Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

[ TA ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

Άνοιξη του 1453

   Μια μέρα ο Νίκος αποφάσισε να συνοδέψει το Στέλιο, που θα πήγαινε για ψώνια στην πόλη. Από τότε που 'χε καταφτάσει στην Πόλη, δεν είχε βγει σχεδόν ποτέ να βαδίσει, παρά το γεγονός ότι οι βόλτες του άρεσαν πολύ. Ο νεαρός κουβαλούσε μια μεγάλη τσάντα στον ώμο του. Εκεί μέσα είχε ήδη βάλει δεκάδες μικρά πουγκιά με βότανα, άλατα και μείγματα, καθώς επίσης μικρά μπουκαλάκια μ' έλαια, πομάδες και βάλσαμα που έπρεπε να μοιράσει στο δρόμο του.
   Βάδιζαν κατά μήκος του δρόμου που ξεκινούσε απ' την Πύλη της Ανδριανούπολης και διέσχιζε την πόλη σ' ευθεία γραμμή, αφήνοντας τις Βλαχέρνες στ' αριστερά, για να φτάσει στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και στη βάση του Υδραγωγείου του Βελεντινιανού (1). Κατόπιν, έστριψαν για την Πλατεία και το Ζεύγμα, μεγάλες ρεγιώνες κι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένες, οι οποίες βρίσκονταν κοντά στα τείχη της Πόλης. Ο Στέλιος σταμάτησε για να μοιράσει φάρμακα σ' ασθενείς του Μπερνάρ. Δεν έμενε για πολύ, αλλά όλοι τον ευχαριστούσαν και του 'διναν τις ευλογίες τους.
   Καθ' οδόν ο Νίκος απολάμβανε πλευρές της πόλης που 'χε είκοσι χρόνια να δει. Τίποτε δεν έμοιαζε με την πόλη που 'ξερε κι η απελπισία ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του.
   Η βρομιά κι η εγκατάλειψη κυριαρχούσαν παντού, σε κάθε μέρος που μπορεί να ζούσαν ή να εργάζονταν πολίτες. Τα παλιά αριστοκρατικά σπίτια με τις περίφημες σκαλιστές πόρτες και τις μαρμάρινες προσόψεις είχαν δώσει τη θέση τους σε σπίτια απλοϊκά. Στο πλάι, όμως, παρέμεναν οι πλίνθοι των παλαιών κατοικιών, θυμίζοντας ότι η πόλη είχε γεννήσει ένα σωρό ξεχωριστούς ανθρώπους.
   Έκοψαν δρόμο απ' την Κωνσταντινιανή ρεγιώνα για να φτάσουν στο Φόρο του Αρκαδίου.
   «Για πες μου...» είπε κάποια στιγμή ο Στέλιος, καθώς περπατούσαν, «αυτό που 'κανε ο Μπερνάρ ήταν κόλπο;»
   «Δεν έκανε τίποτε», του απάντησε ο Νίκος και σταμάτησε για να δείξει στο νεαρό ότι μιλούσε σοβαρά. «Αυτό που ο κόσμος αποκαλεί μαγεία, δεν είναι παρά το άγνωστο, αυτό που δε μπορεί να εξηγήσει. Και μάγος είναι εκείνος που 'χε την τύχη ή την υπομονή να διαλογιστεί απέναντι σ' έναν τοίχο και να συνειδητοποιήσει τι μπορεί να υπάρχει παραπέρα. Θα σου πω, λοιπόν, τι σημαίνει μάγος, γιατί μ' αρέσει πολύ αυτή η λέξη. Μάγος είναι απλώς ένας άνθρωπος που έπαψε να ζητά πράγματα απ' το Θεό με την καρδιά αλλοτριωμένη και ψεύτικη, αλλά άνοιξε την καρδιά του και παρακάλεσε να του δοθούν αυτά που θέλει. Αυτό είναι όλο, νεαρέ, αυτό είναι όλο. Αυτό που δίνουμε δεν επιστρέφεται μ' αφθονία. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, τώρα; Πρόκειται για ένα απ' τα μεγαλύτερα μυστήρια, ένας απλός νόμος της ανταπόδοσης· ένα εκκρεμές που ρυθμίζει τη Δημιουργία ολόκληρη. Αλλά, δυστυχώς, όπως φαίνεται, κανείς δε μπορεί να το δει κι ας το 'χει μπροστά στα μάτια του!»
   Ο Στέλιος τα 'χασε. Στάθηκε και κοίταξε το Νίκο. Ο Κρητικός δεν ήταν εκνευρισμένος, παρά το γεγονός ότι μιλούσε σ' έντονο τόνο. Στο κέντρο του στήθους του φυσούσε ο ανεμόμυλος των συναισθημάτων. Το γλυκό, διάφανο φως του γαλάζιου άστρου έλαμψε για μια στιγμή στο λαβύρινθο της σκέψης του, αλλά δεν κατάφερε να ξεδιαλύνει τη σύγχυσή του.
   Ξαφνικά ένοιωσε απέραντη θλίψη. Αισθάνθηκε μόνος και χαμένος.
   Συνέχισαν να βαδίζουν για να φτάσουν στο Φόρο του Βοός και τη Μέση Οδό. Εκεί, ίσως, έβρισκαν το μεγαλύτερο μέρος των υλκών  που τους είχε παραγγείλει ο Μπερνάρ και θα μπορούσαν να καθίσουν για να ξεκουραστούν μετά από τουλάχιστον δυο ώρες πορείας.
   Η μεγάλη πλατεία ήταν σχεδόν άδεια.
   «Τι συμβαίνει, πού πήγαν όλοι;» ρώτησε ο Στέλιος έναν άνδρα που 'τρεχε προς το Τείχος του Μαρμαρά.
   «Ενισχύσεις! Ήρθαν ενισχύσεις!» φώναξε χωρίς να σταθεί.
   «Ενισχύσεις; Από πού;» ρώτησε ο Στέλιος.
   «Είναι ένας χριστιανικός στόλος, που μόλις φάνηκε στον ορίζοντα!» απάντησε ο άγνωστος, έχοντας ήδη χαθεί στο δρόμο που οδηγούσε στο μικρό λιμάνι του Ελευθερίου.
   «Νίκο! Ήρθαν ενισχύσεις! Έλα, πάμε να δούμε!» είπε ο Στέλιος αγκαλιάζοντας γεμάτος ανακούφιση τον παχουλό Κρητικό.
   «Πήγαινε εσύ να δεις. Δεν είμαι για τρέξιμο», του πρότεινε γελώντας ο Νίκος.
   «Δε σε πειράζει να μείνεις μόνος;»
   «Λες να χαθώ; Με κάνεις να γελάω!» απάντησε καλοδιάθετος. «Δώσε μου τη λίστα και θα φροντίσω ν' αγοράσω τα υλικά που χρειαζόμαστε. Θα βρεθούμε στο σπίτι».
   Ο Στέλιος τον χαιρέτησε κι έφυγε τρέχοντας. Αποφάσισε να περάσει στην αντίπερα πλευρά της πόλης, κοντά στη Σιδηρόπορτα, η οποία βρισκόταν στην άκρη της χερσονήσου, στην περιοχή του ιπποδρόμου.
   Στο δρόμο του διασταυρωνόταν μ' ανθρώπους που 'τρεχαν προς το Μαρμαρά.
   Όταν έφτασε στο ύψος των προπυργίων, είδε μπροστά του ένα πλήθος κόσμου που 'σπρωχνε για να περάσει μπροστά και να δει το θέαμα. Όλοι τους φώναζαν, προσεύχονταν και ζητωκραύγαζαν. Οι Έλληνες σήκωναν τα μάτια και τα χέρια τους προς τον ουρανό σαν να 'θελαν να στείλουν τις ευχαριστίες τους. Ο Στέλιος κατάφερε ν' ανέβει με δυσκολία μερικά σκαλοπάτια, καθώς ο κόσμος έσπρωχνε αδιακρίτως. Ήταν, όμως, ειδικός στο να εντοπίζει κενά ανάμεσα στο πλήθος και να εκμεταλλεύεται καταστάσεις. Κατάφερε, λοιπόν, μετά από μερικά λεπτά επίμονης προσπάθειας, να πλησιάσει μια απ' τις πολεμίστρες για να δει τι συνέβαινε.
   Στο βάθος του ορίζοντα διέκρινε τα πανιά του χριστιανικού στόλου.
   Τρεις μεγάλες πολεμικές γαλέρες απ' τη Γένοβα, όπως κατάλαβε απ' τις φιλάνδρες, προσέγγιζαν χάρις στον ούριο άνεμο του νοτιά το λιμάνι. Επίσης, ένα μεγάλο μεταφορικό καράβι με σταυροειδές πανί στο κεντρικό κατάρτι και στην τρίγκα και στο λατίνι (2) στο μεσιανό κατάρτι, με καταπακτή στην πλώρη, κάτω απ' τον πρόβολο (3). Ψηλά στο κεντρικό κατάρτι κυμάτιζε περήφανη η παντιέρα με το δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων. Πλησίαζαν ολοταχώς, πλέοντας σε στενό σχηματισμό. Γνώριζαν ότι δε θα κατάφερναν ποτέ να προσεγγίσουν το λιμάνι, χωρίς να δώσουν μάχη μέχρι θανάτου.
   Η είδηση είχε διαδοθεί στην πόλη σαν καπνός. Στο τουρκικό στρατόπεδο, που βρισκόταν στις όχθες του Λύκου, ο Μωάμεθ είχε ήδη μάθει ότι πλησίαζε ο συμμαχικός στόλος με σκοπό να σπάσει τον κλοιό. Έδωσε διαταγές στο ναύαρχο του στόλου κι άρχισε να καλπάζει για να φτάσει στο Γαλατά.
   Ο Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου, ο Τούρκος ναύαρχος, ήξερε ότι είχε ν' αντιμετωπίσει τέσσερα καράβια, τα οποία ήθελαν να φτάσουν οπωσδήποτε στο λιμάνι. Είχε ήδη στήσει το στόλο έτοιμο για μάχη. Περισσότερα από εκατό καράβια σάλπαραν απ' τα Στενά του Βοσπόρου, λίγο παραπέρα απ' το Γαλατά, για να πολεμήσουν.
   Απ' τα τείχη, το πλήθος δεν έλεγε να κατέβει, καθώς περίμενε μ' αγωνία ένα στόλο που θα μπορούσε ν' αποτελεί την αρχή ή το τέλος των ελπίδων τους.
   «Δε θα μπορέσουν να περάσουν!» είπε κάποιος κλαψουρίζοντας.
   «Θα τους σκοτώσουν όλους...» φώναξε με τρόμο μια γυναίκα.
   «Άπιστοι! Σκυλιά μαύρα! Θα τα καταφέρουν οι δικοί μας! Να δείτε που θα περάσουν!» τους έκοψε τη φόρα ο Στέλιος, που πίστευε στις ικανότητες των συμμάχων.
   Ο αυτοκράτωρ όταν έμαθε για το στόλο που κατέφθανε για να τους βοηθήσει, πήρε τ' άλογό του και καλπάζοντας μαζί με τον Ιουστινιάνη και γύρω στους έξι άνδρες, είχε καταφθάσει στα τείχη. 
   Ο Μπαλτόγλου, που βρισκόταν στη μεγάλη γαλέρα του στόλου, κατάλαβε αμέσως πώς είχε η κατάσταση. Ο άνεμος δεν ήταν με το μέρος τους, τους πήγαινε κόντρα, οπότε θα τους έκανε ν' αναποδογυρίσουν και να ρίξουν τα καράβια τους στα βράχια. Όπως, όμως, αποδείχτηκε τελικά, ήξερε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί, την ώρα που ο χριστιανικός στόλος προσπαθούσε να τους προσπεράσει.
   Στις κουβέρτες των γαλερών, οι Γενουάτες, που ήταν γύρω στα διακόσια πενήντα άτομα, είχαν ετοιμαστεί για το χειρότερο. Περίμεναν τη σύγκρουση χωρίς να φοβούνται. Ήξεραν ότι θα 'κάναν ρεσάλτο οι Τούρκοι στα καράβια τους κι ότι θα πολεμούσαν σώμα με σώμα. Ετοίμασαν τα τόξα και τις βαλλίστρες και μοιράστηκαν τα βέλη, στις κεφαλές των οποίων είχαν δέσει στουπιά ποτισμένα σε μαύρη πίσσα. Παντού στα καταστρώματα υπήρχαν βαρέλια με νερό για να σβήσουν τη φωτιά, αν φυσικά εκδηλωνόταν.
   Εκατοντάδες φλεγόμενα βέλη γέμισαν τον ουρανό. Οι Λατίνοι άρχιζαν τις βολές κι είχαν σύμμαχο τον άνεμο. Πολλά απ' αυτά πέρασαν μέσα από πανιά, καρφώθηκαν σε πανιά και σε κατάρτια, έσκισαν τ' άρμενα, έκαψαν καταστρώματα και πλώρες, ενώ γύρω στα είκοσι απ' αυτά σκότωσαν Οθωμανούς.
   Μετά τις πρώτες ρίψεις, οι Γενουάτες βαλλιστές έθεσαν σε λειτουργία τους καταπέλτες της πλώρης. Δεκάδες πήλινα δοχεία γεμάτα αναμμένα φιτίλια σηκώθηκαν στον αέρα. Σχημάτισαν ένα γκρίζο τόξο στον ουρανό και κατέληξαν στις κουβέρτες και τα πανιά των Τούρκων. Καθώς έσπαγαν, δημιουργούσαν μια κόλαση φωτιάς κι έσπερναν παντού το χάος. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, η θάλασσα γέμισε καμένα κορμιά, ανθρώπινα μέλη που είχαν μετατραπεί σε δαυλούς, ανθρώπους που, μέσα στον πανικό του θανάτου, έπεφταν στο νερό για να σωθούν.
   Ο Μπαλτόγλου διέταξε τις φορτηγίδες του να βιαστούν για να κάνουν ρεσάλτο στα τέσσερα καράβια. Οι Οθωμανοί άρχισαν να σφυροκοπούν το χριστιανικό στόλο. Αρκετά καράβια τους παραδόθηκαν στις φλόγες, αλλά όλο και περισσότερα καινούργια έμπαιναν στη μάχη με ακόμη μεγαλύτερη λύσσα. Οι Γενουάτες, όμως, είχαν γεννηθεί στη θάλασσα κι επειδή ακριβώς ήταν οργανωμένοι και φορούσαν πανοπλίες, είχαν ελπίδες, διότι ήταν περίφημοι ναυτικοί. Ακόμη κι αν οι Τούρκοι ήταν υπεράριθμοι, τα πήγαιναν περίφημα. Είχαν φυσικά κι αυτοί περάσει δύσκολες στιγμές, αλλά μετά από μια ώρα, οι δικές τους απώλειες δεν ήταν μεγάλες. Συνέχιζαν να παλεύουν σαν θεριά. Οι αντίπαλοι χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με μανία, ενώ οι Γενουάτες στιγμή δεν έπαυαν ν' αποδεκατίζουν με κάθε τρόπο τους Τούρκους. Οι φοβεροί και τρομεροί Γενίτσαροι, που ως πεζοί ήταν αήττητοι, δεν κατάφερναν εύκολα να κρατούν την ισορροπία τους πάνω στις κουβέρτες των πλοίων. Πολλοί, μάλιστα, έπεφταν στη θάλασσα μαζί με τα όπλα τους, στη διάρκεια βίαιων ελιγμών και συγκρούσεων, χωρίς καν να τραυματιστούν. Πέθαιναν από πνιγμό.
   Ο σουλτάνος παρατηρούσε την απίστευτη καταστροφή του στόλου του, έχοντας κατηφορίσει ήδη το ύψωμα. Η θάλασσα χτυπούσε στα πόδια του, αλλά δεν κατάφερνε να γαληνεύσει την ψυχή του. 
   Οι τρεις γαλέρες και το μεγάλο αυτοκρατορικό καράβι, άνοιξαν δρόμο κύμα μετά το κύμα, για να προσπεράσουν την Πρίγκηπο, σκορπώντας στο διάβα τους τον πανικό, καθηλώνοντας δεκάδες πλοία στα γαλανά νερά της Προποντίδας. Άρχιζαν μ' αργούς ρυθμούς να στρίβουν και να βάζουν πλώρη για το Χρυσό Κέρας. 
   Απερίγραπτη τρέλα συνεπήρε το πλήθος, που άρχισε να ζητωκραυγάζει απ' τα τείχη που βρίσκονταν στο άκρο της χερσονήσου.
   Και τότε... συνέβη κάτι που κανείς δεν είχε υπολογίσει.
   Τα πανιά κυμάτισαν με δισταγμό και στη συνέχεια έπεσαν αργά αργά στις κουβέρτες. Ο άνεμος έπεσε. Δεν κουνιόταν φυλλαράκι. Απόλυτη νηνεμία επικράτησε, παγώνοντας τους δυο αντιπάλους. Όσοι βρίσκονταν στη θάλασσα, κοίταζαν γύρω τους σαστισμένοι.
   Τα λεπτά περνούσαν βαριά στην αρχή, ενώ τα καράβια των Γενουατών και των Οθωμανών είχαν παραδοθεί στην ορμή των ρευμάτων, για να καταλήξουν προς τους γκρεμούς του Γαλατά.
   «Μπαλτόγλου, καταραμένε, επίθεση! Επίθεση!» φώναξε ο Μωάμεθ, που 'χε μπει μέχρι τη μέση στο νερό. Είχε υψώσει τα χέρια στον αέρα και μαστίγωνε τον άνεμο, όπως ο Ξέρξης τον Ελλήσποντο.
   Το υπέροχο μεταξωτό του καφτάνι έπλεε στην επιφάνεια.
   Ο Μπαλτόγλου διέταξε γύρω στις πενήντα φούστες να ετοιμαστούν για μάχη και να προσπαθήσουν ν' απομονώσουν ή να εμβολίσουν το καράβι του αυτοκράτορα.
   Οι Γενουάτες στρατιώτες έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Άρχισαν να δένουν το 'να καράβι με τ' άλλο, για να δημιουργήσουν μια πλωτή εξέδρα. Οι τρεις γαλέρες και τ' αυτοκρατορικό καράβι είχαν παραταχτεί σε στενό σχηματισμό, έτσι ώστε ο κίνδυνος να μπορεί ν' αντιμετωπιστεί σε τέσσερα μέτωπα. 
   Μέσα σε λίγα λεπτά, όμως, τους είχαν περικυκλώσει. Οι Τούρκοι άρχισαν να χτυπούν με τα μικρά κανόνια που υπήρχαν στα καράβια τους. Οι Λατίνοι ανταπάντησαν με ρίψεις βελών, ακοντίων, πετρών, αναμμένων δοχείων και με το περίφημο Υγρό Πυρ που έπεφτε βροχή. Η μάχη ήταν φοβερή. Παντού άκουγες βρισιές, φωνές γεμάτες πανικό, απειλές και τρόμο. Καθώς οι φλόγες κατασπάραζαν κορμιά, πανιά και κάβους, η ανάγκη να σβηστούν οι εστίες ήταν εξίσου σημαντική με τη συνέχιση της μάχης, αφού καιγόταν το σύμπαν.
   Μετά από πέντε ώρες ανελέητης σύγκρουσης, οι Γενουάτες, που 'χαν αποδεκατιστεί, τραυματιστεί και χάσει το ηθικό τους, έβλεπαν το τέλος να πλησιάζει.
   Και τότε συνέβη ένα θαύμα. Το θαύμα ήρθε απ' τον ουρανό κι είχε τη μορφή του ανέμου. Ξανάρχισε, λοιπόν, να φυσά, πράγμα που ευνοούσε το στόλο.
   Ήταν ανατολικός άνεμος, στην αρχή σιγανός, αλλά ολοένα δυνάμωνε.
   Ο στόλος των Λατίνων σκηνοθετούσε την έξοδό του απ' τη σκηνή του πολέμου. Ξεδίπλωναν τα πανιά, καλούσαν τους άνδρες να πάνε όλοι προς τη μια μπάντα του πλοίου, ενώ συγχρόνως ακούγονταν κλαρίνα, σάλπιγγες και ταμπούρλα.
   Τα πληρώματα άρχιζαν να φωνάζουν και να κάνουν μεγάλο θόρυβο. Εκατοντάδες σπαθιά χτυπούσαν σ' ασπίδες και εκατοντάδες άνθρωποι ούρλιαζαν μέχρι να τους κοπεί η λαλιά, σαν να 'παιρναν όρκο ότι θα πολεμούσαν μέχρι τελικής πτώσης. Τα πλοία είχαν ανοίξει πανιά κι ήταν έτοιμα να κάνουν τα πάντα  για να πετύχουν το σκοπό τους.
   Τρεις γαλέρες είχαν ήδη πλησιάσει στη μεγάλη αλυσίδα κι οι υπόλοιπες θα 'φτάναν σύντομα.  
   Ίσως επειδή είχαν αντιληφτεί το τέχνασμα ή επειδή έβλεπαν την αναμενόμενη επίθεση, χιλιάδες τρομαγμένοι πολίτες άρχισαν να φωνάζουν στο στόλο απ' τα τείχη.
   Ο Μπαλτόγλου κι οι τιμονιέρηδες του οθωμανικού στόλου πανικοβλήθηκαν απ' την απίστευτη εκείνη κακοφωνία που η Πόλη σαν πελώριο ηχείο πολλαπλασίαζε. Αν μετά από πολλές ώρες μάχης δεν είχαν καταφέρει να σκοτώσουν μερικές εκατοντάδες Γενουάτες, παρά το γεγονός ότι τους είχαν περικυκλώσει και τους είχαν εξαντλήσει, τι θα συνέβαινε αν έπρεπε να τους πολεμήσουν και ν' αντιμετωπίσουν τα κόλπα που 'ξεραν και το χάος που δημιουργούσαν, σ' επίθεση στην οποία θα συμμετείχε ολόκληρος ο αυτοκρατορικός στόλος;
   Οι τρεις γαλέρες και το καράβι του αυτοκράτορα είχαν πλέον κόψει τους κάβους που τους ένωναν και με μανία έσκιζαν τα νερά με προορισμό το λιμάνι, ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο που 'βαζε ο εχθρός, πηδώντας πάνω από πτώματα, μαδέρια, πετώντας ανθρώπους στη θάλασσα. Προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τα ελάχιστα τόξα, ακόντια και πέτρες που τους είχαν απομείνει.
   Πολεμούσαν με μανία.
   Οι προσπάθειες των Οθωμανών να τους συγκρατήσουν ήταν άκαρπες.
   Η μέρα έδινε τη θέση της στη νύχτα κι ο Μπαλτόγλου ήξερε πως είχε νικηθεί.
   Τα χριστιανικά πλοία έφτασαν στο κατώφλι της πόρτας.
   Τα 'χαν καταφέρει.
   Η πόλη υποδέχτηκε τους στρατιώτες ως ήρωες, με τιμές. Οι πολίτες τους έβλεπαν ως γιους και τους αγκάλιαζαν ως αδελφούς. Οι καμπάνες αντηχούσαν παντού κι η χαρά φώτιζε τα πρόσωπα όλων. Όλοι γύριζαν τα μάτια τους στον ουρανό, για να ευχαριστήσουν τον Θεό για το έλεος που τους είχε χαρίσει.
   Η βασιλεύουσα έλαμπε μέσα στη νύχτα, ξεχνώντας για ώρες το πεπρωμένο της.
   Για μια ακόμη φορά, οι καρδιές φωτίστηκαν  στο φως των κεριών της ελπίδας.

   Ο Στέλιος βάδιζε δίπλα στις πολεμίστρες, πηγαίνοντας αντίθετα στο πλήθος. Ο κόσμος έτρεχε στις αποβάθρες του Χρυσού Κέρατος, παρακάμπτοντας τα τείχη, για να συναντήσει τους αήττητους πρωταγωνιστές της ναυμαχίας. Χαμογελούσαν και θα 'λεγε κανείς ότι έβλεπε όχι πολιορκημένους, αλλά κατοίκους πόλης ειρηνικής κι ευημερούσας.
   Οι εικόνες της εντυπωσιακής μάχης δεν είχαν σβηστεί απ' το μυαλό του Στέλιου. Ώρες ολόκληρες είχε σταθεί και παρατηρούσε την εξέλιξη του δράματος, ξεχνώντας την πείνα και τη δίψα του, με την ψυχή στο στόμα. Ήταν κουρασμένος και σχεδόν άφωνος, αλλά, παρ' όλα αυτά, άφηνε τον κόσμο να τον παρασύρει για να δει με τα ίδια του τα μάτια τη θριαμβευτική είσοδο των τεσσάρων συμμαχικών καραβιών στο λιμάνι. Είχαν περάσει γύρω στις εφτά ώρες από τότε που 'χε χωρίσει με τον Νίκο κι ήξερε ότι για να φτάσει στις Βλαχέρνες με γρήγορο βήμα, θα του έπαιρνε τουλάχιστον μια ώρα.
   Κατηφόρισε τη ρεγιώνα του Κοντοσκαλίου για να βρεθεί στο λιμάνι του Ελευθερίου. Συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας πίσω τα στενά παραπόρτια του Τείχους του Μαρμαρά. Στο παρελθόν από κει περνούσαν τα μικρά καραβάκια αναψυχής των αρχόντων και των πλουσίων της πόλης. Τώρα, όμως, δεν υπήρχε ψυχή ζώσα.
   Αλλά όταν σήκωσε τα μάτια του... είδε μια γυναίκα πάνω στα τείχη.
   Πρόβαλε σαν όραμα, σαν φάντασμα γεμάτο φως.
   Ήταν μια γυναίκα στα τείχη. Καθόταν με τα πόδια κρεμασμένα πάνω απ' τη μαύρη θάλασσα. Το τελευταίο φως της μέρας τρεμόπαιζε στα μαύρα της μαλλιά, που ο πουνέντες έκανε να κυματίζουν. Έμοιαζαν με μεταξωτές κλωστές πάνω στον καμβά του ουρανού. Η κορμοστασιά της την έκανε να μοιάζει με Καρυάτιδα, η οποία απ' το ψηλό της βάθρο ατένιζε το βάραθρο των αιώνων.
   Όταν, όμως, πλησίασε, μέσα στο μισοσκόταδο, κατάλαβε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. Ήταν θλιμμένη σαν πρωινό του χειμώνα· παγωμένη σαν άνεμος του Βορρά που ουρλιάζει στους δρόμους· ήταν σαν μια χούφτα περιστέρια που χάνονταν στον άνεμο.
   Εκείνη δε γύρισε να τον κοιτάξει.
   Χωρίς να ξέρει γιατί, όρμησε να την κρατήσει, να μην πέσει. Την ένιωθε σαν δικό του κομμάτι.
   «Τι κάνεις εσύ εδώ, κυρά μου, με τέτοιο κρύο;»
   Δεν απάντησε. Απλώς συνέχιζε να κοιτά την άβυσσο που απλωνόταν κάτω απ' τα πόδια της. Έμοιαζε έτοιμη να παραδοθεί στην απύθμενη αγκάλη της θάλασσας. Το προφίλ της έδειχνε κλασσική ομορφιά.
   «Πες μου... είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Στέλιος.
   Δεν απάντησε.
   «Τι κάνεις εδώ; Απάντησε κυρά μου! Απάντησε! Τι δουλειά έχεις εδώ;» είπε πολύ πιο γλυκά για να μην την τρομάξει. Πλησίασε κι ακούμπησε τα δάχτυλά του στον ώμο της απαλά. «Γιατί δεν απαντάς;»
   «Σκέφτομαι να πέσω...» ψιθύρισε σαν άνεμος η φωνή της.
   «Να πέσεις; Πού; Στη θάλασσα;»
   «Ναι».
   Εκείνη τη στιγμή, ένα κύμα έσκασε στο τείχος, σαν να επιβεβαίωνε τη δήλωση της κυράς. Ο Στέλιος είχε σαστίσει. Η γυναίκα φορούσε ένα ανάλαφρο γκρίζο ρούχο που 'δενε στη μέση με κορδόνι, λευκό μπούστο και μαύρη κάπα.
   «Θέλεις να πέσεις στη θάλασσα;» τη ρώτησε γελώντας με ειρωνεία.
   «Ναι, στη Θάλασσα του Μαρμαρά...» απάντησε εκείνη.
   «Αλήθεια λες; Έλα, μήπως με κοροϊδεύεις; Μήπως περιμένεις κάποιον; Να ξέρεις, πάντως, ότι θα πεθάνεις απ' το κρύο εδώ πέρα!» είπε γελώντας ο Στέλιος, αλλά αμέσως σταμάτησε.
   «Πρέπει να βρω το απαραίτητο κουράγιο...»
   Γύρισε και τον κοίταξε. Φαινόταν ήρεμη, γαλήνια. Το πρόσωπό της του φάνηκε γνωστό, σαν να την είχε ξαναδεί παλιότερα κάπου. Δεν ήξερε, όμως, πού; Το μόνο που τον βασάνιζε ήταν το γεμάτο αγωνία και πόνο γαλανό της βλέμμα, που έμοιαζε γλαυκό σαν λειχήνα. Κάτι τη βασάνιζε, γιατί είχε το βλέμμα ανθρώπου αποφασισμένου να φύγει απ' τη ζωή, να συναντήσει το θάνατο. Είχε το ίδιο βλέμμα με τον αδελφό του την ώρα που ξεψυχούσε. Είχε το ίδιο βλέμμα με τη μητέρα του, η οποία, χρόνια πριν, πέθαινε έχοντας πέσει σε μελαγχολία απ' το θάνατο του γιου της, έχοντας αρρωστήσει θανάσιμα. Το βλέμμα της γυναίκας έμοιαζε ν' αρνείται την ίδια τη ζωή. Η λάμψη που 'χαν τα μάτια της έλεγε ότι η γυναίκα εκείνη, όπως κι οι δικοί του άνθρωποι, ερωτοτροπούσαν με το Χάροντα και δέχονταν την πρόταση που τους έκανε.
   «Μην το κάνεις, σε παρακαλώ! Πες μου τι σου συμβαίνει και θα σε βοηθήσω. Στο υπόσχομαι!» φώναξε, ενώ με το μυαλό του ταξίδευε σ' άλλους θανάτους. «Μίλα μου, σε παρακαλώ...»
   Εκείνη έσμιξε τα φρύδια, σαν να την ξυπνούσε από όνειρο. Του χαμογέλασε ντροπαλά.
   «Κλαις...» του 'πε γεμάτη έκπληξη.
   «Όχι, δεν κλαίω».
   «Κι όμως... κλαις», του 'πε και χαμογέλασε.
   «Βλέπεις ότι μπορείς να χαμογελάσεις; Βλέπεις που δε χάθηκαν όλα;» είπε ο Στέλιος σκουπίζοντας τα δάκρυά του. «Ξέρεις πόσο κρύο είναι το νερό αυτή την εποχή;»
   Η κοπέλα συμφώνησε, αλλά αμέσως μετά κάρφωσε τα μάτια ξανά στη σκοτεινή Προποντίδα.
   «Ναι, πρέπει να 'ναι πολύ κρύα, παγωμένη».
   «Τι είναι αυτό που σ' έκανε να θέλεις να θυσιάσεις τη ζωή σου;» τη ρώτησε ο νεαρός.
   «Η Πόλη είναι καταδικασμένη. Ο Θεός μάς εγκατέλειψε».
   «Μην το λες αυτό, όχι σήμερα τουλάχιστον. Σήμερα άνθρωποι πολέμησαν για χάρη μας, σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν!» της είπε ο Στέλιος ακουμπώντας το χέρι του πάνω της. Ήταν παγωμένη σαν μάρμαρο.
   «Ναι, αλλά οι Γενίτσαροι θα πάρουν την πόλη. Είμαι σίγουρη. Το ξέρω...»
   «Και πώς μπορείς να 'σαι τόσο σίγουρη;»
   «Εδώ και καιρό βλέπω ένα όνειρο, το οποίο συνεχώς επαναλαμβάνεται και με στοιχειώνει».
   «Γιατί δε μου το αφηγείσαι;»
   «Όχι, θέλω να το ξεχάσω. Αύριο, ίσως να βρω το κουράγιο να βάλω τέλος, μια για πάντα, στους εφιάλτες μου», ψιθύρισε.
   Κάθισε πάνω στο τοιχίο κι έσφιξε την κάπα πάνω της.
   «Πηγαίνω προς τη Μέση Οδό για τις Βλαχέρνες. Μένεις μακριά από 'δω;» τη ρώτησε ο Στέλιος βοηθώντας τη να κατέβει τα σκαλοπάτια.
   «Μερικούς δρόμους παραπέρα, πολύ κοντά πάντως».
   Προχώρησαν χωρίς να μιλούν. Σ' εκείνο το κομμάτι της πόλης δεν υπήρχαν καθόλου φώτα. Μονάχα μερικά φαναράκια που κρέμονταν απ' το γείσο κάθε πόρτας. Η γυναίκα σταμάτησε μπροστά σ' ένα ξύλινο σπίτι, το οποίο χρόνια πριν πρέπει να 'ταν βαμμένο σ' έντονο πράσινο χρώμα, σαν εκείνο που 'βαφαν πολλούς απ' τους τρούλους των βασιλικών και των εκκλησιών της πόλης.
   «Εδώ είμαστε», είπε γυρίζοντας προς το μέρος του Στέλιου, δείχνοντάς του ένα χοντροκομμένο κλειδί.
   «Ωραία, αλλά εγώ έχω ακόμη δρόμο μπροστά μου. Έχει πιάσει κρύο ή μου φαίνεται;» είπε ο νεαρός καθώς έφευγε.
   «Μια στιγμή».
   «Τι είναι;»
   «Περίμενε. Μη φεύγεις, να σου δώσω μια κάπα να ρίξεις πάνω σου. Να σου δώσω τουλάχιστον ένα φαναράκι, γιατί η γειτονιά είναι πολύ επικίνδυνη τέτοια ώρα», του ψιθύρισε απ' το κατώφλι.
   Εκατό μαζεμένες μυρωδιές από αρώματα που 'ξερε καλά ο Στέλιος, έφτασαν στη μύτη του, όταν άνοιξε η πόρτα του σπιτιού.
   «Τι ωραία μυρωδιά», είπε.
   «Μπαχαρικά είναι...»
   «Μπαχαρικά;»
   «Ναι, ο πατέρας μου έχει μαγαζί με μπαχαρικά. Περίμενε, θέλω να σου δώσω κάτι», είπε προτού χαθεί στα σκοτάδια του σπιτιού.
   Δεν άργησε. Γύρισε κουβαλώντας μια κάπα και μια λάμπα μ' ένα κίτρινο κερί αναμμένο για να φωτίζει το δρόμο του. Ο Στέλιος τη φόρεσε και την έσφιξε γύρω απ' το λαιμό του. Κατόπιν, πήρε στα χέρια του τη λάμπα.
   «Ευχαριστώ πολύ, θα στα φέρω πίσω...» της υποσχέθηκε.
   «Δεν είναι ανάγκη, η κάπα είναι του πατέρα μου που πέθανε πέρσι το καλοκαίρι».
   «Εγώ, πάντως, θα στα φέρω πίσω», υποσχέθηκε και γύρισε την πλάτη προσπαθώντας να προσανατολιστεί.
   Μόλις έκανε τα πρώτα του βήματα, την άκουσε ξανά να λέει...
   «Πώς σε λένε; Θέλω να μάθω τ' όνομά σου».
   «Στέλιο...»
   «Στέλιο;»
   «Ναι, θα σου εξηγήσω γιατί με βάφτισαν έτσι, την επόμενη φορά», της είπε ο νεαρός καθώς χανόταν μέσα στη νύχτα. «Εσένα πώς σε λένε;»
   «Ειρήνη».
   «Σαν τη μεγάλη αυτοκράτειρα», σχολίασε.
   Δεν κατάφερε, όμως, ν' ακούσει τι του 'λεγε η παράξενη κι αλλόκοτη εκείνη γυναίκα, που 'χε γνωρίσει στο Τείχος του Μαρμαρά. Ήταν μονάχα κάτι που 'μοιαζε με θρόισμα φύλλων, κάτι που χάθηκε στον άνεμο, ενώ άκουγε τα βήματά του πάνω στο λιθόστρωτο δρόμο.
   «Ευχαριστώ για τα δάκρυα...» του 'χε πει λίγο πριν κλείσει την πόρτα.
   Ο Στέλιος κατάφερε να διασχίσει την πόλη χωρίς απρόοπτα, κόβοντας δρόμο. Οι κεντρικές λεωφόροι έμοιαζαν έρημες. Συναντήθηκε μόνο με μια παρέα μοναχών κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, που βρισκόταν στο κέντρο της βασιλεύουσας. Είχαν ξεμείνει εκεί για να ξεκουραστούν πάνω στις σαρκοφάγους των πορφυρογέννητων, μερικών σημαντικών αυτοκρατόρων που έμοιαζαν να φρουρούν τα ιστορικά μνημεία που περιείχαν τα δικά τους λείψανα. Υπήρχε, όμως, κι ένα κομμάτι της Κολώνας, όπου είχαν δέσει και μαστιγώσει τον Ιησού (4)
   Μέσα στη νύχτα κατάφερε να βρει τον Οίκο των Βοτανολόγων. Στάθηκε για λίγο τρομαγμένος, όμως, όταν βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Οι σκάλες δεν ήταν έρημες. Μέσα στο σκοτάδι είχε την αίσθηση ότι είχε δει κάποιον. Πλησίασε κι ένοιωσε κάποιον να τον πιάνει απ' τον αστράγαλο και να τον τραβά ελαφρά.
   «Στέλιο, παιδί μου...» μουρμούρισε μια γνώριμη φωνή.
   Ο νεαρός φώτισε τα σκαλιά. Είδε το Νίκο πεσμένο κάτω, ετοιμοθάνατο. Απ' το μέτωπό του έτρεχε αίμα.
   «Νίκο! Ω, Θεέ μου! Τι συνέβη;» ούρλιαξε.
   «Επάνω! Κοίταξε! Φρόντισε τον Μπερνάρ!» κατάφερε να πει ο Κρητικός.
   Έκλεισε τα μάτια.
   Ο Στέλιος πέρασε πάνω απ' το σώμα πηδώντας κι ανέβηκε τρέχοντας για να φτάσει στον εξώστη. Μπήκε στο δωμάτιο όπου εργαζόταν συνήθως ο γιατρός. Εκατοντάδες αντικείμενα, βιβλία, μπουκαλάκια υπήρχαν σκορπισμένα παντού στο δωμάτιο, που 'μοιαζε παραδομένο στο χάος. Δε μπορούσε να περάσει.
   Βρήκε τον Μπερνάρ Βιλιέ πεσμένο στο πάτωμα, μέσα σε μια μεγάλη λίμνη αίματος.

   Άνοιξε τα μάτια, αργά και σταθερά.
   Ο κόσμος συνέχισε να γυρίζει γύρω του. Δυστυχώς, όμως, για κείνον, έμοιαζε με συγκεχυμένη εντύπωση, σαν άμορφο σύννεφο γεμάτο χρώματα που το βλέμμα δεν άντεχε να αποκωδικοποιήσει.
   Παρατηρούσε το στήθος του να φουσκώνει καθώς ανάσαινε κι ύστερα να κατεβαίνει απαλά. Ήταν ακόμη ζωντανός. Τουλάχιστον θα μπορούσε να δει τη συνέχεια του ονείρου που υποτίθεται πως ήταν η ζωή.
   «Άραγε υπάρχει κάτι όταν κανείς δεν το κοιτάζει; Υπάρχεις εσύ, αγάπη μου, όταν φεύγεις και μ' αφήνεις μόνο, κενό, απαρηγόρητο;»
   «Ναι, τα πάντα υπάρχουν ακόμη κι όταν δεν τα κοιτάζουμε», του απαντούσε πάντοτε εκείνη γελώντας. «Το Σύμπαν δε σταματά όταν εσύ ή εγώ χανόμαστε. Δεν είμαστε τίποτε. Λάμπουμε και μετά χανόμαστε».
   «Κάνεις λάθος», της έλεγε εκείνος κάθε φορά. «Πέρα απ' τη σοφιστεία που προϋποθέτει η εντυπωσιακή ποικιλομορφία του Ενός, κάθε πράγμα είναι ξεχωριστό, δεν επαναλαμβάνεται κι είναι συγχρόνως μέρος του Όλου. Γι' αυτό...» της ψιθύρισε κοιτάζοντάς την στα μάτια που έμοιαζαν εντελώς παιδικά, «... κάθε φορά που φεύγεις, πεθαίνει μαζί σου το Σύμπαν».
   Άκουσε μια φωνή που φώναζε τ' όνομά του. Μια φωνή από μακριά...
   «Ξύπνα Μπερνάρ, άνοιξε τα μάτια!»
   Ήταν σίγουρος ότι την είχε δει τις μέρες που καιγόταν από πυρετό και παραληρούσε. Την είχε δει να κάθεται ήρεμη και χλομή σαν φεγγάρι του Οκτώβρη. Βάδιζε ανάμεσα στα νέφη που τυλίγουν τη ζωή, στα ίδια σύννεφα που το μακρινό εκείνο πρωινό του Φεβρουαρίου γέμιζαν τα δάση της Νορμανδίας. Εκεί συναντιόντουσαν συχνά. Αυτή πάντα φορούσε πράσινη κάπα και συνοδευόταν από μια υπηρέτρια. Εκείνη τη μέρα, όμως, όσο κι αν την περίμενε, δεν ερχόταν. Ούτε κλαδί δε σάλευε στο ανάλαφρο πέρασμά της, τίποτε που να δηλώνει την παρουσία της.
   Τον πλησίασε, όμως, στο παραλήρημά του, τραβώντας τις κουρτίνες του σύννεφου, παραμερίζοντας το χρόνο.
   Τον φίλησε απαλά.
   Στη συνέχεια, τον χάιδεψε με το μαργαριταρένιο της βλέμμα και του 'πε ότι περίμεναν παιδί.
   Άκουσε και πάλι τ' όνομά του από μια γνωστή φωνή.
   «Μπερνάρ Βιλιέ... άκουσε τη φωνή μου και χρησιμοποιήσέ τη σαν να 'ναι σχοινί για να γυρίσεις πίσω! Γύρνα! Άνοιξε τα μάτια! Με βλέπεις;»
   «Εσύ 'σαι, Νίκο;»
   «Ναι, εγώ είμαι, με βλέπεις;»
   «Όχι, δε μπορώ να σε δω...» ψιθύρισε. Τα χείλη του ήταν ξερά και κάθε λέξη χρειαζόταν κόπο για να βγει απ' το λαιμό του.
   «Ησύχασε και ξεκουράσου. Από θαύμα ζεις ακόμη, αλλά θα γίνεις εντελώς καλά. Προσπάθησε να μην κουνιέσαι, γιατί το κεφάλι σου είναι μπανταρισμένο. Σε πονά;»
   «Πολύ...» απάντησε. Προσπάθησε να σηκώσει το χέρι στο κεφάλι, αλλά δεν τα κατάφερε.
   «Είναι λογικό. Τουλάχιστον αρχίζει να πέφτει ο πυρετός. Εδώ και τρεις μέρες είσαι σε κώμα».
   Ο Μπερνάρ έκλεισε τα μάτια αφήνοντας το γλυκό δηλητήριο του ύπνου να τον παρασύρει στη δίνη του. Το πρόσωπό του ήταν χλομό κι απόκοσμο, ενώ τα μάτια του έμοιαζαν βυθισμένα μέσα σε μαύρους κύκλους.
   Μόλις που κατάφερε να χαμογελάσει.
   Η Κλαιρ ντε Γκροσπαρμύ τον περίμενε στην αντίπερα όχθη.
   Στα δάση της Νορμανδίας, που φύτρωναν στην άκρη του μυαλού του.
   «Θα γίνει καλά, Νίκο;» ρώτησε ο Στέλιος. Ο νεαρός καθόταν στα πόδια του κρεβατιού χωρίς να μιλάει.
   «Ναι, θα γίνει καλά», του απάντησε ο Κρητικός. «Είναι θέμα ημερών. Μετά από μερικές ώρες θα ξυπνήσει και θα θέλει να φάει. Αν συμβεί αυτό, σημαίνει πως όλα θα πάνε καλά».
   Ο νεαρός έκλεισε τα παντζούρια και βγήκε μαζί με το Νίκο απ' το δωμάτιο. Πίσω τους τα πάντα βυθίζονταν στο φιλόξενο μισοσκόταδο. Μέσα σ' ένα μικρό δοχείο, καιγόταν μια χούφτα βότανα που 'χε διαλέξει ο Νίκος. Κατέβηκαν στην κουζίνα. Η μέρα ήταν γκρίζα και σκοτεινή.
   Παντού άκουγες την ηχώ των κανονιών που προσπαθούσαν να γκρεμίσουν την Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
   Ο Νίκος βγήκε στην αυλή και στάθηκε μπροστά στο πηγάδι. Άφησε τον κουβά να πέσει για να γεμίσει νερό. Η αλυσίδα έτριζε, ενώ το πηγάδι κατάπινε μέτρα ολόκληρα απ' το κορμί της.
   «Τι κάνεις;»  τον ρώτησε ο Στέλιος, που δεν περίμενε να τον δει να τραβά μόνος νερό. «Αφού σήμερα το πρωί, ανέβασα ήδη έναν κουβά».
   Η λάμψη του πετραδιού που υπήρχε σε μια εσοχή του πηγαδιού, έκανε το νεαρό να σαστίσει. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών δεν τον είχαν αφήσει να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Δεν είχε πάρει ακόμη αποφάσεις για το θησαυρό του. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι το διαμάντι παρέμενε ασφαλές στην κρυψώνα του. Άλλωστε εκείνος και μόνον εκείνος πήγαινε και τραβούσε κάθε μέρα νερό απ' το πηγάδι. Έτσι κι αλλιώς, όμως, δύσκολα θα το εντόπιζε κάποιος, αφού δε γινόταν ορατό με την πρώτη. Η ανησυχία του, όμως, είχε να κάνει με την απόπειρα κατά της ζωής του μέντορά του μέρες πριν. Αλλά, η κίνηση του Νίκου τον έκανε ν' ανησυχεί για το εύρημά του. Σκέφτηκε πως, ίσως, έπρεπε να βρει αλλού μέρος για να το κρύψει, κάπου έξω απ' το σπίτι, αφού ο θησαυρός αυτός μπορεί να καθόριζε το μέλλον του, πιθανόν και το μέλλον πολλών άλλων.
   «Τι εννοείς τι κάνω; Δε βλέπεις; Τραβώ νερό, μικρέ!» απάντησε ο Κρητικός. «Χρειάζομαι νερό, για την ακρίβεια αλατόνερο. Έχουμε αρκετό αλάτι στα ράφια;»
   Το μουρμουρητό του Νίκου έκανε το Στέλιο να ξεχάσει τις σκέψεις του.
   «Ναι, αρκετό», απάντησε. «Τι το θέλεις όμως;»
   «Άσε τις ερωτήσεις και βάλε το νερό στη φωτιά να βράσει», απάντησε τραβώντας απότομα τον κουβά. «Πρέπει να τον πλύνουμε τρεις φορές απ' την κορυφή μέχρι τα νύχια».
   «Εντάξει, πηγαίνω...»

   «Για πες μου, Νίκο, για ποιο λόγο έψαχναν το σπίτι; Γιατί σας τραυμάτισαν;» ρώτησε ο Στέλιος παριστάνοντας τον αδιάφορο.
   Κι οι δυο βρίσκονταν στην κουζίνα. Ο Στέλιος καθάριζε κουκιά, ενώ ο Νίκος καθάριζε τα πόδια του μ' ένα κουρέλι που 'χε βουτήξει στο καυτό νερό. Καθόταν πλάι στο τζάκι.
   «Δεν ξέρω. Ίσως για αντικείμενα αξίας, για χρήματα, για κοσμήματα...»
   «Ωστόσο, δε νομίζω ότι πήραν κάτι μαζί τους φεύγοντας...»
   «Μπορεί να μη βρήκαν κάτι που να τους ενδιέφερε, κάτι που θα μπορούσαν εύκολα να πουλήσουν».
   «Πώς είναι δυνατόν να μην τους άκουσες την ώρα που έμπαιναν;»
   «Όταν έφτασα στο σπίτι», θυμόταν ο Νίκος, «βρήκα την πόρτα ανοιχτή. Ο Μπερνάρ μου 'χε πει ότι την άφηνε πάντα έτσι, αφού συνήθως τ' απογεύματα ερχόταν κόσμος να ζητήσει τη γνώμη του ή κάποιο γιατρικό για να γίνει καλά και βαριόταν κάθε φορά να διασχίζει ολόκληρο το σπίτι για ν' ανοίξει. Τελικά, άνοιξε την αμπάρα και την άφησε έτσι. Αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί, με την πλάτη γυρισμένη στο μπαλκόνι. Αυτό είναι όλο! Δε θυμάμαι τίποτε περισσότερο. Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, σύρθηκα μέχρι τις σκάλες. Εκεί με βρήκες, έτσι δεν είναι;»
   «Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο μπορεί να 'καναν κάτι τέτοιο», σκέφτηκε ο Στέλιος δυνατά. «Όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι εδώ μέσα δεν υπάρχουν αντικείμενα αξίας. Πόσο θα 'θελα να 'χα μπροστά μου τον εγκληματία που κόντεψε να σας σκοτώσει!»
   Ο Στέλιος πλησίασε στη φωτιά και πήρε μια μικρή κατσαρόλα με νερό που έβραζε. Έριξε μέσα τα κουκιά και κατόπιν κάθισε στον ίδιο πάγκο με το Νίκο.
   «Για πες μου, δάσκαλε, πώς γνωριστήκατε με τον Μπερνάρ;» ρώτησε ο Στέλιος. «Πάντοτε ήθελα να μάθω. Μοιάζετε, αλλά είστε συγχρόνως εντελώς διαφορετικοί...»
   «Είναι μεγάλη ιστορία. Δε σου 'πε ποτέ τίποτε ο Μπερνάρ για τη γνωριμία μας;»
   «Όχι, δεν έχω ιδέα».
   «Υποθέτω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα αν σου πω εγώ. Νομίζω ότι μονάχα όσοι φοβούνται τη ζωή και τους ανθρώπους προσπαθούν να κρατήσουν μυστική την προσωπική τους ζωή. Ο Μπερνάρ πάλι, εδώ και χρόνια, έχει απαλλαγεί από τέτοιου είδους φόβους, παρά το γεγονός ότι είναι κλειστός χαρακτήρας κι ανήσυχο πνεύμα...» Ο Νίκος κοίταζε μαγεμένος τις γλώσσες της φωτιάς που έψηναν τα κουκιά τους.
   «Πού ειδωθήκατε για πρώτη φορά;»
   «Σ' ένα καταγώγιο. Σ' ένα βρόμικο και ταπεινό ταβερνείο που βρισκόταν στην κακόφημη περιοχή του λιμανιού της Μασσαλίας».
   «Στη Μασσαλία; Στη Γαλλία;»
   «Ακριβώς».
   «Και τι δουλειά είχες εσύ στη Μασσαλία;»
   «Ετοιμαζόμουν να γυρίσω πίσω στην Αλεξάνδρεια, μετά από τρία χρόνια παραμονής στο Παρίσι. Περπατούσα στις αποβάθρες για να βρω καράβι να φύγω. Στο μεταξύ, όμως, είχα πεινάσει και διψάσει. Μπήκα, λοιπόν, σ' εκείνη την ταβέρνα και γνώρισα τον Μπερνάρ. Κάθισα στο τραπέζι του. Αν τον ρωτήσεις, θα σου πει ότι λέω ψέματα, αλλά πιστεύω πως είχε πιει πολύ όταν τον πρωτοείδα...»
   «Έπινε ο Μπερνάρ;»
   «Σαν σφουγγάρι».
   «Και πώς πιάσατε κουβέντα;» ρώτησε ο Στέλιος που δεν πίστευε στ' αυτιά του.
   «Μιλούσαμε για...» είπε ο Νίκος κι έκανε μια παύση, σαν να προσπαθούσε να ξαναβρεί στα κιτάπια του χρόνου τι είχε ειπωθεί και πότε. «Μιλούσαμε για αιρέσεις, Στέλιο, για... αιρέσεις!»
   «Για αιρέσεις;»
   «Ακριβώς. Πίναμε και τρώγαμε εις μνήμην των αιρέσεων που φέρνουν τον κόσμο ανάποδα!»
   «Δεν καταλαβαίνω...»
   «Ούτε κι εγώ, μικρέ. Αλλά τα πράγματα είναι πολύ απλά. Μέσα σε μερικές ώρες, είχαμε συνειδητοποιήσει ότι μοιραζόμασταν τις ίδιες απόψεις για πολλά πράγματα...»
   «Δηλαδή;»
   «Για παράδειγμα, για τη δύναμη. Κι οι δυο μας μισούμε τους δυνατούς. Τη δύναμη που κάνει τους ανθρώπους να εμπορεύονται την πίστη, να μοιράζουν έναντι πληρωμής τη σωτηρία, την αμαρτία και το φόβο στις ψυχές των ανθρώπων. Η περιφρονητική μας στάση απέναντι σ' όλες αυτές τις έννοιες, σχετίζεται κατά βάση με την ερμηνεία της αλήθειας και με τη μετατροπή της σε παγκόσμια πίστη. Αναφέρομαι σ' εκείνη την ομάδα Φαρισαίων, οι οποίοι είναι ντυμένοι στα χρυσά και βουτηγμένοι στα λιβάνια και στα μύρα».
   «Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις...»
   «Άκουσε να δεις, γιε μου. Δεν ξέρω αν μπορείς να καταλάβεις ή όχι. Ο Μπερνάρ κι εγώ δεν είμαστε θρήσκοι, όπως άλλοι που 'χες την τύχη να γνωρίσεις. Τουλάχιστον, δεν πιστεύουμε με τον παραδοσιακό τρόπο. Ωστόσο, πράττουμε πάντα το θέλημα του Θεού. Όλοι οι δρόμοι είναι καλοί, αν κάποιος ντύνει την ψυχή του με λευκό χιτώνα αγνότητας κι αν αποφασίσει να τους διασχίσει χωρίς πάθη».
   Κάθισαν στο τραπέζι. Έκοψαν δυο μεγάλα κομμάτια ψωμί και γέμισαν τα ποτήρια τους με κόκκινο, δυνατό, πελοποννησιακό κρασί.
   «Συνέχισε να μου μιλάς για τη φιλία σας».
   «Όταν τον γνώρισα, η πίστη του είχε εξανεμιστεί και τα λογικά του είχαν σαλέψει».
   Για την επόμενη ώρα, συντροφιά με καλό φαγητό και κρασί, ο Νίκος αποτέλειωνε την ιστορία της φιλίας του με τον Μπερνάρ.
   Εξηγούσε στο Στέλιο ότι ο φίλος του είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια στο Κω της Νορμανδίας. Ήταν μοναχογιός ενός πλούσιου εμπόρου. Από μικρή ηλικία, υπήρξε ανήσυχο πνεύμα κι έδειχνε μεγάλη έφεση στη γνώση και στις επιστήμες. Στα δεκαεφτά του χρόνια άρχισε να δουλεύει στο εργαστήριο ενός πλούσιου ευγενούς της περιοχής. Ο άνθρωπος αυτός ήταν διακριτικός, πλούσιος και περνούσε τη ζωή του διαβάζοντας βιβλία, που φύλαγε στη βιβλιοθήκη που υπήρχε σε μια απ' τις πτέρυγες του σπιτιού του.
   Ονομαζόταν Νικολά ντε Γκροσπαρμύ κι ήταν κόμης του Φλερ.
   Ο Μπερνάρ με τη βοήθεια του κόμη είχε μάθει τις ιδιότητες πολλών φυτών και βοτάνων. Η φύση κι η μεταβλητότητα στοιχείων και μετάλλων ήταν κάτι που τους απασχολούσε έντονα. Ο κόμης λάτρευε την τέχνη της απόσταξης και την ψυχική γαλήνη που προϋπέθετε η δουλειά στο εργαστήριο.
   Ο Γκροσπαρμύ είχε δυο φίλους, οι οποίοι τον επισκέπτονταν συχνά. Ο ένας ήταν ένας άνθρωπος σοβαρός κι αυστηρός, ονόματι Νικολά ντε Βαλουά. Ο άλλος ήταν ο προγυμναστής των παιδιών του κόμη κι ιερέας, Πιέρ Βικό. Κάθε φορά που συναντιόντουσαν, περνούσαν ώρες ολόκληρες μελετώντας βιβλία και διατριβές, που ο Μπερνάρ δεν είχε ποτέ του ξαναδεί. Οι Γκροσπαρμύ, Βαλουά και Βικό ονειρεύονταν να καταφέρουν το Μέγα Έργο (5), την Ανωτάτη Τέχνη (6).
   Ο Μπερνάρ Βιλιέ ήταν παρών σε κάθε προκαταρκτικό στάδιο και τα μάτια του είχαν συνηθίσει στο φως της αποκάλυψης, ενώ η ψυχή του είχε αφυπνιστεί απ' το λήθαργο.
   Το φως της ζωής για κείνον φώλιαζε στα μάτια της Κλαιρ ντε Γκροσπαρμύ και τ' όνειρο έμοιαζε να ζει μέσα στην αγκαλιά της. Σ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα, ο Μπερνάρ κι η ανηψιά του μέντορά του δεν είχαν ανταλλάξει παρά μόνο ελάχιστες κουβέντες και πολλά βιαστικά, γεμάτα νόημα βλέμματα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η κοπέλα πήγαινε να τον βρει στον προθάλαμο του εργαστηρίου, όπου ο Μπερνάρ ετοίμαζε διάφορα μείγματα κι όργανα κι έλεγχε τους χρόνους βρασμού και σήψης. Κάθε φορά που την έβλεπε, η ψυχή του γέμιζε χαρά. Ξεχνούσε τα λόγια του και δεν ήξερε τι διάβαζε. Όλα του φαίνονταν ακατανόητα, ασυναρτησίες.
   Μπροστά στην Κλαιρ, η γοητεία του χρυσού και της λάμψης του έμοιαζε εντελώς μηδαμινή, σκοτείνιαζε, έχανε την αξία της.
   Η Κλαιρ ντε Γκροσπαρμύ ήταν το μοναδικό άστρο της ζωής του.
   Όλα τα υπόλοιπα ήταν σκοτάδι.
   Ήταν γραφτό να γίνει ό,τι έγινε. Η Κλαιρ κι ο Μπερνάρ ερωτεύτηκαν τρελά ο ένας τον άλλον κι ας ήξεραν ότι ο Νικολά δε θα επικροτούσε ποτέ τη σχέση αυτή. Αποφάσισαν, λοιπόν, να την κρατήσουν μυστική. Εκείνος έκλεβε ώρες απ' τον ύπνο του για να γράφει ατέλειωτες επιστολές στην καλή του, τις οποίες τα ξημερώματα άφηνε κάτω από μια μικρή εσοχή του επάνω ορόφου. Εκείνη του απαντούσε εκμεταλλευόμενη τη μεταφορά δίσκων και πιάτων στη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος. Άρχισαν να βλέπονται σ' ένα δάσος που υπήρχε κοντά στο κάστρο. Ο Μπερνάρ έβρισκε πάντα λόγους για να λείπει ώρες ατελείωτες. Η Κλαιρ με τη σειρά της, χρησιμοποιούσε για κάλυψη μια υπηρέτρια που ήξερε τι σημαίνει έρωτας.
   Ζούσαν έτσι μήνες ολόκληρους, μέρες γεμάτες φιλιά χωρίς ανάσα.
   Ένας ήλιος κι ένα φεγγάρι απολάμβαναν μια φωτιά που δεν έκαιγε.
   Η Κλαιρ, όμως, έμεινε έγκυος.
   Ήταν, λοιπόν, αναγκασμένοι ν' αποκαλύψουν τη σχέση τους, με την ελπίδα ότι ο Νικολά θα 'δειχνε κατανόηση. Τελικά, πράγματι δεν τους μάλωσε. Τουναντίον, τους είπε ότι ζήλευε τον έρωτά τους. Τους ενθάρρυνε, μάλιστα, λέγοντάς τους πως ο έρωτάς τους ήταν βάλσαμο για τη δύσκολη και ταραγμένη εποχή που ζούσαν. Η Γαλλία είχε χωριστεί σε τρία μέρη και πολεμούσε συνεχώς με την Αγγλία. Απορούσε, μάλιστα, που ο έρωτας συνέχιζε να χτυπά στις καρδιές των νέων.
   Ο Νικολά αγκάλιασε τον Μπερνάρ και τον δέχτηκε σαν γιο του. Μια βδομάδα αργότερα, ο Πιέρ Βικό τους πάντρεψε στο παρεκκλήσι του κάστρου.
   Οι Άγγλοι είχαν καταλάβει το Μαιν και προχωρούσαν ανενόχλητοι προς την Ορλεάνη.
   Παντού άκουγες να μιλούν για την Παρθένο της Ορλεάνης (7), την οποία είχε στείλει ο Θεός για να σώσει τη Γαλλία και το λάβαρό της.
   Το Κω βρισκόταν μακριά απ' τον πόλεμο και ζούσε ακόμη ειρηνικά. Οι μήνες εκείνοι υπήρξαν οι πιο ευτυχισμένοι στη ζωή του Μπερνάρ. Ο Νικολά έδειχνε να χαίρεται μ' αυτό που τους συνέβαινε, ενώ δε σταματούσε να του μαθαίνει ολοένα καινούργια πράγματα. Η Κλαιρ ήταν πανέμορφη.
   «Η ευτυχία, όμως, δεν κρατά για πάντα, Στέλιο...» είπε ο Νίκος διακόπτοντας την αφήγησή του. Το βλέμμα του σκοτείνιασε.
   «Τι συνέβη;»
   «Ένα πρωί η Κλαιρ έπεσε απ' τη σκάλα. Προσπάθησαν να σώσουν τη ζωή της, αλλά δεν τα κατάφεραν. Το παιδί που περίμενε πέθανε ακαριαία, ενώ η ίδια κατέληξε μερικές ώρες αργότερα....»
   «Παναγία μου!» έκανε ο Στέλιος γεμάτος τρόμο.
   «Ο Μπερνάρ κατέρρευσε. Τρελάθηκε. Αν δεν ήταν ο Νικολά, θα 'χε αυτοκτονήσει. Μερικές βδομάδες αργότερα, έφυγε απ' το Κω. Δεν άντεχε άλλο να ζει εκεί».
   «Έτσι, λοιπόν, τον γνώρισες;»
   «Όταν τον γνώρισα είχαν ήδη περάσει δυο χρόνια απ' τον τραγικό θάνατο της γυναίκας του. Δεν είχε, όμως, ακόμη συνέλθει απ' τον πόνο. Είχε γίνει κυνικός και μεθύστακας. Η ζωή του δεν είχε νόημα. Μήνες αργότερα, όταν πέθανε ο πατέρας του, είχε ρευστοποιήσει την περιουσία και τριγύριζε εδώ κι εκεί, εντελώς άσκοπα. Αλλά η ζωή ανοίγει συνεχώς καινούργιες πόρτες. Το ίδιο βράδυ που γνωριστήκαμε στη Μασσαλία, συνέβη ένα θαύμα».
   «Δηλαδή;»
   «Όταν φύγαμε απ' την ταβέρνα, δηλαδή νωρίς το πρωί, καταλήξαμε σ' ένα βρομερό χάνι, όπου έμενε ο Μπερνάρ. Περάσαμε δρόμους σκοτεινούς κι ερημωμένους. Θα μπορούσαν να μας είχαν σκοτώσει. Ξαφνικά, ακούσαμε το κλάμα μιας γυναίκας. Ήταν μια καλντεριμιτζού. Πέθαινε απ' το κρύο και προσπαθούσε να κρυφτεί σε κάποια γωνιά του δρόμου. Ήταν χτυπημένη κι αιμορραγούσε. Ήταν ετοιμόγεννη και θα γεννούσε ανάμεσα στα ποντίκια του δρόμου».
   Ο Στέλιος ένοιωσε την καρδιά του να σταματά.
   «Ο Μπερνάρ ήταν πιο μεθυσμένος από μένα...» συνέχισε ν' αναπολεί ο Νίκος «αλλά αμέσως κατάλαβε τι συνέβαινε. Γονάτισε έχοντας ήδη παραλύσει απ' το φόβο. Τα χέρια του έτρεμαν σαν να 'ταν γέρος. Έβαλε τα κλάματα. Εγώ παρατηρούσα τη σκηνή χωρίς να ξέρω τι να κάνω».
   «Και τι συνέβη;»
   «Ο Μπερνάρ γονάτισε μπροστά στη δύστυχη εκείνη γυναίκα. Έμοιαζε να μιλά με κάποιον που του 'λεγε τι να κάνει. Έβγαλε την κάπα, τη σκέπασε και της είπε πως όλα θα πήγαιναν καλά, ότι θα ζούσε κι ότι το παιδί της θα γεννιόταν μια χαρά. Σε πληροφορώ ότι ξεγέννησε εκείνο το παιδί σαν να το 'χε κάνει άπειρες φορές στη ζωή του. Το φάσκιωσα κι όταν η μητέρα συνήλθε, την πήραμε και την πήγαμε στο πανδοχείο. Τους αφήσαμε εκεί για να συνέλθουν. Μετά από μερικές μέρες, μας είπε ότι θα πήγαινε στη Ρεν, όπου ζούσε η οικογένειά της. Ο Μπερνάρ με ρώτησε πόσο κόστιζε το ταξίδι για την Αλεξάνδρεια. Πήρε όσα χρήματα αντιστοιχούσαν και τα υπόλοιπα τα χάρισε στην άγνωστη εκείνη γυναίκα».
   «Δηλαδή, ήρθε μαζί σου στην Αίγυπτο;»
   «Ακριβώς. Αυτό που συνέβη στη Μασσαλία ήταν κατά κάποιο τρόπο το τέλος της προηγούμενής του ζωής και μια καινούργια αρχή. Όλα γίνονται και ξαναγίνονται, απλώς πρέπει πολλές φορές ν' αφήνουμε τη θλίψη μας να φεύγει. Πρέπει ν' αρχίζουμε απ' την αρχή. Ο Μπερνάρ πέρασε τρία χρόνια στην Αίγυπτο. Σπούδασε ιατρική...» Ο Νίκος σηκώθηκε ξαφνικά, δηλώνοντας το τέλος της συζήτησής τους. «Λοιπόν, τελειώσαμε, γιατί έχω πολλά να κάνω και θέλω να με βοηθήσεις!»
   Ο Στέλιος πήγε στο δωμάτιο του Μπερνάρ, ο οποίος συνέχιζε να κοιμάται γαλήνιος. Ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο του αρρώστου. Του φάνηκε απύρετος, δροσερός. Αναρωτήθηκε, ακούγοντας τη διακεκομμένη ανάσα του, αν υπάρχει πράγματι ένας κήπος στην άκρη του μυαλού και των ονείρων, όπου οι εραστές συναντιούνται για να ζήσουν τον έρωτά τους.
   Κατέβηκε στην αυλή την ώρα που άρχιζε να νυχτώνει. Κρύωσε κι έριξε πάνω του την κάπα που του 'χε δώσει η γυναίκα που 'χε σώσει από αυτοκτονία στο Τείχος του Μαρμαρά.
   «Ειρήνη...» ψιθύρισε και την είδε για πρώτη φορά με τα μάτια της ψυχής του.

   Στο παραλήρημα του πυρετού του ονειρεύτηκε το Νικολά ντε Γκροσπαρμύ. Είδε τον κόμη να τριγυρίζει μελαγχολικός στο μικρό νεκροταφείο, που ανήκε στο παρεκκλήσι του κάστρου του Φλερ. Ήταν εντελώς ατημέλητος, οι μπότες του ήταν βρόμικες, το βλέμμα του απόκοσμο και κουρασμένο. Κρατούσε έναν σπασμένο αποστακτήρα, σημάδι ότι η τελευταία του προσπάθεια να πετύχει το Αλχημιστικό Έργο είχε ναυαγήσει. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να τον αποφύγει, αλλά τελικά τον πλησίασε. Αν ήθελε να επισκεφτεί τον τάφο της Κλαιρ, θα 'πεφτε σίγουρα πάνω στον αριστοκράτη θείο της.
    Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και πλησίασαν σιωπηλοί στο μνήμα. Η μαρμάρινη πλάκα ήταν καθαρή, χωρίς αγριόχορτα και φύλλα, σ' αντίθεση με τους γύρω τάφους που έμοιαζαν παραδομένοι στην απόλυτη λησμονιά, η οποία σκορπίζει τα αισθήματα κι αποκοιμίζει τις αναμνήσεις. Ο Νικολά δεν του μιλούσε όση ώρα παρέμεναν εκεί, αλλά του 'δωσε να καταλάβει ότι θαύμαζε την ακεραιότητα και τη διάρκεια των συναισθημάτων του, αφού ακόμη και στα όνειρά του επέστρεφε σ' εκείνο το μέρος, μνημονεύοντας ξανά και ξανά τη νεκρή ανηψιά του και δεν άφηνε τη θύμησή της να σκορπίσει στον άνεμο. Τους άφησε για λίγο μόνους, με μοναδική συντροφιά έναν τρελό αέρα που σήκωνε τα φύλλα ψηλά, ενώ στον ουρανό πρόβαλλαν απειλητικά βαριά σύννεφα.
   Με τις άκρες των δαχτύλων του χάιδεψε τρυφερά το προφίλ της γυναίκας που ο καλλιτέχνης είχε χαράξει στο μάρμαρο, μιμούμενος την αισθητική της καμέας (8) που η Κλαιρ δεν αποχωριζόταν ποτέ. Πέρασε το χέρι του πάνω απ' τη λατρεμένη μορφή και σκέφτηκε πως η ζωή της αγαπημένης του και το πεπρωμένο της την είχαν οδηγήσει σε κάποιο άλλο Σύμπαν. Ένοιωσε απίστευτα μόνος κι έρημος σαν την καλαμιά στον κάμπο. Αναρωτήθηκε πόσο καιρό ακόμη θα χρειαζόταν να περιπλανιέται στον άδειο, τον ανούσιο για κείνον κόσμο, χωρίς χαμόγελο, χωρίς ζωή, χωρίς γοητεία. Για μια στιγμή, ένοιωσε πως η αγαπημένη του, που βρισκόταν βαθιά μέσα στο χώμα, ένοιωθε την απελπισία του επειδή τον είχε αφήσει και πλησίαζε κοντά του για να του πει: «Τα πάντα ρει, Μπερνάρ. Αγάπα με, αλλά μην ξαναγυρίσεις εδώ».
   
   Ξύπνησε σ' ένα δωμάτιο που ευωδίαζε θυμάρι και δεντρολίβανο, ρίγανη και δάφνη. Τα μυρωδικά κρέμονταν απ' τα δοκάρια της πόρτας κι απ' το ταβάνι, δεμένα σε τακτοποιημένα ματσάκια. Μια ριπή φωτός μπήκε απ' το ξεχαρβαλωμένο παραπόρτι κι έπεσε στο πρόσωπό του. Εκατομμύρια μόρια σκόνης ακολουθούσαν τη φωτεινή εκείνη σκάλα. Θυμήθηκε πως, όταν ήταν παιδί, πίστευε ότι ήταν άγγελοι που βάδιζαν στο μονοπάτι της δόξας.
   Ο Στέλιος κοίταξε το μικρό δωμάτιο που κοιμόταν, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Συνήλθε νιώθοντας το στομάχι του να γουργουρίζει όπως το προηγούμενο βράδυ. Είχε φύγει βιαστικά απ' το σπίτι στις Βλαχέρνες. Οι πολεμιστές θρηνούσαν για την ήττα τους στο λιμάνι. Ίσως να 'φταιγε το γεγονός πως είχε ακούσει την απόκοσμη εκείνη φωνή που 'χε αναστατώσει την ψυχή του. Το σίγουρο ήταν ότι είχε βγει στους δρόμους και τριγυρνούσε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Τελικά, τα βήματά του τον οδήγησαν στο Τείχος του Μαρμαρά.
   Συνάντησε εκεί, λοιπόν, την Ειρήνη. Κατάλαβε αμέσως πως ήταν εκείνη, παρά το γεγονός ότι το μόνο που μπορούσε να δει ήταν η πλάτη της κι ίσως το χρώμα της κάπας της.
   «Επιμένεις ακόμη να πέσεις στη θάλασσα;» της είπε όταν πλησίασε. «Σήμερα πάντως θα 'πεφτα ευχαρίστως κι εγώ μαζί σου».
   Τον κοίταξε με βλέμμα κενό. Το σκοτεινό φως ενός δαυλού χόρευε έναν ιερό χορό στα θλιμμένα μάτια της.
   «Εσύ, εδώ; Είσαι ο Στέλιος, σωστά;» τον ρώτησε. «Και τι άλλαξε για να θέλεις κι εσύ να πεθάνεις σήμερα;»
   «Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα θα 'θελα πολύ να βρισκόμουν μακριά απ' την Πόλη...»
   «Έχεις καθόλου χρήματα;»
   «Δηλαδή;»
   «Έστω κι ένα νόμισμα...» του απάντησε ήρεμα η Ειρήνη.
   «Ναι, γιατί;»
   «Για να πληρώσεις το βαρκάρη, τον Χάροντα», πρόσθεσε χαμογελώντας.
   «Μιλάς για το μεγάλο ταξίδι; Νομίζεις πως υπάρχει πράγματι κάτι αξιόλογο στον Άλλο Κόσμο, που ν' αξίζει τον κόπο να πας μέχρι εκεί;»
   Η Ειρήνη δεν απάντησε. Τον κοίταξε απόμακρα, όχι όμως ψυχρά, όχι μ' αντιπάθεια, ούτε μ' αδιαφορία, ούτε σαν άνθρωπος που 'χει πληγές και τραύματα στην ψυχή. Ο Στέλιος κατάλαβε ότι η Ειρήνη ήταν ολομόναχη, όπως κι εκείνος, κι ότι πάντοτε οι δυο τους ήταν μόνοι, χωρίς φυσικά να το ξέρουν.
   Το κύμα έσκαγε απαλά στους βράχους, παρασύροντας, καθώς υποχωρούσε, την άμμο κι ο ήχος που έβγαζε έμοιαζε σαν να 'σπαγε αργά - αργά το ποτήρι του Ποσειδώνα. Πάνω απ' τα κεφάλια τους, ο ουρανός αγκάλιαζε τ' αστέρια και τους θεούς μαζί, που 'χαν πατήσει το πόδι τους στη γη. Κάτω απ' τον απέραντο, βελούδινο ουρανό και τη ζαφειρένια θάλασσα, ζούσαν οι άνθρωποι, σε μια γη που δεν ανήκε σε κανέναν και, καθώς καθρεφτίζονταν στα νερά της, προσπαθούσαν να μαντέψουν αν οι επιθυμίες τους, θα μπορούσαν κάποτε να γίνουν πραγματικότητα.
   «Ήρθες για να μου επιστρέψεις την κάπα;» τον ρώτησε εκείνη μετά από λίγο. «Δεν τη χρειάζομαι».
   «Για να 'μαι ειλικρινής ούτε κι εγώ ξέρω γιατί ήρθα μέχρι εδώ. Εδώ και ώρες περιδιαβαίνω τα στενά της πόλης, χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω...»
   «Σου 'χα πει να την κρατήσεις. Έχεις κάπου να μείνεις τη νύχτα;»
   «Ναι, αλλά δε θέλω να γυρίσω εκεί».
   «Υπάρχει ένα μικρό δωμάτιο πίσω απ' το μαγαζί μου. Ανήκε στον πατέρα μου, αλλά να ξέρεις ότι δεν είναι ούτε μεγάλο, ούτε ιδιαίτερα άνετο».
   «Δηλαδή, ν' αφήσουμε την αυτοκτονία γι' άλλη φορά;» είπε για να την πειράξει ο Στέλιος, ενώ συγχρόνως έκανε ότι ισορροπούσε στην άκρη του τείχους.
   Εκείνη χαμογέλασε. Ο άνεμος φυσούσε δυνατά κι ανακάτευε τα μαλλιά της, όπως ακριβώς το πρώτο εκείνο βράδυ που την είχε συναντήσει. Σηκώθηκε, τυλίχτηκε σφιχτά με την κάπα της, κάλυψε σχεδόν το μισό της πρόσωπο και πήρε το δρόμο. Ο Στέλιος την ακολούθησε περνώντας απ' τους ίδιους έρημους δρόμους που μέρες πριν είχαν περάσει μαζί.
   «Θέλεις να μου πεις τι σου συνέβη σήμερα;» τον ρώτησε εκείνη ενώ άνοιγε το παραπόρτι του σπιτιού.
   «Θα σου πω, αλλά πρέπει πρώτα να μου πεις κι εσύ ποιος είναι αυτός ο εφιάλτης που σε βασανίζει και δε σ' αφήνει να κοιμηθείς...»
   «Μπορεί και να σου πω. Περίμενε, όμως, μια στιγμή. Πάω να φέρω το φανάρι. Να προσέχεις γιατί υπάρχουν ένα σωρό σακιά ακουμπισμένα στον τοίχο», τον προειδοποίησε πριν χαθεί μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο.
   Όταν επέστρεψε, κρατούσε δυο λαδοφάναρα. Του 'δωσε το ένα. Ο Στέλιος έριξε μια ματιά στο χώρο και διαπίστωσε ότι κάποτε πρέπει να ευημερούσε σαν επιχείρηση. Υπήρχαν παντού κασόνια, δέρματα, βαρέλια. Μερικά απ' αυτά είχαν τρυπήσει κι έβγαιναν από μέσα τα εμπορεύματα. Το μαγαζί της μύριζε μπαχαρικά, αρωματικά φυτά, κρασί και σαλαμούρα. Όλα αυτά συγχρόνως. Η μυρωδιά ήταν γλυκερή και συγχρόνως κολλώδης. Στ' αριστερά, πίσω απ' τον πάγκο, υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο.
   Προχώρησαν στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Εκεί υπήρχε ένα δωμάτιο που μύριζε κλεισούρα, ένα τραπέζι και δυο πάγκοι. Στον τοίχο κρεμόταν μια σκουριασμένη ζυγαριά και μέσα σε μια εσοχή υπήρχαν αρκετά πιάτα και βαρίδια. Επίσης, υπήρχε και μια εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που δε φαινόταν απ' τη σκόνη.
   Η Ειρήνη έριξε μερικά αμπελόφυλλα στα κάρβουνα, τα οποία άρχισαν να σκάνε και να γεμίζουν το δωμάτιο με φως και ζεστασιά.
   «Πεινάς, Στέλιο;» τον ρώτησε σπρώχνοντας στην άκρη τα υπόλοιπα κλαδιά. «Δεν έχω και πολλά να σου προσφέρω, αλλά αν βολεύεσαι με λίγο ψωμί και παστό ψάρι...»
   «Μια χαρά είναι. Γουργουρίζει το στομάχι μου», της είπε. Είχε καθίσει στο τραπέζι και την παρατηρούσε εκστασιασμένος. Για πρώτη φορά την έβλεπε στο φως, με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν πραγματικά όμορφη κι έμοιαζε με την Κλαιρ ντε Γκροσπαρμύ, όπως του την είχε περιγράψει ο Νίκος.
   Η Ειρήνη σήκωσε ένα κλαδί απ' τη φωτιά κι άναψε ένα κερί, που βρισκόταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Αμέσως μετά, κοίταξε το Στέλιο και του χαμογέλασε γλυκά.
   «Το κάνω για τη μνήμη των γονιών μου, που έζησαν σ' έναν κόσμο όπου η πίστη είχε θέση», δήλωσε με ύφος σοβαρό. Αμέσως μετά, όμως, άλλαξε κουβέντα. «Θέλεις κρασί; Έχει μείνει λίγο ακόμη, αλλά νομίζω ότι πρέπει να 'χει γίνει ξύδι...»
   «Δεν πειράζει, εγώ θα το πιω. Θα μου πεις γιατί φοβάσαι τόσο πολύ τους Γενίτσαρους;» ρώτησε ο Στέλιος παίρνοντας το ποτήρι που του πρόσφερε. Ήπιε μια πρώτη γουλιά και του φάνηκε πως ήταν μια χαρά.
   Το πρόσωπο της Ειρήνης, όμως, είχε σκοτεινιάσει. Κάθισε κι έσπρωξε προς τη μεριά του μισή φραντζόλα ψωμί κι ένα πιάτο με ρέγκες. Πήρε μία κι έβγαλε το κόκκαλο. Ο Στέλιος έκανε το ίδιο, περιμένοντας να του απαντήσει.
   «Δεν ξέρεις τίποτε για τους Γενίτσαρους;» τον ρώτησε, αφήνοντας ένα αγκάθι στο πιάτο της.
   «Μάλλον όχι. Μονάχα ακούω αυτά που λένε. Ακούγεται ότι είναι φοβεροί, ότι δεν κάνουν ποτέ πίσω και πως, όταν σκοτώνεται ένας, τον αντικαθιστά αμέσως ο επόμενος. Λένε πως είναι ανίκητοι...»
   «Πράγματι είναι. Το χειρότερο, όμως, δεν είναι αυτό».
   «Αλλά... ποιο;»
   «Πριν δεκαπέντε χρόνια συνέβη κάτι...» άρχισε να του λέει η Ειρήνη. «Ζούσα με τους γονείς μου και τον αδελφό μου, το Ματθαίο, σ' ένα χωριό κοντά στην Ηράκλεια. Μόλις είχαμε εγκατασταθεί εκεί. Ο πατέρας μου ήταν απ' την Τραπεζούντα, έμπορος μπαχαρικών, υφασμάτων και κρασιών. Ζούσαμε σ' ένα όμορφο σπίτι. Η ζωή δεν ήταν εύκολη, ούτε όμως και δύσκολη. Οι Τούρκοι δε μας ενοχλούσαν και δεν ανακατεύονταν στα πιστεύω μας. Μια μέρα, όμως, συνέβη κάτι τρομερό. Ήρθε στο σπίτι μια ομάδα στρατιωτών».
   Η Ειρήνη έπαψε ξαφνικά να μιλά κι άρχισε να δαγκώνει τα χείλη της.
   «Αν δε μπορείς να συνεχίσεις, μην κουράζεσαι. Νομίζω, όμως, ότι θα σου κάνει καλό...» είπε ο Στέλιος απλώνοντας το χέρι για να την ακουμπήσει. Εκείνη τραβήχτηκε κατεβάζοντας για λίγο τα μάτια.
   «Δεν ξέραμε τι ήθελαν από μας οι Τούρκοι...» είπε με φωνή σπασμένη και μ' έναν κόμπο ν' ανεβαίνει στο λαιμό της. «Ακόμα κι όταν ακούγαμε για τέτοια πράγματα, πιστεύαμε ότι δεν αφορούσαν εμάς ή ότι απλώς είχε να κάνει με τις περιουσίες μας. Όπως φαίνεται, η βαρβαρότητα αυτή είχε τις ρίζες της στην εποχή του Μουράτ του Α'. Ο βεζύρης του θεωρούσε τους Γενίτσαρους σαν την ελίτ των στρατιωτικών σωμάτων και φρόντιζε ν' αποτελείται πάντα από χριστιανόπουλα».
   «Από χριστιανόπουλα;» είπε ο Στέλιος, ενώ στο πρόσωπό του φαινόταν ότι μάλλον δεν ήθελε ν' ακούσει την αλήθεια.
   «Ακριβώς, χριστιανόπουλα. Ένα από κάθε πέντε αγόρια, ηλικίας από επτά μέχρι δέκα ετών. Ήταν ένας φόρος ζωής που πλήρωναν οι Έλληνες κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια (9)». Η Ειρήνη άρχισε να δακρύζει. «Ήρθαν στο σπίτι και μας υποχρέωσαν να μαζευτούμε μαζί με τους άλλους στην πλατεία. Έψαχναν να βρουν τα πιο υγιή, τα πιο ωραία, τα πιο κατάλληλα παιδιά. Ο Ματθαίος τα 'χε όλα... φτωχέ μου Ματθαίε».
   «Κι οι άλλοι... οι συγχωριανοί, πώς άφησαν να συμβεί κάτι τέτοιο;»
   «Ο κόσμος ήταν πολύ φτωχός. Έκλαψαν, αλλά δε μπορούσαν παρά ν' αφήσουν τα παιδιά να φύγουν, με την ελπίδα ότι τουλάχιστον στην Ανδριανούπολη δε θα πεινούσαν, ότι θα ζούσαν καλύτερη ζωή. Θυμάμαι που 'λεγαν ότι πολλά απ' αυτά απλώς θα δούλευαν στο σαράι του σουλτάνου. Αλλά αργότερα μάθαμε ότι τα πιο υγιή τ' απομάκρυναν κι άρχιζαν να τα διδάσκουν το Κοράνι και να τα εκπαιδεύουν στα όπλα. Με μια κουβέντα, τα 'καναν Γενίτσαρους».
   «Πήραν και το Ματθαίο...»
   «Ακριβώς».
   «Και λοιπόν;»
   «Δεν καταλαβαίνεις;» του 'πε η Ειρήνη γεμάτη πικρία. «Ετούτη η πόλη θα γεμίσει Γενίτσαρους, χριστιανόπουλα που έχασαν τα πάντα. Οικογένεια, θρησκεία, γονείς, τα παιδικά τους χρόνια, την πίστη τους. Θα μπουν στην Κωνσταντινούπολη και θα σκοτώσουν τ' αδέλφια τους, θα κάψουν εκκλησίες, θα σαρώσουν τα πάντα χωρίς δεύτερη σκέψη, δίχως έλεος, γιατί κανένα απ' αυτά δε θυμάται την αληθινή του ταυτότητα...»
   Ο Στέλιος έκλεισε τα μάτια. Ένοιωθε αδύναμος μπροστά στο βλέμμα της Ειρήνης, που αντανακλούσε το θυμό και τον πόνο της.
   «Τώρα καταλαβαίνω γιατί δε μπορείς να κοιμηθείς...»
   «Όχι, δε μπορείς να καταλάβεις», είπε η Ειρήνη έτοιμη να καταρρεύσει. «Κάθε βράδυ, βλέπω το ίδιο όνειρο. Τρέχω, προσπαθώ να ξεφύγω. Η Πόλη πέφτει κι η τρέλα επικρατεί παντού. Οι δρόμοι μετατρέπονται σε ποτάμια γεμάτα αίμα, ο κόσμος προσπαθεί να κρυφτεί, αλλά δε βρίσκει μέρος. Και τότε, τον βλέπω να μου κλείνει το δρόμο, να με πιάνει απ' το λαιμό. Εγώ, όμως, τον αναγνωρίζω απ' τα μάτια, απ' τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Κι ας έχει τώρα πια γένια. Κι ας φορά στολή! Σηκώνει το σπαθί του, με κοιτάζει για μια στιγμή και μετά...!»
   Η Ειρήνη ξέσπασε σε κλάματα.
   Ο Στέλιος την πλησίασε και την αγκάλιασε. Δεν τόλμησε, όμως, να πει κουβέντα. Δεν υπήρχε άλλωστε κάτι που θα μπορούσε να ειπωθεί, αφού η σιωπή αποτελεί θρίαμβο πάνω σε λόγια που δεν πρέπει ν' ακουστούν.
   Καθόταν απλώς κοντά της.
   «Κανένας δεν είναι μόνος κάτω απ' τον ουρανό», της είπε κάποτε ο Στέλιος.
   Ένας άνεμος γλυκός σάρωσε την καρδιά του.
   Ένοιωσε ότι στη χώρα του πουθενά και στον ψεύτικο αυτό κόσμο, μονάχα η αγάπη μπορεί να θεωρηθεί αληθινή.

 Mάιος του 1453

   Κατέβαιναν προς το κέντρο της πόλης. Για πρώτη φορά τις τελευταίες δέκα μέρες, ο Μπερνάρ πατούσε το πόδι του στο δρόμο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το πρόσωπό του είχε πάρει ξανά το χρώμα της υγείας. Φυσούσαν θερμά ρεύματα απ' το νότο. Περιδιάβαιναν τους δρόμους της πόλης, αφήνοντας την εκκλησία του Παντεπόπτη Χριστού (10) και τη Μονή Παντοκράτορος στ' αριστερά τους κι έστριψαν στο Φόρο του Κωνσταντίνου. Ο Νίκος τον ενημέρωσε για ό,τι συνέβη στην πρωτεύουσα, για τις συνεχείς διαμάχες και συγκρούσεις μεταξύ Ενετών και Γενουατών. Οι εξηγήσεις, όμως, ήταν περιττές αφού η απελπισία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων όσων συναντούσαν. Η απογοήτευση συντρόφευε τους πολίτες σε κάθε τους βήμα.
   Κατόπιν, του περιέγραψε, όπως μπορούσε, εκείνους που του 'χαν επιτεθεί.
   «Είσαι σίγουρος γι' αυτά που είπες;» επέμενε ο Μπερνάρ.
   «Είμαι! Ήταν δυο άντρες, ψηλοί, με κουκούλες στο κεφάλι. Ο ένας ή κι οι δυο είχαν γένια μαύρα και κοντά...» συμπλήρωσε ο Κρητικός. «Μας πλησίασαν από πίσω κι ο πιο μεγαλόσωμος μας χτύπησε πολύ δυνατά με τη γροθιά του. Εσένα σε χτύπησε στον αυχένα κι εμένα στους κροτάφους».
   Εκείνη την ώρα έβγαιναν σ' ένα σταυροδρόμι, κοντά στην Πύλη της Ανδριανούπολης. Υπήρχε ένας δρόμος που 'κοβε διαγωνίως την περιοχή. Διαπίστωσαν ότι πολλές ομάδες στρατιωτών κατέγραφαν τα πιο σημαντικά σπίτια. Οι στρατιωτικοί χτυπούσαν πόρτες, διάβαζαν ένα επίσημο έγγραφο κι ανακοίνωναν την επίταξη κάθε λογής αντικειμένων, παρά τις διαμαρτυρίες και την αγανάκτηση των ιδιοκτητών. Έπαιρναν τα πάντα, κηροπήγια, κοσμήματα, χρήματα, εικόνες από ασήμι, οποιοδήποτε μεταλλικό αντικείμενο μπορούσε να λιώσει. Η διαταγή είχε εκδοθεί απ' τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος υποσχόταν ότι θα τους αποζημίωνε μετά τη λήξη της πολιορκίας. Δεν υπήρχαν και πολλά τρόφιμα στην πόλη κι ο μεγάλος αριθμός των ψυχών που ζούσαν εκεί, προϋπέθετε αντίστοιχες ενέργειες, προκειμένου ν' αποφευχθεί η μεταπώληση από αισχρούς εκμεταλλευτές και ν' αντιμετωπιστεί ο λιμός που ήδη πλησίαζε.
   «Πιστεύεις ότι αυτοί οι άνθρωποι ψάχνουν για το Δάκρυ;» ρώτησε ξαφνικά ο Νίκος.
   «Είμαι σίγουρος. Σίγουρα κάποιοι ξέρουν ότι βρίσκεται κάπου εδώ γύρω», απάντησε ο γιατρός χωρίς περιστροφές. «Εκ των πραγμάτων, αρχίζω να σκέφτομαι ότι ίσως να 'χες δίκιο όταν είπες ότι ο αυτοκράτωρ στην επιστολή του αναφερόταν σ' αυτό κι όχι σε κάτι άλλο...»
   Για μια ακόμη φορά, έπαψαν να μιλούν. Οι σκέψεις του Βιλιέ ταξίδευαν στ' άστρο που τον είχε οδηγήσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Προσπάθησε να το φανταστεί σύμφωνα με τις περιγραφές που εδώ κι αιώνες μεταφέρονταν από αυτί σε αυτί, από χείλη σε χείλη, μέσα σε κλειστούς κοινωνικούς κύκλους, μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά. Η μυστικιστική αδελφότητα αναφερόταν κατά καιρούς στην ύπαρξή του μ' απόλυτο σεβασμό. Τα μέλη της αδελφότητας, όμως, υπήρχαν παντού, στην Ανατολή και τη Δύση, ακολουθώντας την πορεία του ήλιου.
   Ένοιωσε ξαφνικά ένα βάρος στο στήθος του. Εκτός απ' τους υπόλοιπους λόγους που τον έκαναν να ταξιδέψει, εκτός απ' τη θλίψη που του 'φερνε η εξαθλίωση κι ο ξεπεσμός της Πόλης και των κατοίκων της, ο Μπερνάρ είχε να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης του Στέλιου.
   «Πώς μπόρεσε να σηκωθεί να φύγει χωρίς να πει κουβέντα;» σκεφτόταν συνεχώς, μη μπορώντας να εξηγήσει την εξαφάνισή του. «Δε μπορώ να καταλάβω».
   «Ούτε κι εγώ. Ελπίζω μόνο να μη του συνέβη τίποτε κακό», σχολίασε ο Νίκος, αφού ήξερε ότι δε μπορούσε να κάνει τίποτε.
   Μετά από αρκετή ώρα, πέρασαν μπροστά απ' τα ερείπια του ιπποδρόμου. Στάθηκαν και θαύμασαν για μια στιγμή το εντυπωσιακό εκείνο κτίσμα, απ' το οποίο απέμεναν πλέον λιγοστές αψίδες κι αναβαθμίδες, μαζί με τον κεντρικό τοίχο. Τα λιγοστά εκείνα ερείπια μιλούσαν για τις δόξες που 'χε ζήσει και για τη μεγαλοπρέπειά του, για χρόνους παρελθοντικούς γεμάτους πλούτο και δύναμη. Νόμιζε κανείς ότι μπορούσε ν' ακούσει φωνές χιλιάδων Ελλήνων που ζητωκραύγαζαν τους ηνιόχους, οι οποίοι ντυμένοι με ζωηρά χρώματα, προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον άνεμο. Με τα μάτια της φαντασίας θα 'λεγε κανείς ότι έβλεπε άρματα, άξονες κι άλογα να γίνονται ένα, να χτυπούν το ένα στ' άλλο στις επικίνδυνες στροφές ή να περνούν ξυστά, κόβοντας την ανάσα στους θεατές που καρδιοχτυπούσαν.
   Τίποτε, όμως, δεν είχε μείνει απ' τις παλιές καλές μέρες, αφού όλα είχαν σκορπίσει στον άνεμο τόσων αιώνων. Μονάχα η άμμος κι η απόλυτη σιωπή συνέχισαν να βαδίζουν στους δρόμους του ιπποδρόμου.
   Τελικά, έφτασαν στην Αγία Σοφία και πέρασαν το κατώφλι. Ο Λέων Ανδρόνικος ήταν παρών, κάπου στο νάρθηκα του ναού, μαζί φυσικά με το μπαστούνι του. Μιλούσε μ' έναν άνδρα που φορούσε ακριβά ρούχα κι έμοιαζε μ' Ενετό ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στον Βιλιέ, επειδή είχε ύφος υπεροπτικό. Λίγα μέτρα μακριά, στέκονταν τέσσερις άντρες πάνω από δυο μεγάλα μπαούλα και περίμεναν τον επισκέπτη.
   «Πρέπει να πηγαίνω, πάτερ Ανδρόνικε», άκουσαν το Λατίνο να λέει. «Δεν ξέρω αν θα σας ξαναδώ. Θέλω πάντως να σας ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου παρείχατε».
   «Είστε σίγουρος ότι θα καταφέρετε να φύγετε απ' την πόλη;» τον ρώτησε ο κληρικός, ρίχνοντας μια ματιά γεμάτη νόημα στα μπαούλα που τον συνόδευαν.
   «Όλα είναι κανονισμένα. Αν έχω την τύχη με το μέρος μου, οι Τούρκοι δε θα προσέξουν μια βαρκούλα. Τα ξημερώματα θα με μεταφέρει μια λάντσα (11) στο λιμάνι του Βουκολέοντα (12)».
   «Στην ευχή του Θεού και φροντίστε ν' αξιοποιήσετε τους θησαυρούς που 'χετε στα χέρια σας».
   Όταν ο άνδρας έκανε νόημα στους βοηθούς του, εκείνοι πήραν τα μπαούλα στα χέρια τους για να φύγουν απ' το ναό. Ο Λατίνος τους ακολούθησε. Όταν έφτασε στην πόρτα, γύρισε για μια στιγμή και χαιρέτησε ξανά τον κληρικό κάνοντας μια διακριτική υπόκλιση. Έξω απ' την Αγία Σοφία τους περίμενε μια άμαξα την οποία έσερναν δυο μουλάρια. Ο Ανδρόνικος στάθηκε ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο στο κατώφλι, σαν να 'παιρναν μαζί τους φεύγοντας την ίδια του τη ζωή. Μετά, γύρισε προς το μέρος του Μπερνάρ και του Νίκου. Τους αναγνώρισε αμέσως και τους χαμογέλασε μελαγχολικά.
   «Τι σας φέρνει στα μέρη μας, άρχοντα Βιλιέ;» ρώτησε καθώς τους πλησίαζε. «Δυστυχώς, βλεπόμαστε σ' άσχημη ώρα. Κάθε φορά που χαιρετώ αυτόν τον άνθρωπο, πράγμα που 'χει συμβεί άπειρες φορές τα τελευταία χρόνια, δεν έχω όρεξη για κουβέντα, η ψυχή μου μοιάζει πιο άδεια κι απ' αυτήν εδώ την εκκλησία».
   «Ποιος ήταν αυτός; Πρέπει να 'ναι Ενετός», είπε ο Νίκος.
   «Δεν είναι. Είναι απ' τη Φλωρεντία κι ονομάζεται Μάουρο ντι Τσιότσιο. Είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης του Κόζιμου των Μεδίκων», τους εξήγησε ο Ανδρόνικος. «Τα τελευταία χρόνια, ο συγκεκριμένος άνθρωπος επισκέπτεται συχνά τη διαλυμένη αυτή πόλη και πάντα έχει μαζί του ένα σωρό φιορίνια. Η οικογένεια των Μεδίκων θέλει ν' αγοράσει οτιδήποτε αξιόλογο υπάρχει στον κόσμο».
   «Απ' ό,τι καταλαβαίνω, αναφέρεστε σε βιβλία...» τόλμησε να υποθέσει ο Μπερνάρ.
   «Υπάρχει κάτι πιο σημαντικό ή ευγενικό, κάτι που ν' αντέχει περισσότερο στο χρόνο; Σωστά υποθέτεις, Μπερνάρ. Του πουλάμε βιβλία, πολλά βιβλία», απάντησε γεμάτος απελπισία ο κληρικός. «Βιβλία τα οποία προορίζονται να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την τεράστια βιβλιοθήκη των Μεδίκων, εκείνη που άνοιξαν μερικά χρόνια πριν στη Φλωρεντία. Μακάρι να φωτίσουν κι άλλα μυαλά και στον κόσμο να επικρατήσει το φως κι όχι το σκοτάδι. Σας διαβεβαιώνω, όμως, πως κάθε φορά νομίζω ότι μου παίρνουν ένα κομμάτι απ' την ψυχή μου».
   Ο Μπερνάρ κοίταξε το γέροντα. Το βλέμμα του έδειχνε πόσο απελπισμένος ένοιωθε, επειδή ακριβώς οι θησαυροί της Αγίας Σοφίας και πολλών ακόμη εκκλησιών, αρχείων, βιβλιοθηκών της βασιλεύουσας, επωλούντο σ' όποιον είχε τα χρήματα για να τους αγοράσει ή δοχετεύονταν με μυστικό τρόπο, για να μην καταστραφούν απ' την επέλαση των Τούρκων, προς κάθε μεριά της χριστιανικής Ευρώπης.
   «Ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι. Εκεί δε θα 'ναι καταδικασμένα να καούν στις φωτιές των Τούρκων», παραδέχτηκε ο κληρικός. «Ας τ' αφήσουμε, όμως, για λίγο όλα αυτά! Για πείτε μου, Μπερνάρ, τι σας φέρνει στην Αγία Σοφία και τι έχετε στο μυαλό σας;»
   Ο Νίκος κι ο Μπερνάρ, καθώς βάδιζαν στο κεντρικό κλίτος της βασιλικής, του μίλησαν για τη μυστηριώδη επίθεση που 'χαν δεχτεί πριν μέρες. Πριν προλάβει ο Ανδρόνικος να εκθέσει τις υποψίες του σχετικά με τους εισβολείς, ο γιατρός έβγαλε την επιστολή του Ετζαρέτ απ' την τσέπη και την ξεδίπλωσε μπροστά στα μάτια του γέροντα. Εκείνος την πήρε και πήγε κοντά σ' ένα κερί που άναβε στην Αγία Τράπεζα για να ρίξει μια ματιά. Διάβασε το περιεχόμενό της σιωπηλός. Στη συνέχεια, χτυπώντας απαλά το μπαστούνι του στο πάτωμα, επέστρεψε κοντά τους.
   «Το 'χετε ήδη βρει;»
   «Όχι. Το ψάχνω απ' τη μέρα που 'ρθα στην πόλη, αλλά δε μπορώ να το βρω».
   «Στην αυλή του σπιτιού σας υπάρχει μια μικρή πλάκα...» του αποκάλυψε ο Ανδρόνικος. Ο Νίκος κι ο Μπερνάρ δεν πίστευαν στ' αυτιά τους. «Κοντά στο πηγάδι... και σε μια γωνιά υπάρχει μια μικρή σχισμή, τριγωνικού σχήματος. Κοιτάξατε μήπως εκεί;»
   «Φυσικά. Ξέρω σε ποια πλάκα αναφέρεστε. Τη βρήκα και τη σήκωσα μήνες πριν, αλλά...» απάντησε ο Μπερνάρ που 'χε εντυπωσιαστεί απ' τις παρατηρήσεις του κληρικού. «Δε βρήκα τίποτα πέρα από μια άδεια κοιλότητα. Γνωρίζατε από πριν για το συγκεκριμένο πετράδι, πάτερ;»
   «Ναι και γι' αυτό και για πολλά άλλα, τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα στην πόλη... Γιατί, όμως, δεν το βρήκατε κάτω απ' την πλάκα; Εδώ και χρόνια βρισκόταν εκεί».
   «Δεν έχω ιδέα...» είπε ο Νίκος που δεν άντεχε άλλο να παραμένει στη σιωπή. «Θα ξέρετε, λοιπόν, ότι σύμφωνα με το θρύλο ο πολύτιμος αυτός λίθος αποτελεί μοναδικό εύρημα... πρόκειται για ένα απ' τα Δάκρυα του Θεού, έτσι δεν είναι;»
   Ο Ανδρόνικος συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. Πλησίασε στην πύλη του ναού κι έκανε νοημα στους δυο άνδρες να τον ακολουθήσουν. Το δυνατό φως τούς έκανε να μισοκλείσουν τα μάτια βγαίνοντας έξω. Ο αέρας μύριζε άνοιξη κι ο ουρανός ήταν καταγάλανος. Ο ήλιος έλαμπε καθώς βάδιζε προς τη δύση. Η πλατεία μπροστά απ' την Αγία Σοφία, όπου μέχρι πριν μερικές βδομάδες γινόταν η λαϊκή αγορά της πόλης με τα φρούτα και τα λαχανικά, ήταν πανέρημη, όπως και το εσωτερικό του ναού. Μόνο μερικές γυναίκες διέσχιζαν την περιοχή, ντυμένες με κάπες στο χρώμα της ώχρας. Πήγαιναν στην Αγία Ειρήνη.
   «Γνωρίζω τα πάντα γύρω απ' το συγκεκριμένο αστέρι...» τους αποκάλυψε ο Ανδρόνικος, καθώς κατέβαινε τα σκαλιά της βασιλικής. Άρχισε να βαδίζει προς τη μεριά της ακρόπολης. «Πιστεύετε ότι πράγματι το πετράδι αυτό είναι ένα Δάκρυ απ' τα Μάτια του Θεού, κύριε Βιλιέ;»
   «Στους μυστικιστικούς κύκλους έτσι πιστεύουμε. Πρόκειται για ένα δάκρυ, το οποίο, κατεβαίνοντας απ' τους ουρανούς, μετουσιώθηκε σε κρύσταλλο κι έπεσε στη γη...»
   Ο Ανδρόνικος δε μίλησε. Συνέχισε να σκέφτεται την εξαφάνιση του μυστηριώδους πετραδιού. Ο Νίκος κι ο Μπερνάρ κοιτάχτηκαν χωρίς να πουν κουβέντα. Περίμεναν τις εξηγήσεις του γέροντα.
   Μετά από λίγο έφτασαν στα ερείπια της ακρόπολης. Μερικά φθαρμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια στο χρώμα της γης κι ελάχιστες αψίδες κι αρχαίοι κίονες καταμαρτυρούσαν την ύπαρξη του μνημείου στη θέση εκείνη. Τ' αγριόχορτα κι οι πυκνοί θάμνοι είχαν σκεπάσει οτιδήποτε άλλο, υπογραμμίζοντας με την πληθωρικότητά τους την πλήρη εγκατάλειψη. Λίγο παραπέρα, στις παρυφές της χερσονήσου και κοντά στη Μονή Αγίου Γεωργίου στα Μάγκανα, οι κληρικοί-φύλακες της περιοχής, μάζευαν λίγα κλαδιά για να θρέψουν τις φλόγες των μαγκαλιών τους.
   Δε φαινόταν πανί στον ορίζοντα. Στ' αριστερά κι απέναντι απ' το Χρυσό Κέρατο, πρόβαλε η ακρόπολη του Πέραν, βυθισμένη σε βαριά σιωπή, κλεισμένη στον εαυτό της ή ίσως ντροπιασμένη απ' τις πράξεις των κακόβουλων κυβερνητών της.
   «Μέχρις εκεί πρέπει να 'χε φτάσει ο Βύζας, ο ιδρυτής της πόλης αυτής...» είπε ο Ανδρόνικος, κοιτάζοντας το τοπίο χαμένος στις σκέψεις του. «Πρέπει ν' αντίκρυσε την ίδια ακριβώς θάλασσα και, ίσως, το 'κανε κάποια μέρα που 'μοιαζε πολύ με τη σημερινή. Λένε ότι στο μέρος αυτό έλαβε θεϊκή φώτιση αιώνες πριν. Αναζητώντας τη γη απέναντι απ' τη γη των τυφλών... Ξέρετε ότι στο ίδιο σημείο με την Αγία Σοφία βρισκόταν κάποτε παγανιστικός ναός;»
   «Όχι», απάντησε ο Νίκος.
   «Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια», συνέχισε ο κληρικός, «οι άνθρωποι έχτισαν πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου παγανιστικού ναού τη Μεγάλη Εκκλησία, ένα μικρό ξύλινο παρεκκλήσι που κάηκε χρόνια αργότερα. Αυτοκράτωρ ήταν ο Θεοδόσιος, ο οποίος διέταξε την κατασκευή ενός πολύ μεγαλύτερου ναού με τριπλό κλίτος. Τον έχτισαν πάνω στα ερείπια της Μεγάλης Εκκλησίας. Στη διάρκεια των εργασιών κι ενώ έριχναν τα θεμέλια...»
   «Βρήκαν το γαλάζιο άστρο;» τον πρόλαβε ο Μπερνάρ.
   «Ακριβώς. Τ' άστρο που ονομάζεται Δάκρυ του Θεού βρέθηκε κάτω απ' την Αγία Τράπεζα. Ένας μοναχός, ονόματι Ζαχαρίας, ήταν ο άνθρωπος που το ξέθαψε κι ήταν ο πρώτος φύλακας του θησαυρού. Κανείς δε μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει το νόημα της ύπαρξής του, ούτε και την προέλευσή του. Δεν υπήρξε ποτέ ιερέας ή χρυσοχόος, ούτε αργυροπράτης, δηλαδή κοσμηματοπώλης από κείνους που κατασκευάζουν λειψανοθήκες στις αρχές της Μέσης Οδού, ο οποίος μπόρεσε να εξηγήσει την παρουσία του. Κατέληξαν, όμως, στο συμπέρασμα ότι ήταν πολύ τέλειο κι ότι δεν είχε φτιαχτεί από ανθρώπου χέρι. Κατά τη διάρκεια της ανέγερσης του ναού απέκρυψαν το γεγονός και το πετράδι φυλάχτηκε βαθιά μέσα στη γη, κάτω από ένα μικρό δωματιάκι. Μονάχα αυτοκράτορες, πατριάρχες κι ο μοναχός που το 'χε βρει γνώριζαν την ύπαρξή του στο πέρασμα των χρόνων».
   Ο Νίκος κι ο Μπερνάρ δεν προλάβαιναν να ρωτήσουν όσα ήθελαν, καθώς ο Ανδρόνικος τους προλάβαινε. Τους είπε ότι, χρόνια αργότερα, η δεύτερη εκείνη εκκλησία γνώρισε την οργή των οπαδών της Στάσης του Νίκα. Εκείνα τα χρόνια, που η βία ξεσπούσε σε ιερά κτίσματα κι αντικείμενα, δεν κατάφεραν να βρουν και να ξεθάψουν το πετράδι. Πολύ αργότερα, ο μέγας Ιουστινιανός αποφάσισε την ανέγερση καινούργιου ναού πάνω στις ελάχιστες πέτρες που 'χαν διασωθεί. Η Αγία Σοφία αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού για ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, ενώ έκανε πάντοτε περήφανη την Αυτοκρατορία, σαν ο μεγαλύτερος  Οίκος Θεού στον κόσμο.
   Το Δάκρυ του Θεού παρέμενε αιώνες ολόκληρους μακριά απ' τ' αδιάκριτα βλέμματα, κλεισμένο στο αλαβάστρινο κουτί του, κάτω απ' το παγωμένο μάρμαρο της βασιλικής. Δεν ξεθάφτηκε ούτε στο πέρασμα των Σταυροφόρων, ούτε στη διάρκεια των μετέπειτα χρόνων της λατινικής κατοχής. Ο ένας μοναχός παρέδιδε το γεγονός της ύπαρξης και της φύλαξής του στον επόμενο. Ελάχιστοι πατριάρχες κατάφεραν να το πάρουν για λίγο στα χέρια τους.
   «Όμως, εδώ και μερικές δεκαετίες...» θυμόταν ο Ανδρόνικος, «όταν ο Μουράτ πολιόρκησε την πόλη, συνέβησαν πολλά άσχημα πράγματα. Μέρες ολόκληρες η πόλη ζούσε με το φόβο ότι θα 'πεφταν τα τείχη. Ο αυτοκράτωρ διέταξε να τοποθετηθούν τα ιερά λείψανα και τα ιερά κειμήλια σε διαφορετικά μέρη. Σχεδίασε ακόμη πώς θα μπορούσε να τα βγάλει έξω απ' τη βασιλεύουσα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Έτσι λοιπόν, και το γαλάζιο άστρο, που μας ενδιαφέρει, θάφτηκε στον Οίκο των Βοτανολόγων».
   «Μ' άλλα λόγια, τ' άφησαν στην τύχη του», είπε απογοητευμένος ο γιατρός.
   «Στην τύχη του; Σε καμιά περίπτωση», τον διέκοψε ο Ανδρόνικος σηκώνοντας το δεξί του χέρι για να ορκιστεί... «Ορκίζομαι στα Τέσσερα Άηχα Γράμματα (13), στην ευγένεια του Χιράμ (14) και στο Ύστατο Όνομα που ποτέ δε θα τολμήσω να προφέρω, ότι δεν κατέχω τίποτε και τίποτε δεν πρόκειται να κατέχω· ότι θα μοιράζομαι αυτά που έχω· ότι το μόνο που επιθυμώ είναι τον ουρανό πάνω απ' το κεφάλι μου και τη γη κάτω απ' τα πόδια μου· ότι θα διασχίσω τον κόσμο αφιερώνοντας τη ζωή μου στο να βοηθώ όποιον το χρειάζεται...»
   Ο Ανδρόνικος επαναλάμβανε το Μεγάλο Μασονικό Όρκο, πράγμα που έκανε τους δυο φίλους να σαστίσουν.
   «Άρχοντα Βιλιέ, είσαι Τέκνο του Φωτός, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Ανδρόνικος θριαμβολογώντας. «Τα ξέρω όλα γύρω απ' το άτομό σας, όπως ακριβώς ήξερα τα πάντα για τον Ετζαρέτ και για όλους τους προηγούμενους. Είστε άνθρωποι που δεν επιθυμείτε το παραμικρό, αλλά εδώ και δεκαετίες φρουρείτε το Δάκρυ του Θεού, το υπέροχο αυτό γαλανό άστρο».
   «Δεν ξέρω τι να πω...» μουρμούρισε ο Μπερνάρ, ενώ ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό του.
   «Ακούστε με... εγώ ήμουν εκείνος που υπαγόρευσε την επιστολή στον Ετζαρέτ για να σας τη στείλει. Όσο για το γαλάζιο άστρο... αυτό βρίσκεται σίγουρα θαμμένο στο μικρό κοτέτσι που υπάρχει στο πίσω μέρος του εργαστηρίου σας», αποκάλυψε ο Ανδρόνικος.
   «Και τι θα πρέπει να κάνουμε;» τον διέκοψε ο Νίκος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε μιλήσει καθόλου.
   «Όλα είναι έτοιμα. Αν οι Τούρκοι πάρουν την πόλη, θα φύγετε και θα το πάρετε μαζί σας αυτό και... κάτι ακόμη πιο σημαντικό, το οποίο θα σας αποκαλύψω στην ώρα του», είπε ο κληρικός. «Θέλω να πάτε στη Μονή Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, το πιο παλιό μοναστήρι, στ' απάτητα Μετέωρα της Θεσσαλίας. Μοιάζει να κρέμεται απ' τον ουρανό και με κανένα τρόπο δε μπορεί άνθρωπος που δε γνωρίζει, να εισέλθει. Όλα θα γίνουν, όμως, στην ώρα τους».
   Άρχιζε να βραδιάζει. Στο δρόμο της επιστροφής προς την Αγία Σοφία δε μιλούσαν καθόλου. Ο Μπερνάρ ένοιωθε μεγάλη συγκίνηση απ' τις αποκαλύψεις του ιερέα. Για πρώτη φορά στη ζωή του, τα κομμάτια της σπαζοκεφαλιάς που 'χε καταντήσει η ζωή τους τους τελευταίους μήνες, άρχιζαν να δένουν μεταξύ τους.
   «Πάτερ, θέλω να σας ρωτήσω κάτι...» είπε ο Μπερνάρ όταν έφτασαν έξω απ' την εκκλησία.
   «Αν μπορώ να σας βοηθήσω, θα το κάνω», απάντησε ο κληρικός.
   «Θέλω να μάθω πόσοι στην Πόλη γνωρίζουν την ύπαρξη του Δακρύου του Θεού. Κάποιος θέλει να το κάνει δικό του, με κάθε τίμημα», είπε δείχνοντας το κεφάλι του. «Δεν αποκλείεται να πρόκειται για άτομο απ' το Ιερό Παλάτι των Βλαχερνών, για κάποιον που βρίσκεται κοντά στον αυτοκράτορα».
   «Θα το διασταυρώσω και θα σας πω».
   Μερικά λεπτά αργότερα, έχοντας πλέον χαιρετήσει το Λέοντα Ανδρόνικο, ο Μπερνάρ κι ο Νίκος πήραν το δρόμο της επιστροφής για τις Βλαχέρνες. Το τουρκικό πυροβολικό είχε σταματήσει για λίγο. Η βασιλεύουσα έμοιαζε με πόλη - φάντασμα, καθώς επέπλεε ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τα πάντα έσταζαν υγρασία. Οι δυο φίλοι άρχισαν να βαδίζουν γρηγορότερα.

   O Θεόφιλος Παλαιολόγος εισέβαλε στο δωμάτιο εντελώς απροειδοποίητα, όπως άλλωστε το συνήθιζε. Κρατούσε τις τελευταίες αναφορές κι η όψη του πρόδιδε μεγάλη ανησυχία. Όμως ήταν ίδιος πάντα, απ' το πρωί μέχρι το βράδυ και δε μπορούσε να τ' αλλάξει, αλλά μέσα στο γενικότερα έντονο κλίμα που επικρατούσε, κανείς δεν έδινε σημασία στη συμπεριφορά του. Είχε συναντήσει μια επιτροπή Ενετών, οι οποίοι τριγυρνούσαν σε κάποια απ' τις βεράντες που έβλεπαν στον ιδιωτικό κήπο του αυτοκράτορα. Τα τέκνα της Γαληνότατης Δημοκρατίας είχαν πλημμυρίσει τις Βλαχέρνες. Περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, όμως, τους έβρισκες στους διαδρόμους και τις αίθουσες του Ιερού Παλατιού. Τους συναντούσες όλες τις ώρες της μέρας να περιφέρονται γύρω απ' τα μαγειρεία, όπου δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε πλέον για να μαγειρευτεί, να ψαχουλεύουν τα κελάρια με τα κρασιά, τα οποία έκλεβαν ή να βρίζονται και να βρίζουν τα θεία, να βάζουν στοιχήματα ή να πετούν σουγιάδες στα δέντρα. Αντί να υπερασπίζονται το παλάτι, απλώς είχαν κάνει κατάληψη. Η υπεράσπιση της ρεγιώνας των Βλαχερνών έτσι κι αλλιώς δεν ήταν το ίδιο απαιτητική με τα καθήκοντα που είχαν αναλάβει οι Γενουάτες, να φρουρούν δηλαδή το Μεσοτείχιο. Στην περιοχή αυτή, υπήρχαν ψηλές πολεμίστρες και τα πλέον ισχυρά σημεία του τείχους, άρα δεν περίμεναν τους Τούρκους να ξεκινήσουν από κει την επίθεση.
   «Κανένα νέο απ' το Μαρμαρά, Θεόφιλε;» ρώτησε ο αυτοκράτωρ, σηκώνοντας το πρόσωπό του για να κοιτάξει σχεδόν απελπισμένος τον ξάδελφό του.
   Ο Κωνσταντίνος κι ο Γεώργιος Φραντζής είχαν ξοδέψει πάνω από μια ώρα, προσπαθώντας ν' αναλύσουν την κατάσταση κλεισμένοι σ' ένα ιδιωτικό σαλόνι. Ανέλυαν κάθε λογής χαρακτηριστικά. Το πιο σημαντικό πράγμα που 'χαν να κάνουν, αφορούσε στο ρυθμό με τον οποίο γίνονταν σε καθημερινή βάση οι επσκευές του τείχους του Αγίου Ρωμανού. Επίσης, είχαν στο μυαλό τους να επιλύσουν θέματα τακτικής, όπως, για παράδειγμα, πού έπρεπε να στήσουν τα κανόνια για να μπορέσουν να προκαλέσουν μεγαλύτερες ζημιές στον οθωμανικό στόλο που 'χε εισβάλει στο λιμάνι. Τέσσερις μέρες πριν, ένα απ' τα κανόνια με το μεγαλύτερο βεληνεκές είχε επισκευαστεί, ώστε να βομβαρδίσει την απέναντι πλευρά, πράγμα που 'χε κάνει μ' επιτυχία. Είχαν καταφέρει να βυθίσουν δυο φούστες, αλλά τίποτε περισσότερο. Οι Τούρκοι απλώς αναγκάστηκαν να μετακινήσουν τα καράβια τους μερικά μέτρα παραμέσα, για να μη τα φτάνουν τα πυρά των κανονιών του Βυζαντίου. Την επόμενη μέρα, κατάφεραν να βυθίσουν μια γενοβέζικη γαλέρα γεμάτη μετάξι.
   Ο Θεόφιλος κάθισε κοντά στον Κωνσταντίνο και το Γεώργιο. Φαινόταν εντελώς εξαντλημένος.
   «Δεν υπάρχουν νέα απ' το Μαρμαρά. Προς το παρόν τουλάχιστον», είπε όσο πιο ουδέτερα μπορούσε.
   «Κύριε, είναι πολύ νωρίς ακόμη», μπήκε στη μέση ο Φραντζής. «Το καράβι έφυγε πριν τέσσερις μέρες μόνο. Δεν πιστεύω ότι θα το δούμε να γυρίζει πριν περάσει  τουλάχιστον μια βδομάδα. Κάντε υπομονή λοιπόν».
   Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δέχτηκε την πρόταση, αφού δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Όλες οι ελπίδες του ταξίδευαν μ' εκείνο το καράβι, το οποίο, φορώντας το πέπλο της νύχτας, είχε ανοίξει πανιά για το ελληνικό πέλαγος προκειμένου να μαζέψει πληροφορίες για τις ενετικές γαλέρες, που βρίσκονταν ήδη καθ' οδόν. Για να ξεφύγουν απ' το μπλόκο, έβαλαν να κυματίζουν στα κοντάρια τους τα λάβαρα του σουλτάνου. Είχαν κρεμάσει πάνω στις κουβέρτες τουρκικές ασπίδες και το πλήρωμα είχε φορέσει οθωμανικές στολές, με τα σαλβάρια, τα ζωνάρια, τα πλουμιστά γιλέκα ή ακόμη και τα χαρακτηριστικά κόκκινα σαρίκια.
   Στη συνέχεια, τους είχε καταπιεί το σκοτάδι.
   «Παράξενο ακούγεται...» είπε ο Γεώργιος ξύνοντας τ' αυτί του «... όπως φαίνεται τα τουρκικά κανόνια έχουν σιωπήσει».
   «Περί τίνος πρόκειται;»
   «Δεν είναι απλό και δεν ξέρω πώς να το θέσω επί τάπητος».
   «Σε ικετεύω, πες το χωρίς περιστροφές» του 'πε ο Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε καταλάβει ότι του διέφευγε μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια.
   «Μεγαλειότατε, νομίζω ότι...» είπε ο Θεόφιλος διστακτικός, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις για ν' αναφερθεί σ' ένα άκρως ευαίσθητο θέμα, που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί τις νύχτες, «... νομίζω ότι ίσως πρέπει να φύγετε απ' την πόλη. Δεν είμαι ο μόνος που το 'χει σκεφτεί, αλλά καλύτερα να φύγετε, όσο ακόμη μπορείτε, για το Μοριά ή για την Τραπεζούντα ή ακόμη για την Ευρώπη. Εκεί τουλάχιστον, με τη βοήθεια των αδελφών σας, θα καταφέρετε να οργανώσετε ένα μεγάλο στρατό. Κάθε μέρα που περνά, η κατάσταση στην Πόλη γίνεται ολοένα και πιο απελπιστική».
   «Προτείνετε να εγκαταλείψω την πόλη μου;» απάντησε γουρλώνοντας τα μάτια ο αυτοκράτωρ, γυρνώντας απότομα προς τη μεριά του φίλου του. «Κι εσύ το ίδιο πιστεύεις, Γεώργιε;»
   Ο Γεώργιος δεν απάντησε, αλλά έκανε ότι ήταν αφοσιωμένος στην ανάγνωση μιας αναφοράς. Ο αυτοκράτωρ το εξέλαβε ως κατάφαση. Για πρώτη φορά, δεν ήξερε πώς ν' αντιδράσει. Είχε ακούσει γι' αυτό στους διαδρόμους του Ιερού Παλατιού την τελευταία βδομάδα και κατά βάθος χαιρόταν που δεν ήταν αυτός που έφερε στην επιφάνεια το συγκεκριμένο θέμα.
   «Κύριε... νομίζω πως έτσι θα πρέπει να κάνετε», του ομολόγησε, γυρίζοντας να τον κοιτάξει στα μάτια.
   «Θέλω να μ' ακούσετε κι οι δυο... εκτιμώ το γεγονός ότι με στηρίζετε και ξέρω καλά πως ό,τι λέτε, το λέτε από αγάπη», παραδέχτηκε ο βασιλιάς. «Δε με γνωρίζετε, όμως, καλά και πρέπει να ξέρετε ότι σε καμιά περίπτωση δε θα εγκατέλειπα την Πόλη. Δε μπορώ ν' αφήσω πίσω τους ανθρώπους μου και να φύγω. Άλλωστε, ξέρω ποια είναι η μοίρα μου και δεν πρόκειται να κρυφτώ για να την αποφύγω. Ο κύβος ερρίφθη και δε μπορεί να γίνει τίποτε. Θα θέλατε, δηλαδή, να με θυμούνται όλοι σαν τον αυτοκράτορα που 'φυγε για να γλιτώσει; Η ιστορία είναι ανελέητη με τους προδότες κι εγώ δε θέλω να με αναφέρει σαν τον Κωνσταντίνο τον Δειλό...»
   «Κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να σας αποκαλέσει έτσι...» είπε ο Γεώργιος.
   «Θα μιλήσω με τους συμβούλους, τη γερουσία και τους άρχοντες. Δε θα δεχτώ, όμως, ποτέ να σωθώ και ν' ατιμαστεί τ' όνομά μου, ούτε και να θεωρηθώ ανέντιμος».
   Οι πόρτες του σαλονιού άνοιξαν διάπλατα με μια απότομη κίνηση, για να περάσει ο Ιωάννης Δαλματάς κι ο Φρανσίσκο του Τολέδου, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
   «Οι Τούρκοι ετοιμάζονται να πραγματοποιήσουν επίθεση μεγάλης κλίμακας στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού!» δήλωσε ο πρώτος, που έμοιαζε να περνά στιγμές μεγάλης αγωνίας.
   Δε μίλησαν καθόλου. Ο Κωνσταντίνος κι ο Θεόφιλος σηκώθηκαν κι έφυγαν, αφήνοντας μόνο το Φραντζή που δεν ήξερε τι να κάνει. Έφυγαν τρέχοντας, διέσχισαν το Ιερό Παλάτι σαν δαιμονισμένοι. Μόλις βγήκαν έξω, τους περίμεναν δυο ιπποκόμοι για να τους παραδώσουν τα γκέμια των αλόγων τους. Έφυγαν καλπάζοντας, συνοδευόμενοι από ένα μικρό απόσπασμα ιππικού.
   Ο αυτοκράτωρ, καλπάζοντας χωρίς ανάσα με τη συνοδεία του, νόμιζε ότι άκουγε το διάβολο αυτοπροσώπως να καλεί τον άνθρωπο στη μάχη.
   Οι πύλες της κόλασης ετοιμάζονταν ν' ανοίξουν.
   Ο Κωνσταντίνος κι η συνοδεία του ξεκαβαλίκεψαν κι άρχισαν ν' ανεβαίνουν τρέχοντας τα σκαλιά, προστατευμένοι πίσω απ' τις ασπίδες της φρουράς. Από 'κείνο το ύψος μπορούσαν να δουν χιλιάδες Τούρκους, οι οποίοι άρχιζαν να πλησιάζουν στα τείχη. Στο Μεσοτείχιο, Έλληνες και Λατίνοι περίμεναν έτοιμοι για όλα την επέλαση ενός αναρίθμητου πλήθους στρατιωτών, έτοιμοι να τους αφανίσουν από προσώπου γης, σαν ένας δυνατός σίφουνας από ξίφη που 'κοβαν το νήμα της ανθρώπινης ζωής. Απ' τις πολεμίστρες πρόβαλλαν οι μικροί καταπέλτες, ενώ ένα σωρό χέρια έψαχναν να βρουν τα φιτίλια που θα ξυπνούσαν το μπαρούτι απ' το λήθαργο, ενώ δεν έλειπαν σε κάθε γωνιά οι μηχανές που σκόρπιζαν το Υγρό Πυρ των Ελλήνων.
   Yπακούοντας στη διαταγή του αυτοκράτορα γι' άνοιγμα του πυρός, τα Τείχη του Θεοδοσίου άρχισαν να ξερνούν το θάνατο, την ώρα που το πρώτο κύμα των Οθωμανών επιχειρούσε να περάσει την τάφρο. Τα κανόνια βρυχήθηκαν, άρχισαν να πετούν στον αέρα πέτρες, εκατοντάδες βέλη σηκώθηκαν και μακριές καυτές γλώσσες ολέθρου πρόβαλλαν από ψηλά, σκορπίζοντας παντού το θάνατο.
   Για μια ακόμη φορά, βασικό στόχο της τουρκικής επίθεσης αποτελούσε η Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Η περιοχή μύριζε καμμένο ανθρώπινο κρέας. Το χώμα είχε στρωθεί με χέρια, κεφάλια και πόδια, κράνη, ασπίδες και θώρακες σπαθιά και λάβαρα κατεστραμμένα, αφού δυο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι είχαν αποφασίσει να αιματοκυλήσουν ο ένας τον άλλον.
   Μετά από εφτά αγωνιώδεις ώρες μάχης και φονικού, ο στρατός του Μωάμεθ οπισθοχώρησε ηττημένος. Τα ξημερώματα, τ' άψυχα κορμιά των Τούρκων μπορούσαν να μετρηθούν κατά χιλιάδες, παραταγμένα κατά μήκος ενός αιματοβαμμένου τείχους.
   Η νίκη δεν ήταν δοξαστική.
   Απλώς είχε να κάνει με την επιβίωση.
   Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης παρατηρούσε την περιοχή μετά τη μάχη. Οι στρατιώτες εξαντλημένοι απ' τη μάχη, μόλις που κατάφερναν να σύρουν τα σώματα των τραυματιών ή των νεκρών. Με την πλάτη ακουμπισμένη στο τείχος, κοιτούσαν με βλέμμα κενό τον ήλιο ν' ανατέλλει στον ουρανό.
   «Για πολλοστή φορά, ο Θεός προστάτεψε τούτη την πόλη απ' τον πόνο και την καταστροφή», ψιθύρισε με τα μάτια καρφωμένα στα πτώματα που άρχιζαν να φορτώνουν σ' άμαξες.
   Κι η ελληνική φλόγα που τρεμόπαιζε στα μάτια του, έδειχνε πως γνώριζε ότι μόλις είχε αρχίσει μια νύχτα δίχως τέλος.

   Ψιλόβρεχε. Η Ειρήνη περπατούσε βιαστικά, τυλιγμένη με τη μαύρη κάπα της. Είχε βάλει μέσα σ' ένα μικρό, πάνινο σακούλι μισή φραντζόλα καλαμποκίσιο ψωμί και μια χούφτα σαρδέλες. Το ψωμί το 'χε βρει σ' ένα αρτοποιείο κοντά στην Αγία Σοφία, το μοναδικό που συνέχιζε να λειτουργεί καθημερινά στην περιοχή. Οι ουρές ήταν ατέλειωτες κι οι φουρνιές μικρές. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, λοιπόν, περίμεναν χωρίς να ψωνίσουν. Όσο για το ψάρι, που αποτελούσε πολυτέλεια, της το 'χε δώσει ο Δημήτριος, ένας φίλος του πατέρα της. Πολλές νύχτες, μην αντέχοντας την πείνα, ο Δημήτριος έπαιρνε τη βαρκούλα του και την έσπρωχνε για να τη ρίξει στα νερά του Βουκολέοντα. Τραβούσε κουπί για ν' απομακρυνθεί απ' τα τείχη. Πετούσε τα δίχτυα και τα καλάθια και περίμενε ώρες ατέλειωτες. Πολλές φορές, οι φρουροί έκαναν τα στραβά μάτια και τον άφηναν να πλησιάσει στα παραπόρτια, αφού και σ' εκείνους έδινε ένα μέρος απ' την ψαριά.
   Η Ειρήνη γύρισε σπίτι μ' έναν κόμπο ν' ανεβαίνει στο λαιμό της. Άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο μισοσκόταδο του μαγαζιού. Άφησε τα πράγματα στο τραπέζι της κουζίνας και προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας. Είχε ξεχάσει, όμως, ότι δεν ήταν μόνη. Για πρώτη φορά μετά από πολλούς μήνες, είχε κάποιον στο σπίτι. Μπήκε στο δωμάτιο και βρήκε το Στέλιο να κοιμάται. Το φως που έμπαινε απ' τη χαραμάδα έπεφτε στα πυκνά, σκούρα μαλλιά του. Θυμήθηκε κάποιες άλλες μέρες, όταν στο ίδιο μαξιλάρι ακουμπούσε ένα άλλο κεφάλι με σγουρά μαλλιά. Η ανάσα, όμως, του Στέλιου δεν έμοιαζε μ' εκείνη του άλλου προσώπου, αφού δεν ήταν διακεκομμένη κι έβγαινε αβίαστα απ' τα πνευμόνια του. Ο νεαρός ανάσαινε βαθιά, καταπίνοντας τον αέρα σε μεγάλες γουλιές. Του 'χε προσφέρει καταφύγιο για μια νύχτα, αλλά τον είχε κρατήσει για πολλές ακόμη. Στη συνέχεια, όσο περνούσαν οι μέρες, διαπίστωνε πως ο Στέλιος δεν ήθελε να φύγει. Δεν τον είχε ρωτήσει τι σκόπευε να κάνει μαζί της. Τον άφηνε να πάρει εκείνος την πρωτοβουλία. Η γυναίκα ήξερε άλλωστε πως ο βοριάς πολλές φορές απροειδοποίητα σάρωνε ανθρώπους και πράγματα, αλλάζοντας το τοπίο της ζωής, αφήνοντας κενά εκεί όπου υπήρχαν ανάσες.
   Άνοιξε τα παντζούρια και τα καφετιά μάτια του Στέλιου πλημμύρισαν από φως.
   «Ειρήνη... Σηκώθηκες κιόλας;» τη ρώτησε ρουθουνίζοντας σαν γάτος.
   «Εδώ και ώρες. Βγήκα, μάλιστα, να βρω τίποτε για φαγητό».
   «Μεγάλη ησυχία έχουμε... Γιατί δεν ακούγονται τα κανόνια; Τι λένε στους δρόμους;» ρώτησε την ώρα που σηκωνόταν.
   Η Ειρήνη κάθισε σε μια άκρη του αχυροστρώματος. Προσπάθησε να χαμογελάσει.
   «Όλοι φοβούνται. Ο κόσμος είναι τρομοκρατημένος. Χθες επιτέθηκαν και στις Βλαχέρνες. Συνάντησα ένα γείτονα και μου 'πε ότι ήταν γύρω στους τριάντα χιλιάδες, αλλά οι Ενετοί κατάφεραν να τους αντιμετωπίσουν...»
   «Παναγιά Παρθένα!» φώναξε ο Στέλιος ανοίγοντας ορθάνοιχτα τα μάτια.
   «Πριν λίγο ακούστηκαν κανονιές στο λιμάνι, στη ρεγιώνα του Κυνηγού, αλλά δεν είμαι σίγουρη», πρόσθεσε η Ειρήνη απογοητευμένη. «Βρήκα κάτι για να φάμε. Πάω ν' ανάψω φωτιά».
   Ακούστηκαν δυο δυνατοί χτύποι στην πόρτα.
   «Περιμένεις κανέναν;» τη ρώτησε ο Στέλιος τρομαγμένος. «Δες ποιος είναι πριν ανοίξεις».
   Η Ειρήνη πλησίασε. Άνοιξε το μάνταλο. Ο Στέλιος την ακολούθησε μέχρι το κατώφλι. Ντύθηκε βιαστικά. Αμέσως μετά, είδε να μπαίνουν στο μαγαζί τρεις Έλληνες στρατιώτες.
   «Τι τρέχει, Ειρήνη;» ρώτησε ο νεαρός.
   «Δεν ξέρω. Μου 'παν ότι πρέπει να καταγράψουν τα πάντα».
   Ένας απ' τους στρατιώτες πλησίασε.
   «Υπάρχουν καθόλου κοσμήματα, αντικείμενα αξίας; Μήπως κρύβετε πουθενά τρόφιμα;»
   «Όχι», απάντησε εκείνη.
   «Εντάξει, αλλά θα ρίξουμε μια ματιά. Αν έχετε καθόλου κοσμήματα, θα πρέπει να τα πάρουμε, αφήνοντας μια απόδειξη για ό,τι πήραμε. Είναι διαταγή του αυτοκράτορα. Όταν τελειώσει η πολιορκία θα σας αποζημιώσει για τα πράγματα που θα πάρουμε», της εξήγησε ο στρατιώτης.
   Μ' ένα νόημα, οι δυο άλλοι άρχισαν να ψάχνουν το περιεχόμενο των βαρελιών και των βάζων. Άνοιγαν τα καπάκια και κάρφωναν τα δόρατά τους στα μυρωδικά και στους σπόρους, για να βεβαιωθούν ότι δεν τους έκρυβαν τίποτα. Ο Στέλιος ένοιωσε την καρδιά του ν' αναπηδά στο στήθος του. Μέσα σ' ένα ψάθινο καλάθι είχε κρύψει το πετράδι που 'χε βρει. Η Ειρήνη δεν ήξερε τίποτα γι' αυτό. Έκανε, λοιπόν, ένα βήμα για ν' ανακόψει την πορεία του λοχαγού, που ολοένα πλησίαζε στο στόχο.
   «Νομίζω ότι σας ξέρω, λοχαγέ...» του 'πε γεμάτος εκνευρισμό. «Δεν είστε ο αδελφός του Χρυσόστομου; Τον είδα για τελευταία φορά πριν μερικές βδομάδες. Είμαστε πολύ φίλοι».
   «Θέλεις να πεις ότι είσαι κι εσύ ένας από κείνους τους χασομέρηδες που τριγυρνούν στους δρόμους της πόλης;» του απάντησε απότομα ο στρατιώτης. «Ο Χρυσόστομος τουλάχιστον τώρα πια γεμίζει τα τείχη του Αγίου Ρωμανού με πέτρες. Εσύ τι κάνεις εδώ; Πιάνεις χώρο; Τρως απ' τα έτοιμα;»
   «Στραμπούλιξα το πόδι μου πριν από μερικές μέρες, ενώ βοηθούσα στην επιδιόρθωση των τειχών», απάντησε. Έκανε δυο βήματα για να δείξει ότι πονά και κουτσαίνει ακόμη. «Μ' έστειλαν στο σπίτι για να ξεκουραστώ».
   Η Ειρήνη κοίταξε έκπληκτη το Στέλιο. Ο στρατιώτης πάλι, έδειχνε να τον περιφρονεί.
   Οι στρατιώτες, προτού φύγουν, ρώτησαν την Ειρήνη αν υπήρχαν άλλα σπίτια στον ίδιο δρόμο που να κατοικούνται. Εκείνη τους συνόδεψε μέχρι την πόρτα και τους έδειξε ποια ήταν αυτά. Στη συνέχεια, γύρισε κοντά στο Στέλιο.
   «Δεν ήξερα ότι... ότι είσαι τόσο μεγάλος ψεύτης και τυχοδιώκτης», του 'πε δείχνοντας πολύ απογοητευμένη.
   «Με αποκάλεσε χασομέρη, αλλά...» πήγε να παραπονεθεί εκείνος.
   «Δε βλέπω τη διαφορά. Οι τυχοδιώκτες τριγυρνούν στους δρόμους, γιατί δε δουλεύουν. Τι ζητάς, λοιπόν, από μένα, Στέλιο; Ποιος είσαι; Δεν έχω τίποτε να σου δώσω! Μονάχα μελαγχολία κι εφιάλτες...»
   Η Ειρήνη έδειχνε ενοχλημένη. Για μια στιγμή κι ενώ μιλούσε, φοβήθηκε ότι τα λόγια της ήταν ικανά να ξυπνήσουν τον άνεμο του βορρά, που θα μπορούσε να πάρει μακριά τη ζεστασιά της καινούργιας και παράξενης συγχρόνως συντροφιάς της, η οποία της ήταν άκρως απαραίτητη. Η μοναξιά που ακολουθεί μετά το πέρασμα του ανέμου, της είχε μάθει να ζει χωρίς αγάπη. Και στ' άδεια δωμάτια της καρδιάς της χωρούσε μόνο η περηφάνεια του λάθους.
   «Θέλω να με πιστέψεις, Ειρήνη. Πάντοτε ήμουν μόνος, πράγμα διόλου είκολο», της είπε. «Η ζωή δε μου 'δειξε ποτέ το καλό της πρόσωπο. Πολεμούσα για να επιβιώσω, αλλά σε πληροφορώ ότι ποτέ δεν έκανα κακό σε κανέναν. Μονάχα μικροαπάτες για να καταφέρω να ζήσω... Με πιστεύεις ή όχι;»
   «Σε πιστεύω. Ποια είμαι εγώ που θα σε κρίνει; Άλλωστε, δεν έχει πια σημασία...» είπε κι αμέσως βούλιαξε σε βαριά σιωπή. «Έτσι κι αλλιώς σε μερικές μέρες είτε θα μας σκοτώσουν, είτε θα μας πουλήσουν».
   «Όχι, δε θα το επιτρέψω. Όταν εισβάλουν οι Τούρκοι, θα δεις ότι θα μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε την ελευθερία μας. Θα εξαγοράσω τη δική σου ελευθερία, μαζί και τη δική μου».
   «Δεν ξέρω τι εννοείς... έχεις λεφτά;»
   «Έχω κάτι πολύ καλύτερο».
   Ο Στέλιος πλησίασε στο καλάθι με τις δάφνες. Έβαλε το χέρι του και σήκωσε το βελούδινο σακουλάκι στο οποίο υπήρχε το γαλάζιο πετράδι. Της το 'δωσε και της είπε να τ' ανοίξει. Εκείνη, χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, τ' άνοιξε. Όταν είδε το πολύτιμο κειμήλιο, τα μάτια της άστραψαν.
   «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε προσπαθώντας να τον κάνει να την κοιτάξει στα μάτια. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου κάτι τόσο όμορφο! Ω Θεέ μου! Είναι υπέροχο!»
   «Ένα πετράδι! Μια πολύτιμη πέτρα που θα μας βοηθήσει να εξαγοράσουμε την ελευθερία μας. Νομίζω ότι είναι ζαφείρι...» είπε κοιτάζοντάς το με μάτια υπνωτισμένα απ' το θαυμασμό μπροστά στο μοναδικό εκείνο αντικείμενο.
   «Μήπως το 'κλεψες; Πες μου την αλήθεια! Είναι πολύτιμο πετράδι! Πού το βρήκες;» τον ρωτούσε.
   «Σε διαβεβαιώνω ότι δε συνέβη κάτι τέτοιο. Το βρήκα θαμμένο σ' ένα κοτέτσι».
   «Δεν είναι δυνατόν! Πρέπει ν' ανήκει σε κάποιον. Αναρωτιέμαι, όμως, ποιος θα μπορούσε να 'χει στην κατοχή του κάτι τόσο πολύτιμο...» ψιθύρισε. «Είναι αυτοκρατορικό πετράδι!»
   «Ούτε ξέρω, ούτε και με νοιάζει! Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα μας επιτρέψει να ξεφύγουμε απ' αυτή την κόλαση, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Υπάρχει, όμως, κάτι που πρέπει να κάνουμε οπωσδήποτε σήμερα...» είπε ο νεαρός σίγουρος για τον εαυτό του.
   «Τι θέλεις;» τον ρώτησε εκείνη, προσπαθώντας να δει μέσα απ' το υπέροχο, απολύτως διάφανο πετράδι. Το τύλιξε σε δέρμα μαλακό με μια τρυφερή κίνηση.
   «Κρύψε το! Θέλω να το βάλεις σε μια σχισμή που ούτε και τα φίδια να μπορούν να φτάσουν....» της είπε. «Δεν πρέπει να το βρουν. Ο στρατιώτης προηγουμένως παρά λίγο να το 'βρισκε».
   «Ξέρω ένα μέρος όπου κανείς δεν πρόκειται να το βρει...» του εγγυήθηκε η Ειρήνη. «Θα τ' αφήσω εκεί το βράδυ».
   «Εντάξει. Ας φάμε, όμως, τώρα. Μου 'χει σπάσει τη μύτη η μυρωδιά του ψωμιού που 'φερες», είπε παριστάνοντας το σκύλο. Ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Η Ειρήνη δεν αντιστάθηκε και γέλασε μαζί του, προσπαθώντας να διώξει μακριά, έστω και για λίγο, τη θλίψη που τη βάραινε.
   Έφυγαν απ' το σπίτι λίγο πριν βραδιάσει και τράβηξαν για την άκρη της χερσονήσου, αφήνοντας πίσω το ταπεινό μαγαζί. Πέρασαν απ' την Αγία Ευφημία την ώρα του εσπερινού κι ανηφόρησαν κατά τις αρχαίες θέρμες του Ζευξίππου, για να φτάσουν στην Αυγούστειο Αγορά, στη μεγάλη, σκεπαστή αψίδα που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στην Αγία Σοφία και στο παλιό και ξεχασμένο Ιερό Αυτοκρατορικό Παλάτι.
   «Παλιά περνούσαμε συχνά από 'δω με τον πατέρα μου...» του 'πε η Ειρήνη. «Του άρεσε πολύ να περπατά σ' αυτούς εδώ τους δρόμους. Έλεγε πως ήταν το πιο παλιό κι εγκαταλελειμμένο κομάτι της πόλης κι ότι τον έκανε να νιώθει όμορφα. Κάποιες μέρες, μας άρεσε να ξεμακραίνουμε για να φτάσουμε μέχρι το Μίλιο (15) και να τ' αγγίξουμε. Του 'δειξε τον οδοδείκτη, που αιώνες ολόκληρους αποτελούσε σημείο αναφοράς για όλους τους δρόμους του γνωστού κόσμου που ξεκινούσαν και τέλειωναν στην Κωνσταντινούπολη».
   «Γιατί άρεσε τόσο στον πατέρα σου να περνά από 'δω; Η περιοχή είναι πανάρχαια...» την ρώτησε ευγενικά ο Στέλιος, που 'χε προσέξει πόσο μελαγχολικό ήταν το βλέμμα της.`
   «Ίσως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο. Ίσως για όλα όσα είχαν τελειώσει, είχαν πεθάνει και δε θα γυρνούσαν ποτέ πίσω», του απάντησε εκείνη, προσπαθώντας να μη δακρύσει, αλλά να χαμογελάσει και να το ξεπεράσει. «Του άρεσε να θυμάται τα παιδικά του χρόνια, όταν έπαιζε σ' αυτούς τους δρόμους. Όταν κάποτε αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, μετά το θάνατο της μητέρας μου, μ' έφερε μαζί του και μου 'δειξε πού ζούσε κάποτε και ποια ήταν η σημασία της γειτονιάς αυτής. Μ' άρεσε να τον ακούω. Ήταν έμπορος, αλλά και περήφανος επειδή ήταν Έλληνας. Πίστευε ότι είμαστε κληρονόμοι τριών κόσμων, των κραταιών Ελλήνων, του πνεύματος της Ρώμης και δέκτες της χάρης της Ανατολής. Ο πατέρας μου είχε ζήσει σ' άλλες εποχές. Θυμάμαι πως, όταν ακόμη ήμαστε παιδιά, περνούσε ώρες ολόκληρες μ' εμένα και το Ματθαίο για να μας αφηγείται θρύλους των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ήξερε πολύ καλά την ιστορία πολλών απ' αυτούς».
   «Πού πηγαίνουμε, Ειρήνη;»
   «Στο παλιό παλάτι των Αυτοκρατόρων (16)».
   «Στα ερείπια;»
   «Ακριβώς».
   Έφτασαν κάποτε στο Αυγούστειο κι η Ειρήνη του 'κανε νόημα να την ακολουθήσει. Το μέρος ήταν έρημο. Στ' αριστερά της πλατείας απλωνόταν μια εκτεταμένη περιοχή, γεμάτη θάμνους κι αγριόχορτα που 'φταναν μέχρι τη θάλασσα. Στη μέση της ερημιάς, παραδομένης στο ουρλιαχτό του ανέμου, πρόβαλλε ό,τι απέμενε απ' την πάλαι ποτέ μεγαλόπρεπη ακρόπολη, που σαφώς ήταν πελώρια. Παλάτια, εκκλησίες, κατοικίες, κίονες, τοίχοι και πέργκολες ζούσαν ακόμη παραδομένες στο μένος της φύσης, παραδομένες σ' έναν εναγκαλισμό που σύντομα θα τις έκανε να σβήσουν απ' τη μνήμη. Μονάχα σκυλιά τριγυρνούσαν στα ερείπια και ζητιάνοι που προσπαθούσαν να βρουν εκεί καταφύγιο ή χώρο να θάψουν τους νεκρούς τους.
   Πλησίασαν στο μάρμαρο της Χάλκης (17), που κάποτε υπήρξε το βασικό λιμάνι που 'χε πρόσβαση στον περίβολο του παλατιού. Προχώρησαν στα δωμάτια του Μαγναυρίου (18), εκεί όπου είχαν ζήσει κι ανασάνει γενιές αυτοκρατόρων, που 'χαν δει πρεσβευτές, ξένες αποστολές, εκεί όπου δίνονταν δεξιώσεις, ακροάσεις, στο μέρος όπου εφαρμοζόταν κατά γράμμα το πρωτόκολλο.
   Το βλέμμα της Ειρήνης φανέρωνε τον εντυπωσιασμό της, έδειχνε ότι είχε αφήσει την ιστορία να την παρασύρει ανάμεσα στα συντρίμμια του παλατιού. Έμοιαζε σαν να ξέθαβε σε κάθε της βήμα τα μωσαϊκά του Τρίκλινου των Δεκαεννέα Κρεβατιών· να ξαναζωγραφίζει με το νου της τις τοιχογραφίες του Μεγάλου Κονσιστορίου (19)· ν' ανακαλύπτει τον όνυχα και τον οψιδιανό που στόλιζαν τις αίθουσες του Παλατιού της Δάφνης (20)· να ξαναδίνει ζωή με μια πνοή.
   Ο Στέλιος την ακολουθούσε χωρίς να μιλά σε κήπους χωρίς τριαντάφυλλα, σε μπαλκόνια δίχως θέα και σε λιμνούνες δίχως ψάρια.
   «Το μέρος αυτό μοιάζει στοιχειωμένο», του 'πε η Ειρήνη. Είχαν μόλις μπει στο Σίγμα, ένα μεγάλο αίθριο που τ' αγριόχορτα είχαν κυριολεκτικά θάψει, στην είσοδο του Τρικόγχου (21). «Δεν ακούς τον ψίθυρο;»
   «Δεν ακούω τίποτε... Για τι πράγμα μιλάς;»
   «Για τον ψίθυρο της Μυστικής Πηγής», του αποκάλυψε η Ειρήνη με σβησμένη φωνή. «Λένε ότι εδώ κοντά υπήρχε μια θαυματουργή πηγή απ' την οποία έβγαινε κρασί και νερό μυρωδάτο στη διάρκεια των δεξιώσεων. Στην επιφάνειά της επέπλεαν εκατοντάδες ροδοπέταλα και μεγάλα φύλλα γεμάτα φιστίκια, αμύγδαλα και φρούτα. Λίγο παραπέρα, στην αίθουσα του θρόνου, στο Τρίκογχο, βρισκόταν ένα θαυμάσιο μπρούντζινο δέντρο γεμάτο εξωτικά πουλιά, που χτυπούσαν τα φτερά τους και τραγουδούσαν σαν αληθινά».
   «Τώρα πια, δεν υπάρχει τίποτα απ' όλα αυτά. Εδώ βασιλεύει η θλίψη».
   «Ναι, αλλά του χαρίζει απίστευτη ομορφιά. Είναι ωραίο σαν αποξηραμένο λουλούδι. Στο μέρος αυτό συναντώνται η δόξα κι η παρακμή. Μοιάζει με την ίδια τη ζωή, σαν μια λάμψη μέσα σε θάλασσες σκοτεινές», του 'πε σταματώντας και γυρνώντας για να τον κοιτάξει. «Τέλος πάντων, μη μου δίνεις σημασία... Ήρθαμε εδώ για να κρύψουμε το θησαυρό σου. Κανείς δεν πρόκειται να τον βρει».
   Κάθισαν πάνω σε σπασμένες πλάκες, που κάποτε αποτελούσαν πριγκιπικούς θρόνους. Στο κέντρο υπήρχαν ακόμη τ' απομεινάρια ενός ανάγλυφου μωσαϊκού, το οποίο αναπαριστούσε τη θάλασσα και μερικά απ' τα πλάσματα που ζουν στα βάθη της.
   Το δειλινό έκλεινε σφιχτά τα μάτια της μέρας και το χλομό φεγγάρι πρόβαλε πάνω απ' τα νερά του Βοσπόρου, σκορπώντας ασημένιες σπίθες παντού.
   Ο Στέλιος άφησε το πετράδι στο πάτωμα. Στάθηκαν για λίγο σιωπηλοί, ακουμπισμένοι σ' ένα μισογκρεμισμένο τοίχο, παραδομένοι στην εύθραυστη και διάφανη ομορφιά του πετραδιού και στη μαγεία που γεννούσε μέσα στις ψυχές τους. Έχασαν την αίσθηση του χρόνου, υπνωτίστηκαν απ' το πολύτιμο εκείνο αντικείμενο. Ώρες αργότερα, κανείς απ' τους δυο δε θα μπορούσε να εξηγήσει τι είχε συμβεί σ' εκείνο το αλλόκοτο μέρος. Δεν ήταν σίγουροι αν πράγματι είχαν δει αυτό που είχαν δει ή αν ήταν απλώς ένα όραμα που το πετράδι πρόβαλε στο μυαλό τους.
   Ούτως ή άλλως, όμως, συνέβη.
   Το φεγγάρι φώτιζε τα ερείπια, ρίχνοντας το φως του πάνω στο πετράδι, όταν ξαφνικά άρχισε να βγαίνει φως από μέσα του. Ήταν ένα εκτυφλωτικό και γαλανό φως που έμοιαζε με φλόγα, ένα φως που σκορπιζόταν ως σύννεφο στο πέρασμα του ανέμου, ένα φως που διαπερνούσε τα μάτια του Στέλιου και της Ειρήνης.
   Τους είχε παρασύρει στον κόσμο του, τους είχε κάνει να δουν το χρόνο να μετρά αντίστροφα και το σήμερα με το χτες να γίνονται ένα, σ' ένα θαύμα ανεπανάληπτο. Για μια στιγμή, ο χρόνος, όπως τον ξέρουν οι άνθρωποι, είχε χαθεί, ενώ το Μεγάλο Παλάτιον ξανάπαιρνε ζωή για τα δικά τους μάτια και μόνο.
   Οι δυο τους εκστασιασμένοι κοίταγαν τα ερείπια του ανθρώπινου έργου, σαν δυο σκιές που διαπερνούσαν τον καμβά του χρόνου και του κόσμου, σαν να μπορούσαν ν' ανοίγουν και να κλείνουν μια αραχνοΰφαντη κουρτίνα από τούλι, που χώριζε το χτες και το σήμερα, σαν μια λαχτάρα να ζήσουν τους καημούς και την ευτυχία του παρελθόντος. Λουσμένοι στο μύρο και το λιβάνι, ο Στέλιος κι η Ειρήνη συνέχιζαν να βαδίζουν στο παρελθόν του παλατιού, ν' ανεβαίνουν μεγάλες μαρμάρινες σκάλες με χρυσά κάγκελα, να περνούν το κατώφλι της δόξας, που δεν είναι άλλο απ' την ίδια τη λησμονιά, όσο κι αν η ιστορία συνεχίζει να μιλά για καθετί που συνέβη στο παρελθόν.
   Ο Ιουστινιανός κι η Θεοδώρα μετά την εκστρατεία στην Αφρική, στην είσοδο του ανακτόρου... Απ' τις πηγές έρεε άφθονο κρασί και τα ποτήρια μύριζαν ροδοπέταλα. Εκατό πουλιά από μπρούτζο κελαηδούσαν βγάζοντας μηχανικούς, μεταλλικούς ήχους. Έφτασαν στα λουτρά του Κωνσταντίνου, εκεί όπου το νερό έφτανε στο ψυχρολούσιο (22). Είδαν τη φλόγα ν' ανάβει στην εστία του περιβόλου.
   Στάθηκαν πλάι στους ευνούχους, που συνόδευαν τις κυρίες της αυλής στα ψώνια τους στην πόλη· βάδισαν στο παρελθόν κρατώντας μπροστά στα πρόσωπά τους έναν αέρα που τους έκανε αόρατους. Πήγαν να δουν πώς ήταν η Μέση Οδός, άκουσαν ανθρώπους να διαφωνούν μπροστά στ' αγάλματα του Λέοντος του Σοφού, τα οποία ήξεραν ν' αποδίδουν δικαιοσύνη και ν' ανακαλύπτουν τους ενόχους. Στα σκαλιά του Ιπποδρόμου, είδαν το δειλινό να προσέρχονται οπαδοί των ομάδων και ν' αφήνουν στις εσοχές κατάρες χαραγμένες σε μέταλλο, προσδοκώντας το κακό των αντιπάλων.
   Μπροστά στα μάτια τους, ο αυτοκράτωρ γεννιόταν μέσα στην πορφύρα· είδαν να του πλένουν τα πόδια και να τον ντύνουν. Απ' τον εξώστη του Βουκολέοντα, πάνω απ' τη θάλασσα, σύσσωμη η αυλή παρακολουθούσε τους αγώνες των δρομώνων (23) του αυτοκράτορα. 
   Η Κωνσταντινούπολη απλωνόταν πάνω σ' επτά λόφους, σαν την αρχαία Ρώμη. Ήταν μια πόλη που ήξερε να κλαίει και να γελά, να τραγουδά και να φωνάζει.
   H Kωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα ολόκληρου του κόσμου.
   Οι δεξαμενές ξεχείλιζαν και το νερό κατέβαινε απ' το Υδραγωγείο του Βαλεντίου. Υπήρχε υπερεπάρκεια αγαθών, τα οποία κατέφταναν στην πόλη από κάθε μεριά της γης. Οι βάρβαροι του Βορρά χτυπούσαν τις πόρτες της πόλης για να πουλήσουν ή ν' αγοράσουν προϊόντα. Ο λαός γέμιζε τις Αγορές, παντού μιλούσαν γερουσιαστές, ο λόγος του αυτοκράτορα ήταν νόμος κι όλα αυτά σύμφωνα με τις διδαχές του Ιησού Χριστού.
   Ο αυτοκράτωρ σφράγιζε το θέλημά του με βουλοκέρι.
   Οι χειράμαξες κι οι άμαξες μετέφεραν ευγενείς, αριστοκράτες και πρεσβευτές, εξέχοντες ρήτορες και φιλοσόφους - συμβουλάτορες για τη δεξίωση του αυτοκράτορα, ο οποίος τους συγκέντρωνε γύρω του σύμφωνα με το μαγικό αριθμό δώδεκα: δώδεκα ήταν οι Απόστολοι, δώδεκα και τα τραπέζια. Ιερός ο δείπνος του, σαν το Μυστικό Δείπνο. Μ' ένα του νόημα οι δούλοι σέρβιραν οξύρρυγχους, πιπερόριζα, σφολιάτες, χαβιάρι, πιτσούνια και διάφορα γλυκά. Διασκέδαζαν με Κινέζους κι Ινδούς ακροβάτες, με μίμους και ποιητές. Ο ελέω Θεού αυτοκράτωρ με το διάδημα στο κεφάλι μοίραζε το ψωμί, αφού πρώτα το φιλούσε. Έπινε μετά κρασί απ' το Ναύπλιο. Η ευτυχία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Μετά από φωνές, τραγούδια, αφηγήσεις και γέλια, η αυτοκράτειρα αποσυρόταν στα Διαμερίσματα της Αρμονίας, τα οποία ήταν ντυμένα με μάρμαρο Καρίας.
   “Κελεύσατε, παρακαλώ”, φώναζε τότε ο αρχιτρίκλινος (24). Οι καλεσμένοι σκορπίζονταν διακριτικά στα δώδεκα παλάτια, στις επτά επαύλεις, στους πελώριους κήπους και στις αίθουσες συναυλιών ή ακόμη και στις εκκλησίες.
   Κελεύσατε...
   Η Ειρήνη κοίταξε το Στέλιο, άγγιξε το πρόσωπό του με τα δάχτυλά της. Τ' άφησε να κατεβούν μέχρι τα χείλη του. Τον φίλησε. Τ' όραμα χανόταν απ' τα μάτια τους, όπως ακριβώς είχε έρθει.
   Το μόνο που έμενε στη θέση του ήταν άμμος κι ένας τρελός αέρας.
   «Στέλιο, είδες αυτό που είδα;» τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
   «Νομίζω ότι το ίδιο είδαμε».
   «Αυτό εδώ δεν είναι ένα απλό πετράδι, Στέλιο. Δεν πρέπει να το παρατήσουμε εδώ», του 'πε χαϊδεύοντας τα μαύρα μαλλιά του.
   «Ξέρω σε ποιον θα πρέπει να το παραδώσω...» της είπε.
   «Σε ποιον;»
   «Στον άνθρωπο για τον οποίο εργαζόμουν».
   Τύλιξαν τ' άστρο στο πανί και τ' άφησαν σε μια σχισμή του τοίχου, σκεπάζοντάς το με μια χούφτα χόρτα και χώμα. Έφυγαν απ' τα ερείπια του Μεγάλου Παλατίου.
   Ο χρόνος το 'χε γεράσει ξανά. Είχε φυλακίσει τη δόξα του μέσα στα λεπτά και τις ώρες του. Το μόνο που 'χε απομείνει ήταν η σκιά ενός χαμένου κόσμου.
   Ένα παλάτι με λίμνες ορφανές από ψάρια και κήπους χωρίς καθόλου λουλούδια. Μ' εξώστες δίχως θέα...
   Ήταν ένα μέρος που το 'δερναν οι άνεμοι και κατασπάραζε το χώμα.
   Η νύχτα είχε πέσει όταν επέστρεψαν στο μαγαζί της Ειρήνης. Στο δρόμο της επιστροφής δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα, καθώς δεν ήθελαν να χαλάσουν τη γεύση και την εντύπωση που είχαν για το παρελθόν της πόλης τους, για τ' όραμα που το πετράδι τούς είχε χαρίσει.
   Δεν ήξεραν ότι στο βάθος του δρόμου είχαν στηθεί δυο άτομα που τους περίμεναν να γυρίσουν πίσω.

   Η εξωτερική πόρτα στον Οίκο των Βοτανολόγων άνοιξε ξαφνικά. Ακούστηκαν συγχρόνως βήματα στην αυλή.
   «Πάω να δω ποιος είναι. Κάνε μου τη χάρη να ρίξεις το μείγμα στο νερό, όταν σταματήσει ο βρασμός», είπε ο Μπερνάρ στο Νίκο, ενώ ταυτόχρονα σηκώθηκε για να δει ποιος ήταν. Κατέβηκε τα σκαλιά κι είδε ένα μοναχό, μισοκρυμμένο στο πυκνό φύλλωμα της συκιάς. Κοιτούσε προς κάθε κατεύθυνση για να δει αν υπήρχε κάποιος.
   «Καλημέρα, αδελφέ», τον χαιρέτησε ο γιατρός.
   «Ας πούμε ότι θα 'ναι καλή τούτη η μέρα... Μήπως είστε ο κύριος Βιλιέ;» ρώτησε προβάλλοντας πίσω απ' τη συκιά. «Αν είστε, σας φέρνω γράμμα απ' τον πατέρα Ανδρόνικο». 
   «Εγώ είμαι», είπε ο Μπερνάρ και πήρε την επιστολή που ήταν διπλωμένη και διπλοσφραγισμένη με βουλοκέρι. «Σας ζήτησε να περιμένετε να του απαντήσω;»
   «Όχι, απλά να σας την παραδώσω», σχολίασε και πήγε να φύγει.
   «Χαιρετισμούς να του πείτε...» Ο Μπερνάρ τον συνόδεψε στην πόρτα. «Θα τα πούμε πολύ σύντομα».
   «Ευχαριστώ», είπε ο διάκονος και κατέβηκε στο δρόμο αφήνοντας να περάσουν πρώτα δυο έφιπποι στρατιώτες, που εκείνη την ώρα σταματούσαν μπροστά στο σπίτι.
   «Εδώ είναι το ιατρείο των βοτανολόγων; Μήπως είστε εσείς ο γιατρός;» ρώτησε ένας απ' τους δυο άνδρες, ψάχνοντας να βρει κάτι στη σέλα του.
   «Εγώ είμαι. Σε τι μπορώ να βοηθήσω;»
   «Σας ζητούν...» είπε ο άνδρας, ξεδιπλώνοντας ένα έγγραφο που έμοιαζε μ' αναφορά, «... στη ρεγιώνα του Αγίου Ρωμανού».
   «Στον Άγιο Ρωμανό; Περί τίνος πρόκειται;»
   Ο στρατιώτης του εξήγησε ότι είχαν αρχίσει να στήνουν τρία νοσοκομεία εκστρατείας, το πρώτο στην Πύλη της Σηλυβρίας, το δεύτερο μεταξύ της Πύλης του Αγίου Ρωμανού και της Χαρισίας κι ένα τρίτο στην περιοχή των Βλαχερνών. Ο αριθμός των τραυματιών αυξανόταν κάθε φορά που οι Τούρκοι πραγματοποιούσαν νέα επίθεση. Σε πολλές περιπτώσεις, μέχρις ότου αποφασιστεί η μεταφορά τους σε νοσοκομεία που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, έχαναν πολύ αίμα κι οι γιατροί δεν προλάβαιναν να κάνουν τίποτ' άλλο απ' το να διαπιστώσουν το θάνατο. Απ' την άλλη πλευρά, οι συνεχείς τραυματισμοί στις επισκευές των τειχών, έκαναν επιτακτική την παρουσία γιατρών κοντά σ' όσους δούλευαν εκεί. Οι πολίτες που εργάζονταν στην επιδιόρθωση της τάφρου, πάθαιναν πολλές φορές ατυχήματα ή έσπαγαν πόδια και χέρια, όταν υποχωρούσε κάποια τροχαλία ή όταν κάποια σειρά λίθων δεν είχε τοποθετηθεί σωστά και κατρακυλούσε. Κατά συνέπεια, η επιστράτευση όσων γιατρών υπήρχαν ήταν άκρως απαραίτητη, καθώς επίσης κι η παραμονή τους στην περιοχή του τριπλού τείχους.
   «Θα πάω, θ' ακολουθήσω τις διαταγές, αλλά σας προειδοποιώ. Δεν είμαι χειρουργός...» δήλωσε ο γιατρός.
   «Ξέρετε να βάζετε νάρθηκα σε σπασμένα πόδια, να σταματάτε αιμορραγίες, να καυτηριάζετε πληγές και να βάζετε επιδέσμους;» ρώτησε ο στρατιωτικός ενώ του 'δινε ένα έγγραφο σε κύλινδρο.
   «Ξέρω...»
   «Άρα, ξέρετε πολύ περισσότερα απ' όσα χρειάζονται, κύριε», κατέληξε ο στρατιώτης, έτοιμος να φύγει. «Θα σας οδηγήσουμε στους αρρώστους, αλλά δε μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο. Πρέπει να χρησιμοποιήσετε δικά σας μέσα. Ο Θεός μαζί σας».
   Οι έφιπποι σπιρούνισαν τα ζώα τους και τράβηξαν για τη ρεγιώνα των Αγίων Αποστόλων. Ο Μπερνάρ έμεινε μόνος, στη μέση του δρόμου, να κοιτάζει το γράμμα και το έγγραφο. Προχώρησε μέχρι την αυλή του σπιτιού. Έκανε ζέστη εκείνη τη μέρα. Ακούμπησε για λίγο στη σκιά του πηγαδιού και, σπάζοντας το βουλοκέρι, διάβασε την επιστολή του πατρός Ανδρόνικου...

   Ο Μπερνάρ έφυγε απ' το σπίτι αργά το απόγευμα, μαζί με μια τσάντα γεμάτη βότανα, γιατρικά, πομάδες, αποστάγματα και κάθε λογής γιατροσόφι που μπορούσε να βρει στο εντελώς ανεφοδίαστο εργαστήριό του. Πέρασε απ' τις Βλαχέρνες και διέσχισε την περιοχή των αγρών και των περιβολιών, που χώριζε τα πρώτα σπίτια της πόλης απ' τα τείχη. Ακολούθησε ένα αρδευτικό κανάλι του Λύκου, το οποίο κατέληγε στο Ιερό Παλάτι. Παλιότερα, το ίδιο κανάλι μετέφερε το νερό μέχρι τη μεγάλη δεξαμενή του Αετίου κι από 'κει κατέβαινε ορμητικά στο υδραγωγείο του Βαλεντίου με τελικό προορισμό τους Αγίους Αποστόλους. Ο γιατρός παρατηρούσε τ' απομεινάρια μιας μεγάλης λίμνης στα δεξιά του, η οποία, όπως οι περισσότερες της πόλης, είχε αποξηρανθεί για να μετατραπεί σ' αμπελοκαλλιέργεια.
   Έφτασε στον Άγιο Ρωμανό, όταν ο ήλιος άρχιζε πλέον να κατηφορίζει. Τα τουρκικά κανόνια, έχοντας δουλέψει ολόκληρη τη μέρα, σιωπούσαν, αφήνοντας τους πολιορκημένους να πάρουν μια βαθιά ανάσα και να οργανώσουν την άμυνά τους μέσα στις επόμενες ώρες. Η περιοχή του Μεσοτειχίου είχε μετατραπεί σε στρατώνα. Επικρατούσε παντού το χάος κι η δουλειά δε σταματούσε μέρα - νύχτα. Παντού άκουγες σφυριά να χτυπούν, το τσίριγμα των τροχών που ακόνιζαν τα ξίφη, το μακρόσυρτο τρίξιμο των αξόνων των αμαξών που μετέφεραν πέτρες, τις βρισιές των Γενουατών που προσπαθούσαν να μάθουν στους πολίτες τη χρήση των όπλων, τα πέταλα των αλόγων που έφευγαν προς κάθε κατεύθυνση.
   Ρωτώντας πολλούς στρατιώτες, ένας του 'δειξε πού ακριβώς βρισκόταν το νοσοκομείο. Έφτασε με κάποια καθυστέρηση στο χώρο αναψυχής, ο οποίος βρισκόταν διακόσια μέτρα μακριά απ' τα χαρακώματα, όπου αρκετοί στρατιώτες έκαναν φασαρία. Ήταν ένα διώροφο σπίτι με αυλή, μ' αρκετά κακοσυντηρημένα υποστατικά. Ένα μέρος της οροφής είχε καταρρεύσει και κατά ένα μέρος ήταν σχεδόν ακατοίκητο. Μέσα στο μισοσκόταδο κατάφερε να διακρίνει γύρω στα είκοσι στρώματα κι αρκετά μεγάλα τραπέζια. Πάνω σ' αυτά υπήρχαν κάθε λογής μαχαίρια και χειρουργικά εργαλεία.
   Μια παρέα ανδρών είχε πιάσει κουβέντα στο βάθος του δωματίου. Όταν ένας απ' αυτούς πρόσεξε την παρουσία του Μπερνάρ, τον πλησίασε με σοβαρό ύφος. Ήταν ο υπεύθυνος, ένας Έλληνας ονόματι Εμμανουήλ, γύρω στα εξήντα, που φαινόταν δυναμικός, αν και τα χαρακτηριστικά του φανέρωναν άνθρωπο ήσυχο.
   «Ευχαριστώ που ήλθατε», του 'πε μετά τις σχετικές συστάσεις. «Προσπαθούμε να οργανωθούμε. Σήμερα δεν είχαμε σοβαρά περιστατικά, αλλά από στιγμή σε στιγμή, μπορεί να τρέχουμε και να μη φτάνουμε. Για πείτε μου, όμως, κύριε Βιλιέ... Ποια μέθοδο χρησιμοποιείτε ως γιατρός; Πού σπουδάσατε;»
   «Δεν είμαι εμπειρικός, ούτε και μάγος, αν αυτό θέλετε να μάθετε. Με μια κουβέντα δε διαβάζω τα... ούρα», απάντησε ευγενικά ο Μπερνάρ. «Οι μέθοδοί μου δεν έχουν να κάνουν με μάγια, μ' οράματα σε ναούς, ψαλμούς και βασκανίες, αν και πιστεύω πολύ στη δύναμη της θέλησης όσον αφορά στη θεραπεία και στην επιρροή της φύσης στην ανακούφιση απ' τον πόνο».
   «Δε νομίζω, πάντως, ότι εδώ θα 'χαμε ποτέ το χρόνο ν' ασχοληθούμε με τέτοιου είδους μεθόδους...» του 'πε γελώντας ο Εμμανουήλ. «Όταν κάποιος έρχεται μ' ανοιγμένο το κεφάλι, δεν υπάρχει λόγος να δούμε αν τα ούρα κάνουν μπουρμπουλήθρες για να καταλάβουμε ότι πρέπει να του το ράψουμε».
   Ο Μπερνάρ δεν κατάφερε να κρύψει το γέλιο του. Έπιασαν την κουβέντα κι έδειχναν να το απολαμβάνουν. Του εξηγούσε ότι είχε εντρυφήσει στην αιγυπτιακή, την εβραϊκή και τη βυζαντινή ιατρική κι ότι ακολουθούσε τις μεθόδους της σχολής του Σαλέρνο. Ο Εμμανουήλ τον άκουγε και μετά από λίγο κατέληξαν να μιλούν για την αντιμετώπιση διαφόρων τραυμάτων. Όσο περνούσε η ώρα, άρχιζαν να μαζεύονται ολοένα περισσότεροι γιατροί, φαρμακοποιοί και μπαρμπέρηδες. Οι περισσότεροι ήταν Έλληνες πιστοί των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, των προστατών της ιατρικής.

   Συνέχισε να κοιτάζει τον ορίζοντα, που έμοιαζε με γαλάζια κι άδεια γραμμή. Δεν υπήρχε τίποτε, εκτός απ' τα κύματα που έσκαγαν στο βάθος, στις ακτές μακρινών νησιών σε χρώμα σταχτί.
   Μια φωνή γεμάτη ανυπομονησία δε σταματούσε στιγμή να επαναλαμβάνει...
   «Βλέπεις τίποτε;» 
   «Τίποτε. Απολύτως τίποτε. Ούτε ένα πανί δε φαίνεται», απάντησε.
   «Θα κατέβω. Θα μ' αντικαταστήσει κάποιος».
   Ο σκοπός βγήκε απ' το φυλάκιο κι άρχισε να κατεβαίνει, ώσπου έφτασε στην κουβέρτα. Έτριψε τα μάτια του, που 'χαν κουραστεί μετά από τόσες ώρες κόντρα στον ήλιο. Οι σύντροφοί του κοίταζαν ο ένας τον άλλον και προσπαθούσαν να σκεφτούν τι έπρεπε να κάνουν.
   Η φούστα έσκιζε απαλά τα νερά, καθώς την έσπρωχνε τ' αεράκι.
   «Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση...» είπε ένας απ' την ομάδα.
   «Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε κι άλλο έτσι», πρόσθεσε κάποιος άλλος. «Εδώ και μέρες βρισκόμαστε εν πλω και δεν είδαμε ακόμη ούτε ψαρόβαρκα. Δεν υπάρχει χριστιανικός στόλος που να πλησιάζει στην πόλη».
   Έπεσε σιωπή. Όλοι σκέφτονταν το ίδιο πράγμα. Κοίταξαν τον καπετάν Ιωάννη, τον επικεφαλής της αποστολής.
   «Τι κάνουμε τώρα; Νομίζω πως ό,τι ήταν να γίνει, έγινε», συνέχισε ένας άλλος ναυτικός. «Ο αυτοκράτωρ ήθελε να βγούμε για να συναντήσουμε τον ενετικό στόλο. Οργώσαμε την περιοχή, αλλά όχι... δε βρήκαμε ενισχύσεις καθ' οδόν για την Κωνσταντινούπολη. Τουλάχιστον όχι σ' απόσταση λίγων ημερών».
   «Η αποστολή μας τελείωσε», είπε ένας άλλος. «Νομίζω ότι πρέπει να ξεχάσουμε την υπόσχεση που δώσαμε και να βάλουμε πλώρη γι' άλλο νησί. Από 'κει, ας κάνει ο καθένας μας αυτό που νομίζει».
   Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Κανένας δεν είχε αφήσει πίσω σπίτι κι οικογένεια. Έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα - γράμματα, προσπαθώντας να ξεφύγουν για πολλοστή φορά απ' τον οθωμανικό στόλο. Τα λάβαρα του σουλτάνου κι οι ενέδρες που πιθανώς να 'χε στήσει, τους έκαναν να τρέμουν για τη ζωή τους.
   Το λόγο πήρε, όμως, ξαφνικά ο τιμονιέρης, που 'χε δέσει το τιμόνι για να πάει και να μιλήσει στους συναδέλφους του.
   «Δε μπορούμε να πούμε πως η αποστολή μας έλαβε τέλος», δήλωσε. «Θα τελειώσει όταν επιστρέψουμε στην πόλη κι ανακοινώσουμε στον αυτοκράτορα ότι κανείς δεν έρχεται σε βοήθειά μας».
   «Και γιατί να βάλουμε το κεφάλι στον τορβά, μεταφέροντας ένα τόσο κακό νέο;» ρώτησε κάποιος.
   Οι υπόλοιποι συμφώνησαν μαζί του. Θεωρούσαν καλύτερο να εγκαταλείψουν τον αγώνα και να φύγουν για να σωθούν.
   Όλοι στράφηκαν προς τον καπετάνιο.
   «Νομίζω πως η Πόλη πρέπει να ξέρει τι συμβαίνει σε τόσο δύσκολες ώρες...» απάντησε όταν είδε ότι δεν υπήρχαν άλλα επιχειρήματα. «Εγώ τουλάχιστον θα 'θελα να ξέρω ποιο θα 'ταν το πεπρωμένο μου και σε ποιον θα μπορούσα να βασιστώ. Νομίζω ότι πριν αποφασίσουμε, θα πρέπει ν' απαντήσουμε σ' ένα απλούστατο ερώτημα. Μπορούμε να ζήσουμε με τη συνείδησή μας αν λιποτακτήσουμε, όταν όλοι μας οι φίλοι βρίσκονται εκεί, έτοιμοι να δώσουν ακόμη και την ίδια τους τη ζωή; Εγώ, πάντως, δε μπορώ να το κάνω».
   «Ούτε κι εγώ...» δήλωσε ο τιμονιέρης.
   «Είμαι Έλληνας, δε φεύγω στα δύσκολα», συνέχισε ο Ιωάννης περήφανος. «Αν κάποιος δε συμφωνεί μαζί μου, μπορεί να κατέβει στο πρώτο νησί που θα βρούμε στο δρόμο μας. Και μόνος μου να μείνω, μπορώ να κουμαντάρω αυτό εδώ το καράβι. Αν είναι η μοίρα μου να πεθάνω με τους δικούς μας στα τείχη, ας πεθάνω».
   Έπεσε ξανά βαριά σιωπή.
   «Κι εγώ νομίζω ότι, μάλλον, θ' αλλάξω γνώμη...» αποφάσισε ένας απ' το πλήρωμα. Πήγε, μάλιστα, και στάθηκε κοντά στον καπετάνιο και τον τιμονιέρη. «Ελπίζω ο Θεός να με συγχωρήσει γι' αυτό που θα πω, αλλά θέλω πολύ να στείλω ένα τσούρμο Τούρκους στην Κόλαση. Δε θέλω με τίποτε να χάσω το γλέντι!»
   Τα γέλια όλων αντήχησαν πάνω στο καράβι. Δεν είπαν τίποτε περισσότερο. Όλοι τους έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, καθώς προσπαθούσαν να γυρίσουν και να βάλουν πλώρη για τα βορειοανατολικά.
   Δώδεκα Έλληνες κι Ενετοί μαζί.
   Και οι δώδεκα γύρισαν πίσω στην Πόλη.
  

Murillo Llerda Julio, To δάκρυ της Πόλης, (Μετφ. Ιφιγένεια Σταυροπούλου - Επιμέλεια: Νίκος Μπλιζιώτης), εκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ, Αθήνα 2008

Υποσημειώσεις:
(1) Ρωμαίος αυτοκράτορας. 
(2) Η τρίγκα είναι το μεγαλύτερο πανί και το λατίνι είναι ένα τριγωνικό πανί στα ιστιοφόρα πλοία (Σ.τ.Ε.). 
(3) Ο πρόβολος είναι το κατάρτι που προβάλλει απ' την πλώρη του πλοίου. Το μπομπρέσο (Σ.τ.Ε.).   
(4) Προφανώς φερμένη απ' την Ιερουσαλήμ. Συνήθως ονομάζεται Κολώνα του Φραγγελώματος. 
(5) Αλχημικό Έργο: αντιγραφή -σύμφωνα με τους Αλχημιστές- της ίδιας της φύσης σε επτά στάδια. 
(6) Αλχημεία είναι η τέχνη της μεταστοιχείωσης σ' επτά στάδια. Πρόκειται για φιλοσοφικό και πνευματικό σύστημα κι οφείλει την ονομασία του στην αραβική λέξη αλ-χεμ. Αλ-χεμ, επίσης, ονομαζόταν στ' αρχαία χρόνια η Αίγυπτος, εξ ου και το γεγονός ότι πολλές φορές ονόμαζαν την αλχημεία και Τέχνη της Αιγύπτου.
(7) Η Ιωάννα της Λωραίνης ή Ζαν ντ' Αρκ.
(8) Γυναικεία καρφίτσα μ' ανάγλυφα σχέδια, συνήθως μ' ανθρώπινο προφίλ και συνήθως από ελεφαντόδοντο όσον αφορά στα ανάγλυφα σημεία.
(9) Αναφέρεται στο παιδομάζωμα. 
(10) Χαρακτηριστικό μοναστήρι της Πόλης. 
(11) Η λάντσα είναι ένα μικρό πλοιάριο για τη μεταφορά επιβατών και φορτίων από και προς πλοίο, το οποίο δε μπορεί να ελλιμενιστεί (Σ.τ.Ε.).
(12) Λιμάνι και παλάτι της Πόλης, το οποίο χτίστηκε απ' τον Θεοδόσιο τον Β' τον 5ο αιώνα. Το παλάτι βρίσκεται κοντά στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Σύμφωνα με την παράδοση, τ' όνομα Βουκολέων οφείλεται στον Ιουστινιανό τον Α', ο οποίος, λένε, είχε βρει εκεί το άγαλμα ενός λιονταριού κι ενός ταύρου.
(13) Μασονικό παρασύνθημα, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται στ' αρχικά JHVH, δηλαδή στ' αληθινό όνομα του Θεού.
(14) Χιράμ Αμπίφ, αλληγορική μορφή που αναφέρεται στο μασονικό τελετουργικό. Υποτίθεται ότι πρόκειται για τον αρχιμάστορα του Ναού του Σολομώντα.
(15) Χιλιομετρικός δείκτης. 
(16) Αναφέρεται στο Μέγα Παλάτιο.
(17) Η Χάλκη αναστηλώθηκε απ' τον Ιουστινιανό. Η οροφή του Καινούργιου Ιερού Παλατιού στηριζόταν πάνω σε δεκαέξι κολώνες από μάρμαρο, που 'χαν μεταφέρει απ' τη νήσο Χάλκη.
(18) Αναφέρεται στο παλιό ανάκτορο. Ο όρος Μαγναύριο προέρχεται απ' τη συναίρεση και παραφθορά των λατινικών magna aula.
(19) Πρόκειται για συμβούλιο επισκοπικό ή τοπικό διοικητικό σώμα ή εκκλησιαστικό δικαστήριο επισκοπής.
(20) Πτέρυγα του παλιού ανακτόρου, η οποία βρισκόταν στον περίβολο του Μεγάλου Παλατιού, με χαρακτηριστικό την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου.
(21) Χτίσμα που 'χει τρεις γωνίες, τρεις κόγχες (Σ.τ.Ε.).
(22) Frigidarium. Ιαματικές πηγές με παγωμένα νερά.
(23) Αρχαία ταχύπλοα σκάφη με πληρώματα διακοσίων ατόμων, πενήντα κωπηλατών κι εκατό πενήντα πολεμιστών, εξοπλισμένα με πολεμικές μηχανές διαφόρων ειδών. Αναφέρονται κι ως κακκαβοπυρφόροι ή σιφωνοφόροι.
(24) Δηλαδή ο συμποσιάρχης (Σ.τ.Ε.).

Δεν υπάρχουν σχόλια: