Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

[ ΈΝΑ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΡΧΗ ]



  Βασιλεία, Ελβετική Ομοσπονδία, Οκτώβριος 1656

   Υπάρχει κάτι στις αποβάθρες, μια αδημονία στα μάτια του κόσμου, μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα καπέλα, όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια. Υπάρχει κάτι στην ψιλή κοσκινισμένη βροχή, ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες των παπουτσιών, μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα που σφίγγει τον τράχηλο. 
   Η ξύλινη αποβάθρα στον Ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού. Εκείνο το πρωινό του φθινοπώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο, αυτό που ερχόταν πλέοντας από ανατολικά. Ο Τομπίας Αλμοσίνο ήταν ένας απ' τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περίμεναν κάτω απ' το ψιλόβροχο. Το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυπήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της αποβάθρας. Ο Τομπίας Αλμοσίνο, που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσα στους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια, έσφιξε το χέρι του Ματίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους, που ξεχώριζε μέσα στον μουντό φλοιό της βροχής.
   Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης, μια χαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών, ένα φωτεινό σάλι προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ. Νιώθεις τότε πως τα μάτια Του, που νομοθετούν όλα τα ανθρώπινα, διασπούν την απειροδυναμία Του και δίχως καν ηλιόφως χαμογελούν αργόσχολα και χαίρονται. Είναι η ώρα που ο Θείος Νόμος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο. Τίτλος στο βιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά, καθόλου αιώνια αλλά υγρή και παροδική σαν τη βροχή. Ο Ματίας, που αγαπούσε τα βιβλία, εκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενο κεφάλαιο.
   "Θα αναγνωρίσεις, Ματίας, τον θείο σου;" ρώτησε ο Τομπίας Αλμοσίνο, που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σήκωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα.
   "Μα δεν τον έχω δει ποτέ".
   "Έχεις δει εμένα, το ίδιο κάνει, είμαστε δίδυμοι. Βάρυνες όμως..." του ψιθύρισε στο αυτί. "Πρέπει να κρατάς πιο αυστηρά τις εντολές του Νόμου".
   Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτες του μικρού ποταμόπλοιου, που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοι για να αποβιβαστούν.
   "Ποιος είναι ο θείος;" ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμένα στα πρόσωπα που κατέβαιναν.
   Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουν νευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω. Μπροστά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχινα πανωφόρια και ψηλές μπότες· η θέα από τα νερά του ποταμού είχε κρυφτεί.
   "Πάντα τέτοιος ήταν, επιπόλαιος!" ακούστηκε χαμηλόφωνα η φωνή του Τομπίας Αλμοσίνο.
   "Τι συμβαίνει, πατέρα;" τον ρώτησε.
   "Σιωπή εσύ! Πάντα τέτοιος ήταν".
   Ένιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρνει έξω από το πλήθος. Το γένι του Τομπίας δεν μπορούσε να κρύψει μια κοκκινάδα, κόρη του θυμού του, που είχε απλωθεί σ' όλο το πρόσωπο.
   "Ύστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας... Αυτό θα λέμε".
   Ο Τομπίας Αλμοσίνο, επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός, αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας, εκεί όπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του Ρήνου, συνέχισε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στην ψιλή βροχή. Ο Ματίας, σπρωγμένος από ένστικτο, έσφιγγε το χέρι του πατέρα του, γιατί, χωρίς να καταλαβαίνει, τον συμπονούσε. Τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κοντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες, εκεί όπου έστεκαν οι υδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης.
   Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στον ώμο ένα σεντούκι. Φαινόταν χεροδύναμος· ένα ολόκληρο σεντούκι -άραγε φορτωμένο τι;- και δε βαρυγκωμούσε. Έδειχνε τόσο ανάλαφρος, ώστε θα 'λεγε κανείς πως αυτός ο Εβραίος που πλησιάζει θα 'χει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα και προσευχές. Τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξενα ρούχα του. Δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα, που του έφτανε ως τους αστραγάλους, παπούτσια αλλόκοτα κι ένα σκουφί πρωτόγνωρο. Το πρόσωπό του όμως... ναι, το πρόσωπο ήταν ίδιο με του πατέρα του. Αυτός όμως γιατί στεκόταν μπροστά στον θείο Ισαάκ αποπετρωμένος;
   "Τομπίας, πάνε χρόνια... Καλά που έχω καθρέφτη και με βλέπω, αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σου".
   "Πώς ήρθες ντυμένος έτσι;" Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακόμη απ' το πρόσωπό του. "Περίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκ μέρους σου. Εδώ δεν είναι Άμστερνταμ, Ισαάκ. Πουθενά σ' όλη την ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ, μην το ξεχνάς αυτό".
   Ο Ισαάκ Αλμοσίνο έσκυψε και ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωμα του αδερφού του. Την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους, πρόλαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί:
   "Αγαπητέ μου Τομπίας, υπερβολικός όπως πάντα. Πουθενά δεν είναι Άμστερνταμ, αλλά η δόξα του Ισραήλ είναι παντού".
   "Ακολούθα μας!" τον διέταξε κοφτά ο αδερφός του.
   Δεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα στενά. Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιωπηλός. Το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλλιά. Γύρισε και τον κοίταξε. Έμοιαζε, με τον σκούφο και μ' αυτά τα ρούχα, σαν να 'χε δραπετεύσει απ' τα ιερά βιβλία που διάβαζαν τα βράδια, ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απ' το Σάββατο, όταν η Έστερ κι ο Τομπίας Αλμοσίνο σφάλιζαν τα παράθυρα, φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα, άλλαζαν τα σεντόνια στα κρεβάτια τους, έστρωναν άσπρο τραπεομάντιλο στο τραπέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερές επιταγές του Νόμου.

   Η Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επηρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι. Περίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Για να κυκλοφορήσει έξω πια ούτε λόγος· τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίες μέρες επικίνδυνα. Ο Τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες με τη γέννα του Ματίας. Φαίνεται πως η Έστερ, κόρη του Ισραήλ με ίσια μαύρα μαλλιά, κυοφορούσε δύσκολα, σαν να επρόκειτο κάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι. Άλλωστε ο χειμώνας προοιωνιζόταν βαρύς. Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που είχαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον Νότο. Οι ψαράδες του Ρήνου, που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνων του ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απ' τα χόρτα στις όχθες, μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια, που δε θ' αργούσαν. "Στοιβάξτε ξύλα!" έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στις χαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάρια της οροφής.
   Ο Τομπίας Κράις, καπελάς και γνωστός περουκοποιός της πόλης, εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απ' τις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμένα πουκάμισα και παντελόνια, που τα είχαν διπλώσει με επιμέλεια τα ευλογημένα χέρια της Έστερ.
   "Δοκίμασε και, ό,τι σου κάνει, το φοράς", είπε και αγριοκοίταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του.
   Δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα, αλλά η κοκκινάδα της σύγχυσης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απ' το πρόσωπό του.
   "Μη διανοηθείς να βγεις έξω απ' το σπίτι αύριο το πρωί ντυμένος όπως ήρθες".
   Ο Ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια του.
   "Δεν πιάστηκες ακόμη;" τον ρώτησε η Έστερ, που περπατούσε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της. "Έκλεισε τα δέκα πια, Ισαάκ".
   "Είναι που δεν τον χόρτασα ακόμη", απάντησε ο Ισαάκ και ξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του. "Μωρό ήταν την προηγούμενη φορά, το ξέχασες;"
   "Έφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμου", παρατήρησε η Έστερ με παράπονο.
   "Αγαπημένη μου οικογένεια, το Άμστερνταμ είναι το κέντρο και όχι η άκρη του κόσμου".
   "Μέση άκρη δεν ξέρω, αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες -αν το βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσεις".
   "Περιμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστερα έχω πολλά να σας πω και, κυρίως, να προτείνω..."
   "Λέγε τώρα", ακούστηκε ο Τομπίας.
   Ο Ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο, που το χάιδευε εδώ και ώρα στα χέρια του· είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνω στο τραπέζι.
   "Πώς πάνε οι δουλειές, αγαπητέ μου αδερφέ;"
   Κάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χαμόγελο. Τίποτε δεν έδειχνε πάνω σ' αυτόν τον άντρα ότι είχε περάσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σ' ένα στενό κατάστρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα, που πάλευε να διώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες. Είχε ξεκινήσει από τη Ζυρίχη, όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζα του Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού. Το ποταμόπλοιο, παίρνοντας το ρεύμα του Ρήνου, ταξίδευε πάντα δυτικά. Αν δεν κατέβαινε στη Βασιλεία, σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούργο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτι του, στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ.
   "Όπως τα ξέρεις απ' τα γράμματα που σου στέλνω", του απάντησε ο Τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυο πουκάμισα κι ένα πανωφόρι.
   "Στο Άμστερνταμ, ξέρεις, τα πλούσια κεφάλια  αυξάνονται και πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης. Έμποροι, πλοιοκτήτες, μεσάζοντες, μέτοχοι, χρηματιστές, τραπεζίτες, κι επειδή οι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια, συνεχίζουν και ρουφάνε ό,τι αίμα βρεθεί μπροστά τους, μα πλούσιο μα φτωχό. Οπότε, αδερφέ μου, μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια. Και τι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια, Ματίας;"
   Ο θείος Ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μ' εκείνο το υποδόριο χαμόγελο περίμενε απ' τον ανιψιό του την απάντηση.
   "Περούκες", απάντησε ο Ματίας.
   "Τέλεια", συμπλήρωσε ο θείος Ισαάκ. "Κι αν σκεφτείς, Ματίας, ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβια σαν τον πύργο του Αγίου Γεωργίου, τον εδώ καθεδρικό, καράβια που περιπλέουν την Αφρική ως το ακρωτήριο Αγκούλιας, που τραβάνε ως τις Ανατολικές Ινδίες, στην άκρη του κόσμου... Κι αν σκεφτείς, λέω, τους αξιωματικούς των πλοίων, τους κυβερνήτες του στόλου, ανθρώπους μαρμάρινους, καλοντυμένους..." 
   "Πού θέλεις να καταλήξεις, Ισαάκ;" τον ρώτησε η Έστερ.
   "Τις ψείρες, αγαπητή μου, σε αντίθεση με μένα, δεν τις πειράζει η θάλασσα. Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καραβιών της εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, για να μπορούν να κοιμηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια, έχουν ξυρισμένα κεφάλια, οπότε..."
   "Περούκες", πετάχτηκε ο Ματίας.
   "Πολλές περούκες, αγόρι μου. Για να μην πω για τους δικηγόρους, τους δικαστές... Να 'ρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετε πλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το πνεύμα των πατέρων μας. Είμαστε πολύ υπερήφανοι, Ματίας, για τη συναγωγή μας. Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σου μιλάω γι' αυτήν".
   Ο Τομπίας Αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στη φρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός.
   "Πες όμως τώρα για τη φυλή μας, Ματίας", είπε ο Ισαάκ. 
   Ο Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του. Ήταν δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλειστό για ό,τι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους. Ο Τομπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντας του την άδεια να μιλήσει.
   "Λοιπόν, τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς, Ματίας;"
   "Ήρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου... κυνηγημένοι. Είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι. Κράταμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά· είμαστε μαρράνοι".
   "Από πού;"
   "Απ' τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απ' τα ψηλά βουνά".
   "Πώς τα λένε τα βουνά αυτά;"
   "Πυρηναία".
   "Η παλιά μας χώρα;"
   "Η Ισπανία".
   "Ποιος μας έδιωξε;"
   "Οι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπες".
   "Ο παππούς της μάνας σου από πού ήρθε;"
   "Απ' τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής. Ήρθε με τους Ουγενότους, που είναι ίδιοι με τους χριστιανούς εδώ στη Βασιλεία. Οι άνθρωποι του πάπα επίσης..."
   "Φτάνει, αρκετά!" είπε ο Τομπίας Αλμοσίνο. "Ο Ματίας, αδερφέ μου, δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί. Δεν είχα κατά νου να σ' τα πω απ' το πρώτο βράδυ, αλλά το 'φερε η κουβέντα. Μην τον ρωτάς τέτοια, ξέρει αυτά κι άλλα τόσα, όσα δε φαντάζεσαι... Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάει το στόμα του κλειστό. Ξέρει κι άλλα πολλά, απ' αυτά που είναι της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά. Διαβάζει και μετράει από τριών χρονών. Θυμάται σελίδες ολόκληρες απ' έξω απ' την Τανάχ (1) και τη Μισνά (2), ξέρει τη Βίβλο των χριστιανών. Σου 'γραψα κάτι απ' αυτά στα γράμματά μου... Στην πόλη μας πια, Ισαάκ, ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δικός μου γιος και ο μικρός γιος απ' τους Μπερνούλλι (3). Αλήθεια, τους θυμάσαι τους Μπερνούλλι;"
   Ο Ισαάκ κούνησε το κεφάλι του.
   "Δε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο, εδώ στο πανεπιστήμιό μας, στη Βασιλεία. Ακούς, Ισαάκ; Ο μόνος λόγος για να πλουτίσω, όπως λες, είναι για να του αγοράζω βιβλία. Πρόσεξε όμως, ο δρόμος της πίστης και του Ιερού Νόμου μ' ενδιαφέρει περισσότερο. Φτάνει όμως γι' απόψε. Δεν θέλω και να τ' ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέρα".
   "Ματίας, είναι ώρα για ύπνο", είπε η Έστερ και σηκώθηκε απ' το τραπέζι.
   Το παιδί στάθηκε όρθιο και, κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιά του κι ένα κουτί ζαχαρωτά, που του είχε φέρει ο θείος του, καληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσω δωμάτιο.
   "Σας έστρωσα μαζί", του είπε η Έστερ και τον φίλησε. 
   Αυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της, όπως έκανε κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιο. 
   "Είναι τρυφερό παιδί, Ισαάκ, τρυφερό και έξυπνο. Ας το ευλογεί ο Θεός", είπε η μάνα και κοίταξε ψηλά.
   "Τι νέα απ' τη συναγωγή;" ρώτησε ο Τομπίας.
   "Κάθε πράμα στην ώρα του", απάντησε ο Ισαάκ και σηκώθηκε απ' το τραπέζι.
   "Ν' ανάψω φωτιά;" ρώτησε η Έστερ.
   "Αν ο αδερφός μου δε νυστάζει, είναι καλοδεχούμενη", απάντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλα που είχε κουβαλήσει μαζί του.
   "Μην σκύβεις, θ' ανάψω εγώ", είπε ο Τομπίας και διπλώθηκε ολόκληρος μπροστά στο τζάκι.
   Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι, είδε κάτι χρωματιστά κουτιά να τον περιμένουν.
   "Τι είναι αυτά;"
   "Δώρα, αδερφέ μου, δώρα".
   Η Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι σπόρους.
   "Σου αρέσουν;" ρώτησε ο Ισαάκ.
   "Τι είναι; Τα 'φερες για φύτεμα;"
   Ο Ισαάκ έβαλε τα γέλια.
   "Καφές, Έστερ, η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ. Φυτρώνει στις ζεστές χώρες, πέρα μακριά, και θέλει ήλιο πολύ. Τον τελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν. Το ίδιο άκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Αύριο θα σας δείξω πώς φτιάχνεται, θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτι".
   "Τα άλλα κουτιά τι είναι;"
   "Τσάι, κακάο... κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο. Να το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι· λένε πως είναι το μόνο φάρμακο για την πανούκλα. Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλου του κόσμου. Δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέρα..."
   Κάθε φορά που ο Ισαάκ Αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λιμάνι, το πρόσωπό του φωτιζόταν. Έμοιαζε να είχε αφήσει την πόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα, σαν να μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη, σαν να μην είχε πίσω του δυο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο. Η γλώσσα του είχε λυθεί· ίσως να 'ταν κι απ' τη θαλπωρή της φωτιάς. Τους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ, του μεγάλου λιμανιού της Ολλανδίας, της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτά, αυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται Ενωμένες Επαρχίες. Ο στόλος της, είπε, ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφη, γι' αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναι «οι αμαξάδες της θάλασσας». Μιλούσε ώρα για τα κανάλια της και τους ανεμόμυλους, για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείου, όπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ, η διάσημη Τράπεζα Συναλλαγών, για τα ανταλλακτήρια, το κτίριο του ναυαρχείου, το χρηματιστήριο και την πλατεία Νταμ, τη VOC, την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών...
   "Επομένως είσαι ευτυχισμένος, αδερφέ μου".
   Ο Ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη φρουτιέρα. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα της.
   "Προσώρας ας πούμε ελεύθερος, γιατί οι Ενωμένες Επαρχίες, εκτός από την ελευθερία του εμπορίου, αφήνουν και τους ανθρώπους στην ησυχία τους. Το χέρι του Βατικανού και του νεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάς".
   "Δε μου απάντησες, αδερφέ μου, είσαι ευτυχισμένος; Είμαι μια ώρα μεγαλύτερος, κι όταν σε ρωτώ, απαιτώ να με κοιτάς στα μάτια".
   "Η Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα. Κάθε απόγευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια. Όταν ζήτησαν έναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη, δήλωσα από τους πρώτους, για να ξεφύγω, για να μη θυμάμαι. Έμεινα στη ζωή μόνος, Τομπίας. Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό του".
   Η Έστερ και ο Τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτά.
   "Γιατί δεν ξαναπαντρεύτηκες;" ρώτησε η Έστερ.
   "Έπρεπε!" του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του. "Δε φταις εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα. Η διαιώνιση της φυλής μας είναι υπέρτατο χρέος".
   "Μου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγής", του απάντησε συνοφρυωμένος.
   "Πρέπει, Ισαάκ. Είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμένων. Ο Νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μας".
   "Δεν είναι εύκολο να ξεχάσω". Η φωνή του τώρα ακουγόταν ραγισμένη, σαν να 'ρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του. "Κάθε τόπος λες και φοράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει. Δεν μπορώ να ξεχάσω εκεί τα εδώ και εδώ τα εκεί".

   Ήταν ένας παιγνιώδης περίπατος -πώς αλλιώς θα μπορούσε να ήταν άλλωστε;- ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσει τα εννιά του χρόνια. Ο Ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο, σακάκι και παντελόνι από λεπτό μάλλινο, όλα στο ίδιο χρώμα, απ' τον ίδιο άνθρωπο, τον αδερφό του. Καθώς κρατούσε τον ανιψιό του απ' το χέρι, αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σε αρκετούς περαστικούς, που τον είχαν περάσει για τον Τομπίας. Ένας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η περούκα που είχε παραγγείλει για το γιο του τον δικηγόρο ήταν έτοιμη.
   Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείο και τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύσκολα κρατιόταν να μη γελάσει. Κάθε τόσο σταματούσαν σε κάποια κρήνη, όπου ανάβλυζε από κάτω νερό, απ' τα σπλάχνα του Ρήνου, και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προσθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους: Ποσειδώνες, Τρίτωνες, δελφίνια, γοργόνες, άγγελοι, προφήτες, φρούτα, ψάρια και, βέβαια, πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ, το μυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιού, το οποίο ζούσε, όπως έλεγαν, στα δάση έξω από την πόλη. Τα πιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα, βαμμένα με χτυπητά χρώματα. Ο Ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απαντούσε: ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σ' εκείνο το συντριβάνι, ποιος προφήτης... Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα, για το σχολείο του, για τα μαθήματα, για το μωρό που περίμεναν σε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι.
   Πέρασαν κι απ' το καπελάδικο του Τομπίας και εισχώρησαν και στα ενδότερα, στο εργαστήριό του. Τον βρήκαν σκυμμένο πάνω σ' ένα τραπέζι, περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κεφαλιών και περουκοστάτες. Απ' το φεγγίτη έμπαινε χειμωνιάτικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα. Εκείνη την ώρα ανακάτευε κάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιας παραγγελίας. Έδειχνε κατσούφης. Γρήγορα τον παράτησαν και συνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη. Διέσχισαν τη γειτονιά του Ζανκτ Άλμπαν, του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέψουν τις εκκλησίες του Αγίου Λεονάρδου και του Αγίου Πέτρου. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο Ισαάκ και πολλές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του.
   Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς, αλλά είχε αφήσει παρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα, που στο ξημέρωμα φάνηκε πως σκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού. Τα σπίτια της Βασιλείας ήταν διώροφα, το πολύ τριώροφα, με μικρές σοφίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στον Ματίας, όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του, μούρη από νυφίτσες. Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώματα, που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα.
   Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπροστά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα. Μπήκαν τελικά μέσα, γιατί ο Ισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας του Βεζάλιους κι, όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογραφείου, ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο, που έγερνε το φανταχτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη, ρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο.
   "Ματίας", ρώτησε ύστερα από λίγο ο Ισαάκ, την ώρα που διέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη του ποταμού, "πας κάθε μέρα στο σχολείο;"
   "Όχι", του απάντησε ο ανιψιός του, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά που πετούσαν πάνω απ' τα νερά.
   "Γιατί;"
   "Ο δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρρωστος".
   "Έχεις φίλους εκεί;" 
   "Όχι, θείε Ισαάκ. Ο δάσκαλος μ' έβαλε από τις πρώτες μέρες με τα μεγάλα παιδιά. Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στην αυλή με σκουντάνε με το παραμικρό. Εδώ είναι η τάξη σου, μου είπε όταν του παραπονέθηκα. Όλοι, θείε, με κοιτάνε με μισό μάτι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνω".
   Ο Ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου, γιατί μια άμαξα έτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο. Συνέβαινε πολλές φορές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός. Τα πέταλα και τα τραντάγματα απ' τα σίδερα τους πήραν τ' αυτιά. Μόλις όλα ηρέμησαν πάλι γύρω τους, ο Ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρόσωπο του ανιψιού του.
   "Ματίας, νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτι".
   Ο Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του, χαρακτηριστικό όλων των Αλμοσίνο.
   "Ρώτησες τον μπαμπά;"
   "Εσύ θέλεις;"
   "Θέλω, γιατί δε μ' αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κάθομαι στο καπελάδικο με τις ώρες".
   Ο Ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τραβώντας το προς τα κάτω. Θα του 'παιρνε καιρό να συνηθίσει τα καινούρια ρούχα· οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύγκριτα πιο άνετες.
   "Ανιψιέ μου, ξέρεις τι είναι το γκούλντεν;" 
   "Νόμισμα".
   "Ετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου, ένα κατάδικό σου, αν βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μου".
   Μετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη, διασχίζοντας την ανοιχτή πύλη, και τράβηξαν για την πλατεία του δημαρχείου. Εκείνη η πλευρά της γέφυρας  ήταν χτισμένη από πέτρα, σε αντίθεση με την άλλη, εκείνη που οδηγούσε στις φτωχογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλο. Η σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώ και αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απ' το νερό να είναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας.
   Βάδιζαν τώρα πάνω στην κεντρική οδό, στην Αϊζενγκάσσε. Ο δρόμος δίπλα τους έσφυζε από ζωή: ψηλά άλογα με τεντωμένους λαιμούς σαν έλατα, κυρίες με υπηρέτριες που είχαν δαντελένιους σκούφους κρατώντας καλάθια, αστοί με δερμάτινα καπέλα, κάποιοι αξιοσέβαστοι με περούκες...
   "Αγαπώ τους αριθμούς, Ματίας, κι αν ήσουν πιο μεγάλος, θα τολμούσα να σου πω πως τα μαθηματικά είναι το κλειδί του σύμπαντος".
   Ο μικρός τού έκανε ξαφνικά νόημα να σκύψει. Βρίσκονταν σ' ένα απ' τα πιο κεντρικά σημεία της πόλης και ήθελε να του ψιθυρίσει ένα μυστικό στο αυτί.
   Ο Ισαάκ έσκυψε γεμάτος περιέργεια.
   "Το ίδιο λένε και το Ζοχάρ (4) όπως και η Καμπαλά (5), το δέντρο της γνώσης του κόσμου. Αυτά τα λέμε τα βράδια δίπλα στο κερί", του ψιθύρισε.
   "Δεν εννοούσα ακριβώς αυτό", σχολίασε ο Ισαάκ και ξερόβηξε. "Έλεγα απλά για τους αριθμούς στα χαρτιά των εμπόρων: πρόσθεση, αφαίρεση, μέσος όρος και τέτοια..."
   Ο Ματίας σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
   "Ας αρχίσουμε λοιπόν από τα ταπεινά μαθηματικά..."
   Ο μονόλογος του θείου Ισαάκ κράτησε όσο περίπου χρειάστηκαν για να διασχίσουν την κεντρική οδό, την πλατεία μπροστά στο δημαρχείο και να χωθούν στο υπαίθριο παζάρι. Αν φορούσε πιο άνετα ρούχα, ίσως να ήταν πιο περιεκτικός· τώρα φανερά φλυαρούσε. Την ώρα που αυτός ανακάτευε με την κουτάλα - γλώσσα του γεωμετρικά σχήματα και διαιρέσεις, περνούσαν ανάμεσα από κρεμασμένα καπνιστά ψάρια, πάγκους με μήλα και ζωντανές χήνες μέσα σε κλουβιά. Κάποια στιγμή πρόσεξε ένα χασμουρητό που ξέφυγε απ' το στόμα του ανιψιού του και του έριξε μια αυστηρή ματιά.
   "Πότε θ' αρχίσεις να ρωτάς;" τον ρώτησε ο Ματίας, αφού πρώτα κατάπιε βιαστικά το μισό χασμουρητό.
   Ο Ισαάκ Αλμοσίνο ξεκίνησε με ερωτήσεις πάνω σε απλούς από μνήμης υπολογισμούς και στη συνέχεια προχώρησε σε πιο σύνθετους, καθώς και σε γρίφους και προβλήματα. Ο Ματίας τού απαντούσε χωρίς δεύτερη σκέψη, καθώς περπατούσε με χαμηλωμένο το κεφάλι και χάζευε τα παπούτσια του.
   "Το έβαλες σκοπό να μου το φας το νόμισμα, έτσι;"
   "Εσύ ξέρεις, θείε", του απάντησε σεμνά.
   Περνώντας έξω απ' την εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου ο Ισαάκ τον τράβηξε απ' το μανίκι σ' ένα άδειο οικόπεδο με βρεγμένο χώμα. Έσφιξε το μπαστούνι στο δεξί του χέρι κι άρχισε να χαράζει σχήματα.
   "Δύο γκούλντεν αν μου λύσεις αυτό το πρόβλημα".
   Μέχρι το μεσημέρι ο Ματίας είχε κερδίσει περισσότερα χρήματα απ' όσα ο κατηφής πατέρας του μέσα στις τρίχες του σκιερού εργαστηρίου.
   Όταν ακούστηκε το μεγάλο ρολόι να χτυπάει δώδεκα ακριβώς, μπήκαν σ' ένα καπηλειό δυο στενά πίσω απ' το πανεπιστήμιο. Έξω από την κεραμιδί πόρτα κρεμόταν μια ξύλινη πινακίδα, που έδειχνε τη ζωγραφιά ενός κόκορα δίπλα σε χρυσά αυγά.
   "Ώρα για ξεκούραση, ανιψιέ", σχολίασε ο Ισαάκ και κάθισαν σ' ένα τραπέζι κάτω απ' το ψηλό παράθυρο.
   Το πάτωμα ήταν στρωμένο με φαρδιά άτριφτα ξύλα, που ήταν λερωμένα εδώ κι εκεί από μαυρισμένο λίπος. Ο αέρας μύριζε βρεγμένη στάχτη απ' το τζάκι και ξινισμένη μπίρα. Μόνοι πελάτες σ' έναν απέναντι πάγκο μια συντροφιά αμαξάδες.
   "Τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο φαίνεται δε θα τελείωσαν ακόμα. Τέτοια ώρα περίμενα να δω εδώ σπουδαστές και μάγιστρους. Θα φας μια σούπα, έτσι δεν είναι;"
   Ο Ματίας είχε πλέξει τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι και παρατηρούσε την κάθε κίνηση του Ισαάκ.
   "Εσύ, θείε, τόσους αριθμούς πού τους ξέρεις;"
   Ο Ισαάκ χαμογέλασε.
   "Πέντε χρόνια σε ναυτιλιακό γραφείο κι άλλα τόσα στο χρηματιστήριο. Ξέρεις τι είναι το χρηματιστήριο;"
   Ο Ματίας κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
   "Ούτε τι είναι οι μετοχές και τα χρεόγραφα..."
   Κούνησε πάλι το κεφάλι με τον ίδιο τρόπο.
   "Ξέρεις όμως την Καμπαλά, το Ζοχάρ, τον δάσκαλο Λούρια (6), φαντάζομαι..."
   "Τα ξέρω αυτά", του απάντησε ήρεμα και ξέπλεξε τα δάχτυλα.
   Ο Ισαάκ Αλμοσίνο έβγαλε έναν στεναγμό και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Ο Ματίας συνέχιζε να τον παρατηρεί λιγομίλητος.
   "Είσαι έξυπνος", του είπε κάποια στιγμή, "ένα ευφυέστατο αγόρι σε μια εποχή όπου ο κόσμος αλλάζει. Ο πατέρας σου είμαι σίγουρος πως αυτό το τελευταίο δεν το ξέρει".
   Ο Ματίας τον άκουγε σιωπηλός.
   "Φοβάμαι τελικά πως ούτε η φυλή μας όλη το ξέρει, ούτε στο Άμστερνταμ ούτε πουθενά αλλού".
   
   Μέσα στις επόμενες βδομάδες έγινε φανερό πως οι νύχτες μεγάλωσαν κι άπλωσαν σαν λεκές από μελάνι, αν φαντάζεται βέβαια κανείς τις μέρες και το φως τους ως ένα άσπρο σεντόνι. Όσο οι μέρες μίκραιναν, τόσο οι ώρες τους γύρω απ' το τζάκι πλήθαιναν. Το εργαστήριο του Τομπίας έκλεινε νωρίς το απόγευμα, τα πουλιά και τα αγρίμια στο δάσος του Χαρντ Βαλντ κούρνιαζαν με το πρώτο σύθαμπο και στις όχθες του Ρήνου οι μυλωνάδες άναβαν τα λαδοφάναρα στους υδρόμυλους. Περνώντας έξω απ' τις πόρτες τους μύριζες το καμένο φαλαινόλαδο, καθώς άκουγες τα νερά του ποταμού να κυλάνε αργόσυρτα στο σκοτάδι.
   Το πρώτο χιόνι έπεσε κάποια απ' τις επόμενες νύχτες και δε θα γινόταν αντιληπτό, αν δε χώριζαν κάποια στιγμή τα σύννεφα και δεν το πρόδιναν λίγες ρωγμές φωτός απ' το γεμάτο φεγγάρι. Τα μάτια του Ματίας πίσω απ' το τζάμι το διέκριναν να αιωρείται πάνω απ' το λιθόστρωτο, όπου έβλεπε το παράθυρο του πίσω δωματίου. Εκείνη η ώρα θα μπορούσε να ήταν μια λευκή ιερουργία της σιωπής αν δεν ακούγονταν μέσα από τη σάλα οι φωνές του θείου του και του πατέρα του. Όλα τα βράδια στο σπίτι τους τέλειωναν πια με φωνές, όταν οι συζητήσεις, αψίκορες, φούντωναν σαν τη φλόγα που τύλιγε τους κορμούς απ' τα γέρικα έλατα στο τζάκι.
   "Χιόνι!" φώναξε κι έτρεξε με τη λευκή μακριά νυχτικιά του στο σαλόνι.
   Εκείνη την ώρα η Έστερ ήταν όρθια πάνω απ' τους ατμούς της κατσαρόλας, ενώ ο θείος Ισαάκ καθόταν με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι, ανακατεύοντας εκνευρισμένος τα μαλλιά του. Ο Τομπίας Αλμοσίνο ήταν όρθιος και κράδαινε απειλητικά έναν τόμο από τα ιερά βιβλία της φυλής τους.
   "Χιόνι!" είπε, αυτή τη φορά χαμηλόφωνα, και κοντοστάθηκε.
   Ο πατέρας του τού έριξε μια ματιά, αλλά ήταν σαν να μην τον κοίταξε· ο νους του έτρεχε αλλού.
   "Ποιος είναι τελικά αμαρτωλός και ποιος δεν είναι, θα με αφήσεις να αμφιβάλλω, μιας και είναι υπόθεση του Θεού κι όχι δικιά σου", είπε ο θείος Ισαάκ κι έδειξε τον αδερφό του με το δάχτυλο. "Αυτή η στενομυαλιά σου είναι που μ' έδιωξε πριν χρόνια από δω. Αν μ' άκουγες τότε, δε θα έστεκες σήμερα σκυμμένος μέρα νύχτα να κολλάς τρίχες".
   "Οι έμποροι του Άμστερνταμ σε μόλυναν με τον πλούτο τους και ξέχασες τη σωτηρία της ψυχής σου", του απάντησε οργισμένος ο Τομπίας κι ύστερα στράφηκε στον γιο του. "Εσύ ύπνο!" πρόσταξε.
   Η Έστερ έβγαλε την κουτάλα απ' την κατσαρόλα και, σκουπίζοντας βιαστικά τα χέρια στην ποδιά της, πλησίασε το παιδί. Ο θείος Ισαάκ έριξε μια ματιά στον Ματίας σαν να ήθελε να του πει: "Για σένα μαλώνω κάθε βράδυ". Το χιόνι όμως είχε ξεμυαλίσει για τα καλά τον ανιψιό του κι ο νους του ήταν τώρα μόνο στον αυριανό χιονοπόλεμο. Η Έστερ τον χάιδεψε στην πλάτη και τον τράβηξε μαζί της πίσω στο δωμάτιο. Ταχτοποίησε καλύτερα την μπρούντζινη θερμοφόρα που του είχε βάλει κάτω απ' τα σκεπάσματα και πήγε μαζί του προς το παράθυρο.
   "Μαμά", τη ρώτησε, "γράφουν άραγε κάτι τα ιερά βιβλία για το χιόνι;"
   "Δε θυμάμαι, Ματίας", του απάντησε η Έστερ και τον φίλησε απαλά στο κεφάλι.
   "Θα ρωτήσω αύριο τον θείο Ισαάκ".
   "Να τον ρωτήσεις, αυτός έχει διαβάσει πολλά βιβλία και είδε τόπους πολλούς".
   Κάθισαν έτσι για λίγο αγκαλιασμένοι και παρατηρούσαν έξω το σκοτάδι, προσπαθώντας να διακρίνουν όσες περισσότερες νιφάδες μπορούσαν. Σε μια στιγμή αντίκρισαν ένα φως απ' την άκρη του δρόμου. Δυο άντρες κουκουλωμένοι περνούσαν έξω απ' το σπίτι τους. Ο πρώτος ήταν ψηλός και κρατούσε στο χέρι ένα μικρό φανάρι. Μπροστά στο λιγοστό φως φάνηκαν κι άλλες νιφάδες, που, καθώς περνούσε η ώρα, πύκνωναν. Ακούστηκε κάτι σαν τραγούδι· κάποιος απ' έξω έψελνε.
   "Είναι ο εφημέριος του Αγίου Μαρτίνου", είπε η Έστερ. "Τον γνώρισα απ' την καμπούρα και τη φωνή του".
   "Σ' αρέσει να πηγαίνεις την Κυριακή στην εκκλησία;" τη ρώτησε καθώς μύριζε τα μαλλιά της.
   "Ο Θεός είναι παντού, Ματίας, κι αυτό το χιόνι που θα βρέξει τους σπόρους της γης για να φυτρώσουν την άνοιξη, κι αυτό Θεός είναι. Μην το πεις όμως ποτέ στον πατέρα σου..."
   "Ίσως το χιόνι είναι οι άσπρες τρίχες απ' τα γένια του Θεού που πέφτουν στη γη", της ψιθύρισε και χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά της.
   Η Έστερ χαμογέλασε.
   "Σ' αυτό το σπίτι για τις τρίχες ειδικός είναι ο πατέρας σου".
   Οι δυο άντρες με το φανάρι στον δρόμο πέρασαν μπροστά απ' το παράθυρό τους και χάθηκαν. Η μάνα πήγε στο κρεβάτι κι έβγαλε τη θερμοφόρα κάτω απ' τα σκεπάσματα.
   "Ύπνο!" του είπε επιτακτικά αυτή τη φορά, κι αφού τον σκέπασε, έκλεισε πίσω της την πόρτα.
   Ο Ματίας ψαχούλεψε στο μισοσκόταδο τον άδειο χώρο δίπλα του. Ο θείος Ισαάκ αργούσε πάντα να πλαγιάσει. Κάποια στιγμή στα βαθιά της νύχτας τον καταλάβαινε που ερχόταν και ξάπλωνε δίπλα του. Συχνά τον άκουγε ν' αναστενάζει και να γυρνάει πλευρό. Δεν του μιλούσε· του άρεσε να τον αφουγκράζεται και να τον παρατηρεί με μισόκλειστα μάτια ενώ εκείνος δεν το ήξερε. Τις στιγμές που τον χάιδευε απαλά στο κεφάλι και στο μάγουλο, συνέχιζε και τότε να κάνει τον ψόφιο κοριό. Σ' όλα τα παιδιά αρέσει να παίζουν κάπου κάπου τον πεθαμένο. Στον Ματίας άρεσε και κάτι ακόμη, που ντρεπόταν να το λέει και στον ίδιο του τον εαυτό: του άρεσε να νιώθει πως έχει δύο μπαμπάδες που μαλώνουν για χάρη του. Άλλωστε, πολλές φορές στα όνειρά του οι δίδυμοι Αλμοσίνο μπερδεύονταν και γίνονταν ένα μόνο πρόσωπο, σεβάσμιο πάντα, με μακριά γένια. Έμοιαζαν τόσο πολύ...
   Εκείνο το βράδυ δίπλα στο τζάκι ο Τομπίας και ο Ισαάκ έκαψαν πολλές αγκαλιές ξύλα. Η Έστερ δεν είχε ξαναδεί ανθρώπους που να μπορούν να λογομαχούν τόσες ώρες. Κάποια στιγμή τα χτυπήματα του μωρού στην κοιλιά της την έστειλαν στο ανώγι του σπιτιού για να ξαπλώσει. Καθώς ανέβαινε αργά πιάνοντας την κουπαστή, τα ξύλινα σκαλοπάτια έτριζαν στα πατήματά της.
   Ο Ισαάκ, κάτω από το επιτιμητικό βλέμμα του αδερφού του, γέμισε ένα ποτήρι κρασί.
   "Έχεις κολλήσει πια όλες τις συνήθειες των χριστιανών", του έκανε την παρατήρηση ο Τομπίας.
   Ο Ισαάκ έκανε πως δεν άκουσε και γι' άλλη μια φορά άλλαξε κουβέντα.
   "Θα σου πω τι έγινε φέτος το καλοκαίρι στη συναγωγή μου στο Άμστερνταμ. Όπως ξέρεις απ' τα γράμματά μου, μένω κοντά στο κανάλι Χάουτχραχτ και η συναγωγή μου είναι η Μπεθ Γιάκομπ".
   "Την άλλη φορά που θα έρθεις είμαι σίγουρος πως δε θα 'χεις καν συναγωγή. Με τον κατήφορο που έχεις πάρει, δε με εκπλήσσει πια τίποτε. Αλήθεια όμως, αφού την παράδοσή μας την έχεις πετάξει στα σκουπίδια, γιατί μου ήρθες στο ποταμόπλοιο ντυμένος με τη ρόμπα των γιων του Ισραήλ;"
   Ο Ισαάκ σήκωσε το δάχτυλο και τον διέκοψε. Είχε κουραστεί ν' ακούει τις γκρίνιες του και τους μακρόσυρτους μονολόγους του.
   "Πρώτον, δεν έχω πετάξει την παράδοση της φυλής μας στα σκουπίδια, όπως νομίζεις, και δεύτερον, ήμουν περίεργος να δω πώς θ΄ αντιδρούσες. Ήθελα να ξέρω αν η μυστικοπάθεια είναι μια πάθηση που θεραπεύεται με τα χρόνια".
   "Δηλαδή αστειεύτηκες μαζί μου; Έπαιξες;"
   "Όχι ακριβώς, αδερφέ μου. Τώρα είναι που αστειεύομαι, αυτή είναι η αλήθεια", του απάντησε ο Ισαάκ χαμογελώντας.
   "Οι διώξεις των πατέρων μας αιώνες ολόκληρους δε σου δίδαξαν τίποτε; Εγώ είμαι μυστικοπαθής ή εσύ αφελής που νομίζεις πως όλοι οι τόποι είναι Άμστερνταμ; Έχουμε εδώ συναγωγή, αδερφέ μου; Όχι! Ξέχασες πώς μας πελέκησαν εδώ σ' αυτήν την πόλη πριν από μερικές γενιές, γιατί μας θεώρησαν υπεύθυνους για την πανούκλα;"
   "Τομπίας, είστε πια μια καινούρια χώρα, δεκατρία ολόκληρα καντόνια με όνειρα και με φρέσκα μυαλά. Πέρασα στη Ζυρίχη τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Πέρα από κάποια λοξά βλέμματα, δε με πείραξε κανείς. Μη φοβάσαι πια τόσο πολύ".
   "Αν είχες παιδί, δε θα τα 'λεγες αυτά", του πέταξε και τα μάτια του σαν να μίκρυναν.
   Ο Ισαάκ στράφηκε στη φωτιά. Τα δάχτυλά του φάνηκαν να χαϊδεύουν αμήχανα το πήλινο ποτήρι του κρασιού.
   Ο Τομπίας ένιωσε μέσα του κάτι να τον δαγκάνει· ο αδερφός του έστεκε εκεί απέναντί του. Τον είχαν στο σπίτι τους ύστερα από εννέα χρόνια. Χρόνια νοσταλγίας που ήρθαν και τέλειωσαν μέσα σ' αυτές τις λίγες βδομάδες, όπου δεν είχαν σταματήσει να μαλώνουν. Ο Τομπίας θυμήθηκε τι έλεγαν τα ιερά βιβλία για τη συχώρεση κι έσκυψε ταπεινωμένος το κεφάλι.
   Για λίγη ώρα δε μιλούσε κανείς, ακουγόταν μόνο η φωτιά κι εκείνο το θρόισμα απ' τα ξύλα που καίγονταν, καθώς ρουφούσε η καμινάδα τον αέρα και καρβούνιαζαν. Κάθε τόσο από την πύρινη κορυφή του κώνου θρυμματίζονταν κομμάτια κι έπεφταν σαν πύρινο χαλάζι.
   "Πες μου λοιπόν, τι έγινε στη συναγωγή σας, την Μπεθ Γιάκομπ;" είπε κάποια στιγμή ο Τομπίας -η φωνή του ακουγόταν τώρα αλλαγμένη.
   Ο Ισαάκ γέμισε ένα ακόμη ποτήρι κρασί και ξανακάθισε.
   "Είχαμε δυο αδέρφια στην εβραϊκή μου γειτονιά στο Άμστερνταμ, τον Μπέντο και τον Γκάμπριελ. Ο πατέρας τους ασχολιόταν, τότε που ζούσε, με εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο και τους είχε αφήσει την επιχείρηση. Αφού πάντρεψαν τις αδερφές τους, έμειναν οι δυο τους στο πατρικό τους, ένα λευκό τριώροφο σπίτι. Ο Μπέντο, ο μεγαλύτερος, είναι πράγματι ένας πολύ προικισμένος άνθρωπος. Τα τελευταία χρόνια έλεγαν γι' αυτόν πως θα γινόταν ο επόμενος ραβίνος μας. Θαρρείς πως είχε πλαστεί μόνο για τα βιβλία κι ότι όλα τα βιβλία είχαν γραφτεί γι' αυτόν. Αν κι έμενε ώρες ατέλειωτες στο εμπορικό του πατέρα τους αντί σε κάποιο πανεπιστήμιο, κι ο τελευταίος πελάτης καταλάβαινε πως αυτός ο νεαρός ήταν γνήσιος γιος της σοφίας και είχε πάνω του κάτι το ουράνιο, το θεϊκό..."
   "Να είσαι φειδωλός, αδερφέ μου, όταν ανακατεύεις τον Θεό στα ανθρώπινα".
   Ο Ισαάκ πήρε μια βαθιά ανάσα.
   "Ο Μπέντο, λοιπόν, τις ώρες της αναδουλειάς, είχε πάντα μπροστά του ένα βιβλίο και μελετούσε. Μη νομίζεις, Τομπίας, πως όλες οι ώρες είναι κερδοφόρες στο Άμστερνταμ".
   "Τι μελετούσε αυτός ο Μπέντο;"
   "Τους Έλληνες κυρίως, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα..."
   "Δε γίνονται έτσι οι ραβίνοι, αδερφέ μου..."
   "Δίκιο έχεις, δεν έγινε ποτέ. Θέλεις όμως να μάθεις κάτι; Αν ήμουν εγώ στη θέση του, ούτε κι εγώ θα 'θελα να γίνω. Η ιστορία μας όμως δεν τελειώνει εδώ. Η σκέψη αυτού του Μπέντο, οι λογισμοί του, που τους έλεγε χωρίς ντροπή με την πρώτη ευκαιρία, τελικά τού κόστισαν. Διώχτηκε απ' την αρχισυναγωγή, έγινε μια τελετή, άναψαν τα μαύρα κεριά κι εκφωνήθηκε απ' τον ραβίνο Μορτέρα δημόσιο ανάθεμα, χέρεμ".
   "Και λοιπόν;"
   "Φώναξε σε όλους μας που ήμασταν εκεί: Καταραμένος να 'ναι ο Μπαρούχ Σπινόζα την ημέρα και καταραμένος τη νύχτα· καταραμένος να 'ναι όταν πέφτει για ύπνο και καταραμένος όταν σηκώνεται· καταραμένος να 'ναι όταν βγαίνει από το σπίτι και καταραμένος όταν επιστρέφει...
   » Έφυγε πια απ' το Άμστερνταμ, Τομπίας. Έτσι μου έγραψαν κάτι φίλοι απ' τη Ζυρίχη. Ο Μπέντο Σπινόζα ζει πια στο Ρέινσμπερχ, δουλεύει ως τροχιστής φακών και τις υπόλοιπες ώρες μελετάει. Η φυλή μας έχασε έναν σπουδαίο άνθρωπο. Όποιοι τον προσεταιριστούν, αν μπορεί βέβαια να γίνει αυτό, θα κερδίσουν πολλά. Θα 'πρεπε να 'σαι από καμιά μεριά να δεις τη στάση του, την περηφάνια του, όλες αυτές τις μέρες του διωγμού. Ελάχιστοι ήμασταν αυτοί που περνούσαμε απ' το μαγαζί του και του μιλούσαμε. Οι άλλοι, το υπάκουο κοπάδι, δεν τον πλησίαζαν για να μη μολυνθούν..."
   "Εγώ αυτή τη στάση θα την ονόμαζα αλαζονεία. Ποιος είναι στο κάτω κάτω της γραφής αυτός ο Μπέντο που θα αμφισβητήσει τη σοφία τόσων αιώνων;"
   "Αν ήταν εδώ και σ' άκουγε, σίγουρα θα χαμογελούσε, διακριτικά πάντα. Θεωρεί, για παράδειγμα, τα λόγια των καβαλιστών παιδιαρίσματα. Δεν αφήνει τίποτε που να μην το περνάει απ' το κόσκινο του νου".
   Ήταν η σειρά του Τομπίας να χαμογελάσει.
   "Μια σκέψη που αμφισβητεί την Καμπαλά, το Ζοχάρ, τη Μισνά, δεν έχει μέλλον, δεν το καταλαβαίνεις; Εσύ που ζεις σ' ένα μεγάλο λιμάνι με ταξιδιώτες και περαστικούς, δεν άκουσες τίποτε απ' αυτά που γίνονται στον κόσμο; Εγώ, τις λίγες φορές που πάω στα καπηλειά -δεν το θέλω, αλλά είμαι επαγγελματίας και πρέπει να με βλέπουν και να μιλάω με τον οπιονδήποτε- όταν βλέπω στα διπλανά τραπέζια ταξιδιώτες, κρυφακούω. Πέρασε τις προάλλες ένας δικός μας, μαρράνος, έμπορος μεγάλος. Ζει εκεί κάτω, στις χώρες του πάπα, και φοβάται τον ίσκιο του, εδώ όμως λύθηκε η γλώσσα του. Στα χρόνια που έρχονται θα σειστεί ο κόσμος συθέμελα. Κάτω στη Μεσόγειο, στη Σμύρνη, στα μέρη όπου υπάρχουν δικοί μας, σ' όλη την επικράτεια του σουλτάνου, ακούγονται πολλά..."
   Ήταν η ώρα του Ισαάκ να σμίξει τα φρύδια του.
   "Δηλαδή;"
   Ο Τομπίας Αλμοσίνο ξεροκατάπιε, ύστερα σήκωσε το κεφάλι κι ατένισε φανερά συγκινημένος τα χοντρά δοκάρια της σκεπής. Φαίνεται κάτι θεϊκό θα ήταν κρυμμένο εκεί πάνω, κάτι στην εσοχή εκεί στο μεγάλο μαδέρι, σαν χελιδονοφωλιά, κάτι σαν θεϊκό μάτι που μεταμφιεσμένο σε χοντρόκαρφο πάνω στους αρμούς επόπτευε τα πάντα.
   "Όλα δείχνουν πως η ώρα του Μεσσία δεν αργεί".
   Ο Ισαάκ κουνήθηκε νευρικά στην καρέκλα του.
   "Τι εννοείς;"
   "Εκτός απ' αυτόν τον έμπορο που σου είπα, μίλησα και με άλλους... Η Μεσόγειος όλη, όπου υπάρχουν άνθρωποι της φυλής μας, βρίσκεται σε αναβρασμό. Τα σημάδια του Μεσσία μέρα με τη μέρα γίνονται όλο και πιο καθαρά. Ακούγονται πολλά στις συναγωγές της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης, της Σαλονίκης όπου αλλού φαντάζεσαι..."
   "Τα 'χω ακούσει αυτά αλλά δε δίνω καμιά σημασία. Πάντα λέγονταν τέτοια, μου ακούγονται αφέλειες και παιδιαρίσματα. Τα νέα όμως που φτάνουν απ' τον Βορρά δεν είναι καθόλου αφέλειες ούτε παραμύθια. Το αίμα των γιων του Ισραήλ ρέει χρόνια στην Πολωνία. Τους τελευταίους μήνες έφτασαν στους ντόκους του Άμστερνταμ κι άλλες φριχτές μαρτυρίες. Όλη η Πολωνία εξακολουθεί να είναι ένα απέραντο σφαγείο. Όσοι μείναν ζωντανοί απ' τους κοζάκους αυτού του δαίμονα, του Χμελνίτσκι, κόβονται τώρα σαν τ' αρνιά απ' τον ρωσικό στρατό και πουλιούνται σκλάβοι με το κεφάλι. Ας έχει καλά ο Θεός τους γιους του Ισραήλ στην επικράτεια του σουλτάνου, που μαζεύουν λεφτά κι εξαγοράζουν ψυχές απ' τους δουλέμπορους".
   Το κεφάλι του Τομπίας είχε σταματήσει να ατενίζει τον ξύλινο ουρανό του σπιτιού του και ήταν στραμμένο τώρα στον αδελφό του. Τα μάγουλά του είχαν κοκκινήσει απ' την έξαψη και τα μάτια του γυάλιζαν παράξενα.
   "Είναι κι αυτά, Ισαάκ, σημάδια των καιρών. Ακολούθησε το δέντρο της γνώσης της Καμπαλά, βρες τις σεφιρώθ (7) και θα δεις πως είναι όλα αναμενόμενα και η αποκατάσταση της θεϊκής τάξης πλησιάζει. Το τέλος του κόσμου είναι προ των πυλών. Ας φροντίσουμε να είμαστε όλοι μας μέσα στους εκλεκτούς, μακριά απ' τα κοπάδια των κολασμένων που θα πετσοκόψουν οι ρομφαίες των αγγέλων".
   "Δεν ξέρω..." απάντησε μόνο και ήπιε μια γουλιά κρασί.
   Είχε παρατηρήσει τον μυστικιστικό πυρετό του αδερφού του και δεν ήθελε να δώσει συνέχεια. Ήταν σίγουρος εδώ και καιρό πως η ψυχή του αδερφού του ήταν αρρωστημένη.
   Ο Τομπίας όμως δεν είχε τελειώσει ακόμα. Σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος μπροστά του.
   "Το τέλος του κόσμου έρχεται, οι χριστιανοί το έχουν σίγουρο, στο έτος 1666, όπως τα μετράνε αυτοί. Αν έχουν δίκιο οι υπολογισμοί τους, μας μένουν δέκα χρόνια. Αν έχουν δίκιο τα νέα που φτάνουν στ' αυτιά μας, ο Μεσσίας δεν μπορεί να περιμένει τόσο, ο ερχομός Του είναι πιο κοντά".
   Άπλωσε τις παλάμες του και τον έπιασε απ' τους ώμους. Το πρόσωπό του τώρα έκαιγε.
   "Μέσα στη δόξα του Κυρίου που έρχεται, ένας είναι αυτός που δεν μπορεί να λείπει..."
   Ο Ισαάκ συνέχιζε να κοιτάζει τη φωτιά. Τον άκουγε, αλλά θα προτιμούσε ν' απλώσει το χέρι του μέσα στη διάπυρη θράκα παρά να αγγίξει το πρόσωπο του αδερφού του.
   "Τα σημάδια επάνω του είναι εμφανή, τα βλέπω χρόνια τώρα. Αν ανοίξεις λίγο τα μάτια σου, θα τα δεις κι εσύ".
   "Σε ποιον; Δεν καταλαβαίνω", τον ρώτησε ο Ισαάκ, που εγκατέλειψε τη φωτιά κι αναγκάστηκε να τον κοιτάξει στα μάτια.
   "Το χάρισμα, αδερφέ μου, δεν το βλέπεις το χάρισμα; Τα έξυπνα μάτια του, την ευφυΐα του την πρώιμη, το χέρι του Θεού που τον καθοδηγεί..."
   Ο Ισαάκ ανατρίχιασε.
   "Μίλα καθαρά", ύψωσε τη φωνή του.
   "Ο Ματίας, αδερφέ μου, έχει θεϊκή αποστολή να συντροφεύσει τον Μεσσία στον δρόμο της δόξας Του!"

   Οι νύχτες του χειμώνα, έγκυες στη φονική παγωνιά, μεγάλωναν και φούσκωναν σαν την κοιλιά της Έστερ. Στη δεύτερη βδομάδα του Δεκεμβρίου όμως, αίφνης τα χιόνια έλιωσαν και ο Ισαάκ που έψαχνε ευκαιρία για να γλιτώσει ώρες συναναστροφής με τον αδερφό του στο εργαστήρι, έπαιρνε απ' το πρωί τον Ματίας και, φορώντας ξυλοπάπουτσα για την παχιά λάσπη, ξεκινούσαν μακρινούς περιπάτους. Μιας και η συζήτηση για να προσλάβουν έναν δάσκαλο για τον Ματίας στο σπίτι ήταν προς το παρόν αδιέξοδη, ο Ισαάκ πάλευε να γεφυρώσει ο ίδιος τις άδειες ώρες του ανιψιού του, αλλά πιο πολύ εκείνες τις δυο όχθες της σκέψης που τυραννούσαν το παιδικό του μυαλό. Από τη μια ο ζοφερός κόσμος των προλήψεων του Ζοχάρ, του Σιμόν Μπαρ Γιοχάι (8) και του Μοσέ ντε Λεόν (9), κι από την άλλη ο κόσμος της γνώσης, που μάγευε τον γραφιά από το Άμστερνταμ: τα μαθηματικά, η αστρονομία, η ιατρική και η ανατομία, οι Έλληνες και οι Λατίνοι συγγραφείς.
   Μέσα σ' όλη αυτή του την αγωνία, ο Ισαάκ ένιωθε την ανημπόρια του να του μεταδώσει όλα αυτά που θαύμαζε, γιατί τα ήξερε πρόχειρα, μισά και μπερδεμένα. Τα περισσότερα τα είχε μάθει εξ ακοής, ζώντας σε μια πολύβουη πόλη, ενώ τα πιο πολλά βιβλία τα γνώριζε μόνο από τα εξώφυλλα. Ο Ισαάκ σκυμμένος χρόνια πάνω στα λογιστικά των εταιρειών, το ελάχιστο που είχε καταφέρει με τα γράμματα ήταν να οσμίζεται το βάρος και την αλήθεια των λόγων τους. Ο Ματίας χρειαζόταν το στιβαρό χέρι ενός πραγματικού δασκάλου κι όχι το δειλό χέρι ενός γραφιά των αριθμών, που είχε εγκαταλείψει αναίτια τη δουλειά του -γιατί άραγε;- στη μεγάλη πόλη και τώρα ξεχειμώνιαζε στις παγωμένες όχθες του Ρήνου, μαλώνοντας κάθε βράδυ μ' έναν στενοκέφαλο καπελά.
   Πολλά πρωινά πήγαιναν βόλτα με τον μικρό στο δάσος που ήταν έξω απ' τα όρια της πόλης, το Χαρντ Βαλντ. Η πιο δύσκολη ώρα για τον Ισαάκ ήταν όταν άρχιζαν να πέφτουν οι ερωτήσεις του Ματίας βροχή: πόσο ζούνε τα δέντρα, από πού έρχεται το χιόνι, ποια είναι η σκέπη του ουρανού, τ' αστέρια, τα μαθηματικά, η αλχημεία, τα όνειρα... Ο Ισαάκ συχνά δεν του απαντούσε. Είχε αδυναμία στη σιωπή του δάσους τον χειμώνα και δεν ήθελε να του τη χαλάει κανείς. Τότε του έσφιγγε μόνο το χέρι και ήταν αυτό σαν μια υπόσχεση ότι μπορεί να μην του έδινε εκείνη τη στιγμή τις απαντήσεις που αναζητούσε, αλλά θα φρόντιζε στο μέλλον να τον πάει σ' αυτούς που θα του τα εξηγούσαν όλα με κάθε λεπτομέρεια.
   Εκείνο το πρωινό στο δάσος ο Ισαάκ κουβαλούσε μέσα στον δερμάτινο σάκο του, εκτός απ' το ψωμοτύρι, κι ένα τυλιγμένο ακριβό βιβλίο, που το είχε αγοράσει την προηγούμενη απ' την πόλη. Ας έκαναν καλύτερα το μάθημα τα βιβλία μόνα τους, είχε σκεφτεί, ήταν καλύτερα έτσι. Θα μπορούσε κι αυτός για λίγο να ησυχάσει την ώρα που τα λαίμαργα μάτια του ανιψιού του θα ξεψάχνιζαν εικόνες και γράμματα.
   Τον οδήγησε σ' ένα ξυλόσπιτο που το χρησιμοποιούσαν οι υλοτόμοι και οι Αλμοσίνο το είχαν ανακαλύψει μόλις τις προηγούμενες μέρες. Ήταν μια μικρή αποθήκη για εργαλεία μ' ένα σκέπαστρο πάνω απ' την εξώπορτα. Όλη η κατασκευή ήταν σφιχτοδεμένη με ίσιους κορμούς και μεγάλα καρφιά, τέτοια που τα δείχνανε οι χριστιανοί σ' όλες τις πόλεις της Ευρώπης και λέγανε πως τα είχανε πουλήσει οι τσιγγάνοι στους φονιάδες του Ναζωραίου.
   "Κάθισε εδώ, Ματίας", του είπε και του έδειξε έναν ξαπλωμένο κορμό κάτω απ' το στέγαστρο.
   "Πείνασα", είπε ο μικρός και κοίταξε με νόημα στον σάκο που είχε κρεμασμένο ο Ισαάκ στον ώμο του.
   Μασουλούσαν για αρκετή ώρα στη σιωπή το ψωμί της Έστερ και τυρί των προβάτων. Τα χέρια του Ματίας τάισαν και μερικά πουλιά του χειμώνα, που τα είχε σαγηνεύσει με ψίχουλα κι ας ήταν μουδιασμένα και φοβισμένα απ' το κρύο. Μια απ' τις βασικές αρετές του ανιψιού του, την οποία λάτρευε ο Ισαάκ, ήταν η διακριτική του ικανότητα να σιωπά -τόσο σπάνιο στην ηλικία του- όταν καταλάβαινε πως ο θείος του ήθελε να μείνει βυθισμένος στις σκέψεις του.
   Η σιωπή του δάσους τον χειμώνα, όπως είναι γνωστό, δε μοιάζει με καμιάν άλλη· ούτε με της θάλασσας ούτε μ' αυτήν της μοναξιάς σ' ένα κλειστό δωμάτιο. Η άπνοια της παγωνιάς μέσα από τα γυμνά κλαδιά σταματάει τον χρόνο. Δεν υπάρχουν έντομα να τυραννάνε το χώμα, τα πουλιά είναι κωφάλαλα και οι αλεπούδες στέκουν ακίνητες σαν ζωγραφιές. Το θαμπό φως σταματάει τους δείκτες των ρολογιών και το χώμα απορροφάει τους τριγμούς απ' τα χοντροπάπουτσα των κυνηγών.
   Ο Ισαάκ καθόταν με το κεφάλι σκυμμένο και κοίταζε στο παγωμένο χώμα κάπου ανάμεσα στ' ανοιχτά του πόδια.
   "Είδα κάποτε έναν πίνακα στις Βρυξέλλες για τον χειμώνα", είπε κάποια στιγμή και η φωνή του πριόνισε τη σιγή. "Πάνε χρόνια, ο ζωγράφος ήταν από τότε πεθαμένος".
   "Πώς τον λέγανε;" ρώτησε ο Ματίας.
   Ο Ισαάκ χαμογέλασε.
   "Άπληστο μυαλό, γιατί ρωτάς άραγε; Θα τον θυμάσαι μήπως;"
   "Εσύ γιατί τον θυμάσαι;"
   "Εγώ τον πίνακα τον είδα".
   "Εγώ θα θυμάμαι που εσύ τον θυμάσαι. Πες μου, πώς τον έλεγαν;"
   "Μπρέγκελ", απάντησε ο Ισαάκ κι έχοντας πια αλλού το μυαλό του, άρχισε να ψάχνει μέσα στο σακίδιο.
   Ο Ματίας παρακολουθούσε τα χέρια που είχαν χαθεί μέσα στο δέρμα και το ανακάτευαν.
   "Αυτό είναι για σένα", είπε ύστερα από λίγο, "δώρο για να με θυμάσαι κι όταν ακόμα γεράσεις".
   Άπλωσε τα χέρια του και του πρόσφερε έναν καλοδουλεμένο τόμο με χρυσά γράμματα και μαλακό δέρμα.
   "Αν φοβάσαι τις εικόνες, να το πάρω πίσω".
   Ο Ματίας άνοιξε τυχαία μερικές σελίδες και γούρλωσε τα μάτια. Μπροστά του ανοίγονταν λεπτομερέστατες ζωγραφιές που απεικόνιζαν με ακρίβεια γυμνά σώματα, κόκαλα, γυμνασμένους μυς... Κρατούσε στα χέρια του τον άτλαντα ανατομίας του Αντρέα Βεζάλιους.
   "Χθες όλο το βράδυ στριφογύριζα στο στρώμα γιατί δεν ήξερα αν έπρεπε να σ' το χαρίσω. Σκεφτόμουν μήπως οι πλάτες σου είναι ακόμα τρυφερές κι ότι εγώ κι ο πατέρας σου όλο και σε φορτώνουμε πέτρες".
   Ο Ματίας ξεφύλλιζε το βιβλίο χωρίς να του απαντάει. Η μικρή του παλάμη άγγιζε με σεβασμό και περιέργεια γυμνασμένα σώματα χωρίς δέρμα, όπου διακρινόταν και ο παραμικρός μυς, εξορυγμένους οφθαλμούς, σπλάχνα...
   "Ο Βεζάλιους έζησε εδώ στη Βασιλεία και δίδαξε στο πανεπιστήμιο, πάνε πια εκατό χρόνια. Άνθρωποι τυφλωμένοι τον χλεύασαν, τον κυνήγησαν..."
   Ο Ματίας έκλεισε για λίγο το βιβλίο και διάβασε με καμάρι τον τίτλο. Η φωνή του, στομφώδης, επίσημη, από έναν μικρό ιεροκήρυκα του δάσους έφτασε ως τις ψηλές κορφές των γυμνωμένων δέντρων:
Andreae Vesalii Bruxellensis
De humani corporis fabrica libri sertem
   "Εσύ, θείε, το διάβασες;" τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια.
   "Χθες το βράδυ, όταν όλοι είχαν πάει για ύπνο, κάθισα δίπλα στο λυχνάρι..."
   "Και;..."
   "Τα μάτια μου κάθε τόσο σταματούσαν. Το ανθρώπινο σώμα μάς φανερώνει την τελειότητα της σοφίας του Θεού. Τους τελευταίους μήνες, Ματίας, ό,τι μου θυμίζει το χάιδεμα του Θεού, με κάνει και δακρύζω. Για μένα τα χρόνια πέρασαν, η ζωή μου πια είσ' εσύ".
   "Και στο Άμστερνταμ, θείε, δε θα ξαναγυρίσεις;"
   "Τόπος μου είναι όπου είσαι εσύ".

   Ο Ρήνος τις επόμενες μέρες παρέσερνε βρόμικους ογκόλιθους πάγου απ' τα βουνά. Η προσωρινή ανάπαυλα του χειμώνα έλιωνε χιόνια απ' τις πλαγιές και η στάθμη του ποταμού ψήλωσε, ο ρόχθος του δυνάμωσε απ' τον όγκο των νερών και θύμιζε βαρύ ανασαμό γέροντα.
   Στην πόλη της Βασιλείας, καθώς όλοι προετοιμάζονταν για τα Χριστούγεννα, ένα απόγευμα το σπίτι των Κράις Αλμοσίνο είχε έναν επισκέπτη. Ένας ψηλός καλοντυμένος άντρας είχε καταφθάσει στο κατώφλι τους ακολουθούμενος από δύο βαστάζους. Ο Ισαάκ, που εκείνη την ώρα χάζευε πίσω απ' το παράθυρο, μόλις τον αντιλήφθηκε, σηκώθηκε και πήγε να τον υποδεχτεί στην πόρτα.
   Ο ξένος φορούσε ένα καφέ πανωφόρι κι ένα καμηλό παντελόνι. Στον λαιμό του, πάνω απ' το πουκάμισο, είχε τυλιγμένο ένα λευκό φουλάρι από εκείνα της Φλάνδρας. Ένα προσεκτικό μάτι εύκολα θα παρατηρούσε πως κάτω ακριβώς απ' το σαγόνι του το ακριβό ύφασμα ήταν λερωμένο από ταμπάκο. Ο επισκέπτης έβγαλε το τεράστιο καπέλο του μπροστά στην Έστερ και υποκλίθηκε. Ήταν φανερό πως ήταν άνθρωπος του κόσμου, πλούσιος και ταξιδεμένος. Οι ακριβές του μπότες, με τις μεγάλες δερμάτινες γλώσσες που προεξείχαν και τις ασημένιες αγκράφες, θα είχαν πατήσει πάνω σε σαπουνισμένα καταστρώματα καραβιών και θα είχαν δρασκελίσει ψηλοτάβανα αρχοντικά σε πολλές γωνιές του κόσμου.
   "Τι νέα απ' τις αποβάθρες του Άμστερνταμ, Φρανς;" τον ρώτησε χαμογελώντας ο Ισαάκ.
   "Μυρίζουν πάντα όπως τα ξέρεις, ζαφορά και κανέλα".
   "Μα περάστε μέσα", είπε η Έστερ, "μη στέκεστε στο κατώφλι".
   "Πού ν' αφήσουμε τα πράγματά σου, Ισαάκ;" ρώτησε ο Φρανς Χανκενσχάιμ.
   Η Έστερ πρόλαβε τον αδερφό του άντρα της κι έδειξε μέσα στο σπίτι. Οι βαστάζοι μπήκαν αργοπατώντας κι άφησαν δυο μεγάλα σεντούκια στη γωνιά που τους έδειξαν.
   "Πέρνα μέσα, Φρανς", είπε ο Ισαάκ την ώρα που πλήρωνε βιαστικά τους βαστάζους. "Θα σου είμαι για πάντα υπόχρεος", πρόσθεσε και κάθισαν στο τραπέζι της σάλας.
   "Μόνον ένας τρόπος υπάρχει για να με ξεπληρώσεις", του απάντησε ο ξένος. "Όταν γυρίσω την άνοιξη στο Άμστερνταμ, να σε δω στη θέση σου".
   "Γράψε τότε χρεωστικό, Φρανς, δεν μπορώ να σ' το υποσχεθώ".
   "Όταν πήρα το γράμμα σου πριν δυο βδομάδες από τη Ζυρίχη, όπου μου ζητούσες να μαζέψω άρον άρον τα πράγματά σου από κείνη την ποντικοσοφίτα και να σου τα στείλω όπως μπορούσα, θεώρησα πως δε θα ήταν άσχημη η ιδέα να λοξοδρομήσω για λίγο και να έρθω αυτοπροσώπως".
   "Θαυμάσια ιδέα. Νοίκιασες δική σου βάρκα;"
   "Πού τέτοια τύχη! Ας είναι καλά ο καρόδρομος. Στο Στρασβούργο οι βαρκάρηδες φοβούνται τον χειμώνα, δεν τους είναι εύκολο να ζέψουν άλογα και να τις σέρνουν ανάποδα στο ρεύμα. Μα, τους λέω, δεν είναι βάρκες αυτές που έχετε, σκάφες είναι".
   Ο Φρανς Χανκενσχάιμ πάτησε κάτι τρανταχτά γέλια, ωθούμενος από την ηχώ της ίδιας του της φωνής, και σταμάτησε μόνον όταν είδε τον Ματίας να στέκεται δειλά στη γωνιά της σάλας.
   "Ποιος είσ' εσύ;" αναφώνησε.
   Ο Ματίας χαιρέτησε σύμφωνα με όλους τους τύπους και κάθισε σε μια γωνιά του τραπεζιού. Στο μεταξύ η Έστερ πρόσφερε στον ξένο καραμελωμένα μήλα με κανέλα κι εκείνος είχε άλλη μια ευκαιρία να υποκλιθεί και πάλι μπροστά της.
   "Ο αδερφός σου πού είναι;"
   "Στο εργαστήρι. Σάββατο σήμερα, έχει δουλειά".
   "Αν ήσασταν στο Άμστερνταμ τέτοια μέρα που είναι για σας ιερή, θα μπορούσε να μη δούλευε και να ήταν στη συναγωγή. Να του το πεις, γιατί δεν ξέρω αν εγώ θα προλάβω να τον δω. Πρέπει να πάω στο πανδοχείο πριν νυχτώσει".
   "Μπορείς να μείνεις κι εδώ, Φρανς".
   "Ευχαριστώ, αλλά πρέπει να 'μαι εκεί, να βρω και να κουβεντιάσω τους αμαξάδες. Έκλεισα στο πανδοχείο όλον τον πάνω όροφο... κοτέτσι είναι, μωρέ παιδί μου. Κουβαλάω μαζί μου εμπόρευμα και πέντε δικούς μου ανθρώπους".
   "Δε θα σας σταματήσει η παγωνιά;"
   "Θα δείξει στη Γενεύη. Αν σφίξουν τα κρύα, θα μάθω επιτέλους χορό πατώντας στην παγωμένη λίμνη".
   Άρχισε πάλι να γελάει τρανταχτά και παρέσυρε και τον Ματίας αυτήν τη φορά, κι ακούστηκε το παιδικό γέλιο, το ακριβοθώρητο, να κυλάει γάργαρο σ' όλο το σπίτι.
   "Άντε μπρος, μαυρομάτη, γέλα, κι έλεγα πως είσαι κωφάλαλος. Ο θείος σου με ζάλισε με σένα όλ' αυτά τα χρόνια στο λιμάνι, το ξέρεις;"
   Ξέσφιξε λίγο το πάνω κουμπί απ' το πουκάμισο κι έγειρε μπροστά στην καρέκλα κοιτάζοντάς τον.
   "Είσαι τόσο έξυπνος όσο λένε;"
   Ο Ματίας κατέβασε τα μάτια του.
   "Στον θείο σου, ξέρεις, χρωστάω εδώ και καιρό μισό καράβι φορτώματα. Αν δεν έκοβε το μάτι του όταν έπρεπε, κι αν δε μου 'λεγε κάποια μυστικά από εκείνα που λένε οι γραφιάδες μεταξύ τους στις τράπεζες και στο χρηματιστήριο, θα τα είχα χάσει..."
   Εκείνη τη στιγμή ψαχούλεψε μέσα σε μια πάνινη τσάντα που είχε αφημένη μπροστά του και τράβηξε ένα μικρό ξύλινο κουτί.
   "Αυτός, μικρέ, είναι πολύ περήφανος για να δέχεται δώρα, αλλά εσύ, φαντάζομαι, αρκετά έξυπνος για να τα παίρνεις. Αυτό είναι για σένα".
   Ο Ματίας κοίταξε δειλά τον θείο του, κι όταν εκείνος, μ' ένα κούνημα του κεφαλιού, του έδωσε την άδεια, άπλωσε το χέρι και πήρε το ξυλόγλυπτο κουτί.
   "Ρολόι είναι, μικρέ Ματίας, απ' τη Νυρεμβέργη. Φτιάχνουν εκεί πολύ καλά ρολόγια. Πάρ' το να το έχεις ως τα γεράματα, για να μην αργείς στις σημαντικές συναντήσεις της ζωής σου".
   Έστρεψε το κεφάλι του προς την Έστερ, που στεκόταν σιωπηλή στην άκρη της σάλας.
   "Θα ήταν αγένεια μήπως, κυρία, αν σας ζητούσα ένα ποτήρι κρασί; Το ζαχαρωμένο μήλο έτσι σκέτο θα μου καθίσει στον λαιμό. Αν δεν έχετε, θ΄αρκεστώ σ' ένα ποτήρι νερό του Ρήνου".
   Η Έστερ πήγε πρόθυμα προς τον πάγκο όπου είχε μαζεμένες τις κουτάλες και τις κατσαρόλες της.
   "Μα αγαπητέ μου Ισαάκ, δεν είναι δρόμος αυτός που ήρθαμε. Τον έχω περάσει τόσες φορές και πάντα το ταρακούνημα της άμαξας μου αναστατώνει το στομάχι -συγνώμη, κυρία..."
   Ο Ισαάκ είχε στηρίξει το πιγούνι του στο ένα χέρι και τον κοιτούσε με συμπάθεια χαμογελώντας.
   "Φρανς, έχεις το δώρο της ζωής μέσα σου, σ' το έχω ξαναπεί. Έστερ, δύο τα ποτήρια, σε παρακαλώ".
   "Προσπαθώ, αγαπητέ μου Ισαάκ. Η ήπειρός μας είναι σκοτεινή κι όλα έχουν γύρω μας ανάγκη από λίγη χαρά και γέλιο. Πάνε λίγα χρόνια που σταμάτησαν οι πόλεμοι. Ήμουν πιο μικρός κι απ' τον Ματίας ακόμα όταν θυμάμαι τότε τις αρχές, το πρώτο αίμα..."
   Ο Τομπίας Αλμοσίνο σκίασε το φως του απογεύματος που έμπαινε απ' την ανοιχτή πόρτα. Στεκόταν στο κατώφλι και κοιτούσε μέσα στο ίδιο του το σπίτι με περιέργεια. Ο Ισαάκ μόλις τον πρόσεξε, σήκωσε το χέρι.
   "Τομπίας, καλώς ήρθες! Έλα να γνωρίσεις έναν καλό φίλο".
   Ο Τομπίας μπήκε μέσα και χαιρέτησε ανόρεχτα τον Φρανς Χανκενσχάιμ. Εκείνον τον χειμώνα όλο το παρουσιαστικό του θύμιζε το σκοτεινό του εργαστήρι. Ο Ισαάκ στοιχημάτιζε πως ήταν ο πιο ακοινώνητος πιλοποιός και στα δεκατρία καντόνια της Ομοσπονδίας. Το βλέμμα του Ματίας στο μεταξύ πετούσε και καθόταν σαν μέλισσα πάνω στα πρόσωπα των τριών αντρών, πότε από δω και πότε από κει.
   Όταν βολεύτηκε ο Τομπίας στο τραπέζι μαζί τους, για να σπάσει η σιωπή του ερχομού του, χρειάστηκε ο Φρανς να στραγγίξει το ποτήρι του. Η Έστερ γέμισε τα δυο ποτήρια κι έβαλε ένα μπροστά στον άντρα της. Εκείνος, ανασηκώνοντας λίγο την παλάμη, της απαγόρεψε βουβά να του το γεμίσει.
   "Τα γερμανικά σας πάντως είναι εξαίσια", είπε κάποια στιγμή ο Τομπίας και χαλάρωσε λίγο το σακάκι που του έσφιγγε τον λαιμό.
   Ήταν φανερό πως το σπίτι των Κράις Αλμοσίνο αισθανόταν άβολα με τους επισκέπτες. Οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα σερβίτσια, ήταν συνηθισμένα μόνο στις ανάσες των ενοίκων του. Ήταν ένα σπίτι καμωμένο για τα γηρατειά, θεμελιωμένο στις ράθυμες κινήσεις τής κάθε μέρας και σοβαντισμένο με σιωπή.
   Ο Ματίας κρατούσε στο χέρι του το ρολόι και, καθώς είχε παρατήσει τα πρόσωπα του τραπεζιού, το περιεργαζόταν τώρα με κάθε λεπτομέρεια.
   "Ισαάκ, να μην το ξεχάσω. Μια ομάδα δικών σας εμπόρων από την παλιά συναγωγή του Μπεθ Ισραέλ θέλει να σε συναντήσει. Θα κατηφορίσουν, μου είπαν, για τη Γενεύη ίσως κι αυτοί πριν από την άνοιξη. Αν δεν έχεις επιστρέψει ακόμα στο Άμστερνταμ, θέλουν να 'ρθουν να σε βρουν· εγώ τους είπα πού βρίσκεσαι. Λείπεις σε πολλούς Ισαάκ. Θέλουν τις συμβουλές σου για κάτι χρεόγραφα, αξιοπιστία και τα σχετικά... Θα 'ρθουν να σε βρουν. Εσείς οι Εβραίοι εμπιστεύεστε πιο εύκολα ο ένας τον άλλον".
   Αφού ο Φρανς άδειασε και το δεύτερο ποτήρι -και δεν είχε αργήσει καθόλου αυτό να συμβεί- σηκώθηκε κρατώντας στο χέρι το καπέλο του.
   "Μα είναι νωρίς ακόμα, Φρανς", διαμαρτυρήθηκε ο Ισαάκ.
   "Οι αμαξάδες είναι σπορά του διαόλου - συγνώμη, κυρία. Αν δεν τους πιάσεις έγκαιρα απ' τον λαιμό..."
   Χαιρετήθηκαν σύμφωνα με τους τύπους και ο Ισαάκ τον συνόδεψε μέχρι έξω στο δρόμο. Ο Φρανς έσκυψε και τον ασπάστηκε σφίγγοντάς του το μπράτσο. 
   "Η ζωή αυτή, Ισαάκ, έχει δρόμους -και τάφους· μη βιαστείς και χωθείς μέσα σε κάποιον απ' αυτούς πριν της ώρας σου, όσο καλό μάρμαρο και να 'χει... Καλή αντάμωση!"
   Έσκυψε και, την ώρα που τον αγκάλιαζε για τελευταία φορά, πρόσεξε τον Ματίας που στεκόταν στο κατώφλι και τους παρακολουθούσε.
   "Φαίνεται διαφορετικό παιδί, φέρ' τον στο Άμστερνταμ, Ισαάκ".
   Φόρεσε το μεγάλο καπέλο του κι απομακρύνθηκε μέσα στο ασθενικό φως του απογεύματος την ώρα που χτυπούσε η καμπάνα του Αγίου Άλμπαν.
   Τη στιγμή που ο Ισαάκ επέστρεφε στο σπίτι κι έκλεινε πίσω του την πόρτα, ήξερε πως τον περίμενε μια ακόμη νύχτα δοκιμασίας και, κυρίως, υπομονής με τον αδερφό του δίπλα στην πυροστιά.

   Αν κάποιος εκείνες τις μέρες λάξευε το γλυπτό της Έστερ, θα το έστηνε στην αποβάθρα του ποταμού κάτω από συννεφιά. Θα έμοιαζε ολόκληρη καμωμένη από κερί, ενώ πάνω στο δέρμα της η ομίχλη θα είχε γίνει νεροσταγόνες που κυλούσαν. Το πρόσωπό της θα είχε κάτι από την απόκοσμη γαλήνη των αγαλμάτων, που νίκησαν τον χρόνο και σιώπησαν.
   Οι μοναδικές ώρες όπου η πυκνή ομίχλη της ράγιζε, ήταν μόνον όταν έσφιγγε στην αγκαλιά της τον Ματίας. Η Έστερ είχε ενστερνιστεί εκείνη τη διακριτική θλίψη, τη λεπτεπίλεπτη, που τη φορούσε εσώρουχο μέσα της και που συχνά περνάει στους άντρες απαρατήρητη. Τα βράδια αποτραβιόταν νωρίς, όχι τόσο γιατί δεν ταίριαζε στις γυναίκες να μπλέκονται στις κουβέντες των αντρών, αλλά γιατί, όταν παρατηρούσε βουβά τα δυο αδέρφια, κάτι σαν δροσιά του πρωινού έπεφτε στα βλέφαρά της. Αν κάποια στιγμή γινόταν αντιληπτή η κοκκινάδα στα μάτια της, πότε προφασιζόταν την κάπνα απ' το τζάκι, πότε κάποια νιφάδα απ' το αλεύρι που χώθηκε στα ματοτσίνορα και πότε το κουτρουβάλιασμα του μωρού στην κοιλιά της. Εκείνες τις μέρες, όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, η Έστερ αποτραβιόταν για ύπνο νωρίς. Κάποια παλιά μυστικά τής χτυπούσαν κάθε τόσο τη μήτρα, πιο πολύ κι απ' το έμβρυο ακόμα, όταν κολυμπούσε ανήσυχο μέσα στον σάκο του.
   Ο Ισαάκ προσευχόταν εκείνος ο χειμώνας να μην αργήσει να τελειώσει, γιατί ο αδερφός του κάθε βράδυ τού ξετύλιγε κι ένα ακόμη κουβάρι ένθεης μανίας. Τη νύχτα εκείνη που τους είχε επισκεφτεί ο Φρανς Χανκενσχάιμ, ο Ισαάκ συνέχισε να πίνει μέχρι αργά. Ο αδερφός του, πιστός υπηρέτης του νόμου, τον στραβοκοίταξε μια δυο φορές την ώρα που σήκωνε το ποτήρι του, αλλά γρήγορα ξέχασε το κρασί και δεν άργησε ν' αρχίσει να μιλάει για εκείνα στα οποία η ψυχή του βουτούσε μέσα τους και κόχλαζε.
   "Έχω σημάδια", του είπε κάποια στιγμή, "ο Ματίας έχει φανερώσει πολλά".
   "Δηλαδή;" τον ρώτησε ο Ισαάκ που είχε αρχίσει να βαραίνει.
   "Καταρχήν, βλέπει πολλά όνειρα".
   "Όλα τα παιδιά βλέπουν".
   "Τα δικά του όμως είναι αλλιώς. Πολλά πρωινά μού έχει πει ποιους θα συναντήσω σε λίγη ώρα στο μαγαζί. Μου λέει: είδα στον ύπνο μου θα 'ρθει αυτός κι αυτός. Έρχονται, Ισαάκ, δε θα το πιστέψεις, ακριβώς τα ίδια πρόσωπα. Άλλες νύχτες μού λέει πως του εμφανίζονται άγγελοι, τον πιάνουν απ' το χέρι και πετούν μαζί πάνω απ' την πόλη και το ποτάμι. Μου έχει περιγράψει πώς είναι η πόλη από ψηλά, με τα τείχη, το ποτάμι, τη γέφυρα, τα 'δε όλα σαν να 'ταν πουλί και πέταγε. Κάποτε μου εξομολογήθηκε πως μια νύχτα ήρθε κάποιος και κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι και του είπε πως όσο ζούσε, είχε προβλέψει τα μελλούμενα. Αυτός ο ίδιος τού είπε ακόμα πως είχε πεθάνει νωρίς, πριν κλείσει τα σαράντα του χρόνια..."
   Ο Ισαάκ έκανε πως τον άκουγε. Ο νους του πέταγε πάνω απ' τον Ρήνο και την πόλη χωρίς να τον κρατάνε άγγελοι, πέταγε πίσω στον χρόνο, πίσω, τότε στην τελευταία φορά πριν απιθώσουν τη Ζέλντα στο χώμα· όταν εκείνο το απόγευμα, πάνε τώρα πέντε χρόνια, επέστρεψαν στα δωμάτια του Ταλμούδ Τορά (10) στο Άμστερνταμ και μοίρασαν την εβραϊκή μακαριά, βραστά αυγά και σταφίδες. Εκείνο το απόγευμα είχε σφίξει μέσα στην τσέπη της ρόμπας του με λύσσα ένα βραστό αυγό και είχαν γεμίσει τα δάχτυλά του κίτρινο πολτό, σαν τα σάλια που ξερνάνε τα χείλη του δαιμονισμένου.
   "Ξέρεις ποιος πέθανε στα τριάντα οχτώ του και γέμισε θλίψη όλες τις κοινότητες της φυλής μας απ' την Ισπανία ως τη χώρα του σουλτάνου; Ο Ισαάκ Λούρια. Αυτός που ερμήνευε τις γραφές με βάση το δέντρο της γνώσης, με τις σεφιρώθ, και προφήτεψε τον ερχομό του Μεσσία".
   Ο Ισαάκ άδειασε όλο το λαγήνι του κρασιού στο ποτήρι.
   "Ο Ματίας έχει βλέμμα στον κόσμο των νεκρών. Ο δάσκαλος Λούρια ήταν αυτός που τον επισκέφτηκε στο κρεβάτι του. Ο γιος μας, Ισαάκ, βλέπει στα επέκεινα".
   Ο Τομπίας, όση ώρα τού μιλούσε, κρατούσε στο χέρι του κι έσφιγγε νευρικά το σάλι της προσευχής.
   "Κι εμείς εδώ τι του προσφέρουμε, μπορείς να μου πεις; Ούτε είμαστε κανονικοί Εβραίοι, τη γλώσσα μας με το ζόρι τη διαβάζουμε και τα ισπανικά πάνε πια, τα ξεχάσαμε, ούτε τις τελετές μπορούμε να κρατήσουμε όπως θέλουμε ούτε τις νηστείες. Ζούμε ζωή στα κρυφά και τρώμε ολημερίς τα ακάθαρτα κρέατα των χριστιανών. Έζησες μαρράνος και τα ξέρεις. Όταν ζεις έτσι, δεν είσαι ούτε απ' αυτήν την όχθη ούτε απ' την άλλη. Κολυμπάς πάντα σ' ένα ποτάμι και δε φτάνεις ποτέ σε καμιά ξέρα. Πώς θα μας κρίνει όμως ο Θεός, μου λες;"
   "Πού θέλεις να καταλήξεις; Απ' την πρώτη στιγμή που ήρθα σου είπα να τα μαζέψουμε και να πάμε την άνοιξη στο Άμστερνταμ".
   Ο Τομπίας του έριξε μια λοξή ματιά.
   "Αφού το θέλεις να ζήσετε σαν εβραίοι, γιατί δεν το αποφασίζεις, μου λες;"
   "Στο μυαλό μου τα φτιάχνω αλλιώς..."
   Επάνω απ' τα κεφάλια τους, στο μεσοπάτωμα, ακούστηκαν πατήματα· η Έστερ δεν είχε ύπνο. Ο Ισαάκ τέντωσε προς τα πάνω τον λαιμό του κι αφουγκράστηκε.
   "Είσαι σίγουρος πως δε μας ακούει;" τον ρώτησε ψιθυριστά.
   "Ναι", απάντησε ο Τομπίας -η φωνή του ήταν βραχνή και μόλις που ακουγόταν.
   "Αυτή τι λέει;"
   "Δεν τη ρώτησα, αυτές είναι κουβέντες των αντρών".
   "Έλιωσε, να το ξέρεις. Μαζί σου έλιωσε".
   Ο Τομπίας έσμιξε τα φρύδια. Στο πρόσωπό του φαινόταν να 'ρχεται αντάρα.
   "Αυτά που ακούω είναι λόγια του κρασιού ή δικά σου;"
   "Πες μου, γιατί δεν έρχεστε στο Άμστερνταμ;" 
   "Είμαστε μαρράνοι, αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό μυστικό της οικογένειάς μας".
   "Αυτό θα βγει στο φως εκεί στο Άμστερνταμ και θα τελειώσει· θα γίνετε εβραίοι, όπως και χιλιάδες άλλοι. Μόνο αυτό όμως. Τα άλλα που είπες... Έχω πιει όμως αρκετά και καλύτερα να μη μιλήσω".
   Ακούστηκαν πάλι τα βήματά της πάνω από τα κεφάλια τους.
   "Η κοιλιά της ετοιμάζεται, Τομπίας. Δεν έχει ύπνο η κακομοίρα. Στο Άμστερνταμ θα είχατε τους καλύτερους γιατρούς, θα..."
   "Όσο είσαι εσύ στο Άμστερνταμ, δεν πρόκειται εγώ να πατήσω ποτέ εκεί. Κατάλαβες;"
   Ο Ισαάκ ένιωσε κάτι σαν σκοτοδίνη· ίσως έφταιγε το κρασί ή η φλόγωση απ' τα ξύλα που καίγονταν δίπλα του. Τον παρατήρησε που τα μάτια του είχαν μικρύνει και συνέχισε να παίζει το σάλι της προσευχής στα χέρια του.
   "Πίσω απ' την ευλάβεια των λόγων σου υπάρχει πάντα μόνο νύχτα", του απάντησε ο Ισαάκ.
   "Στο Άμστερνταμ θα πάω με την οικογένειά μου εάν και όταν εσύ θα είσαι πολύ μακριά".
   "Κι όλ' αυτά για το μυστικό εκείνο... Για να μη με βλέπεις και το θυμάσαι, για να το ξεχάσεις... Ελπίζεις να το ξεχάσεις".
   "Μάρτυρας σ' όλα τα δικά μου είναι μόνο ο Θεός, Ισαάκ. Αυτός κρίνει και καταλαβαίνει. Ο Νόμος Του..."
   "Είσαι αγράμματος στον Νόμο του Θεού. Εγώ ξέρω..."
   "Εσύ είσαι άπιστος, Ισαάκ. Τόσην ώρα σού μιλούσα για τα προφητικά χαρίσματα του Ματίας και δε συγκινήθηκες".
   "Μήπως πρέπει, αδερφέ μου, αύριο το πρωί να τα μαζεύω; Γιατί διστάζεις να μου το πεις;"
   "Έχεις τον ανιψιό σου εδώ και τον αγαπάς. Έχω μάτια και βλέπω, δεν είμαι το τέρας που νομίζεις... Ο γιος μου χρειάζεται συναναστροφές για να πλατύνει ο νους του -όχι βέβαια σαν αυτόν τον Φρανς... Τι δουλειά έχει ένας ξένος να χαρίζει ακριβά δώρα στον γιο μου, μου λες;"
   Εκείνο το βράδυ ο Ισαάκ το φοβόταν πριν ακόμη πέσει το φως. Από το απόγευμα ζούσε μέσα σ' ένα πνίγος. Ακόμα κι αν γινόταν όλος ο Ρήνος κρασί και τον έπινε, πάλι τα πόδια του θα ήταν μουδιασμένα και θα φοβόταν. Έτρεμε τα σαγόνια τους, που ήταν έτοιμα εδώ και μέρες να δαγκάσουν ο ένας τον άλλον. Έτρεμε τα παλιά μυστικά, τα λόγια του σκοταδιού, την εξομολόγηση που δεν είχε έρθει ποτέ γιατί κάπου είχε χάσει τον δρόμο της. Στο μυαλό του εκείνο το βράδυ νόμιζε πως την κρυμμένη αλήθεια την άκουσε να χτυπά με δύναμη το ρόπτρο της πόρτας τους.
   Έσκυψε προς το μέρος του αδερφού του και μίλησε σιγά, τόσο σιγά που ίσα που ακουγόταν, γιατί πάνω τους τα τριξίματα στα σανίδια απ' τα πόδια της Έστερ δεν είχαν σταματήσει.
   "Λέγε τώρα, Τομπίας, αυτό το μωρό στην κοιλιά της Έστερ ποιανού είναι; Λέγε, Τομπίας, ποιος είναι ο πατέρας; Όχι εσύ, φαντάζομαι..."

   Οι καμπάνες των Χριστουγέννων έσπασαν τη σιωπή της χειμωνιάτικης νύχτας. Απ' τον καθεδρικό του Αγίου Γεωργίου, την εκκλησία του Αγίου Άλμπαν κι απ' τον Άγιο Μαρτίνο, οι κωδωνοκρουσίες έγιναν μουσικός στρόβιλος και χίμηξαν να διαλύσουν την ομίχλη. Τα κατώφλια των σπιτιών φωτίζονταν σιγά σιγά καθώς οι πόρτες άνοιγαν και οι άνθρωποι, κουκουλωμένοι, κινούσαν με φανάρια μες στο σκοτάδι. Ένα νεογέννητο είχε ξεσηκώσει την πόλη και τώρα, στο ημίφως της ομίχλης, οι συντροφιές κινούσαν προς το κάλεσμα του κωδωνοκρούστη.
   Στο σπίτι των Κράις η γριά Μπετίνα είχε ρίξει στον ώμο το πανωφόρι της και βάδιζε προς την πόρτα.
   "Αύριο, κύριε Κράις, δεν ήρθε ακόμα η ώρα. Αυτά που νιώθει δεν είναι πόνοι, τα προεόρτια είναι. Ο μεγαλοδύναμος μας δείχνει για αύριο, τη μέρα του ερχομού της δόξας Του!"
   Ο Τομπίας, κρατώντας ένα φανάρι, συνόδεψε τη μαμή ως τα μισά του δρόμου.
   "Να μείνει ξαπλωμένη;" ρώτησε.
   "Δεν είναι απαραίτητο. Μόνο να μη βγει έξω κι έχουμε γεννητούρια μες στην πλατεία", του απάντησε και χαμογέλασε με το στραβό της στόμα. "Μετά τη λειτουργία, θα περάσω να δω τι γίνεται. Να έχετε καλού κακού πάντα φυλαγμένο καθαρό νερό και πετσέτες".
   "Προσευχήσου και για μας", της φώναξε μέσα στην ομίχλη.
   "Το μόνο εύκολο", απάντησε η μαμή και χάθηκε, σέρνοντας ελαφρά το ένα πόδι, στη στροφή του δρόμου.
   Μέσα στο σπίτι η Έστερ είχε κιόλας σηκωθεί και καθόταν δίπλα στο τραπέζι. Τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα κι έδειχνε χλωμή. Ο Ισαάκ με τον Ματίας ετοίμαζαν κάτι πρόχειρο για φαγητό. Άλλα χρόνια τέτοια μέρα στρωνόταν πλούσιο τραπέζι και κάθε τόσο χτυπούσαν χαρούμενα την πόρτα τους οι γείτονες. Η Έστερ, μαζί με τις άλλες γυναίκες της γειτονιάς, θα είχε ψωνίσει καρυκεύματα και μυρωδικά από τη γειτονιά των μπαχαρικών και θα είχε ετοιμάσει τα μπάσλερ λάκερλι, τα σπιτικά μπισκότα, όπως και το λικέρ με το γαρίφαλο που θα κερνούσαν τους επισκέπτες. Αυτήν την χρονιά όμως ήταν αλλιώς· αντί για φαγητά θα ετοίμαζαν ζεστό νερό και καθαρά σεντόνια.
   "Φέρε ξύλα, Ματίας", είπε ήρεμα ο Ισαάκ, "φέρε και το μολύβι απ' την αποθήκη. Θα κάνουμε το έθιμο, έτσι δεν είναι, Έστερ; Μπορεί το τραπέζι μας να είναι λιτό, αλλά το μολύβι θα το λιώσουμε. Πάνε δέκα χρόνια που έχω να το δω".
   Η ετοιμόγεννη τον κοίταξε θλιμμένα. Ο Ματίας ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει πως η μάνα του, όταν ο πατέρας του δεν ήταν μπροστά, έβλεπε με άλλα μάτια το πρόσωπο του θείου του. Κούνησε το κεφάλι της κι έσφιξε το σάλι στην πλάτη -κρύωνε. 
   "Έστερ, φοβάσαι;" τη ρώτησε ο Ισαάκ την ώρα που ο Ματίας ήταν στην αποθήκη.
   "Τι να φοβηθώ;" του απάντησε.
   "Όλα αυτά που τραβάτε εσείς οι γυναίκες για να φέρετε ένα μωρό στον κόσμο".
   "Τα έχω περάσει ξανά, το ξέχασες;"
   Ο Ισαάκ έκοβε το ψωμί στο τραπέζι και της είχε γυρισμένη την πλάτη.
   "Ξέχασες;" τον ξαναρώτησε.
   "Όλα τα θυμάμαι", της απάντησε. "Σε είχε πιάσει ο χάρος για τα καλά, αλλά ένα χέρι σε τράβηξε. Ήταν το χέρι του Θεού, Έστερ".
   "Ήταν το δικό σου χέρι, Ισαάκ..."
   Μπαίνοντας ο Τομπίας έβαλε τον σύρτη στην πόρτα.
   "Μην κλειδώνεις", του είπε η Έστερ ξεψυχισμένα, "γιορτή είναι, μπορεί να περάσουν οι γείτονες να ευχηθούν".
   "Αν έρθουν, θ' ανοίξω", είπε κοφτά και πήγε προς το τζάκι για ν' ανακατώσει τη φωτιά.
   "Θα κάνουμε το έθιμο", του είπε η Έστερ.
   Ο Ματίας έφερε τα ξύλα και μια μικρή πάνινη σακούλα που είχε μέσα μπίλιες από μολύβι.
   "Βγάλε, Ματίας, τέσσερα σανίδια", του παράγγειλε η μάνα του.
   "Γιατί τέσσερα; Είμαστε πέντε", είπε ο Ισαάκ.
   "Τέσσερις είμαστε", του απάντησε εκείνη.
   "Το μωρό σου, Έστερ;"
   "Κάντε ό,τι θέλετε", απάντησε κι έκανε μια γκριμάτσα πόνου· τη χτυπούσαν τα ίδια της τα σπλάχνα.
   Ο Ματίας άπλωσε πέντε μικρά σανίδια πάνω στο τραπέζι κι ο Τομπίας έβαλε μερικές μπίλιες σ' ένα παλιό τάσι που το είχε ακουμπήσει πάνω στη φωτιά.
   "Ετοιμαστείτε", τους είπε, "δε θ' αργήσει να λιώσει".
   Το έκαναν σε όλα τα σπίτια της πόλης κάθε παραμονή Χριστουγέννων. Τέτοιες μέρες, καθώς τέλειωνε η χρονιά, υπήρχε η συνήθεια να λιώνουν μόλυβδο και να τον χύνουν αργά πάνω σε ξύλο ή πέτρα. Όταν το μέταλλο κρύωνε, παρατηρούσαν ό,τι σχηματιζόταν από την ιδιοτροπία της στιγμής και προσπαθούσαν να το ερμηνεύσουν. Οι πιο απλοϊκοί πίστευαν πως το λιωμένο μέταλλο στ' αλήθεια έδειχνε στον καθένα το μέλλον του για την καινούρια χρονιά.
   "Έλιωσες πολύ", παρατήρησε η Έστερ την ώρα που ο Τομπίας κρατούσε με μια τσιμπίδα το καυτό σκεύος με το λιωμένο μολύβι και το 'φερνε πάνω απ' τα σανίδια.
   "Δεν πειράζει, γυναίκα, έτσι το μέλλον μας θα φανεί πιο καθαρά, χωρίς τσιγκουνιές, ξάστερα, αν το θέλει ο Θεός..."
   Τα μάτια του Ματίας είχαν γουρλώσει από περιέργεια και θαυμασμό. Θυμόταν αυτό το έθιμο απ' τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Πρόπερσι στο δικό του ξύλο είχαν σχηματιστεί αυτιά λαγού, έτσι το είδε τουλάχιστον εκείνος -ένας οιωνός ανεξήγητος, όπως αποδείχθηκε. Πέρσι όμως ξεχώρισε πάνω στο σανίδι του κάτι σαν μωρό με τρία χέρια. 
   "Ανάψτε ένα λυχνάρι ακόμα να βλέπουμε πιο καθαρά", ζήτησε η Έστερ.
   Το καινούριο φιτίλι φώτισε πιο πολύ τα πρόσωπά τους όπως αυτά έσκυβαν πάνω απ' τα σανίδια και παρατηρούσαν το μολύβι που κρύωνε σιγά σιγά και στερεοποιούνταν. Ο Ματίας ήταν γεμάτος αγωνία, ενώ ο Ισαάκ δύσπιστος, γιατί ένα κομμάτι άψυχο μέταλλο προσπαθούσε να ανιχνεύσει το μέλλον. Ο Τομπίας προσευχόταν στις αθέατες δυνάμεις του σύμπαντος, ενώ η Έστερ απλά ένιωθε το βάρος της κοιλιάς της να την τραβάει ολόκληρη προς το χώμα. Ο σύζυγος άπλωσε κάποια στιγμή το χέρι του και χάιδεψε τα αχτένιστα μαύρα μαλλιά της γυναίκας του. Εκείνη, με τα μάτια κομμένα απ' την ταλαιπωρία, δε γύρισε να τον κοιτάξει. Το ένα χέρι έπιανε την κοιλιά της και το άλλο έπεφτε άτονο προς τα κάτω, με τα δάχτυλά της, να δείχνουν στο χώμα.
   "Μαμά, το δικό σου είναι σαν κασέλα. Κοίτα, και του μωρού μας είναι σαν κιβώτιο", φώναξε ο Ματίας.
   Ο Τομπίας κρυφοκοίταζε τον αδερφό του, όταν ξαφνικά ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα κι απ' έξω φωνές. Γείτονες που πήγαιναν προς την εκκλησία χτύπησαν την πόρτα των Κράις, να ρωτήσουν γιατί η πόρτα τους ήταν κλειστή ενώ μέσα είχαν φως.
   Ο καπελάς σηκώθηκε κι άνοιξε· τον ακολούθησε και ο Ισαάκ και στάθηκε πίσω του. 
   "Η Έστερ είναι στην ώρα της", απάντησε ο Τομπίας, "δε θα 'ρθουμε στην εκκλησία".
   Τα πρόσωπα των γειτόνων, με τις κουκούλες, τα καπέλα και τα φαρδιά χαμόγελα, φάνταζαν στον διάκοσμο της ομίχλης και στο μισόφωτο των λύχνων καρναβαλικά κι απόκοσμα. 
   "Η ώρα η καλή, κύριε Κράις", ακούστηκαν ευχές και γέλια σαν από στόματα της μάσκας, ακίνητα.
   "Ευχαριστώ", απάντησε ο Τομπίας κι έμεινε για λίγο μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, ώσπου ν' απομακρυνθούν και οι τελευταίοι.
   Έξω από το κατώφλι ένα τρίγωνο φως απ' τη μισάνοιχτη πόρτα έκοβε το λιθόστρωτο.
   "Ισαάκ", ψιθύρισε στον αδερφό του πριν κλείσει, "το μολύβι δείχνει στην Έστερ και στο μωρό τάφους! Ας μας φυλάει η δύναμη του Θεού!"
   "Πιστεύεις σαν τις γριές χωριάτισσες στο παζάρι το καθετί, είσαι αφελής", του απάντησε μέσ' απ' τα δόντια του ο Ισαάκ και του γύρισε την πλάτη.
   Πάνω στο τραπέζι το μέλλον είχε ρίξει γκρίζο χαλάζι και είχε κάψει ό,τι ελπίδες και προσδοκίες είχαν σωρεύσει οι Αλμοσίνο για την καινούρια χρονιά -για όσους τουλάχιστον έτρεφαν μια αλχημιστική εμπιστοσύνη στις κρυφές ιδιότητες των μετάλλων.

   Ο Ματίας τρύπωσε κάτω απ' τα βαριά σκεπάσματα. Εκείνο το βράδυ κανείς δεν είχε φροντίσει να βάλει κάτω απ' τα σκεπάσματα την μπρούντζινη θερμοφόρα και τώρα ένιωθε το λινό ύφασμα παγωμένο στα πόδια του. Η Έστερ έσκυψε πάνω του και τον φίλησε. Την είχε δει προηγουμένως να περπατάει με δυσκολία· τώρα, μέσα στο ημίφως, την άκουσε να βαριανασαίνει. Ο λαιμός της, την ώρα που τον αγκάλιαζε, μοσχομύριζε, τα μαλλιά της, λουσμένα απ' τις ολοήμερες εφιδρώσεις, είχαν τη δική τους μυρωδιά, δέρμα και αρωματικό λάδι. Το τελευταίο της φιλί μύριζε σαπούνι και τον ιδρώτα απ' τις ρίζες των μαλλιών της. Έτσι θα τη θυμόταν σε όλη του τη ζωή, ένα αμάλγαμα σαπουνιού κι αγωνίας.
   Εκείνο το βράδυ άργησε να κοιμηθεί. Ο θείος του ήταν ακόμη μέσα στη σάλα και θα καθυστερούσε ως συνήθως να πέσει στο κρεβάτι. Άκουγε τη σιγανή φωνή του καθώς μιλούσε με τον πατέρα του. Κανείς δε φώναζε εκείνη τη νύχτα, περίεργο... Ένιωθε την κούραση να του πιέζει σιγά σιγά τα βλέφαρα κι εκείνα να κλείνουν. Κάθε τόσο όμως ένας ζωηρός χτύπος της καρδιάς τον έφερνε πίσω στη σκοτεινή κάμαρα. Χάζευε τότε, με τα μάτια παραδομένα στη νύστα, το φως κάτω στη χαραμάδα της πόρτας και το μισόφωτο της ομίχλης έξω απ' το παράθυρο.
   Ο Ματίας δεν ήξερε εκείνο το βράδυ αν ήθελε να έρθουν και πάλι οι άγγελοι στα όνειρά του, να τον πάρουν και να πετάξουν μαζί ψηλά πάνω από την πόλη, πάνω απ' τα δάση του Χαρντ Βαλντ και του Κλάιν Χίνιγκεν. Δεν ήξερε αν ήθελε να δει από ψηλά το μεγάλο ποτάμι, που ο ρόχθος του δεν έφτανε ως τα σύννεφα, αλλά ξεχώριζε να κυλάει βουβό δίπλα απ' τα παλιά τείχη, καθώς σχημάτιζε το γόνατο που έστριβε και τραβούσε προς τη χιονισμένη Αλσατία.
   Στριφογύρισε κάμποσες φορές κρατώντας στο χέρι το μαντίλι του. Είχε ζητήσει το ξύλο του με τον μόλυβδο να το πάρει στο κρεβάτι, όπως κι αυτό του αδερφού του, που έμοιαζε με κιβώτιο, αλλά ο πατέρας του τού είχε αρνηθεί μ' ένα θυμωμένο κούνημα του κεφαλιού. Έφερε το μαντίλι στη μύτη και το μύρισε. Ήθελε πολύ να μοσχοβολάει σαπούνι, σαν τον λαιμό της μάνας του, αλλά μάταια· το είχε ξεχασμένο στην τσέπη του για μέρες και η μυρωδιά του θύμιζε μουχλιασμένο ψωμί.
   Κάποια στιγμή ακούστηκε θόρυβος απ' τον δρόμο. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε στο μικρό παράθυρο. Άνθρωποι γύριζαν απ' τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, ακούγονταν κουβέντες, ψελλίσματα από ύμνους και πατήματα από μπότες και ξύλινες γαλότσες πάνω στις πέτρες. Ο στενός δρόμος φωτίστηκε για λίγο απ' τα φανάρια τους κι ύστερα είδε τις σκιές τους μια μια να περνούν μπροστά από το τζάμι, άλλες καμπουριαστές, άλλες με το κεφάλι ψηλά, άλλες με καπέλα. Κάποια απ' αυτά ήταν πλατύγυρα, άλλα κωνικά, καπέλα αντρικά, γυναικεία, καπέλα οξύκορφα, ημισφαιρικά. Όλα όμως ήταν φτιαγμένα για να κρύβουν μύχιες σκέψεις και να πατικώνουν τις τρίχες στο κεφάλι, να τις παστώνουν μέσα στο αλάτι του ιδρώτα. Τα καπέλα είναι βρόμικες φωλιές των λογισμών, το είχε άραγε σκεφτεί ποτέ αυτό ο καπελάς Τομπίας Κράις.
   Όταν έσβησε το ημίφως των φαναριών, το παράθυρο έγινε και πάλι σκοτεινό και δεν ξεχώριζε απ' τον υπόλοιπο τοίχο. Μόνη παρηγοριά του έμενε η χαραμάδα κάτω απ' την πόρτα, που έφεγγε ακόμη. Τους αγγέλους εκείνο το βράδυ δεν τους περίμενε, γιατί ήξερε πως είχαν πάει όλοι να ψάλουν πάνω απ' την κούνια του Θεού των χριστιανών. Αν και μικρός ακόμη, ο Ματίας είχε ήδη καταλάβει πως σε κάθε εμφάνιση οι άγγελοι ήταν οι ίδιοι και για τους χριστιανούς και για τους εβραίους. Απόψε οι γιοι του Ισραήλ έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
   Ώρες αργότερα ύστερα απ' το τέλειωμα της νύχτας, ο Ματίας ένιωσε πώς είναι να σε ανασηκώνουν βίαια και να σε τραβούνε από το βαθύ πηγάδι του ύπνου. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι ήταν ακριβώς, ήταν σίγουρος μόνο πως ο ύπνος του είχε τελειώσει. Αφουγκράστηκε. Αυτό που τον ξύπνησε τον βρήκε μπρούμυτα, με το πρόσωπο πάνω στο μαξιλάρι. Όταν άνοιξε τα μάτια του, όλος ο κόσμος μπροστά του ήταν αυτό το λευκό μαξιλάρι. Κατάλαβε αμέσως πως το δωμάτιο είχε πια φως.
   Όταν η κραυγή ξανακούστηκε, έστρεψε το κεφάλι και κοίταξε ψηλά στα ξύλινα δοκάρια· ένα σακάτικο φως φώτιζε το κρεβάτι απ' το παράθυρο. Έτριψε τα μάτια και ανακάθισε. Όταν η κραυγή ακούστηκε και πάλι, ήταν σίγουρος πως τούτες τις φωνές τις γεννούσε το ίδιο τους το σπίτι. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα έξω απ' την πόρτα κι έτριξαν οι μεντεσέδες της. Το κεφάλι του Ισαάκ τον περιεργάστηκε, ενώ καθόταν στο κρεβάτι πασαλειμμένος ακόμη με τα απόνερα του ύπνου.
   "Ντύσου για έξω", του είπε κοφτά κι έκλεισε την πόρτα.
   Ο Ματίας δεν ήθελε να βγει απ' τα σκεπάσματα. Ήταν γιορτή και άγριο πρωί ακόμα· άλλωστε είχε κρύο, το χνότο του άχνιζε στον αέρα.
   "Γιατί, θείε Ισαάκ;" φώναξε.
   Δεν πήρε καμιά απάντηση· όλο το σπίτι δεν είχε πια αυτιά για κείνον. Οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα σκεπάσματα, όλα περίμεναν την επόμενη κραυγή, αυτή που τον είχε ξυπνήσει, αυτή που σου πάγωνε το αίμα κι ας έβγαινε από γυναικείο στόμα. Ο Ματίας, ξύπνιος πια για τα καλά, κατάλαβε πως οι πόνοι της μάνας του είχαν ξεκινήσει.
   Πέταξε από πάνω του τα σκεπάσματα κι άρχισε να ντύνεται γρήγορα. Έξω απ' το παράθυρο άκουσε βήματα. Γύρισε και είδε τον πατέρα του να φεύγει βιαστικά απ' το σπίτι χωρίς καπέλο και παλτό -τα μακριά μαλλιά του τα ανέμιζε ο αέρας.
   Βρήκε τον Ισαάκ σκυμμένο πάνω από μια πυραμίδα ξύλα στο τζάκι. Φυσούσε μ' όλη του τη δύναμη πάνω από κάτι προσανάμματα. Τα μάγουλά του ήταν φουσκωμένα σαν στήθη λεχώνας και κατακόκκινα.
   "Γιατί να φύγουμε, θείε;" τον ρώτησε ο Ματίας.
   Δεν του απάντησε αμέσως. Έπρεπε πρώτα να σιγουρέψει τον καπνό, ν' αντρειέψει η φλόγα, κι ύστερα ν' ανασηκωθεί και να τινάξει απ' τα ρούχα του τις στάχτες.
   "Θέλω να μείνω εδώ να δω το μωρό", του είπε.
   "Βγάλαμε απόφαση με τον πατέρα σου. Δεν είναι για σένα εδώ, δεν την ακούς τη μάνα σου πώς βογκάει; Θα σου σφίγγεται η ψυχή κάθε τόσο. Ο πατέρας σου πήγε να φωνάξει τη μαμή, θα 'ρθει όπου να 'ναι. Είναι η ώρα των γυναικών, Ματίας, δεν έχουμε δουλειά εδώ. Να ντυθείς γερά, έχει κρύο".
   Ακούστηκε ένα ακόμα ουρλιαχτό πάνω απ' τη σκάλα. Την ίδια στιγμή μπήκε ο Τομπίας αναμαλλιασμένος.
   "Ακόμη εδώ είστε;"
   "Φεύγουμε", απάντησε ο Ισαάκ και τράβηξε τον ανιψιό του απ' το χέρι.
   Βρέθηκαν σε μια έρημη πόλη. Ήταν πολύ πρωί ακόμα, σε κάθε δρόμο άκουγαν την ηχώ απ' τα βήματά τους. Φυσούσε ένας αέρας παγωμένος, όχι όμως πολύ δυνατός, σακάτης ήταν και ασθενικός σαν το πρωινό χειμωνιάτικο φως, έτσι που έκανε τους ανεμοδείχτες στις στέγες να κινούνται ράθυμα, μουδιασμένοι κι αυτοί απ' τον ύπνο.
   Δε συνάντησαν ψυχή. Πέρασαν μπροστά από το επιβλητικό μέγαρο του δημαρχείου και διέσχισαν την Αϊζενγκάσσε προς τη μεριά του ποταμού. Έξω από αρκετά σπίτια κρέμονταν στις πόρτες στεφάνια από έλατα. Έμοιαζαν κυνηγημένοι, όμως δεν ερχόταν ξοπίσω τους κανείς· έμοιαζαν βιαστικοί, αλλά δεν είχαν πού να πάνε.
   Τέτοιες ώρες, που η φυγή είναι ο μόνος σκοπός, θάλασσες, λίμνες και ποτάμια τραβάνε σαν μαγνήτης. Πέρασαν την πύλη, που ήταν ανοιχτή κι αφύλαχτη λόγω της γιορτής, και βγήκαν στο ποτάμι. Η αποβάθρα έστεκε έρημη κι αυτή. Δυο τρεις δεμένες βάρκες λίγο έγερναν σπρωγμένες απ' το ρεύμα του ποταμού. Η γέννηση του Σωτήρα και η μεγάλη γιορτή του είχαν ερημώσει τον τόπο. Τέτοια ώρα, έπειτα από μια γιορτινή νύχτα, άνθρωποι, βοσκοί και άγγελοι κοιμόντουσαν βαθιά. Οι υδρόμυλοι ακούγονταν να δουλεύουν χωρίς ανθρώπινη παρουσία κι απ' τα σπιτάκια των ψαράδων στις όχθες δεν έβγαινε καπνός.
   "Θείε Ισαάκ, νομίζει κανείς πως είμαστε μόνοι μας στον κόσμο".
   Ο γραφιάς του Άμστερνταμ χαμογέλασε.
   "Έχεις μεγάλη φαντασία, Ματίας. Πες μου, θέλεις να πάμε στο δάσος; Είναι πολύ πρωί ακόμη, θα προλάβουμε άνιφτα τα πουλιά. Πες μου, θέλεις;"
   Ο Ματίας άρχισε να τρέχει μπροστά. Ο Ισαάκ έβγαλε μια κραυγή, που θα ήθελε πολύ να ήταν από πραγματική χαρά -κάτι του έσφιγγε το στομάχι- και τον ακολούθησε τρέχοντας.
   Είναι ωραίο όταν δεν έχεις να πας πουθενά κι αρχίζεις έτσι να τρέχεις. Στην είσοδο του δάσους τα χνότα τους θύμιζαν νερό που βράζει στη φωτιά. Έβγαινε το μέσα τους σε μικρά σύννεφα και τα πνευμόνια τους έπιναν αχόρταγα τον αέρα απ' τα βουνά. 
   "Σώπασε λίγο τώρα", είπε ο Ισαάκ λαχανιασμένος.
   Σκεφτόταν συχνά πως τα γυμνά δέντρα στην αρχή του μονοπατιού φαίνονταν το πιο ήσυχο εκκλησίασμα στην αρχαιότερη λειτουργία από καταβολής κόσμου, αυτής του δάσους. Κάθε ξέφωτο, είχε ακούσει από κάτι σπουδαγμένους, είναι ένας βωμός, εκεί που θυσιάζεται και ξαναγεννιέται ο μικρός Θεός. Αυτός ήταν ένας λόγος που, κάθε φορά που έμπαινε στο δάσος, προτιμούσε τη σιγή από τις συζητήσεις. Ο Ματίας τον είχε μάθει πια και περπατούσε μπροστά σιωπηλός, ενώ κρατούσε στο χέρι ένα κομμάτι ξύλο με ευλάβεια, θαρρείς και ήταν κερί.
   Πέρασε πολλή ώρα. Έκαναν έναν μεγάλο γύρο μέσα στα ξερά δέντρα και πήραν πάλι την κατηφόρα προς το ποτάμι. Ο Ισαάκ, που είχε ολοκληρώσει τις έσω σκέψεις και τις προσευχές του, άρχισε πάλι να ρωτάει τον ανιψιό του διάφορα. Τον ενοχλούσε πραγματικά πολύ που ο Ματίας έχανε τον καιρό του μαζί τους, ενώ θα 'πρεπε να 'ναι κάτω από την αυστηρή επιτήρηση ενός καλού δασκάλου.
   "Στο Άμστερνταμ είχαμε έναν πελάτη απ' τη μεγάλη χώρα του βασιλιά Λουδοβίκου. Μου είπε κάποιες φορές για έναν συντοπίτη του, που έγραψε, λέει, στα μαθηματικά ένα βιβλίο ολόκληρο για τους κώνους όταν ήταν δεκάξι χρονών. Ακούς, Ματίας; Δώσε προσοχή! Ένα μυαλό προικισμένο που δεν πήγε στράφι..."
   Ο Ματίας είχε ανοίξει το βήμα του και χανόταν απ' τα μάτια του σε κάθε στροφή.
   "Ο πελάτης μας καταγόταν από ένα περίεργο μέρος, δε θυμάμαι τ' όνομά του, όμως αυτός ο μαθηματικός ζει ακόμα και διαπρέπει, θα 'ναι πάνω κάτω στην ηλικία μου".
   Η κατηφόρα προς το ποτάμι γινόταν ολοένα και πιο απότομη.
   "Ματίας, μη βιάζεσαι. Τέτοια όνειρα έχω για σένα, ακούς;" 
   Ο Ισαάκ εκείνη τη στιγμή γλίστρησε σε κάτι σάπια φύλλα και ίσα που πρόλαβε και κρατήθηκε από ένα κλαδί. Το χνότο του συνέχιζε να λιβανίζει την ιερή σιωπή του δάσους. Κοίταξε μπροστά και κάτω στα φιδογυρίσματα του μονοπατιού· ο ανιψιός του δε φαινόταν πουθενά.
   Ένα κρύο χέρι τού χάιδεψε κατάσαρκα το στήθος. Έβαλε χωνί τις παλάμες και φώναξε με όλη του τη δύναμη. Ένα κοπάδι μαυροπούλια πέταξε ψηλά κι άρχισε να κάνει γύρους πάνω απ' το ποτάμι. Η κραυγή του ακούστηκε σπαρακτική.
   "Ματίας! Περίμενε, Ματίας!"
   Η μόνη απάντηση που άκουσε ήταν η ηχώ της φωνής του. Ξαναπήρε το μονοπάτι με μεγάλες δρασκελιές. Κάθε τόσο κλαδιά τού γρατζούνιζαν τη ράχη και σαπισμένα φύλλα έλιωναν σαν κοπριά κάτω απ' τις μπότες του. Κοντοστάθηκε στο πρώτο αραίωμα των δέντρων και φώναξε:
   "Μείνε όπου είσαι, Ματίας. Περίμενέ με".
   Η ηχώ της κραυγής του σκέπασε προς στιγμή το βουητό του ποταμού. Όταν αυτή πάλιωσε και χάθηκε, ο Ισαάκ έμεινε πάλι μόνος, όρθιος και μόνος στο μονοπάτι, με τις παλάμες ακόμα χωνί στο στόμα του.
   Άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας, ενώ πρόσεχε τις λακκούβες, τα χαμηλά κλαδιά των δέντρων και τις παγίδες της ομίχλης, η οποία πύκνωνε όσο ξαναπλησίαζε στις όχθες. Ένιωσε την ανάγκη μιας βοήθειας, γιατί ξοπίσω του τον καταδίωκε ο πανικός σαν αγριόσκυλο. Δεν είχε πια τον έλεγχο της λογικής, τα μαθηματικά φαίνονταν άχρηστα, τα χρεόγραφα, οι λογαριασμοί, τα βιβλία για τους κώνους, οι Έλληνες, οι Λατίνοι, ο θεός των φιλοσόφων... Λαχανιασμένος τώρα εκλιπαρούσε για την παρουσία ενός θεού από σάρκα και πέτρα, ενός θεού έμπειρου και δοκιμασμένου, που να έρχεται κατευθείαν από τα παλιά, από την παράδοση των πατέρων του, απ' την κούνια του, απ' το πρώτο του σάλι προσευχής και την τελετή της περιτομής του στα χρόνια του Άμστερνταμ.
   Κοντοστάθηκε στις όχθες κι έβαλε πάλι τις παλάμες του στο στόμα. Η φωνή του ακούστηκε σαν να 'βγαινε από αρχαϊκό κέρας, απ' την ίδια την έρημο των πατέρων του.
   "Σεμά Ισραέλ (11)".
   Πουλιά του ποταμού σηκώθηκαν και πάλι μέσα απ' τις λόχμες. Φώναξε ξανά και ξανά.
   Έσκυψε και ακούμπησε το μέτωπο κάτω στο κρύο χώμα.
   "Θεέ μου, βοήθα τον!"
   Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά. Όταν σήκωσε το πρόσωπο, τα γένια του, βρεγμένα απ' το κλάμα, πάγωσαν στον κρύο αέρα που τυραννούσε τις όχθες. Άρχισε να βαδίζει προς το νερό και να κοιτάζει πάνω κάτω όλες τις άκρες του ποταμού.
   "Ματίας! Ματίας!"
   Ο Ρήνος, ποταμός αναίσθητος, χωριάτης, βούιζε εφιαλτικά δίπλα στ' αυτιά του. Τα νερά του, χωμάτινα, προοιώνιζαν μεγαλύτερη συμφορά. Το χώμα μύριζε, βρομούσε, όπως ήταν σκαμμένο απ' την ορμή των υδάτων του χειμώνα. Πότε μυρίζει το χώμα, Ισαάκ Αλμοσίνο;
   Συνέχιζε να τρέχει ξεσκούφωτος πλάι στις όχθες. Ο άνεμος δαίμονας πάνω στον σβέρκο του ποταμού, του ανακάτωνε τα μαλλιά. Μια φωνή ερχόταν μέσα απ' τον βούρκο της κοίτης και μάνιαζε πάνω στους αφρούς. Πότε σκάβουμε βαθιά το χώμα, Ισαάκ Αλμοσίνο;
   Τον είδε να στέκεται στην όχθη βουτηγμένος ως τα γόνατα. Το πρόσωπό του κοιτούσε στα ανάντη του ποταμού, στη μεγάλη ανηφόρα του νερού που χανόταν πέρα στα βουνά. Φαινόταν να μην τον ακούει. Είχε τα χέρια σφιγμένα μπροστά στο στήθος κι ατένιζε πέρα στο άπλωμα της κοίτης, στα καφετιά νερά και στους στροβίλους, στις ρουφήχτρες, στις καταπακτές τού κάτω κόσμου.
   "Ματίας!" κραύγασε μ' όλη του τη δύναμη κι ήρθε πάλι η ηχώ κι ανακατεύτηκε μ' εκείνο το βουητό που δεν είχε τέλος.
   Ο Ρήνος θορυβούσε χωρίς σταματημό, αιώνες τώρα, απ' τη δημιουργία του κόσμου. 
   Βούτηξε κι αυτός μέσα στα νερά και τον αγκάλιασε. Το κορμάκι του ήταν παγωμένο.
   "Γιατί μόνος, γιατί;"
   Ο Ματίας γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν απλανή, έδειχνε σαν να υπνοβατούσε.
   "Πού ήσουν; Γιατί;..."
   Τον έσφιξε πάλι μ' όλη του τη δύναμη.
   "Εκεί, θείε Ισαάκ, μια σχεδία... Είδα μια σχεδία".
   "Τι σχεδία, για όνομα του Θεού! Τρόμαξα. Ποια σχεδία;"
   "Μια σχεδία στο ποτάμι... πέρασε... Να, εκεί πέρα. Είχε μια γυναίκα επάνω, όρθια. Μόνη ήτανε, μια γυναίκα μόνη πάνω στη σχεδία. Στα χέρια κρατούσε ένα μωρό, το βύζαινε..."
   Ο Ισαάκ κοίταξε πέρα μακριά, εκεί που του έδειχνε το παγωμένο δάχτυλο του Ματίας. Ερημιά παντού· ο Ρήνος κυλούσε μες στη χειμωνιάτικη μοναξιά του.
   "Δεν έχει καμιά σχεδία, Ματίας".
   "Την είδα από μακριά, πέρασε..."
   "Σου φάνηκε, αγόρι μου. Χριστούγεννα στο ποτάμι δεν είναι κανείς".
   "Την είδα, θείε. Της φώναξα δυνατά, όρθια στεκόταν πάνω στα ξύλα, δε μ' άκουσε, φώναζα..."
   "Πάμε πίσω στην πόλη, Ματίας, στο δάσος έχει σήμερα παγωνιά".
   Ο Ματίας τον κοίταξε μιαν ακόμη φορά και κατέβασε πειθήνια το κεφάλι. Τα μάτια του έδειχναν τώρα να έχουν εστιάσει στο παρόν και ήταν πιο καθημερινά, μάτια συνηθισμένα τής κάθε μέρας.
   Βγήκαν πάλι πίσω στο μονοπάτι και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Ο Ισαάκ έπαιρνε κάθε τόσο βαθιές ανάσες και τον ρωτούσε. Ο ανιψιός του είχε κατεβασμένο το κεφάλι και δεν απαντούσε.
   "Γιατί δε μιλάς;" τον ρώτησε κάποια στιγμή.
   "Τι έλεγε εκείνο το βιβλίο για τους κώνους, θείε Ισαάκ;"
   Του 'πιασε δυνατά το χέρι και τον τράβηξε κοντά του· δεν τον άφησε στιγμή. Σε λίγη ώρα φάνηκε εκείνη η μεριά απ' τα τείχη της πόλης που έβλεπε στο ποτάμι.

   Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να πεθάνει κανείς; Πόσες τέχνες θανάτου, πόσες artes moriendi; Κανονικά ένας, αυτός που έδειχνε η Εκκλησία της Ρώμης, αυτός που ήταν η σίγουρη διάβαση στον Παράδεισο: συγκεκριμένες προσευχές, οδηγίες, αμοιβές, λυσίποινα, συχωροχάρτια...
   Μήπως όμως υπάρχει κι άλλος τρόπος; Πόσα ξυλόγλυπτα έχουν φτιαχτεί, πόσα σκαλισμένα ρολόγια, πόσες νωπογραφίες, πόσα χαρακτικά των τυπογραφείων που απεικονίζουν τη στερνή διάβαση; Κρεβάτια κίτρινα απ' τον πυρετό, μάτια μισόκλειστα, παλάμες ενωμένες σε προσευχή, ροζάρια, δαίμονες κι άγγελοι γύρω από την επιθανάτια κλίνη.
   Στην ίδια τη Βασιλεία, στον μεγάλο ναό, υπάρχουν ζωγραφισμένοι μακάβριοι χοροί με σκελετούς που πιάνονται χέρι χέρι με καλοθρεμμένους επισκόπους και χωρικούς σε μια αλυσίδα. Όταν στις ατέλειωτες βόλτες τους στην πόλη, τις προηγούμενες βδομάδες, θείος κι ανιψιός έστεκαν μουδιασμένοι μπροστά στις εικόνες, στους χορευτές που όδευαν στον τάφο, ο Ισαάκ έπιανε σφιχτά το χέρι του παιδιού. Το ίδιο έκανε και τώρα, στην ερημιά της μεγάλης γιορτής, καθώς δραπέτευαν απ' τα οράματα του ποταμού και τις απειλές του δάσους.
   Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να πεθάνει κανείς; Χρόνια πολλά αργότερα ο Ματίας Αλμοσίνο θα διαλογιζόταν πάνω σ' αυτό το ερώτημα επαγωγικά, ενορατικά. Επαγωγικά μέσα από τις σελίδες του Αριστοτέλη και το Novum Organum του Μπέικον, ενορατικά μέσα απ' την ομίχλη της μνήμης. Αν ο τρόπος της αναχώρησης στα επέκεινα υπακούει σε κάποιον αισθητικό κανόνα, αν τελικά ο θάνατος είναι τέχνη, ποιος τον φιλοτεχνεί;
   Άφησαν πίσω τους το δάσος και το ποτάμι κυνηγημένοι. Να φεύγεις μακριά από το χνότο της συμφοράς είναι προτιμότερο από μια αναχώρηση αναίτια και παράλογη, όπως αυτή τα χαράματα απ' το κατώφλι. Να καταδιώκεσαι από κάτι, έστω ανερμήνευτο, είναι μια σαφής κατάσταση ύπαρξης. Να περπατάς σπρωγμένος απ' την απειλή, είναι τελικά μια διαυγής συνθήκη.
   Η απόδρασή τους από το σπίτι την ώρα της αυγής κόντευε να τελειώσει. Η μέρα εκείνη είχε επιτέλους ξεκαθαρίσει το πρόσωπό της, έρχονταν ώρες πένθους και θλίψης. Ύστερα απ' τις φωνές του ποταμού και τη σιωπή της κοιμισμένης πόλης, τα βήματά τους τούς έφεραν πίσω στη γειτονιά, στην Γκέρμπερ Γκάσε, στο μικρό δρομάκι όπου κατοικούσαν οι οικογένειες της συντεχνίας των κουρέων και των πιλοποιών, εκεί όπου έστεκε το ταπεινό νοικοκυριό των Κράις.
   Τα σπίτια του θανάτου ξεχωρίζουν από μακριά. Έξω απ' τα κατώφλια τους στέκει συνήθως ένα άλαλο πλήθος. Συγγενείς, γείτονες και άλλοι, που δεν αντέχουν την αποφορά του τέλους, στέκουν έξω στον δρόμο εξάγγελοι της συμφοράς για τους νεοφερμένους. Το βλέμμα τους είναι συνήθως αμήχανο, τυραννισμένο από μια εσώτερη ντροπή, μια δειλία. Μαθαίνουν στο ρούφηγμα μιας βαθιάς ανάσας κάθε φορά που νιώθουν πως δεν τους φτάνει ο αέρας. Αυτός που πλησιάζει στο σπίτι δεν προλαβαίνει ν' ακούσει τα κακά νέα· τα δείχνουν τα καπέλα τους που κρατούν στο χέρι, τα ξύλινα τσόκαρα που σέρνονται στις πέτρες, ο ψίθυρος σαν το φρούμασμα των αλόγων -τα τσόκαρά τους είναι οπλές που ακονίζονται στο λιθόστρωτο. Ένας, συνήθως ο γεροντότερος, διεκπεραιώνει το αναμενόμενο.
   "Αιμορραγία", ψιθύρισε στο αυτί του Ισαάκ ο γερο-Τόμας, φαλακρός καπελάς και φαφούτης, που έμενε δίπλα στους Κράις από καταβολής κόσμου.
   "Το μωρό χάθηκε, η Έστερ χαροπαλεύει".
   Ο Ισαάκ, ξαναμμένος απ' τον αέρα κι απ' τον απρόσμενο ήλιο του μεσημεριού, δρασκέλισε το κατώφλι και μπήκε στη σάλα. Ο Τομπίας, που καθόταν στο τραπέζι με σκυμμένο το κεφάλι, κοίταξε τον αδερφό του με μάτια κόκκινα. Ο Ισαάκ τον πλησίασε, σήκωσε το χέρι να τον αγκαλιάσει, κάτι όμως τον σταμάτησε και η παλάμη του μετεωρίστηκε σαν παρόχθιο γεράκι του Ρήνου κι ύστερα κατέβηκε άδοξα.
   "Πώς;" ρώτησε μόνο τον αδερφό του.
   Ο Τομπίας δεν είχε πολλά να του απαντήσει.
   "Πάντα δυσκολευόταν στις γέννες. Η χάρη Του δεν την έχει προικίσει όπως τις άλλες γυναίκες, που γεννούν κάτω απ' τα δέντρα πριν ακόμα το καταλάβουν".
   "Ήρθε, εκτός απ' τη μαμή, γιατρός;"
   Ο Τομπίας ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
   "Ήρθε", απάντησε.
   "Και;"
   "Έδειξε τον ουρανό κι έφυγε".
   Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και φάνηκε η γριά Μπετίνα, η μαμή. Φαινόταν σαν να είχε γεράσει δέκα χρόνια απ' το προηγούμενο βράδυ.
   "Κύριε Ισαάκ, ευτυχώς ήρθατε. Λέει τ' όνομά σας συνέχεια... Μπείτε".
   Ο Ισαάκ έριξε μια πλάγια ματιά στον αδερφό του και την πλησίασε.
   "Πεθαίνει", του ψιθύρισε η μαμή, "η φωνή της ίσα που ακούγεται".
   Έκανε άλλη μια φορά τον σταυρό της και παραμέρισε. Εκείνη την ώρα στη σάλα, εκτός απ' τον Τομπίας, που στήριζε στο τραπέζι ένα σώμα σακί με βρεγμένη άμμο, έστεκαν σε μια γωνιά δύο γειτόνισσες και ο Ματίας όρθιος, ασάλευτος.
   "Βγάλτε έξω το παιδί", είπε ο Ισαάκ και μπήκε στο δωμάτιο.
   Ήταν το ίδιο μικρό δωμάτιο όπου κοιμόταν με τον Ματίας κάθε βράδυ, αυτό με το μικρό παράθυρο στον δρόμο και τα κρυμμένα μαντίλια προσευχής στην κασέλα. Η Έστερ πέθαινε ξαπλωμένη στο ίδιο στρώμα που θείος και ανιψιός το είχαν νοτίσει με τη μυρωδιά των κορμιών τους. Κρατούσε στο ένα χέρι ένα μαξιλάρι τους, σαν να αποζητούσε να φιλήσει τα ξεραμένα σάλια του χτεσινού τους ύπνου -ένας επικείμενος τρυφερός θάνατος. Ο Ισαάκ έκλεισε πίσω του την πόρτα.
   Ο Ματίας έκανε δυο βήματα και στάθηκε δίπλα στον πατέρα του. Ο Τομπίας, ο καπελάς, απέφευγε να τον κοιτάξει.
   "Βγες έξω", του είπε κοφτά.
   Ο Ματίας δεν κουνήθηκε.
   "Η μάνα σου πάει να συναντήσει τον Σωτήρα..."
   "Μπήκε ο θείος, θέλω να μπω κι εγώ", του απάντησε ξερά. 
   "Βγες έξω, Ματίας", επανέλαβε αργά ο Τομπίας.
   Οι δυο γυναίκες παραδίπλα μιλούσαν η μία στο αυτί της άλλης. Η φωτιά είχε γεμίσει απ' το πρωί το τζάκι σωρούς κάρβουνα. Πόσο βραστό νερό χρειάζεται τελικά για να ξεπλύνει το αίμα; Εκείνη η φωτιά είχε ζεστάνει πολλές ξέχειλες χύτρες. Τα άσπρα πανιά και τα σεντόνια άλλαζαν κάθε τόσο. Οι κασέλες με τα ασπρόρουχα των Κράις είχαν αδειάσει· χρειάστηκαν κι άλλα και χτύπησαν ξένες πόρτες.
   Ο Ματίας, χρόνια αργότερα, θα θυμόταν τον πατέρα του τις επόμενες μέρες απ' την κηδεία να αγοράζει καινούρια λινά και βαμβακερά απ' τους εμπόρους και να τα μοιράζει στα σπίτια της γειτονιάς. Έτσι ήταν καλύτερα, γιατί τα δανεικά βαμβακερά των γειτόνων χρειάζονταν ώρες πολλές πλύσης στο ποτάμι για να ξασπρίσουν. Ο Ρήνος πήρε λίγο από το αίμα της και το έβγαλε ως πέρα μακριά, εκεί που χύνει τα νερά του, κοντά στις αποβάθρες του Άμστερνταμ. Αυτό το συρίγγιο, που διέσχισε χώρες, έμοιαζε τελικά μ' εκείνο το ταξίδι που δεν αξιώθηκε ποτέ να κάνει η Έστερ Κράις. Το δε αίμα του νεογέννητου το ήπιαν οι κυπρίνοι του ποταμού. Η ψυχή του, έτσι όπως ήταν αβάφτιστο, διάλεξε όποιον παράδεισο ήθελε.

   Στις επόμενες βδομάδες έπρεπε να συνηθίσουν στην απουσία. Έλειπε το σώμα της, οι λέξεις της οι σμιλεμένες απ' τη χροιά της φωνής της, το σύρσιμο απ' τα τσόκαρα στο πάτωμα την ώρα που κουβαλούσε τη μεγάλη κοιλιά και τα μυστικά της. Στις παρουσίες, ακόμα και στις πιο δυσάρεστες, υπάρχει κάτι στο ανθρώπινο σαρκίο έτοιμο να προσαρμοστεί, έτοιμο να αποκαταστήσει τη δυσαρέσκεια. Αυτό το κάτι το νιώθεις στο στομάχι ως αίσθηση της προσαρμογής των σπλάχνων, ικανότητα σωματική. Στην απουσία, αντίθετα, έχουμε σπασμένες χορδές της ύπαρξης. Τα ημιτόνια, ο ρυθμός, η διάρκεια, όλα κινούνται αναρμόνιστα ή σιωπούν. Στην απουσία, στον θάνατο, αναζητούμε έναν χορδιστή, καθώς ο άνθρωπος της ερημιάς, που μοιάζει με κλειδοκύμβαλο, μένει βουβός στη γωνιά και σκονισμένος.
   Στο σπίτι των Κράις, τις πιο πολλές ώρες της μέρας θείος κι ανιψιός έμεναν οι δυο τους. Ο Τομπίας δραπέτευε απ' το πρωί στο καπελάδικο. Κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν είχε πράγματι τόση δουλειά ή απλώς προφασιζόταν, για να μένει ηδονικά μόνος με τις σκέψεις του ώρες ατελείωτες. Μέσα στους τέσσερις τοίχους ο Ισαάκ πάλευε με τη θλίψη κι ανακάτευε λαχανόσουπες στο τσουκάλι, σκούπιζε, συμμάζευε τα ρούχα της πεθαμένης και τα αφόρετα μωρουδιακά και τα έστελνε στην εκκλησία να τα μοιράσουν στους φτωχούς.
   Έξω απ' το κατώφλι ο χειμώνας κρατούσε ακόμα. Είχε έρθει η καινούρια χρονιά και οι δρόμοι είχαν ξαναπαγώσει, ενώ οι στέγες είχαν κρεμάσει κρυστάλλους. Τα λυχνάρια και τα κεριά ήταν πολλές ώρες της μέρας αναμμένα. Ο Ματίας έσκυβε σιωπηλός πάνω απ' την ανατομία του Βεζάλιους κι έμενε εκεί πρωινά ολόκληρα κι απογεύματα. Τα μεγάλα μαύρα μάτια του ανίχνευαν τα σχέδια και τις σημειώσεις με τις πολλές λεπτομέρειες του σώματος: κόκαλα, μύες, αδένες, χόνδροι...
   Όσες φορές ο Ισαάκ ξεκινούσε κάποια συζήτηση για τα πρόσφατα και τραγικά που τους είχαν συμβεί, σπρωγμένος από μια αίσθηση χρέους να παρηγορήσει και να ξεσκοτίσει κάπως το πένθος, έπεφτε πάνω στη διακριτική του άρνηση. Ο Ματίας διαχειριζόταν το πένθος του με αξιοθαύμαστη ικανότητα. Μπροστά τους δεν είχε κλάψει ποτέ, ήταν πειθήνιος σε κάθε θέλημα, σε κάθε εντολή που ξεστόμιζαν οι δίδυμοι Αλμοσίνο· πιο πολύ τότε που η ανάγκη υπαγόρευε να τελειώσουν όλα τα πρέποντα της ταφής και της μακαριάς.
   Σε πολλά από εκείνα τα βράδια τους ξεκινούσε το δεύτερο πένθος, το εβραϊκό: έθιμα, συνήθειες, προσευχές, άλλη γλώσσα και μακαρισμοί, βρασμένα αυγά και σταφίδες. Μόνο τα παράθυρα έμεναν ίδια και απαράλλαχτα, σφραγισμένα ερμητικά να περιφρουρούν τους ψιθύρους.
   Κάποιες φορές προσπάθησε ο Ισαάκ να ανοίξει κουβέντα με τον Ματίας για τον θάνατο. Είχε τη γνώμη πως το αχόρταγο μυαλό του ανιψιού του θα διψούσε για εξηγήσεις, αλλά και για αμφιβολίες, για ρητά των μεγάλων πατέρων της γνώσης, Ελλήνων και Λατίνων. Ο γραφιάς του Άμστερνταμ συχνά ξεχνούσε πως δεν είχε μπροστά του ένα συνηθισμένο παιδί. Άλλωστε ο θάνατος δεν αφορά τα παιδιά. Αφήνουν πίσω τους τη θλίψη σαν φιδίσιο πουκάμισο με τον ερχομό της πρώτης άνοιξης. Ένα τρεχαλητό στον δρόμο, ένα πέταγμα πέτρας στο ποτάμι, ένα σκαθάρι με πράσινη ράχη που περπατάει στο μπράτσο, είναι γι' αυτά φίλτρα λησμονιάς στο κάθε πένθος. Οι αγωνίες της φθοράς δεν είναι δική τους υπόθεση. Αυτό άργησε αλλά το έμαθε ο Ισαάκ.
   Υπήρχαν στιγμές που ο Ματίας έπιανε το χέρι του θείου του και το έσφιγγε, όπως έκανε εκείνος παλιότερα, για να του δείξει την αγάπη του. Τώρα τον έσφιγγε αυτός πιο πολύ, για να του αποδείξει πως τα ελέγχει όλα, τον έσω χάρτη, κι αυτή ακόμα την ανθρώπινη ανατομία. Τα μόνα που του έλειπαν ήταν κάτι κόκαλα και κάτι λεπτομέρειες στην αιμάτωση των σπλάχνων, που δεν τα καλοθυμόταν. Ναι, ο Ματίας νικούσε το πένθος και την απώλεια με την απομνημόνευση. Κι αυτό επίσης άργησε να το καταλάβει ο Ισαάκ. Ο ανιψιός του μάθαινε απ' έξω αβίαστα τον Βεζάλιους. Ίσως στο βάθος της ψυχής του επιζητούσε να γνωρίσει στην εντέλεια, κατόπιν εορτής, εκείνο το αγαπημένο σώμα που το έλιωνε το χώμα.

   Στα μέσα του Φλεβάρη άρχισαν πάλι να περπατάνε μαζί και να συζητάνε ώρες ατελείωτες. Είναι γνωστό πως το πνεύμα των δρόμων ενθαρρύνει τη γόνιμη φλυαρία. Το βούισμα των υπαίθριων αγορών και το τράνταγμα από τους άξονες των αμαξιών γεννοβολάνε απορίες. Τα μονοπάτια του δάσους υποβοηθούν στους συγκερασμούς των λογισμών. Εκείνη την πρώιμη άνοιξη, δίπλα στον Ρήνο, ο Ματίας άρχισε να στροβιλίζεται γύρω από αξιώματα και θεωρήματα μαθηματικών, από ερωτήσεις και διορθώσεις στους κοσμολογικούς χάρτες κάποιου Κοπέρνικου, ενός Κέπλερ, κάποιου Τύχο Μπράχε (12)  κι ενός Ιταλού, του Γκαλιλέο Γκαλιλέι, που ο Ματίας έβρισκε τ' όνομά του αστείο σαν γαργάλισμα και γελούσε. Τα βιβλία που είχε κουβαλήσει μαζί του ο Ισαάκ μύριζαν πια τον ιδρώτα απ' τα δάχτυλα του ανιψιού του και καπνισμένο κερί: Θερβάντες, Αριστοτέλης, Μονταίν, Αθανάσιος Κίρχερ (13)...
   "Θεέ μεγαλοδύναμε", ανέκραξε κάποια στιγμή ο Ισαάκ καθώς περνούσαν κάτω απ' την πύλη του Αγίου Άλμπαν, "κάτι πρέπει να γίνει με σένα, το ξέρεις;"
   Σε όλα αυτά που ρωτούσε ο Ματίας ήταν δύσκολο για τον Ισαάκ να βρίσκει απαντήσεις. Πολλές φορές στο παρελθόν ο θείος του αγόραζε βιβλία χωρίς να τα καταλαβαίνει και να τα χρειάζεται, όπως κάποιες πλούσιες αρχόντισσες που αγόραζαν ακριβά σερβίτσια ενώ είχαν τις πόρτες τους κλειστές και δεν τραπέζωναν άνθρωπο. Σε κάποιες ερωτήσεις του Ματίας ανασήκωνε απλά τους ώμους κι αυτό έφτανε τελικά, γιατί ο ανιψιός του συνήθως έδινε σε λίγο και τις απαντήσεις. Δεν τον ενοχλούσε πια τον Ισαάκ να φαντάζει μπροστά του ως αυτό που πραγματικά ήταν: ένας μελαγχολικός λογιστής που το μόνο που είχε μάθει καλά ήταν να ανακατεύει με άνεση μπροστά του, σαν τα φύλλα της τράπουλας, κάθε λογής χρεόγραφα και προθεσμιακές μετοχές. Εκεί όπου ο Ισαάκ πραγματικά δυσφορούσε ήταν όταν έπρεπε να απολογηθεί για τις βραδινές λογομαχίες με τον αδερφό του. Είχε πάντα την υπόνοια και τον φόβο ότι ίσως ο μικρός κρυφάκουγε. Δεν μπορούσε πάντως επ' ουδενί να του αιτιολογήσει τους λόγους για τους οποίους κάθε βράδυ άλλαζαν με τον Τομπίας άγριες ματιές και λέξεις δίκοπες.
   Ήρθε η ώρα, κάποιο απόγευμα, που η καθημερινότητά τους η μονόχνοτη ράγισε. Μέσα στην καλοσύνη του καιρού εκείνης της πρώιμης άνοιξης, που είχε αρχίσει να διαφαίνεται, κάποιος χτύπησε το ρόπτρο της πόρτας τους. Σε λίγη ώρα θα σκοτείνιαζε και ο Τομπίας είχε ήδη βγάλει πάνω στο τραπέζι την επτάφωτο λυχνία και το αντίτυπο από το Ζοχάρ, φθαρμένο απ' τη στοργή των χεριών του, με τα εξώφυλλα γεμάτα δαχτυλιές και σημάδια.
   Οι αδελφοί Αλμοσίνο κοιτάχτηκαν με απορία. Εδώ και βδομάδες είχαν πια κόψει τα πολλά πολλά με τη γειτονιά. Ήταν η Έστερ εκείνη που είχε το χάρισμα να κελαηδάει από κατώφλι σε κατώφλι και να μιλάει με τους γείτονες.
   "Άνοιξε, Ματίας", είπε ο Τομπίας κι έβαλε το Ζοχάρ και το μεταξόδετο Ταλμούδ μέσα στην κασέλα.
   Στο κατώφλι τους στέκονταν δύο άγνωστοι. Τα ρούχα τους ήταν διαφορετικά από αυτά που έβλεπαν κάθε μέρα στη Βασιλεία: μακριές ρόμπες, ολοκάθαρες, χωρίς τη σβουνιά των στάβλων και δεμένες με ζωνάρι στη μέση. Μακριά γένια και σαρίκι τυλιγμένο που έκρυβε το ξυρισμένο κεφάλι. Εβραίοι. Έφερνε ο Ρήνος από εποχή σε εποχή τέτοιες φιγούρες στην αποβάθρα.
   "Εδώ μένει ο Ισαάκ Αλμοσίνο;" ρώτησε ο γηραιότερος, αφού πρώτα τούς χαιρέτησε σκύβοντας σεμνά το κεφάλι.
   "Γιουδά Περαχιά!" φώναξε ο Ισαάκ και παράτησε στο τζάκι το κούτσουρο που κρατούσε στο χέρι.
   Ο ξένος ασπάστηκε τον Ισαάκ σύμφωνα με το τυπικό των Εβραίων του Άμστερνταμ. Την ώρα που ο Ισαάκ τούς έδειχνε να καθίσουν στο τραπέζι και ο Ματίας περίμενε να κρατήσει τα γούνινα πανωφόρια τους, ο Τομπίας έκλεισε βιαστικά την πόρτα, αφού πρώτα έριξε μια κλεφτή ματιά στον δρόμο.
   Ήταν οι έμποροι για τους οποίους είχε μιλήσει ο Φρανς Χανκενσχάιμ πριν από δυο μήνες.
   "Νωρίς ήρθατε", τους είπε ο Ισαάκ μετά τα κεράσματα και τα καλωσορίσματα.
   "Αυτός ο χειμώνας φεύγει νωρίς, έτσι μας δείχνει προς το παρόν. Είπαμε να μη χάνουμε καιρό, ο δρόμος για τη Λουκέρνη είναι μακρύς. Πρέπει να υπολογίσουμε και τις καθυστερήσεις. Έπειτα, όσο πηγαίνουμε προς τον Νότο, η άνοιξη είναι πιο βιαστική. Λέμε να βγούμε ως τη θάλασσα, αδερφέ Ισαάκ, στη Σερενίσιμα. Αυτό θα εξαρτηθεί απ' τα χαρτιά που κρατάμε και τις συμφωνίες μας στον δρόμο".
   "Είστε πολλοί;"
   "Εφτά με τους αγωγιάτες, δύο αμάξια".
   "Βρήκατε χάνι;"
   Ο Γιουδά Περαχιά χαμογέλασε με κάποια πίκρα.
   "Είπαμε να μην προκαλέσουμε. Κατασκηνώσαμε έξω απ' την πύλη που βλέπει στην Ανατολή, ξέρεις τη μοίρα των γιων του Ισραήλ... Έξω απ' το Άμστερνταμ και ως την επικράτεια του σουλτάνου η φυλή μας πρέπει να 'χει πάντα τα μάτια της ανοιχτά".
   "Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;"
   "Δε σου είπε ο Φρανς;"
   "Μέσες άκρες..."
   "Τα γνωστά προβλήματα, αδελφέ: αξιοπιστία γραμματίων, υπογραφές από ονόματα άγνωστα σε μας. Θέλουμε τα φώτα σου. Τα τελευταία χρόνια, με τους πολέμους, η εμπορική πίστη στην αγορά έχει κλονιστεί. Δεν ξέρουμε σε ποια χρεόγραφα να βασιστούμε και σε ποια όχι".
   "Πότε φεύγετε;"
   "Θα εξαρτηθεί, Ισαάκ. Έχουμε ακόμη πολλές εκκρεμότητες. Να 'ρθεις αύριο να μας βρεις. Τα ποσά είναι μεγάλα και θέλουμε το μάτι σου όλα να τα χτενίσει. Αν ήταν μόνο δικιά μου απόφαση, δε θα ξεκινούσα ακόμα, με τον φόβο να μ' εύρει ο χιονιάς στον δρόμο. Όμως οι γιοι μου, που μεγάλωσαν πια, επέμεναν και δεν μπορούσα να μην πάω μαζί τους. Τα νιάτα, Ισαάκ, βιάζονται όπως ξέρεις και είναι απερίσκεπτα".
   Το ίδιο βράδυ η ζωή και το μέλλον του Ματίας μπήκαν σ' ένα καλειδοσκόπιο· κάθε τόσο σχέδια φτιάχνονταν τυχαία κι ύστερα χαλούσαν. Σε κάθε στροφή του καλειδοσκοπικού σωλήνα που κοίταζε στο φως της φωτιάς, πολύχρωμα γυαλιά μετατοπίζονταν κι άλλαζαν τον διάκοσμο: σχέδια γεωμετρικά και άτακτα, συμμετρικά και ασύμμετρα, μουρμουρητά και αντιρρήσεις, διαφωνίες και σάλιο οργής στην άκρη των χειλιών. Τα δίδυμα αδέρφια σπαράσσονταν γι' άλλη μια φορά. Κατά τον έναν Αλμοσίνο, το χαρισματικό παιδί θα έπρεπε να σταθεί δίπλα στον Μεσσία όταν Αυτός θα εμφανιζόταν στο δειλινό του κόσμου, που όλα έδειχναν πως δε θ' αργούσε. Από τη ματιά του άλλου Αλμοσίνο, τον ανιψιό τον περίμεναν οι λαμπρές σπουδές και οι επιστήμες. Ένα τέτοιο μυαλό έπρεπε να φορέσει τη δική τους τήβεννο. Αν εκείνο το βράδυ ο Ματίας ήταν ξύπνιος και κρυφάκουγε, θα ένιωθε πως τον διαμέλιζαν.
   "Μπορείς να ζήσεις άλλο εδώ;" τον ρώτησε ξαφνικά ο Ισαάκ. "Αφού δεν μπορείς, το βλέπω. Το σπιτικό σου στοίχειωσε, το φάντασμά της είναι παντού".
   "Δεν μπορώ", παραδέχτηκε ο Τομπίας και βάλθηκε να σκαλίζει τη φωτιά.
   Είχε έρθει μάλλον η ώρα της ύφεσης. Φαινόταν πως μπορούσαν να μιλήσουν πιο ήρεμα.
   "Να φύγουμε;"
   "Πού; Στο Άμστερνταμ; Ξέχνα το!"
   "Στον Νότο... οπουδήποτε".
   "Εσένα ποιος σε κάλεσε; Θα πάρω το παιδί μου και θα φύγω".
   "Άσε τις ανοησίες, Τομπίας. Το μόνο που δε μου έλειψε δέκα χρόνια στο Άμστερνταμ ήταν τα μούτρα σου. Το παιδί με χρειάζεται, αλλά..."
   "Αλλά τι;"
   Ο Ισαάκ σήκωσε με ειρωνεία τα φρύδια του.
   "Αλλά με χρειάζεσαι κι εσύ, Τομπίας, μ' έχεις απόλυτη ανάγκη".
   Εκείνος τον αγριοκοίταξε.
   "Τι εννοείς;"
   "Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Τι ξέρεις εσύ από δρόμους και ταξίδια; Πόσες φορές έχεις βγει απ' τα τείχη της πόλης; Ελάχιστες, κι αυτό ως τα διπλανά χωριά να ανταλλάξεις καπέλα με παστό κρέας απ' τους χωριάτες. Τι γλώσσες θα μιλάς, Τομπίας, στα ταξίδια; Με τι λεφτά; Μη μου πεις ότι σου περισσεύουν..."
   "Θα πουλήσω ό,τι έχω και δεν έχω".
   "Άσε τις ανοησίες, αδερφέ. Το ξέρεις και το ξέρω πως όσο τα πρόσωπά μας μοιάζουν τόσο, οι ψυχές μας είναι αταίριαστες. Έχουμε όμως ένα παιδί που μας ενώνει..."
   "Και μια νεκρή που μας χωρίζει..."
   "Άσε τη νεκρή με τους νεκρούς. Mors omnia aequat. Ο θάνατος τα πάντα εξισώνει".
   Ο Τομπίας ξαφνικά κοκκίνησε και πάλι και δεν ήταν από το ανασκάλεμα της φωτιάς.
   "Πες μου τι σου είπε πριν πεθάνει όταν σε κάλεσε στο κρεβάτι".
   "Να μη σ' ενδιαφέρει".
   "Πες μου τι σου είπε, σου λέω!"
   "Μόνο αν μου πεις τίνος ήταν το μωρό".
   Ο Τομπίας έσφιξε με λύσσα τη μασιά που κρατούσε στο χέρι.
   "Θα παίξουμε ρόλους απ' τη Μισνά, Κάιν αδερφέ μου;"
   Η φωνή του Ισαάκ ήταν γεμάτη ειρωνεία.
   "Σκατά στα μούτρα σου, φιλόσοφε της δεκάρας!" του απάντησε με οργή ο Τομπίας. "Τι ξέρεις εσύ και τι νιώθεις απ' το πνεύμα των ιερών βιβλίων; Με κάθε σου λέξη μόνο αμφιβολίες γεννάς και απιστία. Με τι μούτρα, σκατένιε, θ' αντικρίσεις τον Μεσσία;"
   "Πολύ σίγουρος δεν είσαι ότι θα τον προλάβουμε;"
   Ο Τομπίας ανακάτευε με μανία τα πυρωμένα κάρβουνα για να ξεθυμάνει.
   "Αδερφέ μου Κάιν", ακούστηκε η φωνή του Ισαάκ που είχε βουτηχτεί στο δηλητήριο της ειρωνείας, "αδερφέ μου Κάιν, Ησαύ, ή διάλεξε όποιο άλλο πρόσωπο θέλεις, πρέπει να συμβιβαστείς με την ιδέα πως ο Ματίας μάς ενώνει. Δεν έχει μάνα πια και μας χρειάζεται τώρα πιο πολύ· εμένα γιατί μπορώ να του προσφέρω κι εσένα ως πρόσχημα".
   "Ο Ματίας θα γίνει άγιος, προφήτης, εκλεκτός, δεν το βλέπεις;"
   "Αν είναι να γίνει, θα γίνει. Κοίτα εσύ να γίνεις άνθρωπος".

   Το επόμενο πρωί ο Ισαάκ ξόδεψε σχεδόν όλη του τη μέρα στο καραβάνι των εμπόρων. Ο Ματίας τριγυρνούσε εδώ κι εκεί κι έδειχνε μιαν ασυνήθιστη κοινωνικότητα. Ρωτούσε διάφορα τους γιους του Γιουδά Περαχιά για εμπορεύματα και νομίσματα και διασκέδαζε με τις πορδές των αμαξάδων. Εκείνοι, τη στιγμή που κατάλαβαν πως τους παρακολουθούσε, έπαιρναν τις κατάλληλες πόζες κι επιδεικτικά άφηναν πότε κρότους και πότε μπάσα σφυρίγματα, γελώντας δίχως δόντια, με γένια γεμάτα μύξες και ψίχουλα. Ο ήλιος της πρώιμης άνοιξης έλαμπε πάνω απ' το ασθενικό χορτάρι και τις καβαλίνες των αλόγων.
   Ο Ισαάκ, καθισμένος σ' ένα χοντροϋφασμένο στρωσίδι πάνω στο χώμα, φυλλομετρούσε τα χαρτιά που του είχε βάλει μπροστά του ο Γιουδά Περαχιά. Δίπλα του ο γέρος τού εξηγούσε δείχνοντας με το δάχτυλο υπογραφές, σφραγίδες από εμπορικούς οίκους και κάθε τόσο έχωνε το τρεμάμενο χέρι του μέσα στην ξύλινη κασέλα που είχαν μπροστά τους και του αποκάλυπτε κι άλλα χρεόγραφα. Μια στις τόσες κρύος αέρας ερχόταν απ' τη μεριά του ποταμού, για να αποθαρρύνει τον ήλιο που φώτιζε τις όχθες απ' το πρωί. Όλη η κοιλάδα του Ρήνου κοιλοπονούσε την άνοιξη, αλλά ο τοκετός αργούσε. Βράδιαζε ακόμα νωρίς και τα δέντρα, παρά τον ήλιο, έστεκαν ακόμη γυμνά με τα κλαριά τους σηκωμένα σαν χέρια στην απειλή του χειμώνα.
   Κάποια ώρα ο Ματίας ήρθε και κάθισε δίπλα τους. Είχε χορτάσει εδώ και ώρα τον κόσμο των αμαξάδων κι άκουγε σιωπηλός τη συζήτησή τους για τα γραμμάτια και τις υπογραφές.
   "Πήγαινε να παίξεις, αργούμε ακόμα", του είπε κάποια στιγμή ο γερο-Περαχιά.
   "Εύκολο το 'χεις;" μουρμούρισε ο Ισαάκ χωρίς να σηκώσει το κεφάλι απ' τα χαρτιά.
   "Ποιο πράγμα;" ρώτησε ο γέρος.
   "Να παίξει", σχολίασε ο Ισαάκ.
   Ο Γιουδά Περαχιά κοίταζε αμήχανος μια τον θείο και μια τον ανιψιό. Εκείνη τη στιγμή ο Ματίας σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε με σκυμμένο το κεφάλι. Ο Ισαάκ έβαλε το χαρτί που κρατούσε μέσα στην κασέλα και τοποθέτησε πάνω του το άσπρο βότσαλο, που το είχαν για να μην παίρνει τα γραμμάτια ο αέρας.
   "Αν τελικά συμφωνήσουμε και ταξιδέψουμε μαζί", είπε και κοίταξε τον γέρο στα μάτια, "θα πρέπει να σ' ενημερώσω για τον ανιψιό μου. Να θυμάσαι πως αν δεχτώ τελικά και σας ακολουθήσω, γι' αυτό το παιδί θα το κάνω, για ν' ανοίξει τα μάτια του στον κόσμο".
   Ο Γιουδά Περαχιά συνέχισε να τον παρατηρεί με μια έκφραση απορίας στο πρόσωπο.
   "Αδερφέ Ισαάκ, είπα κάτι που δεν έπρεπε;"
   "Όχι, γέροντα, απλώς δε γνωρίζεις..."
   "Πάντως εμείς σε θέλουμε μαζί μας, η πείρα σου θα μας είναι πολύτιμη. Μόνος σου ή με το παιδί, ή και με τον αδερφό σου ακόμα, δε μας ενοχλεί, αρκεί να έχουν μαζί τους τ' απαραίτητα και ζώα να τους πάρουν στις πλάτες τους".
   Ο Ισαάκ σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς το ποτάμι για να ξεκουράσει λίγο τα μάτια του, που είχαν κοκκινήσει από τους αριθμούς και τα κατάστιχα. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
   "Πόσο χρόνο μάς δίνεις;"
   "Αν ο καιρός έχει καλοσύνη όπως τώρα, μέχρι το τέλος της βδομάδας. Θα προσευχηθούμε το Σάββατο και την επομένη θα ξεκινήσουμε. Αν αλλάξουν τα πράγματα, θα περιμένουμε ώσπου να γαληνέψει, γιατί το τέλος του χειμώνα ακόμα δεν το σιγουρέψαμε".

   Σε δυο μέρες ο καιρός άλλαξε. Άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι και τις πρώτες ώρες η γη, ξερή απ' τους αέρηδες και τις πρώιμες λιακάδες, το καλοδέχτηκε. Ρούφηξαν τα δέντρα, τα χωράφια και οι τάφοι ακόμα κι έφτασαν οι λιωμένες νιφάδες ως τη στέγνια τού κάτω κόσμου.
   Το ίδιο εκείνο βράδυ, που οι νιφάδες στροβιλίζονταν στο σκοτάδι, μια σκιά ενός γερμένου κορμιού με χοντρό πανωφόρι γλίστρησε ανάμεσα στον καταυλισμό των εμπόρων. Ο γερο-Περαχιά, που είχε μισοκλείσει τα μάτια δίπλα στη φωτιά, στη θέα της ανασηκώθηκε και, καθώς οι αμαξάδες και οι γιοι του είχαν σιωπήσει, κοίταξε καχύποπτα τον ξένο που στεκόταν τυλιγμένος μπροστά του.
   "Γιουδά Περαχιά, θέλω να σου μιλήσω", ακούστηκε μια φωνή, άνυδρη και σκληρή σαν παγωμένο μέταλλο.
   "Ισαάκ, για όνομα του Θεού, τι γυρεύεις τέτοιαν ώρα;"
   "Δεν είμαι ο Ισαάκ, ο Τομπίας είμαι".
   Ο γέρος κάθισε λίγο καλύτερα και τον παρατηρούσε σμίγοντας τα άσπρα φρύδια του γεμάτος περιέργεια.
   "Γιατί τέτοια ώρα, αδερφέ Αλμοσίνο;"
   "Μη με παρεξηγείς, γέροντα. Πριν από λίγη ώρα πήρα μια απόφαση και φοβάμαι μήπως το πρωί θα έχω μετανιώσει. Γιουδά Περαχιά, ο ερχομός σου στο σπιτικό μου ήταν θέλημα Θεού και η ζωή μας όλη θ' αλλάξει. Είναι ανάγκη να μιλήσουμε απόψε".

   Είναι κάποιες μέρες που στροβιλίζονται πιο γρήγορα από κάποιες άλλες. Μερικές φορές υπάρχουν ώρες που μεγαλώνουν στην κοιλιά τους δίδυμα δευτερόλεπτα. Τότε ο χρόνος περισσεύει και είναι σαν η ζωή να μεγεθύνεται και να τρέχει. Τα μαλλιά της, τα νύχια της, μακραίνουν και φαίνεται σαν να πέρασαν βδομάδες, μήνες... Είναι κάποιες μέρες που από μόνες τους συμπυκνώνονται και μπερδεύουν τα ρολόγια.
   Ο Τομπίας πούλησε το σπίτι του και τα δικαιώματα στη συντεχνία κι αγόρασε αμάξι και άλογα. Ο Ισαάκ έσωσε, μαζί με λίγα από το νοικοκυριό τους, και κάποια βιβλία που τα έχωσε μες στα ρούχα τους. Αυτός ήταν που φρόντισε και για τις προμήθειες, καθώς ήταν μαθημένος από ταξίδια. Οι δύο τάφοι, ο μικρός και ο μεγάλος, άκουσαν προσευχές στη γλώσσα της φυλής τους και λόγια αποχωρισμού.
   Τα αδέρφια εκείνες τις μέρες, απ' τη φούρια της προετοιμασίας, μιλούσαν μεταξύ τους ελάχιστα. Δυο βράδια μόνο πριν απ' την αναχώρηση, την ώρα που έκαιγαν τα τελευταία ξύλα στο τζάκι, κάθισαν απέναντι μέσα σε μια σάλα γυμνωμένη από τα περισσότερα του σπιτιού. Ο Ματίας είχε ξαπλώσει στο μέσα δωμάτιο και είχε κοιμηθεί.
   "Σου ζήτησα να του μιλήσεις εσύ", άρχισε ο Τομπίας.
   "Το έκανα ήδη".
   "Πρέπει να φύγουμε από τη Βασιλεία, το κατάλαβε άραγε;"
   "Λίγα κατάλαβε, τ' απαραίτητα. Τα άλλα κι εγώ καλά καλά δεν τα ξέρω".
   "Τότε γιατί έρχεσαι; Εγώ τα 'χω μιλήσει με τον Περαχιά, απαραίτητος δε μου είσαι".
   "Τα 'παμε αυτά".
   Ο Τομπίας έσκυψε μπροστά αφήνοντας ακάλυπτη τη ράχη της καρέκλας.
   "Απόψε δε θέλω να υψωθούν οι φωνές μας, η ψυχή μου αποζητά ειρήνη. Μας περιμένουν δυσκολίες και τη γαλήνη τη χρειαζόμαστε".
   Ο Ισαάκ μασουλούσε ένα κομμάτι ψωμί·  φαινόταν κουρασμένος.
   "Έχω όνειρα γι' αυτόν".
   "Αυτά φοβάμαι πιο πολύ, τα όνειρά σου".
   Ο Τομπίας χαμογέλασε κι ακούμπησε πίσω στη ράχη της καρέκλας. Αυτές τις μέρες φαινόταν ικανοποιημένος. Τα μάτια του γυάλιζαν και το πένθος είχε γλιστρήσει ανάμεσα στα δάχτυλά του σαν χέλι του Ρήνου και είχε φύγει μακριά.
   "Μίλησα, όπως σου είπα, με τον γέρο ένα βράδυ· είπαμε και λεπτομέρειες..."
   "Το έμαθα".
   "Οι πληροφορίες που μάζευα όλον αυτόν τον καιρό άρχισαν να συγκλίνουν. Ο γέρος μού επιβεβαίωσε ό,τι έφτανε στ' αυτιά μου εδώ και καιρό. Το θεϊκό σχέδιο, Ισαάκ, παίρνει σάρκα και οστά κάτω στον Νότο".
   "Δεν είσαι ο μόνος που το πιστεύει αυτό. Και ο Ελεάζαρ, ο μεγάλος γιος του Περαχιά, όλο κάτι τέτοια μουρμουρίζει".
   "Οι κοινότητές μας κάτω είναι ανάστατες: Βενετία, Λιβόρνο, Σμύρνη, Σαλόνικο, η ίδια η πρωτεύουσα του σουλτάνου..."
   Ο Ισαάκ τον άκουγε χωρίς να μιλάει. Ήταν έκδηλο πως είχε βαρεθεί ν' ακούει το ίδιο τροπάρι για το τέλος του κόσμου και τον Μεσσία που τον περίμεναν από μέρα σε μέρα. Ούτε το ίδιο το φωτισμένο Άμστερνταμ είχε γλιτώσει απ' αυτήν την πρόσφατη μανία. Είχε δει με τα ίδια του τα μάτια εύπορους Εβραίους της συναγωγής του ν' αφήνουν πίσω οικογένειες και περιουσίες ολόκληρες και να φεύγουν για την Ιερουσαλήμ.
   "Γιατί δε μου είπες τίποτε για το ποτάμι;" τον ρώτησε ξαφνικά ο Τομπίας, ενώ η έκφρασή του είχε αρχίσει ν' αλλάζει· κάτι θριαμβευτικό διακρινόταν στο πρόσωπό του.
   "Τι για το ποτάμι;"
   "Μη μου κάνεις τον χαζό, Ισαάκ. Ο Ματίας μού τα είπε όλα. Είδε στο ποτάμι όραμα, γιατί μου το 'κρυψες;"
   Ο Ισαάκ αιφνιδιάστηκε, ίσως γιατί κι ο ίδιος είχε φροντίσει να το ξεχάσει γιατί δεν το καλοκαταλάβαινε. Ήταν χρόνια λογιστής κι είχε πάντα μια επιφύλαξη για τα ουράνια και θαυμαστά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν ν' αποφεύγει το βλέμμα του αδερφού του.
   "Βλέπεις ότι δε μιλούσα αστόχαστα;"
   "Τι σχέδιο έχεις στο μυαλό σου; Πες μου", τον ρώτησε κοφτά.
   "Το βλέμμα του Ματίας τρυπάει τον ουρανό, δεν το βλέπεις; Ο Ματίας θέλει έναν σοφό δάσκαλο της φυλής μας, έναν καβαλιστή, δεν το βλέπεις; Ο καιρός της λύτρωσης είναι κοντά, θα μπορούσα να τον αφήσω έξω απ' αυτήν;"
   "Η ματαιοδοξία και η έπαρση είναι αμαρτίες, Τομπίας, το ξέχασες;"
   "Αμαρτία είναι η απιστία και το ξερίζωμα απ' τις παραδόσεις μας".
   "Τομπίας, κι εγώ αποζητώ γαλήνη απόψε, ας σταματήσουμε εδώ. Εσύ σχεδίαζε ό,τι θέλεις, εμένα η ζωή μου η ίδια είναι ο Ματίας. Θα είμαι η σκιά του, δεν μπορείς να μου το στερήσεις αυτό".
   Ο Τομπίας γέλασε· είχε μήνες να γελάσει.
   "Σε λίγο καιρό και οι δυο μας θα είμαστε κάτω απ' τη σκιά αυτού του παιδιού. Οι πεθαμένοι μάς έλυσαν τα χέρια, τώρα μπορούμε να κινήσουμε. Ήταν σημάδι του Θεού ο θάνατός τους, η πρόνοιά Του η ίδια. Όλα είναι μέσα στο θεϊκό σχέδιο, δεν το νιώθεις;"
   "Νιώθω μόνο ότι ο Ματίας είναι η ζωή μου, τίποτε άλλο".
   "Ας είναι", είπε ο Τομπίας και σηκώθηκε. "Μέχρι τη Λουκέρνη ξέρουμε τον δρόμο. Μόλις φτάσουμε, θα περιμένουμε τα σημάδια Του για να δούμε πού θα πάμε".
   "Μη με καροϊδεύεις τέτοια ώρα. Το ξέρεις και το ξέρω καλά πως η πόλη των δόγηδων είναι στο μυαλό σου".
   "Ε, και λοιπόν; Κακό είναι;"
   "Δε λέω, η Βενετία είναι πλούσια, έχει τέχνες, επιστήμες..."
   "Εμπιστεύσου τα σημάδια Του και γαλήνεψε".
   Ο Ισαάκ τράβηξε προς το μέσα δωμάτιο χωρίς να τον καληνυχτίσει και χώθηκε κάτω απ' τα σκεπάσματα. Ξεκινούσαν εκείνες οι ώρες που η μνήμη του τού έκανε τις πιο σκληρές ανακρίσεις: Πώς τότε; Γιατί τότε; Ήταν πολλές οι νύχτες όταν στο ξημέρωμα, κατάκοπος, ονειρευόταν τον Μεσσία σαν ένα φλιτζάνι βαλεριάνα που θα κατάφερνε να τον κοιμίσει. Αν ήξερε ότι ο Ματίας έπαιζε εκείνο το παιχνίδι, εκείνο που έκανε ότι τάχα κοιμόταν, δε θ' άφηνε τα δάκρυά του στο μαξιλάρι.
   "Θείε Ισαάκ, κλαις;"
   Όταν άκουσε τον ψίθυρο του ανιψιού του μέσα στο σκοτάδι, στο μαξιλάρι του ήδη κυλούσαν υγρά ρυάκια σαν τα κανάλια της Γαληνοτάτης.

   Εκείνο το πρωί, ένα μικρό καραβάνι πέρασε τα τείχη απ' την πύλη του Αγίου Ιωάννη. Πάνω στον πύργο του γουργούριζαν τα περιστέρια, αλλά δεν τα άκουγε κανείς, καθώς η τρυφεράδα τους καλύφθηκε απ' τα δυνατά χουγιάσματα των αμαξάδων κι απ' τα πέταλα στο λιθόστρωτο. Τα χνότα των ταξιδιωτών, μαζί μ' αυτά των αλόγων, πρόσθεταν κι άλλον γαλακτερό αχνό στην ομίχλη. Άφησαν τη Βασιλεία την ώρα που ο ήλιος, αθέατος και δειλός, ήταν σε δίλημμα αν θα ξεπόρτιζε ή θ' άφηνε να τον καταχωνιάσουν τα χαμηλά σύννεφα του ποταμού.
   Βγαίνοντας απ' τα τείχη, ο Ματίας γύρισε και κοίταξε πίσω. Χρόνια αργότερα θα θυμόταν πως εκείνη τη στιγμή δεν αισθάνθηκε τίποτε απολύτως. Κοιτούσε γύρω του στην ομίχλη σαν ένα άλογο κουνάβι του δάσους που άφηνε πίσω τη φωλιά του που τη χάλασε ο χειμώνας.

Ζουργός Ισίδωρος, Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2017

Σημειώσεις:
(1) Τανάχ: η εβραϊκή Βίβλος
(2) Μισνά: έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε εξήντα τρεις πραγματείες.
(3) Bernoulli: γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και φυσικούς επιστήμονες. 
(4) Ζοχάρ: βιβλίο που συγκεντρώνει τις προφορικές παραδόσεις του ιουδαϊκού εσωτερισμού. 
(5) Καμπαλά: σύστημα γνώσης του ιουδαϊκού εσωτερισμού που θεωρεί πως πίσω από τα ιερά κείμενα κρύβεται μια άλλη αλήθεια μόνο για τους μυημένους.
(6) Isaac Luria (1534 - 1572): σχολιαστής του Ζοχάρ και θρυλούμενος οραματιστής.
(7) Σεφιρώθ: σύμφωνα με την Καμπαλά, στο ιερόγλυφο δέντρο της ζωής υπάρχουν δέκα σφαίρες (σεφιρώθ), απορροές του ίδιου του Θεού, όπου ενυπάρχουν όλες οι πνευματικές δυνάμεις μέσω των οποίων αποκαλύπτει ο Θεός το πρόσωπό του στους ανθρώπους. 
(8) Shimon Bar Yochai: κατά την παράδοση ο συντάκτης του Ζοχάρ
(9) Moses de Leon: Ισπανός καβαλιστής, εκδότης και πιθανότατα ερανιστής του Ζοχάρ
(10) Ταλμούδ Τορά: ίδρυμα των εβραϊκών κοινοτήτων με πολλές δραστηριότητες σε πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στο Άμστερνταμ. 
(11) Σεμά Ισραέλ: Άκουσε Ισραήλ. 
(12) Tycho Brahe (1546 - 1601): Δανός αστρονόμος, αστρολόγος και αλχημιστής.  
(13) Athanasius Kircher (1601 - 1680): Γερμανός πολυπράγμων επιστήμονας, ιησουίτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: