Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

[ ΣΤΗΝ ΆΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ ]

   1845 - 1846
Απελεύθερος
   Η αυγή ξεκλείδωσε το πρωινό προσθέτοντας γκρίζο στο γκρίζο. Το σχοινί τεντώθηκε στη δέστρα. Το νερό πάφλαζε στα πλευρά του Κίνγκσταουν Πίερ. Κατέβηκε από τη σανιδόσκαλα. Είκοσι επτά χρονών. Με μαύρο πανωφόρι και μακρύ γκρίζο κασκόλ. Τα μαλλιά του φουντωτά, με χωρίστρα στη μέση.
   Το λιθόστρωτο υγρό. Τα χνότα των αλόγων άχνιζαν στη σεπτεμβριάτικη καταχνιά. Ο Ντάγκλας κουβάλησε μόνος το δερμάτινο μπαούλο του στην άμαξα που περίμενε: δεν είχε ακόμη συνηθίσει να τον περιμένουν.

   Είχε έρθει στην πατρίδα του Ιρλανδού εκδότη του, του Γουέμπ. Ένα τριώροφο σπίτι στην Οδό Γκρέιτ Μπράνσγουικ, έναν από τους καλύτερους δρόμους του Δουβλίνου. Παρέδωσε το μπαούλο του. Είδε έναν βαλέ να παλεύει με το βάρος του. Στην είσοδο οι υπηρέτες στέκονταν στη σειρά για να τον υποδεχτούν. 
   Κοιμήθηκε όλο το πρωί και το απομεσήμερο. Μια καμαριέρα ετοίμασε ζεστό μπάνιο σε μια βαθιά μεταλλική μπανιέρα. Το γέμισε με μια σκόνη που ανάδινε άρωμα κίτρου. Αποκοιμήθηκε και πάλι, ξύπνησε πανικόβλητος, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πετάχτηκε αστραπιαία από το νερό. Το χνάρι των υγρών του ποδιών στο κρύο πάτωμα. Η πετσέτα τραχιά στο σβέρκο του. Σκούπισε το ανάγλυφο του κορμιού του. Ήταν ευρύστερνος, μυώδης, με ύψος πάνω από ένα και ογδόντα πέντε.
   Κουδούνισμα μακρινής καμπάνας. Μυρωδιά τύρφης στην ατμόσφαιρα. Δουβλίνο. Τι παράξενο που βρισκόταν εδώ: υγρασία, χωματίλα, κρύο.
   Ένα γκονγκ ήχησε από τον κάτω όροφο. Ώρα για το δείπνο. Όρθιος μπροστά στο λαβομάνο, μπροστά στον καθρέφτη, ξυρίστηκε προσεκτικά, ίσιωσε τις ζάρες στο σακάκι του, έσφιξε τη γραβάτα του.
   Στο τελευταίο σκαλί, στην άκρη του διαδρόμου, στάθηκε για μια στιγμή λες κι είχε χάσει τον προσανατολισμό του, αβέβαιος ποια πόρτα να δρασκελίσει. Έσπρωξε μια ν' ανοίξει. Η κουζίνα ήταν γεμάτη ατμούς. Μια καμαριέρα αράδιαζε πιατέλες σ' ένα δίσκο. Τόσο ωχρή. Η εγγύτητά της του προκάλεσε ρίγος.
   "Από εδώ, κύριε", μουρμούρισε η κοπέλα και στριμώχτηκε στο κατώφλι για να περάσει εκείνος πρώτος.
   Τον οδήγησε κατά μήκος του διαδρόμου, του έκανε μια βαθιά υπόκλιση καθώς άνοιγε την πόρτα. Πορτοκαλιές, θεόρατες φλόγες στο περίτεχνο τζάκι. Βόμβος από φωνές. Καμιά δεκαριά άνθρωποι συγκεντρωμένοι εκεί για να τον γνωρίσουν: κουακέροι, μεθοδιστές, πρεσβυτεριανοί. Άνδρες με μαύρες βελάδες. Γυναίκες με μακριά φορέματα, απόμακρες και κομψές, με το σημάδι από τις κορδέλες του μπονέ τους ακόμη ευδιάκριτο στο μαλακό δέρμα κάτω από το πιγούνι τους. Χειροκρότησαν απαλά καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. Η νιότη του. Η αυτοκυριαρχία του. Έγειραν προς το μέρος του, θαρρείς για να διασφαλίσουν την άμεση εμπιστοσύνη του. Τους μίλησε για το μακρύ του ταξίδι από τη Βοστόνη στο Δουβλίνο, για το πώς τον υποχρέωσαν να αρκεστεί στην τρίτη θέση του ατμόπλοιου Κάμπρια, παρότι είχε προσπαθήσει να κλείσει εισιτήριο πρώτης θέσης. Αιμοσταγείς απειλές εκτοξεύτηκαν εναντίον του, Κάτω ο αράπης. Παραλίγο να έρθουν στα χέρια. Ο καπετάνιος παρενέβη, απείλησε ότι θα πετάξει τους λευκούς άντρες στη θάλασσα. Έτσι επιτράπηκε στον Ντάγκλας να κάνει βόλτες στο κατάστρωμα, ακόμη και να εκφωνήσει λόγο στους επιβάτες. Παρ' όλα αυτά, τη νύχτα ήταν υποχρεωμένος να κοιμάται στο υπογάστριο του κύτους.
   Οι ακροατές κατένευσαν σοβαρά, έσφιξαν για δεύτερη φορά το χέρι του, είπαν πως ήταν εξαίρετο παράδειγμα, ένας καλός χριστιανός. Τον οδήγησαν στην τραπεζαρία. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με λεπτεπίλεπτα μαχαιροπίρουνα και σερβίτσια. Ένας εφημέριος σηκώθηκε για να απαγγείλει την προσευχή. Το φαγητό ήταν έξοχο -αρνί με σάλτσα μέντας- αλλά μετά βίας μπορούσε να φάει. Αργόπινε από το ποτήρι του νερού, διαπιστώνοντας ότι ένιωθε εξαντλημένος.
   Τον κάλεσαν να βγάλει λόγο: για την εποχή που ήταν σκλάβος, που κοιμόταν πάνω στο χώμα σε μια τρώγλη, που γλιστρούσε μέσα σ' έναν αλευρόσακο για να γλιτώσει από το κρύο, που έβαζε τα πόδια του μέσα στις στάχτες για λίγη ζέστη. Για το πώς είχε ζήσει με τη γιαγιά του για λίγο και μετά είχε πάει σε μια φυτεία. Παραβαίνοντας τον νόμο, είχε μάθει ανάγνωση, γραφή, ορθογραφία. Πώς είχε διαβάσει την Καινή Διαθήκη στους συντρόφους του, τους σκλάβους. Δραπέτευσε τρεις φορές. Απέτυχε δύο. Το έσκασε από το Μέριλαντ στα είκοσι χρόνια του. Έγινε άνθρωπος των γραμμάτων. Σήμερα ήταν εδώ για να πείσει τον λαό της Βρετανίας και της Ιρλανδίας να συμβάλουν ώστε να συντριβεί ο θεσμός της δουλείας μέσω της ειρηνικής πειθούς και της επίκλησης στην ηθική.
   Ήταν καλά εξασκημένος -είχε περάσει πάνω από τρία χρόνια δίνοντας δημόσιες διαλέξεις στην Αμερική- αλλά αυτοί εδώ ήταν ευυπόληπτοι άνθρωποι του Θεού και της αυτοκρατορίας σε μια ολότελα άγνωστη χώρα. Η υποχρέωση να κρατήσει αποστάσεις. Η ανάγκη να πει ακριβώς ό,τι εννοούσε. Να αποσαφηνίσει χωρίς συγκαταβατικότητα.
   Η νευρικότητα παραλύει τη ραχοκοκαλιά του. Τα χέρια του ιδρώνουν. Η καρδιά του σφυροκοπά. Δεν θέλει να υπερβάλει -ούτε να συγκαλύψει. Δεν είναι, το γνωρίζει, ο πρώτος μαύρος που αποβιβάζεται στην Ιρλανδία για να μιλήσει στο κοινό. Ο Ρίμοντ έχει έρθει εδώ πριν από εκείνον. Και ο Εκουιάνο επίσης. Οι Ιρλανδοί υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας είναι πασίγνωστοι για τη ζέση τους. Στο κάτω κάτω της γραφής, κατάγονται από τη χώρα του Ο' Κόνελ. Του μεγάλου απελευθερωτή.  Λέγεται ότι διψούν για δικαιοσύνη. Θα είναι ανοιχτοί στα λόγια του. 
   Οι καλεσμένοι παρακολουθούν λες και μπροστά τους καλπάζει μια άμαξα, μια άμαξα που θα μπορούσε ωστόσο ξαφνικά να ανατραπεί. Σταγόνες ιδρώτα κατρακυλούν ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Διαπιστώνει ότι κομπιάζει. Καμπυλώνει την παλάμη του, βήχει μέσα της, σφουγγίζει το μέτωπό του μ' ένα μαντίλι. Είχε χαρίσει στον εαυτό του την ελευθερία, είπε, αλλά παρέμενε κτήμα κάποιου άλλου. Εμπόρευμα. Κινητό. Προϊόν συμφώνως προς τον νόμο. Οποτεδήποτε θα μπορούσε να επιστραφεί στον αφέντη του. Η ίδια η λέξη ήταν επιθετική. Ήθελε να τη σπάσει, να την καταστρέψει. Massah (1). Είχαν κάθε δικαίωμα να τον μαστιγώσουν, να βεβηλώσουν τη γυναίκα του, να πουλήσουν τα παιδιά του. Στην Αμερική υπήρχαν ακόμη εκκλησίες που υποστήριζαν το σύστημα της δουλοκτησίας: ανεξίτηλη κηλίδα στο χριστιανικό πνεύμα. Ακόμη και στη Μασαχουσέτη εξακολουθούσαν να τον κυνηγούν στον δρόμο, να τον χτυπούν, να τον φτύνουν.
   Είχε έρθει, είπε, ελπίζοντας να δει έστω και ένα καπέλο να υψώνεται υπέρ της κατάργησης της δουλείας, όμως αυτό το καπέλο θα άνοιγε τις πύλες του ουρανού. Δεν θα πορευόταν πια στη ζωή σαν σκλάβος.
   "Μπράβο", φωνάζει ένας ηλικιωμένος.
   Ξεσπάει ένας διστακτικός γύρος χειροκροτημάτων. Ένας νεαρός κληρικός ορμάει να σφίξει το χέρι του Ντάγκλας.
   "Γεια στο στόμα σου!"
   Η επιδοκιμασία καλπάζει στο δωμάτιο. Η καμαριέρα με το μαύρο φόρεμα χαμηλώνει τα μάτια. Μετά από τσάι και μπισκότα στο σαλόνι ο Ντάγκλας ανταλλάσσει χειραψία με τους άνδρες, ζητάει ευγενικά συγγνώμη. Οι γυναίκες έχουν συγκεντρωθεί στη βιβλιοθήκη. Χτυπάει την πόρτα, μπαίνει επιφυλακτικά, κάμπτει ελαφρά τη μέση, τις καληνυχτίζει. Καθώς απομακρύνεται, τις ακούει να ψιθυρίζουν. 
   Ο Γουέμπ τον οδηγεί από τη στριφογυριστή σκάλα στον πάνω όροφο, υπό το φως ενός κεριού μέσα σε ραβδωτό γυαλί. Οι σκιές τους πέφτουν ακανόνιστα στην ξυλεπένδυση. Ένα λαβομάνο. Ένα γραφείο. Ένα δοχείο νυκτός. Ένα κρεβάτι με μπρούντζινο κεφαλάρι. Ανοίγει το μπαούλο του, βγάζει μια γκραβούρα της γυναίκας και των παιδιών του και την τοποθετεί πλάι στο κρεβάτι.
   "Είναι τιμή που σας έχω στο σπίτι μου", λέει ο Γουέμπ από την πόρτα.
   Ο Ντάγκλας σκύβει να φυσήξει το κερί. Δύσκολα τον παίρνει ο ύπνος. Η θάλασσα κινείται ακόμη γύρω του.

   Το πρωί ο Γουέμπ τον συνοδεύει σ' έναν περίπατο με την άμαξα. Θέλει να του δείξει την πόλη. Ο Ντάγκλας κάθεται στο πλάι του, μπροστά στην ξύλινη σανίδα, εκτεθειμένος στον καιρό.
   Στην πρώτη ματιά οι δρόμοι είναι καθαροί, οι διαβάτες νωχελικοί. Προσπερνούν μια ψηλή γκρίζα εκκλησία. Μια σειρά νοικοκυρεμένα μαγαζάκια. Καλοσχεδιασμένα, ολόισια κανάλια. Οι πόρτες μπογιατισμένες με ζωηρά χρώματα. Κάνουν στροφή και μπαίνουν στην πόλη, περνούν από το Πανεπιστήμιο, το Κοινοβούλιο, διασχίζουν τις αποβάθρες, κατευθύνονται προς το Τελωνείο. Λίγο πιο πέρα η πόλη αρχίζει ν' αλλάζει. Οι δρόμοι στενεύουν. Οι λακκούβες βαθαίνουν. Σύντομα η βρομιά ξαφνιάζει. Ο Ντάγκλας δεν έχει ξαναδεί κάτι τέτοιο, ούτε καν στη Βοστόνη. Βουνά από σκουπίδια στοιβαγμένα στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Η άμαξα τσαλαβουτάει σε δύσοσμες λιμνούλες. Άνδρες κοίτονται ημιαναίσθητοι πλάι στα κάγκελα των δημόσιων κοιτώνων. Γυναίκες κυκλοφορούν ντυμένες με κουρέλια, ή μάλλον κάτι περισσότερο: κουρέλια οι ίδιες. Παιδιά τρέχουν ξυπόλυτα. Ρημαγμένα γερόντια κρυφοκοιτάζουν πίσω από τις γρίλιες.  Τζάμια σκονισμένα και σπασμένα. Αρουραίοι τινάζονται σαν σαΐτες μέσα από τα σοκάκια. Το κουφάρι ενός γαϊδάρου κείτεται τουμπανιασμένο στην αυλή ενός σπιτιού. Αγέλες αποσκελετωμένων σκυλιών. Παντού αποφορά μαύρης μπίρας. Μια νεαρή ζητιάνα τραγουδάει με κουρασμένη φωνή ένα σκοπό: η μπότα ενός αστυνομικού βυθίζεται άγρια στα πλευρά της και την απομακρύνει. Σωριάζεται στο διπλανό κιγκλίδωμα, στηρίζεται πάνω του γελώντας.
   Oι Ιρλανδοί δεν μπορούν να βάλουν σε τάξη τον εαυτό τους, σκέφτεται. Η άμαξα πηγαίνει από γωνία σε γωνία, αλλάζοντας κάθε τόσο πορεία, γκρίζα πάνω στο γκρίζο. Αρχίζει να ψιλοβρέχει. Οι δρόμοι έχουν γίνει λάσπη, οι λακκούβες βαθαίνουν ακόμη περισσότερο. Ο ήχος ενός βιολιού σχίζεται από μια κραυγή.
   Ο Ντάγκλας νιώθει νευρικότητα με όσα βλέπει να εκτυλίσσονται γύρω του, αλλά κοιτάζει αχόρταγα, ρουφάει τα πάντα. Ο Γουέμπ κατεβάζει με βία το μαστίγιο στη ράχη του αλόγου. Επιστρέφουν τριποδίζοντας στην Οδό Σάκβιλ, αφήνουν πίσω τους τη Στήλη του Νέλσονα, κατευθύνονται προς τη γέφυρα, περνούν για άλλη μια φορά το ποτάμι.
   Η επιφάνεια του Λίφι είναι ρυτιδωμένη από τη βροχή. Μια μαούνα με χαμηλή καρίνα διαβαίνει αργά· έρχεται από το ζυθοποιείο. Ο άνεμος φυσάει ασταμάτητα, υγρός και αψύς, στις αποβάθρες. Ιχθυοπώλες σέρνουν στο λιθόστρωτο τα καροτσάκια τους, γεμάτα όστρακα που βρομούν.
   Μια παρέα κουρελιασμένων παιδιών πηδάει στο πλάι της άμαξας. Επτά - οκτώ παιδιά. Σκαρφαλώνουν πατώντας στις κινούμενες ρόδες και κρέμονται επικίνδυνα από τα ακροδάχτυλά τους. Μερικά προσπαθούν ν' ανοίξουν την πόρτα της άμαξας. Γέλια και κουτρουβάλες. Μ' ένα ακροβατικό, ένα απ' αυτά προσγειώνεται απαλά στον ξύλινο πάγκο, ακουμπώντας το κεφάλι του στον ώμο του Ντάγκλας. Μια σειρά από νωπές κόκκινες βουρδουλιές αυλακώνουν το λαιμό και το πρόσωπο του παιδιού. Ο Γουέμπ τον έχει προειδοποιήσει να μη δίνει νομίσματα, όμως ο Ντάγκλας γλιστράει στη χούφτα του παιδιού μισή πένα. Τα μάτια του παιδιού θολώνουν απ' τα δάκρυα. Το κεφάλι του μένει ακίνητο στον ώμο του Ντάγκλας, λες κι έχει κολλήσει εκεί. Τα άλλα παιδιά γέρνουν προς τα μέσα από τα πλάγια της άμαξας, φωνάζοντας, σπρώχνοντας, κοροϊδεύοντας.
   "Προσέξτε τις τσέπες σας!" λέει ο Γουέμπ. "Όχι άλλα νομίσματα. Μην τους δώσετε άλλα".
   "Τι λένε;" ρωτάει ο Ντάγκλας.
   Η φασαρία είναι εκπληκτική: δεν ξεδιαλύνεις λόγια, όμως θαρρείς και ψάλλουν κάποιον ύμνο.
   "Δεν έχω ιδέα", λέει ο Γουέμπ.
   Ο Γουέμπ φέρνει την άμαξα στην άκρη ενός σοκακιού, με τη μια ρόδα στο πεζοδρόμιο, φωνάζει σ' έναν αστυνομικό να σκορπίσει τα παιδιά. Το σφύριγμα χάνεται μέσα στο ουρλιαχτό του ανέμου. Χρειάζονται τρεις για να τα ξεκολλήσουν από την άμαξα. Η συμμορία εξαφανίζεται στα βάθη του στενοσόκακου. Οι κραυγές τους εξοστρακίζονται στους τοίχους. 
   "Ευχαριστούμε, κύριε! Ευχαριστούμε!"
   Ο Ντάγκλας καθαρίζει τον ώμο του μ' ένα μαντίλι. Το παιδί έχει αφήσει ένα μακρύ ρυάκι από μύξες στο μανίκι του πανωφοριού του.

    Δεν φανταζόταν έτσι το Δουβλίνο. Στον νου του είχε ροτόντες, κιονοστοιχίες, ήσυχα παρεκκλήσια στις γωνίες των δρόμων. Προστώα, παραστάτες, θόλους. 
   Περνούν από μια στενή αψίδα, βρίσκονται μέσα σε μια χαώδη συνάθροιση ανδρών και γυναικών. Έχουν συγκεντρωθεί στη σκιά ενός θεάτρου. Ένας κοκκινομάλλης, ορθός πάνω σ' ένα ασημένιο βαρελάκι, γαβγίζει υπέρ της Ανάκλησης (2). Το πλήθος αναδεύεται. Γέλια και χειροκροτήματα. Κάποιος αντιδρά με μια κραυγή -κάτι για τη Ρώμη. Τα συνθήματα πάνε κι έρχονται. Ο Ντάγκλας δεν καταλαβαίνει την προφορά -ή μήπως τη γλώσσα, Ιρλανδικά μιλάνε; Θέλει να κατεβεί από την άμαξα και να βαδίσει ανάμεσά τους, όμως ο Γουέμπ τού ψιθυρίζει ότι επίκεινται ταραχές.
   Συνεχίζουν σ' ένα λαβύρινθο από δρομάκια. Μια γυναίκα κουβαλάει ένα καλάθι με λαχανίδες περασμένο μ' ένα σχοινί στον λαιμό της, μάταια πασχίζοντας να πουλήσει τα μαραμένα φύλλα. 
   "Κύριε Γουέμπ, σερ, κύριε Γουέμπ, εξοχότατε!"
   Ο Γουέμπ σπάει τον κανόνα που είχε ο ίδιος ορίσει, βάζοντάς της στη χούφτα ένα μικρό χάλκινο νόμισμα. Απομακρύνεται σκυφτή, τυλιγμένη στο μαντίλι της. Μοιάζει σαν να προσεύχεται πάνω από το νόμισμα. Σγουρά τσουλούφια ξεφεύγουν από τον κεφαλόδεσμο, υγρά και άγρια.
   Μέσα σε δευτερόλεπτα τους περικυκλώνουν. Ο Γουέμπ αναγκάζεται να μαστιγώσει το άλογο για να προχωρήσει ανάμεσα από τα απλωμένα χέρια. Οι φτωχοί είναι αδύνατοι και ωχροί, σχεδόν σεληνιακοί.
   Μια κυρία στην Οδό Τζορτζ κλείνει την ομπρέλα της καθώς περνάει η άμαξα. Ένας δημοσιογράφος που τον παίρνει τυχαία το μάτι του θα γράψει αργότερα ότι ο επιφανής Νέγρος έμοιαζε μάλλον με δανδή. Μια τολμηρή πόρνη στη γωνία της Οδού Τόμας φωνάζει ότι θα του έκανε ευχαρίστως όλα τα χατίρια, κι ακόμα περισσότερα. Με την άκρη του ματιού του πιάνει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στη βιτρίνα ενός καταστήματος και παγώνει την εικόνα στο μυαλό του, αποσβολωμένος που ενδίδει στη δημόσια ματαιοδοξία.

   Η θύελλα κάνει την άμαξα να γείρει στο πλάι. Ο Ντάγκλας αναζητεί μια ρωγμή φωτός ανάμεσα στα σύννεφα. Καμιά. Η βροχή πέφτει πιο σταθερά τώρα. Γκρίζα και αδυσώπητη. Κανείς δεν φαίνεται να την προσέχει. Βροχή στις λακκούβες, που γίνονται λιμνούλες. Βροχή στα ψηλά κτήρια από τούβλα. Βροχή στις στέγες από σχιστόλιθο. Βροχή πάνω στην ίδια τη βροχή.
   Ο Γουέμπ τον προτρέπει να καθίσει πίσω για να στεγνώσει. Ο Ντάγκλας κατεβαίνει. Οι θέσεις στο εσωτερικό της άμαξας είναι φτιαγμένες από μαλακό δέρμα. Τα πόμολα είναι από καλογυαλισμένο μπρούντζο. Νιώθει ανόητος, δειλός. Ζεσταίνεται. Πραγματικά, θα έπρεπε να κάθεται έξω, αντιμέτωπος με τη σφοδρότητα της κακοκαιρίας, όπως ο Γουέμπ. Χτυπάει τα παπούτσια του στο δάπεδο, ξεκουμπώνει το πανωφόρι του στο λαιμό. Το σώμα του αχνίζει. Μια λιμνούλα νερό μεγαλώνει στα πόδια του. 
   Πιο πάνω, κοντά στον καθεδρικό ναό, η βροχή κοπάζει για λίγο. Η πόλη ξεδιπλώνεται στη λιακάδα του απομεσήμερου. Πηδάει από την άμαξα και στέκεται στο πλακόστρωτο. Παιδιά παίζουν σχοινάκι, λένε τραγουδάκια: Ο Πάτρικ Γουόκερ με το 'να μάτι, γνώρισε μια κοπέλα κι έκανε μια κόρη, μα η κόρη γλίστρησε στο σκαλοπάτι, καλέ μου κύριε, δεν φταίει το μάτι. Μαζεύονται γύρω του, αγγίζουν τα ρούχα του, του βγάζουν το καπέλο, περνάνε τα δάχτυλά τους μέσα από τα μαλλιά του. Η κίσσα, η κίσσα, κάθεται στ' αχούρι, ποιος, ποιος έχει το μάτι του λιγούρη; Γελάνε στο άγγιγμα των μαλλιών του: φουντωτά σαν θάμνος, αγκαθωτά, ακατάστατα. Ένα μικρό αγοράκι χώνει ένα κλαδάκι στην κατσαρή μάζα και το σκάει ξεφωνίζοντας. Ένα κορίτσι τραβάει τον ποδόγυρο του πανωφοριού του.
   "Κύριε! Ε, κύριε! Από την Αφρική είστε;"
   Διστάζει για ένα λεπτό. Δεν του έχουν κάνει ποτέ αυτή την ερώτηση. Το χαμόγελό του στραβώνει.
   "Από την Αμερική", λέει.
   "Ο Χριστόφορος Κολόμβος πέρασε ωκεανό, μα εσύ έμεινες πίσω, όπως έμεινα κι εγώ!"
   Το μικρότερο δεν είναι πάνω από τριών ετών. Το στηθάκι του είναι αποσκελετωμένο. Φύλλα έχουν μπλεχτεί στα βρόμικα μαλλιά του. Μια πρόσφατη πληγή κάτω από το μάτι του. 
   "Ελάτε να παίξετε μαζί μας, κύριε!"
   Το σχοινί στριφογυρίζει και στροβιλίζεται στον αέρα, σκάει πάνω σε μια λακκούβα γεμάτη στάσιμο νερό, ξαναϋψώνεται, τινάζει ψηλά σταγόνες καθώς καμπυλώνεται και ξαναπέφτει.
   "Δώστε μας έξι πένες, θα μας δώσετε;"
   Αντιλαμβάνεται τη λάσπη που ήδη έχει πιτσιλίσει το πανωφόρι του. Ρίχνει μια ματιά στα παπούτσια του: θέλουν καθάρισμα.
   "Σας παρακαλούμε, κύριε".
   "Α, φτάνει πια".
   Ένα αγόρι φτύνει στο χώμα και το βάζει στα πόδια. Το κορίτσι μαζεύει το σχοινάκι, συγκεντρώνει γύρω της τα άλλα παιδιά, τα βάζει να σταθούν προσοχή, τα δασκαλεύει να γνέψουν αντίο. Λίγα αδέσποτα μικρά ακολουθούν την άμαξα ώσπου μένουν πίσω, πεινασμένα, κουρασμένα, μουσκεμένα.
   Όσο πλησιάζουν στο σπίτι του Γουέμπ, οι δρόμοι γίνονται ολοένα και πιο ήσυχοι. Ένας άντρας με μυτερό γαλάζιο καπέλο περνά, ανάβοντας τις γκαζόλαμπες του δρόμου· τώρα φεγγοβολούν, μια μικρή σειρά από φωτοστέφανα. Τα σπίτια φαίνονται ζεστά και μαλακά, σαν βελουδένια.
   Το κρύο τον έχει διαπεράσει. Το ίδιο και η υγρασία. Χτυπάει τις μπότες του στη βάση του καθίσματος για να ζεστάνει τα δάχτυλα των ποδιών του. Ο Ντάγκλας λαχταράει να βρεθεί μέσα στο σπίτι.
   Ο Γουέμπ ζουλάει την κόρνα της άμαξας.  Μέσα σε δευτερόλεπτα ο μπάτλερ έχει ανοίξει την πόρτα και κατεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά κραδαίνοντας μια ομπρέλα. Τσαλαβουτάει σε μια λιμνούλα με νερό και πηγαίνει προς το μέρος του Γουέμπ, όμως εκείνος λέει: Όχι, όχι, πρώτα ο επισκέπτης μας, ο επισκέπτης μας παρακαλώ. Στον αέρα πλανιέται μια παράξενη οσμή. Ο Ντάγκλας δεν καταφέρνει ακόμη να ξεδιαλύνει τι είναι. Γλυκιά, χωμάτινη.
   Ανεβαίνει γοργά τα σκαλιά, με τη συνοδεία του μπάτλερ. Τον οδηγεί μπροστά στο τζάκι του σαλονιού. Είχε δει και χτες το βράδυ τη φωτιά, αλλά δεν είχε προσέξει τι έκαιγε στην εστία: σβόλοι από χώμα.

   Σέρνεται έξω από το κρεβάτι του για να γράψει ένα σημείωμα στην Άννα. Πρέπει να είναι προσεκτικός. Δεν ξέρει γραφή ή ανάγνωση, κι έτσι θα της το διαβάσει δυνατά η φίλη τους η Χάριετ. Δεν θέλει με κανέναν τρόπο να ντραπεί η Άννα. Πολυαγαπημένη μου. Βρίσκομαι σε ευγενικά και ικανά χέρια. Οι οικοδεσπότες μου είναι πνευματώδεις, κοινωνικοί, ανοιχτόκαρδοι. Έχει υγρασία, ωστόσο υπάρχει κάτι στον αέρα που φαίνεται ότι κάνει το μυαλό μου πιο διαυγές.
   Οι σκέψεις του έχουν γίνει τώρα πιο θαρρετές. Ο λόγος είναι, απλώς, ότι δεν τον κυνηγούν, ότι δεν χρειάζεται να κοιτάζει κάθε τόσο πίσω του, ότι δεν μπορούν να τον αποδιώξουν με μια κίνηση του χεριού.
   Πότε πότε κοντοστέκομαι, έκπληκτος που δεν είμαι πια δραπέτης. Το μυαλό μου αδέσμευτο. Δεν μπορούν να με σύρουν σε σκλαβοπάζαρο, ούτε καν να διανοηθούν ότι μπορεί να έχω θέση εκεί. Δεν φοβάμαι τον κρότο της αλυσίδας, τον συριγμό του μαστιγίου· δεν φοβάμαι όταν ακούω πόμολο πόρτας να γυρίζει.
   Ο Ντάγκλας αφήνει για λίγο στην άκρη την πένα του, ανοίγει τις κουρτίνες στο ακίνητο σκοτάδι. Κανένας ήχος. Στον δρόμο ένας μοναχικός άντρας ντυμένος με κουρέλια περνάει βιαστικά, σκυφτός ενάντια στον άνεμο. Σκέφτεται τότε ότι μόλις βρήκε την κατάλληλη λέξη για το Δουβλίνο: κουβαριασμένη πόλη. Κι αυτός, επίσης, είχε περάσει τόσα χρόνια κουβαριασμένος γύρω από τον εαυτό του.
   Φέρνει στον νου του την εικόνα του δικού του καθιστικού: η Χάριετ να διαβάζει μεγαλόφωνα το γράμμα, η Άννα με βαμβακερό φόρεμα και κόκκινο κεφαλόδεσμο, με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά της, με τα παιδιά του στην άκρη της καρέκλας της, ατάραχη, σοβαρή, σαστισμένη. Σου στέλνω την απέραντη αγάπη μου. Φρέντρικ.
   Κλείνει τις κουρτίνες, ξαναγυρίζει στο κρεβάτι, τεντώνει τα πόδια του πέρα από το πάπλωμα. Τα δάχτυλά του εξέχουν από το κρεβάτι. Να κάτι χιουμοριστικό, σκέφτεται, που θα μπορούσε να συμπεριλάβει στο επόμενο γράμμα του.

   Σ' ένα τραπέζι, σε τακτικές στοίβες, η ιρλανδική έκδοση του βιβλίου του. Ολοκαίνουργια. Ο Γουέμπ όρθιος δίπλα του, στο πλευρό του, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη του, παρακολουθεί προσηλωμένος τον Ντάγκλας να φυλλομετρά το βιβλίο, να βυθίζει στις σελίδες το πρόσωπό του και να ρουφά τη μυρωδιά του. Ο Ντάγκλας χρονοτριβεί για λίγο στην γκραβούρα του εξωφύλλου, αγγίζοντάς τη με τα ακροδάχτυλα σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει την ομοιότητά τους. Σκέφτεται ότι ο Γουέμπ έχει καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες για να κάνει τη μύτη του να φαίνεται ίσια, γρυπή σαν του αετού, και το σαγόνι του τετράγωνο, θεληματικό. Θέλουν να εξαλείψουν τον Νέγρο από τη μορφή του. Ίσως όμως και να μην έφταιγε ο Γουέμπ. Ίσως να ήταν σφάλμα του καλλιτέχνη. Μια αστοχία της φαντασίας.
   Κλείνει το βιβλίο. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι. Στρέφεται προς τον Γουέμπ, χαμογελάει. Ψηλαφεί για μια ακόμη φορά τη ράχη του βιβλίου. Δεν λέει λέξη. Περιμένουν πολλά από εκείνον. Μια κίνηση. Μια χειρονομία. 
   Βγάζει μια πένα από την τσέπη του, την κρατάει μετέωρη για μια στιγμή και υπογράφει το πρώτο βιβλίο. Για τον Ρίτσαρντ Γουέμπ, τεκμήριο Φιλίας και Σεβασμού, Φρέντρικ Ντάγκλας.
   Το μέτρο της ταπεινότητας βρίσκεται στην υπογραφή μας: είναι σημαντικό να αποφύγει τις πολλές φιοριτούρες.
   «Ήρθα στον κόσμο στο Τάκαχο, κοντά στο Χίλσμπορο, δώδεκα μίλια μακριά από το Ίστον, στην κομητεία Τάλμποτ του Μέριλαντ. Δεν έχω σαφή γνώση της ηλικίας μου, δεδομένου ότι δεν έχω δει ποτέ μου κάποιο αυθεντικό πιστοποιητικό που να την περιλαμβάνει. Οι περισσότεροι σκλάβοι γνωρίζουν για την ηλικία τους τόσα όσα και τα άλογα και, απ' όσο ξέρω, επιθυμία των περισσότερων κυρίων είναι να κρατήσουν τους σκλάβους τους μέσα στην άγνοια».

   Στον πάτο του ταξιδιωτικού του μπαούλου φυλάει δυο σιδερένια βάρη. Του τα έφτιαξε ένας σιδεράς στο Νιου Χάμσαϊρ: ένας πολέμιος των φυλετικών διακρίσεων, ένας φίλος, ένας λευκός. Κάθε βάρος ζυγίζει έξι κιλά. Ο σιδεράς τού είπε ότι είχε λειώσει αλυσίδες σκλάβων για να τα κατασκευάσει, αλυσίδες που κάποτε χρησιμοποιούνταν στα δημοπρατήρια όπου πωλούνταν άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ο σιδεράς είχε αγοράσει όλες τις αλυσίδες, τις έλειωσε, έφτιαξε απ' αυτές καλλιτεχνήματα. Για να μην ξεχάσει, είπε.
   Ο Ντάγκλας κρατούσε μυστική την ύπαρξή τους. Μονάχα η Άννα ήξερε για τα βάρη. Είχε χαμηλώσει το βλέμμα όταν τα πρωτοείδε, σύντομα όμως τα συνήθισε: πρώτο πράγμα το πρωί, τελευταίο το βράδυ. Υπήρχε ένα κομμάτι του που ακόμη νοσταλγούσε τις μέρες της ξυλουργικής και του καλαφατίσματος: κούραση, επιθυμία, πείνα.
   Γύρισε το κλειδί στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, τράβηξε τις κουρτίνες, έκλεισε έξω το φως από τις γκαζόλαμπες του Δουβλίνου. Άναψε ένα κερί, στάθηκε όρθιος, φορώντας μόνο τα μανικέτια του.
   Σήκωσε τα βάρη το ένα μετά το άλλο -πρώτα από το πάτωμα και στη συνέχεια ψηλά, στον αέρα- ώσπου ο ιδρώτας άρχισε να στάζει στα σανίδια. Πήρε θέση απέναντι από τον οβάλ καθρέφτη ώστε να βλέπει τον εαυτό του. Δεν θα γινόταν πλαδαρός. Αυτό που αποζητούσε ήταν η εξάντληση- τον βοηθούσε να γράφει. Ήθελε κάθε λέξη του να αναδέχεται το βάρος που κουβαλούσε. Ένιωθε λες και σήκωνε τις λέξεις του και ύστερα τις άφηνε να πέσουν στην άκρη των δαχτύλων του, τεντώνοντας τους μυς του για να δουλέψουν, λαξεύοντας το μυαλό του για να υποδεχτεί την ιδέα. 
   Τον είχε καταλάβει ο πυρετός της δουλειάς. Ήθελε να μάθουν όλοι τι σημαίνει να σε μαρκάρουν: να αποτυπώνουν με πυρωμένο σίδερο τα αρχικά ενός άλλου στη σάρκα σου· να σε ζεύουν σαν ζώο· να σου φοράνε μια σιδερένια δαγκάνα στο στόμα· να σκίζεις τα νερά μ' ένα δουλεμπορικό· να ξυπνάς στο χωράφι ενός άλλου· ν' ακούς τον ορυμαγδό της αγοράς· να νιώθεις το μαστίγιο από αγελαδοτόμαρο· να σου πετσοκόβουν τα αυτιά· να αποδέχεσαι, να λυγίζεις, να εκμηδενίζεσαι.
   Δουλειά του ήταν, με την μύτη της πένας του, να τα συλλάβει όλα. Το φαρδύ, λευκό του πουκάμισο ήταν διάστικτο από κηλίδες μελάνης. Πότε πότε, καθώς αναζητούσε την κατάλληλη λέξη, σφούγγιζε το μέτωπό του με το στυπόχαρτο. Αργότερα, ενώ ντυνόταν για το δείπνο -γραβάτα, σμόκιν, μανικετόκουμπα, λουστραρισμένα παπούτσια- θα έριχνε μια ματιά στον καθρέφτη και θα διαπίστωνε πως όλο του το πρόσωπο ήταν γεμάτο μουντζούρες από γαλάζιο μελάνι. Ο Γουέμπ τού είχε πει ότι στα ιρλανδικά ο μαύρος λεγόταν fear gorm, γαλάζιος άνθρωπος. Έτριψε το πρόσωπό του, τα χέρια του, τα νύχια του. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έσφιξε τις γροθιές του, όρμησε έξω, κοντοστάθηκε, με τις αρθρώσεις του να τρέμουν.
   Άρχισε να κατεβαίνει τη στριφογυριστή σκάλα, σταμάτησε, έσκυψε, γυάλισε τη μύτη των παπουτσιών του για μια ακόμη φορά, χρησιμοποιώντας τη σαλιωμένη άκρη του μαντιλιού του. 
   Ο μπάτλερ τον χαιρέτισε στον προθάλαμο. Δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί το όνομά του, Τσαρλς, Κλάιντ ή Τζέιμς. Τρομερό να ξεχνάς το όνομα ενός ανθρώπου. Έγνεψε στον μπάτλερ, προχώρησε στον προθάλαμο, χώθηκε στις σκιές.
   Ο Γουέμπ είχε προσλάβει έναν πιανίστα να συνοδεύει τις βραδινές τους συγκεντρώσεις. Καθώς πλησίαζε, ο Ντάγκλας άκουγε τις νότες να κατρακυλούν στην ατμόσφαιρα. Του άρεσε το καθιερωμένο εδεσματολόγιο -Μπετόβεν, Μότσαρτ, Μπαχ- όμως είχε ακούσει ότι υπήρχε κάποιος καινούργιος, ένας Γάλλος ονόματι Εντουάρ Μπατίστ, που θα επισκεπτόταν το Δουβλίνο για να δώσει συναυλίες. Έπρεπε να ενημερωθεί: η ζωή του εκείνες τις μέρες εστιαζόταν στην προσπάθειά του να μάθει περισσότερα, χωρίς να δείχνει ότι του λείπουν οι γνώσεις. Δεν άντεχε να φαίνεται αδαής, αλλά αντιπαθούσε εξίσου την επιδεικτικότητα. Η διαχωριστική γραμμή ήταν πολύ λεπτή. Δεν ήξερε πού μπορούσε να φανερώνει τις αδυναμίες του.
   Η ουσία της ευφυΐας ήταν να καταλαβαίνει πότε, ή εάν, θα εξέθετε τη βαθιά ανάγκη της καρδιάς του για καθοδήγηση.
   Αν φανέρωνε μια ρωγμή, οι άλλοι ενδεχομένως θα έριχναν ένα φως μέσα στη χαραμάδα, θα τον αιφνιδίαζαν, ίσως και να τον τύφλωναν. Ήταν αδύνατον να επιτρέψει στον εαυτό του έστω και ένα λάθος. Δεν φανέρωνε αλαζονεία αυτή η στάση· ήταν ζήτημα αυτοάμυνας. Φυσικά, δεν γινόταν να περιμένει από τον Γουέμπ να καταλάβει. Πώς θα μπορούσε; Ήταν Ιρλανδός κουακέρος. Καλόκαρδος, σίγουρα. Όμως έβλεπε όλες του τις προσπάθειες ως αγαθή προαίρεση. Αυτό που διακυβευόταν δεν ήταν η ελευθερία του Γουέμπ, αλλά η ικανότητά του να είναι ελεύθερος. Ο ίδιος ο Γουέμπ είχε συγκεκριμένες ιδέες για το ποιος ήταν σκλάβος, ποιος δεν ήταν, και τι υπήρχε ανάμεσα στους δυο.
   Δεν έχει μεγάλη σημασία, έλεγε με τον νου του ο Ντάγκλας. Δεν θα επέτρεπε να τον δηλητηριάσει μια τέτοια σκέψη. Οι Ιρλανδοί ήταν ιδιαίτερα φιλικοί. Ήταν φιλοξενούμενος. Έπρεπε να το θυμάται αυτό.
   Ο μπάτλερ έσπρωξε την πόρτα και παραμέρισε για να περάσει ο Ντάγκλας. Εκείνος μπήκε στο σαλόνι με τα χέρια μπλεγμένα πίσω από την πλάτη του. Αισθανόταν αόριστα πως ήταν καλύτερα να μπει έτσι στο δωμάτιο. Στη στάση του συνδυάζονταν, σε ίσα ποσοστά, ο σεβασμός και η επιφύλαξη. Όχι η υπεροψία. Ποτέ η υπεροψία. Ήταν απλώς ψηλός, άνετος, πλήρης.
   Τον κατέλαβε για άλλη μια φορά η κατάπληξη που βρισκόταν εδώ. Ένας ξυλουργός, ένας καλαφάτης καραβιών, ένας αγρότης. Να έχει διανύσει τόση απόσταση. Να έχει αφήσει πίσω του τη γυναίκα του, τα αγαπημένα του παιδιά. Να ακούει τον ήχο των παπουτσιών του στο δάπεδο. Των μοναδικών κινούμενων παπουτσιών σ' ένα δωμάτιο γεμάτο από άνδρες. Η φωνή του είχε γίνει τα χέρια του: τώρα καταλάβαινε τι σήμαινε η λέξη ενσάρκωση. Τον διαπερνούσε ένα ρεύμα ενέργειας. Καθάρισε τον λαιμό του, αλλά συγκρατήθηκε για λίγο. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι βρισκόταν μπροστά σε μέλη της Βασιλικής Εταιρείας του Δουβλίνου. Άτομα με ψηλά κολάρα και περιποιημένα μουστάκια. Απέπνεαν μια αύρα παλαιότητας. Έμεινε να τους ατενίζει. Ήταν από τους άνδρες που κρεμούσαν τα ξίφη τους πάνω από τις εστίες του μυαλού τους. Θα περίμενε, πριν εξαπολύσει το μένος του.
   Έκανε ένα βήμα μπροστά για να τους σφίξει το χέρι. Σημείωσε νοερά τα ονόματά τους. Αιδεσιμότατος Άρτσιμπαλντ. Αδελφός Χάρινγκτον. Απόψε, αργότερα, θα τα κατέγραφε στο ημερολόγιό του. Επρόκειτο για μικρά ζητήματα πρωτοκόλλου που έπρεπε να θυμάται. Την προφορά. Την ορθογραφία.
   "Είμαι ευτυχής που σας γνωρίζω, κύριε".
   "Τιμή μας, κύριε Ντάγκλας. Έχουμε διαβάσει το βιβλίο σας. Αξιοσημείωτο επίτευγμα".
   "Ευχαριστώ".
   "Πολλά μπορεί να μάθει κανείς μέσα απ' αυτό. Πολλά να θαυμάσει στο ύφος κι ακόμη περισσότερα στο περιεχόμενό του".
   "Καλοσύνη σας".
   "Σας αρέσει το Δουβλίνο;"
   "Είναι πιο ζωντανό από τη Βοστόνη, ναι".
   Γέλια ξέσπασαν στο δωμάτιο κι εκείνος ένιωσε ευγνώμων, γιατί η ελαφράδα τους του επέτρεψε να χαλαρώσει το κορμί του, να αμβλύνει την ακαμψία του. Ο Γουέμπ τον οδήγησε προς το μέρος μιας βαθιάς πολυθρόνας στο κέντρο του σαλονιού. Έριξε μια ματιά στην απέναντι γωνία και είδε την καμαριέρα, τη Λίλι, να του σερβίρει ένα φλιτζάνι τσάι. Του άρεσε να πίνει το τσάι του με υπερβολικά πολλή ζάχαρη. Η αδυναμία του: τρελαινόταν για γλυκά. Το πρόσωπο της Λίλι ενώ σερβίριζε: λαξεμένο στο φως θαρρείς, έντονο, όμορφο, αλαβάστρινο. Γλίστρησε αθόρυβα προς το μέρος του. Οι δροσεροί λευκοί καρποί της. Το φλιτζάνι ήταν από πολύ λεπτή πορσελάνη. Έλεγαν ότι βελτίωνε τη γεύση του τσαγιού. Ένιωθε το φλιτζάνι να τρέμει στα χέρια του. Όσο πιο λεπτή η πορσελάνη, τόσο πιο δυνατό το κροτάλισμα.
   Ήλπιζε να μη φαινόταν άξεστος ο τρόπος που κρατούσε φλιτζάνι και πιατάκι. Στριφογύρισε στην πολυθρόνα του. Ένιωθε τα χέρια του να ξαναϊδρώνουν.
   Ο Γουέμπ τον παρουσίασε στην ομήγυρη. Παντού, ακόμη και στην Αμερική, ο Ντάγκλας προτιμούσε να κλείνει τ' αυτιά του όταν τον σύστηναν στον ένα και στον άλλον. Τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Υπήρχαν φορές που τον παρουσίαζαν σαν καρικατούρα -ο έγχρωμος κονκισταδόρ, ο ευγενής σκλάβος, ο Αμερικανός Ορφέας- και σχεδόν πάντα επισήμαιναν ότι ο πατέρας του ήταν λευκός. Λες και ήταν αδύνατον να μην είναι. Πώς τον χώρισαν από τη μητέρα του, από τα αδέλφια του, πώς τον έστειλαν μακριά, πώς για ένα διάστημα τον έθεσαν υπό την προστασία της μεγαλοθυμίας των λευκών. Ο Ντάγκλας έβρισκε μονότονες όλες αυτές τις περιγραφές. Δεν άκουγε. Προσπαθούσε να διαβάσει τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ένιωθε την αβεβαιότητά τους, διέκρινε το ανεπαίσθητο ίχνος της σύγχυσης γύρω από τα μάτια τους καθώς τα παρατηρούσε να τον παρατηρούν. Ένας σκλάβος. Σ' ένα σαλόνι του Δουβλίνου. Τόσο εντυπωσιακά ευάγωγος.
   Σήκωσε το βλέμμα και είδε πως ο Γουέμπ είχε τελειώσει. Σιωπή. Το φλιτζάνι έτρεμε στα χέρια του. Η ησυχία συγκρουόταν με την αμηχανία. Είχε ανακαλύψει ότι η νευρικότητα τον έκανε αυστηρότερο με τις λέξεις του, πιο δυνατό, πιο προσεκτικό.
   Κάλυψε το φλιτζάνι του με το πιατάκι του τσαγιού.
   «Προτιμώ να είμαι ειλικρινής, έστω και με κίνδυνο να επισύρω την χλεύη των άλλων, παρά να είμαι κίβδηλος, επισύροντας την απέχθεια του ίδιου μου του εαυτού. Ανακαλώντας τις πλέον πρώιμες αναμνήσεις μου, διαπιστώνω ότι από τότε χρονολογείται η βαθύτατη πεποίθησή μου ότι η δουλεία δεν θα μπορούσε για πάντα να μου επιβάλλει τον βδελυρό εναγκαλισμό της. Τώρα, στη μακρά καμπή αυτού του ταξιδιού, ανακαλύπτω ότι υφαίνω έναν καινούργιο ιστό και κάνω έκκληση σ' εσάς, κύριοι, να αγωνιστείτε ενάντια στον δεσποτισμό, τη μισαλλοδοξία και την τυραννία όσων ενδεχομένως θα μου αρνούνταν την είσοδο σε αυτήν ακριβώς την αίθουσα».  

   Στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας του στο Δουβλίνο έγραψε στην Άννα ότι κανείς δεν τον είχε αποκαλέσει αράπη στο ιρλανδικό έδαφος, όχι ακόμη τουλάχιστον. Είχε γίνει δεκτός με ενθουσιασμό όπου κι αν πήγε. Δεν ήταν ακόμη βέβαιος πώς να χειριστεί αυτή την κατάσταση, του προκαλούσε αμηχανία. Κάτι αποκρυσταλλωνόταν μέσα του. Ένιωθε, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του, ότι ήταν δυνατόν να κατοικήσει κανονικά στο δέρμα του. Ίσως να μην ήταν γι' αυτούς παρά ένα παράδοξο, ωστόσο ένιωθε πως κάτι μέσα του ευθυγραμμιζόταν με όσους συναντούσε και σ' όλα του τα είκοσι εφτά χρόνια δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Μακάρι να ήταν κι εκείνη εδώ και να το παρακολουθούσε αυτοπροσώπως. 
   Ήταν μια κρύα γκρίζα χώρα κάτω από ένα πέπλο αδιάκοπης βροχής, όμως του επέτρεπε να περπατήσει στη μέση του δρόμου, να επιβιβαστεί σε μια άμαξα ή να καλέσει ένα δίτροχο μόνιππο χωρίς να χρειαστεί να ζητήσει συγγνώμη. Υπήρχε παντού φτώχεια, αναμφίβολα, όμως χίλιες φορές καλύτερα η φτώχεια ενός ελεύθερου ανθρώπου. Πουθενά μαστίγια. Πουθενά αλυσίδες. Πουθενά μαρκάρισμα.
   Βεβαίως, ταξίδευε με συντροφιά μεγάλης περιωπής, όμως και στους πιο τραχείς δρόμους δεν άκουσε ποτέ δηλητηριώδες σχόλιο. Προσέλκυσε ένα - δυο άγρια βλέμματα, ίσως όμως να οφείλονταν στο μάλλον εξεζητημένο κόψιμο του πανωφοριού του, ψηλά στη μέση: ο Γουέμπ τού είχε ήδη πει ότι ίσως θα ήταν προτιμότερο να επιδεικνύει λίγο μεγαλύτερη μετριοφροσύνη.

   Το κουδούνι στην πόρτα χτύπησε μακρόσυρτα και τεμπέλικα. Ο ράφτης σήκωσε το βλέμμα, μα δεν διέκοψε τη δουλειά του. Να τι εξέπληττε περισσότερο τον Ντάγκλας: η απουσία οποιασδήποτε ανησυχίας, ταραχής, φόβου. Καμία αναστάτωση. Πουθενά τρεχαλητά. Προχώρησε παράλληλα με τη σειρά τα κρεμασμένα παλτά. Ο ράφτης τελικά αναδύθηκε πίσω από τον πάγκο του και του έσφιξε το χέρι:
   "Σας καλωσορίζω στο κατάστημά μου, κύριε".
   "Ευχαριστώ".
   "Είστε το θέμα της ημέρας, κύριε, σας συζητούν παντού".
   "Ενδιαφέρομαι για ένα καινούργιο σακάκι".
   "Ασφαλώς".
   "Μ' ένα χαμηλότερο κόψιμο στη μέση", είπε ο Γουέμπ.
   "Είμαι απολύτως ικανός να ντυθώ μόνος μου", είπε ο Ντάγκλας.
   Στέκονταν στις δυο άκρες του δωματίου. Αγριοκοίταξαν ο ένας τον άλλον, με το βλέμμα τους να γεφυρώνει την απόσταση.
   "Κύριοι", είπε ο ράφτης. "Περάστε από εδώ".
   Ο Γουέμπ έκανε ένα βήμα, αλλά ο Ντάγκλας ακούμπησε το χέρι του στο στήθος του. Η ατμόσφαιρα πάγωσε. Ο Γουέμπ χαμήλωσε τα μάτια του κι έσκασε ένα αχνό χαμόγελο. Έβγαλε ένα πορτοφόλι από μαροκινό δέρμα, έτριψε με το δάχτυλο τη λεία του επιφάνεια, το ξανάβαλε στην τσέπη του σακακιού του. 
   "Όπως επιθυμείτε".
   Ο Ντάγκλας κατευθύνθηκε με μεγάλα, θορυβώδη βήματα προς το πίσω δωμάτιο μαζί με τον ράφτη. Ψαλίδια, καρφίτσες, πατρόν. Ξύλινα υποδεκάμετρα και σκονισμένα τόπια υφάσματος ξετυλίγονταν στα τραπέζια. Από τις φυτείες είχε γεννηθεί τούτο το ύφασμα; Ποια δάχτυλα το είχαν γνέσει;
   Ο ράφτης τσούλησε προς το μέρος του έναν τεράστιο, τοποθετημένο σε κυλιόμενη βάση καθρέφτη.
   Ποτέ δεν του είχε πάρει τα μέτρα λευκός. Ο ράφτης στάθηκε πίσω του. Ο Ντάγκλας αποτραβήχτηκε στιγμιαία όταν η μεζούρα τυλίχτηκε γύρω στον λαιμό του. 
   "Συγγνώμη, κύριε, είναι κρύα η μεζούρα;"
   Έκλεισε τα μάτια του. Αφέθηκε να τον μετρήσουν. Περίμετρος στήθους, μέσης, γοφών. Σήκωσε τα μπράτσα του στον αέρα, για να διαπιστωθεί πόσο βαθύ έπρεπε να γίνει το κόψιμο της μασχάλης. Εισέπνευσε, εξέπνευσε. Επέτρεψε στη φθαρμένη μεζούρα να αγκαλιάσει τον καβάλο του. Ο ράφτης κατέγραφε τα μέτρα. Ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν λεπτός και ευανάγνωστος.
   Όταν τελείωσε, πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους του Ντάγκλας, τον έσφιξε δυνατά.
   "Τολμώ να πω ότι είστε εξαιρετικά ευρύστερνος, κύριε".
   "Για να πω την αλήθεια..."
   Έριξε μια ματιά στον Γουέμπ στην μπροστινή πλευρά του καταστήματος. Ο κουακέρος στεκόταν μπροστά στη βιτρίνα, κοιτάζοντας έξω, εποπτεύοντας. Ο Λίφι έμοιαζε να θέλει να τον μεταφέρει μακριά, στη συνεχή γκρίζα ροή του.
   "Θα ήμουν ευγνώμων", είπε ο Ντάγκλας.
   "Ορίστε, κύριε;"
   Κοίταξε και πάλι προς το μέρος του Γουέμπ.
   "Αν θα μπορούσατε να μου φτιάξετε ένα γιλέκο καμηλό".
   "Γιλέκο, κύριε;"
   "Μάλιστα, κύριε".
   Ο ράφτης τού ζήτησε να στραφεί άλλη μία φορά, καταπιάστηκε και πάλι με τη μέτρηση της περιμέτρου των πλευρών του, ένιωσε τις άκρες της μεζούρας στο ύψος του αφαλού του.
   "Μπορείτε να το βάλετε κι αυτό στον λογαριασμό του κυρίου Γουέμπ".
   "Μάλιστα, κύριε".
   "Πάντα του αρέσουν οι εκπλήξεις".

   Τα πλήθη κατέφτασαν, πρόθυμα, ένθερμα, ειλικρινή. Όλοι φορούσαν καπέλα, ένα σύννεφο αρώματος τους περιέβαλλε. Παρατάχτηκαν μπροστά από τις εκκλησίες των μεθοδιστών, τα εντευκτήρια των κουακέρων, τις προσόψεις των επαύλεων. Τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών του, πέρασε τους αντίχειρες στις τσέπες του καινούργιου του γιλέκου.
   Τα απογεύματα έπαιρνε το τσάι του με την Εταιρεία κατά της Δουλείας του Δουβλίνου, με τον Ιρλανδικό Σύνδεσμο, με τους Ουίγους, με τους Προασπιστές της κατάργησης των Φυλετικών Διακρίσεων. Ήταν καλά πληροφορημένοι, έξυπνοι, τολμηροί στον λόγο τους, γενναιόδωροι στις χορηγίες τους. Τον θεωρούσαν υπερβολικά νέο, ωραίο, ευπροσήγορο. Άκουγε το θρόισμα των φορεμάτων στην ουρά όσων συνωθούνταν για να τον γνωρίσουν. Ο Γουέμπ είπε ότι ποτέ δεν είχε δει τόσες νεαρές κυρίες να παρακολουθούν ανάλογα γεγονότα. Ακόμα και μια - δυο καθολικές από καλές οικογένειες. Στους κήπους των εύπορων κατοικιών, οι γυναίκες άπλωναν τα φαρδιά τους φορέματα στα ξύλινα παγκάκια και ποζάριζαν σε φωτογραφικά πορτρέτα μαζί του. 
   Ο Ντάγκλας φρόντιζε πάντοτε να αναφέρει τη σύζυγό του και τα παιδιά του, που βρίσκονταν στο σπίτι του, στο Λιν. Ήταν παράξενο, όμως μερικές φορές η αναφορά στην Άννα τραβούσε ακόμη περισσότερο τις γυναίκες. Τον περιτριγύριζαν. Γελάκια, παρασόλια, κεντημένα μαντιλάκια. Ήθελαν να μάθουν πώς ντύνονταν οι ελεύθερες μαύρες γυναίκες στην Αμερική. Απαντούσε ότι δεν ήξερε, ότι όλα τα φορέματα του φαίνονταν ίδια. Στο άκουσμα αυτής της φράσης χειροκροτούσαν, με μια ευχαρίστηση που ο Ντάγκλας αδυνατούσε να κατανοήσει.
   Ο Δήμαρχος τον προσκάλεσε σε δείπνο. Οι πολυέλαιοι της δημαρχιακής κατοικίας έλαμπαν. Τα ταβάνια ήταν ψηλά. Οι πίνακες θεσπέσιοι. Τα δωμάτια οδηγούσαν το ένα στο άλλο σαν φράσεις από παραμύθι.
   Γνώρισε τον Πατέρα Μάθιου, δήλωσε την υποστήριξή του στο κίνημα της εγκράτειας, το αντιαλκοολικό κίνημα. Πλημμυρισμένοι από τους δαίμονες του αλκοόλ ήταν οι δρόμοι του Δουβλίνου. Έδωσε την Υπόσχεση της αποχής από τα οινοπνευματώδη. Σκέφτηκε ότι μια τέτοια κίνηση θα έκανε ένα ολότελα καινούργιο ακροατήριο να τον ερωτευτεί. Εξάλλου ποτέ δεν έπινε. Δεν του άρεσε να χάνει τον έλεγχο. Δείγμα αυτοκυριαρχίας κι αυτό: η επιθυμία του να είναι μετρημένος. Περιφερόταν στους δρόμους της πόλης με το σήμα του Αντιαλκοολικού Αγώνα καρφιτσωμένο επιδεικτικά στο πέτο του καινούργιου του πανωφοριού. Παραδόξως, αισθανόταν ψηλότερος. Ρουφούσε τον γκρίζο αέρα του Δουβλίνου βαθιά μες στα πνευμόνια του. Σπάνια τον άφηναν μόνο του. Υπήρχαν πάντα δυο - τρεις που προσφέρονταν να τον συνοδέψουν. Ανακάλυπτε τον ρυθμό στους κυματισμούς και τις επαναλήψεις της ιρλανδικής προφοράς. Είχε ταλέντο στις μιμήσεις. Θαυμάσια μέρα 'ξοχότατε. Στο Θεό που 'γαπάτε, κύριε, δώτε μας έν' εξάπενο, κύριε! Οι οικοδεσπότες του απολάμβαναν τους ρόλους, τις μιμήσεις στις οποίες επιδιδόταν. Σ' όλη αυτή την παντομίμα υπήρχε κι ένας απώτερος σκοπός: ήξερε ότι κάτι τόσο απλό μπορούσε να σαγηνεύσει το πλήθος. Είμαι φτυχισμένος που πάτ'σα το πόδι μου στη δοξασμέν' Ιρλανδία.
   Πέντε εβδομάδες βρισκόταν στο Δουβλίνο. Το πρόσωπό του εμφανιζόταν σε αφίσες σε όλη την πόλη. Δημοσιογράφοι των εφημερίδων τον συναντούσαν για απογευματινό τσάι στο Ξενοδοχείο Γκρέσαμ. Ήταν λεόντειος, έγραφαν, αδάμαστος, ένας κομψός πάνθηρας. Μια εφημερίδα τον αποκάλεσε Σκοτεινό Δανδή. Γέλασε και έσκισε την εφημερίδα. Μα τι περίμεναν, να είναι ντυμένος με κουρέλια από αμερικάνικο βαμβάκι; Τον πήγαν να δει το Ανώτατο Δικαστήριο, τον παρουσίασαν στα πιο εκλεπτυσμένα σαλόνια, του ζήτησαν να καθίσει κάτω από πολυελαίους ώστε να τον βλέπουν όλοι καλύτερα. Όποτε εμφανιζόταν σε μια αίθουσα για να μιλήσει, το χειροκρότημα συχνά διαρκούσε ένα ολόκληρο λεπτό. Έβγαζε το καπέλο του και υποκλινόταν.
   Μετά το τέλος της ομιλίας του έκαναν ουρές για να αγοράσουν το βιβλίο του. Κάθε φορά έμενε κατάπληκτος όταν σήκωνε το βλέμμα από τη σελίδα και την πένα του και έβλεπε φορέματα στη σειρά να τον περιμένουν.
   Μερικές μέρες αισθανόταν κουρασμένος, έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα εκπαιδευμένο σκυλί ράτσας που το σέρνουν με το λουρί. Απομονωνόταν στο δωμάτιό του, έβγαζε τα βάρη και γυμναζόταν ξέφρενα.
   Ένα βράδυ βρήκε τον λογαριασμό για το γιλέκο τακτικά διπλωμένο στο κομοδίνο του. Ήταν για γέλια. Τελικά μπορεί και να τον χρέωναν ακόμη και για την παραμικρή του σκέψη. Κι εκείνο το βράδυ, στο δείπνο, το φόρεσε το καμηλό γιλέκο του, γλιστρώντας πότε πότε τους αντίχειρες στις τσέπες του, ενώ περίμενε το επιδόρπιο.
   
   Κάθε μέρα ανακάλυπτε και μια καινούργια λέξη: την έγραφε στο μικρό σημειωματάριο που κουβαλούσε στην εσωτερική του τσέπη. Πλεονεξία. Μήνις. Φοινικικός. Λέξεις που αναγνώριζε από το περιοδικό Ο Ρήτωρ του Κολούμπια. Φιλόπονος. Εμφατικός. Υποβολιμαίος.
   Όταν είχε πρωτοανακαλύψει τη γλώσσα, στα παιδικά του χρόνια, του είχε φανεί σαν να πελεκούσε ένα δέντρο. Τώρα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός. Δεν ήθελε να περιπέσει σε κανένα ολίσθημα. Κι ύστερα, ο Γουέμπ και οι άλλοι τον παρατηρούσαν: ρίζες, άνθη, βλαστός. Η αυτοσυγκράτηση ήταν πρωταρχικής σημασίας. Να συγκρατεί τα νεύρα του. Να δίνει υπόσταση στα πράγματα μέσω της μυστηριώδους αλχημείας της γλώσσας. Ατλαντικός. Άτλας. Άνω. Κρατούσε την εικόνα της φυλής του ψηλά: μερικές φορές ένιωθε να τον συντρίβει· τρέκλιζε κάτω από το βάρος της.

   Στο Ράφθαρναμ άστραψε και βρόντηξε. Μίλησε για μαστιγωτές γυναικών, κλέφτες ανδρών, διαγουμιστές βρεφών. Για εμπόρους λευκής σαρκός, για πορνοβοσκούς. Για διακινητές οινοπνευματωδών, ανθρωποκάπηλους. Για την απέραντη αδιαφορία, το φανατικό μίσος, το διψαλέο κακό. Βρισκόταν στην Ιρλανδία, είπε, για να προωθήσει την υπόθεση της παγκόσμιας χειραφέτησης, για να επιβάλει κάποια κριτήρια δημόσιας ηθικής, για να επισπεύσει την ημέρα της ελευθερίας των τριών εκατομμυρίων υποδουλωμένων αδελφών του. Τρία εκατομμύρια, είπε. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά, σαν να έσκεπε τον καθέναν από τους παριστάμενους με τις παλάμες του. Αρκετά μας περιφρόνησαν και μας διέσυραν. Αρκετά μας μεταχειρίστηκαν χειρότερα και από τα κατώτερα των ζώων. Μας αλυσόδεσαν, μας έκαψαν, μας μαρκάρισαν. Αρκετά με τούτο το φονικό εμπόριο σάρκας και αίματος. Ακούστε τον πονεμένο θρήνο των σκλαβοπάζαρων. Αφουγκραστείτε το κροτάλισμα των αλυσίδων. Ακούστε τους, είπε. Πλησιάστε. Αφουγκραστείτε. Τρία εκατομμύρια φωνές!
   Μετά την ομιλία του, ο υπεύθυνος υποδοχής του Κάστρου του Δουβλίνου τον έπιασε από το μπράτσο, αποπνέοντας ουίσκι και θαυμασμό. Έσκυψε στο αυτί του: ποτέ στη ζωή του δεν είχε ξανακούσει τέτοιο λόγο, τόσο λεπτές, υπέροχες λέξεις συναρμοσμένες. Να μιλάει έτσι ένας άνδρας! Ήταν λόγος βαθύς, είπε, ενορατικός, σημαίνων. Ποτέ δεν είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο.
   "Είστε κόσμημα για τη φυλή σας, κύριε. Αναμφισβήτητο κόσμημα".
   "Αλήθεια;"
   "Και όντως δεν πήγατε σχολείο, κύριε;"
   "Όχι".
   "Και δεν παρακολουθήσατε διόλου εγκύκλια μαθήματα;"
   "Όχι".
   "Και, αν μου επιτρέπετε..."
   "Ναι;"
   "Πώς εξηγείται τέτοια ευγλωττία;"
   Στο στήθος του Ντάγκλας ένας κόμπος.
   "Τέτοια ευγλωττία;"
   "Ναι. Πώς γίνεται..."
   "Θα με συγχωρήσετε;"
   "Κύριε;"
   "Πρέπει να φύγω".
   Ο Ντάγκλας διέσχισε το δωμάτιο, με τα παπούτσια του να ηχούν δυνατά στο ξύλινο πάτωμα, κι ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του καθώς αποχωρούσε.

   Τα απομεσήμερα το μάτι του έπαιρνε τη Λίλι που καθάριζε τον πάνω όροφο του σπιτιού. Μόλις δεκαεπτά χρονών. Τα μαλλιά της, στο χρώμα της άμμου. Τα ψιχαλιστά της μάτια.
   Έκλεινε την πόρτα του, καθόταν να γράψει. Έβλεπε ακόμα τη μορφή της. Στα σκαλιά παραμέριζε για να περάσει εκείνη. Ανάδινε μια αμυδρή μυρωδιά καπνού. Ο κόσμος γινόταν κανονικός και πάλι. Κατέβαινε βιαστικά στο σαλόνι· καθόταν εκεί για να διαβάσει τα λογοτεχνικά περιοδικά στα οποία ήταν συνδρομητής ο Γουέμπ, τους τόμους των βιβλίων, τις εφημερίδες. Μπορούσε να χαθεί μέσα τους.
   Τα βήματα της Λίλι ακούγονταν πάνω από το κεφάλι του. Χαιρόταν όταν σταματούσαν. Ανέβαινε και πάλι επάνω, να γράψει. Το δωμάτιό του είχε γίνει πεντακάθαρο και τα βάρη ήταν στη θέση τους, απείραχτα. 

   Από την τράπεζα της πλατείας Κόλετζ Γκριν έστειλαν διαταγή στη Βοστόνη να κατατεθούν 225 λίρες στερλίνες στον λογαριασμό του Αμερικανικού Συνδέσμου κατά της Δουλείας. Το ποσό είχε ανέλθει στα 1.850 δολάρια. Ο Ντάγκλας και ο Γουέμπ εμφανίστηκαν στην πόρτα με τα κολλαριστά τους μάλλινα πανωφόρια και τα λευκά λινά τους πουκάμισα. Πάνω από το Δουβλίνο πετούσαν γλάροι: αναρίθμητοι, όσοι και οι επαίτες. Στα νώτα του πλήθους που ψαλμωδούσε είδε το αγόρι με τις κόκκινες βουρδουλιές στον λαιμό και το πρόσωπο.
   "Ε, κύριε Ντάγκλας!" κραύγασε το παιδί. "Κύριε Ντάγκλας, σερ!"
   Ήταν βέβαιος, καθώς η άμαξα έστριψε στη γωνία μετά το Πανεπιστήμιο, ότι το αγόρι φώναζε τώρα και το μικρό του όνομα.

   Έμαθε από τις εφημερίδες ότι ο Ο' Κόνελ θα μιλούσε σε μια γιγάντια συγκέντρωση στις αποβάθρες του Δουβλίνου. Στο βήμα του λαού. Ο πιο αφοσιωμένος γιος της Ιρλανδίας. Είχε περάσει όλη του τη ζωή παρακινώντας τον λαό να ξεσηκωθεί διεκδικώντας χειραφέτηση των καθολικών, κοινοβουλευτική εκπροσώπηση· είχε γράψει ακόμη και για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων. Λαμπρά δοκίμια, φλογερά, παθιασμένα. Ο Ο' Κόνελ είχε μετατρέψει τη ζωή του σε περιπέτεια ελευθερίας, ήταν γνωστός για τους λόγους, τις επιστολές, τα νομικά του άρθρα.
   Ο Ντάγκλας ματαίωσε μια συνάντηση για τσάι στο Σάντιμαουντ ώστε να φτάσει στην ώρα του στη συγκέντρωση. Πλησιάζοντας είδε ότι οι αποβάθρες έβριθαν από κόσμο. Αδύνατον να πιστέψει στον όγκο του πλήθους: θαρρείς και το σφουγγάρι του Δουβλίνου είχε στιφτεί σ' έναν τεράστιο νιπτήρα και τα μαχαιροπίρουνα είχαν στασιάσει. Η αστυνομία συγκρατούσε το ανθρώπινο κοπάδι. Έχασε τον Γουέμπ και διαγκωνίστηκε με το πλήθος για να προχωρήσει, φτάνοντας κοντά στο βήμα ακριβώς τη στιγμή που εμφανιζόταν ο Ο' Κόνελ. Ο Μεγάλος Απελευθερωτής έδειχνε βαρύς, κουρασμένος, κακόκεφος: φαίνεται πως η διάθεσή του δεν είχε βελτιωθεί από τότε που αποφυλακίστηκε. Κι όμως, τον υποδέχτηκε μια γιγάντια ωρυγή. Άνδρες και γυναίκες της Ιρλανδίας! Ο βρυχηθμός του πλήθους ήταν εκκωφαντικός. Ο Ο' Κόνελ κρατούσε ένα χωνί κι όταν το έφερε στο στόμα του και μίλησε, οι λέξεις εκτοξεύθηκαν τεράστιες, τρομακτικές, ξεχειλίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις, πλημμυρίζοντας την πλατεία. Ο Ντάγκλας αποσβολώθηκε από τη λογική, τη ρητορική, το χιούμορ.
   Ο Ο' Κόνελ κρατούσε τον κόσμο ανάμεσα στα τεντωμένα του μπράτσα. Λικνιζόταν πίσω μπρος. Επιβράδυνε. Περιστρεφόταν, πάνω στα τακούνια του. Βημάτιζε στην εξέδρα. Διόρθωνε την περούκα του. Έκανε παύσεις. Σιωπές. Η ομιλία του αναμεταδιδόταν από άλλους, που σκαρφαλωμένοι σε σκαλωσιές μετέφεραν τα λόγια του σ' όλη την έκταση της αποβάθρας. 
   "Η Ακύρωση είναι δικαίωμα της Ιρλανδίας και θέλημα Θεού!"
   "Όπου και να κοιτάξουμε, θα δούμε πως η Αγγλία έχει οδηγήσει το έθνος μας στη σκλαβιά".
   "Η προσφυγή στη βία δεν είναι ο στόχος μας!"
   "Οργανωθείτε, κινητοποιηθείτε, σταθείτε πλάι μου!"
   Τα καπέλα εκτοξεύτηκαν στον πηχτό από την καπνιά αέρα. Οι ζητωκραυγές εξαπλώθηκαν ρυθμικά μέσα στο πλήθος. Ο Ντάγκλας στεκόταν ακίνητος, καθηλωμένος.
   Ύστερα ένα τεράστιο πλήθος κύκλωσε τον Ιρλανδό. Ο Ντάγκλας θέλησε να τον πλησιάσει, σπρώχνοντας, μοιράζοντας συγγνώμες σε δεκάδες ζευγάρια ώμων. Ο Ο' Κόνελ σήκωσε το βλέμμα, κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν. Έσφιξαν τα χέρια.
   "Τιμή μου", είπε ο Ο' Κόνελ.
   Ο Ντάγκλας αιφνιδιάστηκε.
   "Αποκλειστικά δική μου", απάντησε.
   Ο Ο' Κόνελ τράβηξε το χέρι του. Υπήρχαν τόσα για τα οποία ήθελε να μιλήσει ο Ντάγκλας: για την απόσυρση, για τον πασιφισμό, για τη θέση του ιρλανδικού κλήρου στην Αμερική, για τη φιλοσοφία της κινητοποίησης. Άπλωσε το χέρι του να γραπώσει τον Ιρλανδό από το μπράτσο, όμως είχαν ήδη παρεμβληθεί πολλά κορμιά ανάμεσά τους. Ένιωσε να τον σπρώχνουν, να τον στριμώχνουν. Ένας άντρας κραύγαζε μέσα στ' αυτί του κάτι περί εγκράτειας. Ένας άλλος ζητούσε την υπογραφή του για ένα ψήφισμα. Μια γυναίκα υποκλίθηκε ελαφρά μπροστά του: η μυρωδιά της απλυσιάς αναδύθηκε ξινή από το σώμα της. Στράφηκε να φύγει. Το όνομά του αντηχούσε σε όλες τις γωνιές. Ένιωσε σαν να στροβιλιζόταν σε μια δίνη. Ο Ο' Κόνελ, υποβασταζόμενος, κατέβαινε από την εξέδρα.
   Ο Ντάγκλας γύρισε το κεφάλι του· ο Γουέμπ τον κρατούσε από το μπράτσο, έλεγε ότι τους περίμεναν σε μια συνάντηση στην Οδό Άμπεϊ.
   "Μια στιγμή μόνο".
   "Φοβάμαι ότι πρέπει να πηγαίνουμε, Φρέντρικ".
   "Μα πρέπει να του μιλήσω..."
   "Θα υπάρξουν και άλλες ευκαιρίες, σε διαβεβαιώ".
   "Μα..."
   Τα μάτια του Ο' Κόνελ και του Ντάγκλας συναντήθηκαν. Έγνεψαν ο ένας στον άλλον. Ακολούθησε με το βλέμμα τον Ιρλανδό που απομακρυνόταν. Ετοιμόρροπος μέσα στο καταπράσινο πανωφόρι του. Σκουπίζοντας με το μαντίλι του το μέτωπό του. Η περούκα του είχε γείρει ελαφρά στο πλάι. Η εικόνα του γεννούσε ελαφριά θλίψη. Όμως να έχεις τέτοια επιβολή, σκέφτηκε ο Ντάγκλας. Τέτοια γοητεία. Τέτοια ενέργεια. Να κυριαρχείς στη σκηνή τόσο έξοχα. Να εμπνέεις το αίτημα της δικαιοσύνης χωρίς βία. Ο τρόπος που οι λέξεις φαίνονταν να μπαίνουν στο μεδούλι των ανθρώπων που παρέμεναν στην αποβάθρα, σκουπιδάκια που έπλεαν στο νερό.

   Δυο μέρες αργότερα, στην Αίθουσα Συμφιλίωσης, ο Ο' Κόνελ ανέβασε τον Ντάγκλας στην εξέδρα, έπιασε το χέρι του και το σήκωσε ψηλά. Ιδού, είπε, ο μαύρος Ο' Κόνελ! Ο Ντάγκλας είδε τα καπέλα να εξακοντίζονται στον αέρα, πάνω από τα πρόστεγα.
   "Ιρλανδοί και Ιρλανδές..."
   Περιέφερε το βλέμμα πάνω από τη λαοθάλασσα: παντού βρομιά και λιβανωτός. Ευχαριστώ, είπε, για την τιμή να μου επιτρέψετε να μιλήσω μαζί σας. Άπλωσε τα χέρια του και ηρέμησε το πλήθος και του μίλησε για τη δουλεία και το εμπόριο και την υποκρισία και την αναγκαιότητα της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων. 
   Ένα ρεύμα ενέργειας τον διαπέρασε. Μια φλόγα. Άκουσε τον κυματισμό της φωνής του να διαχέεται στο πλήθος.
   "Αν ρίξετε μια ματιά πάνω σε έναν και μόνο άνθρωπο", είπε, "θα ρίξετε μια ματιά πάνω σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η αδικία σ' έναν άνθρωπο είναι αδικία προς όλους. Καμιά δύναμη δεν μπορεί να φυλακίσει ό,τι είναι καλό και σωστό. Η κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων θα κυριαρχήσει απολύτως φυσικά στη σκέψη του κόσμου!"
   Βημάτισε στην εξέδρα. Έσφιξε γύρω του το σακάκι του. Το πλήθος ήταν πολύ διαφορετικό από οποιοδήποτε είχε άλλοτε δει. Ένα χαμηλόφωνο βουητό ανάμεσά τους. Άφησε να περάσουν λίγα λεπτά σιωπής. Κι ύστερα άρχισε η γρονθοπατινάδα με τις προτάσεις του. Τέντωσε το κορμί του προς το μέρος τους. Αναζήτησε το βλέμμα τους. Κι όμως, ακόμη αισθανόταν την απόσταση. Τον ενοχλούσε. Σταγόνες ιδρώτα σχηματίστηκαν στη βάση του λαιμού του.
   Μια κραυγή ανέβηκε από το πίσω μέρος της αίθουσας. Και με την Αγγλία τι γίνεται; Δεν θα καταγγείλει την Αγγλία; Η Αγγλία δεν ήταν, έτσι κι αλλιώς, η κατεξοχήν δουλοκτήτρια; Δεν υπήρχαν οι αλυσίδες της οικονομικής καταπίεσης; Δεν υπήρχε ένας υπόγειος σιδηρόδρομος όπου ευχαρίστως θα επιβιβαζόταν κάθε Ιρλανδός προκειμένου να ξεφύγει από την τυραννία της Αγγλίας;
   Ένας αστυνομικός κινήθηκε προς το πλήθος, το μυτερό κράνος εξαφανίστηκε. Ο διαμαρτυρόμενος σύντομα βουβάθηκε.
   Ο Ντάγκλας έκανε μια μεγάλη παύση: Πιστεύω στον αγώνα της Ιρλανδίας, είπε. Ένα κύμα από κεφάλια που κατένευαν φούσκωσε πίσω του. Έπρεπε να είναι προσεκτικός, το ήξερε. Υπήρχαν δημοσιογράφοι εφημερίδων που κατέγραφαν κάθε του λέξη. Θα ξαναγύριζε στη Βρετανία κι ύστερα στην Αμερική. Σταμάτησε. Σήκωσε το χέρι του. Το έστρεψε ελαφρά στον αέρα.
   "Τι να σκεφτεί κανείς για ένα έθνος που κομπάζει για την ελευθερία του", είπε, "κι όμως κρατάει τον λαό του στα δεσμά; Είναι χαραγμένο στο βιβλίο της μοίρας ότι η ελευθερία θα επικρατήσει σ' όλο τον κόσμο. Ο αγώνας της ανθρωπότητας είναι ένας σ' ολόκληρο τον κόσμο".
   Ανακούφιση τον πλημμύρισε όταν το πλήθος χειροκρότησε. Ο Ο' Κόνελ ανέβηκε στη σκηνή και σήκωσε άλλη μια φορά το χέρι του στον αέρα. Ο μαύρος Ο' Κόνελ! επανέλαβε. Ο Ντάγκλας υποκλίθηκε και κοιτάζοντας προς τα κάτω είδε τον Γουέμπ κοντά στην πρώτη γραμμή, να μασουλάει τον βραχίονα των γυαλιών του. 

   Στο δείπνο στην Οδό Ντόσον κάθισε δίπλα στον Δήμαρχο, αλλά έγειρε προς τα πίσω την καρέκλα του για να μπορεί να μιλήσει με τον Ο' Κόνελ.
   Αργότερα το ίδιο απόγευμα έκαναν έναν περίπατο στον κήπο του Μάνσιον Χάους, βαδίζοντας με επισημότητα ανάμεσα στις κλαδεμένες χειμωνιάτικες τριανταφυλλιές. Ο Ο' Κόνελ περπατούσε ελαφρά σκυφτός, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του. Θα ήθελε, είπε, να μπορούσε να προσφέρει πιο άμεση βοήθεια στον Ντάγκλας και τους ομόφυλούς του. Βαρύ φορτίο η πληροφορία που κόμισε ο Ντάγκλας: ότι υπήρχαν πολλοί Ιρλανδοί μεταξύ των δουλοκτητών στον Νότο. Δειλοί. Προδότες. Ατίμαζαν την ίδια τους την κληρονομιά. Δεν θα επέτρεπε στη σκιά τους να βαρύνει πάνω του. Κουβαλούσαν δηλητήριο, ήταν ντροπή για το έθνος τους. Οι εκκλησίες τους έπρεπε να αποφεύγονται. Ορκίζονταν στο όνομα μιας κίβδηλης υπεροχής.
   Έπιασε τον Ντάγκλας από τους ώμους. Είχε σκοτώσει κάποτε άνθρωπο, είπε ο Ο' Κόνελ. Σε μια μονομαχία στο Κιλντέαρ. Για ένα ζήτημα τιμής. Τον είχε πυροβολήσει στο στομάχι. Άφησε χήρα πίσω του, ένα παιδί. Ακόμη τον κατέτρυχε αυτή του η πράξη. Δεν θα ξανασκότωνε ποτέ, όμως θα πέθαινε για την αληθινή του πίστη: ελεύθερος μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος μονάχα αν ζούσε αγωνιζόμενος για την ελευθερία.
   Συζήτησαν βαρύθυμα για την κατάσταση στην Αμερική, για τον Γκάρισον, τον Τσάπμαν, την προεδρία του Πολκ, την προοπτική της απόσχισης.
   Ο Ο' Κόνελ απέπνεε κύρος, όμως ο Ντάγκλας ένιωθε την κρυφή εξάντληση του μεγάλου άνδρα. Λες και τα ερωτήματα που τον βασάνιζαν ήταν τόσο βαριά που δεν κατάφερνε να τα κρατήσει στην επιφάνεια κι είχαν τρυπώσει στη σάρκα του, είχαν εγκατασταθεί μέσα στο σώμα του, τον είχαν καθηλώσει.
   Ένιωθε το μπράτσο του Ο' Κόνελ πάνω στο δικό του και άκουε τη βεβιασμένη του αναπνοή στη σιωπή ανάμεσα στα βήματά τους. Ένας αδύνατος άντρας περίμενε στην άλλη άκρη του κήπου, χτυπώντας απαλά με το δάχτυλο ένα ρολόι τσέπης που κρεμόταν από το γιλέκο του.
   Ο Ο' Κόνελ ξαπόστειλε τον άνδρα, όμως ο Ντάγκλας νόμισε ότι αναγνώρισε, για πρώτη φορά στη ζωή του, τη συντριβή που συμβαδίζει καμιά φορά με τη δόξα.
   «Λένε ότι η ιστορία βρίσκεται στην πλευρά της λογικής, όμως αυτή η κατάληξη δεν είναι διόλου εγγυημένη. Προφανώς, η οδύνη του παρελθόντος δεν θα μπορέσει ποτέ να αντισταθμιστεί πλήρως από ένα μέλλον οικουμενικής ευτυχίας, εάν βέβαια τέτοιο πράγμα είναι δυνατόν να αποκτηθεί. Το κακό της δουλείας είναι μια σταθερή ανεκρίζωτη πραγματικότητα, όμως η ίδια η δουλεία θα εξοβελιστεί! Η αλήθεια δεν μπορεί να καθυστερήσει. Η στιγμή της αλήθειας είναι τώρα!»
   
   Η άμαξα ήταν έτοιμη: Οκτώβριος, καιρός να μεταφέρει τις διαλέξεις του προς Νότον. Τα ρούχα του ήταν βουρτσισμένα. Τα χαρτιά του, τυλιγμένα σε μουσαμά. Ο Γουέμπ είχε παραγγείλει στους υπηρέτες να ταΐσουν και να ποτίσουν τα άλογα. Ο Ντάγκλας έσκυψε να σηκώσει μόνος του το ταξιδιωτικό του μπαούλο. Καινούργια ρούχα, καινούργια βιβλία, τα βάρη του.
   "Τι στο καλό έχεις εκεί μέσα;" ρώτησε ο Γουέμπ.
   " Βιβλία". 
   "Το παίρνω εγώ", είπε ο Γουέμπ.
  Ο Ντάγκλας άρπαξε το χερούλι του μπαούλου.
  "Σαν βαρύ μου φαίνεται, παλιόφιλε".
  Προσπάθησε να δείξει ότι το σήκωνε άνετα. Ένιωθε το βίαιο τράβηγμα του μυός στην πλάτη του. Είδε τον Γουέμπ να υπομειδιά πολύ ελαφρά. Ο Γουέμπ φώναξε τον οδηγό, τον Τζον Κρίλι. Ήταν μικρόσωμος, ισχνός, με το αποστεωμένο πρόσωπο του γερού πότη. Και οι τρεις μαζί σήκωσαν το μπαούλο ως το γείσωμα στο πίσω μέρος της άμαξας· το έδεσαν γερά με σχοινί. 
   Ο Ντάγκλας ευχόταν να μην είχε φέρει μαζί του τα βάρη. Απερίσκεπτη απόφαση. Φοβόταν ότι ο Γουέμπ θα τον θεωρούσε ματαιόδοξο. 
   Παρά την οικειότητά τους, είχαν αναπτύξει μια αμοιβαία αντιπάθεια. Πολύ στομφώδης αυτός ο Γουέμπ, σκεφτόταν ο Ντάγκλας. Δεν ήξερε τι θα πει ανεκτικότητα, προσβαλλόταν εύκολα, ήταν υποκριτικά ευλαβής. Είχε ενοχληθεί όταν πήρε τον λογαριασμό από τον ράφτη. Είχε αφαιρέσει το κόστος του γιλέκου από τα κέρδη του Ντάγκλας από τα βιβλία του. Σφιχτοχέρης. Ένιωθε ότι ο Γουέμπ τον παρακολουθούσε τον περισσότερο καιρό, περιμένοντας ένα του στραβοπάτημα. Φοβόταν ότι μπορεί να καταντούσε δείγμα της ράτσας του. Καρφιτσωμένο. Παρατηρούμενο. Ανατεμνόμενο. Ο Ντάγκλας σιχαινόταν την προσφώνηση Παλιόφιλε. Τον γύριζε πίσω στα χωράφια, στα μαστίγια, στα αγκαθωτά περισφύρια, στους καβγάδες στους αχυρώνες. Ύστερα υπήρχαν και τα χρήματα -ο Γουέμπ τα συγκέντρωνε για να τα προσφέρει ως δωρεά στον αγώνα στην Αμερική. Κάθε βράδυ ρωτούσε τον Ντάγκλας αν είχε δεχτεί καμιά ιδιωτική χορηγία. Αυτό τον πίκραινε. Άδειαζε τις τσέπες του με υπερβολική τυπικότητα, τραβούσε προς τα έξω τη φόδρα του, την τίναζε βίαια.  
   "Βλέπεις", έλεγε, "δεν είμαι παρά ένας φτωχός σκλάβος". 
   Ωστόσο ο Ντάγκλας είχε απόλυτη επίγνωση και των δικών του μειονεκτημάτων. Διαπίστωνε ότι πότε πότε ήταν απότομος, έκρινε βιαστικά, αστόχαστα. Έπρεπε να διδαχτεί την ανοχή. Ήξερε ότι ο Γουέμπ δεν αποσκοπούσε σε οικονομικά οφέλη και όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Γουέμπ φαινόταν να μετανιώνει για τον ελαφρά κακόβουλο τόνο που ορισμένες φορές υιοθετούσε με τον μαύρο άνδρα. 
   Στερέωσαν το σχοινί γύρω από το μπαούλο. Οι υπηρέτες βγήκαν να τον αποχαιρετήσουν. Η Λίλι κοκκίνησε λιγάκι όταν ήρθε η σειρά της για τη χειραψία. Του ψιθύρισε ότι ήταν εξαιρετική τιμή για εκείνην που τον γνώρισε. Ότι έλπιζε κάποτε να ξανασυναντηθούν.
   Πίσω του, κάποιος έβηξε διακριτικά. 
   "Σε λίγο σκοτεινιάζει, παλιόφιλε". 
   Έσφιξαν τα χέρια για μια ακόμη φορά. Οι υπηρέτες δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Έμειναν να τον ακολουθούν με το βλέμμα καθώς η άμαξα εξαφανιζόταν πέρα από το Κολέγιο, κατεβαίνοντας τη φαρδιά Λεωφόρο Μπράνσγουικ.

   Ψιθυριζόταν ότι η πατάτα είχε προσβληθεί από περονόσπορο, όμως τα χωράφια έξω από την πόλη φαίνονταν υγιή, πράσινα, ακμαία. Κοντά στο Γκρέιστοουνς σταμάτησαν σ' ένα λόφο να απολαύσουν το θαυμαστό παιχνίδι του φωτός πάνω στον τελευταίο από τους κόλπους του Δουβλίνου. Στο βάθος σχηματίζονταν ουράνια τόξα, που ιρίδιζαν πάνω από τη θαρρείς σπαρμένη με ροδοπέταλα αμμουδιά.

   Ο Γουέμπ και ο Ντάγκλας εναλλάσσονταν στη θέση πλάι στον αμαξά, τον Κρίλι. Η εξοχή ήταν εκθαμβωτική. Οι φράχτες ολάνθιστοι. Ο καλπασμός των χειμάρρων. Όταν έβρεχε κάθονταν στο εσωτερικό της άμαξας, ο ένας απέναντι από τον άλλον, διαβάζοντας. Πότε πότε σήκωναν τα μάτια από τη σελίδα, έγερναν μπροστά, χτυπούσαν απαλά ο ένας το γόνατο του άλλου, διάβαζαν μια παράγραφο μεγαλόφωνα. Ο Ντάγκλας ξαναδιάβαζε τους λόγους του Ο' Κόνελ. Είχε θαμπωθεί από την πνευματική του ευελιξία, από το νεύμα του προς το οικουμενικό. Αναρωτιόταν αν θα του δινόταν άλλη ευκαιρία να συναντήσει τον άνδρα, να περάσει αρκετό χρόνο μαζί του, να ανταλλάξει ιδέες με τον Μεγάλο Απελευθερωτή. 
   Η άμαξα αναπηδούσε στις αυλακιές των δρόμων, πηγαίνοντας ελάχιστα πιο γρήγορα από μια ταχυδρομική άμαξα ή ένα ελαφρύ μόνιππο. Ο Ντάγκλας ξαφνιάστηκε όταν τον πληροφόρησαν ότι δεν υπήρχε ακόμη σιδηροδρομική γραμμή νοτίως του Γουίκλοου.
   Τα απογεύματα απλώνονταν κατακίτρινα στους λόφους. Παραθυρόφυλλα στον ουρανό, να ανοίγουν και να κλείνουν ξαφνικά. Αιωρούμενη φωτεινότητα κι ύστερα σκοτεινιά και πάλι. Η γη απέπνεε ωμή αθωότητα.
   Όταν καθόταν μπροστά, δίπλα στον αμαξά, πλήθη έβγαιναν από τα σπίτια τους μόνο και μόνο για να τον δουν. Τον χτυπούσαν φιλικά στον ώμο, του έσφιγγαν το χέρι, τον ευλογούσαν με το σημείο του σταυρού. Δοκίμαζαν να του αφηγηθούν ιστορίες για γαιοκτήμονες, για εισοδηματίες, για αγγλικές κτηνωδίες, για αγαπημένους που ξενιτεύτηκαν, αλλά ο Γουέμπ ανυπομονούσε να προχωρήσουν, έπρεπε να τηρήσουν το πρόγραμμα, είχαν να δώσουν διαλέξεις.
   Παιδιά έτρεχαν πίσω από την άμαξα, τους ακολουθούσαν ως και ένα μίλι μακριά, ώσπου χάνονταν, λες τα ρουφούσε το τοπίο.
   Γουίκλοου, Άρκλοου, Ένισκορθι: κατέγραφε τις ονομασίες στο ημερολόγιό του. Είχε ολοένα και εντονότερη την εντύπωση ότι η πείνα πλανιόταν πάνω από τον τόπο. Τα βράδια, στα πανδοχεία, οι ξενοδόχοι ζητούσαν χίλιες συγγνώμες: μεγάλη έλλειψη πατάτας.

   Στο Γουέξφορντ κοντοστάθηκε στο κεφαλόσκαλο της Αίθουσας Συνελεύσεων. Οι άλλοι δεν τον έβλεπαν, ο ίδιος όμως μπορούσε να δει, από το ύψος της σκάλας, τον κάτω όροφο, όπου ένα τραπέζι είχε στρωθεί, και την αφίσα του στον τοίχο, να αναρριπίζεται ανεπαίσθητα στο ελαφρύ ρεύμα του αέρα. 
   Η τοπική αριστοκρατία είχε έρθει να τον δει. Ήταν καλοντυμένοι, περίεργοι, υπομονετικοί. Κάθισαν ήρεμα στις θέσεις τους, έβγαλαν τα κασκόλ τους, τον περίμεναν. Οι λέξεις του τους ξεσήκωσαν -Γεια στο στόμα σου! φώναζαν. Μπράβο! - και μετά την ομιλία του έδωσαν υποσχέσεις, διαβεβαίωσαν ότι θα οργανώσουν υπαίθριες αγορές, γιορτές και πανηγύρια και ότι θα στείλουν τα χρήματα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
   Όμως όταν ο Ντάγκλας βγήκε στον δρόμο, ένιωσε κάτι δριμύ να περπατάει στο δέρμα του. Οι δρόμοι έβριθαν από τους φτωχούς Ιρλανδούς, τους καθολικούς. Απέπνεαν την ενεργητικότητα του καταδικασμένου. Ψιθυριζόταν ότι συναθροίζονταν υπέρ της Ανάκλησης, ότι οργάνωναν μυστικές συναντήσεις. Ότι γίνονταν εμπρησμοί σε σπίτια. Όποτε κυκλοφορούσε ανάμεσά τους ένιωθε αναστάτωση, ενόχληση, αλλά και ενθουσιασμό. Οι παπικοί παραδίδονταν σε γλέντια, ξεφαντώματα, κρίσεις βαθιάς μελαγχολίας, στα ίδια τους τα στερεότυπα. Ένας ηθοποιός του δρόμου χόρευε φορώντας το σκουφί με τα κουδουνάκια από τη στολή ενός γελωτοποιού. Παιδιά περιδιάβαιναν τα στενά πουλώντας χαρτιά με τα λόγια από παλιές μπαλάντες. Γυναίκες άναβαν πήλινες πίπες. Ήθελε να σταματήσει στον δρόμο και να εκφωνήσει έναν αυτοσχέδιο λόγο, όμως οι οικοδεσπότες του τον πίεζαν να προχωρήσουν. Έστρεφε το κεφάλι, κοίταζε πάνω από τον ώμο του και θαρρούσε πως έβλεπε ένα μισοσκαμμένο χαντάκι.
   Μέσα από έναν μακρύ εξοχικό δρόμο, περιστοιχισμένο από μεγαλόπρεπες βελανιδιές, τον οδήγησαν σε μια τεράστια έπαυλη. Κεριά στα παράθυρα. Υπηρέτες με λευκά γάντια. Είχε αρχίσει να προσέχει ότι τον περιέβαλλαν κυρίως άνθρωποι που μιλούσαν με αγγλική προφορά. Δικαστές. Γαιοκτήμονες. Γλυκομίλητοι, ενημερωμένοι. Όμως όταν τους ρωτούσε για την πείνα που έβλεπε στους δρόμους, απαντούσαν πως πείνα στην Ιρλανδία υπήρχε ανέκαθεν. Ήταν μια χώρα που ηδονιζόταν με τις πληγές της. Οι Ιρλανδοί συσσώρευαν συμφορές όπως συσσώρευαν τα κάρβουνα, κι ύστερα αδυνατούσαν να σβήσουν τη φωτιά. Όπως πάντα, εξαρτιόταν από άλλους. Δεν γνώριζαν τι σημαίνει βασίζομαι στις δικές μου δυνάμεις. Συνέχεια έχυναν την καρδάρα με το γάλα. Έτσι γινόταν πάντα.
   Η κουβέντα άλλαζε κατεύθυνση. Το θέμα μετατοπίστηκε σε ζητήματα δημοκρατίας, ιδιοκτησίας, φυσικής τάξης, χριστιανικής προσταγής. Το κρασί σερβιρίστηκε σε έναν μεγάλο ασημένιο δίσκο. Αρνήθηκε ευγενικά. Ήθελε να μάθει περισσότερα για τις φήμες περί παράνομων οργανώσεων, υπόγειων δυνάμεων. Μερικά από τα πρόσωπα γύρω του συνοφρυώθηκαν. Ήταν ίσως δυνατόν να του δώσουν μερικές ακόμη πληροφορίες περί της χειραφέτησης των καθολικών; Είχαν μήπως διαβάσει τις φλογερές καταγγελίες του Ο ' Κόνελ; Ήταν αλήθεια ότι κάποτε ξερίζωναν τα νύχια των Ιρλανδών αρπιστών ώστε να μη μπορούν πια να κρούουν τις χορδές; Ότι απαγόρευαν στους Ιρλανδούς να μιλούν τη γλώσσα τους; Πού ήταν οι υπέρμαχοι των φτωχών;
   Ο Γουέμπ τον έπιασε από τον αγκώνα και τον παρέσυρε στη βεράντα:
   "Μα, Φρέντρικ, δεν μπορείς να δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει", είπε.
   Ο νυχτερινός ουρανός του Γουέξφορντ ήταν κατάστικτος από αστέρια. Ο Ντάγκλας καταλάβαινε ότι ο Γουέμπ είχε δίκιο. Ήταν υποχρεωμένος να ευθυγραμμίζεται με το πνεύμα των συνομιλητών του. Υπήρχαν πολλές πλευρές σε κάθε ορίζοντα. Δεν είχε παρά να διαλέξει μία απ' όλες. Κανένα μυαλό δεν ήταν σε θέση να συλλάβει τα πάντα με την πρώτη. Αλήθεια, δικαιοσύνη, πραγματικότητα, αντιλογία. Θα ανέκυπταν παρεξηγήσεις. Ο ίδιος ήταν ταγμένος σε μία και μόνη υπόθεση. Έπρεπε να εμμείνει σ' αυτήν.
   Βημάτισε για λίγο πάνω κάτω στη βεράντα. Ένας ψυχρός άνεμος ρυτίδωνε το νερό.
   "Σε περιμένουν", είπε ο Γουέμπ.
   Έπιασε το χέρι του Γουέμπ και το έσφιξε, ύστερα ξαναμπήκε στο σαλόνι και, μαζί μ' αυτόν, μια παγερή ριπή αέρα από την ανοιχτή πόρτα. Έπιναν καφέ σε λεπτεπίλεπτα πορσελάνινα φλιτζάνια. Οι γυναίκες είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το πιάνο. Είχε μάθει να παίζει Σούμπερτ στο βιολί. Διάλεξε το αντάτζιο, χάθηκε στη μελωδία: παρά τον αργό ρυθμό, τις συνάρπασε η επιδεξιότητα των δαχτύλων του.

   Συνέχισαν προς Νότον. Ακριβώς πάνω από τον ποταμό Μπάροου πήραν λάθος στροφή. Μπήκαν στην εξοχή, μια εξοχή άγρια, απεριποίητη. Σπασμένοι φράχτες. Ερειπωμένα κάστρα. Βαλτοτόπια. Δασωμένα ακρωτήρια. Καπνός τύρφης αναδυόταν από τις καλύβες, αραιές, ετοιμόρροπες. Στα λασπωμένα μονοπάτια, το μάτι τους έπαιρνε κινούμενα κουρέλια. Τα κουρέλια έδειχναν πιο ζωντανά από τα κορμιά που τα φορούσαν. Ολόκληρες οικογένειες παρακολουθούσαν το διάβα τους. Τα παιδιά έμοιαζαν αποκλεισμένα στην επικράτεια της πείνας.
   Μια καλύβα καιγόταν στο πλάι του δρόμου. Ήταν σαν να 'βγαινε απ' το χώμα ο καπνός. Στα χωράφια, πλάι στα κατσιασμένα δέντρα, άνδρες ατένιζαν μακριά, το βλέμμα τους μια απειλή. Το στόμα ενός άντρα ήταν λερωμένο μ' έναν καφετί πολτό: ίσως έτρωγε δεντρόφλουδες. Ο άνδρας ατένιζε με απάθεια την άμαξα να περνάει, κι ύστερα σήκωσε ψηλά το ραβδί του σαν να αποχαιρετούσε τον εαυτό του. Διέσχισε τρεκλίζοντας το χωράφι, μ' ένα σκυλί να τον ακολουθεί αθόρυβα κατά πόδας. Τον είδαν να πέφτει στα γόνατα κι ύστερα να ξανασηκώνεται και να συνεχίζει τον δρόμο του. Μια νεαρή μελαχρινή γυναίκα μάζευε βατόμουρα από τους θάμνους: κόκκινος χυμός λέκιαζε το μπροστινό μέρος του φουστανιού της, λες και τα ξερνούσε το ένα μετά το άλλο. Χαμογέλασε φαφούτικα. Όλα της τα δόντια είχαν πέσει. Επαναλάμβανε μια φράση στα ιρλανδικά: ακουγόταν σαν ψαλμωδία, ένα είδος προσευχής. 
   Ο Ντάγκλας γράπωσε το μπράτσο του Γουέμπ. Ο Γουέμπ έδειχνε άρρωστος. Στον λαιμό του, μια ατονία. Δεν ήθελε να μιλήσει. Πάνω απ' το χώμα πλανιόταν μια μυρωδιά. Το χώμα είχε σαπίσει. Ο περονόσπορος είχε απλώσει παντού τη δυσωδία της σήψης. Η συγκομιδή της πατάτας είχε καταστραφεί. 
   "Είναι το μόνο που τρώνε", είπε ο Γουέμπ.
   "Μα γιατί;"
   "Είναι το μόνο που έχουν", απάντησε.
   "Σίγουρα όχι".
   "Για οτιδήποτε άλλο βασίζονται πάνω μας".
   Έφιπποι Βρετανοί στρατιώτες τούς προσπέρασαν καλπάζοντας· λάσπη τινάχτηκε από τις οπλές των αλόγων και πιτσίλισε τους αγκαθωτούς θάμνους. Πράσινα καπέλα με κόκκινα διακριτικά. Σαν μικρές κηλίδες αίματος στη χλόη. Οι στρατιώτες ήταν νεαροί και φοβισμένοι. Στην ύπαιθρο κυριαρχούσε ατμόσφαιρα εξέγερσης: ακόμη και τα πουλιά στα δέντρα έμοιαζαν να ουρλιάζουν. Νόμισαν πως άκουσαν την υλακή ενός λύκου, όμως ο Γουέμπ είπε ότι ο τελευταίος λύκος στη χώρα είχε σκοτωθεί πριν από μισό αιώνα. Ο Κρίλι, ο αμαξάς, άρχισε να σιγομουρμουρίζει ένα σκοπό που ίσως ήταν μοιρολόι.
   "Ω, σταμάτα τις ανοησίες", είπε ο Γουέμπ. "Πρόσεχε πώς οδηγείς!"
   "Μα, κύριε..."
   "Πρόσεχε πώς οδηγείς, Κρίλι".
   Σ' ένα υποστατικό σταμάτησαν να δουν αν μπορούσαν να ταΐσουν τα άλογα. Τρεις φρουροί στέκονταν στην πύλη. Γεράκια, θαρρείς λαξευμένα στην πέτρα, κούρνιαζαν στους ώμους τους. Οι φρουροί κρατούσαν φτυάρια στα χέρια, όμως οι λαβές τους είχαν ακονιστεί έτσι που η απόληξή τους να είναι αιχμηρή, σαν ακόντιο. Τα αφεντικά έλειπαν. Είχε ξεσπάσει πυρκαγιά. Το σπίτι σιγόκαιγε ακόμη. Δεν επιτρεπόταν να περάσει κανείς. Είχαν αυστηρές οδηγίες. Οι φρουροί κοίταζαν τον Ντάγκλας, προσπαθώντας να καταστείλουν την έκπληξή τους στη θέα ενός Νέγρου.
   "Φύγετε από 'δω", είπαν οι φρουροί. "Τώρα".
   Ο Κρίλι βίασε τα άλογα να προχωρήσουν. Οι δρόμοι ξετυλίγονταν φιδωτοί μπροστά τους. Τα βάτα υψώνονταν θεόρατα γύρω τους. Η νύχτα κατέφτανε απειλητική. Τα άλογα επιβράδυναν τον καλπασμό τους. Φαίνονταν ξεθεωμένα. Σάλια και αφρός κρέμονταν από τα σαγόνια τους.
   "Ω, προχώρα σε παρακαλώ", φώναξε ο Γουέμπ από το εσωτερικό της άμαξας, όπου καθόταν απέναντι από τον Ντάγκλας, με τα γόνατά τους να αγγίζονται.
   Κάτω από τον θόλο πανύψηλων δέντρων η άμαξα σταμάτησε σιγά σιγά, τρίζοντας ολόκληρη. Σιωπή τούς τύλιξε. Άκουσαν τη φωνή μιας γυναίκας κάτω από το πνιχτό σύρσιμο των οπλών. Ηχούσε σαν να ικέτευε, σαν προσευχή.
   "Τι είν' αυτό;" αναφώνησε ο Γουέμπ.
   Ο Κρίλι δεν απάντησε.
   "Προχώρα, άνθρωπέ μου, σκοτεινιάζει".
   Όμως η άμαξα δεν σάλεψε. Ο Γουέμπ έδωσε μια κλοτσιά στην πόρτα ν' ανοίξει και κατέβηκε πατώντας προσεκτικά στο υποπόδιο. Ο Ντάγκλας ακολούθησε. Στάθηκαν ακίνητοι μέσα στη σκοτεινή λίμνη των δέντρων. Στο βάθος διέκριναν το παγερό, κοκκώδες περίγραμμα μιας γυναίκας: φορούσε ένα γκρίζο μάλλινο σάλι και τα απομεινάρια ενός πράσινου φουστανιού. Έσερνε πίσω της ένα πολύ μικρό δεμάτι από κλαράκια, δεμένο με λουρί γύρω από τους ώμους της, ένα μαραφέτι που το τραβούσε με κόπο στο κατόπι της.
   Πάνω στα κλαράκια βρισκόταν ένα μικρό, λευκό πακέτο. Η γυναίκα ύψωσε το βλέμμα, τους κοίταξε. Τα μάτια της έλαμπαν. Η οδύνη έπνιγε τη φωνή της.
   "Θα βοηθήσετε το παιδί μου, κύριε;" είπε στον Γουέμπ.
   "Ορίστε;"
   "Ο Θεός να σας ευλογεί κύριε. Θα βοηθήσετε το παιδί μου".
   Σήκωσε το μωρό από το λίκνο των κλαδιών.
   "Θεέ και Κύριε", είπε ο Γουέμπ.
   Ένα χεράκι πετάχτηκε μέσα από τον μπόγο. Η γυναίκα κουκούλωσε και πάλι το χέρι με τα κουρέλια.
   "Για την αγάπη του Θεού", είπε. "Το παιδί πεινάει".
   Είχε σηκωθεί αέρας. Άκουγαν τα κλαδιά των δέντρων να ανεμοδέρνονται.
   "Πάρε", είπε ο Γουέμπ, προσφέροντας στη γυναίκα ένα νόμισμα.
   Εκείνη δεν το άγγιξε. Απεναντίας, έσκυψε το κεφάλι, λες και έβλεπε την καταισχύνη της να καθρεφτίζεται στο χώμα. 
   "Δεν έχει να φάει", είπε ο Ντάγκλας.
   Ο Γουέμπ ψαχούλεψε στο μικρό δερμάτινο πουγκί του και έβγαλε ένα εξάπενο. Ούτε αυτό το πήρε η γυναίκα. Το μωρό ήταν γαντζωμένο στο στήθος της. Οι άντρες, ακίνητοι, είχαν θαρρείς βγάλει ρίζες στο χώμα. Έμοιαζαν παράλυτοι. Ο Κρίλι κοίταζε πέρα. Ο Ντάγκλας ένιωθε λες και είχε γίνει ο ίδιος το σκοτάδι του δρόμου.
   Η γυναίκα άπλωσε τα χέρια, έτεινε το παιδί. Η οσμή του θανάτου ήταν ακατανίκητη.
   "Πάρτε την", είπε.
   "Δεν μπορούμε, κυρία".
   "Σας παρακαλώ, εξοχότατοι. Πάρτε την".
   "Μα δεν μπορούμε".
   "Εκατό φορές σάς ικετεύω, ο Θεός να σας ευλογεί".
   Τα μπράτσα της γυναίκας δεν έμοιαζαν παρά δυο κομμάτια σχοινί που ανηφόριζαν, συστραμμένα, προς τον αυχένα της. Το χέρι του παιδιού πρόβαλε και πάλι μέσα απ' τα κουρέλια· η μάνα άρχισε να μαλάζει απελπισμένα τα δάχτυλα του ετοιμοθάνατου μωρού. Οι παλάμες του είχαν ήδη αρχίσει να μελανιάζουν.
   "Πάρτε την, κύριε, σας παρακαλώ, πεινάει".
   Έτεινε τα χέρια της με το παιδί.
   Ο Γουέμπ άφησε το ασημένιο νόμισμα να πέσει στα πόδια της, της γύρισε την πλάτη, τρέμοντας. Σκαρφάλωσε στο ξύλινο σανίδι πλάι στον Κρίλι.
   "Έλα", φώναξε στον Ντάγκλας.
   Ο Ντάγκλας μάζεψε το λασπωμένο νόμισμα και το έβαλε στο χέρι της γυναίκας. Εκείνη δεν το κοίταξε. Το άφησε να γλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλά της. Τα χείλη της κινούνταν, αλλά δεν έβγαζε λέξη.
   Ο Γουέμπ άρπαξε με βία τα γκέμια πάνω από την αστραφτερή μαύρη ράχη του αλόγου κι ύστερα τα τράβηξε με δύναμη το ίδιο ξαφνικά, λες και οδηγούσε την άμαξα, ενώ ταυτόχρονα δεν την οδηγούσε. 
   "Έλα, Φρέντρικ", φώναξε. "Μπες μέσα, μέσα. Κάνε γρήγορα".

   Ανέκτησαν τον ρυθμό τους. Πέρασαν από βαλτοτόπια, ακρογιαλιές, ατελείωτες λωρίδες αδιανόητου πράσινου. Το κρύο άνοιγε την αγκαλιά του. Σταμάτησαν να αγοράσουν κι άλλες κουβέρτες. Κι ύστερα προχώρησαν, σιωπηλά, διασχίζοντας το σκοτάδι, κατά μήκος της ακτής. Μίσθωσαν έναν άντρα να κρατάει ένα φανάρι μπροστά τους, ώσπου να φτάσουν σε κάποιο χάνι. Η μικρή φωτεινή κηλίδα λάξευε τα δέντρα, τα έκανε ανάγλυφα. Ο άντρας κατέρρευσε μετά από οκτώ μίλια: δεν υπήρχαν ανοιχτά πανδοχεία στον δρόμο. Στριμώχτηκαν όλοι μαζί μέσα στην άμαξα. Δεν είπαν κουβέντα για το νεκρό παιδί.
   'Εβρεχε. Ο ουρανός δεν φαινόταν διόλου έκπληκτος. Προσπέρασαν ένα στρατώνα όπου κληρωτοί με κόκκινες στολές φύλαγαν ένα φορτίο αραποσίτι. Τους επέτρεψαν να ταΐσουν και να ποτίσουν τα δυο άλογα. Ένας γέρος στεκόταν στον δρόμο κοντά στο Γιούγκαλ και πετούσε πέτρες σ' έναν μελανόφτερο σταυροκόρακα που φώλιαζε σε κάποιο δέντρο. 
   Τίποτα δεν θα μπορούσαν να κάνουν για την πείνα, είπε ο Γουέμπ. Να τι ήταν αδύνατον να επιτύχει ένας άνδρας, όσο σπουδαίος κι αν ήταν: να επαναφέρει την υγεία στα χωράφια. Τέτοια πράγματα συνέβαιναν συχνά στην Ιρλανδία. Ήταν νόμος του τόπου, άγραφος, αναπόφευκτος, τρομερός.

   Έφτασαν στις αποβάθρες του Κορκ μέσα στη φθινοπωριάτικη ψύχρα. Το βράδυ ήταν ξάστερο. Δεν φυσούσε. Βαθιά, νοτερή σιωπή. Το λιθόστρωτο άστραφτε, κατάμαυρο.
   Σταμάτησαν την άμαξα στον αριθμό 9 της Οδού Μπράουν, όπου ζούσε η οικογένεια Τζένινγκς. Ένα όμορφο πέτρινο σπίτι με τριανταφυλλόκηπους κι από τις δύο πλευρές του στενού μονοπατιού που οδηγούσε στην κύρια είσοδο.
   Ο Ντάγκλας άνοιξε απότομα την πόρτα της άμαξας. Ήταν εξαντλημένος. Κινιόταν λες κι είχε σπάσει μέσα του κάποιος άξονας. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο κρεβάτι. Αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί.
   «Νεαρή νέγρα. Δραπέτις. Ακούει στο όνομα Αρτέλα. Μικρή ουλή πάνω από το μάτι της. Πολλά δόντια λείπουν. Είναι μαρκαρισμένη με το γράμμα Α στο μάγουλο και στο μέτωπο. Λίγες ουλές στην πλάτη, λείπουν δύο δάχτυλα ποδιών».
   «Πωλείται. Ικανός έγχρωμος άνδρας, ονόματι Τζόζεφ. Μπορεί  να στραφεί στην ξυλουργική. Επίσης πωλούνται: οικιακές συσκευές, θεολογική βιβλιοθήκη».
   «Άμεσα διαθέσιμα: επτά νεγράκια. Ορφανά. Καλοί τρόποι. Ευπαρουσίαστα. Δόντια σε άριστη κατάσταση».

   Κατέβηκε τη σκάλα βαστώντας ένα κερί πάνω σ' ένα πιατάκι με επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Η τρεμάμενη φλόγα ζωγράφιζε, λοξή, τη σκιά του στους τοίχους. Ο εαυτός του σε εναλλασσόμενα σχήματα: ψηλός, κοντός, θεόρατος, απειλητικός. Γλίστρησε ανάλαφρα στα σκαλοπάτια. Στο αψιδωτό βιτρό της μπροστινής εισόδου διέκρινε τα αστέρια.
   Σκέφτηκε να βγει έξω για λίγο, όμως φορούσε ακόμη το νυχτικό του -κι έτσι, συνέχισε ξυπόλυτος στον ξυλεπενδυμένο διάδρομο και μπήκε στη βιβλιοθήκη. Το δωμάτιο ήταν φίσκα στα βιβλία. Ατέλειωτες σειρές διαλεκτικής προαίρεσης. Τα διέτρεξε με τις άκρες των δαχτύλων. Ωραίες δερμάτινες βιβλιοδεσίες. Σειρές πράσινα, κόκκινα, καφετιά βιβλία. Χρυσός και ασήμι εγχάρακτα στις σκληρές τους ράχες. Σήκωσε το κερί προς τα πάνω, στράφηκε αργά, παρατήρησε πώς τρεμόπαιζε το φως από ράφι σε ράφι. Μουρ, Σουίφτ, Σπένσερ. Απόθεσε το κερί σ' ένα στρογγυλό τραπέζι, πήγε προς τη σκάλα. Σέρινταν, Μπάιρον, Φίλντινγκ. Κάτω από τα πέλματά του το ξύλο ήταν παγωμένο. Η κυλιόμενη σκάλα ήταν προσαρτημένη σε μια μπρούντζινη ράγα. Σκαρφάλωσε στο δεύτερο σκαλοπάτι. Ανακάλυψε πως, όταν έπλωνε το χέρι του προς το ράφι, η σκάλα προωθούνταν προς τα εμπρός. Κινήθηκε αργά στην αρχή, μπρος πίσω. Λίγο πιο γρήγορα, πιο αστόχαστα, κι ύστερα ξαμολύθηκε.
   Έπρεπε να κάνει ησυχία. Σε λίγο το σπίτι θα άρχιζε να ξυπνά.
   Ο Ντάγκλας έδωσε άλλη μια ώθηση, μακριά από το ράφι, κατά μήκος της σειράς των βιβλίων. Σκαρφάλωσε άλλο ένα σκαλοπάτι. Πιο ψηλά τώρα. Μια ελαφρά απόπνοια, σαν από λίπος, έφτασε στα ρουθούνια του. Το σπαρματσέτο είχε σβήσει. Το μυαλό του ταξίδεψε στα μικρά παιδιά του. Θα τους άρεσε αυτό, σκέφτηκε. Δεν θα έκριναν αυστηρά τον υπερβολικά σοβαρό τους πατέρα αν τον έβλεπαν να γλιστράει όπως τώρα, γαντζωμένος στη σκάλα, μπροστά από το παράθυρο, καθώς ο ήλιος ανέτελλε πάνω από τις αποβάθρες του Κορκ, τ' αστέρια είχαν σχεδόν χαθεί και η χαραυγή ξεμύτιζε πίσω από τις μισόκλειστες κουρτίνες. Προσπάθησε να τα φανταστεί εδώ, σ' αυτό το σπίτι με τις πανύψηλες βιβλιοθήκες.
   Πήδηξε από τη σκάλα, πήρε το απολειφάδι του κεριού, ετοιμάστηκε να τρέξει έξω από το δωμάτιο, όταν η πόρτα άνοιξε τρίζοντας.
   "Κύριε Ντάγκλας".
   Ήταν η Ίζαμπελ, μια από τις κόρες της οικογένειας. Μόλις είχε πατήσει τα είκοσι. Φορούσε ένα απλό λευκό φόρεμα, είχε μαζέψει τα μαλλιά της ψηλά.
   "Καλημέρα".
   "Υπέροχη μέρα, ναι", είπε εκείνη.
   "Έριχνα μια ματιά στα βιβλία".
   Έστρεψε φευγαλέα το βλέμμα προς τη σκάλα της βιβλιοθήκης, λες και ήξερε ήδη.
   "Να σας φέρω πρωινό, κύριε Ντάγκλας;"
   "Ευχαριστώ", απάντησε εκείνος, "όμως νομίζω ότι θα ξαναγυρίσω στο κρεβάτι μου. Φοβάμαι πως το ταξίδι από το Δουβλίνο εξάντλησε τις δυνάμεις μου".
   "Όπως επιθυμείτε, κύριε Ντάγκλας. Γνωρίζετε, φαντάζομαι, ότι δεν υπάρχουν υπηρέτες σ' αυτό το σπίτι;"
   "Συγγνώμη;"
   "Τα βγάζουμε πέρα μόνοι μας".
   "Χαίρομαι που το ακούω".
   Είχε ήδη καταλάβει ότι αυτοί οι φίλοι του Γουέμπ ήταν ασυνήθιστοι. Ιδιοκτήτες μιας οινοποιίας. Εκκλησία της Ιρλανδίας. Δεν επιδείκνυαν τον πλούτο τους. Το σπίτι τους απέπνεε ταπεινότητα. Ανοιχτό σ' όλους τους επισκέπτες. Τα ταβάνια ήταν χαμηλά παντού εκτός από τη βιβλιοθήκη, θαρρείς για να υποχρεώνεται κανείς να σκύβει το κεφάλι παντού, όχι όμως κοντά στα βιβλία.
   Η Ίζαμπελ έριξε μια ματιά προς το παράθυρο. Ο ήλιος αναδυόταν πάνω από μια μικρή δενδροστοιχία στο τέρμα του κήπου.
   "Λοιπόν, πώς σας φαίνεται η χώρα μας, κύριε Ντάγκλας;"
   Ο Ντάγκλας ξαφνιάστηκε από την αμεσότητα της ερώτησης. Αναρωτήθηκε προς τι το ενδιαφέρον της. Ίσως διερευνούσε αν ο Ντάγκλας θα είχε το θάρρος να δείξει εντιμότητα -να ομολογήσει ότι η ύπαιθρος τον είχε συγκλονίσει, ότι σπάνια είχε δει τόση φτώχεια, ούτε καν στον αμερικανικό Νότο, ότι ήταν δύσκολο για εκείνον, ακόμη και τώρα, να καταλάβει.
   "Είναι τιμή για μένα που βρίσκομαι εδώ", είπε.
   "Η τιμή είναι δική μας που σας δεχτήκαμε. Και το ταξίδι σας ήταν ευχάριστο;"
   "Ταξιδέψαμε από τον παλιό δρόμο. Υπήρχαν πολλά να δει κανείς. Μερικά όμορφα μέρη".
   Στη σιωπή που ακολούθησε η Ίζαμπελ κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Έμεινε εκεί, να ατενίζει τον κήπο όπου το φως συνέχιζε να ανηφορίζει γρήγορα πίσω από τα δέντρα. Ο Ντάγκλας το ένιωθε: το κορίτσι ήθελε να πει κάτι παραπάνω. Ψηλάφισε την άκρη της κουρτίνας, τύλιξε ένα από τα κρόσσια της στο δάχτυλό της.
   "Η πείνα επελαύνει", είπε στο τέλος.
   "Ορισμένα κομμάτια του ταξιδιού ήταν ζοφερά, πρέπει να το παραδεχτώ".
   "Λένε ότι επίκειται λιμός".
   Ξανακοίταξε την Ίζαμπελ. Ήταν λεπτή και συνηθισμένη, σίγουρα όχι όμορφη. Τα μάτια της ήταν καταπράσινα, το προφίλ της άχαρο, η στάση της ανεπιτήδευτη, απολύτως φυσική. Κανένα κόσμημα. Καμιά σπουδαιοφάνεια. Ο τόνος της ήταν αβρός, εκλεπτυσμένος. Δεν ήταν από τις γυναίκες που θα παραβίαζαν τις πύλες της καρδιάς ενός άνδρα, όμως υπήρχε πάνω της κάτι που λάμπρυνε την ατμόσφαιρα ανάμεσά τους.
   Της είπε για το νεκρό παιδί που είχαν δει στον δρόμο. Παρατήρησε τις λέξεις να χαράζονται στο πρόσωπό της, να το κατοικούν: ο δρόμος, η κούνια από κλαδιά, το αποριγμένο νόμισμα, ο θόλος των δέντρων, το πώς είχαν σκοτεινιάσει γύρω τους τα πάντα καθώς απομακρύνονταν. Η ιστορία την τσάκισε. Έσφιξε το κρόσσι γύρω από το δάχτυλό της τόσο δυνατά που είδε τη σάρκα να κοκκινίζει και να φουσκώνει.
   "Θα στείλω κάποιον να κοιτάξει μήπως μπορέσει να τη βρει. Στον δρόμο".
   "Μεγάλη σας καλοσύνη, μις Τζένινγκς".
   "Ίσως τη βοηθήσει να θάψει το παιδί".
   "Ναι".
   "Στο μεταξύ πρέπει να αναπαυθείτε, κύριε Ντάγκλας".
   "Ευχαριστώ".
   "Και αργότερα πρέπει να επιτρέψετε στις αδελφές μου και σ' εμένα να σας δείξουμε τα περίχωρα. Υπάρχουν πολλά να καμαρώσεις στο Κορκ. Θα δείτε".
   Άκουγε το υπόλοιπο σπίτι να αναδεύεται, τις σανίδες πάνω από το κεφάλι τους να τρίζουν. Υποκλίθηκε ελαφρά, ζήτησε συγγνώμη, βγήκε στον προθάλαμο. Ήταν κουρασμένος, είχε ωστόσο δουλειά: επιστολές, άρθρα, άλλη μια προσπάθεια για πρόλογο. Το βιβλίο του θα έκανε σύντομα δεύτερη έκδοση. Ήταν μια άσκηση στην ισορροπία. Ήταν αναγκαίο να βρει τον σωστό τόνο. Ένας σχοινοβάτης. Ήταν πια αδύνατον να κολακεύει τις αδυναμίες του κοινού. Δρασκέλισε τα σκαλιά, μπήκε στο δωμάτιό του, ξετύλιξε τις σελίδες του να τις επιμεληθεί. Έβγαλε τα βάρη. Ακούμπησε το κεφάλι του στο πλάι του γραφείου του. Σήκωσε τα βάρη. Άρχισε να διαβάζει και ταυτόχρονα να σηκώνει, να διαβάζει και να σηκώνει.
   Μέσα σε λίγα λεπτά άκουσε κροτάλισμα οπλών έξω από το παράθυρο. Η Ίζαμπελ διάβαινε έφιππη το πλακόστρωτο μονοπάτι. Από το παράθυρό του, ψηλά, την παρακολούθησε να απομακρύνεται ώσπου το μπλε ρουά πανωφόρι της έγινε μια κηλίδα στο βάθος.

   Τα χαλιά ήταν πλούσια. Οι μαξιλαροθήκες του φρεσκοπλυμένες. Οι οικοδεσπότες του είχαν κόψει φρέσκα λουλούδια και είχαν αποθέσει το βάζο πλάι στο παράθυρο· οι μίσχοι και τα κεφαλάκια τους σάλευαν στο αεράκι. Μια Βίβλος είχε τοποθετηθεί στο κομοδίνο του. Οδηγός ορνιθοσκοπίας: η πανίς και η χλωρίς της Ιρλανδίας. Σάρλοτ, μια αληθινή ιστορία (3). Ο εφημέριος του Γουέικφιλντ (4). Το βιβλίο των Ψαλμών, με Ύμνους Ευαγγελικούς και Άσματα Πνευματικά. Στο ρολ-τοπ γραφείο του βρήκε μελανοδοχείο, στυπόχαρτο, λευκές σελίδες.
   Ήταν ανακούφιση να επιστρέφει σε μια προνομιακή κατάσταση: το ταξίδι μέσα από την ύπαιθρο τον είχε αναστατώσει.
   Λιμός. Δεν είχε ξανασυναντήσει τη λέξη. Είχε δει πείνα στην Αμερική, όμως ποτέ να απειλείται η ύπαιθρος από τον περονόσπορο. Η δυσωδία τον ακολουθούσε ακόμη. Βυθίστηκε στη φαρδιά, αχνιστή μπανιέρα. Σαπούνισε το σώμα του. Έβαλε το κεφάλι του κάτω από το νερό, κράτησε την αναπνοή του, βυθίστηκε κι άλλο. Ακόμη και οι θόρυβοι του σπιτιού ήταν βάλσαμο: γέλια αντηχούσαν πίσω από τους τοίχους. Αναδύθηκε από το νερό, σκούπισε τον αχνό από τα τζάμια. Εξακολουθούσε να τον ξαφνιάζει η θέα των ακρόστεγων της Ιρλανδίας. Τι άλλο απλωνόταν εκεί κάτω; Ποιο ακόμη ερείπιο;
   Ο ήχος των φύλλων που πέφτουν.
   Πιο απαλός κι απ' τη βροχή.
   Τελείωσε το γράψιμο, έβαλε τα βάρη στη θέση τους, ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα μπράτσα πίσω από το κεφάλι του, προσπάθησε να γλαρώσει, αδύνατον.
   Το κάλεσμα για δείπνο ήρθε από το ισόγειο. Έπλυνε τα χέρια του στο λαβομάνο, φόρεσε το πιο καθαρό λινό του πουκάμισο.

   Το φαγητό της οικογένειας σερβιριζόταν όπως στην εξοχή: πιατέλες, γαβάθες, σούπες, λαχανικά, ψωμιά, τοποθετούνταν σε ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι και οι δειπνούντες περιφέρονταν γύρω του και διάλεγαν ό,τι ήθελαν. Καθώς φαίνεται, πολλοί από την οικογένεια Τζένινγκς δεν έτρωγαν κρέας. Άλειψε στο ψωμί του μια παχιά στρώση από πολτό αντσούγιας, έβαλε στο πιάτο του μερικές κουταλιές σαλάτα. Στο τραπέζι οι καλεσμένοι στριμώχνονταν και γελούσαν ο ένας με τον άλλον. Η οικογένεια Γουόρινγκ. Οι Ράιτ. Ήρθαν κι άλλοι επισκέπτες: ένας εφημέριος, ένας ταριχευτής, ένας γερακάρης, ένας νεαρός καθολικός παπάς, όλοι κατευχαριστημένοι που γνώριζαν τον Ντάγκλας. Είχαν διαβάσει το βιβλίο του και ανυπομονούσαν να συζητήσουν. Το σπίτι, φαίνεται, ήταν ανοιχτό σε κάθε θρήσκευμα και κάθε ιδέα. Ευρύτατη θεματολογία, μεγάλη ομιλητικότητα. Η κατάσταση στην Αμερική, οι θέσεις όσων υπερασπίζονταν την κατάργηση της δουλείας, η πιθανότητα πολέμου, η υποταγή στους εμπορικούς νόμους του Νότου, οι τρομερές ωμότητες που είχαν διαπραχθεί εναντίον των Ινδιάνων Τσερόκι.
   Ο Ντάγκλας βρέθηκε ευχάριστα πολιορκημένος. Ίχνος από τις χαρακτηριστικές στο σπίτι των Γουέμπ τυπικότητες. Η συζήτηση πηδούσε από το ένα θέμα στο άλλο με αβίαστα άλματα. Παλαιότερα σπανίως συνέβαινε όλα τα θέματα της συζήτησης να διασταυρώνονται στο πρόσωπό του. Ο Γουέμπ παρακολουθούσε από την άλλη άκρη του τραπεζιού. 
   Ένα κομμάτι του Ντάγκλας αναρωτιόταν μήπως του έστηναν παγίδα, αλλά, καθώς η ώρα προχωρούσε, αισθανόταν να χαλαρώνει ολοένα και περισσότερο. 
   Παρατήρησε κατάπληκτος ότι οι γυναίκες έμεναν στο τραπέζι μαζί με τους άνδρες. Την περισσότερη ώρα η Ίζαμπελ έμενε σιωπηλή. Έτρωγε με φειδώ. Σάλιωνε το δάχτυλό της και μάζευε τα ψίχουλα από το πιάτο της. Απέπνεε ντροπαλοσύνη, όποτε όμως έμπαινε στη συζήτηση, φαινόταν να εισβάλλει ξιφουλκώντας. Στόχευε, χτυπούσε, έχυνε αίμα και γρήγορα αποσυρόταν. Ο Ντάγκλας δεν είχε ξαναδεί ποτέ του κάτι τέτοιο. Ένιωσε τρομερά αμήχανος όταν, συζητώντας για τον Τσαρλς Γκράντισον Φίνεϊ (5), στράφηκε προς το μέρος του και ρώτησε πώς ακριβώς αισθανόταν η κυρία Ντάγκλας πάνω στο ζήτημα της δημόσιας προσευχής.
   Ένιωσε στο κολάρο του την πυρετώδη της εφόρμηση.
   "Η κυρία Ντάγκλας;"
   "Μάλιστα", του απάντησε.
   "Η θέση της είναι απολύτως ξεκάθαρη σε όλα τα σχετικά ζητήματα".
   Είδε τον Γουέμπ να ανακάθεται στην καρέκλα του. Ο Ιρλανδός έμοιαζε να συλλογίζεται πίσω από την άκρη της πετσέτας του.
   "Θα ευθυγραμμιζόταν αναμφίβολα μαζί μου", είπε ο Ντάγκλας.
   Ήταν βέβαιος ότι η Ίζαμπελ δεν είχε πρόθεση να τον φέρει σε δύσκολη θέση, όμως η φλόγα τον τσουρούφλισε. Σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπό του. Ισορρόπησε ένα φλιτζάνι τσάι στο πιατάκι του αποφεύγοντας το κροτάλισμα, ύστερα ανακήρυξε το φαγητό εξαιρετικά εύγευστο, ζήτησε συγγνώμη και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες, αγγίζοντας τον ώμο του Γουέμπ καθώς περνούσε από δίπλα του.
   Είχε μέρες να γράψει στην Άννα και στα παιδιά του. Θα το έκανε τώρα αμέσως.
   Πάνω, το μάτι του έπιασε φευγαλέα το είδωλό του στον καθρέφτη. Τα μαλλιά του είχαν φουντώσει, είχαν πυκνώσει -πιο νέγρικα. Θα τα άφηνε έτσι.
   Στην πόρτα δεν υπήρχε κλειδαριά. Σφήνωσε μια καρέκλα στο πόμολο. Ξετύλιξε τα βάρη από τα πουκάμισα μέσα στα οποία τα έκρυβε. Υπήρχαν ακόμη φορές που ένιωθε όπως όταν πατούσε το πόδι του σε μια εκκλησία στο Τάκαχο. Τα ξύλινα δοκάρια της οροφής. Η μοναδική δέσμη φωτός που καταύγαζε από ανατολικά προς δυτικά τον ναό την ώρα της πρωινής λειτουργίας. Μια γρήγορη ματιά στο παράθυρο και το φευγαλέο θέαμα ενός γερακιού με κόκκινη ουρά στην καμπύλη τροχιά του. Ο βαρύς ήχος του εκκλησιαστικού οργάνου. Η ευωδιά του γρασιδιού που έμπαινε στην εκκλησία από τη φαρδιά λευκή πύλη.
   Η Άννα θα ευφραινόταν ένα ή δυο βράδια ακούγοντας να της διαβάζουν το γράμμα του, όμως πολύ σύντομα θα έπρεπε να το κάψει. Πραγματικά τον χαροποιούσε που τα γράμματά του θα γίνονταν καπνός: σχεδόν παραβολή για ό,τι συμβαίνει στην προσωπική ιστορία του καθενός μας.

   Η πόλη ήταν σκοτεινή, όμως δεν τον συνέθλιβε όπως το Δουβλίνο. Άρχιζε να νιώθει ότι, παρά το λιγοστό φως του δειλινού, ο ορίζοντας είχε ανοίξει. Οι καμπάνες των εκκλησιών πλημμύριζαν τα πάντα με τον μεταλλικό, διαπεραστικό τους ήχο. Οι αγορές της Οδού Σεντ Πάτρικ βούιζαν σαν μελίσσι. Κύκνοι γλιστρούσαν αθόρυβα κάτω από τις γέφυρες που αφθονούσαν στην πόλη. Το καμπαναριό του Σάντον ορθωνόταν στον ουρανό. Ακόμη και οι φτωχογειτονιές φαίνονταν πιο επιεικείς, πιο ελεήμονες. Ήταν μια πόλη ανεκτική. Κι εδώ οι φτωχοί ήταν λεγεώνες, αλλά όταν βάδιζε με τις αδελφές Τζένινγκς στις αποβάθρες, οι ζητιάνοι τούς άφηναν στην ησυχία τους. Οι άντρες κρατούσαν αναμμένο πηλό. Πρόσφεραν στον Ντάγκλας μια ρουφηξιά από την πίπα τους, τον χτυπούσαν φιλικά στον ώμο. 
   Κάτι στη μουσικότητα της προφοράς τους γοήτευε τον Ντάγκλας, ήταν λες και οι κάτοικοι του Κορκ κρεμούσαν μακριές, τεμπέλικες αιώρες στις προτάσεις τους. 
   Χάρηκε όταν ο Γουέμπ ανακοίνωσε, μετά από έξι μακρόσυρτες μέρες, ότι ήταν ανάγκη να φύγει από το Κορκ για μια επείγουσα δουλειά. Και οι δυο άντρες ήταν ευτυχείς που θα απαλλάσσονταν ο ένας από τον άλλον. Ο Ντάγκλας παρακολούθησε την άμαξα να απομακρύνεται κι ένιωσε ένα αιφνίδιο σκίρτημα ελευθερίας. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό που αισθανόταν αληθινά μόνος. Χαλαρός μπροστά στον περίτεχνο καθρέφτη.
   «Πρέπει να πω ότι όσο βρίσκομαι εδώ, στην Ιρλανδία, η καρδιά μου νιώθει ανάταση. Αντί για τον λαμπρό, γαλάζιο ουρανό της Αμερικής, εδώ με καλύπτει η απαλή, γκρίζα ομίχλη του Σμαραγδένιου Νησιού (6). Ανασαίνω και ιδού! Ο δούλος γίνεται άνθρωπος! Μολονότι έχω δει πολλά που θα έκαναν τον λαό μου να τρέμει, εδώ ενθαρρύνομαι να ασκώ τη γνήσια, τη σωστή μου φωνή. Εισπνέω ελεύθερα τον θαλασσινό αέρα. Και ενώ παρατηρώ πολλά που βαραίνουν την καρδιά, είμαι, έστω και προσωρινά, δίχως αλυσίδες».
   Βάδιζε κατά μήκος του Ποταμού Λη, με τα χέρια πίσω από την πλάτη. Ολότελα καινούργιος αυτός ο περίπατος για εκείνον. Ελεύθερος και δημόσιος. Όπως ο περίπατος κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Απολάμβανε την πόζα, γιατί ενίσχυε την ιδέα που έτρεφε για τον εαυτό του. Άκουσε πίσω του τον τριποδισμό ενός αλόγου στο πλακόστρωτο, τον απαλό, τριζάτο ήχο από τα γκέμια. Η Ίζαμπελ κατέβηκε από το άλογο και βάδισε πλάι του, με το χέρι προστατευτικά ακουμπισμένο στον λαιμό του ζώου. Το μυώδες του σώμα γυάλιζε από τον ιδρώτα. 
   Μαούνες πηγαινοέρχονταν στο ποτάμι. Μαούνες με αραποσίτι. Μαούνες με κριθάρι. Μαούνες με γελάδια. Μαούνες με αλάτι. Μαούνες με χοίρους. Πιο χαμηλά στο ποτάμι, πρόβατα με προορισμό τα σφαγεία. Κάδοι με βούτυρο. Βρώμη. Σακιά με αλεύρι. Κουτιά με αυγά. Καλάθια με γαλοπούλες. Κονσερβαρισμένα φρούτα. Εμφιαλωμένο μεταλλικό νερό και σόδα.
   Παρακολουθούσαν το ποτάμι της τροφής σιωπηλοί. Γλάροι είχαν πιάσει δουλειά πίσω από τα πλεούμενα, χιμώντας κάθε τόσο για να διεκδικήσουν ό,τι μπορούσαν.
   Προσπέρασαν ένα κατάστημα με ναυτικά είδη, ένα βιβλιοπωλείο, ένα ραφτάδικο. Καθώς κατηφόριζαν στις αποβάθρες, τράβηξε το άλογο κοντά της. Σαν να μπορούσε να της προσφέρει προστασία.
   "Δεν κατάφερα να τη βρω".
   "Ορίστε;"
   "Εκείνη τη γυναίκα που συναντήσατε στον δρόμο".
   Για μια στιγμή αμφιταλαντεύτηκε. Δεν ήταν βέβαιος για τι πράγμα μιλούσε η Ίζαμπελ, θαρρείς και τα λόγια της ήταν αφρός στην επιφάνεια της μέρας· γρήγορα όμως κατάλαβε, είπε πως ήταν αίσχος, αλλά πως ήταν σίγουρος ότι τώρα πια το παιδί θα είχε ενταφιαστεί. 
   "Κάνατε ό,τι μπορούσατε", είπε η Ίζαμπελ.
   Δεν ήταν έτσι, και ο Ντάγκλας το γνώριζε: δεν είχε κάνει τίποτε απολύτως. Περιορίστηκε στον ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα και είχε μείνει βουβός.
   "Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο", συνέχισε εκείνη, "από ένα μικρό φέρετρο".
   Ζύγιασε τα λόγια της στο μυαλό του για μια στιγμή. Κατένευσε. Τη συμπαθούσε. Τη σκεφτόταν, με αυξανόμενη ένταση τις τελευταίες μέρες, σαν μια νεότερη αδελφή. Παράξενο να τη σκέφτεται έτσι -τα πράσινα μάτια της, το αδέξιο βάδισμά της, το θρόισμα των απέριττων ρούχων της- όμως αυτό ήταν η Ίζαμπελ: αδελφική. Τον περιτριγύριζε. Περίεργη. Αδιάκριτη. Εξερευνούσε νέες ιδέες μαζί του. Ελάχιστα όρια σε όσα συζητούσαν. Τι γνώμη είχε για το έθνος της Λιβερίας; Πόσο απείχε η εκδίκηση από τη δικαιοσύνη; Σχεδίαζε, από κοινού με τον Γκάρισον, να επιστρέψουν τα χρήματα που προέρχονταν από εκκλησίες οι οποίες δέχονταν στους κόλπους τους δουλοκτήτες; 
   Ήταν πιο λιγόλογη όταν η συζήτηση στρεφόταν σε όσα συνέβαιναν γύρω τους. Σταματούσε στα μισά μιας φράσης. Πασπάτευε το βραχιολάκι στον αριστερό καρπό της. Ατένιζε μακριά. Η φωνή της κοβόταν.
   Υπήρχαν αρκετά τρόφιμα στη χώρα για να ταΐσουν την Ιρλανδία τρεις και τέσσερις φορές, έλεγε. Αποστέλλονταν στην Ινδία, την Κίνα, τις Δυτικές Ινδίες. Η υπερκατανάλωση της αυτοκρατορίας. Μακάρι να μπορούσε να κάνει κάτι. Ήταν αδύνατον η σιωπή να διαφυλάξει την αλήθεια. Η ίδια η οικογένειά της είχε αποθήκες γεμάτες τρόφιμα πιο χαμηλά στο ποτάμι. Μπουκάλια ξίδι. Μεγάλα αποθέματα σιτηρών. Βύνη. Ακόμη και καφάσια με μαρμελάδες. Όμως ήταν αδύνατον να τα παραχωρήσουν. Υπήρχαν νόμοι, δασμοί, ζητήματα κυριότητας. Κι άλλες, πολλές περιπλοκές. Επιχειρηματικές συνεργασίες. Συμβόλαια μακράς διάρκειας. Φορολογία. Οι απαιτήσεις των φτωχών. Η δημιουργία ηθικών αυταπατών.
   Τον εντυπωσίαζε που η Ίζαμπελ αισθανόταν τραυματισμένη από τα προνόμιά της. Μήπως στην ίδια θέση βρισκόταν κι εκείνος; Φυλλομέτρησε την Καινή Διαθήκη. Παντί δε ώ εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ' αυτού. Κι αν αναλάμβανε να μιλήσει εκείνος για λογαριασμό των φτωχών Ιρλανδών, τι θα συνέβαινε; Τι γλώσσα θα μπορούσε να δημιουργήσει γι' αυτόν τον σκοπό; Σε ποιον να μιλούσε;
   Η πολιτική κατάσταση στη χώρα εξακολουθούσε να τον μπερδεύει: ποιος ήταν Ιρλανδός, ποιος Βρετανός, ποιος καθολικός, ποιος προτεστάντης, ποιος κατείχε τη γη, ποιανού το παιδί έκλαιγε από την πείνα, ποιανού το σπίτι είχε καεί ως τα θεμέλια, ποιανού το χώμα ανήκε σε ποιον και γιατί; Φαινομενικά ήταν απλό: οι Βρετανοί ήταν προτεστάντες, οι Ιρλανδοί καθολικοί. Οι μεν κυβερνούσαν, οι άλλοι ήταν υποτελείς. Όμως πού να κατατάξει τον Γουέμπ; Και πού την Ίζαμπελ; Ευχαρίστως θα συμπαρατασσόταν με τη λαχτάρα για ελευθερία και δικαιοσύνη, όμως απολύτως πιστός ήταν υποχρεωμένος να μείνει στον δικό του αγώνα και μόνο. Τρία εκατομμύρια φωνές. Δεν ήταν δυνατόν να μιλήσει εναντίον εκείνων που τον είχαν προσκαλέσει εδώ ως επισκέπτη. Δεν άντεχε να αναλάβει περισσότερα. Έπρεπε να επικεντρωθεί σε όσα είχαν σημασία. Αυτό που βρισκόταν πέρα από οποιαδήποτε ανοχή ήταν η κατοχή των ανθρώπων, η υποδούλωση ανδρών και γυναικών. Οι Ιρλανδοί ήταν φτωχοί, όχι όμως σκλάβοι. Είχε έρθει εδώ για να ξεφτίσει τα σχοινιά που κρατούσαν τη δουλεία στη θέση της. Πότε πότε δυσκολευόταν να διατηρήσει την πνευματική του διαύγεια. Είχε επίγνωση ότι η ουσία της ευφυΐας είναι η αποδοχή των αντιφάσεων· ότι η αναγνώριση της πολυπλοκότητας έπρεπε να εξισορροπηθεί με την ανάγκη για απλότητα. Ήταν ακόμη σκλάβος. Δραπέτης. Αν επέστρεφε στη Βοστόνη, θα μπορούσαν να τον απαγάγουν ανά πάσα στιγμή, να τον σύρουν στον Νότο, να τον δέσουν σ' ένα δέντρο, να τον μαστιγώσουν. Τα αφεντικά του. Θα τον μετέτρεπαν σε θέαμα. Χρόνια ολόκληρα προσπαθούσαν να τον φιμώσουν. Όχι πια. Του είχε δοθεί μια ευκαιρία να υψώσει τη φωνή του ενάντια σ' αυτό που τον κρατούσε σιδεροδέσμιο. Και θα συνέχιζε να το κάνει, ώσπου να δει τους κρίκους της αλυσίδας να γίνονται κομμάτια στα πόδια του.
   Σκεφτόταν ότι τώρα πια γνώριζε τι τον είχε φέρει εδώ: η δυνατότητα να εξερευνήσει τι σήμαινε να είσαι και ελεύθερος και αιχμάλωτος την ίδια στιγμή. Ήταν κάτι που ακόμη και οι πιο εξαθλιωμένοι Ιρλανδοί αδυνατούσαν να καταλάβουν. Να είσαι σκλάβος, δέσμιος σε όλα· ακόμη και η ιδέα της ίδιας σου της ψυχικής γαλήνης να είναι υποδουλωμένη. 
   Το σώμα, το μυαλό, η ψυχή του είχαν για χρόνια υπηρετήσει μονάχα το κέρδος των άλλων. Τώρα είχε δεσμευτεί απέναντι στον λαό του. Τρία εκατομμύρια. Όλοι αυτοί ήταν το νόμισμα της ελευθερίας του. Δεν θα 'ταν άραγε ασήκωτο το βάρος αν προσπαθούσε να υποστηρίξει και τους Ιρλανδούς; Τις αγωνίες, τις αμφιθυμίες τους; Αρκετά είχε στο κεφάλι του. Του έφταναν τα δικά του. 
   Οι μαούνες αρμένιζαν. 
   Ένα ποτάμι τροφής κυλούσε.
   Ο ήλιος έδυε πάνω από τις γκρίζες στέγες του Κορκ.

   Μερικές φορές έλεγε στο κοινό που τον άκουγε μια ιστορία. Τα αφεντικά των δούλων στην Αμερική χρησιμοποιούσαν βαρέλια. Από μπέρμπον, κυρίως. Από λάδι. Από κρασί. Ό,τι λογής βαρέλι μπορούσε να βρεθεί. Περνούσαν μεγάλα καρφιά, με μήκος είκοσι εκατοστά, στο ξύλο. Καμιά φορά έβαζαν και σπασμένα γυαλιά μέσα στο βαρέλι. Ή αγκαθωτούς θάμνους. Ύστερα, έλεγε, ανέβαζαν τη δούλα τους -πάντα συνήθιζε να εκφέρει τούτη τη λέξη σε βαθύτερο τόνο- στην κορφή ενός λόφου. Για τα πιο ασήμαντα παραπτώματα. Ίσως να της είχε πέσει ένα πιρούνι στο πάτωμα. Ή μπορεί να είχε λοξοκοιτάξει την κυρία του σπιτιού. Ή να είχε αφήσει βρόμικη μια πετσέτα φαγητού. Δεν είχε σημασία. Έπρεπε να τιμωρηθεί. Ήταν η φυσική τάξη των πραγμάτων. 
   Στα μισά της αφήγησης έδινε στη δούλα ένα όνομα. Μαίρη. Άκουγε τη σιωπή να διαπερνά τους Ιρλανδούς ακροατές του. Μαίρη, ξανάλεγε. 
   Και τότε οι αφέντες -σαν φτυσιά εκτοξευόταν η λέξη από τα χείλη του- ανάγκαζαν τη Μαίρη να πάει να φέρει το βαρέλι από τον αχυρώνα. Να το κυλήσει μέσα στη σκόνη, να το σπρώξει στον χωματόδρομο, να το ανεβάσει στην κορυφή του κοντινού λόφου. Συγκέντρωναν τους άλλους σκλάβους και τους υποχρέωναν να ανεβούν κι εκείνοι στην κορυφή. Ως μάρτυρες. Οι αφέντες συχνά απάγγελαν κραυγάζοντας χωρία από τη Βίβλο. Ανάγκαζαν τη Μαίρη να μπει στο ξύλινο βαρέλι. Έσπρωχναν το κεφάλι της, συνέθλιβαν τους ώμους της για να περάσει. Τα καρφιά που προεξείχαν ξέσκιζαν το σώμα της. Τα γυαλιά μάτωναν τα πόδια της. Τα αγκάθια έζωναν τους ώμους της. Μετά οι αφέντες κάρφωναν το σκέπασμα στο βαρέλι. Το κυλούσαν πίσω μπρος μερικά λεπτά. Συνέχιζαν να διαβάζουν περικοπές από τη Βίβλο.
   Κι ύστερα το βαρέλι κατρακυλούσε στον λόφο, αναπηδώντας.

   Τα πλήθη ήταν αμέτρητα. Είχε μιλήσει πλάι στον Πατέρα Μάθιους. Βρήκε την κατάλληλη γλώσσα στο κίνημα της εγκράτειας. Οι εφημερίδες συνέχιζαν να τον αποκαλούν ο μαύρος Ο' Κόνελ. Αφίσες είχαν τοιχοκολληθεί σε όλη την πόλη. Η φήμη του απλωνόταν μέρα τη μέρα. Έκανε πικνίκ με είκοσι τέσσερις γυναίκες από τον Σύνδεσμο εναντίον της δουλείας των Κυριών του Κορκ: πολύ ευχαριστήθηκαν που το ευρύστερνο σώμα του τεμπέλιαζε επιτέλους κάτω από μια πυκνόφυλλη βελανιδιά, με μια λεπτοκεντημένη γαλάζια πετσέτα στον λαιμό και με το κελάρυσμα ενός ρυακιού πίσω του. Οι γυναίκες έλυσαν τα κορδονάκια των μπονέ που τους έσφιγγαν το πιγούνι και σήκωσαν το πρόσωπό τους προς τον ήλιο. Κρέμονταν από κάθε του λέξη. Αργότερα, όλοι μαζί, κουβαλώντας καλάθια του πικνίκ και παρασόλια, διέσχισαν το ψηλό χορτάρι πηγαίνοντας προς την ξύλινη γέφυρα. Ο Ντάγκλας τόλμησε να βγάλει τα παπούτσια και τις κάλτσες του και πλατσούρισε για λίγο στο κρύο νερό. Οι γυναίκες απέστρεψαν το βλέμμα και χαχάνισαν. Το νερό σκούρηνε τα ρεβέρ του παντελονιού του.
   Οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων διαμαρτύρονταν, αξιώνοντας να τον δουν. Σελίδες ολόκληρες αφιερώνονταν στις διαλέξεις του. Είχε συγκεντρώσει εκατοντάδες λίρες για να τις στείλει στη Βοστόνη. Είχε πουλήσει πάνω από δύο χιλιάδες βιβλία. Μετά θα πήγαινε στο Λίμερικ και στη συνέχεια στο Μπέλφαστ. Από εκεί θα περνούσε στην Αγγλία, όπου θα διαπραγματευόταν την ελευθερία του, θα αγόραζε ο ίδιος τον εαυτό του και θα επέστρεφε στην Αμερική, απελεύθερος. 
   Μέσα του κάτι φούσκωνε, έτοιμο να εκραγεί. Η φωνή του πάντα πήγαζε από τους άλλους, όμως τώρα, όποτε στεκόταν στην εξέδρα έτοιμος να μιλήσει, ένιωθε με μεγαλύτερη ευκρίνεια τη δική του. Υπήρχαν φορές που ευχόταν να είχε χιλιάδες φωνές και να μπορούσε να τις εξαπολύσει προς όλες τις κατευθύνσεις, όμως είχε μία μονάχα, ταγμένη σε έναν και μόνο σκοπό: να εξαφανίσει τη δουλεία. Ένιωθε σχεδόν ευτυχής ένα απομεσήμερο όταν, περνώντας μπροστά από μια μπιραρία στην Οδό Πολ, άκουσε κάποιον να λέει ότι είχε μόλις περάσει ένας αράπης, ένα βρομερό αραπάκι, δεν είχε σπίτι να πάει να χωθεί; Αφού μπανάνες δεν θα έβρισκε κατά δω. Δεν ήξερε πως δεν υπήρχαν δέντρα να κρεμαστεί και να κάνει κούνια στο Κορκ; Ο Κρόμγουελ τα είχε πελεκήσει όλα, άντε τώρα, πάρε δρόμο, αράπη.
   Σταμάτησε, φούσκωσε το στήθος, έμεινε για λίγο καρφωμένος στο σημείο όπου βρέθηκε υποδυόμενος τον θυμωμένο, κι ύστερα απομακρύνθηκε με το καμηλό του γιλέκο. Αράπη. Βρομοαράπη. Παράξενο. Για πρώτη φορά ένιωσε να καλοδέχεται τη λέξη. Ένα παλιό πουκάμισο που θα ήταν υποχρεωμένος να φοράει στο μέλλον. Θα το ξεκούμπωνε και θα το ξέσκιζε, κι ύστερα θα το ξανακούμπωνε πάλι και πάλι και πάλι. 

   Λίγες μέρες προτού φύγει από το Κορκ -μια μέρα που θα την κουβαλούσε, σιωπηλά, μαζί του για πάντα, σαν σημαία, χαρταετό, κειμήλιο- άκουσε να χτυπούν την  πόρτα στην Οδό Μπράουν. Έγραφε· βρισκόταν στα μισά μιας παραγράφου. Τα χέρια του πιτσιλισμένα με μελάνι. Η πλάτη του πονούσε, τόσες ώρες που καμπούριαζε πάνω από το γραφείο. Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, άκουσε τις φωνές που ανέβαιναν από κάτω, ύστερα έσκυψε και πάλι στα χαρτιά του. 
   Αργότερα, το ίδιο βράδυ, έκανε μπάνιο, ντύθηκε και κατέβηκε για το δείπνο. Μια νεαρή γυναίκα καθόταν στην άκρη του τραπεζιού, δίπλα στην Ίζαμπελ. Έμοιαζε αταίριαστη εκεί μέσα· δεν φαινόταν να αισθάνεται άνετα. Κυρτωμένη, αδέξια, αλλά όμορφη. Με ξανθά μαλλιά. Το δέρμα της τόσο ωχρό. Είχε την εντύπωση ότι τη γνώριζε, αλλά δεν ήξερε από πού. Εκείνη σηκώθηκε και είπε το όνομά του.
   "Καλησπέρα", απάντησε ο Ντάγκλας, ακόμη σαστισμένος.
   Σιωπή έπεσε στο τραπέζι. Ήταν φανερό ότι έπρεπε να είχε δώσει άλλη απάντηση. Έβηξε μέσα στη χούφτα του.
   "Είναι χαρά μου που σας βλέπω, κυρία", είπε.
   Η αμηχανία πλανιόταν στο δωμάτιο, το ένιωθε.
   "Η Λίλι φεύγει για την Αμερική", είπε η Ίζαμπελ.
   Τότε μόνο την αναγνώρισε. Φαινόταν τόσο διαφορετική χωρίς τη στολή της. Και μάλιστα νεότερη. Θυμήθηκε τη μορφή της στη σκάλα. Είχε μάλλον παρατήσει τη δουλειά στου κυρίου Γουέμπ και είχε ταξιδέψει ως εδώ από το Δουβλίνο.
   "Θα φύγει από το Κόουβ σε λίγες μέρες", είπε η Ίζαμπελ.
   "Αυτό είναι θαυμάσιο", είπε ο Ντάγκλας.
   "Ήρθε με τα πόδια ως εδώ".
   "Θεέ μεγαλοδύναμε!"
   "Εσείς εμπνεύσατε τη Λίλι. Έτσι δεν είναι, Λίλι;"
   "Εγώ;"
   Ένας μικρός πανικός τον κατέλαβε. Είδε το πρόσωπο της κοπέλας να γίνεται κατακόκκινο. Έμοιαζε σαν να ήθελε να εξαφανιστεί. Αναρωτήθηκε αν είχε φύγει από το σπίτι του Γουέμπ χωρίς έγκριση. Σίγουρα δεν ήταν στις προθέσεις του να προκαλέσει αναστάτωση. Έγνεψε ευγενικά, προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα της. Μ' έναν δυνατό νυγμό στο στήθος ανακάλεσε τα λόγια τους όταν του είχε ψιθυρίσει το αντίο. Χαιρόταν που η παρουσία του στο Δουβλίνο δεν είχε γίνει αιτία για μεγαλύτερες περιπλοκές.
   "Οι ομιλίες σας", είπε η Ίζαμπελ. "Ήταν μεγάλη έμπνευση για πολλούς. Έτσι δεν είναι, Λίλι;"
   Η καμαριέρα κρατούσε χαμηλωμένο το βλέμμα.
   "Βοστόνη;" ρώτησε ο Ντάγκλας. "Αυτός θα είναι ο προορισμός σας;"
   Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και σιγά σιγά το ύψωσε προς το μέρος του: η λάμψη στα μάτια της τον κατέπληξε.
   "Ίσως δοκιμάσω τη Νέα Υόρκη", είπε.
   Ένας ψίθυρος επιδοκιμασίας σύρθηκε στο δωμάτιο. Ο Ντάγκλας έτρωγε γρήγορα, σιωπηλός. Κρατούσε το βλέμμα καρφωμένο στο πιάτο του, αλλά κάθε τόσο έριχνε μια κλεφτή ματιά προς τα πάνω κι έβλεπε την Ίζαμπελ και τις αδελφές της να επιδαψιλεύουν περιποιήσεις στη νεαρή καμαριέρα. Τη σερβίριζαν και της γέμιζαν το ποτήρι από μια κανάτα μεταλλικό νερό με πιπερόρριζα.
   Η καμαριέρα έμοιαζε να ισορροπεί μια ζυγαριά ανάμεσα στα μάτια. Κάθε στιγμή θαρρείς πως θα μπορούσε εξίσου εύκολα να εξακοντίσει ένα χείμαρρο λέξεων ή να ξεσπάσει σε δάκρυα.
   Όταν ο Ντάγκλας σηκώθηκε ζητώντας να του επιτραπεί να αποχωρήσει -είχε πολλά ακόμη να γράψει, είπε- ύψωσε το ποτήρι του στην υγεία της Λίλι και είπε ότι της ευχόταν κάθε καλό, να έχει τον Θεό παραστάτη στην περιπέτειά της, και ότι κι εκείνος ήλπιζε να επιστρέψει σύντομα στην πατρίδα, τη γυναίκα και την οικογένειά του.
   Η πρόποση κυκλοφόρησε από τη μια άκρη του τραπεζιού ως την άλλη. Τσούγκρισμα νεροπότηρων. Η καμαριέρα τού έριξε μια φευγαλέα ματιά -ματιά φόβου ή θυμού, δεν ήταν βέβαιος. Προχώρησε προς τη σκάλα. Η εμφάνισή της του είχε προκαλέσει νευρικότητα. Τι ακριβώς να κάνει; Πώς έπρεπε να αντιδράσει; Ναι, της είχε ευχηθεί κάθε καλό, μα τι παραπάνω θα μπορούσε να είχε πει; Να της σύστηνε αύριο μια επιφανή οικογένεια για να πιάσει δουλειά; Άραγε γνώριζαν κάποιον ο Γκάρισον ή ο Τσάπμαν; Ή μήπως έπρεπε να της προτείνει κάποια περιοχή στη πόλη που θα της εξασφάλιζε ηρεμία και ασφάλεια; Γιατί, αναρωτιόταν, είχε κάνει όλη τη διαδρομή ως το Κορκ με τα πόδια; Και μάλιστα με τέτοιον καιρό;
   Κάθισε στο γραφείο του, βύθισε τη μύτη της πένας του στο μελανοδοχείο. Είχε πολλά να κάνει, μα δεν μπορούσε να γράψει. Στο κρεβάτι στριφογύριζε κάτω από τα σκεπάσματα.
   Τα πουλιά τον ξύπνησαν ξέφρενα με το χάραμα. Ήταν λες και από την Οδό Μπράουν είχε σηκωθεί μια κουβέρτα σκοταδιού. Άκουσε να τον φωνάζουν από κάτω. Άνοιξε τις κουρτίνες. Η Ίζαμπελ στεκόταν στη μουσκεμένη αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού.
   "Η Λίλι έφυγε μέσα στη νύχτα", είπε.
   Ένιωσε το κρύο πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Ένας κόκορας λάλησε στην αυλή και μια νεαρή κότα πετάρισε άτσαλα στον αέρα και το 'σκασε μακριά.
   "Μπορείτε να έρθετε μαζί μας, κύριε Ντάγκλας;" ρώτησε.
   Μια ανησυχία στη φωνή της.
   "Ένα λεπτό, παρακαλώ".
   Είχε επιστολές να γράψει· να προετοιμάσει τη συνομιλία του με τους ιερωμένους του Βόρειου Καθεδρικού.
   Έκλεισε τις κουρτίνες και τοποθέτησε το λαβομάνο του στο περβάζι. Έβγαλε το νυχτικό του και έβρεξε μια πετσέτα. Το νερό ήταν κρύο· στην επαφή του, το δέρμα του ανατρίχιασε. Άκουσε άλλη μια φορά να τον φωνάζουν από κάτω. Ύστερα το δυνατό χλιμίντρισμα ενός αλόγου από τους στάβλους. Το ποδοβολητό και το τσαλαβούτημα των οπλών. Δύο από τις αδελφές Τζένινγκς, η Σάρλοτ και η Έλεν, εμφανίστηκαν πίσω από την αψιδωτή αλέα. Φορούσαν πλατύγυρα καπέλα και πράσινα αδιάβροχα πανωφόρια. Η Ίζαμπελ εμφανίστηκε και πάλι μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, κρατώντας από το χαλινάρι της ένα εύρωστο αλογάκι.
   Ο Ντάγκλας έσκυψε από το παράθυρο. Είχε για μια στιγμή ξεχάσει πως δεν φορούσε πουκάμισο. Είδε τις δύο αδελφές να του γυρίζουν την πλάτη και να χαχανίζουν.
   Η Ίζαμπελ πέρασε δερμάτινα χάμουρα στα άλογα: άφησε το πιο ψηλό για τον ίδιο.
   Αναθεμάτισε τον εαυτό του. Μια καμαριέρα. Μια απλή καμαριέρα. Είχε φύγει νωρίς λοιπόν. Και τι μ' αυτό; Δεν ήταν δικό του το λάθος. Ήθελε απλώς να φανεί ευχάριστος. Ήταν και η αδυναμία του να πει όχι. Πήγε να φύγει από το παράθυρο, κοπάνησε το κεφάλι του στο ξύλινο πλαίσιο. Μάλλον έφταιγε ο ανόητος πόθος μιας νεαρής γυναίκας. Δεν ήταν ότι -δεν ήταν ότι- σίγουρα όχι, αποκλείεται. Ο ίδιος δεν είχε διαπράξει κανένα ατόπημα. Κάθε άλλο. Σίγουρα όχι.
   Κατευθύνθηκε προς το γραφείο του, ανασκάλεψε τα χαρτιά του. Τα εκτίμησε με το βλέμμα. Τα τακτοποίησε σε στοίβες κι ύστερα βάλθηκε να φορέσει το πουκάμισο και τις μπότες του. Ο κύριος Τζένινγκς τού είχε δώσει ένα κερωμένο μακρύ ριχτό αδιάβροχο. Νιτσεράδα ψαρά. Αυτό κι ένα μαύρο καπέλο, πλατύγυρο, δίχως σχήμα. Δεν το είχε φορέσει καθόλου όλο αυτό το διάστημα. Με την άκρη του ματιού του συνέλαβε το είδωλό του στον ανακλινόμενο καθρέφτη. Εξωφρενική εμφάνιση. Όμως, έτσι κι αλλιώς, δεν έπαιρνε τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά -ήξερε τι θα πει αυτοσαρκασμός. Κουτρουβάλησε τις σκάλες, τρύπωσε το κεφάλι του στην κουζίνα. Ο κύριος Τζένινγκς κοπάνησε το φλιτζάνι του τσαγιού στο τραπέζι και πιτσίλισε με τσάι τη χοντρή ξύλινη επιφάνεια. Ο Ντάγκλας έκανε μια υπερβολική υπόκλιση και είπε ότι θα έλειπε λίγες ώρες, ότι τελούσε υπό ομηρεία, φαίνεται πως ήλπιζαν να προλάβουν την καμαριέρα πριν φτάσει στο Δουβλίνο, αν δεν επέστρεφε πριν νυχτώσει θα είχε την καλοσύνη να στείλει μια ομάδα αναζήτησης και ενδεχομένως ένα σκυλί του Αγίου Βερνάρδου; Ο ηλικιωμένος Τζένινγκς έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και έσκασε στα γέλια.
   Ο Ντάγκλας έβγαλε τον σύρτη της πίσω πόρτας, βγήκε έξω και πέρασε στην μπροστινή αυλή, όπου οι γυναίκες τον περίμεναν καβάλα στα άλογά τους. Στη θέα του χαμογέλασαν: το παλτό, το πλατύγυρο καπέλο. 
   Είχε πολύ καιρό να ανεβεί σε άλογο. Ένιωσε γελοίος καθώς προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στη ράχη του. Ο αναβολέας τον χτύπησε δυνατά στον αστράγαλο. Το ζώο ήταν μαύρο, μυώδες. Ένιωθε τον παλμό των πλευρών του να διαπερνά το ίδιο του το σώμα. Ξαφνιάστηκε όταν η Ίζαμπελ αφίππευσε και ξαναστερέωσε επιδέξια το λουρί κάτω από την κοιλιά του αλόγου του. Στα χέρια της μια δύναμη που δεν την είχε ξαναδεί. Έκανε ένα βήμα, χτύπησε χαϊδευτικά το ζώο στον αυχένα.
   "Θα πάρουμε τον δρόμο προς το Κόουβ", είπε.
   Κατευθύνθηκαν προς Νότον παράλληλα με τις αποβάθρες, προχώρησαν πέρα από τις φυλακές, πέρα από το πτωχοκομείο. Οι αδελφές της, ευθυτενείς, ίππευαν αέρινα. Η Ίζαμπελ ήταν πιο ανεπιτήδευτη, πιο φυσική. Κάλπαζε πίσω από άμαξες, τις προλάβαινε, κοίταζε μέσα, γύριζε προς τα πίσω, συνέχιζε. Ενόσω ίππευε κοίταζε γύρω της, φωνάζοντας το όνομα της Λίλι.
   Οι δρόμοι ήταν τυλιγμένοι στην οκτωβριάτικη γκριζάδα. Ο άνεμος, παγωμένος, παλλόταν συντονισμένος με το ρεύμα του ποταμού. Η βροχή έπεφτε κατά ριπές. Έξω από το νοσοκομείο λοιμωδών ένας άντρας βογκούσε από την πείνα. Άπλωσε τα χέρια προς το μέρος τους. Κινούνταν με μεγάλα, ακανόνιστα άλματα, σαν πίθηκος. Τον προσπέρασαν. Άρχισε να χτυπιέται, σαν άνθρωπος πολιορκημένος από μέλισσες ή από τρέλα. Επιτάχυναν τον ρυθμό τους. Μια γυναίκα πρόβαλε από ένα στενοσόκακο ικετεύοντας για μια δεκάρα. Το πρόσωπό της ήταν τριχωτό, σημαδεμένο από την ελονοσία. Έτρεξαν πιο γρήγορα. Αν σταματούσαν να δώσουν ελεημοσύνη, δεν θα έβγαιναν ποτέ από την πόλη.
   Ο Ντάγκλας τώρα ήταν ευγνώμων για το πράσινο αδιάβροχο και το καπέλο. Μετά από μερικά μίλια κατάλαβε ότι το καπέλο έκρυβε σχεδόν ολότελα το πρόσωπό του, ότι κανείς στις παρυφές του δρόμου δεν θα μπορούσε να διακρίνει ποιος ήταν από κάτω.
   Η πόλη έμοιαζε να σταματά σε μια αποθήκη από κόκκινο τούβλο. Ξαφνικά άρχιζαν τα δέντρα. Ο δρόμος καμπύλωνε, συστρεφόταν, ξεχυνόταν μέσα σε πράσινους αγρούς. Προσπέρασαν μια ταχυδρομική άμαξα, γνέφοντας στους επιβάτες που ήταν παραταγμένοι στις δύο της πλευρές. Η άμαξα ήταν φορτωμένη ως πάνω με κουτιά και βαλίτσες. Έδινε την εντύπωση ότι ανά πάσα στιγμή θα ανατρεπόταν. Ρώτησαν για την καμαριέρα, όμως κανένας δεν την είχε δει.
   Ο Ντάγκλας παρέμενε κρυμμένος κάτω από το γείσο του καπέλου του.
   "Θαυμάσιος καιρός (7)", είπε μέσα από το ψιλόβροχο.
   Δεν κατάφερνε να αποβάλει τον Αμερικανό από την προφορά του.
   "Πράγματι, κύριε, για έναν Γιάνκη".
   Οι αδελφές Τζένινγκς χαμογέλασαν καθώς απομακρύνονταν από την άμαξα. Προσπάθησε να τις προσπεράσει και να καλπάσει στην κεφαλή της ομάδας τους, αλλά οι αδελφές ήταν παραπάνω από επιδέξιες: τον περικύκλωσαν, τον παρότρυναν να σπιρουνίσει κι άλλο το άλογό του.
   Στην εξοχή, μικρές κορδέλες καπνού ανέβαιναν βοστρυχωτά στον ουρανό. Είχε μείνει κατάπληκτος από το πόσο εν κρυπτώ ζούσαν οι φτωχοί Ιρλανδοί. Διέκρινε τις τρώγλες τους από τον δρόμο, χτισμένες με τύρφη, κλαδάκια και σωρούς γρασίδι. Τα χωράφια τους ήταν μικροσκοπικά. Πάρα πολλοί φράχτες. Πότε πότε μια πέτρινη μάντρα. Τα παιδιά έμοιαζαν με σκιές του εαυτού τους. Φασματικά. Ορισμένα ήταν γυμνά από τη μέση και πάνω. Πολλά είχαν πληγές στο πρόσωπο. Κανένα δεν φορούσε παπούτσια. Διέκρινε τον σκελετό τους μέσα από το δέρμα τους. Το ωστεώδες υπόλοιπο της ζωής τους.
   Στο νου του έφερε το Δουβλίνο και το αγοράκι που είχε κολλήσει στον ώμο του. Του φαινόταν ότι το περιστατικό είχε συμβεί αιώνες πριν. Οι άνθρωποι δεν τον φόβιζαν πια. Δεν ήταν ότι είχε αποκτήσει ανοσία, αλλά μάλλον ότι ήξερε πως δεν θα του έκαναν κακό. Αναρωτιόταν τι θα συνέβαινε αν αυτός ο δρόμος οδηγούσε σε μια οδό της Βαλτιμόρης, της Φιλαδέλφειας, της Βοστόνης, πώς θα συγχωνεύονταν οι άνθρωποι του ενός τόπου με εκείνους του άλλου.
   Τώρα ήθελε διακαώς να βρουν τη Λίλι, για να της ευχηθεί ένα πραγματικά ασφαλές ταξίδι. Βύθισε τα σπιρούνια του στα πλευρά του ζώου. Στον δρόμο διασταυρώνονταν με σχήματα, σκιές, όμως κανένα τους δεν ήταν η καμαριέρα.
   Στα μικρά χωριά η βροχή ανέστελλε την περιέργεια. Κάλπαζαν μέσα στην ομορφιά των μουσκεμένων αγρών. Ο ήχος των οπλών σαν εκπυρσοκροτήσεις όπλου. Ένα ουράνιο τόξο κρεμόταν από τον ουρανό. Σταμάτησαν τα άλογά τους κάτω από μια φουντουκιά όπου κάποιος είχε χτίσει ένα χαμηλό παγκάκι. Η Ίζαμπελ ξετύλιξε τα σάντουιτς κι έβγαλε ένα παγούρι τσάι από το δισάκι της. Ως και φλιτζάνια είχε φέρει. Οι αδελφές της κάθισαν στον πάγκο. Ταίριαζαν με την Ίζαμπελ: ήταν πιο όμορφες και πιο μετρημένες, λες και ένας παράξενος νόμος επέβαλλε την μεταξύ τους ισορροπία. Οι αδελφές συμφώνησαν: ήταν μια τολμηρή περιπέτεια, δεν θα 'πρεπε να προχωρήσουν μακρύτερα. Πλησίαζε κιόλας η ώρα του φαγητού. Τώρα πια δεν υπήρχε περίπτωση να βρουν τη Λίλι.
   "Έχουμε πολλή ώρα μπροστά μας", είπε η Ίζαμπελ. "Είναι νωρίς ακόμη".
   "Η αδελφή μου ήταν ανέκαθεν αγύριστο κεφάλι. Και δυστυχώς το μυαλό της το έχασε πριν από λίγα χρόνια".
   "Είναι δέκα μίλια έως το Κόουβ. Κι άλλα δέκα να γυρίσουμε", είπε η Έλεν.
   "Θα σκοτεινιάσει".
   "Ω, σας παρακαλώ, ελάτε. Σας παρακαλώ".
   Ο δρόμος είχε γίνει πολυσύχναστος, με άμαξες και ελαφρά δίτροχα μόνιππα φορτωμένα με κιβώτια. Οι οικογένειες είχαν το βλέμμα καρφωμένο στο βάθος. Τα παιδιά τους ήταν κουκουλωμένα με άθλιες, κουρελιασμένες κουβέρτες. Οι ξύλινοι αρμοί των οχημάτων στέναζαν. Τα κάρα κλυδωνίζονταν στα αυλάκια του δρόμου. Τα άλογα δεν έδειχναν κατάλληλα για υποζύγια. Κύρτωναν τις ράχες τους από την προσπάθεια να μείνουν στον δρόμο.
   Οι αδελφές Τζένινγκς κάλπασαν προς τα δυτικά, ύστερα κατευθύνθηκαν προς Νότον. Ήταν, είπε η Σάρλοτ, πιο όμορφη διαδρομή και, επιπλέον, πιο ήσυχη. Ο δρόμος περιελισσόταν σαν φίδι. Όμως κι εκεί υπήρχαν οικογένειες· όλες πήγαιναν προς τον Νότο, μικρά ποτάμια από ανθρώπους στριμωγμένους, κολλημένους μεταξύ τους.
   Μάταια αναζητούσαν κάποιο ίχνος της νεαρής καμαριέρας. Όσο πλησίαζαν τη θάλασσα, τόσο πύκνωναν στο δρόμο οι φυγάδες. Υπαίθριοι πωλητές είχαν στήσει πάγκους πλάι στους φράχτες. Οι οικογένειες έβγαζαν στο σφυρί τα τελευταία τους υπάρχοντα. Ο Ντάγκλας και οι αδελφές αναγκάστηκαν να κόψουν ταχύτητα για να περάσουν μέσα από τα πλήθη. Πράγματα κάθε λογής για πούλημα. Βιολιά, μελανοδοχεία, κατσαρόλες, καπέλα, πουκάμισα. Πίνακες κρέμονταν στους φράχτες. Κουρτίνες από τα κλαδιά των δέντρων. Κομμάτια ύφασμα με μισοφέγγαρα, τα αλλοτινά τους ζωηρά χρώματα ξεθωριασμένα από την πολυκαιρία. Ένα όμορφο μεταξωτό φόρεμα, κεντημένο ψιλοβελονιά με χρυσοκλωστή, διπλωμένο θλιβερά πάνω στο κάθισμα ενός μόνιππου.
   Σπιρούνισαν τα άλογά τους να προχωρήσουν ανάμεσα στον κόσμο, προς την πλευρά των λόφων που δέσποζαν στο λιμάνι.
   Ένας άντρας ήρθε προς το μέρος τους. Δυο πινακίδες ήταν περασμένες στην μπροστινή και στην πίσω πλευρά του σώματός του, δεμένες με σχοινί. Πάνω τους ήταν γραμμένες οι τιμές για τη Βοστόνη, τη Νέα Υόρκη, τη Νέα Γη. Εκφωνούσε τις τιμές σαν ψαλμωδίες. Κάτι παιδιά κρεμάστηκαν στις τσέπες του. Τα έδιωξε μ' ένα χαστούκι. 
   Το πλήθος πύκνωνε τόσο που αναγκάστηκαν να ξεπεζέψουν. 
   Ένας νεαρός παπάς βάδιζε ανάμεσα στο πλήθος, αναζητώντας άρρωστους. Για να τους μεταλάβει. Καθώς προχωρούσε, έπαιζε στα δάχτυλά του τις χάντρες ενός ροζάριου. Έριξε μια ματιά στον Ντάγκλας. Δεν είχαν ξαναϊδωθεί, όμως για μια σύντομη στιγμή νόμισαν και οι δύο πως αλληλοαναγνωρίστηκαν και σταμάτησαν για να ανταλλάξουν μια λέξη -όμως τίποτε δεν ανάβλυσε, δεν χωρούσαν λέξεις ανάμεσά τους.
   Ο παπάς απομακρύνθηκε κάτω από τα αψιδωτά πράσινα κλαδιά ενός δέντρου, όπου κρέμονταν, άμορφα, τα ρούχα ενός παιδιού.
   "Πάτερ", είπε η Ίζαμπελ. "Συγγνώμη, πάτερ".
   Ο παπάς στράφηκε και βάδισε προς το μέρος τους. Τα μάτια του τεράστια, κουρασμένα. Έσφιγγε το ροζάριο στο χέρι του, μετρώντας τις χάντρες μία - μία στα δάχτυλά του. Το πρόσωπό του σκλήρυνε. Η φωνή του ήταν τραχιά. Όχι, είπε ο παπάς, δεν είχε δει καμιά κοπέλα που να ανταποκρίνεται στην περιγραφή της Λίλι. Έσκαβε τη λάσπη με τη μύτη του παπουτσιού του, λες και θα μπορούσε να τη βρει εκεί μέσα. Τους γύρισε ξανά την πλάτη κι έφτυσε στις παλάμες του. Όχι, ξανάπε απότομα.
   Ο παπάς συνέχισε τον δρόμο του, καλώντας τους ανθρώπους γύρω του στην ιρλανδική γλώσσα.
   Η Ίζαμπελ αναρρίγησε κι άγγιξε τον λαιμό του αλόγου της. Ο Ντάγκλας κατέβασε ακόμη πιο χαμηλά το καπέλο στο κεφάλι του και απομάκρυνε το άλογό του κρατώντας το από το χαλινάρι. Και οι αδελφές είχαν βυθιστεί σε ευλαβική σιωπή. Ο άνεμος ερχόταν από τη θάλασσα, δυνάμωνε, έσπευδε να τους συναντήσει. Το λιμάνι καμπύλωνε σαν ερωτηματικό. Δέκα - δεκαπέντε ξύλινα πλοία διάσπαρτα στο νερό. Ένας μικρός, θλιβερός στολίσκος από κατάρτια και φουσκωμένα πανιά. Τα ονόματα των καραβιών είχαν σβηστεί απ' την αρμύρα των κυμάτων. 
   Οδήγησαν τα άλογά τους λίγα βήματα πριν απ' το χείλος του γκρεμού. Η πόλη απλωνόταν κάτω από τον λόφο σαν πλάσμα που σφάδαζε. Οι αχυροσκεπές. Τα σκεβρωμένα δέντρα. Άμαξες που κινούνταν σαν έντομα κατά μήκος της προκυμαίας. Ο Ντάγκλας γνώριζε τι χάος βρισκόταν εκεί κάτω, τι επιθυμίες, τι πυρετώδεις πόθοι. Κι όμως η ομορφιά μεγάλυνε το τοπίο. Η πόλη Κόουβ έκλινε το γόνυ στη θάλασσα. Πουλιά πετούσαν λιμασμένα στους γύρω λόφους, ανάλαφρα στις επιδρομές τους.
   Πέρασε τα χαλινάρια γύρω από τον κορμό ενός δέντρου και περπάτησε ως την άκρη του γκρεμού. Έβγαλε το καπέλο του. Ο άνεμος και η βροχή λυσσομανούσαν γύρω του. Του πήρε ένα λεπτό ώσπου να καταλάβει ότι η Ίζαμπελ στεκόταν δίπλα του. Οι δυο αδελφές είχαν μείνει πίσω, κουρνιασμένες στις ράχες των αλόγων τους. Τα κύματα βουνά, ο αφρός τους πιτσίλιζε τα ρούχα τους.
   Η Ίζαμπελ έμπλεξε το μπράτσο της στο δικό του. Το κεφάλι της ακούμπησε στον ώμο του. Ο Ντάγκλας είχε απόλυτη επίγνωση ότι οι αδελφές τούς κοίταζαν. Μακάρι να μπορούσε να την ξεκορμίσει ευγενικά από πάνω του· όμως εκείνη έμεινε εκεί, ατενίζοντας κάτω, πέρα από την πόλη.
   Σύντομα ο ήλιος θα έδυε και η θάλασσα θα σκοτείνιαζε και όλος ο τόπος γύρω τους θα πάγωνε και θα σιωπούσε.

   Αργά το απόγευμα βρήκαν επιτέλους τη Λίλι. Μούσκεμα από τη βροχή, να τρέμει σύγκορμη στην προβλήτα. Το κεφάλι της τυλιγμένο σ' ένα σάλι, το σώμα της σαβανωμένο σ' ένα βαρύ παλτό. Είχε αγοράσει εισιτήριο και περίμενε το πρωινό καράβι. Δεν τους έριξε ούτε μία ματιά· το πρόσωπό της απορροφημένο σε μια ενδόμυχη, ιδιωτική αγωνία. 
   Ο Ντάγκλας και οι δύο αδελφές στάθηκαν σε απόσταση, κοιτάζοντας την Ίζαμπελ να γονατίζει μπροστά στη Λίλι. Ικέτις. Οι δυο τους έμοιαζε να προσεύχονται μαζί.
   Η Ίζαμπελ είχε φέρει φαγητό για μερικές μέρες. Τυλιγμένο σε μια γαλάζια πετσέτα. Συσκευασμένο σε πακέτο, δεμένο με σπάγκο. Το απόθεσε απαλά στην ποδιά του κοριτσιού. Έχωσε το χέρι της κάτω από το παλτό της, έβγαλε ένα μασούρι χαρτονομίσματα και τα ζούληξε στην παλάμη της Λίλι. Ένα ρίγος διαπέρασε τον Ντάγκλας. Κοιτούσε τη Λίλι να κουνάει τα χείλη της, όμως δεν φαινόταν να μιλάει. Ποιες λέξεις αντάλλαξαν; Ποια σιωπή; Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό από ένα γειτονικό παραμάγαζο. Η στριγκλιά μιας γυναίκας. Ο γδούπος μιας γροθιάς. Κακόφωνα γέλια από ένα πανδοχείο. Από κάπου μακριά ερχόταν ήχος μαντολίνου.
   Η Ίζαμπελ έβγαλε τα γάντια της· τα άφησε κι αυτά στην ποδιά της Λίλι. Ύστερα ξανάχωσε το χέρι κάτω από το παλτό της και πασπάτεψε τον λαιμό της. Κάποια καρφίτσα. Έδωσε το κόσμημα στη Λίλι. Το κορίτσι χαμογέλασε. Η Ίζαμπελ έγειρε μπροστά και αγκάλιασε την καμαριέρα, ψιθύρισε κάτι στο αυτί της. Η Λίλι έγνεψε καταφατικά και τύλιξε το σάλι πιο σφιχτά γύρω από το κεφάλι της. Ποιες σκέψεις τρεμόπαιζαν εκεί; Ποια φρενίτιδα την είχε φέρει εδώ;
   Ο Ντάγκλας ένιωθε ριζωμένος στο χώμα. Σαν να μην μπορούσε να σηκώσει τα πόδια του από τη λάσπη. Λαχταρούσε τη θέρμη μιας φωτιάς. Σήκωσε τον γιακά του και έβηξε μέσα του. Ένιωσε την ανάσα του να ξαναγυρίζει σ' εκείνον. Νέγρα. Το έσκασε. Ακούει στο όνομα Αρτέλα.
   Η Ίζαμπελ έριξε μια ματιά πάνω απ' τον ώμο της και φώναξε τις αδελφές της. Έφεραν κοντά της το άλογό της. Το μακρύ της φόρεμα είχε λασπωθεί στον ποδόγυρο. Σκούπισε τα παπούτσια της στο πλακόστρωτο και σκαρφάλωσε συνεσταλμένα στη σέλα· με τα σπιρούνια της κέντρισε το άλογο να προχωρήσει μέσα απ' τους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους. Πέρασαν μέσα από την πόλη, άφησαν πίσω τους το κατάστημα ενός δημοπράτη, χάθηκαν στο βάθος.


   Ο παπάς τούς παρακολούθησε με το βλέμμα να αναρριχώνται στην κορφή του λόφου. Υπήρχε ένα μακρύ σημάδι σκούρας λάσπης στο πλάι του ράσου του, εκεί όπου είχε γλιστρήσει και πέσει. Ξεκούκκιζε ακόμη το ροζάριο στη χούφτα του, οι χάντρες κυλούσαν πιο εύκολα τώρα, κουδουνίζοντας πάνω στον γοφό του. Η Ίζαμπελ ύψωσε το χέρι της σε χαιρετισμό, όμως ο παπάς δεν απάντησε. Ακολουθούσε τον ρυθμό τους σαν μετρονόμος, με το κεφάλι του στραμμένο και το υπόλοιπο κορμί του καρφωμένο στη θέση του. Ύστερα, με μεγάλες δρασκελιές, κατευθύνθηκε μέσα από το μουσκεμένο γρασίδι προς τις φωτιές.

   Τα άλογα έσταζαν από εξάντληση. Ερεθισμένα, δύστροπα, προχωρούσαν μέσα στο σκοτάδι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν έφτασαν σπίτι. Ο κύριος Τζένινγκς περίμενε στην αυλή. Είχε ετοιμάσει φαγητό, καυτά ροφήματα και κουβέρτες. Η αυλή ήταν ανάστατη.
   Όταν ο Ντάγκλας πάτησε το πόδι του στο πλακόστρωτο, τα γόνατά του σχεδόν λύγισαν, ανήμπορα να τον κρατήσουν. Του έδωσαν ένα κερί και μια κουβέρτα. Σύρθηκε μέσα. Η σκιά του πολλαπλασιαζόταν στα σκαλιά.
   Εκείνη τη νύχτα δεν κατάφερνε να κοιμηθεί. Κόντευε να χαράξει όταν κατέβηκε κάτω, στην ησυχία της βιβλιοθήκης. Τα γόνατά του πονούσαν. Ένιωθε τους ώμους του κολλημένους στο σβέρκο του. Μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο. Η Ίζαμπελ καθόταν στη γωνία, στο μισοσκόταδο. Σήκωσε το βλέμμα, τον είδε να μπαίνει: είχε πια γίνει καθημερινή τελετουργία γι' αυτόν να ανεβαίνει στη σκάλα, να περιηγείται ανάμεσα στα ράφια της βιβλιοθήκης, να περιεργάζεται τα βιβλία. Εκείνος κοντοστάθηκε για λίγο στην είσοδο, πέρασε το κατώφλι και την πήρε στην αγκαλιά του. Μονάχα αυτό. Άγγιξε με το χέρι του τα μαλλιά της στον αυχένα, διστάζοντας για μια στιγμή. Εκείνη έκλαιγε. Όταν αποτραβήχτηκε, το πουκάμισό του, στο ύψος του ώμου, ήταν υγρό.

   Τα τελευταίο του πρωινό στο Κορκ ο Φρέντρικ Ντάγκλας μίσθωσε ένα δίτροχο μόνιππο. Ήταν μόνος. Το άλογο φαινόταν να του έχει παραδοθεί. Ένιωθε τα χαλινάρια μαλακά στα χέρια του. Πήγε στα νοτιοδυτικά της πόλης, για έναν περίπατο στην ακτή. Εδώ ήταν ήσυχα. Ίχνος από καράβια μεταναστών. Η παλίρροια είχε τραβηχτεί και η παραλία ήταν αυλακωμένη από αχνές αυλακιές πτυχωτής άμμου. Τέλεια αντίγραφα κυμάτων, τανύονταν ως τις ρικνές σκιές του ορίζοντα. Δεν υπήρχε πια θάλασσα. Μονάχα σύννεφα. Ένιωσε ένα νυγμό νοσταλγίας: του θύμιζε τόσο πολύ τη Βαλτιμόρη.
   Όταν πάτησε το πόδι του στην άμμο, το νερό πλατσούρισε κάτω από το παπούτσι του. Ένα εφήμερο ίχνος. Ένιωθε το έδαφος ασταθές κάτω απ' τα πόδια του. Σήκωσε το πέλμα του και είδε το νερό να στάζει, την άμμο να καταπίνει το σημάδι του. Ήταν κάτι που μπορούσες να επαναλάβεις ξανά και ξανά, πατημασιά την πατημασιά.
   Η άμμος φαινόταν να εκτείνεται μίλια ολόκληρα, όμως η Ίζαμπελ τον είχε συμβουλέψει να προσέχει, η περιοχή ήταν γνωστή για τη γοργή, αθόρυβη παλίρροιά της. Το νερό μπορούσε να ανέβει στα μουλωχτά, να επιταχύνει, να χιμήξει, να αναστραφεί, να τον περικυκλώσει, να τον παγιδέψει. Δύσκολο να το φανταστεί. Φαίνονταν όλα τόσο ειρηνικά, τόσο γαλήνια.
   Έσκυψε, και, ανάμεσα στις πτυχώσεις, πρόσεξε αναρίθμητα μικροσκοπικά καβούρια να ποδηλατούν βραδυκίνητα στην άμμο. Σήκωσε ένα μέσα στην παλάμη του. Το πλάσμα ήταν σχεδόν διάφανο, τα μάτια του φυτρωμένα ψηλά, νωθρά, άτονα. Θα ήταν μάλλον γελασίνος. Έτρεξε ως την άκρη των δαχτύλων του, δίστασε, επέστρεψε στην παλάμη του. Κούνησε το μπράτσο του και το καβούρι κουτρουβάλησε ως τον καρπό του. Ο Ντάγκλας το άφησε να πέσει στην άμμο, κι εκείνο βυθίστηκε και κρύφτηκε. Πόσο γρήγορα εξαφανίστηκε.
   Παρατήρησε μερικές γυναίκες λίγο πιο πέρα, στην αμμουδιά· σκυμμένες, έψαχναν για όστρακα. Ήταν μαντιλοδεμένες και κουβαλούσαν ψάθινα καλάθια δεμένα στην πλάτη τους. Αναζητούσαν τροφή. Είχε διαβάσει στις εφημερίδες ότι ο λιμός κάλπαζε, ότι η τιμή του αλευριού είχε διπλασιαστεί μέσα σε λίγες μέρες, ότι τα αποθέματα αραβοσίτου ήταν μικρότερα από ποτέ. Το μόνο που απέμενε ήταν η ελπίδα ότι η σοδειά της επόμενης χρονιάς δεν θα αχρηστευόταν από τις ασθένειες.
   Ο Ντάγκλας περπάτησε κατά μήκος της ακτής. Ένα ιστιοφόρο με ψηλά κατάρτια ακινητούσε στον ορίζοντα. Το παρακολούθησε να απομακρύνεται αργά. Όταν ξανακοίταξε προς την ακτή, οι γυναίκες έμοιαζε να είχαν εξαφανιστεί κάτω απ' τη γη. Μόνο τα σκούρα τους πανωφόρια ξεχώριζαν. Κάθε τόσο κύρτωναν την πλάτη τους, σκύβοντας ρυθμικά αναζητώντας οτιδήποτε υπήρχε για να βρεθεί.

   

Μακ Καν Κόλουμ, Υπερατλαντικός, (μετφ. Κατερίνα Σχινά), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2015

Υποσημειώσεις:
(1) Έτσι αποκαλούσαν τους βάναυσους κυρίους τους οι μαύροι σκλάβοι στις φυτείες της Αμερικής. (Σ.τ.Μ.)
(2) Αναφέρεται στην Ανάκληση της Νομοθετικής Πράξης περί ένωσης της Ιρλανδίας με τη Μεγάλη Βρετανία (Act of Union, 1800 - 1801). (Σ.τ.Μ.) 
(3) Μυθιστόρημα της Αμερικανοβρετανίδας μυθιστοριογράφου, ποιήτριας, ηθοποιού και δασκάλας Susanna Rowson. Εκδόθηκε το 1791 και διαβάστηκε πολύ στην Αμερική, θεωρούμενο το πιο δημοφιλές μπεστ σέλερ πριν από την έκδοση της Καλύβας του μπάρμπα-Θωμά της Harriet Beecher Stowe το 1852. (Σ.τ.Μ.)
(4) Μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα Oliver Goldsmith, γραμμένο το 1761 - 1762, ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα της βικτωριανής περιόδου. (Σ.τ.Μ.)
(5) Charles Grandison Finney (1792 - 1875): Αμερικανός θεολόγος, πρεσβυτεριανός ιερέας και ηγέτης του κινήματος της Δεύτερης Μείζονος Αφύπνισης στις ΗΠΑ. Υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας και των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση για τις γυναίκες και τους μαύρους, δίδαξε από το 1835 ως το 1866 στο Κολέγιο Όμπερλιν του Οχάιο, όπου κατά τη διάρκεια της προεδρίας του (1851 - 1866) δεχόταν φοιτητές και των δύο φύλων, όπως και Αφροαμερικανούς. (Σ.τ.Μ.)
(6) Emerald Isle: ποιητική μεταφορά για την Ιρλανδία (Σ.τ.Μ.) 
(7) Ο συγγραφέας εδώ παίζει με την ιδιωματική φράση "Fine weather for ducks" ("Θαυμάσιος καιρός για πάπιες"), που χρησιμοποιείται στην Αμερική ως χαιρετισμός, σημαίνοντας ότι έστω και ένας δυσάρεστος, βροχερός καιρός μπορεί να είναι καλός για κάποιον ή κάτι. (Σ.τ.Μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: