Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

[ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ]

  
   Δεν γινόμαστε ποτέ καλά από αυτό που μας λείπει. Ζούμε με τη νοσταλγία του. Συνηθίζουμε στο τέλος την έλλειψη και μαθαίνουμε να συμβιώνουμε μαζί της. Η Κοραλία Τζάβαλου δεν ανήκε σε εκείνες τις γυναίκες οι οποίες χύνουν μαύρα δάκρυα μπροστά σε μια τέτοια επίγνωση, που, βέβαια, δίχως αυτήν η ζωή θα ήταν μια κόλαση -να λέγεται! Προπαντός τη συγκεκριμένη εποχή κατά την οποία την απασχολούσαν δύο εξίσου σοβαρά θέματα: ο δίχως ανταπόκριση έρωτάς της για τον ξένο που ήρθε από τη θάλασσα και η αναπάντεχη εισβολή της Πιπίνας Μπιμπίκου, της μοιχαλίδας, στη ζωή της.
   Η Πιπίνα είχε γεννηθεί στο πλάτωμα του Ψυρρή ένα καταμεσήμερο του Αυγούστου, που ο ήλιος έψηνε τις πέτρες, η γη έβγαζε ατμούς απ' τα σωθικά της, τα πουλιά βουβαίνονταν πάνω στα δέντρα και οι αδέσποτοι σκύλοι, σκελετωμένοι απ' την πείνα και αφυδατωμένοι απ' τη δίψα, δεν είχαν ούτε τη δύναμη να σηκώσουν το πόδι για να κατουρήσουν και ψοφούσαν στις ρούγες της Αθήνας με τις γλώσσες έξω.
   Το πλάτωμα του Ψυρρή, περιοχή η οποία σύμφωνα με τις ενδείξεις συμπίπτει με τον αρχαίο δήμο του Κολλυτού, από πολύ πριν από την Επανάσταση του '21 ήταν η πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας και μόνο από γηγενείς Αθηναίους. Καλύβες, χαμοκέλες, τρώγλες, κάποια λαϊκά νεοκλασικά και κάποια υπόγεια σπίτια, δίχως εξωτερικά παράθυρα αλλά με εσωτερικές αυλές, αποτελούσαν τον λαϊκό μαχαλά, ο οποίος ήταν γεμάτος παλιές μεσαιωνικές εκκλησίες, βιοτεχνίες κι εργαστήρια, τα περισσότερα υπαίθρια, πλανόδιους μάστορες και γυρολόγους κι ένα συρφετό από ανθρώπους και κτήνη,  που κινούνταν ολημερίς απ' τη μια άκρη του μαχαλά στην άλλη, σε δουλειά να βρίσκονται.
   Σύμφωνα με όσα θυμόνταν για χρόνια οι γεροντότεροι και διηγούνταν στους καφενέδες αλλά και σαν παραμύθι στα εγγόνια τους τις χειμωνιάτικες νύχτες γύρω απ' τη φωτιά, εκείνη την αποφράδα ημέρα του Αυγούστου του 1799, τρεις ρακένδυτοι κατσίβελοι, πλανόδιοι μουζικάντηδες, είχαν καταφθάσει στο πλάτωμα του Ψυρρή απ' τη Στράτα του Μοριά. Έφερναν μαζί τους τρία ψωραλέα υποζύγια, φορτωμένα μπόγους με λογής λογής κουρελαρίες και μισή ντουζίνα πουτάνες σεινάμενες κουνάμενες, μια από τις οποίες ήταν κι ετοιμόγεννη. Οι Ψυρριώτες ευθύς ένιωσαν στο στήθος κάτι δυνατό και μπερδεμένο να τους κόβει την ανάσα και στον καβάλο μια ανάγκη να χώσουν μέσα το χέρι τους, ενώ οι θεούσες μιλούσαν για το τέλος του κόσμου και άναβαν κεριά στο ναό του Αγίου Αθανασίου (1). Οι κατσίβελοι, ερχόμενοι απ' τη Σπάρτη, είχαν αφήσει στο πέρασμά τους απ' την ελληνική ύπαιθρο μονάχα σκουπιδαριό και βρομερές ακαθαρσίες. Καθώς κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλία, ζήτησαν από το λαϊκό πλήθος και τους Τούρκους ζαπτιέδες να τους επιτρέψουν να στήσουν τις σκηνές τους και να ξαποστάσουν στο μαχαλά για μια μέρα. Συγκεκριμένα, στον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, που είχε και βρύση να νιφτούν και να ξεδιψάσουν. Μέσα στο σαματά που δημιούργησε το σπάνιο θέαμα των ξετσίπωτων γυναικών, των οποίων η σκέψη και μόνο θα συντρόφευε για χρόνια τις νύχτες των Αθηναίων, η ετοιμόγεννη κατσιβέλα, δίχως θόρυβο, δίχως ένα "αχ, βαχ" να ξεφύγει απ΄ τα χείλη της, σύρθηκε πίσω από μια συστάδα από κουτσουπιές στον αυλόγυρο του ναού και ξεψυχώντας μέσα σε ωδίνες, ιδρώτα και βλαστήμιες μιας μελοδραματικής τσιγγάνικης ιστορίας έφερε στον κόσμο ένα κατάξανθο κοριτσάκι με γαλάζια μάτια, αγνώστου πατρός.
   Οι Αθηναίοι, παρότι εκείνη την εποχή ουδόλως πίστευαν στα θαύματα, αφού τόσους αιώνες το θαύμα της λευτεριάς ζητούσαν απ' το Θεό απεγνωσμένα κι εκείνος κώφευε, αμέσως θεώρησαν το βρέφος της κατσιβέλας έναν άγγελο πεπτωκότα στη Γη κι έμειναν ενεοί.
   "Θαύμα!" αναφώνησαν μουδιασμένοι μόλις συνήλθαν από το αναπάντεχο και η άτεκνη Βγενιώ Μάντακα, εύσωμη και μεγαλοπρεπής, με το κρεμεζί παπάζι (2) ν' ανεμίζει καρφωμένο στο μαύρο φεσάκι της, παραμέρισε τον ιδρωμένο συρφετό, άρπαξε το βρέφος στην αγκαλιά της κι εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι της. Δεν ξεμύτισε από αυτό παρά μόνο όταν βεβαιώθηκε πως η μάνα του βρέφους είχε άρον άρον φυτευτεί στο χώμα, οι κατσίβελοι είχαν αναχωρήσει προς άγνωστη κατεύθυνση και κανένας απ' το μαχαλά του Ψυρρή δεν είχε πρόθεση να διεκδικήσει το βρέφος, ένα στόμα παραπάνω μέσα στη φτώχεια τους και θηλυκό μάλιστα. Ήταν δικό της.
   Το ζεύγος Μάντακα βάπτισε το κοριτσάκι στην εκκλησιά του Αγίου Αθανασίου και του έδωσε δυο ονόματα: Αθανασία για να τιμήσουν τον άγιο και Πιπίνα, δηλαδή Δέσποινα, το όνομα της πεθαμένης μάνας του Μάντακα. Αργότερα επικράτησε το δεύτερο, και καθώς περνούσαν τα χρόνια, κανένας δε θυμόταν πια το όνομα του αγίου. Η Πιπίνα μεγάλωσε λατρεμένη απ' τους θετούς γονείς της και αμπαρωμένη μέσα στο σπίτι, για να μην τη δει μάτι διαβολικό και τη βασκάνει ή Τούρκος κι έχουν κακά ξεμπερδέματα. Μεγαλώνοντας, μεταμορφώθηκε σε καλλονή και όσοι κατόρθωναν να κλέψουν μια εικόνα της σε στιγμή αφηρημάδας της Βγενιώς, έκαναν το σταυρό τους. Ήταν λυγερή όπως οι λεύκες του Ιλισού. Το χρώμα του δέρματός της ήταν κατάλευκο και αψεγάδιαστο, το οβάλ του προσώπου της φωτεινό με χαρακτηριστικά ντελικάτα σαν ζωγραφισμένα με πενάκι, τα μαλλιά της χρυσά. Τα μάτια της είχαν το χρώμα του αττικού ουρανού ημέρα χειμωνιάτικη με λιακάδα, γεγονός ανεξήγητο, αν λάβει ο αναγνώστης υπόψη του την προέλευσή της από γενιά Κατσίβελων. Δίκαια οι κάτοικοι του μαχαλά τής έδωσαν το παρανόμι "Η Ωραία του Ψυρρή".
   Ωραία αλλά κακότυχη, θ' αποφαίνονταν οι Ψυρριώτες αργότερα, γιατί "μηδένα προ του τέλους μακάριζε", και αυτό αποτελεί μάθημα ζωής! Όταν σκοτώθηκε ο Μάντακας στις πρώτες μάχες της Επανάστασης του '21, η Βγενιώ, καθώς βρέθηκε χήρα, μονάχη και δίχως παράδες, πάντρεψε την Πιπίνα με αυτόν που είχε την πιο σταθερή δουλειά και τη δυνατότητα να προσφέρει στις δυο γυναίκες τα περισσότερα σε προστασία και οικονομική εξασφάλιση. Για να υποστηρίξει και να δικαιολογήσει την απόφασή της στην απαρηγόρητη Πιπίνα, αν και δε χρειαζόταν, ούτε και συνηθιζόταν, αλλά περισσότερο για να κατευνάσει τις δικές της τύψεις για τη θυσία της κόρης της στον βωμό της οικογενειακής καλοπέρασης, την πήρε κατά μέρος, της σκούπισε τα δάκρυα και της έκανε μια κουβέντα από εκείνες που κάνουν τις κόρες να μισούν τις μανάδες τους: Το και το, οι έρωτες περνούν και φεύγουν, οι άντρες κάνουν... και στο τέλος οι γυναίκες βαριούνται, αφοσιώνονται στα παιδιά τους, κατά τη διάρκεια της πράξης κοιτάζουν το ταβάνι και σκέφτονται τις δουλειές της επόμενης μέρας, πολύ κακό για το τίποτα δηλαδή, ας ρωτούσε και την ίδια. Εκείνο όμως που δεν φεύγει είναι η εξασφάλιση, να 'χει πάντα ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι της και τις κοιλιές των παιδιών της γεμάτες, τελεία και παύλα, ειρήνη ημίν, αμήν.
   Η Πιπίνα δε μίσησε τη μάνα της.  Δεν ήταν η μόνη που παντρευόταν κάποιον που σιχαινόταν, επειδή της το επέβαλαν οι γονείς της. Εξάλλου, ποια διάλεγε τον άντρα της εκείνη την εποχή; Έσπασε όμως κάτι οριστικά μέσα της για τη γυναίκα που τη μεγάλωσε. Αυτό το κάτι δε γιατρεύτηκε ποτέ και άφησε μια χρόνια παγωμάρα στις σχέσεις των δύο γυναικών, που μάταια η Βγενιώ προσπάθησε να λιώσει με μια διαρκή προσφορά στη θυγατέρα της. Ο θάνατός της αργότερα θ' άφηνε την Πιπίνα αδιάφορη.
   Ο Πασχάλης Μπιμπίκος, ο παπουτσής της Αθήνας, ήταν ψηλός, φαλακρός και αδύνατος σαν ακρίδα, με ένα προφίλ αετού και στόμα πάντα γελαστό, που άφηνε σε κοινή θέα τα οκτώ τελευταία δόντια τα οποία τού είχαν απομείνει: τέσσερα στην πάνω σιαγόνα και τέσσερα στην κάτω. Ήταν ένας καλός άνθρωπος κατά κοινή ομολογία. Αλλά και τα βόδια καλά είναι. Δεν τα παντρεύεται όμως κανένας. Το σπουδαιότερο προσόν του, και διόλου ευκαταφρόνητο εκείνη την εποχή, ήταν η στρωμένη δουλειά του. Έφτιαχνε τα τσαρούχια, τα σκαρπίνια και γενικώς τα υποδήματα όλης της Αθήνας. Έραβε επίσης τις εθνικές φορεσιές, τα φέσια με τα παπάζια τους και κεντούσε τα μεϊντάνια των αγωνιστών. Όλοι, προπαντός στον μαχαλά του Ψυρρή όπου είχε το εργαστήριό του, μόνο καλά λόγια είχαν να πουν για κείνον. Ήταν αψεγάδιαστος, αλλά και τριάντα χρόνια μεγαλύτερος απ' την Πιπίνα. Αυτός ο αψεγάδιαστος άσχημος δυστυχής την "Ωραία του Ψυρρή" είχε βάλει στο μάτι, από χρόνια. Εκείνη και καμιά άλλη. Τόσες και τόσες Αθηναίες τού είχαν προξενέψει κατά καιρούς, γιατί κάποτε, σε ένα μακρινό παρελθόν που κανένας δε θυμόταν πια, είχε υπάρξει κι εκείνος νεαρός, νοστιμούτσικος μάλιστα, και δεν ήταν για πέταμα. Τον παλιό καιρό λέμε. Τίποτα, όμως. Χαμπάρι ο Μπιμπίκος. Ήθελε το μωρό που ήταν τριάντα χρόνια μικρότερό του. Ας πέθαινε μπεκιάρης. Ας πέθαινε άκληρος. Ή την Πιπίνα ή καμιά. Πιπίνα και πάλι Πιπίνα στον αιώνα τον άπαντα. Και βέβαια, πλήρωσε πολλά για να τη στεφανωθεί, προς μεγάλη ικανοποίηση της Βγενιώς, η οποία πρόσφερε στο ζευγάρι το σπίτι της για να κατοικήσει, όχι από αλτρουισμό,  αλλά για να μην αποχωριστεί την Πιπίνα και... χάσει τον έλεγχο στη ζωή της θυγατέρας της.
   Οι γεροντότεροι θυμόνταν πως την ημέρα του γάμου, ο οποίος έγινε στο πατρικό σπίτι της νύφης, όπως γίνονταν οι γάμοι εκείνα τα χρόνια, η Βγενιώ άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες της και δέχτηκε όλο τον μαχαλά. Οι περίεργοι, ντόπιοι και Τούρκοι, έκαναν ουρά μέχρι το Μοναστηράκι, μόνο για να δούνε τη νύφη. Από πολύ κοντά, ήταν πανέμορφη και απίστευτα νέα.
   Η Πιπίνα παντρεύτηκε σαν να πήγαινε σε κηδεία και την ώρα του μυστηρίου έμοιαζε με πεθαμένη. Αγέλαστη και ωχρή, με δυσκολία άνοιγε το στόμα να ψιθυρίσει μια κάποια λέξη σε όσους τής εύχονταν "βίον ανθόσπαρτον και καλούς απογόνους, αρσενικούς ασφαλώς". Η δυστυχία όλη είχε μετακομίσει στα μάτια της, τα οποία από γαλάζια της ξαστεριάς είχαν γίνει γκρίζα της καταιγίδας. Έτσι παρέμειναν για το υπόλοιπο της ζωής της, με πέντε εξαιρέσεις, μετρημένες στα δάχτυλα: τις κατοπινές γέννες των δυο γιων της, τον αιφνίδιο θάνατο της Βγενιώς Μάντακα, τον όψιμο έρωτα για τον Βαυαρό στρατιώτη της Βασιλικής Φρουράς του Όθωνα και τη γνωριμία της με την Κοραλία Τζάβαλου.
   Συνήθισε στην καινούργια της ζωή, την πεζή και κοινότοπη, όπως είναι συνήθως η ζωή γύρω στα πενήντα. Εκείνη όμως ήταν μόνο είκοσι χρόνων και πάνω στη νιότη της. Είχε τον καημό βαθιά στα μάτια της και κάθε δειλινό έβγαινε στην αυλή της και κοίταζε τη δύση του ήλιου, σαν να καρτερούσε από μακριά κάτι που δεν θα ερχόταν ποτέ.
   Με τον καιρό, έμαθε να βοηθάει τον Πασχάλη Μπιμπίκο στο ράψιμο των εθνικών φορεσιών. Τα χέρια της δούλευαν τη βελόνα και το μυαλό της πετούσε. Ανακάλυψε ένα μοναδικό ταλέντο στη μοδιστρική, το οποίο θα εκμεταλλευόταν αργότερα, όταν θα γνώριζε την Κοραλία Τζάβαλου, γιατί, ενώ η Πιπίνα Μπιμπίκου είχε ταλέντο στο ράψιμο, η λοκαντιέρα είχε ταλέντο στο ν' αλλάζει προς το καλύτερο τις ζωές των ανθρώπων γύρω της.
   Ο Βαυαρός ήρθε στο εργαστήρι του Μπιμπίκου να επιδιορθώσει τις μπότες του και ήταν ημέρα Σάββατο του Λαζάρου. Μια νέα γυναίκα, ωραία και ξανθιά, όπως αυτές της πατρίδας του, έραβε σκυφτή σε μια γωνιά. Ο φτωχός φωτισμός της κάμαρας και η αυστηρή παρουσία του κακάσχημου παπουτσή, που φαινόταν στα χρόνια πατέρας της, δεν κατάφεραν να κρύψουν τη λάμψη την οποία εξέπεμπε εκείνη η Ελληνίδα. Κάποια τερτίπια της μνήμης τον συγκλόνισαν: χρυσά μαλλιά, μάτια ακουαμαρίνα, πρωινή φρεσκάδα από δάση της πατρίδας του. Αυτό ήταν. Τα βλέμματά του, επίμονα και θαυμαστικά, έκαναν την Πιπίνα να νιώσει γυναίκα για πρώτη φορά. Έφεραν μια σπάνια ακτίνα φωτός στο σκότος της ζωής της. Αποσύρθηκε γρήγορα μέσα στο σπίτι με τα μάγουλα να καίνε και την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Αυτό ήταν άγνωστο συναίσθημα για την Πιπίνα και τη χτύπησε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ακούμπησε στο τραπέζι της κουζίνας κι έκανε το σταυρό της. Από εκείνη την ημέρα, ο Βαυαρός, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, μέσα στο εργαστήρι τριγύριζε. Οι αφορμές ήταν πολλές, καθώς εκείνη την εποχή τρεις χιλιάδες Βαυαροί αξιωματικοί και στρατιώτες συνωστίζονταν στην Αθήνα και όλο και κάτι είχαν να επιδιορθώσουν στις μπότες τους. Εκείνος τους συνόδευε, μπες βγες, τάχα να τους συστήσει το παπουτσάδικο και τον ιδιοκτήτη του, αλλά ήθελε μονάχα να βλέπει εκείνη την ξανθιά θλιμμένη Βαλκυρία. Η Πιπίνα κρατούσε απόσταση φοβούμενη πως μπορούσε να ανάψει ξαφνικά μια φωτιά η οποία θα έσβηνε οπωσδήποτε με αίμα. Αντιστάθηκε. Μόνο ο Θεός ήξερε πόσο αντιστάθηκε.
   Όλα παράταιρα ήταν στη ζωή της, αλλά δεν είχε βαρυγκωμήσει ποτέ, γιατί στο τέλος όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Η Πιπίνα είχε συνθηκολογήσει με τα ασυνάρτητα της μοίρας της και τα είχε σεβαστεί, αλλά δεν τα είχε αποδεχτεί. Ήταν ασυνάρτητη κατά βάθος και η ίδια, όπως είναι η ζωή. Όταν όμως ένα πρωινό μιας ημέρας πληκτικής σαν όλες τις άλλες την κοίταξε ο Βαυαρός, στην ένταση της στιγμής και στην παντομίμα που δημιουργούσε η άγνοια της γλώσσας, ο χρόνος σταμάτησε. Μια απογυμνωτική διαφάνεια απέκτησαν ξαφνικά η ζωή της, η γειτονιά της, ο κόσμος όλος, και είδε τον εαυτό της, για πρώτη φορά απ' την ημέρα του γάμου της, όπως πραγματικά ήταν: θαμμένη ζωντανή. Άκουσε το ίδιο της το κλάμα και τρόμαξε. Αφουγκράστηκε την προαναγγελθείσα ανυπακοή της και δεν ένιωσε κανένα δισταγμό. Κλείστηκε τότε στην κάμαρά της, γονάτισε και ζήτησε ευσπλαχνία απ' τον Αόρατο. Γνώριζε πως ο Μπιμπίκος θα τη χώριζε, οι γιοι της θα τη μισούσαν, η Εκκλησία θα την απέβαλλε σαν μίασμα, οι θεούσες θα την καταριόνταν, η γειτονιά της θα την έφτυνε, η κοινωνία θα την απέρριπτε σαν σκουπίδι. Ξαγρύπνησε στο προσκεφάλι των γιων της πέντε ανυπόφορες νύχτες. Νήστεψε. Δεν κοινώνησε. Ζήτησε συγγνώμη απ' τον Θεό, την Ελλάδα, τους αγωνιστές του '21, τον ήλιο, τα γεράνια της αυλής της, τον βασιλικό, τη μαντζουράνα, τη μυγδαλιά της. Και υπέκυψε.
   Όταν λίγο αργότερα ο Μπιμπίκος την έκανε τσακωτή, ανασκελωμένη και ξεβράκωτη στην αγκαλιά του Βαυαρού, γιατί κάτι τέτοια γρήγορα βγαίνουν στη φόρα, η "Ωραία του Ψυρρή" δεν κατηγόρησε κανέναν άλλο παρά μόνο τον εαυτό της και αποδέχτηκε τη μοίρα της και τη ρετσινιά: Πιπίνα Μπιμπίκου, η μοιχαλίδα.

   Ο Σέργιος Βογιατζόγλου και ο Τζίτζικας, επιστρέφοντας από τον Ελαιώνα κάτω απ' τη σκιά ενός σύννεφου, ημέρα Πέμπτη και ώρα τρεις το μεσημέρι, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της διαπόμπευσης της Πιπίνας Μπιμπίκου, της μοιχαλίδας, απ' το αγριεμένο πλήθος και της διάσωσής της απ' την Κοραλία Τζάβαλου. Ο ξένος, γεμάτος οργή αλλά και περιέργεια για την εξέλιξη του αποτρόπαιου θεάματος, ακολούθησε τις δυο γυναίκες στα ενδότερα της λοκάντας και παρακολούθησε μια σκηνή χαμηλόφωνη, μακριά από δράματα, συναισθηματικές περιγραφές κι εξιστορήσεις, η οποία του έκανε μεγάλη εντύπωση. Η λοκαντιέρα δε ζήτησε να μάθει το γιατί και το πώς, όπως θα έκανε οποιαδήποτε άλλη στη θέση της. Δεν την ενδιέφεραν οι λεπτομέρειες. Ήξερε από δική της πείρα πως είναι οι πόνοι μας που μας κρατούν ζωντανούς, που μας κάνουν ανθρώπους. Πως όλη μας η ζωή είναι επιλογές και συνέπειες. Η μοιχαλίδα είχε κάνει την επιλογή της και τώρα πλήρωνε τις συνέπειες. Και όσο για το μέλλον της Πιπίνας και το τι θα γινόταν απ' την επόμενη ημέρα, η Κοραλία ένιωθε υπεύθυνη. Την είχε σώσει και τώρα τη φιλοξενούσε στο σπίτι της. Δεν θα έπαιρνε όμως καμία γρήγορη απόφαση. Θα περίμενε με υπομονή τις εξελίξεις, γιατί γνώριζε πως δεν υπήρχε χειρότερο απ' το να πάρει αποφάσεις εν βρασμώ ψυχής, όπως έκαναν οι άντρες.
   Έστειλε αμέσως τον Λελούδα να φέρει την Εργίνη τη "Φαρμακολύτρα", και με την Ανυσία, η οποία είχε χάσει τη λαλιά της απ' την τρομάρα, ξάπλωσαν τη χτυπημένη γυναίκα στο κρεβάτι της Κοραλίας. Μισόκλεισαν τα παντζούρια κι έμειναν δίπλα της, ενώ οι φραγκόκοτες στην αυλή χάλαγαν τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους, ώρα περασμένη μεσημβρινή που συνήθως λούφαζαν.
   Ο Βογιατζόγλου είχε δει αρκετά. Αρκετά για εκείνη την αποφράδα δεύτερη ημέρα του στην Αθήνα του 1835. Δεν ήθελε να δει περισσότερα. Κατηφής, ταραγμένος απ' τα γεγονότα και σοβαρά προβληματισμένος με τον τόπο όπου ίσως περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του, αλλά και με τους κατοίκους του, με τους οποίους θα συνδιαλεγόταν από δω κι εμπρός, έριξε μια τελευταία ματιά στην κάμαρα από περιέργεια, για να κλέψει κάποιες εικόνες απ' τα ενδότερα της λοκαντιέρας. Τα παντζούρια ήταν μισόκλειστα. Το ταβάνι μάζευε σκιές. Δίπλα στο κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι έμοιαζε να εξυπηρετεί ως κομοδίνο. Πάνω του, με τάξη, ήταν στοιβαγμένος ένας σωρός από βιβλία. Μια δίφυλλη ντουλάπα υπήρχε στη γωνία. Ο αέρας ήταν μυρωμένος. Κάποιες αχτίδες φωτός κατάφερναν να εισχωρήσουν στην κάμαρα και φώτιζαν κομμάτια της ξαπλωμένης γυναίκας: τον λοβό του ενός αυτιού, το δεξί πτερύγιο της μύτης, μια παλάμη εγκαταλειμμένη πάνω στην κουβέρτα. Κοραλία και Ανυσία στέκονταν στο πλευρό της. Ένα σιωπηλό κλάμα τάραζε το ταλαιπωρημένο κορμί της μοιχαλίδας.
   Ξαφνικά η κάμαρα της λοκαντιέρας είχε γεμίσει με γυναικεία μυστικά. Ο Βογιατζόγλου ταράχτηκε και θέλησε να επιστρέψει αμέσως στη δική του. Κι εκεί, στη μισάνοιχτη πόρτα, συνάντησε τα μάτια της Κοραλίας Τζάβαλου. Τα μάτια της ήταν γιορτινά. Ανέμιζαν σημαία. Έλαμπαν μαύρα, γυαλιστερά, υγρά, αστραποβόλα. Η καθαρότητα του βλέμματός της εξάγνισε στη στιγμή την ψυχή του. Και τότε, μέσα σε μια έντονη μυρωδιά από πασχαλιές που τον έλουσε ξαφνικά, ένιωσε πως εκείνη η γυναίκα, ωραία και γαλήνια, η οποία τον συγκινούσε με την ευθύτητα και την ειλικρίνειά της, είχε την Ελλάδα ολόκληρη μέσα στα μάτια της: τις αντιθέσεις της, τα παράδοξά της, το παρελθόν της, τη θλίψη της, τον πόνο της, τον θυμό της, την παραίτησή της, αλλά και τη θέλησή της, τη λεβεντιά της, το ελπιδοφόρο μέλλον της, την ανάστασή της. Η Ελλάδα ολόκληρη θριάμβευε μέσα στα μάτια της! Κι εκεί, στο κατώφλι της λοκαντιέρας, στο θάμβος της, πίστεψε ξανά στο μέλλον, στον έρωτα, στη ζωή.

   Η Πιπίνα Μπιμπίκου εντάχτηκε στη ζωή της λοκάντας σιωπηλά και δίχως σχόλια. Σ' αυτό συνέβαλε πολύ και η Ανυσία, η οποία ανέλαβε τη φροντίδα της αποκατάστασής της, με μια σειρά πρακτικών εφαρμογών θεραπείας κατά της απάθειας, της κατάθλιψης και της όρεξης του θανάτου. Έπεφτε πάνω της, τη σήκωνε απ' το κρεβάτι, την έπλενε, την έντυνε, πάντα με παραινέσεις και άγαρμπα μαλώματα, και στο τέλος, ακόμα και με τσιμπιές που άφηναν μελανιές στην κατάλευκη επιδερμίδα της για εβδομάδες, όταν η Πιπίνα αρνιόταν να ζήσει.
   "Σήκου, κακού χρόνου να μην έχ'ς, που μας ήβαλες σε μπιλιάδες να σ' αναστήσουμ' κι τώρα θέλ'ς να τα κακαρώσ'ς!"
   Με τα πολλά, κάποια μέρα η Πιπίνα συνήλθε. Γιατί τέρας αντοχής είναι ο άνθρωπος. Είχε τη θλιμμένη όψη των αγαλμάτων, αλλά οι λέξεις της είχαν βρει ξανά το νόημά τους. Θέλοντας να φανεί χρήσιμη στη λοκάντα, να μην τρώει τζάμπα το ψωμί της Κοραλίας, η οποία όχι μόνο την είχε σώσει, αλλά έμοιαζε και να καταλαβαίνει διαισθητικά τις ανάγκες των άλλων, άρχισε με τη βελόνα της τα θαύματα, μικρά και καθημερινά. Της τα χρωστούσε για τη διάσωση, αλλά και για όσα καλά θα της έρχονταν στο μέλλον δίχως να τα περιμένει.
   Κουρτίνες, κουρτινάκια, παπλώματα, κουβέρτες, σεντόνια, μαξιλαροθήκες, πετσέτες, εξωραΐστηκαν όλα. Κεντήθηκαν ακόμα και τα πατσαβούρια της κουζίνας, και κατόπιν άρχισαν οι αλλαγές στα ενδύματα της Κοραλίας. Προστέθηκαν φιόγκοι, κορδελάκια, νταντέλες, κάποια ματαιόδοξα αγγίγματα εδώ κι εκεί, και άλλαξαν όλα όψη. Απέκτησαν ειδικό βάρος, βάρος ράφτρας σπουδαίας. Με τη φόρα μιας προσωπικής ανανέωσης λόγω έρωτα, η Κοραλία αγόρασε απ' τα καμουχάδικα (3) του Πάνω Παζαριού ωραία υφάσματα μεταξωτά, βαμβακερά και λινά, και ράφτηκαν καινούργια ενδύματα αρχόντισσας. Ήταν μεγάλο ταλέντο με τη βελόνα η Πιπίνα Μπιμπίκου, και όχι μόνο. Είχε σπουδαίες ιδέες, άποψη για το κομψό και γούστο μοναδικό. Ενθουσιάστηκε η Κοραλία. Καταχάρηκε. Επιτέλους, αναδείχτηκε η ποιότητά της. Γιατί ποιότητα είχε η λοκαντιέρα -να λέγεται! Με τα καινούργια ενδύματα πηγαινοερχόταν πάνω κάτω, κουνιστή και λυγιστή, αλμυρή και πικάντικη σαν σαρδέλα παστή. Χαρούμενα ακούγονταν και τα κακαρίσματα των μελεαγρίδων της. Ποιος τις έκανε ζάφτι; Ανάσταση έγινε στη γειτονιά, γωνία Αιολικής με Ερμαϊκή Οδό.
   Πήραν κατόπιν σειρά και τα ενδύματα της Ανυσίας. Εδώ μεταποιήθηκαν για να χωρέσουν καλύτερα τα αναγεννησιακά κάλλη της Σαρακατσάνας, στήθη πεπόνια, τροφαντά οπίσθια, σαρκωμένα μπράτσα, όλα στις σωστές μεζούρες για μερακλήδες της εποχής που θεωρούσαν τα πάχη κάλλη. Αγοράστηκαν και αμπάδες απ' τα αμπατζίδικα (4) και ράφτηκαν επιπλέον φορεσιές στα μέτρα της, αλλά η Ανυσία Βουζίνη δεν εκδήλωσε καμία χαρά. Τίποτα, η αφιλότιμη! Με έφεση στην ωμότητα, δεν χαμπάριαζε. Ήταν αποξενωμένη από κάθε κοκεταρία, κάθε φροντίδα του εαυτού της. Την ορεσίβια την ενδιέφεραν μόνο το τραγούδι των γρύλων, η παραφορά της φύσης, η Πίτσα η γάτα τους, τα μυστηριώδη και παράξενα στοιχειά της στέρνας και το σουραύλι του γείτονα Αρτεμάκη Μπούρα, ο ήχος του οποίου τής θύμιζε την πατρίδα της και της έφερνε δάκρυα στα μάτια το σούρουπο.
   Επιδιορθώθηκαν και οι φορεσιές των ενοίκων, όσες το είχαν ανάγκη -αυτές επί πληρωμή. Απέκτησε έτσι χαρτζιλίκι η μοιχαλίδα, παράδες δικούς της, για πρώτη φορά στη ζωή της. Και δεν ήξερε τι να τους κάνει. Πολύ θα ήθελε να υπήρχε τρόπος να τους δώσει στους γιους της, αλλά η Κοραλία τη σταμάτησε.
   "Εεεπ! Τώρα σκέψου μόνο τον εαυτό σου. Κάτι θα βρεις να τους ξοδέψεις. Περίμενε. Μη βιάζεσαι. Η ζωή έχει γυρίσματα..." τη συμβούλεψε.
   Στο τέλος, από περίσσευμα χάρης, μπαλώθηκαν Λελούδας, Τζίτζικας και Γάδης. Έγιναν καινούργιοι. Να 'ναι καλά η μοιχαλίδα, η βελόνα της και οι ερωτοτροπίες της με τον Βαυαρό, που την έφεραν στο σπίτι της Κοραλίας! "Ουδέν κακόν αμιγές καλού", ένα ακόμα μάθημα ζωής.
   Τον πρώτο καιρό, ο Πασχάλης Μπιμπίκος κάθε βράδυ μεθούσε στο κουτούκι του Ειρηναίου, στο μαχαλά του Ψυρρή. Εκεί έπνιγαν τον καημό τους στο κρασί οι χήροι, οι κερατάδες και όλοι οι αποτυχημένοι της Αθήνας. Σερνόταν κατόπιν έξω απ' τη λοκάντα κι έβριζε την Πιπίνα "πουτάνα" και "κάλπικο παρά". Αναστατωνόταν η γειτονιά απ' τις φωνές, τις βρισιές, τα κλάματά του, αλλά και τα μεταμεσονύκτια κακαρίσματα των μελεαγρίδων. Ερχόταν ο νυχτοφύλακας, τάχα να τον διώξει, αλλά περισσότερο να κάνει χάζι. Πού ξέρεις, μπορεί και να ήταν τυχερός, να έβλεπε την ωραία μοιχαλίδα. Έβγαιναν οι γείτονες στα παράθυρα κι έχυναν πάνω στον μεθυσμένο το περιεχόμενο των δοχείων νυκτός. Ο Μπιμπίκος, όμως, τίποτα, χαμπάρι! Δεν υπήρχε κατρουλιό ικανό ν' αναχαιτίσει την απελπισία του. Όταν εξαντλούσε το ρεπερτόριο στη γυναίκα του, έπιανε στο στόμα του την Κοραλία και την Ανυσία. Μαστροπούς και τσάτσες τις ανέβαζε, πουτάνες καρακατέ τις κατέβαζε.
   Στην αρχή έβγαινε στην εξώπορτα ο Λελούδας, τον απομάκρυνε ειρηνικά, με καλό τρόπο, με συμπάθεια και με κατανόηση για το δράμα του -ε, εδώ που τα λέμε, δεν είναι κι εύκολο να είσαι κερατάς και να το γνωρίζει και όλη η Αθήνα του 1835! Όταν όμως παράγινε το κακό βάζοντας σε κίνδυνο το καλό όνομα και την τιμή της Κοραλίας, ο Λελούδας αναγκαζόταν να χειροδικήσει. Τον ξυλοφόρτωνε ανηλεώς. Κατόπιν, από λύπηση και μόνο, τον κουβαλούσε στην πλάτη αναίσθητο και τον άφηνε στην εξώπορτα του σπιτιού του. Τον περιμάζευαν οι έφηβοι γιοι του με βλαστήμιες για την πρόστυχη μάνα τους, η οποία από άρχοντες τους είχε καταντήσει ρεντίκολα της κοινωνίας. Κάποτε ο Μπιμπίκος το πήρε απόφαση. Το πήρε, άραγε; Έτσι νομίζουμε,  κρίνοντας από το ότι σταμάτησε τα πολλά πηγαινέλα στο σπίτι της Κοραλίας. Μπορεί και να κάνουμε λάθος, όμως. Γιατί υπάρχουν κάτι δυστυχίες στη ζωή που δεν τις παίρνεις ποτέ απόφαση!
   Όσο ξεδιπλώνονταν οι μήνες, τα πρωινά του παπουτσή κάπως κυλούσαν κουτσά στραβά. Σακάτικα, θα λέγαμε καλύτερα. Με λίγη δουλειά, λίγη αφηρημάδα, κάποια μικροατυχήματα, τα οποία πολύ εύκολα μπορούσαν να γίνουν μεγάλα, ε, και κανένα δάκρυ ενίοτε. Όταν όμως ερχόταν στον νου του η μοιχαλίδα, θύμωνε με την απάτη της. Αχ, να ρίξει βιτριόλι στα μούτρα της, να τη μισερώσει την πουτάνα! Αχ, να τη σημαδέψει για πάντα την άτιμη! Χτύπαγε τότε το κεφάλι του με το σφυρί που κάρφωνε τις σόλες στα τσαρούχια, και τον έπαιρναν τα αίματα. Έτσι τον έβρισκαν οι γιοι του: ακούνητο, δίχως λαλιά, αιμόφυρτο, δυστυχή και κερατά από πάνω. Φώναζαν αμέσως την Εργίνη τη "Φαρμακολύτρα". Εκείνη ερχόταν με τα γιατρικά της και τις συμβουλές της.
   "Άντε πάλι! Υπερβολικός είσαι, κακομοίρη μου. Τούμπανο έκαμες την κεφάλα σου. Οι άντροι δε ρίχνουν βιτριόλι. Τούτα είναι γυναικεία καμώματα. Σύνελθε πια! Η Πιπίνα δεν είναι η μοναδική γυναίκα στην Αθήνα. Σ' το 'πα και θα σ' το λέω μέχρι να βαρεθείς να τ' ακούς, καψερέ. Άνοιξε τα όμματά σου. Τήραξε γύρω σου. Τόσες και τόσες χήρες της Επανάστασης υπάρχουνε ακόμα μονάχες. Να, δεκάδες που αμάν κάνουν για έναν άντρα σαν και του λόγου σου. Με τους πολέμους και τα ξεπαστρέματα, έλλειψη αντρώνε έχουμε. Εμείς οι γυναίκες πεθαίνουμε λιγότερο. Εσάς τους άντρες σάς αφάνισαν ο διαρκής πόλεμος, οι ελώδεις πυρετοί και η κακοτυχία. Αν τηράξεις γύρω σου, όλο και κάποια χριστιανή θα βρεις να σε θέλει και να σε βάλει κορώνα στο κεφάλι της. Άντε, καψερέ!" τον νουθετούσε καθώς του περιποιόταν τα τραύματα. Κατόπιν έκανε παύση και τον κοιτούσε γεμάτη περισυλλογή, πεπεισμένη για ακόμα μια φορά πως όλοι οι άντρες, μηδενός εξαιρουμένου, γεννιόνταν, ζούσαν και πέθαιναν σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης.
   Ο Μπιμπίκος τα βράδια περιφερόταν από καπηλειό σε καπηλειό. Μεθούσε δίχως ακραίες πράξεις βίας πλέον, αλλά με βαριά κατάθλιψη, χειρότερη και από θυμό. Ξημερώματα μόνο, αν τον βαστούσαν τα πόδια του, περνούσε έξω απ' τη λοκάντα. Κοίταζε για ώρα το σιωπηλό σπίτι. Άθροιζε λεπτομέρειες και μνήμες: Αχ, τα μάτια της, αχ, τα χείλη της, αχ, το λακκάκι στον λαιμό της, αχ, και πώς του το 'κανε η πρόστυχη αυτό, πώς του το 'κανε! Έφευγε κλαίγοντας, κερατάς και μόνος.
   Οι γιοι της Πιπίνας Μπιμπίκου δεν θέλησαν να δουν ξανά τη μάνα τους. Λιγόλογοι και οι δυο, μετρημένοι σε κουβέντες και κινήσεις, "Ποτέ! Ούτε νεκρή", δήλωσαν στον περίγυρο. Τελεία και παύλα. Τη λέξη "ποτέ", βέβαια, πρέπει να τη χρησιμοποιεί κανείς με προσοχή και φειδώ, αλλά οι γιοι Μπιμπίκοι, καθώς ένιωθαν προδομένοι και ρεζιλεμένοι μετά τα ατυχή συμβάντα, διέγραψαν τη μάνα τους οριστικά. Μονάχα αυτό είπαν, τίποτε άλλο. Κατόπιν κράτησαν το στόμα κλειστό, το κεφάλι κάτω. Έπεσαν σε σιωπή και περισυλλογή. Οι καλοθελητές όμως -γιατί πάντα υπάρχουν τέτοιοι- αμέσως φρόντισαν να πληροφορήσουν την Πιπίνα, βάζοντας και δικές τους σάλτσες, ως συνήθως.
   "Το και το, καψερή. Μαύρο φίδι που σ' έφαγε!" είπαν. "Αν σε ανταμώσουν, θα σε γδάρουν ζωντανή", είπαν. "Όταν θα τα τινάξεις, θα 'ρθουν στον τάφο σου να σε φτύσουν", είπαν. "Αντί κόλλυβα, σκατά θα σου φέρουν", είπαν. Όλα ψέματα.
   Κι εκείνη, η οποία είχε αγαπήσει τους γιους της με μια λατρεία που καταντούσε ειδωλολατρική, δέχτηκε το γεγονός με καρτερία, γιατί ήταν το τίμημα το οποίο έπρεπε να πληρώσει για την ανυπακοή και την αποκοτιά της. Αυτό ήταν μια άβολη αλήθεια. Από τότε η Πιπίνα υπέφερε σιωπηλά, όπως επιβάλλει ο νόμος της επιβίωσης.

Λαπατά Φιλομήλα, Η επιστροφή (Οι κόρες της Ελλάδας 1), εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα 2015

Σημειώσεις:
(1) Ο συγκεκριμένος ναός κατεδαφίστηκε το 1856. (Σ.τ. Σ.)
(2) Φούντα γυναικείου φεσιού. (Σ.τ.Σ.)
(3) Καταστήματα πώλησης μεταξωτών υφασμάτων (Σ.τ.Σ) 
(4) Καταστήματα με φτηνά υφάσματα. (Σ.τ.Σ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: