Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

[ ΌΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ]

   
   Η προοπτική μιας δουλειάς χωρίς προβλήματα, που η πρώτη μου ήρεμη επαφή με το περιβάλλον του Θόρνφιλντ Χολ έδειχνε να υπόσχεται, επιβεβαιώθηκε από την καλύτερη γνωριμία με το μέρος και τους κατοίκους του. Η κυρία Φέαρφαξ αποδείχτηκε ότι ήταν ακριβώς αυτό που φαινόταν, μια ήρεμη και ευγενική γυναίκα, με ικανοποιητική μόρφωση και μέτρια εξυπνάδα. Η μαθήτριά μου ήταν ένα ζωηρό παιδί, που το είχαν κακομάθει λιγάκι με το να του κάνουν όλα τα χατίρια και γι' αυτό μερικές φορές ήταν πεισματάρα. Καθώς όμως ήταν εξολοκλήρου αφημένη στη φροντίδα μου και κανενός οι άκριτες επεμβάσεις δεν εμπόδιζαν τα σχέδιά μου για τη βελτίωσή της, ξέχασε σύντομα τις ιδιοτροπίες της και έγινε υπάκουη και εύκολη στη διδασκαλία. Δεν είχε κανένα μεγάλο ταλέντο ούτε κάτι εξαιρετικό στο χαρακτήρα της ούτε ανεπτυγμένα συναισθήματα ή καλαισθησία, τίποτα τέλος πάντων που να την ξεχωρίζει κάπως από τον μέσο όρο των παιδιών της ηλικίας της. Ούτε όμως είχε και καμιά ιδιαίτερη ανικανότητα ή ελάττωμα που να τη ρίχνουν κάτω από το μέσο όρο. Προόδευε φυσιολογικά, μου έδειχνε ζωηρή, αν και όχι πολύ βαθιά, στοργή και με την απλοϊκότητά της, τη χαρούμενη φλυαρία της και τις προσπάθειες που έκανε να με ευχαριστήσει, με έκανε να δεθώ μαζί της, στο βαθμό που χρειαζόταν για να είμαστε ευχαριστημένες όταν βρισκόμασταν μαζί.
   Παρενθετικά θα πω ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν σε θεωρίες για την αγγελική φύση των παιδιών και θεωρούν ότι το καθήκον εκείνων που αναλαμβάνουν την διαπαιδαγώγησή τους είναι να τα λατρεύουν σαν είδωλα, ίσως βρουν ότι μιλάω πολύ ψυχρά. Αλλά εγώ δεν γράφω για να ικανοποιήσω τον εγωισμό των γονιών, να αναπαραγάγω υποκριτικές θέσεις και να στηρίξω την απάτη. Απλώς θέλω να πω την αλήθεια. Ένιωθα ένα ευσυνείδητο ενδιαφέρον για την ευτυχία και την πρόοδο της Αντέλ και μια ήρεμη αγάπη για το κοριτσάκι αυτό, όπως ένιωθα ευγνωμοσύνη για την κυρία Φέαρφαξ, για την καλοσύνη της, και η συντροφιά της μου ήταν ευχάριστη, αντίστοιχες με την εκτίμηση που είχε για μένα εκείνη και με τη μετριοπάθεια του μυαλού και του χαρακτήρα της.
   Όποιος θέλει μπορεί να με κατηγορήσει, αλλά εγώ θα προσθέσω και κάτι άλλο. Πότε πότε, όταν περπατούσα στο κτήμα και κοιτούσα προς το δρόμο ή καμιά φορά που η Αντέλ έπαιζε με την νταντά της και η κυρία Φέαρφαξ έφτιαχνε ζαχαρωτά στην αποθήκη, εγώ ανέβαινα τις τρεις σκάλες, άνοιγα την καταπακτή της σοφίτας, έβγαινα στη στέγη και κοιτούσα πέρα μακριά, στα χωράφια και τα βουνά και στην αχνή γραμμή του ορίζοντα. Και τότε ευχόμουν να είχα τέτοια όραση που να μπορούσε να διαπεράσει εκείνο το όριο, που να μπορεί να φτάσει τον πολύβουο κόσμο, τις πόλεις, τις περιοχές εκείνες που ήταν γεμάτες ζωή, για τις οποίες είχα ακούσει πολλά, αλλά δεν τις είχα δει ποτέ. Εκείνες τις στιγμές αποζητούσα περισσότερες εμπειρίες απ' αυτές που είχα. Ήθελα περισσότερες συναναστροφές με ανθρώπους και να γνωρίσω διαφορετικούς χαρακτήρες απ' αυτούς που ήξερα. Εκτιμούσα τα καλά στοιχεία της Αντέλ και τα καλά στοιχεία της κυρίας Φέαρφαξ, αλλά πίστευα ότι υπήρχαν κι άλλες κατηγορίες καλοσύνης, πιο ζωηρές κι αυτό ήταν κάτι που λαχταρούσα να δω.
   Ποιος θα με κατηγορήσει γι' αυτό; Πολλοί, χωρίς αμφιβολία. Και θα με χαρακτηρίσουν ανικανοποίητη. Μα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι' αυτό. Η ανησυχία ήταν στη φύση μου και, μερικές φορές, με τάραζε τόσο πολύ, που μου προκαλούσε πόνο. Μετά η μόνη μου παρηγοριά ήταν να περπατώ πάνω κάτω στο διάδρομο του τρίτου ορόφου, ασφαλής στην ηρεμία και μοναξιά αυτού του σημείου και ν' αφήνω τα μάτια της ψυχής μου να περιπλανιούνται σε όποια φωτεινά οράματα υψώνονταν μπροστά τους. Και πάντα υπήρχαν πολλά και αστραφτερά. Άφηνα τότε την καρδιά μου να κατακλύζεται από συναισθήματα που, αν και τη γέμιζαν λύπη, της έδιναν όμως ζωή. Και το καλύτερο απ' όλα ήταν που άκουγα μέσα στο μυαλό μου μια ιστορία δίχως τέλος, μια ιστορία που η φαντασία μου έφτιαχνε και τη διηγιόταν ασταμάτητα. Η ιστορία αυτή είχε περιπέτεια, ζωή, φωτιά, συναισθήματα, όλα αυτά που ονειρευόμουν αλλά δεν μπορούσα να έχω στην πραγματικότητα. 
   Είναι μάταιο να λέμε ότι οι άνθρωποι οφείλουν να είναι ευχαριστημένοι με την ηρεμία. Χρειάζονται δράση. Κι αν δεν τη βρίσκουν, τότε τη δημιουργούν. Εκατομμύρια άνθρωποι είναι καταδικασμένοι σε μια ακόμα πιο ήρεμη ζωή απ' τη δική μου. Και εκατομμύρια επαναστατούν ενάντια στη μοίρα τους. Κανείς δεν ξέρει πόσες επαναστάσεις, εκτός από τις πολιτικές, σιγοβράζουν ανάμεσα στις μάζες των ανθρώπων στη Γη. Οι γυναίκες υποτίθεται ότι γενικά είναι πολύ ήρεμες. Στην πραγματικότητα, όμως, νιώθουν ακριβώς ό,τι κι οι άντρες. Χρειάζεται να εξασκούν τις ικανότητές τους και ένα πεδίο για να εφαρμόζουν τις προσπάθειές τους, όσο το χρειάζονται κι οι αδελφοί τους. Υποφέρουν κάτω από τους αυστηρούς περιορισμούς και την απόλυτη στασιμότητα, ακριβώς όπως θα υπέφεραν και οι άντρες. Και είναι στενόμυαλοι οι προνομιούχοι άντρες, όταν λένε ότι πρέπει να περιοριστούμε στο να φτιάχνουμε πουτίγκες και να πλέκουμε κάλτσες, να παίζουμε πιάνο και να κεντάμε τσάντες. Δείχνει έλλειψη κατανόησης από μέρους τους να μας καταδικάζουν ή να μας περιγελούν, αν θέλουμε να κάνουμε περισσότερα ή να μάθουμε περισσότερα απ' όσα έθιμα έχουν καθιερώσει ως απαραίτητα για το φύλο μας.
   Σ' αυτές τις στιγμές που ήμουν μόνη, άκουγα πολύ συχνά το γέλιο της Γκρέις Πουλ. Το ίδιο καμπάνισμα, το ίδιο χαμηλό μακρόσυρτο γέλιο που με είχε τρομάξει όταν το πρωτάκουσα. Άκουγα, επίσης, τα παράξενα μουρμουρητά της, ακόμα πιο παράξενα από το γέλιο της. Υπήρχαν και μέρες που ήταν σιωπηλή, αλλά υπήρχαν κι άλλες που δεν μπορούσα να εξηγήσω τους ήχους που έβγαζε. Κάποιες φορές την έβλεπα. Έβγαινε από το δωμάτιο με μια σουπιέρα, ένα πιάτο ή ένα δίσκο στα χέρια της, κατέβαινε στην κουζίνα και επέστρεφε σύντομα -ρομαντικέ αναγνώστη, συγχώρεσέ με που λέω την αλήθεια χωρίς στολίδια- κρατώντας μια κανάτα κρασί. Η εμφάνισή της πάντα μου καθησύχαζε την περιέργεια που μου προξενούσαν οι παράξενοι ήχοι που έβγαζε. Είχε σκληρά χαρακτηριστικά και σοβαρή εμφάνιση και τίποτα πάνω της δεν προκαλούσε το ενδιαφέρον. Έκανα κάποιες προσπάθειες να της πιάσω κουβέντα, αλλά πρέπει να ήταν πολύ λιγομίλητος άνθρωπος. Οι μονολεκτικές της απαντήσεις συνήθως με έκαναν να παρατάω την προσπάθεια.
   Τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού, δηλαδή ο Τζον και η γυναίκα του, η Λι η καμαριέρα και η Γαλλίδα νταντά Σοφί, ήταν αξιοπρεπείς άνθρωποι, αλλά χωρίς κάτι ξεχωριστό. Με τη Σοφί μιλούσα γαλλικά και μερικές φορές της έκανα ερωτήσεις για την πατρίδα της. Δεν είχε όμως κλίση στην περιγραφή ή την αφήγηση και οι απαντήσεις που έδινε ήταν τόσο ανούσιες ή μπερδεμένες, που περισσότερο σταματούσαν παρά ενθάρρυναν τη συζήτηση.
   Πέρασαν ο Οκτώβριος, ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος. Ένα απόγευμα του Ιανουαρίου, η κυρία Φέαρφαξ με παρακάλεσε να μην κάνω μάθημα στην Αντέλ, γιατί ήταν κρυωμένη. Μου το ζήτησε και η Αντέλ με μια λαχτάρα, που μου θύμισε πόσο σημαντικές ήταν και για μένα οι απρόσμενες διακοπές όταν ήμουν μικρή. Το δέχτηκα, πιστεύοντας πως έκανα καλά που έδειχνα ελαστικότητα σ' αυτό το θέμα. Ήταν μια όμορφη, ήρεμη μέρα, παρ' ότι πολύ κρύα. Είχα κουραστεί να κάθομαι όλο το πρωί στη βιβλιοθήκη. Η κυρία Φέαρφαξ είχε μόλις γράψει ένα γράμμα που έπρεπε να ταχυδρομηθεί κι εγώ έβαλα το παλτό και το καπέλο μου και προσφέρθηκα να το πάω στο Χέι. Η απόσταση ήταν δυο μίλια και θα ήταν ένας ευχάριστος απογευματινός περίπατος. Είδα ότι η Αντέλ είχε καθίσει άνετα στη μικρή καρέκλα της, κοντά στο τζάκι του μικρού σαλονιού της κυρίας Φέαρφαξ και της έδωσα για να παίζει την καλύτερη κέρινη κούκλα της, που συνήθως φύλαγα σ' ένα συρτάρι, τυλιγμένη σε ασημί χαρτί, καθώς και ένα βιβλίο με παραμύθια, για να έχει ποικιλία στη διασκέδασή της. Η Αντέλ μου είπε γαλλικά:
   "Να γυρίσετε γρήγορα καλή μου φίλη, αγαπημένη μου δεσποινίς Ζανέτ".
   Της έδωσα ένα φιλί και ξεκίνησα.
   Το έδαφος ήταν σκληρό, δεν φυσούσε και ο περίπατός μου ήταν μοναχικός. Περπάτησα γρήγορα μέχρι να ζεσταθώ και μετά άρχισα να περπατώ αργά για να απολαμβάνω και να μελετώ όλα αυτά που μου προκαλούσαν ευχαρίστηση εκείνη την ώρα στον περίπατό μου. Η ώρα ήταν τρεις. Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε καθώς περνούσα κάτω από το καμπαναριό. Η γοητεία αυτής της ώρας βρισκόταν στο σούρουπο που πλησίαζε, στον ήλιο που γλιστρούσε προς τα κάτω και έλαμπε απαλά. Ήμουν ένα μίλι μακριά από το Θόρνφιλντ, σ' ένα δρομάκι που το καλοκαίρι ήταν γνωστό για τις αγριοτριανταφυλλιές του και το φθινόπωρο για τις φουντουκιές και τα βατόμουρά του και που ακόμα και τώρα είχε μερικούς κοραλλένιους θησαυρούς στις άκρες του. Η μεγαλύτερη χειμερινή ομορφιά του, όμως, ήταν η απόλυτη μοναξιά, που ούτε το σάλεμα ενός φύλλου δεν έσπαγε. Όταν φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι, δεν προκαλούσε κανέναν ήχο εδώ. Γιατί δεν υπήρχε ούτε ένα λιόπρινο ούτε ένα αειθαλές δέντρο για να θροΐσει και οι γυμνοί θάμνοι ήταν τόσο ακίνητοι, όσο και οι άσπρες φαγωμένες πέτρες που συναντούσα στη μέση του μονοπατιού. Δεξιά και αριστερά απλώνονταν αγροί, όπου τώρα δεν είχαν αγελάδες να βόσκουν. Και τα μικρά καφετιά πουλιά, που κάθε τόσο σάλευαν πάνω στους θάμνους, έμοιαζαν με μοναχικά κοκκινωπά φύλλα που είχαν ξεχάσει να πέσουν.
   Αυτό το δρομάκι ανηφόριζε ως το Χέι. Έχοντας φτάσει στη μέση, κάθισα στο σκαλοπάτι ενός φράχτη που οδηγούσε σε ένα χωράφι. Τυλίχτηκα με το σάλι μου, προφύλαξα τα χέρια μου με το μανσόν μου και δεν ένιωθα το κρύο, αν και ήταν τσουχτερό, κάτι που έδειχναν και οι πάγοι που είχαν καλύψει το δρόμο, στο σημείο που πριν έτρεχε ένα ρυάκι από τα χιόνια που είχαν λιώσει στα βουνά. Από τη θέση μου μπορούσα να δω κάτω το Θόρνφιλντ. Το γκρίζο κτίριο με τις επάλξεις του ξεχώριζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην κοιλάδα που απλωνόταν κάτω από το ύψωμα που βρισκόμουν. Τα δέντρα του και τα σκούρα κοράκια διακρίνονταν στη δύση. Έμεινα εκεί ώσπου ο ήλιος χάθηκε πίσω από τα δέντρα και βασίλεψε πορφυρός και καθαρός πίσω τους. Ύστερα στράφηκα προς την ανατολή.
   Πάνω μου, στην κορυφή της πλαγιάς, άρχισε να υψώνεται το φεγγάρι, που ήταν ακόμα χλομό σαν σύννεφο, αλλά γινόταν όλο και πιο λαμπερό. Δέσποζε πάνω από το Χέι, που ήταν μισοκρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα και έστελνε στον ουρανό τον γαλάζιο καπνό από τις καμινάδες του. Ήταν ακόμα ένα μίλι μακριά, αλλά μέσα στην απόλυτη ησυχία, μπορούσα να ακούσω το απαλό μουρμουρητό της ζωής. Στ' αυτιά μου ερχόταν ακόμα και ο ήχος που έκαναν τα τρεχούμενα νερά. Δεν ήξερα σε ποιες κοιλάδες και χαράδρες βρίσκονταν, αλλά υπήρχαν πολλά βουνά πίσω από το Χέι και αναμφίβολα πολλά ποταμάκια χάραζαν την πορεία τους. Η απογευματινή σιγή αποκάλυπτε το κελάρυσμα των κοντινών νερών και το βουητό των πιο μακρινών.
   Ένας διαφορετικός, απότομος θόρυβος ξέσπασε ανάμεσα στα κελαρύσματα και τους ψιθύρους, ταυτόχρονα μακρινός και καθαρός. Ήταν ένα ποδοβολητό αλόγου, ένας μεταλλικός ήχος που έσβησε τους απαλούς ήχους των περιπλανώμενων κυμάτων, έτσι όπως σε έναν πίνακα, η συμπαγής μάζα ενός βράχου ή ο άγριος, με ρόζους, κορμός μιας βελανιδιάς ζωγραφισμένα σκούρα και δυνατά στο πρώτο πλάνο, σβήνουν τα μακρινά και αέρινα βουνά, τον ηλιόλουστο ορίζοντα και τα σύννεφα, με τα χρώματά τους να λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο.
   Η φασαρία ακουγόταν από το δρόμο. Ένα άλογο ερχόταν. Οι στροφές του δρόμου το έκρυβαν προς το παρόν, πλησίαζε όμως. Είχα σκοπό να σηκωθώ από το σκαλί, καθώς όμως το δρομάκι ήταν στενό, κάθισα ακίνητη μέχρι να περάσει το άλογο. Εκείνη την εποχή ήμουν πολύ νέα κι ένα σωρό φαντασίες, άλλες φωτεινές κι άλλες σκοτεινές, γεννιόνταν στο μυαλό μου. Μέσα στο μυαλό μου, ανάμεσα σε πολλά άχρηστα πράγματα, υπήρχαν και οι αναμνήσεις από τα παραμύθια της παιδικής μου ηλικίας. Και όταν τις έφερνα στο νου μου, η ώριμη νεότητα τούς έδινε μια δύναμη και μια ζωντάνια που σαν παιδί δεν μπορούσα να τους δώσω. Καθώς το άλογο αυτό πλησίαζε κι εγώ το περίμενα να φανεί μες στο ημίφως, θυμήθηκα μερικές από τις ιστορίες της Μπέσι για ένα πνεύμα της βόρειας Αγγλίας που ονομαζόταν "Γκίτρας", το οποίο, με τη μορφή αλόγου, μουλαριού ή σκύλου στοίχειωνε τους μοναχικούς δρόμους και μερικές φορές ξεπρόβαλλε μπροστά στους αργοπορημένους διαβάτες, όπως ερχόταν τώρα κι αυτό το άλογο προς το μέρος μου. 
   Ήταν πολύ κοντά αλλά δεν το έβλεπα ακόμα, όταν, μαζί με τον καλπασμό του, άκουσα και κάτι να σαλεύει ανάμεσα στους θάμνους. Ύστερα είδα να γλιστράει ανάμεσα στις φουντουκιές ένας μεγάλος σκύλος που, ασπρόμαυρος καθώς ήταν, ξεχώριζε καθαρά ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν ακριβώς σαν μία από τις μορφές που έλεγε η Μπέσι ότι έπαιρνε ο Γκίτρας. Ένα πλάσμα που έμοιαζε με λιοντάρι, με μακρύ τρίχωμα και τεράστιο κεφάλι. Με προσπέρασε, όμως, αρκετά ήσυχα, δεν στάθηκε να με κοιτάξει, με τα παράξενα, απόκοσμα μάτια του, όπως σχεδόν περίμενα ότι θα κάνει. Το άλογο ακολουθούσε. Ήταν ένα ψηλό ζώο, με έναν καβαλάρη στην πλάτη του. Ο άντρας, το ανθρώπινο πλάσμα, διέλυσε τα μάγια αμέσως. Κανείς δεν καβαλούσε τον Γκίτρας, ήταν πάντοτε μόνος του. Και τα ξωτικά, όπως πίστευα, μπορούσαν να πάρουν τη μορφή βουβών ζώων, αλλά ποτέ δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν με ανθρώπινη μορφή. Δεν ήταν ο Γκίτρας, ήταν απλώς ένας καβαλάρης που έκοβε δρόμο για το Μίλκοτ. Με προσπέρασε κι εγώ συνέχισα το δρόμο μου. Μόλις είχα κάνει μερικά βήματα, γύρισα να κοιτάξω. Την προσοχή μου τράβηξε ένας ήχος από πτώση και μια φωνή που είπε: "Τι στο διάβολο να κάνω τώρα;". Ο άντρας και το άλογο βρίσκονταν κάτω. Είχαν γλιστρήσει στον πάγο που γυάλιζε στο μονοπάτι. Το σκυλί γύρισε πίσω τρέχοντας και, μόλις είδε τον αφέντη του σε δύσκολη θέση κι άκουσε το άλογο να βογκάει, άρχισε να γαβγίζει ώσπου τα βουνά αντιλάλησαν και μεγέθυναν τον ήχο. Μύρισε τους πεσμένους και μετά ήρθε σε μένα. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, καθώς δεν υπήρχε κανείς άλλος να στραφεί για βοήθεια. Τον υπάκουσα και πήγα κοντά στον ταξιδιώτη, που μέχρι εκείνη την ώρα πάλευε να βγει από κάτω απ' το άλογό του. Οι προσπάθειές του ήταν τόσο δυνατές, που φαντάστηκα ότι δεν θα είχε χτυπήσει πολύ. Παρ' όλα αυτά ρώτησα:
   "Έχετε χτυπήσει, κύριε;"
   Νομίζω πως βλαστημούσε, αλλά δεν είμαι βέβαιη. Όπως και να 'χει, μουρμούριζε κάτι που τον εμπόδισε να μου απαντήσει αμέσως.
   "Μπορώ να κάνω κάτι;" ξαναρώτησα.
   "Να κάνετε πιο πέρα", απάντησε καθώς σηκωνόταν πρώτα γονατιστός και μετά όρθιος στα πόδια του.
   Πήγα πιο πέρα. Μετά άρχισαν να ακούγονται βογκητά, πόδια που χτυπούσαν κάτω και διάφοροι κρότοι που, μαζί με τα γαβγίσματα, με έκαναν να απομακρυνθώ μερικά μέτρα. Αλλά δεν σκόπευα να φύγω εντελώς, προτού δω το αποτέλεσμα. Τελικά, ήταν καλή η κατάληξη. Το άλογο σηκώθηκε στα πόδια του και ο σκύλος σταμάτησε να γαβγίζει ακούγοντας την εντολή: "Κάτσε κάτω, Πάιλοτ!". Ο ταξιδιώτης ψηλάφισε το πόδι του, για να δει αν ήταν εντάξει. Όπως φαινόταν, πονούσε κάπου, γιατί πήγε να καθίσει στο σκαλοπάτι που καθόμουν πριν εγώ.
   Ήθελα να φανώ χρήσιμη ή τουλάχιστον να δείξω προθυμία και έτσι πήγα ξανά κοντά του. 
   "Αν έχετε χτυπήσει, κύριε, και χρειάζεστε βοήθεια, μπορώ να πάω να φέρω βοήθεια είτε από το Θόρνφιλντ Χολ είτε απ' το Χέι".
   "Ευχαριστώ, αλλά δεν χρειάζεται. Δεν έχω σπάσει τίποτα -ένα στραμπούληγμα είναι μόνο".
   Ξανασηκώθηκε και προσπάθησε να περπατήσει, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να του ξεφύγει ένα επιφώνημα πόνου.
   Ακόμα δεν είχε χαθεί εντελώς το φως της ημέρας και το φεγγάρι ήταν φωτεινό, έτσι τον έβλεπα καθαρά. Ήταν τυλιγμένος σ' ένα παλτό ιππασίας, με γούνινο γιακά και ατσάλινες πόρπες. Δεν ξεχώριζα λεπτομέρειες, όμως πρόσεξα τα γενικά χαρακτηριστικά του. Ήταν μεσαίου ύψους, με ιδιαίτερα φαρδύ στέρνο. Είχε σκούρο πρόσωπο, με αυστηρά χαρακτηριστικά και μεγάλο μέτωπο. Τα μάτια του και τα ζαρωμένα φρύδια του αυτήν τη στιγμή έδειχναν εκνευρισμό και ενόχληση. Δεν ήταν πολύ νέος, μα ούτε και μεσήλικας ακόμα. Ίσως ήταν γύρω στα τριάντα πέντε. Δεν τον φοβόμουν και τον ντρεπόμουν πολύ λίγο. Αν ήταν κανένας όμορφος νεαρός άντρας, δεν θα τολμούσα να του κάνω ερωτήσεις με τέτοιο τρόπο, παρά τη θέλησή του και να προσφέρω τις υπηρεσίες μου χωρίς να τις ζητήσει. Όχι ότι είχα δει ποτέ κανέναν όμορφο νεαρό και σίγουρα ποτέ δεν είχα κουβεντιάσει με κάποιον. Έτρεφα θεωρητικά σεβασμό και εκτίμηση για την ομορφιά, την κομψότητα, την ανδρεία και τη γοητεία. Αλλά αν είχα συναντήσει ποτέ αυτές τις ιδιότητες ενσαρκωμένες στο πρόσωπο ενός άντρα, θα ήξερα από ένστικτο ότι δεν θα μπορούσα να νιώσω συμπάθεια γι' αυτόν και θα τον είχα αποφύγει όπως αποφεύγει κανείς τη φωτιά, την αστραπή, οτιδήποτε φωτεινό αλλά αντιπαθητικό.
   Ακόμη κι αυτός ο ξένος, αν μου είχε χαμογελάσει ή μου είχε φερθεί ευγενικά όταν του μιλούσα κι αν είχε αρνηθεί την προσφορά μου ευχαριστώντας με με εγκάρδιο τρόπο, θα είχα συνεχίσει το δρόμο μου χωρίς να νιώθω καμιά υποχρέωση να ξαναρωτήσω. Αλλά το κατσούφιασμα και οι απότομοι τρόποι αυτού του ταξιδιώτη με έκαναν να αισθάνομαι άνετα. Έμεινα στη θέση μου, ακόμα κι όταν μου έκανε νόημα να φύγω, και του δήλωσα:
   "Δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να σας αφήσω, κύριε, τέτοια ώρα σ' αυτόν τον ερημικό δρόμο, αν δεν δω ότι είστε σε θέση να ανεβείτε στο άλογό σας".
   Με κοίταξε όταν το είπα αυτό. Δεν είμαι σίγουρη αν είχε ξαναστρέψει το βλέμμα του πάνω μου.
   "Νομίζω ότι κι εσείς θα έπρεπε να βρίσκεστε σπίτι σας", είπε, "αν έχετε σπίτι εδώ γύρω. Από πού έρχεστε;"
   "Ακριβώς κάτω από δω. Και δεν φοβάμαι καθόλου να βρίσκομαι έξω τόσο αργά όταν έχει φεγγάρι. Θα πάω μέχρι το Χέι για σας αν θέλετε. Έτσι κι αλλιώς πηγαίνω εκεί για να ταχυδρομήσω ένα γράμμα".
   "Μένετε ακριβώς κάτω; Εννοείτε σ' αυτό το σπίτι με τις επάλξεις;" είπε δείχνοντας κατά το Θόρνφιλντ Χολ, στο οποίο το φεγγάρι έριχνε το υπόλευκο φως του και διακρινόταν από τα δέντρα, τα οποία, λόγω της αντίθεσης με τη δύση, φάνταζαν σαν μια πελώρια μάζα σκιάς.
   "Μάλιστα".
   "Σε ποιον ανήκει αυτό το σπίτι;"
   "Στον κύριο Ρότσεστερ".
   "Τον ξέρετε τον κύριο Ρότσεστερ;"
   "Όχι, δεν τον έχω δει ποτέ".
   "Δεν μένει εκεί, δηλαδή;"
   "Όχι".
   "Μπορείτε να μου πείτε πού είναι;"
   "Δεν ξέρω".
   "Δεν μπορεί να είστε υπηρέτρια στο σπίτι, βέβαια. Θα είστε..."
   Σταμάτησε και κοίταξε το ντύσιμό μου, που ήταν πολύ απλό όπως πάντα -μαύρο παλτό, μαύρο καστόρινο καπέλο- δεν έδειχνε όμως πως ήμουν καμαριέρα. Έδειχνε πως δεν μπορούσε να αποφασίσει τι ήμουν. Τον βοήθησα.
   "Είμαι η γκουβερνάντα".
   "Μα, ναι! Η γκουβερνάντα!" επανέλαβε. "Πού να πάρει, το είχα ξεχάσει! Η γκουβερνάντα!" Και άρχισε να εξετάζει πάλι τα ρούχα μου. Σε δυο λεπτά σηκώθηκε από το σκαλοπάτι. Το πρόσωπό του φανέρωσε πόνο όταν προσπάθησε να κινηθεί.
   "Δεν μπορώ να σας βάλω να μου φέρετε βοήθεια", είπε. "Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε λιγάκι εσείς, αν έχετε την καλοσύνη".
   "Μάλιστα, κύριε".
   "Δεν έχετε ομπρέλα για να τη χρησιμοποιήσω σαν μαγκούρα;"
   "'Οχι".
   "Προσπαθήστε  να πιάσετε τα γκέμια του αλόγου μου και να το φέρετε εδώ. Δεν φοβάστε, έτσι;"
   Θα φοβόμουν να πιάσω ένα άλογο όταν ήμουν μόνη, αλλά, αφού μου το ζητούσε, ήθελα να υπακούσω. Άφησα το μανσόν μου στο σκαλοπάτι και πήγα προς το ψηλό άλογο. Προσπάθησα να πιάσω τα γκέμια, αλλά ήταν πολύ ζωηρό και δεν με άφηνε να πλησιάσω το κεφάλι του. Έκανα πολλές προσπάθειες, όλες μάταιες. Παράλληλα είχα τρομοκρατηθεί από τα πόδια του που τα χτυπούσε. Ο ταξιδιώτης περίμενε και με παρακολουθούσε για λίγο και στο τέλος έβαλε τα γέλια.
   "Βλέπω", είπε, "πως το βουνό δεν πρόκειται να έρθει στον Μωάμεθ, οπότε το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να βοηθήσετε τον Μωάμεθ να πάει στο βουνό. Θα πρέπει να σας παρακαλέσω να έρθετε εδώ".
   Πήγα.
   "Με συγχωρείτε", συνέχισε. "Η ανάγκη με υποχρεώνει να σας χρησιμοποιήσω".
   Ακούμπησε το βαρύ χέρι του πάνω μου και, γέρνοντας προς εμένα, πήγε κουτσαίνοντας μέχρι το άλογό του. Έπιασε αμέσως τα γκέμια και το υπέταξε χωρίς πρόβλημα. Ανέβηκε στη σέλα, κάνοντας μια γκριμάτσα πόνου, γιατί η προσπάθεια τού πίεσε το στραμπουληγμένο πόδι.
   "Τώρα, απλώς δώστε μου το μαστίγιό μου", είπε, ελευθερώνοντας το κάτω του χείλος που το είχε δαγκώσει δυνατά. "Είναι εκεί πέρα, κάτω από το φράχτη".
   Έψαξα και το βρήκα.
   "Ευχαριστώ. Τώρα βιαστείτε να πάτε στο Χέι για το γράμμα σας και επιστρέψτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε".
   Μ' ένα ελαφρύ σπιρούνισμα, το άλογό του τινάχτηκε και ανασηκώθηκε στα πίσω του πόδια πρώτα και μετά ξεκίνησε. Εξαφανίστηκαν και οι τρεις.

   «Σαν θάμνος που στην ερημιά
   ο άνεμος σκορπίζει».

   Πήρα το μανσόν μου και ξεκίνησα. Το επεισόδιο αυτό έγινε και πέρασε. Ήταν ένα επεισόδιο χωρίς σημασία, χωρίς ρομαντισμό, χωρίς κάποιο ενδιαφέρον με οποιαδήποτε έννοια. Κι όμως, μου έδωσε μια αλλαγή, μια διαφορετική στιγμή σε μια μονότονη ζωή. Κάποιος χρειάστηκε και ζήτησε τη βοήθειά μου κι εγώ του την έδωσα. Ήμουν χαρούμενη που είχα κάνει κάτι. Όσο κι αν αυτό ήταν κάτι ασήμαντο και περαστικό, ήταν όμως μια ενέργεια κι εγώ είχα κουραστεί από την παθητική μου ζωή. Το καινούριο πρόσωπο, από την άλλη μεριά, ήταν ένας καινούριος πίνακας στην πινακοθήκη της μνήμης, ανόμοιος με όλους τους άλλους που κρέμονταν εκεί, επειδή πρώτον ήταν αντρικό και δεύτερον ήταν σκούρο, δυνατό και αυστηρό. Ακόμα το έβλεπα μπροστά μου όταν έφτασα στο Χέι και έριξα το γράμμα στο ταχυδρομείο. Το έβλεπα καθώς κατηφόριζα γρήγορα το δρόμο για το σπίτι. Όταν έφτασα στο σκαλοπάτι, σταμάτησα για ένα λεπτό, κοίταξα γύρω και αφουγκράστηκα, με την ιδέα ότι θα αντηχούσε ξανά στο δρόμο το ποδοβολητό ενός αλόγου και ότι θα εμφανιζόταν κι άλλος καβαλάρης με παλτό και με σκύλο που έμοιαζε με μορφή που παίρνει ο Γκίτρας. Είδα μόνο το φράχτη και μια κουτσουρεμένη ιτιά να υψώνεται μπροστά μου, ακίνητη και ίσια, κάτω από το φεγγαρόφωτο. Άκουσα μόνο το μακρινό θρόισμα που έκαναν τα δέντρα του Θόρνφιλντ από τον άνεμο που περνούσε ανάμεσά τους. Κι όταν κοίταξα κάτω, προς το σπίτι, είδα ένα φως σ' ένα παράθυρο. Μου θύμισε ότι είχα αργήσει και άρχισα να περπατώ βιαστικά. 
   Δεν μου άρεσε που ξαναμπήκα στο Θόρνφιλντ. Το πέρασμα από το κατώφλι του σήμαινε επιστροφή στην αδράνεια. Θα διέσχιζα το σιωπηλό χολ, θα ανέβαινα τη σκοτεινή σκάλα, θα πήγαινα στο μοναχικό μου δωμάτιο και μετά θα συναντούσα την κυρία Φέαρφαξ, για να περάσω το ατέλειωτο χειμωνιάτικο βράδυ μαζί της και μόνο μαζί της. Μ' αυτόν τον τρόπο θα κατέστρεφα τελείως την ελαφριά έξαψη που μου είχε δημιουργήσει ο περίπατός μου, θα περιόριζα και πάλι τις δυνάμεις μου στον κλειστό ορίζοντα μιας ομοιόμορφης και αδρανούς ζωής, μιας ζωής της οποίας τα προνόμια της ασφάλειας και άνεσης γινόμουν ανίκανη να εκτιμήσω. Πόσο καλό θα μου έκανε εκείνη την εποχή να βρισκόμουν ξαφνικά στις καταιγίδες μιας αβέβαιης ζωής και να αγωνίζομαι! Η σκληρή και πικρή αυτή εμπειρία θα μου δίδασκε να λαχταρώ τη γαλήνη που μου προκαλούσε τώρα δυσφορία. Ναι, θα μου έκανε καλό όσο καλό θα έκανε σ' έναν άντρα που είχε καθίσει για πολλή ώρα σε μια αναπαυτική καρέκλα να κάνει ένα μακρινό περίπατο. Στις συνθήκες που ζούσα, η επιθυμία μου να κινηθώ τόσο φυσική ήταν για μένα όσο θα ήταν και για εκείνον.
   Κοντοστάθηκα στην είσοδο, κοντοστάθηκα στο χορτάρι. Περπάτησα πάνω κάτω στο πλακόστρωτο. Τα στόρια της τζαμένιας πόρτας ήταν κλειστά, δεν μπορούσα να δω το εσωτερικό του σπιτιού. Τα μάτια μου και η ψυχή μου ήταν σαν να απωθούνται από το σκοτεινό σπίτι, απ' αυτήν την γκρίζα σπηλιά με τα πολυάριθμα ανήλιαγα κελιά της, έτσι μου φαινόταν εμένα, και στρέφονταν προς τον ουρανό που απλωνόταν μπροστά μου σαν γαλάζια θάλασσα, χωρίς κανένα σύννεφο. Το φεγγάρι ανέβαινε ακολουθώντας μια μαγευτική πορεία, μοιάζοντας να κοιτάζει προς τα πάνω καθώς άφηνε τις κορυφές των βουνών, πίσω από τις οποίες είχε ξεπροβάλει, τις άφηνε ολοένα και χαμηλότερα στο απύθμενο βάθος και την απροσμέτρητη απόσταση, καθώς προχωρούσε προς το ζενίθ του. Και εκείνα τα τρεμάμενα αστέρια που ακολουθούσαν την πορεία του έκαναν την καρδιά μου να φτερουγίζει και τις φλέβες μου να πάλλονται καθώς τα έβλεπα. Μικρά πράγματα μας ξυπνούν από τις ονειροπολήσεις μας. Το ρολόι ακούστηκε μέσα από το σπίτι να χτυπάει. Αυτό ήταν αρκετό. Άφησα το φεγγάρι και τ' αστέρια, άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.
   Το χολ ήταν σκοτεινό, δεν ήταν καλά φωτισμένο ακόμα, μόνο από την μπρούντζινη λάμπα που κρεμόταν από ψηλά. Μια ζεστή ανταύγεια απλωνόταν μέχρι τα χαμηλότερα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας. Αυτό το κοκκινωπό φως προερχόταν από τη μεγάλη τραπεζαρία, της οποίας η δίφυλλη πόρτα ήταν ανοιχτή κι άφηνε να φαίνεται μια ζωηρή φωτιά, που έλαμπε πάνω στο μαρμάρινο τζάκι και στις μπρούντζινες μασιές, αποκαλύπτοντας τις μοβ κουρτίνες και τα καλογυαλισμένα έπιπλα με μια ευχάριστη ακτινοβολία. Αποκάλυπτε, επίσης, μια ομάδα ανθρώπων δίπλα στο τζάκι. Μόλις που είχα προλάβει να τους δω και ν' ακούσω το ευχάριστο ανακάτεμα των φωνών, ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζα και εκείνη της Αντέλ, όταν η πόρτα έκλεισε.
   Πήγα βιαστικά στο δωμάτιο της κυρίας Φέαρφαξ. Υπήρχε κι εκεί φωτιά, αλλά δεν υπήρχε κερί και η κυρία Φέαρφαξ δεν ήταν μέσα. Αντί γι' αυτήν, είδα ένα μεγάλο ασπρόμαυρο σκυλί με μακριά τρίχα, που έμοιαζε με τον Γκίτρας που είχα δει στο δρόμο, να κάθεται πάνω στο χαλί και να κοιτάζει με προσήλωση τις φλόγες. Έμοιαζε τόσο μ' αυτό που είχα δει, που πήγα προς το μέρος του και φώναξα: "Πάιλοτ!" κι εκείνο σηκώθηκε, ήρθε κοντά μου και με μύρισε. Τον χάιδεψα κι αυτός κούνησε τη μεγάλη ουρά του. Μου φάνηκε όμως παράξενο να είμαι μόνη μου μ' αυτό το πλάσμα και δεν ήξερα και από πού είχε έρθει. Χτύπησα το κουδούνι, γιατί ήθελα ένα κερί, καθώς και μια εξήγηση για τον επισκέπτη. Μπήκε μέσα η Λι.
   "Ποιανού είναι αυτό το σκυλί;"
   "Το έφερε ο κύριος".
   "Ποιος;"
   "Ο αφέντης, ο κύριος Ρότσεστερ. Μόλις ήρθε".
   "Μάλιστα! Είναι και η κυρία Φέαρφαξ μαζί του;"
   "Ναι και η δεσποινίς Αντέλα. Είναι στην τραπεζαρία και ο Τζον έχει πάει να φέρει το γιατρό, γιατί ο κύριος είχε ένα ατύχημα. Το άλογό του έπεσε και στραμπούληξε τον αστράγαλό του".
   "Το άλογο έπεσε στο δρόμο του Χέι;"
   "Ναι, καθώς κατέβαινε. Γλίστρησε πάνω σε πάγο".
   "Α! Φέρε μου ένα κερί σε παρακαλώ, Λι".
   Η Λι το έφερε. Μπήκε ακολουθούμενη από την κυρία Φέαρφαξ που επανέλαβε τα νέα, προσθέτοντας ότι ο κύριος Κάρτερ, ο γιατρός, είχε έρθει και ήταν τώρα με τον κύριο Ρότσεστερ. Μετά έδωσε βιαστικά εντολές να ετοιμάσουν τσάι κι εγώ πήγα πάνω να αφήσω τα πράγματά μου.

   Ο κύριος Ρότσεστερ, προφανώς σύμφωνα με τις εντολές του γιατρού, πήγε νωρίς για ύπνο εκείνο το βράδυ. Το επόμενο πρωί δεν σηκώθηκε νωρίς κι όταν τελικά κατέβηκε, ήταν για να κανονίσει τις δουλειές του. Ο επιστάτης του και μερικοί από τους αγρότες του είχαν έρθει και περίμεναν να μιλήσουν μαζί του.
   Η Αντέλ κι εγώ έπρεπε να φύγουμε από τη βιβλιοθήκη, που θα γινόταν από τώρα και στο εξής αίθουσα υποδοχής για τους επισκέπτες. Μετέφερα τα βιβλία μας σε ένα δωμάτιο του επάνω ορόφου, στο οποίο ήταν αναμμένη φωτιά και κανόνισα να είναι αυτό η αίθουσα διδασκαλίας για το επόμενο διάστημα. Κατάλαβα στη διάρκεια του πρωινού ότι το Θόρνφιλντ Χολ είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια σιωπηλό σαν εκκλησία, αλλά κάθε μία ή δύο ώρες αντηχούσε το χτύπημα της πόρτας ή κάποιο κουδούνισμα. Επίσης ακούγονταν συχνά βήματα στο χολ και ομιλίες από καινούριες φωνές ακούγονταν κάτω. Ένα ρεύμα από τον έξω κόσμο διαπερνούσε τώρα το σπίτι, που είχε τον αφέντη του. Απ' τη μεριά μου, το προτιμούσα έτσι.
   Δεν ήταν εύκολο να κάνω μάθημα στην Αντέλ εκείνη τη μέρα. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Συνεχώς έτρεχε προς την πόρτα και κοιτούσε πάνω από την κουπαστή, μήπως καταφέρει να δει τον κύριο Ρότσεστερ. Ύστερα, έβρισκε διάφορες δικαιολογίες για να κατεβαίνει κάτω και να πηγαίνει, όπως σωστά το υποψιάστηκα, στη βιβλιοθήκη, όπου ήξερα ότι ήταν ανεπιθύμητη. Μετά, όταν θύμωσα λιγάκι και την ανάγκασα να καθίσει κάτω, άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα για το "φίλο της Έντουαρντ Φέαρφαξ ντε Ρότσεστερ", όπως τον αποκαλούσε (εγώ δεν ήξερα ακόμα το μικρό του όνομα) και να κάνει υποθέσεις για το τι δώρα της είχε φέρει. Όπως κατάλαβα, της είχε πει το προηγούμενο βράδυ ότι, όταν θα έρχονταν οι αποσκευές του από το Μίλκοτ, υπήρχε ανάμεσά τους κι ένα μικρό κουτάκι που την ενδιέφερε. 
   "Κι αυτό σημαίνει", είπε εκείνη, "ότι έχει εκεί μέσα ένα δώρο για μένα, ίσως και για σας, δεσποινίς. Ο κύριος μου μίλησε για σας. Με ρώτησε πώς λένε την γκουβερνάντα μου κι αν είναι μια κοπέλα μικρόσωμη, αρκετά λεπτή και χλομή. Είπα ναι. Γιατί είναι αλήθεια αυτό, δεν είναι, δεσποινίς;"
   Η μαθήτριά μου κι εγώ φάγαμε, ως συνήθως, στο σαλονάκι της κυρίας Φέαρφαξ. Το απόγευμα ο καιρός ήταν κακός και χιόνιζε και το περάσαμε στην αίθουσα διδασκαλίας. Όταν σκοτείνιασε, επέτρεψα στην Αντέλ να κρύψει τα βιβλία και τις εργασίες της και να πάει κάτω, γιατί, από τη σχετική ησυχία που επικρατούσε κάτω και από το γεγονός ότι για ώρα δεν είχε χτυπήσει η πόρτα, υπέθεσα ότι ο κύριος Ρότσεστερ ήταν τώρα διαθέσιμος. Όταν έμεινα μόνη, πήγα προς το παράθυρο, μα τίποτα δεν φαινόταν από κει. Το σούρουπο και οι νιφάδες του χιονιού που έπεφταν έκαναν τον αέρα πυκνό και έκρυβαν ακόμα και τους θάμνους πάνω στο χορτάρι. Άφησα την κουρτίνα να πέσει και γύρισα στο τζάκι.
   Στα πυρακτωμένα ξύλα έφτιαχνα με τη φαντασία μου ένα τοπίο, κάτι που έμοιαζε με το κάστρο του Χάιντελμπεργκ στον Ρήνο, του οποίου είχα δει κάποτε μια εικόνα, όταν μπήκε μέσα η κυρία Φέαρφαξ, σκορπίζοντας με την είσοδό της το πυρωμένο μωσαϊκό που είχα συνθέσει και διώχνοντας ταυτόχρονα μερικές δυσάρεστες σκέψεις που είχαν αρχίσει να συρρέουν μέσα στη μοναξιά μου.
   "Ο κύριος Ρότσεστερ θα χαιρόταν αν εσείς και η μαθήτριά σας παίρνατε τσάι μαζί του στο σαλόνι απόψε", είπε. "Ήταν τόσο απασχολημένος σήμερα, που δεν μπόρεσε να σας δει νωρίτερα".
   "Τι ώρα παίρνει το τσάι του;" ρώτησα.
   "Στις έξι. Κοιμάται νωρίς, εδώ στην εξοχή. Καλύτερα να πηγαίνατε να αλλάξετε φόρεμα τώρα. Θα έρθω μαζί σας να σας βοηθήσω. Πάρτε ένα κερί".
   "Είναι απαραίτητο να αλλάξω φόρεμα;"
   "Είναι προτιμότερο. Εγώ πάντα αλλάζω ρούχα το βράδυ, όταν είναι ο κύριος Ρότσεστερ εδώ".
   Αυτή η πρόσθετη τελετουργία μου φάνηκε κάπως αρχοντική. Παρ' όλα αυτά, πήγα στο δωμάτιό μου και, με τη βοήθεια της κυρίας Φέαρφαξ, αντικατέστησα το μαύρο μάλλινο φόρεμά μου μ' ένα άλλο μαύρο μεταξωτό. Αυτό ήταν το καλύτερο που είχα, εκτός από ένα άλλο ανοιχτό γκρι που, όπως είχα μάθει στο Λόγουντ να αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, το θεωρούσα υπερβολικά πολυτελές για να το φορέσω, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. 
   "Σας χρειάζεται και μια καρφίτσα", είπε η κυρία Φέαρφαξ. Είχα μόνο ένα μαργαριταρένιο κόσμημα, που η δεσποινίς Τεμπλ μου είχε χαρίσει σαν δώρο αποχωρισμού. Καθώς δεν ήμουν συνηθισμένη στους ξένους, αποτελούσε δοκιμασία για μένα να εμφανιστώ σαν επίσημη προσκεκλημένη του κυρίου Ρότσεστερ. Άφησα την κυρία Φέαρφαξ να μπει πριν από μένα στην τραπεζαρία και έμεινα πίσω της καθώς τη διασχίζαμε. Περνώντας το θόλο, που η κουρτίνα του ήταν ώρα κατεβασμένη, μπήκαμε στο κομψό σαλονάκι.
   Δύο κεριά ήταν αναμμένα πάνω στο τραπέζι κι άλλα δύο πάνω στο τζάκι. Ο Πάιλοτ ήταν ξαπλωμένος μπροστά στο φως και τη ζέστη μιας μεγάλης φωτιάς. Η Αντέλ είχε γονατίσει δίπλα του. Ο κύριος Ρότσεστερ ήταν μισοξαπλωμένος σ' έναν καναπέ, με το πόδι του ακουμπισμένο σ' ένα μαξιλάρι. Κοιτούσε την Αντέλ και το σκυλί. Η φωτιά φώτιζε το πρόσωπό του. Κατάλαβα αμέσως τον ταξιδιώτη μου, με τα μεγάλα και παχιά φρύδια και το τετράγωνο μέτωπο, που τα μαύρα φουντωτά μαλλιά του έκαναν ακόμα πιο τετράγωνο. Αναγνώρισα τη μύτη του, που ήταν περισσότερο αξιοπρόσεκτη για το δυναμισμό που φανέρωνε παρά για την ομορφιά της, τα φουσκωτά ρουθούνια του που φανέρωναν, όπως μου φαινόταν, χαρακτήρα ευέξαπτο. Αναγνώρισα ακόμα το στόμα του και το σαγόνι του -και τα δύο πολύ αυστηρά, χωρίς αμφιβολία. Το σώμα του, τώρα που δεν φορούσε παλτό, το βρήκα απόλυτα εναρμονισμένο με την τετράγωνη φυσιογνωμία του. Φαντάζομαι ότι ήταν καλό σώμα με την αθλητική έννοια -με φαρδύ στέρνο και στενή μέση- παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, ούτε είχε ιδιαίτερη χάρη. 
   Ο κύριος Ρότσεστερ δεν μπορεί να μην είχε αντιληφθεί ότι εγώ και η κυρία Φέαρφαξ είχαμε μπει στο δωμάτιο, αλλά έδειχνε ότι δεν είχε διάθεση να μας δώσει σημασία, γιατί ούτε που σήκωσε το κεφάλι του όταν πλησιάζαμε.
   "Αυτή είναι η δεσποινίς Έιρ, κύριε", είπε η κυρία Φέαρφαξ με τον ήρεμο τρόπο της.
   Εκείνος έκανε μια υπόκλιση, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το σκυλί και το παιδί.
   "Ας καθίσει η δεσποινίς Έιρ", είπε εκείνος. Υπήρχε κάτι στην αναγκαστική και άκαμπτη υπόκλιση και στον επίσημο τόνο της φωνής του, το οποίο έδειχνε όμως ανυπομονησία, που φαινόταν να λέει: "Τι στο διάβολο με νοιάζει αν η δεσποινίς Έιρ είναι εδώ ή όχι; Αυτήν τη στιγμή δεν έχω όρεξη να τη δω".
   Κάθισα κάτω χωρίς να αισθάνομαι πια πολύ αμήχανα. Μια υποδοχή με υπερβολική ευγένεια θα με είχε κάνει να τα χάσω, γιατί δεν θα ήξερα τι να πω και πώς να την ανταποδώσω με χάρη και κομψότητα. Αλλά η τραχιά του συμπεριφορά δεν μου δημιουργούσε καμία υποχρέωση. Αντιθέτως, η αταραξία μου απέναντι στην απαράδεκτη συμπεριφορά του με έφερε σε πλεονεκτική θέση. Εξάλλου, η εκκεντρικότητα της κατάστασης μού προκαλούσε το ενδιαφέρον και ήθελα να δω πώς θα συνεχιζόταν.
   Συνέχισε να φέρεται σαν άγαλμα -ούτε μιλούσε ούτε κινιόταν. Η κυρία Φέαρφαξ μάλλον θεώρησε ότι κάποιος απ' όλους έπρεπε να είναι ευχάριστος και άρχισε να μιλάει. Μιλούσε ευγενικά, όπως συνήθως και έλεγε πράγματα κοινότοπα, όπως συνήθως. Του είπε πως στενοχωριόταν για εκείνον που είχε τόση δουλειά όλη μέρα και που σίγουρα θα τον ενοχλούσε αυτό το οδυνηρό στραμπούληγμα και πως θαύμαζε την υπομονή του και την αντοχή του στον πόνο.
   "Κυρία, θα επιθυμούσα να πάρω τσάι", ήταν η μόνη απάντηση που πήρε.
   Βιαστικά χτύπησε το κουδούνι. Μόλις ήρθε ο δίσκος, άρχισε να τακτοποιεί τα φλιτζάνια, τα κουταλάκια και όλα τα υπόλοιπα με ταχύτητα και επιμέλεια. Η Αντέλ κι εγώ πήγαμε στο τραπέζι. Ο κύριος, όμως, δεν άφησε τον καναπέ του.
   "Μπορείτε να δώσετε στον κύριο Ρότσεστερ το φλιτζάνι του;" μου είπε η κυρία Φέαρφαξ. "Η Αντέλ μπορεί να το χύσει".
   Έκανα αυτό που μου είπε. Καθώς εκείνος έπαιρνε το φλιτζάνι από τα χέρια μου, η Αντέλ σκέφτηκε μάλλον ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να ζητήσει κάτι εκ μέρους μου και φώναξε:
   "Δεν είναι αλήθεια, κύριε, ότι έχετε ένα δώρο για τη δεσποινίδα Έιρ στο βαλιτσάκι σας;"
   "Ποιος μίλησε για δώρα; Περιμένατε δώρο, δεσποινίς Έιρ; Σας αρέσουν τα δώρα;"
   Κοίταξε το πρόσωπό μου ερευνητικά με μάτια σκοτεινά, οργισμένα και διαπεραστικά.
   "Δεν ξέρω, κύριε. Δεν έχω και μεγάλη πείρα από δώρα. Νομίζω ότι γενικά θεωρούνται ευχάριστα πράγματα".
   "Γενικά θεωρούνται; Εσείς τι πιστεύετε;"
   "Θα μου χρειαζόταν κάποιος χρόνος, κύριε, πριν δώσω μια απάντηση άξια της αποδοχής σας. Ένα δώρο μπορεί να έχει πολλές πλευρές, δεν είναι έτσι; Θα έπρεπε να το σκεφτεί κανείς πριν εκφράσει άποψη για τη φύση του".
   "Δεσποινίς Έιρ, δεν είστε απλοϊκή σαν την Αντέλ. Εκείνη με ζωηράδα απαιτεί το δώρο της μόλις με δει. Εσείς αποφεύγετε να μιλήσετε ευθέως".
   "Επειδή δεν πιστεύω ότι το αξίζω όπως η Αντέλ. Εκείνη στηρίζει το αίτημά της στην παλιά σας γνωριμία και το γεγονός ότι έτσι έχει συνηθίσει, γιατί μου είπε ότι πάντα συνηθίζετε να της φέρνετε παιχνίδια. Αν όμως έπρεπε να στηρίξω κάπου ένα παρόμοιο αίτημα, θα βρισκόμουν σε σύγχυση, αφού σας είμαι ξένη και επιπλέον δεν έχω κάνει κάτι για να αξίζω τέτοια ανταμοιβή".
   "Ω, παραείστε μετριόφρων! Εξέτασα την Αντέλ και βρήκα πως έχετε κοπιάσει πολύ μαζί της. Σας είμαι υπόχρεος. Δεν είναι πολύ έξυπνη, ούτε έχει ιδιαίτερα χαρίσματα. Κι όμως, σε μικρό χρονικό διάστημα έχει κάνει μεγάλη πρόοδο". 
   "Κύριε, μόλις μου δώσατε το δώρο μου και σας χρωστώ ευγνωμοσύνη. Αυτή είναι η ανταμοιβή που οι δάσκαλοι επιθυμούν περισσότερο: ο έπαινος για την πρόοδο των μαθητών τους.
   "Χμ!" έκανε ο κύριος Ρότσεστερ.
   Μετά πήρε το τσάι του αμίλητος.
   "Ελάτε κοντά στη φωτιά", είπε ο κύριος μόλις πήραν το δίσκο και η κυρία Φέαρφαξ κάθισε σε μια γωνία με το πλεκτό της. Η Αντέλ εκείνη τη στιγμή με είχε πάρει από το χέρι και μου έδειχνε τα όμορφα βιβλία και τα στολίδια πάνω στα ράφια και στις σιφονιέρες. Υπακούσαμε, όπως ήταν φυσικό. Η Αντέλ ήθελε να καθίσει στα γόνατά μου, αλλά πήρε την εντολή να παίξει με τον Πάιλοτ.
   "Μένετε στο σπίτι μου εδώ και τρεις μήνες;"
   "Μάλιστα κύριε".
   "Και έρχεστε από..."
   "Από το σχολείο Λόγουντ, κύριε".
   "Α! Είναι ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα. Και πόσο καιρό μείνατε εκεί;"
   "Οκτώ χρόνια".
   "Οκτώ χρόνια! Πρέπει να είστε πολύ ανθεκτική. Νόμιζα πως ο μισός καιρός σε τέτοιο μέρος θα είχε ξεκάνει οποιονδήποτε. Δεν είναι περίεργο που μοιάζετε με πλάσμα άλλου κόσμου. Αναρωτιόμουν από πού πήρατε αυτό το πρόσωπο. Όταν σας συνάντησα χθες το βράδυ στο δρόμο του Χέι, ο νους μου πήγε αμέσως στα παραμύθια και ήμουν σχεδόν έτοιμος να ρωτήσω αν είχατε μαγέψει το άλογό μου. Ακόμα δεν είμαι σίγουρος. Ποιοι είναι οι γονείς σας;"
   "Δεν έχω γονείς".
   "Ούτε και θα είχατε ποτέ, φαντάζομαι. Τους θυμάστε;"
   "Όχι".
   "Το περίμενα. Και λοιπόν, περιμένατε τους δικούς σας όταν σας συνάντησα να κάθεστε σ' αυτό το σκαλοπάτι;"
   "Ποιους εννοείτε, κύριε;"
   "Τους ανθρώπους στα πράσινα. Ήταν ένα κατάλληλο βράδυ με φεγγάρι γι' αυτούς. Μήπως έσπασα κάποιο μαγικό κύκλο σας και γι' αυτό στρώσατε αυτόν τον καταραμένο πάγο στο δρόμο μου;"
   Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
   "Οι άνθρωποι στα πράσινα εγκατέλειψαν την Αγγλία πριν από εκατό χρόνια", είπα, μιλώντας με όση σοβαρότητα είχε μιλήσει κι αυτός. "Κι ούτε στο δρόμο του Χέι ούτε στους γύρω αγρούς θα τους συναντήσετε ή θα βρείτε κάποιο ίχνος τους. Δεν νομίζω ότι το φεγγάρι θα ξαναφωτίσει τα ξεφαντώματά τους, ούτε το καλοκαίρι ούτε το φθινόπωρο ούτε το χειμώνα".
   Η κυρία Φέαρφαξ είχε αφήσει κάτω το πλεκτό της και με τα φρύδια ανασηκωμένα προσπαθούσε να καταλάβει τι σόι κουβέντα ήταν αυτή.
   "Τέλος πάντων", είπε ο κύριος Ρότσεστερ. "Αν δεν έχετε γονείς, θα πρέπει να έχετε κάποιους συγγενείς, θείους ή θείες, ίσως;"
   "Όχι. Κανέναν που να γνωρίζω".
   "Και το σπίτι σας;"
   "Δεν έχω σπίτι".
   "Τα αδέλφια σας πού ζουν;"
   "Δεν έχω αδέλφια".
   "Ποιος σας σύστησε να έρθετε εδώ;"
   "Έβαλα αγγελία και η κυρία Φέαρφαξ απάντησε".
   "Ναι", είπε η καλή γυναίκα, που τώρα καταλάβαινε το θέμα της συζήτησης. "Και είμαι καθημερινά ευγνώμων για την επιλογή που η Θεία Πρόνοια με οδήγησε να κάνω. Η δεσποινίς Έιρ είναι πολύτιμη συντροφιά για μένα και καλή και προσεκτική δασκάλα για την Αντέλ".
   "Μην μπαίνετε στον κόπο να την επαινείτε", απάντησε ο κύριος Ρότσεστερ. "Τα εγκώμια δεν με επηρεάζουν εμένα, εγώ θα κρίνω μόνος μου. Έκανε κακή αρχή ρίχνοντάς με από το άλογό μου".
   "Μα, τι λέτε, κύριε;" ρώτησε η κυρία Φέαρφαξ.
   "Σ' αυτήν χρωστάω αυτό το στραμπούληγμα".
   Η χήρα φαινόταν σαστισμένη.
   "Δεσποινίς Έιρ, έχετε ζήσει ποτέ σε πόλη;"
   "Όχι, κύριε".
   "Έχετε γνωρίσει πολύ κόσμο;"
   "Μόνο τις μαθήτριες και τις δασκάλες στο Λόγουντ και τώρα τους ανθρώπους του Θόρνφιλντ".
   "Έχετε διαβάσει πολύ;"
   "Μόνο τα βιβλία που τύχαινε να βρω, κύριε. Και δεν ήταν ούτε πάρα πολλά ούτε πολύ βαθυστόχαστα".
   "Έχετε κάνει τη ζωή καλόγριας. Φαντάζομαι ότι θα είστε προσκολλημένη στη θρησκεία. Ο κύριος Μπρόκλχαρστ, που απ' όσο ξέρω διοικεί το Λόγουντ, είναι πάστορας, έτσι δεν είναι;"
   "Ναι, κύριε".
   "Κι εσείς τα κορίτσια προφανώς θα τον λατρεύατε, όπως οι μοναχές λατρεύουν τον ηγούμενό τους".
   "Ω, όχι".
   "Τι ψυχρή που είστε! Όχι! Μα, πώς; Μια νεοφώτιστη να μη λατρεύει τον παπά της; Αυτό ακούγεται βλάσφημο".
   "Αντιπαθούσα τον κύριο Μπρόκλχαρστ και δεν ήμουν η μόνη. Είναι σκληρός άνθρωπος. Είναι πομπώδης και του αρέσει να ανακατεύεται σε όλα. Έκοβε τα μαλλιά μας και για οικονομία μάς έπαιρνε κακής ποιότητας βελόνες και νήμα, με τα οποία με το ζόρι μπορούσαμε να ράψουμε". 
   "Αυτή είναι λανθασμένη αντίληψη της οικονομίας", είπε η κυρία Φέαρφαξ, που είχε μπει ξανά στο νόημα της συζήτησης.
   "Κι αυτό ήταν όλα κι όλα τα εγκλήματά του;"
   "Όταν είχε την αποκλειστική ευθύνη της τροφοδοσίας, πριν συσταθεί επιτροπή, μας πέθαινε στην πείνα. Και μας ταλαιπωρούσε με ατέλειωτα κηρύγματα μια φορά την εβδομάδα και με βραδινές αναγνώσεις δικών του βιβλίων που μιλούσαν για ξαφνικούς θανάτους και κρίσεις των νεκρών, που μας έκαναν να φοβόμαστε να πάμε για ύπνο". 
   "Πόσων χρονών ήσαστε όταν πήγατε στο Λόγουντ;"
   "Σχεδόν δέκα".
   "Και μείνατε εκεί οκτώ χρόνια -είστε δηλαδή δεκαοκτώ τώρα;"
   Έγνεψα καταφατικά.
   "Η αριθμητική, όπως βλέπετε, είναι χρήσιμη. Χωρίς τη βοήθειά της δεν θα μπορούσα να μαντέψω την ηλικία σας. Είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς, όταν έχετε χαρακτηριστικά και πρόσωπο τόσο ακανόνιστο. Και τι μάθατε στο Λόγουντ; Μπορείτε να παίξετε πιάνο;"
   "Λιγάκι".
   "Φυσικά. Αυτή είναι η κλασική απάντηση. Πηγαίνετε στη βιβλιοθήκη -εννοώ, αν θέλετε. Συγχωρέστε μου την προστακτική, αλλά είμαι συνηθισμένος να λέω "Κάνε αυτό" και να γίνεται. Δεν μπορώ να αλλάξω συνήθειες για έναν καινούριο κάτοικο. Λοιπόν, πηγαίνετε στη βιβλιοθήκη και πάρτε μαζί σας ένα κερί. Αφήστε την πόρτα ανοιχτή, καθίστε στο πιάνο και παίξτε κάτι".
   Βγήκα από το δωμάτιο, υπακούοντας τις εντολές του.
   "Αρκετά!" φώναξε μετά από λίγο. "Πραγματικά παίζετε λιγάκι, όπως βλέπω, σαν οποιαδήποτε άλλη Αγγλίδα μαθήτρια. Ίσως καλύτερα από μερικές, πάντως όχι καλά".
   Έκλεισα το πιάνο και επέστρεψα. Ο κύριος Ρότσεστερ συνέχισε:
   "Η Αντέλ μου έδειξε κάποια σχέδια σήμερα το πρωί και μου είπε ότι ήταν δικά σας. Δεν ξέρω αν τα έχετε φτιάξει εντελώς μόνη, πιθανώς να σας βοήθησε κάποιος δάσκαλος".
   "Όχι, πραγματικά!" φώναξα.
   "Α! Να κάτι που πληγώνει τον εγωισμό σας. Λοιπόν, φέρτε μου τα σχέδιά σας, αν εγγυάστε ότι είναι πράγματι αποκλειστικά δικά σας. Μα μην το ισχυριστείτε, εκτός κι αν είναι αλήθεια, μπορώ να ξεχωρίσω τις συρραφές".
   "Τότε δεν θα πω τίποτα και θα κρίνετε μόνος σας, κύριε".
   Έφερα τα σχέδια από τη βιβλιοθήκη.
   "Φέρτε πιο κοντά μου το τραπέζι", είπε.
   Τσούλησα το τραπέζι μέχρι τον καναπέ του. Η Αντέλ και η κυρία Φέαρφαξ ήρθαν κοντά για να δουν τα σχέδια.
   "Μη στριμώχνεστε", είπε ο κύριος Ρότσεστερ. "Μπορείτε να παίρνετε τα σχέδια απ' το χέρι μου όταν τελειώνω μ' αυτά, αλλά μη σκύβετε τα κεφάλια σας γύρω μου".
   Εξέτασε με προσοχή κάθε σχέδιο και ακουαρέλα. Κράτησε τρία στην άκρη και τα υπόλοιπα, όταν τελείωσε με την εξέταση, τα έκανε πέρα.
   "Πάρτε τα στο άλλο τραπέζι, κυρία Φέαρφαξ", είπε, "και δείτε τα με την Αντέλ. Εσείς", είπε κοιτάζοντάς με, "καθίστε πάλι στη θέση σας και απαντήστε στις ερωτήσεις μου. Καταλαβαίνω ότι αυτά τα σχέδια έγιναν από ένα χέρι -ήταν το δικό σας;"
   "Ναι".
   "Και πού βρήκατε χρόνο να τα κάνετε; Αυτά χρειάστηκαν σίγουρα χρόνο και σκέψη". 
   "Τα έκανα στη διάρκεια των δύο τελευταίων διακοπών που πέρασα στο Λόγουντ, όταν δεν είχα καμία άλλη απασχόληση".
   "Και από πού πήρατε τα θέματά σας;"
   "Τα έβγαλα απ' το κεφάλι μου".
   "Απ' αυτό το κεφάλι που βλέπω τώρα πάνω στους ώμους σας;"
   "Μάλιστα, κύριε".
   "Έχει κι άλλα παρόμοια κομμάτια μέσα;"
   "Πρέπει να έχει, πιστεύω. Ή, καλύτερα, το ελπίζω".
   Άπλωσε τα σχέδια μπροστά του και τα εξέτασε ξανά.
   Ενώ αυτός είναι απασχολημένος με αυτά, θα σου πω, αναγνώστη, τι είναι: και πρώτα απ' όλα θα πρέπει να πω δεν είναι τίποτα εξαιρετικό. Τα θέματα πράγματι είχαν ζωντανέψει μέσα στο μυαλό μου. Καθώς τα έβλεπα με τα μάτια της ψυχής, πριν ακόμα προλάβω να τα υλοποιήσω, ήταν εκπληκτικά. Αλλά το χέρι μου δεν μπόρεσε να φτάσει τη φαντασία μου κι έτσι το καθένα τους δεν ήταν παρά μια χλομή αναπαράσταση αυτού που είχα συλλάβει.
   Ήταν και τα τρία ακουαρέλες. Το πρώτο παρίστανε σύννεφα χαμηλά και πελιδνά, μαζεμένα πάνω από μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Το φόντο ήταν αχνό, το ίδιο και το πρώτο πλάνο, ή μάλλον τα κοντινότερα κύματα, επειδή δεν υπήρχε στεριά. Μια ανταύγεια φωτός έδειχνε ένα μισοβυθισμένο κατάρτι, πάνω στο οποίο είχε καθίσει ένας κορμοράνος, σκούρος και μεγάλος, με τα φτερά του σκεπασμένα απ' τους αφρούς. Στο ράμφος του κρατούσε ένα χρυσό βραχιόλι με πετράδια, το οποίο είχα ζωγραφίσει με τους πιο λαμπρούς τόνους που μπορούσε να δώσει η παλέτα μου και το είχα σχεδιάσει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια που μπορούσε να δώσει το μολύβι μου. Κάτω απ' το πουλί και το κατάρτι ήταν βυθισμένο το πτώμα ενός πνιγμένου, που μόλις φαινόταν ανάμεσα στα πράσινα κύματα. Το μόνο που φαινόταν καθαρά ήταν το χέρι του, απ' όπου το βραχιόλι είχε τραβηχτεί ή είχε γλιστρήσει.
   Στο δεύτερο σχέδιο το πρώτο πλάνο ήταν η θαμπή κορυφή ενός βουνού, με γρασίδι και μερικά φύλλα να γέρνουν, θαρρείς, από το αεράκι. Πέρα και πάνω απ' αυτό απλωνόταν ο ουρανός, με σκούρο μπλε χρώμα όπως είναι το σούρουπο. Και ψηλά στον ουρανό ήταν η μορφή μιας γυναίκας που φαινόταν ως το στήθος, ζωγραφισμένη με όσο πιο σκούρα και απαλά χρώματα μπορούσα να συνδυάσω. Το χλωμό μέτωπό της ήταν στεφανωμένο από ένα άστρο. Τα χαρακτηριστικά της φαίνονταν σαν μέσα από διάχυτο αχνό. Τα μαλλιά της ήταν σαν σκιές, σαν ένα γκρίζο σύννεφο που το σκίζει η καταιγίδα και οι αστραπές. Στο λαιμό της έφεγγε μια θαμπή αντανάκλαση, σαν φως του φεγγαριού και το ίδιο αμυδρό φως έτρεμε πάνω στα σύννεφα, από τα οποία ξεπηδούσε αυτό το όραμα του αποσπερίτη.
   Το τρίτο έδειχνε την κορυφή ενός παγόβουνου που τρυπούσε τον πολικό, χειμερινό ουρανό. Πυκνές αχτίδες από το βόρειο σέλας έριχναν το απαλό τους φως στον ορίζοντα. Όλα αυτά τα άφηνε πίσω του ένα κεφάλι που βρισκόταν στο πρώτο πλάνο, ένα κολοσσιαίο κεφάλι, που ήταν γερμένο προς το παγόβουνο και στηριζόταν πάνω του. Δυο λεπτά χέρια ήταν ενωμένα κάτω από το μέτωπο, υποβαστάζοντάς το, απλώνοντας ταυτόχρονα ένα μαύρο πέπλο στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά. Φαινόταν μονάχα το μέτωπο, κάτασπρο σαν να μην είχε καθόλου αίμα, και ένα μάτι βαθουλωτό και σταθερό, χωρίς έκφραση, εκτός ίσως από την κρυσταλλωμένη απελπισία. Πάνω από τους κροτάφους, ανάμεσα σε δίπλες που έμοιαζαν με αυτές μαύρου υφάσματος, έλαμπε ένα στεφάνι από άσπρες φλόγες, στολισμένο με σπίθες από ένα χρώμα πιο ζεστό. Αυτό το χλομό μισοφέγγαρο ήταν η "εικόνα ενός βασιλικού στέμματος" κι εκείνο που στεφάνωνε ήταν "η μορφή χωρίς μορφή".
   "Ήσασταν χαρούμενη όταν ζωγραφίζατε αυτές τις εικόνες;" ρώτησε τελικά ο κύριος Ρότσεστερ.
   "Ήμουν απορροφημένη, κύριε. Και ήμουν ευτυχισμένη. Το γεγονός ότι τα ζωγράφισα ήταν, με λίγα λόγια, μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις που έχω γευτεί ποτέ".
   "Αυτό δεν λέει και πολλά. Οι απολαύσεις σας, σύμφωνα με όσα λέτε, ήταν πολύ λίγες. Αλλά μπορώ να πω ότι, όταν δημιουργούσατε αυτούς τους παράξενους πίνακες, θα ήσασταν στην ονειρική χώρα των καλλιτεχνών. Τα δουλεύατε πολλές ώρες κάθε μέρα;"
   "Δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω, αφού ήμουν σε διακοπές και ασχολιόμουν μ' αυτά από το πρωί ως το μεσημέρι και από το μεσημέρι ως το βράδυ. Η μεγάλη διάρκεια των καλοκαιρινών ημερών βοηθούσε το έργο μου".
   "Και νιώσατε ικανοποίηση από το αποτέλεσμα των κόπων σας;"
   "Κάθε άλλο. Βασανιζόμουν από την απόσταση ανάμεσα στην ιδέα και την πραγμάτωση. Σε κάθε περίπτωση είχα συλλάβει κάτι που μου ήταν αδύνατο να υλοποιήσω".
   "Όχι ακριβώς, έχετε αποτυπώσει τη σκιά της σκέψης σας. Πιθανώς τίποτα περισσότερο. Δεν κατέχετε την τεχνική και τα μέσα ενός καλλιτέχνη για να υλοποιήσετε πλήρως αυτό που συλλαμβάνετε. Παρ' όλα αυτά, τα σχέδια είναι ασυνήθιστα για μια μαθήτρια. Κι όσο για τις ιδέες σας, είναι παραμυθένιες. Αυτά τα μάτια του αποσπερίτη θα πρέπει να τα είδατε σε όνειρο. Πώς αλλιώς θα μπορούσατε να τα κάνετε να μοιάζουν τόσο καθαρά κι όμως καθόλου λαμπερά; Γιατί το άστρο από πάνω τους σβήνει τη λάμψη. Κι αυτό το νόημα στο σοβαρό και βαθύ τους βλέμμα! Και ποιος σας έμαθε να ζωγραφίζετε τον άνεμο; Γιατί υπάρχει κάποιος δυνατός άνεμος σ' αυτόν τον ουρανό και σ' αυτήν τη βουνοκορφή. Και πού έχετε δει τον Λάτμο; Γιατί αυτός είναι ο Λάτμος. Ορίστε, πάρτε τα σχέδια".
   Μόλις που είχα μαζέψει τα σχέδιά μου όταν, κοιτάζοντας το ρολόι του, είπε απότομα: 
   "Είναι εννιά η ώρα. Πώς αφήνετε, δεσποινίς Έιρ, την Αντέλ ξύπνια τόσο αργά; Πηγαίνετέ την στο κρεβάτι της".
   Η Αντέλ πήγε να τον φιλήσει πριν βγει από το δωμάτιο. Το δέχτηκε, αλλά δεν έδειχνε να το εκτιμάει περισσότερο απ' όσο θα το είχε εκτιμήσει ο Πάιλοτ, ίσως και λιγότερο.
   "Εύχομαι σ' όλους σας καληνύχτα", είπε, κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του δείχνοντας προς την πόρτα, ως σημάδι ότι είχε κουραστεί από τη συντροφιά μας και ήθελε να φύγουμε. Η κυρία Φέαρφαξ μάζεψε το πλεκτό της κι εγώ πήρα τα σχέδιά μου. Κάναμε μια υπόκλιση που την ανταπέδωσε κουνώντας ψυχρά το κεφάλι του και αποσυρθήκαμε.
   "Είπατε πως ο κύριος Ρότσεστερ δεν είναι ιδιαίτερα ιδιότροπος, κυρία Φέαρφαξ", παρατήρησα, όταν την ξαναβρήκα στο δωμάτιό της, αφού έβαλα την Αντέλ για ύπνο.
   "Λοιπόν; Είναι;"
   "Έτσι νομίζω. Είναι πολύ ευμετάβλητος και απότομος".
   "Είναι αλήθεια. Χωρίς αμφιβολία έτσι φαίνεται σ' όποιον δεν τον ξέρει, αλλά εγώ έχω συνηθίσει τόσο πολύ τους τρόπους του, που δεν δίνω σημασία. Κι έπειτα, αν έχει παράξενη ιδιοσυγκρασία, δεν πρέπει να τον παρεξηγεί κανείς".
   "Γιατί;"
   "Εν μέρει γιατί έτσι είναι από τη φύση του και κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τη φύση του. Και εν μέρει επειδή έχει, χωρίς αμφιβολία, πολλές έγνοιες που τον βασανίζουν και τον κάνουν να αλλάζει διάθεση στη στιγμή".
   "Τι έγνοιες;"
   "Οικογενειακά προβλήματα, αυτό είναι όλο".
   "Μα, αφού δεν έχει οικογένεια".
   "Δεν έχει τώρα, είχε όμως -ή τουλάχιστον είχε συγγενείς. Έχασε το μεγάλο του αδελφό πριν από μερικά χρόνια".
   "Το μεγάλο του αδελφό;"
   "Ναι. Ο κύριος Ρότσεστερ δεν είναι εδώ και πολύ καιρό ιδιοκτήτης αυτής της γης, μόνο εδώ και περίπου εννιά χρόνια".
   "Εννιά χρόνια είναι αρκετός καιρός. Αγαπούσε τόσο πολύ τον αδελφό του ώστε να είναι ακόμα απαρηγόρητος για την απώλειά του;"
   "Όχι, μάλλον όχι. Πιστεύω ότι υπήρχε κάποια παρεξήγηση ανάμεσά τους. Ο κύριος Ρόουλαντ Ρότσεστερ δεν ήταν δίκαιος απέναντι στον κύριο Έντουαρντ. Και ίσως να έστρεψε και τον πατέρα τους εναντίον του. Ο γέρος αγαπούσε πολύ τα λεφτά και ήθελε να κρατήσει την οικογενειακή περιουσία ενωμένη. Δεν ήθελε να λιγοστέψει την ιδιοκτησία με το να τη μοιράσει, ήθελε όμως να έχει πλούτο κι ο κύριος Έντουαρντ, ώστε να κρατήσει ψηλά την οικογενειακή υπόληψη. Έτσι, μόλις ενηλικιώθηκε, κάποια μέτρα λήφθηκαν που δεν ήταν και πολύ δίκαια και εμπεριείχαν απάτη σε μεγάλο βαθμό. Ο γέρος κύριος Ρότσεστερ και ο κύριος Ρόουλαντ ένωσαν τις δυνάμεις τους και έφεραν τον κύριο Έντουαρντ σε μια κατάσταση που θεωρούσε οδυνηρή, για να αποκτήσει περιουσία. Δεν ξέρω ακριβώς ποια είναι αυτή η κατάσταση, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να την υποφέρει. Δεν συγχωρεί εύκολα. Διέκοψε τους δεσμούς με την οικογένειά του και εδώ και πολλά χρόνια κάνει μια ασταθή ζωή. Δεν νομίζω ότι έχει μείνει ποτέ στο Θόρνφιλντ ένα ολόκληρο δεκαπενθήμερο, από τότε που πέθανε ο αδελφός του και τον άφησε μοναδικό κληρονόμο, αφού δεν υπήρχε διαθήκη. Και, στ' αλήθεια, δεν είναι περίεργο που αποφεύγει αυτό το παλιό σπίτι".
   "Γιατί θα πρέπει να το αποφεύγει;"
   "Ίσως το θεωρεί καταθλιπτικό".
   Η απάντησή της ήταν υπεκφυγή. Θα προτιμούσα να μου μιλήσει πιο καθαρά, αλλά η κυρία Φέαρφαξ δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να μου δώσει πιο συγκεκριμένες πληροφορίες για την πηγή και τη φύση των προβλημάτων του κυρίου Ρότσεστερ. Ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε μυστήριο και για κείνη και ότι κυρίως από εικασίες ήξερε ό,τι ήξερε. Ήταν προφανές, όμως, ότι ήθελε να αφήσω αυτήν τη συζήτηση κι εγώ το έκανα.

   Στις επόμενες μέρες είδα πολύ λίγο τον κύριο Ρότσεστερ. Τα πρωινά ήταν πολύ απασχολημένος με τις δουλειές του και τα απογεύματα έρχονταν διάφοροι κύριοι από το Μίλκοτ ή τη γύρω περιοχή και μερικές φορές έμεναν για φαγητό το βράδυ. Όταν το πόδι του έγινε αρκετά καλά ώστε να του επιτρέπει να κάνει ιππασία, έφευγε με το άλογό του συχνά, πιθανότατα για να ανταποδώσει τις επισκέψεις, γιατί δεν επέστρεφε παρά αργά τη νύχτα.
   Σ' αυτό το διάστημα, ακόμα και την Αντέλ πολύ σπάνια ζητούσε να τη δει. Η δική μου συναναστροφή μαζί του περιοριζόταν σε τυχαίες συναντήσεις στο χολ, τη σκάλα ή το διάδρομο. Κάποιες απ' αυτές τις φορές περνούσε δίπλα μου αδιάφορα και ψυχρά, μόλις αναγνωρίζοντας την παρουσία μου με ένα γνέψιμο από μακριά ή ένα κρύο βλέμμα. Άλλες φορές μου φερόταν με κάθε ευγένεια, έκανε υπόκλιση και μου χαμογελούσε. Οι αλλαγές αυτές στη διάθεσή του δεν με ενοχλούσαν, γιατί καταλάβαινα ότι δεν είχαν να κάνουν με μένα. Η άμπωτη και η παλίρροια προέρχονταν από αιτίες ανεξάρτητες από μένα.
   Μια μέρα που είχε δειπνήσει με παρέα, έστειλε να του πάνε τα σχέδιά μου, χωρίς αμφιβολία για να τα δείξει. Οι καλεσμένοι έφυγαν νωρίς για να πάνε σε κάποια δημόσια συνάντηση στο Μίλκοτ, όπως με πληροφόρησε η κυρία Φέαρφαξ. Ο κύριος Ρότσεστερ, όμως, δεν τους ακολούθησε, επειδή η βραδιά ήταν βροχερή και κρύα. Λίγη ώρα αφού είχαν φύγει, χτύπησε το κουδούνι και ήρθε ένα μήνυμα για μένα και την Αντέλ να πάμε κάτω. Βούρτσισα τα μαλλιά της Αντέλ, την έντυσα με όμορφα ρούχα και, αφού βεβαιώθηκα ότι δεν υπήρχε κάτι να δορθώσω στην εμφάνισή μου, καθώς ήμουν ντυμένη με τον συνηθισμένο απλό τρόπο -όλα λιτά και σφιγμένα, ακόμα και οι κοτσίδες μου- κατεβήκαμε. Η Αντέλ αναρωτιόταν αν έφτασε επιτέλους το "βαλιτσάκι της" που, εξαιτίας κάποιου λάθους, είχε καθυστερήσει πολύ. Ικανοποιήθηκε. Μόλις μπήκαμε στην τραπεζαρία, ένα χαρτονένιο κουτί βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Φαίνεται πως το γνώρισε από ένστικτο.
   "Το κουτί μου! Το κουτί μου!" φώναξε, τρέχοντας προς το τραπέζι.
   "Ναι, ήρθε το «κουτί» σου επιτέλους. Παρ' το σε μια άκρη, γνήσια κόρη του Παρισιού και διασκέδασε τον εαυτό σου ξετυλίγοντάς το", είπε η βαθιά και κάπως σαρκαστική φωνή του κυρίου Ρότσεστερ.
   Ήταν ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα κοντά στο τζάκι. 
   "Και μη με απασχολήσεις με τις λεπτομέρειες της ανατομικής σου επιχείρησης και μη μου λες τι βρίσκεις στο εσωτερικό. Κάνε τη δουλειά σου ήσυχα. Να είσαι ήσυχη, μικρή, κατάλαβες;"
   Η Αντέλ δεν πολυχρειαζόταν την προειδοποίηση. Είχε ήδη αποσυρθεί σε έναν καναπέ με το θησαυρό της και ήταν απασχολημένη να λύνει τον κόμπο που συγκρατούσε το καπάκι. Όταν ξεπέρασε αυτό το εμπόδιο και ανασήκωσε μερικά χαρτιά συσκευασίας, φώναξε:
   "Ω Θεέ μου! Τι όμορφο που είναι!" και έμεινε απορροφημένη κοιτάζοντάς το εκστατικά.
   "Είναι και η δεσποινίς Έιρ εκεί;" ρώτησε τώρα ο κύριος, καθώς ανασηκωνόταν από την πολυθρόνα για να κοιτάξει προς την πόρτα, κοντά στην οποία καθόμουν.
   "Α! Ελάτε, λοιπόν, καθίστε εδώ".
   Τράβηξε μια πολυθρόνα κοντά στη δική του.
   "Δεν μου αρέσουν οι φλυαρίες των παιδιών", συνέχισε, "γιατί, αφού είμαι γεροντοπαλίκαρο, δεν έχω καμιά ευχάριστη ανάμνηση συνδεδεμένη με τα ψευδίσματά τους. Θα μου ήταν αφόρητο να περάσω μια ολόκληρη βραδιά μόνος μ' ένα παιδί. Μην τραβάτε το κάθισμά σας πιο μακριά, δεσποινίς Έιρ, καθίστε εκεί που το έβαλα -εννοώ, αν θέλετε παρακαλώ. Στο διάβολο πια μ' αυτές τις ευγένειες! Συνέχεια τις ξεχνάω. Ούτε κι οι απλοϊκές γριές μ' αρέσουν ιδιαίτερα. Παρεμπιπτόντως, πρέπει να καλέσω και τη δική μας γριά, δεν είναι σωστό να την αγνοώ. Είναι Φέαρφαξ ή τουλάχιστον παντρεύτηκε έναν. Δεν λένε πως το αίμα νερό δεν γίνεται;"
   Χτύπησε το κουδούνι κι έστειλε μια πρόσκληση για την κυρία Φέαρφαξ, που κατέφθασε σύντομα με το καλαθάκι του πλεκτού της στο χέρι.
   "Καλησπέρα, κυρία μου. Σας κάλεσα εδώ για φιλανθρωπικό σκοπό. Έχω απαγορεύσει στην Αντέλ να μου μιλάει για τα δώρα της και κοντεύει να σκάσει. Αν έχετε την καλοσύνη, γίνετε η ακροάτρια και συνομιλήτριά της. Θα είναι μια από τις πιο φιλάνθρωπες πράξεις που έχετε κάνει ποτέ".
   Η Αντέλ, πράγματι, μόλις είδε την κυρία Φέαρφαξ τη φώναξε στον καναπέ και γέμισε την αγκαλιά της με τα πορσελάνινα, φιλντισένια και κέρινα περιεχόμενα του κουτιού της, δίνοντας κάθε τόσο μες στην αγαλλίασή της εξηγήσεις στα σπασμένα αγγλικά που ήξερε.
   "Τώρα που εκπλήρωσα τα καθήκοντά μου σαν καλός οικοδεσπότης", συνέχισε ο κύριος Ρότσεστερ, "και έβαλα τους καλεσμένους μου να διασκεδάζουν ο ένας τον άλλον, πιστεύω ότι έχω το δικαίωμα να νοιαστώ και για τη δική μου διασκέδαση. Δεσποινίς Έιρ, φέρτε την πολυθρόνα σας λίγο πιο κοντά, είστε ακόμα πολύ μακριά. Δεν μπορώ να σας δω χωρίς ν' αλλάξω τη θέση μου σ' αυτή την άνετη πολυθρόνα, κάτι που δεν έχω σκοπό να κάνω".
   Έκανα όπως μου είπε, αν και θα προτιμούσα να μείνω στη σκιά. Ο κύριος Ρότσεστερ, όμως, είχε έναν τόσο άμεσο τρόπο να δίνει διαταγές, που σου φαινόταν φυσικό να τον υπακούσεις αμέσως.
   Ήμαστε, όπως είπα, στην τραπεζαρία. Ο πολυέλαιος που είχαν ανάψει για το δείπνο γέμιζε το δωμάτιο με τέτοιο φως, λες κι ήταν καμιά γιορτή. Η μεγάλη φωτιά ήταν κόκκινη και καθαρή. Οι μοβ κουρτίνες κρέμονταν πλούσιες και μεγάλες μπροστά από το ψηλό παράθυρο και τον ακόμα ψηλότερο θόλο. Όλα ήταν ήσυχα, με εξαίρεση τη χαμηλόφωνη κουβέντα της Αντέλ, που δεν τολμούσε να μιλήσει δυνατά και το μαστίγωμα της χειμωνιάτικης βροχής πάνω στα τζάμια, που γέμιζε τις παύσεις. 
   Ο κύριος Ρότσεστερ, που ήταν ξαπλωμένος στην πολυθρόνα με το δαμασκηνί κάλυμμα, φαινόταν διαφορετικός από τις άλλες φορές που τον είχα δει. Δεν ήταν τόσο αυστηρός και ήταν πολύ λιγότερο βλοσυρός. Υπήρχε ένα χαμόγελο στα χείλη του και τα μάτια του πέταγαν σπίθες. Δεν ξέρω αν ήταν από το κρασί ή όχι, αλλά το θεωρώ πολύ πιθανό. Ήταν, με λίγα λόγια, σε καλή διάθεση μετά το δείπνο: πιο διαχυτικός και ευχάριστος, με μεγαλύτερη προθυμία να κάνει κάποια χατίρια στον εαυτό του απ' ό,τι το πρωί, που ήταν πάντα ψυχρός και άκαμπτος. Κι έτσι όμως, έμοιαζε κάπως αυστηρός, όπως έγερνε το κεφάλι του στην πλάτη της πολυθρόνας και οι φλόγες φώτιζαν τα γρανιτένια χαρακτηριστικά του και τα μεγάλα σκούρα μάτια του. Γιατί είχε μεγάλα σκούρα μάτια και μάλιστα πολύ όμορφα, που κάποιες φορές άλλαζαν έκφραση και φανέρωναν, αν όχι τρυφερότητα, τουλάχιστον κάτι που της έμοιαζε.
   Κοιτούσε τη φωτιά για περίπου δύο λεπτά και την ίδια στιγμή εγώ κοιτούσα αυτόν, όταν, γυρνώντας προς τα μένα, έπιασε το βλέμμα μου πάνω του.
   "Με εξετάζετε, δεσποινίς Έιρ. Με θεωρείτε όμορφο;"
   Θα είχα, αν ήταν στο χέρι μου, απαντήσει με κάτι συμβατικά αόριστο και ευγενικό. Αλλά η απάντηση λες και γλίστρησε από τη γλώσσα μου χωρίς να το καταλάβω και είπα:
   "Όχι, κύριε".
   "Α, μα την πίστη μου! Υπάρχει κάτι το μοναδικό σε σας", είπε. "Έχετε τον αέρα καλογριούλας: περίεργη, ήσυχη, αυστηρή και απλή, κάθεστε με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια στραμμένα στο χαλί -εκτός από όταν τα στρέφετε στο πρόσωπό μου και με κοιτάτε διαπεραστικά, όπως τώρα, ας πούμε. Και μόλις κάποιος σας κάνει μια ερώτηση ή κάνει κάποια παρατήρηση στην οποία νιώθετε υποχρεωμένη να απαντήσετε, δίνετε μια ξεκάθαρη απάντηση που, αν δεν είναι αγενής, είναι τουλάχιστον απότομη. Τι εννοείτε μ' αυτό που είπατε;"
   "Κύριε, ήμουν πολύ απότομη. Σας ζητώ συγγνώμη. Έπρεπε να σας έχω πει ότι δεν είναι εύκολο να δώσω μια άμεση απάντηση σε μια ερώτηση σχετική με την εμφάνιση κι ότι τα γούστα ως επί το πλείστον διαφέρουν κι ότι η ομορφιά δεν έχει μεγάλη σημασία ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων".
   "Όχι, δεν έπρεπε να πείτε τίποτα τέτοιο. Η ομορφιά δεν έχει μεγάλη σημασία, πράγματι! Και έτσι, προσπαθώντας να απαλύνετε τάχα την προηγούμενη προσβολή, κάνοντας πως μου χτυπάτε φιλικά την πλάτη, μου μπήγετε ένα μαχαίρι στο λαιμό! Συνεχίστε: τι άλλα ελαττώματα βρίσκετε πως έχω; Υποθέτω πως είμαι και εγώ ένας φυσιολογικός και αρτιμελής άνθρωπος, όπως όλοι οι υπόλοιποι, έτσι δεν είναι;"
   "Κύριε Ρότσεστερ, επιτρέψτε μου να αποκηρύξω την πρώτη μου απάντηση. Δεν ήθελα να σας προσβάλω. Ήταν απλώς μια γκάφα".
   "Ναι, ήταν. Αλλά θα μου απαντήσετε τώρα. Κρίνετέ με. Το μέτωπό μου δεν σας αρέσει;"
   Σήκωσε τα σγουρά μαλλιά που έπεφταν πάνω στο μέτωπό του και μου το έδειξε. Είχε ένα κενό εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται η απαλή γραμμή της καλοσύνης.
   "Λοιπόν, κυρία μου, είμαι ανόητος;"
   "Καθόλου, κύριε. Θα ήμουν αγενής αν σας ρωτούσα με τη σειρά μου αν αγαπάτε τους ανθρώπους;"
   "Να το πάλι! Κι άλλη μαχαιριά, εκεί που παρίστανε ότι μου χαϊδεύει το κεφάλι. Κι αυτό επειδή είπα ότι δεν μου αρέσει η συντροφιά των παιδιών και των ηλικιωμένων γυναικών (να μην το φωνάξω, όμως, αυτό). Λοιπόν, όχι, νεαρή μου, δεν αγαπάω γενικά τους ανθρώπους. Έχω, όμως, συνείδηση".
   Έδειξε τις προεξοχές που υποτίθεται ότι φανερώνουν αυτή την ιδιότητα και οι οποίες, ευτυχώς γι' αυτόν, ήταν έντονες, δίνοντας ένα μεγαλύτερο πλάτος στο επάνω μέρος του κεφαλιού του. 
   "Εξάλλου κι εγώ κάποτε είχα μεγάλη τρυφερότητα στην καρδιά μου. Όταν ήμουν στην ηλικία σας, ήμουν πολύ ευαίσθητο παιδί και συμπονούσα τους ανήμπορους, τους απροστάτευτους και τους δυστυχείς. Μα ύστερα η μοίρα με χτύπησε, με ζύμωσε, μπορώ να πω, με τα δάχτυλά της. Και τώρα είμαι περήφανος για τον εαυτό μου που είμαι σκληρός και αλύγιστος σαν μπάλα από καουτσούκ. Ωστόσο, αυτή η μπάλα έχει ακόμα κάνα δυο χαραγματιές και ένα ευαίσθητο σημείο στο κέντρο της μάζας της. Ναι, μου αφήνει αυτό καμιά ελπίδα;"
   "Ελπίδα για ποιο πράγμα, κύριε;"
   «Σίγουρα έχει πιει πολύ κρασί», σκέφτηκα. Και δεν ήξερα τι απάντηση να δώσω στην παράξενη ερώτησή του. Πώς μπορούσα να του πω αν μπορούσε να μεταμορφωθεί;
   "Φαίνεστε πολύ μπερδεμένη, δεσποινίς Έιρ. Και, παρόλο που δεν είστε πιο όμορφη από μένα, αυτό το αμήχανο ύφος σάς πηγαίνει. Εξάλλου εμένα με βολεύει, γιατί κρατάει τα ερευνητικά σας μάτια μακριά από το πρόσωπό μου και τα απασχολεί με τα λουλουδένια στεφάνια του χαλιού. Οπότε, συνεχίστε να αισθάνεστε έτσι. Νεαρή μου κυρία, σκοπεύω να είμαι κοινωνικός και επικοινωνιακός απόψε".
   Μ' αυτή την ανακοίνωση σηκώθηκε από την καρέκλα του και στάθηκε όρθιος, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στο μαρμάρινο τζάκι. Σ' αυτήν τη στάση, το σώμα του φαινόταν το ίδιο καλά με το πρόσωπό του. Το ασυνήθιστα φαρδύ του στέρνο ήταν δυσανάλογο με το μήκος των άκρων του. Είμαι βέβαιη ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα τον θεωρούσαν άσχημο. Κι όμως, είχε μια σχεδόν ασυνείδητη περηφάνια στο παρουσιαστικό του, τέτοια άνεση στη συμπεριφορά του, τόση αδιαφορία για την εξωτερική του εμφάνιση και τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στη δύναμη των άλλων αρετών του, εγγενή ή επίκτητη, που έκαναν την έλλειψη ελκυστικής εμφάνισης να ατονεί. Όποιος τον κοιτούσε συμμεριζόταν αυτήν την αδιαφορία και με κάποιο γενικό, τυφλό τρόπο πίστευε ότι η αυτοπεποίθησή του ήταν δικαιολογημένη.  
   "Σκοπεύω να είμαι κοινωνικός και επικοινωνιακός σήμερα", επανέλαβε, "και γι' αυτό έστειλα να σας φωνάξουν. Η φωτιά και ο πολυέλαιος δεν ήταν ικανοποιητική συντροφιά για μένα. Ούτε κι ο Πάιλοτ θα ήταν, γιατί κανένα από αυτά δεν μιλάει. Η Αντέλ είναι κάπως καλύτερη, αλλά κι αυτή κάτω από το όριο. Το ίδιο και η κυρία Φέαρφαξ. Εσείς, είμαι πεπεισμένος ότι μπορείτε να χρησιμεύσετε για το σκοπό μου, αν το θελήσετε. Με σαστίσατε την πρώτη φορά που σας κάλεσα εδώ. Σχεδόν σας είχα ξεχάσει από τότε. Άλλα πράγματα με απασχόλησαν και βγήκατε από το μυαλό μου. Αλλά σήμερα είμαι αποφασισμένος να νιώσω άνετα: να διώξω ό,τι με βασανίζει και να θυμηθώ ό,τι με ευχαριστεί. Θα μου άρεσε να κουβεντιάσω μαζί σας και να μάθω περισσότερα για σας. Λοιπόν, μιλήστε".
   Αντί να μιλήσω, χαμογέλασα. Και δεν ήταν το χαμόγελό μου ούτε συγκαταβατικό ούτε έδειχνε δουλοπρέπεια.
   "Μιλήστε!" είπε ανυπόμονα.
   "Για ποιο πράγμα, κύριε;"
   "Για ό,τι σας αρέσει. Αφήνω και το θέμα και τον τρόπο που θα το χειριστείτε αποκλειστικά στη δική σας επιλογή".
   Έμεινα στη θέση μου και δεν είπα τίποτα. «Αν νομίζει ότι θα αρχίσω να μιλάω μόνο και μόνο για να με βλέπει να μιλάω, θα καταλάβει ότι απευθύνθηκε σε λάθος άτομο», σκέφτηκα.
   "Μένετε βουβή, δεσποινίς Έιρ".
   Συνέχισα να είμαι βουβή. Έγειρε λίγο το κεφάλι του προς το μέρος μου και με μία μόνο βιαστική ματιά φάνηκε σαν να βουτούσε μέσα στα μάτια μου.
   "Ώστε πεισμώσατε", είπε. "Και ενοχληθήκατε. Μα, είναι φυσικό. Διατύπωσα το αίτημά μου με παράλογο, σχεδόν προσβλητικό τρόπο. Δεσποινίς Έιρ, σας ζητώ να με συγχωρέσετε. Πραγματικά και σας το λέω μια για πάντα, δεν σας θεωρώ κατώτερη ούτε θέλω να σας συμπεριφέρομαι έτσι. Θέλω να πω", είπε διορθώνοντας τον εαυτό του, "διεκδικώ μόνο την ανωτερότητα που μου δίνουν τα είκοσι χρόνια που σας περνώ στην ηλικία και τα εκατό που σας περνώ στην πείρα. Αυτό είναι δικαιολογημένο, et j' y tiens, που θα έλεγε και η Αντέλ. Και για χάρη αυτής της ανωτερότητας και μόνο, σας ζητώ τώρα, αν έχετε την καλοσύνη, να μου μιλούσατε λίγο και να διώξετε τις σκέψεις που μένουν, λες, καρφωμένες στο ίδιο σημείο και με τρώνε σαν σαράκι".
   Είχε διατυπώσει μια εξήγηση, σχεδόν απολογία και δεν ήμουν αδιάφορη απέναντι σ' αυτήν την καταδεκτικότητα, ούτε κι ήθελα να φανώ έτσι.
   "Είμαι διατεθειμένη να σας διασκεδάσω, κύριε, το θέλω. Αλλά δεν μπορώ απλώς να αρχίσω να μιλάω για κάποιο θέμα, γιατί δεν ξέρω τι σας ενδιαφέρει. Κάντε μου ερωτήσεις και θα σας απαντήσω όσο καλύτερα μπορώ".
   "Συμφωνείτε, λοιπόν, ότι έχω το δικαίωμα να είμαι λίγο αυταρχικός και απότομος, ακόμα και απαιτητικός καμιά φορά, για τους λόγους που σας είπα, επειδή δηλαδή είμαι αρκετά μεγάλος για να ήμουν πατέρας σας και επειδή έχω αποκτήσει πλούσιες εμπειρίες με ανθρώπους κάθε εθνικότητας και έχω γυρίσει τη μισή Γη, ενώ εσείς έχετε ζήσει μια ήσυχη ζωή με τους ίδιους ανθρώπους στον ίδιο χώρο;"
   "Όπως σας ευχαριστεί, κύριε".
   "Αυτό δεν είναι απάντηση. Ή μάλλον είναι εκνευριστική απάντηση, γιατί είναι υπεκφυγή. Απαντήστε καθαρά".
   "Δεν νομίζω, κύριε, ότι έχετε το δικαίωμα να μου δίνετε εντολές μόνο γιατί είστε μεγαλύτερος από μένα κι έχετε περισσότερες εμπειρίες. Η ανωτερότητά σας βασίζεται στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιήσατε το χρόνο και την πείρα σας".
   "Χμ! Άμεση απάντηση. Αλλά δεν θα τη δεχτώ, γιατί δεν ταιριάζει στην περίσταση, αφού έχω κάνει αδιάφορη -για να μην πω κακή- χρήση και των δύο αυτών προνομίων. Αφήνοντας την ανωτερότητα κατά μέρος, λοιπόν, θα πρέπει να συμφωνήσετε να δέχεστε εντολές από μένα πότε πότε, χωρίς να ενοχλείστε ή να πληγώνεστε από τον τόνο μου. Εντάξει;"
   Χαμογέλασα. Σκέφτηκα ότι ο κύριος Ρότσεστερ ήταν πράγματι παράξενος, φαίνεται να ξεχνάει ότι με πληρώνει τριάντα λίρες το χρόνο για να δέχομαι τις διαταγές του.
   "Το χαμόγελο είναι πολύ καλό", είπε εκείνος, βλέποντας τη στιγμιαία έκφρασή μου, "αλλά μιλήστε κιόλας".
   "Σκεφτόμουν, κύριε, ότι πολύ λίγοι αφέντες θα έμπαιναν στον κόπο να ρωτούν αν οι πληρωμένοι υπάλληλοί τους ενοχλούνται ή πληγώνονται από τις διαταγές".
   "Πληρωμένοι υπάλληλοι; Πώς; Είστε πληρωμένη υπάλληλός μου; Μα, ναι, είχα ξεχάσει το μισθό! Λοιπόν, τότε, για οικονομικούς λόγους θα με αφήσετε να σας μιλάω λίγο απότομα;"
   "Όχι, κύριε, για οικονομικούς λόγους όχι. Αλλά επειδή πραγματικά το είχατε ξεχάσει κι επειδή σας νοιάζει αν κάποιος που εξαρτάται από σας νιώθει άνετα μ' αυτήν την εξάρτηση, γι' αυτό το λόγο θα το δεχτώ με όλη μου την καρδιά".
   "Και δίνετε τη συγκατάθεσή σας να αφήσουμε τις τυπικότητες χωρίς να σκεφτόμαστε ότι η παράλειψη πηγάζει από την αγένεια;"
   "Είμαι βέβαιη, κύριε, ότι ποτέ δεν θα παρερμηνεύσω την ανεπισημότητα ως αγένεια. Το πρώτο μ' αρέσει, το δεύτερο νομίζω πως κανένας ελεύθερος άνθρωπος δεν θα το ανεχόταν, ούτε για χάρη ενός μισθού".
   "Καλά! Οι περισσότεροι ελεύθεροι άνθρωποι ανέχονται τα πάντα για χάρη ενός μισθού. Επομένως, να μιλάτε για τον εαυτό σας και να μη γενικολογείτε για πράγματα που δεν γνωρίζετε. Παρ' όλα αυτά, σας παραδέχομαι γι' αυτό που είπατε κι ας μην ήταν ακριβές. Περισσότερο για τον τρόπο με τον οποίο ειπώθηκε παρά για την ουσία του. Ο τρόπος ήταν ανοιχτός και ειλικρινής, κάτι που δεν το συναντάς συχνά. Όχι, αντιθέτως, η συνηθισμένη ανταπόδοση για την ευθύτητα είναι η επιτήδευση ή η ψυχρότητα ή η ανόητη και στενόμυαλη παρερμηνεία. Ούτε τρεις ανάμεσα σε τρεις χιλιάδες γκουβερνάντες δεν θα μου είχαν απαντήσει με τον τρόπο που απαντήσατε εσείς. Αλλά δεν θέλω να σας κολακεύω: αν είστε διαφορετική από την πλειοψηφία, αυτό οφείλεται στη φύση κι όχι σ' εσάς. Κι έπειτα, βιάζομαι πολύ να βγάλω συμπεράσματα. Μπορεί και να μην είστε καλύτερη από τις άλλες. Μπορεί να έχετε ανυπόφορα ελαττώματα που να αντισταθμίζουν τις καλές σας πλευρές".
   «Κι εσείς το ίδιο», σκέφτηκα. Τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του καθώς αυτή η ιδέα περνούσε από το μυαλό μου. Λες και διάβασε τη σκέψη μου, γιατί απάντησε σαν να μην το είχα απλώς σκεφτεί, αλλά και πει.
   "Ναι, ναι, έχετε δίκιο. Έχω κι εγώ πολλά ελαττώματα. Το ξέρω και δεν θέλω να τα κρύψω, σας βεβαιώ. Ο Θεός ξέρει αν έχω το δικαίωμα να κρίνω τους άλλους αυστηρά. Κουβαλάω ένα παρελθόν, τις πράξεις μου και έναν τρόπο ζωής που θα μπορούσαν να προκαλέσουν το σαρκασμό και τον ψόγο των γύρω μου. Πήρα ή μάλλον (γιατί, όπως όλοι οι αμαρτωλοί, μ' αρέσει να αποδίδω τη μισή ευθύνη στην κακή μου μοίρα και στις άσχημες περιστάσεις) αναγκάστηκα να πάρω λάθος δρόμο, στην ηλικία των είκοσι ενός ετών και δεν έχω βρει τη σωστή πορεία από τότε. Αλλά θα μπορούσα να είμαι πολύ διαφορετικός. Θα μπορούσα να είμαι τόσο καλός όσο εσείς και πιο σοφός και σχεδόν τόσο αγνός. Σας φθονώ για τη γαλήνη της ψυχής σας, την καθαρή σας συνείδηση και την αμόλυντη μνήμη σας. Μικρό μου κορίτσι, μια μνήμη χωρίς κηλίδες είναι ένας μοναδικός θησαυρός, μια ανεξάντλητη πηγή αγνής δροσιάς. Έτσι δεν είναι;" 
   "Πώς ήταν η μνήμη σας όταν ήσαστε δεκαοκτώ, κύριε;"
   "Ήταν εντάξει τότε. Διαυγής και πολύ υγιής. Δεν είχε γίνει δύσοσμη γούρνα από τα βρομόνερα. Η φύση με προόριζε, δεσποινίς Έιρ, να γίνω γενικά καλός άνθρωπος, ένας από τους καλύτερους. Κι όπως βλέπετε, δεν είμαι τέτοιος. Θα λέγατε φυσικά ότι δεν το βλέπετε. Ή τουλάχιστον, κολακεύω τον εαυτό μου ότι κάτι τέτοιο διάβασα στα μάτια σας (να είστε προσεκτική μ' αυτά που εκφράζετε με τα μάτια, γιατί ερμηνεύω με ευκολία τη γλώσσα τους). Λοιπόν, σας δίνω το λόγο μου, δεν είμαι κανένα τέρας. Μην το υποθέσετε αυτό και μη μου αποδώσετε έναν τόσο άσχημο τίτλο. Απλώς, εξαιτίας των περιστάσεων, όπως θέλω να πιστεύω και όχι εξαιτίας της φύσης μου, είμαι ένας κοινός αμαρτωλός, φορτωμένος με τις συνηθισμένες ασωτίες που βαραίνουν τις ζωές των πλούσιων και ανάξιων ανθρώπων. Απορείτε που σας τα εξομολογούμαι αυτά; Να ξέρετε ότι στην πορεία της ζωής σας συχνά θα βρεθείτε στη θέση να σας επιλέγουν οι γύρω σας για να σας εκμηστηρεύονται όσα τους απασχολούν. Οι άνθρωποι από ένστικτο θα καταλαβαίνουν, όπως κατάλαβα εγώ, ότι δεν προτιμάτε να μιλάτε η ίδια για τον εαυτό σας, αλλά να ακούτε τους άλλους να μιλούν για τον εαυτό τους. Θα νιώθουν, ακόμα, πως ακούτε τις εξομολογήσεις τους χωρίς κακόβουλη περιφρόνηση, αλλά με μια έμφυτη συμπόνια, που εκδηλώνεται βέβαια πολύ συγκρατημένα, αλλά που δεν είναι γι' αυτό λιγότερο ανακουφιστική και ενθαρρυντική".
   "Πώς το ξέρετε; Πώς τα μαντεύετε όλα αυτά, κύριε;"
   "Το ξέρω πολύ καλά. Και γι' αυτό συνεχίζω τόσο ελεύθερα, σαν να έγραφα τις σκέψεις μου σε ημερολόγιο. Θα μου πείτε ότι έπρεπε να φανώ ανώτερος των περιστάσεων. Έτσι είναι, θα έπρεπε. Όταν η μοίρα στάθηκε άδικη μαζί μου, εγώ δεν είχα τη σοφία να μείνω ψύχραιμος. Απελπίστηκα και άρχισα να κατρακυλάω. Τώρα, όταν κανένας παλιάνθρωπος με αηδιάζει με τις αισχρές του πράξεις, δεν μπορώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου ότι είμαι καλύτερος απ' αυτόν. Είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω ότι είμαι ίδιος μ' αυτόν. Εύχομαι να είχα κρατηθεί στα πόδια μου -μάρτυς μου ο Θεός. Να σκεφτείτε τις τύψεις, αν ποτέ μπείτε στον πειρασμό να παρασυρθείτε, δεσποινίς Έιρ. Οι τύψεις είναι το δηλητήριο της ζωής".
   "Και η μετάνοια λένε πως είναι η θεραπεία, κύριε".
   "Δεν είναι η θεραπεία. Η αλλαγή ίσως είναι η θεραπεία. Και θα μπορούσα να αλλάξω, έχω ακόμα τη δύναμη. Αλλά τι νόημα έχει να το σκέφτομαι, έτσι κλεισμένος, περιορισμένος και καταραμένος όπως είμαι; Εξάλλου, αφού η ευτυχία με έχει απαρνηθεί, έχω το δικαίωμα να βρω κάποια ευχαρίστηση στη ζωή μου. Και θα τη βρω, ανεξάρτητα από το κόστος".
   "Τότε θα πέφτετε ακόμα πιο χαμηλά, κύριε".
   "Πιθανώς. Αλλά γιατί να μη γευτώ λίγη γλυκιά, φρέσκια χαρά, όταν μπορώ να τη βρω; Και μπορώ να βρω τόσες χαρές όσο το μέλι που μαζεύει μια αγριομέλισσα".
   "Θα σας τσιμπούν και θα έχουν πικρή γεύση, κύριε".
   "Πώς το ξέρετε; Δεν έχετε δοκιμάσει ποτέ. Πόσο σοβαρή και αυστηρή φαίνεστε! Και έχετε τόση άγνοια γι' αυτό το θέμα όση κι αυτό το μπιμπελό", είπε παίρνοντας ένα από το τζάκι. "Δεν έχετε δικαίωμα να μου κάνετε κήρυγμα, εσείς, μια νεοφώτιστη, που δεν περάσατε ακόμα την πόρτα της ζωής και δεν γνωρίζετε τα μυστήριά της".
   "Απλώς σας θυμίζω τα δικά σας λόγια, κύριε. Είπατε ότι τα σφάλματα φέρνουν τύψεις κι ότι οι τύψεις είναι το δηλητήριο της ζωής".
   "Και ποιος μιλάει για σφάλματα τώρα; Δεν νομίζω ότι αυτό που μου πέρασε τώρα από το μυαλό ήταν σφάλμα. Πιστεύω ότι ήταν μια έμπνευση κι όχι ένας πειρασμός. Ήταν ενθαρρυντική και παρήγορη, αυτό το ξέρω. Έρχεται πάλι! Δεν είναι δαίμονας, σας διαβεβαιώνω. Ή, αν είναι, έχει μεταμφιεστεί σε φωτεινό άγγελο. Νομίζω ότι πρέπει να δεχτώ έναν τόσο όμορφο καλεσμένο, αφού ζητάει να του επιτραπεί η είσοδος στην καρδιά μου".
   "Μην του έχετε εμπιστοσύνη, κύριε. Δεν είναι αληθινός άγγελος".
   "Σας ρωτώ για άλλη μια φορά, πώς το ξέρετε; Με βάση ποιο ένστικτο ισχυρίζεστε ότι μπορείτε να ξεχωρίσετε ένα έκπτωτο σεραφείμ της αβύσσου από έναν αγγελιαφόρο της αιώνιας βασιλείας; Έναν οδηγό από έναν πειρασμό;"
   "Έκρινα από το πρόσωπό σας, κύριε, που φανέρωνε ταραχή όταν είπατε για τη σκέψη που σας ξαναήρθε. Είμαι σίγουρη ότι θα σας φέρει περισσότερη δυστυχία, αν την ακολουθήσετε". 
   "Καθόλου. Φέρνει το πιο χαρμόσυνο μήνυμα όλου του κόσμου. Όσο για τα υπόλοιπα, μην αισθάνεστε άσχημα, γιατί δεν είστε ο φύλακας της συνείδησής μου. Έλα, πέρνα μέσα, όμορφη περιπλανημένη".
   Το είπε αυτό σαν να μιλούσε σε ένα όραμα, αόρατο για όλους τους άλλους εκτός από τον ίδιο. Ύστερα, διπλώνοντας τα χέρια του, που τα είχε απλώσει μπροστά από το στήθος του, φάνηκε σαν να αγκαλιάζει το αόρατο πλάσμα. 
   "Τώρα", συνέχισε μιλώντας σε μένα, "έχω δεχτεί τον προσκυνητή, τη μεταμφιεσμένη θεότητα, όπως ειλικρινά πιστεύω. Ήδη μου έκανε καλό. Η καρδιά μου ήταν σαν τάφος και τώρα είναι σαν ναός".
   "Για να πω την αλήθεια, κύριε, δεν σας καταλαβαίνω καθόλου. Δεν μπορώ να συνεχίσω αυτήν τη συζήτηση, γιατί έχει ξεφύγει από την αντίληψή μου. Ένα πράγμα ξέρω μόνο: είπατε ότι δεν είστε όσο καλός θα θέλατε κι ότι λυπάστε γι' αυτό. Ένα πράγμα μπορώ να καταλάβω: είπατε ότι το να έχει κανείς λερωμένη μνήμη είναι συνεχές μαρτύριο. Μου φαίνεται πως, αν προσπαθούσατε σκληρά, θα μπορούσατε να αποκτήσετε ένα χαρακτήρα που να τον εκτιμάτε. Και ότι αν από σήμερα παίρνατε την απόφαση να διορθώσετε τις σκέψεις και τις πράξεις σας, σε μερικά χρόνια θα είχατε καινούριες αναμνήσεις, τις οποίες θα μπορούσατε να αναπολείτε με ευχαρίστηση".
   "Δικαιολογημένη σκέψη και σωστά διατυπωμένη, δεσποινίς Έιρ. Κι αυτήν τη στιγμή έχω διαολεμένη ενέργεια".
   "Κύριε;"
   "Θα θέσω καλούς στόχους, που πιστεύω ότι θα είναι ανθεκτικοί σαν γρανίτης. Και, βέβαια, οι παρέες μου και οι απασχολήσεις μου θα είναι διαφορετικές από πριν".
   "Και καλύτερες;"
   "Και καλύτερες. Τόσο καλύτερες όσο ο καθαρός χρυσός από τα τρίμματα. Δείχνετε να με αμφισβητείτε. Εγώ δεν αμφισβητώ τον εαυτό μου. Ξέρω ποιος είναι ο στόχος μου και τα κίνητρά μου. Και από αυτήν τη στιγμή θεσπίζω ένα νόμο, απαράβατο όπως εκείνοι των Μήδων και των Περσών και τα χαρακτηρίζω και τα δύο καλά, και το στόχο και τα κίνητρα".
   "Δεν μπορεί να είναι καλά, κύριε, αν χρειάζονται καινούριο νόμο για να τα επικυρώσει".
   "Είναι, δεσποινίς Έιρ, παρόλο που χρειάζονται απολύτως το νέο νόμο. Οι περιστάσεις χωρίς προηγούμενο χρειάζονται νόμους χωρίς προηγούμενο".
   "Ακούγεται κάπως επικίνδυνο αυτό το αξίωμα, κύριε. Εύκολα μπορεί κάποιος να κάνει κατάχρηση".
   "Τι σύνεση! Πράγματι, έτσι είναι: ορκίζομαι όμως στους εφέστιους θεούς να μην κάνω κατάχρηση".
   "Είστε άνθρωπος, άρα υποκείμενος σε σφάλματα".
   "Ναι, είμαι. Κι εσείς το ίδιο. Και τι έγινε;" 
   "Οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να διεκδικούν μια δύναμη που μόνο οι αλάθητοι θεοί μπορούν να χειριστούν με ασφάλεια".
   "Ποια δύναμη;"
   "Εκείνη του να λένε για μια καινούρια και ανεπικύρωτη ακόμα συμπεριφορά: «Ας θεωρηθεί σωστή»".
   "«Ας θεωρησθεί σωστή». Αυτά ακριβώς είναι τα λόγια. Εσείς η ίδια τα προφέρατε".
   "Ας είναι σωστή, λοιπόν", είπα και σηκώθηκα.
   Θεωρούσα ανώφελο να συνεχίσω μια συζήτηση που το νόημά της παρέμενε σκοτεινό για μένα. Εξάλλου είχα συναίσθηση ότι ο τρόπος σκέψης του συνομιλητή μου ήταν απροσέγγιστος για μένα, τουλάχιστον προς το παρόν. Έτσι, ένιωθα την αβεβαιότητα, την αόρατη αίσθηση ότι δεν είχα ασφάλεια, που συνοδεύει πάντα κάποιον που έχει επίγνωση της άγνοιάς του.
   "Πού πηγαίνετε;"
   "Να βάλω την Αντέλ για ύπνο, έχει περάσει η ώρα".
   "Με φοβάστε γιατί μιλάω σαν σφίγγα".
   "Ο λόγος σας είναι αινιγματικός, κύριε. Με μπερδεύει, δεν με φοβίζει, όμως".
   "Φοβάστε. Η φιλαυτία σας τρέμει από φόβο μην κάνει γκάφα".
   "Μ' αυτή την έννοια, ναι, είμαι λίγο επιφυλακτική. Δεν μου αρέσει να λέω ανοησίες".
   "Αν λέγατε ανοησίες, θα το κάνατε με τόσο αυστηρό και ήρεμο τρόπο, που θα τις πέρναγα για συνετά λόγια. Δεν γελάτε ποτέ, δεσποινίς Έιρ; Μην μπαίνετε στον κόπο να απαντήσετε, το βλέπω πως σπάνια γελάτε. Αλλά μπορείτε να γελάσετε με την καρδιά σας. Πιστέψτε με, δεν είστε από τη φύση σας αυστηρή, όπως κι εγώ δεν είμαι από τη φύση μου κακός. Ο περιορισμός του Λόγουντ δεν σας έχει αφήσει ακόμα ελεύθερη. Ελέγχει τα χαρακτηριστικά σας, πνίγει τη φωνή σας, συγκρατεί τα μέλη σας. Κι εσείς φοβάστε να χαμογελάσετε χαρούμενα, να μιλήσετε άνετα ή να κινηθείτε άνετα μπροστά σε κάποιον άντρα -είτε είναι ξένος, αδελφός, πατέρας, αφέντης ή οτιδήποτε άλλο. Με τον καιρό, όμως, νομίζω ότι θα μου φέρεστε φυσικά, γιατί κι εγώ το βρίσκω αδύνατο να ακολουθώ τους τύπους μαζί σας. Και μετά το βλέμμα σας και οι κινήσεις σας θα έχουν περισσότερη ποικιλία απ' όση τολμούν να φανερώσουν τώρα. Βλέπω κατά διαστήματα το βλέμμα ενός παράξενου είδους πουλιού να κοιτά μέσα από τα κάγκελα του κλουβιού. Είναι ένας ζωηρός, ανήσυχος και αποφασιστικός αιχμάλωτος. Αν ήταν ελεύθερο, θα πετούσε ψηλά στον ουρανό. Επιμένετε ακόμα να φύγετε;"
   "Έχει πάει εννιά, κύριε".
   "Δεν πειράζει, περιμένετε λίγο. Η Αντέλ δεν είναι έτοιμη να πάει για ύπνο ακόμα. Η θέση μου, δεσποινίς Έιρ, με την πλάτη στη φωτιά και το πρόσωπο προς το δωμάτιο, ευνοεί την παρατήρηση. Ενώ σας μιλούσα, κοίταζα πού και πού την Αντέλ -έχω τους λόγους μου που τη θεωρώ αντικείμενο μελέτης, λόγους που ίσως, ή μάλλον σίγουρα, θα μοιραστώ μαζί σας κάποια στιγμή. Έβγαλε από το κουτί της, περίπου δέκα λεπτά πριν, ένα μικρό ροζ φορεματάκι. Το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά όπως το άνοιγε. Είναι στο αίμα της να είναι κοκέτα, στο μυαλό της, μέχρι και στο μεδούλι της. «Πρέπει να το δοκιμάσω», φώναξε, «αυτήν τη στιγμή!» και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Είναι με τη Σοφί τώρα, στη διαδικασία του ντυσίματος. Σε μερικά λεπτά θα ξαναμπεί και ξέρω τι θα δω: μια μινιατούρα της Σελίν Βάρενς, όπως εμφανιζόταν στη σκηνή όταν σηκωνόταν η ..., αλλά ας τα αφήσουμε αυτά. Πάντως, είναι σίγουρο ότι τα πιο τρυφερά από τα αισθήματά μου πρόκειται να υποστούν σοκ. Καθίστε λίγο, να δείτε αν αυτό θα πραγματοποιηθεί".
   Πριν περάσει πολλή ώρα, τα ποδαράκια της Αντέλ ακούστηκαν να περπατούν στο διάδρομο. Μπήκε στο δωμάτιο μεταμορφωμένη, όπως είχε προβλέψει ο κηδεμόνας της. Ένα μεταξωτό ροζ φόρεμα, πολύ κοντό και με πολύ φουντωτή φούστα, είχε αντικαταστήσει το καφετί φόρεμα που φορούσε πριν. Μια γιρλάντα από τριαντάφυλλα στόλιζε το μέτωπό της, ενώ φορούσε ακόμα μεταξωτές κάλτσες και μικρά άσπρα πεδιλάκια.
   "Μου πηγαίνει το φόρεμά μου;" φώναξε χοροπηδώντας. "Και τα παπούτσια μου; Κι οι κάλτσες μου; Κοιτάξτε, μου φαίνεται πως θα χορέψω!"
   Άρχισε να χοροπηδάει σ' όλο το δωμάτιο, ανεμίζοντας το φόρεμά της. Μόλις έφτασε κοντά στον κύριο Ρότσεστερ έγειρε ελαφρά μπροστά του κι ύστερα γονάτισε δίπλα του στο ένα πόδι, λέγοντας:
   "Κύριε, σας ευχαριστώ χίλιες φορές για την καλοσύνη σας".
   Ύστερα σηκώθηκε και πρόσθεσε:
   "Έτσι δεν έκανε κι η μαμά, κύριε;"
   "Α-κρι-βώς", ήταν η απάντηση. "Ακριβώς μ' αυτόν τον τρόπο έπαιρνε το αγγλικό χρυσάφι από τις τσέπες του βρετανικού παντελονιού μου. Ήμουν κι εγώ αγαθός, δεσποινίς Έιρ, όχι λιγότερο από σας. Η άνοιξή μου έφυγε, αλλά άφησε αυτό το γαλλικό λουλουδάκι στα χέρια μου, που, μερικές φορές, θα επιθυμούσα να ξεφορτωθώ. Επειδή τώρα δεν εκτιμώ καθόλου τη ρίζα απ' όπου ξεπετάχτηκε, αφού διαπίστωσα ότι ήταν από μια ποικιλία που μόνο η χρυσόσκονη μπορεί να λιπάνει, γι' αυτό και δεν αγαπώ πολύ το λουλούδι της, ιδιαίτερα όταν έχει τόσο ψεύτικη συμπεριφορά όσο τώρα. Την κρατάω και τη μεγαλώνω γιατί, σύμφωνα με την καθολική πίστη, μπορεί να εξαγοράσει κανείς τα πολλά του αμαρτήματα, μικρά και μεγάλα, με μια καλή πράξη. Θα σας τα εξηγήσω όλα κάποια μέρα. Καληνύχτα".

   Πράγματι, ο κύριος Ρότσεστερ μου το εξήγησε όταν του δόθηκε η ευκαιρία. Ένα απόγευμα, μας συνάντησε εμένα και την Αντέλ στον κήπο. Καθώς εκείνη έπαιζε με τον Πάιλοτ και την μπάλα της, μου ζήτησε να κάνουμε μια βόλτα στο δρόμο με τις οξιές, απ' όπου θα μπορούσα να την παρακολουθώ.
   Έπειτα μου είπε ότι ήταν κόρη μιας Γαλλίδας χορεύτριας της όπερας, της Σελίν Βάρενς, για την οποία είχε νιώσει κάποτε αυτό που ονόμαζε «μεγάλο πάθος». Αυτό το πάθος η Σελίν το είχε ανταποδώσει με ακόμα μεγαλύτερη φλόγα. Τον έκανε να πιστέψει πως ήταν είδωλό της και, παρόλο που ήταν άσχημος, πίστεψε ότι εκείνη προτιμούσε την αθλητική του κοψιά από τον Απόλλωνα του Μπελβεντέρε. 
   "Και, δεσποινίς Έιρ, τόσο πολύ είχα κολακευτεί από την προτίμηση που έδειχνε η Γαλλίδα συλφίδα για τον Βρετανό καλικάντζαρο, που την εγκατέστησα σε ένα ξενοδοχείο, της έδωσα ολόκληρη ακολουθία από υπηρέτες, μια άμαξα, μεταξωτά, διαμάντια, δαντέλες και άλλα πολλά. Με άλλα λόγια, άρχισα την καθιερωμένη διαδικασία αυτοκαταστροφής που ακολουθούν όλοι οι ερωτευμένοι βλάκες. Δεν είχα ούτε καν την πρωτοτυπία, όπως φαίνεται, να ακολουθήσω έναν καινούριο δρόμο προς τον εξευτελισμό και την καταστροφή, αλλά ακολούθησα την πεπατημένη και με βλακώδη ακρίβεια φρόντισα να μην ξεστρατίσω καθόλου. Είχα, όπως μου άξιζε, την τύχη όλων των ερωτευμένων ηλιθίων. Έτυχε να επισκεφθώ τη Σελίν ένα βράδυ χωρίς να με περιμένει και τη βρήκα να λείπει. Ήταν, όμως, ζεστή βραδιά κι εγώ είχα κουραστεί να περπατώ στο Παρίσι και έτσι κάθισα στο μπουντουάρ της, ευτυχισμένος που ανέπνεα τον αέρα που ήταν καθαγιασμένος από την παρουσία της. Όχι, αυτό είναι υπερβολή. Ποτέ δεν θεώρησα ότι είχε την αρετή να καθαγιάζει. Ήταν μάλλον η μυρωδιά του αρώματος που είχε αφήσει, κάτι σαν μόσχος και κεχριμπάρι κι όχι μυρωδιά αγιοσύνης. Είχα αρχίσει να πνίγομαι με τις μυρωδιές των λουλουδιών και τα αρώματα που ήταν σκορπισμένα παντού, όταν σκέφτηκα να ανοίξω την μπαλκονόπορτα και να βγω στη βεράντα. Η νύχτα ήταν φωτεινή από το φεγγάρι αλλά και από τους φανούς των δρόμων. Όλα ήταν ασάλευτα και γαλήνια. Το μπαλκόνι είχε κάνα δυο καρέκλες. Κάθισα κι έβγαλα ένα πούρο. Θα ανάψω και τώρα ένα, αν μου το επιτρέπετε".
   Σταμάτησε για λίγο, μέχρι να βγάλει και ν' ανάψει το πούρο του. Μόλις το έβαλε στα χείλη του και φύσηξε λίγο από τον αρωματισμένο καπνό της Αβάνας στον κρύο και χωρίς ήλιο αέρα, συνέχισε.
   "Μου άρεσαν και τα γλυκά επίσης, εκείνη την εποχή, δεσποινίς Έιρ, και καθόμουν εκεί μασουλώντας σοκολατένια γλυκά και καπνίζοντας, παρακολουθώντας ταυτόχρονα τα αμάξια που περνούσαν μέσα από την αριστοκρατική περιοχή και πήγαιναν στην όπερα, που ήταν εκεί κοντά. Κάποια στιγμή, είδα καθαρά ένα κομψό κλειστό αμάξι, με δύο όμορφα αγγλικά άλογα και αναγνώρισα το αμάξι που εγώ είχα χαρίσει στη Σελίν. Επέστρεφε. Φυσικά η καρδιά μου χτύπησε πολύ δυνατά πάνω στα σίδερα του μπαλκονιού όπου στηριζόμουν. Το αμάξι σταμάτησε, όπως περίμενα, μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου. Η φλόγα μου -αυτή είναι η σωστή λέξη για μια χορεύτρια της όπερας- κατέβηκε. Παρόλο που ήταν τυλιγμένη σ' ένα παλτό, περιττό βάρος για μια τόσο ζεστή βραδιά του Ιουνίου, την αναγνώρισα αμέσως από το μικρό της πόδι, που φαινόταν λίγο από το άνοιγμα του φορέματός της, καθώς πηδούσε κάτω από το σκαλοπάτι του αμαξιού. Σκύβοντας από το μπαλκόνι, ήμουν έτοιμος να μουρμουρίσω «άγγελέ μου» σε έναν τόνο που μόνο οι ερωτευμένοι χρησιμοποιούν, όταν είδα μια άλλη φιγούρα να βγαίνει από το αμάξι. Φορούσε επίσης παλτό, αλλά άκουσα πόδια με σπιρούνια να χτυπούν στο πεζοδρόμιο και είδα ένα κεφάλι με καπέλο να περνάει την πόρτα του ξενοδοχείου".
   "Δεν έχετε νιώσει ποτέ ζήλια, δεν είναι έτσι, δεσποινίς Έιρ; Δεν χρειάζεται να σας ρωτώ, αφού δεν έχετε ερωτευτεί. Και τα δύο συναισθήματα δεν τα έχετε γνωρίσει ακόμα. Η ψυχή σας κοιμάται, δεν έχει ακόμα υποστεί το σοκ που θα την ξυπνήσει. Νομίζετε ότι η ζωή κυλάει τόσο ήρεμα όσο κύλησαν μέχρι τώρα τα νεανικά σας χρόνια. Αφήνεστε στο ρεύμα με τα μάτια κλειστά και τα αυτιά καλυμμένα και δεν βλέπετε τους βράχους που υψώνονται πολύ κοντά σας, ούτε ακούτε τα κύματα που αφρίζουν κάτω από το νερό. Αλλά σας το λέω, και να μου το θυμηθείτε, ότι σύντομα θα φτάσετε σε ένα βραχώδες πέρασμα του καναλιού, όπου το ρεύμα της ζωής σας θα γίνει ολόκληρο στρόβιλος και αναταραχή, αφρός και θόρυβος. Και είτε θα γίνετε χίλια κομματάκια πάνω στα βράχια είτε θα σηκωθείτε και θα οδηγηθείτε σε ένα πιο ήσυχο κανάλι, σαν αυτό που είμαι εγώ τώρα".
   "Μου αρέσει αυτή η μέρα, μου αρέσει αυτός ο ατσάλινος ουρανός κι η αυστηρότητα και η ακινησία του κόσμου σ' αυτήν την παγωνιά. Μου αρέσει το Θόρνφιλντ, μ' αρέσει που είναι παλιό και μοναχικό, μ' αρέσουν τα δέντρα του, η γκρίζα του πρόσοψη κι οι γραμμές των σκούρων παραθύρων που αντανακλούν τον ουρανό. Κι όμως, πόσο καιρό σιχαινόμουν ακόμα και την ιδέα του και το απέφευγα σαν χολεριασμένο; Πόσο ακόμα σιχαίνομαι..."
   Έσφιξε τα δόντια του και σταμάτησε. Σταμάτησε να βαδίζει και χτύπησε την μπότα του πάνω στο σκληρό έδαφος. Κάποια μισητή σκέψη φαινόταν να τον έχει αρπάξει και τον κρατούσε τόσο δυνατά, που δεν μπορούσε να περπατήσει. Κατεβαίναμε το δρόμο όταν σταμάτησε μ' αυτόν τον τρόπο. Σήκωσε τα μάτια του στις επάλξεις της έπαυλης και έριξε πάνω τους ένα οργισμένο βλέμμα, που όμοιό του δεν είχα ξαναδεί, ούτε είδα από τότε. Πόνος, ντροπή, οργή, ανυπομονησία, αηδία, μίσος, όλα φάνηκαν προς στιγμήν να συγκρούονται στις κόρες των ματιών του, κάτω απ' τα κατάμαυρα φρύδια του. Η άγρια πάλη μέσα του πρέπει να ήταν φοβερή. Αλλά ένα άλλο συναίσθημα  γεννήθηκε και θριάμβευσε, κάτι σκληρό και κυνικό, αποφασιστικό και με πείσμα. Καταλάγιασε την οργή του και πέτρωσε το πρόσωπό του. Συνέχισε:
   "Όση ώρα ήμουν σιωπηλός, δεσποινίς Έιρ, κανόνιζα κάτι με τη μοίρα μου. Στεκόταν εκεί, δίπλα στον κορμό αυτής της οξιάς, μια μάγισσα, σαν κι αυτές που παρουσιάστηκαν στον Μάκβεθ στο λιβάδι του Φόρες. «Σου αρέσει το Θόρνφιλντ;» με ρώτησε, σηκώνοντας το δάχτυλό της. Ύστερα έγραψε στον αέρα ένα σημείωμα σε σκοτεινά ιερογλυφικά, που γέμισαν την πρόσοψη του σπιτιού, ανάμεσα στις δυο σειρές παράθυρα: «Να σ' αρέσει, αν μπορείς! Να σ' αρέσει, αν τολμάς!». «Θα μ' αρέσει», είπα εγώ. «Τολμάω να μ' αρέσει. Και θα κρατήσω το λόγο μου. Θα σπάσω τα εμπόδια που με κρατούν μακριά απ' την ευτυχία και την καλοσύνη -ναι, την καλοσύνη. Θέλω να είμαι καλύτερος άνθρωπος απ' ό,τι ήμουν στο παρελθόν κι απ' ό,τι είμαι τώρα. Σαν τον Λεβιάθαν που έσπασε τη λόγχη, το βέλος και την πανοπλία του, εμπόδια που οι άλλοι βλέπουν σαν σίδερο και μπρούντζο, για μένα θα είναι άχυρο και σάπιο ξύλο»".
   Η Αντέλ τώρα έτρεξε μπροστά του με την μπάλα της.
   "Φύγε!" φώναξε απότομα. "Κρατήσου μακριά, μικρή, ή πήγαινε στη Σοφί". Επειδή ύστερα απ' αυτό συνέχισε να περπατά σιωπηλός, τόλμησα να τον ξαναφέρω στο σημείο της ιστορίας όπου είχε σταματήσει απότομα.
   "Φύγατε από το μπαλκόνι, κύριε, όταν μπήκε η δεσποινίς Βάρενς;"
   Σχεδόν περίμενα να με προσβάλλει γι' αυτήν την άκαιρη ερώτηση, αυτός όμως, αντιθέτως, λες και ξύπνησε από τη συγχισμένη αφηρημάδα του, γύρισε τα μάτια του προς το μέρος μου και η σκιά στο μέτωπό του φάνηκε να διαλύεται.
   "Α, ναι, την ξέχασα την Σελίν. Λοιπόν, για να συνεχίσω. Όταν είδα εκείνη που με είχε μαγέψει να μπαίνει μέσα συνοδευόμενη από έναν καβαλιέρο, μου φάνηκε σαν ν' άκουσα κάτι να σέρνεται. Ήταν το πράσινο φίδι της ζήλιας, το οποίο έβγαινε κουλουριασμένο από το φεγγαρολουσμένο μπαλκόνι, ανέβηκε στο γιλέκο μου και τρώγοντάς με έφτασε στον πυρήνα της καρδιάς μου. Παράξενο!" φώναξε, ξεφεύγοντας πάλι από το θέμα του. "Παράξενο που διάλεξα εσάς για να εξομολογηθώ όλα αυτά, νεαρή μου. Παράξενο που εσείς μ' ακούτε τόσο ήσυχα, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου ένας άντρας σαν και μένα να λέει ιστορίες για ερωμένες από την όπερα σε ένα άβγαλτο και άπειρο κορίτσι σαν και σας! Αλλά το τελευταίο εξηγεί το πρώτο, όπως σας είχα πει κάποια φορά: η σοβαρότητά σας, το ενδιαφέρον που δείχνετε για τους άλλους, η διακριτικότητά σας, θα σας κάνουν πολλές φορές αποδέκτη μυστικών. Εξάλλου, ξέρω ότι το μυαλό το οποίο διάλεξα για να επικοινωνήσω, δεν είναι ένα μυαλό που μπορεί εύκολα να μολυνθεί. Είναι ένα ιδιαίτερο μυαλό, μοναδικό. Ευτυχώς, δεν έχω καμιά πρόθεση να το βλάψω. Αλλά και να ήθελα, δεν θα μπορούσα. Όσο περισσότερο μιλάμε, τόσο το καλύτερο. Γιατί, ενώ εγώ δεν μπορώ να σας μολύνω, εσείς μπορείτε να μου δροσίσετε την ψυχή".
   Έπειτα απ' αυτήν την παρένθεση συνέχισε.
   "Έμεινα στο μπαλκόνι. «Θα έρθουν στο μπουντουάρ, χωρίς αμφιβολία», σκέφτηκα. «Ας προετοιμαστώ για να τους κάνω έφοδο». Έτσι, έβαλα το χέρι μου μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και τράβηξα την κουρτίνα, αφήνοντας μόνο μια χαραμάδα για να παρακολουθώ τι γίνεται. Ύστερα έκλεισα το τζάμι, εκτός από ένα μικρό άνοιγμα για να ακούω τους ψιθυριστούς όρκους των εραστών. Μετά ξανακάθισα στην καρέκλα μου και το ζευγάρι μπήκε. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο άνοιγμα. Μπήκε η καμαριέρα της Σελίν, άναψε μια λάμπα, την άφησε στο τραπέζι και αποσύρθηκε. Είδα το ζευγάρι καθαρά. Έβγαλαν κι οι δυο τα παλτά τους και είδα τη Βάρενς να λάμπει στο μετάξι και τα διαμάντια -δικά μου δώρα φυσικά- και το σύντροφό της που φορούσε στολή αξιωματικού. Τον γνώρισα, ήταν ένας νεαρός υποκόμης, ένας ανεγκέφαλος και φαύλος νέος τον οποίο είχα συναντήσει κάποιες φορές και ποτέ δεν είχα σκεφτεί να μισήσω, γιατί τον είχα σιχαθεί απόλυτα. Μόλις τον αναγνώρισα, ο κλοιός του φιδιού της ζήλιας έσπασε αμέσως, επειδή η αγάπη μου για τη Σελίν έσβησε στη στιγμή. Μια γυναίκα που μπορούσε να με προδώσει για έναν τέτοιο αντίπαλο, δεν ήταν άξια να τη διεκδικήσω. Μόνο περιφρόνηση άξιζε. Λιγότερο από μένα, βέβαια, που ήμουν το κορόιδο της".
   "Άρχισαν να μιλούν. Η συζήτησή τους με καθησύχασε εντελώς. Ήταν επιπόλαιη, φτηνή, χωρίς συναίσθημα ή νόημα, μάλλον πιο εύκολα κούραζε παρά εξόργιζε αυτόν που την άκουγε. Μια δική μου κάρτα βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Μόλις την πρόσεξαν, άρχισαν να συζητούν για μένα. Κανείς απ' τους δυο τους δεν είχε τη δύναμη και την εξυπνάδα να με κακολογήσει εύστοχα, απλώς με πρόσβαλλαν χοντροκομμένα με τη μικροπρέπειά τους. Ιδιαίτερα η Σελίν, που φλυαρούσε χαρούμενα για τα σωματικά μου ελαττώματα, τα κουσούρια μου, όπως τα έλεγε. Αυτή, που συνήθιζε να εκφράζει με θερμά λόγια το θαυμασμό της για την «αρρενωπή ομορφιά» μου. Σ' αυτό ήταν διαμετρικά αντίθετη από σας, που μου είπατε κατάμουτρα, τη δεύτερη φορά που με είδατε, ότι δεν με βρίσκετε όμορφο. Η αντίθεση μου έκανε εντύπωση και τότε και..."
   Η Αντέλ κατέφθασε τρέχοντας.
   "Κύριε, μόλις ήρθε ο Τζον και λέει ότι έχει έρθει ο επιστάτης σας και θέλει να σας δει".
   "Μάλιστα. Τότε πρέπει να είμαι πιο σύντομος. Άνοιξα το παράθυρο και πήγα προς το μέρος τους. Απάλλαξα τη Σελίν από την προστασία μου και της είπα να φύγει από το ξενοδοχείο, δίνοντάς της κάποια χρήματα για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες της. Αγνόησα τις κραυγές, τις υστερίες, τα παρακάλια, τις διαμαρτυρίες και τους σπασμούς της. Κάλεσα τον υποκόμη σε μονομαχία στο δάσος της Βουλώνης. Το επόμενο πρωί είχα τη χαρά να τον συναντήσω και του φύτεψα μια σφαίρα στο κακόμοιρο το μπρατσάκι του, που ήταν αδύναμο σαν φτερό κοτόπουλου και τότε πίστεψα ότι είχα ξεμπερδέψει μ' αυτήν την ιστορία. Δυστυχώς, όμως, η Βάρενς είχε γεννήσει πριν από έξι μήνες αυτό το κοριτσάκι, την Αντέλ και με διαβεβαίωνε ότι ήταν κόρη μου. Κι ίσως και να 'ναι, παρόλο που δεν βλέπω καμιά απόδειξη αυτής της πατρότητας στο πρόσωπό της. Ο Πάιλοτ μου μοιάζει περισσότερο απ' αυτήν. Μερικά χρόνια αφότου είχα ξεκόψει με τη μάνα της, εγκατέλειψε το παιδί και πήγε στην Ιταλία με κάποιον μουσικό ή τραγουδιστή. Δεν αναγνώριζα καμία φυσική υποχρέωσή μου απέναντι στην Αντέλ, ούτε και τώρα αναγνωρίζω, γιατί δεν είμαι πατέρας της. Ακούγοντας, όμως, ότι ήταν πάμφτωχη, πήρα το καημένο το πλασματάκι από τη λάσπη και τη βρόμα του Παρισιού και το μεταφύτεψα εδώ, για να μεγαλώσει στο θρεπτικό χώμα της αγγλικής επαρχίας. Η κυρία Φέαρφαξ βρήκε εσάς για να το εκπαιδεύσετε. Τώρα, όμως, που ξέρετε ότι είναι το παράνομο παιδί μιας Γαλλίδας θεατρίνας, ίσως να αισθάνεστε διαφορετικά για τη θέση σας και την προστατευόμενή σας. Μπορεί να έρθετε σύντομα σε μένα και να μου πείτε ότι βρήκατε άλλη θέση, ότι με παρακαλείτε να βρω άλλη γκουβερνάντα και λοιπά. Έτσι δεν είναι;"
   "Όχι. Η Αντέλ δεν είναι υπεύθυνη για τα λάθη της μητέρας της, ούτε για τα δικά σας. Τη συμπαθούσα. Τώρα, όμως, που ξέρω ότι κατά μία έννοια δεν έχει γονείς -αφού η μητέρα της την εγκατέλειψε κι εσείς δεν την αναγνωρίζετε- θα νιώθω πιο δεμένη μαζί της από ποτέ. Πώς θα μπορούσα να προτιμώ το χαϊδεμένο παιδάκι μιας πλούσιας οικογένειας, που θα μισούσε την γκουβερνάντα και θα τη θεωρούσε ενόχληση, από ένα μοναχικό ορφανούλι που ψάχνει σ' αυτήν μια φίλη".
   "Ώστε έτσι το βλέπετε! Λοιπόν, πρέπει να φύγω. Κι εσείς το ίδιο. Αρχίζει να σκοτεινιάζει".
   Εγώ όμως έμεινα λίγα λεπτά ακόμα με την Αντέλ και τον Πάιλοτ, έτρεξα λίγο μαζί της και παίξαμε με την μπάλα της. Όταν μπήκαμε μέσα, της έβγαλα το καπέλο και το παλτό και την κράτησα στα γόνατά μου για μία ώρα, αφήνοντάς την να φλυαρεί όσο ήθελε. Την άφησα να κάνει και τα ναζάκια που συνήθιζε να κάνει όταν της έδιναν πολλή σημασία, που φανέρωναν την επιπολαιότητα του χαρακτήρα της. Τα είχε μάλλον κληρονομήσει από τη μητέρα της και ήταν ελάχιστα αποδεκτά από μια Αγγλίδα. Παρ' όλα αυτά, είχε και τα θετικά της. Κι εγώ ήμουν αποφασισμένη να εκτιμήσω στο έπακρο ό,τι καλό είχε. Έψαξα στο πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά της κάποια ομοιότητα με τον κύριο Ρότσεστερ, αλλά δεν βρήκα καμιά. Κανένα χαρακτηριστικό, καμιά έκφραση δεν πρόδιδε συγγένεια. Ήταν κρίμα. Αν του έμοιαζε λιγάκι, θα είχε καλύτερη γνώμη γι' αυτήν.
   Μόλις βρέθηκα μόνη μου στο δωμάτιό μου τη νύχτα, άρχισα να σκέφτομαι την ιστορία που μου είχε πει ο κύριος Ρότσεστερ. Όπως κι ο ίδιος είχε πει, δεν υπήρχε ίσως τίποτα ασυνήθιστο στην ουσία της ιστορίας: το πάθος ενός εύπορου Άγγλου για μια Γαλλίδα χορεύτρια και η προδοσία της ήταν πολύ συχνά φαινόμενα στην κοινωνία. Υπήρχε, ωστόσο, κάτι πολύ παράξενο στον παροξυσμό που τον είχε ξαφνικά κυριεύσει όταν εξηγούσε πόσο ευχαριστημένος είναι τώρα και την απόλαυση που έβρισκε ξανά στο παλιό αρχοντικό και το περιβάλλον του. Το σκέφτηκα αυτό απορώντας, αλλά σταδιακά το άφησα, βρίσκοντάς το ανεξήγητο προς το παρόν. Άρχισα να σκέφτομαι τη συμπεριφορά του κυρίου μου απέναντί μου. Η εμπιστοσύνη που είχε κρίνει σκόπιμο να μου δείξει έμοιαζε να είναι επιδοκιμασία της διακριτικότητάς μου και σαν τέτοια τη δέχτηκα. Η στάση του απέναντί μου ήταν εδώ και κάποιες εβδομάδες διαφορετική απ' ό,τι ήταν στην αρχή. Δεν μ' έβλεπε πια σαν εμπόδιο στο δρόμο του, ούτε με αντιμετώπιζε με ψυχρή περιφρόνηση. Όταν με συναντούσε τυχαία, η συνάντηση φαινόταν ευπρόσδεκτη. Πάντα είχε κάτι να μου πει και πολλές φορές χαμογελούσε. Όταν με καλούσε επίσημα να τον επισκεφτώ, με τιμούσε με μια τόσο εγκάρδια υποδοχή, που με έκανε να πιστεύω ότι πραγματικά είχα τη δύναμη να τον διασκεδάζω και ότι οι βραδινές μας συναντήσεις ήταν ευχάριστες και για τους δυο μας.
   Η αλήθεια είναι ότι εγώ μιλούσα σχετικά λίγο, τον άκουγα όμως με ευχαρίστηση να μιλάει. Ήταν στη φύση του να επικοινωνεί. Του άρεσε να περιγράφει σε μένα, που δεν ήμουν εξοικειωμένη με τον κόσμο, σκηνές και συνήθειες -και δεν εννοώ τις διεφθαρμένες σκηνές και τις κακές συνήθειες, αλλά αυτές που ήταν ενδιαφέρουσες λόγω της συχνότητας και της πρωτοτυπίας τους. Κι εγώ ενδιαφερόμουν κι ευχαριστιόμουν πολύ να δέχομαι τις καινούριες ιδέες που μου πρόσφερε και να φαντάζομαι τις εικόνες που περιέγραφε και να ακολουθώ τις σκέψεις του στις καινούριες περιοχές που μου αποκάλυπτε, χωρίς ποτέ να ξαφνιάζομαι ή να ταράζομαι με κάτι που ανέφερε.
   Η άνεση στους τρόπους του δεν με έφερνε σε δύσκολη θέση. Η φιλική ειλικρίνεια, άψογη και εγκάρδια, με την οποία με αντιμετώπιζε, με τραβούσε σ' αυτόν. Ένιωθα κάποιες φορές σαν να ήταν συγγενής μου και όχι αφέντης μου. Ωστόσο, μερικές φορές ήταν δεσποτικός απέναντί μου, αλλά δεν με πείραζε αυτό. Καταλάβαινα ότι ήταν ο τρόπος του. Τόσο ευτυχισμένη, τόσο ευχαριστημένη ήμουν μ' αυτό το νέο ενδιαφέρον που προστέθηκε στη ζωή μου, αυτήν την καινούρια σχέση, ώστε έπαψα να μαραζώνω. Η μοίρα μου, λεπτή σαν μισοφέγγαρο, έμοιαζε να μεγαλώνει. Τα κενά της ύπαρξής μου γέμισαν, η σωματική μου υγεία βελτιώθηκε. Έπαιρνα βάρος και δύναμη.
   Κι ήταν άραγε ο κύριος Ρότσεστερ άσχημος στα μάτια μου τώρα πια; Όχι, αναγνώστη. Η ευγνωμοσύνη μου και πολλές άλλες αναμνήσεις, όλες ευχάριστες και πρόσχαρες, έκαναν το πρόσωπό του το αντικείμενο που μου άρεσε να βλέπω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η παρουσία του σ' ένα χώρο ήταν πιο ευφραντική από τη ζωηρότερη φωτιά. Δεν είχα, βέβαια, ξεχάσει τα ελαττώματά του. Δεν θα μπορούσα, άλλωστε, αφού μου τα θύμιζε διαρκώς. Ήταν περήφανος, σαρκαστικός και σκληρός απέναντι σε καθετί κατώτερο. Μέσα μου ήξερα ότι η καλοσύνη που έδειχνε σε μένα αντισταθμιζόταν από την άδικη σκληρότητα που έδειχνε σε πολλούς άλλους. Ήταν και ανεξήγητα κυκλοθυμικός, επίσης. Αρκετές φορές, που είχε στείλει να με φωνάξουν για να του διαβάσω, τον έβρισκα να κάθεται στη βιβλιοθήκη μόνος του, με το κεφάλι γερμένο πάνω στα χέρια του. Κι όταν σήκωνε το κεφάλι του, ένα δύσθυμο και άγριο βλέμμα σκοτείνιαζε τα χαρακτηριστικά του. Πίστευα, όμως, ότι αυτή η μελαγχολία του, η σκληρότητά του και οι προηγούμενες ηθικές παρεκτροπές του -και λέω προηγούμενες γιατί έμοιαζε να έχει διορθωθεί- πήγαζαν από κάποιο σκληρό χτύπημα της μοίρας. Πίστευα ότι γενικά ήταν καλός άνθρωπος, με υψηλότερες αρχές και πιο αγνές προτιμήσεις απ' ό,τι είχε αναπτύξει κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τη συγκεκριμένη ανατροφή που είχε λάβει και τη συγκεκριμένη μοίρα. Πίστευα ότι ήταν φτιαγμένος από εξαιρετικά υλικά, αν και προς το παρόν βρίσκονταν μέσα του κάπως κατεστραμμένα και ανακατεμένα. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι θλιβόμουν με τη θλίψη του, όποια κι αν ήταν η αιτία της κι ότι θα έκανα σχεδόν τα πάντα για να την ανακουφίσω.
   Μολονότι είχα σβήσει το κερί μου και είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, γιατί σκεφτόμουν το βλέμμα του όταν σταμάτησε στο δρόμο με τις οξιές και είπε πως το πεπρωμένο είχε σταθεί απέναντί του και τον προκάλεσε να είναι ευτυχισμένος στο Θόρνφιλντ. 
   "Γιατί όχι;" αναρωτήθηκα. "Τι τον αποξενώνει από το σπίτι του; Θα το ξαναφήσει σύντομα; Η κυρία Φέαρφαξ είπε ότι σπάνια έμενε εδώ πάνω από δεκαπέντε μέρες στη σειρά. Τώρα έμενε οκτώ εβδομάδες ήδη. Αν φύγει, η αλλαγή θα είναι θλιβερή. Φαντάσου να λείπει όλη την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Πόσο άχαρα θα μου φαίνονται ο ήλιος και οι καλές μέρες!"
   Δεν ξέρω αν είχα αποκοιμηθεί ή όχι ύστερα απ' αυτές τις σκέψεις. Πάντως πετάχτηκα από ένα αόριστο μουρμουρητό, παράξενο και θλιβερό, που ακουγόταν, όπως μου φάνηκε, σαν να ερχόταν ακριβώς από πάνω μου. Ευχήθηκα να είχα αφήσει το κερί μου αναμμένο. Η νύχτα ήταν τρομακτικά σκοτεινή. Η καρδιά μου ήταν θλιμμένη. Σηκώθηκα, ανακάθισα στο κρεβάτι και αφουγκραζόμουν. Ο ήχος σταμάτησε.
   Προσπάθησα να κοιμηθώ ξανά, αλλά η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Η εσωτερική μου ηρεμία είχε χαθεί. Το ρολόι, από κάτω στο χολ, χτύπησε δύο. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε σαν κάποιος να άγγιζε την πόρτα του δωματίου μου, σαν κάποιος να περνούσε τα χέρια του πάνω από την πόρτα, προσπαθώντας να βρει το δρόμο του στο σκοτεινό διάδρομο απ' έξω. Είπα «ποιος είναι εκεί;», αλλά κανείς δεν απάντησε. Είχα παγώσει από το φόβο.
   Ξαφνικά σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν ο Πάιλοτ, ο οποίος, όταν τύχαινε η πόρτα της κουζίνας να μείνει ανοιχτή, συχνά ανέβαινε πάνω και πήγαινε στο δωμάτιο του κυρίου Ρότσεστερ. Τον είχα δει η ίδια ξαπλωμένο απ' έξω κάποιο πρωινό. Αυτή η ιδέα με ησύχασε κάπως και ξάπλωσα. Η σιωπή ηρεμεί τα νεύρα. Και καθώς μια αδιασάλευτη σιωπή επικράτησε ξανά σε ολόκληρο το σπίτι, άρχισε να με παίρνει ο ύπνος. Αλλά δεν ήταν γραφτό να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα. Είχα μόλις αρχίσει να βλέπω ένα όνειρο, που έφυγε όμως τρομοκρατημένο από ένα περιστατικό που μπορεί να παγώσει το μεδούλι ενός ανθρώπου.
   Ήταν ένα δαιμονικό γέλιο -χαμηλό, πνιγμένο και βαθύ- που ήταν λες και γελούσε κάποιος ακριβώς έξω από την πόρτα μου. Το κεφάλι του κρεβατιού μου ήταν δίπλα στην πόρτα και νόμισα στην αρχή ότι το ξωτικό που γελούσε στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι μου ή ακόμα ότι είχε ανέβει στο μαξιλάρι μου. Σηκώθηκα, κοίταξα γύρω αλλά δεν είδα τίποτα. Την ώρα που το βλέμμα μου γύριζε ακόμα στο χώρο, ο αφύσικος θόρυβος επαναλήφθηκε. Τώρα ήξερα ότι ερχόταν από πίσω απ' την πόρτα. Η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να σηκωθώ και να βάλω το σύρτη, η δεύτερη να φωνάξω: «Ποιος είναι εκεί;»
   Κάτι μουρμούρισε και μούγκρισε. Ύστερα από λίγο, ακούστηκαν βήματα να απομακρύνονται στο διάδρομο και να κατευθύνονται στη σκάλα του τρίτου ορόφου. Τώρα τελευταία είχαν βάλει μια πόρτα για να απομονώσουν τη σκάλα. Την άκουσα να ανοίγει και να κλείνει και μετά όλα ήταν ήσυχα.
   «Ήταν αυτή η Γκρέις Πουλ; Κι είναι τάχα δαιμονισμένη;» σκεφτόμουν. Είναι αδύνατο να μείνω άλλο μόνη μου. Πρέπει να πάω στην κυρία Φέαρφαξ. Έβαλα βιαστικά το φόρεμα και το σάλι μου. Τράβηξα το σύρτη και άνοιξα την πόρτα με χέρι που έτρεμε. Υπήρχε ένα κερί που έκαιγε ακριβώς απ' έξω και μάλιστα στο πάτωμα του διαδρόμου. Αυτό με εξέπληξε, αλλά ακόμα περισσότερο με εξέπληξε το γεγονός ότι ο αέρας ήταν θαμπός, σαν να ήταν γεμάτος καπνούς. Και, καθώς κοιτούσα δεξιά αριστερά, να δω από πού ερχόταν ο καπνός, αντιλήφθηκα τη μυρωδιά καμένου: κάτι καιγόταν.
   Άκουσα ένα τρίξιμο. Ήταν μια μισάνοιχτη πόρτα. Ήταν η πόρτα του κυρίου Ρότσεστερ κι από κει έβγαιναν τα σύννεφα του καπνού. Δεν σκεφτόμουν πια την κυρία Φέαρφαξ ούτε την Γκρέις Πουλ ούτε το γέλιο. Μέσα σε μια στιγμή, ήμουν μέσα στο δωμάτιο. Οι φλόγες της φωτιάς τυλίγονταν γύρω από το κρεβάτι. Οι κουρτίνες είχαν πιάσει φωτιά. Ανάμεσα στις φλόγες και τους καπνούς, ο κύριος Ρότσεστερ ήταν ξαπλωμένος, ακίνητος, σε βαθύ ύπνο.
   "Ξυπνήστε, ξυπνήστε!" φώναξα. Τον ταρακούνησα, αλλά αυτός απλώς μουρμούρισε κάτι κι άλλαξε πλευρό. Ο καπνός τον είχε ναρκώσει. Δεν μπορούσα να χάσω ούτε στιγμή: τα σεντόνια του άρχισαν να παίρνουν φωτιά. Όρμησα προς τη λεκάνη και την κανάτα του. Ευτυχώς, η μία ήταν φαρδιά και η άλλη βαθιά και οι δύο ήταν γεμάτες νερό. Τις πήρα και τις άδειασα πάνω στο κρεβάτι και τον κοιμισμένο, έτρεξα πίσω στο δωμάτιό μου, έφερα και τη δική μου κανάτα, την άδειασα κι αυτήν και, με τη βοήθεια του Θεού, κατάφερα να σβήσω τη φωτιά.
   Το σφύριγμα της φωτιάς που έσβηνε, το σπάσιμο της κανάτας που είχε πέσει απ' το χέρι μου και, κυρίως, το ντους που έκανα στον κύριο Ρότσεστερ, τον ξύπνησαν. Παρόλο που τώρα ήταν σκοτεινά, καταλάβαινα ότι ήταν ξύπνιος, γιατί τον άκουσα να μουρμουρίζει παράξενες βλαστήμιες όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν μέσα στα νερά.
   "Πλημμυρίσαμε;" φώναξε.
   "Όχι, κύριε. Αλλά είχε πιάσει φωτιά. Σηκωθείτε, σας παρακαλώ. Έσβησε τώρα. Θα σας φέρω ένα κερί".
   "Μα τα ξωτικά όλης της χριστιανοσύνης! Εσύ είσαι, Τζέιν Έιρ;" ρώτησε. "Τι μου έκανες βρε μάγισσα; Ποιος άλλος είναι στο δωμάτιο; Συνωμοτήσατε να με πνίξετε;"
   "Θα σας φέρω ένα κερί, κύριε. Και, για τ' όνομα του Θεού, σηκωθείτε. Κάποιος σίγουρα έκανε μια συνωμοσία, αλλά προς το παρόν δεν μπορείτε να μάθετε ποιος και γιατί".
   "Ορίστε! Σηκώθηκα. Μη φέρνετε ακόμα κερί, περιμένετε να φορέσω κάτι στεγνό, αν υπάρχει κάτι τέτοιο εδώ μέσα. Α, το μπουρνούζι μου. Τρέξτε τώρα!"
   Έτρεξα. Έφερα το κερί που ήταν ακόμα στο διάδρομο. Το πήρε απ' το χέρι μου, το κράτησε ψηλά και επιθεώρησε το κρεβάτι, όλο μαυρισμένο και καμένο, με τα σεντόνια μουσκεμένα και το χαλί πλημμυρισμένο απ' τα νερά.
   "Τι συνέβη; Και ποιος το έκανε;" ρώτησε.
    Με συντομία του είπα όσα ήξερα: για το παράξενο γέλιο που είχα ακούσει στο διάδρομο, για τα βήματα που ακούστηκαν ν' ανεβαίνουν στο τρίτο πάτωμα, για τον καπνό και τη μυρωδιά της φωτιάς που με είχαν οδηγήσει στο δωμάτιό του, για την κατάσταση που βρήκα εκεί μέσα, για το νερό που είχα ρίξει.
   Άκουγε πολύ σοβαρά. Το πρόσωπό του, καθώς διηγιόμουν, φανέρωνε περισσότερη έγνοια παρά έκπληξη. Δεν μίλησε αμέσως όταν τελείωσα.
   "Να φωνάξω την κυρία Φέαρφαξ;" ρώτησα.
   "Την κυρία Φέαρφαξ; Όχι. Τι στο διάβολο να κάνει αυτή; Σε τι θα με βοηθήσει; Αφήστε την να κοιμηθεί ανενόχλητη".
   "Τότε να φέρω τη Λι και να ξυπνήσω τον Τζον και τη γυναίκα του".
   "Δεν χρειάζεται. Απλώς καθίστε κάτω. Φοράτε σάλι. Αν κρυώνετε, μπορείτε να πάρετε και το παλτό μου. Εκεί πέρα είναι, πάρτε το και τυλιχτείτε. Καθίστε στην πολυθρόνα -εκεί. Θα σας το φορέσω εγώ. Τώρα βάλτε τα πόδια σας πάνω σ' αυτό το σκαμνί, για να μην είναι πάνω στα νερά. Θα σας αφήσω για λίγα λεπτά. Θα πάρω και το κερί μαζί μου. Μείνετε εκεί που είστε μέχρι να επιστρέψω. Μην κάνετε καθόλου θόρυβο. Εγώ πρέπει να πάω για λίγο στον τρίτο όροφο. Θυμηθείτε, μη φύγετε απ' τη θέση σας και μη φωνάξετε κανέναν".
   Έφυγε. Κοιτούσα το φως να απομακρύνεται. Πέρασε το διάδρομο πολύ ήσυχα, άνοιξε την πόρτα της σκάλας με το λιγότερο δυνατό θόρυβο, την έκλεισε πίσω του και εξαφανίστηκε κι η τελευταία αχτίδα φωτός. Έμεινα στο απόλυτο σκοτάδι. Προσπάθησα ν' ακούσω, μα δεν ακουγόταν τίποτα. Πέρασε πολλή ώρα και άρχισα να κουράζομαι. Κρύωνα, παρά το παλτό. Δεν έβλεπα το λόγο να κάθομαι εκεί, έτσι κι αλλιώς δεν θα ξυπνούσα κανέναν. Ήμουν έτοιμη να ρισκάρω να δυσαρεστήσω τον κύριο Ρότσεστερ, παρακούοντας τις εντολές του, όταν είδα το φως να φέγγει ξανά πάνω στον τοίχο του διαδρόμου κι άκουσα τα γυμνά του πόδια να περπατούν πάνω στο χαλί. «Ελπίζω να είναι αυτός», σκέφτηκα, «και όχι κάτι χειρότερο».
   Μπήκε ξανά στο δωμάτιο, χλομός και πολύ συλλογισμένος.
   "Τα ανακάλυψα όλα", είπε αφήνοντας το κερί στο νιπτήρα. "Είναι όπως τα φαντάστηκα".
   "Πώς είναι, κύριε;"
   Δεν απάντησε, μόνο στάθηκε εκεί, με τα χέρια σταυρωμένα, κοιτάζοντας το πάτωμα. Έπειτα από λίγα λεπτά είπε με παράξενο ύφος:
   "Ξέχασα αν μου είπατε ότι είδατε τίποτα βγαίνοντας από το δωμάτιό σας ή όχι..."
   "Όχι, κύριε, μόνο το κερί στο πάτωμα".
   "Αλλά ακούσατε ένα παράξενο γέλιο; Και το έχετε ξανακούσει αυτό το γέλιο, μου φαίνεται, ή κάτι παρόμοιο;"
   "Ναι, κύριε. Είναι μια γυναίκα που ράβει εδώ, που λέγεται Γκρέις Πουλ. Αυτή γελάει έτσι. Είναι παράξενος άνθρωπος".
   "Ακριβώς. Η Γκρέις Πουλ, το μαντέψατε. Είναι όπως το λέτε, παράξενη, πολύ παράξενη. Στο μεταξύ, χαίρομαι που είστε το μόνο άτομο, εκτός από μένα, που γνωρίζει τις ακριβείς λεπτομέρειες του αποψινού περιστατικού. Δεν είστε καμιά ανόητη φλύαρη. Μην πείτε τίποτα γι' αυτό. Θα δώσω εγώ εξηγήσεις γι' αυτήν την κατάσταση", είπε δείχνοντας το κρεβάτι. "Και τώρα γυρίστε στο δωμάτιό σας. Εγώ θα περάσω την υπόλοιπη νύχτα στον καναπέ της βιβλιοθήκης. Είναι σχεδόν τέσσερις. Σε δύο ώρες θα σηκωθούν οι υπηρέτες".
   "Καληνύχτα, λοιπόν, κύριε", είπα βγαίνοντας.
   Έδειξε έκπληξη -αδικαιολόγητη, ωστόσο, αφού ο ίδιος μου είχε πει να φύγω.
   "Πώς!" φώναξε. "Με παρατάτε κιόλας; Και με τέτοιο τρόπο;"
   "Μα, μου είπατε πως μπορώ να φύγω, κύριε".
   "Όχι χωρίς να με αποχαιρετήσετε. Όχι προτού σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου. Όχι, με δυο λόγια, μ' αυτόν το συνοπτικό και ξερό τρόπο. Μου σώσατε τη ζωή, με γλιτώσατε από ένα φρικτό και βασανιστικό θάνατο. Και φεύγετε από κοντά μου σαν να ήμαστε ξένοι. Τουλάχιστον ας δώσουμε τα χέρια".
   Άπλωσε το χέρι του και του έδωσα το δικό μου. Το κράτησε πρώτα με το ένα κι ύστερα και με τα δύο χέρια του. 
   "Σώσατε τη ζωή μου. Χαίρομαι που σας έχω ένα τόσο τεράστιο χρέος. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο. Τίποτα στον κόσμο δεν είναι αρκετό για να ξεπληρώσει κάποιος ένα τέτοιο χρέος. Αλλά με σας είναι διαφορετικό: τα καλά που μου κάνετε δεν τα βλέπω σαν βάρος, Τζέιν".
   Σταμάτησε και με κοίταξε επίμονα. Σχεδόν ορατές λέξεις έτρεμαν στα χείλη του, αλλά η φωνή δεν έβγαινε.
   "Καληνύχτα και πάλι, κύριε. Και σ' αυτό το συμβάν δεν υπάρχει κανένα χρέος, βάρος ή υποχρέωση".
   "Το ήξερα", συνέχισε, "πως θα μου κάνατε καλό σε κάποια στιγμή, με κάποιο τρόπο. Το είδα στα μάτια σας όταν σας είδα για πρώτη φορά. Η έκφρασή τους και το χαμόγελό τους δεν... δεν μου δημιούργησαν τέτοια ευχαρίστηση στα βάθη της καρδιάς μου χωρίς λόγο. Οι άνθρωποι μιλούν για φυσικές συμπάθειες. Έχω ακούσει να μιλούν για καλά πνεύματα. Υπάρχουν ψήγματα αλήθειας ακόμα και στον πιο απίθανο μύθο. Αγαπημένη μου προστάτρια, καληνύχτα".
   Υπήρχε μια παράξενη δύναμη στη φωνή του, μια παράξενη φλόγα στο βλέμμα του.
   "Χαίρομαι που έτυχε να είμαι ξύπνια", είπα.
   Έκανα να φύγω.
   "Τι; Θα φύγετε;"
   "Κρυώνω, κύριε".
   "Κρυώνετε; Μα, βέβαια, στέκεστε πάνω στα νερά. Πηγαίνετε λοιπόν, Τζέιν, πηγαίνετε".
   Αλλά κρατούσε ακόμα το χέρι μου και δεν μπορούσα να το ελευθερώσω. Σκέφτηκα, λοιπόν, ένα κόλπο.
   "Νομίζω ότι ακούω την κυρία Φέαρφαξ να σηκώνεται, κύριε", είπα.
   "Καλά, αφήστε με τότε".
   Χαλάρωσε τα δάχτυλά του και έφυγα. Πήγα ξανά στο κρεβάτι μου, αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Μέχρι να ξημερώσει έπλεα σε μια τρικυμισμένη θάλασσα, όπου υπήρχαν κύματα ανησυχίας ανάκατα με συναισθήματα χαράς. Νόμιζα μερικές φορές ότι έβλεπα πέρα από τα άγρια νερά της μια ακτή, γλυκιά σαν τα βουνά της Μπελάχ. Και πότε πότε ένα δροσιστικό αεράκι, που το 'χε σηκώσει η ελπίδα, έφερνε την ψυχή μου θριαμβευτικά προς τα κει. Μα δεν μπορούσα να τη φτάσω, ούτε καν στη φαντασία μου. Ένας αντίθετος άνεμος φυσούσε απ' τη στεριά και με απομάκρυνε συνεχώς. Η λογική έπρεπε να αντισταθεί στην παραφορά και η κρίση στο πάθος. Ήμουν πολύ αναστατωμένη για να κοιμηθώ και σηκώθηκα μόλις χάραξε.
  

Μπροντέ Σαρλότ, Τζέϊν Έϊρ, μετφ. Έφη Γαρίδη, εκδ. De Agostini Hellas, Αθήνα 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: