Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

[ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ]

    Στο έτος Κυρίου 1554, το χιλιοστό τριακοστό ογδοηκοστό τέταρτο έτος από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, το διακοσιοστό εικοστό τέταρτο από την εφεύρεση της τυπογραφίας, το εξηκοστό δεύτερο από την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και το τριακοστό έβδομο από τη Μεταρρύθμιση του μοιραίου δόκτορα της Θεολογίας από τη Βιτεμβέργη (1), σ' αυτό το εντελώς ασήμαντο έτος πέθανε απροσδόκητα τη μέρα της Υπαπαντής ο εξίσου ασήμαντος νεκροθάφτης Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν την ώρα της δουλειάς του, κρατώντας σφιχτά το φτυάρι σαν ένα πολύτιμο απόκτημα.
   Λες και είχε κάποια διαίσθηση, ότι η μοίρα προόριζε τον ανοιγμένο τάφο για δικό του τόπο ανάπαυσης, ο Χάμαν είχε σκάψει, γι' ανεξήγητους λόγους, έναν στενό αλλά ασυνήθιστα μακρύ λάκκο, τέτοιον που θα ήταν εντελώς ακατάλληλος για τη χήρα του Γκέρμπερ, για την οποία αρχικώς προοριζόταν.
   Ο Χάμαν, αντιθέτως, είχε μεγάλες σωματικές διαστάσεις, ήταν επιβλητικός σαν άλογο και όσο ζούσε ήταν πάνω από ένα κεφάλι ψηλότερος από τους περισσότερους ανθρώπους. Αυτό χτυπούσε στο μάτι ακόμη πιο έντονα καθώς ο Χάμαν φορούσε, από νεαρή ηλικία -όταν εξαιτίας της λέπρας έχασε όλα τα μαλλιά του- μια κόκκινη κουκούλα, που όμως τόνιζε ακόμη περισσότερο αυτό το ψεγάδι αντί να το καλύπτει.
   Σύμφωνα με τη διάγνωση, πέθανε από έμφραγμα. Όμως, οι πλύστρες στο ποτάμι, που πάντα τα 'ξεραν όλα καλύτερα, έλεγαν ότι ο «φαλακρός Άνταμ» -έτσι αποκαλούσαν όλοι τον Χάμαν- πέθανε από ραγισμένη καρδιά γιατί την επομένη των Εισοδίων της Θεοτόκου έπρεπε να σκάψει τον τάφο της ίδιας του της γυναίκας, της Αυγούστας, που είχε αρρωστήσει από ευλογιά και είχε πεθάνει λίγες μέρες αργότερα.
   Πριν καλά - καλά θάψει την Αυγούστα, την ενάρετη γυναίκα του, ο φαλακρός Άνταμ έγραψε τη διαθήκη του, όχι τόσο για να μοιράσει την ταπεινή του περιουσία ανάμεσα στα δυο του παιδιά, όσο εξαιτίας συγκεκριμένων επιθυμιών σε περίπτωση δικού του θανάτου. Το επάγγελμά του, συνδεδεμένο με τις ταφές σε αγιασμένη γη, του είχε ενισχύσει την πεποίθηση ότι πολλοί άνθρωποι ενταφιάζονται σε κατάσταση νεκροφάνειας. Ο Χάμαν είχε βρει απομεινάρια από αυτές τις άμοιρες ψυχές με τα νύχια μπηγμένα στο καπάκι του φέρετρου κι άλλους να κείτονται στο πλευρό αντί στην πλάτη τους.
   Από φόβο μήπως και έχει ανάλογη τύχη, ο φαλακρός Άνταμ είχε ζητήσει στη διαθήκη του να συνδέσουν στο φέρετρό του έναν μεταλλικό σωλήνα εννιά Elle (2) μακρύ, έτσι ώστε να μπορεί να φωνάξει και να τραβήξει την προσοχή των άλλων στην περίπτωση που τον έθαβαν σε κατάσταση νεκροφάνειας.
   Η επίμονη επιθυμία του Άνταμ αντιμετωπίστηκε χωρίς μεγάλη κατανόηση και απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τον κατώτερο κλήρο του Αγίου Μιχαήλ, στο κοιμητήρι του οποίου ο Χάμαν είχε θάψει αμέτρητα κουφάρια φτωχών ανθρώπων. Πιθανώς, το άψυχο σώμα του Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν θα είχε την ίδια άθλια ταφή όπως χιλιάδες πριν απ' αυτόν, αν η τίμια επιθυμία του αγαθού νεκροθάφτη δεν είχε φτάσει στ' αφτιά της Αυτού Εξοχότητας του Βοηθού Επισκόπου στον καθεδρικό ναό, που η φήμη τον ήθελε μελλοντικό άγιο -απ' τη μια επειδή κάθε χρόνο νήστευε απ' την Καθαρά Δευτέρα μέχρι την Κυριακή του Πάσχα πίνοντας μόνο νερό, όπως κάποτε ο Κύριος στην έρημο, απ' την άλλη επειδή μπορούσε ν' απαγγείλει από μνήμης όλη την Πεντάτευχο και τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ικανότητα χάρη στην οποία δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιεί το βιβλίο της Θείας Λειτουργίας στο υψηλό του αξίωμα στο ναό. Μια λέξη από το στόμα του είχε την ίδια βαρύτητα με ένα συγχωροχάρτι αγορασμένο στα σκαλιά του Αγίου Πέτρου της Ρώμης.
   Αυτός ο σοφός και άγιος άνθρωπος πίστευε -με την ειλικρίνεια ενός εξομολογητή- ότι δεν υπάρχει θεϊκός ή εκκλησιαστικός νόμος που να υπαγορεύει πώς πρέπει να ενταφιάζεται το νεκρό σώμα ενός χριστιανού στην αγιασμένη γη, ούτε κατακόρυφα, ούτε οριζόντια. Στη χριστιανική διδαχή δεν υπάρχει κανονισμός ούτε καν για τα ρούχα του νεκρού. Επομένως, η τελευταία επιθυμία του Χάμαν, ο οποίος είχε ζήσει με πίστη και ακεραιότητα και με το φτυάρι του είχε δείξει χριστιανική φιλανθρωπία, μπορούσε να γίνει σεβαστή. Θα έπρεπε μάλιστα ο ίδιος και όλοι οι Καθολικοί της Δύσης ν' αναρωτηθούν μήπως αυτός ο τρόπος ταφής ήταν και ο πιο κατάλληλος. Κι ύστερα, αναρωτήθηκε ο άγιος άνθρωπος, ποιο δρόμο παίρνει η ψυχή στην περίπτωση της νεκροφάνειας; Δεν μπορεί να έχει πάει στον Θεό, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος θα ήταν στ' αλήθεια νεκρός. Αλλά ούτε και στο σώμα θα μπορούσε να μείνει γιατί τότε το σώμα δεν θα ήταν τελείως άψυχο. Ω, τι μαρτύριο για τη σκέψη!
   Εν μέσω λοιπόν αυτής της θεολογικής διαμάχης θάφτηκε ο Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν μαζί μ' ένα σωλήνα που ξεκινούσε απ' το φέρετρο και προεξείχε στην άκρη του τάφου, όπως το καπνισμένο μπουρί στις παράγκες των ψαράδων στην ακροποταμιά. Ο νεκροθάφτης είχε παρακαλέσει και τα δυο παιδιά του, τον Λέμπερεχτ και τη Σοφία, να ξεκλέβουν λίγο χρόνο κάθε πρωί να πηγαίνουν στο κοιμητήρι στην ανηφοριά και ν' αφουγκράζονται γονατιστοί το σωλήνα ή να πιέζουν το στόμα τους στο στενό στόμιό του και να ψιθυρίζουν λέξεις στα κρυφά.
   Ο Λέμπερεχτ, το ψηλόλιγνο αγόρι, ήταν ακριβώς δεκατεσσάρων ετών και φτυστός ο πατέρας του -εκτός απ' τα μαλλιά, που έπεφταν στους ώμους του σε μακριές μπούκλες. Η κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του Σοφία, δεν είχε καμιά ομοιότητα με τη μητέρα της ούτε με τον πατέρα της, όμως αυτό έκανε την κοπέλα πιο όμορφη.

   Μετά από δύο εβδομάδες, ο Λέμπερεχτ και η Σοφία αποφάσισαν να σταματήσουν τις επισκέψεις τους στο κοιμητήρι του Αγίου Μιχαήλ αφού αποχαιρέτησαν τον πατέρα τους στο μνήμα για τελευταία φορά. Στην επιστροφή τούς περίμενε έξω απ' το κτίριο που έμεναν, στους Γερανούς, ένας ξιπασμένος ματαιόδοξος άνθρωπος. Ντυμένος με παρδαλά ρούχα σαν γυρολόγος και με μια πολυτελή βελούδινη σκούφια στο κεφάλι, καθόταν στο ξύλινο παγκάκι δίπλα στην είσοδο κι ανοιγόκλεινε τα μάτια στον θαμπό χειμωνιάτικο ήλιο.
   Η Σοφία, η μεγαλύτερη, τον αναγνώρισε αμέσως και προαισθάνθηκε κάτι κακό. Ο ξιπασμένος δανδής ήταν ο Γιάκομπ Χάινριχ Σλίσελ, ο ταβερνιάρης του Σαντ, με τον οποίο η μητέρα της τής είχε πει -χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες- ότι είχαν κάποια μακρινή συγγένεια.
   Ανήσυχη, σχεδόν φοβισμένη, η Σοφία έπιασε το χέρι του αδερφού της καθώς ο επισκέπτης στάθηκε μπροστά τους. "Δεν πήγα γυρεύοντας. Μα τους αγίους όλους, εγώ θ' αποφάσιζα καλύτερα για λογαριασμό μου. Αποφάσισε όμως το Δημοτικό Συμβούλιο. Είμαι ο κηδεμόνας σας".
   Η Σοφία, που τη φώναζαν «Βιολέτα» εξαιτίας της πολύ χλομής επιδερμίδας της, άφησε το χέρι του Λέμπερεχτ κι άρχισε να τραβάει και να ισιώνει το μακρύ της φόρεμα, σαν να ήθελε να δείξει ότι ήξερε από καλούς τρόπους. Μετά κοίταξε τον Σλίσελ και είπε δειλά: "Μα την Αγία Παρθένο Μαρία, αν έτσι είναι ορισμένο!" Και στρέφοντας στον Λέμπερεχτ που είχε μείνει αποσβολωμένος σαν στήλη άλατος στην έρημο: "Πες, ντε, ότι είναι τιμή μας! Δεν είναι;"
   Ο Λέμπερεχτ έγνεψε αφηρημένα. Του ήταν δύσκολο να χωνέψει την κατάσταση. Κηδεμόνας; Μα τι τον χρειάζονταν τον κηδεμόνα; Αυτός και η Σοφία ήταν αρκετά μεγάλοι για να μπορούν να φροντίσουν τους εαυτούς τους.
   Τελικά απάντησε: "Είναι τιμή μας, κύριε κηδεμόνα". Αλλά ο τρόπος που το είπε, ο τρόπος με τον οποίο μισόκλεισε τα μάτια κι άλλαξε τη φωνή του, δεν ξέφυγαν της προσοχής του ταβερνιάρη του Σαντ, που γνώριζε τους ανθρώπους. Ο Σλίσελ σκούπισε τη μύτη στο μανίκι του, καθάρισε τον λαιμό του κι έφτυσε μακριά, κάτι που ήταν επιτρεπτό μόνο σε έναν άνθρωπο με υψηλή κοινωνική θέση.
   "Τότε", είπε κι ακούστηκε λίγο αμήχανος, "είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε, το ζήτημα τακτοποιήθηκε. Σας περιμένω το απόγευμα στο σπίτι μου, να μιλήσουμε για τα υπόλοιπα. Και φορέστε καθαρά ρούχα, καταλάβατε;"
   "Μάλιστα, κύριε κηδεμόνα, καταλάβαμε", απάντησε η Σοφία για να ελαφρύνει την αμηχανία. "Μάλιστα, κύριε κηδεμόνα".
   Ο θαυμάσιος κύριος Σλίσελ σηκώθηκε απ' τον πάγκο και πήρε τον δρόμο προς το Δημαρχείο πάνω στη γέφυρα, στη μέση του ποταμού. Ο Λέμπερεχτ εξέτασε τα μανίκια της πουκαμίσας του. Σίγουρα μπορούσε να δει κανείς ότι το ίδιο ρούχο το είχε φορέσει κι ο πατέρας του. Οι μανσέτες ήταν τριμμένες, οι ραφές έτοιμες ν' ανοίξουν και χωρίς δυνατότητα επιδιόρθωσης. Δεν ήταν όμως τα ρούχα του καθαρά, πολύ πιο καθαρά απ' ό,τι επέβαλλε η κοινωνική του θέση;
   Η Σοφία, που μπορούσε να διαβάζει τις σκέψεις του αδερφού της, πήρε τον Λέμπερεχτ μέσα στο σπίτι και τον ανέβασε στο πρώτο πάτωμα τραβώντας τον στη στενή, ξύλινη σκάλα. Δύο κάμαρες, η καθεμιά μ' ένα παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο και χωρισμένες από έναν καπνισμένο τοίχο που τον μισό τον έπιανε ένας χωνευτός φούρνος, ήταν το σπίτι των παιδικών τους χρόνων. Ο θόρυβος από τους γερανούς που ξεφόρτωναν τις μαούνες στο ποτάμι, οι εμπόρισσες που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους πρωί - πρωί στην αγορά και οι φωνές τους αντηχούσαν στα σοκάκια, η λαδερή μυρωδιά από τηγανισμένο ψάρι ανακατεμένη με τη ζεστή μπόχα απ' τα εντόσθια που πουλούσαν, ο τσουχτερός καπνός απ' το σιδηρουργείο στο ισόγειο που κάλυπτε το σπίτι με μια σταχτιά στρώση γάνας, τα ξεφωνητά των παιδιών τ' απογεύματα: θύμησες μιας ξέγνοιαστης παιδικής ηλικίας. Έπρεπε τώρα όλ' αυτά να τελειώνουν μεμιάς;
   Μια δειλή ηλιαχτίδα πέρασε μέσ' απ' το μικρό παράθυρο, μόλις αρκετή για να φωτίσει το μακρύ τραπέζι και τους ξύλινους πάγκους στις δυο στενές πλευρές του. Ο Λέμπερεχτ έπεσε βαρύς πάνω στον δικό του πάγκο, που τον ένιωθε μες στην καρδιά του σαν ανεκτίμητο απόκτημα, δίπλωσε τα μπράτσα του πάνω στο τραπέζι, έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα μανίκια της πουκαμίσας του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Πρώτη φορά συνειδητοποίησε πραγματικά τι σήμαινε για τη μελλοντική του ζωή ο πρόωρος χαμός των γονιών του. Ο Λέμπερεχτ είχε αγαπήσει τον πατέρα του περισσότερο απ' τη μητέρα του. Τον θαύμαζε και τον τιμούσε γιατί είχε μια απάντηση για όλα τα ερωτήματα της ζωής και παρόλο που δεν είχε ποτέ πάει στο σχολείο, ήταν εξαιρετικά καλλιεργημένος και είχε γνώσεις που με κανένα τρόπο δεν ταίριαζαν σε νεκροθάφτη.
   Ο Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν, ο νεκροθάφτης από το Μίχελσμπεργκ, ήταν αυτοδίδακτος. Επισκεπτόταν συχνά τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, πιο συχνά κι από τους υψηλούς αδελφούς που φορούσαν στα μπράτσα τους άσπρα επιμανίκια πάνω από τα μαύρα ράσα όταν μελετούσαν τον Λόγο του Κυρίου ή τη σοφία και την επιστήμη και τους έπαιρνε ο ύπνος. Ένας νεκροθάφτης που μπορούσε να διαβάζει και να γράφει και που γνώριζε τους κανόνες της γεωμετρίας όπως τη δίδαξαν ο Πυθαγόρας και ο Ευκλείδης, ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστος και ύποπτος κι έδινε τροφή για ποικίλες φήμες και συκοφαντίες, σύμφωνα με τις οποίες ο δολιότατος Χάμαν ήταν Ιησουίτης αποστάτης που γύρισε την πλάτη του στη Μητέρα Εκκλησία απ' το πάθος του για μια γυναίκα.
   Αυτή η συκοφαντία βασιζόταν κυρίως στο γεγονός ότι ο Χάμαν διάβαζε τα Ευαγγέλια στη λατινική γλώσσα, όπως έπρεπε να κάνει κάθε καλός χριστιανός πριν από την εποχή του Λούθηρου, και ήθελε να εξηγεί τον Λόγο του Θεού με τον δικό του τρόπο. Καθώς δεν είχε χρήματα για να στείλει τα παιδιά του στο σχολείο, όπως ήταν υποχρεωτικό, και καθώς είχε μια φυσική ροπή προς οτιδήποτε σχετιζόταν με τις επιστήμες και τη μάθηση, είχε διδάξει τα παιδιά του, παίζοντας και χωρίς πίεση, να διαβάζουν και να γράφουν ακόμη και στη λατινική γλώσσα.
   Συγχρόνως -ή ορθότερα, πρωτίστως- ο Λέμπερεχτ είχε αρχίσει να μαθητεύει κοντά στον λιθοξόο Καρβάκι. Αυτό ανταποκρινόταν στην κλίση του, καθώς τίποτε δεν εντυπωσίαζε τον νεαρό περισσότερο από τους κίονες και τα γλυπτά από λεπτόκοκκο αμμόλιθο που έδιναν στον ψηλό ναό μια περίτεχνη επισημότητα. Το μαλακό πέτρωμα, που ήταν διακοσίων χρόνων παλιό και απείχε απ' τη σκληράδα του μαρμάρου όσο και η μικρή τους πόλη στο ποτάμι από την παπική Ρώμη, έδειχνε τα πρώτα σημάδια φθοράς. Ο Καρβάκι ήταν ο προϊστάμενος σ' ένα εργαστήρι λιθοξόων που με δυο ντουζίνες καλφάδες κι έναν εναλλασσόμενο αριθμό από μεροκαματιάρηδες φρόντιζε για τις επιδιορθώσεις και τον εξωραϊσμό του ναού.
   Ο Καρβάκι, που τον φώναζαν «χοντροκέφαλο», επειδή δεν μπορούσαν να προφέρουν τ' όνομά του, αλλά και γιατί -από ανατομική άποψη- αυτό ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, ανήκε σ' εκείνη την καθόλου σπάνια κατηγορία ανθρώπων που μπορεί κανείς να τους περιφρονήσει και να τους θαυμάσει στον ίδιο βαθμό. Ο χοντροκέφαλος -που, αν και Φλωρεντίνος στην καταγωγή, μιλούσε τα φρανκονικά καλύτερα απ' τους ψηλομύτηδες ιερωμένους- ήταν ιδιοφυΐα, όταν επρόκειτο για αλλαγή του κατεστραμμένου χεριού ενός αγάλματος, μιας σγουρής μπούκλας μαλλιών ή του θρυμματισμένου ποδόγυρου ενός χιτώνα. Ο Καρβάκι κατάφερνε χωρίς κόπο να σέβεται την τεχνική του πρωτοτύπου και παρόλο που σπανίως δύο έργα τέχνης του ναού προέρχονταν απ' το χέρι του ίδιου καλλιτέχνη, οι επιδιορθώσεις του δεν άφηναν το παραμικρό σημάδι. Συγχρόνως, όμως, είχε ροπή προς το ποτό, τις γυναίκες ελευθερίων ηθών, τον άσωτο βίο, τα χρέη και τους καβγάδες. Εριστικός όπως ήταν, σαν τις πλύστρες στον ποταμό Ρέγκνιτς, δεν απέφευγε καμιά φασαρία. Πράγματι, οι καβγάδες ασκούσαν πάνω του μια μαγική έλξη, όπως η αμαρτία στον διάβολο, και προπάντων όταν είχε να κάνει με τους παπάδες απ' τους οποίους έβρισκε ψωμί και δουλειά.
   Το θάρρος του δασκάλου έκανε βαθιά εντύπωση στον Λέμπερεχτ Χάμαν. Είχε δει με τα ίδια του τα μάτια τον χοντροκέφαλο, στον δρόμο προς τον καθεδρικό ναό, να φτύνει καταγής μπροστά απ' τον ιεροκήρυκα, τον δόκτορα Αθανάσιο Σέμλερ που εμφανιζόταν πάντα ντυμένος με πορφυρά χρώματα, και να συνεχίζει τον δρόμο του. Και το έκανε αυτό μπροστά σ' έναν άγιο άνθρωπο που όταν τον συναπαντούσαν οι προύχοντες του Δημοτικού Συμβουλίου τού φιλούσαν το δαχτυλίδι πέφτοντας στα γόνατα, ενώ οι γυναίκες τους έκαναν τον σταυρό τους τρεις φορές!
   Ο Λέμπερεχτ ένιωσε το χέρι της Σοφίας στα μαλλιά του κι άκουσε τη φωνή της: "Όλα θα πάνε καλά. Ο Σλίσελ είναι καλός άνθρωπος, πίστεψέ με!"
   Το αγόρι σκούπισε το πρόσωπό του με το χέρι κι έγνεψε συγκαταβατικά, αν και δεν ήταν καθόλου πεπεισμένος γι' αυτό.
   "Τι πάει να πει κηδεμόνας;" ρώτησε και κοίταξε τη Σοφία.
   Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους, έκανε ένα σταυρό με το δάχτυλο πάνω στο τραπέζι κι απάντησε αβέβαια: "Ένα υποκατάστατο πατέρα που θα μας φροντίζει, θα πληρώνει τα δίδακτρά σου και θα περιφρουρεί την αγνότητά μου".
   Ο Λέμπερεχτ έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο και ρώτησε: "Αλλά γιατί ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους διάλεξαν τον Σλίσελ, τον ταβερνιάρη του Σαντ;"
   "Ο ταβερνιάρης του Σαντ είναι ένας εύπορος άνθρωπος, τίμιος και με καλή υπόληψη και, παρόλο που θα μπορούσε να αναθρέψει περισσότερα παιδιά από κάθε άλλον στην πόλη, απέκτησε έναν μόνο γιο. Θα 'πρεπε να χρωστάμε ευγνωμοσύνη στον Σλίσελ, ακούς;"
   Ενώ τα έλεγε αυτά η Σοφία, άρχισε να μαζεύει ασπρόρουχα από ένα ράφι που ήταν χωνευτό στον εσωτερικό τοίχο και καλυμμένο μ' ένα πλατύ ξύλινο πλαίσιο. Στοίβαξε τα ρούχα σ' ένα ψηλό πλεχτό καλάθι, όπως αυτά που κουβαλούσαν οι εμπόρισσες στην πλάτη τους, και παρακίνησε τον αδερφό της, πετώντας του έναν λινό σάκο: "Καλά θα κάνεις να μαζέψεις κι εσύ τα ρούχα σου".
   Το σκοτεινό μέλλον που είδε ξαφνικά ο Λέμπερεχτ να τον απειλεί σαν ένα επικίνδυνο θεριό, του πάγωσε το πρόσωπο. Ο μικρός ένιωθε φόβο, έναν φόβο που ξεπερνούσε ακόμη και τη λύπη για τον χαμό του πατέρα του. Ένιωθε εγκαταλελειμμένος, μόνος και αβοήθητος όσο ποτέ πριν στη ζωή του. Σαν σε όνειρο, μάζεψε τα ρούχα του, τα παράχωσε μέσα στον σάκο κι άδραξε απ' τη δερμάτινη λουρίδα της τη θήκη με το καλέμι για το σμίλεμα της πέτρας, όλο το καμάρι του και μοναδική του ιδιοκτησία. Χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στο ευτυχισμένο περιβάλλον της παιδικής του ηλικίας, βγήκε απ' το σκοτεινό δωμάτιο, κατέβηκε με θόρυβο τη φαγωμένη σκάλα και βγήκε στον καθαρό αέρα. Η Σοφία τον ακολούθησε αναστατωμένη, με το πλεχτό καλάθι στον ώμο.
   Αφού είχαν περπατήσει για λίγο κατά το ποτάμι, προς την πάνω γέφυρα που οδηγούσε απ' τη γειτονιά των φτωχών και των εργατών πέρα απ' το ποτάμι, στο Σαντ, κι ενώ ο Λέμπερεχτ έσερνε τα βήματά του με τα μάτια στραμμένα στη γη σαν ιερέας στο Κύριε Ελέησον, η Σοφία σκέφτηκε να τον εγκαρδιώσει όπως συνήθιζε να κάνει ο πατέρας της, όταν το απαιτούσαν αντίξοες καταστάσεις. Του είπε, λοιπόν: "Ψηλά το κεφάλι, αγόρι μου, πού πήγε η περηφάνια σου;"
   Ο Λέμπερεχτ έβαλε τα γέλια, αν και τα μάτια του γυάλιζαν, υγρά σαν μαύρα μούρα στην πρωινή δροσιά. Χωρίς αυτή την εγκαρδίωση, δύσκολα θ' αποφάσιζε να βγάλει το παλτό του που έκρυβε τις σκέψεις του και του θύμιζε συνέχεια τη μιζέρια της ζωής του. Χαμογέλασε βεβιασμένα, έγνεψε στην αδερφή του κι έριξε πίσω το κεφάλι επιδεικτικά.
   Έτσι, γελώντας και χωρατεύοντας, έφτασαν στο σπίτι του ταβερνιάρη του Σαντ, ένα ξύλινο οίκημα με φαρδιά πρόσοψη, φτιαγμένο από δοκάρια βαμμένα κόκκινα. Δεξιά κι αριστερά απ' την κάμαρα της εισόδου, που τη δίφυλλη πόρτα της στόλιζαν σιδερένιοι ρόμβοι σαν τις ασπίδες των Σταυροφόρων, υπήρχε μια σειρά από καγκελωτά παράθυρα με χοντρά τζάμια.
   Δυο - τρία πέτρινα σκαλιά έβγαζαν πάνω σ' ένα μεγάλο θολωτό δωμάτιο πλακοστρωμένο με ακατέργαστους πλίνθους, απ' όπου ξεκινούσαν τοξωτές πόρτες αριστερά, δεξιά και ίσια μπροστά. Ανάμεσά τους υπήρχαν μακρόστενοι μαύροι πάγκοι ακουμπισμένοι δίπλα στους τοίχους και παλιά κρασοβάρελα που χρησίμευαν για τραπέζια.
   Αν και ήταν ακόμη μέρα, το καπηλειό είχε κιόλας γεμίσει από τον σαματά του μεθοκοπιού.
   Ο Λέμπερεχτ δεν είχε μπει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή σε καπηλειό, ούτε κι η Σοφία, αλλά ένας καλοθρεμμένος νεαρός, που μασούσε ένα ξεραμένο αλογίσιο λουκάνικο κι έφτυνε την πέτσα στο πάτωμα μ' ευχαρίστηση, τους απάλλαξε απ' την αμηχανία.
   "Τα ορφανά του Χάμαν!" φώναξε αυτάρεσκα, με τρόπο που καθόλου δεν ταίριαζε σε νέο της ηλικίας του. "Ο Θεός να μας φυλάει απ' το σκυλολόι κι από δουλικά!" είπε και συγχρόνως σταυροκοπήθηκε στα πεταχτά με το λουκάνικο στο χέρι.
   Ο Λέμπερεχτ έριξε τον σάκο με τα ρούχα του στο πάτωμα και σήκωσε αμέσως την ξύλινη θήκη για να χτυπήσει τον ξεδιάντροπο κοιλαρά, αλλά πάνω στην ώρα εμφανίστηκε απ' την αριστερή πόρτα ο τεράστιος όγκος του πατέρα Σλίσελ και η βροντερή φωνή του αντήχησε μέσα στη θολωτή αίθουσα: "Κριστόφ! Silentium! Abitus!" (3)
   Το στρουμπουλό παιδί έσκυψε το κεφάλι, έκανε στροφή κι εξαφανίστηκε σαν εκπαιδευμένο κοπρόσκυλο.
   Ψευτογελώντας αλλά συνοφρυωμένος στάθηκε μπροστά τους ο ταβερνιάρης του Σαντ. Φορούσε έναν σκούρο κόκκινο αριστοκρατικό μανδύα με φουσκωτά μανίκια. Είχε τα χέρια του πίσω απ' την πλάτη και τα χοντρά πόδια του ενωμένα. Πού και πού σήκωνε τις φτέρνες, σαν να ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να φαίνεται ακόμα ψηλότερος. Το βλέμμα του δεν πρόδιδε καμιά συμπάθεια, αντιθέτως ήταν απειλητικό.
   "Μάρθα!" έμπηξε μια φωνή ο Σλίσελ και μια όμορφη κοκκινομάλλα γυναίκα ήρθε κατεβαίνοντας την πλαϊνή σκάλα. Το περήφανο παρουσιαστικό της ήταν ονομαστό στην πόλη τόσο, όσο κι η αρετή και η καλοσύνη της. Δυο φορές τον χρόνο, στις γιορτές των Επιφανείων και της Αγίας Μάρθας, έκανε το τραπέζι στους φτωχούς και δεχόταν την ευγνωμοσύνη όλων· μερικοί, μάλιστα, τη θεωρούσαν αγία, όπως εκείνη την ενάρετη Ελισάβετ της Θουριγγίας που κατά τη διάρκεια ενός λιμού έδινε τροφή καθημερινά σε 900 ανθρώπους και με το θάνατο του συζύγου της βρήκε προστασία στον θείο της, έναν παμπόνηρο επίσκοπο. Δίχως άλλο, ο Γιάκομπ Χάινριχ Σλίσελ και η σύζυγός του Μάρθα ενσάρκωναν δύο αντίθετα άκρα, τόσο διαφορετικά όσο το νερό με τη φωτιά, ο Παράδεισος με την Κόλαση, το Καλό με το Κακό. Όση καλοσύνη ξεπηδούσε μέσα απ' τη Μάρθα Σλίσελ, άλλη τόση μοχθηρία εξέπεμπε ο κάπελας του Σαντ.
   Μόνο να υποθέσει μπορούσε κανείς ποιο θέλημα ουρανού και γης είχε ενώσει αυτούς τους δυο ανθρώπους. Πιθανώς κρυβόταν από πίσω εκείνος ο νόμος της φυσικής που λέει ότι τα ανόμοια έλκονται, ενώ η ομόνοια και η αρμονία απωθούνται όπως οι όμοιοι πόλοι από δύο μαγνήτες. Αν λοιπόν θεωρούσαν τη Μάρθα αγία, ονόμαζαν τον ταβερνιάρη του Σαντ υπεροπτικό, ματαιόδοξο, τιποτένιο αλήτη που η ταβέρνα του ήταν ένας ευχάριστος τρόπος να σκοτώνει κανείς την ώρα του. Συνήθως περιόδευε στην επαρχία ψάχνοντας κάθε είδους δουλειές, πιστός στην αρχή «τα λεφτά πάνε στα λεφτά». Αγαπούσε τον τζόγο, το γλέντι και το ωραίο φύλο κι ο κόσμος ψιθύριζε ότι κρατούσε την όμορφη κι αριστοκρατική Μάρθα σαν ένα πολύτιμο κόσμημα, μόνο και μόνο για να κορδώνεται ο ίδιος. Το πάθος του πάντως το καταλάγιαζε -δεν ήταν δα και μυστικό- με μια έκλυτη αριστοκράτισσα ονόματι Λουδοβίκα, που τη χαιρόταν και ο Πρίγκιπας Επίσκοπος -πιθανώς για τους ίδιους λόγους. 
   Ο Σλίσελ προσπάθησε να φανεί φιλικός μπροστά στη γυναίκα του αλλά απέτυχε εντελώς, καθώς είπε: "Να 'τα τα ορφανά απ' τους Γερανούς!"
   Τα λόγια του έδειχναν τόση αλαζονεία, ώστε ο Λέμπερεχτ πολύ ευχαρίστως θα έκανε στροφή επιτόπου και θα το 'σκαγε. Οπωσδήποτε ήξερε από κείνη τη στιγμή ότι δε θα έμενε εκεί. Ήταν νέος και δυνατός και δεν ήταν κορόιδο. Δεν είχε ανάγκη τον γερο-Σλίσελ για να επιβιώσει.
   Για το καλωσόρισμα η γυναίκα πήρε τα χέρια του Λέμπερεχτ και της Σοφίας και τα έσφιξε. Ο Λέμπερεχτ απόλαυσε τη ζεστασιά που ανάδινε η Μάρθα.
   "Μητέρα σας", είπε η οικοδέσποινα, "δεν μπορώ να είμαι. Θα σας φροντίζω όμως σαν να 'μουν αδερφή σας".
   "Πολύ σωστά!" μπήκε στη μέση ο οικοδεσπότης. "Πάνω στη σοφίτα είναι έτοιμο ένα δωμάτιο. Η Μάρθα θα σας το δείξει".
   Ανέβηκαν πέντε απότομα σκαλιά. Δίπλα στον περιστερώνα, όπου βρίσκονταν οι κάμαρες του υπηρετικού προσωπικού, υπήρχε ένα δωματιάκι μ' ένα ροζιάρικο κρεβάτι φτιαγμένο από ακατέργαστο ξύλο και μ' ένα πολύ μικρό παράθυρο που έβλεπε στον καθεδρικό ναό. Το φαρδύ τζάκι, που βρισκόταν στη μέση του φτωχικού δωματίου, σκόρπιζε τριγύρω μια ευχάριστη ζεστασιά.
   Ο Λέμπερεχτ και η Σοφία κοιτάχτηκαν. Μια κάμαρα μόνο γι' αυτούς τους δυο! Στο πατρικό τους σπίτι δεν είχαν ποτέ δική τους κάμαρα. Πατέρας, μάνα και τα δυο παιδιά κοιμόντουσαν σ' ένα κρεβάτι, ένα τετράγωνο κασόνι με ξύλινο ουρανό για προστασία απ' το κρύο, που ερχόταν από πάνω, κι απ' τα ζωΰφια που έπεφταν απ' το ταβάνι.
   "Όλα θα πάνε καλά", είπε η Σοφία όταν έφυγε η οικοδέσποινα.
   Ο Λέμπερεχτ κούνησε το κεφάλι πέρα - δώθε, σαν να μην πολυπίστευε τα λόγια της. Ύστερα είπε στην αδερφή του: "Δεν πιστεύω στην καλοσύνη του γερο-Σλίσελ. Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος λόγος που δέχτηκε να γίνει κηδεμόνας μας τόσο πρόθυμα. Ο ταβερνιάρης του Σαντ δεν κάνει τίποτα χωρίς προσωπικό όφελος!"
   "Ίσως κάνει όμως η γυναίκα του. Η ταβερνιάρισσα είναι καλόκαρδη, αυτό το ξέρουν και τα μικρά παιδιά. Να δοξάζουμε τον Θεό που ο ταβερνιάρης του Σαντ μάς γλίτωσε από τ' ορφανατροφείο".
   Η μεγαλύτερη έγνοια του Λέμπερεχτ ήταν η συνέχιση της μαθητείας του. Πού θα έβρισκε τα δώδεκα φιορίνια το χρόνο που ζητούσε ο Καρβάκι;
   Το βράδυ, την ώρα της σούπας, παρουσία της γυναίκας του Μάρθας και του γιου του Κρίστοφ, ο ταβερνιάρης του Σαντ ανακοίνωσε πώς φανταζόταν το μέλλον των θετών παιδιών. Η Σοφία θα έπαιρνε τη θέση της υπηρέτριας στο σπίτι χωρίς μισθό αλλά με φαγητό εξασφαλισμένο κι ένα καινούριο φόρεμα κάθε χρόνο. Για τον Λέμπερεχτ ο Σλίσελ ήθελε ν' αναλάβει για δύο χρόνια τα δίδακτρά του πληρωμένα απ' το υπόλοιπο της κληρονομιάς του μακαρίτη Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν, που ο ταβερνιάρης του Σαντ την υπολόγιζε σε 25 φιορίνια περίπου, μετά την αφαίρεση των εξόδων.
   Ενώ ο Γιάκομπ Χάινριχ Σλίσελ δεν έδινε καμία παραπάνω πληροφορία σχετικά με το τι υποχρεώσεις είχε ως κηδεμόνας, η Μάρθα ανακάτευε αμήχανα τη σούπα της. "Θ' αναρωτιέστε, ασφαλώς", ξεφούρνισε τελικά, "γιατί απ' όλον τον κόσμο ανέλαβε την κηδεμονία σας ο ταβερνιάρης του Σαντ..."
   "Όλοι γνωρίζουν την καλοσύνη σας", πετάχτηκε η Σοφία.
   Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια και συνέχισε: "Ο παντοδύναμος Θεός μάς χάρισε έναν μόνο γιο. Ήταν το θέλημά του να μας τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας και να μη μας αφήσει ν' αποκτήσουμε άλλον απόγονο. Όλοι έβλεπαν καθαρά το στίγμα της αμαρτίας μας, το ένα και μόνο παιδί, να αιωρείται πάνω απ' το σπίτι μας. Αν σας παίρνουμε τώρα στη θέση ενός παιδιού, είναι για να ξεπλύνουμε αυτό το στίγμα. Από 'δω και στο εξής ανήκετε στην οικογένειά μας".
   Η Μάρθα φάνηκε ανακουφισμένη μετά απ' αυτή την εξήγηση. Μόνο ο ταβερνιάρης του Σαντ και ο γιος του κοιτάχτηκαν σαν χαμένοι. Η εξήγηση της μάνας ήταν γι' αυτούς φανερά δυσάρεστη.
   Τελικά, ο Σλίσελ ανακάτεψε τα μαλλιά του χοντρού γιου του και ανακοίνωσε περήφανος: "Κι ακριβώς επειδή τον έχουμε έναν, τούτος εδώ μας δίνει πολλή χαρά. Ο Κρίστοφ παρακολουθεί το κολέγιο των Ιησουιτών. Μελετάει λατινικά και μαθηματικά, καθώς και τα Στοιχεία του Ευκλείδη".
   Και γυρνώντας στον γιο του:
   "Πες μας κάτι στα λατινικά για να δουν πόσο έξυπνος είσαι! Πες κάτι!"
   Ο Κρίστοφ Σλίσελ άρχισε συνεσταλμένα:
   "Gallia omnis est divisa in tria partes..."
   "Partes tres!" τον διέκοψε ο Λέμπερεχτ. "Gallia est omnis divisa in partes tres! (4) Τουλάχιστον έτσι το αναφέρει ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ".
    Ο ταβερνιάρης γέλασε. "Ο κάλφας ενός λιθοξόου πάει να διορθώσει έναν μαθητή του κολεγίου των Ιησουιτών!"
   "Γιατί όχι!" απάντησε αυθάδικα ο Λέμπερεχτ. "Αν μπορεί ν' απαγγείλει τα λατινικά καλύτερα;"
   "Εσύ; Εσύ;" ξαναγέλασε ο γερο-Σλίσελ ακόμα δυνατότερα. "Θέλεις να μας πεις ότι ξέρεις και λατινικά; Και ποιος στα έμαθε;"
   "Ο πατέρας μου", αντιγύρισε ο Λέμπερεχτ κοφτά και η Σοφία έγνεψε περήφανη.
   "Ο νεκροθάφτης;"
   "Ναι, ο νεκροθάφτης!"
   Ο Σλίσελ τραντάχτηκε απ' τα γέλια. "Και ποιος, με το συμπάθιο, του τα 'μαθε αυτουνού, του νεκροθάφτη;"
   "Οι μοναχοί του Μίχελσμπεργκ, με το συμπάθιο".
   Ο ταβερνιάρης σταμάτησε ξαφνιασμένος. Ο παχουλός νεαρός κοίταξε πρώτα σαστισμένος, μετά θυμωμένος και τέλος είπε κλαψιάρικα: "Οι μοναχοί του Μίχελσμπεργκ δεν διδάσκουν λατινικά!"
   "Όχι", απάντησε ο Λέμπερεχτ, "αλλά έχουν μια μεγάλη βιβλιοθήκη με πολλά λατινικά βιβλία. Την έχω δει ο ίδιος".
   Ο νεαρός Σλίσελ ύψωσε τη φωνή: "Δεν επιτρέπεται σε αμόρφωτους να διαβάζουν βιβλία!" 
   Ο Λέμπερεχτ ζάρωσε το μέτωπό του: "Ποιος το λέει αυτό;"
   "Η Αγία Μητέρα Εκκλησία. Επιτρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία γραμμένα με βάση τη χριστιανική πίστη. Και για να μπορεί κανείς ν' αναγνωρίσει ποιο βιβλίο διαδίδει τη χριστιανική διδασκαλία, πρέπει να είναι μορφωμένος".
   "Όπως του λόγου σου".
   "Ναι".
   "Μα ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ ήταν παγανιστής!"
   "Πολύ σωστά!"
   "Παρ' όλα αυτά, έχεις διαβάσει τις γραφές του".
   "Τις διάβασα γνωρίζοντας ότι ήταν παγανιστικές γραφές. Ένας αμαθής τις διαβάζει χωρίς κριτικό πνεύμα κι αυτό είναι βλαβερό για την πίστη".
   Ο Λέμπερεχτ ανασήκωσε τα φρύδια αλλά παρέμεινε σιωπηλός. Όμως, από εκείνη την ώρα ένιωθε μόνο περιφρόνηση για τον αδηφάγο κοιλαρά και ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα έρχονταν σε ρήξη.
   Το επόμενο πρωί, που ήταν η πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, η Μάρθα με τον Κρίστοφ, τον φυσικό της γιο, και με τον Λέμπερεχτ, τον θετό της, πήγαν στον καθεδρικό ναό για τη λειτουργία. Η Σοφία είχε να κάνει δουλειά στην κουζίνα.
   Η μεγαλόψυχη απόφαση του ταβερνιάρη του Σαντ να πάρει κοντά του τα ορφανά είχε διαδοθεί με ταχύτητα φωτός και το απροσδόκητο βήμα επιδοκιμάστηκε πολύ. Η Μάρθα, που πρόβαλλε την ομορφιά της το ίδιο πρόθυμα όσο και την αγνή της πίστη, είχε ρίξει στους ώμους της ένα σάλι για να προστατευτεί απ' το μαρτιάτικο κρύο. Από μέσα φορούσε ένα πράσινο μάλλινο φόρεμα με φαρδιές κάθετες ρίγες από βελούδο, ένα ρούχο που προκαλούσε εξίσου τον θαυμασμό αντρών και γυναικών.
   Αφού προσπέρασαν την πύλη του Αγίου Γεωργίου μπήκαν στον ναό από την πύλη της Τιμής, την αφιερωμένη στην πόλη. Ο πρωτοπρεσβύτερος διάβαζε τη Θεία Λειτουργία. Ο ίδιος ο επίσκοπος καθόταν πάνω στον κόκκινο επισκοπικό θρόνο και παρακολουθούσε τη λειτουργία μάλλον αμέτοχος.
   Μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου της πέμπτης Κυριακής των Νηστειών, ανέβηκε στον πέτρινο άμβωνα ο Αθανάσιος Σέμλερ, ο ιεροκήρυκας του ναού. Έγινε μια αναταραχή και μετά οι πιστοί κάρφωσαν τα μάτια τους στη μικρόσωμη, ξερακιανή μορφή απάνω απ' τα κεφάλια τους, σαν μαγεμένοι. Ο Σέμλερ απόλαυσε την άδολη προσμονή κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί για ατέλειωτη ώρα πάνω απ' τους πιστούς, ψάχνοντας για κάποιον αμαρτωλό.

   Το κήρυγμα του Σέμλερ περί μετάνοιας δεν πήγε στα χαμένα. Η Μάρθα και τα δυο αγόρια ξεκίνησαν για το σπίτι σιωπηλοί. Μόλο που έμεναν μόνο δυο βδομάδες μέχρι το Πάσχα, ο χειμώνας δεν έλεγε να το βάλει κάτω. Η αναπνοή εκείνων που επέστρεφαν από την εκκλησία άφηνε πηχτά σύννεφα χνότου στον αέρα.
   Πάνω στα πέτρινα σκαλιά, στο δρόμο προς το Σαντ, μερικές γυναίκες κουβέντιαζαν συνωμοτικά κι όταν η Μάρθα με τ' αγόρια τις προσπέρασαν, μία απ' αυτές είπε με στριγκιά φωνή: "Ο Θεός να μας φυλάει, ο γιος του Χάμαν, ο γιος του Χάμαν!"
   Οι γυναίκες το 'βαλαν στα πόδια σαν ένα τσούρμο κότες κυνηγημένες απ' την αλεπού. Μόνο δύο αξιοσέβαστες κυράδες έμειναν πίσω. "Τι συνέβη;" ρώτησε τη μία η Μάρθα Σλίσελ στα βιαστικά.
   Εκείνη έδειξε αμηχανία και κοίταξε αφηρημένα τη Μάρθα και τον νεαρό Χάμαν. Τελικά μάζεψε θάρρος κι απάντησε, κουνώντας το κεφάλι κατά τη μεριά του Λέμπερεχτ: "Ο πατέρας σου, ο νεκροθάφτης του Μίχελσμπεργκ, εμφανίστηκε στη λιναρού Χούσμαν".
   Η Μάρθα έβαλε το μπράτσο της γύρω απ' τον Λέμπερεχτ, σαν να ήθελε να τον προστατέψει. Αυτός κοίταξε τη θετή του μητέρα με βλέμμα αβέβαιο και δεν είπε λέξη.
   "Η λιναρού λέει ό,τι θέλει", αντιγύρισε η Μάρθα. "Η γριά βλέπει φαντάσματα".
   "Μπορεί να 'ναι κι έτσι!" κόρωσε η άλλη. "Όμως, η ουσία είναι ότι η λιναρού συνάντησε τον φαλακρό Άνταμ στο κοιμητήρι του Μίχελσμπεργκ ενώ πήγαινε στον τάφο του λιναρά. Αναγνώρισε τον Χάμαν πολύ καλά -φορούσε μια κόκκινη σκούφια και κρατούσε στο χέρι το φτυάρι και καθώς εκείνη τον πλησίαζε, εξαφανίστηκε σαν να τον είχε καταπιεί η γη".
   Μόλις τ' άκουσε αυτά ο Λέμπερεχτ ξέφυγε από τη Μάρθα, πέρασε τρέχοντας τα πέτρινα σκαλιά προς το Σαντ, έτρεξε όλο τον δρόμο μέχρι την πάνω γέφυρα σαν να τον κυνηγούσαν οι Ερινύες, ρίχτηκε απέναντι απ' το ποτάμι κι αγκομαχώντας πήρε τον δρόμο για τους Γερανούς. Μόλις έφτασε μπροστά στο πατρικό του σπίτι τράβηξε το μάνταλο που αμπάρωνε τις πόρτες δίπλα απ' το σιδεράδικο. Ανέβηκε τρία - τρία τα σκαλιά της ξύλινης σκαλίτσας κι έφτασε ξέπνοος στη χαμηλή πόρτα που έκρυβε πίσω της τις περισσότερες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας. Το φτυάρι του πατέρα του βρισκόταν πίσω απ' την πόρτα, το 'ξερε καλά. Μ' αυτό είχε φτυαρίσει το τελευταίο αναπαυτήριο εκατοντάδων ανθρώπων. Κι αν θυμόταν καλά, η κόκκινη σκούφια θα ήταν ακόμη μέσα στο μαύρο σεντούκι, πίσω απ' το τραπέζι. Το δωμάτιο ήταν άνω - κάτω. Μα τα οστά του Αγίου Όθωνα! Κλέφτες είχαν μπει στο φτωχικό σπιτικό! Συρτάρια ήταν πεταμένα στο πάτωμα κι οι πάγκοι αναποδογυρισμένοι -οι κλέφτες δεν είχαν αφήσει απείραχτο ούτε τον χωνευτό φούρνο και είχαν ψάξει ακόμα και κάτω απ' τις στάχτες στο τζάκι για κρυμμένους θησαυρούς. Λες κι ο Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν ήταν κανένας πλούσιος! 
   Μήτε το φτυάρι μήτε η κόκκινη σκούφια βρίσκονταν στη θέση τους. Τι συμπέρασμα έπρεπε να βγάλει απ' αυτό;
   Καθώς ο Λέμπερεχτ κοίταζε γύρω σκεφτικός, το μάτι του έπεσε στον έναν από τους δύο ξύλινους πάγκους, τον αγαπημένο του, που βρισκόταν αναποδογυρισμένος στο πάτωμα και, καθώς πήγε να τον ξαναβάλει στη θέση του, διέκρινε στο πίσω μέρος του καθίσματος μια επιγραφή σκαλισμένη στο ξύλο:
   «Filio Meo L. Tertia Arca». 
   Για κάποιον που ήξερε να διαβάζει Γάιο Ιούλιο Καίσαρα, η μετάφραση της λατινικής επιγραφής ήταν τόσο απλή όσο κι αινιγματική. «Στον γιο μου Λ. -το τρίτο κουτί». Ο Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν, που είχε διδάξει τον γιο του λατινικά, συνήθιζε να σκαρώνει κάτι τέτοιους γρίφους αλλά το αγόρι, όπως πολύ συχνά στο παρελθόν, έτσι κι αυτή τη φορά δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει.
   Την ίδια κιόλας μέρα ο Λέμπερεχτ πήγε στο κοιμητήρι του Μίχελσμπεργκ, στον τάφο του πατέρα του όπου προεξείχε ο σιδερένιος σωλήνας. Έκανε μια βουβή προσευχή και σίγουρα θα είχε ξεχάσει την ιστορία της υποτιθέμενης οπτασίας, που ήταν μέρος της καθημερινής ζωής σε μια μικρή πόλη, αν στην επιστροφή δεν τον είχε ξαφνιάσει η Σοφία με την είδηση ότι ο Όρτλιμπ, ο αμαξάς του ταβερνιάρη του Σαντ, συναπάντησε τον φαλακρό Άνταμ το προηγούμενο βράδυ στην Τόιερστατ.
   "Πιστεύεις στ' αλήθεια αυτές τις σαχλαμάρες;" ρώτησε ο Λέμπερεχτ την αδερφή του αφού συνήλθε από το σοκ.
   Η Σοφία δεν απάντησε. Τα μάτια της ήταν υγρά. Τώρα κι ο Λέμπερεχτ αγωνιζόταν να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Όχι όμως από τον φόβο του φαντάσματος, αλλά από οργή. Η πείνα των ανθρώπων για παράξενες ιστορίες δεν γνώριζε όρια. Ενώ σ' άλλα μέρη, έξω σχεδόν απ' τις πύλες της πόλης, μια νέα εποχή άρχιζε με τις διδασκαλίες του Μαρτίνου Λούθηρου και τα κηρύγματα περί μετάνοιας, τα συγχωροχάρτια και τα βασανιστήρια στο όνομα του Ιησού Χριστού ανήκαν στο παρελθόν, εδώ ο Πρίγκιπας Επίσκοπος εξόρκιζε τη σκοτεινή συντέλεια του κόσμου, που κατά τη γνώμη του είχε ήδη αρχίσει. Είναι αλήθεια ότι η προφητεία πως η πρώτη κρίση θα γινόταν χίλια πεντακόσια χρόνια «post passionem» (5), δηλαδή στο έτος Κυρίου 1533, δεν εκπληρώθηκε. Σύμφωνα όμως με την πίστη των σοφών ευσεβών, το λάθος -γιατί από κείνον τον χρόνο και μετά το γεγονός ότι δεν έγινε η συντέλεια του κόσμου το ονόμαζαν «λάθος»- δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση ν' αποδοθεί στους προφήτες, παρά μόνο στους μαθητές του Ευκλείδη, οι οποίοι για τους υπολογισμούς τους, έτσι το ήθελε ο Θεός, χρησιμοποιούσαν παγανιστικούς, αραβικούς χαρακτήρες.
   Είχαν περάσει μόνο είκοσι ένα χρόνια από το τρομερό έτος για το οποίο οι σοφοί είχαν προβλέψει τη συντέλεια του κόσμου, όταν τα βουνά θα έφτυναν φωτιά, τα ποτάμια θα ξεχείλιζαν και οι νεκροί θα έβγαιναν απ' τους τάφους τους. Όμως, οι άνθρωποι δεν είχαν αλλάξει διόλου συμπεριφορά και πουθενά αλλού δεν έβρισκε η Ιερά Εξέταση τόση μεγάλη απήχηση και τόσο πολλούς χαφιέδες και μάρτυρες όσο εδώ.
   Ο Λέμπερεχτ είχε μάθει πολλά αλησμόνητα πράγματα απ' τον πατέρα του, που είχε διαβάσει πολλά στο μοναστήρι του Μίχελσμπεργκ. Πώς, για παράδειγμα, ευυπόληπτοι πολίτες, απλοί αμπελουργοί ή πάμπλουτοι αγρότες καθάριζαν τις ψυχές τους από τον ρύπο της αμαρτίας, ή πώς προσπαθούσαν να εξαγοράσουν την αιώνια σωτηρία. Από τότε κι έπειτα η αγνή πίστη του, που εκείνη την εποχή μεταδιδόταν σ' ένα παιδί ήδη απ' τον καιρό που ήταν στα γενοφάσκια, κλονιζόταν από όλο και μεγαλύτερες αμφιβολίες. Πάντως, ο Λέμπερεχτ δεν πίστευε σε καμιά περίπτωση ότι το μαστίγωμα του σώματος, η εξαγορά προσευχών και η ασταμάτητη εξομολόγηση των αμαρτιών ήταν ο σωστός τρόπος για να πάει κανείς στον Παράδεισο.
   Πολλοί πήγαιναν να συναντήσουν την Αγία Παρθένο Μαρία ψημένοι στον πυρετό απ' τα βασανιστήρια που επέβαλλαν στον εαυτό τους. Ακόμη και ο Όθων, ο ιερός Επίσκοπος, και η αυτοκράτειρα Κουνιγκούντε, που όλοι ήξεραν ότι ήταν θαμμένη στον καθεδρικό ναό δίπλα στον αυτοκράτορα Ερρίκο, είχαν κατά καιρούς κάνει τις ανομίες τους. Αυτό το ισχυρίζονταν ευυπόληπτοι πολίτες, που έλεγαν ότι συναπαντούσαν τις άμοιρες ψυχές τους με επίγεια μορφή σε διάφορες περιοχές.
   "Ο κόσμος λέει ότι ο πατέρας μας ήταν ένας μάγος που τα είχε κάνει πλακάκια με τον διάβολο!"
   Τα λόγια της Σοφίας επανέφεραν τον Λέμπερεχτ στην πραγματικότητα. "Χριστέ μου, ο πατέρας μάγος!" κούνησε το κεφάλι ο Λέμπερεχτ. "Ο πατέρας δεν ήταν κανένας μάγος. Ήταν πολύ έξυπνος για κάτι τέτοιο".
   Η Σοφία γέλασε με πίκρα. "Ο Σατανάς δεν σταματάει μπρος στους έξυπνους. Σκέψου μόνο τον Νικόλαο φον Κούες (6). Δεν επαινούσε ο πατέρας το κοφτερό του μυαλό όταν μιλούσε για τα βιβλία του; Κι όμως, ο θεολόγος από την Κούζα κήρυττε την docta ignorantia, τη διδαγμένη άγνοια ως τον απώτατο σκοπό. Όχι, το λάθος που έκανε ο πατέρας μας ήταν τελείως διαφορετικό. Δεν ταίριαζε με την εικόνα ενός καλού χριστιανού. Ένας νεκροθάφτης που μπορεί να απαγγείλει λατινικά καλύτερα από τον Πρίγκιπα Επίσκοπο και που διδάσκει στα παιδιά του παγανιστές συγγραφείς της αρχαιότητας, δημιουργεί πολύ εύκολα την υποψία ότι είναι αιρετικός".
   "Ίσως..." Ο Λέμπερεχτ έμεινε για λίγο σκεφτικός. "Ίσως οι εμφανίσεις του πατέρα μας να μην είναι τίποτ' άλλο παρά στημένο θέατρο της Κουρίας, της Αυλής των αρχιερέων".
   "Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι!" είπε αγανακτισμένη η Σοφία. "Τι λόγο θα είχαν οι κληρικοί να κάνουν κάτι τέτοιο;"
   Σιωπηλοί ανέβηκαν και οι δύο τα σκαλιά που οδηγούσαν στο δωμάτιό τους.
   "Γιατί θα έκαναν κάτι τέτοιο;" ρώτησε ξανά η Σοφία και κάθισε στο κρεβάτι. 
   Ο Λέμπερεχτ έκανε μια διστακτική κίνηση προς το ζεστό τζάκι αλλά τελικά προχώρησε τρία βήματα προς τον φεγγίτη που ήταν σφραγισμένος με κουρέλια. Άρχισε να τρέμει. Ομως, πιο πολύ απ' το κρύο τον τσάκιζε η σκέψη για το είδος της πλεκτάνης που είχε στηθεί σε βάρος του πατέρα του.
   "Μπορώ να σου αναφέρω επιτόπου ένα σωρό λόγους", άρχισε ο Λέμπερεχτ χωρίς να κοιτάει την αδερφή του. "Ο πατέρας ήξερε πάρα πολλά για τις σκοτεινές μηχανορραφίες των αρχιερέων και κυρίως δεν έκρυβε τη γνώση του. Επιπλέον, έβρισκε μοναστηριακή ασυλία στους μοναχούς του Μίχελσμπεργκ και μάλιστα έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ανάμεσά τους -όπως γνωρίζω από προσωπική αντίληψη- κι ήταν, σαν να λέμε, ένας απ' αυτούς. Όμως, όπως ξέρουν όλοι, οι μοναχοί του Μίχελσμπεργκ και οι ιερείς του ναού είναι εχθροί όπως ο σκύλος με τη γάτα. Θα με παραξένευε αλήθεια αν ο Αθανάσιος Σέμλερ, ο ιεροκήρυκας, δεν είχε αναθεματίσει το σιδερένιο σωλήνα στον τάφο του πατέρα μας ως σκέψη του διαβόλου. Αυτός αναθεματίζει οτιδήποτε δεν είναι γραμμένο καταλεπτώς στη Βίβλο".
   Η Σοφία ένιωσε ξαφνικά το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι και μια καυτή φλόγα άρπαξε όλο της το κορμί. Ήταν σαν να είχε κυριεύσει ο διάβολος το σώμα της, έτσι καθώς μια άγνωστη δύναμη μούδιασε τη σκέψη της. Κοίταξε τον αδερφό της με αγωνία: "Σε τι αμαρτία ζούμε και μας τιμωρεί έτσι ο Θεός;"
   Ο Λέμπερεχτ γέλασε: "Τώρα αφήνεις εσύ τον εαυτό σου να επηρεαστεί από ανοησίες. Ίσως να ηρεμήσεις αν σου πω ότι κάποιος έψαξε το σπίτι μας. Προφανώς δεν έψαχνε για λεφτά. Αλλά, όλως παραδόξως, έχουν εξαφανιστεί το φτυάρι του πατέρα μας και η κόκκινη κουκούλα του".
   "Και λοιπόν; Τι θέλεις να πεις μ' αυτό;"
   "Τίποτα. Μονάχα ότι ίσως κάποιος, για κάποιο λόγο, έκανε ένα βρόμικο αστείο χρησιμοποιώντας τα κειμήλια του νεκροθάφτη του Μίχελσμπεργκ".
   "Δεν πιστεύεις λοιπόν την ιστορία με το φάντασμα;"
   "Όχι!" απάντησε ο Λέμπερεχτ με καθαρή φωνή. "Πήγα σήμερα στον τάφο του πατέρα και τον βρήκα απείραχτο. Ή μήπως το θεωρείς πιθανό ότι η φτωχή ψυχή του το 'σκασε μέσα απ' τον σιδεροσωλήνα;"
   Ο Λέμπερεχτ και η Σοφία περίμεναν ότι είτε ο ταβερνιάρης του Σαντ είτε η γυναίκα του η Μάρθα είτε ο γιος τους, θα τους ανέφεραν τα αξιομνημόνευτα περιστατικά. Παρ' όλα αυτά, φαινόταν σαν η οικογένεια να τους απέφευγε, ακόμη και το προσωπικό. Όλη τη μέρα δεν έκανε λόγο κανένας γι' αυτές τις αινιγματικές οπτασίες.
   Όταν τελικά ησύχασαν όλοι στο σπίτι του ταβερνιάρη κι έσβησαν τα φώτα, ο Λέμπερεχτ και η Σοφία ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Η νύχτα ήταν ασυνήθιστα κρύα για την εποχή. Απ' το ποτάμι ανέβαιναν υγρά σύννεφα ομίχλης και κρύος βραδινός αέρας περνούσε μέσα απ' τις χαραμάδες των παραθυριών και των τοίχων. Και οι δυο είχαν ξαπλώσει όπως ήταν με τα ρούχα τους και είχαν σφιχταγκαλιαστεί για να ζεσταθούν. Το σκέπασμά τους, φτιαγμένο από μπαλώματα και κουρέλια δεν τους προστάτευε καθόλου απ' το κρύο που έμπαινε απ' την πλαγιαστή σκεπή.

   Την ίδια χρονιά, τη μέρα των Αγίων Φιλίππου και Ιακώβου -η άνοιξη είχε μπει με απαλό αεράκι και στο ποτάμι άνθιζαν τα νούφαρα- η Σοφία έπαθε ένα τρομερό ατύχημα για το οποίο έφερε ευθύνη και ο Λέμπερεχτ, αλλά κυρίως εκείνος ο αναθεματισμένος ο μαθητής των Ιησουιτών, ο Κρίστοφ Σλίσελ, μια συμφορά που έμελλε ν' αλλάξει τη ζωή της.
   O Λέμπερεχτ και ο Κρίστοφ είχαν πιαστεί για τα καλά γιατί ο Ιησουίτης -έτσι τον αποκαλούσε ο Λέμπερεχτ από τότε που είχε κόψει τα μαλλιά του όπως οι Ιησουίτες- αναμασούσε ηλιθιότητες χωρίς καν να τις καταλαβαίνει ο ίδιος. Η λιακάδα, όπως κήρυττε απ' την κορφή της σκάλας, ήταν η μεγαλύτερη χαρά για το σώμα αλλά η καθαρότητα της μαθηματικής αλήθειας ήταν η μεγαλύτερη χαρά για το πνεύμα. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η επιστήμη στήριζε όλες τις άλλες έρευνες και τα συμπεράσματά της στη γεωμετρία.
   Ο Λέμπερεχτ του είπε ότι ήταν ένας κόπανος που δεν ήξερε τι του γινόταν και που δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ένα βουργουνδικό έργο τέχνης. Έτσι, η μια κουβέντα έφερε την άλλη και σύντομα έπιασαν τον καβγά κι άρχισαν να μαλώνουν σαν αδέσποτοι κοπρίτες και να χτυπιούνται μέχρι που έβγαλαν αίμα.
   Η Σοφία, που άκουσε τις δυνατές κραυγές, μπήκε στη μέση για να σταματήσει τον καβγά. Ο Λέμπερεχτ της φώναξε να μην ανακατευτεί γιατί ήθελε να σαπίσει στο ξύλο τον παλιομπουνταλά. Όμως ο Κρίστοφ, που ήταν εξίσου δυνατός, άρπαξε το τρυφερό κορίτσι και το πέταξε και με τα δυο του χέρια στην άκρη. Ο Λέμπερεχτ ισχυρίστηκε αργότερα ότι ο Ιησουίτης είχε σπρώξει τη Σοφία επίτηδες προς την κατεύθυνση της σκάλας. Όπως και να 'χε το πράγμα πάντως, η Σοφία έχασε την ισορροπία της, έπεσε με το κεφάλι κάτω στην απότομη σκάλα, κουτρουβάλισε κάμποσες φορές, έβγαλε μια στριγκιά κραυγή σαν τα γουρουνάκια την ώρα που τα σφάζουν κι έμεινε ακίνητη στο πλακόστρωτο της εισόδου με τα πόδια διπλωμένα κάτω απ' τη φούστα της και τα χέρια τεντωμένα όπως ο Ιησούς Χριστός στον σταυρό.
   Ο Λέμπερεχτ είχε παρακολουθήσει τη σκηνή με ορθάνοιχτα μάτια και είχε παρατηρήσει και την παραμικρή κίνηση της αδερφής του καθώς έπεφτε. Τώρα στεκόταν σαν ριζωμένος στη γη, ανίκανος να βοηθήσει τη Σοφία που κειτόταν στο πάτωμα σαν πεθαμένη.

   Αν και ο γιατρός την είχε ξεγράψει, η Σοφία μπόρεσε, προς έκπληξη όλων, να σταθεί στα πόδια της για πρώτη φορά τον επόμενο χρόνο. Σαν από θαύμα είχε επιζήσει της πτώσης στη σκάλα και είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις της μετά από δύο μέρες σε κωματώδη κατάσταση. Χρειάστηκε ωστόσο να περάσει πάνω από μισός χρόνος μέχρι να γιατρευτούν εφτά κατάγματα σε διάφορα μέλη του σώματός της και να βρει η Σοφία τη δύναμη να ξαναπερπατήσει χωρίς βοήθεια.
   Αυτό συνέβη χωρίς να λείψουν άλλα προβλήματα, καθώς η τρομερή πτώση, που δεν άφησε σχεδόν κανένα εξωτερικό τραύμα, προκάλεσε στη Σοφία κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης ένα παράξενο φαινόμενο, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του Αντρέα Βεζάλιους, προσωπικού γιατρού του αυτοκράτορα Καρόλου, στο βιβλίο του De humani corporis fabrica, πλήττει έναν στα πέντε εκατομμύρια ανθρώπους. Μια ασθένεια -αν μπορεί κανείς να την αποκαλέσει έτσι- χωρίς όνομα. Ο Αντρίς φαν Βέζελ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ο οποίος την εποχή που ήταν χειρούργος στην Πάδουα είχε κλέψει το πτώμα ενός κρεμασμένου για να συντηρήσει το σκελετό του με ειδικά παρασκευάσματα -πράγμα που δεν έκανε για να διασκεδάσει τους άλλους όπως ήταν συνηθισμένο στην Ιταλία, αλλά για να κατανοήσει την ανατομία- αυτός ο Φλαμανδός γιατρός ισχυρίστηκε, χρησιμοποιώντας βαρυσήμαντες λατινικές λέξεις, ότι μέσα στον εγκέφαλο υπάρχει ένας αδένας που ρυθμίζει την ανάπτυξη. Μια πτώση ή ένας εξωτερικός τραυματισμός μπορούσε να είναι αποκλειστικά το αίτιο, για το οποίο ένας άνθρωπος γεννημένος με κανονικές αναλογίες μεταβάλλεται ξαφνικά σε νάνο ή, το αντίθετο, σε γίγαντα.

   Έτσι έγινε και η Σοφία, παρά τις παρακλήσεις στη μικρόσωμη Παρθένο Μαρία, άρχισε ξαφνικά να ξαναμεγαλώνει, παρόλο που είχε περάσει από καιρό την ηλικία στην οποία συνήθως συμβαίνει αυτό, κι απλώθηκε και τεντώθηκε κι αυξήθηκε σε φάρδος και ύψος σαν ένα κακόγουστο αστείο της φύσης. Αυτό το τρυφερό κορίτσι, η Σοφία, που κάποτε τη φώναζαν «Βιολέτα» και λάτρευε τον Λέμπερεχτ, μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια γυναίκα, ψηλότερη κι απ' τον ψηλότερο άντρα στην πόλη κι επιβλητική σαν το μνημείο του αυτοκράτορα Ερρίκου και της συζύγου του Κουνιγκούντε στον καθεδρικό ναό. 
   Ακόμα κι ο Λέμπερεχτ, που αγαπούσε την αδερφή του σαν την ίδια του τη ζωή, τρομοκρατήθηκε μπροστά σ' αυτή την ανεξήγητη ανάπτυξη. Σε αντίθεση με το παρελθόν, τώρα πια ντρεπόταν να κυκλοφορήσει μαζί της και χάρηκε κιόλας, όταν η Μάρθα παραχώρησε στη Σοφία μια δική της κάμαρα στο πίσω μέρος του σπιτιού μαζί με τους υπηρέτες, μ' ένα κασόνι για κρεβάτι, ειδικά φτιαγμένο γι' αυτήν. Η Σοφία έκανε εκεί, αγόγγυστα, δουλειές που παλαιότερα της προκαλούσαν φρίκη και ζούσε αποτραβηγμένη σαν καλόγρια.
   Μόνο τις Κυριακές πήγαιναν πια μαζί στην εκκλησία, πράγμα που ο Λέμπερεχτ το απεχθανόταν από τότε που είχε ακούσει εκείνο το κήρυγμα του Αθανάσιου Σέμλερ περί μετάνοιας. Του φαινόταν σαν να ήταν όλα τα μάτια στραμμένα πάνω τους. Πίσω απ' την πλάτη τους γινόταν σούσουρο, τα παιδιά τούς περιγελούσαν και ο Λέμπερεχτ τους μοίραζε χαστούκια, όταν εκείνα φώναζαν κοροϊδευτικά τη γιγαντόσωμη κοπέλα θαύμα του κόσμου ή νύμφη του Εωσφόρου κι έπαιζαν τις καβάλες για να κάνουν πιο έντονες τις κοροϊδίες τους.
   Στο σπίτι η Σοφία έκανε όση δουλειά θα έκαναν ένας υπηρέτης και μια υπηρέτρια μαζί. Την έκανε αδιαμαρτύρητα και δε δίσταζε να αναλάβει και τις ταπεινότερες δουλειές. Μία απ' αυτές ήταν να διώχνει τους αρουραίους απ' τα δωμάτια και τα κελάρια, κάτι ποντίκαρους μεγάλους σαν γάτες που θα μπορούσαν να της καταφέρουν θανατηφόρες δαγκωνιές. Χιλιάδες απ' αυτά τα τρωκτικά έρχονταν στο Σαντ απ' το γειτονικό ποτάμι και η Σοφία είχε το καθήκον να πιάνει ζωντανά όσα περισσότερα μπορούσε, να τα δένει απ' το ένα πόδι και να τα κυλάει μέσα σ' ένα τηγάνι μ' ένα μείγμα από μουρουνόλαδο και γράσο, μέχρι που η γούνα τους να μοιάζει περισσότερο με πέτσα ψαριού παρά με δέρμα τρωκτικού. Όταν τ' άφηνε ελεύθερα, αυτά τα ποντίκια άρχιζαν να τρέχουν μέχρι που φοφούσαν. Τόσο αφόρητη τους ήταν η μυρωδιά του δέρματός τους. Το καλό μ' αυτό ήταν ότι όλα τ' άλλα ποντίκια απέφευγαν για πολύ καιρό τις τρύπες και τους δρόμους απ' όπου είχε περάσει κάποιο λαδωμένο ποντίκι.
   Το χειρότερο απ' όλα τα ταπεινά καθήκοντα που είχε να εκτελέσει η Σοφία ήταν η κούρα της αρθρίτιδας του γερο-Σλίσελ, που την είχε αγοράσει κρυφά για ένα χρυσό φιορίνι απ' την κομπογιανίτισσα Νίσλαϊν. Το γιατροσόφι, το οποίο ο Λέμπερεχτ είχε δει με τα μάτια του, περιείχε, εκτός από τις ακριβείς οδηγίες για τη χρήση του, και μια κατάρα για κείνους που θα διέδιδαν το μυστικό χωρίς άδεια. Κι ακόμη κι αν το φάρμακο ήταν αμφισβητήσιμο κι αν δεν έφερνε πραγματικά καμιά λύτρωση στον ταβερνιάρη του Σαντ, οπωσδήποτε μαλάκωνε τους πόνους του. Μια φορά την εβδομάδα, λοιπόν, έπαιρνε η Σοφία, αηδιασμένη, ένα νεαρό περιστέρι απ' τον περιστερώνα στη σοφίτα και το έτριβε με δύναμη πάνω στον πλυμένο πισινό του αρρώστου, με τέτοιο τρόπο ώστε ο πρωκτός του περιστεριού να εφάπτεται με τον πρωκτό του Σλίσελ. Κι ενώ το περιστέρι ψοφούσε μέσα σε δυνατούς σπασμούς, η Σοφία σταματούσε μόνο όταν το πουλί δεν έδειχνε πια κανένα σημείο ζωής. Συγχρόνως, ψιθύριζε τα λόγια: "Πνεύμα του περιστεριού, πνεύμα του περιστεριού. Πάρε μακριά την αγωνία του πόνου!"
   Ούτε η σύζυγος του Σλίσελ, η Μάρθα, ούτε καμία από τις υπηρέτριες είχε δεχτεί να εκτελέσει αυτή την ταπεινή διαδικασία.  Έτσι ο Σλίσελ κατάντησε να εξαρτάται απ' τη Σοφία και δεν τον ένοιαζε αν ο κόσμος κορόιδευε ότι ο ταβερνιάρης του Σαντ κρατάει στο σπίτι του μια νύμφη του Σατανά ή ακόμα ένα ερμαφρόδιτο πλάσμα που είναι άντρας και γυναίκα μαζί στο σώμα ενός γιγάντιου δαίμονα. Ακόμα κι όταν ο ιεροκήρυκας Αθανάσιος Σέμλερ μαινόταν από τον άμβωνα κι έλεγε ότι έπρεπε να εξορκίσουν τη νύμφη του Σατανά και να μην ανταλλάσσουν ούτε λέξη μαζί της, ο Σλίσελ άπλωνε το χέρι του πάνω απ' το κεφάλι της μεγαλόσωμης κοπέλας κι έβριζε δημοσίως τον Σέμλερ ως αγύρτη.
   Εξαιτίας αυτού του περιστατικού, η θεοφοβούμενη πόλη χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα που κανένα δεν ήταν καλύτερο από τ' άλλο, αφού κατά βάση οι μισοί ήταν τόσο γοητευμένοι απ' τη μαγεία, τόσο αργυρώνητοι και διεφθαρμένοι, υστερόβουλοι και μοχθηροί, όσο κι οι άλλοι μισοί. Τα θαύματα είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά των θεοφοβούμενων και δεν υπήρχε σ' αυτή την πόλη ούτε ένας χριστιανός που να μην ένιωθε την κρυφή γοητεία του ανεξήγητου, όπως είχε γοητευτεί κάποτε ο Ηρώδης Αντύπας απ' τη Σαλώμη, όταν χόρεψε μπροστά του.
   Οπωσδήποτε, η σωματική ανάπτυξη της Σοφίας συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο να υποδαυλιστούν οι διαβολικές φήμες γύρω απ' τον νεκρό πατέρα της κι όταν τελικά μια καλόγρια απ' το γειτονικό μοναστήρι είπε ότι συναπάντησε στο περιστύλιο της μονής τον Εωσφόρο με τη μορφή ενός φαλακρού άντρα που κρατούσε στο χέρι ένα φτυάρι, τότε οι εκκλήσεις για την Ιερά Εξέταση  έγιναν πιο έντονες.

   Ήδη, εδώ και εβδομάδες θρηνούσαν οι γυναίκες για την έβδομη πυρά που στεκόταν στη μεγάλη πλατεία μπροστά στον ναό, χωρίς να ξέρουν ποια ή ποιος θα ήταν το επόμενο θύμα. Καθώς το φθινόπωρο κιτρίνιζε τις ιτιές πλάι στο ποτάμι που άγγιζαν με τα κλαδιά τους το νερό που αργοκυλούσε, και καθώς η ημερομηνία που είχε οριστεί στο όνομα της Παναγίας πλησίαζε, όλο και περισσότερο άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες φήμες, σύμφωνα με τις οποίες υπήρχαν τρεις κατηγορούμενοι κι απ' αυτούς οι δύο ήταν κιόλας πεθαμένοι.
   Ο Λέμπερεχτ, που έμαθε τα νέα απ' τον δάσκαλό του, τον Καρβάκι, διαισθάνθηκε όπως κι εκείνος κάτι κακό κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο μοναστήρι του Μίχελσμπεργκ, όπου οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν. Ο τάφος του πατέρα του, του Άνταμ, ήταν ανοιχτός και το φέρετρο είχε μεταφερθεί σε κάποιο μυστικό μέρος.
   Μία μέρα πριν από την ανάκριση έστησαν στην πλατεία του ναού μια μακριά εξέδρα με δοκάρια, σαν την ξύλινη προβλήτα στο ποτάμι όπου έδεναν τις βάρκες. Μιας και η πλατεία ήταν επικλινής, τα δοκάρια είχαν ύψος μονάχα ένα πόδι απ' την πλευρά του υποστατικού ενώ στην άκρη της ξύλινης εξέδρας, που ήταν μακριά σαν πέντε άμαξες στη σειρά, το ύψος τους ήταν ίσαμε το μπόι δύο ψηλών αντρών. Σ' αυτή τη θέση, σ' ένα σημείο που μπορούσαν να το βλέπουν όλοι καλά, ήταν τοποθετημένα δυο δοκάρια, ένα οριζόντιο κι ένα κάθετο με αλυσίδες. Στη βάση αυτής της κατασκευής, οι μπράβοι της Ιεράς Εξέτασης είχαν ετοιμάσει την πυρά μ' ένα σωρό από ροζιασμένα κούτσουρα. Όλη τη νύχτα πριν από τη δίκη μπροστά στην εξέδρα έκαιγε μια φωτιά και δύο άντρες με μαύρους μανδύες και μυτερές κουκούλες στο κεφάλι φύλαγαν σκοπιά.
   Αν και δεν ήταν απαγορευμένο, εκείνη τη νύχτα κανείς δεν τόλμησε να διασχίσει την πλατεία. Λες κι ο διάβολος είχε κάνει κατοχή σ' εκείνο το μέρος κι όλοι το απέφευγαν κάνοντας μια μεγάλη παράκαμψη. Οδηγημένος από τυφλή οργή, ο Λέμπερεχτ πήρε εκείνη τη νύχτα δύο φορές τον δρόμο προς τα σκαλιά που οδηγούσαν στον ναό, μετά όμως έκανε δεξιά και πήρε το μονοπάτι για το Μίχελσμπεργκ. Εκεί μπορούσε να σταθεί σ' ένα πλάτωμα κάτω απ' το κοιμητήρι και να έχει θέα προς την πλατεία, όπου λαμπάδιαζε η φωτιά. Δεν ήξερε ούτε κι ο ίδιος τι ήθελε εκεί και γιατί είχε καρφώσει επί ώρες τα μάτια του πάνω στην πλατεία που έτσι φωτισμένη έμοιαζε απόκοσμη. Αφού γύρισε στο σπίτι χωρίς διάθεση να κοιμηθεί κι επειδή ένιωσε να ασφυκτιά στο δωμάτιό του, ξανάφυγε, πήρε ξανά τον ίδιο δρόμο και πήγε και κάθισε σε μια προεξοχή του τείχους.
   Ο Λέμπερεχτ είχε ξυλιάσει απ' το κρύο. Οι τέσσερις πύργοι του καθεδρικού ναού, τους οποίους συνήθως έβλεπε σαν δάχτυλα που έδειχναν στα ουράνια, φάνταζαν τώρα μέσα στον νυχτερινό ουρανό σαν επικίνδυνα μυτερά στιλέτα. Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί πάνω απ' τις σκεπές της κοιμισμένης πόλης. Ήταν τυλιγμένη σ' έναν διάτρητο μανδύα ομίχλης κι έμοιαζε κρύα κι απόμακρη σαν μάρμαρο. Όμοια με τα σπίτια αυτής της πόλης που είχαν γύρω - γύρω λοξά παράθυρα, τα οποία φάρδαιναν προς τα έξω, έτσι ήταν και οι κάτοικοί της. Στα μάτια τους έβλεπε κανείς καχυποψία και στην προσπάθειά τους να συκοφαντήσουν έσταζε το στόμα τους φαρμάκι. Ο Λέμπερεχτ ήξερε ότι η επόμενη μέρα θα ήταν η χειρότερη της ζωής του. Ο ιεροεξεταστής Βαρθολομαίος δεν είχε ποτέ ως τότε εγκαταλείψει μια υπόθεση.
   Κι αφού ποτέ δεν είχε διστάσει να καταδικάσει έναν ζωντανό άνθρωπο, γιατί να άλλαζε τη στάση του για έναν νεκρό; Κι αυτός, ο Λέμπερεχτ, θα στιγματιζόταν για όλη του τη ζωή ως ο γιος ενός σατανιστή μάγου. Θα είχε μια στάμπα στο μέτωπό του και όλοι θα τον αντιμετώπιζαν σαν λεπρό.
   Μέσα σε τέτοιες μαύρες σκέψεις τον βρήκε το ξημέρωμα. Η ζωή ξανάρχιζε δειλά - δειλά. Σύννεφα καπνού υψώνονταν απ' την καπνοδόχο του φούρναρη στην αγορά. Οι φωνές των αμαξάδων αντηχούσαν απ' τον δρόμο δίπλα στο ποτάμι. Στους Γερανούς άρχιζε η δουλειά των βαρκάρηδων που φόρτωναν τις μαούνες τους. Ήταν δηλαδή μια μέρα φτιαγμένη για να δοξάζει κανείς τον Κύριο. Κι όμως, την ίδια ώρα, η πραγματικότητα έδειχνε το άσχημο πρόσωπό της στην πλατεία του καθεδρικού ναού.
   Απ' όλες τις πλευρές ξεχύνονταν οι έντιμοι κάτοικοι, οι ευσεβείς, οι περίεργοι, εκείνοι που τους άρεσαν τα τρανταχτά θεάματα, οι τεμπελχανάδες και οι βαριεστημένοι που έβλεπαν τη δίκη σαν έναν ωραίο τρόπο να περάσουν την ώρα τους. "Κάψτε τους!" -"Αποκεφαλίστε τους!" -"Ρίξτε τους στη φωτιά!" αντηχούσαν φωνές πάνω απ' τη μεγάλη πλατεία. 
   Οι πρώτοι θεατές, που είχαν έρθει από πολύ νωρίς για να εξασφαλίσουν μια θέση στην πρώτη σειρά, είχαν αρχίσει να φανατίζονται. Αυτούς δεν τους ενδιέφερε η δίκη αλλά η ήδη παρμένη απόφαση: "Κάψτε τους!"
   Ο Λέμπερεχτ άφησε τη θέση του κάτω απ' το αβαείο και πλησίασε στην πλατεία απ' την πίσω πλευρά, έτσι ώστε, αν ήταν δυνατόν, να μη συναντούσε ούτε έναν άνθρωπο. Ήθελε να είναι μάρτυρας της σκηνής, όταν ο ιεροεξεταστής θα ανακήρυττε τον πατέρα του ένοχο. Ήθελε να δει το πρόσωπο του ανθρώπου, που είχε την αξίωση να παίρνει αποφάσεις στο όνομα του Υψίστου για το καλό και το κακό, για τη ζωή και το θάνατο.
   Ο κόσμος άρχισε να σπρώχνεται μπροστά στην είσοδο του κτιρίου της Ιεράς Εξέτασης, του μοναδικού που βρισκόταν πίσω απ' το υποστατικό και που φαινόταν ολοκάθαρα από τα δώματα του Πρίγκιπα Επισκόπου. Ένας άντρας με μαύρο ράσο, υπάλληλος της Ιεράς Εξέτασης, τους εμπόδιζε να μπουν μέσα. Μόνο όταν το ρολόι του ναού χτύπησε υπόκωφα εφτά φορές, άφησε τον πεινασμένο για θέαμα λαό να περάσει.
   Απαρατήρητος απ' τον κόσμο, που παρακολουθούσε σαν αποβλακωμένος, ο Λέμπερεχτ κατάφερε να περάσει μέσα στην αλλόκοτα σκοτεινή σάλα κι έπιασε μια θέση στην τελευταία σειρά. Ευθεία μπροστά, στο ασβεστωμένο δωμάτιο, πάνω σ' ένα υπερυψωμένο έδρανο, βρισκόταν ένα μακρύ τραπέζι και πίσω του τρεις καρέκλες με ψηλή πλάτη. Στη μέση του τραπεζιού υπήρχαν δύο αναμμένα κεριά κι ένας σταυρός και μπροστά του ένα μαύρο βιβλίο με τίτλο Malleus Maleficarum -«το σφυρί για τις μάγισσες», το βιβλίο του νόμου για όλους τους ιεροεξεταστές.

   Πριν καλά - καλά αποχωρήσει η μάγισσα από τη σάλα, συνοδευόμενη από τους μπράβους, κάποιοι άλλοι έφεραν μέσα ένα φέρετρο καλυμμένο με βρομιά. Μια μπόχα σήψης απλώθηκε τριγύρω. Για μια στιγμή ο Λέμπερεχτ νόμισε ότι η καρδιά του θα σταματούσε. Του κόπηκε η ανάσα. Δεν είχε καμιά αμφιβολία. Αυτό ήταν το εκταφιασμένο σώμα του πατέρα του.
   Ακόμα και οι θεατές, οι περισσότεροι απ' τους οποίους είχαν βγει από την αίθουσα, ακολουθώντας τη μάγισσα, έδειξαν αναστάτωση. Μερικές γυναίκες βγήκαν τρέχοντας απ' το δωμάτιο όταν οι βαστάζοι τοποθέτησαν το φέρετρο μπρος στο τραπέζι της Ιεράς Εξέτασης. Για τον Βαρθολομαίο, πάντως, αυτό ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Στη συνέχεια άρχισε την ιεροτελεστία που είχε κάνει και με την Άφρα Νίσλαϊν και με την ίδια απάθεια: "Ο Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν, που ήταν νεκροθάφτης της μονής του Μίχελσμπεργκ όσο ζούσε και ο οποίος απεβίωσε ως νεκροθάφτης την ημέρα της Υπαπαντής στο έτος Κυρίου 1554, κατηγορείται μετά θάνατο από την Ιερά Εξέταση, την αποτελούμενη από τον αδελφό Βαρθολομαίο και δύο συνδικαστές του τάγματός του και κρίνεται ένοχος της κατηγορίας ότι είχε συναλλαγές με τον διάβολο και ότι μέχρι τη σημερινή μέρα έχει εμφανιστεί τρεις φορές νεκραναστημένος. Εάν" -ο ιεροεξεταστής σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του κρατώντας τον σταυρό πάνω από το φέρετρο- "εάν έχεις κάτι να πεις, πες το τώρα, διαφορετικά σιώπησε για πάντα!"
   Οι θεατές απ' τις πίσω σειρές πετάχτηκαν όρθιοι κι έτσι ο Λέμπερεχτ δεν μπορούσε να δει τι γινόταν. Είχε την εντύπωση ότι οι άλλοι περίμεναν να ακούσουν την υπόκωφη φωνή του φαλακρού Άνταμ να απαντά στον ιεροεξεταστή μέσ' απ' το φέρετρο με την τρύπα στο καπάκι, η οποία μαρτυρούσε ακόμα την τελευταία επιθυμία του νεκρού. Όμως, οι εξορκισμοί του αδελφού Βαρθολομαίου πήγαν στα χαμένα. Τέλος, ακούμπησε τον σταυρό πίσω στη θέση του και μίλησε με διαπεραστική φωνή: "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος καταδικάζεται το σώμα του νεκρού Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν να παραδοθεί στην πυρά για να σκορπιστεί στον άνεμο το κουφάρι, που είχε καταλάβει ο διάβολος, όπως ταιριάζει σε μια άμοιρη ψυχή, και να μην ξαναεμφανιστεί στους ζωντανούς, πράγμα αντίθετο στη φύση. Ανάψτε την πυρά!"
   Οι ακροατές άρχισαν να κραυγάζουν και να πλησιάζουν προς το φέρετρο περισσότερο. Μερικές γυναίκες μάλιστα άρχισαν να το κλοτσάνε, μέχρι που οι μαυροντυμένοι μπράβοι, με τις μυτερές κουκούλες τους, σίμωσαν, σήκωσαν το φέρετρο στους ώμους τους και σιωπηλοί πήραν τον δρόμο προς τα έξω.
   Σχεδόν κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για τη δίκη του τρίτου ατόμου, μιας καλόγριας που υποτίθεται ότι είχε κάνει ακολασίες με τους μοναχούς στο κολέγιο του Αγίου Ιακώβ και στη συνέχεια, από ντροπή για την επιθυμία της σάρκας της, είχε πηδήσει απ' το παράθυρο αν και, σύμφωνα με τις φήμες, είχε πεθάνει τρεις φορές και είχε αναστηθεί ύστερα από επίκληση σατανικών αναθεμάτων.
   Ο Λέμπερεχτ είχε ζαρώσει στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της αίθουσας και νόμιζε ότι θα πνιγόταν. Μια κραυγή από χιλιάδες λαρύγγια που ερχόταν απ' έξω απλώθηκε στην αίθουσα. Ο δήμιος είχε τελειώσει τη δουλειά του, είχε αποκεφαλίσει την Άφρα Νίσλαϊν. Τώρα το άψυχο σώμα της το περίμενε η πυρά.
   Ο Λέμπερεχτ ούτε που είδε το ξύλινο κασόνι που έφεραν οι μπράβοι της Ιεράς Εξέτασης. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο κενό. Έτσι, δεν άκουσε λέξη απ' όσα ειπώθηκαν στην τρίτη δίκη κι ας διεξαγόταν κατευθείαν μπροστά στα μάτια του. Φοβόταν ν' αφήσει την αίθουσα. Φοβόταν ότι θα τον αναγνώριζαν. Κυρίως όμως ένιωθε τρόμο για το θέαμα που τον περίμενε εκεί έξω. Θα έπρεπε να δει να καίνε τον πατέρα του πάνω στην πυρά;
   Μες στην απόγνωσή του ο Λέμπερεχτ ήθελε να βγάλει τον πόνο και την οργή από μέσα του ουρλιάζοντας. Όμως, στη ζωή υπάρχουν καταστάσεις όπου στερεύουν τα δάκρυα και δεν βγαίνει η φωνή, όπου τα όργανα του σώματος τρελαίνονται και κάνουν το αντίθετο απ' ό,τι θα περίμενε κανείς. Έτσι κι ο Λέμπερεχτ, εκεί που δεν μπορούσε να χύσει ούτε ένα δάκρυ, άρχισε ξαφνικά να γελάει, κρυφά στην αρχή πιέζοντας το στόμα με τα δυο του χέρια, στη συνέχεια όμως άρχισε να τραντάζεται από υστερικά γέλια, έτσι που όσοι θεατές είχαν απομείνει στην αίθουσα γύρισαν και σφύριξαν μέσ' απ' τα δόντια τους στο αγόρι να κάνει ησυχία.
   Κανείς δεν ξέρει τι τέλος θα είχε αυτό το συναισθηματικό ξέσπασμα του Λέμπερεχτ, αν δεν ένιωθε ξαφνικά πάνω στον ώμο του ένα χέρι. Καθώς σήκωσε τα μάτια, αναγνώρισε τη Μάρθα, τη θετή του μάνα που τον κοίταζε με μάτια λυπημένα. Το βλέμμα της έδειχνε συμπόνια, συγχρόνως όμως ήταν ανίκανη να τον βοηθήσει. Τι μπορούσε να κάνει γι' αυτόν τούτη την ώρα; Το απαλό της άγγιγμα και μόνο, ξανάφερε τον νεαρό στην πραγματικότητα.
   Τέλος, η Μάρθα τού άπλωσε το δεξί της χέρι κι ο Λέμπερεχτ το άρπαξε όπως αρπάζεται ο πνιγμένος απ' τη σανίδα σωτηρίας. Χωρίς καμιά αντίσταση άφησε τη Μάρθα να τον τραβήξει κοντά της, να τυλίξει τα μπράτσα της γύρω απ' το κορμί του και να τον σφίξει πάνω της. Μ' ένα αίσθημα απόλυτης ασφάλειας, έκρυψε το πρόσωπό του στον ώμο της και προσπάθησε σιγά - σιγά να συγχρονίσει την αναπνοή του με τη δική της.
   Λίγο πιο πέρα, δίπλα στην είσοδο, στεκόταν ο γιος της Μάρθας, ο Κρίστοφ, και παρακολουθούσε τη σκηνή με πετρωμένο πρόσωπο. Το δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης δεν φαινόταν να τον ενδιαφέρει πια. Δεν έδινε την παραμικρή προσοχή στη διαδικασία. Δεν θυμόταν να τον είχε αγκαλιάσει κι αυτόν η μητέρα του ποτέ για τόση ώρα και με τέτοια ένταση. Κι όσο πιο πολύ κρατούσε τούτο το αγκάλιασμα, τόσο αυξανόταν η οργή του Κρίστοφ προς τη μητέρα του. Δεν ήταν δα μυστικό, ότι μισούσε τον υιοθετημένο αδερφό του. Γιατί του το έκανε αυτό η μάνα του μπροστά σ' όλο τον κόσμο;
   Όταν η Μάρθα χαλάρωσε το αγκάλιασμά της και γύρισε τα μάτια της προς την είσοδο, ο Κρίστοφ είχε εξαφανιστεί. Αυτό δεν την απασχόλησε καθόλου, γιατί πίστευε ότι ο γιος της είχε τρέξει να προλάβει το κάψιμο στην πυρά. Και πάνω απ' όλα, εκείνη την ώρα την ενδιέφερε πιο πολύ η κατάσταση του Λέμπερεχτ. Ήξερε ότι τώρα δεν έπρεπε ν' αφήσει το αγόρι μόνο του.
   Πριν καλά - καλά προλάβει ο αδελφός Βαρθολομαίος ν' αναγγείλει την τρίτη απόφαση -που ήταν, όπως αναμενόταν, καταδικαστική- και να δώσει το πρόσταγμα "Ανάψτε την πυρά!", το διψασμένο για θέαμα πλήθος είχε βγει κιόλας έξω. Η πλατεία έξω απ' τον ναό ήταν τυλιγμένη σε πνιγηρούς καπνούς. Αντί να υψώνονται προς τον ουρανό, τα άσπρα σύννεφα καπνού μαζεύονταν προς τη γη και οι θεατές έβηχαν και προσπαθούσαν να ανασάνουν. Έμοιαζε σαν ν' αρνιόταν ο Κύριος να δεχτεί την προσφορά της θυσίας, όπως είχε κάποτε αρνηθεί την προσφορά του Κάιν.
   Για τον Λέμπερεχτ, που τον οδηγούσε η Μάρθα έξω απ' την αίθουσα της Ιεράς Εξέτασης, αυτό το φαινόμενο ήταν μια απρόσμενη εύνοια, αφού έτσι απέφυγε να κοιτάξει με τα ίδια του τα μάτια το φέρετρο με τον νεκρό πατέρα του να λαμπαδιάζει μέσα στις φλόγες. Και μόνο να υπομένει κανείς τη διαπεραστική μπόχα, που πλανιόταν στον αέρα, ήταν αρκετό. Ο Λέμπερεχτ κρατούσε με το ένα χέρι κλειστή τη μύτη του και με το άλλο το στόμα κι ούτε που τόλμησε να κοιτάξει. Έτσι τον πέρασε η Μάρθα απ' την πλατεία του ναού.
   Μέσα στην πλατεία ακούγονταν οι περίεργοι να βήχουν και να ρουφάνε τις μύτες τους, ενώ δυσκολεύονταν να βρουν τον δρόμο τους μέσα στα πυκνά σύννεφα του καπνού. Γριές θρηνούσαν, παιδιά έκλαιγαν και καλόγριες, που είχαν έρθει απ' τα γειτονικά μοναστήρια, έλεγαν δυνατά προσευχές και ξόρκιζαν τον Σατανά.
   Σαν πνεύμα ορθωνόταν ανάμεσα στους τσουχτερούς καπνούς ο πορφυροντυμένος ιεροεξεταστής. Τίναζε ένα κλαδί με αγιασμένο νερό προς τη φωτιά και συγχρόνως έλεγε ευλαβικά ρητά: "Erubecat homo esse superbus, propter quem humilis factus est deus". Που σημαίνει λίγο - πολύ: "Ας αισχύνεται ο άνθρωπος που είναι ξιπασμένος, ενώ ο Θεός ο Μέγας έγινε για χάρη του ταπεινότατος". Ή "Aufer a me spiritum superbiae, et da mihi thesaurum tuae humilitatis", το οποίο σημαίνει στη γλώσσα μας: "Πάρε από πάνω μου το πνεύμα της αλαζονείας και άφησε τον θησαυρό της ταπεινοφροσύνης σου να ευημερήσει μέσα μου".
   Όταν έφτασαν στο μπροστινό επίπεδο του ναού, εκεί όπου στέκεται η χορωδία, η Μάρθα τράβηξε τον Λέμπερεχτ προς την πλατιά σκάλα που οδηγούσε στην πόλη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα -άλλωστε, ήταν περιττό. Τώρα όμως που πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια του Σαντ και μπορούσαν ν' αναπνεύσουν λίγο καθαρό αέρα, η όμορφη γυναίκα έσφιξε το ψηλό αγόρι πάνω της ακόμη πιο δυνατά και, χωρίς να κοιτάξει τον Λέμπερεχτ, είπε κάτι που εκείνος δεν κατάλαβε καλά στην αρχή: "Αλίμονο στους καιρούς! Αλίμονο στους ανθρώπους!"
   "Τι εννοείτε;" ρώτησε ο Λέμπερεχτ.
   Η Μάρθα στάθηκε: "Αυτά που κάνει η Ιερά Εξέταση δεν μπορεί να είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού".
   Ο Λέμπερεχτ έμεινε κατάπληκτος. Κοίταξε τη θετή του μητέρα καταπρόσωπο και είδε δάκρυα στα μάτια της. "Θέλετε να πείτε", ρώτησε προσεκτικά, "ότι αμφισβητείτε την απόφαση του ιεροεξεταστή;"
   Η Μάρθα δεν έδωσε καμιά απάντηση κι ενώ συνέχισαν τον δρόμο τους προς την ταβέρνα του Σαντ, ο νεαρός συμπλήρωσε: "Συγχωρέστε μου την ερώτηση. Δεν είστε υποχρεωμένη ν' απαντήσετε. Κανείς σε τούτη την πόλη δε θ' απαντούσε στην ερώτηση, γιατί θα ήταν σαν να παρέδιδε τον εαυτό του στο δικαστήριο".
   Έτσι περπάτησαν για λίγο, ο ένας δίπλα στον άλλο, αμίλητοι, όταν η Μάρθα είπε τελείως ξαφνικά: "Ναι, ναι, πιστεύω ότι ο αδελφός Βαρθολομαίος έχει άδικο. Κανα δυο υστερικές γυναίκες, που ισχυρίζονται ότι συνάντησαν τον πατέρα σου, δεν είναι αποδεικτικό στοιχείο. Πρόκειται για μεγάλη αδικία".
   Ο Λέμπερεχτ δεν πίστευε στ' αυτιά του. Τα λόγια που ξεστόμισε η Μάρθα μπορούσαν να την οδηγήσουν στην πυρά. Το ότι του μιλούσε τόσο ανοιχτά ήταν από μόνο του μια θαυμάσια απόδειξη εμπιστοσύνης, πολύ περισσότερο που έπαιρνε κιόλας το μέρος του. Αυτό ήταν τόσο ξαφνικό, ώστε χωρίς να σκεφτεί καθόλου, το αγόρι άρπαξε το χέρι της, το έφερε στο στόμα του και το φίλησε αδέξια και παθιασμένα. Η Μάρθα τράβηξε το χέρι της απότομα και με δύναμη, γιατί υπήρχε κίνδυνος να τους δουν και μια τέτοια σκηνή θα μπορούσε να δώσει τροφή σε κακές φήμες.
   "Συγχωρέστε με!" είπε ο Λέμπερεχτ ενώ συνέχισαν να περπατούν. "Δεν μπόρεσα να το ελέγξω, αν και είναι τελείως αταίριαστο εκ μέρους μου. Θεωρήστε το, όμως, ένδειξη της ευγνωμοσύνης μου".
   Η Μάρθα χαμογέλασε. Χαμογέλασε μ' εκείνη την έκφραση ανωτερότητας που ταίριαζε δίχως άλλο σ' αυτή την περίπτωση.
   Ο Λέμπερεχτ δεν ενοχλήθηκε. Αντιθέτως ένιωσε περηφάνια που είχε πράξει όπως έπραξε δημοσίως και πρόσθεσε: "Τώρα ξέρω ότι μπορώ να σας εμπιστεύομαι!"
   "Και βέβαια μπορείς!" επανέλαβε η Μάρθα και κάρφωσε τον Λέμπερεχτ με τα μάτια για ώρα. Εκείνος δεν μπόρεσε ν' αντέξει το έντονο βλέμμα της και στύλωσε με αμηχανία τα μάτια του στο έδαφος.
   "Ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος", είπε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα. "Το μόνο του έγκλημα ήταν ότι υπήρξε πολύ έξυπνος για την κοινωνική του θέση, ότι ήξερε πάρα πολλά κι ότι έδειχνε κιόλας τη μόρφωσή του. Σε άλλα μέρη, στο Άνσμπαχ, στη Νυρεμβέργη ή στο Μπαϊρόιτ θα θαύμαζαν έναν νεκροθάφτη που γνωρίζει τη γλώσσα και τη φιλοσοφία των Ελλήνων και των Ρωμαίων, αλλά εδώ τον έκαψαν. Αν ο Χάμαν ήταν στ' αλήθεια δαιμονισμένος, τότε θα ήμουνα κι εγώ. Σ' αυτή την περίπτωση ο Βαρθολομαίος έπρεπε να καταδικάσει κι εμένα στην πυρά".
   "Σσστ! Σιωπή! Δεν παίζει κανείς με τέτοιες λέξεις. Ξέρεις πόσο δηλητηριασμένοι απ' το κακό είναι οι άνθρωποι. Βλέπουν κι ακούνε στα πάντα ένα έργο του Σατανά. Όπως ο επίσκοπος έπαθε το εγκεφαλικό στο σπίτι του, άρχισαν οι πλύστρες στο ποτάμι να διαδίδουν ότι ο σεβασμιότατος είχε τρομοκρατηθεί από κάποιο φάντασμα, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει γι' αυτό σε κανέναν. Όταν πέθανε ο Μπέρνχαρντ, ο ζυθοποιός, και δεν μπορούσαν να του κλείσουν το ένα μάτι, άρχισαν να λένε ότι είχε πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο και ότι είχε κάθε λόγο να θέλει να κλείσει μόνο το ένα του μάτι, όταν πέθανε, για να μπορεί με το άλλο να παρακολουθεί τις απιστίες της γυναίκας του, της Γκούντα. Κι ο πρωτοπρεσβύτερος ισχυρίζεται ότι μια μέρα είδε τα βλέφαρα της Παναγίας στο ιερό του Αγίου Βίτο να τρεμοπαίζουν σαν τα φύλλα της λεύκας στον άνεμο. Κι αυτό συνέβη ακριβώς τη μέρα που ο Λούθηρος παντρεύτηκε τη μοναχή Αικατερίνη. Κανένας άλλος πέρα απ' τον πρωτοπρεσβύτερο δεν είδε αυτό το φαινόμενο..."
   "... Και παρ' όλα αυτά δεν καταδικάστηκε απ' την Ιερά Εξέταση να καεί στην πυρά".
   Η Μάρθα συγκατένευσε.
   "Όχι", συνέχισε ο Λέμπερεχτ, "δεν πιστεύω ότι οι εμφανίσεις του πατέρα μου ήταν κάτι το υπερφυσικό. Ή μια χυδαία φάρσα ήταν, ή κάτι καλά προσχεδιασμένο με κάποιο σκοπό. Και θα πάρω εκδίκηση!"
   "Σσστ!" έκανε η Μάρθα. "Δεν ξέρεις τι λες".
   Ο Λέμπερεχτ έστρεψε το βλέμμα του αλλού και δεν είπε τίποτ' άλλο. Όταν έφτασαν στην ταβέρνα, στο Σαντ, η Μάρθα τον ρώτησε: "Δεν πρέπει να πας στη δουλειά σήμερα;"
   "Δεν μπορώ", απάντησε το αγόρι. "Τρέμουν τα χέρια μου τόσο πολύ που δε θα μπορούσα να κρατήσω ούτε το σφυρί, πόσο μάλλον τη σμίλη. Ο Καρβάκι θα καταλάβει".
   "Τον αγαπάς τον μαστρο-Καρβάκι".
   Ο Λέμπερεχτ έγνεψε καταφατικά. "Τον εκτιμώ πολύ, για μένα είναι σχεδόν σαν πατέρας". Πριν καλά - καλά τελειώσει τη φράση του, συνειδητοποίησε πόσο άπρεπη ήταν η παρατήρηση που είχε κάνει μπροστά στη θετή του μητέρα.
   "Δε χρειάζεται να στενοχωριέσαι γι' αυτό", του αντιγύρισε η Μάρθα, που είδε την αμηχανία του θετού της γιου, "σε καταλαβαίνω πολύ καλύτερα απ' ό,τι πιστεύεις".
   Στην ταβέρνα, που αυτή την ώρα ήταν άδεια όπως μια εκκλησία την ώρα του Αγγέλου (7), η Μάρθα κέρασε τον νεαρό ένα ποτήρι κρασί κι έβαλε ένα και για τον εαυτό της, όταν ο Κρίστοφ μπήκε αναπάντεχα στο σκοτεινό δωμάτιο. Πήγε και κάθισε επιδεικτικά στον πάγκο που τύλιγε τις τρεις πλευρές του καπηλειού με τη ζεστασιά του ξύλου του κι άρχισε να μασουλάει νευρικά ένα κλαδάκι λεμονιάς και να φτύνει πότε - πότε τη φλούδα στο πέτρινο πάτωμα. Συγχρόνως έριχνε ματιές πότε στη μητέρα του και πότε στον Λέμπερεχτ και τελικά άρχισε να μιλάει μπερδεμένα μ' ένα άψυχο χαμόγελο στις άκρες των χειλιών:
   "Ecce sto responsum expectans (8). Γιατί, για όνομα του Θεού, πρέπει να μοιράζομαι τη στέγη μου με τον απόγονο ενός ανθρώπου που η Ιερά Εξέταση τον έκαψε ως μάγο; Γιατί;"
   Ενώ μιλούσε, το χοντρό αγόρι αναψοκοκκίνησε και στο μέτωπό του φάνηκε μια αχνή γαλάζια φλέβα, σαν το σημάδι του Κάιν.
   Ο Λέμπερεχτ δεν περίμενε ν' ακούσει τίποτα πιο φιλικό κι έτσι παρέμεινε ήρεμος. Αντιθέτως, η Μάρθα πετάχτηκε πάνω, έκανε ένα - δυο βήματα προς τον νεαρό Κρίστοφ κι ετοιμάστηκε να τον χαστουκίσει.
   Όμως, ο Λέμπερεχτ μπήκε στη μέση και της κράτησε το χέρι σταθερά. "Δείξτε σύνεση και μην αμαρτήσετε. Ο γιος σας λέει την αλήθεια. Ο Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν καταδικάστηκε μετά θάνατο κι εγώ δηλώνω με παρρησία ότι είμαι ο γιος του, Λέμπερεχτ Χάμαν. Όταν ο σύζυγός σας μάς πήρε εμένα και την αδερφή μου ως θετά του παιδιά, δεν μπορούσε να ξέρει ότι ο νεκρός πατέρας μου θα κατέληγε στην πυρά".
   Η Μάρθα ξαφνιάστηκε από τα λόγια του Λέμπερεχτ ενώ ο Κρίστοφ, που περίμενε διαφορετική αντίδραση, έμοιαζε σαν χαμένος. Δεν ήξερε τι παιχνίδι έπαιζε ο Λέμπερεχτ, αλλά ήταν βέβαιος ότι τούτος ο τύπος ήταν σχεδόν σε όλα ανώτερός του. Πριν καλά - καλά συνέλθει από το σοκ, άρχισε να ξεστομίζει καινούριες κακοήθειες.
   "Άκουσα απ' τους ανθρώπους που στέκονταν γύρω απ' την πυρά ότι ο διάβολος το σκάει απ' το δαιμονισμένο σώμα πολύ πριν αυτό καεί. Το βάζει στα πόδια πολύ πριν αρχίσει το αίμα να βράζει. Αν όμως ο δαιμονισμένος είναι ήδη νεκρός όταν τον ανεβάζουν στην πυρά, ο διάβολος κάθεται πάνω στις ξεραμένες φλέβες μέχρι που γίνονται στάχτη κι εξατμίζονται μες στον καπνό της πυράς. Έτσι λέει ο κόσμος στην πλατεία".
   Ο Λέμπερεχτ είχε κρατήσει την ψυχραιμία του μέχρι εκείνη τη στιγμή, μα τώρα πια δεν άντεξε άλλο. Πετάχτηκε πάνω, αναποδογύρισε το μισογεμάτο ποτήρι του κρασιού και βγήκε απ' την ταβέρνα βροντώντας πίσω του τη σιδερένια καγκελόπορτα.
   Έξω στον καθαρό αέρα πήρε βαθιά αναπνοή.  Ανάμεσα στα παλιά σπίτια του Σαντ πλανιόταν η αποπνικτική μυρωδιά της πυράς. Το αγόρι άρχισε να τρέχει, στην αρχή προς τα βόρεια, προς το ποτάμι, ύστερα όμως άλλαξε γνώμη -ένας Θεός ξέρει γιατί- και πήρε βιαστικά την αντίθετη κατεύθυνση. Έπεφτε πια το σούρουπο κι ο κόσμος που χάζευε το θέαμα στην πλατεία του καθεδρικού ναού είχε ήδη αρχίσει να διασκορπίζεται στα τέσσερα σημεία της πόλης, άλλοι μουρμουρίζοντας κατανυκτικά κι άλλοι ξεστομίζοντας βρομερές βλαστήμιες και, τέλος, οι γέροι που μιξόκλαιγαν. Πού και πού αντηχούσε ακόμη η κραυγή: "Κάψτε τους, κάψτε τους!"
   Οι φωνές τρυπούσαν τ' αυτιά του σαν πυρωμένα καρφιά. Ο Λέμπερεχτ σκέπασε τ' αυτιά με τα χέρια του και διέσχισε την πάνω γέφυρα. Εκεί βγήκε ξαφνικά κάποιος στον δρόμο του. Το αγόρι σήκωσε το βλέμμα και αναγνώρισε τον Καρβάκι.
   Ο Καρβάκι, όπως πάντα τέτοια ώρα, τα είχε κοπανήσει και βρισκόταν σε κατάσταση ευφορίας. Χτύπησε τον Λέμπερεχτ στον ώμο και απάγγειλε μια σατιρική ρίμα: "Οι γριές και οι παπάδες, του διαβόλου μαθητάδες". Μετά κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης τραβώντας μαζί του και τον Λέμπερεχτ. Εκείνος ακολούθησε άβουλα.

   To πρωί της επόμενης μέρας -ο Λέμπερεχτ ήταν σε άθλια κατάσταση- τον ξύπνησε η Μάρθα. Ζαλισμένος απ' τη μαύρη μπίρα και με το κεφάλι του να βουίζει σαν ένα σμάρι μέλισσες, ο νεαρός προσπάθησε να προσανατολιστεί. Δε θυμόταν πώς είχε φτάσει ως το κρεβάτι του, αλλά έριξε μια ματιά γύρω στη γνώριμη κάμαρα και τα λόγια της Μάρθας τον επανέφεραν απότομα στην πραγματικότητα.
   "Η Σοφία εξαφανίστηκε! Μήπως ξέρεις εσύ πού είναι;"
   Είχε να δει την αδερφή του από το βράδυ πριν από τη δίκη της Ιεράς Εξέτασης. Τώρα έριχνε τις ευθύνες πάνω του. "Εξαφανίστηκε; Τι θα πει εξαφανίστηκε;" τραύλισε.
   Η Μάρθα τού εξήγησε ότι είχαν δει τη Σοφία για τελευταία φορά την προηγούμενη μέρα, νωρίς το πρωί. Από τότε ήταν σαν να είχε ανοίξει η γη και να την είχε καταπιεί. Το κρεβάτι της ήταν ανέγγιχτο, το ίδιο και τα πράγματά της στην κασέλα.
   Ο Λέμπερεχτ αναπήδησε. Θεέ μου! Γιατί δεν την είχε αναζητήσει χθες; Γιατί δεν είχε μιλήσει μαζί της; Αφού ήξερε ότι δεν είχε κανέναν για να μιλήσει.
   Στο ποτάμι! -ήταν η μόνη του αντίδραση. Στις πιο χαρούμενες μέρες τους, όταν ήταν παιδιά, η Σοφία στεκόταν συχνά στη γέφυρα που οδηγούσε απ' το Δημαρχείο πάνω απ' το ποτάμι στην απέναντι όχθη και παρακολουθούσε τους στροβιλισμούς και τις δίνες του νερού, που έμοιαζαν σαν να τα είχαν δημιουργήσει τα πνεύματα του νερού και που λίγο πιο πέρα διαλύονταν και πάλι. Όταν την είχε ρωτήσει τι έκανε, η Σοφία του είχε απαντήσει ότι κουβέντιαζε με τις νεράιδες που αναδύονταν πότε - πότε απ' το ποτάμι. Τότε ο Λέμπερεχτ είχε θεωρήσει τα λόγια της ονειροπολήματα, παλαβομάρες ενός μικρού κοριτσιού. Τώρα, όμως, ξανάρθαν αμέσως στο μυαλό του.
   Τη Σοφία τη λυπόταν αλλά δε στενοχωριόταν ο ίδιος, αν και θα είχε κάθε λόγο. Πίστευε στο αδήριτο του πεπρωμένου που διδασκόταν από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων κι ακόμα και η παντοδυναμία των άστρων που τη διακήρυττε ο προσωπικός γιατρός του Καρόλου Θ', ο Νοστράδαμος, δεν του φαινόταν λανθασμένη. Αυτό τον παρηγορούσε.
   Με το βλέμμα καρφωμένο στο ρεύμα του ποταμού απ' όπου αναδυόταν η εικόνα της αδερφής του όταν ήταν ακόμα μικρό κορίτσι, ο Λέμπερεχτ άκουσε μια φωνή. Αναγνώρισε τον απαλό αγορίστικο ήχο. "Λυπάμαι πολύ", είπε η φωνή.
   Ο Λέμπερεχτ γύρισε. Μπροστά του στεκόταν η Φριντερίκε. Την αναγνώρισε αμέσως, μόλο που η εμφάνισή της είχε αλλάξει εντελώς σε σχέση με το προηγούμενο βράδυ. Τα πλούσια μαύρα μαλλιά της, που τώρα τα είχε χωρισμένα στη μέση και πιασμένα σ' έναν χοντρό κότσο, πρόβαλλαν σ' όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Το χοντροκομμένο μακρύ φόρεμά της και μια απλή πράσινη κάπα από πάνω δεν άφηναν να φανεί καθόλου το λεπτοκαμωμένο σώμα της, που το είχε εκθέσει στα βλέμματα το προηγούμενο βράδυ.
   "Λυπάμαι πάρα πολύ", επανέλαβε κι έγειρε το κεφάλι στο πλάι.
   Ο Λέμπερεχτ δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να εκφράσει τα αισθήματά του με λόγια, αλλά ήταν σίγουρος ότι η κοπέλα εννοούσε αυτά τα λόγια που έλεγε. 
   "Από πού το ξέρεις;..." τραύλισε αμήχανα και συγχρόνως χαρούμενος γιατί του είχε μιλήσει.
   "Όλος ο κόσμος μιλάει για το μεγάλο κακό κι όταν σε είδα να στέκεσαι εδώ, θυμήθηκα αμέσως το όνομά σου. Ο Καρβάκι μού το είπε χτες. Διηγιόταν τι συνέβη με τον πατέρα σου", είπε και σταυροκοπήθηκε βιαστικά.
   Απ' τη γέφυρα μπορούσε κανείς να δει τη βάρκα μέσα στην οποία είχε εξαφανιστεί η Φριντερίκε την προηγούμενη νύχτα. Ο Λέμπερεχτ έδειξε με το κεφάλι προς εκείνη την κατεύθυνση και είπε για ν' αλλάξει θέμα: "Ζεις σε κείνη τη βάρκα εκεί πέρα;"
   Η Φριντερίκε χαμογέλασε:
   "Ο Καρβάκι είναι μια κουτσομπόλα! Δεν κρατάει ποτέ το στόμα του κλειστό".
   "Δεν μου το 'πε ο Καρβάκι".
   "Αλλά;"
   Το αγόρι σκέφτηκε αν θα έπρεπε να της πει την αλήθεια, αλλά μια και είχε ήδη αρχίσει να μιλάει, απάντησε στην ερώτηση:
   "Ψες, όταν έφυγες απ' την «Κανάτα», σ' ακολούθησα μέσα στην πόλη, αλλά δεν βρήκα το θάρρος να σου μιλήσω".
   Σ' αυτά τα λόγια το όμορφο κορίτσι γέλασε κι άφησε να φανούν τα κατάλευκα δόντια του.
   "Συγγνώμη που γελάω, αλλά είσαι ο πρώτος ντροπαλός άντρας που συναντώ". Έπειτα έριξε μια ματιά στο πλάι για να δει αν την παρακολουθούσε κανείς κι έπιασε το χέρι του: "Μου αρέσεις, Λέμπερεχτ, αν θέλεις μπορούμε να γίνουμε φίλοι".
   Παναγιά Παρθένα, σκέφτηκε το αγόρι, κοίτα που έρχεται μια πανέμορφη κοπέλα, χαμογελάει και μου λέει ότι μπορούμε να γίνουμε φίλοι! Ο Λέμπερεχτ δεν ήθελε να γίνει φίλος της αλλά εραστής της! Ήθελε να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει αλλά, μα τους αγίους, δεν ήθελε να είναι φίλος της όπως ο Καρβάκι κι όλοι οι άλλοι που έπεφταν στα πόδια της, όταν τραγουδούσε στο καπηλειό.
   Ο Λέμπερεχτ δεν ήξερε τι να κάνει, τράβηξε το χέρι του και κοίταξε αμήχανα το έδαφος.
   "Έχεις... πολλούς φίλους, έτσι δεν είναι;"
   "Ναι, πολλούς φίλους, σ' όλα τα μέρη κατά 'κει που τρέχει το ποτάμι στο Βίρτσμπουργκ, στη Φρανκφούρτη, στο Μάιντς, στην Κομπλέντς, στην Κολωνία, μέχρι και στην Ολλανδία, παντού όπου δένει η παλιά μας βάρκα".
   Η άνεση με την οποία απάντησε η Φριντερίκε εξόργισε τον Λέμπερεχτ. Του φάνηκε σαν να τον κορόιδευε. Δεν καταλάβαινε λοιπόν ότι τα αισθήματά του για κείνη ήταν πολύ περισσότερο από φιλικά;
   Φυσικά, θα μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να της είχε εξομολογηθεί τον έρωτά του. Φοβόταν όμως την απόρριψη. Δεν ήθελε να φανεί μπροστά της σαν χαζό αγόρι, δεν ήθελε να τον κοροϊδέψει ή ακόμα να τον λυπηθεί. Όχι! Τον πόνο τον άντεχε, τη λύπηση όχι. Ο οίκτος πλήγωνε την περηφάνια του κι αυτή την περηφάνια, το μόνο στολίδι της φτώχειας, την είχε κληρονομήσει απ' τον πατέρα του. 
   "Και πότε θα ξαναταξιδέψετε;" ρώτησε ο Λέμπερεχτ με προσποιητή αδιαφορία.
   Η Φριντερίκε γύρισε τα μάτια της προς τον ουρανό.
   "Ο πατέρας μου περιμένει να βρέξει. Εδώ και τρία φεγγάρια δεν έχει πέσει σταγόνα. Η στάθμη του ποταμού είναι τόσο χαμηλή που δεν μας αφήνει να κινηθούμε. Χωρίς τη δική μου συνεισφορά θα είχαμε πεθάνει της πείνας προ πολλού".
   "Πόσοι άνθρωποι ζουν πάνω στο πλοίο;"
   "Μόνο εγώ κι ο πατέρας μου. Η μητέρα μου πέθανε πάνω στη γέννα. Αυτό σημαίνει ότι μερικές φορές πρέπει να δουλεύουμε σκληρά".
   Ο Λέμπερεχτ ζύγιασε τη νεαρή κοπέλα. Δεν μπορούσε να φανταστεί τ' όμορφο κορίτσι να δένει χοντρά παλαμάρια, να επιδιορθώνει τα χοντρά καραβόπανα ή να σφουγγαρίζει τα σανίδια της μαούνας.
   Στο μεταξύ άρχισαν να μαζεύονται πάνω στη γέφυρα όλο και περισσότεροι περίεργοι που παρακολουθούσαν με αχόρταγα μάτια την έρευνα στο ποτάμι. Η Φριντερίκε είπε ότι θα ήταν ίσως καλύτερα να μην τους έβλεπαν μαζί κι έφυγε βιαστικά.
   Την ίδια στιγμή ακούστηκαν φωνές απ' το ποτάμι: "Από 'δω, από 'δω!" Δύο άντρες μέσα σε μια βάρκα, που ήταν δεμένη με τριχιά απ' τον ακραίο πυλώνα της γέφυρας, μπήκαν στο νερό με μακριούς γάντζους κι έγνεψαν ζητώντας βοήθεια. Τελικά ήρθε να τους βοηθήσει μια δεύτερη βάρκα με δύο άντρες.
   Κάτω απ' τις επιδοκιμασίες των θεατών, οι πέντε άντρες ανέσυραν ένα βαρύ σώμα απ' τον πυθμένα του ποταμού. Όταν όμως τελικά το έφεραν στην επιφάνεια, ένιωσαν όλοι απέραντη φρίκη. Απ' το γάντζο κρεμόταν το τουμπανιασμένο κουφάρι μιας αγελάδας, που θα πρέπει να βρισκόταν ήδη έναν ολόκληρο χρόνο μέσα στο νερό.
   Μερικές γυναίκες έβγαλαν φωνή φρίκης κι έκρυψαν τα πρόσωπα των παιδιών τους στις ποδιές τους για να μη δουν το θέαμα, καθώς το κουφάρι της αγελάδας κόπηκε στα δυο κάτω απ' το ίδιο του το βάρος κι απ' το νερό που είχε απορροφήσει, ενώ οι άντρες προσπαθούσαν να το τραβήξουν πάνω στη βάρκα, και τα έντερά του χύθηκαν έξω και βούλιαξαν στο ποτάμι.
   Ο Λέμπερεχτ το 'βαλε στα πόδια για να μη βλέπει το θέαμα και τις επόμενες δύο μέρες αρνήθηκε οποιαδήποτε τροφή. Περνούσε τις μέρες του στη σκαλωσιά πάνω απ' την Πύλη του Αδάμ στον καθεδρικό ναό. Με μοναδικά εργαλεία μια σμίλη, ένα μεγάλο ξύλινο σφυρί κι έναν μακρύ λοστό προσπαθούσε να ξηλώσει τη διακοσμητική γιρλάντα της οδοντωτής και αψιδωτής πέτρας της τοιχοποιίας. Ο υγρός χειμώνας της προηγούμενης χρονιάς και οι καθυστερημένες παγωνιές είχαν διαποτίσει τον πορρώδη αμμόλιθο στο σημείο, όπου οι πέτρες της κορωνίδας ενώνονταν μεταξύ τους, και η ξηρασία που ακολουθούσε είχε χειροτερέψει την κατάσταση ακόμη περισσότερο.
   "Ο αμμόλιθος", παρατήρησε ο Καρβάκι, ενώ κοιτούσε ψηλά στα δεξιά, "δεν είναι υλικό που διατηρείται για πάντα, για να μη μιλήσουμε για τον φρανκονικό αμμόλιθο. Πιστεύω πως ετούτος ο καθεδρικός ναός δε θ' αντέξει ούτε πεντακόσια χρόνια. Εκτός κι αν κανείς αντικαταστήσει όλες τις πέτρες του με καινούριες".
   Ο Λέμπερεχτ δεν διέκοψε τη δουλειά του, ενώ ο δάσκαλος μιλούσε, και συνέχισε να σκάβει τον τοίχο με τη σμίλη. Εδώ και μερικές μέρες οι δυο τους δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα, πράγμα παράξενο τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τον Λέμπερεχτ, ο οποίος προσπαθούσε πάντα ν' ανοίγει συζητήσεις με τον δάσκαλό του. Και, φυσικά, ο τελευταίος παρατήρησε τη σιωπή του μαθητή του.
   Ο Καρβάκι έβλεπε πόσο υπέφερε ο μαθητευόμενός του. Ήξερε πολύ καλά, από προσωπική πείρα, πώς μπορούσε κανείς με το σφυρί να διοχετεύει μέσα στο μάρμαρο, τον ασβεστόλιθο ή τον αμμόλιθο, τους πόθους του αλλά και τις στενοχώριες και τις αγωνίες του. Κι έτσι τον άφησε να συνεχίσει. Σαν έπιασε να σουρουπώνει κι ο Λέμπερεχτ κατέβηκε απ' τη σκαλωσιά, ο δάσκαλος τον περίμενε δίπλα στη σκάλα και τον ρώτησε:
   "Τι θα μπορούσα να κάνω για να σε βοηθήσω, αγόρι μου; Πιστεύω, όμως, πως ό,τι και να σου πω για παρηγοριά θα είναι λίγο. Μόνος σου πρέπει να βρεις τον τρόπο να παρηγορηθείς. Πρέπει να ξεχάσεις. Η μοίρα μας δεν καθορίζεται από τις εμπειρίες μας αλλά από το πώς τις νιώθουμε".
   Ο Λέμπερεχτ κοίταξε τον δάσκαλο καταπρόσωπο. Εκτιμούσε την εξυπνάδα αυτού του ανθρώπου. Ακόμα κι αν δεν μπορούσε ν' αποδεχτεί μερικές ιδιομορφίες του, δεν αμφισβητούσε την εμπειρία του απ' τη ζωή.
   "Πρέπει να αναζητήσεις την παρέα άλλων ανθρώπων, δεν μπορείς να τρυπώνεις εκεί πάνω στη σκαλωσιά σου. Είσαι νέος, η ζωή είναι μπροστά. Πάρε λοιπόν την τύχη στα χέρια σου!"
   "Έχετε δίκιο, δάσκαλε!" απάντησε ο Λέμπερεχτ ύστερα από λίγη σκέψη. "Απλώς, μου έπεσαν πολλά μαζεμένα".
   Ο Καρβάκι έγνεψε καταφατικά.
   "Ποιος το ξέρει αν δεν ήταν κιόλας καλό που η Σοφία έδωσε τέλος στη ζωή της. Αν το έκανε, σημαίνει ότι ήταν δική της απόφαση να μη ζήσει άλλο μοναχικά, με χλευασμούς και με τα μάτια των άλλων καρφωμένα πάνω της".
   "Ίσως το 'σκασε απλώς, επειδή δεν μπορούσε ν' αντέξει άλλο την κατάσταση".
   "Τέτοια πιστεύεις; Ένα τέτοιο τερατούργημα της φύσης όπως η Σοφία χτυπάει στο μάτι των αγνώστων πολύ περισσότερο απ' ό,τι των κατοίκων τούτης της πόλης, όπου ο καθένας γνωρίζει την ατυχία της. Κι αυτό σημαίνει ότι όλα όσα έπαθε εδώ θα τα πάθαινε ακόμα χειρότερα απ' τους ξένους. Μην τρέφεις ψεύτικες ελπίδες".
   Αυτά τα λόγια δεν ήταν βέβαια σπουδαία παρηγοριά. Κι ούτε ήθελε ο Καρβάκι να τον παρηγορήσει. Έχωσε το χέρι στην τσέπη του, έβγαλε ένα νόμισμα, το έδωσε στον Λέμπερεχτ και του είπε:
   "Αυτό που χρειάζεσαι τώρα είναι μια γυναίκα για να σου αλλάξει τις σκέψεις. Το ξέρεις το σπίτι στη δεξιά διακλάδωση του ποταμού, εκεί που χωρίζει ο δρόμος και πάει κατά τον άγιο Γκάνγκολφ; Εκεί κάθονται και περιμένουν πολλές ομορφούλες. Πες ότι σε στέλνει ο μαστρο-Καρβάκι και ζήτα την Αμάντα. Εκεί θα ξεσκοτίσεις".
   Ο Λέμπερεχτ κοίταξε με αμηχανία το νόμισμα στην παλάμη του, ζύγισε τον δάσκαλο να δει μήπως κι έσπαγε πλάκα μαζί του και είπε ακόμα πιο ντροπαλά:
   "Θα ήθελα να σας μιλήσω για τη Φριντερίκε. Την ξανάδα και μου αρέσει -ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Ποια είναι η γνώμη σας;"
   Ο Καρβάκι ξερόβηξε σαν να μην ήξερε τι ν' απαντήσει στην ερώτηση. Κι ούτε απάντησε, παρά άρπαξε τον Λέμπερεχτ απ' το μπράτσο και τον έσυρε μέσ' απ' το στενό σοκάκι, που ήταν κλεισμένο απ' τις πλαϊνές πλευρές του με τοίχους στο ύψος ενός άντρα και που οδηγούσε στο Μίχελσμπεργκ.
   Εκεί, στα μισά της απόστασης ανάμεσα στον καθεδρικό ναό και στο Μίχελσμπεργκ έμενε ο δάσκαλος, σ' ένα πολύ μικρό νοικιασμένο σπίτι. Το σπίτι ήταν ένας όροφος μονάχα με στενούς φεγγίτες στα παράθυρα, αλλά στα δεξιά της εξώπορτας βρισκόταν μια μικρή επέκταση με μια σκεπή που κατέβαινε πολύ χαμηλά. Σ' αυτό το τμήμα του κτιρίου ο Καρβάκι είχε στήσει ένα υποτυπώδες εργαστήριο κι εκεί μέσα, προς μεγάλη δυσφορία των γειτόνων και των παπάδων, ασχολούνταν ακόμα και τις Κυριακές και σχόλες με τις μυστηριώδεις δουλειές του, που προκαλούσαν τόσο θόρυβο όσο και οι εργασίες στο εργαστήριο του καθεδρικού ναού· ποτέ όμως κανένας, ούτε καν οι καλφάδες και οι μαθητευόμενοί του, δεν είχαν ρίξει ματιά εκεί μέσα.
   "Πρέπει να ξέρεις", είπε ο Καρβάκι μόλις μπήκαν στο σπίτι με τη χαμηλή σκεπή που έτσι να 'κανες την άγγιζες, "ότι η Φριντερίκε δεν είναι καμιά συνηθισμένη κοπέλα. Θέλω να πω, είναι τόσο όμορφη που δεν γίνεται ν' ανήκει μόνο σ' έναν άντρα -αν καταλαβαίνεις τι εννοώ".
   Ο Λέμπερεχτ δεν καταλάβαινε πού ήθελε να καταλήξει ο δάσκαλός του· πάνω απ' όλα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Καρβάκι τον είχε φέρει εκεί για να του μιλήσει. Έτσι λοιπόν, παρακολούθησε με περιέργεια τον δάσκαλο που πήγε στη σκαλοφρύδα (9) όπου φύλαγε κεριά και λάδι για το λυχνάρι και ψάρεψε από μέσα ένα φανάρι κι ένα κλειδί.
   "Θα καταλάβεις σε λίγο", γρύλισε ο Καρβάκι και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.
   Το εργαστήριο ήταν ασφαλισμένο με μια βαριά παλιά πόρτα και η κλειδαριά με τη διακόσμηση από σίδερο γύρω - γύρω δημιουργούσε την υποψία ότι εκεί δούλευε παλιά κάποιος σιδεράς. Ο Καρβάκι άνοιξε την πόρτα, φώτισε το εσωτερικό με το φανάρι κι έσπρωξε μέσα το απορημένο παιδί.
   Ο Λέμπερεχτ δοκίμασε τέτοια έκπληξη που δεν έβγαλε μιλιά. Στο μισοσκόταδο του εργαστηρίου διέκρινε μισή ντουζίνα γυμνά, λευκά αγάλματα από πέτρα τοποθετημένα σε ημικύκλιο, σαν να περίμεναν την απόφαση του Πάρη. Η πόζα τους ήταν τόσο προκλητική που δεν είχε ξαναδεί ποτέ σε πέτρινο άγαλμα. Μάλιστα, ακόμη και το «Μέλλον», που για πολύ καιρό το θεωρούσε ως την ενσάρκωση της γυναικείας ομορφιάς και πλάνης, ωχριούσε μπροστά σ' αυτές τις χάριτες με τα ανασηκωμένα μπράτσα που πρόβαλλαν τα στήθη τους και με τα λυγισμένα πόδια που τόνιζαν ακόμη περισσότερο τις καμπύλες των γοφών τους.
   Καθένα από τα αγάλματα έδειχνε την εκφραστική ανατομία μιας γυναίκας, αλλά τα παιδικά ζυγωματικά ενός νεαρού κοριτσιού όπως της Εύας στην Πύλη του Αδάμ -ή της Φριντερίκε.
   "Η Φριντερίκε!" φώναξε ο Λέμπερεχτ. Μα την Παρθένο Μαρία, όλα τα πέτρινα αγάλματα απεικόνιζαν ένα και το αυτό πρόσωπο: τη Φριντερίκε. Αυτό εδώ δεν ήταν το έργο ενός καλλιτέχνη που σκαλίζει το πρότυπό του πάνω στην πέτρα προς θαυμασμό της αιώνιας ομορφιάς, αλλά μάλλον η δουλειά κάποιου μανιακού που ό,τι και να πάρει απ' το μοντέλο του το βρίσκει λίγο. Η Φριντερίκε δεν ήταν το μοντέλο του αλλά η ερωμένη του.
   Όσο κι αν ήθελε εκείνη τη στιγμή ν' αναθεματίσει τον δάσκαλό του, όσο κι αν τον μισούσε και τον καταριόταν -όφειλε να παραδεχτεί ένα πράγμα: ο Καρβάκι δε θα μπορούσε να βρει πιο πειστικό τρόπο  για να τον κάνει να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του. Αποκαρδιωμένος, έστρεψε το βλέμμα του στον Καρβάκι και είπε:
   "Κατάλαβα".
   Ο Καρβάκι προσπάθησε να χαμογελάσει αμήχανα. 
   "Αν αυτό σε παρηγορεί, Λέμπερεχτ, να ξέρεις ότι ούτε εγώ είμαι ο μοναδικός. Όπως σου ξαναείπα, μια όμορφη κοπέλα δεν ανήκει ποτέ σ' έναν μονάχα".
   Ο νεαρός έβγαλε το νόμισμα απ' την τσέπη του. Το ακούμπησε κρυφά πάνω στο τραπέζι, πέταξε ένα «γεια» στον δάσκαλό του και βγήκε απ' τη βαριά εξώπορτα.

Vandenberg Philip, H κατάρα του Κοπέρνικου, (μετφ. Ευαγγελία Γεωργούλα), Εκδ. Κονιδάρη, Αθήνα 1998

Σημειώσεις:
(1) Του Λούθηρου.
(2) Μονάδα μέτρησης του μήκους, ίση περίπου με το μήκος ενός βραχίονα. 
(3) Σιωπή! Δίνε του! 
(4) Η Γαλατία στο σύνολό της χωρίζεται σε τρία μέρη... · (από το De Bello Gallico του Ιουλίου Καίσαρα). 
(5) Μετά τα Πάθη (τα Πάθη και τον θάνατο του Κυρίου).
(6) Νικόλαος φον Κούες ή φον Κούζα: Γερμανός θεολόγος και φιλόσοφος, 1401 - 1464.
(7) Μέρος της τελετουργίας κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας των Καθολικών. 
(8) Στέκομαι εδώ και περιμένω απάντηση.
(9) Μικρή κόχη στον τοίχο όπου φύλαγαν αντικείμενα καθημερινής χρήσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: