Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

[ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗΣ ]


   Το να κρύβεσαι ήταν το παν. Το 1905, αμέσως μετά που κλέφτηκαν η Τζίνα και ο Χάρι, η Τζίνα με δυσκολία μπορούσε να κρυφτεί από τον εαυτό της, αλλά ένιωθε μια μικρή παρηγοριά που ήταν άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Δεν ήθελε να της κάνουν ερωτήσεις στις οποίες δε θα μπορούσε ν' απαντήσει, ούτε στο Λόρενς αλλά ούτε και στη Βοστόνη.
   Γιατί δε γύρισες στο κολέγιο; Γιατί δε δουλεύει αυτός; Γιατί δεν παντρεύτηκες κανονικά; Πού είναι η οικογένειά του; Τι απόγιναν τα χρήματά του; Μα εκείνος δεν επρόκειτο να παντρευτεί κάποια άλλη;
   Όταν πήγε να συναντήσει τη Βέριτι, μια παλιά της φίλη, δε μίλησαν σχεδόν καθόλου για το παρελθόν γιατί η Βέριτι πνιγόταν στη δουλειά και αδυνατούσε να δει το χαοτικό παρόν που επικρατούσε. 
   Τον περισσότερο καιρό η Τζίνα κρυβόταν από τα απαίσια πράγματα.
   Όχι όμως απ' όλα τα απαίσια πράγματα.
   Η Τζίνα προκειμένου να πείσει τη Βέριτι να βγει από το στενάχωρο διαμέρισμά της στον πέμπτο όροφο του μουντού Μπακ Μπέι και ν' αφήσει τα τέσσερα παιδιά της στον άντρα της, της είπε ότι χρειαζόταν βοήθεια στις αποστολές Αλληλεγγύης όπου δούλευε εθελοντικά τα Σαββατοκύριακα. Μαζί με τη Βέριτι πήγαν στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης στο θάλαμο με τις ετοιμοθάνατες και μετά στη Βιβλιοθήκη της Βοστόνης όπου και ταξινόμησαν κατά είδος τα βιβλία που προέρχονταν από δωρεές. Μετά πήγαν σ' ένα παγωτατζίδικο και κατέληξαν στον Άγιο Λάζαρο, στο Κλάρεντον. Μια κουζίνα είχε στηθεί πρόσφατα στο υπόγειο και τα απογεύματα του Σαββάτου, πριν τον εσπερινό, η Τζίνα βοηθούσε στο συσσίτιο των φτωχών. Της άρεσε να το κάνει πριν μεταλάβει.
   Κόντευαν να τελειώσουν όταν μια μικροκαμωμένη ξανθιά γυναίκα και μια άλλη εμφανώς αυταρχική κατέβηκαν από την πίσω σκάλα με τον παπά της ενορίας. 
   "Θεέ μου", ψιθύρισε η Τζίνα στη Βέριτι και μούδιασαν τα χέρια της. "Αυτή είναι η Έστερ. Και η Άλις!" Έψαξε απεγνωσμένα να βρει μια πόρτα να φύγει, ένα κελάρι να χωθεί μέσα.
   "Ποια είναι η Έστερ και η Άλις;" ρώτησε η Βέριτι.
   "Η αδελφή του Χάρι κι η πρώην αρραβωνιαστικιά του!" 
   "Α, ναι. Κάτι μου θύμιζαν..."
   "Σσς! Να κοιτάζεις κάτω!"
   Η Τζίνα όμως δεν ακολούθησε τη συμβουλή που έδωσε στη Βέριτι. Ο πατέρας Γκάμπριελ κρατούσε με σεβασμό το μπράτσο της ξανθιάς όσο της έδειχνε τα πενιχρά μέσα που διέθεταν, τα ελάχιστα κρεβάτια στη γωνία. Μετά τις πήγε στην ουρά για το συσσίτιο. Η Τζίνα νόμιζε ότι θα κάνει εμετό. Γιατί έπρεπε σήμερα να φοράει ένα εμπριμέ φόρεμα εξοχής, γιατί τα μαλλιά της να είναι μαζεμένα ψηλά και να πέφτουν μπούκλες γύρω από το πρόσωπό της, γιατί έπρεπε να έρθει σήμερα λες και δεν υπήρχαν άλλες μέρες; Γινόταν ένα πανηγύρι στον ποταμό Τσαρλς κι αυτή και η Βέριτι σκόπευαν να πάνε με τα παιδιά -αλλά και πάλι γιατί να μην είναι πιο καλοντυμένη, πιο καθαρή; Έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε να σερβίρει, μπέρδευε τα πιάτα, τα είχε χαμένα, αλλά το κεφάλι δεν το σήκωνε. Πέρασαν από μπροστά της.
   Και σταμάτησαν.
   Αχ, πατέρα Γκάμπριελ. Τόσο γλυκός, μην έχοντας συναίσθηση του τι γίνεται γύρω σου, τόσο καλοπροαίρετος.
   "Κυρίες μου, αυτά τα δυο κορίτσια είναι η Βέριτι και η Τζίνα. Είναι οι εθελόντριές μας ... μας βοηθούν να μαγειρέψουμε, να σερβίρουμε και να πλύνουμε μετά. Ειδικά η Τζίνα, είναι πολύ αφοσιωμένη. Είναι Σικελή μετανάστρια και ζει πενήντα χιλιόμετρα από δω, σε μια πόλη κοντά στο Αντόβερ... Τζίνα, πώς το λένε το μέρος που ζεις;... Αλλά είναι εδώ κάθε Σάββατο για να μας βοηθάει. Έτσι δεν είναι Τζίνα;"
   "Έτσι είναι, πάτερ".
   "Παιδί μου, σήκωσε το κεφάλι σου, δεν είναι ευγενικό".
   Η Τζίνα δεν μπορούσε. Όλο το αίμα είχε στραγγίξει από το πρόσωπό της κι είχε μαζευτεί στην καρδιά της κι ήταν έτοιμο να ξεχυθεί από μέσα της.
   "Η Τζίνα μιλάει καλά αγγλικά, το ξέρω. Ποιο είναι τώρα το όνομά σου; Παντρεύτηκε πρόσφατα κι άλλαξε το όνομά της σε αμερικάνικο. Ποτέ δεν μπορώ να το θυμηθώ. Ποιο είναι;"
   Η Τζίνα δε μίλησε... σάμπως και μπορούσε να μιλήσει! Ακόμα και η Βέριτι δίπλα της μπερδεύτηκε στο σερβίρισμα.
   Ο μόνος ήχος βγήκε από την Άλις: μια βαθιά και κοφτή ανάσα.
   Κι εκεί που η καρδιά της ήταν έτοιμη να γίνει χίλια κομμάτια, η Έστερ, που ποτέ δεν ξεχνούσε τους καλούς της τρόπους, μίλησε, γιατί ποτέ δεν πρέπει να φέρνεις σε δύσκολη θέση έναν παπά.
   "Μπάρινγκτον", είπε η Έστερ με την ψυχρή κοντράλτο φωνή της, προφανώς απόρροια της ανώτερης μόρφωσής της. "Νομίζω ότι είναι Μπάρινγκτον. Έτσι δεν είναι;"
   Η τελευταία ερώτηση άραγε σ' αυτήν απευθυνόταν; Η Τζίνα δεν ήξερε, γιατί όσο θα ζούσε από δω και πέρα δε θα σήκωνε ξανά το κεφάλι της. 
   Ο πατήρ Γκάμπριελ γέλασε ευγενικά.
   "Όχι, αγαπητή μου Έστερ, δεν εννοώ το δικό σου επίθετο. Εννοώ, το δικό της επίθετο. Κορίτσια, οι δυο κυρίες είναι από τους πιο γενναιόδωρους ευεργέτες μας. Χάρη σ' αυτές, οι φτωχοί άνθρωποι έχουν ένα πιάτο να φάνε κι ένα κρεβάτι να κοιμηθούν".
   "Πάτερ", είπε η Άλις, "η Έστερ κι εγώ βιαζόμαστε. Έτσι δεν είναι, Έστερ;"
   "Αχ, Άλις, πέρασε το πρωινό και τώρα πρέπει να βιαστούμε. Πάτερ, θα μας συγχωρήσετε;"
   "Θεέ μου, μέγα το έλεός Σου!" φώναξε η Βέριτι μόλις ο παπάς κι οι δυο γυναίκες απομακρύνθηκαν λίγο.
   "Σσς!"
   "Θα λιποθυμήσω!"
   "Εσύ; Βέριτι, σουτ! Μην κοιτάζεις επάνω, μόλις..."
   Όταν η Τζίνα κρυφοκοίταξε, ο πατήρ Γκάμπριελ ευλογούσε τις δυο γυναίκες στην πίσω πόρτα.
   Η Τζίνα παρακολουθούσε την Άλις που έσφιγγε την κορδέλα του καπέλου της κάτω από το σαγόνι της, που κούμπωνε το μεταξωτό της παλτό. Μεταξωτό παλτό, πολύ όμορφο, πολύ κομψό. Όχι ένα χοντρό, απλό, από σισιλιάνικο βαμβάκι, αλλά ένα κρεμ μεταξωτό. Παρατηρούσε την αδύνατη πλάτη, την περήφανη στάση της, ούτε μια μπούκλα δεν ξέφευγε από τη θέση της. Η Τζίνα ίσιωσε το κορμί της, σίγουρη ότι πριν φύγει η Άλις θα γύριζε να την αγριοκοιτάξει. Όπως θα έκανε η Έστερ. Η Τζίνα ετοιμάστηκε γιατί έτσι της άξιζε.
   Όμως η Άλις δε γύρισε. Πήρε την ομπρέλα της, χαμογέλασε στον παπά, έπιασε το χέρι της Έστερ κι εξαφανίστηκε χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της.
   Η Τζίνα τα 'χασε. Αόρατη παρά το ύψος της, ασήμαντη παρά την ευθυτενή κορμοστασιά της, ταπεινωμένη από τη βουβή περιφρόνηση της Άλις, συνειδητοποίησε ότι η συμπεριφορά της Άλις που δεν της έριξε ούτε μια ματιά, ήταν χειρότερη από την απαξιωτική συμπεριφορά της Έστερ. 
   Έβγαλε την ποδιά της και σκούπισε τα χέρια της σε μια πετσέτα. 
   "Βέριτι, συγγνώμη. Θα γυρίσω αμέσως".
   "Πού πας;"
   "Δε θ' αργήσω". Η Τζίνα έτρεξε στην Άλις.
   Τι ήθελε, μια σκηνή αλά Σικελία; Ήθελε να της βγάλει τα μάτια, να της ξεσκίσει τα ρούχα, να έχει τη γενική κατακραυγή, να... Ούτε κι η ίδια ήξερε τι ήθελε.
   Έτρεξε ξοπίσω τους και τις βρήκε να περπατούν -οι κυρίες δεν τρέχουν- ένα τετράγωνο κάτω από την Κομονσγουέλθ, ατημέλητη, με λασπωμένα παπούτσια και ξεμαλλιασμένη. Η Άλις κι η Έστερ σταμάτησαν να περπατάνε και στάθηκαν, χέρι με χέρι, η Άλις με το τέλειο καπέλο της, τα πανάκριβα γάντια της και το μαρόν μεταξωτό μαντίλι της. Σαν μια σταγόνα κρυστάλλινου νερού.
   "Άλις", είπε η Τζίνα λαχανιασμένη, "μπορώ να σου πω κάτι;"
   "Σε παρακαλώ, μείνε μακριά μας", είπε η Έστερ και σχεδόν ακούμπησε την Τζίνα με την ανάστροφη του χεριού της, σαν να ήθελε να τη χτυπήσει. "Εμείς δε θέλουμε να σου μιλήσουμε καθόλου".
   Η Άλις μπήκε στη μέση και σταμάτησε την Έστερ.
   "Δεν πειράζει, Έστερ, μας συγχωρείς για ένα λεπτό, σε παρακαλώ; Ένα λεπτό μόνο".
   Πόσο πολύ θα 'θελε η Τζίνα να ήταν καλύτερα ντυμένη. Εκείνη τη στιγμή, πόσο πολύ θα 'θελε να μην την κρίνουν για τα παλιά της παπούτσια, για το τριμμένο της φόρεμα, που ήταν περασμένης μόδας. Και τι δε θα 'δινε να μη σκέφτεται εκείνες τις γυναίκες που ο Χάρι τούς ταίριαζε καλύτερα.
   "Πες μου, γιατί το κάνεις αυτό;" είπε η Άλις.
   "Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς", είπε η Τζίνα με τρεμάμενη φωνή. Δε φοβόταν την Άλις, τη λυπόταν την Άλις, κι η λύπη αυτή την εμπόδιζε να της πει με απλά λόγια πόσο είχε μετανιώσει.
   "Το όνομά σου είναι σε όλες τις λίστες της Αλληλεγγύης, παντού στη Βοστόνη. Γιατί; Γιατί πηγαίνεις στα νοσοκομεία που είμαι ευεργέτρια, στις βιβλιοθήκες που δωρίζω βιβλία, στις εκκλησίες που δίνω ελεημοσύνη; Τι κέρδος έχεις εσύ; Πιστεύεις ότι αν το κάνεις αυτό, θα σε μισώ λιγότερο;"
   Η Τζίνα κούνησε το κεφάλι της, ένευσε καταφατικά, κατάπληκτη, ντροπιασμένη.
   "Μήπως το κάνεις γιατί θεωρείς ότι είναι κάποιο είδος αυτοτιμωρίας; Αν ταΐζεις, ας πούμε, τους φτωχούς με τρόφιμα που αγοράζω εγώ, θα είσαι λιγότερο άξια περιφρόνησης ενώπιον του Θεού;"
   "Ίσως γι' αυτό", είπε η Τζίνα με φωνή που μόλις ακουγόταν.
   Η φωνή της Άλις ήταν δυνατή. Τα γαλανά της μάτια που την κοίταζαν επικριτικά και άφοβα ούτε καν τρεμόπαιζαν.
   "Χάνεις τον καιρό σου. Δεν υπάρχει τίποτα που να με κάνει να μισώ εκείνον ή εσένα λιγότερο. Τίποτα. Να του το πεις αυτό. Τίποτα απ' όσα κάνεις ή θα κάνεις δεν πρόκειται ν' αλλάξει αυτό που έκανες".
   Πάνω σ' αυτό η Τζίνα είχε μιαν απάντηση.
   "Λυπάμαι", της είπε.
   "Δεν ήρθε καν να μου πει ότι δεν επρόκειτο ποτέ του να με παντρευτεί. Τα λουλούδια είχαν φτάσει στην εκκλησία όταν εγώ έμαθα για σας τους δυο".
   "Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ μας".
   Η Άλις έγειρε μπροστά πριν απομακρυνθεί για να πάει στην Έστερ. 
   "Πιστεύεις ότι ο Θεός θα μπορέσει ποτέ να ευλογήσει μια τόσο ατιμωτική σχέση;" Γέλασε. "Η Έστερ έχει δίκιο. Σε παρακαλώ", πρόσθεσε γυρνώντας την πλάτη της στην Τζίνα, "φρόντισε να μη σε δούμε ποτέ ξανά".
   Κι από τότε η Τζίνα έπαψε να επισκέπτεται τη Βέριτι, να πηγαίνει σε διαδηλώσεις, να δουλεύει στα συσσίτια και στα νοσοκομεία. Τέλος πια τα πάρκα, τα όνειρα κι οι βαρκάδες την άνοιξη στον ποταμό Τσαρλς.
   Η αγαπημένη της Βοστόνη έγινε εφιάλτης, έμεινε στο Λόρενς και προσπαθούσε να μη σκέφτεται το παρελθόν, το μέλλον, το παρόν. Να μη σκέφτεται τη μαύρη μοίρα που της επιφύλασσαν τα λόγια της Άλις. Προσευχόταν να είχε κάνει λάθος η Άλις, έλπιζε να είχε κάνει λάθος η Άλις, πίστευε ότι είχε κάνει λάθος η Άλις.
   Μέχρι που έγινε η απεργία για Ψωμί και Τριαντάφυλλα.

   Στα μέσα της άνοιξης του 1913, η Τζίνα πήρε τρένο και λεωφορείο να πάει στο Γουέισαϊντ, στο Κόνκορντ, να επισκεφτεί την παλιά της φίλη και μέντορα Ρόουζ Χόθορν. Η μικρότερη κόρη του Ναθάνιελ Χόθορν είχε αφιερώσει τη μισή της ζωή να υπηρετεί τους φτωχούς κι απελπισμένους και η Τζίνα ήθελε να κάνει το ίδιο κι αυτή. Ήξερε τη Ρόουζ από το γυμνάσιο, όταν αυτή κι άλλες μαθήτριες από τη Νοτρ Νταμ είχαν πάει στο Σάλεμ και στο Κόνκορντ να δουλέψουν στη Στέγη για Ασθενείς της Ρόουζ, εκπροσωπώντας την Αλληλεγγύη.
   "Παιδί μου, είμαι πολύ χαρούμενη που σε βλέπω", είπε η Ρόουζ χαμογελαστή, μικροκαμωμένη αλλά αποφασιστική, ντυμένη καλόγρια όπως πάντα. "Έχω να σε δω από εκείνη τη νύχτα... πάνε πολλά χρόνια... που γνωριστήκαμε και μου είπες ότι σκόπευες ν' αρραβωνιαστείς. Τι κάνει ο Χάρι;"
   Για κάμποση ώρα η Τζίνα, σε μια καρέκλα στην είσοδο της Στέγης, έκλαιγε στο μπράτσο της Ρόουζ, η οποία, υπερβολικά συμπονετική, δε μιλούσε καθόλου. Δε χρειαζόταν. Το χέρι της χάιδευε καθησυχαστικά την πλάτη της Τζίνα.
   "Πάμε στην κουζίνα, να σου φτιάξω ένα τσάι. Θα πρέπει να περάσεις μέσα από τους ετοιμοθάνατους. Δε σε πειράζει, έτσι δεν είναι;"
   "Έχασα το μωρό μου, Ρόουζ", είπε η Τζίνα όταν κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας. 
   "Ο Θεός να σ' έχει καλά. Λυπάμαι πολύ. Ξέρω ότι ο πόνος είναι πολύ μεγάλος".
   Η Τζίνα ένευσε καταφατικά, μόνο αυτά τα λόγια θ' άκουγε από τη Ρόουζ. Τι ήξερε η Ρόουζ απ' αυτού του είδους τον πόνο;
   Η Ρόουζ με το καλοσυνάτο της πρόσωπο έγειρε και της ψιθύρισε:
   "Ξέρω καλά τι σημαίνει να χάνεις μια ψυχή που αγαπάς. Όπως ο σύζυγός σου έχασε τη μητέρα του, έτσι κι εγώ έχασα τον αγαπημένο μου πατέρα στα δεκατρία μου. Ήταν πολύ νέος για να πεθάνει".
   "Κι ο δικός μου... κι ο δικός μου. Εγώ τον έχασα στα δεκαπέντε μου", είπε η Τζίνα. "Δεν περνάει μέρα που να μη μου λείπει".
   "Όπως λείπει στο σύζυγό σου η μητέρα του;"
   "Δεν ξέρω. Δε μιλάει ποτέ γι' αυτήν". 
   "Τον πονάει ακόμα, παιδί μου".
   Η Τζίνα σκούπισε το πρόσωπό της και ίσιωσε το κορμί της στην καρέκλα.
   "Πρώτα ο πατέρας μου", είπε η Ρόουζ, "μετά η αδελφή μου, μετά η μητέρα μου. Και μετά ο άντρας μου. Ναι, Τζίνα, είχα ένα σύζυγο. Τον έχασα", συνέχισε, "γιατί δεν μπόρεσε να μοιραστεί τη θλίψη του μαζί μου". Σταμάτησε να μιλάει. "Η θλίψη από την απώλεια του τετράχρονου γιου μας από διφθερίτιδα τον πήρε ξαφνικά από κοντά μας όσο απρόσμενα είχε έρθει στη ζωή μας".
   Ήταν η σειρά της Τζίνα να χαϊδέψει τη Ρόουζ με το μαύρο ράσο στην πλάτη. Ήταν θράσος αυτό; Επομένως ήξερε από πόνο.
   "Υπέφερα κι εγώ το ίδιο μ' εσένα", είπε η Ρόουζ. "Όλα έσβησαν μαζί με την τελευταία ανάσα του Φράνκι".
   "Έτσι ακριβώς νιώθω κι εγώ", ψιθύρισε η Τζίνα.
   "Μόνο που εσύ είσαι νέα, και με τη βοήθεια του Θεού θ' αποκτήσεις άλλο μωρό. Εγώ ήμουν κοντά στα σαράντα. Ο φτωχός μου ο Τζορτζ άρχισε να πίνει για να πνίξει τον πόνο του ώσπου δεν άντεξε". Τα μάτια της Ρόουζ βούρκωσαν κι ένα ρίγος τη διαπέρασε. "Ό,τι κι αν κάνεις, κορίτσι μου, μην πνίξεις ποτέ τον πόνο σου στο ποτό. Έχει έναν τρόπο να σε καταπίνει ολόκληρο, σαν τη χειρότερη παλίρροια".
   "Μην ανησυχείς για μένα", είπε η Τζίνα. "Είναι κάτι που δε με αφορά καθόλου". Κάθισαν για λίγο σιωπηλές στο τραπέζι. "Ρόουζ, συγγνώμη", ψιθύρισε η Τζίνα. "Ήρθα γιατί χρειάζομαι βοήθεια. Για μένα και για τον άντρα μου".
   "Έτσι ένιωθα κι εγώ", αποκρίθηκε η Ρόουζ. "Και τότε έφτιαξα τη στέγη για τις ετοιμοθάνατες γυναίκες. Κι έτσι άρχισα ν' ασχολούμαι με τον πόνο των άλλων. Κάποιες στιγμές μέσα στη μέρα, αυτό που κάνω με βοηθάει στ' αλήθεια να ξεχνιέμαι".
   "Ναι", είπε η Τζίνα. "Νομίζεις ότι αυτό θα έπρεπε να κάνω κι εγώ; Ν' ανοίξω ένα σπίτι για ετοιμοθάνατους;"
   Η Ρόουζ γέλασε λιγάκι.
   "Όχι. Μα, για πες μου, πώς είναι ο Χάρι; Θα πρέπει κι εκείνος να βασανίζεται λόγω του μωρού".
   Η Τζίνα έσφιξε τις γροθιές της, τις ξέσφιξε κι ένωσε τις παλάμες της σαν να 'θελε να προσευχηθεί.
   "Δε μιλάμε ποτέ γι' αυτό το θέμα". Σήκωσε το χέρι της για να προλάβει τη Ρόουζ να μην της επαναλάβει τα ίδια. "Υπάρχει κάτι... δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω... σαν κατηγόρια".
   "Κατηγορεί εσένα;"
   "Πιστεύω πως ναι".
   "Εσύ τον κατηγορείς;"
   Δεν ήθελε να πει ψέματα σε μια καλόγρια.
   "Όχι, δεν τον κατηγορώ". Λες κι είχε έρθει στη Ρόουζ να μιλήσουν για το μυστήριο της συμφιλίωσης.
   Η Ρόουζ κούνησε το κεφάλι της.
   "Αυτό είναι δηλητήριο. Αργό και βασανιστικό".
   Η Τζίνα έσκυψε το κεφάλι.
   "Το ξέρω. Και προσπάθησα να το ξεπεράσω". Το στόμα της έκλεισε, σφράγισε. "Όμως εκείνος δε με βοηθάει καθόλου. Ήταν στη φυλακή για τα προβλήματα που προκάλεσαν στην απεργία Ψωμί και Τριαντάφυλλα. Άκουσες τίποτα σχετικό;"
   "Πολύ φοβάμαι πως όχι. Υπάρχει τόση θλίψη εδώ μέσα, που δεν προλαβαίνω να διαβάσω εφημερίδες".
   "Το καταλαβαίνω. Τέλος πάντων, πίστευα ότι όταν βγήκε απ' τη φυλακή πως θ' αρχίζαμε τη ζωή μας απ' την αρχή, πως θα προσπαθούσαμε ξανά... αλλά μόλις βγήκε, μάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε".
   "Από το σπίτι;"
   "Ναι, αλλά όχι από μένα..." Δεν ήξερε πώς να το πει, ούτε πώς να το εξηγήσει. "Μου ζήτησε να πάω μαζί του. Τώρα βρίσκεται σε μια άλλη απεργία, στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσι".
   "Στο Νιου Τζέρσι;"
   "Το αφεντικό του, που τον πληρώνει, οργάνωσε κι αυτή την απεργία", είπε η Τζίνα αναστενάζοντας. "Ο Χάρι λέει ότι χρειαζόμαστε τα χρήματα, κι έτσι είναι. Μα δεν μπορώ ν' αφήσω τη μητέρα μου, τη δουλειά μου. Άσε που είμαι τυχερή που έχω δουλειά. Τώρα μου στέλνει το μισθό του αλλά έχει βδομάδες να έρθει στο σπίτι". Τα χείλη της έτρεμαν. Δεν ήθελε να πει στη Ρόουζ τι της είχε πει πριν από καιρό η Άλις που την είχε γεμίσει φόβο γιατί ήταν πολύ κοντά στην αλήθεια. Ήταν σωστό να χτίσει ένα σπίτι όπως ο γάμος, ακόμα και μια έπαυλη όπως ήταν ο δικός τους γάμος, πάνω στις στάχτες μιας άλλης ραγισμένης καρδιάς;
   Τα χρήματα έφταναν με το ταχυδρομείο. Κι αυτός αντί να μπλέκει στο κρεβάτι με τη γυναίκα του, έμπλεκε γι' άλλη μια φορά σε φασαρίες. Κι η απεργία του μεταξιού, στο Πάτερσον, ήταν βίαιη και χωρίς τελειωμό και καταδικασμένη ν' αποτύχει. Όχι. Ο Μπιγκ Μπιλ κι οι ριζοσπαστικές του ιδέες ευθύνονταν για τη σταδιακή διάλυση του γάμου της.
   Η Ρόουζ παρακολουθούσε τη θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα στην κοπέλα.
   "Αν έχεις χρόνο, Σάββατο ή Κυριακή, γιατί δεν έρχεσαι να με βοηθάς εδώ; Όπως ξέρεις, δεν μπορώ να σε πληρώνω. Ποτέ δεν πληρώνουμε κανέναν, αλλά πάντα χρειαζόμαστε δυο χέρια παραπάνω. Μπορώ να σου δίνω να τρως. Επίσης, μπορείς να κοιμάσαι στο Γουέισαϊντ, αν θέλεις κάπου να μένεις"
   "Κι η μητέρα μου;"
   "Δεν έχεις έναν αδελφό;"
   "Ναι, αλλά..."
   "Ένα αγόρι μπορεί να βοηθάει εξίσου καλά τη μητέρα του. Ζήτα λοιπόν από τον αδελφό σου να το κάνει όσον καιρό εσύ θα βοηθάς εμένα".
   Η Τζίνα έβγαλε το παλτό της.
   "Δε βγαίνει τίποτα με το να χασομεράς", είπε. "Τι θα 'λεγες να σε βοηθήσω τώρα;"

   "Tα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα", είπε η Ρόουζ στην Τζίνα καθώς περιφέρονταν στον θάλαμο, ένα μακρινάρι που εφαπτόταν στο Γουέισαϊντ, και της έδειχνε πού φύλαγαν τις κρέμες, τους επιδέσμους, τα σφουγγάρια, τις πάνες. "Σε παρακαλώ, να μην πλησιάσεις αν θελήσεις να ξανακάνεις παιδί. Για κάθε ενδεχόμενο. Μερικές φορές τυχαίνει να φιλοξενούμε και λεπρούς που είναι πάρα πολύ μολυσμένοι. Υπάρχουν βακτήρια στην ατμόσφαιρα από ένα σωρό αρρώστιες. Αν είσαι ευλογημένη να ξαναμείνεις έγκυος, μην αναπνέεις τον αέρα του θανάτου. Μου το υπόσχεσαι;"
   "Ο κίνδυνος γι' αυτό όσο συνεχίζεται η απεργία", είπε η Τζίνα, "είναι πολύ μικρός. Όμως, εσύ, πώς και δεν αρρωσταίνεις;"
   Χαμογελώντας η Ρόουζ σήκωσε τα χέρια της και τα μάτια της στο ταβάνι.
   "Ο Θεός μας ανακουφίζει από τα βάσανά μας, ώστε κι εμείς να μπορούμε ν' ανακουφίζουμε αυτούς που βασανίζονται". Πήρε αγκαζέ την Τζίνα. "Είσαι καλό κορίτσι και θα είσαι μια χαρά". Κι έσκυψε να της πει κάτι εμπιστευτικά. "Ξέρεις, δεν είχα καμιά εμπειρία πριν αρχίσω ν' ασχολούμαι με την ανίατη αρρώστια. Ναι! Μην εκπλήσσεσαι. Αλλά, όπως κι ο αγαπημένος μου πατέρας, πάντα με συνάρπαζαν τα φάρμακα. Εκείνος ήθελε να γίνει γιατρός πριν γίνει συγγραφέας, το ήξερες; Δεν το ξέρουν πολλοί αυτό. Εσύ τι πιστεύεις; Έκανε τη σωστή επιλογή στο δρόμο της ζωής του;"
   "Δύσκολη απάντηση, έτσι δεν είναι, Ρόουζ; Τα βιβλία του θα είναι ευλογία για τις μελλοντικές γενιές".
   "Κι εγώ έτσι πιστεύω. Σε παρακαλώ όμως, μην πεις σε κανέναν ότι δεν έχω καμιά εμπειρία γιατί όλοι μ' εμπιστεύονται. Έλα μαζί μου... ακούω την Άλις".
   Η Τζίνα χλώμιασε.
   "Όχι αυτή την Άλις", είπε η Ρόουζ γλυκά. "Τη δική μου Άλις. Πρέπει να επέστρεψε από τη βόλτα της. Πηγαίνει δύο απογεύματα τη βδομάδα στο Κόνκορντ κι επισκέπτεται τους αρρώστους στα σπίτια τους". Η καλόγρια σταμάτησε. "Αν και οφείλω να ομολογήσω ότι εκπλήσσομαι που θυμάσαι ακόμη τόσο έντονα την άλλη Άλις".
   "Τι να πω;" Η Τζίνα ένευσε καταφατικά. "Τα λόγια του αποχωρισμού ήταν λίγα κι όμως ακόμα δεν μπορώ να τα βγάλω απ' την καρδιά μου. Ο αποχαιρετισμός της με πονάει πολύ. Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, τα λόγια της είναι τα μόνα που σκέφτομαι".
   "Ο μόνος σπόρος που καρπίζει είναι ο σπόρος της αλήθειας, ακόμα κι αν είναι μικρός".
   Η Τζίνα έδειξε προς την πόρτα.
   "Πάμε να χαιρετήσουμε".
   Στην είσοδο αντάμωσαν μια ροδομάγουλη σοβαρή γυναίκα.
   "Τζίνα", είπε η Ρόουζ, "θυμάσαι τη φίλη και συνάδελφό μου Άλις Χάμπερ, έτσι δεν είναι;"
   Η Τζίνα ένευσε καταφατικά κι έσφιξε το χέρι της Άλις.
   "Η Άλις ζωγράφιζε πορτρέτα", είπε η Ρόουζ στην Τζίνα χαμογελώντας περήφανα.
   "Γλυκιά μου Ρόουζ, θα τα πω εγώ, μόνη μου". Η Άλις πήρε αγκαζέ την Τζίνα. Πλαισιωμένη από τις δύο μικροσκοπικές καλόγριες, η πανύψηλη Τζίνα σεργιάνισε στο θάλαμο με τους ετοιμοθάνατους. "Είν' αλήθεια ότι ζωγράφιζα πορτρέτα", επιβεβαίωσε η Άλις, "αλλά δεν το έκανα με την καρδιά μου. Ψαχνόμουν για κάτι άλλο. Κι όταν το βρήκα σαν εθελόντρια, ένιωσα ότι αυτό ακριβώς μου έλειπε".
   "Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, Άλις", είπε η Ρόουζ. "Μην κρίνεις τους ανθρώπους". Σήκωσε το βλέμμα της στην Τζίνα. "Η φίλη μου μερικές φορές γίνεται επικριτική, ο Θεός να την έχει καλά. Της το λέω συνέχεια -οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι φύλακες των ψυχών τους, όχι εσύ".
   "Κι εγώ σ' ακούω, Ρόουζ;"
   "Όχι πάντα".
   "Ακριβώς. Το ξέρεις, Τζίνα", συνέχισε η Άλις, "ότι πριν χτίσουμε αυτή τη μικρή προέκταση, στεγάζαμε τους αρρώστους στο Γουέισαϊντ της Ρόουζ;"
   "Άσε που δεν ήταν καν δικό μου", είπε η Ρόουζ και γέλασε. "Φαντάσου πώς θα ένιωθε η γλυκιά μου Χάριετ". Το Γουέισαϊντ ήταν το μοναδικό σπίτι που είχε στο όνομά του ο Ναθάνιελ Χόθορν. Το 1879, πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, η Ρόουζ κι ο Τζορτζ αγόρασαν το αγαπημένο τους σπίτι προκειμένου να μείνει στην οικογένεια. Οι οικονομικές δυσκολίες τούς ανάγκασαν να το πουλήσουν τέσσερα χρόνια μετά στον εκδότη του Τζόρτζ και στη γυναίκα του, τη Χάριετ Στόουν, γνωστή ως Μάργκαρετ Σίντνεϊ, τη συγγραφέα παιδικών βιβλίων.
   "Ναι", είπε η Ρόουζ. "Γιατί ο στόχος μας δεν ήταν η βολή μας. Ο στόχος μας ήταν να κάνουμε κάτι για ν' ανακουφιστούν άλλες ψυχές κι όχι οι δικές μας. Να περιμαζέψουμε τα ανθρώπινα ράκη -που ήταν φτωχά και υπέφεραν- και να τα ξαναστήσουμε στα πόδια τους έτσι ώστε αν ο Κύριος μας χτυπούσε την πόρτα, να μην ντρέπονταν να Τον αφήσουν να μπει μέσα".
   "Πάμε λοιπόν ν' ανακουφίσουμε κι άλλες ψυχές κι όχι τις δικές μας", είπε η Τζίνα σηκώνοντας τα μανίκια της. "Μπας και καταφέρουμε να κάνουμε τον Κύριό μας περήφανο".
   Έκτοτε πέρασαν δεκαοκτώ μήνες.

   Τον Οκτώβρη του 1914, η Τζίνα ήταν στην κουζίνα του Γουέισαϊντ κι έφτιαχνε κοτόσουπα για τους ασθενείς και σφουγγάριζε το πάτωμα, όταν άκουσε ένα χτύπημα στο γυάλινο διαχωριστικό της πίσω πόρτας. Σκεφτόταν ότι η ώρα είχε περάσει κι ότι είχε πολύ δρόμο μέχρι το Λόρενς και το απαλό χτύπημα την τρόμαξε και την έβγαλε από τις σκέψεις της. Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε μπροστά στον Μπεν Σο. Έβγαλε το καπέλο του, υποκλίθηκε ελαφρώς και της χαμογέλασε.
   "Μπεν;..." Παραλίγο να μην τον αναγνωρίσει· είχε να τον δει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Οι παλιοί φίλοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά, σαν τους Ευρωπαίους. Εντελώς αυθόρμητα τα χέρια της Τζίνα προσπάθησαν να συμμαζέψουν τα μονίμως αχτένιστα μαλλιά της. Χαμογέλασε από χαρά όταν είδε το ευγενικό του πρόσωπο και για μια στιγμή ευχήθηκε να μην ήταν τόσο βρόμικη.
   "Μπέντζαμιν, τα έχω κυριολεκτικά χαμένα που σε βλέπω!"
   "Γιατί;" τη ρώτησε εκείνος χαρούμενα. "Νόμιζες ότι θα έχω πεθάνει;"
   Ο Μπεν ήταν μηχανικός στη Διώρυγα του Παναμά. Δεν είχε αλλάξει, το γλυκό του πρόσωπο εξακολουθούσε να είναι γοητευτικό. Τα μαύρα του μάτια άστραφταν, η έκφρασή τους όταν την κοίταζε ήταν οικεία και ειλικρινής, αλλά σε όλα τα άλλα πολύ δύσκολα θύμιζε τον παλιό του εαυτό. Τώρα πια ήταν ένας ώριμος άντρας κι όχι ένα πρόθυμο κι ερωτευμένο αγόρι. Τα σκούρα του μαλλιά ήταν κομμένα κοντά και οι κρόταφοί του ήταν γκρίζοι. Είχε ένα πολύ περιποιημένο γκρίζο γένι, ήταν λεπτός κι ευθυτενής κι απίστευτα ηλιοκαμένος. Τόσο ηλιοκαμένος που αν η Τζίνα δεν τον ήξερε τόσο καλά θα πίστευε ότι καταγόταν από τη Μεσόγειο ή τη Νότια Αμερική. Λεπτές γραμμές πλαισίωναν τα φιλικά του μάτια και το μαυρισμένο από τον ήλιο στόμα του. Φορούσε λεπτά συρμάτινα γυαλιά που τον έκαναν να δείχνει σαν σοβαρός επιστήμονας. Όταν χαμογελούσε όμως ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος ο Μπεν που ήξερε.
   Εκείνος μπήκε μέσα, ακούμπησε το σκληρό καπέλο του σ' ένα τραπέζι και κρέμασε το μάλλινο παλτό του. Φορούσε ένα καλοραμμένο γκρίζο κοστούμι, άσπρο πουκάμισο, μεταξωτή γραβάτα. Έδειχνε μοντέρνος. Έδειχνε πετυχημένος. Τα μαύρα του παπούτσια ήταν καλογυαλισμένα. Κι ο ίδιος έδειχνε καλογυαλισμένος. Μια ράφτρα, μια ειδική στα υφάσματα, μια ονειροπόλος της υψηλής ραπτικής -όπως η Τζίνα- ήξερε απ' αυτά. Ήταν καλά. Όπως ήταν κι ο Χάρι κάποτε, πριν την παντρευτεί.
   Ήταν απογοητευμένη με τον εαυτό της που χαιρόταν επειδή τον έβλεπε ξανά, που έβλεπε ένα οικείο πρόσωπο επειδή ανήκε σε κάποιον άντρα ο οποίος κάποτε την είχε ερωτευτεί αλλά χωρίς ανταπόκριση. Έβαλε μια τσαγιέρα να του φτιάξει τσάι και μετά δεν ήξερε τι να τον πρωτορωτήσει. Ένιωθε άβολα για το μουντό καφετί φόρεμά της με τους λεκέδες από τη δύσκολη δουλειά της, για τα τραχιά χέρια της με τα θαμπά νύχια.
   Λες κι είδε τον εαυτό της μέσα σ' έναν καθρέφτη, μια αντανάκλαση της Τζίνα, όχι εκείνη που κάποτε άστραφτε, αλλά μια εργαζόμενη γυναίκα χλωμή και χωρίς ίχνος μακιγιάζ, χωρίς στολίδια στη φούστα της ή κοκαλάκια στα καστανόξανθα μαλλιά της. Πολύ, μα πολύ ντροπιασμένη, βάλθηκε ν' ασχολείται με τα φλιτζάνια του τσαγιού. Κάθισαν σ' ένα μικρό τραπέζι σε μια γωνιά κοντά στο παράθυρο, εκεί που καθόταν κι εκείνη για να ξεκουραστεί λίγο μέσα στη μέρα.
   "Παραείσαι καλά ντυμένος για κάποιον που σκάβει μέσα στη λάσπη εδώ και μια δεκαετία", είπε η Τζίνα.
   "Η λέξη που είπες απέχει πολύ απ' αυτά που έχουμε κάνει μέχρι τώρα".
   "Πες μου τα όλα... από πού ν' αρχίσω... τι γυρεύεις εδώ;"
   "Εδώ στη Βοστόνη ή εδώ στης Ρόουζ;"
   "Το δεύτερο!"
   "Θα μπορούσα κι εγώ να σε ρωτήσω το ίδιο".
   "Βοηθάω τα Σαββατοκύριακα. Δεν τους φτάνει το προσωπικό".
   "Κι εγώ που νόμιζα ότι είσαι μια εργαζόμενη καλόγρια!" την πείραξε εκείνος.
   Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε πόσο είχε ντραπεί στα δεκαπέντε της, όταν την πείραζε ο Μπεν, αλλά τώρα είχε πάψει να νιώθει άβολα, είχε πάψει να κοκκινίζει.
   "Εδώ που τα λέμε, η εποχή της καλογερικής έχει περάσει ανεπιστρεπτί", είπε η Τζίνα. "Μην αλλάζεις όμως θέμα. Τι γυρεύεις εδώ;"
   "Ήρθα να επισκεφτώ τη Ρόουζ. Εκείνη μου είπε ότι ήσουν εδώ και θα ήταν αγένεια να μην έρθω να σε χαιρετήσω. Άκου, θα πρέπει να νιώθεις άσχημα για την τροπή που πήραν τα πράγματα. Μην το κάνεις. Ό,τι έγινε έγινε".
   "Ποιος λέει ότι νιώθω άσχημα;"
   Ο Μπεν χαμογέλασε.
   "Δυστυχώς για τον άντρα σου, εγώ δεν είμαι το μαύρο πρόβατο. Εξακολουθώ να έχω επαφές με όλους. Κι ακούω διάφορα πράγματα".
   "Ελπίζω η οικογένεια του Χάρι να είναι καλά. Ο Χέρμαν... η Έστερ;"
   "Τώρα είναι όλοι καλά".
   "Τώρα;"
   "Ο πατέρας του Χάρι έπαθε ένα έμφραγμα πριν από λίγα χρόνια. Το 1912". Ο Μπεν σταμάτησε για να το εμπεδώσει η Τζίνα ή για να δει την αντίδρασή της.
   Η Τζίνα είχε χάσει το μωρό της το 1912. Ρίγησε.
   "Τώρα είναι καλύτερα;"
   "Ναι. Βέβαια, τώρα η Έστερ δεν είναι και πολύ καλά ψυχολογικά".
   "Γιατί; Θα πρέπει να είναι χαρούμενη που γύρισες σπίτι".
   "Δεν μπορώ να σου πω. Ο Έλμορ, ο άντρας της, μόλις έφυγε για την Αγγλία". 
   "Για ποιο λόγο;"
   "Κάποιος αρχιδούκας σκοτώθηκε στη Βοσνία".
   "Α, ναι. Ο ενοχλητικός αρχιδούκας". Ακόμα και στα δικά της αυτιά ακούστηκε απαυδισμένη.
   "Ο δόκτωρ Λάσιτερ πήγε μαζί με τον Ερυθρό Σταυρό. Κι η Έστερ δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη μαζί του".
   "Καταλαβαίνω πώς νιώθει".
   "Γιατί;" ρώτησε ο Μπεν. "Ο Χάρι είναι στρατιωτικός γιατρός κι έχει πάει στην Αγγλία;"
   "Ας πούμε". Η Τζίνα κοίταξε έξω από το παράθυρο. "Και η μητέρα σου;" Η Έλεν Σο είχε αποκτήσει φήμη σε όλη τη Βοστόνη, γιατί διαδήλωνε μέρα και νύχτα ενάντια σε οτιδήποτε προσέβαλε την ανεξαρτησία των γυναικών και σε οποιαδήποτε καταπάτηση ενάντια στον απομονωτισμό των Ηνωμένων Πολιτειών.
   "Καλά είναι. Μαχητική όπως πάντα".
   "Να της πεις να προσέχει", είπε η Τζίνα, "αλλιώς θα καταλήξει να μοιράζεται το ίδιο κελί με τον Χάρι".
   "Της το λέω συνέχεια. Εκείνος τι έκανε;"
   "Ποια απ' όλες τις φορές; Δεν ξέρω".
   Ο Μπεν σφύριξε επιδοκιμαστικά.
   "Μα καλά, δεν ξέρουν ότι πρόκειται για πραγματικό αντιρρησία; Δεν γίνεται να τον τιμωρούν επειδή έτσι είναι η φύση του. Σοβαρά τώρα, τι έκανε;"
   "Παραβίασε τους όρους αποφυλάκισής του και ήταν ο υποκινητής μιας εξέγερσης στο Πάτερσον για την απεργία του μεταξιού. 'Εχεις ακούσει σχετικά μ' αυτό;"
   "Ναι", είπε ο Μπεν. "Κάτι άκουσα. Και τώρα πού είναι;"
   "Εδώ κοντά. Στο Σωφρονιστικό Κατάστημα της Μασαχουσέτης, κοντά στη λίμνη Γουόρνερ. Γι' αυτό βρίσκομαι εδώ κάθε Σαββατοκύριακο. Δουλεύω τα Σάββατα και πάω τις Κυριακές στο επισκεπτήριο με το λεωφορείο".
   "Φυλακή!" Ο Μπεν την κοίταζε και δεν πίστευε στ' αυτιά του. "Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τον Χάρι που ήξερα".
   "Όντως, χόρτασα ταπείνωση". Η Τζίνα σχεδόν φώναζε. "Όχι, όχι", είπε αμέσως κάπως πιο συγκρατημένα, ενώ κρατήθηκε μακριά από το χέρι που της άπλωσε. "Η ζωή μου είναι πραγματικά το τελευταίο πράγμα που θα 'θελα να συζητήσω. Πάντως, είμαι απόλυτα ενθουσιασμένη που σε ξαναβλέπω. Πες μου πραγματικά γιατί ξαναγύρισες". Έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει. "Ποιος παντρεύεται αυτή τη φορά;" Πριν από δέκα χρόνια ο Μπεν είχε επιστρέψει από τον Παναμά γιατί θα γινόταν κουμπάρος στο γάμο του Χάρι και της Άλις.
   "Όπως την τελευταία φορά", της είπε, "κανένας".
   Κάθονταν κι έπιναν το τσάι τους ζεσταίνοντας τα χέρια τους στις κούπες που κρατούσαν. Το εκτυφλωτικό φθινόπωρο της Νέας Αγγλίας ήταν στο αποκορύφωμά του -μέσα κι έξω έμοιαζε σαν να 'χε πάρει φωτιά.
   "Οι εφημερίδες δε σταματούν να γράφουν για τη διώρυγα", είπε η Τζίνα και χαμογέλασε με περηφάνια. "Πάντα έλεγες ότι όλα γίνονται. Κι είχες δίκιο".
   "Θες να πεις ότι ήμουν θεότρελος. Το μόνο που έβλεπα ήταν βουνά και λάσπη κι έλεγα ότι μπορούμε να χτίσουμε μια πλωτή δίοδο ογδόντα χιλιομέτρων, πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, με μπετονένια φράγματα, για να τη διασχίζουν γιγάντια πλοία".
   Αν μπορούσε να σφυρίξει και δεν ήταν κυρία, θα το είχε κάνει.
   "Είναι απίστευτο".
   "Είναι τρελό".
   "Είναι φαινόμενο! Έτσι το αποκαλούν: το μηχανικό φαινόμενο του σύγχρονου κόσμου. Όπως ακριβώς το είχες πει, έτσι κι έγινε".
   "Δεν ήταν τίποτα έτσι όπως το σκεφτόμουν". Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. "Έλεγα ένα σωρό πράγματα όταν ήμουν νέος και ανόητος. Στον Παναμά κατάλαβα τι σημαίνει πραγματικότητα".
   "Αρρώστησες κι από κίτρινο πυρετό;" τον ρώτησε η Τζίνα κοιτάζοντάς τον προσεκτικά. Έδειχνε σκληραγωγημένος αλλά και κάπως εξαντλημένος. Έδειχνε σαν να χρειαζόταν μια ζουμερή μπριζόλα, ένα δυνατό ποτό.
   "Ναι. Έπλυνα το πρόσωπό μου στο ποτάμι. Καλά να τα πάθω".
   "Μη νομίζεις, δε χρειάζεται να πας μέχρι τον Παναμά για να κολλήσεις κίτρινο πυρετό", του είπε η Τζίνα. "Ο σύζυγος της Μάνας Τζόουνς και τέσσερα παιδιά της πέθαναν απ' αυτό κάπου στο Τενεσί".
   "Κάποια στιγμή νόμιζα κι εγώ ότι θα πεθάνω. Τώρα έχω πάθει ανοσία".
   "Αλήθεια; Κι από τη μαλάρια;"
   "Όχι, αλλά όπου κι αν πάω, κουβαλάω μαζί μου ένα μπουκαλάκι με κινίνο".
   "Μπεν, δε νομίζω ότι κινδυνεύεις από μαλάρια στο Κόνκορντ".
   "Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πότε θα την πατήσει".
   "Αυτό ειν' αλήθεια". Με τους αγκώνες της ν' ακουμπάνε στο τραπέζι, στήριζε το κεφάλι της στις χούφτες. "Οπότε δε σε χρειάζονται άλλο πια στον Παναμά;"
   "Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι τον Αύγουστο επιτέλους πέρασε το πρώτο μας πλοίο. Έμεινα μέχρι τα μέσα Σεπτέμβρη για να βεβαιωθώ ότι δε θα γκρεμίζονται όλα, και στο πρώτο πρόβλημα που προέκυψε, όταν ένα από τα φράγματα δεν άνοιξε, γύρισα στην πατρίδα". Έβαλε τα γέλια. "Τους είπα ότι θα έβλεπα πόσο χρόνο θα έκανα ταξιδεύοντας μέσα από τη διώρυγα αντί να πάω από το Ακρωτήριο Χορν".
   "Πώς ήρθες μέχρι εδώ;"
   "Το υπερωκεάνιο με πήγε μέχρι το Κι Γουέστ κι από κει πήρα το σιδηρόδρομο".
   "Σιδηρόδρομος στο Κι Γουέστ; Μα δεν είναι νησί;"
   "Καλά λες. Έμαθα ότι τα τελευταία δέκα χρόνια ένας τύπος ονόματι Χένρι Φλάγκλερ έφτιαξε ένα σιδηρόδρομο διακοσίων πενήντα χιλιομέτρων πάνω από τη θάλασσα του Κι Γουέστ, ακριβώς λόγω της δικής μας διώρυγας. Σκέφτηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν ανάγκη ένα λιμάνι στο Νότο που θα συνδεόταν μέσω του σιδηροδρόμου με τη στεριά".
   "Ω! Μα αυτό είναι καταπληκτικό! Τώρα καταπληκτικά πράγματα γίνονται σε όλον τον κόσμο. Οι άνθρωποι δουλεύουν και κάνουν πολλά". Ταράχτηκε από τα λόγια της, την έπιασε βήχας. Γιατί δυσκολευόταν τόσο πολύ να μιλήσει για τα πιο απλά πράγματα; "Γύρισες μόνιμα;"
   "Θα δούμε". Χαμογέλασε κάπως αποθαρρυμένος. "Πολύ φοβάμαι ότι θα μου λείψει πολύ ο Παναμάς κι ας υπάρχουν κάμποσοι λόγοι να μη συμβεί. Γιατί δηλαδή θα πρέπει να μου λείπουν αυτές οι παλιόμυγες που μου ταλαιπωρούν το κορμί; Τι θα κάνω αν συνειδητοποιήσω ότι μου λείπει αφάνταστα η ελονοσία των τροπικών;"
   "Σαν να είχες προσαρμοστεί για τα καλά..." Κοίταξε το καλοραμμένο του κοστούμι και το κολλαριστό του άσπρο πουκάμισο. "Δουλεύεις εδώ;"
   "Ασφαλώς και δουλεύω. Εξακολουθώ και θα εξακολουθώ να δουλεύω στο Σώμα Μηχανικού. Η έδρα είναι στην Βοστόνη, αλλά εγώ δουλεύω έξω, σε πολιτικά κατασκευαστικά προγράμματα".
   "Αχ, Μπεν..." Αναστέναξε καθώς αναθυμόταν το παρελθόν και τον κοίταξε με αγάπη. "Λοιπόν, πώς ήταν; Πού έμενες; Τι έτρωγες;  Δούλευες ολημερίς; Τραυματίστηκες πουθενά; Διασκέδαζες καθόλου;"
   Εκείνος χαμογέλασε από χαρά, από ευχαρίστηση.
   "Βομβαρδισμός ερωτήσεων".
   "Το ξέρω. Συγγνώμη!"
   Τα μάτια του πήραν μια έκφραση σαν να θυμόταν τη χαμένη του αγάπη.
   "Ό,τι κι αν είχα φανταστεί, δεν πλησίαζε καν την πραγματικότητα".
   Η Ρόουζ εμφανίστηκε εκείνη την ώρα για να της υπενθυμίσει ότι οι άρρωστοι δεν είχαν φάει κι ότι ήταν περασμένες έξι. Μα είχαν τόσο πολλά ακόμα να πουν! Η Τζίνα πετάχτηκε πάνω κι αμέσως πήγε στην κουζίνα κι άρχισε να φτιάχνει τους δίσκους με τη σούπα και το ψωμί. 
   "Θα σε βοηθήσω κι εγώ", είπε ο Μπεν. Έβγαλε το σακάκι του, ξεκούμπωσε το γιλέκο του, σήκωσε τα μανίκια και βάλθηκε να μοιράζει το φαγητό στο θάλαμο. 
   Ήταν περασμένες επτά κι είχε νυχτώσει όταν τέλειωσαν με το φαγητό και το καθάρισμα.
   "Συγγνώμη που έχασες το χρόνο σου βοηθώντας με", είπε η Τζίνα. "Νόμιζα ότι θα είχαμε χρόνο να πάμε έναν περίπατο. Το Κόνκορντ είναι πανέμορφο το φθινόπωρο".
   "Ίσως κάποια άλλη φορά".
   "Ναι". Δάγκωσε τα χείλη της όταν μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της. "Θα μπορούσες να με γυρίσεις στο Λόρενς; Δε μου αρέσει να ταξιδεύω μόνη μου. Θα μου κάνεις παρέα, θα τελειώσουμε την κουβέντα μας κι εγώ για τον κόπο σου θα σου κάνω το δείπνο". Του χαμογέλασε. "Τι λες; Έχω μια συνταγή για κοτόπουλο με μουστάρδα".
   Εκείνος ένευσε καταφατικά.
   "Πολύ θα χαρώ να σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι σου. Δεν πρέπει να ταξιδεύεις μόνη σου τόσο αργά. Αλλά δε χρειάζεται να πάμε κατευθείαν στο Λόρενς. Τι θα έλεγες να φάμε πρώτα; Θα πρέπει να πεινάς μετά από τόσο πολλή δουλειά όλη τη μέρα. Πάμε στην Ταβέρνα του Ράιτ".
   "Να πάμε εκεί!" Έριξε μια ματιά στη φούστα της. "Δεν μπορώ... δεν είμαι κατάλληλα ντυμένη. Δεν μπορώ να πάω έτσι σ' ένα καλό εστιατόριο".
   "Ποιος μίλησε για καλό εστιατόριο; Στην Ταβέρνα του Ράιτ σου είπα. Θα είσαι η πιο καλοντυμένη γυναίκα εκεί μέσα. Μάλλον και η μοναδική γυναίκα".
   Η Τζίνα έβαλε τα γέλια.
   "Μπεν, πώς είναι δυνατό να ξέρεις τις ταβέρνες του Κόνκορντ;"
   "Είναι το μόνο πράγμα που ξέρω στο Κόνκορντ. Εκτός απ' αυτά που έγραψε η Λουίζα Μέι Άλκοτ".
   Δάγκωσε το χείλι της, περίεργη, αναποφάσιστη και πεινασμένη. 
   Ο Μπεν θα πρέπει να διάβασε τις σκέψεις της. Έγειρε προς το μέρος της.
   "Ανησυχείς αν είναι κόσμιο;"
   Εκείνη ένευσε καταφατικά.
   "Οι καλοί τρόποι υπαγορεύουν ότι μια γυναίκα δεν μπορεί να βγει έξω μ' έναν άντρα μόνη της, εκτός κι αν είναι παντρεμένη".
   "Αυτό είναι που φοβόμουν, εννοώ... σκεφτόμουν".
   "Μα, Τζίνα, πρέπει εγώ να σου υπενθυμίσω ότι είσαι παντρεμένη;" Ο Μπεν ίσιωσε το κορμί του. "Οπωσδήποτε μπορούμε να είμαστε κόσμιοι Βοστονέζοι".
   Γέλασε ευτυχισμένη.
   "Σε παρακαλώ, μια άλλη φορά;" Δεν ήταν ντυμένη για έξοδο. Οι κυρίες δεν έβγαιναν με λερωμένα ρούχα στον κόσμο. Έβγαλε από το πορτοφόλι της τα δρομολόγια του τρένου.
   "Να προτείνω κάτι", είπε ο Μπεν και της πήρε τα δρομολόγια από το χέρι. "Τι λες να πάμε με το αυτοκίνητό μου;" ρώτησε και την οδήγησε έξω.
   "Έχεις αυτοκίνητο;"
   "Γιατί ξαφνιάζεσαι; Όλοι έχουν".
   "Εμείς δεν έχουμε", αποκρίθηκε η Τζίνα. "Δεν μπορούμε να έχουμε. Ο Χάρι λέει ότι μόνο οι πλούσιοι έχουν αυτοκίνητα".
   "Αυτό μπορεί να ίσχυε το 1905 όταν ο Μπιλ Χέιγουντ φώναζε ότι μόνο οι δυνάστες σαν τον Χάρι είχαν αυτοκίνητα. Τώρα όμως, χάρη στον κύριο Φορντ και τη συναρμολόγηση που γίνεται εδώ, κυκλοφορούν δύο εκατομμύρια αυτοκίνητα. Έχει μεταμορφώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα έθνος ανθρώπων που πάλευαν έγινε πολύ γρήγορα ένα έθνος ανθρώπων που καταναλώνουν".
   "Όχι εγώ", είπε η Τζίνα. "Εγώ εξακολουθώ να παλεύω. Θα πρέπει να είσαι ευκατάστατος για να συντηρείς ένα αυτοκίνητο". Το είπε μ' ένα συναίσθημα που έμοιαζε πολύ με ζήλια.
   "Δεν είναι έτσι. Εγώ απλώς ζω καλά. Αλλά πρέπει να πω ότι στον Παναμά", είπε και χαμογέλασε, "μας πλήρωναν λες κι είμαστε βασιλιάδες. Μας πλήρωναν παραπάνω κι από τους γιατρούς! Το φαντάζεσαι; Κι αυτός που έπαιρνε τα περισσότερα ήταν ο αρχιμηχανικός. Αποταμίευα όλα μου τα χρήματα. Δεν είχα πού να τα ξοδέψω. Το μόνο που έκανα ήταν να δουλεύω. Η στέγη ήταν δωρεάν κι η Επιμελητεία της Διώρυγας τάιζε δεκάδες χιλιάδες εργάτες δωρεάν".
   Η Τζίνα ήταν σίγουρη ότι εκείνος τα έλεγε αυτά για να νιώσει η ίδια καλύτερα. Κάποιος άλλος να της πληρώνει στέγη και τροφή; Πώς θα ήταν άραγε;
   Η Ρόουζ βγήκε έξω να τους καληνυχτίσει.
   "Μπεν, να μας ξανάρθεις. Είσαι πάντα καλοδεχούμενος". 
   "Ίσως την επόμενη φορά μπορέσω να βοηθήσω λίγο παραπάνω".
   "Σε τι να βοηθήσεις;" ρώτησε η Τζίνα.
   "Δεν ξέρω. Εδώ πέρα υπάρχουν μόνο γυναίκες. Κάτι θα υπάρχει για να κάνει κι ένας άντρας. Να φτιάξει ένα παράθυρο; Να επιδιορθώσει ένα πόμολο;"
   Η Ρόουζ ακούμπησε τον Μπεν με το καλοσυνάτο της χέρι.
   "Ξέρεις ότι ένα από τα πιο μεγάλα μου παράπονα, όσο κι αν το προσπαθώ, είναι ότι δεν καταφέρνω ποτέ να πείσω καλούς κι αφοσιωμένους άντρες να έρθουν και να βοηθήσουν σ' αυτή τη δουλειά, να φροντίσουν τους άρρωστους άντρες όπως φροντίζουμε εμείς τις άρρωστες γυναίκες".
   Ο Μπεν έσκυψε το κεφάλι.
   "Δεν ξέρω για τους αρρώστους, αδελφή Αλφόνσα", της είπε αποκαλώντας τη με το όνομα που πήρε όταν μπήκε στο γυναικείο μοναστήρι, "αλλά σκοπεύω να σου φτιάξω τις πόρτες και τα παράθυρα".
   "Α!" είπε η Τζίνα. "Από τέτοια δουλειά, όρεξη να 'χεις". 
   "Βεβαίως", συμφώνησε κι η Ρόουζ. "Ο Μπεν μας μπορεί επίσης να προσφέρει κάποια ανακούφιση".

   Αφού πέρασαν το Αντόβερ και κόντευαν να φτάσουν στο Λόρενς, ο Μπεν έκοψε ταχύτητα. Η Τζίνα δεν είχε προλάβει να του πει όσα της είχαν συμβεί τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής της.
   "Από τότε που έμπλεξε μ' αυτόν τον απαίσιο Κύκλωπα", έλεγε η Τζίνα στον Μπεν, "μόνο προβλήματα έχει. Και ξέρεις γιατί;"
   "Επειδή όπου πάει αυτός ο άνθρωπος προκαλεί φασαρίες;"
   "Ακριβώς. Απεργία στο Λόρενς, πέθαναν άνθρωποι. Απεργία στο Πάτερσον, πέθαναν άνθρωποι". Η Τζίνα κούνησε το κεφάλι. "Ξέρεις ποιον άλλο συνάντησε ο Χάρι στο Πάτερσον; Τον Τζον Ριντ. Έχεις ακούσει γι' αυτόν;" 
   "Φοβάμαι πως όχι. Θα 'πρεπε; Δεν έχω παρακολουθήσει καθόλου τις απεργίες και τους ριζοσπαστικούς".
   "Και την Ελίζαμπεθ Γκέρλι Φλιν, μια δυναμική φεμινίστρια". Η Τζίνα έσφιξε τα χείλη της δείχνοντας εμφανώς την αποδοκιμασία της. "Μήνες ολόκληρους γύριζε μαζί τους, τσιλημπούρδιζε και μεθοκοπούσε..."
   "Ο Χάρι δε μεθοκοπούσε".
   "Και μετά τους συνέλαβαν όλους αυτούς".
   "Για τσιλημπούρδημα ή για μεθύσι;"
   "Για υποκίνηση οχλαγωγίας. Κι αυτή τη φορά εκείνος ήταν μέλος των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου. Έκανε πεντακόσιες παραβάσεις των όρων αποφυλάκισής του. Ο Τζον Ριντ κι ο Μαξ Ίστμαν εγγυήθηκαν γι΄αυτόν. Κάποιος έπρεπε να το κάνει. Η εγγύηση ήταν χίλια δολάρια!"
   Ο Μπεν έσφιξε το τιμόνι.
   "Αλλά τώρα είναι στο συνδικάτο των ριζοσπαστικών του Γκρίνουιτς Βίλατζ. Αυτοαποκαλείται επαναστάτης. Ο Χάρι, ο πιο παλιός σου φίλος, ο ήρεμος σύζυγός μου και λάτρης των βιβλίων, επαναστάτης; Το πιστεύεις;"
   "Όχι. Μήπως είναι επαναστάτης του σαλονιού;"
   Η Τζίνα κούνησε το κεφάλι.
   "Όλο λέει ότι θα πάει στη Νέα Υόρκη μόλις βγει απ' τη φυλακή".
   "Και πότε θ' αποφυλακιστεί;"
   "Δεν ξέρω σίγουρα. Η ποινή του ήταν μειωμένη για την απεργία στο Πάτερσον, κάπου έξι μήνες, μα λίγο καιρό μετά που βγήκε, τον Μάιο, πυροβολήθηκε ο αρχιδούκας! Ο Χάρι άρχισε τις διαμαρτυρίες για έναν πόλεμο που δεν είχε καν αρχίσει. Αυτή τη φορά ούτε δίκη δεν έγινε". Η Τζίνα αναστέναξε βαθιά εμφανώς πολύ ανήσυχη. "Η ποινή του ήταν πέντε χρόνια χωρίς αναστολή, αλλά για κάποιο λόγο που πραγματικά δεν τον ξέρω, μειώθηκε στα δύο. Ο δημόσιος συνήγορος του Χάρι, ο Έλστον Πέρντι, πρέπει να είναι φοβερός. Ο Πέρντι με διαβεβαίωσε ότι μέχρι τα Χριστούγεννα θα έχει αποφυλακιστεί. Προφανώς είναι υπόδειγμα κρατουμένου". Ξεροκατάπιε. "Το μόνο που σκέφτομαι ανάμεσα στις συλλήψεις και τις απεργίες είναι ότι εκείνος θέλει να φύγει".
   Ο Μπεν βρυχήθηκε καθώς οδηγούσε. 
   "Δε γίνεται αυτό".
   "Δε γίνεται λες; Τότε γιατί ενώ είναι έξω με περιοριστικούς όρους οργάνωσε μια ομάδα και μπλόκαρε την είσοδο της στρατολογίας φωνάζοντας: “Οι εμπορικοί ανταγωνιστές μάχονται και γι' αυτόν το λόγο θα πεθάνουν τα δικά μας παλικάρια„;"
   Ο Μπεν κούνησε το κεφάλι του.
   "Όσο εσύ έχτιζες και δημιουργούσες το μηχανικό θαύμα του σύγχρονου κόσμου", είπε η Τζίνα, "ένας άντρας ονόματι Φραγκίσκος Φερδινάνδος δολοφονήθηκε στη Βοσνία και λόγω ενός τυχαίου θανάτου στην άλλη μεριά του κόσμου ο άντρας μου είναι και πάλι στη φυλακή".
   Δεν ξαναμίλησε μέχρι που έφτασαν στο Λόρενς.

   Έφτασαν στο σπίτι γύρω στις εννέα. Δε βρήκαν κανέναν. Τα σαββατόβραδα η Μιμού πήγαινε στον εσπερινό και μετά έπαιζε μπίνγκο. Ο Σάλβο είχε βγει, κανείς δεν ήξερε πού είχε πάει. Είχε πει στην αδελφή του ότι κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ σερβίριζε μπίρα σ' ένα σαλούν. Η Τζίνα κι η Μιμού δεν είχαν δει ποτέ ούτε μια δεκάρα απ' αυτόν. 
   Ο Μπεν κάθισε στο άλλοτε επαναστατικό τραπέζι της Τζίνα, ενώ εκείνη σερβίριζε κοτόπουλο με μουστάρδα και πατάτες κι άνοιγε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Κάθισαν μαζί κι έκοψαν το ψωμί.
   "Είναι πολύ νόστιμο", είπε εκείνος τρώγοντας λαίμαργα. "Δε φτιάχνεις πια ιταλικά φαγητά; Ο αδελφός σου ήταν καλός μάγειρας".
   "Μετά απ' ό,τι συνέβη στα εστιατόριά του, δε φτιάχνουμε πια ιταλικά φαγητά όπως κάποτε. Δε θέλει κανείς μας να τα μαγειρέψει ούτε θέλει κανείς μας να τα φάει".
   "Ξέρεις, Τζίνα", είπε ο Μπεν, "όταν πριν από χρόνια έμαθα ότι ο Χάρι βοήθησε τον Σάλβο, όλοι σκέφτηκαν ότι ταράχτηκα εξαιτίας σου, αλλά εγώ ζήλευα γιατί σκεφτόμουν ότι αυτός θα έτρωγε κάθε βράδυ ιταλικό φαγητό".
   Η Τζίνα κοκκίνισε με την αδιάφορη παραδοχή του Μπεν ότι κάποτε μπορεί να είχε ταραχτεί εξαιτίας της και προσπάθησε ν' απαντήσει ανάλαφρα.
   "Όντως ο Χάρι έτρωγε κάθε βράδυ", είπε χαμηλώνοντας τα μάτια της. "Τώρα όμως αραιά και πού".
   "Αυτό είναι ντροπή", είπε ο Μπεν. "Λοιπόν, πού είναι ο αδελφός σου;" 
   "Όλη τη βδομάδα δουλεύει στο Πιούριτι, στο Νορθ Εντ. Τα Σαββατοκύριακα επιστρέφει σπίτι. Τώρα που λείπει ο Χάρι, τον βλέπουμε περισσότερο. Η Μιμού είναι ευτυχισμένη. Από τη μια ο άντρας μου είναι στη φυλακή κι από την άλλη ο αδελφός μου γύρισε σπίτι".
   Ο Μπεν τελείωσε το φαγητό του. 
   "Τι συνέβη;" ρώτησε καλοσυνάτα σκουπίζοντας το στόμα του με μια πετσέτα. "Νόμιζα ότι τα εστιατόρια πήγαιναν πολύ καλά". Έβαλε κι άλλο κρασί στην Τζίνα. 
   "Δε σου είπε η Έστερ;"
   "Η Έστερ δεν ξέρει τι συνέβη. Ξέρει μόνο ότι πουλήθηκαν. Πες μου. Έχουμε χρόνο μπροστά μας. Τι ώρα έρχεται η Μιμού;"
   "Έντεκα. Και θα χαρεί πολύ άμα σε δει".
   Ο Μπεν χαμογέλασε.
   "Όπως τον παλιό καλό καιρό".
   Έτσι όπως κάθονταν στο τραπέζι, η Τζίνα αφηγήθηκε όλη της τη ζωή στον Μπεν, του είπε για τον Σάλβο, για τον Χάρι και το θάνατο της Άντζελα.

   Αφού κλέφτηκαν, ο Σάλβο κάλεσε τον Χάρι που ήταν άνεργος να δουλέψει σ' ένα από τα δυο εστιατόρια της οικογένειας. "Τι θα κάνω; Δεν ξέρω να φτιάχνω πίτσα", είπε ο Χάρι.
   Γέλασαν. "Ασφαλώς και δεν ξέρεις". Αφού δεν ήταν Ιταλός.
   Ο Χάρι έχει ακεφιές μέρες τώρα και μόνο όταν η Τζίνα τον πιέζει εκείνος της αποκαλύπτει το περιεχόμενο της επιστολής που έλαβε πρόσφατα από τον Χέρμαν Μπάρινγκτον που ζητά την εξόφληση της υποθήκης των δύο εστιατορίων του Σάλβο. Ο Σάλβο έχει καθυστερήσει στις πληρωμές του και μετά απ' αυτό που συνέβη, ο Χέρμαν δεν έχει κανένα λόγο να είναι ελαστικός μαζί του. "Συγγνώμη. Δεν ήξερα πώς να σου πω πόσο εκδικητικός κι απαίσιος είναι ο πατέρας μου. Θα 'πρεπε να σ' το είχα πει νωρίτερα. Σε παρακαλώ, μην τα βάζεις μαζί μου. Νόμιζα ότι έκανα το σωστό. Φαντάσου ότι πήγα ακόμα και να τον δω". Ο Χάρι δεν μπορεί να κοιτάξει στα μάτια την Τζίνα που έχει μείνει ξερή. "Ξέρεις πόσο δύσκολο ήταν για μένα; Πήγα να του ζητήσω βοήθεια, να του ζητήσω να το ξανασκεφτεί, να δώσει μια μικρή παράταση στον Σάλβο για να μπορέσει να τον πληρώσει κι εκείνος δε μ' άφησε να μπω μέσα, δεν ήρθε ούτε καν να μου μιλήσει! Έστειλε τον υπηρέτη του".
   Το γράμμα του Μπάρινγκτον που μιλάει για καθήκοντα, υπευθυνότητες, προδοσία, οργή και τελεσίδικες αποφάσεις κρέμεται από τα χέρια της Τζίνα.

   Ο Σάλβο δέχεται απρόθυμα τη λύση που του προτείνει ο Χάρι, να συναντηθεί με τον Έρβιν Κάσιντι, το διευθυντή της τοπικής Εθνικής Τράπεζας του Λόρενς. Μετά από πολλά πισωγυρίσματα, ο διευθυντής της τράπεζας προτείνει στον Σάλβο έναν πολύ άσχημο διακανονισμό: άμεση πληρωμή των δανείων στην τράπεζα του Χέρμαν και νέα υποθήκη. Όμως η πληρωμή γι' αυτή τη συναλλαγή θα είναι το ένα από τα δύο εστιατόριά του. 
   Ο Σάλβο δεν έχει άλλη επιλογή απ' το να δεχτεί την πρόταση. 
   Η τράπεζα πουλάει το λιγότερο επικερδές από τα δύο, το πολυτελές εστιατόριο "Αλεσάντρο" και αφήνει στον Σάλβο μια βαριά υποθήκη στο πολυσύχναστο εστιατόριο "Αντόνιο", κοντά στο σιδηρόδρομο. Φτιάχνει ατέλειωτες πίτσες για τους ατέλειωτους πελάτες του κι ευελπιστεί ότι σε λίγα χρόνια θα μπορεί να έχει κέρδος.
   Ο Χάρι μετά απ' αυτό δεν έχει άλλη επιλογή. Οι Αταβιάνο χρειάζονται τη βοήθειά του αν θέλουν να τα καταφέρουν. Ο Χάρι πάει να δουλέψει με τον Σάλβο στο εστιατόριο που απόμεινε. 
   Αυτά είναι τα καλά νέα.
   Τα κακά νέα: Ο Χάρι πάει να δουλέψει με τον Σάλβο στο εστιατόριο που απόμεινε.
   Δεν είναι ότι ο Χάρι είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως. Απλώς δεν μπορεί να βρει τη θέση του σε μια οικογενειακή επιχείρηση. Ασχολείται με τις προμήθειες αλλά βαριέται σύντομα. Ασχολείται με τα μηχανήματα. Ανιαρό. Το να γράφει διαφημιστικά έντυπα δεν είναι γι' αυτόν -πολύ εύκολη δουλειά. Ούτε να βάζει διαφημίσεις στην τοπική εφημερίδα (πολύ απλοϊκό) ή να βρίσκει ιδέες προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο (πάρα πολύ απλοϊκό). Δε συμμετέχει στις εβδομαδιαίες συναντήσεις που κάνει η διεύθυνση και δεν έχει καμιά ιδέα πώς να λυθούν τα πολλά, ασήμαντα αλλά συνεχή προβλήματα που προκαλούνται σ' ένα χώρο εργασίας που απασχολεί είκοσι δύο εργαζόμενους και εβδομήντα επτά προμηθευτές. Και σίγουρα δε θέλει να μάθει να μαγειρεύει. Το να μετράει τα χρήματα στο τέλος της μέρας τον εξαγριώνει. Να πηγαίνει στην τράπεζα, να κάνει καταθέσεις, να πληρώνει λογαριασμούς, να κάνει αναλήψεις -όλα αυτά του δίνουν στα νεύρα.
   Ένας χρόνος γεμάτος ένταση περνάει. Κι άλλος ένας. 
   Και μια μοιραία μέρα του 1908, η Άντζελα έρχεται συγχυσμένη στον Σάλβο. Λέει ότι έπεσε πάνω στο διευθυντή της τράπεζας, που είχε βγάλει το σκύλο του βόλτα στο πάρκο, κι ο άνθρωπος της είπε ότι παρά τα δεκάδες σημειώματα οι δόσεις της υποθήκης δεν έχουν πληρωθεί εδώ και τρεις μήνες και το "Αντόνιο" κινδυνεύει άμεσα να το πάρει η τράπεζα. 
   O Σάλβο και η Τζίνα πηγαίνουν στην τράπεζα να ξεδιαλύνουν το λάθος γιατί ξέρουν, ξέρουν ότι ο Χάρι έχει κάνει καταθέσεις και λέει στον Σάλβο ότι όλα ρέουν κανονικά όπως το ζεστό γάλα στο πρωινό άρμεγμα. Πρόκειται για λάθος. Πρέπει να είναι λάθος.
   Από τις αναλυτικές καταστάσεις της τράπεζας όμως αποδεικνύεται ότι η υποθήκη όντως δεν πληρώνεται.
   Η αλήθεια αποδεικνύεται πολύ χειρότερη απ' αυτήν που φοβούνται ο Σάλβο και η Τζίνα. Πόσο συχνά συμβαίνει αυτό; Είναι στο πίσω γραφείο και ελέγχουν τα βιβλία  -ο Χάρι γι' άλλη μια φορά εξαφανισμένος- όταν η Μάργκαρετ, η κοπέλα επί της υποδοχής στο εστιατόριο, μπαίνει μέσα να τους πληροφορήσει ότι δεν πληρώθηκε την περασμένη βδομάδα. Τους εξηγεί υπομονετικά ότι εδώ κι έξι μήνες ο Χάρι της έχει διπλασιάσει το μισθό της, μέχρι που την περασμένη βδομάδα εκείνος της πλήρωσε τον μισό που της έδινε πριν της κάνει την αύξηση. Κι όλα αυτά χωρίς εξήγηση.
   "Το πρόβλημα, βλέπετε, είναι ότι ξανοιχτήκαμε με τον καινούργιο μισθό και σκεφτήκαμε ότι θα ήταν μόνιμος", λέει η Μάργκαρετ. "Με τον άντρα μου μετακομίσαμε σε μεγαλύτερο σπίτι, πήγαμε στο Οχάιο να επισκεφτούμε τη μητέρα του, κάναμε διακοπές και τώρα που έρχονται Χριστούγεννα... συγγνώμη, αλλά δεν τα βγάζουμε πέρα αν γίνει περικοπή στο μισθό μου".
   Η Τζίνα κι ο Σάλβο στέκονται σαν αγάλματα. Τώρα κάθεται στο καθιστικό που είναι μισοφωτισμένο απέναντι από έναν άφωνο Μπεν και του τα αφηγείται. Δε θέλει ν' αφηγείται. Εύχεται ν' ακουγόταν μουσική αντί για τη φωνή της. Εύχεται να μπορούσε να ξεχάσει, να μιλάει για κάτι άλλο, να μην ξαναμιλήσει ποτέ γι' αυτό, να μην ξανασκεφτεί ποτέ την απεργία Ψωμί και Τριαντάφυλλα ή την Άντζελα. Γιατί όλα επανέρχονται σαν κακομαγειρεμένο φαγητό με άσχημη γεύση;
   "Μάργκαρετ", λέει η Τζίνα με ήρεμη φωνή, εξακολουθώντας να σφίγγει το χέρι του Σάλβο, που είναι ο φωνακλάς της παρέας, "δεν έγινε περικοπή στο μισθό σου. Πήρες ένα μη εγκεκριμένο μπόνους κι ο λόγος που σταμάτησε να σου δίνεται είναι γιατί δεν υπάρχουν επιπλέον χρήματα".
   Η θλιμμένη Μάργκαρετ λέει πριν φύγει: "Θα έχετε πρόβλημα. Γιατί όλοι εμείς που δεν ανήκουμε στην οικογένεια, τόσον καιρό παίρνουμε έξτρα χρήματα. Και τα Χριστούγεννα είναι για όλους, όχι μόνο για μένα. Τι σκοπεύετε να κάνετε, να μην πληρώσετε έξτρα το προσωπικό χριστουγεννιάτικα;"
   Η Τζίνα κι ο Σάλβο κάθονται σαν στήλες άλατος.
   "Μην πεις λέξη, Σάλβο", λέει η Τζίνα όταν φεύγει η Μάργκαρετ.
   "Θα τον σκοτώσω".
   "Σου είπα να μην πεις λέξη".
   "Ας φροντίσει με οποιονδήποτε τρόπο να διορθώσει την κατάσταση, αλλιώς ορκίζομαι στη μάνα μας..."
   "Σάλβο!"
   Η Τζίνα φοβάται για τους δυο άντρες που αγαπάει και τρέχει να βρει τον Χάρι. Τον βρίσκει να κάθεται σ' ένα παγκάκι πίσω από το Δημαρχείο, γοητευτικό, αφηρημένο, απόμακρο αλλά γλυκό, βυθισμένο στο βιβλίο του και τυλιγμένο μ' ένα πελώριο πανωφόρι, να τρώει ήρεμος το φαγητό του μέσα στο κρύο.
   Με το βιβλίο ανοιχτό, σαν να θέλει να της δείξει ότι καλό είναι να μην τον ενοχλεί στα διαλείμματά του, της λέει ότι ναι, νιώθει πολύ άσχημα για τους ανθρώπους που δουλεύουν γιατί τα φέρνουν πολύ δύσκολα βόλτα και ποτέ δεν παίρνουν έξτρα χρήματα για γιορτές, για διακοπές, για ένα καινούργιο σπίτι. Η μητέρα μιας υπαλλήλου είναι άρρωστη κι η αμοιβή του γιατρού είναι μεγάλη, ενός άντρα η βάρκα τρύπησε κι ο θείος του φούρναρη πέθανε και τα έξοδα της κηδείας ήταν το ένα τέταρτο του ετήσιου μισθού του. Η λαντζιέρα περιμένει τρίτο παιδί...
   Ο Χάρι τα λέει όλα αυτά στην Τζίνα και μετά γέρνει πίσω στο παγκάκι, χαμηλώνει το βλέμμα του στο βιβλίο του λες και δε χρειάζεται να συνεχίσουν άλλο τη συζήτηση. Χρειάζονταν έξτρα χρήματα κι εκείνος τους τα έδωσε, αυτό ειν' όλο.
   "Χάρι", ρωτάει ήρεμα η Τζίνα, "από ποια χρήματα τους πλήρωνες;"
   "Από τα χρήματα που μαζεύουμε κάθε βράδυ".
   "Μα αυτά είναι για τα λειτουργικά μας έξοδα".
   "Εντάξει τότε. Η εργασία είναι μέρος του λειτουργικού προϋπολογισμού".
   "Μα δεν τους πλήρωσες τον κανονικό τους μισθό; Δεν τους πλήρωσες δίκαια κι ανάλογα με την εργασία τους;"
   "Πώς μπορεί να είναι δίκαια όταν ο θείος του Έντι έπρεπε να κηδευτεί;"
   Η Τζίνα σφίγγει τα χέρια της πάνω στην καρδιά της σαν να παθαίνει έμφραγμα. "Επειδή τους πλήρωσες παραπάνω από το μισθολόγιο, δεν έχουμε αρκετά χρήματα να καλύψουμε τις δόσεις της υποθήκης. Η υποθήκη στην τράπεζα είναι η μοναδική πάγια δαπάνη που πρέπει οπωσδήποτε να πληρώνουμε".
   "Η εργασία είναι η μοναδική πάγια δαπάνη που πρέπει οπωσδήποτε να πληρώνουμε".
   "Όχι, Χάρι. Μπορούμε να τους απολύσουμε όλους και να δουλεύουμε μόνο η οικογένεια στο εστιατόριο, τσάμπα, αλλά αν δεν πληρώσουμε την υποθήκη, δε θα υπάρχει ούτε το εστιατόριο".
   "Βάζεις σε δεύτερη μοίρα τους ανθρώπους, Τζία", της λέει. "Πάντα το κάνεις αυτό το λάθος. Νόμιζα ότι εσύ κι εγώ είμαστε στην ίδια πλευρά. Η τράπεζα μπορεί να περιμένει για τα χρήματά της. Οι άνθρωποι όχι".
   "Χάρι, η τράπεζα ήδη περίμενε για τα χρήματά της. Πάνω από τρεις μήνες. Τώρα δεν τους χρωστάμε μόνο τους τρεις προηγούμενους μήνες αλλά και την τελευταία τριμηνία. Και θα πρέπει να τα πληρώσουμε όλα αυτά μέσα στις επόμενες είκοσι μέρες".
   "Ε, ας τα πληρώσουμε".
   "Δεν έχουμε χρήματα. Αν τα δάνειζες απλώς στους υπαλλήλους αντί να τους τα χάριζες, η τράπεζα θα μπορούσε να εκλάβει αυτό το δάνειο σαν κεφάλαιο, αλλά έτσι όπως είναι η κατάσταση..."
   "Θα τα καταφέρουμε". Ο Χάρι ήταν αδιάφορος. "Όλα θα πάνε καλά. Η τράπεζα μπορεί να περιμένει".
   "Δεν θα περιμένει. Θα κατασχέσει το εστιατόριο του Σάλβο!"
   "Όχι, δεν θα το κάνει. Θέλουν μόνο να σας φοβίσουν. Ξέρω πώς λειτουργούν. Θα πάω εγώ να τους μιλήσω. Μόνο... άσε με να τελειώσω το κολατσιό μου κι αυτό το κεφάλαιο". Της δείχνει το βιβλίο που διαβάζει: Λίνκολ Στέφενς, Η ντροπή των πόλεων. "Κοίταξε αυτό το καταπληκτικό που γράφει! Η πολιτική είναι επάγγελμα. Αυτό συμβαίνει με την πολιτική. Αυτό συμβαίνει με όλα: την τέχνη, τη λογοτεχνία, τη θρησκεία, τη δημοσιογραφία, το νόμο, την ιατρική, όλα είναι δουλειά. Η πολιτική είναι σπορ, όπως στην Αγγλία, ή είναι επάγγελμα, όπως στη Γερμανία". Ο Χάρι γελάει εντυπωσιασμένος. "Μα δεν είναι καταπληκτικός;" 
   Η Τζίνα δεν έχει τι να πει.
   "Άσε με να τελειώσω αυτό το κεφάλαιο και θα πάμε". 
   Ο Χάρι πηγαίνει στην τράπεζα. Πηγαίνει με τον Σάλβο που με το ζόρι κρατιέται και την Τζίνα που τα νεύρα της είναι έτοιμα να σπάσουν και που κάθεται σε μια καρέκλα στο γραφείο του Κάσιντι και όση ώρα ακούει κροταλίζει τα δάχτυλά της. 
   Ο Ίρβιν Κάσιντι είναι ένας ευγενικός άνθρωπος αλλά αυστηρός. Η εξωτερική ηρεμία του διαψεύδει την ατσάλινη αποφασιστικότητά του. 
   "Κύριε Μπάρινγκτον", λέει, "επί τρεις μήνες σας ενημερώναμε εγγράφως, αλλά εσείς αγνοήσατε τις επιστολές μας και την παράκληση να πληρώσετε. Οι αποφάσεις είναι αποφάσεις. Το δάνειό σας δεν προέρχεται από την τσέπη μου. Αυτή η τράπεζα έχει επενδυτές στους οποίους δίνει λόγο. Έχετε ένα συμπληρωματικό σημείωμα στο οποίο αναγράφεται ότι δεν μπορείτε να καθυστερείτε τα οφειλόμενα πάνω από ενενήντα ημέρες. Κι εσείς σήμερα κλείνετε εκατόν δέκα επτά ημέρες. Επιπλέον", συνεχίζει με ήρεμο ύφος, "επί μονίμου βάσεως, κάθε μήνα από τότε που ξεκίνησε η υποθήκη, καθυστερείτε τις πληρωμές σας. Τους τελευταίους σαράντα ένα μήνες δεν έχετε πληρώσει ούτε μία φορά στην ώρα σας. Κάποιες φορές καθυστερείτε έντεκα μέρες, κάποιες άλλες σαράντα δύο, κάποιες είκοσι εννέα. Αλλά πάντα καθυστερείτε".
   "Και τελικά σας πληρώνουμε", είπε ο Χάρι με ξινισμένο ύφος.
   "Τις τελευταίες εκατόν δεκαεπτά ημέρες, όχι, όχι, δεν έχετε πληρώσει", λέει ο Κάσιντι. "Πριν από λίγους μήνες μου ζητήσατε μια υπερανάληψη με εγγύηση το εστιατόριο. Το έκανα. Κι αυτός ο λογαριασμός είναι επίσης χιλιάδες δολάρια καθυστερούμενα". 
   "Ίσως μπορείτε ν' αυξήσετε το ποσό της υπερανάληψης ", προτείνει ο Χάρι. 
   "Και γιατί να το κάνουμε αυτό;"
   "Για να μπορέσουμε να σας πληρώσουμε τα χρήματα που σας χρωστάμε".
   Ο διευθυντής της τράπεζας γελάει σιγανά, σχεδόν καλοπροαίρετα, λες κι έχει μπροστά του ένα ανεύθυνο παιδί. 
   "Θέλετε να σας αυξήσουμε το ποσό της υπερανάληψης για να πληρώσετε τα λεφτά που μας χρωστάτε; Εσείς δε δανείζεστε απλώς από τον Πέτρο για να πληρώσετε τον Παύλο. Εσείς δανείζεστε από τον Πέτρο για να πληρώσετε τον Πέτρο".
   "Είναι λογιστικό θέμα", λέει ο Χάρι. "Μεταφέρουμε το χρέος από τον ένα λογαριασμό στον άλλο".
   "Μάλιστα", λέει ο Κάσιντι, "αλλά το χρέος σας υποτίθεται ότι θα αποπληρωθεί από μελλοντικά σας κέρδη. Η τράπεζα όμως δεν είναι ανεύθυνη, έτσι δεν είναι; Θα περιμένει να αποπληρωθεί το χρέος της όταν οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι ελάχιστες;" Ο Κάσιντι στράφηκε στον αδελφό της Τζίνα. "Σαλβατόρε, όταν σου ανήκαν δύο εστιατόρια υπήρχε η πιθανότητα ν' αυξήσεις τα εισοδήματά σου περισσότερο από τα έξοδά σου. Αλλά τώρα, έτσι όπως έχει η κατάσταση, το ένα εστιατόριο με το ζόρι θα τα βγάλει πέρα τα επόμενα τρία με πέντε χρόνια. Δεν έχεις λοιπόν τη δυνατότητα να αποπληρώσεις την τράπεζα".
   "Θ' αυξήσουμε τις πωλήσεις", λέει αδιάφορος ο Χάρι. 
   "Κύριε Μπάρινγκτον, αφήστε με να σας εξηγήσω πώς δουλεύει το σύστημα".
   "Ξέρω πώς δουλεύει".
   "Ο τρόπος που δουλεύει", συνεχίζει ο Κάσιντι, σαν να μην τον διέκοψε κανείς, "είναι πρώτα να αυξήσετε τις πωλήσεις και μετά να μας προσκομίσετε τις αποδείξεις για να κάνετε αίτηση για δάνειο. Όχι αντίστροφα. Θα μπορούσα να ρωτήσω πώς σκοπεύετε να αυξήσετε τα κέρδη σας; Έχετε δύο φούρνους και είκοσι τραπέζια. Δεν μπορείτε να αναπτυχθείτε περισσότερο. Μπορείτε να αυξήσετε τις τιμές σας μα τότε θα έχετε λιγότερους πελάτες. Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, αυτή η ισορροπία κερδών και χρέους θα ήταν ιδανική, αλλά λόγω του χρέους σας αυτή η ισορροπία είναι ανέφικτη. Ειλικρινά λυπάμαι πολύ".
   "Να βγάλετε κέρδος, αυτό είναι το πιο σπουδαίο για σας", λέει ο Χάρι. "Έτσι δεν είναι;"
   Ο Έρβιν Κάσιντι παγώνει όταν ακούει τον απαξιωτικό τόνο της φωνής του Χάρι.
   "Η πιο απλή δουλειά σε αυτή την πόλη που είναι και πόλη του πατέρα σας, αλλά και σε κάθε πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι δημιούργημα των δανείων που έδωσαν οι τράπεζες σε οικογένειες σαν τη δική σας", λέει και σηκώνεται από την καρέκλα του. "Εμείς είμαστε ο λόγος που έχετε εστιατόριο καταρχήν. Εμείς είμαστε ο λόγος που ο πατέρας σας έχει μία ακμάζουσα κατασκευαστική εταιρεία, εμείς είμαστε ο λόγος που υπάρχουν δρόμοι και καταστήματα, άμαξες και άλογα. Εμείς είμαστε ο λόγος που κατασκευάστηκε η Διώρυγα του Παναμά. Εσείς από πού νομίζετε ότι προέρχονται αυτά τα χρήματα; Κάνει κάποιου είδους μαγικά κόλπα η τράπεζα; Η τράπεζα έχει χρήματα γιατί άλλοι άνθρωποι -όχι εσείς, άλλοι- έρχονται σ' εμάς και μας τα εμπιστεύονται. Μας δανείζουν τα χρήματά τους να τους τα φυλάξουμε κι εμείς στρεφόμαστε και δανείζουμε σ' εσάς τις αιματηρές οικονομίες τους -οικονομίες μιας ζωής- για να εμπλουτίσετε τη δική σας ζωή. Έτσι δουλεύει το σύστημα. Ίσως θα έπρεπε να μελετήσετε καλύτερα τα οικονομικά, κύριε Μπάρινγκτον, ώστε να αποκτήσετε τις βασικές γνώσεις για τα πρακτικά ζητήματα. Εν τω μεταξύ, με συγχωρείτε αλλά έξω από το γραφείο μου περιμένει η κυρία Βάγκνερ. Έχει κάνει αίτηση για δάνειο για ένα καινούργιο παγωτατζίδικο".
   "Κι εμείς... εμείς τι θα κάνουμε;" ρωτάει ο Σάλβο και σηκώνεται.
   "Σαλβατόρε, λυπάμαι πολύ. Αν μέσα στις επόμενες δέκα μέρες δεν έχω στο γραφείο μου τις δόσεις των τεσσάρων μηνών, τότε θα ξεκινήσει η διαδικασία για την κατάσχεση της επιχείρησής σου. Όσον αφορά την υπερανάληψη θα σου δώσω λίγο χρόνο ακόμα, αν αυτό βοηθάει σε κάτι".
   Η αστυνομία έρχεται να συγκρατήσει τον Σάλβο στην κεντρική πλατεία της οδού Έσεξ. Εκείνος επιτίθεται στον Χάρι και θα καταλήξει στη φυλακή εκτός κι αν ο Χάρι αρνηθεί να υποβάλει μήνυση. Ο Σάλβο διατάζει τον Χάρι να πάει στον Χέρμαν Μπάρινγκτον και να διορθώσει την κατάσταση. Ο Χάρι λέει ότι προτιμάει να πάει στην κόλαση παρά να ρίξει τα μούτρα του και να ντροπιαστεί ξανά.
   "Είσαι ήδη στην κόλαση και μας έχεις ήδη ντροπιάσει όλους- όλη μας την οικογένεια και ιδιαίτερα την αδελφή μου που είναι ο μεγαλύτερος βλάκας σε όλο το Λόρενς".
   Ο Σάλβο λέει στη μητέρα του ότι δεν μπορεί να ζήσει ούτε λεπτό κάτω από την ίδια στέγη με τον άνθρωπο που του κατέστρεψε τη δουλειά· αυτός ήρθε από τη Σικελία να τη στήσει. Ή θα φύγει ο Χάρι ή ο Σάλβο. Όμως ο Χάρι δε θα φύγει μόνος του. Θα πάει κι η Τζίνα μαζί του. Έτσι μένει στη Μιμού να επιλέξει ανάμεσα στη μοναχοκόρη της και το γιο που της απόμεινε. Βρίσκεται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά κι αρνείται να κάνει την επιλογή. Ο Σάλβο την απαλλάσσει. Μαζεύει τα πράγματά του και φεύγει από το Λόρενς για το Νορθ Εντ.

   Αυτά συνέβησαν το 1908.
   Το "Αντόνιο" βγήκε σε πλειστηριασμό, πλειοδότησε και το πήρε ο Νεντ Ρέκτορ που το πούλησε κομμάτι κομμάτι -τους φούρνους, τα τραπέζια και τα μαχαιροπίρουνα- και άνοιξε ξανά έξι μήνες μετά ως "Στρώματα και Κρεβάτια του Νεντ". Έξι μήνες αργότερα άνοιξε πάλι ως "Χάμπουργκερ του Νεντ".

   "Ο Σάλβο δεν έχει συγχωρήσει τον Χάρι;" ρώτησε ο Μπεν. "Μέχρι σήμερα;" 
   Η Τζίνα κούνησε το κεφάλι της.
   "Εσύ θα τον συγχωρούσες;" 
   "Γιατί δε συνεργάστηκε ο Σάλβο με κάποιον από τους φίλους του στο Νορθ Εντ;" θέλησε να μάθει ο Μπεν. "Είναι κάμποσα χρόνια εκεί. Οι τράπεζες συγχωρούν ευκολότερα από τον αδελφό σου. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα είχαν πρόβλημα να του δανείσουν ξανά".
   Η Τζίνα κούνησε ξανά το κεφάλι.
   "Το να διευθύνεις μια επιχείρηση δεν είναι εύκολο", αποκρίθηκε, "κι ο Σάλβο το βίωσε πολύ σκληρά. Για να το κάνει σωστά, πρέπει να το κάνει μόνος του. Ωστόσο δεν είναι κάτι που το θέλει. Γι' αυτό κι είχε αναθέσει τον πλήρη έλεγχο στον Χάρι που, δυστυχώς, αποδείχτηκε το πλέον ακατάλληλο πρόσωπο γι' αυτή τη δουλειά. Εκτός αυτού, ο Σάλβο όταν έπαθε τη ζημιά, έμαθε και κάποια πράγματα για τον εαυτό του. Δεν του αρέσει να νιώθει δέσμευση. Θέλει να μπορεί ν' αλλάζει δουλειές, όπως αλλάζει γυναίκες. Εξακολουθεί να κατηγορεί τον Χάρι, ο οποίος σαφώς κι έχει ένα μεγάλο ποσοστό ευθύνης, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Σάλβο δεν είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε να έχει μια δική του δουλειά ή να παντρευτεί. Του αρέσει να γυρίζει από δω κι από κει".
   "Αχ, Τζίνα".
   "Το ξέρω. Πες μου κάτι". Έσκυψε προς το μέρος του. "Πες μου, οι δικοί του... ο πατέρας του κι η αδελφή του... εξακολουθούν να είναι θυμωμένοι μαζί του μ' αυτό που συνέβη; Έχουν περάσει τόσα χρόνια".
   Έσκυψε κι ο Μπεν προς το μέρος της λες κι όταν συζητούσαν για τόσο λεπτά θέματα, έπρεπε να μιλάνε ψιθυριστά. 
   "Το μόνο που ξέρω είναι ότι κανείς τους δε μιλάει γι' αυτόν. Το όνομά του δεν αναφέρεται ποτέ".
   Η Τζίνα έγειρε πίσω, παραιτημένη και θλιμμένη.
   Η πόρτα άνοιξε, γύρισαν κι οι δυο και στο φως της εισόδου είδαν τη Μιμού ν' ανεβαίνει τα σκαλιά, με τη βοήθεια της Ρίτα που έμενε στο τρίτο πάτωμα.
   "Ποιος είν' αυτός;" ρώτησε η Μιμού χωρίς δεύτερη κουβέντα.
   "Λοιπόν, πάω επάνω", είπε η Ρίτα. "Η μητέρα σου τα πήγε καλά απόψε. Κέρδισε είκοσι δολάρια. Πέτυχε μπίνγκο τρεις φορές".
   "Ποιος είν' αυτός, Τζίνα;" επανέλαβε η Μιμού.
   "Είναι ο Μπεν Σο, Μιμού".
   "Ποιος;"
   Ο Μπεν σηκώθηκε να χαιρετήσει τη μητέρα της Τζίνα.
   "Γεια σας, κυρία Αταβιάνο".
   "Είναι ένας παλιός φίλος του Χάρι, Μιμού. Θυμάσαι που ήταν στη Διώρυγα του Παναμά;"
   "Τα πάντα θυμάμαι", είπε η Μιμού κοιτάζοντας την Τζίνα και βγάζοντας το παλτό της. "Νεαρέ μου, σε λάθος μέρος ψάχνεις τον Χάρι. Είναι στη φυλακή".
   "Ναι, το ξέρω", είπε ο Μπεν. "Έφερα την κόρη σας σπίτι για να μην πάρει το τρένο".
   Η Μιμού τους προσπέρασε και πήγε στη σκάλα.
   "Έλα να με βοηθήσεις", είπε στην Τζίνα. "Δε με κρατάνε τα πόδια μου, είμαι πολύ κουρασμένη. Το μπίνγκο τόσο αργά έχει ένα τίμημα".
   Η Τζίνα γύρισε στον Μπεν.
   "Πρέπει να πάω. Σ' ευχαριστώ πολύ που μ' έφερες σπίτι. Συγγνώμη που σε καθυστέρησα".
   "Ήταν ευχαρίστησή μου..." σταμάτησε τη φράση στη μέση από το δυνατό βρυχηθμό της Μιμού στη σκάλα. "Χάρηκα που σε ξαναείδα, Μιμού. Τα χαιρετίσματά μου στον Σάλβο".
   "Τι ακριβώς κάνεις εσύ;" ήταν το πρώτο πράγμα που είπε η Μιμού.
   "Μητέρα, είναι ένας παλιός φίλος του Χάρι", αποκρίθηκε εκνευρισμένη η Τζίνα. "Μπάστα".
   "Ο αδελφός σου είναι έξω και σίγουρα κάπου θα τσιλημπουρδίζει. Ευτυχώς που δεν ήρθε νωρίς να σε δει να τσιλημπουρδίζεις κι εσύ μέσα στο σπίτι σου".
   Την Κυριακή, όταν ο Σάλβο επέστρεψε στο τσακ για τη Θεία Λειτουργία -ελάχιστα πριν τις δέκα το πρωί-, η Τζίνα έσκυψε στη μητέρα της πριν τη λιτανεία και ψιθύρισε:
   "Α, ναι, ο Σάλβο είναι που θα με κρίνει".
   "Επειδή αυτός τα έχει κάνει θάλασσα, δε σημαίνει ότι δε θα κρίνει εσένα".
   Αμέσως μετά το τέλος της λειτουργίας, σχεδόν έξω από την πόρτα της εκκλησίας, η Μιμού γύρισε στον ζαλισμένο από το μεθύσι γιο της και του είπε:
   "Δε θα το βρεις ποιος έφερε σπίτι χθες την αδελφή σου από το Κόνκορντ".
   "Να μαντέψω;" ρώτησε ο Σάλβο τυφλωμένος από τον πρωινό ήλιο που τον ενοχλούσε τόσο πολύ ώστε κατέβασε το γκρι καπέλο του μέχρι τα μάτια.
   "Ο Μπεν Σο. Τον θυμάσαι; Ένας τρελός που είχε πάει στον Παναμά πολλά χρόνια πριν. Αυτό δεν ήταν το αγόρι που πονούσε το δοντάκι του για την αδελφή σου ή μήπως όχι;"
   Ο Σάλβο δε γύρισε καν το κεφάλι του να κοιτάξει την Τζίνα που στεκόταν ψηλή και κομψή κοντά στην είσοδο, χαιρετώντας τους άλλους ενορίτες, χαμογελαστή, φιλική, μ' ένα μπλε φόρεμα κι ένα μάλλινο παλτό, παλιά και τα δυο αλλά καθαρά και σιδερωμένα. Το σακάκι του Σάλβο ήταν σκισμένο στο ένα μανίκι και λερωμένο από το ξεφάντωμα του σαββατόβραδου.
   "Όσο δεν εμφανίζεται ξαφνικά από τη φυλακή ο άντρας της, εμένα δε με πειράζει καθόλου".
   "Σάλβο, δεν ξέρω αν θέλω να σε φιλήσω ή να σου ρίξω σφαλιάρα", είπε η Τζίνα. "Αλλά αυτό που σίγουρα πρέπει να κάνω είναι να σας χαιρετήσω και τους δυο σας".
   "Για πού το 'βαλες;"
   "Για κει που το βάζω κάθε Κυριακή", είπε η Τζίνα. "Πάω να επισκεφτώ τον άντρα μου".

   Κάθονται ο ένας απέναντι από τον άλλον. Ο Ρόι, ο δεσμοφύλακας του Χάρι, ένας σωματώδης μαύρος γεννημένος και μεγαλωμένος στο Βορρά, και τώρα φρουρός ενός φυλακισμένου λευκού, συμπαθεί την Τζίνα και όταν είναι μόνος του στη βάρδια αφήνει τον Χάρι ν' αγγίζει την Τζίνα μέσα από το χώρισμα. Όταν εκείνη του δίνει την εφημερίδα, ο Χάρι την παίρνει και μετά της κρατάει τα χέρια μέχρι να ξεροβήξει ο Ρόι. Κάθονται κι οι δυο. Κάποιες φορές δε μιλάνε πολύ.
   Κάποιες φορές επειδή δεν έχουν κάτι να πουν. 
   Κάποιες φορές επειδή έχουν να πουν πολλά.
   Σήμερα μιλάνε λες κι όλος ο χρόνος είναι δικός τους. 
   "Τι βιβλία μου 'φερες σήμερα;" τη ρωτάει. "Πέντε μέρες τώρα έχω τελειώσει αυτά τα δυο χαζοβιβλία που μου 'φερες την περασμένη βδομάδα". 
   "Αναφέρεσαι στην ποιότητα ή στην ποσότητα των χαζοβιβλίων;"
   "Και στα δυο".
   Η Τζίνα γελάει.
   "Ήταν απαίσια και δε μου άρεσαν καθόλου. Γιατί δε μου φέρνεις κι άλλα; Μου λείπει πολύ το διάβασμα. Είμαι τόσο απελπισμένος, που κατέληξα να διαβάζω τη Βίβλο που τάχα ξέχασε ο Ρόι στο τραπέζι μου".
   "Αγάπη μου, αποκλείεται τα πράγματα να είναι τόσο άσχημα", του λέει, "αφού αναγκάστηκες να διαβάσεις τη Βίβλο".
   "Αυτό σου λέω".
   "Εννοείς ότι δε σου άρεσε το Γιοι και εραστές;"
   "Όχι πολύ. Αυτό το οιδιπόδειο πρόβλημα είναι βλακείες. Δε μου αρέσουν αυτά".
   "Τι είναι το οιδιπόδειο;"
   "Άσε καλύτερα".
   "Δεν το έχω διαβάσει πουθενά".
   "Καλύτερα. Καλού κακού όμως, μη μου φέρεις κι άλλον Λόρενς, γιατί μπορεί να λέει τις ίδιες βλακείες".
   "Τι λες για το Άνθρωπος χωρίς πατρίδα;" τον ρωτάει για να τον πειράξει. "Να σου φέρω αυτό;"
   "Το έχω βιώσει προσωπικά αυτό που λέει ο τίτλος", απαντάει εκείνος κατσουφιασμένος. "Γιατί να μου το φέρεις;"
   "Αστειεύομαι".
   "Α..."
   "Η φυλακή σ' έχει κάνει να μην καταλαβαίνεις από χιούμορ;"
   "Η ειρωνεία μου έχει χαθεί. Μη λες πράγματα που δεν τα εννοείς. Ή, τουλάχιστον, να χαμογελάς μόλις τελειώνεις αυτό που λες, για να καταλαβαίνω και να γελάω κι εγώ".
   "Εντάξει, τεζόρο".
   "Κι όσον αφορά το άλλο βιβλίο που μου έφερες, Οι εφτά που κρεμάστηκαν, φτάνει. Μη μου φέρεις άλλο παρόμοιο. Παραλίγο να ήμουνα ο όγδοος όταν το τελείωσα".
   "Ναι, αλλά εσύ μου ζήτησες να σ' το φέρω!"
   "Εμένα μη μ' ακούς. Το πρόβλημα μ' αυτό το βιβλίο είναι ο τίτλος του. Όταν βλέπεις τέτοιον τίτλο, Τζίνα, να φεύγεις τρέχοντας. Το ρωσικό άγχος είναι πολύ καταθλιπτικό για έναν άνθρωπο φυλακισμένο. Όλα είναι τραγικά κι όλοι σκοπεύουν να πεθάνουν. Και πεθαίνουν. Τι κακό έχουν πάθει οι Ρώσοι με την ατελείωτη λογοτεχνία τους;"
   "Τι λες για τον Τσέχοφ;"
   Ο Χάρι δεν τρελαίνεται για τον Τσέχοφ.
   "Είναι λίγο αλλοπρόσαλλος. Ποτέ δεν ξέρω πότε τελειώνει το βιβλίο. Ό,τι δικό του έχω διαβάσει θα μπορούσε να είχε τελειώσει εκατό σελίδες νωρίτερα ή εκατό σελίδες αργότερα, ποτέ δεν ξέρω. Είναι όπως η αναπνοή".
   "Άκου... έραψα ένα καινούργιο στρώμα για μια κυρία που έχει ένα μωρό. Σ' αυτό το σπίτι πάει η Μιμού και καθαρίζει. Με τα λεφτά που πήρα σου αγόρασα τρία βιβλία που μπορείς να τα κρατήσεις".
   Πετάγεται πάνω ενθουσιασμένος, κοιτάζει μέσα από το χώρισμα.
   "Του Τουργκένιεφ Πατέρες και γιοι", λέει δίνοντάς του τα βιβλία. "Δον Κιχότης. Θα χρειαστεί να εκτίσεις όλη σου την ποινή για να το τελειώσεις. Και ένα του Τζότζεφ Κόνραντ, την Καρδιά του σκότους". 
   Ο Χάρι σωριάζεται στην καρέκλα του.
   "Τα έχω διαβάσει όλα", λέει. "Πολλές φορές".
   "Είχαν έκπτωση και μόνο αυτά μπορούσα να πάρω".
   Εκείνος αναστενάζει. Τα λεπτά περνούν. Γέρνει το κεφάλι του και την κοιτάζει σαν τον εραστή που περιμένει ένα φιλί.
   "Τι νέα από τη βδομάδα που πέρασε;"
   Η Τζίνα σκέφτεται να του πει για τον Μπεν, αλλά δεν του λέει τίποτα. Ο Χάρι είναι ομιλητικός, μάλλον φιλικός, χαλαρός. Τα γκρίζα του μάτια σήμερα φαίνονται γαλάζια κι εκείνη ξέρει ότι αλλάζουν ανάλογα με τη διάθεσή του. Σήμερα η διάθεσή του είναι καλή. Πολλά πράγματα μπορεί να του τη χαλάσουν. Ένα απ' αυτά είναι να του αναφέρει τη συνάντησή της με τον Μπεν.
   "Αλήθεια γύρισε ο Σάλβο στο σπίτι;"
   "Προσωρινά". Εκείνη χαίρεται που άλλαξε θέμα. "Μέχρι να έρθεις εσύ".
   "Χαμογελάς λες κι είναι αστείο, αλλά το ξέρουμε κι οι δυο ότι δεν αστειεύεσαι". 
   "Δεν αστειεύομαι", συμφωνεί κι η Τζίνα προσπαθώντας να πνίξει το χαμόγελό της.
   Όταν εκείνος χασκογελάει, εκείνη νιώθει πολύ ευτυχισμένη που δεν του μίλησε για τον Μπεν.
   "Λοιπόν, τι γίνεται στον έξω κόσμο;"
   "Τα φύλλα αλλάζουν χρώμα. Γίνονται όπως σου αρέσουν".
   "Ναι. Αγαπώ πολύ το φθινόπωρο στη Νέα Αγγλία".
   Ξεροβήχουν κι οι δυο τους.
   "Ο Πέρντι λέει ότι σ' ένα μήνα, το πολύ δύο, θα είσαι έξω. Σίγουρα τα Χριστούγεννα".
   Δεν μπορεί να την κοιτάξει όταν λέει: "Τόσο πολύ". Τα μάτια του δείχνουν βαθιά μεταμέλεια.
   "Λυπάμαι πολύ που είμαι πάλι μέσα", της λέει. "Τα θαλάσσωσα αυτή τη φορά, έτσι δεν είναι;"
   Εκείνη δε μιλάει.
   "Νόμιζα ότι δεν έκανα κάποιο λάθος. Νόμιζα ότι ασκούσα τα δικαιώματά μου σύμφωνα με την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος. Ήθελα ν' ακουστεί η αποδοκιμασία μου. Τι πιο αμερικανικό από την αξιοπρέπεια;"
   Εκείνη αμφιταλαντεύεται.
   "Πώς να το 'ξερα", συνεχίζει ο Χάρι, "ότι είναι ενάντια στο νόμο να μιλάς ελεύθερα και να στρατολογείς τους άλλους στις ιδέες σου; Ποιος έφτιαξε αυτόν τον ηλίθιο νόμο;"
   Εκείνη παραμένει αμίλητη.
   "Ακόμα κι αυτό θα ήταν νόμιμο αν δεν ήμουν με περιοριστικούς όρους".
   Εκείνη έχει κάτι να πει σχετικά μ' αυτό.
   "Ήσουν ήδη έξω με εγγύηση όταν πήγες στο Πάτερσον. Δεν έπρεπε να είχες φύγει".
   "Ο Μπιλ με πλήρωνε", λέει ο Χάρι αμέσως και λιγότερο ευγενικά: "Το συζητήσαμε αυτό. Τι ήθελες να κάνω;"
   "Να μην πήγαινες".  Κι εκείνη απαντάει λιγότερο ευγενικά: "Να έβρισκες άλλη δουλειά. Να του έλεγες να το βουλώσει. Θα μπορούσα να σκεφτώ εκατομμύρια πράγματα να του πω αν ρωτούσε εμένα". Παύση. "Αρκετά δε μας έχει βλάψει;"
   Ούτε καν κοιτάζονται μεταξύ τους όταν εκείνη ξεστομίζει αυτή την κουβέντα.
   "Εντάξει, εντάξει". Ο τόνος του γίνεται πιο ήρεμος. "Τελικά, πρέπει να βρω άλλον εργοδότη όταν βγω από δω".
   Αυτό είναι γεγονός. Ένας από τους όρους της αποφυλάκισής του που έχουν αποφασίσει ο δημόσιος κατήγορος κι ο Πέρντι είναι ότι ο Χάρι δε θα ξαναπλησιάσει τον Μπιγκ Μπιλ Χέιγουντ ή τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου, σε απόσταση μικρότερη των τετρακοσίων μέτρων. Ο Χάρι έχει φέρει αντιρρήσεις, όχι επειδή θέλει να δουλέψει με τον Μπιγκ Μπιλ, αλλά γιατί δε θέλει να του υπαγορεύει η κυβέρνηση πού θα δουλέψει και πού όχι. Κι ας του έχει πει η Τζίνα ότι αυτό το μέτρο είναι προσωρινό. Ο Χάρι αδιαφορεί και δε θέλει ούτε να τ' ακούει.
   Αλλάζουν θέμα. Πάντα αυτό κάνουν. Πρέπει να το κάνουν. Έχουν μόνο δύο ώρες μέσα στη βδομάδα κι η Τζίνα με τίποτα δε θέλει να τις καταστρέψει με κηρύγματα και γκρίνιες. Εκείνη έχει πολλές ώρες στη ζωή της, αλλά ο Χάρι έχει μόνο αυτές τις δύο. Δε βλέπει λοιπόν το λόγο γιατί να τον κάνει να νιώθει χειρότερα, όταν μέχρι την άλλη Κυριακή εκείνος το μόνο που θα έχει στο μυαλό του θα είναι τα δικά της λόγια.
   "Μήπως θα 'θελες κάτι ιδιαίτερο να σου φέρω την άλλη Κυριακή;" τον ρωτάει. 
   Εκείνος σκέφτεται.
   "Θα 'θελα λίγη κολοκυθόπιτα".
   "Λίγη, τι;"
   "Κολοκυθόπιτα. Ξέρεις, είναι η εποχή της γλυκιάς κολοκύθας".
   Δεν έχουν κολοκύθες στην Ιταλία. Η Τζίνα δεν έχει φτιάξει ποτέ κολοκυθόπιτα. Χαμογελάει.
   "Εντάξει, αμόρε μίο", του λέει. "Ό,τι θέλεις. Την άλλη φορά που θα έρθω θα σου φέρω κολοκυθόπιτα".
   "Φέρε και για τον Ρόι", της λέει. "Την περασμένη βδομάδα που έφερες κουλουράκια έλεγε σε όλους πόσο ωραία ήταν. Και μ' άφησε να έχω το φως μου αναμμένο παραπάνω απ' όσο επιτρέπεται, γιατί ξέρει ότι μου αρέσει να διαβάζω στο κρεβάτι".
   "Εντάξει, τεζόρο. Θα φέρω και για τον Ρόι. Είναι καλός άνθρωπος. Με συμπαθεί".
   "Δε σε συμπαθεί μόνο, κατά τη γνώμη μου".
   Η Τζίνα θέλει να τον αγγίξει, να τον κάνει να νιώσει σιγουριά, να γείρει το κεφάλι της στο δικό του. Θέλει άλλα πράγματα. 
   Έρχεται η ώρα να φύγει· σηκώνεται με τα βιβλία στο χέρι για να τα επιστρέψει. 
   "Σκύψε λίγο", της λέει. Εκείνη υπακούει. Ο Χάρι ρίχνει μια ματιά στον Ρόι, απλώνει τα χέρια του, της χαϊδεύει το μάγουλο, τα μαλλιά, αγκαλιάζει το πρόσωπό της. Η Τζίνα πιέζει τα δάχτυλά του στα χείλη της.
   "Θα σε ξαναδώ την άλλη Κυριακή, ιλ μίο ντελίτο".
   "Θα σε ξαναδώ την άλλη Κυριακή, γυναίκα μου".
   

Σίμονς Πωλλίννα, Ήταν φωτιά η αγάπη τους, (μετφ. Γιάννης Σπανδωνής), Εκδόσεις "Ωκεανίδα", Αθήνα 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια: