Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

[ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ]

   
Το συναπάντημα
   Το Νυχτερέμι δεν είναι και από τα μεγάλα χωριά της Θεσσαλίας. Ριχμένο εκεί, κατά τις εκβολές του Πηνειού, στο γούπατο του πολύκαρπου κάμπου -του κάμπου που απλώνεται τριγωνικός από τις δασωμένες ρίζες του Κισσάβου, έως τα χαμοβούνια του Ολύμπου- μοιάζει με το γειτονικό του Λασποχώρι, δίδυμα νεροστοιχειά, σωστοί Γήταυροι, παραχορτασμένοι με την παχιά χλωροσά κι αποκαρωμένοι από τις μιασματικές αναθυμιάσεις των βάλτων.
   Με τα χαμόσπιτά του, όπου συζούν αρμονικά ζώα και άνθρωποι, με τα βεργοπλεγμένα κιουτσέκια, όπου αποθηκεύεται χειμωνοκαλόκαιρα το αραποσίτι, με το κονάκι του μπέη ψηλό και αγέρωχο στη μέση και την μικρή και περιφρονημένην εκκλησούλα σε μιαν άκρη, έχει την φτωχικήν εκείνη και φοβισμένην έκφραση που έχουν όλα του κάμπου τα χωριά, τα δουλωμένα και τ' ανάξια υπάρξεως.
   Ήταν Κυριακή. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού, από τα σύθαμπα που ετελείωσεν η λειτουργία, ήσαν συναγμένοι έξω από το σπιτομάγαζο του Μαγουλά κι έπιασαν ζωηρή ομιλία. Τα γιαπιά -οι χωμάτινες κρεβατωσές, όπου συνήθως περνά τη ζωή του κάθε χωριάτης Θεσσαλός- εψήλωναν ζερβόδεξα στην χαμηλή πόρτα, φρεσκαλειμμένα κι εχρησίμευαν για κάθισμα και για στρώμα τους. Εκεί ξαπλωμένος ο Παπαρρίζος, μικρό κι αδύνατο γεροντάκι με σαγακιένιες σκάλτσες, ατλαζωτή πουκαμίσα κατεβατή έως το γόνα, μαυρομάλλινο καπότο και σκούφια ξεθωριασμένη στο κεφάλι, εκρατούσεν ένα κομμάτι χαρτί κι εδιάβαζε συλλαβιστά και δυνατά καθεμία λέξη του, συντροφεύοντάς την και με κίνημα εξηγηματικό του χεριού του.
   Ο Ραντζάκος ο πάρεδρος, εξηνταχρονίτης, μεγαλόσωμος, με ψαρά μαλλιά και γένεια, με την βράκα και τα πισιλιά, πλαγιασμένος κοντά του, εβοηθούσε τον παπά στο διάβασμα κι εφιλονικούσε πολλές φορές μαζί του, για την πιστήν εξήγηση των λέξεων. Ο Μαγουλάς, σαρανταχρονίτης, καλοδέματος, με την αλατζένια ποδιά εμπρός, όχι τόσο για να προφυλάξει τη μισότριβη βράκα του, όσο για να δειχθεί πως είναι του χωριού ο μοναδικός μπακάλης, με το ένα πόδι επάνω στο γιαπί κι επάνω στο πόδι το χέρι και στο χέρι ακουμπισμένο το κεφάλι, άκουε με προσοχή μεγάλη και γυρίζοντας έλεγε καμμιά λέξη και αυτός εξηγηματική στους άλλους.
   Και οι άλλοι, ο Χαδούλης, ο Μπιρμπίλης, ο Τζουμάς, ο Κράπας και λοιποί, νέοι και γερόντοι, περίγυρα στα χείλη του γιαπιού γονατιστοί, μισοκαθισμένοι, σκυφτοί είτε ολόρθοι, ακουμπισμένοι στα χοντρά τους ραβδιά, με τα μακριά και αχτένιστα μαλλιά πεσμένα γύρω στα χλωμά και κατάξερα πρόσωπά τους, με τις λερές και ξεσκλισμένες από τον ιδρώτα και την πολυκαιρία τραχηλιές, ανοιχτές έως τη μέση, με το στήθος μαύρο, τραχύ, δασωμένο, σαν αδούλευτο χωράφι γεμάτο αγριάγκαθα, με τα βρακιά ξεθωριασμένα και μυριομπαλωμένα, τα πόδια τυλιγμένα στα χοντρά μάλλινα προπόδια και ποδεμένα μ' ένα κομμάτι γουρνοπέτσι, αιώνια υγρό, άκουαν προσεχτικοί και, κατά το άκουσμα, καθενός το πρόσωπον άλλαζε έκφραση και τα μέλη του σώματος θέση.