Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

[ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ ]

   Τάιτα, 13 Ιουλίου 1939
   Η Σιμπίλια ένιωθε σαν μεθυσμένη εκείνο το πρωί που ταξίδευε για την Τάιτα από το σπίτι της στην Τσιορίνια. Δε λυπάμαι ούτε φοβάμαι, προσπαθούσε να παρηγορήσει τον εαυτό της. Τι έχω να φοβηθώ; Ήταν αδύνατο να συμβαίνουν όλα αυτά σ' εκείνη, τη Σιμπίλια Σιλβάνι, αγαπημένη των καλογραιών στο μοναστήρι, αριστούχο, σολίστα της χορωδίας, πρώτη στο μάθημα των αγγλικών, ηλικίας δεκαέξι χρονών και δύο μηνών. Α όχι, το εφιαλτικό ταξίδι στη ράχη του ράθυμου μουλαριού δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο. Η αίσθηση του εξωπραγματικού την τύλιγε σ' ένα προστατευτικό κουκούλι. 
   Κοιτούσε δεξιά ζερβά, σαν σε όνειρο, καθώς περνούσαν μέσα από το δάσος Τέρι. Οι εικόνες ήταν συγκεχυμένες και θολές γιατί φορούσε βέλο -ηλιαχτίδες διαπερνούσαν το αχνό πούσι, πυκνά φυλλώματα αιωνόβιων δέντρων σκοτείνιαζαν το δρόμο τους, μερικά καλοθρεμμένα γουρούνια μασουλούσαν καρύδια και βατόμουρα και κυλιόνταν σε μια λιμνούλα λάσπης. 
   Άνθρωποι φώναζαν και γελούσαν. Ανάμεσα στις φωνές ξεχώριζε εκείνη του πατέρα της που, κατά τα φαινόμενα, μην έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνει, αστειευόταν με τους φίλους του. 
   "Βόηθα με, Παναγιά μου, κάνε να είναι όλα ένα κακό όνειρο".
   Πριν από μια βδομάδα μόλις, ούτε που υποπτευόταν ότι ο κόσμος της θα γυρίσει τα πάνω κάτω. Θα πήγαινε άλλον ένα χρόνο στο σχολείο, η μητέρα της επέμενε πάνω σε αυτό. Ωστόσο, την περασμένη βδομάδα,  ο μπαμπάς τούς ανακοίνωσε τα σχέδιά του. Η μαμά έκλαψε αλλά η Σιμπίλια δεν έχυσε δάκρυ. Ήταν τόση η κατάπληξή της που δεν μπορούσε ούτε να κλάψει. Μέχρι τότε πίστευε ότι ο πατέρας της την αγαπούσε. Εκείνη τη μέρα, όμως, ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή της.
   Όσο για τον Μισέλ, τον μέλλοντα σύζυγό της, δεν ήξερε καν πώς είναι. Το πρωί, που τον συνάντησε για πρώτη φορά, ένιωθε τόσο τρόμο, τόση συστολή, ώστε δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια πάνω του. Ήξερε όμως πως βάδιζε πίσω της, στη γελοία νυφιάτικη πομπή, μαζί με τη μητέρα της, τους τέσσερις αδερφούς της κι έξι θειάδες της με τους συζύγους και τα παιδιά τους, που ο καθένας κρατούσε κι ένα μέρος των προικιών της.
   Δεν πρέπει να κλάψω. Δεν είναι αλήθεια. Όνειρο βλέπω και θα ξυπνήσω.
   Σε λίγο το στριφογυριστό δρομάκι τούς οδήγησε έξω από το δάσος κι άρχισαν ν' ανηφορίζουν στα βουνά. Στο μεγάλο υψόμετρο το πούσι άρχισε να διαλύεται επιτέλους. Καθώς κόντευε μεσημέρι, η ζέστη έγινε αφόρητη. Σταμάτησαν τα καλαμπούρια και τα πειράγματα, δίνοντας τη θέση τους σε λαχανιασμένες ανάσες και πνιχτές βλαστήμιες κάθε που κάποιος γλιστρούσε ή σκόνταφτε στις πέτρες. Κι οι γυναίκες με τα τριζάτα μαύρα κυριακάτικα φουστάνια βάδιζαν σιωπηλές, με τα μάτια καρφωμένα στο επικίνδυνο μονοπάτι, ενώ μέσα τους έκλαιγαν τα καλά παπούτσια τους που θα έβγαιναν άχρηστα.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

[ AΠΟΛΥΤΟΙ ΠΡΩΤΑΡΗΔΕΣ ]

   
    Ήταν και οι δύο νέοι, μορφωμένοι και παρθένοι εκείνη την πρώτη νύχτα του γάμου τους και, στην εποχή που ζούσαν, μια συζήτηση για σεξουαλικές δυσκολίες ήταν απλώς αδύνατη. Μα ποτέ δεν είναι εύκολο. Είχαν μόλις καθίσει για να δειπνήσουν σ' ένα μικροσκοπικό καθιστικό στον πρώτο όροφο ενός γεωργιανού πανδοχείου. Στο διπλανό δωμάτιο, ορατό μέσα από την ανοιχτή πόρτα, βρισκόταν ένα κρεβάτι με ουρανό, μάλλον στενό, του οποίου το κάλυμμα ήταν ολόλευκο και τόσο αψεγάδιαστα τεντωμένο, σαν να μην το είχε στρώσει ανθρώπινο χέρι. Ο Έντουαρντ δεν ανέφερε ότι δεν είχε μείνει ποτέ πριν σε ξενοδοχείο, δεδομένου ότι η Φλόρενς, που είχε κάνει πολλά ταξίδια με τον πατέρα της ως παιδί, ήταν παλιά καραβάνα. Επιφανειακά, η διάθεσή τους ήταν πολύ καλή. Ο γάμος τους, στην εκκλησία Σεντ Μαίρη στην Οξφόρδη είχε πάει καλά· η τελετή ήταν σεμνή, η δεξίωση κεφάτη, το κατευόδωμα των φίλων από το σχολείο και το κολέγιο ήταν θορυβώδες και εμψυχωτικό. Οι γονείς της δεν ήταν συγκαταβατικοί με τους δικούς του, όπως είχαν φοβηθεί, και η μητέρα του δεν είχε κάνει καμιά σημαντική απρέπεια ούτε είχε ξεχάσει ολωσδιόλου το σκοπό της περίστασης. Το ζευγάρι είχε φύγει με το μικρό αυτοκίνητο της μητέρας της Φλόρενς και είχε φτάσει νωρίς το απόβραδο στο ξενοδοχείο του στην ακτή του Ντόρσετ όπου ο καιρός μπορεί να μην ήταν τέλειος για τα μέσα Ιουλίου ή για τις περιστάσεις, αλλά ήταν πλήρως ικανοποιητικός: δεν έβρεχε, δεν ήταν όμως και αρκετά ζεστά, σύμφωνα με τη Φλόρενς, ώστε να φάνε έξω στη βεράντα όπως είχαν ελπίσει. Ο Έντουαρντ δεν συμμεριζόταν τη γνώμη της, αλλά ευγενικός μέχρι υπερβολής, ούτε του περνούσε απ' το μυαλό να την αντικρούσει μια τέτοια νύχτα.
   Έτρωγαν λοιπόν στα δωμάτιά τους μπροστά στις μισάνοιχτες μπαλκονόπορτες που έβγαζαν στη βεράντα και επέτρεπαν τη θέα ενός τμήματος του Στενού της Μάγχης και της Παραλίας Τσέσιλ με την απέραντη βοτσαλωτή έκταση. Δυο νεαροί με σμόκιν τους σερβίριζαν το φαγητό τους από ένα κυλιόμενο τραπεζάκι παρκαρισμένο έξω στο διάδρομο και το πηγαινέλα τους μέσα σ' αυτή που ήταν γενικώς γνωστή ως η γαμήλια σουίτα έκανε τις στιλβωμένες δρύινες σανίδες να τρίζουν κωμικά μέσα στη σιωπή. Περήφανος και προστατευτικός, ο νεαρός σύζυγος είχε το νου του για οποιαδήποτε χειρονομία ή έκφραση μπορεί να έμοιαζε ειρωνική. Δεν θα είχε ανεχτεί ούτε το παραμικρό κρυφό γελάκι. Όμως τα παλικάρια από το κοντινό χωριό έκαναν τη δουλειά τους με γερτή ράχη και ανέκφραστο πρόσωπο και οι τρόποι τους ήταν αβέβαιοι, τα χέρια τους έτρεμαν όπως τοποθετούσαν διάφορα αντικείμενα πάνω στο κολλαρισμένο λινό τραπεζομάντιλο. Είχαν κι αυτοί τρακ.

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

[ ΈΝΑ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ]

  
   Αναρωτιέμαι τι θα 'ταν σήμερα η ζωή μου, αν η κυρία Βαν Χόπερ δεν ήταν σνομπ.
   Είναι αστείο να σκέφτεται κανείς πως η τύχη μου είχε κρεμαστεί, σαν από μια κλωστή, σ' αυτή της την ιδιότητα. Στην αρχή είχα πειραχτεί και βρισκόμουν σε τρομερά δύσκολη θέση. Όταν έβλεπα τους ανθρώπους να γελούν κοροϊδευτικά πίσω από τη ράχη της ή να βγαίνουν με βιάση από την αίθουσα όπου έμπαινε ή και να χάνονται ακόμα στον αντικρινό διάδρομο, πίσω από καμιά πόρτα υπηρεσίας, αισθανόμουνα σαν το παιδί που το δέρνει το αφεντικό του κι είναι ωστόσο υποχρεωμένο να τις τρώει χωρίς να βγάνει μιλιά. Χρόνια τώρα ερχόταν στο ξενοδοχείο της «Κυανής Ακτής» κι εκτός από το μπριτζ, η μόνη της διασκέδαση, πασίγνωστη πια σ' όλο το Μόντε Κάρλο, ήταν να ισχυρίζεται πως ο κάθε εκλεκτός επισκέπτης ήταν φίλος της κι ας μην τον είχε δει παρά μια φορά μόνο στην άλλη άκρη του ταχυδρομείου. Πάντα κατάφερνε να πιάνει γνωριμία και, προτού ακόμη το θύμα της καταλάβει τον κίνδυνο, του πάσερνε μια πρόσκληση για το διαμέρισμά της. Η μεθοδική της επίθεση γινόταν τόσο άμεσα, τόσο απότομα, που σπάνια δινόταν στον άλλο η ευκαιρία να ξεφύγει. Στην «Κυανή Ακτή» είχε αξιώσει την αποκλειστική χρήση ενός καναπέ, στο μακρόστενο σαλονάκι προς την τραπεζαρία. Έπαιρνε εκεί τον καφέ της, ύστερ' από το γεύμα και το δείπνο, και κάθε άνθρωπος που κυκλοφορούσε ήταν υποχρεωμένος να περάσει από μπροστά της. Καμιά φορά με χρησιμοποιούσε σα δόλωμα για να τραβήξει τη λεία της. Κι εγώ, μ' όλο που σιχαινόμουν αυτό το ρόλο, πήγαινα στην άλλη άκρη του σαλονιού να πω να της δανείσουν ένα βιβλίο, μια εφημερίδα ή να της δώσουν τη διεύθυνση ενός καταστήματος ή να καλέσω κάποιον που ανακάλυπτε άξαφνα πως ήταν φίλος κάποιου γνωστού της. Ένιωθε την ανάγκη, μπορεί να πει κανείς, να της σερβίρουν τις προσωπικότητες όπως σερβίρουν στους αρρώστους τη σούπα τους και, μ' όλο που προτιμούσε τους τίτλους, της έφτανε κι όποιος είχε φιγουράρει, έστω και μόνο μια φορά, στην κοσμική κίνηση μιας εφημερίδας, ό,τι και να 'ταν, συγγραφέας, ηθοποιός, καλλιτέχνης ή και πιο παρακατιανός. Φτάνει να 'χε γίνει λόγος γι' αυτόν στη στήλη ενός κουτσομπολιού, φτάνει να 'χε δει τυπωμένο τ' όνομά του.