Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

[ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ]

  
   Η Κλάρα ήταν δέκα χρονών, όταν αποφάσισε πως δεν άξιζε τον κόπο να μιλάει κανείς και βουβάθηκε. Η ζωή της άλλαξε σημαντικά. Ο χοντρός και γλυκομίλητος οικογενειακός γιατρός Κουέβας προσπάθησε να γιάνει τη σιωπή της με χάπια δικιάς του εφεύρεσης, με βιταμίνες σε σιρόπι και επαλείψεις με μέλι τετραβορικού νατρίου στο λαιμό, αλλά χωρίς κανένα εμφανές αποτέλεσμα. Κατάλαβε πως τα φάρμακά του ήταν ανεπαρκή και πως η παρουσία του τρομοκρατούσε τη μικρή. Μόλις τον έβλεπε, η Κλάρα άρχιζε να τσιρίζει κι έβρισκε καταφύγιο στην πιο απομακρυσμένη γωνιά, μαζεμένη σαν φοβισμένο ζώο, κι έτσι παράτησε τα γιατροσόφια του και πρότεινε στο Σεβέρο και στη Νίβεα να την πάνε σ' ένα Ρουμάνο που λεγόταν Ροστίποφ, που είχε κάνει μεγάλο ντόρο εκείνη την εποχή. Ο Ροστίποφ κέρδιζε τη ζωή του κάνοντας κόλπα σαν ταχυδακτυλουργός σε θέατρα ποικιλιών κι είχε καταφέρει το απίστευτο κατόρθωμα να τεντώσει ένα σύρμα από την κορυφή του καθεδρικού ναού μέχρι τον τρούλο της Γαλικιανής Αδελφότητας, στην άλλη άκρη της πλατείας, και να τη διασχίσει περπατώντας στον αέρα με μοναδικό στήριγμα ένα μακρύ κοντάρι. Παρά την επιπόλαια πλευρά του, ο Ροστίποφ είχε προκαλέσει αναστάτωση στους επιστημονικούς κύκλους, γιατί τις ελεύθερες ώρες του θεράπευε την υστερία με μαγνητικά ραβδάκια και υπνωτισμό. Η Νίβεα και ο Σεβέρο πήγαν την Κλάρα στο ιατρείο που είχε αυτοσχεδιάσει στο ξενοδοχείο ο Ρουμάνος. Ο Ροστίποφ την εξέτασε με προσοχή και δήλωσε πως η περίπτωση δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του, γιατί η μικρή δε μιλούσε επειδή δεν ήθελε κι όχι επειδή δεν μπορούσε. Όμως μπροστά στην επιμονή των γονιών έφτιαξε κάτι χαπάκια από ζάχαρη βαμμένα με βιολετί χρώμα και της τα έδωσε, προειδοποιώντας την πως ήταν ένα σιβηρικό φάρμακο για τους κωφάλαλους. Αλλά η δύναμη της υποβολής δε λειτούργησε σ' αυτή την περίπτωση κι ο Μπαραμπάς, από μια απροσεξία, καταβρόχθισε το δεύτερο βάζο χωρίς να του προκαλέσει καμιάν αντίδραση. Ο Σεβέρο και η Νίβεα προσπάθησαν να την κάνουν να μιλήσει με σπιτικούς τρόπους, με απειλές και παρακάλια, και μέχρι που την άφησαν νηστικιά για να δουν αν η πείνα θα την ανάγκαζε να ζητήσει το φαγητό της, αλλά ούτε κι αυτά είχαν αποτέλεσμα.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

[ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΣΗΜΑΔΙΑ]

Νοέμβριος 1803 - Φεβρουάριος 1805

Χέτι Σκοτούρα Γκριμκέ
   Ήταν κάποτε μια εποχή στην Αφρική που οι άνθρωποι μπορούσαν να πετάνε. Μου το είπε η μαμά μια νύχτα όταν ήμουν δέκα χρονών. Μου είπε: "Η γιαγιούλα σου το είχε δει με τα μάτια της, Σκοτούρα. Πετούσαν, λέει, πάνω από τα δέντρα και τα σύννεφα. Πετούσαν σαν τους κότσυφες, τα μαυροπούλια. Όταν ήρθαμε εδώ, αφήσαμε αυτή τη μαγεία πίσω μας".
   Η μαμά μου ήταν τετραπέρατη. Δεν έμαθε γραφή κι ανάγνωση όπως εγώ. Όλα όσα ήξερε τα έμαθε μέσα από τις κλεφτές στιγμές οίκτου που γνώρισε στη ζωή της. Κοίταξε το πρόσωπό μου, πώς πλημμύρισε με θλίψη και αμφιβολία, και μου είπε: "Δε με πιστεύεις; Και πού λες ότι τις βρήκες αυτές τις πεταχτές ωμοπλάτες, ε;"
   Και είναι αλήθεια ότι αυτά τα λιπόσαρκα κόκαλα εξείχαν από την πλάτη μου σαν καρουμπαλάκια. Τα χτύπησε με το χέρι της και είπε: "Αυτό είναι ό,τι απέμεινε απ' τις φτερούγες σου. Τώρα σου φαίνονται δυο επίπεδα κόκαλα, αλλά να δεις που θα σου ξαναφυτρώσουν μια μέρα".
   Αλλά είχα κληρονομήσει κι εγώ την εξυπνάδα της μαμάς. Από δέκα χρονών ακόμα ήξερα ότι αυτή η ιστορία για τους ιπτάμενους ανθρώπους ήταν σκέτα φούμαρα. Δεν ήμασταν ξεχωριστά πλάσματα που χάσαμε τη μαγεία μας. Ήμασταν σκλάβοι και δεν θα πηγαίναμε πουθενά. Μόνο αργότερα κατάλαβα τι εννοούσε. Μπορούσαμε στ' αλήθεια να πετάξουμε, αλλά δεν υπήρχε καμιά μαγεία σ' αυτό

   Η καθημερινή ζωή εξελίχτηκε σε κάτι που δεν είχε τρόπο να διορθώσει αυτός ο κόσμος· δούλευα στην πίσω αυλή βράζοντας τα στρωσίδια των σκλάβων, διατηρώντας τη φωτιά κάτω από το καζάνι, με τα μάτια μου να καίνε από τις στάχτες της αλισίβας που σήκωνε ο αέρας. Το πρωινό ήταν κρύο, ο ήλιος έμοιαζε σαν μικρό άσπρο κουμπί ραμμένο σφιχτά στον ουρανό. Τα καλοκαίρια φοράγαμε βαμβακερά ρούχα υφασμένα στο σπίτι πάνω από τα βρακιά μας, αλλά όταν έφτανε ο χειμώνας του Τσάρλεστον, άλλοτε το Νοέμβρη κι άλλοτε το Γενάρη, σαν τεμπέλικο κορίτσι, βάζαμε τους «σάκους» μας -αυτές τις βαριές ποδιές με μανίκια που ήταν φτιαγμένες από χοντρό μαλλί. Τις λέγαμε «σάκους» επειδή έτσι έμοιαζαν, σαν τσουβάλια με μανίκια. Ο δικός μου ήταν αποφόρι και κρεμόταν ως τους αστραγάλους μου. Δε θα μπορούσα να μετρήσω πόσα άπλυτα κορμιά τον είχαν φορέσει πριν από μένα, αλλά κανένα δεν παρέλειψε να τον ποτίσει με τη μυρωδιά του.