Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

[ ΖΩΗ ΧΑΡΙΣΑΜΕΝΗ ]

   Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δε φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. Ο πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποχτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
   Δε θυμούμαι να μου 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήτανε να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, που 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του 'λαχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, τ' άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
   Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε τον σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
   "Σαλεύει! Είναι ζωντανό!"
   Μαζεύτηκαν τ' αδέρφια μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σ' όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι να 'χει πάλι;» σκέφτηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:
   "Για... εσείς! Φέρτε μου δω τούτα τα μαραφέτια".
   Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δε μυρίστηκε τον κίνδυνο, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρουμπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένα μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
   "Να, λεχρίτες!" έκανε. "Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράσετε, μπρε, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;"
   Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστηκα με την τύφλωση της εξουσίας και αναστατώθηκα. Πού να 'ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα...
   Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: "Στον αράθυμο τον άντρα", έλεγε, "σαν δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο". Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το 'ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
   Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
   "Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!"
   Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το 'χε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ' ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε· την ώρα της πλερωμής οι περσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας ανταμώσανε. Δε βάστηξα, ξέσφιξε η φούχτα μου από μόνη της και τιγκ, ταγκ, τογκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.
   Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε κι αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας, ο Χαμπέρογλου, και με παράδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη τη μέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, άνοιγα τα καλαμοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μοναχά κεινού του ξένου, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.
   Στο σπίτι δυο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένον ήλιο, που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κι ένα μυξιάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
   Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κι η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: "Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα-Δημητρός".
   Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγεία του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα. Δούλευε δεκάξι με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
   Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κι έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
   Κουβέντα δεν του 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν το γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
   "Το «Πατ», μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα εκείνο το «ερημών» με μπερδεύει..."

   Απ' τ' αδέρφια μου ξεχώριζα το Γιώργη· αυτός με καταλάβαινε πριν ανοίξω το στόμα μου και συμφωνούσε πάντα μαζί μου. Ήτανε κάπου δεκαοχτώ μήνες μικρότερός μου. Ευαίσθητο, ντελικάτο παιδί, με κάτι περίεργα μακρουλά, λεπτά δάχτυλα που τα καμαρώνανε τα κορίτσια, γιατί κανένας άλλος δεν τα είχε στο χωριό. (Ολουνών μας τα χέρια ήτανε σκληρά, πετρωμένα απ' τις βαριές δουλειές και μοιάζανε με ξύλινα).
   Ο Γιώργης κρατούσε πάντα μολύβι, κάρβουνο και ασβεστόπετρα και, όταν δεν τον βλέπανε οι μεγάλοι, ζωγράφιζε ζώα, ανθρώπους, τοπία. Μια μέρα που τον έστειλε σ' αγώι ο πατέρας να οδηγήσει έναν ξένο στα ερείπια της Έφεσος, γέμισε ο καλός σου φιγούρες τα μάρμαρα. Τότες ο ξένος του είπε: "Εσύ καλό ζωγκράφο" και πήρε τη διεύθυνσή μας και του 'στειλε με το ταχυδρομείο μπογιές και πινέλα. Από τότες ο Γιώργης έκανε ζουγραφιές χρωματιστές· έφτιαχνε δεσποτάδες και Άγιους και Παναγίες και καπετάνιους της επανάστασης του '21. Ο πατέρας έπαιρνε τα έργα του και τα πουλούσε στα πανηγύρια, πότε κρυφά και πότε φανερά.
   Τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια μου δουλεύανε πάντα περσότερο απ' όσο αντέχανε· χαράμι ψωμί κανείς δεν έτρωγε. Η Σοφία μας σαν πρωτοπαίδι σήκωσε όλο το βάρος της φαμελιάς· στάθηκε δεύτερη μάνα μας, ώρες γερτή στη σκαφίδα, στο βελόνι, στη φουφού και στα χωράφια. Δεν ξέρω αν ποτέ βρήκε τον καιρό να δει σε καθρέφτη πόσο γλυκιά ήτανε -σαν Παναγιά Ελεούσα. Κείνοι που θα μπορούσανε να της το πούνε και να τη σφίξουνε στην αγκαλιά τους, δεν προκάνανε. Δυο άντρες την αγαπήσανε με πάθος και της περάσανε αρραβώνα· κι οι δυο σκοτωθήκανε· ο ένας στον πόλεμο του '12 κι ο άλλος στον πόλεμο του '14.
   Πολλά πικράθηκε τούτη η μεγάλη αδερφή· άτολμη και σεμνή, πίστεψε πως τόσο ήτανε το δικό της μερτικό στη χαρά και άλλο δε σήκωσε μάτι να δει άντρα. Είχανε σκιαχτεί και τα παλικάρια του χωριού και δεν τήνε ζυγώνανε. Λέγανε: "Όποιος αγαπήσει τη Σοφία, πεθαίνει· το 'χει το ριζικό της". Έτσι στράγγισε και στέγνωσε και γέρασε η καρδιά της πρόωρα. Τίποτα δε ζητούσε· έδινε ό,τι μπορούσε. Τ' αγόρια μετά τη Σοφία, ο Κώστας, ο Πανάγος κι ο Μιχάλης βαδίζανε στ' αχνάρια του πατέρα. Τα γράμματα δεν τα παίρνανε, όμως κουμαντάρανε τη γη. Είχανε δύναμη κι αντοχή βουβαλιού και προκοπή περίσσια. Τούτοι βγάλανε ασπροπρόσωπο τον πατέρα. Σαν ξεπετάχτηκαν και πέσανε με τα μούτρα στη δούλεψη της γης και πιάσαμε και κανένα δυο καλές χρονιές στη σταφίδα, στα σύκα και στα καπνά και βγάλαμε το χρέος απ' το ένα χτήμα και ξεχρεώσαμε και δεύτερο και τρίτο, ο γερο-Δημητρός ο Αξιώτης έβαλε στραβά τη φέσα του· γέλασε τ' αχείλι του, μέρεψε, έβγαινε στρωτή κουβέντα απ' το στόμα του κι ας ήτανε πάντα στυφός, σφιχτός και κακότροπος. Για να καταλάβετε πώς τα βόλεψε ένας γεροχωριάτης, με παστρικά χέρια, να φτιάξει από το τίποτα μια καλή σερμαγιά, πρέπει να σας ιστορήσω τι σόι ήτανε ο τόπος μας και ποια η ζωή μας στην Τουρκιά πριν ξεσπάσουν οι Βαλκανικοί πόλεμοι κι έρθει το καταραμένο το '14.
   Αν υπάρχει αυτό που λένε παράδεισος, το χωριό μας, ο Κιρκιντζές, ήτανε ένα δείγμα του. Κοντά στο Θεό ζούσαμε, ψηλά, ανάμεσα σε κατάφυτα βουνά και ξαγναντεύαμε ολόκληρο τον καρπερό κάμπο της Έφεσος, που ήτανε δικός μας ίσαμε τη θάλασσα, ώρες δρόμο, όλο συκομπαχτσέδες και λιόδεντρα, καπνά, μπαμπάκια, στάρια, καλαμπόκια και σουσάμια.
   Μεγαλοτσιφλικάδες δεν είχαμε στον Κιρκιντζέ να ρουφούν το μεδούλι μας· δύσκολο να μας φάει εμάς, κείνη την εποχή, τ' αμανάτι. Ο κάθε χωριανός ήτανε νοικοκύρης στη γη του. Είχε το δίπατο σπίτι του, είχε και τον εξοχικό κούλα του, με μποστάνια, καρυδιές, μυγδαλιές, μηλιές, αχλαδιές και κερασιές. Και δεν ξεχνούσε να φυτεύει κι ανθόκηπους για το κέφι του. Τι του στοίχιζε σαν είχε κείνα τα γάργαρα νερά και τα πηδηχτά ρυάκια, που κελάρυζαν χειμώνα καλοκαίρι! Όταν μέστωνε το στάρι και το κριθάρι, τα χωράφια μας μοιάζανε με χρυσαφένιες θάλασσες. Μα σαν τις ελιές μας καμαρωτές δε θ' αντάμωνες πουθενά· ο καρπός τους άφθονος, κρουστός, γυαλιστερός -σωστές θραψερές αραπινίτσες. Για τον τόπο μας μεγάλο έσοδο ήτανε το λάδι· μα το χωριάτικο κεμέρι γέμιζε λίρα από τα σύκα, ξακουστά όχι μονάχα στο βιλαέτι τ' Αϊντινιού, μα σ' ολόκληρη την Ανατολή και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ψιλόφλουδα, μεταξένια σύκα, ζαχαροπασπαλισμένα μ' ολόχρυσο μελένιο χυμό, μ' όλη τη θέρμη και τη γλύκα της Ανατολής.
   Ο Θεός είχε ρίξει στα μέρη μας και μιαν άλλη ευλογία, τις λίμνες, που οι φουσκοθαλασσιές και οι πλημμύρες τις κάνανε να φαίνουνται ένα με τη θάλασσα. Κάθε μέρα το τρένο σταματούσε στο σταθμό του Αγιασουλούκ, για να προμηθευτούν οι ταξιδιώτες και οι έμποροι ψάρι αρμαθιές, σπαρταριστό, νόστιμο ψάρι κι η κάθε αρμαθιά δυο τρεις οκάδες πράμα. Και σειρά οι φουφούδες με τα τηγάνια, να μην προκάνουν να τηγανίζουν οι πλανόδιοι πουλητάδες. Τούτα τα νερά φέρνανε μιαν αιώνια άνοιξη στα λιβάδια μας· τα ζώα βρίσκανε πλούσια βοσκή, κι όταν ξαπόσταιναν μοιάζανε με καλοταϊσμένους μπέηδες.
   Το καλοκαιράκι ο Κιρκιντζές άδειαζε. Μένανε μονάχα κάτι λιγοστοί φύλακες. Όλος ο άλλος κόσμος σκόρπιζε στα εξοχικά του. Έτσι και ζύγωνε όμως ο Οχτώβρης, με το μεγάλο πανηγύρι  του Άι-Δημητριού, όλοι γύριζαν στο χωριό. Οι Κιρκιντζώτισσες πιάνανε τ' ασβεστώματα και τα καθαρίσματα. Αρχίζανε από τα μπακίρια τους και φτάνανε ίσαμε τους δρόμους, έτσι που να γίνεται το χωριό λαμπίκος και να ντρέπεσαι να πατήσεις. Τα μαγαζιά, οι καφενέδες, οι δυο μας εκκλησιές και τα τρία μας σκολειά, ως κι η μοναδική τούρκικη στέγη που είχαμε, το Καρακόλι, όλα στολίζονταν με μυρτιές και δάφνες.
   Τα πρόσωπα μικρών και μεγάλων λάμπανε από χαρά, μιας και τα μαξούλια μοσχοπουληθήκανε. Οι φαμελιές κάνανε το κομπόδεμα και κατεβαίνανε στη Σμύρνη για τις προμήθειες του χειμώνα, ψωνίζανε προικιά, στολίδια. Τα παλικάρια ράβανε καινούργιες βράκες κι αγοράζανε μεταξωτά κεφαλομάντιλα, τα καμπανιά, για τις φέσες τους. Οι νιες όπου φτιάξει φτιάξει τ' ατλαζένια χτυπητά φουστάνια και βίρα το χρυσό δοντωτό φλουρί, δυο και τρεις αράδες στο λαιμό -ανάλογα με τα καζάντια.
   Είχαν αποτελέψει και τα κρυφομιλήματα για τα νέα συνοικέσια, γιατί τ' Άι-Δημητριού γίνονταν όλ' οι γάμοι. Οι παπάδες ανάσα δεν παίρνανε. Δεκαπέντε με είκοσι ζευγάρια περιμένανε αράδα για τα στεφανώματα.
   Άλλες φέστες και χαρές είχαμε του Άι-Γιάννη του Θεολόγου. Τούτη ήτανε γιορτή της αντρειάς. Λεβεντόκορμα παλικάρια, ζωσμένα πιστόλες και κάμες καβαλικεύανε τα καλογυμνασμένα άτια τους και παραβγαίνανε στ' αλάνια. Μα όταν έφτανε το πανηγύρι της Αγια-Τριάδας και γούρμαζε το τραγανό κεράσι, ε, τότες, πάνω στ' άτια δεν έβλεπες μονάχον άντρα. Στα καπούλια καβαλίκευαν κι οι νιόνυμφες ζωηρές, περήφανες, στολισμένες όλο φλουρί και γιορτάνι. Και ποιος τους έφτανε τότες τους Κιρκιντζώτες καβαλαρέους!
   Όλη τη μέρα και τη νύχτα λαλούσανε στις εξοχές τα βιολιά, τα ούτια, τα σάζια και τα ντουμπελέκια. Κάτω απ' τα δέντρα στήνονταν χοροί, καρσιλαμάδες, χασάπικοι, ζεϊμπέκικοι. Τα κορμιά ξελευτερωμένα από τον καθημερινό μόχτο, πηδάγανε σαν φλόγες κατά τον ουρανό και τα φιλούσε τ' αεράκι και τα χάιδευε το φεγγάρι κι εκειδά τα 'βρισκε το σήκωμα του ήλιου. Ίσια που είχαμε καιρό να ξαναφορέσουμε τα ρούχα της δουλειάς και να πιάσουμε τσάπα.
   Και μήπως αφήναμε ποτές γιορτή να πάει χαμένη δίχως να τη γλεντήσουμε; Τι Χριστούγεννα, τι Πρωτοχρονιά, τι Φώτα, τι Απόκριες, τι Ανάσταση! Την Καθαρή Δευτέρα τη γιορτάζανε οι νιόνυμφοι με δικό τους τρόπο. Πηγαίνανε στις εξοχές, ανάβανε φωτιές, ψήνανε κάστανα, πίνανε ρακί και ιστορούσανε τις αθώες μπερμπαντιές τους: Πώς αγαπηθήκανε με τις γυναίκες τους, πώς σμίγανε κρυφά πριν έρθει ο επίσημος προξενητής και συμφωνηθεί ο γάμος, τι τεχνάσματα κάνανε για να μην τους πάρουνε μυρουδιά οι γονιοί, οι θειες, οι γειτόνοι.
   Θέλεις η θέρμη της Ανατολής, θέλεις η καρπερή γη, μας έσπρωχνε στο τραγούδι. Με το τραγούδι ξυπνούσαμε, με το τραγούδι βαδίζαμε σε χαρές ή σε λύπες. Το παλικάρι που αποφάσιζε να παντρευτεί έχτιζε πρώτα σπίτι· ήτανε απαραίτητο προικιό. Ποτέ το σπίτι δεν το 'δινε η γυναίκα. Άμα λοιπόν έριχνε θεμέλιο, έπρεπε να τρέξουνε να τον βοηθήσουνε οι φίλοι και οι γειτόνοι, να φέρουνε πέτρα, να δουλέψουνε λάσπη. Κι όλα τούτα τα συνοδεύανε τα πιο παθιάρικα, σεβνταλίδικα τραγούδια.
   Μα και η ρεσπέρικη δουλειά ήτανε ακατανόητη δίχως τραγούδι. Απ' τον Οχτώβρη ίσαμε τον Φλεβάρη είχαμε το μάζωμα της ελιάς· απ' το Φλεβάρη ίσαμε το Μάρτη τα ξεβοτανίσματα. Απρίλη με Ιούλη καταπιανόμαστε με τα καπνά, ύστερα άρχιζε η σταφίδα, το σύκο. Κάμποι, βουνά, φαράγγια αντηχούσανε τότες απ' τα τραγούδια μας. Μα πώς μπορούσε να 'ναι βαριές οι μέρες κι ανήσυχες οι νύχτες μας σαν έλειπε η έγνοια για τον επιούσιο κι ο τρόμος του θανάτου; Ίσαμε το 1914 δεν είχε ακουστεί να γίνει φονικό στον τόπο μας, παρεκτός μια και μόνη φορά που δυο παλικάρια μονομαχήσανε, ίσια και παστρικά, μπροστά σε μάρτυρες για την καρδιά μιας ομορφούλας.
   Κοντά στο χωριό μας είχαμε και τα ξακουστά αρχαία της Έφεσος· που, για να πω την πάσα αλήθεια, δε μας πολυσκοτίζανε. Αγκαλά και τα σπίτια μας -από περβάζι μέχρι κεφαλόσκαλο είχανε στολίδια απ' τ' αρχαία. Μα το πιο σπουδαίο ήτανε που το χωριό μας το γράφανε τα ελληνικά βιβλία, Ορεινή Έφεσο και τούτο, λέει, μαρτυρούσε την πανάρχαιη φύτρα μας.
   Όλα τα σχετικά τα 'μαθα από ένα νιόφερτο Σαμιώτη δάσκαλο, τον κύριο Πυθαγόρα Λάριο. Αυτός ο χριστιανός λωλάδα είχε με τ' αρχαία. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες το δάσκαλο, εκειδά σεργιανούσε, στο ναό της θεάς Άρτεμης, στο θέατρο, στο βυζαντινό φρούριο, στην Πύλη του Διωγμού.
   Είχε διαλέξει το δικό μας γάιδαρο να τον πηγαινοφέρνει. Μα ο πατέρας δεν του 'χε μπιστοσύνη και μου 'λεγε:
   "Για πάαινε, μπρε, κι εσύ με τούτον το σερσέμη, μη χάσει το ζωντανό και πλερώνουμε μεις τα τζερεμέδια. Ακούγεται σαν ονειροπαρμένος. Μιλάει, σου λένε, ολομόναχος σε ώρες μαρκαρισμένες, δύση, ανατολή, φεγγάρια. Κι αυτά που λέει μήτε με ρωμαίικα μοιάζουνε, μήτε με τούρκικα".
   Μια μέρα τον άκουσα κι εγώ, με τα ίδια τα αφτιά μου, και τότες τόνε ρώτησα:
   "Σαν τι σόι γλώσσα μιλάς, κυρ δάσκαλε;"
   "Αρχαία", μ' αποκρίθηκε και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. "Τον ιατρό σας, Εμμανουήλ, πώς τον λέγουν, ξεύρεις;"
   "Αλίμονο δα, το γιατρό δε θα ξέρω; Όμηρο τόνε λένε".
   "Μπράβο! Όμηρο, λοιπόν, απαγγέλω κι εγώ".
   Κι άρχιζε ο καλός σου ο δάσκαλος από τον Όμηρο, που ήτανε λέει κοντοπατριώτης μας κι έφτανε σ' ένα σωρό ονόματα, που δεν τα θυμούμαι, και με σουλάτσερνε σ' όλα τ' αρχαία στην παλιά και νέα Έφεσο. Όποια πέτρα σήκωνες σου ξεφούρνιζε και μια ιστορία. Εγώ πια άνοιγα μάτια κι αφτιά να ρουφήξω όλα κείνα τα πρωτάκουστα που τα 'χα μάθει απόξω όπως το «Πάτερ ημών».
   Μου 'λεγε πως την Έφεσο, που τ' αρχαίο μεγαλείο της θάμπωσε τον κόσμο, την «ίδρυσε» ο Άνδροκλος, ο γιος του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου. Όμως δεν είναι και σίγουρο, λέει, γιατί μπορεί να ήρθανε πρώτοι κάπου χίλιοι σκλάβοι απ' τη Σάμο, που επαναστατήσανε, το σκάσανε απ' τους αφεντάδες τους και κοπιάσανε στα μέρη μας. Τούτο το δεύτερο το προτιμούσα κι όταν πήγαινα με τον αδερφό μου το Γιώργη στα ερείπια να κυνηγήσουμε αγριοπερίστερα, θάρρειες και τους έβλεπα μπροστά μου, ολοζώντανους, τους χίλιους τούτους λεβέντες.
   Με το δάσκαλο σεργιανούσαμε και στα βυζαντινά ερείπια και μ' αράδιαζε και κει ιστορίες γι' αυτοκρατόρους, που πατήσανε σε τούτα τα χώματα, για τον Απόστολο Παύλο, που δίδαξε εδώ, κι ένα σωρό άλλα. Απ'΄όλα όσα μου 'λεγε, τη μεγαλύτερη εντύπωση  μου 'κανε ο αριθμός επτά. Ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου ήταν, λέει, ο ναός της θεάς Άρτεμης. Μα και η βυζαντινή εκκλησία του Ιωάννη του Θεολόγου κι αυτή ήταν ένας από τους επτά αστέρες της Αποκαλύψεως. Ως και η σπηλιά, που μια μέρα χωθήκαμε κει μέσα να προφυλαχτούμε από μια ξαφνική μπόρα, κι αυτή λεγόταν «Σπήλαιον  των επτά κοιμωμένων παίδων».
   Τούτα τα σούρτα φέρτα με το δάσκαλο, και η δίψα που μ' έπιασε για τη μάθηση δεν αρέσανε του πατέρα μου. Τι στο καλό, θ' άφηνα τα χωράφια να γίνω «Γουρτερμέργιος»; Έτσι τον είχανε βαφτίσει τα παιδιά τον κυρ Πυθαγόρα, γιατί όταν δεν πιάνανε βιβλίο στο χέρι, τους χτυπούσε το κεφάλι με το πελώριο σιδερένιο κλειδί της πόρτας του και τους έλεγε: "Δυστυχώς δι' υμάς δεν εγεννήθη εισέτι ο Γουτεμβέργιος!"
   Όταν όμως φτάνανε, Ευρωπαίοι κι Αμερικάνοι, στην παλιά και στη νέα Έφεσο, και στριφογυρνούσανε στ' αρχαία μας, με κείνα τα φράγκικα ρούχα τους και τις ξενικές κουβέντες τους και μαζί ερχόντανε κι Έλληνες σοφοί, οι Κιρκιντζώτες κι ο πατέρας πρώτος και καλύτερος φούσκωναν από περηφάνια. Όπως και να το κάνεις κάτι το ξεχωριστό πρέπει να είχαν τα μέρη μας. Και "Το πλήρωμα του χρόνου φτάνει... Κι ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θ' αναστηθεί..." μας λέγαν οι παπάδες και τότες φούντωνε πιο πολύ μέσα μας το μεράκι για την ένωση με την Ελλάδα.

   Τούρκους δεν είχαμε στο χωριό -κι ας ήτανε τα τούρκικα η γλώσσα που μιλούσαμε. Άσβηστη καντήλα έκαιγε στην καρδιά η αγάπη για την πατρίδα μας την Ελλάδα. Οι Τούρκοι απ' τα γύρω χωριά, το Κιρετσλί, το Χαβουτσλί, το Μπαλατζίκ, μας τιμούσανε και μας θαυμάζανε· έκοβε, λέει, το μυαλό μας κι ήμασταν εργατικοί. Και μεις, είν' αλήθεια, ποτέ δεν τους δίναμε αφορμή ν' αλλάξουνε γνώμη. Με τον καλό λόγο στεκόμαστε και με το μπαξίς. Μέρα δεν περνούσε που να μην κατεβούνε στην αγορά μας Τούρκοι χωριάτες. Φέρνανε ξύλα, κάρβουνα, πουλερικά, καϊμάκια, αυγά, τυριά, όλα τα μπερκέτια της Ανατολής· τα πουλούσανε στο παζάρι κι αγόραζαν ύστερα από τα μαγαζιά μας ό,τι είχαν ανάγκη. Το βράδυ ξαναγυρίζανε στα χωριά τους. Μερικοί μέναν μουσαφιραίοι σε φιλικά σπίτια. Τρώγανε ψωμί μαζί μας και κοιμόντανε στα στρώματά μας. Το ίδιο κάνανε κι οι δικοί μας όταν πήγαιναν κατά τα τουρκοχώρια για ν' αγοράσουνε βόδια, άλογα ή μαζεμένο το γάλα της χρονιάς. Όταν ανταμώναμε ξεμοναχιασμένοι στα βουνά, χαιρετιόμαστε με τεμενάδες, καλημερίσματα και καλησπερίσματα. «Σαμπαχλαρινίζ χαΐρ ολσούν!» «Αξαμλαρινίζ χαΐρ ολσούν!".
   Στο πανηγύρι του Άι-Δημητριού γέμιζε το χωριό Τούρκους που φτάνανε από πολύ μακριά, από τα μέρη της Κόνιας. Λεγόντανε Κιρλήδες κι ήτανε μεγαλόσωμοι άνδρες, ψημένοι απ' τα λιοπύρια και το μόχτο. Οι Κιρλήδες ήταν κολίγοι, δίχως πιθαμή δική τους γη, καμένοι και τσιτσιρισμένοι απ' τον τσιφλικά μπέη. Ολοχρονίς αλάδωτο τ' άντερό τους κι ανήμερη η πείνα τους, ταλαιπωρημένο το κορμί τους δε γνώρισε ποτέ καινούργιο ρούχο. Πάππο προς πάππο αγόραζαν γιουσουρουμτζίδικα ξεβαμμένα και χιλιομπαλωμένα σαλβάρια και τζουμπέδες.
   Άμα είδαν κι απόειδαν πως πήγαινε γιαμπανά η ζωή τους, είπανε να ξενιτευτούνε να λευτερωθούν απ' τον τσιφλικά. Παίρνανε, λοιπόν, γύρα τα χωριά και μισθώνανε τη δύναμή τους. Κάνανε τόση δουλειά, όση και τα σημερινά τρακτέρια. Με δυο κασμαδιές και μια γερή κλωτσιά ξεριζώνανε θερία πουρνάρια, κέδρα και πεύκα. Τους παράδινες τριάντα, πενήντα στρέμματα γη, ρουμάνια όλο δάση και βράχια, που έλεγες πως θα 'ταν αδύνατο να ξεχερσωθούνε, και σου γυρίζανε χωράφι καρπερό, έτοιμο να δεχτεί το σπόρο. Τούτα τα χωράφια τα δούλευαν οι Ρωμιοί ένα δυο χρόνια κι ύστερα τα δηλώνανε στις τούρκικες αρχές κι αποχτούσανε, χωρίς μεγάλες διατυπώσεις, τίτλους ιδιοχτησίας.
   Έτσι έγινε νοικοκύρης κι ο πατέρας μου κι έφτιαξε μπαξέδες να τους λιμπίζεται άνθρωπος. Έβαζε τους Κιρλήδες στη δουλειά κι ελόγου του έπαιρνε το τουφέκι, τις δυο κάμες του, λίγα παξιμάδια κριθαρένια κι έφευγε για κυνήγι, είκοσι τριάντα μέρες. Σκότωνε αγριογούρουνα, τα πουλούσε στα χωριά, μάζευε σερμαγιά και γύριζε και πλέρωνε τα μεροκάματα των Τούρκων.
   Τις χριστιανικές γιορτές τις χαιρόντανε οι Κιρλήδες το ίδιο όπως και μεις. Ήταν μια ευκαιρία να φάνε κατά πού ζητούσε το πελώριο κορμί τους. Σπίτι ρωμαίικο δεν έμενε που να μην τους φιλέψει ό,τι καλύτερο είχε. Την Πρωτοχρονιά ήταν συνήθειο να στέκουν οι Κιρλήδες στις βρύσες. Όταν πήγαιναν οι γυναίκες να πάρουνε νερό, τους κουβαλούσανε δίσκους με γλυκά, μπακλαβάδες, χαλβάδες, βασιλόπιτες. Αν πεις πια την Καθαρή Δευτέρα, που άρχιζε η νηστεία και οι Κιρκιτζώτισσες τρίβανε τα τσουκάλια μη λάχει και μείνει μέσα μυρουδιά από αρτίσιμο, τότες για τους Κιρλήδες ξημέρωνε η ωραιότερη μέρα της ζωής τους. Κάθε σπίτι τους έδινε ολόκληρα σινιά με τυρόπιτες, αυγόπιτες, μακαρονάδες, γλυκίσματα. Κι οι Κιρλήδες, χαμογελαστοί κι ευτυχισμένοι, δίνανε ευχές στις «θείες» και στις «θείτσες»:
   "Τσοκ σεκελερέ αμπλά, αμπλαζιγήμ!"
   Σαν έφτανε ο Απρίλης με τη γιορτή του Άι-Γιωργιού, μαζεύανε τον κόπο τους και γυρίζανε πίσω στα μέρη τους. Παίρνανε τότες ένα ένα τα σπίτια, κι αποχαιρετούσανε συγκινημένοι τους Ρωμιούς:
   "Χαλάλισέ μου, τσορμπατζή, το ψωμί που έφαγα κοντά σου", λέγανε.
   Κι οι δικοί μας τους αποκρίνονταν:
   "Χαλάλι σας. Αμέτε στο καλό. Ογούρ ολά!..."
   Ήταν και μερικοί που, στα κρυφά, προσκυνούσανε την ασημένια εικόνα τ' Άι-Γιώργη κι αφήνανε τάματα για να τους γιατρέψει κάποια κακιά τους αρρώστια και να τους κρατάει γερούς στα μακρινά ταξίδια τους.

   Μόλις είδε ο πατέρας πως κάτεχα καλά και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής και πως μπορούσα να στρώσω λόγο στο χαρτί, με φώναξε και μου 'πε:
   "Χαζίρεψε τα ρούχα σου, Μανώλη. Τούτες τις μέρες έχω σκοπό να σε στείλω στη Σμύρνη. Θέλω να βγεις στην πιάτσα, να μάθεις το εμπόριο, να ξετριφτείς, να δουλέψεις κοντά σ' εμπόρους, τσαρσιλήδες και φατόρους".
   Πρώτη φορά μου μίλησε ο πατέρας μου σαν να 'μουν άντρας. Μου φάνηκε πως ήταν μια σπάνια μέρα όπου η πόρτα της καρδιάς του είχε μείνει ανοιχτή. Γι' αυτό πήρα το θάρρος και του είπα:
   "Θα κάνω όπως ορίζεις, πατέρα. Όμως ήθελα να ξέρεις πως τ' αγαπώ τα γράμματα, γλιστρούνε μέσα μου μ' ευκολία, όπως όταν διψάς και πίνεις νερό..."
   Ο λόγος μου πρέπει να του 'κανε κάποιαν εντύπωση. Δε μου 'δωκε απόκριση. Έβγαλε ένα βαρύ άναρθρο «μμμ!» που δε με βοήθησε να καταλάβω τι στοχαζόταν να πράξει. Την άλλη μέρα καθώς γυρίζαμε απ' το ορεινό μας χτήμα, κοντοστάθηκε στο διάσελο, γυρόφερε το μάτι στον κάμπο και μου είπε:
   "Τι τα θέλεις τα γράμματα, όπ' έχουμε τέτοια μπερικετλίδικα χώματα για δούλεψη; Παπάς θα γένεις ή δάσκαλος; Έμπορα χρειάζουμαι, να μάθει τ' αλισβερίσι, να νταραβερίζεται στις πολιτείες όπου μας τρώνε το διάφορο οι αγιογδύτες, οι χαραμοφάηδες οι εμπόροι. Αν σε ξεχώρισα να σε στείλω στη Σμύρνη, το 'κανα γιατί κόβει το μάτι σου και παίρνει καλές στροφές το μυαλό σου. Αυτή 'ναι η θέλησή μου..."
   Ξημέρωμα Κυριακή, καθώς ο πατέρας έφυγε για δουλειές στ' Αϊντίνι, βρήκα την ευκαιρία ν' ανέβω στο βουνό ν' ανταμώσω το Σεφκιέτ και να του φέρω το χαμπέρι του μισεμού μου. Με τούτο το βοσκόπουλο είχα μιαν αξέχαστη φιλία. Στις διακοπές του Πάσχα, σαν ανέβαινα κι εγώ με τα πρόβατα στο βουνό, τον παράσερνα στα πιο τρελά παιχνίδια. Σκαρφαλώναμε σε ψηλές απάτητες κορφές, ψάχναμε για αετοφωλιές και για κρυφές σπηλιές, κολυμπούσαμε σε ποτάμια. Όταν μας έβρισκε καμιά μπόρα και βλέπαμε τα δέντρα να δέρνουνται με τη βροχή, ξαμολιόμαστε κι εμείς μέσα στο δάσος και τρέχαμε, με γυμνό το στήθος, μεθυσμένοι από μιαν αλλόκοτη χαρά που βίτσιζε τις αισθήσεις μας. Σα μας πότιζε το νερό ίσαμε το κόκαλο, μαζευόμαστε στη σπηλιά όπου φυλάγαμε τα κοπάδια· ανάβαμε φωτιά· κολατσίζαμε. Τότες κράταγα στα χέρια μου τη φαντασία του Σεφκιέτ· την έπλαθα, όπως με το ζυμάρι πλάθεις τα Λαζαράκια. Στην Ανάσταση τον κατέβαζα στον Κιρκιντζέ! Χαιρότανε να βλέπει τη νύχτα τα κεριά να στραφταλίζουνε σαν αστράκια, ν' ακούει το Χριστός Ανέστη και της καμπάνας το ξεσηκωτικό μελωδικό κάλεσμα, να ρίχνει μαζί μας τράκα τρούκες και να τρώει στο τραπέζι μας τη μοσχοβολιστή αυγοκομμένη μαγειρίτσα της μάνας μου.
   Η εμπιστοσύνη που μου 'χε ο Σεφκιέτ δυνάμωσε και στέριωσε ακόμα πιο πολύ από ένα περιστατικό. Το χωριό του ήτανε καθυστερημένο, σαν όλα τα τουρκοχώρια. Μήτε ακουστά δεν είχανε τι θα πει γιατρός ή δάσκαλος. Άμα αρρώσταινε άνθρωπος, πέμπανε καβαλάρη, τρεις ώρες δρόμο, να πάει να βρει το Χότζα ενός άλλου χωριού που είχε τη φήμη σοφού.
   "Χότζα", του 'λεγε ο μαντατοφόρος, " το και το έχει ο άρρωστός μας. Τι πρέπει να του κάμουμε να γιάνει;"
   Ο Χότζας έπεφτε σε βαθιά συλλογή. Ο νους του βυθιζότανε στα όσα γράφει το Κοράνι. Όταν έβρισκε τι ταίριαζε στην περίπτωση, καθότανε και το 'γραφε. Ο άνθρωπος τόνε πλέρωνε για τον κόπο του, έπαιρνε το διπλωμένο χαρτί, γύριζε πίσω στο χωριό και το 'δινε στον άρρωστο να το καταπιεί για να γιατρευτεί!...
   Κάποτες αρρώστησε βαριά ο πατέρας του Σεφκιέτ κι ήρθε και μου 'πε:
   "Τον χάνουμε τον πατέρα μου. Τα χαρτιά του Χότζα δεν τον γιατρεύουνε και σβήνει ώρα την ώρα".
   "Δε δοκιμάζεις να τόνε φέρεις στο χωριό μας", του μίλησα. "Εμείς έχουμε σπουδαίο γιατρό. Δε δίνει χαρτιά στους αρρώστους, δίνει φάρμακα, σερμπέτια, χάπια, αλοιφές που τα φτιάχνει σπουδαγμένος επί τούτο σπετσιέρης".
   Ο Σεφκιέτ παραξενεύτηκε, και λίγο σκιάχτηκε, μήπως και κριματιστεί αν πάει σε γιατρό κι όχι στο Χότζα. Ωστόσο την άλλη μέρα, αυγές, να κι έφερε τον πατέρα του ξαπλωμένον πάνω σε μια τάβλα, μισοαναίσθητο. Οι δικοί μου τον καλοδεχτήκανε, του στρώσανε να πέσει και καλέσανε το γιατρό. Με την περιποίηση και με τα φάρμακα άνοιξε τα μάτια του και πάνω στις οχτώ καβάλησε το γάιδαρο και γύρισε σαν Λάζαρος στο χωριό του. Οι Τούρκοι άμα τον είδανε ζωηρό και καλοστεκούμενο τα χάσανε.
   "Μπρε! Τι μιλέτι είναι τούτοι οι Ρωμιοί; Πώς το 'φτιαξε έτσι ξύπνιο το μυαλό τους ο δικός τους Αλλάχ;"
   Ο Σεφκιέτ ξαναγύρισε στον Κιρκιντζέ. Μας έφερε πεσκέσι μέλι και τυρί για να μας φχαριστήσει για όσα κάναμε για τον πατέρα του. Ύστερα με πήρε απόμερα, έβγαλε ένα τεσσαράκι χιλιοδιπλωμένο στη μαντίλα του, μου το 'κλεισε ντροπαλά στη χούφτα και μου ψιθύρισε:
   "Μπανά μπιρ μουμ γιακ. (Άναψε ένα κερί από μέρος μου). Ίσως και φιλιωθούνε οι Θεοί μας όπως φιλιωθήκαμε και μεις..."
   Καθώς ανέβαινα τώρα στο βουνό να τον αποχαιρετίσω σκεφτόμουνα τις όμορφες ώρες που ζήσαμε μαζί και δέθηκε ένας κόμπος στην καρδιά μου. Μόλις κοντοζύγωνα στα λημέρια του, έφερα διχαλωτά τα δυο δάχτυλα στο στόμα κι άρχισα να σφυρίζω. Τ' αφτί του Σεφκιέτ γυμνασμένο στη μοναξιά άρπαξε τον ήχο με το πρώτο. Σφύριξε κι ελόγου του απαντητικά και πηδώντας σαν ζαρκάδι, από βράχο σε βράχο, μου κουνούσε χαρούμενα το ραβδί του.
   Δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα και να με καλημερίσει και του πέταξα το νέο:
   "Ξέρεις, Σεφκιέτ, ξενιτεύομαι! Με στέλνει στη Σμύρνη ο πατέρας μου".
   Το Τουρκί κέρωσε. Έπεσε το ραβδί απ' το χέρι του, κόπηκε η ανάσα του. Θέλησα να του εξηγήσω το τι και πώς, να τόνε παρηγορήσω.
   "Ο πατέρας μου λέει πως κόβει το μάτι μου και παίρνει καλές στροφές το μυαλό μου, για τούτο πρέπει να βγω στην πιάτσα, να μάθω τ' αλισβερίσι, να γίνω έμπορας".
   "Έμπορας; Τι πάει να πει έμπορας;" μ' αρώτησε σεκλετισμένος.
   "Έμπορας πάει να πει να κλέβεις εσύ, αντί να σε κλέβουνε οι άλλοι..." του αποκρίθηκα με σοβαρότητα.
   "Και πώς τήνε διάλεξε ο κύρης σου τέτοια χαμένη δουλειά οπού 'ναι τίμιος άνθρωπος!" είπε με περιφρόνηση ο Σεφκιέτ.
   "Δε με κατάλαβες, Σεφκιέτ. Δε θέλει να με κάνει κλέφτη απ' αυτουνούς που πάνε φυλακή. Πώς να σ' το ξηγήσω... Έχεις δει τους τσελεμπήδες που μας έρχονται από τις πολιτείες με φράγκικα ρούχα κι αγοράζουνε μαζεμένα τα μαξούλια μας; Αυτοί 'ναι οι έμποροι. Παίρνουνε τη δική μας σταφίδα, τα σύκα, τις ελιές, τα καπνά, φτηνά και τα πουλούνε ελόγου τους στις πολιτείες ακριβά. Εύκολος πλούτος, καταλαβαίνεις;"
   "Βάι! Βάι!" έκανε απορημένο το Τουρκί.
   Τούτη την παιδιάστικη κουβέντα μας τήνε θυμήθηκα πολλές φορές όταν κατέβηκα και δούλεψα στη Σμύρνη.

   Η μάνα μου ήθελε πολύ να με κρατήσει κανένα χρόνο ακόμα στο χωριό, μην πάει και ξενιτευτώ τόσο μικρός. Ήρθε και μια απρόβλεφτη, ας τήνε πούμε, τύχη κι έτσι της έγινε το χατίρι. Με ζητήσανε για δουλειά στο Μπελεβύ, ένα γειτονικό χωριό. Εκεί βρισκότανε το μεγάλο τσιφλίκι του Μουλά εφέντη που το κλερονόμησαν οι γιοι του, ο Χουσεΐν και ο Αλής. Κι οι δυο αυτοί μπέηδες ήταν καλόκαρδοι και γλεντζέδες και προτιμούσανε τα ξεφαντώματα και το ραχάτι από τις έγνοιες της δουλειάς και της πολιτικής.
   Βάλανε επιστάτη τον Ανέστη, έναν τετραπέρατο Ρωμιό και του είπανε: "Ρίξε στη δουλειά Γιουνάνηδες, σεϊτάνηδες, να κάνουνε το ένα εκατό..." Ο Ανέστης άλλο που δεν ήθελε. Πήρε το κουμάντο στο Μπελεβύ, διάλεξε καλούς ζευγάδες από τον Κιρκιντζέ. Αυτοί να σπείρουνε, να θερίσουνε, να καταπιαστούνε με τα λιοτρίβια, τις στάνες, την ξυλεία, το τυροκομειό.
   Οι μπέηδες ερχόντανε, αραιά και πού, με παιχνιδιατόρους και παρδαλές γυναίκες, ανοίγανε τον πατρογονικό Κούλα, γλεντοκοπούσανε πέντε δέκα μέρες. Ύστερα, σαν έφτανε η ώρα να φύγουνε, αν λάχαινε να 'ναι ξεμέθυστοι, βάζανε υπογραφή στους λογαριασμούς του Ανέστη, δίχως να κάνουνε έλεγχο. Μια μέρα όμως ο Αλή μπέης του είπε:
   "Μπρε Ανέστη, μονάχος κάθεσαι και γράφεις όλα τούτα τα νούμερα;"
   "Μονάχος, αφέντη".
   "Και για δεν παίρνεις, μπρε ζεβζέκη, γραμματικό να σ' αλαφρώσει; Όσο να 'ναι θα σου ξεφεύγει κάνα νούμερο στη σούμα".
   Ο Ανέστης το πέρασε για μπηχτή και ταράχτηκε, γιατί δεν είχε και τόσο καθαρή τη φωλιά του. Ήρθε λοιπόν στον Κιρκιντζέ βρήκε τον πατέρα μου και του μίλησε:
   "Έχω ακουστά, Δημητρό, πως κείνος ο γιος σου, ο Μανώλης, νταραβερίζεται καλά τα νούμερα. Δε μου τόνε στέλνεις στο Μπελεβύ να δώκει κανένα χέρι; Θα 'χεις καλό διάφορο. Ο Αλή μπέης έχει κατά νου φέτος να μείνει στο τσιφλίκι και θέλω να 'χω σε τάξη τους καημέδες μου".
   Ο πατέρας μου είχε μεγάλη ανάγκη από λεφτά, γιατί οι εμπόροι του σκάρωσαν άσκημη δουλειά με τη σουλτανίνα. Για τούτο και δέχτηκε. Έτσι, αντί στη Σμύρνη, βρέθηκα στο καταπράσινο Μπελεβύ με τ' αφράτα κοκκινοχώματα και τα πυκνά δάση.
   Ο Ανέστης στις αρχές ήτανε όλο γλύκες μαζί μου. Μόλις όμως του περάσανε οι σφίξες, άλλαξε χαβά. Μ' έβρισκε πιο ανοιχτομάτη απ' ό,τι μ' ήθελε και φοβήθηκε μην καταλάβω τις βρομιές του και τόνε βλάψω. Όλα τα φερσίματά του μ' αηδιάζανε. Έκλεβε το δίκιο των εργατών, έκλεβε απ' την τροφή μας, έκοβε βαριά προστίματα με το τίποτα· -γιατί πήγες προς νερού σου κι άργησες, γιατί αφήκες να τρέξει περσότερο ή λιγότερο νερό στο χαντάκι. Είχε ξετρελαθεί να γίνει πλούσιος και ν' αβγατίσει και τον πλούτο των αφεντάδων, για να τον κρατάνε στη δούλεψή τους και να του δίνουνε όλο και περσότερες εξουσίες.
   Μια βραδιά ο γερο-Στεφανής, ο ζευγάς, δεν κρατήθηκε και του τα 'ψαλε: "Πρόσεξε, Άνέστη! Με πολλά κρίματα βαραίνεις την ψυχή σου. Θα το 'βρεις απ' το Θεό". Την άλλη ήταν Σάββατο και με την πλερωμή τον απόλυσε. Είπε στον Τούρκο τσιφλικά: "Πολλά πίνει τούτος ο γέρος και τρέμουνε τα χέρια του· χαράμι το ψωμί που τρώει".
   Η χειρότερη πράξη του Ανέστη ήταν τούτη που σκάρωσε σ' ένα φτωχό αγοράκι, την πρώτη βδομάδα που πήγα στο τσιφλίκι. Είχε μαζέψει ο καλός σου δυο τρία παιδιά απ' το χωριό των Αραπάδων, το Κουγιουμτζί και τα ξεθέωνε στη δουλειά, μέ μόνη πλερωμή το πιάτο το φαΐ που τους έδινε. Στο Κουγιουμτζί μένανε Αραπάδες, παλιοί δούλοι, που μαζί με τη λευτεριά τους τούς δώσανε κι ένα μικρό κομμάτι γης, ίσια για να στήσουνε το τσαρδί τους. Ουδέ μισό στρέμμα δεν είχανε δικό τους να φυτέψουνε, που λέει ο λόγος, ένα κρεμμύδι, ένα μαρούλι. Το μόνο καταδικό τους ήταν το χαμόγελο, που άφηνε να φαίνονται τα κάτασπρα στρωτά δόντια τους.
   Τα εκατό τόσα καλύβια των Αραπάδων ήτανε φτιαγμένα από πλεγμένες βέργες αλυγαριάς και ιτιάς και σοβαντισμένα με βοϊδοσβουνιές. Νύχτα μέρα δουλεύανε σκληρά οι άνθρωποι για τους παλιούς αφεντάδες τους. Σαν κατάρα είχανε δει τον ξεσκλαβωμό τους απ' τη δουλεία, γιατί κανένα διάφορο δεν είχανε· ο μόχτος τους ίδιος και παραπανίσια η έγνοια τώρα για το μεροκάματο, γιατί τρέμανε μη δεν το πετύχουνε και μείνουνε νηστικά τα παιδιά τους.
   Ένα αραπάκι, λοιπόν, από το Κουγιουμτζί, ντροπαλό και γλυκόθωρο, μπήκε στον πειρασμό να κλέψει μπροστά στη μύτη του Ανέστη. Καθώς δούλευε στα καλαμπόκια, πέταγε αραιά και πού κανένα νταρί όξω απ' το φράχτη και το βράδυ το μάζευε, με τρόπο, και το πήγαινε στη μάνα του που ήταν κατάκοιτη, και στα τρία μικρότερα αδέρφια του, που λιμασμένα ζητιάνευαν πότε δω και πότε κει. Ο Ανέστης δεν άργησε να τσακώσει το παιδί. Το κρέμασε ανάποδα στον πλάτανο και, για παραδειγματισμό, το 'δειρε τόσο, που καθώς ήταν αδυνατούλι κι άρρωστο, γύρισε το βράδυ στο καλύβι του, έπεσε να κοιμηθεί και δε ματαξύπνησε! "Γιαγνίς ολντού". Λάθος έγινε, είπανε οι Τούρκοι τσιφλικάδες και δώσανε συχωροχάρτι στον Ανέστη.
   Ωστόσο η ζωή μας στο Μπελεβύ άλλαξε ξαφνικά στο καλύτερο. Τ' αφεντικό, ο Αλή μπέης, έπεσε σε παράφορο σεβντά με μια μικρή εργατριούλα, την Αρτεμίτσα κι έψαχνε να δείξει τον καλύτερο εαυτό του. Ως και για το φαΐ μας άρχισε να νοιάζεται και, μια μέρα, για να κάνει επίδειξη στο κορίτσι, τα 'βαλε με τον Ανέστη.
   "Μπρε κερατά", του είπε, "μιας κι έκανες συμφωνία να ταΐζεις τσ' ανθρώπους, τι τους πέθανες στο μπλουγούρι και στο λόπι; Χόρτασέ τους κρεάσια, μην πα και βαρυγκομάνε, και πει ο Κιρκιντζές πως οι Μουλάδες είναι ανεχόρταγοι και στύβουνε τους δουλευτάδες τους".
   Τα 'λεγε αυτά και με το μάτι χάιδευε το κορίτσι. (Είχε ομορφιά η Αρτεμίτσα που σταμάταγε άτι! Μάτι γλαρό, μαλλί ίσαμε τον αστράγαλο και κορμί σταράτο βεργολυγερό). Κατάλαβε απεξαρχής την αδυναμία που της είχε ο μπέης και σκιάχτηκε. Μα και να φύγει απ' τη δουλειά δεν τ' αποφάσιζε. Ήξερε πως ο γονιός της χρειαζότανε βοήθεια, γιατί 'χε να θρέψει έντεκα στόματα, κι ο κλήρος του ήτανε μικρός. Ύστερα, ο μπέης τη γυρόφερνε με το μαλακό. Αυτήνα διάλεγε να του ψήνει τον καφέ, να του νοικοκυρεύει το ρούχο· χέρι όμως ποτέ δεν άπλωσε πάνω της. Ο Αλή μπέης, που απ' την αγκαλιά του περάσανε γυναίκες και γυναίκες -από τρανές χανούμισσες ίσαμ' αναγκεμένες σαντέζες- απ' αυτές που παίρνουνε σβάρνα τα χωριά, όταν ξέρουνε πως οι ρεσπέρηδες πουλήσανε τη σοδειά τους κι έχουνε χρήμα στην τσέπη -φερνότανε με τούτο το κοριτσόπουλο σαν νιόβγαλτος μαθητάκος.
   "Κρυφός καημός τον καίει τον αφέντη μου", έλεγε το νεφέρι του. "Όλη νύχτα παίζει ούτι, μάτι δε σφαλνά. Γυναίκα πια δεν πατάει στον Κούλα και μουγκρίζει σαν κάπρος..."
   Οι ζευγάδες τ' ακούγανε και τα βλέπανε όλα τούτα, μα λόγος δεν τους έφευγε ουδέ κρίση, γιατί σκιάζονταν μη χάσουνε το ταΐνι. Μονάχα οι γυναίκες κρυφοκουσελεύανε και λέγανε: "Κάποτες θα ξεσπάσει το κακό και κρίμα μεγαλύτερο από του να τουρκέψει χριστιανή δε γίνεται..."
   Ένα μεσημεράκι, που η Αρτεμίτσα έλειπε κι οι χωριάτες ξαπόσταιναν στον πλάτανο, το Κατινιώ πήρε να τραγουδάει πονηρά της Έλλης το τραγούδι που θέλει «σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι, γιατί άφηκε τον άντρα τση και πήρε κομισέρη...» Οι άλλες κρυφοχιχίριζαν μέσα στον κόρφο τους και κλείνανε το μάτι. Μα η γριά Παρλιάραινα η «γκαβή», καιγότανε από πεθυμιά να δώκει ένα μάθημα στις νιες. Αρχίνισε λοιπόν ν' ανιστορεί το πάθημα του Θόδωρου Ντελημανώλη «όπου ξέχασε τσι νόμοι του Θεού, ερωτοχτυπήθηκε με μια Τουρκάλα, χήρα με δυο μικρά αγόρια και τιμωρήθηκε σκληρά».
   "Αχ!" έκανε η γριά όλο φαρμάκι και ψευτοσυμπόνια. "Όποιος γνώρισε τον Ντελημανώλη παλιά και τόνε γλέπει έτσι που ηκατάντησε, μόνε αυτός μπορεί να κρίνει πόσο ακριβά πλέρωσε το ανόμημά του. Σαν ήτανε εργένης, κολάζονταν οι γυναίκες με το που τόνε κοιτούσανε να περνάει καβάλα στ' άτι του. Τι του 'ρθε να πέσει σε τέτοιον άνομο σεβντά; Χαθήκανε μαθές οι χριστιανές; Κακιά και ψυχρή η ώρα όπου επήγε ν' ανοίξει μύλο σ' εκείνο το ορεινό τουρκοχώρι, κοντά στα Θείρα. Εκειδά γνωρίστηκε με την αφεντιά της, τη χήρα του νιζάμη κι έχασε τα λοϊκά του. Ξετρελάθηκε κι αυτή η αφορεσμένη, λύσσα την έπιασε, κι ας είχε δυο αγόρια. Μια και δυο, πού την έχανες, πού την έβρισκες, στο μύλο του Ντελημανώλη ξημεροβραδιαζότανε. Ίσαμε που σταματήσανε να τρίβονται οι μυλόπετρες και τρίβονταν ελόγου τους, οι προκομμένοι! Μα ο σεβντάς δεν κρύβεται, σαν τον πλούτο και σαν το βήχα, κι ο δεσμός ημαθεύτηκε. «Σήκω να φύγουμε», του 'πε μια μέρα κείνη, «πριχού πλερώσουμε την αγάπη μας με τη ζωή μας». Και κείνος, όνομα και πράμα Ντελημανώλης, τήνε κλέβει, τήνε περνάει στον Πειραιά, τήνε βαφτίζει -ήμαρτον, Θεέ μου!- με το χριστιανικό όνομα Αγγελική και τήνε στεφανώνεται! Υστερνά, γυρνάει οπίσω στον Κιρκιντζέ, φτιάχνει δικόνε του μύλο, αραδιάζει τέσσερα παιδιά μαζί της, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Όμως να ζυγώσει κατά τα Θείρα δεν τ' αποτολμούσε".
   "Ίσαμ' εδώ καλά παγαίνανε όλα. Μα ο Θεός δεν ξεχνάει! Γράφει και περιμένει. Όντας μεγάλωσε ο πρωτογιός του Ντελημανώλη, μαγεμένος απ' τα όσα άκουγε για το χωριό της μάνας του, κίνησε μια και δυο να πάει να ζήσει εκεί. Νοίκιασε το στοιχειωμένο μύλο, έστρωσε δουλειά. Πριν περάσει όμως μήνας, βρέθηκε νεκρό το παλικαρόπουλο στο γιατάκι του, με μια μαχαιριά βαθιά στην καρδιά, ακριβώς πάνω στην καρδιά!"
   Η γριά Παρλιάραινα η Σμυρνιά, με το ένα γερό της μάτι κοίταξε μια μια τις κοπελιές, να δει αν τις άγγιξε η ιστορία της.
   "Σκιαχτήκατε, καψοκοκόνες;" έκανε. "Τέθοιες βρομοδουλειές μόνο αίμα τις ξεπλένει, μόνο αίμα, να το ξέρετε! Και θαν το πω και στην Αρτεμίτσα να 'χει το νου τση..."
   Οι απειλές της Παρλιάραινας με κάνανε να φοβάμαι για την τύχη της Αρτεμίτσας. Μα δεν είχα το θάρρος να της μιλήσω. Ούτε και η Παρλιάραινα ή άλλος κανείς της μίλησε. Όλους τους βόλευε τούτος ο έρωτας που μαλάκωσε τον μπέη και τον έκανε σελμπέση και μεγαλόψυχο. Θέλανε όμως και να κακολογούνε το κορίτσι και να προβλέπουνε το χαμό του.
   Μια Κυριακή απόσπερο, καθώς γύριζα από τον Κιρκιντζέ, μέσα στο δάσος του Μπελεβύ βρήκα την Αρτεμίτσα και τον μπέη να κυλιούνται χάμω αγκαλιασμένοι και μανιακοί για έρωτα. Ούτε πίσω μπόραγα να κάνω ούτε μπροστά. Ήθελα ν' ανοίξει η γης να με καταπιεί. Όλο το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου κι αίσθησες πρωτοφανέρωτες ταράξανε το κορμί μου. Ξυπόλητος καθώς ήμουνα, γύρισα πίσω ακροπατώντας, με κίνδυνο να με δει ο μπέης και να μου ανάψει καμιά σφαίρα. Κείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Σπασμοί ταράζανε το κορμί μου, σαν να 'χα θέρμες. Κι ύστερα από κάθε σπασμό, έκλαιγα, λες κι είχα πέσει κι εγώ σε τρανή αμαρτία...
   Τούτο το περιστατικό με βοήθησε να βρω τα φερσίματα του Ανέστη πιο άδικα απ' όσο ήτανε, και πριν μου δώσει κείνος δρόμο ζήτησα να φύγω μοναχός μου απ' το τσιφλίκι.
   Τέτοια περιστατικά ήταν σπάνια στα μέρη μας· κι όποιος τ' αποτολμούσε, Τούρκος σαν τον Αλή ή Ρωμιός σαν τον Ντελημανώλη, το 'καμε από μεγάλον έρωτα. Στα τόσα τουρκοχώρια που μας ζώνανε, δε θυμούμαι να 'χε γίνει άλλο τέτοιο ζευγάρωμα, παρεκτός στο Κουγιουμτζί, το χωριό των Αραπάδων. Οι μαύροι του Κουγιουμτζί βρίσκονταν σε πολύ καλές σχέσεις με το χωριό μας. Για ό,τι καλό ή κακό τους έβρισκε, τρέχανε σε μας και ζήταγαν ορμήνια. Τη μεγαλύτερη υπόληψη ωστόσο την είχανε σ' έναν μπάρμπα μου τσέλιγκα, το Βοτάνογλου. Τους φαινότανε ο σοφότερος άνθρωπος του κόσμου, κι ας μην ήξερε ο χριστιανός να βάλει ούδε την υπογραφή του. Μια μέρα, λοιπόν, να και κόπιασε στο χωριό μας αλαφιασμένος ο Γιουσούφης. Τρέχει ίσια στο θειο μου και του λέει:
   "Κεχαγιά, πες μου: Μπορεί μια μαύρη προβατίνα, που βατεύεται με μαύρο κριάρι, να γεννήσει άσπρο αρνί;"
   Ο θειος μου έξυσε το κεφάλι του, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και τετραπέρατος καθώς ήτανε του αποκρίθηκε:
   "Μπορεί και καλομπορεί, Γιουσούφ. Άμα το μαύρο κριάρι ή η μαύρη προβατίνα έχει άσπρη ψυχή, τότες γεννιούνται πότε άσπρα και πότε μαύρα αρνιά".
   Την απόκριση αυτή την έδωκε γιατί 'χε μάθει πως ο βοσκός του ο Βούζιος, κάθε που κατέβαινε στο ποτάμι να ποτίσει τα πρόβατα, αντάμωνε τη Φατμέ, τη νεαρή γυναίκα του Γιουσούφ κι είχανε μεγάλες παρτίδες.
   "Και πώς γίνεται, τζάνεμ, να 'χει άσπρη ψυχή ένα μαύρο πράμα;" ρώτησε σκεφτικός ο αράπης.
   "Εδώ σε θέλω, Γιουσούφ. Κι όμως, να, το γράφουνε τα κιτάπια και τα κιτάπια ποτές δε λαθεύουνε. Οι ψυχές, σου λέει, σεργιανάνε από κορμί σε κορμί και δεν κοιτούνε χρώμα. Αριά και πού οι ψυχές των άσπρων πάνε στους μαύρους και οι ψυχές των μαύρων στους άσπρους..."
   Ο Γιουσούφ, τρελός από χαρά, άρπαξε τα χέρια του κεχαγιά και τα φίλησε:
   "Αμάν, αρκαντάς", είπε συγκινημένος, "μ' έσωσες από μεγάλο κρίμα. Όταν είδα να στρογγυλεύει η κοιλιά της γυναίκας μου είπα πως ήρθε η ευλογία του Αλλάχ να δω τον καρπό μου να βλασταίνει στο σπλάχνο της. Μα όταν μου γέννησε άσπρο παιδί σκοτείνιασε ο νους μου και δεν ήξερα τι να πω και τι να πράξω..."
   Και το μαύρο κριάρι πήρε το δρόμο ν' ανταμώσει τη μαύρη προβατίνα με τη λευκή ψυχή. Όμως, το Βούζιο τόνε κάλεσε η δημογεροντία και του 'δωκε αυστηρή διαταγή να τα μαζέψει και να φύγει αμέσως απ' τα βουνά μας και να μη ματαγυρίσει ποτέ πια.

   Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιάχτηκα μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη πολιτεία. Άγνωστοι, αλλιώτικοι άνθρωποι, άγνωστα και τα σοκάκια. Κανένα δεν ήξερα και κανένας δε μ' ήξερε να με καλωσορίσει· ένιωθα σαν το ξεριζωμένο δεντρί.
   Ακούμπησα σ' ένα χάνι το τρίχινο ζεμπίλι με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα που μου 'δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν' ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ' έπαιρνε στη δούλεψή του. Με την αντρέσα στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο φράγκικο πανταλόνι, κάπως κοντό για τις μακριές κανάρες μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα, άτσαλα, δειλά. Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε ν' αντιληφθώ που βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.
   Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι, κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς!
   Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν τις μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες που συγκρατούσανε τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούργια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο· έφευγε ο βλοημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι. "Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις δια το χρυσόμαλλον δέρας;" Δάσκαλε, δε σ' αποκρίθηκα κατά πού πρόσμενες κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου. Ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς από τη Χρηστομάθειά μας. Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι του, ένα μακρύ ίσαμ' ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα παιδιά λαχταρούσαμε: "Αχ, πότε θα τήνε γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!"
   Όταν ήμουνα πολύ μικρός και πήγαινα με τη μάνα μου στην εκκλησιά σκιαζόμουνα να βλέπω ζωγραφισμένο στον τρούλο το πελώριο μάτι του Θεού. Τώρα ήθελα να γίνω ένα τέτοιο μάτι να τα δω όλα μονομερίς. Και να γίνω κι ένα πελώριο αφτί, ν' ακουμπήσω στον κόρφο τούτης της πολιτείας, ν' ακούσω την καρδιά της.
   Τράβηξα αργά μέσα στους βερχανέδες, με τις βαριές ξύλινες πορτάρες, στολισμένες με καρφιά  και μπαρμακλίκια, που το βράδυ κλείνανε για ασφάλεια. Εδώ παλιά ζούσανε Φράγκοι, Βενετσιάνοι, Τζενοβέζοι και Μαλτέζοι ιππότες και τυχοδιώκτες. Είχαν αράξει στο πόρτο της Σμύρνης -κατά που έλεγε ο Χρίστος- και χτίσανε τους «Φραγκ-χανέδες», στοές όλο μπινιά για να σιγουρέψουνε τους θησαυρούς τους. Μουσιούδες και μαντάμες όλο διαμαντικό και μετάξι, δεν πατούσανε -σου λέει- ποδάρι στη γης, μόνε τους σηκώνανε βαστάζοι πάνω σε «πορταντίνια», σαν να λέμε σκεπαστές πολυθρόνες. Και τα βράδια όταν βγαίνανε στα σοκάκια πάγαινε ομπρός ο δούλος με αναμμένο το φανάρι...
   Τώρα όλοι οι βερχανέδες του Όμηρου, του Σπόντι, του Τενεκίδη, του Σπάρταλη, του Αναστάς αγά, της Ελληνικής Λέσχης, του Αλλιότι, του Γιουσούφ, της Αμάλθειας -δεν ήτανε πια φράγκικοι. Όπως σ' ολόκληρη τη Σμύρνη, έτσι κι εδώ, έβαλε τη δική του σφραγίδα το ελληνικό στοιχείο.
   Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λουβρ», «Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα 'πρεπε να 'ναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες!
   Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες,  δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το 'χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί.
   Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε. Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε: "Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες και χρειαζούμαστε χέρια..."
   Μόλις άκουσα την καμπάνα της Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ' έπιασε τρελή χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί κι έπινα τσιτσιμπίρια και σερμπέτια κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού», και χαιρόμουνα που σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου 'βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά απ' τον πατέρα. Ύστερα κάτι με σταμάτησε· ο χωριάτης στιμέρνει τον ακριβοκερδισμένον παρά. Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.
   Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο πάνω στην άψα της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη σοδειά τους, οι έμποροι δεν κλείνανε. Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστυφη μυρουδιά της σταφίδας και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής και ζύγιαζε, όλο φροντίδα. Εργάτες με χαμαλίκες στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι· εκεί αφήνανε τις καμήλες, τους αραμπάδες, τα γαϊδούρια και τις βοϊδάμαξές τους. Δυο ξυπόλυτοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον ώμο τη μανέλα που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι. Ο Χατζησταυρής μ' ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, διπλά προγούλια και ολοκόκκινα, σαν βουτυρωμένα, μάγουλα ξεφώνιζε τις οκάδες. Είχε μάτι ξύπνιο που σπίθιζε κι έπαιζε ολούθε ακούραστο. Τα χέρια και τα ποδάρια του, πολύ αδύνατα ανάλογα με το σώμα, τον κάνανε να μοιάζει με βάτραχο. Όλες οι κινήσεις του και η σβελτάδα του κι οι τρόποι του δείχνανε πως είχε δουλέψει κι η αφεντιά του παραγιός. Και τόντις, όπως έμαθα αργότερα, παραγιός ήτανε κάποτες, μα ήξερε σου λέει ν' αρπάζει την περίσταση και συνεταιρίστηκε με το Σελήμ εφέντη και πατούσανε κι οι δυο, με το ελεύθερο, πάνω σε καρδιές και σε πορτοφόλια, κι από κει και πέρα τα βολέψανε κι έρεε το χρήμα.
   Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του 'δωκα και το συστατικό γράμμα που είχα από τη δημογεροντία του χωριού μας. Αυτό το γράμμα πολύ τον εκολάκεψε, γιατί τ' άρεζε να τον υπολογίζουνε οι ισχυροί. Με ξέταξε με ματιά που τρύπωσε ίσαμε την ψυχή.
   "Ναι, ξέρω", έκανε, "μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με βολεύει που ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε δοκιμάσω και τα ξαναλέμε για την πλερωμή".
   Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα μουστάκι θα το 'στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου.
   Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις Λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες». Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες, μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδόροι σπόρους, τσεμπλεμπούδες, παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια, μα και γλασσάδες και ζαχαρώτα και γλειφιτσούρια.
   Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί. Δε μου 'κανε καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. "Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!"
   Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύλο...

   Αυγές την άλλη μέρα πήγα στη δουλειά. Ο κύριος Μιχαλάκης Χατζησταυρής ήτανε πρωινός. Ερχότανε πριν τους παραγιούς του κι άνοιγε μοναχός το μαγαζί.
   "Θα σε βάλω στο καντάρι, πλάι μου", είπε. "Φαίνεσαι ανοιχτομάτης· έχεις μαμούνι μέσα σου".
   Οι Τούρκοι χωριάτες φτάνανε απ' τη νύχτα. Άκουγες τα κουδούνια των ζώων γκλιν-γκλαν. Μπαίνανε στο μαγαζί ντροπαλοί, βαλαντωμένοι απ' τα μακρινά ταξίδια. Τ' αφεντικό τους δεχότανε πρόσχαρα. Τέτοιες μέρες μίσθωνε δικό του ταμπή να φτιάχνει αράδα καφέδες. Ύστερα απ' τα καλωσορίσματα και τα τραταμέντα, ο κύριος Μιχαλάκης άνοιγε τα σακιά, ψαχούλευε την ποιότητα, έψαχνε για κουσούρια, γκρίνιαζε για κεσάτια και για τα πολλά έξοδα που βαραίνουνε τους εμπόρους.
   "Αν δε σκεφτόμουνα εσάς, τη φτωχολογιά", έλεγε μισοκακόμοιρα, "θα το 'κλεινα το μαγαζί. Κοντεύει να μην έχω άλλο διάφορο από τον κόπο μου..."
   Οι χωριάτες κάναν συνέχεια «α! α!» και τον προσέχανε στενοχωρημένοι και μπερδεμένοι. Τότες τσάκωνε τη στιγμή να τους μιλήσει για την τιμή. Άρχιζε από πολύ χαμηλά, κι ανέβαινε μεταλλίκι, μεταλλίκι, ανάλογα με την αντίδραση που αντάμωνε.
   "Μιχαλάκη εφέντη, βάνε τζάνεμ κατιτίς παραπάνω", του λέγανε. "Έχει κόπο, ιδρώτα η δουλειά. Άιντε να 'χεις την ευκή μας απ' τα είκοσι ανύχια μας..."
   Δεν άργησα να καταλάβω πως τ' αφεντικό ήταν ένας καρμίρης, παμπόνηρος έμπορας, που γύρευε να βγάλει από τη μύγα ξύγκι. Όταν κρεμνούσε το σακί στο καντάρι κοίταζε πάντα το χωριάτη κατάματα και φώναζε τις οκάδες.
   "Ντοξάν μπέες! (Ενενήντα πέντε οκάδες)" τον άκουσα να φωνάζει και το καντάρι έδειχνε εκατόν δέκα οκάδες.
   "Θα λάθεψε", είπα μέσα μου, κι ήθελα να μιλήσω, μα μια ματιά και μια σπρωξιά του με συγκράτησε. Στο δεύτερο Τούρκο πελάτη, πάλι τ' αφεντικό σβέλτα το χέρι στο καντάρι, πάλι τα μάτια καρφωμένα στο χωριάτη, πάλι λειψές τις έβγαλες τις οκάδες. Δε βάστηξα, τη δεύτερη μέρα, και τόνε ρώτησα, τι γίνεται με το ζύγισμα και γιατί τους κοιτάει όλους κατάματα όταν φωνάζει λαθεμένα τις οκάδες.
   "Κοιτάζω", μ' αποκρίθηκε, "για να καταλάβω κατά πόσο χαμπαρίζουνε. Όταν αντιληφθώ πως κοιμούνται ορθοί, έχω το κουράγιο να τους πω και μηδέν οκάδες".
   Έδειχνε κατενθουσιασμένος με την καπατσοσιά του, μα τα δικά μου άντερα γυρίζανε από αηδία. Φαίνεται πως το πρόσεξε και βιάστηκε να δικαιολογηθεί:
   "Το αλισβερίσι, Μανώλη, θέλει να τα 'χεις τετρακόσια. Δεν τα 'χεις; Πας κατά διαόλου. Κοίταξε οι δικοί μας ρεσπέρηδες, παίζει το μυαλό τους. Άμε γέλασε Ρωμιό αν είσαι εφτάψυχος. Η σκλαβιά σε ξυπνάει, σε κάνει πονηρό. Τι 'ναι το κατιτίς το παραπανίσιο που παίρνω από τούτους δω τους διαβόλους, μπροστά σε κείνο που μου τρώει το τούρκικο κράτος; Είδες ποτέ σου το Σελήμ εφέντη, το συνέταιρό μου; Δεν τον είδες κι ούτε θα τόνε δεις. Κι όμως μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει μ' αρπάζει τα μισά κέρδη!"
   Οι δικαιολογίες του δεν κάνανε ν' αλλάξω τη γνώμη που είχα σχηματίσει γι' αυτόν και για το εμπόριο. Θυμήθηκα την περσινή περιπέτεια του πατέρα μου. Οι τιμές της σταφίδας είχανε κατρακυλήσει την εποχή που οι αγρότες θα πουλούσανε -αυτό γινότανε πάντα. Είχαμε στα χέρια μας χίλιες οχτακόσιες οκάδες σουλτανίνα, πρώτο πράμα. Με την τιμή που προσφέρανε οι εμπόροι μόλις που θα ξεκαθαρίζαμε πέντε λίρες κέρδος -αφού ξοφλούσαμε τα χρέη που κάναμε ως να μπει η σταφίδα στο σακί. Ο πατέρας μου αρνήθηκε να παραδώσει το μόχθο του σε τέτοια ξευτελιστική τιμή. Αποφάσισε να στείλει τη σταφίδα στη Σμύρνη, σ' ένα μεγάλο και τρανό φατόρο, να τήνε πουλήσει για λογαριασμό μας, μόλις υψωθούν οι τιμές. Περάσανε αρκετοί μήνες και μια μέρα πήραμε από τον έμπορα ένα γράμμα που μας έλεγε να πουλήσουμε όσο όσο τη σταφίδα, γιατί 'τανε κίνδυνος να μην ξεκαθαρίσουμε ούτε τα έξοδά μας. Μπρος σε τέτοιον εκβιασμό αναγκασθήκαμε να δεχτούμε το χαρακίρι. Όταν μας έστειλε το λογαριασμό ο εντιμότατος εκείνος έμπορας, μας πληροφορούσε πως μείναμε χρέος τριάντα γρόσια, μα... μεγαλόψυχος καθώς ήταν μας τα χάριζε!
   Ήξερα, λοιπόν, καλά τον καημό του χωριάτη, για τούτο πονούσε διπλά η καρδιά μου με τα όσα βλέπανε τα μάτια μου στο εμπόριο. Μια μέρα μας ήρθε ένας φουκαράς Τούρκος πελάτης από το Βουρλά. Ήτανε φαμελίτης, κουρελής, με κετσέδες αντίς ποδήματα. Τα μάγουλά του ρουφηγμένα σαν αγίου, το στόμα του ξεδοντιασμένο. Τα γεμάτα αγαθοσύνη μάτια του και τ' άσπρα, αραιά γένια του σε κάνανε να τον συμπαθήσεις. Έφερε είκοσι τσουβάλια σταφίδα. Περίμενε υπομονετικά να 'ρθει η αράδα του. Λιμπιστερή, ολόξανθη, μελένια η σταφίδα του. Τήνε χάιδευε και τήνε ξαναχάιδευε με τα κακοπαθημένα χέρια του. Πονούσε που θα τη χωριζότανε. Τόσα βάσανα και κόπους πέρασε ίσαμε να τήνε φέρει σε λογαριασμό.
   "Άιντε, ξανθούλα", της γλυκομίλαγε. "Άιντε, μαλιματού! Μ' έκαψες και με τσιτσίρισες. Κι από χρόνου, ιστέ!"
   Την ώρα που ο κύριος Μιχαλάκης έπιασε να ζυγιάσει, ήρθε τρεχάλα ο γιος του Τούρκου χωριάτη. Έφερε ένα δισάκι με σαράντα οκάδες πράμα. Κάτι είπε στον πατέρα του κι έφυγε.
   "Βάλε και τουτονά το χεϊμπέ στο ζύγι", έκανε ο χωριάτης και λάμψανε τα μάτια του. "Έχω καλό γιο, Μιχαλάκη εφέντη. Του 'δωκα τη σταφίδα να την πάει σπίτι του να περάσουνε καλό χειμώνα τα παιδάκια του, μ' αυτός φιλότιμος έμαθε απ' το θείο του πως έχω χρέος στο κεφάλι μου κι ήρθε τρεχάλα να μου φέρει οπίσω τη σταφίδα να τήνε πουλήσω!"
   Ο έμπορας βρήκε όμορφα λόγια να παινέψει το γιο του Τούρκου, μα τις σαράντα οκάδες τις έφαγε στο ζύγι, δίχως να ντραπεί. Αντίς να κρεμάσει το δισάκι στο καντάρι, το κρέμασε στη μανέλα!
   Αμούστακο παιδάριο ήμουνα τότες, όμως μέσα μου ξύπνησε η οργή για την αδικία. Κοίτα κάτι παράξενα πράματα που γίνονται στον ντουνιά, σκεφτόμουνα με αηδία. Ο χωριάτης λιώνει ώσπου ν' αναγκάσει τη γης να του δώκει καρπό, και τούτοι δω οι εμπόροι, κιμπάρηδες ανθρώποι, μ' όλα τα καλά και τ' αγαθά του Θεού, να 'χουνε ένα καντάρι και να το θεωρούνε δουλειά τους να κλέφτουνε το φτωχό! Αργότερα γνώρισα εμπόρους τρανούς που δεν καταδεχόντανε να κάνουνε τις μικροκατεργαριές του Χατζησταυρή. Όμως, τι τα θες, το μυαλό μου δεν το χώραγε, πώς γινότανε ν' αγοράζουνε ένα το δικό μας μόχτο και να τον πουλάνε πενήντα κι εκατό!
   Τι ξέρουνε τούτοι απ' τη δουλειά στ' αμπέλια; Το κύλισμα, το μπόλιασμα, το κλάδεμα, το σουλάντισμα, την αγωνία της φυλλοξέρας, τις λαχτάρες ως να 'ρθει να γουρμάσει η αγουρίδα, να μαζωχτεί το σταφύλι, να μπει στα κελετήρια, να στρωθεί στους ταπλάδες, να φτάσει στα σεργιά! Να βλέπεις συγνεφάκι στον ουρανό και να το κατασκοπεύεις μέρα νύχτα, μη σου κουβαλήσει καμιά βροχή. Κι ύστερα άλλα χτυποκάρδια με το τρίψιμο, το λίχνισμα -να διαλέγεις ρώγα ρώγα, να βγάλεις την ξεζουμισμένη, τα τσόπια, τα φρόκαλα. Και τη νύχτα να τρέχεις με τα τσούλια, να σκεπάζεις τη σταφίδα, σαν μωρό, μήπως και σου τήνε βλάψει τ' αγιάζι!
   Πάνω στη βδομάδα όταν πήγα να πλερωθώ, είπα στον κύριο Μιχαλάκη Χατζησταυρή:
   "Αφεντικό, βάλε με σ' άλλη δουλειά. Εγώ δεν κάνω για ζυγιάσματα. Δε θα σ' ευχαριστήσω..."
   Ο έμπορας κατάλαβε. Γύρισε και με κοίταξε μ' έκπληξη και περιφρόνηση μαζί:
   "Κρίμας!" έκανε. "Και σε πέρασα για ξύπνιον..."
   Κατέβασα το κεφάλι, έσφιξα τα δόντια μην πάει και γλωσσέψω, μα δεν κρατήθηκα:
   "Ε, τι να γίνει, κυρ Μιχαλάκη", του αποκρίθηκα περιπαιχτικά. "Δε με ζύγιασες ως φαίνεται καλά... κατά τη συνήθειά σου!"
   Αυτή η στάση μου και η ειρωνεία, μου στοίχισε την απόλυσή μου. Την άλλη μέρα γύριζα στα σοκάκια της Σμύρνης να βρω δουλειά. Αύγουστο μ' Οχτώβρη ήταν η φούρια του σύκου. Έτσι, πέτυχα κάμποσα μεροκάματα στην αποθήκη του Ζαχαρία. Τούτη η δουλειά ήθελε πιδέξια χέρια. Οι Ρωμιοί εργάτες δουλεύανε το πρώτο πράμα. Οι Τούρκοι, δουλεύανε το παρακατιανό και τους είχανε και χώρια από μας. Πλάθαμε το ξακουστό σύκο «λάερ», το κουρκουμπίνι, τετράγωνο σαν λουκούμι και το βάζαμε σε κασόνια. Οι παραστάτες πρωτομαστόροι είχανε τα μάτια τους τέσσερα μπα και η πάνω ή κάτω μόστρα δεν είναι όμοια διαλεχτή, γιατί όλο τούτο το πράμα το τραβούσε η Ευρώπη και η Αμερική!
   Τα πρώτα τρένα με τα σύκα που φτάνανε απ' τ' Αιντίνι ήταν καταστόλιστα με δάφνες και μυρτιές. Στην Πούντα στρατός παρουσίαζε όπλα και βαρούσε τσιφτεδιές στον αγέρα. Το κράτος έκοβε καινούργια μονέδα, οχταράκια και μετζίτια. Για μένα που ήμουνα παραγωγός, τούτες οι φέστες και γενικά η δουλειά στα σύκα μ' ενθουσίαζαν· δούλευα με ψυχή και με ζωή.
   "Έι, παλικαρόπουλο, νισάφι", μου 'πε μια μέρα ο πλαινός μου εργάτης, ο Γόνιας, που πότε δούλευε στα σύκα, πότε στα περβόλια, πότε έβγαζε κότες ή ψάρια στο λότο στα Ταμπάχανα ή έκανε το μαραγκό. "Κάνε και κανένα τσιγαράκι, αδερφέ! Όπως δουλεύεις εσύ θα τελέψει αύριο κιόλας το σύκο και θα βρεθούμε στσι δρόμοι!"
   Δεν πέρασε μήνας και κατάλαβα καλά του Γόνια την κουβέντα. Όλοι οι έκτακτοι απολυθήκαμε κι έπρεπε να ψάχνω πάλι για δουλειά. Στη γειτονιά που έμενα ήταν ένα ζαχαροπλαστείο που ζήταγεν μικρόν. Πήγα, φόρεσα την άσπρη ποδιά, έκανα όσο πιο καλά μπορούσα όλες τις δουλειές. Όταν όμως με πλησίασε το αφεντικό και μου 'πε: "Δε θ' αγγίζεις τίποτα απ' ό,τι βλέπεις, τ' ακούς; Τίποτα! Αν λεχτείς κάτι θα ρωτήξεις πρώτα εμένα..." Έβγαλα την ποδιά πειραγμένος και ντροπιασμένος, του τήνε παράδωσα και έφυγα. Άλλαξα πολλές δουλειές ως να στεριώσω κάπου. Για ένα φεγγάρι πήγα στο Ταραγάτς, σ' ένα μπακάλικο που ήτανε μαζί και μαγέρικο. Οι πελάτες ήτανε εργάτες απ' τις γύρω φάμπρικες ήτανε και φορτοεκφορτωτές. Τις περσότερες φορές δεν τρώγανε· πίνανε ξεροσσφύρι κανένα κρασί, κανένα ρακί. Τ' αφεντικό είχε έναν πελώριο μαυροπίνακα με τα ονόματα της πελατείας. Δίπλα στο κάθε όνομα τραβούσε με κιμωλία μια γραμμή για κάθε ποτήρι. Άλλος Χατζησταυρής και τούτος· δεν του 'φτανε το τίμιο κέρδος. "Οι σουρωμένοι" -έλεγε- "τα βλέπουνε διπλά". Έτσι για κάθε ποτήρι δε δίσταζε να τραβήξει δυο γραμμές και τρεις πολλές φορές. Δεν ήτανε δουλειά και τούτη να στεριώσω.
   Πήγα για λίγο σε φουρνάρικο. Ήτανε χειμώνας κι ήταν όμορφα να κοιμούμαι στο ζεστό πατάρι. Όμως τ' αφεντικό με βασάνιζε κι έφυγα κι από δω. Έκανα εργάτης σε ταμπάκικο, όπου μέσα στους βρόμικους σκεμπέδες έφαγα περσότερες νυστεριές στα χέρια παρά ψωμί. Δυο μήνες δούλεψα και σε σαπουντζίδικο. Ως και πεταλωτής πήγα σε αλμπάνικο, στο Γιοφύρι των Καραβανιών...
   Νόμιζα πως η πολιτεία αυτή, που τόσο αγάπησα, είχε ανοιχτές τις πόρτες για όλους τους φτωχούς και θα 'φτανε ν' απλώσω το χέρι μου, με κλειστά μάτια, όπως στην τυφλόμυγα, για να πιάσω ό,τι λαχταρούσα. Όμως η ζωή άρχισε να με γιατρεύει απότομα από τις παιδιάτικες πλάνες μου. Όσο κι αν δούλευαν μυαλό και χέρια αρμονικά και πιδέξια, έμενα πάντα ένας παραγιός που όριζαν άλλοι τη ζωή του και τον πετούσαν στο δρόμο όποτε τους κάπνιζε.

   Περάσανε έτσι πέντε έξι μήνες ίσαμε που έδωκε και πέτυχα έναν καλό μιστό, μ' εξασφαλισμένο το φαΐ και τον ύπνο στο χάνι του Γιαννακού του Λουλουδιά, ενός παλιού κοντραμπατζή, που άκουγε στο παρατσούκλι «το κακό σκυλί». Στην αρχή δεν μπορούσα να ξηγήσω γιατί τον φώναζαν έτσι. Εμένα μου φαινόταν μάλαμα άνθρωπος. Την καρμιριά δεν την ήξερε· όπως το κέρδιζε το χρήμα ετσιδά το ξόδευε. Είχε πόνο για τον φτωχό και τον αδύνατο κι όπου τον αντάμωνε τον προστάτευε, δίχως καμιά επίδειξη. Τα Σαββατόβραδα το 'χε τάμα στην ψυχή της γυναίκας του, που την έχασε πρόωρα, να στέλνει ένα κοφίνι με φαγώσιμα -και τι φαγώσιμα, τυριά, κρέατα, αυγά, κουλούρια!- πότε στον έναν και πότε στον άλλον αναγκεμένο γείτονα· κι ήθελε η πράξη του να μένει μυστική.
   "Πήγαινε το κοφίνι", μου 'λεγε, "κι άφηκέ το στην αυλή. Και κοίταξε, κακομοίρη, μη σε δει μάτι..."
   Ο Γιαννακός ήταν ψηλός, λεβεντάνθρωπος, λίγο βαρύς στο σώμα, μ' ανοιχτές πλατάρες, δασά φρύδια, κουκουλωτά μάτια και στριφτές καραμουστάκες. Φόραε βράκες, βελούδινο σταυρωτό γελέκο και φέσα με πλούσια μεταξωτή φουντάρα, που αν λάχαινε και την έριχνε ομπρός δεν έπρεπε άνθρωπος να τον ζυγώσει και να του μιλήσει, ούδε αυτές οι πέντε κόρες του που τους είχε μια ξεχωριστή λατρεία. Από το σελάχι του δεν απόλειπε το δίκοπο, μια όμορφη βυσσινιά κάμα, δώρο του μακαρίτη του πατέρα του. Αργότερα έμαθα πως η κάμα ήταν αιτία για το παρατσούκλι όπου του δώσανε οι Τούρκοι, το «κακό σκυλί». Είχε καθαρίσει, σου λέει, κάμποσους και το 'χε καύχημα.
   Η κοκόνα Μαργίτσα, η ανύπαντρη αδερφή του που του μεγάλωνε τις κόρες, έλεγε με καμάρι πως ο Γιαννακός ποτέ δε σκότωσε από ατιμία, μα πάντα γι' αγάπη του Χριστού: "Όταν χαλνάει Τούρκο (γιατί χριστιανό ποτέ δεν επείραξε) πηγαίνει στον Αι-Βούκολα, ανάφτει λαμπάδα του μπογιού του, γονατίζει και λέει στο Θεό: «Πάτερ μου, γιατί να κριματίζουμαι; Δε σώνονται οι καταραμένοι. Ρίξε ελόγου σου φωτιά και καφ' τους...»"
   Ο Λουλουδιάς ξεπερνούσε σ' αποκοτιά και τον ξακουστό νταή της Σμύρνης, το Στέλιο Τιρλάλα, που αποβραδίς σκότωνε Τούρκο σουβαρή ή ζαπτιέ και το πρωί έπινε το καφεδάκι του στη Μπέλλα Βίστα κι έστριβε τις μουστάκες του, δίχως να τολμούνε οι αρχές ν' αγγίξουνε ουδέ τρίχα της κεφαλής του.
   Μέσα στις πατριωτικές πράξεις του ο μπαρμπα-Γιαννακός λογάριαζε και το κοντραπάντο. Δε δίσταζε να τσουβαλιάσει και να καθαρίσει κολτζή (τελωνοφύλακα) στην ίδια την προκυμαία της Σμύρνης, για να ξεφορτώσει ήσυχος τα κατσιρματζίδικα καπνά, που κουβαλούσανε οι κουρίτες και τα τρεχαντήρια του.
   Σ' αυτόνανε τρέχανε οι κυνηγημένοι χριστιανοί να τους περάσει στο Εγγλεζονήσι, στη Σάμο, στη Χίο, στη Μυτιλήνη είτε στα Δωδεκάνησα. Από τους πλούσιους ζήταγε μεγάλη πλερωμή, μα για άνθρωπο αναγκεμένο μπορούσε να θαλασσοπνιγεί δίχως κανένα διάφορο. Όποιος εξασφάλιζε την προστασία του Λουλουδιά, ήτανε σίγουρος πως ποτέ δε θα 'πεφτε σε χέρι ζαπτιέ.

   Σαν ξετέλευε καλή δουλειά ο Λουλουδιάς, έκανε γλέντι τρανό. Έφερνε παρέες παρδαλές στο χάνι, έφερνε και παιχνιδιατόρους: την κιορ Κατίνα που ξετρέλαινε τα Καφέ Αμάν της Σμύρνης με το τραγούδι της, το Μεμετάκι, ξακουστόν Τούρκο βιολιτζή, το μάγο του σαντουριού, το Γιοβανάκη. Το γλέντι τότες άναβε και κρατούσε μέρες. Και κάθε μέρα περνούσε και μια αγαπητικιά απ' την αγκαλιά του Λουλουδιά. Σαν ξεμεθούσε, φεύγανε παιχνιδιατόροι και γυναίκες φορτωμένες λίρα. Τότες η κοκόνα Μαργίτσα με τις δούλες ξεπλένανε το χάνι να ξεμαγαριστεί ο τόπος, φέρνανε πίσω στο σπίτι τα κορίτσια από της θειας τους της Αννετούλας -όπου τα φυγαδεύανε πριν αρχίσει το γλέντι- θυμιάζανε, ξορκίζανε.
   Αι-Γιάννη
   ίσαμε και τρίσαμε
   έσετε χαλινώσετε
   τα σερνούμενα της γης,
   τον όφι και την όφεντρα,
   το σκορπιό και τη σκουλούμεντρα
   το μικρό τ' αγροαλάκι
   απ' κάτ' απ' το καφτσί
   να καεί να μυριστεί
   και να κιτρινοφυλλιάσει,
   τον κακό τον άνθρωπο
   τον νυχτοϋριστή...
   Ο Γιαννακός κλειδωνότανε εικοσιτέσσερις ώρες στο δωμάτιο της γυναίκας του, που το κρατούσε πάντα σφαλιστό. Κανείς δεν ήξερε τι έκανε κει μέσα. Άλλοι λέγανε πως έπεφτε σε βαρύν ύπνο κι άλλοι πως προσευχότανε και παρακαλούσε τη μακαρίτισσα να τόνε συχωρέσει για τις μπερμπαντιές του. Αυτή η γυναίκα του Λουλουδιά, η Παρή, αν και περάσανε δώδεκα ολόκληρα χρόνια απ' τη θανή της, θάρρειες και σεργιανούσε ακόμα μέσα στο χάνι κι είχε το πρόσταγμα στο νοικοκυριό και στην καρδιά του Γιαννακού. Ακόμα και η κοκόνα Μαργίτσα όταν έλεγε «η Παρίτσα μας» κολνούσε τ' αχείλι της. "Αν ζούσε η Παρή μας", μου είπε μια μέρα, "ο Γιαννακός δε θα 'τανε κοντραμπατζής μα δεσπότης".
   Τον κόσμο που γνώρισα στο χάνι του Λουλουδιά δε θα τόνε ξεχάσω ποτέ. Μα πιο πολύ απ' όλους αναστάτωσε τη φαντασία μου ο τραγουδιστής ο Ογδοντάκης με την ιστορία του. Ήταν ένα ψηλόλιγνο παλικάρι μ' απαλή σαν κοριτσίστικη επιδερμίδα, ζεστά μαύρα μάτια και φωνή που μέρωνε θερίο. Όταν ξεπέζευε στο χάνι και τον κατάφερνε ο Λουλουδιάς να τραγουδήσει, κείνο που γινότανε δεν ήτανε γλέντι, μα λειτουργία. Όλοι κλείνανε τα μάτια τους σαν σε προσευχή, κι ο Γιαννακός χλωμός κι αμίλητος έσφιγγε το ποτήρι στην απαλάμη και το θρυμμάτιζε. Κάθε τόσο άνοιγε την παραδοσακούλα του, έβγαζε χρυσή λίρα και την κόλλαγε στο κούτελο του τραγουδιστή.
   "Να ζήσεις, Ογδοντάκη! Να ζήσεις, αηδόνι τσ' Ανατολής!"
   Μια μέρα μας ήρθε άσκημο μαντάτο. Τον Ογδοντάκη τον πιάσανε οι Τούρκοι και τον κλείσανε στη φυλακή. Τον αγάπησε, λέει, μια σεβνταλού χανούμη, μα κείνος τήνε περιφρόνησε. Για να τον εκδικηθεί, λοιπόν, έβαλε δυο μπέηδες και του σκαρώσανε φοβερή και τρομερή κατηγορία για κατασκοπεία.
   Ο Λουλουδιάς σαν το 'μαθε ταράχτηκε. "Ή θα μπω κι εγώ μέσα", έκανε, "ή αύριο, μεθαύριο το πολύ, ο Ογδοντάκης θα βρίσκεται με την τρεχαντήρα μου στο Εγγλεζονήσι..."
   Όμως τα πράματα δεν ήτανε τόσο εύκολα, όσο τα νόμιζε. Οι μέρες περνούσανε κι η αγωνία μας κορυφώθηκε σα μάθαμε πως τον καταδικάσανε σε θάνατο, δίχως δίκη, και τον ετοιμάζανε για κρεμάλα!
   Σκεφτείτε λοιπόν ποια ήταν η έκπληξή μας, όταν τη μέρα που ήτανε να κρεμαστεί, κατά το βράδυ, άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκε μπροστά μας ο Ογδοντάκης, χλωμός κι αλλοπαρμένος, σαν να γύριζε απ' τον Άδη: Έπεσε στην αγκαλιά του Λουλουδιά. Οι γυναίκες πιάσανε το κλάμα και φωνάζανε: "Είχες άγιο: Άγιο!"
   "Δεν πάει ούτε μια ώρα που λευτερώθηκα", είπε ο Ογδοντάκης και κάθισε σε μια καρέκλα μπαϊλντισμένος.
   Ο Λουλουδιάς κατέβασε ένα δυο ποτηράκια ρακί, σφούγγισε με την ανάστροφη της παλάμης τα βουρκωμένα μάτια του, γέμισε το ποτήρι του Ογδοντάκη να πιει να συνέρθει και, με φωνή βαριά, τον ρώτηξε:
   "Πώς έγινε;"
   "Χτες, το απογεματάκι", άρχισε το παλικάρι, "μπήκε στο κελί μου ο Μεμέτης ο φύλακας. Έφερε φαΐ και ρακί. «Να, αρκαντάς»,  μου 'πε σαν να ντρεπότανε. «Σου φέρνω άσκημα νέα, μα δε θέλω να θυμώσεις μ' εμένα... Αύριο πουρνό το χάνεις το κεφάλι!» Σύγκρυο μ' έπιασε, μα δεν τ' απόδειξα. Μπα και με πιλατεύει, είπα, και το 'ριξα στ' αστείο: «Η ζωή, Μεμέτη, δεν είναι για χόρταση. Όποιος χριστιανός πάει από Τούρκου χέρι, αγιάζει και τραβάει ίσια στον παράδεισο...» Μόλις έφυγε ο φύλακας, κι απόμεινα μονάχος, με πήρε το παράπονο. Παίρνω το ρακί το κοπανάω όλο να στυλωθώ, με πιάνει το μεράκι κι αρχινάω το τραγούδι. Κείνη τη στιγμή πέρναγε από την αυλή η αφεντιά του, ο Σουλεϊμάν πασάς που ορίζει τσι φυλακές. Στάθηκε κάτω απ' το κελί μου, κούνησε το κεφάλι. «Βάι! Βάι! Τι 'ν τούτο, μπρε; Ποιος τραγουδεί έτσι;» Τόνε κάρφωσε το τραγούδι εκειδά και δεν μπόραγε να σαλέψει. Σε λίγο, να, και με πάνε στο γραφείο του. «Πού έμαθες, μπρε κερατά γκιαούρη, να τραγουδάς έτσι όμορφα;» μου κάνει. «Το τραγούδι», τ' αποκρίνουμαι, «είναι η ψυχή μου. Και πριν τήνε παραδώσω, την άφηκα να λαλήσει, ν' αποχαιρετίσει τον ντουνιά». «Κάτσε, παλικάρι», μου λέει, «κάτσε και τραγούδησε για χάρη μου. Τραγούδησε να σ' ακούσω. Μη σταματάς». Τραγούδησα κι είδα τα μάτια του θεριού να γλυκαίνουνε, να μερακλώνουνε. Είπα μέσα μου: Βίρα, Ογδοντάκη, βίρα και θα τον ξεγελάσουμε το Χάρο. Έτσι και γένηκε, να, μα το σταυρό, σας λέω! Αρνί ο πασάς. «Θα σου χαρίσω τη ζωή», μου κάνει. «Τέτοια φωνή είναι κρίμα κι άδικο να πάει χαμένη. Αύριο έχω γλέντι μεγάλο. Θα σε πάρω να τραγουδήσεις. Τ' αποδέλοιπα άφηκέ τα σε μένανε». Με κελεψέδες με πήγανε στο κονάκι. Στη μεγάλη κάμαρη πασάδες και μπέηδες τρώγανε και πίνανε. Και τραγούδησα. Εχ, πώς τραγούδησα, αδέρφια! Έλιωσα ολόκληρος. Όταν ήρθε το νεφέρι και μ' έλυσε και μου 'πε «Γκιτ! Γκιτ!», δεν πίστευα στ' αυτιά μου. Να φύγω; Αλήθεια το λένε ή παίζουνε με τον πόνο μου και μόλις ξεκινήσω θα μου την ανάψουνε; Το νεφέρι με τράβηξε, με κατέβασε ίσαμε την πόρτα και μου 'πε: «Φύγε, Ογδοντάκη, άμε στο καλό! Κι αν τήνε θέλεις τη ζωή σου, λείψε καμπόσο από τη Σμύρνη. Αυτό σου μηνάει ο πασάς...»"
   Το ίδιο κείνο βράδυ, ο Λουλουδιάς μπάρκαρε τον Ογδοντάκη και τον ξαπόστειλε για τη Σάμο. Όμως το τραγούδι που ξετρέλανε τον Σουλεϊμάν πασά το πήρε στο στόμα της και το τραγουδούσε ολόκληρη η Σμύρνη:
   Αμάν Μεμό
   Σέκεριμ Μεμό
   Τζιλβελί Μεμό...

   Ένα γράμμα απ' τον πατέρα μου, λιγόλογο μα αυστηρό, μ' ανάγκασε ν' αφήκω το χάνι. «Μόλις λάβεις την επιστολή μου» -έγραφε- «να σηκωθείς να φύγεις απ' του Λουλουδιά. Δε σ' έστειλα να σπουδάξεις κοντραμπάντο, μ' ούδε νταηλίκι. Συμφωνημένα τα 'χω με τον έμπορα Σεϊτάνογλου να πας να πιάσεις δουλειά κοντά του...»
   Να πω πως μου βγήκε σε κακό τούτη η αλλαγή θα 'ναι ψέμα. Το χάνι δε με χώραγε άλλο· το είχα σκεφτεί κι από μόνος μου να φύγω. Ο Όμηρος Σεϊτάνογλου και οι γιοι του ήταν κάτι καινούργιο για μένα. Πολύπειροι, ξακουστοί εμπόροι δε μου θυμίζανε σε τίποτα το Μιχαλάκη Χατζησταυρή. Στο μαγαζί τους μπαινοβγαίνανε πραγματικοί τσελεμπήδες απ' αυτουνούς που κρατούσανε στα χέρια τους τον πλούτο της Ανατολής.
   Ο Σεϊτάνογλου είχε ένα σπίτι παλάτι στην Καραντίνα· δεν του παράβγαινε μήτε πασάδικο σεράι. Ολομάρμαρο, ζωσμένο με κήπους όλο φοίνικες, μπουκενβίλιες, ροδιές, λεμονιές και παρτέρια πνιγμένα στο πούλουδο. Είχε και γήπεδο για τένις, σταύλο για αλόγατα, τεχνητή λίμνη και ένα δάσος από τσάμια, που στη σκιά τους ξάπλωναν οι γιοι τ' αφεντικού και οι γυναίκες τους και διαβάζανε. Το πρώτο πάτωμα είχε σαλόνια, γραφεία, μια κάμαρα όλο βιβλιοθήκες, τραπεζαρίες με χαλιά πέρσικα και σπάρτα και έπιπλα φερμένα απ' τη Βενετιά. Εκατό νομάτοι σεργιανούσανε στις σάλες και πάλι άδειες φαινόντανε. Οι τοίχοι ήτανε σκεπασμένοι με ξύλο καρυδιάς και με ταπετσαρίες, και πάνω τους κρεμασμένα σ' ολόχρυσες κορνίζες τα πορτρέτα των προγόνων τους, φτιαγμένα από ζωγράφους, άλλα βλοσυρά κι άλλα γελαστά, μα όλα τόσο ζωηρά που έλεγες, όπου να 'ναι, θα κατεβούνε να σου μιλήσουνε και να σου αραδιάσουνε πώς τόνε μαζέψανε τόσο πλούτο.
   Συχνά, όταν είχανε τζόγους και μεγάλες γιορτές, με παίρνανε τ' αφεντικά να βοηθάω. Τη μέρα που πρωτοπάτησα σε τούτο το σπίτι τα 'χασα.
   "Μπρε, τι 'ναι τούτο;" είπα στσι δούλες.
   "Βάστα ανάσα", μου κάνανε. "Ακόμα τίποτις δεν είδηκες".
   Στην κάμαρη που τήνε λέγανε μπουφέ ήταν στρωμένα τραπέζια μακριά σαν σιδερόδρομοι. Κει, πάνω σε ολοκέντητα λινά τραπεζομάντιλα, είχανε αραδιασμένες φαγιάντσες με λιχουδιές πρωτοΐδωτες -από μαύρο χαβιάρι, αυγοτάραχα, ζαμπόνια, τουρσιά, πουλερικά παραγεμισμένα, ρέστα, στρείδια, αστακούς, γαρίδες, ψαρούκλες σκεπασμένες με παχιές μαγιονέζες και ψωμί χάσικο, ζυμωμένο με μαστίχη στο σπίτι. Κρυστάλλινα ποτήρια αστράφτανε και μέσα κει ρίχνανε ένα πιοτό που άφριζε, σαν το θεριεμένο κύμα, κι όταν ανοίγανε τις μπουκάλες βροντούσανε σαν τσιφτέδες.
   Καρότσες φτάνανε και κουβαλούσανε άντρες με φράκα και σκληρά καπέλα· πολλοί είχανε στο μάτι ένα μοναχό γυαλί, που απορούσες πώς στεκόντανε εκειδά. Ήταν, σου λέει, ξένοι κονσόλοι και δικοί μας μπανγκιέρηδες, εμπόροι, τσιφλικάδες, ραντιέρηδες, γιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, δημογερόντοι -μέχρι και δύο δεσποτάδες ήρθανε. Και οι γυναίκες, τι πράμα ήτανε κείνο! Αφράτες καλοζωισμένες, όλο τσάκισμα και νάζι, ντυμένες στο τριζάτο μετάξι με διαμαντικό και μπριλάντι από μαλλί μέχρι δάχτυλα. Ούθε περνούσανε αφήνανε μια μοσκοβολιά, που δεν της παράβγαινε μαζεμένο το λουλούδι της άνοιξης.
   Μόλις τέλειωσα τη δουλειά μου πήγα στην κουζίνα να ξαποστάσω. Με χαρά μου είδα τον μπαρμπα-Γιακουμή, τον καροτσέρη τ' αφεντικού. Καθότανε και τα κουτσόπινε με τη φέσα κατεβαστή ίσαμε τα φρύδια. Είχα φιλίες μαζί του και πιάσαμε λακιρντί. Τον ρώταγα για κείνο και για τ' άλλο.
   "Έτσι ζούνε όλα τ' αφεντικά, μπαρμπα-Γιακουμή; Και δεν καταστρέφονται με τόσο έξοδο;"
   "Μπα σκοτούρα που σ' έπιασε, φουκαρά μου!" μ' αποκρίθηκε με μια καλοκάγαθη ειρωνεία. "Ηθάρρεψες, μπρε Μανώλη, πως θα βγούνε ζημιωμένα τ' αφεντικά; Εδωνανάς απόψε θα κλείσουνε δουλειές τρανές, στο άψε σβήσε. Τόσες παποριές σύκο, τόσα τρένα βελανίδι, τόσα βαρέλια λάδι και πετρόλαδο, τόσες μπάλες μπαμπάκι, πετσί, καπνό. Μη χολιάς, μάτια μου. Τούτοι που γλέπεις έχουνε εδικά τους βουνά, χωριά, μεταλλεία, φάμπρικες! Αμέ τι νόμισες; Την εξουσία ούδε που τήνε λογαριάζουνε. Τήνε ταΐζουνε και κλείνει τα μάτια. Παίρνει ο πασάς τα πεντόλιρά του, ο μπέης τις λίρες του, ο ζαπτιές τα μετζίτια του και ύπνον αλαφρύ και όνειρα γλυκά, Τουρκιά..."
   Ο μπαρμπα-Γιακουμής ήταν πολύπειρος και ξύπνιος χωριάτης γιατί δούλεψε σε πολλούς αρχόντους και τ' άρεζε να καυχιέται και να δείχνει πως ξέρει καλά τον κόσμο.
   "Για να καταλάβεις", συνέχισε, "μια βολά ηδούλευα στου Λυμπερίδη και μ' έστειλε σ' ένανε Τούρκο κολτζή, που είχε καλή θέση στα τελωνεία, μα κρέας δεν ήτρωγε η φαμελιά του, παρεχτός στο Μπαϊράμι. Του πήγα, το λοιπόν, μια παραδοσακούλα τίγκα στο μετζίτι. «Ένα μικρό πεσκέσι», του κάνω, «απ' τ' αφεντικό». Μόνε που δε μου φίλησε τα χέρια. «Ο Αλλάχ να του τα δίνει πάντα πλήθια  του τσορμπατζή». Από λίγες μέρες είχε βάρδια ο κολτζής και ο καλός σου ο Λυμπερίδης κατάφερε και ήβγαλε ολόκληρο παπόρι πράμα ατελώνιστο! Μπήκες; Ο καβγάς είναι τώρα με τους ξένους, τους λεβαντίνους· καρφί 'ναι στο μάτι των εδικών μας. Χρυσές κουτάλες, γιε μου, οι διομολόγησες. Ρουφάνε οι βδέλλες τσ' Ευρώπης απευθείας το αίμα τση Τουρκιάς. Ήρτανε απ' τσι μακρινές χώρες τους και ηκαθίσανε στο στήθος μας. Έμπυο, σου λέω, κουκούδι, π' ανάθεμά τους! Να μου το θυμάσαι, απ' αυτουνούς θα το βρούμε, όχι απ' τον Τούρκο".
   Ο μπαρμπα-Γιακουμής έστριψε τσιγάρο, ήπιε με δίψα το ρακί του, ζήτησε κι άλλο από τις δούλες. Κάτι του βασάνιζε την καρδιά.
   "Κάτσε να δούμε τώρα τι θ' απογενούμε..." είπε με νόημα.
   "Γιατί, μπαρμπα-Γιακουμή; Τρέχει τίποτις;"
   "Αμ, κατιτίς τρέχει, βέβαια. Μπορεί και... αίμα!"
   Γύρισε να δει αν μας πρόσεχε κανείς κι όταν σιγουρεύτηκε, με τράβηξε κοντά του, τόσο κοντά που μ' έπνιξε η μπόχα του χνότου του.
   "Ξέρεις κάτι;" μου 'κανε και γυάλισε το θολό μάτι του. "Απόψε εδώ μέσα, κουβεντιάζονται μεγάλα πράματα. Η Ελλάδα, ως φαίνεται, σήκωσε κεφάλι. Ματαπήρε τ' άρματα! Πορπατάει η ελευθερία! Κι όσο -με τη δύναμη του Θεού- θα πορπατάει η ελευθερία στη μητέρα Ελλάδα, η εδική μας, εδώ, θα μπαγλαρώνεται. Κατάλαβες;"
   Του γερο-καροτσέρη τα λόγια δεν άργησα να τα καταλάβω. Κηρύχτηκε ο Βαλκανικός πόλεμος του '12. Ανάψανε τα αίματα των Νεότουρκων. Εφέδες, δερβισάδες, μπέηδες μαζί με μουατζίρηδες που φτάνανε διωγμένοι απ' την Ελλάδα, πασχίζανε όλοι μαζί να φανατίσουνε τον αγαθό λαό και να τον στρέψουν ενάντιά μας.

   Στον πόλεμο του '12 επιστρατευθήκανε απ' τον Τούρκο τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια μου, ο Πανάγος και ο Μιχάλης. Ο Μιχάλης όμως κατάφερε να λιποταχτήσει. Πέρασε στην Ελλάδα και πήγε εθελοντής στον ελληνικό στρατό. "Άγια δουλειά έκανε", είπε ο πατέρας. Και οι παπάδες, οι δάσκαλοι και οι δημογερόντοι το σχολιάζανε κρυφά, σαν ένα παράδειγμα που άξιζε να βρει μιμητές.
   Προαιώνιοι λυτρωτικοί πόθοι ξυπνούσανε στις ψυχές των ραγιάδων. Μα και το κίνημα των Νεότουρκων φούντωνε κι αυτό. Όπως φωνάζανε για την Κρήτη, φωνάζανε τώρα και για τη Μακεδονία, «Μπιζίμ Μακεντόνια». Και το θέμα αυτό ηλέκτριζε κι εμάς κι αυτούς. "Ξύπνα, χαϊβάνι", λέγανε οι Νεότουρκοι στο λαό τους. Μα το χαϊβάνι δεν ξυπνούσε με διαταγές. Φόνοι και διωγμοί χριστιανών αρχίσανε δω και κει.
   Ο γιος του Σεϊτάνογλου, ο Τίμος, γύρισε, θυμούμαι, τούτη την εποχή από τη Μέση Ανατολή.
   "Κακά μαντάτα σου φέρνω, πατέρα", είπε. "Οι Τούρκοι παράγιναν μουφλούζηδες. Τους τρώνε τ' αυτιά ένα σωρό πράχτορες Γερμανοί, Ταλιάνοι, Φράγκοι. Στο Μπεϋρούτ αντάμωσα το Νουρήμπεη και μου 'δωσε ένα φυλλάδιο που κυκλοφόρησε στη Μέση Ανατολή. Διάβασε να δεις τι γράφει".
   Ο γέρος έβαλε μ' αξιοπρέπεια τα χρυσά γυαλιά του με το μαύρο κρεμαστό κορδόνι. Από τις πρώτες αράδες άρχισε να στραβώνει το στόμα του, να χαϊδεύει νευρικά τις φαβορίτες και το κοντό περιποιημένο μούσι του. «Αν πεινούμε και υποφέρουμε μεις οι Τούρκοι» -έγραφε το φυλλάδιο- «αιτία είναι οι γκιαούρηδες που στα χέρια τους κρατούνε τον πλούτο μας και το εμπόριό μας. Ως πότε όμως θ' ανεχόμαστε την εκμετάλλευση και τις προκλήσεις τους; Μποϋκοτάρετε τα προϊόντα τους. Σταματήστε κάθε δοσοληψία μαζί τους. Τι τη θέλετε τη φιλία τους; Ποιο τ' όφελος να συναδελφώνεσθε και να τους προσφέρετε με τόση ειλικρίνεια την αγάπη και τον πλούτο μας...»
   Έγραφε πολλά κείνη η φυλλάδα κι ο γέρος δεν πίστευε τα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε δυνατά την κάθε αράδα.
   "Ξέρεις, πατέρα, ποιος κυκλοφόρησε το άτιμο αυτό γραφτό σ' ολόκληρη την Ανατολή;" είπε ο Τίμος.
   "Οι Νεότουρκοι. Ποιος άλλος;"
   "Δεν το βρήκες. Μην κουράζεσαι άδικα και ψάχνεις. Θα σου το πω εγώ: Η Ντόυτσε Παλαιστίνιεν Μπανκ! Μάλιστα, η Γερμανική Τράπεζα της Παλαιστίνης το κυκλοφόρησε. Κατάλαβες τώρα;"
   Ο γερο-Σεϊτάνογλου έκλεισε τ' αλεπουδίσια μάτια του κι έμεινε πολλήν ώρα συλλογισμένος. Σαν ξύπνιος έμπορας που ήτανε, άρχισε να καταλαβαίνει πως το ξένο κεφάλαιο μπούκαρε διψασμένο στο ξέφραγο αμπέλι της Τουρκιάς και πάλευε να κάνει πέρα κάθε αντίπαλο, να κρατηθεί. Για τούτο γύρισε κι είπε στο γιο του:
   "Σκέφτουμαι ν' αυξήσω τις καταθέσεις μας στις Τράπεζες της Ελβετίας και της Γαλλίας για να μη μείνουμε καμιά ώρα επί ξύλου κρεμάμενοι! Ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, μα πολύ φοβούμαι πως μας περιμένουνε σκληρές μέρες. Δεν είναι πια η Τουρκιά που ξέραμε..."
   Σωστή κουβέντα είπε. Όμως ένας λαός, που έμαθε να ζει αδερφικά πλάι σ' έναν άλλον, χρειάζεται γερές δόσεις μίσους για ν' αλλάξει αισθήματα. Οι απλοί Τούρκοι, που ζούσανε μακριά απ' το φαρμάκι της προπαγάντας, χρόνια συνεχίσανε αδέρφια να μας ανεβάζουνε κι αδέρφια να μας κατεβάζουνε. Το αλισβερίσι δυσκόλεψε, όμως οι Έλληνες εμπόροι, εργοστασιάρχες, χτηματίες, επιστήμονες εξακολουθούσανε να κρατούνε στα χέρια τους τη ζωή του τόπου.
   Δεν είχε περάσει μήνας απ' όταν ο Τίμος Σεϊτάνογλου γύρισε από τη Μέση Ανατολή  κι ο πατέρας του τον έστειλε να κουμαντάρει το σαπουντζίδικο ενός άκληρου μπάρμπα του που πέθανε. Με πήρε μαζί του στη νέα δουλειά, να τόνε βοηθήσω.
   Ένα πρωί, να και μπαίνει στο γραφείο κάποιος Τούρκος, λαϊκός άνθρωπος.
   "Είμαι ο Ισμαήλ αγάς από την Προύσα", είπε κι έκανε έναν αργό τεμενά, φέρνοντας το χέρι ανάλαφρα στην καρδιά, στο στόμα και στο μέτωπο. "Πού βρίσκεται ο Γεωρκάκη εφέντης;"
   "Στον άλλο κόσμο", τ' αποκρίθηκε τ' αφεντικό μου.
   "Απόθανε; Μπρε! Μπρε! Τι μου λες! Και ποιος βρίσκεται τώρα στο πόδι του;"
   "Εγώ, εφέντη μου. Στους ορισμούς σου".
   "Ήρθα να πλερώσω", έκανε ο Τούρκος.
   "Τι να πλερώσεις, Ισμαήλ αγά, δεν ξέρω τίποτα".
   "Έχω ένα παλιό χρέος. Μόλις τώρα ευκολύνθηκα από παράδες και να με συμπαθάτε που άργησα λιγάκι".
   Τ' αφεντικό μου άρχισε να ψάχνει. Κοίταξε προσεχτικά παντού κι ύστερα είπε:
   "Αγά μου, δε φαίνεσαι πουθενά χρεωμένος. Θα σ' έσβησε ως φαίνεται ο μακαρίτης".
   "Ψάξε καλά, ουλάν, ψάξε μ' ανοιχτά μάτια. Μη βγάζεις βιαστικά τις κουβέντες σου. Ο συχωρεμένος Γεωργάκη εφέντης είχε τάξη στη δουλειά του. Και ο παράς είναι αρκετός. Κάπου θα βρεις το λογαριασμό μου".
   Ξαναψάχνει ο Σεϊτάνογλου, ανοίγει ντοσιέδες, βιβλία, σερτάρια, τίποτα.
   "Άφησε, αγά μου", του κάνει, "άφησε να ψάξω και στο πατάρι όπου φυλάμε κάτι παλιά τεφτέρια και περνάς αύριο και τα ξαναλέμε".
   Το άλλο πρωί να τος ο Τούρκος.
   "Βρήκες τίποτα;" ρωτάει. "Εδώ σου 'φερα ένα χαρτί να σ' ευκολύνω".
   "Τόνε βρήκα το λογαριασμό σου, Ισμαήλ αγά. Το και το χρωστάς".
   "Άφεριμ!" του λέει ευχαριστημένος ο Τούρκος. "Έτσι όπως τα λες είναι".
   Βγάζει απ' το σελάχι του -τη φαρδιά δερμάτινη ζώνη με τα μεγάλα θηκάρια- μια πάνινη σακούλα, ξετυλίγει το σπάγκο, και την αφήνει να κάνει ένα δυο γύρους στον αέρα, μετά χώνει τη χερούκλα του, πιάνει μια χουφτιά λίρες και μετζίτια κι αρχινάει να τα πετάει στο μαρμάρινο τεζιάκι: "Μπιρ ικί...". Ξεπλερώνει το λογαριασμό, μα συνεχίζει να μετρά.
   "Τι κάνεις εκεί;" τον σταματάει τ' αφεντικό μου. "Πάρε πίσω τούτες τις λίρες, είναι παραπάνω".
   "Δεν είναι παραπάνω. Είναι το διάφορο. Το χρήμα γεννάει. Κι εγώ άργησα να ξοφλήσω. Ούτε άτιμος είμαι ούτε ναμκιώρης".
   Ο Ισμαήλ αγάς δεν ήταν εξαίρεση. Κόβονταν ακόμα για μας οι απλοί άνθρωποι της Τουρκιάς. Τη χρειαζόντανε τη φιλία και τη συνεργασία μας. Μας είχε γεννήσει και τους δυο λαούς η ίδια γη. Στα βάθη της ψυχής μας ούτε μεις τους μισούσαμε ούτε αυτοί.

   Ο πατέρας μου κατέβηκε στη Σμύρνη και μοσχοπούλησε τη σοδειά του. Μάζεψε εκατόν είκοσι τούρκικες χρυσές λίρες και μια και δεν είχε χρέος στον έμπορα τις έβαλε όλες στο πουγκί του. Τον βοήθησα να κάνει μαζωμένες τις προμήθειες για το χειμώνα -από ρούχα ίσαμε πιπέρι και σπίρτα- για να μην τον εκμεταλλεύονται οι μπακάληδες του χωριού.
   Έτσι κι αποτελέψαμε τα ψώνια, πήγαμε στην προκυμαία σεργιάνι. Κουβεντιάζαμε και προχωρούσαμε όταν μου 'ρθε μια ιδέα. Πήγα στο ταμείο του κινηματογράφου «Πατέ» κι αγόρασα δυο εισιτήρια.
   "Πάμε, πατέρα", του είπα, "να διασκεδάσεις και λόγου σου λιγάκι".
   "Τι 'ναι δω;" με ρώτηξε. "Μπα κι είναι θέατρο;"
   "Θα δεις, θα δεις!"
   "Μπρε, για στάσου!" μου 'κανε κατακόκκινος από ντροπή. "Είκοσι χρόνια κατεβαίνω στη Σμύρνη και δεν πάτησα σε θέατρο και θα πάω, μαθές τώρα, με το παιδί μου!"
   Είδα κι έπαθα να τον κάνω να καταλάβει πως συχνάζανε κει οι καλύτεροι φαμελίτες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Όταν βγήκαμε απ' το θέαμα ήταν αναστατωμένος και μαγεμένος.
   "Του χρόνου, αν είμαστε καλά, θα φέρω και τη μάνα σου, να το δει τούτο το θάμα", είπε.
   Δεν τ' αξιώθηκε. Σαν τσεκουριά ήρθε η αρρώστια και το 'ριξε κείνο το γερό κορμί, που ίσαμε τα εβδομήντα δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος, δεν είχε σάπιο δόντι ούτε άσπρη τρίχα. Ο χαμός του με πόνεσε, γιατί τ' αποθαμένου γονιού μόνο τα καλά θυμάται το παιδί. Και τον τελευταίο καιρό ο γερο-Αξιώτης έδειχνε συχνά τον καλό εαυτό του. Μια μέρα μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει, γύρεψε να μας δικαιολογήσει τα σκληρά του φερσίματα. Μας ιστόρησε, για πρώτη φορά, τα όσα τράβηξε μικρός από τον πατέρα του. Πώς ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς και πώς από οχτώ χρονώ παιδί τον αναγκάσανε μια χειμωνιάτικη νύχτα να πάρει τις στράτες, και να πέσει σ' άσπλαχνα χέρια.
   Τον ακούγαμε δίχως συγκίνηση, με μια βουβαμάρα που έλεγε πολλά. Ίσως και να κατάλαβε τη σκέψη μας γιατί προχώρησε:
   "Ήθελα να μην κλερονομήσω τα κουσούρια του πατέρα μου. Ήτανε όμως τόσα πολλά που δεν τα νίκησα όλα... Σας συμβουλεύω σεις να πάρετε μόνο τα καλά μου φυσικά· τ' άσκημα να τ' αφήστε να τα πάρω μαζί μου στον τάφο. Ν' αγαπάτε το Θεό και τη μάνα σας και να φοβάστε τα μπλεξίματα με την εξουσία. Τον παρά να τον στιμέρνετε γιατί ο αναγκεμένος είναι το κλωτσοσκούφι ολουνών. Μα και για χατίρι του παρά να μην πουλήσετε την ψυχή σας στο Βελζεβούλη. Άτιμος δε στάθηκα ποτές μου και να το ξέρετε. Πάνω απ' όλα έβαζα πάντα την υπόληψη..."
   Θες από αμέλεια, θες γιατί δεν περίμενε τόσο γρήγορα το θάνατο, δεν άφησε το μεγαλύτερο μερτικό της κλερονομιάς στον πρωτογιό του, όπως ήτανε συνήθειο στο χωριό μας. Έτσι με το δίκιο του ο Κώστας ο αδερφός μου, που μόχθησε περισσότερο απ' όλους μας να δώσει αξία στα χτήματα, δυστρόπησε. Μου 'γραψε, λοιπόν, ν' αφήσω τα μεγάλα ονείρατα για εμπόρια και να γυρίσω να δουλέψω τη γη μας. Στην αρχή μου βαρυφάνηκε η επιστροφή στη ρεσπέρικη ζωή· ύστερα το πήρα απόφαση. Έψαχνα να βρω νέους τρόπους δουλειάς, πιο ξεκούραστους. Μ' εξόργιζε σαν άκουγα να λένε «έτσι τα βρήκαμε από τους πατεράδες μας!» Οι νεωτερισμοί μου ωστόσο δεν αρέσανε στ' αδέρφια μου, κι ο Πανάγος έλεγε με περίσσια ειρωνεία:
   "Η τεμπελιά κάνει το νου του να κατεβάζει..."
   Με τ' αδέρφια μου χώρια δεν κάναμε και μαζί δε μονοιάζαμε. Εκτός απ' το Γιώργη, οι άλλοι με βρίσκανε λοξάτο κι ονειροπαρμένο. "Μεγαλοπιάνεται", λέγανε. "Τόνε χάλασε ο δάσκαλος ο Λάριος κι η Σμύρνη με τους Λουλουδιάδες και τους Σεϊτανογλέους..." Δεν τους άρεσε που έβλεπα και παρακεί απ' τα χωράφια μας. Του κάκου πάσχιζα να τους κάνω να καταλάβουνε, πως δεν έβλαφτε να 'ναι κανένας αγρότης και να 'χει μεράκι και για την πρόοδο. "Κιορ μαχαλεσιντέ αινά σάτμα" (Στους στραβούς μην προσπαθείς να πουλήσεις καθρέφτη), έλεγε ένας σοφός Τούρκος ζητιάνος, που απ' την παρέα του διδάχτηκα πολλά σωστά.

   Ένα πρωινό που λείπαν όλοι απ' το σπίτι, χτύπησε η πόρτα. Άνοιξα και βρέθηκα μπροστά σ' έναν Τούρκο αστυνομικό. Τόνε ρώτησα τι 'θελε, και μου αποκρίθηκε πως ήταν μεγάλη ανάγκη να παρουσιαστώ αμέσως στον αξιωματικό στο Καρακόλι. Τον ακολούθησα· είχα αγωνία, γιατί τι καλό μπορεί να περιμένει κανείς από τέτοιες προσκλήσεις; Ωστόσο, μόλις αντίκρισα τον Τούρκο αξιωματικό, μου φάνηκε αγαθός άνθρωπος. Μου είπε:
   "Οτούρ ογλούμ!" (Κάθισε, παιδί μου).
   Ανάσανα καθώς τον είδα έτσι μαλακό.
   "Ξέρεις γιατί σε κάλεσα;"
   "Πού να ξέρω, εφέντη μου. Το μόνο που καταλαβαίνω είναι πως δε θα 'ναι για κακό".
   "Και πώς το καταλαβαίνεις, μπρε, πως δε σε κάλεσα για κακό;"
   "Μα έχω ακουστά από τους συχωριανούς μου, Κερίμ εφέντη", του αποκρίθηκα με περίσσιο θάρρος, "πως ο τόπος μας δε ματαείδε αστυνόμο καλόνε σαν την αφεντιά σου".
   Η κολακεία μου τον ευχαρίστησε.
   "Καλός είμαι, αλλά με τους καλούς", μου αποκρίθηκε. "Σεις, καθώς δείχνουν τα πράματα, δεν είστε και τόσο καλοί".
   Άρχισα ν' ανησυχώ, μα δεν ήθελα να το δείξω. Έβαλα όλα τα δυνατά μου να τον πείσω πως κάποιο λάθος θα κάνει, γιατί εμείς ήταν ακουστό πως είμαστε ήσυχοι άνθρωποι και δεν είχαμε ποτέ μπερδέματα με το Καρακόλι.
   "Έχεις, όμως, έναν αδερφό", μου αποκρίθηκε, "που αυτός λιποτάχτησε απ' τον τουρκικό στρατό και πήγε στην Ελλάδα. Από κει σας έστειλε ένα γράμμα. Τι λέει δεν ξέρω. Είδα πως η λογοκρισία το ξεχώρισε κι απ' αυτό συμπεραίνω πως κάτι το παράνομο γράφει..."
   "Εφέντημ", του αποκρίθηκα, μετρώντας τις κουβέντες μου, "τι φταίμε εμείς αν ο αδερφός μας έφυγε από το στρατό; Κείνος που έκανε την τρέλα είναι και υπόλογος· όχι εμείς".
   "Μη φοβάσαι, ουλάν",  μου αποκρίθηκε ο Τούρκος. "Εγώ δε θα σου ζητήξω ευθύνες για τις πράξεις του αδερφού σου. Θα εκτελέσω μόνο τη διαταγή που έχω..."
   Τα λόγια του ήταν καθησυχαστικά. Μα τι σόι διαταγή είχε; Μήπως θα με πιάσουνε να με στείλουνε στο Κουσάντασι γι' ανάκριση; Μήπως θα με κλείσουνε στα κρατητήρια; Ένα σωρό κίνδυνοι περάσανε απ' το μυαλό μου, ως να 'ρθει απ' το πλαινό δωμάτιο ο αξιωματικός. Στο τέλος γύρισε και είπε:
   "Πέντε γρόσια πρόστιμο σου όρισε η λογοκρισία. Τα 'χεις ή θα πας να τα φέρεις για να σου παραδώσω το γράμμα;"
   Καθώς πρόφερνε τούτες τις κουβέντες, ξαλάφρωσε η καρδιά μου. Αυτή λοιπόν ήτανε η διαταγή; Έβγαλα μισό μετζίτι, του το 'δωσα και παίρνοντας το γράμμα είπα ολόψυχα:
   "Τεσεκιούρ εντερίμ, εφέντημ. Σας ευχαριστώ, κύριε".
   Πήγε να μου δώσει ρέστα πέντε γρόσια μα τόνε σταμάτησα· του είπα να πιει στην υγειά μου έναν καφέ. Έβαλε στην τσέπη του το νόμισμα χωρίς καμιάν αντίρρηση. Όταν έφτασα στο σπίτι και διάβασα τι μας έγραφε ο Μιχάλης σε κείνο το γράμμα, κατάλαβα πως η Τουρκιά δεν είχε ακόμα ξυπνήσει. Μας ιστορούσε, ο αθεόφοβος, με κάθε λεπτομέρεια, πώς λιποτάχτησε απ' τον τούρκικο στρατό, πώς πέρασε στην Ελλάδα και πώς γράφτηκε εθελοντής και πολέμησε στα Γιάννενα, πόσους Τούρκους πιάσαν αιχμαλώτους και μερικά δικά του ανδραγαθήματα.
   Περάσανε κάπου εφτά οχτώ μήνες από τούτη τη λαχτάρα, όταν ένα σκοτεινό βράδυ, μ' αστραπές και βροχή, να και φτάνει στο σπίτι ο ίδιος ο Μιχάλης. Κλάματα, συγκινήσεις, αγάπες. Μας ιστόρησε τις περιπέτειές του για να περάσει με βάρκα από τη Σάμο. Όταν όμως δήλωσε πως ήρθε να του μετρήσουμε σε λίρες το μερτικό του απ' την κλερονομιά του πατέρα, όλοι μουδιάσαμε, βουβαθήκαμε. Ύστερα μίλησε ο Κώστας  σαν μεγαλύτερος:
   "Και δε λυπήθηκες τη ζωή σου, μπρε Μιχάλη, μόνε την έπαιξες, όπως λες, κορόνα γράμματα για να 'ρθεις να μας πεις τούτη την παράλογη κουβέντα!"
   Ο Μιχάλης στην αρχή προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
   "Η ζωή στην Ελλάδα", είπε, "είναι σκληρή. Εκεί δε σε ζει η γης, σε τρώει· όλο χαλίκι και βάλτους! Χρειάζουμαι λεφτά. Ν' ανοίξω στραγαλατζίδικο..."
   Το νιτερέσο τους τ' αδέρφια μου το καταλαβαίνανε καλύτερα από τον καθένα, όμως στις κουβέντες δεν τα πολυκαταφέρνανε. Γυρίσανε, λοιπόν, τα μάτια τους σε μένα.
   "Μίλα!" μου 'κανε ο Κώστας.
   Κι ο Πανάγος κούνησε κι αυτός το κεφάλι σαν να 'λεγε:
   "Βουρ!"
   Κατέβασα ένα ρακί και ζύγιασα καλά τις κουβέντες μου.
   "Άκουσε, Μιχάλη", του είπα, "πάγκα δεν είμαστε να 'χουμε έτοιμο παρά να σε φχαριστήσουμε. Ούτε και μπορούμε να πουλήσουμε φουριόζικα το μερτικό σου και να σε χαντακώσουμε και σένα και τα χτήματά μας. Όμως μια κι έπαιξες τη ζωή σου για να 'ρθεις ίσαμε δω, θα κοιτάξουμε -αν συμφωνούνε κι οι άλλοι- να κάνουμε κανένα μικρό δάνειο για να μη φύγεις μ' άδεια χέρια και πικραθείς".
   Καβγάς ξέσπασε ανάμεσα στους τρεις για το ποσό. Πενήντα λίρες ζητούσε ο Μιχάλης, δέκα του δίνανε οι άλλοι και ο τόκος σε βάρος του. Παραλίγο να 'ρθουνε στα χέρια.
   "Για ψυχραιμία!" φώναξα. "Τι τρώγεστε λες κι έχετε να μοιράστε τ' αγαθά τ' αφεντικού μου του Σεϊτάνογλου. Κατεβάστε τη φωνή, μη μας ακούσει η γειτονιά και φρίξει".
   "Τούτοι γκαρίζουνε", είπε ο Μιχάλης, "για ν' ακούσουν οι χωροφύλακοι, να 'ρθουν να με χαλάσουνε και να τους μείνει το μερτικό μου..."
   Οι άλλοι σηκώσανε καρέκλες.
   "Το Χριστό σου!"
   Πρόλαβα και τους κράτησα.
   "Σταματήστε! Τι πάτε να κάνετε; Κάτσετε χάμω να τα μιλήσουμε σαν αδέρφια κι όχι σαν μπεχλιβάνηδες. Κανένας σας δε θ' αδικηθεί. Ο Μιχάλης βρίσκεται σε μπελάδες και πρέπει να του σταθούμε· η ξενιτιά είναι σκληρή, σαν εξορία. Δε χάλασε δα ο κόσμος να δανειστούμε δέκα, είκοσι λίρες. Θα πλερώνω εγώ τον τόκο. Αύριο θα καταλαγιάσουνε τα πράγματα και ο Μιχάλης θα γυρίσει πάλι κοντά μας και τότες μοιράζουμε την κλερονομιά, μονοιασμένα..."
   Της μάνας τα μάτια βουρκώσαν, τρέμαν τα σαγόνια της.
   "Να 'χεις την ευκή μου!..." μουρμούρισε δειλά.
   Ηρεμήσανε κι οι άλλοι και πέσανε για ύπνο. Σε τρεις μέρες έφυγε ο Μιχάλης μέσα στην άγρια νύχτα. Πήγα μαζί του για να τον περάσω από τις κακοτοπιές και να τον μπαρκάρω με σίγουρο καϊκτσή. Άμα γύρισα ήτανε μεσημέρι. Ήμουνα τσακισμένος από κούραση και συγκίνηση, μα τράβηξα ίσια στο χωράφι. Ο Γιώργης ήρθε κοντά μου.
   "Δε θυμούμαι ποτές μπέρδεμα οικογενειακό", μου είπε, "που να μην το φορτώσαμε στις πλάτες σου· άλλο αν δεν σου το αναγνωρίζει κανένας".
   "Και ποιος σου είπε πως θέλω να μου τ' αναγνωρίσουνε", του αποκρίθηκα. "Οι πλάτες μου αντέχουνε..."
   
   Χαράματα ξεπρόβαλε στα τρίστρατα του χωριού μας ο τελάλης ο Κοσμάς, άντρακλας, δυο μέτρα μπόι, με κάτι γουρλωτά καμηλίσια μάτια και μια κουδούνα βαριά σαν καμπάνα. Ο κόσμος άνιφτος βγήκε στις πόρτες και στα παράθυρα. Ένα σύγκρυο πέρασε απ' τις καρδιές των ραγιάδων. Τι γύρευε πρωί πρωί ο τελάλης; Τι 'χε να πει;
   Τον Κοσμά τόνε λατρεύανε Ρωμιοί και Τούρκοι. Είχε το δικό του τρόπο να ξυπνάει την περιέργεια και τη συγκίνηση του κόσμου και να τους κάνει όλους να γελούνε ή να κλαίνε ανάλογα με την περίσταση. Ακόμα και τα όρντινα και τους νόμους του Κράτους, και τα μνημόσυνα, και τους γάμους τα διαλαλούσε με δίστιχα, παροιμίες, σάτιρες. (Είχε αρχίσει από ψάλτης, ύστερα έπιασε σαντούρι σε Καφέ Αμάν κι έπεσε με τα μούτρα στον έρωτα· μα σαν παντρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε κι έγινε τελάλης).
   Κείνο το φθινοπωρινό πρωινό του 1914 η όψη του Κοσμά ήταν σκοτεινιασμένη, η βροντερή φωνάρα του δεν ήτανε τραγουδιστή, κόμπιαζε, λες κι ήταν τσεβδός ο χριστιανός.
   "Κοσμά Σαράπογλου", του φώναξε αυστηρά ένας δημογέροντας, "οι μέρες δε σηκώνουν χωρατά. Μπες ογλήγορα στην ουσία. Τι τρέχει, μπρε, και βγήκες με τ' άστρα στσι δρόμοι;"
   "Τρέχουνε μεγάλα και τρανά πράματα, κυρ δημογέροντα. Μπλεξίματα ηβρήκανε το μαύρο τον ντουνιά. Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις. Ο πολυχρονεμένος μας Σουλτάνος ηβγήκε στο πλευρό του Κάιζερ. Με την Αυστρογερμανία βαδίζει κι ενάντια στην Ιγκλετέρα, στη Φραγκιά και στην Αγια-Ρουσιά, που μ' ένα όνομα τσι λένε Αντάντ".
   Ο κόσμος μούδιασε. Να 'ταν για καλό τούτος ο πόλεμος; Να 'ταν για κακό; Ένας κοντοζύγωσε τον τελάλη και του είπε ψιθυριστά:
   "Και τα μικρά κράτη, μπρε Κοσμά, σαν να πούμε η...  λεγάμενη, η γαλανόλευκη με ποιόνανε κάνει κολιγιά;"
   "Πού θες να ξέρω; Τελάλης τση Τουρκιάς είμαι, δεν είμαι μινίστρος της Γαλλίας. Εγώ τούτα έχω εντολή να σας ιστορήσω από πάρτη του εδικού μας γκουβέρνου και τσιμουδιά παραπάνω".
   "Γιατί μας κάνεις το ζόρικο;" πέσαν όλοι μαζί πάνω του. "Σκιάχτηκες, εσύ, ένας λεβέντης; Κάτι μας κρύβεις".
   "Τι να σας κρύψω, αδέρφια; Ο πόλεμος είναι πόλεμος! Δεν είναι γάμος να 'χω όρεξη γι' αστεία. Θα χαθούνε νιάτα, θα χυθεί αίμα! Άλλοι θα πλερώνουνε τα σπασμένα, άλλοι θα θησαυρίσουνε. Το φτωχό κοσμάκη να λυπηθεί ο Θεός..."
   Δεν περάσανε πολλές μέρες και να τος ξανά ο Κοσμάς πήρε τα ντουρσέκια. Χτυπούσε νευρικά την κουδούνα του, μα του 'λειπε θαρρείς η λαλιά. Έφτυνε και ξανάφτυνε, στραβομούριαζε σαν να 'χε καταπιεί το κώνειο. Είχε κατεβασμένες τις ματάρες του και τα χοντροπάπουτσά του πασπατεύανε το χώμα λες και θ' ανοίγανε λάκκο. Τέλος έδωσε κι έβγαλε φωνή βραχνή, κουρασμένη.
   "Μαύρο μαντάτο έχω να σας πω, πατριώτες. Διαταγή του πολυχρονεμένου μας Πατισάχ, ούλοι οι Οθωμανοί υπήκοοι από είκοσι δυο ίσαμε σαράντα πάνε στρατιώτες! Χαρά στο φαμελίτη οπούχει θηλυκά στο σπίτι του! Πέντε γιους μου παίρνει το σκέδιο! Π' ανάθεμα την ώρα..."
   Το χωριό μαρμάρωσε! Τσιμουδιά δεν ακούστηκε· ούδε κρίση ούδε αχ! Οι άνθρωποι κατεβάσανε το κεφάλι και τράβηξαν στις δουλειές τους· σουρώσανε, σταφιδιάσανε στο άψε σβήσε. Οι μανάδες πήρανε να πλένουνε και να μπαλώνουνε τα ρούχα των παιδιών τους. Κάνανε τάματα στους άγιους. Κάτι τρομερό άρχιζε· το μαντεύαμε δίχως να ξέρουμε ακόμα τη γεύση του. Μα κείνο που έβαζε ο νους δεν ήτανε τίποτα μπροστά σε κείνο που μας περίμενε.
   Στους καφενέδες γινότανε κάθε βράδυ πρωτοφανέρωτος συνωστισμός· μαζεύονταν ρεσπέρηδες, μαστόροι, επαγγελματίες, δημογερόντοι, παπάδες και σιγοκουβεντιάζανε. Άσκημα τα νέα. Το τούρκικο γκουβέρνο δεν είχε μπιστοσύνη -σου λέει- στους χριστιανούς· τους στράτευε όλους, μα όπλο δεν τους έδινε, μ' ούδε στολή. Σκάρωσε επί τούτο κάτι Τάγματα που τα βάφτισε Αμελέ Ταμπουρού (Τάγματα Εργασίας) μα πιο σωστό θε να 'τανε να τα πει Τάγματα Θανάτου.
   "Παρά να στρέψουμε τα όπλα εναντίον των φίλων μας της Αντάντ, καλύτερα έτσι στα Τάγματα", είπε ένας Σμυρνιός έμπορας που βρέθηκε ένα βράδυ για δουλειές στο χωριό μας.
   "Καλύτερα για σένανε, κυρ Αντωνάκη Μιχελή, όχι για μας", του αποκρίθηκε ο μπαρμπα-Στασινός που είχε μαζί του το θάρρος. "Εσύ τα βόλεψες μια χαρά κι έβαλες σε γερμανική εταιρεία τον ένα γιο σου και τον άλλον στους σιδεροδρόμους και τον τρίτον, όπως μαθαίνω, τον έγραψες για παπά. Ρώτησε όμως και μας που μας παίρνει το σκέδιο όλα τ' αγόρια μας! Ο δικός μου ο Θεμιστοκλής δεν πάει μήνας που στρατεύτηκε και μας μήνυσε πως θα λιποταχτήσει, δεν αντέχει. Στ' Αμελέ Ταμπούρια, σου λέει, τους βασανίζουνε χειρότερα κι απ' το χειρότερον οχτρό. Οι αιχμάλωτοι μπροστά τους είναι μπέηδες! Πείνα, ψείρα, βρόμα, δουλειά βαριά, να μη σηκώνεις κεφάλι δεκάξι με δεκαοχτώ ώρες και σα λιποθυμάς ή αντιστέκεσαι, καμτσίκι και βασανιστήρια! Το μόνο που τους δίνει το κράτος είναι ένα συσσίτιο κι αυτό δεν κάνει, σου λέει, μήτε για σκυλιά. Δέκα, είκοσι νοματαίοι τρώνε μαζί, μέσα στη βρόμικη λεγένη όπου πλένουνε τσι ψείρες και τα σώβρακά τους. Και τι τρώνε; Μαυροζούμια σιχαμερά και ψοφίμια. «Όσοι προκάνουμε, πατέρα», μου 'γραψε το παιδί μου, «κουταλίζουμε· ειδέ και σε πιάσει σιχασά πας χαμένος· λιμάζεις και τότε σου 'ρχεται να σκοτώσεις το διπλανό σου για να τ' αρπάξεις απ' το στόμα την μπουκιά που σιχαινόσουνα!»"
   "Τ' Αμελέ Ταμπούρια", είπε ο παπα-Ζήσης, "είναι σύνεργα του διαβόλου. Στον πόλεμο του '12 δεν ηγινήκανε τέτοια αίσχη. Ποιος τον πονήρεψε τον Τούρκο;"
   "Το συμφέρο του κι ο Γερμανός", αποκρίθηκε ο Γιάκωβος ο φαναρτζής.
   "Το συμφέρον του είναι να μας έχει πλησίον του", είπε ο δάσκαλος. "Είμεθα ο εγκέφαλός του. Οι απλοί Τούρκοι το γνωρίζουν και μας αγαπούν".
   "Μας αγαπούσανε να λες, κυρ δάσκαλε", του αποκρίθηκα. "Τώρα μαθαίνουνε να μας μισούνε και να ζούνε δίχως εμάς. Δε βλέπεις που εφέτος δε μας ήρθανε ούτε οι Κιρλήδες;"
   Ο έμπορας ο Μιχελής προσπάθησε να μας δώσει κουράγιο.
   "Δεν είναι και τόσο τραγικά όσο τα λέτε. Εμείς στις πολιτείες κουμαντάρουμε μια χαρά τους Τούρκους. Κι ούτε πάψανε να 'χουνε την ανάγκη μας. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Ένας φίλος μου, ο Αυγουλάς, όχι μόνο γλίτωσε το στρατιωτικό χάρη σ' έναν μπέη, μα έβγαλε και λεφτά  κι αγόρασε μέσα σ' ένα μήνα και μαγαζί. Ήτανε φυγόστρατος και ο Μεχμέτ μπέης τον αναζητούσε και δεν τον έβρισκε. «Πού 'ναι τος, μπρε, κείνος ο τετραπέρατος ο Αυγουλάς;» ήρθε και μου είπε. «Για καλό του τόνε ζητάω». «Κρύβεται», τ' αποκρίθηκα. «Άφησε γένια και ντύθηκε παπάς». «Μήνυσέ του πως θέλω να τον ανταμώσω. Θα του 'χω έτοιμο νοφούσι. Τόνε χρειάζουμαι για συνεταίρο. Αυτός ξέρει να βγάλει παράδες»."
   "Έτσι ο Αυγουλάς βρέθηκε στο γραφείο του, στα μπεζεστένια και κανείς δεν τόλμησε να τόνε πειράξει. Βάζει τον μπέη και του προμηθεύει έναν αραμπά με ποτάσες. Πόλεμος βλέπεις, άφαντες οι ποτάσες. Αρχίζει να σεργιανάει το κάρο και να κάνει πως λαβαίνει μέτρα, τάχα μου να μην τις δούνε στην αγορά. «Μπα!», είπανε οι εμπόροι και τους μπήκανε ψύλλοι στ' αυτιά. «Ήρτανε μήπως ποτάσες;» Ο Αυγουλάς δώστου σεργιανάει τις ίδιες ποτάσες, δέκα, είκοσι φορές, έτσι που τους έκανε να πιστέψουνε πως έφτασε φορτίο μεγάλο και οι τιμές θα κατρακυλήσουνε απότομα. Βγάζουνε λοιπόν και πουλάνε το κρυμμένο εμπόρευμα. Ο καλός σου ο Αυγουλάς με τον μπέη, αγοράζουν αβέρτα. Μέσα σε μια βδομάδα γινήκανε πλούσιοι κι οι δυο. Και μήπως είναι μόνο ο Αυγουλάς; Έχει Ρωμιούς πλούσιους, που οι Τούρκοι πλένουνε ακόμα κι ακόμα με ροδόσταμο το στόμα τους για να τους πούνε μια καλημέρα. Περσότερο πιάνει τουτωνών των Ρωμιών ο λόγος, παρά τα όρντινα του Πατισάχ".
   "Αυτά είναι για τα σας", είπε ο μπαρμπα-Στασινός. "Για τα μας, τους φτωχούς, είναι τ' Αμελέ Ταμπούρια και οι κρεμάλες..."
   "Εγώ ένα ξέρω", έκανε ο Γιάκωβος. "Τον Τούρκο τον επονήρεψε ο Γερμανός. Ο Γερμανός την σήμερον ημέρα είναι πάνω από τον Τούρκο. Αυτός έχει το πρόσταγμα".
   Όλοι είχαν τα δίκια τους σε κείνη τη συζήτηση, μα ο Γιάκωβος, ο κουμπάρος μας, είχε βρει καλά το στόχο. Αφέντης τώρα στη Μικρασία δεν ήταν μόνο ο Τούρκος· ήταν κι ο Γερμανός. Ο Γερμανός ήταν ο νους κι ο Τούρκος το χέρι. Ο ένας σκάρωνε τα σκέδια κι ο άλλος τα εκτελούσε. Στη Σμύρνη κόπιασε ένας Γερμανός πασάς, στεγνός κι άκαρδος, με την πρωσική στολή και το σουλούπι του κατακτητή, Λίμαν φον Στάντερς τόνε λέγανε. Ο μητροπολίτης της Σμύρνης ο Χρυσόστομος συμβούλευε: «Να απολυμαίνετε το στόμα σας σαν τον ονομάζετε...»  Δεν είχε έλεος και οίκτο τούτος ο κακός δαίμονας της Μικρασίας. Μαζί του δε χώραγε -όπως με τον Τούρκο- κουβέντα, αίτημα, μπαξίσι. Τούτος ήταν σταλμένος με το ψυχρό σκέδιο να μας εξοντώσει για να μας αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας. Στην ουσία η Τουρκιά ήταν τώρα μια γερμανική αποικία.
   Πολύ πριν κηρυχτεί ο πόλεμος, είχαν μπουκάρει σ' όλη τη χώρα Γερμανοί «ειδικοί», για να μελετήσουνε την κατάσταση: Εμπορευόμενοι, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, αρχαιολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, οικονομολόγοι, γιατροί, ιεροκήρυκες, εκπαιδευτικοί! Ψαχούλευαν να μάθουνε τα μύχια της καρδιάς μας· το παρελθόν και το παρόν μας, τις σχέσεις μας με τους Τούρκους, τις ικανότητές μας, τις περιουσίες και τα πόστα μας. Κι η σούμα που βγάλαν από τις έρευνες και τις στατιστικές δεν τους άρεσε. Κάτι σαν παραπανίσιοι πέφταμε μεις οι Ρωμιοί κι οι Αρμεναίοι. Πολλά οφίκια κρατούσαμε, κι είχαμε -λέει- το διάολο μέσα μας. Σε πρωτοΰπνι βρισκόταν ακόμα η Τουρκιά! Ραχάτευαν οι μπέηδες κι αφήνανε τους ραγιάδες να κάνουν κουμάντο και να 'ναι ο νους της Μικρασίας. Με μια λέξη οι Ρωμιοί, καθώς και οι Αρμεναίοι, ήταν σοβαρό εμπόδιο για το γερμανικό νιτερέσο κι έπρεπε όπως όπως να παραμεριστούνε.
   Ήμασταν ένας δημιουργικός κεφάτος λαός και γινήκαμε ξαφνικά ένα παθητικό στα τεφτέρια των ξένων, που έπρεπε μονοκοντυλιάς να σβηστεί. Και το σβήσιμό μας δεν έγινε μ' αθώα μολυβδοκόντυλα και γομολάστιχες· έγινε μ' αναρίθμητα εγκλήματα. Τ' αρχίσανε οι Λίμαν φον Στάντερς και τα ξεκεφάλωσαν οι φίλοι και προστάτες μας της Αντάντ!
   Πρόβες θηριωδίας είχανε γίνει πριν κηρυχτεί ο πόλεμος του '14, στις Φώκιες, στ' Αϊβαλί κι αλλού. Μα έτσι και βγήκε η Τουρκιά στο πλευρό της Γερμανίας, άρχισε συστηματικό ξεκλήρισμα του ελληνικού στοιχείου που κατοικούσε στα παράλια. Διαταγή είχε δοθεί, μέσα σε ώρες οι χριστιανοί να ξεσηκώνονται, να παίρνουν τις οικογένειές τους και να πορεύονται για το εσωτερικό της Τουρκιάς. Ρουθούνι ρωμαίικο δεν έπρεπε να μείνει στα παράλια!
   "Γιατί; Γιατί;" ρωτούσαν οι άνθρωποι. "Τι φταίμε μεις;"
   "Φταίτε! Γιατί όταν νικάει η Αντάντ γελούν τα μάτια σας!"
   Σήκωναν οι μάνες τα μωρά τους απ' τις κούνιες, σήκωναν τους γέροντες και τους άρρωστους. Φορτώνονταν οι άντρες τους μπόγους. Παρατούσανε δουλειές, βιος, σπίτια ξεκλείδωτα και ξεκινούσαν ομαδικά για τις ανεμοδαρμένες στράτες της Ανατολής. Με χιόνια σ' απάτητα βουνά και σε φαράγγια, με κάψες στην έρημο, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Αρμεναίοι άφησαν στους δρόμους τα κόκαλά τους...

   Είχε 'ρθει η αράδα του Κώστα και του Πανάγου να φύγουνε για τ' Αμελέ Ταμπούρια. Την παραμονή γυρίσαμε απ' τα χωράφια αμίλητοι, διπλά κουρασμένοι· καθίσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι μονοιασμένα, όπως τις χρονιάρες μέρες. Η μάνα έσφαξε δυο θρεμμένες κότες που 'χανε μπόλικα ψαχνά για να 'ναι χορταστικό τ' αποχαιρετιστήριο δείπνο. Ο καθένας μας κείνο το βράδυ ένιωθε την ανάγκη της συντροφιάς κι ας μην το μολογούσε. Της μάνας η χουλιάρα πήγαινε συνέχεια στα πιάτα του Κώστα και του Πανάγου.
   "Φάτε", τους έλεγε. "Την έχω αυγοκόψει τη σουπίτσα· ξινή, ξινή όπως σας αρέσει".
   "Τέτοιες θα μας έχουνε και στο τάγμα", έκανε ειρωνικά ο Πανάγος.
   Ο Κώστας έκλαιγε τα χτήματα!
   "Θα ρημάξουνε", έλεγε. "Αύριο θα στρατευτεί κι ο Μανώλης. Θα 'ρθει η σειρά και του Γιώργη, ακόμα και του Σταμάτη! Άιντε, καψομάνα, βγαλ' τα πέρα με τα χεράκια της Σοφίας! Ό,τι χτίσαμε με τον ιδρώτα μας θα πάει στο διάολο!"
   Όλη τη βραδιά δε μιλήσαμε για τίποτ' άλλο παρεκτός για τα δέντρα που θέλουνε μπόλια, για τα ξεβοτανίσματα, για τη σταφίδα, τα καπνά και τα ζωντανά. Ήθελα ν' απλώσω το χέρι μου, να σφίξω τις χούφτες των αδερφών μου, να τους πω να μη νοιάζονται γιατί εγώ θα τα φροντίσω όλα. Ήθελα να βάλω πολύ τρυφεράδα στα λόγια μου. Μα δεν τόλμησα· ο Κώστας και ο Πανάγος θα με παίρνανε στο ψιλό. Ίσως και να μου λέγανε: "Κάτω τα ξερά σου!"
   Νωρίς, όπως πάντα, πέσαμε. Όμως ο ύπνος μας ήταν ανήσυχος και κομμένος. Η μάνα ούτε έγειρε. Βολόδερνε με τα ρούχα του Πανάγου και του Κώστα· σιδέρωνε τα χοντροπουκάμισα με τόση επισημότητα και φροντίδα, λες κι η ζωή των παιδιών της κρέμεται από κείνο το σιδέρωμα. Ύστερα βάλθηκε να μπαλώνει σώβρακα, φανέλες, τσουράπια. Πόσα μα πόσα σκουτιά δεν μπάλωσε στη ζωή της! Όταν θα την καλούσε ο Κύριος κοντά του, αυτοδά δε θα 'πρεπε να το παραλείψει: "Μπάλωσα κι αν μπάλωσα παλιά ρούχα, Κύριε! Να τα μετρήσω δεν μπορώ· δε με φτάνει η αριθμητική που ξέρω..."
   Ο Πανάγος, ως φαίνεται, δεν κοιμότανε. Σηκώθηκε κάνα δυο φορές, πήγε στο μέρος, κατέβασε δυο ποτήρια τσίπουρο. Ήθελε να πνίξει τη συγκίνηση, το φόβο του -ποιος ξέρει-  και τα 'βαλε με τη μάνα.
   "Τι στο διάολο έπαθες, γριά, και τριγυρνάς όλη νύχτα σαν βρυκόλακας; Πέσε κοιμήσου!"
   Η μάνα, δίχως ν' απαντήσει, μάζεψε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε τα ρούχα κι ετοιμαζότανε να πάει στην κουζίνα για να μην ενοχλεί κανέναν. Ο Πανάγος μετανιωμένος της είπε μαλακά:
   "Γιατί χολιάς; Της μοίρας τα γραμμένα κανείς δεν δύναται να τα ξεγράψει. Αν έχουμε χρόνια απ' το Θεό, θα ξαναγυρίσουμε και θα σου φτιάξουμε κι αγγόνια..."
   "Αμήν, Παναγιά μου!" είπε κείνη και βγήκε όξω να κλάψει.
   Αυγές φορτωθήκαμε τους μπόγους και πήγαμε στο σταθμό του Αγιασουλούκ για τα ξεπροβοδίσματα. Τα σύγνεφα, που αποβραδίς είχαν αρχίσει να μαζεύονται, κατεβήκανε τόσο χαμηλά που μας πλάκωναν την καρδιά. Η μάνα στεκόταν αδάκρυτα και θαρραλέα, ενώ γύρω της άλλες γυναίκες κλαίγανε και δερνόντανε και ξαίνανε τα μαλλιά τους και σκίζανε τις σάρκες τους. "Ωχου! Κακόμοιρα! Και τι να τήνε κάνουμε μεις τη ζωή!"
   Όταν σφύριξε το τρένο κι έφυγε, τότε μόνο τρέξανε τα μάτια της μάνας μας.
   "Ας πάνε στο καλό", είπε, "κι η Παναγιά μαζί τους..."
   Ύστερα βάδιζε πλάι μου με δυσκολία σαν εκατοχρονίτισσα.
   "Σαν να μου ξεριζώνουνε τα σπλάχνα... Ποτέ δεν το 'λεγα πως θα 'ρχότανε μέρα να μετανιώσω που ο Θεός μου 'δωκε τόσα παλικάρια!"
   Η πρώτη τσαγκρουνιά του πολέμου μας εντυπωσίασε. Ακόμα δεν είχαν αρχίσει οι μαχαιριές. Η καρδιά τ' ανθρώπου σταματάει στα μικρά και συνηθίζει στα μεγάλα.

Σωτηρίου Διδώ, Ματωμένα χώματα, Εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1988

Δεν υπάρχουν σχόλια: