Αφού έμεινα ξάγρυπνος μερικές νύχτες, πήγα στην αγορά του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το μαρμάρινο δάπεδο έχει φαγωθεί από τις ρόδες των κάρων. Τα κτίρια είναι ερειπωμένα. Τα γκρίζα ξύλινα σπίτια στηρίζονται σαν χελιδονοφωλιές στον κιτρινισμένο, μαρμάρινο περίβολο.
Ανέβηκα τη φθαρμένη, περιστρεφόμενη σκάλα κι έφτασα στην κορυφή της στήλης. Ήμουν εξαντλημένος από την αγρύπνια και τη νηστεία και το ανέβασμα μου 'κοψε την αναπνοή. Ζαλιζόμουν κι αναγκάστηκα αρκετές φορές να σταματήσω και να κρατηθώ από τον τοίχο. Οι μισογκρεμισμένες σκάλες ήταν επικίνδυνες. Μόλις έφτασα στην κορυφή της στήλης, είδα γύρω την Κωνσταντινούπολη με τους λόφους της.
Η πόλη νύχτωνε κι αυτή. Είχε παρέλθει η λάμψη του χρυσού και της πορφύρας. Είχε σβήσει η ατμόσφαιρα της κατάνυξης. Οι ψαλμωδίες των αγγέλων είχαν σιγήσει. Είχε μείνει μονάχα ο πόθος της σάρκας και η νέκρα της καρδιάς. Ψυχρότητα, αδιαφορία, κερδοσκοπία, δολοπλοκία. Η πόλη μου ήταν ένα ετοιμοθάνατο σώμα που ψυχορραγούσε. Το πνεύμα της δραπέτευε, μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα των μοναστηριών, κρυβόταν στους κιτρινισμένους κώδικες που τους φυλλομετρούσαν λευκόμαλλοι γέροντες με ξεδοντιασμένα στόματα.
Τα μαύρα πέπλα της νύχτας πολιορκούσαν την πόλη. Οι ίσκιοι της νύχτας έπεφταν και πάνω στη Δύση.
«Άστραψε, πολιτεία μου», φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου, «άστραψε γι' άλλη μια φορά. Για τελευταία φορά. Άστραψε στις πύλες της νύχτας τη λάμψη της αγιότητάς σου. Χίλια χρόνια έχουν πετρώσει το πνεύμα σου, αλλά γι' άλλη μια φορά, στο κατώφλι του θανάτου, άφησε την ψυχή σου να βγει από την πέτρα. Απόσταξε από την πέτρα τις τελευταίες σταγόνες του ιερού ελαίου. Φόρεσε στο κεφάλι σου τον ακάνθινο στέφανο. Φόρεσε για τελευταία φορά την πορφύρα και γίνε αντάξια της ιστορίας σου».
Μακριά, στο λιμάνι κάτω από τα πόδια μου, τα πλοία από τη Δύση έμεναν ασάλευτα. Η θάλασσα του Μαρμαρά ήταν ανήσυχη. Κοπάδια πουλιών πετούσαν σαν σύννεφα στριγκλίζοντας πάνω από τα δίχτυα των ψαράδων. Στην άλλη μεριά της θάλασσας διακρίνονταν οι λόφοι της Ασίας. Πάνω στους λόφους υψώνονταν οι πράσινοι τρούλοι των εκκλησιών, που τις πολιορκούσε η γκρίζα μάζα των σπιτιών. Και τα τείχη, τα απόρθητα τείχη με τα οχυρά τους, πρόβαλλαν γκρίζα από ακτή σε ακτή κλείνοντας την πόλη μου στην προστατευτική αγκαλιά τους.
«Άστραψε, πολιτεία μου», φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου, «άστραψε γι' άλλη μια φορά. Για τελευταία φορά. Άστραψε στις πύλες της νύχτας τη λάμψη της αγιότητάς σου. Χίλια χρόνια έχουν πετρώσει το πνεύμα σου, αλλά γι' άλλη μια φορά, στο κατώφλι του θανάτου, άφησε την ψυχή σου να βγει από την πέτρα. Απόσταξε από την πέτρα τις τελευταίες σταγόνες του ιερού ελαίου. Φόρεσε στο κεφάλι σου τον ακάνθινο στέφανο. Φόρεσε για τελευταία φορά την πορφύρα και γίνε αντάξια της ιστορίας σου».
Μακριά, στο λιμάνι κάτω από τα πόδια μου, τα πλοία από τη Δύση έμεναν ασάλευτα. Η θάλασσα του Μαρμαρά ήταν ανήσυχη. Κοπάδια πουλιών πετούσαν σαν σύννεφα στριγκλίζοντας πάνω από τα δίχτυα των ψαράδων. Στην άλλη μεριά της θάλασσας διακρίνονταν οι λόφοι της Ασίας. Πάνω στους λόφους υψώνονταν οι πράσινοι τρούλοι των εκκλησιών, που τις πολιορκούσε η γκρίζα μάζα των σπιτιών. Και τα τείχη, τα απόρθητα τείχη με τα οχυρά τους, πρόβαλλαν γκρίζα από ακτή σε ακτή κλείνοντας την πόλη μου στην προστατευτική αγκαλιά τους.