Υπάρχει κάτι στις αποβάθρες, μια αδημονία στα μάτια του κόσμου, μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα καπέλα, όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια. Υπάρχει κάτι στην ψιλή κοσκινισμένη βροχή, ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες των παπουτσιών, μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα που σφίγγει τον τράχηλο.
Η ξύλινη αποβάθρα στον Ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού. Εκείνο το πρωινό του φθινοπώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο, αυτό που ερχόταν πλέοντας από ανατολικά. Ο Τομπίας Αλμοσίνο ήταν ένας απ' τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περίμεναν κάτω απ' το ψιλόβροχο. Το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυπήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της αποβάθρας. Ο Τομπίας Αλμοσίνο, που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσα στους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια, έσφιξε το χέρι του Ματίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους, που ξεχώριζε μέσα στον μουντό φλοιό της βροχής.
Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης, μια χαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών, ένα φωτεινό σάλι προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ. Νιώθεις τότε πως τα μάτια Του, που νομοθετούν όλα τα ανθρώπινα, διασπούν την απειροδυναμία Του και δίχως καν ηλιόφως χαμογελούν αργόσχολα και χαίρονται. Είναι η ώρα που ο Θείος Νόμος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο. Τίτλος στο βιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά, καθόλου αιώνια αλλά υγρή και παροδική σαν τη βροχή. Ο Ματίας, που αγαπούσε τα βιβλία, εκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενο κεφάλαιο.
"Θα αναγνωρίσεις, Ματίας, τον θείο σου;" ρώτησε ο Τομπίας Αλμοσίνο, που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σήκωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα.
"Μα δεν τον έχω δει ποτέ".
"Έχεις δει εμένα, το ίδιο κάνει, είμαστε δίδυμοι. Βάρυνες όμως..." του ψιθύρισε στο αυτί. "Πρέπει να κρατάς πιο αυστηρά τις εντολές του Νόμου".
Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτες του μικρού ποταμόπλοιου, που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοι για να αποβιβαστούν.
"Ποιος είναι ο θείος;" ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμένα στα πρόσωπα που κατέβαιναν.
Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουν νευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω. Μπροστά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχινα πανωφόρια και ψηλές μπότες· η θέα από τα νερά του ποταμού είχε κρυφτεί.
"Πάντα τέτοιος ήταν, επιπόλαιος!" ακούστηκε χαμηλόφωνα η φωνή του Τομπίας Αλμοσίνο.
"Τι συμβαίνει, πατέρα;" τον ρώτησε.
"Σιωπή εσύ! Πάντα τέτοιος ήταν".
Ένιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρνει έξω από το πλήθος. Το γένι του Τομπίας δεν μπορούσε να κρύψει μια κοκκινάδα, κόρη του θυμού του, που είχε απλωθεί σ' όλο το πρόσωπο.
"Ύστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας... Αυτό θα λέμε".
Ο Τομπίας Αλμοσίνο, επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός, αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας, εκεί όπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του Ρήνου, συνέχισε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στην ψιλή βροχή. Ο Ματίας, σπρωγμένος από ένστικτο, έσφιγγε το χέρι του πατέρα του, γιατί, χωρίς να καταλαβαίνει, τον συμπονούσε. Τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κοντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες, εκεί όπου έστεκαν οι υδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης.