Μητέρα! Θα καώ. Άσε με να έρθω κι εγώ! Οι Μαυριτανοί θα έρθουν να με πιάσουν!» Το κοριτσάκι σήκωσε τα μπράτσα προς τη μητέρα της.
   Η λάμψη της φωτιάς λαμπύρισε παράξενα πάνω στο θώρακα και στις στολισμένες με ανάγλυφα περικνημίδες της μητέρας της, σαν να ήταν και η ίδια φτιαγμένη από μέταλλο, μια γυναίκα καμωμένη από ασήμι και χρυσάφι, καθώς έσκυψε μπροστά και είπε αυστηρά: «Αν δεν με δουν οι άντρες, θα λιποτακτήσουν. Δεν θες να γίνει κάτι τέτοιο».  
   «Δεν με νοιάζει!» τσίριξε το πανικόβλητο παιδί. «Δεν με νοιάζει τίποτα, μόνο εσύ! Σήκωσέ με!»
   «Ο στρατός προηγείται», είπε αποφασιστικά η γυναίκα πάνω στο ψηλό μαύρο άλογο. «Πρέπει να πάω για να με δουν».
   Έστρεψε το κεφάλι του αλόγου της μακριά από την πανικόβλητη κόρη της. «Θα γυρίσω να σε πάρω», είπε πάνω από τον ώμο της. «Περίμενε εδώ. Αλλά τώρα προέχει αυτό».

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

[ΟΙ ΦΙΛΕΣ]


Άρια - Άνοιξη 2015
   Οι όγκοι των πραγμάτων τη φοβίζουν όταν πέφτει το λυκόφως. Η Άρια δεν έχει διευκρινίσει αν την αναστατώνει το γεμάτο σπίτι ή αν πρόκειται για τις σκιές  αυτού του φορτίου, που, σαν πάρει να βραδιάσει, μεταμορφώνονται σε φαντάσματα του βιωμένου χρόνου. Αποκολλώνται από τον γήινο εαυτό  και μετουσιώνονται σε φάσματα  ταξιδιών και ονείρων. Ταξίδια που δεν πραγματοποιήθηκαν και όνειρα που έμειναν ευσεβείς πόθοι. Όπως εκείνος ο παλιός καημός να ταξιδέψει στην Ινδία, που εν τέλει εκτονώθηκε με αγορές στα Indian Bazaar. Αλλά και όσα βίωσε μοιάζουν σαν να μην τα έζησε η ίδια. Θαρρείς και ένας άγνωστος κουκλοπαίκτης κινεί τα νήματα της ύπαρξής της.
   Ασφυκτικά γεμάτο είναι και το υπόγειο του σπιτιού. Οι ντάνες από τα περιοδικά και τις εφημερίδες, τα τιγκαρισμένα κασόνια, οι βαλίτσες και τα ξέχειλα ράφια περιμένουν χρόνια το ξεσκαρτάρισμα. Ακόμα και μια εξάδα πολυθρόνες σκηνοθέτη -άθικτες μέχρι σήμερα- πιάνουν κι αυτές το χώρο τους, προσμένοντας κάπου να φανούν χρήσιμες. Ούτε θυμάται πια για ποιο λόγο τις είχε αγοράσει. Ίσως να τις βρήκε φτηνές ή ίσως, πάλι, έτσι απλώς για ψυχοθεραπεία. Όταν έπεφτε στο βάραθρο της θλίψης, κατέφευγε στην κατανάλωση, και αυτό επενεργούσε στην ψυχή της ευεργετικά, έστω και προσωρινά, ή μάλλον χιμαιρικά. Τις αχρησιμοποίητες πολυθρόνες θα μπορούσε να τις είχε εκποιήσει. Αλλά και πόσο να πιάσουν; Γεμάτος είναι ο τόπος από δαύτες, και πάμφθηνες. Θα έπρεπε να τις δωρίσει, όμως διαρκώς το αναβάλλει, και μένουν οι πολυθρόνες κλειστές, τυλιγμένες στα σάβανα, μέχρι να έρθει κάποια συγκυρία για να τις ξεφορτωθεί.
   Κάθε φορά που αποφασίζει να κατέβει στο υπόγειο, περιπλανιέται άσκοπα ανάμεσα στα τεκμήρια του παρελθόντος χρόνου. Τη μια δεν την αφήνει η συγκίνηση των αναμνήσεων, την άλλη η ψευδαίσθηση ότι το καθετί κάπου θα μπορούσε να της χρησιμεύσει, βρίσκοντας συνέχεια προσχήματα ώστε να μεταθέτει την άχαρη δουλειά για το προσεχές μέλλον. Μένει όμως εκεί για ώρες, συνομιλώντας με τα αντικείμενα. Ό,τι έζησε, προβάλλει θαμπό μέσα από την άχνα της μνήμης και μπλέκεται ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και όσα εικάζει ή παραποιεί, δημιουργώντας ένα αφήγημα ζωής λιγότερο οδυνηρό.

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

[ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΑΓΙΚΗ]

 

  Στο μάρμαρο του ημιτραπεζίου, ανάμεσα σε διάφορα διακοσμητικά αντικείμενα, μικροσκοπικά το πλείστον, όπως ένας γυάλινος σαλίγκαρος, μια ασημένια ταμπακιέρα, μια φοντανιέρα, κρυστάλλινη αυτή, ένα λιλιπούτιο βάζο οπάλινο, βρισκόταν τότε και μια φωτογραφία του Πάνου, του γαμπρού μου, της Αριστέας μας τον σύζυγο εννοώ και πατέρα έξι θυγατέρων με πρωτότοκη τη Βενετία και υστερότοκη την Πολυτίμη. Οι άλλες ήσαν κατά σειράν η Φρόσω, η Ελπίδα, η Μαργαρίτα και η Κυριακή. Όλες, πλην της Βενετίας, εν ζωή και με οικογένειες πολυμελείς. Καλοπαντρεμένες μάλιστα και με μοσχαναθρεμμένα παιδιά. Δυστυχώς η ανιψιά μου βιάστηκε πολύ να κλείσει τα υπέροχα μάτια της Γοργόνας, γεγονός με το οποίο ακόμη και σήμερα δεν έχω ακόμη συμβιβασθεί. Της είχα αδυναμία. Τι λέω! Θρυμματιζόταν η ψυχή μου γι' αυτήν. Η Βενετία αντιπροσώπευε για μένα το παιδί που δεν απέκτησα, τα όνειρα που δεν μου ευοδώθηκαν, τα κουράγια που δεν μου δόθηκαν, την ομορφιά που με είχε προσπεράσει. Αλίμονο χαμένα εδώ και καιρό αυτά, αρπαγμένα για άλλες, άγνωστες τοποθεσίες.
   Ο Πάνος στη φωτογραφία δεν γελά. Δεν χαμογελά καν ως είθισται σε ανθρώπους ταξιδιάρηδες που ποζάρουν με σκοπό την αποστολή της φωτογραφίας στην οικογένεια που ζει με το όνομα του ξενιτεμένου στα χείλη της. Εικάζω ότι ζορίστηκε έτσι όπως τον στρίμωξαν τα περιστέρια που σκαρφαλώνουν στους ώμους, στα μπράτσα, ακόμη και στα ποδήματά του, και δείχνουν να φτεροκοπούν αδιάκοπα τριγύρω του. Ο Πάνος δεν χαμογελά με όλα τούτα τα ενοχλητικά πουλιά που τον κυκλώνουν, αλλά τα μάτια του είναι κι εδώ, όπως πάντα, πολύ ικανά στο διάλογο. Μάτια χειμαρρώδη θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κάποιος εάν ο χείμαρρος κατρακυλούσε σκορπώντας και ανασαιμιές αισθημάτων. Α, ναι, αισθηματίας ο γαμπρός μου, άνθρωπος με ευαισθησίες, ευσυγκίνητος. Είναι δε απορίας άξιον πώς τόσα χρόνια η σκληρή, όπως και να το κάνεις, και στερημένη ζωή του θαλασσινού δεν κατάφερε να τον τραχύνει. Αντιθέτως, όλο και πιο ήπιος και αγαπητερός γινόταν, να 'ναι καλά, Παναγιά μου, εκεί στην Κρεμαστή όπου κατοικεί τώρα με την Αριστέα μας, στο πέτρινο σπίτι που κατέχει η οικογένειά του πάππου προς πάππου. Και, α, ναι, μπορεί να είναι ευφραδή τα μάτια του, αλλά ετούτη η ευφράδεια μολογεί μόνο την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, μα συνήθως είναι αλήθεια για καλοκάρδισμα. Πώς αλλιώς; Περιβόλι θαλερό το μέσα του όλο του Πάνου, ασχέτως ότι κάποτε κάποτε το μαραγκιάζει μια ξεραΐλα έκτοτε. Μετά το συμβάν της Βενετίας μας εννοώ.
   Μ' ετούτα τα μεγάλα και καθαρά μάτια μάς κοιτά από τη φωτογραφία και οπωσδήποτε μας μιλά και μας λέει με τον ήσυχο, μειλίχιο τρόπο του για πεθυμιές και αναμονές, για ανταμώματα και αγάπες και για τη μοναξιά και το παράπονο του ναυτικού. Φορεί κοστούμι με σακάκι σταυρωτό και παπούτσια τόσο προσεκτικά στιλβωμένα ώστε θαρρείς και είναι λουστρίνια. Αν είναι δυνατόν. Φρεσκοκουρεμένος, γι' αυτό και ολίγο πιο παχουλό το πρόσωπό του. Στο δεξιό του χέρι βαστά μια τσάντα μεγάλη, χάρτινη, «Donatella di Rialto», γράφει επάνω, προφανώς η φίρμα του καταστήματος από όπου προμηθεύτηκε το πανωφόρι της Αριστέας μας. Μα και η φωτογραφία φέρει επιγραφή, «Venezia» είναι τυπωμένο κάτω δεξιά με ωραίους λεπτούς χαρακτήρες, και κοίτα, εκείνη την ημέρα ο Πάνος είχε να κάνει με τρεις Βενετίες, η μία ήταν η πόλη όπου περπατούσε και που στη μεγάλη πλατεία της εστάθμευσε να φωτογραφηθεί, μιλώ για την περίφημη πλατεία του Αγίου Μάρκου, εξ ου και τα αναρίθμητα περιστέρια. Τις άλλες δυο τις είχε κατά νου, τη μάνα του, τη συμπεθέρα Βενετία, συχωρεμένη εδώ και μια δεκαετία, και την κορούλα του, τη Βενετία μου, τότε τετράχρονη, ρόδινη και ζαχαρένια, ένα κοριτσάκι ευτυχισμένο και καλότροπο και με τα μάτια του της Γοργόνας ακύμαντα ακόμη.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ


Βενετία,
το έτος 6967 από κτίσεως κόσμου (1) 
 
   Στη Βενετία που ζούσαμε, ύστερα από το κακό που μας βρήκε, είχαμε χρόνια να γιορτάσουμε ένα ευχάριστο γεγονός μετά τη γέννηση της Ευδοκίας, της κόρης της Μαρίας μας, που εδώ τη φωνάζαμε Πουλχερία, γιατί είχε αφιερωθεί στον Θεό. Ούτε την ανάσταση του μικρού μας αδελφού γιορτάσαμε, από τον φόβο μήπως τον ανακαλύψει ο σουλτάνος. Τον γάμο του όμως με την Ζαμπέτα, όσο κι αν δυσανασχετούσε η Άννα μας, ήμασταν όλοι οι υπόλοιποι αποφασισμένοι να τον γιορτάσουμε σαν να 'μασταν στην πατρίδα. Η ίδια η Ζαμπέτα ήταν ξετρελαμένη με τις ετοιμασίες. Μάλιστα είχε φέρει από την Ισπανία καμιά εικοσαριά φαρδέλα ολόλευκης υπέροχης δαντέλας, που θα 'φτανε όχι μόνο για κείνην, αλλά για όλες μας.
   Μόλις είχαμε επιστρέψει από το ταξίδι μας στην Ισπανία, στην αυλή του βασιλιά Αλφόνσου, όπου συζητήσαμε, ο Ιάκωβος δηλαδή κι η Άννα μας, άλλη μια φορά για τη σταυροφορία κατά των απίστων. Ήταν εκεί όλοι όσοι φοβούνταν το ισλάμ, όπως το έλεγαν. Γάλλοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Ιταλοί, εκπρόσωποι των Αλβανών, των Βουλγάρων, των Σέρβων, ο απεσταλμένος του πάπα, οι Βενετοί, οι Τζενοβέζοι, εμείς, σχεδόν όλοι οι χριστιανοί του κόσμου. Εμείς δεν ήμασταν βέβαια εκεί σαν χώρα, αφού χώρα δεν υπήρχε πια· ήμασταν σαν... λεφτά. Ο πάπας, που φοβόταν πιο πολύ απ' όλους μήπως εξισλαμιστεί όλη η Ευρώπη και μείνει χωρίς ποίμνιο, μάζευε με όποιον τρόπο μπορούσε λεφτά για τη μεγάλη σταυροφορία που ονειρευόταν, πουλώντας ακόμη και συγχωροχάρτια ταχυδρομικά, αν και δεν είχε το δικαίωμα πια, αφού το ιωβηλαίο είχε τελειώσει εδώ και εννιά χρόνια. Φυσικά οι πρώτοι που απευθύνθηκε για χρήματα ήμασταν εμείς, η Άννα μας δηλαδή. Ε, δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε, όπως δεν αρνιόμασταν ποτέ σε κανέναν, ούτε στον Βλαστό, που είχε ξεκινήσει με τον ξάδελφό του τον Σήφη εκείνη την επανάσταση στην Κρήτη που πνίγηκε στο αίμα -δεν θυμάμαι αν το 'γραψα κιόλας- και σκότωσαν οι Βενετσιάνοι τον Σήφη και τον ίδιο τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν. Δίκιο δεν είχε ο Ιάκωβος που έλεγε να μην την ξεκινήσουμε; Όλοι εκ των υστέρων τον εκτίμησαν γι' αυτή τη σωφροσύνη του, μόνον αυτόν ακούγαμε σαν οικογένεια πια κι ας μας τρόμαζε το παραμορφωμένο σώμα του. Ο Καπνίσης κι ο Συρόπουλος κι όλοι οι άλλοι, ακόμη κι ο Βησσαρίων, μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Αλλά κι οι φίλοι κι οι γνωστοί μας έλεγαν «Να ρωτήσουμε τον Νοταρά» -δεν τον έλεγαν Ιάκωβο, αλλά Νοταρά, όπως τον πατέρα. Σαν να 'ταν ο πατέρας, αλλά πιο μικρός.

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ


 Κωνσταντινούπολη,
Φεβρουάριος του έτους 6961 από κτίσεως κόσμου (1)

 

   «Εμείς δεν θα πεθάνουμε», έλεγε ο πατέρας, «στους πολέμους πεθαίνουν οι φτωχοί. Τους πλούσιους τους έχουν ανάγκη».
   «Όμως τ' αγόρια μου θα πάνε να πολεμήσουν, Λουκά», ξεφώνιζε η μητέρα, τρελαμένη μετά την τελευταία προειδοποίηση του Κωνσταντίνου ότι όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλο έπρεπε να παρουσιαστούν, γιατί με τα πες πες του πατερ-Γεννάδιου, ότι η πόλη είναι καταδικασμένη απ' τον Θεό να υποστεί την τιμωρία της και να τουρκέψει για τις αμαρτίες που 'χε σωρεύσει τόσα χρόνια, κανείς δεν πήγαινε να καταταχθεί, για να σκοτωθεί τζάμπα.
   Όλοι έλεγαν ότι έχουν δουλειές, δεν προλαβαίνουν, και είναι ζήτημα αν είχαν μαζευτεί λέει τρεις χιλιάδες άνθρωποι, ξένοι οι περισσότεροι, που θα πληρώνονταν με τα δανεικά που είχε ζητήσει ο Κωνσταντίνος από τους Τζενοβέζους κι απ' τους Βενετούς και είχε εγγυηθεί ο πατέρας. Αλλά ποιος δίνει δανεικά σε τέτοιες περιπτώσεις, έλεγαν οι συμβουλάτορες, όταν μάλιστα ο βασιλιάς χρωστούσε ήδη γύρω στις είκοσι χιλιάδες υπέρπυρα στους Βενετούς κι εκείνοι κάθε τόσο του το υπενθύμιζαν. Ακόμη κι ο σπουδαίος πολέμαρχος, ο Γιουστουνιάς, που ήρθε να βοηθήσει και του έδωσε ο θείος τον τίτλο του αρχιστράτηγου, παρ' όλες τις αντιρρήσεις του πατέρα να πάρει ένας Λατίνος τίτλο πιο μεγάλο σχεδόν κι απ' τον δικό του, ζήτησε σαν πληρωμή τη Λήμνο, όταν θα περνούσε το κακό, το ξέραμε δα. Ο πατέρας τον είχε στην μπούκα, γιατί έκανε πως τα 'ξερε όλα κι ήθελε να δίνει ακόμη και σ' εμάς διαταγές. Απαιτούσε από τον Κουρουλούκα χρήματα για να επισκευάσει τα τείχη του κάστρου μας -«Μα αν ήταν να πληρώναμε εμείς όλα τα σπασμένα, τότε γιατί να πάρει αυτός τη Λήμνο;» έλεγε ο πατέρας, σιγά είναι η αλήθεια, μην τον ακούσει η μητέρα, και πάντως δεν έδινε ούτε τσετίνι για τις αξιώσεις του παλιολατίνου, «Το κάστρο είναι πάνω από χιλίων ετών και αντέχει», συνέχιζε, μεγαλόφωνα αυτή τη φορά, για ν' ακουστεί.
   «Μα έχει μεγάλες ρωγμές απ' τους σεισμούς»,  έλεγε χαμηλόφωνα η μητέρα, μην την ακούσουμε εμείς και φοβηθούμε, αλλά ο πατέρας ήταν ανένδοτος. 
   «Κι οι σεισμοί του Θεού είναι», έλεγε κι έκλεινε τη συζήτηση. 
   Με τις αναταραχές κι όλ' αυτά που γίνονταν πια στην Πόλη η επιστροφή μου απ' το πλοίο ευτυχώς πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ο πατέρας δεν έμοιαζε να θυμάται αν είχε διατάξει να φύγω ή να μείνω, και η μητέρα έδειξε να χάρηκε κρυφά που με είχε συντροφιά. «Η Γιουστίνη μου είναι μικρή, κανείς δεν θα την πειράξει», έλεγε, κι αυτό που μου 'κανε εντύπωση δεν ήταν τα λόγια της αυτά καθαυτά, αλλά το γεγονός ότι για πρώτη φορά στα δώδεκά μου με είπε Ιουστίνη και όχι Ιουστίνο, όπως συνήθιζε. Πάντως εξακολουθούσα να φορώ αγορίστικα και τίποτε δεν έδειχνε να 'χει αλλάξει για μένα. Μόνον ο θείος Αγγελής, ο αδελφός του πατέρα, που έμενε μαζί μας με τη γυναίκα του τη Στεφανία, τόλμησε κάποια στιγμή να πει να μου φορούν φουστάνια, μη με ζητήσουν στον πόλεμο, αλλά ο πατέρας κι η μητέρα γέλασαν συγχρόνως και τόσο δυνατά, που κανείς πια δεν ξαναμίλησε γι' αυτό.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

 Βενετία, 
το έτος 6966 από κτίσεως κόσμου (1)

   Ο μικρός μου αδελφός δολοφονήθηκε πριν από πέντε χρόνια, δυο μήνες μετά που έγινε στην πατρίδα το κακό. Τώρα είναι πάλι ζωντανός!
   Έτσι μας είπαν άνθρωποι που τον ήξεραν παλιά -κάτι ναυτικοί δηλαδή απ' τα βενετσιάνικα- τότε που ο πατέρας, όποτε ήθελε κάποια εξυπηρέτηση κρυφά απ' τον βάιλο, τους έδινε λίγα τσετίνια παραπάνω για κρασί. Ο πατέρας ήξερε ότι οι φτωχοί μπορούν να ζήσουν χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, χωρίς αγάπη, αλλά δε μπορούν να ζήσουν χωρίς κρασί -έτσι έλεγε. Εδώ στη Βενετιά που είμαστε, μετά που τα χάσαμε όλα, δεν μαθαίνουμε εύκολα τι γίνεται στην πατρίδα. Ζούμε κι εμείς σαν φτωχοί, μαζί με τις δούλες μας, τον κηπουρό μας, τη μαγείρισσα και τον χοντρο-Μπραχίμ, όπως λέμε τον αράπη που μας φυλάει, αποκομμένες σ' ένα απλό σπιτάκι κοντά στο Πόντε ντι Ριάλτο, και σπάνια βγαίνουμε στον δρόμο ή στην αγορά ή συναντάμε κανέναν δικό μας. Η Άννα μας πενθεί εδώ και πέντε χρόνια για την πατρίδα, για τους γονείς μας και τ' αδέλφια μας, για τον πύργο μας, γι' αυτό που δεν θα ξαναβρούμε ποτέ, ίσως γιατί ποτέ δεν το είχαμε γνωρίσει πραγματικά. Πενθεί για μας που είμαστε εδώ ακόμη ζωντανοί, μα πιο πολύ πενθεί για τον εαυτό της, που ακόμη, παρ' όλα αυτά, δεν έχει πεθάνει· η Άννα πενθεί για όλα, έχουμε συνέχεια τον θάνατο γύρω μας. Αλλά δεν λέει κανείς μας να πεθάνει.
   Την Άννα τη σεβόμαστε πολύ, γιατί είναι η μεγαλύτερη αδελφή μας, ό,τι μας έχει απομείνει από την οικογένεια να μας κρατά ενωμένους εδώ στα ξένα, εκτός απ' τον Θεό. Βέβαια, ως μεγαλύτερη, διαχειρίζεται και τα χρήματά μας στις βενετσιάνικες τράπεζες. Αυτά, τα χρήματα δηλαδή, είναι ένας λόγος που ακόμη δεν έχουμε πεθάνει. Αλλά όχι μόνον αυτό. Είναι και ένας λόγος που η Άννα έχει κατορθώσει να διατηρεί επαφές με τους δόγηδες, τον Φραγκίσκο Φόσκαρη παλαιότερα και τώρα τον Πασχάλη Μαλιπιέρο, ο οποίος είναι ο πρώτος σ' αυτή τη «χώρα χωρίς γη» -όπως τη λένε- που καταλαβαίνει πολύ καλά τη γλώσσα του χρήματος. Έτσι συνεννοείται θαυμάσια με την Άννα μας, παρόλο που εκείνη έχει αρνηθεί μέχρι στιγμής πεισματικά να μιλήσει τη δική του γλώσσα. Ακόμη κι εμείς δεν έχουμε μιλήσει ποτέ μπροστά της τα βενετσιάνικα, αν και ύστερα από τόσα χρόνια όλες μας μπορούμε να συνεννοηθούμε θαυμάσια σ' αυτή τη γλώσσα, κι εδώ που τα λέμε είναι πολύ όμορφη, στρωτή και τραγουδιστή, όχι σαν τα σλάβικα, που τα μιλούσαν όσοι έρχονταν απ' τα Βαλκάνια στον πύργο μας για «υψηλές» λέει «διευθετήσεις» κι έφευγαν κάθε φορά με τα πουγκιά τους γεμάτα δουκάτα -ο πατέρας το είχε πάρει αυτό απ' τον παππού, ήξερε να κερδίζει τον συνομιλητή του χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Ξαναγυρίζω όμως στον αδελφό μου και στην παράδοξη εκδοχή της... ανάστασής του.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

[ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ]

   
    Κοντεύει καλοκαίρι κι εγώ έχω ήδη τρεις μήνες στο Ναύπλιο, στην Πελοπόννησο. Νάπολη της Ρωμανίας το λένε οι Βενετοί, για να το ξεχωρίζουν από τη Νάπολη της Ιταλίας, οι οποίοι κατέχουν την πόλη και τη διαφεντεύουν ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα.
   Έκανα Πάσχα εδώ, μαζί μ' άλλους ευγενείς, Έλληνες και Βενετούς. Οι γιορτές ήταν για μένα μια παρηγοριά. Οι ακολουθίες στον καθεδρικό ναό της άνω πόλης κι η Ανάσταση του Κυρίου μού δημιούργησε μια μικρή αίσθηση ανακούφισης. Ίσως και μια ελπίδα για καλύτερες μέρες. Ο τωρινός διοικητής της πόλης έφτασε λίγο μετά από μένα και μου φέρθηκε, θα έλεγα, σαν να ήταν ο πραγματικός μου πατέρας. Για να μην πω και καλύτερα, δηλαδή, αφού είναι ο πατέρας του Μαρίνου, ο Μπερτούκκιος Κονταρίνι!
   Αλλά νομίζω ότι είναι ώρα να πάρω τα πράγματα από την αρχή. Εξάλλου, εδώ στο Ναύπλιο, μου 'ρθε η ιδέα να γράψω τούτο το βιβλίο. Δεν έχω τίποτα πιο χρήσιμο να κάνω στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου. Έτσι άρχισα να καταγράφω τις πρώτες μου σκέψεις.
   Λοιπόν, ας αρχίσω απ' το σημείο που άφησα την ιστορία μου. Από εκείνη την τελευταία νύχτα που πέρασα μαζί με τον αγαπημένο μου Μαρίνο. Ποτέ δε θα μπορούσα να σκεφτώ ότι θα μου το 'κανε αυτό. Εννοώ ότι θα με νάρκωνε και το ίδιο βράδυ, απ' ό,τι μου 'πε κι ο καπετάνιος αργότερα, θα μ' έβαζε στο πλοίο μαζί με τους άντρες του. Ξύπνησα, το επόμενο μεσημέρι, όταν με χτύπησε στα μάτια ο ήλιος στην καμπίνα του καπετάνιου.
   Στην αρχή έχασα τον κόσμο γύρω μου. Κούναγε το πλοίο κι εκεί ξέρασα πρώτη φορά. Δεν ξέρω αν ήταν απ' το κούνημα ή απ' το παιδί που τώρα πια ξέρω ότι έχω μέσα μου. Εδώ στο Ναύπλιο η κοιλιά μου όλο και μεγαλώνει.
   Λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι ήμουν σε πλοίο, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και μπαίνει ο καπετάν Αργύρης. Αφού μου συστήθηκε, μου 'πε ότι ήταν στην υπηρεσία των Κονταρίνι από χρόνια. Τον είχε ενημερώσει η οικογένεια για το ποια ήμουν -«αρχόντισσα Κονταρίνι» με αποκάλεσε- και ζητούσε τη συνεργασία μου. Προφανώς και τον άρχισα στις απανωτές ερωτήσεις.
   «Ο κύριός μου, ο Μαρίνος Κονταρίνι, είπε να σε μεταφέρω, εσένα, τη σύζυγό του, σε σίγουρο μέρος».
   «Δηλαδή;»
   «Εκεί που η σύζυγός του δε θα κινδυνεύει».
   Τον κοίταξα κάπως περίεργα.
   «Σου είπε πράγματι “η σύζυγός μου”; Είσαι σίγουρος;»
   «Ναι. Γιατί; Δεν είναι έτσι;»

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

Mάιος του 1453

   «Ξυπνήστε κύριε! Ο κύριος Ιωάννης σας καλεί στα τείχη!» είπε ο στρατιώτης που 'τρεχε  μέσα στο σκοτάδι.
   «Τι τρέχει πάλι;» ρώτησε ο Γιόχαν Γκραντ, στριφογυρίζοντας κάτω απ' την κουβέρτα του. «Κι άλλη τουρκική νάρκη βρήκατε; Υπομονή, σε λίγο ξημερώνει!»
   «Κάτι πολύ χειρότερο συμβαίνει, αλλά πρέπει να 'ρθετε να το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια».
   Ο μηχανικός σηκώθηκε απρόθυμα. Φόρεσε τις μπότες που 'χε παρατήσει δίπλα στο κρεβάτι του και παραπατώντας πήγε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Μπροστά του είδε ένα σκούρο σύννεφο και μια ντουζίνα ανθρώπους με μουτζουρωμένα πρόσωπα να κινούνται ανάμεσα στα δέντρα. Ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο, έτριψε τα χέρια του και προσπάθησε να συνέλθει. Λίγο παρακάτω, κοντά στον επόμενο πύργο, νόμισε πως είδε μια παρέα να μαλώνει.
   Όταν πλησίασε, ο Γκραντ αναγνώρισε τη μορφή του Ιουστινιάνη και πολλών άλλων αξιωματικών. Ακουμπισμένοι στις πολεμίστρες, προσπαθούσαν να επιλύσουν κάποιο πολύ σημαντικό θέμα που 'χε προκύψει. Απ' το ύφος τους συμπέρανε ότι κάτι κακό συνέβαινε.
   «Τι τρέχει; Τι συμβαίνει;» ρώτησε σχεδόν αμέσως.
   «Αυτό εκεί συμβαίνει...» απάντησε ο Γενουάτης δείχνοντας προς τη μεριά που 'χε καθίσει το σύννεφο. «Κοιτάξτε καλά και θα δείτε».
   Ο Γιόχαν Γκραντ κοίταξε προς τη μεριά που του 'δειχναν. Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι έβλεπε μια πελώρια σκοτεινή μορφή, αλλά ο καπνός ήταν τόσο πυκνός που δε μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, αφού είχε ορατότητα μόλις λίγων μέτρων. Ξαφνικά, φύσηξε αέρας και το τοπίο καθάρισε. Έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. Μπροστά του πρόβαλε ένας αλλόκοτος και μοναδικός πολιορκητικός πύργος στο χείλος της τάφρου. Ήταν τόσο ψηλός, που ξεπερνούσε κατά μερικά μέτρα τους πύργους του τρίτου τείχους.
   «Θεέ και Κύριε! Τι είναι αυτό το πράγμα!»

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

Άνοιξη του 1453

   Μια μέρα ο Νίκος αποφάσισε να συνοδέψει το Στέλιο, που θα πήγαινε για ψώνια στην πόλη. Από τότε που 'χε καταφτάσει στην Πόλη, δεν είχε βγει σχεδόν ποτέ να βαδίσει, παρά το γεγονός ότι οι βόλτες του άρεσαν πολύ. Ο νεαρός κουβαλούσε μια μεγάλη τσάντα στον ώμο του. Εκεί μέσα είχε ήδη βάλει δεκάδες μικρά πουγκιά με βότανα, άλατα και μείγματα, καθώς επίσης μικρά μπουκαλάκια μ' έλαια, πομάδες και βάλσαμα που έπρεπε να μοιράσει στο δρόμο του.
   Βάδιζαν κατά μήκος του δρόμου που ξεκινούσε απ' την Πύλη της Ανδριανούπολης και διέσχιζε την πόλη σ' ευθεία γραμμή, αφήνοντας τις Βλαχέρνες στ' αριστερά, για να φτάσει στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και στη βάση του Υδραγωγείου του Βελεντινιανού (1). Κατόπιν, έστριψαν για την Πλατεία και το Ζεύγμα, μεγάλες ρεγιώνες κι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένες, οι οποίες βρίσκονταν κοντά στα τείχη της Πόλης. Ο Στέλιος σταμάτησε για να μοιράσει φάρμακα σ' ασθενείς του Μπερνάρ. Δεν έμενε για πολύ, αλλά όλοι τον ευχαριστούσαν και του 'διναν τις ευλογίες τους.
   Καθ' οδόν ο Νίκος απολάμβανε πλευρές της πόλης που 'χε είκοσι χρόνια να δει. Τίποτε δεν έμοιαζε με την πόλη που 'ξερε κι η απελπισία ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του.
   Η βρομιά κι η εγκατάλειψη κυριαρχούσαν παντού, σε κάθε μέρος που μπορεί να ζούσαν ή να εργάζονταν πολίτες. Τα παλιά αριστοκρατικά σπίτια με τις περίφημες σκαλιστές πόρτες και τις μαρμάρινες προσόψεις είχαν δώσει τη θέση τους σε σπίτια απλοϊκά. Στο πλάι, όμως, παρέμεναν οι πλίνθοι των παλαιών κατοικιών, θυμίζοντας ότι η πόλη είχε γεννήσει ένα σωρό ξεχωριστούς ανθρώπους.
   Έκοψαν δρόμο απ' την Κωνσταντινιανή ρεγιώνα για να φτάσουν στο Φόρο του Αρκαδίου.

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

   Στα μέσα του πρωινού ο ουρανός ταράχτηκε από μια μεγάλη έκρηξη. Ο βρυχηθμός του Βασιλίσκου (1) έκανε στέρνες και δεξαμενές να τρίξουν, σπίτια να τρέμουν, ξερίζωσε παραπόρτια, πήρε μαζί του στέγες ολόκληρες και προκάλεσε πανικό και αναστάτωση σ' ολόκληρη την πόλη. Από παντού πρόβαλλαν άλογα φρενιασμένα, δίχως αναβάτες, στρατιώτες που προσπαθούσαν να φτάσουν στα τείχη, γυναίκες με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους, έμποροι που προσπαθούσαν  να κρατήσουν όρθια τα μπουκαλάκια με τα αρώματα που πουλούσαν, τα βάζα με τα μπαχαρικά και τα τόπια με το μετάξι, που κόντευαν να ξεδιπλωθούν στο άγριο πέρασμα του ανέμου. Για μερικά λεπτά, το σκηνικό στις πλατείες, στους φόρους (2) και στις βασιλικές, άλλαξε. Οι διαδικασίες σταμάτησαν, οι αγοραπωλησίες, οι λόγοι και οι ευλογίες. Όλοι τους γνώριζαν πως ο φοβερός εκείνος ήχος έσερνε μαζί του θάνατο κι απελπισία, τουλάχιστον σε  κάποιο άλλο κομμάτι της πόλης. Οι Τούρκοι πυροβολητές είχαν για πολλοστή φορά θέσει σε λειτουργία το μεγάλο κανόνι τους και, όπως κάθε φορά που το έκαναν, οι καρδιές όλων έπαυαν να χτυπούν, ενώ μετά τις φωνές και τα τρεχοβολητά, επικρατούσε τρομακτική σιωπή.
   Δεν υπήρξε ποτέ ξανά στον κόσμο κάτι παρόμοιο.
   Τοποθέτησαν τον Βασιλίσκο απέναντι ακριβώς από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Κατασκεύασαν μια ράμπα για να τσουλάει πάνω της και ν' απορροφά την τρομερά απότομη παλινδρόμησή του. Τον στερέωσαν με σχοινιά που έδεσαν σε πασσάλους και μονάχα το μαύρο, σατανικό του στόμα, ξεχώριζε.
   Για βδομάδες ολόκληρες, οι Τούρκοι προσπαθούσαν να φτάσουν στα όρια του Βυζαντίου. Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β', Κύριος Πάντων των Πιστών, είχε καλέσει σε ιερό πόλεμο το λαό του και η φωνή του έμοιαζε με φύσημα σκόνης κι είχε απλωθεί παντού στην Εγγύς Ανατολή. Δερβίσηδες (3), βασιβουζούκοι (4), τυχάρπαστοι βαλκάνιοι, έμποροι και παρίες (5), η αφρόκρεμα των αήττητων γενιτσάρων (6), κάτοικοι της Ανατολίας, το περήφανο ιππικό των σπαχήδων (7) με τους εντυπωσιακούς μανδύες τους, άτακτα στρατεύματα και ένας εσμός κουρελήδων, τους οποίους είχε προσελκύσει η υπόσχεση της λεηλασίας και της κλοπής, απάντησαν στο κάλεσμα και ξεκίνησαν για τον πόλεμο. Κατέφθαναν από κάθε μεριά της γης, κάτω από το φως της ημισελήνου, παρακινούμενοι από ένα πνεύμα ομαδικό και αρχαίο, όσο ο ίδιος ο κόσμος. Χτυπώντας τα ντέφια, τα κύμβαλα και τις τρομπέτες τους, έψελναν ύμνους στον Έναν και Μοναδικό Αλλάχ...