Στο Κατάκωλο εζούσε ένας Μαλτέζος. Είχε έρθει ψαροναύτης σε μια μαλτέζικη ανεμότρατα, που 'κανε τότε ταχτικά κάθε χρόνο αυτό το ταξίδι για ψάρεμα μαζί με τρεις άλλες, την εποχή των αφθόνων μπαρμπουνιών, που τα παχαίνουν τα νερά του Αλφειού, τα ξεχυνόμενα στις αμμώδεις ακρογιαλιές της Ηλείας και της Ολυμπίας -κι απόμεινε εκεί.
Όταν έφτασε ο καιρός να ξαναγυρίσουνε οι σύντροφοί του στη Μάλτα, αυτός ήταν πεσμένος στο κρεβάτι από βαριά αρρώστια -πνευμονία- σε μια μικρή μπαράκα, που βρισκόταν στο ύψωμα της ρίζας του μώλου. Δε μπορούσε να τους ακολουθήσει, αν και βρισκόταν τότε κάπως σε ανάρρωση. Αλλά την ημέρα που εκείνοι μπαρκάρανε, είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι, λογαριάζοντας την ώρα, κι από το παραθυράκι της μπαράκας κοίταζε προς το ανοιχτό πέλαγος, όπου έπλεαν οι τέσσερις μεγάλες βάρκες. Όσες τις χτυπούσε ο άνεμος και τα κεραμιδιά πανιά τους έγερναν μπροστά, έμοιαζαν πελώρια θαλασσοπούλια που εράμφιζαν το κύμα. Τις έβλεπε δυο ολόκληρες ώρες, όσο χρειάσθηκε για να εξαφανισθούν στον ορίζοντα. Και όταν το τελευταίο τους σημάδι χάθηκε κι έμεινε στην ήσυχη γαλάζια θάλασσα μόνο η ασημένια φιδωτή γραμμή του δρόμου τους, τα μάτια του ανθρώπου που απόμεινε πίσω βούρκωσαν. Πρώτη φορά του 'τυχε να βρεθεί μόνος, σε ξένη στεριά. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει στα νερά ξένων τόπων, στα παράλια της Μεσογείου, όπου αλητεύουν οι ψαρόβαρκες, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει καμιά νοσταλγία. Γιατί πατρίδα του ήταν κάθε βάρκα που δούλευε μαζί με άλλους συμπατριώτες του.
Και όμως, όταν έγινε καλά, δεν έφυγε από το Κατάκωλο. Ο ιδιοκτήτης της μπαράκας -ένας Ζακυνθηνός που είχε μαούνες- του ζήτησε να μείνει λίγο καιρό για να του καλαφατίσει τις βάρκες κι εκείνος δέχτηκε πρόθυμα, από ευγνωμοσύνη. Ήταν καλός στη δουλειά του και ύστερα από το πρώτο εκείνο καλαφάτισμα άρχισε άλλες τέτοιες εργασίες. Κέρδιζε έτσι περισσότερα από όσα έβγαζε στις ψαρόβαρκες και, αναβάλλοντας κάθε τόσο την αναχώρησή του, όταν παρουσιαζόταν ευκαιρία να φύγει, συνήθισε στο τέλος τον τόπο.
Είχε κάμει άλλωστε στο μεταξύ και φίλους. Κοντά στη μπαράκα του, σε μια παλιά ερημωμένη σταφιδαποθήκη, έμενε ο Γεράσιμος ο Τραμπακέρας, ο κουτσός, Ζακυνθηνός κι αυτός, με τη φαμίλια του. Τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι, τη Λουκρέτσια, μια κοπέλα θεόρατη, είκοσι χρόνων απάνω-κάτω, με πρόσωπο μελαμψό, μάτια κάρβουνα αναμμένα, στόμα σκούρο, λίγο φρυγμένο, και κορμί σφιχτοδεμένο, τριζάτο.
Ήταν μια οικογένεια πεντάφτωχη. Ο Τραμπακέρας, βαρκάρης από παιδί, είχε χάσει το πόδι του από ένα δυστύχημα στη δουλειά του. Όπως επήγε κάποτε με τη βάρκα, κατά τη συνήθειά του, να σκαρφαλώσει στο βαπόρι -την «Αντιγόνη» του Τζον, που ερχόταν από την Κυπαρισσία- πριν αράξει και πριν μπει στο μώλο, για να βρει επιβάτες κι έριξε το σκοινί με το γάτζο και πιάστηκε και ανέβαινε, έπεσε από ψηλά ο κακομοίρης γιατί ξέφυγε ο γάτζος από το κάγκελο του βαποριού, χτύπησε το γόνατό του στην πλώρη της βάρκας του και βρέθηκε στη θάλασσα. Τον τράβηξαν από τα νερά σε κακή κατάσταση και τον επήγαν στο σπίτι του απάνω σε σανίδα. Του έκαμαν διάφορα γιατροσόφια, που είχαν αποτέλεσμα να πρηστεί το πόδι του. Η γυναίκα του τον έταξε στον Άγιο Διονύσιο, αλλά ο χειρούργος που τον έφεραν από τον Πύργο πολύ αργά, εδήλωσε πως, αν δεν του έκοβαν το πόδι, θα σάπιζε ολόκληρος. Τον μετέφεραν στην πόλη, στο νοσοκομείο, κι έπειτα από κάμποσο καιρό ο Τραμπακέρας ξαναγύρισε σπίτι του μ' ένα πόδι και με δεκανίκια. Στο μακρό όμως διάστημα της νοσηλείας του η Τραμπακέραινα πέθανε απάνω στη γέννα και του άφησε ένα μωρό ακόμη.
Ο άνθρωπος είχε πια καταστραφεί. Τη βάρκα του τήν είχε πουλήσει, για να πληρωθεί ο χειρούργος και το νοσοκομείο, και πέρασαν μήνες που εζούσε, αυτός και τα παιδιά του, από το έλεος των γειτόνων. Δε μπορούσε πια να ξανάμπει στις βάρκες και αναγκάστηκε να ζητήσει δουλειά στις σταφιδαποθήκες. Κάρφωνε κασσόνια. Αλλά, σακάτης άνθρωπος, τι δουλειά μπορούσε να κάνει; Το μεροκάματό του μόλις έφθανε για ψωμί. Ο σταφιδέμπορος που τον είχε στη δουλειά του τού ζήτησε τότε, για να ξαλαφρώσει από τα τόσα στόματα και από τις έγνοιες, τη Λουκρέτσια για υπηρέτρια. Ο Τραμπακέρας, μόνο που δεν τον έβρισε. Αν ήταν σήμερα ένας σακατεμένος μεροκαματιάρης, είχε όμως το φιλότιμό του. Δε θα πει πως μπορούσε να βάλει δούλα την κόρη του. Ούτε εκείνη θα ήθελε. Η Λουκρέτσια κόντευε τότε τα δεκαεφτά, ήταν νόστιμη, ψηλή, και όπως είχε φουντώσει το κορμί της, φαινόταν μεγαλύτερη. Ένας ζακυθηνός με φιλότιμο, που είχε κι αυτός το δικό του μια φορά, δεν παραδίνει μια κοπέλα σε τέτοια ηλικία στα ξένα σπίτια, για να τη μαλάζουνε τα παιδιά των αφεντικών. Τη συμβουλή άλλωστε αυτή του έδωσε και ο γείτονάς του, ο Μαλτέζος, που είχε γίνει φίλος του και του είχε μείνει ο μόνος στους καιρούς εκείνους της δυστυχίας. Μια συμβουλή που την ελογάριαζε ο Τραμπακέρας περισσότερο από το κάθε τι, γιατί ο καλός εκείνος άνθρωπος τον εβοηθούσε πια ταχτικά από καιρό. Τα χρήματα που κέρδιζε ο Μαλτέζος, τα ξόδευε, τα περισσότερα, στο σπίτι του κουτσού. Η Λουκρέτσια, όταν ήταν άρρωστος, τον είχε περιποιηθεί, και τα μικρά αδέλφια της εμπανόβγαιναν στη μπαράκα του. Τα έστελνε σε μικρά θελήματα και η συντροφιά τους τον έκαμε να μάθει τις πρώτες ελληνικές λέξεις. Οι μαλτέζικες ανεμότρατες ξαναγύρισαν σε κάμποσους μήνες, αλλά ο Μαλτέζος δεν έφυγε μαζί τους. Οι παλιοί του σύντροφοι ήθελαν να τον πάρουν κι εκείνος ο ίδιος το 'λεγε πως τους περίμενε για να φύγει, αλλά όταν έφτασε η ώρα ν' αποφασίσει, προτίμησε να μείνει. Είχε συμβουλευθεί και τον Τραμπακέρα, αλλά με τρόπο, σα να το 'θελε να μείνει και να ζητούσε να τον ενισχύσουν στην ενδιάθετή του επιθυμία.
"Γυναίκα, παιδιά να σε περιμένουνε, δεν έχεις. Πατέρα, μάνα, ούτε", του απάντησε εκείνος. "Τι να κάνεις να πας; Για να σε τρώει η άρμη και το πέλαγο; Εδώ καλά δουλεύεις, καλά τρως. Σε γνωρίσαμε κι εμείς και σε θέλουμε".
Από τότε ήρθε σε στενότερη επικοινωνία με την οικογένεια του Τραμπακέρα. Συχνά, στις γιορτές, έτρωγε στου φίλου του, πηγαίνοντας τάχα το δικό του, αλλά φροντίζοντας πάντα να φέρνει όσο μπορούσε περισσότερα τρόφιμα. Ψάρευε με τη μικρή βάρκα που του άφηνε ο κύριος της μπαράκας, έχοντας μαζί του τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Τραμπακέρα, και τους έδινε για το σπίτι όλα σχεδόν τα ψάρια που 'πιανε. Φαινόταν τώρα πιο ευχαριστημένος από πρώτα, μιλούσε κάπως περισσότερο με τα λίγα ελληνικά που είχε μάθει. Και κάποτε, ύστερα από ένα φαγοπότι στη γιορτή του Τραμπακέρα, τον άκουσαν πρώτη φορά να τραγουδεί, όταν εγύρισε τη νύχτα στη μπαράκα του. Μια ολόκληρη ώρα επαναλάμβανε ένα τραγούδι του τόπου του, που το έκανε μονότονο και γελοίο η ασυνήθιστη σε τέτοια βαριά και παράτονη φωνή του.
"Ο Μαλτέζος άρχισε τσι ρομαντζίες", είπε η Λουκρέτσια κι έμπηξε τα γέλια.
Τ' όνομά του ήταν Τζιοβάνης, αλλά τον έλεγαν Μαλτέζο.
Τα παιδιά του Τραμπακέρα άρχισαν να κοροϊδεύουν και να επαναλαμβάνουν κωμικά το τραγούδι του. Ο πατέρας τους τα μάλωσε.
"Τι τονε κογενάρετε τον άνθρωπο; Αυτούνος είναι πίλιο συγγενής μας κι από τσου μπαρμπάδες σας. Α σφαλίσω τα μάτια, μουρέ διαόλοι, καμιά ώρα, ο Μαλτέζος θα σταθεί πατέρας σας".
"Δε τονε κογενάρουμε", είπε η Λουκρέτσια.
"Τ' αφτιά μου τα 'χω για μόμπιλο"; είπε ο Τραμπακέρας.
"Μα τον Άγιο, σου λέω, δεν είπαμε τίποτσι!" διαμαρτυρήθηκε η Λουκρέτσια.
Είχε πράγματι μετανιώσει γιατί τον είχε κοροϊδέψει στην αρχή. Ήτανε σε θέση να ξέρει πόσο καλός εστάθηκε στην οικογένειά τους, και περισσότερο μάλιστα σ' αυτήν την ίδια, ο Μαλτέζος. Και ανάγκασε τα μικρά, που εξακολουθούσαν τις κοροϊδίες με μουρμουρητά μεταξύ τους, με πνιχτά από φόβο του πατέρα χάχανα, να πάψουν εντελώς. Εκείνος τραγουδούσε ακόμη σιγανότερα τώρα, αλλά τόσο καθαρά ερχόταν η φωνή του, που η Λουκρέτσια, ύστερα από κάμποση ώρα, αφού ο πατέρας της και τ' αδέρφια της έπεσαν να κοιμηθούν, σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να ιδεί πού στεκόταν και τραγουδούσε ο Μαλτέζος. Τον είδε να κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα όξω από την μπαράκα του, με το κεφάλι γυρισμένο στη θάλασσα.
Η Λουκρέτσια το 'βρισκε περίεργο. Ένας άνθρωπος που και στην κουβέντα του ήταν δύσκολος -τα λόγια του έβγαιναν πάντα με το αγκίστρι, όχι μόνο γιατί δεν ήξερε καλά τη γλώσσα και δεν είχε μπορέσει να μάθει ούτε μια ελληνική λέξη σωστή, αλλά γιατί ήταν έτσι από φυσικό του (ο άνθρωπος φαίνεται...) -πώς τραγουδούσε απόψε; Είχε πιει περισσότερο; Αλλά και άλλοτε είχε πιει το ίδιο.
Η Λουκρέτσια έπεσε στο κρεβάτι της αλλά δεν κοιμήθηκε. Το τραγούδι εξακολουθούσε. Τότε, για να ιδεί τι θα κάνει ο Μαλτέζος, ξαναπήγε και άνοιξε το παράθυρο και το χτύπησε δυνατά.
Ο Μαλτέζος σηκώθηκε αμέσως από την πέτρα και φώναξε:
"Μπόνα νότε, Τραμπακέρα!"
Δεν είχε καταλάβει πως ήταν η Λουκρέτσια κι εκαληνύχτιζε το φίλο του, που αυτή την ώρα ροχάλιζε και ούτε μπορούσε ν' ακούσει τίποτε.
"Μπόνα νότε", του αποκρίθηκε εκείνη με τη μουσική φωνή της και τράβηξε τα φύλλα του παραθύρου, σα να τα 'κλεινε - αλλά τ' άφησε μισάνοιχτα.
Τότε ο Μαλτέζος, που επήγαινε να μπει στην πόρτα του, στάθηκε, έκαμε τρία βήματα προς τα κάτω, προς τη σταφιδαποθήκη, με το πρόσωπο προς το παράθυρο, σταμάτησε, εγύρισε το κεφάλι του προς όλες τις πλευρές του κτιρίου, σα να ήθελε να ιδεί αν θα φανεί κάποιος, έμεινε εκεί πέντε ολόκληρα λεπτά και ύστερα ξαναγύρισε απάνω και στάθηκε έξω από τη μπαράκα του με το κεφάλι σκυφτό. Σε λίγο εκάθησε πάλι στην πέτρα, με τους αγκώνες στα γόνατα και το κεφάλι χωμένο στις παλάμες. Ακούστηκε ένας ήχος σα μικρό μουγκρητό. Ο Μαλτέζος είχε στενάξει.
Η Λουκρέτσια παραμόνευε μέσα από το παράθυρο. Ο Μαλτέζος τώρα σφύριζε το σκοπό του πρώτου τραγουδιού. Φαινόταν η σιλουέτα του, καθώς ξεκοβόταν σκοτεινή στη διάστερη νύχτα, απάνω στο ύψωμα. Και όπως καθόταν στη μεγάλη πέτρα, μπροστά στη μικρή μπαράκα, απάνω από το μώλο που χανόταν η γραμμή του στο φεγγερό πέλαγος, φάνταζε σαν ένα πελώριο στοιχειό, που είχε βγει εκεί από το κύμα και καμάρωνε τη θάλασσα και μιλούσε μαζί της κι εκείνη του απαντούσε με τη βαθιά της ανάσα.
Η Λουκρέτσια ρωτούσε τον εαυτό της σαν τι να συνέβαινε στο Μαλτέζο απόψε και αγρυπνούσε εκεί απάνω από τη θάλασσα. Το γυναικείο της ένστικτο τής έδωσε μια απάντηση και την άλλη ημέρα φάνηκε πως δεν είχε άδικο. Το πρωί, ενώ ήταν μονάχη στο σπίτι και ξελέπιαζε λιθρινάκια για το μεσημέρι, είδε το Μαλτέζο να μπαίνει στην πόρτα. Ξαφνιάστηκε. Ήταν ώρα που οι άνδρες βρισκόντουσαν στη δουλειά τους. Ο Μαλτέζος στάθηκε μπροστά της μ' ένα πακέτο στο χέρι, άρχισε να της μιλά με τα ελληνομαλτέζικά του, σταματούσε σε κάθε φράση και άρχιζε αλλιώς, σα να μη μπορούσε να βρει εκείνο ακριβώς που ήθελε να της πει. Στο τέλος έπαψε, άπλωσε το χέρι και άφησε το πακέτο σε μια καρέκλα κι έφυγε αμέσως προς την αγορά. Η Λουκρέτσια πήγε στην πόρτα και τον είδε που πήγαινε τρέχοντας. Πήρε τότε το πακέτο και το άνοιξε. Και βρήκε μέσα ένα μεγάλο κομμάτι μαλλοβάμβακο ύφασμα, κόκκινο με άσπρες ρίγες, και, μαζί, ένα άλλο, από μπατίστα κλαρωτή, που έφτανε το καθένα και πέρσευε για ένα φόρεμα. Μαζί, διπλωμένα σε άλλο χαρτί, ήταν κι ένα ζευγάρι γοβάκια με μεγάλες φανταχτερές αγκράφες και μια μεγάλη χτένα για τα μαλλιά, από ταρταρούγα. Η νέα έκαμε το σταυρό της.
"Κύριε των δυνάμεων!..."
Τι ήταν τούτα; Και, καλά τα φορέματα και η χτένα -αυτά πήγε και τα πήρε από το εμπορικό. Αλλά τα γοβάκια; Πώς ήξερε τα μέτρα της; Τα πρόβαρε και της ερχόντουσαν ίσα - ίσα! Έσπασε το κεφάλι της για να λύσει αυτό το μυστήριο και το 'μαθε αργότερα από τον ίδιο. Την προηγούμενη μέρα, πρωί - πρωί, είχε παραφυλάξει την ώρα που έλειπαν ο Τραμπακέρας και τα παιδιά και η Λουκρέτσια ήταν στη βρύση· μπήκε στη σταφιδαποθήκη και πήρε το ένα της παπούτσι από το μοναδικό γερό ζευγάρι που είχε για τις γιορτινές ημέρες και το πήγε στον τσαγκάρη και πάνω στα μέτρα του αγόρασε τα γοβάκια· ύστερα ξαναγύρισε, μπήκε στου Τραμπακέρα, είπε στη Λουκρέτσια -άλλος κανείς δεν ήταν στο σπίτι- πως κάποια γειτόνισσα τη ζητάει στον πλαϊνό δρόμο κι όταν έμεινε μόνος, έβαλε το φορεμένο παπούτσι στη θέση του.
Δεν έμεινε, φυσικά, καμιά αμφιβολία πια στη Λουκρέτσια για τις διαθέσεις του Μαλτέζου. Τι να 'κανε όμως τώρα; Να το πει ή να μην το πει του πατέρα της; Της άρεσαν τα πράματα και ήθελε να βρει τρόπο να τα δικαιολογήσει. Και, ζητώντας δικαιολογίες και για τον ίδιο τον εαυτό της, σκεφτόταν ότι είχε άδικο να κακοβάλει στην αρχή με το νου της για την προσφορά του Μαλτέζου και ότι ο άνθρωπος τής τα πήγε σα φίλος του πατέρα της και για τις τόσες περιποιήσεις που του είχε κάμει όταν ήταν άρρωστος. Έκρυψε τα πράματα και δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Σε μερικές μέρες όμως δε μπορούσε πια να κρατηθεί κι έδωσε στη μοδίστρα το φόρεμα με τις ρίγες· κι όταν το φόρεσε την Κυριακή, καθώς και τα γοβάκια, είπε στον πατέρα της κάτι διφορούμενα για την προέλευσή τους κι εκείνος φαντάστηκε πως της τα χάρισε η νουνά της, που πάντα κάτι της έστελνε να φορέσει.
Αλλ' αυτή η ιστορία επιτάχυνε το μοιραίο γεγονός, προς το οποίο τραβούσε ο Μαλτέζος χωρίς να το καταλαβαίνει ακόμη. Γυναίκες τον είδαν που αγόραζε εκείνα τα πράματα, μυρίστηκαν κάτι, και, όταν σε λίγες ημέρες είδαν τη Λουκρέτσια με καινούργιο φόρεμα, με άσπρες και κόκκινες ρίγες, άρχισε η κακογλωσσιά: Ο Μαλτέζος ντένει και ποδένει την κόρη του Τραμπακέρα! Το πράγμα έφτασε στ' αφτιά του θείου της, του αδελφού της μάνας της, κι εκείνος έπιασε τον πατέρα της και του τα είπε.
Το Κατάκωλο εβούϊξε πως ο Μαλτέζος "έχει" τη Λουκρέτσια.
Ο Τραμπακέρας την ίδια ώρα έτρεξε και βρήκε το Μαλτέζο και του ζήτησε να εξηγηθεί.
"Σ' αγαπάω και σε τιμάω, Μαλτέζο, αλλά ετούτα, τζόγια μου, δεν είναι τίμια πράματα. Κι αν το 'πραξες εσύ, απομοναχός σου κι από καλού, να μου το πεις και να τα πάρεις τα πράματά σου πίσω, να τα πας τσι πριμαντόνες· κι α σου τα ζήτησε εκειά, τηνέ σφάζω σαν την κότα!"
Ο Μαλτέζος έμεινε απόπληκτος στην αρχή, σα να τον έπιασε επ' αυτοφώρω σ' ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Προσπάθησε να βρει λόγια να δικαιολογηθεί, αλλά δεν το κατόρθωσε. Δέκα λεπτά μιλούσε και ήταν σα να είχε στο στόμα του χαλίκια. Ο άλλος δεν καταλάβαινε τίποτα.
"Πα να πει το 'πραξες πενσάτο, για να με προσβάλεις, εμέ και τη φαμίλια μου; ... Ετούτο σου λέω: Για ένα ονόρε ζει ο φτωχός..."
Ο Μαλτέζος τότε, ταραγμένος με τη σύγχυση του τίμιου ανθρώπου που έκαμε μεγάλο κακό στον εγκάρδιο φίλο του και το αναγνωρίζει, επήρε τη μεγάλη απόφαση. Εζήτησε, με λίγα λόγια, απ' τον Τραμπακέρα να του δώσει γυναίκα τη Λουκρέτσια.
"Ετούτο είναι άλλος λόγος", είπ' εκείνος. "Να δούμε τι θ' αποκριθεί κι εκειά".
Αλλ' αυτή η πρόταση τον χαροποιούσε. Αγαπούσε το Μαλτέζο· ήξερε πως κοντά του δε θα δυστυχούσε ποτέ η κόρη του, και, όπως φοβόταν πολύ για τη ζωή του, γιατί ύστερα από το κακό που τον είχε βρει ποτέ δεν ανάλαβε εντελώς - αδυνάτιζε ολοένα και περισσότερο, θες από την έλλειψη της καλής τροφής που του χρειαζόταν για να δυναμώσει ύστερα από την εγχείρηση, θες από τις έγνοιες και από την πίκρα πως ξέπεσε κι από αφέντης έγινε δούλος- αν έκλεινε τα μάτια, όπως το είχε πει κιόλας στα παιδιά του, θα τους άφηνε έναν προστάτη πραγματικό στη θέση του.
Η Λουκρέτσια άκουσε το νέο με ψεύτικη έκπληξη, σα να μην είχε καταλάβει τίποτα ως τη στιγμή εκείνη για τις διαθέσεις του Μαλτέζου. Η αλήθεια είναι πως μια πρόταση γάμου δεν την περίμενε έτσι αμέσως - αμέσως. Ύστερα κατσούφιασε λίγο, δεν εφάνηκε πως της άρεσε και πολύ, αλλά ο πατέρας της τής μίλησε τόσο πειστικά και τόσο έδειχνε την επιθυμία του να γίνει το συνοικέσιο, ώστε συγκινήθηκε και δέχτηκε.
Βέβαια, άξιζε για καλύτερο -τόσοι την εκοίταζαν, ο Λούκας ο κλειδούχος του σιδηροδρόμου την τριγύριζε, αλλ' εκτός που ήταν πεντάφτωχος, μ' ένα μικρό μισθό, αν είχε στο νου του για στεφάνι θα της το 'λεγε. Ήταν νέος και όμορφος, της άρεσε λιγάκι, αλλά ήταν για εργολαβία μονάχα και στα τέτοια δεν είχε το νου της αυτή. Ποιον θα 'παιρνε επί τέλους; Τον κόντε; Έτσι κι αλλιώς, ένας δουλευτής έπεφτε στο ριζικό της.
Δυο όρους είχε μονάχα για το Μαλτέζο: να βγάλει το σκουλαρίκι που κρεμόταν στο αριστερό του αφτί και να μην περπατεί ξυπόλυτος και ξεσκούφωτος.
Το ίδιο βράδυ ο Μαλτέζος παρουσιάστηκε στου Τραμπακέρα περπατώντας δύσκολα με καινούργια παπούτσια, με μια σκούρα μάλλινη φανέλα και μ' ένα κασκέτο στο κεφάλι και χωρίς το σκουλαρίκι του. Στο τραπέζι ήταν και ο μπάρμπας της Λουκρέτσιας με τη θεια της.
Ο λόγος εδόθηκε επίσημα στο πρώτο ποτήρι από τον Τραμπακέρα με τα απλά αυτά λόγια:
"Να μας ζείστε, να γεράσετε... και του Αβραάμ τ' αγαθά!... Και γλήγορα τα στεφανώματα, να φύγει και τούτη η έγνοια!"
Ο Μαλτέζος, μόλις τα κατάφερε σ' όλο το γεύμα να πει πέντε λόγια. Και όταν τραβήχτηκε γρήγορα στο τέλος, την ώρα που έφυγε και ο θείος της Λουκρέτσιας, επήγε κατ' ευθείαν στη μπαράκα του με το κεφάλι σκυφτό, σχεδόν τρικλίζοντας, χωρίς να έχει πιει, ζαλισμένος, όπως ο ταπεινός άνθρωπος που του έτυχε μια ανέλπιστη ευτυχία.
Μου φαίνεται πως τον βλέπω ακόμη, όπως εγύριζε στη μακριά προκυμαία στο Κατάκωλο, ξυπόλυτος -τα παπούτσια στάθηκε αδύνατο να τα συνηθίσει, μ' όλη την επιμονή της γυναίκας του- με το ανοιχτό βήμα των ναυτικών, ψηλός, με πλάτες τετράγωνες, με το πουκάμισο ανοιχτό το καλοκαίρι μπροστά στο δασύ του στήθος, με τα μανίκια του πουκαμίσου ανασκουμπωμένα πάντα ψηλά στα μπρούντζινα μπράτσα του -στο δεξί του ήταν ζωγραφισμένο με στιγματισμό ένα τρικάταρτο καράβι με μια μικρή γοργόνα που στεκόταν αντίκρυ, μπροστά από την πλώρη του- με τις πελώριες παλάμες του, με την πλατιά κόκκινη ζώνη του και το χιλιομπαλωμένο πανταλόνι, που είχε γίνει μουσαμάς από τα κατράμια που άλειφε τα ύφαλα των καϊκιών. Ήταν τότε σαραντάρης, με μαύρα φουντωτά γένια και μεγάλα φρύδια, που εξείχαν απάνω από τα κουκουλωτά μάτια του, με την τρύπα του δεξιού του αφτιού για το σκουλαρίκι, που τον ανάγκασε να το βγάλει η Λουκρέτσια. Ο σβέρκος του ήταν σα σκασμένο κεραμίδι.
Από τότε που παντρεύτηκε είχε πέσει στη δουλειά με τα μούτρα. Καλαφάτιζε, διόρθωνε παλιές βάρκες και καΐκια, μοναδικός σ' αυτή τη δουλειά σ' όλο το λιμάνι, έραβε πανιά, έκανε το μαουνιέρη στις μεγάλες φούριες των φορτώσεων των εγγλέζικων βαποριών, που ερχόντουσαν το φθινόπωρο για σταφίδα. Εδούλευε ακατάπαυτα για να φτιάσει το νοικοκυριό του όπως άρεσε της Λουκρέτσιας, για να πηγαίνει στο σπίτι του ό,τι καλό υπήρχε στην αγορά και να βοηθάει και τον Τραμπακέρα, που, σιγά - σιγά, είχε γίνει πετσί και κόκκαλο, ανίκανος για εργασία.
Είχε φύγει από τη μπαράκα του και είχε νοικιάσει ένα ισόγειο κοντά στα Σκαλάκια, όπως έλεγαν τη μεγάλη πέτρινη σκάλα που ανεβαίνει από το Κάτω Κατάκωλο στο Απάνω. Σ' ένα δωμάτιο αυτού του σπιτιού είχε κουβαληθεί και ο Τραμπακέρας με τα άλλα του παιδιά.
Στην αρχή η νέα οικογένεια πήγαινε ήσυχα. Αλλά η Λουκρέτσια ήταν πολύ νέα και καλοκαμωμένη κι ελαφρόμυαλη για να της φτάσει ο κακομοίρης ο Μαλτέζος, που δεν ήξερε άλλο παρά να είναι κουβαλητής και που ποτέ του δε μπόρεσε να ξεμάθει τη μαλτέζικη προφορά και μιλούσε τα ελληνικά τσάτρα - πάτρα και που στάθηκε αδύνατο να υποφέρει το παπούτσι στο πόδι του, το ελεύθερο σ' όλη του τη ζωή.
Ο Λούκας ο κλειδούχος άρχισε πάλι να την τριγυρίζει. Έκανε καντάδες όξω από τα παράθυρά της, της παράγγελνε με μια γριά της γειτονιάς πως ο Μαλτέζος τού την πήρε τον καιρό που ήταν έτοιμος αυτός να τη ζητήσει από τον πατέρα της, θα του το πληρώσει, ότι τηνε λυπάται γιατί έχει στο πλευρό της αυτό το σκυλόψαρο, τον παλιομαλτέζο, που μυρίζει ψαρίλα και κατράμι ο τόπος, όπου σταθεί, και ότι, αν το 'φερνε η μοίρα, αυτός θα ήταν πρόθυμος όχι μόνο για στεφάνι, παρά για να την κάνει κυρά και βασίλισσα. Είχε τα μέσα, λέει, στο νέο διευθυντή του σιδηροδρόμου και γρήγορα θα τον έκαναν υποσταθμάρχη -και έχει ο θεός.
Η Λουκρέτσια στην αρχή έκανε πως δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτα, αλλά στο τέλος άρχισε να φέρνει επίτηδες την κουβέντα στη γριά, που μιλούσε με το Λούκα, για να της προκαλεί περισσότερα εκ μέρους του.
Ήταν τίμια γυναίκα -να μην περιμένει τίποτα ο Λούκας. Μα αν τον επήρε θεληματικά της το Μαλτέζο, η καρδιά της το ξέρει. Ήτανε της μοίρας της, το 'θελε ο πατέρας της στη δυστυχία που ζούσανε κι αυτή το 'κανε για ν' αναστήσει τ' αδέρφια της. Έκλεισε τα μάτια της και τον πήρε. Τώρα, πάει!
Και με τα τριγυρίσματα και τις καντάδες του Λούκα, που δεν σταματούσαν, της εμπήκε πια οριστικά στο μυαλό και δεν της έφευγε ούτε μια στιγμή η ιδέα πως θυσιάστηκε, πως ο Μαλτέζος εκμεταλλεύτηκε τη φτώχεια τους για να μπει στο σπίτι τους. Άρχισε να της φαίνεται γελοίος, ενόμιζε πως την κορόϊδευαν κι αυτή γιατί τον είχε άντρα. Αχ, γιατί να είναι έτσι ο κόσμος και να χαραμίζονται οι κοπέλες; Ο Λούκας τραγουδούσε απ' όξω με την παρέα του, περασμένα μεσάνυχτα, ο καημός της τον έδερνε κι ο άλλος, ο παλιόφραγκος, ερουχάλιζε πλάι στο προσκέφαλό της. Πώς να κοιμηθεί έτσι μια γυναίκα; Έτσι είναι που πέφτουνε μερικές στην αμαρτία -και καμιά να μη λέει μεγάλο λόγο.
Επί τέλους κάποτε -ήταν της τύχης; το σκάρωσε η μεσίτρα;- η Λουκρέτσια, ένα δειλινό που επήγε στη γριά σ' ένα κουτάκι λίγον καφέ τριμένο, που τον είχε καβουρντίσει εκείνη την ημέρα, ευρήκε μέσα τον Λούκα. Κοκκίνησε κι έκανε να φύγει, αλλά κάθησε. Εκείνος άρχισε να μιλεί για τη θέση του. Όπου και να 'ταν θα προβιβαζόταν. Ο διευθυντής τού το δήλωσε: Θα το 'βαζε στο κασκέτο το χρυσό σειρήτι. Αλλά ποιο το όφελος;... Ύστερα μίλησαν για άλλα πράματα. Η γριά επήγε να τους ψήσει καφέ, από τον φρέσκο της Λουκρέτσιας, κι εκείνος, δίνοντάς της ένα μπουκετάκι από ρεζεντά και μπουγαρίνια, της είπε, χωρίς άλλο προοίμιο και χωρίς να της προσθέσει τίποτα:
"Ετούτο μονάχα σου λέω, Λουκρέτσια: Ο πόνος της καρδιάς μου είναι αβάσταχτος!"
Έφυγε αναστατωμένη. Εκείνη τη νύχτα ήταν σα μεθυσμένη. Δε μπόρεσε να κλείσει μάτι, μυριζόταν κάθε τόσο τα μπουγαρίνια, τραβιόταν στην άκρη του κρεβατιού, να μην ακουμπήσει απάνω της ο Μαλτέζος, που ανασηκωνόταν πάντα στον ύπνο του και αναδευόταν στο στρώμα.
Την ίδια βδομάδα η ιστορία είχε τελειώσει. Η γριά μεσίτρα την κατάφερε να πάει να μιλήσει μισή ώρα με το Λούκα στο σπίτι της. Μάτι δε θα τους έβλεπε. Με το σουρούπωμα ο δρόμος ήταν έρημος. Κι εκείνη θα 'χε το νου της στις πόρτες, και στη δική της και στης Λουκρέτσιας, που ήταν λίγο παραπάνω. Εκείνη στην αρχή αρνήθηκε, αλλά είπε γρήγορα το ναι. Το περίμενε άλλωστε, σαν ένα πράμα που ήταν αδύνατο να το αποφύγει. Έφυγε από κει ερωμένη του Λούκα.
Από τότε άρχισε το μαρτύριο του δυστυχισμένου του Μαλτέζου. Η Λουκρέτσια τον εβασάνιζε, τον απόπαιρνε, τον μεταχειριζόταν σα δούλο. Ο Τραμπακέρας έκαμε να επέμβει μια - δυο φορές και να της πει ότι δεν κάνει καλά να φέρεται έτσι σ' αυτόν τον κακομοίρη που δούλευε για όλους τους, αλλά, χωρίς ηθικό πια από την εξάντλησή του που προχωρούσε κι από την ιδέα πως ζούσε από την κόρη του, δε μπόρεσε να τα βγάλει πέρα μαζί της. Παρηγορούσε μόνο το Μαλτέζο, όταν ήταν οι δυο τους μόνοι, κι άρχισε να τον κάνει περισσότερο παρέα όξω στα ουζάδικα.
Εκείνος μια - δυο φορές σκέφτηκε να φύγει και να την αφήσει. Θα 'μπαινε ναύτης στο πρώτο αυστριακό που θα περνούσε από το λιμάνι και θα πήγαινε στο Τριέστι και ύστερα στη Μάλτα.
Είχε υπερτιμήσει τις δυνάμεις του. Όταν ήρθε η ημέρα να εκτελέσει το μυστικό σχέδιό του και μπήκε στο αυστριακό της γραμμής, για να κάνει τις προτάσεις του για το άλλο ταξίδι του βαποριού, αν δεν μπορούσαν να τον πάρουν αμέσως, κι ο πλοίαρχος του είπε ότι μπορούσε από τώρα να μείνει στο καράβι, ο Μαλτέζος, αφού έμεινε λίγη ώρα σιωπηλός, σα να συλλογιζόταν αν είναι εντελώς έτοιμος για να φύγει, είπε στη γλώσσα του:
"Ευχαριστώ... Μου κάνετε μεγάλη ευεργεσία".
Αλλ' αντί να πάει στον υποπλοίαρχο να τον περάσουν στα χαρτιά του πλοίου, όπως του είπε ο καπετάνιος, ετράβηξε με αργό βήμα στη σκάλα του βαποριού και κει στάθηκε κι εκοίταζε την προκυμαία, τα σπίτια, το μικρό σταθμό του σιδηροδρόμου. Ύστερα, τα μάτια του έπεσαν στη μπαράκα του, που ξεχώρισε στο ύψωμα που ήταν στη ρίζα του μώλου, στη σταφιδαποθήκη, που ήταν λίγα μέτρα πιο δεξιά, λίγο χαμηλότερα, όπου καθόταν άλλοτε ο Τραμπακέρας με τα παιδιά του. Ύστερα το βλέμμα του αναζήτησε το σπίτι του, τις ακρογιαλιές και τις αποθήκες που δούλευε τόσα χρόνια. Του φάνηκε πως κάπου είδε τον Τραμπακέρα να πηγαίνει κούτσα - κούτσα με το δεκανίκι του. Τότε άρχισε να βλέπει δεξιά κι αριστερά σα φοβισμένος, σαν άνθρωπος που έκανε ένα μεγάλο κακό και φοβόταν μην τον ανακαλύψουν. Δυο άνθρωποι του βαποριού που πέρασαν από μπροστά του τον κοίταξαν με υποψία. Είχε το ύφος ενόχου.
Εγύρισε ύστερα πάλι το βλέμμα προς την παλιά του μπαράκα κι εκοίταζε εκεί πολλήν ώρα. Αναθυμόταν. Περνούσε από το μυαλό του η Λουκρέτσια, όπως στις καλές ημέρες που ήταν κορίτσι και δεν είχε αγριέψει όπως τώρα. Χθες ακόμα τον έβρισε, τον εφώναξε "ρεντίκολο τση ρούγας" μπροστά στον κόσμο, γιατί έκοψε ο κακομοίρης ένα κόκκινο γεράνι από τη γλάστρα και το 'βαλε στο αφτί του.
Τα μάτια του είχαν πάρει μια θολάδα αλλόκοτη, σα να είχαν διαλυθεί οι κόρες και να μην έβλεπε τίποτε. Κάποιος σκοτεινός κόσμος περνούσε στην ενθύμηση και στη φαντασία του. Και ύστερα από κάμποση ώρα, σκυφτός, περπατώντας σαν κατάδικος που τον εγύριζαν δεμένο αθέατοι χωροφύλακες στη φυλακή απ' όπου είχε δραπετεύσει, κατέβηκε τη σκάλα, επήδησε σε μια βάρκα και βγήκε στην προκυμαία. Ετράβηξε σαν υπνωτισμένος στην ταβέρνα, όπου επέρασε στην ώρα του κι ο πεθερός του, και ήπιε, ήπιε πολύ! Όχι, ήταν αδύνατο να φύγει. Καλή - κακή, η Λουκρέτσια αυτή ήταν. Πώς θα μπορούσε να περάσει ένα μερόνυχτο χωρίς να είναι κοντά της; Πολλές φορές, όταν περνούσε όλη την ημέρα στη δουλειά, την ώρα του φαγητού, που ξεκουραζόταν μισή ώρα, τα ρουθούνια του αναρουφούσαν τον αέρα, αναζητώντας τη μυρουδιά του κορμιού της Λουκρέτσιας.
Το πήρε πια απόφαση να την υποφέρει. Έτσι συνήθισε σιγά - σιγά την κακή και φαρμακωμένη ζωή που του 'κανε η γυναίκα του. Της είχε υποταγεί, όπως το υπομονετικό άκακο άλογο στον τυραννικό διεστραμένο άνθρωπο.
Άρχισε πια να πίνει, για να βρίσκει λίγη ανακούφιση. Και μαζί του έκανε το ίδιο κι ο Τραμπακέρας, θες γιατί είχε ένα είδος τύψεις, γιατί τον αγαθό αυτό άνθρωπο, τον προστάτη τους, τον αδικούσε η κόρη του, θες γιατί ο ίδιος αισθανόταν την ανάγκη να ξεχνάει τις στριγγλιές της. Μαζί επήγαιναν στην ταβέρνα, μαζί εγύριζαν στο σπίτι μεθυσμένοι και μαζί υπόφεραν τις βρισιές της Λουκρέτσιας, που εξαγριωνόταν πια μόνο που τους έβλεπε.
Πέρασε έτσι ένας χρόνος, μέσα στον οποίο το αλκοόλ εσκότωσε γρήγορα τον Τραμπακέρα. Απόκαμε τις λίγες δυνάμεις που του έμειναν κι ένα κρυολόγημα τον εσάρωσε σε τρεις ημέρες. Η καρδιά του είχε ξεκουρντισθεί και δεν μπόρεσε ν' ανθέξει στη μικρή αρρώστια.
Ο θάνατος αυτός ήταν φοβερό χτύπημα για το Μαλτέζο. Έχασε το μόνο του φίλο στον κόσμο, το σύντροφο που ανακουφιζόταν μαζί του, το μοναδικό αφτί που τον άκουγε.
Αλλά σε λίγο ένα άλλο γεγονός ήρθε ν' ανακουφίσει και να γλυκάνει την πικραμένη του ψυχή. Η γυναίκα του έφερε στη ζωή ένα χαριτωμένο ξανθό αγόρι. Αυτή η γέννα ημέρεψε κάπως τη Λουκρέτσια, αλλά κυρίως έδωσε στο Μαλτέζο μια ευτυχία που τον αποζημίωσε για όλα όσα είχε υποφέρει. Όπως η φοβισμένη και περιφρονημένη του καρδιά δεν είχε πού ν' αφοσιωθεί, έριξε όλη την τρυφερότητά της στο παιδί.
Εβάφτισαν το μικρό και το έβγαλαν Γεράσιμο, στη μνήμη του μακαρίτη του Τραμπακέρα. Ο Μαλτέζος δεν εζούσε πια παρά γι' αυτό το παιδί. Ήταν η διασκέδασή του, η αγάπη του, εκείνο που όχι μόνο δικαιολογούσε αλλά έκανε ιερή την ύπαρξή του στον κόσμο. Η συνηθισμένη του ασχολία, όταν το παιδί ήταν μωρό, ήταν να το ζυγιάζει κάθε τόσο. Τον ενθουσίαζε η φυσική αύξηση του βάρους του, σαν ένα προσωπικό του μεγάλο απόκτημα. Ο Γεράσιμος αναπτυσσόταν γρήγορα. Φαινόταν πως θα γινόταν γερός, εύρωστος κι έξυπνος, σα να μεγάλωνε από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν ήταν παράξενο αν ο Μαλτέζος καμάρωνε έτσι το γιο του. Απάνω στα δυο του χρόνια άρχισε να του φτιάνει ένα καραβάκι, μια σκαλιστή γολέτα τρικάταρτη, σε μάκρος ενός σχεδόν μέτρου. Το μαστόρευε από Κυριακή σε Κυριακή, που δεν είχε δουλειά, και για να τελειώσει το παιχνίδι αυτό χρειάστηκε έξι μήνες. Έδωσε το όνομα του γιου του στο μικρό πλοίο. Ήθελε να συνηθίσει το παιδί με τέτοια πράγματα. Όταν θα μεγάλωνε, θα τον έκανε καπετάνιο. Μια μέρα ένα καράβι θ' άραζε στη Μάλτα και οι παλιοί του σύντροφοι θα έβλεπαν τον πλοίαρχο και θα 'λεγαν: "Ο γιος του Τζιοβάνη".
Αυτές οι χαρές και οι ελπίδες και τα σχέδια έτρεφαν τώρα την ψυχή του και το μυαλό του. Χαρές κι ελπίδες και σχέδια για το Γεράσιμο.
Αλλά όλοι στο Κατάκωλο ξέρανε πως το παιδί ήταν του Λούκα. Είχε με τον κλειδούχο μια ομοιότητα καταπληχτική. Η σχέση, άλλωστε, της Λουκρέτσιας με το Λούκα δεν ήταν πια μυστικό σε κανένα. Ο κλειδούχος εύρισκε τρόπο να μπαίνει και στο σπίτι της. Και όπως δεν εύρισκαν και κανένα εμπόδιο, δεν ελάβαιναν πια καμιά προφύλαξη και δεν είχαν καμιά ντροπή. Μόνο ο Μαλτέζος δεν εμάντευε τίποτα. Είχε μια υποψία απλώς, αόριστη, για το Λούκα, μια αντιπάθεια έμμονη, που τον έκανε να γυρίζει αλλού τα μούτρα του όταν τον έβλεπε. Αλλά ποιος μπορούσε να του ειπεί το παραμικρό; Τον φοβόντουσαν. Από τον καιρό μάλιστα που άρχισε να τον κακομεταχειρίζεται η Λουκρέτσια, ο Μαλτέζος είχε πάρει μια παράξενη αγριάδα. Απόφευγε τους άλλους, με δυσκολία μιλούσε στον κόσμο, η ζωή του είχε αποξενωθεί από κάθε κοινωνικό ενδιαφέρον. Όπου έβλεπε πολλούς ανθρώπους, τραβούσε από τον άλλο δρόμο, επρόσεχε να μην ενοχλήσει κανένα στο παραμικρό, σα φοβισμένος από όλους. Αλλά, όταν τον επείραζαν, ερεθιζόταν και γινόταν θηρίο. Όμως αυτό συνέβαινε πολύ σπάνια. Είχε κάτι καλύτερο να κάνει παρά να προσέχει τους άλλους: έφτιανε το γιο του! Γιατί είχε μια αντίληψη αγωγής. Κυρίως ήθελε να τον παρασκευάσει για το στοιχείο που ήθελε να τον παραδώσει -για τη θάλασσα. Όταν το παιδί μεγάλωσε λίγο, το 'παιρνε μαζί του, το μάθαινε κολύμπι, το είχε δίπλα του στο ψάρεμα, το κρατούσε να τον συντροφεύει στα διορθώματα που έκανε στις βάρκες, του έδινε τα πρώτα μεγάλα μαθήματα του θαλασσινού. Στην επιστροφή, το βράδυ, όταν το παιδί ήταν πολύ μικρό, το γύριζε στο σπίτι απάνω στον ώμο του και, όταν μεγάλωσε λίγο, το κρατούσε από το χέρι.
Στο Κατάκωλο το έλεγαν "το παιδί του Μαλτέζου"· πολλοί έκαναν αστεία μπροστά στο μικρό για την πατρότητά του, που εκείνο δεν τα καταλάβαινε, αλλά κανείς δεν τολμούσε να σηκώσει το φρύδι του όταν περνούσε ο Μαλτέζος.
Έτσι το παιδί έφτασε εννιά χρόνων.
Μια Κυριακή ο Μαλτέζος είχε πάρει το γιο του σε ψάρεμα με αγκίστρι στους βράχους που βρίσκονται ένα τέταρτο πιο πέρα από το μώλο, προς τα δεξιά, στην ανώμαλη ακρογιαλιά, την ανοιχτή προς το πέλαγος. Καθόταν στη ρίζα ενός ψηλού βράχου και είχε ρίξει το αγκίστρι του, όταν το παιδί εγλύστρησε κι έπεσε στη θάλασσα. Ήταν βαθιά τα νερά. Ο Μαλτέζος εβούτηξε αμέσως. Αλλά οι βράχοι εκεί ήταν πυκνοί, αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο, ήταν μυτεροί κάτω από την επιφάνεια των νερών και χρειάστηκε να κάμει δυο βουτιές για να βρει το παιδί. Το τράβηξε από το βάθος μιας πλατιάς κουφάλας και το 'βγαλε απάνω. Το παιδί ήταν νεκρό! Πέφτοντας είχε χτυπήσει με το κεφάλι στη μυτερή γωνιά μιας πέτρας κάτω από τη θάλασσα και σκοτώθηκε πριν πνιγεί. Είχε μια φοβερή πληγή στον κρόταφο.
Ο Μαλτέζος άρπαξε το πτώμα στην αγκαλιά του και, κλαίγοντας με λυγμούς που ήταν σαν ουρλιάσματα, το μετέφερε στο σπίτι του.
Η Λουκρέτσια έβαλε τις φωνές και μαζεύτηκε κόσμος. Αλλά ο αξιολύπητος ήταν ο Μαλτέζος. Πλάι στο κρεβάτι που ξάπλωσαν το παιδί, έκλαιγε γονατισμένος με αλλόκοτα μουγκρητά. Χτυπούσε τις γροθιές του απάνω στον τοίχο, έσφιγγε με τα δάχτυλα το φουσκωμένο λαιμό του. Τον ανάγκασαν να σηκωθεί για να ντύσουν το νεκρό. Εκείνοι που είχαν μπει στο σπίτι άρχισαν να λένε κάτι μεταξύ τους για το Μαλτέζο και μια γυναίκα φώναξε έξαφνα:
"Το παιδί το σκότωσε αυτός!"
Κι έδειξε το Μαλτέζο.
Όλοι εγύρισαν προς τη γυναίκα που φώναζε.
Εκείνη ξαναείπε με οργισμένη φωνή:
"Ο Μαλτέζος το σκότωσε και το 'ριξε στη θάλασσα, να πει τάχα πως επνίγηκε, γιατί ήξερε πως δεν είναι δικό του. Να και τα αίματα!"
Κι έδειξε το πουκάμισο του Μαλτέζου που ήταν κατακόκκινο από το ματωμένο κεφάλι του παιδιού, όπως το 'σφιγγε στην αγκαλιά του την ώρα που το μετέφερε.
Ο Μαλτέζος εσήκωσε τότε τα φουσκωμένα θολά από το κλάμα μάτια του προς το πλήθος.
Όλοι τον εκοίταζαν ύποπτα.
Έμεινε μια στιγμή αποβλακωμένος, σα ζώο που το χτύπησαν στο κούτελο.
Οι τολμηρότεροι κι οι πιο κακοί από τους μαζεμένους εκεί επήραν περισσότερο θάρρος. Κάποιος άλλος είπε:
"Κάνει σα να μην το ξέρουμε ότι το παιδί είναι του Λούκα".
Ο Μαλτέζος εγύρισε, με τα μάτια και το στόμα ανοιχτά, σα θηρίο που θέλει να ιδεί πού να επιτεθεί. Σε μια στιγμή προχώρησε αργά, σα μεθυσμένος και τρικλίζοντας προς τη γυναίκα που φώναξε στην αρχή εναντίον του.
Μια άλλη φωνή ακούστηκε τότε:
"Φωνάχτε ένα χωροφύλακα να μη μας φύγει. Κάνει το μισοκακόμοιρο για να μας γελάσει -ο παλιόφραγκος, ο αβάφτιστος!..."
Η Λουκρέτσια είχε σηκωθεί κι αυτή αγριεμένη. Στάθηκε μπροστά στο Μαλτέζο. Κοιτάχτηκαν άφωνα μια στιγμή. Εκείνος φάνηκε πως περίμενε να τον υπερασπίσει η γυναίκα του. Αλλά εκείνη του φώναξε διαμιάς:
"Φονιά!"
Τότε εκείνος, αφήνοντας ένα μουγκρητό φοβερό, σα μαχαιρωμένο ζώο, τινάχτηκε μ' ένα πήδημα στη γυναίκα που εφώναξε πρώτη πως το παιδί δεν ήταν δικό του και την έπιασε με μανία από το λαιμό με τις ατσαλένιες παλάμες του.
Όσοι ήταν γύρω ετραβήχτηκαν στην αρχή με τρόμο και ύστερα έκαμαν να τον πιάσουν για να γλυτώσουν από τα χέρια του τη γριά. Αλλά εκείνος την είχε πια γονατίσει χάμω και δεν την άφησε παρά όταν την αισθάνθηκε νεκρή.
Έτσι έγινε σωστά φονιάς ο δυστυχισμένος ο Μαλτέζος.
Όταν έφτασε ο καιρός να ξαναγυρίσουνε οι σύντροφοί του στη Μάλτα, αυτός ήταν πεσμένος στο κρεβάτι από βαριά αρρώστια -πνευμονία- σε μια μικρή μπαράκα, που βρισκόταν στο ύψωμα της ρίζας του μώλου. Δε μπορούσε να τους ακολουθήσει, αν και βρισκόταν τότε κάπως σε ανάρρωση. Αλλά την ημέρα που εκείνοι μπαρκάρανε, είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι, λογαριάζοντας την ώρα, κι από το παραθυράκι της μπαράκας κοίταζε προς το ανοιχτό πέλαγος, όπου έπλεαν οι τέσσερις μεγάλες βάρκες. Όσες τις χτυπούσε ο άνεμος και τα κεραμιδιά πανιά τους έγερναν μπροστά, έμοιαζαν πελώρια θαλασσοπούλια που εράμφιζαν το κύμα. Τις έβλεπε δυο ολόκληρες ώρες, όσο χρειάσθηκε για να εξαφανισθούν στον ορίζοντα. Και όταν το τελευταίο τους σημάδι χάθηκε κι έμεινε στην ήσυχη γαλάζια θάλασσα μόνο η ασημένια φιδωτή γραμμή του δρόμου τους, τα μάτια του ανθρώπου που απόμεινε πίσω βούρκωσαν. Πρώτη φορά του 'τυχε να βρεθεί μόνος, σε ξένη στεριά. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει στα νερά ξένων τόπων, στα παράλια της Μεσογείου, όπου αλητεύουν οι ψαρόβαρκες, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει καμιά νοσταλγία. Γιατί πατρίδα του ήταν κάθε βάρκα που δούλευε μαζί με άλλους συμπατριώτες του.
Και όμως, όταν έγινε καλά, δεν έφυγε από το Κατάκωλο. Ο ιδιοκτήτης της μπαράκας -ένας Ζακυνθηνός που είχε μαούνες- του ζήτησε να μείνει λίγο καιρό για να του καλαφατίσει τις βάρκες κι εκείνος δέχτηκε πρόθυμα, από ευγνωμοσύνη. Ήταν καλός στη δουλειά του και ύστερα από το πρώτο εκείνο καλαφάτισμα άρχισε άλλες τέτοιες εργασίες. Κέρδιζε έτσι περισσότερα από όσα έβγαζε στις ψαρόβαρκες και, αναβάλλοντας κάθε τόσο την αναχώρησή του, όταν παρουσιαζόταν ευκαιρία να φύγει, συνήθισε στο τέλος τον τόπο.
Είχε κάμει άλλωστε στο μεταξύ και φίλους. Κοντά στη μπαράκα του, σε μια παλιά ερημωμένη σταφιδαποθήκη, έμενε ο Γεράσιμος ο Τραμπακέρας, ο κουτσός, Ζακυνθηνός κι αυτός, με τη φαμίλια του. Τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι, τη Λουκρέτσια, μια κοπέλα θεόρατη, είκοσι χρόνων απάνω-κάτω, με πρόσωπο μελαμψό, μάτια κάρβουνα αναμμένα, στόμα σκούρο, λίγο φρυγμένο, και κορμί σφιχτοδεμένο, τριζάτο.
Ήταν μια οικογένεια πεντάφτωχη. Ο Τραμπακέρας, βαρκάρης από παιδί, είχε χάσει το πόδι του από ένα δυστύχημα στη δουλειά του. Όπως επήγε κάποτε με τη βάρκα, κατά τη συνήθειά του, να σκαρφαλώσει στο βαπόρι -την «Αντιγόνη» του Τζον, που ερχόταν από την Κυπαρισσία- πριν αράξει και πριν μπει στο μώλο, για να βρει επιβάτες κι έριξε το σκοινί με το γάτζο και πιάστηκε και ανέβαινε, έπεσε από ψηλά ο κακομοίρης γιατί ξέφυγε ο γάτζος από το κάγκελο του βαποριού, χτύπησε το γόνατό του στην πλώρη της βάρκας του και βρέθηκε στη θάλασσα. Τον τράβηξαν από τα νερά σε κακή κατάσταση και τον επήγαν στο σπίτι του απάνω σε σανίδα. Του έκαμαν διάφορα γιατροσόφια, που είχαν αποτέλεσμα να πρηστεί το πόδι του. Η γυναίκα του τον έταξε στον Άγιο Διονύσιο, αλλά ο χειρούργος που τον έφεραν από τον Πύργο πολύ αργά, εδήλωσε πως, αν δεν του έκοβαν το πόδι, θα σάπιζε ολόκληρος. Τον μετέφεραν στην πόλη, στο νοσοκομείο, κι έπειτα από κάμποσο καιρό ο Τραμπακέρας ξαναγύρισε σπίτι του μ' ένα πόδι και με δεκανίκια. Στο μακρό όμως διάστημα της νοσηλείας του η Τραμπακέραινα πέθανε απάνω στη γέννα και του άφησε ένα μωρό ακόμη.
Ο άνθρωπος είχε πια καταστραφεί. Τη βάρκα του τήν είχε πουλήσει, για να πληρωθεί ο χειρούργος και το νοσοκομείο, και πέρασαν μήνες που εζούσε, αυτός και τα παιδιά του, από το έλεος των γειτόνων. Δε μπορούσε πια να ξανάμπει στις βάρκες και αναγκάστηκε να ζητήσει δουλειά στις σταφιδαποθήκες. Κάρφωνε κασσόνια. Αλλά, σακάτης άνθρωπος, τι δουλειά μπορούσε να κάνει; Το μεροκάματό του μόλις έφθανε για ψωμί. Ο σταφιδέμπορος που τον είχε στη δουλειά του τού ζήτησε τότε, για να ξαλαφρώσει από τα τόσα στόματα και από τις έγνοιες, τη Λουκρέτσια για υπηρέτρια. Ο Τραμπακέρας, μόνο που δεν τον έβρισε. Αν ήταν σήμερα ένας σακατεμένος μεροκαματιάρης, είχε όμως το φιλότιμό του. Δε θα πει πως μπορούσε να βάλει δούλα την κόρη του. Ούτε εκείνη θα ήθελε. Η Λουκρέτσια κόντευε τότε τα δεκαεφτά, ήταν νόστιμη, ψηλή, και όπως είχε φουντώσει το κορμί της, φαινόταν μεγαλύτερη. Ένας ζακυθηνός με φιλότιμο, που είχε κι αυτός το δικό του μια φορά, δεν παραδίνει μια κοπέλα σε τέτοια ηλικία στα ξένα σπίτια, για να τη μαλάζουνε τα παιδιά των αφεντικών. Τη συμβουλή άλλωστε αυτή του έδωσε και ο γείτονάς του, ο Μαλτέζος, που είχε γίνει φίλος του και του είχε μείνει ο μόνος στους καιρούς εκείνους της δυστυχίας. Μια συμβουλή που την ελογάριαζε ο Τραμπακέρας περισσότερο από το κάθε τι, γιατί ο καλός εκείνος άνθρωπος τον εβοηθούσε πια ταχτικά από καιρό. Τα χρήματα που κέρδιζε ο Μαλτέζος, τα ξόδευε, τα περισσότερα, στο σπίτι του κουτσού. Η Λουκρέτσια, όταν ήταν άρρωστος, τον είχε περιποιηθεί, και τα μικρά αδέλφια της εμπανόβγαιναν στη μπαράκα του. Τα έστελνε σε μικρά θελήματα και η συντροφιά τους τον έκαμε να μάθει τις πρώτες ελληνικές λέξεις. Οι μαλτέζικες ανεμότρατες ξαναγύρισαν σε κάμποσους μήνες, αλλά ο Μαλτέζος δεν έφυγε μαζί τους. Οι παλιοί του σύντροφοι ήθελαν να τον πάρουν κι εκείνος ο ίδιος το 'λεγε πως τους περίμενε για να φύγει, αλλά όταν έφτασε η ώρα ν' αποφασίσει, προτίμησε να μείνει. Είχε συμβουλευθεί και τον Τραμπακέρα, αλλά με τρόπο, σα να το 'θελε να μείνει και να ζητούσε να τον ενισχύσουν στην ενδιάθετή του επιθυμία.
"Γυναίκα, παιδιά να σε περιμένουνε, δεν έχεις. Πατέρα, μάνα, ούτε", του απάντησε εκείνος. "Τι να κάνεις να πας; Για να σε τρώει η άρμη και το πέλαγο; Εδώ καλά δουλεύεις, καλά τρως. Σε γνωρίσαμε κι εμείς και σε θέλουμε".
Από τότε ήρθε σε στενότερη επικοινωνία με την οικογένεια του Τραμπακέρα. Συχνά, στις γιορτές, έτρωγε στου φίλου του, πηγαίνοντας τάχα το δικό του, αλλά φροντίζοντας πάντα να φέρνει όσο μπορούσε περισσότερα τρόφιμα. Ψάρευε με τη μικρή βάρκα που του άφηνε ο κύριος της μπαράκας, έχοντας μαζί του τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Τραμπακέρα, και τους έδινε για το σπίτι όλα σχεδόν τα ψάρια που 'πιανε. Φαινόταν τώρα πιο ευχαριστημένος από πρώτα, μιλούσε κάπως περισσότερο με τα λίγα ελληνικά που είχε μάθει. Και κάποτε, ύστερα από ένα φαγοπότι στη γιορτή του Τραμπακέρα, τον άκουσαν πρώτη φορά να τραγουδεί, όταν εγύρισε τη νύχτα στη μπαράκα του. Μια ολόκληρη ώρα επαναλάμβανε ένα τραγούδι του τόπου του, που το έκανε μονότονο και γελοίο η ασυνήθιστη σε τέτοια βαριά και παράτονη φωνή του.
"Ο Μαλτέζος άρχισε τσι ρομαντζίες", είπε η Λουκρέτσια κι έμπηξε τα γέλια.
Τ' όνομά του ήταν Τζιοβάνης, αλλά τον έλεγαν Μαλτέζο.
Τα παιδιά του Τραμπακέρα άρχισαν να κοροϊδεύουν και να επαναλαμβάνουν κωμικά το τραγούδι του. Ο πατέρας τους τα μάλωσε.
"Τι τονε κογενάρετε τον άνθρωπο; Αυτούνος είναι πίλιο συγγενής μας κι από τσου μπαρμπάδες σας. Α σφαλίσω τα μάτια, μουρέ διαόλοι, καμιά ώρα, ο Μαλτέζος θα σταθεί πατέρας σας".
"Δε τονε κογενάρουμε", είπε η Λουκρέτσια.
"Τ' αφτιά μου τα 'χω για μόμπιλο"; είπε ο Τραμπακέρας.
"Μα τον Άγιο, σου λέω, δεν είπαμε τίποτσι!" διαμαρτυρήθηκε η Λουκρέτσια.
Είχε πράγματι μετανιώσει γιατί τον είχε κοροϊδέψει στην αρχή. Ήτανε σε θέση να ξέρει πόσο καλός εστάθηκε στην οικογένειά τους, και περισσότερο μάλιστα σ' αυτήν την ίδια, ο Μαλτέζος. Και ανάγκασε τα μικρά, που εξακολουθούσαν τις κοροϊδίες με μουρμουρητά μεταξύ τους, με πνιχτά από φόβο του πατέρα χάχανα, να πάψουν εντελώς. Εκείνος τραγουδούσε ακόμη σιγανότερα τώρα, αλλά τόσο καθαρά ερχόταν η φωνή του, που η Λουκρέτσια, ύστερα από κάμποση ώρα, αφού ο πατέρας της και τ' αδέρφια της έπεσαν να κοιμηθούν, σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να ιδεί πού στεκόταν και τραγουδούσε ο Μαλτέζος. Τον είδε να κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα όξω από την μπαράκα του, με το κεφάλι γυρισμένο στη θάλασσα.
Η Λουκρέτσια το 'βρισκε περίεργο. Ένας άνθρωπος που και στην κουβέντα του ήταν δύσκολος -τα λόγια του έβγαιναν πάντα με το αγκίστρι, όχι μόνο γιατί δεν ήξερε καλά τη γλώσσα και δεν είχε μπορέσει να μάθει ούτε μια ελληνική λέξη σωστή, αλλά γιατί ήταν έτσι από φυσικό του (ο άνθρωπος φαίνεται...) -πώς τραγουδούσε απόψε; Είχε πιει περισσότερο; Αλλά και άλλοτε είχε πιει το ίδιο.
Η Λουκρέτσια έπεσε στο κρεβάτι της αλλά δεν κοιμήθηκε. Το τραγούδι εξακολουθούσε. Τότε, για να ιδεί τι θα κάνει ο Μαλτέζος, ξαναπήγε και άνοιξε το παράθυρο και το χτύπησε δυνατά.
Ο Μαλτέζος σηκώθηκε αμέσως από την πέτρα και φώναξε:
"Μπόνα νότε, Τραμπακέρα!"
Δεν είχε καταλάβει πως ήταν η Λουκρέτσια κι εκαληνύχτιζε το φίλο του, που αυτή την ώρα ροχάλιζε και ούτε μπορούσε ν' ακούσει τίποτε.
"Μπόνα νότε", του αποκρίθηκε εκείνη με τη μουσική φωνή της και τράβηξε τα φύλλα του παραθύρου, σα να τα 'κλεινε - αλλά τ' άφησε μισάνοιχτα.
Τότε ο Μαλτέζος, που επήγαινε να μπει στην πόρτα του, στάθηκε, έκαμε τρία βήματα προς τα κάτω, προς τη σταφιδαποθήκη, με το πρόσωπο προς το παράθυρο, σταμάτησε, εγύρισε το κεφάλι του προς όλες τις πλευρές του κτιρίου, σα να ήθελε να ιδεί αν θα φανεί κάποιος, έμεινε εκεί πέντε ολόκληρα λεπτά και ύστερα ξαναγύρισε απάνω και στάθηκε έξω από τη μπαράκα του με το κεφάλι σκυφτό. Σε λίγο εκάθησε πάλι στην πέτρα, με τους αγκώνες στα γόνατα και το κεφάλι χωμένο στις παλάμες. Ακούστηκε ένας ήχος σα μικρό μουγκρητό. Ο Μαλτέζος είχε στενάξει.
Η Λουκρέτσια παραμόνευε μέσα από το παράθυρο. Ο Μαλτέζος τώρα σφύριζε το σκοπό του πρώτου τραγουδιού. Φαινόταν η σιλουέτα του, καθώς ξεκοβόταν σκοτεινή στη διάστερη νύχτα, απάνω στο ύψωμα. Και όπως καθόταν στη μεγάλη πέτρα, μπροστά στη μικρή μπαράκα, απάνω από το μώλο που χανόταν η γραμμή του στο φεγγερό πέλαγος, φάνταζε σαν ένα πελώριο στοιχειό, που είχε βγει εκεί από το κύμα και καμάρωνε τη θάλασσα και μιλούσε μαζί της κι εκείνη του απαντούσε με τη βαθιά της ανάσα.
Η Λουκρέτσια ρωτούσε τον εαυτό της σαν τι να συνέβαινε στο Μαλτέζο απόψε και αγρυπνούσε εκεί απάνω από τη θάλασσα. Το γυναικείο της ένστικτο τής έδωσε μια απάντηση και την άλλη ημέρα φάνηκε πως δεν είχε άδικο. Το πρωί, ενώ ήταν μονάχη στο σπίτι και ξελέπιαζε λιθρινάκια για το μεσημέρι, είδε το Μαλτέζο να μπαίνει στην πόρτα. Ξαφνιάστηκε. Ήταν ώρα που οι άνδρες βρισκόντουσαν στη δουλειά τους. Ο Μαλτέζος στάθηκε μπροστά της μ' ένα πακέτο στο χέρι, άρχισε να της μιλά με τα ελληνομαλτέζικά του, σταματούσε σε κάθε φράση και άρχιζε αλλιώς, σα να μη μπορούσε να βρει εκείνο ακριβώς που ήθελε να της πει. Στο τέλος έπαψε, άπλωσε το χέρι και άφησε το πακέτο σε μια καρέκλα κι έφυγε αμέσως προς την αγορά. Η Λουκρέτσια πήγε στην πόρτα και τον είδε που πήγαινε τρέχοντας. Πήρε τότε το πακέτο και το άνοιξε. Και βρήκε μέσα ένα μεγάλο κομμάτι μαλλοβάμβακο ύφασμα, κόκκινο με άσπρες ρίγες, και, μαζί, ένα άλλο, από μπατίστα κλαρωτή, που έφτανε το καθένα και πέρσευε για ένα φόρεμα. Μαζί, διπλωμένα σε άλλο χαρτί, ήταν κι ένα ζευγάρι γοβάκια με μεγάλες φανταχτερές αγκράφες και μια μεγάλη χτένα για τα μαλλιά, από ταρταρούγα. Η νέα έκαμε το σταυρό της.
"Κύριε των δυνάμεων!..."
Τι ήταν τούτα; Και, καλά τα φορέματα και η χτένα -αυτά πήγε και τα πήρε από το εμπορικό. Αλλά τα γοβάκια; Πώς ήξερε τα μέτρα της; Τα πρόβαρε και της ερχόντουσαν ίσα - ίσα! Έσπασε το κεφάλι της για να λύσει αυτό το μυστήριο και το 'μαθε αργότερα από τον ίδιο. Την προηγούμενη μέρα, πρωί - πρωί, είχε παραφυλάξει την ώρα που έλειπαν ο Τραμπακέρας και τα παιδιά και η Λουκρέτσια ήταν στη βρύση· μπήκε στη σταφιδαποθήκη και πήρε το ένα της παπούτσι από το μοναδικό γερό ζευγάρι που είχε για τις γιορτινές ημέρες και το πήγε στον τσαγκάρη και πάνω στα μέτρα του αγόρασε τα γοβάκια· ύστερα ξαναγύρισε, μπήκε στου Τραμπακέρα, είπε στη Λουκρέτσια -άλλος κανείς δεν ήταν στο σπίτι- πως κάποια γειτόνισσα τη ζητάει στον πλαϊνό δρόμο κι όταν έμεινε μόνος, έβαλε το φορεμένο παπούτσι στη θέση του.
Δεν έμεινε, φυσικά, καμιά αμφιβολία πια στη Λουκρέτσια για τις διαθέσεις του Μαλτέζου. Τι να 'κανε όμως τώρα; Να το πει ή να μην το πει του πατέρα της; Της άρεσαν τα πράματα και ήθελε να βρει τρόπο να τα δικαιολογήσει. Και, ζητώντας δικαιολογίες και για τον ίδιο τον εαυτό της, σκεφτόταν ότι είχε άδικο να κακοβάλει στην αρχή με το νου της για την προσφορά του Μαλτέζου και ότι ο άνθρωπος τής τα πήγε σα φίλος του πατέρα της και για τις τόσες περιποιήσεις που του είχε κάμει όταν ήταν άρρωστος. Έκρυψε τα πράματα και δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Σε μερικές μέρες όμως δε μπορούσε πια να κρατηθεί κι έδωσε στη μοδίστρα το φόρεμα με τις ρίγες· κι όταν το φόρεσε την Κυριακή, καθώς και τα γοβάκια, είπε στον πατέρα της κάτι διφορούμενα για την προέλευσή τους κι εκείνος φαντάστηκε πως της τα χάρισε η νουνά της, που πάντα κάτι της έστελνε να φορέσει.
Αλλ' αυτή η ιστορία επιτάχυνε το μοιραίο γεγονός, προς το οποίο τραβούσε ο Μαλτέζος χωρίς να το καταλαβαίνει ακόμη. Γυναίκες τον είδαν που αγόραζε εκείνα τα πράματα, μυρίστηκαν κάτι, και, όταν σε λίγες ημέρες είδαν τη Λουκρέτσια με καινούργιο φόρεμα, με άσπρες και κόκκινες ρίγες, άρχισε η κακογλωσσιά: Ο Μαλτέζος ντένει και ποδένει την κόρη του Τραμπακέρα! Το πράγμα έφτασε στ' αφτιά του θείου της, του αδελφού της μάνας της, κι εκείνος έπιασε τον πατέρα της και του τα είπε.
Το Κατάκωλο εβούϊξε πως ο Μαλτέζος "έχει" τη Λουκρέτσια.
Ο Τραμπακέρας την ίδια ώρα έτρεξε και βρήκε το Μαλτέζο και του ζήτησε να εξηγηθεί.
"Σ' αγαπάω και σε τιμάω, Μαλτέζο, αλλά ετούτα, τζόγια μου, δεν είναι τίμια πράματα. Κι αν το 'πραξες εσύ, απομοναχός σου κι από καλού, να μου το πεις και να τα πάρεις τα πράματά σου πίσω, να τα πας τσι πριμαντόνες· κι α σου τα ζήτησε εκειά, τηνέ σφάζω σαν την κότα!"
Ο Μαλτέζος έμεινε απόπληκτος στην αρχή, σα να τον έπιασε επ' αυτοφώρω σ' ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Προσπάθησε να βρει λόγια να δικαιολογηθεί, αλλά δεν το κατόρθωσε. Δέκα λεπτά μιλούσε και ήταν σα να είχε στο στόμα του χαλίκια. Ο άλλος δεν καταλάβαινε τίποτα.
"Πα να πει το 'πραξες πενσάτο, για να με προσβάλεις, εμέ και τη φαμίλια μου; ... Ετούτο σου λέω: Για ένα ονόρε ζει ο φτωχός..."
Ο Μαλτέζος τότε, ταραγμένος με τη σύγχυση του τίμιου ανθρώπου που έκαμε μεγάλο κακό στον εγκάρδιο φίλο του και το αναγνωρίζει, επήρε τη μεγάλη απόφαση. Εζήτησε, με λίγα λόγια, απ' τον Τραμπακέρα να του δώσει γυναίκα τη Λουκρέτσια.
"Ετούτο είναι άλλος λόγος", είπ' εκείνος. "Να δούμε τι θ' αποκριθεί κι εκειά".
Αλλ' αυτή η πρόταση τον χαροποιούσε. Αγαπούσε το Μαλτέζο· ήξερε πως κοντά του δε θα δυστυχούσε ποτέ η κόρη του, και, όπως φοβόταν πολύ για τη ζωή του, γιατί ύστερα από το κακό που τον είχε βρει ποτέ δεν ανάλαβε εντελώς - αδυνάτιζε ολοένα και περισσότερο, θες από την έλλειψη της καλής τροφής που του χρειαζόταν για να δυναμώσει ύστερα από την εγχείρηση, θες από τις έγνοιες και από την πίκρα πως ξέπεσε κι από αφέντης έγινε δούλος- αν έκλεινε τα μάτια, όπως το είχε πει κιόλας στα παιδιά του, θα τους άφηνε έναν προστάτη πραγματικό στη θέση του.
Η Λουκρέτσια άκουσε το νέο με ψεύτικη έκπληξη, σα να μην είχε καταλάβει τίποτα ως τη στιγμή εκείνη για τις διαθέσεις του Μαλτέζου. Η αλήθεια είναι πως μια πρόταση γάμου δεν την περίμενε έτσι αμέσως - αμέσως. Ύστερα κατσούφιασε λίγο, δεν εφάνηκε πως της άρεσε και πολύ, αλλά ο πατέρας της τής μίλησε τόσο πειστικά και τόσο έδειχνε την επιθυμία του να γίνει το συνοικέσιο, ώστε συγκινήθηκε και δέχτηκε.
Βέβαια, άξιζε για καλύτερο -τόσοι την εκοίταζαν, ο Λούκας ο κλειδούχος του σιδηροδρόμου την τριγύριζε, αλλ' εκτός που ήταν πεντάφτωχος, μ' ένα μικρό μισθό, αν είχε στο νου του για στεφάνι θα της το 'λεγε. Ήταν νέος και όμορφος, της άρεσε λιγάκι, αλλά ήταν για εργολαβία μονάχα και στα τέτοια δεν είχε το νου της αυτή. Ποιον θα 'παιρνε επί τέλους; Τον κόντε; Έτσι κι αλλιώς, ένας δουλευτής έπεφτε στο ριζικό της.
Δυο όρους είχε μονάχα για το Μαλτέζο: να βγάλει το σκουλαρίκι που κρεμόταν στο αριστερό του αφτί και να μην περπατεί ξυπόλυτος και ξεσκούφωτος.
Το ίδιο βράδυ ο Μαλτέζος παρουσιάστηκε στου Τραμπακέρα περπατώντας δύσκολα με καινούργια παπούτσια, με μια σκούρα μάλλινη φανέλα και μ' ένα κασκέτο στο κεφάλι και χωρίς το σκουλαρίκι του. Στο τραπέζι ήταν και ο μπάρμπας της Λουκρέτσιας με τη θεια της.
Ο λόγος εδόθηκε επίσημα στο πρώτο ποτήρι από τον Τραμπακέρα με τα απλά αυτά λόγια:
"Να μας ζείστε, να γεράσετε... και του Αβραάμ τ' αγαθά!... Και γλήγορα τα στεφανώματα, να φύγει και τούτη η έγνοια!"
Ο Μαλτέζος, μόλις τα κατάφερε σ' όλο το γεύμα να πει πέντε λόγια. Και όταν τραβήχτηκε γρήγορα στο τέλος, την ώρα που έφυγε και ο θείος της Λουκρέτσιας, επήγε κατ' ευθείαν στη μπαράκα του με το κεφάλι σκυφτό, σχεδόν τρικλίζοντας, χωρίς να έχει πιει, ζαλισμένος, όπως ο ταπεινός άνθρωπος που του έτυχε μια ανέλπιστη ευτυχία.
Μου φαίνεται πως τον βλέπω ακόμη, όπως εγύριζε στη μακριά προκυμαία στο Κατάκωλο, ξυπόλυτος -τα παπούτσια στάθηκε αδύνατο να τα συνηθίσει, μ' όλη την επιμονή της γυναίκας του- με το ανοιχτό βήμα των ναυτικών, ψηλός, με πλάτες τετράγωνες, με το πουκάμισο ανοιχτό το καλοκαίρι μπροστά στο δασύ του στήθος, με τα μανίκια του πουκαμίσου ανασκουμπωμένα πάντα ψηλά στα μπρούντζινα μπράτσα του -στο δεξί του ήταν ζωγραφισμένο με στιγματισμό ένα τρικάταρτο καράβι με μια μικρή γοργόνα που στεκόταν αντίκρυ, μπροστά από την πλώρη του- με τις πελώριες παλάμες του, με την πλατιά κόκκινη ζώνη του και το χιλιομπαλωμένο πανταλόνι, που είχε γίνει μουσαμάς από τα κατράμια που άλειφε τα ύφαλα των καϊκιών. Ήταν τότε σαραντάρης, με μαύρα φουντωτά γένια και μεγάλα φρύδια, που εξείχαν απάνω από τα κουκουλωτά μάτια του, με την τρύπα του δεξιού του αφτιού για το σκουλαρίκι, που τον ανάγκασε να το βγάλει η Λουκρέτσια. Ο σβέρκος του ήταν σα σκασμένο κεραμίδι.
Από τότε που παντρεύτηκε είχε πέσει στη δουλειά με τα μούτρα. Καλαφάτιζε, διόρθωνε παλιές βάρκες και καΐκια, μοναδικός σ' αυτή τη δουλειά σ' όλο το λιμάνι, έραβε πανιά, έκανε το μαουνιέρη στις μεγάλες φούριες των φορτώσεων των εγγλέζικων βαποριών, που ερχόντουσαν το φθινόπωρο για σταφίδα. Εδούλευε ακατάπαυτα για να φτιάσει το νοικοκυριό του όπως άρεσε της Λουκρέτσιας, για να πηγαίνει στο σπίτι του ό,τι καλό υπήρχε στην αγορά και να βοηθάει και τον Τραμπακέρα, που, σιγά - σιγά, είχε γίνει πετσί και κόκκαλο, ανίκανος για εργασία.
Είχε φύγει από τη μπαράκα του και είχε νοικιάσει ένα ισόγειο κοντά στα Σκαλάκια, όπως έλεγαν τη μεγάλη πέτρινη σκάλα που ανεβαίνει από το Κάτω Κατάκωλο στο Απάνω. Σ' ένα δωμάτιο αυτού του σπιτιού είχε κουβαληθεί και ο Τραμπακέρας με τα άλλα του παιδιά.
Στην αρχή η νέα οικογένεια πήγαινε ήσυχα. Αλλά η Λουκρέτσια ήταν πολύ νέα και καλοκαμωμένη κι ελαφρόμυαλη για να της φτάσει ο κακομοίρης ο Μαλτέζος, που δεν ήξερε άλλο παρά να είναι κουβαλητής και που ποτέ του δε μπόρεσε να ξεμάθει τη μαλτέζικη προφορά και μιλούσε τα ελληνικά τσάτρα - πάτρα και που στάθηκε αδύνατο να υποφέρει το παπούτσι στο πόδι του, το ελεύθερο σ' όλη του τη ζωή.
Ο Λούκας ο κλειδούχος άρχισε πάλι να την τριγυρίζει. Έκανε καντάδες όξω από τα παράθυρά της, της παράγγελνε με μια γριά της γειτονιάς πως ο Μαλτέζος τού την πήρε τον καιρό που ήταν έτοιμος αυτός να τη ζητήσει από τον πατέρα της, θα του το πληρώσει, ότι τηνε λυπάται γιατί έχει στο πλευρό της αυτό το σκυλόψαρο, τον παλιομαλτέζο, που μυρίζει ψαρίλα και κατράμι ο τόπος, όπου σταθεί, και ότι, αν το 'φερνε η μοίρα, αυτός θα ήταν πρόθυμος όχι μόνο για στεφάνι, παρά για να την κάνει κυρά και βασίλισσα. Είχε τα μέσα, λέει, στο νέο διευθυντή του σιδηροδρόμου και γρήγορα θα τον έκαναν υποσταθμάρχη -και έχει ο θεός.
Η Λουκρέτσια στην αρχή έκανε πως δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτα, αλλά στο τέλος άρχισε να φέρνει επίτηδες την κουβέντα στη γριά, που μιλούσε με το Λούκα, για να της προκαλεί περισσότερα εκ μέρους του.
Ήταν τίμια γυναίκα -να μην περιμένει τίποτα ο Λούκας. Μα αν τον επήρε θεληματικά της το Μαλτέζο, η καρδιά της το ξέρει. Ήτανε της μοίρας της, το 'θελε ο πατέρας της στη δυστυχία που ζούσανε κι αυτή το 'κανε για ν' αναστήσει τ' αδέρφια της. Έκλεισε τα μάτια της και τον πήρε. Τώρα, πάει!
Και με τα τριγυρίσματα και τις καντάδες του Λούκα, που δεν σταματούσαν, της εμπήκε πια οριστικά στο μυαλό και δεν της έφευγε ούτε μια στιγμή η ιδέα πως θυσιάστηκε, πως ο Μαλτέζος εκμεταλλεύτηκε τη φτώχεια τους για να μπει στο σπίτι τους. Άρχισε να της φαίνεται γελοίος, ενόμιζε πως την κορόϊδευαν κι αυτή γιατί τον είχε άντρα. Αχ, γιατί να είναι έτσι ο κόσμος και να χαραμίζονται οι κοπέλες; Ο Λούκας τραγουδούσε απ' όξω με την παρέα του, περασμένα μεσάνυχτα, ο καημός της τον έδερνε κι ο άλλος, ο παλιόφραγκος, ερουχάλιζε πλάι στο προσκέφαλό της. Πώς να κοιμηθεί έτσι μια γυναίκα; Έτσι είναι που πέφτουνε μερικές στην αμαρτία -και καμιά να μη λέει μεγάλο λόγο.
Επί τέλους κάποτε -ήταν της τύχης; το σκάρωσε η μεσίτρα;- η Λουκρέτσια, ένα δειλινό που επήγε στη γριά σ' ένα κουτάκι λίγον καφέ τριμένο, που τον είχε καβουρντίσει εκείνη την ημέρα, ευρήκε μέσα τον Λούκα. Κοκκίνησε κι έκανε να φύγει, αλλά κάθησε. Εκείνος άρχισε να μιλεί για τη θέση του. Όπου και να 'ταν θα προβιβαζόταν. Ο διευθυντής τού το δήλωσε: Θα το 'βαζε στο κασκέτο το χρυσό σειρήτι. Αλλά ποιο το όφελος;... Ύστερα μίλησαν για άλλα πράματα. Η γριά επήγε να τους ψήσει καφέ, από τον φρέσκο της Λουκρέτσιας, κι εκείνος, δίνοντάς της ένα μπουκετάκι από ρεζεντά και μπουγαρίνια, της είπε, χωρίς άλλο προοίμιο και χωρίς να της προσθέσει τίποτα:
"Ετούτο μονάχα σου λέω, Λουκρέτσια: Ο πόνος της καρδιάς μου είναι αβάσταχτος!"
Έφυγε αναστατωμένη. Εκείνη τη νύχτα ήταν σα μεθυσμένη. Δε μπόρεσε να κλείσει μάτι, μυριζόταν κάθε τόσο τα μπουγαρίνια, τραβιόταν στην άκρη του κρεβατιού, να μην ακουμπήσει απάνω της ο Μαλτέζος, που ανασηκωνόταν πάντα στον ύπνο του και αναδευόταν στο στρώμα.
Την ίδια βδομάδα η ιστορία είχε τελειώσει. Η γριά μεσίτρα την κατάφερε να πάει να μιλήσει μισή ώρα με το Λούκα στο σπίτι της. Μάτι δε θα τους έβλεπε. Με το σουρούπωμα ο δρόμος ήταν έρημος. Κι εκείνη θα 'χε το νου της στις πόρτες, και στη δική της και στης Λουκρέτσιας, που ήταν λίγο παραπάνω. Εκείνη στην αρχή αρνήθηκε, αλλά είπε γρήγορα το ναι. Το περίμενε άλλωστε, σαν ένα πράμα που ήταν αδύνατο να το αποφύγει. Έφυγε από κει ερωμένη του Λούκα.
Από τότε άρχισε το μαρτύριο του δυστυχισμένου του Μαλτέζου. Η Λουκρέτσια τον εβασάνιζε, τον απόπαιρνε, τον μεταχειριζόταν σα δούλο. Ο Τραμπακέρας έκαμε να επέμβει μια - δυο φορές και να της πει ότι δεν κάνει καλά να φέρεται έτσι σ' αυτόν τον κακομοίρη που δούλευε για όλους τους, αλλά, χωρίς ηθικό πια από την εξάντλησή του που προχωρούσε κι από την ιδέα πως ζούσε από την κόρη του, δε μπόρεσε να τα βγάλει πέρα μαζί της. Παρηγορούσε μόνο το Μαλτέζο, όταν ήταν οι δυο τους μόνοι, κι άρχισε να τον κάνει περισσότερο παρέα όξω στα ουζάδικα.
Εκείνος μια - δυο φορές σκέφτηκε να φύγει και να την αφήσει. Θα 'μπαινε ναύτης στο πρώτο αυστριακό που θα περνούσε από το λιμάνι και θα πήγαινε στο Τριέστι και ύστερα στη Μάλτα.
Είχε υπερτιμήσει τις δυνάμεις του. Όταν ήρθε η ημέρα να εκτελέσει το μυστικό σχέδιό του και μπήκε στο αυστριακό της γραμμής, για να κάνει τις προτάσεις του για το άλλο ταξίδι του βαποριού, αν δεν μπορούσαν να τον πάρουν αμέσως, κι ο πλοίαρχος του είπε ότι μπορούσε από τώρα να μείνει στο καράβι, ο Μαλτέζος, αφού έμεινε λίγη ώρα σιωπηλός, σα να συλλογιζόταν αν είναι εντελώς έτοιμος για να φύγει, είπε στη γλώσσα του:
"Ευχαριστώ... Μου κάνετε μεγάλη ευεργεσία".
Αλλ' αντί να πάει στον υποπλοίαρχο να τον περάσουν στα χαρτιά του πλοίου, όπως του είπε ο καπετάνιος, ετράβηξε με αργό βήμα στη σκάλα του βαποριού και κει στάθηκε κι εκοίταζε την προκυμαία, τα σπίτια, το μικρό σταθμό του σιδηροδρόμου. Ύστερα, τα μάτια του έπεσαν στη μπαράκα του, που ξεχώρισε στο ύψωμα που ήταν στη ρίζα του μώλου, στη σταφιδαποθήκη, που ήταν λίγα μέτρα πιο δεξιά, λίγο χαμηλότερα, όπου καθόταν άλλοτε ο Τραμπακέρας με τα παιδιά του. Ύστερα το βλέμμα του αναζήτησε το σπίτι του, τις ακρογιαλιές και τις αποθήκες που δούλευε τόσα χρόνια. Του φάνηκε πως κάπου είδε τον Τραμπακέρα να πηγαίνει κούτσα - κούτσα με το δεκανίκι του. Τότε άρχισε να βλέπει δεξιά κι αριστερά σα φοβισμένος, σαν άνθρωπος που έκανε ένα μεγάλο κακό και φοβόταν μην τον ανακαλύψουν. Δυο άνθρωποι του βαποριού που πέρασαν από μπροστά του τον κοίταξαν με υποψία. Είχε το ύφος ενόχου.
Εγύρισε ύστερα πάλι το βλέμμα προς την παλιά του μπαράκα κι εκοίταζε εκεί πολλήν ώρα. Αναθυμόταν. Περνούσε από το μυαλό του η Λουκρέτσια, όπως στις καλές ημέρες που ήταν κορίτσι και δεν είχε αγριέψει όπως τώρα. Χθες ακόμα τον έβρισε, τον εφώναξε "ρεντίκολο τση ρούγας" μπροστά στον κόσμο, γιατί έκοψε ο κακομοίρης ένα κόκκινο γεράνι από τη γλάστρα και το 'βαλε στο αφτί του.
Τα μάτια του είχαν πάρει μια θολάδα αλλόκοτη, σα να είχαν διαλυθεί οι κόρες και να μην έβλεπε τίποτε. Κάποιος σκοτεινός κόσμος περνούσε στην ενθύμηση και στη φαντασία του. Και ύστερα από κάμποση ώρα, σκυφτός, περπατώντας σαν κατάδικος που τον εγύριζαν δεμένο αθέατοι χωροφύλακες στη φυλακή απ' όπου είχε δραπετεύσει, κατέβηκε τη σκάλα, επήδησε σε μια βάρκα και βγήκε στην προκυμαία. Ετράβηξε σαν υπνωτισμένος στην ταβέρνα, όπου επέρασε στην ώρα του κι ο πεθερός του, και ήπιε, ήπιε πολύ! Όχι, ήταν αδύνατο να φύγει. Καλή - κακή, η Λουκρέτσια αυτή ήταν. Πώς θα μπορούσε να περάσει ένα μερόνυχτο χωρίς να είναι κοντά της; Πολλές φορές, όταν περνούσε όλη την ημέρα στη δουλειά, την ώρα του φαγητού, που ξεκουραζόταν μισή ώρα, τα ρουθούνια του αναρουφούσαν τον αέρα, αναζητώντας τη μυρουδιά του κορμιού της Λουκρέτσιας.
Το πήρε πια απόφαση να την υποφέρει. Έτσι συνήθισε σιγά - σιγά την κακή και φαρμακωμένη ζωή που του 'κανε η γυναίκα του. Της είχε υποταγεί, όπως το υπομονετικό άκακο άλογο στον τυραννικό διεστραμένο άνθρωπο.
Άρχισε πια να πίνει, για να βρίσκει λίγη ανακούφιση. Και μαζί του έκανε το ίδιο κι ο Τραμπακέρας, θες γιατί είχε ένα είδος τύψεις, γιατί τον αγαθό αυτό άνθρωπο, τον προστάτη τους, τον αδικούσε η κόρη του, θες γιατί ο ίδιος αισθανόταν την ανάγκη να ξεχνάει τις στριγγλιές της. Μαζί επήγαιναν στην ταβέρνα, μαζί εγύριζαν στο σπίτι μεθυσμένοι και μαζί υπόφεραν τις βρισιές της Λουκρέτσιας, που εξαγριωνόταν πια μόνο που τους έβλεπε.
Πέρασε έτσι ένας χρόνος, μέσα στον οποίο το αλκοόλ εσκότωσε γρήγορα τον Τραμπακέρα. Απόκαμε τις λίγες δυνάμεις που του έμειναν κι ένα κρυολόγημα τον εσάρωσε σε τρεις ημέρες. Η καρδιά του είχε ξεκουρντισθεί και δεν μπόρεσε ν' ανθέξει στη μικρή αρρώστια.
Ο θάνατος αυτός ήταν φοβερό χτύπημα για το Μαλτέζο. Έχασε το μόνο του φίλο στον κόσμο, το σύντροφο που ανακουφιζόταν μαζί του, το μοναδικό αφτί που τον άκουγε.
Αλλά σε λίγο ένα άλλο γεγονός ήρθε ν' ανακουφίσει και να γλυκάνει την πικραμένη του ψυχή. Η γυναίκα του έφερε στη ζωή ένα χαριτωμένο ξανθό αγόρι. Αυτή η γέννα ημέρεψε κάπως τη Λουκρέτσια, αλλά κυρίως έδωσε στο Μαλτέζο μια ευτυχία που τον αποζημίωσε για όλα όσα είχε υποφέρει. Όπως η φοβισμένη και περιφρονημένη του καρδιά δεν είχε πού ν' αφοσιωθεί, έριξε όλη την τρυφερότητά της στο παιδί.
Εβάφτισαν το μικρό και το έβγαλαν Γεράσιμο, στη μνήμη του μακαρίτη του Τραμπακέρα. Ο Μαλτέζος δεν εζούσε πια παρά γι' αυτό το παιδί. Ήταν η διασκέδασή του, η αγάπη του, εκείνο που όχι μόνο δικαιολογούσε αλλά έκανε ιερή την ύπαρξή του στον κόσμο. Η συνηθισμένη του ασχολία, όταν το παιδί ήταν μωρό, ήταν να το ζυγιάζει κάθε τόσο. Τον ενθουσίαζε η φυσική αύξηση του βάρους του, σαν ένα προσωπικό του μεγάλο απόκτημα. Ο Γεράσιμος αναπτυσσόταν γρήγορα. Φαινόταν πως θα γινόταν γερός, εύρωστος κι έξυπνος, σα να μεγάλωνε από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν ήταν παράξενο αν ο Μαλτέζος καμάρωνε έτσι το γιο του. Απάνω στα δυο του χρόνια άρχισε να του φτιάνει ένα καραβάκι, μια σκαλιστή γολέτα τρικάταρτη, σε μάκρος ενός σχεδόν μέτρου. Το μαστόρευε από Κυριακή σε Κυριακή, που δεν είχε δουλειά, και για να τελειώσει το παιχνίδι αυτό χρειάστηκε έξι μήνες. Έδωσε το όνομα του γιου του στο μικρό πλοίο. Ήθελε να συνηθίσει το παιδί με τέτοια πράγματα. Όταν θα μεγάλωνε, θα τον έκανε καπετάνιο. Μια μέρα ένα καράβι θ' άραζε στη Μάλτα και οι παλιοί του σύντροφοι θα έβλεπαν τον πλοίαρχο και θα 'λεγαν: "Ο γιος του Τζιοβάνη".
Αυτές οι χαρές και οι ελπίδες και τα σχέδια έτρεφαν τώρα την ψυχή του και το μυαλό του. Χαρές κι ελπίδες και σχέδια για το Γεράσιμο.
Αλλά όλοι στο Κατάκωλο ξέρανε πως το παιδί ήταν του Λούκα. Είχε με τον κλειδούχο μια ομοιότητα καταπληχτική. Η σχέση, άλλωστε, της Λουκρέτσιας με το Λούκα δεν ήταν πια μυστικό σε κανένα. Ο κλειδούχος εύρισκε τρόπο να μπαίνει και στο σπίτι της. Και όπως δεν εύρισκαν και κανένα εμπόδιο, δεν ελάβαιναν πια καμιά προφύλαξη και δεν είχαν καμιά ντροπή. Μόνο ο Μαλτέζος δεν εμάντευε τίποτα. Είχε μια υποψία απλώς, αόριστη, για το Λούκα, μια αντιπάθεια έμμονη, που τον έκανε να γυρίζει αλλού τα μούτρα του όταν τον έβλεπε. Αλλά ποιος μπορούσε να του ειπεί το παραμικρό; Τον φοβόντουσαν. Από τον καιρό μάλιστα που άρχισε να τον κακομεταχειρίζεται η Λουκρέτσια, ο Μαλτέζος είχε πάρει μια παράξενη αγριάδα. Απόφευγε τους άλλους, με δυσκολία μιλούσε στον κόσμο, η ζωή του είχε αποξενωθεί από κάθε κοινωνικό ενδιαφέρον. Όπου έβλεπε πολλούς ανθρώπους, τραβούσε από τον άλλο δρόμο, επρόσεχε να μην ενοχλήσει κανένα στο παραμικρό, σα φοβισμένος από όλους. Αλλά, όταν τον επείραζαν, ερεθιζόταν και γινόταν θηρίο. Όμως αυτό συνέβαινε πολύ σπάνια. Είχε κάτι καλύτερο να κάνει παρά να προσέχει τους άλλους: έφτιανε το γιο του! Γιατί είχε μια αντίληψη αγωγής. Κυρίως ήθελε να τον παρασκευάσει για το στοιχείο που ήθελε να τον παραδώσει -για τη θάλασσα. Όταν το παιδί μεγάλωσε λίγο, το 'παιρνε μαζί του, το μάθαινε κολύμπι, το είχε δίπλα του στο ψάρεμα, το κρατούσε να τον συντροφεύει στα διορθώματα που έκανε στις βάρκες, του έδινε τα πρώτα μεγάλα μαθήματα του θαλασσινού. Στην επιστροφή, το βράδυ, όταν το παιδί ήταν πολύ μικρό, το γύριζε στο σπίτι απάνω στον ώμο του και, όταν μεγάλωσε λίγο, το κρατούσε από το χέρι.
Στο Κατάκωλο το έλεγαν "το παιδί του Μαλτέζου"· πολλοί έκαναν αστεία μπροστά στο μικρό για την πατρότητά του, που εκείνο δεν τα καταλάβαινε, αλλά κανείς δεν τολμούσε να σηκώσει το φρύδι του όταν περνούσε ο Μαλτέζος.
Έτσι το παιδί έφτασε εννιά χρόνων.
Μια Κυριακή ο Μαλτέζος είχε πάρει το γιο του σε ψάρεμα με αγκίστρι στους βράχους που βρίσκονται ένα τέταρτο πιο πέρα από το μώλο, προς τα δεξιά, στην ανώμαλη ακρογιαλιά, την ανοιχτή προς το πέλαγος. Καθόταν στη ρίζα ενός ψηλού βράχου και είχε ρίξει το αγκίστρι του, όταν το παιδί εγλύστρησε κι έπεσε στη θάλασσα. Ήταν βαθιά τα νερά. Ο Μαλτέζος εβούτηξε αμέσως. Αλλά οι βράχοι εκεί ήταν πυκνοί, αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο, ήταν μυτεροί κάτω από την επιφάνεια των νερών και χρειάστηκε να κάμει δυο βουτιές για να βρει το παιδί. Το τράβηξε από το βάθος μιας πλατιάς κουφάλας και το 'βγαλε απάνω. Το παιδί ήταν νεκρό! Πέφτοντας είχε χτυπήσει με το κεφάλι στη μυτερή γωνιά μιας πέτρας κάτω από τη θάλασσα και σκοτώθηκε πριν πνιγεί. Είχε μια φοβερή πληγή στον κρόταφο.
Ο Μαλτέζος άρπαξε το πτώμα στην αγκαλιά του και, κλαίγοντας με λυγμούς που ήταν σαν ουρλιάσματα, το μετέφερε στο σπίτι του.
Η Λουκρέτσια έβαλε τις φωνές και μαζεύτηκε κόσμος. Αλλά ο αξιολύπητος ήταν ο Μαλτέζος. Πλάι στο κρεβάτι που ξάπλωσαν το παιδί, έκλαιγε γονατισμένος με αλλόκοτα μουγκρητά. Χτυπούσε τις γροθιές του απάνω στον τοίχο, έσφιγγε με τα δάχτυλα το φουσκωμένο λαιμό του. Τον ανάγκασαν να σηκωθεί για να ντύσουν το νεκρό. Εκείνοι που είχαν μπει στο σπίτι άρχισαν να λένε κάτι μεταξύ τους για το Μαλτέζο και μια γυναίκα φώναξε έξαφνα:
"Το παιδί το σκότωσε αυτός!"
Κι έδειξε το Μαλτέζο.
Όλοι εγύρισαν προς τη γυναίκα που φώναζε.
Εκείνη ξαναείπε με οργισμένη φωνή:
"Ο Μαλτέζος το σκότωσε και το 'ριξε στη θάλασσα, να πει τάχα πως επνίγηκε, γιατί ήξερε πως δεν είναι δικό του. Να και τα αίματα!"
Κι έδειξε το πουκάμισο του Μαλτέζου που ήταν κατακόκκινο από το ματωμένο κεφάλι του παιδιού, όπως το 'σφιγγε στην αγκαλιά του την ώρα που το μετέφερε.
Ο Μαλτέζος εσήκωσε τότε τα φουσκωμένα θολά από το κλάμα μάτια του προς το πλήθος.
Όλοι τον εκοίταζαν ύποπτα.
Έμεινε μια στιγμή αποβλακωμένος, σα ζώο που το χτύπησαν στο κούτελο.
Οι τολμηρότεροι κι οι πιο κακοί από τους μαζεμένους εκεί επήραν περισσότερο θάρρος. Κάποιος άλλος είπε:
"Κάνει σα να μην το ξέρουμε ότι το παιδί είναι του Λούκα".
Ο Μαλτέζος εγύρισε, με τα μάτια και το στόμα ανοιχτά, σα θηρίο που θέλει να ιδεί πού να επιτεθεί. Σε μια στιγμή προχώρησε αργά, σα μεθυσμένος και τρικλίζοντας προς τη γυναίκα που φώναξε στην αρχή εναντίον του.
Μια άλλη φωνή ακούστηκε τότε:
"Φωνάχτε ένα χωροφύλακα να μη μας φύγει. Κάνει το μισοκακόμοιρο για να μας γελάσει -ο παλιόφραγκος, ο αβάφτιστος!..."
Η Λουκρέτσια είχε σηκωθεί κι αυτή αγριεμένη. Στάθηκε μπροστά στο Μαλτέζο. Κοιτάχτηκαν άφωνα μια στιγμή. Εκείνος φάνηκε πως περίμενε να τον υπερασπίσει η γυναίκα του. Αλλά εκείνη του φώναξε διαμιάς:
"Φονιά!"
Τότε εκείνος, αφήνοντας ένα μουγκρητό φοβερό, σα μαχαιρωμένο ζώο, τινάχτηκε μ' ένα πήδημα στη γυναίκα που εφώναξε πρώτη πως το παιδί δεν ήταν δικό του και την έπιασε με μανία από το λαιμό με τις ατσαλένιες παλάμες του.
Όσοι ήταν γύρω ετραβήχτηκαν στην αρχή με τρόμο και ύστερα έκαμαν να τον πιάσουν για να γλυτώσουν από τα χέρια του τη γριά. Αλλά εκείνος την είχε πια γονατίσει χάμω και δεν την άφησε παρά όταν την αισθάνθηκε νεκρή.
Έτσι έγινε σωστά φονιάς ο δυστυχισμένος ο Μαλτέζος.
Κόκκινος Διονύσιος, "Το παιδί του Μαλτέζου", Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (Ανθολογία), τομ. Γ', εκδ. Άλμπατρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου