Δεν γινόμαστε ποτέ καλά από αυτό που μας λείπει. Ζούμε με τη νοσταλγία του. Συνηθίζουμε στο τέλος την έλλειψη και μαθαίνουμε να συμβιώνουμε μαζί της. Η Κοραλία Τζάβαλου δεν ανήκε σε εκείνες τις γυναίκες οι οποίες χύνουν μαύρα δάκρυα μπροστά σε μια τέτοια επίγνωση, που, βέβαια, δίχως αυτήν η ζωή θα ήταν μια κόλαση -να λέγεται! Προπαντός τη συγκεκριμένη εποχή κατά την οποία την απασχολούσαν δύο εξίσου σοβαρά θέματα: ο δίχως ανταπόκριση έρωτάς της για τον ξένο που ήρθε από τη θάλασσα και η αναπάντεχη εισβολή της Πιπίνας Μπιμπίκου, της μοιχαλίδας, στη ζωή της.
Η Πιπίνα είχε γεννηθεί στο πλάτωμα του Ψυρρή ένα καταμεσήμερο του Αυγούστου, που ο ήλιος έψηνε τις πέτρες, η γη έβγαζε ατμούς απ' τα σωθικά της, τα πουλιά βουβαίνονταν πάνω στα δέντρα και οι αδέσποτοι σκύλοι, σκελετωμένοι απ' την πείνα και αφυδατωμένοι απ' τη δίψα, δεν είχαν ούτε τη δύναμη να σηκώσουν το πόδι για να κατουρήσουν και ψοφούσαν στις ρούγες της Αθήνας με τις γλώσσες έξω.
Το πλάτωμα του Ψυρρή, περιοχή η οποία σύμφωνα με τις ενδείξεις συμπίπτει με τον αρχαίο δήμο του Κολλυτού, από πολύ πριν από την Επανάσταση του '21 ήταν η πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας και μόνο από γηγενείς Αθηναίους. Καλύβες, χαμοκέλες, τρώγλες, κάποια λαϊκά νεοκλασικά και κάποια υπόγεια σπίτια, δίχως εξωτερικά παράθυρα αλλά με εσωτερικές αυλές, αποτελούσαν τον λαϊκό μαχαλά, ο οποίος ήταν γεμάτος παλιές μεσαιωνικές εκκλησίες, βιοτεχνίες κι εργαστήρια, τα περισσότερα υπαίθρια, πλανόδιους μάστορες και γυρολόγους κι ένα συρφετό από ανθρώπους και κτήνη, που κινούνταν ολημερίς απ' τη μια άκρη του μαχαλά στην άλλη, σε δουλειά να βρίσκονται.
Σύμφωνα με όσα θυμόνταν για χρόνια οι γεροντότεροι και διηγούνταν στους καφενέδες αλλά και σαν παραμύθι στα εγγόνια τους τις χειμωνιάτικες νύχτες γύρω απ' τη φωτιά, εκείνη την αποφράδα ημέρα του Αυγούστου του 1799, τρεις ρακένδυτοι κατσίβελοι, πλανόδιοι μουζικάντηδες, είχαν καταφθάσει στο πλάτωμα του Ψυρρή απ' τη Στράτα του Μοριά. Έφερναν μαζί τους τρία ψωραλέα υποζύγια, φορτωμένα μπόγους με λογής λογής κουρελαρίες και μισή ντουζίνα πουτάνες σεινάμενες κουνάμενες, μια από τις οποίες ήταν κι ετοιμόγεννη. Οι Ψυρριώτες ευθύς ένιωσαν στο στήθος κάτι δυνατό και μπερδεμένο να τους κόβει την ανάσα και στον καβάλο μια ανάγκη να χώσουν μέσα το χέρι τους, ενώ οι θεούσες μιλούσαν για το τέλος του κόσμου και άναβαν κεριά στο ναό του Αγίου Αθανασίου (1). Οι κατσίβελοι, ερχόμενοι απ' τη Σπάρτη, είχαν αφήσει στο πέρασμά τους απ' την ελληνική ύπαιθρο μονάχα σκουπιδαριό και βρομερές ακαθαρσίες. Καθώς κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλία, ζήτησαν από το λαϊκό πλήθος και τους Τούρκους ζαπτιέδες να τους επιτρέψουν να στήσουν τις σκηνές τους και να ξαποστάσουν στο μαχαλά για μια μέρα. Συγκεκριμένα, στον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, που είχε και βρύση να νιφτούν και να ξεδιψάσουν. Μέσα στο σαματά που δημιούργησε το σπάνιο θέαμα των ξετσίπωτων γυναικών, των οποίων η σκέψη και μόνο θα συντρόφευε για χρόνια τις νύχτες των Αθηναίων, η ετοιμόγεννη κατσιβέλα, δίχως θόρυβο, δίχως ένα "αχ, βαχ" να ξεφύγει απ΄ τα χείλη της, σύρθηκε πίσω από μια συστάδα από κουτσουπιές στον αυλόγυρο του ναού και ξεψυχώντας μέσα σε ωδίνες, ιδρώτα και βλαστήμιες μιας μελοδραματικής τσιγγάνικης ιστορίας έφερε στον κόσμο ένα κατάξανθο κοριτσάκι με γαλάζια μάτια, αγνώστου πατρός.