Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

[ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ ]

   Τάιτα, 13 Ιουλίου 1939
   Η Σιμπίλια ένιωθε σαν μεθυσμένη εκείνο το πρωί που ταξίδευε για την Τάιτα από το σπίτι της στην Τσιορίνια. Δε λυπάμαι ούτε φοβάμαι, προσπαθούσε να παρηγορήσει τον εαυτό της. Τι έχω να φοβηθώ; Ήταν αδύνατο να συμβαίνουν όλα αυτά σ' εκείνη, τη Σιμπίλια Σιλβάνι, αγαπημένη των καλογραιών στο μοναστήρι, αριστούχο, σολίστα της χορωδίας, πρώτη στο μάθημα των αγγλικών, ηλικίας δεκαέξι χρονών και δύο μηνών. Α όχι, το εφιαλτικό ταξίδι στη ράχη του ράθυμου μουλαριού δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο. Η αίσθηση του εξωπραγματικού την τύλιγε σ' ένα προστατευτικό κουκούλι. 
   Κοιτούσε δεξιά ζερβά, σαν σε όνειρο, καθώς περνούσαν μέσα από το δάσος Τέρι. Οι εικόνες ήταν συγκεχυμένες και θολές γιατί φορούσε βέλο -ηλιαχτίδες διαπερνούσαν το αχνό πούσι, πυκνά φυλλώματα αιωνόβιων δέντρων σκοτείνιαζαν το δρόμο τους, μερικά καλοθρεμμένα γουρούνια μασουλούσαν καρύδια και βατόμουρα και κυλιόνταν σε μια λιμνούλα λάσπης. 
   Άνθρωποι φώναζαν και γελούσαν. Ανάμεσα στις φωνές ξεχώριζε εκείνη του πατέρα της που, κατά τα φαινόμενα, μην έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνει, αστειευόταν με τους φίλους του. 
   "Βόηθα με, Παναγιά μου, κάνε να είναι όλα ένα κακό όνειρο".
   Πριν από μια βδομάδα μόλις, ούτε που υποπτευόταν ότι ο κόσμος της θα γυρίσει τα πάνω κάτω. Θα πήγαινε άλλον ένα χρόνο στο σχολείο, η μητέρα της επέμενε πάνω σε αυτό. Ωστόσο, την περασμένη βδομάδα,  ο μπαμπάς τούς ανακοίνωσε τα σχέδιά του. Η μαμά έκλαψε αλλά η Σιμπίλια δεν έχυσε δάκρυ. Ήταν τόση η κατάπληξή της που δεν μπορούσε ούτε να κλάψει. Μέχρι τότε πίστευε ότι ο πατέρας της την αγαπούσε. Εκείνη τη μέρα, όμως, ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή της.
   Όσο για τον Μισέλ, τον μέλλοντα σύζυγό της, δεν ήξερε καν πώς είναι. Το πρωί, που τον συνάντησε για πρώτη φορά, ένιωθε τόσο τρόμο, τόση συστολή, ώστε δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια πάνω του. Ήξερε όμως πως βάδιζε πίσω της, στη γελοία νυφιάτικη πομπή, μαζί με τη μητέρα της, τους τέσσερις αδερφούς της κι έξι θειάδες της με τους συζύγους και τα παιδιά τους, που ο καθένας κρατούσε κι ένα μέρος των προικιών της.
   Δεν πρέπει να κλάψω. Δεν είναι αλήθεια. Όνειρο βλέπω και θα ξυπνήσω.
   Σε λίγο το στριφογυριστό δρομάκι τούς οδήγησε έξω από το δάσος κι άρχισαν ν' ανηφορίζουν στα βουνά. Στο μεγάλο υψόμετρο το πούσι άρχισε να διαλύεται επιτέλους. Καθώς κόντευε μεσημέρι, η ζέστη έγινε αφόρητη. Σταμάτησαν τα καλαμπούρια και τα πειράγματα, δίνοντας τη θέση τους σε λαχανιασμένες ανάσες και πνιχτές βλαστήμιες κάθε που κάποιος γλιστρούσε ή σκόνταφτε στις πέτρες. Κι οι γυναίκες με τα τριζάτα μαύρα κυριακάτικα φουστάνια βάδιζαν σιωπηλές, με τα μάτια καρφωμένα στο επικίνδυνο μονοπάτι, ενώ μέσα τους έκλαιγαν τα καλά παπούτσια τους που θα έβγαιναν άχρηστα.
   Για τη γεννημένη κι αναθρεμμένη στη Γαλλία κυρία Σιλβάνι, ήταν μια πορεία μαρτυρική. Δεν τολμούσε να κοιτάξει το δύστυχο κοριτσάκι της, που σκαμπανέβαζε στη ράχη του μουλαριού. Η Σιμπίλια ήταν ένα ψηλό κορίτσι με ντελικάτο σκελετό και φίνα χαρακτηριστικά που κάλυπταν τη δύναμη του χαρακτήρα της. Μέχρι πέρσι ήταν ένα κοκαλιάρικο πλασματάκι αλλά τους τελευταίους μήνες  ωρίμασε ο κόρφος της, στρογγύλεψαν οι γοφοί της και το βλέμμα της απέκτησε θηλυκότητα. Ήταν τόσο περήφανη για τη θυγατέρα της αλλά ο Κλοντ, ο άντρας της, στα πρώτα σημάδια ότι το παιδί γινόταν γυναίκα, τη χρησιμοποίησε στα παζάρια του με τον Ξαβιέ Ρότσα, τον κομματάρχη του πανίσχυρου Εθνικού Μετώπου, με τον οποίο είχε διάφορες δοσοληψίες. Τι τραγική αδικία! Η κόρη της δεν έπρεπε να πάρει Κορσικανό. Η Κορσική είναι ένας τόπος καλός μόνο για τους άντρες κι η κυρία Σιλβάνι τη μισούσε. Η ίδια επέμενε με καρτερία και στωικότητα τους περιορισμούς και τους εξευτελισμούς που επιφύλασσε τούτη η χώρα στο φύλο της αλλά θα πρέπει να κρυφόκαιγε μέσα της η σπίθα της ανταρσίας, γιατί, όπως παραδεχόταν τώρα με τύψεις, ενθάρρυνε πάντα την κόρη της, τη Σιμπίλια, να σκέφτεται ανεξάρτητα και να έχει τις ίδιες απαιτήσεις από τη ζωή όπως και οι τέσσερις αδερφοί της. Κι έμοιαζαν τόσο πολύ στο χαρακτήρα τα πέντε παιδιά -ήταν όλα φοβερά ανεξάρτητα, ντόμπρα, περήφανα, πεισματάρικα, τολμηρά. Όλα αυτά είναι χαρίσματα για τ' αγόρι αλλά τραγωδία για το κορίτσι.
   Είχε μέρες να μιλήσει στον Κλοντ. Του κρατούσε μούτρα από τότε που γύρισε μεθυσμένος σπίτι και τους ανήγγειλε τα φριχτά σχέδιά του. Αυτός κι οι φίλοι του ξεπούλησαν την κόρη της χωρίς καν να τη ρωτήσουν. Τον εκλιπαρούσε επί ώρες αλλά ο Κλοντ δεν υποχώρησε. "Έδωσα το λόγο μου", έλεγε και ξανάλεγε. "Κι ο λόγος μου είναι συμβόλαιο. Είναι καλό προξενιό", μουρμούριζε στην εξαγριωμένη σύζυγό του. "Ο Ξαβιέ Ρότσα είναι μεγάλος γαιοκτήμονας, πρώτος του χωριού και πανίσχυρος παράγοντας του εθνικιστικού κινήματος. Έχει ένα μοναχογιό και θέλει να συμπεθερέψει με τη φαμελιά μας". Η φωνή του ήχησε αυτάρεσκα. Η φράση «σόι με πολλά σερνικά» είχε μεγάλη σημασία στην Κορσική κι οι τέσσερις γιοι των Σιλβάνι ήταν τα καλύτερα παλικάρια της Τσιορίνια.
   "Δεν έχεις δικαίωμα να την παντρέψεις τόσο νέα κι άπραγη", επέμενε η κυρία Σιλβάνι.
   "Και τι έκανε έξι χρόνια στο μοναστήρι, δεν προετοιμάστηκε;"
   "Θέλει να γίνει δασκάλα..."
   "Τ' αγόρια θα σπουδάσουν -η Σιμπίλια θα πάρει προίκα", είπε βάζοντας τέρμα στη συζήτηση.
   Θα ήταν μάταιο να επιμείνει. Στην οικογένεια αφεντικό ήταν ο άντρας. Οι προσωπικές προτιμήσεις δεν είχαν καμιά θέση στην κορσικανική αντίληψη περί γάμου κι οι νέοι αναγκάζονταν συχνά να θυσιάσουν τα αισθήματά τους για το συμφέρον της οικογένειας. 
   Είχε προδώσει την κόρη της. Το ήξερε. Η Σιμπίλια είχε τη δύναμη και την τόλμη ν' αντιμετωπίσει τα πάντα σχεδόν εκτός από τη θηλυκότητά της.
   Ο ήλιος διαπέρασε την ομίχλη κι άξαφνα πρόβαλε ψηλά στο βουνό η Τάιτα -ένα σύμπλεγμα πέτρινων σπιτιών που ήταν κουρνιασμένα στο φρύδι του βουνού.  Από κάτω έχασκε το γρανιτένιο βάραθρο, απ' όπου κυλούσε, σαν λαμπερή κλωστή από φως, ένας καταρράχτης και χυνόταν σε μια λίμνη με σχήμα μισοφέγγαρου, που βρισκόταν στα ριζά του βράχου.
   Κάτω από το χωριό απλώνονταν κλιμακωτά μακρόστενες πεζούλες καλλιεργημένης γης λαξεμένες στο βράχο. Χωρίζονταν από ξερολιθιές που τις μισόκρυβαν αγριόχορτα και θάμνοι. Οι καλλιέργειες ήταν διάφορες κι έτσι έβλεπε κανείς αλλού δημητριακά, αλλού ελαιώνες, αλλού εσπεριδοειδή κι αλλού τριφύλλι για τα ζώα, ενώ υπήρχαν και μερικά χωράφια εγκαταλελειμμένα στο έλεος του λόγγου. 
   Ο μοναδικός δρόμος πρόσβασης στο χωριό φιδογύριζε ανάμεσα στις πεζούλες κι η ανάβαση ήταν δύσκολη και κοπιαστική. Απρόσμενα το πούσι πύκνωσε πάλι, κρύβοντας σχεδόν την Τάιτα. Τα μέλη της γαμήλιας πομπής έτριψαν τα μάτια κι αναρωτήθηκαν μήπως είχαν πέσει θύματα αντικατοπτρισμού έτσι καθώς ήταν κατάκοποι και διψασμένοι. Αλλά τότε ο Ξαβιέ Ρότσα, που προπορευόταν κάμποσο, γύρισε και τους φώναξε: "Φτάσαμε! Να η Τάιτα, το πιο όμορφο χωριό της Κορσικής. Σήμερα είναι ντροπαλή και κρύβεται πίσω από τα λευκά πέπλα της σαν τη νυφούλα μας. Είναι οιωνός πως την καλωσορίζει!"
   Βίτσισε στα καπούλια το μουλάρι του, τον Πιέρ, κι εκείνο χαμήλωσε τ' αφτιά και κλότσησε θυμωμένο με τα πισινά του πόδια. 
   Η Σιμπίλια ρίγησε. Πώς ν' αγνοήσει μια πραγματικότητα που της επέβαλλε τόσες σωματικές ταλαιπωρίες; Όταν την κάθισαν στο μουλάρι ντυμένη με το σατινένιο νυφικό και το πέπλο που ήταν οικογενειακά κειμήλια, ένιωσε τόσο δυστυχισμένη, ώστε προσευχήθηκε να πεθάνει, να μη φτάσει ποτέ στο μισητό χωριό, να μη δει ποτέ τον απαίσιο γαμπρό, να μην υποστεί την πρώτη νύχτα, που, όπως την είχαν προειδοποιήσει, θα της έφερνε πόνο και εξευτελισμό. Τώρα όμως, που όλο το κορμί της είχε πιαστεί και που πονούσε από την εξαντλητική πορεία, ο τρόμος της για το γάμο είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Το εφαρμοστό στο στήθος νυφικό την έκοβε στις μασχάλες, την έπνιγε, έκανε τη ζέστη αφόρητη. Ένα σμήνος αλογόμυγες βούιζε γύρω από το πέπλο της και την τσιμπούσε στα γυμνά πόδια αλλά το χειρότερο απ' όλα ήταν το φλοκάτο κιλίμι που τριβόταν στους μηρούς κι είχε πληγιάσει το ντελικάτο δέρμα της. Την έτσουζε τόσο πολύ, που αισθανόταν σαν να της είχαν βάλει φωτιά κι αναρωτιόταν πώς θ' άντεχε άλλη μια ώρα καβάλα στο μουλάρι. Καθώς προσγειώθηκε στον αστράγαλό της μια μύγα να την τσιμπήσει, η Σιμπίλια κλότσησε το πόδι κι ο Πιέρ γκάριξε θυμωμένος.
   Από την Τσιορίνια στην Τάιτα ήταν έξι ώρες δρόμος. Είχαν ξεκινήσει στις οχτώ το πρωί και τώρα ήταν όλοι κατάκοποι κι ανυπόμονοι να φτάσουν στον προορισμό τους. Μόνο ο Ξαβιέ Ρότσα ένιωθε ευτυχής καθώς οδηγούσε σπίτι το πεισματάρικο μουλάρι του με το πολύτιμο φορτίο. Ο Ξαβιέ είχε διάπλαση γίγαντα και περνούσε ένα κεφάλι τους συγχωριανούς του. Ήταν γερός σαν ταύρος και δυο φορές πιο πονηρός. Δεν του παράβγαινε κανείς στο κυνήγι ούτε στην αντοχή. Στα νιάτα του είχε υπηρετήσει στο γαλλικό ναυτικό και δεν άργησε να καταλάβει πως οι γυναίκες έβρισκαν ακαταμάχητα τα καθάρια θαλασσιά μάτια του, τα πυκνά μαύρα μαλλιά και τα συμμετρικά χαρακτηριστικά του. Τώρα, στα σαράντα τρία του, τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν αλλά κατά τα άλλα είχε αλλάξει ελάχιστα. Τουλάχιστον ο ίδιος έτσι ένιωθε. Έστριψε ικανοποιημένος τα μουστάκια του. Σε όλη του τη ζωή ήταν δουλευτής, γλεντζές και γυναικάς αλλά έκρυβε καλά τα μυστικά του από τη Μαρία. Οι παρεκτροπές του δεν μαθεύονταν ποτέ στην Τάιτα.
   Χαμογελούσε και σπίθιζαν τα γαλάζια μάτια του καθώς τον τύλιγε η επιδοκιμασία κι η αγάπη των συντρόφων του. Του ερχόταν ν' αγκαλιάσει όλο τον κόσμο από τη χαρά του για το καλό συμπεθεριό που είχε κάνει. Οι Σιλβάνι είχαν ένα μεγάλο χτήμα ακριβώς δίπλα στο δικό του, όπου έβοσκαν το καλοκαίρι τα κοπάδια τους. Συνόρευε με τη λιμνούλα πάνω στο βουνό, που την είχε χρόνια στο μάτι. Ο Σιλβάνι δε χρειάστηκε παρακάλια για να του δώσει την κόρη του· αντίθετα, ενθουσιάστηκε που θα συμπεθέρευε με την παντοδύναμη φαμελιά των Ρότσα. Όσο για το κορίτσι, είχε μόρφωση και σπάνια ομορφιά. Ήταν η ιδανική νύφη για τον γιο του. Αν υπήρχε μια γυναίκα στον κόσμο που θα μπορούσε να κάνει άντρα τον αχαΐρευτο Μισέλ, αυτή ήταν η Σιμπίλια. 
   Έδιωξε τούτες τις ενοχλητικές σκέψεις και τάχυνε το βήμα του. Σήμερα ήταν μέρα χαράς κι όχι γκρίνιας. Η ώρα ήταν περασμένη και λαχταρούσε να πιει. Το γλέντι θ' άρχιζε αμέσως μετά το μυστήριο. Άλλη μια καθυστέρηση πριν από το πιοτό... Ήξερε ότι οι συγχωριανοί του απόρησαν όταν αποδέχτηκε το νεαρό ξενοτοπίτη παπά, που δεν καταλάβαινε την κορσικανική νοοτροπία. Είχε όμως τους λόγους του και δεν σκόπευε να τους αποκαλύψει.
   Πρόβαλε πάλι ο ήλιος. Ο δρόμος τους ήταν στολισμένος δεξιά ζερβά με μυριάδες αγριολούλουδα. Οι φετινές σοδειές προβλέπονταν πλούσιες, οι γουρούνες κι οι γίδες είχαν φουσκωμένες κοιλιές. Δεν υπάρχει πιο όμορφο μέρος στον κόσμο από την Κορσική. Κάτι ήξερε αυτός που είχε ταξιδέψει σ' όλο τον κόσμο.

   Η εκκλησιά του Αγίου Αυγουστίνου ήταν μόλις διακοσίων ετών, νεόδμητη για τα μέτρα της Κορσικής. Χτισμένη με μεγάλα πέτρινα αγκωνάρια κι επενδυμένη στην πρόσοψη με φαιές γρανιτένιες πλάκες, λαξεμένες κι αρμολογημένες με τέχνη, αποτελούσε ένα αριστουργηματικό δείγμα της λιθοδομικής, με τον επιβλητικό της τρούλο, τα τοξωτά παραθύρια και το περιστύλιό της. Δεν ήταν μεγάλη εκκλησιά ούτε υπήρχαν εδώ επώνυμα έργα τέχνης παρά μόνο πανέμορφα παλιά ξυλόγλυπτα, αγάλματα χρωματισμένα με γαλάζια, λευκά και χρυσαφιά χρώματα κι ένα υπέροχο τέμπλο φτιαγμένο από τα χέρια κάποιου ανώνυμου λαϊκού τεχνίτη. Ομορφότερο απ' όλα όμως ήταν το χρωματιστό άγαλμα του Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, του συμβόλου των αμαρτωλών, που, με πρόσωπο ωχρό σαν κιμωλία, φάνταζε αυστηρός κι επιβλητικός στ' αρχιεπισκοπικά του άμφια.
   Εκείνη τη μέρα η εκκλησιά ήταν στολισμένη με άνθη για το γάμο κι ο παπα-Ανδρέας φορούσε το χρυσοποίκιλτο πετραχήλι και το λευκό ράσο που τόνιζε τα μαύρα μαλλιά και το σταρένιο δέρμα του. Παρά τα σκούρα χρώματά του όμως, φαινόταν από μακριά πως είναι Ιρλανδός. Είχε τραχιά χαρακτηριστικά, μύτη και πιγούνι προτεταμένα, έντονα ζυγωματικά, χείλη αισθησιακά, μαύρα πυκνά σμιχτά φρύδια και μάτια σοβαρά, βαθιά χωμένα στις κόγχες τους, με απροσδιόριστο χρώμα που, ανάλογα με το φως, πότε φάνταζαν καστανά και πότε πράσινα. Άλλοτε ήταν ένας συνεσταλμένος νέος κι άλλοτε πάλι, όταν τα μάτια του άστραφταν από αγανάκτηση, γινόταν φοβερός και τρομερός. 
   Ο παπα-Ανδρέας είχε έρθει εδώ και εφτά μήνες στην Τάιτα, στα πλαίσια μιας δεκαοχτάμηνης ερευνητικής αποστολής. Βρισκόταν εδώ ως βοηθός του εφημέριου του χωριού, πάτερ Ντελόν, αλλά πριν από τέσσερις μήνες ο γέροντας έπαθε εγκεφαλικό κι όλη η δουλειά έπεσε στους ώμους του νεαρού ιερέα. Έτσι του έμενε ελάχιστος χρόνος για τις μελέτες του. Ήταν νέος και ιδεαλιστής και πίστευε ότι η πείρα που θ' αποκτούσε εδώ είχε ανεκτίμητη αξία. Ίσως να μην του ξαναδινόταν ευκαιρία να δουλέψει κοντά στους απλούς ανθρώπους του λαού γιατί, προικισμένος λόγιος καθώς ήταν, προοριζόταν για ερευνητικές μελέτες στο Βατικανό. 
   Θα τελούσε για πρώτη φορά το μυστήριο του γάμου κι είχε μεγάλο άγχος. Ήταν μία η ώρα κι ανέβηκε για πέμπτη φορά την πέτρινη στριφογυριστή σκάλα του καμπαναριού, από την κορφή του οποίου είχε κανείς πανοραμική θέα σε όλη τη γύρω περιοχή. Τώρα που διαλυόταν η ομίχλη, διέκρινε ένα κιτρινωπό σύννεφο σκόνης στα ριζά της τελευταίας ανηφόρας πριν την Τάιτα.
   "Αυτοί είναι σίγουρα", μονολόγησε ανακουφισμένος. Μόνο οι κάτοικοι της Τάιτα περνούσαν από αυτό το δρόμο κι εκείνη τη μέρα δεν περίμεναν άλλους στο χωριό. Σταυροκοπήθηκε κι ομολόγησε για πρώτη φορά στον εαυτό του πως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν πίστευε ότι θα γίνει τελικά αυτός ο γάμος.
   Είχε καταλάβει γρήγορα ότι στην Τάιτα ο αρχηγός της οικογένειας είναι πολύ πιο ισχυρός από την εκκλησία και τις γαλλικές αρχές. Ο Ξαβιέ Ρότσα ήταν άνθρωπος με φοβερή επιρροή. Είχε να πατήσει στην εκκλησία από την κηδεία της μάνας του. Ήθελε να γίνει ο γάμος σύμφωνα με τα κορσικανικά έθιμα, που ο γαμπρός πηγαίνει στο σπίτι της νύφης να τη γνωρίσει· σε αυτή την πρώτη συνάντηση το ζευγάρι φιλιέται μπροστά στους συγγενείς και το κορίτσι προσφέρει στο μέλλοντα σύζυγό του ένα πιάτο τηγανίτες. Κι ενώ οι συγγενείς στρώνονται στο φαγοπότι, ο γαμπρός οδηγεί τη νύφη στο δωμάτιό της και ολοκληρώνει το γάμο.
   Το έθιμο αυτό ήταν πραγματικά απάνθρωπο κι έκανε την ευαίσθητη ιρλανδέζικη καρδιά του παπα-Ανδρέα να εξανίσταται. Έτσι ένα απόγευμα ξεμονάχιασε τον Ξαβιέ λίγο πιο έξω από το χωριό και τον ικέτευσε να παντρευτεί κανονικά το νεαρό ζευγάρι. Απροσδόκητα ο Ξαβιέ δεν έφερε πολλές αντιρρήσεις κι ο γάμος κανονίστηκε για το μεσημέρι εκείνης της μέρας.
   Ο παπα-Ανδρέας κοίταξε το ρολόι του και χαμογέλασε συγκαταβατικά. Οι Κορσικανοί δεν είναι ποτέ συνεπείς στην ώρα τους. Πάλι καλά που θα έρθουν, έστω και καθυστερημένοι, συλλογίστηκε.
   Όταν κατέβηκε στην εκκλησία, είδε ξαφνιασμένος τη γυναίκα του Ξαβιέ να μπαίνει στο ναό κρατώντας μια αγκαλιά μαραμένες κλάρες, που γέμισαν ξερά φύλλα το πεντακάθαρο πλακόστρωτο δάπεδο. Κρίνοντας από τις συχνά ακατάληπτες εξομολογήσεις της, ήταν λίγο πειραγμένο το μυαλό της, ωστόσο, είχε και κάποιες στιγμές διαύγειας. Έστειλε ένα παπαδοπαίδι να μαζέψει τα σκουπίδια και της πήρε το ξεραμένο μάτσο. 
   "Πολύ ευγενικό από μέρους σας, κυρία μου", της είπε με τ' αργά αλλά άπταιστα γαλλικά του. Μετά κοντοστάθηκε άξαφνα και την κοίταξε για πρώτη φορά προσεκτικά. Ένα ζευγάρι εκπληκτικά μάτια, ολοφώτεινα και γαλανά, πάντα διαπεραστικά, ζωντάνευαν το, κατά τ' άλλα, άσχημο πρόσωπό της, με την τραχιά και γκρίζα σαν χαλίκι επιδερμίδα. Είχε την αίσθηση πως έβλεπε μια γυναίκα που κάποτε υπήρξε καλλονή φυλακισμένη στο καβούκι μιας γριάς αποκρουστικής μέγαιρας. Για μια στιγμή η ψυχή του σφίχτηκε από συμπόνια.
   "Αγριολούλουδα", τραύλισε. "Είναι πολύ πιο όμορφα από τα καλλιεργημένα -γιατί είναι, βλέπεις, φυσικά ενώ τ' άλλα..." Κι έδειξε περιφρονητικά τη στολισμένη με άνθη εκκλησία, που τη διακόσμησή της είχε επιβλέψει αυτοπροσώπως ο παπα-Ανδρέας.
   "Ίσως έχετε δίκιο", παραδέχτηκε ενοχλημένος.
   Για μια στιγμή η Μαρία ξέχασε τη συστολή της και του χάρισε ένα χαμόγελο γεμάτο σοφία αλλά ξάφνου θυμήθηκε τα μαύρα χαλασμένα δόντια της, έφερε την παλάμη στο στόμα και πισωπάτησε.
   "Σήμερα είναι μεγάλη μέρα για σας, κυρία Ρότσα", είπε χαρωπά ο παπα-Ανδρέας. "Σε καμιά ωρίτσα θα έχουν φτάσει".
   Σε μία ώρα, σκέφτηκε έντρομη η Μαρία. Θα πήγαιναν όλα καλά;... Κι η γάτα; Αχ, πώς ξέχασε τη γάτα όταν έβαλε τα φαγητά στο τραπέζι; Κόπιασε τόσες μέρες να τα μαγειρέψει. Δεν είχε θυγατέρες να τη βοηθήσουν και τον τελευταίο καιρό ξεχνούσε συνέχεια. Το μυαλό της φτερούγιζε εδώ κι εκεί σαν πεταλούδα, σταματώντας πού και πού αλλά ποτέ για πολύ. Θυμόταν που η μητέρα της παραπονιόταν συχνά για το ίδιο πρόβλημα αλλά ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη, ογδοντάρα, και σε αυτή την ηλικία συγχωρείται κανείς ν' αφαιρείται. Θυμήθηκε μια μέρα που η μάνα της ξέχασε ότι πήγαιναν στο χωράφι να φυτέψουν κρεμμύδια κι αντί γι' αυτό μάζεψε μια αγκαλιά λεβάντες και τις έφερε στην κουζίνα. Πόσο την είχαν κοροϊδέψει, τι γέλια έριξαν! Αλλά εκείνη είπε πως δήθεν το είχε κάνει επίτηδες για να μην μπαίνουν μύγες στην κουζίνα κι έπιασε το κόλπο.
   "Έπιασε το κόλπο", είπε στο σαστισμένο παπά. "Η λεβάντα διώχνει τις μύγες. Το κάνω κι εγώ συχνά αλλά, ορίστε τώρα, πάλι ξέχασα τη γάτα".
   Κι έφυγε βιαστική ενώ ο παπα-Ανδρέας την παρακολουθούσε συνοφρυωμένος ν' απομακρύνεται. Πώς θα δεχόταν τη νύφη στο σπιτικό της; Ήταν στ' αλήθεια σαλεμένη όπως έδειχνε ή απλώς ονειροπαρμένη;
   
   Το σπιτικό των Ρότσα ήταν ένα επιβλητικό τετραώροφο κάστρο χτισμένο από γρανίτη, που πυργωνόταν στο φρύδι του γκρεμού πάνω από τη λίμνη. Ήταν κι αυτό, όπως όλα τα σπίτια της Τάιτα, φτιαγμένο πριν από πεντακόσια χρόνια από τους ξακουστούς Γενοβέζους χτίστες της εποχής, με τοίχους ένα μέτρο φάρδος και χοντρά ξύλινα πορτοπαράθυρα.
   Απ' έξω έδειχνε παραμελημένο. Το χρώμα είχε ξεθωριάσει, οι σοβάδες έπεφταν, τα παραθύρια κι οι πόρτες ήταν σαρακοφαγωμένες. Η Μαρία δεν ενδιαφερόταν για τη φάτσα, πρόσεχε μόνο το εσωτερικό που έλαμπε πάντα από πάστρα. Κοίταξε με καμάρι τα ξύλινα πατώματα που λαμποκοπούσαν σαν καθρέφτες από το λούστρο, τους φρεσκοβαμμένους τοίχους, τις κεντητές στο χέρι κουρτίνες από μουσελίνα που στόλιζαν τα παράθυρα, τα γεροφτιαγμένα έπιπλα. Αποφάσισε πως είχε καιρό για μια τελευταία επιθεώρηση.
   Στο πλυσταριό, που βρισκόταν πίσω στο υπόγειο, είχε τη στόφα όπου ζέσταιναν νερό και την μπακιρένια σκάφη όπου λούζονταν κι έβαζαν μπουγάδα. Από πάνω ακριβώς ήταν η κουζίνα, που ανέβαινες από μια φαρδιά πέτρινη σκάλα.
   Από την κουζίνα περνούσες στο καθιστικό, τη χαρά και το καμάρι της Μαρίας. Ήταν μια απλόχωρη σάλα με μεγάλη οβάλ τραπεζαρία από ξύλο κερασιάς, που την κληρονόμησε από την μάνα της, και δώδεκα καρέκλες από κυπαρισσόξυλο. Στις καρέκλες και τον καναπέ υπήρχαν μαξιλαράκια που τα είχε κεντήσει με τα ίδια της τα χέρια. Στους τοίχους κρέμονταν τα οικογενειακά πορτρέτα γύρω από την κορνιζαρισμένη ρεπροντιξιόν ενός ορεινού τοπίου του Έντουαρντ Λιρ, που το βρήκε κάποτε σ' ένα παλαιοπωλείο  στο Αιάκειο και το αγόρασε γιατί της θύμιζε τη θέα που έβλεπε από το παράθυρο της κάμαράς της. Πάνω στο μαρμάρινο τζάκι υπήρχε ένα αγαλματάκι της Παρθένου Μαρίας. Δίπλα στην πόρτα ήταν το παλιό πιάνο της μητέρας της. Σήμερα ωστόσο το δωμάτιο ήταν γεμάτο τάβλες στρωμένες με φαγητά.
   Στο πάτωμα πάνω από το καθιστικό υπήρχαν δύο δωμάτια, το ένα η μεγάλη κρεβατοκάμαρα του αντρόγυνου και το άλλο το ιδιαίτερο του Ξαβιέ. Και πιο πάνω ήταν η σοφίτα, με δυο μεγάλες κάμαρες, που θα τις παραχωρούσαν στον Μισέλ και τη Σιμπίλια. Όλες οι οροφές του σπιτιού ήταν ταβανωμένες με χρυσόξανθο ξύλο που γυαλοκοπούσε τις νύχτες στο φως της λάμπας.
   Η Μαρία κοίταξε με αγάπη το διαμέρισμα της σοφίτας που ήταν τόσο φιλόξενο. Υπήρχαν δύο κάμαρες. Η πρώτη ήταν το καθιστικό του ζευγαριού κι είχε έναν μεγάλο καναπέ που τον είχε πάρει από του Πινέλι, δίνοντας γι' αντάλλαγμα λάδι κι ένα πρόβατο. Υπήρχαν ακόμα δυο ξύλινες καρέκλες με μαξιλαράκια, που τα έβαλε για να κάθονται αναπαυτικά τα παιδιά, ένα δρύινο τραπεζάκι, ένα γραφείο και μια βιβλιοθήκη για τα βιβλία του Μισέλ. Στην κρεβατοκάμαρα τα περισσότερα έπιπλα ήταν από το εργένικο δωμάτιο του Μισέλ, εκτός από το διπλό κρεβάτι, με το μπρούντζινο κεφαλάρι, το χοντρό πουπουλένιο στρώμα και τη μακριά κυλινδρική μαξιλάρα. Η Μαρία, θέλοντας να ευχαριστήσει τη νύφη, της είχε παραχωρήσει τη δική της τουαλέτα. Φυσικά το κορίτσι θα έφερνε τα προικιά του αλλά, στο μεταξύ, η Μαρία τής δάνεισε μερικά από τα δικά της, τα καλύτερα εννοείται. Είχε γεμίσει βαζάκια με βοτάνια που μάζεψε στο λόγγο και τα δωμάτια μοσχοβολούσαν από την έντονη ευωδιά τους.
   Θα ήταν ευτυχισμένη εδώ; Θα φερόταν καλά στον Μισέλ; Η Μαρία ήξερε ελάχιστα για τη Σιμπίλια, το νέο κορίτσι που έμπαινε στο σπιτικό τους, πέρα από τις καυχησιές του Ξαβιέ για τα χωράφια της, που θ' αβγάταιναν το βιος των Ρότσα. 
   Οι γάμοι κανονίζονταν από τους άντρες της οικογένειας κι έτσι η Μαρία δεν περίμενε να ζητήσουν τη γνώμη της. Ο Ξαβιέ έκανε πάντα του κεφαλιού του. Ήταν άνθρωπος που δεν άνοιγε την ψυχή του σε κανέναν. Έξω καρδιά με τους φίλους του, παρίστανε τον γενναίο, ασυλλόγιστο Κορσικανό. Και, εντάξει, γενναίος μάλιστα, αλλά ασυλλόγιστος;... Ποτέ! Πίσω από το αθώο πλατύ χαμόγελο κρυβόταν ένας πολυμήχανος διαβολάνθρωπος που πρώτο του μέλημα ήταν να παίζει πειστικά το ρόλο που είχε ορίσει στον εαυτό του.
   Βέβαια η Μαρία δεν είχε κανένα λόγο να παραπονιέται για τους γάμους από προξενιό. Άξαφνα ο νους της πέταξε στο παρελθόν. Η ίδια ήταν τότε ένα μικρό ντροπαλό κορίτσι, δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαοχτώ, και το 'χε βάλει σκοπό να κλειστεί σε μοναστήρι. Μια άνοιξη που αγάλλιαζε η πλάση, ο Ξαβιέ Ρότσα, ένας λεβέντης ως εκεί πάνω, που υπηρετούσε στο ναυτικό και βρισκόταν σε άδεια, την άδραξε στα σκαλοπάτια της εκκλησιάς, ανασήκωσε το βέλο της και τη φίλησε μπροστά σ' όλο το χωριό. Για τα τοπικά ήθη η πράξη του ήταν ασυγχώρητη προσβολή που ίσως του στοίχιζε τη ζωή του. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε επειδή έλειπε χρόνια στην ξενιτιά. "Ξέχασα πως βρίσκομαι στην Κορσική", είπε. Τους πάντρεψαν αμέσως. Η μητέρα της έκλαιγε ενώ ο πατέρας της είχε γίνει έξαλλος από οργή για την προίκα που απαίτησε με θράσος ο Ξαβιέ. Αργότερα, φυσικά, η Μαρία ανακάλυψε πως ο Ξαβιέ Ρότσα δεν έκανε ποτέ λάθη αλλά δε μετάνιωνε που τον παντρεύτηκε.
   Αχ, το κεφάλι της! Πήγαινε να σπάσει! Οι πονοκέφαλοι που την ταλαιπωρούσαν της προξενούσαν συχνά εφιάλτες. Ελπίζω όχι σήμερα, συλλογίστηκε, μέρα που 'ναι.
   Ξάφνου θυμήθηκε τα φαγητά και κατέβηκε τρέχοντας στο ισόγειο. Ναι, είχε δίκιο, έλειπε ένα κοτόπουλο και δεν άργησε ν' ανακαλύψει τα λιγδωμένα ίχνη που είχε αφήσει η γάτα καθώς το έσερνε στον κήπο. Ευτυχώς το φαγητό ήταν μπόλικο αλλά, αν δεν προλάβαινε να εξαφανίσει τα σημάδια της κλοπής πριν γυρίσει ο Ξαβιέ, αλίμονο στην καημένη τη γάτα!
   Αποφάσισε να πετάξει τ' απομεινάρια του κοτόπουλου μακριά από το σπίτι αλλά η γάτα το άρπαξε θυμωμένη και κρύφτηκε μες στις τσουκνίδες. Η Μαρία ανασήκωσε τους ώμους και μπήκε σπίτι.
   Ήταν έτοιμη να διασχίσει την πλατεία για να πάει στην εκκλησία, όταν ένιωσε μια διαπεραστική σουβλιά στα μηνίγγια. Τυφλωμένη σήκωσε τα χέρια να προστατεύσει τα μάτια της όταν άκουσε ήχο τυμπάνων.
   Έκλεισε τα μάτια, βούλωσε τ' αυτιά και τάχυνε το βήμα. Παναγίτσα μου, μητέρα του Ιησού, βοήθησέ με. Βοήθησέ με. Όχι σήμερα. Όχι τη μέρα που παντρεύεται ο μοναχογιός μου.
   Ο ήχος των τυμπάνων όμως την κύκλωνε αναπόδραστα. Έμοιαζε να έρχεται από τα βουνά αλλά στην πραγματικότητα βρισκόταν μες στο κεφάλι της και τριβέλιζε αλύπητα το μυαλό της. Σωριάστηκε μ' ένα πνιχτό βογκητό στο πέτρινο παγκάκι δίπλα στη βρύση. Βόηθα με, Θεέ μου.
   Οι προσευχές της δεν εισακούστηκαν. Την καλούσαν τα πνεύματα κι έπρεπε να υπακούσει στα τύμπανα του θανάτου. Σηκώθηκε και προχώρησε τρικλίζοντας στην άκρη της πλατείας. Η αλλόκοτη γκρίζα αχλή που συνόδευε πάντοτε τα οράματά της τραβιόταν από τις πλαγιές του βουνού και σε λίγο μπόρεσε να διακρίνει τις ανθρώπινες σιλουέτες που βάδιζαν στην ομίχλη.
   Είδε τον Ξαβιέ να οδηγεί μια μικρή πομπή από γέροντες του χωριού, που κουβαλούσαν ένα φέρετρο. Τα πρόσωπά τους ήταν παραμορφωμένα από οργή, όχι οδύνη. Γιατί; Έπρεπε να μάθει. Ήταν κουρασμένοι, αξύριστοι, απεριποίητοι, σαν να είχαν περάσει πολλές νύχτες στο λόγγο. 
   Ποιος πέθανε; Δεν ήθελε να μάθει αλλά η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχό της. Προχώρησε σαν υπνοβάτης και, σκύβοντας στο φέρετρο, αντίκρισε το μοναχογιό της, τον Μισέλ. Της ξέφυγε μια κραυγή. Ήταν φριχτά ακρωτηριασμένος, με πρόσωπο τουμπανιασμένο και παραμορφωμένο, μάτια μελανά. Καθώς οπισθοχωρούσε, πρόλαβε να δει τη χήρα του, μια πεντάμορφη κοπέλα ντυμένη στο χακί, που κρατούσε τουφέκι σαν άντρας κι έκλαιγε γοερά. Οι λυγμοί της ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε η Μαρία καθώς το όραμα έσβηνε.
   Άξαφνα απέμεινε μόνη.
   Επέστρεψε παραπατώντας στη βρύση κι έβαλε το κεφάλι της κάτω από το κρυστάλλινο νερό. "Δεν ήταν τίποτε, μόνο ένα όνειρο... το παραλήρημα μιας μισότρελης γριάς", μουρμούρισε σφουγγίζοντας τα δάκρυά της. "Δεν είναι αλήθεια. Όχι! Όχι! Πρέπει να το ξεχάσω".
   Κι απέμεινε εκεί, να κοιτά την εκκλησιά πετρωμένη από φόβο.

   Οι ξεποδαριασμένοι συμπέθεροι από την Τσιορίνια πήραν μια ανάσα, δροσίστηκαν με το νερό της βρύσης κι ήταν περασμένες δύο όταν έφτασαν πια στην εκκλησία. Σε λίγο η νύφη διέσχισε την πλατεία συνοδευόμενη από τους γονείς και τ' αδέρφια της. Δίστασε για μια στιγμή στο τελευταίο σκαλοπάτι και στράφηκε προς τα δυτικά, σαν να ήθελε να ρίξει μια τελευταία ματιά στα δάση και τις κοιλάδες της ιδιαίτερης πατρίδας της. Μετά έσκυψε το κεφάλι και μπήκε στο ναό. 
   Ο παπα-Ανδρέας τη λυπήθηκε· έτρεμε σαν φύλλο και το πλουμιστό νυφικό τής ερχόταν ασφυκτικά στενό. Πρόσεξε πως ήταν ασυνήθιστα ψηλή, με τετράγωνους ώμους που τώρα έγερναν πτοημένοι, δαχτυλιδένια μέση και λεπτούς γοφούς. Έβλεπε τα μακριά της δάχτυλα που έσφιγγαν νευρικά το μπουκέτο αλλά το πυκνό νυφικό πέπλο έκρυβε το πρόσωπό της. Κάθε λίγο όμως σήκωνε το χέρι να σφουγγίσει τα μάγουλά της -ένα χεράκι τόσο όμορφο!
   Καημένο παιδί, συλλογίστηκε, σε παντρεύουν στα δεκαέξι σου μ' έναν άντρα που είδες σήμερα για πρώτη φορά στη ζωή σου. "Ο Θεός να σου δώσει φώτιση", μονολόγησε ψιθυριστά. "Θα τη χρειαστείς".
   Κοίταξε συνοφρυωμένος τον γαμπρό. Ο εικοσιδυάχρονος Μισέλ Ρότσα ήταν ένα παράξενο, εσωστρεφές παλικάρι που δεν εκκλησιαζόταν κι είχε ελάχιστους φίλους. Περνούσε τις ώρες του κάνοντας μοναχικούς περιπάτους στο λόγγο ή δουλεύοντας στα πατρικά κτήματα. Μερικοί έλεγαν πως είχε κληρονομήσει την έκτη αίσθηση της μητέρας του αλλά ο παπάς δεν το πίστευε. Πάντως είχε πάρει σίγουρα απ' αυτή τα παράξενα, χωμένα στις κόγχες του μάτια, που επέτειναν αυτή την εντύπωση. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, μακριά και ίσια, τα χαρακτηριστικά του αδρά, η μύτη του μικρή, τα ζυγωματικά τονισμένα. Τ' ωχρό δέρμα, τα ίσια μαύρα φρύδια και τα λεπτά εκφραστικά χείλη του έδιναν μια παράξενη ελαφίσια όψη. Ο παπάς έσμιξε βλοσυρά τα φρύδια κι ο Μισέλ τον κοίταξε κατάματα, καχύποπτα, θαρρείς και διάβαζε τις σκέψεις του. Μετά κοκκίνησε, στένεψε τα μάτια κι άφησε το βλέμμα να πλανηθεί ολόγυρα, αποφεύγοντας να κοιτάξει τη νύφη.
   Οι καλεσμένοι θορυβούσαν ανυπομονώντας να γίνει ο γάμος για να το ρίξουν στο γλέντι. Ο παπα-Ανδρέας αναστέναξε κι άρχισε μ' ένα λογύδριο που είχε προετοιμάσει στο μυαλό του εδώ και μέρες. "Το νεαρό ζευγάρι που στέκεται ενώπιόν μας θα ενωθεί σήμερα με τα ιερά δεσμά του γάμου. Στην κοινή ζωή που θα χτίσουν, πρέπει να κάνουν πρώτο τους μέλημα την αγάπη, γιατί χωρίς αυτή θα νιώθουν μόνοι και άδειοι. Γι' αυτό σας συμβουλεύω, παιδιά μου, ν' αγαπάτε το Θεό, ν' αγαπάτε τον πλησίον σας και τότε σας υπόσχομαι ότι η αγάπη θα πλημμυρίσει τη σχέση σας..."
   Αγάπη, συλλογίστηκε περιφρονητικά ο Ξαβιέ Ρότσα. Με τι ανοησίες παραγεμίζει τα μυαλά τους ο παλιοτράγος! Τι σχέση έχει η αγάπη με το γάμο; Στα ταξίδια του είχε μάθει ότι ο έρωτας είναι μια από τις πολλές ασθένειες που κολλάει ο έξω κόσμος στην Κορσική. Γιατί αυτό το αίσθημα ήταν εξοβελισμένο από τις κορσικανικές παραδόσεις. Η γυναίκα είναι χτήμα του άντρα της και της οικογένειάς του. Οφείλει να διοχετεύσει όλους τους πόθους, όλες τις δυνάμεις της στην υπηρεσία της καινούριας της φαμελιάς. Και σε αντάλλαγμα θα πάρει προστασία, τροφή, στέγη, παιδιά -αλλά αγάπη; Τι περιμένεις όμως από Ιρλανδό παπά;
   Η Σιμπίλια άκουγε με αποστροφή αυτά τα λόγια. Πώς ν' αγαπήσει τον άντρα της αφού και μόνο η σκέψη του της προκαλούσε αναγούλα; Θα ήταν θαύμα αν δεν πέθαινε από την ντροπή της. Όλος ο κόσμος ήξερε τι θα πάθαινε σήμερα το βράδυ. Ήταν υποχρεωμένη να του ανοίξει τα σκέλια της και... Παρθένα Μαρία, σώσε με, βοήθησέ με... Η μητέρα της πριν λίγο της είχε πει τι την περίμενε καθώς της έσιαχνε το πέπλο. Τάχα θα πόναγε πολύ; Θα ήταν χειρότερο από την πορεία πάνω στο μουλάρι; Ναι, απάντησε η μητέρα. Αλλά ποιος σκεφτόταν τον πόνο μπροστά στη ντροπή; Δεν θα είχε μούτρα να δει άνθρωπο μετά.
   Ήταν το μοναδικό άτομο στην εκκλησία που δεν αδημονούσε να τελειώσει η τελετή του γάμου. Θεούλη μου, παρακαλούσε, κάνε να κρατήσει αιώνια, γιατί σαν τελειώσει...
   Όταν τελείωσε το μυστήριο, η Σιμπίλια ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει. Αλλά έκανε κουράγιο, σήκωσε το πέπλο και πρότεινε το μάγουλο για το καθιερωμένο φιλί. 
   Ο παπα-Ανδρέας απέμεινε με ανοιχτό το στόμα. Πρώτη φορά στη ζωή του αντίκριζε τέτοια ομορφιά. Τα χαρακτηριστικά της είχαν κλασική τελειότητα, απόλυτη αρμονία. Τα χείλη της ήταν σαρκώδη και καλογραμμένα, τα μάτια της πελώρια κι εκφραστικά σαν ελαφίνας, το τρυφερό δέρμα μελένιο κι αψεγάδιαστο, τα μαλλιά καστανά, με κόκκινες ανταύγειες. Όμως η ομορφιά της ήταν κάτι παραπάνω από το συνδυασμό των τέλειων χαρακτηριστικών. Η μορφή της είχε τη σφραγίδα της γλυκύτητας και της καλοσύνης. Ο παπα-Ανδρέας έβλεπε μπροστά του προσωποποιημένη την ειλικρίνεια, την αγάπη, την ομορφιά. 
   Η Σιμπίλια σήκωσε περήφανα το κεφάλι και κοίταξε προκλητικά τον παπά, τους καινούριους συγγενείς της, τους καλεσμένους. Ήταν μια καλή προσπάθεια, μόλο που δεν μπόρεσε να κρύψει τον πόνο και τον τρόμο της.

   Λίγο πριν τελειώσει ο γάμος, ο Ξαβιέ γλίστρησε έξω να ψάξει τη Μαρία, που ως συνήθως είχε εξαφανιστεί. Τη βρήκε ζαρωμένη πλάι στη βρύση, με πρόσωπο σταχτί και βλέμμα αλλοπαρμένο.
   Για πρώτη φορά αντιμετώπισε την οργή του χωρίς να πτοηθεί. 
   "Άκουσα τα τύμπανα", άρχισε κι η φωνή της ήταν αλλόκοτη, τραγουδιστή, όπως πάντα μετά από τα μυστηριώδη οράματά της. "Τους είδα να έρχονται από το λόγγο, ολοζώντανα, όπως βλέπω τώρα εσένα. Ήσουν κι εσύ εκεί..."
   Ο Ξαβιέ πισωπάτησε άσπρος σαν πεθαμένος. Η Μαρία δεν έπεφτε ποτέ έξω κι αυτός είχε μάθει να φοβάται τις προαισθήσεις της.
   "Όχι, όχι εσύ. Εσύ κουβαλούσες το φέρετρο στον ώμο. Σε είδα να κλαις, κι εκείνη..." Έδειξε προς την εκκλησία. "Είδα τη νύφη. Είναι πεντάμορφη, έτσι;" Έπνιξε ένα λυγμό. "Ο Μισέλ ήταν..." Ράγισε η φωνή της.
   Ο Ξαβιέ άρπαξε οργισμένος τη Μαρία από τους ώμους και την ταρακούνησε βίαια. "Πας να σκοτώσεις τον ίδιο σου το γιο, γυναίκα;" φώναξε.
   "Όχι εγώ", ψέλλισε. "Εκείνοι! Τι φρίκη..."
   "Είσαι τρελή. Σύνελθε, Μαρία. Στο λέω να το ξέρεις, αν σου ξεφύγει λέξη σε κανέναν, κάηκες κακομοίρα μου. Σιάξου τώρα, βγαίνουν οι καλεσμένοι".
   Σαν βγήκε ο κόσμος από την εκκλησιά, ο Ξαβιέ στεκόταν στην πλατεία έτοιμος να τους καλωσορίσει στο σπιτικό του. 
   Άνοιξε διάπλατα τις πόρτες. Οι καλεσμένοι διάβηκαν το φαρδύ πέτρινο χαγιάτι, μπήκαν στη μπροστινή κάμαρα και, βλέποντας τις στρωμένες με όλα τα ελέη του Θεού τάβλες, άναψε ακόμα περισσότερο το κέφι τους.
   Η Βανίνα Σουζίνι κάθισε στο πιάνο κι άρχισε να παίζει βαλς όπως είχαν κανονίσει. Όλοι όμως το είχαν ρίξει στο φαγοπότι και δεν είχαν νου για χορό. Κόντευαν ν' αδειάσουν οι πιατέλες όταν άρπαξε μισομεθυσμένος ο Ξαβιέ τη Σιμπίλια, την τράβηξε στο κέντρο της κάμαρας όπου είχαν αναμεριάσει τα έπιπλα κι άρχισε να τη στροβιλίζει.
   Ο Ξαβιέ Ρότσα ήταν έξοχος χορευτής αλλά τα πόδια της Σιμπίλια είχαν παραλύσει από το φόβο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σκόνταφτε και μπερδικλωνόταν στις μακριές της φούστες. Ντροπιάστηκε, κοκκίνησε, αλλά ο Ξαβιέ χαμογελούσε πλατιά.
   Μέσα στη σύγχυσή της πήρε το πάνω χέρι ο θυμός. 
   Γι' αυτόν δεν είμαι άνθρωπος αλλά πράγμα, χτήμα, μια κούκλα που την έδωσε στον κανακάρη του να παίξει.
   Και, σαν κούκλα, τρατάρισε τηγανίτες τους καλεσμένους κι έσφιξε τα χέρια των καινούριων συγγενών της χωρίς να έχει απόλυτη συναίσθηση αυτού που κάνει γιατί βρισκόταν ακόμα σε κατάσταση σοκ. 
  "Το νου σου στη Μαρία Ρότσα. Είναι μάγισσα", της ψιθύρισε κάποια στιγμή ο μικρότερος αδερφός της, ο Ντομινίκ. Και χαμογέλασε σκανταλιάρικα. "Αν τη θυμώσεις, μπορεί να σε καταραστεί και να πεθάνεις. Έτσι μου είπαν τα παιδιά. Όσο για τον άντρα σου...", χαχάνισε προφέροντας τη μισητή λέξη, αλλά η εξουθενωμένη Σιμπίλια δεν είχε κουράγιο να του τραβήξει τ' αυτιά, "είναι σαν τη μάνα του, σατανάς. Κοίτα να του κάνεις όλα τα κέφια γιατί δεν έχω όρεξη να ξανακουβαληθώ εδώ πάνω για την κηδεία σου!"
   Το γλέντι ήταν ένας εφιάλτης. Οι γυναίκες είχαν βγάλει τα παπούτσια τους κι αερίζονταν με βεντάλιες. Το δωμάτιο είχε ντουμανιάσει από τους καπνούς και μύριζε ιδρώτα, ταμπάκο, κονιάκ. Τα καλαμπούρια ήταν γεμάτα πονηρά υπονοούμενα. Οι μεγαλύτεροι άντρες τής έριχναν λάγνες ματιές κι η μάνα της όλο την ξεμονάχιαζε να της ψιθυρίσει στο αυτί ορμήνιες. Κάποια στιγμή ο μεγαλύτερος αδερφός της όρμησε έξω στην αυλή και ξέρασε. Η Σιμπίλια πήγε να πεθάνει από την ντροπή της. 
   Έτρεξε στον πίσω κήπο. Δίπλα σ' ένα κελαρυστό ρυάκι που ερχόταν από την πηγή, ανάμεσα σε κάτι βραχάκια, υπήρχε ένα παγκάκι. Πρόσεξε μ' ένα ρίγος πόσο παραμελημένος ήταν ο κήπος που, ωστόσο, είχε μια άγρια ομορφιά. Ένιωσε σαν παρείσακτη με το λερωμένο νυφικό της, τα ιδρωμένα χέρια, τα βρόμικα πόδια και το θολωμένο από φόβο μυαλό για την ατιμωτική νύχτα που την περίμενε.
   Μόλις κρύφτηκε εκεί, δυο περιστέρια πέταξαν στο χορτάρι δίπλα στο ρυάκι. Το αρσενικό βάλθηκε να περπατά κορδωτό, διαγράφοντας κύκλους, αναριπίζοντας την ουρά του. Άξαφνα τα δυο πουλιά έσμιξαν κι έγιναν ένα. Η Σιμπίλια παρακολουθούσε μαγνητισμένη, ριγώντας σε κάθε κίνησή τους. Σε λίγες στιγμές χώρισαν και βάλθηκαν να τσιμπολογούν στο γρασίδι. 
   Έτσι είναι; αναρωτήθηκε. Δε φαινόταν επώδυνο. Αχ, και να μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό της... αλλά την είχαν επηρεάσει τόσο οι ιστορίες που είχε ακούσει, οι εικόνες που φαντάστηκε.
   Μετά από λίγο την πλησίασε ένα μαυροκόκκινο σκυλί κουνώντας την ουρά του. Πίσω του ερχόταν η Μαρία Ρότσα. Ήταν ψηλή και ξερακιανή σαν άντρας κι όταν στάθηκε στην απέναντι όχθη του ρυακιού και κάρφωσε πάνω της το βλέμμα, η Σιμπίλια άρχισε να τρέμει. Έδειχνε τόσο αγριωπή με την καμπουρωτή μύτη και τα χωμένα στις κόγχες μάτια... Τα μαλλιά της ήταν μαύρα ακόμα, όμως το δέρμα της είχε υποστεί έντονα τη φθορά του χρόνου κι η Σιμπίλια αναρωτήθηκε με τρόμο αν θα γινόταν κι η ίδια κάποτε τόσο άσχημη. Λες να 'ναι στ' αλήθεια μάγισσα; Κι αν είναι, το 'ξερε ο μπαμπάς όταν κανόνισε το γάμο;
   "Ξέρω τι περνάς", είπε η Μαρία με απροσδόκητα γλυκιά κι ευγενική φωνή. "Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω. Θέλω να με θεωρείς δικό σου άνθρωπο. Βλέπεις, σε είδα που έκλαιγες. Σε είδα ολοκάθαρα, όπως σε βλέπω τώρα δα μπροστά μου. Κατάλαβα ότι θα τον αγαπήσεις και σου χρωστώ ευγνωμοσύνη".
   Μα τι έλεγε; Η Σιμπίλια δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Το σίγουρο ήταν πως είχε καλές προθέσεις κι έτσι της χαμογέλασε δειλά.
   "Σε όλο τον κόσμο δε θα βρεις καλύτερο παιδί από τον Μισέλ μου", συνέχισε η Μαρία. "Ελπίζω να του φερθείς κι εσύ καλά".
   Όσο καλά θα μου φερθεί κι αυτός, είπε μέσα της η Σιμπίλια σκύβοντας το κεφάλι. 
   Πάνω στην ώρα εμφανίστηκαν οι ξαδέρφες της με γέλια και τρεχαλητά. "Ώστε εδώ είσαι", φώναξαν εν χορώ. "Σε ψάχναμε παντού. Γιατί κρύφτηκες;" Και την τράβηξαν χαχανίζοντας προς το σπίτι. 
   Τ' αδέρφια της είχαν ανεβάσει τα προικιά και τα προσωπικά της είδη στο τρίτο πάτωμα και τώρα κουβαλούσαν κουβάδες με ζεστό νερό. Την αποχαιρέτησαν αναψοκοκκινισμένοι, με κάποια ενοχή, αλλά εκείνη δε σήκωσε πάνω τους τα μάτια. Ένας κόμπος της έπνιγε το λαρύγγι.
   Βλέποντας αραδιασμένα πάνω στην τουαλέτα τη βούρτσα, τα μαντίλια της, τα μπιμπελό, τις κορδέλες και τ' άλλα μικροπράγματα, η αλήθεια την πλάκωσε σαν ταφόπετρα: δε θα ξαναγύριζε σπίτι.
   Σαν την έγδυσαν η μητέρα κι οι ξαδέρφες της και την έβαλαν στη σκάφη με το αρωματισμένο νερό, παρακαλούσε να πεθάνει. Την έπλυναν με γέλια και με δάκρυα και της φόρεσαν ένα διάφανο νυχτικό από μουσελίνα. Μετά τα κορίτσια έφυγαν βιαστικά. Η μητέρα της κάθισε στο κρεβάτι και σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια της. "Σιμπίλια, Σιμπίλια, φτωχό μου κοριτσάκι..."
   "Μάνα, πήγαινε, σε παρακαλώ", ψιθύρισε η κοπέλα.
   "Σιμπίλια, δε σου μίλησα ποτέ για τις συζυγικές υποχρεώσεις", έκανε βιαστικά η μητέρα της. "Νόμιζα ότι έχεις χρόνια μπροστά σου πριν..." Βαριαναστέναξε. "Μην τον αφήσεις ποτέ να σε δει γυμνή", είπε βγάζοντας το μαντίλι και σφουγγίζοντας τα μάτια, "γιατί θα πάψει να σε σέβεται. Απόψε να θυμάσαι ότι πονάει μόνο την πρώτη φορά. Κι αν σταθείς τυχερή, θα στο κάνει μόνο μια φορά κι ύστερα θα κοιμηθεί ως το πρωί. Σου λέω από πείρα πως αν σπρώξεις κι εσύ, θα πονέσεις λιγότερο".
   Η Σιμπίλια ποθούσε να ριχτεί στην αγκαλιά της μητέρας της και να την ξορκίσει να την πάρει μαζί της σπίτι αλλά τώρα ήταν παντρεμένη γυναίκα και θα πήγαιναν στο βρόντο τα παρακάλια της. Προτίμησε λοιπόν να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της, που ήταν το μοναδικό πράγμα που της είχε απομείνει κι απέφυγε να κοιτάξει τη μητέρα της, μέχρι που εκείνη σηκώθηκε να φύγει.

   Τώρα είχε πάει εννιά κι η Σιμπίλια ήταν μόνη. Προσπαθούσε να προσευχηθεί γονατισμένη μπροστά στο παράθυρο αλλά τα λόγια δεν έρχονταν στα χείλη της, ίσως επειδή ήταν τόσο θυμωμένη. Τελικά είπε μια προσευχή  κρατώντας το ροζάριό της κι η επαφή με τις χάντρες της έδωσε μια μικρή ανακούφιση.
   Περασμένες δέκα. Πότε θα ερχόταν επιτέλους; Ένιωθε σαν τον καταδικασμένο σε θάνατο· έτρεμε τη μοιραία στιγμή αλλά ανυπομονούσε να γίνει ό,τι ήταν να γίνει και να τελειώσουν τα βάσανά της.
   Στις δέκα και μισή άνοιξε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας και μπήκε ο Μισέλ. Ακούστηκαν πνιχτά γέλια των φίλων του, ψίθυροι και προτροπές και μες στο δωμάτιο έφτασε έντονη η μυρουδιά του κονιάκ πριν κλείσει πίσω του η πόρτα.
   Η Σιμπίλια κοίταξε με ψυχρή απάθεια τον άντρα της. Πρόσεξε για πρώτη φορά τα μεγάλα γαλάζια μάτια και τα μαύρα μαλλιά που έπεφταν ατίθασα στο μέτωπό του. Διαισθάνθηκε την ευαισθησία, τη συστολή και το δισταγμό του -αισθήματα τελείως ασυνήθιστα για Κορσικανό. Δεν είναι κτήνος, συλλογίστηκε. Μοιάζει με ποιητή. Δεν πρέπει να τον φοβάμαι αν και δεν είναι αγόρι, κάθε άλλο μάλιστα.
   Ο Μισέλ Ρότσα ήταν είκοσι δύο χρονών άντρας. Καθώς την κοιτούσε, στα μάτια του ζωγραφιζόταν η απελπισία. Θυμήθηκε τα λόγια του αδερφού της. Τα μάτια του ήταν σαν της μητέρας του, παράξενα, χωμένα στις κόγχες, αλλά αυτό ήταν όλο. Και τα μαλλιά ήταν σαν του πατέρα του. Οι ομοιότητες όμως με τους γονείς του σταματούσαν εδώ· το πρόσωπο με τη μικρή μύτη, το συννεφιασμένο μέτωπο, την έξυπνη κυνική έκφραση, που προσπαθούσε σκληρά να τη διατηρήσει, δεν τα είχε πάρει από κανέναν. Τούτος φοβάται πιο πολύ από μένα, συλλογίστηκε η Σιμπίλια.
   "Είσαι ο Μισέλ;" ψιθύρισε ντροπαλά. Ήταν η πρώτη φορά που έβρισκε το κουράγιο να του μιλήσει.
   "Π' ανάθεμα!" βλαστήμησε εκείνος. "Βλαμμένη είσαι; Τότε καλωσόρισες στο σπιτικό των Ρότσα. Θα ταιριάξεις με τη μάνα μου. Είναι μανιακή ή δεν το άκουσες; Θα μπορείς να κυνηγάς μαζί της τα πνεύματα στους λόγγους".
   Η Σιμπίλια ανασήκωσε προκλητικά το πιγούνι. "Εμένα μπορείς να με προσβάλεις γιατί είσαι σύζυγός μου κι οι σύζυγοι φέρονται σαν αγροίκοι στις γυναίκες τους, αλλά δεν πρέπει να μιλάς έτσι για τη μάνα σου. Δεν είναι τρελή, απλώς..." Αναζήτησε τη σωστή λέξη. "Ευγενική".
   Ο Μισέλ τα 'χασε με την αψηφισιά της. Πύρωσαν τα μάγουλά του και το βλέμμα του κοντοστάθηκε για μια στιγμή στο πρόσωπο και τα μαλλιά της. Μετά τον έπιασαν τα γέλια. "Περίμενε και θα δεις", είπε. Η Σιμπίλια δεν ήξερε τι άλλο να πει. Χαμήλωσε τα μάτια και βάλθηκε να γυρίζει μηχανικά τη βέρα στο δάχτυλό της. Δεν την είχε συνηθίσει και την ενοχλούσε. Άκουσε τον Μισέλ να πηγαίνει στο καθιστικό τους.
   Κοντοστάθηκε στην πόρτα. "Σε λυπάμαι", της είπε σιγανά. "Όλες οι κοπέλες το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι να βρουν σύζυγο. Εσένα όμως σε ξεγέλασαν. Δεν ήθελα να σε παντρευτώ. Αυτός με ανάγκασε. Τώρα σε λυπάμαι".
   Η Σιμπίλια ρίχτηκε μπρούμυτα στο κρεβάτι και κουκούλωσε το κεφάλι της με το σεντόνι. 
   Ο Μισέλ άναψε τη λάμπα. Μετά έβγαλε τα παπούτσια του. Οι σούστες του καναπέ έτριξαν. Κάθισε ή ξάπλωσε; αναρωτήθηκε η Σιμπίλια. Εκεί θα κοιμόταν; Είδε τη φλόγα του σπίρτου, την αναλαμπή της καύτρας κι αμέσως μετά έφτασε στα ρουθούνια της η μυρωδιά του καπνού. Πώς θα κοιμηθώ σε αυτό το ντουμάνι, αναρωτήθηκε φουρκισμένη. Θα παραπονεθώ. Σε ποιον όμως; Είμαι σε ξένο σπίτι. Μετά από λίγο ο Μισέλ έσβησε το τσιγάρο και ξάπλωσε στον καναπέ.
   Για τη Σιμπίλια αυτή ήταν η χειρότερη στιγμή της νύχτας. Δεν γινόταν τίποτε! Ναι, αυτό ήταν το χειρότερο. Ένιωθε παραπεταμένη, περιφρονημένη. Μες στο σκοτάδι, ακόμα κι ο παραμικρός θόρυβος έπαιρνε τρομαχτικές διαστάσεις -το τικ τακ του ρολογιού πάνω στο τζάκι, το σφύριγμα του αέρα στα κλαδιά των δέντρων, η βουή του καταρράχτη, ακόμα και οι κραυγές που έβγαζαν τα νυχτοπούλια. Πού και πού ακούγονταν φωνές και τραγούδια από τα σπίτια γύρω στην πλατεία. Οι καλεσμένοι αργούσαν να ησυχάσουν. Την άλλη μέρα το πρωί θα ήταν κατάκοποι κι είχαν μακρύ ταξίδι να κάνουν. Αχ, να μπορούσε να φύγει κι εκείνη μαζί τους... κι ας ήταν κουρασμένη...
   Δεν είναι έτσι η πρώτη νύχτα του γάμου. Αυτό που της συνέβαινε ήταν χειρότερο απ' όλες τις τρομαχτικές ιστορίες που της είχαν ψιθυρίσει οι φίλες της. Ο εφιάλτης της σφραγίστηκε από τη μοναξιά και την απόρριψη και, για πρώτη φορά, ξέσπασε σε κλάματα. Κουλουριάστηκε σαν κουβάρι και κουκούλωσε το κεφάλι της για να μην ακούγονται οι λυγμοί.
   Ο Μισέλ, που δεν ήταν σκληρός άνθρωπος, βούλωσε τ' αυτιά αλλά τα σιγανά αναφιλητά της δεν έλεγαν να σωπάσουν. Παρά την απόφασή του, δεν μπόρεσε να την αγνοήσει. Οι γυναίκες τού προκαλούσαν πάντα αποστροφή. Η σκέψη ότι αυτή η κοπέλα θα έμενε σπίτι του, θα κοιμόταν μαζί του, ήταν αφόρητη. Με αηδιάζεις, ήθελε να της φωνάξει με μίσος αλλά πώς να την πληγώσει; Θύμα ήταν κι αυτή. 
   Γιατί κλαίω; Τι θέλω; Μακάρι να 'ξερα. Αντί να χαίρομαι που με άφησε μόνη... Αλλά με τρομάζει το σκοτάδι. Κι η μοναξιά...
    "Κρυώνω", φώναξε ξεσπώντας σε καινούρια αναφιλητά.
   Τελικά σηκώθηκε, πήγε στο καθιστικό κι άγγιξε τον Μισέλ στον ώμο. 
   "Κρυώνω", του είπε αλλά έτσι όπως στεκόταν ένιωσε να καίγεται και σπασμοί πόνου διαπέρασαν το στομάχι της. Τον κοίταξε τρομαγμένη. Μετά τον άγγιξε πάλι στον ώμο.
   "Σε παρακαλώ, σταμάτα να κλαις", της είπε. "Δε βγαίνει τίποτε, δεν το καταλαβαίνεις; Είμαστε κι οι δυο παγιδευμένοι, αλλά δε βαριέσαι... Η ζωή είναι θέμα απαντοχής". Και την ηρέμησε κρατώντας της το χέρι.
   "Απαντοχής;" αναφώνησε πικρά. "Κι η ευτυχία; Η αγάπη που μας είπε ο παπάς;" Προσπάθησε να ξαπλώσει δίπλα του στο φαρδύ καναπέ αλλά αυτός την έσπρωξε βίαια. 
   "Τι μωρό που είσαι", της είπε προσπαθώντας ν' αγνοήσει την κίνησή της. "Πού να βρεθεί ευτυχία σε αυτό το σπίτι; Εγώ δεν ένιωσα ποτέ ευτυχισμένος αλλά θα ντρεπόμουν αν έκλαιγα όπως εσύ". Η Σιμπίλια ησύχασε αλλά σε λίγο άρχισε πάλι τα κλάματα.
   "Είσαι άντρας μου", κλαψούρισε γονατίζοντας δίπλα στον καναπέ.
   "Δυστυχώς, ναι".
   "Ώστε ούτε συ ήθελες να παντρευτούμε;"
   "Μην το παίρνεις προσωπικά. Δεν ήθελα να παντρευτώ καμιά".
   "Τότε γιατί; Για τα περιουσιακά;"
   "Όχι μόνο γι' αυτό αλλά κι επειδή ήθελα να φύγω, να σπουδάσω στο Παρίσι".
   "Και τι είναι αυτό που μπορείς να το σπουδάσεις μόνο εκεί κι όχι εδώ;"
   Ανασήκωσε τους ώμους. "Είμαι καλλιτέχνης", εξήγησε μετά από ένα σύντομο δισταγμό. "Μια μέρα θα γίνω διάσημος. Πρώτα όμως πρέπει να σπουδάσω στο Παρίσι".
   "Και τι σ' εμποδίζει;"
   "Αυτός!"
   "Ο πατέρας σου; Τόσο πολύ τον φοβάσαι;"
   "Δε θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Πήγαινε, σε παρακαλώ, στο κρεβάτι σου".
   Του έπιασε το χέρι μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό και τον ένιωσε να τρέμει. Από αηδία; Ή απελπισία;
    Ένιωσε μια αλλόκοτη επιθυμία ν' ανακαλύψει το παράξενο μυστήριο της σαρκικής επαφής μεταξύ άντρα και γυναίκας. Αλλά ο Μισέλ δεν είχε τέτοιες προθέσεις κι αυτό ήταν σκέτη ψυχρολουσία. Γύρισε ακροπατώντας στο κρεβάτι της με καρδιά βαριά από αγωνία.
    Καημένε Μισέλ, συλλογίστηκε λίγο αργότερα, που είχε ηρεμήσει. Ήταν κι οι δυο θύματα. Κι αυτό δημιουργούσε ένα δεσμό μεταξύ τους, μόλο που δεν της πρόσφερε την παραμικρή ανακούφιση. Με τον ερχομό της σε τούτη την παράξενη οικογένεια ήταν σαν να βούλιαζε στο βάλτο... Δεν υπήρχε δρόμος διαφυγής... ούτε για την ίδια ούτε για τον Μισέλ.

   Ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα ξύπνησε τη Σιμπίλια από το βαρύ ύπνο της. Τι ωραίο όνειρο, σκεφτόταν καθώς ανάδευε νωχελικά. Τάιζε τα πουλιά στον ορνιθώνα του σχολειού μαζί με την αγαπημένη της καθηγήτρια, την αδερφή Αγνή, που της έκανε αγγλικά και γερμανικά. Άνοιξε τα μάτια κι αντίκρισε ένα άγνωστο γερτό ταβάνι με δοκάρια. Το αεράκι αναρρίπιζε τις κεντητές μουσελινένιες κουρτίνες. Ονειρευόταν ακόμα; Ανασήκωσε το κεφάλι κι είδε τη Μαρία χαμογελαστή στο κατώφλι, να κρατά ένα δίσκο με μια καφετιέρα που άχνιζε.
   Το χαμόγελό της όμως έσβησε όταν αντίκρισε το γιο της να κοιμάται στον καναπέ ντυμένος κανονικά.
   Στράφηκε σαν να ήθελε να εμποδίσει τον άντρα της να δει. "Άσ' τους να κοιμηθούν", βιάστηκε να πει αλλά ο Ξαβιέ πρόλαβε να δει το παλικάρι κι έγινε έξαλλος από θυμό. 
   "Μέγας είσαι, Κύριε! Τι άλλο πρέπει να κάνω για να γίνει άντρας το κοπρόσκυλο ο γιος σου;" βρυχήθηκε. Έκανε πέρα τη Μαρία κι αγριοκοίταξε τη Σιμπίλια σαν να ήταν σκουλήκι. Εκείνη ανακάθισε θυμωμένη, ξεχνώντας ότι η νυχτικιά της ήταν διάφανη. 
   Στη θέα της αποσπάστηκε η προσοχή του.  Σαν ώριμο φρούτο είναι, σκέφτηκε ο Ξαβιέ. Ωστόσο σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί της. Εξέτασε προσεκτικά το μισόγυμνο κορμί αλλά δε βρήκε κανένα ψεγάδι. Τα στήθη της ήταν πλούσια και στητά κι οι καστανές θηλές τσίτωναν το αραχνοΰφαντο ύφασμα, οι ώμοι της αγαλματένιοι κι ο λαιμός μακρύς και καλογραμμένος. Και μόλο που τα μάτια της ήταν διάπλατα από φόβο, ήταν πανέμορφη. Είχε σηκώσει στα χείλη το ένα χέρι και με το άλλο έσφιγγε τα σεντόνια. Έμοιαζε με ζαρκάδα που την ξάφνιασε κυνηγός κάποια παγερή αυγή, τόσο τρομαγμένη, τόσο τραγική ήταν η μορφή της. Ξύπνησε μέσα του το ένστικτο του κυνηγού και θέλησε να καρφώσει τη σφαίρα του στην τρεμάμενη λαχταριστή σάρκα. 
   Τα πλούσια βολάν της νυχτικιάς της κρέμονταν τσαλακωμένα γύρω από το λαιμό σαν το λουλουδένιο μαραμένο στεφάνι μιας Χαβανέζας που είχε δει σ' ένα από τα ταξίδια του. Η ανάμνηση εκείνης της ηδονικής νύχτας φλόγισε το κορμί του.
   Διάβολε! Αν δεν μπορούσε ν' αφυπνίσει τον ανδρισμό του γιου του τούτο το κορίτσι, τότε δεν υπήρχε ελπίδα γι' αυτόν. Η φρίκη κι η ενοχή του δικού του πόθου φούντωσαν ακόμα περισσότερο το θυμό του.
   Διέσχισε σαν βολίδα την κάμαρα, άρπαξε τον Μισέλ από τη γραβάτα, τον έστησε στα πόδια του και τον ταρακούνησε.
   "Προς Θεού, θα τον πνίξεις!" κραύγασε η Μαρία.
   Η Σιμπίλια είχε απομείνει εμβρόντητη καθώς ο Ξαβιέ έριχνε βροχή τις γροθιές στα μούτρα του γιου του με το δεξί, ενώ με το αριστερό τον κρατούσε όρθιο. Ο Μισέλ ήταν αξιολύπητος. Το ύφος του, που ήταν συνήθως σαρδόνιο, τώρα φανέρωνε παθητική υποταγή. Για μια στιγμή φάνηκε στη Σιμπίλια ότι απολάμβανε τον ξυλοδαρμό. 
   Η Μαρία άφησε μ' ένα σιγανό βογκητό το δίσκο κι έτρεξε να σώσει τον Μισέλ από τα χέρια του Ξαβιέ. Αλλά οι προσπάθειές της ήταν μάταιες. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο ξέσπασμα θυμού. Το πρόσωπό του είχε συσπαστεί σε μια μάσκα οργής.
   "Σταμάτα", φώναξε η Σιμπίλια. "Σταμάτα!" Πετάχτηκε από το κρεβάτι, παραμέρισε από το δρόμο της τη Μαρία, άρπαξε μια καρέκλα και χτύπησε κατακέφαλα τον Ξαβιέ.
   Η καρέκλα έσπασε κι ο Ξαβιέ ούρλιαξε από τον πόνο. Έπιασε το κεφάλι του και ρίχτηκε στον καναπέ, κατάπληκτος από την αντίδραση της νύφης του. Στο μεταξύ η Σιμπίλια οδήγησε τον Μισέλ στο κρεβάτι. Και βλέποντάς την ο Ξαβιέ να παίρνει ένα καρεκλοπόδαρο και να στέκεται φρουρός δίπλα στο μουλωγμένο παλικάρι, άθελά του χαμογέλασε.
   "Ορίστε τι έκανες!" του φώναξε. "Γέμισε αίματα. Του έσπασες τη μύτη, του έσχισες τα χείλη. Κοίτα!" Κι έδειξε τη βαθυκόκκινη κηλίδα που απλωνόταν στο σεντόνι. "Μα τι άνθρωπος είσαι εσύ; Τι οικογένεια είναι αυτή; Τώρα πρέπει να βάλει ράμματα". Γενναία λόγια αλλά η καρδιά της πήγαινε να σπάσει κι η ανάσα της έβγαινε κοφτή, λαχανιασμένη. Δεν πρέπει να καταλάβει πόσο τρομαγμένη είμαι, συλλογίστηκε.
   "Ράμματα!" σάρκασε ο Ξαβιέ. "Δε λες καλύτερα νάρθηκα στο πουλί, μπας και του σηκωθεί!" Σηκώθηκε τρίβοντας το κεφάλι και πλησίασε τρικλίζοντας το κρεβάτι.
   Η Σιμπίλια κούνησε το καρεκλοπόδαρο μπροστά στη μούρη του. "Το καλό που σου θέλω, μην κάνεις βήμα. Δε σε φοβάμαι", είπε.
   Ο Ξαβιέ έριξε μια ματιά στο γιο του και βιάστηκε να κοιτάξει αλλού. Δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει. "Μαμόθρεφτο", μουρμούρισε. "Άχρηστο πλάσμα. Εσύ θα 'πρεπε να 'σουν γιος μου, Σιμπίλια. Το λέει η καρδούλα σου". Κι έστρεψε γι' άλλη μια φορά την προσοχή στο κορμί της.
   Η Σιμπίλια αναψοκοκκίνησε και τράβηξε το σεντόνι ως το πιγούνι.
   Ο Ξαβιέ έπιασε το καρεκλοπόδαρο και όσο κι αν προσπάθησε η Σιμπίλια να του το τραβήξει, δεν τα κατάφερε. Της χαμογέλασε. "Δεν τον χτυπάω άλλο, στο λόγο μου". Της πήρε το καρεκλοπόδαρο.  "Πιάσε εδώ", της είπε. "Το μπράτσο μου".
   Κάθισε στο κρεβάτι, πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στο μπράτσο του. "Πιάνεις;" ρώτησε. "Όλο ποντίκια".
   Η σάρκα του ήταν σκληρή σαν πέτρα, λες κι άγγιζε γρανιτένιο άγαλμα. Η Σιμπίλια δεν άντεξε στον πειρασμό, ψηλάφισε την πλάτη του κι ήταν σαν να έπιανε ατσαλένια πλάκα. 
   "Δεν υπάρχει σ' όλη τη γη πιο γερός άντρας από μένα", της είπε. "Γι' αυτό να μην τα ξαναβάλεις μαζί μου".
   "Ακόμα κι οι πιο γεροί άντρες, κύριε Ρότσα, κάποτε κοιμούνται", του απάντησε ήρεμα. "Αν ξαναγγίξεις τον Μισέλ, θα μου το πληρώσεις".
   Στένεψε τα μάτια του. Της φάνταξε σαν λύκος, αλλά ένας λύκος όμορφος. Αν του 'μοιαζε ο Μισέλ... Ξάφνου σηκώθηκε χαμογελαστός.
   "Μπαμπά να με φωνάζεις!" της είπε μ' ένα χάδι στα μαλλιά της. "Και τώρα δώσε βάση. Κοίτα να γκαστρωθείς γρήγορα και να μου κάνεις εγγόνια γιατί αλλιώς θα δείξω εγώ στον αχαΐρευτο τον άντρα σου πώς γίνονται τα παιδιά".
   Άδραξε τη γυναίκα του από το μπράτσο και την έσπρωξε έξω στο διάδρομο. Η Σιμπίλια άκουσε τη Μαρία να διαμαρτύρεται κλαψουρίζοντας στην πόρτα κι ύστερα έφυγαν.

   Αργότερα το ίδιο πρωί, όταν η φαμελιά εγκατέλειψε την προσπάθεια να την πείσει να βγει από την κάμαρά της και την άφησαν επιτέλους στην ησυχία της, ξαπλωμένη καθώς ήταν στο κρεβάτι άκουσε τις συζητήσεις των γυναικών που έπλεναν στη βρύση της πλατείας. Μόλις είδαν τα σεντόνια που 'χαν ματωθεί από την ανοιγμένη μύτη του Μισέλ, άρχισαν τα γελάκια και τα επιφωνήματα θαυμασμού. Οι χαζοβιόλες! Άκουγε ολοκάθαρα κάθε τους λέξη κι απόρησε με την ευκολία που τις ξεγέλασε η πεθερά της. "Τι τα θέλετε, γιος του πατέρα του είναι!"

   Ήταν σαββατόβραδο και στην εκκλησιά επικρατούσε ησυχία. Τα κεριά σιγόκαιγαν στα μανουάλια κι ο αέρας ήταν βαρύς από το θυμίαμα και τις προσευχές των ηλικιωμένων γυναικών. Στο ναό βρίσκονταν μόνον αυτοί οι λίγοι που ήθελαν να εξομολογηθούν. Κάθε τόσο τραβιόνταν οι βαριές κουρτίνες και μια σιλουέτα έφευγε αλαφροπατώντας.
   Η Σιμπίλια καθόταν στην τελευταία σειρά των στασιδιών, μισοκρυμμένη στις σκιές, με το κορμί σκυφτό από απελπισία, τ' όμορφο πρόσωπο πρησμένο από το κλάμα. Σφούγγιζε τα δάκρυά της με το μαντίλι αλλά ήταν σίγουρη πως άκουγαν όλοι τ' αναφιλητά της. Έπρεπε να σταματήσει αλλά πώς; Περίμενε λοιπόν τελευταία. Ήθελε να νιώθει πως είναι τελείως μόνη με τον παπά.
   Πρώτη φορά ερχόταν στην εκκλησία μετά το γάμο της. Και κόπιασε πολύ να βρει το κουράγιο και να νίψει το πρόσωπό της με δροσερό νερό για να συνέλθει κάπως. Σαν μπήκε όμως, οι οικείοι ήχοι κι οι μυρουδιές τής θύμισαν ολοζώντανα τα παιδικά της χρόνια και τον εκκλησιασμό όλης της οικογένειας κάθε Κυριακή. Η ευωδιά του λιβανιού, το καλογυαλισμένο, ελαφρά σκονισμένο ξύλο που άγγιζαν τα δάχτυλά της, το κιτρινισμένο από το χρόνο προσευχητάρι, τα χρωματιστά χρυσοποίκιλτα αγάλματα των αγίων έτσι, όπως τα έλουζε το τρεμάμενο φως των κεριών, ήταν αναπόσπαστα κομμάτια της ευτυχισμένης παιδικής της ηλικίας, τόσο γνωστά κι αγαπητά που της ράγιζαν την καρδιά.
   Κάθισε σ' ένα στασίδι κι άρχισε να προσεύχεται αλλά, παρά τις καλές προθέσεις της, σύντομα τη συνεπήρε άγρια μανία. "Κάνε, Θεέ μου, να μετανιώσει κάποτε πικρά ο μπαμπάς για τον εγωισμό του. Ελπίζω να νιώθει μοναξιά η μαμά χωρίς εμένα. Ελπίζω να μη συγχωρήσουν ποτέ ο ένας τον άλλον γι' αυτό που μου έκαναν. Εγώ πάντως δεν πρόκειται να τους συγχωρήσω. Ποτέ!"
   Εδώ κι εννιά μέρες η Σιμπίλια έμενε κλεισμένη στο διαμέρισμα της σοφίτας, παριστάνοντας την άρρωστη. Και κόντευε ν' αρρωστήσει στ' αλήθεια από την ντροπή και τη νοσταλγία για το σπίτι της, έστω κι αν δεν συγχωρούσε τους δικούς της γι' αυτό που της είχαν κάνει. 
   Η Μαρία της ανέβαζε φαγητό καθημερινά, χτυπούσε την πόρτα κι επειδή δεν της άνοιγε η Σιμπίλια, ακουμπούσε το δίσκο στη σιφονιέρα έξω στο διάδρομο. Στην αρχή η Σιμπίλια αγνοούσε το φαγητό αλλά τελικά τη νίκησε η πείνα.
   Για να πλυθεί και να κάνει τις ανάγκες της, αφουγκραζόταν κι όταν καταλάβαινε από την απόλυτη ησυχία πως έλειπαν όλοι, τότε μόνο ξετρύπωνε από το δωμάτιό της. Τελικά, εκείνο το πρωί, η μοναξιά της κατάντησε αφόρητη κι αποφάσισε να εξομολογηθεί το σαββατόβραδο.
   Τις ταραγμένες σκέψεις της διέκοψαν βήματα κι ανάβλεψε ξαφνιασμένη. Το τελευταίο πρόσωπο που έφευγε από το εξομολογητήριο ήταν η αφράτη Βανίνα. Είχε έρθει η σειρά της και το στομάχι της σφίχτηκε. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια αλλά δεν άντεχε να ξανακλειστεί στη μοναξιά της κάμαράς της. Κίνησε λοιπόν απρόθυμα για το εξομολογητήριο, σφίγγοντας το μαντίλι στην ιδρωμένη χούφτα της.
   Γονάτισε δίπλα στην κουρτίνα, έσφιξε την καλογυαλισμένη ξύλινη μπάρα κι ατένισε απελπισμένη το προφίλ του ιερέα. Μόλο που εκείνος δεν μπορούσε να τη δει, η Σιμπίλια διαισθάνθηκε πως ήξερε ποια ήταν.
   "Ευλόγησέ με, πάτερ, γιατί αμάρτησα".
   Περίμενε να την ευλογήσει ο παπάς.
   "Την περασμένη Κυριακή δεν ήρθα ούτε στην εκκλησία ούτε στην εξομολόγηση". Την κυρίευσε ενοχή. Ήταν αδιανόητο να πει ψέματα στην εξομολόγηση. "Γιατί έχω αρρωστήσει από την ντροπή και τον καημό μου", πρόσθεσε με περισσότερη ειλικρίνεια. "Αυτά είναι τ' αμαρτήματά μου". Τη μία ώρα που περίμενε να έρθει η σειρά της, προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει το μυαλό της αλλά τώρα αισθανόταν οργή και σύγχυση. Το ψυχικό μαρτύριο των τελευταίων ημερών την είχε τσακίσει. Δεν έβρισκε λόγια να μιλήσει. "Αχ, αμάρτησα βαριά από την τελευταία φορά που πήγα στην εκκλησία", συνέχισε με πάθος. "Φυσικά, αυτό έγινε στην Τσιορίνια, πριν από δυο βδομάδες... αλλά μου φαίνεται σαν να πέρασαν αιώνες".
   "Είναι σοβαρότατο αμάρτημα να μην εκκλησιάζεσαι, τέκνο μου", μουρμούρισε μια απαλή φωνή με παράξενη προφορά. "Αλλά είναι τέτοιες οι συνθήκες ώστε νομίζω ότι συγχωρείσαι".
   "Άδικα ήρθα. Γιατί δε βρίσκω τη δύναμη να πάψω να τους μισώ. Θαρρώ πως..." Πώς να εξηγήσει στο απρόσωπο προφίλ που διαγραφόταν στον ασβεστωμένο τοίχο; "Έχασα τον εαυτό μου. Η Σιμπίλια Σιλβάνι ήταν τρισευτυχισμένη. Οι καλόγριες με αγαπούσαν, ήμουν άριστη μαθήτρια, ονειρευόμουν να γίνω δασκάλα. Μου το 'χε υποσχεθεί ο μπαμπάς. Στις καλοκαιρινές διακοπές θα πηγαίναμε για ορειβασία με τον Ντομινίκ... το μικρότερο αδερφό μου που τον αγαπώ πιότερο απ' όλους", βιάστηκε να εξηγήσει. "Δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσουν τα σχολεία... Τώρα νιώθω τελείως άδεια μέσα μου. Δεν ξέρω ποια είμαι, τι πρέπει να κάνω".
   Περίμενε την απάντηση ελπίζοντας πως αυτός ο άγνωστος ιερέας θα τη βοηθούσε να βάλει μια τάξη στα συγκεχυμένα αισθήματά της. 
   Αλλά κι ο παπα-Ανδρέας ήταν εξίσου σαστισμένος. Η νεαρή νύφη ήταν παιδί ακόμα. Τι τραγωδία! Με πόση απανθρωπιά είχαν φερθεί σε αυτό το αξιολάτρευτο κοριτσάκι. Ήθελε μ' όλη του την καρδιά να τη βοηθήσει αλλά μπορούσε να της προσφέρει ελάχιστα.
   "Όλες οι μικροπαντρεμένες αισθάνονται στην αρχή αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα", της είπε φροντίζοντας να μην προδώσει η φωνή του τη θλίψη που ένιωθε. "Πρέπει όμως ν' αγαπήσεις την καινούρια σου οικογένεια".
   "Αυτούς!" αναφώνησε χωρίς να τη νοιάζει για τον αλαζονικό σαρκαστικό τόνο που δεν ταίριαζε στην εξομολόγηση. Άξαφνα δεν μπορούσε πια να σκεφτεί λογικά και ξεπήδησαν ορμητικά από μέσα της τα χαμένα όνειρα, η πικρία της απόρριψης, η συντριβή που της προκαλούσαν οι περιστάσεις. Τέλος την πήραν τα κλάματα.
   Ο παπα-Ανδρέας ποθούσε με όλη του την ψυχή να την παρηγορήσει. "Υπομονή, τέκνο μου", είπε. "Ανεξερεύνητες οι βουλές του Κυρίου. Να είσαι όμως βέβαιη πως ξέρει Αυτός τι κάνει".
   "Αρχίζω να μισώ το Θεό. Με φυλάκισαν σε αυτό το φριχτό μέρος και ξέρω ότι δε θα μπορέσω ποτέ να δραπετεύσω. Πώς θα μπορούσα, άλλωστε, αφού τώρα τ' όνομά μου είναι Ρότσα και τους ανήκω;"
   "Είσαι παντρεμένη γυναίκα, τέκνο μου, και σαν τέτοια πρέπει να φέρεσαι από δω και μπρος".
   "Παντρεμένη τρόπος του λέγειν! Μόνο κατ' όνομα".
   "Έχει ο Θεός, έχει ο Θεός. Η αγάπη..."
   "Μη μου ξαναμιλήσεις γι' αγάπη, πάτερ μου! Ο Μισέλ με σιχαίνεται. Δεν του αρέσουν οι γυναίκες, μου το 'πε ο ίδιος".
   Και του διηγήθηκε τη θλιβερή ιστορία της χύνοντας μαύρα δάκρυα.  Ο παπα-Ανδρέας την άκουσε σφίγγοντας σπασμωδικά τις γροθιές για να συγκρατήσει το θυμό του.
   "Μισώ τον πεθερό μου", συνέχισε με πάθος. "Ναι, τον μισώ. Αν με ξανακοιτάξει έτσι, θα του σπάσω το κεφάλι!"
   "Ηρέμησε, τέκνο μου. Δεν πρέπει να μιλάς έτσι για τον πεθερό σου".
   "Με είδε μισόγυμνη, πάτερ μου. Μ' έτρωγε με τα μάτια και πήγα να πεθάνω από ντροπή. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο. Ονειρεύτηκα τον Ξαβιέ Ρότσα. Ονειρεύτηκα πως παντρεύτηκα αυτόν κι όχι το γιο του. Ήταν... ήταν υπέροχα..." τραύλισε. Χριστέ μου, τι έλεγε; Κι όμως, ένιωσε απέραντη ανακούφιση λέγοντας αυτά τα λόγια. Χτες βράδυ, είδε στ' όνειρό της το γάμο της· διέσχισε την πλατεία φορώντας ένα διάφανο νυφικό κι ο γαμπρός άπλωσε τα χέρια και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Όταν είδε όμως για πρώτη φορά το πρόσωπό του, ήταν ο Ξαβιέ Ρότσα που την κοιτούσε μ' εκείνα τα παράξενα σχιστά παγερά θαλασσιά μάτια, με τ' όμορφο πρόσωπο, τα σγουρά μαύρα μαλλιά. "Είμαι καταδικασμένη. Δεν υπάρχει σωτηρία για μένα", μουρμούρισε. 
   "Μα είναι γέρος άνθρωπος", ξέσπασε ο παπα-Ανδρέας με όλη τη σοφία των είκοσι έξι του χρόνων.
   "Είναι άντρας", αποκρίθηκε απλά. 
   "Κι ο Μισέλ;"
   "Είναι δειλός".
   "Δειλός!" Κατά τη σύντομη παραμονή του στην Κορσική ο νεαρός παπάς είχε μάθει πως δεν υπάρχει χειρότερη βρισιά για έναν άντρα. Έψαξε απεγνωσμένα να βρει απάντηση. "Είσαι γυναίκα του", είπε τέλος. "Ήταν θέλημα Θεού".
   "Όχι!" αρνήθηκε με πείσμα. Κι ύστερα χαμήλωσε μετανιωμένη τη φωνή και ψιθύρισε: "Ήταν θέλημα του Ξαβιέ. Με ήθελε γιατί έλπιζε να κάνω άντρα το γιο του και να του χαρίσω εγγόνια. Τον περιφρονεί. Πόσο τον λυπάμαι τον καημένο τον Μισέλ..." συνέχισε τρυφερά. "Είναι πολύ ευαίσθητος για άντρας. Δεν τολμάει ν' ανέβει στο διαμέρισμά μας. Κοιμάται στο ισόγειο, σ' έναν καναπέ. Έχω να τον δω από το πρωί μετά τον γάμο μας. Ο πατέρας του λείπει για δουλειές. Δεν ξέρω τι θα γίνει όταν επιστρέψει ο ... μπαμπάς!" Γέλασε βραχνά. "Μου είπε να τον φωνάζω μπαμπά! Μου είπε..." Και επανέλαβε ψιθυριστά τις απειλές του Ξαβιέ Ρότσα.
   Ο νεαρός παπάς απέμεινε κατάπληκτος. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε να συγκρούονται τόσο βίαια μέσα του ο άντρας κι ο ιερέας. Ποθούσε όσο τίποτα στον κόσμο να την προστατέψει αλλά, αναγκαστικά, κατέφυγε σε ρητορείες. "Οι αμαρτίες των Ρότσα δεν είναι δική σου δουλειά, τέκνο μου", είπε τέλος. "Δεν είσαι εσύ που θα τους κρίνεις. Δείξε θάρρος κι ο Μεγαλοδύναμος θα σε βοηθήσει". Δίστασε πριν προσθέσει: "Σου υπόσχομαι να μιλήσω στον πεθερό σου. Το δίχως άλλο προσπαθούσε να μπει στο μάτι του Μισέλ".
   "Σοβαρά;" ρώτησε σαρκαστικά.
   Ο παπα-Ανδρέας έσκυψε το κεφάλι σαν σε προσευχή αλλά στην πραγματικότητα έψαχνε απεγνωσμένα να βρει λόγια παρηγοριάς. "Κόρη μου, φαντάσου πως είσαι ένα παιδί που του χάρισαν τα Χριστούγεννα ένα πακέτο. Δε σου αρέσει το περιτύλιγμα και θέλεις να πετάξεις το δώρο χωρίς να το ανοίξεις και να δεις τι έχει μέσα. Σιμπίλια, άνοιξε το πακέτο πριν το ρίξεις στα σκουπίδια. Ψάξε και βρες τι είναι αυτό που θέλεις να ξεφορτωθείς. Θυμήσου ότι ο σύζυγός σου είναι πλάσμα του Θεού κι ότι ο Θεός αγαπά όλα τα δημιουργήματά του. Ποια είσαι εσύ λοιπόν που δεν καταδέχεσαι το πλάσμα Του;"
   Αγνόησε τους λυγμούς της κι επιστράτευσε όλη του την αυστηρότητα, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι αποστολή ενός εφημέριου είναι να διατηρεί την ενότητα του ποιμνίου του, αντιμετωπίζοντας με κατανόηση τις αδυναμίες τους.
   "Σιμπίλια, κατέβα από το ψηλό σου βάθρο κι άκουσε τα λόγια μου σαν να είμαι φίλος κι όχι ιερέας. Έπεσες θύμα -ναι, το παραδέχομαι- ενός γάμου από προξενιό. Προσωπικά διαφωνώ με αυτό το έθιμο αλλά είναι βαθιά ριζωμένο στην Κορσική. Είμαι σίγουρος ότι, με τη βοήθεια του Θεού, κάποτε θα καταργηθεί. Οι γονείς σου το έκαναν για το καλό σου. Σου βρήκαν έναν περιζήτητο γαμπρό -οι Ρότσα είναι η πιο ονομαστή φαμελιά σε τούτα τα μέρη. Είναι επίσης περήφανοι και δε θ' ανεχτούν την αντίδρασή σου. Το μίσος κι η περιφρόνησή σου θα σε καταστρέψουν.
   »Σιμπίλια, αυτή ήταν η τύχη σου και πρέπει να τη δεχτείς, να ξεχάσεις τα όνειρά σου", συνέχισε βιαστικά. "Παρ' το απόφαση πως είσαι γυναίκα του Μισέλ και προσπάθησε να ευτυχήσεις στο πλευρό του. Θέλω να με βλέπεις σαν φίλο, Σιμπίλια. Όταν αντιμετωπίζεις δυσκολίες, να έρχεσαι να το συζητάμε.
   »Η ποινή που σου επιβάλλω ως εξομολογητής είναι να παρακολουθείς τη λειτουργία κάθε πρωί. Να περνάς τη μέρα σου βοηθώντας φιλότιμα στο νοικοκυριό και να βρίσκεις κάτι καλό να πεις για τους δικούς σου. Το άλλο Σάββατο θα μου πεις δέκα προτερήματα για κάθε Ρότσα. Αυτή είναι η ποινή σου, τέκνο μου".
   "Κάλλιο το 'χω να σκοτωθώ", τραύλισε η Σιμπίλια.
   "Και να πάει η ψυχή σου στην κόλαση;" βρυχήθηκε ο παπα-Ανδρέας. "Όχι, Σιμπίλια. Κάνε όπως σου λέω κι έχε πίστη στο Θεό".
   Αυτό ήταν λοιπόν το θέλημα του Θεού; Τόσο αναίσθητος ήταν ο Μεγαλοδύναμος; Η Σιμπίλια έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να διώξει τον κόμπο που ανέβηκε στο λαρύγγι της. "Θα προσπαθήσω", ψιθύρισε και το εννοούσε.
   Πώς θα βρω δέκα καλά στοιχεία για τον καθένα; αναρωτιόταν δύσπιστα καθώς επέστρεφε σπίτι. Πρώτη φορά στη ζωή της είχε να φέρει σε πέρας ένα τόσο δύσκολο έργο.

   Την άλλη μέρα το πρωί, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον παπα-Ανδρέα, η Σιμπίλια ήταν ντυμένη κι έτοιμη να κατέβει αλλά δεν έβρισκε το κουράγιο να κάνει τα πρώτα βήματα. 
   Πώς θα το κάνω; Είμαι ξένη εδώ. Κανείς δε με θέλει. Ακόμα κι ο άντρας μου έχει να μου μιλήσει από τη μέρα του γάμου μας. Κόλπο ήταν όλα για να βάλουν στο χέρι τα χτήματα του μπαμπά. Θα με αφήσουν να πεθάνω από πείνα.
   Πράγματι εκείνο το πρωί δεν της είχαν πάει πρωινό. Η Μαρία της πήγαινε καθημερινά φαγητό κι ώρες ώρες η Σιμπίλια ένιωθε τύψεις που έβαζε σε τόσο κόπο την πεθερά της. Αυτή τη στιγμή όμως ένιωθε τόσο δυστυχισμένη... Ήταν σίγουρη πως όλοι στην οικογένεια είχαν μετανιώσει για το γάμο.
   Έφτασε μεσημέρι και στεκόταν στο παραθύρι όταν άκουσε ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα.
   Ήταν ο Μισέλ. Τι παράξενος άνθρωπος, σκέφτηκε με αγωνία. Πρόσεξε ότι ήταν ψηλός αλλά πολύ αδύνατος. Τα μαλλιά του έπεφταν στο μέτωπο ενώ τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια του κοιτούσαν καχύποπτα γύρω στο δωμάτιο. Η Σιμπίλια κατάλαβε πόσο τον στενοχωρούσε που του επέβαλαν την παρουσία μιας άγνωστης στη ζωή και την κρεβατοκάμαρά του.
   "Δε σου πείραξα τίποτε", τον βεβαίωσε δειλά.
   Το ύφος του έγινε ακόμα πιο ψυχρό. "Μπορείτε να έρθετε κάτω, κυρία μου;" είπε καρφώνοντας τα μάτια στον τοίχο πάνω από το κεφάλι της, αποφεύγοντας να την κοιτάξει. 
   "Ναι", απάντησε κοφτά. "Μόλις ετοιμαζόμουν να κατέβω".
   Ο Μισέλ γύρισε και κατέβηκε τα σκαλιά. 
   Η Σιμπίλια έριξε μια ματιά στον καθρέφτη κι έστρωσε νευρικά τα μαλλιά. "Σε παρακαλώ, περίμενέ με, Μισέλ", φώναξε αλλά αυτός έκανε πως δεν την άκουσε. 
   Λίγες στιγμές αργότερα μπήκε διστακτικά στην κουζίνα αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Κατά τα φαινόμενα περίμεναν καλεσμένους γιατί στο μακρύ δρύινο τραπέζι ήταν στρωμένα φαγητά και στη στόφα κόχλαζε βραστό σε μια μεγάλη χύτρα. Ήταν μια όμορφη κουζίνα, πολύ μεγαλύτερη από του πατρικού της. Είχε να έρθει εδώ από τη μέρα του γάμου της αλλά τώρα της δόθηκε η ευκαιρία να προσέξει πως άστραφταν όλα από πάστρα και να θαυμάσει τα καλογυαλισμένα μπακίρια και τους δρύινους μπουφέδες.
   Στο χαλάκι μπροστά στην πόρτα ήταν ξαπλωμένο ένα σκυλί, διασταύρωση κόλεϊ, λαμπραντόρ κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Το ζώο τη ζύγιασε μ' ένα βλέμμα, αποφάσισε πως τη συμπαθεί και την πλησίασε κουνώντας την ουρά.
   Η Σιμπίλια βάλθηκε να το χαϊδεύει μέχρι που άκουσε βήματα πίσω της. Ήταν η Μαρία Ρότσα κι έδειχνε αμήχανη.
   "Θέλαμε πολύ να σε δούμε", άρχισε αδέξια, "αλλά δεν είχαμε πρόθεση να σ' ενοχλήσουμε". Η ομιλία της ήταν παράξενη, με συχνές παύσεις, σαν να έψαχνε για τις κατάλληλες λέξεις. "Αχ, πώς αδυνάτισες, παιδάκι μου; Θα λέει ο κόσμος πως σε αφήνουμε νηστική. Τις Κυριακές δεν τρώμε πρωινό γιατί το μεσημεριανό γεύμα είναι πολύ πλούσιο. Σήμερα περιμένουμε τ' αδέρφια του Ξαβιέ και τις φαμελιές τους αλλά έχουν αργήσει".
   Σταμάτησε για λίγο λες και δέθηκε η γλώσσα της κι ύστερα συνέχισε βιαστικά. "Σήμερα κάνει πολύ ωραία μέρα. Το πρωί το πήγαινε για βροχή αλλά τελικά βγήκε ήλιος. Θυμάμαι μια άλλη Κυριακή, πολύ παλιά..."
   Από το διπλανό δωμάτιο αντήχησε βροντερή η φωνή του Ξαβιέ. "Άσε τις φλυαρίες, γυναίκα, και φερ' την εδώ!" 
   Η Σιμπίλια ακολούθησε την πεθερά της στο καθιστικό και τα μάγουλά της άναψαν. Ο Ξαβιέ Ρότσα καθόταν στο τραπέζι με μια καράφα κρασί κι ένα ποτήρι μπροστά του. Δίπλα του ήταν ο Μισέλ. Ο Ξαβιέ διάβαζε την εφημερίδα αλλά τώρα τη δίπλωσε και την ακούμπησε δίπλα του. "Έλα, κάθισε", της είπε. "Πίνουμε κρασί για να γιορτάσουμε την εμφάνισή σου".
   Τράβηξε μια καρέκλα για τη Σιμπίλια, έβαλε κόκκινο κρασί στο ποτήρι της και το ποτήρι του Μισέλ, γέμισε το δικό του και το ύψωσε. "Καλωσόρισες", είπε. "Εύχομαι να συνηθίσεις γρήγορα το καινούριο σπιτικό σου".
   Η Σιμπίλια ήταν προετοιμασμένη για τα πάντα εκτός από την καλοσύνη. Δάκρυσαν τα μάτια της κι έσκυψε να πιει μια γουλιά από το ποτήρι της. Το κρασί ήταν πολύ γλυκό κι είχε μια γεύση σαν γιατρικό. Δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της και τα σφούγγισε με τρόπο για να μην τα προσέξουν οι άλλοι.
   Ο Ξαβιέ τα είδε αλλά προτίμησε να κάνει ότι δεν τα πρόσεξε. Ο μπουνταλάς ο γιος του δεν έκανε τίποτε ν' αλαφρώσει την ατμόσφαιρα κι έτσι άνοιξε την εφημερίδα κι άρχισε να διαβάζει δυνατά τα νέα στην οικογένεια.
   Η Σιμπίλια απέμεινε σιωπηλή, με τα μάτια καρφωμένα στο ποτήρι της, και παρακαλούσε μέσα της να μην της απευθύνει κανείς το λόγο. Μετά από λίγο όμως ένιωσε ότι ο Μισέλ την παρατηρούσε επίμονα. Δεν την κοιτούσε στα ίσια αλλά είχε στρέψει πάνω της όλη την προσοχή του. Σε κάθε χειρονομία της, πετάριζαν τα ματόκλαδά του. Σε κάθε γουλιά που έπινε, την λοξοκοιτούσε αποδοκιμαστικά. Όταν απέστρεφε το βλέμμα της, τον ένιωθε να την κοιτάζει. Αλλά όταν γυρνούσε προς το μέρος του, εκείνος χαμήλωνε αμέσως τα μάτια. Μετά από λίγο άναψε με αργές κινήσεις την πίπα του κι άρχισε να συζητά με τον πατέρα του για τον πόλεμο. Της έκανε φιγούρα. 
   Σαν ήρθε το σκυλί κι ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά της, η Σιμπίλια κατάλαβε ότι ο Μισέλ έσκασε από ζήλια. Καθώς φαίνεται ήταν δικό του το σκυλί. "Γκας", φώναξε τσαντισμένος. Και το ζώο γύρισε υπάκουα.
   Πρόσεξε τα χέρια του, που ήταν τα πιο δυνατά μέλη του. Είχε μακριά ροζιασμένα δάχτυλα. Από τη δουλειά στα χτήματα; Δεν τον είχε δει στις πεζούλες, μόλο που αγνάντευε συχνά από το παραθύρι της. Ο Μισέλ άρχισε να χαϊδεύει το σκυλί με αργές αισθησιακές κινήσεις. Τέλος άπλωσε κι εκείνη δειλά και χάιδεψε το ζώο πίσω από το αυτί. Περίμενε πως ο Μισέλ θα τραβήξει το χέρι του ενοχλημένος αλλά έπεσε έξω. Μια αλλόκοτη ζεστασιά θαρρείς και μεταδιδόταν από το χέρι του στο δικό της, μόλο που δεν αγγίζονταν. Ένα ερεθιστικό φούντωμα ξεκίνησε από το στομάχι της κι εξαπλώθηκε σε όλο της το σώμα.
   Ο Ξαβιέ ανάβλεψε από την εφημερίδα κι είδε τους δυο νέους να χαϊδεύουν απορροφημένοι το σκυλί.  Χαμογέλασε και ξαναγέμισε τα ποτήρια τους. Μήπως τελικά ο γιος μου δεν είναι γυναικωτός; αναρωτήθηκε με αναπτερωμένες ελπίδες. Μακάρι! Κοίταξε πονηρά τη Σιμπίλια. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει στη ζωή του -κι είδαν πολλές τα μάτια του, πλάγιασε με πολλές, απ' όλα τα μέρη του κόσμου. Καμιά όμως δεν μπορούσε να παραβγεί σε ομορφιά τις Κορσικανές. 
   Η Σιμπίλια, που δεν είχε αντιληφθεί το επίμονο βλέμμα του αλλά είχε ζεσταθεί από το κρασί, έγειρε νωχελικά με μισάνοιχτα χείλη και κάρφωσε αφηρημένα τα μάτια στον απέναντι τοίχο. Τι παράξενο πρωινό. Έτσι καθώς καθόταν εδώ, σαστισμένη και νυσταγμένη, χαϊδεύοντας με το ένα χέρι το σκυλί κι έχοντας το άλλο ακουμπισμένο στην ποδιά της, ακούγοντας τον Ξαβιέ να διαβάζει την εφημερίδα, είχε την αλλόκοτη αίσθηση πως η ψυχή της έσμιγε με τους Ρότσα. Θαρρείς και τα κορμιά τους δεν ήταν παρά το ορατό μέρος τους ενώ το σώψυχό τους αιωρούνταν ρευστό στην ατμόσφαιρα σχηματίζοντας μικρά ρυάκια που χύνονταν σ' ένα μεγάλο βουερό ποτάμι.
   Η Μαρία Ρότσα μπήκε μ' ένα πιάτο ελιές, τυρί και ψωμί κι η Σιμπίλια βιάστηκε να σηκωθεί. "Τσιμπήστε κάτι, μην πίνετε με άδειο στομάχι", μουρμούρισε. "Οι Ρότσα αργοπόρησαν όπως πάντα".
   "Να σας βοηθήσω", ψιθύρισε η Σιμπίλια.
   "Όχι, όχι", είπε ο Ξαβιέ με τη βαθιά του φωνή. "Κάθισε δίπλα μου. Σήμερα είσαι καλεσμένη μου. Μη νοιάζεσαι για τίποτε, φρόντισε μόνο να διασκεδάσεις".
   Άξαφνα διαλύθηκε η μαγεία. Ο Μισέλ κατσούφιασε και τράβηξε το χέρι, το σκυλί γύρισε στην κουζίνα. 
   Εύκολο να το λέει αυτό ο κύριος Ρότσα, συλλογίστηκε επικριτικά η Σιμπίλια, αφού όλη η δουλειά πέφτει στους ώμους της γυναίκας του. Της μάνας... πρόσθεσε απελπισμένη. Πρέπει να συνηθίσω να τη σκέφτομαι σαν μάνα γιατί αλλιώς δε θα μπορέσω ποτέ να τη φωνάξω έτσι. Την κοίταξε ένοχα αλλά εκείνη της έγνεψε να μη σηκωθεί κι έσπρωξε το πιάτο προς το μέρος της. "Τρώγε", είπε. "Τρώγε! Κοντεύεις να μείνεις πετσί και κόκαλο. Είσαι άσπρη σαν χαρτί. Καμιά νύχτα θα κοψοχολιάσεις τον Μισέλ μου".
   "Τον κοψοχόλιασε ήδη", είπε ο Ξαβιέ και γέλασε δυνατά με το αστείο του.
   Ο Μισέλ κοκκίνησε και άρπαξε πάλι την πίπα του ενώ η Μαρία αγριοκοίταξε τον άντρα της πριν επιστρέψει βιαστικά στην κουζίνα. Εγώ φταίω, σκέφτηκε η Μαρία. Δεν πρέπει να του δίνω αφορμές. Ο Μισέλ δε θ' ανδρωθεί ποτέ αν δεν ξεφύγει από τη βαριά σκιά του πατέρα του. Καθώς ανακάτευε το βραστό, ένιωσε κάτι να την πνίγει, μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής. Προσπάθησε να θυμηθεί τι την ανησυχούσε αλλά δεν τα κατάφερε. Είχε ξεχάσει το όραμα που είδε τη μέρα του γάμου. 
   Το φαγητό ήταν έτοιμο αλλά πρώτα θα έτρωγαν καπνιστό χοιρομέρι και τοματοσαλάτα. Πότε θα ερχόταν επιτέλους το σόι;
   Περασμένες δύο κατέφτασε ο μπατζανάκης της, ο Πιερ Μπονέλι, με τη γυναίκα του Καρλότα, αδερφή του Ξαβιέ, τους τρεις γιους και τη θυγατέρα τους. Η Μαρία άκουσε τα καλωσορίσματα στην εξώπορτα κι ύστερα τα βαριά βήματα της Καρλότα που ερχόταν στην κουζίνα. 
   Η Καρλότα ήταν μια καλοφτιαγμένη, εύσωμη γυναίκα με ασυνήθιστη δύναμη. Ωστόσο δεν ήταν παχιά, δεν είχε ίχνος λίπους, μόνο μυς. Το δέρμα της ήταν μελαψό σαν των ανθρώπων που ζούσαν στα παράλια ενώ η γαμψή μύτη και τα σαρκώδη χείλη της ήταν μια μόνιμη υπόμνηση των αμέτρητων εισβολών των Σαρακηνών. Είχε μαύρα σγουρά μαλλιά κοντοκομμένα και, μόλο που φορούσε σκούρα χωριάτικα ρούχα, έδειχνε κομψή. Τα μαύρα μάτια με τα βαριά ματόκλαδα ήταν πολύ εκφραστικά αλλά όποιο συναίσθημα κι αν καθρέφτιζαν, δεν τους έλειπε ποτέ το χιούμορ. Εκείνη τη μέρα στα χείλη της ζωγραφιζόταν ένα βιασμένο χαμόγελο που έμοιαζε πιότερο με σαρκασμό. 
   "Γιατί δε σε βοηθάει αυτή;" ψιθύρισε θυμωμένη πριν αγκαλιάσει τη Μαρία και τη φιλήσει σταυρωτά. "Τι δουλειά έχει να κάθεται με τους άντρες; Τι θαρρεί πως είναι -βασίλισσα;"
   "Είναι καινούρια ακόμα στο σπίτι, δεν προσαρμόστηκε", τη δικαιολόγησε η Μαρία.
   "Μα πέρασαν δέκα ολάκερες μέρες! Εκτός αν θεωρεί το σόι μας παρακατιανό για την αφεντιά της. Καημένη μου Μαρία. Νύφη έμπασες στο σπίτι σου ή μουσαφίρισσα;"
   Η Καρλότα πήγε στο καθιστικό ζυμωτό ψωμί κι έριξε μια επιτιμητική ματιά στη Σιμπίλια, που καθόταν ακόμα δίπλα στον Μισέλ και σιγόπινε το κρασί της. Πρόσεξε ότι η ομορφιά της Σιμπίλια, σε συνδυασμό με τα νιάτα και τον αισθησιασμό της, ηλέκτριζε την ατμόσφαιρα και ξεμυάλιζε όλα τ' αρσενικά, τον Ξαβιέ, τον άντρα της τον Πιερ και τους τρεις ανόητους γιους της, που είχαν αρχίσει τις φιγούρες. Ειδικά ο Ξαβιέ ήταν όλο κόρδωμα, σαν να παντρεύτηκε εκείνος το κορίτσι κι όχι ο άχρηστος ο γιος του, που δε θα γινόταν ποτέ πραγματικός άντρας. Αλλά καλά να πάθει. Παντρεύτηκε τη Μαρία για το βιος της και μόνο βιος είχε. Ενώ η Καρλότα απέκτησε τρεις γιους και, δόξα τω Θεώ, μόνο μια θυγατέρα. 
   "Μαρία, καλή μου", γκρίνιαξε όταν επέστρεψε στην κουζίνα, "την καλομαθαίνεις. Θα σου καθίσει στο σβέρκο όπως κι οι άλλοι. Θυμήσου τα λόγια μου, Μαρία. Αρκετά κουράστηκες, δεν πρέπει να 'σαι μια ζωή υποζύγιο".
   Η Σιμπίλια άκουσε τις ομιλίες κι αναρρίγησε. Βασίλισσα; Αυτή που ένιωθε έρμη σαν καλαμιά στον κάμπο και κόντευε ν' αρρωστήσει από φόβο και νοσταλγία; Πάνω στην ώρα όμως ο Μισέλ έσκυψε προς το μέρος της δήθεν να πάρει μια ελιά και της μουρμούρισε: "Μη δίνεις σημασία. Από τη ζήλια της τα λέει".
   Σάστισε. Δεν πίστευε στ' αυτιά της. Ο Ξαβιέ έσπρωξε προς το μέρος της μια πιατέλα και της γέμισε ένα ποτηράκι με το σπιτικό λικέρ της Μαρίας. Η Σιμπίλια είχε αρχίσει να ζαλίζεται. Από τη χαρά που της είπε έναν καλό λόγο ο Μισέλ; Ένιωθε σαν σκυλί που του πέταξαν ένα ξεροκόμματο.
   Περιεργάστηκε για πρώτη φορά τα πρόσωπα γύρω της. Οι τρεις γιοι της Καρλότα έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους που δυσκολευόσουν να τους ξεχωρίσεις. Ήταν ψωμωμένοι, σκουρομελάχρινοι, φιγουρατζήδες και σαματατζήδες.
   Ο πατέρας τους, ο Μπονέλι, ήταν μονόφθαλμος. Ήταν κακότροπος και κατσούφης. Ίσως επειδή είναι στη δούλεψη του Ξαβιέ, σκέφτηκε η Σιμπίλια. Το κορίτσι, η Άννα, ήταν αλλιώτικη από τους άλλους, λεπτοκαμωμένη, με ανοιχτότερα χρώματα.
   Μετά από λίγο η Άννα κάθισε δίπλα στη Σιμπίλια και της μίλησε για την κλίση της. Σύντομα θα έμπαινε σε μοναστήρι. Έλπιζε να τη στείλουν κάποτε στην Αφρική. "Εκεί ο κόσμος είναι δυστυχισμένος... λεπροί... πεινασμένοι..." Μιλούσε σιγανά, πυρετικά, πετώντας σαν πεταλούδα από το ένα θέμα στο άλλο.
   Η Σιμπίλια γέμισε ζήλια. Η Άννα θα έμενε ελεύθερη, θα γλίτωνε το γάμο.
   Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίστηκε η Καρλότα. "Άννα, τι μου θρονιάστηκες; Έλα να βοηθήσεις στην κουζίνα!" Κι έριξε άλλη μια αυστηρή ματιά στη Σιμπίλια, που κοκκίνησε και σηκώθηκε όρθια.
   Ακολούθησε την Άννα στην κουζίνα, δαμασμένη από την αψίκορη Καρλότα.
   "Έχε το νου σου στο γάλα", πρόσταξε η Καρλότα τη Σιμπίλια.
   Η Μαρία έτρεξε να τη βοηθήσει αλλά η Σιμπίλια της είπε απότομα ότι ήταν σε θέση να προσέχει το γάλα. Της φάνηκε πως πέρασαν αιώνες και το γάλα δεν έλεγε να πάρει βράση όταν, κάποια στιγμή που έψαξε να βρει μια κουτάλα για την Άννα, το γάλα φούσκωσε και χύθηκε στα κάρβουνα μ' ένα διαπεραστικό τσιτσίρισμα.
   "Σε καλό σου, κοπέλα μου! Τι σε μάθαιναν στη σχολή καλογραιών;" την αποπήρε η Καρλότα, φροντίζοντας ν' ακουστεί στο διπλανό δωμάτιο.
   Η Μαρία έσκυψε να σφουγγαρίσει και δεν πρόσεξε τα πυρωμένα μάγουλα της Σιμπίλια.
   Και τότε ακούστηκε η βροντερή φωνή του Ξαβιέ από το καθιστικό. "Σαν πολλές μαγείρισσες μαζευτήκατε στην κουζίνα. Στείλτε τη Σιμπίλια να μας παίξει πιάνο".
   Ο γάιδαρος, σκέφτηκε η Σιμπίλια. Δε σκέφτεται ότι μπορεί να ντρέπομαι να παίξω μπροστά σε όλο του το σόι; Κάθισε απρόθυμα στο πιάνο νιώθοντας σαν σκυλάκι που έπρεπε να στέκεται σούζα κάθε φορά που ο Ξαβιέ κροτάλιζε τα δάχτυλα. Ωστόσο, παρά το θυμό της, κάπου μέσα της καταλάβαινε ότι ο Ξαβιέ το έκανε για να την προστατέψει. Ήταν ένας πλάγιος τρόπος να τη γλιτώσει από τις επικρίσεις. Γιατί; Επειδή τη συμπαθούσε; Ή επειδή ήταν μέλος της οικογένειάς του και δεν ανεχόταν να της φέρονται άσχημα; Μάλλον το δεύτερο. Ένιωθε σαν μασουράκι μεταξωτή κλωστή που το αγόρασαν οι Ρότσα και σύντομα θα γινόταν ένα ακόμα μοτίβο στα κεντητά εργόχειρα της Μαρίας, αναπόσπαστα δεμένο με τα υπόλοιπα, τέλεια αφομοιωμένο από την οικογένεια, δίχως ίχνος αυτοτέλειας. Επαναστάτησε. Όχι, όχι, όχι!
   "Έχει πολλά ταλέντα αυτό το κορίτσι!" καμάρωσε ο Ξαβιέ δίνοντάς της ένα εγκάρδιο χτύπημα στις πλάτες.
   Η Μαρία έτρεξε να τη γλιτώσει. "Τι; Μετά από τόσο κρασί που την πότισες; Άσ' την ήσυχη".
   Ήταν τόσο μεγάλη η απογοήτευση του Ξαβιέ, που η Σιμπίλια αποφάσισε να του κάνει το χατήρι. Άνοιξε το πιάνο της Μαρίας και χάιδεψε τα πλήκτρα. Καθώς έπαιζε ένα παλιό παραδοσιακό νανούρισμα, προς μεγάλη της ικανοποίηση οι γιοι της Καρλότα σταμάτησαν τη φασαρία. Τσάκωσε τον Μισέλ να την κοιτάζει, επίμονα, σαστισμένος, θαρρείς και την πρόσεχε για πρώτη φορά. Έβαλε τα δυνατά της. Ήθελε ν' αποδείξει στην καινούρια της οικογένεια πως είχαν δίκιο που την καμάρωναν.
   Σερβιρίστηκαν τα ορεκτικά και σε λίγο κάθονταν όλοι γύρω από το τραπέζι. Η θέση της Σιμπίλια ήταν απέναντι στον Μισέλ. Πριν περάσει πολύ ώρα, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα προβλήματα της Κορσικής.
   "Ο δυτικός πολιτισμός", άρχισε υπομονετικά ο Ξαβιέ, "φθείρει τα τοπικά μας έθιμα και καταστρέφει τον τρόπο ζωής μας. Σε λίγο οι ξενόφερτες συνήθειες θα μας κάνουν να ξεχάσουμε τις κορσικανικές αρετές".
   Η Σιμπίλια κατάλαβε τους φόβους του. Ήταν ένας πατριάρχης που ζούσε στο λυκόφως των παραδοσιακών κοινωνικών δομών. Όλες οι αλλαγές που είδε στις μέρες του ήταν προς το χειρότερο, όπως τους εξήγησε -πόλεμοι, επιστρατεύσεις, πληθωρισμός, αστυφιλία, εγκατάλειψη της γης. Με ποιο αντάλλαγμα; "Κανένα, αγαπητή μου Σιμπίλια".
   Τα δυτικά φερσίματα είχαν διαβρώσει τις παράκτιες πόλεις, είπε. Την σήμερον ημέρα κανείς δεν υπολογίζει τη φιλία. Ο καθένας κοιτάζει το νιτερέσο του, με αποτέλεσμα να σβήνουν σιγά σιγά οι παλιές αξίες, όπως το φιλότιμο κι η τιμή.
   Μόνο ένα πρόσωπο διαφώνησε με τον Ξαβιέ, ο Μισέλ. Η Σιμπίλια αιφνιδιάστηκε. Ο Μισέλ ειρωνεύτηκε με δυνατή φωνή τις απόψεις του πατέρα του. Ξεθάρρεψε από το κρασί, σκέφτηκε η Σιμπίλια, κι άρχισε τις φιγούρες. Ο Μισέλ δήλωσε πως είναι Γάλλος. Γεννήθηκε στη Γαλλία και θα πέθαινε εκεί, είτε τους άρεσε είτε όχι. Μισούσε την Κορσική.
   Το βραστό σερβιρίστηκε καθυστερημένα γιατί περίμεναν τον μεγαλύτερο αδερφό του Ξαβιέ, τον Φρανσουά Ρότσα, και τη γυναίκα του Λουτσίλια, που έρχονταν με κάρο από το Άσκο. Σαν έφτασαν, η γριά χρειάστηκε βοήθεια για να κατέβει από το κάρο. Ήταν τόσο αδύνατη που φάνταζε διάφανη αλλά είχε άψογους τρόπους και τους χαιρέτησε όλους με ευγενικά χαμόγελα. Ο Φρανσουά ήταν ένας καλόκαρδος γιδοκτηνοτρόφος επιφορτισμένος με τη φύλαξη των κοπαδιών των Ρότσα. Είχε μακριά άσπρη γενειάδα, απαλή φωνή και κινήσεις γεμάτες χάρη.
   Σαν απόφαγαν, οι γυναίκες μάζεψαν το τραπέζι κι έπλυναν τα πιάτα. Οι άντρες συνέχισαν την πολιτική συζήτηση, εκτός από τον Φρανσουά, που λαγοκοιμόταν στον καναπέ μ' ένα χαμόγελο στα χείλη. Η Μαρία εξαφανίστηκε.
   Η Σιμπίλια βγήκε στην πίσω αυλή, όπου το έδαφος ήταν κατηφορικό και στα εκατό περίπου μέτρα έχασκε ένας απότομος γκρεμός. Κάποτε, πριν από πολλά πολλά χρόνια, εδώ θα υπήρχαν όμορφοι κήποι με δέντρα, λουλούδια και ποτιστικά αλλά τώρα είχαν θρασέψει τα ζιζάνια κι έπνιγαν τα πάντα. Ορκίστηκε να κάνει κάποια μέρα τον κήπο όμορφο όπως παλιά.
   Περιπλανήθηκε ως τη βόρεια πλευρά, όπου το έδαφος ανηφόριζε απότομα κατά τους λόγγους και τα βουνά. Στο ανατολικό όριο του κήπου περνούσε ένα ρυάκι που χυνόταν στη λίμνη, σχηματίζοντας αμέτρητους μικρούς καταρράχτες. Εδώ δεν υπήρχαν σημάδια καλλιέργειας γιατί το έδαφος ήταν άγονο και πετρώδες. Μόνο μυρτιές και φραγκοσυκιές φύτρωναν στις σχισμάδες των βράχων κι υπήρχε μια στενή λωρίδα γης όπου ωρίμαζαν στον ήλιο μικρούτσικα ολοστρόγγυλα πεπόνια.
   Άξαφνα είδε τη Μαρία που καθόταν σε μια παλιά πάνινη πολυθρόνα κι αγνάντευε την κοιλάδα. Δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της.
   "Για να είμαι ειλικρινής, δεν πολυσυμπαθώ τους Μπονέλι", εξήγησε η Μαρία. "Αλλά θα το κρατήσεις μυστικό, εντάξει; Όταν τους βαριέμαι, για να μην τους βρίσω, έρχομαι και κάθομαι εδώ να ησυχάσω κομμάτι".
   "Κυρία Ρότσα, θα μου παραχωρήσετε ένα μικρό κομμάτι του κήπου να το φυτέψω;"
   "Χάρισμά σου όλος, Σιμπίλια. Εγώ γέρασα και δεν μπορώ ν' ασχοληθώ κι ο Μισέλ δεν έχει καμιά κλίση στην κηπουρική. Αλλά, Σιμπίλια, θα μου κάνεις τη χάρη να με φωνάζεις μητέρα;" ρώτησε δειλά και κοκκίνησε.
   Η Σιμπίλια την κοίταξε επιφυλαχτικά. Ήταν πανάσχημη αλλά καλόψυχη και διακριτική κι είχε τόσο όμορφα μάτια... Έτσι θα γίνω κι εγώ όταν γεράσω; αναρωτήθηκε αφήνοντας το βλέμμα να πλανηθεί στο σταφιδιασμένο πρόσωπο, τα παραμορφωμένα από τα αρθριτικά χέρια, τα γεμάτα πρησμένες μπλε και μαβιές φλέβες πόδια της πεθεράς της.
   Η Σιμπίλια προχώρησε λιγάκι, πρόσεξε μερικά λουλούδια κι έσκυψε να ξεριζώσει τ' αγριόχορτα γύρω τους.
   Η Μαρία την παρακολουθούσε ανήσυχα. Καταλάβαινε πόσο υπέφερε η νύφη της. Στην Κορσική, που είναι τόσο ισχυροί οι οικογενειακοί δεσμοί, η μεταφύτευση της κοπέλας στην καινούρια φαμελιά της είναι μια επώδυνη, συχνά καταστροφική διαδικασία. Τουλάχιστον να κοιμόταν μαζί το ζευγάρι... Βαριαναστέναξε. Η κοπέλα είχε το πιάνο, τον κήπο, το διαμέρισμά της. Ίσως κάποτε να ρίζωνε εδώ...

   Το άλλο πρωί η Σιμπίλια σηκώθηκε νωρίς. Πρώτη φορά μετά το γάμο της κοιμήθηκε καλά. Ο Μισέλ πέρασε τη νύχτα στο ισόγειο και τώρα έπινε καφέ στην κουζίνα.
   "Πού είναι η κυρία Ρότσα;" ρώτησε ντροπαλά.
   "Μιλά με τα πνεύματα στα βουνά", της απάντησε τραχιά, χωρίς να την κοιτάξει.
   Η Σιμπίλια συνοφρυώθηκε. Κάποια στιγμή έπρεπε να κάνει κάτι για την αγένεια του Μισέλ απέναντι στη μητέρα του. "Κι ο κύριος Ρότσα;"
   "Πήγε κυνήγι, φυσικά".
   "Κατάλαβα". Τον κοίταξε σιωπηλή, μη θέλοντας ν' ανοίξει καβγά. Το βλέμμα της φάνηκε να τον ταράζει.
   "Πιες καφέ", της είπε αδέξια κι έπειτα σηκώθηκε κι έφυγε βιαστικά.
   Η Σιμπίλια έπλυνε τα πιάτα και βγήκε στην αυλή. Ήταν αποφασισμένη να προσπαθήσει να προσαρμοστεί στο καινούριο περιβάλλον της. Σκέφτηκε να ξεχορταριάσει ένα μέρος για περιβόλι. Είχε μεγάλα σχέδια για τον κήπο.
   Καθώς ξερίζωνε τα ξερόχορτα στο σημείο με τα πεπόνια, κοντά στους λόγγους, άκουσε ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα από μια παλιά πέτρινη αποθήκη, στην απέναντι όχθη του ρυακιού. Διέσχισε το πέρασμα που σχημάτιζαν μερικές μεγάλες πέτρες και δοκίμασε ν' ανοίξει την πόρτα. Ήταν ξεκλείδωτη. Μόλις συνήθισαν τα μάτια της στο μισοσκόταδο, διαπίστωσε ότι ο χώρος ήταν παστρικός σαν το σπίτι. Από τα δοκάρια κρέμονταν κρεμμύδια και αρωματικά φυτά για ν' αποξηρανθούν. Πάνω σ' ένα τραπέζι ήταν απλωμένοι βολβοί και κάθε λογής βότανα. Στους τοίχους ήταν στηριγμένες τσάπες, φτυάρια και δρεπάνια ενώ σε μια γωνιά υπήρχε μια στοίβα καυσόξυλα. Πάνω τους βρισκόταν ένα παλιό καλάθι, απ' όπου ακούγονταν τα νιαουρίσματα. Η Σιμπίλια ζύγωσε κι είδε τρία γατάκια άσπρα και κανελιά, κι ένα τέταρτο τιγρέ, που την κοίταξε καχύποπτα, ερωτηματικά.
   Η Σιμπίλια παραλίγο να βάλει τα κλάματα. Το τιγρέ γατάκι ήταν μια μικρογραφία της γάτας της, που την άφησε στο πατρικό της. Το πήρε στα χέρια της κι εκείνο, μετά από ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα, άρχισε να γλείφει το χέρι της. Η μάνα του ήρθε τρέχοντας από τον κήπο και τρίφτηκε ανήσυχη στα πόδια της Σιμπίλια.
   Άξαφνα εμφανίστηκε μια σκιά στην πόρτα. Στράφηκε κι είδε τη Μαρία.
   "Αν σ' αρέσουν οι γάτες, κράτα ένα. Ο Ξαβιέ ήθελε να τα πνίξει, γι' αυτό τα έκρυψε εδώ ο Μισέλ. Βέβαια έχει δίκιο ο Ξαβιέ", τον δικαιολόγησε. "Ο τόπος είναι γεμάτος αγριόγατες. Αλλά ο Μισέλ είναι ευαίσθητο παιδί. Δεν αντέχει να βασανίζεται κανείς, ούτε καν τα ζώα. Φοβάται τον πόνο, όχι για τον εαυτό του, για τους άλλους..."
   Η Σιμπίλια την άκουγε χαϊδεύοντας το γατάκι. Το γατάκι της. Θα το έβγαζε Τιμ-Τιμ.
   "Σας ευχαριστώ", είπε ντροπαλά.
   "Η καημένη η γάτα", μουρμούρισε η Μαρία, "ξέρει ότι θα της τα πνίξουμε κι αυτή τη φορά. Αλλά τουλάχιστον τώρα θα γλιτώσει το ένα". Κοίταξε γύρω της θλιμμένα. "Είσαι καλό κορίτσι, Σιμπίλια. Θα τον αγαπήσεις τον Μισέλ. Κάνε υπομονή".
   "Γιατί ανέβηκες στο βουνό σήμερα το πρωί;" ρώτησε με θάρρος η Σιμπίλια.
   "Για να είμαι ειλικρινής, λατρεύω το βουνό και το λόγγο", είπε η Μαρία και τα μάτια της έλαμψαν. "Είναι το καταφύγιό μου".
   "Λένε πως είσαι μάγισσα και μπορείς να προβλέψεις το θάνατο. Είναι αλήθεια;"
   Απέραντη θλίψη σκοτείνιασε τα μάτια της. "Βλέπω το θάνατο στα όνειρά μου. Μερικές φορές ονειρεύομαι ξυπνητή. Δε μου αρέσουν αυτά που βλέπω. Δε μου αρέσει να ξέρω". Η φωνή της έμοιαζε με υπνοβάτη κι αγνάντευε τα βουνά.
   "Κυνηγάνε εκεί πάνω αλλά θα συναντήσουν το θάνατο... κι εσύ θα πεθαίνεις ζωντανή... το βλέπω ολοκάθαρα".
   Η Σιμπίλια την άρπαξε από το μπράτσο και την ταρακούνησε. "Σταμάτα! Μη λες τέτοια πράγματα! Να χαρείς!"
   Η Μαρία συνήλθε μ' ένα ξάφνιασμα. Το κορίτσι έδειχνε τρομαγμένο. Πάλι την έπιασε το παραμιλητό της; Αχ, να μπορούσε να κόψει αυτό το φριχτό συνήθιο... αλλά γινόταν χωρίς να το θέλει, χωρίς να το καταλαβαίνει, ήταν κάτι που δεν το έλεγχε.
   "Πάλι παραμιλούσα; Συγχώρα με, Σιμπίλια. Θα προσπαθήσω να μη σε ξανατρομάξω. Σε συμπαθώ πολύ κι ελπίζω να γίνουμε φίλες", ψιθύρισε. "Με λένε μάγισσα αλλά τις περισσότερες φορές δεν ξέρω τι λέω, είναι σαν όνειρο που το ξεχνάς μόλις ξυπνήσεις".
   Η Σιμπίλια της χαμογέλασε δειλά. Δεν πολυκαταλάβαινε τι εννοούσε αλλά χαιρόταν που η πεθερά της την εμπιστευόταν και της πρόσφερε τη φιλία της. "Θα πάρω τον Τιμ-Τιμ σπίτι, να του δώσω γαλατάκι... μητέρα".
   Από εκείνη τη μέρα, νύφη και πεθερά τα πήγαιναν μια χαρά. Η Μαρία ήταν μια γυναίκα καλόψυχη και γενναιόδωρη κι η Σιμπίλια δεχόταν μ' ευγνωμοσύνη την υποστήριξή της. Ήταν η Μαρία προπάντων που τη βοήθησε να προσαρμοστεί σε μια ζωή τελείως διαφορετική απ' ό,τι την περίμενε. Η Σιμπίλια ήξερε να επιβλέπει τις υπηρέτριες αλλά δεν ήξερε να τρίβει η ίδια πατώματα· έπαιζε στα δάχτυλα τη γαλλική κουζίνα αλλά δεν ήξερε να μαζεύει κάστανα ή να κοπανίσει αμυγδαλόψυχα για να φτιάξει γλυκίσματα ή να κάνει τυρί από γάλα κατσίκας. Ήταν πρόθυμη όμως να μάθει. Κι η Μαρία τη δίδασκε με χαρά.
   Τις αλκυονίδες μέρες πριν από τον πόλεμο, οι Κορσικανοί χωρικοί δε στερούνταν τίποτε. Κι η Σιμπίλια δεν άργησε να καταλάβει ότι οι Ρότσα ήταν από τους πιο τυχερούς. Τα χτήματά τους, που ήταν πολλά στρέμματα ελαιώνες και σταροχώραφα, και τα βοσκοτόπια τους τούς εξασφάλιζαν αυτάρκεια.
   Οι δυο γυναίκες φύτεψαν στο περιβόλι ζαρζαβατικά και μερικά οπωροφόρα. Τώρα που βρήκε παρέα η Μαρία, έδειχνε ζήλο κι ενθουσιασμό για τον κήπο. Έμαθε στη Σιμπίλια πώς να μαζεύει το μέλι από τις κυψέλες στο λόγγο και πώς να προστατεύει τις μέλισσες από τα μυρμήγκια. Τα πουλερικά τα είχαν στη βόρεια πλευρά του σπιτιού, τα γουρούνια κι οι κατσίκες βοσκούσαν ελεύθερα στην κοινοτική γη. Ο Φρανσουά φρόντιζε τα πρόβατα και περνούσε πέντε μήνες το χρόνο στα καλοκαιρινά βοσκοτόπια ψηλά στα βουνά κι άλλους πέντε κατέβαινε στα χειμαδιά, κοντά στα παράλια. 
   Μ' εξαίρεση το ρευστό χρήμα, τους έλειπαν ελάχιστα. Από τ' αμπέλια τους έβγαζαν το κρασί της χρονιάς. Από το γάλα των κατσικιών τους έφτιαχναν τυρί κι είχαν χοιρινά κι αρνίσια κρέατα. Ο Ξαβιέ έφερνε συχνά λαγούς από το λόγγο που η Μαρία τους μαγείρευε στιφάδο. Πότε πότε έσφαζαν κανένα πρόβατο και περνούσαν μερικές μέρες σαν βασιλιάδες. Το καπηλειό της πλατείας που ήταν δικό τους και το νοίκιαζαν τούς απέδιδε κάποια μετρητά, που ο σφιχτοχέρης πεθερός της τα φύλαγε για «ώρα ανάγκης».
   Κάθε μέρα η Μαρία κι η Σιμπίλια τέλειωναν το νοικοκυριό και την περιποίηση του περιβολιού μέσα σε τέσσερις πέντε ώρες. Μετά έραβαν ή περνούσαν την ώρα τους καθισμένες σ' ένα μικρό λιακωτό που είχε θέα ως τον κόλπο Τζιρολάτα, χωρίς να μιλάνε, απολαμβάνοντας το τοπίο και τη γαλήνη.
   Όταν χρειάζονταν καφέ, ζάχαρη ή υφάσματα, πήγαιναν ελαιόλαδο και τυρί στο διπλανό χωριό και τ' αντάλλασσαν με τους χωριάτες. Η Σιμπίλια απολάμβανε αυτές τις εξόδους. Έφευγαν πρωί πρωί, πριν βγει ο ήλιος, κι έπαιρναν το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στις ράχες γύρω από τη λίμνη, κάνοντας συχνές στάσεις για να θαυμάσουν τ' αγριολούλουδα και τη θέα. Μερικές φορές σταματούσαν στις σκιερές πηγές να πιουν δροσερό νερό ή έπιαναν κουβέντα με τους γέρους και τις γερόντισσες που λιάζονταν έξω από τα σπίτια τους. Οι ανταλλαγές γίνονταν με μεγάλη επισημότητα στις καλύτερες σάλες των σπιτιών που επισκέπτονταν. Εκτός από τα προϊόντα, αντάλλασσαν νέα, κουτσομπολιά και μικροδώρα.
   Το απογευματάκι έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής και το δειλινό σταματούσαν σε κάποια πηγή να βάλουν στο στόμα τους μια μπουκιά ψωμί. Παρακολουθούσαν το ηλιοβασίλεμα κουβεντιάζοντας για τους ανθρώπους που είχαν δει κι η Μαρία έλεγε στη Σιμπίλια δυο λόγια για κάθε οικογένεια. Έφταναν σπίτι το σούρουπο κουρασμένες από την πεζοπορία και το φορτίο που μετέφεραν.
   Για τη Σιμπίλια όλα τούτα ήταν καινούρια και παράξενα αλλά προσπαθούσε να μην απογοητεύεται. Οι Ρότσα, από την άλλη μεριά, έδειχναν κατανόηση και προσπαθούσαν να την κάνουν να νιώσει κολοδεχούμενη σπίτι τους. Ακόμα κι ο Μισέλ της φερόταν ευγενικά, φιλικά σχεδόν.
   Ωστόσο ήταν μια δύσκολη περίοδος για όλους. Κάτω από την καλοκαιριάτικη γαλήνη κρυβόταν ένταση. Ο καθένας είχε τις έγνοιες του. Η Μαρία ζούσε μες στο φόβο. Τις νύχτες ξυπνούσε από φοβερούς εφιάλτες. Άναβε τη λάμπα, γονάτιζε στο πάτωμα κι άρχιζε να προσεύχεται για να διώξει την ανάμνηση του εφιάλτη. Δεν μπορούσε όμως να ξεχάσει τη φρίκη του Παγκοσμίου Πολέμου, όπου τριάντα χιλιάδες παλικάρια της Λεγεώνας των Ξένων έχασαν τη ζωή τους στα χαρακώματα. Αυτός ήταν ο λόγος που τα ορεινά χωριά είχαν ακόμα πρόβλημα λειψανδρίας. Και τώρα θα ξαναγινόταν πόλεμος...
   Ο Μισέλ αγωνιούσε για την καριέρα του και σκεφτόταν να το σκάσει από το σπίτι. Δεν τα είχε με τη Σιμπίλια. Ίσα ίσα που τη συμπαθούσε. Αλλά η αγροτική ζωή του χωριού τον έκανε ν' ασφυκτιά και τον έζωνε σαν κλοιός. Λίγο ακόμα και δε θα μπορούσε πια ν' αποδράσει. Αν πάλι πήγαινε για σπουδές στο Παρίσι και ξεσπούσε πόλεμος, μπορεί να σκοτωνόταν. Γιατί αν δεν τον έπαιρνε η Λεγεώνα των Ξένων, θα τον έπαιρναν οι Γερμανοί.
   Η οργή του Ξαβιέ έκανε τη ζωή όλων δύσκολη. Βομβάρδιζε καθημερινά τη φαμελιά του με τους φόβους του. Οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας δείλιαζαν ν' αντιπαρατεθούν με τις χιτλερικές στρατιές. Η συμβιβαστική πολιτική που ακολουθούσαν ήταν τελείως λανθασμένη κατά τη γνώμη του. Κι όταν θα εξαπέλυε την επίθεσή του ο Χίτλερ στην Ευρώπη, ποιος θα τον σταματούσε; Οι γαλλικές δυνάμεις δεν ήταν άξιες να υπερασπιστούν ούτε την ίδια τη χώρα τους. Η Βρετανία ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εξοπλισμού το 1936 αλλά δεν προχωρούσε όπως έπρεπε λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα που αποτελούνταν από δύο μόνο ετοιμοπόλεμες μεραρχίες, δεν είχε σύγχρονο εξοπλισμό. Όπως ήταν γνωστό, δεν είχαν τεθωρακισμένα ενώ τα σύγχρονα πολυβόλα κι οι όλμοι που διέθεταν ήταν ελάχιστοι. Ο Χίτλερ θα καταλάβει την Ευρώπη στο πι και φι, πρόβλεπε ο Ξαβιέ. Και μετά θα ερχόταν η σειρά της Κορσικής. "Κι εμείς καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια και περιμένουμε να μας κάνει μια χαψιά ο Μουσολίνι". Και τους εξηγούσε γιατί. Λες και θέλει φιλοσοφία, συλλογιζόταν η Σιμπίλια καθώς τον άκουγε να εκφράζει και τους δικούς της φόβους κάθε βράδυ στο τραπέζι.
   Οι Ιταλοί εποφθαλμιούσαν την Κορσική. Τον περασμένο χρόνο ο Μουσολίνι εξέφρασε ανοιχτά την πρόθεσή του να προσαρτήσει στον Άξονα το νησί. Ο επερχόμενος πόλεμος θα του έδινε την ευκαιρία που γύρευε. Από μέρα σε μέρα θα εκδηλωνόταν η απόβαση των Ιταλών στην Κορσική. Τίποτε δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Το νησί ήταν τελείως ανυπεράσπιστο. Οι περισσότεροι Κορσικανοί δε χώνευαν τους Ιταλούς, τους έλεγαν μακαρονάδες. Η χειρότερη βρισιά ήταν να σε πουν μακαρονά.
   Ένα βράδυ, προς μεγάλη έκπληξη της Σιμπίλια, η Μαρία πήρε το λόγο. "Τουλάχιστον να μην αρχίσει αμέσως ο πόλεμος, να περάσουν δυο τρεις βδομάδες, να προλάβουμε να μαζέψουμε τις ελιές".
   Έτσι κυλούσε εκείνο το ατέλειωτο καλοκαίρι, χωρίς τίποτε να συμβαίνει. Η Σιμπίλια περνούσε γαλήνια τις μέρες της, με λίγη δουλειά, λίγη ανάπαυση και μεγάλη προσπάθεια να προσαρμοστεί. Σιγά σιγά ξεπερνούσε το σοκ του γάμου και ξανάβρισκε τον παλιό εαυτό της.

Swindells Madge, H γυναίκα από την Κορσική, (μετφ. Καίτη Οικονόμου), εκδ. Φυτράκη, Αθήνα 1997

Δεν υπάρχουν σχόλια: