Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

[ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ] - Β' ΜΕΡΟΣ

1 Φεβρουαρίου 1453
   Αφού έμεινα ξάγρυπνος μερικές νύχτες, πήγα στην αγορά του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το μαρμάρινο δάπεδο έχει φαγωθεί από τις ρόδες των κάρων. Τα κτίρια είναι ερειπωμένα. Τα γκρίζα ξύλινα σπίτια στηρίζονται σαν χελιδονοφωλιές στον κιτρινισμένο, μαρμάρινο περίβολο.
   Ανέβηκα τη φθαρμένη, περιστρεφόμενη σκάλα κι έφτασα στην κορυφή της στήλης. Ήμουν εξαντλημένος από την αγρύπνια και τη νηστεία και το ανέβασμα μου 'κοψε την αναπνοή. Ζαλιζόμουν κι αναγκάστηκα αρκετές φορές να σταματήσω και να κρατηθώ από τον τοίχο. Οι μισογκρεμισμένες σκάλες ήταν επικίνδυνες. Μόλις έφτασα στην κορυφή της στήλης, είδα γύρω την Κωνσταντινούπολη με τους λόφους της.
   Η πόλη νύχτωνε κι αυτή. Είχε παρέλθει η λάμψη του χρυσού και της πορφύρας. Είχε σβήσει η ατμόσφαιρα της κατάνυξης. Οι ψαλμωδίες των αγγέλων είχαν σιγήσει. Είχε μείνει μονάχα ο πόθος της σάρκας και η νέκρα της καρδιάς. Ψυχρότητα, αδιαφορία, κερδοσκοπία, δολοπλοκία. Η πόλη μου ήταν ένα ετοιμοθάνατο σώμα που ψυχορραγούσε. Το πνεύμα της δραπέτευε, μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα των μοναστηριών, κρυβόταν στους κιτρινισμένους κώδικες που τους φυλλομετρούσαν λευκόμαλλοι γέροντες με ξεδοντιασμένα στόματα.
   Τα μαύρα πέπλα της νύχτας πολιορκούσαν την πόλη. Οι ίσκιοι της νύχτας έπεφταν και πάνω στη Δύση.
   «Άστραψε, πολιτεία μου», φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου, «άστραψε γι' άλλη μια φορά. Για τελευταία φορά. Άστραψε στις πύλες της νύχτας τη λάμψη της αγιότητάς σου. Χίλια χρόνια έχουν πετρώσει το πνεύμα σου, αλλά γι' άλλη μια φορά, στο κατώφλι του θανάτου, άφησε την ψυχή σου να βγει από την πέτρα. Απόσταξε από την πέτρα τις τελευταίες σταγόνες του ιερού ελαίου. Φόρεσε στο κεφάλι σου τον ακάνθινο στέφανο. Φόρεσε για τελευταία φορά την πορφύρα και γίνε αντάξια της ιστορίας σου».
   Μακριά, στο λιμάνι κάτω από τα πόδια μου, τα πλοία από τη Δύση έμεναν ασάλευτα. Η θάλασσα του Μαρμαρά ήταν ανήσυχη. Κοπάδια πουλιών πετούσαν σαν σύννεφα στριγκλίζοντας πάνω από τα δίχτυα των ψαράδων. Στην άλλη μεριά της θάλασσας διακρίνονταν οι λόφοι της Ασίας. Πάνω στους λόφους υψώνονταν οι πράσινοι τρούλοι των εκκλησιών, που τις πολιορκούσε η γκρίζα μάζα των σπιτιών. Και τα τείχη, τα απόρθητα τείχη με τα οχυρά τους, πρόβαλλαν γκρίζα από ακτή σε ακτή κλείνοντας την πόλη μου στην προστατευτική αγκαλιά τους.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

[ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ] - Α' ΜΕΡΟΣ

12 Δεκεμβρίου  1452

   Σε είδα για πρώτη φορά και σου μίλησα.
   Ήταν σαν να με συγκλόνισε σεισμός. Όλα μέσα μου αναστατώθηκαν, οι τάφοι της καρδιάς μου άνοιξαν, ένιωθα σαν να μην αναγνώριζα τον ίδιο μου τον εαυτό.
   Ήμουν σαράντα χρόνων και νόμιζα ότι είχα φτάσει στο φθινόπωρο της ζωής μου.
   Είχα περιπλανηθεί, είχα γνωρίσει εμπειρίες, είχα ζήσει πολλές ζωές.
   Ο Θεός μού είχε μιλήσει με πολλές μορφές. Οι άγγελοι μου είχαν αποκαλυφθεί και δεν τους είχα πιστέψει.
   Αλλά, όταν σε είδα, πίστεψα, γιατί αυτό που μου συνέβη ήταν θαύμα.
   Σε είδα μπροστά στο ναό της Αγίας Σοφίας, κοντά στις χάλκινες πύλες. Έβγαιναν όλοι από την εκκλησία. Μόλις είχε τελειώσει η τελετή όπου ο καρδινάλιος Ισίδωρος είχε διαβάσει μέσα σε νεκρική σιγή τη διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών στην ελληνική  και στη λατινική γλώσσα. Κατά τη διάρκεια της πανηγυρικής λειτουργίας απήγγειλε και το «Πιστεύω». Όταν έφτασε στην προσθήκη «και εκ του Υιού», πολλοί σκέπασαν το πρόσωπό τους με τα χέρια τους κι από το γυναικωνίτη ακούστηκαν οι θρήνοι των γυναικών. Στεκόμουν στο πλαϊνό κλίτος, ανάμεσα στο πλήθος, δίπλα σε μια γκρίζα κολόνα. Καθώς την άγγιξα με το χέρι μου ένιωσα πως ήταν υγρή. Λες και είχε ιδρώσει και εκείνη από την αγωνία.
   Βγήκαν όλοι από την εκκλησία με την τάξη που είχε οριστεί εδώ και πολλούς αιώνες και στη μέση ο βασιλιάς, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, σοβαρός και στητός, με τα μαλλιά του ήδη γκρίζα κάτω από το χρυσό στέμμα. Φορούσαν τα ρούχα και τα διακριτικά που απαιτούσε η περίσταση: οι επίσημοι του παλατιού των Βλαχερνών, οι μάγιστροι, οι λογοθέτες, οι ανθύπατοι, η Σύγκλητος, και πίσω τους οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, η μια οικογένεια πίσω από την άλλη. Κανείς δεν είχε τολμήσει να λείψει  για να δείξει τη δυσαρέσκειά του. Στα δεξιά τού αυτοκράτορα επιτηρούσε το πλήθος με τα ψυχρά γαλάζια μάτια του ο μέγας λογοθέτης Σφραντζής, που τον ήξερα καλά. Ανάμεσα στους Λατίνους αναγνώρισα τον Βενετσιάνο βάιλο και πολλούς άλλους.
   Όμως το μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά, διοικητή του αυτοκρατορικού στόλου, τον έβλεπα για πρώτη φορά. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από τους άλλους, ένας αγέρωχος μελαμψός άντρας. Η ματιά του ήταν περήφανη και συνάμα ειρωνική, αλλά στο πρόσωπό του καθρεφτιζόταν εκείνη η μελαγχολία που ήταν κοινό χαρακτηριστικό σ' όλα τα μέλη των παλαιών ελληνικών οικογενειών. Όταν βγήκε έξω από την εκκλησία ήταν θυμωμένος και οργισμένος σαν να μη μπορούσε ν' αντέξει τη φοβερή καταισχύνη που είχε πέσει στην Εκκλησία του και στο λαό του.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

[ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Αρχοντολόι και λαός, φορώντας τα γιορτινά τους, είχαν γεμίσει την αποβάθρα της θαλασσινής πόρτας του Βουκολέοντα και τα γύρω τείχη από πολύ πρωί εκείνη την ημέρα, στις 12 του Μάρτη του 1449, κι όλοι κοίταζαν προς τη θάλασσα για ν' αντικρίσουνε τα καταλανικά πολεμικά, που έφερναν τον Αυτοκράτορα.
   Φάνηκαν τα καράβια μέσα στο πλούσιο φως του Μάρτη και τα κουπιά τους λαμπύρισαν, και οι γραμμές τους καθρεφτίστηκαν στην αρρυτίδωτη θάλασσα, και οι καμπάνες της Αγια-Σοφιάς άρχισαν να χτυπάνε χαρούμενα, και το αρχοντολόι κι ο λαός να ζητωκραυγάζουν, και οι φωνές τους πέταξαν πάνω από τη θάλασσα κι έφτασαν μέχρι τα καράβια, μέχρι το Δημήτριο, που ένιωσε τα στήθια του να φουσκώνουν από περηφάνια.
   Ο Λάσκαρις δε θυμόταν, τούτη τη στιγμή τουλάχιστον, τα χτεσινά λόγια του Δούκα. Ήταν τόσο συνεπαρμένος από το όραμα της Πόλης -που απλωνότανε ατέλειωτη μπροστά στα μάτια του- από τα μεγάλα κτίρια, που δε φαίνονταν οι ζημιές τους από μακριά, από τα δυνατά τείχη που την έζωναν ολούθε, που οι κακές οι χτεσινές του σκέψεις σβήστηκαν ολότελα από το νου του.
   Πλεύρισε στην αποβάθρα το καράβι του Αυτοκράτορα κι ο Κωνσταντίνος με τη συνοδεία του κατέβηκαν στη γη. Τότε, μυριόστομη ακούστηκε μια ιαχή:
   "Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους, βασιλεύ!"
   Ο Δημήτριος ένιωσε ένα ρίγος από συγκίνηση να περνάει το κορμί του. Οι πλουσιοντυμένοι άρχοντες, ο Πατριάρχης με το παπαδολόι, ο λαός  που ούρλιαζε τον ενθουσιασμό του, όλοι κι ο καθένας χωριστά έδειχναν μια τέτοια αγάπη για τον Κωνσταντίνο, που συνεπάρθηκε κι αυτός και ξεχάστηκε, και γέμισε τα στήθια του, και φώναξε κι αυτός μαζί με όλους τους άλλους το «Ζήθι, βασιλεύ!»
   Τον άκουσε ο Δούκας, που στεκόταν δίπλα του, και γέλασε πλατιά. Κι αυτός τον αγαπούσε τον Παλαιολόγο, κι αυτός χαιρόταν μαζί με το αρχοντολόι και το λαό, όμως, ώριμος στη σκέψη και στα χρόνια, κρατήθηκε και δε φώναξε τον ενθουσιασμό του.
   Μπήκε από την πόρτα του Βουκολέοντα ο Κωνσταντίνος μέσα στην Πόλη κι αμέσως σχηματίστηκε η πομπή, που θα τον συνόδευε μέχρι τ' ανάκτορα των Παλαιολόγων, που ήταν στην άλλη άκρη της πρωτεύουσας, βαθιά μέσα στον Κεράτιο Κόλπο.
   Η λαμπροφορεμένη πομπή, καβάλα οι περισσότεροι πάνω σε πλουσιοστολισμένα άλογα, σταμάτησε πρώτα στην Αγια-Σοφιά κι εκεί ο Κωνσταντίνος ξεπέζεψε και μαζί με τη συνοδεία του μπήκαν στην Μεγάλη Εκκλησιά,  τη δόξα της Χριστιανοσύνης.