Το 124 ήταν όλο μίσος. Γεμάτο φαρμάκι βρέφους. Οι γυναίκες του σπιτιού το ήξεραν, το ίδιο και τα παιδιά. Για χρόνια, καθένας έβρισκε τον τρόπο του ν' αντέξει το μίσος, όμως μέχρι το 1873, η Σηθ κι η κόρη της Ντένβερ ήταν τα μόνα του θύματα. Η γιαγιά, η Μπέμπα Σαγκς, είχε πεθάνει και οι γιοι, ο Χάουαρντ και ο Μπάγκλαρ, το είχαν σκάσει μόλις έγιναν δεκατριώ χρονώ -μόλις ένας καθρέφτης θρυμματίστηκε στο κοίταγμά του (αυτό ήταν το σινιάλο για τον Μπάγκλαρ)· μόλις δύο αποτυπώματα από μικροσκοπικά χέρια φάνηκαν στο γλυκό (αυτό ήταν για τον Χάουαρντ). Κανένα απ' τ' αγόρια δεν περίμενε να δει περισσότερα· ακόμα μια χύτρα μπιζέλια αδειασμένα σωρό πάνω στο πάτωμα ν' αχνίζουν· τα μπισκότα της σόδας κομματάκια στρωμένα σε γραμμή στο κατώφλι της πόρτας. Δεν περίμεναν καν την εποχή της ανακωχής: τις εβδομάδες, ή ακόμα και μήνες, που όλα ήταν ήρεμα. Όχι. Και οι δύο έφυγαν αμέσως -τη στιγμή που το σπίτι τους χτύπησε με τη μοναδική ύβρι που δεν μπορούσαν ν' αντέξουν ή να παρακολουθήσουν για άλλη μία φορά. Μέσα σε δύο μήνες, στην καρδιά του χειμώνα, αφήνοντας τη γιαγιά τους, την Μπέμπα Σαγκς· τη μητέρα τους Σηθ· και τη μικρή αδερφή τους Ντένβερ, ολομόναχες στο γκριζόλευκο σπίτι της οδού Μπλούστοουν. Τότε δεν είχε αριθμό, το Σινσινάτι δεν είχε φτάσει τόσο μακριά. Στην πραγματικότητα, το Οχάιο αποκαλούνταν πολιτεία από εβδομήντα μόνον χρόνια, όταν πρώτα ο ένας αδερφός κι ύστερα ο άλλος γέμισαν τζίβα τα καπέλα τους, άρπαξαν τα παπούτσια τους και γλίστρησαν μακριά απ' το ζωηρό μίσος που ένιωθε γι' αυτούς το σπίτι.
Η Μπέμπα Σαγκς δεν σήκωσε καν το κεφάλι. Κατάκοιτη τούς άκουσε να φεύγουν, όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος που έμεινε ακίνητη. Απορούσε που άργησαν τόσο οι εγγονοί της να καταλάβουν ότι δεν ήταν όλα τα σπίτια σαν το σπίτι της οδού Μπλούστοουν. Μετέωρη ανάμεσα στη βρομιά της ζωής και την κακία των νεκρών, αδιαφορούσε για το αν θ' άφηνε τη ζωή ή θα τη ζούσε, πόσο μάλλον για το φόβο των δύο αγοριών που νυχοπερπατούσαν. Το παρελθόν ήταν σαν το παρόν της -αβάσταχτο- και καθώς ήξερε ότι ο θάνατος ήταν κάθε άλλο παρά λήθη, έβαλε τη λίγη δύναμη που της απέμενε για να στοχαστεί το χρώμα.
"Φέρε μου λίγο βιολετί, αν έχεις. Ή, αν δεν έχεις, ροζ".
Και η Σηθ τής έκανε τη χάρη με οτιδήποτε, από ένα πανί ως την ίδια της τη γλώσσα. Ο χειμώνας στο Οχάιο ήταν πιο σκληρός όταν σου άρεσαν τα χρώματα. Η μόνη συγκίνηση ήταν ο ουρανός κι ήταν πράγματι παράτολμο να βασιστείς στον ορίζοντα του Σινσινάτι για τη μεγάλη απόλαυση της ζωής. Έτσι, η Σηθ και το κορίτσι, η Ντένβερ, έκαναν ό,τι μπορούσαν και ό,τι επέτρεπε το σπίτι. Μαζί ξεκίνησαν έναν απρόθυμο αγώνα στην εξωφρενική συμπεριφορά του χώρου· στ' αναποδογυρισμένα δοχεία με τ' αποπλύματα, στα χτυπήματα στον πισινό, και στις ριπές ξινισμένου αέρα. Γιατί ήξεραν την πηγή της προσβολής, τόσο καλά όσο και την πηγή του φωτός.
Η Μπέμπα Σαγκς πέθανε λίγο καιρό αφότου έφυγαν τ' αγόρια, χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για τη δική τους ή τη δική της αναχώρηση, και αμέσως μετά, η Σηθ κι η Ντένβερ αποφάσισαν να σταματήσουν την καταδίωξη και να καλέσουν το φάντασμα που τόσο τις βασάνιζε. Ίσως μια συζήτηση, σκέφτηκαν, ή μια ανταλλαγή απόψεων, ή κάτι να βοηθούσε.