Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

[ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Αρχοντολόι και λαός, φορώντας τα γιορτινά τους, είχαν γεμίσει την αποβάθρα της θαλασσινής πόρτας του Βουκολέοντα και τα γύρω τείχη από πολύ πρωί εκείνη την ημέρα, στις 12 του Μάρτη του 1449, κι όλοι κοίταζαν προς τη θάλασσα για ν' αντικρίσουνε τα καταλανικά πολεμικά, που έφερναν τον Αυτοκράτορα.
   Φάνηκαν τα καράβια μέσα στο πλούσιο φως του Μάρτη και τα κουπιά τους λαμπύρισαν, και οι γραμμές τους καθρεφτίστηκαν στην αρρυτίδωτη θάλασσα, και οι καμπάνες της Αγια-Σοφιάς άρχισαν να χτυπάνε χαρούμενα, και το αρχοντολόι κι ο λαός να ζητωκραυγάζουν, και οι φωνές τους πέταξαν πάνω από τη θάλασσα κι έφτασαν μέχρι τα καράβια, μέχρι το Δημήτριο, που ένιωσε τα στήθια του να φουσκώνουν από περηφάνια.
   Ο Λάσκαρις δε θυμόταν, τούτη τη στιγμή τουλάχιστον, τα χτεσινά λόγια του Δούκα. Ήταν τόσο συνεπαρμένος από το όραμα της Πόλης -που απλωνότανε ατέλειωτη μπροστά στα μάτια του- από τα μεγάλα κτίρια, που δε φαίνονταν οι ζημιές τους από μακριά, από τα δυνατά τείχη που την έζωναν ολούθε, που οι κακές οι χτεσινές του σκέψεις σβήστηκαν ολότελα από το νου του.
   Πλεύρισε στην αποβάθρα το καράβι του Αυτοκράτορα κι ο Κωνσταντίνος με τη συνοδεία του κατέβηκαν στη γη. Τότε, μυριόστομη ακούστηκε μια ιαχή:
   "Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους, βασιλεύ!"
   Ο Δημήτριος ένιωσε ένα ρίγος από συγκίνηση να περνάει το κορμί του. Οι πλουσιοντυμένοι άρχοντες, ο Πατριάρχης με το παπαδολόι, ο λαός  που ούρλιαζε τον ενθουσιασμό του, όλοι κι ο καθένας χωριστά έδειχναν μια τέτοια αγάπη για τον Κωνσταντίνο, που συνεπάρθηκε κι αυτός και ξεχάστηκε, και γέμισε τα στήθια του, και φώναξε κι αυτός μαζί με όλους τους άλλους το «Ζήθι, βασιλεύ!»
   Τον άκουσε ο Δούκας, που στεκόταν δίπλα του, και γέλασε πλατιά. Κι αυτός τον αγαπούσε τον Παλαιολόγο, κι αυτός χαιρόταν μαζί με το αρχοντολόι και το λαό, όμως, ώριμος στη σκέψη και στα χρόνια, κρατήθηκε και δε φώναξε τον ενθουσιασμό του.
   Μπήκε από την πόρτα του Βουκολέοντα ο Κωνσταντίνος μέσα στην Πόλη κι αμέσως σχηματίστηκε η πομπή, που θα τον συνόδευε μέχρι τ' ανάκτορα των Παλαιολόγων, που ήταν στην άλλη άκρη της πρωτεύουσας, βαθιά μέσα στον Κεράτιο Κόλπο.
   Η λαμπροφορεμένη πομπή, καβάλα οι περισσότεροι πάνω σε πλουσιοστολισμένα άλογα, σταμάτησε πρώτα στην Αγια-Σοφιά κι εκεί ο Κωνσταντίνος ξεπέζεψε και μαζί με τη συνοδεία του μπήκαν στην Μεγάλη Εκκλησιά,  τη δόξα της Χριστιανοσύνης.
   Μπήκε κι ο Δημήτριος μέσα και θαμπώθηκε από το μέγεθος και την ομορφιά, κι ένιωσε μικρός, πολύ μικρός μπροστά στον όγκο της και τον τεράστιο τρούλλο της με τα χρυσαφένια του ψηφιδωτά και τους αγγέλους πάνω στις κόγχες, που λες και φτερούγιζαν με τα έξι φτερά τους. Κοίταζε, σήκωνε το κεφάλι του, ερευνούσε τη Μεγάλη Εκκλησιά και θαμπωνότανε από το κάλλος της και όλο κι αναρωτιόταν πώς ο άνθρωπος κατόρθωσε να φτιάξει ένα τόσο μεγάλο οικοδόμημα, που ήταν σαν αέρινο, κι έναν τόσο τεράστιο τρούλλο, σαν να πετάει, σαν να χάνεται μπρος στα υγραμένα από τη συγκίνηση μάτια του.
   Άναψε ένα κερί στολισμένο με χρυσάφι κι ασήμι ο Κωνσταντίνος, ασπάστηκε το Ευαγγέλιο, που αστραποβολούσε από τις πολύτιμες πέτρες, που του έτεινε ο Πατριάρχης, ασπάστηκε και τις ιερές εικόνες και βγήκε πάλι έξω, και πάλι αντήχησε ολόκληρη η Βασιλεύουσα από τις φωνές του κόσμου, που γιόρταζε τον ερχομό του.

   Ο Δημήτριος άνοιξε τα μάτια του, έριξε μια ματιά προς το παράθυρο, ανακλαδίστηκε και σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Το δωμάτιο, που του είχε παραχωρήσει ο Δούκας στο αρχοντικό του, έβλεπε σ' έναν κήπο που μύριζε ολόκληρος από τα λουλούδια κι από την πνοή της θάλασσας, γιατί το σπίτι ήταν κοντά στα τείχη που έβλεπαν στον Κεράτιο Κόλπο, σε μικρή απόσταση από τα ανάκτορα των Βλαχερνών.
   Ανακλαδίστηκε, πλησίασε το παράθυρο, το άνοιξε και το βλέμμα του, αφηρημένο, πλανήθηκε στα τείχη. Σκεφτόταν τα χτεσινά -την υποδοχή του Αυτοκράτορα στην πρωτεύουσά του- και στα χείλη του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο.
   Ήταν όμορφη μέρα η χτεσινή. Μια μέρα που θα τη θυμόταν πάντα, σ' όλη του τη ζωή.
   Η πομπή του Παλαιολόγου, φεύγοντας από την Αγια-Σοφιά, διέσχισε ολόκληρη σχεδόν τη Βασιλεύουσα για να φτάσει μέχρι τ' ανάκτορά του. Πέρασε από τον πλατύ το δρόμο (ο Λάσκαρις δεν ήξερε ακόμα πώς λεγόταν) κι ύστερα από τον ιππόδρομο -αλήθεια, τώρα που το σκεφτόταν, δε θυμόταν αν τον είχε καλοδεί, ούτε θυμόταν σε ποια κατάσταση βρισκόταν. Πέρασε από πλατείες, από εκκλησιές μεγάλες κι επιβλητικές, από αρχοντικά πλουσιοστολισμένα με χαλιά και λάβαρα και μεταξωτά υφάσματα, που κρέμονταν από τα παράθυρα, κι ύστερα πέρασε κι από γκρεμισμένα και χορταριασμένα σπίτια -τούτα, όμως, ο Δημήτριος δεν ήθελε να τα θυμηθεί- κι έφτασε κάποτε στα υπέροχα ανάκτορα των Βλαχερνών, που έχτισε ο Κομνηνός, κι ο Λάσκαρις θαμπώθηκε από την ομορφιά τους και τον πλούτο τους και την αρμονική γραμμή τους. Χτισμένα για κατοικία των Αυτοκρατόρων, είχαν μέσα τους μάρμαρα χρωματιστά που γυαλοκοπούσαν, ψηφιδωτά ολόχρυσα με χρώματα τόσο ζωηρά που ζαλιζόσουν να τα βλέπεις. Πόρτες μεγάλες, σκαλισμένες, μπρούντζινες και ξύλινες. Δωμάτια κι αίθουσες, που χανόσουνα από το μάκρος τους και τον αριθμό τους. Ανάκτορα που μιλούσαν για μέρες λαμπρές, για πλούτο, για σπατάλες...
   Ζάρωσε το μέτωπό του, καθώς τα θυμήθηκε όλα τούτα. Τ' ανάκτορα ήταν πλούσια κι επιβλητικά, όμως τα μεγάλα τα τραπέζια, που στρώθηκαν για να φάει το αρχοντολόι, ήταν φτωχά, πολύ φτωχά. Όχι σε τρόφιμα και φαγητά, ούτε σε κρασιά. Ήταν φτωχά, γιατί...
   Έσφιξε τις γροθιές του, καθώς το θυμήθηκε: ήταν φτωχά γιατί, αντί γι' ασήμια και χρυσάφια, είδε πηλό και μπρούντζο, και κασσίτερο και απλό γυαλί. Γιατί τα πιάτα ήταν οστράκινα ή από πηλό ψημένο και βαμμένο. Γιατί τα λαγήνια, αντί χρυσά ή ασημένια, ήσαν από μπρούντζο ή κασσίτερο, γιατί το στέμμα, που φόρεσε ο Κωνσταντίνος στη μεγάλη την αίθουσα, όπου δέχτηκε το προσκύνημα των μεγάλων του Βυζαντίου, αντί για πέτρες που να λαμποκοπάνε, είχε γυαλιά χρωματισμένα πάνω του...
   
    Ντύθηκε και βγήκε από το δωμάτιό του. Βιαζόταν. Ήθελε να δει τη Βασιλεύουσα, να τη γνωρίσει. Οι χτεσινές εικόνες, που είχε σχηματίσει στο μυαλό του, δεν τον είχαν ικανοποιήσει. Ήθελε να δει περισσότερα: τα τείχη, τους στρατώνες, το λιμάνι. Κατέβηκε και, βλέποντας τον Κυρίτση στον κήπο, του έγνεψε να τον ακολουθήσει. Ήταν πολύ πρωί ακόμη και το σπιτικό του Δούκα κοιμόταν. Μόνο κάτι υπηρέτες στο ισόγειο συζητούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, για να μην ενοχλήσουν τους αφέντες τους. Την Ελένη δεν την είχε δει καθόλου χτες, ούτε την είδε και τώρα, που στεκόταν στο παράθυρο του δωματίου της με ξέπλεκα τα όμορφά της μαλλιά, που έπεφταν, μαύρος γυαλιστερός ποταμός, στους άσπρους ώμους της. Εκείνη όμως τον είδε, καθώς έφευγε καβάλα στο άλογό του, κι αναστέναξε βαθιά.
   Ο Δημήτριος τράβηξε, πηγαίνοντας αργά αργά, για το δυτικό μέρος της Βασιλεύουσας, εκεί όπου του είπε κάποιος διαβάτης ότι ήταν οι βασιλικοί ταρσανάδες και ο ναύσταθμος.
   Οι ταρσανάδες ήταν άδειοι και οι τεράστιες αποθήκες, που κάποτε ήταν ξέχειλες από ξυλεία, είχαν ανοιχτές τις πόρτες τους και το χώμα, που 'χε μαζευτεί στις πλάκες του δαπέδου, πρόδινε ότι χρόνια τώρα κανείς δεν τις μεταχειριζόταν. Έξω, οι γλίστρες, που ρίχναν άλλοτε τα καράβια στη θάλασσα, ήταν σαπισμένες και μαυρισμένες από την πολυκαιρία.
   Ο Δημήτριος τα είδε όλ' αυτά κι έσφιξε τα χείλη του, χωρίς να πει λέξη. Ο Κυρίτσης, δίπλα του, κούνησε το κεφάλι του. Προχώρησαν μαζί ακόμα λίγο και φτάσανε στις δέστρες των πολεμικών. Πέντε, καν έξι ήταν όλα κι όλα, κι αυτά εγκαταλελειμμένα, χωρίς ξάρτια κι άρμενα, χωρίς κεράτια και κουπιά. Ο Λάσκαρις ξεπέζεψε και, περνώντας πάνω από τη σανίδα που τα ένωνε με τη στεριά, πήδησε στο πρώτο. Το κατάστρωμά του ήταν γεμάτο τρύπες και το πόδι του βούλιαξε, όταν έκανε δυο-τρία βήματα, μέσα στο σαπισμένο ξύλο. Στην ίδια κατάσταση ήταν κι όλα τ' άλλα. Χωρίς να μιλήσει πάλι, βγήκε έξω. Ο Κυρίτσης, που τον περίμενε, είδε ότι το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο από το θυμό και τη θλίψη. Καβάλησε πάλι τ' άλογό του και τράβηξε για τα τείχη του Θεοδοσίου, τα μεγάλα τείχη που υπεράσπιζαν τη Βασιλεύουσα από τη στεριά.
   Τα τείχη γύρευαν επισκευές. Πολλές επάλξεις είχαν γκρεμιστεί και σε πολλά κομμάτια τους είχαν υποχωρήσει οι πέτρες και είχαν κυλήσει στις ντάπιες ή στην τάφρο. Οι πέτρες ήταν σκεπασμένες με χορτάρι και ήταν καταχωμένες βαθιά στη γη.
   "Είναι από χρόνια εκεί", μουρμούρισε ο Ιωάννης βλέποντας ότι ο Δημήτριος τις κοίταζε.
   Εκείνος κούνησε το κεφάλι του χωρίς ν' απαντήσει.
   Προχώρησαν, πέρασαν όλα τα τειχιά κι έφτασαν πάλι μέχρι τη θάλασσα. Η πόλη, στο μεταξύ, είχε ξυπνήσει για καλά κι ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό. Καθώς προχωρούσαν πάνω στα τειχιά, είδαν ανθρώπους του λαού να μαζεύονται στις πλατείες, όπου είχαν στηθεί μεγάλα τραπέζια, για να φάνε. Ο καινούργιος Αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος, είχε δώσει εντολή να τραφεί η φτωχολογιά με δικά του έξοδα εκείνη την ημέρα.
   Ο Δημήτριος κι ο Ιωάννης συνέχισαν το δρόμο τους, έφτασαν στην ανατολική άκρη των τειχιών, στο Βόσπορο, κι άρχισαν να προχωράνε προς το Βοριά. Στη μέση του δρόμου, ο Δημήτριος σταμάτησε απότομα. Στην απέναντι ακριβώς στεριά, στη Μικρασία, υψωνόταν ένα κάστρο. Γερό, δυνατό, καινούργιο, καλοδιατηρημένο. Ο Λάσκαρις το κοίταξε καλά καλά. Στον ψηλότερο πύργο του κυμάτιζε η σημαία του Προφήτη. Ο Δημήτριος χλώμιασε από το κακό του και μια βλαστήμια βγήκε από το στόμα του. Ο Κυρίτσης του 'ριξε ένα βλέμμα, σαν να τον λυπόταν.
   Ξεκίνησαν πάλι, πιο αργά τώρα. Ο Λάσκαρις είχε χάσει το κέφι του. Φτάσανε στον Κεράτιο κι απέναντί τους είδαν μια ολόκληρη πολιτεία, τριγυρισμένη από τείχη ψηλά. Στους πύργους επάνω κυμάτιζε η σημαία της Γένοβας. Η πολιτεία φαινόταν πλούσια, τα σπίτια της φρεσκοβαμμένα, τ' αρχοντικά της γεμάτα πολυτέλεια. Στο λιμάνι ήταν αραγμένες δυο γαλέρες, που λαμποκοπούσαν από τις φρέσκιες μπογιές, με καινούργια ξάρτια κι άρμενα και γυαλιστερά μικρά κανόνια. Πιο πέρα ήταν δεμένα στις αποθήκες κάπου έξι ή εφτά εμπορικά, που ξεφόρτωναν.
   Ο Δημήτριος γύρισε και κοίταξε τη Βασιλεύουσα. Είδε τα γκρεμισμένα σπίτια της, τα εγκαταλελειμμένα παλιά ανάκτορα, τις χορταριασμένες αυλές αρχοντικών, που είχαν ερειπωθεί και τώρα έμοιαζαν με σκέλεθρα, και η καρδιά του σφίχτηκε ακόμα περισσότερο.
   "Είχε δίκιο ο Δούκας", μουρμούρισε.
   "Τι είπες, άρχοντά μου;" ρώτησε ο Κυρίτσης.
   "Τίποτε..." έκανε βαριά ο Λάσκαρις.
   Ύστερα το βλέμμα του γύρισε πάλι προς τη Δύση, προς τα μεγάλα τειχιά.
   "Πάμε", έκανε σπιρουνίζοντας το άλογό του.
   Το ζώο ξεκίνησε καλπάζοντας κι ο Κυρίτσης άρχισε να τρέχει ξοπίσω του. Ο Δημήτριος άκουσε τη γρήγορη αναπνοή του και κράτησε το άτι του.
   "Ούτε καράβια, ούτε γερά τείχη, ούτε στρατός πολύς, από ό,τι φαίνεται", έκανε κάποια στιγμή ο Ιωάννης, καθώς είδε να περνάει λίγο πιο κει, από κάποιο δρόμο, μια μικρή ομάδα στρατιωτών.
   Ο Δημήτριος δε μίλησε. Οι στρατιώτες σέρνανε τα πόδια τους και οι στολές και τα όπλα τους ήταν απεριποίητα, και κάμποσα σκουριασμένα.
   Προχώρησαν στον κεντρικό δρόμο και φτάσανε σε μια από τις μεγάλες πόρτες. Ήταν ανοιχτά τα φύλλα της και μπαινόβγαιναν κόσμος και κάρρα, που τα έσερναν άλογα ή βόδια.
   Ο Δημήτριος κοίταξε τα καστρόφυλλα. Ήταν παλιά και οι σιδερένιες λάμες τους και τα καρφιά τους ήταν κατασκουριασμένα. Βουβός, γύρισε τ' άλογό του κι έκανε να πάρει το δρόμο για τ' ανάκτορα των Βλαχερνών, όταν απότομα σταμάτησε, καθώς μια ιδέα πέρασε από το νου του. Ξανακοίταξε την καστρόπορτα και τον κόσμο που έμπαινε μέσα, και μουρμούρισε:
   "Σαν να μην την πρωταντικρίζω αυτή την πόρτα. Σαν να την ξέρω... Όχι... Ανοησίες..." 
   Σήκωσε τους ώμους του και χτύπησε ελαφρά το άλογό του να ξεκινήσει, όταν απότομα ξαναγύρισε το κεφάλι του, ξανακοίταξε με μεγαλύτερη προσοχή την καστρόπορτα κι ύστερα, σπιρουνίζοντας άγρια το άτι του, πήρε το μικρό ανηφορικό δρομάκι που ανέβαινε πάνω στις επάλξεις. Το άλογο σκαρφάλωσε κόβοντας λίγο το δρόμο του στον ανήφορο και σταμάτησε τρέμοντας, καθώς ο Δημήτριος τράβηξε τόσο δυνατά τα χαλινάρια που μάτωσαν τα χείλη του.
   Ο Κυρίτσης τρέχοντας τον έφτασε και τον είδε χλωμό, σαν πεθαμένο, να κοιτάζει προς τα κάτω την καστρόπορτα και τον κόσμο που μπαινόβγαινε, με τα μάτια διεσταλμένα από τη φρίκη. Ανήσυχος ο Κυρίτσης τον πλησίασε και στάθηκε κοντά του.  
   "Σου συμβαίνει τίποτε, άρχοντα Δημήτριε;" τον ρώτησε.
   Δεν του απάντησε, μόνο συνέχισε να κοιτάζει κάτω. Είχε θυμηθεί πού είχε ξαναδεί αυτή την καστρόπορτα. Του την είχε δείξει ο πατέρας του, στον ύπνο του, την παραμονή του στεφανώματος του Κωνσταντίνου. Την είχε δει ολάνοιχτη και να μπαίνουν μέσα οι Τούρκοι, ενώ μπροστά τους έτρεχε...
   "Τ' όνομά της! Πώς τη λένε αυτή την πόρτα;" ρώτησε με τόσο άγρια φωνή ο Δημήτριος, που ο Κυρίτσης ανατρίχιασε άθελά του.
   "Την πόρτα πώς τη λένε;" φώναξε πάλι ο Λάσκαρις.
   Ο Κυρίτσης ζάρωσε τα φρύδια του.
   "Δεν ξέρω, άρχοντά μου, να ρωτήσω", έκανε.
   "Τρέχα! Μάθε! Θα σε περιμένω εδώ".
   Ο Ιωάννης έτρεξε, κατέβηκε κάτω, σταμάτησε κάποιον στο δρόμο, τον ρώτησε και ξαναγύρισε λαχανιασμένος από το τρέξιμο.
   "Είναι η πόρτα του Αγίου Ρωμανού", έκανε.
   Ο Δημήτριος γύρισε το άλογό του κι άρχισε να προχωράει προς το στενάκι που κατέβαζε κάτω, στον κεντρικό δρόμο. Ο Κυρίτσης τον πήρε πάλι ξοπίσω, ενώ μέσα του αναρωτιόταν:
   «Τι να 'παθε, άραγε, και ξεφώνισε έτσι; Τι μπορεί να τον νοιάζει πώς τη λένε την καστρόπορτα;»   
   Όσο κι αν προσπάθησε, δε μπόρεσε να βρει μια απάντηση στα ερωτήματα που τριγύριζαν το νου του και, βαριεστημένος, άρχισε να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, καθώς ακολουθούσε πάντα τον τουρμάρχη του.
   Ο Ιωάννης ήταν πιο προσγειωμένος από το Δημήτριο. Βέβαια, αγαπούσε τον Αυτοκράτορα και, σαν στρατιώτης που ήταν από έφηβος, του άρεσαν οι μάχες. Του άρεσαν, όμως, το πιοτό και οι γυναίκες και το κουβεντολόι στα καφενεία και, αν η Βασιλεύουσα δεν ήταν τόσο πλούσια όσο πίστευε πριν τη δει, κι αν ο στόλος της ήταν πέντε-έξι σαπιοκάραβα, κι αν οι στρατιώτες δεν ήταν καλά οπλισμένοι, δεν τον πολυένοιαζε, γιατί χτες είχε δει κάμποσες ωραίες γυναίκες στα καπηλειά και στην αγορά, που τον κοίταζαν με θαυμασμό για το μπόι του και την ηράκλεια δύναμή του και τούτο δε μπορούσε να σήμαινε τίποτε άλλο παρά το ότι, από γυναίκες και πιοτό τουλάχιστον, στα σίγουρα θα καλοπέρναγε.
   Ο Δημήτριος έφτασε πάλι στα ανάκτορα των Βλαχερνών, έκανε να μπει, αλλά το μετάνιωσε και τράβηξε πάλι για το σπίτι του Δούκα. Εκείνος μπορεί να ήξερε να του πει τα όσα ήθελε να μάθει. Ήταν φίλος με το Φραντζή και θα 'χαν μιλήσει για το μέλλον. Όσο για το όνειρο και την πόρτα του Αγίου Ρωμανού, απόφευγε να τα σκεφτεί, γιατί, αν τα σκεφτόταν...
   Ο Δούκας δεν ήταν σπίτι του. Ο Δημήτριος ξαναφώναξε τον Κυρίτση και μαζί βγήκαν έξω να περπατήσουν ξανά. Περπάτησαν βουβοί κι οι δυο τους, γιατί, παρόλο που ο Ιωάννης προσπάθησε κάμποσες φορές ν' ανοίξει τη συζήτηση, ο Δημήτριος του απαντούσε με μονόλογα. Τα βήματά τους τούς οδήγησαν πάλι προς τον Κεράτιο Κόλπο. Όταν φτάσανε, είχε περάσει η ώρα και κόντευε να δύσει, κι ο Ιωάννης ένιωθε ότι πεινούσε σαν το λύκο, όμως δεν τολμούσε να το πει.
   Ο Δημήτριος κοίταζε πολλή ώρα προς την απέναντι πλευρά, προς τη γενοβέζικη πολιτεία, και το στήθος του φούσκωνε κάθε τόσο από δύσκολα κρατημένους στεναγμούς. Θυμόταν τη Λεωνόρα και η καρδιά του σφιγγόταν όλο και περισσότερο.
   "Αύριο πρέπει να ψάξουμε για σπίτι", έκανε ξαφνικά γυρίζοντας προς τον Κυρίτση.
   Εκείνος κάτι πήγε να πει, κάποια αντίρρηση να φέρει. Μια από τις υπηρέτριες του Δούκα τού είχε φανεί πολύ όμορφη και γελούσε, και ξεκαρδιζόταν όποτε της έλεγε κανένα αστείο, όμως δεν του αντείπε.
   "Όπως θέλεις, άρχοντά μου", μουρμούρισε.
   Ο Δημήτριος δεν έψαξε την επομένη για σπίτι. Ο Αυτοκράτορας, για να γιορτάσει τον ερχομό του, είχε προκηρύξει πάλι αγώνες. Στρατιωτικούς τούτη τη φορά: ιππικούς και τορνεμέ. Οι αγώνες θα δίνονταν στις δεκαπέντε του Μάρτη, έξω από τα τείχη, στο φαρδύ κάμπο που απλωνότανε μπροστά στην τάφρο των τειχιών.
   Ο Δημήτριος δεν έλαβε μέρος στους αγώνες. Προφασίστηκε ότι ήταν κακοδιάθετος και βγήκε με τον Κυρίτση να κάνει μια βόλτα στη Βασιλεύουσα για να βρει ένα σπίτι να νοικιάσει. Τα σπίτια, όμως, τα καλά ήταν λίγα και όλα νοικιασμένα και γύρισε άκεφος το μεσημέρι στο αρχοντικό του Δούκα.
   Ο παρακοιμώμενος μόλις είχε φτάσει. Ο Λάσκαρις ένιωσε κάτι σαν τύψεις μόλις τον είδε. Ήταν τόσο καλός μαζί του, ενώ αυτός...
   "Τουρμάρχη, πού ήσουνα;" τον ρώτησε. "Σε γύρευα, αλλά μου είπαν ότι βγήκες έξω από νωρίς".
   "Ναι, έψαχνα για σπίτι", του απάντησε.
   "Για σπίτι; Είναι τόσο άσχημα, λοιπόν, εδώ;"
   Ο Δημήτριος κοκκίνησε:
   "Όχι, αλλά... Αλλά δεν ήθελα να σου γίνομαι βάρος, παρακοιμώμενε".
   "Ανοησίες! Δε θα 'φαγες, νομίζω. Έλα, λοιπόν, να φάμε μαζί. Έχω κάτι να σου πω".
   Το τρικλίνιο του αρχοντικού του Δούκα ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο στο ισόγειο, που έβλεπε στον κήπο. Το πάτωμά του γυάλιζε από τα όμορφα μωσαϊκά και οι τοίχοι του ήταν ζωγραφισμένοι με παραστάσεις που ιστορούσανε τους άθλους του Ηρακλή. Οι δυο άντρες κάθισαν στο τραπέζι και λίγες στιγμές αργότερα ήλθε και η Ελένη.
   Δε φορούσε το στομομάνικό της και τα όμορφα μαλλιά της ήταν μαζεμένα επάνω, και κρατιόντουσαν μ' ένα λεπτό χρυσό δίχτυ. Φορούσε ένα πράσινο φόρεμα με χρυσά κεντίδια, σφιχτό στη μέση. Κάθισε κοντά στον πατέρα της, αφού χαιρέτησε με αδύναμη φωνή το Δημήτριο, και στύλωσε το βλέμμα της στο πιάτο της. Ήταν όμορφη κι η χλωμάδα της τόνιζε το καλογραμμένο στόμα της, τη λεπτή μύτη και τα μαύρα της μάτια.
   Ο Λάσκαρις αισθανόταν αμήχανος κι άρχισε να παίζει με το μαχαίρι του. Ο Δούκας τούς κοίταξε κλεφτά και τους δυο κι έπνιξε έναν στεναγμό. Η κόρη του αγαπούσε το Λάσκαρι. Μόνον ένας στραβός δε θα το έβλεπε. Εκείνος, όμως; Εκείνος φαινόταν ταραγμένος κι απόφευγε να την κοιτάξει.
   "Έχω νέα να σου πω", έκανε απότομα στο Δημήτριο. "Μίλησα με τον Φραντζή. Ο γάμος του Αυτοκράτορα με την κόρη του δόγη της Βενετίας ματαιώνεται, παρόλο που ο απεσταλμένος του, ο Αλοΐζιο Ντιέντο, επανέλαβε την πρότασή του. Κακό αυτό, πολύ κακό, γιατί η Βενετία μπορούσε να μας βοηθήσει".
   Ο Λάσκαρις γύρισε και τον κοίταξε.
   "Δεν τη θέλουν ούτε η Εκκλησία, ούτε ο λαός, ούτε οι άρχοντες, ούτε η Σύγκλητος", συνέχισε ο παρακοιμώμενος. "Δεν την ήθελε κι ο Αυτοκράτωρ, απ' ό,τι κατάλαβα. Έτσι, ο Φραντζής άρχισε να ψάχνει για καινούργια νύφη".
   Ο Λάσκαρις κούνησε το κεφάλι του. Πράγμα περίεργο, τούτη τη στιγμή τουλάχιστον, δεν τον πολυενδιέφερε ο γάμος του Αυτοκράτορα. Κοίταζε κλεφτά την Ελένη και η καρδιά του σφιγγόταν, γιατί έβλεπε κι εκείνος αυτό που είχε δει κι ο πατέρας της: τον αγαπούσε. Οι μέρες που πέρασαν από τότε, από τη στιγμή που βρέθηκε τυχαία στην αγκαλιά του, παρόλο που δεν της είχε ξαναμιλήσει, δεν την είχανε γιατρέψει.
   Ο Δούκας συνέχισε το μονόλογό του. Είπε για τις τρεις πιθανές νύφες κι ο Λάσκαρις τον άκουσε αφηρημένος. Οι τρεις νύφες, σύμφωνα μ' εκείνα που είχε μάθει ο παρακοιμώμενος από τον Φραντζή, ήταν η κόρη του Ρήγα της Πορτογαλίας, η κόρη του Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας και η κόρη του Ρήγα των Ιβήρων.
   "Και τα τρία συνοικέσια είναι καλά", κατέληξε ο Δούκας, "γιατί και οι τρεις νύφες είναι πλούσιες κι έχουν δυνατούς γονιούς, που μπορούν να βοηθήσουν το βασιλέα μας. Δημήτριε, με ακούς;"
   Ο Λάσκαρις τίναξε πίσω το κεφάλι του. Με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε την Ελένη, που με κόπο συγκρατούσε τα δάκρυά της όσο μιλούσε για τους γάμους ο πατέρας της, και είχε αφαιρεθεί ολότελα.
   "Σ' ακούω, παρακοιμώμενε", έκανε κοκκινίζοντας ελαφρά. "Όμως, πες μου, από τις τρεις νύφες ποια νομίζεις ότι είναι η καλύτερη;"
   Εκείνος σήκωσε ψηλά τα χέρια του:
   "Ομολογώ ότι δεν ξέρω, όπως δεν ξέρει κι ο Φραντζής, ούτε κι ο Αυτοκράτωρ".
   Ο Δούκας κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε:
   "Από ό,τι κατάλαβα, ο Αυτοκράτωρ θέλει να τον στείλει στην Αυλή του Καλογιάννη, στην Τραπεζούντα και στην Ιβηρία, για να δει από κοντά τις νύφες και τους πατεράδες. Τώρα, το πότε θα τον στείλει, είναι άλλος λογαριασμός. Όμως, φτάνουνε αυτά. Εσύ τι έκανες; Ελπίζω να μη βρήκες σπίτι, γιατί... Ελένη, παιδί μου, τι έχεις;" έκοψε τη φράση του και ανήσυχος έσκυψε να δει  την κόρη του, που πίεζε τον εαυτό της να μην προδώσει τη συγκίνησή της, όταν άκουσε ότι γύρευε σπίτι ο Δημήτριος.
   "Τίποτε, πατέρα", είπε ξέπνοα η Ελένη. "Έχω... Έχω πονοκέφαλο..."
   Ο Δούκας ήξερε τι είχε, όμως έκανε ότι την πίστεψε:
   "Καλά, παιδί μου, αν νομίζεις ότι δε μπορείς να καθίσεις άλλο μαζί μας, μπορείς να πας να ξαπλωθείς".
   Η Ελένη σηκώθηκε αμέσως και με σκυφτό κεφάλι βγήκε από το τρικλίνιο. Ο Δούκας την παρακολούθησε με το βλέμμα του, αναστέναξε και γύρισε στο Δημήτριο.
   "Δεν τη βλέπω καλά τώρα τελευταία", μουρμούρισε σαν να μονολογούσε. "Κάτι το παράξενο της συμβαίνει... Ας είναι, όμως, Τουρμάρχη, με συγχωρείς που σε βάζω στις οικογενειακές μου έγνοιες. Αλήθεια, στους αγώνες γιατί δεν έλαβες μέρος;"
   Κάποια δικαιολογία βρήκε ο Δημήτριος κι ο Δούκας δεν επέμεινε. Οι δυο άντρες έμειναν ακόμα λίγο στο τρικλίνιο κι ύστερα χωρίστηκαν, γιατί ο παρακοιμώμενος έπρεπε να γυρίσει στα ανάκτορα των Βλαχερνών. Ο Λάσκαρις τον συνόδευσε ίσαμε την είσοδο του σπιτιού κι ύστερα γύρισε στην κάμαρά του και ξαπλώθηκε ντυμένος στο κρεβάτι του, ενώ στο νου του γύριζαν χίλιες σκέψεις, που δεν ήταν ξένες με το θλιμμένο ύφος της Ελένης.

   Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θωρούσε από την ταράτσα του μεγάλου πύργου των Βλαχερνών την πρωτεύουσά του. Ήταν πρωί,  ο ήλιος μόλις είχε βγει πίσω από τα βουνά και η θάλασσα απλωνόταν γαλήνια, γυαλιστερή, γύρω από τα τείχη, χωρίς καθόλου ν' ανασαίνει. Κάτι μικρές βάρκες διέσχιζαν τον Κεράτιο Κόλπο και τραβούσαν άλλες προς τη βενετσιάνικη συνοικία της Πόλης κι άλλες προς τη γενοβέζικη, στο Γαλατά, απέναντι από τη Βασιλεύουσα. Την ώρα που κοίταξε, ένα μεγάλο καράβι, που είχε στα πανιά του ζωγραφισμένο το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, έμπαινε στον Κόλπο.
   Ο Παλαιολόγος το κοίταξε αφηρημένος για λίγες στιγμές κι ύστερα το στήθος του φούσκωσε από έναν αναστεναγμό:
   "Βενετσιάνικα, γενοβέζικα, φράγκικα όλα τα καράβια που μπαίνουνε και βγαίνουνε από το λιμάνι. Ξένα -ούτε ένα ρωμέικο! Ούτε ένα που να φέρνει πλούτη, πλούτη ρωμέικα στην πόλη μου, στην Αυτοκρατορία..."
   Στο στόμα του σχηματίστηκε ένα πικρό χαμόγελο, καθώς αναλογίστηκε την Αυτοκρατορία του. Γύρισε, και το βλέμμα του ταξίδεψε στα δυτικά. Ο ήλιος φώτιζε την πρασινισμένη από την άνοιξη γη.
   "Η Αυτοκρατορία μου..." μουρμούρισε πάλι. "Τελειώνει εκεί. Εκεί όπου σταματάει το μάτι. Τρία-τέσσερα κάστρα, χωρίς καμιά ενδοχώρα. Τρία-τέσσερα κάστρα ώριμα να πέσουν, όποτε το αποφασίσει ο Αμουράς".
   Η γροθιά του σφίχτηκε και χτύπησε με λύσσα την πέτρα μιας έπαλξης. Ύστερα ο νους του πλανήθηκε πέρα, στο Μυστρά, που είχε αφήσει. Έπρεπε να στείλει εκεί τους αδελφούς του: τον Θωμά και τον Δημήτριο. Τον καλό τον Θωμά και τον ατίθασο τον Δημήτριο, που δεν υποχωρούσε μπροστά σε τίποτε για να πετύχει το σκοπό του.
   Μ' αυτές τις σκέψεις έριξε ακόμα μια ματιά στα δυτικά και κατέβηκε πάλι κάτω. Ήθελε να μιλήσει με το Φραντζή και τους άλλους συμβούλους του. Έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να δεθούν τα δυο αδέλφια, να μην τσακώνονται στο μέλλον. Έπρεπε να 'ναι μονιασμένοι, να είναι έτοιμοι να τρέξουν να τον βοηθήσουν, όταν θα 'ρχόταν η στιγμή να πολεμήσει πάλι.
   Να πολεμήσει! Ο Κωνσταντίνος δεν τρεφόταν με αυταπάτες. Ο Σουλτάνος, που 'χε κάνει πρωτεύουσά του την Ανδριανούπολη, κάποτε θα του ριχνόταν. Όσο κρατούσε η Βασιλεύουσα, ο κόσμος θα μιλούσε για Αυτοκρατορία -έστω και ανύπαρκτη. Οι Τούρκοι το 'ξεραν και κάποτε θα επιχειρούσαν να την πάρουν. Και τότε... τότε θα χρειαζόταν βοήθεια από παντού: από τ' αδέλφια του, από την Πελοπόννησο, από τη Δύση...
   Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και τράβηξε στο Αλεξιακό τρικλίνιο. Εκεί, μόλις μπήκε μέσα, φώναξε έναν οφικιάλιο και τον πρόσταξε να ειδοποιήσει τον Φραντζή, τον Δούκα, δυο-τρεις ακόμα άρχοντες και τα δυο του τ' αδέλφια, τον Θωμά και τον Δημήτριο.
   Ήλθαν όλοι και τελευταίος ο Δημήτριος, ο πορφυρογέννητος, κείνος που θέλησε ν' αρπάξει το θρόνο από τα χέρια του Κωνσταντίνου.
   Νεότερος από τον Δραγάση, ο Δημήτριος ήταν ψηλός, καλοκαμωμένος, και κρατούσε πάντα στητό το κεφάλι του. Περήφανος και αδίστακτος, πίστευε ότι ο Κωνσταντίνος τού είχε κλέψει το θρόνο που δικαιωματικά του ανήκε και τον κοίταζε πάντα με κακία, περιμένοντας να βρει μια κατάλληλη στιγμή για να τον εκδικηθεί. Στο συμβούλιο, όμως, δεν προδόθηκε. Δέχτηκε να γίνει συνδεσπότης στην Πελοπόννησο με τον Θωμά και δέχτηκε ακόμα να πάρει όρκους φοβερούς, πως δε θα αρπαζότανε ποτέ με τον αδελφό του κι ότι θα διοικούσαν το Μοριά αγαπημένοι μεταξύ τους, βάζοντας πάντα πάνω από τα δικά τους συμφέροντα το συμφέρον της πατρίδας.
   Ορκίστηκαν πάνω στο Ευαγγέλιο ο Δημήτριος κι ο Θωμάς κι ο Κωνσταντίνος τούς αγκάλιασε και τους φίλησε και τους δυο, ενώ οι σύμβουλοί του τούς κοίταζαν συγκινημένοι.
   "Τους όρκισα, τους έβαλα να μου δώσουν υποσχέσεις", έλεγε ύστερα από λίγο ο Κωνσταντίνος στο Φραντζή, όταν βρέθηκαν μονάχοι τους. "Θα τις τηρήσουν, όμως, Γεώργιε; Ή, μόλις παρουσιαστεί η πρώτη ευκαιρία, θα προσπαθήσει ο ένας να βγάλει το μάτι του αλλουνού; Τον Θωμά δεν τον φοβάμαι τόσο. Τον Δημήτριο, όμως..."
   Ο Φραντζής προσπάθησε να του πει δυο καλά λόγια. Ο Κωνσταντίνος, όμως, τον έκοψε απότομα.
   "Γεώργιε, μην προσπαθήσεις να μου γλυκάνεις την πίκρα που έχω", του είπε λυπημένα. "Ξέρω τ' αδέλφια μου και ξέρω και τους ανθρώπους που με τριγυρίζουν. Υποκλίνονται μπροστά μου, είναι γεμάτοι κολακείες κι όμως πόσοι είναι οι αληθινοί μου φίλοι, οι πιστοί, οι άνθρωποι που φαίνονται στις δύσκολες στιγμές; Όχι, Γεώργιε. Μη σηκώνεις ψηλά τα χέρια σου και μην αγανακτείς. Εσένα σε ξέρω. Από παιδιά μαζί είμαστε. Οι άλλοι όμως, οι πολλοί, οι μεγάλοι, τι έκαναν και τι θα κάνουν για να με βοηθήσουν σαν τους χρειαστώ;"
   Ο Φραντζής δεν απάντησε. Τις ίδιες σκέψεις έκανε κι αυτός πολλές φορές και, τίμιος και ειλικρινής όπως ήταν, δεν του πήγαινε να πει τώρα το ψέμα, όσο ευχάριστο κι αν ήταν.
   Ο Κωνσταντίνος κούνησε το κεφάλι του.
   "Ας τ' αφήσουμε αυτά τώρα", έκανε. "Για πες μου, με τα εισοδήματα της Πόλης τι λες ότι μπορούμε να διορθώσουμε από τα τόσα τα κακά;"
   Ο Φραντζής, χαρούμενος που έφυγε η συζήτηση από το τόσο αχάριστο εκείνο θέμα, παρόλο που και τούτο το καινούργιο δεν ήτανε ούτε ωραίο ούτε παρήγορο, γύρισε σ' ένα τραπέζι, πήρε κάτι χαρτιά στο χέρι του κι άρχισε να διαβάζει.

   Ο Δημήτριος ένιωθε κάτι σαν αίσθημα φυγής να τον κατέχει. Ήθελε να φύγει για λίγο από τη Βασιλεύουσα, να μην αντικρίζει πια την Ελένη. Η παρουσία της τού γινόταν πάντα αισθητή στο σπίτι του πατέρα της, που μπρος στην επιμονή του δεν αποφάσιζε να εγκαταλείψει. Έτσι, παίρνοντας μια μέρα μια άδεια τυπική από τον Αυτοκράτορα -τυπική, γιατί δεν είχε, παρόλο το βαθμό του, καμιά ορισμένη δουλειά να κάνει- έφυγε μαζί με τον Κυρίτση για να ταξιδέψει στη Σηλυβρία, για να γνωρίσει όλο το κομμάτι της γης που ανήκε στον Κωνσταντίνο, όλη την Αυτοκρατορία, που θα μπορούσε, αν βιαζόταν, σε δυο μέρες να γυρίσει.
   O Δημήτριος κι ο Ιωάννης βγήκαν από την πόρτα του Επταπυργίου και τράβηξαν στα δυτικά. Κόντευε να τελειώσει πια ο Μάρτης και η φύση, στολισμένη μ' ανοιξιάτικα λουλούδια, έστελνε μεθυστικά αρώματα στους δυο καβαλάρηδες. Ο Δημήτριος ήταν σιωπηλός. Από κάτι συζητήσεις που είχε κάνει με το Δούκα, δεν περίμενε ότι θα έβλεπε σπουδαία πράγματα ή ότι θα κέρδιζε σε ηθικό και σε ελπίδα από το ταξίδι του. Δεν πίστευε όμως ποτέ του ότι θα απαγοητευόταν τόσο, ότι θα 'νιωθε κάτι σαν μαχαίρι να μπήγεται στην καρδιά του και να του τη ματώνει από τον πόνο. Τα τρία, καν τέσσερα κάστρα ήταν ασυντήρητα, οι ελάχιστοι στρατιώτες που τα φύλαγαν είχαν ξεχάσει ότι είναι πολεμιστές και άλλοι είχαν μεταβληθεί σ' εμπόρους του ποδαριού, άλλοι σε τσοπάνηδες, και οι οφικιάλιοί τους δε δίνανε καμιά σημασία αν οι καστρόπορτες είχαν από καιρό σαπίσει ή αν τα κάστρα δεν είχανε πολεμοφόδια και τ' άλλα τα χρειαζούμενα για την πολιορκία. Ο κόσμος πάλι, ο λαός κι οι άρχοντες, ζούσε μέσα σε μια μακάρια ευδαιμονία, χωρίς να σκέφτεται το αύριο, χωρίς να λογαριάζει ότι τα σπίτια του, οι αγροί του και τα χωράφια του ήταν ακόμα δικά του γιατί οι Τούρκοι δε θέλησαν ακόμα να τα αρπάξουν.
   Ο Δημήτριος μίλησε με άρχοντες και με χωριάτες, με στρατιώτες και με οφικιάλιους, και η φωνή του βρόντηξε, και το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο από το θυμό μπροστά στις απαντήσεις τους. Κι εκείνοι, εκείνοι οι μακάριοι, τον κοίταζαν όπως θα κοίταζε ένας γνωστικός έναν άμοιρο τρελό, που μιλάει για πράγματα απ' όλους ξεχασμένα: για στρατούς, για δύναμη, για Αυτοκρατορία...
   Φώναξε και γύρισε ολότελα απογοητευμένος στη Βασιλεύουσα. Τα όνειρα που έπλαθε από παιδί γκρεμίζονταν όλα, ένα ένα. Είχε σουρουπώσει όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε από την πόρτα του Επταπυργίου με σκυφτό το κεφάλι του, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τ' ανάκτορα των Βλαχερνών -τα παλάτια όπου μέσα τους ζούσε ο άνθρωπος που, σύμφωνα με τη γνώμη του, θα μπορούσε πολλά να κάνει, αν λίγο τον βοηθούσανε και οι άλλοι.
   Έφτασε στο αρχοντικό του Δούκα και τράβηξε, πάντα σιωπηλός, για το δωμάτιό του. Εκεί, σαν μπήκε μέσα, έβγαλε το σπαθί του, το πέταξε στο κρεβάτι και, παίρνοντας ένα λαγήνι γεμάτο κρασί, το έφερε στο στόμα του. Ήθελε να πιει, να μεθύσει, για να ξεχάσει τα όσα είχε δει, τα όσα είχε ακούσει.
   Άδειασε μέσα σε λίγα λεπτά το πρώτο λαγήνι και φώναξε τον Κυρίτση να του φέρει ένα δεύτερο, και μετά ένα τρίτο. Το δυνατό κρασί άρχισε σε λίγο να φέρνει τ' αποτελέσματά του: το μυαλό του θόλωσε και, ξαπλωμένος σ' ένα θρονί νωχελικά, άρχισε να χαμογελάει, καθώς άλλες σκέψεις, ευχάριστες τώρα, περνούσαν από το νου του. Σκεφτόταν τις όμορφες αρχοντοπούλες της Βασιλεύουσας, που είχε δει στα ανάκτορα των Βλαχερνών, στους δρόμους, κι άρχισε να νιώθει ένα σκίρτημα ερωτικού πόθου στο κορμί του. Άδειασε και το τελευταίο λαγήνι και σηκώθηκε πάνω.
   "Καιρός να διασκεδάσεις λίγο, Δημήτριε!" μουρμούρισε. "Οι σκέψεις δεν ωφελούνε, ούτε και μόνος σου θα μπορέσεις να σώσεις την Αυτοκρατορία".
   Γέλασε μεθυσμένα με την ιδέα, έκανε ένα-δυο βήματα μέσα στο δωμάτιό του, κοίταξε έξω από το παράθυρο, είδε ότι είχε σκοτεινιάσει και, παίρνοντας το μανδύα του, αποφάσισε να βγει έξω για να πάει σε κανένα καπηλειό, άγνωστος μέσα σε αγνώστους, να συνεχίσει το πιοτό του, να φιλήσει καμιά όμορφη κοπέλα, αδιάφορο αν θα 'ταν αρχοντοπούλα ή υπηρέτρια, να κοιμηθεί στην αγκαλιά της, να ξαναγίνει άνθρωπος σωστός.
   Χαμογελώντας με τη σκέψη, έριξε το μανδύα του στους ώμους του, πέρασε ένα μικρό ατσάλινο στιλέτο στη ζώνη του και βγήκε έξω, βροντώντας, χωρίς να θέλει, την πόρτα του δωματίου του.
   Μόλις κατέβηκε κάτω, κοντοστάθηκε.
   «Ο Δούκας την ξέρει τη Βασιλεύουσα», σκέφτηκε. «Λοιπόν, δε θα 'τανε κακό αν τον ρωτούσα ποιο είναι το πιο κατάλληλο μέρος για χαροκόπι».
   Φώναξε έναν υπηρέτη και ζήτησε τον αφέντη του. Ο παρακοιμώμενος έλειπε και θα γυρνούσε αργά, του απάντησε εκείνος.
   Ο Λάσκαρις σήκωσε τους ώμους του.
   "Δε βαριέσαι", μουρμούρισε, "θα τα καταφέρω και μονάχος μου".
   Ο υπηρέτης τον κοίταξε παραξενεμένος.
   Ο Λάσκαρις του γέλασε και γύρισε τις πλάτες του. Προχώρησε και πέρασε από το τρικλίνιο. Ήταν μισοσκότεινο. Μόνο δυο-τρία κεριά  ήταν αναμμένα κοντά στο παράθυρο. Μαγνητισμένος από το φως, γύρισε προς τα κει το βλέμμα του. Είδε την Ελένη καθισμένη σ' ένα σελλίο. Κεντούσε και, βλέποντάς τον, έσκυψε περισσότερο στο κέντημά της.
   Στάθηκε δίβουλος: να μείνει ή να φύγει; Την κοίταξε προσεκτικότερα και του άρεσε. Του άρεσε πολύ. Το ανοιχτόχρωμο μεταξωτό φόρεμα, που φορούσε, πήγαινε τόσο όμορφα στο φωτισμένο από τα κεριά πρόσωπό της και το ελαφρό κοκκίνισμα στα μάγουλά της τής έδινε ένα τόσο αθώο ύφος, που ξέχασε τους δισταγμούς του και την πλησίασε χαμογελώντας, ενώ μέσα του τού φάνηκε πως άκουγε μια ξένη φωνή να του λέει:
   «Να μια όμορφη κοπέλα. Είναι δική σου! Δική σου, όποτε το θελήσεις!»
   Η Ελένη δε σήκωσε το κεφάλι της, μόνο κοκκίνησε ακόμα περισσότερο. Ο Δημήτριος άρχισε να νιώθει παράξενα. Του ερχόταν να σκύψει επάνω της, να τη σηκώσει και να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Δίσταζε όμως πάλι και τα μάτια του έκαναν ένα κύκλο στο τρικλίνιο, σαν να γύρευε από τα άψυχα να τον βοηθήσουν. Δεν είδε τίποτε· μόνο ένα ασημένιο λαγήνι πάνω στο τραπέζι και δυο-τρία κύπελλα από το ίδιο μέταλλο.
   "Διψάω", έκανε βραχνά και, πλησιάζοντας το λαγήνι, γέμισε δυο κύπελλα με κρασί. "Θέλεις να πιεις μαζί μου;" ρώτησε κατόπιν την Ελένη, προσφέροντάς της το ένα κύπελλο.
   Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, χωρίς να μιλήσει. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την αγωνία και, ενώ ήθελε να φύγει, ν' απομακρυνθεί από κοντά του, τα πόδια της αρνιόντουσαν να σηκώσουν το κορμί της.
   "Στην υγειά σου", έκανε ο Δημήτριος κι άδειασε πρώτα το ένα κύπελλο κι ύστερα το άλλο.
   Η Ελένη δεν απάντησε κι ο Λάσκαρις, μεθυσμένος όπως ήταν, άρχισε να νιώθει το αίμα του να βράζει από θυμό.
   "Γιατί δε μιλάς;" της είπε απότομα.
   Η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε καταπρόσωπο και μια σκιά λύπης πέρασε από το βλέμμα της. Όμως, και πάλι δε μίλησε.
   "Γιατί δε μιλάς, σου είπα;" επανέλαβε πεισματικά τη φράση του εκείνος.
   Πάλι δεν απάντησε, μόνο προσπάθησε να συνεχίσει το κέντημά της· τα χέρια της, όμως, έτρεμαν τόσο από την ταραχή της, που αναγκάστηκε να τα σταυρώσει στην ποδιά της.
   Ο Δημήτριος έκανε ένα βήμα μπροστά. Τα τελευταία δύο κύπελλα του κρασιού, που είχε αδειάσει, τον είχαν μεθύσει τόσο, που δεν ήξερε πια τι έκανε.
   "Θα μιλήσεις;" της είπε ακόμα μια φορά, με φωνή βραχνή από το πιοτό.
   Είχε πλησιάσει τόσο πολύ, στεκόταν από πάνω της σχεδόν, που η Ελένη ένιωσε μια ανατριχίλα να περνάει το κορμί της.
   Ο Δημήτριος ξέχασε και πού βρισκόταν και ποια ήταν η κοπέλα που καθόταν μπροστά του. Ήταν άνδρας κι ήταν μεθυσμένος, και μπροστά του είχε μια όμορφη γυναίκα, που του είχε πει κάποτε μόνη της ότι τον αγαπάει.
   Από το σκοτισμένο νου του πέρασαν σαν αστραπή η εικόνα του καραβιού μέσα στη φουρτούνα, τα μισανοιγμένα χείλη της και τα κλειστά της μάτια και, χωρίς δισταγμό, έσκυψε, τη σήκωσε πάνω και κόλλησε τα χείλη του επάνω στα δικά της.
   Η Ελένη τα 'χασε τόσο πολύ, που δεν αντιστάθηκε. Δεν αντιστάθηκε, αλλά και δεν ανταποκρίθηκε στο φίλημά του.
   Ο Λάσκαρις έγινε έξω φρενών.
   "Δε θέλεις τα φιλιά μου;" της φώναξε κόκκινος από θυμό. "Δε σου κάνω πια; Κι όμως, στο καράβι..."
    Η Ελένη τον κοίταξε με φρίκη. Έβλεπε μπροστά της έναν άλλο άνθρωπο, έναν ξένο, που την κοίταζε με τόσο πόθο που άρχισε να τρέμει.   
   Ο Δημήτριος δίστασε για μια στιγμή. Άκουσε όμως πάλι την ίδια τη φωνή, που είχε ακούσει πριν, να του λέει τα ίδια σχεδόν λόγια και ξανάσκυψε να τη φιλήσει. Η Ελένη γύρισε αλλού το κεφάλι της και προσπάθησε ν' απαλλαγεί από την αγκαλιά του. Τότε, ξεχνώντας ολότελα κάθε φρόνηση, σαν τρελός από τον πόθο και το θυμό, της άρπαξε το φόρεμά της από τους ώμους και το ξέσκισε, όπως θα 'κανε ο κάθε στρατιώτης μπαίνοντας σε μια κατακτημένη πόλη. Η Ελένη έβγαλε μια φωνή, χλώμιασε σαν πεθαμένη και προσπάθησε με τα χέρια της να καλύψει τη γύμνια της. Η φωνή σαν να ξύπνησε τον Δημήτριο. Την κοίταξε, είδε το γυμνό της στήθος που ανεβοκατέβαινε βιαστικά από την ταραχή της κι έκανε ένα βήμα πίσω, ολότελα ξεμέθυστος και γεμάτος φρίκη.
   "Θεέ μου!" ψέλλισε. "Τι έκανα!"
   Η Ελένη, χλωμή πάντα σαν πεθαμένη, έφτιαξε όσο καλύτερα μπορούσε το σχισμένο φόρεμά της, τον κοίταξε με περιφρόνηση και με στητό το κεφάλι της έκανε να φύγει από το τρικλίνιο.
   Ο Δημήτριος δεν την άφησε. Έτρεξε από πίσω της. Έβαλε το χέρι του στον ώμο της και μουρμούρισε ολότελα συντριμμένος:
   "Με συγχωρείς. Παραφέρθηκα... Συγχώρεσέ με... Ήμουν μεθυσμένος".
   Η Ελένη κοντοστάθηκε. Η φωνή του ήταν τόσο σπασμένη, η συντριβή του τόσο αληθινή, που ένιωσε κάτι σαν οίκτο για το κατάντημά του.
   "Συγχώρεσέ με", μουρμούρισε ξανά εκείνος. "Δεν το 'θελα. Όμως, γίνηκαν τόσα πολλά ετούτες τις ημέρες..."
   Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά της. Τον είχε μισήσει πριν από λίγο. Τώρα, όμως... Τώρα ήταν πάλι έτοιμη να υποχωρήσει. Να του δοθεί, αν της το γύρευε. Δε μίλησε, μόνο στάθηκε τρέμοντας ελαφρά.
   Ο Δημήτριος κατέβασε το χέρι του και με σκυφτό το κεφάλι του κίνησε να βγει από το τρικλίνιο. Ένιωθε άσχημα, σιχαινότανε τον εαυτό του και καταριότανε την ώρα που βρέθηκε μπροστά του η Ελένη, που της είχε φερθεί τόσο πρόστυχα στο ίδιο το αρχοντικό της. Στη θύρα σταμάτησε και γύρισε λίγο το κεφάλι του. Η Ελένη ήταν πάντα ακίνητη στην ίδια θέση. Ανέπνεε βιαστικά και το στήθος της φούσκωνε και ξανάπεφτε, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει τους λυγμούς που την έπνιγαν. Την κοίταξε μια - δυο στιγμές κι ύστερα, παίρνοντας απότομα την απόφασή του, την πλησίασε και, ακουμπώντας τα χέρια του στους ώμους της, της είπε, βυθίζοντας το βλέμμα του στα μάτια της:
   "Ολόκληρη η ζωή μου θα έφτανε για να με συγχωρήσεις; Αν ζήταγα το χέρι σου από τον πατέρα σου, θα με δεχόσουν γι' άντρα σου;"
   Η Ελένη δεν πίστευε στ' αυτιά της. Ο τόνος του ήταν τόσο γεμάτος ειλικρίνεια κι η φωνή του τόσο θερμή, που ένιωσε μια λιγοψυχιά.
   "Ελένη, δε μου απάντησες", έκανε ανήσυχος εκείνος.
   "Δημήτριε", μουρμούρισε σιγά εκείνη. "Μ' αγαπάς ή ντρέπεσαι γι' αυτό που έκανες; Αν ντρέπεσαι μονάχα, όχι".
   Ο Λάσκαρις δεν της απάντησε, μόνο χαμογέλασε και, κλείνοντάς την στην αγκαλιά του, ψιθύρισε κι εκείνος:
   "Ευλογημένο να 'ναι το κρασί, που μου άνοιξε τα μάτια! Ελένη, σ' αγαπώ. Ναι, αληθινά το λέω. Δεν το ήξερα. Τώρα μόλις το μαθαίνω!"
   Έμεινε άυπνος εκείνο το βράδυ. Όποτε έκλεινε τα μάτια του και πήγαινε ν' αποκοιμηθεί, εικόνες εφιαλτικές ξεπρόβαλλαν μπροστά στα μάτια του. Έβλεπε μια τη Λεωνόρα να σκύβει πάνω από το παράθυρο, στη Βενετία, και να φωνάζει με σπαραγμό το όνομά του, και μια την Ελένη να τον κοιτάζει με περιφρόνηση, με σχισμένο το φόρεμά της και με τα χέρια της στα γυμνά της στήθη.
   Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, τράβηξε προς το παράθυρο, το άνοιξε και γέμισε τα στήθια του με το κρύο αγέρι.
   "Έπρεπε να τη ζητήσω σε γάμο", μουρμούρισε. "Η τιμή μου το επέβαλλε. Είναι τόσο καλή, τόσο αθώα, τόσο ερωτευμένη..."
   Ξαναγύρισε προς το δωμάτιο και το βλέμμα του έπεσε πάνω στα λαγήνια το κρασί που είχε αδειάσει πριν κατέβει στο τρικλίνιο, πριν φερθεί σαν άξεστος στρατιώτης. Τα κοίταξε και μόρφασε ελαφρά.
   "Στο κρασί θα οφείλω την ευτυχία ή τη δυστυχία", μουρμούρισε. "Τι περίεργη που είναι η ζωή του ανθρώπου!..."
   Κάθισε πάλι στο κρεβάτι του και, χουφτώνοντας το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, βυθίστηκε σε συλλογή.
   Ούτε η Ελένη κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Όταν, ύστερ' από δυο-τρία φιλιά, αποσπάσθηκε από την αγκαλιά του Δημήτριου κι έτρεξε στο δωμάτιό της ν' αλλάξει φόρεμα, μην το δει κανένας υπηρέτης ή ο πατέρας της σχισμένο και καταλάβει τι είχε γίνει, βρήκε τη Θεοδώρα μέσα. Η βάγια της συγύριζε.
   "Θεέ και Κύριε!" φώναξε, φέρνοντας με φρίκη το χέρι της στο στόμα της μόλις την είδε με το ξεσχισμένο ρούχο. "Παιδί μου, τι έγινε; Μίλησε, γιατί θα τρελαθώ!"
   Η Ελένη έτρεξε, την αγκάλιασε κι άρχισε να χοροπηδάει, κρατώντας την στην αγκαλιά της. Η Θεοδώρα τα 'χασε ακόμα περισσότερο και πάλεψε για να ελευθερωθεί από τα χέρια της.
   "Σιγά, παιδί μου, σιγά, παιδάκι μου!"  φώναξε θυμωμένα στην Ελένη. "Τι ντροπές είναι τούτες; Ποιος σε κατάντησε σ' αυτό το χάλι;"
   "Εκείνος, καλή μου βάγια, εκείνος! Με ζήτησε σε γάμο! Θα τον παντρευτώ, καλή μου βάγια! Μ' αγαπάει, μου το είπε... Μου το είπε! Θεέ μου, κοντεύω να τρελαθώ από τη χαρά μου!"
   Η Θεοδώρα δε φαινόταν να δίνει πολλή πίστη στα λόγια της Ελένης. Με μια απότομη κίνηση ξέφυγε από την αγκαλιά της και κοίταξε με τόσο αυστηρό κι επιτιμητικό βλέμμα το γυμνωμένο στήθος της, που εκείνη κοκκίνησε και σκεπάστηκε με τα χέρια της.
   "Άκουσε, παιδί μου", της είπε μιλώντας της σαν μάνα στο παιδί της. "Τούτα τα πράγματα δε μου αρέσουν. Βλέπω σχισμένο το φόρεμά σου και δεν τολμάω να σε ρωτήσω τίποτε, γιατί φοβάμαι την απάντησή σου. Όχι, μη διαμαρτύρεσαι, άφησέ με να τελειώσω! Τον είχα για καλύτερο αυτόν τον νέο. Όμως, τούτο που θωρώ με γεμίζει φρίκη. Είναι βάρβαρος, γιατί μόνο ένας τέτοιος θα τολμούσε ν' απλώσει το χέρι του επάνω σου μέσα στο ίδιο το αρχοντικό σου, όταν ο κύρης σου του φέρεται σαν να 'τανε παιδί του. Όχι! Σου είπα να μ' αφήσεις να τελειώσω! Μου μίλησες για γάμο, μου είπες ότι θα τον παντρευτείς..."
   Η βάγια αναστέναξε και κοίταξε με λύπη την Ελένη:
   "Δεν τους ξέρεις τους άνδρες, παιδί μου. Οι άτιμοι, για να πετύχουν το σκοπό τους, λένε πολλές φορές πολύ εύκολα τα ψέματα. Αν, λοιπόν, αυτός ο άτιμος σε γέλασε με λόγια και σε... Ω, Θεέ μου, ούτε να το σκεφτώ δεν το μπορώ... Αν, λοιπόν, σε γέλασε κι ανόητα εσύ πίστεψες τα λόγια του, και..."
   Η Θεοδώρα σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της κι άρχισε να κλαίει.
   Τώρα τα έχασε η Ελένη. Πίστευε ότι η βάγια της θα ενθουσιαζόταν με τα νέα που της έφερε, εκείνη όμως... Την πλησίασε, την αγκάλιασε και της ξεσκέπασε το πρόσωπό της.
   "Δεν έχεις δίκιο", της είπε με απαλή φωνή. "Ο Δημήτριος δεν είναι εκείνος που νομίζεις".
   Η Θεοδώρα ξανακοίταξε το γυμνό της στήθος κι η Ελένη κοκκίνησε πάλι ελαφρά.
   "Έλα, βοήθησέ με ν' αλλάξω φόρεμα", έκανε.
   Άλλαξε και μετά, καθισμένη κοντά σ' ένα παράθυρο, της τα ιστόρησε όλα, χωρίς να παραλείψει τίποτε από εκείνα που έγιναν μέσα στο τρικλίνιο. Την άκουσε προσεκτικά η άλλη κι ύστερα, πιάνοντας τα δυο της χέρια, της είπε με αγάπη:
   "Παιδί μου, τι να σου πω; Δε μου αρέσουν αυτά που λες. Όχι. Δε θα σου πω, για να σ' ευχαριστήσω, αυτά που δεν πιστεύω. Αν όμως η ντροπή καταλήξει σε γάμο, τότε... τότε θα κάνω το σταυρό μου και θα το λησμονήσω. Αν, όμως, σε γελάσει..."
    Το βλέμμα της αγρίεψε και κάτι πήγε να προσθέσει, όμως η Ελένη δεν την άφησε.
   "Μη λες τίποτε άλλο", της είπε. "Θα τον παντρευτώ. Μου είπε ότι μ' αγαπάει. Είναι τίμιος. Μη στενοχωριέσαι άδικα. Τον πιστεύω..."
   Η βάγια, όμως, ήταν πάντα ανήσυχη.
   "Δε θα τον ξαναδείς μόνη σου!" τη διέταξε σχεδόν. "Ένας άνδρας που έκανε μια φορά αυτή την ατιμία, μπορεί να την επαναλάβει. Δε θα σ' αφήσω ποτέ από τα μάτια μου, κι αν τολμήσει... Καλά, δε λέω τίποτε. Όμως, στάσου. Το φόρεμά σου. Πρέπει να το κρύψω. Αν το ανακαλύψει ποτέ ο  κύρης σου, έτσι σχισμένο που 'ναι, ούτε εσένα ούτε κι εκείνον δε σας σώζει τίποτε από τη δίκαιη την οργή του!"

   Η Ελένη δεν κοιμήθηκε κείνο το βράδυ. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της κοίταζε αφηρημένη την καντήλα που έκαιγε μπροστά στα εικονίσματα κι ο νους της φτεροκόπαγε κι ερχόταν πάντα στο τρικλίνιο, στη σκηνή με τον Δημήτριο, και κολλούσε σ' εκείνη την χειρονομία του: στο σχίσιμο του ρούχου που φορούσε, στο γύμνωμά της. Θυμόταν και κοκκίνιζε από ντροπή, όμως στα τρίσβαθα του Είναι της, χωρίς να το ομολογεί ούτε στον ίδιο τον εαυτό της, αισθανόταν κάτι το παράξενο, κάτι το πρωτοφανέρωτο, που έκαιγε το κορμί της και την έκανε να ιδρώνει και ν' ανασαίνει με δυσκολία.
   Κοιμήθηκε αργά, τα ξημερώματα, και στον ύπνο της είδε τον Δημήτριο να σκύβει απάνω της, να την αγκαλιάζει, να τη γεμίζει φιλιά, να της μουρμουρίζει χίλια ερωτόλογα, που τη μεθούσαν και την έκαναν να παραμιλάει και ν' αναδεύεται πάνω στο κρεβάτι της.

   Ξημέρωσε η επομένη. Ο Δημήτριος ένιωθε βαρύ το κεφάλι του από το χτεσινό κρασί και τη γλώσσα του ξερή. Άδειασε ένα λαγήνι γεμάτο νερό, έβρεξε το κεφάλι του και τα μαλλιά του, ξυρίστηκε, ντύθηκε και κατέβηκε στο τρικλίνιο. Ήθελε να δει τον Δούκα. Να του μιλήσει. Να του πει για την απόφασή του. Να ζητήσει την κόρη του. Αναλογιζόταν, καθώς κατέβαινε, τα χτεσινά και, όταν μπήκε στο τρικλίνιο, ένα κοκκίνισμα έβαψε τα μάγουλά του, καθώς είδε την Ελένη καθισμένη κοντά στον κύρη της.
   Ο Δούκας τον χαιρέτησε μ' ένα χαμόγελο και, κοιτάζοντας την κλεψύδρα, δε μπόρεσε να μην πει:
   "Γλεντούσες χτες, Δημήτριε; Η ώρα είναι περασμένη κι είναι αργά για τις συνήθειές σου".
   Ακούγοντας αυτές τις λέξεις κοκκίνησαν κι οι δυο, και η Ελένη κι ο Δημήτριος, κι ο παρακοιμώμενος ζάρωσε τα φρύδια του, γιατί δεν ήτανε ανόητος, γιατί το κοκκίνισμά τους έλεγε πολλά.
   Τους κοίταξε καλά καλά ο Δούκας, τα φρύδια του ζάρωσαν ακόμα περισσότερο κι ύστερα το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω στην κόρη του, που κεντούσε με σκυμμένο το κεφάλι της.
   Ο Δημήτριος παρακολούθησε το βλέμμα του κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατότερα.
   Ο Δούκας δεν επέμεινε. Σηκώθηκε από το κάθισμά του κι έκανε να φύγει. Ήταν βέβαιος ότι η κόρη του κι ο Λάσκαρις κάτι του έκρυβαν και, για να μην προδώσει το θυμό που ανέβαινε κι άρχισε να τον πιέζει, τράβηξε προς τη θύρα.
   Εκεί κοντοστάθηκε μια στιγμή, άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, όμως το μετάνιωσε και, τραβώντας το βήλο, τους άφησε μόνους.
   «Πρέπει να τους παρακολουθώ», αναλογίστηκε καθώς ετοιμαζότανε να βγει από το σπίτι του. «Πρέπει να μιλήσω στη Θεοδώρα».
   "Όχι, δεν πρέπει να μιλήσω στη Θεοδώρα", μουρμούρισε. "Είναι βάγια της, και όλες οι βάγιες βοηθάνε τις αφεντοπούλες τους".
   Ο Δημήτριος παρακολούθησε με το βλέμμα του τον παρακοιμώμενο και, όταν έπεσε το βήλο, γύρισε και κοίταξε την Ελένη. Τα μάτια τους ανταμώθηκαν και μίλησαν, κι είπαν πολλά. Η Ελένη σηκώθηκε κι έτρεξε να πέσει στην αγκαλιά του.
   Ο Λάσκαρις ένιωθε περίεργα. Το αρωματισμένο κεφάλι της, που ακουμπούσε στον ώμο του, το κορμί της, που το αισθανόταν να δονείται ολόκληρο μέσα στην αγκαλιά του, η σιωπή της, που έλεγε τόσα, τον έκαναν να αισθανθεί ένα σκίρτημα στην ψυχή του. Κάτι σαν έρωτα, μια αγάπη που ήταν αλλιώτικη από κείνη που είχε νιώσει για τη Λεωνόρα. Με τη Λεωνόρα έβραζε ολόκληρο το αίμα του. Με τη Λεωνόρα πολεμούσε για να της επιβληθεί. Με τη Λεωνόρα η κάθε μέρα θα 'ταν διαφορετική από τις άλλες. Με την Ελένη, όμως... Με την Ελένη θα ζούσε μια ζωή ήρεμη, θα ήταν πάντα βέβαιος για την αγάπη της, για την αφοσίωσή της, για τη θυσία της -αν το 'φερνε η ανάγκη.
   Αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, έσκυψε λίγο, τη φίλησε απαλά και της ψιθύρισε:
   "Σ' αγαπώ. Θα σ' αγαπώ σ' όλόκληρη τη ζωή μου... Ως την τελευταία μου πνοή".
   "Αγαπημένε μου", μουρμούρισε κι εκείνη και σφίχτηκε ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά του. "Αγαπημένε μου, αν ήξερες πόσα χτυποκάρδια τράβηξα για σένα... Πόσες φορές ξαγρύπνησα, πόσες φορές..."
   Απότομα έκοψε τη φράση της και τινάχτηκε πίσω, χλωμιάζοντας σαν πεθαμένη και κοιτάζοντας με ταραχή, που όσο πήγαινε και μεγάλωνε, προς τη θύρα, προς το υψωμένο βήλο.
   Ο Λάσκαρις γύρισε προς τα κει το κεφάλι του και είδε τον πατέρα της, τον παρακοιμώμενο Δούκα, να τους κοιτάζει αγριεμένος και να σφίγγει με λύσσα τις γροθιές του. Ήταν μπρος από τη θύρα και τα λόγια βγήκαν σαν βροντή από το στόμα του:
   "Άτιμε! Στο σπίτι μου! Με την κόρη μου! Πίσω από την πλάτη μου!..."
   Έκανε δυο-τρία βήματα, πλησίασε το Δημήτριο και ύψωσε το χέρι του να τον χαστουκίσει.
   "Πατέρα, μη! Για τ' όνομα του Θεού!" φώναξε η Ελένη μπαίνοντας στη μέση.
   Ο Δούκας δίστασε μια στιγμή κι ύστερα κατέβασε το χέρι του βαρύ στο μάγουλό της.
   "Σκύλα!" της φώναξε. "Πρόδωσες την εμπιστοσύνη που σου είχα! Με ντρόπιασες! Χάσου από τα μάτια μου! Κι εσύ!" γύρισε στο Λάσκαρι με μάτια που έβγαζαν φωτιές... "Κι εσύ, βρομόσκυλο, δε σεβάστηκες ούτε τα χρόνια μου, ούτε τη θέση μου, ούτε τη φιλοξενία που σου έδωσα;"
   Ο παρακοιμώμενος ήταν σαν τρελός. Ήθελε το γάμο της κόρης του με τον Δημήτριο, δεν τον ήθελε όμως έτσι. Ήθελε να γίνουν σωστά τα πράγματα, σύμφωνα με τις παραδόσεις της οικογένειάς του και του Βυζαντίου. Τώρα άφριζε από το κακό του και μέσα στο θυμό του ξεστόμισε τα όσα είπε.
   Ο Δημήτριος, χλωμός σαν το κερί, πίεσε τον εαυτό του για να μην παραφερθεί. Η προσβολή που του είχε κάνει ήταν βαριά, όπως βαρύ ήταν και το ότι βρήκε ο Δούκας την κόρη του στην αγκαλιά του.
   "Με παρεξήγησες", του έκανε ψυχρά. "Έκρινες με βιάση. Ζήτησα από την Ελένη να γίνει σύνευνή μου. Την αγαπώ και μ' αγαπάει. Θα στο έλεγα μόλις θα γυρνούσες από τα ανάκτορα".
   Ο παρακοιμώμενος έμεινε άλαλος για μια στιγμή. Ο Δημήτριος τον κοίταζε πάντα ψυχρά και η Ελένη, αδιάφορη για το κάψιμο που ένιωθε στο μάγουλό της, κάρφωσε πάνω του, γεμάτα ικεσία, τα όμορφά της μάτια.
   Ο Δούκας δίσταζε. Πάλευε για το αν έπρεπε να υποχωρήσει τόσο γρήγορα. Αν έπρεπε να ξεχάσει αμέσως εκείνο που είχε αντικρίσει.
   "Παιδιά μου!" μουρμούρισε ύστερ' από λίγες στιγμές σιωπής, ανοίγοντας τα χέρια του για να τους αγκαλιάσει και τους δυο. "Παιδιά μου..."

   Αρχές του Φλεβάρη του 1451. Ο ήλιος ανέτειλε χλωμός και φώτισε μ' ένα γκρίζο, βρόμικο φως τη θάλασσα και τη Βασιλεύουσα, που μισοκοιμότανε ακόμα. Ο βαρδιάνος στην έπαλξη του μεγάλου πύργου, πάνω από την πόρτα της Ανδριανούπολης, κοίταξε προς την Ανατολή και ανακλαδίστηκε. Κάτω έτριξαν οι καστρόπορτες κι ο κόσμος άρχισε να μπαινοβγαίνει στην Πόλη. Ο βαρδιάνος χασμουρήθηκε κι έκανε να κατέβει από το πυργί, γυρίζοντας προς το Βοριά, είδε έναν καβαλάρη, που ερχόταν καλπάζοντας με αφρισμένο το άλογό του. Ο βαρδιάνος έσκυψε κι αφουγκράστηκε να τον ακούσει που φώναζε.
   "Πέθανε ο Αμουράς! Πέθανε ο Σουλτάνος!" έφτασε αδύναμη από την απόσταση ίσαμε τ' αυτιά του η φωνή του.
   "Πέθανε ο Αμουράς;!" μουρμούρισε ο βαρδιάνος. "Στην Κόλαση και στον Εξαποδώ ο άτιμος!..."
   Ο καβαλάρης πέρασε σαν σίφουνας από την πόρτα, γκρεμίζοντας στο χώμα μια γυναίκα φορτωμένη με καλάθια γεμάτα πορτοκάλια και, χωρίς να σταματήσει καθόλου, τράβηξε για τα ανάκτορα των Βλαχερνών. Εκεί, σαν έφτασε στην είσοδο, ξεπέζεψε και, τρέχοντας, ανέβηκε τις σκάλες φωνάζοντας χωρίς ανασασμό:
   "Πέθανε ο Αμουράς! Πέθανε ο Σουλτάνος!..."
   Τον άκουσαν οι παλατιανοί, τον άκουσαν οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί κι ένας τουρμάρχης, που πετάχτηκε από τ' ανάκτορα, τον σταμάτησε και τον ρώτησε:
   "Πέθανε ο Σουλτάνος; Πότε;"
   "Χτες το μεσημέρι", έκανε λαχανιασμένος ο καταλασπωμένος κένταρχος. "Μ' έστειλε ο άρχοντας Θεόφιλος, μόλις το έμαθε από τις φωνές που μπήξανε οι Τούρκοι στην Ανδριανούπολη".
   "Ο άρχοντας Θεόφιλος;" έκανε σκεφτικός ο τουρμάρχης. "Όμως,  μην κάθεσαι, έλα. Άκουσε τις φωνές σου το Μεγαλείον του ο βασιλέας και σε θέλει".
   Ο κένταρχος, ακολουθώντας τον τουρμάρχη, έφτασε στο κουβούκλιο του Κωνσταντίνου, μπήκε μέσα και, βλέποντας όρθιο τον Αυτοκράτορα, έπεσε και τον προσκύνησε.
   "Ναι, σ' ακούω, λέγε", έκανε ανυπόμονα ο Κωνσταντίνος.
   Λαχανιασμένα και κομπιαστά, ο κένταρχος ιστόρησε τα όσα είχε μάθει.
   Ο Μουράτ ο Β' είχε πεθάνει στην Ανδριανούπολη, ύστερ' από ένα γενναίο φαγοπότι, από αποπληξία, χτες το μεσημέρι, 2 του Φλεβάρη. Το είχαν μάθει οι Βυζαντινοί, όσοι έμεναν κοντά στην πρωτεύουσά του, από τις φωνές και τα ουρλιαχτά που έμπηξαν οι Τούρκοι, και είχαν τρέξει στο κάστρο του Θεόφιλου να τον ειδοποιήσουν. Εκείνος πάλι, μόλις βεβαιώθηκε ότι είχε αληθινά πεθάνει ο Σουλτάνος, έστειλε τον κένταρχό του να ειδοποιήσει τον Αυτοκράτορα.
   Ο Κωνσταντίνος έμεινε συλλογισμένος ένα-δυο λεπτά. Ο θάνατος του Μουράτ δεν ήταν κάτι που περίμενε ότι θα γινόταν τόσο γρήγορα, ούτε και του άρεσε πολύ. Ο Σουλτάνος τον είχε πολεμήσει, τον είχε νικήσει στο Εξαμίλιο, όμως δεν ήτανε κακός. Ζούσε στην πρωτεύουσά του εδώ και δύο χρόνια, χωρίς ποτέ του να τον ενοχλήσει, και πλήρωνε μάλιστα και τριακόσιες χιλιάδες άσπρα για τον Ουρχάν, τον Τούρκο πρίγκιπα που ζούσε στη δική του την πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Ο θάνατός του, λοιπόν, δεν ήταν κάτι που δε θα επηρέαζε τις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Τούρκους.
   Ο Κωνσταντίνος πήρε μια βαθιά ανάσα, σήκωσε το χέρι του κι ο κένταρχος προσκύνησε ξανά και βγήκε από το κουβούκλιο.
   "Δημήτριε", έκανε στον τουρμάρχη, "φώναξέ μου τους συμβούλους μου. Πρέπει να μελετήσουμε τη νέα κατάσταση που γεννιέται με το θάνατο του Αμουρά".
   Ο Δημήτριος βγήκε από το κουβούκλιο και, καλώντας τρεις στρατιώτες, τους έστειλε στα σπίτια των συμβούλων του Αυτοκράτορα. Ύστερα ξαναγύρισε στο κουβούκλιο και με το βλέμμα του έψαξε τη ματιά του Παλαιολόγου, για να δει αν τον ήθελε τίποτε άλλο.
   Εκείνος μουρμούρισε:
   "Όχι, Δημήτριε, δε σε χρειάζομαι. Μπορείς να πηγαίνεις".
   «Ο Αμουράς έχει γιο», σκεφτόταν ο Δημήτριος καθώς τραβούσε  προς το αρχοντικό του Δούκα, «τον Μεχμέτ. Είναι νέος και δύο φορές ώς τώρα ο πατέρας του τού έδωσε την εξουσία και του την ξαναπήρε πίσω: τη μια φορά πριν από οχτώ χρόνια και την άλλη μετά τη μάχη της Βάρνας. Από τότε, ο Αμουράς μονάχος του διοικούσε...»
   Σταμάτησε για να περάσει ένα κάρρο, το κοίταξε λίγο αφηρημένος κι ύστερα, περπατώντας πάλι με λίγο σκυφτό το κεφάλι του, συνέχισε τη σκέψη του:
   «... Ο Μεχμέτ ο Β' πρέπει να 'ναι τώρα γύρω στα είκοσι ένα. Είναι, όπως λένε, φιλόδοξος κι είναι και παλικάρι. Αν, λοιπόν, του έλθει καμιά ιδέα στο μυαλό...»
   Μ' αυτόν το στοχασμό σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε ψηλά, προς τα τείχη. Ήταν πάντα στην ίδια κατάσταση μ' εκείνη που 'χε πρωταντικρίσει, όταν πριν από δύο χρόνια είχε έλθει με τον Δραγάση στη Βασιλεύουσα: αφρόντιστα κι αδύναμα από τα γκρεμίσματα σε κάμποσες μεριές. Κούνησε το κεφάλι του, έσφιξε τις γροθιές του και με γρηγορότερο βήμα συνέχισε το δρόμο του, βασανίζοντας πάντα το μυαλό του με την ίδια σκέψη: τι θα έκανε ο Μωάμεθ τώρα, που θ' ανέβαινε στο θρόνο;
   Ο Δημήτριος έφτασε στο αρχοντικό του Δούκα και τράβηξε για το δωμάτιο του παρακοιμώμενου. Ήταν νωρίς ακόμη και δεν είχε κατέβει στο τρικλίνιο.
   "Πατέρα", του είπε μόλις άνοιξε τη θύρα. "Σε περιμένει το Μεγαλείον του ο βασιλέας. Έχει συμβούλιο, γιατί πέθανε ο Αμουράς".
   Ο παρακοιμώμενος έμεινε ακίνητος για μια στιγμή και στα χαρακτηριστικά του γράφτηκαν η έκπληξη κι ύστερα η ανησυχία.
   "Κι εγώ το ίδιο σκέφτομαι με σένα, πατέρα", έκανε ο Λάσκαρις, μαντεύοντας εκείνα που περνούσαν από το νου του: τι θα κάνει ο Μεχμέτ, τώρα που γίνεται Σουλτάνος;
   Ο Δούκας κούνησε το κεφάλι του.
   "Δύσκολοι καιροί, μα τους αγίους", έκανε μέσα από το στόμα του και, παίρνοντας το μανδύα του, τυλίχτηκε και τράβηξε προς την είσοδο του σπιτιού.
   Ο Λάσκαρις τον συνόδευσε ώς εκεί κι ύστερα ανέβηκε στο δικό του δωμάτιο. Η Ελένη κοιμότανε ακόμα. Ήταν μισοξεσκέπαστη και το κλειστό δωμάτιο μύριζε όμορφα από το ρετσίνι των ξύλων που έκαιγαν στο τζάκι κι από το άρωμα που ανάδινε το κορμί της. Την κοίταξε μια-δυο φορές κι ύστερα, τραβώντας σιγά, για να μην κάνει θόρυβο, ένα σελλίο, κάθισε κοντά στο κρεβάτι κι άρχισε να την κοιτάζει.
   Ήταν νιόπαντροι. Ένας μήνας μόνο είχε κυλήσει από τότε, όταν στη μεγάλη εκκλησιά, στο κόσμημα της Χριστιανοσύνης, την Αγια-Σοφιά, τους είχε παντρέψει ο ίδιος ο Αυτοκράτορας.
   Ήταν μια μέρα όμορφη, στα τέλη του Δεκέμβρη, λίγο μετά τα Χριστούγεννα, όταν ο Δημήτριος, ντυμένος τη λαμπρή στολή του τουρμάρχη, ενώθηκε με τα άλυτα δεσμά του γάμου με τη γυναίκα που κοιμότανε χαμογελώντας ένα χαμόγελο αγγελικό πάνω στο κρεβάτι τους. Η εκκλησιά ευωδίαζε ολόκληρη εκείνη την ημέρα από το θυμίαμα και το λιβανωτό. Τους είχε ευλογήσει ο ίδιος ο Πατριάρχης. Τιμή ξεχωριστή για κείνον και τον παρακοιμώμενο, τιμή που τους την έκανε γιατί ο Κωνσταντίνος είχε αλλάξει τα στεφάνια και πρώτος τούς είχε ευχηθεί να ζήσουνε και να ευτυχήσουνε.
   Ο Δημήτριος έφερε στο νου του την Ελένη, ντυμένη τα πιο πλούσια ρούχα της, να τρέμει λίγο από συγκίνηση, καθώς άκουγε τα ιερά λόγια στη Μεγάλη Εκκλησιά, και χαμογέλασε και την κοίταξε με αγάπη. Έφερε όμως στο νου του και τον Μεχμέτ και στο μέτωπό του πρόβαλαν ρυτίδες.
   Ήταν μορφωμένος ο Μεχμέτ, από ό,τι ήξερε. Μιλούσε τρεις γλώσσες, τα ελληνικά, τα τουρκικά και τα σλαβικά και, από ό,τι έλεγαν, ήταν γερός και αντρειωμένος, και παράτολμος και γεμάτος φιλοδοξίες.
   Ο Λάσκαρις προσπάθησε για μια στιγμή να μπει στη θέση του για να δει τι θα 'ταν εκείνο που θα ποθούσε περισσότερο, αν ήταν εκείνος ο νέος Σουλτάνος. Μπήκε στη θέση του κι ανατρίχιασε... Αν ήτανε Μεχμέτ, ένα θα 'ταν το όνειρό του: να κατακτήσει τη Βασιλεύουσα, να υψώσει τη μπαντιέρα του Προφήτη στο πιο ψηλό πυργί της. Να μπει θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας έτσι την Αυτοκρατορία που τόσο σκληρά πολέμησε τους προγόνους του, μέχρι που να καταντήσει μια σκιά του πρώτου εαυτού της.
   Έσφιξε τις γροθιές του κι έκανε να σηκωθεί από το σελλίο του, γιατί δεν τον χωρούσε ο τόπος. Όταν σηκώθηκε, η Ελένη άνοιξε τα μάτια της, τον είδε και, απλώνοντας τα χέρια της, του φώναξε:
   "Έλα, αγαπημένε μου! Μου λείπεις τόσες ώρες".
   Χαμογέλασε και κάθισε κοντά της. Έλειπε από κοντά της μόλις μία νύχτα· τη νύχτα που 'χε περάσει στ' ανάκτορα των Βλαχερνών, επειδή ήταν η σειρά του να μείνει μέσα, σαν αρχηγός της σωματοφυλακής του βασιλέα.
   Την αγκάλιασε, τη φίλησε απαλά κι ύστερα, υποχωρώντας στο τράβηγμά της, ξάπλωσε κοντά της. Η Ελένη τον κοίταζε σιωπηλή και με τα δάχτυλά της άρχισε να του χαϊδεύει το πρόσωπό του.
   "Σ' αγαπώ", του είπε με σοβαρότητα κάποια στιγμή.
   Τη φίλησε κλεφτά και ξαναγύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι, κοιτάζοντας αφηρημένα το ταβάνι. Η Ελένη ένιωσε κάτι σαν κρύο δάγκωμα στην καρδιά της· ο Δημήτριος ήταν πάντα τόσο τρυφερός μαζί της, ενώ σήμερα...

   Δεν έμεινε πολύ ώρα στο σπίτι του. Ένας οφικιάλιος από τα ανάκτορα των Βλαχερνών ήλθε να τον ειδοποιήσει ότι ο βασιλέας τον ζητούσε. Φίλησε τη γυναίκα του και, παίρνοντας το μανδύα του, ξαναβγήκε έξω.
   Στο δρόμο, πηγαίνοντας για τα ανάκτορα, ξαναείδε την ίδια βαβούρα που είχε δει από το παράθυρό του: κόσμος συναγμένος γύρω από καλόγερους τους άκουγε με ανοιχτό το στόμα, ενώ εκείνοι φώναζαν κι αφρίζανε από τη φανατική τους πίστη.
   "Μετανοείτε, μετανοείτε!" έφτασε μέχρι τ' αυτιά του η φωνή κάποιου ψηλόλιγνου καλόγερου με αστραφτερά μάτια. "Οι άπιστοι θα ριχτούν στη Θεοφύλακτη Πόλη· το αίμα θα τρέξει ποτάμι αληθινό· ο ήλιος της Χριστιανοσύνης θα δύσει γεμάτος φωτιές και αίματα· το μισοφέγγαρο θ' ανατείλει στον ορίζοντα. Μετανοείτε... Μετανοείτε και προσεύχεσθε· ήγγικεν γαρ η Βασιλεία των Ουρανών!"
   Ο Δημήτριος σ' αυτά τα λόγια ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται τόσο πολύ, που του ήλθε κάτι σαν λιγοψυχιά.
   Τα λόγια του καλόγερου... Τα λόγια του ήταν ίδια με τ' όνειρο που είχε δει δυο φορές, λίγες μέρες πριν από τη στέψη του Κωνσταντίνου και την παραμονή της μεγάλης για κείνον μέρας, της λαμπρής εκείνης γιορτής των Επιφανίων στο Μυστρά, όταν ολόκληρος ο τόπος βούιζε από τις ευχές για τον καινούργιο Αυτοκράτορα.
   Ο καλόγερος δεν εννοούσε να σωπάσει. Φώναζε πάντα και πρόβλεπε τα ίδια πάντοτε δεινά κι ο κόσμος, γυναίκες, παιδιά, γέροντες κι άνδρες ακόμα, σταυροκοπιούνταν και κοιτάζονταν τρομαγμένοι μεταξύ τους.
   "Δε μπορεί κανείς να τον σταματήσει;"  ρώτησε κόκκινος από θυμό ο Δημήτριος τον οφικιάλιο που τον συνόδευε.
   Εκείνος σήκωσε τους ώμους του:
   "Κι αν τον σταματήσουμε αυτόν, υπάρχουν χίλιοι, ή και παραπάνω ακόμα, καλόγεροι μέσα στη Βασιλεύουσα, που θα λένε τα ίδια λόγια με τούτον, όπου στρίψεις".
   Ο Δημήτριος άνοιξε το βήμα του. Η θέση του δεν του επέτρεπε ούτε ν' ανακατευθεί, ούτε να επέμβει. Έσφιξε λοιπόν τις γροθιές του και με σκυφτό κεφάλι τάχυνε ακόμα περισσότερο το βήμα του. Είχε πλησιάσει πια στα ανάκτορα και από μέσα έβλεπε να φεύγουν  αγγελιαφόροι, που τραβούσανε για τις καστρόπορτες.
   Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ήρεμος, όπως πάντα. Καθόταν σ' ένα θρονί, όταν μπήκε στο Αλεξιακό ο Δημήτριος, και γύρω του ήταν οι πιο στενοί του σύμβουλοι.
   "Ήλθες, Δημήτριε;" του είπε μόλις φάνηκε. "Πρέπει να είσαι έτοιμος να φύγεις για την Ανδριανούπολη, όποτε σε ειδοποιήσω. Οι πληροφορίες που μου ήλθαν τώρα μόλις λένε ότι ο καινούργιος Σουλτάνος δεν είναι εκεί, αλλά τον περιμένουν. Έφυγαν κιόλας αγγελιαφόροι από την πρωτεύουσά του και πάνε στη Μικρασία να τον ειδοποιήσουν. Θέλω, λοιπόν, να είμαστε οι πρώτοι που θα τον συγχαρούμε που ανεβαίνει στο θρόνο του πατέρα του. Πρέπει να τον πλησιάσουμε, να δούμε τι σκέφτεται, για να κερδίσουμε χρόνο, αν, όπως φοβάμαι, θελήσει να μας ριχτεί".
   Ο Δημήτριος συγκατένευσε χωρίς να μιλήσει. Ο Παλαιολόγος γύρισε στους άλλους συμβούλους του, αφού του έγνεψε να καθίσει. Ο Λάσκαρις άκουσε με προσοχή τα όσα ειπώθηκαν εκείνη την ημέρα.
   Ο Αυτοκράτωρ θα έστελνε αμέσως πρεσβείες στον Πάπα, στη Βενετία και στη Γένοβα. Ήθελε να μάθει αν θα τον βοηθούσαν, αν ο Μωάμεθ τού ριχνόταν. Ύστερα γύρισε στο Λουκά Νοταρά, στο μέγα δούκα, τον αρχηγό του στόλου του.
   Ο Νοταράς καθόταν σ' ένα σελλίο και χάιδευε με νευρικές κινήσεις τα γένια του. Ήταν σκυθρωπός και τα τελευταία λόγια του Αυτοκράτορα χάραξαν βαθύτερες ακόμα ρυτίδες στο μέτωπό του.
   "Το Μεγαλείον σου", έκανε στον Κωνσταντίνο με ψυχρή φωνή μόλις έστρεψε το βλέμμα του επάνω του, "είπε ότι θα ζητήσει βοήθεια από τη Δύση. Με ποια όμως ανταλλάγματα, ακόμα δε μας το ανέφερε".
   Ο Παλαιολόγος ζάρωσε τα φρύδια του:
   "Με ποια ανταλλάγματα, μέγα δούκα; Δε σε καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις!"
   "Θέλω να πω" -έκανε το ίδιο ψυχρά εκείνος- "αν το Μεγαλείον σου είναι διατεθειμένο να δεχτεί ό,τι του ζητήσουν ο Πάπας και οι Φράγκοι. Και ο Πάπας και οι Φράγκοι θα ζητήσουν ένα μόνο αντάλλαγμα: την επικύρωση της Ένωσης των Εκκλησιών. Αυτό θα το δεχτεί το Μεγαλείον σου;"
   "Αν η επικύρωση της Ένωσης των Εκκλησιών, που υπόγραψε ο αδελφός μου, είναι ο όρος τους για να μας βοηθήσουν, Νοταρά", απάντησε βαριά ο Κωνσταντίνος, "θα τη δεχτώ χωρίς να το συζητήσω, γιατί το πρώτο μέλημά μου είναι να σώσω την πατρίδα μας".
   "Κι ο λαός, κι ο κλήρος;" φώναξε κόκκινος από θυμό ο μέγας δούκας. "Αυτούς δεν τους υπολογίζει το Μεγαλείον σου;"
   "Ο λαός κι ο κλήρος θα υποταχτούν μπροστά στην ανάγκη", απάντησε ψύχραιμα ο Κωνσταντίνος.
   Ο Νοταράς έσφιξε τις γροθιές του.
   "Εγώ, όμως, όχι!" φώναξε. "Εγώ δε δέχομαι τους εξωμότες, ούτε τους Δυτικούς. Εγώ προτιμάω το σαρίκι του Σουλτάνου από την καλύπτρα του καρδινάλιου!"
   "Νοταρά!" βροντοφώνησε ο Παλαιολόγος. "Αν κανένας άλλος εξόν από σένα έλεγε αυτά τα λόγια, θα τον θεωρούσα προδότη  και θα του φερνόμουνα ανάλογα".
   Ο μέγας δούκας γύρισε, κοίταξε τους άλλους συμβούλους του Αυτοκράτορα και τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στο Δημήτριο, που ασυναίσθητα είχε χουφτώσει το σπαθί του.
   "Είπα τη γνώμη μου χωρίς να φοβάμαι για τις συνέπειές της", είπε πεισματικά, κοιτάζοντας πάντα τον Λάσκαρι. "Από τους Φράγκους προτιμάω..."
   "Νοταρά! Φτάνει!" φώναξε ψυχρά ο Παλαιολόγος. "Την απόφασή μου την ξέρεις. Αν νομίζεις λοιπόν ότι δε μπορείς να μείνεις άλλο σ' αυτό το συμβούλιο, μπορείς να φύγεις".
   Ο μέγας δούκας σηκώθηκε από το κάθισμά του και, κόκκινος από θυμό και με ψηλά το κεφάλι του, βγήκε από το Αλεξιακό.
   Σιγή θανάτου κάλυψε την αναχώρησή του. Ο Παλαιολόγος φαινόταν συντριμμένος. Ο Λάσκαρις έβραζε από το θυμό του. Οι άλλοι σύμβουλοι του Αυτοκράτορα είχαν σκύψει τα κεφάλια τους. Πρώτος μίλησε ο Κωνσταντίνος. Η φωνή του ήταν ήρεμη και ψύχραιμη, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε που να δικαιολογούσε την κατήφεια. Όρισε τις πρεσβείες, κανόνισε τις λεπτομέρειές τους και, όταν ειπώθηκαν τα όσα έπρεπε να ειπωθούν, σηκώθηκε από το θρονί του, δηλώνοντας με τη στάση του ότι είχε λήξει το συμβούλιο.
   "Όχι, Δημήτριε", έλεγε λίγο αργότερα στον Λάσκαρι ο Δούκας, "ο Νοταράς δεν είναι προδότης. Είναι όμως πεισματάρης και μισεί τους Φράγκους. Όχι, χίλιες φορές όχι. Αν το φέρει η ανάγκη, θα πολεμήσει σαν λιοντάρι και να 'σαι βέβαιος ότι στο επόμενο συμβούλιο του βασιλέα θα βρίσκεται πάλι στη θέση του. Έχω μιλήσει πολλές φορές μαζί του και προσπάθησα να τον κάνω να αλλάξει γνώμη. Είναι ανώφελο. Μισεί τους Φράγκους, γιατί πιστεύει ότι από αυτούς άρχισε το ξήλωμα της Αυτοκρατορίας -και, μεταξύ μας, σ' αυτό τουλάχιστον δεν έχει και τόσο άδικο..."
   Φτάσανε στο σπίτι κι ο Δημήτριος φώναξε τον Κυρίτση να του γυαλίσει τα όπλα του και να του ετοιμάσει τη στολή του. Ο Αυτοκράτωρ ήθελε να κάνει εντύπωση στο Μωάμεθ η πρεσβεία του κι ο Δημήτριος θα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βγάλει ασπροπρόσωπο.
   Ο Λάσκαρις έφυγε πέντε ημέρες μετά. Ένας αγγελιαφόρος από το βυζαντινό κάστρο, που βρισκόταν κοντά στην Ανδριανούπολη, έφερε τα νέα: είχε φτάσει ο Μωάμεθ στην πρωτεύουσά του, καλύπτοντας μια τεράστια απόσταση μέσα σε δυο μονάχα ημέρες. Ο αγγελιαφόρος, όμως, είπε κι άλλα, που έκαναν τους Έλληνες ν' ανατριχιάσουν: ο Μωάμεθ, μόλις έμαθε το θάνατο του πατέρα του, πρόσταξε να σκοτώσουν τον μικρότερο αδελφό του, παιδί ακόμα στην κούνια, και να μεταφέρουν το κορμάκι του να ταφεί μαζί με τον πατέρα του.
   Η βυζαντινή πρεσβεία συναντήθηκε στο δρόμο με την πρεσβεία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων της Βασιλεύουσας, που έτρεχαν να προσκυνήσουν τον Σουλτάνο.
   Ο Δημήτριος τους είδε, είδε και τα δώρα που κουβαλούσαν μαζί τους και μέσα του βλαστήμησε άσχημα, γιατί στον ερχομό του Κωνσταντίνου στην πρωτεύουσά του δεν του είχαν προσφέρει σχεδόν τίποτε όμοιο μ' αυτά που κουβαλούσαν τώρα.
   Η βυζαντινή πρεσβεία, λαμπροφορεμένη, με μια συνοδεία από εκατό καβαλάρηδες με γυαλιστερές στολές και με τα αυτοκρατορικά φλάμπουρα στα κοντάρια τους, μπήκε στην Ανδριανούπολη και, ενώ οι στρατιώτες παρατάσσονταν μπροστά στα ανάκτορα του Μουράτ, οι πρέσβεις κι ο Δημήτριος ξεπέζεψαν και μπήκαν μέσα.
   Τα ανάκτορα του Σουλτάνου δεν έμοιαζαν καθόλου με τα ανάκτορα των Βλαχερνών. Πολύ μικρότερα, δεν είχαν ούτε μωσαϊκά, ούτε μάρμαρα, ούτε τόσο μεγάλες αίθουσες. Ήταν όμως γεμάτα από αραβουργήματα και οι στρατιώτες, που στέκονταν σκοποί μπροστά σε κάθε πόρτα, ήταν γίγαντες σωστοί και ο τρόπος που κοίταζαν του Βυζαντινούς πρόδινε ότι τους περιφρονούσαν και τους θεωρούσαν ανάξιους να τους υπολογίσουν σαν στρατιώτες ή σαν αντιπροσώπους μιας Δύναμης που άξιζε τον κόπο.
   Ο Δημήτριος δάγκωσε τα χείλη του κι απόφυγε το βλέμμα τους, γιατί ένιωθε το αίμα του να βράζει και ήταν βέβαιος ότι, αν γινόταν κάτι, αν άκουγε ένα λόγο τους, δε θα μπορούσε να κρατηθεί και θα κατέστρεφε την αποστολή του.
   Ο Μωάμεθ δέχτηκε τους Βυζαντινούς καθισμένος σ' ένα χαμηλό ντιβάνι, σκεπασμένο με μεταξωτά, έχοντας δίπλα του τον μεγάλο του βεζίρη και τους ανώτερους αξιωματούχους του.
   Οι Βυζαντινοί υποκλίθηκαν μπροστά του και, ενώ οι πρέσβεις λέγανε τα τυπικά λόγια, ο Δημήτριος εξέταζε τον καινούργιο Σουλτάνο.
   Ήταν νέος, γύρω στα είκοσι ένα, είκοσι δύο το πολύ. Παρόλο που καθόταν, το μπόι του, απ' ό,τι έκρινε ο Λάσκαρις, ερχόταν μάλλον στο ψηλό. Είχε καστανά σκούρα μάτια, γένια, μουστάκια, και στο σαρίκι του επάνω αστραποβολούσαν διαμάντια κι ένα μεγάλο ζαφείρι. Ο Μωάμεθ άκουγε με προσοχή τους Έλληνες και το ζερβό του χέρι χάιδευε τη λαβή του κυρτού σπαθιού του, που ήταν κι αυτό στολισμένο με πολύτιμες πέτρες. Ο Δημήτριος πρόσεξε ύστερα τα μάτια του: αστραποβολούσαν κι ήταν καρφωμένα πάνω στο Βυζαντινό που μιλούσε. Φαινόταν ευχαριστημένος κι ένα ελαφρό χαμόγελο, που είχε μέσα του μια δόση ειρωνείας, πλανήθηκε στο πρόσωπό του, όταν ο πρέσβης τού είπε ότι ο Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων τού ευχόταν να είναι πολλά τα έτη του.
   Όταν τελείωσε ο πρέσβης, ο Μωάμεθ τού απάντησε ελληνικά. Μιλούσε καθαρά, σωστά, χωρίς καμιά προσπάθεια, κι ο τόνος της φωνής του μόλις που είχε κάτι το ξενικό επάνω του.
   Ο Σουλτάνος είπε στους Βυζαντινούς πρέσβεις ότι ελπίζει κι εύχεται στον Αλλάχ όλη του η βασιλεία να περάσει όπως πέρασαν τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του πατέρα του, ειρηνικά με το Βυζάντιο, και κατέληξε τονίζοντας τις εξής λέξεις:
   "Να πείτε, άρχοντες πρέσβεις, στο Μεγαλείον του, τον βασιλέα της Κωνσταντινούπολης, ότι θα τηρήσω όλες τις υποχρεώσεις του πατέρα μου και θα πληρώνω και τις τριακόσιες χιλιάδες άσπρα το χρόνο για τον συγγενή μου Ουρχάν, όπως τα πλήρωνε κι εκείνος".
   Το ύφος του Σουλτάνου ήταν ευγενικό, όμως στις καρδιές των Ρωμιών χτύπησε άσχημα η φράση του «τον βασιλέα της Κωνσταντινούπολης», γιατί μ' αυτόν τον τρόπο ο Μωάμεθ τούς έδινε να καταλάβουν ότι τον Κωνσταντίνο δεν τον θεωρούσε τίποτε παραπάνω από ένα βασιλέα μιας πόλης μοναχά. Κατάπιαν όμως την προσβολή και δέχτηκαν την πρόσκλησή του να γευματίσουν μαζί του.

   Πέρασαν οι μήνες, κύλησαν ο Φλεβάρης, ο Μάρτης, και μπήκε ανθοστόλιστος ο Μάης. Ο Μωάμεθ δεν ήταν πια στην Ανδριανούπολη· μια επανάσταση τον τράβηξε μακριά στη Μικρασία. Οι Βυζαντινοί άρχισαν να αναπνέουν πιο ελεύθερα. Ήξεραν τον επαναστάτη και ήξεραν ακόμα ότι είχε γερό στρατό. Ο Σουλτάνος λοιπόν θα κουραζόταν για να τον νικήσει κι ίσως να 'χανε και κάποιο μέρος από τη δύναμή του.
   Οι συνεννοήσεις, στο μεταξύ, δε σταμάτησαν ούτε με τους Δυτικούς ούτε με τον Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας και το Ρήγα της Ιβηρίας για τον καινούργιο γάμο του Κωνσταντίνου. Ο Φραντζής από την αυλή του Κομνηνού έγραψε στον αφέντη και βασιλέα του, προτείνοντάς του να παντρευτεί τη χήρα του Αμουρά, που συγγένευε με το βασιλικό σόι της Σερβίας. Κι αυτό το συνοικέσιο, όμως, ναυάγησε και στο τέλος ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να πάρει την κόρη του Ρήγα της Ιβηρίας. Ο μελλοντικός πεθερός του υποσχόταν άφθονο χρυσάφι και, πράγμα ακόμα σπουδαιότερο, είχε και καλό στρατό. Ο Παλαιολόγος έγραψε στο Φραντζή κι εκείνος έκλεισε τη συμφωνία.
   Τότε, όμως, έγινε ένα λάθος: οι σύμβουλοι του Κωνσταντίνου, σαν μάθανε ότι ο Μωάμεθ κινούσε για να πολεμήσει τον ομόθρησκό του επαναστάτη, τον ηγεμόνα της Καραμανίας, σκέφτηκαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και να ζητήσουν περισσότερα ακόμα χρήματα για τον Ουρχάν, που, σαν συγγενής του Βαγιαζήτ, είχε κάποια απαίτηση στο θρόνο του Μωάμεθ.
   Στο συμβούλιο, που έγινε στο Αλεξιακό των Βλαχερνών, οι σύμβουλοι μοιράστηκαν και άλλοι λέγανε να ζητήσουν παραπάνω κι άλλοι όχι. Ο Κωνσταντίνος δίσταζε και ο Δούκας επέμενε στο «όχι». Στο τέλος, όμως, παρασύρθηκε ο Παλαιολόγος μπροστά στα λόγια τα παχιά των άλλων, που ήταν άκριτοι, και πρόσταξε να ετοιμαστεί μια πρεσβεία για να πάει στο στρατόπεδο του Σουλτάνου και να εκβιάσει την κατάσταση. Η εντολή του Κωνσταντίνου ήταν μία μοναχά: να πουν οι πρέσβεις του ότι ή δίνει τα διπλά ο Μωάμεθ ή επιτρέπουνε στον Ουρχάν να φύγει από την Πόλη και να κάνει ό,τι θέλει -ν' ανακηρυχτεί εκείνος Σουλτάνος, αν θα το μπορούσε.
   Ο Δούκας γύρισε ανήσυχος στο σπίτι του μετά το συμβούλιο. Η απειλή δεν του άρεσε καθόλου, γιατί φοβόταν τον Μωάμεθ.
   "Μπορεί να τη δεχτεί ο Μεχμέτ", είπε στον Λάσκαρι. "Όμως, στο βάθος, θα φρενιάσει και, αν, όπως φοβάμαι, ησυχάσει από τον εχθρό του, τίποτα δε θα τον κρατήσει για να μας ριχτεί με κάποια δικαιολογία τώρα, ότι σπέρνουμε ζιζάνια στο βασίλειό του".
   Ο Λάσκαρις δε μίλησε. Ούτε κι εκείνος συμφωνούσε με τη γνώμη του Αυτοκράτορα. Τα χρόνια που είχαν περάσει από τότε που είχε έλθει στη Βασιλεύουσα, δύο και παραπάνω, τον είχαν κάνει να καταλάβει πολλά πράγματα, να ξεχάσει πολλά από τα όνειρά του. Ούτε στρατός, ούτε καράβια, ούτε προετοιμασίες είχαν γίνει για κάτι το μεγάλο όλον τούτο τον καιρό. Τα βασιλικά ταμεία ήταν πάντα άδεια, οι ταρσανάδες είχαν μαζέψει ακόμα περισσότερα χώματα στις αποθήκες τους, μερικές επάλξεις των τειχιών είχαν πέσει κοντά στις άλλες και η τάφρος, που πρασίνιζε και κοκκίνιζε από τα λουλούδια και τα χορτάρια του Μάη, ήταν ακόμα πιο γεμάτη και πιο ρηχή από ό,τι ήταν όταν πρωτόφτασε εδώ. Όχι, δε συμφωνούσε με τη γνώμη του Αυτοκράτορα, ούτε το θεώρησε σωστό μέσα στην τόση ανημποριά να παριστάνουνε τους δυνατούς.
   "Ποιος τον έπεισε;" ρώτησε τον πεθερό του.
   Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με λύπη.
   "Ο Νοταράς", αναστέναξε. "Δε μιλούσε όσο συζητάγαμε εμείς οι άλλοι, στο τέλος όμως, όταν διχαστήκαμε, πήρε το λόγο κι έπεισε το Μεγαλείον του".
   Ο παρακοιμώμενος φαινόταν συντετριμμένος.
   "Γιατί το έκανε αυτό ο μέγας δούκας;" ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Δημήτριος.
   Ο πεθερός του σήκωσε ψηλά τα χέρια του:
   "Πώς θες να ξέρω; Ή, μάλλον, όχι, μπορεί να μην ξέρω, όμως το μαντεύω. Θυμάσαι το άλλο το συμβούλιο, πριν από μήνες, όταν φώναξε ότι προτιμάει το σαρίκι του Σουλτάνου από τη μίτρα του καρδινάλιου;...Ναι; Λοιπόν, πιστεύω ότι θέλησε μ' αυτή τη στάση του να ξεχαστούν τα άκριτα εκείνα λόγια του. Και το Μεγαλείον του... Το Μεγαλείον του πείσθηκε, γιατί νομίζει ότι μια τέτοια απειλή μπορεί να κάνει το Σουλτάνο να σκεφτεί ότι έχει κι άλλους εχθρούς εξόν από τον ηγεμόνα της Καραμανίας, ότι ο θρόνος του δεν είναι ασφαλισμένος, ότι έχει ίσως την ανάγκη μας..."
   Η βυζαντινή πρεσβεία στο Σουλτάνο γύρισε κάπου τρεις βδομάδες μετά την αναχώρησή της από τη Βασιλεύουσα και, όπως είπε ο Δούκας στο Λάσκαρι, ο Μωάμεθ την είχε δεχτεί ευγενικά στην αρχή. Ύστερα όμως θύμωσε, όταν άκουσε το σκοπό της άφιξής της, και της έδωσε επίσημα μια αόριστη απάντηση, ενώ ανεπίσημα τη φόρτωσε με απειλές, με το στόμα του Χαλήλ.
   "Ήταν λάθος, μεγάλο λάθος, δεν έπρεπε να πούμε τίποτα στο Μεχμέτ μια τέτοια ώρα..." κατέληξε ο παρακοιμώμενος.

   Ο Δημήτριος σκεφτόταν την τελευταία πρεσβεία προς τον Μωάμεθ πριν από λίγες μέρες, όταν ο Αυτοκράτορας πληροφορήθηκε τους σκοπούς του, να σηκώσει κάστρο στη δυτική πλευρά του Βοσπόρου.
   Ο Σουλτάνος, όπως πάντα, είχε δεχτεί μ' ευγένεια τους Βυζαντινούς. Όταν όμως εκείνοι του είπαν ότι θεωρούσαν εχθρική πράξη αυτό το χτίσιμο του κάστρου, εκείνος για πρώτη φορά μίλησε άσχημα, ακόμη κι όταν του πρότειναν να του πληρώνουν φόρο για να μη σηκώσει το κτίσμα που λογάριαζε.
   "Από την Κωνσταντινούπολη", απάντησε, σηκώνοντας στιγμή τη στιγμή τον τόνο της φωνής του, "δεν παίρνω τίποτε, γιατί δεν έχει τίποτε που να της ανήκει πέρα από την τάφρο. Το καθετί που είναι προς την Ανατολή, είναι απόλυτα δικό μου. Όμως, και προς τη Δύση δε μπορεί να έχει απαιτήσεις ο βασιλέας, γιατί κι αυτή ακατοίκητη είναι. Στα χρόνια που κύλησαν, ο πατέρας μου δοκίμασε μεγάλες περιπέτειες, γιατί δεν είχε κάστρο σε τούτη τη μεριά. Ορκίστηκε, λοιπόν, να χτίσει κάποτε κι εδώ. Δεν πρόλαβε. Ο θάνατος του έκλεισε τα μάτια. Εγώ όμως θα το χτίσω, χωρίς να ζητήσω από κανέναν άδεια. Το κομμάτι αυτής της γης μού ανήκει και θα το κάνω ό,τι θέλω. Φύγετε, λοιπόν, και πείτε στο βασιλέα: ο σημερινός άρχοντας των Τούρκων δε μοιάζει με τους άλλους. Ό,τι θέλω να κάνω, θα το κάνω και, αν κανείς από σας ξανάλθει εδώ και μου μιλήσει για το ίδιο πράγμα, μα τα γένια του Προφήτη, θα τον γδάρω ζωντανό..."
   Ο Λάσκαρις θυμόταν καλά τα λόγια του Σουλτάνου.
   "Ο Κωνσταντίνος είχε δίκιο", μουρμούρισε στο Δούκα, που καθόταν δίπλα του στο Αλεξιακό τρικλίνιο του παλατιού των Βλαχερνών. "Έπρεπε αμέσως να του κηρύξουμε τον πόλεμο".
   Ο παρακοιμώμενος σήκωσε ψηλά τα χέρια του.
   "Δίκιο... Δίκιο..." μουρμούρισε. "Ποιος αντιλέγει; Όμως, δεν τον άφησαν. Οι σύμβουλοί του εξεγέρθηκαν όταν άκουσαν την απόφασή του κι αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Και τώρα... Τώρα το κάστρο, που θα μας κλείσει το δρόμο, θα είναι έτοιμο σε λίγο και τότε... Τότε, αλίμονο στην Πόλη..."
   Έμειναν ακόμα λίγο εκεί κι ύστερα κίνησαν να φύγουν. Από εδώ κι εμπρός, όλες τους οι ελπίδες στηρίζονταν στη βοήθεια που θα έπαιρναν από τη Δύση και από τα αδέλφια του Αυτοκράτορα, τον Δημήτριο και το Θωμά. Ο Πάπας, οι Γενοβέζοι και οι Βενετσιάνοι είχαν υποσχεθεί στον Αυτοκράτορα ότι, σαν ερχόταν η ανάγκη, θα του έστελναν στρατό και στόλο. Την ίδια υπόσχεση είχαν δώσει και τα δυο αδέλφια του Δραγάση. Ο Κωνσταντίνος, όμως, ακόμα δεν την είχε ζητήσει. Απόφευγε. Φοβόταν μην ερεθίσει το Σουλτάνο και περίμενε.
   Ο Λάσκαρις, σαν βρέθηκε στο δρόμο, άφησε τον παρακοιμώμενο και τράβηξε για το σπίτι του. Η καρδιά του ήταν βαριά, γιατί τώρα, μετά τόσους μήνες, έβλεπε πιο καθαρά το μέλλον: η Αυτοκρατορία δε θα ξαναγεννιόταν· ήταν καταδικασμένη -για το παρόν τουλάχιστον. Τώρα, το μόνο που έμενε σε όλους τους αντρειωμένους ήταν να πολεμήσουν για την ίδια τη Βασιλεύουσα, με την ελπίδα ότι θα την έσωζαν από τα χέρια των απίστων. Όσο θα υπήρχε η Πόλη, θα υπήρχανε ακόμα ελπίδες...
   Μόλις έφτασε στο σπίτι του, ο Δημήτριος τράβηξε αμέσως για το δώμα που χρησιμοποιούσε συνήθως η Ελένη, όταν βρισκόταν μόνη της στο αρχοντικό.
   Η γυναίκα του ήταν καθισμένη σ' ένα θρονί και κεντούσε. Ακούγοντας όμως τα βήματά του, σήκωσε το κεφάλι της και τα μάτια της έλαμψαν από χαρά.
   "Δημήτριε, αγαπημένε μου!" έκανε τρέχοντας κοντά του.
   Άνοιξε την αγκαλιά του και την έσφιξε στο στήθος του.
   "Καλή μου, ακριβή μου", της μουρμούρισε φιλώντας την. "Σ' αγαπώ... Σ' αγαπώ..."
   Η Ελένη τον άφησε να τη φιλήσει, του ανταπέδωσε τα φιλιά του και, καθώς εκείνος συνέχιζε να της ψιθυρίζει ότι την αγαπούσε, έγειρε λίγο πίσω το κεφάλι της και του είπε, κοιτάζοντάς τον κατάματα με κάποια ανησυχία στο βλέμμα της:
   "Δημήτριε, ξέρεις πόσο καιρό έχεις να μου μιλήσεις γι' αγάπη; Τι σου συμβαίνει; Βλέπω σύννεφα στο πρόσωπό σου!"
   "Τίποτε, καλή μου, μόνο που, να..." χαμογέλασε ο Λάσκαρις. "Αντικρίζοντάς σε, μου ήλθε στο νου μου ότι σ' αγαπώ και στο είπα και στο ξαναλέω: σ' αγαπώ. Αυτό είναι και τίποτε άλλο".
   Η Ελένη σφίχτηκε πάλι απάνω του κι εκείνος άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά.
   "Σ' αγαπώ", μουρμούρισε πάλι στη γυναίκα του.
   Έμεινε κοντά της ολόκληρη τη μέρα, γιατί κοντά της απόφευγε να σκέφτεται τα δυσάρεστα.
   Μόλις ξύπνησε, το επόμενο πρωί, ένας ακόλουθος του Κωνσταντίνου ήλθε να τον ειδοποιήσει ότι τον ζητούσε ο Αυτοκράτωρ. Ο Δραγάσης ήταν στα ιδιαίτερα δώματά του στα ανάκτορα των Βλαχερνών μαζί με το Φραντζή και τα πρόσωπα και των δύο ήταν τραβηγμένα από την ανησυχία.
   Ο Κωνσταντίνος μπήκε αμέσως στο θέμα που τον απασχολούσε.
   "Μου είχες πει, Δημήτριε", έκανε, "ότι στην Ιταλία πολεμούσες μαζί με τον Ιωάννη Ιουστινιάνη. Μου είχες πει ακόμη και για την ανδρεία του και για τον καλό του το στρατό. Αν λοιπόν μας χρειαζόταν, θα μπορούσαμε να τον καλέσουμε εδώ, στη Βασιλεύουσα, με τους στρατιώτες του;"
   Τα μάτια του Λάσκαρι έλαμψαν από χαρά.
   "Και βέβαια το μπορούμε!" φώναξε σχεδόν τον ενθουσιασμό του. "Ο Ιωάννης ήταν σαν αδελφός μου και δε θα μας το αρνηθεί, αν τον καλέσουμε".
   Ο Παλαιολόγος κοίταξε το Φραντζή κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
   "Καλά, Δημήτριε", συνέχισε. "Όταν έλθει η στιγμή, θα σε ειδοποιήσω. Ξέρεις πού θα τον βρεις;"
   "Ναι, το Μεγαλείον σου. Είναι «ποντεστά» σ' ένα λιμάνι των Γενοβέζων, στη Μαύρη Θάλασσα".
   Ο Κωνσταντίνος γύρισε πάλι στο Φραντζή.  
   "Πρωτοβεστιάριε", του είπε. "Καιρός να φύγεις για το Μυστρά. Πρέπει να δεις τ' αδέλφια μου. Ξέρεις τι θα τους ζητήσεις. Θα σε συνοδεύσει και ο Λάσκαρις. Θα φύγετε σε λίγες μέρες... Ναι, Δημήτριε, μπορείς να πάρεις μαζί σου και τον πεντηκόνταρχό σου. Θα φύγετε σε λίγες μέρες, από τη θάλασσα βέβαια. Ο μέγας δούκας, ο Νοταράς, έχει πάρει εντολή να ετοιμάσει έναν δρόμωνα. Θα είναι έτοιμος σε καμιά βδομάδα."
   Ύστερα ο Αυτοκράτωρ εξήγησε ακόμα μια φορά στο Φραντζή, μπροστά στο Δημήτριο, τι ζητούσε από τα αδέλφια του: στρατό και πολεμοφόδια, όσους περισσότερους άνδρες -βαριοπλισμένους κι ελαφρούς- μπορούσαν να του στείλουν. Ο στρατός θα μεταφερόταν με γενοβέζικα καράβια, που θα ναυλώνονταν από τον Δραγάση. Ο Λάσκαρις έφυγε ελπίζοντας πολλά, εκείνη την ημέρα, από τα ανάκτορα των Βλαχερνών.

   Ο Δημήτριος με το Φραντζή γύρισαν ευτυχισμένοι από την πρεσβεία στο Μυστρά. Οι δυο αδελφοί του Κωνσταντίνου, ο Θωμάς κι ο Δημήτριος, τους είχαν καλοδεχτεί και είχαν υποσχεθεί ότι θα έστελναν  το στρατό και τα πολεμοφόδια που τους ζητούσε ο Αυτοκράτορας. Ο Λάσκαρις είδε και τους άνδρες του. Φαίνονταν καλά γυμνασμένοι και τα όπλα τους ήταν σε καλή κατάσταση. Ο Δημήτριος ανέβηκε ώς το Εξαμίλιο. Το τείχος είχε πάλι επισκευαστεί, πρόχειρα είναι η αλήθεια, αλλά με στρατιώτες ψυχωμένους θα μπορούσε να κρατήσει σημαντική εχθρική δύναμη.
   Ο Κωνσταντίνος, όμως, δε φάνηκε να συμμερίζεται απόλυτα την αισιοδοξία του. Οι αναφορές που έπαιρνε από τους εξπλοράτορες, που βρίσκονταν κοντά στο Σουλτάνο, μιλούσαν για άλλες ετοιμασίες. Ο Μωάμεθ είχε διατάξει, πριν από κανένα μήνα, γύρω στα τέλη του Μάη, να ετοιμαστεί το φουσάτο του, που έδρευε στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, και είχε στείλει εκεί τον στρατηγό του, Τουραχάν, μαζί με τους δυο γιους του, τον Αχμέτ και τον Ομέρ. Οι αναφορές των εξπλορατόρων έλεγαν ακόμα ότι ο στρατηγός με τους δυο γιους του μάζευαν συνεχώς στρατό και τον συγκέντρωναν χαμηλά, κοντά στη Λάρισα.
   "Τι άλλο σκοπό μπορεί να έχει ο Μεχμέτ από το να ριχτεί στο Μοριά;" έκανε νευριασμένα ο Κωνσταντίνος.
   Ο Φραντζής κούνησε το κεφάλι του κι ο Δημήτριος έσφιξε τις γροθιές του. Το σχέδιο του Σουλτάνου φαινόταν καθαρά: ήθελε να χτυπήσει χωριστά τους δυο δεσπότες, για να καταλύσει τη δύναμή τους και να ριχτεί ανενόχλητος μετά στη Βασιλεύουσα.
   O Δημήτριος δίστασε προτού μιλήσει. Ύστερα όμως, πνίγοντας τους δισταγμούς του, έκανε:
   "Θα μου επέτρεπε το Μεγαλείον σου, όταν πια βεβαιωθούμε ότι αυτός είναι ο σκοπός του Μεχμέτ, να κατέβω πάλι στην Πελοπόννησο; Ξέρω πώς πολεμάνε οι Τούρκοι και νομίζω ότι θα μπορούσα να βοηθήσω τα αδέλφια σου".
   Ο Δραγάσης τον κοίταξε με αγάπη πριν απαντήσει:
   "Πας να ριχτείς μέσα στη φωτιά, Δημήτριε", του είπε. "Όμως, ναι, αφού το ζητάς, στο επιτρέπω. Αλλά μ' έναν όρο: ότι θα γυρίσεις μόλις ησυχάσουν τα πράγματα εκεί κάτω. Με το τελείωμα του κάστρου του Μεχμέτ στο Βόσπορο θ' αρχίσουνε τ' αληθινά βάσανά μας. Και τότε... Τότε θα 'χω την ανάγκη του κάθε πολεμιστή και, πολύ περισσότερο, των αντρειωμένων, όπως εσύ".
   Ο Λάσκαρις γύρισε πάλι κακόκεφος στο σπίτι. Όμως, πριν φτάσει, τράβηξε μέχρι την άκρη των τειχιών της Βασιλεύουσας, στο σημείο όπου ο Κεράτιος Κόλπος ενωνόταν με το Βόσπορο, και κοίταξε προς το μέρος όπου έχτιζε ο Σουλτάνος το καινούργιο κάστρο του. Δε φαινόταν όμως από κει κι αποφάσισε να περάσει στο Πέραν. Ήθελε να το ζυγώσει, να το μελετήσει. Πέρασε απέναντι στο Πέραν, στη γενοβέζικη πολιτεία, και προχώρησε όσο μπορούσε, χωρίς να το καλοπλησιάσει, από φόβο μην ερεθιστούν οι Τούρκοι, που ήταν περισσότερο προκλητικοί από ποτέ. Το είδε από κοντά κι ανατρίχιασε, και κατάλαβε πόσο δίκιο είχε ο Κωνσταντίνος, όταν ζήτησε από τη Σύγκλητο να του επιτρέψει να κηρύξει τον πόλεμο στους Τούρκους μόλις άρχισαν το χτίσιμο. Το κάστρο έμοιαζε από τούτη τη στιγμή άπαρτο και, όταν θα τελείωνε, θα ήταν αδύνατον στη μικρή δύναμη του Αυτοκράτορα να το καταλάβει, κι ας έλεγαν οι δειλοί, εκείνοι που δεν ήθελαν τον πόλεμο, ότι ήταν κοντά και ότι θα το γκρέμιζαν μόλις θα χειροτέρευε η κατάσταση.
   Το κάστρο είχε ψηλώσει πολύ μέσα στο διάστημα που έλειπε στο Μοριά και τώρα οι πύργοι του, τεράστιοι και χοντροδεμένοι με αγκωνάρια που άρπαζαν από τα γύρω γκρεμισμένα σπίτια οι εργάτες και οι στρατιώτες, έδειχνε ότι θα 'τανε πανίσχυρο κι ότι θα μπορούσε να εμποδίσει -μαζί με το άλλο του αδέλφι στην απέναντι ακτή, αν οπλιζόταν με μπομπάρδες- το πέρασμα του κάθε καραβιού που θα φαινόταν εχθρικό για το Σουλτάνο.
   Έμεινε κάμποση ώρα στο ύψωμα όπου είχε ανέβει για να δει κι ύστερα, με σκυφτό το κεφάλι, άρχισε πάλι να κατεβαίνει προς τα κάτω, προς τη γενοβέζικη πολιτεία. Φτάνοντας στα πρώτα σπίτια, μόλις πέρασε την πόρτα των τειχιών, άνοιξε το βήμα του. Έφτασε κάτω, στο λιμάνι, και σταμάτησε στο μώλο, για να βρει μια βάρκα που θα τον περνούσε απέναντι.

   Έφτασαν ο Ιούνης με τις ζέστες και ο Ιούλης. Κατά τα τέλη του μήνα, το κάστρο του Σουλτάνου είχε πια τελειώσει. Οι Βυζαντινοί έμαθαν τη διαταγή, που έδωσε ο Σουλτάνος στον αρχηγό του κάστρου και στους τετρακόσιους άνδρες που θα το διαφέντευαν, και ανατρίχιασαν από το φόβο τους.
   Ο Σουλτάνος είχε προστάξει να μην περνάει κανένα καράβι στον Κεράτιο Κόλπο, χωρίς να κατεβάζει μπροστά στο κάστρο τα πανιά του και χωρίς να πληρώνει φόρο στο ταμείο του. Ο Μωάμεθ τούς έκλεινε τη ναυτική τους πόρτα και δυσκόλευε και το εμπόριο.
   Πέρασαν ακόμη μερικές ημέρες, όταν από την καστρόπορτα της Ανδριανούπολης μπήκε κάποιο πρωινό ένα ανταριασμένο πλήθος με ματωμένα χέρια, που φώναζε και χειρονομούσε, και πήγε και σταμάτησε κάτω από τα ανάκτορα των Βλαχερνών. Οι σκοποί μπροστά στην πύλη ταράχτηκαν και πρόβαλαν τα όπλα τους, και τους εμποδίσανε να μπούνε μέσα. Όμως, εκείνοι δεν υποχώρησαν· φωνάζοντας πάντα, ζητούσαν τον Αυτοκράτορα για να του πουν τα παράπονά τους.
   Τους άκουσε ο Κωνσταντίνος κι έστειλε το Φραντζή να διαλέξει μερικούς, να έλθουνε να του μιλήσουνε.
   Οι χωριάτες -γιατί χωριάτες ήταν όλο εκείνο το ανταριασμένο πλήθος- ξεχώρισαν δυο-τρεις και τους έστειλαν μαζί με το Φραντζή μέσα στα ανάκτορα.
   Ο Αυτοκράτωρ τούς δέχτηκε στο ιδιαίτερο δώμα του, τους πρόσταξε να σηκωθούν, μόλις έπεσαν στα γόνατά τους για να τον προσκυνήσουν, και κοιτάζοντας εκείνον που φαινόταν αρχηγός τους τον ρώτησε γεμάτος ανησυχία:
   "Τι είναι εκείνο που σας έφερε εδώ και γιατί είναι ματωμένα τα χέρια σας;"
   Με κοφτές φράσεις, χωρίς καμιά συνοχή και τρέμοντας από τη συγκίνηση, ο άνδρας που έμοιαζε αρχηγός εξήγησε στο Δραγάση τι είχε συμβεί:
   Ένας από τους συγγενείς του Σουλτάνου, ο Ισφεντιάρογλου, είπε, πέρασε με την ακολουθία του, καθώς έφευγε από το Βόσπορο για την Ανδριανούπολη, μέσα από τους αγρούς εκείνων που έμεναν εκεί πέρα και τα άλογά τους χάλασαν όλα τα σπαρτά και ρήμαξαν τους λαχανόκηπους. Οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν τότε στον Ισφεντιάρογλου, εκείνος όμως τους έβρισε και, όταν οι χωριάτες επέμειναν ότι έπρεπε να τους αποζημιώσει, σήκωσε το μαστίγιό του και χτύπησε καταπρόσωπο το γέροντα που του μιλούσε και τον ποδοπάτησε με το άλογό του.
   "Τότε" -συνέχισε ο χωριάτης, τρέμοντας ακόμα καθώς θυμόταν τα όσα είχανε συμβεί- "τα είδαμε όλα μαύρα γύρω μας και, με πέτρες και με δικράνια, και με φτιάρια και μ' αξίνες, και μ' ό,τι άλλο πράγμα είχαμε στα χέρια μας, ριχτήκαμε πάνω στους Τούρκους, και πάνω στη συμπλοκή που ακολούθησε πέσανε κάμποσα κορμιά δικά μας, μα και τούρκικα..."
   Ο Κωνσταντίνος στο άκουσμα αυτών των νέων χλώμιασε λίγο και κοίταξε το Φραντζή, που παρακολουθούσε ανήσυχος τα όσα έλεγε ο χωριάτης. Εκείνος, όμως, δεν είχε τελειώσει.
   "Αλλά τα βάσανά μας δεν τελείωσαν εδώ", συνέχισε. "Φύγανε οι Τούρκοι, μαζέψαμε τους νεκρούς μας κι ετοιμαζόμασταν να τους θάψουμε, όταν, κάμποσες ώρες μετά, πρόβαλε ένα φουσάτο ολόκληρο από γενίτσαρους, που σαν δαίμονες χίμηξαν στο χωριό μας, σφάξανε, παλουκώσανε, σκοτώσανε όσους βρήκανε ανυπεράσπιστους, κι εμείς οι λίγοι, που γλιτώσαμε από το φονικό, ήλθαμε να πέσουμε στα πόδια σου και να σου ζητήσουμε εκδίκηση για το κακό που έγινε".
   Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε απάνω με την απόφαση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ήξερε το βάρος της, όμως δε δείλιασε, ούτε και σκέφτηκε έστω και για μια στιγμή ότι θα μπορούσε να υποχωρήσει. Νεύοντας στους χωριάτες να φύγουν, περίμενε να κατέβει το βήλο στην πόρτα και, μόλις έμεινε μόνος του με το Φραντζή, του είπε:
   "Γεώργιε, ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. Τώρα, ούτε η Σύγκλητος ούτε η Εκκλησία μπορούν πια να με σταματήσουν. Από σήμερα βρισκόμαστε σε πόλεμο με τον Μεχμέτ. Πρόσταξε λοιπόν να κλείσουν οι πόρτες της Κωνσταντινούπολης και φώναξέ μου δυο ανθρώπους, που θα στείλουμε πρεσβεία στο Σουλτάνο... Όχι! Όχι τον Λάσκαρι. Είναι αψίκορος και φοβάμαι για τη ζωή του".
   Ο Φραντζής έφυγε για να εκτελέσει την εντολή του κι ο Δραγάσης, μόλις έμεινε μόνος του, έπεσε βαρύς σ' ένα θρονί και, στηρίζοντας το κεφάλι του στο χέρι του, βυθίστηκε σε βαθιά συλλογή. Έφερνε στο νου του τη στρατιωτική του δύναμη και άθελά του ανατρίχιαζε· η πρωτεύουσά του ολόκληρη δε μπορούσε να του προσφέρει πάνω από τρεις-τέσσερις χιλιάδες μαχητές. Ο στόλος του ήταν όλος κι όλος πέντε ή έξι δρόμωνες κι αυτοί παλιοί και χιλιομπαλωμένοι. Τα κανόνια που μπορούσε να βάλει στις επάλξεις ήταν λίγα και με μικρή δύναμη φωτιάς. Τα τείχη θέλανε επισκευές. Η Δύση είχε υποσχεθεί βοήθεια, ήταν όμως αβέβαιο πότε θα την έστελνε, κι ακόμα, αν θα την έστελνε, κανείς δε μπορούσε να ξέρει αν θα 'τανε σημαντική ή όχι. Τα αδέλφια του τού είχαν υποσχεθεί στρατό, όμως ο Σουλτάνος ετοίμαζε τα φουσάτα του στη Λάρισα. Τα βασιλικά ταμεία ήταν άδεια, κι ας υπήρχε μεγάλος πλούτος ακόμα στις εκκλησίες, στα μοναστήρια και στα υπόγεια των πλουσίων.
   Από τον πένθιμο ρεμβασμό του τον έβγαλε ο Φραντζής, που ερχότανε μ' ένα στρατηγό κι έναν σύμβουλό του. Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε από το θρονί του και υπαγόρευσε την αυστηρή απάντησή του στην ατιμία του Σουλτάνου:
   «Επειδή αποφάσισες τον πόλεμο», άρχισε με σταθερή φωνή ο Κωνσταντίνος, «κι επειδή ούτε με τους όρκους, ούτε με τις περιποιήσεις πείθεσαι ν' αλλάξεις γνώμη, κάνε ό,τι θέλεις. Όσο για μένα, καταφεύγω στον Θεό μου. Αν η θέλησή Του είναι να παραδώσει στα χέρια σου κι αυτή την Πόλη, την πρωτεύουσά μου, ποιος μπορεί να Τον αποτρέψει; Αν πάλι θελήσει να φυσήξει τον άνεμο της ειρήνης στην καρδιά σου, μ' ευχαρίστησή μου θα τη δεχτώ. Όσο για σένα, πάρε πίσω τους όρκους σου και τις συνθήκες σου. Κρατώντας κλειστές τις πόρτες της Βασιλεύουσας, θα τη φυλάξω μέχρι την τελευταία μου πνοή. Κι εσύ βασίλευε καταδυναστεύοντας τους αδύναμους να σου αντισταθούν, μέχρι που ο Δίκαιος Κριτής αποδώσει στον καθένα μας τη δίκαιη κρίση Του».
   Ο Φραντζής,  ο στρατηγός κι ο σύμβουλος άκουσαν κατασυγκινημένοι τα λόγια του Δραγάση κι ένας ένας, χωρίς να ξεστομίσουν ούτε μια λέξη, τον πλησίασαν και του φίλησαν με υγραμένα μάτια το δεξί του χέρι.
   Έφυγαν οι πρέσβεις κι ο Φραντζής έμεινε μόνος του με το Δραγάση. Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν μια-δυο στιγμές, χωρίς να μιλήσουν, ώσπου ο Κωνσταντίνος, πνίγοντας ένα στεναγμό που φούσκωσε το στήθος του, μουρμούρισε:
   "Γεώργιε, από τούτη τη μέρα, η κάθε στιγμή μετριέται. Η πόλη είναι απαράσκευη για τον αγώνα και βοήθεια δε μας ήλθε από πουθενά. Την απάντηση του Σουλτάνου την ξέρω. Δε μπορεί να είναι άλλη από μία: «Έχουμε πόλεμο». Πόλεμο σκληρό και ανελέητο, μέχρι που να εξαφανιστεί ο ένας από τους δυο μας. Πρέπει να φύγουν οι απεσταλμένοι μας: στον Πάπα, στη Γένοβα, στη Βενετία και στους άλλους χριστιανούς Ρηγάδες. Έχουν στα χέρια τους τις επιστολές μας κι έχουμε εδώ τις απαντήσεις τους.
   Προχώρησε στο γραφείο, που ήταν φορτωμένο χαρτιά, και σήκωσε ένα από όλα: ήταν του Πάπα. Υποσχόταν και ζητούσε. Σήκωσε το δεύτερο: ήταν του δόγη της Βενετιάς. Υποσχότανε κι αυτός...
   Ο Φραντζής είδε τον Κωνσταντίνο, που κοίταζε με δύσπιστο μάτι την απάντηση του Φόσκαρι, και μούγκρισε:
   "Πολλές ελπίδες δεν έχω στο δόγη. Απ' ό,τι ξέρω, φέρει ακόμα βαριά την άρνησή σου να πάρεις τη θυγατέρα του για συνευνή σου".
   Ο Δραγάσης τσαλάκωσε την περγαμηνή με τη σφραγίδα του φτερωτού λέοντα.
   "Να φύγει αμέσως ο Λάσκαρις για την Πελοπόννησο. Με το πρώτο καράβι να κατέβει στο Αιγαίο", πρόσταξε. "Τ' αδέλφια μου μού υποσχέθηκαν πέντε χιλιάδες μαχητές μ' ολόκληρο τον οπλισμό τους. Θα προλάβουν, όμως;"
   Η φωνή του έσβησε, καθώς θυμήθηκε τις αναφορές  των εξπλορατόρων από τη Θεσσαλία.

    Το γενοβέζικο καράβι, με απλωμένα όλα τα πανιά του, κοντοζύγωνε στο Γύθειο κι ο Δημήτριος, με τον Κυρίτση δίπλα του, κοίταζε με συγκίνηση το τόσο γνωστό του το λιμάνι. Ήταν Αύγουστος και το μελτέμι που φυσούσε μαστίγωνε τη θάλασσα, που άφριζε και φούσκωνε τα απλωμένα πανιά του καραβιού.
   "Ελπίζεις, άρχοντα Δημήτριε;" ρώτησε κάποια στιγμή ο Ιωάννης τον Λάσκαρι.  
   Ο Δημήτριος ανατρίχιασε με τη φωνή του.
   "Δεν ξέρω..." έκανε βαριά. "Είναι τόσο δύσκολο να σου απαντήσω..."
   Σώπασε. Θυμόταν πόσο γεμάτος ελπίδες ήταν όταν ερχότανε πριν από χρόνια εδώ, στο ίδιο μέρος. Ελπίδες, που είχαν αποδειχτεί, από την πρώτη μέχρι την τελευταία, ψεύτικες. Ο πόλεμος είχε πια κηρυχθεί επίσημα. Ο Σουλτάνος είχε ξεσχίσει την απάντηση του Κωνσταντίνου στη σφαγή που είχαν κάνει οι άνδρες του στους Επιβάτες και πρόσταξε να πάρουνε τα κεφάλια των δύο πρεσβευτών. Η Πόλη τότε είχε βουίξει από θυμό και αρχοντολόι και λαός μαζεύτηκαν κάτω από τα ανάκτορα των Βλαχερνών και φώναξαν την πίστη τους στον Αυτοκράτορα.
   "Δεν ξέρω αν έχω ελπίδες", μουρμούρισε ξανά ο Λάσκαρις, "το μόνο που ξέρω είναι ότι ο πόλεμος θα είναι σκληρός, χωρίς κανέναν οίκτο από τους Τούρκους, κι αλίμονο σε κείνους που θα πέσουν ζωντανοί στα χέρια τους..."
   "Ογδόντα χιλιάδες άνθρωποι ζουν στη Βασιλεύουσα", μούγκρισε ο Κυρίτσης, "και μόνο τρεις χιλιάδες βρέθηκαν έτοιμοι ν' απαντήσουν στον Αυτοκράτορα, όταν ζήτησε ποιοι είναι ικανοί να πολεμήσουν. Είναι λοιπόν τόσο τυφλοί όλοι τους, τόσο ανόητοι, τόσο προδότες;"
   Έφτυσε με αηδία στη θάλασσα, χωρίς να περιμένει απάντηση από τον Δημήτριο.
   Έφτασε ο Λάσκαρις στο Μυστρά κι ανέβηκε στα ανάκτορα των Παλαιολόγων. Τα δυο αδέλφια του Αυτοκράτορα είχαν μάθει την κήρυξη του πολέμου και στο αίτημα του Δημήτριου, να στείλουν αμέσως την επικουρία που γύρευε ο Κωνσταντίνος, απάντησαν με μασημένα λόγια. Ήταν πρόθυμοι, του είπαν, να στείλουν τα όσα υποσχέθηκαν, όμως δε μπορούσανε ακόμα. Ο Τουραχάν είχε πολύ μεγάλο στρατό στη Θεσσαλία και φοβόντουσαν για το Δεσποτάτο τους. Ο Λάσκαρις φώναξε και παρασύρθηκε από το θυμό του, και είπε λόγια σκληρά. Όμως, εκείνοι δεν πτοήθηκαν.
   Ο Δημήτριος δεν έφυγε από το Μοριά. Οι διαταγές του Κωνσταντίνου ήταν αυστηρές· έπρεπε να του φέρει τη βοήθεια που απαιτούσε και τα αδέλφια του ζητούσαν προθεσμία: να δούνε πρώτα τι σκοπούς είχε ο Τουραχάν κι ύστερα ν' αποφασίσουν.
   Κύλησαν οι εβδομάδες κι έγιναν μήνας. Μέσαζε ο Σεπτέμβριος και τα νέα που έρχονταν από τη Βασιλεύουσα και τη Θεσσαλία ήταν όλο και χειρότερα.
   Γύρω στα τέλη του Αυγούστου, ο Σουλτάνος, κουβαλώντας μαζί του ένα φουσάτο από πενήντα χιλιάδες άνδρες, πέρασε το Βόσπορο κι ήρθε και στρατοπέδευσε έξω από τις πύλες της Κωνσταντινούπολης. Δεν κινήθηκε όμως ούτε για να την πολιορκήσει, ούτε για να τη χτυπήσει. Έστησε τις σκηνές του απέναντι στα μεγάλα τείχη, όπου δούλευαν χιλιάδες άνθρωποι για να τα δυναμώσουν, και, καβάλα στο άσπρο άλογό του, με τους επιτελείς του, γύρισε από τη μια θάλασσα μέχρι την άλλη, εξετάζοντας με προσοχή την τάφρο, τις επάλξεις, τους πύργους, τις καστρόπορτες.
   Ο Σουλτάνος έμεινε έξω από τη Βασιλεύουσα κάπου τρεις μέρες και μετά, απότομα, διέταξε να μαζέψουνε οι άνδρες του τις σκηνές του και το φουσάτο του έφυγε, αφήνοντας πίσω του κατεστραμμένους όλους τους αγρούς, τα βοσκοτόπια και τα λιγοστά αγροτόσπιτα που ήταν χτισμένα έξω από τα τείχη. Στο Μυστρά αυτά τα νέα είχαν έλθει, αφού είχε φύγει ο Σουλτάνος από την Πόλη, και οι πιο αισιόδοξοι κι οι πιο άμυαλοι άρχισαν να λένε ότι δε θα τολμούσε να ριχτεί στα τείχη της, γι' αυτό είχε φύγει.
   Τα νέα από τη Λάρισα δεν ήταν καλύτερα. Ο Τουραχάν είχε μαζέψει το στρατό του κι είχε αρχίσει να κινείται. Κατέβαινε στην Αττική -από ό,τι λέγανε οι εξπλοράτορες.
   Ο ήλιος έδυσε μέσα στη θάλασσα, σκορπίζοντας γύρω του χρυσές και κόκκινες φωτιές, και η ζέστη άρχισε να πέφτει, καθώς φύσηξε ένα ανάλαφρο αγέρι από το νερό. Οι στρατιώτες του Θωμά και του Δημήτριου Παλαιολόγου, που είχαν υποφέρει όλη τη μέρα πάνω στις επάλξεις του Εξαμιλίου, έβγαλαν τις περικεφαλαίες τους κι άφησαν τη ζωογόνο αύρα να φυσήξει στ' αναμμένα τους κεφάλια. Οι Τούρκοι ήταν στρατοπεδευμένοι απέναντί τους, μπροστά σχεδόν στην τάφρο του Εξαμιλίου, κι ετοιμάζονταν για την επίθεσή τους. Το φουσάτο τους, μεγάλο και δυνατό, είχε στήσει τις σκηνές του στη στενή λουρίδα της γης που ένωνε τη Στερεά με την Πελοπόννησο κι ο γερο-Τουραχάν με τους δυο γιους του, αφού το επιθεώρησαν καβάλα και σε απόσταση αρκετή για να μην τους πιάνουν οι σαγίτες, που έφευγαν από τις τζάγρες των Βυζαντινών, ήταν κλεισμένοι τώρα στις σκηνές τους και προσεύχονταν, ο καθένας χωριστά, στον Αλλάχ και στον Προφήτη για να τους δώσουν τη νίκη στην αυριανή επίθεση.
   Πάνω στον ψηλότερο πύργο του τείχους, ο Δημήτριος μαζί με τον Κυρίτση κοίταζαν το τούρκικο στρατόπεδο κι ο νους τους έτρεχε στα περασμένα χρόνια, όταν με το δεσπότη Κωνσταντίνο ξαναπολέμησαν στο ίδιο μέρος. Τότε οι στρατιώτες μουρμούριζαν και λέγανε για τη μεγάλη δύναμη του Σουλτάνου και για την απόφασή του να γκρεμίσει τα τειχιά και να μπει στην Πελοπόννησο. Τότε οι περισσότεροι δεν ήταν έμπειροι πολεμιστές, αλλά μαζέματα της στιγμής, που είχαν τρέξει να πολεμήσουν, ηλεκτρισμένοι από το όνομα του Δραγάση. Τώρα ο στρατός ήταν λιγότερος, αλλά ήταν ψυχωμένος, γιατί όλοι βλέπανε ότι η ήττα σήμερα δε μπορούσε να έχει άλλο αποτέλεσμα από το ίδιο με το άλλο, του 1446, που έφερε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
   "Θα κρατήσουμε, πρέπει να κρατήσουμε!" μουρμούρισε κάποια στιγμή ο Δημήτριος κι ο Κυρίτσης κούνησε το κεφάλι του.
   Οι δυο άνδρες είχαν κάμποση ώρα πάνω στον πύργο κι ύστερα, επειδή ήταν βέβαιοι ότι οι Τούρκοι θα τους ρίχνονταν την επομένη, κατέβηκαν και τράβηξαν για τις σκηνές τους, για να κλέψουν λίγο ύπνο, να 'ναι δυναμωμένοι για το αύριο. Τους ξύπνησαν, λίγο μετά το χάραμα, τα τύμπανα των Τούρκων και τα βούκινα κι οι σάλπιγγες των Βυζαντινών, που είχαν μείνει βιγλάτορες στους πύργους. Αρματώθηκαν κι οι δύο και τρέξανε στο πόστο τους. Ο Δημήτριος, παρόλο το βαθμό του, είχε μόνο πεντακόσιους άνδρες κάτω από τις διαταγές του και τούτο όχι γιατί το θέλησαν οι δυο δεσπότες, αλλά γιατί ο Κωνσταντίνος τούς είχε συστήσει με ένα του γράμμα, αν γινόταν πόλεμος, να τον χρησιμοποιήσουν δίνοντάς του μια διοίκηση στο πιο αδύναμο σημείο της παράταξής τους -τόση εμπιστοσύνη τού είχε.
   Χτυπώντας πάντα τα τύμπανά τους κι αλαλάζοντας το όνομα του Προφήτη και του Αλλάχ, οι Τούρκοι όρμησαν μπουλούκια πάνω στο τείχος, στα κομμάτια εκείνα όπου οι μπομπάρδες τους είχαν ανοίξει τρύπες κι είχαν γκρεμίσει τα πρόχειρα οχυρώματα, στο μέρος όπου στεκόταν ο Δημήτριος, με τον Κυρίτση δίπλα του και τους άλλους οφικιάλιούς του.
   Οι Τούρκοι πέρασαν την τάφρο γεμίζοντάς την με κορμιά, που έπεφταν από τις τζάγρες και τους μικρούς τηλεβολίσκους των Βυζαντινών, που βρόνταγαν και άστραφταν, κι έστειλαν τα τόπια τους απάνω τους, και ζύγωσαν το τείχος κι άρχισαν με σκάλες να το σκαρφαλώνουν, βαστώντας οι περισσότεροι στο στόμα τους τα κυρτά σπαθιά τους.
   Το πρώτο κύμα των Τούρκων έσπασε, τα τειχιά γέμισαν από αίματα και η τάφρος από κάτω δέχτηκε κι άλλα κορμιά, αποκεφαλισμένα ή γεμάτα τραύματα φριχτά από απελατίκια, σαγίτες, κοντάρια και σπαθιά.
   Το πρώτο κύμα έσπασε, ήλθε όμως το δεύτερο, πιο φουσκωμένο, πιο ορμητικό, πιο άγριο. Μερικοί Τούρκοι κατάφεραν να ανέβουν μέχρι τις επάλξεις και τότε αρχίσανε σκληρή μάχη με τους Βυζαντινούς, που δεν έλεγαν να τους χαρίσουν ούτε ένα μέτρο από το χώρο που υπεράσπιζαν.
   Τότε, στο δεύτερο κύμα των Τούρκων, ο Δημήτριος ξέσπασε κι όλη η λύσσα που ένιωθε για τις συμφορές που είχαν πέσει στην Αυτοκρατορία, για το ξέφτισμα των ονείρων του, τον μέθυσε τόσο, που άρχισε να μάχεται μονάχος του ενάντια σε δυο, σε τρεις, σε δέκα, φωνάζοντας και ουρλιάζοντας, μέχρι που πόνεσαν τα στήθη του.
   Τότε δεν περίμενε καλά καλά να δει ποιος ήταν ο αντίπαλός του· σήκωνε με τα δυο του χέρια το βαρύ φράγκικο σπαθί του και το κατέβαζε πάνω σε κεφάλια με σαρίκια, με κωνικές περικεφαλαίες, πάνω σε πρόσωπα με μακριά μουστάκια, που αφρίζανε από το κακό τους, πάνω σε στόματα που έμεναν μ' ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό, που το 'πνιγε το αίμα· πάνω σε χέρια που κοβόντουσαν και σπάραζαν, καθώς κυλούσαν χάμω, πάνω σε στήθη που δε μπορούσε, αδύναμος, ο θώρακας να προστατεύσει, πάνω σε ασπίδες που λύγιζαν και κόβονταν στη μέση.
   Έσπασε και το δεύτερο κύμα των Τούρκων και η τάφρος γέμισε με ακόμα περισσότερα πτώματα και με λαβωμένους που φώναζαν και βόγκαγαν, καθώς οι σύντροφοί τους τούς πατούσαν και τους έλιωναν μέσα στην υποχώρησή τους.
   Το τρίτο κύμα άργησε να έλθει κι ο Δημήτριος γύρισε να δει τι γινότανε κοντά του: από τους πεντακόσιους άνδρες του κανείς δεν είχε λυγίσει· κανείς δεν είχε αφήσει τη θέση του. Όμως, ο θάνατος είχε θερίσει κι εδώ. Το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω σε νεκρούς που είχαν πάρει στάσεις παράξενες, καθώς τους άγγιξε ο Χάρος: άλλοι ήταν ανάσκελα κι άλλοι μπρούμυτα· άλλοι ψευτοστηρίζονταν πάνω σε μια έπαλξη κι άλλοι ήταν μισοκρεμασμένοι από τα τειχιά, έτοιμοι να βουτήξουν, να πέσουνε πάνω στους Τούρκους, που τους κοίταζαν από κάτω με τα γυάλινα μάτια τους, όπου γράφονταν αλλού η απορία, αλλού η φρίκη κι αλλού η αγωνία της ψυχής που πέταξε από τα νεανικά τους στήθη.
   Ο Δημήτριος γύρισε από την άλλη μεριά. Ο Κυρίτσης, καθισμένος χάμω, έδενε, μ' ένα κουρέλι που είχε σχίσει από το μανδύα του, το λαβωμένο πόδι του. Τον πλησίασε και τον χτύπησε  φιλικά στον ώμο.
   "Καλή δουλειά, Ιωάννη", του είπε, λαχανιασμένος ακόμα από τον αγώνα. "Ο Αυτοκράτορας θα χαρεί όταν το μάθει".
   Εκείνος σήκωσε τους ώμους του και του απάντησε ανόρεχτα:
   "Μέτρησα τους νεκρούς μας, άρχοντα Δημήτριε. Από την τούρμα σου θα λείπουνε τουλάχιστον καμιά πενηνταριά, χώρια οι λαβωμένοι".
   Ο Λάσκαρις δάγκωσε τα χείλη του. Δεν είχε μετρήσει τις απώλειες του στρατού των δυο δεσποτάδων. Τώρα που κοίταζε όμως, διαπίστωνε ότι ήταν μεγάλες. Βέβαια, είχαν σκοτωθεί τέσσερις Τούρκοι στον έναν Έλληνα, όμως οι Τούρκοι είχαν πολύ στρατό κι ολόκληρη Αυτοκρατορία ξοπίσω τους και θα μπορούσαν ν' αντικαταστήσουν τις απώλειές τους, ενώ οι Ρωμιοί...
   Ο Δημήτριος δεν πρόλαβε να τα καλοσυλλογιστεί όλα τούτα, γιατί οι άπιστοι άρχισαν πάλι να βροντάνε τα τύμπανά τους και να τρέχουνε, φωνάζοντας για την τρίτη επίθεσή τους.
   Έσπασε και η τρίτη επίθεσή τους, παρόλο που κάμποσοι γενίτσαροι ανέβηκαν ξανά πάνω στα τείχη και μερικοί πρόλαβαν και πήδησαν κάτω, στο πίσω μέρος τους. Τους καθάρισαν, όμως, όλους οι αντρειωμένοι κι έριξαν και τους άλλους στην τάφρο, που ξεχείλισε σε δυο-τρία σημεία της απο νεκρούς και λαβωμένους. Οι Τούρκοι, όμως, είχαν φρενιάσει. Ο Τουραχάν και οι δυο γιοι του, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους, όρμησαν πρώτοι στην τέταρτη επίθεση και η μανία τους ήταν τέτοια, που μπόρεσαν να σπάσουνε σ' ένα κομμάτι των τειχιών την άμυνα των Βυζαντινών, να πηδήσουν μέσα και ν' ανοίξουν μια από τις καστρόπορτες.
   Οι Βυζαντινοί κάνανε τότε μια αντεπίθεση, όμως ο αριθμός των Τούρκων είχε πάρει το απάνω χέρι. Έτσι, ούτε ο Δημήτριος ούτε ο Κυρίτσης σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να μείνουνε στις θέσεις τους, όταν τα βούκινα των δεσποτάδων σήμαναν την οπισθοχώρηση.
   Ο αγώνας θα συνεχιζόταν κάπου αλλού και ο θάνατος των παλικαριών, που μπορεί να έπεφταν υπερασπίζοντας τα παρμένα πια τείχη, θα ήταν ολότελα ανώφελος.
   Από κείνη τη στιγμή και πέρα, η μικρή τούρμα του Δημήτριου -που μόνο τούρμα δεν ήταν- άρχισε να πολεμάει αγώνα οπισθοφυλακής, ενώ ο κύριος όγκος του στρατού των δεσποτάδων υποχωρούσε, με όση τάξη το μπορούσε, μπροστά στις επιθέσεις των Τούρκων καβαλάρηδων, που είχαν μπει από τις καστρόπορτες και τους πλευροκοπούσαν.
   Η μάχη, που άρχισε από πολύ πρωί, κράτησε μέχρι που νύχτωσε, μέχρι που το σκοτάδι χώρισε τους Βυζαντινούς από τους Τούρκους.
   Το Εξαμίλιο είχε πέσει για δεύτερη φορά. Τώρα, όμως, οι υπερασπιστές του δεν είχανε κιοτέψει· είχαν πολεμήσει με θάρρος κι αυταπάρνηση και τα κορμιά των Τούρκων και των συντρόφων τους, που κάλυπταν τα τείχη και την τάφρο, μιλούσανε γι' αγώνα αντρειωμένο.
   Οι Ρωμιοί σταμάτησαν την πορεία τους μέσα στη νύχτα, κάπου είκοσι μίλια από τον Ισθμό, κι οχυρώθηκαν στα στενά που οδηγούσανε προς το Άργος. Αν έπαιρναν αυτό το δρόμο οι Τούρκοι, θα τους ξαναχτυπούσαν. Αν πήγαιναν αλλού, θα αναδιοργανώνονταν και θα γύρευαν να τους επιτεθούν μια άλλη μέρα.
   Ξημέρωσε η επομένη χωρίς να φανεί σαρίκι στη δημοσιά και οι ανιχνευτές, που γύρισαν έπειτα από καμιά ώρα, είπαν ότι ο Τουραχάν με το στρατό του είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στην Κόρινθο και δεν φαινόταν έτοιμος να συνεχίσει την πορεία του.
   Οι Ρωμιοί ανάπνευσαν. Οι απώλειές τους, τώρα που μετρήθηκαν, ήταν πολύ μεγαλύτερες από όσες πίστεψαν την πρώτη στιγμή: δρούγγες ολόκληρες είχαν αποδεκατιστεί κι από το σύνολο των ανδρών, που είχαν στείλει τα δυο αδέλφια για να κρατήσουνε το Εξαμίλιο, ήταν ζήτημα αν θα μπορούσαν να πολεμήσουν ξανά αμέσως πάνω από τους μισούς. Οι άλλοι ή είχαν πέσει στον αγώνα ή ήταν βαριά λαβωμένοι ή είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους.
   Ο Δημήτριος με τον Κυρίτση κι έναν κόμη μέτρησαν την τούρμα τους: από τους πεντακόσιους, είχαν μείνει μοναχά οι τριακόσιοι είκοσι πέντε γεροί. Είχανε τριάντα λαβωμένους και οι υπόλοιποι είχαν πέσει στον Ισθμό.
   Στο συμβούλιο που ακολούθησε, οι περισσότεροι ήταν της γνώμης ότι έπρεπε να γυρίσουν πίσω στο Μυστρά, για να υπερασπίσουν την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου. Ο Λάσκαρις διαφώνησε. Ήθελε να μείνουν εκεί όπου ήταν, να δούνε τι θα κάνανε οι Τούρκοι και μετά να το αποφασίσουν. Η γνώμη του δεν ακούστηκε κι ο στρατός ξαναξεκίνησε, σέρνοντας πίσω του τους λαβωμένους.
   Σαν φτάσανε στο Μυστρά, ο Λάσκαρις ζήτησε αμέσως να γίνει δεκτός από τους δεσπότες, που είχαν φύγει πρώτοι κι είχαν φτάσει νωρίτερα από το στρατό τους στην πρωτεύουσά τους. Τον δέχτηκε ο Θωμάς. Και ο Δημήτριος του έκανε μια πρόταση: να του επιτρέψει να πάρει μαζί του καμιά τριακοσαριά καβαλάρηδες για να παρακολουθεί τους Τούρκους και να τους χτυπήσει όπου ήταν βολετό, κάνοντας τον ίδιο πόλεμο που έκανε κάποτε με τον Ιουστινιάνη, όταν ήτανε στην Ιταλία. Ο Θωμάς δίσταζε. Ύστερα όμως, όταν ο Λάσκαρις του πρότεινε να πληρώνει αυτός, από δικά του χρήματα, το μισό στρατό που γύρευε, το δέχτηκε.
   Ο Λάσκαρις ξεκίνησε από το Μυστρά κάπου δυο μέρες αργότερα. Οι διακόσιοι ογδόντα άντρες, όλοι από την τούρμα του, τον ακολούθησαν με προθυμία, γιατί είχαν μάθει τους σκοπούς του και ήξεραν ακόμα ότι μια άλλη δύναμη,  κάτω από τον αρχηγό των μισθοφόρων του Θωμά και του Δημήτριου,  τον Ματθαίο Ασσάν, θα έτρεχε να τους συναντήσει όποτε θα το ζητούσαν.
   Ο μικρός στρατός του Λάσκαρι τράβηξε κατά το Βοριά. Οι εξπλοράτορες του Θωμά και του Δημήτριου είπαν ότι ο Τουραχάν τραβούσε κατά την Τεγέα.
   Πήρανε το βουνό οι καβαλάρηδες και, όταν φτάσανε στην κορυφή του, είδαν κάτω στον κάμπο τις φωτιές του τούρκικου στρατοπέδου. Ο Λάσκαρις κράτησε το άλογό του και σήκωσε το χέρι του. Οι διακόσιοι ογδόντα καβαλάρηδες μείνανε ακίνητοι σαν πέτρες. Ο Δημήτριος ξεπέζεψε κι έκανε νόημα στον κόμη της κόρτης και σε δυο κεντάρχους να τον ακολουθήσουν. Για τον Κυρίτση δε χρειάστηκε να κάνει νόημα· ο Ιωάννης τον ακολουθούσε πάντα σαν σκιά του.
   Ο Δημήτριος έδωσε με λίγα λόγια τις διαταγές του κι οι οφικιάλιοί του τράβηξαν σιωπηλοί στους άνδρες τους και τις μεταβίβασαν. Είκοσι λεπτά αργότερα, τα διακόσια ογδόντα άλογα, αθόρυβα σαν φαντάσματα, που είχαν τυλιγμένα τα πόδια τους σε κομμάτια από κουρέλια για να μην ακούγονται μέσα στη σιγαλιά της νύχτας οι οπλές τους, άρχισαν να ροβολάνε το βουνό. Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν πάλι με ένα νόημα του Δημήτριου, σε απόσταση γύρω στο ένα μίλι από το τούρκικο στρατόπεδο, που ησύχαζε μέσα στις σκηνές του.
   Ως εκείνη τη στιγμή, δεν τους είχαν πάρει μυρωδιά οι σκοποί του. Από δω και εμπρός δεν είχε σημασία αν τους καταλάβαιναν, γιατί δε θα προλάβαιναν ν' αντιδράσουν.
   Ο Δημήτριος έβγαλε το σπαθί του και οι άνδρες του χαμήλωσαν τις λόγχες τους.
   Σπιρουνισμένα άγρια από τους καβαλάρηδες, τα άλογα ξεκίνησαν καλπάζοντας και, μέσα σε λίγες στιγμές, βρέθηκαν στο ξαφνιασμένο τούρκικο στρατόπεδο. Οι Τούρκοι μέσα στον ύπνο τους προσπάθησαν ν' αμυνθούν, όμως ο φόβος τους ήταν τέτοιος, που παράτησαν τα όπλα τους, όσοι πρόλαβαν να τα αρπάξουν, κι έτρεξαν προς το κέντρο του στρατοπέδου τους, εκεί όπου δεν είχαν φτάσει ακόμα οι σατανάδες που ξέρασε η νύχτα.
   Ο Δημήτριος δεν έφτασε ώς το κέντρο του στρατοπέδου. Όταν είδε ότι οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να οργανώνουν την άμυνά τους, έγνεψε στο σαλπιγκτή του κι εκείνος έφερε το βούκινο στο στόμα του και σήμανε δυο φορές. Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν απότομα το έργο της σφαγής και, πριν καλοπρολάβουν οι Τούρκοι να καταλάβουν τι είχε συμβεί, είχαν εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα σέρνοντας μαζί τους και δυο-τρεις αιχμαλώτους, που ήθελε να τους ανακρίνει ο Λάσκαρις.
   Ο Δημήτριος έμαθε εκείνο που ζητούσε: ο Τουραχάν μαζί με τους δυο γιους του τραβούσαν για τη Μεσσηνία. Έμαθε, όμως, την επομένη από έναν ανιχνευτή του και τις ζημιές που είχαν κάνει στους Τούρκους: είχαν σκοτωθεί, από ό,τι μπόρεσε να μετρήσει, κάπου εβδομήντα ή ογδόντα και οι λαβωμένοι, που ακολουθούσαν πίσω από το στρατό φορτωμένοι σε κάρρα, θα ήταν άλλοι τόσοι. Η επιχείρηση αυτή στον Δημήτριο είχε στοιχίσει μονάχα έναν σκοτωμένο και πέντε-έξι λαβωμένους.
   Ο Λάσκαρις έστειλε τους λαβωμένους πίσω στο Μυστρά κι εκείνος ακολούθησε από μακριά το τούρκικο ασκέρι, περιμένοντας πάλι να βρει μια κατάλληλη στιγμή να του ριχτεί. Πέρασαν μέρες, όμως, και η ευκαιρία δεν του δόθηκε. Ο Τουραχάν, για να 'ναι βέβαιος ότι δε θα την ξαναπάθει, κάθε βράδυ έβαζε βιγλάτορες σε αρκετή απόσταση από το στρατόπεδό του και κρατούσε πάντα οπλισμένους κι έτοιμους για το καθετί καμιά πεντακοσαριά άνδρες του.
   Ο Δημήτριος τα έβλεπε όλα τούτα και δάγκωνε τα χέρια του από τη λύσσα του. Το να ριχτεί όμως πάνω στους Τούρκους, που είχαν πάρει όλα τα μέτρα τους, θα 'ταν αυτοκτονία και ήξερε ότι τόσο οι δεσπότες όσο και ο Αυτοκράτορας υπολόγιζαν και στον τελευταίο πολεμιστή τους.
   Παρακολουθώντας πάντα το τούρκικο φουσάτο ο Λάσκαρις το είδε να περνάει από χωριά και να τα ρημάζει, να καίει σπίτια και γεννήματα, ν' αρπάζει ό,τι άξιζε τον κόπο να μεταφερθεί, να σφάζει ή να τραβάει στην αιχμαλωσία γυναίκες, παιδιά και νέους άνδρες, που θα πουλιόντουσαν στα σκλαβοπάζαρα ή θα κλείνονταν μέσα στα χαρέμια των μπέηδων και των πασάδων.
   Ο Δημήτριος ρίχτηκε άλλη μια φορά στο ασκέρι του Τουραχάν. Ήταν μια νύχτα σκοτεινή, χωρίς αστέρια, με μουντό ουρανό που πότιζε με τα δάκρυά του τη διψασμένη γη. Οι Τούρκοι είχαν αφήσει πίσω τους τη Νεοπολίχνη, που κάπνιζε ακόμα από τη φωτιά που της είχαν βάλει, και τραβούσαν προς το Νοτιά.
   Ο Λάσκαρις και οι αντρειωμένοι του έπεσαν σαν θύελλα πάνω στο στρατόπεδό τους, γκρέμισαν τις σκηνές, σκότωσαν χωρίς οίκτο όποιον πρόβαλε μπροστά τους και, όταν τα τούρκικα τύμπανα άρχισαν να σημαίνουν το συναγερμό και να βγαίνουν οι πρώτοι οπλισμένοι, γύρισαν τα άλογά τους, τράβηξαν πάλι κατά τα βουνά και χάθηκαν μέσα στα σκοτάδια.
   Ο Τουραχάν άλλαξε τότε τακτική. Νιώθοντας ότι δε μπορεί να ήταν πολλοί οι Ρωμιοί που του ριχνόντουσαν μ' αυτόν τον τρόπο, χώρισε από το στρατό του καμιά χιλιάδα καβαλάρηδες και τους έβαλε να τρέξουν πάνω στα γύρω βουνά για να τους ανακαλύψουν.
   Ο Τουραχάν δεν ανακάλυψε τους άνδρες του Λάσκαρι· είχαν εξαφανιστεί μέσα στα φαράγγια και οι Τούρκοι γύρισαν άπρακτοι στο στρατόπεδό τους. Τότε ο στρατηγός τού Μωάμεθ βάδισε με γρήγορη πορεία και ρίχτηκε στη Σιδεροπολίχνη. Το κάστρο όμως βάσταξε στις επιθέσεις του και, καθώς έχανε συνέχεια τους άνδρες του, που έστελνε να βρουν ζωοτροφές για τα άλογα και τρόφιμα για το στρατό του, έλυσε την πολιορκία και, κρίνοντας ότι είχε κάνει αρκετή ζημιά στο Μοριά, που κάπνιζε ολόκληρος στα μέρη απ' όπου είχε περάσει, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στη Στερεά.
   Ο Λάσκαρις, που τον παρακολουθούσε πάντα σαν σκιά, έμαθε τους σκοπούς του από κάτι Τούρκους που αιχμαλώτισε, από κείνους τους στρατιώτες που έψαχναν για τρόφιμα και τους αφάνιζε σχεδόν κάθε μέρα, και άρχισε να παρακολουθεί από πιο κοντά το τούρκικο φουσάτο, ελπίζοντας ότι κάτι θα γινόταν που θα του επέτρεπε να του ριχτεί ακόμα μια φορά. Το ακολούθησε δυο-τρεις ημέρες, καθώς ανέβαινε προς το Βοριά, και την τέταρτη ήλθε ένας εξπλοράτοράς του να του αναγγείλει ότι ο Τουραχάν είχε μοιράσει το στρατό του κι ότι, ενώ το ένα του κομμάτι τραβούσε προς το Βοριά, το άλλο, κάτω από τις διαταγές του γιου του, Αχμέτ, τραβούσε προς τα βορειοανατολικά.
   Ο Λάσκαρις δεν τολμούσε να πιστέψει στην τύχη, που άρχισε να του χαμογελάει. Αν ο Τουραχάν ακολουθούσε την ίδια πορεία που είχε τώρα, θα έπεφτε πάνω στα αρκαδικά βουνά, και τότε...
   "Ιωάννη" -πρόσταξε τον Κυρίτση- "πάρε δύο ακόμα άνδρες μαζί σου και τρέξε στο Μυστρά. Πρέπει να φτάσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς για να ειδοποιήσεις τους δεσπότες ότι ο Αχμέτ πηγαίνει μόνος του και ότι τώρα είναι ευκαιρία να τον χτυπήσουμε. Ο Ματθαίος Ασσάν με τους μισθοφόρους του περιμένουν το λόγο μου. Πες του να κινήσει αμέσως. Θα στέλνω κάθε τόσο μαντατοφόρους να του λένε πού βρίσκομαι εγώ και πού οι Τούρκοι".
   Ο Λάσκαρις, παρακολουθώντας πάντα τους εχθρούς, έστελνε,  όπως το υποσχέθηκε, κάθε λίγες ώρες μαντατοφόρους στο Μυστρά και, όταν ύστερ' από δυο μέρες γύρισε πίσω ο Κυρίτσης, λέγοντάς του ότι ακολουθούσαν ο Ματθαίος με το στρατό του, ένα χαμόγελο θριάμβου πέρασε από το αδυνατισμένο από τις κακουχίες πρόσωπό του.
   Ο στρατός του Ματθαίου ενώθηκε με τους καβαλάρηδες του Λάσκαρι τη μεθεπομένη. Δεν ήταν πολύς, ίσαμε τρεις χιλιάδες άνδρες. Ήταν όμως όλοι τους ψυχωμένοι και οι συμφορές, που είχαν κάνει στον τόπο τους οι Τούρκοι, τους είχαν αντρειέψει ακόμα περισσότερο.
   Περπατώντας με βιαστικές πορείες οι Ρωμιοί πέρασαν τη νύχτα τους Τούρκους, που όδευαν αμέριμνοι, και πιάσανε τις κορυφές των λόφων που υψώνονταν γύρω από τη δημοσιά που ακολουθούσε ο Αχμέτ.
   Κανείς σχεδόν δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Ήταν όλοι τους τόσο ερεθισμένοι από την προσμονή της μάχης, που σχημάτιζαν μικρούς ομίλους και συζητούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, κι ορκίζονταν κάθε τόσο ότι δε θα ησύχαζαν, αν δεν κατάστρεφαν ολόκληρη τη δύναμη του γιου τού Τουραχάν.
   Ξημέρωσε. Ο ήλιος, χλωμός, βγήκε από τα σύννεφα που ήταν μαζεμένα πέρα, στην Ανατολή, και φώτισε τη δημοσιά. Οι Ρωμιοί, κρυμμένοι πίσω από τις πλαγιές των λόφων, περίμεναν με τα όπλα τους στο χέρι. Ανέβηκε ο ήλιος καμιά σπιθαμή πάνω από τον ορίζοντα, όμως οι Τούρκοι δε φάνηκαν. Ο Ματθαίος κι ο Λάσκαρις άρχισαν ν' ανησυχούνε.
   Πέρασε ακόμα μία ώρα και οι Τούρκοι δεν πρόβαλλαν. Ο Λάσκαρις δε μπορούσε να βρει στιγμή αναπαμού. Έτσι, για να ησυχάσει, καβάλησε το άλογό του και τράβηξε για το δίπλα βουνό. Από την κορυφή του θα φαίνονταν οι Τούρκοι. Δε χρειάστηκε ν' ανέβει μέχρι την κορυφή· στα μισά του δρόμου, καθώς κοίταζε πάντα προς τη δημοσιά, είδε το ασκέρι του Αχμέτ.
   Οι Τούρκοι βάδιζαν αμέριμνοι, σέρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους τους, γυναίκες, παιδιά και άνδρες. Πίσω τους ακολουθούσαν τα κάρρα με τους λαβωμένους και τα πολεμοφόδιά τους. Ο Λάσκαρις ένιωσε ένα ρίγος χαράς και, σπιρουνίζοντας το άλογό του, έτρεξε να βρει τους συντρόφους του.
   Πέρασαν οι πρώτοι οι Τούρκοι κάτω από τους λόφους, χωρίς να τους επιτεθούν οι Ρωμιοί. Πέρασαν κάπου χίλιοι και είχαν γυρισμένη την πλάτη τους στους λόφους, όταν ξαφνικά αντήχησε μια σάλπιγγα και η γη ολόκληρη τρεμούλιασε από το ποδοβολητό των αλόγων, που κάλπαζαν για να τους βγουν μπροστά τους. Μαζί με το ποδοβολητό των αλόγων, όμως, ακούστηκαν και σφυρίγματα, σαν να 'χανε φανεί χιλιάδες φίδια, και οι σαγίτες που έφυγαν από τις βυζαντινές τζάγρες δάγκωσαν τους σαρικοφόρους πολεμιστές και τους έριξαν σφαδάζοντας κάτω στο χώμα. Ύστερα, και πριν προλάβουν ακόμα να συνέλθουν από την ταραχή τους, ενώ οι τοξότες έριχναν συνέχεια, σκορπίζοντας τη σύγχυση και το χαμό στις τάξεις τους, οι Ρωμιοί καβαλάρηδες και οι πεζοί, με τραβηγμένα τα σπαθιά τους ή με τα κοντάρια στα χέρια τους, ρίχτηκαν μέσα στο σωρό κι άρχισαν να θερίζουν κορμιά απίστων, που γκρεμίζονταν στη γη φωνάζοντας το όνομα του Προφήτη, που δεν τους είχε βοηθήσει.
   Στιγμή τη στιγμή, η μάχη όλο θέριευε και οι Τούρκοι, που συνήλθαν από την πρώτη έκπληξή τους, προσπάθησαν ν' αμυνθούν. Χαμένος κόπος... Η ορμή των Ρωμιών ήταν τέτοια, που έσπαζαν τις γραμμές τους και τους πλευροκοπούσαν, και τους έκαναν να τα χάνουν και να ουρλιάζουν σαν τρελοί, χωρίς να μπορούν ν' ακούσουν τα προστάγματα που τους έδιναν οι αξιωματικοί τους.
   Ο αγώνας κράτησε ώρα πολλή, η δημοσιά και οι γύρω λόφοι γέμισαν από νεκρούς και λαβωμένους και ο Αχμέτ, που μπόρεσε, ύστερα από πολλούς κόπους, να σχηματίσει κάποια γραμμή με τους γενίτσαρούς του, που φάνηκαν πιο ψύχραιμοι, λογάριαζε να περάσει στην αντεπίθεση, όταν μπροστά του ξεπρόβαλαν ο Λάσκαρις με τους δικούς του.
   Οι καβαλάρηδες του Δημήτριου, μ' εκείνον επικεφαλής τους, με χαμηλωμένα τα δόρατά τους με τις χρωματιστές σημαίες, έπεσαν σαν κεραυνός πάνω στους γενίτσαρους, γκρέμισαν και ποδοπάτησαν την πρώτη τους σειρά, τσάκισαν τη δεύτερη και κλόνισαν την τρίτη και τελευταία. Ύστερα, γυρίζοντας απότομα τα άλογά τους, τους ξαναχτύπησαν για δεύτερη φορά, διαλύοντας την κάθε αντίστασή τους.
   Ο Αχμέτ πολέμησε σαν λιοντάρι. Το κυρτό σπαθί του χτύπησε, και σκότωσε, και λάβωσε. Όμως, στο τέλος, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Δημήτριο, που έπεσε απάνω του σαν αρχάγγελος με το ματωμένο σπαθί στα δυο του χέρια, δείλιασε και, πετώντας χάμω το δικό του, ούρλιαξε ότι παραδίνεται. Τα υψωμένα χέρια του Δημήτριου δίστασαν για μια στιγμή. Από το νου του πέρασαν οι εικόνες των νεκρών που είχε αντικρίσει, νεκρών παιδιών και γυναικών που είχαν πέσει από το τούρκικο σπαθί, κι ο νους του σάλεψε, γιατί στο πρόσωπο του Αχμέτ έβλεπε έναν από τους ανθρώπους που δίνανε αυτές τις διαταγές.
   Δεν τον χτύπησε, τα χέρια του κατέβηκαν και παραδέχτηκε την παράδοσή του. Τον άφησε, αφού έγνεψε σ' ένα στρατιώτη του να πάρει το σπαθί του, και του γύρισε την πλάτη του για να δει τι έκαναν οι άλλοι σύντροφοί του.
   Οι περισσότεροι Τούρκοι είχαν παραδοθεί, μερικοί όμως πολεμούσαν ακόμα έναν αγώνα άγριο, λυσσασμένο, και δεν τον σταματούσαν παρά μόνο όταν έπεφταν βαριά λαβωμένοι ή νεκροί, είτε από τα άλογά τους είτε στο χώμα.
   Ο Δημήτριος κοίταξε να βρει τους άνδρες του· πολεμούσαν ακόμα με τους τελευταίους Τούρκους καβαλάρηδες, που είχαν μαζευτεί σ' έναν λόφο και προσπαθούσαν να σπάσουν το σιδερένιο κλοιό που τους τριγύριζε για να το σκάσουν, όπως είχαν κάνει πριν από λίγο μερικοί από τους συντρόφους τους. Στο κεφάλι των καβαλάρηδων ήταν ο Κυρίτσης, που είχε κρεμάσει το σπαθί του και χτυπούσε τους Τούρκους με το απελατίκι του. Οι εχθροί όμως ήταν περισσότεροι και οι άνδρες του Δημήτριου άρχισαν να υποχωρούν μπρος στην πίεσή τους, και κάποια στιγμή, τη στιγμή ακριβώς που κοίταζε ο Λάσκαρις, ο Ιωάννης βρέθηκε αποκομμένος από τους συντρόφους του και κυκλωμένος από τέσσερις - πέντε Τούρκους.
   Ο Δημήτριος ένιωσε κάτι σαν πάγωμα στην καρδιά του μπροστά σ' αυτό το θέαμα και, σπιρουνίζοντας το άλογό του, έτρεξε να μπει κι αυτός ξανά στη μάχη. Οι άνδρες της τούρμας του, βλέποντας τον αρχηγό τους να πέφτει πάνω στους Τούρκους, πήραν καινούργιο θάρρος κι άρχισαν πάλι να σπρώχνουν πίσω τους εχθρούς τους. 
   Mε γερές σπαθιές ο Λάσκαρις άνοιγε δρόμο μπροστά του και ζύγωσε τον Κυρίτση, που αμυνόταν γενναία, όταν ξαφνικά ένας Τούρκος, σκύβοντας πάνω στο άλογό του, χτύπησε τον Ιωάννη κατάστηθα με τόση δύναμη, που τον γκρέμισε από το άλογό του, ενώ ο θώρακάς του βαφόταν στο αίμα. Τότε ο Δημήτριος, βλέποντας ότι ο Τούρκος ετοιμαζόταν να του δώσει κι ένα δεύτερο χτύπημα, φρένιασε και, χωρίς να λογαριάζει τη ζωή του, χωρίς να σκέφτεται αν τον ακολουθούνε οι στρατιώτες του, ρίχτηκε πάνω του, τον σκότωσε και σταμάτησε το άλογό του κοντά στον Ιωάννη, που ήταν ξαπλωμένος κατάχαμα, μπρούμυτα, κάτω από το δικό του, που δεν έφευγε από πάνω του. Ο αγώνας του Λάσκαρι δεν κράτησε πολύ ώρα. Οι στρατιώτες του τον ακολούθησαν και, παίρνοντας ενισχύσεις και από τους καβαλάρηδες του Ασσάν, σκόρπισαν τους Τούρκους και, καθώς δεν παραδίνονταν ακόμα, τους σκότωσαν όλους.
   Ο Δημήτριος, μόλις εξαφανίστηκε από μπροστά του κι ο τελευταίος Τούρκος που έπεσε χτυπημένος από το σπαθί του, ξεπέζεψε και με δακρυσμένα μάτια γονάτισε κοντά στον ακίνητο πάντα Κυρίτση. Τον πίστευε νεκρό κι ένιωθε ότι οι Τούρκοι τού είχαν στερήσει με το χαμό του τη μεγάλη χαρά της πρώτης νίκης του εναντίον τους.
   Με χέρια που έτρεμαν από συγκίνηση τον άγγιξε απαλά και, βλέποντας πάλι ότι δεν κουνιέται, τον έπιασε από τους ώμους και τον γύρισε ανάσκελα, με τη βοήθεια ενός στρατιώτη του που είχε ξεπεζέψει για να τον βοηθήσει.
   Ύστερα έσκυψε πάνω του, είδε σφαλιστά τα μάτια του, κατάχλωμο το πρόσωπό του και τσακισμένο από τη σπαθιά του Τούρκου το δυτικό θώρακά του, κι ανατρίχιασε. Κατόπιν, όμως, καθώς τον παρατηρούσε, είδε το στήθος του να φουσκώνει λίγο σε μια αδύναμη αναπνοή και το πρόσωπό του φωτίστηκε από χαρά: ο Ιωάννης δεν είχε πεθάνει, ήταν λιπόθυμος μονάχα. Στοργικά, σαν μάνα, ο Λάσκαρις, με τη βοήθεια του στρατιώτη που στεκόταν κοντά του, έλυσε τα λουριά του θώρακα, τον έβγαλε κι ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του. Το στήθος του ήταν λαβωμένο από μια βαθιά χαρακιά, όμως το τραύμα δε φαινόταν ούτε θανατηφόρο ούτε πολύ σοβαρό. Ο γερός σιδερένιος θώρακας, που του είχε αγοράσει από τα ξακουστά οπλουργεία της Γένοβας, του είχε σώσει τη ζωή του.
   Εκεί, κατάχαμα, ανάμεσα στα πεσμένα κορμιά των Τούρκων και των Βυζαντινών, ο Δημήτριος του έπλυνε το τραύμα του με λίγο νερό που του έφερε ένας στρατιώτης και, δένοντάς το σφιχτά, σταμάτησε την αιμορραγία. Όταν πια κόντευε να τελειώσει την επίδεση, ο Ιωάννης άνοιξε τα μάτια του, κούνησε το κεφάλι του σαν να 'θελε να συνέλθει από τη ζάλη του και, χωρίς να ζητήσει τη βοήθεια κανενός, ανασηκώθηκε και κάθισε στο χώμα.
   "Τι έγινε;" μουρμούρισε. "Πώς βρέθηκα χάμω;"
   Ο Δημήτριος τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
   "Σε γκρέμισε ένας Τούρκος και λιποθύμησες. Το τραύμα σου δεν είναι πολύ βαρύ. Όμως, με τρόμαξες, Ιωάννη", του γέλασε.
   Ο Κυρίτσης ακόμα δεν είχε συνέλθει ολότελα από τη ζάλη του. Πέφτοντας από το άλογό του, είχε φύγει η περικεφαλαία του κι είχε χτυπήσει στο κεφάλι.
   "Και οι Τούρκοι;" ρώτησε έπειτα από λίγο.
   "Νικήθηκαν. Πιάσαμε και τον Αχμέτ", γέλασε πάλι ο Λάσκαρις.
   Ο Ιωάννης άρχισε να τρίβει το δασόμμαλλο κεφάλι του. Ο Δημήτριος σηκώθηκε και, πριν πάει να βρει τον Ματθαίο Ασσάν, του είπε:
   "Δε νομίζω ότι είσαι σε θέση να ξανακαβαλικέψεις, σήμερα τουλάχιστον. Μέσα στα λάφυρα των Τούρκων υπάρχουν κάμποσα κάρρα. Λοιπόν, θα μπεις σε ένα από αυτά".
   Ο Κυρίτσης πήγε να φέρει αντιρρήσεις, όμως ο Δημήτριος δεν τον άφησε.

   Οι καμπάνες των εκκλησιών του Μυστρά αχολόγησαν χαρούμενα, καθώς επέστρεφαν ο Ματθαίος Ασσάν με το στρατό του, κουβαλώντας αιχμάλωτο τον γιο τού Τουραχάν, και οι δεσπότες πήγαν στη Μητρόπολη, και το παπαδολόι ανάπεμψε δοξολογία στον Ύψιστο για τη νίκη που στεφάνωσε τα ρωμέικα όπλα.
   Τώρα οι ελπίδες του Λάσκαρι είχαν αναπτερωθεί και δεν έβλεπε την ώρα πότε θα τέλειωνε η δοξολογία για να μιλήσει πάλι με τους δεσπότες και να τους ζητήσει και να πάρει τη βοήθεια που γύρευε ο Κωνσταντίνος. Οι Τούρκοι -ο Τουραχάν κι ο άλλος γιος του- είχαν πια φύγει από την Πελοπόννησο κι έτσι ο Θωμάς κι ο Δημήτριος θα μπορούσαν να στείλουν το στρατό που είχαν τάξει στον αδελφό τους.
   Οι δεσπότες αρνήθηκαν τη βοήθειά τους στον Κωνσταντίνο. Βρίσκοντας δικαιολογία ότι μπορεί να ξαναγύριζε ο Τουραχάν, με περισσότερο τώρα στρατό από πριν, δήλωσαν ότι είχαν ανάγκη και τον τελευταίο τους στρατιώτη.
   Ο Δημήτριος φρένιασε από το κακό του και από το στόμα του βγήκανε πάλι λέξεις σκληρές. Οι δεσπότες όμως δε λύγισαν, ούτε άλλαξαν την απόφασή τους. Τότε ο Λάσκαρις τους είπε ξεκάθαρα τη σκέψη του.
   "Είσαστε προδότες προς το έθνος και προς την Αυτοκρατορία!" τους φώναξε έξαλλος. "Δεν καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι, άμα πέσει η Πόλη από έλλειψη υπερασπιστών, τότε θα έλθει και η δική σας η σειρά; Ότι ο Σολδάνος, μόλις απαλλαχθεί από το εμπόδιο που του παρουσιάζει η Βασιλεύουσα, θα θελήσει να συμπληρώσει την κατάκτηση ολόκληρης της υπόλοιπης Ελλάδας; Οι Φράγκοι το κατάλαβαν αυτό κι έταξαν βοήθεια. Εσείς, που είσαστε αδέλφια του, την αρνιέστε;"
   Ο Θωμάς δεν απάντησε, μόνο έσκυψε το κεφάλι του. Ο αδελφός του όμως νευρίασε, δάγκωσε τα χείλη του και είπε με κρύα φωνή:
   "Τουρμάρχη, μα το Θείο Αίμα του Χριστού, δεν καταλαβαίνω πώς σ' αφήνω τόση ώρα να μιλάς μ' αυτό τον τρόπο και δε διατάζω τους στρατιώτες μου να σε φυλακίσουν, όπως σου χρειάζεται! Την απάντησή μας την έχεις: στρατό δε μπορούμε να στείλουμε στον αδελφό μας, ούτε άλλη βοήθεια. Το Δεσποτάτο του Μυστρά έχει ανάγκη από υπερασπιστές κι ο πόλεμος με τον Τουραχάν και τα παιδιά του μας στοίχισε πολύ. Φύγε λοιπόν και χάσου από τα μάτια μου, γιατί δεύτερη φορά δε θ' ανεχθώ τα λόγια σου!"
   Ο Λάσκαρις δεν του απάντησε. Τον κοίταξε όμως με τέτοιο ύφος, που αναγκάστηκε να γυρίσει αλλού το βλέμμα του. Ύστερα, με όρθιο το κεφάλι του, κίνησε να βγει από το χρυσοτρίκλινο των ανακτόρων. Στο κατώφλι, όμως, σταμάτησε και τους πέταξε την τελευταία πρόσκλησή του:
   "Όταν -αν πέσει η Βασιλεύουσα- έλθουνε οι Τούρκοι στο Μυστρά, να ξέρετε κι οι δυο σας ότι ο Θεός θα σας ανταμείψει για τα έργα σας!"

   Ο Λάσκαρις έφυγε από το Μυστρά και κατέβηκε πάλι στο Γύθειο για να βρει ένα καράβι, που θα τον γύριζε στη Βασιλεύουσα. Μαζί του έρχονταν και πενήντα καβαλάρηδες· πενήντα από τους στρατιώτες που τον είχαν ακολουθήσει όλο τον τελευταίο τούτο καιρό και δέχτηκαν να μπούνε μισθοφόροι στην υπηρεσία του. Οι δεσπότες, και ιδιαίτερα ο Δημήτριος, είχαν φρενιάσει από το κακό τους όταν τους είδαν να βγαίνουν μαζί με τον Λάσκαρι, όμως δε μπόρεσαν να κάνουν τίποτε για να τους κρατήσουν. Ήταν μισθοφόροι και, σαν μισθοφόροι, ακολουθούσαν με τη θέλησή τους εκείνον που τους πλήρωνε.
   Ο Δημήτριος περίμενε κάπου δέκα μέρες στο Γύθειο να περάσει καράβι που θα πήγαινε για τη Βασιλεύουσα και μόνο γύρω στα τέλη του Οκτώβρη φάνηκε ένα μικρό εμπορικό, μισοφορτωμένο με τρόφιμα. Ο καπετάνιος του δέχτηκε να πάρει τον Δημήτριο, τον Κυρίτση και τους στρατιώτες του κι έβαλε πλώρη για το Αιγαίο.
   Το ταξίδι βάσταξε κάμποσες ημέρες, χωρίς καμιά κακή συνάντηση, και κάποτε το εμπορικό έφτασε στη Βασιλεύουσα και πήγε κι άραξε μέσα στον Κεράτιο, κοντά στους βυζαντινούς δρόμωνες, βαθιά μέσα στον κόλπο, μπροστά από ένα πλήθος που είχε ξεχυθεί έξω  από τα τείχη και ούρλιαζε τη χαρά του.
   Ο Κυρίτσης γύρισε τότε και κοίταξε τον Λάσκαρι.
   Εκείνος κούνησε το κεφάλι του χωρίς να του μιλήσει. Είχαν φτάσει κι έπρεπε τώρα να πάει στα ανάκτορα των Βλαχερνών, ν' αναφέρει στον Κωνσταντίνο.
   "Τι θα του πεις, άρχοντα Δημήτριε;" τον ρώτησε ο Ιωάννης.
   Εκείνος δάγκωσε τα χείλη του πριν απαντήσει.
   "Την αλήθεια", μουρμούρισε. "Δε μπορώ να του πω ψέματα. Δε μπορώ να τον αφήσω να ελπίζει σε κάτι που δεν πρόκειται να γίνει..."
   "Ύστερα, απότομα, πρόσθεσε:
   "Ιωάννη, ετοίμασε τους άνδρες μας. Θέλω να μπούμε σαν στρατιώτες στη Βασιλεύουσα, όχι σαν τσούρμο ανοργάνωτο, που πάει για χαροκόπι".
   Οι στρατιώτες, πεζοί όλοι τους, αποβιβάστηκαν και παρατάχθηκαν στην αποβάθρα και, μόλις βγήκαν τα άλογα του Δημήτριου και του Κυρίτση, κι αφού τα καβάλησαν οι δυο τους, προχώρησαν με ψηλά τα κεφάλια τους πίσω από τον αρχηγό τους προς την καστρόπορτα, ενώ ο λαός και λίγοι αρχοντογεννημένοι, που έτυχε να βρεθούν εκεί, τους ζητωκραύγαζαν και τους καμάρωναν. Η στρατιωτική δύναμη της Βασιλεύουσας ήταν τόσο μικρή, που ακόμα και οι πενήντα άνδρες του Δημήτριου ήταν κάτι.
   Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε με ψυχραιμία τα νέα που του έφερε ο Λάσκαρις. Μέσα του δεν πίστεψε ούτε μια στιγμή ότι θα τον βοηθούσανε τα αδέλφια του και ήταν ετοιμασμένος για τα χειρότερα. Έτσι, αναστέναξε μονάχα και ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες για την αιχμαλωσία του Αχμέτ και τη συντριβή του στρατού του.
   Ο Λάσκαρις του μίλησε πολλή ώρα, χωρίς να αναφέρει καθόλου τον εαυτό του. Μόνο μιλούσε για τον Κυρίτση και τις παλικαριές του και του ζήτησε να του δώσει έναν ανώτερο βαθμό για να τον ανταμείψει.
   Ο Παλαιολόγος χαμογέλασε λυπημένα.
   "Δεκτό το αίτημά σου, Δημήτριε", του είπε. "Από σήμερα, ο Κυρίτσης μπορεί να φέρει τα διάσημα του εκατόνταρχου. Όμως, εσύ... Εσένα πώς θα σε ανταμείψω για τη βοήθεια που μου δίνεις;"
   Ο Λάσκαρις κοκκίνησε ολόκληρος από τη χαρά και την περηφάνια που ένιωσε ακούγοντας αυτά τα λόγια και,  αντί να του απαντήσει, έσκυψε, πήρε το χέρι του Κωνσταντίνου και πήγε να το φιλήσει. Ο Δραγάσης δεν τον άφησε· τον έσφιξε μόνο στην αγκαλιά του και ψιθύρισε:
   "Αν είχα παιδί, Δημήτριε, θα ήθελα να είναι σαν κι εσένα..."
   Σώπασαν κι οι δυο. Ο Κωνσταντίνος φαινόταν πολύ συγκινημένος και, για να κρύψει τα συναισθήματά του, πρόσθεσε αμέσως μετά:
   "Οι άνδρες σου θα στρατοπεδεύσουν εδώ, στα ανάκτορα. Θα τρέφονται από το βασιλικό σιτηρέσιο. Αρκετά έκανες ώς τώρα, για να μην έχεις και να τους τρέφεις από πάνω. Όσο για τους μισθούς τους... Θα σου δώσω ένα έγγραφο για να τους εισπράξεις, όταν..."
   Ο Παλαιολόγος δεν απόσωσε τη φράση του. Ήθελε να πει «όταν νικήσουμε τους Τούρκους...», αλλά δεν το ξεστόμισε. Ήταν απόλυτα προσγειωμένος και δεν ήθελε, στους πολύ κοντινούς του τουλάχιστον, να δίνει ελπίδες που θα διαψεύδονταν.
   Ο Δημήτριος γύρισε στο σπίτι του και έτρεξε να βρει την Ελένη. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της κι ήταν χλωμή κι αδυνατισμένη. Γεμάτος ανησυχία, σίμωσε κοντά της.
   "Γύρισες, καλέ μου;"  του ψιθύρισε αδύναμα εκείνη, ενώ ένα χαμόγελο γραφότανε στο πρόσωπό της. "Είχα τόσο πολύ ανησυχήσει για σένα, μετά τα άσχημα νέα που ήλθανε από το Μοριά".
   Ο Δημήτριος κάθισε στο κρεβάτι και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
   "Μπορούσαν να 'ναι και χειρότερα", της ψιθύρισε. "Κάπου νικήσαμε, κάπου χτυπήσαμε γερά τους Τούρκους..."
   "Τα ξέρω, τα ξέρω", μουρμούρισε εκείνη. "Μου τα είπε ο πατέρας μου. Όμως, Δημήτριε, πες μου, τι θα γίνει όταν αρχίσει η πολιορκία; Ο πατέρας μου είναι πάντα τόσο σκεφτικός κι αποφεύγει πάντα να μου μιλήσει πάνω σ' αυτό το θέμα. Δημήτριε, ανησυχώ, γιατί... γιατί..."
   Εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος. Πρώτη φορά του μιλούσε έτσι, με τόση αγωνία.
   "Γιατί, αγαπημένη μου;" τη ρώτησε  σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του. "Γιατί νοιάζεσαι για κάτι που δεν άρχισε ακόμα; Έχουμε ελπίδες. Η Δύση μάς έταξε βοήθεια. Όμως, εσύ, εσύ τι έχεις;" πρόσθεσε με ανησυχία, καθώς πρόσεξε καλύτερα το πόσο αδυνατισμένη ήταν.
   Η Ελένη δεν απάντησε αμέσως. Βλέποντας όμως την αγωνία του, μουρμούρισε:
   "Περιμένω παιδί, το παιδί σου, καλέ μου".
   Ο Λάσκαρις, γεμάτος χαρά, έσκυψε και τη φίλησε.
   "Παιδί!" μουρμούρισε. "Το παιδί μας! Ελένη, γλυκιά μου! Να 'ξερες πόσο ευτυχισμένο με κάνεις! Όμως, πες μου, γιατί δε μου το είπες αμέσως;"
   "Γιατί έλειπες, όταν βεβαιώθηκα. Ύστερα... Ύστερα..."
   Η Ελένη έκοψε απότομα τη φράση της, γιατί μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο πατέρας της.
   "Παιδί μου, Δημήτριε, στ' ανάκτορα έμαθα ότι γύρισες κι έτρεξα να σε συναντήσω. Καλωσήρθες!"
   Ο παρακοιμώμενος άνοιξε την αγκαλιά του, έσφιξε τον Λάσκαρι στο στήθος του κι ύστερα τον τράβηξε λίγο παράμερα και του ψιθύρισε:
   "Μην της μιλάς, είναι πολύ αδύναμη. Έχασε πολύ αίμα, όταν μας ήλθαν τα νέα του Ισθμού. Μας είπαν για τρομαχτικές απώλειες και φοβήθηκε πως ήσουνα κι εσύ μέσα στους νεκρούς. Λιποθύμησε και... Δεν είναι ανάγκη να σου πω τα υπόλοιπα, καταλαβαίνεις..."
   Η Ελένη είχε, στο μεταξύ, κλείσει τα μάτια της για να κρύψει δυο δάκρυα χαράς, γιατί φοβόταν μην πεθάνει πριν ξαναδεί τον αγαπημένο της.
   Ο Δημήτριος προχώρησε πάλι προς το κρεβάτι και κάθισε κοντά της. Η Ελένη άπλωσε το χέρι της κι εκείνος το 'σφιξε στο δικό του.
   "Δημήτριε", ρώτησε ύστερα από λίγες στιγμές. "Του παιδιού μας ποιο θα είναι το μέλλον του; Αν πέσει η Πόλη, αν μπούνε οι Τούρκοι..."
   Της έσφιξε το χέρι της και της είπε, με φωνή που προσπαθούσε να κάνει όσο πιο πειστική γινότανε:
   "Δε θα μπούνε στη Βασιλεύουσα οι Τούρκοι! Μην ανησυχείς. Έχει τείχη ψηλά και δυνατές καστρόπορτες..."
   Κάθισε κοντά της μέχρι που αποκοιμήθηκε και μετά, πατώντας στις μύτες των ποδιών του, βγήκε έξω και γύρεψε τον παρακοιμώμενο. Ήταν στο τρικλίνιο και διάβαζε κάτι περγαμηνές.
   Ο Δούκας σήκωσε το κεφάλι του μόλις άκουσε τα βήματα του Λάσκαρι.
   "Έλα, κάθισε", του είπε βαριά. "Πρέπει να σου μιλήσω".
   Το στήθος του φούσκωσε σ' ένα στεναγμό και, κοιτάζοντάς τον κατάματα, συνέχισε.
   "Δημήτριε, είσαι άνδρας. Πρέπει να μάθεις την αλήθεια. Η Ελένη κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο το παιδί της, αλλά και τη ζωή της. Η συγκίνηση που ένιωσε ήταν τόσο δυνατή, όταν μάθαμε για το Εξαμίλιο, και το πέσιμό της στη λιγοθυμιά της τόσο άσχημο, που έμεινε αναίσθητη κάπου δυο μέρες. Από τότε δε συνήλθε ολότελα. Έφερα όλους τους γιατρούς της Πόλης και όλες τις μαμές και μου είπαν όλοι τους τα ίδια: φοβούνται. Φοβούνται μια καινούργια αιμορραγία, που μπορεί να τη σκοτώσει".
   Ο Λάσκαρις δε μίλησε. Μόνο έσκυψε το κεφάλι του κι έσφιξε τα χείλη του για να πνίξει ένα στεναγμό. Τόσες συμφορές, τόσες απογοητεύσεις, και τώρα και τούτο από πάνω... Ένιωσε ότι δε μπορούσε ν' αναπνεύσει και πλησίασε το παράθυρο. Το άνοιξε και κοίταξε έξω. Κόντευε να νυχτώσει. Τα δέντρα του κήπου άπλωναν τα γυμνά από φύλλα κλαδιά τους, σαν σκελεθρωμένα δάχτυλα στο σκοτεινόχρωμο ουρανό.
   Ο Δούκας τον πλησίασε κι ακούμπησε το χέρι του στο ώμο του. Έμειναν βουβοί έτσι κάμποση ώρα και οι δυο τους.

   Πέρασαν οι μέρες. Γύρω στις 20 του Νοέμβρη φάνηκαν άλλα δύο καράβια, που έρχονταν από τη Μαύρη Θάλασσα. Είχαν εύκολα ξεγελάσει τους Τούρκους κι είχαν περάσει μπροστά από το κάστρο τους. Έξι μέρες, όμως, αργότερα έμαθαν για μια μεγάλη συμφορά: το καράβι του Αντόνιο Ρίτσο δε χάλασε τα πανιά του μπροστά στο κάστρο του Σουλτάνου κι ένα τόπι της μπομπάρδας το βρήκε καταμεσής και το βούλιαξε. Πνίγηκαν κάμποσοι άνθρωποι, αλλά γλίτωσαν καμιά τριανταριά μαζί με τον Ρίτσο, που μπήκαν στη βάρκα που έσερνε πίσω του το πλοίο. Τους πιάσανε όμως οι Τούρκοι και τους ρίξανε στα υπόγεια του κάστρου, περιμένοντας τις διαταγές του Σουλτάνου. Ο Μωάμεθ πρόσταξε να τους οδηγήσουν όλους στο Διδυμότειχο, όπου βρισκόταν. Μερικοί ναύτες, που γλίτωσαν, είπαν στον Αυτοκράτορα τι είχε συμβεί.
   Ο Σουλτάνος άφριζε από το κακό του. Μόλις οδήγησαν μπροστά του τους ναύτες και τον καπετάνιο τους, τους κοίταξε όλους έναν έναν με το ατσαλένιο, ψυχρό βλέμμα του κι ύστερα τους ζήτησε εξηγήσεις γιατί δε σταμάτησαν, όπως είχε προσταχτεί, μπροστά στο κάστρο του.
   Ο Ρίτσο απάντησε αντρίκεια.
   "Δε σ' έχω βασιλέα μου", του είπε, "και δε βλέπω γιατί έπρεπε να υπακούσω σε μια προσταγή που δε με αφορούσε!"
   "Δεν ξέρεις ότι βρίσκομαι σε πόλεμο με τον βασιλέα της Κωνσταντινούπολης;" ούρλιαξε ο Μωάμεθ.
   "Το ξέρω", απάντησε εκείνος. "Ο βασιλέας της Κωνσταντινούπολης, όμως, είναι χριστιανός κι ήτανε χρέος μου να τον βοηθήσω!"
   Ο Σουλτάνος τότε σήκωσε το μαστίγιο που κρατούσε στο χέρι του και τον χτύπησε καταπρόσωπο και το αίμα έτρεξε από το μάγουλό του.
   Εκείνος όμως δε χαμήλωσε το βλέμμα του, ούτε έδειξε ότι φοβάται.
   "Πάρτε τον!" ούρλιαξε ο Σουλτάνος. "Πάρτε τον κι αποκεφαλίστε τον, για να πάρουνε παράδειγμα οι άλλοι οι Γκιαούρηδες!"
   Ο Ρίτσο τότε τον κοίταξε με τόση περιφρόνηση, που ο Μωάμεθ άλλαξε γνώμη.
   "Όχι, δε θα τον αποκεφαλίσετε", φώναξε στους στρατιώτες που τον είχαν αρπάξει από τους ώμους. "Θα τον παλουκώσετε! Θα τον παλουκώσετε για ν' ακουστούνε στις δυο ακτές του Βοσπόρου οι φωνές του, για να μάθουν οι άπιστοι ότι ο Μεχμέτ δεν παίζει. Θα τον παλουκώσετε εκεί, στο Ρούμελι Χισάρ, μπροστά στο κάστρο, και θ' αφήσετε άταφο το πτώμα του, να το φάνε τα τσακάλια και οι κόρακες!"
   Ο Σουλτάνος ήταν τόσο έξαλλος, που τα κοκκινισμένα από το θυμό μάτια του γύρισαν άξαφνα μέσα στο τσούρμο του Ρίτσο, που άκουγε παγωμένο τη φριχτή απόφασή του, και δείχνοντας πέντε-έξι με το δάχτυλό του φώναξε πάλι:
   ""Κι αυτούς θα τους πριονίσετε! Και θ' αφήσετε και τα δικά τους πτώματα μπροστά στο κάστρο. Εμπρός, πηγαίνετε!" 
   Αυτά είχαν πει οι λίγοι ναύτες που ήλθαν στη Βασιλεύουσα, γύρω στις αρχές του Δεκέμβρη. Αυτά είπανε και τα 'μαθε ο κόσμος, αρχοντολόι και λαός, κι ανατρίχιασε από το φόβο του, και πολλά χέρια σηκώθηκαν και σταυροκοπήθηκαν, και πολλά χείλη ψιθύρισαν προσευχές εκείνη την ημέρα μπροστά στα ιερά εικονίσματα.
   Όμως δεν ήταν τούτα μοναχά. Πράγματα παράξενα γίνονταν για τους πολλούς και τους προληπτικούς κι ο φόβος άρχισε να φωλιάζει μέσα στις ψυχές εκείνων που πίστευαν στα σημάδια.
   Σεισμοί περίεργοι και βουητά, που έρχονταν από τη στεριά κι από τη θάλασσα, ανατάραξαν τη Βασιλεύουσα. Εικόνες γκρεμιστήκανε από τα εικονοστάσια, καντήλια έπεσαν και σπάσανε στο δάπεδο και χύθηκε το λάδι τους. Αστέρια πρωτοφανέρωτα βγήκαν στον ουρανό κι έλαμψαν, και γέμισαν καπνούς, και χάθηκαν ξανά. Ανεμοθύελλες σαρώσανε θάλασσα μα και στεριά, κεραυνοί και βροντές τάραξαν και τύλιξαν με απόκοσμες λάμψεις μέρα - νύχτα τη Βασιλεύουσα. Άνθρωποι, που ώς τότε φαίνονταν ήρεμοι και πράοι, βγήκαν στους δρόμους κι άρχισαν να φωνάζουνε, να σπαράζουνε και, αφρίζοντας, να προβλέπουνε καταστροφές...
   Ο Δημήτριος καθόταν, τις περισσότερες ώρες που ήτανε ελεύθερος, κοντά στην Ελένη που, αντί να πηγαίνει στο καλύτερο, όλο και χλώμιαζε περισσότερο, όλο και αδυνάτιζε, όλο και φέγγανε τα μάγουλά της κι έφευγε το χρώμα από το πρόσωπό της και η λάμψη από τα όμορφα μάτια της. Εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη, την ίδια μέρα που 'χανε μάθει για τη φοβερή τύχη του δύστυχου Ρίτσο, είχε δει κι άλλα πράγματα κι η καρδιά του είχε γεμίσει από θυμό και λύπη· θυμό, γιατί έβλεπε πόσο τυφλοί ήταν οι περισσότεροι μέσα στην Κωνσταντινούπολη, λύπη, γιατί η βοήθεια της Δύσης, που είχε αρχίσει να μαζεύεται στη Βασιλεύουσα, ήταν ολότελα ασήμαντη.
   Στις 30 του Νοέμβρη, δυο γαλέρες βενετσιάνικες, με απλωμένες τις πολεμικές μπαντιέρες τους -τώρα και η Βενετία είχε κηρύξει τον πόλεμο στους Τούρκους, μετά το φονικό που έκαμε στον Ρίτσο και στο τσούρμο του ο Σουλτάνος- μπήκαν στο βασιλικό λιμάνι του Κεράτιου κι αποβίβασαν τον καρδινάλιο Ισίδωρο, απεσταλμένο του Πάπα, μαζί με διακόσιους στρατιώτες, Ιταλούς και Χιώτες, και Σαμιώτες και Μυτιληνιούς, καλά οπλισμένους με αρμπαλέτες και λόγχες, και βαριά σπαθιά και θώρακες γερούς και περικεφαλαίες.
   Είχε κατέβει στο λιμάνι ο Κωνσταντίνος, μαζί με όλους τους συμβούλους του και τους στρατηγούς του, για να υποδεχτεί τον καρδινάλιο, και οι βασιλικές μπαντιέρες πλατάγισαν κάτω από το γκρίζο ουρανό και ήχησαν τα βούκινα και οι σάλπιγγες, καθώς ο Ισίδωρος κατέβαινε, ντυμένος τα χρυσά του άμφια και τη μίτρα στο κεφάλι, από την πολεμική γαλέρα της Βενετίας.
   Ήταν και κόσμος μαζεμένος εκεί γύρω στην αποβάθρα και χάρηκε σαν είδε τους αρματωμένους, και φώναξε και χειρονόμησε και ζητωκραύγασε, και οι φωνές του ακούστηκαν παράξενα κάτω από το φορτωμένο ουρανό, και πνίγηκαν μέσα στις βροντές που έκαναν τα μαύρα σύννεφα, που πάλευαν απάνω στο στερέωμα, διωγμένα από ένα δυνατό αγέρι. Έπειτα... Έπειτα...
   Ο Δημήτριος θυμόταν εκείνο που ακολούθησε κι έσφιξε με πείσμα τις γροθιές του: κάποιος καλόγερος, κάπως ψηλός, λιγνός, γεμάτος πίστη και φανατισμό, μεσόκοπος, κάτι ξεφώνισε κι ο κόσμος στράφηκε να τον ακούσει.
   "Δε θέλουμε τους Δυτικούς", ούρλιαξε ο καλόγερος, "τους εξωμότες και αιρετικούς! Η πίστη μας θα μείνει ακέραια στους αιώνες κι αλίμονο σε κείνους που θα θελήσουν να προσβάλουν τη θεία Εκκλησία μας! Μιλούνε για Ένωση μέσα στα παλάτια. Μιλούνε για υποταγή στον Πάπα. Δεν τη θέλουμε! Ορθόδοξοι ζήσαμε, ορθόδοξοι θε να πεθάνουμε..."
   Τον άκουσε ο κόσμος, αρχοντολόι και λαός, και πίστεψε. Μέρες τώρα κυκλοφορούσε επίμονα η φήμη ότι ο Κωνσταντίνος είχε δεχτεί επίσημα την Ένωση των Εκκλησιών και είχε τάξει στον Πάπα να κάνει Λειτουργία στην πρώτη εκκλησία της Βασιλεύουσας, στην Αγια-Σοφιά, με τα δύο δόγματα, πράξη που θα έβαζε κάτω από τον Ποντίφικα την Εκκλησία της Ρωμιοσύνης.
   Ο καλόγερος συνέχισε τις φωνές του:
   "Συμφορές θα πλήξουνε τη Βασιλεύουσα! Μιλήσανε οι ουρανοί, οι εικόνες που ιδροκοπάνε, τα αγάλματα που κουνήθηκαν από τη θέση τους. Ο Θεός δε θέλει την Ένωση! Δεν τη θέλουμε ούτε κι εμείς!..."
   Μια λάμψη απόκοσμη και μια βροντή σκέπασαν τα λόγια του καλόγερου κι ο κόσμος, κατατρομαγμένος, άρχισε να σταυροκοπιέται, καθώς η θάλασσα άρχισε να βουίζει γεμάτη αγριάδα.
   Ο Κωνσταντίνος δεν πτοήθηκε. Μόνο κοίταζε το Νοταρά, που παρακολουθούσε με μάτια που έλαμπαν από θυμό μια τον καρδινάλιο και μια εκείνον, και, ανοίγοντας το βήμα του, υποχρέωσε τον καρδινάλιο και την ακολουθία του να τον ακολουθήσουν μέσα στη Βασιλεύουσα.
   Ο καλόγερος, όμως, και πάλι δε σταμάτησε.
   "Βασιλέα!" φώναξε στον Κωνσταντίνο. "Άκουσε τα λόγια μου και πρόσεξέ τα: αν πραγματοποιήσεις την Ένωση, η πόλη σου, η πόλη μας, που τόσα χρόνια και καιρούς φύλαξαν ο Θεός και οι άγγελοί Του, θα καταστραφεί και οι Τούρκοι θα μπούνε από τις  ανοιχτές καστρόπορτες. Τότε, το αίμα όλων εκείνων που θα σκοτωθούνε, θα πέσει..."
   Ο καλόγερος δεν τελείωσε τη φράση του. Ένας εκατόνταρχος ψηλός, γίγας σωστός, με μαύρα γένια, τον πλησίασε με τόση απειλή στα μάτια του, που σώπασε, μάζεψε το ράσο του κι έκανε να φύγει. Δεν έφυγε. Τον κοίταζε ο κόσμος. Έμεινε στη θέση του κι άπλωσε το χέρι του να καταραστεί τον εκατόνταρχο, όταν εκείνος έφερε το χέρι στο σπαθί του...

   "Ο Κυρίτσης!" μουρμούρισε ο Λάσκαρις, καθώς, καθισμένος σ' ένα σελλίο κοντά στη γυναίκα του, το αναλογιζόταν: Θεέ μου, γιατί να μην υπάρχουν κι άλλοι σαν αυτόν;
   Ένα ελαφρύ τρεμούλιασμα της Γης, που έκανε τα παράθυρα να τρίξουνε, μια λάμψη δυνατή, μια βροντή που έμοιαζε σαν να ρίχναν εκατό μπομπάρδες την ίδια τη στιγμή, έκαναν την Ελένη ν' ανοίξει τρομαγμένη τα μάτια της.
   "Δημήτριε", είπε απλώνοντας το χέρι της. "Φοβάμαι..."
   Σηκώθηκε, κάθισε στο κρεβάτι, την αγκάλιασε κι άρχισε να της ψιθυρίζει λόγια αγάπης και παρηγοριάς. Η Ελένη αποκοιμήθηκε σε λίγο κι ο Δημήτριος άρχισε πάλι να φέρνει στο νου του τα προχτεσινά.

   Ο καρδινάλιος Ισίδωρος είχε πάει με τον Αυτοκράτορα στα ανάκτορα των Βλαχερνών κι εκεί κλείστηκαν στο Αλεξιακό. Ήτανε κι άλλοι μέσα, σύμβουλοι και στρατηγοί του Αυτοκράτορα.
   Ο Δημήτριος δεν πήρε μέρος στη συζήτηση. Επειδή όμως ήθελε να μάθει μια ώρα αρχύτερα τι είχε ειπωθεί, περίμενε απ' έξω. Λίγες στιγμές αργότερα, ακούστηκε μια θυμωμένη φωνή από μέσα. Ήταν ο Νοταράς. Ο μέγας δούκας. Ο Λάσκαρις αναγνώρισε τη φωνή του κι άρχισε να βηματίζει νευρικά έξω από τη μεγάλη αίθουσα. Δεν πέρασαν παρά λίγα μόνο ακόμα λεπτά κι απότομα άνοιξε η θύρα και βγήκε έξω αναψοκοκκινισμένος ο μέγας δούκας.
   Ο Νοταράς βρόντηξε πίσω του την πόρτα κι ο Λάσκαρις τον άκουσε να βλαστημάει καθώς απομακρυνόταν.
   Καμιά ώρα μετά, βγήκαν οι σύμβουλοι του Αυτοκράτορα. Ήταν όλοι τους σοβαροί κι ο Δούκας, βλέποντας τον Δημήτριο, του έγνεψε να τον πλησιάσει. 
   Ο παρακοιμώμενος είχε γεράσει τούτους τους τελευταίους μήνες. Η αδυναμία της κόρης του, οι φόβοι του για τη ζωή της, οι ανωμαλίες που παρουσιάζονταν καθημερινά από τους φανατικούς, που εμπόδιζαν μέσα στην τύφλωσή τους, την οργάνωση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης, είχαν χαράξει βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό του.
   "Του Αγίου Σπυρίδωνα", μουρμούρισε στο Δημήτριο. "Στην Αγια-Σοφιά. Αποφασίστηκε..."
   Μια άλλη δυνατή βροντή έκανε πάλι την Ελένη ν' ανοίξει τρομαγμένη τα μάτια της και να σφιχτεί περισσότερο πάνω στο Δημήτριο.
   Άρχισε να βρέχει μια δυνατή, επίμονη βροχή, με χοντρές σταλαγματιές, που ηχούσανε πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών και στα κλειστά παραθύρια και τρέχανε, ρυάκι σωστό, από τις υδρορρόες.
   Η Ελένη σφίχτηκε πάνω στο Δημήτριο και τον κοίταξε στα μάτια.
   "Σ' αγαπώ!" του ψιθύρισε. "Δε θα ξαναφύγεις από κοντά μου ποτέ, ποτέ πια! Μου τ' ορκίζεσαι, καλέ μου;"
   Εκείνος έσκυψε και τη φίλησε. Είχε μαντέψει τη σκέψη του: η απραξία τον θανάτωνε και μια ιδέα παράξενη είχε περάσει από το μυαλό του. Μια ιδέα που σήμερα θα μπορούσε να μπει σ' εφαρμογή. Δεν την είπε στη γυναίκα του. Δεν ήθελε να τη λυπήσει χωρίς λόγο. Θα 'φευγε πάλι. Πότε; Δεν το ήξερε. Το έβλεπε, όμως. Ο Αυτοκράτωρ θα είχε σε λίγο την ανάγκη του Ιουστινιάνη. Έτσι, θα έπρεπε να πάει να τον βρει.
   Η Ελένη έκλεισε πάλι τα μάτια της κι εκείνος βυθίστηκε στις ονειροπολήσεις του.
   "Του Αγίου Σπυρίδωνα", είχε πει ο παρακοιμώμενος. Σε δέκα μέρες, στην Αγια-Σοφιά. Η σκέψη αυτή δεν του άρεσε. Φοβόταν την αντίδραση του πλήθους, το Νοταρά, τους καλόγερους. Δε μπορούσε, όμως, να γίνει αλλιώς· η Λειτουργία έπρεπε να γίνει, η Ένωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί.
   Ο Δημήτριος άρχισε πάλι να αναλογίζεται το σχέδιό του. Είχε μιλήσει πάνω σ' αυτό στον Αυτοκράτορα κι εκείνος είχε ζητήσει χρόνο για να το σκεφτεί. Ο Λάσκαρις του είχε πει, παρατηρώντας πόσο αδύναμα ήταν τα καράβια του Σουλτάνου, ότι δυο-τρία δικά τους, δυο-τρεις από τους παλιούς δρόμωνες, αν αρματώνονταν καλά, θα μπορούσαν να κάνουν κούρσα στα τουρκικά παράλια για να ενοχλούνε το Σουλτάνο και για να τον υποχρεώνουνε να κρατάει παντού στρατό. Ο Κωνσταντίνος είχε ακούσει τη σκέψη του και του είχε υποσχεθεί ότι θα τη μελετούσε. Ο Δημήτριος, όμως, φοβότανε· ο Νοταράς μπορούσε και πάλι ν' αντιδράσει.
   Έπειτα σκέφτηκε τι είχε γίνει στην Πόλη τούτο τον καιρό: είχαν έλθει κάμποσα καράβια από τα νησιά και από τη Μαύρη Θάλασσα, περνώντας μπροστά από το κάστρο του Σουλτάνου, κι είχαν φέρει τρόφιμα και όπλα. Η Πόλη, λοιπόν, δε θα πεινούσε. Βέβαια, υπήρχαν πάντα δυσκολίες  και χρειάζονταν κι άλλα τρόφιμα κι άλλα πολεμοφόδια, αλλά και αυτά θα έρχονταν. Στα τείχη είχαν αρχίσει τη δουλειά και πολλές γκρεμισμένες επάλξεις είχαν μπει στη θέση τους και η τάφρος είχε ξεκαθαριστεί σε κάμποσες μεριές από τα χώματα και τις πέτρες που την κλείνανε. Ούτε κι αυτή όμως είχε τελειώσει και η απροθυμία, που έδειχνε ο λαός να δουλέψει, δυσκόλευε πολύ το έργο. Ο Αυτοκράτωρ είχε κάνει και κάτι άλλο, για να πληρώσει τους εργάτες και τους στρατιώτες του: είχε ζητήσει από τα μοναστήρια, τις εκκλησιές και από τους πλούσιους να τον βοηθήσουν. Όλοι, όμως, κάναν τον κουφό... Τότε, ακούγοντας το Φραντζή και τους άλλους του συμβούλους, έστειλε στρατιώτες στα μοναστήρια και στις εκκλησιές και πήρε κάμποσο χρυσάφι και ασήμι, δίνοντας χρυσόβουλα ότι θα τους αποζημιώσει.
   Τότε οι καλόγεροι και οι παπάδες φρυάξανε κι άρχισαν πάλι τις φωνές και τον κατηγόρησαν με τόσο βαριές κατηγόριες, που έκαναν τον Κωνσταντίνο να σφίξει τα χείλη του και να χλωμιάσει από ντροπή -ντροπή για κείνους- όμως δε δείλιασε, ούτε σταμάτησε το έργο του...
   
   Ο Δημήτριος αφηρημένα γύρισε το βλέμμα του προς το παραθύρι. Ένα περίεργο φως ερχότανε απ' έξω. Ήταν ένα φως χλωμό, παγωμένο. Η βροχή είχε σταματήσει κι ο αγέρας είχε διώξει τα σύννεφα. Σηκώθηκε σιγά σιγά, χωρίς να ξυπνήσει την Ελένη, και τράβηξε προς το παραθύρι.
   Κοίταξε έξω κι ανατρίχιασε: ο δυνατός αγέρας σφύριζε μέσα στα γυμνά κλαδιά των δέντρων του κήπου και το φως, ασημένιο, ερχόταν από τον ουρανό, που ήταν χαρακωμένος. Δεν ήταν προληπτικός, όμως ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του. Αυτό το θέαμα δεν το είχε ξαναδεί ποτέ του ως τότε...
   Η Ελένη αναστέναξε στον ύπνο της και γύρισε πάλι κοντά της. Δεν είχαν ανάψει παρά μία μονάχα λυχνία στο δωμάτιο και το παγωμένο φως του ουρανού, που έπεφτε μέσα, φώτιζε παράξενα το πρόσωπο της γυναίκας του. Την κοίταξε μια - δυο στιγμές κι ένιωσε μια ανατριχίλα να περνάει από το κορμί του. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη ακίνητη, ανάσκελα, κι έτσι όπως φάνταζε άσπρο σχεδόν το πρόσωπό της, του θύμισε νεκρό.
   Με βιαστικά βήματα προχώρησε στη μεγάλη πολύφωτη λυχνία κι άναψε ένα ένα τα φιτίλια της. Το δωμάτιο γέμισε με κίτρινο, χρυσό φως. Τότε γύρισε ανήσυχος να δει τη γυναίκα του· κοιμόταν πάντα και το πρόσωπό της φαινόταν τώρα ζωντανότερο.
   Προχώρησε στο εικονοστάσι, γονάτισε μπροστά του, έκανε το σταυρό του και τα χείλη του ψιθύρισαν μια προσευχή. Δεότανε στον Ύψιστο να μην του πάρει τη γυναίκα του, να την αφήσει να ζήσει, ν' αποχτήσουν το παιδί που τόσο λαχταρούσαν και οι δύο.

   Πέρασαν ακόμα δυο μέρες. Στις τέσσερις του Δεκέμβρη, ήλθε στη Βασιλεύουσα βενετσιάνικη γαλέρα από την Τραπεζούντα. Ο κόσμος, αρχοντολόι και λαός, μαζεύτηκε στην αποβάθρα όπου έδεσε και, βλέποντάς την γεμάτη με τρόφιμα και όπλα, ξέσπασε σε ζητωκραυγές. Ο κόσμος, όμως, δε ζητωκραύγαζε για τούτο μόνο: η βενετσιάνικη γαλέρα είχε περάσει κάτω από το κάστρο του Σουλτάνου χωρίς να πληρώσει φόρο, ξεγελώντας τους φρουρούς του!
   Ο καπετάνιος της, ο Τζάκομο Κόκο, μόλις βγήκε στην ξηρά, τράβηξε για το βάιλο της Βενετίας και μαζί πήγαν υστερότερα στον Αυτοκράτορα. Ο Δημήτριος ήταν εκεί, στο Αλεξιακό, όταν ήλθανε οι δυο Ιταλοί, και ο Κωνσταντίνος τού έκανε νόημα ότι θα μπορούσε να μείνει, ν' ακούσει τι θα λέγανε.
   Μίλησε ο Κόκο και ο Λάσκαρις ρούφηξε τα λόγια του:
   Έφτασε με τη γαλέρα του, στις δύο του Δεκέμβρη, μπροστά στο τούρκικο καστέλλο κι εκεί, λίγο πριν το ζυγώσει, τον πλησίασαν δώδεκα τούρκικες φούστες, που πέσαν στα πλευρά του. Ο Κόκο τότε κάλεσε τον αρχηγό τους ν' ανέβει στο καράβι του και, μόλις πάτησε το πόδι του στο κατάστρωμα, έβγαλε από το σεντούκι ένα πουγκί και του το έδωσε για δώρο.
   Ο Τούρκος το κοίταξε με άπληστα μάτια, το ζύγισε στο χέρι του και, κρίνοντας ότι ήταν ελαφρύτερο από ό,τι έπρεπε, το πέταξε στη θάλασσα βρίζοντας στη γλώσσα του.
   Ο Τζάκομο δε μίλησε, όπως δεν είπε τίποτε ούτε κι όταν ο Τούρκος κατέβηκε στο καράβι του προστάζοντάς τον να περιμένει. Ήθελε να πάει στο κάστρο, να πει στο φρούραρχο να σταματήσει τη γαλέρα.
   Μόλις μπήκε στο καράβι του ο Τούρκος, άλλαξε γνώμη. Φωνάζοντας, πρόσταξε τον Κόκο να πει στους ναύτες του να κωπηλατήσουνε και να τον ακολουθήσουν. Ο Τζάκομο υπάκουσε κι ακολούθησε τις φούστες, έχοντας άλλα στο νου του από κείνα που πιστεύανε οι Τούρκοι.
   Όπως εξήγησε στον Αυτοκράτορα, έβαλε τους άνδρες του να κωπηλατήσουν, στρίβοντας λίγο μονόμπαντα το τιμόνι του. Έτσι, όταν ζύγωσε σχεδόν την ακτή, δεν τον έφταναν τα τούρκικα κανόνια. Τότε, χωρίς να σταματήσει καθόλου, σήκωσε τα πανιά του και με κουπιά και πανιά το έσκασε μπροστά από τους Τούρκους, χωρίς να μπορέσουν να του ρίξουν ούτε ένα τόπι.
   Άκουσε τα λόγια του Τζάκομο ο Λάσκαρις και τα μάτια του λάμψανε από χαρά, γιατί αποδεικνυόταν ότι το σχέδιό του ήταν καλό και ότι οι Τούρκοι, σαν ναυτικοί, δε θα μπορούσαν να κάνουνε ποτέ τίποτε το σοβαρό ενάντια στους βυζαντινούς δρόμωνες.
   Ξαναμίλησε στον Κωνσταντίνο, αφού έφυγαν οι Βενετσιάνοι, κι εκείνος συμφώνησε μαζί του και του όρισε και το πότε θα μπορούσαν ν' αρχίσουνε την κούρσα: σε μια - δυο εβδομάδες το πολύ.

   Ήλθαν οι δώδεκα του Δεκέμβρη. Αρχοντολόι και λαός, που ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα θα γινόταν η πρώτη ενωτική Λειτουργία, είχαν μαζευτεί από νωρίς στην πλατεία μπροστά στην Αγια-Σοφιά και στους δρόμους που οδηγούσανε εκεί. Ο Κωνσταντίνος έφτασε μαζί με την ακολουθία του στη Μεγάλη Εκκλησιά, τη δόξα της Χριστιανοσύνης, όταν πια οι παπάδες είχανε πάρει τις θέσεις τους κι ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν έτοιμος να λειτουργήσει. Η Μεγάλη Εκκλησιά γυάλιζε ολόκληρη κι αστραποβολούσε από τα καντήλια και τα κεριά και τα μωσαϊκά σκόρπιζαν τα χρυσαφένια και τα πλούσια χρώματά τους ένα γύρω.
   Ο Λάσκαρις πήρε τη θέση του στην ακολουθία του Κωνσταντίνου και με σφιγμένα τα χείλη άκουσε τα πρώτα λόγια της Θείας Λειτουργίας. Ύστερα ξεχάστηκε και, σαν μέσα σε όνειρο, έβλεπε τους τριακόσιους παπάδες που λαμπροφορεμένοι δέονταν στον Ύψιστο.
   Σκεφτότανε τι επακόλουθα θα είχε η Λειτουργία και, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον Παλαιολόγο, που στεκόταν όρθιος με σφιχτά κι εκείνος τα χείλη του, καταλάβαινε ότι η ίδια τρικυμία, που ένιωθε στα στήθη του και στο μυαλό του, θέριευε κι αντάρευε και στο νου του Αυτοκράτορα. Ο κόσμος που ήταν συναγμένος έξω από την εκκλησιά, πράγμα παράξενο, ήταν βουβός κι ανεκδήλωτος κι έμοιαζε με θάλασσα σκούρα μολυβένια, που δεν είχε πάρει ακόμα την απόφασή της αν θα στείλει κύματα αγριεμένα να σπάσουν στο γελαστό ακρογιάλι ή θ' αλλάξει χρώμα και θα γενεί βαθιά γαλάζια, γεμάτη φως και καλοσύνη.
   Ο Λάσκαρις γύρισε και κοίταξε τους ανθρώπους της ακολουθίας του Κωνσταντίνου. Οι περισσότεροι ήταν εκεί. Έλειπε, όμως, ένας: ο Λουκάς Νοταράς. Ο Δημήτριος ένιωσε ένα κρύο ανατρίχιασμα στο κορμί του. Η απουσία του δεν προμηνούσε τίποτε καλό. Αφηρημένος, γύρισε το βλέμμα του προς το υπόλοιπο εκκλησίασμα. Ήταν οι Ρωμιοί, αλλά και ξένοι: Βενετσιάνοι και Γενοβέζοι, που τα μάτια τους λαμπύριζαν από χαρά και υπερηφάνεια που γινότανε η Ένωση.
   Τελείωσε η Λειτουργία, ακούστηκαν λατινικές και ελληνικές φράσεις, και στ' αυτιά του Δημήτριου αντήχησε παράξενα το «Filioque», και όλο το εκκλησίασμα αναταράχτηκε λιγάκι, και ο Παλαιολόγος έσφιξε ακόμα περισσότερο τα χείλη του.
   Ύστερα προχώρησαν όλοι οι μεγάλοι και πήραν το αντίδωρο από το χέρι του Ισίδωρου.
   Η Λειτουργία τελείωσε κι ο κόσμος άρχισε να κινείται προς την έξοδο, ακολουθώντας τον Αυτοκράτορα.
   Ο Κωνσταντίνος προχωρούσε με ψηλά το κεφάλι του, λίγο χλωμός, αλλά χωρίς να δείχνει τη συγκίνησή του και την τρικυμία της ψυχής του. Για να σώσει την Πόλη από τους Τούρκους, είχε κάνει κάτι που μέσα του δεν το πίστευε απόλυτα σωστό, αλλά μόνο αναγκαίο.
   Το ανθρωπομάνι έξω υποδέχτηκε βουβό τον Αυτοκράτορα. Ο Λάσκαρις όμως, με μια μόνο ματιά, είδε ότι δε γύρευε πολλά για να ξεσπάσει. Η ανθρωποθάλασσα βογκούσε κιόλας· μια ριπή ανέμου, ένας λόγος, θ' αρκούσαν να την κάνουν ν' αφρίσει και να σηκώσει κύματα ψηλά, γεμάτα δύναμη κι οργή.
   Μια λέξη από κάποιο στόμα άρκεσε για να γίνει το κακό:
   "Αποστάτη! Βασιλέα, είσαι αποστάτης!"
   Ο Δημήτριος ένιωσε το αίμα να φεύγει από το πρόσωπό του. Το «αποστάτης», η βαριά λέξη που πλήγωνε θανάσιμα όποιον αφορούσε, βγήκε από κάποια χείλη ανώνυμα. Ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά:
   "Εξωμότες! Προδότες της πίστης των πατέρων μας!"
   Μια δεύτερη φωνή, που επαναλήφθηκε από χίλια στόματα.
   Τώρα, όλη η πλατεία βούιζε σαν δάσος που το χτυπάει μανιασμένο αγέρι:
   "Αποστάτες! Εξωμότες! Προδότες!"
   Χλωμός σαν πεθαμένος ο Κωνσταντίνος άνοιξε το βήμα του να φύγει μια ώρα αρχύτερα, ν' απομακρυνθεί από τον όχλο που, τυφλός στα μάτια, στο νου και στην ακοή, ήθελε, από θρησκευτικό φανατισμό, να καταστρέψει το έργο του, που ίσως έσωζε τη Θεοφύλακτη Πόλη.
   Δεν προχώρησε πολύ. Από το πλήθος, που ήταν συγκεντρωμένο μπροστά στην είσοδο της Μεγάλης Εκκλησιάς, ξεπρόβαλε ένας άνθρωπος. Ένας άνδρας με μαύρα γένια και μαλλιά, ντυμένος τη λαμπρή στολή του μεγάλου δούκα, του στόλαρχου της Αυτοκρατορίας.
   "Καλύτερα το τούρκικο σαρίκι", ούρλιαξε την πρόκλησή του σκεπάζοντας την κάθε άλλη φωνή, "από την καλύπτρα του καρδινάλιου!"
   Ο Κωνσταντίνος δε μίλησε. Τον κοίταξε όμως μ' ένα τόσο παγωμένο ύφος, που όποιος και να 'τανε στη θέση του θα υποχωρούσε. Εκείνος, όμως, όχι. Έμεινε εκεί όπου ήταν, σταυρώνοντας τα χέρια του και κοιτάζοντας με βλέμμα γεμάτο πρόκληση τον Παλαιολόγο.
   Ο Δραγάσης ξεκίνησε πάλι. Με το μέτωπο ψηλά. Με την πεποίθηση του ανθρώπου που ξέρει να κάνει το καθήκον του, όσο σκληρό κι αν είναι.
   Ο κόσμος άνοιξε για να μπορέσουν να περάσουν ο Αυτοκράτωρ και η συνοδεία του. Άνοιξε, αλλά τα πρόσωπα ήταν πάντοτε αγριεμένα και πότε πότε πετούσαν πάνω από την ανθρωποθάλασσα μια βρισιά, μια βλαστήμια, ένας λόγος που πλήγωνε βαθιά.
   Ο Λάσκαρις έμεινε πίσω. Η αδικία που γινόταν στον Παλαιολόγο, η στάση του μεγάλου δούκα, που με την πρόκλησή του εξαγρίωνε το πλήθος, τον είχανε τόσο πολύ πληγώσει, που ένιωθε τον κόσμο να γκρεμίζεται γύρω του. Έμεινε εκεί, στην είσοδο της Μεγάλης Εκκλησιάς, και παρακολουθούσε με βλέμμα αφηρημένο τον κόσμο που δισταχτικός έβγαινε από μέσα.
   Βγήκαν οι άνδρες κι άρχισαν από το γυναικωνίτη να κατεβαίνουν και οι γυναίκες. Ο Δημήτριος δεν τις κοίταζε. Παρακολουθούσε τη συνοδεία του Αυτοκράτορα, που είχε απομακρυνθεί μέσα στις φωνές της ανθρωποθάλασσας, και, όταν ένιωσε ένα χέρι απαλό, που έτρεμε λιγάκι, ν' ακουμπάει στο δικό του, γύρισε απότομα το κεφάλι του κι ένιωσε μια περίεργη συγκίνηση σ' ολόκληρο το Είναι του.
   Δίπλα του, ομορφότερη από ποτέ, στεκόταν η Λεωνόρα ντι Σαν Τέβερε. Τον κοίταζε χωρίς να μιλάει, όμως στα μάτια της διάβασε τόσο τον έρωτα και τη λαχτάρα να του μιλήσει, που αναταράχτηκε ολόκληρος.
   "Δημήτριε..." του ψιθύρισε με φωνή αδύναμη, γεμάτη πάθος, και τα απαλά της δάχτυλα σφίξανε το χέρι του.
   Ο Λάσκαρις κοκκίνησε ολόκληρος και στάθηκε δίβουλος για μια στιγμή. Μια λέξη, τ' όνομά του, όπως το πρόφεραν τα χείλη της, του έφερε τέτοια αναστάτωση, που αμέσως κατάλαβε ότι, παρ' όλα τα χρόνια που είχαν περάσει, παρόλο που πήγε να του πάρει τη ζωή του, όπως πίστευε, ακόμα την αγαπούσε. Στάθηκε δίβουλος, γιατί δεν ήξερε αν έπρεπε να φύγει ή να μείνει κοντά της, να την αφήσει να του μιλήσει, ν' ακούσει πάλι τη φωνή της, τ' όνομά του προφερμένο από τα χείλη της. Την κοίταξε και η Λεωνόρα κατάλαβε και κοκκίνησε από χαρά. Την αγαπούσε. Δε χρειαζόταν να της το πει. Το έβλεπε, το ένιωθε.
   Κοιτάχτηκαν μια - δυο στιγμές χωρίς να μιλήσουν και τα στήθη και των δυο ανεβοκατέβηκαν βιαστικά από τη συγκίνηση.
   «Φύγε», του φάνηκε ότι άκουσε μια φωνή μέσα του ο Δημήτριος. «Φύγε, μη μείνεις κοντά της, θα παρασυρθείς ξανά και τότε...»
   Κίνησε να φύγει. Τον εμπόδισε η τύχη. Το πλήθος, τώρα που είχε φύγει ο Αυτοκράτωρ, παρασυρμένο από καλόγερους που φώναζαν και χειρονομούσαν, γύρισε με απειλητικές διαθέσεις στο εκκλησίασμα που έβγαινε από την Αγια-Σοφιά.
   Κάποιος άγνωστος μέσα στους αγνώστους άρπαξε μια χούφτα χώμα και το πέταξε σε κάποιον άρχοντα, ουρλιάζοντας:
   "Εξωμότη! Προδότη! Αποστάτη!"
   Το εκκλησίασμα τραντάχτηκε και μερικές γυναίκες ξεφώνισαν τρομαγμένες. Κάποιος άλλος από το ανθρωπομάνι πλησίασε έναν Βενετσιάνο κι άρχισε να τον βρίζει και να κουνάει απειλητικά τις γροθιές του μπροστά στο πρόσωπό του.
   Ο Λάσκαρις γύρισε και κοίταξε τριγύρω του.
   "Είσαι μόνη σου;" ρώτησε τη Λεωνόρα.
   "Όχι", έκανε εκείνη, "ήταν κι αυτός εδώ..."
   Ο Δημήτριος κοίταξε μετά τους άνδρες που έβγαιναν από την εκκλησιά. Ο Τζιόρτζιο δε φαινόταν πουθενά. Ανήσυχος, γύρισε πάλι στο ανθρωπομάνι, που άκουγε κάποιον καλόγερο που ούρλιαζε και αναθεμάτιζε τους αιρετικούς και τους αποστάτες.
   "Φοβάμαι μη γίνουν ταραχές", είπε απότομα στη Λεωνόρα. "Κι αν γίνουν..."
   Εκείνη ανατρίχιασε, γιατί κατάλαβε τη σκέψη του: στις ταραχές δεν ήταν δύσκολο μια γυναίκα να κακοποιηθεί.
   Ο Δημήτριος δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να την προστατέψει, αν έμενε κοντά της όμως...
   Ο όχλος δε διαλυόταν, μόνο φώναζε και χειρονομούσε. Η Λεωνόρα, κατατρομαγμένη, σφίχτηκε κοντά του. 
   "Πρέπει να περιμένουμε", μουρμούρισε μέσ' από τα δόντια του ο Λάσκαρις αποφεύγοντας το βλέμμα της.
   Περίμεναν κάμποσο, ώσπου κάποια στιγμή ένας άνδρας μέσα στο πλήθος φώναξε:
   "Πάμε στο μοναστήρι του Παντοκράτορα! Στο Γεννάδιο. Αυτός θα μας πει τι πρέπει να κάνουμε!"
   Η ανθρωποθάλασσα κινήθηκε και πλημμύρισε τους δρόμους που οδηγούσαν στο μοναστήρι. Η πλατεία άρχισε να αδειάζει. Το εκκλησίασμα άρχισε πάλι δισταχτικά, δειλά, να βγαίνει από τη Μεγάλη Εκκλησιά.
   Ο Δημήτριος ανάπνευσε. Δε θα 'ταν υποχρεωμένος να συνοδεύσει τη Λεωνόρα σπίτι της. Δε θα 'ταν υποχρεωμένος να μείνει κοντά της.
   Η Λεωνόρα το κατάλαβε και χλώμιασε.
   "Δημήτριε", μουρμούρισε, "πριν φύγεις, πρέπει να σου μιλήσω, πρέπει να μάθεις ότι..."
   Δεν απόσωσε τη φράση της. Μέσα στον κόσμο, που έβγαινε από την εκκλησιά, είδε τον Τζιόρτζιο.
   "Τον άνθρωπό σου", του μουρμούρισε βιαστικά, "ρώτησέ τον· θα σου πει..."
   Χωρίς να προσθέσει άλλο τίποτε, του έσφιξε άλλη μια φορά το χέρι κι απομακρύνθηκε από κοντά του. 
   Ο Τζιόρτζιο, όμως, τους είχε δει. Είχε δει ότι κάτι του μουρμούρισε και φρένιασε.
   "Πάλι τα ίδια!" βόγκηξε. "Δε θα ησυχάσω ποτέ μου από αυτόν τον άνθρωπο..."
   Προχώρησε προς τη γυναίκα του κι άλλη μια φορά προσποιήθηκε ότι δεν είδε τίποτε, ότι δεν κατάλαβε τίποτε. Μέσα του, όμως, ορκιζόταν το χαμό του Λάσκαρι.
   «Αν γλίτωσες την πρώτη φορά, δε θα γλιτώσεις και τώρα!» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του.
   "Καλή μου, ανησύχησα για σένα", είπε στη Λεωνόρα μόλις την πλησίασε. "Αυτός ο όχλος, οι φωνές..."
   Άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει κι εκείνη ανατρίχιασε σύγκορμη.
   "Έλα, πάμε", της είπε, κάνοντας ότι δεν πρόσεξε. "Δεν πρέπει να ξανάρθουμε εδώ. Πάμε! Ο λαός θα ξεσπάσει όπου να 'ναι".
   Απομακρύνθηκαν με γρήγορα βήματα κι ο Λάσκαρις τους παρακολούθησε λίγο με το βλέμμα του.
   «Τι να 'θελε να μου πει;» αναρωτήθηκε. «Και ποιον πρέπει να ρωτήσω; Τον “άνθρωπό μου”, είπε. Θα εννοεί στα σίγουρα τον Κυρίτση».
   Δεν του δόθηκε η ευκαιρία, εκείνη τη μέρα τουλάχιστον, να σκεφτεί περισσότερο τα λόγια της Λεωνόρας. Εκείνα που ακολούθησαν, τον έκαναν να τα ξεχάσει.
   Η ανθρωποθάλασσα, που ήταν μαζεμένη έξω από τη Μεγάλη Εκκλησιά, τη δόξα της Χριστιανοσύνης, τράβηξε για το μοναστήρι του Παντοκράτορα  και, όταν έφτασε εκεί, με φωνές που βούιξαν κι αντήχησαν σ' ολόκληρη τη Βασιλεύουσα, άρχισε να ζητάει το Γεννάδιο, τον καλόγερο που κάποτε έφερε το κοσμικό όνομα του Γεώργιου Σχολάριου.
   Το ανθρωπομάνι ζητούσε τη συμβουλή του με ουρλιαχτά.
   "Τι πρέπει να κάνουμε, άγιε πατέρα; Από σένα περιμένουμε τη σωτηρία!"
   Ο Γεννάδιος δε βγήκε από το κελί του. Άκουσε τον κόσμο κι έτριψε μ' ευχαρίστηση τα χέρια του και τα μάτια του, που πετούσαν φλόγες πυρετικού φανατισμού, αστράψανε ακόμα περισσότερο.
   "Θέλουν τη γνώμη μου για τη σωτηρία τους", μουρμούρισε, χαϊδεύοντας τα δασά του γένια, που έδιναν μια ακόμα πιο ασκητική εμφάνιση στο πρόσωπό του. "Τη γνώμη μου... Λοιπόν, αφού τη θέλουν, θα την έχουν!"
   Κάθισε αμέσως σ' ένα ξύλινο, απλό τραπέζι, πήρε ένα χαρτί κι άρχισε να γράφει. Έγραφε και δάγκωνε κάθε τόσο τα χείλη του και τα μάτια του αστράφτανε όλο και περισσότερο, καθώς το χαρτί γέμιζε με το πυκνό του γράψιμο. Κάποτε τελείωσε, ξαναδιάβασε αυτά που είχε γράψει και, με μια αποφασιστική κίνηση, άνοιξε την πόρτα του κελιού και για μια στιγμή στάθηκε ακίνητος  στο κατώφλι αντικρίζοντας το πλήθος, που βουβάθηκε μόλις τον είδε. Ο Γεννάδιος άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί πάνω στην ανθρωποθάλασσα και το στήθος του φούσκωσε από περηφάνια. Στο ανθρωπομάνι ήταν άρχοντες, λαός, γυναίκες, καλόγεροι και καλογέρισσες, που τον κοιτούσαν σαν να 'θελαν να ρουφήξουνε τα λόγια που θα έβγαιναν από το στόμα του. Δε μίλησε. Αρκέσθηκε να υψώσει το χαρτί που κρατούσε στο χέρι του, να το δείξει στον κόσμο και μετά να το καρφώσει στην πόρτα του κελιού του. Ύστερα, χωρίς να περιμένει να δει τι θα 'κανε η ανθρωποθάλασσα, ξαναμπήκε στο κελί του και κλείδωσε την πόρτα πίσω του.
   Ο λαός δίστασε για μια στιγμή. Κατόπιν όμως, όταν κάποιος καλόγερος έκανε ένα βήμα εμπρός, κινήθηκε κι άρχισε να σπρώχνεται μπροστά στην πόρτα για να διαβάσει τα γραφόμενα του Γεννάδιου.
   Πιέστηκε η ανθρωποθάλασσα, μεγάλωσε, γέμισε το μοναστήρι, όμως κανείς δεν προλάβαινε να διαβάσει τα γραφόμενα, γιατί πάντα κάποιος έσπρωχνε, κάποιος τσαλαπατιόταν, κάποιος ξεφώνιζε ή χρησιμοποιούσε τις γροθιές του για ν' ανοίξει έναν τόπο.
   Κράτησε ώρα το κακό, ώσπου, μια στιγμή, ένας νέος και στιβαρός καλόγερος άνοιξε δρόμο, ξεκόλλησε το χαρτί από την πόρτα και κατόπιν, φωνάζοντας όσο δυνατότερα μπορούσε, επέβαλε την τάξη. Ύστερα, όταν το ανθρωπομάνι ησύχασε, ανέβηκε πάνω σ' ένα πεζούλι και με καθάρια τη φωνή του διάβασε:
   «Άθλιοι κι ανόητοι Ρωμαίοι, γιατί πλανηθήκατε κι απομακρύνατε τους εαυτούς σας από την ελπίδα του Θεού, κι ελπίσατε στη δύναμη των Φράγκων, και μαζί με την Πόλη, που πρόκειται να πέσει, χάνετε  και τα πατροπαράδοτα έθιμά σας και γίνεσθε συνεργοί της ασέβειας που διαπράχθηκε στη Μεγάλη Εκκλησιά, τη δόξα της Χριστιανοσύνης; Αλίμονο σ' εσάς και στα παιδιά σας! Ο πάντα δίκαιος Θεός θα σας τιμωρήσει! Μάρτυράς μου, Κύριε, ότι εγώ είμαι αθώος από αυτό το αμάρτημα...»
   "Αθώος! Αθώος!" μούγκρισε και βούιξε το πλήθος, διακόπτοντας το νέο καλόγερο.
   «... Ξέρετε, ω άθλιοι κι ανόητοι πολίτες», συνέχισε εκείνος την ανάγνωση, «τι κάνατε με τη σημερινή σας πράξη; Ξέρετε τι συμφορά  προκαλέσατε πάνω στα κεφάλια σας και στα κεφάλια των παιδιών σας; Κι αλίμονο σε σας, όταν έλθει η ώρα να κριθείτε...»
   Η ανθρωποθάλασσα δεν άφησε τον καλόγερο να τελειώσει την ανάγνωση. Τα πρώτα λόγια του Γεννάδιου έφτασαν για να πάρουν την απόφασή τους οι πιο φανατισμένοι: η Ένωση των Εκκλησιών ήταν καταδικασμένη κι από τον Θεό κι από ανθρώπους -αυτό πιστέψανε, γιατί αυτό θελήσαν να πιστέψουν.
   Το ανθρωπομάνι άρχισε να φεύγει από το μοναστήρι του Παντοκράτορα και να χύνεται, ποτάμι αληθινό, στους δρόμους της Βασιλεύουσας, που πλημμύρισαν από καλόγερους και καλογέρισσες, και ιεροκήρυκες και λαϊκούς, που έτρεχαν φωνάζοντας:
   "Δε θέλουμε ούτε τη βοήθεια των Λατίνων ούτε την Ένωση των Εκκλησιών! Μακριά από μας η λατρεία των αζυμιτών!"
   Ο όχλος χύθηκε στα καπηλειά της Βασιλεύουσας και, αρπάζοντας κόκκινο κρασί, άρχισε να καταριέται τους Λατίνους και να πίνει σε πρεσβεία για τη Θεοτόκο, ικετεύοντάς Την με απελπισμένες κραυγές, που άγγιζαν την υστερία, να προστατεύσει την Πόλη τους ενάντια στο Μωάμεθ, όπως το είχε κάνει κάποτε με το Χοσρόη και τον χαγάνο των Αβάρων.
   Έγιναν και συμπλοκές στη Βασιλεύουσα εκείνο το κρύο βράδυ του Δεκέμβρη και πολλά σπίτια λιθοβολήθηκαν από τον εξαγριωμένο όχλο που, έχοντας πάντα δίπλα του τους καλόγερους και τις καλογέρισσες και τους ιερωμένους, έμεινε ώς αργά τη νύχτα στους δρόμους, ουρλιάζοντας και υλακτώντας  σαν σκυλί που χώνει τα δόντια του στο θήραμα που σταμάτησε μπροστά του.
   Μαζεύτηκαν κι έξω από τα ανάκτορα άνθρωποι μεθυσμένοι από το πολύ κρασί, που έπιναν παρακαλώντας τη Θεοτόκο, και φώναξαν και βραχνιάσανε, και χάσανε τις φωνές τους, και άλλοι πέσανε καταγής και, ανήμποροι πια να κινηθούν, κοιμήθηκαν καταχείμωνα πάνω στο κρύο χώμα.
   Πέρασαν κι έξω από το σπίτι του παρακοιμώμενου οι φανατισμένοι και κάποιος καλόγερος έδειξε το αρχοντικό και φώναξε:
   "Κι ο παρακοιμώμενος ο Δούκας,  κι αυτός μαζί με το βασιλέα μας ήταν στη Μεγάλη Εκκλησιά. Κι αυτός, όπως εκείνος, είναι αποστάτης!"
   Σταμάτησε για λίγο το πλήθος εκεί μπροστά και μερικοί σκύψανε στη γη κι άρπαξαν πέτρες, και τις ρίξανε στα φωτισμένα παραθύρια και φώναξαν ξανά, και ούρλιαξαν και υλάκτησαν.
   Ξύπνησε από τον ύπνο της η Ελένη ακούγοντάς τους και, όταν μια πέτρα έπεσε με ορμή σπάζοντας το παραθύρι, έβγαλε μια φωνή γεμάτη τρόμο κι έφερε το χέρι επάνω στην καρδιά της. Ένιωθε ότι πνίγεται κι ότι δε μπορούσε να καλοαναπνεύσει και, μαζεύοντας όλες τις δυνάμεις που είχαν μείνει στο αδυνατισμένο της κορμί, χτύπησε ένα χρυσό σήμαντρο που ήταν δίπλα στο κρεβάτι της. Το σήμαντρο αντήχησε παράξενα μέσα στο δωμάτιο κι η Ελένη γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα της με τρόμο πάνω στο παραθύρι, ενώ από κάτω οι φωνές όλο και δυνάμωναν και το ποδοβολητό εκείνων που μαζεύονταν για να πάνε στα ανάκτορα όλο και πλήθαινε, όλο και γινόταν ακόμα πιο βαρύ κι απαίσιο στην ακοή της. Μια δεύτερη πέτρα, που έπεσε μέσα στο δωμάτιο, την έκανε να ξεφωνίσει πάλι και να πεταχτεί βιαστικά από το κρεβάτι της, να φύγει από το δωμάτιο που λιθοβολιόταν. Σηκώθηκε, ένιωσε μια ζάλη, στηρίχτηκε πάνω στο ξύλο του κρεβατιού, έκανε ένα βήμα, ένα δεύτερο, ζαλίστηκε, είδε τον κόσμο να γυρνάει και το πάτωμα  να 'ρχεται βιαστικά να βρει το πρόσωπό της...
   Τη βρήκε χάμω η βάγια της, που μπήκε μια - δυο στιγμές αργότερα στο δωμάτιο, κι έτρεξε και γονάτισε κοντά της, χλωμιάζοντας σαν το κερί. Πήγε να τη σηκώσει η Θεοδώρα, όμως δεν το μπόρεσε -τόσο βαρύ και άψυχο έμοιαζε το κορμί της. Η βάγια πήγε να τρελαθεί από την αγωνία της. Σήκωσε ψηλά τα χέρια της κι ύστερα, πέφτοντας πάνω στην Ελένη, την αγκάλιασε κι άρχισε να τη φιλάει και να κλαίει με λυγμούς.
   "Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα!" ξεφώνιζε. "Ξύπνα, να μη σε δουν νεκρή τα μάτια μου που σε μεγάλωσαν".
   Η Ελένη όμως δεν κουνιόταν και η βάγια, έπειτα από ένα - δυο λεπτά, σηκώθηκε και, σαν μεθυσμένη, έτρεξε στο χρυσό σήμαντρο κι άρχισε να το χτυπάει σαν παλαβή.
   Ακούστηκε μέσα σ' ολόκληρο το σπίτι το σήμαντρο και κάτι βήματα τρεχάτα, που ανέβαιναν τις σκάλες, πείσανε τη Θεοδώρα ότι κάποιος θα ερχόταν. Έτσι, ξανάτρεξε κοντά στην Ελένη και γονάτισε για δεύτερη φορά κοντά της.
   Η υπηρέτρια που μπήκε στο δωμάτιο έφερε με φρίκη τα χέρια της στο στόμα της, σαν είδε χάμω την κυρά της. Ύστερα όμως, υπακούοντας στη Θεοδώρα, που της έγνεψε να πλησιάσει, τη ζύγωσε και γονάτισε κι εκείνη δίπλα της.
   "Είναι... Είναι..." ψέλλισε η υπηρέτρια, μη θέλοντας να πει τη λέξη που της ερχόταν στα χείλη της. 
   "Όχι!" ξεφώνισε η Θεοδώρα. "Δεν είναι νεκρή! Είναι λιπόθυμη μονάχα. Έλα, βοήθησέ με να τη σηκώσω".
   Οι δυο γυναίκες έσκυψαν και, με τη βοήθεια μιας δεύτερης υπηρέτριας, που ήλθε στο μεταξύ, σήκωσαν την Ελένη και την ακούμπησαν πάνω στο κρεβάτι.
   "Θεέ και Κύριε! Λυπήσου μας και λυπήσου τα νιάτα της και την ομορφιά της!" ούρλιαξε ξαφνικά η Θεοδώρα, βλέποντας, καθώς πήγαινε να τη σκεπάσει, κάτι στο κορμί της που τη γέμισε φρίκη αληθινή... "Μαρία, Ευφροσύνη, τρεχάτε! Τη μαμή... Θεέ μου! Θα προλάβουμε;... Και λείπουν και οι δύο άνδρες από το σπίτι..."

   Ο Λάσκαρις με τον παρακοιμώμενο κοιτάζανε από ένα παραθύρι των ανακτόρων των Βλαχερνών τον κόσμο, που είχε μαζευτεί από κάτω και φώναζε και χειρονομούσε, και τα χαρακτηριστικά τους είχαν μια σύσπαση από θυμό και λύπηση μαζί. Θυμό, γιατί αυτοί οι δύστυχοι, που ούρλιαζαν, δε βλέπανε παρά μονάχα την τυφλή τους πίστη. Λύπηση, γιατί ο όχλος, που τόσο ζητωκραύγαζε μέχρι πριν από λίγες μέρες τον Κωνσταντίνο, όποτε περνούσε από μπροστά του για να πάει προσωπικά να επιθεωρήσει τις εργασίες που γίνονταν στα τείχη, είχε τώρα αλλάξει γνώμη και σήμερα τον κατηγορούσε άδικα για αποστάτη και για πουλημένο στον Πάπα και στους Δυτικούς.
   "Κρίμα στις ελπίδες μας..." είπε βαριά κάποια στιγμή ο Δούκας. "Έλπιζα ότι ο λαός κάποτε θα συνερχόταν και θα 'τρεχε μονάχος του να βάλει το κορμί του στα τειχιά, για να υπερασπιστεί τη ζωή του και την τιμή του και την πόλη του από τους Τούρκους. Τώρα, όμως... Τώρα, που μερικοί κι από τους άρχοντες πήγαν μαζί του..."
   "Ο λαός δε φταίει!" μούγκρισε ο Δημήτριος χτυπώντας τη γροθιά του στο πρεβάζι του παραθυριού. "Φταίνε εκείνοι: οι παπάδες, οι καλόγεροι, οι φανατισμένοι... Ο Γεννάδιος! Τα μοναστήρια, που γίνηκαν καταφύγιο των κιοτήδων..."
   Σώπασαν και οι δύο και παρακολούθησαν για λίγο την ανθρωποθάλασσα που ούρλιαζε τους αφορισμούς της.
   "Κι ο Αυτοκράτωρ;" έκανε ύστερ' από λίγο ο Δημήτριος. "Τον είδες καθόλου, πατέρα;"
   "Όχι, κλείστηκε πριν από ώρα στο κουβούκλι του. Προσεύχεται, θαρρώ... Δυστυχισμένος άνθρωπος... Ανέβηκε όσο ψηλότερα μπορεί ν' ανέβει ένας άνθρωπος θνητός, και τώρα... Τώρα -Θεέ μου, συγχώρεσέ με!- βαδίζει πάνω στο Γολγοθά του, μονάχος του, μ' εμάς μονάχα θεατές στο μεγάλο δράμα που παίζεται μπροστά μας".
   Σώπασαν πάλι. Ο Δημήτριος ένιωθε τα μηνίγγια του να χτυπάνε από το θυμό, που ανέβαινε κύμα στο κύμα στο μυαλό του. 
   "Δεν το μπορώ άλλο!" δήλωσε ξαφνικά. "Κάτι πρέπει να κάνω! Δε μπορώ να κάθομαι εδώ με σταυρωμένα τα χέρια μου".
   "Δημήτριε, στάσου, πού θες να πας;" ρώτησε γεμάτος ανησυχία ο Δούκας.
   "Κάτω. Θέλω να τους μιλήσω, να τους ανοίξω τα τυφλά τους μάτια!"
   "Όχι, Δημήτριε, δε θα πας!" έκανε ο Δούκας βάζοντας το χέρι του στον ώμο του Λάσκαρι. "Δε θα σε ακούσουνε. Και μπορεί ακόμη και να σε σκοτώσουνε! Κάθισε εδώ και βούλωσε τ' αυτιά σου. Ο βασιλέας σε χρειάζεται. Είναι τόσο λίγοι οι πιστοί του..."
   Πέρασε κάπου μία ώρα· ο κόσμος κάτω άρχισε να φωνάζει πιο αδύναμα. Είχε πια κουραστεί. Αν από τα ανάκτορα έβγαινε καμιά διαταγή να διαλυθεί η ανθρωποθάλασσα, θα έτρεχε ποτάμι το αίμα. Τώρα, μπροστά στην έλλειψη κάθε αντίδρασης, ησύχαζε μονάχη της.
   Λίγοι λίγοι στην αρχή, περισσότεροι όταν πέρασε η ώρα, άρχισαν οι άνθρωποι να φεύγουν ή να γκρεμίζονται, τύφλα στο μεθύσι ή εξαντλημένοι από τις φωνές, καταγής.
   Πέρασε ακόμα μία ώρα. Τώρα, όλα είχαν πια σχεδόν ησυχάσει. Ο Δούκας είχε φύγει να πάει να δει τον Αυτοκράτορα κι ο Λάσκαρις αποφάσισε να πάει στο σπίτι του. Ο Κωνσταντίνος δεν κινδύνευε πια από κανέναν. Βγήκε από τη μεγάλη αίθουσα, που έβλεπε κάτω στην πλατεία, και τράβηξε κατά τις σκάλες. Τα ανάκτορα ησύχαζαν και μόνο κάτι ψίθυροι, που έρχονταν αδύναμοι στ' αυτιά του, πρόδιναν ότι κατοικούνταν. Οι στρατιώτες μιλούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους για κείνα που έγιναν σήμερα, ανήμερα του Άϊ-Σπυρίδωνα. Ο Λάσκαρις άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι δεν έπρεπε να απαντήσει σε κανέναν, ό,τι και να του έλεγε, όσο θα βρισκότανε στο δρόμο.
   Κατέβηκε, βγήκε έξω και τράβηξε προς το σπίτι του. Στην πλατεία, κάτω από τα ανάκτορα, συναντήθηκε με κάποιον μεθυσμένο, που κρατούσε μια εικόνα στο 'να χέρι κι ένα λαγήνι στο άλλο.
   Ο μεθυσμένος τον άρπαξε από το χέρι και τον ρώτησε τραυλίζοντας:
   "Είσαι κι εσύ αποστάτης, εξωμότης ή δικός μας;"
   Ο Δημήτριος ένιωσε όλο το αίμα ν' ανεβαίνει στο κεφάλι του κι ετοιμάστηκε να δώσει μια απάντηση στο μεθυσμένο, όταν από μακριά είδε την Ευφροσύνη, την υπηρέτρια του σπιτιού του, να 'ρχεται τρεχάτη.
   "Αφέντη μου!" φώναξε από μακριά η υπηρέτρια. "Γρήγορα, η κυρά μας!..."
   Ο Λάσκαρις έδωσε μια σκουντιά στο μεθυσμένο, που κύλησε καταγής, κι έτρεξε στην Ευφροσύνη.
   "Η κυρά σου;... Η Ελένη;... Τι συμβαίνει;" φώναξε μόλις τη ζύγωσε.
   "Της ήρθε πάλι αιμορραγία... Φοβηθήκαμε, άρχοντά μου, να βγούμε στο δρόμο μ' όλον αυτό τον κόσμο. Φωνάξαμε και τη μαμή, και τον..."
   Τρέχοντας, χωρίς να την αφήσει ν' αποσώσει τη φράση της, ο Δημήτριος έφτασε στο σπίτι του, ανέβηκε δυο δυο τις σκάλες και δυο στιγμές αργότερα βρισκόταν στο δωμάτιο της γυναίκας του. Στο κατώφλι σταμάτησε και στηρίχτηκε στην πόρτα, γιατί του ήλθε κάτι σαν λιγοψυχιά. Πάνω από το κρεβάτι της Ελένης έσκυβε ένας παπάς, που κρατούσε το Άγιο Δισκοπότηρο στα χέρια του. Ο Λάσκαρις σταυροκοπήθηκε κρυφά και, προσπαθώντας να σβήσει από το πρόσωπό του την αγωνία που τον έτρωγε, προχώρησε και στάθηκε πίσω από τον παπά, που μουρμούριζε τα ιερά λόγια. Το δωμάτιο ολόκληρο μύριζε λιβάνι και θυμίαμα κι ένα παιδάκι με άμφια κρατούσε ένα κερί στο ένα χέρι και το θυμιατό στο άλλο.
   Η Ελένη είχε ανοιχτά τα μάτια της κι ο Δημήτριος, μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά του, είπε ότι το φως της είχε αρχίσει να θολώνει. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων η Ελένη, ο παπάς μουρμούρισε ακόμα λίγα λόγια κι ύστερα, σοβαρός κι αμίλητος, σκέπασε μ' ένα άλικο ύφασμα το χρυσό δισκοπότηρο και βγήκε, πάντα βουβός, από το δωμάτιο. Τότε ο Δημήτριος πλησίασε το κρεβάτι και, πιάνοντας με τα δυο του χέρια τα χέρια της Ελένης, την κοίταξε στο πρόσωπο. Ήταν χλωμή, άψυχη σχεδόν, και οι παλάμες της ήταν μισοπαγωμένες.
   "Αγαπημένε μου", μουρμούρισε με μια φωνή που μόλις ακουγόταν.
   Ο Δημήτριος ένιωσε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα και, για να τα κρύψει, έσκυψε και της γέμισε φιλιά τα χέρια της, προσπαθώντας με τα χείλη του να τα ζεστάνει.
   "Αγαπημένε μου", μουρμούρισε πάλι με κόπο η Ελένη, "η τύχη δε μας στάθηκε καλή..."
   Πήρε μια βαθιά ανάσα, σταμάτησε για λίγο κι ύστερα συνέχισε, με φωνή που μόλις ακουγόταν:
   "Τα όνειρά μας, οι ελπίδες μας, το παιδί που θα γεννιόταν... Δημήτριε, καλέ μου, θα σ' αφήσω..."
   "Όχι!" φώναξε εκείνος, αφήνοντας τα δάκρυα να τρέξουν από τα μάτια του. "Όχι, μη λες αυτά τα άπρεπα. Θα γίνεις καλά. Θα ζήσεις. Σε θέλω. Σε αγαπώ".
   Ένα χαμόγελο πλανήθηκε πάνω στα χείλη της Ελένης, ένα χαμόγελο που έσβησε έπειτα από λίγο.
   "Δημήτριε", είπε μουρμουριστά. "Έλα, κάθισε κοντά μου, αγκάλιασέ με. Θεέ μου, πώς κρυώνω!..."
   Την έσφιξε στην αγκαλιά του κι άρχισε να της χαϊδεύει το πρόσωπό της, που όσο πήγαινε και πάγωνε κι έχανε και το τελευταίο χρώμα του.
   "Αγαπημένε μου", ψιθύρισε πάλι εκείνη ύστερα από λίγο, "το παιδί... Δε θα γεννηθεί ποτέ του... Ίσως και να 'ναι καλύτερα έτσι. Είναι τόσο αβέβαιο το μέλλον μας... Πατέρα, εσύ 'σαι; Θαμπώσανε τα μάτια μου και δε διακρίνω πια καλά".
   "Κόρη μου, παιδί μου..." απάντησε σπαραχτική η φωνή του Δούκα, που έμπαινε αλαφιασμένος στο δωμάτιο, γιατί μόλις πριν από λίγο είχε μάθει το φοβερό νέο.
   Γονάτισε δίπλα της στο κρεβάτι, άρπαξε τα χέρια της κι άρχισε να τα φιλάει.
   Η Ελένη χαμογέλασε και με κόπο και με διακοπές, για να πάρει την ανάσα της, μουρμούρισε:
   "Ο καλός μου κι ο πατέρας μου... Τι άλλο να ζητήσω!... Τους έχω και τους δυο κοντά μου".
   Ο Δούκας άρχισε να ξεροκαταπίνει κάθε τόσο. Τον έπνιγαν τα αναφιλητά, όμως δεν ήθελε να τα φανερώσει.
   Η Ελένη γύρισε το βλέμμα της και το στήριξε πάνω στον Δημήτριο.
   "Αγαπημένε μου", έκανε. "Δε θα μ' αφήσεις ποτέ, ποτέ!... Ορκίσου μου!"
   Εκείνος την έσφιξε πιο δυνατά στα χέρια του και μουρμούρισε:
   "Ποτέ, γλυκιά μου, σου τ' ορκίζομαι!"
   Σιγά σιγά, η ζωή έφευγε από το κορμί της Ελένης. Ούτε οι προσπάθειες της μαμής ούτε των γιατρών, που φώναξε ο Δούκας, μπόρεσαν να κάνουν το παραμικρό.
   Προχώρησε η ώρα, λαλήσανε τα πρώτα κοκόρια. Η Ελένη, που ήταν πάντα μέσα στην αγκαλιά του Δημήτριου, που έκλαιγε σιωπηλά, ανατρίχιασε σύγκορμη. Γεμάτος ανησυχία εκείνος, έγειρε το κεφάλι του να τη δει.
   Του χαμογέλασε ξανά.
   "Σ' αγαπώ", του ψιθύρισε. "Σ' αγαπώ... Νιώθω τόσο ευτυχισμένη κοντά σου... μέσα στην αγκαλιά σου... Φίλησέ με... Πες μου ότι κι εσύ μ' αγαπάς..."
   Τη φίλησε απαλά στα παγωμένα χείλη της και η ευτυχία γράφτηκε στο πρόσωπό της.
   "Κρυώνω..." μουρμούρισε ξανά έπειτα από λίγο."Τα πόδια μου... Δεν τα νιώθω πια... Δημήτριε, αγαπημένε μου... θα σ' αφήσω... Θεέ μου, γιατί η τύχη στάθηκε τόσο ενάντια στον έρωτά μας;..."
   "Θα ζήσεις, καλή μου!" της είπε με φωνή που έτρεμε. "Θα ζήσεις!"
   "Δε με νοιάζει", μουρμούρισε ξανά η Ελένη. "Είμαι τόσο ευτυχισμένη τούτη τη στιγμή..."
   Οι τελευταίες λέξεις βγήκαν τόσο αδύναμες από το στόμα της, που μόλις που ακούστηκαν. Ο Δημήτριος σήκωσε λίγο το βλέμμα του και κοίταξε το γιατρό και τη μαμή, που ήταν καθισμένοι λίγο πιο κει, σε δυο σελλία. Πλησίασαν κι οι δυο. Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του κι ο Δημήτριος ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του.
   "Δημήτριε!" ακούστηκε ξέπνοη η φωνή της Ελένης, "Δημήτριε! Φίλησέ με... Γρήγορα!..."
   Έσκυψε, τη φίλησε και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. Έμεινε έτσι, έχοντας το παγωμένο πρόσωπό της πάνω στο δικό του, κάμποσα λεπτά, μέχρι που ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο του.
   Ο Δημήτριος σήκωσε το κεφάλι του. Ήταν ο γιατρός. Το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο από τη θλίψη του. Ο Λάσκαρις ένιωσε ότι σταματάει ο νους του. Γύρισε το βλέμμα του στη γυναίκα του, που τον κοίταζε χωρίς πια να τον βλέπει, κι ύστερα στο Δούκα, που είχε κρυμμένο το πρόσωπό του στις κουβέρτες, πάνω στο νεκρό κορμί της κόρης του, κι έκλαιγε μ' ένα κλάμα βουβό, γεμάτο παράπονο.
   "Όχι!" φώναξε σαν τρελός. "Δεν είναι δυνατόν! Δεν πέθανε! Ελένη!..."
   Στην απελπισμένη φωνή του Δημήτριου απάντησαν μόνο οι λυγμοί του Δούκα και της Θεοδώρας, που άρχισε να ουρλιάζει και να μαδάει τα μαλλιά της κεφαλής της.
   Ο Δημήτριος έσφιξε ακόμα μια φορά το άψυχο κορμί της σύνευνής του και ύστερα το άφησε μαλακά να πέσει στα στρωσίδια. Όταν ανασηκώθηκε, ο Δούκας τον κοίταξε και τρόμαξε: τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν τόσο τραβηγμένα από τη θλίψη, που έμοιαζε δέκα χρόνια πιο μεγάλος.
   Χωρίς να μιλήσει, ο Δημήτριος τράβηξε προς την πόρτα. Καθώς προχωρούσε όμως, το μάτι του έπεσε στην πέτρα που είχε σπάσει το τζάμι του παραθυριού. Αφηρημένος έσκυψε και τη σήκωσε, και την έπαιξε λίγο στα χέρια του. Ύστερα το βλέμμα του γύρισε στο παραθύρι. Το είδε σπασμένο και μια βλαστήμια βγήκε από το στόμα του.
   "Θεοδώρα!" φώναξε. "Πώς έγινε το κακό;"
   Εκείνη δεν απάντησε, μόνο έσκουξε δυνατότερα. Έξαλλος τότε την πλησίασε κι άρχισε να την τραντάζει.
   "Λέγε: πώς έγινε το κακό;" φώναξε πάλι.
   Μέσα σε λυγμούς και διακοπές, η Θεοδώρα τού εξήγησε τι είχε συμβεί. Ο Δημήτριος άφησε τα χέρια του να πέσουν χάμω κι ύστερα, απότομα, τα έσφιξε σε γροθιές:
   "Αυτοί οι άτιμοι, οι φανατικοί, τη σκότωσαν! Οι σκύλοι! Θα μου το πληρώσουν!"
   Τρέχοντας έκανε να βγει από το δωμάτιο, όταν στην πόρτα συνάντησε τον Κυρίτση, που μόλις είχε γυρίσει από ένα νυχτερινό ξεφάντωμα. Ο Ιωάννης είχε μείνει ώς αργά στ' ανάκτορα των Βλαχερνών κι είχε φύγει κάπου μία ώρα μετά τον Δημήτριο. Στο δρόμο, όμως, είχε μπλέξει με κάτι άλλους οφικιάλιους και κατέληξαν όλοι σ' ένα καπηλειό. Έτσι, ερχόταν τώρα για να κοιμηθεί, όταν από κάτω άκουσε τις φωνές του Δημήτριου και τα ουρλιαχτά της Θεοδώρας, και γεμάτος ανησυχία έτρεξε πάνω.
   "Πού πας, άρχοντά μου;" ρώτησε τον Δημήτριο κλείνοντας το δρόμο.
   "Μέριασε!" φώναξε εκείνος άγρια. "Τη σκότωσαν οι σκύλοι, οι φανατισμένοι! Πετροβόλησαν το σπίτι και τρόμαξε, και σηκώθηκε από το κρεβάτι... Μέριασε, σου είπα!"
   Ο Ιωάννης δίστασε κι ο Δημήτριος έκανε να σηκώσει το χέρι του να τον σπρώξει, όταν φώναξε ο Δούκας με σπασμένη φωνή:
   "Ιωάννη, μην τον αφήσεις να φύγει! Ο ένας θάνατος είναι πολύ δυσβάσταχτος για να 'χουμε κι άλλον".
   Ο Δημήτριος είχε κιόλας απλώσει το χέρι του κι είχε χουφτώσει τον ώμο του Κυρίτση για να τον σπρώξει, όταν εκείνος, κρίνοντας ότι δε θ' άκουγε σε λόγια, σήκωσε τη γροθιά του και του την κατάφερε μ' όλη του τη δύναμη στο πρόσωπο. Ο Λάσκαρις τραντάχτηκε ολόκληρος, έκανε ν' αμυνθεί, μια δεύτερη γροθιά του Ιωάννη όμως τον ξάπλωσε χάμω αναίσθητο.

Κώστας Δ. Κυριαζής, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ειδική Έκδοση για την εφημερίδα "Τα Νέα", Αθήνα 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: