Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

[ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ ]

      Ο βυθός διαδέχτηκε τη Γραμμή του Άδη. Η Γραμμή του Άδη ήταν μια σειρά από καλαμοσκέπαστες εξογκωμένες παράγκες που είχαν χτιστεί πλάι στο ρυάκι, στο Γκρίνχιλ Λέιν. Εκεί μέσα ζούσαν οι ανθρακωρύχοι που εργάζονταν στα μικρά ορυχεία διακόσια μέτρα πιο πέρα. Το ρυάκι περνούσε κάτω από τις σκλήθρες, σχεδόν αμόλυντο από αυτά τα ορυχεία, το κάρβουνο των οποίων ανέβαζαν στην επιφάνεια γαϊδουράκια που έκαναν κουρασμένους κύκλους γύρω από ένα λάκκο. Ίδιους λάκκους είχε όλη η περιοχή και μερικοί από αυτούς είχαν ανοιχτεί από την εποχή του Καρόλου Β', με τους λιγοστούς ανθρακωρύχους και τα γαϊδουράκια τους να χώνονται στο χώμα σαν μυρμήγκια, φτιάχνοντας αλλόκοτα λοφάκια και μαύρα στίγματα ανάμεσα σε σταροχώραφα και πράσινα λιβάδια. Οι παράγκες αυτών των ανθρακωρύχων, ζευγαρωμένες εδώ κι εκεί, μαζί με τα σκόρπια κτήματα και σπίτια των κτηνοτρόφων, που απλώνονταν σε όλη την ενορία, συγκροτούσαν το χωριό Μπέστγουντ.
   Και ξαφνικά, πριν από καμιά εξηνταριά χρόνια, τα πράγματα άλλαξαν. Οι λάκκοι παραμερίστηκαν από τα μεγάλα ορυχεία των κεφαλαιούχων. Ανακαλύφθηκαν απέραντες εκτάσεις με άνθρακα και σίδηρο στο Νοτινχαμσάιρ και στο Νταρμπισάιρ. Έκαναν την εμφάνισή τους οι Κάρστον, Ουέιτ & Σία. Έγινε χαλασμός κόσμου και ο λόρδος Πάλμερστον εγκαινίασε επίσημα το πρώτο ορυχείο της εταιρείας στο Σπίνι Παρκ, στις παρυφές του δάσους του Σέργουντ.
   Περίπου την ίδια εποχή η περιβόητη γραμμή του Άδη, που όσο περνούσε ο καιρός αποκτούσε και χειρότερο όνομα, κάηκε σε μια μεγάλη πυρκαγιά κι ένα μεγάλο μέρος της βρωμιάς χάθηκε μαζί με τους καπνούς.
   Οι Κάρστον, Ουέιτ & Σία διαπίστωσαν ότι είχαν πιάσει την τύχη από τα μαλλιά κι έτσι, κάτω στις κοιλάδες των μικρών ποταμιών από το Σέλμπι και το Νάτολ, ανοίχτηκαν νέα ορυχεία, με αποτέλεσμα να λειτουργούν έξι μέσα σε λίγο καιρό. Ο σιδηρόδρομος ξεκινούσε από το Νάτολ, ψηλά στην αμμόπετρα ανάμεσα στο δάσος, περνούσε μπροστά από την ερειπωμένη μονή των Καρθουσιανών και το πηγάδι του Ρομπέν των Δασών, κατηφόριζε μέχρι το Σπίνι Παρκ, από κει συνέχιζε για το Μίντον, ένα μεγάλο ορυχείο ανάμεσα σε σταροχώραφα, από το Μίντον διέσχιζε τους καλλιεργημένους αγρούς της κοιλάδας δίπλα στο Μπάνκερς Χιλ, σε κείνο το σημείο διακλαδωνόταν και προχωρούσε βόρεια προς το Μπέγκαρλι και το Σέλμπι, που κοιτάζει από ψηλά το Κριτς και τους λόφους του Νταρμπισάιρ. Έξι ορυχεία σαν μαύρα κουμπιά δεμένα με μια ψιλή αλυσίδα, τη γραμμή του τρένου.
   Για να μπορέσουν να στεγάσουν τις ταξιαρχίες των ανθρακωρύχων, οι Κάρστον, Ουέιτ & Σία έχτισαν το Τετράγωνο, μεγάλα παραλληλόγραμμα από κατοικίες στη λοφοπλαγιά του Μπέστγουντ, και στη συνέχεια, κάτω στην κοιλάδα, εκεί που βρισκόταν άλλοτε η Γραμμή του Άδη, το Βυθό.
   Το Βυθό τον αποτελούσαν έξι οικοδομικά τετράγωνα από σπίτια ανθρακωρύχων, δυο σειρές με από τρία στην καθεμιά, σαν κουκκίδες στο εξάρι του Ντόμινο, με δώδεκα σπίτια στο κάθε τετράγωνο. Αυτή η διπλή σειρά κτισμάτων καθόταν στη βάση της μάλλον απότομης πλαγιάς που ξεκινούσε από το Μπέστγουντ κι αντίκριζε -από τις σοφίτες τουλάχιστον- το αργό ανέβασμα του κάμπου προς το Σέλμπι.
   Τα σπίτια ήταν ευρύχωρα και οπωσδήποτε υποφερτά. Μπορούσες να κάνεις μια βόλτα γύρω τους και να δεις κηπάκους με πρίμουλες και πετρόχορτα στη σκιά του κάτω τετραγώνου, γαρίφαλα και φραγκογαρουφαλιές στη λιακάδα του πάνω. Μπορούσες να δεις καθαρά παράθυρα στην πρόσοψή τους, μικρά μπαλκονάκια, μικρούς φράχτες από αγριομυρτιές και τους φεγγίτες στις σοφίτες. Αυτή ήταν όμως η εξωτερική άποψη, που έφτανε μέχρι και τα αδειανά σαλόνια των συζύγων όλων των ανθρακωρύχων. Το λειτουργικό δωμάτιο, η κουζίνα, βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, με θέα την εσωτερική πλευρά των τετραγώνων, έναν καχεκτικό κήπο και μετά τους σκουπιδοτενεκέδες. Κι ανάμεσα στις σειρές των σπιτιών, ανάμεσα στις μακριές σειρές των σκουπιδοτενεκέδων, περνούσε το σοκάκι, εκεί που παίζαν τα παιδιά, κουτσομπόλευαν οι γυναίκες και κάπνιζαν οι άντρες. Έτσι, οι πραγματικές συνθήκες διαβίωσης στο Βυθό, που ήταν τόσο καλά χτισμένος κι έδειχνε τόσο όμορφος, δεν ήταν ιδανικές, επειδή οι κάτοικοι έπρεπε να ζούνε στην κουζίνα και οι πόρτες της κουζίνας άνοιγαν σε αυτό το βρωμοσόκακο με τους σκουπιδοτενεκέδες.
   Η κυρία Μορέλ δεν ανυπομονούσε να εγκατασταθεί στο Βυθό, που είχε ήδη συμπληρώσει δώδεκα χρόνια ύπαρξης στο τέρμα σχεδόν του κατήφορου, όταν κατέβηκε από το Μπέστγουντ. Δεν είχε όμως και πουθενά αλλού να πάει. Πέρα από αυτό, είχε ένα ακριανό σπίτι σε ένα από τα πάνω τετράγωνα κι έτσι είχε μόνο μία γειτόνισσα, από την άλλη πλευρά μιας επιπλέον λουρίδας κήπου. Με το να έχει ακριανό σπίτι μεταμορφωνόταν αυτόματα σε ένα είδος αριστοκράτισσας για τις άλλες γυναίκες που έμεναν στα σπίτια "ανάμεσα", επειδή το εβδομαδιαίο νοίκι της ήταν πέντε σελίνια κι έξι πένες, αντί για τα πέντε σελίνια που ήταν το κανονικό. Αυτή η διαφοροποίηση, ωστόσο, δεν ήταν αρκετή παρηγοριά για την κυρία Μορέλ.
   Ήταν τριάντα ενός ετών και οχτώ χρόνια παντρεμένη. Σχετικά μικρόσωμη, με λεπτό σκαρί αλλά άφοβο ύφος, δεν έμεινε ιδιαίτερα ενθουσιασμένη από την πρώτη της επαφή με τις γυναίκες του Βυθού. Μετακόμισε Ιούλιο και το Σεπτέμβρη περίμενε το τρίτο της παιδί.
   Ο άντρας της ήταν ανθρακωρύχος. Όλες κι όλες τρεις βδομάδες είχαν στο καινούριο τους σπίτι, όταν άρχισε το ετήσιο πανηγύρι. Ο Μορέλ ήταν σίγουρος ότι θα το γλεντούσε. Έφυγε από το σπίτι πρωί πρωί τη Δευτέρα, τη μέρα του πανηγυριού. Τα δυο παιδιά κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ο Ουίλιαμ, ένα εφτάχρονο αγόρι, έτρεξε αμέσως μετά το πρωινό του να εξερευνήσει το χώρο του πανηγυριού, αφήνοντας την Άννυ, που μόλις είχε κλείσει τα πέντε, πίσω να γκρινιάζει όλο το πρωί για να πάει κι εκείνη. Η κυρία Μορέλ είχε να κάνει τις δουλειές της. Δεν ήξερε καλά καλά τις γειτόνισσές της ακόμα ούτε και κανέναν άλλο που θα μπορούσε να του εμπιστευτεί την κορούλα της. Έτσι, της υποσχέθηκε ότι θα την πήγαινε στο πανηγύρι μετά το μεσημεριανό τους.
   O Oυίλιαμ εμφανίστηκε στις δώδεκα και μισή. Ήταν ένα πολύ ζωηρό αγόρι με ξανθά μαλλιά, πανάδες, κι είχε κάτι πάνω του που θύμιζε λίγο Δανό ή Νορβηγό.
   "Μπορώ να κάτσω να φάω, μητέρα;" φώναξε μπαίνοντας τρεχάτος με το σκούφο στο κεφάλι του. "Γιατί αρχίζει στη μιάμιση, το 'πε ο κύριος".
   "Μπορείς να φας όταν είναι έτοιμο το φαγητό", απάντησε η μητέρα.
   "Δεν είναι έτοιμο ακόμα;" ρώτησε, με τα γαλάζια μάτια του γεμάτα αγανάκτηση. "Τότε θα πάω αφάγωτος".
   "Δε θα πας πουθενά. Σε πέντε λεπτά θα 'ναι έτοιμο. Η ώρα είναι δωδεκάμιση ακόμα".
   "Θ' αρχίσουν όπου να 'ναι", είπε το αγόρι, μισό φωνή, μισό κλάμα.
   "Δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα και ν' αρχίσουν", είπε η μητέρα. "Εξάλλου, είναι δωδεκάμιση μόνο η ώρα, έχεις μια ολόκληρη ώρα ακόμα".
   Ο μικρός άρχισε να στρώνει βιαστικά το τραπέζι και σχεδόν αμέσως κάθισαν κι οι τρεις στις θέσεις τους. Είχαν αρχίσει να τρώνε τηγανίτες με μαρμελάδα, όταν το αγόρι τινάχτηκε από την καρέκλα του και στάθηκε σαν άγαλμα. Από κάπου μακριά ακούστηκε κάτι σαν σάλπισμα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τρεμούλιασαν, καθώς γύρισε τα μάτια στη μητέρα του.
   "Σ' το 'πα!" είπε τρέχοντας στο μπουφέ να πάρει το σκούφο του.
   "Πάρε μια τηγανίτα μαζί σου -και η ώρα είναι μόνο μία και πέντε, άρα το λάθος είναι δικό σου- δεν πήρες τις δύο πένες σου", φώναξε η μητέρα με την ίδια ανάσα.
   Το αγόρι έκανε μεταβολή, φοβερά απογοητευμένο, πήρε τις δύο πένες του κι έφυγε χωρίς να πει λέξη. 
   "Θέλω να πάω, θέλω να πάω!" φώναξε η Άννυ κι άρχισε να κλαίει.
   "Θα πας κι εσύ, γκρινιάρικο, μόνο σταμάτα να μυξοκλαίς", είπε η μητέρα.
   Κι αργότερα, προς το απόγευμα, ανηφόρισε το λόφο, κάτω από τον ψηλό φράχτη, μαζί με την κόρη της. Η συγκομιδή είχε τελειώσει και τα ζωντανά είχαν αφεθεί λεύτερα στα θερισμένα χωράφια. Το απόγευμα ήταν ζεστό, γαλήνιο.
   Της κυρίας Μορέλ δεν της άρεσαν τα πανηγύρια. Δύο ήταν οι γύροι με τα αλογάκια, ο ένας λειτουργούσε με ατμό, τον άλλον τον τραβούσε ένα πόνι. Υπήρχαν τρεις λατέρνες και κάθε τόσο ακούγονταν κάτι περίεργες πιστολιές, ο φοβερός θόρυβος που έκανε η ροκάνα του Ινδού, κραυγές από τον τύπο της θείας Σάλυ, στριγγλιές από τη γυναίκα που διαφήμιζε το στερεοσκόπιο. Η μητέρα είδε το γιο της να στέκεται εκστατικός έξω από ένα κιόσκι κοιτάζοντας τις φωτογραφίες ενός λιονταριού, που είχε σκοτώσει έναν μαύρο και σακατέψει για όλη τους τη ζωή δυο λευκούς. Τον άφησε στην ησυχία του και πήγε να πάρει για την Άννυ μαλλί της γριάς. Την επόμενη στιγμή βρήκε τον μικρό μπροστά της ξαναμμένο.
   "Δε μου 'πες ότι θα 'ρθεις -είδες πράγματα που έχουν; Είναι ένα λιοντάρι που σκότωσε τρεις ανθρώπους -τις ξόδεψα τις δυο μου πένες- και κοίτα..."
   Έβγαλε από την τσέπη του δυο αυγοθήκες με ροζ μαγιάτικα τριαντάφυλλα ζωγραφισμένα πάνω τους.
   "Τις κέρδισα από εκείνο κει το περίπτερο που πρέπει να βάλεις τους βόλους μες στις τρύπες -και τους έβαλα και τις δυο φορές- μια πένα τη φορά -έχουν τριαντάφυλλα πάνω τους, τα είδες; Αυτές ήθελα να πάρω".
   Εκείνη το κατάλαβε ότι τις ήθελε για να της τις δώσει.
   "Χμ!" είπε ευχαριστημένη. "Πολύ όμορφες είναι!"
   "Θα τις κρατήσεις εσύ, γιατί φοβάμαι μην τις σπάσω;"
   Του ήταν δύσκολο τώρα που είχε έρθει η μάνα του να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του κι άρχισε να την ξεναγεί στο χώρο του πανηγυριού και να της τα δείχνει όλα, ένα ένα. Όταν έφτασαν στο στερεοσκόπιο, του εξήγησε εκείνη τις εικόνες σαν να ήταν ιστορία κι αυτός την άκουγε μαγεμένος. Δεν έκανε βήμα από το πλευρό της. Ήταν κολλημένος πάνω της, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας με αυτό το καμάρι που έχουν για τη μάνα τους όλα τα μικρά αγόρια. Κι αυτό γιατί στα μάτια του καμιά άλλη δεν έδειχνε τόσο κυρία όσο η μητέρα του, με το μαύρο καπελάκι και το πανωφόρι της. Εκείνη χαμογελούσε μόλις έβλεπε κάποια γυναίκα που γνώριζε.
    Όταν κουράστηκε, είπε στο γιο της:
   "Τι λες, θα γυρίσεις μαζί μου τώρα ή αργότερα;"
   "Τι, φεύγεις κιόλας;" φώναξε επιτιμητικά εκείνος.
   "Κιόλας; Είναι περασμένες τέσσερις".
   "Γιατί φεύγεις τόσο νωρίς;" τη ρώτησε με παράπονο.
   "Εσύ δε χρειάζεται να 'ρθεις αν δε θες" του είπε.
   Κι έφυγε με αργά βήματα κρατώντας από το χέρι τη μικρή της κόρη, ενώ ο γιος της στεκόταν και την κοίταζε πληγωμένος που την άφηνε να φύγει, αλλά ανίκανος να ξεκολλήσει από το πανηγύρι. Καθώς εκείνη περνούσε μπροστά από το "Φεγγάρι και τα Αστέρια", άκουσε αντρικές φωνές, ένιωσε τη μυρωδιά της μπίρας κι επιτάχυνε λίγο το βήμα της, κάνοντας τη σκέψη ότι μάλλον θα ήταν κι ο άντρας της στο μπαρ.
   Ο γιος της γύρισε γύρω στις έξι και μισή, κουρασμένος τώρα, μάλλον χλομός και λίγο στενοχωρημένος.
   "Πολύ ωραία!" του είπε κάνοντας δήθεν τη θυμωμένη. "Πέντε λεπτά ν' αργούσες ακόμα, θα το 'χα σηκώσει το τραπέζι. Άλλη φορά τέτοια ώρα θα τσίριζες από την πείνα".
   Και του ετοίμασε να φάει. Ο μικρός ένιωθε φοβερά άσχημα, αν και δεν το ήξερε, επειδή την είχε αφήσει να φύγει μόνη της. Από κείνη τη στιγμή δεν είχε μπορέσει να χαρεί άλλο το πανηγύρι.
   "Ο μπαμπάς γύρισε;" τη ρώτησε.
   "Όχι", είπε η μητέρα.
   "Κάνει το σερβιτόρο στο "Φεγγάρι και τα Αστέρια". Τον είδα μέσα από αυτό το μαύρο πράγμα με τις τρύπες που έχουν στο παράθυρο, με σηκωμένα τα μανίκια του..."
   "Χα!" έκανε η μητέρα. "Δεν είχε λεφτά. Και θα πρέπει να 'ναι πολύ ευχαριστημένος αν του δώσουν το μεροκάματό του σήμερα".
   Άφησε τα παιδιά να καθίσουν στο παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της, για να δουν τον κόσμο που γύριζε στα σπίτια του με παιχνίδια από το πανηγύρι και να ακούνε τη μουσική, τις φωνές, τις πιστολιές και τον αχνό θόρυβο του λεπτού σιδερένιου στόχου κάθε φορά που κάποιος τον πετύχαινε. Στο τέλος κουράστηκαν και πήγαν στα κρεβάτια τους να κοιμηθούν.
   Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει και η κυρία Μορέλ δε μπορούσε να δει άλλο για να συνεχίσει το ράψιμό της, σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα. Από παντού έρχονταν οι ήχοι της γιορτής και στο τέλος αφέθηκε κι αυτή στην ατμόσφαιρά της. Βγήκε έξω στον πλαϊνό κήπο. Γυναίκες γύριζαν σπίτια τους από το πανηγύρι, με παιδιά που κρατούσαν αγκαλιά ένα άσπρο αρνί με πράσινα πόδια ή ένα ξύλινο αλογάκι. Πότε πότε περνούσε τρεκλίζοντας και κάποιος άντρας, ενώ ήταν πολύ σπανιότερο το θέαμα του καλού συζύγου που επέστρεφε ήρεμα μαζί με την οικογένειά του. Τις περισσότερες φορές όμως ήταν γυναίκες και παιδιά, μόνοι τους. Οι μανάδες που είχαν μείνει σπίτι στέκονταν στις γωνιές του μικρού δρόμου, καθώς έπεφτε το σκοτάδι, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τις άσπρες τους ποδιές.
   Η κυρία Μορέλ ήταν μόνη της, αλλά είχε συνηθίσει πια. Ο γιος και η μικρή της κόρη κοιμόντουσαν επάνω, έτσι πίστευε τουλάχιστον, και το σπίτι της ήταν καθαρό και συγυρισμένο. Ένιωθε άσχημα όμως με αυτό το παιδί που κουβαλούσε μέσα της. Ο κόσμος τής φαινόταν σκοτεινός και άδειος, ένα μέρος όπου δεν είχε να περιμένει τίποτε άλλο -μέχρι τη στιγμή τουλάχιστον που θα μεγάλωνε ο Ουίλιαμ. Γι' αυτή την ίδια όμως τίποτε άλλο από το να κάνει υπομονή -ώσπου να μεγαλώσουν τα παιδιά της. Και τα παιδιά; Δεν είχε τα οικονομικά μέσα να αναθρέψει κι αυτό το τρίτο. Δεν το ήθελε. Ο πατέρας σέρβιρε μπίρες σε ένα καπηλειό ίσα ίσα για να μεθοκοπάει. Τον απεχθανόταν κι ήταν δεμένη μαζί του. Δεν την άντεχε την ιδέα αυτού του παιδιού που ήταν να έρθει. Αν δεν ήταν ο Ουίλιαμ και η Άννυ... Είχε κουραστεί -όλος αυτός ο αγώνας με τη φτώχεια, την ασχήμια και την κακία.
   Πήγε στον μπροστινό κήπο νιώθοντας πολύ βαριά για να βγει έξω, αλλά μην μπορώντας να μείνει μέσα. Ήταν τόση η ζέστη, που δεν μπορούσε να ανασάνει. Κι έτσι και κοίταζε μπροστά, η προοπτική της ζωής της την έκανε να νιώθει σαν να ήταν θαμμένη ζωντανή.
   Ο μπροστινός κήπος ήταν ένα μικρό τετράγωνο με ένα φράχτη από αγριομυρτιές. Εκεί στάθηκε προσπαθώντας να παρηγορηθεί με το άρωμα των λουλουδιών και την ομορφιά του σούρουπου. Απέναντι από τη μικρή της αυλόπορτα ήταν ο δρόμος που ανηφόριζε, κάτω από τον ψηλό φράχτη, ανάμεσα στις πύρινες λάμψεις των θερισμένων αγρών. Πολύχρωμες ανταύγειες δονούσαν τον ουρανό ψηλά πάνω από το κεφάλι της. Το φως χάθηκε γρήγορα από τα χωράφια, το έδαφος και οι φράχτες πήραν το χρώμα γκριζόμαυρου καπνού. Καθώς απλωνόταν το σκοτάδι, μια βαθυπόρφυρη αναλαμπή βγήκε από την κορφή του λόφου, κι από την αναλαμπή, μειωμένος ο θόρυβος του πανηγυριού.
   Μερικές φορές, μέσα από το αυλάκι της σκοτεινιάς που σχημάτιζε το μονοπάτι κάτω από τους φράχτες, άντρες γύριζαν παραπατώντας στα σπίτια τους. Κάποιος νέος κατέβηκε τρεχάτος το απότομο κομμάτι του δρόμου στο τέρμα της πλαγιάς κι έπεσε με τα μούτρα πάνω στην αυλόπορτά της. Η κυρία Μορέλ ανατρίχιασε. Εκείνος σηκώθηκε βλαστημώντας, μάλλον αξιολύπητα, λες και πίστευε ότι το λάθος δεν ήταν δικό του αλλά της αυλόπορτας.
   Η κυρία Μορέλ μπήκε στο σπίτι της, ενώ αναρωτιόταν αν θα άλλαζαν ποτέ τα πράγματα. Είχε αρχίσει πια να συνειδητοποιεί ότι ήταν κάτι που δε θα γινόταν ποτέ. Της φαινόταν ότι είχε ξεμακρύνει τόσο πολύ από τα κοριτσίστικα χρόνια της, που αναρωτιόταν αν ήταν ο ίδιος άνθρωπος αυτή η γυναίκα που περπατούσε με βαριά βήματα στον πίσω κήπο του Βυθού με την κοπέλα που έτρεχε τόσο ανάλαφρα στην προκυμαία του Σίρνες δέκα χρόνια πριν.
   "Τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά;" είπε μέσα της. "Τι σχέση! Ακόμα και μ' αυτό το παιδί που πρόκειται ν' αποκτήσω! Είναι σαν να μη μ' έλαβε κανείς υπόψη του".
   Μερικές φορές σε αρπάζει η ζωή, τραβάει στη ρότα της το σώμα σου κι όταν τελειώνει την ιστορία σου, σε αφήνει, μόνο που η ιστορία αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
   "Περιμένω", είπε μέσα της η κυρία Μορέλ. "Περιμένω κάτι που δεν μπορεί ποτέ να 'ρθει".
   Στη συνέχεια ταχτοποίησε την κουζίνα, άναψε τη λάμπα, τη φωτιά στο τζάκι και ξεχώρισε τα ρούχα για τη μπουγάδα της άλλης μέρας. Μετά κάθισε να συνεχίσει το ράψιμό της. Οι ώρες περνούσαν και η βελόνα της τρυπούσε σε τακτά διαστήματα το ύφασμα που κρατούσε στο χέρι της. Πότε πότε αναστέναζε και άλλαζε θέση για ν' ανακουφιστεί. Κι όλες αυτές τις ώρες σκεφτόταν πώς ν' αξιοποιήσει περισσότερο αυτά τα λίγα που είχε για το καλό των παιδιών της.
   Ο άντρας της ήρθε στις έντεκα και μισή. Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα και γυάλιζαν πάνω από το μαύρο μουστάκι. Το κεφάλι του έγερνε λίγο στο πλάι. Ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του.
   "Ω! Κάθισες και με περίμενες κορίτσι μου; Είπα να δώσω ένα χέρι στον Άντονυ κι εκείνος τι λες πως μου 'δωσε; Ούτε μισή βρωμοκορώνα, αυτό ήταν όλο..."
   "Θα λογάριασε ότι τα υπόλοιπα τα πήρες σε μπίρες", του είπε κοφτά.
   "Λάθος κάνεις, δεν ήπια, πίστεψέ με, ήπια πολύ λίγο σήμερα, δεν το 'κανα κέφι".
   Η φωνή του έγινε τρυφερή:
   "Να, σου 'φερα λίγο γλύκισμα και μια καρύδα για τα παιδιά".
   Άφησε το μελόψωμο και την καρύδα, ένα τριχωτό πράγμα, πάνω στο τραπέζι.
   "Βέβαια, εσύ δεν έχεις πει ποτέ ευχαριστώ στη ζωή σου, τώρα θα πεις;"
   Με ένα είδος συμβιβασμού, εκείνη πήρε την καρύδα και την κούνησε, να δει αν είχε καθόλου γάλα μέσα.
   "Είναι καλή, γι' αυτό να 'σαι σίγουρη. Την πήρα απ' τον Μπιλ Χότζκινσον. “Μπιλ”, του λέω, “τρεις καρύδες έχεις, τι να τις κάνεις και τις τρεις; Δε μου δίνεις μια για τον γιο μου και την κόρη μου;” “Έγινε, Ουόλτερ, παλιόφιλε” μου λέει. “Πάρε όποια απ' τις τρεις θέλεις”. Κι έτσι διάλεξα μια και τον ευχαρίστησα. Δεν ήθελα να την κουνήσω μπρος στα μάτια του, αλλά μου λέει: “Αυτή που διάλεξες είναι η καλύτερη, Ουόλτ” -γι' αυτό σου λέω ότι είναι καλή. Είναι καλό παιδί ο Μπιλ Χότζκινσον, πολύ καλό παιδί!"
   "Όταν έχει πιει κανείς, δίνει και το πουκάμισό του κι ήσουνα κι εσύ πιωμένος μαζί του", είπε η κυρία Μορέλ.
   "Ποιον λες πιωμένο, μωρή, μπορώ να ξέρω;" είπε ο Μορέλ.
   Ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του, επειδή είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα σερβίροντας στο "Φεγγάρι και τα Αστέρια". Συνέχισε τη φλυαρία του.
   Η κυρία Μορέλ, πολύ κουρασμένη και μπουχτισμένη από τις αερολογίες του, πήγε να ξαπλώσει με την πρώτη ευκαιρία που της δόθηκε, ενώ εκείνος σκάλιζε τη φωτιά.
   Η κυρία Μορέλ καταγόταν από μια καλή παλιά αστική οικογένεια, διάσημους ανεξάρτητους που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του συνταγματάρχη Χάτσινσον και που παρέμεναν ακλόνητοι κονγκρεγκασιοναλιστές. Ο παππούς της είχε κηρύξει πτώχευση στην αγορά της δαντέλας την εποχή που τόσοι δαντελοπαραγωγοί είχαν καταστραφεί στο Νότινχαμ. Ο πατέρας της, ο Τζωρτζ Κόπαρντ, ήταν μηχανικός, ένας ψηλός, ωραίος, υπεροπτικός άντρας, περήφανος για το λευκό του δέρμα και τα γαλάζια μάτια του, αλλά ακόμα πιο περήφανος για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Η Τζέρτρουντ είχε πάρει από τη μητέρα της το μικρό της ανάστημα. Την ιδιοσυγκρασία της όμως, περήφανη και αποφασιστική, την είχε από τους Κόπαρντ.
   Ο Τζωρτζ Κόπαρντ ήταν βαριά πληγωμένος από τη φτώχεια του. Έγινε επιστάτης των μηχανικών στο ναυπηγείο του Σίρνες. Η κυρία Μορέλ -η Τζέρτρουντ- ήταν η δεύτερή του κόρη. Εκείνη προτιμούσε τη μητέρα της, αυτήν αγαπούσε περισσότερο απ' όλους. Είχε πάρει όμως τα καθαρά, ατίθασα μάτια των Κόπαρντ και το πλατύ τους μέτωπο. Θυμόταν ότι μισούσε το δεσποτικό τρόπο με τον οποίο φερόταν ο πατέρας της στην τρυφερή, γλυκιά, καλόκαρδη σύζυγό του. Θυμόταν που έτρεχε στο μώλο του Σίρνες, για να βρει το πλοίο πάνω στο οποίο εργαζόταν ο πατέρας της. Θυμόταν που την κοίταζαν και της έκαναν κομπλιμέντα όλοι οι άντρες όταν πήγαινε στο ναυπηγείο, γιατί ήταν ένα λεπτό, μάλλον αλαζονικό κορίτσι. Θυμόταν την αστεία γριά διευθύντρια του ιδιωτικού σχολείου που την είχε προσλάβει για βοηθό της και πόσο της άρεσε να προσφέρει τις υπηρεσίες της μέσα σε κείνο το περιβάλλον. Και είχε ακόμα την Αγία Γραφή που της είχε δώσει ο Τζων Φιλντ. Γύριζε από το παρεκκλήσι σπίτι μαζί με τον Τζων Φιλντ όταν ήταν δεκαεννέα ετών. Ήταν γιος ενός πλούσιου εμπόρου, είχε σπουδάσει στο Λονδίνο και σκόπευε να γίνει επιχειρηματίας.
   Θυμόταν πάντοτε με όλες τις λεπτομέρειες ένα κυριακάτικο απόγευμα, Σεπτέμβρη μήνα, που είχαν καθίσει κάτω από την κληματαριά στο πίσω μέρος του πατρικού της σπιτιού. Ο ήλιος περνούσε ανάμεσα στα κληματόφυλλα κι έφτιαχνε όμορφα σχέδια, σαν δαντελένιο σάλι πάνω στους ώμους τους. Μερικά φύλλα είχαν ένα κεχριμπαρένιο χρώμα, σαν κίτρινα πατημένα λουλούδια.
   "Μην κουνιέσαι", της είχε πει. "Τα μαλλιά σου, δεν ξέρω πώς να τα περιγράψω! Λάμπουν σαν μπρούντζος και χρυσός, είναι κόκκινα σαν μπακίρι με χρυσές κλωστές εκεί που πέφτει ο ήλιος. Κι όταν τους ακούω να λένε ότι έχουν καστανό χρώμα! Η μητέρα σου το λέει ποντικίσιο".
   Είχε κοιτάξει τα φωτεινά του μάτια, αλλά το καθαρό της πρόσωπο δεν έδειξε στιγμή την έξαρση που ένιωθε μέσα της.
   "Μα εσύ μου λες ότι δε σ' αρέσουν οι επιχειρήσεις", συνέχισε την κουβέντα που είχαν αρχίσει από πριν.
   "Δε μ' αρέσουν, τις σιχαίνομαι", της είπε με πάθος.
   "Και θα 'θελες να γίνεις ιερέας", του είπε μ' έναν παρακλητικό τόνο στη φωνή της.
   "Ναι, αυτό θα 'θελα, αν πίστευα ότι μπορούσα να γίνω ένας πρώτης τάξεως ιεροκήρυκας".
   "Τότε γιατί δεν το κάνεις - γιατί;"
   Η φωνή της ήταν σχεδόν καταπιεστική:
   "Αν ήμουν εγώ άντρας, δε θα με σταματούσε τίποτα".
   Κρατούσε ορθό το κεφάλι της - εκείνος φαινόταν μάλλον άτολμος μπροστά της.
   "Ναι, αλλά ο πατέρας μου είναι τόσο ξεροκέφαλος! Σκοπεύει να με βάλει στις επιχειρήσεις του και ξέρω ότι θα τα καταφέρει".
   "Ναι, αλλά αν είσαι άντρας..." του είχε φωνάξει.
   "Δεν αρκεί το να 'σαι άντρας", της απάντησε ζαρώνοντας το προβληματισμένο και ανήμπορο μέτωπό του.
   Τώρα, καθώς γευόταν τη ζωή στο Βυθό, με κάποια πείρα τού τι σήμαινε να είναι κανείς άντρας, ήξερε ότι δεν αρκούσε.
   Στα είκοσι, για λόγους υγείας, είχε φύγει από το Σίρνες. Ο πατέρας της, συνταξιούχος, είχε αποσυρθεί στη γενέτειρά του, το Νότινχαμ. Ο πατέρας του Τζων Φίλντ είχε πέσει έξω· ο γιος του είχε πάει να γίνει δάσκαλος στο Νόργουντ. Πρώτη φορά που έμαθε νέα του ήταν δυο χρόνια αργότερα, όταν αποφάσισε να ψάξει. Είχε παντρευτεί τη σπιτονοικοκυρά του, μια σαραντάρα χήρα με πολλά ακίνητα.
   Παρ' όλα αυτά, η κυρία Μορέλ εξακολουθούσε να φυλάει την Αγία Γραφή του Τζων Φιλντ. Είχε σταματήσει πια να πιστεύει σε αυτόν - καταλάβαινε δηλαδή αρκετά καλά τι θα μπορούσε ή τι δε θα μπορούσε να είχε γίνει. Έτσι, φύλαγε τη Βίβλο του και κρατούσε ανέπαφη τη θύμησή του στην καρδιά της για καθαρά προσωπικούς της λόγους. Μέχρι τη μέρα του θανάτου της, τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια μετά, δε μίλησε ποτέ γι' αυτόν.
   Σε ηλικία είκοσι τριών ετών γνώρισε, σε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι, έναν νέο από το Ίριγουος Βάλεϊ. Ο Μορέλ ήταν τότε είκοσι εφτά. Ήταν καλοφτιαγμένος, με ίσια κορμοστασιά και πολύ έξυπνος. Είχε κυματιστά μαύρα μαλλιά που γυάλιζαν στο φως του ήλιου και μια πυκνή μαύρη γενειάδα που ποτέ δεν είχε ξυρίσει. Είχε κατακόκκινα μάγουλα και κατακόκκινα υγρά χείλη που δεν μπορούσε να μην προσέξει κανείς, επειδή γελούσε τόσο συχνά με την ψυχή του. Είχε αυτό το σπάνιο χάρισμα, ένα πλούσιο, ηχηρό γέλιο. Η Τζέρτρουντ Κόπαρντ τον κοίταζε συνεπαρμένη. Ήταν τόσο γεμάτος ζωντάνια και κέφι, η φωνή του έπαιρνε τόσο εύκολα έναν κωμικά γκροτέσκο τόνο και ήταν τόσο πρόθυμος κι ευχάριστος με όλους! Είχε κι ο πατέρας της ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ, αλλά το δικό του ήταν περισσότερο σατιρικό. Το χιούμορ του Μορέλ ήταν διαφορετικό: απαλό, ζεστό, χωρίς τίποτα το διανοουμενίστικο μέσα του, ένα είδος σκέρτσου.
   Εκείνη ήταν ακριβώς το αντίθετο. Είχε ένα περίεργο δεκτικό πνεύμα, που έβρισκε μεγάλη ευχαρίστηση στο να ακούει τους άλλους. Είχε την ικανότητα να κάνει τον άλλο κόσμο να μιλάει. Τρελαινόταν για ιδέες κι όλοι τη θεωρούσαν πνευματικό άνθρωπο. Αυτό που της άρεσε περισσότερο απ' όλα ήταν μια συζήτηση πάνω σε θέματα θρησκείας, φιλοσοφίας ή πολιτικής με κάποιον πραγματικά μορφωμένο. Ήταν κάτι που δεν απολάμβανε συχνά. Έτσι, έβαζε πάντα τους άλλους να της μιλάνε για τον εαυτό τους, περιορίζοντας σε αυτό την ευχαρίστησή της.
   Σωματικά ήταν μάλλον μικροκαμωμένη και ντελικάτη, με ένα μεγάλο μέτωπο και μακριά τσαμπιά από καστανές μεταξωτές μπούκλες. Τα γαλάζια μάτια της ήταν καθαρά, τίμια και ερευνητικά. Είχε πάρει τα όμορφα χέρια των Κόπαρντ. Το ντύσιμό της ήταν πάντα μετρημένο. Φορούσε σκούρα μπλε μεταξωτά, με μια παράξενη ασημένια καδένα, που είχε κρεμασμένα πάνω της ασημένια κοχύλια. Αυτή η αλυσίδα και μια μεγάλη καρφίτσα από ατόφιο χρυσάφι ήταν τα μόνα της κοσμήματα. Εξακολουθούσε να είναι απόλυτα άθικτη, βαθιά θρήσκα και πλημμυρισμένη από μια όμορφη ειλικρίνεια.
   Ο Ουόλτερ Μορέλ φαινόταν σαν λιωμένο κερί μπροστά της. Για τον ανθρακωρύχο ήταν αυτή η γεμάτη μυστήριο και σαγήνη ύπαρξη, μια αληθινή κυρία. Όταν του μιλούσε, η φωνή της είχε αυτή τη νότια προφορά και αγγλική καθαρότητα που τον έκανε να μη θέλει τίποτε άλλο από το να την ακούει. Εκείνη τον παρακολουθούσε. Χόρευε καλά, σαν να το εύρισκε φυσικό και ευχάριστο μέσα του να χορεύει. Ο παππούς του ήταν ένας Γάλλος πρόσφυγας που είχε παντρευτεί μια Εγγλέζα σερβιτόρα -αν την είχε παντρευτεί ποτέ. Η Τζέρτρουντ Κόπαρντ παρακολουθούσε το νεαρό ανθρακωρύχο καθώς χόρευε, μια κάποια ανεπαίσθητη αγαλλίαση, σαν θριαμβολογία, στις κινήσεις του, και το πρόσωπό του, ανθό του κορμιού του, κατακόκκινο, με ανάκατα μαύρα μαλλιά, και το γέλιο του, ίδιο κι απαράλλαχτο, όποια κι αν ήταν η ντάμα στην οποία υποκλινόταν. Τον εύρισκε καταπληκτικό, επειδή πρώτη της φορά γνώριζε όμοιό του. Ο πατέρας της ήταν γι' αυτήν ο χαρακτηριστικός τύπος όλων των αντρών. Ο Τζων Κόπαρντ, με το περήφανο παράστημα, όμορφος και μάλλον απόμακρος. Ο άντρας που προτιμούσε να διαβάζει μόνο βιβλία Θεολογίας και που έβλεπε με συμπάθεια έναν μόνο άνθρωπο, τον Απόστολο Παύλο. Ο άντρας που ήταν αυστηρός στην κρίση του και είρωνας στην οικειότητά του. Ο άντρας που αγνοούσε κάθε αισθησιακή απόλαυση -εντελώς διαφορετικός από τον ανθρακωρύχο. Η ίδια η Τζέρτρουντ έβλεπε με κάποια περιφρόνηση το χορό. Δεν είχε νιώσει ποτέ της την παραμικρή διάθεση να μάθει να χορεύει, ακόμα και τους απλούστερους χορούς. Ήταν πουριτανή, σαν τον πατέρα της, γεμάτη υψηλοφροσύνη και αυστηρότητα. Αυτός ήταν κι ο λόγος που η μισόφωτη, χρυσαφένια απαλότητα της αισθησιακής φλόγας που έβγαινε από τη σάρκα αυτού του ανθρώπου λες κι ήταν φλόγα από λαμπάδα, ανέγγιχτη και αφύσητη από σκέψη και πνεύμα όπως ήταν η ζωή της, της φαινόταν σαν κάτι το θαυμάσιο, πέρα από τα όρια της νοημοσύνης της.
   Ήρθε και υποκλίθηκε μπροστά της. Ένιωσε μια ζέστα να τη διαπερνάει, σαν να είχε πιει κρασί.
   "Έλα να το χορέψουμε αυτό μαζί", της είπε χαϊδευτικά. "Δεν είναι δύσκολο. Τρελαίνομαι να σε δω να χορεύεις".
   Του είχε πει νωρίτερα ότι δεν ήξερε χορό. Έριξε μια ματιά στο ταπεινό του ύφος και χαμογέλασε. Το χαμόγελό της ήταν πανέμορφο. Εκείνος αναστατώθηκε τόσο πολύ, που τα ξέχασε όλα.
   "Όχι, δε χορεύω", του είπε με σιγανή φωνή.
   Οι λέξεις της ακούστηκαν καθαρές σαν κρύσταλλο.
   Εκείνος, μην ξέροντας τι έκανε -πολλές φορές έκανε το σωστό από ένστικτο- κάθισε δίπλα της, ευλαβικά σχεδόν.
   "Μα δεν πρέπει να χάσεις τον χορό σου", τον μάλωσε.
   "Όχι, δε θέλω να το χορέψω αυτό -δε μ' αρέσει το κομμάτι".
   "Τότε γιατί μου ζήτησες να το χορέψουμε;"
   Εκείνος έβαλε τα γέλια:
   "Αυτό δεν το σκέφτηκα. Ωραία με στρίμωξες!"
   Ήταν η σειρά της να γελάσει.
   "Δε μου φαίνεσαι πολύ στριμωγμένος", του είπε.
   "Είμαι σαν τη σαρδέλα στο κουτί, στριμώχνομαι επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς", είπε αυτός και γέλασε -μάλλον δυνατά. "Δεν πίνεις τίποτα;" τη ρώτησε.
   "Όχι, ευχαριστώ -δε διψάω καθόλου".
   Εκείνος δίστασε, μάντεψε ότι δεν το έβαζε στα χείλη της κι ένιωσε κάπως προσβεβλημένος.
   Στη συνέχεια της έκανε διάφορες ευγενικές ερωτήσεις γεμάτες ενδιαφέρον. Εκείνη του απαντούσε. Της φαινόταν πολύ χαριτωμένος.
   "Κι είσαι ανθρακωρύχος;" αναφώνησε έκπληκτη.
   "Ναι. Κατέβηκα στα δέκα μου".
   Τον κοίταξε με θλιμμένα μάτια.
   "Στα δέκα σου! Καλά, δεν ήταν φοβερά δύσκολο;" τον ρώτησε.
   "Γρήγορα συνηθίζεις. Ζεις σαν τα ποντίκια και βγαίνεις έξω τη νύχτα να δεις τι γίνεται στον κόσμο".
   "Εμένα θα μ' έκανε να νιώθω σαν τυφλή", του είπε ζαρώνοντας το μέτωπό της.
   "Σαν τυφλοπόντικας!" είπε αυτός και γέλασε. "Ναι, ξέρω μερικούς τύπους που περπατάνε σαν τυφλοπόντικες".
   Έφερε το πρόσωπό του προς τα μπρος, σούφρωσε τα χείλη του και ζάρωσε τη μύτη, σαν να οσμιζόταν την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει.
   "Αλλά δεν είναι!" διαμαρτυρήθηκε απλοϊκά. "Εσύ ποτέ δε θα 'βλεπες όσα βλέπουνε αυτοί. Μέσα στο φως ή στο σκοτάδι".
   Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Έβλεπε ένα καινούριο μονοπάτι ζωής ν' ανοίγεται ξαφνικά μπροστά της. Συνειδητοποίησε τον τρόπο ζωής των ανθρακωρύχων, εκατοντάδες απ' αυτούς να μοχθούν κάτω από τη γη και να βγαίνουν στην επιφάνεια τη νύχτα. Της φάνηκε ότι είχε μια αρχοντιά επάνω του. Ριψοκινδύνευε κάθε μέρα τη ζωή του -και με κέφι. Τον κοίταζε με κάτι σαν δέος στην αγνή ταπεινότητά της.
   "Νομίζεις ότι θα σ' άρεσε;" τη ρώτησε τρυφερά. "Φοβάμαι πως θα μουτζουρωνόσουν".
   Τα επόμενα Χριστούγεννα παντρεύτηκαν και για τρεις μήνες ήταν απόλυτα ευτυχισμένη. Για έξι μήνες ήταν πολύ ευτυχισμένη.
   Της το είχε ορκιστεί και δεν είχε βάλει ούτε μια φορά οινόπνευμα στο στόμα του. Έμεναν, έτσι πίστευε, στο δικό του σπίτι. Ήταν μικρό αλλά αρκετά βολικό και συμπαθητικά επιπλωμένο, με πράγματα που ταίριαζαν στην καθαρή ψυχή της. Δεν μπορούσε να πει το ίδιο και για τις γειτόνισσές της και η μητέρα κι οι αδερφές του Μορέλ είχαν την τάση να ειρωνεύονται τους αριστοκρατικούς της τρόπους. Μπορούσε να ζει όμως πολύ ωραία και μόνη της, αρκεί να είχε κοντά τον άντρα της.
   Μερικές φορές, όταν την κούραζαν τα ερωτόλογα, προσπαθούσε να του ανοίξει στα σοβαρά την καρδιά της. Τον έβλεπε να την ακούει με σεβασμό, αλλά χωρίς να καταλαβαίνει. Αυτό την έκανε να σταματήσει τις προσπάθειές της για μια πιο εκλεπτυσμένη οικειότητα κι άρχισε να νιώθει στιγμές φόβου. Ορισμένες βραδιές τον έβλεπε να κάθεται στα καρφιά και συνειδητοποίησε ότι για εκείνον δεν ήταν αρκετό να είναι απλώς μαζί της. Χάρηκε όταν τον είδε να καταπιάνεται με διάφορες μικροδουλειές.
   Ήταν πολύ καλός με τα χέρια του, μπορούσε να φτιάξει ή να επισκευάσει οτιδήποτε. Έτσι, του έλεγε:
   "Μου αρέσει αυτή η μασιά της μητέρας σου -είναι μικρή και εύχρηστη".
   "Αλήθεια, κορίτσι μου; Ωραία, μια και την έφτιαξα εγώ, θα σου φτιάξω κι εσένα μία".
   "Τι... μα είναι από ατσάλι!"
   "Και τι έγινε; Μπορεί να μην είναι το ίδιο πράγμα, αλλά θα της μοιάζει".
   Δεν την πείραζαν η ακαταστασία και οι βρωμιές ούτε τα σφυροκοπήματά του. Της έφτανε που τον έβλεπε απασχολημένο και χαρούμενο.
   Τον έβδομο μήνα όμως, καθώς βούρτσιζε το καλό του σακάκι, ένιωσε κάτι διπλωμένα χαρτιά στη μπροστινή του τσέπη κι από περιέργεια τα έβγαλε να τα διαβάσει. Ήταν πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις που φορούσε το σακάκι με το οποίο είχε παντρευτεί κι ως τότε δεν της είχε τύχει να ενδιαφερθεί για το περιεχόμενό του. Ήταν οι λογαριασμοί για τα έπιπλα του σπιτιού, απλήρωτοι ακόμα.
   "Δες εδώ", του είπε το βράδυ, αφού είχε πλυθεί και τελειώσει το φαγητό του. "Αυτά τα βρήκα στην τσέπη του σακακιού σου. Δεν τα 'χεις ξοφλήσει ακόμα;"
   "Όχι, δεν είχα καιρό".
   "Μα μου είπες ότι ήταν όλα πληρωμένα. Θα πάω το Σάββατο στο Νότινχαμ να τα πληρώσω. Δεν μου αρέσει να κάθομαι σε ξένες καρέκλες και να τρώω σ' ένα τραπέζι που το χρωστάω".
   Εκείνος δεν απάντησε.
   "Μπορώ να πάρω το τραπεζικό σου βιβλιάριο, έτσι δεν είναι;"
   "Παρ' το, να δούμε τι θα το κάνεις".
   "Μα νόμιζα..." άρχισε να λέει εκείνη.
   Της είχε πει ότι του είχαν μείνει κάμποσα χρήματα. Κατάλαβε όμως ότι δεν ωφελούσαν σε τίποτα οι ερωτήσεις. Έμεινε σιωπηλή, πικραμένη κι αγανακτισμένη.
   Την άλλη μέρα κατέβηκε να δει τη μητέρα του.
   "Εσείς δεν πήγατε να πάρετε τα έπιπλα του Ουόλτερ;" τη ρώτησε.
   "Ναι, εγώ", απάντησε κοφτά εκείνη.
   "Πόσα χρήματα σας έδωσε;"
   Η μητέρα του έδειξε αμέσως ότι η ερώτηση την είχε θίξει.
   "Ογδόντα λίρες, αφού θες τόσο πολύ να μάθεις", της απάντησε.
   "Ογδόντα λίρες! Μα αφού χρωστάει ακόμα σαράντα δύο!"
   "Δικό του πρόβλημα".
   "Μα καλά, πού πήγαν όλα τα λεφτά;"
   "Αν κοιτάξεις, φαντάζομαι ότι θα τα βρεις όλα τα χαρτιά, εκτός από δέκα λίρες που μου χρωστούσε κι άλλες έξι που κόστισε εδώ ο γάμος".
   "Έξι λίρες!" είπε η Τζέρτρουντ Μορέλ.
   Της φαινόταν αδιανόητο, μετά από τόσα χρήματα που είχε ξοδέψει για το γάμο ο πατέρας της, να σπαταλήσουν άλλες έξι λίρες για να φάνε και να πιουν οι συγγενείς του Ουόλτερ εις βάρος του.
   "Και πόσα έχει δώσει για τα σπίτια του;" ρώτησε.
   "Τα σπίτια του -ποια σπίτια;"
   Η Τζέρτρουντ Μορέλ ένιωσε τα χείλη της να πανιάζουν. Της είχε πει ότι το σπίτι που έμεναν και το διπλανό ήταν δικά του.
   "Νόμιζα πως το σπίτι που μένουμε..." άρχισε να λέει.
   "Είναι δικά μου σπίτια αυτά τα δυο", είπε η πεθερά. "Και δεν είναι ξοφλημένα ακόμα. Με το ζόρι τα καταφέρνω και πληρώνω τους τόκους της υποθήκης".
   Η Τζέρτρουντ κάθισε εκεί, χλωμή και σιωπηλή. Είχε γίνει ο πατέρας της τώρα.
   "Τότε θα 'πρεπε να σας πληρώνουμε νοίκι", είπε ψυχρά.
   "Μου το πληρώνει ο Ουόλτερ", απάντησε η μητέρα του.
   "Πόσο σας δίνει;" ρώτησε η Τζέρτρουντ.
   "Έξι κι έξι τη βδομάδα", αποκρίθηκε η μητέρα του.
   Ήταν περισσότερο απ' ό,τι άξιζε το σπίτι. Η Τζέρτρουντ κρατούσε το κεφάλι της ψηλά και κοίταζε ίσια μπρος.
   "Είσαι τυχερή", είπε δηκτικά η πεθερά της, "που αναλαμβάνει ο άντρας σου ό,τι έχει σχέση με λεφτά, για να μην έχεις εσύ τέτοια προβλήματα".
   Η νύφη της έμεινε σιωπηλή.
   Είπε πολύ λίγα στον άντρα της, αλλά η συμπεριφορά της απέναντί του είχε αλλάξει. Κάτι μέσα στην περήφανη, τίμια ψυχή της είχε γίνει σκληρό σαν πέτρα.
   Όταν ήρθε ο Οκτώβρης, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν τα Χριστούγεννα. Χριστούγεννα, πριν από δυο χρόνια, τον είχε γνωρίσει. Τα περασμένα Χριστούγεννα τον είχε παντρευτεί. Αυτά τα Χριστούγεννα θα έφερνε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί.
   Φιλική με όλους, σύντομα γνωρίστηκε με τις γειτόνισσές της και συχνά στεκόταν και κουβέντιαζε μαζί τους, αλλά πάντα με το φόβο ότι, επειδή ήταν διαφορετικός ο τρόπος που μιλούσε, θα νόμιζαν, όπως και οι δικοί του, πως ήθελε να κάνει τη σπουδαία. Σώπαιναν πάντα όταν ήθελε να μιλήσει, αλλά τη συμπαθούσαν.
   "Εσύ δε χορεύεις, κυρά μου, έτσι δεν είναι;" τη ρώτησε η πιο κοντινή της γειτόνισσα, τον Οκτώβρη, όταν όλοι μιλούσαν για μια σχολή χορού που υποτίθεται ότι θα άνοιγε το ξενοδοχείο "Μπρικ εντ Τάιλ", στο Μπέστγουντ.
   "Όχι, ποτέ δε μ' άρεσε πολύ ο χορός", απάντησε η κυρία Μορέλ.
   "Για φαντάσου! Περίεργο που πήγες και παντρεύτηκες τον άντρα σου. Το ξέρεις ότι είναι διάσημος για το χορό που κάνει".
   "Δεν το 'ξερα ότι ήταν διάσημος", είπε γελώντας η κυρία Μορέλ.
   "Κι όμως είναι! Έδινε μαθήματα χορού στη Λέσχη των Ανθρακωρύχων πάνω από πέντε χρόνια".
   "Αλήθεια;"
   "Τι, ψέματα;" είπε πειραγμένη η άλλη γυναίκα. "Κι ήταν γεμάτη η αίθουσα κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο -κι ένας Θεός ξέρει τι γινόταν εκεί μέσα, αν πιστέψει κανείς όσα ακούν τ' αυτιά του".
   Τέτοιου είδους κουβέντες ήταν όλο χολή και φαρμάκι για την κυρία Μορέλ κι ήταν αρκετά συχνές. Οι γειτόνισσές της, ειδικά στις αρχές, ήταν φανερό ότι τις έλεγαν σκόπιμα επειδή ήταν ανώτερή τους, αν και δεν έφταιγε εκείνη γι' αυτό.
   Ο άντρας της άρχισε να γυρίζει μάλλον αργά στο σπίτι.
   "Φαίνεται πως έχουν αρχίσει να δουλεύουν πολλές ώρες τώρα τελευταία", είπε στην πλύστρα της.
   "Δε νομίζω να δουλεύουν περισσότερες απ' ό,τι συνήθως. Κάνουν μια στάση όμως στης Έλεν να πιουν τη μπίρα τους και πιάνουν την κουβέντα! Κι όταν έρχονται στο σπίτι, βρίσκουν το φαγητό τους κρύο -και καλά να πάθουν".
   "Μα ο κύριος Μορέλ δεν πίνει".
   Η γυναίκα άφησε τα ρούχα από τα χέρια της, της έριξε μια ματιά και μετά συνέχισε τη δουλειά της χωρίς να πει λέξη.
   Η Τζέρτρουντ Μορέλ ήταν πολύ άρρωστη όταν γεννήθηκε ο γιος της. Ο Μορέλ ήταν πολύ καλός μαζί της, σωστός άγγελος. Εκείνη όμως ένιωθε μεγάλη μοναξιά τόσα χιλιόμετρα μακριά από τους δικούς της. Τώρα αισθανόταν μόνη της ακόμα κι όταν ήταν μαζί του κι ήταν φορές που η παρουσία του χειροτέρευε αντί να βοηθήσει την κατάστασή της.
   Το αγόρι ήταν πολύ αδύναμο και μικροκαμωμένο στις αρχές, αλλά πήρε γρήγορα πάνω του. Ήταν πολύ όμορφο μωρό, με σκουρόξανθες μπούκλες και βαθυγάλανα μάτια, που άρχισαν να παίρνουν σιγά σιγά ένα καθαρό γκρίζο χρώμα. Η μητέρα του το λάτρευε. Ήρθε στον κόσμο ακριβώς τη στιγμή που ένιωθε ότι δε μπορούσε να σηκώσει άλλο τον σταυρό της βαθιάς της απογοήτευσης. Τη στιγμή που είχε αρχίσει να πεθαίνει η πίστη της στη ζωή και να απλώνεται το σκοτάδι στην ψυχή της. Ζωή της έγινε ο γιος της κι ο πατέρας του ζήλευε.
   Τελικά η κυρία Μορέλ έφτασε σε σημείο να μην μπορεί ούτε να βλέπει τον άντρα της. Άνοιξε τα μάτια της στο παιδί, τα έκλεισε στον πατέρα. Εκείνος είχε αρχίσει να την παραμελεί, έχοντας χάσει τον πρώτο ενθουσιασμό του γάμου. Δεν είχε κότσια, έλεγε με πίκρα μέσα της. Το μόνο που μετρούσε γι' αυτόν ήταν τα συναισθήματα της μιας στιγμής. Δεν μπορούσε να μείνει πιστός σε τίποτα. Πίσω απ' όλα όσα έδειχνε υπήρχε το κενό.
   Άρχισε ένας πόλεμος ανάμεσα στους δύο συζύγους, ένας ανελέητος, αιματηρός πόλεμος που τελείωσε μόνο με το θάνατο του ενός. Εκείνη αγωνιζόταν να τον κάνει ν' αναλάβει τις ευθύνες του, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αυτός όμως ήταν εντελώς διαφορετικός από τη γυναίκα του. Η φύση του ήταν καθαρά αισθησιακή, ενώ εκείνη πάλευε να της μεταμοσχεύσει στοιχεία ηθικής και θρησκείας. Προσπαθούσε να τον φέρει αντιμέτωπο με την πραγματικότητα. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το αντέξει ο Μορέλ -επαναστάτησε.
   Ο γιος τους ήταν βρέφος ακόμα όταν ο πατέρας έγινε τόσο οξύθυμος, που απειλούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να εκραγεί. Το παραμικρό να έκανε το παιδί, του έβαζε τις φωνές. Μια μικρή αταξία και το αγόρι τις έτρωγε από τα σκληρά χέρια του ανθρακωρύχου. Τότε ήταν που η κυρία Μορέλ κυριολεκτικά μισούσε τον άντρα της, τον μισούσε μέρες ολόκληρες. Κι αυτός έβγαινε από το σπίτι του και πήγαινε να πιει. Κι εκείνη δε νοιαζόταν πια καθόλου για το τι έκανε. Μόνο όταν γύριζε στο σπίτι, δοκίμαζε πάνω του τον σαρκασμό της.
   Αυτή η αποξένωση ανάμεσά τους τον έκανε, εσκεμμένα ή όχι, να της φέρεται με χυδαίο τρόπο. Ο Ουίλιαμ, ο γιος τους, είχε κλείσει μόλις ένα χρόνο ζωής όταν άρχισε να περπατάει και να λέει όμορφες λεξούλες. Ήταν ένα αξιαγάπητο μωρό με μπούκλες, που όσο περνούσε ο καιρός σκούραιναν σε χρώμα. Αγαπούσε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν πολύ στοργικός, υπομονετικός και διασκεδαστικός με το παιδί όταν είχε διάθεση. Κάθονταν και παίζανε μαζί οι δυο τους και η κυρία Μορέλ συχνά αναρωτιόταν ποιος ήταν ο μικρότερος.
   Ο Μορέλ σηκωνόταν πάντοτε νωρίς, πέντε ή έξι το πρωί, ανεξάρτητα από το αν είχε να πάει δουλειά ή όχι. Τις Κυριακές σηκωνόταν και ετοίμαζε αυτός το πρωινό. Η φωτιά δεν έσβηνε ποτέ στο σπίτι. Την ώρα που πήγαιναν να πλαγιάσουν, έβαζαν ένα μεγάλο κάρβουνο στο τζάκι, που έκανε ως το πρωί για να καεί. Κάθε Κυριακή ο μικρός ξυπνούσε μαζί με τον πατέρα του, ενώ η μητέρα έμενε στο κρεβάτι για καμιά ώρα ακόμα. Αυτή ήταν και η ώρα που ξεκουραζόταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όταν πατέρας και γιος ασχολούνταν κάτω με τα παιχνίδια τους.
   Ο Ουίλιαμ ήταν ενός έτους μόνο και η μητέρα του ήταν πολύ περήφανη -τόσο όμορφο ήταν το μωρό της. Δεν είχε καθόλου λεφτά τώρα, αλλά τις έδιναν ρούχα για το παιδί οι αδερφές της. Τότε ήταν που τον χαιρόταν περισσότερο, με το άσπρο καπελάκι, το άσπρο πανωφόρι, τις μπούκλες στο μέτωπό του.
   Ένα κυριακάτικο πρωινό η κυρία Μορέλ τους άκουγε από το κρεβάτι της που κουβέντιαζαν. Μετά την πήρε πάλι ο ύπνος. Όταν τελικά κατέβηκε, βρήκε μια μεγάλη φωτιά αναμμένη στο τζάκι, το δωμάτιο ζεστό και το τραπέζι στρωμένο. Ο Μορέλ καθόταν στην πολυθρόνα του, κοντά στη φωτιά, με μια έκφραση αμηχανίας στο πρόσωπό του. Κι ανάμεσα στα πόδια του στεκόταν ο γιος τους κουρεμένος σαν γίδι, κοιτάζοντάς την απορημένος, ενώ σε μια εφημερίδα απλωμένη στο χαλί βρίσκονταν σκόρπιες αμέτρητες μπούκλες σε σχήμα μισοφέγγαρου, σαν πέταλα κατιφέ ριγμένα μπρος στις κόκκινες φλόγες.
   Η κυρία Μορέλ κοκάλωσε. Ήταν το πρώτο της παιδί. Άσπρισε σαν το πανί και της ήταν αδύνατο να μιλήσει. 
   "Πώς σου φαίνεται;" ρώτησε ο Μορέλ και γέλασε κάπως ανήσυχα.
   Εκείνη έσφιξε τις γροθιές της, τις σήκωσε ψηλά και προχώρησε προς το μέρος τους. Ο Μορέλ έκανε μια κίνηση προς τα πίσω.
   "Ευχαρίστως θα σε σκότωνα!" του είπε.
   Την έπνιγε ο θυμός και οι δύο υψωμένες γροθιές της έτρεμαν στον αέρα.
   "Τι θες να τον κάνεις, κορίτσι;" είπε ο Μορέλ φοβισμένος, σκύβοντας το κεφάλι του για να αποφύγει τα μάτια της.
   Η απόπειρά του να γελάσει είχε πέσει στο κενό.
   Η μητέρα κοίταξε το ψιλοκουρεμένο κεφάλι του παιδιού της. Έβαλε τα χέρια της πάνω του και χάιδεψε τρυφερά το μικρό του κεφάλι.
   "Ω, αγόρι μου!" ψιθύρισε με σπασμένη φωνή.
   Με τρεμάμενα χείλη, αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, πήρε το παιδί στην αγκαλιά της, έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο του κι άρχισε να κλαίει. Ήταν από αυτές τις γυναίκες που δε μπορούν να κλάψουν, που το κλάμα τις κάνει να πονούν όσο και τους άντρες. Οι λυγμοί της ήταν σαν να της ξέσκιζε κανείς ένα κομμάτι από τις σάρκες της. Ο Μορέλ καθόταν με τους αγκώνες στα γόνατα, τις κλειδώσεις των χεριών του κάτασπρες. Κοίταζε τη φωτιά αποσβολωμένος σχεδόν, λες και δυσκολευόταν ν' αναπνεύσει.
   Κάποια στιγμή εκείνη σταμάτησε, παρηγόρησε το παιδί και καθάρισε το τραπέζι. Άφησε την εφημερίδα όπως ήταν, γεμάτη μπούκλες κι απλωμένη στο χαλί. Στο τέλος τη μάζεψε ο άντρας της και την πέταξε μέσα στη φωτιά. Η κυρία Μορέλ έκανε τις δουλειές του σπιτιού αθόρυβα και με σφιγμένα χείλη. Ο άντρας της ήταν πολύ ήσυχος. Γυρνούσε μέσα στο σπίτι με δυστυχισμένο ύφος και δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του εκείνη τη μέρα. Εκείνη του μιλούσε ευγενικά και δεν αναφέρθηκε ούτε μια φορά σ' αυτό που είχε κάνει. Μέσα του όμως ένιωθε πως κάτι το αμετάκλητο είχε συμβεί.
   Αργότερα του είπε ότι είχε φανεί ανόητη κι ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να κόψουν τα μαλλιά του παιδιού, αργά ή γρήγορα. Στο τέλος μάλιστα έφτασε σε σημείο να πει στον άντρα της ότι ήταν καλή η ιδέα του να κάνει τον κουρέα. Το ήξερε όμως, όπως το ήξερε κι ο Μορέλ, ότι αυτή η πράξη του είχε προκαλέσει μια τρομακτική αλλαγή μέσα στην ψυχή της. Θυμόταν αυτό το περιστατικό όλη την υπόλοιπη ζωή της ως μια από τις πλέον τραυματικές εμπειρίες της.
   Αυτή η ενέργεια, δείγμα της αντρικής ατσαλοσύνης, ήταν το αγκάθι στο πλευρό της αγάπης της για τον Μορέλ. Παλιά, παρόλο που τον πολεμούσε με πάθος, τον κυνηγούσε από κοντά, λες και φοβόταν μην της φύγει. Τώρα έπαψε ν' αποζητάει την αγάπη του· στα μάτια της ήταν ένας ξένος. Κι αυτό έκανε τη ζωή της κάπως πιο υποφερτή.
   Παρ' όλα αυτά, ο πόλεμος ανάμεσά τους συνεχιζόταν. Εξακολουθούσε να έχει υψηλές ηθικές αρχές, κληρονομιά από γενιές πουριτανών. Τώρα ήταν περισσότερο ένα θρησκευτικό ένστικτο και η στάση της απέναντί του είχε έναν σχεδόν φανατικό χαρακτήρα, επειδή τον αγαπούσε ή τον είχε κάποτε αγαπήσει. Όταν εκείνος αμάρταινε, τον τιμωρούσε. Όταν έπινε, έλεγε ψέματα, δείλιαζε ή έκανε μικροκατεργαριές, τον μαστίγωνε αλύπητα.
   Το μεγάλο κρίμα ήταν ότι διέφεραν τόσο πολύ ο ένας από τον άλλον. Εκείνη δε μπορούσε να μείνει ευχαριστημένη με το λίγο που αυτός είχε τη δυνατότητα να γίνει, τον ήθελε να φτάσει στο πολύ που έπρεπε να είναι. Έτσι, στην προσπάθειά της να τον κάνει καλύτερο απ' όσο μπορούσε ποτέ να γίνει, τον κατέστρεψε. Εκείνη πληγώθηκε, πόνεσε, σημαδεύτηκε, αλλά δεν έχασε τίποτα από την αξία της. Εξάλλου, είχε και τα παιδιά.
   Αυτός έπινε σαν σφουγγάρι, αν κι όχι περισσότερο από πολλούς ανθρακωρύχους, και μόνο μπίρα, έτσι ώστε επηρέαζε τη διάθεσή του, αλλά δεν έκανε ποτέ ζημιά στην υγεία του. Περιόριζε το ξεφάντωμά του κυρίως στο τέλος της εβδομάδας. Καθόταν στη Λέσχη των Ανθρακωρύχων μέχρι την ώρα που έκλεινε κάθε βράδυ Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής. Δευτέρα και Τρίτη σηκωνόταν με βαριά καρδιά και γύριζε σπίτι γύρω στις δέκα. Μερικές φορές δεν έβγαινε καθόλου τα βράδια της Τετάρτης και της Πέμπτης ή, αν έβγαινε, δεν έλειπε περισσότερο από μια ώρα. Το σίγουρο είναι ότι το πιοτό δεν τον είχε κάνει σχεδόν ποτέ να χάσει έστω και μια μέρα από τη δουλειά του.
   Αν και ήταν όμως πολύ συνεπής στην εργασία του, τα μεροκάματά του μειώνονταν. Είχε μεγάλη γλώσσα, μισούσε καθετί που είχε σχέση με εξουσία κι όπως ήταν φυσικό, δεν τα πήγαινε καλά με τους επιστάτες του ορυχείου. Έλεγε στο "Πάλμερστον":
   "Κατέβηκε ο εργοδηγός στη στοά μας το πρωί και μου λέει: “Ξέρεις, Ουόλτερ, δεν είναι δουλειά αυτή εδώ. Τι θα γίνει μ' αυτά τα στηρίγματα;” Κι εγώ του λέω: “Τι κάθεσαι και μου τσαμπουνάς; Τι έχουν τα στηρίγματα;” “Δε θα κρατήσουνε”, μου λέει. “Μια απ' αυτές τις μέρες θα σας έρθει όλο στο κεφάλι”. Κι εγώ του λέω: “Τότε καλά θα κάνεις να σταθείς σε μια γωνιά, μουγκός κι ακίνητος, να κάνεις την κολόνα”. Έγινε πυρ και μανία, άρχισε να βλαστημάει και να με βρίζει κι όλοι οι άλλοι έβαλαν τα γέλια".
   Ο Μορέλ ήταν καλός μίμος. Άρχισε να μιμείται την τσιριχτή φωνή του επιστάτη και την προσπάθειά του να μιλήσει σωστά αγγλικά.
   "“Αυτό δεν πρόκειται να το ανεχτώ, Ουόλτερ. Ποιος ξέρει περισσότερο τη δουλειά, εσύ ή εγώ;” Κι εγώ του λέω: “Ακόμα δεν έχω μάθει πόσο την ξέρεις, Άλφρεντ. Θα το καταλάβω όταν σε πάρουν σηκωτό από δω μέσα”".
   Έτσι μιλούσε ο Μορέλ, προς μεγάλη διασκέδαση των ευδιάθετων συντρόφων του. Κι ορισμένα από αυτά που έλεγε ήταν αλήθεια. Ο επιστάτης του ορυχείου δεν ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Ήταν από παιδιά μαζί με τον Μορέλ κι έτσι, παρόλο που αντιπαθιόντουσαν, λίγο πολύ αντιμετώπιζε ο ένας τον άλλον ως αναγκαίο κακό. Ο Άλφρεντ Τσάρλσγουερθ δε συγχωρούσε όμως κάτι τέτοιες κουβέντες στα καπηλειά. Έτσι, παρόλο που ο Μορέλ ήταν καλός στη δουλειά του και μερικές φορές κέρδιζε μέχρι και πέντε λίρες τη βδομάδα, όταν πρωτοπαντρεύτηκε, σιγά σιγά άρχισε να εργάζεται όλο και σε χειρότερες στοές, όπου το κάρβουνο ήταν ψιλό, έβγαινε πιο δύσκολα κι απέφερε λιγότερο κέρδος.
   Ο Μορέλ δούλευε ως υπεργολάβος. Δυο τρεις υπεργολάβοι μαζί αναλαμβάνουν μια συγκεκριμένη φλέβα άνθρακα, την οποία είναι υποχρεωμένοι να σκάψουν μέχρις ένα δεδομένο σημείο. Για κάθε τόνο κάρβουνου πληρώνονταν γύρω στα τριάμισι σελίνια. Από αυτά έπρεπε να πληρώσουν τους εργάτες, σκαφτιάδες και φορτωτές, τους οποίους προσλάμβαναν με τη μέρα, εργαλεία, μπαρούτι και ούτω καθεξής. Αν είχαν καλή στοά και το ορυχείο δούλευε όλο το εικοσιτετράωρο, έφταναν στους εκατό, διακόσιους τόνους κάρβουνο κι έβγαζαν καλά λεφτά. Όταν δεν ήταν καλή στοά, όσο σκληρά κι αν δούλευαν, τα κέρδη τους ήταν πολύ λίγα. Ο Μορέλ, στα τριάντα χρόνια της ζωής του, δεν είχε πάρει ούτε μια φορά καλή στοά. Όπως έλεγε όμως η γυναίκα του, αυτός έφταιγε και κανένας άλλος.
   Το καλοκαίρι επίσης τα ορυχεία δε δουλεύουν με τον ίδιο ρυθμό. Πολλές φορές, κάτω από το ζεστό ήλιο, βλέπει κανείς τους άντρες να γυρίζουν σπίτια τους δέκα το πρωί, έντεκα ή δώδεκα. Δεν υπάρχουν άδεια φορτηγά στο στόμιο του ορυχείου. Οι γυναίκες στη λοφοπλαγιά κοιτάζουν απέναντι, καθώς τινάζουν τις κουρελούδες τους στο φράχτη και μετρούν τα βαγόνια που σέρνει πίσω του το τρένο ανηφορίζοντας τον κάμπο με κατεύθυνση τα ορυχεία.
   "Εφτά", λένε η μια στην άλλη, "ή για το Μίντον ή για το Σπιντ Παρκ. Πώς να δουλέψει ολόκληρο ορυχείο;"
   Και τα παιδιά, γυρίζοντας από το σχολείο την ώρα του φαγητού, κοιτάζουν κάτω τα χωράφια, βλέπουν τους τροχούς των τόρνων ακίνητους και λένε:
   "Τελείωσαν στο Μίντον. Ο μπαμπάς μου θα 'ναι σπίτι".
   Και κάτι σαν σύννεφο πλανιέται πάνω απ' όλους, γυναίκες, άντρες και παιδιά, επειδή δε θα υπάρχουν αρκετά χρήματα στο τέλος της βδομάδας.
   Ο Μορέλ υποτίθεται ότι έπρεπε να δίνει στη γυναίκα του τριάντα σελίνια τη βδομάδα για να τα φροντίζει όλα, νοίκι, φαγητό, ρούχα, ασφάλεια, γιατρούς. Πότε πότε, αν ήταν πολύ πιωμένος, της έδινε τριάντα πέντε. Οι φορές αυτές όμως ήταν πολύ λιγότερες από εκείνες που της έδινε είκοσι πέντε. Το χειμώνα, με μια υποφερτή στοά, ο ανθρακωρύχος έφτανε να κερδίζει πενήντα έως πενήντα πέντε σελίνια τη βδομάδα. Τότε ένιωθε ευτυχισμένος. Τα βράδια της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής ξόδευε σαν βασιλιάς, χωρίς να σημαίνει τίποτα γι' αυτόν η μια λίρα που μπορεί να του έφευγε από την τσέπη. Κι όμως, από τόσο πολλά χρήματα, σπάνια έδινε στα παιδιά μια πένα παραπάνω ή τους αγόραζε μισό κιλό μήλα. Όλα πήγαιναν για το πιοτό. Τις μέρες που δεν είχε, τα πράγματα ήταν πιο ανησυχητικά, αλλά δε μεθοκοπούσε τόσο συχνά κι αυτό έκανε την κυρία Μορέλ να λέει:
   "Είναι φορές που προτιμώ να 'μαστε αδέκαροι, γιατί όταν είναι μεθυσμένος, δε βρίσκω λεπτό ησυχία".
   Όταν έβγαζε σαράντα σελίνια, κρατούσε για πάρτη του τα δέκα. Από τα τριάντα πέντε, κρατούσε τα πέντε. Από τα τριάντα δύο, τα τέσσερα. Από τα είκοσι οχτώ, τα τρία. Από τα είκοσι τέσσερα, τα δύο. Από τα είκοσι, κρατούσε ένα σελίνι και έξι πένες. Από τα δεκαοχτώ, το ένα σελίνι και από τα δεκάξι, έξι πένες. Δε φύλαγε ούτε μια πένα και δεν έδινε ποτέ στη γυναίκα του την ευκαιρία να βάλει κάτι στην πάντα. Το αντίθετο, μερικές φορές ήταν αναγκασμένη να πληρώνει τα χρέη του. Όχι χρέη για το ποτό του, γιατί αυτά ποτέ δεν περνούσαν στις γυναίκες, αλλά για μια καρδερίνα ή κάποιο μπαστούνι που είχε δει και του είχε αρέσει.
   Τον καιρό του πανηγυριού ο Μορέλ δεν τα πήγαινε καθόλου καλά στη δουλειά του και η κυρία Μερέλ προσπαθούσε να κάνει οικονομίες από τη μια και υπομονή με την εγκυμοσύνη που την κρατούσε κλεισμένη σπίτι από την άλλη. Έτσι, την πίκραινε που αυτός έβγαινε έξω κάνοντας το κέφι του και ξοδεύοντας χρήματα, ενώ αυτή έμενε στο σπίτι και υπέφερε. Η γιορτή ήταν διήμερη.
   Την Τρίτη το πρωί ο Μορέλ σηκώθηκε νωρίς όπως πάντα. Ήταν στα κέφια του. Ξημερώματα ακόμα, πριν τις έξι, τον άκουσε να σφυρίζει καθώς κατέβαινε τις σκάλες. Το σφύριγμά του ήταν ευχάριστο -είχε ζωντάνια και μουσικότητα. Όλες σχεδόν τις φορές σφύριζε εκκλησιαστικούς ύμνους. Όταν ήταν μικρός, έψελνε με πολύ μελωδική φωνή και τον είχαν πάρει μάλιστα και για μονωδίες στον καθεδρικό ναό του Σάουθγουελ.
   Η γυναίκα του τον άκουγε από το τραπέζι να σφυρίζει στον κήπο ενώ πριόνιζε. Πάντα ένιωθε μέσα της ζεστασιά και γαλήνη όταν τον άκουγε, έτσι καθώς ήταν ξαπλωμένη, με τα παιδιά να κοιμούνται ακόμα, νωρίς νωρίς το πρωί, ευτυχισμένο με το δικό του αντρικό τρόπο.
   Εννιά η ώρα, ενώ τα παιδιά ξυπόλυτα κάθονταν και έπαιζαν στον καναπέ και η μητέρα τους έπλενε τα πιάτα, ήρθε μέσα με τα μανίκια του σηκωμένα και το γιλέκο ανοιχτό. Εξακολουθούσε να είναι ωραίος άντρας, με μαύρα κυματιστά μαλλιά κι ένα παχύ μαύρο μουστάκι. Το πρόσωπό του ήταν ίσως λίγο πιο κόκκινο απ' όσο έπρεπε και το ύφος ήταν σχεδόν μόνιμα θυμωμένο. Τώρα όμως έδειχνε καλόκεφος. Πήγε ίσια στο νεροχύτη που έπλενε η γυναίκα του τα πιάτα. 
   "Εδώ είσαι κι εσύ;" φώναξε. "Κάνε στην άκρη κι άσε με να πλυθώ λίγο". 
   "Θα περιμένεις ώσπου να τελειώσω", είπε η γυναίκα του.
   "Έτσι νομίζεις; Και τι θα κάνεις αν δεν περιμένω;"
   Η χαμογελαστή του πρόκληση διασκέδασε την κυρία Μορέλ:
   "Θα σε στείλω να πλυθείς στη σκάφη".
   "Χα! Κούνια που σε κούναγε, παλιοκόριτσο!"
   Στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντάς την και μετά τραβήχτηκε στην άκρη να την περιμένει.
   Όταν ήθελε, μπορούσε ακόμα να φροντίζει το ντύσιμό του. Συνήθως προτιμούσε να βγαίνει με ένα κασκόλ τυλιγμένο στο λαιμό του. Τώρα όμως η προετοιμασία του ήταν σωστή ιεροτελεστία. Υπήρχε μια ιδιαίτερη ένταση στον τρόπο που φούσκωνε και ξεφούσκωνε καθώς πλενόταν, τόση ζωντάνια στις κινήσεις του, καθώς πήγε βιαστικά και στάθηκε μπρος στον καθρέφτη της κουζίνας χτενίζοντας τα βρεγμένα μαύρα του μαλλιά, που η κυρία Μορέλ κάπως ενοχλήθηκε. Φόρεσε άσπρο πουκάμισο, μαύρο παπιγιόν και το κυριακάτικο φράκο του. Έτσι φαινόταν πολύ κομψός και ό,τι δεν κατάφερναν τα ρούχα του το συμπλήρωνε με την αρρενωπότητά του.
   Στις εννέα και μισή ήρθε να τον πάρει ο φίλος του, ο Τζέρυ Πάρντυ. Ο Τζέρυ ήταν ο στενότερός του φίλος και η κυρία Μορέλ δεν τον συμπαθούσε καθόλου. Ήταν ψηλός, ξερακιανός, με αλεπουδίσιο πρόσωπο, αυτό το είδος προσώπου που είναι σαν να του λείπουν τα ματοτσίνορα. Περπατούσε στητός και δύσκαμπτος, λες και το κεφάλι του στηριζόταν σε ξύλινη σούστα. Ήταν από φύση του ψυχρός και πονηρός. Ανοιχτοχέρης όποτε πίστευε ότι τον εξυπηρετούσε, έδειχνε να αγαπάει πολύ τον Μορέλ κι ακόμα περισσότερο να τον ελέγχει.
   Η κυρία Μορέλ τον απεχθανόταν. Είχε γνωρίσει τη γυναίκα του που είχε πεθάνει από φυματίωση και η οποία, προς το τέλος της ζωής της, μισούσε τόσο πολύ τον άντρα της, που όταν έμπαινε στο δωμάτιό της, έκανε αμέσως αιμόπτυση. Τίποτε απ' όλα αυτά δε φαινόταν να είχε πειράξει τον Τζέρυ. Και τώρα η μεγάλη του κόρη, ένα κορίτσι δεκαπέντε ετών, κρατούσε όσο γινόταν καλύτερα το νοικοκυριό στο σπίτι και φρόντιζε τα δυο μικρότερα παιδιά του.
   "Είναι κακός και ύπουλος", έλεγε η κυρία Μορέλ.
   "Ξέρω τον Τζέρυ όλη μου τη ζωή και δεν τον έχω δει ποτέ να κάνει ούτε μια κακία", διαμαρτυρόταν ο Μορέλ. "Πιο γενναιόδωρο και πιο ανοιχτόκαρδο άνθρωπο δεν μπορείς να βρεις, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον".
   "Γενναιόδωρος σε σένα", απάντησε η κυρία Μορέλ. "Σε ό,τι έχει να κάνει όμως με τα καημένα τα παιδιά του δεν υπάρχει μεγαλύτερος τσιγκούνης".
   "Τα καημένα τα παιδιά του! Μπορείς να μου πεις γιατί τα λες καημένα;"
   Η κυρία Μορέλ όμως δε δεχόταν λέξη πάνω σε αυτά που πίστευε για τον Τζέρυ.
   Το άτομο για το οποίο διαφωνούσαν τέντωσε ξαφνικά τον ισχνό λαιμό του πάνω από την κουρτίνα του πλυσταριού. Έπιασε το μάτι της κυρίας Μορέλ.
   "Καλημέρα, κυρία μου! Είναι μέσα το αφεντικό;"
   "Ναι, μέσα είναι".
   Ο Τζέρυ μπήκε απρόσκλητος και στάθηκε στο κατώφλι της κουζίνας. Δεν του είπε κανένας να καθίσει κι έτσι έμεινε εκεί όρθιος, επιβεβαιώνοντας ήρεμα τα δικαιώματα των αντρών μέσα σε ένα σπίτι. 
   "Ωραία μέρα", είπε στην κυρία Μορέλ.
   "Ναι".
   "Πολύ ωραίο πρωί -ό,τι πρέπει για περίπατο".
   "Θες να πεις ότι θα κάνετε περίπατο;" τον ρώτησε.
   "Ναι. Λέμε να περπατήσουμε μέχρι το Νότινχαμ", απάντησε εκείνος.
   "Χμ!"
   Οι δυο άντρες χαιρετήθηκαν χαρούμενα, ο Τζέρυ γεμάτος αυτοπεποίθηση, ο Μορέλ πιο συνεσταλμένος, από φόβο να μη δείξει μεγάλο ενθουσιασμό μπροστά στη γυναίκα του. Έδεσε, ωστόσο, γρήγορα τα κορδόνια των παπουτσιών του. Θα περπατούσαν γύρω στα δεκαπέντε χιλιόμετρα μέσα από τους αγρούς μέχρι το Νότινχαμ. Σκαρφάλωσαν τη λοφοπλαγιά από το Βυθό, έκαναν την πρώτη τους στάση στο "Φεγγάρι και τα Αστέρια" κι από κει τράβηξαν για το "Παλιό Στέκι". Στη συνέχεια, οχτώ ολόκληρα χιλιόμετρα ξηρασίας ώσπου να φτάσουν στο Μπούλγουελ και μια μεγάλη κούπα μπίρας. Στάθηκαν όμως σε ένα χωράφι με κάτι αγρότες που είχαν μια μπουκάλα του γαλονιού γεμάτη κι έτσι, όταν αντίκρισαν τελικά την πόλη, ο Μορέλ ήταν νυσταγμένος. H πόλη απλωνόταν προς τα πάνω μπρος στα μάτια τους, καπνίζοντας θαμπά στον ήλιο του μεσημεριού και κρύβοντας τη ράχη του λόφου προς τα νότια με οβελίσκους, τεράστια εργοστάσια και καμινάδες. Στο τελευταίο χωράφι ο Μορέλ ξάπλωσε κάτω από μια βελανιδιά και κοιμήθηκε πάνω από μια ώρα. Όταν σηκώθηκε να συνεχίσει, αισθανόταν κάπως περίεργα.
   Έφαγαν μεσημεριανό στο Λιβάδι, μαζί με την αδερφή του Τζέρυ, και μετά κατέληξαν στο "Παντς Μπόουλ", όπου παρακολούθησαν αγώνες περιστεριών. Ο Μορέλ δεν είχε παίξει ποτέ χαρτιά στη ζωή του, επειδή πίστευε ότι είχαν κάποια μαγική, κακόβουλη δύναμη· "οι ζωγραφιές του Διαβόλου" τα αποκαλούσε. Ήταν άσος όμως στα τσούνια και στο ντόμινο. Δέχτηκε να παίξει τσούνια με έναν τύπο από το Νιούαρκ. Όλοι οι θαμώνες του παλιού μπαρ άρχισαν αμέσως να βάζουν στοιχήματα με τον ένα ή με τον άλλο. Ο Μορέλ έβγαλε το σακάκι του κι ο Τζέρυ κρατούσε το καπέλο που είχε μέσα τα χρήματα. Οι θεατές ήταν καθισμένοι στα τραπέζια και παρακολουθούσαν. Ορισμένοι στέκονταν όρθιοι με τις κούπες τους στα χέρια. Ο Μορέλ ζύγιασε με προσοχή τη μεγάλη ξύλινη μπάλα του και μετά σημάδεψε κι έριξε. Σωριάστηκαν και οι εννιά κορύνες κάτω και κέρδισε μισή κορόνα, πράγμα που τον ξανάκανε αξιόχρεο.
   Μέχρι τις εφτά ήταν κι οι δυο στο κέφι. Πήραν το τρένο των 7.30' για να γυρίσουν σπίτια τους.
   Η κυρία Μορέλ ήταν στις μαύρες της εκείνη τη μέρα. Έκανε όσο πλύσιμο μπορούσε κι ο Ουίλιαμ της συγύρισε το σπίτι. 
   "Έχεις τίποτε άλλο, μητέρα, που θες να κάνω;" τη ρώτησε.
   "Όχι τίποτε άλλο -εκτός απ' το να βγάλεις έξω λίγο την Άννυ".
   "Δε θέλω".
   "Μπορεί να μη θες, αλλά πρέπει".
   Έτσι ο μικρός βγήκε έξω επιφορτισμένος με τη φροντίδα της αδερφής του, ενώ η μητέρα του συνέχισε τις δουλειές της. Ήταν θυμωμένος μαζί της που του φόρτωνε την Άννυ, αλλά ταυτόχρονα τη λυπόταν γιατί ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Έτσι, με την έγνοια της μητέρας στο παιδικό μυαλό του, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
   Τα απογεύματα ο Βυθός ήταν ανυπόφορος. Όσοι είχαν μείνει σπίτι έβγαιναν απ' έξω. Οι γυναίκες, δυο δυο και τρεις τρεις, χωρίς καπέλα και με άσπρες ποδιές, κουτσομπόλευαν στο σοκάκι ανάμεσα στα σπίτια. Οι άντρες, κάνοντας ένα διάλειμμα ανάμεσα στις μπίρες τους, κάθονταν ανακούρκουδα και κουβέντιαζαν. Όλο το μέρος μύριζε μούχλα και οι τσιμεντένιες στέγες γυάλιζαν στον ήλιο.
   Κάποια στιγμή η κυρία Μορέλ πήρε την κόρη της και κατέβηκαν στο ρυάκι, ανάμεσα στα λιβάδια, που βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη από διακόσια μέτρα. Το νερό κυλούσε γρήγορα πάνω από πέτρες και σπασμένα αγγεία. Μητέρα και παιδί ακούμπησαν πάνω στο κιγκλίδωμα της ξύλινης γέφυρας και κοίταζαν. Ψηλά στην τεχνητή λιμνούλα, στην άλλη άκρη του λιβαδιού, η κυρία Μορέλ μπορούσε να διακρίνει τις γυμνές φιγούρες μικρών αγοριών που τσαλαβουτούσαν στα ρηχά κίτρινα νερά της και πότε πότε κάποια μοναχική μορφή να τρέχει σαν σαΐτα πάνω στο σκουρόχρωμο λιβάδι. Ήξερε ότι ήταν εκεί κι ο Ουίλιαμ κι αυτός ήταν ο μεγαλύτερος φόβος της ζωής της -μην πέσει μέσα και πνιγεί. Η Άννυ έπαιζε κάτω απ' τον ψηλό παλιό φράχτη, μαζεύοντας κουκουνάρια από σκλήθρες που τα έλεγε σταφίδες. Το παιδί χρειαζόταν μεγάλη προσοχή και οι μύγες ήταν ενοχλητικές.
   Τους έβαλε και τους δυο στα κρεβάτια τους εφτά η ώρα. Μετά κάθισε να δουλέψει λίγο.
   Όταν ο Ουόλτερ Μορέλ και ο Τζέρυ έφτασαν στο Μπέστγουντ, ένιωθαν πολύ ανακουφισμένοι. Δεν είχαν πια μπροστά τους ολόκληρο ταξίδι με το τρένο κι έτσι μπορούσαν να τελειώσουν όπως έπρεπε αυτή την όμορφη μέρα. Μπήκαν στο "Νέλσον" με την ικανοποίηση ταξιδιωτών που φτάνουν στον προορισμό τους. Η κυρία Μορέλ πάντοτε έλεγε πως η μετά θάνατον ζωή δε θα έκρυβε κανένα μυστικό για τον άντρα της: ανέβαινε από τον κάτω κόσμο στο καθαρτήριο, όταν γύριζε στο σπίτι του από το ορυχείο, κι από κει περνούσε στον παράδεισο του "Πάλμερστον".
   Καθώς ψύχραινε ο καιρός, ο μικρός κήπος στο Βυθό έγινε μυρωδάτος. Η κυρία Μορέλ βγήκε να κοιτάξει τα λουλούδια και να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Η κυρία Κερκ, η γειτόνισσά της, έλειπε από το σπίτι, διαφορετικά θα κουβέντιαζε λίγο μαζί της. Έτσι, ήταν μόνη της. Τα μαύρα πετροχελίδονα, τα "διαόλια" όπως τα έλεγαν τα μικρά παιδιά, πετούσαν μπρος πίσω πάνω απ' το κεφάλι της σαν μαύρες σαΐτες, κάνοντας ένα γύρο το σπίτι, περνώντας κάτω από τις φαρδιές μαρκίζες κι εφορμώντας ξανά με μικρές κραυγές που λες και βγαίναν από το φως κι όχι από τα γοργόφτερα πουλιά. Κάποιος είχε πατήσει το αμάραντο, που ήταν γεμάτο πεσμένα λευκά ροδόφυλλα. Έσκυψε και το καθάρισε, για να μπορέσουν να ξανασηκωθούν τα κίτρινα κεφαλάκια του.
   Η άλλη μέρα ήταν εργάσιμη και στη σκέψη της οι άντρες μελαγχολούσαν. Πέρα από αυτό, οι περισσότεροι είχαν ξοδέψει τα χρήματά τους. Μερικοί από αυτούς έσερναν ήδη τα βήματά τους για το σπίτι, να κοιμηθούν νωρίς για να είναι έτοιμοι το επόμενο πρωί. Η κυρία Μορέλ, ακούγοντας το πένθιμο τραγούδι τους, μπήκε μέσα. Πέρασαν οι εννιά, οι δέκα, και το "ζεύγος" ακόμα να γυρίσει. Κάπου, σε κάποια πόρτα, ένας άντρας τραγουδούσε με δυνατή συρτή φωνή το «Οδήγα με καλό μου φως». Η κυρία Μορέλ πάντα θύμωνε με όλους αυτούς τους μέθυσους, όταν τους άκουγε να λένε αυτόν τον ύμνο κάθε φορά που δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους.
   "Λες και δεν τους κάνει το «Τζενεβίβ»", είπε.
   Η κουζίνα ήταν πλημμυρισμένη από τη μυρουδιά βρασμένων χόρτων και ζυθοβοτάνων. Στο κάτω ράφι του τζακιού ένα μεγάλο μαύρο τηγάνι άχνιζε αργά. Η κυρία Μορέλ πήρε μια μεγάλη κόκκινη γαβάθα από πηλό, έριξε μέσα μια φούχτα άσπρη ζάχαρη κι έπειτα, αγκομαχώντας από το βάρος, άρχισε να χύνει το οινόπνευμα.
   Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Μορέλ. Ήταν πολύ ευδιάθετος στο "Νέλσον", αλλά η επιστροφή στο σπίτι τού είχε χαλάσει τα κέφια. Δεν του είχε περάσει ακόμη αυτός ο πόνος που τον είχε πιάσει μετά τον ύπνο του στο χώμα. Κι όσο πλησίαζε στο σπίτι, τον βάραιναν και οι τύψεις. Δεν το ήξερε ότι ήταν θυμωμένος. Όταν δεν μπόρεσε ν' ανοίξει όμως με την πρώτη την αυλόπορτα, της έδωσε μια κλοτσιά κι έσπασε το σύρτη. Μπήκε μέσα τη στιγμή που η κυρία Μορέλ έχυνε το απόσταγμα από τα βότανα στη γαβάθα. Εκείνος, τρεκλίζοντας λίγο, πιάστηκε από το τραπέζι. Το τηγάνι με το καυτό υγρό πήρε μια κλίση προς τα κάτω και η κυρία Μορέλ έκανε ένα βήμα πίσω.
   "Για όνομα του Θεού", φώναξε, "να 'ρχεται σπίτι μεθυσμένος!"
   "Να 'ρχεται σπίτι τι;" γρύλισε εκείνος με το καπέλο πεσμένο πάνω από το ένα του μάτι.
   Ξαφνικά ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της.
   "Πες μου πως δεν είσαι μεθυσμένος!" του φώναξε.
   Είχε αφήσει το τηγάνι και ανακάτευε τη ζάχαρη μέσα στην μπίρα. Αυτός άφησε και τα δυο του χέρια να πέσουν βαριά πάνω στο τραπέζι κι έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της.
   "Πες ότι δεν είσαι μεθυσμένος", της επανέλαβε. "Μόνο απ' το μυαλό μιας στρίγγλας σαν και σένα θα μπορούσε να περάσει τέτοια σκέψη".
   "Έπινες όλη μέρα. Αν δεν είσαι λοιπόν μεθυσμένος στις έντεκα τη νύχτα..." αποκρίθηκε εκείνη συνεχίζοντας το ανακάτεμα.
   "Δεν έπινα όλη μέρα... δεν έπινα όλη μέρα... εδώ κάνεις το λάθος σου", της φώναξε.
   "Έτσι φαίνεται, πως έκανα λάθος", του απάντησε.
   "Αλήθεια, έτσι φαίνεται; Ω, μάλιστα!"
   "Φεύγει στις εννέα το πρωί κι έρχεται σπίτι παραπατώντας τα μεσάνυχτα. Πέρα απ' αυτό, ξέρουμε πολύ καλά τι κάνεις όταν βγαίνεις παρέα με τον ωραίο σου Τζέρυ".
   "Τον ωραίο σου Τζέρυ τι; Για τι πράμα μιλάς, γυναίκα, ε; Τι;"
   Το πρόσωπό του ήρθε ακόμα πιο κοντά της.
   "Λεφτά έχουμε για να κάνουμε το κέφι μας, γι' άλλα πράγματα δεν έχουμε".
   "Δεν ξόδεψα ούτε δυο σελίνια σήμερα", της είπε.
   "Δεν γίνεται σκνίπα κανείς στο τζάμπα", του απάντησε. "Κι αν σε κερνάει ο αγαπημένος σου ο Τζέρυ", ξέσπασε ξαφνικά, "καλύτερα θα 'ταν να φροντίζει τα παιδιά του γιατί το χρειάζονται".
   "Να φροντίζει τα παιδιά του! Γιατί, ξέρεις παιδιά που να τα φροντίζει περισσότερο κανένας άλλος;"
   "Τα δικά μου, όχι τα δικά σου, αν ήσουν εσύ που θα 'πρεπε να τα φροντίζεις. Αυτοί που έχουν τα λεφτά να πρήζουν τις κοιλιές τους απ' το πρωί μέχρι το βράδυ..."
   "Αυτό είναι ψέμα, μεγάλο ψέμα", φώναξε αυτός χτυπώντας τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι.
   "...δεν έχουν αρκετά για να ταΐζουν τα παιδιά τους", συνέχισε εκείνη.
   "Και σένα τι σε νοιάζει;" της φώναξε.
   "Τι με νοιάζει; Με νοιάζει και με παρανοιάζει! Μου δίνει είκοσι πέντε βρωμοσελίνια τη βδομάδα κι αυτός λείπει απ' το πρωί και μου γυρίζει κουνιστός και λυγιστός άγρια μεσάνυχτα..."
   "Ψέματα, γυναίκα, λες ψέματα!"
   "... κι έχει την εντύπωση ότι εγώ θα συνεχίσω να βασανίζομαι μαζεύοντας πενταροδεκάρες, ενώ αυτός ο κύριος πάει και μπεκρουλιάζει στο Νότινχαμ..."
   "Ψέματα, ψέματα... Βγάλε το σκασμό, γυναίκα!"
   Είχαν φτάσει τώρα σε σημείο μάχης. Τα είχαν ξεχάσει και οι δυο όλα, εκτός από το μίσος που ένιωθε ο ένας για τον άλλον και τον πόλεμο ανάμεσά τους. Ήταν το ίδιο εξοργισμένη, όσο κι αυτός. Έτσι συνέχισαν μέχρι που την είπε ψεύτρα.
   "Όχι!" του φώναξε ανασαίνοντας με δυσκολία. "Πώς τολμάς να με λες ψεύτρα εσύ, ο σιχαμερότερος ψεύτης που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου!"
   Οι τελευταίες λέξεις βγήκαν με το ζόρι από τα χείλη της.
   "Είσαι ψεύτρα!" ούρλιαξε εκείνος χτυπώντας ξανά το τραπέζι με τη γροθιά του. "Είσαι ψεύτρα, ψεύτρα".
   Έσφιξε κι εκείνη τις γροθιές της.
   "Αν είχα τη δύναμη, θα σε χτυπούσα, άνανδρε", του είπε με σιγανή τρεμάμενη φωνή.
   Και μετά, στις επόμενες στιγμές, βγήκε στην επιφάνεια όλη η αηδία που ένιωθε μέσα της για το άτομό του. Εκείνος έβριζε και χτυπούσε το τραπέζι με όλη του τη δύναμη, ενώ αυτή τού έδειξε με λίγα λόγια την περιφρόνηση και το μίσος της.
   "Έχεις βρωμίσει το σπίτι με την παρουσία σου", του φώναξε.
   "Τότε σήκω και φύγε από 'δω μέσα -δικό μου είναι. Φύγε!" βρυχήθηκε εκείνος. "Εγώ τα φέρνω τα λεφτά εδώ μέσα, όχι εσύ. Το σπίτι είναι δικό μου, δεν είναι δικό σου. Έξω από 'δω λοιπόν -μάζεψ' τα και φύγε!"
   "Αμ, θα 'φευγα", του φώναξε με ξαφνικά δάκρυα ανημπόριας. "Νομίζεις πως δε θα 'χα φύγει εδώ και πολύ, πολύ καιρό, αν δεν ήταν τα παιδιά στη μέση; Νομίζεις πως δεν το 'χω μετανιώσει που δεν έφυγα χρόνια πριν, όταν είχα μόνο το ένα;"
   Ο θυμός στέγνωσε τα μάτια της.
   "Πιστεύεις πως για σένα έχω μείνει -ότι θα 'μενα για σένα έστω κι ένα λεπτό;"
   "Φύγε τότε", άφρισε εκείνος εκτός εαυτού. "Δρόμο!"
   "Όχι!"
   Τον κοίταξε στα μάτια.
   "Όχι", επανέλαβε δυνατά, "δε θα γίνονται όλα όπως τα θες εσύ. Δε θα γίνεται πάντα το δικό σου. Προτεραιότητα έχουν τα παιδιά. Μα το Θεό", είπε και γέλασε, "θα 'πρεπε να φύγω και να στ' αφήσω".
   "Φύγε!" φώναξε αυτός με βραχνή φωνή και σήκωσε τη γροθιά του.
   Τη φοβόταν.
   "Έξω!"
   "Όλη η ευχαρίστηση θα 'τανε δική μου, θα ξεκαρδιζόμουν στα γέλια, άρχοντά μου, αν μπορούσα να το κάνω", του απάντησε.
   Ήρθε κοντά της αναψοκοκκινισμένος, με μάτια κόκκινα σαν το αίμα, και την άρπαξε από τα μπράτσα. Εκείνη έβγαλε μια φωνή φόβου και προσπάθησε να ξεφύγει. Ασθμαίνοντας την έσπρωξε προς την εξώπορτα, κι από κει έξω, και μετά τράβηξε το σύρτη πίσω της. Στη συνέχεια γύρισε στην κουζίνα, κάθισε στην πολυθρόνα του κι άφησε το κεφάλι του να βουλιάξει ανάμεσα στα γόνατά του. Σ' αυτή τη θέση τον πήρε κάποια στιγμή ο ύπνος από την εξάντληση και το μεθύσι.
   Το φεγγάρι, μεγαλόπρεπο, είχε ανέβει ψηλά στην αυγουστιάτικη νύχτα. Η κυρία Μορέλ έτρεμε σύγκορμη κάτω από αυτό το άπλετο λευκό φως, που έπεφτε ψυχρό επάνω της και συγκλόνιζε τη φλογισμένη της ψυχή. Στάθηκε σαν χαμένη για μερικές στιγμές, κοιτάζοντας τα μεγάλα γυαλιστερά φύλλα από το ραβέντι κοντά στην πόρτα. Μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και κατηφόρησε το μονοπάτι του κήπου εξακολουθώντας να τρέμει, ενώ το παιδί σιγόβραζε μέσα στα σωθικά της. Για ένα μικρό διάστημα δεν μπορούσε να ελέγξει τις αισθήσεις της. Μηχανικά αναλογιζόταν την τελευταία σκηνή, ξανά και ξανά, ορισμένες φράσεις, ορισμένες στιγμές, που κάθε φορά κάθονταν σαν πυρωμένο σίδερο στην ψυχή της. Και κάθε φορά που ξανάπαιζε την τελευταία αυτή ώρα στο μυαλό της, το σίδερο την άγγιζε στο ίδιο ακριβώς σημείο, μέχρι να μείνει ανεξίτηλο το σημάδι και να συνηθίσει στον πόνο, και τελικά να συνέλθει. Θα πρέπει να είχε περάσει τουλάχιστον μισή ώρα σε αυτή την ξέφρενη κατάσταση. Στη συνέχεια συνειδητοποίησε ξανά την παρουσία της νύχτας. Έριξε μια φοβισμένη ματιά ολόγυρά της. Είχε φτάσει στον πλαϊνό κήπο, όπου ανεβοκατέβαινε το μονοπάτι δίπλα στα φραγκοστάφυλα κάτω από το μακρύ τοίχο. Ο κήπος ήταν μια στενή λουρίδα ανάμεσα στο δρόμο που περνούσε κάθετα μέσα από τα σπίτια κι ένα φράχτη από πυκνούς αγκαθωτούς θάμνους.
   Πέρασε βιαστικά από τον πλαϊνό στον μπροστινό κήπο, όπου μπορούσε να σταθεί με το πρόσωπό της κάτω από το εκτυφλωτικό φεγγαρόφωτο, που έλουζε όχι μόνο τους λόφους μπροστά της, αλλά και ολόκληρο τον κάμπο μέσα στον οποίο κούρνιαζε ο Βυθός. Εκεί, βαριανασαίνοντας και κλαίγοντας, μουρμούρισε μόνη της ξανά και ξανά:
   "Τον άθλιο! Τον άθλιο!"
   Ένιωσε κάτι γύρω της. Με μεγάλη προσπάθεια συγκεντρώθηκε για να καταλάβει τι ήταν αυτό που είχε περάσει μέσα στο χώρο της αντίληψής της. Τα ψηλά λευκά κρίνα ταλαντεύονταν στο φως του φεγγαριού και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη με το άρωμά τους, λες κι ήταν παρουσία. Η κυρία Μορέλ κράτησε φοβισμένη την αναπνοή της. Άγγιξε τα πέταλα των μεγάλων χλομών λουλουδιών και ανατρίχιασε. Ήταν σαν να τεντώνονταν προς το φεγγάρι. Έβαλε το χέρι της μέσα σε μια άσπρη γλάστρα. Το χρυσό της βέρας της μόλις που διακρινόταν κάτω από το άσπρο φως στο δάχτυλό της. Έσκυψε και κοίταξε τη γλάστρα που ήταν γεμάτη από κίτρινη γύρη: το κίτρινο φαινόταν σκούρο. Στη συνέχεια ρούφηξε την ευωδιά κι ένιωσε μια μικρή ζαλάδα.
   Κοίταξε ολόγυρά της. Μια αχνή λάμψη ερχόταν μέσα από τη μαυρίλα του φράχτη με τις αγριομυρτιές. Είχαν ξεπεταχτεί διάφορα λευκά λουλούδια. Μπροστά της υψωνόταν δυσθεώρητος ο λόφος, μισοκρυμμένος από ψηλούς μαύρους θάμνους και ανήσυχος με τα κοπάδια που μετακινούνταν μέσα στο θαμπό φεγγαρόφωτο. Πότε 'δω πότε κει, το φως έπαιρνε δικιά του ζωή και σάλευε.
   Η κυρία Μορέλ ακούμπησε στην αυλόπορτα, κοίταξε μακριά και ξεχάστηκε για λίγο. Δεν είχε ιδέα τι σκεφτόταν. Εκτός από μια ελαφριά ναυτία και την αίσθηση του παιδιού μέσα της, ο εαυτός της έλιωσε σα μυρουδιά μέσα στο χλομό, λαμπερό αέρα. Μετά από λίγο χάθηκε και το παιδί μαζί της μέσα στη χύτρα του φεγγαρόφωτου και ξαπόστασαν μαζί με τους λόφους, τα κρίνα και τα σπίτια σε ένα είδος λιγοθυμιάς.
   Όταν συνήλθε, ένιωθε κουρασμένη και νύσταζε. Κοίταξε γύρω της νωχελικά. Οι πατουλιές με τα άσπρα λουλούδια θύμιζαν θάμνους με απλωμένα ασπρόρουχα. Ένα λεπιδόπτερο σβούριζε από πάνω τους και χάθηκε στον κήπο. Προσπάθησε να το ακολουθήσει με τα μάτια της κι αυτό την αφύπνισε. Μερικές ανάσες από το δυνατό άρωμα των λουλουδιών τη δυνάμωσαν. Άρχισε να περπατάει στο μονοπάτι και κοντοστάθηκε στην άσπρη αγριοτριανταφυλλιά. Το άρωμά της ήταν γλυκό και απαλό. Άγγιξε τις λεπτές πτυχές των ρόδων. Το φρέσκο άρωμά τους και τα δροσερά απαλά φύλλα τής θύμισαν πρωί και λιακάδα. Ήταν λουλούδια που αγαπούσε πολύ. Ήταν κουρασμένη όμως και ήθελε να κοιμηθεί. Μέσα στο μυστήριο του έξω, αισθανόταν μια βαθιά εγκατάλειψη.
   Δεν ακουγόταν ήχος πουθενά. Τα παιδιά φαίνεται πως δεν είχαν ξυπνήσει ή είχαν ξανακοιμηθεί. Ξαφνικά ένα τρένο, πέντε χιλιόμετρα μακριά, βρυχήθηκε στον κάμπο. Η νύχτα ήταν απέραντη και αλλόκοτη, απλώνοντας στο άπειρο τις γκριζόμαυρες αποστάσεις της. Κι από την ασημόγκριζη ομίχλη του σκοταδιού έρχονταν ήχοι βραχνοί κι απροσδιόριστοι: μια ορτυκομάνα όχι πολύ μακριά, το στέναγμα του τρένου και μακρινές αντρικές φωνές.
   Νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα ξανά, κατηφόρισε τον πλαϊνό κήπο προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Σήκωσε αθόρυβα το μάνταλο: η πόρτα εξακολουθούσε να είναι αμπαρωμένη από μέσα. Χτύπησε απαλά, περίμενε και μετά ξαναχτύπησε. Δεν έπρεπε να ξυπνήσει τα παιδιά ούτε τους γείτονες. Θα πρέπει να τον είχε πάρει ο ύπνος και δεν ξυπνούσε εύκολα. Λαχταρούσε τώρα να πάει μέσα. Στηρίχτηκε στο πόμολο της πόρτας. Ήταν κρύο τώρα: θ' άρπαζε καμιά πούντα, και στην κατάσταση που ήταν!
   Φέρνοντας την ποδιά πάνω από το κεφάλι και τα μπράτσα της, γύρισε ξανά στον πλαϊνό κήπο, στο παράθυρο της κουζίνας. Ακουμπώντας στο πρεβάζι, μπόρεσε να δει, μέσα από την κουρτίνα, τα χέρια του άντρα της απλωμένα στο τραπέζι και το κεφάλι του ακουμπισμένο πάνω στο σανίδι. Κοιμόταν και κάτι στο ύφος του την έκανε να νιώσει μια βαθιά εξάντληση. Η λάμπα κάπνιζε, μπορούσε να το καταλάβει από το χαλκόχρωμο φως. Άρχισε να χτυπάει το τζάμι όλο και πιο δυνατά. Για μια στιγμή της φάνηκε ότι θα έσπαζε το γυαλί. Παρ' όλα αυτά, δεν ξύπνησε.
   Μετά από άκαρπες προσπάθειες, άρχισε να τρέμει τόσο από την επαφή της με την πέτρα, όσο και από κούραση. Με τη σκέψη πάντα στο αγέννητο παιδί της, αναρωτήθηκε τι μπορούσε να κάνει για να ζεσταθεί. Κατέβηκε στην αποθήκη με τα κάρβουνα, όπου υπήρχε ένα παλιό χαλί το οποίο είχε βγάλει για τον παλιατζή τις προάλλες. Το τύλιξε γύρω από τους ώμους της. Ήταν βρώμικο, αλλά τη ζέστανε. Στη συνέχεια άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο μονοπάτι του κήπου κοιτάζοντας κάθε τόσο και λίγο μέσα από την κουρτίνα, χτυπώντας το τζάμι και προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι κάποια στιγμή θα ξυπνούσε επειδή ήταν άβολη η στάση του.
   Στο τέλος, μετά από μια ώρα περίπου κι επανειλημμένα χτυπήματα στο τζάμι, τον είδε μέσα στην απόγνωσή της να σαλεύει και να σηκώνει το κεφάλι του από το τραπέζι. Το βλέμμα του ήταν ολότελα άδειο. Εκείνη ξαναχτύπησε επιτακτικά το τζάμι και μόνο τότε ξύπνησε για τα καλά. Η κυρία Μορέλ είδε αμέσως τις γροθιές του να σφίγγονται και τα μάτια του να αγριεύουν. Δεν υπήρχε ίχνος φόβου στο πρόσωπό του. Και είκοσι κλέφτες να ήταν, θα τους έπαιρνε στο κατόπι. Κοίταξε γύρω του σαστισμένος αλλά έτοιμος να πολεμήσει.
   "Άνοιξέ μου, Ουόλτερ", του είπε ψυχρά.
   Τα χέρια του χαλάρωσαν -συνειδητοποίησε αυτό που είχε κάνει. Χαμήλωσε το κεφάλι του σκυθρωπός και πεισματάρης. Τον είδε να πηγαίνει με βιαστικά βήματα στην πόρτα κι άκουσε το σύρτη να τραβιέται. Άνοιξε την πόρτα κι αντίκρισε την ασημόγκριζη νύχτα, τρομαχτική στα μάτια του μετά από το φως της λάμπας. Γύρισε γρήγορα στη θέση του.
   Όταν μπήκε η κυρία Μορέλ, τον είδε να τρέχει σχεδόν προς τη σκάλα. Είχε σκίσει σχεδόν το κολάρο βγάζοντάς το από το λαιμό του, στη βιασύνη του να μην τον δει, και το είχε αφήσει πάνω στην πολυθρόνα. Αυτό την έκανε να θυμώσει ακόμα περισσότερο.
   Η ζεστασιά την παρηγόρησε κάπως. Μέσα στην κούρασή της τα ξέχασε όλα κι άρχισε να ασχολείται με τις μικροδουλειές που έπρεπε να γίνουν, ετοιμάζοντας το πρωινό του, ξεπλένοντας το παγούρι του, βάζοντας τη φόρμα της δουλειάς του πάνω στο τζάκι για να ζεσταθεί και τις μπότες του δίπλα της. Στη συνέχεια του έβγαλε ένα καθαρό κασκόλ, έβαλε δυο μήλα σε μια τσάντα, σκάλισε τα κάρβουνα στο τζάκι και πήγε να πλαγιάσει. Εκείνος κοιμόταν του καλού καιρού. Τα λεπτά μαύρα φρύδια του ήταν ανασηκωμένα σε ένα είδος φοβισμένης δυστυχίας, ενώ οι ρυτίδες στα μάγουλα και οι άκρες στα χείλη του ήταν σαν να έλεγαν: "Δε με νοιάζει ούτε ποια είσαι ούτε τι κάνεις -το δικό μου θα περάσει".
   Η κυρία Μορέλ τον ήξερε πολύ καλά για να συνεχίσει να τον κοιτάζει. Καθώς έβγαζε την καρφίτσα της μπροστά στον καθρέφτη, χαμογέλασε αχνά βλέποντας το πρόσωπό της μουντζουρωμένο από την κίτρινη σκόνη των κρίνων. Το σκούπισε και ξάπλωσε. Για λίγη ώρα το μυαλό της συνέχισε να βγάζει σπίθες, αλλά αποκοιμήθηκε προτού ξυπνήσει ο άντρας της από τον πρώτο ύπνο της μέθης του.

Λώρενς Ντ. Χ., Γιοι και εραστές, (Μετφ. Γιούρι Κοβαλένκο), εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ - Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: