Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

[ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΑ ]

 
 Η Ιρίνα Μπαζίλι έπιασε δουλειά στο Σπίτι του Κορυδαλλού, στα περίχωρα του Μπέρκλεϊ, το 2010, έχοντας κλείσει τα είκοσι τρία της χρόνια και διατηρώντας ελάχιστες ψευδαισθήσεις, αφού από τα δεκαπέντε της άλλαζε τη μια δουλειά μετά την άλλη, μετακινούμενη από πόλη σε πόλη. Δε φανταζόταν πως θα έβρισκε την τέλεια θέση εργασίας σ' εκείνη την πανσιόν για ηλικιωμένους κι ότι τα τρία χρόνια που θ' ακολουθούσαν θα έφτανε να νιώσει και πάλι τόσο ευτυχισμένη όσο υπήρξε όταν ήταν παιδί, πριν πάρει η μοίρα της αλλιώτικες στροφές. Το Σπίτι του Κορυδαλλού, που είχε ιδρυθεί στα μέσα του 1900 προκειμένου να φιλοξενήσει αξιοπρεπώς γέροντες με χαμηλά εισοδήματα, προσέλκυσε εξαρχής, για άγνωστους λόγους, προοδευτικούς διανοούμενους, αποφασισμένους οπαδούς του εσωτερισμού και καλλιτέχνες μικρού βεληνεκούς. Με τον καιρό άλλαξε από πολλές απόψεις, αλλά εξακολουθούσε να χρεώνει ποσά αντίστοιχα με τα έσοδα κάθε τροφίμου, με σκοπό να ενθαρρύνει, θεωρητικά, κάποια κοινωνική και φυλετική πολυμορφία. Στην πράξη, όμως, όλοι κατέληξαν να είναι λευκοί μικροαστοί και η ποικιλομορφία περιορίστηκε σε λεπτές διαφορές μεταξύ εκείνων που ήταν ελεύθεροι στοχαστές, των άλλων που αναζητούσαν λύσεις σε πνευματικό επίπεδο, των κοινωνικών ακτιβιστών και των οικολόγων, των μηδενιστών και κάποιων από τους λίγους χίπηδες που παρέμεναν εν ζωή στην περιοχή του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο.
   Στην πρώτη συνέντευξη, ο διευθυντής αυτής της κοινότητας, ο Χανς Βόιτ, έδωσε στην Ιρίνα να καταλάβει ότι ήταν πολύ νέα για μια τόσο υπεύθυνη θέση, αλλά καθώς έπρεπε να καλύψουν επειγόντως ένα κενό στον τομέα της διοίκησης και της γενικής υποστήριξης, μπορούσε να εργαστεί εκεί προσωρινά, ώσπου να βρουν το κατάλληλο πρόσωπο. Η Ιρίνα σκέφτηκε ότι το ίδιο ακριβώς μπορούσε να ειπωθεί και για κείνον· έμοιαζε με στρουμπουλό αγοράκι με πρόωρη φαλάκρα και σίγουρα το καθήκον της διεύθυνσης εκείνου του ιδρύματος έπεφτε πολύ βαρύ στους ώμους του. Με τον καιρό η κοπέλα θα διαπίστωνε ότι η εμφάνιση του Βόιτ σε ξεγελούσε αν τον έβλεπες από κάποια απόσταση και με κακό φωτισμό, αφού στην πραγματικότητα είχε κλείσει τα πενήντα τέσσερα και είχε αποδείξει πως ήταν ένας εξαίρετος διευθυντής. Η Ιρίνα τον διαβεβαίωσε ότι στην περίπτωσή της η έλλειψη σπουδών αντισταθμιζόταν από την εμπειρία που είχε αποκτήσει στη φροντίδα ηλικιωμένων στη Μολδαβία, τη χώρα καταγωγής της.
   Το ντροπαλό χαμόγελο της υποψήφιας μαλάκωσε τον διευθυντή, που ξέχασε να της ζητήσει κάποια συστατική επιστολή και άρχισε να της απαριθμεί τα καθήκοντα της νέας της δουλειάς. Μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: να διευκολύνει τη ζωή των τροφίμων του δεύτερου και τρίτου επιπέδου. Εκείνοι του πρώτου δε θα τη βάραιναν, γιατί ζούσαν ανεξάρτητοι, σαν ένοικοι σε μια πολυκατοικία, ούτε και οι άλλοι του τέταρτου, που τόσο ταιριαστά το αποκαλούσαν "Παράδεισο", γιατί μετρούσαν το χρόνο ώσπου να περάσουν στην άλλη όχθη και την περισσότερη ώρα λαγοκοιμόνταν και δεν χρειάζονταν το είδος των υπηρεσιών που εκείνη όφειλε να προσφέρει. Δουλειά της Ιρίνα ήταν να συνοδεύει τους τροφίμους στις επισκέψεις τους σε γιατρούς, δικηγόρους και λογιστές, να τους βοηθάει με τα ιατρικά τους έντυπα, τις φορολογικές δηλώσεις, να τους πηγαίνει για ψώνια και τέτοιες παρόμοιες δραστηριότητες. Η μόνη της σχέση με τους τροφίμους του "Παραδείσου" ήταν να διοργανώνει τις κηδείες τους, καθήκον για το οποίο θα λάμβανε λεπτομερείς οδηγίες ανάλογα με την περίπτωση, της είπε ο Χανς Βόιτ, αφού οι επιθυμίες των ετοιμοθάνατων δεν συνέπιπταν πάντα με εκείνες των συγγενών τους. Οι άνθρωποι στο Σπίτι του Κορυδαλλού ακολουθούσαν διάφορα δόγματα και οι κηδείες έτειναν να είναι τελετές οικουμενικού χαρακτήρα και κάπως περίπλοκες.
   Της εξήγησε ότι μονάχα οι εσωτερικοί υπάλληλοι, οι φροντιστές και οι νοσοκόμες, όφειλαν να φορούν στολή, αλλά υπήρχαν κάποιοι άρρητοι κανόνες όσον αφορά τον ενδυματολογικό κώδικα των λοιπών εργαζομένων· ο σεβασμός και το καλό γούστο ήταν τα κριτήρια στον συγκεκριμένο τομέα. Για παράδειγμα, το μπλουζάκι με τον Μάλκολμ Χ που φορούσε η Ιρίνα ήταν ακατάλληλο για το ίδρυμα, της είπε εμφατικά. Στην πραγματικότητα, το πρόσωπο δεν ήταν του Μάλκολμ Χ αλλά του Τσε Γκεβάρα, εκείνη όμως δεν του το διευκρίνισε γιατί υπέθεσε ότι ο Χανς Βόιτ δε θα είχε ακούσει καν να γίνεται λόγος για τον αντάρτη, που μισό αιώνα μετά την εποποιία του εξακολουθούσε να λατρεύεται στην Κούβα, αλλά κι από μια δράκα ριζοσπάστες του Μπέρκλεϊ, όπου ζούσε εκείνη. Το μπλουζάκι το είχε πάρει δύο δολάρια από ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα ρούχα και ήταν σαν καινούργιο.
   "Εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα", την προειδοποίησε ο διευθυντής.
   "Δεν καπνίζω ούτε πίνω, κύριε".
   "Έχετε καλή υγεία; Αυτό είναι σημαντικό όταν συναναστρέφεται κανείς ηλικιωμένους".
   "Ναι".
   "Υπάρχει κάτι άλλο που θα έπρεπε να ξέρω;"
   "Είμαι εθισμένη στα βιντεοπαιχνίδια και στη λογοτεχνία του φανταστικού. Ξέρετε τώρα, Τόλκιν, Νιλ Γκέιμαν, Φίλιπ Πούλμαν. Εκτός αυτού, πλένω σκυλιά για να βγάζω ένα χαρτζιλίκι, αλλά δε μου παίρνει πολλές ώρες".
   "Το τι κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας είναι δική σας υπόθεση, δεσποινίς μου, αλλά όταν είστε στη δουλειά, σας θέλω συγκεντρωμένη".
   "Φυσικά. Κοιτάξτε, κύριε, αν μου δώσετε μία ευκαιρία, θα δείτε ότι τα καταφέρνω πολύ καλά με τους ηλικιωμένους. Δε θα το μετανιώσετε", είπε η κοπέλα, προσποιούμενη μια αυτοπεποίθηση που δεν είχε.
   Όταν τελείωσε η συνέντευξη ο διευθυντής τής έδειξε τις εγκαταστάσεις, που φιλοξενούσαν διακόσια πενήντα άτομα με μέσο όρο ηλικίας τα ογδόντα πέντε χρόνια. Το Σπίτι του Κορυδαλλού ήταν άλλοτε η μεγαλόπρεπη κατοικία ενός μεγιστάνα της σοκολάτας, που το χάρισε στην πόλη, αφήνοντας μαζί και ένα γενναιόδωρο καταπίστευμα για την οικονομική του υποστήριξη. Αποτελούνταν από το κεντρικό μέγαρο, ένα φανταχτερό παλατάκι, όπου βρίσκονταν τα γραφεία, καθώς επίσης οι κοινόχρηστοι χώροι, μία βιβλιοθήκη, η τραπεζαρία, τα εργαστήρια και μία σειρά από όμορφα κτίσματα ντυμένα με ξύλο, που ταίριαζαν με τον φαινομενικά άγριο κήπο, που στην πραγματικότητα τον φρόντιζε ένα τάγμα κηπουρών. Τα κτίρια των ανεξάρτητων διαμερισμάτων και εκείνα που φιλοξενούσαν τους τροφίμους του δεύτερου και του τρίτου επιπέδου επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω φαρδιών σκεπαστών διαδρόμων, έτσι που να μπορεί κανείς να μετακινείται με αναπηρικό καρότσι παραμένοντας προφυλαγμένος από τα καπρίτσια του καιρού, και με τζαμαρίες στα πλάγια, για να απολαμβάνουν οι τρόφιμοι τη φύση, το καλύτερο γιατρικό για τα βάσανα κάθε ηλικίας. Ο "Παράδεισος", ένα απομονωμένο τσιμεντένιο οικοδόμημα, θα ερχόταν σε δυσάρεστη αντίστιξη προς τα υπόλοιπα κτίρια, αν δεν ήταν καλυμμένο ολόκληρο από αναρριχητικό κισσό. Η βιβλιοθήκη και η αίθουσα των επιτραπέζιων ήταν διαθέσιμες όλες τις ώρες· το σαλόνι ομορφιάς είχε ελαστικό ωράριο και στα εργαστήρια προσφέρονταν διάφορα μαθήματα, από ζωγραφική μέχρι αστρολογία, για κείνους που ακόμα περίμεναν εκπλήξεις απ' το μέλλον. Στο "Κατάστημα των Λησμονημένων Αντικειμένων", όπως έλεγε μια επιγραφή πάνω από την πόρτα, όπου εργάζονταν εθελοντικά κάποιες κυρίες, πωλούνταν ρούχα, έπιπλα, κοσμήματα και διάφοροι άλλοι θησαυροί που παραχωρούνταν από τους τροφίμους ή είχαν ξεμείνει εκεί από τους πεθαμένους.
   "Έχουμε μια καταπληκτική κινηματογραφική λέσχη. Προβάλλουμε ταινίες στη βιβλιοθήκη τρεις φορές την εβδομάδα", είπε ο Χανς Βόιτ.
   "Τι είδους ταινίες;" τον ρώτησε η Ιρίνα, ελπίζοντας ότι θα ήταν με βαμπίρ ή επιστημονικής φαντασίας.
   "Τις επιλέγει μια επιτροπή και γενικά προτιμούν εκείνες που έχουν να κάνουν με εγκλήματα. Λατρεύουν, για παράδειγμα, τις ταινίες του Ταραντίνο. Οι άνθρωποι εδώ γοητεύονται κάπως από τη βία, αλλά μη φοβάστε, καταλαβαίνουν ότι όλα αυτά είναι ψεύτικα και ότι οι ηθοποιοί θα εμφανιστούν και πάλι σε άλλες ταινίες, σώοι και αβλαβείς. Ας πούμε ότι είναι ένας τρόπος εκτόνωσης. Κάμποσοι από τους φιλοξενούμενούς μας φαντασιώνονται ότι δολοφονούν κάποιον, κατά κανόνα κάποιο μέλος της οικογένειάς τους".
   "Κι εγώ το ίδιο", αποκρίθηκε η Ιρίνα χωρίς να διστάσει. 
   Πιστεύοντας ότι η νεαρή αστειευόταν, ο Χανς Βόιτ γέλασε ευχαριστημένος. Εκτιμούσε την αίσθηση του χιούμορ στους υπαλλήλους του, σχεδόν το ίδιο όσο και το χάρισμα της υπομονής. 
   Στο πάρκο με τα μεγάλα δέντρα πηγαινοέρχονταν δίχως φόβο κάμποσοι σκίουροι και ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός από ελάφια. Ο Χανς Βόιτ τής εξήγησε ότι τα θηλυκά πήγαιναν εκεί για να γεννήσουν και να μεγαλώσουν τα μικρά τους μέχρι να μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους, και ότι οι εκτάσεις του ιδρύματος αποτελούσαν επίσης καταφύγιο για τα πουλιά, κυρίως τους κορυδαλλούς, απ' τους οποίους είχε πάρει και το όνομά του το ίδρυμα: Σπίτι του Κορυδαλλού. Υπήρχαν κάμποσες κάμερες στρατηγικά τοποθετημένες για να κατασκοπεύουν τα ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον και παρεμπιπτόντως τους γέροντες που ενδεχομένως να χάνονταν ή να πάθαιναν κανένα ατύχημα, αλλά το Σπίτι του Κορυδαλλού δεν είχε άλλα μέτρα ασφαλείας. Τη μέρα οι πόρτες παρέμεναν ανοιχτές και υπήρχαν μόνο δυο άοπλοι φρουροί που περιπολούσαν. Ήταν δύο συνταξιούχοι αστυνομικοί, εβδομήντα και εβδομήντα τεσσάρων ετών αντίστοιχα. Δε χρειαζόταν τίποτα παραπάνω, γιατί κανένας εγκληματίας δε θα έχανε τον καιρό του πηγαίνοντας να κλέψει γέροντες χωρίς χρήματα. Διασταυρώθηκαν με δυο γυναίκες σε αναπηρικά καροτσάκια, με μια ομάδα γερόντων που κουβαλούσαν καβαλέτα και κουτιά με χρώματα για ένα μάθημα στο ύπαιθρο και με μερικούς τροφίμους που είχαν βγάλει βόλτα κάτι σκυλιά τόσο ταλαίπωρα όσο και οι ίδιοι. Οι εκτάσεις του ιδρύματος συνόρευαν με τον κόλπο, κι όταν ανέβαινε η παλίρροια, μπορούσε κανείς να κάνει βόλτα με καγιάκ, πράγμα που όντως έκαναν κάποιοι από τους τροφίμους που βαστούσαν ακόμα τα κότσια τους. "Έτσι θα μου άρεσε να ζω", αναστέναξε η Ιρίνα, εισπνέοντας αχόρταγα το γλυκό άρωμα απ' τα πεύκα και τις δάφνες και συγκρίνοντας εκείνες τις ευχάριστες εγκαταστάσεις με τα ανθυγιεινά καταγώγια όπου περιφερόταν η ίδια από τα δεκαπέντε της χρόνια.
   "Και τέλος, δεσποινίς Μπαζίλι, πρέπει να σας αναφέρω τα δύο φαντάσματα, γιατί κατά πάσα πιθανότητα θα είναι το πρώτο πράγμα για το οποίο θα σας μιλήσουν οι Αϊτινοί υπάλληλοί μας".
   "Δεν πιστεύω στα φαντάσματα, κύριε Βόιτ".
   "Σας συγχαίρω. Ούτε κι εγώ πιστεύω. Στο Σπίτι του Κορυδαλλού έχουμε το φάντασμα μιας νεαρής γυναίκας που φοράει ένα φουστάνι με ρόδινα πέπλα κι ενός παιδιού περίπου τριών ετών. Είναι η Έμιλι, η κόρη του μεγιστάνα της σοκολάτας. Η καημένη η Έμιλι πέθανε από τον καημό της όταν πνίγηκε ο γιος της στην πισίνα, στα τέλη της δεκαετίας του '40. Έπειτα απ' αυτό ο μεγιστάνας εγκατέλειψε το σπίτι και έφτιαξε το ίδρυμα".
   "Ο μικρός πνίγηκε στην πισίνα που μου δείξατε;"
   "Ναι, σ' αυτήν ακριβώς. Και κανένας άλλος δεν έχει πεθάνει εκεί πέρα, απ' όσο ξέρω".
   Η Ιρίνα σύντομα θα αναθεωρούσε τις απόψεις της για τα φαντάσματα, γιατί θα ανακάλυπτε ότι πολλοί από τους ηλικιωμένους συνοδεύονταν διαρκώς από τους νεκρούς τους. Η Έμιλι και ο γιος της δεν ήταν τα μόνα πνεύματα που κατοικούσαν εκεί.

   Tην επόμενη μέρα, νωρίς το πρωί, η Ιρίνα παρουσιάστηκε στη δουλειά φορώντας το καλύτερο τζιν της και ένα διακριτικό μπλουζάκι. Διαπίστωσε ότι η ατμόσφαιρα στο Σπίτι του Κορυδαλλού ήταν χαλαρή, χωρίς να φτάνει και στην αμέλεια. Έμοιαζε περισσότερο με φοιτητική εστία παρά με γηροκομείο. Το φαγητό ήταν αντίστοιχο μ' εκείνο οποιουδήποτε αξιοπρεπούς εστιατορίου της Καλιφόρνια· βιολογικό στο πλαίσιο του δυνατού. Οι εργαζόμενοι ήταν αποτελεσματικοί, ενώ οι φροντιστές και οι νοσοκόμες ήταν όσο πιο ευγενικοί και συμπαθείς μπορεί να περιμένει κανείς σ' αυτές τις περιπτώσεις. Μέσα σε λίγες μέρες είχε μάθει τα ονόματα και τα καπρίτσια των συναδέλφων της, όπως και των τροφίμων που είχε υπ' ευθύνη της. Οι φράσεις που είχε καταφέρει να απομνημονεύσει στα ισπανικά και τα γαλλικά τη βοήθησαν να κερδίσει την εκτίμηση του προσωπικού, που καταγόταν σχεδόν αποκλειστικά από το Μεξικό, τη Γουατεμάλα και την Αϊτή. Ο μισθός δεν ήταν και πολύ υψηλός για τη σκληρή δουλειά που έκαναν, ελάχιστοι όμως έδειχναν δυσαρεστημένοι. "Τις γιαγιούλες πρέπει να τις κανακεύεις, δείχνοντάς τους όμως πάντα σεβασμό. Το ίδιο και τους γεράκους, αλλά αυτούς δεν πρέπει να τους εμπιστεύεσαι πολύ, γιατί γίνονται άτακτοι", της συνέστησε η Λουπίτα Φαρίας, μια κοντούλα με φάτσα που θύμιζε γλυπτό των Ολμέκων, προϊσταμένη του τμήματος καθαριότητας. Καθώς δούλευε εδώ και τριάντα δύο χρόνια στο Σπίτι του Κορυδαλλού και είχε πρόσβαση στα δωμάτια, η Λουπίτα ήξερε πολύ καλά όλους τους τροφίμους, γνώριζε τη ζωή τους, μάντευε τις αδιαθεσίες τους και τους συντρόφευε στα βάσανά τους.
   "Και προσοχή στην κατάθλιψη, Ιρίνα. Είναι πολύ συνηθισμένο πράγμα εδώ πέρα. Αν δεις κανέναν να απομονώνεται, να κυκλοφορεί θλιμμένος, να μένει στο κρεβάτι άκεφος ή να σταματάει να τρώει, να έρθεις τρέχοντας να με ειδοποιήσεις -το κατάλαβες;"
   "Και τι κάνεις σ' αυτές τις περιπτώσεις, Λουπίτα;"
   "Εξαρτάται. Τους χαϊδεύω -αυτό πάντα τους αρέσει, γιατί οι γέροντες δεν έχουν κανέναν να τους αγγίζει- και τους ξεγελάω με κάποια από τα σίριαλ της τηλεόρασης· κανένας δε θέλει να πεθάνει πριν δει το τέλος. Κάποιοι νιώθουν καλύτερα με τις προσευχές, αλλά έχουμε και πολλούς άθεους εδώ κι αυτοί δεν προσεύχονται. Το σημαντικότερο είναι να μην τους αφήσεις μόνους. Αν δεν είμαι εύκαιρη εγώ, να ειδοποιήσεις την Κάθι· αυτή ξέρει τι να κάνει".
   Η γιατρός Κάθριν Χοπ, τρόφιμος του δεύτερου επιπέδου, ήταν η πρώτη που είχε καλωσορίσει την Ιρίνα εκ μέρους της κοινότητας. Στα εξήντα οκτώ της χρόνια ήταν η νεότερη απ' όλους τους τροφίμους. Από τότε που είχε καθηλωθεί σε αναπηρικό καρότσι, είχε διαλέξει τη φροντίδα και τη συντροφιά που πρόσφερε το Σπίτι του Κορυδαλλού, όπου έμενε εδώ και δύο χρόνια. Και μέσα σ' αυτό το διάστημα είχε γίνει η ψυχή του ιδρύματος.
   "Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν περισσότερη πλάκα απ' όλους. Έχουν ζήσει πολλά, λένε ό,τι τους κάνει κέφι και δε δίνουν δεκάρα για τη γνώμη των άλλων. Ποτέ δε θα βαρεθείς εδώ", είπε στην Ιρίνα. "Οι τρόφιμοί μας είναι άνθρωποι μορφωμένοι, και εφόσον τους το επιτρέπει η υγεία τους, συνεχίζουν να μαθαίνουν και να πειραματίζονται. Σ' ετούτη την κοινότητα βρίσκει κανείς πολλά ερεθίσματα και μπορεί να αποφύγει τη χειρότερη κατάρα των γηρατειών· τη μοναξιά".
   Η Ιρίνα ήταν ήδη ενήμερη για τις προοδευτικές απόψεις των ανθρώπων στο Σπίτι του Κορυδαλλού, γνωστές τοις πάσι, αφού κάμποσες φορές είχαν βγει στις ειδήσεις. Υπήρχε μεγάλη λίστα αναμονής για να μπει κανείς στο ίδρυμα και οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να περιμένουν κάμποσα χρόνια -θα περίμεναν ακόμα περισσότερα αν πολλοί από τους υποψήφιους δεν πέθαιναν πριν την ώρα τους. Εκείνοι οι γέροντες αποτελούσαν τρανή απόδειξη ότι η ηλικία, με τους περιορισμούς της, δεν σ' εμποδίζει απαραίτητα να διασκεδάζεις ή να συμμετέχεις στις εξελίξεις της ζωής. Αρκετοί από αυτούς, ενεργά μέλη της κίνησης "Ηλικιωμένοι για την Ειρήνη", μαζεύονταν τα πρωινά της Παρασκευής να διαδηλώσουν ενάντια στις αυθαιρεσίες και τις αδικίες του κόσμου, κυρίως της αμερικανικής αυτοκρατορίας, για την οποία ένιωθαν υπεύθυνοι. Οι ακτιβιστές, μεταξύ των οποίων φιγουράριζε και μια κυρία που είχε πατήσει τα εκατό, συναντιόνταν σε μια γωνία της πλατείας της γειτονιάς απέναντι από το αστυνομικό τμήμα, με τα μπαστούνια τους, τα πι και τα καροτσάκια τους, κρατώντας πλακάτ ενάντια στον πόλεμο ή την υπερθέρμανση του πλανήτη, ενώ οι περαστικοί τούς έδειχναν τη συμπαράστασή τους κορνάροντας από τα αυτοκίνητά τους ή υπογράφοντας τα κείμενα διαμαρτυρίας που έβαζαν μπροστά τους εκείνα τα οργισμένα γερόντια. Αρκετές φορές οι διαδηλωτές είχαν εμφανιστεί στις ειδήσεις, ενώ η αστυνομία γινόταν ρεζίλι καθώς προσπαθούσε να τους διαλύσει εκτοξεύοντας απειλές για ρίψη δακρυγόνων, που ποτέ δεν πραγματοποιούνταν. Συγκινημένος ο Χανς Βόιτ είχε δείξει στην Ιρίνα μια πλάκα που είχαν στήσει στο πάρκο προς τιμήν ενός μουσικού ενενήντα επτά ετών, ο οποίος είχε πεθάνει το 2006 στητός στα πόδια του, κάτω απ' τον ήλιο, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο που έπαθε ενόσω διαδήλωνε ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ. 
   Η Ιρίνα είχε μεγαλώσει σε ένα χωριό της Μολδαβίας όπου κατοικούσαν γέροι και παιδιά. Σε όλους έλειπαν τα δόντια -οι πρώτοι τα είχαν χάσει λόγω φθοράς και οι δεύτεροι επειδή άλλαζαν τα παιδικά. Σκέφτηκε τους παππούδες της και -όπως τόσες και τόσες φορές τα τελευταία χρόνια- μετάνιωσε που τους είχε εγκαταλείψει. Στο Σπίτι του Κορυδαλλού της παρουσιαζόταν η ευκαιρία να προσφέρει σε άλλους αυτό που δεν μπόρεσε να προσφέρει σ' εκείνους και, με αυτόν τον σκοπό κατά νου, βάλθηκε να φροντίζει τους ανθρώπους που είχε υπ' ευθύνη της. Σύντομα τους κέρδισε όλους, καθώς και κάμποσους του πρώτου επιπέδου, τους ανεξάρτητους.
   Ευθύς εξαρχής της τράβηξε την προσοχή η Άλμα Μπελάσκο.  Ξεχώριζε από τις άλλες γυναίκες λόγω της αριστοκρατικής συμπεριφοράς της και του μαγνητικού πεδίου που θαρρείς και την απομόνωνε από τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. Η Λουπίτα Φαρίας τη διαβεβαίωσε ότι η Μπελάσκο δεν ταίριαζε στο Σπίτι του Κορυδαλλού, ότι λίγο θα κρατούσε η διαμονή της εκεί και ότι σύντομα θα ερχόταν να την πάρει ο ίδιος οδηγός που την είχε φέρει με μια Mersedes Benz. Αλλά οι μήνες περνούσαν και τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε. Η Ιρίνα παρατηρούσε την Άλμα Μπελάσκο από απόσταση, γιατί ο Χανς Βόιτ την είχε προστάξει να μένει συγκεντρωμένη στις υποχρεώσεις της απέναντι στους ανθρώπους του δεύτερου και τρίτου επιπέδου και να μη χάνει το χρόνο της με τους ανεξάρτητους. Έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ απασχολημένη με τη φροντίδα των πελατών -δεν τους έλεγαν ασθενείς- και με το να μαθαίνει τις λεπτομέρειες της καινούργιας της δουλειάς. Ως μέρος της εκπαίδευσής της έπρεπε, εκτός των άλλων, να μελετήσει τα βίντεο με τις πρόσφατες κηδείες: μιας Εβραίας βουδίστριας και ενός μετανοημένου αγνωστικιστή. Η Άλμα Μπελάσκο, από την πλευρά της, δε θα πρόσεχε ποτέ την Ιρίνα, αν οι περιστάσεις δεν την καθιστούσαν σύντομα το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο της κοινότητας.

   Στο Σπίτι του Κορυδαλλού, όπου οι γυναίκες ήταν τραγικά περισσότερες, ο Ζακ Ντεβίν θεωρούνταν το αστέρι, ο μοναδικός ωραίος άντρας ανάμεσα στους είκοσι οκτώ του ιδρύματος. Τον αποκαλούσαν "ο Γάλλος", όχι επειδή είχε γεννηθεί στη Γαλλία, αλλά λόγω των εξαιρετικών του τρόπων -άφηνε τις κυρίες να περνάνε πρώτες, τους τραβούσε την καρέκλα για να καθίσουν, δεν κυκλοφορούσε ποτέ με το φερμουάρ του παντελονιού του κατεβασμένο- και επειδή ήξερε να χορεύει, παρά την πονεμένη του πλάτη. Βάδιζε στητός και ευθυτενής στα ενενήντα του χρόνια χάρη σε λάμες, βίδες και παξιμάδια που υποστήριζαν τη σπονδυλική του στήλη· στο κεφάλι του είχαν απομείνει λίγα απ' τα σγουρά του μαλλιά και ήξερε να παίζει χαρτιά, κλέβοντας με μεγάλη άνεση. Ήταν υγιής σωματικά, πέρα από την κοινή αρθρίτιδα, την υψηλή του πίεση και την αναπόφευκτη κώφωση που έρχεται με τον χειμώνα της ζωής, και τα είχε τετρακόσια, αν και μερικές φορές δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε φάει για μεσημέρι· γι' αυτό βρισκόταν στο δεύτερο επίπεδο, όπου του προσφερόταν η αναγκαία φροντίδα. Είχε έρθει στο Σπίτι του Κορυδαλλού μαζί με την τρίτη σύζυγό του, η οποία έμεινε εκεί μόνο τρεις εβδομάδες, πριν πεθάνει χτυπημένη στον δρόμο από έναν αφηρημένο ποδηλάτη. Ο Γάλλος ξεκινούσε τη μέρα του νωρίς νωρίς· πλενόταν, ντυνόταν και ξυριζόταν με τη βοήθεια του Ζαν Ντανιέλ, ενός φροντιστή από την Αϊτή, διέσχιζε το χώρο στάθμευσης στηριγμένος στο μπαστούνι του, προσέχοντας πολύ τους ποδηλάτες, και πήγαινε στο Starbucks της γωνίας για να πιει το πρώτο από τα πέντε φλιτζάνια καφέ της μέρας. Είχε πάρει διαζύγιο μία φορά, είχε χηρέψει άλλες δύο και ποτέ δεν του είχαν λείψει οι ερωμένες, τις οποίες γοήτευε με τα μαγικά του κόλπα. Κάποια στιγμή, πριν από λίγο καιρό, είχε υπολογίσει ότι είχε ερωτευτεί εξήντα επτά φορές. Έγραψε στο σημειωματάριό του τον αριθμό για να μην τον ξεχάσει, αφού τα πρόσωπα και τα ονόματα εκείνων των τυχερών γυναικών σβήνονταν ήδη απ' τη μνήμη του. Είχε κάμποσα παιδιά με τις νόμιμες συζύγους του κι άλλο ένα από μια κρυφή του περιπέτεια με μια γυναίκα που το όνομά της δε θυμόταν, χώρια τα ανίψια, αχάριστα όλα τους, που μετρούσαν τις μέρες για να τον δουν να φεύγει για τον άλλο κόσμο και να τον κληρονομήσουν. Λεγόταν πως είχε μια μικρή περιουσία, φτιαγμένη με μεγάλη τόλμη και λίγους ενδοιασμούς. Ο ίδιος άλλωστε ομολογούσε, χωρίς ίχνος μεταμέλειας, ότι είχε περάσει ένα διάστημα στη φυλακή, όπου απέκτησε κάτι πειρατικά τατουάζ στα μπράτσα -που με τη χαλάρωση του δέρματος, τις κηλίδες και τις ρυτίδες είχαν χάσει το σχήμα τους- και κέρδισε αξιόλογα ποσά σπεκουλάροντας με τις οικονομίες των δεσμοφυλάκων.
   Παρά το ενδιαφέρον κάμποσων κυριών στο Σπίτι του Κορυδαλλού, που δεν του άφηνε και μεγάλο περιθώριο για ερωτικά παιχνίδια, ο Ζακ Ντεβίν κόλλησε πάνω στην Ιρίνα Μπαζίλι από την πρώτη στιγμή που την είδε να περιφέρεται με το σημειωματάριό της και τον τουρλωτό της πισινό. Η κοπέλα δεν είχε ούτε σταγόνα λατινοαμερικάνικο αίμα, οπότε εκείνος ο πισινός μουλάτας ήταν ένα θαύμα της φύσης, διαβεβαίωνε τους πάντες ο Ζακ μετά το πρώτο μαρτίνι, παραξενεμένος που κανένας άλλος δεν το καταλάβαινε. Είχε περάσει τα καλύτερά του χρόνια κάνοντας δουλειές μεταξύ Πουέρτο Ρίκο και Βενεζουέλας, όπου είχε επιδοθεί στο να αποτιμά την ομορφιά των γυναικών βλέποντάς τες από πίσω. Εκείνα τα επικά καπούλια είχαν εντυπωθεί για πάντα στο νου του· τα ονειρευόταν, τα έβλεπε παντού μπροστά του, ακόμα και σ' ένα τόσο απρόσφορο μέρος όπως το Σπίτι του Κορυδαλλού και σε μια γυναίκα τόσο αδύνατη όσο η Ιρίνα. Η ζωή του ως γέροντα, δίχως σχέδια ή φιλοδοξίες, γέμισε άξαφνα από κείνον τον όψιμο και απόλυτο έρωτα, διαταράσσοντας τη γαλήνη της ρουτίνας. Λίγο καιρό μετά τη γνωριμία τους, της έδειξε τον ενθουσιασμό του με μια καρφίτσα σε σχήμα σκαραβαίου από τοπάζια και μπριγιάν, ένα από τα λιγοστά κοσμήματα των συγχωρεμένων συζύγων του που είχε σώσει από την απληστία των κληρονόμων. Η Ιρίνα δεν ήθελε να το δεχτεί, αλλά η άρνησή της έστειλε την αρτηριακή πίεση του ερωτευμένου στα ύψη και αναγκάστηκε να τον συνοδεύσει η ίδια στα επείγοντα όπου έμεινε μαζί του όλη τη νύχτα. Με τον ορό να κυλάει στις φλέβες του, ο Ζακ Ντεβίν, ανάμεσα σε αναστεναγμούς και μαλώματα, της ομολόγησε τα ανιδιοτελή και πλατωνικά του αισθήματα. Ήθελε μόνο τη συντροφιά της, να απολαμβάνουν τα μάτια του τη νιότη και την ομορφιά της, να ακούει τη λαγαρή φωνή της, να φαντάζεται πως κι εκείνη τον αγαπούσε, έστω και σαν κόρη του. Μπορούσε να τον αγαπάει και σαν προπάππο της.
   Την άλλη μέρα το απόγευμα, γυρίζοντας στο Σπίτι του Κορυδαλλού, ενώ ο Ζακ Ντεβίν απολάμβανε τελετουργικά το μαρτίνι του, η Ιρίνα, με μάτια κόκκινα και με γαλάζιους κύκλους λόγω της νύχτας που είχε περάσει άυπνη, εκμυστηρεύτηκε το όλο μπλέξιμο στη Λουπίτα Φαρίας.
   "Ε, δεν είναι και τίποτα το καινούργιο, κορίτσι μου. Κάθε τόσο τσακώνουμε τους τροφίμους σε ξένα κρεβάτια, όχι μόνο τους παππούδες, αλλά και τις κυρίες. Λόγω της έλλειψης ανδρών, οι καημένες είναι αναγκασμένες να βολεύονται με ό,τι υπάρχει. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από λίγη συντροφιά".
   "Στην περίπτωση του κυρίου Ντεβίν, μιλάμε για πλατωνικό έρωτα, Λουπίτα".
   "Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου λες, αλλά αν είναι αυτό που φαντάζομαι, μην τον πιστεύεις. Ο Γάλλος έχει ένα εμφύτευμα στο πουλί του, ένα πράγμα σαν πλαστικό λουκάνικο, που φουσκώνει από μια μικρή τρόμπα κρυμμένη στα μπαλάκια του".
   "Μα τι λες τώρα, Λουπίτα!" είπε γελώντας η Ιρίνα.
   "Αυτό που ακούς. Σ' το ορκίζομαι. Εγώ δεν το έχω δει, αλλά ο Γάλλος έκανε μια επίδειξη στον Ζαν Ντανιέλ. Ήταν εντυπωσιακό".
   Η καλή γυναίκα πρόσθεσε, προκειμένου να διαφωτίσει την Ιρίνα, κάτι που είχε παρατηρήσει κατά τη διάρκεια των πολλών χρόνων εργασίας της στο Σπίτι του Κορυδαλλού, ότι η ηλικία, από μόνη της, δεν κάνει κανένα καλύτερο ή πιο σοφό, παρά μονάχα τονίζει ακόμα πιο πολύ αυτό που ήταν ο καθένας πάντα.
   "Όποιος είναι τσιγκούνης δε γίνεται γενναιόδωρος με τα χρόνια, Ιρίνα, αλλά ακόμα πιο τσιγκούνης. Σίγουρα ο Ντεβίν ήταν πάντα ένας ακόλαστος και γι' αυτό τώρα είναι πορνόγερος", κατέληξε.
   Δεδομένου ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει την καρφίτσα με τον σκαραβαίο στον θαυμαστή της, η Ιρίνα την πήγε στον Χανς Βόιτ, ο οποίος την ενημέρωσε ότι απαγορευόταν αυστηρά να δέχεται φιλοδωρήματα ή δώρα. Ο κανονισμός αυτός δεν ίσχυε για τα αγαθά που δεχόταν το Σπίτι του Κορυδαλλού από τους ετοιμοθάνατους, ούτε για τις δωρεές που γίνονταν κάτω απ' το τραπέζι προκειμένου να μπει κάποιος συγγενής στην κορυφή της λίστας αναμονής ώστε να εισαχθεί στο ίδρυμα, αλλά γι' αυτά δεν έγινε κουβέντα. Ο διευθυντής πήρε το τρομερό σκαθάρι από τοπάζια για να το επιστρέψει στον νόμιμο κάτοχό του, όπως είπε, και στο μεταξύ το έχωσε σ' ένα συρτάρι στο γραφείο του.
   Μια βδομάδα αργότερα, ο Ζακ Ντεβίν έδωσε στην Ιρίνα εκατόν εξήντα δολάρια σε χαρτονομίσματα των είκοσι κι αυτή τη φορά η κοπέλα πήγε κατευθείαν να βρει τη Λουπίτα Φαρίας, που ήταν οπαδός των απλών λύσεων: τα έβαλε πίσω στο κουτί των πούρων όπου φύλαγε ο επίδοξος εραστής τα μετρητά του, σίγουρη πως εκείνος δε θα θυμόταν ότι τα είχε πάρει από κει ούτε πόσα κρατούσε. Έτσι η Ιρίνα έλυσε το πρόβλημα με τα φιλοδωρήματα, αλλά όχι κι εκείνο των φλογερών επιστολών του Ζακ Ντεβίν, τις προσκλήσεις του για δείπνα σε ακριβά εστιατόρια, την ατέλειωτη σειρά από αφορμές για να την καλεί στο δωμάτιό του και να της αφηγείται υπερβάλλοντας επιτυχίες που ποτέ δεν είχε, και τέλος την πρόταση γάμου που της έκανε. Ο Γάλλος, τόσο επιδέξιος στο παιχνίδι της αποπλάνησης, είχε γυρίσει πίσω στα χρόνια της εφηβείας του, με το επώδυνο φορτίο της συστολής της νιότης και, αντί να της κάνει την πρότασή του ο ίδιος αυτοπροσώπως, της έδωσε ένα γράμμα απολύτως ευανάγνωστο, γιατί το είχε γράψει στον υπολογιστή του. Ο φάκελος περιείχε δυο σελίδες γεμάτες υπεκφυγές, μεταφορές κι επαναλήψεις, που μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής: η Ιρίνα είχε ανανεώσει την ενέργειά του και τη λαχτάρα του να ζήσει, εκείνος μπορούσε να της προσφέρει μεγάλη άνεση, στη Φλόριντα για παράδειγμα, όπου πάντα έκαιγε ο ήλιος κι όταν χήρευε, θα ήταν οικονομικά εξασφαλισμένη. Όπως κι αν έβλεπε κανείς την πρότασή του, εκείνη θα έβγαινε κερδισμένη -έτσι έγραφε- αφού η διαφορά ηλικίας μεταξύ τους αποτελούσε πλεονέκτημα για την ίδια. Η υπογραφή ήταν μια αξεδιάλυτη μουτζούρα. Η κοπέλα απέφυγε να ενημερώσει τον διευθυντή, φοβούμενη ότι θα την πετούσε στο δρόμο κι άφησε αναπάντητη την επιστολή, με την ελπίδα ότι θα σβηνόταν απ' τη μνήμη του επίδοξου αρραβωνιαστικού, αλλά αυτή τη φορά, κατ' εξαίρεση, η βραχεία μνήμη του Ζακ Ντεβίν λειτούργησε θαυμάσια. Έχοντας ξανανιώσει χάρη στο ερωτικό του πάθος, συνέχισε να της στέλνει γράμματα ολοένα και πιο πιεστικά, ενώ εκείνη προσπαθούσε να τον αποφεύγει, προσευχόμενη στην Αγία Παρασκευή να στραφεί η προσοχή του γέροντα προς τις ογδοηκονταετείς κυρίες που τον κυνηγούσαν.
   Η κατάσταση ολοένα και εντεινόταν και σύντομα θα γινόταν πια αδύνατο το να μείνει κρυφή, αν δεν προέκυπτε ένα ανέλπιστο γεγονός που έθεσε τέλος στη ζωή του Ζακ Ντεβίν και παρεμπιπτόντως στο δίλημμα της Ιρίνα. Εκείνη την εβδομάδα ο Γάλλος είχε φύγει μια δυο φορές με ταξί χωρίς να δώσει εξηγήσεις, πράγμα ασυνήθιστο στην περίπτωσή του, γιατί χανόταν εύκολα στο δρόμο. Ανάμεσα στα καθήκοντα της Ιρίνα ήταν και να τον συνοδεύει, αλλά εκείνος έφευγε κρυφά, δίχως να λέει κουβέντα για τις προθέσεις του. Η δεύτερη εκείνη εξόρμηση θα πρέπει να έβαλε σε δοκιμασία τις αντοχές του, γιατί επέστρεψε στο Σπίτι του Κορυδαλλού τόσο χαμένος κι αποκαμωμένος, που χρειάστηκε να τον κατεβάσει από το αυτοκίνητο ο οδηγός του ταξί, κουβαλώντας τον κυριολεκτικά στα χέρια και να τον παραδώσει στην υπεύθυνη υποδοχής λες κι ήταν δέμα.
   "Τι πάθατε, κύριε Ντεβίν;" τον ρώτησε η γυναίκα.
   "Δεν ξέρω, δεν ήμουν εκεί", της αποκρίθηκε.
   Αφού τον εξέτασε και διαπίστωσε ότι η αρτηριακή του πίεση ήταν φυσιολογική, ο γιατρός που είχε βάρδια θεώρησε πως δεν άξιζε τον κόπο να τον στείλουν και πάλι στο νοσοκομείο και του είπε να μείνει δυο μέρες στο κρεβάτι και να ξεκουραστεί, ενώ συγχρόνως ενημέρωσε τον Χανς Βόιτ ότι η νοητική κατάσταση του Ζακ Ντεβίν δεν του επέτρεπε πλέον να μένει στο δεύτερο επίπεδο, ότι είχε έρθει η ώρα να τον μετακινήσουν στο τρίτο, όπου θα του παρεχόταν διαρκής φροντίδα. Την επόμενη μέρα ο διευθυντής ετοιμαζόταν να ανακοινώσει την αλλαγή στον Ντεβίν, καθήκον που πάντα του άφηνε μια πικρή γεύση στον ουρανίσκο, γιατί όλοι ήξεραν ότι το τρίτο επίπεδο ήταν ο προθάλαμος του "Παραδείσου", του επιπέδου δίχως επιστροφή, αλλά τότε τον διέκοψε ο Ζαν Ντανιέλ, ο Αϊτινός υπάλληλος, που με πρόσωπο αλλοιωμένο από την ταραχή τού ανακοίνωσε ότι είχε βρει τον Ζακ Ντεβίν άκαμπτο και παγωμένο όταν είχε πάει να τον βοηθήσει να ντυθεί. Ο γιατρός πρότεινε να γίνει αυτοψία, αφού κατά την εξέταση της προηγούμενης μέρας δεν είχε προσέξει τίποτα που να δικαιολογεί αυτή τη δυσάρεστη έκπληξη, αλλά ο Χανς Βόιτ ήταν αντίθετος· γιατί να διασπείρουν υποψίες για κάτι τόσο αναμενόμενο όπως ο θάνατος ενός ανθρώπου ενενήντα ετών; Μια αυτοψία θα μπορούσε να κηλιδώσει την κατά τα άλλα άσπιλη υπόληψη του Σπιτιού του Κορυδαλλού. Η Ιρίνα, όταν έμαθε τι είχε συμβεί, έκλαψε κάμποσο, γιατί θέλοντας και μη τον είχε αγαπήσει εκείνον τον αξιοθρήνητο Ρωμαίο, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει κι ένα αίσθημα ανακούφισης που είχε γλιτώσει από το στενό του μαρκάρισμα, αλλά και ντροπής για την ανακούφιση που είχε νιώσει. Ο θάνατος του Γάλλου ένωσε την ομάδα των θαυμαστριών του στο πένθος που θα αναλογούσε σε μια χήρα, αλλά δε χάρηκαν την παρηγοριά τού να οργανώσουν την κηδεία του, γιατί οι συγγενείς του μακαρίτη επέλεξαν την εύκολη λύση της αποτέφρωσης όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
   Ο άνθρωπος θα ξεχνιόταν γρήγορα, ακόμα κι από τις θαυμάστριές του, αν η οικογένειά του δεν εξαπέλυε σωστή καταιγίδα. Αφού σκόρπισαν τις στάχτες του δίχως συναισθηματισμούς και λοιπές εκδηλώσεις, οι υποψήφιοι κληρονόμοι διαπίστωσαν ότι όλα τα υπάρχοντα του γέροντα είχαν κληροδοτηθεί σε κάποια Ιρίνα Μπαζίλι. Σύμφωνα με το σύντομο σημείωμα που βρέθηκε μαζί με τη διαθήκη, η Ιρίνα τού είχε προσφέρει στοργή κατά το τελευταίο διάστημα της μακράς ζωής του και γι' αυτό άξιζε να τον κληρονομήσει. Ο δικηγόρος του Ζακ Ντεβίν τούς εξήγησε πως ο πελάτης του τού είχε υποδείξει δια τηλεφώνου τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στη διαθήκη κι έπειτα είχε πάει δυο φορές ο ίδιος στο γραφείο του, πρώτα για να ελέγξει τα έγγραφα κι έπειτα για να τα υπογράψει ενώπιον συμβολαιογράφου, κι ότι είχε φανεί πολύ σίγουρος για το τι ήθελε. Οι συγγενείς κατηγόρησαν τη διεύθυνση του Σπιτιού του Κορυδαλλού για αμέλεια ενώπιον της νοητικής κατάστασης του γέροντα, ενώ την Ιρίνα Μπαζίλι ότι τον είχε κλέψει ενεργώντας με δόλο. Ανακοίνωσαν την απόφασή τους να προσβάλουν τη διαθήκη, να καταγγείλουν τον δικηγόρο ως ανίκανο, τον συμβολαιογράφο ως συνεργό και το Σπίτι του Κορυδαλλού για πρόκληση υλικής και ηθικής βλάβης. Ο Χανς Βόιτ δέχτηκε το τσούρμο των αγανακτισμένων συγγενών με την ηρεμία και την ευγένεια που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας του στη διεύθυνση του ιδρύματος, ενώ μέσα του έβραζε από οργή. Δεν περίμενε τέτοια αγύρτικη συμπεριφορά από την Ιρίνα Μπαζίλι, για την οποία πίστευε πως δε θα μπορούσε να σκοτώσει ούτε μύγα, αλλά τελικά η ζωή πάντα σε διδάσκει -εν προκειμένω ότι δεν έπρεπε να εμπιστεύεται κανείς κανέναν. Παίρνοντας παράμερα τον δικηγόρο, τον ρώτησε για τι ποσό επρόκειτο κι αποδείχτηκε πως η περιουσία του ήταν όλη κι όλη κάτι άγονα χωράφια στο Νέο Μεξικό και μετοχές σε διάφορες εταιρείες, των οποίων η αξία έμενε να υπολογιστεί. Το συνολικό ποσό σε μετρητά ήταν ανάξιο λόγου.
   Ο διευθυντής ζήτησε είκοσι τέσσερις ώρες προκειμένου να διαπραγματευτεί μια λύση που θα κόστιζε λιγότερο από τη δικαστική και κάλεσε επιτακτικά την Ιρίνα στο γραφείο του. Σκεφτόταν να χειριστεί το όλο μπλέξιμο όσο πιο διακριτικά γινόταν. Δεν τον συνέφερε να τσακωθεί μ' εκείνη την κατεργάρα, όταν όμως βρέθηκε απέναντί της, έχασε τον έλεγχο.
   "Θα 'θελα να 'ξερα πώς στο διάβολο κατάφερες να ξεγελάσεις τον γέρο!" της ρίχτηκε.
   "Για ποιον γέρο λέτε, κύριε Βόιτ;"
   "Για ποιον άλλο; Για τον Γάλλο βέβαια! Πώς μπόρεσε να γίνει κάτι τέτοιο κάτω από τη μύτη μου;"
   "Συγγνώμη, δε σας είπα τίποτα για να μη σας ανησυχήσω -πίστευα πως το πρόβλημα θα λυνόταν από μόνο του".
   "Ναι, και είδες τι ωραία που λύθηκε! Τι να πω εγώ τώρα στην οικογένειά του;"
   "Δε χρειάζεται να μάθουν τίποτα αυτοί, κύριε Βόιτ. Οι ηλικιωμένοι ερωτεύονται, το ξέρετε, αλλά οι άνθρωποι έξω σοκάρονται με κάτι τέτοια".
   "Κοιμήθηκες με τον Ντεβίν;"
   "Όχι βέβαια! Πώς σας πέρασε απ' το νου;"
   "Ε, τότε δεν καταλαβαίνω τίποτα. Γιατί σε όρισε γενική κληρονόμο του;"
   "Τι πράγμα;"
   Τότε ο Χανς Βόιτ κατάλαβε ότι η Ιρίνα Μπαζίλι δεν υποπτευόταν τις προθέσεις του άντρα κι ότι ήταν αυτή που είχε εκπλαγεί περισσότερο με τη διαθήκη. Ήθελε να την προειδοποιήσει ότι θα δυσκολευόταν πολύ να βγάλει κάτι απ' αυτή την ιστορία, γιατί οι νόμιμοι κληρονόμοι θα διεκδικούσαν ακόμα και την τελευταία δεκάρα, αλλά εκείνη του δήλωσε ευθέως ότι δεν ήθελε τίποτα, γιατί θα ήταν χρήματα αποκτημένα με λάθος τρόπο και θα της έφερναν κακοτυχία. Ο Ζακ Ντεβίν τα είχε χαμένα, είπε, όπως μπορούσε να διαβεβαιώσει ο καθένας που τον είχε γνωρίσει στο Σπίτι του Κορυδαλλού. Το καλύτερο θα ήταν να τακτοποιηθεί η όλη υπόθεση χωρίς φασαρίες. Θα αρκούσε μια διάγνωση γεροντικής άνοιας από τον γιατρό. Η Ιρίνα αναγκάστηκε να το ξαναπεί προκειμένου να το καταλάβει ο σαστισμένος διευθυντής.
   Οι προφυλάξεις που ελήφθησαν προκειμένου να κρατηθεί μυστική η υπόθεση δεν ωφέλησαν και πολύ. Όλοι το έμαθαν κι από τη μια μέρα στην άλλη η Ιρίνα Μπαζίλι βρέθηκε να είναι το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο της κοινότητας, καθώς οι τρόφιμοι τη θαύμαζαν, ενώ οι Λατινοαμερικάνοι και οι Αϊτινοί του προσωπικού την επέκριναν, αφού για εκείνους ήταν αμαρτία το να αρνηθεί κανείς χρήματα που του προσφέρονται. "Μη φτύνεις τον ουρανό, γιατί θα σου γυρίσει η φτυσιά στα μούτρα", της είπε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις η Λουπίτα Φαρίας, αλλά η Ιρίνα δεν μπόρεσε να βρει στα ρουμανικά το αντίστοιχο αυτής της αινιγματικής παροιμίας. Ο διευθυντής, εντυπωσιασμένος από τη γενναιοδωρία και την ανιδιοτέλεια εκείνης της σεμνής μετανάστριας που καταγόταν από μια χώρα την οποία ο ίδιος δυσκολευόταν να βρει στο χάρτη, την έκανε μόνιμη, με σαράντα ώρες την εβδομάδα και μισθό υψηλότερο από κείνον που έπαιρνε η προκάτοχός της. Εκτός αυτού, έπεισε τους κληρονόμους του Ζακ Ντεβίν να δώσουν στην Ιρίνα δύο χιλιάδες δολάρια, σε ένδειξη εγνωμοσύνης. Η Ιρίνα δεν πήρε ποτέ τα χρήματα που της είχαν υποσχεθεί, αλλά αφού δεν ήταν σε θέση ούτε να φανταστεί καν τέτοιο ποσό, σύντομα το έδιωξε εντελώς από το νου της.

   Η φοβερή ιστορία με την κληρονομιά του Ζακ Ντεβίν έκανε την Άλμα Μπελάσκο να προσέξει την Ιρίνα κι όταν πια είχε κοπάσει η καταιγίδα των κουτσομπολιών, την κάλεσε. Την υποδέχτηκε στη σπαρτιάτικη κατοικία της, καθισμένη με αυτοκρατορική αξιοπρέπεια σε μια μικρή πολυθρόνα χρώματος βερικοκί, με τον Νέκο, τον ριγωτό της γάτο, φωλιασμένο στην ποδιά της.
   "Χρειάζομαι μια γραμματέα. Θέλω να δουλέψεις για μένα", της ξεφούρνισε.
   Δεν επρόκειτο τόσο για πρόταση αλλά μάλλον για διαταγή. Καθώς η Άλμα σπάνια της ανταπέδιδε τον χαιρετισμό της αν τύχαινε να συναντηθούν σε κανέναν διάδρομο, η Ιρίνα αιφνιδιάστηκε. Εκτός αυτού, καθώς οι μισοί από τους τροφίμους της κοινότητας ζούσαν λιτά με τη σύνταξή τους -ποσό που ενίοτε συμπληρωνόταν χάρη στη βοήθεια των συγγενών τους- πολλοί αναγκάζονταν να περιορίζονται αυστηρά στις διαθέσιμες υπηρεσίες, γιατί ακόμα κι ένα παραπάνω γεύμα μπορούσε να τινάξει στον αέρα τον σφιχτό προϋπολογισμό τους. Κανένας τους δεν είχε την πολυτέλεια να προσλάβει μια προσωπική γραμματέα. Το φάντασμα της φτώχειας, όπως κι εκείνο της μοναξιάς, περιτριγύριζε πάντα τους ηλικιωμένους. Η Ιρίνα τής εξήγησε πως δεν είχε πολύ ελεύθερο χρόνο, γιατί μόλις τελείωνε τη βάρδιά της στο Σπίτι του Κορυδαλλού, δούλευε σε μια καφετέρια, ενώ επιπλέον είχε αναλάβει να μπανιαρίζει σκυλιά κατ' οίκον.
   "Και πώς προέκυψε αυτό με τα σκυλιά;" τη ρώτησε η Άλμα.
   "Έχω έναν γνωστό που τον λένε Τιμ και είναι γείτονάς μου στο Μπέρκλεϊ. Ο Τιμ έχει ένα αγροτικό, στο οποίο έχει εγκαταστήσει δύο μπανιέρες κι ένα μακρύ λάστιχο. Πηγαίνουμε, λοιπόν, στα σπίτια των σκύλων -των ιδιοκτητών τους εννοώ- συνδέουμε το λάστιχο και πλένουμε τους πελάτες, δηλαδή τους σκύλους, στην αυλή ή στο δρόμο. Εκτός αυτού, τους καθαρίζουμε τα αυτιά και τους κόβουμε τα νύχια".
   "Των σκύλων;" ρώτησε η Άλμα, προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελό της.
   "Ναι".
   "Και πόσα βγάζεις την ώρα;"
   "Είκοσι πέντε δολάρια το σκυλί, αλλά τα μοιραζόμαστε με τον Τιμ, οπότε μου αναλογούν δώδεκα και πενήντα".
   "Θα σε προσλάβω δοκιμαστικά, με δεκατρία δολάρια την ώρα, για τρεις μήνες. Αν μείνω ευχαριστημένη με τη δουλειά σου, θα σ' τα ανεβάσω στα δεκαπέντε. Θα δουλεύεις μαζί μου τα απογεύματα, όταν τελειώνεις απ' το Σπίτι του Κορυδαλλού -δύο ώρες την ημέρα, για αρχή. Το ωράριό σου μπορεί να είναι ελαστικό, ανάλογα με τις ανάγκες μου και τον δικό σου χρόνο. Σύμφωνοι;"
   "Θα μπορούσα να αφήσω την καφετέρια, κυρία Μπελάσκο, αλλά όχι και τα σκυλιά, που με ξέρουν πια και με περιμένουν". 
   Έτσι λοιπόν συμφώνησαν και ξεκίνησε μια συνεργασία που σύντομα θα εξελισσόταν σε πραγματική φιλία.
   Τις πρώτες εβδομάδες της καινούργιας της δουλειάς, η Ιρίνα ένιωθε αγχωμένη και κάπως σαν χαμένη, γιατί αποδείχτηκε πως η Άλμα Μπελάσκο ήταν αυταρχική στη συμπεριφορά της, απαιτητική στις λεπτομέρειες και ασαφής στις οδηγίες της, γρήγορα όμως έπαψε να τη φοβάται και της έγινε απαραίτητη, όπως ακριβώς είχε καταφέρει να γίνει και για το Σπίτι του Κορυδαλλού. Η Ιρίνα παρατηρούσε την Άλμα με εκστατικό ενδιαφέρον ζωολόγου, σαν μια αθάνατη σαλαμάνδρα. Αυτή η γυναίκα δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον άνθρωπο που είχε γνωρίσει και σίγουρα με κανέναν από τους ηλικιωμένους του δεύτερου και τρίτου επιπέδου. Αγαπούσε και διαφύλασσε την ανεξαρτησία της, στερούνταν συναισθηματισμού και προσκόλλησης στα υλικά αγαθά, φαινόταν απελευθερωμένη όσον αφορά τις στοργικές της σχέσεις, με εξαίρεση τη σχέση της με τον εγγονό της, τον Σεθ, κι ένιωθε τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, που δεν αναζητούσε στήριγμα στον Θεό ούτε και στη ζαχαρωμένη μακαριότητα κάποιων από τους τροφίμους του Σπιτιού του Κορυδαλλού, που δήλωναν πνευματιστές και διακήρυσσαν δεξιά κι αριστερά πως είχαν βρει τρόπους να πετύχει κανείς ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης. Η Άλμα πατούσε και με τα δυο της πόδια σταθερά στη γη. Η Ιρίνα υπέθετε ότι η υπεροψία της δεν ήταν παρά μια άμυνα ενάντια στην περιέργεια των αδιάκριτων και η απλότητά της συνιστούσε έναν τύπο κομψότητας που ελάχιστες γυναίκες θα μπορούσαν να μιμηθούν δίχως να δείχνουν απεριποίητες. Τα μαλλιά της, λευκά και σκληρά, τα είχε κομμένα άνισα και τα χτένιζε με τα δάχτυλα. Οι μόνες της παραχωρήσεις στη ματαιοδοξία ήταν το κόκκινο κραγιόν με το οποίο έβαφε τα χείλη της και μια αντρική κολόνια που φορούσε και μύριζε περγαμόντο και πορτοκάλι. Στο πέρασμά της, αυτό το δροσερό άρωμα έσβηνε τη μυρωδιά του απολυμαντικού, των γηρατειών και ενίοτε της μαριχουάνας που πλανιόταν στο Σπίτι του Κορυδαλλού. Η μύτη της φανέρωνε δύναμη, το στόμα της περηφάνια, τα κόκαλά της ήταν μακριά και τα χέρια της δουλεμένα, σαν του εργάτη. Είχε καστανά μάτια, πυκνά σκούρα φρύδια και κάτι βιολετί κύκλους κάτω απ' τα μάτια, προσδίδοντάς της την όψη ανθρώπου που ξαγρυπνάει και που δεν κρύβονταν από τα γυαλιά της με τον μαύρο σκελετό. Η μυστηριώδης αύρα της επέβαλλε αποστάσεις. Κανένας από τους υπαλλήλους δεν απευθυνόταν σ' εκείνη με το πατερναλιστικό ύφος που συνήθιζαν να υιοθετούν απέναντι στους άλλους τροφίμους και κανένας δεν μπορούσε να καυχηθεί πως την ήξερε, μέχρι που η Ιρίνα Μπαζίλι κατάφερε να αλώσει τα τείχη της απομόνωσής της.
   Η Άλμα ζούσε με τον γάτο της σ' ένα διαμέρισμα με ελάχιστα έπιπλα και προσωπικά αντικείμενα και μετακινούνταν με το μικρότερο αυτοκίνητο της αγοράς, δίχως να σέβεται καθόλου τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, καθώς θεωρούσε προαιρετική την υπακοή στους κανονισμούς του (μεταξύ των καθηκόντων της Ιρίνα ήταν και το να πληρώνει τα πρόστιμα). Ήταν ευγενική επειδή είχε συνηθίσει να έχει καλούς τρόπους, αλλά οι μόνοι φίλοι που είχε αποκτήσει ήταν ο Βίκτορ, ο κηπουρός, με τον οποίο περνούσε ώρες πολλές δουλεύοντας στα υπερυψωμένα παρτέρια όπου φύτευαν λαχανικά και λουλούδια, και η γιατρός Κάθριν Χοπ, στην οποία απλώς δεν είχε μπορέσει να αντισταθεί. Είχε νοικιάσει ένα στούντιο σε μια αποθήκη που χωριζόταν από κάτι κοντραπλακέ και το μοιραζόταν με άλλους καλλιτέχνες. Ζωγράφιζε σε μετάξι, όπως το συνήθιζε εδώ και εξήντα χρόνια, μόνο που τώρα δεν το έκανε από καλλιτεχνική έμπνευση, αλλά για να μην πεθάνει από την πλήξη της πριν την ώρα της. Περνούσε κάμποσες ώρες κάθε εβδομάδα στο εργαστήριό της, συνοδευόμενη από την Κίρστεν, τη βοηθό της, που το σύνδρομο Down δεν την εμπόδιζε να εκτελεί τα καθήκοντά της. Η Κίρστεν ήξερε τους συνδυασμούς χρωμάτων και τα υλικά που χρησιμοποιούσε η Άλμα, ετοίμαζε τα υφάσματα, τακτοποιούσε το εργαστήριο και καθάριζε τα πινέλα. Οι δύο γυναίκες συνεργάζονταν αρμονικά, χωρίς να χρειάζονται λόγια, καθώς η μία μάντευε τις προθέσεις της άλλης. Όταν τα χέρια της Άλμα άρχισαν να τρέμουν και να χάνουν τη σταθερότητά τους, προσέλαβε δύο σπουδαστές για να μεταφέρουν στο μετάξι τα σχέδια που εκείνη έκανε σε χαρτί, ενώ η πιστή βοηθός της τους επιτηρούσε με καχυποψία δεσμοφύλακα. Η Κίρστεν ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο επιτρεπόταν να χαιρετάει την Άλμα με αγκαλιές ή να τη διακόπτει με φιλιά και γλειψίματα στο πρόσωπο όποτε ένιωθε την παρόρμηση για στοργή.
   Δίχως να το 'χει στόχο της στα σοβαρά, η Άλμα είχε αποκτήσει φήμη με τα κιμονό, τις τουνίκ, τα μαντίλια και τις εσάρπες της με τα πρωτότυπα σχέδια και τα τολμηρά χρώματα. Η ίδια δεν τα φορούσε όλα αυτά, προτιμούσε κάτι φαρδιά παντελόνια και λινές μπλούζες σε μαύρο, λευκό και γκρίζο, κουρέλια που ταίριαζαν σε άπορο, σύμφωνα με τη Λουπίτα Φαρίας, η οποία δεν υποψιαζόταν καν πόσο κόστιζαν εκείνα τα κουρέλια. Τα ζωγραφιστά της υφάσματα πωλούνταν σε διάφορες γκαλερί για υπέρογκα ποσά, τα οποία πήγαιναν στο Ίδρυμα Μπελάσκο. Η έμπνευση για τις συλλογές της προέρχονταν από τα ταξίδια της ανά τον κόσμο -ζώα από το Σερενγκέτι, οθωμανική κεραμική, αιθιοπική γραφή, ιερογλυφικά των Ίνκα, ελληνικά ανάγλυφα- και τα ανανέωνε τη στιγμή που άρχιζαν να τα μιμούνται οι ανταγωνιστές της. Αρνιόταν να πουλήσει το λογότυπό της ή να συνεργαστεί με σχεδιαστές μόδας· κάθε δικό της πρωτότυπο σχέδιο αναπαραγόταν σε περιορισμένο αριθμό, υπό την αυστηρή της επίβλεψη, και το κάθε κομμάτι έφερε την υπογραφή της. Στο απόγειό της έφτασε να έχει καμιά πενηνταριά ανθρώπους να δουλεύουν γι' αυτήν και κατάφερνε να βγάζει αξιόλογη παραγωγή σε έναν μεγάλο βιομηχανικό χώρο στα νότια της οδού Μάρκετ, στο Σαν Φρανσίσκο. Ποτέ της δεν είχε κάνει διαφήμιση, γιατί δεν είχε ανάγκη να πουλήσει τίποτα για να βγάλει το ψωμί της, αλλά το όνομά της είχε γίνει εγγύηση αποκλειστικότητας και εξαίρετης ποιότητας. Όταν έκλεισε τα εβδομήντα της χρόνια, αποφάσισε να μειώσει την παραγωγή της, προς μεγάλη λύπη του Ιδρύματος Μπελάσκο, που υπολόγιζε σ' αυτά τα έσοδα.
   Το ίδρυμα είχε δημιουργηθεί το 1955 από τον πεθερό της, τον μυθικό Ισαάκ Μπελάσκο, και ασχολούνταν με το να δημιουργεί ζώνες πρασίνου σε υποβαθμισμένες περιοχές. Αυτή η πρωτοβουλία, που οι σκοποί της δεν ήταν παρά απλώς αισθητικοί, οικολογικοί και ψυχαγωγικοί, απέφερε απρόσμενα κοινωνικά οφέλη. Όπου εμφανιζόταν ένας κήπος, ένα πάρκο ή μια πλατεία, μειωνόταν η εγκληματικότητα, γιατί οι ίδιοι εκείνοι συμμορίτες και πρεζάκηδες, που παλιότερα ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο για μια δόση ηρωίνης ή για δυο σπιθαμές καταπατημένης περιοχής, τώρα ενώνονταν για να φροντίσουν εκείνη τη γωνιά της πόλης που τους ανήκε. Σε κάποια απ' αυτά τα μέρη είχαν ζωγραφίσει γκράφιτι, σε άλλα είχαν στήσει γλυπτά ή είχαν βάλει παιδικά παιχνίδια και σε όλα τους μαζεύνταν καλλιτέχνες και μουσικοί που διασκέδαζαν το κοινό. Το Ίδρυμα Μπελάσκο το διεύθυνε σε κάθε γενιά ο πρώτος αρσενικός απόγονος της οικογένειας, ένας άρρητος κανόνας που δεν άλλαξε με την απελευθέρωση των γυναικών, γιατί καμία από τις κόρες δεν μπήκε στον κόπο να τον αμφισβητήσει. Κάποια μέρα θα ερχόταν η σειρά του Σεθ, του δισέγγονου του ιδρυτή. Εκείνος δεν επιθυμούσε καθόλου αυτή την τιμή, αλλά αποτελούσε μέρος της κληρονομιάς του.

   Η Άλμα Μπελάσκο ήταν τόσο συνηθισμένη να διατάζει και να κρατάει αποστάσεις και η Ιρίνα τόσο συνηθισμένη να δέχεται διαταγές και να είναι διακριτική, που ποτέ δεν θα είχαν φτάσει να εκτιμήσουν η μία την άλλη χωρίς την παρουσία του Σεθ Μπελάσκο, του αγαπημένου εγγονού της Άλμα, ο οποίος βάλθηκε να γκρεμίσει τους φραγμούς ανάμεσά τους. Ο Σεθ είχε γνωρίσει την Ιρίνα Μπαζίλι λίγο καιρό μετά την εγκατάσταση της γιαγιάς του στο Σπίτι του Κορυδαλλού και η νεαρή τον μάγεψε μεμιάς, αν και δε θα μπορούσε να πει γιατί. Παρά το όνομά της, δεν έμοιαζε μ' εκείνες τις καλλονές από την Ανατολική Ευρώπη που την τελευταία δεκαετία είχαν κατακλύσει τα αντρικά κλαμπ και τα πρακτορεία μοντέλων. Δεν είχε κορμοστασιά καμηλοπάρδαλης, έντονα ζυγωματικά, ούτε τη νωθρότητα οδαλίσκης· την Ιρίνα από μακριά μπορούσε να την περάσει κανείς για αφρόντιστο πιτσιρίκι. Ήταν τόσο διάφανη κι έτεινε τόσο συχνά να γίνεται σχεδόν αόρατη, που χρειαζόταν μεγάλη προσοχή για να την παρατηρήσει κανείς. Τα φαρδιά ρούχα της και ο μάλλινος σκούφος που φορούσε κατεβάζοντάς τον ως τα φρύδια δε βοηθούσε και πολύ στο να την ξεχωρίσεις. Τον Σεθ τον γοήτευσε το μυστήριο της εξυπνάδας της, το καρδιόσχημο πρόσωπό της που θύμιζε ξωτικό, μ' ένα βαθύ λακκάκι στο σαγόνι, τα πρασινωπά σαστισμένα μάτια της, ο λεπτός λαιμός της, που την έκανε να δείχνει ακόμα πιο ευάλωτη, και το δέρμα της, τόσο λευκό, που έλαμπε στο σκοτάδι. Ακόμα και τα παιδικά της χέρια με τα δαγκωμένα νύχια τον συγκινούσαν. Ένιωθε μια πρωτόγνωρη λαχτάρα να την προστατεύσει, να τη φροντίσει -ένα συναίσθημα καινούργιο, που τον τάραζε. Η Ιρίνα φορούσε τόσα ρούχα το ένα πάνω από το άλλο, ώστε ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς το υπόλοιπο σώμα της, αλλά μήνες αργότερα, όταν το καλοκαίρι αναγκάστηκε να αποχωριστεί τις στρώσεις των υφασμάτων που την έκρυβαν, αποδείχτηκε πως είχε ωραίες αναλογίες κι ήταν ελκυστική, παρά το αφρόντιστο στιλ της. Ο μάλλινος σκούφος αντικαταστάθηκε από τσιγγάνικα μαντίλια, που δεν της κάλυπταν εντελώς τα μαλλιά, επιτρέποντας σε λίγες σγουρές κατάξανθες τούφες να της πλαισιώνουν το πρόσωπο.
   Αρχικά η γιαγιά του ήταν ο μόνος σύνδεσμος που είχε καταφέρει να έχει ο Σεθ με την κοπέλα, αφού καμία από τις συνηθισμένες του μεθόδους δε λειτουργούσε, αλλά μετά ανακάλυψε την ακαταμάχητη δύναμη της γραφής. Της είπε ότι με τη βοήθεια της γιαγιάς του προσπαθούσε να ανασυνθέσει ενάμιση αιώνα της ιστορίας των Μπελάσκο και του Σαν Φρανσίσκο, από την ίδρυσή του μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Είχε αυτό το μυθιστόρημα στο μυαλό του από τα δεκαπέντε του χρόνια, έναν θορυβώδη χείμαρρο από εικόνες, ανέκδοτα, ιδέες και λέξεις, λέξεις αμέτρητες, που αν δεν κατάφερνε να τις βάλει στο χαρτί, θα τον έπνιγαν. Υπερέβαλε κάπως στην περιγραφή του διότι ο χείμαρρος δεν ήταν παρά ένα αναιμικό ρυάκι, αλλά γοήτευσε τη φαντασία της Ιρίνα με τέτοιον τρόπο, που δεν έμενε στον Σεθ άλλη επιλογή απ' το να καθίσει και να γράψει. Πέρα από τις επισκέψεις στη γιαγιά του, που συνέβαλε με την προφορική παράδοση, άρχισε να ψάχνει στοιχεία σε βιβλία και στο Διαδίκτυο, καθώς και να συγκεντρώνει φωτογραφίες και επιστολές γραμμένες σε διάφορες εποχές. Κέρδισε τον θαυμασμό της Ιρίνα, αλλά όχι κι εκείνον της Άλμα, που τον κατηγορούσε πως ήταν σπουδαίος στα σχέδια, αλλά ανοργάνωτος όσον αφορά τις συνήθειές του, συνδυασμός μοιραίος για έναν συγγραφέα. Αν ο Σεθ είχε καθίσει να το σκεφτεί, θα παραδεχόταν ότι η γιαγιά του και το μυθιστόρημα δεν ήταν παρά προφάσεις για να βλέπει την Ιρίνα, εκείνο το πλάσμα που λες και το 'χε σκάσει από κάποιο παραμύθι του Βορρά για να πάει εκεί όπου κανείς δεν περίμενε να τη συναντήσει· σε ένα γηροκομείο. Όσο κι αν το σκεφτόταν, όμως, ποτέ του δε θα μπορούσε να εξηγήσει την ακατανίκητη γοητεία που του ασκούσε εκείνη, λιγνή σαν ορφανό κοριτσάκι, χλωμή σαν φυματική, το ακριβώς αντίθετο απ' το δικό του πρότυπο για τις γυναίκες. Του άρεσαν τα υγιή, χαρούμενα κορίτσια, τα μαυρισμένα απ' τον ήλιο, ξέγνοιαστα από υποχρεώσεις και μπλεξίματα, κορίτσια που αφθονούσαν στην Καλιφόρνια και στη ζωή του Σεθ μέχρι τότε. Η Ιρίνα μάλλον δεν είχε προσέξει την επίδραση που ασκούσε πάνω του και τον αντιμετώπιζε με την αφηρημένη συμπάθεια που συνήθως επιφυλάσσουμε στα αγαπημένα ζωάκια των άλλων. Εκείνη η ευγενική αδιαφορία της Ιρίνα, που σε άλλες εποχές θα είχε ερμηνεύσει ως πρόκληση, τον καθήλωνε σε μια κατάσταση αέναης συστολής.
   Η γιαγιά βάλθηκε να σκαλίζει τα αναμνηστικά της για να βοηθήσει τον εγγονό της μ' εκείνο το βιβλίο που, σύμφωνα με την παραδοχή του ίδιου, είχε μια δεκαετία τώρα που το άρχιζε και το ξαναπαρατούσε. Ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο και δεν υπήρχε καταλληλότερος άνθρωπος να τον βοηθήσει από την Άλμα, η οποία είχε άπλετο χρόνο και δεν εμφάνιζε ακόμα συμπτώματα γεροντικής άνοιας. Η Άλμα πήγαινε με την Ιρίνα στην οικία των Μπελάσκο στο Σι Κλιφ για να ψάξει τα μπαούλα της, που κανένας δεν είχε αγγίξει από την αναχώρησή της κι έπειτα. Το παλιό της δωμάτιο παρέμενε κλειστό -έμπαιναν μόνο για την καθαριότητα. Η Άλμα είχε μοιράσει σχεδόν όλα της τα πράγματα· στη νύφη και την ανιψιά της τα κοσμήματα, εκτός από ένα βραχιόλι με μπριγιάν που είχε φυλάξει για τη μελλοντική σύζυγο του Σεθ, σε ξενοδοχεία και σχολεία τα βιβλία της, σε φιλανθρωπικές οργανώσεις τα ρούχα και τις γούνες, που κανένας δεν τολμούσε να φορέσει στην Καλιφόρνια, από φόβο για τις αντιδράσεις των φιλοζωικών οργανώσεων, οι οποίοι σ' ένα ξέσπασμα οργής θα μπορούσαν να επιτεθούν ακόμα και με μαχαίρια, ενώ άλλα πράγματά της τα έδωσε σε όποιους τα ήθελαν. Αλλά κράτησε το μόνο που την ενδιέφερε: γράμματα, ημερολόγια μιας ζωής, αποκόμματα από εφημερίδες, έγγραφα και φωτογραφίες. "Πρέπει να οργανώσω όλο αυτό το υλικό, Ιρίνα. Δε θέλω, όταν γεράσω, να βάλει κανείς χέρι στα προσωπικά μου". Αρχικά προσπάθησε να το κάνει μόνη της, αλλά καθώς εμπιστευόταν ολοένα και περισσότερο την Ιρίνα, άρχισε να της αναθέτει διάφορα. Η κοπέλα ανέλαβε σταδιακά τα πάντα, εκτός από τα γράμματα στους κίτρινους φακέλους που έρχονταν πότε πότε και που η Άλμα τα εξαφάνιζε μεμιάς. Αυτά είχε λάβει οδηγίες να μην τα αγγίζει.
   Στον εγγονό της χάριζε τις αναμνήσεις της μία μία, με τσιγκουνιά, για να τον κρατάει απασχολημένο όσο περισσότερο γινόταν, γιατί φοβόταν πως, αν κάποια στιγμή κουραζόταν να περιτριγυρίζει την Ιρίνα, εκείνο το χειρόγραφο για το οποίο γινόταν τόσος λόγος θα επέστρεφε και πάλι ξεχασμένο σε κανένα συρτάρι κι εκείνη θα έβλεπε τον νεαρό πολύ πιο αραιά. Η παρουσία της Ιρίνα ήταν απαραίτητη στις συναντήσεις με τον Σεθ, γιατί διαφορετικά εκείνος χαζολογούσε αφηρημένος, περιμένοντάς την. Η Άλμα γελούσε μονάχη της σκεφτόμενη τις αντιδράσεις της οικογένειας, εάν ο Σεθ, ο δελφίνος των Μπελάσκο, ζευγάρωνε με μια μετανάστρια που επιβίωνε φροντίζοντας γέρους και πλένοντας σκυλιά. Εκείνη μάλλον το καλόβλεπε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, γιατί η Ιρίνα ήταν πιο έξυπνη από τις περισσότερες περιστασιακές φιλενάδες του Σεθ με τα λυγερά κορμιά. Ήταν, όμως, ένα διαμάντι ακατέργαστο, που χρειαζόταν γυάλισμα. Βάλθηκε λοιπόν να της προσδώσει μια πατίνα κουλτούρας, πηγαίνοντάς τη σε κονσέρτα και μουσεία, δίνοντάς της να διαβάσει βιβλία για ενηλίκους αντί για εκείνα τα παράλογα αφηγήματα που μιλούσαν για φανταστικούς κόσμους και υπερφυσικά πλάσματα και που τόσο της άρεσαν, και μαθαίνοντάς της τρόπους, όπως, ας πούμε, τη σωστή χρήση των σερβίτσιων στο τραπέζι. Πράγματα που η Ιρίνα δεν είχε δει ποτέ της απ' τους χωρικούς παππούδες της στη Μολδαβία, αλλά ούτε και από την αλκοολική μητέρα της στο Τέξας. Ήταν όμως έξυπνο κορίτσι κι ευγνωμονούσε την Άλμα. Θα ήταν εύκολο τελικά να την κάνει πιο εκλεπτυσμένη, ενώ συγχρόνως θα ήταν και ένας διακριτικός τρόπος να της ξεπληρώσει το γεγονός πως είχε φέρει τον Σεθ στο Σπίτι του Κορυδαλλού.
 

   [...] Το 2013 η Ιρίνα Μπαζίλι γιόρτασε με μπόλικα γλυκά με κρέμα και δύο φλιτζάνια ζεστό κακάο την τρίτη επέτειο της δουλειάς της με την Άλμα Μπελάσκο. Όλο αυτό το διάστημα είχε καταφέρει να τη γνωρίσει καλά, αν και υπήρχαν μυστήρια στη ζωή αυτής της γυναίκας που ούτε εκείνη ούτε ο Σεθ δεν είχαν διαλευκάνει, εν μέρει επειδή ακόμα δεν το είχαν προσπαθήσει στα σοβαρά. Μέσα από τα περιεχόμενα των μπαούλων της Άλμα, που εκείνη έπρεπε να βάλει σε τάξη, αποκαλύπτονταν οι Μπελάσκο. Έτσι γνώρισε η Ιρίνα τον Ισαάκ, με την αυστηρή, γαμψή του μύτη και το καλοκάγαθο βλέμμα· τις κόρες του Σάρα και Μάρθα, άσχημες και πολύ καλοντυμένες· τον Ναθάνιελ μικρό, αδύνατο και με ύφος ανθρώπου ανυπεράσπιστου· αργότερα, όταν ήταν ένας λεπτός και πολύ όμορφος νεαρός και τέλος λαξεμένο από τη σμίλη της αρρώστιας.  Είδε τη μικρή Άλμα που μόλις είχε έρθει στην Αμερική· την εικοσάχρονη νεαρή στη Βοστώνη, τότε που σπούδαζε Καλές Τέχνες, με μαύρο μπερέ και αδιάβροχη καμπαρντίνα, το ανδρικό στιλ που υιοθέτησε αφού ξεφορτώθηκε τα ρούχα που της είχε δώσει η θεία Λίλιαν και που ποτέ δεν της άρεσαν· ως μητέρα, καθισμένη στην πέργκολα του κήπου στο Σι Κλιφ, με τον γιο της Λάρι τριών μηνών στην αγκαλιά της και τον άντρα της όρθιο πίσω, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στον ώμο της, σαν βασιλικό ζεύγος που πόζαρε για πορτρέτο. Απ' όταν ήταν μικρή μάντευε κανείς τι είδους γυναίκα θα γινόταν η Άλμα· επιβλητική, με την άσπρη της τούφα, το στόμα ελαφρώς σφιγμένο και τους μαύρους κύκλους της ακολασίας κάτω απ' τα μάτια. Η Ιρίνα έπρεπε να βάλει τις φωτογραφίες με χρονολογική σειρά στα άλμπουμ, σύμφωνα με τις οδηγίες της Άλμα, που δε θυμόταν πάντα το πού και το πότε είχαν τραβηχτεί. Πέρα από το πορτρέτο του Ιτσιμέι Φουκούντα, στο διαμέρισμά της υπήρχε μόνο άλλη μία κορνιζαρισμένη φωτογραφία: η οικογένεια στο σαλόνι του Σι Κλιφ, όταν η Άλμα γιόρταζε τα πενήντα της χρόνια. Οι άντρες φορούσαν σμόκιν και οι γυναίκες μακριές τουαλέτες, η Άλμα από μαύρο σατέν, αγέρωχη σαν χήρα βασίλισσα, και η νύφη της η Ντόρις, χλωμή και κουρασμένη, με ένα φόρεμα από γκρίζο μετάξι, με πιέτες μπροστά, για να κρύβει τη δεύτερη εγκυμοσύνη της· περίμενε την κόρη της, την Πολίν. Ο Σεθ, ενάμιση έτους, στεκόταν όρθιος, γαντζωμένος με το ένα χέρι από το φόρεμα της γιαγιάς του και με το άλλο από το αυτί ενός κόκερ σπάνιελ.
   Όλο εκείνο τον καιρό που ήταν μαζί, η σχέση ανάμεσα στις δύο γυναίκες έμοιαζε με σχέση θείας - ανιψιάς. Είχαν ταιριάξει στις συνήθειές τους και μπορούσαν να μοιράζονται επί ώρες τον περιορισμένο χώρο του διαμερίσματος δίχως να μιλούν ή να κοιτάζονται, απορροφημένη η καθεμιά στα δικά της. Και οι δύο χρειάζονταν η μία την άλλη. Η Ιρίνα θεωρούσε προνόμιο το γεγονός ότι απολάμβανε την εμπιστοσύνη και τη στήριξη της Άλμα, ενώ εκείνη από την πλευρά της εκτιμούσε πολύ την αφοσίωση της κοπέλας. Την κολάκευε το ενδιαφέρον της Ιρίνα για το παρελθόν της. Εξαρτιόταν από εκείνη για θέματα πρακτικά και για να διατηρεί την αυτονομία της. Ο Σεθ τής είχε προτείνει, όταν θα έφτανε η στιγμή που θα χρειαζόταν ιδιαίτερη φροντίδα, να επέστρεφε στο σπίτι της οικογένειας στο Σι Κλιφ ή να προσλάμβανε μια μόνιμη βοηθό στο διαμέρισμά της· άλλωστε δεν της έλειπαν τα χρήματα για κάτι τέτοιο. Η Άλμα σύντομα θα έκλεινε τα ογδόντα δύο και σκόπευε να ζήσει άλλα δέκα χρόνια χωρίς αυτού του είδους τη φροντίδα και χωρίς να εκχωρήσει σε κανέναν το δικαίωμα να αποφασίζει για λογαριασμό της.
   "Κι εγώ φοβόμουν την εξάρτηση από τους άλλους, Άλμα, αλλά τελικά συνειδητοποίησα πως δεν είναι και τόσο κακό πράγμα. Συνηθίζει κανείς και χαίρεται για τη βοήθεια που έχει. Εγώ δεν μπορώ να ντυθώ ή να πλυθώ μόνη μου, δυσκολεύομαι να βουρτσίσω τα δόντια μου και να κόψω το κοτόπουλο στο πιάτο μου, αλλά ποτέ δεν ήμουν πιο ευχαριστημένη απ' ό,τι τώρα", της είπε η Κάθριν Χοπ, που είχε καταφέρει να γίνει φίλη της.
   "Γιατί, Κάθι;" τη ρώτησε η Άλμα.
   "Γιατί έχω ελεύθερο χρόνο και για πρώτη φορά στη ζωή μου κανείς δεν περιμένει τίποτε από μένα. Δε χρειάζεται να αποδείξω τίποτα, δεν τρέχω όλη την ώρα, η κάθε μέρα είναι ένα δώρο και το απολαμβάνω όσο περισσότερο γίνεται".
   Αν η Κάθριν Χοπ ήταν ακόμα σ' ετούτο τον κόσμο, το χρωστούσε στην άγρια αποφασιστικότητά της και στα θαύματα της χειρουργικής· ήξερε τι σήμαινε να ζεις ως ανάπηρη και με μόνιμους πόνους. Εκείνη δε βρέθηκε σταδιακά να εξαρτάται από τους άλλους, όπως γίνεται συνήθως, παρά από τη μια μέρα στην άλλη, εξαιτίας ενός στραβοπατήματος. Καθώς ανέβαινε σ' ένα βουνό, έπεσε και βρέθηκε παγιδευμένη ανάμεσα σε δυο βράχια, με τα πόδια και τη λεκάνη θρυμματισμένα. Η διάσωσή της ήταν ένα έργο ηρωικό, που παρουσιάστηκε ολόκληρο στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων, καθώς το κινηματογράφησαν από αέρος. Το ελικόπτερο βοήθησε στο να καταγραφούν από μακριά οι δραματικές σκηνές, αλλά δεν μπόρεσε να πλησιάσει στο βαθύ φαράγγι, όπου κειτόταν εκείνη σε κατάσταση σοκ και με μεγάλη αιμορραγία. Έπειτα από μία μέρα και μία νύχτα, δύο ορειβάτες κατάφεραν να κατεβούν ακολουθώντας ένα τολμηρό σχέδιο, που παραλίγο να τους κοστίσει τη ζωή, και την ανέσυραν με σκοινιά. Την πήγαν σε ένα νοσοκομείο που ειδικευόταν στους τραυματίες πολέμου, όπου άρχισε το έργο της ανάταξης των αμέτρητων σπασμένων οστών της. Συνήλθε από το κώμα ύστερα από δύο μήνες, και αφού ζήτησε να δει την κόρη της, δήλωσε πως ένιωθε ευτυχισμένη που ήταν ζωντανή. Την ίδια εκείνη μέρα ο Δαλάι Λάμα τής είχε στείλει από την Ινδία μία κάτα, το λευκό μαντίλι με την ευλογία του. Ύστερα από δεκατέσσερις φρικτές επεμβάσεις και χρόνια κοπιώδους αποκατάστασης, η Κάθι έπρεπε να αποδεχτεί ότι δε θα ξαναπερπατούσε. "Η πρώτη μου ζωή τελείωσε, τώρα αρχίζει η δεύτερη. Είναι φορές που θα με δεις θλιμμένη ή και απελπισμένη, αλλά μη δίνεις σημασία, δε θα κρατήσει για πολύ", είπε στην κόρη της. Ο βουδισμός ζεν και η συνήθεια μιας ολόκληρης ζωής να κάνει διαλογισμό τής έδιναν ένα μεγάλο πλεονέκτημα υπό τις παρούσες συνθήκες, γιατί υπέμενε την ακινησία, που θα είχε τρελάνει οποιαδήποτε άλλη γυναίκα τόσο αθλητική και δραστήρια όπως εκείνη, και κατάφερε να αντιμετωπίσει με θετικό πνεύμα την απώλεια του εδώ και πολλά χρόνια συντρόφου της, που δε φάνηκε τόσο γενναίος όσο εκείνη μπροστά στην τραγωδία και την εγκατέλειψε. Ανακάλυψε επίσης ότι μπορούσε να ασκεί την ιατρική ως σύμβουλος χειρουργικής, από ένα στούντιο με τηλεοπτικές κάμερες συνδεδεμένες με το χειρουργείο, αλλά η φιλοδοξία της ήταν να δουλεύει με ασθενείς πρόσωπο με πρόσωπο, όπως έκανε πάντα. Όταν επέλεξε να ζήσει στο δεύτερο επίπεδο στο Σπίτι του Κορυδαλλού, έκανε μια δυο βόλτες συζητώντας με τους ανθρώπους που θα ήταν στο εξής η καινούργια της οικογένεια και διαπίστωσε ότι θα είχε και με το παραπάνω ευκαιρίες να ασκήσει το επάγγελμά της. Την πρώτη κιόλας εβδομάδα της εισαγωγής της κατέστρωσε σχέδια για το στήσιμο μιας δωρεάν κλινικής πόνου, προοριζόμενης να ανακουφίσει εκείνους που έπασχαν από χρόνιες ασθένειες, καθώς και ενός ιατρείου όπου θα αντιμετωπίζονταν ελαφρά περιστατικά. Στο Σπίτι του Κορυδαλλού υπήρχαν εξωτερικοί γιατροί· η Κάθριν Χοπ τούς έπεισε ότι δε θα τους ανταγωνιζόταν, παρά θα αλληλοσυμπληρώνονταν μάλλον. Ο Χανς Βόιτ τής διέθεσε μία αίθουσα για την κλινική και πρότεινε στο διοικητικό συμβούλιο του Σπιτιού του Κορυδαλλού να της καταβάλλουν μισθό, αλλά εκείνη προτίμησε να μην της παίρνουν χρήματα για την εκεί διαμονή της -μια συμφωνία συμφέρουσα και για τις δύο πλευρές. Γρήγορα η Κάθι -όπως τη φώναζαν- έγινε η μητέρα που υποδεχόταν τους νεοφερμένους, άκουγε τις εκμυστηρεύσεις, παρηγορούσε τους θλιμμένους, καθοδηγούσε τους ετοιμοθάνατους και μοίραζε σε όλους μαριχουάνα. Οι μισοί από τους τροφίμους είχαν ιατρική συνταγή για τη χρήση της και η Κάθι, που τη διένεμε στην κλινική της, ήταν γενναιόδωρη μ' εκείνους που δεν είχαν συνταγή ούτε χρήματα για να την αγοράσουν λαθραία· δεν ήταν ασυνήθιστο το να βλέπει κανείς ολόκληρη ουρά από ασθενείς μπροστά απ' την πόρτα της, που περίμεναν να πάρουν το χόρτο σε διάφορες μορφές του, ακόμα και σε νόστιμα μπισκότα ή καραμέλες. Ο Χανς Βόιτ δεν παρενέβαινε· γιατί να στερήσει απ' τους ανθρώπους του μια αθώα ανακούφιση; Ζητούσε μόνο να μην καπνίζουν στους διαδρόμους και στους κοινόχρηστους χώρους, γιατί αφού απαγορευόταν το κάπνισμα εν γένει, δε θα ήταν δίκαιο να επιτρέπεται η μαριχουάνα. Πάντα, όμως, περνούσε λίγος καπνός απ' τις σωληνώσεις της θέρμανσης ή του κλιματισμού και πότε πότε τα κατοικίδια κυκλοφορούσαν παραζαλισμένα.

   Στο Σπίτι του Κορυδαλλού η Ιρίνα ένιωθε ασφαλής για πρώτη φορά μέσα σε δεκατέσσερα χρόνια. Από τότε που είχε έρθει στις Ηνωμένες Πολιτείες, ποτέ άλλοτε δεν είχε μείνει τόσο καιρό στο ίδιο μέρος. Ήξερε πως η ηρεμία δε θα διαρκούσε πολύ και απολάμβανε εκείνη την ανάπαυλα στη ζωή της. Δεν ήταν όλα ειδυλλιακά, αλλά συγκρινόμενα με τα προβλήματα του παρελθόντος, αυτά του παρόντος τής φάνταζαν ασήμαντα. Έπρεπε να βγάλει τους φρονιμίτες της, αλλά η ασφάλειά της δεν κάλυπτε οδοντιατρικές εργασίες. Ήξερε ότι ο Σεθ Μπελάσκο ήταν ερωτευμένος μαζί της και ότι θα δυσκολευόταν ολοένα και περισσότερο να τον κρατάει σε απόσταση χωρίς να χάσει την πολύτιμη φιλία του. Ο Χανς Βόιτ, που πάντα ήταν χαλαρός και εγκάρδιος, τους τελευταίους μήνες είχε γίνει τόσο γκρινιάρης ώστε κάποιοι απ' τους τροφίμους συναντιόνταν κρυφά για να βρουν τρόπο να τον διώξουν χωρίς να τον προσβάλουν· η Κάθριν Χοπ πίστευε ότι έπρεπε να του δώσουν λίγο χρόνο και για την ώρα υπερίσχυε η γνώμη της. Ο διευθυντής είχε χειρουργηθεί δύο φορές για αιμορροΐδες, με αμφίβολα αποτελέσματα, κι αυτό τον είχε κάνει δύστροπο. Το πιο άμεσο πρόβλημα της Ιρίνα ήταν μια εισβολή ποντικιών στο παλιό, ξεχαρβαλωμένο σπίτι του Μπέρκλεϊ όπου έμενε. Τα άκουγε να ξύνουν ανάμεσα στους φθαρμένους τοίχους και κάτω απ' το παρκέ. Οι υπόλοιποι ένοικοι, έπειτα από παραίνεση του Τιμ, του συνεργάτη της, αποφάσισαν να στήσουν παγίδες, γιατί τους φαινόταν απάνθρωπο να τα δηλητηριάσουν. Η Ιρίνα υποστήριξε ότι οι παγίδες είναι εξίσου απάνθρωπες, με το επιπλέον μειονέκτημα ότι κάποιος θα πρέπει να μαζεύει τα πτώματα, αλλά δεν της έδωσαν σημασία. Ένα μικρό τρωκτικό πιάστηκε ζωντανό σε μία από τις παγίδες και το έσωσε ο Τιμ, που το λυπήθηκε και το έδωσε στην Ιρίνα. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που τρέφονται με λαχανικά και καρύδια, επειδή δεν αντέχουν να κάνουν κακό σε ζώο, πόσο μάλλον να διαπράξουν τη βαρβαρότητα να το μαγειρέψουν. Κι έπεσε στην Ιρίνα το καθήκον να δέσει το πληγωμένο πόδι του ποντικιού, να το βάλει σε ένα συρτάρι με μπαμπάκια και να το φροντίζει, μέχρι που του πέρασε η τρομάρα, μπόρεσε να περπατήσει και γύρισε κοντά στους δικούς του.
   Κάποιες από τις υποχρεώσεις της στο Σπίτι του Κορυδαλλού τη δυσαρεστούσαν, όπως η γραφειοκρατία των ασφαλιστικών εταιρειών, οι τσακωμοί με κάποιους συγγενείς τροφίμων που διαμαρτύρονταν για ανοησίες προκειμένου να ελαφρώσουν λιγάκι τη συνείδησή τους επειδή τους είχαν εγκαταλείψει, καθώς και τα υποχρεωτικά μαθήματα χρήσης υπολογιστή, γιατί μόλις μάθαινε κάτι, η τεχνολογία έκανε ένα άλμα μπροστά κι εκείνη έμενε πάλι πίσω. Από τους ανθρώπους που ήταν υπ' ευθύνη της δεν είχε παράπονα. Όπως της το 'χε υποσχεθεί η Κάθι τη μέρα που πρωτοπήγε στο Σπίτι του Κορυδαλλού, εκεί δε θα έπληττε ποτέ. "Άλλο πράγμα να είσαι ηλικιωμένος και άλλο γέρος. Το θέμα δεν είναι πόσων χρόνων είσαι, αλλά η κατάσταση της σωματικής και πνευματικής σου υγείας", της εξήγησε η Κάθι. "Οι ηλικιωμένοι μπορούν να διατηρούν την ανεξαρτησία τους, ενώ οι γέροντες χρειάζονται κάποιον να τους βοηθά και να τους προσέχει, μέχρι που κάποια στιγμή καταλήγουν να είναι σαν τα μωρά". Η Ιρίνα μάθαινε πολλά, τόσο από τους ηλικιωμένους όσο και από τους γέρους, καθώς ήταν σχεδόν όλοι τους το ίδιο συναισθηματικοί, διασκεδαστικοί και δίχως φόβο μην τυχόν και γελοιοποιηθούν. Γελούσε μαζί τους και κάποιες φορές έκλαιγε γι' αυτούς. Σχεδόν όλοι τους είχαν ενδιαφέρουσες ζωές -ή τις επινοούσαν. Αν έδειχναν σαν χαμένοι, αυτό οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι δεν άκουγαν καλά. Η Ιρίνα φρόντιζε να μην τους τελειώνουν οι μπαταρίες στα ακουστικά. "Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα όταν γερνάει κανείς;" τους ρωτούσε. Δε σκέφτονταν την ηλικία τους, απαντούσαν εκείνοι. Πρώτα ήταν έφηβοι, μετά πάτησαν τα τριάντα, τα πενήντα, τα εξήντα, δίχως να σκέφτονται τα χρόνια· γιατί να το κάνουν τώρα; Κάποιοι περιορίζονταν πολύ από τη φυσική τους κατάσταση, δυσκολεύονταν να περπατήσουν ή να κινηθούν, αλλά δεν ήθελαν να πάνε και πουθενά. Άλλοι ήταν αφηρημένοι, σαν χαμένοι, κι όλο ξεχνούσαν, αλλά αυτό αναστάτωνε περισσότερο εκείνους που τους φρόντιζαν και τους συγγενείς τους παρά τους ίδιους. Η Κάθριν Χοπ επέμενε ότι οι τρόφιμοι του δεύτερου και του τρίτου επιπέδου έπρεπε να παραμένουν δραστήριοι, και δουλειά της Ιρίνα ήταν να τους κινεί το ενδιαφέρον, να τους διασκεδάζει, να τους κρατάει σε επαφή με το παρόν. "Σε κάθε ηλικία χρειάζεται να έχεις ένα σκοπό στη ζωή σου. Είναι η καλύτερη θεραπεία για πολλές παθήσεις", υποστήριζε η Κάθι. Στη δική της περίπτωση, ο σκοπός ήταν πάντα να βοηθάει τους άλλους κι αυτό δεν άλλαξε μετά το ατύχημα.
   Τις Παρασκευές τα πρωινά, η Ιρίνα συνόδευε τους πιο παθιασμένους από τους τροφίμους που πήγαιναν να διαδηλώσουν, για να τους προσέχει μη τυχόν και το παρακάνουν. Συμμετείχε επίσης στις αγρύπνιες για ευγενείς σκοπούς και στην ομάδα πλεξίματος· όλες οι γυναίκες που ήταν σε θέση να χειριστούν βελόνες, εκτός από την Άλμα Μπελάσκο, έπλεκαν γιλέκα για τους Σύριους πρόσφυγες. Το πιο συχνό θέμα ήταν η ειρήνη. Διαφωνίες προέκυπταν για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα εκτός απ' αυτό. Στο Σπίτι του Κορυδαλλού υπήρχαν διακόσιοι σαράντα τέσσερις απογοητευμένοι Δημοκρατικοί· είχαν ψηφίσει υπέρ της επανεκλογής του Μπαράκ Ομπάμα, αλλά τον επέκριναν ως αναποφάσιστο, επειδή δεν είχε κλείσει τη φυλακή του Γκουαντάναμο, επειδή απέλαυνε τους μετανάστες από τη Λατινική Αμερική, για τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη... με λίγα λόγια, υπήρχαν και με το παραπάνω λόγοι για να στέλνει κανείς επιστολές στον Πρόεδρο και στο Κονγκρέσο. Οι πέντ' έξι Ρεπουμπλικανοί φρόντιζαν να μη λένε τη γνώμη τους φωναχτά.
   Επίσης ευθύνη της Ιρίνα ήταν να τους διευκολύνει να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Πολλοί γέροντες, που κουβαλούσαν μια θρησκευτική παράδοση, κατέφευγαν σ' αυτήν, κι ας είχαν περάσει εξήντα χρόνια αρνούμενοι τον Θεό. Άλλοι αναζητούσαν παρηγοριά σε πνευματικές και ψυχολογικές εναλλακτικές της Εποχής του Υδροχόου (1). Η Ιρίνα τούς έβρισκε συνεχώς καθοδηγητές και δασκάλους για βαθύ διαλογισμό, επαφή με το θείο, μελέτη του Ι Τσίνγκ (2), καλλιέργεια της διαίσθησης, καββάλα, αποκρυφιστικά ταρό, ανιμισμό, μετενσάρκωση, ψυχική αντίληψη, συμπαντική ενέργεια και εξωγήινη ζωή. Εκείνη ήταν υπεύθυνη για τη διοργάνωση των θρησκευτικών εορτών, ένα ποτ πουρί από τελετές διαφόρων δογμάτων, έτσι που κανείς να μη νιώθει αποκλεισμένος. Κατά το θερινό ηλιοστάσιο πήγαινε μια ομάδα από ηλικιωμένες στα κοντινά δάση όπου χόρευαν κύκλιους χορούς χτυπώντας ντέφια, ξυπόλυτες και στεφανωμένες με λουλούδια. Οι δασοφύλακες τις γνώριζαν και προσφέρονταν να τις βγάλουν φωτογραφίες αγκαλιασμένες με τα δέντρα, ενώ μιλούσαν στη Γαία -τη μητέρα γη- και στους νεκρούς τους. Η Ιρίνα σταμάτησε να τις κοροϊδεύει από μέσα της όταν άκουσε τις φωνές των παππούδων της στον κορμό μιας σεκόιας, ενός από κείνα τα γιγάντια, χιλιετή δέντρα που ενώνουν τον κόσμο μας με τον κόσμο των πνευμάτων, όπως της εξήγησαν οι ογδοηκονταετείς χορεύτριες. Ο Κοστέα και η Πετρούτα δεν ήταν καλοί συνομιλητές όσο βρίσκονταν εν ζωή· εξίσου χάλια ήταν και δια μέσου της σεκόιας, αλλά τα λίγα που της είπαν έπεισαν την εγγονή τους ότι την πρόσεχαν πάντα. Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, η Ιρίνα αυτοσχεδίαζε διοργανώνοντας τελετές σε κλειστό χώρο, γιατί η Κάθι την είχε προειδοποιήσει για τις πνευμονίες που θα προέκυπταν αν το γιόρταζαν μες στην υγρασία, στο χιόνι και στον άνεμο του δάσους.
   Ο μισθός απ' το Σπίτι του Κορυδαλλού μόλις και μετά βίας θα έφτανε για να ζήσει ένας φυσιολογικός άνθρωπος, αλλά ήταν τόσο ταπεινές οι φιλοδοξίες και τόσο περιορισμένες οι ανάγκες της Ιρίνα, που πότε πότε της περίσσευαν χρήματα. Με όσα έβγαζε επιπλέον από το μπανιάρισμα σκύλων και από τη δουλειά της ως βοηθού της Άλμα, που πάντα έψαχνε λόγους για να της δώσει παραπάνω χρήματα, ένιωθε πλούσια. Το Σπίτι του Κορυδαλλού είχε γίνει σπίτι της και οι τρόφιμοι, με τους οποίους μοιραζόταν την καθημερινότητά της, είχαν αντικαταστήσει τους παππούδες της. Τη συγκινούσαν εκείνοι οι αργοκίνητοι, αδέξιοι, αδύναμοι, φιλάσθενοι γέροντες... Αντιμετώπιζε με μια ανεξάντλητη καλή διάθεση τα προβλήματά τους, δεν την πείραζε να επαναλαμβάνει χίλιες φορές την ίδια απάντηση στην ίδια ερώτηση, της άρεσε να σπρώχνει αναπηρικά καροτσάκια, να τους ενθαρρύνει, να τους βοηθάει, να τους παρηγορεί. Έμαθε να κατευνάζει τις βίαιες παρορμήσεις τους, που κάποιες φορές ενέσκηπταν σαν περαστικές καταιγίδες, και δεν την τρόμαζε η τσιγκουνιά ή η μανία καταδίωξης που κυρίευε κάποιους ως συνέπεια της μοναξιάς. Προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαινε να κουβαλάς στην πλάτη σου τον χειμώνα, να νιώθεις ανασφάλεια σε κάθε βήμα, να σαστίζεις μπροστά στα λόγια που δεν άκουσες καλά, να έχεις την αίσθηση πως η υπόλοιπη ανθρωπότητα προχωράει πολύ βιαστικά και μιλάει πολύ γρήγορα· τι σήμαινε το κενό, η αδυναμία, η εξάντληση και η αδιαφορία ενώπιον όλων εκείνων που δεν τους αφορούσαν προσωπικά, συμπεριλαμβανομένων παιδιών και εγγονιών, που η απουσία τους δε βαραίνει πια όπως πρώτα και χρειάζεται να καταβάλεις προσπάθεια για να τους θυμηθείς. Ένιωθε τρυφερότητα για τις ρυτίδες, τα παραμορφωμένα τους δάχτυλα και τα θολωμένα τους μάτια. Φανταζόταν πώς θα γινόταν η ίδια όταν θα ήταν ηλικιωμένη, γριά.
   Η Άλμα Μπελάσκο δεν ανήκε σ' αυτή την κατηγορία. Εκείνη δε χρειαζόταν να τη φροντίζει, το αντίθετο μάλιστα, ένιωθε πως η άλλη τη φρόντιζε και χαιρόταν για τον ρόλο της απροστάτευτης ανιψιάς που της είχε αναθέσει. Η Άλμα ήταν πραγματίστρια, αγνωστικίστρια και κατά βάση άπιστη, καμία σχέση με κρυστάλλους, ζώδια ή ομιλούντα δέντρα. Κοντά της η Ιρίνα έβρισκε ανακούφιση για τις δικές της αβεβαιότητες. Ήθελε να γίνει σαν την Άλμα και να ζει σε μια πραγματικότητα που μπορούσε να τη χειριστεί κανείς, όπου τα προβλήματα είχαν αιτίες, αποτελέσματα και λύσεις, όπου δεν υπήρχαν τρομακτικά πλάσματα που παραμόνευαν στον ύπνο σου, ούτε ακόλαστοι εχθροί που καραδοκούσαν σε κάθε γωνία. Οι ώρες μαζί της ήταν πολύτιμες και ευχαρίστως θα δούλευε και δωρεάν. Μια φορά τής το πρότεινε μάλιστα. "Εμένα μου περισσεύουν χρήματα κι εσένα σου λείπουν. Ας μη μιλάμε άλλο γι' αυτό", αποκρίθηκε η Άλμα μ' εκείνο το αγέρωχο ύφος, που σπάνια χρησιμοποιούσε μαζί της.

Αλιέντε Ιζαμπέλ, Ο Ιάπωνας εραστής, (Μετφ. Βασιλική Κνήτου), εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2016

Σημειώσεις:
(1) Νέα εποχή στην οποία εισέρχεται ο κόσμος, σύμφωνα με τους αστρολόγους. (Σ.τ.Μ.)
(2) Ένα από τα αρχαία κλασικά κείμενα, στο οποίο έχουν τις ρίζες τους τόσο η φιλοσοφία του Λάο Τσε όσο και του Κομφούκιου. (Σ.τ.Μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: