Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

[ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ]

   
Το συναπάντημα
   Το Νυχτερέμι δεν είναι και από τα μεγάλα χωριά της Θεσσαλίας. Ριχμένο εκεί, κατά τις εκβολές του Πηνειού, στο γούπατο του πολύκαρπου κάμπου -του κάμπου που απλώνεται τριγωνικός από τις δασωμένες ρίζες του Κισσάβου, έως τα χαμοβούνια του Ολύμπου- μοιάζει με το γειτονικό του Λασποχώρι, δίδυμα νεροστοιχειά, σωστοί Γήταυροι, παραχορτασμένοι με την παχιά χλωροσά κι αποκαρωμένοι από τις μιασματικές αναθυμιάσεις των βάλτων.
   Με τα χαμόσπιτά του, όπου συζούν αρμονικά ζώα και άνθρωποι, με τα βεργοπλεγμένα κιουτσέκια, όπου αποθηκεύεται χειμωνοκαλόκαιρα το αραποσίτι, με το κονάκι του μπέη ψηλό και αγέρωχο στη μέση και την μικρή και περιφρονημένην εκκλησούλα σε μιαν άκρη, έχει την φτωχικήν εκείνη και φοβισμένην έκφραση που έχουν όλα του κάμπου τα χωριά, τα δουλωμένα και τ' ανάξια υπάρξεως.
   Ήταν Κυριακή. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού, από τα σύθαμπα που ετελείωσεν η λειτουργία, ήσαν συναγμένοι έξω από το σπιτομάγαζο του Μαγουλά κι έπιασαν ζωηρή ομιλία. Τα γιαπιά -οι χωμάτινες κρεβατωσές, όπου συνήθως περνά τη ζωή του κάθε χωριάτης Θεσσαλός- εψήλωναν ζερβόδεξα στην χαμηλή πόρτα, φρεσκαλειμμένα κι εχρησίμευαν για κάθισμα και για στρώμα τους. Εκεί ξαπλωμένος ο Παπαρρίζος, μικρό κι αδύνατο γεροντάκι με σαγακιένιες σκάλτσες, ατλαζωτή πουκαμίσα κατεβατή έως το γόνα, μαυρομάλλινο καπότο και σκούφια ξεθωριασμένη στο κεφάλι, εκρατούσεν ένα κομμάτι χαρτί κι εδιάβαζε συλλαβιστά και δυνατά καθεμία λέξη του, συντροφεύοντάς την και με κίνημα εξηγηματικό του χεριού του.
   Ο Ραντζάκος ο πάρεδρος, εξηνταχρονίτης, μεγαλόσωμος, με ψαρά μαλλιά και γένεια, με την βράκα και τα πισιλιά, πλαγιασμένος κοντά του, εβοηθούσε τον παπά στο διάβασμα κι εφιλονικούσε πολλές φορές μαζί του, για την πιστήν εξήγηση των λέξεων. Ο Μαγουλάς, σαρανταχρονίτης, καλοδέματος, με την αλατζένια ποδιά εμπρός, όχι τόσο για να προφυλάξει τη μισότριβη βράκα του, όσο για να δειχθεί πως είναι του χωριού ο μοναδικός μπακάλης, με το ένα πόδι επάνω στο γιαπί κι επάνω στο πόδι το χέρι και στο χέρι ακουμπισμένο το κεφάλι, άκουε με προσοχή μεγάλη και γυρίζοντας έλεγε καμμιά λέξη και αυτός εξηγηματική στους άλλους.
   Και οι άλλοι, ο Χαδούλης, ο Μπιρμπίλης, ο Τζουμάς, ο Κράπας και λοιποί, νέοι και γερόντοι, περίγυρα στα χείλη του γιαπιού γονατιστοί, μισοκαθισμένοι, σκυφτοί είτε ολόρθοι, ακουμπισμένοι στα χοντρά τους ραβδιά, με τα μακριά και αχτένιστα μαλλιά πεσμένα γύρω στα χλωμά και κατάξερα πρόσωπά τους, με τις λερές και ξεσκλισμένες από τον ιδρώτα και την πολυκαιρία τραχηλιές, ανοιχτές έως τη μέση, με το στήθος μαύρο, τραχύ, δασωμένο, σαν αδούλευτο χωράφι γεμάτο αγριάγκαθα, με τα βρακιά ξεθωριασμένα και μυριομπαλωμένα, τα πόδια τυλιγμένα στα χοντρά μάλλινα προπόδια και ποδεμένα μ' ένα κομμάτι γουρνοπέτσι, αιώνια υγρό, άκουαν προσεχτικοί και, κατά το άκουσμα, καθενός το πρόσωπον άλλαζε έκφραση και τα μέλη του σώματος θέση.
   Τώρα ο ένας εκουνούσε το κεφάλι αρνητικά «όχι, δε γίνεται, όχι!». Τώρα ο άλλος εχαυνιζόταν ράθυμος «ωχ αδερφέ, δε μας παρατάς, λέω!». Τώρα τρίτος άνοιγε το στόμα κι έπαιζεν έξω τη γλώσσα του κωμικά, μορφάζοντας. Άλλος εγύριζε πλευρό, βαργομισμένος. Άλλος εσκάλιζε με το πόδι του τη λάσπη, βυθισμένος σε συλλογισμούς. Ο ένας ανοιγοσφαλούσε τα μάτια, ο άλλος εμασούσεν αδιάκοπα, χωρίς να έχει τίποτε στα δόντια, μόνον από συνήθεια, όπως τα φαγανά ζώα. Κι έξαφνα γιαμιάς όλοι άπλωναν ανήσυχοι το σώμα προς τον Παπαρρίζο, ν' αρπάξουν δυσκολονόητη φράση. Και όταν την εννοούσαν, εγύριζεν ένας στον άλλον και το ευκολοδιέγερτο νευρικό τους σύστημα έδειχνεν όλη την ενέργειά του με λάμψιν αστραπής, που επλημμύριζε τα μικρά μάτια τους σαν συννενόησις θυμού και κατάρας.
   Και δεν είχαν άδικο να δείχνουν τόση περιέργεια οι Καραγκούνηδες. Το γράμμα, που εδιάβαζεν ο Παπαρρίζος, ήταν από τη Λάρισα, του δικηγόρου, και τους έλεγε νέα για την κατάστασή τους, την ύπαρξή τους αυτή.
   Άλλοτε, από τον καιρό των προπάππων τους, το Νυχτερέμι, όπως και τ' άλλα περίγυρα χωριά, επατήθηκεν από τον Αλή πασά. Ήταν τότε παντοδύναμος ο Αλής στα Γιάννινα και ο Βελής, ο γιος του, ήταν πασάς στον Τύρναβο. Κάποιος του επαίνεψε τον κάμπον αυτόν και, κατά τη συνήθειά του, ορέχτηκε να τον αποχτήσει. Επαράγγειλε στον Βελή να προσκαλέσει τους προεστούς των χωριών και με περιποίησες και φοβερίσματα να τους αναγκάσει να του κάμουν παραχωρητήριο. Όσα χωριά είχαν καλούς προεστούς αντιστάθηκαν τότε.
   Ο Γεροβαρσάμης, της Ραψάνης ο πρώτος, τρία χρόνια έκαμε φυλακισμένος στα Γιάννινα και τα μύρια υπόφερεν από τον Αλή, αλλά δεν υπόγραψε να παραδώσει το χωριό. Στην Κρανιά, όταν επήγε με οπλοφόρους να πατήσει ο Βελής, οι κάτοικοι εσυνάχτηκαν στην εκκλησιά του αγίου Ταξιάρχη με κλαύματα και στηθοκοπήματα, παρακαλώντας να βάλει το χέρι του στον άδικο δρόμο του πασά. Και το έβαλε δίχως χρονοτριβή. Εβγήκε με το σπαθί στο χέρι, άρπαξε από τα σελοχάλινα το άλογο του Βελή και τον εγύρισε πίσω στον Τύρναβο με τους ανθρώπους του. Και το Κονομιό, το πλούσιο μοναστήρι των Κομνηνών, που κρέμετ' επάνω απ' το Τσάγιεζι, στην πλαγιά του Κισσάβου, επόθησεν ο Βελής κι έστειλε χτίστες να του κάμουν κονάκι. Αλλ' ο Χατζή Καμπέκος, ο προεστός, επήγε κι έδιωξε τους χτίστες κι έπειτα επαρουσιάσθηκε στον πασά κι έτσι του μίλησε παλληκαρίσια: "Πασά μου, το κορμί τ' ορίζω και σου το παραδίνω, κάμε το ό,τι θέλεις, μα το μοναστήρι που μου ζητάς, δεν είναι δικό μου και δεν σου το δίνω!..." Αληθινά ο Καμπέκος εσφυροκοπήθηκεν από αρμό σε αρμό κι εξεψύχησε στο κούτσουρο. Αλλά το μοναστήρι με τα κρύα νερά και τα δάση και τα πλούσια μετόχια δεν επατήθηκε.
   Τέτοιους όμως προεστούς δεν είχαν όλα τα χωριά. Του Νυχτερεμιού οι γερόντοι, μόλις τους εμίλησεν ο πασάς, αμέσως υπόγραψαν το παραχωρητήριο. Έτσι έκαμαν και στον Πυργετό και στην Αίγανη και στο Λασποχώρι. Είναι αλήθεια πως το έδωκαν με κάποιους όρους. Ό,τι σπείρουν οι χωριάτες, στάρι, κριθάρι, αραποσίτι, βρίζα, να δίνουν το τρίτο στον αφέντη. Τα σπίτια τους να τα χτίζουν οι ίδιοι και κανείς να μην ημπορεί να τους διώξει. Τ' αμπέλια και τα ζωντανά τους -λιανά και χοντρά- δικά τους να είναι και κανείς να μην ημπορεί να τα πάρει. Με αυτούς τους όρους τα έλαβε και ο Χουρσίτ πασάς αργότερα, όταν ενίκησε τον Αλή. Τώρα όμως με την Προσάρτηση ο μπέης θέλει να τα κάμει τέλεια τσιφλίκια, όπως είναι και τ' άλλα της Θεσσαλίας χωριά. Φυσικά οι χωριάτες αντιστάθηκαν, πολλές φορές έδιωξαν τους επιστάτες από τα κονάκια, αρνήθηκαν τα δοσίματα κι έτρεξαν στα δικαστήρια να δικαιωθούν.
   Αλλά οι δίκες, έγραφε τώρα ο δικηγόρος, δεν είναι κρασί να το τελειώσει κανείς σε μιαν ημέρα ούτε πουλόσκωτο να το φάγει με μια χαψιά. Έπρεπε να έχουν υπομονή και να μην νομίζουν πως βρίσκονται ακόμη στην Τουρκιά. Τότε ο κατής με το κομπολόγι στο χέρι και το κιτάπι στα γόνατα, ανεβοκατεβάζοντας το κορμί και ρουφώντας τον ναργιλέ του, ετελείωνε σε μιαν ώρα είκοσι κρισολογίες. Τώρα το λέγουν Ελλάδα, έχουμε Σύνταγμα! Είναι δικαστήρια και δικογραφίες και δικηγόροι που κόβουν και ράβουν, ώστε να πήξει το σάλιο στη γλώσσα τους για το συμφέρον των πελατών τους.
   Είναι δικαστές και εισαγγελείς και πρόεδροι που ακούν και γραμματικοί που στρώνουν στο χαρτί αμέσως ό,τι ξεστομίσεις, σοβαρό είτε αστείο. Αλήθεια πως τις περισσότερες φορές γράφουν άλλ' αντ' άλλων, εκείνο που συμφέρει στον καλοπλερωτή, αλλ' ό,τι γραφεί εκεί μια φορά, δεν ξεγράφεται. Κι είναι ακόμη ένορκοι δέκα - δώδεκα, είκοσι πολλές φορές, που κάθονται σοβαροί επάνω στα ψηλά σκαμνιά τους, όλο αυτιά και μάτια, και έπειτα πηγαίνουν μέσα και μυστικά συσκέπτονται και βγάζουν τη σοφή απόφασή τους. Για να γίνουν όλ' αυτά, χρειάζεται βέβαια καιρός πολύς κι έξοδα πολλά, στο τέλος όμως βγαίνει μια απόφασις καθώς πρέπει.
   Είναι αλήθεια πως η Κυβέρνησις υποστηρίζει τον μπέη και το δικαστήριο φαίνεται τον ίδιο δρόμο να τραβά. Έχουν, βλέπεις, τον πρόξενο που πατάει ποδάρι. Έπειτα γνωστή είναι η τουρκοφιλία που πάσχουν όλες στη Λάρισα οι αρχές, πολιτικές και στρατιωτικές, λες και με δέκα - δεκαπέντε μπέηδες θα σωθεί το Ρωμέικο!... Αυτός όμως δεν θα τους αφήσει κι ας κάνουν ό,τι θέλουν· έχει τα μάτια του τέσσαρα· βρίσκεται κάθε ημέρα σε γραμματαλλαγή με τον πρωθυπουργό. Την υπόθεση την επήρ' επάνω του αυτός και να μη τους μέλει. Δική τους είναι στο τέλος κι ας κουρεύονται.
   Και με το τέλος αυτό ο δικηγόρος εσυμβούλευε τους χωριάτες να μην τον λησμονούν. Να του στείλουν κανένα ζωντανό -λιανό είτε χοντρό και δαμάλι ακόμη, δεν επείραζε. Να του στείλουν κάμποσα ζευγάρια κότες, έν' ασκί κρασί καλό χωρίς χαβούζα. Η χαβούζα, τα κουμπιά εκείνα του αγριοχόρταρου που ρίχνουν μέσα για να μαυρίζει, το χαλά παρά το φτιάνει το κρασί. Και ήθελε καλό κρασί, γιατί θα το έστελνε δώρο σε τρανό πρόσωπο της Αθήνας για τη δουλειά τους. Και τέλος εζητούσε να πάει μέσα ο πάρεδρος είτε ο Παπαρρίζος, να τα μιλήσουν.
   Όλα καλά. Όμως το υστερόγραμμα δεν άρεσε καθόλου στους χωριάτες. Εμούγκρισαν γιαμιάς και καθένας έκαμεν από μια ζωηρή κίνηση. Άλλος εστριφογύρισε στη θέση του σαν κοπροσκούληκο· άλλος εσήκωσε ψηλά τη μύτη κι εσούφρωσε τα χείλη. Τρίτος εκατέβασε το λιγδωμένο φέσι με το μαύρο τσεμπέρι πίσω, να πάρει μέσα και τ' αυτιά, λες και η φράσις ήταν ξεροπαγωνιάς φύσημα. Ο Μαγουλάς επέρασε στο σπιτομάγαζο, ο Χαδούλης έφυγεν, ο πάρεδρος εγύρισε τ' απίστομα, δίνοντας άφοβα τα πλατειά νώτα του στο ηλιοπύρι, και ο Παπαρρίζος εδίπλωσε μ' ευλάβεια το γράμμα, λες κι εδίπλωνε το πετραχήλι του.
   "Κολοκύθια!" εψιθύρισε με θυμό. "Εμείς πάμε να βγάλουμε έναν αφέντη κι άλλος μας φύτρωσε".
   "Κίνα τώρα να πας στη Λάρσα", επρόσθεσεν ο πάρεδρος. "Έχουμε μαθές τον καιρό και τσ' ευκολίες του... Να μιλήσουμε· και τι να ειπούμε; Κολοκύθια στο πάτερο. Γεια σου, πάρεδρε, τι κάνουν τα ζωντανά; Πώς πάει το καλαμπόκι; Κι όλο στα χέρια σε κοιτάζει. Κι άμα του μιλήσεις για τη δουλειά, αν πήγες αδειανός, σου πετάει δύο λόγια και σ' αφήνει μάρμαρο ως το βράδυ. Αν του πας τίποτε, σου αρχινά, μωρέ μάτια μου, κάτι λόγια που χάνεις τ' αυγά και τα καλάθια. Και τι κάνουμε; Τον άνεμο κουβάρι..."
   "Αμ, Μωραΐτης και δικηγόρος, τι καρτεράς;" είπε με χοντρή φωνή, σαν κατρακύλισμα χαλάρων, ο Μπιρμπίλης... "Μωρέ, λευθεριά που μας την ήφερεν, λιέω! Επλάκωσαν όλ' οι απένταροι τσ' Αθήνας και κοιτάν να μας γδάρουν ως το κόκκαλιο".
   "Δώστε και χρειάζονται λίρες του κυρ Τραχήλη", ακούστηκεν από μέσα η βραχνή και ψιλή φωνή του Μαγουλά. "Θα πληρώσει το κονάκι του Ιμπράμπεη".
   "Ποιο κονάκι;" ερώτησεν ο Παπαρρίζος ξυώντας με γαμψά νύχια το στήθος του.
   "Δεν το ξέρτε;" είπεν ο Μαγουλάς προβάλλοντας ολόκορμος. "Το κονάκι το μεγάλο, με τους ιστορισμένους τοίχους και τις μαρμαρένιες θύρες. Τ' αγόρασεν ο κυρ Τραχήλης για τρεις χιλιάδες λίρες".
   "Μωρέ! Είναι πλούσιος, λιέω!" ερώτησεν ανοίγοντας τα μάτια μεγάλα, σαν πρωτογέννητο παιδί στο φως της ημέρας, ο Τζουμάς.
   "Και τι; Μονάχ' αυτό!" εξακολούθησεν ο Μαγουλάς, κουνώντας το κεφάλι. "Και το κονάκι του Δερβίσμπεη αυτός το πήρε και τ' αμπέλι του Κουρά εφέντη στον ποταμό, και το τσιφλίκι του Οσμάν αγά στο Τατάρι αυτός. Τι λιέτε; Έχει λίρα με ουρά!..."
   "Και να συλλογιστεί κανείς πως, σαν ήρθε στην Κατάληψη, δεν είχε ρούχο να φορέσει!..." εψιθύρισε σιγά ο πάρεδρος.
   "Άξοι ανθρώποι", εσυμπέρανεν ο Παπαρρίζος. "Μας ηύραν όλους ζωντόβολια και μας μάδησαν".
   "Λιένε μάλιστα πως του μύρισε και για βουλιαχτής", επρόσθεσεν ο Μαγουλάς, ανυπόμονος να δείξει πόσα μυστικά της Λάρισας εγνώριζε.
   "Αμ δε!" έκαμεν ο Χαδούλης, που εγύρισε να ξεθυμάνει με λόγια εναντίον του δικηγόρου. "Όρεξη να 'χει κιόλα! Ξένον άνθρωπο, λιέω, θα παν να βγάλουν βουλιαχτή οι Λαρσινοί..."
   "Αμ όλο ξένους δε βγάνουν;" ερώτησεν ο πάρεδρος. "Ξέχωρ' από τον Παπού, οι άλλοι ξένοι είναι".
   "Τι καλά που κάνουμ' εμείς και πάμε στον Τούρναβο! Έχεις τον άνθρωπό σου, αδερφέ, σε ξέρει και τον ξέρεις!... Πας στον Κουφό και του λιες τούτο κι εκείνο κι αμέσως η δουλειά σου γίνηκε", είπεν ο Μπιρμπίλης ευχαριστημένος που ηύρε καιρό να παινέψει τον φίλο του βουλευτή.
   Αλλ' ο πάρεδρος, που ήταν αντίθετός του και είχεν άλλον κομματάρχη, εσηκώθηκεν ορθός και του έκοψεν αμέσως τον λόγο.
   "Σώπα, κουμπάρε! Σώπα, λιέω, και δεν ντρέπεσαι να μιλάς για τον Κουφούλιακα!... Θα μου ειπής και για λόγου του πως μπορεί να δουλέψει φίλο!... Ας μας λυτρώσει, ντε, σαν μπορεί, από τον μπέη και να του δίνουμε όλοι μονόβολιο".
   Ο μπέης, ο κύριος του χωριού, είχε καταντήσει λυδία λίθος, όπου εδοκίμασαν οι χωριάτες την πολιτική δύναμη όλων των κομματαρχών.
   Από την ημέρα που άρχισαν, επιτήδεια συνδαυλισμένοι από άεργους της Λάρισας δικηγόρους, τη διαφορά τους με τον μπέη, εκείνος οπλίσθηκε με τα χρήματα και την παντοδύναμη υποστήριξη του προξένου του, και αυτοί με την βαρύτητα των πολιτικών της επαρχίας. Ο μπέης, εμπιστευμένος στα όπλα του, μ' εκείνα υπερασπιζόταν ακόμη κι επίστευε να νικήσει τέλος. Οι Καραγκούνηδες όμως άλλαξαν ένα με τον άλλον όλους τους πολιτευόμενους, δίνοντας υπόσχεση ότι εκείνος που θα ελευθερώσει το χωριό θ' ανακηρυχθεί σωτήρας και θα τον ψηφίζουν όλοι μονόβολο. Αλλά δεν ευρήκαν τίποτε περισσότερο σ' αυτούς, παρά λόγια και υποσχέσεις. Απελπισμένοι τότε και απαιδαγώγητοι στις πολιτικές ελευθερίες, έκαμαν ό,τι και οι ομόφυλοί τους των παλαιών επαρχιών. Άφησαν τις κοινοτικές υποθέσεις στου πεπρωμένου τη διάκριση κι εκοίταξαν τ' ατομικά τους. Καθένας έκαμε πολιτικό του φίλο εκείνον που κι επί τουρκοκρατίας ήξευρε πως είχεν δύναμιν αναγνωρισμένη. Το αρχοντικόν όνομα τούς εθάμπωσε και το επεριτριγύρισαν όλοι, πρόθυμοι να το υπερασπισθούν και να θυσιασθούν ακόμη προς χάριν του. Επειδή όμως κάτι έπρεπε να έχουν για να δικαιολογούν την ασυμφωνία τους στις κοινοτικές υποθέσεις, εξακολουθούσαν ακόμη να προβάλλουν τ' όνομα του μπέη στις κομματικές φιλονικίες τους. Βέβαιοι πως κανείς πολιτευόμενος δεν ήταν ικανός ν' αλλάξει την τύχη τους, εδείχνονταν πρόθυμοι να θυσιασθούν αυτοί χάριν της κοινότητος. Κουτοπόνηροι ήθελαν μόνον να πεισμώνουν και να εξευτελίζουν τον αντίπαλον εμπρός στους συντοπίτες τους με της μικροπολιτικής τα καμώματα πάντοτε στον νου. Τον ίδιο σκοπό είχε τώρα και ο Καραγκούνης. Αλλ' ο Μπιρμπίλης, που δεν ήταν κατώτερός του στα εκλογικά τερτίπια, είπεν αμέσως με ειρωνεία:
   "Όχι, ας το κάμει η δικός σου η γιατρός και να 'ρθουμε 'μεις μονόβολιο".
   "Ο δικός μου το κάνει", εφώναξε έξω φρενών ο πάρεδρος.
   "Δεν το κάνει!" επέμεινεν ο Μπιρμπίλης.
   "Το κάνει!..."
   "Δεν το κάνει!..."
   Και ορθοί τώρα επλησίαζαν ένας τον άλλον με μάτια φωτεινά, με όψιν αγριεμένη, έτοιμοι να πιαστούν μαλλιά με μαλλιά. Κατά τύχην, εκείνη την ώρα εκατέβαινεν από το κονάκι ο Ντεμίς αγάς, ο επιστάτης του χωριού, με το ψηλό κατακόκκινο φέσι του.
   Αφ' ότου οι χωριάτες άρχισαν ν' αγριεύουν και να διαφιλονικούν τα κυριαρχικά του μπέη δικαιώματα, ο Ντεμίς αγάς δεν εκατοικούσε πλέον στο χωριό. Τον περισσότερον καιρό έμενε στη Λάρισα, όπου εφρόντιζε για την υπόθεση του κυρίου του. Αν καμμιά φορά επιθυμούσε την εξοχική ζωή, έβγαινε σε άλλα γειτονικά χωριά, όπου οι χωριάτες έμεναν πιστοί και πρόθυμοι υποταχτικοί του. Σπανίως όμως, για να δοκιμάζει τις διαθέσεις των Νυχτερεμιωτών και να επιβλέπει τις αποθήκες και το κονάκι, όπου είχεν αποθηκέψει πολύ αραποσίτι του περασμένου χρόνου, έφθανεν έως το Νυχτερέμι, πάντοτε με συνοδεία. Τις επισκέψεις του αυτές δεν τις έβλεπαν ήσυχοι οι Νυχτερεμιώτες. Όταν εφανερωνόταν εμπρός τους, ασυνειδήτως, σαν να εκινούνταν από κανένα εσωτερικόν ελατήριον, εσηκώνονταν και του έκαναν τον ταπεινό χαιρετισμό. Αλλ' όταν έλειπεν από τα μάτια τους, ευθύς εθύμωναν συναμεταξύ τους, για τον πρόστυχον αυτόν φόρον της δουλείας τους.
   Ορκίζονταν, όταν άλλη φορά ξαναφανεί, κανείς να μη τον προσκυνήσει, ούτε να του προσηκωθεί. Τι τάχα ήταν αυτός; Και τι τον είχαν εκείνοι; Δεν ήσαν πλέον δούλοι του και αυτός δεν ήταν αφέντης! Αλλά μόλις ο Ντεμίς αγάς επρόβαλλε στα σύνορα του χωριού, πάλιν η κρυμμένη μέσα τους από αιώνας δουλωσύνη έκανε να λησμονούν τους όρκους και την ανεξαρτησία τους. Το ίδιο συνέβη και τώρα.
   Ο αγάς, παχύς, κοιλαράς, με την ανατολίτικην αδράνεια ζωγραφισμένη στο πλαδαρόν και ροδοκόκκινο πρόσωπο, τη νυσταγμένη κι αναλλοίωτη έκφραση στο βλέμμα, με την ασήκωτη αγερωχία, που εχάρισε στη φυλή του αιώνων όλων δεσποτική ανατροφή, εκατέβηκεν αργοκίνητος την σκάλα του κονακιού κι ετοιμάσθηκε να καβαλλικέψει σελοχαλινωμένο και υπερήφανο άλογο, που εφρύμαζε στην αυλή. Ολόγυρά του τρεις φουστανελλοφόροι Αρβανίτες, ντυμένοι στ' άρματα και τα τσαπράζια, στο δεξί χέρι κρατώντας βούνευρο λυγιστό, εκοίταζαν στο γιαπί με μάτια θυμωμένα.
   Και οι χωριάτες άρχισαν αθέλητα να αισθάνονται τον προπατορικό τρόμο μέσα τους ανυπόταχτον. Η ελάχιστη εκείνη συνοδεία εφαινόταν στα μάτια τους συνοδεία κάποιου μεγάλου και φοβερού πασά των περασμένων χρόνων, από εκείνους που ετρόμαξαν τους πάππους και προπάππους των και άφησαν φριχτή παράδοση στη γενεά τους. Και από την επίδραση της παραδόσεως αυτής και από τα φοβισμένα σπέρματα των προγόνων, που έφερναν απαράλλαχτα στο αίμα τους οι Καραγκούνηδες, άρχισαν να αισθάνονται τον αέρα περίγυρα γεμάτον από φρίκη και απειλή. Φόνοι και δαρμοί και βάσανα και πυρκαϊές, όλα τα κακά, όσα υπόφεραν από τους Τούρκους δεσπότας οι πρόγονοί τους, εζωγραφίζονταν τώρα εμπρός στα μάτια τους, εβούιζαν τα παράπονα και οι στεναγμοί στ' αυτιά τους και τους έσπρωχναν, νεκρούς από τον φόβον, στο δουλικό και απαραίτητο προσκύνημα. Οι δυο πολιτικοί αντίπαλοι έπαψαν τις φιλονικίες.
   Οι χωριάτες εσηκώθηκαν ολόρθοι. Ο Παπαρρίζος έκρυψε βιαστικά το γράμμα του δικηγόρου στον κόρφο του. Ο Μαγουλάς εβγήκε δύο βήματα έξω από την πόρτα και με θλιμμένον και ταπεινόν ήθος, άρχισαν μονόγνωμοι τον τεμενά. Και όταν ο Ντεμίς αγάς τριποδίζοντας το άλογο επέρασεν από κοντά τους κι εχάθηκε μακράν μέσα σε σύγνεφο σκόνης με τη συνοδεία του, μελαγχολικοί και αμίλητοι εκάθισαν πάλι στο γιαπί και για πολύν ώρα, άφωνοι, δεν ετολμούσαν ένας ν' αντικρύσει τον άλλον.
   Κάτω στο λασπωμένο μεσοχώρι μισόγυμνα, ξυπόλητα και ξεσκούφωτα εκυλιόνταν κι έπαιζαν τα παιδιά, ανάκατα με τις κότες και τους χοίρους και τ' άλλα χτήνη του χωριού. Στ' άλλα χαμόσπιτα εμπαινόβγαιναν οι γυναίκες με τον κεφαλόδεσμο -το βαρύ τους γκαμπράνι- τυλιγμένον, με την φτωχικήν αλατζένια φορεσιά και τη μάλλινη φουστανοποδιά τους, ξυπόλητες, ξεβραχιονισμένες και ξετραχηλισμένες, με το στήθος βαρυφορτωμένο από χρωματιστές χάντρες και αργυρά νομίσματα -σωστές νοικοκυρές και δουλεύτρες του χωραφιού και του σπιτιού.
   Η μία εχείλιζεν εδώ το γιαπί της, χωμένη έως το γόνα στη λάσπη. Άλλη έκαιγε τον φούρνο της, τρίτη εφάσκιωνε το κλαψάρικο παιδί της. Παρέκει μια έμπηγε στύλους χοντρούς ετοιμάζοντας ισκιάδα για το καλοκαίρι. Παρεμπρός άλλη εμπάλωνε τα ρούχα του αντρός της κι εμουρμούριζε παραπονιάρικο τραγούδι -τραγούδι ντόπιο, στον κάμπον εκεί γεννημένο, φτωχό και άχαρο σαν τη φωνή της και σαν την ίδια βάναυσο. Άλλη παράμερα, ομορφονιά, του Παπαρρίζου η κόρη, έβγαζεν από τον σταύλον κι εξύστριζε, δένοντάς τα στον στύλο, δύο άλογα, δύο ψαρήδες κοντούς και σαράβαλους, και άλλη δίπλα στο πηγάδι, του Μαγουλά η γυναίκα, ολοστρόγγυλη από την ετοιμόγεννη κοιλιά της, γονατισμένη έτριβε με λάσπη το κούπωμα ενός λεβετιού κι έκανε διαβολικό θόρυβο.
   Ο θόρυβος αυτός δεν επείραζεν ούτε τους χωριάτες που εμιλούσαν στο γιαπί, ούτε τις χωριάτισσες που έκαναν τη δουλειά τους. Τα νεύρα τους, μέσα στην αδιάφορη φύση αναθρεμμένα, σιδερένια είχαν καταντήσει και δυσκολοπρόσβλητα στις εξωτερικές επιρροές. Επείραζεν, όμως, πολύ τα νεύρα του τελωνοφύλακα, που επερπατούσε μόνος του εκεί κοντά, κάτω από τον μακρύν ίσκιο του κονακιού. Και όσον ο θόρυβος εμεγάλωνεν, τόσο και το βήμα του τελωνοφύλακα εγινόταν ανοιχτότερο και το πρόσωπό του εσκυθρώπιαζε, δείχνοντας τις μαύρες σκέψεις που εκλωθογύριζαν μέσα στον νου του.
   "Στο διάβολο η ζωή και τα καλά της, σου λέγει!... Ποιος, ο Πέτρος Βαλαχάς, ο καλύτερος τραγουδιστής του Μεσολογγιού, ο ξακουσμένος αντίπαλος του Μπαταριά, να κάθεται πού, στο Νυχτερέμι να συντυχαίνει πάντοτε με Καραγκούνηδες, που δεν έχουν άλλο θεό από τον μπέη και άλλον κόσμο δεν γνωρίζουν από τα ζώα και τα σπαρτά τους!"
   Ο Πέτρος Βαλαχάς επίστευε πως ήταν από μεγάλην οικογένεια του Μεσολογγιού και δεν είχεν άδικο. Ο πατέρας του ήταν καραβοκύρης και ο πάππος του πασαριέρης. Ο πάππος, πολεμώντας με την πάσαρά του κατά το Βασιλάδι εναντίον των αγρίων επιθέσεων του Κιουταχή, έχασε και τα δύο χέρια του κι εξεψύχησε από ακράτητη αιμορραγία μέσα στο προιάρι, ενώ τον έφερναν στην πολιορκημένη πόλη. Ο πατέρας του, καραβοκύρης στο γιβάρι του Καλαμωτού, εκατάντησε μισοπαράλυτος από το μεθύσι κι επνίγηκε τέλος μέσα στον βάλτο της λίμνης μια νύχτα του Μαρτιού, ενώ επήγαινε να επιθεωρήσει τις πήρες και τους βαρδιάνους του.
   Ο Πέτρος Βαλαχάς από μικρός έδειχνεν ανυπόταχτο χαρακτήρα. Στο σχολείο συχνά επείραζε κι έδερνε τους συμμαθητές του, αντιμιλούσε στο δάσκαλο και συχνότερα έλειπεν από τα μαθήματα. Οι στενοί συγγενείς του ηθέλησαν να τον περιορίσουν, να τον συμβουλέψουν και να τον φοβερίσουν. Ήταν το μόνο σερνικό παιδί μέσα στην οικογένεια και ήταν ελπίδα στο μέλλον να γίνει ο προστάτης των θηλυκών αδερφών του.
   Αλλ' ο Πέτρος ούτε από συμβουλή ούτε από φοβερισμούς έπαιρνε. Μία ημέρα έσχισε τα βιβλία του, επήδησε στο πατρικό προιάρι κι επέρασε στο γιβάρι του Καλαμωτού να γίνει ψαράς.
   Αληθινά, στην αρχή έδειξε μεγάλη προθυμία και δεξιοσύνη στην ψαρική. Στο καμάκι κανένας δεν του έβγαινε. Στο πλέξιμο της καλαμωτής ήταν πάντοτε πρώτος. Στο αλάτισμα των σπάρων και το κυνήγι της μπάφας εκατάντησε μοναδικός. Οι συγγενείς, που είχαν απελπισθεί, όταν τον είδαν ν' αφήνει το σχολείο, εθάρρεψαν τώρα. Η μάνα του εσταυροκοπούνταν έκπληχτη για την προκοπή του γιου της κι εδόξαζε τον Θεό που της έστειλε προστάτη των ορφανών της. Αλλ' έπειτ' από δύο χρόνια άρχισε να δείχνει σημεία βαριεστισμού και στην ψαρική. Την εύρισκε τέχνη χαμάλικη και περιορισμένη. Καλύτερα ήθελε να πάει στην αλυκή να βγάζει αλάτι. Το αλάτι δεν θέλει και πολύν κόπο. Γρήγορα παράτησε το γιβάρι και πήγεν εργάτης στην Αλυκή του Αντελικού.
   Κι εκεί όμως δεν έμεινε ευχαριστημένος ο Βαλαχάς. Το κεφάλι του, που ήταν ογκώδες και δυσανάλογο με το μικρό σώμα του, έκλειε μυαλό ανήσυχο και ονειροπόλο. Η δουλειά, η χοντρή και βάναυση σωματική εργασία τον εκούραζε και τον κατεβάρυνε. Τα βράδια εγύριζε στο σπίτι του με μάτια μισοσβησμένα κι ακίνητα, με πρόσωπον ασπροπράσινον σαν το χώμα. Ήταν οξύθυμος στη μάνα και τις αδερφές του και σ' όλα εύρισκεν αφορμή να καταριέται με την τραυλή φωνή του την τέχνη και προπάντων την τύχη του. Πού ακούσθηκεν, αδερφέ! Πού ακούσθηκεν!
   Αυτός, που ο πάππος του εθυσιάσθηκε για την ελευθερία της πατρίδας· αυτός, που ο πατέρας του εδιεύθυνε πενήντα κι εκατόν εργάτες στο γιβάρι, να δουλεύει τώρα εργάτης απλός και να κάθεται να φτιάνει αλάτι! Ήθελεν έρωτες, κρασί και τραγούδι. Άφησε τέλος και την αλυκή κι ερίχθηκε σύψυχα στις διασκεδάσεις.
   Η ράθυμη όμως αυτή διάθεσις του Μεσολογγίτη δεν έμεινε για πολύν καιρόν απροστάτευτη. Ισχυρός κομματάρχης του τόπου, ο Καρώνης, τον επήρε πρόθυμος στην προστασία του και ηθέλησε να τον διορίσει τελωνοφύλακα. Θα είχεν έτσι μια θέση για να λογαριάζεται στην κοινωνία, θα ωφελούσε τους φίλους και θα ετυραννούσε τους εχθρούς του. Ο Βαλαχάς δεν εφάνηκε ούτε σ' αυτό πρόθυμος -δουλειά πολλή και ψωμί λίγο. Πώς να ζήσει με τον ξερό μισθό του τελωνοφύλακα; Αιτία ήθελε να μη δεχθεί τη θέση. Αλλ' ο κομματάρχης ανυπόμονος να του κάμει ένα καλό, αναποδογύρισεν αμέσως τον συλλογισμό του: Λίγη δουλειά και ψωμί πολύ. Θα έχει μισθό, θα έχει και τυχερά. Και για να τον πείσει περισσότερο, του έφερε παράδειγμα τόσους και τόσους τελωνοφυλάκους, που με τον ίδιο μισθό κατόρθωσαν να χτίσουν σπίτια - παλάτια, να φυτέψουν αμπελοχώραφα, γιδοπρόβατα να συνάξουν και να γίνουν μεγάλοι και τρανοί. Πώς αλλιώς τα έκαμαν όλ' αυτά παρά με τα τυχερά τους!
   Επείσθηκε, τέλος, ο Βαλαχάς κι εδιορίσθηκε πρώτα στο υποτελωνείο της Γλαρέντσας. Έτσι έκανε χίλιες καλές δουλειές. Ο Γιάννης Ταμπούρος τού έστελνε λαθραίο αλάτι και το εμοίραζε σε όλον τον Κάμπον. Ο Μήτρος Πατσούρας έριχνε με τη γολέτα του κάθε νύχτα δέκα - είκοσι δέματα καπνού σε όλην την αντικρινήν ακρογιαλιά, από τον Άγιο Θανάση έως την Καυκαλίδα, κι εσύναζαν παρά με ουρά. Αυτός είχε την ευκολία του, όταν του έκανεν όρεξη, χωρίς άδεια να περνά στο Μεσολόγγι, να βλέπει τους συγγενείς του, να σμίγει με τις φιλενάδες του, να λέγει από ένα Γιαννιώτικο με τον Μπαταριά στο βελούχι της Τουρλίδας και να καμακίζει από καμμιά μαρίδα με το προιάρι στη λίμνη. Και όταν έφθανεν η ώρα που ο μεγαλόδωρος κομματάρχης έκραζεν από περάτων έως περάτων τους πιστούς να φανερώσουν στην κάλπη την αφοσίωσή τους, ο Βαλαχάς εσύναζε τους πατριώτες, που ήταν διορισμένοι σε διάφορες θέσεις περίγυρα, και τους επήγαινε στο Μεσολόγγι, πρόθυμους και την ψυχή να θυσιάσουν.
   Ήρθεν όμως εποχή που όσα κι αν έκαμαν οι ψηφοφόροι, όσα τερτίπια εκλογικά κι αν εμεταχειρίστηκαν, όσες υποσχέσεις ρουσφετιών κι αν έδωκαν, ο αγαθός κομματάρχης εκαταμαυρίστηκεν. Αλί κι αλίμονο τώρα στ' ασκέρι!... Μέσα στην τόση γαλήνη, την ξένοιαστην απόλαυση των αγαθών του ψήφου, άγριος εφύσηξε τρελοβοριάς έξαφνα και εσυνεπήρε στα μανιωμένα φτερά του όλους τους πιστούς. Η κυματούσα θάλασσα έβραζε κάθε ημέρα κι έσπρωχνε στην ήμερην ακρογιαλιά του Μεσολογγιού, από το Κρυονέρι έως το Βσιλάδι, θλιβερά ναυάγια! Ο Βαλαχάς μόλις εκατόρθωσε να σωθεί μέσα σ' αυτή την κοσμοχαλασιά. Αλλά το κύμα ήρθεν άγριο και τον έριξε μακράν, σε μιαν ερημικήν άκρη του Θερμαϊκού, στο Τσάγιεζι, τον τελευταίον τελωνειακό σταθμό του Βασιλείου.
   Αυτή η σωτηρία ήταν για τον Βαλαχά ίση με πάψη. Αντίο Γλαρέντσα!... Πάνε γιαμιάς και λαθρεμπόρια κι οι ερωταριές! Πάνε και τα Γιαννιώτικα και οι λαχταριστές μαρίδες και το αδιάκοπο λιάσιμο!...
   Υπηρεσία τώρα· πάντα υπηρεσία! Όλη τη νύχτα στο καρτέρι, στους βράχους της Καρίτσας και τις εκβολές του Πηνειού, με το χιόνι και τη βροχή και το τρισκότειδο, να κυνηγά λαθρεμπόρους! Όλη την ημέρα μέσα στο σκοτεινό παρακέλι του τελωνείου να γράφει διασαφήσεις και τριπλότυπα! Ο ψήφος δεν έχει πέραση, ο Καρώνης δεν απλώνει πλέον την προστατευτικήν αιγίδα του να σώσει από τον νευροκαταλύτη κάματο τους πιστούς του τεμπελχανάδες. Και ο τελώνης, σκυλί ανήμερον αυτός, θέλει ανήμερα σκυλιά και τους άλλους υπαλλήλους στην υπηρεσία τους.
   Άμα είδε πως ο Βαλαχάς δεν ήταν μαθημένος για δουλειά, δεν εσεβάσθηκεν ο ερίφης τα τρυφερά του νιάτα παρά ένα πρόστιμον, άλλο πρόστιμον, και τέλος τον εξόρισε στο Νυχτερέμι, τον αρρωστότοπον, όπου πυρετός - αχόρταγη λάμια βυζαίνει το αίμα του ανθρώπου έως το κόκκαλο. Όπου δεν βρίσκει ψωμί να φάγει κανείς και οι γυναίκες συχνοτρίβουν τα λεβέτια τους και ξεσχίζουν τα νεύρα. Στο διάβολο η ζωή και τα καλά της, σου λέγει!
   Ο τελωνοφύλακας έβραζεν από τον θυμό του. Όλα του έφταιαν γύρω και οι λάσπες και τα σπαρτά και τα ζώα· τα πετεινά και η φύσις ακόμη. Όλα τα έβριζεν και τα εμισούσεν. Όλα στα μάτια του εφαίνονταν απελπιστικά, μαύρα, πως εβάδιζαν σε άφευκτην καταστροφήν, από το μέλλον της Ελλάδας έως τις πυκνοντυμένες και υπερήφανες κορφές του Ολύμπου, που εψήλωναν δίπλα του, έως τα νερά του Πηνειού, που εκυλούσαν πλατιά και κρυσταλλένια μέσα στις χλωροπράσινες εκβολές κι έσμιγαν με τα νερά της θάλασσας αδερφικά.
   Με τα ίδια μάτια -τα μάτια της βαργομισμένης του ψυχής- έβλεπεν ο τελωνοφύλακας και τους χωριάτες. Παλιανθρωπιά του διαβόλου! Αληθινά ζωντόβολα, τρισχειρότερα κι από τα γελάδια κι από τα γομάρια τους!... Εσύγκρινε την άδολη και αρχοντική φιλοξενία του τόπου του, τον γελαστό και ανοιχτόκαρδον χαραχτήρα των συμπατριωτών του· την μεγαλομανία τους, με τον αφιλόξενο, τον μελαγχολικόν και ταπεινόν και φοβισμένον πάντοτε χαραχτήρα των Καραγκούνηδων και τον έπιανεν απελπισία και σιχασιά.
   Ο Πέτρος Βαλαχάς έτρεφε πάντοτε μεγάλην ιδέα για την αρχοντική καταγωγή του και παντού εύρισκε κάποια σωματική είτε ψυχική διαφορά να τον χωρίζει από τους άλλους ανθρώπους. Αλλ' αφ' ότου έφθασε στη Θεσσαλία, ηύρε τη διαφορά πολύ μεγαλύτερη. Η χτηνώδης κατάστασις των Καραγκούνηδων, η φυσική αγριάδα του τόπου, η μοναξιά και η μονότονη ζωή, λίγο κατ' ολίγον άξηναν κι επλάτυναν το χάσμα μεταξύ αυτού και των άλλων ανθρώπων, ώστ' επίστευε πως, αν θελήσει να πλησιάσει τους χωριάτες, τίποτ' άλλο δεν θα κάμει παρά να κρεμνισθεί μέσα και να χαθεί σύψυχος. Έμεινε λοιπόν σ' επιφυλαχτική στάσιν απέναντί τους και απ' αυτό η μελαγχολία και το στρίψιμο της ψυχής του έγινε μεγαλύτερο. Δεν είχε πλέον άλλην απόλαυση παρά να φαντάζεται την οικογενειακή του αρχοντιά. Το πνεύμα του δεν εύρισκεν άλλη τροφή παρά να μετράει τα πλούτη και τις τιμές και τις διασκεδάσεις που θα έκανε μακάριος, αν αυτή η τύχη, αφιλότιμη τόσο, δεν τον εκατάτρεχε...
   Και όσον εφανταζόταν αυτά, τόσον εύρισκε ανάξιους και τιποτένιους τους χωριάτες, τόσον ανυπόφορη τη ζωή και τόσον αποτρόπαιη την συντροφιά τους. Ακέριος μήνας είχε περάσει, αφ' ότου έφθασεν εκεί, και όμως δεν εγνώριζε κανένα. Εκτός του Μαγουλά, που τον είχεν ανάγκη για το φαγητό, κανέναν άλλον δεν εχαιρετούσε μέσα στο χωριό.
   Νυχτοήμερα τίποτα δεν είχε στον νου του, παρά πώς με την περιφρόνηση να ταπεινώσει τους χωριάτες και να δείξει την καταγωγή του. Ο Βαλαχάς, όταν έφυγεν από το Μεσολόγγι, επήρε μαζί του δύο - τρία κολλαρισμένα πουκάμισα, ένα ζευγάρι χρυσοκέντητες παντόφλες -δώρον της ερωταριάς- ένα χρυσόν ωρολόγι με χοντρή αλυσίδα και μιαν άλλη αλυσίδα μακριάν, από εκείνες που πλέκουν στις φυλακές, για το κλειδί του μπαούλου του, αποχτήματα όλα του περασμένου καλού καιρού. Στη γιορτή, όταν εγύριζεν από τη νυχτερινή περιπολία του κι έβλεπε συναγμένους τους Καραγκούνηδες, εστολιζόταν καλά, έβαζε τη μαύρη ρούχινη φορεσιά, με το πανταλόνι στενό έως το γόνα και από εκεί έως κάτω πλατύ τόσο, που να παίρνει όλο το παπούτσι μέσα και με το σακάκι κοντό, λίγο κάτω από τη μέση, με τους γιακάδες και τα πέτα πλατιά -εζωνόταν το κόκκινο ζωνάρι, έκλωθε τα κατσαρά μαλλιά μ' επιμονή και φροντίδα ζηλευτή· εκάθιζεν ελαφρά επάνω το τελωνειακό πηλίκιο με το αργυρό σιρίτι ολόγυρα και το στέμμα εμπρός, έστριβε το μαύρο του μουστάκι, εκρεμούσεν ολοφάνερη την αλυσίδα στο στήθος, εφορούσε τις χρυσοκέντητες παντόφλες κι εκατέβαινε στην αυλή. Αν ετύχαινεν ο Μαγουλάς εμπρός στην πόρτα, του έστελνε χαιρετισμό με το χέρι, σοβαρά γελώντας. Αν όχι, έκανε πως δεν έβλεπε τους άλλους και άρχιζε το περπάτημά του επάνω - κάτω. Έπαιζε στο δεξί χέρι την αργυρή αλυσίδα κι εσυχνόβλεπε την ώρα, σοβαρός πάντοτε κι αμίλητος. Κι έτσι κάνοντας επίστευε πως εκλωτσοπατούσε κάτω από τα πόδια του τους δυστυχισμένους χωριάτες όλους.
   Τα ίδια και απαράλλαχτα έκαμε και σήμερα, μόλις είδε τους Καραγκούνηδες συναγμένους στο γιαπί να διαβάζουν του δικηγόρου το γράμμα. Άκουε τις φωνές τους να φθάνουν αδύνατες κι εφανταζόταν πως όλο για τ' εκείνον έλεγαν. Και όσο εφανταζόταν αυτά, τόσον εφούσκωνε μην έχοντας πού να βάλει την αρχοντιά του. Με αργό, υπερήφανο βάδισμα, επερπατούσεν επάνω - κάτω, προσέχοντας να μη λερωθούν οι χρυσοκέντητες παντόφλες, κρατώντας ορθάνοιχτα τ' αυτιά στην κουβέντα τους, τα μάτια ψηλά στηλώνοντας επάνω από τις μουχλιασμένες σκεπές των σπιτιών, που επίστευε πως εχαμήλωναν περισσότερο και εσυμμαζώνονταν δειλές κάτω από το φοβερό βλέμμα του, έως τις ασπρουδερές ιτιές περίγυρα και τα ψηλά βουνά και τα ξάστερα ουρανοθέμελα, πάντα ψηλά σαν άνθρωπος που δεν καταδέχεται να ιδεί εμπρός στα πόδια του.
   Kάποτε όμως τον έπιανεν ο πειρασμός να βεβαιωθεί, αν και οι χωριάτες τον επρόσεχαν και να καταλάβει την τρομερήν εντύπωση που τους έκανεν. Εχαμήλωνε τότε ως το γιαπί τα μάτια του. Αλλ' αμέσως, μόλις εσυναντούσε τα βλέμματά τους, αδιάφορα, οπλισμένα πάντοτε με τη λαθροκρυμμένη παιζογελάστρα πονηρία τους, φτερό πάλι στα μάτια του ο Βαλαχάς. Και όχι μόνον στα μάτια, αλλά ολόκορμος σχεδόν ετιναζόταν και το κεφάλι του έγερνε πίσω, σαν το περήφανο άλογο, που τετραποδίζει στον κάμπο.
   "Άλλη παλιανθρωπιά!" είπεν έξαφνα με τραυλή φωνή κι έκφραση μεγάλης αηδίας βλέποντας στο πηγάδι.
   Κάτω από την ψηλή παιγνιδιάρικη λεύκα, που ίσκιωνε το πηγάδι, είχε σταματήσει ένας ζητιάνος με το γαϊδουράκι του. Επάνω στο γαϊδουράκι εφαινόταν δεμένο με τριχιές ένα παιδί ή καλύτερα ένα κουβάρι ανθρώπινο, τυλιγμένο μέσα σε βρωμερά κουρέλια. Ο ζητιάνος απίθωσε με προφύλαξη μεγάλη καταγής το χοντρό μπαστούνι του, έλυσε τις τριχιές από το σαμάρι και σηκώνοντας απίθωσε στη ρίζα της λεύκας τον άρρωστο σύντροφό του. Έπειτα χωρίς να χάνει καιρό, επήρε πάλι το μπαστούνι, επλησίασε την γυναίκα και άρχισε να λέγει με φωνή κλαψιάρικη, δείχνοντας και τον σύντροφό του:
   "Θεός σχωρέσ' τη μάνα σου και τον πατέρα και τ' αδερφάκια σου! Κάμε, κυρά, ένα καλό για την ψυχή των αποθαμένω σου! Λυπήσου με το σακάτη!"
   Ήταν μικρό κι ελάχιστο γεροντάκι, κακοτράχαλο, ξερακιανό, με στήθος χωνεμένο, ράχη σκευρωμένη, κνήμες χοντρές, αλλ' αδύνατες κι ολότρεμες. Εφορούσεν ένα κοντοκάποτο κανελί και ξεφτισμένο επάνω από το μαύρο και μυριομπαλωμένο πουκάμισό του, που άνοιγε έως την κοιλιά κι έδειχνε πλατύ ηλιοψημένο στήθος. Από τη μέση του έπεφταν κουρέλια λιγδερά, έως τα μισά μηριά του πουκαμίσου τα λείψανα· έπειτ' άρχιζε το σώβρακο κίτρινο, σαν καπνισμένο και με σχισμάδες εδώ κι εκεί, όπου εφαίνονταν στο περπάτημα μελαχρινά κι ολότρεμα τα κρέατά του έως το γόνα. Από το γόνα έως κάτω αγραφιώτικη σκάλτσα, κοντοκομμένη, έπαιρνε μέσα τις κνήμες κι εχώνευε στα χιαστά δεσίματα υγρού γουρνοτσάρουχου.
   Αλλ' ό,τι έδειχνε τέλεια τον ζητιάνο, δεν ήταν η φορεσιά, ούτε το μπαστούνι, ούτε τα σακκούλια, που διπλά και τρίδιπλα εκρέμονταν από τους ώμους του. Ήταν το μικρότατο κεφάλι του. Επάνω σε λιγνόν και μαύρον τράχηλον, όπου επρόβαλλαν από το δέρμα ένας - ένας χωρισμένοι και στρογγυλοί σαν σχοινιά οι τραχηλικοί μύες, εκαθόταν το κεφάλι γοργοκίνητο, μικρό, με παράδοξο σχήμα κι έκφρασιν αφύσικη.
   Θα έλεγε κανείς πως όταν εγεννήθηκεν, απαλό ακόμη και αστάλωτο βρέφος, το έπιασεν η μαμή κάτω από το πηγούνι κι απάνω από την κορφή και το εζούλισε τόσον, ώστε να συμμαζώξει επίτηδες όλα του προσώπου τα χαρακτηριστικά. Μάτια και στόμα και μύτη, χείλη και μουστάκια και φρύδια, από το πηγούνι έως το μέτωπο και από μηλομάγουλο σε μηλομάγουλο εχώνευαν όλα μέσα στη μελαχρινάδα του προσώπου και τις ψαρές αγριότριχες των γενειών. Κι επάνω το μέτωπο, ζουλισμένο προς τα πίσω ερχόταν κι έκανε στην κορφή ράχη απότομη κι έπεφτεν έπειτα στο ινίο πεταχτό και φουσκωτό σαν παραγεμισμένο από παρεγκεφαλίδα. Και όμως στο άμορφον αυτό συμμάζεμα, οι προσωπικοί μύες, υπεράνθρωπα γυμνασμένοι, εσπαρτάριζαν ανήσυχοι και τα μάτια, τα μικρά και καστανά, έριχναν σπίθες εδώ κι εκεί περίγυρα, σαν αγριμιού που έξαφνα ευρέθηκε σε κόσμο μέσα και τίποτε δεν συλλογίζεται παρά πώς να εύρει τρόπο να ξεφύγει.
   Ο Τζιριτόκωστας όμως δεν εζητούσε πώς να ξεφύγει. Χαμηλοθώρης, ταπεινός, συμμαζωμένος μέσα στα κουρέλια του, με το μπαστούνι εμπρός πλαγιαστό κι επάνω αυτός ακουμπισμένος, έδειχνε μεγάλην αδυναμία, κουρασμένος όπως ήταν φοβερά από τον δρόμο, θεονήστικος από την ανέχεια κι εζητούσε με φωνή μισοσβησμένη την ελεημοσύνη της χωριάτισσας. Αλλ' εκείνη, χαυδοσκελωμένη επάνω στο σκέπασμα του λεβετιού, έτριβέ το με τη λάσπη δυνατά αντιπατώντας γερά στις πλάκες, περιγράφοντας με τον ολοστρόγγυλο πισινό της μισάλωνο και ούτ' έδινεν ακρόαση. Όταν όμως έκαμε να δευτερώσει το ζήτημά του, η γυναίκα εγύρισε δείχνοντας πρόσωπο καταϊδρωμένο και του είπε με αγκομαχητό επάνω από τον αριστερόν ώμο της:
   "Άιντε, χριστιανέ μου, από 'δω, ξεφορτώσου με! Ηύρες, βλέπεις, τον ψωμότοπο να χορτάσεις και συ! Να, εκεί να πας στον αφέντη που είναι μεγάλος και τρανός όχ' ήρθες σ' εμέ να με κολάσεις σήμερα!"
   Κι έδειξε τον Βαλαχά, που επηγαινορχόταν ακόμη στην αυλή του κονακιού, ολόρθο, κρατώντας το κορμί σαν κυπαρίσσι, παίζοντας στο χέρι την αλυσίδα και σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά, σαν άλογο περήφανο που τετραποδίζει στον κάμπο.
   "Α, καλώς το γείτονα!" εψιθύρισεν ο τελωνοφύλακας, μόλις είδε τον ζητιάνο να πλησιάζει. "Έλα κοντά και θα καλοπεράσεις, καψούλη..."
   Ο Βαλαχάς δεν εχώνευεν εύκολα κάθε είδους άνθρωπο. Αλλά περισσότερο δεν εχώνευε τους ζητιάνους. Το Μεσολόγγι γειτονεύει με την εξακουσμένη ζητιανοφωλιά της Ρούμελης και υποφέρει όχι μόνον από τους επαγγελματίες ζητιάνους, αλλά και από τους άλλους γειτόνους. Καθένας που θα πάγει στην πόλη για δουλειά του· το τσοπανούδι έξαφνα που θα πουλήσει το γάλα του και ο χοντρονοικοκύρης που θα ζητήσει τον δικηγόρο του ή ο άλλος που εκλητεύθηκε μάρτυρας στο δικαστήριον, ώστε να εύρει καιρό να κάμει τη δουλειά του, δεν εννοεί να πάγει στο κρασοπουλειό είτε στον καφενέ να καθίσει. Γυρίζει τα σπίτια και απλώνει χέρι σε κάθε διαβάτη. Ή βγαίνει στον τράφο που θα εύρει χορτάρι το ζω του και ζητά ό,τι τύχει από τους στρατολάτες. Είτε κάθεται μέσ' από τη μεγάλη πύλη του κάστρου που περνούν οι βλάχοι και οι Αμπλιανίτισσες και κάτι μαλλοκουρεύει. Τι έχει τάχα να χάσει; Τα παλιόρουχά του τα φορεί· πηλαλομούτρη τον έκαμεν η φύσις, σαν να τον είχεν αποκλειστικά γεννημένον γι' αυτό το έργον, το χέρι ξέρει να τ' απλώνει μ' αμίμητη ευκολία και δεξιοσύνη. Γιατί να χάνει λοιπόν τον καιρό του; Πέντε - δέκα λεφτά να συνάξει· ένα κομματάκι ψωμί, δυο ελιές, ένα σαπιοκρέμμυδο να ρίξει στον κόρφο του, να κατορθώσει και μόνον, γυρίζοντας στο σπίτι, να φέρει ανέγγιχτο το φαγί που επήρε για τον δρόμο, είναι αρκετή ευτυχία σ' εκείνον. Όχι πως μ' αυτό οικονομεί μεγάλα πράγματα, ικανοποιεί όμως αρκετά τη φυσική του στη ζητιανιά ροπή, που του έχει γίνει ανάγκη απαραίτητη. Ο Βαλαχάς τα ήξευρεν αυτά κι είχεν εναντίον τους την αγανάχτηση που έχουν όλοι οι συντοπίτες του. Τώρα εβημάτιζε με γοργότερα και σφαλερά βήματα και όσον αισθανόταν κοντύτερά του τον ζητιάνο, τόσον άναβεν ο θυμός του. Για μια στιγμή εσκέφθηκε ν' ανεβεί στο δωμάτιό του και ν' αποφύγει έτσι το συναπάντημα. Αλλ' ο εγωισμός δεν τον άφηκε.
   Ημπορούσε να το πάρουν για δειλία αυτά τα ζωντόβολα οι χωριάτες και να γελάσουν μαζί του. Μήπως καταλαβαίνουν τι θα ειπεί ιπποτισμός! Και ο τελωνοφύλακας εξακολούθησε το νευρικό περπάτημά του, ώσπου άκουσεν από πίσω του την κλαψιάρικη φωνή του ζητιάνου να του λέει:
   "Θεός σχωρέσ' τη μάνα σου και τον πατέρα και τ' αδερφάκια σου! Κάμε, αφεντικό,  ένα καλό για την ψυχούλα σου!"
   "Άει στο διάβολο!" ετραύλισεν ο Βαλαχάς, χωρίς να γυρίσει να τον ιδεί.
   "Αφέντη μου πολυχρονεμένε, κάνε ένα καλό για την ψυχούλα σου!" επέμενεν ο ζητιάνος, ακολουθώντας τον τελωνοφύλακα. "Ελεήστε το φτωχό, το βαργιόμοιρο! Πέντε ημερόνυχτα είμαστε νηστικοί. Πολυχρονεμένε μου αφέντη, κάμε έλεος!"
   Το συγκρατητόν αυτό πολυχρόνιο έκαμεν έξω φρενών τον Βαλαχά. Το περπάτημά του από λεφτό σε λεφτό εγινόταν γοργότερο και ανισόρροπο· τα νεύρα του εδονούνταν, όπως τα τηλεγραφικά σύρματα στο ανεμοφύσημα. Μέσα του έβριζεν, εβλαστημούσεν, επατούσε δυνατά και τρανταχτά τη γη, έσφιγγε τα δόντια κι εστριφογύριζε με μανία την αλυσίδα στο χέρι του. Στο γοργόν αυτό στριφογύρισμα μια φορά το κλειδί ήρθε και τον εχτύπησε στο πηγούνι τόσο δυνατά, που επρήσθηκεν. Άλλη μια τον εχτύπησε στο γόνα και το εμούδιασε, άλλη έφαγε στην κλείδωση του χεριού, μια άλλη τον εχτύπησε στο μάτι και λίγο έλειψε να το χάσει. Αλλ' ο τελωνοφύλακας, παραδομένος στον θυμό του, αναίσθητος στους σωματικούς πόνους, εξακολουθούσε το περπάτημά του τρέχοντας σχεδόν. Και ο ζητιάνος από πίσω, ακουμπώντας το αριστερό χέρι στο ραβδί του και στηρίζοντας επάνω τη δεξιά παλάμη ανοιχτή, συμμαζωμένος μέσα στα κουρέλια του, ελάχιστος στην ταπείνωσή του, άθλιος στο ήθος, δεν έπαυε να ψιθυρίζει με τη θλιμμένη του φωνή:
   "Θεός σχωρέσ' τη μάνα σου και τον πατέρα και τ' αδερφάκια σου!"
   "Τι θες, μωρέ ψυχοβγάλτη;" εβρυχήθηκεν έξαφνα ο Βαλαχάς, γυρίζοντας αντιμέτωπος. "Ε, τι θες;"
   Κι έτρεμεν ολόκορμος. Τα μαλλιά του επρόβαλλαν σαν τουλούπα καναβοξύλων κάτω από το τελωνειακό πηλίκιο, το πρόσωπό του ήταν κατακίτρινο, τα μάτια του θολά, η μύτη του, κατεβατή και σουβλερή, φαρμάκι έσταζε, τα χείλη του έτρεμαν κι εφαίνονταν τα γούλια του αναιμικά, κάτασπρα. Τα δάχτυλα των χεριών του εμπρός συμμαζωμένα, απειλητικά, επρόδιναν την αράθυμη ψυχή, που έβραζε μέσα, πρόθυμη να κομματιάσει εκείνον που την εταλάνιζε τόσον.
   Στη φοβερή εκείνη όψη του τελωνοφύλακα κάθε άλλος θα έφευγε γρήγορα να κρυφθεί. Ο ζητιάνος όμως ήταν έτοιμος να δεχθεί τώρα και τις ξυλιές του Βαλαχά με κρύο αίμα, με ασκητικήν υπομονή. Οι ξυλιές είναι ο τελευταίος παροξυσμός καθενός θυμωμένου. Άμα ο τελωνοφύλακας έδινε τις ξυλιές, εξεθύμωνε και θα έκανε το έλεός του.
   Και το έλεός του θα ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερο.
   Ο ζητιάνος από μακρινή σπουδή των ανθρώπων είχεν αποχτήσει και αυτά τα φιλοσοφικά πορίσματα. Έμενεν ήσυχος τώρα και μόνον εμουρμούριζε μονότονα, για να μη χάνει τον σκοπό του:
   "Αφέντη μου πολυχρονεμένε, κάμε το έλεός σου!"
   Αλλ' ο Βαλαχάς στην τόσην επιμονή του ζητιάνου έχασε την υπομονή του. Αυτός να τον σκυλοβρίζει, να τον διώχνει κι εκείνος να εξακολουθεί ακόμη σκοινί - λουρί, θα ειπεί πως το κάνει για να τον κοροϊδέψει. Αλλά κορόιδο δεν έγινε ποτέ ο Βαλαχάς! Κι αισθανόταν μέσα του τα νεύρα να τον ζεματούν, αναμμένο σίδερο αισθανόταν να του καίει τη ραχοκοκαλιά, κάποια θέρμη να κουφοδρομεί στο αίμα του, να γίνεται μαλακή φωτιά και ν' ανεβαίνει, να πλημμυρίζει στο κεφάλι και να περιποτίζει το μυαλό του, σαν νεροποντή ξεροδιψασμένο χωράφι.
   Έβγαλεν έξαφνα μια κραυγή, ψιλή και άγρια, σαν όρνιου θαλασσινού, άρπαξε τον ζητιάνο από τη μέση, τον έριξε καταγής και άρχισε να κλωτσοχορεύει επάνω του σαν δαιμονισμένος.
   "Να, άτιμε! Να! Να!..."

Μυστήρια της ζητιανιάς
   Αν εκίνησε τους χωριάτες σε κανένα αίσθημα το λυπηρόν εκείνο ποδοκύλισμα του τελωνοφύλακα και του ζητιάνου δεν ήταν ούτε η συμπάθεια, ούτε η λύπη, ούτε η αγανάχτησις για τον αδικημένον. Από τέτοια δεν αισθάνονται οι Καραγκούνηδες. Ένα μόνον τους εκυρίεψεν, η απορία. Δεν ημπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο ζητιάνος εκυλιόταν καταγής τόσην ώρα, χωρίς ούτε λόγο να ειπεί, ούτε αντίσταση να κάμει, ούτε σημάδια θυμού να δείξει το πρόσωπό του. Τι διάβολο, έχει και η υπομονή τα όριά της.
   Αλλ' οι χωριάτες δεν ήξευραν καλά τι θα ειπή ζητιάνος. Ήταν αληθινά διπλός από τον τελωνοφύλακα ο Τζιριτόκωστας. Κάτω από τα βρωμερά κουρέλια του εκρύβονταν βραχίονες σιδερένιοι και χαλυβένιοι μύες και πλάτες καλοδεμένες και τράχηλος βοδιού και ταύρου δύναμις. Στην πατρίδα του που τον εγνώριζαν καλά, όλοι τον έτρεμαν. Τα κατορθώματά του ομολογούντ' εκεί, όπως τα κατορθώματα των δρακόντων στα παραμύθια. Μια φορά, σε δημαρχικές εκλογές, για να βοηθήσει τον φίλο του υποψήφιο, μόνος επήγε κι εμπόδισε τους κατοίκους του Άγιου Βλάση, που ήσαν αντίθετοι, να πάνε στην ψηφοφορία. Και το βράδυ στη διαλογή, όταν εκατάλαβε πως θα έχανεν ο φίλος του, μόνος πάλιν επήδησε με το ρεβόλβερ στο χέρι μέσα στην εκκλησία, έδιωξε τη φρουρά και αναποδογύρισε τις κάλπες συγκάσελα.
   Αλλά και στα ταξίδια του δεν είχε κάμει λίγα ο Τζιριτόκωστας. Τρεις έως τώρα είχε στείλει στον Άδη μυστικά, μυστικά. Αληθινά λόγο δεν έλεγεν. Υπόφερε με υπομονή Ιώβειον κάθε τι που του έκαναν. Αλλά μέσα του έγραφε με μαύρα γράμματα εκείνους που του έφταιγαν, και κακότυχοι, αν έπεφταν ποτέ εύκολοι στα χέρια του.
   Ο Κώστας Τζιρίτης και Τζιριτόκωστας, κατά τη συνήθεια που έχουν στη Ρούμελη να σμίγουν το επίθετο με τ' όνομα, ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλη την ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς. Στην εποχή του εσυνήθιζαν εκεί, όταν οι ακμαίοι άντρες έλειπαν στα ταξίδια και οι γυναίκες έξω στις περίγυρα κρεμνόραχες εβολάκιαζαν τα φθισικά αραποσίτια τους, οι εβδομηντάρηδες να συνάζουν τα παιδιά στο χοροστάσι και να τα γυμνάζουν στης ζητιανιάς τα καμώματα. Κάτω από τ' ασπρόμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός, κάτω από τα πρόσωπα εκείνα, που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη πλαστοπροσωπία, εμπρός στις σακατεμένες κορμοστασιές που παράλλαξεν όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέργεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή, αλλά το πείσμα, εγυμναζόταν η νεολαία, η ελπίδα και χαρά του χωριού, να είναι άξια, αν όχι καλύτερη, των πατέρων της. Ο Κουτσοκουλόστραβος χορός ήταν το κυριότερο γύμνασμα εκείνες τις ημέρες. Τα παιδιά, κρατώντας και από ένα μπαστούνι, εγύριζαν χεροπιαστά και επροσποιούνταν από μια σωματική βλάβη. Ένα έκανε τον κουτσό και ανεβοκατέβαζε το κορμί του σε κάθε βήμα, σαν το έμβολο ανάμεσα στα μετάλλινα πλευρά της τρόμπας. Άλλο έκανε τον θεότυφλο κι εβημάτιζε ρίχνοντας εμπρός το μπαστούνι, πασπατεύοντας με την άκρη του τη γη, μήπως τύχει έξαφνα ψήλωμα ή λάκκωμα, κρεμνός ή όχτος, κοτρώνι ή κορμόδεντρο, και πέσει και τσακιστεί ο ταλαίπωρος. Κι έδειχνε ζωγραφιστή στο πρόσωπο την αμφιβολία και τον τρόμο ενός τυφλού.
   Τρίτο έκανε τον παράλυτο· ακουμπούσε στη γη τις δύο παλάμες, εσήκωνε με πηδήματα γοργοπόδαρου λαγού τα νεκρά και αλύγιστα ποδάρια του, σύνωρα ψηλώνοντας τα μάτια καθαρά κι άδολα και χύνοντας στο δροσοπεριχυμένο πρόσωπο θλίψιν ήμερη και ασκητικήν υπομονή στου Θεού το θέλημα, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου! Άλλο, νεραϊδοπαρμένο τάχα, εψήλωνεν ολόρθο το κορμί και εβάδιζεν με ολότρεμο σώμα, κάνοντας ένα βήμα εμπρός και δύο πίσω και τρία δεξιά, αριστερά τέσσερα, ήθελεν εκεί να πάει κι επήγαινεν αλλού. Εδοκίμαζε να γυρίσει δεξιά και αριστερά εγύριζεν, επροσπαθούσε να συμμαζέψει τα σκέλια του και τ' άνοιγε να διπλώσει τα χέρια του και τ' άπλωνε ξύλα - ξερά κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς ξεχαρβαλωμένους. Άλλο έλεγε πως του πήραν οι νεράιδες στη ρεματιά της Κάναλης τη φωνή από φθόνο κι άπλωνε τον λαιμό του κι εσούφρωνε τα χείλη με αγώνα, θέλοντας να λαλήσει, και βγάζοντας ανατριχιαστικόν ούρλιασμα μέσ' από τον στενάχωρον λάρυγγά του.
   Άλλο έκανε τον μονοπόδαρο κι εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό κουρέλι στο αναφύσημα. Κι άλλα δέκα - είκοσι έκαναν άλλες δέκα - είκοσι αρρώστιες σωματικές, πολλές υπαρκτές και πολλές ανύπαρκτες ακόμα στον κόσμο. Ενώ τα παιδιά έτσι εγυμνάζονταν για να πατήσουν τα φιλάνθρωπα αισθήματα των συνόμοιών τους αργότερα, ένας από τους γερόντους, παιγνιδιάρης ξακουσμένος και γλυκόφωνος, ορθοκρατώντας τρίχορδη λύρα στα γόνατα, εφρόντιζε με το τραγούδι να ελαφρώνει τους σημερινούς κόπους και να δείχνει αξιοζήλευτη και τρισευτυχισμένη τη μέλλουσα ζωή τους. Με φωνή παραπονιάρικη, συγκρατητή, μονότονη, με μικρή γοργάδα στην αρχή, μ' ένα ξαφνικό χαμηλοψήλωμα έπειτα, κι έπειτα με χαμήλωμα στρωτόν ολόισιο μακρυλαρίκι, έλεγε τραγούδι ταπεινό, ντόπιον όσο και η λαψάνα της ξερής πλαγιάς και, σαν εκείνη, άνοστο, φτωχικό, ψειριασμένο. Κι εσυνόδευε το τραγούδι του με μονότονο και συγκρατητό και παραπονιάρικο γκρίνιασμα της λύρας του.
   Και με το τραγούδι του έδειχνε στα παιδιά τα περίγυρα ξερά και άχαρα βουνά της πατρίδας τους, τη Γη, τη μητριά και την ολοστέρφευτη.
   Επαρόμοιαζε με κατάρα Θεού και τρισανάθεμα τη γέννησή της, περνώντας πίσω αγγελόφερτος στου Σύμπαντος τη γέννηση, όταν το Παν ήταν Χάος και Μηδέν. Ο Θεός, έλεγεν, ηθέλησε να πλάσει τότε τον Κόσμον. Επήρεν ένα κόσκινο μεγάλο και το εκρέμασε σαν σύγνεφο στην άβυσσο. Έπειτα, παίρνοντας χώμα με το χέρι, έριχνε στο κόσκινο κουνώντας το επάνω - κάτω. Το χώμα, φυσικά, το καλό και το γόνιμο, έπεσε κάτω κι εγέμισε την άβυσσο κι έξαφνα εφάνηκεν η Γη, πολύκαρπη και πανώρια. Έμειναν, τέλος, στο κόσκινο μόνον οι πέτρες και τα χάλαρα.
   Και οργισμένος ο δημιουργός, γιατί δεν εσυλλογίσθηκεν από πριν να μοιράσει κι εκείνα δίκαια, εκλώτσησε το κόσκινο κι εχύθηκαν τ' απομεινάρια όλα μαζί σ' έναν τόπο. Και ονόμασε ο Θεός τον τόπον εκείνον Κράκουρα, που θα ειπεί, καταραμένον σαν την μήτρα της Σάρρας. Αλλ' ο τραγουδιστής δεν έλεγεν αυτά για να δειλιάσει τους ακροατές του. Απεναντίας, σαν εμπνευσμένος ψάλτης του παλιού καιρού, αδράχνοντας από την ταπείνωση το ύψος και από τον φόβο την αντρεία, ερχόταν γιαμιάς γλυκοχρυσόστομος κι ενώ εκαταριόταν τη γη, εμακάριζε τα παιδιά της. Όταν οι διαβόλοι, έλεγε, ηθέλησαν να μοιράσουν τη Γη σε βασίλεια, κανένας απ' αυτούς δεν εδέχθηκε να πάρει στο κράτος του τα Κράκουρα. Τ' άφηκαν αμοίραστα κι εκηρύχθηκαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι. Αλλά τόπος που έχει τέτοιους προστάτες, ευτυχισμένος και παμμακάριστος, επρόσθετεν ο γέροντας. Ο κάτοικός του δεν θα πεινάσει, ούτε θα διψάσει ποτέ στον αιώνα.
   Τα χέρια του δεν θα γνωρίσουν ποτέ το σταβάρι του αλετριού το άγριο και το στειλιάρι της αξίνας, δεν θα μαραθούν τα χρυσά του νιάτα, ξεκολλώντας ριζιμιά λιθάρια, και δεν θ' αυλακωθεί το μέτωπό του από τη σκέψη. Δεν θα λιποψυχήσει μήπως ο λίβας του κάψει τα σπαρτά· μήπως η ξηρασία του μαράνει τα σταφύλια, μήπως η βροχή τού χαλάσει τα μποστάνια. Άλλοι θα τα σκεφθούν και άλλοι θα φυτέψουν το αμπέλι που θα πιει αυτός το κρασί, άλλοι θα σπείρουν και θα θερίσουν το σιτάρι που θα φάγει το ψωμί, άλλοι θα μαζέψουν τις ελιές και άλλοι το λάδι του. Αυτός ένα μόνον θα έχει σκοπό, να γυρίζει τον κόσμο απ' Ανατολή σε Δύση και, με την έμπνευση του παντοδύναμου οδηγού του, ν' απατά τον κουτόκοσμο και να γυρίζει πλουτοφορτωμένος στο σπίτι του.
   Έτσι τους έλεγε κι έτσι τους ορμήνευεν ο γέροντας. Και ο παράδοξος χορός, σε κάθε του τραγουδιού τμήμα, σε κάθε της λύρας του παύλα, ερχόταν κουτσοκουλοστραβοβηματίζοντας κι ετραγουδούσε με φωνή παραπονιάρικη και συγκρατητή και μονότονη:
Θεός σχωρέσ' τη μάνα σου,
δος μου λιγάκι αλεύρι,
να φτιάσω μια κουρκούτη. 
Ενα, δύο, τρία!... 
Θεός σχωρέσ' τον κύρη σου,
δος μου λιγάκι λάδι,
να ρίξω στην κουρκούτη.
Ένα, δύο, τρία!... 
Θεός σχωρέσ' τη βάβα σου,
δος μ' ένα κρεμμύδι,
να ψήσω με το λάδι,
να ρίξω στην κουρκούτη,
για να την φάω το βράδυ.
Ένα, δύο, τρία!...
   Σ' αυτό το μοναδικό σχολείον ο Τζιριτόκωστας γρήγορ' αναδείχθηκε κι εθαυμάσθηκε. Δεκαχρονίτης δεν ήταν ακόμη και άρχισε να πλουτίζει με νέους βηματισμούς αλλόκοτους και αφύσικους τον Κουτσοκουλόστραβο χορό· να προσθέτει στα ζητιάνικα τραγούδια του νέα μέτρα και πρωτάκουστα ζητήματα. Η σεβαστή μορφή των γερόντων, που έκαναν τη δωδεκάδα του χωριού, έφριξεν από απορία και χαρά για το νέον άστρο που ανέτειλε τριλαμπές να φωτίσει την πατρίδα τους. Τα κόκκαλα του Πηλαλομούτρη, του Καλλιγοψίλλη, του Παστρογωνιά, που εβαρυκοιμώνταν στης Παναγιάς τον αυλόγυρον, κουρασμέν' από τα πολλά ταξίδια με την άμετρη δόξα, εσάλεψαν σιγκίβουρα, όταν άκουσαν τον νέο ζητιάνο, που ερχόταν να θαμπώσει τη μνήμη τους. Και τα μπαστούνια, τα κρεμασμένα στους τοίχους των σπιτιών, εταράχθηκαν κι εκείνα με ιερή φρικίαση, αβέβαια ποιο τάχα θα τιμηθεί να συντροφεύει στο πρώτο του ταξίδι τον νέον αρχιθεομπαίχτη.
   Και ο Τζιριτόγιωργας, ο πατέρας του, εσήκωσε με ειλικρίνεια, πρώτην ίσως φορά στη ζωή του, τα χέρια, ευχαριστώντας εγκαρδιακά τον Θεό,  που του έστειλε τέτοιο παιδί να συνεχίσει το στάδιο και να τιμήσει το σπίτι του. Πριν όμως αποφασίσει να βγάλει στο ταξίδι τον γιο του ο καλότυχος πατέρας, τον έκραξε σ' ένα παράμερο δωμάτιο του σπιτιού, τάχα πως θα του μιλήσει μυστικά. Εκεί τον έβαλε να καθίσει κατάχαμα και του είπε να γυρίσει τα μάτια. Και, γυρίζοντας τα μάτια ο μικρός, είδε για πρώτη φορά τόσον ολοφάνερα την παλαιά ρίζα και κατάσταση της οικογενείας του. Δεν ήταν αληθινά βαρυστολισμένο το δωμάτιο. Ένα μόνον τραπέζι σαρακοφαγωμένο, στρωμένο με μάλλινο χρωματιστό τραπεζομάντηλο, ακουμπούσε στον ένα τοίχο μ' ένα κίτρινο σπειρωτό νεροκολόκυθο επάνω. Ξύλινος καναπές απλαδοστρωμένος έπιανε τον άλλον τοίχο.
   Δύο μεγάλες κασέλες από καρυδιά με παράδοξα χοντροσκαλίσματα έπιαναν τον τρίτο· κι εκρέμονταν από την αταβάνωτη σκεπή πέντε - δέκα πλέχτρες ξεροκύδωνα με τα φύλλα τους ακόμη και το χνούδι και δύο κλάρες μπουρνέλες με τη σκόνη καθισμένη, σαν αχνός επάνω στην γαλαζόμαυρη πέτσα τους. Όμως πίσω από τη μαυρισμένη πόρτα και περίγυρα στους τοίχους είδεν ο μικρός να κρέμονται από τα καρφιά, με τάξη και ηλικία βαλμένα, όλων των ειδών και όλων των σχημάτων τα μπαστούνια. Μερικά χυτά, ολόισια επάνω έως κάτω, άλλα γυριστά, άλλα διχαλωτά, μερικά στην άκρη με ρίζα χοντρή, τούτο με κόμπους, εκείνο στραβό, το ένα ξεφλουδισμένο, το άλλο ακόμη με τα δαγκώματα των σκύλων, το άλλο διατηρώντας στη ράχη του τις γραμμές, που έκοβε μετρώντας ποιος ηξεύρει τι της ζωής είτε του επαγγέλματός του αξιοθύμητον ο μακαρίτης αφέντης του, μισοτσακισμένο τούτο, λυγισμένο εκείνο. Όλα ήσαν στη σκόνη περιτυλιγμένα, σαν σε σάβανο του καιρού, και βυθισμένα στη σιωπή και τον ύπνον, όπως τα όπλα πολεμιστού τρισένδοξου, κρεμασμένα εκεί για μνήμη του αθάνατη και αξιομίμητο παράδειγμα της γενεάς του.
   Και αληθινά, για το αξιομίμητο παράδειγμα της γενεάς ήταν τα μπαστούνια εκεί κρεμασμένα και ο Τζιριτόγιωργας για τούτο έφερε το παιδί, να τα ιδεί, πριν έβγει στο ταξίδι, και να πάρει διδάγματα. Καθέν' από εκείνα είχεν επάνω του ιστορίαν ίση και καλύτερη από το δόρυ του Αχιλλέα. Καθένα είχε συντροφέψει τον πατέρα, τον πάππο, τον προπάππο του, σε όλα τα φαρμάκια και τις κακοπάθειες της ζητιανικής ζωής· στη βροχή και το κρύο του χειμώνα, στον ήλιο και το κάμμα του καλοκαιριού. Τον εστήριξε να περάσει ρέματα παγωμένα, τον εβοήθησε να ξεκρεμάσει απ' τα σχοινιά τ' ασπρόρουχα και από τα παραθύρια κουρτίνες και από τους φούρνους κουλούρια, να τινάξει από τα δέντρα πωρικά στις πονηρές ημέρες της πείνας και, δυνατότερο από την εφτατόμαρη ασπίδα του Αίαντα, επροφύλαξε το σώμα του αφέντη του, άτρωτον από κάθε τροχισμένο σκυλόδοντο και κάθε πεινασμένου λύκου αγροχύμισμα. Τυφλόν τον οδήγησε στα μαρμαρένια σκαλοπάτια, κουτσόν τον επέρασε μέσ' από τις αγορές, κουλόν τον εστήριξε, παράλυτον τον εκρεβάτωσε, φοβισμένο τον εφύλαξε, τολμηρόν κάποτε τον όπλισε υπεράνθρωπα. Και χρόνια ολόκληρα είδεν όλες του τις πλαστοπροσωπίες, όλες τις παραλλαγές. Άκουσεν όλα του τα ψέματα, όλα τα συχωρολόγια. Και ποιος ηξεύρει, αν αυτό το μπαστούνι δεν του ήφερε στον νου εκείνο το τεχνικότατο σακάτεμα και στα χείλη εκείνη την εξυπνότατη ευχή.
   Ο Τζιριτόγιωργας εκοίταζεν αφαιρεμένος ένα με τ' άλλο τα κρεμασμένα τρόπαια και σεβασμός άμετρος επλημμύριζε την καρδιά του και τα στήθη του εβάρυναν σαν μυλόπετρα στην προγονικήν εκείνη δόξαν. Σαν πουλάρι ασέλωτο, που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχεν ο νους του γεροζήτουλα στα περασμένα κι έβλεπεν ένα με τον άλλον τους προγόνους αφανισμένους από την κακοπάθεια και αγνώριστους από την ψευτιά. Πόσα υπόφεραν οι δύστυχοι, για να φέρουν εκεί που έφεραν την οικογένειά τους! Ξυλιές έφαγαν, δαγκώματα μαντροσκύλων εβάσταξαν, κλώτσους αλόγων, σπρωξές και γρονθοκοπήματα μεθυσμένων.
   Άκουσαν σφυρίγματα των παιδιών του δρόμου, πιάτα ολάκερα είδαν να σπάζουν στα κεφάλια τους, από δουλικά με κάτουρα να περιχυθούν, με κόπρο ν' αλειφτούν εβάσταξαν. Επέρασαν ακούραστοι θάλασσες και ποτάμια, κάμπους και όρη και βουνά εδρασκέλησαν. Σε χώρες και χωριά και καλυβάκια εκόνεψαν. Εδέχθηκαν την πλούσια ελεημοσύνη του άρχοντα και το μονόλεφτο της χήρας.
   Έφαγαν τ' αποφάγια του αφέντη και του δούλου· έπιαν το απόπιμα του γερού και του αρρώστου. Εκοιμήθηκαν στον στάβλο και τον αχερώνα, εμπρός στο κατώφλι της πόρτας και τον νάρθηκα της εκκλησιάς, στου βουνού το διάσελο και στο γούπατο κατακαμπίς. Αληθινά, τι υπόφεραν οι δύστυχοι, τι υπόφεραν!
   Και ο γεροζήτουλας στο μελαγχολικόν αυτό γοργογύρισμα του νου απάντησεν έξαφνα τα δικά του ταξίδια. Συγκινημένος εγύρισε στον αντικρινό τοίχο κι εστύλωσε τα μάτια του ακίνητα. Ένα με τ' άλλο εκρέμονταν εκεί ολάκερα είκοσι μπαστούνια, που αντιπροσώπευαν είκοσι ταξίδια, δυο και τρία χρόνια το καθένα. Κι εύρισκε τώρα σε καθενός την στάση και την έκφραση ολόγραφη την ιστορία των ταξιδιών του. Το πρώτο, στην δεξιά του τοίχου άκρη, ένα μικρό και λιανό μπαστουνάκι, σπασμένο σε δύο, κλαψιάρικο, χαμένο και ηλίθιο, έλεγε την εποχή, που μικρός και άμαθος έκαμε το πρώτο ταξίδι κάτω από την άγρυπνην επιτήρηση του πατέρα του. Έχασε τότε τη σακκούλα με τα κέρδη και ο γέροντας έσπασε στη ράχη του το μπαστούνι του και τον έβαλεν έπειτα να το κρεμάσει στον τοίχο για ενθύμηση. Αμέσως όμως έπειτ' απ' αυτό, μεγάλο, χοντρό, γερότατατο και θρασύ, εψήλωνε του δεύτερου ταξιδιού το μπαστούνι, λες και τον παρακινούσε να το πιάσει πάλι στα χέρια και να τρέξουν γοργά, αρχαίοι πολεμισταί της ζωής, σε νέα κέρδη και σε νέα τρόπαια. Έπειτα ένα με τ' άλλο έρχονταν άλλα μπαστούνια στη σειρά, με διαφορετική καθένα στάση κι έκφραση και ζωή, θυμίζοντάς του κακοπάθειες και ατυχίες τόσες, αλλά και τόσα κέρδη και χαρές. Και ο Τζιριτόγιωργας, κουνώντας το κεφάλι θλιβερά, εχαμήλωσε τα μάτια στον υγιό του και με φωνή σοβαρή και τρανταχτή έξαφνα του είπε, κάνοντας με το δεξί βασιλική χειρονομία:
   "Τα βλέπεις, μωρές; Κοίταξε να μην τα ντροπιάσεις! Εκείνα τα καρφιά ως πέρα εσύ θα τα γιομίσεις!..."
   Κι έδειξε στη σειρά των μπαστουνιών άλλα καρφιά στον τοίχο έως πέρα, δέκα - είκοσι ακόμη, που επρόσμεναν ανυπόμονα να βαστάξουν τα νέα της οικογένειας τρόπαια. Ο Τζιριτόκωστας εσήκωσε με αδιαφορία τα μάτια, εκοίταξε τα καρφιά και με φωνή άτρομη κι επίσημη απάντησε:
   "Ναι, θα τα γεμίσω κι άλλα θα βάλω ακόμη!"
   "Να μου ζήσεις!" έκραξεν ο Τζιριτόγιωργας ενθουσιασμένος.
   Με όλες όμως τις υποσχέσεις και μ' όλη των γερόντων την πεποίθηση, ο Τζιριτόκωστας στο πρώτο του ταξίδι δεν εστάθηκε τυχερότερος από τον πατέρα του. Εκεί που εγύριζε στον Μωριά, απαντήθηκε μ' έναν Κλουτσινιώτη θεότυφλο, που του επρότεινε να συντροφέψουν και να μοιράζονται τα κέρδη. Οι Κλουτσίνες ανήκουν στον Μωριά· αλλ' είναι καθ' όλα αντίζηλοι με τα Κράκουρα. Ο Κλουτσινιώτης θα έβαζε την τυφλομάρα του και ο Κρακουριώτης τα τερτίπια του. Δύο πράγματα όλως αντίθετα και όμως τόσο σύμφωνα και βοηθητικά στην τέχνη τους. Ο Τζιριτόκωστας εύκολα επείσθηκε να συντροφέψει με τον τυφλό και, δυο - τρεις μήνες γυρίζοντας, έκαμαν αρκετές εισπράξεις. Ο πρωτοτάξιδος ζητιάνος δεν είχε πού να κρύψει την περηφάνεια του. Εσυλλογιζόταν με πόση χαρά οι συγγενείς και με πόση λύπη οι ξένοι θα έβλεπαν τ' απροσδόκητα για πρωτόβγαλτον κέρδη του. Έξαφνα όμως μια νύχτα, ενώ εκοιμούνταν σ' έναν αχυρώνα του Σουλεϊμάναγα, ο τυφλός ανέβλεψε κι έφυγε με τα χρήματα. Ο Τζιριτόκωστας απογοητευμένος ηθέλησε να γυρίσει στο χωριό του. Αλλά μόλις έφθασεν απ' έξω, τον εδέχθηκαν οι συντοπίτες του με γιουχαΐσματα. Ο πατέρας του, παίζοντας φοβερό κοντόξυλο στο χέρι, του εφώναξεν από μακράν:
   "Κερατόσπορε, μου ντρόπιασες το σπίτι! Φεύγ' από δω, παιδί μου δεν είσαι!"
   Ο νεαρός ζητιάνος εκατάλαβεν αμέσως πως ακούσθηκε στο χωριό το πάθημά του, πριν φθάσει αυτός. Υποψιάστηκε μάλιστα μήπως τούτο ήταν τέχνασμα του πατέρα του, μήπως ο Κλουτσινιώτης ήταν συντοπίτης, κρυμμένος επίτηδες για να δοκιμασθεί η ευκολοπιστία του και το πάθημα να του γίνει αλησμόνητο μάθημα. Καταντροπιασμένος έφυγε πάλι πίσω και φιλότιμος ορκίσθηκε να μη γυρίσει, αν δεν κάμει τέτοιο κατόρθωμα, που να τον θαυμάσουν όλοι.
   Το είπε και το έκαμε. Έπειτ' από δύο χρόνια εγύρισε τον Αύγουστο, ανήμερα της Παναγίας, που πανηγυρίζει το χωριό. Κι εγύρισε με πολλά κέρδη. Αλλά δεν ήταν αυτό κατόρθωμα. Όλοι όσοι γυρίζουν από ταξίδι, με χρήματα γυρίζουν. Ο Τζιριτόκωστας εκατόρθωσεν άλλο. Μέσα στο χωριό του, ενώ οι άντρες όλοι αψεγάδιαστοι στο σώμα και τη φορεσιά εχοροπηδούσαν στο χοροστάσι με τις γυναίκες τους πλουσιοστολισμένες, αυτός άθλιος και παραλλαγμένος, τρεις ημέρες εγύριζεν ανάμεσά τους κι εδεχόταν τα ελέη τους. Τρεις φορές τον ελέησεν ο ίδιος ο πατέρας του. Θα το πάθαινε και τέταρτη, αν ο Τζιριτόκωστας δεν επροδινόταν μόνος από τη μεγάλη συγκίνηση. Όμως αυτό έγινεν άκουσμα σ' όλα τα περίγυρα χωριά. Απ' ολούθε πολλοί έτρεξαν να τον ιδούν κι επείσμωναν όσοι τον ελέησαν, απορώντας πώς απατήθηκαν οι αρχιαπατεώνες. Μονόγνωμοι ομολόγησαν ευθύς πως ηύραν τον δάσκαλό τους. Και την ίδια ημέρα ο γερο-Λυκόγιαννος -άλλος απόμαχος της τρισένδοξης στρατιάς εκείνης- ο Λυκόγιαννος, που είχε πολλά πλούτη και μια μοναχοκόρη και απελπισμένος έμενε συχνά, γιατί δεν ηύρεσκε στους νέους ζητιάνους αξιότερό του κανένα για να τον κάμει γαμπρό, έτρεξε στο σπίτι κι έτσι του μίλησεν αγκαλιάζοντάς τον εγκαρδιακά:
   "Μια κόρη έχω, χαλάλι σου εκείνη και τα πλούτη μου. Πολλοί γαμπροί μού τη γύρεψαν ως τα τώρα, μα εσύ 'σαι ο κάλεσσος κι ο αξιότερος, εσύ θα μας τιμήσεις όλους!..."
   Ο Τζιριτόκωστας αληθινά τους ετίμησεν όλους. Οχτώ ημέρες έπειτ' από τον γάμο του άρχισε το δεύτερο ταξίδι. Λίγο κατ' ολίγον επροχώρησε και στο εξωτερικό. Ενοίκιαζεν από φτωχούς γονέους παιδιά κουτσά, κουλά, τυφλά, άλαλα, τα εγύμναζε κάμποσο καιρό στα μυστήρια της ζητιανιάς και τα έφερεν έπειτα, σαν περατάρης γερανός τα χελιδόνια, στη Σμύρνη, στην Πόλη, στην Βουλγαρία, έως επάνω στην Βλαχία! Όταν εγέμιζε καλά το κεμέρι και αποφάσιζε να γυρίσει πίσω, εματανοίκιαζε τα παιδιά σε άλλους ζητιάνους, που τα επήγαιναν στα βάθη της Ρωσίας και της Μικρασίας, ώσπου έχαναν και την ενθύμηση της πατρίδας τους· κι εκείνος εσύναζεν άλλα παιδιά και άρχιζε νέο ταξίδι.
   Τώρα όμως δεν εταξίδευε πλέον στο εξωτερικόν ο Τζιριτόκωστας. Είχε σταλμένα εκεί τα δυο του παιδιά, που -να του ζήσουν- του έμοιαζαν καθ΄όλα, και με ταχτική γραμματαλλαγή εμάθαινε τις εποχές κι έστελνε με πιστούς ανθρώπους το χρειαζούμενον ασκέρι. Αυτός έμενεν ευχαριστημένος με τα εισοδήματα του Μωριά και της Ρούμελης. Τώρα δεν του έμεναν παρά δύο μήνες ακόμη για να συμπληρώσει το φετινό ταξίδι του. Αλλά σε δύο μήνες και τι δεν ημπορεί να κάμει άνθρωπος σαν τον Τζιριτόκωστα. Με τον Μουτζούρη, τον παραγιό του, επέρασεν έως τώρα το αρχοντο-Πήλιο και της Λάρισας τον Κάμπο, ανέβηκε στα χωριά του Κισσάβου κι εκατέβηκε στην ποταμιά. Απ' εδώ εσκόπευε να πάρει τα χωριά του Κάτω Ολύμπου έως τον Τύρναβο, από εκεί θα κατέβαινε στον κάμπο των Φαρσάλων και θα τραβούσεν ίσα για την πατρίδα του.
   Στον ιστορικόν αυτόν δρόμο του εσύναζε ό,τι του έδιναν και δεν του έδιναν οι χριστιανοί. Έριχνε στα σακκούλια ψωροκόμματα και αποφάγια σταριού, απλοχεριές και δεμάτια βρώμης σύχλωρης, ακόμη άπλερα κουκιά και ρεβίθια και παλιόσκουτα, παλιοπάπουτσα και παλιοσίδερα και κάθε λογής νομίσματα. Ό,τι έβλεπε γύρω παραριχμένο στο σπίτι του έμπαινε, το εζητούσε. Αν το έδιναν, το έριχνε στο σακκούλι, αν δεν το έδιναν και ημπορούσε, το άρπαζεν εκείνη την ώρα ή αργότερα, στέλνοντας τον παραγιό του. Όταν έφθανε σε κανένα κεφαλοχώρι, επουλούσε τ' αποφάγια και τα ψωροκόμματα στα μαγερειά, το στάρι και τη βρώμη, τα κουκιά και τα ρεβίθια στα μπακάλικα, τα παλιοπάπουτσα και τα παλιοσίδερα στους γύφτους και τους μπαλωματήδες όσο - όσο.
   Έτσι και αυτά τα ελάχιστα και πρόστυχα στα χέρια του άλλαζαν και εγίνονταν καθαρό χρυσάφι.
   Εχθές όμως λίγο έλειψε να τα πληρώσει όλα του τα καμώματα με το παραπάνω. Από την αυγή είχαν κατεβεί στο Κισερλή κι εγύριζαν στα σπίτια, όπου τους ελεούσαν καλά οι Τούρκοι. Κατά το μεσημέρι ευρέθηκαν εμπρός στην αυλόπορτα του Γαλήπ αγά. Ο αγάς ήταν στον αντρωνίτη, καθισμένος σ' ένα στρωσίδι κι έτρωγε με τα παιδιά του.
   Καθώς τους είδε, τους έκραξε κοντά και τους έδωκε να φαν πλουσιοπάροχα. Έπειτα τους ερώτησε το πώς και πού με λίγα λόγια, κι έπειτα ετραβήχθηκε στον γυναικωνίτη, λέγοντάς τους να πλαγιάσουν εκεί, να μη τους φάγει το ηλιοπύρι μέσα στο μεσημέρι.
   Εμπρός στον αντρωνίτη του Γαλήπ αγά ήταν μεγάλο περιβόλι περικλεισμένο από ψηλούς τοίχους. Το περιβόλι είχε διάφορα πωρικά και πολλές μυγδαλιές, τον κυριώτερο πλούτο του χωριού. Ο Τζιριτόκωστας έριξε το μάτι εκεί και ησυχία δεν εύρισκε. Αληθινά, τα μύγδαλα ήσαν ακόμη άδετα και τ' άλλα όμως πωρικά ήταν πολύ χειρότερα. Αν εγέμιζε τα σακκούλια του με μύγδαλα, ημπορούσε να τα πουλήσει σε τίποτα κουτούς στο δρόμο. Κι αν δεν τα επουλούσε, τα έχυνε τέλος. Τι θα έχανεν αυτός; Την τσόχα ή τα ραφτικά; Ο ζητιάνος άφησε να περάσει λίγη ώρα· έπειτα εσήκωσε τον παραγιό κι εμπήκαν στο περιβόλι. Έφθασαν φυλαχτά στις μυγδαλιές, ανέβηκεν αυτός στην πλέον φορτωμένη και άρχισε να ραβδίζει τα λυγιστά κλαδιά, ενώ εσύναζεν ο παραγιός στις ποδιές του τα τσάγαλα.
   Ο αγάς όμως δεν είχε κοιμηθεί ακόμη. Άκουσε το ράβδισμα, επετάχθηκε με την πάλλα και άρπαξε τον παραγιό από τα λαιμοτράχηλα. Ο ζητιάνος, βλέποντάς τον, έβαλεν όλη του τη δύναμη, επήδησε στη μάντρα, απ' εκεί έπεσε στον δρόμο κι έγινεν άφαντος. Ο αγάς έδειρε με τις διπλαριές τον παραγιό όσο που απόστασεν. Έπειτα, αιματοκυλισμένο, τον έριξε έξω από την αυλόπορτα. Ο Μουτζούρης, όταν εβεβαιώθηκε πως ήταν μόνος, εσηκώθηκεν ελεεινός κι εβγήκε τρικλίζοντας από το χωριό. Ο ζητιάνος ήταν εκεί κοντά, κρυμμένος σ' ένα χάλασμα τζαμιού. Ηύρεν ένα γαϊδουράκι που έβοσκε σαμαρωμένο, έδεσεν επάνω κουβάρι τον παραγιό κι έφυγε σύνταχα.
   Όμως από ένα ξύλο έφυγαν και σ' άλλο έπεσαν οι ζητιάνοι. Το είχε φαίνεται η εβδομάδα τους. Ο ούτε  Βαλαχάς εχτυπούσε με χέρια και με πόδια, όπου έφθανε, σαν λυσσασμένος και ακόμη δεν ήθελε να παρατήσει τον Τζιριτόκωστα. Και αυτός άρχισε πλέον να χάνει την υπομονή. Α, μα το παραξήλωσεν ο τελωνοφύλακας! Άναψε φωτιά το πρόσωπό του· σπίθες επέταξαν τα μάτια του. Λίγο ακόμη και θ' άπλωνε τα χέρια -τα δάχτυλα εκείνα, που, αν έμαθαν ν' απλώνουν και να μαζώνουν σαν απλοκαμοί χταποδιού κατά την περίσταση, δεν εξέμαθαν όμως να σφίγγουν, να συντρίβουν κόκαλα μαζί και κρέας- να σου κάμει για τ' αλάτι τον φαντασμένον. Αλλά σαν φρόνιμος και γνωστικός που ήταν εκρατήθηκεν.
   Εγύρισε δυο - τρεις φορές τα μάτια στο γιαπί, να ζητήσει από τους χωριάτες βοήθεια· αλλά τους είδε να κοιτάζουν με θαυμαστή αδιαφορία.
   Οι Καραγκούνηδες είχαν πάψει τώρα την ομιλία τους. Ο πάρεδρος και ο Μπιρμπίλης άφησαν γι' άλλη φορά να πείσουν ο ένας τον άλλον με γρονθοκοπήματα, ποιος από τους πολιτικούς του τόπου ήταν ο αξιότερος. Επρόσεχαν στο ποδοκύλισμα εκείνο του τελωνοφύλακα και του ζητιάνου με κρύο αίμα, λες κι έβλεπαν δύο πετεινούς να μαλώνουν.
   Έβλεπαν κι έλεγαν καθένας με διαφορετική φράση και σχήματα κι έκφραση του προσώπου την απορία τη μεγάλη, γιατί ο ζητιάνος εκυλιόταν καταγής τόσην ώρα χωρίς ούτε λόγο να ειπεί, ούτε αντίσταση να κάμει, ούτε σημάδια θυμού να δείξει στο πρόσωπό του; Ε, μα έχει κι η υπομονή τα όριά της!...
   "Τι θαρρείτε", έλεγεν ο Χαδούλης, παίζοντας επάνω - κάτω τα ματόφυλλά του, λες κι εθάμπωνεν ασυνήθιστος στο φως της ημέρας, "φαίνεται γερός μα είναι φοβιτσιάρης, δύναμη χωρίς καρδιά τι να την κάμεις;"
   "Δύναμη έχει και τ' άλογό μου", είπεν ο Τζουμάς, "μα σαν πιάσω το καμουτσίκι αίμα κατουράει".
   "Μπορεί να 'χει καρδιά", είπεν ο Παπαρίζος, ξύοντας ακόμη το στήθος του και μορφάζοντας πονετικά, "και να μη θέλει να δείρει· γιατί, σου λιέει, να κολάσω την ψυχή μου;"
   "Θα κολάσω την ψυχή μου, λιέει!" έκοψεν ο Κράπας με θυμό, κοιτάζοντας τον παπά. "Σαν χάσω εγώ το κορμί, ας πάει στο διάολο κι η ψυχή!"
   "Φτύσε σύνταχα, ευλογημένε! Φτύσε σύνταχα!" εφώναξεν ο παπάς, κάνοντας τον σταυρό του. "Ο καταραμένος σ' τον σφύριξε τέτοιο λόγο; Φτύσε, λιέω!"
   Οι χωριάτες έφτυσαν αμέσως όλοι στου Παπαρίζου το πρόσταγμα. Έφτυσε πίσω από τον ώμο του τρεις φορές και ο Κράπας χασκογελώντας.
   "Μωρέ, να του κατέβαζε μια!" είπεν ο Χαδούλης. "Ψιμάρνι θα 'τρωγα".
   "Κι εγώ", επρόσθεσεν ο πάρεδρος. "Δεν ξέρεις πόσο τον μισάω το φαντασμένο".
   "Αμ εγώ; Σε μια σταλιά νιερό να τον βρω, τον πνίγω", είπε με μίσος ο Μπιρμπίλης. "Μας πήρε πια για ρεμπάσκια! Δεν ξέρω σαν τι είναι ο τόπος κι η γενιά του".
   "Είναι πολιτεία, καϋμένε!" είπεν ο Μαγουλάς. "Αφού σου λιέει είναι πατρίδα του Τρικούπη του βεζύρη, λόγιαξε!... Και ατός του είναι αρχοντοσόι, η ρίζα του κρατιέται από του Ζωντανού, που φτάνει στα δεκαφτά ζουνάρια".
   "Mωρέ, τι λιες!"
   Και ομόγνωμοι εγύρισαν μ' έκφραση σεβασμού στα μάτια να καμαρώσουν τον Βαλαχά. Τώρα εύρισκαν πως δίκιο είχε και παραδίκιο ο νέος, αφού η αρχοντική οικογένειά του έφθανε τις δεκαεφτά γενεές.
   Ένας τέτοιος άρχοντας έχει βέβαια το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει. Και σ' αυτούς που δεν εμιλούσε ποτέ, καλά και υπέρκαλα έκανε. Τι να μιλήσει και να ειπεί, αφού αυτοί δεν μετρούν ούτ' ένα ζωνάρι!... Και θαμπωμένοι από την οικογενειακή λάμψη του Βαλαχά οι Καραγκούνηδες μόλις ετολμούσαν τώρα να σηκώσουν τα μάτια επάνω του. Αλλ' εκείνη την ώρα κλαψιάρικη ακούστηκε η φωνή του ζητιάνου:
   "Βοηθάτε, ρε παιδιά, χριστιανός είμαι κι εγώ, δε με λυπάστε!..."
   Ανυπομόνησε πλέον ο άνθρωπος στην τόσην αναισθησία των χωριατών και την λύσσα του Βαλαχά, ώστε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Αν και με τούτο δεν επήγαιναν να τον απαλλάξουν, θ' άφηνε πλέον την προσποίηση και θ' απαλλασσόταν μ' ένα και μοναχόν ανακλάδισμα. Αλλά οι χωριάτες στη φωνή του, λες τώρα κι εξύπνησαν από ύπνο βαθύ, εσηκώθηκαν όλοι κι έτρεξαν να τους χωρίσουν. Ο τελωνοφύλακας όμως επέμενε να μην παρατήσει το θύμα του. Επήγεν ο Παπαρίζος σαν σεβαστός να του πιάσει το χέρι· αλλ' εκείνος, τυφλός από τον θυμό, εσήκωσε και του κατάφερε μία γροθιά στο μέτωπο, που επέταξε δέκα οργιές μακράν τη σκούφια και άφησε άπλεχτα στον άνεμο τα ψαρά μαλλιά του.
   Η γροθιά εκείνη ήταν η σωτηρία του ζητιάνου.
   Ο Βαλαχάς αμέσως εστάθη και έκπληχτος και ακίνητος, με τα χέρια ριχμένα κάτω, με τα μάτια εμπρός, στυλωμένα κάπου αορίστως, άψυχα, νεκρά σχεδόν, χωρίς να βλέπουν τίποτε από τα γύρω αντικείμενα. Η γνώσις απότομα εγύρισε πύρινη και άρχισε να εξετάζει τον εαυτό του. Τ' είναι που έκαμε! Τι μεγάλο και φριχτό κακό είναι που έκαμε! Να χτυπήσει έναν παπά, ένα ιερό πρόσωπο, του Θεού λειτουργό και δίχως λόγο κανένα, είναι βέβαια κάμωμα ανίερο. Ποιος Θεός είτε και ποιος άνθρωπος θα του συχωρέσει αυτό ποτέ; Ποια γη θα καταδεχθεί να λιώσει το χέρι εκείνο και ποιος τάφος θα παραδεχθεί στον κόρφο του εκείνο το κορμί;"
   Τέτοιο κάμωμα δεν έγινε ποτέ μέσα στους αιώνες! Τέτοια τρισαναθεματισμένη ιδέα δεν επέρασε βέβαια ποτέ από ανθρώπινο κεφάλι! Είναι ανάξιος να λέγεται πλέον άνθρωπος, είναι τερατούργημα να φαίνεται ανάμεσα στον κόσμο! Δεν του μένει άλλο τώρα παρά να ξεχωνιάσει τη γη και μέσα της να κρυφθεί ολοζώντανος!... Όσο εξέταζε την πράξη του ο τελωνοφύλακας, τόσο εύρισκεν ένοχο τον εαυτό του.
   Κατάκρυα είχε τα χέρια και τα πόδια του. Το πρόσωπό του έγινε κάτασπρο σαν το χώμα. Το στήθος του ανέβαινε με συμπτώματα φοβερής δύσπνοιας. Σαν μαργαριτάρι εκαθόταν ο ιδρώτας στο μέτωπό του· τα φτερούγια της μύτης του ανακινούνταν, σαν τα βράγχια του ψαριού, που επήδησεν άμυαλο έξω από το νερό στον κατάστεγνον και ασφυχτικόν άμμο. Τέλος, εσήκωσε το χέρι και το έσυρε τρεμουλιαστά στο μέτωπό του. Κι έξαφνα, ρίχνοντας ανατριχιαστικό λυγμό, απαράλλαχτο με τον ήχο που έκανε του Μαγουλά η γυναίκα όταν έτριβε το λεβέτι, έτρεξε με παραπατήματα, με ταλαντεύματα του σωμάτου επίφοβα, σαν πουλί που έχει σπασμένα τα φτερά, και ανέβηκε στο δωμάτιό του.
   Βιαστικός έκλεισε την πόρτα, εσώριασεν ανάκατα πίσω της το σαρακοφαγωμένο τραπέζι του, το μικρό μπαούλο και την κάσα του πετρελαίου, που του εχρησίμευε για κάθισμα, κατατρομαγμένος, λες και ήθελε να σηκώσει θεόρατον εμπόδιον σε φανταστικούς εχθρούς. Έπειτα με την ίδια σπουδή και ανησυχία ερίχθηκε στο κρεβάτι του, έθαψε το κεφάλι μέσα στα μάλλινα σκεπάσματα και άρχισε να χύνει πύρινα δάκρυα, ενώ το σώμα του εσπαρτάριζεν από λυγμούς. Τι την ήθελε τη ζωή έπειτ' από τέτοιο κάμωμα ο Βαλαχάς.
   "Μπας και του 'στριψε, λιέω!" είπαν οι χωριάτες χασκογελώντας με το σπασμωδικόν εκείνο τρέξιμο του τελωνοφύλακα.
   "Μπρε, π' ανάθεμά τον, το δαιμονισμένο! Επήγε να μου χύσει το μάτι...!" έλεγεν ο Παπαρρίζος ψηλαφώντας το μέτωπό του.
   Οι χωριάτες ετριγύρισαν όλοι τον παπά τους. Τον ερωτούσαν πώς ήταν κι εζητούσαν να ιδούν την πληγή του. Ο ζητιάνος, αφού είδε πως κανείς δεν τον επρόσεχε, έμεινε ακόμη εκεί κατάχαμα, κλαίοντας και μοιρολογώντας.
   "Αχ, ο δόλιος! Μ' εσάπισε, έσπασε όλα μου τα κόκαλα! Δεν μπορώ να περπατήσω! Δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου! Βοηθάτε, χριστιανοί μου, να σηκωθώ!"
   Οι χωριάτες άφησαν τότε τον παπά κι εγύρισαν να σηκώσουν τον ζητιάνο. Αλλ' ήταν σε κακή κατάσταση, ο δυστυχισμένος! Όπου κι αν τον έγγιζαν, επονούσε φριχτά. Χέρι δεν ημπορούσε να σηκώσει, ούτε κεφάλι. Ξεκλειδωμένοι ήταν όλοι του οι αρμοί, λιανισμένα όλα του τα κόκαλα! Και, χύνοντας ποτάμι τα δάκρυα, έλεγε με μισοκομμένη φωνή:
   "Αχ, χριστιανοί μου, αφήστε με, δεν μπορώ! Θα πεθάνω ο έρμος κι ο θλιμμένος! Θα πεθάνω!... Παπά μου, να λάμψ' η αγιοσύνη σου, φέρε τα γιερά να με μεταλάβεις. Ο θάνατος πλακώνει, βλέπω το Χάρο π' έρχεται να πάρει την ψυχή μου!"
   Οι χωριάτες εφρόντιζαν να τον παρηγορήσουν. Τον ερωτούσαν πού ήταν χτυπημένος. Του έλεγαν πως τίποτε δεν έχει και να σηκωθεί. Αλλ' αυτός επέμενε σώνει και καλά πως θα πεθάνει.
   "Εγώ πεθαίνω, αφήστε με να πεθάνω ήσυχα", τους έλεγε. "Με σκότωσε, πάει, με σκότωσε! Μα δε φταίει αυτός, εγώ φταίω... Θε μου, μη τον κρίνεις τον αφέντη, μη τον δικάσεις, δικαιοκρίτη μου!... Είναι αφέντης κι αφεντικά πορεύεται. Εσκότωσ' ένα ψοφίμι, ένα σκουλήκι της γης επάτησε, ας είναι καλά. Εγώ έφταιγα. Τ' ήθελα εγώ να πάω κοντά του;..."
   "Αχ, χριστιανοί μου, λυπηθείτε με!"
   Με τα δάκρυά του και τα παράπονα, με την χριστιανικήν εκείνην υπομονή και δέηση για την ψυχή του φταίχτη του, ο ζητιάνος ήταν ικανός και πέτρες να ραγίσει. Αν και η καρδιά του Καραγκούνη δεν είναι μαλακότερη από την πέτρα, όμως εψυχοπόνεσε τώρα. Όλοι επάσχιζαν σώνει και καλά να σηκώσουν από εκεί τον Τζιριτόκωστα.
   "Αχ! Πού θα με πάτε;" έλεγεν αυτός στενάζοντας. "Δε μ' αφήνετε εδώ να;... Καθώς κατάντησα, θέλω στρώμα, θέλω φωτιά..."
   "Μωρέ, και στρώμα και φωτιά κι ό,τι χρειασθείς. Σήκω!" του είπεν ο Κράπας μισοκλαίοντας.
   "Ωχ, λίγο ρακί, δώστε μου λίγο ρακί πρώτα, να σταλώσ' η καρδιά μου..."
   Έτρεξεν αμέσως ο Μαγουλάς κι έφερεν ούζο από το μαγαζί του κι επότισε τον ζητιάνο. Έπειτα, τον εβοήθησαν κι εσηκώθηκε με δυσκολία, ολόσκυφτος, σαν κοψομεσιασμένος. Άφησε να τον οδηγήσουν, όπου ήθελαν, μην παύοντας να βογγά και να συσταίνει στην προστασία τους τον παραγιό και το γαϊδουράκι του.
   "Κι εκείνος ο δόλιος, τα ίδια έπαθε", έλεγεν. "Αχ! Εμάς των φτωχών τέτοια είναι η μοίρα! Όπου πάμε, κλωτσές μαζώνουμε σαν τα κοπρόσκυλα... Ας είναι καλά οι χριστιανοί, δίκιο έχουν, τους παίρνουμε το δικό τους!..."
   Οι χωριάτες έσυραν τον Τζιριτόκωστα σ' έναν εύκαιρον αχυρώνα, έστρωσαν παχύ άχυρο και τον ξάπλωσαν επάνω. Έπειτα έφεραν κουβάρι και τον παραγιό και τον απίθωσαν παρέκει. Το γαϊδουράκι ο Χαδούλης έλεγε να το βάλει στον στάβλο μαζί με τα ζωντανά του και θα καλοπεράσει απ' όλα. Ας μην εφρόντιζε καθόλου. Αλλ' αυτός επέμενε να του το βάλουν εκεί κοντά, να το βλέπει. Ήταν το μοναχό έχει του, η μόνη της πολύκληρης οικογενείας του περιουσία, ο μοναχός του σύντροφος και φίλος σ' όλες τις κακοπάθειες της ζωής. Ήθελε να έχει στυλωμένα τα μάτια επάνω του, ώσπου να έβγει η αθλία του ψυχή. Επήγαν λοιπόν και το γαϊδουράκι εκεί μέσα, το έδεσαν σε μια γωνιά και του έβαλαν άφθονη φάκνα. Έπειτα επρότειναν να τον γδύσουν, να ιδούν πού ήταν χτυπημένος, να του κάμουν κανένα γιατρικό οι γυναίκες. Αλλ' αυτός δεν ήθελε με κανέναν τρόπο. Γιατί σε κόπο να τους βάλει; Αρκετά έκαμαν έως τώρα. Θα κοιταχτεί μόνος του..."
   "Μα το παιδί, από 'δω, τι έπαθε κι είν' έτσι;" τον ερώτησε ο πάρεδρος, βλέποντας έξαφνα τον παραγιό καταματωμένον και μισοζώντανον.
   "Ωχ, κι αυτός ο έρμος κι ο βασανισμένος!..." άρχισε με κλαψιάρικη φωνή ο ζητιάνος.
   Αλλά και τι να ειπεί, σε τι ν' αποδώσει την κατάστασιν εκείνη του Μουτζούρη; Τα παθήματα τούς ήρθαν το ένα επάνω στο άλλο και δεν έδωσαν καιρό στον Τζιριτόκωστα να σκεφθεί για να δικαιολογήσει το πάθημα του παραγιού. Να ειπεί την αλήθεια δεν ήταν δυνατό. Δεν ετρελάθηκεν ακόμη! Δεν ήταν όμως απ' εκείνους που τα χάνουν εύκολα. Το μυαλό του ήταν γόνιμο σε μυθοπλασίες της στιγμής. Κι ενώ άρχισε να ταλανίζει την τύχη τους και την τέχνη τους -πράγματα που έκανε κατά συνήθεια πλέον- το μυαλό του εδούλευεν ωρολόγι κι επιτέλους ηύρε τον μύθον.
   Εκεί που έφευγαν, λέγει, από το Μπαμπά, αυτός εμπρός και πίσω ο παραγιός στο γαϊδουράκι δεμένος -ήταν σακάτης ο δόλιος!-  τους απάντησαν δύο στρατιώτες. Τούρκοι ήσαν, Αλαμάνοι ήσαν, δεν ημπορεί να ειπεί. Ήσαν όμως αληθινοί στρατιώτες. Τους εσταμάτησαν εκεί στον δρόμο, έψαξαν πρώτα τον Τζιριτόκωστα και του πήραν ό,τι κι αν είχε. Τι θα είχε; Λίγα πράγματα. Τώρα οι άνθρωποι έγιναν σφιχτοί· δεν λύνουν τη σακκούλα τους να ελεήσουν φτωχό! Εξέχασαν πως εκείνος που ελεεί φτωχό δανείζει τον Θεό! Έπειτα δεν έχουν κιόλα οι άνθρωποι, να λέμε τη μαύρη αλήθεια. Επλάκωσαν κακές χρονιές! Τέλος, ό,τι λιανώματα είχε του τα πήραν, δεν του αφήκαν λεφτό τσακισμένο. Έπειτα ηθέλησαν να πάνε και στο παιδί. Εκείνο εφοβήθηκε κι έβαλε τις φωνές. Τότε οι στρατιώτες ερίχθηκαν θυμωμένοι επάνω του και ο Τζιριτόκωστας ελάκισε, να μην τον σαπίσουν στο ξύλο. Έπειτ' από μια ώρα εγύρισε φυλαχτά εκεί. Οι στρατιώτες είχαν φύγει αλλά τι να ιδεί; Τα σακκούλια που έβανε τα ελέη των χριστιανών, το καποτάκι του παιδιού, μια τριχιά καινούρια που είχε στο σαμάρι, τα επήραν όλα οι στρατιώτες και το παιδί έπλεε στο αίμα του μισοπεθαμένο...
   Εκείνη την ώρα εκατάλαβεν ο παραγιός πως τα παθήματά του εδιηγόταν τ' αφεντικό και κατά καθήκον αναγκασμένος να τα βεβαιώσει, έριξε βραχνή και αδύνατη φωνή:
   "Λυπηθείτε, χριστιανοί, το σακάτικο!... Ε, πώς είμαι τ' απταπό, το ελάχιστο! Δωρεάν εδώσατε, δωρεάν ελάβατε... Ε, πώς είμαι το ελεεινό, ελεήστε με!..."
   Μέσα στον σκοτεινόν εκείνον αχυρώνα, η φωνή του παραγιού, η θλιμμένη, και του Τζιριτόκωστα η φοβερή διήγηση, εράγισαν τις ψυχές των χωριατών. Μεγάλη τούς εκυρίεψεν αγανάχτησις για την πράξη των στρατιωτών, που την επήραν από την αρχή έως το τέλος αληθινή. Και τούτο όχι γιατί δεν έχουν πονηρία, είτε γιατί έκριναν τον Τζιριτόκωστα ανίκανο να τους ειπεί ψέματα. Αλλά ήξεραν και οι ίδιοι από άλλα κατορθώματά τους τα στρατιωτικά αποσπάσματα. Θα ειπούν τάχα πως ελευθερώθηκαν κι αυτοί! Τι ελευθερώθηκαν; Μόνον αφέντη άλλαξαν!
   Αντί να έχουν τον αγά, έχουν τώρα τον αξιωματικό. Αντί του τσαούση, έχουν τον λοχία· αντί του νιζάμη, τον στρατιώτη ή τον χωροφύλακα, που, άμα κάμει κατά τα χωριά, γίνεται χειρότερος από τον παλιό γενίτσαρο. Προχθές ακόμη επάνω στην Κρανιά τι κακόν έκαμε ένας λοχίας! Επήρε τον Λάγιο, τον πρώτο νοικοκύρη του χωριού, και τον Μπαρούμα, που ανθρώπου δεν είπε «κάμε πέρα να περάσω», και τους έβαλεν εμπρός του όλη νύχτα να του καθαρίζει σκόρδα ο ένας και ο άλλος να βαστά σε κάθε χέρι απ' ένα ασκί γεμάτο κρασί, ενώ αυτός στρωμένος χάμω εδιασκέδαζε με τους φίλους του. Και γιατί; Γιατί έτσι το ήθελεν ο κομματάρχης. Αληθινά δεν ακούστηκεν ακόμη στρατιώτες να ληστεύουν ζητιάνους, αλλ' άνθρωποι, που κάνουν τόσα και τόσα, θα φοβηθούν να κάμουν κι αυτό;
   "Τούρκοι, λέει!" εφώναξε θυμωμένος ο Χαδούλης. "Ήσαν πονετικότεροι οι Τούρκοι απ' αυτουνούς!..."
   "Μακάρι να τους είχαμ' ακόμη", ευχήθηκεν ολόψυχα ο πάρεδρος.
   "Πού ξέρεις, αν δεν μας έρθουν πάλι", εσυμπέρανε ο Τζουμάς.
   "Να δώσει ο Θεός!" είπε, κάνοντας τον σταυρό του, ο Παπαρρίζος.
   "Ε, πώς είναι το καϋμένο!..." έκοψεν εξαφνικά ο παραγιός την κουβέντα των χωριατών.
   "Σώπα, φτωχέ κι εσύ, σώπα!" του αποκρίθηκεν ο ζητιάνος με ψυχοπόνια. "Να που βρέθηκαν φτωχοί άνθρωποι και μας εσυμμάζωξαν. Και φαγί θα σου φέρουν και κρασί, μόν' σώπα και συχώρα τους".
   Και αληθινά οι χωριάτες, ένας με τον άλλον, έβγαιναν από τον αχυρώνα κι εγύριζαν πάλι φέρνοντας κάτι τι από το φτωχικό δείπνο τους. Ο Κράπας έφερε ζεστό και λασπερό κριθαρόψωμο και σβόλους ξεροτύρι. Ο Παπαρρίζος σκόρδα κι ένα πιάτο τραχανά. Ο Μπιρμπίλης μπλιγούρι αχνιστό και μαμαλίγκα. Ο Τζουμάς στην τσότρα λίγο κρασί.
   Τα εσώριαζαν όλα κοντά στον Τζιριτόκωστα και τον επαρακινούσαν να φάγει για να συνέρθει. Αλλ' εκείνος με ολότρεμο χέρι τα παραμέριζεν από μπροστά του, ολογυρίζοντας στο άχυρο σαν το δαρμένο φίδι. Με τι όρεξη, έλεγε, να φάγει; Πώς ν' ανοιγοκλείσει τις μασέλες του, που τις έτριψε με τις γροθιές ο τελωνοφύλακας; Και μήπως είχε μόνον τις μασέλες! Τα πλευρά του ήσαν όλα τσακισμένα και τ' άκουε που έτριζαν.
   Τα νεφρά του ήσαν πεσμένα και του έφερναν φριχτούς πόνους. Το κεφάλι του άρχισε να πρήζεται· δεν ημπορούσε να το κινήσει λίγο χωρίς να ζαλισθεί. Τα μηνίγγια του εσφυροκοπούσαν φριχτά, τ' αυτιά του εβούιζαν, η γλώσσα του έδεσεν. Ή την έβγαζε ή δεν την έβγαζε τη νύχτα, ο δυστυχισμένος!... Και οι λυγμοί του αντηχούσαν μέσα στον αχυρώνα, σαν φτεροκόπημα νυχτερίδας απαίσιο. Τα δάκρυά του έτρεχαν άφθονα. Οι χωριάτες επαράστεκαν ολόρθοι τριγύρω του, με το κεφάλι κάτω, θλιμμένοι και πονετικοί. Ήσαν έτοιμοι κι εκείνοι ν' αρχίσουν τα δάκρυα. Έκριναν την πράξη του τελωνοφύλακα, το άγριό του θυμό, κι έλεγαν πως έπρεπε να καταγγελθεί, να πάει στη φυλακή, να μάθει άλλη φορά να μη δέρνει έτσι άπονα τον φτωχόκοσμο! Και μέσα στην αγαναχτισμένη τους συζήτηση αντηχούσεν από καιρό σε καιρό και του παραγιού η φωνή, να συχνολέγει θρηνητικά:
   "Ε, πώς είμαι το φτωχό, το πεντάρφανο!... Κόσμο ακούω και κόσμο δε βλέπω... Καλοί μου αρχοντάδες, λυπηθείτε με!..."
   Έξαφνα εμπήκε μέσα τρεχάτος μ' ένα δαυλί αναμμένο στο χέρι ο Μαγουλάς. Το ήφερνε, λέγει, να μη μείνουν στα σκοτεινά οι άρρωστοι όλη νύχτα. Αλλά, μόλις επαραμέρισε το άχυρο και απίθωσε το δαυλί καταγής, η Κρουστάλλω με τους βραχίονες ανασκουμπωμένους ακόμη, τα φουστάνια σηκωμένα έως τη μέση, με τα πόδια ολόγυμνα και λασπωμένα, το πρόσωπο ξαναμμένο από θυμόν, όρμησε πολυκαταρούσα μέσα και άρπαξε πάλι το δαυλί, μόλις άρχισε να χύνει την κόκκινή του λάμψη περίγυρα:
   "Ακούς εκεί! Ωρέ, δε μου λέτε πως παλαβώσατε σήμερα με τους ψειρήδες!" εφώναξε ρίχνοντας στους χωριάτες άγρια βλέμματα. "Δεν ανοί' ς τα στραβά σου, χασονούση, να ιδείς που βασίλεψε ο ήλιος εδώ και μια ώρα! Εγώ κάνω τ' αδύνατα δυνατά να κόψω από το σπίτι μου τα θηλυκά κι ατός του άλλα θέλει να μου φέρει!..."
   Ο Μαγουλάς εχαμήλωσε το κεφάλι και άφησε τη γυναίκα του να φύγει με το δαυλί, γλωσσοκοπανώντας στον δρόμο για σερνικά και θηλυκά παιδιά. Ο χωριάτης μέσα στην τόση του καλοσύνη δεν εσυλλογίσθηκε πως έπειτ' από το ηλιοβασίλεμα δεν βγάζουν δαυλί αναμμένο από τα σπίτια. Αν ποτέ γίνει τέτοιο πράγμα, η σπιτονοικοκυρά γεννά όλο θηλυκά παιδιά. Και η Κρουστάλλω έως τώρα είχε γεννήσει πέντε στο ερμόσπιτό της και, τόσα που έκανε, δεν ημπορούσε να τα κόψει. Τώρα εκατάλαβε το λάθος του, αλλά και οι άλλοι χωριάτες και ο παπάς και ο πάρεδρος τον εμάλωσαν γι' αυτό. Είχε δίκιο η γυναίκα! Επαρηγόρησαν όπως - όπως τους ζητιάνους, γιατί θα έμεναν στα σκοτεινά και, με τα συχώρια του Τζιριτόκωστα, έφυγαν ένας με τον άλλον από τον αχυρώνα.
   Ο ζητιάνος από τη θέση του άκουσε τα βήματά τους ν' αδυνατίζουν και να σβήνουν τέλος, πέρα στα σύσκοτα. Έπειτα, αγκομαχώντας και μισοκλαίοντας, εσύρθηκε με την κοιλιά σαν ετοιμοθάνατος έως τη χαμηλή πόρτα και φυλαχτά επρόβαλεν έξω το κεφάλι κι εκοίταξε περίγυρα. Αλλά, καθώς είδε την ερημία και τη σιγή, επήδησεν έξαφνα ολόρθος, ανακλαδίσθηκε κι εγέμισε τον στενόν αχυρώνα με τη μεγάλη του κορμοστασιά.
   Σαν τα χαριτωμένα εκείνα πλάσματα των παραμυθιών, που κρύβονται για μήνες και καιρούς στο καρύδι από ξόρκια μαγικά είτε θεία θελήματα κι έξαφνα πετούν λαμπροφορεμένα και ανθρώπινα, έτσι και ο Τζιριτόκωστας τώρα επρόβαλλε μέσ' από τα κουρέλια του, λεβεντοκαμωμένος και υπερύψηλος. Καμμιά δεν είχε πλέον ομοιότητα με το πριν σαρακοφαγωμένο γεροντάκι. Αν και κακόμοιρο, ήταν χρωματισμένο με τα χρώματα της υγείας και της ζωής το πρόσωπό του.
   Οι ώμοι του εφαίνονταν πλατείς και καλοδεμένοι· το στήθος του χορταριασμένος τοίχος, οι βραχίονές του μεστωμένοι και πολυδύναμοι, βεργολυγερή η μέση του, κυματιστά τα μηριά του από τη λαχτάρα σάρκας ζωντανής, οι κνήμες του ορθοκαθισμένες στη γη και αλύγιστες.
   Ζωή και θέλησις ακατάβλητη έλαμπε στα καστανά μάτια του. Η ιδέα του σημερινού θριάμβου του, η σκέψις ότι εκατόρθωσε ν' απατήσει όλους τους Καραγκούνηδες, να τους συγκινήσει και να τους αρπάξει το έλεος, με φεγγοβόλημα επροδινόταν, που επερίλουζε θαμπωτικό το άτομό του ολόκληρο. Ήταν, ναι, και τώρα εξηνταχρονίτης γέροντας, αλλ΄ ήταν από τους γερόντους εκείνους που μοιάζουν με τις παλιές βελανιδιές. Όσο παλιώνουν, τόσο το ξύλο τους γίνεται μεστωμένο και σκληρό σαν χάλυβας. Χασκογελώντας, άδραξεν από χάμω με πόθο την τσότρα και την εκόλλησε στα χείλη του.
   "Στην υγειά σας, ζωντόβολα!" είπε με ειρωνεία. "Πάντα να 'ρχεστε, πάντα να φέρνετε!..."


Τα βότανα
   Τα φρύδια χοντρά, καμαρωμένα, τα ματόφυλλα κλειστά, τα μουστάκια ήμερα, καλοστριμμένα, τα χείλη μισανοιγμένα στο χαμόγελο, χύνει συμπάθεια και αγιοσύνην αχτινοστεφάνωτη. Και το σύνολόν του, από τα πόδια έως την κορφή, δείχνει πολύπαθον εξωμάχο, που με τον ιδρώτα και την τιμή κερδίζει το ψωμί του, αναπαυμένον από βαρύν τον κάματο.
   Στη γωνία παραπέρα το γαϊδουράκι του, διπλοπόδι κατάχαμα, την τραγανή φάκνα του αργομασά και παίζει τ' αυτιά και ανοιγοκλεί τα μάτια, σαν να τα θαμπώνει το ελάχιστο φως. Και στην άλλη γωνία ο παραγιός, κουβαριασμένος με τα κουρέλια του, βογγά και στενάζει σαν πληγωμένο αγριοδάμαλο, ρίχνοντας θλιβερή και άγρια την βραχνή φωνή του:
   "Μα!... Όρε μάνα!..."
   Ο Μουτζούρης ήταν δεκαπέντε χρονών και θα εφαινόταν βεργολυγερό λεβεντόπαιδο, αν δεν ήταν σακατεμένος. Ο Άγιος Πέτρος, το χωριό του, εγειτόνευε με το χωριό του Τζιριτόκωστα και στη ζητιανική δόξα ήταν εφάμιλλο, αν όχι καλύτερο από εκείνο. Οι κάτοικοί του εσυνήθιζαν συφάμελοι να βγαίνουν στο ταξίδι. Ένα δρόμο έπαιρναν οι γυναίκες, άλλον οι άντρες και άλλον τα όψιμα παιδιά σερνικοθήλυκα. Αν ήσαν και μερικά γεννημένα σακάτικα κι εκείνα δεν έμεναν άεργα. Πολλοί αρχιζητιάνοι τα έπαιρναν μ' ενοίκιο, τα εδασκάλευαν στο ψυχολόγι κι εγύριζαν εδώ κι εκεί, προβάλλοντας το άθλιο πάθημά τους στων θεατών το έλεος.
   Αφ' ότου, όμως, ο Τζιριτόκωστας άρχισε το διαμετακομιστικό ζητιανεμπόριό του στο εξωτερικόν και πολλοί τον εμιμήθηκαν, η απαίτησις των γονέων έγινεν ακριβότερη και η υπόληψίς τους εμεγάλωσε. Από δεκαπέντε και είκοσι δραχμές, που έπαιρναν πριν κατά μήνα, τώρα εζητούσαν πενήντα κι εξήντα και ήθελαν να επισημοποιείται με συνάλλαγμα η πράξις τους. Τι άλλο καλύτερο ευτύχημα, παρά να είναι κανείς πατέρας τριών - τεσσάρων σακατεμένων παιδιών; Με αυτά ημπορούσε, χωρίς να κινηθεί από τον τόπο του, χωρίς το δαχτυλάκι του να σηκώσει, να γίνει πλούσιος.
   Και, κατά παράδοξη σύμπτωση, από τότε άξηνε και η σακατοπαραγωγή του Αγίου Πέτρου. Τα περισσότερα παιδιά που εγεννιόνταν ήσαν κουτσοκουλόστραβα. Διάφορες συζητήσεις έγιναν για τούτο μεταξύ των αντρών. Άλλοι το απόδωκαν στο νερό, άλλοι στους κόπους, άλλοι στο στραβοπλάγιασμα και ξεκατίνιασμα των γυναικών τους. Ευρέθηκαν μερικοί που υποστήριξαν πως προέρχεται από γειτονικά μάγια και άλλοι πολλοί που επίστεψαν στο άτεχνο πιάσιμο της μαμής.
   Από τις γυναίκες οι περισσότερες έμειναν εντελώς αδιάφορες. Ήξευραν ότι έπρεπε να γεννήσουν κι εγεννούσαν, χωρίς να φροντίζουν για το βρέφος τους. Οι άντρες, με την απάνθρωπή τους πράξη και με τους χρηματιστικούς υπολογισμούς, κατόρθωσαν να ξεριζώσουν λίγο κατ' ολίγον από μέσα τους το μητρικόν αίσθημα, το λαθροκρυμμένο από γενεάς γενεών στα γόνιμα στήθη κάθε γυναίκας και να φυτέψουν άλλο.
   Και το άλλο αυτό ήταν το συμφέρον. Λίγο ήταν τάχα να συνάζει κανείς δύο και τρεις χιλιάδες δραχμές τον χρόνο από τα παιδιά του; Θα χτίσουν με αυτές σπίτι μεγάλο και θα λογαριάζονται στο χωριό! Έπειτα, μήπως θα πάθαιναν τίποτε τα παιδιά; Θα ζούσαν και θα παραζούσαν και θα ήταν εύκολο να βγάζουν χρήματα ό,τι ώρα ήθελαν!...
   Ευρέθηκαν, όμως, και γυναίκες που επίστεψαν αληθινά τα λόγια των αντρών τους. Τα στοιχειά, πού αλλού θα πάνε παρά στα παλιοχώρια και τα παλιόσπιτα; Ποιανούς θα πειράξουν περισσότερο παρά τ' αδύνατα βρέφη οι καλότυχες νεράιδες; Ευρέθηκαν ακόμη και άλλες, οι πλέον έξυπνες και οι πλέον αναίσθητες, που εγέλασαν μόνο πονηρά και τίποτε περισσότερο.
   Η μάνα, όμως, του Μουτζούρη, η Χαϊδεμένη, δεν εχαμογέλασε. Ούτε των αντρών τα λόγια επίστεψε, ούτ' έμεινεν αναίσθητη. Επικραναστέναζε σε κάθε νέον εξάμβλωμα που εγεννούσε κι έμενε βυθισμένη σε σκοτεινούς συλλογισμούς μήνες ολάκερους. Κι έπειτα, στη νέα εγκυμοσύνη της, έπαιρνεν όλες τις δυνατές προφυλάξεις κι εκρεμούσε όλων των ειδών τ' αβασκαντήρια και τα εκκλησιασμένα μαντήλια επάνω της.
   Αλλά και ο Γατσούλης, ο άντρας της, έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον για τη φυσιολογική γέννα της γυναίκας του. Σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και αν ευρισκόταν επαρακολουθούσε με τον νου την εγκυμοσύνη της Χαϊδεμένης, εμετρούσε τους μήνες κι εφρόντιζε να βρίσκεται κοντά της στην κοιλοπόνια και να δέχεται αυτός στα χέρια του το βρέφος και όχι να το εμπιστεύεται στης μαμής τ' αγριόχερα!
   Δυστυχώς, με όλες τις προφυλάξεις της Χαϊδεμένης και με όλες τις φροντίδες του Γατσούλη, τα παιδιά εγεννιόνταν, ένα με τ' άλλο, όλα σακατεμένα. Εννιά είχε γεννήσει και τα εννιά εβγήκαν με το πάθημά τους. Ο Γατσούλης εθλιβόταν κατάκαρδα για τούτο. Αλλά και δεν έπαυε, μόλις έφτανε καθένα στα τέσσερα - πέντε χρόνια, να το νοικιάζει συμφερτικά στους αρχιζητιάνους. Κι επαρηγορούσε πάντα τη γυναίκα του με φιλοσόφου απάθεια: Ο Θεός τα έδωκε, δεν ημπορούσαν να τα βάλουν με τον Θεό!...
   Στην τελευταία της γέννα η Χαϊδεμένη δεν είχε τον άντρα κοντά της και όμως εγέννησε μονόκοιλα δύο παιδιά· τον Μουτζούρη κι ένα θηλυκό. Ήταν όμως τώρα και τα δύο γερά και καλοπλασμένα. Τίποτα δεν τους έλειπε. Η Χαϊδεμένη, όταν τα είδε, λίγον έλειψε να τρελαθεί από τη χαρά της. Τα επήρε κοντά της και, ζηλότυπη, ούτε την αντραδερφή, ούτε τη μαμή άφησε να τα πλησιάσει είτε και να τα πασπατέψει καθόλου. Όλη την ημέρα ετραγουδούσε και τα εκανάκευε, άστρι και πούλια τα έλεγεν, ήλιο και φεγγάρι, ζωή της και ψυχή της παντοτινή, ελπίδα και χαρά της αβασίλευτη.
   Την άλλη την ημέρα ήρθε και ο άντρας της από το ταξίδι. Όταν της έφεραν τα συχαρίκια για το φθάσιμό του, όταν τον είδε στην πόρτα του σπιτιού ψηλόν, μεγαλόσωμο, να πλακώνει με τον γιγάντιον ίσκιο του βαριά την ολόχαρη αντηλιά του τοίχου, σφάχτη αισθάνθηκε στην καρδιά και αθέλητα έσκυψε στα παιδιά της, λες κι εφρόντιζε να τα προφυλάξει από το βάσκανο μάτι φοβερού δράκοντα. Αλλ' ο άντρας της έδειξε τόση χαρά, όταν έμαθε πως και τα δύο ήταν τέλεια, τόσα γλυκομιλήματα κι επαίνους είπε σ' εκείνη, και με τόση τρυφεράδα επήρε τα παιδιά ένα με τ' άλλο στην αγκαλιά του, ώστε η δύστυχη μάνα ευθύς αναγάλλιασε κι έδιωξε τον σφάχτη και τους φόβους της όλους. Άρχισε μάλιστα να βρίζει μυστικά τον εαυτό της, γιατί τον υποψιάστηκε. Και την άλλην ημέρα επήγε στο ρέμα να πλύνει ήσυχη, αφού επήρε δύο και τρεις φορές τον λόγο του αντρός της πως, κατά την απουσία της, δεν θα έκανε βήμα έξω από το σπίτι και δεν θ' άφηνε καμμιά, μα καμμιά θηλυκή είτε σερνική ψυχή να πλησιάσει τα παιδιά της.
   Κατά το κοντόβραδο, όταν η Χαϊδεμένη εγύρισε στο σπίτι, ο Γατσούλης έλειπε. Υποψιασμένη έτρεξεν ευθύς στη γωνία, όπου είχεν αφημένα τα παιδιά. Αλλά μόλις εσήκωσε το μάλλινο σκέπασμά τους, τρανήν έριξε κραυγή και ελιποθύμησε. Και όταν εσυνήρθε, ξεμυαλισμένη, με τα μαλλιά ξέπλεκα, τα μάτια αγριεμένα, δέρνοντας τα στήθη της άπονα και θεορίχνοντας τον άντρα της, εροβόλησε πάλι στο ρέμα κι εχάθηκε για πάντα.
   "Βρε την κουτή!" είπεν ο Γατσούλης, όταν εγύρισε στο σπίτι μεθυσμένος και οι γειτόνοι τού είπαν της γυναίκας του το πάθημα. "Τι φταίω εγώ σαν έρχεται το Στοιχειό και πλακώνει τα παιδιά της;..."
   Την άλλην όμως ημέρα έκλαψε κι επενθοφόρεσεν. Αλλά, συγχρόνως, άρχισε να λογαριάζει κατά πόσο θ΄ άξαιναν τα εισοδήματά του έπειτ' από οχτώ - δέκα χρόνια, όταν θ' άρχιζε να ενοικιάζει και τα δύο νέα του παραλλάγματα.
   Αλλά το θηλυκό, το φρικτότερα στρεβλωμένο, γρηγορότερα και από τους υπολογισμούς του άρχισε να του δίνει μεγάλα κέρδη. Δίχως να το γυμνάσει καθόλου στο ψυχολόγι, το ενοικίασε στον Αγριόγατον κι εκείνος το έσερνε στους δρόμους του Μεσολογγιού, τυλιγμένο σε μιαν αντρομίδα, καλοδεμένο επάνω σ' ένα γαϊδουράκι, και το έδειχνε, παίρνοντας από μία πεντάρα σε κάθε θεατή. Πολλές γυναίκες στην όψη του ελιποθύμησαν και άλλες, έγκυες, απόρριξαν. Αλλά καμμία δεν αρνήθηκε να δώσει την πεντάρα της για να ιδεί το φοβερό παράλλαμα.
   Αργότερα, επαράδωκε και τον Μουτζούρη ο Γατσούλης στον Τζιριτόκωστα με συμφερτικόν ενοίκιο. Και, όσο έπαιρνε το ενοίκιό του ταχτικά, ο Μουτζούρης δεν ήταν πεπρωμένο ν' αλλάξει κύριο. Τώρα όμως ο παραγιός υπόφερε φριχτούς πόνους. Ο Χαλήλ αγάς τον είχε χτυπήσει αλύπητα. Πρησμένο, καταμελανιασμένον όλο του το πρόσωπο, δεν έχει πλέον εξοχή είτε λάκκωμα, αλλ' έρχεται και σμίγει με το επίλοιπο κεφάλι, σαν μια μεγάλη και ολοστρόγγυλη σφαίρα. Και, σαν παρασαρκίδα της σφαίρας αυτής, το δεξί μάτι λευκοκόκκινο, θαμπό και ακίνητο, προβάλλει μέσ' από τα πρησμένα ματόφυλλα, ατενώς κοιτάζοντας και φρίκη προξενώντας με τη νέκρα του. Στα ρουθούνια του αποκάτω και του στομάτου τις γωνίες και στ' αυτιά το αίμα, που άφθονον έτρεξε προχθές, σταματημένο τώρα, κακαριασμένο, δείχνει πορεία επίφοβη πως ανοίχτηκε στον τροφοδότη του σώματος και της ζωής τον κυβερνήτη. Οι άγριες βουρδουλιές του αγά ζώνουν το μελαχροινό κορμί του με ζωνάρια γαλαζόμαυρα και φουσκαλιασμένα, έτοιμα να πέσουν στη γάγγραινα, παρόμοια με φίδι επίβουλο, που ετύλιξε το σώμα και περισφίγγει για να το παραδώσει ασφυχτικό στο θάνατο.
   "Μα! Όρε μάνα!"
   "Τι βογγομαχάς έτσι, μωρέ;..." εφώναξεν έξαφνα ο Τζιριτόκωστας, ανοίγοντας τα μάτια. "Τι έχεις και δε μ' άφηκες όλη νύχτα να κλείσω μάτι, αναθεματισμένε;"
   "Ωχ, δεν μπορώ, αφεντάκη! Θα πεθάνω!..." εψιθύρισε μόλις ο Μουτζούρης.
   "Μωρέ, τι λες;" ερώτησε με ράθυμη και ειρωνική φωνή ο ζητιάνος. "Μωρέ, δεν πας να μου χαθείς, λέω, που πίστεψες πως μπορείς κι εμέ να κοροϊδέψεις! Αμ, τότε που πήγαινες εσύ, εγώ ερχόμουν, κακομοίρη!"
   "Ωχ, αφεντάκη, πεθαίνω και δεν με πιστεύεις, λέω!" εξαναείπε με παράπονο ο παραγιός.
   "Μωρ' εσένα θα πιστέψω! Δεν πας να μου χαθείς, διαβολόσπαρμα;"
   "Ωχ, τόσον παρά έβγαλες από μένα και τώρα με βρίζεις; Τι μου είπες και δεν έκανα; Ποιον μου είπες και δεν απάτησα για χατήρι σου;"
   Αλλ' αντί να συγκινηθεί, σκυλί έγινε ο Τζιριτόκωστας από τον θυμό.
   "Και τι, μωρέ, κι αν έβγαλα παρά;" εφώναξεν αγαναχτισμένος. "Μπας και τον έβγαλα χάρισμα; Το ξέρεις καλά, πεντακόσιες δραχμές έδωκα στον πατέρα σου για το παλιοτόμαρό σου και τσαμπουνάς ακόμη... Δεν σε τρέφω, μωρέ, δεν σε ποτίζω; Αν έχεις παράπονο, φωτιά θα ρίξει ο Θεός να σε κάψει! Ήθελα να πέσεις σ' άλλα χέρια και τότε να σε καμαρώσω! Αντί, κακομοίρη, να βλογάς την τύχη που σ' έριξε στα δικά μου, κάθεσαι και τσαμπουνάς ακόμη! Έλα, σήκω να βγούμε σήμερα να μάσουμε κάνα λεφτό, να μη χάσουμε την ημέρα".
   Ο Τζιριτόκωστας εσηκώθηκεν ολόρθος, ανακλαδίσθηκε δυο - τρεις φορές, να διώξει από πάνω του την κούραση και, ψαχουλεύοντας στο αχυρόστρωμα, έσυρε το μπαστούνι του. Έπειτα, καθίζοντας στα γόνατα και στηρίζοντας δυνατά με τη ράχη του την πόρτα, αναποδογύρισε με δύναμη το μπαστούνι του κι επάνω στο μαλακό χώμα εχύθηκαν ένα με τ' άλλο πολλά χρυσά νομίσματα.
   Ο Τζιριτόκωστας δεν ήταν πλέον ο μικρός και ανυποψίαστος ζητιάνος του πρώτου ταξιδιού, που τον έπαιξεν ο Κλουτσινιώτης σαν αγράμματο. Το πρώτον εκείνο πάθημα του έγινε μάθημα. Δεν εμπιστευόταν πλέον σε κανένα, ούτε σ' αυτά τα παιδιά του. Για να έχει ασφαλισμένα τα χρήματά του καλύτερα, δεν τα έβαζε πλέον στο κεμέρι, που ήταν εύκολο κάθε ώρα να του λυθεί, είτε και να επιθεωρηθεί από καμμιάν ατυνομική αρχή. Ούτ' έραφτε τα χαρτονομίσματα, όπως άλλοι συντεχνίτες του, στα κουρέλια των φορεμάτων, στα μπαλώματα του βρακιού είτε στις λόξες της φουστανέλλας του. Νεωτεριστής στ' άλλα, θέλησε να νεωτερίσει και σ' αυτό το έθιμο. Με μια αναμμένη τουφεκόβεργα ετρύπησε το μπαστούνι και το έκαμε θησαυροφύλακα βουβόν και εμπιστεμένον. Ένα παλιομπάστουνο εκεί, κατάλληλο μόνο για τα κεφάλια των μαντρόσκυλων, ποιος θα θελήσει να το προσέξει; Ανήσυχος, όμως, πάντοτε, πάντοτε άπιστος και στον ίδιον τον εαυτό του, αν και το μπαστούνι το είχε χωμένο καλά και ασφαλισμένο όλη τη νύχτα από κάτω του, ηθέλησε τώρα να βεβαιωθεί περισσότερο. Με τρεμάμενα από τη συγκίνηση χέρια και με καρδιά ανήσυχη, επήρεν ένα - ένα τα νομίσματα και τα εμέτρησε πάλι. Ήταν σωστά τριάντα λίρες τουρκικές.
   Τις είχε πάρει από τον Κοέν, τον Εβραίο, στη Λάρισα κι έδωκε χαρτονομίσματα. Ανάσανε βαθιά, ήρθεν η καρδιά στη θέση της. Αλλ' από τη συνήθεια και τη δυσκολοπιστία του, έσυρε το χέρι στο χώμα ο ζητιάνος, πασπατεύοντας, σηκώνοντας και το ελάχιστον άχυρο, μήπως και άλλη καμμιά φανερωθεί, ανέλπιστα ζητώντας πράγμα που δεν έχασε. Έπειτα έβαλεν όλες πάλι, τη μια με την άλλη, μέσα στο μπαστούνι, το εσφήνωσε καλά επάνω και κάτω, το εκούνησε δυνατά, το εχτύπησε καταγής και, αφού εβεβαιώθηκε πως κανένα δεν έβγαζεν ήχο να τον προδώσει, εσηκώθηκε, επήρε τα σακκούλια στον ώμο του και εβγήκεν έξω από τον αχυρώνα. Πριν όμως έβγει, εφρόντισε να συμμαζωχθεί με τα κουρέλια του, να συγκεντρωθεί μέσα στον εαυτό του, όπως η χελώνα μέσα στο καύκαλό της.
   Το χωριό εφαινόταν έρημο απ' άκρη σ' άκρη. Καπνοδόχη καμμιά δεν εκάπνιζε· φούρνος δεν έκαιγεν, ανθρώπινη μορφή πουθενά δεν επρόβαλε. Κλώσσες μόνον με τα κλωσσοπούλια τους εγύριζαν εδώ κι εκεί μυτίζοντας τη λάσπη και χοίροι καλοθρεμμένοι και αγριότριχοι εκυλιόνταν μακαρίως στου δρόμου τον βόρβορο. Σκελετωμένα και ψωριάρικα σκυλιά εψαχούλευαν με τη μύτη κολλημένη στη γη, περίγυρα στο κονάκι, μήπως εύρουν από τα περασμένα γεύματα του αγά κανένα παλιοκόκκαλο, και γάτες φιλάρεσκες περισσότερον από τις γυναίκες του χωριού ηλιάζονταν ξαπλωμένες επάνω στις σκεπές κι ένιβαν αδιάκοπα με την γλωσσίτσα την γυαλιστερή και μαλακή τρίχα τους.
   Στο στύλο ενός γιαπιού ψαρής σαραντοπληγιάρης και τυφλός, δεμένος μ' ένα βρώμικο κουρέλι από τον λαιμό, έστεκε νυσταγμένος και ανήμπορος. Η φάκνα του -ένα δεμάτι από ξανθόχρυσο άχυρο- δεμένη κι εκείνη μ' ένα κουρέλι από τον στύλο, εκρεμόταν κάτω από το στόμα του, έγγιζε σχεδόν τα ρουθούνια και τα πλαδαρά χείλη του, λες και ήθελε να του θυμίσει πως έπρεπε να φάγει. Αλλ' εκείνος τόσον ήταν άρρωστος, ώστ' εβαρυνόταν και ν' ανοίξει το στόμα και να φρουμάξει ακόμη, για να διώξει τ' άχυρα που τον αγκύλωναν. Οι χαλκόμυγες σύγνεφο εκάθονταν στις κόκκινες και υδρωπικιασμένες πληγές του· αλλά δεν είχε τη θέληση να κουνήσει την ουρά και να τις διώξει από πάνω του. Περικυκλωμένος με ράθυμη έκφραση μέσα κι έξω του, έδειχνε πως δεν είχε δύναμη, αλλ' ούτε και τη θέληση, να ζήσει. Όμως, για φυσική αντίθεση του ταλαίπωρου αυτού ζωντανού, επέρασε μια στιγμή, τετραποδίζοντας, από κει πρωτομηνιάτικο γαϊδουράκι, ολόχαρο και παιγνιδιάρικο. Ζωηρό και πηδηχτό, με τ' αυτάκια του ολόσειστα, την ουρά του μισοσηκωμένη, επλησίασε στο παλιάλογο κι εμυρίσθηκε τη φάκνα του. Έπειτα εκίνησε τα χείλη με μορφασμό δυσαρέσκειας, σαν να εταλάνιζε τον ψαρή και την κατάστασή του. Κι έξαφνα, σαν να αισθάνθηκε κανένα πίσω του, επρόγκιξεν ολόκορμο, εφτερνοκόπησε τη γη, ετίναξεν εμπρός το κεφάλι του κι ελάκισε πέρα, τρανολαλώντας με την μεταλλική φωνή του στον αιθέρα την πύρινη ζωή και τη λαχτάρα, που διαδέχεται παντού στη φύση τη ραθυμία και την κακομοιριά κάθε ζωντανού.
   Όλα τα σπιτάκια του χωριού ήταν κατάκλειστα. Χαμηλά και συμμαζεμένα και παραπονιάρικα, είχαν απαράλλαχτη την έκφραση των ευτελών ενοίκων τους. Κι εμπρός, αγέρωχο και θρασύ, εψήλωνε το κονάκι του Μπέη, με την αυλή περιμαντρωμένη από μάντρα ψηλή και οδοντωτή, δυναμωμένη από πύργους και πολεμίστρες σαν οχύρωμα· με την μεγάλη του πύλη θριαμβευτική και άξια όλες τις άλλες οικοδομές να καταβροχθίσει· με τα μεγάλα του παράθυρα ορθάνοιχτα και με τις πυργωτές γωνίες του, όπου οι πελαργοί είχαν πλέξει τις κοφωτές φωλιές τους κι εσάλπιζαν καθημερινά στους ανάξιους δούλους  εξεγερτήριο σάλπισμα.
   Τα κιουτσέκια τετράγωνα, με λυγαριά πλεγμένα, ορθά επάνω στα τέσσερα ψηλά ξύλα τους έμοιαζαν ογκώδη και τετράποδα πουλιά, άγνωστα στη ζωολογία, στον επίλοιπον κόσμον ανύπαρκτα, γεννήματα μόνον αποκλειστικά της ποταμιάς εκείνης του βάλτου και της αθλιότητος τρόφιμα. Από τα μεσοπλεύριά τους διαστήματα, τα εντελώς γυμνά, εμπαινόβγαινε του Απριλιού ο κρύος αέρας κι εξέραινε κάθε οργανική σπορά κι έδιωχνε μακράν από τον κλεισμένον καρπόν τη μούχλα και τη σαπίλα. Και κάτω το πηγάδι με τα φιλιατρά του σκορπισμένα, χρήσιμα μόνον για πλάκες πλυσίματος στις γυναίκες· και η εκκλησούλα η χαμηλή, με τους λεπριασμένους τοίχους, με το μισοκρεμνισμένο κωδωνοστάσι και τη χαρβαλωμένη σκεπή της· η λεύκα η ψηλή και ολιγόκλαδη σαν φθισικός γίγαντας, όλα είχαν επάνω τους τη σφραγίδα της ερημιάς, σαν να ήταν το χωριό από πολύν καιρόν ακατοίκητο. Η θλιβερή εικόνα έθλιψε κατάκαρδα και τον Τζιριτόκωστα. Ευθύς εσκέφθηκε πως η ημέρα του θα επερνούσε χωρίς να ρίξει τίποτε κέρδος στο σακκούλι του. Επήρεν όμως την προσηλιακή πλευρά του χωριού, όπου τα σπίτια είχαν τις πόρτες και τα παραθύρια τους, τον τοίχο - τοίχο, κι έσπρωχνε με τον ώμο του κάθε πόρτα, με την κρυφήν ελπίδα μήπως καμμιά κατά τύχη έμεινεν αμπάρωτη. Τι θα έχανε τάχα μέσα στη μοναξιά εκείνη, αν κατόρθωνε να συμμαζώξει όλο το εσώθεμα ενός Καραγκούνη;
   Αλλά τα σπίτια όλα ήσαν καλά μανταλωμένα. Ο Τζιριτόκωστας, απογοητευμένος, εσκέφθηκε να γυρίσει πάλι στον αχυρώνα του, όταν άκουσε πίσω από το κονάκι παιδιών φωνές και γυναικεία χασκογελάσματα.
   "Μωρ' έχει κόσμο εδώ!" είπεν ευχαριστημένος.
   Αληθινά, πίσω από το κονάκι, κάτω από ένα κιουτσέκι, μερικές γυναίκες χαυδοσκελωμένες κατάχαμα εξεφύλλιζαν τ' αραποσίτι, ενώ τα μικρά παιδιά εκυλιόνταν παρέκει κι έπαιζαν επάνω σε στοίβα κοπριάς. Εκεί ήταν η Κρουστάλλω πρώτη, η γυναίκα του Μαγουλά, και η μάνα της η Σταμάτω, γριά καμπουριασμένη και μονοδοντού· η Αγγελική η Κράπαινα, μελαχροινή και ψηλόκορμη· η Βασίλω η Τζούμαινα και η παπαδιά με την θλιμμένη θυγατέρα της, την Παναγιώτα, και η Ρούσα, του παρέδρου η γυναίκα, και η Αννέτα, η βεργολυγερή θυγατέρα του Μπιρμπίλη, και η Χαδούλαινα.
   Η Παναγιώτα, ξεβραχιονισμένη και γυμνοπόδαρη, μισοκαθισμένη στο κεφαλόσκαλο, έπαιρνε από το κιουτσέκι αγκαλιές αραποσιτόκωνους και τους έριχνε κάτω, ανάμεσα στων γυναικών τον όμιλο. Κι εκείνες, με τη λαχτάρα των Ινδών γυναικών, της Νοκόμυης και της Μινεχάας, με την ίδια ευγνωμοσύνη και στοργή για τον χρυσοντυμένον και πρασινόφτερον Μοντάμη, τον φίλο της ζωής, το γλυκύ δώρον τ' ουρανού, εξεφύλλιζαν τους κιτρινοκόκκινους κώνους επάνω στις ποδιές και τους έριχναν σε σωρό παρέκει, έτοιμους, για το χτύπημα. Κι ενώ εδούλευαν πρόθυμα τα χέρια, εδούλευε και η γλώσσα τους ακράτητη. Οι ζητιάνοι και η αφύσικη συμπάθεια, που έδειξαν σ' εκείνους οι άντρες τους, ήταν το κύριο θέμα της ομιλίας. Η Κρουστάλλω δεν ημπορούσεν ακόμη να κρατήσει την αγανάχτησή της για την τρομερή εκείνη πράξη του Μαγουλά.
   "Ο κουρούνης!" έλεγε. "Ακούς να μου πάρει το δαυλί για να το δώσει στους ψειρήδες! Δεν φτάνει που δεν είν' άξιος ν' αντρειέψει το σπίτι του, μον' θέλει να συνέμπει και στην κοιλιά μου... Αν φέρει κι άλλο θηλυκό, κάλλιο μπαλαρμάς να τον εύρει!"
   "Και τ' άφηκες το δαυλί;" την ερώτησε γελώντας η Τζούμαινα.
   "Να τ' αφήσω;" εξεφώνησε η Κρουστάλλω έκπληχτη. "Δεν άφηνα καλύτερα τα μάτια μου!"
   "Δεν έκαμες καλά, καϋμένη", εσυμβούλεψεν η παπαδιά. "Δεν έκαμες καλά να τους αφήσεις στο σκοτάδι φτωχούς ανθρώπους!"
   "Δεν τους έστελνες εσύ, που είσαι πλούσια;" είπε θυμωμένη η Κρουστάλλω.
   "Όχι πως είμαι πλούσια, μα ήταν κρίμα κι από το Θεό", επέμεινεν η παπαδιά. "Έπειτα, ξέρεις, αυτοί γνωρίζουν χίλια - δυο μαγικά".
   "Δε βαριέσαι που ξέρουν την κακή τους μέρα!..."
   "Άκου που σου λιέω! Έτσι μια φορά στ' Αμπελάκια ήρθ' ένας ζητιάνος που δεν έδινες έναν παρά. Μα εκείνος ήξερε, μπάριμ, να κατεβάσει τ΄αστέρια. Έβγαλε το ζούδιο της Δημάκαινας από τον Πυργετό. Στην Αίγανη έκανε θάματα· τη Ρουλιού την έκαμε κι απόχτησε σερνικό παιδί. Τι αρρώστια ήθελες να μην ξέρει το γιατρικό της".
   Η Κρουστάλλω άκουε της παπαδιάς τα λόγια και άρχισε να χάνει την αγανάχτησή της. Κοιμάμενες ελπίδες ανάζησαν πάλι κι επεριπετούσαν ολόγυρά της χρυσοπράσινες και θαμπωτικές. Το πρόσωπό της, το πλαδαρό και ηλιοψημένο, αγλαόμορφο έγινεν από τη λάμψη τους, όπως από τη θεία λάμψη το τραχύ όρος του Σινά.
   "Μωρέ, ας ήξερα πως με κάνει ν' αποχτήσω σερνικό παιδί", είπε, "και του δίνω ακόμη και τα ρούχα που φορώ".
   "Αμ, σώπα δα, θυγατέρα!" την έκοψεν η Σταμάτω, σαν να εφοβόταν τον υπερβολικό αυτόν ενθουσιασμό της χωριάτισσας. "Τάχα τι κακό είδες από τα κορίτσα και βαργομάς τόσο; Δε λες, ας έρθει με καλό, κι ας είν' ό,τ' είναι... Και για τα κορίτσα ο Θεός έχει την έγνοια τους".
   "Ο Θεός έχει την έγνοια τους, μα εγώ θα τ' αναθρέψω", είπεν η Κρουστάλλω, επιμένοντας στον στοχασμό της. "Κι έπειτα, σαν μεγαλώσουν, ώσπου να τα μπερδέψω με κανένα, γύρευε τι φαρμάκια θα πιω".
   "Σ' αυτό δε λιέω τ' όχι", είπεν η γριά Σταμάτω κουνώντας το κεφάλι και χαμογελώντας. "Εγώ μια μονάχα είχα, εσένα κοψοζώητη, κι ετράβηξα τον αμάραντο όσο να σε παντρέψω. Ήσουν μια πιπέρω, που δεν είχες συμμαζωμό! Νυχτόημερα δε σ' άφηνα από κοντά μου, αλλιώς!... Και μ' όσα κι αν έκανα, λίγο έλειψε να μην πάθω, όταν σας ηύρα πίσω απ' τη θημωνιά με τον ξαδέρφο σου το Χαδούλη..."
   "Μέθυσες, λιέω!" εφώναξεν η Κρουστάλλω με αυστηρή φωνή, αγριοκοιτάζοντας τη γριά, ενώ εχαιρόταν το πρόσωπό της στην ενθύμηση. "Παλάβωσες, λιέω, και δεν ξέρεις τι λιες! Σώπαινε μη μας ακούσει ο κόσμος και φρίξει!..."
   "Αμ σώπα, μαρή", επέμεινεν η γριά Σταμάτω. "Εμείς κι εμείς είμαστε. Τάχα δεν τα ξέρουμε!"
   "Μπα, καλότυχη!" επρόσθεσε καθησυχάζοντάς την και η Τζούμαινα. "Κάνε τη δουλειά σου και μη χολοσκάς!... Εμείς κι εμείς είμαστε..."
   Εκείνη την ώρα εφάνηκεν εμπρός τους ο Τζιριτόκωστας, χωμένος ολόκορμος μέσα στα κουρέλια του, μικρός και ταπεινός και τόσον ελάχιστος, που έλεγες από την κακοπάθεια μόλις εκρατιόταν στα πόδια του. Ο ζητιάνος, αργοκίνητος, επλησίασε στον όμιλο των γυναικών και, ακουμπώντας στο μπαστούνι του, άρχισε με το θλιμμένο ύφος και την κλαψιάρικη φωνή του:
   "Θεός σχωρέσ' τη μάνα σου και τον πατέρα και τ' αδερφάκια σου!"
   Αλλ' οι γυναίκες ούτε τον επρόσεξαν καθόλου. Επροσπάθησαν να κρύψουν τα γυμνά τους μέλη, όσον ημπορούσαν περισσότερο, κάτω από τα κοντά φουστάνια τους, να κλείσουν, όσον ήταν εύκολο, στη λερή τραχηλιά τον ηλιοψημένον κόρφο τους κι εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ' αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή. Μόνον η Κρουστάλλω εσήκωσε δυο - τρεις φορές λοξά τα μάτια της και είδε το πρόσωπό του, ανυπόμονη να γνωρίσει, αν εκρατούσε κακία για την χθεσινή διαγωγή της.
   Αλλά και η Παναγιώτα, η κόρη του παπά, αφ' ότου άκουσεν από της μάνας της το στόμα την τόσην επιδεξιοσύνη και δύναμη των ζητιάνων, δεν ημπορούσε να ησυχάσει. Κατόρθωσε να διώξει την παρθενική δειλία της κι εκοίταζε τον Τζιριτόκωστα με λιποψυχισμένη περιέργεια. Αυτός τάχα, που είχε τόσα βότανα για τις αρρώστιες των άλλων, δεν είχε κανένα και για της καρδιάς την αγιάτρευτη πληγή; Και από το κεφαλόσκαλο επάνω έριχνε τα μαύρα τ' αστραφτερά της μάτια στα σακκούλια του μέσα, θέλοντας να γνωρίσει το μαγικόν εσώθεμά τους με τρόμο και συγκίνηση, αδιάφορη αν ο άνεμος εσήκωνεν υπερύψηλα τα φουστάνια της κι ελεύθερα έδειχνε στο ηλιοπύρι τα κρέατά της. Άλλη όμως καμμία ούτ' άκουσε, ούτ' εσήκωσε μάτι να τον ιδεί. Ο Τζιριτόκωστας δεν αποθαρύνθηκε. Εξακολούθησε το ψυχολόγι του και συγχρόνως έφερνεν εδώ κι εκεί τα μάτια σ' όλα τα πρόσωπα των γυναικών. Εξέταζε τις φυσιογνωμίες τους, την έκφραση του μετώπου και του χείλους την εξόγκωση και του στομάτου τις γραμμές, σαν πολύπειρος φυσιογνώστης, που θέλει να μαντέψει της ψυχής τα πάθη και της καρδιάς τ' απόκρυφα. Και ψαχουλεύοντας έτσι, έλεγε χωρίς διακοπή:
   "Θεός σχωρέσ' τη μάνα σου και τον πατέρα και τ' αδερφάκια σου!"
   "Ρε άιντε, χριστιανέ μου, στη δουλειά σου και άσε μας ήσυχες!" είπεν η Κρουστάλλω, ενώ το χαμόγελό της έδειχνε ψεύτικα τα λόγια της. "Πήγαινε να βρεις τους άντρες μας, τα ζωντόβολα, να καλοπορέψεις και..."
   Αλλ' έξαφνα έκοψε τον λόγο της κι έμεινε ακίνητη, κοιτάζοντας τον ζητιάνο με τρόμο κι έκπληξη. Ο Τζιριτόκωστας αναγνώρισε τώρα από τη φωνή και του προσώπου τα χαρακτηριστικά τη χθεσινή χωριάτισσα, που τόσην είχεν απέχθεια στα θηλυκά παιδιά. Μέσα στον αχυρώνα, όταν την είδεν αγριεμένη και τρελή από τον φόβο, μία σκέψις σαν αστραπή επέρασε από το πνεύμα του, πως η Κρουστάλλω ήταν χωρίς άλλο θεόσταλτο θύμα της μαγγανευτικής του πονηρίας. Η ίδια σκέψις του ήρθε πάλι τώρα, μόλις αντίκρυσε τη χωριάτισσα και αποφάσισε να κάμει αμέσως την αρχή. Το μπαστούνι του έγγιξεν ανάλαφρα τη γυμνή και μεστωμένη κνήμη της, ενώ το πρόσωπό του έπαιζεν ανοιγοκλείοντας τα μάτια και σουφρώνοντας τα χείλη, λες και ήθελε να την κάμει να εννοήσει, πως κάτι εμπιστευτικό είχε να της ειπεί. Και μία στιγμή, ενώ έσκυβε να πάρει πέτρα, εκεί στα πόδια της ριγμένη, για να διώξει τα σκυλιά, που τον ακολουθούσαν αλυχτώντας, της εψιθύρισε στ' αυτί:
   "Έχω και το σερνικοβότανο, αν θες".
   "Τ' είπες;" εξεφώνησε κατακόκκινη από χαρά και ντροπή η Κρουστάλλω. "Τ΄ έχεις είπες;"
   "Το σερνικοβότανο", εξαναείπε δυνατώτερα, παίρνοντας θάρρος και φέροντας το βλέμμα ερευνητικό σ' όλες τις γυναίκες. "Το σερνικοβότανο, που βρίσκεται στον κάμπο πέρα, εκεί που κατουρεί βαρβάτο άλογο. Κι όποια το πάρει, κάνει σερνικά παιδιά, σερνικά κι αντρειωμένα -και πανώρια σαν κι εμένα!"
   Οι γυναίκες, καθώς άκουσαν τα λόγια του, άφησαν η μία με την άλλη το ξεφύλλισμα του αραποσιτιού και τον ετριγύρισαν προσέχοντας και στο ελάχιστο κίνημά του. Και η Παναγιώτα, του Παπαρρίζου η κόρη, αργοκατέβηκεν από το κεφαλόσκαλο κι επήγε και εκοντοκάθισε πίσω από την Κρουστάλλω. Χωρίς και αυτή να το εννοήσει, είχε πάρει μαζί της έναν αραποσιτόκωνο και, ταραγμένη, ολότρεμη, σπασμωδικά εκομμάτιαζε στα δάχτυλά της τη μεταξωτή φούντα του, έτριβεν ένα - ένα τα ξερά του φύλλα, ετσάκιζε το κοτσάνι του, ενώ τα μάτια και ο νους και η ψυχή της ήσαν προσηλωμένα στα χέρια του ζητιάνου.
   Ο Τζιριτόκωστας εγνώριζε πολύ καλά τη μαγική επιρροή που έχουν στις γυναίκες τα μυστήρια και τα σύμβολα. Από μακρινή παρατήρηση εγνώριζε πως ο κόσμος αυτός, που άνωθεν εστάλθηκαν οι ζητιάνοι να εκμεταλλεύονται με την πονηρία τους, έχει διάφορες αδυναμίες και μυριοπρόσωπες ανάγκες. Έπρεπε λοιπόν κάθε ζητιάνος να παίρνει τα μέτρα του, για να κολακέψει τις αδυναμίες αυτές, να συμπληρώσει τις ανάγκες, αν ήθελε να κερδίσει χρήματα. Έπρεπε να μελετά πρώτ' από ψηλά το απέραντο βασίλειό του κι έπειτα να κατεβαίνει σ' αυτό και ν' αρχίζει το στάδιό του πάνοπλος και απολέμητος. Για τούτο ο Τζιριτόκωστας δεν επεριοριζόταν μόνον στης ζητιανιάς τα καμώματα. Για κάθε άνθρωπον είχε και ξεχωριστήν μέθοδον ενεργείας. Σύμβολό του είχε πάντοτε το ναυτικό ρητό: «Κάθε μακαράς και το ξυλοφύλλι του». Ιχνηλατούσεν, εξέταζε κι εύρισκε τέλος την αδυναμία του καθενός. Όπου εκαταλάβαινε πως δεν ωφελούν οι χριστιανικές ευχές, έβανε σ' ενέργεια διαβολικά παραγγέλματα. Όπου δεν ημπορούσε ν' απλώσει χέρι, ακόνιζε τη γλώσσα του. Όταν δεν εύρισκε τους ελεήμονες, εζητούσε τους δεισιδαίμονες, τους μωρούς. Είχε, ναι, στη γλώσσα του το κλαψιάρικο και μονότονο ψυχολόγι· αλλ' είχε και στη σακκούλα του γαργαλιστικό το φιδόχορτο, το σερνικοβότανο, το σιδερόχορτο και άλλα χίλια μύρια βότανα της γης· είχε στον νου τα ξόρκια και στα μάτια το βάσκαμα. Κι εγνώριζε πολύ καλά πως η παραμικρή επιτυχία τούτων ήταν αρκετή να συμπληρώσει ενός και δύο ταξιδιών ελεημοσύνες. Το ήθος του ζητιάνου έγινεν αμέσως σπουδαίο και σοβαρό. Τα καστανά μάτια του έπεφταν εδώ κι εκεί ράθυμα, αφαιρεμένα, του αφαιρεμένου νου, του πλανημένου στα υπερκόσμια πιστές εικόνες. Τα μαλλιά του κεφαλιού και τα ψαρά γένεια· η έκφρασις του προσώπου και του σωμάτου η στάσις και των χεριών τα κινήματα· τα φορέματά του αυτά, τα ξεσχισμένα και ιδιότροπα, ερχόνταν κι επρόσθεταν το προφητικό τους μεγαλείο στη μυστηριώδη και ακατανόητη δύναμη των λόγων του. Δεν ήταν ο εξευτελισμένος ζητιάνος, ο ψειρής και λιμασμένος, που με κλαψιάρικη φωνή ζητεί τα ξεροκόμματα και τ' αποφάγια των φτωχών. Ήταν παντοδύναμος μάγος, που εσυγκέντρωνε στα στιβαρά χέρια του δυνάμεις της γης και στοιχεία του αιθέρος, άγνωστα στους πολλούς θνητούς. Και ήταν ικανός ν' αλλάξει όχι μόνον την τύχην, αλλά και αυτή την φύση των όντων.
   Η Κρουστάλλω στο ανέλπιστον εκείνο ηύρεμα, πασίχαρη εκόλλησε κοντά του κι ήθελεν αμέσως τώρα να το ιδεί και να τ' αγοράσει το βότανο, να το καταπιεί αμέσως, αν ήταν εύκολο κι αν ήταν δυνατόν ν' αλλάξει το έμβρυο που είχε μέσα της πριν το βγάλει στον κόσμο.
   "Πού είναι το; Να το ιδώ", ερώτησεν ανυπόμονη.
   "Μα είναι ακριβό!" είπεν ο Τζιριτόκωστας τονίζοντας τη λέξη.
   "Ακριβό - φτηνό εγώ το θέλω!" απάντησε μ' επιμονή η Κρουστάλλω. "Και το βρακί μου δίνω για ν' αποχτήσω σερνικό παιδί".
   "Αμ είχες ποτέ σου;" εψιθύρισε πονηρά γελώντας εκείνος.
   Κι εκαλοκάθισεν ανάμεσα στις γυναίκες κατάχαμα. Έσυρε το σακκούλι του εμπρός, άνοιξε με τρεμάμενα και αργοκίνητα χέρια τις σούφρες του, θέλοντας να κεντήσει όσον ημπορούσε περισσότερο την ανυπομονησία των γυναικών, κι έβγαλεν έξω ένα μικρό σακκουλάκι. Έπειτα έλυσε με την ίδια πάντοτε άργητα το σακκουλάκι και με προφύλαξη μεγάλη, λες κι έπιανεν άγια λείψανα, έβγαλε ένα - ένα χαρτοδέματα μικρά - μεγάλα και τ' απίθωσε κοντά του, φροντίζοντας αέρι να μην τα βαρέσει και ήλιος να μην τα ιδεί.
   "Ποιο είναι το σερνικοβότανο;" εξαναρώτησεν η Κρουστάλλω.
   Αλλ' ενώ ετοιμαζόταν να δείξει το πολύτιμο βοτάνι στα διψασμένα μάτια της χωριάτισσας, φωνή ολότρεμη από συγκίνηση και χαρά τού εμπόδισε το κίνημα.
   "Ηύρα! Το ηύρα!... Ηύρα το και δεν τ' αφήνω!"
   Η Παναγιώτα, του Παπαρρίζου η κόρη, ολόρθη, αναμαλλιασμένη, με μάτια σπιθοβόλα κι αγγελοκάμωτο πρόσωπον εχοροπηδούσε κρατώντας ψηλά, στα έκπληχτα μάτια των γυναικών εμπρός, ένα μαυροκόκκινον αραποσιτόκωνο. Ήταν εκείνος, που είχεν ασυνείδητα πάρει από το κιουτσέκι κι εξεφύλλιζε τόσην ώρα με τα δάχτυλά της. Αλλ' ο κόκκινος αραποσιτόκωνος είναι σπάνιος και σ' εκείνον που τον εύρει, αν είναι ανύπαντρος, προλέγει το γρήγορο φθάσιμο λατρευτού συντρόφου. Οι γυναίκες για μια στιγμή άφησαν τα βότανα του Τζιριτόκωστα κι έριξαν όλη την προσοχή τους στην αξιοζήλευτη παρθένα. Ορθές την επεριτριγύρισαν και άπλωναν τα χέρια κι εψηλαφούσαν τον κώνο με σεβασμό κι επιθυμία μεγάλη, ενώ η Παναγιώτα, ζηλότυπη, ήθελε να προφυλάξει το σπάνιο ηύρεμά της από κάθε αρπαχτική διάθεση. Όλες οι χωριάτισσες έδειχναν ευχαρίστηση για την ευτυχία της παρθένας κι ευχόνταν γρήγορα ν' αληθέψει η καλοσημαδιά. Από την έκφραση όμως των ματιών εφαινόταν πως άλλα έλεγαν και άλλα επίστευαν οι Καραγκούνισσες.
   "Μωρέ μάτια μου! Ηύρεμα που το 'καμε!" εψιθύρισεν η Αννέτα, η κόρη του Μπιρμπίλη, με παίξιμο των χειλιών κωμικότατο. "Εκείνη να βρίσκει τους κούνους κι άλλη να παίρνει τσ' αγαπητικούς της!..."
   "Δώστο, μαρή, να σ' το φυλάξω", είπεν η παπαδιά στη θυγατέρα της ολόχαρη κι εκείνη για το ηύρεμα της κόρης.
   "Μπα", έκαμεν η Παναγιώτα δυσκολόπιστη. "Δεν το δίνω κανενού".
   Και το έκρυψε με λαχτάρα, σαν φιλάργυρος τον θησαυρό του, μέσα στον παρθενικόν κόρφο της.
   Ο ζητιάνος από τη θέση του έβλεπε την αναστάτωση εκείνη των γυναικών κι εγελούσε μακάριος. Το εφευρετικό μυαλό του συλλογιζόταν πως και απ' αυτό το ηύρεμα της Παναγιώτας πολλά ημπορούσε να κερδίσει. Και όταν εκατάλαβε πως έπαυσε των γυναικών η συγκίνησις, εφώναξε με φωνή σοβαρή, που έκαμε τις γυναίκες όλες να συμμαζωχθούν πάλι περίγυρά του και να κρεμασθούν από τα χείλη του.
   "Το σερνικοβότανο; Ετούτο είναι!"
   Κι εμπρός στα θαμπωμένα μάτια τους εξεδίπλωσεν ένα ξερό σταχτερό χορταράκι. Αλλά σύνωρα, πλαγιάζοντας πίσω από την Κρουστάλλω, εψιθύρισε προφυλαχτικά δήθεν, αλλ' αρκετά δυνατά, ώστε ν' ακουσθεί απ' όλον τον όμιλο των γυναικών, στο αυτί της Παναγιώτας:
   "Έχω και τ' αγαποχόρταρο!"
   Στον λόγο και το διαπεραστικό βλέμμα του η κόρη εκοκκίνησε σαν τη φωτιά και απιστομήθηκε καταγής, ανάμεσα στα φουστάνια των άλλων γυναικών, με νευρικό και ακράτητο γέλιο. Αλλ' η Αννέτα του Μπιρμπίλη, ψιλομελάχροινη και πυρωμένη λεβεντονιά, τολμηρότερη επρόβαλε κι ερώτησε δυνατά:
   "Έχεις αλήθεια τ' αγαποχόρταρο;"
   "Ναι", είπεν ο Τζιριτόκωστας με ακλόνητη βεβαιότητα. "Έχω τ' αγαποχόρταρο, τσ' αγάπης το βοτάνι - π' άλλος τόπος δεν το κάνει. Αυτό που το 'χουν οι νεράιδες και το φυλάν στο Μαυροβούνι, κάτω στο Μωριά, σε μια σπηλιά δίκοχη - τρίκοχη, και δεν μπορεί κανείς να το φτάσει ούτε να το ιδεί πώς φυτρώνει. Και για να το βρεις, πρέπει να πιάσεις τρίμερο σκαντζοχεράκι, να το κλείσεις σε φράχτη περίγυρα καλή. Η μάνα του η σκαντζοχερίνα, θέλοντας να το λευθερώσει, θα περάσει κάμπους και βουνά, λαγκάδια και κράκουρα, να φέρει το βοτάνι, να το βάλει στη φράχτη ν' ανοίξει μονάχη της. Εκεί πρέπει να είσαι κρυμμένος, καθώς θα έρθ' η σκαντζοχερίνα, να το πάρεις από τη μυτίτσα της πριν 'γγίξει το χώμα. Μ' εκείνο τότε ανοίγεις κλειδαριές και σιδερόπορτες και την καρδιά του καλού σου και τ' αγαπητικού σου!"
   Η Παναγιώτα μέσ' από τα φουστάνια των γυναικών άκουε την παντοδυναμία του βοτάνου και δεν εγελούσε πλέον. Η καρδιά της έπαλλε γοργά και ιδρώτας επερίλουζε το σώμα της και ψιλά, καυτερά, σαν από θερμοκαυτήρα, κεντήματα αισθανόταν στα μάγουλα και την άκρη της μύτης της. Λιποθυμίας συμπτώματα εβάρυναν ασφυχτικά τα ναρκωμένα μέλη της και της έφεραν βαθείς, τετράβαθους αναστεναγμούς. Επίμονος και απαιτητικός ήρθε πάλι στο νου της ο Χαδούλης, του Τρίκα ο γιος, κι έσβησεν αμέσως τη χαρά που της έφερε του αραποσιτόκωνου το ευτυχισμένο ηύρεμα.
   Ο Χαδούλης ήταν αρρεβωνιαστικός της πριν. Ο Παπαρρίζος και ο Τρίκας, σε στιγμή κρασοκατανύξεως κι αισθηματολογίας άκρατης, αποφάσισαν να διατηρήσουν παντοτινή, στους αιώνες να την παραδώσουν αθάνατη κι ονομαστή τη φιλία τους. Και για να κατορθώσουν αυτό, δεν ευρήκαν άλλο μέσον παρά ν' αρρεβωνιάσουν τα παιδιά τους, πριν ακόμη αφήσουν καλά - καλά τα σπάργανα. Η κόρη με το πρώτο ψέλλισμα των ονομάτων της οικογενείας έμαθε να ψελλίζει και του αντρός της τ' όνομα. Πριν ακόμη αισθανθεί φόβο και σεβασμό και αγάπη στα πατρικά χτήνη, για τα μεγάλα ευεργετήματα που έκαναν με τη δύναμή τους στην οικογένεια, τα αισθάνθηκε στον Χαδούλη, που έμελλε να γίνει ευεργέτης και ο δεσπότης της. Τα ίδια αισθήματα εκράτησεν η παρθένα στα στήθη της και όταν ακόμη εμεγάλωσε. Ο Χαδούλης όμως ούτε μικρός ούτε όταν εμεγάλωσεν αισθάνθηκε τίποτε απ' αυτά. Όταν εκατάλαβε πως έγινε στο χωριό ζηλευτός γαμπρός, επάτησε τον αρρεβώνα του δίχως δισταγμό. Λίγα δεμάτια σανού, που επρόσθεσεν ο Μπιρμπίλης στην αρχική προίκα του, τον έπεισαν αμέσως ν' αρρεβωνιασθεί την Αννέτα.
   Η Παναγιώτα επικράθηκε κατάκαρδα, όταν το έμαθε. Περισσότερον επικράθηκε για την προσβολή, που της έγινε, παρά γιατί εματαιώθηκεν η ευτυχία της. Εφοβήθη περισσότερο την κακογλωσσιά των συντοπιτών της, τ' ανήλεα πειράγματα της αντιζήλου της, παρά που έχανεν αγαπημένο πρόσωπο. Το πάθημά της, αντί να την  καταβάλει και να την αποθαρρύνει, την έκαμε περισσότερο τολμηρή. Δεν είχεν άλλη σκέψη παρά πώς να ξαναφέρει στα πρώτα του βήματα τον Χαδούλη. Και τόσον είχε τα αισθήματα συγχισμένα μέσα της, ώστε δεν ημπορούσε να διακρίνει, αν εζητούσε τούτο για ν' αποχτήσει τον άπιστον εραστήν ή για να τιμωρήσει μισητήν αντίζηλον. Τώρα μόλις είδε τον Τζιριτόκωστα κι άκουσε του βοτάνου την ακατανίκητη δύναμη, αυτήν τη σκέψη έφερε στο νου της. Ήθελε να είχε λίγο απ' αυτό, ένα φυλλαράκι μόνον, να ποτίσει τον Χαδούλη, να τον κάμει να γυρίσει πίσω στην πρώτη του αγάπη, να μην τον χάσει για τα λίγα τ' άχερα. Αλλά ποιος ηξεύρει πόσο θα το πουλεί το βοτάνι του ο ζητιάνος!
   Όμως εκείνος εδιαλαλούσεν ένα με τ' άλλο τα βότανά του, έλεγε τη χρήση και την παντοδυναμία τους με τέχνη και υψηλή πλαστικότητα λόγου. Και οι γυναίκες όλες, στριμωγμένες περίγυρά του, άκουαν και τον εκοίταζαν κατάμματα, χωρίς να βγάνουν άχνα, χωρίς μιλιά, με συγκίνηση μεγάλη και πόθον άσβηστο. Τα ευεργετικά, τα παρήγορα βότανα της γης, που γιατρεύουν κάθε σωματική πληγή, που καταπαύουν κάθε ψυχικόν πόνο, που ελαφρώνουν κάθε της καρδιάς μαρασμό και την γυρίζουν πάλι στην πρώτη της νεότητα, στην αρχική της ακμή, ήσαν εκεί εμπρός τους, μέσα τα είχε στο σακκούλι του ο ζητιάνος και δεν έμενε παρά να τ' ανοίξει μόνον, να τα χύσει περίγυρα, για να κατασιγάσει της ανθρωπότητος τα κρυφά μαρτύρια, θεότης ευεργετική και πολυεύσπλαχνη αυτός. Μυστικούς, λαθροκρυμμένους πόνους· πόθους και βάσανα κι ελπίδες· όλα τα συναισθήματα τα κατασταλλαγμέν' από τη φύση σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, τα κατακαθισμένα στα βάθη της συνειδήσεως από τη ράθυμη της ζωής επιρροή, ο Τζιριτόκωστας με τα λόγια και τα βότανά του τ' ανασκάλιζε τώρα, τα έφερνε στην επιφάνεια, τα παράδινε στης ψυχής τη γνώση και του ατόμου τη διάθεση. Όλες οι γυναίκες, η μια με την άλλη, εζητούσαν με τον νουν επιμόνως κι εύρισκαν τέλος κάτι τι στη ζωή τους άρρωστο, κάτι στην ψυχή τους παθιασμένο, που εμπόδιζε ν' απολάψουν αθάνατη τη χαρά και τη γαλήνη του κόσμου.
   "Στερφοβότανο μπας κι έχεις, αρέ;" ερώτησεν έξαφνα η Κράπαινα. 
   Δώδεκα παιδιά είχε γεννήσει έως τώρα η χωριάτισσα και ήταν μόλις τριανταδύο χρονών. Εκαταλάβαινε και η ίδια πως είχε διάθεση να γεννήσει άλλα τόσα ακόμη. Όμως είχεν αποκάμει από τις κοιλοπόνιες κι ήθελε να σταματήσει την ανυπόφορη καρποφορία της κοιλιάς της. Αλλ' η παπαδιά την εμάλωσεν αμέσως για τούτο και είπεν ότι δεν έπρεπε να ζητεί με βοτάνια ν' αντιταχθεί στου Θεού το θέλημα. Η Κράπαινα όμως επίμενε γυρεύοντάς το. "Δεν βαστάω", έλεγε. "Βαρέθηκα πια· κάθε χρόνο και παιδί!..."
   "Σα δεν βαστάς, κλείδωσέ το", είπεν η παπαδιά.
   "Το κακό είναι που δεν κλειδώνεται", είπεν η γριά Σταμάτω, η πολύπειρη. "Δεν θυμάστε τι απάντησεν η γριά η εκατοχρονίτρα στα λόγια του σαραβαλιασμένου γέροντά της; «Ε, καϋμένε μύλο»,  είπεν εκείνος στενάζοντας. «Πόσες φορές εγριγριλίσαμ' εφτού μέσα!» Και η γριά η εκατοχρονίτρα εμουρμούρισεν: «Ανάθεμα την κρέμαση κι απέ ο μύλος ακόμη γριγριλίζει!»"
   Οι γυναίκες όλες, παντρεμένες και ανύπαντρες, εχασκογέλασαν νευρικά, σαν να εγαργαλίσθηκαν με τον μύθο της γριάς. Ο απριλιάτικος ήλιος που τις επερίλουζε θαλπερός ώρες ολόκληρες· η γοργή βλάστησις, που απλωνόταν περίγυρά τους, και τα γεννητικά μόρια, που επλανιόνταν αόρατα στον αιθέρα κι εσυντελούσαν στης ανοίξεως την αναπλαστικήν ενέγειαν, είχαν χύσει στο αίμα τους τη ράθυμη εκείνη και ηδονική διάθεση, που φέρνει στα έμψυχα πλάσματα την παράλυση του σωμάτου και των νεύρων τον οργασμό. Κοκκινοπρόσωπες, αγλαοματούσες, με κάποιο βάρος ανάλαφρο στο στομάχι και κάποια στενοχώρια και στέγνωμα στο λάρυγγα· με ανατριχιαστικήν αύρα κινούμενη επάνω στο δέρμα τους από το κεφάλι έως τα πόδια και με δυσθυμία αόριστη άρχισαν οι γυναίκες να πονηροβλέπονται μεταξύ τους και να σπρώχνονται, ν' ανακλαδίζεται η μία επάνω στην άλλη και να χαυνίζεται, με το νευρικό γέλιο αδιάκοπο, με των βλεμμάτων πονηρή έκφραση ακατανίκητη. Οι γυμνές τους κνήμες επρόβαλαν μελαχροινές και γυαλιστερές, σαν χάλκινες, κάτω από τ' αναστατωμένα φουστάνια τους και τα γόνιμα στήθη επρόβαλαν ελεύθερα έως την μέση και τα μέλη τους όλα από των νεύρων τη μουδιασμένη εξέγερση είχαν τολμηρή και παράξενη στάση σαν στρεβλωμένα. Εγελούσαν και ανακινούνταν στη θέση τους, σαν γάτες που τις δαιμονίζει το σπέρμα. Μωρέ, πόσα ξέρει η γριά Σταμάτω η στρίγγλα!...
   Αλλ' ο Τζιριτόκωστας, αδιάφορος στα λόγια και τα γέλια τους, αναίσθητος στο γαργάλισμα και τις φλογερές ματιές τους, αφοσιωμένος στη δουλειά του, απάντησεν αμέσως στην ερώτηση της Κράπαινας:
   "Πως; Και στερφοβότανο και γαλαχτόπετρα. Εμάζωνε χαλίκια ένας στ' ακρογιάλι και τα έριχνε στον κόρφο του. Άξαφνα τον ετάραξε η θέρμη· σφάχτες είχε σ' όλο του το κορμί· τα βυζά του επρήσθηκαν. Και ώσπου να φθάσει σπίτι του, άρχισαν να τρέχουν τα γάλατα. Ψάχνουν στα χαλίκια και βρίσκουν εκεί τη γαλαχτόπετρα - μαυρόπετρα· πέτρα του γιαλού του άμμου - με τα στέφανα του γάμου. Όποιος την βάλει απάνω του, το γάλα πάει ποτάμι - μα το πράσινο καλάμι· άντρας είναι για γυναίκα - μα τους άγιους πέντε - δέκα!... Αν θέλτε ακόμη έχω και το θηλυκοβότανο!..."
   "Α! Σπολλάτη σου! Και ποια παίρνει θηλυκοβότανο; Ας το να χαθεί και μην το μελετάς!" είπαν οι γυναίκες μονόγνωμες. "Από τ' άλλα να μας δώσεις".
   "Όλες να σας δώσω θέλτε", είπεν ο ζητιάνος σοβαρός. "Μα δεν ρωτάτε, αν έβαλα ψωμόψιχα μέσα μου από προχτές. Εκείνα, που μου έφεραν οι άντρες σας, εσηκώθηκε τη νύχτα ο παραγιός μου και δεν άφησε ψίχουλο".
   "Να σου φέρουμε, χριστιανέ!" είπε πρώτη η Κρουστάλλω. "Δεν το 'λεγες τόσην ώρα, παρά σε βασανίζουμε θεονήστικο!..."
   Κι εσηκώθηκεν, έτοιμη να τρέξει στο φτωχικό της για να φέρει στον ζητιάνο να φάγει.
   "Στάσου να σου φέρω κι εγώ που 'χω λίγο μπλουγούρι", είπε πρόθυμη και η Κράπαινα.
   "Κι εγώ έχω γαλοτύρι να σου φέρω".
   "Κι εγώ κάμποση μαμαλίγκα".
   Όλες τώρα ήσαν πρόθυμες να περιποιηθούν τον Τζιριτόκωστα, να του προσφέρουν κάτι, χρήσιμες να του φανούν όσον ημπορούσαν, να μην πεθάνει από την πείνα, ο φτωχός! Χριστιανός ήταν κι αυτός· δεν ήταν αλούθηρος! Ημπορούσε να πάθει, θεονήστικος άνθρωπος, και να τον έχουν όλες βάρος στην ψυχή τους!... Μπα, χριστιανέ μου· δεν το έλεγες τόσην ώρα;...
   Αλλ' ο Τζιριτόκωστας, αφού έριξε την σπίθα στον ευκολοάναφτο σωρό των γυναικών κι εκατόρθωσε τον σκοπό του, δεν ήθελε να προχωρήσει περισσότερον. Ήξευρε καλά τη δουλειά του αυτός. Εσκεπτόταν πως, αν έπιανε κάθε μία χωριστά, θα εκέρδιζε περισσότερο την εμπιστοσύνη της και η πονηρία του θα είχε ομαλότερον στάδιον ενεργείας.
   "Όχι, χριστιανές μου", είπε, "δεν θέλω τίποτα. Τώρα που θα πάτε σπίτι σας, έρχουμαι και μου δίνετε ό,τι προαιρείστε. Κοιτάξτε τώρα τη δουλειά σας..."
   Αλλ' οι γυναίκες, για να δείξουν προθυμία, έτρεξαν όλες στα σπίτια τους, χωρίς ν' ακούσουν τα λόγια του. Κι εκείνος, σοβαρός πάντοτε, θλιμμένος και κακοπαθισμένος, επλησίαζεν από πόρτα σε πόρτα κι εδεχόταν τα ελέη τους. Έπειτα, με ακριβόλογη συμφωνίαν, άρχιζε να παζαρεύει τα γιατρικά και τα βότανά του.
   Κι επίτυχεν αληθινά στους υπολογισμούς του ο Τζιριτόκωστας. Οι γυναίκες τώρα στην απομόνωσή τους άφησαν την επιφύλαξη κι εξεμυστηρεύονταν κάθε πάθος και κάθε τους επιθυμία. Πολλές του εζήτησαν τ' άκακα βότανα. Αλλ' οι περισσότερες ήθελαν τους εσμάδες και τα καββαλιστικά σημεία· τα παράδοξα σχήματα και τα τερατώδη μονογράμματα, για να διώξουν μ' εκείνα επίβουλο σκοπόν της γειτόνισσας, είτε να τον τινάξουν καταστρεφτικόν και δακρυοπότιστον σε μισητό συγγενή. Το αμπόδεμα και το λύμα του· το αβάσκαμα και το γήτεμά του· ο αφανισμός ασπόνδου εχθρού και το κρέμασμα στη λεύκα· του αντρόγυνου η σύχασις και των παιδιών από τους γονέους ο αποχωρισμός, είτε των αδερφών η έχθρα· και ακόμη των χτηνών η ψόφος και των αμπελιών το ξέραμα και των χωραφιών η στέρφεψις, όλα τα πάθη, όσα ο άνθρωπος μέσα στην χτηνωδία του εγκυμονεί κατά του συνόμοιού του, εστρώνονταν στυγνά εμπρός στον ζητιάνο κι εζητούσαν απ' αυτόν σάρκα και ψυχήν επίβουλη. Αυτός ο ίδιος άρχισε να αισθάνεται ψυχικόν ίλιγγο εμπρός στο τόσο μίσος και την αφάνταστη σκληρότητα, που εκυβερνούσε δεσποτική τις χωριάτικες εκείνες ψυχές. Ο νους του ο πολυκάτεχος έμεινε για μια στιγμή κατάπληχτος εμπρός στην εσωτερική ζωή του χωριού, τόσο διαφορετική και τόσον αντίθετη με την ολοπράσινη εξωτερική του όψη, την ναρκωμένη από τις αναθυμιάσεις των βάλτων και βυθισμένη στην ομίχλη σαν σε όνειρο.
   Ο Τζιριτόκωστας όμως δεν εκαταντούσε σε τόσους συλλογισμούς, ώστε να λησμονήσει την αποστολή του. Πρόθυμα επρόσφερνε στις γυναίκες ό,τι ήθελαν. Όλα τα είχε στο σακκούλι του. Κι εζητούσε για πληρωμή ό,τι έβλεπεν ακριβότερο στο σπίτι μέσα, ρούχο είτε πανί, κάθε τι που η πείρα του εύρισκε κατάλληλο για να μεταπουληθεί και να δώσει κέρδη.
   Οι γυναίκες στην αρχή αντίτειναν πεισματικά στις μεγάλες απαιτήσεις του. Επροφασίζονταν πως ο άντρας τους θα τις σαπίσει στο ξύλο. Εκείνος τότε ετοιμαζόταν τάχα να φύγει. Εμάζευε τις πραγμάτειες του ατάραχος και βραδυπατώντας έκανε ν' αφήσει την πόρτα, ενώ σύγχρονα επαινούσε την άσφαλτη χρήση των φαρμάκων του, τα ευεργετικά αποτελέσματά τους. Και οι γυναίκες, απελπισμένες γιατί δεν ημπορούσαν να τον συγκινήσουν, αλλά και ανίκανες να κατανικήσουν τον πόθο τους, έδιναν τέλος ό,τι τους εζητούσε κι έπαιρναν το βοτάνι με λαχτάρα, το εκομπόδεναν στου μαντηλιού την άκρη, στον κόρφο τους το έκρυβαν ζηλότυπες γιατί το απόχτησαν. Κι άκουαν τις συμβουλές του κι εξαναρωτούσαν τον τρόπο, που θα το μεταχειρισθούν, με λεπτομέρεια μεγάλη.
   Ο Τζιριτόκωστας, με παραγεμισμένα σακκούλια, έφθασε τέλος αποσταμένος εμπρός στην πόρτα της Κρουστάλλως.
   "Έλα, χριστιανέ μου, και σε περιμένω!" του εφώναξεν εκείνη ανυπόμονη, μόλις τον είδεν από μακράν.
   "Τι να κάμω; Μ' ελέησαν κι άλλες χριστιανές", απάντησε με ύφος μισοκακόμοιρο.
   Και ηθέλησε να καθίσει στο κατώφλι της πόρτας απ' έξω. Αλλά η Κρουστάλλω από οικτιρμό δεν τον άφησε.
   "Έμπα μέσα, δόλιε", είπε. "Κάτσε να σου βάλω να φας".
   Εμπήκε μέσα διστάζοντας κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Απίθωσε στη γωνία τα σακκούλια του κι εστρώθηκε καταγής, παραφορτώνοντας την Κρουστάλλω μ' ευχές κι ευλογίες για την τόση καλοσύνη της. Μια στιγμή μάλιστα, που η χωριάτισσα άπλωσε να ρίξει νέα φέτα ψωμιού εμπρός του, άρπαξεν εκείνος και ηθέλησε να φιλήσει το χέρι της. Όμως εκείνη το έσυρε βιαστικά, κατακόκκινη από ντροπή. Τι, άγια ήταν! Και μετανοημένη για τις βρισιές που εξεστόμισεν άλλοτ' εναντίον του, εφρόντισε να δικαιολογηθεί. Βλέπεις, καθένας θέλει να κάνει το καλό· αλλά δεν ημπορεί και πάντα. Τι να γίνει; Φτωχοί άνθρωποι ήσαν κι αυτοί!
   Αλλ' ο Τζιριτόκωστας, αργομασώντας, της αντίλεγε. Αυτό είναι κατά τις καρδιές. Είναι πολλοί που έχουν του κόσμου τ' αγαθά· όμως δεν δίνουν ούτε του αγγέλου τους νερό! Και δεν ηξεύρουν πως εκείνος, που δίνει ένα λεφτό σ' αυτόν τον κόσμο, στον άλλο θα το λάβει διπλάσιο και τριπλάσιο. Το λέγει κι ο αφέντης ο Χριστός μας. Αλλά οι πλούσιοι δεν τ' ακούν αυτά. Αν έλειπαν οι φτωχοί, οι ζητιάνοι και οι σακάτηδες θα πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα... Όμως η Κρουστάλλω τον επαρηγορούσε με φιλοσοφικά επιχειρήματα. Δεν ημπορούν όλοι οι άνθρωποι να είναι ένα· όλα τα ξύλα δεν βγάζουν τον ίδιο καπνό. Άλλοι καλοί, άλλοι κακοί· έτσι τα έχει ο παλιόκοσμος!... Κι εκείνος εξανάλεγε πως είδε και είδε κόσμο, μα σαν τη δική της ψυχή άλλη δεν απάντησε πουθενά. Η χωριάτισσα, πλέον ενθουσιασμένη από τα κολακευτικά εκείνα λόγια, θέλοντας να τα πιστοποιήσει όσον ήταν δυνατόν περισσότερο, εσκάλιζε όλα τ' αρμάρια και τους κρυψώνες του φτωχικού της, για να εύρει να του προσφέρει κάτι τι. Κι εκείνος, που με άγρυπνο μάτι ακολουθούσε κάθε κίνημά της κι εμάντευε τους σκοπούς της, όλο κι εψιθύριζεν επαίνους και θαυμαστικά για την καλοσύνη της, ενώ μέσα στο νου του εκλωθογύριζε πάντα την πρώτη του σκέψη.
   "Μωρέ, θα βγει πράμα απ' αυτό το ζωντόβολο!"
   Κι έξαφνα, δυνατώνοντας την φωνή του, είπε:
   "Αχ, εσένα, κυρά μου, δεν σου 'πρεπε να κάθεσαι σ' αυτό το αχούρι. Σου 'πρεπε να είσαι αρχόντισσα και να μπαίνεις σε παλάτια· να φορείς μεταξωτά και να βροντούν τ' ασημοχρύσαφα στα στήθια σου και να κρέμονται τα μαργαριτάρι' απάνω σου, σαν τα κεράσια στην κερασιά. Έπρεπε να γεννηθείς σε χρυσή κούνια, όπως ολόχρυση είναι η καρδιά σου. Και σου 'πρεπε να 'χεις άντρα τον χρυσόν αητό· να διαβαίνεις στο παζάρι και να προσηκώνονται οι άρχοντες· και να 'χεις τον αρχοντογιό, να στον ζηλεύ' η χώρα..."
   Η χωριάτισσα ορθή κοντά του, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, άκουε τους επαίνους εκείνους με χαρά και αγαλλίαση. Το αίμα της έβραζε κι εκατακοκκίνιζε σαν φωτιά τα μάγουλά της κι εσυγκλόνιζεν όλη της την ύπαρξη. Η ζωή εκείνη, όπου την ετοποθετούσεν ο ζητιάνος μέσα στα πλούτη και τη δόξα, ελαμποκοπούσεν εμπρός της και της εθάμπωνε τα μάτια τόσο, που ήθελε να τα κλείσει, να παραδοθεί σύψυχη στο γλυκόν όνειρο και ποτέ να μην ξυπνήσει! Άρχισε να την παραφέρνει και να την πείθει η γλώσσα του πως αληθινά αυτή δεν ήταν για να ζήσει, όπως τώρα εζούσε, αλλ' όπως εκείνος της έλεγε. Και ασυνείδητα άρχισε να του λέγει πως αν ήταν αληθινά, όπως της έπρεπε, θα έβλεπε τότε με πόση προθυμία θα έκανε τα ψυχικά της.
   "Μα την ώρα που μας ακούει", είπε με σοβαρότητα, "αν ήταν αλήθεια, φτωχός δεν θα βρισκόταν σ' όλο το πρόσωπο της γης".
   Αλλ' επάνω στην έξαλλην αυτή μεγαλοδωρία της, η ενθύμησις του σερνικού την εκρέμνισεν αμέσως στην άθλια πραγματικότητα. Η χρυσόσκονη, που έριξεν εμπρός στα μάτια της για μια στιγμή σαν μάγος καλλιτέχνης σε στυγνήν εικόνα ο ζητιάνος, εσκόρπισεν ευθύς κι είδε περίγυρα το κοπρισμένο σπίτι με τα φτωχικά εσωθέματα· είδε την πολυτρυπημένη σκεπή, απ' όπου έμπαινε το φως της ημέρας κι εσύρριζε τις χειμωνιάτικες νύχτες παγερός ο βοριάς κι έσερνε το νερό ρεμματαριά, όταν έβρεχε. Έφερεν εμπρός της τον Μαγουλά, βρωμοχωριάτη ξεθεωμένον από τον κάματο κι είδε τις πέντε θυγατέρες της, πέντε παστρογωνιές κουρελοφορεμένες κι ασχημοπρόσωπες! Έπειτα, χαμηλοθωρώντας, είδε την κοιλιά της, υπέρμετρα εξογκωμένη, να σηκώνει την εμπροσθέλλα του φουστανιού της έως τα γόνατα και στεναγμός βαθύς εβγήκεν από το στήθος της.
   "Μωρ' άσ' τ' αυτά!" είπε κάπως αγαναχτισμένη, ίσως γιατί την ανέβασε σε κόσμους άφταστους, είτε γιατί υποψιάσθηκε την ειρωνεία των λόγων του. "Δε θέλω παλάτια και χρυσάφια εγώ!... Θέλω σερνικό παιδί. Μπορείς να μου δώσεις σερνικό παιδί;..."
   "Εγώ θα σου δώσω το σερνικοβότανο", είπεν αδράζοντας την ευκαιρίαν ο Τζιριτόκωστας. "Πιε το, και το πρώτο που θα πιάσεις θα είναι σερνικό".
   "Αμ ετούτο;" είπε δείχνοντας την κοιλιά της με αποστροφή. "Αν είναι και τούτο θηλυκό;"
   Ο Τζιριτόκωστας την εκοίταξε κατάματα. Έπειτα εγύρισε στη γριά Σταμάτω, που εκαθόταν στη γωνιά αμίλητη σαν ξόανο. Έπειτα έφερε περίγυρα στους γυμνούς και καπνισμένους τοίχους τα μάτια του, έως την αραχνοκαμένη σκεπή και τα εκάρφωσε τέλος στην άλλην άκρη του σπιτιού αντίκρυ. Εκεί ήταν η θέσις που έμεναν τα ζώα του Μαγουλά, δύο βόδια καματερά και μια αγελάδα. Επροδινόταν ο προορισμός της από την δυνατήν οσμήν του σάπιου άχυρου, που εχυνόταν περίγυρα κι έφθανεν έξω ακόμη από την κατοικία. Τώρα και τα τρία ζωντανά έλειπαν μαζί με τον Μαγουλά στο χωράφι. Μόνον ένα ψιμάρνι ήταν εκεί δεμένο, του σπιτιού θρεφτάρι, μ' ένα κουδουνάκι στο λαιμό κι ανακάτευε κάποτε με τα λεπτά ποδάρια του την ξερή φάκνα.
   "Να είχαμ' ένα νεφρό", είπεν ο Τζιριτόκωστας αργά και σοβαρά, κοιτάζοντας πάντοτε στον στάβλο. "Εγώ ημπορούσα να σου πω τι παιδί έχεις μέσα στην κοιλιά σου".
   "Τι νεφρό;" ερώτησεν αμέσως η Κρουστάλλω πρόσχαρη.
   "Να, αρνίσιο. Αν είχα ένα νεφρό, αμέσως θα σας έλεγα".
   "Νεφρό αρνίσιο... ένα νεφρό αρνίσιο!" εψιθύρισεν κοιτάζοντας τη μάνα της, σαν να ήθελε να την συμβουλευθεί πώς ημπορούσαν να εύρουν ένα νεφρό αρνίσιο.
   "Πού να βρούμε;" είπεν ανασηκώνοντας τους ώμους η γριά.
   Και δεν είχεν άδικο. Σπανίως σφάζουν στα χωριά. Το κρέας το τρώγουν οι χωριάτες μόνον τρεις - τέσσερες φορές το χρόνο· τη Λαμπρή, τα Χριστούγεννα και τις Αποκριές. Τρώγουν κάποτε και σε κανένα γάμο. Και καμμιά φορά, αν αρρωστήσει ζωντανό και το ιδούν έτοιμο να ψοφήσει, το σφάζουν και το μοιράζονται συναμεταξύ τους. Τις άλλες όμως ημέρες έχουν για προσφάγι τα σκορδοκρέμμυδα και τα οσπριοφάσουλα, το τυρί, το γαλοτύρι, το μπλιγούρι, τον τραχανά και κάποτε τις επίσημες ημέρες τη μαμαλίγκα. Πού να βρεθεί λοιπόν νεφρό αρνίσιο μέσα στο χωριό;
   Αλλ' εκείνη την ώρα, λες και ήθελε να τους βγάλει από την αμηχανία, ακούστηκε μέσ' από τα βάθη του στάβλου τρεμουλιαστή και συγκρατητή, σαν αλυσίδα που σέρνεται μέσ' από μετάλλινο αγγείο, η φωνή ενός αρνιού.
   "Μπε!"
   Της Κρουστάλλως και του Τζιριτόκωστα τα μάτια εσυναπαντήθηκαν ευθύς σπιθοβόλα. Και με την άφωνη αυτή γλώσσα τους εφανέρωσαν πως έτσι εσυναπαντήθηκαν και οι σκέψεις των.
   "Δεν το σφάζουμε;" επρότεινεν ο ζητιάνος δειλά.
   "Κι έπειτα;" ερώτησε θλιμμένη η χωριάτισσα. "Πού θα πάμε να κρυφτούμε από τον Μαγουλά; Θα παίξει στειλιάρι που θ' ακουστεί στη Λάρσα".
   Και ασυνείδητα έφερε τα χέρια πασπατεύοντας το σώμα της εδώ κι εκεί, σαν να επονούσε με την ενθύμηση μόνον παλαιού χτυπήματος. Αλλ' ο Τζιριτόκωστας άρχισε ν' αντιτείνει στα λόγια της, να περιγελά τους φόβους της. Αμ τι; Τάχα και ο ίδιος ο Μαγουλάς δε θα ήταν περίεργος να μάθει από τώρα τι είδους παιδί είχεν η γυναίκα του στα σπλάχνα της; Κι επιτέλους, αν ήταν τόση ανάγκη, να μη μάθει τη θυσία του αρνιού, δεν ήταν και δύσκολο πράγμα. Έλεγαν πως άφησαν μια στιγμή την πόρτα του σπιτιού ανοιχτή κι έφυγε το ψιμάρνι. Σαν έχει όρεξη, ας τρέχει να το γυρεύει ο καλονοικοκύρης!"
   "Μπε!..." αντήχησε πάλιν μέσα στο σπίτι το βέλασμα του αρνιού.
   "Σφάχτης, ντε!..." εψιθύρισεν η Κρουστάλλω με κίνημα αποστροφής.
   Άρχιζε να την ενοχλεί τώρα το αθώο βέλασμα. Της εξέσχιζε τα νεύρα, της εκλόνιζε την ψυχή κι αισθανόταν μίσος ακράτητο στη φωνή εκείνη που ήταν απαράλλαχτη με τον Πειρασμό. Αχ! Ας ήταν εύκολο ν' αρρώσταινε τώρα τ' αρνί, πισοτάντανο κακό να το έπιανε, να το έριχνε νεκρό κάτω!...
   "Εμένα δεν με μέλει", επρόσθεσε με αδιαφορία ο ζητιάνος, όταν ενόησε πως άρχισε να κλονίζεται η χωριάτισσα. "Λυπάμαι μονάχα που χάνεται τέτοια περίσταση για ένα παλιοπρόβατο... Μα δεν πειράζει· ένα θηλυκό περισσότερο δεν θα χαθεί ο κόσμος".
   Τ' αδιάφορα εκείνα λόγια του έγιναν μαχαίρια δίκοπα για την καρδιά της Κρουστάλλως. Μόνον με την ιδέα πως ημπορούσε να γεννήσει και άλλο θηλυκό, ήταν ικανός ν' αναστατωθεί ο νους της και να την βυθίσει σε απελπισία. Η περιέργεια εκόλλησε πλέον στο πνεύμα της αξεκόλλητη κι εγιγάντευε συγκλονίζοντας την ψυχή της, την ύπαρξή της ολόκληρη. Η επιθυμία να γνωρίσει από τώρα, πριν ακόμη γεννηθεί, το είδος του όντος, που εγκυμονούσε μέσα στα σπλάχνα της· η θέλησις να μάθει πως το χυδαίον σπέρμα του αντρός μέσα στην ακυβέρνητη επιθυμία της και με την άβουλη δύναμη της φλογερής σάρκας εσχηματίσθηκε και ποια στην ζωή της θα είχεν επιρροή, την έσπρωχναν στα έσχατα. Δεν ήθελε πλέον ούτε να συλλογισθεί τον Μαγουλά. Οι θυμοί και τα ξυλοκοπήματα ήσαν τίποτε γι' αυτήν. Το μυστικό, που ήταν εύκολο να μάθει, εγαργάλιζε και της εφτερούγιζε τον νουν.
   "Μπε!..."
   Το ψιμάρνι εξακολουθούσε τώρα να βελάζει αδιάκοπα. Η βραχνή και συγκρατητή φωνή έβγαινεν από τοίχο σε τοίχο μέσα στο μακρύστενο σπίτι θρηνητική και ανυπόφορη. Tην άκουεν η Κρουστάλλω κι επίστευε πως τριβέλι της ετρυπούσε τα μηνίγγια· αναμμένο σίδερο αισθανόταν να περνά στη ραχοκοκκαλιά της, ενώ τις πλάτες και τα χεροπόδαρά της ενόμιζε πως είχε σε νερά κατάκρυα. Τώρα έβλεπεν εμπρός της το αθώο πλάσμα να της απλώνει τον λαιμό και να προσφέρεται θεληματικό θύμα της. Μέσα στους παλμούς της φωνής του εύρισκε λέξεις ανθρωπινές που την επαρακινούσαν, την επαρακαλούσαν σχεδόν να πάρει το μαχαίρι και να του κόψει μόνη της τον λαιμό. Δεν το ήξευρε; Δεν το καταλάβαινεν αυτή; Το αρνί ήταν γραμμένο τώρα να σφαγεί. Όλος ο κόσμος το λέγει κι εκείνη δεν το άκουσε; Δεν έμαθε πως το σφαχτό, όταν καταλάβει την ώρα της σφαγής του, βλέπει εμπρός του το μαχαίρι αιματοβαμμένο και βελάζει βραχνά και θλιμμένα με φρίκη και αποστροφή! Τρέμει το φριχτό μαρτύριο και παρακαλεί να τελειώσει μια ώρα πρωτύτερα την άχαρη χωή του... Τι άλλο λοιπόν έκανε τόσην ώρα το ψιμάρνι παρά να προσκαλεί τον θάνατο; Προετοιμασμένη στην αυταπάτη της η Κρουστάλλω, επίστευσε τώρα πως ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει γρήγορα στον θύτη το θύμα του.
   "Πάρ' το", είπε με σταθερή απόφαση, δείχνοντας στον ζητιάνο το θύμα. "Σφάχ' το, ξεκοίλιασέ το! Ό,τι θες, κάμε! Να μου ειπείς μονάχα τι Οξαποδώς είναι αυτός που 'χω στην κοιλιά μου!"
   "Τι λόγια λες, μωρή θεοσκοτωμένη;" εφώναξεν η γριά Σταμάτω, τραβώντας τα μάγουλά της με φρίκη. "Τι κακομενιτεύεις την κοιλιά σου π' ανάθεμά σε, φόνισσα!..."
   Και πλησιάζοντας καταφοβισμένη, ανοιγόκλεισε δυο - τρεις φορές τη δεξιά της παλάμη επάνω στην κοιλιά της κόρης της. Την εσταύρωσεν έτσι κι εμάκρυνε κάθε κακό λόγο είτε πάθημα από μέσα της. Ήξευρεν η παλυκάτεχη γριά πως οι έγκυες πρέπει και από μάτι κακό και από λόγο να είναι προφυλαγμένες. Γιατί πολλές φορές και ο κακός λόγος και το μάτι το κακό πιάνουν στ' αληθινά και βλέπεις και γεννούν αντί παιδιών παραλλάγματα φριχτά· ζούδια είτε πετούμενα, ψάρια είτε κι αυτόν τον Οξαποδώ οι γυναίκες. Αλλά και η Κρουστάλλω, λες κι ενόησε τον κακό λόγο που είπεν, εκιτρίνισεν αμέσως κι επεριμαζεύθηκε, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά και πίσω της με μάτια φοβισμένα.
   "Αν δεν τρελάθηκα, θα τρελαθώ χωρίς άλλο", εψιθύρισε σφίγγοντας με τα δυο χέρια το μέτωπό της.
   Ο Τζιριτόκωστας όμως, μόλις επήρε την άδειά της, έτρεξε στον αχυρώνα κι έσφαξε το αρνί. Έπειτα, μ' επιτήδειου σφάχτη χέρια, άνοιξε την κοιλιά, επαραμέρισε τα σπλάχνα κι έβγαλε το δεξί νεφρό. Το έσχισε με ψιλό σουγιαδάκι, αφήνοντας μόνον λεπτή πέτσα να συγκρατεί τα δύο κομμάτια και το απίθωσε στη φωτιά.
   "Κοίταξε καλά", είπε στην Κρουστάλλω. "Αν κλείσει, θα ειπεί πως έχεις σερνικό παιδί· αν δεν κλείσει, τότε βέβαια έχεις κορίτσι".
   Κι εξαπλώθηκεν έρριζα στη γωνιά, κοιτάζοντας με περίεργο μάτι αρχαίου σπλαχνοσκόπου, σαν μαύρη κηλίδα επάνω στην αναμμένη θράκα, το μαντικό νεφρό. Γύρω τα σκοτάδια ολοένα κι επύκνωναν περισσότερο. Στο βάθος ο αχυρώνας εφαινόταν σαν εμπατή χάσματος σκοτεινού και απέραντου, όπου τρέμει κανείς να πλησιάσει, γιατί φαντάζεται τ' αφύσικα και γλιστερά ερπετά, που το περιτρέχουν. Οι πλαγιανοί τοίχοι ζερβόδεξα, με τη γυμνή, μισοκαπνισμένη όψη τους και την κατάμαυρη από πάνω χαμηλή σκεπή και κάτω το ξερό και χιλιοσκαμμένο έδαφος μέσα στο αβέβαιο φως, που έμπαινεν από τις χαραμάδες της πόρτας, είχαν κάποια πένθιμη μελαγχολία, λες κι έκλαιαν τη μοίρα τους. Ενώ σύνωρα οι χρυσοκόκκινες λάμψεις της φωτιάς, που έλαμπαν στον όρθιον τοίχον εμπρός έως την ανοιχτή καπνοδόχη, επάνω και περίγυρα στα φτωχικά φορέματα και τα σύζαρα πρόσωπα των τριών σπλαχνοσκόπων, με αφοσίωση κι ελπίδα προσηλωμένων στο σκοτεινό έργον τους, έδιναν φριχτή εικόνα εργαστηρίου των Μαγισσών.
   Η γριά Σταμάτω, καθισμένη στο άλλο πλευρό της γωνιάς, με τα πόδια συμμαζωμένα εμπρός, επάνω στα γόνατα κρατώντας με τις ξερές παλάμες το ασπρόμαλλο κεφάλι της, ατένιζε με τα μικρά σταχτερά μάτια της την πυρωμένη θράκα, ακίνητη και αμίλητη, λες κι είχε το πνεύμα της αλλού, σε υπερκόσμιες σφαίρες. Αντίκρυ ο ζητιάνος, στηρίζοντας τις πλάτες στον κατάξερο τοίχο και τα πόδια έχοντας ξαπλωμένα πέρα σε μεγάλην ανάπαυση, εγοργόπαιζε τα μάτια του και πότ' έβλεπε στη θράκα τα καμώματα του νεφρού, πότε στην πόρτα, λες κι εφοβόταν αιφνίδιο φθάσιμο του νοικοκύρη· πότε στις γυναίκες και πότε στη γωνιά, στην άσπρη χόβολη, όπου εχάραζε με μια λεπτή κληματόβεργα κύκλους και πεντάλφες και μονογράμματα καββαλιστικά, δίνοντας μ' ελαφρά κινήματα των χειλιών και των ματοφύλλων κάτι τι μυστηριώδες και σκοτεινό στη φυσιογνωμία του. Και ανάμεσα στα δύο αυτά ζωντανά σώματα, η Κρουστάλλω, γονατισμένη σχεδόν επάνω στη γωνιά, δεν είχε φωνή, δεν είχε ζωή, μόνον έβλεπε. Τα μάτια της ορθάνοιχτα εκαθρέφτιζαν ανάστροφα μέσα στη μικρούτσικη κόρη τους όλο το μαγικό είδωλο που έστεκεν εμπρός της: τη σκοτεινή και πρασινόμαυρη περιφέρεια της γωνιάς, τη στάχτη και τ' αναμμένα κάρβουνα με τις γαλοζοκόκκινες κυματιστές φλογίτσες τους και το νεφρό από πάνω, σπαρταριστό ακόμη, ενώ το επερίγλειφαν εκείνες μ' επιμονή και βουλιμία. Το πρόσωπό της εκοκκίνιζε ροδοψημένο κι έκαιαν τα μάγουλά της και πολλές φορές τρίχες των μαλλιών της, τολμηρά πεσμένες στο μέτωπο, απελπιστικόν έπιαναν αγώνα κι εψήλωναν απότομα, τσιτσιρίζοντας πολλές φορές στην πεισματικήν έφοδο της αναλαμπής, που ερχόταν κατ' επάνω τους.
   Αλλ' αδιάφορη σ' αυτά όλα, ούτε τη λάβρα, ούτε την κούραση, ούτε το επίμονο καρδιοχτύπι αισθανόταν εμπρός στην άφωνη απάντηση, που θα της έδινεν απ' ώρα σ' ώρα το μαγικό νεφρό. Άκουσε το ελαφρό τσιτσίρισμά του, όταν επρωτοβάλθηκε στην αναμμένη θράκα- παράπονο πικρό της σάρκας παραδομένης αλύπητα στον αχόρταστο γίγαντα· είδε τα κινήματά του τ' απελπιστικά, σαν να εζητούσε των νεύρων τη βοήθεια για να πηδήσει απ' εκεί και να λυτρωθεί· είδε μικρόν καπνό ν' ακολουθήσει το τσιτσίρισμά του και να τιναχθεί επάνω από τις φλόγες· είδε, τέλος, και τα χείλη του να περιμαζευθούν μέσα, σαν φτερούγια μικρού πουλιού που παραδίδεται σε αμείλικτον εχθρόν, αφού έχασε κάθε σωτηρίας ελπίδα. Η χωριάτισσα μια στιγμή αναγάλλιασε κι επίστεψε πως τα κινήματά του εκείνα θ' ακολουθούσαν άλλα ισχυρότερα και θα έφερναν τα δύο κομμάτια να γυρίσουν και να ενωθούν, όπως ήσαν στην αρχή, πριν τα διχοτομήσει το μαχαίρι. Άμα έσμιγαν έτσι, ήταν βέβαια σερνικό το παιδί, που είχε στην κοιλιά της. Το είπε καθαρά ο Τζιριτόκωστας. Κι αισθανόταν η Κρουστάλλω μέσα στα μέλη κάτι τι σαν σπαρτάρισμα των νεύρων· μιαν άχνα να ξανεμίζεται και να γλιστρά προς στο στήθος της, να φθάνει στις άκρες των δαχτύλων και του προσώπου της· κάτι τι σαν προσπάθεια, που ήθελε να τρέξει, να βοηθήσει το νεφρό στο απρόθυμο κλείσιμό του.
   "Α!..." έφυγε βραχνό, σαν ενθάρρυνση απελπιστική από τον λάρυγγά της.
   Αλλ' αντίθετα με την επιθυμία της, το νεφρό άρχισε τώρα λίγο κατ' ολίγο να μαυρίζει και να χύνει παντού τη μυρουδιά του καμμένου κρεάτου. Έπειτ' άρχισε να κοκκινίζει, παρόμοιο με τα περίγυρα κάρβουνα· έπειτα λίγο κατ' ολίγον, από την περιφέρεια πάντοτε στο κέντρο, ν' ασπρίζει και να γίνεται στάχτη, σαν τη χωνεμένη χόβολη. Έως ότου τη χόβολη εκείνη από τη μία μεριά ο άνεμος και από την άλλη η λάβρα, μ' ένα ξεφύσημα, σαν τελευταίο ψυχομάχημα, και με λίγον καπνό, την ετίναξε ψηλά στην ανοιχτή καπνοδόχη της σκεπής κι εξαφάνισε κάθε σημάδι του νεφρού.
   "Άει στο διάβολο, τύχη τζαναμπέτα!..." εβρυχήθηκε τότε ακράτητη η Κρουστάλλω.
   Κι έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της λιμνωμένη από τα δάκρυα.
   "Καλέ, μην κάνεις έτσι, χριστιανή μου!" είπεν ο Τζιριτόκωστας, γελώντας κάτω από τα δασά μουστάκια του. "Μην κάνεις έτσι και διορθώνεται το κακό. Σου δίνω γιατρικό· μην κάνεις έτσι!..."
   "Έχεις γιατρικό να τ' αλλάξω;" ερώτησεν εκείνη αναπηδώντας και κοιτάζοντάς τον με κόκκινα μάτια.
   "Έχω και να τ' αλλάξεις και να το ρίξεις ακόμα", είπεν ο Τζιριτόκωστας.
   "Να το ρίξω, όχι", είπε ξαναπέφτοντας στην απελπισία της η χωριάτισσα. "Ο Θεός να γλιτώνει! Είναι κρίμα μεγάλο!... Σαν το 'δωκε ο Θεός, δεν μπορώ να το διώξω". Κι εσταυροκοπήθηκε καταφοβισμένη και ζητώντας έλεος. "Αν είναι να τ' αλλάξω, ναι· σου δίνω ό,τι θες. Εγώ κι ο άντρας μου να γενούμε σκλάβοι σου..."
   "Α, όχι", είπεν ο Τζιριτόκωστας, σηκώνοντας το κεφάλι αρνητικά. "Δεν θέλω να ξέρει ο άντρας σου τίποτα. Οι άντρες -τους ξέρω 'γω- είναι δύσκολοι· δε θέλω μάγγανα!... Αν θέλεις να σου δώσω, θα μου κάνεις όρκο πως δεν θα το μάθει".
   "Ναι, σου κάνω όρκο και σταυρό", είπε πρόθυμη η Κρουστάλλω.
   "Μας κάνεις τέτοιο καλό", επρόσθεσεν η γριά Σταμάτω, "και θα κάτσουμε να το τουμπανίσουμε στον κόσμο;..."
   Ο ζητιάνος έβγαλεν από το σακκουλάκι του κι εξεδίπλωσεν εμπρός στα περίεργα βλέμματα των γυναικών λίγη ψιλή και σταχτερή σκόνη.
   "Τρεις θα πάρεις από τούτες", είπε με σοβαρότητα. "Πάσα ημέρα κι από μία".
   Αλλ' έξαφνα εστάθηκε συλλογισμένος. Ήξευρε πολύ καλά αυτός την επικίνδυνη ενέργεια της σκόνης, που έδινε τώρα, για ν' αλλάξει δήθεν το είδος του εμβρύου μέσα στη μήτρα της χωριάτισσας. Δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά σκόνη εκτρωτική. Συχνά την είχε πουλήσει αντί μεγάλης αμοιβής σε κορίτσια κρυφογκάστρωτα κατά το μακρύ ζητιανικό του στάδιο. Πολλών άνομες σπορές ετίναξεν ασώματες έξω από τις μήτρες· αλλά και πολλά σώματα έστειλε πάρωρα στον τάφο. Το ήξευραν· αλλά και τι να κάμει; Ημπορούσε ν' αρνηθεί την υπερεσία του, αφού την εζητούσαν και μάλιστα με τόση πληρωμή;"
   Με αυτή τη φιλοσοφική σκέψη αποφάσισε και τώρα να δώσει την καταστρεφτική σκόνη του στην Κρουστάλλω. Αληθινά δεν εζητούσε ν' απορίξει εκείνη· αλλά να μεταλλάξει το είδος του καρπού της. Ο ζητιάνος, όμως, δεν είχεν ακόμη εφεύρει κανένα τέτοιο γιατρικό. Αλλά δεν ημπορούσε να ομολογήσει την αδυναμία του. Η επιστήμη του δεν το επίτρεπε με κανένα λόγο. Κι επιτέλους, αφού εκείνη ήταν πρόθυμη να το πιστέψει κι είχε τη διάθεση, γιατί τάχα αυτός να χάσει τα κέρδη κι ίσως - ίσως την υπόληψή του; Αυτός πάει να την γελάσει· δεν το αρνείται. Αλλά γιατί και αυτή να μην είναι τόσον έξυπνη, ώστε να μη γελασθεί; Έπειτα οι καπάτσοι από τους κουτούς θα ζήσουν. Οι έξυπνοι δεν γελιούνται. Αν δεν ήταν ο κουτόκοσμος, οι ζητιάνοι θα εψοφούσαν της πείνας μέσα στα ξεροβούνια της πατρίδας τους, σαν το μεταξοσκούληκο μέσα στο καρύκι του... Για να έχει όμως από πριν τη συνείδησή του αναπαυμένη σε κάθε καταστροφή, εσκέφθηκεν ο Τζιριτόκωστας ν' αδυνατίσει τη δραστήρια δύναμη της σκόνης του.
   "Τι μέρα έχουμε σήμερα;" ερώτησε ξώντας το μέτωπό του.
   "Δευτέρα", είπεν η γριά Σταμάτω.
   "Ε, ν' αρχίσεις από την Πέφτη να παίρνεις. Μέρα με την ημέρα θα παίρνεις από μία".
   "Και θ' αλλάξει;" ερώτησεν η Κρουστάλλω ολόχαρη, απλώνοντας το χέρι να πάρει τη σκόνη.
   "Ακούς! Στοιχειό θα γένει. Θα ιδείς ν' αντρειέψει το σπίτι σου γενιά και γενιά!..."
   Η Κρουστάλλω αναστέναξε βαθιά, λες κι έβγαλε μεγάλο βάρος από πάνω της. Αλλά τη σκόνη δεν της την έδινεν ο ζητιάνος ακόμη. Την έβλεπε μόνον ατενώς στα μάτια και από τα μάτια στα χέρια, λέγοντάς της άφωνα πως ήθελε πρώτα την αμοιβή του. Εκείνη ενόησε τέλος. Έβγαλεν από την ξυλοκασέλαν της ένα ολοκαίνουριο σαλβάρι γαλάζιο, γαϊτανοκεντημένο και τινάζοντάς το εμπρός του:
   "Να", είπε, "το γαμπριάτικο τ' αντρός μου. Έτσι να τον χαρώ, δεν έχω άλλο! Κοίταξε όμως να μην το ιδεί μάτι στο χωριό, γιατί φίδι που μ' έφαγε".
   Τον εφοβόταν πολύ τον άντρα της. Αλλά ποιος ηξεύρει πότε θα το εζητούσε! Οι Καραγκούνηδες δεν αλλάζουν εύκολα τα φορέματά τους, παρά τέσσερες - πέντε φορές τον χρόνο. Κι εκείνες ακόμη όχι τακτικά. Έως τότε όμως ημπορούσε να εύρει τρόπο να το δικαιολογήσει η Κρουστάλλω. Θα έλεγε πως της το έκλεψαν έξαφνα εκεί που το είχεν έξω στο σκοινί να ηλιαστεί. Κι επιτέλους, το εμαρτυρούσε, αν έκανε σερνικό παιδί. Όταν έβλεπε σερνικό παιδί ο Μαγουλάς, δεν θα είχε μυαλό να κάτσει να συλλογισθεί ένα σαλβάρι!
   Ο Τζιριτόκωστας το επήρε από τα χέρια της χωριάτισσας και το εψαχούλευεν εδώ κι εκεί με ακριβολογία εμπόρου, που φοβείται μήπως γελασθεί στο εμπόριό του. Είχεν έμπειρο μάτι και με το πρώτο βλέμμα ενόησε πως το σαλβάρι ήταν καινούριο και πως ημπορούσε ακριβά να το πουλήσει στον πρώτον αγοραστή. Δεν έπρεπε να το φανερώσει όμως. Ήθελε να έχει δικαίωμα σε μεγαλύτερη απαίτηση για να δείξει στη γυναίκα τη δυσκολοπλήρωτη αξία των φαρμάκων του.
   "Τι παλιοπατσαβούρα μου ήφερες;" εψιθύρισε δυσαρεστημένος. "Αυτό δεν αξίζει ούτε πέντε γρόσια".
   Και συγχρόνως έχωνε το σαλβάρι βαθιά στο σακκούλι του, φροντίζοντας να το εξασφαλίσει καλύτερα.
   "Παλιοπατσαβούρα!" είπεν η γυναίκα αποσβολωμένη. "Μαρέ, δεν ανοίς τα μάτια σου να το ιδείς καλά;... Τρεις φορές δεν το 'βαλε ακόμα ο δικός μου".
   "Είναι καινούριο ακόμα, λιέω!" επρόσθεσε και η γριά Σταμάτω κάπως οργισμένη.
   Ο ζητιάνος εκίνησε το κεφάλι δισταχτικά. Έπειτα με ύφος αποφασιστικό και χαριστικό είπε:
   "Ας είναι. Φτωχούλα είσαι και εσύ, ας ζημιωθώ. Δεν πειράζει... Μα δεν έχεις κάνα βρακοπουκάμισο για τον παραγιό μου;..."
   Η Κρουστάλλω δεν ήθελε να δώσει τίποτε πλέον. Αλλά και δεν ήταν ικανή τίποτε να του αρνηθεί. Επίστευε τον εαυτό της κατασκλαβωμένον για το καλό που της έκαμε. Να διώξει πλέον τα θηλυκά! Να μην ιδεί άλλες παστρογωνιές στο σπίτι της! Ν' αποχτήσει στειλιάρι δεύτερο, έτοιμο να πάρει τη θέση του πατέρα του σε κάθε κακοτυχία! Να βάλει νέον αντρειωμένον καβαλάρη στη σκεπή του σπιτιού της! Και κάτω από τη σκεπήν εκείνη να καταφύγουν στο αβέβαιο ταξίδι του μέλλοντος όλα τ΄αδύνατα πλάσματα της οικογενείας, η μάνα με τα θηλυκά, για να προφυλαχθούν· τι άλλο τάχα καλό ήθελεν η χωριάτισσα! Ό,τι σκοτεινό, ό,τι απειλητικό κι αν έκρυβε τώρα το μέλλον στα κλωθογυρίσματά του, ημπορούσε να το αντιμετωπίσει εκείνη άφοβα. Και αν ακόμη -όπως ήταν υποψία- εκέρδιζεν ο Μπέης στα δικαστήρια κι έδιωχνε την οικογένειά της από το χωριό, θα εύρισκε τώρα ευθύς άλλον αφέντη να τους δεχθεί, άλλο σπίτι να τους σκεπάσει και άλλο χωράφι να τους θρέψει. Άμα έχει κανείς χέρια στιβαρά, βρίσκει εύκολα δουλειά. Και άμα εύρει δουλειά, έχει και στέγη και τροφή και όλα. Αλίμονον από την οικογένεια που της λείπει ο άντρας!...
   Αλλά τώρα θα είχε τον άντρα η Κρουστάλλω. Ο Τζιριτόκωστας της το υποσχέθηκεν ορθά - κοφτά. Πώς λοιπόν ν' αρνηθεί σ' εκείνον, τον σωτήρα της οικογενείας της, της τιμής της αυτής και της ζωής, το λίγο παλιόπανο που θα τυλίξει από τα μάτια του κόσμου τη γύμνια του· θα προφυλάξει από τ' αδρό ανεμοφύσημα και από το πύρινο ηλιοβόρι τα κρέατα του παραγιού του;... Η χωριάτισσα πρόθυμη άνοιξε την κασέλα και, συχνοζητώντας του Τζιριτόκωστα με κλαψάρικη φωνή κάθε τι καλό και χρήσιμο, που έβλεπε μέσα, σχεδόν άδειασεν ασυνείδητα όλα τα φτωχικά της ρούχα στου ζητιάνου τα λαίμαργα σακκούλια.
   "Μαρή θύγω!... θύγω μαρή!..." εφώναξεν έξαφνα η γριά Σταμάτω κοιτάζοντας έξω από την πόρτα. "Ακούω κι έρχονται τα ζα· διώξ' τον γρήγορα τον ψειρή να μη τον προφτάσει ο Μαγουλάς μέσα!..."
   Τρόμος έπιασεν αμέσως και τους τρεις ενόχους. Στα μάτια τους τ' ακίνητα και τα πρόσωπά τους τα κατάχλωμα και τα σκοτισμένα κινήματά τους εφαινόταν πως καθένας εφρόντιζε στην εξαφνικήν απειλή ν' ασφαλίσει τον εαυτό του από κάθε ενοχή. Όλων η έκφρασις εμαρτυρούσε πως, αν έξαφνα έμπαινε μέσα ο Μαγουλάς και τους εζητούσε λόγο, θα επρόδιναν δίχως δισταγμό ένας τον άλλον και καθένας θα ήθελε να φανεί άκακο και αξιολύπητο θύμα. Ο ζητιάνος εβιάστηκε πρώτος να πάρει τα σακκούλια στον ώμο, ν' αδράξει το μπαστούνι του και με νεανική γρηγοράδα να πεταχτεί έξω. Η γριά Σταμάτω έκρυψε μέσα στ΄ άχυρα το σφαχτό, έσυρε κι εσκέπασε με τη στάχτη τη θράκα, ώστε όχι μόνον η μυρουδιά του καμμένου κρεάτου να χαθεί, αλλά και η φωτιά να μη φανεί καθόλου. Και η Κρουστάλλω έκλεισε βιαστικά την κασέλα κι εσωριάσθηκεν επάνω, στυλώνοντας τα μάτια της ακίνητα στην πόρτα. Ρίγος τώρα επερνούσε στο σώμα της και κρυάδα μαρμάρου εκυρίευε τα χέρια και τα πόδια της. Τώρα μόλις, στην εξαφνική παρουσία του αντρός της, εσυλλογίσθηκεν η χωριάτισσα την πράξη και την ευθύνη της. Όταν έδινε στον ζητιάνο το ακριβό σαλβάρι και τα μοναδικά τ' ασπρόρουχα, κυριευμένη από τον πόθο της και μόνον, η απουσία του Μαγουλά επίστευε πως θα είναι παντοτινή. Επερίμενε, βέβαια, την τιμωρία της μία ημέρα. Αλλά την ημέρα εκείνη δεν την εφανταζόταν τόσο γρήγορη. Τώρα όμως, στην είδηση πως τα ζώα εφάνηκαν στο χωριό, έμεινε κατάπληχτη. Έβλεπε την τιμωρία να καταφθάνει με γρηγοράδα λάμιας ανεμοπόδαρης, να τινάζεται, σαρκωμένη στο πρόσωπο του Μαγουλά, επάνω της, να την καταπλακώνει και να την καταθλίβει, γεμάτη από άγριες φωνές και φοβερά χτυπήματα. Αχ! Τι της έκαμεν ο ζητιάνος, τι της έκαμεν! Ας ήταν τρόπος να ευρισκόταν πάλι στην κασέλα το σαλβάρι και τ' ασπρόρουχα! Ας ήταν δυνατόν ν' αντηχούσε πάλι μέσα στο σπίτι το τρεμουλιαστό βέλασμα του προβάτου! Ας ήταν εύκολο ν' άσπριζεν εκεί, μέσα στα σύθαμπα του στάβλου, το κατάργυρο μαλλί του! Ας άκουε το κυπρί του να γλυκοκουδουνίσει άλλη μια φορά κι ας έλειπαν όλα, όλα τα σπλαχνοσκοπικά τεχνάσματα του ζητιάνου! Ας έκανεν ακόμα όχι ένα, αλλά κοπάδι τα θηλυκά παιδιά! Τάχα τι θα έχανεν αυτή; Μήπως θα της έπαιρναν την προίκα; Τα θηλυκά ημπορεί να τα φοβούνται και να μη τα θέλουν αλλού, εκεί που η προίκα γυμνώνει το πατρικό σπίτι για να ντύσει το ξένο. Εδώ όμως στους Καραγκούνηδες η προίκα είναι τίποτα. Θηλυκό είτε σερνικό, τη δουλειά του θα την κάμει. Το θηλυκό μάλιστα είναι αξιότερο, γιατί δουλεύει στο χωράφι, δουλεύει και στο σπίτι. Τι ζουρλαμάδα την έπιασε να δώσει ό,τι κι αν είχε, να περιφρονήσει τον θυμό του Μαγουλά μόνο και μόνον για ένα σερνικό παιδί;...
   Και η Κρουστάλλω έμεινε σωριασμένη επάνω στην κασέλα, χωρίς να έχει δύναμη λέξη να βγάλει, είτε να κινηθεί απ' εκεί. Ένα μόνον έβλεπεν εμπρός της, την άγρια οργή του αντρός και μία ευχή εκλωθογύριζε στο σκοτεινό πνεύμα της: να ήταν δυνατόν να χαλάσει ο κόσμος, πριν ο Μαγουλάς μάθει την πράξη της. Να ήταν εύκολο να πέσει η σκεπή να πλακώσει, να κρύψει από κάτω της την αδειανή κασέλα και τον αδειανό στάβλο κι εκείνη την ίδια ακόμη, πριν ιδεί εμπρός της τον θυμό του. Ή να της ήταν εύκολο, καθισμένη εκεί στην κασέλα, να πάρει βάρος ασήκωτο, Κίσσαβος να γένει και Όλυμπος, ώστε ο άντρας της ποτέ στον αιώνα να μην ημπορέσει να την ανοίξει, για να ιδεί την γύμνια της!... Εγνώριζεν όμως πως όλοι αυτοί οι πόθοι και οι ευχές της ήσαν ακατόρθωτες. Ανατριχίλα την έπιασε φριχτή και τα δόντια της χτυπούσαν ακράτητα.
   "Μανούλα μου!" εψιθύρισε με παράπονο. "Γιατί μ' άφησες κι έγδυσα το σπίτι μου;..."
   Αλλ' εκείνη την ώρα βαριά βήματα χτηνών εκλόνισαν την αυλή και το σπίτι σύξυλο. Ταυτοχρόνως ακούσθηκεν η φωνή του Μαγουλά, με όλη την οργή ενός χωριάτη που γυρίζει κατακοπιασμένος από τη δουλειά.
   "Ρε γυναίκες! Τι διάολο κάνετε μέσα και δεν ξεκουμπιζώστε να πιάστε τα ζα;..."
   "Σήκω, μαρή, και σύρε να τον βοηθήσεις!" είπεν η γριά Σταμάτω στην κόρη της. "Μην κάνεις έτσι, χαμένη, και φανερωθείς και φάω κι εγώ ξύλο".
   "Αχ, μανούλα! Γιατί να μ' αφήσεις;" εψιθύρισε πάλιν εκείνη.
   Κι εβγήκαν κι οι δύο έξω να ξεφορτώσουν τα ζώα. Έλυσαν το αλέτρι και το εννί και το σταβάρι· τον ζυγό και την αλετροπόδα· την αξίνα και το τσαπί, όλα τα γεωργικά εργαλεία, και τα έσυραν μέσα. Έπειτα εσφούγγισαν σφιχτά με το μάλλινο σκουτί τον ιδρώτα των ζώων, τα εσκέπασαν μ' ένα σάγισμα, τα επότισαν στο πηγάδι και τ΄άφησαν ένα με τ' άλλο να περάσουν κι εκείνα την στενή πόρτα του σπιτιού και να πιάσουν τον προσδιορισμένο τόπο τους.
   Ο Μαγουλάς δεν έλαβε καθόλου μέρος σ' αυτή την περιποίηση των ζώων. Ξαπλωμένος ανάσκελα επάνω στο γιαπί, με πόδια και χέρια τεντωμένα ξερβόδεξα, έμενεν ακίνητος σαν νεκρός. Της ημέρας ο κάματος τον είχεν αφανίσει. Και για να τον ξεφορτωθεί τώρα δεν έκανε τίποτε. Εγύριζε κάποτε από πλευρό σε πλευρό, με όλη τη ραθυμία και τον όκνο κοπροσκούληκου κι έχασκε το στόμα στο άπειρο, στον χρυσογάλαζον αιθέρα ψηλά, λες κι επερίμενε μ' εκείνον να χορτάσει τη βουλιμία του.
   Αλλά και στις άλλες αυλές ίδια κι απαράλλαχτη ήταν η εικόνα. Επρόβαλλαν απ' εδώ και απ' εκεί γυναίκες με τα φτωχικά τους φορέματα, βουτημένες στη λάσπη και τη σκόνη, με ανασηκωμένα τα φουστάνια έως τα γόνατα· άλλες φορτωμένες ξύλα για ν' ανάψουν τη φωτιά και άλλες κρατώντας στις ποδιές αγριολάχανα για να κάμουν το σπερινό δείπνο τους. Οι άντρες έρχονταν από πίσω με βήμ' αργό, με ύφος τραχύ και ράθυμο· με τα μέλη του σωμάτου ξεκλειδωμένα από τον βαρύν τον κάματο. Και κοντά έρχονταν τα χτήνη τους, βόδια στριφοκέρατα, κοντοστιβαράτα, με τον βαρύ ζυγό στον ώμο και άλογα φορτωμένα τα γεωργικά εργαλεία και τα χρειαζούμενα καψόξυλα. Και για μιας το πριν έρημο και χαυνισμένο, σαν τεμπελχανάς στον ήλιο της ημέρας, χωριό, τώρα με το ηλιόγερμα, ζωή επήρε και χαρά και θόρυβο. Ακούονταν κάπου φωνές και βλαστήμιες και βρισιές των αντρών στις γυναίκες τους και κάποτε απότομα τ' αντιμιλήματα εκείνων. Αλλά συχνότερα αντηχούσαν γέλια παρθενικά, ολόδροσα και πρόσχαρα τραγούδια· γαυγίσματα σκυλιών και βοδιών μελαγχολικά μουγκρίσματα και χλιμιντρίσματα κυματιστά φοράδας που ζητεί το ανήσυχο πουλάρι της. Εδώ φούρνος αναβόταν κι έπειτ' από το τριζοβόλημα των αναμμένων κλημάτων και το σπιθοβόλημα της θράκας, η ζύμη κάτω από της λάβρας την επιρροή έχυνεν ορεχτικό μοσχοβόλημα. Καπνός καταγάλαζος ανέβαινεν από τις αστρέχες των σπιτιών κι έβγαινε πρόσχαρος ήχος από τα σαγάνια και τα ξυλοκούταλα των παιδιών. Αλλού ετίναζαν τα μουτάφια και τα σκεπάσματα· και πέρα στου Παπαρρίζου την αυλή ένιβε με το ακριβοπληρωμένο νερό του ζητιάνου το πρόσωπό της η Παναγιώτα, ελπίζοντας ν' αλλαξογνωμιάσει του Τρίκα τον υγιό.
   Ο ήλιος, βασιλεμένος πίσω από τα στενά των Τεμπών, μόλις ετίναζε στ' ακροβούνια του Ολύμπου, τα χιονισμένα, χρυσορόδινες αχτίνες, διαμάντι ακριβό επάνω στο βασιλικό στέμμα του. Γαλάζια ομίχλη ανέβαινεν από την ποταμιά και λίγο κατ' ολίγον εγλιστρούσε προς το χωριό ανάλαφρη, έως τις ρίζες του Κισσάβου, να τα τυλίξει όλα θέλοντας μέσα σε πάναγνη αγκαλιά. Και όταν σε λίγο εξαπλώθηκε πέρα - πέρα  κι επυκνώθηκε μυστηριώδης και μεγαλοπρεπής· όταν έλαμψαν επάνω στον ουρανό τ' αστέρια και κάτω ησύχασαν οι άνεμοι, μέσα στο δουλωμένο χωριό, όλα εξανάπεσαν στη νέκρα και τη σιγή. Ούτε φως πουθενά, ούτε λαλιά. Τα κατακουρασμένα κορμιά, παραδομένα πρώτα στις ανάγκες της ζωής κι έπειτα στα βρόχια του ύπνου, δεν έχουν ούτε πόθους ούτε όνειρο κανένα.
   Της Κρουστάλλως ο τρόμος έφυγε κι εκείνος γοργός εμπρός στην αποκαρωτική διάθεση του πνεύματός της.


Καρκαβίτσας Ανδρέας, Ο ζητιάνος, εκδ. Esperos - Library, από το Διαδίκτυο

Δεν υπάρχουν σχόλια: