Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

[ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ]

  
   Δεν γινόμαστε ποτέ καλά από αυτό που μας λείπει. Ζούμε με τη νοσταλγία του. Συνηθίζουμε στο τέλος την έλλειψη και μαθαίνουμε να συμβιώνουμε μαζί της. Η Κοραλία Τζάβαλου δεν ανήκε σε εκείνες τις γυναίκες οι οποίες χύνουν μαύρα δάκρυα μπροστά σε μια τέτοια επίγνωση, που, βέβαια, δίχως αυτήν η ζωή θα ήταν μια κόλαση -να λέγεται! Προπαντός τη συγκεκριμένη εποχή κατά την οποία την απασχολούσαν δύο εξίσου σοβαρά θέματα: ο δίχως ανταπόκριση έρωτάς της για τον ξένο που ήρθε από τη θάλασσα και η αναπάντεχη εισβολή της Πιπίνας Μπιμπίκου, της μοιχαλίδας, στη ζωή της.
   Η Πιπίνα είχε γεννηθεί στο πλάτωμα του Ψυρρή ένα καταμεσήμερο του Αυγούστου, που ο ήλιος έψηνε τις πέτρες, η γη έβγαζε ατμούς απ' τα σωθικά της, τα πουλιά βουβαίνονταν πάνω στα δέντρα και οι αδέσποτοι σκύλοι, σκελετωμένοι απ' την πείνα και αφυδατωμένοι απ' τη δίψα, δεν είχαν ούτε τη δύναμη να σηκώσουν το πόδι για να κατουρήσουν και ψοφούσαν στις ρούγες της Αθήνας με τις γλώσσες έξω.
   Το πλάτωμα του Ψυρρή, περιοχή η οποία σύμφωνα με τις ενδείξεις συμπίπτει με τον αρχαίο δήμο του Κολλυτού, από πολύ πριν από την Επανάσταση του '21 ήταν η πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας και μόνο από γηγενείς Αθηναίους. Καλύβες, χαμοκέλες, τρώγλες, κάποια λαϊκά νεοκλασικά και κάποια υπόγεια σπίτια, δίχως εξωτερικά παράθυρα αλλά με εσωτερικές αυλές, αποτελούσαν τον λαϊκό μαχαλά, ο οποίος ήταν γεμάτος παλιές μεσαιωνικές εκκλησίες, βιοτεχνίες κι εργαστήρια, τα περισσότερα υπαίθρια, πλανόδιους μάστορες και γυρολόγους κι ένα συρφετό από ανθρώπους και κτήνη,  που κινούνταν ολημερίς απ' τη μια άκρη του μαχαλά στην άλλη, σε δουλειά να βρίσκονται.
   Σύμφωνα με όσα θυμόνταν για χρόνια οι γεροντότεροι και διηγούνταν στους καφενέδες αλλά και σαν παραμύθι στα εγγόνια τους τις χειμωνιάτικες νύχτες γύρω απ' τη φωτιά, εκείνη την αποφράδα ημέρα του Αυγούστου του 1799, τρεις ρακένδυτοι κατσίβελοι, πλανόδιοι μουζικάντηδες, είχαν καταφθάσει στο πλάτωμα του Ψυρρή απ' τη Στράτα του Μοριά. Έφερναν μαζί τους τρία ψωραλέα υποζύγια, φορτωμένα μπόγους με λογής λογής κουρελαρίες και μισή ντουζίνα πουτάνες σεινάμενες κουνάμενες, μια από τις οποίες ήταν κι ετοιμόγεννη. Οι Ψυρριώτες ευθύς ένιωσαν στο στήθος κάτι δυνατό και μπερδεμένο να τους κόβει την ανάσα και στον καβάλο μια ανάγκη να χώσουν μέσα το χέρι τους, ενώ οι θεούσες μιλούσαν για το τέλος του κόσμου και άναβαν κεριά στο ναό του Αγίου Αθανασίου (1). Οι κατσίβελοι, ερχόμενοι απ' τη Σπάρτη, είχαν αφήσει στο πέρασμά τους απ' την ελληνική ύπαιθρο μονάχα σκουπιδαριό και βρομερές ακαθαρσίες. Καθώς κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλία, ζήτησαν από το λαϊκό πλήθος και τους Τούρκους ζαπτιέδες να τους επιτρέψουν να στήσουν τις σκηνές τους και να ξαποστάσουν στο μαχαλά για μια μέρα. Συγκεκριμένα, στον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, που είχε και βρύση να νιφτούν και να ξεδιψάσουν. Μέσα στο σαματά που δημιούργησε το σπάνιο θέαμα των ξετσίπωτων γυναικών, των οποίων η σκέψη και μόνο θα συντρόφευε για χρόνια τις νύχτες των Αθηναίων, η ετοιμόγεννη κατσιβέλα, δίχως θόρυβο, δίχως ένα "αχ, βαχ" να ξεφύγει απ΄ τα χείλη της, σύρθηκε πίσω από μια συστάδα από κουτσουπιές στον αυλόγυρο του ναού και ξεψυχώντας μέσα σε ωδίνες, ιδρώτα και βλαστήμιες μιας μελοδραματικής τσιγγάνικης ιστορίας έφερε στον κόσμο ένα κατάξανθο κοριτσάκι με γαλάζια μάτια, αγνώστου πατρός.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

[ ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ]

  
     Ένα πλήθος από γενειοφόρους άντρες, ντυμένοι με μουντά ρούχα και με γκρίζα μυτερά καπέλα στα κεφάλια τους, ανακατωμένοι με πολλές γυναίκες, που άλλες φορούσαν κουκούλες και άλλες είχαν τα κεφάλια τους ακάλυπτα, είχε συγκεντρωθεί μπροστά από ένα ξύλινο κτίριο, με μια βαριά δρύινη πόρτα με πολλά σιδερένια καρφιά.
   Οι ιδρυτές κάθε νέας αποικίας, οποιαδήποτε ουτοπία ανθρώπινης αρετής και ευτυχίας και αν έχουν κατά νου να δημιουργήσουν αρχικά, πιστεύουν πάντα, δίχως καμία απολύτως εξαίρεση, ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει αναγκαστικά να κάνουν είναι να καθορίσουν ένα μέρος του καινούργιου τόπου για νεκροταφείο και ένα ακόμα για φυλακή. Βάσει αυτού του κανόνα, θα μπορούσαμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι οι πρόγονοι της Βοστώνης έφτιαξαν σε κοντινή απόσταση από το Κόρνχιλ την πρώτη φυλακή, όταν περίπου έβαζαν τα όρια του πρώτου νεκροταφείου στον κλήρο του Ισαάκ Τζόνσον και τριγύρω από τον τάφο του, που αποτέλεσε και έναν πυρήνα γύρω από τον οποίο συγκεντρώθηκαν σταδιακά όλοι οι τάφοι του παλιού νεκροταφείου του Βασιλικού Παρεκκλησίου. Το σίγουρο είναι ότι, περίπου δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια μετά την ίδρυση της πόλης, η ξύλινη φυλακή είχε ήδη πολλά σημάδια των στοιχείων της φύσης και του χρόνου, τα οποία έκαναν ακόμα πιο σκυθρωπή την ήδη ζοφερή και μουντή της πρόσοψη. Η σκουριά που είχε καλύψει τα δεσίματα της βαριάς δρύινης πόρτας φαινόταν να είναι το πιο παλιό πράγμα που υπήρχε στο νέο κόσμο. Όπως όλα τα πράγματα που έχουν να κάνουν με το έγκλημα, έτσι κι αυτή η φυλακή έμοιαζε να μην υπήρξε ποτέ της νέα. Μπροστά σ' αυτό το άσχημο κτίσμα και ανάμεσα σ' αυτό και στο δρόμο, που ήταν αυλακωμένος από τους τροχούς των κάρων, υπήρχε μια πρασιά γεμάτη από κολλιτσίδες, αμάραντους, φυσαλίδες και διάφορα άλλα τέτοια παρασιτικά φυτά, που σίγουρα είχαν ανακαλύψει κάτι συγγενικό στο χώμα το οποίο τόσο νωρίς είχε βγάλει από μέσα του το ζοφερό άνθος της πολιτισμένης κοινωνίας, τη φυλακή. Ωστόσο, στη μια πλευρά της εισόδου, ριζωμένη σχεδόν στο κατώφλι του κτιρίου, υπήρχε μια άγρια τριανταφυλλιά, γεμάτη -καθώς ήταν πια Ιούνιος- με τα λεπτεπίλεπτα στολίδια της, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι χάριζαν το άρωμά τους και την τόσο ευαίσθητη ομορφιά τους σε όλους τους φυλακισμένους, καθώς έμπαιναν μέσα στη φυλακή, και σε όλους τους κατάδικους, καθώς έβγαιναν από κει για να βρεθούν με το πεπρωμένο τους -ένα σημάδι ότι η Φύση μπορούσε να φανεί συμπονετική απέναντί τους και να τους αντιμετωπίζει με καλοσύνη.

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

ΈΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΑΘΩΟΣ ΔΗΜΙΟΣ

  
    Ένα νέο πρόσωπο άρχισε ν' ανεβαίνει τη σκάλα. Φορούσε ασιδέρωτα παραμελημένα ρούχα κι έσερνε ξοπίσω τα πόδια του σαν ουρές. Δεν είχε ούτε χαρά ούτε βιασύνη. Ο επόπτης τσεκάρισε τ' όνομά του. Φίλιπ Στόκερ.
   Κανένας δεν τον έφερε. Ήρθε ολομόναχος με άδεια χέρια, χωρίς αποσκευές, σαν να βγήκε στο διπλανό καπνοπωλείο για ν' αγοράσει τσιγάρα. 
   Έφτανε όμως να του ρίξεις μια πιο προσεχτική ματιά για να καταλάβεις ότι κείνο που 'λειπε από κείνον τον ταξιδιώτη δεν ήταν η βαλίτσα. Ήταν κάτι άλλο, άγνωστο, που τ' άφησε σ' έναν επίσης άγνωστο τόπο.
   Όχι μια αποσκευή. Του 'λειπε η ίδια η δύναμη να δεχτεί τη ζωή... Απουσίαζε από πάνω του ως κι η απλή νοημοσύνη ενός ζώου.
   Ανέβηκε τη σκάλα σαν υπνοβάτης ψάχνοντας με το χέρι του να βρει τα κάγκελα για να στηριχτεί. Ήταν ένα τραγικό, ακυβέρνητο πλάσμα...
   Ο ελεγκτής τον κοίταξε παραξενεμένος κι έξυσε με το μολύβι το τσουλούφι του. Μια ξανθιά συνοδός τον οδήγησε προσεχτικά στη θέση του. Κείνος κάθισε, έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε στην ανυπαρξία του. Δεν ήταν ούτε είκοσι πέντε χρονών, καστανός, με ισκιερά γκριζωπά μάτια. Οι τσέπες του ήταν άδειες. Μια φωτογραφία μιας ηλικιωμένης γυναίκας ήταν όλη κι όλη η περιουσία του. Ήταν μια γριούλα με μπαμπακένια μαλλιά, που σε κοιτούσε με κάτι παρακαλεστικά μάτια...
   Η συνοδός τον τοποθέτησε με υπηρεσιακή απάθεια κι απομακρύνθηκε.
   Δεν ήταν δική της δουλειά να εμβαθύνει στου ενός και του άλλου τα αισθήματα. Τα κορίτσια αυτής της δουλειάς σιγά σιγά αποχτούν την απάθεια που 'χουν οι νοσοκόμες. Τούτη, όμως, τη φορά η συνοδός με τα ξανθά μαλλιά δεν μπόρεσε να μείνει ως το τέλος αδιάφορη. Είχε τέτοιον αφανισμό κείνος ο νέος, τόσην ερημιά, που, και πέτρινος να 'σουν, θ' αναρωτιόσουν τι έχει. Μα ποιος τάχα να ήταν ο προορισμός του ταξιδιού ενός τόσο απελπισμένου ανθρώπου; Και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Τώρα τίποτα, κανένας. Πριν από λίγα χρόνια ήταν ο Φιλ Στόκερ, ένα καλοχτενισμένο παλικάρι, γελαστό και ήσυχο από μιαν ανατολική γειτονιά του Σαν Φρανσίσκο. Καθόταν με τη μητέρα του σ' ένα χαρωπό σπιτάκι γεμάτο λουλούδια και στοργή. Ο Φιλ αγαπούσε τα γλυκά, τα μπαλόνια που πετούσαν στον αέρα και τα χρωματιστά μικρά μπουκάλια -προπάντων τα γαλάζια. Αυτό έγινε από τότε που ο πατέρας του τού έφερε μέσα σ' ένα απ' αυτά ένα πηχτό σιρόπι που μοσκοβολούσε τριαντάφυλλα. Ο πατέρας δεν έμενε πολύν καιρό στο σπίτι. Τριγύριζε τον κόσμο μ' ένα βαπόρι που ζήτημα ήταν αν έπιανε τρεις φορές το χρόνο στο λιμάνι τους. Φορούσε μαύρα ρούχα με κίτρινα χρωματιστά κουμπιά, που μύριζαν πάντα ναφθαλίνη. Αυτή η μυρουδιά του έμεινε από τότε και, κάθε φορά που τύχαινε να τη νιώσει, βουρκώναν τα μάτια του. Θυμάται πως τον ζηλεύανε όλα τα παιδιά γι' αυτόν τον πατέρα. Ήταν λιγνός, καλομίλητος σ' όλους, με κυματιστά μαύρα μαλλιά. Πνίγηκε στον πόλεμο, στη μέση του ωκεανού, και κανείς πια δεν έμαθε τίποτα γι' αυτόν. Μια μέρα, λέει, το βαπόρι τους συναπαντήθηκε μ' ένα υποβρύχιο στ' ανοιχτά της Καραϊβικής που, χωρίς καμιά προειδοποίηση, τους έστειλε μια τορπίλα. Ήταν ίσα ίσα, στον ωκεανό. Κι όλοι έλεγαν πως ήταν τόσο βαθιά τα νερά εκεί, που μπορεί, κι ως αυτή την ώρα που μιλάμε, ο πατέρας να μην έχει φτάσει στον πάτο.