Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

[ Η ΣΚΑΚΙΕΡΑ ΜΕ ΤΙΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ]

Γουίλτσερ
Σεπτέμβριος 1533
   Πέφτουν τα παιδιά του από τον ουρανό. Εκείνος κοιτά από τη ράχη του αλόγου, πίσω του απέραντη η αγγλική γη· πέφτουν, με τα αγγελικά φτερά τους να λαμποκοπούν· αίμα το βλέμμα τους. Στον διάφανο αέρα, μετεωρίζεται η Γκρέις Κρόμγουελ. Σιωπηλή θα έρθει για τη λεία της, σιωπηλή θα γλιστρήσει στη γροθιά του. Είναι όμως οι ήχοι, το θρόισμα των φτερών και ο τριγμός, η πνοή και το χτύπημα στα πούπουλα, ο ρύζος που μόλις ακούγεται από το λαιμό της, τούτα είναι σημάδια αναγνώρισης, οικεία, θυγατέρας, σχεδόν επιτιμητικά. Το στήθος της γραμμένο από αίμα, και η σάρκα κολλημένη στα πλευρά.
   Αργότερα ο Ερρίκος θα πει, "καλά πέταξαν τα κορίτσια σου σήμερα". Το γεράκι, η Ανν Κρόμγουελ, προσγειώθηκε αναπηδώντας στο γάντι του Ρέιφ Σάντλερ, που, ιππεύοντας, κουβέντιαζε με τον βασιλιά. Κουράστηκαν· ο ήλιος πέφτει, κι εκείνοι επιστρέφουν στο Γουλφ Χολ, με τα γκέμια χαλαρά γύρω από το λαιμό των αλόγων. Αύριο, η γυναίκα του και οι δύο αδελφές θα φύγουν μακριά. Γυναίκες νεκρές, από καιρό βουλιαγμένα τα οστά τους στη λάσπη του Λονδίνου, τώρα αποδημούν. Αβαρείς, θα τις παρασύρει ο αέρας ψηλά. Κανέναν δε λυπούνται. Σε κανέναν δεν απαντούν. Πόσο απλή η ζωή τους... Κοιτώντας από ψηλά, τι βλέπουν, μονάχα θηράματα, και τα δανεικά λοφία των κυνηγών: κοιτούν το σύμπαν που φτερουγίζει και υποχωρεί, το σύμπαν που προσφέρει το δείπνο τους.
   Κάπως έτσι πέρασε το φετινό καλοκαίρι, ταραχή, διαμελισμός, φτερά και πούπουλα στον αέρα· να αμολάς και να μαζεύεις τα κυνηγόσκυλα, να φροντίζεις τα κουρασμένα άλογα, να περιποιείσαι τους ευγενείς με τους μώλωπες, τα διαστρέμματα, τις φουσκάλες. Για μερικές μέρες, έστω και λιγοστές, ο ήλιος έλαμψε πάνω από τον Ερρίκο. Υπήρξαν και φορές που λίγο πριν από το μεσημέρι μαζεύτηκαν σύννεφα από τα δυτικά κι έπεσαν χοντρές ψιχάλες, μιας βροχής ευωδιαστής· αλλά ο ήλιος γρήγορα επανερχόταν με μια ζέστη αποπνικτική και έναν ουρανό τόσο καθαρό και διαυγή, που μπορούσες να δεις μέχρι πέρα, στα βάθη των Ουρανών, να κατασκοπεύσεις τι κάνουν οι άγιοι.
   Καθώς ξεπεζεύουν και παραδίδουν τα άλογα στους ιπποκόμους, περιμένοντας τον βασιλιά, το δικό του μυαλό τρέχει στα έγγραφα που τον περιμένουν: μηνύματα από το Γουάιτχολ, όσα φέρνουν τ' άλογα που διασχίζουν καλπάζοντας χαραγμένες πορείες κάθε φορά που η Αυλή μετακινείται. Στο γεύμα με τους Σίμουρ, θα παραμείνει συγκαταβατικός, ό,τι και να πουν οι οικοδεσπότες: με ό,τι αψήφιστα πει ο βασιλιάς, τόσο αναψοκοκκινισμένος, χαρούμενος και φιλικός που δείχνει απόψε. Όταν ο βασιλιάς αποσυρθεί για να κοιμηθεί, τότε θα αρχίσει και η νύχτα της δικής του δουλειάς.