Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

[ Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ]

  

Γρανάδα, 1491
   Πρώτα ακούστηκε μια κραυγή και ύστερα το δυνατό μουγκρητό της φωτιάς που τύλιξε τα μεταξωτά υφάσματα, αμέσως μετά ακολούθησε ένα κρεσέντο από πανικόβλητες φωνές που άρχισαν να εξαπλώνονται από αντίσκηνο σε αντίσκηνο, μαζί με τις φλόγες που πηδούσαν από το ένα μεταξωτό λάβαρο στο άλλο, διατρέχοντας σχοινιά αντιστήριξης και ξεπηδώντας μέσα από ανοίγματα από μουσελίνα. Τα άλογα άρχισαν να χλιμιντρίζουν τρομοκρατημένα και οι άνθρωποι φώναζαν για να τα καλμάρουν, αλλά ο τρόμος στις φωνές τους χειροτέρεψε τα πράγματα, ώσπου ολόκληρη η κοιλάδα φωτίστηκε από χιλιάδες πύρινες λαίλαπες και η νύχτα κατακλύστηκε από μανιασμένους καπνούς, κραυγές και ουρλιαχτά.
   Το κοριτσάκι πετάχτηκε έντρομο από το κρεβάτι του, ζητώντας τη μητέρα του και φωνάζοντας στα ισπανικά: «Οι Μαυριτανοί; Έρχονται να μας πιάσουν οι Μαυριτανοί;»
   «Θεέ μου, σώσε μας, έβαλαν φωτιά στο στρατόπεδο!» αναφώνησε η γκουβερνάντα της. «Παναγία Θεοτόκε, θα με βιάσουν κι εσένα θα σε σουβλίσουν με τα γιαταγάνια τους».
   «Μητέρα!» φώναξε το παιδί πασχίζοντας να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Πού είναι η μητέρα μου;» 
    Το κοριτσάκι πετάχτηκε έξω, με τη νυχτικιά της να ανεμίζει γύρω από τα πόδια της, ενώ το ύφασμα της σκηνής της άρπαξε φωτιά και λαμπάδιασε σε μια κόλαση πανικού. Τα χιλιάδες αντίσκηνα του στρατοπέδου είχαν πάρει φωτιά και οι φλόγες υψώνονταν στη σκοτεινή νυχτιά σαν πύρινα σιντριβάνια, πετώντας σαν σμήνη πυγολαμπίδων και μεταδίδοντας την καταστροφή.
   «Μητέρα!» ούρλιαξε.
   Μέσα από τις φλόγες ξεπρόβαλαν δύο τεράστια σκουρόχρωμα άλογα, σαν μυθικά ζώα που κινούνταν σαν ένα, που διαγράφονταν κατάμαυρα μπροστά στη λάμψη της φωτιάς. Από την αφάνταστα ψηλή θέση της, η μητέρα του παιδιού έσκυψε για να μιλήσει στην κόρη της που έτρεμε, με το κεφάλι της να φτάνει μόλις μέχρι τον ώμο του αλόγου. «Μείνε με την γκουβερνάντα σου σαν καλό κορίτσι», διέταξε η γυναίκα, χωρίς ίχνος φόβου στη φωνή της. «Εγώ και ο πατέρας σου πρέπει να πάμε για να δείξουμε σε όλους ότι είμαστε εδώ».
   «Άσε με να έρθω μαζί σου! Μητέρα! Θα καώ. Άσε με να έρθω κι εγώ! Οι Μαυριτανοί θα έρθουν να με πιάσουν!» Το κοριτσάκι σήκωσε τα μπράτσα προς τη μητέρα της.
   Η λάμψη της φωτιάς λαμπύρισε παράξενα πάνω στο θώρακα και στις στολισμένες με ανάγλυφα περικνημίδες της μητέρας της, σαν να ήταν και η ίδια φτιαγμένη από μέταλλο, μια γυναίκα καμωμένη από ασήμι και χρυσάφι, καθώς έσκυψε μπροστά και είπε αυστηρά: «Αν δεν με δουν οι άντρες, θα λιποτακτήσουν. Δεν θες να γίνει κάτι τέτοιο».  
   «Δεν με νοιάζει!» τσίριξε το πανικόβλητο παιδί. «Δεν με νοιάζει τίποτα, μόνο εσύ! Σήκωσέ με!»
   «Ο στρατός προηγείται», είπε αποφασιστικά η γυναίκα πάνω στο ψηλό μαύρο άλογο. «Πρέπει να πάω για να με δουν».
   Έστρεψε το κεφάλι του αλόγου της μακριά από την πανικόβλητη κόρη της. «Θα γυρίσω να σε πάρω», είπε πάνω από τον ώμο της. «Περίμενε εδώ. Αλλά τώρα προέχει αυτό».