Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

[ Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ ]

   Μέσα Οκτώβρη, 1686
Κανάλι Χέρενγκραχτ, Άμστερνταμ
  
   Στο πλατύσκαλο, έξω από το σπίτι του νέου της συζύγου, η Νέλλα Όορτμαν ανασηκώνει το δελφινόσχημο ρόπτρο και το αφήνει να πέσει, στο άκουσμα του κρότου αισθάνεται αμήχανα. Κανείς δεν εμφανίζεται για να την υποδεχτεί, παρόλο που περιμένουν την άφιξή της. Η χρονική στιγμή της συνάντησης είχε κανονιστεί εκ των προτέρων, επιστολές είχαν σταλεί και από τις δυο πλευρές, το επιστολόχαρτο της μητέρας της φάνταζε τόσο φτενό σε σύγκριση με την ακριβή περγαμηνή των Μπραντ. Όχι, συλλογίζεται, αυτό δεν είναι και η καλύτερη υποδοχή, φέρνει στο νου της τη βιαστική γαμήλια τελετή τον προηγούμενο μήνα -ούτε ανθοστολισμοί, ούτε γαμήλια κούπα με κρασί, ούτε γαμήλιο κρεβάτι. Η Νέλλα αφήνει το μικρό μπαούλο της και το κλουβί με το πουλί πάνω στο σκαλί. Ξέρει πως θα πρέπει να το τοποθετήσει κάπου όμορφα στο σπίτι αργότερα, όταν θα τακτοποιηθεί στον πάνω όροφο, σε ένα δωμάτιο, σε ένα γραφείο.
   Η Νέλλα στρέφει το πρόσωπο προς το κανάλι, το γέλιο των εργατών αντηχεί από την απέναντι οικοδομή. Ένας λιανός νεαρός έχει σκοντάψει πάνω σε μια γυναίκα και στο καλάθι με τα ψάρια της, μια μισοπεθαμένη ρέγγα γλιστρά στην ποδιά της πλανόδιας ψαροπώλισσας. Αφήνει μια τραχιά κραυγή, η επαρχιώτικη φωνή της διαπερνά το δέρμα της Νέλλα. «Ηλίθιε! Ηλίθιε!» φωνάζει η γυναίκα. Το αγόρι είναι τυφλό, χουφτιάζει το χώμα γυρεύοντας τη ρέγγα που ξέφυγε, σαν να ψάχνει ασημένιο φυλαχτό, τα δάχτυλά του σβέλτα, δεν φοβούνται να ψηλαφίσουν γύρω του. Τη γραπώνει, αφήνει ένα τσιριχτό γέλιο και ανηφορίζει τρέχοντας τον δρόμο με το τρόπαιό του, το ελεύθερο χέρι του προτεταμένο, σε επιφυλακή.
   Η Νέλλα αναθαρρεύει σιωπηλά και στέκεται για να νιώσει τη σπάνια αυτή ζέστη του Οκτώβρη, να τη ρουφήξει μέσα της όσο μπορεί. Το κομμάτι αυτό του καναλιού Χέρενγκραχτ είναι γνωστό ως Χρυσή Καμπή, σήμερα όμως το φαρδύ άνοιγμα είναι βρόμικο και ανιαρό. Επιβλητικά, πάνω από το λασπωμένο κανάλι, τα σπίτια συνθέτουν μια εντυπωσιακή εικόνα. Μεγαλοπρεπή και έξοχα, σαν πολύτιμοι λίθοι που κάνουν την πόλη περήφανη, θαυμάζουν να καθρεφτίζεται στα νερά η ίδια τους η συμμετρία. Πάνω από τις σκεπές τους, η φύση προσπαθεί όσο μπορεί να φανεί αντάξιά τους και σύννεφα στο χρώμα της ζαφοράς και του βερίκοκου αντανακλούν την ομορφιά που λαφυραγώγησε η ένδοξη Δημοκρατία της Ολλανδίας.

   Η Νέλλα γυρίζει ξανά προς την πόρτα, είναι ελαφρώς μισάνοιχτη. Άραγε να ήταν εξαρχής έτσι; Δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Τη σπρώχνει με το σώμα της, κοιτάζει εξεταστικά το σκοτάδι, νιώθει την ψύχρα που αναδίδει το μαρμάρινο δάπεδο. "Γιοχάννες Μπραντ;" φωνάζει -δυνατά, λίγο νευρική. Τι σόι παιχνίδι είναι αυτό; σκέφτεται. Θα στέκομαι εδώ μέχρι το Γενάρη. Ο Πίμπο, το παπαγαλάκι της, τινάζει τα φτερά του, χτυπούν πάνω στα κάγκελα του κλουβιού, το ασθενικό του τιτίβισμα σβήνει πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια. Ακόμα και το κανάλι πίσω τους, ήσυχο πια, μοιάζει να κρατά την ανάσα του.
   Καθώς το βλέμμα της βυθίζεται ολοένα και βαθύτερα μέσα στις σκιές, η Νέλλα για ένα πράγμα είναι σίγουρη. Κάποιος την κατασκοπεύει. Εμπρός, Νέλλα Ελίζαμπεθ, λέει στον εαυτό της και περνά το κατώφλι. Άραγε ο νέος της σύζυγος θα την αγκαλιάσει, θα τη φιλήσει ή θα της σφίξει το χέρι σαν να πρόκειται για μια καθαρά επαγγελματική σχέση; Δεν είχε κάνει καμιά τέτοια κίνηση στην τελετή, περιτριγυρισμένος από την ολιγομελή της οικογένεια, χωρίς ούτε έναν από τους δικούς του συγγενείς.
   Για να δείξει πως ακόμη και μια επαρχιώτισσα έχει τρόπους, σκύβει και βγάζει τα παπούτσια της, είναι κομψά, δερμάτινα -έχει φορέσει τα καλά της, παρόλο που τώρα αυτή η επιλογή τής φαίνεται μάταιη. Αξιοπρέπεια, είχε πει η μητέρα της, ωστόσο η αξιοπρέπεια είναι τόσο άβολη. Αφήνει τα παπούτσια της να πέσουν στο πάτωμα, ελπίζοντας ο θόρυβος να τραβήξει την προσοχή κάποιου, ή να τον τρομάξει. Η μητέρα της λέει πως η φαντασία της καλπάζει, πως πετάει στα σύννεφα. Τα παπούτσια κείτονται απογοητευτικά αδρανή και η Νέλλα νιώθει ανόητη.
   Έξω στο δρόμο δυο γυναίκες χαιρετούν η μία την άλλη. Η Νέλλα γυρίζει το βλέμμα, όμως μέσα από την ανοιχτή πόρτα διακρίνει μόνο την πλάτη της μίας· είναι ψηλή, το χρυσό κεφάλι της ακάλυπτο, βηματίζει κάτω από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Και τα δικά της μαλλιά είναι ακατάστατα από το ταξίδι, η ελαφριά αύρα κάνει κάποιες άναρχες τούφες της να ανεμίζουν. Αν προσπαθήσει να τις συμμαζέψει θα γίνει ακόμα πιο νευρική από ό,τι αντέχει να φανεί, έτσι τις αφήνει να της γαργαλούν το πρόσωπο.
   "Θηριοτροφείο θα γίνουμε εδώ μέσα;"
   Η φωνή ακούγεται σταθερή και κοφτή μέσα από τα σκοτάδια της εισόδου. Η Νέλλα νιώθει το δέρμα της να ζαρώνει, οι υποψίες της δικαιώθηκαν, αυτό όμως δεν κρύβει το ανατρίχιασμά της. Παρακολουθεί καθώς μια φιγούρα γλιστρά μέσα από τη σκιά, ένα προτεταμένο χέρι προβάλλει -σε ένδειξη διαμαρτυρίας ή χαιρετισμού, δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι μια γυναίκα, ευθυτενής και λιγνή, ντυμένη στο πιο βαθύ μαύρο, η σκούφια στο κεφάλι της κατάλευκη, κολλαρισμένη και στερεωμένη στην εντέλεια. Ούτε μια τούφα από τα μαλλιά της δεν περισσεύει και τη συνοδεύει η πιο αόριστη, η πιο αλλόκοτη μυρωδιά μοσχοκάρυδου. Τα μάτια της γκρίζα, το στόμα της αυστηρό. Άραγε πόση ώρα στεκόταν εκεί και παρατηρούσε; Ο Πίμπο τιτιβίζει με την ξαφνική της εμφάνιση.
   "Είναι ο Πίμπο", λέει η Νέλλα. "Το παπαγαλάκι μου".
   "Το βλέπω", αποκρίνεται η γυναίκα προσηλώνοντας το βλέμμα της πάνω στη Νέλλα. "Ή μάλλον, το ακούω. Δεν φαντάζομαι να έφερες και άλλα κτήνη μαζί σου".
   "Έχω και ένα σκυλάκι, αλλά έμεινε στο σπίτι..."
   "Ωραία. Θα λέρωνε μέσα στα δωμάτιά μας. Θα έγδερνε τα πατώματα. Αυτά τα μικρόσωμα είναι εκκεντρικότητες των Γάλλων και των Ισπανών", σχολιάζει η γυναίκα. "Τόσο απείθαρχα όσο και οι ιδιοκτήτες τους".
   "Και μοιάζουν και με ποντίκια", συμπληρώνει μια δεύτερη φωνή που ακούγεται από το βάθος του διαδρόμου.
   Η γυναίκα σουφρώνει τα φρύδια της, για μια στιγμή κλείνει τα μάτια και η Νέλλα αποτυπώνει την εικόνα της στο μυαλό της, αναρωτιέται ποιος ακόμη παρακολουθεί τη συζήτηση αυτή. Πρέπει να είμαι δέκα χρόνια νεότερή της, συλλογίζεται, παρόλο που το δέρμα της είναι τόσο λείο. Η γυναίκα προσπερνά τη Νέλλα και κατευθύνεται προς την κάσα της πόρτας, κινείται με χάρη, με συνειδητή χάρη που αποπνέει σιγουριά. Ρίχνει ένα σύντομο επιδοκιμαστικό βλέμμα στα περιποιημένα παπούτσια στο πλάι της πόρτας και ύστερα καρφώνει το βλέμμα της στο κλουβί, τα χείλη της σφίγγονται. Το φτέρωμα του Πίμπο φουσκώνει από τρόμο.
   Η Νέλλα αποφασίζει να της αποσπάσει την προσοχή προσφέροντας το χέρι της για να τη χαιρετήσει, η γυναίκα όμως τινάζεται στο άγγιγμα της.
   "Είσαι βαρυκόκαλη για δεκαεφτάχρονη", παρατηρεί η γυναίκα.
   "Ονομάζομαι Νέλλα", της απαντά μαζεύοντας το χέρι της. "Και είμαι δεκαοχτώ".
   "Ξέρω ποια είσαι".
   "Το πραγματικό μου όνομα είναι Πετρονέλλα, όλοι στο σπίτι όμως με φωνάζουν..."
   "Το άκουσα ήδη".
   "Είσαι η οικονόμος;" ρωτά η Νέλλα. Από το σκοτάδι του διαδρόμου ακούγεται ένα πνιχτό χαχανητό. Η γυναίκα το αγνοεί, κοιτάζει έξω τα οπάλινα χρώματα του σούρουπου. "Είναι εδώ ο Γιοχάννες; Είμαι η νέα του σύζυγος". Η γυναίκα παραμένει σιωπηλή. "Υπογράψαμε πριν από ένα μήνα, στο Άσσεντελφτ", επιμένει η Νέλλα. Δεν έχει άλλη επιλογή, μόνο να επιμείνει.
   "Ο αδελφός μου απουσιάζει".
   "Ο αδελφός σου;"
   Άλλο ένα πνιχτό γέλιο ακούγεται από τα σκοτάδια. Η γυναίκα κοιτάζει κατάματα τη Νέλλα. "Είμαι η Μάριν Μπραντ", ανακοινώνει, σαν να όφειλε η Νέλλα να γνωρίζει ήδη ποια ήταν. Μπορεί το βλέμμα της Μάριν να είναι αυστηρό, η Νέλλα όμως διακρίνει στη φωνή της τη σταθερότητά της να κλονίζεται. "Απουσιάζει", εξακολουθεί η Μάριν. "Περιμέναμε πως θα είχε έρθει. Αλλά λείπει".
   "Πού είναι, τότε;"
   Η Μάριν στρέφει ξανά το βλέμμα προς τον ουρανό. Το αριστερό της χέρι νεύει απαλά στον αέρα και από το σκοτάδι δίπλα στη σκάλα προβάλλουν δύο σιλουέτες. "Όττο", προστάζει.
   Ένας άντρας πλησιάζει προς το μέρος τους, η Νέλλα ξεροκαταπίνει, πατά γερά τα παγωμένα πέλματά της στο πάτωμα.
   Η επιδερμίδα του Όττο είναι μελαψή, σκούρα καφετιά σε όλη της την επιφάνεια, στο λαιμό του που βγαίνει από τον γιακά, στους καρπούς και στις παλάμες που προβάλλουν από τα μανίκια -παντού ομοιόμορφο σκούρο καφέ δέρμα, στα μήλα του προσώπου του, στο πιγούνι του, στο φαρδύ του μέτωπο, σε κάθε ίντσα του σώματός του. Η Νέλλα δεν έχει δει ποτέ στη ζωή της τέτοιον άντρα.
   Η Μάριν την παρακολουθεί, περιμένει να δει την αντίδρασή της. Η έκφραση στα μεγάλα μάτια του Όττο δείχνει πως δεν αντιλαμβάνεται τη γοητεία που ασκεί στη Νέλλα και που τόσο άτεχνα προσπαθεί να κρύψει. Κάνει μια υπόκλιση, εκείνη του την ανταποδίδει, δαγκώνει τα χείλη της ώσπου η γεύση του αίματος τής υπενθυμίζει να κρατήσει την ψυχραιμία της. Η Νέλλα παρατηρεί το δέρμα του που λάμπει σαν στιλπνός καρπός, τα μαύρα μαλλιά του που στέκονται κατακόρυφα στο κρανίο του. Σαν σύννεφο από μαλακό βαμβάκι, όχι πεσμένα και λιπαρά όπως των άλλων αντρών. "Εγώ..." ψελλίζει.
   Ο Πίμπο ξεκινά να τερετίζει. Ο Όττο προτάσσει τα χέρια του, ένα ζευγάρι ξυλοπάπουτσα είναι ακουμπισμένο πάνω στις φαρδιές του παλάμες. "Για τα πόδια σου", λέει.
   Έχει την προφορά του Άμστερνταμ -ωστόσο τραβάει τις λέξεις κάνοντάς τες να ηχούν ζεστές και υγρές. Η Νέλλα παίρνει τα ξυλοπάπουτσα από τα χέρια του, τα δάχτυλά της αγγίζουν ανεπαίσθητα το δέρμα του. Άτσαλα γλιστράει τα πέλματά της μέσα στα υπερυψωμένα παπούτσια. Της είναι μεγάλα, όμως δεν τολμά να το ομολογήσει, τουλάχιστον, με αυτά, τα πόδια της δεν ακουμπούν το κρύο μάρμαρο. Τα δερμάτινα λουριά θα τα δέσει αργότερα, στον επάνω όροφο -αν ποτέ φτάσει ως εκεί, αν ποτέ την αφήσουν να προσπεράσει την είσοδο.
   "Ο Όττο είναι ο υπηρέτης του αδελφού μου", λέει η Μάριν, τα μάτια της ακόμη στυλωμένα πάνω στη Νέλλα. "Και αυτή είναι η Κορνήλια, η καμαριέρα μας. Θα φροντίσει να έχεις ό,τι χρειάζεσαι".
   Η Κορνήλια κάνει ένα βήμα μπροστά. Είναι λίγο μεγαλύτερη από τη Νέλλα, ίσως είκοσι ή είκοσι ενός ετών -και λίγο ψηλότερη. Η Κορνήλια την κοιτάζει με παγερό χαμόγελο, τα γαλάζια μάτια της περιεργάζονται την καινούρια νύφη, παρατηρούν τα χέρια της που τρέμουν. Η Νέλλα χαμογελά, εκνευρισμένη από την περιέργεια της καμαριέρας, πασχίζει να ψελλίσει ένα ψυχρό ευχαριστώ. Όταν τη διακόπτει η Μάριν, νιώθει ευγνωμοσύνη μαζί με ντροπή.
   "Ακολούθησέ με επάνω", λέει η Μάριν. "Θα θέλεις να δεις το δωμάτιό σου".
   Η Νέλλα γνέφει καταφατικά, στα μάτια της Κορνήλια τρεμοφέγγει μια έκφραση θυμηδίας. Εύθυμο τραυλό κελάηδισμα από το κλουβί αντηχεί στους ψηλούς τοίχους και η Μάριν με ένα τίναγμα του αντίχειρα υποδεικνύει στην Κορνήλια πως το κλουβί πρέπει να πάει στην κουζίνα.
   "Και οι ατμοί από το μαγείρεμα;" διαμαρτύρεται η Νέλλα. Η Μάριν και ο Όττο στρέφονται προς το μέρος της. "Στον Πίμπο αρέσει το φως".
   Η Κορνήλια σηκώνει το κλουβί και αρχίζει να το κουνά πέρα δώθε σαν κουβά. "Με προσοχή, σε παρακαλώ", λέει η Νέλλα.
   Η Μάριν τραβάει το βλέμμα της Κορνήλια. Η καμαριέρα συνεχίζει προς την κουζίνα με τη συνοδεία της ασθενικής μελωδίας των ανήσυχων τιτιβισμάτων του Πίμπο.

   Στον επάνω όροφο, η Νέλλα νιώθει να συρρικνώνεται μπροστά στη χλιδή του νέου της δωματίου. Η Μάριν το μόνο που νιώθει είναι δυσαρέσκεια. "Η Κορνήλια το παράκανε με τα κεντήματα", σχολιάζει. "Μια φορά παντρεύεται ο Γιοχάννες, έτσι ελπίζουμε τουλάχιστον".
   Υπάρχουν μαξιλάρια με κεντημένο μονόγραμμα, καινούριο κάλυμμα στο κρεβάτι και δυο ζευγάρια πρόσφατα φρεσκαρισμένες κουρτίνες. "Το βαρύ βελούδο είναι απαραίτητο για να κρατά μακριά την πάχνη από τα κανάλια", εξηγεί η Μάριν. "Αυτό ήταν το δωμάτιό μου", προσθέτει καθώς μετακινείται προς το παράθυρο για να δει τα λιγοστά άστρα που έχουν ξεπροβάλει στον ουρανό και ακουμπά την παλάμη της στο τζάμι. "Έχει καλύτερη θέα, γι' αυτό σου το δώσαμε".
   "Α, όχι", λέει η Νέλλα. "Τότε πρέπει να το κρατήσετε". 
   Αντικρίζουν η μία την άλλη, περιστοιχισμένες από το πλήθος των κεντημάτων, από τα αμέτρητα λευκά είδη με το αρχικό Μ, δηλωτικό του ονόματος Μπραντ, να πλαισιώνεται από αμπελόφυλλα, να κουρνιάζει μέσα σε φωλιές πουλιών, να ξεπροβάλλει μέσα από ανθισμένα παρτέρια. Όλα αυτά τα Μ είχαν καταβροχθίσει το πατρικό της όνομα, οι βελονιές τους ήταν ανάγλυφες σαν πρησμένες. Νιώθοντας αμηχανία, αλλά και υποχρέωση, η Νέλλα αγγίζει με το δάχτυλό της τα μάλλινα υφάσματα που καταπλάκωναν την ψυχή της.
   "Η μεγαλοπρεπής προγονική κατοικία σας στο Άσσεντελφτ, έχει ζέστη ή μήπως πιάνει υγρασία;" ρωτά η Μάριν.
   "Καμιά φορά έχει υγρασία", αποκρίνεται η Νέλλα καθώς σκύβει και προσπαθεί να ισιώσει τα μεγάλα ξυλοπάπουτσα που είναι δεμένα αδέξια στα πόδια της. "Τα φράγματα δεν είναι πάντα αποτελεσματικά. Όμως, δεν είναι μεγαλοπρεπής..."
   "Η οικογένειά μας μπορεί να μην είναι από παλιό τζάκι, όπως η δική σου, όμως τι είναι ο τίτλος μπροστά σε ένα ζεστό, στεγνό και νοικοκυρεμένο σπίτι;" τη διακόπτει η Μάριν. Η ερώτηση ήταν ρητορική.
   "Όντως".
   "Afkomst seyt niet. Οι τίτλοι είναι άχρηστοι", συνεχίζει η Μάριν σκουντώντας ένα μαξιλάρι για να υπογραμμίσει τη λέξη άχρηστοι. "Το είπε και ο ιερέας Πέλλικορν την περασμένη Κυριακή. Το σημείωσα στο εσώφυλλο της Βίβλου μας. «Ύδατα αναβαίνουσιν και θέλουσι πλημμυρίσει την γη», εάν δεν είμαστε προσεκτικοί". Μοιάζει να αποτινάζει μια σκέψη από το νου της. "Έγραψε η μητέρα σου", συμπληρώνει. "Επέμενε να πληρώσει εκείνη για το ταξίδι σου ως εδώ. Δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε κάτι τέτοιο. Στείλαμε το δεύτερο καλύτερο πλοιάριό μας για να σε πάρει. Ελπίζω να μην προσβλήθηκες".
   "Όχι, όχι".
   "Ωραία. Το δεύτερο καλύτερο πλοιάριο στο δικό μας το σπίτι σημαίνει ότι είναι φρεσκοβαμμένο, με καμπίνα ντυμένη με ινδικό μετάξι. Ο Γιοχάννες έχει πάρει το άλλο".
   Η Νέλλα αναρωτιέται πού θα μπορούσε να έχει πάει ο άντρας της με το καλύτερό του πλοιάριο και δεν έχει γυρίσει εγκαίρως για να την υποδεχτεί. Σκέφτεται τον Πίμπο, στην κουζίνα μόνο του, δίπλα στη φωτιά, δίπλα στις κατσαρόλες. "Μόνο δύο υπηρέτες έχετε;" ρωτάει. 
   "Είναι αρκετοί", αποκρίνεται η Μάριν. "Έμποροι είμαστε, όχι αργόσχολοι. Η Βίβλος λέει πως ο άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ να σκορπά τον πλούτο του".
   "Όχι. Ασφαλώς όχι".
   "Εξυπακούεται, βέβαια, εάν του περισσεύει για να τον σκορπίσει". Η Μάριν την κοιτάζει επίμονα και η Νέλλα στρέφει το βλέμμα αλλού. Το φως στο δωμάτιο ολοένα και λιγοστεύει και η Μάριν ανάβει τα κηροπήγια με ένα λεπτό κερί. Είναι φτηνά ξιγκοκέρια, η Νέλλα ήλπιζε πως θα ήταν μελισσοκέρια, πιο αρωματικά. Η επιλογή αυτών των κεριών, που βρομοκοπάνε κρεατίλα και καπνίζουν, την ξαφνιάζει. "Από ό,τι φαίνεται, η Κορνήλια κέντησε το νέο σου όνομα παντού", λέει η Μάριν πάνω από τον ώμο της. 
   Πράγματι, συλλογίζεται η Νέλλα και φέρνει στο νου της το μοχθηρό της βλέμμα που την εξέτασε εξονυχιστικά. Τα δάχτυλά της πρέπει να έχουν γίνει κατακόκκινα και ποιον άραγε πρέπει να τιμωρήσει γι' αυτό;
   "Πότε θα έρθει ο Γιοχάννες -γιατί δεν είναι εδώ;" ρωτάει.
   "Η μητέρα σου γράφει πως ανυπομονείς να ξεκινήσεις τη ζωή σου ως σύζυγος στο Άμστερνταμ", λέει η Μάριν. "Έτσι είναι;"
   "Ναι, πρέπει να υπάρχει όμως και σύζυγος για να γίνει αυτό".
   Στην παγερή σιγή που ακολουθεί, η Νέλλα αναρωτιέται πού να βρίσκεται άραγε ο σύζυγος της Μάριν. Δεν αποκλείεται να τον έχει καταχωνιάσει στο πατάρι.
   Θέλει απελπισμένα να βάλει τα γέλια, καταπνίγει το γέλιο της χαμογελώντας μπροστά σε ένα μαξιλάρι. "Είναι όλα πολύ όμορφα", λέει. "Δεν έπρεπε".
   "Η Κορνήλια τα έκανε όλα. Τα δικά μου χέρια δεν πιάνουν".
   "Σίγουρα υπερβάλλετε".
   "Έβγαλα τους πίνακές μου. Σκέφτηκα, αυτά είναι περισσότερο του γούστου σου". Η Μάριν κάνει ένα νεύμα προς τον τοίχο όπου ένα ζευγάρι πουλιά έχουν απαθανατιστεί με λαδομπογιά, κρέμονται από ένα γάντζο, όλο πούπουλα και νύχια. Πιο πέρα στον τοίχο το πορτρέτο ενός απαγχονισμένου λαγού, το τρόπαιο ενός κυνηγού. Δίπλα του ένας σωρός από στρείδια γεμίζουν ένα πιάτο με κινέζικα σχέδια, κρυμμένο από ένα πεσμένο κρασοπότηρο και μια γαβάθα με παραωριμασμένα φρούτα. Υπάρχει κάτι το ανησυχητικό στα στρείδια, στα εκτεθειμένα τους ανοιχτά στόματα. Στο πατρικό της, η μητέρα της Νέλλα κάλυπτε τους τοίχους με τοπία και παραστάσεις από τη Βίβλο. "Οι πίνακες αυτοί ανήκουν στον αδελφό μου", συμπληρώνει η Μάριν δείχνοντας ένα βάζο ασφυκτικά γεμάτο με λουλούδια, αφύσικα σκληρά, φορτωμένα με χρώμα, και ένα μισό ρόδι στην άκρη του τελάρου.
   "Ευχαριστώ". Η Νέλλα αναρωτιέται πόσο χρόνο θα της πάρει να τους γυρίσει ανάποδα, να βλέπουν προς τον τοίχο, προτού πέσει να κοιμηθεί.
   "Θα προτιμάς να δειπνήσεις εδώ απόψε", λέει η Μάριν. "Ταξίδεψες πολλές ώρες".
   "Πράγματι. Θα σας ήμουν ευγνώμων". Η Νέλλα ένιωσε φρίκη μπροστά στα ματωμένα ράμφη των πουλιών, στα άψυχα μάτια τους, στην προσφερόμενη ζαρωμένη σάρκα. Στην όψη τους δικατέχεται από λαχτάρα να δοκιμάσει κάτι γλυκό. "Έχετε καθόλου αμυγδαλωτά;"
   "Όχι. Η ζάχαρη... δεν είναι κάτι που συνηθίζουμε. Κάνει τις ψυχές των ανθρώπων να σαπίζουν".
   "Η μητέρα μου τα έπλαθε σε διάφορα σχήματα". Υπήρχε πάντα αμυγδαλόπαστα στο κελάρι, η μοναδική τάση προς τέρψη στην οποία η κυρία Όορτμαν συμφωνούσε με τον σύζυγό της. Γοργόνες, καράβια και περιδέραια από ζαχαρωτά πετράδια, που η αμυγδαλωτή ζύμη κάνει να λιώνουν στο στόμα τους. Δεν ανήκω πια στη μητέρα μου, συλλογίζεται η Νέλλα. Μια μέρα θα πλάθω κι εγώ ζαχαρωτά σε σχήματα για άλλα υγρά μικροσκοπικά χέρια, για λεπτές φωνούλες που θα ζητάνε λιχουδιές.
   "Θα πω στην Κορνήλια να σου φέρει σταρένιο ψωμί (1) και τυρί", λέει η Μάριν, διακόπτοντας τις σκέψεις της Νέλλα. "Κι ένα ποτήρι κρασί του Ρήνου".
   "Ευχαριστώ. Έχετε ιδέα πότε θα έρθει ο Γιοχάννες;"
   Η Μάριν οσμίζεται τον αέρα. "Τι είναι αυτή η μυρωδιά;"
   Ενστικτωδώς, η Νέλλα αγγίζει την κλείδα της. "Μήπως είμαι εγώ;"
   "Εσύ μυρίζεις έτσι;"
   "Η μητέρα μου μου αγόρασε ένα άρωμα. Έλαιο από κρίνα. Αυτό εννοείτε;"
   Η Μάριν γνέφει καταφατικά. "Κρίνο μύρισε". Βήχει διακριτικά. "Ξέρεις τι λένε για τα κρίνα".
   "Όχι".
   "Νωρίς ανθίζουν, νωρίς μαραίνονται".
   Και μ' αυτό, η Μάριν κλείνει την πόρτα πίσω της.

   Στις τέσσερις η ώρα το επόμενο πρωί, η Νέλλα ακόμα δεν μπορεί να κοιμηθεί. Το αλλόκοτο καινούριο περιβάλλον, με την πολυτέλεια και τα εργόχειρα, ποτισμένο από την κάπνα του καμένου λίπους, δεν την αφήνει να ησυχάσει. Οι πίνακες μένουν εκτεθειμένοι στις κορνίζες τους, δεν είχε το κουράγιο να τους γυρίσει προς τον τοίχο. Ξαπλωμένη εκεί, αφήνει τα γεγονότα που την έφεραν μέχρι εδώ να στροβιλίζουν μέσα στο κουρασμένο της κεφάλι.
   Όταν πέθανε εκείνος, δυο χρόνια πρωτύτερα, είπαν στο Άσσεντελφτ ότι ο κύριος Όορτμαν ήταν άνθρωπος που είχε χτίσει καπηλειά ολόκληρα. Η Νέλλα σιχαινόταν τον υπαινιγμό αυτό, πως ο πατέρας της ήταν ένας μεθύστακας σάτυρος και τίποτε παραπάνω, ωστόσο η αλήθεια ήταν αυτή. Ο πατέρας της τους φόρτωσε τα χρέη του -η σούπα έγινε πιο νερουλή, το κρέας έγινε κόκαλο, οι υπηρέτες εξαφανίστηκαν. Δεν είχε φτιάξει ποτέ του κιβωτό, όπως έπρεπε να κάνουν όλοι οι Ολλανδοί για να νικήσουν τη θάλασσα που ανέβαινε. "Πρέπει να παντρευτείς έναν άντρα που μπορεί να κρατήσει ένα γκίλντερ (2) στην τσέπη του", είπε η μητέρα της και έπιασε την πένα της. 
   "Μα, δεν έχω τίποτε να δώσω σε αντάλλαγμα", απάντησε η Νέλλα.
   Η μητέρα της την αγνόησε. "Κοίτα τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Τι παραπάνω έχει να δώσει μια γυναίκα;"
   Αυτή η δήλωση ήταν χτύπημα για τη Νέλλα. Το ότι η ίδια της η μητέρα την υποτίμησε της προκάλεσε ένα νέο είδος ανησυχίας και τη θέση της θλίψης για το χαμό του πατέρα της πήρε ένα είδος λύπησης για τον εαυτό της. Τα νεότερα αδέλφια της, ο Κάρελ και η Αραμπέλλα, είχαν την άδεια να παίξουν έξω, να κάνουν τους κανίβαλους ή τους πειρατές.
   Για δύο χρόνια, η Νέλλα εξασκήθηκε στο να είναι κυρία. Περπατούσε με άλλον αέρα -παρόλο που δεν είχε πουθενά να πάει, παραπονιόταν κι ένιωθε για πρώτη φορά επιθυμία να δραπετεύσει από το χωριό της, αδιαφορώντας για τον απέραντο ουρανό και αντικρίζοντας μόνο μια βουκολική φυλακή που είχε ήδη αρχίσει να καλύπτεται από λεπτά πέπλα σκόνης. Σφίγγοντας περισσότερο τον κορσέ της, βελτίωσε τη δεξιότητά της στο λαούτο, μετακινώντας τα όμορφά της δάχτυλα πάνω στην ταστιέρα και λαμβάνοντας υπόψη της τα νεύρα της μητέρας της τόσο ώστε να μην αντιδράσει. Τον Ιούλιο τούτης της χρονιάς, οι έρευνες της μητέρας της, μέσω του τελευταίου γνωστού από τον κύκλο του πατέρα της στην πόλη, βρήκαν επιτέλους γόνιμο έδαφος.
   Έφτασε ένα γράμμα, τα γράμματα στο φάκελο είναι καθαρά και ρέουν, σταθερά. Η μητέρα της δεν την άφησε να το διαβάσει -όμως, μία εβδομάδα αργότερα, η Νέλλα ανακάλυψε πως είχε κανονίσει να παίξει για κάποιον άντρα, έναν έμπορο που άκουγε στο όνομα Γιοχάννες Μπραντ, ο οποίος είχε έρθει στην εξοχή από το Άμστερνταμ. Καθώς ο ήλιος χαμήλωνε πάνω από τις ρόδινες πεδιάδες του Άσσεντελφτ, ο ξένος αυτός κάθισε στο σπιτικό τους που κατέρρεε αργά και την άκουσε να παίζει.
   Η Νέλλα νόμισε πως έδειξε κάποια συγκίνηση και, όταν τελείωσε, εκείνος είπε πως το είχε απολαύσει. "Μου αρέσει το λαούτο", της είπε. "Πολύ όμορφο όργανο. Έχω δύο κρεμασμένα στον τοίχο μου, όμως δεν τα έχει παίξει κανείς εδώ και χρόνια". Και όταν ο Γιοχάννες Μπραντ  -ετών τριάντα εννέα, κανονικός μαθουσάλας! κακάριζε ο Κάρελ- ζήτησε το χέρι της, η Νέλλα αποφάσισε να δεχτεί. Θα ήταν αγνωμοσύνη και χαζομάρα να αρνηθεί. Όπως το έθεσε η μητέρα της άλλωστε, ποια άλλη επιλογή είχε εκτός από τη ζωή της συζύγου;
   Μετά την τελετή στο Άσσεντελφτ τον Σεπτέμβρη, τα ονόματά τους καταχωρήθηκαν στα μητρώα της εκκλησίας, ακολούθησε ένα σύντομο δείπνο στην οικία Όορτμαν και ο Γιοχάννες έφυγε. Ένα εμπόρευμα έπρεπε να παραδοθεί στη Βενετία, είπε, και έπρεπε να το παραδώσει ο ίδιος. Η Νέλλα και η μητέρα της έγνεψαν με κατανόηση. Ο Γιοχάννες ήταν τόσο γοητευτικός, με το λοξό του χαμόγελο να υπαινίσσεται το κύρος του. Τη νύχτα του υμεναίου, η νεόνυμφη Νέλλα κοιμήθηκε όπως κοιμόταν χρόνια, κουλουριασμένη μαζί με την αδελφή της που στριφογυρνούσε. Όμως όλα έγιναν για καλό, συλλογίστηκε, φαντάστηκε τον εαυτό της να αναδύεται μέσα από τις φλόγες του Άσσεντελφτ ως καινούρια γυναίκα -ως σύζυγος και ό,τι άλλο έμελλε να γίνει.
   Οι σκέψεις της διακόπηκαν από γαυγίσματα σκυλιών στην είσοδο. Η Νέλλα ακούει μια αντρική φωνή -τη φωνή του Γιοχάννες, δεν έχει καμία αμφιβολία. Ο σύζυγός της είναι εδώ, στο Άμστερνταμ -άργησε λίγο, αλλά είναι εδώ. Η Νέλλα ανακάθεται στο νυφικό κρεβάτι της, μουδιασμένη επαναλαμβάνει τα λόγια της. Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Είχες καλό ταξίδι; Αλήθεια; Είμαι τόσο χαρούμενη, πολύ χαρούμενη.
   Ωστόσο, δεν τολμά να κατέβει στον κάτω όροφο. Συνταράσσεται από την έξαψή της ενόψει της συνάντησης μαζί του. Περιμένει, νιώθει την αγωνία να διακλαδώνεται μέσα στο στομάχι της, αναρωτιέται από πού ν' αρχίσει. Δένει τα ξυλοπάπουτσά της, ρίχνει ένα σάλι πάνω από τη νυχτικιά της και προχωρά αθόρυβα στον διάδρομο.
   Τα νύχια των σκυλιών γλιστρούν πάνω στα πλακάκια. Η θαλασσινή αύρα έχει ποτίσει το τρίχωμά τους, οι ουρές τους χτυπούν στα έπιπλα. Η Μάριν έφτασε πρώτη στον Γιοχάννες και η Νέλλα τούς ακούει να μιλάνε. 
   "Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο, Μάριν", λέει ο Γιοχάννες. Η φωνή του είναι βαθιά και ξερή. 
   "Ξέχνα το τώρα. Αδελφέ μου, χαίρομαι που σε βλέπω. Προσευχόμουν να γυρίσεις πίσω ασφαλής". Καθώς η Μάριν προβάλλει μέσα από το σκοτάδι για να τον επιθεωρήσει, το φως του κεριού της χαμηλώνει και τρεμοπαίζει. Τεντωμένη πάνω στην κουπαστή, η Νέλλα παρατηρεί τον ανοίκειο όγκο της ταξιδιωτικής κάπας του Γιοχάννες, τα εντυπωσιακά χοντροκομμένα του δάχτυλα. "Φαίνεσαι εξουθενωμένος", συνεχίζει η Μάριν.
   "Το ξέρω, το ξέρω. Το φθινόπωρο στο Λονδίνο..."
   "Είναι φρικτό. Εκεί ήσουν λοιπόν. Άσε με να το πάρω εγώ".
   Με το ελεύθερο χέρι της η Μάριν τον βοηθά να βγάλει την κάπα του. "Γιοχάννες. Αδυνάτισες. Λείπεις πολύ καιρό".
   "Δεν αδυνάτισα". Αποτραβιέται. "Ρεζέκι, Ντάνα", προστάζει και τα σκυλιά τον ακολουθούν σαν σύντροφοι. Η Νέλλα αφομοιώνει το παράξενο άκουσμα των ονομάτων τους. Ρεζέκι, Ντάνα. Στο Άσσεντελφτ, ο Κάρελ είχε ονομάσει τα σκυλιά τους Μουσούδα και Καρβούνη, ονόματα διόλου ευφάνταστα, που όμως αντανακλούσαν απόλυτα τον χαρακτήρα και την εικόνα τους.
   "Αδελφέ", λέει η Μάριν. "Είναι εδώ".
   Ο Γιοχάννες κοντοστέκεται αλλά δεν στρέφεται προς το μέρος της. Οι ώμοι του κατεβασμένοι, το κεφάλι του γέρνει πιο πολύ πάνω στο στήθος του. "Ώστε έτσι", λέει. "Μάλιστα".
   "Θα ήταν καλύτερα για σένα να ήσουν εδώ όταν έφτασε".
   "Είμαι βέβαιος πως τα πήγες μια χαρά και χωρίς εμένα".
   Η Μάριν μένει σιωπηλή, σιγή απλώνεται ανάμεσα στο χλωμό της πρόσωπο και τον όγκο της πλάτης του αδελφού της. "Μην το ξεχάσεις", λέει.
   Ο Γιοχάννες περνάει τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. "Πώς θα μπορούσα να το ξεχάσω;" απαντά. "Πώς θα μπορούσα;"
   Η Μάριν μοιάζει να θέλει να πει κάτι ακόμα, όμως δεν μιλά, σταυρώνει τα χέρια. "Κάνει τόσο κρύο", λέει.
   "Τότε να πας να ξαπλώσεις. Έχω δουλειά".

   Κλείνει την πόρτα του και η Μάριν ρίχνει την κάπα του αδελφού της στους ώμους της. Η Νέλλα γέρνει ακόμη περισσότερο, παρατηρεί τη Μάριν να χώνει το πρόσωπό της στις μακριές πτυχές του υφάσματος. Η κουπαστή τρίζει και η Μάριν τινάζει από πάνω της την κάπα, περιεργάζεται το σκοτάδι από πάνω της. Όταν η Μάριν ανοίγει την ντουλάπα στην είσοδο, η Νέλλα επιστρέφει αθόρυβα στο υπνοδωμάτιό της και περιμένει.
   Λεπτά αργότερα, ακούγοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της Μάριν να κλείνει στην άκρη του διαδρόμου, η Νέλλα κατεβαίνει στις μύτες των ποδιών της την κεντρική σκάλα. Σταματά μπροστά στην ντουλάπα της εισόδου και περιμένει να δει την κάπα να κρέμεται, όμως τη βρίσκει κουβάρι στο πάτωμα. Γονατίζοντας για να τη σηκώσει, διαπιστώνει πως είναι νοτισμένη με τη μυρωδιά ενός κουρασμένου άντρα και τις οσμές των πόλεων που έχει δει. Αφού τη στερέωσε στο κρεμαστάρι, η Νέλλα πλησιάζει την πόρτα πίσω από την οποία χάθηκε ο σύζυγός της και χτυπά.
   "Για όνομα του Θεού", αποκρίνεται εκείνος. "Θα μιλήσουμε το πρωί".
   "Εγώ είμαι. Η Πετρονέλλα. Η Νέλλα".
   Έπειτα από μια στιγμή η πόρτα ανοίγει και ο Γιοχάννες στέκεται μπροστά της, το πρόσωπό του βυθισμένο στη σκιά. Είναι τόσο ευρύστερνος -η Νέλλα δεν θυμόταν το ανάστημά του τόσο επιβλητικό μέσα στη μισοάδεια εκκλησία του Άσσεντελφτ. "Esposa mia", αναφωνεί.
   Η Νέλλα δεν ξέρει τι σημαίνει η φράση αυτή. Καθώς κάνει ένα βήμα πίσω προς το φως των κεριών, διακρίνει πως το πρόσωπό του είναι μαυρισμένο και καμένο από τον ήλιο. Οι ίριδές του, γκρίζες όπως της Μάριν, σχεδόν διαφανείς. Ο σύζυγός της δεν είναι σαν πρίγκιπας, τα μαλλιά του είναι λιπαρά στις ρίζες, έχουν ένα μουντό μεταλλικό χρώμα. "Ήρθα", του λέει.
   "Το βλέπω". Δείχνει με ένα νεύμα τη νυχτικιά της. "Θα έπρεπε να κοιμάσαι".
   "Ήρθα να σε χαιρετήσω".
   Κάνει ένα βήμα μπροστά και φιλά το χέρι της, τα χείλη του είναι πιο απαλά απ' ό,τι φανταζόταν. "Θα μιλήσουμε το πρωί, Νέλλα. Χαίρομαι που έφτασες καλά. Χαίρομαι πολύ".
   Το βλέμμα του δεν στέκεται πουθενά για πολλή ώρα. Η Νέλλα προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει την ένταση στο κουρασμένο του σώμα, πιάνει ένα αψύ άρωμα στον αέρα, έντονο και ανησυχαστικό. Ο Γιοχάννες αποσύρεται στην κίτρινη λάμψη που λούζει το γραφείο του, κλείνει την πόρτα.
   Η Νέλλα περιμένει για ένα λεπτό, το βλέμμα της διαπερνά το απόλυτο σκοτάδι της κεντρικής σκάλας. Η Μάριν σίγουρα κοιμάται τώρα, σκέφτεται. Θα ρίξω μόνο μια ματιά, να δω αν είναι καλά το παπαγαλάκι μου.
   Ακροπατώντας κατεβαίνει τη σκάλα που οδηγεί στα δωμάτια της κουζίνας, βρίσκει το κλουβί με το παπαγαλάκι της να κρέμεται δίπλα στον ανοιχτό φούρνο, η χόβολη που αργοσβήνει φωτίζει απαλά τις μεταλλικές μπάρες. "Όλες οι υπηρέτριες είναι επικίνδυνες", είχε πει η μητέρα της, "όμως οι χειρότερες είναι εκείνες της πόλης". Δεν της είχε εξηγήσει το λόγο, τουλάχιστον ο Πίμπο ήταν ακόμη ζωντανός, κουρνιασμένος στη θέση του, με φουσκωμένο φτέρωμα, αναπηδά και χτυπά το ράμφος του καθώς διαισθάνεται την παρουσία της Νέλλα. Θέλει όσο τίποτε άλλο να τον ανεβάσει επάνω, όμως σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει η Μάριν αν παρακούσει, σκέφτεται την Κορνήλια να ετοιμάζει ένα πιάτο με δυο κοκαλάκια και πράσινα πούπουλα για γαρνιτούρα. "Καληνύχτα, Πίμπο", ψιθυρίζει.
   Από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της φαίνεται η πάχνη που σηκώνεται από το κανάλι Χέρενγκραχτ, το φεγγάρι ψηλά ένα ξεθωριασμένο νόμισμα. Αφού τράβηξε τις κουρτίνες και τύλιξε το σάλι γύρω της, η Νέλλα βολεύεται σε μια γωνιά, ακόμα βλέπει με δυσπιστία το πελώριο κρεβάτι της. Ο νέος της σύζυγος είναι ένας πλούσιος άντρας στο Άμστερνταμ, ένας παράγοντας στην πόλη, κυρίαρχος της θάλασσας και όλων των δώρων της. "Η ζωή είναι δύσκολη εάν δεν είσαι παντρεμένη", είχε σχολιάσει η μητέρα της. "Γιατί;" είχε ρωτήσει η Νέλλα. Έχοντας παρακολουθήσει με τα ίδια της τα μάτια τον μόνιμο εκνευρισμό που της προκαλούσε ο πατέρας της εν ζωή να μετατρέπεται σε πανικό στο άκουσμα των χρεών που της άφησε μετά θάνατον, ήθελε να μάθει γιατί η κυρία Όορτμαν είχε τέτοιο διακαή πόθο να δεσμεύσει την κόρη της σε μία πιθανότατα εξίσου επικίνδυνη συνθήκη. Η μητέρα της την κοίταξε σαν να ήταν παράφρων, όμως αυτή τη φορά της εξήγησε. "Διότι ο κύριος Μπραντ είναι βοσκός στην πόλη και ο πατέρας σου δεν ήταν παρά ένα πρόβατο".
   Η Νέλλα κοιτάζει την ασημένια κανάτα στο πλάι της, τη στιλπνή μαονένια επιφάνεια του σεκρετέρ, το τούρκικο χαλί, τους αισθησιακούς πίνακες. Ένα πανέμορφο εκκρεμές μετρά διακριτικά τον χρόνο. Στην πρόσοψή του υπάρχουν ήλιοι και φεγγάρια, οι δείκτες είναι περίτεχνοι. Είναι το πιο όμορφο ρολόι που έχει δει ποτέ της. Όλα φαίνονται καινούρια και μιλούν τη γλώσσα του πλούτου. Η Νέλλα ποτέ δεν έμαθε αυτόν τον κώδικα, σκέφτεται όμως πως θα αναγκαστεί. Μαζεύει τα πεσμένα μαξιλάρια από το πάτωμα, τα στοιβάζει πάνω στο πορφυρό μεταξένιο κλινοσκέπασμα.
   Την πρώτη φορά που η Νέλλα αιμορράγησε ως γυναίκα, σε ηλικία δώδεκα ετών, η μητέρα της της είπε πως το αίμα αυτό ήταν "για να γεννιούνται τα παιδιά με ασφάλεια". Η Νέλλα δεν πίστεψε ποτέ πως με το αίμα αυτό μπορούσε να νιώσει ασφαλής, ακούγοντας στο χωριό τις κραυγές των γυναικών που γεννούσαν -συχνά τα φέρετρα οδηγούνταν αμέσως μετά στην εκκλησία.
   Ο έρωτας ήταν υπόθεση πολύ πιο νεφελώδης από μερικούς λεκέδες στα σεντόνια. Η έμμηνος ρύση της ποτέ δεν συνδέθηκε με αυτό που η Νέλλα υποπτευόταν πως είναι ο έρωτας -ο έρωτας για το σώμα και, ωστόσο, πέρα από αυτό. "Αυτός είναι ο έρωτας, Πετρονέλλα", είπε η κυρία Όορτμαν, παρακολουθώντας την Αραμπέλλα να κρατά τον Καρβούνη ως κουτάβι τόσο σφιχτά στην αγκαλιά της, που λίγο κόντεψε να στραγγαλίσει την κουταβίσια ύπαρξή του. Όταν οι τροβαδούροι στο χωριό τραγουδούσαν τον έρωτα, μιλούσαν πράγματι για πόνο κρυμμένο μέσα στον πλούτο. Η αληθινή αγάπη ήταν ανθός μέσα στα σωθικά, τα πέταλά του άνοιγαν ανάποδα. Θα τα έπαιζε κανείς όλα κορόνα γράμματα για την αγάπη -την ευτυχισμένη αγάπη, ποτέ όμως δίχως πινελιές απογοήτευσης.
   Η κυρία Όορτμαν πάντα παραπονιόταν πως δεν υπήρχε αντάξιος μνηστήρας για μίλια μακριά -πως "μασάνε κουτόχορτο", έτσι έλεγε, τα ντόπια αγόρια. Το μέλλον της κόρης της ήταν στην πόλη και στα χέρια του Γιοχάννες Μπραντ.
   "Και η αγάπη, μητέρα; Θα τον αγαπήσω ποτέ;"
   "Το κορίτσι θέλει έρωτες", φώναξε η κυρία Όορτμαν με θεατρικότητα, απευθυνόμενη στους ξεφλουδισμένους τοίχους του Άσσεντελφτ. "Θέλει να βουτήξει το δάχτυλο στο γλυκό".
   Είπε στη Νέλλα πως το σωστό ήταν να εγκαταλείψει το Άσσεντελφτ και πράγματι, στο τέλος, το μόνο που ήθελε ήταν να δραπετεύσει από εκεί. Δεν είχε καμία επιθυμία να παίζει άλλο τους ναυαγούς με τον Κάρελ και την Αραμπέλλα, αυτό ωστόσο δεν μετριάζει την απογοήτευση που νιώθει τώρα, καθισμένη πλάι στο άδειο νυφικό κρεβάτι της στο Άμστερνταμ, σαν νοσοκόμα στο πλευρό ασθενή. Τι νόημα έχει που βρίσκεται εδώ εάν ο σύζυγός της δεν αξιώνεται να την υποδεχτεί όπως πρέπει; Σκαρφαλώνοντας στο κενό στρώμα, κουρνιάζει ανάμεσα στα μαξιλάρια αποκαρδιωμένη από το περιφρονητικό βλέμμα στα μάτια της Κορνήλια, τον αιχμηρό τόνο στη φωνή της Μάριν, την αδιαφορία του Γιοχάννες. Όχι μόνο δεν έφαγα γλυκό, σκέφτεται η Νέλλα, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν βούτηξα.
   Το σπίτι μοιάζει ακόμη άγρυπνο, παρόλο που η ώρα είναι ανελέητη. Ακούει την εξώπορτα να ανοίγει και να κλείνει, ύστερα μια άλλη πόρτα να ανοιγοκλείνει από πάνω της. Ακούει ψιθύρους, βιαστικά βήματα στο διάδρομο, προτού το δωμάτιο βυθιστεί σε μια εκκωφαντική σιωπή.
   Αφουγκράζεται, περίλυπη, μια λεπτή χαρακιά από το φως του φεγγαριού αχνοφέγγει πάνω στον ζωγραφισμένο λαγό και στο σάπιο ρόδι. Η σιωπή είναι ύπουλη, σαν το ίδιο το σπίτι να αναπνέει. Όμως δεν τολμά να εγκαταλείψει ξανά το κρεβάτι, όχι την πρώτη νύχτα της εκεί. Δεν σκέφτεται πια τη μουσική που έπαιξε για εκείνον στο λαούτο της το περασμένο καλοκαίρι και το μόνο που ακούει πια η Νέλλα να επαναλαμβάνεται μέσα στο κεφάλι της είναι τα λόγια της ψαροπώλισσας -ηλίθιε, ηλίθιε, με την τσιριχτή επαρχιώτικη φωνή της.

   Αφού τράβηξε την κουρτίνα για να μπει μέσα ο πρωινός ήλιος, η Κορνήλια στέκεται στην άκρη του ξέστρωτου κρεβατιού της Νέλλα. "Ο κύριος ήρθε από το Λονδίνο", λέει απευθυνόμενη στο λεπτοκαμωμένο πόδι που σαλεύει κάτω από τα κλινοσκεπάσματα. "Θα πάρετε πρωινό μαζί του". 
   Το κεφάλι της Νέλλα τινάζεται πάνω από το μαξιλάρι, το πρόσωπό της είναι πρησμένο, σαν τα αφράτα πρόσωπα των μικρών χερουβείμ. Μπορεί να ακούσει κάθε υπηρέτρια κατά μήκος του μεγάλου καναλιού, μπορεί να ακούσει τον μεταλλικό ήχο από τις σφουγγαρίστρες τους μέσα στους κουβάδες, σαν υπόκωφα κουδουνίσματα καθώς σφουγγίζουν τη βρόμα από τα πλατύσκαλα. "Πόση ώρα κοιμάμαι;" ρωτάει.
   "Αρκετή", απαντά η υπηρέτρια.
   "Νιώθω σαν να μου έκαναν μάγια και να έχω κοιμηθεί τρεις μήνες στο κρεβάτι αυτό". 
   Η Κορνήλια γελάει. "Ωραία μάγια".
   "Τι εννοείς;"
   "Τίποτα, κυρία". Της προτείνει τα χέρια της. "Σηκωθείτε. Πρέπει να σας ντύσω".
   "Έμεινες ξύπνια ως αργά".
   "Δεν ξέρω, έμεινα;" Ο τόνος στη φωνή της Κορνήλια είναι αυθάδης, αυτή η αυτοπεποίθηση κάνει τη Νέλλα ακόμη πιο διστακτική. Καμιά από τις υπηρέτριες της μητέρας της δεν της μιλούσε με τέτοιο τρόπο.
   "Άκουσα την εξώπορτα τη νύχτα", εξηγεί. "Και μια πόρτα στον πάνω όροφο. Την άκουσα ξεκάθαρα".
   "Αδύνατον", απαντά η υπηρέτρια. "Ο Τόοτ την κλείδωσε προτού ανεβείτε".
   "Ο Τόοτ;"
   "Έτσι λέω τον Όττο. Εκείνος πιστεύει πως τα παρατσούκλια είναι ανόητα, εμένα όμως μου αρέσουν". Η Κορνήλια παίρνει ένα εσώρουχο και το περνάει πάνω από το κεφάλι της Νέλλα, την αρματώνει με μια μπλε τουαλέτα με αργυρούς ιριδισμούς. "Ο κύριος πλήρωσε γι' αυτό το φόρεμα", λέει, η φωνή της είναι γεμάτη θαυμασμό. Ο ενθουσιασμός της Νέλλα για το καινούριο δώρο φθίνει γρήγορα -τα μανίκια είναι πολύ μακριά και, όσο σφιχτά κι αν τη δένει η Κορνήλια, τα πλευρά της μοιάζουν συρρικνωμένα μέσα στον τεράστιο κορσέ.
   "Η κυρία Μάριν έστειλε στη μοδίστρα τα μέτρα σου", λέει αποδοκιμαστικά η Κορνήλια, τραβώντας τις κόπιτσες όλο και πιο σφιχτά, απογοητευμένη από την απέραντη κορδέλα που περισσεύει. "Από τη μητέρα σου τα έμαθε, την ενημέρωσε γραπτώς. Τι θα κάνω με όλη αυτή την κορδέλα;"
   "Η μοδίστρα πρέπει να κατάλαβε λάθος", λέει η Νέλλα, κοιτάζοντας τα χέρια της χαμένα μέσα στο ύφασμα. "Η μητέρα μου ξέρει καλά το νούμερό μου".

   Όταν η Νέλλα μπαίνει στην τραπεζαρία, βρίσκει τον Γιοχάννες να συζητά με τον Όττο, μουρμουρίζουν πάνω από κάποια εκτενή έγγραφα. Στη θέα της συζύγου του κάνει μια υπόκλιση, στο πρόσωπό του διαγράφεται ένα μειδίαμα. Η απόχρωση των ματιών του σταθεροποιήθηκε, από ένα γκρίζο ψαριού έγινε γκρίζο του μετάλλου. Η Μάριν πίνει γουλιές λεμονόνερο, το βλέμμα της στυλωμένο στον γιγαντιαίο χάρτη πάνω στον τοίχο, πίσω από το κεφάλι του αδελφού της, στεριές μετεωρίζονται μέσα σε χάσκοντες χάρτινους ωκεανούς.
   "Ευχαριστώ για το φόρεμα", καταφέρνει να προφέρει η Νέλλα. Ο Όττο αποσύρεται στη γωνία και περιμένει, με τα χέρια γεμάτα από τα χαρτιά του Γιοχάννες.
   "Αυτό πρέπει να είναι ένα από αυτά", αποκρίνεται ο Γιοχάννες. "Παρήγγειλα αρκετά. Όμως δεν είναι έτσι όπως το φανταζόμουν. Δεν είναι λίγο μεγάλο; Μάριν, δεν της πέφτει λίγο μεγάλο;"
   Η Μάριν κάθεται σε μια καρέκλα, τακτοποιεί την πετσέτα της ώσπου να γίνει ένα τέλειο λευκό τετράγωνο, σαν τετράγωνη ψηφίδα που λείπει από τη μαύρη επιφάνεια της ποδιάς της.
   "Φοβάμαι πως ίσως είναι λίγο μεγάλο, κύριε", λέει η Νέλλα. Η φωνή της βγαίνει τρεμάμενη, τη φέρνει σε δύσκολη θέση. Απορούσε πώς συνέβη και σε κάποιο σημείο στην αλυσίδα των συννενοήσεων ανάμεσα στο Άσσεντελφτ και το Άμστερνταμ οι διαστάσεις της συρρικνώθηκαν για να παρωδήσουν το κορμί της ως νεόνυμφης. Κοιτάζει τον χάρτη στον τοίχο, αποφασισμένη να μην ανασηκώσει τα μανίκια της που κρέμονται γελοιωδώς. Βλέπει τη Νέα Ολλανδία, ένα δαντελένιο ρέλι από κοκοφοίνικες πλαισιώνει τις ακτές της, σμαραγδένιες θάλασσες και εβένινα πρόσωπα θέλγουν τον παρατηρητή.
   "Δεν πειράζει", λέει ο Γιοχάννες, "η Κορνήλια θα το μαζέψει στα μέτρα σου". Η παλάμη του αγκαλιάζει ένα μικρό ποτήρι μπίρας. "Κάτσε, έλα να φας κάτι".
   Μια ξεραμένη φρατζόλα και ένα μακρόστενο ψάρι είναι απιθωμένα σε μια πιατέλα στο κέντρο του δαμασκηνού τραπεζομάντιλου. "Τρώμε λιτά στο πρόγευμα αυτό", εξηγεί η Μάριν, παρατηρώντας το ποτήρι του αδελφού της. "Σαν ένδειξη ταπεινοφροσύνης".
   "Ή σαν εγκώμιο της στέρησης", μουρμουρίζει ο Γιοχάννες σηκώνοντας μια πιρουνιά ρέγγα. Στο δωμάτιο επικρατεί σιωπή που διαρρηγνύει μόνο το διακριτικό πλατάγισμα του στόματός του, το ψωμί ανάμεσά τους, ξερό, άθικτο. Η Νέλλα προσπαθεί να καταπιεί τον φόβο της, έχει το βλέμμα καρφωμένο στο άδειο της πιάτο, παρατηρεί την αύρα της θλίψης που τόσο γρήγορα τυλίγει τον σύζυγό της. "Σκέψου όλα τα φαγητά που θα φας, Νέλλα", είχε πει ο αδελφός της, ο Κάρελ. "Λένε πως στο Άμστερνταμ κατεβάζουν φράουλες βουτηγμένες στο χρυσάφι". Πόσο θα απογοητευόταν αν την έβλεπε τώρα...
   "Μάριν, πιες λίγη από αυτή τη θεσπέσια μπίρα", προτείνει τελικά ο Γιοχάννες.
   "Μου προκαλεί δυσπεψία", απαντά εκείνη.
   "Τηρείς την αμστερνταμιανή δίαιτα του πλούτου και της ντροπής. Καμία εμπιστοσύνη στον εαυτό σου; Εμπρός, παραστράτησε. Η γενναιότητα στην πόλη αυτή είναι τόσο σπάνια στις μέρες μας".
   "Απλώς είμαι αδιάθετη".
   Ο Γιοχάννες γελάει με τη δικαιολογία της, όμως το πρόσωπο της Μάριν είναι σημαδεμένο από πόνο που δεν επιδέχεται αστεϊσμούς. "Παπιστή", λέει.
   Κατά το διδακτικό αυτό πρόγευμα, ο Γιοχάννες δεν απολογείται που δεν κατάφερε να παραβρεθεί στην άφιξη της νέας του συζύγου την προηγούμενη μέρα. Απευθύνεται στην αδελφή του όσο η Νέλλα αναγκάζεται να γυρίσει τα μανίκια της για να μην τα σύρει πάνω στο λιπαρό κομμάτι ψαριού που έχει μπροστά της. Ο Όττο μπορεί να αποσυρθεί, υποκλίνεται, τα δάχτυλά του σφίγγουν προσεκτικά το πάκο με τα έγγραφα. "Τακτοποίησέ το, Όττο", λέει ο Γιοχάννες. "Σου είμαι ευγνώμων". Η Νέλλα αναρωτιέται εάν ο άνθρωπος με τον οποίο συναλλάσσεται ο Γιοχάννες έχει και αυτός έναν υπηρέτη σαν τον Όττο ή αν είναι ο μόνος που έχει υπηρέτη. Περιεργάζεται το πρόσωπο του Όττο για να ανιχνεύσει έκφραση δυσφορίας, όμως εκείνος μοιάζει σίγουρος για τον εαυτό του και ικανός.
   Η τιμή του χρυσού, τα έργα τέχνης ως ανταλλακτική αξία, η απροσεξία μερικών συσκευαστών των εμπορευμάτων του, καθώς μετέφεραν την πραμάτεια του από την Μπατάβια -η Μάριν χορταίνει με τα πολύ πιο ζουμερά σκόρπια λόγια του Γιοχάννες. Αν δείξει απρόθυμος, η Μάριν τού τα εκμαιεύει, ένα προνόμιο που μπορεί να εξανεμιστεί. Ρωτά για τις πωλήσεις του ταμπάκου, του μεταξιού και του καφέ, της κανέλας και του αλατιού. Εκείνος μιλά για τους νέους περιορισμούς που επέβαλε το σογκουνάτο στη μεταφορά χρυσού από την Ντετζίμα, για τη μακροπρόθεσμη ζημία που θα επιφέρουν και για το ότι η Εταιρεία (3) είναι αποφασισμένη πως το κέρδος πρέπει να τοποθετείται πάνω από την υπερηφάνεια.
   Η Νέλλα νιώθει μεθυσμένη από όλες αυτές τις καινούριες πληροφορίες. Η Μάριν ωστόσο παρακολουθεί με πλήρη νηφαλιότητα. Τι έγινε με τη συνθήκη για το πιπέρι με τον σουλτάνο του Μπάντεν και τι σημαίνει αυτό για την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών; Ο Γιοχάννες την ενημερώνει για τις εξεγέρσεις των αγροτών στις φυτείες της Άμπον, για τη γη τους που ασφυκτιά από τα γαρυφαλόδεντρα ακολουθώντας το πρόσταγμα της Εταιρείας. Όταν η Μάριν ζητά να μάθει επακριβώς τη μορφή που έχουν πάρει οι κινητοποιήσεις τους, εκείνος κάνει ένα μορφασμό. "Τώρα που μιλάμε η κατάσταση θα έχει αλλάξει και εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα".
   "Αυτό το πρόβλημα, Γιοχάννες, το έχουμε συνέχεια". Τον ρωτά για κάποιο φορτίο με μετάξι, που χρωστούσε σε ένα ράφτη στη Λομβαρδία. "Ποιος κέρδισε το δικαίωμα εισαγωγής;"
   "Δεν θυμάμαι", απαντά.
   "Μίλα, Γιοχάννες. Ποιος το κέρδισε;"
   "Ο Χένρυ Φιλντ. Ένας έμπορος από την Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών", αποκρίνεται.
   Η Μάριν χτυπά τη γροθιά της. "Οι Άγγλοι". Ο Γιοχάννες την κοιτάζει, σιωπά. "Σκέψου τι σημαίνει αυτό, αδελφέ μου. Σκέψου. Τα τελευταία δύο χρόνια. Αφήνουμε το πρόβλημα να περιφέρεται από δω κι από κει, να γεμίζει τα ξένα πορτοφόλια. Δεν έχουμε..."
   "Μα οι Άγγλοι αγοράζουν τα υφαντά μας από το Χάαρλεμ".
   "Είναι σπαγγοραμένοι".
   "Το ίδιο λένε και για μας".
   Θίγοντας ζητήματα από τις ράβδους χρυσού έως τους σουλτάνους, με εμβόλιμες αναφορές στους Άγγλους, το λεξιλόγιο της Μάριν αποτελεί μεγάλη έκπληξη. Δίχως αμφιβολία ο Γιοχάννες παραβιάζει απαγορευμένη περιοχή -διότι ποια άλλη γυναίκα κατέχει τόσα πολλά για τα μέσα και τα έξω της Εταιρείας; 
   Η Νέλλα νιώθει αόρατη και παραμελημένη -είναι η πρώτη της μέρα εδώ και κανείς από τους δυο τους δεν της έκανε ούτε μία ερώτηση, ωστόσο η συζήτηση περί κέρδους δίνει στη Νέλλα την ευκαιρία να επιθεωρήσει τον νέο της σύζυγο δίχως να γίνει αντιληπτή. Παρατηρεί το ηλιοκαμένο δέρμα του -εκείνη και η Μάριν είναι σαν φαντάσματα δίπλα του. Η Νέλλα τον φέρνει στο νου της με καπέλο πειρατή, βλέπει το καράβι του να σκίζει τα βαθιά μπλε κύματα μακρινής θάλασσας.
   Ο νους της ταξιδεύει ακόμη πιο πέρα -φαντάζεται τον Γιοχάννες δίχως ρούχα, φαντάζεται το μέλος που έχει κάτω από το τραπέζι να την περιμένει. Η μητέρα της της είπε τι πρέπει να περιμένει μια γυναίκα -το οδυνηρό ραβδόσχημο μέλος, μια αίσθηση κολλώδους χυμού από όστρακα που στάζει ανάμεσα στα πόδια. Υπάρχουν αρκετά κριάρια και προβατίνες στο Άσσεντελφτ ώστε να ξέρει ακριβώς τι και πώς γίνεται. "Δεν θέλω να είμαι μόνο τέτοιου είδους σύζυγος", είπε στη μητέρα της. "Δεν υπάρχει άλλο είδος", ήταν η απάντηση. Αντικρίζοντας την έκφραση της κόρης της, η κυρία Όορτμαν μαλάκωσε λίγο, αγκάλιασε τη Νέλλα και χάιδεψε το στομάχι της. "Το σώμα σου είναι το κλειδί, καλή μου. Το σώμα σου είναι το κλειδί". Όταν η Νέλλα ρώτησε τι ήταν αυτό που έπρεπε να ξεκλειδώσει και πώς, η μητέρα της σκλήρυνε. "Θα έχεις, δόξα τω Θεώ, μια σκεπή πάνω από το κεφάλι σου".
   Από φόβο μήπως οι άλλοι δύο διακρίνουν τις αναμνήσεις αυτές να αποτυπώνονται στο πρόσωπό της, η Νέλλα καρφώνει το βλέμμα στο πιάτο της. "Αρκετά μ' αυτά", λέει η Μάριν. Η Νέλλα τινάζεται, σαν η κουνιάδα της να είχε διαβάσει το μυαλό της. Ο Γιοχάννες μιλά ακόμη για τους Άγγλους, κατεβάζοντας με μεγάλες γουλιές ως τον πάτο την κεχριμπαρένια μπίρα του.
   "Μίλησες με τον Φρανς Μέερμανς για τη ζάχαρη της συζύγου του;" τον διακόπτει η Μάριν. Η σιωπή του κάνει το πρόσωπό της ζοφερό. "Την έχεις και κάθεται στην αποθήκη, Γιοχάννες. Έχει φτάσει από το Σουρινάμ εδώ και πάνω από μία εβδομάδα και ακόμη δεν τους έχεις πει τι θα την κάνεις. Περιμένουν".
   Ο Γιοχάννες αφήνει κάτω το ποτήρι του. "Με εκπλήσσει το ενδιαφέρον σου για τα καινούρια υπάρχοντα της Άγκνες Μέερμανς", επισημαίνει. 
   "Δεν με νοιάζουν τα υπάρχοντά της. Ξέρω καλά πόσο η Άγκνες θέλει να δει αυτούς τους τοίχους να γκρεμίζονται".
   "Οι υποψίες σου, πάντα οι υποψίες σου! Θέλει να διανείμω τη ζάχαρή της γιατί ξέρει πως είμαι ο καλύτερος".
   "Πούλα τη, λοιπόν, και ξεφορτώσου τους. Θυμήσου τι διακινδυνεύεις".
   "Από όλα τα προϊόντα που μπορώ να πουλήσω, εσύ με πιέζεις γι' αυτό! Και η γλυκιά της γεύση, Μάριν -η ακατανίκητη λαχτάρα για τα γλυκά πράγματα- τι θα έλεγε ο πάστοράς σου γι' αυτό;" Ο Γιοχάννες στρέφεται προς τη γυναίκα του. "Η αδελφή μου πιστεύει πως η ζάχαρη δεν κάνει καλό στην ψυχή, Νέλλα, παρ' όλα αυτά, όμως, θέλει να την πουλήσω. Εσένα πώς σου φαίνεται αυτό;"
   Η Νέλλα θυμήθηκε την κάθετη άρνηση που εισέπραξε όταν ζήτησε αμυγδαλωτό, νιώθει ευγνώμων για το ξαφνικό ενδιαφέρον του. Ψυχή και χρήμα, σκέφτεται, αυτούς τους δύο τους απασχολεί μόνο η ψυχή και το χρήμα. "Το μόνο που κάνω είναι να κρατώ το κεφάλι πάνω από το νερό", λέει η Μάριν, η φωνή της σφιχτή. "Εγώ σέβομαι τον Θεό μου, Γιοχάννες. Εσύ;" Η Μάριν κρατά σφιχτά το πιρούνι της σαν μικρή τρίαινα. "Σε παρακαλώ, φρόντισε απλώς να πουληθεί η ζάχαρη, αδελφέ. Το συμφέρον μας είναι να μην υπάρχει συντεχνία ζαχαροπωλών. Να έχουμε τις δικές μας τιμές, για όποιον θέλουμε. Ξεφορτώσου τη, και γρήγορα. Θα ήταν το καλύτερο που μπορείς να κάνεις".
   Ο Γιοχάννες έχει στυλώσει το βλέμμα στο άθικτο καρβέλι που είναι απιθωμένο πάνω στο δαμασκηνό ύφασμα. Το στομάχι της γουργουρίζει, η Νέλλα πιέζει το χέρι της ενστικτωδώς πάνω του, λες και η παλάμη της θα το κάνει να σωπάσει. "Ο Όττο δεν θα εγκρίνει την καινούρια σου αντίληψη για το ελεύθερο εμπόριο", λέει ο Γιοχάννες, το βλέμμα του αναζητά την πόρτα.
   Η Μάριν πιέζει τα δόντια του πιρουνιού πάνω στο δαμασκηνό ύφασμα. "Είναι ένας Ολλανδός. Ένας πραγματιστής. Δεν έχει δει ποτέ του φυτεία ζαχαροκάλαμων".
   "Παραλίγο να δει".
   "Καταλαβαίνει τη δουλειά μας τόσο καλά όσο κι εμείς". Το γκρίζο βλέμμα της διείσδυσε στο δικό του. "Δεν συμφωνείς;"
   "Μη μιλάς για λογαριασμό του", λέει ο Γιοχάνες. "Για μένα δουλεύει, όχι για σένα. Και το τραπεζομάντιλο αυτό κοστίζει τριάντα γκίλντερ, οπότε, αν έχεις την ευγενή καλοσύνη, σταμάτα να κάνεις τρύπες στα υπάρχοντά μου".
   "Ήμουν στις αποβάθρες", ξεσπάει η Μάριν. "Οι άρχοντες έπνιξαν τρεις άντρες χθες το πρωί, τον έναν μετά τον άλλον. Έδεσαν βάρος στο λαιμό τους. Τους έβαλαν σε τσουβάλια και τους πέταξαν στο νερό".
   Κάπου στο διάδρομο ακούγεται η κλαγγή ενός πιάτου. "Ρεζέκι, κακό σκυλί!" ακολουθεί η φωνή της Κορνήλια, όμως η Νέλλα παρατηρεί πως και τα δυο σκυλιά του Γιοχάννες κοιμούνται ύπνο βαθύ στη γωνία του δωματίου. Ο Γιοχάννες κλείνει τα μάτια και η Νέλλα αναρωτιέται τι σχέση μπορεί να έχουν οι πνιγμένοι άντρες με τα αποθέματα ζάχαρης ή με τη γνώμη του Όττο ή με τις προσπάθειες της Άγκνες Μέερμανς να γκρεμίσει το σπιτικό τους.
   "Ξέρω πώς πνίγονται οι άντρες", μουρμουρίζει. "Μάλλον ξεχνάς πως όλη μου τη ζωή έπρεπε να την περάσω στη θάλασσα".
   Ο τόνος της φωνής του την προειδοποιεί, η Μάριν όμως συνεχίζει. "Ρώτησα τον άντρα που απομάκρυνε τον κόσμο από την αποβάθρα γιατί τους έπνιξαν οι άρχοντες. Είπε πως δεν είχαν τα γκίλντερ για να κατευνάσουν τον Θεό τους".
   Η ανάσα της κόβεται, παύει να μιλά. Ο Γιοχάννες μοιάζει σχεδόν χαμένος, έχει βυθιστεί στην καρέκλα του. "Ο Θεός όλα δεν τα συγχωρεί, Μάριν; Έτσι νόμιζα", λέει. Δεν περιμένει απάντηση στην ερώτησή του.

   Ο αέρας είναι ζεστός, η ατμόσφαιρα αλλοιωμένη. Αναψοκοκκινισμένη η Κορνήλια εμφανίζεται και αποσύρει τα πιάτα και ο Γιοχάννες σηκώνεται από την καρέκλα του. Οι τρεις γυναίκες τον κοιτάζουν αναμένοντας μια κίνηση από την πλευρά του, όμως εκείνος βγαίνει από το δωμάτιο χτυπώντας τον αέρα με το χέρι του. Η Μάριν και η Κορνήλια φαίνεται να ξέρουν τι σημαίνει αυτό· η Μάριν πιάνει στα χέρια της το βιβλίο που είχε φέρει για το πρόγευμα. Η Νέλλα αποτυπώνει τον τίτλο -είναι το θεατρικό έργο του Χόοφτ Βάρεναρ (4).
   "Πόσο συχνά λείπει;" ρωτά η Νέλλα.
   Η Μάριν κατεβάζει το βιβλίο, κάνει ένα μορφασμό αποδοκιμασίας όταν μια σελίδα τσακίζει σε λάθος σημείο καθώς το ακουμπά στο τραπέζι. "Ο αδελφός μου φεύγει. Επιστρέφει. Ξαναφεύγει", αναστενάζει. "Θα δεις. Δεν είναι δύσκολο. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το κάνει".
   "Δεν ζήτησα να μάθω αν είναι δύσκολο. Και ποιος είναι ο Φρανς Μέερμανς;"
   "Κορνήλια, πώς είναι το παπαγαλάκι της Πετρονέλλα σήμερα το πρωί;" ρωτά η Μάριν.
   "Καλά, κυρία. Καλά είναι". Η Κορνήλια αποφεύγει το βλέμμα της Νέλλα. Σήμερα δεν έχει χαχανητά, ούτε ειρωνικά σχόλια. Δείχνει να είναι κουρασμένη, σαν κάτι να την απασχολεί. 
   "Χρειάζεται καθαρό αέρα", λέει η Νέλλα. "Η κουζίνα πρέπει να είναι γεμάτη ατμούς από το μαγείρεμα. Θα ήθελα να τον αφήσω να πετάξει στο δωμάτιό μου".
   "Θα χαλάσει με το ράμφος του κάτι πολύτιμο", λέει η Μάριν.
   "Δεν θα χαλάσει τίποτε".
   "Θα το σκάσει από το παράθυρο".
   "Θα το έχω κλειστό".
   Η Μάριν κλείνει απότομα το βιβλίο της και αποχωρεί. Η υπηρέτρια ορθώνεται, τα μάτια της στενεύουν στο ξέσπασμα της κυράς της. Μια στιγμή διήρκεσε ο δισταγμός της, έπειτα βγαίνει κι αυτή από το δωμάτιο. Η Νέλλα σωριάζεται στην καρέκλα της, στυλώνει το βλέμμα σαν τυφλή στο χάρτη του Γιοχάννες. Η πόρτα είναι ακόμη ανοιχτή, μπορεί να ακούσει τη Μάριν και τον Γιοχάννες να ψιθυρίζουν έξω από το γραφείο.
   "Για όνομα του Θεού, Μάριν, δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις;"
   "Έχεις σύζυγο τώρα. Πού νομίζεις ότι πας;"
   "Έχω και δουλειές".
   "Τι δουλειές έχεις κυριακάτικα;"
   "Μάριν, θαρρείς πως το σπίτι αυτό συντηρείται ως δια μαγείας; Πάω να ελέγξω τη ζάχαρη".
   "Δεν σε πιστεύω", ψελλίζει η Μάριν. "Δεν θα το επιτρέψω αυτό". Η Νέλλα νιώθει την ένταση ανάμεσα στα αδέλφια να δυναμώνει, ένας δεύτερος, σιωπηλός κώδικας κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει.
   "Ποιος άλλος άντρας αφήνει την αδελφή του να του μιλάει έτσι; Ο λόγος σου δεν είναι νόμος".
   "Ίσως. Αλλά είναι πιο κοντά στο νόμο από ό,τι φαντάζεσαι".
   Ο Γιοχάννες περνά δρασκελίζοντας την εξώπορτα και η Νέλλα ακούει τον βελούδινο αχό του ανέμου και τον έξω κόσμο για άλλη μια φορά απρόσιτο. Κρυφοκοιτάζει μέσα από την πόρτα και διακρίνει την κουνιάδα της στο διάδρομο. Η Μάριν κρύβει το πρόσωπό της, οι ώμοι της είναι κυρτοί· μοιάζει με δυστυχισμένη φιγούρα.

   Καθώς η Μάριν κατευθύνεται προς τον επάνω όροφο και ο ήχος των βημάτων της χάνεται, η Νέλλα γλιστρά απαρατήρητη στο κατώτερο επίπεδο του σπιτιού όπου ο Πίμπο τερετίζει καλώντας την κυρά του. Κανείς δεν μαγειρεύει εδώ -το μαγείρεμα λαμβάνει χώρα στην κουζίνα εργασίας, στο βάθος του διαδρόμου. Η επίσημη κουζίνα είναι ένα δωμάτιο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για να εκτίθεται η συλλογή από πορσελάνινα σερβίτσια των Μπραντ, δίχως βρόμικα κατσαρολικά, δίχως λεκέδες στους τοίχους. Η Νέλλα αναρωτιέται από πότε ο Πίμπο βρίσκεται εκεί και αναπνέει καθαρό αέρα, πιο πολύ όμως θα ήθελε να ξέρει ποιος είναι υπεύθυνος για την ευσπλαχνική αυτή πράξη.
   Ο Όττο κάθεται σε ένα μικρό βοηθητικό τραπέζι, γυαλίζει με αργές κινήσεις τα μαχαιροπίρουνα που θα χρησιμοποιήσουν για το δείπνο. Δεν είναι ψηλός, όμως οι ώμοι του είναι φαρδιοί και δείχνει υπερβολικά μεγαλόσωμος σε σχέση με την καρέκλα του. Αντικρίζοντάς την στο κατώφλι, κάνει ένα νεύμα προς το κλουβί του Πίμπο. "Μικρός αλλά φασαριόζικος", λέει.
   "Ζητώ συγγνώμη. Ήθελα να τον έχω στο δωμάτιό μου..."
   "Μου αρέσει η φασαρία που κάνει".
   "Ευτυχώς. Σ' ευχαριστώ που τον έφερες εδώ".
   "Δεν τον έφερα εγώ, κυρία".
   Κυρία. Νιώθει υπέροχα ακούγοντας τη λέξη αυτή να βγαίνει από το στόμα του. Το πουκάμισό του είναι αψεγάδιαστο, κολλαρισμένο, ούτε κλωστές να κρέμονται ούτε λεκέδες. Τα χέρια του κάτω από το λινό ύφασμα κινούνται με ακούσια χάρη. Πόσων χρονών να είναι άραγε; Τριάντα, ίσως λίγο μικρότερος. Οι μπότες του γυαλίζουν σαν στρατηγού.  Όλα πάνω του είναι τόσο καινούρια, τόσο ανοίκεια. Η προσφώνησή του, ένας υπηρέτης ντυμένος στην εντέλεια να την αποκαλεί κυρία μέσα στο ίδιο της το σπίτι, την κάνει να νιώσει ξαφνικά πως αυτό είναι το απόγειο της ύπαρξής της. Η καρδιά της φουσκώνει από ευγνωμοσύνη, κάτι που όμως δεν γίνεται αντιληπτό από τον Όττο.
   Κοκκινίζοντας, η Νέλλα πλησιάζει το κλουβί και αρχίζει να χαϊδεύει το παπαγαλάκι της ανάμεσα από τα κάγκελα. Ο Πίμπο βγάζει ένα μειλίχιο κροτάλισμα και χτενίζει με το ράμφος του τα φτερά του σαν να αναζητά κάτι.
   "Από πού είναι;" ρωτά ο Όττο.
   "Δεν ξέρω. Ο θείος μου τον αγόρασε".
   "Δεν έχει βγει από το αυγό του στο Άσσεντελφτ, δηλαδή;"
   Η Νέλλα γνέφει πως όχι. Τίποτε τόσο φανταχτερό και διαφορετικό δεν θα μπορούσε να έχει γεννηθεί στο Άσσεντελφτ. Νιώθει αλλόκοτα, ζαλισμένη ευχάριστα -ο Όττο γνωρίζει το όνομα του χωριού της. Άραγε πώς θα έβλεπε αυτόν τον άντρα η μητέρα της, οι ηλικιωμένοι στην πλατεία της κοινότητας, τα μικρά σχολιαρόπαιδα;
   Καθώς ο Όττο σηκώνει ένα πιρούνι και περνάει το μαλακό ύφασμα πάνω από κάθε δόντι του, η Νέλλα πιέζει τα δάχτυλά της πάνω στα κάγκελα του κλουβιού ώσπου οι άκρες τους πανιάζουν, τεντώνει προς τα πάνω τον λαιμό της, το βλέμμα της ακολουθεί τα γυαλισμένα πλακάκια του τοίχου ως το ταβάνι, όπου κάποιος έχει ζωγραφίσει μια οφθαλμαπάτη -ένας γυάλινος θόλος υψώνεται πάνω από τον σοβά προς ένα φανταστικό ουρανό.
   "Ο κύριος Μπραντ το έκανε αυτό", λέει ο Όττο, ακολουθώντας τη ματιά της. 
   "Έξυπνο".
   "Είναι πλάνη", αποκρίνεται. "Θα ξεφλουδίσει γρήγορα με την υγρασία".
   "Αφού η Μάριν μού είπε πως το σπίτι αυτό δεν πιάνει υγρασία. Και πως οι τίτλοι ευγενείας είναι άχρηστοι". 
   Ο Όττο χαμογελά. "Τότε εκείνη και εγώ θα πρέπει να διαφωνήσουμε".
   Η Νέλλα αναρωτιέται με ποια από τις δύο δηλώσεις της Μάριν διαφωνεί ο Όττο. Εξετάζει τα πελώρια ράφια που είναι χτισμένα μέσα στον τοίχο, τρεις τεράστιες βιτρίνες προστατεύουν διάφορα πιατικά και πορσελάνινα δείγματα. Δεν έχει δει ποτέ της τόσο μεγάλη συλλογή από σερβίτσια. Στο πατρικό της είχαν μόνο μια σειρά από κεραμικά σκεύη του Ντελφτ και ελάχιστα άλλα κομμάτια, καθώς τα περισσότερα χρειάστηκε να τα πουλήσουν.
   "Ο κύριος έχει όλο τον κόσμο σε συλλογή από πιάτα", λέει ο Όττο. Η Νέλλα τον ακούει προσεκτικά, προσπαθεί να διακρίνει στη φωνή του υπερηφάνεια ή φθόνο, ωστόσο τίποτε από τα δύο δεν φανερώνεται. Ο τόνος της φωνής του Όττο είναι επιτηδευμένα ουδέτερος. "Ντελφτ, Ντετζίμα, Κίνα", συνεχίζει. "Ανοίγει υδάτινους δρόμους με σερβίτσια".
   "Ο σύζυγός μου είναι αρκετά πλούσιος, δεν μπορεί να στέλνει κάποιον άλλον να ταξιδεύει στη θέση του;"
   Ο Όττο σουφρώνει τα φρύδια, κοιτάζει τη λεπίδα του μαχαιριού που γυαλίζει. "Πρέπει να κρατήσει την περιουσία του στον αφρό, κανείς δεν μπορεί να το κάνει για εκείνον. Θα γλιστρήσει ανάμεσα από τα δάχτυλά του αν δεν είναι προσεκτικός". Ολοκλήρωσε την εργασία του διπλώνοντας το μαλακό ύφασμα σε ένα τέλειο τετράγωνο. 
   "Δουλεύει τόσο σκληρά, λοιπόν;"
   Ο Όττο κάνει μια σπειροειδή κίνηση με το δάχτυλό του, νεύοντας προς τον ψεύτικο γυάλινο θόλο που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι τους, προς την ψευδαίσθηση του βάθους. "Οι μετοχές του ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά". 
   "Και τι θα συμβεί όταν φτάσουν στην κορυφή;"
   "Ό,τι συμβαίνει πάντα, κυρία. Το ποτήρι θα ξεχειλίσει".
   "Κι ύστερα;"
   "Κι ύστερα", λέει, "φαντάζομαι, είτε θα βυθιστούμε, είτε θα κολυμπήσουμε". Σηκώνοντας ένα μεγάλο κουτάλι της σούπας, ο Όττο βλέπει τα παραμορφωμένα του χαρακτηριστικά να στριμώχνονται μέσα στο κυρτό ασήμι.
   "Εσύ ταξιδεύεις μαζί του στη θάλασσα;"
   "Όχι".
   "Γιατί όχι; Υπηρέτης του είσαι".
   "Δεν μπαρκάρω πια".
   Η Νέλλα αναρωτιέται πόσο καιρό έχει ζήσει ο άντρας αυτός σε τούτο το κομμάτι γης, που δεν δημιούργησε θεός αλλά ανθρώπινο χέρι, που αναδύθηκε με πυγμή από τους βάλτους και στέκει πιο χαμηλά από τη θάλλασσα. Η Μάριν τον αποκάλεσε Ολλανδό. "Η ψυχή του κυρίου ανήκει στη θάλασσα", λέει ο Όττο. "Η δική μου όχι, κυρία".
   Η Νέλλα αποσύρει το χέρι της από το κλουβί του Πίμπο και παίρνει θέση δίπλα στο τζάκι. "Πώς ξέρεις τόσο καλά πού ανήκει η ψυχή του συζύγου μου;"
   "Έχω αυτιά και ακούω, μάτια και βλέπω".
   Η Νέλλα αιφνιδιάζεται. Δεν περίμενε τέτοια τόλμη από την πλευρά του -όμως και η Κορνήλια την ίδια ελευθερία νιώθει να εκφράζει την άποψή της. "Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι' αυτό, εγώ..."
   "Η θάλασσα είναι κάτι που η στεριά δεν θα γίνει ποτέ, κυρία", λέει ο Όττο. "Ποτέ δεν μένει ίδια".
   "Όττο".
   Εμφανίζεται η Μάριν, στέκεται στην πόρτα. Ο Όττο σηκώνεται, τα μαχαιροπίρουνά του παραταγμένα σαν γυαλιστερό οπλοστάσιο. "Έχει δουλειά", λέει η Μάριν στη Νέλλα. "Έχει πολλά να κάνει".
   "Τον ρωτούσα απλώς για..."
   "Άσ' τα αυτά, Όττο", λέει η Μάριν. "Πρέπει να στείλεις αυτές τις περγαμηνές".
   Η Μάριν κάνει μεταβολή και εξαφανίζεται. "Κυρία", ο Όττο ψιθυρίζει στη Νέλλα υπό τον ήχο των βημάτων που απομακρύνονται. "Αν κλοτσήσεις ένα μελίσσι, το μόνο που κερδίζεις είναι τσιμπήματα".
   Η Νέλλα δεν μπορεί να ξεχωρίσει αν αυτό είναι συμβουλή ή πρόσταγμα. "Στη θέση σου θα κρατούσα καλά κλεισμένο αυτό το κλουβί, κυρία", προσθέτει δείχνοντας με ένα νεύμα τον Πίμπο. Αφουγκράζεται το βήμα του καθώς ανεβαίνει τη σκάλα που οδηγεί στην κουζίνα· απόλυτα μετρημένο και διακριτικό.

   Τις επόμενες δύο νύχτες στο σπίτι, η Νέλλα περιμένει τον Γιοχάννες να την αγγίξει και να ξεκινήσει η καινούρια ζωή της. Αφήνει μισάνοιχτη την πόρτα του υπνοδωματίου της, το κλειδί κρέμεται στον βαρύ δρύινο πίνακα, όταν όμως ξυπνάει το πρωί το κλειδί είναι, όπως και η ίδια, ανέγγιχτο. Εκείνος φαίνεται πως δουλεύει ως αργά. Τη νύχτα, ακούει το τρίξιμο της εξώπορτας που ανοίγει, συχνά ακούει την εξώπορτα να τρίζει και νωρίς το πρωί, όταν ο ήλιος ξεμυτίζει χαμηλά στον ουρανό. Το μουντό φως σταλάζει σταγόνα σταγόνα στα μάτια της, καθώς ανακάθεται στο κρεβάτι και συνειδητοποιεί για ακόμη μια φορά πως είναι μόνη.
   Μόλις ντυθεί, η Νέλλα περιπλανιέται άσκοπα στα δωμάτια του ισογείου και του πρώτου ορόφου. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, αποκομμένα από πιθανούς επισκέπτες, τα δωμάτια είναι πιο λιτά, καθώς όλη η μεγαλοπρέπεια εξαντλείται στα δωμάτια που τα παράθυρά τους βλέπουν στο δρόμο. Αυτές οι μπροστινές αίθουσες φαντάζουν ακόμα πιο όμορφες κενές, όταν τα έπιπλα δεν φθείρονται από κανέναν και το γυαλισμένο πάτωμα δεν γεμίζει λασπωμένες πατημασιές.
   Περιεργάζεται μαρμάρινες κολόνες και άδειες εστίες, περιφέρει το απαίδευτο βλέμμα της στους πίνακες -είναι τόσο πολλοί. Καράβια με σταυροειδείς ιστούς να υψώνονται στον ουρανό, τοπία από μάλλον θερμά κλίματα, ακόμα περισσότερα νεκρά λουλούδια, πεσμένες νεκροκεφαλές σαν σκουρόχρωμα γογγύλια, βιολιά με σπασμένες χορδές, άναρχα γεμάτα καπηλειά και χορεύτριες, χρυσά πιάτα, επισμαλτωμένες κοχλιόσχημες κούπες. Η σύντομη περιήγηση του βλέμματός της της προκαλεί μια αίσθηση αηδίας. Η πέτσινη ταπετσαρία στους τοίχους με τα επίχρυσα φύλλα αναδίδει αμυδρά μυρωδιά χοίρου, της φέρνει στο νου τα αγροκτήματα στο Άσσεντελφτ. Αποστρέφει το βλέμμα, αρνείται να θυμηθεί ένα μέρος που πίστευε πως θα άφηνε πίσω της ενθουσιασμένη -η Νέλλα βρίσκεται αντίκρυ στις βιβλικές σκηνές των πελώριων ταπισερί που κρέμονται από τα φατνώματα· η Παρθένος Μαρία και η Μάρθα με τον Ιησού, ο γάμος της Κανά, ο προνοητικός Νώε και η γερή του κιβωτός.
   Στην επίσημη κουζίνα η Νέλλα προσέχει τα δυο λαούτα του Γιοχάννες, τα οποία η Κορνήλια φροντίζει να κρατά καθαρά και κρεμασμένα στα πλακάκια. Απλώνοντας το χέρι για να ξεκρεμάσει ένα, αναπηδά ξαφνιασμένη, ένα χέρι στον ώμο της την αποτρέπει. 
   "Δεν είναι για τα χέρια σου", λέει κοφτά η Μάριν. "Είναι κομψοτέχνημα, θα χαλάσει με τις γρατζουνιές σου".
   "Με παρακολουθείς;" Όταν η Μάριν δεν απαντά, η Νέλλα χτυπά ελαφρά τις ταστιέρες. "Οι χορδές τους έχουν χαλαρώσει. Δεν τα φροντίζετε αρκετά".
   Κάνει μεταβολή πάνω στα τακούνια της και ανεβαίνει θυμωμένη στον επάνω όροφο. Το δωμάτιο της Μάριν, στο βάθος του διαδρόμου του πρώτου ορόφου, παραμένει ανεξερεύνητο, η Νέλλα εντοπίζει από μακριά την κλειδαρότρυπα, φαντάζεται το γυμνό κελί που βρίσκεται πίσω από την πόρτα αυτή. Η οργή της την παρακινεί να το διαπιστώσει μόνη της. Ποια είναι η Μάριν για να την εμποδίσει; Εξάλλου, εκείνη είναι η κυρά αυτού του σπιτιού.
   Όμως η Νέλλα επιστρέφει στο δωμάτιό της και, αντί να παραβιάσει τον χώρο της Μάριν, καρφώνει το βλέμμα αποκαρδιωμένη στα ζωγραφισμένα πουλιά, στα γαμψά τους ράμφη, στην καμπύλη των ρουθουνιών τους. Για όνομα του Θεού, η Μάριν σιχαίνεται ακόμη και τη μουσική! Δεν ξέρει πως τα λαούτα δεν φτιάχνονται για να μένουν κρεμασμένα στον τοίχο;

   Η Μάριν τις περισσότερες φορές δεν ανοίγει συζήτηση μαζί της, εκτός και εάν θέλει να της δώσει κάποια οδηγία ή έχει ανασύρει κάποιο κήρυγμα από την οικογενειακή Βίβλο, που συνήθως έχει σκοπό την καθυπόταξη του ποιμνίου. Όταν τους μαζεύει όλους στο διάδρομο για να ακούσουν αποσπάσματα από την Αγία Γραφή, η Νέλλα με έκπληξη διαπιστώνει πως η ίδια έχει αναλάβει το έργο αυτό. Στο πατρικό της την ανάγνωση την αναλάμβανε ο πατέρας της, όταν ήταν νηφάλιος -και πλέον ο Κάρελ, ετών δεκατριών και έμπειρος πια, διαβάζει στις αδελφές και στη μητέρα του.
   Άλλες φορές, η Μάριν κάθεται σε μια πράσινη βελούδινη καρέκλα στο σαλόνι και μελετά το βιβλίο εσόδων - εξόδων που διατηρεί. Η κουνιάδα της Νέλλα φαίνεται να είναι πολύ επιμελής με τους λογαριασμούς του σπιτιού, οι κάθετες στήλες είναι το δικό της πεντάγραμμο, οι αριθμοί είναι οι δικές της νότες με τις οποίες τα χρήματά τους παίζουν μια σιωπηλή μουσική. Η Νέλλα θέλει να ρωτήσει περισσότερα για τις δουλειές του συζύγου της, για τη ζάχαρη του Φρανς και της Άγκνες Μέερμανς, όμως η συζήτηση με τη Μάριν δεν είναι ποτέ εύκολη.
   Την τρίτη μέρα, ωστόσο, γλιστρά στο σαλόνι όπου κάθεται η Μάριν, με το κεφάλι σκυφτό, σαν να προσεύχεται. Το τεφτέρι του σπιτιού είναι ως συνήθως ανοιχτό στην ποδιά της. 
   "Μάριν;"
   Η Νέλλα δεν έχει απευθυνθεί ξανά στη Μάριν χρησιμοποιώντας το μικρό της όνομα· νιώθει το ανοίκειο καθαρό θράσος της πράξης της, την ανεπάρκεια της απόπειράς της για οικειότητα.
   "Ναι;" Η Μάριν σηκώνει απότομα το κεφάλι της. Αφήνει θεατρικά την πένα της πάνω στις ανοιχτές σελίδες, τοποθετεί τα χέρια της πάνω στην περίτεχνη ξυλόγλυπτη φυλλωσιά της καρέκλας. Από το σκληρό ύφος στα γκρίζα μάτια της Μάριν, η Νέλλα νιώθει πως η συζήτηση που είχαν για το λαούτο δεν έχει ξεχαστεί· το βλέμμα της κουνιάδας της την περιεργάζεται και καταλαμβάνεται από πανικό. Μια κηλίδα μελάνι έχει στάξει από τη μύτη της γραφίδας της Μάριν.
   "Έτσι θα είναι πάντα;" ξεστομίζει η Νέλλα.
   Η ευθύτητα της ερώτησης ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα, κάνει τη ραχοκοκαλιά της Μάριν ακόμη πιο δύσκαμπτη. "Πώς έτσι;"
   "Δεν τον βλέπω ποτέ".
   "Αν εννοείς τον Γιοχάννες, μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως είναι υπαρκτό πρόσωπο".
   "Σε ποιο μέρος δουλεύει;" Η Νέλλα γυρίζει την κουβέντα ώστε η Μάριν να αναγκαστεί να της δώσει μια πιο συγκεκριμένη απάντηση. Η ερώτησή της έχει ακόμα πιο αλλόκοτη επίδραση πάνω της από την πρώτη, το πρόσωπο της Μάριν κοκαλώνει, σαν προσωπείο.
   "Σε αρκετά μέρη", απαντά η Μάριν, η φωνή της συγκρατημένη και αυστηρή. "Στο χρηματιστήριο (5), στις αποβάθρες, στα γραφεία της Εταιρείας στην παλιά Χόογκστραατ".
   "Και τι ακριβώς κάνει στα μέρη αυτά;"
   "Αν ήξερα και αυτό, Πετρονέλλα..."
   "Αφού ξέρεις. Το ξέρω ότι ξέρεις..."
   "Μετατρέπει λάσπη σε χρυσό, νερό σε γκίλντερ", απάντησε κοφτά η Μάριν. "Πουλάει ξένες μετοχές σε καλύτερες τιμές. Γεμίζει τα καράβια του και τα στέλνει στη θάλασσα. Πιστεύει πως όλοι του έχουν κάποια αδυναμία. Αυτό ξέρω μόνο. Δώσε μου το μαγκάλι, τα πόδια μου ξύλιασαν".
   Η Νέλλα αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι η μεγαλύτερη σειρά προτάσεων που της έχει απευθύνει η Μάριν. "Θα μπορούσες να άναβες και το τζάκι", αποκρίνεται η Νέλλα σπρώχνοντας ένα από τα μικρά ζεσταμένα μαγκάλια προς το μέρος της Μάριν, η οποία το ακινητοποιεί χτυπώντας το με το πόδι της. "Θέλω να δω πού δουλεύει. Σύντομα θα τον επισκεφτώ".
   Η Μάριν κλείνει το βιβλίο των λογαρισμών, με την πένα σφηνωμένη ανάμεσα στις σελίδες, στυλώνει το βλέμμα στο φθαρμένο του δερμάτινο κάλυμμα. "Δεν θα το έκανα αυτό στη θέση σου".
   Η Νέλλα ξέρει πως πρέπει να σταματήσει να κάνει ερωτήσεις, διότι η μόνη απάντηση που παίρνει είναι αρνητική. Όμως δεν μπορεί να αντισταθεί. "Γιατί όχι;"
   "Είναι απασχολημένος".
   "Μάριν..."
   "Σίγουρα η μητέρα σου θα σου εξήγησε πως έτσι είναι τα πράγματα", φωνάζει η Μάριν. "Δεν παντρεύτηκες συνοικιακό γραφιά". 
   "Μα, ο Γιοχάννες..."
   "Πετρονέλλα! Εκείνος πρέπει να εργαστεί. Και εσύ έπρεπε να παντρευτείς κάποιον".
   "Εγώ παντρεύτηκα. Εσύ δεν παντρεύτηκες κανέναν".
   Η Μάριν σφίγγει το σαγόνι της και η Νέλλα αισθάνεται μια αμυδρή σπίθα θριάμβου.
   "Όχι", απαντά η Μάριν. "Όμως, πάντα είχα ό,τι ήθελα".

   To επόμενο πρωί η Μάριν διαλέγει ένα απόσπασμα από τη Βίβλο, μια ιστορία παραναλώματος από το βιβλίο του Ιώβ, και κλείνει την ανάγνωση με τα γαλήνια ύδατα από το Κατά Λουκάν.
   Πλήν οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὃτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν.
   Oὐαὶ ὑμῖν, οἱ ἐμπεπλησμένοι νῦν ὃτι πεινάσετε.
   Oὐαὶ, οἱ γελῶντες νῦν, ὃτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε.
   Διαβάζει βιαστικά, ξερά, σαν να νιώθει ντροπή ακούγοντας την ίδια της τη φωνή να αντηχεί στα ατελείωτα ασπρόμαυρα πλακάκια, τα χέρια της κρατούν το αναλόγιο σαν να γαντζώνεται από σχεδία. Το βλέμμα της Νέλλα μετατοπίζεται προς τα πάνω καθώς η κουνιάδα της απαγγέλει, αναρωτιέται γιατί η Μάριν βρίσκεται ακόμη εδώ, ανύπαντρη, δίχως χρυσό δαχτυλίδι περασμένο στο δάχτυλό της. Ίσως δεν υπήρχε άντρας με τόσο γενναία καρδιά ώστε να αντέχει το βαρύ της χέρι. Η Νέλλα απολαμβάνει την ικανοποίηση της κακόβουλης αυτής σκέψης. 
   Αυτή είναι η καινούρια μου οικογένεια; αναρωτιέται. Δεν μπορεί να φανταστεί κάποιον από τους ανθρώπους αυτούς να γελά ποτέ του, παρά μόνο πνίγοντας κάποιο χάχανο στο μανίκι του. Οι δουλειές της Κορνήλια δεν έχουν τελειωμό. Αν δεν είναι στον κάτω όροφο να βράζει έναν οξύρυγχο, γυαλίζει τα δρύινα και παλισάνδρινα έπιπλα ή σκουπίζει τα απέραντα πατώματα του επάνω ορόφου, χτυπάει τα στρωσίδια, καθαρίζει το ένα τζάμι μετά το άλλο στις αμέτρητες διατομές των παραθύρων. Όλοι γνωρίζουν πως ο μόχθος εξαγνίζει -ότι κρατά δηλαδή όλους τους εντιμότατους Ολλανδούς μακριά από την παγίδα της νωθρότητας και της επικίνδυνης χλιδής- ωστόσο κάτι στην όψη της Κορνήλια μαρτυρά πως δεν είναι τόσο αγνή.
   Ο Όττο έχει μια στοχαστική έκφραση στο πρόσωπο καθώς ακούει τα λόγια που απαγγέλλει η Μάριν. Όταν η ματιά του συναντά το βλέμμα της Νέλλα, βιάζεται να κοιτάξει από την άλλη. Η ανθρώπινη επαφή σε τέτοιες στιγμές θρησκευτικής περισυλλογής φαντάζει σχεδόν αμάρτημα. Ο Γιοχάννες επιλέγει να ενώσει τα χέρια του σαν να προσεύχεται, τα μάτια του είναι καρφωμένα στην πόρτα. Η Νέλλα επιστρέφει στο δωμάτιό της και κάνει μια απόπειρα να γράψει ένα γράμμα στη μητέρα της, εξηγώντας της τη δύσκολη θέση της. Οι λέξεις που διαλέγει όμως συγκρατούν την αξία τους, αρνούνται να αποτυπώσουν αυτό που νιώθει μέσα της. Η Νέλλα δεν μπορεί να περιγράψει πόσο μπερδεμένη νιώθει, ούτε τα λόγια που ανταλλάσσουν με τη Μάριν, ούτε τον σύζυγό της, που μιλά όλες τις γλώσσες εκτός από εκείνη του έρωτα -ούτε τους υπηρέτες που κρύβουν τα λόγια τους και που το γέλιο τους είναι άλλη μια γλώσσα που δεν γνωρίζει. Έτσι μουρμουρίζει ονόματα -Γιοχάννες, Όττο, Τόοτ- και ζωγραφίζει τη φιγούρα της Μάριν με γιγάντιο κεφάλι, τσαλακώνει το χαρτί ώσπου να γίνει μια μπάλα και το πετάει ξώφαλτσα στη φωτιά.
   Μία ώρα αργότερα, αντρικές φωνές, γαβγίσματα σκύλων και το γέλιο του Γιοχάννες κατευθύνονται προς την κεντρική σκάλα. Η Νέλλα κοιτάζει έξω από το παράθυρο το πέρασμα του καναλιού και βλέπει τρεις γεροδεμένους εμπόρους με σχοινιά κρεμασμένα στους ώμους τους, με τα μανίκια τους σηκωμένα.
   Ώσπου η Νέλλα να βγει από το δωμάτιό της, η Μάριν είναι ήδη στο διάδρομο. "Γιοχάννες", ψελλίζει. "Τι στην ευχή πήγες κι έκανες;"
   Η Νέλλα μετατοπίζεται αθόρυβα στο κεφαλόσκαλο και μένει με ανοιχτό το στόμα, αντικρίζοντας τι είχαν αφήσει οι τρεις άντρες στην είσοδο.
   Στο κέντρο του πλακόστρωτου πατώματος κείτεται ένα ερμάριο -μια τεράστια επιβλητική κατασκευή, που φτάνει σχεδόν το μισό ύψος του Γιοχάννες· ένα τεράστιο ντουλάπι που στηρίζεται σε οχτώ καμπύλα και γερά πόδια, δυο κομμάτια βαθυκίτρινης βελούδινης κουρτίνας είναι τραβηγμένα στο μπροστινό μέρος του. Αφού παραμέρισε στη γωνία το αναλόγιο της Βίβλου για να κάνει χώρο, ο Γιοχάννες στέκεται πλάι στο περίεργο έπιπλο. Το ένα χέρι του ακουμπισμένο πάνω του, τα μάτια του θαυμάζουν το λαμπερό ξύλο, το χαμόγελό του αδιάπτωτο. Δείχνει ανανεωμένος, η Νέλλα δεν τον έχει ξαναδεί τόσο όμορφο.
   Η Μάριν πλησιάζει δύσπιστα το ερμάριο, σαν να φοβάται μην την πλακώσει ή ότι θα ξεκινήσει να κινείται αυτόβουλα. Η Ρεζέκι κάνει μερικά βήματα οπισθοχωρώντας και γρυλίζοντας υπόκωφα. "Πρόκειται περί φάρσας;" ρωτά η Μάριν. "Πόσο κόστισε;"
   "Για μια φορά, αδελφή μου, ας μη μιλήσουμε για χρήματα", λέει ο Γιοχάννες. "Εσύ μου είπες να βρω έναν περισπασμό..."
   "Δεν εννοούσα ένα τερατούργημα. Οι κουρτίνες αυτές είναι βαμμένες με ζαφορά;"
   "Περισπασμό;" επαναλαμβάνει η Νέλλα όρθια στις σκάλες. Η Μάριν, εμβρόντητη, κάνει μια στροφή για να την αντιμετωπίσει.
   "Είναι κάτι για σένα", αποκαλύπτει ο Γιοχάννες. "Ένα γαμήλιο δώρο". Χτυπά ελαφρά το πλαϊνό τμήμα του ερμαρίου και οι κουρτίνες σαλεύουν αμυδρά.
   "Τι είναι, κύριε;"
   "Είναι φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς και φτελιάς. Το ξύλο της φτελιάς είναι γερό", λέει ο Γιοχάννες, σαν να είναι αυτή η απάντηση που η νέα του σύζυγος περίμενε να ακούσει. Ρίχνει το βλέμμα του στη Μάριν. "Χρησιμοποιείται και για φέρετρα".
   Το στόμα της Μάριν γίνεται σφιχτή λεπτή γραμμή. "Πού το βρήκες, Γιοχάννες;"
   Ο Γιοχάννες ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους. "Ένας άντρας στις αποβάθρες είπε πως είχε μερικά ερμάρια που είχαν ξεμείνει από έναν ξυλουργό που πέθανε. Το βελτίωσα με φύλλα ταρταρούγας και κασσίτερου".
   "Γιατί το έκανες αυτό;" λέει η Μάριν. "Η Πετρονέλλα δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο".
   "Είναι για την εκπαίδευσή της", αποκρίνεται ο Γιοχάννες.
   "Για ποια;"
   Ο Γιοχάννες απλώνει το χέρι για να χαϊδέψει τη Ρεζέκι, το σκυλί όμως αποφεύγει με έναν πήδο το αφεντικό του. "Ήρεμα, κορίτσι μου. Ήρεμα".
   "Δεν της αρέσει", λέει η Κορνήλια, η οποία έχει κατέβει τις σκάλες πίσω από τη Νέλλα. Η Νέλλα αναρωτιέται αν η Κορνήλια αναφέρεται σε εκείνη ή στο σκυλί. Απ' ό,τι φαίνεται, και στις δύο, συλλογίζεται, παρατηρώντας το τρίχωμα στη ράχη της Ρεζέκι να σηκώνεται. Η Κορνήλια κρατά τη σκούπα της σαν κοντάρι μπροστά της, σαν να περιμένει επίθεση.
   "Εκπαίδευση;" χλευάζει η Μάριν. "Τι ανάγκη έχει η Πετρονέλλα από εκπαίδευση;"
   "Θα έλεγα πως έχει πολύ μεγάλη ανάγκη", αντιγυρίζει ο Γιοχάννες.
   Όχι, δεν έχω, σκέφτεται η Νέλλα. Δεκαοχτώ χρονών είμαι, όχι οχτώ. "Μα, τι είναι, κύριε;" ρωτά προσπαθώντας να κρύψει τη δυσαρέκειά της.
   Τελικά, ο Γιοχάννες απλώνει το χέρι στις κουρτίνες και, με μια υπερβολική χειρονομία, τις ανοίγει. Οι γυναίκες μένουν άφωνες. Το εσωτερικό του επίπλου αποκαλύπτεται, είναι διαχωρισμένο σε εννιά τμήματα, κάποια είναι ντυμένα με χρυσή ανάγλυφη ταπετσαρία και άλλα έχουν ξύλινη επένδυση.
   "Είναι -είναι το σπίτι αυτό;" λέει η Νέλλα.
   "Είναι το δικό σου σπίτι", τη διορθώνει ο Γιοχάννες ικανοποιημένος.
   "Είναι πολύ πιο εύκολο να το κουμαντάρεις", λέει η Κορνήλια, τεντώνοντας το λαιμό της για να δει τα πάνω δωμάτια.
   Η ακρίβεια της κατασκευής είναι απόκοσμη, σαν το πραγματικό σπίτι να έχει συρρικνωθεί, με το σώμα του κομμένο στα δύο και τα όργανά του εκτεθειμένα. Τα εννιά δωμάτια, από την κουζίνα εργασίας και το καθιστικό, έως τη σοφίτα όπου αποθηκεύονται τα καυσόξυλα και η τύρφη για να μη νοτίσουν, είναι τέλεια αντίγραφα. "Έχει ακόμα και κρυφό κελάρι", λέει ο Γιοχάννες σηκώνοντας το πάτωμα ανάμεσα στην επίσημη κουζίνα και την κουζίνα εργασίας, αποκαλύπτοντας έναν κρυμμένο κενό χώρο. Μέχρι και το ταβάνι στην επίσημη κουζίνα είναι ζωγραφισμένο με μια πανομοιότυπη οφθαλμαπάτη. Η Νέλλα φέρνει στο νου της τη συζήτηση που είχε με τον Όττο. Το ποτήρι θα ξεχειλίσει, είχε πει δείχνοντας με το δάχτυλό του τον ψεύτικο θόλο.
   Η Ρεζέκι γρυλίζει και φέρνει κύκλους γύρω από το έπιπλο. "Πόσο κόστισε αυτό, Γιοχάννες;" απαιτεί να μάθει η Μάριν.
   "Ο σκελετός έκανε δυο χιλιάδες", αποκρίνεται ατάραχα. "Οι κουρτίνες ανέβασαν το κόστος στις τρεις".
   "Τρεις χιλιάδες γκίλντερ; Τρεις χιλιάδες; Με σωστή επένδυση, με τόσα χρήματα ζει μια οικογένεια για χρόνια". 
   "Μάριν, εσύ η ίδια δεν έχεις καταφέρει να ζήσεις με δυο χιλιάδες γκίλντερ ούτε για ένα χρόνο, παρ' όλα τα γεύματα με ρέγγες. Και με τη συμφωνία με τον Μέερμανς δεν έχεις λόγο να ανησυχείς".
   "Αν έκανες κάτι για τη συμφωνία αυτή, δεν θα ανησυχούσα..."
   "Για μια φορά στη ζωή σου, μη μιλάς".
   Η Μάριν απρόθυμα στέκεται παράμερα από την ξύλινη κατασκευή. Ο Όττο εμφανίζεται από την κουζίνα και περιεργάζεται με ενδιαφέρον το νέο απόκτημα. Ο Γιοχάννες φαίνεται να έχει χάσει κάπως τον ενθουσιασμό του, σαν να διαισθάνεται πως η χειρονομία του αυτή αρχίζει να γυρίζει σε βάρος του.
   Το περίβλημα από φύλλα ταρταρούγας θυμίζει στη Νέλλα το φθινόπωρο στο Άσσεντελφτ, τις πορτοκαλί και καφετιές αποχρώσεις που το βλέμμα της έπιανε στον αέρα, τον Κάρελ που την έπιανε από τα χέρια και τη στριφογύριζε κάτω από τα δέντρα του κήπου. Ο κασσίτερος έχει πράγματι ενσωματωθεί σαν μεταλλικές φλέβες, σαν λεπτά και φυσικά νερά πάνω σε ολόκληρη την επιφάνεια, ακόμη και στα πόδια. Το κόκαλο και το ξύλο προξενούν μια αλλόκοτη ταραχή. Ακόμη και η υφή της βελούδινης κουρτίνας φέρει έναν υπαινιγμό εξουσίας.
   Στο Άσσεντελφτ, η Νέλλα ήξερε παιδιά, πιο πλούσια, που τους είχαν χαρίσει σπίτια μινιατούρες, αλλά κανένα δεν ήταν τόσο μεγαλοπρεπές όσο αυτό. Προτού ο πατέρας της φάει όλα τους τα χρήματα στο ποτό, ίσως υπήρχε δυνατότητα να αποκτήσει κι εκείνη ένα -μικρότερο από αυτό, ένα εργαλείο για να εξασκείται, ώστε να μάθει να διαχειρίζεται το κελάρι, τα ασπρόρουχα, τους υπηρέτες και την επίπλωση. Τώρα που είναι παντρεμένη, θα ήθελε να πιστεύει πως δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη.
   Η Νέλλα αντιλαμβάνεται πως ο Γιοχάννες την παρατηρεί. "Η πόρτα της εισόδου είναι πανομοιότυπη", λέει εκείνη δείχνοντας με μια χειρονομία τα ασπρόμαυρα πλακάκια που προεξείχαν κάτω από τα πόδια τους. Ακουμπά το δάχτυλό της απαλά πάνω στα αντίστοιχα μικροσκοπικά πλακάκια.
   "Ιταλικό μάρμαρο", λέει ο Γιοχάνες.
   "Δεν μου αρέσει", σχολιάζει η Μάριν. "Ούτε στη Ρεζέκι αρέσει".
   "Έτσι είναι, αν έχεις γούστο σκύλας", διακόπτει ο Γιοχάννες.
   Το πρόσωπο της Μάριν πυρώνει και ξεχύνεται έξω από την πόρτα, βροντώντας την πίσω της.
   "Πού πάει;" ρωτά η Κορνήλια, στη φωνή της διακρίνεται πανικός.  Εκείνη και ο Όττο παρακολουθούν την κυρά τους να απομακρύνεται από το μπροστινό παράθυρο.
   "Νόμιζα πως θα ήταν ωραία έκπληξη", λέει ο Γιοχάννες.
   "Μα, κύριε", προφέρει η Νέλλα. "Τι πρέπει να κάνω με αυτό;"
   Ο Γιοχάννες την κοιτά, ελαφρά συγχυσμένος. Τρίβει τη βελούδινη κουρτίνα ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρά του προτού την τραβήξει για να κλείσει. "Κάτι θα σκεφτείς".

   Ο Γιοχάννες εξαφανίζεται στο γραφείο του, με τον μεταλλικό ήχο της κλειδαριάς να τον ακολουθεί. Ο Όττο και η Κορνήλια κατεβαίνουν βιαστικά στο πιο χαμηλό επίπεδο του σπιτιού, στην κουζίνα εργασίας. Μοναχή της, δίχως κανέναν εκτός από τη Ρεζέκι που κλαψουρίζει στους τοίχους του διαδρόμου, η Νέλλα περιεργάζεται το δώρο της. Η καρδιά της βουλιάζει. Είμαι πολύ μεγάλη γι' αυτό, συλλογίζεται. Ποιος θα δει την κατασκευή αυτή, ποιος θα μπορέσει να κάτσει στις καρέκλες αυτές ή να φάει το κέρινο φαγητό; Δεν έχει φίλους, ούτε οικογένεια στην πόλη αυτή για να έρθουν και να το θαυμάσουν -η μινιατούρα αυτή υμνεί την αδυναμία της, την παγιδευμένη της θηλυκότητα. Είναι το δικό σου σπίτι, είπε ο σύζυγός της -ποιος όμως μπορεί να ζήσει στα λιλιπούτεια αυτά δωμάτια, σε αυτά τα εννιά αδιέξοδα; Τι είδους άντρας αγοράζει ένα τέτοιο δώρο, όσο μεγαλοπρεπές και αν είναι το περίβλημά του, όσο και αν είναι όμορφα φτιαγμένο;
   "Δεν χρειάζομαι εκπαίδευση", προφέρει δυνατά. Η Ρεζέκι κλαυθμυρίζει. "Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι", της λέει η Νέλλα. "Ένα παιχνίδι είναι μόνο". Ίσως οι κουρτίνες να μπορούν να γίνουν καπέλο, σκέφτεται παραμερίζοντάς τες.
   Καθώς η Νέλλα στέκεται μπροστά στο εκτεθειμένο εσωτερικό του σπιτιού, αρχίζει να της προξενεί αμηχανία. Το κενό καύκαλο από φτελιά και ταρταρούγα μοιάζει σαν και το ίδιο να την κοιτάζει, σαν τα δωμάτια να έχουν μάτια. Από την κουζίνα εργασίας ακούει φωνές να υψώνονται -περισσότερο ακούγεται η φωνή της Κορνήλια, ο Όττο απαντά πιο ήπια. Ακουμπά προσεκτικά ξανά το ξύλο. Είναι δροσερό σε σχέση με το βελούδο, σκληρό σαν στιλβωμένη πέτρα.
   Με τη Μάριν έξω και αυτούς τους δύο εκεί κάτω στην κουζίνα εργασίας, θα μπορούσα να πάρω τον Πίμπο και να τον αφήσω να πετάξει, σκέφτεται η Νέλλα. Ο Γιοχάννες δεν θα το προσέξει και θα είναι καλό να δω το μικρό μου πουλάκι να φτεροκοπά ελεύθερο. Όμως όταν γυρίζει την πλάτη της στο κουκλόσπιτο και στρέφεται προς την κεντρική σκάλα, η σκέψη της σκαλώνει πάλι στη μακρινή κλειδαρότρυπα της Μάριν στον πάνω όροφο, στην άκρη του διαδρόμου. Ξέχνα αυτή την κάσα που θέλει να λέγεται κουκλόσπιτο, σκέφτεται η Νέλλα προσπαθώντας να εμψυχώσει τον εαυτό της, ενώ τραβά τις βαθυκίτρινες κουρτίνες. Όπου θες μπορείς να πας.
   Με το αίμα να σφυροκοπά στις φλέβες της κι αφήνοντας πίσω το δώρο του Γιοχάννες, παρατημένο στα πλακάκια, η Νέλλα οδηγεί τα βήματά της στον επάνω όροφο προς το δωμάτιο της Μάριν, έχοντας ξεχάσει τον Πίμπο. Όμως ο λεονταρισμός που επέδειξε στην είσοδο αρχίζει να ξεφουσκώνει. Και αν με πιάσουν; αναρωτιέται· η φαντασία της για άλλη μια φορά καλπάζει καθώς οπισθοχωρεί και τρέχει κατά μήκος του διαδρόμου, όσο πιο γρήγορα της επιτρέπει το φόρεμά της. Τι θα απογίνω τότε;
   Ωστόσο, η Νέλλα ανοίγει σπρώχνοντας τη βαριά πόρτα και στην άκρη του άδυτου της Μάριν μένει σύξυλη. Μπροστά στο ασυνήθιστο θέαμα εξανεμίζεται κάθε δεύτερη σκέψη της.

   Στο κατώφλι του δωματίου η Νέλλα δεν πιστεύει στα μάτια της. Το δωμάτιο είναι μικρό σαν μοναστηριακό κελί, αλλά το περιεχόμενό του θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε ολόκληρο μοναστήρι. Αναρωτιέται πόσο πρόθυμα στ' αλήθεια η Μάριν απαρνήθηκε τις διαστάσεις της παλιάς κάμαρας γι' αυτό το ξέχειλο αδιανόητο κελί. 
   Από το ταβάνι μετέωρο το ντύμα ενός τεράστιου φιδιού κρέμεται σαν έμβλημα, χάρτινο στην υφή του. Φτερά σε όλα τα σχέδια και σχήματα, που κάποτε κοσμούσαν τα πιο εξωτικά πουλιά, χαϊδεύουν τα απλωμένα της δάχτυλα. Ενστικτωδώς, η Νέλλα αναζητά ένα πράσινο φτερό, ανακουφισμένη που δεν βρίσκει κανένα που να μοιάζει με του Πίμπο. Μια πεταλούδα πιο φαρδιά από την παλάμη της είναι καρφιτσωμένη στον τοίχο, το γαλάζιο του ουρανού που έχουν τα φτερά της είναι κατάστικτο με μαύρες πιτσίλες. Το δωμάτιο είναι γεμάτο οσμές. Πιο έντονα μυρίζει το μοσχοκάρυδο, όμως διακρίνει και την αψάδα του σανταλόξυλου, ενώ γαρίφαλο και πιπέρι έχουν διαποτίσει τους ίδιους τους τοίχους, όλα αρώματα με θερμό αλλά και έντονο χαρακτήρα.
   Η Νέλλα προχωρά πιο βαθιά. Κατά μήκος των λιτών ξύλινων ραφιών παρατίθεται μια ετερόκλητη συλλογή από κιτρινωπά κρανία ζώων, από πλάσματα που δεν μπορεί καν να φέρει στο νου της -προτεταμένα ρύγχη, κοντόχοντρα κρανία, γερά κοφτερά δόντια. Γυαλιστερά καβούκια σκαθαριών, σαν κόκκοι καφέ που ιριδίζουν στο φως, αναδίνουν σκοτεινή λάμψη με κόκκινες ανταύγειες. Ένα αναποδογυρισμένο καύκαλο χελώνας ταλαντεύεται απαλά καθώς το ακουμπά. Αποξηραμένα φυτά και μικροί καρποί, σπορεία, αλλά και οι ίδιοι οι σπόροι που αναδίνουν αυτά τα μεθυστικά αρώματα, βρίσκονται παντού. Το δωμάτιο αυτό δεν ανήκει στο Άμστερνταμ, παρόλο που αποτυπώνει την κατακτητική του ορμή. Το δωμάτιο αυτό είναι η εξάπλωση της δημοκρατίας των επτά ενωμένων κάτω χωρών μέσα σε τέσσερις τοίχους.
   Υπάρχει και ένας χάρτης με την αφρικανική ήπειρο, μια αχανή έκταση με τόσα μέρη άγνωστα. Κυκλωμένο στο κέντρο της δυτικής ακτογραμμής είναι ένα μέρος που ονομάζεται Πόρτο Νόβο. Πάνω του είναι σημειωμένες ερωτήσεις με τον καθαρό γραφικό χαρακτήρα της Μάριν. Κλίμα; Φαγητό; Θεός; Υπάρχει και ένας χάρτης των Ινδιών, με πολύ περισσότερα κυκλωμένα σημεία και τόξα, που υποδεικνύουν τα μέρη από όπου προέρχονται τα δείγματα χλωρίδας και πανίδας που βρίσκονται στο δωμάτιο αυτό. Μολούκες 1676, Μπατάβια 1679, Ιάβα 1682 -όλα ταξίδια που η Μάριν σίγουρα δεν έχει κάνει ποτέ η ίδια.
   Στο τραπέζι πλάι στο παράθυρο υπάρχει ένα ανοιχτό σημειωματάριο, όπου φαίνεται να είναι καταγεγραμμένα λεπτομερώς ανά κατηγορίες όλα αυτά τα αντικείμενα. Ο γραφικός χαρακτήρας της Μάριν ρέει καλύτερα από τον λόγο της και η Νέλλα τον αναγνωρίζει από το φάκελο που είχε λάβει η μητέρα της νωρίτερα τον ίδιο χρόνο. Η παραβίαση της προξενεί ξανά ταραχή -θέλει απελπισμένα να ανακαλύψει κι άλλα, τρέμει όμως την παγίδα στην οποία μπήκε με τη θέλησή της. Δεν είμαι κυρία του σπιτιού, όπως κυρία του σπιτιού δεν ήταν και η μικρή Αραμπέλλα, πίσω στο Άσσεντελφτ, συλλογίζεται.
   Πιο πέρα στο ράφι υπάρχει μια παράξενη λάμπα με φτερά πουλιού και κεφάλι και στήθος γυναίκας. Η Νέλλα απλώνει το χέρι για να αγγίξει το σκληρό και δροσερό μέταλλο. Δίπλα στη λάμπα είναι μια στοίβα από βιβλία, οι σελίδες τους αναδίδουν ένα μείγμα βαριάς χωμάτινης μυρωδιάς από μούχλα και χοιρόδερμα. Η Νέλλα σηκώνει το τελευταίο βιβλίο της στοίβας, είναι πολύ περίεργη να μάθει τις προτιμήσεις της Μάριν στο διάβασμα, ώστε να σκεφτεί πως κάποιος μπορεί να ανεβαίνει τις σκάλες.
   Το πρώτο βιβλίο είναι ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο με τίτλο Το ατυχές ταξίδι του πλοίου Μπατάβια. Οι περισσότεροι άνθρωποι στις Επτά Ενωμένες Επαρχίες γνωρίζουν την ιστορία της ανταρσίας του Κορνέλιτς, την περιβόητη υποδούλωση εν πλω της Λουκρητίας Γιανς και τη συμμετοχή της στους φόνους των επιζησάντων. Η Νέλλα δεν αποτελεί εξαίρεση, η μητέρα της ωστόσο απεχθανόταν τις πιο πρόστυχες εκδοχές της ιστορίας. "Χάρη στη Γιανς οι γυναίκες δεν μπορούν πια να ταξιδέψουν όπως πριν, κάτι που δεν είναι κακό", είχε παρατηρήσει ο πατέρας της Νέλλα όσο ακόμη ζούσε. "Οι γυναίκες στα καράβια φέρνουν κακή τύχη".
   "Η μόνη τύχη που φέρνουν είναι η τύχη που τους επιτρέπουν οι άντρες", ανταπάντησε η κυρία Όορτμαν.
   Η Νέλλα κλείνει το βιβλίο, το τοποθετεί πίσω στη θέση του και διατρέχει απαλά με το δάχτυλο τις άνισα προεξέχουσες ράχες των βιβλίων. Υπάρχουν τόσο πολλά βιβλία εκεί -όσο και εάν θέλει να διαβάσει τους τίτλους, ξέρει πως δεν μπορεί να βραδυπορήσει. Η Μάριν πρέπει να ξοδεύει  αρκετά για το διάβασμά της, υποθέτει η Νέλλα, ψηλαφώντας το πολυτελές χαρτί.
   Κάτω από το Ατυχές ταξίδι υπάρχει ένα βιβλίο του Χέινσιους, ο οποίος, όπως όλοι ξέρουν, εξορίστηκε από τη χώρα για ανθρωποκτονία. Είναι σχεδόν έγκλημα η κατοχή ενός τέτοιου βιβλίου και η Νέλλα μένει εμβρόντητη που ένα αντίτυπο βρίσκεται στα χέρια της Μάριν. Υπάρχει επίσης μια επίτομη έκδοση του Αλμανάκ του Σέγκμαν, Οι ασθένειες των παιδιών του Στέφανους Μπλάνκααρτ και Οι αξιομνημόνευτες αναφορές του ιστιοφόρου Νιου Χόορν του Μπόντεκοε. Η Νέλλα το ξεφυλλίζει. Οι αναφορές του Μπόντεκοε είναι ιστορίες επικίνδυνων ταξιδιών, γεμάτες με εξαίσια μοτίβα ξυλογραφίας, εκτεθειμένα πλευρά ναυαγισμένων σκαριών, μαγευτικές ανατολές και αδηφάγες θάλασσες. Μια ξυλογραφία απεικονίζει μια ακτογραμμή, κύματα στο φόντο πλευρίζουν ένα μεγάλο σκάφος. Στο προσκήνιο δύο άντρες στέκονται αντικριστά. Τα χέρια και τα πόδια του ενός είναι γεμάτα από λεπτές μαύρες χαρακιές, έχει χαλκά περασμένο στη μύτη και δόρυ στο χέρι. Ο άλλος είναι ντυμένος με την παλιομοδίτικη περιβολή των Ολλανδών. Η έκφραση του προσώπου τους, ωστόσο, είναι ίδια. Απαθείς, εγκλωβισμένοι ο καθένας στον δικό του εμπειρικό κόσμο, το χάσμα ανάμεσά τους είναι πιο πλατύ από τη θάλασσα που απλώνεται μεγαλειώδης πίσω τους.
   Η ράχη του βιβλίου είναι μαλακή, το βιβλίο έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές. Καθώς η Νέλλα μετακινείται για να το ξαναβάλει πίσω στη στοίβα, ένα χαρτί καλυμμένο με γράμματα πέφτει από τις μεσαίες σελίδες του. Το μαζεύει από το πάτωμα, οι λέξεις φορτίζουν το αίμα της.
   Σ' αγαπώ. Σ' αγαπώ. Από το τέλος ως την αρχή, σ' αγαπώ.
   Η Νέλλα νιώθει μια αίσθηση σαν μούδιασμα στον ουρανίσκο της. Σαστισμένη, βάζει πίσω το βιβλίο, δεν μπορεί να αποχωριστεί το απίθανο σημείωμα. Υπάρχουν κι άλλες λέξεις πάνω στο κομμάτι χαρτί -λέξεις γραμμένες βιαστικά, λέξεις που χορεύουν, που δεν είναι γραμμένες από τη Μάριν.
   Είσαι ηλιαχτίδα μέσα από το παραθύρι μου, που με ακουμπά και με ζεσταίνει.
   Ένα άγγιγμά σου διαρκεί χίλιες ώρες. Αγαπημένη μου...
   Πόνος τρυπάει το μπράτσο της Νέλλα -κάποιος τη σφίγγει γερά και δεν την αφήνει. Η μορφή της Μάριν προβάλλει, το πρόσωπό της κάτωχρο, γυρνάει τη Νέλλα προς το μέρος της σαν πάνινη κούκλα. Το σημείωμα πέφτει ανεμίζοντας στο πάτωμα και η Νέλλα το καλύπτει με το πόδι της, καθώς η Μάριν τη σέρνει προς τα έξω. "Κοίταξες τα βιβλία μου;" συρίζει η Μάριν. "Λέγε, τα κοίταξες;"
   "Όχι... Εγώ..."
   "Ναι, τα κοίταξες. Τα άνοιξες κιόλας;"
   "Όχι, φυσικά..."
   Η Μάριν διορθώνει τη λαβή της, το χέρι της τρέμει από την πίεση. "Μάριν..." αγκομαχά η Νέλλα. "Πονάει. Με πονάς".
   Για μερικά ακόμη δευτερόλεπτα η Μάριν δεν χαλαρώνει τη λαβή της, ύστερα η Νέλλα στρίβει το σώμα της και ελευθερώνεται. "Θα το πω στον άντρα μου", φωνάζει. "Θα του δείξω τι έκανες!"
   "Δεν μας αρέσουν οι προδότες", αρθρώνει η Μάριν σφίγγοντας τα δόντια. "Φύγε. Τώρα". 
   Η Νέλλα παραπατά, στη βιασύνη της να δραπετεύσει πέφτει πάνω στο ντύμα του φιδιού. "Αυτά τα πράγματα δεν ανήκουν σ' εσένα!" φωνάζει πίσω της η Μάριν. Κλείνει με δύναμη την πόρτα της και η μυρωδιά των μπαχαρικών εξανεμίζεται.
   Στην ασφάλεια της νησίδας του δικού της κρεβατιού η Νέλλα μουρμουρίζει μόνη της, το στόμα της στεγνό, το μυαλό της δύσπιστο. Ένα άγγιγμά σου διαρκεί χίλιες ώρες. Το μελάνι αυτό ήταν μυστικό νέκταρ, διότι η Μάριν δεν είναι παντρεμένη.
   Ο γραφικός χαρακτήρας δεν είναι καθαρός, η Νέλλα όμως είναι σίγουρη πως δεν ανήκε στη Μάριν. Δεν έπρεπε ποτέ να είχα μπει εκεί μέσα, σκέφτεται. Μπορεί η Μάριν ακόμη και να καραδοκούσε στο σκοτάδι για να με πιάσει επ' αυτοφόρω. Φέρνει στο νου της την κουνιάδα της να την κρεμάει από ένα δοκάρι του δωματίου, βλέπει τα ξυλοπάπουτσά της να γλιστρούν από τα πόδια της που ταλαντεύονται μετέωρα ανάμεσα στα φτερά, το φως του ήλιου, μέσα από το παράθυρο, ποιητικά, ακουμπά το ψυχρό της σώμα και το ζεσταίνει.
   Η εικόνα της Μάριν αρχίζει να μετατοπίζεται στο μυαλό της Νέλλα. Από τα βαριά μαύρα ρούχα της η Μάριν ξαναγεννιέται σαν φοίνικας, τυλιγμένη μέσα σε αχλή από άρωμα μοσχοκάρυδου -για εκείνη δεν υπάρχει κρίνος, ούτε αβρότητα ανθέων. Περιστοιχισμένη από τα σύμβολα της πόλης, η Μάριν είναι γέννημα της δύναμής της -είναι ο μυστικός επιτηρητής των χαρτών, που υπομνηματίζει τα δείγματα- και κάτι άλλο επίσης, το οποίο δύσκολα εντάσσεται σε κατηγορία. Η Νέλλα φαντάζεται τη μυρωδιά των μπαχαρικών στο δέρμα της Μάριν, καθώς την ακούει στην άλλη άκρη του δαμασκηνού τραπεζομάντιλου να υπαγορεύει στον αδελφό της ακριβώς πώς να χειριστεί τις συναλλαγές του. Ποια είναι η γυναίκα αυτή; Από το τέλος ως την αρχή, σ' αγαπώ.
   Την επόμενη μέρα, πριν χαράξει, κατεβαίνει στις μύτες των ποδιών της στην επίσημη κουζίνα. Το σπίτι είναι βυθισμένο στη σιωπή -μέχρι και ο Όττο και η Κορνήλια κοιμούνται ακόμα. Αδίστακτη, αποφασισμένη, η Νέλλα σηκώνει το κλουβί του Πίμπο. Τον ανεβάζει στο δωμάτιό της, στη σκέψη των κρεμασμένων φτερών είναι πεπεισμένη πως από εδώ και στο εξής πρέπει να κρατά τον παπαγάλο της κοντά της.

   Πάνω από το κεφάλι της Νέλλα ο Πίμπο φτεροκοπά και τερετίζει ευχαριστημένος στο δωμάτιο, τα μαύρα μάτια του λαμποκοπούν. "Η Μάριν μπορεί να σε αποκεφαλίσει", λέει στο μικρό της πουλί, δοκιμάζοντας να δει αν η απειλή ηχεί αληθινή, και τυλίγεται πιο σφιχτά στο σάλι της για να προφυλαχτεί από την πρωινή ψύχρα. Στο φως της μέρας κάτι τέτοιο φαντάζει γελοίο, όμως οι κανόνες σε αυτό το σπίτι είναι γραμμένοι σε νερό.  Ή θα βουλιάξω ή θα κολυμπήσω, σκέφτεται η Νέλλα. Η μελανιά της, χτεσινή πια, μικρός λεκές από κρασί, πονά πολύ όταν τη ζουλάει. Είναι πραγματικά εξωφρενικό. Δεν βλέπει ο Γιοχάννες τι κάνει η αδερφή του; Δεν έκανε τίποτα για να συνετίσει τη Μάριν, παρόλο που εκείνη δεν κρύβει την αντιπάθειά της για τη νέα του νύφη.
   Ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα κάνει το στομάχι της να δεθεί κόμπο. "Περάστε", προσκαλεί ενοχλημένη από τη δειλία που φανερώνεται στη φωνή της.
   Στο κατώφλι εμφανίζεται η Μάριν με το πρόσωπό της σαν πανί. Η Νέλλα στέκεται όρθια και αφήνει να πέσει το σάλι της για να αποκαλυφθεί το μελανό σημάδι. Η Μάριν, όμως, ακόμα πιο άκαμπτη, έχει στυλώσει το βλέμμα στον παπαγάλο, που πια έχει κουρνιάσει στην άκρη του κρεβατιού. Πάνω στο στήθος της σφίγγει ένα βιβλίο, τα λεπτά δάχτυλά της είναι τυλιγμένα γύρω του.
   "Θα τον κρατήσω στο δωμάτιό μου", λέει η Νέλλα.
   "Ορίστε", είναι η μόνη απάντηση της Μάριν, με φωνή ραγισμένη προτείνει το χέρι προσφέροντας το βιβλίο.
   "Τι είναι;"
   "Η Λίστα του Σμιτ. Ένας κατάλογος με όλους τους τεχνίτες και τις επιχειρήσεις στην πόλη".
   "Και γιατί χρειάζομαι τη Λίστα του Σμιτ;" ρωτά η Νέλλα, αφού το αποσπά από το χέρι της Μάριν.
   "Για να διακοσμήσεις το σπίτι σου".
   "Ποιο από τα δύο, Μάριν;"
   "Αν αφήσεις άδειο αυτό το κουκλόσπιτο, θα μετατρέψεις το δώρο του Γιοχάννες σε εγκληματική σπατάλη. Πρέπει να το κάνεις κάτι".
   "Δεν πρέπει να κάνω τίποτα..."
   "Πάρε αυτά", διακόπτει η Μάριν, "είναι γραμμάτια, έχουν τη σφραγίδα και την υπογραφή του αδελφού μου". Βγάζει μια θήκη μέσα από το βιβλίο, από την ταραχή της τα δάχτυλά της τα ανακατεύουν. "Αν αγοράσεις κάτι από οποιονδήποτε, μπορεί να πάει και να εξαργυρώσει το γραμμάτιο στο Στάντχουις (6). Εσύ απλά συμπληρώνεις το ποσό που προσυπογράφεις". Η Μάριν προτείνει τα γραμμάτια στη Νέλλα σαν να προσπαθεί να εξαγοράσει τον διάβολο. "Όχι πάνω από χίλια γκίλντερ το γραμμάτιο".
   "Γιατί το κάνεις αυτό, Μάριν; Η Βίβλος δεν λέει πως δεν κάνει να επιδεικνύεις τα πλούτη σου;" λέει η Νέλλα, όμως στην ιδέα των χρημάτων νιώθει ενθουσιασμό. Δεν απέχει ακόμη όσο θα ήθελε από τη φριχτή εκείνη μέρα που πέθανε ο μπαμπάς της, όταν στο βάζο με τα κέρματα το μόνο που βρήκε η Αραμπέλλα ήταν ένα κουμπί και μια αράχνη να κείτεται ανάποδα. Η Μάριν ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει την ανακούφιση που νιώθει, συλλογίζεται.
   "Απλά πάρ' τα, Πετρονέλλα".
   Τις χωρίζει έχθρα, μια γνώριμη πια κηλίδα ανάμεσά τους. Όταν η Νέλλα παίρνει αδιάφορα τα γραμμάτια από το χέρι της Μάριν, παρατηρεί πόσο θλιβερή όψη έχει η κουνιάδα της. Αν αυτό είναι παιχνίδι, και οι δύο βγήκαμε χαμένες, σκέφτεται, καθώς όμως τα δάχτυλά της ψαύουν τα γραμμάτια, νιώθει την κρυφή δύναμή τους.
   "Και πώς θα φανεί αυτό στο σύζυγό μου;"
   Εξάντληση αποτυπώνεται στο πρόσωπο της Μάριν. "Μην ανησυχείς. Ο αδελφός μου ξέρει πόσο επικίνδυνο είναι να μην έχεις τίποτα να κάνεις".
   Αφού έφυγε η Μάριν, η Νέλλα προσπαθεί να βάλει στην άκρη κάθε σκέψη για την κουνιάδα της και το ερωτικό γράμμα. Πηγαίνει τη Λίστα του Σμιτ στο γραφείο της και την ανοίγει. Το βιβλίο είναι γραμμένο προσεγμένα κατ' αλφαβητική σειρά, ανά συντεχνία. Φαρμακοποιοί και αστρονόμοι, προμηθευτές, σοκολατοποιοί, λιμπρετίστες και κλειδαράδες είναι μερικοί μόνο από τους ετερόκλητους επαγγελματίες που πληρώνουν το κατιτίς τους στον Μάρκους Σμιτ για να εμφανίζονται στη λίστα του. Οι αγγελίες είναι γραμμένες από τους ίδιους, δίχως περιορισμό στον τρόπο σύνταξης.
   Έξω από το παράθυρό της το κανάλι σφύζει από ζωή. Βαρκάρηδες μιλάνε φωναχτά, λένε ο ένας στον άλλον για τον τσουχτερό χειμωνιάτικο αέρα, σε μια απομακρυσμένη γωνιά ένας αρτοποιός διαλαλεί την πραμάτειά του και δυο παιδιά φωνάζουν πάνω από ένα στεφάνι και ένα ξύλο. Μέσα, ωστόσο, όλα είναι ήσυχα και ατάραχα, μοναδικός ήχος στο δωμάτιό της ο διακριτικός χτύπος που κάνει το χρυσό εκκρεμές. Καθώς η Νέλλα συνεχίζει να ξεφυλλίζει το βιβλίο, το βλέμμα της πέφτει σε μια καταχώριση στο γράμμα Μ:
ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΟΠΟΙΟΣ
Έδρα εις το έμβλημα του ήλιου, οδός Κάλβεστραατ
Καταγωγή εκ του Μπέργκεν
Μαθητεία παρά τω σπουδαίω ωρολογοποιώ της Μπρυζ,
Λούκας Βιντελμπρέκε
   ΆΠΑΝΤΑ, ΚΑΙ ΩΣΤΟΣΟ ΤΙΠΟΤΑ
   Είναι η μόνη καταχώριση στην κατηγορία Μινιατουροποιός, στη Νέλλα αρέσει που είναι φειδωλή, που ηχεί αλλόκοτα στ' αυτιά της. Δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται το Μπέργκεν, ούτε τι κάνει ένας μινιατουροποιός, ούτε καν πώς ένας ωρολογοποιός μπορεί να θεωρείται σπουδαίος. Ο μινιατουροποιός σίγουρα δεν είναι από το Άμστερνταμ, αυτό πάντως είναι σαφές. Άρα δεν μπορεί να είναι μέλος των συντεχνιών της πόλης -και είναι παράνομο να αναλάβει δουλειά από την οποία εγγεγραμμένοι πολίτες θα μπορούσαν να κερδίσουν χρήματα. Αυτό της το έμαθε ο πατέρας της. Εκείνος ήταν από το Λέιντεν και ισχυριζόταν πως οι δρακόντειοι νόμοι της συντεχνίας ήταν υπαίτιοι για την κατρακύλα του και όχι οι κανάτες μπίρας. Όχι φυσικά πως θα μπορούσε να υπάρξει συντεχνία των μινιατουροποιών. Η Νέλλα απορεί πώς η αγγελία κατάφερε ακόμη να μπει στη Λίστα του Σμιτ.
   Απαλλαγμένη από την πιεστική παρουσία της Μάριν, η Νέλλα αισθάνεται την αγανάκτησή της να αποκρυσταλλώνεται. Η Μάριν δεν ζήτησε καν συγγνώμη που της συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν ατίθασο παιδί. Η Μάριν, με τους χάρτες και τις διαταγές της, ο Γιοχάννες και η μονίμως κλειστή πόρτα του, η Κορνήλια και ο Όττο -το κοινό τους άδυτο, ο σιωπηλός τους κώδικας όταν ψιλοκόβουν το φαγητό, όταν καθαρίζουν, τα νερά που στάζουν από το σφουγγαρόπανο και η λάμψη του μαχαιριού...
   Η Νέλλα αναπηδά, θέλει απεγνωσμένα να διώξει τις σκέψεις της, να διώξει αυτό που η Μάριν αποκαλεί επικίνδυνο, όταν δεν έχει κανείς τίποτα να κάνει. Είναι αδύνατο να νοιαστεί για το κουκλόσπιτο -το αντικείμενο αυτό αποτελεί προσβολή στη θηλυκότητά της. Ωστόσο, όταν ανεμίζει στα χέρια της τα γραμμάτια, σκέφτεται πως σε όλη της τη ζωή δεν της έχει παρουσιαστεί ποτέ η δυνατότητα τόσων χρημάτων. 
   Καθώς ο Πίμπο φτεροκοπά γύρω από τους ακριβούς πίνακες του Γιοχάννες, η Νέλλα σηκώνει από το γραφείο την πένα της και εκτονώνει την οργή της μουτζουρώνοντας βιαστικά:
   Αγαπητέ κύριε,
   Είδα την καταχώρισή σας στη Λίστα του Σμιτ και επιθυμώ να ζητήσω τη βοήθειά σας.
   Έχω ένα σπίτι εννιά δωματίων, σε μικρή κλίμακα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε ένα ερμάριο. Τολμώ να ζητήσω από εσάς τα τρία κάτωθι αντικείμενα περιμένοντας την απάντησή σας. Φαντάζομαι πως έχετε εκπαιδευτεί στην τέχνη της κατασκευής μικρών πραγμάτων. Η λίστα μου δεν είναι σε καμία περίπτωση ολοκληρωμένη, ενώ διατίθεμαι να πληρώσω αδρά.
   Τεμάχιο: Λαούτο, με χορδές
   Τεμάχιο: Γαμήλια κούπα με κομφετί
   Τεμάχιο: Κουτί με αμυγδαλωτά
   Σας ευγνωμονώ εκ των προτέρων,
   Πετρονέλλα Μπραντ, στον οίκο με το έμβλημα του δελφινιού, κανάλι Χέρενγκραχτ.
   Το νέο της επώνυμο ηχεί στ' αυτιά της κοφτό, τόσο κουτσουρεμένο σε σύγκριση με αυτό που είχε τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια. Ακόμα και όταν το γράφει νιώθει άβολα, σαν να φορά μια στολή που είναι δική της, αλλά δεν εφαρμόζει καλά. Το διαγράφει και στη θέση του συμπληρώνει: Σας ευχαριστώ, Νέλλα Όορτμαν. Αυτό θα το προσέξει, συλλογίζεται η Νέλλα. Και το πιθανότερο είναι να γελάσει. Χώνει το γράμμα στην τσέπη της μαζί με ένα γραμμάτιο των τριών χιλιάδων γκίλντερ και πηγαίνει κάτω στην κουζίνα εργασίας, για να δει αν μπορεί να κλέψει κάτι που έχει ξεμείνει από το πρωινό πάνω στον χαρακωμένο πάγκο της Κορνήλια. Ένα μικρό καρβέλι, μια φέτα κρέας, οτιδήποτε εκτός από ρέγγα.

   Βρίσκει την Κορνήλια να παραχώνει ένα καρότο μέσα στο σώμα μιας χήνας και, παρ' όλη την ωμότητα της παραβίασης, οι κινήσεις της δεν είναι συγκρατημένες. Πίσω της, ο Όττο ακονίζει καρφιά και τα χρησιμοποιεί για να ανοίξει τρύπες σε καρύδια. Η Νέλλα αναρωτιέται γιατί να το κάνει αυτό και υποθέτει πως η απάντησή του θα ήταν ως συνήθως μια γενναία υπεκφυγή. Πάνω στη φωτιά, μια σάλτσα κοχλάζει. Η Κορνήλια και ο Όττο μοιάζουν ακριβώς σαν ένα παντρεμένο ζευγάρι στο αγροτόσπιτό τους, που ετοιμάζει το καθημερινό φαγητό. Για άλλη μια φορά η Νέλλα διαισθάνεται την οικειότητα που υπάρχει μεταξύ τους, που την κουρελιάζει. Ψαύει το γράμμα μέσα στην τσέπη της, προσπαθεί να αντλήσει δύναμη από το σχέδιό της να υπονομεύσει την απόπειρα του Γιοχάννες και της Μάριν να τιθασεύσουν τη νέα άφιξη στο σπίτι τους. Να είσαι σίγουρη, Μάριν, πως το σπίτι μου θα το διακοσμήσω, σκέφτεται η Νέλλα, με όλα όσα σιχαίνεσαι.
   "Πονάει, κυρία;" ρωτά η Κορνήλια, φλούδες από καρότο είναι κολλημένες στα χέρια της σαν κολλώδεις πορτοκαλί γιρλάντες.
   Η Νέλλα τυλίγεται με το σάλι της. "Τι εννοείς;"
   "Το χέρι σου, πονάει;"
   "Με κατασκόπευες;" 
   Ο Όττο ρίχνει ένα βλέμμα στην Κορνήλια, όμως η υπηρέτρια γελά. "Είναι σαν καβούρι που βγαίνει από το καβούκι της για να δαγκώσει, κυρία! Εμείς την αγνοούμε, το ίδιο θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ". Η Κορνήλια σκουπίζει τις φλούδες από τα χέρια της. "Πήρες το πουλί σου", λέει, δείχνει σχεδόν εντυπωσιασμένη. "Ένα πράγμα θα σου πω. Η κυρία Μάριν φοράει μόνο μαύρα, αλλά τι γίνεται κάτω από αυτά είναι μια άλλη ιστορία".
   "Τι εννοείς;"
   "Κορνήλια", προστάζει ο Όττο, ο τόνος στη φωνή του την προειδοποιεί.
   "Εννοώ, την εσωτερική επένδυση", συνεχίζει η Κορνήλια, αποφασισμένη, όπως φαίνεται, να πετάξει λίγα ψίχουλα στη Νέλλα για να ικανοποιήσει την περιέργειά της. "Γούνα από σαμούρι και βελούδο κάτω από κάθε φόρεμα. Η κυρά μου -που μας απαγγέλλει Ιεζεκιήλ. «Και θέλω καταβάλει την έπαρσιν των ισχυρών»- κυκλοφορεί φορώντας κρυφά γούνες".
   "Αλήθεια;" γελά η Νέλλα, συνεπαρμένη από το δώρο της Κορνήλια. Με νέο θάρρος τραβάει προς τα κάτω το σάλι της για να της δείξει το χτύπημα.
   Η Κορνήλια σφυρίζει. "Θα μελανιάσει ακόμα περισσότερο", λέει, ρίχνοντας μια ματιά στον Όττο. "Αλλά θα σβήσει σιγά σιγά. Όπως όλα".
   Η Νέλλα, που ήλπιζε σε μια πιο στοργική αντίδραση, τώρα αισθάνεται ανόητη. "Έμεινες πάλι ξύπνια ως αργά χτες βράδυ;" ρωτάει καλύπτοντας τη μελανιά.
   "Γιατί ρωτάς, κυρία;" Η Κορνήλια πετάει τις φλούδες του καρότου στη φωτιά και πιάνει τη σφουγγαρίστρα.
   Η Νέλλα νιώθει το φιλικό κλίμα να εξανεμίζεται σε κάθε ερώτηση που κάνει.
   "Είμαι σίγουρη πως άκουσα φωνές". 
   Η Κορνήλια καρφώνει το βλέμμα στον κουβά με τα βρομόνερα.
   "Είμαστε πολύ κουρασμένοι το βράδυ για να ακούμε φωνές", αντιγυρίζει ο Όττο.
   Η Ντάνα εμφανίζεται χοροπηδηχτά από το σκοτάδι και σπρώχνει με τη μουσούδα της το χέρι της Νέλλα. Κυλιέται πάνω στην πλάτη της εκθέτοντας την κοιλιά της. Στη γούνα της έχει ένα μικρό μαύρο σημάδι. Η Κορνήλια εκλαμβάνει τη στάση αυτή ως ένδειξη συμπάθειας. "Αυτό δεν το κάνει σε όλους", λέει, στη φωνή διακρίνονται ψήγματα θαυμασμού. Η Νέλλα γυρίζει την πλάτη και κατευθύνεται προς τη σκάλα. "Ορίστε, κυρία", της φωνάζει η Κορνήλια. Προτείνει την παλάμη της. Ένα ζεστό φρατζολάκι με βούτυρο. Η Νέλλα το παίρνει. Οι προσφορές ανακωχής στο σπίτι αυτό έρχονται υπό παράξενες μορφές.
   "Πού πηγαίνεις, κυρία;" ρωτά ο Όττο.
   "Έξω. Επιτρέπεται, έτσι δεν είναι; Πηγαίνω στην Κάλβερστραατ".
   Στο άκουσμα της ανακοίνωσης, η Κορνήλια χώνει τη σφουγγαρίστρα της μέσα στον κουβά. Το νερό παφλάζει στα τοιχώματα, η επιφάνειά του ραγισμένος καθρέφτης.
   "Ξέρεις πού βρίσκεται ο δρόμος αυτός, κυρία;" ρωτά μειλίχια ο Όττο.
   Η Νέλλα νιώθει σταγόνες βουτύρου να γλείφουν τον καρπό της. "Θα τον βρω", αποκρίνεται. "Έχω καλή αίσθηση προσανατολισμού".
   Ο Όττο και η Κορνήλια ανταλλάσσουν άλλο ένα, πιο επίμονο βλέμμα· η Νέλλα διακρίνει το σχεδόν ανεπαίσθητο νεύμα που κάνει ο Όττο.
   "Θα έρθω μαζί σου, κυρία", λέει η Κορνήλια. "Λίγος αέρας δεν βλάπτει".
   "Μα..."
   "Θα χρειαστεί να φορέσεις παλτό", λέει ο Όττο. "Κάνει πολύ κρύο".
   Όμως η Κορνήλια αρπάζει το σάλι της και συνοδεύει τη Νέλλα προς την έξοδο.

   "Θεέ και Κύριε", ψελλίζει η Κορνήλια. "Δίκιο είχε ο Όττο. Ο χειμώνας θα είναι πολύ βαρύς. Γιατί θες να πας στην Κάλβερστραατ;"
   "Για να αφήσω ένα μήνυμα σε κάποιον", αποκρίνεται η Νέλλα, ενοχλημένη από την άνεση με την οποία την ανακρίνει η Κορνήλια.
   "Και ποιος είναι αυτός ο κάποιος;"
   "Κανείς. Ένας μάστορας".
   "Κατάλαβα". Η Κορνήλια τρέμει. "Σύντομα θα χρειαστεί να πάρουμε το κρέας μας, να μας βγάλει μέχρι τον Μάρτη τουλάχιστον. Περίεργο που δεν έχει στείλει ακόμη το μερίδιό μας".
   "Ποιος δεν έχει στείλει το μερίδιό μας;"
   "Δεν έχει σημασία", λέει η Κορνήλια, κοιτάζοντας προς το κανάλι και περνώντας το χέρι της μέσα από το μπράτσο της Νέλλα. "Κάποιος". Οι δυο νεαρές γυναίκες πιάνονται σφιχτά, ανηφορίζουν σβέλτα κατά μήκος του καναλιού Χέρενγκραχτ προς το κέντρο της πόλης. Το κρύο δεν είναι ακόμη ανυπόφορο -όμως σύντομα θα δείξει τα δόντια του, η Νέλλα το νιώθει. Στην αίσθηση του χεριού της Κορνήλια, που είναι περασμένο στο δικό της, αναλογίζεται πόσο αλλόκοτο είναι να ακουμπούν τα μέλη τους. Στο Άσσεντελφτ οι υπηρέτριες και οι υπηρέτες δεν ήταν ποτέ τόσο φιλικοί στη συμπεριφορά τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν απροκάλυπτα απρόθυμοι.
   "Γιατί δεν ήρθε ο Όττο;" ρωτά η Νέλλα. Όταν η Κορνήλια δεν αποκρίνεται, επιμένει. "Τον είδα, αρνήθηκε να έρθει".
   "Ήθελε τη βολή του", απαντά η Κορνήλια.
   "Τη βολή του;" Η Νέλλα γελά.
   Η υπηρέτρια την αγριοκοιτά και η Νέλλα ελπίζει πως η απάντησή της δεν θα είναι πάλι ένα Δεν έχει σημασία. Όμως όχι, όταν πρόκειται για τον Όττο, η Κορνήλια είναι πιο εξωστρεφής.
   "Ο Τόοτ λέει πως η τύχη του είναι δίκοπο μαχαίρι", εξηγεί. "Είναι εδώ -και όμως είναι απών".
   "Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς;"
   "Τον φορτώσανε σε ένα πορτογαλικό πλοίο, κυρία -δεμένο από το Πόρτο Νόβο στο Νταχομέι, έως το Σουρινάμ. Οι γονείς του πέθαναν. Ο κύριος εκείνη την εποχή είχε επισκεφθεί την Εταιρεία Δυτικών Ινδιών, για να πουλήσει χαλκό για τα εργοστάσια επεξεργασίας ζαχαροκάλαμων".
   "Και τι συνέβη;"
   "Ο κύριος είδε σε τι κατάσταση βρισκόταν ο Τόοτ και τον έφερε μαζί του πίσω στο Άμστερνταμ".
   "Ο Γιοχάννες τον έφερε;"
   Η Κορνήλια δαγκώνει τα χείλη της. "Τα γκίλντερ καμιά φορά λειτουργούν πιο γρήγορα από τις προσευχές".
   "Μη σε ακούσει η Μάριν να το λες αυτό".
   Η Κορνήλια αγνοεί το σχόλιο αυτό· απ' ό,τι φαίνεται ο δίαυλος για να κουτσομπολέψει τη Μάριν και τις τσιμπιές της έκλεισε. "Ο Όττο ήταν δεκάξι χρονών όταν έφτασε εδώ", λέει, "και εγώ δώδεκα, καινούρια στο σπίτι όπως κι αυτός".
   Η Νέλλα προσπαθεί να φέρει στο νου της την εικόνα τους, να στέκονται και οι δύο στο πλατύσκαλο όπως και εκείνη. Άραγε η Μάριν παραφύλαγε μέσα στα σκοτάδια της εισόδου και τότε; Τι κόσμο άφησε πίσω του ο Όττο; Λαχταρά να τον ρωτήσει, όμως αναρωτιέται αν θα θέλει να της πει. Η Νέλλα έχει ακούσει για τους φοίνικες, αλλά δεν μπορεί να φανταστεί τη ζέστη του Πόρτο Νόβο, τον κόσμο του Σουρινάμ. Όλα αυτά -με αντάλλαγμα τοίχους από τούβλα και κανάλια και μια γλώσσα την οποία δεν μιλούσε.
   "Είναι αληθινός Ολλανδός κύριος", λέει η Κορνήλια, "όμως ο κόσμος σκέφτεται διαφορετικά". Η Νέλλα διακρίνει μια νέα αιχμή στη φωνή της. "Όταν έφτασε έκανε ένα μήνα να μιλήσει. Μόνο άκουγε, πάντα άκουγε. Αυτό το καφέ δέρμα του. Σ' έχω δει πώς το κοιτάς", προσθέτει, λίγο πονηρά.
   "Δεν το κοιτάζω", διαμαρτύρεται η Νέλλα.
   "Όλοι το κοιτάζουν. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν δει ποτέ κάποιον σαν κι αυτόν. Όταν ακόμη δεχόμασταν επισκέψεις, οι κυρίες ακουμπούσαν τα ωδικά πτηνά τους στα μαλλιά του σαν να ήταν φωλιά. Το απεχθανόταν αυτό". Η Κορνήλια σωπαίνει. "Γι' αυτό μην απορείς που η κυρία Μάριν δεν αντέχει τον παπαγάλο σου".
   Συνεχίζουν να περπατούν, τα δρομάκια πλάι στα κανάλια είναι περίεργα βουβά, το αργό καφετί νερό ανάμεσά τους σχηματίζει μια λεπτή επίστρωση πάγου στις παρυφές. Η Νέλλα προσπαθεί να συλλάβει την εικόνα του νεαρού μαύρου άνδρα με το κεφάλι γεμάτο κελαηδισμούς και γυναικεία δάχτυλα να πειράζουν τα μαλλιά του. Αισθάνεται ντροπή που η γοητεία που ασκεί πάνω της είναι τόσο εξόφθαλμη. Ο Γιοχάννες τού συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται στον καθένα και ο Όττο δεν διαφέρει σε τίποτε από τον καθένα -ωστόσο η φωνή του, το πρόσωπό του, κανείς στο Άσσεντελφτ δεν θα την πίστευε. "Γιατί δεν δέχεστε πια επισκέψεις;" ρωτάει.
   Όμως στην ερώτηση αυτή δεν παίρνει απάντηση, καθώς η Κορνήλια έχει σταματήσει έξω από το ζαχαροπλαστείο· πάνω από την πόρτα, στην ταμπέλα, είναι ζωγραφισμένοι δυο κώνοι ζάχαρη και το όνομα Άρνουντ Μαακβρέντε. "Κυρία", την προτρέπει η Κορνήλια, "ας μπούμε εδώ". Παρόλο που θα ήθελε να ασκήσει έστω και μια ρανίδα εξουσίας, η Νέλλα δεν μπορεί να αντισταθεί στη μυρωδιά των γλυκών που ψήνονται στον φούρνο.
   Μέσα επικρατεί απολαυστική θαλπωρή. Από μια κάμαρα στο πίσω μέρος του καταστήματος, η Νέλλα κρυφοκοιτάζει έναν άντρα μεσήλικα, στρουμπουλό, με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, να ιδροκοπά μπροστά στο φούρνο. Αντικρίζοντάς τες φωνάζει βαριεστημένα στον αέρα: "Χάννα, ήρθε η φίλη σου".
   Μια γυναίκα εμφανίζεται, ελάχιστα πιο μεγάλη από την Κορνήλια, η σκούφια της είναι άψογα σιδερωμένη, το φόρεμά της είναι πασπαλισμένο με αλεύρι και ζάχαρη. Το πρόσωπό της φωτίζεται. "Αγριολούλουδό μου!" αναφωνεί.
   "Αγριολούλουδο;" επαναλαμβάνει η Νέλλα.
   Η Κορνήλια κοκκινίζει. "Γεια σου, Χάννα".
   "Πού χάθηκες;" Η Χάννα με μια χειρονομία προσκαλεί και τις δυο τους να κάτσουν στην πιο δροσερή γωνιά του καταστήματος. Κρεμάει την πινακίδα που γράφει Κλειστόν, στο πέρασμά της άρωμα κανέλας πλανιέται στον αέρα.
   "Τι στην ευχή νομίζεις ότι κάνεις, γυναίκα;" διαμαρτύρεται ο άντρας. 
   "Έλα, Άρνουντ. Πέντε λεπτά μόνο", λέει η Χάννα. Το ζευγάρι ανταλλάσσει ένα επίμονο βλέμμα και εκείνος επιστρέφει στο φούρνο του, κοπανώντας εκνευρισμένος τους δίσκους. "Καραμέλα σήμερα το πρωί", ψιθυρίζει η Χάννα. "Και αμυγδαλωτά το απόγευμα. Καλύτερα να μένει κανείς μακριά του".
   "Ναι, αλλά αν μείνεις τώρα μακριά του, σημαίνει πως θα τον δεις περισσότερο αργότερα", λέει η Κορνήλια με την ανησυχία χαρακωμένη στο πρόσωπό της.
   Η Χάννα της ρίχνει ένα βλέμμα. "Έστω. Τώρα είσαι εδώ και εγώ θέλω να σε δω".
   Η Νέλλα ρίχνει μια ματιά τριγύρω στα γυαλισμένα ξύλινα πατώματα, στον πεντακάθαρο πάγκο, στα γλυκίσματα που διακοσμούν τη βιτρίνα του καταστήματος, στοιβαγμένα σαν ακαταμάχητα δώρα. Αναρωτιέται γιατί η Κορνήλια την είχε οδηγήσει εκεί αντί να την πάει κατευθείαν στην Κάλβερστραατ, όμως η μυρωδιά των γλυκών είναι τόσο απολαυστική. Ποια είναι αυτή που την αποκαλούν αγριολούλουδο -ποιο είναι αυτό το ήπιο γλυκό πρόσωπο που φανέρωσε η γυναίκα ενός ζαχαροπλάστη; Το λεκτικό αυτό βάπτισμα είναι ξαφνικό και παράξενο, αναταράζει την υπόσταση της Κορνήλια. Θυμάται κάτι που είχε αναφέρει η Κορνήλια το πρώτο πρωινό της στο σπίτι, όταν αποκάλεσε τον Όττο Τόοτ. Πιστεύει πως τα παρατσούκλια είναι ανόητα, εμένα όμως μου αρέσουν.
   Το χαρτί που χρησιμοποιούν για να τυλίξουν τα γλυκά μοιάζει ακριβό, υπάρχει σε διάφορα χρώματα: άλικο, λουλακί, φωτεινό πράσινο, άσπρο του πάγου. Η Κορνήλια κοιτάζει με νόημα τη Χάννα, κατεβάζει το πιγούνι της με κατανόηση, μια κίνηση που η μεγαλύτερη γυναίκα δείχνει να εκτιμά. "Παρακαλώ, κυρία", προτείνει η Χάννα στη Νέλλα. "Ρίξτε μια ματιά αν θέλετε".
   Πειθήνια, η Νέλλα περιηγείται στο κατάστημα, χαζεύοντας τις τηγανίτες, τα αρωματισμένα μπισκότα, τα σιρόπια κανέλας και σοκολάτας, τα κέικ λεμονιού και πορτοκαλιού, τα πουγκιά με τα φρούτα. Καθώς παρακολουθεί τον Άρνουντ μέσα από την κάμαρα να κοπανάει τις κρύες πια λαμαρίνες με την επίμονα κολλημένη καραμέλα, προσπαθεί να αφουγκραστεί τη Χάννα και την Κορνήλια που μιλούν χαμηλόφωνα. 
   "Ο Φρανς και η Άγκνες Μέερμανς ήθελαν να τη διανείμει μόνο ο κύριος", λέει η Κορνήλια. "Ξέρουν πόσο καλά πάει η δουλειά του στο εξωτερικό. Και η κυρία Μάριν προς τα εκεί τον σπρώχνει. Παρόλο που σιχαίνεται τη ζάχαρη, παρόλο που ανήκει σε αυτούς.
   "Θα μπορούσαν να βγάλουν πολλά χρήματα".
   Η Κορνήλια ρουθουνίζει απαξιωτικά. "Θα μπορούσαν. Νομίζω όμως πως δεν είναι αυτός ο λόγος". 
   Η Χάννα δεν δίνει σημασία, πιο πολύ ενδιαφέρεται για το πρακτικό κομμάτι της υπόθεσης. "Γιατί όμως να μην την πουλήσουν εδώ; Δίχως συντεχνία για να ελέγχει αυτά τα καθάρματα, η περισσότερη ζάχαρη της πόλης κόβεται σε φθηνά εργαστήρια ανακατεμένη με αλεύρι, κιμωλία κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Υπάρχουν ζαχαροπλάστες και αρτοποιοί στην Αγορά και στο Δρόμο των αρτοπωλών που χρειάζονται καλύτερο προϊόν".
   Ο Άρνουντ βρίζει φωναχτά και τελικά καταφέρνει να ξεκολλήσει την καραμέλα.
   "Δοκίμασε κάτι", προτείνει ζωηρά η Χάννα στη Νέλλα. Απλώνει το χέρι της πάνω από τον πάγκο και γυρίζει με ένα μικρό τσαλακωμένο πακέτο. Η Νέλλα, μπερδεμένη από τον οίκτο που διέκρινε στα μάτια της μεγαλύτερης γυναίκας, ξετυλίγει το δώρο και ανακαλύπτει ένα τηγανισμένο κομμάτι ζύμης πασπαλισμένο με ζάχαρη και κανέλα.
   "Ευχαριστώ", λέει και επιστρέφει το βλέμμα της στον Άρνουντ, ο οποίος δυναμώνει τη φωτιά στο φούρνο· προσποιείται πως η προσοχή της είναι στραμμένη μονάχα στον στρουμπουλό ζαχαροπλάστη.
   "Χάννα, νομίζω πως συμβαίνει πάλι", ψιθυρίζει η Κορνήλια.
   "Ποτέ δεν το ήξερες στα σίγουρα, ούτε την πρώτη φορά".
   "Το ξέρω, αλλά..."
   "Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, Αγριολούλουδο. Το κεφάλι κάτω, αυτό μας έμαθαν".
   "Χάννα, μακάρι να..."
   "Σώπα τώρα, πάρε αυτό. Είναι σχεδόν το τελευταίο που έχει μείνει".
   H Nέλλα γυρίζει το κεφάλι εγκαίρως ώστε να προλάβει να δει ένα πακέτο να περνά από τη μια γυναίκα στην άλλη, να εξαφανίζεται γρήγορα από τα δάχτυλα της Χάννα μέσα στις πτυχώσεις της φούστας της Κορνήλια.
   "Πρέπει να πηγαίνω", λέει η Κορνήλια και σηκώνεται. "Πρέπει να περάσουμε από την οδό Κάλβερστραατ". Ζυγίζει στο μυαλό της τη λέξη, μια σκιά σκοτεινιάζει το πρόσωπό της.
   Η Χάννα σφίγγει το χέρι της Κορνήλια. "Δώσε μια κλοτσιά στην πόρτα και από μένα", λέει. "Τα πέντε λεπτά μου σώθηκαν. Πρέπει να πάω να βοηθήσω τον Άρνουντ. Θα νομίζουν όλοι πως σφυρηλατούσε πανοπλία έτσι όπως κοπάναγε τις λαμαρίνες".
   Έξω ξανά, η Κορνήλια ανοίγει το βήμα της. "Ποια είναι η Χάννα;" ρωτά η Νέλλα. "Γιατί σε λέει Αγριολούλουδο; Και γιατί κλοτσάμε πόρτες;"
   Όμως η Κορνήλια είναι σκυθρωπή και αμίλητη, η κουβέντα που είχε με τη Χάννα τής προξένησε μια απροσδόκητη σκοτεινιά.

   Η Κάλβερστραατ είναι ένας μεγάλος πολύβουος δρόμος μακριά από το κανάλι, όπου πολλοί πωλητές διαλαλούν την πραμάτεια τους. Στο δρόμο αυτό δεν πουλούν πια μοσχάρια και αγελάδες, ωστόσο οι καβαλίνες από τα άλογα βαρύνουν την ατμόσφαιρα με μια σάρκινη αψάδα, αναμεμειγμένη με τις οσμές από τα τυπογραφεία, τα βαφεία, τα ραφεία και τα φαρμακεία.
   "Τι συμβαίνει, Κορνήλια;"
   "Τίποτα, κυρία", απαντά βαρύθυμα ύστερα από λίγο. Όμως η Νέλλα έχει ήδη εντοπίσει το έμβλημα του ήλιου. Ένας μικρός πέτρινος ήλιος είναι πράγματι χαραγμένος πάνω σε μια πλάκα ενσωματωμένη στον τούβλινο τοίχο. Κάτω από τον ήλιο ένα γνωμικό είναι χαραγμένο: Ό,τι θωρεί ο άνθρωπος, παιχνίδι το λογιάζει.
   "Πάντοτε μέσα στη ζωή, παιδί μικρό θα μοιάζει", συμπληρώνει η Κορνήλια μελαγχολικά. "Χρόνια έχω να το ακούσω αυτό". Κοιτάζει δεξιά και αριστερά στο δρόμο σαν να αναζητά κάτι. Η Νέλλα χτυπά τη μικρή λιτή πόρτα, που μέσα στο θόρυβο και τη βαβούρα περνά σχεδόν απαρατήρητη, και περιμένει να κάνει την εμφάνισή του ο μινιατουροποιός.
   Καμία απάντηση. Η Κορνήλια χτυπά τα πόδια της στο έδαφος από το κρύο. "Κυρία, δεν είναι κανείς εδώ".
   "Περίμενε", λέει η Νέλλα, ξαναχτυπά. Υπάρχουν τέσσερα παράθυρα που βλέπουν στο δρόμο, έχει την αίσθηση πως σε ένα από αυτά διαγράφεται μια σκιά, όμως δεν είναι σίγουρη. "Είναι κανείς εδώ;" φωνάζει, όμως δεν παίρνει καμία απάντηση.
   Δεν έχει κανένα νόημα, ρίχνει το γράμμα και το γραμμάτιο όσο πιο μακριά μπορεί κάτω από την πόρτα. Μόνο τότε συνειδητοποιεί η Νέλλα πως η Κορνήλια δεν είναι πλέον μαζί της. "Κορνήλια;" φωνάζει αναζητώντας την στην Κάλβερστραατ. Το όνομα της υπηρέτριας πνίγεται μέσα στο λαιμό της Νέλλα. Λίγα μέτρα μακριά από την πόρτα του μινιατουροποιού μια γυναίκα την ακολουθεί με το βλέμμα. Ή μάλλον την κοιτάζει επίμονα. Στέκεται άγαλμα μέσα στο αεικίνητο πλήθος, τα μάτια της στυλωμένα στο πρόσωπο της Νέλλα. Η Νέλλα βιώνει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, σαν να την καρφώνουν -το διεισδυτικό βλέμμα της γυναίκας είναι σαν ακτίνα ψυχρού φωτός που την ανατέμνει και τη γεμίζει με συνείδηση για το ίδιο της το σώμα. Η γυναίκα δεν χαμογελά, το βλέμμα της όμως είναι ακόρεστο πάνω στη Νέλλα, τα καστανά μάτια της, πορτοκαλί σχεδόν στο ασθενικό φως του μεσημεριού, τα ακάλυπτα μαλλιά της, ωχρά χρυσά νήματα.
   Μια ανατριχίλα, μια κοφτερή διαύγεια τρυπάει τη Νέλλα ως το κόκαλο. Τυλίγεται πιο σφιχτά στο σάλι της, η γυναίκα εξακολουθεί να την κοιτάζει επίμονα. Όλα μοιάζουν πιο ζωντανά, πιο ανάγλυφα -κι όμως, ο ήλιος είναι ακόμη κρυμμένος πίσω από τα σύννεφα. Η Νέλλα υποθέτει πως τα παλιά τούβλα ή η υγρή πέτρα είναι που ευθύνονται για την απότομη πτώση της θερμοκρασίας. Ίσως, όμως αυτά τα μάτια -ποτέ στη ζωή της δεν την έχουν ξανακοιτάξει έτσι, με τέτοια ατάραχη καθηλωτική περιέργεια.
   Ένα αγόρι με μια χειράμαξα περνά δίπλα της και σχεδόν πέφτει πάνω στη Νέλλα. "Παραλίγο να μου σπάσεις το πόδι", του φωνάζει καθώς απομακρύνεται.
   "Όχι, δεν το 'κανα", ανταπαντά εκείνο φωναχτά.
   Όταν η Νέλλα γυρίζει το βλέμμα της, η γυναίκα έχει εξαφανιστεί. "Στάσου!" φωνάζει ανηφορίζοντας στην Κάλβερστραατ, ακολουθώντας το πίσω μέρος ενός κεφαλιού με φωτεινά σταρένια μαλλιά. Όμως ο ήλιος ξεπροβάλλει πίσω από τα σύννεφα και σκοτεινιάζει την όραση της Νέλλα. "Πες μου τι θέλεις!" Σίγουρη πως είδε τη γυναίκα να χάνεται μέσα σε ένα στενό πέρασμα, η Νέλλα ανοίγει το βήμα της σπρώχνοντας μέσα στο πλήθος. Εισδύοντας μέσα στο σκοτεινό σοκάκι, η καρδιά της σκιρτά στην όψη μιας σιλουέτας που στέκεται στο βάθος -όμως είναι η Κορνήλια, μόνη στην άκρη, με το πρόσωπο σφιγμένο, τρέμει μπροστά από μια μεγάλη πόρτα.
   "Πού είναι; Τι κάνεις εκεί;" ρωτά η Νέλλα. "Είδες μια γυναίκα με ξανθά μαλλιά;"
   Η Κορνήλια σημαδεύει και ρίχνει μια γρήγορη κλοτσιά στο φύλλο της πόρτας. "Κάθε χρόνο το κάνω", λέει. "Μόνο για να θυμάμαι πόσο τυχερή είμαι".
   "Τι πράγμα;"
   Η Κορνήλια κλείνει τα μάτια. "Το παλιό μου σπίτι".
   Οι στενοί τοίχοι του περάσματος έχουν τώρα κατασιγάσει τον θόρυβο του κόσμου που ψωνίζει στην Κάλβερστραατ. Η Νέλλα στηρίζεται πάνω στην κακοποιημένη πόρτα. Μια πλακέτα που απεικονίζει παιδιά ντυμένα στα χρώματα της πόλης, στα μαύρα και κόκκινα, μαζεμένα γύρω από ένα γιγάντιο περιστέρι, είναι τοποθετημένη πάνω από την κάσα. Από κάτω, λέξεις ξετυλίγουν μια ψυχρή ομοιοκαταληξία:
Πληθαίνουμε καθημερινά και οι τοίχοι αυτοί στενάζουν
Μια προσφορά βοηθά πολύ οι αφέντες μας να μη φωνάζουν.
   "Κορνήλια, ορφανατροφείο είναι;"
   Όμως η υπηρέτρια διασχίζει ήδη το στενό και κατευθύνεται προς τη ζωή και το φως και τον θόρυβο. Η Νέλλα δεν έχει παρά να την ακολουθήσει, νιώθει ακόμα άδεια από το βλέμμα της γυναίκας με τα ξανθά μαλλιά.

   Επιστρέφοντας στο Χέρενγκραχτ, η Νέλλα ανακαλύπτει πως η Μάριν κανόνισε το ερμάριο να τοποθετηθεί στο δωμάτιό της. Πολύ φαρδύ για να περάσει από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της, το σηκώσανε με βίντσι μπροστά από το σπίτι.
   "Δεν μπορούσε να μείνει στο διάδρομο", λέει η Μάριν, ανοίγοντας τις βαθυκίτρινες κουρτίνες για να αποκαλύψει τα εννέα άδεια δωμάτια. "Είναι πολύ μεγάλο. Έκοβε το φως".
   Πέρα από την αδιάκριτη παρουσία του ερμαρίου, το δωμάτιο της Νέλλα βρομοκοπά επίσης και άρωμα κρίνου. Τη νύχτα εκείνη ανακαλύπτει το μπουκάλι με το άρωμά της, που είχε φέρει από το Άσσεντελφτ, πεσμένο στο πλάι, το έλαιο, χυμένο στο πάτωμα, σχηματίζει μια παχύρρευστη κηλίδα κάτω από το κρεβάτι της.
   "Οι μεταφορείς το έκαναν", λέει η Μάριν, όταν η Νέλλα τής δείχνει τα σπασμένα γυαλιά και ζητά εξηγήσεις. Δίχως να πείθεται από την απάντηση, η Νέλλα πετάει μερικά από τα κεντημένα νυφιάτικα μαξιλάρια πάνω στο λεκέ. Ικανοποιημένη που έφυγαν από μπροστά της αυτά τα χλευαστικά γαμήλια σύμβολα, ελπίζει το ύφασμά τους να απορροφήσει τη μυρουδιά.
   Ξαπλωμένη, ακούει τον Πίμπο μέσα στο κλουβί του να κροταλίζει το ράμφος του, εισπνέει τον αέρα, πηχτό από το άστοχο δώρο της μητέρας της, και σκέφτεται τον Όττο και την Κορνήλια. Τον μικρό σκλάβο και το ορφανό κορίτσι. Πώς κατάφερε η Κορνήλια να φτάσει από εκεί στο κανάλι Χέρενγκραχτ; Άραγε την «έσωσαν» και αυτή σαν τον Όττο; Μήπως σε έσωσαν κι εσένα; Η Νέλλα ρωτά τον εαυτό της. Μέχρι στιγμής δεν νιώθει πως με τη ζωή της εδώ έχει αποδράσει, το αντίθετο μάλλον.
   Mέσα στο σκοτάδι του δωματίου της ξαναζωντανεύει το κατάξανθο κεφάλι και τα ασυνήθιστα μάτια της γυναίκας στην Κάλβερστραατ. Ήταν σαν να έγδερνε με το βλέμμα της τη Νέλλα, σαν να τη μετέτρεπε σε ένα από αυτά τα ζώα στους πίνακες του Γιοχάννες και ύστερα να έλυνε το κορμί της κομμάτι κομμάτι. Και ωστόσο, ταυτόχρονα, η Νέλλα ένιωσε τόσο συγκεντρωμένη. Γιατί αυτή η γυναίκα ήταν εκεί, στον πιο πολυσύχναστο δρόμο της πόλης, και απλά στεκόταν, και απλά κοίταζε -δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει; Και γιατί να κοιτάει εμένα;
   Καθώς η Νέλλα αποκοιμιέται, φαντάζεται λαμπρά ασημένια πιάτα και τον Γιοχάννες να τα γυρνά στον αέρα, το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς την πλάνη του ταβανιού, προς το βάθος που δεν υπάρχει. Ενώ βυθίζεται ολοένα στην εφιαλτική ανησυχία του ονείρου, ξυπνά από μια σύντομη οξεία κραυγή, σαν σκυλιού που πονάει. Ίσως είναι η Ρεζέκι, σκέφτεται, με ορθάνοιχτα μάτια και την καρδιά της να σφυροκοπά.
   Σιωπή καλύπτει ξανά το σπίτι, πέφτει βαριά σαν δαμασκηνό ύφασμα και η Νέλλα γυρίζει προς το άδειο ερμάριο. Στέκεται μεγαλειώδες, σαν να την παρατηρεί σχεδόν, σαν να ήταν εκεί από πάντα, στη γωνιά του δωματίου της.

   Τρεις μέρες αργότερα, η Κορνήλια πήγε με τη Μάριν στην κρεαταγορά. "Μπορώ να έρθω κι εγώ;" ρώτησε η Νέλλα. "Πιο γρήγορα θα ξεμπερδέψουμε οι δυο μας", απάντησε αμέσως η Μάριν. Ο Γιοχάννες έχει πάει στα γραφεία της Εταιρείας στην παλιά οδό Χόογκστραατ και ο Όττο βρίσκεται στον πίσω κήπο, φυτεύει βολβούς και σπόρους για την επόμενη άνοιξη. Ο κήπος είναι το δικό του βασίλειο. Περνάει ώρες εκεί, δίνοντας διαφορετικά σχήματα στους θάμνους, συζητώντας με τον Γιοχάννες για το πόσο υγρό είναι το χώμα.
   Καθώς η Νέλλα διασχίζει το διάδρομο με μερικά κλεμμένα φυστίκια για τον Πίμπο, αναπηδά ακούγοντας γρήγορους και επιτακτικούς χτύπους στην πόρτα. Χώνει στην τσέπη τα φιστίκια, τραβάει τους σύρτες και ανοίγει τη βαριά πόρτα. 
   Ένας νεαρός άνδρας στέκεται μπροστά της στο πλατύσκαλο, λίγο πιο μεγάλος από την ίδια. Κρατά την ανάσα στο λαιμό της. Έχει ανοιχτά διάπλατα τα μακριά του πόδια σαν να προσπαθεί να κατακλύσει όλο το χώρο. Ανάκατα σκούρα μαλλιά στεφανώνουν το χλωμό πρόσωπο, τα μάγουλά του συμμετρικά σμιλευμένα. Είναι ντυμένος σύμφωνα με τη μόδα, αλλά ατημέλητα. Μανσέτες περισσεύουν από τα μανίκια του πληθωρικού δερμάτινου πανωφοριού του και ένα ζευγάρι μπότες, ακόμα πιο καινούριες από το πανωφόρι, είναι σφιχτοδεμένες στις κνήμες του σαν να είναι κομμάτι του κορμιού του. Τα κορδόνια του πουκαμίσου του είναι χαλαρά και ένα τρίγωνο κομμάτι δέρματος ψηλά αποκαλύπτει μερικές φακίδες. Το σώμα του είναι από μόνο του μια αφήγηση, με απότομη αρχή και αβέβαιο τέλος. Η Νέλλα στηρίζεται στην κάσα της πόρτας, ελπίζοντας να εκπέμπει και εκείνη την ίδια λάμψη, καθώς εκείνος φαίνεται να γνωρίζει πως η παρουσία του την εντυπωσίασε.
   "Έχω να παραδώσω κάτι", λέει χαμογελώντας. Η Νέλλα ξαφνιάζεται στο άκουσμα της φωνής του. Η προφορά του είναι ασυνήθιστη -άτονη, δίχως μουσικότητα. Ξέρει να μιλά ολλανδικά, είναι προφανές όμως πως δεν είναι η μητρική του γλώσσα.
   Η Ρεζέκι αναπηδά και αρχίζει να γαβγίζει στο αγόρι, γρυλίζει όταν εκείνο πάει να της χαϊδέψει το κεφάλι. Η Νέλλα κοιτά τα αδειανά χέρια του. "Πρέπει να χρησιμοποιείς τις κάτω πόρτες για τις παραδόσεις σου", λέει.
   Εκείνος χαμογελά πάλι. "Φυσικά", αποκρίνεται. "Πάντα το ξεχνάω". Η Νέλλα, αναστατωμένη από την ομορφιά του, θέλει να αγγίξει τα μήλα του προσώπου του, έστω και για να τα διώξει μακριά. Διαισθάνεται μια παρουσία πίσω της και γυρίζει. Ο Γιοχάννες τούς έχει πλησιάσει, κάνει τόπο και στέκεται ανάμεσα στη Νέλλα και το αγόρι.
   "Γιοχάννες; Νόμιζα πως ήσουν στη δουλειά", αναφωνεί. "Γιατί είσαι..."
   "Τι γυρεύεις εδώ;" ρωτά ο Γιοχάννες το αγόρι, η φωνή του συγκρατημένη, σχεδόν ψιθυρίζει. Αγνοεί τη σύγχυση που αποτυπώνεται στο πρόσωπο της Νέλλα και τραβά τη Ρεζέκι, που συνεχίζει να γρυλίζει, πίσω στο σπίτι. 
   Παρόλο που ο νεαρός άντρας περνάει αδιάφορα το χέρι του μέσα από το πανωφόρι του, ισιώνει κάπως τον κορμό του, μαζεύει τα πόδια του. "Έφερα απλώς ένα δέμα", λέει.
   "Για ποιον;"
   "Για τη Νέλλα Όορτμαν".
   Το αγόρι αρθρώνει προσεκτικά το πατρικό όνομα της Νέλλα, ζυγίζει τη λέξη, κοιτάζει τον Γιοχάννες ως ίσος προς ίσο και η Νέλλα αισθάνεται την ένταση του συζύγου της. Ο νεαρός άντρας κρατά ένα δέμα στον αέρα και εκείνη διακρίνει πως είναι υπογεγραμμένο με το έμβλημα του ήλιου. Υπάρχει περίπτωση ο μινιατουροποιός να έχει ήδη φτιάξει τα αντικείμενα που του ζήτησε; αναρωτιέται, πνίγοντας την παρόρμηση να αρπάξει το πακέτο και να τρέξει επάνω.
   "Ο αφέντης σου εργάζεται ταχύτατα", παρατηρεί, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει μια στοιχειώδη ισορροπία. Το δέμα προορίζεται για μένα, σκέφτεται, όχι για τον σύζυγό μου.
   "Ποιος είναι ο αφέντης σου;" απαιτεί να μάθει ο Γιοχάννες.
   Ο νεαρός άντρας γελάει, της παραδίδει το πακέτο και η Νέλλα το κρατά κοντά στο σώμα της. "Είμαι ο Τζακ Φίλιπς. Από το Μπέρμοντσι", λέει και παίρνει το χέρι της Νέλλα. Το φιλί του είναι στεγνό και τρυφερό και της αφήνει ένα αισθησιακό ρίγος.
   "Μπέρ - μοντ- σι;" επαναλαμβάνει εκείνη. Η Νέλλα δεν μπορεί να συνδέσει την παράξενη αυτή λέξη με καμία εικόνα -στην πραγματικότητα, δεν βγάζει κανένα νόημα από αυτό το παράξενο αγόρι.
   "Είναι μόλις παραέξω από την πόλη του Λονδίνου. Καμιά φορά δουλεύω για την Εταιρεία", εξηγεί ο Τζακ. "Άλλες φορές δουλεύω μόνο για μένα. Στην πατρίδα μου ήμουν ηθοποιός".
   Από τον διάδρομο η Ρεζέκι γαυγίζει και οι φωνές της αντηχούν στον συννεφιασμένο ουρανό. "Ποιος σε πλήρωσε γι' αυτό;" ρωτά ο Γιοχάννες.
   "Άνθρωποι από όλη την πόλη με πληρώνουν για να παραδίδω πακέτα, κύριε". 
   "Αυτή τη φορά, ποιος σε πλήρωσε;"
   Ο Τζακ κάνει ένα βήμα πίσω. "Η γυναίκα σου, κύριε", αποκρίνεται. "Η γυναίκα σου". Υποκλίνεται στη Νέλλα. Κατεβαίνει με άνεση τα σκαλιά και φεύγει.
   "Έλα, Νέλλα", λέει ο Γιοχάννες. "Ας κλείσουμε την πόρτα στα αδιάκριτα βλέμματα".

   Μέσα στο σπίτι βρίσκουν τον Όττο να στέκεται στην άκρη της σκάλας της κουζίνας, στο χέρι του μια τσουγκράνα, τα μυτερά δόντια της λαμποκοπούν στο φως.
   "Ποιος ήταν, κύριε;" ρωτά. 
   "Κανείς", αποκρίνεται ο Γιοχάννες, ο Όττο το δέχεται με ένα νεύμα.
   Ο Γιοχάννες στρέφεται προς τη Νέλλα, η οποία αισθάνεται λιλιπούτεια μπροστά στο μέγεθός του, στον περιορισμένο χώρο του διαδρόμου τής φαίνεται ακόμη πιο εύσωμος. "Τι έχει μέσα το πακέτο, Νέλλα;"
   "Κάτι για το κουκλόσπιτο που αγόρασες", αντιγυρίζει, αναρωτιέται τι θα έλεγε αν έβλεπε το λαούτο, τα αμυγδαλωτά και την κούπα για τον γαμήλιο εορτασμό.
   "Εξαίσια".
   Η Νέλλα περιμένει από εκείνον να εκφράσει μεγαλύτερη περιέργεια, όμως τίποτα τέτοιο δεν εκδηλώνεται -αντίθετα, ο Γιοχάννες δεν δείχνει ίχνος ανησυχίας. "Να το ανοίξω επάνω; Θα μπορούσες να έρθεις και να δεις", προτείνει, ελπίζοντας να την ακολουθήσει. "Θα μπορούσες να παρακολουθήσεις την εξέλιξη του γαμήλιου δώρου σου".
   "Πρέπει να επιστρέψω στην εργασία μου, Νέλλα. Θα σε αφήσω στην ησυχία σου", αποκρίνεται χαμογελώντας αγχωμένα, κάνοντας ένα νεύμα προς το γραφείο του.
   Δεν θέλω την ησυχία μου, φωνάζει σιωπηλά. Θα την απαρνιόμουν την ίδια στιγμή, αν μου έδινες μόνο λίγη σημασία.
   Όμως ο Γιοχάννες έχει ήδη φύγει -και η Ρεζέκι, όπως πάντα, σπεύδει ξωπίσω του.

   Ακόμα αναστατωμένη από την εικόνα του Τζακ Φίλιπς από το Μπέρμοντσι, η Νέλλα σκαρφαλώνει στο πελώριο κρεβάτι της και κάθεται με το πακέτο στα χέρια. Ογκώδες στο μέγεθος ενός πιάτου φαγητού, είναι τυλιγμένο σε απαλό χαρτί και δεμένο με σπάγκο. Μια πρόταση είναι γραμμένη γύρω από τον ήλιο με μαύρα κεφαλαία γράμματα:
ΚΑΘΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΤΗΣ ΡΙΖΙΚΟΥ
   Η Νέλλα διαβάζει τη φράση δύο φορές, παραξενεύεται, νιώθει έξαψη, νιώθει ένα απαλό γαργαλητό στην κοιλιά. Οι γυναίκες δεν χτίζουν τίποτα, πόσο μάλλον την τύχη τους. Η τύχη όλων μας είναι στα χέρια του Θεού -και ιδιαίτερα των γυναικών, αφού έχουν περάσει πρώτα μέσα από τα χέρια των αντρών και από τη μέγγενη της γέννας.
   Βγάζει το πρώτο αντικείμενο και ζυγίζει στην παλάμη της ένα μικροσκοπικό ασημένιο κουτί. Στο πάνω μέρος είναι σκαλισμένα ένα Ν και ένα Ο, στεφανωμένα με λουλούδια και κληματόφυλλα. Ανοίγει προσεκτικά το καπάκι, οι μικροσκοπικοί μεντεσέδες είναι καλά λαδωμένοι, αθόρυβοι. Μέσα είναι τοποθετημένο ένα τέλειο τετράγωνο αμυγδαλωτό, στο μέγεθος ενός κόκκου καφέ, και ο ουρανίσκος της υγραίνεται στην ιδέα της γλυκιάς αμυγδαλωτής πάστας. Το τσιμπάει με το νύχι της και το τοποθετεί στην άκρη της γλώσσας. Το αμυγδαλωτό είναι αληθινό, είναι αρωματισμένο ακόμη και με ροδόνερο.
   Η Νέλλα βγάζει το δεύτερο αντικείμενο. Είναι ένα λαούτο, όχι πιο μακρύ από τον δείκτη του χεριού -με χορδές αληθινές, κουρδισμένο, με το ξύλινο σκάφος του φουσκωμένο ώστε να κρατά τις νότες. Ποτέ της δεν έχει δει κάτι παρόμοιο -τέτοια τέχνη, τέτοια λεπτοδουλειά και τόση ομορφιά σε αντικείμενο. Το γρατζουνάει προσεκτικά και μένει έκπληκτη καθώς μια σιωπηλή χορδή αφήνει μια νότα. Θυμάται τη δομή της μελωδίας που είχε παίξει για τον Γιοχάννες στο Άσσεντελφτ, και τώρα η Νέλλα την παίζει ξανά, μόνη της.
   Την επόμενη φορά που βυθίζει το χέρι της μέσα στο πακέτο, φέρνει στην επιφάνεια τη γαμήλια κούπα. Φτιαγμένη από κασσίτερο -ένας άντρας και μια γυναίκα έχουν τα χέρια τους ενωμένα γύρω από το χείλος- δεν είναι μεγαλύτερη από ένα σπόρο. Όλα τα νιόπαντρα ζευγάρια πίνουν από μια τέτοια κούπα στη Δημοκρατία των Επτά Ενωμένων Επαρχιών, όπως έπρεπε να είχαν κάνει και εκείνη με τον Γιοχάννες, τον περασμένο Σεπτέμβρη. Η Νέλλα φαντάζεται τους δυο τους να πίνουν μια γουλιά κρασί του Ρήνου, όρθιοι, μέσα στον παλιό οπωρώνα του πατέρα της, ρύζι και πέταλα να τους λούζουν. Αυτή η μικροσκοπική κούπα είναι ένα ενθύμιο από κάτι που ποτέ δεν συνέβη στ' αλήθεια. Αυτό που νόμιζε πως θα ήταν επανάσταση ενάντια στη Μάριν, τώρα κάνει τη Νέλλα να νιώθει περίεργα και οικτρά στενοχωρημένη.
   Μαζεύει το περιτύλιγμα για να το πετάξει και τότε συνειδητοποιεί πως υπάρχουν κι άλλα αντικείμενα στο εσωτερικό του. Κάποιο λάθος έχει γίνει, σκέφτεται, η θλίψη της μετατρέπεται σε περιέργεια. Όλα όσα ζήτησα είναι ήδη πάνω στο κρεβάτι.
   Αναποδογυρίζει το πακέτο και τρία τυλιγμένα τεμάχια πέφτουν πάνω στα σκεπάσματα. Η Νέλλα ξετυλίγει αδέξια το πρώτο και ανακαλύπτει δύο ξύλινες καρέκλες εξαιρετικής ομορφιάς. Λιοντάρια στο μέγεθος πασχαλίτσας είναι σμιλευμένα στα μπράτσα, η πλάτη τους είναι καλυμμένη με πράσινο βελούδο, στερεωμένο με χάλκινα καρφιά. Σε κάθε μπράτσο κήτη της θάλασσας σφαδάζουν πάνω σε ακάνθινα φύλλα. Η Νέλλα συνειδητοποιεί πως αυτές οι καρέκλες τής είναι γνώριμες. Την περασμένη εβδομάδα, στο σαλόνι στον κάτω όροφο, η Μάριν καθόταν σε μία από αυτές.
   Αρχίζει πλέον να νιώθει άβολα, ξετυλίγει το επόμενο τεμάχιο. Κάτι μικρό αλλά γεμάτο την περιμένει μέσα στις πτυχές του υφάσματος, το αποδεσμεύει από το περιτύλιγμά του. Είναι μια μωρουδιακή κούνια από ξύλο βελανιδιάς με περίτεχνο λουλουδένιο διάκοσμο, τσίγκινους οδηγούς και δαντελένιο ρέλι στην κουκούλα. Πρόκειται για ένα αθόρυβο ξύλινο θαύμα, η μικροσκοπική του παρουσία, ωστόσο, δένει κόμπο το λαιμό της Νέλλα. Τοποθετεί το λίκνο στο κέντρο της παλάμης της, όπου ταλαντεύεται αβίαστα, σχεδόν από δική του βούληση.
   Έχει γίνει κάποιο λάθος, σκέφτεται -αυτά τα κομμάτια προορίζονταν για κάποιον άλλο. Οι καρέκλες, το λίκνο -ίσως είναι συνηθισμένα αντικείμενα που ζητά μια γυναίκα για τη μινιατούρα του σπιτιού της- εγώ όμως δεν τα ζήτησα. Είμαι βέβαιη πως δεν τα ζήτησα. Σχίζει το περιτύλιγμα στο τρίτο δέμα και, κάτω από μια στρώση γαλάζιου υφάσματος, βλέπει ένα ζευγάρι μικροσκοπικά σκυλιά. Δυο λαγωνικά ταχύποδες, όχι μεγαλύτερα από νυχτοπεταλούδες, καλυμμένα με μεταξένιο γκρίζο τρίχωμα και κρανίο σε μέγεθος μπιζελιού. Ανάμεσά τους υπάρχει ένα κόκαλο για να μασουλήσουν, ένα μοσχοκάρφι βαμμένο κίτρινο -το άρωμά του το προδίδει. Η Νέλλα σηκώνει τα ζώα και τα εξετάζει από κοντά, νιώθει το αίμα της να σφύζει στο κορμί της. Αυτά τα σκυλιά δεν είναι οποιαδήποτε σκυλιά. Είναι η Ρεζέκι και η Ντάνα.
   Η Νέλλα τα αφήνει να πέσουν από τα χέρια της σαν να την είχαν τσιμπήσει και με έναν πήδο σηκώνεται από το κρεβάτι. Στη σκοτεινή και αφώτιστη γωνιά του δωματίου το κουκλόσπιτο περιμένει τις νέες αφίξεις του. Οι κουρτίνες του ακόμα ανοιχτές, σαν άπρεπα ανασηκωμένο φουστάνι. Επιτρέπει στον εαυτό της άλλη μια κλεφτή ματιά στα άτακτα πεσμένα σώματα των λαγωνικών. Έχουν την ίδια καμπύλη και χρώμα στα πλευρά τους, το υπέροχο κόψιμο στα αυτιά. "Σύνελθε, Νέλλα Ελίζαμπεθ", λέει στον εαυτό της. "Ποιος είπε πως είναι τα ίδια λαγωνικά που είναι κουλουριασμένα πλάι στο φούρνο της Κορνήλια;"
   Κρατάει τα δύο λιλιπούτεια σκυλιά στο φως. Τα σώματά τους έχουν ελαφρώς σπογγώδη αίσθηση, οι αρθρώσεις τους ευδιάκριτες, είναι ντυμένα με γκρίζο τρίχωμα ποντικού και απαλά σαν λοβός αυτιού. Όταν η Νέλλα τα γυρίζει ανάσκελα, το αίμα της παγώνει σε έναν αμήχανο χτύπο. Στην κοιλιά του ενός από τα σκυλιά υπάρχει ένα μικρό μαύρο σημάδι, ακριβώς στο ίδιο μέρος που το έχει και η Ντάνα. 
   Η Νέλλα κοιτάζει επίμονα τριγύρω στο δωμάτιο. Είναι κανείς εκεί; Προσπαθεί πολύ να φανεί λογική. Φυσικά και όχι, σκέφτεται η Νέλλα -ποτέ σου δεν έχεις νιώσει πιο μόνη. Ποιος άλλωστε θα ήθελε να την ξεγελάσει; Η Κορνήλια δεν έχει τα χρήματα για να παίξει τέτοιο παιχνίδι σε βάρος της, ούτε χρόνο για να καταστρώσει τέτοιο σχέδιο. Ούτε ο Όττο -και σίγουρα δεν θα έγραφε ποτέ προς έναν άγνωστο οικειοθελώς.
   Η Νέλλα νιώθει μια αίσθηση παραβίασης, σαν κάποιος να παρακολουθεί στενά τη γαμήλια αφέλειά της. Η Μάριν είναι, σκέφτεται. Η Μάριν παίρνει την εκδίκησή της που ο Γιοχάνννες παντρεύτηκε και που μπερδεύτηκα εγώ στα πόδια της. Χύνει το άρωμα από τα κρίνα, μου αρνείται τα αμυγδαλωτά, με τσιμπά δυνατά στο μπράτσο. Εκείνη μου έδωσε τη Λίστα του Σμιτ. Γιατί να μην πλήρωσε εκείνη τον μινιατουροποιό για να με τρομάξει; Για εκείνη, κάτι τέτοιο δεν είναι παρά μια ακόμη μάταιη διασκέδαση.
   Κι όμως. Μάταιη διασκέδαση είναι συνδυασμός λέξεων που δύσκολα συνδέεται με τη Μάριν Μπραντ και, όσο φέρνει στο νου της την κουνιάδα της, η Νέλλα ξέρει μέσα της πως αυτή η εκδοχή δεν έχει λογική. Η Μάριν τρώει σαν πουλάκι και ψωνίζει σαν καλόγρια, εκτός από τα βιβλία της και τη συλλογή από δείγματα που αποσπά από τα ταξίδια του Γιοχάννες. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι έργο της Μάριν, διότι προϋποθέτει δαπάνη. Ωστόσο, καθώς η Νέλλα ξανακοιτά τα αζήτητα τεμάχια, ένα κομμάτι της επιθυμεί πίσω από αυτή την πράξη να κρύβεται η κουνιάδα της. Διότι αν δεν ευθύνεται η Μάριν, ποια άλλη αλλόκοτη εκδοχή απομένει;
   Κάποιος λαθροκοίταξε τη ζωή της Νέλλα και την αποσυντόνισε. Αν τα αντικείμενα αυτά δεν στάλθηκαν από λάθος, τότε το λίκνο δεν μπορεί παρά να χλευάζει το μοναχικό νυφικό κρεβάτι της και την ολοένα και πιο έντονη αίσθηση αιώνιας παρθενίας. Τι σόι άνθρωπος θα τολμούσε τέτοια αναίδεια; Τα σκυλιά, τόσο συγκεκριμένα· οι καρέκλες τόσο ακριβείς· το λίκνο τόσο υπαινικτικό -σαν ο μινιατουροποιός να έχει απόλυτη ιδιωτική θέα στη ζωή της.
   Σκαρφαλώνοντας πάλι στο κρεβάτι της, η Νέλλα αναλογίζεται την ενόχληση που προκάλεσαν αυτά τα αντικείμενα, αναλογίζεται πώς η περιέργειά της εναλλάσσεται με ακραίο τρόμο. Αυτό δεν θα περάσει, σκέφτεται. Δεν θα αφήσω κανέναν να με τρομάξει, ούτε από μακριά ούτε από κοντά.
   Υπό το συνεχή χτύπο του χρυσού εκκρεμούς, περιτριγυρισμένη από τα ανεξήγητα αντικείμενα που παραδόθηκαν στα χέρια της, γράφει μια δεύτερη επιστολή στον μινιατουροποιό.
   Κύριε,
   Σας ευχαριστώ για τα αντικείμενα που σας παρήγγειλα, τα οποία παραδόθηκαν σήμερα από τον Τζακ Φίλιπς εκ Μπέρμοντσι. Η τέχνη σας είναι εξαίσια. Τα ακροδάχτυλά σας δημιουργούν θαύματα. Το αμυγδαλωτό ήταν ιδιαιτέρως έξοχο.
   Η πένα της Νέλλα παραμένει στον αέρα, προτού προλάβει όμως να αλλάξει γνώμη, η άκρη της σχηματίζει πυρετωδώς λέξεις στο χαρτί.
   Ωστόσο, διευρύνατε την παραγγελία κατά απροσδόκητο προς εμέ τρόπο. Τα λαγωνικά, με όση ακρίβεια και εάν είναι καμωμένα, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι προϊόν εύστοχης εικασίας, κύριε, καθώς πολλοί άνθρωποι στην πόλη συντηρούν τέτοια σκυλιά. Όμως εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς -και αυτά τα σκυλιά, το λίκνο και οι καρέκλες, δεν ανήκουν σ' εμένα. Ως σύζυγος εμπόρου της ανώτερης τάξης της Εταιρείας, δεν δέχομαι να υφίσταμαι εκφοβισμό από έναν τεχνίτη. Σας ευχαριστώ για την εργασία και τον χρόνο σας, όμως δεν επιθυμώ να συνεχιστεί περαιτέρω η συναλλαγή μας.
   Με κάθε καλή πρόθεση,
                   Πετρονέλλα Μπραντ
   Κρύβει τα αντικείμενα κάτω από τα στρωσίδια της και καλεί την Κορνήλια, τοποθετεί το φρεσκογραμμένο και σφραγισμένο σημείωμα στα χέρια της υπηρέτριας πριν προλάβει να το μετανιώσει. Μέσα της παραδέχεται πως η δυνατότητα που έχει στα χέρια της είναι πραγματική. Ίσως να απορρίπτω κάτι καλό, σκέφτεται -μια πρόκληση, τον κρυφό σκοπό που έχουν αυτά τα αντικείμενα και που ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί. Θα το μετανιώσω, έστω και λίγο; Όχι, η Νέλλα επαναφέρει τον εαυτό της. Η φαντασία σου είναι μόνο.
   Η Κορνήλια διαβάζει τη διεύθυνση. "Στο μάστορα, πάλι", λέει. "Αυτόν τον κάποιον;"
   "Μην το ανοίξεις", προστάζει η Νέλλα την υπηρέτρια, που για πρώτη φορά σωπαίνει στον επιτακτικό τόνο της φωνής της νεαρής κυράς της.
   Μόνο αφότου έφυγε η Κορνήλια για την Κάλβερστραατ, η Νέλλα συνειδητοποιεί πως δεν επέστρεψε τις αυθαίρετες δημιουργίες του μινιατουροποιού. Μία μία τις βγάζει κάτω από τα σκεπάσματα και τις τοποθετεί στο κουκλόσπιτο. Μοιάζουν σαν να επέστρεψαν εκεί που ανήκουν.

   Tην επόμενη μέρα η Κορνήλια φαίνεται αναζωογονημένη. "Έλα, κυρία", λέει η υπηρέτρια, εισβάλλοντας ζωηρά στο δωμάτιο, η Μάριν την ακολουθεί κατά πόδας. "Ας μαζέψουμε λίγο αυτές τις τούφες κάτω από τη σκούφια, να μη φαίνονται!" 
   "Τι συμβαίνει, Κορνήλια;"
   "Ο Γιοχάννες θα σε πάρει μαζί του σε μια γιορτή στη Συντεχνία των Αργυροχόων απόψε", λέει η Μάριν.
   "Δική του ιδέα ήταν;"
   Η Μάριν ρίχνει μια ματιά στο κουκλόσπιτο, οι κλειστές τώρα κουρτίνες του το προφυλάσσουν από τα αδιάκριτα βλέμματα. "Του αρέσουν οι γιορτές", αποκρίνεται. "Θεώρησε σωστό να παραβρεθείς κι εσύ".
   Η περιπέτεια τώρα αρχίζει, σκέφτεται η Νέλλα -ο σύζυγός μου βαπτίζει τη μικρή του βάρκα στις φουρτουνιασμένες θάλασσες της καλής κοινωνίας του Άμστερνταμ και εκείνος, ο καλύτερος όλων των θαλασσοπόρων, θα είναι εκεί ως συνοδός μου. Διώχνοντας τα λιλιπούτεια λαγωνικά και το λίκνο από το μυαλό της, η Νέλλα σκύβει κάτω από το κρεβάτι της και παίρνει μια δαχτυλιά έλαιο από κρίνα από το πάτωμα και, μπροστά στα μάτια της Μάριν, το τρίβει στο λαιμό της.
   Αφότου έφυγε η Μάριν, η Νέλλα ρωτά την Κορνήλια τι συνέβη στην Κάλβερστραατ. "Κανείς δεν απάντησε πάλι", είπε η υπηρέτρια. "Έτσι, το πέταξα κάτω από την πόρτα".
   "Στο έμβλημα του ήλιου; Δεν είδες κανέναν εκεί;"
   "Ούτε ψυχή, κυρία. Ωστόσο, η Χάννα σου στέλνει χαιρετισμούς". 

   "Μάριν, γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ;" ρωτά ο Γιοχάννες το βράδυ, όσο περίμεναν το πλεούμενό τους. Φορά ένα εξαίσιο κουστούμι από μαύρο βελούδο, κολλαρισμένο λευκό πουκάμισο με γιακά και ένα ζευγάρι μπότες από βακέτα, που ο Όττο τις έχει κάνει καθρέφτες από το γυάλισμα και τώρα είναι σε αναμονή με τη βούρτσα των ρούχων στο χέρι.
   "Δεδομένων των συνθηκών, κατέληξα πως πρέπει να κάνεις εμφάνιση με τη σύζυγό σου", αποκρίνεται η Μάριν, στυλώνοντας το βλέμμα πάνω του.
   "Τι εννοείς «δεδομένων των συνθηκών»;" αντιγυρίζει η Νέλλα.
   "Μίλα σε κόσμο Γιοχάννες", λέει η Μάριν. "Κάνε επίδειξη της νεαρής γυναίκας σου..."
   "Θα σε συστήσω, Νέλλα", διακόπτει ο Γιοχάννες, αποδοκιμάζοντας την αδελφή του. "Μάλλον, αυτό εννοεί η Μάριν".
   "Και μίλα με τον Φρανς Μέερμανς, αδελφέ μου. Θα είναι εκεί απόψε", επιμένει η Μάριν, με μια σκληρή έκφραση στο πρόσωπό της. "Κάλεσέ τους και τους δύο σε δείπνο".
   Προς έκπληξη της Νέλλα, ο Γιοχάννες γνέφει καταφατικά. Γιατί επιτρέπει στην αδελφή του να του απευθύνεται με αυτόν τον τρόπο;
   "Γιοχάννες, μου δίνεις το λόγο σου..."
   "Μάριν", διακόπτει απότομα ο Γιοχάννες στο άκουσμα της φωνής της. "Πότε δεν έκανα καλά τη δουλειά μου;"
   "Ποτέ", αναστενάζει. "Όχι ακόμα, τουλάχιστον".

   Η Νέλλα νιώθει το στόμα της στεγνό και το στομάχι της σαν κιούρτο γεμάτο ψάρια. Η βαρκάδα έως τη Συντεχνία των Αργυροχόων είναι η πρώτη περίσταση όπου εκείνη και ο σύζυγός της βρίσκονται μόνοι έξω από το σπίτι. Νιώθει τη σιωπή να την πνίγει, όμως η φωνή μέσα της είναι τόσο δυνατή που είναι πεπεισμένη πως μπορεί να την ακούσει και ο Γιοχάννες. Θέλει να τον ρωτήσει για το δωμάτιο με τους χάρτες της Μάριν, για τον Όττο και τη θητεία του ως σκλάβος -θέλει να του μιλήσει για τα λιλιπούτεια λαγωνικά, για το λίκνο και το υπέροχο μικροσκοπικό λαούτο. Δεν θα του πει για τη γυναίκα που την παρατηρούσε στην Κάλβερστραατ -νιώθει πως αυτή την πληροφορία δεν θέλει να τη μοιραστεί- όμως, όπως και να 'χει, το στόμα της δεν σαλεύει.
   Ο Γιοχάννες αφηρημένα αρχίζει να καθαρίζει τα νύχια του. Μικρά κομματάκια βρομιάς που αποσπά πέφτουν στο πάτωμα του σκάφους και εκείνος αντιλαμβάνεται ότι τον κοιτά.
   "Κάρδαμο", εξηγεί. "Μπαίνει κάτω από τα νύχια. Όπως και το αλάτι".
   "Κατάλαβα".
   Η Νέλλα εισπνέει τον αέρα του πλεούμενου, ψήγματα από τα μέρη που έχει πάει, η οσμή της κανέλλας αναδύεται από τους ίδιους του τους πόρους. Μετά βίας διακρίνει τη μοσχοβολιστή αψάδα που είχε μυρίσει στο γραφείο του τη νύχτα που επέστρεψε για πρώτη φορά στο σπίτι. Το μαυρισμένο πρόσωπο του συζύγου της και τα υπερβολικά μακριά μαλλιά του, ξανοιγμένα και σκληρά από τον ήλιο και τον άνεμο, πυροδοτούν μέσα της έναν αλλόκοτο πόθο -έναν πόθο όχι απαραίτητα για εκείνον, αλλά για την αίσθηση που θα έχει όταν θα πλαγιάσουν μαζί. Της έκανε δώρο το κουκλόσπιτο και τώρα πηγαίνουν οι δυο τους στη Συντεχνία -ίσως αυτό που περιμένει να γίνει απόψε, μετά τη γιορτή. Θα είναι και οι δύο ξαναμμένοι από το κρασί -θα ξεμπερδέψουν και μ' αυτό. Το νερό είναι τόσο λείο και ο βαρκάρης τόσο έμπειρος που νιώθει σαν να μετατοπίζονται τα σπίτια και όχι το πλοιάριο. Η Νέλλα, πιο εξοικειωμένη να μετακινείται καβάλα σε άλογο, νιώθει άβολα με το νωχελικό ρυθμό, μοιάζει γαλήνια, μέσα της όμως μόνο γαλήνη δε νιώθει. Προσπαθεί να αποβάλει τη νευρικότητά της σφίγγοντας τις ενωμένες παλάμες της. Πώς να ξεκινήσω να σ' αγαπώ; Η ερώτηση είναι τεράστια μέσα της, αδύνατο να την αγνοήσει, κλωθογυρίζει στο κεφάλι της καθώς η ματιά της έχει σταματήσει πάνω του.
   Προσπαθεί να φανταστεί πώς θα είναι το μέγαρο των Αργυροχόων, μια αίθουσα γεμάτη αντανακλάσεις φωτός, με πιάτα σαν τεράστια κέρματα και τους συνδαιτυμόνες να καθρεφτίζονται σε κάθε επιφάνεια.
   "Τι ξέρεις για τις συντεχνίες;" ρωτά ο Γιοχάννες διακόπτοντας τις σκέψεις της. 
   "Τίποτα", απαντά.
   Ο Γιοχάνες αφομοιώνει την άγνοιά της με ένα νεύμα και η Νέλλα παρακολουθεί τη συγκατάβασή του, θα ήθελε να μπορούσε να φανεί πιο έξυπνη. "Η συντεχνία των αργυροχόων έχει πολλά χρήματα", λέει εκείνος. "Είναι μία από τις πιο πλούσιες συντεχνίες. Οι συντεχνίες προσφέρουν προστασία σε δύσκολους καιρούς, μαθητείες και τα μέσα για την πώληση των προϊόντων τους, όμως καθορίζουν και τα αποθέματα που διατίθενται και ελέγχουν την αγορά. Γι' αυτό και η Μάριν επιμένει τόσο να πουληθεί η ζάχαρη".
   "Τι εννοείς;"
   "Συμβαίνει ό,τι και με τη σοκολάτα και το ταμπάκο -και τα διαμάντια, το μετάξι και τα βιβλία. Η αγορά είναι ανοιχτή. Δεν υπάρχει συντεχνία γι' αυτά. Μπορώ να ορίσω εγώ την τιμή -ή ο Φρανς και η Άγκνες Μέερμανς".
   "Τότε γιατί πηγαίνουμε στη Συντεχνία των Αργυροχόων;"
   Χαμογελά ειρωνικά. "Για το φαγητό. Όχι, αστειεύομαι. Θέλουν να αυξήσω την οικονομική μου υποστήριξη και είναι καλό να με βλέπουν μόνο μ' αυτόν τον τρόπο. Για αυτούς είμαι η χαραμάδα στον τοίχο που βλέπει στον θαυματουργό κήπο".
   Η Νέλλα αναρωτιέται πόσο θαυματουργός είναι στ' αλήθεια ο κήπος του, πόσο αντέχει στ' αλήθεια να ξηλώσει το πορτοφόλι του. Η Μάριν έδειξε να είναι τόσο ανήσυχη με τη σπατάλη του στο κουκλόσπιτο -και πώς το είχε πει ο Όττο; Το ποτήρι θα ξεχειλίσει. Μην είσαι ανόητη, σκέφτεται, τώρα πια ζεις στο Χέρενγκραχτ.
   "Η Μάριν μοιάζει να θέλει πολύ να πουλήσεις τη ζάχαρη του Φρανς Μέερμανς", τολμά να ξεστομίσει, μετανιώνοντάς το αμέσως. Ακολουθεί παρατεταμένη παύση, τόσο μεγάλη που η Νέλλα θα προτιμούσε να πεθάνει από το να την υποστεί περισσότερο.
   "Η φυτεία ανήκει στην Άγκνες Μέερμανς", εξηγεί τελικά ο Γιοχάννες. "Όμως ο Φρανς είναι εκείνος που έχει αναλάβει τη διαχείρισή της. Ο πατέρας της Άγκνες πέθανε τον περασμένο χρόνο δίχως να αφήσει πίσω του γιους -όχι πως δεν προσπάθησε μέχρι την τελευταία του πνοή". Σταματάει τη φράση του βλέποντας τη Νέλλα να κοκκινίζει. "Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να γίνω αγενής. Ο πατέρας της ήταν ένας απαίσιος άνθρωπος, όμως η Άγκνες ήταν εκείνη που κληρονόμησε τις εκτάσεις με τα ζαχαροκάλαμα -μπήκε το όνομα μιας γυναίκας στους τίτλους, παρ' όλες τις σκληρές προσπάθειες του πατέρα της. Και τώρα τις έχει παραχωρήσει στον Φρανς. Μέσα σε μια νύχτα, με αυτούς τους κώνους ζάχαρης, έγιναν και οι δυο τους άπληστοι. Αυτό περίμεναν όλη τους τη ζωή".
   "Τι είναι αυτό που περίμεναν όλη τους τη ζωή;"
   Κάνει ένα μορφασμό. "Μια καλή ευκαιρία. Εγώ έχω αποθηκεύσει τους κώνους στην αποθήκη μου και δέχτηκα να τους πουλήσω. Η αδελφή μου αμφισβητεί διαρκώς πως θα το κάνω".
   "Γιατί;"
   "Διότι η Μάριν δεν βγαίνει από το σπίτι και της μπαίνουν ιδέες, όμως δεν αντιλαμβάνεται τους λεπτούς χειρισμούς που έχει το πραγματικό εμπόριο. Κάνω αυτή τη δουλειά εδώ και είκοσι χρόνια -εδώ και πάρα πολλά χρόνια", αναστενάζει. "Πρέπει κανείς να κινείται προσεκτικά, εκείνη, ωστόσο, σε τσακίζει σαν ελέφαντας".
   "Ώστε έτσι", λέει η Νέλλα, παρόλο που δεν έχει ιδέα τι είναι ελέφαντας. Ακούγεται σαν κομψό λουλούδι, όμως ο Γιοχάννες δεν φάνηκε να θέλει να κολακέψει την αδελφή του. "Γιοχάννες, η Μάριν και η Άγκνες Μέερμανς είναι... φίλες;"
   Ο Γιοχάννες γελάει. "Ξέρουν η μία την άλλη πολύ καιρό, καμιά φορά είναι δύσκολο να αγαπάς έναν άνθρωπο όταν τον γνωρίζεις τόσο καλά. Ικανοποιήθηκες τώρα; Μην ξαφνιάζεσαι".
   Η παρατήρησή του τρυπάει τη Νέλλα σαν θραύσμα πάγου. "Στ' αλήθεια το πιστεύεις αυτό, Γιοχάννες;"
   "Όταν γνωρίσεις πραγματικά έναν άνθρωπο, Νέλλα -όταν μπορείς να δεις κάτω από τις ευγενέστερες χειρονομίες, κάτω από τα χαμόγελα- όταν μπορείς να διακρίνεις την οργή και τον οικτρό φόβο, που όλοι κρύβουμε μέσα μας, τότε η συγχώρεση είναι το παν. Όλοι τη χρειαζόμαστε απελπισμένα. Και η Μάριν... δεν συγχωρεί εύκολα". Σωπαίνει. "Υπάρχουν... κλίμακες σε αυτή την κοινωνία -και στην Άγκνες αρέσει πολύ να ανεβαίνει προς τα πάνω. Το πρόβλημα είναι πως ποτέ δεν της αρέσει η θέα από ψηλά". Τα μάτια του λάμπουν στη σκέψη ενός κεκαλυμμένου αστείου. "Τέλος πάντων. Πάμε στοίχημα ένα γκίλντερ πως ο Φρανς θα φοράει το πιο φαρδύ καπέλο στον χώρο και πως η Άγκνες θα τον έχει αναγκάσει να το φορέσει".
   "Παραβρίσκονται συχνά και οι σύζυγοι στις γιορτές;"
   Χαμογελά. "Οι γυναίκες συνήθως είναι proibidas, εκτός από ειδικές περιστάσεις. Παρόλο που οι κυρίες του Άμστερνταμ απολαμβάνουν μια ελευθερία που οι Γαλλίδες και οι Βρετανίδες στερούνται".
   "Μια ελευθερία;"
   "Οι γυναίκες μπορούν να περπατούν μόνες στον δρόμο. Τα ζευγάρια μπορούν ακόμα και να κρατιούνται χέρι χέρι". Σωπαίνει ξανά, κοιτάζει έξω από το παράθυρο. "Δεν είναι φυλακή αυτή η πόλη, αν σχεδιάσεις σωστά την πορεία σου. Οι ξένοι μπορεί να σε αποδοκιμάσουν με τα well - I - nevers και τα alors τους, όμως σίγουρα ζηλεύουν".
   "Αφού το λες", αποκρίνεται η Νέλλα, δίχως πάλι να κατανοεί τις ξένες λέξεις του, δίχως να καταλαβαίνει καθόλου. Ρroibidas. Το λίγο διάστημα που ζει στο σπίτι έχει ακούσει πολλές φορές τον Γιοχάννες να μιλά σε άλλες γλώσσες και, όταν το κάνει, τη μαγνητίζει. Δεν φαίνεται να θέλει να κάνει επίδειξη -μοιάζει περισσότερο να θέλει να αδράξει κάτι που η δική του γλώσσα δεν μπορεί να φτάσει. Η Νέλλα συνειδητοποιεί πως κανένας άντρας  -στην πραγματικότητα κανένας άνθρωπος- δεν της έχει μιλήσει ποτέ έτσι όπως της μίλησε εκείνος απόψε. Παρά τους μυστηριώδεις υπαινιγμούς, ο Γιοχάννες τής συμπεριφέρεται σαν ίσος προς ίσο, περιμένει από εκείνη να καταλάβει.
   "Έλα εδώ, Νέλλα", υπαγορεύει.
   Πειθήνια και κάπως φοβισμένα τον πλησιάζει κι εκείνος ανασηκώνει απαλά το πιγούνι της για να αναδείξει τον μακρύ λαιμό της. Εκείνη του ανταποδίδει το εξεταστικό βλέμμα και ζυγίζουν ο ένας τον άλλον σαν σκλάβος και αφέντης στο σκλαβοπάζαρο. Παίρνει το πρόσωπό της στο χέρι του, διατρέχει την καμπύλη του σφριγηλού της μάγουλου. Εκείνη γέρνει μπροστά. Τα ακροδάχτυλά του είναι τραχιά, όμως έτσι τα περίμενε η Νέλλα. Το κεφάλι της βουίζει νιώθοντας το άγγιγμά του. Κλείνει τα μάτια της, θυμάται τα λόγια της μητέρας της -το κορίτσι θέλει έρωτες. Θέλει να βουτήξει το δάχτυλο στο γλυκό.
   "Σου αρέσει το ασήμι;" ρωτά ο Γιοχάννες.
   "Ναι", εκπνέει η Νέλλα. Δεν πρόκειται να χαραμίσει τη στιγμή αυτή με φλυαρίες.
   "Δεν υπάρχει τίποτε πιο όμορφο στον κόσμο από το ασήμι", λέει ο Γιοχάννες. Αφήνει τα χέρια του να πέσουν από το πρόσωπό της, τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα και νιώθει να την κυριεύει ένα κύμα ντροπής για την προτεταμένη στάση του σώματός της. "Θα ζητήσω να μου φτιάξουν ένα περιδέραιο για αυτόν τον λαιμό".
   Η φωνή του ακούγεται μακρινή μέσα στον βόμβο των σκέψεών της. Η Νέλλα αποτραβιέται, τρίβει τον οισοφάγο της, σαν να προσπαθεί να του δώσει ξανά πνοή. "Ευχαριστώ", ακούει τη φωνή της να λέει.
   "Είσαι παντρεμένη πια. Πρέπει να σε ντύνουμε ωραία".
   Ο Γιοχάννες χαμογελά, όμως η φράση του είναι σκληρή για τη Νέλλα και ένας κόμπος φόβου σφίγγεται στα σωθικά της. Δεν έχει τίποτα να πει.
   "Δεν θα σε πληγώσω, Πετρονέλλα".
   Η Νέλλα στρέφει το βλέμμα έξω από το παράθυρο, ατενίζει την αέναη σειρά των προσόψεων που τους προσπερνούν. Κρατά τα πόδια της κλειστά σφιχτά και φέρνει στον νου της τη στιγμή της διείσδυσης -άραγε έχει κάτι μέσα της που θα διακορευτεί, θα πονέσει τόσο όσο φοβάται; Όποια και εάν θα είναι η αίσθηση, ξέρει πως δεν μπορεί να το αποφύγει, είναι κάτι που θα πρέπει να ξεπεράσει.
   "Το εννοώ, Νέλλα", λέει ο Γιοχάννες. "Το εννοώ". Τώρα είναι η σειρά του να σκύψει προς το μέρος της. Η μυρωδιά του παγιδευμένου αλατιού και του κάρδαμου, η αλλόκοτη αρρενωπότητά του, απειλούν να την καθυποτάξουν. "Νέλλα, Νέλλα με ακούς;"
   "Ναι. Σε ακούω, Γιοχάννες. Δεν θα με ... δεν θα με πληγώσεις".
   "Χαίρομαι που το ακούς. Δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς από μένα".
   Λέγοντας αυτό ο Γιοχάννες, ισιώνει τον κορμό του, στυλώνει το βλέμμα στα σπίτια κατά μήκος του καναλιού. Η Νέλλα αναλογίζεται την εικόνα στο ταξιδιωτικό βιβλίο της Μάριν, φέρνει στον νου της τον ιθαγενή και τον κατακτητή και τους ωκεανούς ασυνεννοησίας που χωρίζουν τα σώματά τους. Η νύχτα έχει απλωθεί για τα καλά. Κοιτάζει τα φώτα των μικρότερων πλοιαρίων και η μοναξιά της είναι απόλυτη.

   Η αίθουσα συνεστιάσεων της Συντεχνίας των Αργυροχόων είναι μεγάλη και κατάμεστη από ανθρώπους, τα πρόσωπά τους μπερδεύονται σε ένα συνονθύλευμα από μάτια και στόματα και φτερά που ανεμίζουν πάνω σε γείσα καπέλων. Γύρω τους κουδουνίζουν ασημένια σερβίτσια, αντρικά γέλια αντηχούν στους τοίχους σαν μια πιο διακριτική αντίστιξη στα γυναικεία χαχανητά. Κυκλοφορεί μια σχεδόν θηριώδης ποσότητα φαγητού. Μακρόστενα τραπέζια στη σειρά στρωμένα με δαμασκηνά υφάσματα, στοιβαγμένα με πιατέλες με κοτόπουλα, γαλοπούλες, καραμελωμένα φρούτα, πλούσιες κρεατόπιτες και στριφογυριστά ασημένια κηροπήγια. Ο Γιοχάννες περνάει το χέρι του μέσα από το μπράτσο της Νέλλα, την κρατά σφιχτά και παρακάμπτουν την παραζάλη του πλήθους, μένοντας κοντά στη σκούρα μαονένια επένδυση των τοίχων. Έχει την εντύπωση πως ψίθυροι και ειρωνικά γέλια εξαπλώνονται στο δωμάτιο στο πέρασμά τους.
   Οι υπόλοιπες σύζυγοι κατευθύνονται στις θέσεις τους, μοιάζουν να γνωρίζουν πού πρέπει να κάτσουν. Είναι όλες μαυροντυμένες, το δέρμα πάνω από το μπούστο τους είναι καλυμμένο με δαντελωτά κεντήματα, αφήνοντας εκτεθειμένη μια σκλήθρα λευκής σάρκας. Μια γυναίκα ιδιαίτερα καρφώνει τα μάτια της, που λάμπουν σαν αναμμένα κάρβουνα στο φως των κεριών, εστιάζοντας την προσοχή της στη Νέλλα. Το βλέμμα της δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το βλέμμα εκείνης της γυναίκας στην οδό Κάλβερστραατ.
   "Χαμογέλα και κάτσε δίπλα μου", λέει ο Γιοχάννες κοιτώντας τη γυναίκα με ένα βεβιασμένο χαμόγελο. "Ας βάλουμε κάτι στο στόμα μας προτού αντιμετωπίσουμε τα πλήθη". Η Νέλλα σκέφτεται πως, αν δεν υπήρχε το φαγητό, θα την κατασπάραζαν ζωντανή.
   Κάθονται στις θέσεις τους στο τραπέζι όπου το πρώτο πιάτο, που περιλαμβάνει καβούρι, έχει σερβιριστεί.
   "Ξαναβρίσκω τον εαυτό μου με το φαγητό", παρατηρεί ο Γιοχάννες, κρατώντας μετέωρο το πιρούνι για τα οστρακόδερμα. Η Νέλλα, κοιτώντας συνεπαρμένη τα ατομικά ασημένια πιάτα και τις πληθωρικές κανάτες με το κρασί, αναρωτιέται τι να εννοεί άραγε. Η παρουσία αυτών των άλλων ανθρώπων τον έκαναν να ξεχάσει τα προβλήματα που έχει με τη Μάριν. Ο Γιοχάννες είναι εγκάρδιος, γνωρίζει τα μάτια που στυλώνονται πάνω του από την ομήγυρη, συζητά με τη νεαρή σύζυγό του σαν να έχουν περάσει μαζί δύο δεκαετίες, δαμάζοντας τους ωκεανούς.
   "Οι σπόροι από κύμινο, διάσπαρτοι πάνω σε ένα φρέσκο τυρί, μου θυμίζουν πως  μπορώ να νιώσω ηδονή", λέει δυνατά ο Γιοχάννες. "Το βούτυρο από το Ντελφτ -η τόσο λεπτή και κρεμώδης γεύση, που τόσο διαφέρει από τα άλλα- μου προσφέρει τεράστια απόλαυση. Πουλώ πορσελάνες στο Ντελφτ και το αγοράζω σε μικρά κομμάτια. Και η μπίρα που φτιάχνει η Κορνήλια με μαντζουράνα και δαμάσκηνα μου δίνει περισσότερη χαρά από μια πετυχημένη συμφωνία. Πρέπει να φτιάξει και για σένα, να τη δοκιμάσεις".
   "Τη φτιάχνει και η μητέρα μου", απαντά η Νέλλα, το πλατάγισμα των χειλιών και το κροτάλισμα των δοντιών έχει αρχίσει να την τρομοκρατεί. Νιώθει πως η ενέργεια της αίθουσας την απομυζά, είναι τόσο κοκαλωμένη όσο τα πασπαλισμένα με ζάχαρη κομμάτια φρούτου.
   "Σύκα και ξινόκρεμα νωρίς ένα καλοκαιριάτικο πρωινό", συνεχίζει ο Γιοχάννες ανυποψίαστος. "Μια ιδιαίτερη απόλαυση που με ταξιδεύει πίσω στα παιδικά μου χρόνια, η μόνη γεύση που θυμάμαι πια". Της ρίχνει μια ματιά. "Εσύ θυμάσαι περισσότερα, αναμφίβολα, η δική σου παιδική ηλικία δεν απέχει και τόσο πολύ από την τωρινή".
   Η Νέλλα αναρωτιέται αν αυτή η εύστροφη παρατήρηση έγινε επίτηδες ή αποτελεί απλά σύμπτωμα της νευρικότητάς του, που βρίσκεται εκεί ανάμεσα σε άλλους, υπό το εξεταστικό τους βλέμμα. Όπως και να 'χει, όμως, θέλει να διαφωνήσει. Τη στιγμή εκείνη η παιδική ηλικία της τής φαίνεται απίστευτα μακρινή. Τη θέση της έχει πάρει η αβεβαιότητα, μια σταθερή και χαμηλόφωνη απογοήτευση. Ο  κόμπος φόβου μέσα στο στομάχι της μετατρέπεται σε νοσηρή αγωνία, σιχαίνεται την κακοφωνία της αίθουσας, τον τόνο αυτής της συζήτησης, την επιδρομή του ανοίκειου.
   "Έχω βγει από την κούνια πολύ καιρό πριν", μουρμουρίζει, σκέφτεται το παιδικό κρεβάτι, που αυθαίρετα της χάρισε ο μινιατουροποιός, και νιώθει ακόμη περισσότερο χαμένη.
   "Η μνήμη της γεύσης", λέει ο Γιοχάννες. "Το φαγητό είναι από μόνο του μια γλώσσα. Δαυκιά, ρέβες, πράσα και αντίδια -εγώ τα τραγανίζω ακόμα και όταν κανείς άλλος δεν ακούει. Και το ψάρι! Ο πλευρονήκτης, η γλώσσα, η λιμάνδη και ο μπακαλιάρος είναι τα αγαπημένα μου, αλλά θα φάω και ό,τι άλλο έχουν να προσφέρουν οι θάλασσες και τα ποτάμια που βρέχουν την Ολλανδική Δημοκρατία μας". 
   Η Νέλλα διαισθάνεται πως στον τρόπο που μιλά υπάρχει κάτι το καταπραϋντικό, σαν να ελπίζει πως οι λέξεις του θα την προφυλάξουν και θα την εμποδίσουν να εξοκείλει στην ανησυχία. "Τι τρως όταν ταξιδεύεις στους ωκεανούς;" ρωτά επιστρατεύοντας κουράγιο για να συμμετέχει στο παιχνίδι του.
   "Κατεβάζει το πιρούνι του. "Άλλους ανθρώπους".
   Η Νέλλα αφήνει ένα γέλιο, ένα συνεσταλμένο ξέσπασμα που πέφτει ανάμεσά τους και προσγειώνεται πάνω στο τραπεζομάντιλο. Ο Γιοχάννες ρίχνει άλλη μια μπουκιά καβούρι στο στόμα του. "Ο κανιβαλισμός είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσεις μόλις σωθούν τα τρόφιμα", λέει, "εγώ όμως προτιμώ τις πατάτες. Το καλύτερο ταβερνείο στην πόλη αυτή βρίσκεται στις Ανατολικές Νήσους, δίπλα στην αποθήκη μου. Οι αχνιστές πατάτες τους έχουν την πιο αφράτη σάρκα". Πιρουνιάζει το καβούρι στο πιάτο του. "Είναι το μυστικό μέρος μου".
    "Αφού μόλις μου το αποκάλυψες".
   Παρατά το πιρούνι του. "Αυτό είναι αλήθεια", λέει. "Αυτό είναι αλήθεια". Μοιάζει στριμωγμένος από την εξεταστική ματιά της, αποστρέφει το βλέμμα, κοιτάζει το πιάτο του. Δίχως να έχει τίποτα να πει, η Νέλλα εξετάζει την ανοιγμένη και αναλώσιμη σάρκα, τις δαγκάνες της στο χρώμα του μελανιού, το καβούκι που παίρνει όλο και πιο άγριες αποχρώσεις του κόκκινου. Καθώς σχίζει ένα πόδι και χρησιμοποιεί το πιρούνι του για να αδειάσει τις τελευταίες λευκές ίνες, ο Γιοχάννες χαιρετίζει με ένα νεύμα έναν αργυροχόο. Η Νέλλα καταφέρνει να φάει μια μικρή μπουκιά από το δικό της καβούρι. Είναι αλμυρό και κολλάει στα δόντια της.
   Ο Γιοχάννες την εγκαταλείπει αφού αδειάσει τελείως το καβούρι του. "Δεν θα αργήσω", λέει με έναν αναστεναγμό. "Δουλειές". Το κάνει να ακούγεται σαν αγγαρεία, παίρνει θέση στη γωνία ανάμεσα σε μια παρέα ανδρών.
   Δίχως εκείνον η Νέλλα αισθάνεται ολοκληρωτικά εκτεθειμένη, τον παρακολουθεί όμως με δέος καθώς μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια της. Αν ο Γιοχάννες έχει πράγματι κουραστεί να μιλά για δουλειά, προμήθειες και την κατάσταση της αγοράς, καταφέρνει και το κρύβει. Πόσο όμορφος είναι σε σύγκριση με τους άλλους, παρά τα ακριβά πανωφόρια και τις δερμάτινες μπότες τους. Τα γέλια τους υψώνονται πάνω από τα καπέλα τους, ρίχνουν το κεφάλι προς τα πίσω -και ανάμεσα στα στραμμένα προς τα πάνω στρογγυλά πρόσωπα και τα κοκκινωπά μάγουλα, ανάμεσα στις γενειάδες, τις διάστικτες με μικροσκοπικά κομματάκια καβούρι, στέκει ο Γιοχάννες στο κέντρο, μαυρισμένος και χαμογελαστός.
   Θα μπορούσα να τον αγαπήσω, σκέφτεται η Νέλλα. Πρέπει να είναι εύκολο να είναι κάποια σύζυγος ενός τέτοιου άνδρα. Και πρέπει να έρθει η αγάπη, αλλιώς δεν μπορώ να ζήσω. Ίσως η αγάπη βγάλει ρίζες αργά, σαν χειμωνιάτικος σπόρος του Όττο.
   Μαθητευόμενοι αρχίζουν να πλησιάζουν τον Γιοχάννες, του δείχνουν αυτά που έχουν δημιουργήσει και εκείνος υψώνει κάθε κομμάτι στα χέρια του, κρατά με προσοχή τις ασημένιες κανάτες και τα δοχεία με διακριτικό σεβασμό. Μια φιλοφρόνηση από τα χείλη του κάνει τους νεαρούς να αποχωρούν ευχαριστημένοι. Οι υπόλοιποι έμποροι αποτραβιούνται καθώς παρακολουθούν τον Γιοχάννες με διορατικό βλέμμα να ανοίγει συζήτηση περί τέχνης, εκθειάζοντας τις αρετές των θαλασσογραφιών έναντι εκείνων της νεκρής φύσης στη χαρακτική. Φαίνεται να είναι γνώστης, παρατηρητικός, αντισυμβατικός μέχρι το κόκαλο. Καταγράφει ονόματα, βάζει στην τσέπη ένα ασημένιο κουτί, λέει σε έναν μαθητευόμενο να τον συναντήσει στην Εταιρεία.
   Η Νέλλα κοιτάζει το δεύτερο πιάτο της -ένα μπολ με χτένι, πασπαλισμένο με ζωμό αρνιού και σάλτσα κρεμμυδιού- όταν η γυναίκα με το κεραυνοβόλο βλέμμα την πλησιάζει. Είναι ευθυτενής, τα ξανθά μαλλιά της τυλίγονται σε ένα περίτεχνο χτένισμα που αγκαλιάζει μια μαύρη βελούδινη κορδέλα, μικρά μαργαριτάρια είναι ραμμένα κατά μήκος του στεφανιού της. Σιωπηλά, η Νέλλα ευχαριστεί τον Θεό για τα μικρά Του θαύματα, για τα επιδέξια χέρια της Κορνήλιας που έραψαν το φόρεμά της ώστε να της κάνει.
   Η γυναίκα σταματά μπροστά στο τραπέζι κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. "Είπαν πως είσαι μικρή, αυτό το ήξερα. Σε εγκατέλειψε;"
   Η Νέλλα κρατάει σφιχτά το μπολ της. "Είμαι δεκαοχτώ".
   Η γυναίκα ισιώνει τον κορμό της, το βλέμμα της εποπτεύει την αίθουσα. "Αναρωτιόμασταν πώς θα ήσουν", συνεχίζει με την ίδια χαμηλή φωνή. "Τώρα όμως διαπιστώνω πως ο Μπραντ διατηρεί το επίπεδο που έχει σε όλα τα άλλα και στη σύζυγό του. Το όνομα Όορτμαν είναι πολύ παλιό. Και τι λέει στον Εκκλησιαστή; Ένα καλό όνομα είναι καλύτερο από το πιο σπάνιο απόσταγμα!" Ο τόνος της φωνής της φανερώνει τρυφερότητα, θαυμασμό -υπάρχει όμως κάτι στη φωνή της που κάνει τη Νέλλα να νιώθει ευάλωτη. Η Νέλλα επιχειρεί να απελευθερωθεί από τον πάγκο, όμως η τάβλα του τραπεζιού και η φουσκωτή φούστα της συνωμοτούν ώστε να την εγκλωβίσουν στη θέση της. Η γυναίκα περιμένει υπομονετικά μια υπόκλιση, παρακολουθώντας την προσπάθεια της Νέλλα. Όταν τελικά κατάφερε να βγει από το στενό κενό που άφηναν το τρίποδο στήριγμα του τραπεζιού και ο πάγκος, η Νέλλα κάνει μια βαθιά υπόκλιση, το πρόσωπό της πλησιάζει τη φούστα από μαύρο μπροκάρ της γυναίκας, που απλώνεται μπροστά της σαν τα φτερά πνιγμένου κόρακα.
   "Σήκω πάνω, παιδί μου", λέει η γυναίκα. Πολύ αργά, κυρία, σκέφτεται η Νέλλα. "Είμαι η Άγκνες, σύζυγος του Φρανς Μέερμανς. Μένουμε στο έμβλημα της αλεπούς στο κανάλι Πρίνσενγκραχτ. Ο Φρανς λατρεύει το κυνήγι, εκείνος το διάλεξε".
   Αυτή η απρόσμενη οικειότητα μένει παράξενα μετέωρη στην ατμόσφαιρα και η Νέλλα χαμογελά μετά βίας, έχοντας ήδη διδαχτεί από τη Μάριν πως η σιωπή αποτελεί μέγα πλεονέκτημα. 
   Η Άγκνες αγγίζει ελαφρά το χτένισμά της και η Νέλλα βλέπει αυτό που πρέπει να δει: τα δαχτυλίδια που κοσμούν τα δάχτυλά της -μικρά ρουμπίνια, αμέθυστους και τη μεταλλική πράσινη λάμψη του σμαραγδιού. Είναι μάλλον κάτι που δεν συνηθίζεται στην Ολλανδία, να εκθέτει κάποια τόσο απροκάλυπτα όλους αυτούς τους πολύτιμους λίθους -οι περισσότερες γυναίκες, όποια κοσμήματα και αν φορούν, τα έχουν κρυμμένα κάτω από τις πτυχώσεις των ρούχων τους. Η Νέλλα προσπαθεί να φανταστεί τα χέρια της Μάριν να λαμποκοπούν έτσι.
   Μπροστά στη σιωπή της Νέλλα η Άγκνες χαμογελά βεβιασμένα και συνεχίζει. "Είμαστε σχεδόν γείτονες, ανήκουμε στην ίδια κοινότητα (7)". 
   Η Άγκνες Μέερμανς έχει έναν περίεργα επιτηδευμένο τρόπο να μιλά, τα λόγια της δεν είναι αυθόρμητα, σαν να είχε κάνει πρόβα πώς να είναι χαριτωμένη μπροστά στον καθρέφτη. Η Νέλλα στυλώνει το βλέμμα στην πεσμένη άλω από μαργαριτάρια που κυκλώνει το φαντασμένο κεφάλι της γυναίκας. Οι πέρλες έχουν το ίδιο μέγεθος με νεογιλά δόντια, γυαλοκοπούν στο τρεμάμενο φως των κηροπηγίων. 
   Η Άγκνες είναι ίσως λίγο πιο μεγάλη από τη Μάριν, ωστόσο το λεπτό και καθαρό πρόσωπό της είναι ασημάδευτο -ούτε κρεατοελιές ή πανάδες από τον ήλιο, ούτε μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, δεν έχει τίποτα που να φανερώνει μόχθο ή μητρότητα. Μοιάζει αιθέρια, σαν να μην έχει περάσει ζωή από μέσα της -εκτός από τα μαύρα μάτια της που βλεφαρίζουν ζωηρά κι έπειτα μένουν μισόκλειστα σε μια γατίσια ραστώνη. Η Άγκνες εξετάζει το ασημόχρωμο φόρεμα της Νέλλα, τη λεπτή της μέση. "Από πού είσαι;" ρωτάει.
   "Από το Άσσεντελφτ. Το όνομά μου είναι Πετρονέλλα".
   "Κοινό όνομα, το έχουν πολλές στην πόλη αυτή. Σου άρεσε το Άσσεντελφτ;"
   Τα δόντια της Άγκνες, παρατηρεί η Νέλλα, είναι ελαφρώς κίτρινα. Ζυγίζει στο μυαλό της την καλύτερη απάντηση που μπορεί να δώσει στη γυναίκα αυτή, που, όπως φαίνεται, τη δοκιμάζει. "Έχω φύγει από εκεί εδώ και έντεκα μέρες, κυρία, και μου φαίνεται σαν να λείπω μια δεκαετία".
   Η Άγκνες γελάει. "Ο χρόνος κυλά τόσο αργά όταν είσαι νέος. Και πώς σε βρήκε η Μάριν;"
   "Πώς με βρήκε;"
   Και πάλι η Άγκνες γελά, διακόπτοντας τη Νέλλα -ξεφυσά ελαφρά, εκπνέει απαξιωτικά. Δεν πρόκειται για συζήτηση, η Άγκνες εκτοξεύει απλά τα βέλη της και τα παρακολουθεί να βρίσκουν τον στόχο τους. Στη φωνή της υπάρχει ένας κυματισμός που φανερώνει πως το διασκεδάζει, όμως η Νέλλα είναι βέβαιη πως κάτι άλλο κρύβεται κάτω από αυτή την απροκάλυπτη αυτοπεποίθηση, κάτι που διαισθάνεται αλλά δεν μπορεί να ονοματίσει. Κοιτά κατάματα την Άγκνες και χαμογελά, καλύπτει την αναστάτωσή της, αποκαλύπτοντας μια πιο νεανική, μια πιο λευκή οδοντοστοιχία.
   Γύρω τους οι μυρωδιές από το ψητό κοτόπουλο, τα μαγειρεμένα φρούτα και το κελάρυσμα του κρασιού, που χύνεται από τις κανάτες, απειλούν να παρεισφρήσουν στη στενή επαφή τους, όμως η μαγνητική έλξη που ασκεί η Νέλλα στην Άγκνες αποκλείει κάθε άλλη περίσπαση.
   "Μια νύφη για τον Γιοχάννες Μπραντ", λέει η Άγκνες αφήνοντας έναν αναστεναγμό, τραβώντας τη Νέλλα διακριτικά, αλλά και επίμονα από το μπράτσο, για να κάτσει μαζί της στον πάγκο. "Έχει περάσει τόσος καιρός. Η Μάριν πρέπει να είναι πολύ ευχαριστημένη, πάντα έλεγε πως ο αδελφός της πρέπει να κάνει παιδιά. Όμως ο Μπραντ εξοργιζόταν πάντα στην ιδέα των κληρονόμων". 
   "Δεν καταλαβαίνω".
   "Όλα είναι στην τύχη, έλεγε. «Μπορεί να βγει άσχημο από τα σκέλια καλλονής, άξεστο όσο και αν του φέρεσαι με σεβασμό και χαζό όσο έξυπνοι και εάν είναι οι γονείς». Μέχρις ενός σημείου, πάντα έχει πλάκα ο Μπραντ. Ωστόσο όλοι αναγκάζονται κάποτε να προσπεράσουν τις προκαταλήψεις τους".
   Δείχνει τόσο θράσος, τόση ασέβεια από μέρους της Άγκνες να χρησιμοποιεί μόνο το επώνυμο του Γιοχάννες, να μιλά για εκείνον τόσο ελεύθερα. Η Νέλλα νιώθει προσβεβλημένη, άφωνη, αδυνατεί να κατανοήσει τις συνθήκες από τις οποίες ο Γιοχάννες θα μπορούσε να μιλήσει για κληρονόμους σε αυτή την περίεργη γυναίκα.
   Η Άγκνες σηκώνει μια κανάτα και σερβίρει σε δυο ποτήρια κρασί. Για μερικές στιγμές παραμένουν σιωπηλές, παρακολουθούν τη σταθερή κλιμάκωση της μέθης, τους λεκέδες από πόρτο πάνω στο δαμασκηνό τραπεζομάντιλο, τη λαμπερή επιφάνεια από τις πιατέλες που αδειάζουν, τα φαγητά που έχουν απομείνει να τις ξαναγεμίζουν. "Η Χρυσή Καμπή", λέει η Άγκνες, τα μάτια της ζυγίζουν τη Νέλλα σαν να παρακολουθεί παιχνίδι με τράπουλα. "Αν είσαι από το Άσσεντελφτ, θα πρέπει να σου φαίνεται πως βρίσκεσαι τόσο μακριά όσο η Μπατάβια". Τακτοποιεί μια ανύπαρκτη τούφα πίσω από το αυτί της, τα δαχτυλίδια στα δάχτυλά της λαμποκοπούν για άλλη μια φορά.
   "Λιγάκι".
   "Ξέρεις, με τον άντρα μου ταιριάζουμε πάρα πολύ -τόσο σπάνιο! Ο Φρανς με κακομαθαίνει", ψιθυρίζει συνωμοτικά. "Όπως θα σε κακομάθει κι εσένα ο Μπραντ".
   "Το ελπίζω", απαντά η Νέλλα.
   "Ο Φρανς μου είναι καλός άνθρωπος", λέει η Άγκνες.
   Η αυθαίρετη αυτή παρατήρηση μένει μετέωρη προκαλώντας την και η Νέλλα προβληματίζεται μπροστά σε αυτή την αλλόκοτη δήλωση. Ίσως έτσι να γίνονται πλέον οι συζητήσεις -εριστικά και πολεμικά, σαν να πρόκειται για χαλαρή κουβέντα. 
   "Τον αράπη τον γνώρισες;" συνεχίζει η Άγκνες. "Σκέτο θαύμα. Υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιοι στις εκτάσεις μου στο Σουρινάμ, αλλά δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν από αυτούς".
   Η Νέλλα πίνει μια γουλιά κρασί. "Εννοείς τον Όττο. Έχεις πάει στο Σουρινάμ;"
   Η Άγκνες γελάει. "Είσαι πολύ γλυκιά!"
   "Να υποθέσω πως δεν έχεις πάει".
   Το χαμόγελο της Άγκνες παγώνει. Η έκφρασή της είναι σχεδόν πένθιμη. "Το ότι μας δόθηκε όλη αυτή η περιουσία ήταν ένα θαυμάσιο παράδειγμα της πρόνοιας του Θεού, κυρία. Δεν υπήρχαν αδελφοί να παραμονεύουν, βλέπεις -μόνο εγώ. Δεν θα έθετα ποτέ τη ζωή μου σε κίνδυνο κάνοντας ένα τρίμηνο ταξίδι και τώρα ο Θεός μού ανέθεσε την ακατέργαστη ζάχαρη του μπαμπά. Πώς θα μπορούσα να τιμήσω τη μνήμη του, εγκλωβισμένη μέσα σε ένα καράβι στο πουθενά;"
   Η Νέλλα νιώθει το κρασί να ανεβαίνει στη ρινική κοιλότητα. Η Άγκνες γέρνει προς το μέρος της. "Υποθέτω πως ο αράπης δεν θα είναι σκλάβος με την αυστηρή έννοια της λέξης", λέει. "Ο Μπραντ ποτέ δεν μας άφηνε να τον αποκαλούμε έτσι. Πολλές κυρίες που γνωρίζω, σύζυγοι υψηλά ιστάμενων της Εταιρείας, έχουν έναν τέτοιο εδώ στο Άμστερνταμ. Εγώ θα ήθελα να έχω έναν που να παίζει μουσική. Ο Θησαυροφύλακας έχει τρεις και ο ένας από αυτούς είναι γυναίκα και ξέρει να παίζει και βιόλα! Ιδού η απόδειξη πως πλέον μπορεί να αγοράσει κανείς τα πάντα. Πώς να νιώθει άραγε ο ίδιος; Όλοι αναρωτιόμαστε. Που τον έφερε ο Μπραντ στην πατρίδα..."
   "Άγκνες", ακούγεται μια φωνή και η Νέλλα σπεύδει να σηκωθεί όρθια. "Παρακαλώ", λέει ο άντρας που βρίσκεται μπροστά τους και με μια χειρονομία τη διαβεβαιώνει πως δεν είναι απαραίτητο να του υποκλιθεί με το βαρύ ταφταδένιο της φόρεμα.
   Η Άγκνες δένει τα επιδέξια δάχτυλά της στην ποδιά της. "Ο σύζυγός μου, ο κύριος Μέερμανς", λέει. "Από εδώ η Πετρονέλλα Όορτμαν".
   "Πετρονέλλα Μπραντ", διορθώνει εκείνος εποπτεύοντας την αίθουσα. "Το γνωρίζω".
   Για μια στιγμή η σκηνή αυτή -αυτός ο άντρας που στεκόταν μπροστά της και η γυναίκα που καθόταν στο πλευρό του φορώντας όλη τους την περιουσία, οι δυο τους δεμένοι με αόρατους δεσμούς -αυτή ήταν η πιο ολοκληρωμένη εικόνα του γάμου που είχε δει η Νέλλα. Η αρμονία της είναι τρομακτική. 
   Ο Φρανς Μέερμανς είναι λίγο πιο νέος από τον Γιοχάννες, το φαρδύ πρόσωπό του δεν έχει αργαστεί από τον άνεμο ή τον ήλιο, το καλογραμμένο φαρδύ σαγόνι του θα μπορούσε να λιανίσει πέντε μερίδες κρέας. Κρατά ένα καπέλο, το γείσο του είναι το πιο φαρδύ σε όλη την αίθουσα. Κέρδισες ένα γκίλντερ, Γιοχάννες, σκέφτεται η Νέλλα και αναρωτιέται τι άλλα στοιχήματα κερδίζει με την ίδια ευκολία.
   Ο Μέερμανς είναι άνθρωπος που σύντομα θα είναι παχύς, φαντάζεται. Κάτι διόλου απίθανο, αν αναλογιστεί κανείς το φαγητό που σερβίρουν σε τέτοια μέρη. Μυρίζει λίγο βρεγμένο σκυλί και τσίκνα, μυρωδιά πιο άξεστη από τη φρουτώδη πομάδα της συζύγου του. Γέρνει προς τα εμπρός και παίρνει στα χέρια του ένα γυαλιστερό κουτάλι. "Είσαι αργυροχόος;" τη ρωτάει.
   Η Άγκνες χαμογελά βεβιασμένα στο κακόγουστο αστείο. "Θα μιλήσουμε με τον Μπραντ απόψε;" λέει.
   Ενστικτωδώς, ο Μέερμανς σηκώνει το κεφάλι και εποπτεύει την αίθουσα. Ο Γιοχάννες έχει απομακρυνθεί από το πηγαδάκι αντρών που έχει σχηματιστεί κοντά στο τραπέζι της Νέλλα και δεν φαίνεται πουθενά. "Θα μιλήσουμε", απαντά. "Η ζάχαρη βρίσκεται στην αποθήκη του σχεδόν δύο εβδομάδες τώρα".
   "Πρέπει να συμφωνήσουμε -εσύ να συμφωνήσεις- στους όρους. Επειδή εκείνη δεν βάζει τίποτε γλυκό στο στόμα της, δεν σημαίνει πως δεν βάζει κανείς". Η Άγκνες αφήνει να ακουστεί ένα επιφώνημα αποδοκιμασίας, σερβίρει στον εαυτό της άλλο ένα ποτήρι κρασί, το χέρι της έχει ένα ελαφρό τρέμουλο.
   Η Νέλλα σηκώνεται όρθια. "Πρέπει να βρω τον σύζυγό μου".
   "Έρχεται αυτή τη στιγμή", λέει η Άγκνες τυπικά. Ο Μέερμανς ακουμπά το γείσο του καπέλου του. Η Άγκνες κάνει μια βαθιά, αργή υπόκλιση, καθώς ο Γιοχάννες πλησιάζει. Ο Μέερμανς ισιώνει τη ραχοκοκαλιά του, προτάσσει το στέρνο του.
   "Κυρία Μέερμανς", λέει ο Γιοχάννες. Οι δυο άντρες δεν χαιρετούν ο ένας τον άλλον με την επίσημη υπόκλιση.
   "Κύριε", λέει ξέπνοα η Άγκνες, τα σκουρόχρωμα μάτια της κοιτούν με δέος το ακριβοραμμένο πανωφόρι του. Η Νέλλα έχει την εντύπωση πως η Άγκνες κάνει προσπάθεια για να μην απλώσει το χέρι να χαϊδέψει το βελουδένιο πέτο του. "Βλέπω κάνεις και απόψε τα γνωστά μαγικά σου".
   "Καθόλου μαγικά, κυρία μου. Είμαι απλά ο εαυτός μου".
   Η Άγκνες ρίχνει μια ματιά στον σύζυγό της, ο οποίος έχει συγκεντρώσει το βλέμμα του στο τραπεζομάντιλο. Σαν να ένιωσε τα μάτια της στον αυχένα του, ο Μέερμανς ανοίγει το στόμα του. "Θέλουμε να συζητήσουμε για τη ζάχαρη..." αρθρώνει δειλά και η Νέλλα διακρίνει μια σκιά στο μισοκρυμμένο του πρόσωπο.
   "Πότε θα πουληθεί;" ρωτά η Άγκνες, η ερώτησή της κεντρίζει τον αέρα.
   "Την έχω στα χέρια μου, κυρία".
   "Φυσικά, κύριε. Δεν αμφέβαλα ποτέ για..."
   "Η διαφθορά του Βαν Ρίμπεεκ στο ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, αυτοί οι καταραμένοι μικροί αυτοκράτορες στις απομακρυσμένες βάσεις μας", λέει ο Γιοχάννες. "Προσπαθούν να με λαδώσουν από την Μπατάβια, με πιέζουν μαυραγορίτες στην Ανατολή -ο κόσμος λαχταρά το καλό προϊόν και εγώ τους λέω πως θα το πάρουν από σένα, κυρία μου. Στο τέλος οι Δυτικές Ινδίες θα γίνουν σανίδα σωτηρίας για όλους μας, φαντάζομαι -όμως δεν πρόκειται να πάω τη δική σου ζάχαρη στην αγορά του Άμστερνταμ. Τη ζάχαρη αυτή πρέπει να τη διακινήσουμε έξω προσεκτικά και ελεγχόμενα..."
   "Όχι όμως στους Άγγλους", διακόπτει η Άγκνες. "Μισώ τους Άγγλους. Δεν ξέρεις τι προβλήματα προκάλεσαν στον πατέρα μου στο Σουρινάμ".
   "Ποτέ στους Άγγλους", τη διαβεβαιώνει ο Γιοχάννες. "Είναι καλά φυλαγμένη", προσθέτει τρυφερά. "Μπορείς να πας να την ελέγξεις, αν το επιθυμείς".
   "Πάτε ενάντια στο ρεύμα, κύριε, με την επιμονή σας να πουλήσετε έξω", παρατηρεί ο Μέερμανς. "Οι περισσότεροι Ολλανδοί πατριώτες θα ήθελαν να κρατήσουν έναν τέτοιο θησαυρό για τον εαυτό τους και, αν ακρίνω από την ποιότητά του, θα έπιανε και καλή τιμή".
   "Τέτοιου είδους φιλαυτία τη βρίσκω εχθρική προς εαυτόν", λέει ο Γιοχάννες. "Δεν βοηθά κανέναν. Έξω μας θεωρούν αφερέγγυους. Δεν έχω καμία πρόθεση να γίνω κάτι τέτοιο. Γιατί να μη διαδώσεις τη φήμη της ζάχαρής σου;"
   "Καλώς ή κακώς, εμείς έχουμε εμπιστευθεί εσένα".
   "Έχω κρατήσει έναν κώνο ζάχαρης στο σπίτι", διακόπτει η Άγκνες, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα. "Είναι τόσο... υπέροχα στερεή. Σκληρή σαν διαμάντι και όμορφη σαν κουτάβι. Έτσι συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου".
   Παίζει νευρικά με τη δαντέλα που σκεπάζει τον λαιμό της. "Δεν αντέχω στην ιδέα να τη θρυμματίσω".
   Η Νέλλα αμφιταλαντεύεται, ελαφρά ζαλισμένη, στυλώνει το βλέμμα της στο κατακάθι που βρίσκεται στον πάτο του ποτηριού της.
   "Θα σαλπάρω για τη Βενετία για σας τους δυο", λέει ο Γιοχάνες. "Εκεί υπάρχουν πολλοί αγοραστές. Δεν είναι η καλύτερη στιγμή για να εμφανιστεί η ζάχαρή σας, όμως να είστε βέβαιοι πως υπάρχουν Βενετοί που θα θελήσουν να αγοράσουν".
   "Βενετοί;" λέει κοφτά η Άγκνες. "Παπιστές;"
   "Ο πατέρας της προσπάθησε σκληρά, κύριε Μπραντ", πετάγεται ο Μέερμανς, "για να μη χορτάσουν καθολικά στομάχια από τα δικά του χέρια".
   "Όμως τα γκίλντερ, από όποια τσέπη και αν προέρχονται, έχουν την ίδια αξία, έτσι δεν είναι; Ένας αληθινός επιχειρηματίας το ξέρει αυτό. Στη Βενετία και στο Μιλάνο καταναλώνουν ζάχαρη όπως εμείς οι Ολλανδοί αναπνέουμε..."
   "Έλα, Άγκνες", λέει ο Φρανς. "Κουράστηκα. Και χόρτασα". Σφηνώνει πάλι το καπέλο στο κεφάλι του σαν να βάζει φρένο στις σκέψεις του. Η Άγκνες στέκεται και περιμένει καθώς η αμήχανη σιωπή παρατείνεται.
   "Καληνύχτα, λοιπόν", λέει τελικά ο Γιοχάννες, το πλατύ του χαμόγελο δεν μπορεί να κρύψει την κούραση πίσω από το βλέμμα του.
   "Ο Θεός μαζί σου", λέει η Άγκνες τρυπώνοντας το χέρι της μέσα στο μπράτσο του συζύγου της. Καθώς το ζεύγος προσπερνά τους επενδεδυμένους με ξύλο τοίχους, τα ματωμένα από το κρασί τραπεζομάντιλα, τις αναποδογυρισμένες ασημένιες κανάτες και τα αποφάγια, η Νέλλα νιώθει να εξαπλώνεται ένα αίσθημα ανησυχίας.
   "Γιοχάννες", λέει, "η Μάριν είπε πως πρέπει να προσκαλέσουμε..."
   Ακουμπά το χέρι του στον ώμο της, κυρτώνει από το βάρος του. "Νέλλα", αναστενάζει, "τέτοιους ανθρώπους πρέπει πάντα να τους αφήνεις ανικανοποίητους".
   Όταν όμως η Άγκνες κοιτάζει πάνω από τον ώμο και της ρίχνει μια υπεροπτική ματιά, η Νέλλα δεν είναι τόσο σίγουρη.

   Στον γυρισμό, μέσα στο πλοιάριο, ο Γιοχάννες κάθεται με το σώμα του τεντωμένο, σαν φώκια που λιάζεται στην παραλία.
   "Ξέρεις πολλούς ανθρώπους, Γιοχάννες. Σε θαυμάζουν".
   Χαμογελά. "Πιστεύεις πως θα μου μιλούσαν αν δεν ήμουν πλούσιος;"
   "Είμαστε πλούσιοι;" ρωτά εκείνη. Οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα της πριν προλάβει να τις σταματήσει, η ταραχή στη φωνή της είναι ολοφάνερη, η αμφιβολία της κραυγαλέα σαν κατηγορία.
   Στρέφει το κεφάλι του προς το μέρος της, τα μαλλιά του είναι παγιδευμένα στον πάγκο κάτω από το μάγουλό του. "Τι σε απασχολεί;" τη ρωτάει. "Μη δίνεις σημασία στη Μάριν, σ' αυτά που λέει. Της αρέσει πολύ να ανησυχεί".
   "Δεν φταίει η Μάριν", αποκρίνεται η Νέλλα, ύστερα όμως αναλογίζεται πως ίσως έχει επηρεαστεί από εκείνη.
   "Μόνο και μόνο επειδή κάποιος σου λέει κάτι με λίγο πάθος, αυτό δεν σημαίνει πως είναι αλήθεια. Έχω υπάρξει και πιο πλούσιος. Έχω όμως υπάρξει και πιο φτωχός. Ποτέ ωστόσο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τη διαφορά". Η φωνή του είναι αργόσυρτη, ναρκωμένη από το φαγητό και την εξάντληση της βραδιάς. "Στην πραγματικότητα δεν μπορείς να αγγίξεις την περιουσία μου, Νέλλα. Είναι σαν αέρας, φουσκώνει, μειώνεται. Αυξάνεται πάλι. Μπορεί να εξαγοράσει στερεά πράγματα, όμως η ίδια είναι άυλη, μπορείς να τη διαπεράσεις με το χέρι σου, σαν νεφέλωμα".
   "Όμως, άντρα μου, δεν θα διαφωνήσεις πως δεν υπάρχει τίποτε πιο στέρεο από ένα νόμισμα".
   Καθώς χασμουριέται και κλείνει τα μάτια του, η Νέλλα φέρνει στο νου της τα χρήματα του συζύγου της, άπιαστα σαν την καταχνιά, να διαλύονται και να πυκνώνουν απρόβλεπτα. "Γιοχάννες, είναι κάτι που πρέπει να σου πω". Σωπαίνει. "Είναι ένας... ένας μινιατουροποιός που προσέλαβα..."
   Κοιτάζοντας όμως προς το μέρος του, βλέπει πως έχει παραδοθεί στη λήθη της γεμάτης κοιλιάς. Η Νέλλα θέλει να ξυπνήσει, για να μπορέσει να του κάνει κι άλλες ερωτήσεις. Αντίθετα με τη Μάριν, έχει πάντα μια ενδιαφέρουσα απάντηση να δώσει. Έμοιαζε αναστατωμένος, όταν αποχώρησε ο Φρανς και η Άγκνες, τα γκρίζα μάτια του ήταν ανήσυχα, στραμμένα προς μύχιες σκέψεις, που για άλλη μια φορά δεν τις φανέρωνε. Γιατί ο Μέερμανς ήταν τόσο λιγότερο ενθουσιώδης από τη σύζυγό του στη συναναστροφή του με τον Γιοχάννες; Γιατί ο Γιοχάννες δεν τους προσκάλεσε στο σπίτι τους;
   Η Νέλλα μυρίζει την άνθινη πομάδα της Άγκνες που έμεινε στα χέρια της. Το στομάχι της γουργουρίζει κάτω από το δαντελένιο μεσοφόρι της και σκέφτεται πως θα έπρεπε να είχε φάει περισσότερο. Τα χρόνια του Γιοχάννες φανερώνονται από τον τρόπο που πέφτουν τα βλέφαρά του και από το πιγούνι του που κρέμεται πάνω στο στέρνο του. Τα χαρακτηριστικά του μοιάζουν τραχιά, στα τριάντα εννιά του το πρόσωπό του φαντάζει βγαλμένο από παραμύθι. Αναλογίζεται τις σιωπές που ακολούθησαν τη ζωηρή διάθεσή του για κουβέντα, προτού κάτι πιο σκοτεινό του τραβήξει το ενδιαφέρον. Κλείνει τα μάτια της, ακουμπά το χέρι της στην επίπεδη επιφάνεια της κοιλιάς της. Όπως θα σε κακομάθει κι εσένα ο Μπραντ
   Στο μυαλό της έρχεται πάλι το ερωτικό σημείωμα που βρήκε κρυμμένο στο δωμάτιο της Μάριν. Ποιος να το είχε γράψει, πόσες μέρες -ή χρόνια- να βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στις σελίδες; Η Νέλλα αναρωτιέται με τι διάθεση το διαβάζει η Μάριν -με ικανοποίηση ή με περιφρόνηση; Το απαλό άγγιγμα της ζιμπελίνας κάτω από τον αυστηρό μαύρο κορσέ της, η γαμήλια ανθοδέσμη της μια κιτρινισμένη νεκροκεφαλή απιθωμένη στα ράφια της. Όχι. Κανείς δεν θα περιποιούνταν ποτέ τη Μάριν. Δεν θα επέτρεπε σε κανέναν κάτι τέτοιο.
   Η Νέλλα σηκώνει το χέρι της στο μισοσκόταδο, κοιτάζει τη βέρα της, τα νύχια της σαν αχνό ροζ κέλυφος από όστρακο. Στο Άσσεντελφτ μπορεί να υπήρχε μόνο μία κεντρική πλατεία, όμως τουλάχιστον οι άνθρωποι, που σύχναζαν εκεί, θα άκουγαν αυτό που είχε να πει. Εδώ, δεν είναι παρά μια μαριονέτα, ένα σκεύος για να αδειάζουν οι άλλοι τα λογύδριά τους. Και δεν παντρεύτηκε μόνο έναν άντρα, παντρεύτηκε έναν ολόκληρο κόσμο. Αργυροχόους, την κουνιάδα της, περίεργες γνωριμίες, ένα σπίτι μέσα στο οποίο νιώθει χαμένη, ένα μικρότερο που την τρομάζει. Φαινομενικά, της προσφέρονται τόσα πολλά, η Νέλλα όμως νιώθει πως κάτι της στερούν.
   Όταν μπαίνουν στο σπίτι, στρέφεται προς το μέρος του, αποφασισμένη να μιλήσει -όμως ο Γιοχάννες έχει σκύψει και μιλάει στη Ρεζέκι. Η προτίμηση που της δείχνει είναι απροκάλυπτη, ο Γιοχάννες χαϊδεύει ζωηρά με την παλάμη του το κρανίο του σκυλιού. Η Ρεζέκι αποκαλύπτει τα δόντια της, απολαμβάνοντας παθητικά. Κανείς δεν έχει ανάψει τα κεριά του διαδρόμου. Ο χώρος είναι τόσο σκοτεινός, το φεγγάρι άφαντο μέσα από τα ψηλά παράθυρα. 
   "Σε τάισαν, ομορφιά μου;" ρωτά, η φωνή του μειλίχια, γεμάτη αγάπη. Το λαγωνικό ανταποκρίνεται, ραπίζοντας με τη μυώδη της ουρά τα πλακάκια, και ο Γιοχάννες γελάει.
   Το γέλιο του εκνευρίζει τη Νέλλα, η προσοχή που αποζητά δίνεται σε ένα ζώο. "Πάω να ξαπλώσω, λοιπόν", λέει.
   "Φυσικά", απαντά, ισιώνοντας τον κορμό του. "Πρέπει να είσαι κουρασμένη".
   "Όχι, Γιοχάννες. Δεν είμαι κουρασμένη".
   Τον κοιτάζει επίμονα ώσπου εκείνος να αποστρέψει το βλέμμα. "Πρέπει να κρατήσω σημειώσεις από τους άντρες που γνώρισα απόψε". Προχωρά προς το γραφείο του και το σκυλί τον ακολουθεί αμέσως.
   "Σου κρατά καλή συντροφιά;" φωνάζει η Νέλλα. Έντεκα μέρες έμεινε μόνη ως σύζυγος, σκέφτεται. Περισσότερες μέρες απ' όσες έκανε ο Θεός για να φτιάξει τον κόσμο.
   "Με βοηθά", απαντά εκείνος. "Αν προσπαθήσω να λύσω ένα πρόβλημα κατευθείαν, δεν τα καταφέρνω. Αν ασχολούμαι μαζί της, η απάντηση έρχεται από μόνη της".
   "Είναι χρήσιμη τότε".
   Ο Γιοχάννες χαμογελά. "Πράγματι".
   "Και πόσο πλήρωσες για τον Όττο -είναι κι αυτός χρήσιμος;" ρωτάει, η φωνή της είναι ψυχρή και στριγκή από την ένταση.
   Η έκφραση του Γιοχάννες σκοτεινιάζει και η Νέλλα νιώθει το αίμα της να σφυροκοπά κάτω από το πρόσωπό της. "Τι σου είπε η Άγκνες;" λέει.
   "Τίποτα", αντιγυρίζει, όμως η αλήθεια είναι πως τα λόγια της Άγκνες πέρασαν ύπουλα μέσα στη σκέψη της.
   "Πλήρωσα μονάχα προκαταβολικά τον πρώτο μισθό του", λέει, η φωνή του σταθερή.
   "Ο Όττο πιστεύει πως τον ελευθέρωσες;"
   Ο Γιοχάννες κλειδώνει το σαγόνι του. "Σ' ενοχλεί, Πετρονέλλα, που ζεις εδώ μαζί του;"
   "Καθόλου. Απλά... ποτέ μου -θέλω να πω πως..."
   "Είναι ο μοναδικός υπηρέτης που είχα ποτέ μου", απαντά ο Γιοχάννες. "Και που θα έχω στη ζωή μου".
   Γυρίζει την πλάτη του. Μη φεύγεις, σκέφτεται η Νέλλα. Αν φύγεις, θα γίνω αόρατη, την ίδια στιγμή, εδώ στον διάδρομο αυτόν και κανείς δεν θα με ξαναβρεί. Δείχνει το σκυλί που κάθεται υπάκουα στο πλευρό του. "Αυτή είναι η Ρεζέκι ή η Ντάνα;" ρωτάει.
   Ο Γιοχάννες ανασηκώνει τα φρύδια του, χαϊδεύει το ζώο με τρυφερότητα. "Πρόσεξες τα ονόματά τους. Αυτή είναι η Ρεζέκι. Η Ντάνα έχει ένα σημάδι στην κοιλιά".
   Το ξέρω, σκέφτεται η Νέλλα, φέρνει στον νου της το λιλιπούτειο σκυλί στον αποπάνω όροφο, που την περιμένει στο κουκλόσπιτο. "Έχουν περίεργα ονόματα".
   "Όχι, αν είσαι από τη Σουμάτρα".
   "Τι σημαίνει Ρεζέκι;" Νιώθει μικρή και ανόητη.
   "Τύχη", αποκρίνεται εκείνος και γλιστρά στο γραφείο του, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

   Η Νέλλα βυθίζει το βλέμμα της στο σκοτάδι του διαδρόμου, ένα κρύο ρεύμα φυσά προς το μέρος της, σαν να άνοιξε άλλη μια πόρτα κάπου στο βάθος, πέρα από τα μαρμάρινα πλακάκια. Ανατριχιάζει ολόκληρη. Κάποιος είναι στο σκοτάδι.
   "Ποιος είναι εκεί;" φωνάζει.
   Από μακριά, από το βάθος της κουζίνας ακούγονται αμυδρά φωνές, νευρικά μουρμουρητά, ενίοτε ο μεταλλικός κρότος μιας κατσαρόλας. Η αίσθηση ότι την παρακολουθούν φθίνει και οι ήχοι αυτοί, παρόλο που είναι μακρινοί, την παρηγορούν. Το σπίτι κάνει τη Νέλλα να χάσει την αίσθηση της αναλογίας, σαν να θέλει να βεβαιωθεί απλώνει το χέρι και αγγίζει τη στέρεη ξύλινη κάσα της πόρτας του Γιοχάννες. Όταν αισθάνεται κάτι πίσω της, σαν αναπνοή, και κάτι να περνά ξυστά από τον ποδόγυρο του φουστανιού της, η Νέλλα βροντά την πόρτα του γραφείου με τις δυο γροθιές της.
   "Όχι τώρα, Μάριν".
   "Η Νέλλα είμαι!"
   Ο Γιοχάννες δεν απαντά και η Νέλλα αντικρίζει το σκοτάδι, προσπαθώντας να μην αφήσει τον φόβο της να νικήσει. "Γιοχάννες, σε παρακαλώ. Άσε με να μπω".
   Όταν η πόρτα ανοίγει, η κίτρινη λάμψη των κεριών είναι τόσο φιλόξενη που η Νέλλα θα μπορούσε να δακρύσει.

    Aυτό που μεμιάς τής κάνει εντύπωση είναι η αίσθηση ότι το γραφείο είναι ένας χώρος ζωντανός, μια αίσθηση που δεν συνάντησε στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού. Αυτό το δωμάτιο έχει αυστηρή λειτουργία. Έχει ξεκάθαρο ρόλο, εκεί η Νέλλα νιώθει πιο κοντά στον Γιοχάννες παρά ποτέ. Καθώς μπαίνει μέσα και κλείνει την πόρτα πίσω της, προσπαθεί να αποδιώξει τον τρόμο που ένιωσε στον διάδρομο.
   "Δεν είναι κανείς εκεί έξω, Νέλλα", λέει. "Μόνο σκοτάδι. Γιατί δεν πας να ξαπλώσεις;"
   Η Νέλλα αναρωτιέται πώς αντιλήφθηκε τον φόβο της, όπως ακριβώς είχε καταλάβει ότι η Άγκνες την είχε αναστατώσει με αυτά που είχε πει για τον Όττο. Το παρατηρητικό βλέμμα του Γιοχάννες είναι σαν της κουκουβάγιας, συλλογίζεται. Σε αγκυλώνει.
   Έξω έχει αρχίσει να βρέχει, ακούγεται το απαλό νυχτερινό ψιχάλισμα, ρυθμικό και οικείο. Υπάρχει μια ανεπαίσθητη ταγκή μυρωδιά στο μικρό δωμάτιο, ένα ψηλό ξύλινο τραπέζι είναι στερεωμένο με μεντεσέδες στον τοίχο, πάνω του ένας σωρός από τυλιγμένα χαρτιά και μια χρυσή βάση μελανοδοχείου. Το χαμηλό ταβάνι είναι καλυμμένο με μαύρα σημάδια από την κάπνα των κεριών και το δαιδαλώδες μοτίβο ενός πλούσιου τούρκικου χαλιού μετά βίας διακρίνεται κάτω από σκόρπια φύλλα γεμάτα λέξεις σε ανοίκειες γλώσσες. Κομμάτια από κόκκινη κέρινη σφραγίδα είναι σκορπισμένα παντού και μερικά έχουν γίνει ένα με τα μάλλινα νήματα του χαλιού.
   Σε όλους τους τοίχους υπάρχουν χάρτες, περισσότεροι από όσους έχει η Μάριν. Η Νέλλα κοιτάζει το σχήμα της Βιρτζίνια και τις υπόλοιπες εκτάσεις της Αμερικής, τον Ειρηνικό Ωκεανό, τις Μολούκες, την Ιαπωνία. Κάθε μέρος είναι χαρακωμένο με λεπτές γραμμές που φεύγουν ακτινωτά σαν έδρες διαμαντιού. Οι χάρτες αυτοί είναι εργαλεία ακριβείας, δεν είναι σημειωμένοι με αναπάντητα ερωτήματα. Κάτω από το παράθυρο βρίσκεται ένα τεράστιο μπαούλο κλειδωμένο με λουκέτο, λαξευμένο από σκούρο ξύλο. "Εκεί είναι φυλαγμένα τα γκίλντερ", λέει ο Γιοχάννες και κάθεται στο σκαμνί του.
   Η Νέλλα θα ήθελε ο Γιοχάννες να ήταν πιο επιθετικός, να ήταν λύκος και όχι κουκουβάγια. Τότε θα αισθανόταν πως έχει κανονικό ρόλο, πως δεν είναι μόνο μια υπόνοια συζύγου. "Ήθελα... να σε ευχαριστήσω", ψελλίζει. "Για το κουκλόσπιτο. Έχω τόσα σχέδια..."
   "Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς", λέει και διώχνει πάλι τον αέρα με το χέρι του. "Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω".
   "Μα, ήθελα να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου", συνεχίζει.
   Η Νέλλα προσπαθεί να μιμηθεί τη χάρη που είχε στις κινήσεις η Άγκνες Μέερμανς, χαϊδεύει το μανίκι του με το τρεμάμενο χέρι της. Θέλει την ένωση αυτή, θέλει η εικόνα του γάμου της να γίνει αληθινή. Εκείνος δεν αντιδρά. Τα δάχτυλά της ψαύουν παρακλητικά, σαν παιδιού.
   "Λοιπόν;" λέει εκείνος.
   Χαμηλώνει το χέρι της και το ακουμπά ψηλά στον μηρό του. Ποτέ στη ζωή της δεν έχει αγγίξει έτσι κάποιον άντρα, πόσο μάλλον κάποιον τόσο επιβλητικό. Μπορεί να νιώσει τον μυώδη όγκο του ποδιού του κάτω από το χοντρό μάλλινο ύφασμα. "Όταν μιλάς αυτές τις γλώσσες, με συναρπάζεις", ομολογεί.
   Αίφνης αντιλαμβάνεται πως αυτό που είπε ήταν λάθος. Εκείνος σηκώνεται από το σκαμνί. "Ορίστε;" απορεί.
   Ο Γιοχάννες δείχνει τόσο απογοητευμένος που η Νέλλα κλείνει με τα χέρια το στόμα της, λες και με την κίνηση αυτή θα μπορούσε να πάρει πίσω τις λέξεις. "Ήθελα μόνο... ήταν απλά..."
   "Έλα εδώ", τη διακόπτει. Προς έκπληξή της τής χαϊδεύει τα μαλλιά με αδέξιες κινήσεις. 
   "Λυπάμαι", λέει εκείνη, παρόλο που δεν ξέρει για ποιο πράγμα απολογείται. Γέρνει πάνω της, κρατώντας τα αδύνατα μπράτσα της και τη φιλά στο στόμα.
   Ένα ξαφνικό σοκ -η ζεστή απειλητική γεύση κρασιού και καβουριού από το στόμα του- την πλήττει και επιστρατεύει όλο το κουράγιο της για να μην ταραχτεί στο αγκάλιασμά του. Ανοίγει λίγο τα χείλη της, μόνο για να ελαφρύνει την πίεση από το στόμα του. Εξακολουθεί να την κρατά -και εκείνη αποφασίζει γρήγορα, πριν υπερισχύσει ο φόβος, να φέρει το χέρι της στο ύψος των γλουτών του. Αν αυτό είναι που πρέπει να κάνουν όλες οι γυναίκες, σκέφτεται, τότε η εξάσκηση μπορεί να το κάνει σχετικά ευχάριστη εμπειρία.
   Η Νέλλα μόλις που αντιλαμβάνεται το εξόγκωμα για το οποίο καμία γνώση δεν έχει. Όμως δεν είναι σαν ραβδί, όπως της είχε υποσχεθεί η μητέρα της, περισσότερο θυμίζει ζαρωμένο σκουλίκι, ένα...
   Τα δάχτυλά της φαίνεται πως άνοιξαν τους κρουνούς μιας πηγής και ο Γιοχάννες την αφήνει από τα χέρια του, με ένα σάλτο βρίσκεται στην άκρη του γραφείου του. "Νέλλα", ψελλίζει. "Ω, Θεέ μου".
   "Άντρα μου..."
   "Φύγε!" φωνάζει. "Βγες έξω".
   Η Νέλλα φεύγει τρεκλίζοντας με ένα προειδοποιητικό γάβγισμα της Ρεζέκι και ο Γιοχάννες κοπανάει την πόρτα. Ακούει το κλειδί του να γυρνά στην κλειδαρότρυπα και καθώς την κατακλύζει ξανά ο τρόμος του σκοτεινού διαδρόμου, τρέχει επάνω στο δωμάτιό της.
   Το κουκλόσπιτο είναι στη γωνία, τραβάει τις κουρτίνες του, μέσα του το λίκνο λάμπει προσβλητικά στο φως του φεγγαριού. Η Νέλλα κλοτσάει το πόδι της ξύλινης κατασκευής, όμως το ξύλο και η ταρταρούγα δεν υποχωρούν και ακούει τον ξερό κρότο κόκαλου που τσακίζεται. Σκούζει από τον πόνο, όμως αρνείται να κλάψει. Κάνει τον γύρο του δωματίου κουτσαίνοντας, γυρίζοντας προς τον τοίχο τους πίνακες του συζύγου της. Κρεμασμένος λαγός και σάπιο ρόδι, όλοι τους ανάποδα.

Burton Jessie, Το Κουκλόσπιτο, (μετφ. Μυρτώ Καλοφωλιά), εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018

Σημειώσεις:
(1) Herenbrood (ολλανδικά στο πρωτόπτυπο): σημαίνει στην κυριολεξία «το ψωμί των ευγενών» και καταναλωνόταν από τους εύπορους. Φτιαχνόταν από αλεύρι σίτου, καθαρισμένο και αλεσμένο, σε αντίθεση με το πιο φτηνό, το ψωμί από σίκαλη.
(2) Guilder (ολλανδικά στο πρωτότυπο): ασημένιο νόμισμα που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1680, που διαιρούνταν σε 20 στίβερ και σε 160 ντουίτ. Μεγαλύτερες χρηματικές αξίες εκδίδονταν σε χαρτονομίσματα.
(3) Η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, γνωστή στην παλιά Ολλανδική Δημοκρατία και ως Ενωμένη Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Η Εταιρεία ιδρύθηκε το 1602 και είχε υπό τη διεύθυνσή της στόλο εκατοντάδων πλοίων που εκτελούσαν εμπορικές συναλλαγές σε όλη την Αφρική, την Ευρώπη, την Ασία και το ινδονησιακό αρχιπέλαγος. Το 1669, η Εταιρεία είχε στο δυναμικό της 50.000 μέλη (Βewindhebber: μέλος της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, που συχνά είχε επενδύσει σε αυτήν μεγάλα κεφάλαια), 60 θυγατρικές εταιρείες και 17 βασίλεια. Έως το 1671, οι μετοχές της Εταιρείας στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ άγγιξαν το 570% της ονομαστικής τους αξίας. Χάρη στην άνθηση της γεωργίας και την οικονομική δύναμη των Ενωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών, λεγόταν πως οι φτωχοί στις Κάτω Χώρες σιτίζονταν πολύ καλύτερα από τους φτωχούς στην Αγγλία, στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Οι δε πλούσιοι των χωρών αυτών σιτίζονταν καλύτερα από όλους τους κατοίκους του πλανήτη. 
(4) Warenar του Hooft: τραγικωμωδία του 1617 περί μετριοπάθειας, απληστίας και εμμονής. Ο Warenar ο τσιγκούνης έχει μια κόρη, την Claartje, που έχει μείνει έγκυος από παράνομο έρωτα με μνηστήρα τον οποίο ο Warenar δεν εγκρίνει. Κατά τον 17ο αιώνα το Άμστερνταμ εξελίχθηκε σε διεθνές κέντρο διακίνησης βιβλίων και τα βιβλία σε μεγάλο βαθμό διέφευγαν τη λογοκρισία από πλευράς κυβέρνησης. Όσα απαγορεύονταν σε άλλες χώρες εκδίδονταν στο Άμστερνταμ.
(5) Bourse: ανάμεσα στο 1609 και το 1611 χτίστηκε το πρώτο χρηματιστήριο αξιών και εμπορευμάτων σε ένα κομμάτι του καναλιού Ρόκιν. Αποτελούνταν από μια ορθογώνια αυλή που περιστοιχιζόταν από αψίδες όπου γίνονταν οι συναλλαγές. 
(6) Stadhuis (oλλανδικά στο πρωτότυπο): το Δημαρχείο, το σημερινό Βασιλικό Παλάτι στην πλατεία Νταμ. Οι καταθέσεις και οι έρευνες των υποθέσεων λάμβαναν χώρα στο Schoutkamer, ενώ η φυλακή και η αίθουσα βασανιστηρίων βρίσκονταν στο υπόγειο. Η θανατική ποινή ανακοινωνόταν στο υπόγειο από τον schout, ενώπιον του κατηγορούμενου και παρουσία ιερέα. Οποιοσδήποτε μπορούσε να ακούσειτην καταδίκη από τη θέση του ακροατηρίου σε ένα περιορισμένο μέρος του ισογείου, κοιτάζοντας κάτω στην αίθουσα καταδίκης. Στο υπόγειο του Στάντχουις στεγαζόταν επίσης και η Συναλλαγματική Τράπεζα του Άμστερνταμ, όπου φυλάσσονταν όλα τα είδη νομισμάτων και σβόλοι από χρυσό και ασήμι. Οι καταθέτες έπαιρναν γκίλντερ αντίστοιχης αξίας. Η τράπεζα διεκπεραίωνε επίσης μεταφορές χρημάτων μεταξύ λογαριασμών πελατών. 
(7) Gebuurte (ολλανδικά στο πρωτότυπο): μια συνοικιακή ομάδα που φροντίζει από κοινού για την τάξη, την ασφάλεια και τη δημόσια γαλήνη, βοηθώντας τους γείτονες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αναλαμβάνοντας τον ρόλο διαμεσολαβητή σε οικογενειακές διαμάχες και παρέχοντας βοήθεια σε επικείμενους θανάτους και σε κηδείες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: