Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

   Στα μέσα του πρωινού ο ουρανός ταράχτηκε από μια μεγάλη έκρηξη. Ο βρυχηθμός του Βασιλίσκου (1) έκανε στέρνες και δεξαμενές να τρίξουν, σπίτια να τρέμουν, ξερίζωσε παραπόρτια, πήρε μαζί του στέγες ολόκληρες και προκάλεσε πανικό και αναστάτωση σ' ολόκληρη την πόλη. Από παντού πρόβαλλαν άλογα φρενιασμένα, δίχως αναβάτες, στρατιώτες που προσπαθούσαν να φτάσουν στα τείχη, γυναίκες με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους, έμποροι που προσπαθούσαν  να κρατήσουν όρθια τα μπουκαλάκια με τα αρώματα που πουλούσαν, τα βάζα με τα μπαχαρικά και τα τόπια με το μετάξι, που κόντευαν να ξεδιπλωθούν στο άγριο πέρασμα του ανέμου. Για μερικά λεπτά, το σκηνικό στις πλατείες, στους φόρους (2) και στις βασιλικές, άλλαξε. Οι διαδικασίες σταμάτησαν, οι αγοραπωλησίες, οι λόγοι και οι ευλογίες. Όλοι τους γνώριζαν πως ο φοβερός εκείνος ήχος έσερνε μαζί του θάνατο κι απελπισία, τουλάχιστον σε  κάποιο άλλο κομμάτι της πόλης. Οι Τούρκοι πυροβολητές είχαν για πολλοστή φορά θέσει σε λειτουργία το μεγάλο κανόνι τους και, όπως κάθε φορά που το έκαναν, οι καρδιές όλων έπαυαν να χτυπούν, ενώ μετά τις φωνές και τα τρεχοβολητά, επικρατούσε τρομακτική σιωπή.
   Δεν υπήρξε ποτέ ξανά στον κόσμο κάτι παρόμοιο.
   Τοποθέτησαν τον Βασιλίσκο απέναντι ακριβώς από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Κατασκεύασαν μια ράμπα για να τσουλάει πάνω της και ν' απορροφά την τρομερά απότομη παλινδρόμησή του. Τον στερέωσαν με σχοινιά που έδεσαν σε πασσάλους και μονάχα το μαύρο, σατανικό του στόμα, ξεχώριζε.
   Για βδομάδες ολόκληρες, οι Τούρκοι προσπαθούσαν να φτάσουν στα όρια του Βυζαντίου. Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β', Κύριος Πάντων των Πιστών, είχε καλέσει σε ιερό πόλεμο το λαό του και η φωνή του έμοιαζε με φύσημα σκόνης κι είχε απλωθεί παντού στην Εγγύς Ανατολή. Δερβίσηδες (3), βασιβουζούκοι (4), τυχάρπαστοι βαλκάνιοι, έμποροι και παρίες (5), η αφρόκρεμα των αήττητων γενιτσάρων (6), κάτοικοι της Ανατολίας, το περήφανο ιππικό των σπαχήδων (7) με τους εντυπωσιακούς μανδύες τους, άτακτα στρατεύματα και ένας εσμός κουρελήδων, τους οποίους είχε προσελκύσει η υπόσχεση της λεηλασίας και της κλοπής, απάντησαν στο κάλεσμα και ξεκίνησαν για τον πόλεμο. Κατέφθαναν από κάθε μεριά της γης, κάτω από το φως της ημισελήνου, παρακινούμενοι από ένα πνεύμα ομαδικό και αρχαίο, όσο ο ίδιος ο κόσμος. Χτυπώντας τα ντέφια, τα κύμβαλα και τις τρομπέτες τους, έψελναν ύμνους στον Έναν και Μοναδικό Αλλάχ...


   Είχε περάσει ένας μήνας απ' τη στιγμή που ο σουλτάνος είχε καρφώσει στο χάρτη το σουγιά του και ήδη είχαν μαζευτεί ένα σωρό. Όσο περνούσαν οι βδομάδες, γίνονταν εκατοντάδες, ενώ τις τελευταίες ημέρες, χιλιάδες. Μπροστά στα πανύψηλα τριπλά τείχη της Νέας Ρώμης, κατέφθαναν αμέτρητοι στρατιώτες, φύτρωναν σαν αμπελόβεργες σε πλατύ λιβάδι. Οι Έλληνες είχαν προσπαθήσει ν' ανακόψουν την πορεία τους. Οι μικρές πόλεις, που συναντούσαν στο δρόμο τους, πρόβαλλαν αντίσταση, αλλά εν τέλει έπεφταν η μια μετά την άλλη. Μονάχα η Σηλυβρία είχε καταφέρει να τους συγκρατήσει για λίγο, αλλά η επέλασή τους ήταν σαρωτική.
   Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης (8), τελευταίος Ρωμαίος Αυτοκράτωρ στην Ανατολή, διέταξε να κλείσουν οι πύλες της βασιλεύουσας και να ετοιμαστεί η καταστροφή γεφυρών και οδών πρόσβασης. Από τις αποβάθρες του Κερατίου Κόλπου, απέπλευσαν τα πληρώματα πολλών γαλερών και φορτηγών, ανοίγοντας πανιά. Σαλπάρισαν μεταφέροντας εκατοντάδες τρομοκρατημένους πολίτες, που διαισθάνονταν το άδοξο τέλος της πατρίδας τους. Αμέσως μετά, η φρουρά απέκλεισε το στόμιο του λιμανιού με μια χοντρή αλυσίδα.
   Μετά τον απόπλου των πλοίων, απλοί πολίτες και υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, ετοιμάστηκαν για παρατεταμένη πολιορκία και πόλεμο μέχρι τελικής πτώσης.
   Την εποχή της δόξας της, που αποτελούσε πλέον παρελθόν, η πόλη φιλοξενούσε εντός των τειχών περισσότερο από μισό εκατομμύριο ψυχές. Όταν ο Μωάμεθ ο Β' αποφάσισε να καταλάβει τη βασιλεύουσα, είχαν απομείνει γύρω στις πενήντα χιλιάδες.
   Μονάχα επτά χιλιάδες στρατιώτες υπήρχαν για να υπερασπιστούν περισσότερα από είκοσι δύο χιλιόμετρα  τειχών.
   Στις 2 Απριλίου του Σωτηρίου Έτους 1453 και ημέρα Δευτέρα, η εμπροσθοφυλακή των Οθωμανών στήθηκε μπροστά στο Τείχος του Θεοδοσίου. Έστησαν μια ολόκληρη πολιτεία από σκηνές και τέντες, σκίαστρα και αϊμάδες (9). Μια πόλη που έμελλε να φιλοξενήσει εκατό χιλιάδες άνδρες. Τρεις μέρες αργότερα, κατέφθασε ο ίδιος ο σουλτάνος και μαζί του ολόκληρη η αυλή του: στρατηγοί, αστρονόμοι, οιονωσκόποι, σύμβουλοι και δώδεκα χιλιάδες γενίτσαροι.


Φθινόπωρο του 1452

   Μια δροσερή αυγή στα τέλη του καλοκαιριού, επτά μήνες πριν την εγκατάσταση του τεράστιου στρατού του σουλτάνου έξω από τα βυζαντινά τείχη, ο Μπερνάρ Βιλιέ έφυγε από το Τολέδο. Έκλεισε το φαρμακείο του και, γλιστρώντας τα δάχτυλά του στην πόρτα της εισόδου, σχημάτισε το σύμβολο του χιαστού σταυρού (10).
    Έφυγε από την πόλη, περνώντας μέσα από την πανάρχαια και αριστοκρατική Πύλη του Ήλιου (11), εν μέσω απόλυτης σιωπής. Το μόνο πράγμα που την έσπαγε ήταν, ίσως, το τρίξιμο των τροχών της άμαξας πάνω στο λιθόστρωτο μονοπάτι κι ο μακρινός απόηχος του όρθρου από τα γύρω μοναστήρια.
   Ήταν σαράντα επτά ετών.
   Τράβηξε για τη θάλασσα, συντροφιά με τον αμαξά που είχε χοντρούς τρόπους και κοφτερή γλώσσα, πάνω στο κάρο που έσερναν δυο βαριεστημένα βόδια. Διέσχισαν τη Χερσόνησο μέρες ατελείωτες και περνούσαν τις νύχτες σε χωριά, μικρές πολιτείες, μακρινούς οικισμούς, ό,τι έβρισκαν πάνω στο δρόμο τους. Τις νύχτες που ο ουρανός δεν είχε σύννεφα και η φύση ησύχαζε, όταν δε μπορούσαν να βρουν κανένα βρόμικο πανδοχείο ή οπουδήποτε αλλού να μείνουν, τους έπαιρνε ο ύπνος κάτω από τον έναστρο ουρανό. Εκείνα τα βράδια, ο Μπερνάρ παρατηρούσε τ' άστρα και σημείωνε τις θέσεις τους σ' ένα βιβλίο που ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια του. Στις σελίδες του, εκτός από σχέδια αστερισμών, κατέγραφε εκατοντάδες μικρά σκίτσα, λεπτομερείς περιγραφές μετάλλων και φυτών. Κατέγραφε ακόμη σκέψεις και λέξεις για να μην πέσουν στη λήθη, σε αράδες γεμάτες με γράμματα μικροσκοπικά και βιαστικά.
   Ένα μήνα αργότερα, είχε φτάσει στη Βαλεντία (12) για να επιβιβαστεί σ' ένα καράβι που έβαζε πλώρη για την Ιταλία. Τ' αμπάρια του ήταν γεμάτα κιούπια με λάδι, βαρέλια με κρασί και σακιά με στάρι κι αμύγδαλα. Ανάμεσα σ' όλα εκείνα τα εμπορεύματα, ο Μπερνάρ είχε αποθηκεύσει τις δύο κασέλες του και κοιμόταν σε μια παλιά αιώρα, κάτω απ' τις σκάλες που οδηγούσαν στο παρατηρητήριο της πλώρης. Φυσούσε ανατολικός άνεμος, από τη θάλασσα προς την ξηρά, γλυκός αλλά επίμονος. Ο καπετάνιος, ναυτικός έμπειρος κι από κείνους που δεν ήθελαν  να προκαλούν την τύχη τους, αποφάσισε να πλεύσει κατά μήκος της ακτής. Μόνο όταν έφθασε στο ύψος της παλαιάς Βαρκελώνης και οι συνθήκες βελτιώθηκαν σημαντικά, το καράβι έβαλε πλώρη για τα βορειοανατολικά, αποφεύγοντας το βαθύ κόλπο της Λεόν για να καλύψει την καθυστέρηση.
   Στη Γένοβα κατάφερε να μπαρκάρει σ' άλλο φορτηγό, που έβαζε ρότα για Παλέρμο αρχικώς και για τις Συρακούσες στη συνέχεια, με προορισμό τη Μερσίνη. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Μπερνάρ Βιλιέ έβλεπε δελφίνια να διασταυρώνουν το μετέωρο μονοπάτι τους με τη ρότα του πλοίου, μερικές φορές ακολουθώντας την πρύμνη κι άλλες την πλώρη. Από νωρίς σ' εκείνο το ταξίδι, κατάφερε να προβλέψει τις κινήσεις του πληρώματος που άλλαζαν με τον άνεμο, την ταχύτητα που περνούσαν ανάμεσα από τις ξέρες, τη γρηγοράδα που οι ναυτικοί έλυναν κι έδεναν τη γάμπια (13), όταν λασκάριζαν οι αγκοίνες (14) και την αποφασιστικότητά τους την ώρα που έσφιγγαν κι άφηναν λάσκα τα ακρόδεα (15) που κινούσαν την προπέλα, για να κάνουν ελιγμούς.
   Σκεφτόταν, μάλιστα, ότι πολύ θα του άρεσε, αν ξαναγεννιόταν, να γινόταν θαλασσινός, δίχως πατρίδα και λιμάνι.
   Στις Συρακούσες, γύρω στις αρχές Οκτωβρίου, το ταξίδι του στην Ανατολή έμελλε να καθυστερήσει μια ολόκληρη βδομάδα. Δυνατές βροχές και νοτιοανατολικοί άνεμοι κρατούσαν αραγμένες γαλέρες και φορτηγά στη ράδα (16). Ο Μπερνάρ εκμεταλλεύτηκε την αναποδιά αυτή για να ξεκουραστεί και να γνωρίσει την πόλη.
   Σε μια ταβέρνα κοντά στους ντόκους, όπου οι καραβομαραγκοί μαζεύονταν κάθε μεσημέρι, γνώρισε τον Φαμπρίτσιο Βαλέντε, απόστρατο αξιωματικό που περνούσε τον καιρό του στο Παλέρμο  μεθοκοπώντας.
   «Πράγματι, λοιπόν, τον σκότωσαν  την ώρα που ζωγράφιζε εξισώσεις στην άμμο και προσπαθούσε να λύσει κάποιο μαθηματικό πρόβλημα;»
   Ο Φαμπρίτσιο κοίταξε τον Μπερνάρ με την άκρη του ματιού του, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του απ' τη θάλασσα, στο μέρος όπου όλα πήγαιναν και απ' όπου όλα έρχονταν. Του Μπερνάρ τού φάνηκε πως ο Φαμπρίτσιο δεν είχε καν ακούσει την ερώτηση.
   «Μιλάτε για τον Αρχιμήδη;» ρώτησε γεμάτος έκπληξη.
   «Ακριβώς... μα, γι' αυτόν δε μιλούσαμε;» είπε ο Μπερνάρ χαμογελώντας. 
   «Μάλιστα... τον σκότωσαν λοιπόν, όταν τελικά κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη. Είμαι σίγουρος ότι ο στρατιώτης που το 'κανε, εκείνος δηλαδή που πάτησε τις εξισώσεις που ζωγράφιζε ο Αρχιμήδης στην άμμο, πλήρωσε πολύ ακριβά το θάνατο ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου...»
   «Σίγουρα, αλλά ξέρετε... πολλές φορές αναρωτιέμαι μήπως η ιστορία αυτή είναι απλώς ένας ακόμη μύθος».
   Ο Μπερνάρ άδειασε το ποτήρι του.
   «Μύθος;» φώναξε ο Φαμπρίτσιο. «Χάρις στον Αρχιμήδη η πόλη μας κατάφερε να αντισταθεί στην πολιορκία του ρωμαϊκού στόλου. Εξήντα τριήρεις είχαν στείλει. Είχαν γεμίσει τον ορίζοντα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι! Δεν κατάφεραν, όμως, να τα βάλουν με την ιδιοφυία του! Ο Αρχιμήδης είχε κατασκευάσει κάτοπτρα, δηλαδή μεταλλικά πιάτα που αντανακλούσαν το φως του ήλιου κι έβαζαν φωτιά στα πανιά και στα καταστρώματα των καραβιών. Χρησιμοποίησε κάθε λογής μηχανισμούς, καταπέλτες και μηχανές! Πόσο θα 'θελα να 'μουν από μια μεριά και να το βλέπω!» 
   O πρώην στρατιωτικός χάθηκε στις σκέψεις του κι ο Μπερνάρ για μια στιγμή νόμισε ότι ονειρευόταν μ' ανοιχτά τα μάτια. Άραγε στη σκέψη του καταδίκαζε το στρατιώτη, ο οποίος εξαιτίας της άγνοιάς του σκότωσε τον μεγάλο μαθηματικό, το αγαπημένο τέκνο των Συρακουσών, τον εφευρέτη της τροχαλίας και διάδοχο του Ευκλείδη;
   «Για πείτε μου, όμως, γιατί θέλετε να πάτε στην Κωνσταντινούπολη, που είθε ούριοι άνεμοι να σας φτάσουν μέχρι εκεί;» είπε ο στρατιωτικός σερβίροντας άλλο ένα ποτηράκι.
   «Έλαβα επιστολή από έναν παλιό μου φίλο, που διατηρεί ιατρείο στην πόλη. Μου 'γραψε ότι θα επέστρεφε στους Αγίους Τόπους. Τρεις βδομάδες αργότερα, έλαβα και δεύτερη από έναν αξιωματούχο του Ιερού Παλατιού του Αυτοκράτορα, ο οποίος με καλεί να πάρω τη θέση του. Δε μπορούσα να μη δεχτώ και να 'μαι λοιπόν... Δυστυχώς, όμως, οι άνεμοι και οι καταιγίδες με κρατούν αιχμάλωτο εδώ».
   Ο Μπερνάρ χαμογελούσε ευγενικά. Τα δάχτυλά του στριφογύριζαν απαλά το δοχείο.
   Ο Φαμπρίτσιο σκούπισε τα χείλη του πάνω στη μανσέτα του πουκαμίσου του και πήρε ύφος υπεροπτικό.
   «Εγώ πιστεύω ότι δεν πρέπει ν' ανησυχείτε, κύριε Βιλιέ. Επιτρέψτε μου να σας πω ότι η αληθινή καταιγίδα μαίνεται σ' εκείνα τα μέρη που πηγαίνετε κι όχι σ' αυτά που βρίσκεστε τώρα. Από 'δω περνούν καράβια από παντού, από τη Βενετία, τη Γένοβα, την Καταλωνία και τη Γαλλία. Είναι κοινό μυστικό, λοιπόν, ότι ο σουλτάνος πρόκειται να πολιορκήσει την πόλη».
   «Αν είναι έτσι, ελπίζω να φτάσω πριν κλείσουν τις πύλες. Δε θέλω να βρεθώ στη μέση της μάχης», είπε ο γιατρός ειρωνικά.
   Στο Φαμπρίτσιο, όμως, δεν άρεσαν καθόλου οι ειρωνείες, γιατί ήξερε τι προσπαθούσε να πετύχει ο Οθωμανός σουλτάνος.
   «Είναι απάνθρωπος και πολυμήχανος, ικανός να κάνει συμφωνία με το διάβολο, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του», συνέχισε. «Είναι μάστορας στα τεχνάσματα και τις απάτες. Ας επιστρέψουμε, όμως, στο ταξίδι σας. Δε θα προσπαθήσω να σας ενημερώσω για τους κινδύνους που υπάρχουν στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη, γιατί είμαι σίγουρος ότι ξέρετε καλά τι κάνετε. Αν, πάντως, έχετε πρόβλημα και δε μπορείτε να βρείτε μέσο μεταφοράς, μπορώ να σας βοηθήσω. Έχω φίλους από τη Γένοβα: φίλους παλιούς, στρατιωτικούς...» είπε, πετώντας ένα χάλκινο νόμισμα στο τραπέζι, το οποίο ο ταβερνιάρης έτρεξε να μαζέψει αμέσως.
   «Σας ευχαριστώ, θέλω να βρίσκομαι εκεί πριν το φθινόπωρο».
   Για μια στιγμή, στάθηκαν κι οι δυο σιωπηλοί κι αφηρημένοι ν' ατενίζουν τη γραμμή του ορίζοντα.
   Δυο μέρες μετά, οι καταιγίδες κόπασαν και οι αποβάθρες και οι ντόκοι πήραν ξανά ζωή. Τα πληρώματα διόρθωναν τις βλάβες, ενώ οι καπετάνιοι επέβλεπαν το φόρτωμα των καραβιών, τα οποία σύντομα θ' αναχωρούσαν για Τρίπολη, Τυνησία και Οράν· ή, ίσως, ακόμη και για τα Στενά του Γιβραλτάρ, τα Γάδειρα (17), τη Λισσαβώνα και το Λονδίνο.
   Ο Μπερνάρ, χάρη στη μεσολάβηση του Φαμπρίτσιο, σάλπαρε με μια γενοβέζικη πολεμική γαλέρα με προορισμό τη Χίο, στη βορειοανατολική εσχατιά του Αιγαίου. Το καράβι του ήταν αρματωμένο και συνόδευε μια δεύτερη γαλέρα, που μετέφερε όπλα και πυρομαχικά. Έλεγαν ότι ο Μωάμεθ ο Β' είχε υποσχεθεί να σεβαστεί την ουδετερότητα των Γενουατών που έμεναν στην αποικία τους στο Πέραν, δηλαδή στην άλλη άκρη του Κερατίου Κόλπου, απέναντι ακριβώς από την Κωνσταντινούπολη. Εκείνοι, όμως, δεν πίστευαν στα λόγια του Τούρκου. Έτσι, λοιπόν, είχαν αναχωρήσει μυστικά με γαλέρες γεμάτες πολεμοφόδια, σε περίπτωση που χρειαζόταν να τον αντιμετωπίσουν. Οι Γενουάτες ήταν περίφημοι διαπραγματευτές και ήξεραν ότι μπορούσαν άνετα να πουλήσουν το φορτίο τους στον Κωνσταντίνο Δραγάση, αν τελικά η κατάσταση κατέληγε σε πόλεμο ανάμεσα στους Έλληνες και τους Οθωμανούς, όπως είχε συμβεί τόσες φορές στο παρελθόν. Γνώριζαν να διατηρούν ουδέτερη στάση και να προστατεύουν τα συμφέροντά τους.

   Ο Μπερνάρ παρατήρησε ότι το χρώμα του ουρανού και της θάλασσας προσέδιδε ιδιαίτερη διαφάνεια στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Κρήτης. Η γαλέρα και το φορτηγό έπλεαν πλάι - πλάι, με την πλώρη γυρισμένη στα βορειοανατολικά και μ' ανοιχτά τα πανιά τους. Κάτω από τ' άρμενα της κουβέρτας (18), οι στρατιώτες έπαιζαν ζάρια ή το 'ριχναν στον ύπνο. Τέσσερεις μέρες είχε διαρκέσει το ταξίδι και δεν είχε συμβεί το παραμικρό. Ο Μπερνάρ κρατούσε σημειώσεις για τα πάντα και διάβαζε ξανά και ξανά την επιστολή που είχε λάβει μήνες πριν, όταν ακόμη βρισκόταν στο Τολέδο.
   Εκείνη η επιστολή, όμως, ανέτρεψε τα πάντα, τον έκανε να ξεχάσει επτά ολόκληρα χρόνια ζωής στην πόλη μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.
   Την είχαν διπλώσει σε τρία μέρη, ενώ τα πλαϊνά τα είχαν γυρίσει προς τα μέσα και την είχαν σφραγίσει με βουλοκέρι στο κέντρο. Του την είχε παραδώσει ένας Εβραίος, ψηλός και πολύ αδύνατος, με έντονα χαρακτηριστικά και μάτια βαθουλωμένα. Ένα πρωί, στα μέσα του καλοκαιριού, του χτύπησε την πόρτα κι αμέσως μετά χάθηκε χωρίς να πει κουβέντα.
   Ο Μπερνάρ την άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε μια σειρά γραμμάτων και αριθμών.
    Την αποκρυπτογράφησε υπομονετικά την ίδια μέρα για να μπορέσει να τη διαβάσει ολόκληρη. Έγραφε...

   Κωνσταντινούπολη, 29η Μαΐου του Σωτηρίου Έτους 1452

            Στον πολυαγαπημένο μου αδελφό, Μπερνάρ Βιλιέ.
   Ελπίζω, όταν λάβεις αυτό το γράμμα, να είσαι καλά και με τις ευλογίες του Κυρίου να απολαμβάνεις τη ζωή σου. Παρέδωσα την επιστολή αυτή σ' έναν έμπορο από την Πίζα, που είναι παλιός μου φίλος. Θα φύγει σε δυο μέρες για να γυρίσει στην πατρίδα του και μου υποσχέθηκε ότι θα την παραδώσει σε κάποιο από τ' ανήψια του, που είναι Δομηνικανοί καλόγεροι, για να στην παραδώσει το συντομότερο δυνατόν και με ασφάλεια. Θέλω να προσέξεις μήπως το ένα από τα δύο βουλοκέρια έχει σπάσει ή αν μοιάζει να το έχουν ξανακλείσει. Πρέπει να ξέρεις ότι το γράμμα που κρατάς έχει μεγάλη σημασία κι ότι δεν πρέπει ποτέ να πέσει σε ξένα χέρια. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που, όσο κι αν δυσκολεύομαι, τη γράφω κωδικοποιημένη, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα που οι δυο μας δημιουργήσαμε πριν δεκαπέντε χρόνια, όταν ακόμη ζούσαμε στη Ρώμη.
   Και τώρα, άκου αυτό που έχω να σου πω, Μπερνάρ.
   Ένα από τα Δάκρυα του Καρσέμπ -δε θέλω να χρησιμοποιήσω, να γράψω ή να προφέρω ολόκληρο τ' όνομά του- βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα εδώ, στο σπίτι όπου μένω
   Δε μπορώ να ξέρω, ούτε υπάρχει τρόπος να μάθω, αν πρόκειται για το τρίτο από τα επτά, ή από τα δώδεκα συνολικά, αφού γνωρίζουμε γι' αυτά μόνο από το κείμενο του Ασκληπιού. Μου το είπε ο άνθρωπος που διαδέχτηκα, ένας γιατρός από τη Νικομήδεια που υπηρετούσε στην πόλη για εννέα χρόνια, ανακουφίζοντας τον πόνο του κόσμου. Με πληροφόρησε ότι ένα από τα Δάκρυα βρίσκεται θαμμένο πίσω απ' αυτούς τους τοίχους -αφού πρώτα σιγουρεύτηκε ότι γνώριζα το πρωτόκολλο, τα συνθήματα και τις χειρονομίες που χρησιμοποιούμε για ν' αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Μου εμπιστεύτηκε ότι το 'χε κρατήσει στα χέρια του για μία μόνο φορά κι ότι στη συνέχεια το έκρυψε ξανά. Μετά από καιρό το βρήκα κι εγώ, αλλά στο τέλος πάντα το έκρυβα. Δεν ένοιωθα άνετα από τη συνεχή επαφή μ' ένα τόσο ιερό αντικείμενο. Ξέρω ότι θα καταφέρεις να βρεις πού το έβαλα κι ότι θα ξέρεις τι να το κάνεις.
   Είμαι σίγουρος ότι γνωρίζεις τι σημαίνει η θαυμαστή εμφάνιση ενός Δακρύου.
   Σε λίγες μέρες, θα φύγω για τη Σαμάρεια. Ο πατέρας μου πέθανε μόλις πέρυσι και η υγεία της μητέρας μου πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Είναι πλέον ηλικιωμένη και νομίζω ότι πρέπει να βρίσκομαι στο πλευρό της, για όσο χρόνο της απομένει. Αυτή κιόλας τη βδομάδα θα ενημερώσω για την αναχώρησή μου και θα σε προτείνω γι' αντικαταστάτη μου.
   Ο Θεός να σου χαρίζει χρόνια και είθε να ξανασυναντηθούμε σε κάποια φάση του ταξιδιού της ζωής, αγαπητέ Μπερνάρ. Ο Σταυρός του Αγίου Ανδρέα ας είναι προστάτης σου...

Ετζαρέτ Ιρμπίν

   Ο Μπερνάρ δίπλωσε την επιστολή και μισόκλεισε τα μάτια. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο κομφούζιο που επικρατούσε στην κουβέρτα. Άκουγε αστεία, τον ένα να προκαλεί τον άλλο και να γελούν όλοι μαζί οι στρατιώτες, πλαγιασμένοι ανάμεσα σε βαρέλια και σε τσουβάλια, προσπαθώντας να ξεχάσουν τις ατελείωτες ώρες του ταξιδιού με την κουβέντα· ή, ίσως, το τρίξιμο του κήτους που πηδούσε πάνω απ' τα κύματα. Η μονοτονία του ταξιδιού, των κυμάτων που ανέβαιναν και κατέβαιναν ρυθμικά, του φαινόταν ευλογία.
   Οι διαταγές, οι φωνές κι οι ακούραστες προσπάθειες των ναυτικών, τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Τα καράβια έμοιαζαν να κάνουν στροφή στο βόρειο άκρο της Κρήτης, εκεί όπου τελείωνε η ακτογραμμή.

   Όταν η Χίος φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα, είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει. Το νησί δε διέφερε από άλλα που ο Βιλιέ είχε παρατηρήσει στη διάρκεια του ατελείωτου ταξιδιού του στο ελληνικό πέλαγος. Όλα τα ελληνικά νησιά έμοιαζαν πανομοιότυπα, ενώ κατά καιρούς την ομοιομορφία διέκοπταν σημεία πρασίνου, με πεύκα κι ελιές. Γκρεμοί και βράχοι κατηφόριζαν απότομα σε παραλίες απέραντα μοναχικές. Την παρουσία του ανθρώπου πρόδιδαν μονάχα μερικές ψαρόβαρκες, χαμηλά πορτόνια, θάμνοι με βατόμουρα, πέτρινοι τοίχοι, αμπελώνες και βαριεστημένα κοπάδια κατσικιών.
   Ο γιατρός σκέφτηκε πως, ίσως, οι θεοί της αρχαίας Ελλάδας να της είχαν χαρίσει την ευλογία της λιτότητας, διαλέγοντας για κατοικία τους έναν τόσο εντυπωσιακό και γλυκό, τόσο περήφανο και συγχρόνως ταπεινό τόπο, μια γη που γνώρισε πρώτη τον ήχο της δημιουργίας μέσα απ' τη λύρα του Ορφέα.
   Αγκυροβόλησαν πλάι σε δεκάδες ψαρόβαρκες που εκείνη την ώρα επέστρεφαν στο νησί. Ο απόηχος του λιμανιού τού φάνηκε κοντινός και οικείος, αφού τόσο καιρό τριγυρνούσε από λιμάνι σε λιμάνι. Άκουγε τους γλάρους να τσιρίζουν πάνω από τ' άρμενα, τα θαλασσοπούλια να φωνάζουν και να ορμούν στα απομεινάρια της ψαριάς, τις φωνές των πληρωμάτων που κατέβαιναν στο μώλο, τον μελαγχολικό ήχο της καμπάνας.
   Την επομένη ο ουρανός ήταν γκρίζος και βαρύς. Ο γιατρός σηκώθηκε και πήγε στην ταβέρνα του λιμανιού, η οποία βρισκόταν στην άκρη του μουράγιου. Μετά από τόσες βδομάδες εν πλω, είχε μάθει ότι για να πάρει πληροφορίες, έπρεπε να συχνάζει σε καπηλειά, χαμαιτυπεία και πανδοχεία. Εκεί τουλάχιστον, καθώς θα γέμιζε το στομάχι του, θα μάθαινε για τις αφίξεις και αναχωρήσεις καραβιών, για τις προβλέψεις των ανέμων και για όλα όσα έπρεπε να ξέρει, προκειμένου να οργανώσει το τελευταίο μέρος του ταξιδιού του.
   Του έδωσαν να πιει ένα υπέροχο κρασί απ' τη Λέσβο, βραστό χταπόδι σε δυνατό ξύδι και μισή φραντζόλα ψωμί που μόλις είχαν βγάλει από το φούρνο. Στο καράβι έτρωγε για μέρες ξερό ψωμί και παστό κρέας, οπότε εκείνο το γεύμα τού φάνηκε βασιλικό.
   Την ώρα που ετοιμαζόταν να ρωτήσει τον ταβερνιάρη αν υπήρχαν καράβια που θα 'φευγαν για την Πόλη, είδε να μπαίνει ο πατήρ Μακάριος, ο λιγομίλητος διάκονος που συνόδευε πάντα τον Λεονάρντο ντε Λανγκάσκο (19), τον αρχιεπίσκοπο της Λέσβου, που είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προσφέροντάς του τις ιατρικές του υπηρεσίες.
   Του 'κανε νόημα με το χέρι. Ο ιερωμένος τον αναγνώρισε αμέσως και πλησίασε, προσπαθώντας να περάσει ανάμεσα απ' τα στριμωγμένα τραπέζια.
   «Άρχοντα Μπερνάρ, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω! Σας γύρευα», είπε προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. Ο Μπερνάρ κατάλαβε ότι έψαχνε για να τον βρει.
   «Καλή σας ημέρα, αδελφέ Μακάριε. Καθίστε να φάμε κάτι μαζί», είπε ο γιατρός δείχνοντάς του ένα σκαμνί για να καθίσει. «Το φαγητό είναι εξαίρετο».
   «Όχι, ευχαριστώ. Σας φέρνω μήνυμα από τον αρχιεπίσκοπο», του είπε όταν ξελαχάνιασε. «Μου ζήτησε να σας ενημερώσω να μη βιαστείτε να φύγετε. Αν θέλετε, μπορείτε να ταξιδέψετε μαζί του. Φεύγουμε αύριο τα ξημερώματα».
    Ο Μπερνάρ σάστισε, αλλά δεν είχε το χρόνο να το δείξει, αφού ο διάκονος εξηγήθηκε αμέσως. «Στην άκρη των ντόκων έχουν αγκυροβολήσει δυο γαλέρες με πράσινη πλώρη κι ένα μεγάλο καράβι, τρικάταρτο. Έχουν τα σύμβολα και το φλάμπουρο του πάπα Νικολάου. Ο μικρός αυτός στόλος μεταφέρει στρατιώτες, καθώς επίσης και το νούντσιο της Αγιότητάς του, τον Παναγιότατο Ισίδωρο του Κιέβου (20)», είπε σχεδόν τραυλίζοντας. «Όπως φαίνεται, πρόκειται για ειδική αποστολή, αλλά δε μπορώ να σας πω τίποτε σχετικά, αφού δε γνωρίζω το παραμικρό. Ο Λεονάρντο αποφάσισε να συνοδεύσει τον καρδινάλιο και σας θερμοπαρακαλεί να τον περιμένετε στην αποβάθρα την πρώτη πρωινή ώρα αύριο».
   «Να του πείτε ότι θα είμαι στην ώρα μου και σας ευχαριστώ που μου το προτείνατε».
   Ο διάκονος έφυγε χαμογελώντας, νευρικός και ντροπαλός όπως πάντα. Ο Μπερνάρ δεν ήξερε τι να υποθέσει. Του 'χε κάνει εντύπωση ότι η ζωή του είχε αλλάξει ρυθμούς, ακολουθώντας τα βήματα κάποιας ανώτερης δύναμης, ίσως της μοίρας. Αναστέναξε και σκέφτηκε ότι τα πάντα, ακόμη κι εκείνα που έμοιαζαν εντελώς ασήμαντα, υπάκουαν σε κάποια ανώτερη βούληση. Ο Θεός δρα με ακατανόητους τρόπους, χρησιμοποιεί δρόμους παράξενους για να εκδηλώσει το θέλημά του κι ο άνθρωπος δε μπορεί να Τον καταλάβει, παρά μόνο όταν ταπεινώσει το πνεύμα κι ανοίξει την καρδιά του.
   Οι φωνές μιας ομάδας στρατιωτών, που είχαν παραπιεί κρασί της Λέσβου, του τράβηξε την προσοχή. Είχαν καθίσει στο διπλανό τραπέζι και μιλούσαν όλοι μαζί. Οι φωνές τους κάλυπταν εκείνες των Ελλήνων ναυτικών, τους οποίους φυσικά δε μπορούσε ποτέ να καταλάβει.
   Έτσι, λοιπόν, έμαθε πως η κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με τις τελευταίες ειδήσεις, είχε χειροτερέψει. Όταν μπήκε και το τελευταίο λιθάρι στο κάστρο Ρούμελη Χισάρ, ο σουλτάνος κυριαρχούσε πλέον στα στενά του Βοσπόρου. Όλοι ήξεραν ότι μετά από λίγες μέρες, τα κανόνια των Οθωμανών θα στρέφονταν εναντίον όποιου προσπαθούσε να διασχίσει τα νερά του Βοσπόρου, ζητώντας του να πληρώνει φόρο. Ο γιατρός άκουσε ότι ο καπετάνιος ενός πλοίου είχε αρνηθεί να πληρώσει και τότε δέχτηκε επίθεση. Η κατάληξη ήταν το πλήρωμα να βγει στην ακτή κολυμπώντας. Τελικά, τους ανασκολόπισαν ζωντανούς στο Γαλατά, απέναντι απ' τα τείχη του Κερατίου Κόλπου, για να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους και να τους κάνουν να νιώσουν κυριολεκτικά αβοήθητοι.
   Μιλούσαν ακόμη για την τραγική μοίρα των πρεσβευτών, που ο Κωνσταντίνος Δραγάσης είχε στείλει στο σουλτάνο. Τους ταπείνωσαν, ενώ εκείνοι προσπάθησαν να του υπενθυμίσουν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει και τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει. Ο Μωάμεθ ο Β' τους άκουγε χωρίς να λέει κουβέντα. Αμέσως μετά, έκανε μια διακριτική χειρονομία και τα κεφάλια τους έφυγαν από τους ώμους.
   Για πρώτη φορά από την αρχή του ταξιδιού, μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του Μπερνάρ. Την επομένη ήξερε ότι μαζί με επτά άνδρες -ένα απόσπασμα μιας δύναμης διακοσίων Ναπολιτάνων τοξοτών- θα έφτανε σε μια πόλη που βρισκόταν στα όρια του χάους. Ένοιωθε απέραντο φόβο.
   Καταλάβαινε ότι η απίστευτη εμφάνιση ενός απ' τα Δάκρυα του Καρσέμπ στην Κωνσταντινούπολη, αποτελούσε ξεκάθαρο οιωνό για κάποια καταστροφή που θα ξεσπούσε.

   Ο Μπερνάρ δεν είχε ύπνο. Προτού χαράξει, βρισκόταν ήδη στις αποβάθρες, κοντά στις παπικές γαλέρες, μαζί με τις αποσκευές του. Επικρατούσε σιωπή. Ήταν πρωί και βρισκόταν ακόμη στη Χίο. Το μόνο που άκουγε ήταν το πέρασμα του ανέμου ανάμεσα στα πανιά των καραβιών και το νερό που χτυπούσε το κήτος τους.
   Το καράβι δεν αναχώρησε νωρίς το πρωί, αλλά γύρω στο μεσημέρι, όταν κατέφτασε ο Ισίδωρος του Κιέβου μαζί με τη συνοδεία ιερέων, γραμματέων και μεταφραστών. Ο Λεονάρντο βρισκόταν ανάμεσά τους, το ίδιο κι ο πατήρ Μακάριος, ο οποίος μόλις τον είδε τον χαιρέτησε εγκάρδια. Κατέβηκαν απ' τις άμαξες, που τους είχαν μεταφέρει ώς εκεί από την αρχιεπισκοπική έδρα, και επιβιβάστηκαν στις γαλέρες.
   «Χτες λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι δε μπορούσα να σας αφήσω απροστάτευτο, χωρίς τις συμβουλές μου», είπε αστειευόμενος ο αρχιεπίσκοπος. «Έτσι, θα με υποστείτε τουλάχιστον για μερικές ακόμη ώρες», συνέχισε γελώντας. 
   «Ελπίζω να μ' ενημερώσετε για το λόγο που σας έκανε ν' αλλάξετε τα σχέδιά σας. Δεν περίμενα να συνεχίσετε μαζί μ' όλους αυτούς το ταξίδι σας».
   «Ο λόγος είναι αυτός εδώ», είπε ο Λεονάρντο δείχνοντας τον καρδινάλιο Ισίδωρο, ο οποίος εκείνη τη στιγμή ανέβαινε απ' την πίσω σκάλα στο καράβι, συνοδευόμενος από τους συντρόφους του.
   «Ο καρδινάλιος; Μπορείτε να μου πείτε τι δουλειά έχει εδώ, αν φυσικά δε γίνομαι αδιάκριτος;» ρώτησε ο γιατρός.
   «Μην ανησυχείτε, δεν παρεξηγούμαι. Ο νούντσιος του πάπα Νικολάου ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να επικυρώσει την Ένωση των Εκκλησιών. Ειρήνη κι αδελφοσύνη, λοιπόν, μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών. Πέρα, όμως, απ' τους ευγενικούς σκοπούς αυτής της κίνησης, υπάρχει και μια ξεκάθαρη προειδοποίηση», συνέχισε ο ιερωμένος με το στήθος να φουσκώνει από περηφάνεια.
   «Δηλαδή;»
   «Απορώ πώς δεν το καταλαβαίνεις, φίλε μου. Ο σουλτάνος πρέπει να μάθει ότι αν πειράξει τους Χριστιανούς της Ανατολής, θα 'χει να κάνει με το Χριστιανισμό σ' ολόκληρο τον κόσμο!»
   Ο αρχιεπίσκοπος χαμογέλασε και προσπάθησε με λίγα λόγια να εξηγήσει στον Μπερνάρ ότι ο Ισίδωρος, είχε μάθει για την παρουσία του στο σκάφος κι αποφάσισε να τον συναντήσει για να ζητήσει τη συμβουλή και την άποψή του. Ο Λεονάρντο ήταν Γενουάτης, αλλά ζούσε πολλά χρόνια σ' εκείνα τα μέρη. Απ' την άλλη πλευρά, διατηρούσε πάντα εξαιρετικές σχέσεις με ορθόδοξους ιερωμένους και θεολόγους και γνώριζε καλά τα παράδοξα τελετουργικά τους.
   Πήγαν στην κουβέρτα την ώρα που ανέβαζαν στο καράβι τις αποσκευές του Μπερνάρ. Τις άφησαν σε μια γωνιά.
   «Νομίζω ότι θα 'χουμε ευνοϊκό άνεμο», παρατήρησε ο αρχιεπίσκοπος, βλέποντας τα πανιά να ξεδιπλώνονται και να φουσκώνουν. «Αν διατηρηθεί έτσι, θα βρεθούμε στο Βυζάντιο αύριο το μεσημέρι. Προς το παρόν, πρέπει να ζητήσω συγγνώμη, γιατί θα σας αφήσω για λίγο. Θα συναντήσω τον Αγιότατο για να δούμε μαζί κάποια έγγραφα. Απολαύστε το ταξίδι».

   Ο Μπερνάρ ξύπνησε απότομα το πρωί κι άνοιξε τα μάτια από μια αίσθηση υγρή. Νερό έσταζε στο πόσωπό του. Ανασηκώθηκε κι είδε να πέφτουν σταγόνες στο στρώμα του. Πήρε μια κουβέρτα και πλησίασε στα σκαλιά που οδηγούσαν στο κατάστρωμα. Ένοιωσε τη ζεστασιά πολλών ακόμη σωμάτων που έμοιαζαν βυθισμένα στον ύπνο. Άκουσε φωνές ναυτικών που άνοιγαν πανιά, καθώς η βροχή έπεφτε βουβή και ψιλή πάνω στο κεφάλι του.
   Ισχνό φως άρχιζε να φωτίζει τον ορίζοντα. 
   Μια ώρα αργότερα, ο στόλος βγήκε στη Θάλασσα του Μαρμαρά, καθώς ένας άνεμος τον έσπρωχνε από τα νοτιοανατολικά. Το καράβι κι οι δυο γαλέρες έπλεαν παράλληλα, ενώ τα πληρώματα έμοιαζαν να προσπαθούν να κερδίσουν το στοίχημα, ποιος θα 'φτανε πρώτος στο λιμάνι. Οι στρατιώτες παρέμεναν στην κουβέρτα, αρματωμένοι κι ετοιμοπόλεμοι. Οι ναυτικοί βρίσκονταν στις θέσεις τους, προσεκτικοί σε κάθε ελιγμό, ακολουθώντας τα γυρίσματα του ανέμου. Μόνο οι τιμονιέρηδες και μια ντουζίνα αξιωματικοί πάλευαν με τ' άρμενα και παρέμεναν πίσω στην πρύμνη. 
   Με μια διαταγή, υψώθηκαν όλες οι σημαίες, του Παναγιότατου πάπα Νικολάου, του Ισιδώρου του Κιέβου, της Νάπολης και οι φιλάνδρες (21) των ναυτικών της Χίου.
   Ο ήλιος έλαμπε από ψηλά, διαλύοντας το βραδινό πούσι.
   Ακούστηκαν οι φωνές των ναυτικών από την πρύμνη, για να χαθούν στο φύσημα του ανέμου και στα κύματα της θάλασσας.
   Η Κωνσταντινούπολη φάνηκε στο βάθος.
   Η Κωνσταντινούπολη είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται στο βάθος του ορίζοντα.
   Είχε αρχίσει να καταλαμβάνει ολόκληρο τον ορίζοντα.
   Ο Μπερνάρ Βιλιέ γνώριζε ότι ποτέ δε θα ξανάβλεπε τόσο μεγάλη πόλη, τόσο σημαντική κι ωραία. Τίποτα απ' όλα όσα είχε ακούσει, καμιά από τις περιγραφές που 'χε διαβάσει πριν φύγει, δε μπορούσαν να περιγράψουν τη βασιλεύουσα. Μπροστά του είχε μια μνημειώδη εικόνα.
   Ήταν το Βυζάντιο, το Άδυτο των Αετών της Αυτοκρατορίας που άνθιζε, ενώ η Δύση βρισκόταν σε παρακμή. Ήταν το Βυζάντιο, που έλαμπε στο πρώτο φως της μέρας.

Άνοιξη του 1453

   «Πού να 'ναι ο βενετσιάνικος στόλος, τι συμβαίνει με τις ενισχύσεις του Παπικού Κράτους, πώς είναι δυνατόν να μην έχουμε νέα;» είπε ενοχλημένος ο Αριστείδης, ένας Έλληνας που έμενε στη ρεγιώνα κοντά στα τείχη του Χρυσού Κέρατος, ενώ συγχρόνως μάζευε μια χούφτα φασολάκια κι άλλα λαχανικά που 'χαν χυθεί στο πάτωμα και προσπαθούσε να τινάξει τα ρούχα του.
   Η πρώτη κανονιά του βασιλίσκου -που 'ταν η πρώτη για κείνη τη μέρα- αντηχούσε ακόμη τριγύρω. Ο Φόρος γύρω απ' την Αγία Σοφία έμοιαζε να ξαναβρίσκει το ρυθμό του.
   «Οι Ενετοί κι οι Γενουάτες... δεν πρόκειται να 'ρθουν! Ο πάπας δε συγχωρεί τις προσβολές που του κάναμε. Είμαστε ολομόναχοι!» απάντησε ο νεαρός, χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση. «Εσείς, άλλωστε, δε λέγατε καλύτερα το τούρκικο φέσι από την παπική μίτρα; Ε, να λοιπόν, που τελικά θα φορέσουμε όλοι το φέσι!» είπε και ξέσπασε σε γέλια, ενώ συγχρόνως επιτάχυνε το βήμα του.
   Ένα σωρό αντικείμενα και βρισιές άρχισαν να πετούν προς τον προάγγελο κακών. Η άφιξη της φρουράς, όμως, τον έσωσε και πρόλαβε να ξεφύγει. 
   «Οι Ενετοί; Άλλοι ηλίθιοι! Ποιος θα 'θελε, όμως, να κλειστεί πίσω απ' τα τείχη της πόλης για χάρη του Κωνσταντίνου;» είπε ο Στέλιος, ενώ με δρασκελιές κατευθυνόταν προς την Άνω Πόλη, για να μπορεί να δει καλύτερα τι συνέβαινε την ώρα εκείνη στο λιμάνι και στο πολύχρωμο στρατόπεδο των Τούρκων, όπου η δραστηριότητα δε σταματούσε ποτέ. Περισσότερες από εκατό στήλες λευκού καπνού ανέβαιναν στον ουρανό.
    Μια καινούργια έκρηξη υποχρέωσε το νεαρό να βαδίζει στο κέντρο του δρόμου. Κάθε φορά που ένα απ' τα μεγάλα κανόνια άνοιγε πυρ, έπεφταν κομμάτια από σοβάδες και κεραμίδια. Η πόλη ολόκληρη σειόταν.
    Διέσχισε δρόμους, πέρασε μπροστά από περιβόλια που είχαν μόλις φυτευτεί κι από περιοχές έρημες. Έσφιγγε ένα πακέτο στο στήθος του, ενώ στο διάβα του συναντούσε ανθρώπους διάφανους σαν φαντάσματα που πρόβαλλαν από πόρτες και παράθυρα, άναβαν κεριά και προσεύχονταν μπροστά στις μικρές εικόνες, που βρίσκονταν έξω απ' τα σπίτια τους και σε εσοχές στις μικρές πλατείες και τα σταυροδρόμια.
    Οι Τούρκοι είχαν καταφέρει να κυκλώσουν την πόλη από ξηράς μέσα σε μια βδομάδα. Πολλές μικρότερες πόρτες του τριπλού τείχους είχαν χτιστεί κι όλες σχεδόν οι γέφυρες είχαν καταστραφεί.
   Οι Έλληνες, που ήξεραν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά, προσπαθούσαν να συμφιλιωθούν, να εξομαλύνουν τις διαφορές που είχαν με τις γειτονικές χώρες και να τα βρουν με τους δανειστές τους. Ο Φόρος του Βοός κι ο Φόρος του Ταύρου, όπου κυκλοφορούσαν μονίμως φήμες, έβραζαν από τις πρώτες κιόλας ώρες της μέρας, ενώ πολίτες πηγαινοέρχονταν ακατάπαυστα, καθώς επίσης κι έμποροι που είχαν πουλήσει φορτία ολόκληρα για πενταροδεκάρες κι ήθελαν να φύγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα για το Πέραν. Υπήρχαν ακόμη μισθοφόροι, πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε κάθε είδους καβγά, και ιερείς που καλούσαν σε προσευχή και λειτουργία στην Αγία Ειρήνη. Πολύς κόσμος τριγυρνούσε για να καταλήξει κοντά στον ιππόδρομο, ο οποίος δε λειτουργούσε. Εκεί, λοχαγοί και στρατιώτες οργάνωναν ολόκληρες επιχειρήσεις.
   Ο Στέλιος προσπαθούσε να κόψει δρόμο για ν' αποφύγει διάφορες καταστάσεις, ώσπου σταμάτησε εν τέλει σ' ένα σπίτι που βρισκόταν στο τέρμα ενός στενού δρόμου. Κοίταξε γύρω του για να σιγουρευτεί ότι δεν τον ακολουθούσαν και στη συνέχεια άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στις πτυχές του ρούχου του για το κλειδί. Το παραπόρτι άνοιξε με τους μεντεσέδες να τρίζουν σαν να 'κλαιγαν με τρόπο άγνωστο κι όμως οικείο. Παραμέσα τα πάντα βρίσκονταν χαμένα στο σκοτάδι και την έντονη μυρωδιά της ελιάς. Ο διάδρομος έμοιαζε ατέλειωτος, ενώ δεξιά κι αριστερά υπήρχαν μικρές αψίδες. Κάποτε έφτασε στην κεντρική ανοιχτή αυλή, που ήταν δροσερή, γεμάτη λουλούδια και δέντρα. Εκεί υπήρχε το πηγάδι του σπιτιού και πιο 'κει μια σκάλα οδηγούσε στον πάνω όροφο και στα δυο υπόγεια.
   «Εσύ είσαι Στέλιο;» ακούστηκε μια φωνή από το κεντρικό δωμάτιο που υπήρχε πίσω απ' το στενό μπαλκόνι του πάνω ορόφου. «Πόσες φορές σου 'χω πει να μην καθυστερείς; Ο αποστακτήρας δε μπορεί να περιμένει! Άντε λοιπόν, βιάσου!»
   «Συγγνώμη για την καθυστέρηση, άρχοντα Βιλιέ», είπε ο νεαρός ανεβαίνοντας τα σκαλιά δυο - δυο, «αλλά επικρατεί αναταραχή στην πόλη και δεν ήταν εύκολο να βρω αυτό που μου ζητήσατε. Πάντως, νομίζω ότι το βρήκα και σας το φέρνω».
   Ο Στέλιος άφησε μερικά γυάλινα μπουκαλάκια και μερικά δερμάτινα σακουλάκια πάνω στο μακρύ τραπέζι. Τοποθέτησε τα υλικά το ένα δίπλα στ' άλλο, έτοιμα προς χρήση, πετώντας στην άκρη το κομμάτι ύφασμα με το οποίο τα 'χε καλύψει.
   Ο Μπερνάρ Βιλιέ πλησίασε για να διαπιστώσει αν όλα είχαν πάει καλά.
   «Τύχη είχαμε... για να δούμε. Μάλιστα, τα βρήκες όλα», ψιθύρισε.
   Το δωμάτιο εκείνο ήταν ασφυκτικά γεμάτο και δε μπορούσε κανείς να κουνηθεί χωρίς κίνδυνο να σπάσει κάτι. Ο Στέλιος εντόπισε εκατοντάδες τέτοια μπουκαλάκια, βαλσαμωμένα ζώα, ένα γουδί, χάρτες αστερισμών, βιβλία στοιβαγμένα, σωρούς χαρτιών, αντικείμενα από ξύλο κρεμασμένα από τα δοκάρια της οροφής, ένα μικρό αστρολάβο γεμάτο σκόνη και πολλά όργανα μέτρησης τα οποία δεν ήξερε πώς λειτουργούσαν. Το δωμάτιο μύριζε μούχλα από τα φαρμακευτικά βότανα, δέρμα παλαιωμένο, χαρτί κατακίτρινο και υγρό ξύλο. Έτσι κι αλλιώς δεν έμπαινε εκεί μέσα, παρά μόνο όταν τον χρειαζόταν ο Μπερνάρ. Τον υπόλοιπο χρόνο του ασχολιόταν με το νοικοκυριό, με το μαγείρεμα -όταν φυσικά υπήρχε κάτι για να μαγειρέψει, πράγμα ολοένα σπανιότερο- και με τα καθήκοντα που του ανέθετε ο γιατρός, για παράδειγμα την αγορά βοτάνων και υλικών, τη διανομή των αλάτων, των βαλσάμων και των αποσταγμάτων, καθώς επίσης και πολλές άλλες μικρότερης σημασίας δουλειές του εργαστηρίου. Είχε λίγους μόλις μήνες στην υπηρεσία του. Από τότε, δηλαδή, που είχε γίνει μαθητής του. Από τότε που είχαν πρωτογνωριστεί κάτω από παράξενες συνθήκες, στο Φόρο του Θεοδοσίου.
   Εκείνο το πρωινό, στα τέλη του Οκτωβρίου, ο Στέλιος τριγυρνούσε άσκοπα. Μερικές φορές κατάφερνε να βρει κάποιες άκρες, να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον πρώτο έμπορο από την Πίζα ή τη Γένοβα που έβλεπε να ξεμπαρκάρει. Ανάλογα κάθε φορά με την ποιότητα του εμπορίου -δηλαδή αν είχε να κάνει με κοσμήματα, υφάσματα ή μπαχαρικά- τον πήγαινε σε μέρη  όπου ήξερε ότι θ' αγόραζαν το εμπόρευμά του κι ο ίδιος θα 'παιρνε την αμοιβή για τις υπηρεσίες του, αλλά επίσης κι ένα μικρό δώρο από πλευράς πωλητή. Άλλες μέρες πάλι, όταν η βδομάδα κόντευε να τελειώσει, αν δηλαδή ήταν Παρασκευή ή Σάββατο, προσπαθούσε να βρει νεοφερμένους στην πόλη από τα χωριά της ενδοχώρας. Τους παρατηρούσε στο πρόσωπο κι αν διαπίστωνε την παραμικρή έκφραση πόνου, ή αν τους έβλεπε να κουβαλούν κουβέρτες και μαξιλάρια, καταλάβαινε ότι ο επαρχιώτης έπασχε από ουρολοίμωξη, ή ότι πονούσαν τα νεφρά ή τα γεννητικά του όργανα. Οι άρρωστοι που έπασχαν από τέτοιου είδους ασθένειες, συνήθιζαν να συναντώνται στην εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή του Στουδίου. Ο Στέλιος ήταν ειδικός στην πολιορκία· ακόμη κι αν τον έδιωχναν δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα. Τους πουλούσε φάρμακα και μάλιστα αρκετά ακριβά. Άλλες φορές πάλι, έκανε για μικροποσά τον οδηγό στους νησιώτες που κατέφθαναν στην Πόλη, κυρίως απ' τη Χίο ή απ' τη Μυτιλήνη, ή τέλος πάντων από κάποιο άλλο ελληνικό νησί, για να προσκυνήσουν τη Θεοτόκο. Οι νησιώτες δε μπορούσαν εύκολα να προσανατολιστούν και να βρουν την εκκλησία που έψαχναν, αφού στην πρωτεύουσα υπήρχαν τουλάχιστον εκατό, ενώ οι εξήντα ή οι εβδομήντα απ' αυτές ήταν αφιερωμένες στη Θεομήτορα.
   Εκείνο το πρωί, όμως, δεν είχε καμιά τύχη και, όπως κάθε φορά που του συνέβαινε αυτό, ο Στέλιος πήγαινε σε κάποιον από τους μεγάλους φόρους της πόλης. Σ' εκείνα τα μέρη, οι Κωνσταντινουπολίτες συνήθιζαν να βάζουν στοιχήματα, να ανταλλάσσουν συνταγές, να αγοράζουν φυλαχτά για το κακό μάτι ή να ψάχνουν για γυναίκες, να λογομαχούν για κάθε λογής ζητήματα, θεϊκά ή ανθρώπινα, ν' αστειεύονται, να παίζουν ατέλειωτες παρτίδες σε κυκλικό σκάκι, να διαπραγματεύονται μισθούς και να κλείνουν δουλειές. Επιπλέον, μπορούσαν ν' απολαύσουν και να πάρουν λίγη δροσιά, γύρω απ' τις πολυάριθμες δημοτικές κρήνες.
   Όταν τελικά έφτασε στο Φόρο του Θεοδοσίου, συνάντησε μια παρέα περιέργων που κοίταζαν ψηλά. Παρατηρούσαν γεμάτοι περιέργεια το στύλο, όπου είχε ανεβεί και συνέχιζε να κάθεται με τα χέρια σαν τον Εσταυρωμένο ο Κλερίας, οπαδός του περίφημου Αρσινού, ο οποίος είχε παραμείνει για σαράντα χρόνια πάνω σε ψηλό στύλο. 
   Δεν ήταν συχνό φαινόμενο να βλέπει κανείς ένα στυλίτη, ή μάλλον ήταν απίθανο. Έτσι, η ευλάβεια του Κλερία είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον των κατοίκων της πόλης, οι οποίοι μαζεύονταν κάτω απ' το στύλο για να τον δουν όλες τις ώρες της μέρας.
   Ο Στέλιος παρατήρησε έναν απ' τους παρευρισκόμενους, ο οποίος έστεκε εντυπωσιασμένος εμπρός στην άκρως μυστικιστική άσκηση του Κλερία. Ο θεατής ήταν εύρωστος, ψηλός, ακαθόριστης ηλικίας, με μακριά μαλλιά, ευγενικά χαρακτηριστικά και ζωηρά μάτια. Έπιανε τα μάγουλά του με τις χούφτες, αποδεικνύοντας τον εντυπωσιασμό του, ενώ τα δάχτυλά του κατέληγαν μονίμως στο γκρίζο, μάλλον ατημέλητο μούσι του.
   Κάθισε πλάι του για να του τραβήξει την προσοχή.
   Ο άγνωστος του χαμογέλασε κι ο Στέλιος τον χαιρέτησε και μπήκε αμέσως στο θέμα...
   «Ακόμη δεν έπεσε;» τον ρώτησε, δείχνοντας το στυλίτη. «Πριν από μερικές μέρες, ήταν έτοιμος να πέσει απ' τον αέρα, έχανε την ισορροπία του».
   «Δεν έχω ιδέα. Εγώ μόλις ήρθα, αλλά ποτέ δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο», απάντησε ο ξένος.
   «Από πού είστε, κύριε;»
   «Είμαι Γάλλος, αλλά μέχρι πρότινος ζούσα στο Τολέδο», απάντησε δίνοντας το χέρι στο νεαρό. «Ονομάζομαι Μπερνάρ Βιλιέ».
   «Κι εγώ είμαι ο Στέλιος».
   «Για πες μου, Στέλιο, για ποιο λόγο ανεβαίνει κάποιος ψηλά και μένει εκεί για καιρό;»
   «Για να λάβει τη Θεία Χάρη, κύριε. Υπάρχει κόσμος που την αναζητεί σε μοναστήρια και σπηλιές. Υπάρχουν άνθρωποι που πηγαίνουν στην έρημο, νηστεύουν, κάνουν μετάνοιες και μερικοί τρελοί ανεβαίνουν σε στύλους για να πλησιάσουν στο Θεό», απάντησε με απόλυτα πειστικό ύφος.
   «Καταλαβαίνω. Το σίγουρο είναι ότι εντυπωσιάζουν εμάς τους υπόλοιπους», είπε ο Μπερνάρ που δεν έλεγε να πάρει τα μάτια του απ' τον ασκητή, ο οποίος συνέχιζε να στέκει μ' ενωμένα τα πόδια στο κέντρο του στύλου, με μάτια κλειστά και χέρια ανοιχτά, στραμμένα προς τον ουρανό.
   Λίγο αργότερα, ο Μπερνάρ χαιρέτησε τον Στέλιο, αλλά το ίδιο βράδυ, σε μια διασταύρωση με τη Μέση Οδό (22), την κεντρική αρτηρία της πόλης, έπεσαν ξανά ο ένας πάνω στον άλλο. Στην περιοχή υπήρχαν ανταλλακτήρια νομισμάτων και μερικά απ' τα καλύτερα χρυσοχοεία, τα οποία ήταν γνωστά σ' ολόκληρο τον κόσμο για τη λεπτότητα και την εξαιρετική κατασκευή περίτεχνων κοσμημάτων.
   Ο Βιλιέ παρατηρούσε ένα μικρό μωσαϊκό που είχαν ενσωματώσει σε μια λεπτή πλάκα χρυσού. Αναπαριστούσε τον Χριστό. Η μορφή του Μεσσία αποτελείτο από άπειρα μικρά κομμάτια χρυσού διαφορετικού μεγέθους και σχήματος.
   Ο Στέλιος πρόσεξε αμέσως τον Μπερνάρ και πλησίασε. Ο γιατρός δεν περίμενε να συναντηθούν ξανά και δεν πρόλαβε να πει κουβέντα.
   «Μην τολμήσετε να το αγοράσετε, κύριε», του ψιθύρισε στ' αυτί, ενώ συγχρόνως τον τραβούσε απ' το μπράτσο.
   Ο Μπερνάρ παράτησε το παντατίφ στον πάγκο και τον ακολούθησε.
   «Έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα να ψωνίσω», απάντησε, «αλλά γιατί το λέτε αυτό;»
   «Βλέπετε εκείνους τους δυο τύπους που πλησιάζουν;» ρώτησε ο νεαρός.
   «Τους βλέπω».
   «Ε, λοιπόν, υπάρχουν πολλοί σαν αυτούς που ελέγχουν τις δραστηριότητες στο κέντρο της πόλης, ή μάλλον στις εμπορικές περιοχές. Κάνουν καθημερινά βόλτες πάνω - κάτω. Στην Κωνσταντινούπολη, η αυτοκρατορική κυβέρνηση ορίζει τις τιμές και τα αναλογούντα μερίδια για κάθε πράγμα που πωλείται κι αγοράζεται. Δεν έχει σημασία αν μιλάμε για ψωμί, ή για ύφασμα ή για κόσμημα. Τα πάντα υπόκεινται σε έλεγχο. Απαγορεύεται ο πλουτισμός μέσω απάτης ή υπερτιμολόγησης. Στην πόλη αυτή, κανείς δεν ανέχεται τη συσσώρευση πλούτου με όπλο την απάτη. Ο πλούτος είναι πρόκληση για το Θεό και για το συνάνθρωπο. Οι τοκογλύφοι, οι τυχοδιώκτες κι οι τσιγκούνηδες δε χαίρουν εκτίμησης. Αν μάλιστα τους πιάσουν να παραβιάζουν το νόμο, τους κόβουν τ' αυτί ή τη μύτη και τους πετούν έξω απ' την πόλη με τις κλοτσιές. Αυτός με τον οποίο προσπαθούσατε να κάνετε συναλλαγή, είναι τέτοιος».
   «Δεν ξέρω, μπορεί να μην είδα και τόσο καλά, αλλά, αν δεν κάνω λάθος, ούτε η μύτη του 'λειπε, ούτε και τ' αυτί!»
   «Ναι, αλλά σύντομα θα του λείπουν. Θα τα χάσει και τα δυο. Όλοι ξέρουν ότι είναι επικίνδυνος! Πουλά περισσότερο χρυσό απ' ό,τι πρέπει. Και μάλιστα κρυφά, παρανομώντας. Σίγουρα θα τον πιάσουν, όπως και να 'χει το πράγμα», είπε ο νεαρός δείχνοντας προς το μέρος του απατεώνα.
   «Πρέπει να σας πω ότι η Πόλη με εκπλήσσει ολοένα περισσότερο. Διαφέρει απ' οποιαδήποτε άλλη», παραδέχτηκε ο γιατρός και χαμογέλασε ευγενικά στο νεαρό, που για δεύτερη φορά συναντούσε στο δρόμο του.
   «Πού μένετε, κύριε;»
   «Στον Οίκο των Βοτανολόγων, στις Βλαχέρνες. Μόλις χτες έφτασα απ' τη Χίο».
   «Στο ιατρείο των Βλαχερνών; Ξέρω πού βρίσκεται. Γνώριζα μάλιστα και τον Ετζαρέτ. Για πείτε μου όμως. Μήπως χρειάζεστε βοηθό; Κάποιον που να βοηθάει στις διανομές και στο φαρμακείο;»
   «Δεν ξέρω ακόμη. Ίσως, όμως, και να χρειαστώ», απάντησε ο γιατρός που άρχιζε ήδη να σκέφτεται την προσφορά. «Μήπως γνωρίζετε κάποιον που θα μπορούσα να εμπιστευτώ, ένα σωστό άτομο που να μην κουτσομπολεύει και να μη μπλέκεται σε καβγάδες;»
   Η έκφραση του Μπερνάρ είχε γίνει ξαφνικά σατανική.
   «Μήπως... δε χρειάζεται καν να ψάξω; Είμαι σίγουρος ότι θ' αποτελούσατε έναν περίφημο βοηθό. Αλλά είστε υπεραπασχολημένος και δεν ξέρω αν θα δεχτείτε".
   «Εγώ; Εξαρτάται απ' το τι θέλετε να κάνω για σας», απάντησε ο Στέλιος γεμάτος αυτοπεποίθηση. Στη συνέχεια, όμως, χαμογέλασε για να τον καλοπιάσει.
   «Τι θα 'λεγες για δύο όγδοα του σταυράτου (23);» ρώτησε ο Μπερνάρ.
   «Δώδεκα; Να τα κάνουμε είκοσι;»
   «Μήπως το παρακάνεις; Μήπως να φωνάξω τους ελεγκτές να σε πιάσουν;» ξανάπε ο Μπερνάρ πονηρά. «Το κλείνουμε στα δεκαπέντε και δεν το συζητώ άλλο. Δεκαπέντε, ύπνο και φαγητό!»
   «Πάει καλά... δεκαπέντε. Πότε αρχίζουμε;»
   «Πρέπει πρώτα να τακτοποιήσουμε τα πράγματά μου και να καθαρίσουμε το σπίτι», είπε ο γιατρός. «Ο Ετζαρέτ μάλλον δεν ασχολιόταν μ' αυτά τα ταπεινά πράγματα».

   Ο Γεώργιος Φραντζής (24) πέρασε από την κεντρική πύλη του Ιερού Παλατιού, για να φτάσει στην περιοχή των Βλαχερνών, πριν από τις οκτώ το πρωί. Έβρεχε όλη νύχτα. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη μεγάλη ανησυχία, ενώ στα μάτια του απέραντη κούραση.
   Διέσχισε ένα μακρύ διάδρομο, χαιρετώντας μηχανικά τον αυλάρχη, μερικούς υπηρέτες και δύο κριτές, δικαστικούς λειτουργούς που προσέρχονταν προκειμένου να ενημερώσουν ή να πάρουν οδηγίες από τον σακελλάριο, το γενικό ελεγκτή στον οποίο έδιναν αναφορά.
   «Μονάχα εσύ μπορείς να κάνεις τη δουλειά, κανένας άλλος», του 'χε πει ο Κωνσταντίνος τρεις μέρες πριν, στη διάρκεια προσωπικής ακρόασης, «επειδή ακριβώς είσαι καλός με τους αριθμούς και ξέρεις να κρατάς μυστικά. Πάρε αυτές τις λίστες και, όταν βρεθείς στο σπίτι σου, προσπάθησε να κάνεις μια λεπτομερή καταγραφή. Πόσους μάχιμους έχουμε στη διάθεσή μας, πόσα σπαθιά, ασπίδες, τόξα και δόρατα».
   Η απογραφή των στρατεύσιμων και του πολεμικού εξοπλισμού υπήρξε αργή, για την ακρίβεια πήρε ολόκληρη την τελευταία βδομάδα. Αποτελούσε χρέος κάθε πολίτη από κάθε ρεγιώνα και από κάθε γειτονικό οικισμό να πάρει μέρος, αφού τον καλούσε ο ίδιος ο αυτοκράτωρ.
   Ο Γεώργιος έφτασε τελικά στην πτέρυγα όπου βρίσκονταν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλέως. Όταν οι δυο φρουροί τον είδαν να καταφθάνει, σηκώθηκαν και στήθηκαν δεξιά κι αριστερά στην πόρτα που οδηγούσε σ' ένα ιδιωτικό σαλόνι, πλάι στη βασιλική κάμαρα. Ένας υπηρέτης τού ζήτησε να περιμένει για λίγο κι αμέσως μετά εξαφανίστηκε, κλείνοντας το παραπόρτι.
   Όταν ο Γεώργιος έμεινε μόνος, άνοιξε το έγγραφο της απογραφής, στο οποίο καταγραφόταν η πραγματικότητα μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας. Αμέσως, όμως, το ξανατύλιξε. Εκείνοι οι καταραμένοι αριθμοί βάραιναν την ψυχή του σαν πέτρες. Θέλοντας ν' αποφύγει κάθε σκέψη, προσπάθησε να ψηλαφίσει με το βλέμμα τα περίφημα μωσαϊκά που κοσμούσαν την αίθουσα. Ανάμεσα σ' αυτά και τον τοίχο, ξεχώριζε μια μαρμάρινη φάσα που έμοιαζε με φίδι. Ένα απ' τα πολλά θέματα των μωσαϊκών ήταν αφιερωμένο στην Αργώ, που έσχιζε την ταραγμένη θάλασσα για να φτάσει στην Κολχίδα. Ο καλλιτέχνης είχε τοποθετήσει τον Ιάσονα στην πλώρη, να δείχνει με το σπαθί του το ναό στον οποίο οι Αργοναύτες έμελλε να βρουν το Χρυσόμαλλο Δέρας. Ένα άλλο μωσαϊκό στα δεξιά, αναπαριστούσε την παθιασμένη αντίσταση των Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες, στη φάση που αντιμετώπιζαν απειράριθμους Αθανάτους (25), ενώ σ' ένα τρίτο μωσαϊκό, διέκρινε τη μορφή του Θησέα που έμπαινε στο λαβύρινθο της Κρήτης, αναζητώντας τον Μινώταυρο.
   Ο Γεώργιος Φραντζής σκέφτηκε ότι μόνο η τρέλα και το πάθος των αρχαίων ηρώων θα μπορούσε να σώσει την Αυτοκρατορία στο άμεσο μέλλον.
   Όταν η πόρτα άνοιξε, ο Γεώργιος είδε τον όγδοο κατά σειρά Παλαιολόγο, να προβάλλει μπροστά του. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε όψη ανθρώπου που δεν είχε παραδοθεί στις αγκάλες του Μορφέα το προηγούμενο βράδυ, όπως ακριβώς κι ο σύμβουλός του.
   «Μεγαλειότατε», είπε υποκλινόμενος ο Γεώργιος.
   Ο αυτοκράτωρ κάθισε σ' ένα χρυσό σκαμνί, ντυμένο με πράσινο βελούδο. Δείχνοντας στον Γεώργιο ένα δεύτερο σκαμνάκι, τον κάλεσε να καθίσει κοντά του. 
   «Δε φαίνεσαι καλά, καλέ μου φίλε», είπε καθώς τυλιγόταν με τον πορφυρό του μανδύα, σφίγγοντας τα χέρια πάνω στο κορμί του. «Τόσο δύσκολη υπήρξε λοιπόν η καταγραφή;»
   «Όχι ακριβώς η καταγραφή, μεγαλειότατε...»
   «Αλλά;»
   Ο ανώτατος λειτουργός κατέβασε τα μάτια. Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε.
   «Έλα, λοιπόν, δε μπορεί να 'ναι και τόσο άσχημα τα πράγματα», είπε, αφήνοντας το χέρι του να πέσει βαρύ στον ώμο του Γεωργίου. «Τι πρόβλημα υπάρχει; Πόσες ασπίδες, κράνη, μακριά σπαθιά πρέπει να φτιάξουμε για να εφοδιάσουμε τους άνδρες μας;»
   Ο Φραντζής σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε για μια στιγμή τον αυτοκράτορα, αλλά αμέσως μετά κάρφωσε ξανά τα μάτια στο πάτωμα.
   «Έχουμε όσα όπλα χρειαζόμαστε, κύριε».
   «Ποιο είναι, λοιπόν, το πρόβλημα;»
   «Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε αρκετούς για να τα σηκώσουν».
   «Δηλαδή, πόσοι άνδρες πρόκειται να υπερασπιστούν τα πανάρχαια τείχη της βασιλεύουσας;»
   «Τέσσερεις χιλιάδες... τέσσερεις χιλιάδες επτακόσιοι εβδομήντα τρεις, μεγαλειότατε. Στον αριθμό αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε τα λιγοστά αποσπάσματα Γενουατών, Ενετών, Κρητικών, Καταλανών και Ναπολιτάνων. Συνολικά, λοιπόν, γύρω στους επτά χιλιάδες».
   Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ακούμπησε το σπαθί του στον τοίχο, σταύρωσε τα χέρια κι έκλεισε τα μάτια. Πήρε μια ανάσα και βυθίστηκε σε βαθιά περισυλλογή, κλείνοντας τα μάτια. Για μια στιγμή, ο σύμβουλός του πίστεψε πως ίσως να 'χε αποκοιμηθεί.
   «Απόψε είδα πολλά κακά όνειρα», του είπε. «Εσύ, Γεώργιε, βλέπεις όνειρα;»
   «Βλέπω, μεγαλειότατε. Μερικές φορές, μάλιστα, όταν ξυπνώ θυμάμαι τι είδα».
   «Τι ονειρεύεσαι, Γεώργιε;» 
   «Πριν λίγο καιρό, ονειρεύτηκα ότι έχανα την οικογένειά μου, ότι μονάχα εγώ σωζόμουν από μεγάλη καταστροφή. Θυμάμαι ακόμη εκείνο τ' όνειρο κι ότι ξύπνησα τρομαγμένος. Δεν κατάφερα να γαληνέψω παρά μόνο όταν διαπίστωσα ότι η οικογένειά μου κοιμόταν ήρεμα κι ότι ο εφιάλτης μου δεν ήταν αληθινός».
   «Εγώ πάλι απόψε είδα τον πατέρα μου και τον αδελφό μου. Βρίσκονταν μακριά, στην Αγγλία, ή στη Γαλλία, δεν ξέρω πού ακριβώς. Τους είδα να κάθονται στην τράπεζα του αυτοκράτορα και να τον περιμένουν ν' αποφάει και να πάρει την απόφασή του. Μου 'λεγαν ότι προσπαθούσαν να τον πείσουν να ξεκινήσει κανούργια σταυροφορία».
   Ο Κωνσταντίνος στεκόταν ακίνητος. Έφερνε στο νου του τ' όνειρο που είχε δει, ενώ το βλέμμα του είχε χαθεί μέσα στην εξαίσια τοιχογραφία που στόλιζε το ταβάνι της αίθουσας.
   «Εν τέλει, δεν τα κατάφεραν. Η απάντηση ήταν ότι, μετά την καταστροφή της Βάρνας (26), δε θα ξεκινούσε καινούργια εκστρατεία. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν ότι μου 'λεγαν ν' αντιμετωπίσω τη μοίρα μου με γενναιότητα...»
   «Ακούστε με, κύριε... δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας».
   Ο Γεώργιος Φραντζής δεν άντεχε να βλέπει τον αυτοκράτορα να καταρρέει. Ποτέ άλλοτε η ψυχή του δεν έδειχνε ευάλωτη, παρά μονάχα τώρα. Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης δεν ήταν μόνο ο Βασιλεύς, ο Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων της Ανατολής· ήταν ένας φοβερός και τρομερός πολεμιστής, άνθρωπος ακέραιος, από κείνους που δε διαβρώνονται από τη δόξα και τ' αξιώματα. Για πρώτη φορά, όμως, τον έβλεπε αδύναμο, έτοιμο να καταρρεύσει και πάνω απ' όλα, θλιμμένο.
   «Στ' όνειρό μου», συνέχισε ο Κωνσταντίνος, «δε με πείραζε που έμενα μόνος, αφού όλοι μας μόνοι αντιμετωπίζουμε τη μοίρα μας».
   «Πολύ σωστά», συμφώνησε ο συμβουλάτορας, κοιτάζοντάς τον με την άκρη του ματιού.
   «Το μόνο πράγμα που μ' έκανε ν' ανησυχώ, ήταν η απελπισία του πατέρα και του αδελφού μου, επειδή ήξεραν ότι δε μπορούσαν να με βοηθήσουν... Τα μάτια τους που προσπαθούσαν να μ' αποφύγουν. Θέλησα να τους πω να μη φοβούνται, να μην υποφέρουν, να μη χάνουν το κουράγιο τους. Δεν κατάφερα, όμως, να προφέρω ούτε μια λέξη», είπε ο αυτοκράτωρ χαμογελώντας πικρά. «Χίλιες φορές καλύτερα να πέθαινα, παρά να βλέπω την απελπισία και τη μοναξιά στο βλέμμα τους, αγαπητέ Γεώργιε...»
   Ο Φραντζής, που ήταν ανώτατος αξιωματούχος, φίλος του αυτοκράτορα, διπλωμάτης και πρεσβευτής σε κάθε είδους λεπτή αποστολή, ήξερε ποιος ήταν ο λόγος που ο Κωνσταντίνος είχε δει εκείνο τ' όνειρο. Οι Παλαιολόγοι, αρχικά ο πατέρας, Μανουήλ ο Β', και στη συνέχεια ο αδελφός, Ιωάννης ο Ζ', είχαν κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να πείσουν τον κόσμο παντού ότι έπρεπε οπωσδήποτε ν' ανακόψουν το δρόμο στους Οθωμανούς. Ο Μανουήλ είχε επισκεφτεί την αυλή των Παρισιών και του Λονδίνου, είχε προστρέξει στον πάπα, είχε στείλει εκατοντάδες επιστολές. Το ίδιο είχε κάνει κι ο Ιωάννης, ο οποίος, όμως, περιοριζόταν στον αγώνα της συνένωσης των απανταχού Χριστιανών μπροστά στην απειλή των απίστων. Προσευχόταν και συμμετείχε στις συνόδους, που στόχο είχαν την ένωση των Χριστιανών Ανατολής και Δύσης. 
   Ο Μουράτ, όμως, πατέρας του Μωάμεθ του Β' -του νεαρού σουλτάνου που 'χε αποφασίσει να ορθώσει τ' ανάστημά του στο τελευταίο προπύργιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή- φρόντιζε με κάθε τρόπο ν' αναιρεί και να σκοτώνει κάθε ελπίδα.
   Η τελευταία, μάλιστα, είχε ξεψυχήσει στη Βάρνα· είχε βαφτεί μ' αίμα χρόνια πριν.
   Η Κωνσταντινούπολη πλέον δεν ήταν παρά μια μικρή, γυμνή βραχονησίδα, που προσπαθούσε ν' αντισταθεί στον αδηφάγο Οθωμανό, που σκοπό της ζωής του είχε βάλει να τη θάψει στην άβυσσο της ιστορίας.
   Οι δυο συνεργάτες κοίταζαν ο ένας τον άλλον χωρίς να μιλούν.
   Πέρασε ώρα χωρίς να πουν κουβέντα.
   Ο Γεώργιος δεν ήξερε τι να πει για να σπάσει τη σιωπή, πώς να παρουσιάσει την απογραφή ως θετική, παραμένοντας στην ίδια στάση. Ο Κωνσταντίνος, όμως, αποφάσισε να πάρει τον λόγο.
   «Ίσως να κάναμε μερικά λάθη...» είπε γεμάτος απογοήτευση.
   «Δηλαδή, μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Φραντζής.
   «Ίσως έπρεπε να κάνουμε πατριάρχη τον Ισίδωρο του Κιέβου, μετά την τελετή επικύρωσης της Ένωσης, τον περασμένο Δεκέμβριο», απάντησε διόλου πειστικά.
   «Όπως θα ξέρετε, αυτό θα 'ταν σκέτη αυτοκτονία», είπε ο συμβουλάτορας. «Ο λαός μετά βίας δέχτηκε την πομπώδη παρουσία του μέσα στην Αγία Σοφία κι αυτό το χρωστούμε στον τρόμο που έσπερναν τα κανόνια των Τούρκων. Η βασιλική παραμένει κλειστή, αλλά...»
   «Αλλά υπάρχει πάντα ο Σχολάριος (27), που ενισχύει την αντίθεση του λαού απέναντι στην Ένωση, απ' το κελί του στο μοναστήρι», τον διέκοψε ο αυτοκράτωρ. «Το ξέρω ότι κι ο δούκας Λουκάς Νοταράς ξεσηκώνει τον κόσμο. Κατάφεραν να σπείρουν σε πρόσφορο έδαφος τη διχόνοια».
   «Ναι, αλλά αν το κάναμε, θα 'ταν πράγματι μεγάλο λάθος, αφού θ' ανοίγαμε δυο μέτωπα. Ένα με τον Μωάμεθ το Β', που βρίσκεται έξω απ' τα τείχη, κι άλλο ένα, υπό μορφήν εμφυλίου πολέμου».
   Ξανάπεσε σιωπή.
   Ο Κωνσταντίνος έμοιαζε έτοιμος να σαλπάρει με την Αργώ του μωσαϊκού, πλάι στον Ιάσονα. Ίσως, μάλιστα, να προτιμούσε να χωθεί χωρίς κλωστή και χωρίς βοήθεια στο Λαβύρινθο του Μίνωα ή να πεθάνει σαν ήρωας, πολεμώντας τους Αθανάτους.
   Εκείνη τη στιγμή, όμως, ο βασιλίσκος ξαναχτύπησε και το Ιερό Παλάτι των Βλαχερνών ταράχτηκε συθέμελα. Δυστυχώς, αυτή ήταν η χρονική στιγμή που του 'λαχε να ζήσει.
   «Έπρεπε να είχα παντρευτεί», είπε σαστισμένος.
   Ο διπλωμάτης χαμογέλασε.
   «Με τη Μάρα Μπράνκοβιτς;» τον ρώτησε γεμάτος έκπληξη.
   «Ακριβώς. Αν κατάφερνα να την πείσω».
   Γέλασαν κι οι δυο με την ψυχή τους.
   Τα γέλια τους αντηχούσαν στην αίθουσα, σπάζοντας τη μαυρίλα. Έτσι τουλάχιστον ένοιωθε ο Γεώργιος. Παρηγοριά κι ανακούφιση. Είχε αναλάβει να βρει, καιρό πριν, νύφη για τον Κωνσταντίνο. Ο αυτοκράτωρ είχε παντρευτεί ήδη δυο φορές: με τη Θεοδώρα Τόκκου (28) και με την Αικατερίνη Κατιλουσία (29), που είχαν πεθάνει χωρίς να του χαρίσουν διάδοχο. Όταν η αιώνια βαριά σκιά του οθωμανικού ολέθρου άρχιζε να προβάλλει ξανά έξω απ' τα τείχη της Αυτοκρατορίας, χωρίς να 'χει δύναμη στην περιοχή, χωρίς δόξα, διάδοχο, τιμή, η ιδέα ενός τρίτου γάμου φαινόταν τουλάχιστον ελκυστική.
   Η Μάρα Μπράνκοβιτς (30), αριστοκράτισσα από τη Σερβία, θα 'μενε χήρα σε λίγες μέρες από τον σουλτάνο Μουράτ.
   Μήπως, λοιπόν, ένας τέτοιος γάμος θ' αναιρούσε, ή τουλάχιστον θα καθυστερούσε για λίγο την προέλαση του Μωάμεθ;
   «Ήταν πενήντα ετών και... της φαινόταν!» θυμήθηκε ο Γεώργιος γελώντας κι αναστενάζοντας.
   «Άσε που 'χε ορκιστεί ότι, αν κατάφερνε να ξεφύγει απ' τον άπιστο, θα 'παιρνε όρκο αγνότητας που θα τηρούσε μέχρι θανάτου», πρόσθεσε ο Κωνσταντίνος πνίγοντας το γέλιο του.
   «Τουλάχιστον, αν τον τηρούσε, θα 'ταν ευχής έργο για σας», συνέχισε ο Φραντζής. 
   Ο Κωνσταντίνος κι ο Γεώργιος έσκασαν στα γέλια κι ακούστηκαν σ' όλο το Ιερό Παλάτι των Βλαχερνών.
   «Είχε, όμως, μεγάλη περιουσία... τεράστια», δήλωσε ο αυτοκράτωρ προσπαθώντας να σοβαρευτεί. Τακτοποίησε το ρούχο του κι έξυσε το κοντό, αλλά φουντωτό του μούσι. 
   «Ναι, αρκετά για να πληρώσει λύτρα για ολόκληρη την Αυτοκρατορία», συμφώνησε ο πρεσβευτής.
   «Επτά χιλιάδες άνδρες, είπες Γεώργιε;»
   «Ακριβώς».
   «Θα πολεμήσουμε. Κι αν θέλει ο Θεός, θα νικήσουμε».
   Αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλο κι ο αυτοκράτωρ συνόδεψε το φίλο του μέχρι την πόρτα. Ήταν πιστός και τον υπηρέτησε πιστά άπειρες φορές, καθώς επίσης κι άλλους από την ίδια δυναστεία. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και ξάπλωσε πάνω στα πορφυρά σεντόνια. Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια.
   Απ' το κατώφλι του ύπνου, πατέρας κι αδελφός τον κοίταζαν νηφάλιοι.
   Παραδόθηκε στον ύπνο και του φάνηκε πως η μητέρα του, η Σέρβα πριγκίπισσα Ελένη Δραγάση, πλησίαζε, τον σκέπαζε και τον φιλούσε στο μέτωπο.

   Ο Στέλιος διέσχισε βιαστικά την περιοχή ΧΙ, αφήνοντας πίσω του τον Φόρο του Βοός και τις εκβολές του Λύκου, ο οποίος σ' εκείνη τη γωνιά της πόλης έμοιαζε περισσότερο μ' αρδευτική τάφρο, παρά με ποτάμι. Επιστρέφοντας στο σπίτι κι επειδή ακριβώς ο Μπερνάρ είχε πέσει με τα μούτρα στην ανάγνωση ενός χοντρού τόμου βυζαντινής ιατρικής, ο νεαρός πήγε στο κοτέτσι. Μπήκε απ' τη χαμηλή πόρτα που βρισκόταν στο βάθος μιας αυλής, χαμένης μέσα στο πράσινο. Καλοπερνούσαν εκεί μέσα τουλάχιστον μια ντουζίνα κότες μαζί με μια κατσίκα. Σκέφτηκε πως ίσως έβρισκε ένα αυγουλάκι για να χορτάσει την πείνα του. “Το καλό που σας θέλω να μου 'χετε αυγό, γιατί θα σας ξεπουπουλιάσω και θα σας βράσω για να σας φάω!” σκεφτόταν ενώ έψαχνε τις φωλιές τους. Όπως φαίνεται, όμως, η τύχη δεν ήταν με το μέρος του.
   Νεύριασε.
   «Άχρηστα πουλιά, αχάριστα! Δεν αξίζετε ούτε μισό σπόρο! Έξω, έξω!» φώναξε, κλοτσώντας μία που τσιμπούσε τα δάχτυλα του ποδιού του. Σηκώθηκε σύννεφο γεμάτο χώμα κι άχυρο, αλλά δεν την πρόλαβε για να την πνίξει, αφού του ξέφυγε μ' έναν ελιγμό. 
   Και τότε πρόσεξε ένα ξύλινο αντικείμενο που κατά λάθος είχε ξεθάψει με τα πόδια του.
   Βρισκόταν ακόμη, όμως, βαθιά μέσα στο χώμα.
   Παραμέρισε τη σκόνη προσεκτικά, αφήνοντας ακάλυπτη και καθαρή μια επιφάνεια. Ήταν ένα μικρό μακρόστενο κουτί, παλιό και σκωροφαγωμένο. Ήταν ξύλινο κι απ' τον καιρό είχε ξεθωριάσει. Όμως, ήταν κλειδωμένο. Προσπάθησε να τ' ανοίξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Το χτύπησε με τη λαβή ενός δρεπανιού, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να το σπάσει στην άκρη. Τελικά, ψάχνοντας στο χώμα, βρήκε μια πέτρα και με μια απότομη κίνηση προσπάθησε να το σπάσει. Το σήκωσε και τ' ακούμπησε στο περβάζι ενός μικρού παραθύρου. Έσπασε την κλειδαριά. Μέσα στο κουτί υπήρχε κάτι, τυλιγμένο σε μπλε βελούδο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και το στόμα του ξεράθηκε.
   Τράβηξε το βελούδο και στάθηκε άφωνος μπροστά στην ανακάλυψή του.
   Ήταν ένα φανταστικό πετράδι, απερίγραπτης ομορφιάς και το κρατούσε στα χέρια του. Είχε σχήμα εξαγώνιου αστεριού, ήταν γαλάζιο, διάφανο και μέσα του έκλεινε την απόχρωση της θάλασσας και τ' ουρανού. Τ' άγγιξε κι ένοιωσε πως ήταν πιο απαλό κι απ' το καλύτερο κρύσταλλο. Στο κέντρο του ζαφειριού υπήρχε κι άλλο ένα αστεράκι, φτιαγμένο από διαμάντια, που αντανακλούσε κατάλευκο φως.
   Το μικρό εκείνο θαύμα έμοιαζε ζωντανό, παλλόμενο. Έμοιαζε να κλείνει μέσα του μια σιωπηλή, αλλά ισχυρή μαγεία. Για μια στιγμή, τα μάτια του έκλεισαν κι όταν τα ξανάνοιξε...
   ...διαπίστωσε ότι δεν έβλεπε όνειρο.
   Κοίταξε γεμάτος καχυποψία γύρω του. Δεν ήθελε να τον δουν. Οι κότες συνέχιζαν να σουλατσάρουν πάνω στα πόδια του.
   Το σπίτι ήταν έρημο.
   Τα δάχτυλα του Στέλιου αγκάλιασαν το φυλαχτό κι ας μη το χωρούσαν ολόκληρο· κι ας μη μπορούσαν να κρύψουν τη λάμψη του. Για μερικά δευτερόλεπτα, με βλέμμα τρελού και την ψυχή στο στόμα, αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει. Θέλησε να τρέξει, να το δείξει στο γιατρό, αλλά δεν το έκανε. Για ποιο λόγο έπρεπε να μοιραστεί μ' οποιονδήποτε τόση ομορφιά; Εκείνος άλλωστε το 'χε βρει. Ήταν δικό του, κανενός άλλου. Δεν ήξερε πολλά από πολύτιμους λίθους, αλλά είχε την εμπειρία της αγοράς των εμπόρων της κεντρικής οδικής αρτηρίας της Πόλης, αφού πολλές φορές τους πήγαινε ο ίδιος πελάτες. Ήταν σίγουρος ότι σε κάποια άλλη, όχι τόσο δύσκολη, ιστορική στιγμή, καθώς κάθε εμπορική δραστηριότητα είχε παραλύσει, θα πλήρωνε ολόκληρη περιουσία για να τ' αγοράσει. Σκέφτηκε πως, ίσως, η πέτρα αυτή θα μπορούσε να δοθεί για να εξαγοράσει τη ζωή του, για να σωθεί. Αν πράγματι οι Τούρκοι έμπαιναν στην Πόλη, θ' αποκεφάλιζαν τους υπερασπιστές της, θα σκότωναν τους γέρους κι όσους δεν έκαναν για σκλάβοι. Ίσως οι αριστοκράτες, οι πλούσιοι, οι όμορφες κυράδες κι οι νέοι να κατάφερναν να επιζήσουν και να πουληθούν σε καλές τιμές. Ή ίσως ν' άφηναν να ζήσει κάποιον που θα μπορούσε να πληρώσει. Αυτός ήταν ο νόμος του πολέμου. Αποφάσισε ότι τ' άστρο που 'χε βρει πάνω στη Γη, θα του 'φερνε καλή τύχη.
   Ήταν άλλωστε ό,τι καλύτερο του 'χε συμβεί εκείνη τη μέρα.
   Δεν ήξερε, όμως, τι να το κάνει, πού να το κρύψει. Το σπίτι, βέβαια, ήταν διώροφο, αρκετά μεγάλο. Υπήρχαν ένα σωρό δωμάτια και μάλιστα άδεια. Σκέφτηκε μήπως έπρεπε να το κρύψει στην κουζίνα, ή στο υπόγειο, ή στο εργαστήριο, ή σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Θυμήθηκε, όμως, κάτι που 'χε μάθει μήνες πριν και που του 'χε φανεί εντελώς άχρηστο κι ανόητο. Όταν, λοιπόν, είχε κάποτε εγκατασταθεί στον Οίκο των Βοτανολόγων, είχε περάσει μια ολόκληρη βδομάδα καθαρίζοντας το σπίτι, βάζοντας τα πάντα σε τάξη. Ο Μπερνάρ επέμενε να του μάθει πώς ακριβώς έπρεπε να τοποθετεί τα διάφορα αντικείμενα. Του 'χε τραβήξει την προσοχή, λοιπόν, το γεγονός ότι ο γιατρός τριγυρνούσε στο σπίτι χτυπώντας τους τοίχους με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. Σήκωνε πλακάκια στα οποία σκόνταφτε, προσπαθούσε να μυριστεί τι μπορεί να 'κρυβε κάθε γωνιά της αυλής. Είχε φτάσει ακόμη και να ψάξει τι υπήρχε κάτω από μια σειρά μισοσπασμένα κεραμίδια, που ήταν έτοιμα να πέσουν και τα οποία είχε πετάξει τελικά στο δρόμο.
   Θυμήθηκε ότι τον είχε ρωτήσει...“Θησαυρό ψάχνετε, κύριε Βιλιέ;”
   “Θησαυρό;”
   “Θησαυρό! Αφού όλη μέρα ασχολείστε με κρυψώνες”.
   “Δεν ψάχνω τίποτε... απολύτως τίποτε”, του 'χε απαντήσει.
   Ο Στέλιος, όμως, ήξερε ότι ο Μπερνάρ Βιλιέ αναζητούσε το γαλάζιο άστρο που ο ίδιος κρατούσε στο χέρι του. Ένοιωσε τα χέρια του να τρέμουν, την καρδιά του να σφίγγεται. Κάτι του 'λεγε ότι δεν ήταν απλώς περίφημος θησαυρός, αλλά πολύ παραπάνω... Αποφάσισε να κρύψει το εύρημά του σε μια τρύπα που 'χε ανακαλύψει πριν βδομάδες, κάτω απ' το ρείθρο του πηγαδιού, και να σκεφτεί για λίγο τι έπρεπε να κάνει.

    Η μέρα ξημέρωσε μέσα στο πούσι. Για μέρες οι μικρές εστίες του εργαστηρίου του Μπερνάρ Βιλιέ παρέμεναν αναμμένες. Ο Στέλιος ήταν ξαπλωμένος σ' ένα ντιβάνι στο διπλανό δωμάτιο και μισοκοιμόταν. Ο γιατρός περνούσε νύχτες ολόκληρες, προσπαθώντας να πετύχει διάφορα αποστάγματα, κατάλληλα για κάθε είδους αρρώστια.
   «Κοιμάσαι, Στέλιο, ή μήπως παριστάνεις τον κοιμισμένο; Αν πράγματι κοιμάσαι, είσαι ασυγχώρητος· αν κάνεις ότι κοιμάσαι, επίσης δε συγχωρείσαι».
   Ο Μπερνάρ, γεμάτος μαύρους κύκλους και κουρασμένος, χτύπησε φιλικά στον ώμο το μαθητή του. Ο νεαρός γρύλισε και τύλιξε την κουβέρτα γύρω απ' τα πόδια του.
   «Γιατί δηλαδή είναι ασυγχώρητο να παριστάνεις τον κοιμισμένο μετά από μια ολόκληρη νύχτα αγρύπνιας;» είπε χωρίς καν να γυρίσει να τον κοιτάξει. Είχε το πρόσωπο γυρισμένο προς τον τοίχο.
   «Είναι αξιοθρήνητο να υποκύπτεις στις ανάγκες σου, όταν πρέπει να 'σαι σ' επιφυλακή. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσε να σου κοστίσει τη ζωή», ψιθύρισε στ' αυτί του ο Μπερνάρ. «Και το ψέμα, όμως, δεν είναι λίγο... Σημαίνει ότι ίσως...»
   «Τι σημαίνει;» είπε ο νεαρός ανοίγοντας τα μάτια του.
   «Σημαίνει ότι είσαι εντελώς ηλίθιος!» φώναξε ο γιατρός ξεσπώντας σε γέλια που κατέληξαν σε ξερόβηχα.
   Ο Στέλιος ανασηκώθηκε. Κατέβηκε εντελώς απρόθυμα στην αυλή κι έριξε τον κουβά στο πηγάδι. Η τροχαλία γύρισε τρίζοντας και μετά από λίγο σταμάτησε. Την ώρα που ανέβαζε τον κουβά, το βλέμμα του έπεσε στη σχισμή όπου είχε κρύψει το πολύτιμο εύρημά του. Στιγμή δεν είχε πάψει να το σκέφτεται και, παρ' όλα αυτά, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, αφού ήταν κάτι το απρόσμενο. Πήρε τον κουβά κι άρχισε ν' ανεβαίνει τις σκάλες για να γεμίσει τις λεκάνες με φρέσκο νερό. Ξαφνικά, όμως, άκουσε να χτυπά η μπροστινή πόρτα και σταμάτησε. Ο Μπερνάρ πρόβαλε απ' τον διάδρομο κι έμοιαζε τρομαγμένος.
   «Περιμένεις κανέναν, δάσκαλε;» τον ρώτησε ο Στέλιος.
   «Eδώ και μέρες περιμένω μια επίσκεψη, αλλά είναι από κείνες που καταφθάνουν όταν υπάρχει φαγητό στη φωτιά και το τραπέζι είναι ήδη στρωμένο. Ποτέ νωρίτερα. Πήγαινε ν' ανοίξεις, για να δούμε ποιος είναι». 
   Ο Στέλιος άνοιξε την αμπάρα της πόρτας και βρέθηκε μπροστά σε δυο σοβαρούς άνδρες με μανδύα και σπαθί στο ζωνάρι. Ένας τρίτος τους συνόδευε, αλλά στεκόταν παραπίσω.
   «Εδώ μένει ο δάσκαλος Βιλιέ; Είσαι ο υπηρέτης του;» ρώτησε ο άνδρας με το μακρύ πρόσωπο και τα λεπτά χαρακτηριστικά.
   «Πράγματι, κύριε. Εδώ κατοικεί κι εγώ είμαι μαθητής του...»
   «Μπορείς, λοιπόν, να μας οδηγήσεις σε κείνον και να του πεις ότι ο εξάδελφος του αυτοκράτορα χρειάζεται άμεσα τη βοήθειά του», είπε διατάζοντας σχεδόν τον μαθητή και περνώντας το κατώφλι της πόρτας.
   Οι επισκέπτες περίμεναν στην αυλή και μιλούσαν με χαμηλή φωνή. Ο Μπερνάρ δεν τους άφησε να περιμένουν, αφού κατέβηκε μόλις τους είδε και τους χαιρέτησε εγκάρδια. Οι τρεις ξένοι υποκλίθηκαν ελαφρώς μόλις τον είδαν. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος ξεχώρισε.
   «Καλώς ήλθατε και συγγνώμη για την ατημέλητη όψη μου. Δούλευα όλη τη νύχτα και δε σηκώθηκα ούτε για... Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος, κύριε;»
   «Έχετε τη φήμη ότι θεραπεύετε αρρώστιες του σώματος και γιατρεύετε ψυχικά αρρώστους».
   «Το κακό μπορεί να πλήξει εξίσου σώμα και πνεύμα. Δεν πρέπει, λοιπόν, να το ξεχωρίζουμε», απάντησε μ' ευγένεια ο γιατρός.
   «Μπορεί να 'χετε δίκιο, αλλά εγώ δεν είμαι επιστήμονας και δε μπορώ να 'χω άποψη. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν αντέχω τους πόνους που μου προκαλεί ένα παλιό τραύμα στο πόδι», είπε ο εξάδελφος του αυτοκράτορα κάνοντας μια παύση. «Δεν ήλθα, όμως, να μιλήσω για τον εαυτό μου. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μάς ανησυχεί...»
   «Τι κακό μπορεί να συμβαίνει στο βασιλέα; Ο Θεός να του δίνει χρόνια...»
   «Δεν πονά πουθενά. Μ' άλλα λόγια δεν πρόκειται για πόνο με τη στενή έννοια. Έτσι τουλάχιστον δηλώνουν οι προσωπικοί του γιατροί. Εδώ και βδομάδες, όμως, δε μιλά, δε συμμετέχει. Δε μπορεί να κοιμηθεί κι όταν το κάνει, βλέπει εφιάλτες. Καταλαβαίνω ότι δε μπορεί να 'ναι καλά ψυχολογικά, αλλά δε μπορεί ν' απουσιάζει συνέχεια. Όπως αντιλαμβάνεστε, κύριε, η αυλή, οι στρατηγοί, ο ίδιος ο στρατός, μια ολόκληρη πόλη εξαρτώνται από τις αποφάσεις του».
   Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος παρατήρησε προσεκτικά το πρόσωπο του Μπερνάρ. Προσπαθούσε να σιγουρευτεί πως είχε μπροστά του τον μοναδικό, ίσως, γιατρό που θα μπορούσε να βοηθήσει τον Κωνσταντίνο να συνέλθει. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που 'χε επισκεφτεί προσωπικά το συγκεκριμένο γιατρό, αφού είχε απογοητευτεί απ' τους θεραπευτές του Ιερού Παλατιού.
   «Καταλαβαίνω πώς έχουν τα πράγματα», τον διαβεβαίωσε ο Μπερνάρ προσπαθώντας να τον ηρεμήσει, «και νομίζω ότι ξέρω από πού έρχεται η σύγχυση που ταλανίζει την ψυχή του μονάρχη. Συμβαίνει σε πολλούς σημαντικούς ή ασήμαντους ανθρώπους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τη μοίρα τους. Ο Κωνσταντίνος κάνει αναδρομή στη ζωή του...»
   «Δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτεται ο αυτοκράτωρ, όμως, ούτε κι εγώ είμαι φιλόσοφος. Το μόνο που θέλω είναι να τον βοηθήσετε. Πείτε μου την τιμή και θα σας πληρώσω αμέσως. Μήπως υπάρχει φάρμακο ή αφέψημα που να μπορεί να τον κάνει να συνέλθει και να πάρει απόφαση σκεπτόμενος ξεκάθαρα. Δέχεστε;» είπε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος που ήταν άνθρωπος πραγματιστής κι αποφασιστικός.
   «Δέχομαι, αφού απ' την ψυχική του ισορροπία κι ευθυκρισία εξαρτώνται πολλές ζωές, αλλά δε θέλω να πληρωθώ για τις υπηρεσίες μου. Ποτέ δεν πληρώνομαι. Θα χρειαστώ δυο μέρες προετοιμασίας πριν τον δω. Την τρίτη μέρα, ο μαθητής μου θα παραδώσει στα χέρια σας τα φάρμακα με τις οδηγίες χρήσης».
   «Είμαι σίγουρος ότι δεν έκανα λάθος που έτρεξα σε σας. Ζητείστε μου ό,τι θέλετε, όποτε θέλετε. Προσέξτε, όμως, να...» είπε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος πλησιάζοντας τον Μπερνάρ, «... είστε διακριτικός. Σας εκλιπαρώ».
   «Μην ανησυχείτε. Κανείς δε θα μάθει τίποτε».
   Ο Στέλιος τους οδήγησε στην έξοδο. Δυο έφιπποι στρατιώτες τους περίμεναν, κρατώντας τα χαλινάρια των αλόγων τους. Μετά από λίγο, οι πέντε τους χάθηκαν στην άκρη του δρόμου. Η πόλη είχε ήδη ξυπνήσει.
   Μια ώρα αργότερα, ο μαθητής έφυγε απ' το σπίτι μ' ένα πουγκί γεμάτο με άλατα και με μπουκαλάκια γεμάτα αιθέρια αποστάγματα. Ο Μπερνάρ έμεινε μόνος και τότε άνοιξε ένα απ' τα μπαούλα που 'χε φέρει απ' το Τολέδο και στον πάτο του βρήκε ένα μικρό σακουλάκι φτιαγμένο από μαλακό δέρμα σαμουά. Τ' άνοιξε κι άφησε πάνω στο τραπέζι μια ωοειδή, αλαβάστρινη καρφίτσα. Τη χάιδεψε.
   Την κοίταζε ώσπου τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

   «Σου το 'χα πει πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Το 'χα δει να 'ρχεται, αλλά δε μου 'δινες σημασία. Γυναίκες σαν εσένα είναι ηλίθιες. Είστε ψηλομύτες, δύστροπες και φλύαρες. Δε βλέπεις τι συμβαίνει στο τέλος στους περήφανους;»
   Ο Στέλιος, καθισμένος σ' ένα σκαμνάκι, ξεπουπούλιαζε υπομονετικά μια κότα, κρατώντας την ανάμεσα στα πόδια του. Την είχε πρώτα ζεματίσει. Στην κουζίνα επικρατούσε το χάος.
   Πάνω στη φωτιά υπήρχαν ήδη δυο κατσαρόλες.
   «Πάντως να ξέρεις και να παρηγοριέσαι», είπε τρίβοντας το λαιμό του νεκρού πουλιού για να το καθαρίσει, «ότι έτσι κι αλλιώς θα το 'τρωγες το κεφαλάκι σου, αφού αργά ή γρήγορα θα σ' έπνιγε κανένας πεινασμένος Τούρκος!»
   Ο Μπερνάρ μπήκε στην κουζίνα χειροκροτώντας και πλησίασε στη φωτιά.
   «Δεν ξέρω αν θα γίνεις ποτέ καλός γιατρός», του είπε, «αλλά είμαι σίγουρος πως, αν δε μάθεις τίποτε και πάλι θα τα καταφέρεις, βγάζοντας λόγους στην αγορά για να σου πετούν νομίσματα», είπε γελώντας ειρωνικά.
   Απ' την είσοδο της αυλής ακούστηκαν ξαφνικά βρισιές σε διάφορες γλώσσες. Ο Στέλιος τρόμαξε, έχασε την ισορροπία του κι αν δεν είχε γρήγορα αντανακλαστικά, θα κατέληγε στο πάτωμα  μαζί με την κότα. Ο Μπερνάρ έβαλε τα γέλια και πλησίασε στην πόρτα.
   «Πολύ φοβάμαι ότι δε θα φάμε σήμερα. Ή μάλλον θα φάμε λιγότερο απ' όσο θα θέλαμε!» είπε γελώντας μέχρι σκασμού.
   Πλησίασαν μαζί τους ξένους.
   «Νίκο! Ο Νίκος απ' την Κρήτη! Μπορώ να μάθω τι σε φέρνει στα μέρη μας; Μήπως πήρες μήνυμα απ' το υπερπέραν;» ρώτησε ο γιατρός αστειευόμενος.
   Ο άνδρας ακούμπησε στον κορμό της συκιάς σαν να 'ταν μπόγος. Το πρόσωπό του ανέδυε απόλυτη υγεία, είχε κοντά μαλλιά, αλλά μακριά κι άγρια γένια. Ήταν μεγαλόσωμος και φορούσε πολύχρωμα ρούχα. Ο σάκος του, όμως, είχε ανοίξει κι είχαν χυθεί κάτω τα πράγματά του.
   «Το κέρατό μου! Ζεις ακόμη; Πού βρέθηκες στο δρόμο μου; Διάολε!» Ο άνδρας ανασκουμπώθηκε αργά αλλά σταθερά κι έμοιαζε ν' αμφιταλαντεύεται για μερικά δευτερόλεπτα. Αμέσως μετά, σήκωσε τ' ανάστημά του και γεμάτος εκνευρισμό κοίταξε τον Μπερνάρ, μισοκλείνοντας τα μάτια.
   «Εσύ είσαι, καταραμένε κομπογιαννίτη; Δε σε βλέπω καλά. Τα ματογυάλια μου! Δώσε μου τα ματογυάλια μου! Κάπου εκεί πρέπει να 'ναι!» Το πρόσωπό του κοίταζε προς τα κάτω, καθώς κλοτσούσε ένα μικρό μεταλλικό γουδοχέρι με το πόδι κι ίσιωνε το φαρδύ του ζωνάρι.
   Ο Στέλιος έσπευσε να τα σηκώσει και να του τα δώσει. Ο άνδρας σταμάτησε να φωνάζει, τα 'πιασε και τα 'βαλε στα γκριζωπά του μάτια, σουφρώνοντας τα φρύδια για να συγκρατηθούν τα ματογυάλια.
   «Εσύ είσαι λοιπόν! Στεγνός και χλομός όπως πάντα!» είπε προσπαθώντας να μη γελάσει, χωρίς φυσικά να τα καταφέρνει. «Για χάρη σου γύρισα τη μισή υφήλιο κι επιτέλους σε βρήκα!»
   Ο Μπερνάρ πλησίασε για να τον αγκαλιάσει.
   «Δε σηκώνω κουβέντα! Μην τολμήσεις να μ' αγκαλιάσεις! Ποιος μου λέει ότι δεν έκανες συμφωνία με το διάβολο ή με κάποιον απ' τους δικούς του για να συνεχίσεις να ζεις ακόμη ή για ν' αποκτήσεις γνώσεις; Για να δούμε, θυμάσαι το σύνθημα; Όπως Κάτω είναι κι Επάνω!» είπε κι άπλωσε το δείκτη του δεξιού του χεριού, ζωγραφίζοντας στον αέρα ένα τρίγωνο.
   «Όπως Επάνω είναι και Κάτω!» είπε ο Μπερνάρ, ζωγραφίζοντας αντεστραμμένο το ίδιο ακριβώς τρίγωνο.
   «Δέχομαι! Το Σύμπαν είναι μια πνευματική δημιουργία, που τη συντηρεί η Απόλυτη Διάνοια!»
   «Συμφωνώ! Όλα είναι διπλά, όλα έχουν δυο πόλους, όλα έχουν κι από δυο αντίθετα. Τα όμοια και τ' ανόμοια είναι το ίδιο πράγμα. Τ' ανόμοια είναι πανομοιότυπα στη φύση τους, αλλά διαφέρουν σε βαθμό. Τ' αντίθετα συμπίπτουν. Οι αλήθειες όλες είναι μισές και τα παράδοξα μπορούν να συμβιβαστούν!» απάντησε ο Μπερνάρ μ' επίσημο ύφος.
   Κι οι δυο στάθηκαν για μερικά δευτερόλεπτα και μετά την απόλυτη σιωπή ξέσπασαν σε γέλια και τελικά αγκαλιάστηκαν. Ο Στέλιος δεν ήξερε τι να υποθέσει. Σπάνια έβλεπε το δάσκαλό του να εκφράζεται τόσο θερμά με κάποιον. Ήξερε πως ήταν είρωνας, καυστικός στα σχόλια και στις παρατηρήσεις του, αλλά δε μπορούσε να φανταστεί πως είχε μια πλευρά τρυφερή και στοργική. Η συνάντηση με τον παλιό του φίλο είχε βγάλει στην επιφάνεια μια πλευρά του χαρακτήρα του, η οποία παρέμενε άγνωστη μέχρι τότε για το μαθητή.
   Μπήκαν στην κουζίνα κι ο μαθητής συνέχισε να φτιάχνει το φαγητό. Ο Μπερνάρ έβαλε τον Νίκο να καθίσει σ' έναν μεγάλο πάγκο κοντά στη φωτιά. Σέρβιρε κρασί σε δυο μικρούς κρατήρες και πρόσθεσε χλιαρό νερό. Ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον κι ήπιαν αργά - αργά, σύμφωνα με την ελληνική συνήθεια.
   «Για να σε δω καλύτερα... Λοιπόν, Γάλλε, γερνάς. Έβγαλες κι άλλες άσπρες τούφες!» είπε ο Κρητικός παρατηρώντας καλά τον Βιλιέ. «Απ' ό,τι βλέπω, το βλέμμα σου παραμένει μελαγχολικό...»
   Ο γιατρός χαμογέλασε κι έμεινε να κοιτάζει το κενό.
   «Άλλες μέρες τα πηγαίνω καλά κι άλλες υποφέρω, Νίκο. Το ξέρεις άλλωστε».
   «Ναι, ξέρω, αλλά δεν καταλαβαίνω. Έχει περάσει πολύς χρόνος, Μπερνάρ...»
   «Χρόνος; Ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη αυταπάτη...»
   «Τέλος πάντων, χάνεις το χρόνο σου και καταστρέφεις τη ζωή σου».
   Στάθηκαν για λίγο ο ένας απέναντι στον άλλον.
   «Μια χαρά μου φαίνεσαι», σχολίασε ο Μπερνάρ σερβίροντας ξανά κρασί. «Μια χαρά σε βλέπω. Κι από όρεξη... άλλο τίποτε! Για πες μου, Νίκο, πώς κατάφερες να μπεις στην Πόλη, η οποία τον τελευταίο καιρό έχει γίνει σαν μια πελώρια φάκα; Κατάλαβες τι σου έγραφα στην επιστολή που σου 'στειλα;» 
   «Δεν ήταν εύκολο να φτάσω μέχρι εδώ. Τρεις νύχτες η παλιόβαρκα ενός εμπόρου απ' τον Τάραντα μ' έσερνε μαζί της. Διέσχισε το Σαρωνικό και τις Κυκλάδες και προσπάθησε ν' αράξει στο παλιό λιμάνι του Ελευθερίου. Υπάρχουν, όμως, παντού Τούρκοι στρατιώτες. Εν τέλει, σήμερα το πρωί και χάρη στην ομίχλη, καταφέραμε να δέσουμε». Ο Νίκος έκανε μια παύση και κατέβασε μια γουλιά κρασί. «Έλαβα το γράμμα σου με δυο μήνες καθυστέρηση. Στην Αίγυπτο τίποτε δε λειτουργεί, όπως θα ξέρεις. Στην αρχή, δεν είχα καταλάβει γιατί μου 'στελνες ένα τόσο τετριμμένο μήνυμα. Στη συνέχεια, όμως, κατάλαβα πως ήταν κρυπτογραφημένο. Μου πήρε μια ολόκληρη βδομάδα για να καταλάβω τι έλεγε. Θάφτηκα κάτω από εκατοντάδες περγαμηνές κι έγγραφα για ν' αποκρυπτογραφήσω το μήνυμά σου. Ευτυχώς που δεν πετάω ποτέ και τίποτε», είπε ακουμπώντας το χέρι στο στήθος, ικανοποιημένος απ' τον εαυτό του.
   «Και λοιπόν, Νίκο;»
   «Άκουσέ με, καλέ μου φίλε... Αν πράγματι αυτό που λες είναι αληθινό, φοβάμαι. Είσαι σίγουρος ότι ο Ετζαρέτ δε σου έκανε πλάκα;»
   «Αν είναι ποτέ δυνατόν ν' αστειευόταν με κάτι τέτοιο! Τι λένε οι Αγνοί της Αλεξάνδρειας (31); Υποθέτω ότι θα μίλησες στον Γαβριήλ και στους υπόλοιπους αδελφούς γι' αυτό που συμβαίνει».
   «Εννοείται, κι όλοι έχουμε μείνει άναυδοι. Ώρες ολόκληρες το συζητούσαμε».
   «Και πού καταλήξατε;»
   «Λένε ότι πρέπει ν' αποφύγουμε την επαφή με το Δάκρυ, όσο μπορούμε φυσικά. Πρέπει ν' απαλύνουμε αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ότι πρέπει να τ' αφήσουμε στο μέρος όπου εμφανίστηκε, να μη το μετακινήσουμε και να μην το πετάξουμε στη θάλασσα. Ο Γαβριήλ, μάλιστα, μου 'πε πως, αν αλλάξει χρώμα, θα πρέπει να το θάψουμε τυλιγμένο σ' αλάτι. Μ' άλλα λόγια, πιστεύουν ότι η παρουσία του σε τέτοιες ώρες, αποτελεί σημάδι ολέθρου».
   «Κι εγώ το ίδιο πιστεύω».
   Ο Νίκος έριξε ένα πονηρό βλέμμα στον Μπερνάρ, ανασήκωσε το φρύδι για να του τραβήξει την προσοχή κι έδειξε το Στέλιο που 'χε κοκκινήσει.
   «Κάτι ξέρει αυτός εδώ», του ψιθύρισε.
   «Αστειεύεσαι;» είπε ο Βιλιέ διερευνώντας με το βλέμμα το νεαρό, ο οποίος έκανε ότι δεν άκουγε τη συζήτηση ή ότι, τουλάχιστον, δε μπορούσε να καταλάβει.
   Ο Στέλιος, όμως, τα 'χε ακούσει όλα.
   «Πες μου και κάτι άλλο. Είσαι σίγουρος ότι μιλάμε για ένα απ' τα Δάκρυα, για το μεγαλύτερο θαύμα πάνω στη Γη;» ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Κρητικός, τσιμπώντας ένα κομμάτι από μια φραντζόλα που υπήρχε στο κέντρο του τραπεζιού.
   «Ναι, ένα απ' τα Δάκρυα, είτε τελικά είναι επτά, είτε δώδεκα...»
   «Το βρήκες; Το 'χεις στα χέρια σου; Το ξέρεις ότι λένε πως βρέθηκε κι άλλο ένα στη Γερμανία; Αναφέρουν ότι το 'θαψαν αμέσως».
   Ο Νίκος είχε ήδη πλησιάσει τον Μπερνάρ τόσο κοντά, που μπορούσε απλά να ψιθυρίσει για ν' ακουστεί.
   «Αυτό είναι το χειρότερο απ' όλα. Δεν το βρήκα, παρ' ότι έψαξα», απάντησε ο Βιλιέ. «Και συνεχίζω να ψάχνω. Φτάνει φυσικά να 'χω το χρόνο, γιατί οι ασθενείς μου έχουν τις δικές τους απαιτήσεις. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει, άλλωστε, μέρος του σπιτιού που να μην έχω ψάξει».
   «Άρα, μπορεί να σου 'κανε πλάκα, ζαβο-Γάλλε...»
   «Δεν υπάρχει περίπτωση. Ο Ετζαρέτ κληρονόμησε τις σημειώσεις και τα ημερολόγια του προηγούμενου βοτανολόγου. Το 'χε βρει, μάλιστα, και μου 'χε γράψει μια μεγάλη επιστολή, λέγοντας ότι το 'χε πιάσει στα χέρια του. Όταν έφτασα, βρήκα ένα σημείωμα που μου ευχόταν καλή τύχη κι επιβεβαίωνε αυτό που 'χε πει. Δεν ανέφερε, όμως, πού ακριβώς το 'χε βρει. Θέλω να με πιστέψεις... Το Δάκρυ βρίσκεται κάπου εδώ κοντά. Το ξέρω και νομίζω ότι σύντομα θα το βρούμε. Πρέπει να το βρούμε...» είπε ο Μπερνάρ κι αφέθηκε ν' ακουμπήσει με την πλάτη στο κάθισμά του. Το βλέμμα του έδειχνε άνθρωπο που είχε ηρεμήσει.
   «Το τρίτο Δάκρυ του Καρσέμπ!» συνέχισε ο Κρητικός. «Το πρώτο, σύμφωνα με την παράδοση, βρέθηκε στην Εδέμ, το δεύτερο στο Γολγοθά και τώρα... εδώ. Ποιος ξέρει τι είδους δράματα θα εξελιχθούν σε τούτη 'δω την πόλη και ποιος θα 'ναι ο δικός μας ρόλος μέσα σ' όλα αυτά».
   Στο μεταξύ, ο Στέλιος είχε βγει απ' την κουζίνα. Μέσα στο μισοσκόταδο της αυλής, ένοιωσε το κορμί του να ταράζεται συθέμελα από τρόμο κι αγωνία.

   Kαθώς πλησίαζε το μεσημέρι, ο Μαχμούτ Πασάς σπιρούνισε τ' άλογό του για να περάσει καλπάζοντας μπροστά απ' το Μεσοτείχιο, την πιο ευαίσθητη κι αδύναμη περιοχή του Τείχους του Θεοδοσίου. Δέκα καβαλάρηδες τον συνόδευαν με τα διακριτικά του σουλτάνου. Από ψηλά στα τείχη, εκατοντάδες Γενουάτες στρατιώτες τον είδαν να πλησιάζει, να διασχίζει τη μοναδική γέφυρα της περιοχής που δεν είχε ακόμα καταστραφεί και να σταματά μπροστά στη Μεγάλη Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
   «Είμαι ο Μαχμούτ Πασάς, πρεσβευτής του σουλτάνου Μωάμεθ του Β'. Φέρνω μήνυμα για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο», φώναξε δείχνοντας ένα σάκο πράσινο, φτιαγμένο από μετάξι, για να τον δουν όλοι. 
   Ένα μικρό παραπόρτι στην άκρη ενός πύργου άνοιξε κι εμφανίστηκε ένας φρουρός, ο οποίος έκανε νόημα στην ομάδα. Ο Μαχμούτ κατέβηκε από τ' άλογο κι άφησε να τον οδηγήσουν με δεμένα τα μάτια, στην Πόλη. Μισή ώρα αργότερα βρισκόταν μπροστά στον Κωνσταντίνο, στην αίθουσα των πρεσβευτών των Βλαχερνών. Ο μονάρχης δεν του επέτρεψε να πλησιάσει. Σ' ένα αναλόγιο στα δεξιά του υπήρχε ανοιχτή μια Βίβλος, το Σύνταγμα των Ρωμαίων της Ανατολής.
   «Σας ακούω, κύριε πρεσβευτά. Τι καινούργιο σοφίστηκε ο φίλος μου ο σουλτάνος;» είπε ειρωνικά ο Κωνσταντίνος, επιθεωρώντας απ' το θρόνο του τον επισκέπτη. «Περιμένει μήπως να του παραχωρήσω κι άλλα εδάφη για να χτίσει κυνηγετικό περίπτερο ή θερινό ανάκτορο σαν το Ρούμελη; Αν σας έστειλε γι' αυτό το λόγο, να του πείτε ότι αυτή τη φορά θα πάρει όση γη μπορεί να καλύψει το δέρμα ενός... φιδιού!»
   Οι σύμβουλοι κι οι στρατηγοί του αυτοκράτορα έσκασαν στα γέλια. Ο Μαχμούτ, όμως, δεν έκανε πίσω, αλλά αδιαφόρησε. Χαμογέλασε διακριτικά κι όταν τα γέλια κόπασαν, πήρε ξανά το λόγο.
   «Κύριέ μου, ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β', βασιλεύς των βασιλέων, Κύριος Πάντων των Πιστών, αφέντης τ...»
   «Μη συνεχίζετε, κύριε πρεσβευτά. Γνωρίζουμε καλά με τι είδους τσακάλι έχουμε να κάνουμε!» τον διέκοψε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, προκαλώντας ξανά το γέλιο στους παρισταμένους.
   «Όπως επιθυμείτε. Έχω στα χέρια μου ένα έγγραφο που μου 'δωσε ο σουλτάνος, στο οποίο σας ζητεί να παραδώσετε την πόλη. Θέλετε να σας το διαβάσω;» ρώτησε ο Μαχμούτ με κυνικό ύφος.
   «Δεν υπάρχει λόγος. Θα εξετάσουμε το έγγραφο αργότερα. Για πείτε μου, όμως, τι ακριβώς επιθυμεί ο πολυχρονεμένος και ποιες είναι οι συνθήκες παράδοσης», ρώτησε ο αυτοκράτωρ.
   «Πρέπει να παραδώσετε την πόλη, ν' ανοίξετε τις πύλες και να επιτρέψετε στο στρατό μας να καταλάβει την κεντρική πλατεία. Αν συμφωνήσετε», συνέχισε ο απεσταλμένος, «δεσμεύεται να σεβαστεί τη ζωή των πολιτών και να μην καταστραφούν βασιλικές, ναοί και μέγαρα. Υπόσχεται, επίσης, ότι θα σεβαστεί εσάς, την οικογένειά σας και την αυλή σας κι ότι θα σας επιτρέψει να φύγετε παίρνοντας μαζί τα πλούτη και τις περιουσίες σας».
   «Κι αν αρνηθούμε;» ρώτησε παριστάνοντας τον περίεργο ο αυτοκράτωρ.
   «Θα συμβεί το αντίθετο», είπε ο Μαχμούτ αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του. «Ο σουλτάνος δε θα δείξει έλεος για την πόλη αυτή, ούτε για τους κατοίκους της. Δε θα μείνει τίποτε όρθιο και κανείς ζωντανός».
   Όταν ο αυτοκράτωρ άκουσε την τελευταία δήλωση, σταμάτησε να μιλά.
   Γι' αρκετή ώρα, δεν έβγαζε μιλιά.
   Μετά από μερικά λεπτά, που φάνηκαν σ' όλους αιώνες, ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε. Κατέβηκε τα τρία σκαλιά που τον χώριζαν απ' τους υπόλοιπους και προχώρησε αργά, για να σταθεί απέναντι απ' τον πρεσβευτή. Τον κοίταξε στα μάτια.
   «Γύρνα στον κύριό σου, τον Μωάμεθ, το βασιλέα των βασιλέων, τον κατακτητή λαών κι εθνών και πες του ότι αυτή εδώ την πόλη δε θα την πάρει εύκολα», του 'πε ο Κωνσταντίνος απολύτα σίγουρος για τον εαυτό του. «Ποτέ δε θα επιτρέψω στο στρατό του να ποδοπατήσει την περηφάνεια των Ελλήνων. Να του πεις ότι ο Κωνσταντίνος δε θέλει να κάνει πόλεμο, ότι είναι διατεθειμένος να πληρώσει κι άλλους φόρους, αν μ' αυτό τον τρόπο αποφύγουμε να χυθεί αίμα αθώων. Θέλω, όμως, να του μεταβιβάσεις ακόμη πως η Κωνσταντινούπολη είναι παλαιά, χριστιανική πόλη και τέτοια θα μείνει. Δεν πρόκειται να υπογράψω καμιά συνθήκη, ούτε πρόκειται να φύγω, θα μείνω εδώ. Πείτε του ότι το πεπρωμένο μου θα ενωθεί μ' αυτό των ανθρώπων που βρίσκονται μέσα απ' αυτά τα τείχη, ό,τι κι αν γίνει. Κατάλαβες;»
   «Κατάλαβα, κύριε. Όπως ακριβώς τα είπατε, έτσι θα του τα μεταφέρω».
   Ο Μαχμούτ υποκλίθηκε με σεβασμό ενώπιον ενός επιφανειακά εύθραυστου άνδρα, ο οποίος όμως διέθετε αποφασιστικότητα κι άψογο παρουσιαστικό. Το βλέμμα του έπεσε στους παρισταμένους σαν να τους αποχαιρετούσε. Η φρουρά του Ιερού Παλατιού τον συνόδευσε μέχρι την κεντρική πύλη, όπου τον περίμενε το ίδιο απόσπασμα που τον είχε παραλάβει απ' την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. 
   Διασχίζοντας την πύλη, ο πρεσβευτής έπεσε πάνω σ' έναν άνθρωπο, ο οποίος μπήκε ανάμεσα σ' εκείνον και την πλατιά σκάλα. Τα διαπιστευτήριά του έπεσαν στο πάτωμα. Ο άγνωστος έσκυψε, μάζεψε τον κύλινδρο με τα χαρτιά και του τον έδωσε. Ο Μαχμούτ ψέλλισε κάτι σαν ευχαριστώ κι ανέβηκε στ' άλογό του. Ένας στρατιώτης του ξανάδεσε τα μάτια. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε η συνοδεία για να τον συνοδεύσει μέχρι τα τείχη.
   «Τι συμβαίνει μ' αυτόν εδώ τον Τούρκο; Του πέφτουν όλα!» είπε ο ξένος.
   «Νομίζω πως, ίσως, φταίει το γεγονός ότι φεύγει μ' άδεια χέρια και ξέρει καλά τι μπορεί να συμβεί σε κάποιον όταν δε φέρνει καλά μαντάτα στο σουλτάνο». Ο άνδρας που εξηγούσε τι είχε συμβεί, ήταν ο επικεφαλής του αποσπάσματος της φρουράς που έμενε στην κεντρική πύλη του Ιερού Παλατιού. «Εσύ, παλικάρι, τι δουλειά έχεις εδώ; Δε θα 'πρεπε να βοηθάς να επισκευαστούν τα τείχη; Δεν υπάρχει χώρος για τεμπέληδες!»
   «Πρέπει να μιλήσω στο Θεόφιλο Παλαιολόγο. Φέρνω γράμμα από έναν γιατρό κι αφορά τον αυτοκράτορα. Είμαι ο Στέλιος, ο μαθητής του άρχοντα Βιλιέ».
   Ένας στρατιώτης τον συνόδευσε παραμέσα. Από 'κει τον παρέλαβε ένας απ' τους αυλάρχες, προειδοποιώντας τον ότι ίσως αναγκαζόταν να περιμένει για ώρες. Το Ιερό Παλάτι έσφυζε από ζωή. Απ' τους διαδρόμους και τις στοές περνούσε ένα σωρό κόσμος βιαστικά και γρήγορα. Όλοι τους έδειχναν ν' ασχολούνται με θέματα υψίστης σημασίας, να παίρνουν και να δίνουν διαταγές, έγγραφα, ειδήσεις. Πολλοί περνούσαν πλάι του, χωρίς να τον προσέχουν. Εν τέλει, μια δίφυλλη πόρτα άνοιξε στο βάθος του διαδρόμου. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος βάδιζε δίπλα στον αυτοκράτορα και σ' έναν στρατιωτικό που φορούσε αστραφτερή πανοπλία. Όταν ο Στέλιος τους είδε να πλησιάζουν, έκανε νόημα για να του δώσει σημασία.
   «Κύριε», ψέλλισε, «σας φέρνω αυτό που παραγγείλατε. Με στέλνει ο άρχοντας Βιλιέ».
   «Εσύ είσαι μικρέ;» είπε ο Θεόφιλος, όταν συνειδητοποίησε ποιον είχε μπροστά του.
   «Βιλιέ; Απ' το γιατρό κι αλχημιστή, ο οποίος, όπως λένε, τιμά με την παρουσία του την πόλη μας;» ρώτησε ο αυτοκράτωρ γεμάτος ενδιαφέρον. «Σε τέτοιες εποχές, όπως αυτή που διανύουμε, όλοι θα θέλαμε να 'χουμε στα χέρια μας περισσότερο χρυσάφι».
   Ο Κωνσταντίνος κοίταξε τον Στέλιο εξεταστικά. Ο νεαρός κατέβασε τα μάτια.
   «Μάλιστα μεγαλειότατε, αυτός είναι ο δάσκαλός μου. Δυστυχώς, όμως, είναι καλός κυρίως στα καταπλάσματα, τις πομάδες και τ' αποστάγματα», απάντησε ο μικρός που 'δειχνε να τα 'χει χαμένα. «Πιστέψτε με, στο εργαστήριό του δεν κατασκευάζει πράγματα που λάμπουν...»
   Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε και γύρισε προς την πλευρά του στρατιωτικού που τους συνόδευε. Ο Στέλιος τον άκουσε να δίνει οδηγίες για θέματα που είχαν σχέση με την τροφοδοσία του στρατεύματος και με τον έλεγχο των δεξαμενών του νερού της πόλης. Λίγο αργότερα, είδε το λοχαγό να χαιρετά υποκλινόμενος και ν' απομακρύνεται.
   «Λοιπόν, παλικάρι μου;» συνέχισε ο Κωνσταντίνος. «Τι σε φέρνει στα μέρη μας; Δυστυχώς, δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Μέσα στις επόμενες ώρες, ή λεπτά, τα τηλεβόλα (32) των Τούρκων θ' αρχίσουν να βομβαρδίζουν ανελέητα την Πόλη».
   Ο Στέλιος ζήτησε τη βοήθεια του Θεόφιλου. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο βασιλεύς του απηύθυνε το λόγο και μάλιστα με φιλικό και χαλαρό τρόπο, τον έκανε να εκπλαγεί.
   «Αυτός εδώ ο μικρός», είπε ο Θεόφιλος, «ήρθε εδώ για να δει εμένα. Πήγα στον Βιλιέ για να του ζητήσω τη συμβουλή του, επειδή ακριβώς τις τελευταίες βδομάδες έμοιαζες απορροφημένος στις σκέψεις σου, αποστασιοποιημένος, αδιάφορος. Το θεώρησα απαραίτητο, αλλά δε σ' είχα δει να μιλάς στον πρεσβευτή και να ξαναβρίσκεις τον παλιό, καλό σου εαυτό. Μάλλον, λοιπόν, βιάστηκα».
   «Σ' ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, Θεόφιλε, αλλά δεν έχουμε χρόνο για φάρμακα. Ο κύβος ερρίφθη κι είμαστε πλέον στα χέρια του Υψίστου», είπε ο αυτοκράτωρ. «Μ' άλλα λόγια, νεαρέ, αν κατάλαβα καλά, μου φέρνεις ένα μαγικό μαντζούνι; Έτσι δεν είναι;»
   Ο Κωνσταντίνος έβαλε ξανά τα γέλια.
   Ο Στέλιος του 'δωσε ένα φλασκί, που περιείχε ένα υγρό με κεχριμπαρένιο χρώμα και μαζί ένα γράμμα. Ο βασιλεύς παρέδωσε στο Θεόφιλο το μπουκαλάκι κι απομακρύνθηκε, για να δει καλύτερα τι έγραφε το σημείωμα στο φως των αψίδων. Το ξεδίπλωσε κι άρχισε να διαβάζει...


          Προς τον Κωνσταντίνο τον ΙΑ', αυτοκράτορα των Ρωμαίων

           Αύγουστε,
   Κατ' αρχάς, οφείλω να ομολογήσω ότι ποτέ δεν έτυχε να 'χω αυτοκράτορα ως ασθενή και πολύ στενοχωριέμαι επειδή μπορεί να κάνω λάθος διάγνωση. Το χειρότερο είναι ότι η φύση του προβλήματος που αντιμετωπίζετε, δεν αφορά στο σώμα, ή τουλάχιστον έτσι μου λένε, αλλά έχει να κάνει με την ψυχική σας υγεία, η οποία ταλαντεύεται μεταξύ αδυναμίας και δύναμης. Η ψυχή, αύγουστε, είναι ον άυλο, ευμετάβλητο και ρευστό. Το προϊόν που σας παραδίδει ο μαθητής μου, είναι ένα απόσταγμα ακανθώδους κάκτου που φύεται στα όρη της Ανατολίας και το οποίο έχει την ικανότητα να χαρίζει διαύγεια πνεύματος κι ηρεμία. Αρκεί να διαλύσετε δέκα σταγόνες σε νερό, πριν το καθημερινό σας πρόγευμα, για να λειτουργήσει το σκεύασμα. Ελπίζω το πανάρχαιο αυτό φάρμακο με τη βοήθεια του Παντοδύναμου να σας βοηθήσει  για να μας βοηθήσετε. Στη μαντική μου τράπουλα είδα ότι θα ζήσουμε στιγμές μεγάλης έντασης στις επόμενες μέρες. Είθε ο Ύψιστος να σας έχει πάντα καλά.
Μπερνάρ Βιλιέ

   Ο μονάρχης δίπλωσε το σημείωμα και πλησίασε τον Στέλιο. Θέλησε να πει κάτι, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Προσπαθούσε να βρει τι ήθελε να πει.
   «Παιδί μου, θέλω να πας ένα μήνυμα στον κύριο Βιλιέ. Θα το γράψω με τα ίδια μου τα χέρια αργότερα. Μην ανησυχείς, δε θ' αργήσω. Μπορείς να περιμένεις;»
   «Φυσικά, κύριε. Θα περιμένω όσο χρειαστεί».
   Ο Κωνσταντίνος αποσύρθηκε συνοδευόμενος απ' το Θεόφιλο. Ο Στέλιος έμεινε ξανά μόνος στο διάδρομο. Κοίταζε γεμάτος θαυμασμό τις τοιχογραφίες στα ταβάνια, τους τρούλους, τους πυργίσκους, τις ρεγιώνες της Πόλης και τα περιβόλια που απλώνονταν κάτω απ' τον εξώστη του Ιερού Παλατιού. Ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον ουρανό. Μισή ώρα αργότερα, ο εξάδελφος του μονάρχη επέστρεψε με την επιστολή στο χέρι. Την είχε κλείσει με βουλοκέρι κι έφερε τη σφραγίδα του δικέφαλου αετού.
   «Να την παραδώσεις στον άρχοντα Βιλιέ. Δεν πρέπει να χαθεί. Κατάλαβες;» Τα λόγια του Θεόφιλου ακούγονταν ευγενικά κι απειλητικά συγχρόνως.
   «Καταλαβαίνω, κύριε. Πηγαίνω αμέσως», απάντησε ο Στέλιος κι έτρεξε προς την έξοδο.
   Έξω απ' την ακρόπολη του ανακτορικού συμπλέγματος, υπήρχαν σπίτια, κατοικίες αξιωματούχων, υπήρχαν μέρη όπου συνέχιζαν το τυπικό της αυλής, παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι βρίσκονταν ήδη προ των πυλών. Η ζωή στο Βυζάντιο άλλαζε κι οι πολίτες περνούσαν μεγάλη δοκιμασία. Κόσμος πλημμύριζε τους δρόμους, τις βασιλικές, τις εκκλησίες, όλες τις ώρες της μέρας. Η ζωή της Πόλης δε σταματούσε ποτέ. Στρατιώτες απ' την Καταλωνία κι απ' την Προβηγκία προσπαθούσαν να συνδράμουν στην τελική οχύρωση της πόλης κι είχαν όλοι μαζευτεί κοντά στα τείχη. Μέλη διαφόρων ταγμάτων, που 'χαν διαλυθεί τα τελευταία χρόνια, περίμεναν διαταγές συγκεντρωμένα σε μικρές πλατείες. Ενετοί και Γενουάτες μιλούσαν δυνατά μεταξύ τους και στις γωνιές των δρόμων άκουγες Ελληνικά, Λατινικά, Εβραϊκά και Καταλανικά.
   Η Κωνσταντινούπολη σφράγιζε τις πύλες της.
   Ο Στέλιος προσπαθούσε να φτάσει στον Οίκο των Βοτανολόγων, αφήνοντας στα δεξιά του το μοναστήρι του Σωτήρος στη Χώρα. Την ώρα που ετοιμαζόταν να περάσει στο Φανάρι, αφήνοντας πίσω τη ρεγιώνα των Βλαχερνών, σταμάτησε γιατί μπροστά του είδε κόσμο να τρέχει προς το Τείχος του Θεοδοσίου. Όλοι είχαν μάθει για την απόρριψη του τελεσιγράφου απ' τον Κωνσταντίνο. Παρασύρθηκε απ' τη λαοθάλασσα και πλησίασε περισσότερο στα προπύργια. Το πλήθος προσπαθούσε να δει πάνω από στέγες, τείχη, πύργους, τις επάλξεις και τις Πύλες. Το χιλιετές τείχος ξεχώριζε από μακριά, λουσμένο καθώς ήταν στο φως του μεσημεριάτικου ήλιου.
   Μεγάλος αριθμός Ενετών ναυτικών προχωρούσε προς τη μεριά του τριπλού τείχους με σημαίες και φλάμπουρα να κυματίζουν στον άνεμο.
   Χιλιάδες χέρια σήκωναν αστραφτερά και κοφτερά σπαθιά.
   Μ' απίστευτη ορμή και περηφάνεια, προκαλούσαν το σουλτάνο.

   «Για πες μου, Νικηφόρε, πώς πάει η καταραμένη η ποδάγρα σου; Απ' όσο βλέπω, μια χαρά πατάς το πόδι. Να του ρίξω μια ματιά. Έλα πάρε αυτό το σακουλάκι».
   Ο άνδρας στηρίχτηκε στην πατερίτσα του και πήρε απ' το χέρι του Μπερνάρ το σακουλάκι με τ' άλατα του Αγίου Γρηγορίου. Ο γιατρός έκανε βαθύ κάθισμα για να εξετάσει τα δάχτυλα του ασθενούς, πιέζοντας απαλά διάφορα μέρη.
   «Σε πονά;»
   «Σαν να μου καρφώνουν μαχαίρι! Πονάει, αλλά αντέχω στον πόνο. Υπάρχουν χειρότεροι πόνοι, άρχοντα Βιλιέ», είπε ο γέρος ακουμπώντας το χέρι στο στήθος.
   «Πονάς εκεί;»
   «Έχει πληγωθεί η περηφάνεια μου...»
   Ο Μπερνάρ χαμογέλασε και ξανάβαλε το σανδάλι στο πόδι του Έλληνα. Σηκώθηκε και τον χτύπησε στον ώμο.
   «Η περηφάνεια σου, ε; Δεν ήξερα ότι κι αυτή μπορεί να πονέσει».
   «Κι όμως... πονάει!»
   «Γιατί όμως, Νικηφόρε; Μήπως δε σε θέλουν πια οι γυναίκες;»
   Ο Έλληνας γέλασε νευρικά, αποκαλύπτοντας ένα στόμα χωρίς δόντια. Στη συνέχεια, σηκώθηκε να φύγει.
   «Με πονάει η πόλη μου, γιατί εδώ έζησα όλη μου τη ζωή», είπε. «Με πονάει το γεγονός ότι δε με λυπάται ο Θεός. Με πονάει να βλέπω Λατίνους να βρίζονται στους δρόμους μας. Αυτά όλα με πονάνε!»
   «Ησύχασε. Όλα θα πάνε καλά. Μην τρως πολύ κρέας, γιατί κάνει κακό στην ποδάγρα. Ούτε να πίνεις πολύ κρασί».
   «Κρέας; Αστειεύεσαι; Και πώς να τ' αγοράσω;» είπε την ώρα που περνούσε το κατώφλι. «Το κρασί, όμως, δεν πρόκειται να το κόψω, γιατί διώχνει τη θλίψη».
   Ο Μπερνάρ έκλεισε την πόρτα του σπιτιού και πήγε προς την κουζίνα. Κάθισε πλάι στο Νίκο, που 'τρωγε καπνιστό χοιρινό.
   «Εσύ δε θα φας, Γάλλε;» ρώτησε ο Κρητικός με γεμάτο το στόμα. «Είναι πολύ αργά».
   «Δεν πεινώ. Πολύ περισσότερο, μάλιστα...» είπε κι έβγαλε απ' το πουκάμισό του την επιστολή που του 'χε παραδώσει μια ώρα πριν ο Στέλιος. Στάθηκε και κοίταξε την υπέροχη σφραγίδα των Παλαιολόγων. Κατόπιν, έσπασε το βουλοκέρι, χωρίζοντας στα δυο το δικέφαλο αετό. Ξεδίπλωσε το χαρτί και διάβασε.
   «Λοιπόν, Μπερνάρ; Γιατί τόσο μυστήριο; Το πρόσωπό σου φανερώνει απίστευτο προβληματισμό», είπε ο Νίκος όλος περιέργεια. 
   «Διάβασε...»
   Ο Μπερνάρ δίπλωσε με προσοχή την επιστολή και την άφησε στο τραπέζι.
   «Για να δούμε...» είπε ο Νίκος σκουπίζοντας τα χείλη του στο μανίκι, απομακρύνοντας το δίσκο με το φαγητό και σπρώχνοντας με το χέρι τα ψίχουλα. «Τα ματογυάλια μου! Πού κρύβονται όταν τα χρειάζομαι;»
   «Δίπλα στο πιθάρι!»
   «Τώρα μάλιστα! Ξέρεις, τον τελευταίο καιρό αρχίζω να ξεχνώ. Νομίζω ότι γερνώ. Τι λες κι εσύ; Πόσων χρόνων με κάνεις;»
   «Δεν ξέρω. Έχω χάσει το λογαριασμό και των δικών σου και των δικών μου χρόνων».
   «Επιστολή απ' τον αυτοκράτορα!  Το ξέρεις ότι μ' αυτήν εδώ και στη Ρώμη ακόμη θα μπορούσες ν' ανοίξεις ιατρείο;»


Κωνσταντινούπολη,
την έκτη ημέρα του τετάρτου μήνα του Σωτηρίου Έτους 1453

          Προς τον άρχοντα Μπερνάρ Βιλιέ,
   Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον που δείξατε για την υγεία μου. Είμαι σίγουρος ότι στις μέρες που έρχονται, θα 'χετε την ευκαιρία ν' αποδείξετε το ενδιαφέρον σας για πολλούς ακόμη. Σε κάθε περίπτωση σας παρακαλώ να βιαστείτε να συναντηθείτε με τον πατέρα Λέοντα Ανδρόνικο, ιερέα της βασιλικής της Αγίας Σοφίας. Είναι ενημερωμένος για τον ερχομό σας στην Πόλη. Είναι μεγάλος άνθρωπος και ζει αποτραβηγμένος εντός των τειχών. Μόνο αυτός κι εγώ γνωρίζουμε για την ύπαρξη ενός πνευματικού θησαυρού, η αξία του οποίου είναι ανυπολόγιστη κι υπερβαίνει την αξία οποιουδήποτε άλλου λειψάνου, μνημείου ή θησαυρού που υπάρχει στη βασιλεύουσα. Πρόκειται για κάτι που δεν πρέπει και δε μπορεί σε καμιά περίπτωση να χαθεί.
   Είθε ο Ύψιστος να ευλογεί τη ζωή σας και τη δική μου ζωή.
Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος
ελέω Θεού Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων

   «Μα για όλα τα ιερά βιβλία του Ερμή και το Ναό του Σολομώντα! Μα τους εκπεσόντες αγγέλους και τον ίδιο το Σατανά! Τι σημαίνει αυτό, Γάλλε;» είπε ο Νίκος και σηκώθηκε θορυβημένος. Άρχισε να βαδίζει πάνω - κάτω στο δωμάτιο, να διαβάζει ξανά και ξανά την επιστολή,  να βάζει και να βγάζει συνεχώς τα ματογυάλια του. Σε κάποια φάση μάλιστα, σκόνταψε και χτύπησε το γόνατό του στον πάγκο κι έτσι αναγκάστηκε να ξανακαθίσει. «Σε ρώτησα κάτι... Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν έχεις όρεξη!» του 'πε εκνευρισμένος. «Για τι σόι πνευματικό θησαυρό μιλά ο αυτοκράτωρ; Τι ξέρεις εσύ για όλα αυτά; Κάτι μου κρύβεις».
   «Δεν έχω ιδέα, πρέπει να με πιστέψεις».
   Ο Μπερνάρ δοκίμασε λίγο κρέας.
   «Είμαι σίγουρος ότι αναφέρεται στο Δάκρυ. Σε τι άλλο θα μπορούσε ν' αναφέρεται;» είπε ο Νίκος που δεν έλεγε να πάψει να μιλά για την επιστολή.
   «Δεν υπάρχει περίπτωση. Σου θυμίζω πως ο Ετζαρέτ κι ο Ααρών, ο γιατρός τον οποίο διαδέχτηκε, γνώριζαν την ύπαρξη του άστρου, αλλά εκεί αρχίζει και τελειώνει η ιστορία. Ο αυτοκράτωρ δε μπορεί να γνωρίζει το παραμικρό κι είμαι σίγουρος ότι για κάτι άλλο πρόκειται», είπε ο Μπερνάρ αφήνοντας το κουτάλι του στο πιάτο. Χάιδεψε για μια στιγμή το στομάχι του, απολαμβάνοντας μια αίσθηση πληρότητας.
   «Δεν καταλαβαίνω τίποτε!» είπε ο Κρητικός χειρονομώντας έντονα. «Τι στο καλό μπορεί να 'ναι πιο σημαντικό σ' αυτή την πόλη από ένα αστέρι που φωτίζει τον κόσμο στους σκοτεινούς αυτούς αιώνες; Τι μπορεί να 'χει μεγαλύτερη αξία από αρχαία λείψανα κι αντικείμενα που κοσμούν βασιλικές και ναούς; Το θέμα είναι τι κάνουμε;»
   «Νομίζω ότι ξέρεις τι πρέπει να γίνει...»
   «Πολύ σίγουρο σε βλέπω».
   «Νίκο... Τον πατέρα Ανδρόνικο. Πρέπει να επισκεφτούμε τον πατέρα Ανδρόνικο».
   Η συζήτηση διακόπηκε από μια βολή του βασιλίσκου, που συντάραξε την πόλη. Τα τείχη βάλλονταν απ' τα κανόνια των Τούρκων και χιλιάδες πουλιά τρομαγμένα προσπαθούσαν να ξεφύγουν, σπάζοντας την κρυσταλλική διαύγεια τ' ουρανού.

   Ο Μπερνάρ, ο Νίκος κι ο Στέλιος έφυγαν απ' τον Οίκο των Βοτανολόγων γύρω στο μεσημέρι. Όλη νύχτα έβρεχε, μετατρέποντας τα στενά δρομάκια των Πετριών, της Πλατείας και του Ζεύγματος σε χειμάρρους γεμάτους λάσπη. Συνέχιζε να ρίχνει ψιλόβροχο. Ο μονότονος ήχος των κανονιών των Τούρκων, που έπλητταν ανελέητα τα τείχη της Πόλης, αντηχούσε από μακριά. Κατά καιρούς, μάλιστα, ακουγόταν κάποια δυνατή έκρηξη που ξεκούφαινε για λίγο τους κατοίκους. Κάθε φορά έκαναν το σταυρό τους, γυρνούσαν τα μάτια στον ουρανό κι επιτάχυναν το βήμα τους. Τα κανόνια είχαν πρόβλημα από υπερθέρμανση κι οι χρήστες πολλές φορές έκαναν διάλειμμα για ώρες προτού τα χρησιμοποιήσουν ξανά.
   Η μεγαλόπρεπη Αγία Σοφία ξεχώριζε πάνω στον καμβά του συννεφιασμένου ουρανού. Όσο πλησίαζαν στη βασιλική, αφήνοντας τον ιππόδρομο απ' τη μια πλευρά και την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης απ' την άλλη, ο Μπερνάρ παρατηρούσε πόσο εντυπωσιακός ήταν ο περίφημος τρούλος της, πόσο κομψή και συγχρόνως ρωμαλέα η αρχιτεκτονική της γραμμή, η χρυσή της όψη. Κατόπιν, πέρασαν στο εσωτερικό και τότε ο γιατρός ένοιωσε δέος.
   Οι φωνές της χορωδίας αντηχούσαν μεγαλόπρεπες, ποτίζοντας με γλυκιά ανατριχίλα το δάσος με τις κολώνες που στήριζαν τον τρούλο, για να ενωθούν καθώς ανέβαιναν προς το Θεό, με το φως απ' τα σαράντα παράθυρα που κοσμούσαν τον τρούλο. Οι μοναχοί έψελναν αποσπάσματα της δοξολογίας, καλύπτοντας όλο το φάσμα, από τον όρθρο μέχρι τ' απόδειπνο και τον εσπερινό, σε ήχους πλάγιους. Παραδόξως ακούγονταν Λατινικά, ψαλμοί περίφημοι και κλασικοί. Τιμούσαν με τις φωνές τους το μεγαλύτερο ναό των Χριστιανών της Ανατολής.
   «Περίεργο, η βασιλική είναι άδεια. Δεν το καταλαβαίνω. Στις υπόλοιπες εκκλησίες υπάρχει το αδιαχώρητο», παρατήρησε ο Στέλιος.
   «Στις υπόλοιπες εκκλησίες η ακολουθία γίνεται στα Ελληνικά, Στέλιο. Αυτή είναι η μοναδική εκκλησία, που γίνεται στα Λατινικά...» ψιθύρισε ο Μπερνάρ για ν' ακούσει ο νεαρός.
   Διέσχισαν το κεντρικό κλίτος. Εκατοντάδες χοντρές λαμπάδες έκαιγαν αργά, λούζοντας με κίτρινο απόκοσμο φως την εκκλησία, κάνοντας τις σκιές των κιόνων να μοιάζουν πολύ μεγαλύτερες. Ένας διάκονος πλησίασε κι ο Μπερνάρ σφύριξε για να του τραβήξει την προσοχή.
   «Αδελφέ, θα θέλαμε να δούμε τον πατέρα Λέοντα Ανδρόνικο. Μπορείτε να τον ειδοποιήσετε;»
   «Τον πατέρα Ανδρόνικο; Θα προσπαθήσω να τον βρω, αλλά ποιος να του πω ότι τον θέλει, κύριε;»
   «Ο Μπερνάρ Βιλιέ».
   Ο διάκονος χάθηκε στο σκοτάδι, αφήνοντάς τους μόνους. Ο Νίκος παρατηρούσε τους κίονες. Τους μέτρησε και τους έβγαλε περισσότερους από εκατό. Από μια οπτική γωνία, μάλιστα, του φαίνονταν σαν γίγαντες παραταγμένοι κι έτοιμοι για πόλεμο. Οι κολώνες της Αγίας Σοφίας προέρχονταν από διάφορους ναούς της Ανατολής και της Δύσης. Ο Κρητικός αναρωτιόταν ποιος θα μπορούσε άραγε να τους είχε φέρει απ' την Αίγυπτο. Για μια στιγμή, φαντάστηκε ποιος θα το 'χε κάνει.
   Ο Στέλιος τριγυρνούσε προσεκτικά και χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, σταματώντας κάθε τόσο.
   Ο Μπερνάρ είχε σταθεί με το μυαλό του άδειο από σκέψεις κι απλά κοίταζε τον εντυπωσιακό κεντρικό τρούλο. Ριπές λευκού φωτός υψώνονταν στον ουρανό.
   Κάποια στιγμή, ακούστηκε ένας θόρυβος που τους τράβηξε την προσοχή. Ένας άνδρας ψηλόλιγνος, που έμοιαζε με φάντασμα, πλησίαζε προς το μέρος τους. Στηριζόταν στο μπαστούνι του για να περπατήσει.
   Ο Λέων Ανδρόνικος σταμάτησε μπροστά τους. Ήταν πολύ γέρος και το πρόσωπο και τα χέρια του έμοιαζαν μ' αρχαία περγαμηνή, αλλά ήταν επίσης ολοφάνερο πως ήταν ξεχωριστός άνθρωπος. Τα γαλανά του μάτια, τα οποία σκίαζαν πυκνά, κατάλευκα φρύδια, δεν είχαν βλέμμα φυσιολογικό. Ο Στέλιος, μάλιστα, τον πέρασε για τρελό, μα, λίγο αργότερα, τον είδε να χαμογελά, σαν να τους κορόιδευε. Το τρομακτικό του βλέμμα χάθηκε.
   «Το πιστεύετε», είπε, «ότι από 'δω περνούν καθημερινά εκατοντάδες ιερείς, διάκονοι, ψάλτες, κήρυκες, συντηρητές έργων τέχνης, αλλά δε μιλώ σχεδόν ποτέ με κανέναν; Όλοι με θεωρούν τρελό, αλλά εγώ ξέρω ότι στην ηλικία μου όλοι θέλουν να τρελαθούν για να μην ξέρουν τι τους γίνεται. Ποιος απ' τους τρεις σας είναι ο άρχοντας Βιλιέ;» ρώτησε με σοβαρό ύφος.
   «Εγώ είμαι ο Μπερνάρ Βιλιέ, πάτερ, κι ήρθα να σας δω, μαζί με τον καλό μου φίλο Νίκο και το μαθητή μου, το Στέλιο. Με στέλνει ο αυτοκράτωρ. Θα μας χαρίσετε, λοιπόν, λίγο απ' το χρόνο σας;»
   «Φυσικά. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω. Καλύτερα, όμως, να πάμε να μιλήσουμε κάπου αλλού. Ακολουθήστε με».
   Ο Ανδρόνικος ξεκίνησε ακουμπώντας στο μπαστούνι του. Ο Νίκος, όμως, δεν κρατήθηκε. Ήθελε να μάθει...
   «Πάτερ, μπορείτε να μου πείτε, ποια απ' όλες τις κολώνες μεταφέρθηκε απ' την Αίγυπτο;»
   Ο γέροντας του την έδειξε.
   «Εκείνη εκεί. Προέρχεται απ' το Ναό του Ήλιου στην Ηλιούπολη. Υπάρχει κι άλλη μια στο βάθος, αλλά είναι πολύ πιο ανοιχτού χρώματος κι ανήκε στο Ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο. Οι περισσότερες, όμως, κατασκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν απ' τη Θεσσαλία».
   Ακολούθησαν τον πατέρα Ανδρόνικο. Ο Νίκος έμεινε τελευταίος. Κανείς δεν πρόσεξε ότι στο πρόσωπό του κυλούσε ένα δάκρυ.

   Ο Λέων Ανδρόνικος οδήγησε το Νίκο και τον Μπερνάρ σ' ένα μικρό δωμάτιο, που βρισκόταν στο πίσω μέρος της βασιλικής. Διασχίζοντας την πρώτη αίθουσα που έμοιαζε με ιματιοθήκη, την οποία είχαν μετατρέψει σε γραφείο όπου ο χρόνος έμοιαζε να 'χει σταματήσει, είχαν την ευκαιρία να ρίξουν μια ματιά στη γεμάτη αυταπάρνηση και λεπτομέρεια δουλειά των αντιγραφέων. Εικονογράφοι και καλλιγράφοι ξεδίπλωναν την τέχνη της υπομονής, χρωματίζοντας, ομορφαίνοντας ή διορθώνοντας ένα σωρό λεπτομέρειες, κώδικες, βιβλία ψαλμών.
   «Καλύτερα να περιμένεις εδώ», είπε ο Μπερνάρ στο Στέλιο.
   Ο Στέλιος έδειξε να μην απολαμβάνει και τόσο την ιδέα. Ήταν σίγουρος πως ο Μπερνάρ, ο Νίκος κι ο Ανδρόνικος θα μιλούσαν γι' ατέλειωτες ώρες περί μυστικισμού.
   Οι τρεις άντρες μπήκαν στο δωμάτιο κι ο ιερέας τους έδειξε να καθίσουν σε δυο πάγκους, που υπήρχαν γύρω απ' το τραπέζι κοντά σ' ένα μακρόστενο παράθυρο. Από κει φαινόταν ένα μεγάλο μέρος της βασιλεύουσας. Η βροχή είχε σταματήσει να πέφτει.
   «Το δίχως άλλο θ' αναρωτιέστε, κύριε Βιλιέ, ποιος είναι ο σκοπός της συνάντησής μας», είπε ο γέροντας όταν κάθισαν.
   «Πράγματι, θέλω πολύ να μάθω· περιμένω εδώ και τόση ώρα, σεβάσμιε γέροντα», είπε ο Μπερνάρ χαμογελώντας.
   Ο Ανδρόνικος του το ανταπέδωσε. Το χαμόγελό του ήταν μεταδοτικό. Τα χέρια του γέροντα είχαν ακουμπήσει στο μπαστούνι του, που 'χε γίνει το τρίτο του πόδι.
   Ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη, που έκανε το οικοδόμημα να ταραχτεί συθέμελα.
   «Ο Μωάμεθ προ των πυλών (33)!» δήλωσε ο Βιλιέ, παραφράζοντας την κραυγή τρόμου των Ρωμαίων στη διάρκεια του δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου.
   «Η διαφορά, αγαπητοί κύριοι, είναι πως ο Αννίβας καθυστέρησε χρόνια για να μπει στη Ρώμη, ενώ ο Μωάμεθ μάλλον βιάζεται», σχολίασε με πικρία ο ιερέας.
   Κι οι τρεις έσκασαν στα γέλια.
   «Μην ανησυχείτε», συνέχισε. «Θα δούμε τι πρόκειται να συμβεί και θα πράξουμε ανάλογα. Μην ξεχνάτε ότι το Βυζάντιο έχει αντέξει απίστευτες πολιορκίες. Βησιγότθοι, Ούνοι, Οστρογότθοι, Πέρσες, Άραβες και Βούλγαροι δεν κατάφεραν να κυριεύσουν τα τείχη. Γνωρίζετε ότι μια απ' τις πολλές πολιορκίες λύθηκε χάρις στο γεγονός ότι είδαν την Παναγία να βαδίζει πάνω στα τείχη;»
   «Το 'χω ακούσει, πάτερ. Είμαι, όμως, από κείνους που δεν πιστεύουν στα θαύματα και που δεν περιμένουν τη βοήθεια του Θεού, αλλά προσπαθούν να βοηθήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους...» δήλωσε ο Μπερνάρ μ' ύφος γεμάτο αυτοπεποίθηση. «Να σας ρωτήσω κάτι;»
   «Σας ακούω».
   «Είστε σίγουρος ότι ο πάπας θα στείλει βοήθεια; Έχετε πληροφορίες για χριστιανικό στόλο που 'χει ήδη ξεκινήσει ή, τέλος πάντων, ακούγεται κάτι τέτοιο;»
   Ο γέροντας αρνήθηκε, κουνώντας το κεφάλι.
   «Είμαστε μόνοι, κύριε Βιλιέ. Ο Νικόλαος δε θέλει να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του για να μας βοηθήσει. Έστειλε μια χούφτα άνδρες και λίγα όπλα, για να μας κλείσει το στόμα. Η βοήθειά του είναι περισσότερο συμβολική, παρά ουσιαστική. Μας έχει παρατήσει στην τύχη μας κι ας ζούμε στη δεύτερη Ρώμη κι ας είμαστε Χριστιανοί», είπε ο Ανδρόνικος.
   «Ωστόσο, πριν δεκαπέντε χρόνια υπογράφηκε η συμφιλίωση των εκκλησιών στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, έτσι δεν είναι;» τους διέκοψε ο Νίκος. «Ο Κωνσταντίνος μίλησε ανοιχτά για την Ένωση μέσα σ' αυτήν εδώ τη βασιλική, λίγους μήνες πριν. Το σχίσμα δεν υφίσταται πλέον!»
   «Λόγια, υπογραφές, πολιτικές σκοπιμότητες. Οι πληγές παραμένουν ό,τι κι αν γίνει».
   Το πρόσωπο του Ανδρόνικου φανέρωνε απελπισία.
   «Πάτερ Ανδρόνικε», παρενέβη ο Νίκος, «ας ξεχάσουμε τον πάπα και τη βοήθειά του στη χριστιανοσύνη. Καλύτερα ν' αποδεχτούμε το γεγονός ότι είμαστε μόνοι. Η πόλη, όμως, προς το παρόν αντιστέκεται. Μακάρι οι Οθωμανοί μετά από βδομάδες ή μήνες πολιορκίας να σηκωθούν να φύγουν. Θα γίνει όπως πάντα το θέλημα του Θεού. Τι θα συμβεί, όμως, αν καταφέρουν, όπως οι Σταυροφόροι στο παρελθόν, να σπάσουν την άμυνά μας και να καταλάβουν την Πόλη;»
   Το πρόσωπο του Ανδρόνικου άλλαξε εντελώς απροσδόκητα. Ο Νίκος είχε άθελά του ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.
   «Μη μιλάς για τους Σταυροφόρους!» φώναξε δυνατά ο ιερέας, ενώ έσφιγγε τα χέρια του στο μπαστούνι. «Οι Σταυροφόροι με τις πολύχρωμες στολές τους πολιόρκησαν την πόλη και την έπνιξαν στη φωτιά και το αίμα. Έφεραν το χάος, την ατίμωση, φόνους και κλοπές! Ό,τι αξιόλογο και σημαντικό υπήρχε το κατέστρεψαν ή το 'κλεψαν για να το πάνε στις αυλές τους στην Ευρώπη ή στις δικές τους εκκλησίες!»
   Η οργή άρχισε να φουντώνει στο πρόσωπο του Ανδρόνικου.
   «Οι άθλιοι εκείνοι άνδρες κατάφεραν ν' αρπάξουν μέσα απ' τα χέρια μας έναν απ' τους μεγαλύτερους θησαυρούς του Χριστιανισμού», συνέχισε.
   Για μια στιγμή, η οργή έδωσε τη θέση της στην απόλυτη θλίψη.
   Ο Νίκος δε συμμετείχε, αλλά ήξερε ότι με τα λόγια του είχε προκαλέσει θύελλα. Τα μάτια του Μπερνάρ έλαμπαν. Καταλάβαινε τι είχε συμβεί.
   «Αναφέρεστε στο ιερό Μανδήλιο (34), στην Αχειροποίητο; Στο ύφασμα που δε ζωγράφισε ποτέ ανθρώπινο χέρι;» τον ρώτησε βιαστικά.
   «Ακριβώς. Σ' αυτό αναφέρομαι... το ιερό Μανδήλιο, την Αχειροποίητο...»
   Και μέσα στη λακωνικότητα της δήλωσής του φαινόταν ότι η λεπτή κλωστή, που κρατούσε το κουράγιο του ιερέα, έσπαγε κι ένα δάκρυ φάνηκε στο πρόσωπό του.
   «Καταλαβαίνω. Πάντοτε, όμως, νόμιζα πως ήταν μύθος. Ότι ποτέ δεν υπήρχε», ψιθύρισε ο γιατρός.
   Οι τρεις άνδρες στάθηκαν για λίγο σιωπηλοί. Ο Ανδρόνικος προσπαθούσε να ηρεμήσει και ξαφνικά, στα μάτια των άλλων δύο, το μπαστούνι του γέροντα έμοιαζε μ' άγκυρα που τον ένωνε με την πραγματικότητα. Κατά τ' άλλα, ήταν ολοφάνερο ότι με τη σκέψη βρισκόταν ήδη αλλού. Μια κανονιά, όμως, τους επανέφερε όλους στην πραγματικότητα.
   «Ναι... άρχοντα Βιλιέ, το Μανδήλιο αποτελεί έναν απ' τους μεγαλύτερους θησαυρούς της πόλης μας, η οποία όπως φαίνεται έχει χάσει την εύνοια του Υψίστου», συνέχισε ο Ανδρόνικος, που άρχισε ξανά να μοιάζει με τον απαθή κι εύθραυστο γέροντα που 'χαν πρωτογνωρίσει. «Όταν ήρθαν οι Σταυροφόροι κι επικράτησε το χάος, το Μανδήλιο χάθηκε ή μάλλον το 'κλεψαν. Λένε ότι οι Ναΐτες ήταν εκείνοι που το πήραν, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως ήταν οι Κόπτες, οι οποίοι μάλιστα το μετέφεραν σε μοναστήρι της Αιθιοπίας. Το σίγουρο είναι ότι δεν το 'δαμε ποτέ ξανά».
   Ο Μπερνάρ βιάστηκε να ρωτήσει, προλαβαίνοντας το Νίκο, ο οποίος φαινόταν έτοιμος να μιλήσει.
   «Πάτερ Ανδρόνικε, αναφερθήκατε σε πνευματικά κοσμήματα μοναδικά στον κόσμο. Μ' άλλα λόγια, οι αχρείοι Φράγκοι και Λατίνοι άρπαξαν το Μανδήλιο... Υπάρχει, όμως, κι άλλο πολύτιμο κειμήλιο εδώ μέσα;»
   Ο Ανδρόνικος σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον Μπερνάρ.
   «Ακριβώς. Κανείς δε γνωρίζει την ύπαρξή του κι έτσι δε μπορεί ν' αναζητηθεί κάτι που δεν υπάρχει», απάντησε γεμάτος μυστικοπάθεια.
   Τα μάτια του, όμως, γυάλιζαν από αγριάδα. Δε θέλησε να πει περισσότερα.
   «Δε θέλετε να μιλήσετε κι αυτό το σέβομαι. Αλλά θέλω να μας πείτε ποιες είναι οι απαιτήσεις σας από μας, σε τι χρειάζεστε τη βοήθειά μας...» μεσολάβησε ο Νίκος.
   «Ερχόμαστε, λοιπόν, στο σημείο απ' όπου ξεκινήσαμε. Ο λόγος για τον οποίο απαίτησα την παρουσία σας εδώ, δεν εξηγείται με δυο κουβέντες. Θα πρέπει να σας αποκαλύψω πολλά και δε νομίζω ότι μπορώ να το κάνω από τόσο νωρίς. Έχετε υπομονή... Σύμφωνοι;» ρώτησε ο ιερέας.
   «Σύμφωνοι, θα περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή».
   «Ωραία. Άρα προτείνω να συναντηθούμε τις επόμενες μέρες. Θα στείλω να σας καλέσουν. Προς το παρόν, θέλω απλώς να ξέρετε ότι σας εμπιστεύομαι κι ότι έχετε επιλεγεί, σε περίπτωση που συμβούν τα χειρότερα, να σώσετε το πολυτιμότερο κειμήλιο της πόλης».
   «Σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου δείχνετε, αλλά δεν ξέρω αν πράγματι την αξίζω. Δεν ξέρετε και πολλά για μένα, πάτερ».
   Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε και χαμογέλασε γεμάτος καλοσύνη.
   «Κι όμως, ξέρω πολλά... Τόσα, όσα δε μπορείτε να φανταστείτε!»
   Ο Νίκος κι ο Μπερνάρ κοιτάχτηκαν σαστισμένοι απ' τη δήλωση του ιερέα.
   Ο Ανδρόνικος ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Μπερνάρ. Η φωνή του παρέμεινε γαλήνια.
   «Μήπως δεν είστε αδελφοί, μα την πίστη μου, αδελφοί που ακολουθείτε το μονοπάτι του ήλιου, αναζητώντας αυτό που χάθηκε;» ρώτησε χαμογελώντας αινιγματικά.
   Ο Μπερνάρ κι ο Νίκος αναγνώρισαν αμέσως έναν πανάρχαιο μυστικό και συνθηματικό μυστικιστικό χαιρετισμό.
   «Μάλιστα».
   Ο Ανδρόνικος πλησίασε στην πόρτα. Βγήκαν απ' την αίθουσα και βρήκαν άδειο το γραφείο. Όλοι έλειπαν, καλλιγράφοι, εικονογράφοι,  αντιγραφείς. Μονάχα πρόσωπα αγγέλων, αγίων, κεφάλαια και κείμενα ιερά, περίμεναν να ολοκληρωθούν απλωμένα πάνω σ' αναλόγια και τραπέζια.
   Ο Στέλιος περίμενε υπομονετικά στο βάθος του δωματίου.
   Ο ιερέας τους ξεπροβόδισε μέχρι το κεντρικό κλίτος της βασιλικής και τους χαιρέτησε. Αμέσως μετά πήρε το μπαστούνι του και, χτυπώντας το πάτωμα, απομακρύνθηκε βιαστικά. Έφυγαν απ' την Αγία Σοφία. Ο ήλιος έλαμπε ψηλά, φωτίζοντας τις λιμνούλες που σχημάτιζε το νερό της βροχής.

   «Επιμένω πως όλα αυτά είναι λόγια του αέρα».
   Ο Νίκος έβαλε τα δάχτυλα στα χείλη για να βρέξει και να γυρίσει ευκολότερα τη σελίδα του χοντρού βιβλίου, που απειλούσε να τον κατασπαράξει. Η φλόγα ενός χοντρού κεριού τρεμόπαιζε καθώς περνούσε ένα αδιόρατο ρεύμα, κάνοντας τις σκιές των δύο φίλων να μετακινούνται στο βουβό θέατρο σκιών του τοίχου.
   «Δε βρίσκω τίποτε... Το παραμικρό!» δήλωσε ενοχλημένος.
   «Ούτε μια αναφορά, είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Μπερνάρ χωρίς να τον κοιτάξει, αφού ήταν κι ο ίδιος αφοσιωμένος στην ανάγνωση ενός τόμου ελληνικής ιατρικής.
   «Τίποτε! Δεν υπάρχουν αναφορές στα Δάκρυα... Τίποτε απολύτως!»
   Ο Νίκος έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του κι έσκυψε. Στη συνέχεια, αφέθηκε να πέσει νικημένος στην πλάτη της καρέκλας του και σταύρωσε τα χέρια πάνω στην κοιλιά του. Χασμουρήθηκε. Η κούραση κι ο εκνευρισμός βάραιναν το μυαλό του. Είχε περάσει ώρες πολλές ψάχνοντας παντού στο σπίτι, χωρίς όμως να βρει το παραμικρό ίχνος του σπάνιου γαλάζιου αστεριού που τον έκανε να φτάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ο Μπερνάρ είχε βαρεθεί να τον ακούει να βαριαναστενάζει και να ξεφυσά, κάνοντας άνω κάτω χωρίς λόγο συρτάρια και ράφια. Τελικά, άρχισαν να μαλώνουν όταν ο Κρητικός έβριζε και καταριόταν, την ώρα που έψαχνε την αλυσίδα με τα κατσαρολικά, η οποία στο τέλος έπεσε στο κεφάλι του και τον γέμισε με μουτζούρα. Ο Βιλιέ του 'πε ότι μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που του 'χε μιλήσει για το γράμμα του Ετζαρέτ, αλλά ο φίλος του δεν το συνέχισε κι έτσι ηρέμησαν.
   Ο Στέλιος μπήκε στο δωμάτιο. Δεν είχε κοιμηθεί, επειδή δούλευε σ' ένα απ' τα δωμάτια του κάτω ορόφου, ετοιμάζοντας για λογαριασμό του γιατρού διάφορα φάρμακα. Είχε, επίσης, δουλέψει για πολλές ακόμη συνταγές και πομάδες για τις ουλές και τα τραύματα, καθώς ο πόλεμος είχε αρχίσει. Η δουλειά του ήταν αργή κι απαιτούσε μεγάλη υπομονή, αφού, κατ' αρχάς, έπρεπε να κόβει πολλές φορές τα λουλούδια και τα φύλλα απ' τους μίσχους προτού τα βάλει στο γουδί. Μερικά απ' τα φυτά τα 'κανε σκόνη, ενώ άλλα τα 'τριβε προσεκτικά με τα δάχτυλα. Ο Μπερνάρ του 'χε μάθει να συμβουλεύεται κάθε φορά ένα σωρό πραγματείες ιατρικής, θεραπείας κι εγχειρήσεων· μερικές απ' αυτές τις είχε φέρει μαζί του απ' το Τολέδο.
   «Δάσκαλε, αν δε με χρειάζεστε, λέω να πάω να κοιμηθώ. Τα φάρμακα που μου ζητήσατε είναι έτοιμα», του 'πε νυσταγμένος.
   «Στις σωστές αναλογίες;»
   «Όπως ακριβώς τα ζητήσατε».
   «Προσευχόσουν όταν τα 'φτιαχνες;»
   «Μάλιστα».
   «Πήγαινε, λοιπόν, να ξεκουραστείς. Η σημερινή μέρα ήταν κουραστική για όλους μας», είπε ο Μπερνάρ καθώς έκλεινε το βιβλίο και σηκωνόταν όρθιος. «Σου θυμίζω, όμως, ότι έχω ήδη ετοιμάσει ένα σωρό πράγματα που θα πρέπει ν' αγοράσεις αύριο. Ξέρω ότι δύσκολα θα τα βρεις, αλλά προσπάθησε και βλέπουμε».
   Πήρε μια τσάντα από σκούρο δέρμα δεμένη με λουριά. Την άνοιξε κι έβαλε το χέρι του στον πάτο. Έπιασε τρία ασημένια σταυράτα και τα 'δωσε στο μαθητή του.
   Ο Στέλιος τα κοίταξε και τα κούνησε μέσα στη φούχτα του για να τα νιώσει και ν' ακούσει τον ήχο τους.
   «Κάποια μέρα, δάσκαλε Βιλιέ, πρέπει να μου εξηγήσετε πώς το κάνετε».
   «Ποιο πράγμα;» τον ρώτησε ο γιατρός.
   «Από τότε που σας γνώρισα, σας βλέπω να βγάζετε χρήματα, χωρίς ποτέ να βάζετε. Ποτέ δεν πληρώνεστε για τις υπηρεσίες σας και με κανένα τρόπο. Δε μπορώ να καταλάβω πώς ακριβώς τα καταφέρνετε».
   «Έλα, λοιπόν, απάντησέ του! Θέλω να σε δω να του εξηγείς!» είπε ο Νίκος, που ξαφνικά έμοιαζε να συνέρχεται απ' την υπνηλία. Ανασκουμπώθηκε σαν να ξανάβρισκε τον εαυτό του και κοίταξε τον Μπερνάρ με μισόκλειστα μάτια. Έμοιαζε μ' αρπακτικό πουλί.
   Ο γιατρός στάθηκε για μια στιγμή αμίλητος κι έμοιαζε να μετρά τις κουβέντες που θα 'λεγε.
   «Ας πούμε, λοιπόν, ότι ο Θεός φροντίζει για όλους μας. Σου αρκεί αυτή η εξήγηση;»
   «Όχι».
   «Θυμάσαι τα λόγια του Ιησού; “μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε... κατανοήσατε τοὺς κόρακας... ὅτι ὁ Θεὸς τρέφει αὐτούς· πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν (35)».
   Ο Μπερνάρ έκανε μια παύση και πλησίασε στο μαθητή του.
   «Ο Θεός, δηλαδή, σου τα στέλνει; Εντάξει, έχω ακούσει τα λόγια αυτά, δάσκαλε...» του 'πε ο μαθητής του. «Ο πατέρας μου συνήθιζε να μας τα λέει κάθε φορά που δεν είχε να μας δώσει να φάμε· κάθε φορά που οι πέτρες έπνιγαν τα σπαρτά· κάθε φορά που το κοπάδι αρρώσταινε και πέθαινε. Ο μικρότερός μου αδελφός πέθανε από πείνα, ενώ εμείς περιμέναμε τη Θεία Πρόνοια να μεριμνήσει και για μας. Έτσι λοιπόν, κάθε φορά που ακούω αυτά τα λόγια, το μίσος φουντώνει μέσα μου...»
   Ο Στέλιος έμοιαζε να ταλανίζεται από μια πανάρχαια θλίψη, από μια μελαγχολία που σκοτείνιαζε το βλέμμα του και τον έκανε να βυθίζεται στο πουθενά.
   «Καταλαβαίνω...» απάντησε ο Μπερνάρ.
   «Έτσι λοιπόν τα μίσησα αυτά τα λόγια», είπε ο μαθητής με το μίσος έκδηλο στο βλέμμα, «και ποτέ δεν πίστεψα ότι τα 'χε πει κάποτε ο Σωτήρας. Κρατούν τον κόσμο δεμένο στη φτώχεια και τη μοιρολατρία».
   Το πρόσωπο του Στέλιου έμοιαζε πέτρινο, αλλά κι η ευχάριστη όψη του Νίκου είχε χαθεί.
   Ο Μπερνάρ κατέβασε τα μάτια. Ήξερε ότι ο μικρός είχε δίκιο, αλλά ίσως να 'χαν κάτι τα λόγια του, που τον έκαναν να θυμηθεί  στιγμές της δικής του ζωής που ήθελε να ξεχνά. Θυμόταν την εποχή που χτυπούσε πόρτες και κανείς δεν του άνοιγε. Του μίλησε σ' ήπιο τόνο.
   «Άκουσέ με, Στέλιο. Πρέπει να βγάλεις απ' την ψυχή σου όλη αυτή τη θλίψη, να την ξεφορτωθείς. Αν πράγματι θέλεις να βρεις το φως που κρύβεται μέσα σου, πρέπει ν' απαλλαγείς από ένα σωρό πράγματα. Σε βαραίνουν και δε σ' αφήνουν να...»
   «Αλήθεια λέει, μικρέ», τον διέκοψε ο Νίκος.
   «Όλοι προερχόμαστε απ' το σκοτάδι», συνέχισε ο Μπερνάρ, «βρισκόμαστε σ' ένα σπίτι όπου τίποτε δεν είναι στη θέση του κι όπου υπάρχουν πράγματα που μας είναι άχρηστα, όπως, για παράδειγμα, αρχαία μίση, διαμάχες, προσβολές, γεμάτο ματαιοδοξία και ζήλια, γεμάτο αναμνήσεις που πονάνε. Έξω απ' την ψυχή μας υπάρχει το φως. Μας χτυπά την πόρτα και ζητά να περάσει, αλλά εμείς δεν τ' αφήνουμε, προτιμάμε να ζούμε μέσα στο σκοτάδι. Μετά από πολλά χρόνια συνηθίζει ο άνθρωπος να ζει μέσα στην κρύπτη του. Η βρομιά που σέρνουμε πίσω μας και που μας βαραίνει, περνά καλά μέσα στο σκοτάδι. Το σκοτάδι δε θέλει να χαθεί μέσα στο Φως...»
   Τα χέρια του Μπερνάρ ακούμπησαν βαριά στους ώμους του Στέλιου. Τον κοίταξε με στοργή, σαν πατέρας.
   «Νομίζω πως, ίσως, έκανα λάθος μαζί σου. Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών», είπε με μελαγχολική φωνή, «προσπάθησα να σου μάθω πολλά πράγματα, τα οποία δεν είναι σημαντικά, δε σε βοηθούν να βαδίσεις στο σωστό μονοπάτι. Σου 'μαθα τις ισορροπίες των υλικών μεταξύ τους, τις κατάλληλες αναλογίες, τις θέσεις των πλανητών, τις μέρες και τις ώρες που πρέπει να δημιουργείς, τις μυστικιστικές αντιλήψεις που εγώ χρειάστηκα μια ολόκληρη ζωή για να καταλάβω. Αλλά τη στιγμή που εκτελείς το Έργο, αν πράγματι αυτό είναι που θέλεις να κάνεις στη ζωή σου, ορισμένα πράγματα είναι απαραίτητα και πολύ πιο σημαντικά απ' τις προηγούμενες διαδικασίες κι απ' τη συνολική γνώση της δημιουργίας και των νόμων της».
   «Tι μπορεί να 'ναι πιο σημαντικό απ' το να καταφέρει κανείς ν' αποκτήσει τη δεξιοτεχνία και να κατέχει τα πάντα γύρω απ' τ' αρχέγονα μυστικά και τα στοιχεία; Τι είναι πιο ποθητό  απ' την αποκρυπτογράφηση των μυστικών του Θεού; Τι είναι πιο ακριβό για τον αλχημιστή απ' το ίδιο το χρυσάφι;» ρώτησε ο Στέλιος.
   Ο γιατρός κοίταξε σαστισμένος το νεαρό πριν του απαντήσει.
   «Η καρδιά, Στέλιο, η καρδιά σου».
   Ο νεαρός προσπάθησε ν' αρθρώσει το παράπονό του, αλλά ο Μπερνάρ τον σταμάτησε.
   «Σε τι θα χρησίμευε αν ήξερες το μεγαλύτερο μυστικό ή αν ήσουν το μεγαλύτερο ταλέντο που υπάρχει, αν το πνεύμα σου βασανίζεται και δε βρίσκει την ειρήνη; Αν δε διυλίσεις χιλιάδες φορές τα δάκρυα της πίκρας που σε βασανίζει, επειδή δεν ήξερες να συγχωρείς όταν έπρεπε να το κάνεις; Διαισθάνομαι ότι κουβαλάς πάνω σου ένα βαρύ σάκο κι ότι η ψυχή σου είναι βαριά. Πρέπει να ξεχάσεις αυτά που 'ξερες. Να ξεχάσεις αυτά που οι αισθήσεις και το μυαλό σου έλεγαν πως ήσουν, για να γίνεις Ανώτερο Ον και να φτάσεις στην Πλήρωση. Πρέπει ν' απαλλαγείς απ' τις προκαταλήψεις, τα μίση και τις λύπες που σε βασανίζουν. Πρέπει ν' απαλλαγείς από κάθε κοσμική επιθυμία. Να ελευθερωθείς απ' τα πάντα, ακόμη κι απ' το κυνήγι της γνώσης».
   Ο Μπερνάρ κοίταξε γύρω του. Βιβλία, έγγραφα, χειρόγραφα, κώδικες, εγχειρίδια, περγαμηνές και βιβλία μαγείας υπήρχαν παντού στο δωμάτιο. Άλλα ήταν ανοιχτά κι άλλα κλειστά. Όμως, όλα τους ήταν τακτοποιημένα σε κάποια σειρά. Όλοι τους περνούσαν ώρες ατέλειωτες διαβάζοντάς τα. Το βλέμμα του στράφηκε ξανά στο μαθητή. Του χαμογέλασε.
   «Θέλεις να μάθεις ποιο είναι το μεγαλύτερο κι απλούστερο απ' όλα τα μυστικά;» τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
   Για μια ακόμη φορά, τα λόγια του Μπερνάρ αποτελούσαν τον ιστό της αράχνης, που οδηγούσαν όπου ήθελε το μαθητή.
   «Θέλω».
   «Η αιωνιότητα κρύβεται σε μέρη μικρότερα, μέσα σε μια καθαρή καρδιά. Κοίτα τη δική σου καρδιά με μάτια ανοιχτά, χωρίς προκατάληψη και θα μάθεις τον εαυτό σου. Ξέχνα ό,τι υπάρχει γύρω σου, γιατί ξεκινάς ένα μεγάλο, εσωτερικό ταξίδι. Κρατάς ακόμη στο χέρι σου τα τρία ασημένια σταυράτα που σου 'δωσα;»
   «Εδώ τα 'χω...» είπε ο Στέλιος ανοίγοντας την παλάμη του, συνειδητοποιώντας ότι τόση ώρα τα 'σφιγγε για να μη τα χάσει.
   «Δώσ' τα μου!»
   Ο Μπερνάρ πλησίασε στο τραπέζι και πήρε τη δερμάτινη τσάντα. Την άνοιξε κι άφησε τα νομίσματα να γλιστρήσουν απ' το χέρι του και να χαθούν. Πλησίασε το Στέλιο μ' ανοιχτό το στόμιο του πουγκιού.
   «Πάρε, τώρα, τα νομίσματα», του 'πε.
   Ο Στέλιος σαστισμένος έπιασε το πουγκί απ' τη βάση και τ' άδειασε στην παλάμη του. Δεν υπήρχε ούτε ένα νόμισμα. Τρόμαξε και φοβήθηκε. Έκανε πίσω από αντίδραση και κοίταξε το γιατρό στα μάτια σαν να του ζητούσε κάποια εξήγηση.
   Ο Μπερνάρ χαμογέλασε.
   «Πες μου, τι υπάρχει μέσα στο πουγκί;»
   «Τίποτε, είναι εντελώς άδειο!» απάντησε δίνοντάς το πίσω στο γιατρό.
   Ο νεαρός θα 'παιρνε όρκο, βάζοντας το χέρι στη Βίβλο, ότι είχε δει τον Μπερνάρ Βιλιέ ν' αφήνει τα νομίσματα να πέσουν μέσα στο πουγκί. Μήνες ολόκληρους αναρωτιόταν τι έκανε ο γιατρός κι είχε μονίμως λεφτά στην άκρη. Δεν τον είχε δει ποτέ να πληρώνεται για τις υπηρεσίες του, ούτε για τις συνταγές που 'φτιαχνε. Σε κάποια φάση, μάλιστα, αναρωτήθηκε αν η τσάντα του και τα χρήματα που 'κρυβε εκεί μέσα, θα τέλειωναν κάποτε. Πολλές φορές στους Φόρους της Πόλης είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μάγους να κάνουν διάφορα κόλπα. Κάποτε μάλιστα, είχε δει έναν Κινέζο, που 'βγαζε από μια μικρή τσάντα κάθε λογής αντικείμενα, προκαλώντας το θαυμασμό του κοινού. Εκείνη τη μέρα είχε προσπαθήσει, απ' όσο θυμόταν, να πείσει τον εαυτό του πως ό,τι έβλεπε ήταν μια καλοστημένη αυταπάτη. Αυτή τη φορά, όμως, η πρωτοφανής εξαφάνιση των σταυράτων έκανε τη λογική του να ταραχτεί.
   Η φωνή του Μπερνάρ τον έκανε να βγει απ' τις μαύρες σκέψεις του.
   «Θέλω να ξέρεις ότι το πουγκί αυτό δεν έχει πάτο...»
   «Δεν είναι δυνατόν, δάσκαλε!»
   «Το πουγκί αυτό δεν έχει τίποτα και τα 'χει όλα. Όπως συμβαίνει και με το Σύμπαν που 'ναι αόρατο κι ορατό συγχρόνως και που το κέντρο του υπάρχει παντού. Το πουγκί αυτό είναι γεμάτο κι άδειο συγχρόνως, σαν ένας κύλικας που περιμένει να γεμίσει από αθανασία ή σαν ένα κομμάτι χαρτί που περιμένει να γραφεί για πρώτη φορά. Είναι ένα παράδοξο, ένα θαύμα. Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από φως και χώμα».
   Ο Μπερνάρ πλησίασε το Στέλιο και τράβηξε με τα χέρια του το στόμιο του πουγκιού.
   «Βάλε ξανά το χέρι σου μέσα...» του πρότεινε.
   Ο νεαρός αρνήθηκε.
   «Και τι θα συμβεί, αν το κάνω;» ρώτησε.
   «Ίσως να νιώσεις σαν να πιάνεις χώμα, απαλό και λεπτόκκοκο», είπε ο Μπερνάρ, «αφού τα πάντα από χώμα έγιναν».
   Το βλέμμα του Μπερνάρ έμοιαζε απολύτως γαλήνιο κι ο νεαρός σκεφτόταν ότι δεν τον είχε δει ποτέ τόσο ήρεμο.
   «Τα πάντα είναι όνειρο. Ο Θεός κοιμάται κι ονειρεύεται εμάς, είμαστε τ' όνειρό του», τον διαβεβαίωσε ο Νίκος. «Το απτό και τ' άπιαστο, η πραγματικότητα κι η αυταπάτη, ο ξύπνιος κι ο ύπνος, η ζωή κι ο θάνατος, όλα είναι απλώς όνειρο. Απλώς, διαφέρει το στάδιο του ύπνου. Το μυαλό, η λογική είναι αυτή που καθορίζει κάθε στάδιο. Έτσι, λοιπόν, αν καταφέρεις να ξεφύγεις για λίγο απ' τη λογική κι αυτά που σου υπαγορεύει, θα καταφέρεις σίγουρα να βγάλεις κάτι μέσα απ' αυτό το πουγκί».
   Ο Στέλιος κοίταξε τον Μπερνάρ και το Νίκο σαν χαμένος. Εκείνοι του χαμογέλασαν. Δε μπορούσε να καταλάβει αν οι δυο φίλοι του 'καναν πλάκα ή αν προσπαθούσαν να του δείξουν μια εντελώς διαφορετική όψη των πάντων γύρω του.
   «Πες μου, Νίκο...» ρώτησε ο μαθητής. «Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μου συμβεί, αν πράγματι έβαζα το χέρι μου στο πουγκί; Μου 'πες ποιο θα 'ταν το καλύτερο. Θέλω να μάθω ποιο θα 'ταν το χειρότερο».
   Το πρόσωπο του Κρητικού έλαμψε.
   «Το χειρότερο; Θα 'ταν να μη βρεις τίποτε, να μη νιώσεις το παραμικρό!»
   «Θα με τρελάνετε!» φώναξε ο μικρός φανερά εκνευρισμένος. «Δε θέλω να βάλω το χέρι μου μέσα. Δεν ξέρω αν μου κάνετε πλάκα, αλλά δε θέλω να συνεχίσω να παίζω το παιχνίδι σας».
   Ο Νίκος, γεμάτος καλοσύνη, τον χτύπησε στην πλάτη και τον κοίταξε στοργικά. Στη συνέχεια, άνοιξε το δεξί του χέρι μπροστά στα μάτια του νεαρού. Κρατούσε τα τρία όγδοα του σταυράτου που 'λειπαν απ' το πουγκί. Ο Στέλιος έδειχνε απορημένος, αλλά με το βλέμμα αναζητούσε τον Μπερνάρ, σαν να 'θελε να ρωτήσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο γιατρός χαμογελούσε κι ανασήκωνε δήθεν αδιάφορα τους ώμους. Ήταν προφανές, σκέφτηκε ο νεαρός, ότι παρίστανε πως είχε εκπλαγεί όπως κι ο ίδιος. Δε μπορούσε να εξηγήσει πώς ακριβώς τα νομίσματα είχαν περάσει  απ' τον ένα στον άλλο, δε μπορούσε ν' αντιληφθεί τις τεχνικές λεπτομέρειες του παιχνιδιού που του 'χαν παίξει. Ήταν σίγουρος, όμως, ότι είχε να κάνει μ' αυταπάτη, σαν εκείνες του Κινέζου στο Φόρο του Θεοδοσίου.
   «Σας συγχαίρω...» παραδέχτηκε. «Μ' εντυπωσιάσατε».
   Οι ματιές του Νίκου και του Μπερνάρ διασταυρώθηκαν για μια στιγμή. Στη συνέχεια, ο Κρητικός πέρασε τα δάχτυλά του στη σκούρα κόμη του Στέλιου και τον άγγιξε χαϊδευτικά.
   «Πρέπει να ξέρεις, Στέλιο...» του 'πε με συνωμοτικό και σοβαρό τόνο, «... ότι στην κάθοδό του από κάποιες ανώτερες σφαίρες, στην ατέλειωτη διεύρυνσή του προς κάθε κατεύθυνση, από την καρδιά της μονάδας, απ' το κέντρο του Αιωνίου Νου, το Φως του Θεού δίνει μορφή σε όντα και σε κόσμους. Συντηρεί άστρα και ήλιους και περιέχει όσα πράγματα υπάρχουν σε μια πελώρια βασιλική, που κανείς αρχιτέκτονας πάνω στη Γη δε θα μπορούσε να φανταστεί πως υπήρχαν. Βρίσκεται μέσα στα πάντα κι είναι τα πάντα και το καθένα ξεχωριστά απ' τα πράγματα που περιλαμβάνει. Το Ένα είναι τα Πάντα και τα Πάντα είναι το Ένα. Συγχρόνως δε, δημιουργεί κι εμάς. Στο βάθος της αλήθειας, αγαπητό μου παιδί, πρόκειται απλώς για ένα πέπλο από πολύ λεπτή άμμο, που 'ναι απολύτως διαπερατή, και στο οποίο μπορούμε να εισχωρήσουμε, αφήνοντας πίσω τη σιγουριά της λογικής. Μετά απ' αυτό, μας περιμένει η αιωνιότητα».
   Ο Νίκος αγκάλιασε το Στέλιο υπό το στοργικό βλέμμα του Μπερνάρ.
   Τα φώτα των σπιτιών της ρεγιώνας των Βλαχερνών, το ένα μετά το άλλο έσβηναν, μαζί με πολλά ακόμη μέσα στην πόλη. Κανείς, όμως, δεν είχε αντιληφθεί το ψιλόβροχο που άρχιζε να πέφτει. Σιωπηλό, καθαρό νερό έσταζε στις στέγες, στους δρόμους, στις πλατείες, στους κήπους και στα κοτέτσια, στα τείχη και στους πασσαλοφράχτες, σε μέγαρα και βασιλικές.
   Έβρεχε πάνω σε πολιορκητές και πολιορκημένους.
   Έβρεχε πάνω στο αίμα των νεκρών.
Murillo Llerda Julio, To δάκρυ της Πόλης, (Μετφ. Ιφιγένεια Σταυροπούλου - Επιμέλεια: Νίκος Μπλιζιώτης), εκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ, Αθήνα 2008

Υποσημειώσεις:
(1) Πρόκειται περί λανθασμένης ερμηνείας από πλευράς του συγγραφέα. Γίνεται σύγχυση με τον όρο «Βασιλικόν», που παραδίδεται από διαφόρους χρονικογράφους της Άλωσης ως προσδιορισμός του μεγάλου  κανονιού που κατασκεύασε ο Ουρβανός (Σ.τ.Ε.).
(2) Αγορές.
(3) Μέλη των ασκητικών αδελφοτήτων των Σοφιστών Μουσουλμάνων. Η λέξη είναι περσική και σημαίνει επαίτης ασκητής.
(4) Άτακτοι πολεμιστές του σουλτάνου.
(5) Ο όρος είναι ινδικός και αναφέρεται κατά βάσιν στο αντίστοιχο κοινωνικό σύστημα. Περιγράφει μία από τις τέσσερεις κάστες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Βράχμα, ή αλλιώς ο Θεός - Δημιουργός, δημιούργησε τον άνθρωπο παίρνοντας υλικό από διάφορα μέρη του σώματός του.
(6) Ή γιανίσαροι, δηλαδή «καινούργιοι στρατιώτες». Πρόκειται για επίλεκτο σώμα του οθωμανικού στρατού, το οποίο αποτελείτο από αιχμαλώτους πολέμου και νεαρούς χριστιανούς που από μικρή ηλικία αναγκάζονταν να υπηρετήσουν.
(7) Ή Σιπαχήδες. Επίλεκτο σώμα που οργανώθηκε γύρω στον 14ο αιώνα σε φεουδαρχική βάση.
(8) Το επώνυμό του ήταν Ντράγκατς, Δραγάζης ή Δραγάτσης, επειδή η μητέρα του Ελένα Ντραγκάτς ήταν από τη Σερβία, κόρη μεγαλοφεουδάρχη του Κάτω Βαρδαρίου της Μακεδονίας. Το όνομα Κωνσταντίνος του δόθηκε επειδή ο Σέρβος παππούς του ονομαζόταν Κονσταντίν.
(9) Νομαδικές σκηνές, συνήθεις για τους λαούς της Βορείου Αφρικής. 
(10) Ή Σταυρός του Αγίου Ανδρέα, ή crux comissa. 
(11) Puerta del Sol.
(12) Βαλένθια.
(13) Τετράγωνο μεσαίο πανί που καθορίζει ουσιαστικά την πορεία του σκάφους. 
(14)  Σύρμα ή σχοινί που δένει τη σταυρωτή κεραία στο κατάρτι του ιστιοφόρου.
(15) Κάβοι, σχοινιά.
(16) Αγκυροβόλιο στ' ανοιχτά της θάλασσας. 
(17) Πρόκειται για την ισπανική πόλη Κάντιθ. 
(18) Το κατάστρωμα του πλοίου (Σ.τ.Ε.). 
(19) Αυτόπτης μάρτυρας και ιστοριογράφος της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως. 
(20) Γνωστός και ως Ισίδωρος ο Αποστάτης, ενωτικός Μητροπολίτης Κιέβου και Μόσχας, ο οποίος είχε αναλάβει χρέη Οικουμενικού Πατριάρχη. Γεννήθηκε στην, ήδη υπό τουρκική κατοχή, Θεσσαλονίκη. Έγραψε τον «Θρήνο», ένα βιβλίο με τα απομνημονεύματά του από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το οποίο μάλιστα έγραψε από το Πέραν κατά τις ημέρες της πολιορκίας. Πολέμησε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 1453 και μετά την πτώση έφθγε, επικηρυγμένος από τους Τούρκους. 
(21) Η φιλάνδρα ήταν επιμήκης στενή σημαία στα πλοία. Αυτή που επισήμως καλείται «επισείων» (Σ.τ.Ε.).  
(22) Η Μέση Οδός ξεκινούσε από το Ιερό Παλάτι και κατέληγε στη Χρυσή Πύλη, καλύπτοντας μια απόσταση τριών χιλιομέτρων προς τ' ανατολικά. Ήταν ένας φαρδύς δρόμος με στοές και στις δυο πλευρές και περνούσε ανάμεσα σε δυο αγορές, το Φόρο του Κωνσταντίνου και το Φόρο του Θεοδοσίου. 
(23) Νόμισμα που αντικατέστησε τις τελευταίες κοπές του υπέρπυρου. 
(24) Ή Σφραντζής. Βυζαντινός αξιωματούχος και ιστορικός συγγραφέας. Έγραψε το Χρονικό της Άλωσης. 
(25) Φοβεροί και τρομεροί πολεμιστές, οι οποίοι αποτελούσαν το επίλεκτο σώμα του στρατού του Ξέρξη. 
(26) Η Βάρνα είναι πόλη της Βουλγαρίας. Εκεί, το 1444, σε μια αιματηρότατη μάχη οι Τούρκοι νίκησαν τους συνασπισμένους Πολωνούς και Ούγγρους υπό τις διαταγές του Ουνυάδη. Στη μάχη αυτή έχασε τη ζωή του, μάλιστα, ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Λαδισλάβ Γ' (Σ.τ.Ε.). (29)
(27) Κατά κόσμον Γεώργιος Σχολάριος. Το μοναστικό του όνομα ήταν Γεννάδιος Σχολάριος κι υπήρξε ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση. Συνόδεψε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' τον Παλαιολόγο στη σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας. Υπήρξε φανατικός(28) ανθενωτικός  (Σ.τ.Ε.). 
(28) Ανηψιά του Καρόλου Α' Τόκκου, η οποία στην πραγματικότητα λεγόταν Μαγδαληνή. Ανήκε σε ηγεμονικό οίκο της Δυτικής Πελοπονήσου. 
(29) Καταλανή πριγκίπισσα, κόρη του Φράγκου ηγεμόνα της Λέσβου, Δωρίνου. 
(30) Πριγκίπισσα από τη Σερβία και τρίτη σύζυγος του Μουράτ, η οποία επέστρεψε στην πατρίδα της μετά το θάνατό του. 
(31) Ονομασία αιγυπτιακής μασονικής στοάς μάγων και υπνωτιστών. 
(32) Είδος βαλλιστικής μηχανής.  
(33) Η οποία αφορούσε στο μεγάλο στρατηλάτη, Αννίβα τον Καρχηδόνιο. Hannibal ante portas. Ο Αννίβας προ των πυλών (Σ.τ.Ε.). 
(34) Πρόκειται για ένα τεμάχιο υφάσματος στο οποίο, σύμφωνα με το θρύλο, είχε αποτυπωθεί το πρόσωπο του Ιησού. Φυλασσόταν στην Έδεσσα της Συρίας ως αχειροποίητη εικόνα του Χριστού, αλλά στις 15 Αυγούστου 944 μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αποτελούσε ιερό λείψανο πανανθρώπινης λατρείας. 
(35) Μην ανησυχείτε για το τι θα φάτε ή πώς θα ντυθείτε... Παρατηρήστε τα κοράκια... διότι ο Θεός τα τρέφει. Πόσο περισσότερο θα θρέψει εσάς, οι οποίοι διαφέρετε απ' τα πτηνά;  Κατά Λουκάν ιβ' 22-24 (Σ.τ.Ε.).
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: