Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

[ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ]

    Στο έτος Κυρίου 1554, το χιλιοστό τριακοστό ογδοηκοστό τέταρτο έτος από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, το διακοσιοστό εικοστό τέταρτο από την εφεύρεση της τυπογραφίας, το εξηκοστό δεύτερο από την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και το τριακοστό έβδομο από τη Μεταρρύθμιση του μοιραίου δόκτορα της Θεολογίας από τη Βιτεμβέργη (1), σ' αυτό το εντελώς ασήμαντο έτος πέθανε απροσδόκητα τη μέρα της Υπαπαντής ο εξίσου ασήμαντος νεκροθάφτης Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν την ώρα της δουλειάς του, κρατώντας σφιχτά το φτυάρι σαν ένα πολύτιμο απόκτημα.
   Λες και είχε κάποια διαίσθηση, ότι η μοίρα προόριζε τον ανοιγμένο τάφο για δικό του τόπο ανάπαυσης, ο Χάμαν είχε σκάψει, γι' ανεξήγητους λόγους, έναν στενό αλλά ασυνήθιστα μακρύ λάκκο, τέτοιον που θα ήταν εντελώς ακατάλληλος για τη χήρα του Γκέρμπερ, για την οποία αρχικώς προοριζόταν.
   Ο Χάμαν, αντιθέτως, είχε μεγάλες σωματικές διαστάσεις, ήταν επιβλητικός σαν άλογο και όσο ζούσε ήταν πάνω από ένα κεφάλι ψηλότερος από τους περισσότερους ανθρώπους. Αυτό χτυπούσε στο μάτι ακόμη πιο έντονα καθώς ο Χάμαν φορούσε, από νεαρή ηλικία -όταν εξαιτίας της λέπρας έχασε όλα τα μαλλιά του- μια κόκκινη κουκούλα, που όμως τόνιζε ακόμη περισσότερο αυτό το ψεγάδι αντί να το καλύπτει.
   Σύμφωνα με τη διάγνωση, πέθανε από έμφραγμα. Όμως, οι πλύστρες στο ποτάμι, που πάντα τα 'ξεραν όλα καλύτερα, έλεγαν ότι ο «φαλακρός Άνταμ» -έτσι αποκαλούσαν όλοι τον Χάμαν- πέθανε από ραγισμένη καρδιά γιατί την επομένη των Εισοδίων της Θεοτόκου έπρεπε να σκάψει τον τάφο της ίδιας του της γυναίκας, της Αυγούστας, που είχε αρρωστήσει από ευλογιά και είχε πεθάνει λίγες μέρες αργότερα.
   Πριν καλά - καλά θάψει την Αυγούστα, την ενάρετη γυναίκα του, ο φαλακρός Άνταμ έγραψε τη διαθήκη του, όχι τόσο για να μοιράσει την ταπεινή του περιουσία ανάμεσα στα δυο του παιδιά, όσο εξαιτίας συγκεκριμένων επιθυμιών σε περίπτωση δικού του θανάτου. Το επάγγελμά του, συνδεδεμένο με τις ταφές σε αγιασμένη γη, του είχε ενισχύσει την πεποίθηση ότι πολλοί άνθρωποι ενταφιάζονται σε κατάσταση νεκροφάνειας. Ο Χάμαν είχε βρει απομεινάρια από αυτές τις άμοιρες ψυχές με τα νύχια μπηγμένα στο καπάκι του φέρετρου κι άλλους να κείτονται στο πλευρό αντί στην πλάτη τους.
   Από φόβο μήπως και έχει ανάλογη τύχη, ο φαλακρός Άνταμ είχε ζητήσει στη διαθήκη του να συνδέσουν στο φέρετρό του έναν μεταλλικό σωλήνα εννιά Elle (2) μακρύ, έτσι ώστε να μπορεί να φωνάξει και να τραβήξει την προσοχή των άλλων στην περίπτωση που τον έθαβαν σε κατάσταση νεκροφάνειας.