Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

[ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

  
   Από την πρύμνη της «Σάντα Μαρία», ο Δημήτριος κοίταζε τη Βενετία που απομακρυνόταν. Ο ήλιος είχε τρυπήσει τα σύννεφα και την έβαφε με χρυσοκόκκινα χρώματα. Το Παλάτσο Ντουκάλε γυάλιζε ολόκληρο, σαν να 'χε πάρει φωτιά και οι τρούλλοι της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου φάνταζαν σαν χρυσαφένιοι από μακριά. Ύστερα, το βλέμμα του έστρεψε προς τ' αριστερότερα, εκεί όπου υψώνονταν τα παλάτσα στο μεγάλο κανάλι, και το στήθος του φούσκωσε από έναν αναστεναγμό. Εκεί, στ' αρχοντικά, που τα πόδια τους πλένονταν νύχτα και μέρα μέσα στα βρόμικα καστανά νερά του καναλιού, σε κάποιο δωμάτιο που αντίκριζε τον υδάτινο δρόμο, μα και την ανοιχτή θάλασσα, βρισκόταν η γυναίκα που αγαπούσε. Η γυναίκα που είχε πληρώσει τον έρωτά του με μια μαχαιριά, που πήγε να στοιχίσει τη ζωή του.
   "Λεωνόρα..." μουρμούρισε τ' όνομά της κι ένιωσε στα μάτια του ν' ανεβαίνουν δυο δάκρυα.
   Λεωνόρα... Πόσες αναμνήσεις δεν του 'φερνε τ' όνομά της... Τα ερωτόλογα που είχαν ανταλλάξει, τα χτυποκάρδια τους, την αγωνία που ένιωθαν κι οι δυο όταν χωρίζονταν, είτε γιατί γύριζε ο Τζιόρτζιο είτε γιατί ξεκινούσε εκείνος για μια καινούργια εκστρατεία με τον Ιουστινιάνη. Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει από την πρώτη βραδιά που συναντήθηκαν στο μεγάλο χορό που έδιναν οι άρχοντες της Γένοβας. Τόσοι μήνες, που είχαν κυλήσει χωρίς κανείς τους να το καταλάβει...
   Λεωνόρα... Θυμόταν τα χείλη της, που έκαιγαν από τον πόθο όταν τον φιλούσε, το υπέροχο κορμί της, τις ατέλειωτες συζητήσεις τους -το μονόλογό του μάλλον, όταν της μιλούσε για τα όνειρά του, για το μέλλον της πατρίδας του. Κι εκείνη πόσο προσεκτικά τον άκουγε, πόσο τον άφηνε ν' ανοίγει την καρδιά του να της λέει... να της λέει...
   Κι ύστερα... Ύστερα το στιλέτο του δολοφόνου και στο τέλος, χτες, η φωνή της. Γεμάτη ικεσία και απόγνωση. Στ' αυτιά του βούιζε ακόμα τ' όνομά του, καθώς το πρόφερε εκείνη. «Δημήτριε!», «Δημήτριε!». Μια λέξη μοναχά, που έλεγε τόσα πολλά...
   Τώρα μετάνιωνε. Έπρεπε να την αφήσει να του πει, να απολογηθεί.
   "Όχι!" μουρμούρισε ύστερα από λίγο, κοιτάζοντας πάντοτε τη στεριά που απομακρυνόταν. Δεν υπήρχε λύση. Δε μ' αγαπούσε! Μια γυναίκα που αγαπάει, δε σκοτώνει! Δεν πληρώνει δολοφόνους! Μπορεί, αν της μιλούσα, να μ' έκανε να ξεχάσω. Όμως, οι υποψίες μου... Οι υποψίες μου θα γύριζαν πάντα μέσα στο νου μου...
   Αναστέναξε ξανά και κατέβηκε κάτω, στην καμπίνα που του είχε παραχωρήσει ο καπετάνιος παίρνοντας μια πολύ μεγάλη αμοιβή.
   Έπεσε η νύχτα σκοτεινή, ατέλειωτη. Η θάλασσα κυλούσε τα μικρά κύματά της, που έσπαζαν φωσφορίζοντας πάνω στα πλευρά της «Σάντα Μαρία». Όρθιος πάλι στην κουπαστή του καραβιού, ο Λάσκαρις γέμιζε τα στήθια του με θαλασσινό μυρωμένο αγέρι κι ένιωθε ότι οι δυνάμεις του γύριζαν στο αδυνατισμένο από τη βαριά λαβωματιά κορμί του. Το βλέμμα του, αφηρημένο, παρακολουθούσε μια στεριά που διαγραφόταν από τα φώτα κάποιου χωριού ή κάποιας μικρής πολιτείας. Φώτα τσιμπλιασμένα, που τρεμόπαιζαν μέσα στα σκοτάδια, σαν μάτια νυσταγμένα που μόλις κι ανοιγοκλείνουνε πριν τα σφαλίσει ο ύπνος. Ο αγέρας φυσούσε πάντα από πρύμα και το καράβι, γέρνοντας λίγο μονόμπαντα, όλο κι απομακρυνόταν από τη Βενετία, όλο και πλησίαζε στο πρώτο του λιμάνι, την Κέρκυρα.
   Ο Δημήτριος έκανε ένα γρήγορο υπολογισμό: θα έμεναν λίγες ώρες στην Κέρκυρα κι ύστερα θα τραβούσαν πρώτα για τη Γλαρέντζα κι ύστερα για τη Μεθώνη. Έπειτα, αφού έμεναν κι εκεί μερικές ώρες, θα έβαζαν ρότα για το Γύθειο. Λογάριαζε να κατέβει στο Γύθειο. Θ' αργούσε μερικές ώρες, όμως η διαδρομή με τ' άλογα από τη Μεθώνη θα τον κούραζε πολύ. Πέντε μέρες, έξι το πολύ. Σ' έξι μέρες, αν κρατούσε πρύμος ο καιρός, θα ήταν στο Μυστρά. Κοντά στο γέροντα πατέρα του και στον Αυτοκράτορα. Ανατρίχιασε με τη σκέψη. «Κι αν δε ζει ο πατέρας μου;» πέρασε από το νου του η ιδέα. Όχι! Θα ζούσε. Έπρεπε να ζει!
   Μέσα σ' ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα έκανε για δεύτερη φορά την προσευχή του, παρακαλώντας το Θεό να τον αξιώσει να δει για στερνή φορά τον κύρη του.
   Όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο το αγέρι δυνάμωνε και τα κύματα, που μέχρι πριν από λίγο ήταν γλυκά κι ήρεμα, άρχισαν ν' αγριεύουν και ν' αφρίζουν στις κορφές τους. Ο Δημήτριος κάθισε ακόμα λίγο στη θέση όπου βρισκόταν, ύστερα όμως, αφού έριξε μια ματιά στην πρύμη και βεβαιώθηκε ότι είχε χαθεί η Βενετία, τυλίχτηκε καλύτερα στο μανδύα του κι άρχισε να βηματίζει στο κατάστρωμα, που μια υποχωρούσε και μια ανέβαινε ψηλά.
   "Άρχοντά μου", άκουσε ξαφνικά δίπλα του μια φωνή. "Θα κρυώσεις. Είσαι ακόμα αδύναμος και το αγέρι τσούζει".
   Ήταν ο Κυρίτσης. Ο Λάσκαρις κούνησε το κεφάλι του και προχώρησε προς το κάσσαρο της πρύμης.
   Το ταξίδι συνεχίστηκε απρόσκοπτα ίσαμε την Κέρκυρα. Ο αγέρας -πότε δυνατός, πότε μαλακός- έσπρωχνε πάντα τη «Σάντα Μαρία» στον προορισμό της κι ο καπετάνιος, αφού άδειασε ό,τι εμπορεύματα προορίζονταν για την Κέρκυρα, γέμισε πάλι τα πανιά του κι άρχισε να κατεβαίνει στο Ιόνιο.
   Όταν πέρασε τη Λευκάδα, ο καπετάνιος άρχισε να παίρνει τα μέτρα του. Σ' εκείνα τα νερά, και κάτω στο Μοριά, ξεπρόβαλλαν συχνά-πυκνά τούρκικα και μισιρλιώτικα πειρατικά, κι αλίμονο σ' εκείνο το καράβι που ταξίδευε αμέριμνα.
   Η «Σάντα Μαρία» άφησε πίσω της το κάστρο της Γλαρέντζας κι ανοίχτηκε πάλι στο ανταριασμένο πέλαγο. Φυσούσε γερός γαρμπής και τα πανιά, φουσκωμένα σαν μπαλόνια, έκαναν το καράβι να τρίζει και ν' αφροκοπάει ολόκληρο, καθώς έσκαζε το ένα κύμα πίσω από τ' άλλο στην πρύμη του και περνούσε αχομανώντας σαν θεριό κάτω από την καρίνα του, για να εξαφανιστεί σ' ένα σύννεφο άσπρου αφρού στην πλώρη του.
   Ο Δημήτριος στεκόταν δίπλα στον καπετάνιο και τον παρακολουθούσε, καθώς, με ανοιχτά τα πόδια του για να κρατάει ισορροπία πάνω στο κατάστρωμα, που συνέχεια γλίστραγε, φώναζε τις προσταγές του. Ο καπετάνιος, ένας άνδρας ποτισμένος από άλμη και με σκασμένο από τους ανέμους και τους ήλιους δέρμα, γελούσε κάτω από τα δασά του γένια και η φωνή του, μπάσσα και σταθερή, ακουγόταν γαλήνια κάθε τόσο, καθώς έδινε τις προσταγές του στο δοιάκι:
   "Φερ' το στην μπάντα, Πιέτρο. Έτσι μπράβο. Λάσκα... Λάσκα τώρα..."
   Πειθήνιο το καράβι, άκουγε τον τιμονιέρη του και μια βουτούσε λίγο μονόμπαντα, και μια μ' όλόκληρη την πλώρη του, καθώς το σήκωνε ένα κύμα από πρύμα.
   "Μεσσέρε Λάσκαρι", φώναξε κάποια στιγμή ο καπετάνιος στον Δημήτριο. "Να εύχεσαι να πάει ο καιρός ώς τη Μεθώνη έτσι, γιατί μόνο αν δεν πέσει θα γλιτώσουμε από τους ανεπιθύμητους. Αν στρώσει και καλμάρει ο αγέρας, τότε... Τότε μπορεί να χρειαστεί να βροντήξουνε οι σωλήνες μου".
   Ο καιρός όμως δε βάσταξε. Κατά το βραδάκι, την ώρα που άρχισε να πέφτει ο ήλιος, άρχισε να φυσάει με λιγότερη ορμή και, δυο, καν τρεις ώρες μετά, μόλις που φούσκωναν τα πανιά από την αδύναμη πνοή του.
   Ο καπετάνιος ήταν όλος νεύρα τώρα. Περπατούσε πάνω στη γέφυρα, όλο κοίταζε τα ξεφούσκωτα πανιά του και στη γλώσσα του σχηματίζονταν χίλιες βλαστήμιες, που με κόπο τις κρατούσε για να μην τις ξεστομίσει.
   "Λοστρόμο! Ε, λοστρόμο!" φώναξε ξαφνικά. "Ποιον έχεις πάνω στην κόφα;"
   "Τον Τζερόλαμο, μεσσέρε", απάντησε εκείνος από το δοιάκι.
   Μια βαριά βλαστήμια βγήκε από το στόμα του καπετάνιου.
   "Δεν έβαζες καλύτερα τη γριά τη μάνα σου λοστρόμο!" μούγκρισε. "Ο Τζερόλαμο δε βλέπει τίποτε τη νύχτα. Σκαντζάρισέ τον. Ανέβασε τον Πιέτρο".
   Ο λοστρόμος έμπηξε μια φωνή κι ο ναύτης που φώναξε άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω στα ξάρτια. Ανέβαινε γρήγορα, όταν ξαφνικά έμπηξε ένα ουρλιαχτό κι άρχισε να γλιστράει κάτω.
   "Στην οργή!" μούγκρισε πάλι ο καπετάνιος βλέποντάς τον να βροντάει στο κατάστρωμα.
   Έτρεξε κοντά του και τον κοίταξε. Είχε στραμπουλήξει το πόδι του και μούγκριζε σαν ζωντανό.
   "Τον Τζάκομο, φώναξε τον Τζάκομο!" ούρλιαξε ο καπετάνιος στο λοστρόμο. "Γρήγορα, παναθεμά σε!"
   Ο δεύτερος ναύτης σκαρφάλωσε στην κόφα και κατέβηκε ο άλλος. Ούτε και τώρα, όμως, ήταν ικανοποιημένος ο καπετάνιος κι άρχισε πάλι να μουρμουρίζει.
   Ο Δημήτριος τον παρακολουθούσε κι ο Κυρίτσης το ίδιο.
   "Τι σου συμβαίνει, καπετάνιε;" ρώτησε κάποια στιγμή ο Λάσκαρις.
   "Τι μου συμβαίνει;" φώναξε. "Δεν έχω άλλον άνθρωπο που να του 'χω εμπιστοσύνη για να τον σκαντζάρει. Τη νύχτα τα μάτια κουράζονται γρήγορα και μπορεί μέσα σε δυο ώρες να βγει ολόκληρος στόλος από κουρσάρικα χωρίς να τα πάρει μυρουδιά ο βαρδιάνος ή μπορεί πάλι να μας τρομοκρατήσει με τις σκιές που θα γλιστράνε πάνω στη θάλασσα και θα τις βλέπει μόνο με τη φαντασία του!"
   Ο Δημήτριος δεν απάντησε, μόνο κοίταξε τον Κυρίτση. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
   "Καπετάνιο", του είπε αμέσως μετά. "Έχω τον άνθρωπο που σου κάνει. Είναι ο σύντροφός μου, ο Ιωάννης ο Κυρίτσης".
   Ο καπετάνιος τον κοίταξε με δυσπιστία.
   "Έχει γερό μάτι;" ρώτησε. "Τον εμπιστεύεσαι, μεσσέρε Λάσκαρι; Ξέρεις ότι η ζωή μας θα κρέμεται πάνω του, από το πόσο γρήγορα θα ξεχωρίσει μέσα στο σκοτάδι τους κουρσάρους, αν βέβαια η μοίρα μας το θελήσει να τους φέρει εμπρός μας".
   "Του 'χω εμπιστοσύνη!" έκανε λακωνικά ο Δημήτριος.
   Ο καπετάνιος σήκωσε τους ώμους του.
   "Δεν έχω εκλογή", μουρμούρισε. "Ο σύντροφός σου, μεσσέρε Λάσκαρι, θ' ανέβει σε δυο ώρες πάνω στην κόφα, κι ο Θεός βοηθός!"

   Το γερό βλέμμα του Κυρίτση σκούπιζε μεθοδικά τον ορίζοντα, αρχίζοντας από το Βοριά και κάνοντας ολόκληρο το γύρο, μέχρι που να ξανάρθει στο ίδιο μέρος απ' όπου ξεκίνησε. Η νύχτα ήταν πάντα σκοτεινή και, παρόλο που δε φυσούσε, έκανε ένα κρύο τσουχτερό πάνω στο κατάρτι. Ο Ιωάννης άρχισε να σκέφτεται πόση ώρα βρισκόταν στην κόφα· θα κόντευε να περάσει η μιάμιση. Μισή ώρα ακόμη και θα κατέβαινε -κι όταν κατέβαινε, θα ρουφούσε ένα ολόκληρο κύπελλο κυπριώτικο κρασί και θα ζεσταινόταν πάλι το παγωμένο του κορμί.
   Το καράβι ήταν κατασκότεινο. Ο καπετάνιος, για να 'ναι πιο σίγουρος ότι δε θα τον αντίκριζαν οι πειρατές, είχε σβήσει τα φανάρια του και τώρα η «Σάντα Μαρία» μόλις που διακρινόταν μέσα στη μαύρη, γαληνεμένη θάλασσα.
   Ο Κυρίτσης ξανάκανε ένα γύρο στον ορίζοντα με το βλέμμα του. Πέρασαν πέντε ή δέκα λεπτά, όταν ξαφνικά τα μάτια του κόλλησαν προς το Νοτιά.
   "Δεν ονειρεύομαι", μουρμούρισε κι έτριψε δυνατά τα μάτια με τις παλάμες του.
   Όχι, δεν είχε ονειρευτεί. Εκεί, στο Νοτιά, είχαν φανεί τρεις μαύρες μακριές σκιές, που σέρνονταν αθόρυβες πάνω στα νερά. Τις κοίταξε μια-δυο στιγμές αναποφάσιστος για το αν έπρεπε να φωνάξει, όταν στ' αυτιά του έφτασε αμυδρός ο ήχος των κουπιών που βούταγαν στη θάλασσα.
   "Φούστες ή μύστικα", μουρμούρισε. "Είναι πολύ χαμηλά για να 'ναι γαλέρες. Είναι κοντά. Αν φωνάξω, θα μ' ακούσουνε. Μπορεί και να μη μας είδανε".
   Παίρνοντας απότομα την απόφασή του και αφού έριξε ακόμα μια ματιά στις σκιές που, απ' ό,τι έδειχναν, κρατούσαν ρότα αρκετά πιο βόρεια από τη «Σάντα Μαρία», σαν να μην την είχαν δει, άρπαξε ένα σχοινί και γλίστρησε στο κατάστρωμα. Τα χέρια του πόνεσαν και του φάνηκε πως περνούσαν καυτά σίδερα στις παλάμες του, καθώς κατέβαινε με ορμή, όμως δε σταμάτησε ούτε στιγμή.
   Μόλις πάτησαν τα πόδια του στο κατάστρωμα, έτρεξε στην πρύμη κι άνοιξε με βιάση την πόρτα που έκλεινε την καμπίνα του καπετάνιου. Ο καπετάνιος, που λαγοκοιμόταν, ξύπνησε αμέσως και πετάχτηκε από το ξύλινο κρεβάτι του.
   "Τρία καράβια χαμηλά στο Νοτιά", είπε ο Κυρίτσης. "Είναι κοντά, γι' αυτό δε φώναξα, μην ακουστώ. Τραβάνε στο Βοριά. Αν ακολουθήσουν την πορεία που 'χουν τώρα, θα περάσουν μακριά μας".
   Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι του:
   "Σ' ευχαριστώ", του είπε. "Τρέχα πάλι στην κόφα. Αν τα δεις να τραβάνε προς τα εδώ, φώναξε. Αλλιώτικα, τσιμουδιά. Στο μεταξύ, θα ετοιμάσω το τσούρμο μου για την... υποδοχή. Θα είμαι κάτω από την κόφα!"
   Ο Κυρίτσης ξανασκαρφάλωσε στην κόφα. Από την ώρα που είχε γλιστρήσει κάτω για να ειδοποιήσει τον καπετάνιο, δεν είχαν περάσει πάνω από δύο λεπτά. Οι τρεις σκιές, στο μεταξύ, είχαν πλησιάσει και τώρα ο Ιωάννης ξεχώριζε τις γραμμές των καραβιών. Ήταν μακριά, με πρώρες μυτερές, που τραβούσαν πολύ πέρα από την ίσαλο, και οι πρύμες τους, στενές, εξείχαν κάμποσο από τη θάλασσα. Τα τρία καράβια είχαν μαζεμένα τα πανιά τους και ταξίδευαν με αργές κινήσεις των κουπιών τους.
   Ήταν κοντά, αρκετά κοντά. Ήταν σκοτεινά κι αυτά κι ο Ιωάννης απορούσε πώς δεν είχαν δει ακόμα τη «Σάντα Μαρία», που εξείχε κάμποσα πόδια πάνω από το νερό κι είχε απλωμένα όλα τα πανιά της.
   Τα κουρσάρικα δε σταμάτησαν, ούτε άλλαξαν ρότα. Τραβούσαν πάντα κατά το Βοριά κι ο ανάλαφρος φωσφορισμός, που έκαναν οι πλώρες τους καθώς έσχιζαν τον γαληνεμένο πόντο, όλο κι αδυνάτιζε.
   Τα τρία καράβια κάποτε άρχισαν να χάνονται στον ορίζοντα και να γίνονται ένα με το σκοτάδι της νύχτας.
   "Χαρά στη στραβωμάρα!" έκανε ο Ιωάννης, όταν τα 'χασε πια ολότελα, όταν τα κατάπιαν τα σκοτάδια. Να περάσουν τόσο κοντά και να μη μας δούνε!"
   Έπειτα γύρισε το βλέμμα του προς την Ανατολή και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. Είχε καταλάβει γιατί δεν τους είχαν δει οι κουρσάροι: ο καπετάνιος της «Σάντα Μαρία» ταξίδευε κοντά στην ξηρά και, από τη στιγμή που τον ειδοποίησε ο Κυρίτσης ότι φάνηκαν οι πειρατές, είχε στρίψει ακόμα το καράβι του, κι εκείνο, παρασυρμένο από το ρεύμα, είχε ζυγώσει ακόμα περισσότερο τη γη. Έτσι σκιασμένο καθώς ήταν από το μαύρο όγκο των βουνών, δεν έπρεπε να φαίνεται από το πέλαγο, ενώ, αντίθετα, από τη «Σάντα Μαρία» όλοι έβλεπαν τους κουρσάρους, που δεν είχαν γη στις μπάντες τους, αλλά το ανοιχτό το πέλαγο.
   Ξημέρωσε. Με την Ανατολή άρχισε πάλι να φυσάει ένα βοριαδάκι που, όσο ανέβαινε ο ήλιος, τόσο και φρεσκάριζε, μέχρι που άρχισε πάλι ν' αφρίζει ο πόντος και να τρίζει το καράβι, που με απλωμένα όλα τα πανιά του ταξίδευε προς το Ναυαρίνο.
   Ήλθαν το μεσημέρι, το απόβραδο, η νύχτα. Η θάλασσα ήταν πάντα έρημη. Όμως, ο καπετάνιος ανέβασε ξανά στην κόφα πρώτα τον Κυρίτση κι ύστερα τον Τζάκομο. Ξημέρωσε πάλι και κατά το μεσημέρι η «Σάντα Μαρία» πέρασε το στενό της Σαπιέντζας κι άραξε στο κάστρο της Μεθώνης.
   Η «Σάντα Μαρία» έμεινε εκεί τη νύχτα. Ο Δημήτριος, όμως, δεν κατέβηκε καθόλου στη στεριά. Πάνω στις επάλξεις του κάστρου κυμάτιζε η μπαντιέρα με το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και δεν ήθελε να πατήσει, για πρώτη φορά έπειτα από δύο χρόνια, το πόδι του στο Μοριά πάνω σε ξένο κάστρο.
   Ο Κυρίτσης, που στεκόταν δίπλα του στην κουπαστή, κατάλαβε τη σκέψη του και μουρμούρισε:
   "Κι αυτό θα το πάρουμε, κι αυτό δικό μας θα γενεί τώρα που Αυτοκράτορας είναι ο Κωνσταντίνος!"
   Ο Λάσκαρις κούνησε με λύπη το κεφάλι του:
   "Όχι, Ιωάννη. Όχι τόσο σύντομα όσο το πιστεύεις. Εχθροί μας είναι οι Τούρκοι κι ο αγώνας θα 'ναι τόσο σκληρός, που δε θα περισσέψει ο καιρός να πολεμήσουμε και τους Βενετούς. Στους Δυτικούς στηρίζουμε πολλές ελπίδες κι ο Κωνσταντίνος στα σίγουρα θα ζητήσει τη βοήθειά τους..."
  Η «Σάντα Μαρία» ξεκίνησε με το πρώτο φως της αυγής. Τώρα δε θα σταματούσε, παρά μόνο στο Γύθειο.
   "Σήμερα το βράδυ... Ας κρατήσει ο καιρός..." συλλογιζότανε ο Δημήτριος. "Σήμερα το βράδυ, στο Μυστρά..."
   "Κουρσάρικα! Κουρσάρικα στην πλώρη μας!" ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή από την κόφα.
   Κόντευε το μεσημέρι. Το γενοβέζικο καράβι ταξίδευε ανοιχτά από το Ταίναρο για να κάνει την κοντοβόλτα του, που θα το έφερνε στο Γύθειο.
   Ο καπετάνιος έτρεξε στην αριστερή πλευρά του κάσσαρου της πρύμης κι αγνάντεψε μπροστά.
   Κουρσάρικα! Ήταν δύο φούστες, που έρχονταν καταπάνω στο καράβι του αφρίζοντας ολόκληρες, καθώς τα κουπιά τους ανεβοκατέβαιναν βιαστικά μέσα στα νερά.
   "Όρτσα λα μπάντα!" πρόσταξε ο καπετάνιος στο δοιάκι.
   Ήθελε ν' αλλάξει την πορεία του, να γεμίσει τα πανιά του για να μη του κόψουνε το δρόμο του, όπως το ζητούσαν, οι κουρσάροι.
   Η «Σάντα Μαρία» έτριξε ολόκληρη, ίσιωσε κι ύστερα, γέρνοντας πάλι, βρήκε στα γεμάτα τον αγέρα στα πανιά της κι άρχισε να τρέχει πηδώντας πάνω από τα κύματα. Είδαν όμως κι οι κουρσάροι την καινούργια μανούβρα της και, στρίβοντας κι εκείνοι, άρχισαν το κυνηγητό.
   "Τόσο κοντά στη στεριά... Τόσο κοντά στα κάστρα!" μούγκρισε ο καπετάνιος. "Πού διάβολο είναι οι γαλέρες;"
   Γύρισε το κεφάλι του μια βόλτα στον ορίζοντα, αλλά δεν είδε τίποτε. Μόνο αφρισμένες κορφές κυμάτων που είχαν ένα χρώμα πρασινογάλαζο. Οι κουρσάροι, στο μεταξύ, όλο και ζύγωναν. Ο Δημήτριος μπορούσε τώρα να ξεχωρίσει τα τουρμπάνια που φορούσαν στα κεφάλια τους και τα πολύχρωμα φορέματά τους.
   Ο καπετάνιος πρόσταξε το πλήρωμά του να οπλιστεί κι ο Κυρίτσης έτρεξε να φέρει την αρματωσιά του Λάσκαρι και τη δική του.
   Τώρα όλοι οι ναύτες κοίταζαν τα δυο κουρσάρικα, που απείχαν κάπου δυο χιλιάδες πόδια από τη «Σάντα Μαρία». Κέρδιζαν συνέχεια απόσταση κι ο καπετάνιος του γενοβέζικου εμπορικού άφησε μια βλαστήμια να φύγει από το στόμα του. Έλπιζε ότι θα προλάβαινε να χωθεί στον κόλπο και να ζυγώσει την ακτή, πριν τον προλάβουν οι κουρσάροι, τώρα όμως έβλεπε ότι οι ελπίδες του ήταν μάταιες κι ότι θα 'πρεπε να πολεμήσει για να σώσει το καράβι και το τσούρμο του από την καταστροφή και την αιχμαλωσία.
   Oι κουρσάροι ζύγωσαν ακόμα. Ο Δημήτριος τους έβλεπε τώρα καθαρά. Ήταν σκαρφαλωμένοι στα ξάρτια των καραβιών τους και κράδαιναν τα κυρτά σπαθιά τους κι ούρλιαζαν σαν κολασμένοι. Ο Κυρίτσης έσφιξε τα δόντια του  και με μια νευρική κίνηση στερέωσε στη μέση του το βαρύ σπαθί του.
   Οι κουρσάροι ήταν έτοιμοι για το ρεσάλτο. Πέντε-έξι μαύροι είχαν αρπάξει τους γάντζους και τους κρατούσανε στα χέρια τους. Οι γάντζοι θα μπήγονταν στην κουπαστή του εμπορικού και θα στέριωναν απάνω του τα δυο πειρατικά.
   Ο καπετάνιος του γενοβέζικου σήκωσε το χέρι του και πρόσταξε τους ναύτες του να ετοιμαστούν να ρίξουν με τα μικρά κανόνια τους, όταν ακούστηκαν φωνές από τα δυο κουρσάρικα και απότομα, γυρίζοντας τις πλώρες τους προς το πέλαγο πάλι, άρχισαν ν' απομακρύνονται όσο γρηγορότερα τους το επέτρεπαν τα κουπιά τους και τα πανιά τους, που ανέβαιναν με βιάση.
   "Ένα πολεμικό!" φώναξε ο βαρδιάνος από την κόφα. "Ένα πολεμικό βγήκε από τον κόλπο!"
   Όλοι, από τον καπετάνιο ως τον τελευταίο ναύτη, γύρισαν προς τη στεριά το βλέμμα τους. Από μέσα από τον κόλπο έβγαινε, γεμάτο μεγαλοπρέπεια, ένα βυζαντινό χελάνδιο, με την μπαντιέρα με το δικέφαλο αετό πάνω στο κατάρτι του. Οι κουρσάροι το είχαν αντικρίσει πρώτοι και είχαν στρίψει, γιατί φοβήθηκαν τη δύναμή του.
   Το βυζαντινό χελάνδιο πέρασε κοντά από τη «Σάντα Μαρία» και, χωρίς να σταματήσει καθόλου, συνέχισε το δρόμο του, ακολουθώντας τους πειρατές. Ο καπετάνιος του γενοβέζικου έκανε το σταυρό του. 
   "Την πιο κατάλληλη στιγμή!" μουρμούρισε. "Ευλογημένο το όνομα της Μαντόνας!"
   Ο Δημήτριος έστριψε από την άλλη μπάντα του καραβιού και με μάτια δακρυσμένα από την περηφάνια παρακολούθησε το κυνηγητό. Το χελάνδιο όλο και κέρδιζε απόσταση. Ζύγωνε κιόλας ένα κουρσάρικο, που είχε μείνει πίσω. Ο καπετάνιος της «Σάντα Μαρία», συνεπαρμένος από την ιδέα ότι θα έβλεπε τη ναυμαχία, όρτσαρε το καράβι του και όλοι τρέξανε στην κουπαστή, που κοίταζε προς το χελάνδιο, με κρατημένες τις αναπνοές τους.
   Το πολεμικό ζύγωσε το δεύτερο κουρσάρικο και από την πλώρη του ξεπήδησαν φωτιές, που πέταξαν πάνω από τη θάλασσα και τύλιξαν με φλόγες το πειρατικό.
   Η ναυμαχία δεν κράτησε πολύ. Το κουρσάρικο, ζωσμένο στις φλόγες, σταμάτησε και η θάλασσα έπηξε από ανθρώπους που πηδούσαν στο νερό για να γλιτώσουν από τη φωτιά. Το χελάνδιο δε σταμάτησε για να τους μαζέψει. Είχε χάσει κάμποσο χρόνο με το δεύτερο κι ήθελε να ζυγώσει και το πρώτο πειρατικό, που είχε απομακρυνθεί και κόντευε να γίνει ένα σημάδι στον ορίζοντα.
   "Στη μπάντα το δοιάκι!" φώναξε ο καπετάνιος της «Σάντα Μαρία» και το καράβι, παίρνοντας πάλι τον αγέρα, μπήκε μέσα στον κόλπο της Λακωνίας.
   Ο Δημήτριος κοίταζε το Γύθειο, που όλο και πλησίαζε, κι ο νους του ταξίδευε στο Μυστρά, στο γερο-πατέρα του, που -αλίμονο- δεν ήξερε αν θα τον έβρισκε ζωντανό ή κλεισμένο στο κιβούρι του, στον τάφο. Ο Κυρίτσης δίπλα του γελούσε ολόκληρος. Ο Λάσκαρις, πριν από λίγο, του είχε πει ότι θα ζητούσε από τον Αυτοκράτορα να τον πάρει στη δική του τη δρούγγα και η ιδέα ότι θα 'ταν με τον Δημήτριο τον έκανε να τα βλέπει όλα ρόδινα.
   Το καράβι άραξε και ο Δημήτριος και ο Ιωάννης κατέβηκαν από τους πρώτους και πήγαν στο πανδοχείο για να ζητήσουν άλογα για φόρτωμα για το Μυστρά. Ο πανδοχέας τούς πέρασε στην αρχή για ξένους από τα ρούχα τους κι ήταν λίγο επιφυλακτικός, γιατί οι περισσότεροι Ρωμιοί δεν πολυχώνευαν τους Δυτικούς, κατόπιν όμως, όταν τους άκουσε να μιλάνε τόσο καθαρά τη γλώσσα του, τσακίστηκε να τους περιποιηθεί. Τους έβαλε να φάνε, τους έδωσε καλό κρασί κι ύστερα τους οδήγησε ο ίδιος στους στάβλους του, για να διαλέξουν μονάχοι τους τα ζωντανά που θα 'παιρναν μαζί τους. Αργότερα, ο Ιωάννης γύρισε στο λιμάνι κι έβγαλε από το καράβι το άλογο του Δημήτριου. Το ίδιο άλογο που είχε, όταν υπηρετούσε ως υπαρχηγός του Ιουστινιάνη. Ήταν ένα ζώο ψηλό, καλογυμνασμένο, και το τρίχωμά του, ανοιχτό καστανό, γυάλιζε σαν μεταξένιο. Ξεκίνησαν κατά τις τρεις το απόγεμα από το Γύθειο. Η απόσταση, όμως, ως το Μυστρά ήταν μεγάλη και δεν έφτασαν το ίδιο βράδυ στο Μυστρά. Ύστερα από τρεις ώρες πάνω στο άλογο, ο Δημήτριος χλώμιασε σε τέτοιο βαθμό από την κούραση, που ο Ιωάννης τον κατέβασε με τη βία και, χτυπώντας τη θύρα κάποιου χωριάτικου σπιτιού, τον υποχρέωσε να πέσει να πλαγιάσει. Ο Δημήτριος φώναξε, διαμαρτυρήθηκε, όμως στο τέλος υποχώρησε. Το εξαντλημένο ακόμα από το τραύμα κορμί του δε θα μπορούσε να τον κρατήσει άλλο όρθιο.
   Έφυγαν προτού φέξει. Ο ύπνος είχε συνεφέρει τον Δημήτριο απόλυτα και τώρα πήγαινε μ' έναν ελαφρύ τροχασμό, χωρίς να νιώθει καθόλου το τραύμα του, που είχε κλείσει πια ολότελα.
   Ο Μυστράς φάνταξε απότομα μπροστά τους, λουσμένος στις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ήταν μια μέρα λαμπρή, χωρίς κανένα σύννεφο, κι ο αγέρας, παρόλο που τέλειωνε ο Δεκέμβρης, δεν ήταν καθόλου κρύος.
   Ο Δημήτριος έριξε μια ματιά στην πιο ψηλή κορφή του Μυστρά, στο κάστρο του Βιλλαρδουίνου, κι η καρδιά του χτύπησε δυνατότερα, γιατί έβλεπε πάλι τον εαυτό του παιδί με τ' άλλα τ' αρχοντόπουλα να ροβολάνε κάτω, οπλισμένα με ξύλινα σκουτάρια και σπαθιά, φωνάζοντας, σαν σύννεφο από σπουργίτια. Έπειτα το βλέμμα του ταξίδεψε χαμηλότερα, στους κόκκινους κουμπέδες των εκκλησιών, στα καμπαναριά, στα παλάτια των Παλαιολόγων, στη Μητρόπολη.
   Μόλις αντίκρισε τη Μητρόπολη, σπιρούνισε, χωρίς να το σκεφτεί, το άλογό του, γιατί κοντά στην εκκλησία του Άϊ-Δημήτρη υψωνόταν το αρχοντικό του κύρη του, του Ανδρόνικου.
   Πέρασαν από την πόρτα της Μονεμβασιάς και, παίρνοντας τον κεντρικό δρόμο, τράβηξαν προς τη Μητρόπολη και ξεπέζεψαν μπροστά στο αρχοντικό, που υψωνότανε κοντά της. Το αρχοντικό, ένα σπίτι δίπατο, μ' έναν εξώστη μπροστά κι ένα ισόγειο που ήταν στάβλοι για τ' άλογα, ήταν βουβό και πένθιμο κι ο Δημήτριος, καθώς ανέβαινε τα λίγα σκαλοπάτια της εισόδου, άρχισε να νιώθει την καρδιά του να σφίγγεται από την αγωνία. Είχε φτάσει, άραγε, έγκαιρα ή θα έβρισκε άδειο το σπίτι του και τον πατέρα του νεκρό, κατεβασμένο στον τάφο, με το παράπονο ότι δεν είχε δει, πριν κλείσει τα μάτια του, το μοναδικό του το παιδί, που τόσο αγαπούσε;
   Ο Δημήτριος σταμάτησε απότομα πριν ακουμπήσει το χέρι του στην πόρτα. Παρόλο που ήταν νωρίς -μόλις πριν από λίγη ώρα είχε ανατείλει ο ήλιος- ένας παπάς, ντυμένος τα ιερά του άμφια, έβγαινε από την εκκλησία με μια μικρή συνοδεία από παιδιά που βαστούσαν καντήλες και θυμιατά στα χέρια τους κι όδευε προς το μέρος του, έχοντας τυλιγμένο σ' ένα άλικο ύφασμα, κεντημένο με χρυσάφι, το Άγιο Δισκοπότηρο.
   Ο Λάσκαρις, σαν μαγνητισμένος, παρακολούθησε τον παπά και, βλέποντάς τον να 'ρχεται προς το σπίτι του κύρη του, χλώμιασε, έσφιξε τα δόντια του κι έκανε να χτυπήσει τη θύρα, όταν εκείνη άνοιξε μόνη της και πίσω της ξεπρόβαλε ένας γέροντας απλοντυμένος.
   Ο γέροντας σήκωσε το βλέμμα του, τα μάτια του έλαμψαν για μια στιγμή από χαρά κι ύστερα, παίρνοντας το σοβαρό ύφος που άρμοζε στην ιερή στιγμή, έκανε:
   "Ευλογημένο τ' όνομα του Υψίστου! Ήλθες στην ώρα σου, αυθεντόπουλο Δημήτριε!"
   Ο Λάσκαρις έσφιξε με το χέρι του τον ώμο του γέροντα κι αμίλητος, τρέχοντας, ανέβηκε στην πέτρινη σκάλα για να πάει στο δώμα του πατέρα του. Στο κατώφλι του δώματος σταμάτησε για μια στιγμή. Ένιωθε ότι τα χέρια του τρέμανε από τη συγκίνηση κι ότι τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, που δύσκολα μπορούσε να τα σταματήσει να μην τρέξουν στα σκαμμένα από την αδυναμία μάγουλά του.
   Εκεί, στο κατώφλι, πήρε μια βαθιά ανάσα, πίεσε τον εαυτό του να μην ξεσπάσει σε κλάμα και, τραβώντας με αποφασιστικό χέρι το βήλο που σκέπαζε την είσοδο του δωματίου του πατέρα του, μπήκε μέσα.
   Ο κυρ Ανδρόνικος Λάσκαρις ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του με κλειστά τα μάτια του και η ανάσα του έβγαινε σφυριχτή από το στόμα του.
   Ο Δημήτριος δίστασε για μια στιγμή, ύστερα όμως, βέβαιος ότι θα έκρυβε τη συγκίνησή του, προχώρησε προς το κρεβάτι.
   Ο Ανδρόνικος άκουσε τα βήματά του, άνοιξε τα μάτια του, γύρισε λίγο το κεφάλι του προς το μέρος του και τα ξανάκλεισε αμέσως μετά, σαν να μην πίστευε σ' εκείνο που θωρούσε.
   "Πατέρα..." ψιθύρισε ο Δημήτριος γονατίζοντας κοντά στο κρεβάτι. "Πατέρα, ήλθα. Γύρισα και τώρα πια δε θα φύγω ούτε στιγμή από κοντά σου..."
   Η φωνή του έσπασε κι αναγκάστηκε να ξεροκαταπιεί για να πνίξει ένα λυγμό, που φούσκωνε το στήθος του. Ο πατέρας του ήταν αγνώριστος. Τον είχε αφήσει όρθιο σαν κυπαρίσσι και γερό σαν τη γέρικη βαλανιδιά, όταν έφυγε από το Μυστρά πριν από δύο κοντά χρόνια. Και τώρα... τώρα έβλεπε έναν άνθρωπο αδυνατισμένο, με σκαμμένα τα μάγουλά του και με κάτασπρα τα τότε μολυβένια γένια και μουστάκια του.
   "Δημήτριε, παιδί μου, γύρισες; Γύρισες, επιτέλους!" ψιθύρισε κι εκείνος και το σκελεθρωμένο χέρι του σηκώθηκε με κόπο κι ακούμπησε πάνω στο σγουρό κεφάλι του βλασταριού του. "Γύρισες και δε θα ξαναφύγεις; Μου λες αλήθεια, Δημήτριε; Αλήθεια;" είπε ύστερ' από λίγο, χαϊδεύοντας πάντα το κεφάλι του γιου του.
   "Ναι, πατέρα, γύρισα..."
   Ο Ανδρόνικος έκανε ν' ανασηκωθεί, δεν το κατόρθωσε όμως και ξανάπεσε πάλι βαρύς στο χηνοπλουμάτο προσκεφάλι του.
   "Δημήτριε", μουρμούρισε με αληθινή λατρεία, "παιδί μου. Πλησίασε... Περισσότερο... Τα μάτια μου δε βλέπουν πια καλά και θέλω τόσο πολύ να δω το πρόσωπό σου".
   Ο Λάσκαρις έσκυψε κι έφερε κοντά στο πρόσωπο του πατέρα του το κεφάλι του.
   Ο Ανδρόνικος τον κοίταξε κάμποση ώρα και σιγά σιγά, καθώς τον μελετούσε, τα χαρακτηριστικά του άρχισαν να χαράζονται από ανησυχία:
   "Δημήτριε, παιδί μου, τι έπαθες; Σε βλέπω αδύνατο, χλωμό. Ήσουν άρρωστος; Πες μου! Μη μου κρύβεις τίποτε. Θεέ μου, πόσο άλλαξες! Πόσο πιο..."
   Η προσπάθεια να μιλήσει τον κούρασε και το στήθος του άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει πιο βιαστικά, καθώς προσπαθούσε ν' αναπνεύσει.
   "Δημήτριε", είπε σε λίγο, "δε μου απάντησες. Ήσουν άρρωστος;"
   "Ναι, πατέρα", απάντησε μ' ένα ψέμα εκείνος, γιατί δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει. "Όμως, τώρα έγιανα και γρήγορα θα ξαναγίνω όπως ήμουν πριν".
   "Θα γίνεις... Θα γίνεις..." χαμογέλασε ο Ανδρόνικος και το σκελεθρωμένο χέρι του χάιδεψε το πρόσωπο του γιου του. "Θα γίνεις και τώρα... τώρα που κι ο Κωνσταντίνος ο δεσπότης μας θα στεφθεί Αυτοκράτορας..."
   Ο Ανδρόνικος δεν απόσωσε τη φράση του, γιατί υψώθηκε πάλι το βήλο και στο κατώφλι φάνηκε ο παπάς με το δισκοπότηρο στα χέρια του.
   Ο Δημήτριος σηκώθηκε και, γέρνοντας το κεφάλι του, έκανε το σταυρό του. Ύστερα, σαν μέσα σ' όνειρο, άκουσε την ψαλμωδία του παπά κι είδε τον πατέρα του να κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων.
   Ο Ανδρόνικος έτρεμε από την ταραχή του καθώς τον μεταλάβαινε ο παπάς και, όταν πια τα ξεραμένα χείλη του ρούφηξαν το Αίμα και το Σώμα του Κυρίου, ένα χαμόγελο ευτυχίας γράφτηκε στο πρόσωπό του.
   Είχε κάνει την ειρήνη με τον Θεό του κι είχε γυρίσει κι ο Δημήτριος κοντά του. Η ευτυχία του ήταν απόλυτη.
   Έφυγε ο παπάς και στο δωμάτιο έμεινε μια μυρωδιά από λιβάνι και θυμίαμα κι ο ασημένιος καπνός ανέβηκε αργά αργά στο ξυλόγλυπτο ταβάνι.
   Ο Ανδρόνικος γύρισε πάλι το βλέμμα του στο γιο του.
   "Δημήτριε, έλα, πλησίασε. Κάθισε κοντά μου. Θέλω να χορτάσουνε τα μάτια μου, όσο έχουνε ακόμα φως, την παρουσία σου".
   Ο Λάσκαρις τράβηξε ένα σελλίο και κάθισε κοντά στο κρεβάτι με τ' ακριβά χρυσοκέντητα παπλώματα και το στολισμένο με κομμάτια από ασήμι ξύλο του.
   Ο Ανδρόνικος δε μίλησε. Κοίταζε το γιο του, τον καμάρωνε. Έβλεπε σ' εκείνον τον εαυτό του, όταν ήταν στα χρόνια του, όταν κι εκείνος ήταν γεμάτος όνειρα κι ελπίδες... Όταν κι αυτός ζωσμένος το σπαθί και το σκουτάρι στο πλευρό του, πολεμούσε για το δεσπότη του, για την αναγέννηση του Έθνους του.
   Ο Ανδρόνικος είχε πολεμήσει τους Τούρκους, είχε ακούσει τα νικητήρια σαλπίσματα, είχε μεθύσει από την άγρια χαρά που δίνει ο πόλεμος στους άνδρες. Ύστερα, όμως... Όταν έγινε η Ένωση, που υπογράφτηκε στη Φλωρεντία -«η άτιμη η συμφωνία», όπως την έλεγε- ο Ανδρόνικος είδε όλα του τα όνειρα να γκρεμίζονται. Μισούσε τους Δυτικούς μ' όλη τη δύναμη της ψυχής του, γιατί πίστευε ότι εκείνοι ήταν οι αίτιοι για την κατάπτωση της Αυτοκρατορίας και δεν παραδεχόταν, ούτε τότε ούτε και τώρα ακόμα, ότι η Δύση θα βοηθούσε το Βυζάντιο να γλιτώσει τον αφανισμό.
   "Δημήτριε", έκανε κάποια στιγμή. "Θέλω να με θάψεις κοντά στη μάνα σου... Θέλω κοντά της να ξαποστάσω, γιατί μου έλειψε... Μου έλειψε σ' ολόκληρη τη ζωή μου..."
   Ο Λάσκαρις ένιωσε πάλι τα δάκρυα να υγραίνουνε τα μάτια του. Θυμόταν τη μάνα του, έβλεπε τα στερνά του πατέρα του και από το νου του πέρασε η εικόνα της Λεωνόρας. Μήπως κι αυτός δεν ήταν τώρα στην ίδια θέση μ' εκείνον; Μήπως κι αυτός δε θα 'νιωθε σ' ολόκληρη τη ζωή του να του λείπει εκείνη που αγαπούσε;
   Ο Ανδρόνικος πήρε μια βαθιά ανάσα.
   "Δημήτριε, παιδί μου", είπε με αδύναμη φωνή. "Σ' αδίκησα. Σκέφτηκα πολύ όλον τούτο τον καιρό τον τελευταίο τσακωμό μας. Μετάνιωσα που σήκωσα το χέρι μου να σε χτυπήσω και, αν δεν σ' έβλεπα, θα κατέβαινα στον τάφο μου με βαριά καρδιά..."
   Ο ετοιμοθάνατος ξανασώπασε. Ο Δημήτριος κάτι πήγε να πει, όμως εκείνος δεν τον άφησε:
   "Όχι, παιδί μου, μη λες τίποτε. Ήμουν κι εγώ νέος, είχα κι εγώ όνειρα και ζούσα μ' ελπίδες. Αλίμονο... Τις έχασα. Τα όνειρά μου σβήσανε... Οι ελπίδες μου εξανεμίσθηκαν... Είχα όμως εσένα, το βλαστάρι μου, το καμάρι μου..."
   Σταμάτησε ξανά. Τον κούραζε που μιλούσε, όμως ήθελε να πει κι άλλα και φοβόταν μη δεν προφτάσει.
   "Δημήτριε", συνέχισε έπειτα από λίγο. "Μετάνιωσα για την πράξη μου -στο είπα και στο ξαναλέω. Γύρισες και πρόλαβες και τ' άκουσες από το στόμα μου. Αν ο Θεός με είχε πάρει κοντά του πριν γυρίσεις -γιατί το 'ξερα ότι θα γύριζες... Ναι, το ήξερα...- θα έβρισκες όλα τούτα που σου λέω σ' ένα γράμμα που σ' αφήνω..."
   Ο Ανδρόνικος πήρε πάλι μια ανάσα, ξανασταμάτησε κι έκλεισε τα μάτια του.
   Ο Δημήτριος έσκυψε ανήσυχος πάνω του.
   Ο Ανδρόνικος ξανάνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το γιο του. Η ανάσα του ήταν πιο δύσκολη τώρα. Το στήθος του πάσχιζε να γεμίσει με αέρα.
   "Δημήτριε", ψιθύρισε τόσο σιγανά, που μόλις ακούστηκε. "Πλησίασε, γονάτισε. Θέλω να σου δώσω την ευχή μου!"
   Κλαίγοντας πια φανερά, γονάτισε κοντά στον πατέρα του κι εκείνος ακούμπησε το χέρι του στα μαλλιά του.
   "Ο Θεός να σε φυλάξει, παιδί μου", άρχισε με την αδύναμη φωνή του, "και να σου δώσει πολλές ανταμοιβές στον κόσμο τούτο. Απόκτησε πολλά παιδιά και κάθε όνειρό σου αγαθό να βρει ολοκλήρωση στον κόσμο τούτο. Πολλά να 'ναι τα χρόνια σου και καλές οι υπηρεσίες που θα προσφέρεις στον Αυτοκράτορά μας και στην πατρίδα. Ζήσε ευτυχισμένος, Δημήτριε. Έχε την ευχή μου!"
   Ο ετοιμοθάνατος σταμάτησε πάλι. Είχε κουραστεί. Τα χέρια του άρχισαν να παγώνουν, όμως ήθελε κι άλλα να πει. Ξεκουράστηκε λίγο και πήρε μια-δυο ανάσες:
   "Δημήτριε", πρόφερε αργά αργά, κομπιαστά. "Ξέρω τα όνειρά σου και τις ελπίδες σου... Τις είχα κάποτε κι εγώ. Δε θέλω να σε απογοητεύσω, όμως, παιδί μου, μη στηρίξεις τη ζωή σου στην ελπίδα της αναγέννησης της Αυτοκρατορίας. Η Αυτοκρατορία... το Έθνος, θ' αφανιστεί. Ο Τούρκος θα νικήσει... Ο Αυτοκράτορας, ο νέος Αυτοκράτοράς μας, ο ηρωικός δεσπότης μας... αλίμονο... δεν είναι παρά μια σκιά Αυτοκράτορα... Ζήτησε... ζήτησε να εγκρίνει ο Αμουράς την ανακήρυξή του... Στον Αμουρά... σαν βασάλος του, όπως λένε στη Δύση... Δημήτριε, παιδί μου... Σκύψε να σε φιλήσω... παιδί μου..."
   Ο Ανδρόνικος ακούμπησε τα παγωμένα χείλη του στο μέτωπο του γιου του και μέσα σ' εκείνο το φιλί παράδωσε το πνεύμα του.
   Ο Δημήτριος έκρυψε μέσα στα παπλώματα το πρόσωπό του και το κορμί του τινάχτηκε από τους λυγμούς.
   Όταν, λίγο αργότερα, σήκωσε το κεφάλι του και πέρασε την παλάμη του στα μάτια του πατέρα του, που τον κοίταζαν χωρίς να τον θωρούνε, είχε σκοτεινιάσει.
   Σηκώθηκε και, αφού κοίταξε άλλη μια φορά με αγάπη το λείψανο του κύρη του, βγήκε από το δωμάτιο για να φωνάξει τις γυναίκες να τον περιποιηθούνε. Ήταν τσακισμένος από την κούραση, όμως δε γινόταν να πλαγιάσει. Έπρεπε να ξενυχτήσει κοντά σ' εκείνον που είχε φύγει.
   Πλύθηκε ο Ανδρόνικος από τους υπηρέτες του που έκλαιγαν με δάκρυα πύρινα, μυρώθηκε και λαζαρώθηκε με αναβόλια που σκέπασαν το σώμα του κι ύστερα οι κοπιατές, που τον σπαργάνωσαν, του φόρεσαν τα πιο καλά του ρούχα, χρυσοκέντητα βαριά μεταξωτά, τη χρυσή ζώνη που έδειχνε ότι ήταν από γενιά μεγάλη, και κατόπιν τον έβαλαν σε ακριβό κιβούρι, πάνω σ' ένα βάθρο, σκεπασμένο με πλούσιο ύφασμα, που 'βλεπε στην Ανατολή, κι άναψαν κεριά ολόγυρά του.
   Μετά ήλθαν πάλι οι υπηρέτες στο τρίκλινο, όπου ήταν τοποθετημένος ο νεκρός κι ο Δημήτριος και οι άλλοι συγγενείς του, ξαδέλφια του και θείοι και θειάδες του, κι άρχισαν το θρήνο, και το τρίκλινο γέμισε από φωνές και μοιρολόγια, και οι γυναίκες τραβούσαν τα ξεχτένιστα μαλλιά τους και οι υπηρέτριες σήκωναν ψηλά τα χέρια τους και χτύπαγαν τα στήθια τους, και ολόκληρο το μεγάλο δώμα αντιλάλησε από τη λύπη.
   Ήλθαν και οι μοιρολογίστρες και οι φωνές τους, φωνές μελωδικές, ακούστηκαν ίσαμε τη Μητρόπολη, ίσαμε την εκκλησιά του Άϊ-Δημήτρη, και το «ιού, ιού» πέταξε ψηλά κι έφτασε ίσαμε τ' άλλα αρχοντικά, που γνώριζαν μ' αυτό τον τρόπο τη θανή του κυρ Ανδρόνικου του Λάσκαρι.
   Ο Δημήτριος ούτε φώναζε ούτε μοιρολογούσε. Ήταν πεσμένος σ' ένα θρονί και κοίταζε το γεννήτορά του και τα μάτια του υγραίνονταν κάθε τόσο και με κόπο συγκρατούσε τους λυγμούς του. Κι ο Κυρίτσης, καθισμένος κατάχαμα, όπως οι περισσότεροι, τον κοίταζε κλεφτά  και μέσα του ανησυχούσε μην η αδυναμία του και η συγκίνησή του τον ρίξουνε και πάλι στο κρεβάτι.
   Πέρασε η νύχτα μέσα στα μοιρολόγια και το πρωί σήκωσαν το νεκρό μέσα στο κιβούρι του κι έξω από το σπίτι του, που ήταν φορτωμένο μαύρα υφάσματα, σχηματίστηκε η πομπή.
   Πριν από το ξέσκεπο κιβούρι, που το βάσταγαν ο Δημήτριος και οι άλλοι συγγενείς του, πήγαιναν οι παρθένες και οι μοιρολογίστρες και πίσω τους το παπαδολόι με τα εξαπτέρυγα, κρατώντας αναμμένα κερά στα χέρια τους και ψέλνοντας τον άμωμο και τον τρισάγιο ύμνο. Πίσω από το κιβούρι ακολουθούσαν οι άνδρες κι ύστερα, χωριστά και πιο πίσω, οι γυναίκες, κρατώντας κι εκείνες λαμπάδες αναμμένες. Κοντά στο κιβούρι, ένας ιπποκόμος, ντυμένος στα ολόμαυρα, κρατούσε το άλογο του κυρ Ανδρόνικου, που κι εκείνο είχε την πλάτη του σκεπασμένη με μαύρα υφάσματα και που, λες κι είχε καταλάβει κι αυτό το πένθος, όδευε, όπως οι άνθρωποι, με σκυφτή την κεφαλή του.
   Η νεκρική πομπή δεν πήγε μακριά. Η Μητρόπολη, όπου θα ψαλλότανε η νεκρώσιμη ακολουθία, ήταν κοντά στο αρχοντικό του Λάσκαρι. Έξω από την εκκλησιά είχε συναχθεί κόσμος πολύς, αρχοντολόι και λαός, και οι καμπάνες της Μητρόπολης άρχισαν να χτυπάνε πένθιμα, καθώς το κιβούρι πέρασε τη θύρα της.
   Ο νεκρός μέσα στην εκκλησιά, ξεσκέπαστος πάντα, τοποθετήθηκε σε βάθρο που 'βλεπε στην Ανατολή, και μέσα στις χρυσές φλόγες των κεριών και των καντηλιών, και μέσα σ' ένα σύννεφο από θυμίαμα και λιβανωτό οι παπάδες κι ο μητροπολίτης, ντυμένοι με τα καλύτερα άμφιά τους, πήγαν ν' αρχίσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία, όταν ακούστηκε ένας ψίθυρος απ' έξω από την εκκλησιά, ψίθυρος που έγινε βαβούρα, καθώς ο κόσμος γύριζε προς την είσοδο το κεφάλι του.
   "Ο Κωνσταντίνος! Ο κυρ Κωνσταντίνος! Ο Αυτοκράτορας! Και οι οφικιάλιοι!" ψιθύριζε ο κόσμος.
   Ο Παλαιολόγος μπήκε με στητό το κεφάλι στη Μητρόπολη και το βλέμμα του έψαξε για μια στιγμή τους συγγενείς του νεκρού κι ύστερα σταμάτησε πάνω στον Δημήτριο. Ο Αυτοκράτορας δε φορούσε στέμμα στο κεφάλι του. Ήταν ντυμένος απλά και το μόνο στολίδι του ήταν μια πολύτιμη πόρπη με διαμάντια και σμαράγδια, που κρατούσε το μανδύα του.
   Ο Κωνσταντίνος ήταν ψηλός, με γεροδεμένο κορμί και μαύρα γένια και μουστάκια που γκριζάριζαν λίγο στις άκρες τους. Το βλέμμα του αστραφτερό και τα κανονικά χαρακτηριστικά του, που ήταν πάντα λίγο τραβηγμένα από τη λύπη που κρυφόκαιγε μέσα στα στήθη του, του έδιναν ένα αντρίκειο ύφος και μια μεγαλοπρέπεια που ανάγκαζε τον κόσμο, αρχοντολόι και λαό, να γυρίζει πάντα το κεφάλι του και να τον θωρεί με θαυμασμό και σέβας.
   Ο Παλαιολόγος προχώρησε στην εκκλησιά και στάθηκε κοντά στον Δημήτριο κι εκείνος, παρόλο του το πένθος και το σπαραγμό, δε μπόρεσε να μην του ρίξει μια ματιά που πρόδινε την αγάπη και την αφοσίωση που ένιωθε για τον «θεό» του.
   Μαζί με τον Παλαιολόγο ήλθαν στην εκκλησιά και οι πιο μεγάλοι του Δεσποτάτου, ο Φραντζής, ο έμπιστος του Κωνσταντίνου, οι στρατηγοί του και οι τουρμάρχες και οι κόμητες της Κόρτης, και οι δρουγγάριοι, που είχαν υπηρετήσει άλλοτε μαζί με τον Δημήτριο στις μάχες που έδωσε ο δεσπότης με Φράγκους και με Τούρκους.
   Ύστερα, όταν όλοι πια οι άρχοντες πήρανε τις θέσεις τους, άρχισε, μέσα σε απόλυτη σιωπή, η ακολουθία.
   Τέλειωσε κάποτε η νεκρώσιμη ακολουθία και η κηδεία βγήκε πάλι στον κεντρικό δρόμο και σχηματίστηκε ξανά η ίδια πένθιμη πομπή. Ο Δημήτριος δε ζούσε πια. Ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και δυο φορές ο Κυρίτσης, που τον παρακολουθούσε, τον στήριξε για να μην πέσει, καθώς όδευε κρατώντας με τους άλλους συγγενείς του το κιβούρι του πατέρα του.
   Από το κοιμητήριο γύρισε η πομπή κάπου μια ώρα αργότερα και στ' αυτιά του Λάσκαρι αντηχούσαν ακόμα -ώς το βράδυ, ώς τη στγμή που έπεσε, περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός, στο κρεβάτι του να ξαποστάσει- τα μοιρολόγια των γυναικών και τα λόγια που πρόφερε ο Αυτοκράτορας για ν' αποχαιρετήσει τον πατέρα του.
   Ο Δημήτριος κοιμήθηκε έναν ύπνο ταραγμένο ίσαμε το ξημέρωμα. Ύπνο, που διακόπτανε οράματα φρικιαστικά, χαμού κι απελπισίας. Είδε τον πατέρα του όπως ήταν λίγο πριν πεθάνει. Ήταν όρθιος και τον κοίταζε με θλίψη. Του μιλούσε. Του έλεγε για τις ελπίδες του και τα όνειρά του. Έπειτα του έδειξε κάποια εικόνα φοβερή: μια ερήμωση, μια συμφορά. Έναν ήλιο που έσταζε αίματα, που πήγαινε να πέσει στη θάλασσα, ενώ πέρα, στον ορίζοντα, έλαμπε ασημένιο το μισοφέγγαρο.
   Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα. Ξανάκλεισε τα μάτια του, αποκοιμήθηκε, και τότε η ίδια εικόνα ξεπρόβαλε μπροστά του: ο ματωμένος ήλιος και το μισοφέγγαρο. Η ερήμωση κι η συμφορά μιας πόλης που δεν είχε ξαναντικρίσει.
   Ξύπνησε πάλι, σηκώθηκε κι έκανε το σταυρό του.
   "Πατέρα, τι θέλεις να μου πεις;" ψιθύρισε.
   Κανείς δεν του απάντησε και η φωνή του χάθηκε μέσα στο αμυδρά φωτισμένο από μια καντήλα, μπρος στο εικονοστάσι, δωμάτιο.
   Ο Δημήτριος προχώρησε στο παραθύρι κι έριξε μια ματιά έξω. Κόντευε να ξημερώσει. Τα κοκόρια λάλησαν μια-δυο φορές. Το φως του φεγγαριού ασήμωνε τον άδειο λιθόστρωτο δρόμο. Πάνω στο καμπαναριό του Άϊ-Δημήτρη μια κουκουβάγια άφησε μια λυπητερή κραυγή. Ανατρίχιασε. Έκανε κρύο. Το τζάκι είχε σβήσει. Το άναψε ξανά κι ύστερα κάθισε σ' ένα σελλίο κι άρχισε να παρακολουθεί τη φωτιά...
   Ξημέρωσε και το γκρίζο φως της χειμωνιάτικης αυγής άρχισε να διώχνει τα σκοτάδια. Ο Δημήτριος ήταν πάντα βυθισμένος στις σκέψεις του. Αναλογιζόταν το όνειρό του και τα τελευταία λόγια του πατέρα του, το λυπημένο ύφος του, κι ένιωθε ένα σύγκρυο να περνάει το κορμί του...

   Το πρώτο φως της αυγής βρήκε όρθιο τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Κοιμόταν άσχημα όλον τούτο τον καιρό και η απόφαση που είχε πάρει να στεφθεί Αυτοκράτορας βάραινε πάνω στους ώμους του. Ο Κωνσταντίνος είχε ξεκινήσει με πλούσια όνειρα και το όραμά του, που δεν τον άφηνε στιγμή να ησυχάσει, ήταν το πώς θα σωζόταν η Αυτοκρατορία· η ανύπαρκτη Αυτοκρατορία, εξόν από μερικά κομμάτια της που δεν είχε ακόμα πατήσει ο Σουλτάνος.
   Ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε με όνειρα και τα είδε όλα να γκρεμίζονται. Άτυχος και στους δυο του γάμους, έχασε τις δυο γυναίκες που αγαπούσε, τη Μαγδαληνή Τόκκου και την Αικατερίνη Γουατελούζου. Τις έχασε και τις δυο στην εγκυμοσύνη τους επάνω και τώρα δεν είχε ούτε ένα παιδί για να του γλυκάνει τις πένθιμες ώρες, όταν βρισκόταν μονάχος του, όταν το μυαλό του έφερνε μπροστά του το μέλλον, το σκοτεινό κι αβέβαιο μέλλον, που μάντευε ποιο θα 'τανε.
   Την προηγούμενη μέρα, μετά την κηδεία του Ανδρόνικου Λάσκαρι, ο Κωνσταντίνος είχε πάει στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής και είχε καθίσει ώρα πολλή πάνω στον τάφο της πρώτης του γυναίκας, της Θεοδώρας, όπως είχε βαφτιστεί όταν έγινε συντρόφισσά του.
   Έμεινε ώρα πολλή πάνω από την κρύα ταφόπετρα και από το νου του πέρασαν στιγμές ευτυχισμένες κι είδε ξανά τον εαυτό του παλικάρι είκοσι τεσσάρων χρονών, όταν πρωταντίκρισε την ξανθιά Μαγδαληνή, την κοπέλα που θα γινότανε γυναίκα του.
   Ο γάμος του ξεκίνησε από πολιτική και μεταβλήθηκε σ' έρωτα αληθινό και σ' ευτυχία, γιατί ήταν όμορφη η Μαγδαληνή Τόκκου, γιατί στο αγγελικό της πρόσωπο άνθιζε πάντα το χαμόγελο. Κι εκείνος ένιωθε περήφανος κοντά της κι ευχαριστούσε το Θεό του, που φάνηκε καλός απέναντί του και του 'δινε μια γυναίκα που γινόταν συντρόφισσά του αληθινή κι έφερνε και δύναμη στο σπίτι του με τη γερή την προίκα της, που χάριζε στο Δεσποτάτο του Μοριά τόσα μέρη πατημένα από τους Φράγκους.
   Ήταν απλός ο γάμος. Γάμος στρατιώτη, που παντρεύεται μέσα σε στρατόπεδο, χωρίς γιορτές και ξεφαντώματα, στους Μύλους, έξω από την Πάτρα, που πολιορκούσε για να τη λευτερώσει από τους Λατίνους.
   Έζησε κοντά ενάμιση χρόνο η Θεοδώρα πλάι στον Κωνσταντίνο. Ενάμιση χρόνο χωρίς να γνωρίσει τίποτε άλλο από την άγρια αντάρα της μάχης και της πολιορκίας, και από τις σύντομες επισκέψεις του Δραγάση στη Σανταμίρα της Αχαΐας -όπου έμενε- του Κωνσταντίνου, που ερχόταν από την Πάτρα για να περάσει μερικές -αλίμονο, τόσες λίγες...- ώρες ευτυχίας κοντά στη γυναίκα που αγαπούσε.
   Η Θεοδώρα πέθανε. Πέθανε μέσα στους πόνους του τοκετού και το παιδί τους νεκρό βγήκε στον κόσμο.
   Πώς θυμόταν ο Κωνσταντίνος τούτη την πένθιμη μέρα του Δεκέμβρη στο Μυστρά, το θάνατο της πρώτης του γυναίκας!...
   Ήταν Δεκέμβρης, πριν από είκοσι κοντά χρόνια. Ήταν μια παγωμένη μέρα και φυσούσε μανιασμένος ο βοριάς κατεβάζοντας κρύες ριπές, που του 'κοβαν την ανάσα του, από τα χιονισμένα βουνά.
   Η Θεοδώρα είχε ξεψυχήσει στην αγκαλιά του προσπαθώντας να τον παρηγορήσει, προσπαθώντας να του εμπνεύσει θάρρος για τη δυστυχία που του 'φερνε ο χαμός της.
   Η Θεοδώρα, η «καλλίστη», δεν είχε προλάβει να χαρεί τη ζωή της, δεν είχε προλάβει να ζήσει κοντά στον άνδρα που αγαπούσε και θαύμαζε για την παλικαριά και το γερό μυαλό του, ούτε και πρόλαβε να χαρεί μαζί του για τη νίκη του, για το πάρσιμο της Πάτρας από τους Λατίνους. Την είχε θάψει σε μια εκκλησιά της Γλαρέντζας κι ύστερα, όταν γύρισε στο Μυστρά, τη μετέφερε εκεί, στη μονή της Ζωοδόχου, και την έβαλε κοντά στους άλλους του προγόνους και πάνω στην κρύα ταφόπετρα χάραξε τα λόγια του Βησσαρίωνα, που υμνούσαν την ομορφιά της και την τόση καλοσύνη της:
   «...τη μακαρίτιδι και αοιδίμω κυρία ημών βασιλίδι
   κυρία Θεοδώρα τη Παλαιολογίνη...
   μίμημ' ανεξέλεγκτον οίας εικόνος,
   άγαλμα καλοίς, φευ, όσοις διαπρέπον,
   στήλην χαρίτων και φρονήσεως...»
   Τους ήξερε απ' έξω τους στίχους του ιερομόναχου, που ήταν τώρα καρδινάλιος στη Δύση, ο Κωνσταντίνος.
   Έπειτα όμως από χρόνια πολλά, το 1440, όταν ο Κωνσταντίνος ήταν τριάντα έξι χρονών, ξαναπαντρεύτηκε. Την Αικατερίνη Γουατελούζου τούτη τη φορά. Στο μυρωμένο νησί της Λέσβου. Ήταν καλοκαίρι και τα πεύκα μύριζαν ρετσίνι και η θάλασσα έστελνε τη γεμάτη άλμη ανάσα της ώς τους πιο μικρούς κόλπους του νησιού και ώς τα μεγάλα βασιλικά καράβια, που έφερναν τον Κωνσταντίνο στο νησί για να κάνει τους γάμους του με την αρχοντοπούλα.
   Τα όμορφα και δυνατά καράβια άραξαν στο μεγάλο κόλπο του νησιού και το αρχοντολόι, κύμα πολύχρωμο και πολυθόρυβο, παραταγμένο στην ακτή, υποδέχτηκε τον Κωνσταντίνο, που κατέβαινε με λίγο σφιγμένη την καρδιά του για τον καινούργιο γάμο του, γιατί ακόμα, παρόλο που 'χαν περάσει τόσα χρόνια, δεν είχε ξεχάσει την άλλη, την «καλλίστη», που αναπαυόταν στο Μυστρά.
   Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης, όμως, δεν ήταν άκεφος γι' αυτό μονάχα· ανησυχούσε, γιατί στη Βασιλεύουσα ο Δημήτριος, ο αδελφός του, ήταν πάντα έτοιμος να συμμαχήσει και με τους Τούρκους, αν το 'φερνε η ανάγκη, για να πετύχει το σκοπό του, να ρίξει τον Αυτοκράτορα και αδελφό τους, τον Ιωάννη, από το θρόνο και να καθίσει εκείνος στη θέση του.

   "Ήταν τούτο μοναχά;" μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος, κοιτάζοντας από τ' ανάκτορα του Μυστρά τον χιονισμένο Ταΰγετο. "Ήταν τούτο ή κάτι άλλο; Κάτι άλλο, που δεν τολμούσα ούτε στον εαυτό μου να το ομολογήσω;"
   Ναι, ήταν και κάτι άλλο. Πίστευε ότι ήταν άτυχος στον έρωτα. Πίστευε ότι την ευτυχία δε θα τη γνώριζε ποτέ του. Πάλευε όμως πάντα για να πνίξει τα αισθήματά του και δε βρέθηκε κανείς που να κατάλαβε τις μύχιες σκέψεις του και την αγωνία που τον έτρωγε, όταν βρισκόταν μόνος του, όπως τούτη τη στιγμή, το ξημέρωμα της 30ής του Δεκέμβρη του έτους 6954 από κτίσεως κόσμου, 1448 σύμφωνα με το δυτικό ημερολόγιο.
   "Οι γάμοι μου με την Αικατερίνη Γουατελούζου..." μουρμούρισε πάλι, κοιτάζοντας πάντα έξω από το παραθύρι. "Γιορτές, ξεφαντώματα..."
   Ο νους του πέταξε πάλι στο μυρωμένο νησί, μια Κυριακή μετά τον ερχομό του στη Μυτιλήνη.

   Το «μνήστρον» πρώτα, στη Μητρόπολη. Ο αρραβώνας με την Αικατερίνη, που θωρούσε κλεφτά τον άνδρα που στεκόταν κοντά της, τον Κωνσταντίνο, τον αδελφό του Αυτοκράτορα, που τόσους πολέμους είχε κάνει ίσαμε τότε, το νιο που ήταν δαφνοστεφανωμένος. Η Αικατερίνη Γουατελούζου, η γλυκύτατη, με το δειλό της βλέμμα και την όμορφη κορμοστασιά, με τα καστανά μαλλιά που έπεφταν  στους ολόασπρους ώμους της.
   Είχαν φύγει μετά από τη Μητρόπολη για να γίνει η Λειτουργία, όπως το ήθελαν τα έθιμα. Ύστερα το στεφάνωμα. Μέσα στην ίδια εκκλησία, ενώ αντηχούσε ο Οίκος του Θεού από τις μελωδικές φωνές των κραχτών, ενώ οι αγιογραφίες έπαιρναν ένα καινούργιο χρώμα, πιο λεπτό, από τις λαμπάδες που κρατούσε το αρχοντολόι, που γυαλοκοπούσε ολόκληρο μέσα στις λαμπρές στολές του.
   Η βαριά φωνή του επισκόπου και των παπάδων... Η Αικατερίνη, που φορούσε βαρύτιμη εσθήτα στολισμένη με διαμάντια και με μαργαριτάρια. Τα στέφανα με τις πέτρες που φεγγοβολούσαν...

   "Πριν από επτά κοντά χρόνια, σαν να 'ταν σήμερα, σαν να 'ταν χτες..." μουρμούρισε πάλι ο Κωνσταντίνος.

   O νους του επίμονα γύριζε σ' εκείνη την ημέρα και την ξαναζούσε μ' όλες της τις λεπτομέρειες. Μόλις φύγανε από τη Μητρόπολη κι έφτασαν στ' ανάκτορα των Γουατελούζων, τους φώναζε ο κόσμος, λαός και αρχοντολόι: "Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους". Κι ύστερα, μέσα στο ανάκτορο, οι άλλοι, οι αντιπρόσωποι του Αυτοκράτορα αδελφού του, οι πατρίκιοι κι ο Λουκάς ο Νοταράς, ο δρουγγάριος του στόλου, που τον είχε φέρει στη Μυτιλήνη. Πώς φώναζαν κι εκείνοι τα τυπικά τα λόγια, που τόσες εκατοντάδες χρόνια αντηχούσαν όταν παντρεύονταν οι γόνοι της βασιλικής γενιάς:
   "Πολλά, πολλά, πολλά".
   Κι οι κράχτες που απαντούσαν:
   "Πολλά έτη, εις πολλά".
   Και κατόπιν οι ευχές, πάλι από τους κράχτες:
   "Ο Σωτήρ ημών τους δεσπότας φύλαξον, Πνεύμα το Πανάγιον την δέσποιναν κυρίαν σκέπασον. Κύριε, ζωήν αυτών δια της ζωής ημών. Δεσπόται νεόνυμφοι, Θεός διαφυλάξοι σας· έντιμε ενάρετε, Τριάς κατακοσμήσοι σε και χαράν παρέξοι σοι ο Θεός ο επουράνιος. Ο ευλογών τους γάμους σου και μόνος Υπεράγαθος... Ούτος ευλογήσαι μετά και της συζύγου σου, και τέκνα σοι δωρήσεται Θεός..."

   "Παιδιά!" ψιθύρισε ο Κωνσταντίνος και μια άφατη θλίψη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. "Παιδιά, ευχή για τους άλλους, κατάρα για μένα! Παιδιά, σ' όλες τις ευχές και μπρος στην παστάδα..."

   Είχαν προχωρήσει μετά στο «παστόν», στο νυφικό δωμάτιο, και άκουσε πάλι τις ευχές των πατρικίων και των αρχόντων...
   "...ούτως και νυν ευλόγησον (Κύριε) δυάδα στεφανωμένην· κατακοσμείν ευτεκνία και ειρηναία βιώσει..."
   Είχαν μπει οι νεόνυμφοι στο νυφικό δωμάτιο, που ήταν στολισμένο με ρόδα και ευωδίαζε ολόκληρο και λαμποκοπούσε από το ασήμι και το χρυσάφι και τ' ακριβά μεταξωτά.
   "...τους χρόνους σου πληθύνει...". Καινούργιες ευχές ακούστηκαν ξανά από το αρχοντολόι και τους κράχτες κι ο Κωνσταντίνος, κρατώντας την Αικατερίνη από το χέρι, πλησίασε την παστάδα κι άφησε απάνω στα άλικα χρυσοκέντητα σκεπάσματα τα στέφανα, που ακόμα τα φορούσαν.
   "Πατρί, το πάναγνον του γάμου ευλόγησον", φώναξαν πάλι κράχτες κι αρχοντολόι, "εις ημέρας και καιρούς και χρόνους εις άκρον γήρας. Πολλά, πολλά, πολλά..."

   "Πολλά, πολλά, πολλά!" φώναξε σχεδόν ο Κωνσταντίνος. "Τι ειρωνεία, Κύριε!"
   Τώρα ο νους του δεν έφερνε πίσω τις εικόνες του συμποσίου, ούτε το λουτρό της νύφης, που γινόταν την τρίτη ημέρα από το γάμο, ούτε τις γαμήλιες διασκεδάσεις και τα γλέντια, που οργάνωσαν ο Γουατελούζος κι εκείνος για να γιορτάσει κι ο λαός. Τώρα ο νους του πήγαινε αλλού: έφυγε από τη Μυτιλήνη το Σεπτέμβριο για το Μοριά με τον Φραντζή, για να ετοιμάσει την υποδοχή της νύφης· της γυναίκας του, που είχε αρχίσει κιόλας ν' αγαπάει.
   Πέρασε ο καιρός, οι εβδομάδες έγιναν μήνες και δε μπορούσε να φέρει την Αικατερίνη στο Μυστρά. Αναταραχή, πόλεμος, αντάρα ολόγυρά του. Τότε, γύρω στον Ιούνιο, του ήλθε μήνυμα από την Κωνσταντινούπολη: ο Δημήτριος, ο αδελφός του, άτιμος, άτιμα, όπως πάντα, φέρθηκε και τώρα είχε κάνει συμμαχία με τους Τούρκους κι απέκλεισε τη Βασιλεύουσα.
   Τα καράβια του Κωνσταντίνου γρήγορα πέρασαν το Αιγαίο κι έφτασαν, στις αρχές του Ιούλη, στη Μυτιλήνη. Ο αγώνας στη Βασιλεύουσα μπορεί να 'ταν σκληρός και να κράταγε καιρό. Κι εκείνη, εκείνη με γράμματα του παραπονιόταν ότι την είχε αφήσει νύφη χωρίς άνδρα, τόσους μήνες.
   Άραξαν τα καράβια πάλι στο μυρωμένο νησί και το αρχοντολόι αποχαιρέτησε την Αικατερίνη.
   Τα πλοία ανοίχτηκαν ξανά στον ασημένιο πόντο και πλέανε προς το Βοριά, όταν ολόκληρη η θάλασσα εμπρός τους γέμισε από καράβια χαμηλά, από καράβια ψηλά, που είχαν τη μπαντιέρα του Προφήτη.
   Κοντά στην πλώρη των βασιλικών χελάνδιων ήταν η Λήμνος, το νησί με το γερό κάστρο. Στη Λήμνο έτρεξαν κι αράξανε· κι ο Κωνσταντίνος με τη γυναίκα του, που έτρεμε στο πλευρό του, γιατί, αντί χαράς, έβλεπε πάλι την αντάρα του πολέμου, κλείστηκε με τους δικούς του στο κάστρο κι αφήφησε τους Τούρκους, που, λεφούσι ολόκληρο, πάτησαν το νησί από τα χαμηλά και τα ψηλά καράβια κι άρχισαν την πολιορκία.
   
   Ο Κωνσταντίνος κάθισε σ' ένα θρονί, ακούμπησε το κεφάλι του στις παλάμες του και μισόκλεισε τα μάτια του.
   Ένας πόλεμος ήταν ολόκληρη η ζωή του. Ένας πόλεμος σκληρός, ανελέητος, με Φράγκους και με Τούρκους. Με Τούρκους, όπως στη Λήμνο, τότε, πριν από έξι και μισό χρόνια, στο κάστρο του Κότζινου.

   Είχε πήξει η θάλασσα από καράβια, είχε σκεπαστεί η γης από σαρικοφορεμένους πολεμιστές με γυριστά σπαθιά και μισοφέγγαρα πάνω στα σκουτάρια τους. Είχαν αντιβουίσει η θάλασσα και η στεριά από τις βροντές των κανονιών και τα μεγάλα τόπια έσπαζαν και τράνταζαν τα τείχη του καστέλλου. Είκοσι εφτά ολόκληρα μερόνυχτα χτυπούσε το Κότζινο ο Αχμέτ, ο ναύαρχος του Αμουρά, κι είκοσι εφτά ολόκληρα μερόνυχτα έμεινε στις επάλξεις ο Κωνσταντίνος, έχοντας μέσα σ' έναν πύργο κλεισμένη την Αικατερίνη, που δάκρυζε και χλώμαινε από το φόβο της κι έβαφε τα μάγουλά της για να μη τη δει εκείνος, όταν ερχόταν μια-δυο ώρες να ξαποστάσει στο πλευρό της.
   Άνοιξαν τρύπες τα τούρκικα κανόνια, οι τηλεβολίσκοι και οι μπομπάρδες, και ράγισαν τα τείχη και πέσανε οι πέτρες και σηκώθηκε κουρνιαχτός μεγάλος και βούιξε η πόλη. Τα τείχη όμως δεν έμειναν ανυπεράσπιστα ούτε στιγμή, τα ραγίσματα βουλώνονταν και ξανάνοιγαν ύστερ' από λίγο από τις μπομπάρδες  και τους τηλεβολίσκους, όμως δεν έπεφταν, αλλά πάντοτε κράταγαν, κι οι αντρειωμένοι απωθούσαν τους εχθρούς, που έφταναν με σκάλες στις επάλξεις, και τους γκρέμιζαν μέσα στη βαθιά την τάφρο, ώσπου ήλθε κι έφραξε από νεκρούς και ξύλα, και μεγάλα τόπια και όγκους από χώμα και πέτρες, που γκρεμίζονταν από τα κανόνια.
   Η μπαντιέρα του Αυτοκράτορα, όμως, δεν έπεσε από το κοντάρι της, ούτε κι ο θυρεός του Παλαιολόγου με το στέμμα, το χρυσό σταυρό πάνω στο κόκκινο φόντο και τα τέσσερα τα «Β».
   Οι Τούρκοι έκαναν και το τελευταίο τους γιουρούσι. Φώναξαν, ούρλιαξαν, άναψαν φωτιές κάποιο βράδυ, τρεις μέρες πριν από την τελική τους επίθεση, κι έπειτα, όταν ξημέρωσε η 27η του Ιούλη, χίμηξαν για να περάσουν από τα ραγίσματα του τείχους. Δεν πέρασαν. Τα κορμιά τους έστρωσαν το γύρω τόπο και το αίμα τους ρουφήχτηκε από την άπληστη γη. Έφυγαν, μπάρκαραν στα καράβια τους κι ο στόλος τους χάθηκε στον ορίζοντα, αφήνοντας στην παραλία και μπρος στο κάστρο την εικόνα της καταστροφής, που έσπειραν παντού στο διάβα τους.
   Τότε ο Κωνσταντίνος, με ματωμένα ακόμα χέρια και πανοπλία, έτρεξε κοντά σ' εκείνη, την Αικατερίνη, που φοβόταν κι έτρεμε και χλώμαινε όταν άκουγε τα ουρλιαχτά των απίστων και τις βαριές βροντές των κανονιών.
   Τη βρήκε λιποθυμισμένη στην αγκαλιά των γυναικών που την περιποιούνταν, ανάμεσα στις ζωστές πατρικίες που ήταν στην ακολουθία της.
   Άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρισε γονατιστό τον άνδρα της κοντά της. Τ' άνοιξε και τα ξανάκλεισε, γιατί το αίμα που έβαφε κόκκινα τα χέρια του και τη στολή του της χτυπούσε σαν άσχημο προμήνυμα.
   Ο Κωνσταντίνος έμεινε κοντά της. Η Αικατερίνη συνήλθε κάποτε, δάγκωσε τα χείλη της κι έκρυψε τον πόνο που τάραζε τα σωθικά της. Τα σωθικά της, που 'χαν μια δεύτερη ζωή ν' αναστήσουν: το παιδί της, το παιδί του Κωνσταντίνου.

   Ο Παλαιολόγος σηκώθηκε από το θρονί του κι άρχισε να βηματίζει μέσα στο κουβούκλι του. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και η κλεψύδρα σημείωνε τις οχτώ.
   "Σε μια ώρα", μουρμούρισε.
   Ξανακάθισε στο θρονί του. Στα μάτια του γυάλιζαν δυο δύσκολα κρατημένα δάκρυα.
   "Θεοδώρα, Αικατερίνη..." ψιθύρισε και τρόμαξε από τη φωνή του, γιατί είχε κάτι το απόκοσμο.
   Πέθανε κι εκείνη. Λίγες μέρες μετά. Τον Αύγουστο. Η συγκίνηση, η αγωνία, ο φόβος την είχαν σκοτώσει. Πέθανε μέσα σε φριχτούς πόνους. Δε μπόρεσε να κρατήσει το παιδί της. Το παιδί τους...
   Την έθαψε κει, στη Λήμνο, στο Παλαιόκαστρο, κι όλοι την έκλαψαν, κι όλοι φόρεσαν τα πένθιμα τα ρούχα, κι ο Κωνσταντίνος είδε πολλά μάτια να τον κοιτάνε με συμπόνια αληθινή και με αγάπη, γιατί κι ο δεύτερος γάμος του τόσο γρήγορα τέλειωσε, πριν καλά καλά αρχίσει.
   Ο Παλαιολόγος αναστέναξε, σηκώθηκε από το θρονί του, ύψωσε το κεφάλι του και με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε στη θύρα της εισόδου του κουβουκλιού του.
   Έξω στο διάδρομο ο σκοπός, ακίνητος σαν άγαλμα, τον είδε να περνάει και να τραβάει προς το χρυσοτρίκλινο, που συγκοινωνούσε με το δεύτερο το κτίριο, όπου ήταν τα δεσποτικά δώματα.
   Στο χρυσοτρίκλινο, στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου, ήταν λίγοι οι πατρίκιοι που είχαν έλθει. Οι αρχοντογεννημένοι σηκώθηκαν μόλις μπήκε μέσα ο Κωνσταντίνος και τον προσκύνησαν. Ο Παλαιολόγος τράβηξε στο μέσον της αίθουσας, εκεί όπου ήταν ο θρόνος του, και κάθισε νεύοντας στο Φραντζή να πλησιάσει. Ο έμπιστος και φίλος του δεσπότη τον ζύγωσε και οι δυο άνδρες άρχισαν να συζητάνε χαμηλόφωνα μεταξύ τους.
   Έπρεπε να ορισθεί η μέρα που θα στεφόταν Αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος κι ακόμα δεν το είχαν αποφασίσει.
   "Αυθέντη μου", είπε κάποια στιγμή ο Φραντζής. "Ο καιρός μάς βιάζει. Ο Αμουράς δέχτηκε την ανάρρησή σου και σου 'στειλε και τα πλούσια δώρα του. Όμως, είναι πάντα δίβουλος και δεν ξέρω αν δεν αλλάξει γνώμη. Αν ήθελε λοιπόν η αυθεντία σου, τις πρώτες μέρες του Γενάρη..." 
   Ο Κωνσταντίνος δεν τον άφησε να τελειώσει τη φράση του.
   "Ο Αμουράς! Πάντα ο Αμουράς!" φώναξε σχεδόν. "Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου! Ποιανού Βυζαντίου, Γεώργιε; Της Κωνσταντινούπολης και της Σηλυβρίας μόνο; Αυτοκράτωρ μιας σκιάς που ζει κάτω από το μισοφέγγαρο; Γεώργιε, ξέρεις τι μου ζητάτε όλοι; Το ακατόρθωτο! Πολέμησα, νίκησα, νικήθηκα. Ψυχή, καρδιά δεν υπάρχει στα στήθια του λαού. Δε θέλει τον πόλεμο. Κουράστηκε. Τόσους αιώνες τώρα, άλλο από πολέμους, από επιδρομές, δε γνώρισε. Φραντζή, τα όνειρά μου, τα όνειρά μας, πού θα τα στηρίξουμε; Παπάδες, καλόγεροι, μοναστήρια. Αντίδραση παντού. Τ' αδέλφια μου. Ο Δημήτριος, έτοιμος πάντα να συμμαχήσει με τον Αμουρά. Όπως τότε, λίγο μετά τους γάμους μου με τη Γουατελούζαινα. Αυτοκράτωρ..."
   Ήταν πικρό το ποτήρι, ήταν τεράστιες οι ευθύνες. Τα στήθια του κυρ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου έκρυβαν καρδιά λιονταριού. Το λιοντάρι, όμως, σκεφτόταν. Ο Φραντζής έσκυψε το κεφάλι του. Τι να πει; Λάτρευε το δεσπότη του κι έβλεπε ότι είχε δίκιο. Δίκιο παντού...
   "Γεώργιε, παραφέρθηκα", έκανε ύστερ' από μικρή σιωπή ο Κωνσταντίνος. "Στρατιώτης γεννήθηκα, στρατιώτης θα πεθάνω! Θ' αγωνιστώ· κι αν ο Θεός θελήσει... κι αν ο λαός με βοηθήσει..."
   Ο Δραγάσης σώπασε ξανά. Ήταν άνθρωπος, και σαν άνθρωπος ζητούσε λίγη ευτυχία. Σαν άνθρωπος είχε λαχταρήσει μια γυναίκα στο πλευρό του, μια οικογένεια, παιδιά, λίγη χαρά. Η ζωή του ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας ώς τότε. Έκρυψε ένα στεναγμό, που πήγε να βγει από τα πλατιά του στήθια, και συνέχισε:
   "Γεώργιε, των Επιφανίων. Στις έξι του Γενάρη. Ναι, στις έξι του Γενάρη θα στεφθώ Αυτοκράτορας. Μπορείς ν' αρχίσεις τις ετοιμασίες. Σκοτάδια θωρούν μονάχα οι δειλοί".
   Ο Φραντζής, στο άκουσμα της τελευταίας φράσης και της ημερομηνίας, κοίταξε με λατρεία τον Κωνσταντίνο κι ύστερα, σκύβοντας, του έπιασε το χέρι και το 'φερε ευλαβικά στα χείλη του.
   Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε, γύρισε λίγο αριστερά το κεφάλι του και το βλέμμα του πλανήθηκε στο χρυσοτρίκλινο: στα τοξωτά και στα στρογγυλά παράθυρα, στο χαμηλό πεζούλι, που ήταν σκεπασμένο με πολύτιμα υφάσματα για να κάθονται οι ξένοι, στις αγιογραφίες και στις ζωγραφιές που στόλιζαν τους τοίχους.
   Έξω φυσομανούσε ο αγέρας και τα τζάμια ήταν θολωμένα από το κρύο. Κοντά σε κάποιο παράθυρο, που δεν ήταν καλοκλεισμένο, το πορφυρό βήλο κουνιότανε λιγάκι. Το χρυσοτρίκλινο όμως ήταν ζεστό και οι έξι καμινάδες που περνούσαν μέσα στον τοίχο, απέναντι από τα παράθυρα, με το θρόνο καταμεσής τους, χάριζαν μια όμορφη θαλπωρή στο τεράστιο δώμα.
   Ο Κωνσταντίνος κοίταζε τις αγιογραφίες και τις ζωγραφιές σαν να 'θελε να τις αποτυπώσει στο μυαλό του, σαν να 'θελε να τις αποχαιρετήσει. Ο Φραντζής, δίπλα του, παρακολουθούσε το βλέμμα του και, μαντεύοντας τη σκέψη του, ένιωσε μια λύπη να φωλιάζει στην ψυχή του.
   Ο Δραγάσης ξαναγύρισε το κεφάλι του στο Φραντζή, χαμογέλασε πάλι και είπε:
   "Δεσπότες του Μοριά θα γίνουνε ο Θωμάς κι ο Δημήτριος. Αυτός είναι ο ορισμός μου".
   Στα μάτια του έμπιστου και φίλου του γράφτηκε η απορία.
   "Ο Δημήτριος;" ρώτησε.
   "Ναι, καλύτερα εδώ, παρά κοντά στη Βασιλεύουσα".
   Ο Γεώργιος έσκυψε πάλι το κεφάλι του. Ο Κωνσταντίνος είχε δίκιο. Κοντά στην πόλη, ο Δημήτριος θα ήταν πάντοτε μια πρόσθετη απειλή.
   Οι δυο άνδρες κουβέντιασαν ώρα πολλή. Ήταν τόσα εκείνα που έπρεπε να ειπωθούν! Ο Κωνσταντίνος σώπασε κάποτε. Είχαν τελειώσει τα όσα ήταν να ειπωθούν για τη στέψη. Τώρα ερχόταν κάτι άλλο. Κάτι, που έκανε τον Δραγάση ν' αποφεύγει και να το σκέφτεται ακόμα: οι γάμοι του. Οι μελλοντικοί του γάμοι με μια γυναίκα που θα έφερνε τη δύναμη που έλειπε από το Βυζάντιο. Μια γυναίκα που θα ήταν ξένη για κείνον, γιατί η καρδιά του δε βαστούσε πια γι' αγάπες και για έρωτες. Του είχε μιλήσει ο Φραντζής για γάμο πριν από τέσσερα χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που μίλησε άσχημα ο Κωνσταντίνος στον έμπιστό του. Εκείνος δεν πτοήθηκε. Του μίλησε για τις υποχρεώσεις του. Για τη διαδοχή στο θρόνο, μια και κανένα αδέλφι του δεν είχε αγόρι που να φέρει τ' όνομα του Παλαιολόγου. Ο Κωνσταντίνος υποτάχθηκε. Μίλησαν τότε για την Ισαβέλλα Ορσίνι, την αδελφή του άρχοντα του Τάραντα. Το συνοικέσιο δεν προχώρησε κι ο Κωνσταντίνος ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του.
   Έπειτα ήλθε το μήνυμα του δόγη της Βενετίας, του Φραντζέσκου Φόσκαρι. Ο άρχοντας της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας έστελνε απεσταλμένο του στο Μυστρά τον Αλοΐζιο Ντιέντο. Ο δόγης πρότεινε να δώσει μια από τις κόρες του στον Κωνσταντίνο. Ο Ντιέντο υποσχόταν στ' όνομά του προίκα μεγάλη και βοήθεια στο Μοριά.
   Ο Δραγάσης δεν ήθελε να παντρευτεί. Πιέσθηκε όμως ξανά από το Φραντζή και τους άλλους τους συμβούλους του και δέχτηκε. Είχαν αρχίσει οι συνεννοήσεις. Ο Ντιέντο ένιωθε περήφανος για την επιτυχία του. Είχε αγαπήσει τον Κωνσταντίνο, γιατί στο πρόσωπό του έβλεπε έναν ήρωα κι έναν άνδρα με αισθήματα και τετράγωνο μυαλό. Έγραψε γράμματα πολλά στο Φόσκαρι κι εκείνος του απάντησε συγχαίροντάς τον. Οι γάμοι θα γινόντουσαν τους πρώτους μήνες του 1449. Οι συνεννοήσεις είχαν διαρκέσει πέντε ολόκληρους μήνες. Πέθανε όμως ο Ιωάννης κι Αυτοκράτορας θα γινόταν τώρα ο Κωνσταντίνος. Άλλαξαν τα πράγματα κι άλλαξαν και οι σκέψεις: η κόρη του δόγη της Βενετίας ήταν καλή για γυναίκα του δεσπότη. Ήταν όμως και κατάλληλη για Αυτοκράτειρα;
   Ο Φραντζής μίλησε πρώτος.
   "Αυθέντη μου", έκανε με σεβασμό στον Κωνσταντίνο. "Ο Αλοΐζιο Ντιέντο μού είπε ότι θέλει να σε δει. Πήρε ένα μήνυμα από το δόγη, που ρωτάει για τη στέψη σου. Ήθελε, λοιπόν, από το στόμα σου ν' ακούσει την απάντησή σου".
   Ο Κωνσταντίνος ταράχτηκε πάνω στο θρόνο του.
   "Απάντησέ του εσύ, Γεώργιε", αποκρίθηκε. "Μίλησέ του για την ημερομηνία που όρισα. Δεν πρέπει να τον δω. Φοβάμαι πως οι δικοί μας θα κρίνουν ανάρμοστο το γάμο τώρα".
   Ο Φραντζής κούνησε το κεφάλι του. Κι αυτός το ίδιο πίστευε, το ίδιο φοβόταν. Το αρχοντολόι της Βασιλεύουσας δε θα δεχότανε ποτέ να γίνει Αυτοκράτειρα η κόρη του Βενετσιάνου δόγη.
   Ο δόγης όμως ήταν ισχυρός και η δύναμή του έπρεπε να λογαριαστεί, πριν πει το «όχι» ο Κωνσταντίνος.
   Ο Δραγάσης σηκώθηκε από το θρόνο του, οι αυλικοί προσκύνησαν ξανά και ο Φραντζής τον ακολούθησε.
   "Γεώργιε", του είπε καθώς προχωρούσαν. "Στείλε έναν δρουγγάριο στο αρχοντικό του Λάσκαρι. Θέλω να του πω ότι η θέση του τον περιμένει στο στρατό μου".
   Ο Παλαιολόγος χαμογέλασε πάλι και μουρμούρισε:
   "Μου χρειάζονται τα παλικάρια και οι πιστοί οι φίλοι. Μόνο που..."
   Ο Κωνσταντίνος δεν απόσωσε τη φράση του. Ήξερε καλά το Δημήτριο και ήξερε πόσο πίστευε στο πρόσωπό του.
   "Δε θα σ' απογοητεύσω ώς το τέλος, Δημήτριε", μουρμούρισε έπειτα από λίγο. "Ούτε εσένα, ούτε όσους πιστεύουνε στη Ρωμιοσύνη. Θα πολεμήσω. Ώς το τέλος, ώς την τελευταία μου ανάσα..."
   Ο Φραντζής τον άκουσε και ανατρίχιασε. Τα λόγια τούτα, τα 'χε ξανακούσει πριν από χρόνια. Όταν ο Κωνσταντίνος ήταν δεσπότης της Σηλυβρίας. Ήταν μια μέρα όμορφη, γεμάτη φως κι αρώματα της άνοιξης. Ο Κωνσταντίνος με το αρχοντολόι του είχαν ξεκινήσει για κυνήγι. Το ποδοβολητό των αλόγων τους αντηχούσε μέσα στο δάσος και τα υλακτίσματα των χοντρόσκυλων, που 'χανε πάρει ξοπίσω τον αγριόχοιρο, οδηγούσανε τους θηρευτές.
   Νιος, παλικάρι γύρω στα είκοσι δύο, ο Κωνσταντίνος, καβάλα σ' ένα γρήγορο άλογο και οπλισμένος με τόξο που είχε περασμένο στον ώμο του κι ένα κοντό ακόντιο, το προβόλιο, προπορευότανε από τους άλλους και τα μαύρα μαλλιά του ανέμιζαν στον αγέρα, μαζί με το μανδύα του που φτεροκοπούσε πίσω στην πλάτη του.
   Είχε πάει κι ο Φραντζής στο κυνήγι, όμως εκείνος, πιο βαρύς στο σώμα από τον Κωνσταντίνο, είχε μείνει πίσω με τους άλλους τους πατρικίους. Τα σκυλιά υλακτούσαν πάντα και τ' άλογα, σπιρουνιασμένα από τους καβαλάρηδες, άφριζαν ολόκληρα, καθώς τρέχανε μέσα στο σκιερό δάσος της Ταυρικής.
   Ο Κωνσταντίνος, που πήγαινε πάντα πρώτος, είχε κιόλας αντικρίσει τον κάπρο, που τον είχαν πάρει καταπόδι οι χοντρόσκυλοι, και, υψώνοντας το τόξο του, έβαλε ένα βέλος στη χορδή του, το τάνυσε και τ' άφησε να φύγει. Το βέλος σφύριξε πάνω από τις κεφαλές των σκυλιών και πήγε και μπήχτηκε πισώπλατα στον κάπρο.
   Οι άλλοι, που έρχονταν πιο πίσω, είδαν το βέλος κι έμπηξαν μια χαρούμενη κραυγή.
   O κάπρος, με το βέλος μπηγμένο στην πλάτη του, γρύλισε θυμωμένα και, επειδή ένιωσε ότι δε μπορούσε άλλο να τρέξει, γύρισε ν΄αντιμετωπίσει τους χοντρόσκυλους, που ορμούσαν απάνω του.
   Ο Κωνσταντίνος έβαλε ένα δεύτερο βέλος στο τόξο του, σημάδεψε, αλλά δεν έριξε. Οι χοντρόσκυλοι είχαν πέσει απάνω στον κάπρο και φοβόταν πως, μέσα στη μάχη που έδιναν, το βέλος του θα χτυπούσε εκείνους κι όχι το θήραμα. Ο κάπρος αμυνόταν γενναία κι οι χαυλιόδοντές του μπήχτηκαν στην κοιλιά κάποιου σκύλου, που υλάκτισε πένθιμα και κυλίστηκε χάμω. Τότε ο Κωνσταντίνος ξεπέζεψε από το άλογό του, που είχε σταματήσει και κοίταζε τρέμοντας τον αγώνα, και κραδαίνοντας το προβόλιό του όρμησε μέσα στο σωρό. Οι χοντρόσκυλοι, μαθημένοι από τους θηρευτές, υποχώρησαν κι άφησαν τον άνθρωπο να καταβάλει το θηρίο. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε το προβόλιο, το ζύγισε καλά στα χέρια του και το έριξε με ορμή στο ζώο. Το ακόντιο χτύπησε την πλάτη του θηρίου, όμως εκείνο δε σταμάτησε. Γρυλίζοντας πάντα και με καρφωμένα στην πλάτη του το βέλος και το προβόλιο, όρμησε πάνω στον Παλαιολόγο. Ο Κωνσταντίνος δεν υποχώρησε. Με μια απότομη κίνηση, έβγαλε από τη ζώνη του το βαρδούκιό του και, ακλόνητος στη θέση του, περίμενε να τον ζυγώσει ο κάπρος κι ύστερα τον χτύπησε με δύναμη πάνω στο κεφάλι του. Το θηρίο γρύλισε ακόμα μια φορά και με το δεύτερο χτύπημα έπεσε κεραυνοβολημένο χάμω.
   Ο κάπρος ήταν μεγάλος και χρειάστηκαν τέσσερις θηρευτές να τον φορτωθούν, πάνω στο ξύλο, για να τον μεταφέρουν.
   Ο Κωνσταντίνος ήταν χαρούμενος και μπρος στα συγχαρητήρια της συντροφιάς του πρότεινε να κάτσουνε εκεί, στο δάσος, για να τους φιλέψει. Έτσι, το δάσος αντήχησε από τραγούδια και φωνές και η τσίκνα από τα κρέατα που ψήνονταν έφθασε ώς την κορυφή των δέντρων και πέταξε μακριά, σ' έναν τσιγγάνικο καταυλισμό, που απείχε κάπου δυο μίλια από το μέρος όπου τρωγόπιναν οι κυνηγοί.
   Τη μυρωδιά της τσίκνας την οσμίστηκαν οι τσιγγάνοι και μια κοπέλα ίσαμε είκοσι πέντε χρονών κίνησε να βρει τους θηρευτές. 
   Η τσιγγάνα ζύγωσε τους χαροκόπους και στάθηκε δισταχτική πριν τους μιλήσει. Προσπάθησε να δει ποιος ήταν ο αρχηγός της συντροφιάς, από τα ρούχα του όμως δε μπορούσε να τον ξεχωρίσει, γιατί ήσαν το ίδιο απλά ντυμένοι όλοι. Το βλέμμα της καρφώθηκε κάποια στιγμή πάνω στο Φραντζή κι ύστερα στο νιο που καθότανε κοντά του. Η τσιγγάνα σήκωσε τους ώμους της.
   Ο νιος την είχε τραβήξει. Τον πλησίασε και στάθηκε μπροστά του.
   Ο Κωνσταντίνος σήκωσε το κεφάλι του και της χαμογέλασε.
   "Πεινάς;" τη ρώτησε. "Κάθισε να σε φιλέψουμε".
   Η τσιγγάνα κάθισε κι άρχισε να τρώει ένα κομμάτι κρέας δαγκώνοντάς το δυνατά. Ήταν όμορφη και τα μαύρα μάτια της κοίταζαν συνέχεια τον Κωνσταντίνο. Εκείνος δεν την πρόσεχε.
   Συζητούσε με το Φραντζή και του 'λεγε για το κυνήγι που θα κάνανε στο γυρισμό. Είχε δει κάποιο ελάφι από μακριά. Μπορεί και να ξανάπεφτε στο δρόμο τους.
   Η τσιγγάνα πέταξε το κόκαλο που είχε απομείνει στο χέρι της και σκούπισε το στόμα της με το μανίκι της. Ύστερα, παίρνοντας θάρρος μ' ένα κύπελλο κρασί που της πρόσφεραν, ρώτησε τον Κωνσταντίνο:
   "Θέλεις να σου πω την τύχη σου; Διαβάζω στο χέρι τις γραμμές καλύτερα από κάθε άλλο".
   "Την τύχη μου; Την ξέρω, κοπέλα μου", της απάντησε. Εκείνη όμως επέμεινε και τότε της έτεινε απλωμένη την παλάμη του.
   Η τσιγγάνα άρχισε να μελετάει τις γραμμές. Ύστερα σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε με θαυμασμό.
   "Τι βλέπεις;" τη ρώτησε γεμάτος περιέργεια, γιατί, όπως όλοι οι Βυζαντινοί, ενδόμυχα πίστευε στη μαντική, χωρίς όμως και να εκδηλώνει αυτή την πίστη σε κανέναν.
   "Βλέπω", άρχισε η τσιγγάνα, "γάμους και γιορτάσια. Βλέπω και πολέμους και αίματα..."
   Η τσιγγάνα σταμάτησε απότομα και, κοιτάζοντας φοβισμένα τον Κωνσταντίνο, ρώτησε:
   "Ποιος είσαι, άρχοντά μου;"
   "Γιατί ρωτάς κοπέλα μου;" μπήκε ανήσυχος στη μέση ο Φραντζής.
   "Ποιος είσαι, άρχοντά μου;" ξαναρώτησε τον Κωνσταντίνο η τσιγγάνα, σαν να μην είχε ακούσει το Φραντζή. "Το μέλλον σου είναι γεμάτο φως, γεμάτο σκοτάδια!"
   Ο Παλαιολόγος ζάρωσε τα φρύδια του.
   "Συνέχισε", της είπε. "Το ποιος είμαι δεν έχει σημασία. Τα μελλούμενα μου είπες πως θα μου αποκαλύψεις".
   Η τσιγγάνα ξανακοίταξε το ανοιγμένο χέρι του, το γύρισε λίγο από δω, λίγο από κει, για να δει καλύτερα τις γραμμές του κι ύστερα τ' άφησε αναστενάζοντας βιασμένα.
   "Δε μπορώ να σε κοροϊδέψω, άρχοντά μου", έκανε σαν ν' απολογιόταν..."Δεν ξέρω... Δεν ξέρω από μαντική..."
   Ο Παλαιολόγος έμεινε δίβουλος μια-δυο στιγμές. Η τσιγγάνα τον κορόιδευε. Όμως, δεν ήξερε ποια από τις δυο φορές: τώρα, που του έλεγε ότι δεν ήξερε τη μαντική, ή πριν;
   Η κοπέλα σηκώθηκε. Ο Κωνσταντίνος έβαλε το χέρι του στο αμπέχονό του, έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα κι έκανε να της το δώσει. Εκείνη το αρνήθηκε, μόνο έσκυψε, του άρπαξε το χέρι του και το φίλησε, ενώ τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα.
   Ο Κωνσταντίνος ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται, όμως δε μίλησε. Ο Φραντζής σηκώθηκε και χωρίς να πει λέξη σε κανέναν, πήρε από πίσω την τσιγγάνα, που έφευγε τρεχάτη.
   "Κορίτσι, ε, κορίτσι", της φώναξε, όταν απομακρύνθηκαν και οι δυο αρκετά από τους άλλους. "Σταμάτησε, θέλω να σου πω..."
   Η τσιγγάνα κοντοστάθηκε.
   Ο Φραντζής τη ζύγωσε και, πιάνοντάς την από το χέρι, της είπε απότομα:
   "Λέγε. Τι είδες στο χέρι του δεσπότη;"
   "Του δεσπότη;" έκανε εκείνη κουνώντας το κεφάλι της. "Καλά το είδα το σημάδι!"
   "Δε με νοιάζει το σημάδι", επέμεινε ο Φραντζής. "Είδες κάτι άλλο, κάτι το κακό. Μίλησέ μου, γιατί αλλιώτικα, μα το Τίμιο Αίμα του Χριστού, θα το μετανοήσεις!"
   Η τσιγγάνα τον κοίταξε καλά καλά κι ύστερα ρώτησε κι εκείνη:
   "Κι εσύ τι είσαι; Αδελφός του; Όχι! Για δώσε μου το χέρι σου".
   Ασυναίσθητα, ο Γεώργιος άπλωσε την ανοιχτή παλάμη του.
   "Κι εσύ!..." έκανε έπειτα από λίγο η τσιγγάνα. "Κι εσύ θα... Όχι, άφησέ με, δε θα σου μιλήσω!"
   Ο Φραντζής άρχισε να θυμώνει. Άρπαξε το χέρι της κοπέλας και της το 'σφιξε με δύναμη.
   "Σου είπα ότι θέλω να μου πεις", της φώναξε, "ό,τι και να 'ναι! Για μένα δε σκοτίζομαι. Για κείνον μοναχά".
   Η τσιγγάνα μίλησε κι η φωνή της βγήκε προφητική από το στόμα της.
   "Είδα πολέμους κι αντάρα στην παλάμη του", μουρμούρισε ανοίγοντας το στόμα της. "Είδα γάμους και λύπες και θανατικά. Θα υποφέρει σ' όλη του τη ζήση, χωρίς να βρει αναπαμό. Θ' ανέβει όσο ψηλότερα μπορεί ν' ανέβει ένας άνθρωπος. Θα..."
   Η κοπέλα σταμάτησε και κοίταξε άγρια το Φραντζή:
   "Τι άλλο θέλεις να σου πω; Δε φτάνει;"
   "Όχι! Είδες κι άλλα, γι' αυτό σταμάτησες".
   "Είδα το θάνατο!" του φώναξε με φρίκη. "Σε μια στιγμή μεγάλη. Θα πολεμήσει... Θα πολεμήσει ώς το τέλος και μαζί του... Μαζί του θ' αφανιστεί ολόκληρος ο κόσμος!"
   Η τσιγγάνα δεν περίμενε να την ξαναρωτήσει ο Φραντζής. Μάζεψε τη φούστα της και χάθηκε μέσα στο δάσος, τρέχοντας σαν ελαφίνα.
   Ο Γεώργιος δεν κίνησε να την ακολουθήσει. Έσκυψε το κεφάλι του κι έμεινε κάποση ώρα σιωπηλός εκεί, μέσα στο δάσος, που αντηχούσε από το χαρούμενο τιτίβισμα των πουλιών πάνω στα δέντρα, από τα τραγούδια των συντρόφων του τού κυνηγιού.

   "Θεέ και Κύριε, γιατί μου ήλθαν αυτά τα λόγια στο μυαλό μου έπειτα από τόσα χρόνια;" μουρμούρισε ο Φραντζής, βλέποντας τον Κωνσταντίνο ν' απομακρύνεται οδεύοντας προς το κουβούκλι του.
   Είχαν περάσει είκοσι δύο χρόνια από τότε κι όμως τα λόγια της τσιγγάνας ηχούσαν ακόμα στ' αυτιά του:
   "Θ' ανέβει όσο ψηλότερα μπορεί ν' ανέβει ένας άνθρωπος", ξαναμουρμούρισε, "θα πολεμήσει ως το τέλος και μαζί του θ' αφανιστεί ολόκληρος ο κόσμος!..."
   Χλώμιασε κι έκανε το σταυρό του. Η προφητεία, ώς τη στιγμή αυτή, έβγαινε αληθινή. Ο Κωνσταντίνος, ο αυθέντης του, ο άνθρωπος που αγαπούσε σαν μικρότερο αδέλφι του, θα στεφόταν Αυτοκράτωρ, θ' ανέβαινε όσο ψηλότερα μπορεί ν' ανέβει ένας άνθρωπος...
   Αντί να πάει να βρει τον Ντιέντο, προχώρησε προς τη σκάλα, κατέβηκε κάτω στη λιθόστρωτη αυλή και με βιαστικό βήμα τράβηξε για την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όταν έφτασε, μπήκε μέσα και, γονατίζοντας μπροστά στο ιερό, άρχισε να προσεύχεται με σφαλιστά τα μάτια του.
   Την ίδια στιγμή που ο Φραντζής γονατιστός μπροστά στο τέμπλο προσευχόταν, ο Κωνσταντίνος, κλεισμένος πάλι στο κουβούκλι του, προχώρησε προς το παράθυρο κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί πρώτα πάνω στα σπίτια του Μυστρά, που σκαρφάλωναν πολύχρωμα τετράγωνα προς το καστέλλο του Βιλλαρδουίνου, ύστερα στις όμορφες εκκλησιές με τους στρογγυλούς κουμπέδες και τα ψηλά καμπαναριά στα ανάρια δέντρα, που φύτρωναν δω κι εκεί, στους λίγους κήπους, που μύριζαν αρώματα της άνοιξης, κι ύστερα πέρα, στον Ταΰγετο, τον χιονοσκεπασμένο.
   "Θεέ μου", μουρμούρισε κάποια στιγμή, "θα μ' αξιώσεις, πριν πεθάνω, να ξαναδώ όλη αυτή την ομορφιά;"
   Έσφιξε τα χείλη του, κοίταξε ακόμα λίγο έξω και, ξαναγυρίζοντας, κάθισε μπροστά σ' ένα φαρδύ τραπέζι, φορτωμένο με ρολά, και τα χέρια του τα χάιδεψαν αφηρημένα.
   "Ο Βησσαρίων..." μουρμούρισε πάλι. "Πιστεύει στην Ένωση των Εκκλησιών, πιστεύει στη Δύση κι ελπίζει ότι, σαν έλθει η ανάγκη, θα μας στείλει τη βοήθεια που τόσο μας χρειάζεται. Η Δύση, η μόνη μας ελπίδα, το μοναδικό μας στήριγμα..."
   Ακούμπησε τους δυο αγκώνες του στο τραπέζι και στήριξε το κεφάλι του στις δυο παλάμες του.
   "Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου", μονολόγησε ξανά. "Θα καθίσω στον ίδιο θρόνο που κάθισαν τόσοι μεγάλοι πριν από μένα: Ιουστινιανός, Βασίλειος, Νικηφόρος Φωκάς, Ρωμανός, Ηράκλειος... Πόση διαφορά,  πόση δύναμη είχαν τότε... Αυτοκρατορία, που απλωνότανε σ' ολόκληρη τη Μικρασία, στην Αφρική, στη Βλαχία... Στρατός, φουσάτα ολόκληρα. Καράβια δυνατά, που όργωναν τις θάλασσες. Λαός έτοιμος πάντα να πολεμήσει. Πλούτη!"
   Σώπασε. Το νου του τον βασάνιζαν σκέψεις βαριές, ευθύνες. Θυμόταν τον αδελφό του τον Ιωάννη, που αναπαυόταν στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Πόσες φορές δεν είχαν κάνει μαζί τα σχέδια για την αναγέννηση της Αυτοκρατορίας... Πόσες ελπίδες δεν είχαν στηρίξει στον Ούγγρο βασιλιά, στον Ουνιάδη, στο Γεώργιο τον Καστριώτη... Ατυχίες παντού και συμφορές. Οι Ούγγροι νικήθηκαν στη Βάρνα και τα κορμιά τους έστρωσαν τον κάμπο. Κι όμως, το σχέδιο ήταν καλό -έτσι φαινόταν τότε: θα χτυπούσανε οι Ούγγροι από πάνω κι εκείνος, ο Κωνσταντίνος, από κάτω. Τότε, λίγο πριν από τη Βάρνα, είχε ξεκινήσει με το στρατό του κι έφτασε ώς τη Θεσσαλία. Νικήθηκαν οι Ούγγροι, κατέβηκε κι ο Κωνσταντίνος πίσω στο Μοριά. Το Εξαμίλιο ύστερα. Η μάχη που χάθηκε χωρίς αιτία, επειδή δεν πολέμησε με θάρρος ο στρατός.
   Σήκωσε το κεφάλι του και η γροθιά του χτύπησε απάνω στο τραπέζι.
   "Φόρου υποτελείς!" φώναξε στο θυμό του. "Φόρου υποτελείς στους Τούρκους, στον Αμουρά! Και ο Ουνιάδης;..."
   Και ο Ουνιάδης είχε νικηθεί στο Κασσυφοπέδιο κι είχε χάσει τη δύναμή του κι είχαν χαθεί οι καινούργιες οι ελπίδες.
   "Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου!"
   Σηκώθηκε από το κάθισμά του κι άρχισε να βηματίζει μέσα στο κουβούκλι του.
   Ήταν Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου. Στις έξι του Γενάρη, όπως είχε ορίσει, θα στεφόταν στη Μητρόπολη. Θα φορούσε ένα στέμμα στο κεφάλι του, που ήταν η σκιά του στέμματος των άλλων, εκείνων που κάθισαν πριν από αυτόν στο θρόνο της Βασιλεύουσας.
   Σταμάτησε μπροστά στο εικονοστάσι, μπροστά στην κανδήλα, που έκαιγε και φώτιζε με χρυσαφένια φώτα τους αγίους και το Χριστό, κι έκανε το σταυρό του.
   "Κύριε", μουρμούρισε. "Θα στεφθώ Αυτοκράτωρ  και θα βαδίσω το δρόμο Σου!..."
   Έμεινε λίγη ώρα μπροστά στα εικονίσματα θωρώντας το Χριστό κι ύστερα, ενώ από το νου του περνούσαν οι βαριές ευθύνες που επωμιζόταν, ξανάκανε το σταυρό του, γύρισε την πλάτη του στο εικονοστάσι, έκανε δυο βήματα, χτύπησε ένα χάλκινο σήμαντρο και πρόσταξε τον στρατιώτη που παρουσιάστηκε στη θύρα:
   "Τον πρωτοβεστιάριο Φραντζή!"
   Ο Γεώργιος ήλθε σε λίγο.
   "Με φώναξε το Μεγαλείον σου;" ρώτησε.
   "Ναι, Γεώργιε, κάθισε", έκανε ανόρεχτα ο Παλαιολόγος. "Πρέπει να μιλήσουμε. Είναι τόσα ακόμα να γίνουν, πριν φύγουμε για τη Βασιλεύουσα".
   Έπρεπε να βρεθούνε χρήματα. Όταν στέφονταν οι Αυτοκράτορες, χάριζαν στο λαό χρυσάφι. Τα ταμεία, όμως, ήταν άδεια. Οι φόροι δεν εισπράττονταν και οι πλούσιοι κρύβανε τους θησαυρούς τους ή τους χαρίζανε, πεθαίνοντας, στα μοναστήρια. Το εμπόριο δε λειτουργούσε καθόλου και, ενώ η δυτική κοινότητα του Πέραν στο Γαλατά προόδευε κι ανθούσε, η Κωνσταντινούπολη όλο και φτώχαινε, όλο κι ερημωνόταν.
   Οι δυο άνδρες συζήτησαν ώρα πολλή. Ο Φραντζής αναγκάστηκε με σπαραγμό του να ξαναπεί εκείνα που τόσο καλά ήξερε κι ο Κωνσταντίνος, για τα απαίσια οικονομικά της Αυτοκρατορίας. Μίλησαν και για το στρατό και για το ναυτικό. Τον ανύπαρκτο στρατό και το αυτοκρατορικό ναυτικό, που δεν είχε παρά πέντε-έξι σαπιοκάραβα, κι ας αριθμούσε κάποτε πάνω από τριακόσια.
   Όταν μίλησαν για το ναυτικό, ο Φραντζής χλώμιασε, γιατί φοβόταν την ερώτηση που μοιραία θα ερχόταν. Ο Κωνσταντίνος έπρεπε να πάει από τη θάλασσα στη Βασιλεύουσα. Καράβια όμως άλλα, εξόν από το μοναδικό χελάνδιο, που βρισκόταν στον κόλπο της Λακωνίας, δεν υπήρχαν. Το ήξερε κι αυτό ο Αυτοκράτωρ κι έτσι, όταν ο Γεώργιος με δισταγμό τού μίλησε για καταλανικά πλεούμενα, δεν είπε τίποτε. Κι αυτό έπρεπε να το δεχτεί, κι αυτό ήταν της μοίρας του γραμμένο: να πάει Αυτοκράτορας στην πρωτεύουσά του με ξένα πλοία...

   Πέρασε η Πρωτοχρονιά μέσα στο κρύο και μόνο την παραμονή των Επιφανίων, στις πέντε του Γενάρη, άνοιξε λίγο ο καιρός και βγήκε ο ήλιος. Τα σπίτια, οι εκκλησίες, τ' αρχοντικά και τα παλάτια, μουλιασμένα από τη βροχή και το χιονόνερο, λες κι αναπνεύσανε όταν φάνηκε το φως και, λες κι είχαν κι αυτά ψυχή και θέλαν να χαρούνε το μεγάλο το γιορτάσι, φάνηκαν γεμάτα λάμψη κάτω από τις ακτίνες του ζωοδότη. Γυάλιζαν οι μουσκεμένοι τοίχοι, γυάλιζαν φρεσκοπλυμένα τα κόκκινα τα κεραμίδια και τα ψηλά καμπαναριά, λαμποκοπούσαν τα παλάτια και τ' αρχοντικά.
   Μόλις ξημέρωσε η πέμπτη του Γενάρη και φάνηκε ότι θα 'ταν λαμπρή η μέρα, το αρχοντολόι και ο λαός ξεχύθηκαν στους δρόμους για να πάρουν λίγο ήλιο, ν' αναπνεύσουν αγέρα καθαρό, να συζητήσουν για τις γιορτές που θα γινόντουσαν, για τη μεγάλη μέρα, για τη στέψη του Αυτοκράτορα.
   Μαζί με το αρχοντολόι βγήκε κι ο Δημήτριος έξω. Το πένθος του ήταν ακόμα πολύ βαρύ, οι επτά ημέρες δεν είχαν περάσει, όμως ούτε η αγάπη που είχε στον πατέρα του ούτε ο σεβασμός προς την παράδοση μπόρεσαν να τον κρατήσουν μέσα. Ήθελε κι αυτός να μάθει για την τελετή, ήθελε κι αυτός να πάρει θέση στην πομπή την κοσμοϊστορική για κείνον ώρα, που θα έμπαινε στην εκκλησιά ο Κωνσταντίνος, δεσπότης του Μυστρά, για να βγει Αυτοκράτορας της Ρωμιοσύνης.
   Έμαθε τα όσα ήθελε να μάθει ο Λάσκαρις και γύρισε στο πένθιμο αρχοντικό του, όπου ακόμα πλανιόταν μέσα στα δώματα, στο τρικλίνιο, στον εξώστη και στα κουβούκλια, η σκιά του κύρη του, και φώναξε τον Κυρίτση, κι άρχισε μαζί του να γυαλίζει τη σιδερένια του στολή και τ' άρματά του.
   Ξημέρωσε των Επιφανίων. Ο καιρός κρατήθηκε καλός και οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν πολύ πρωί να σημαίνουνε χαρμόσυνα, αναγγέλλοντας με τη βαριά, μελωδική τους γλώσσα ότι εδώ, στο Μυστρά, ο μητροπολίτης θα έστεφε Αυτοκράτορα τον ήρωα και το μαχητή, τον Κωνσταντίνο τον Δραγάση, που ανέβαινε στο θρόνο της Αυτοκρατορίας που ξεκίνησε από έναν Κωνσταντίνο πριν από έντεκα αιώνες.
   Ο Δημήτριος δεν κοιμήθηκε σχεδόν εκείνο το βράδυ της παραμονής της στέψης. Ονειρευόταν δόξες και τιμές για το νέο Αυτοκράτορα, το είδωλό του, και μάχες και αγώνες και το καινούργιο άπλωμα της Αυτοκρατορίας, που θ' ανακτούσε με τα χρόνια, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος από την παλιά της αίγλη. Μίλησε και με τον Κυρίτση, κι έλαμψαν τα μάτια του κι ανέβηκε η φωνή του, κι εκείνος, ακούγοντάς τον, πίστευε πως ζούσε μέσα στις μάχες, πως σκότωνε τους Τούρκους, πως έφτασε ως τη σκηνή του Αμουρά και κάρφωσε το μακρύ σπαθί του στο στήθος του επάνω.
   Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ κι είχε λαλήσει ο πρώτος πετεινός, όταν ο Δημήτριος έπεσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί, να ξεκουράσει λίγο το κορμί του για να 'ναι έτοιμος για το αύριο, που από παιδί περίμενε.
   Έκλεισε τα μάτια του, κοιμήθηκε, και μέσα στον ύπνο του είδε πάλι τον πατέρα του, τον κυρ Ανδρόνικο τον Λάσκαρι, να στέκεται κοντά του και να τον θωρεί με μια λύπη άφατη, ζωγραφισμένη στο σκαμμένο από την αρρώστια πρόσωπό του. Του μίλησε ο Δημήτριος και τον ρώτησε γιατί ήταν τόσο λυπημένος κι εκείνος, αντί να του απαντήσει, τραβήχτηκε λίγο και πίσω στην πλάτη του φάνηκε ένα παραθύρι. Πλησίασε ο Δημήτριος κι είδε μια εικόνα που τον έκανε να ξεφωνίσει μέσα στον ύπνο του: σε μια πόλη με γκρεμισμένα τα τεράστια τείχη της, ξεχύνονταν οι Τούρκοι και μπρος τους έτρεχαν γυναίκες, γέροντες, παιδιά και πέφτανε σ' ένα ποτάμι αιμάτινο, που τους κατάπινε, ενώ πέρα στον ορίζοντα ο ήλιος, κατακόκκινος κι αυτός, βουτούσε για να εξαφανιστεί, να δώσει τη θέση του στο καινούργιο το φεγγάρι, που γυάλιζε σαν να 'τανε κυρτό σπαθί.
   Ξύπνησε μουσκεμένος στον ιδρώτα κι αναπνέοντας με δυσκολία. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό, που ασυναίσθητα γύρισε το κεφάλι του στο παραθύρι.
   Ήταν ακόμα νύχτα και το φεγγάρι σκορπούσε ένα χλωμό,  απόκοσμο φως στην εκκλησιά του Άϊ-Δημήτρη, στη Μητρόπολη, όπου θα γινότανε η στέψη.
   Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πλησίασε το εικονοστάσι, έκανε το σταυρό του και μουρμούρισε μια προσευχή για τον πατέρα του. Ύστερα κάθισε σ' ένα θρονί και προσπάθησε να εξηγήσει το όνειρο, που για δεύτερη φορά έβλεπε μέσα σε τόσο λίγες μέρες.
   Δεν το εξήγησε. Το ξέχασε. Το βλέμμα του έπεσε πάλι στην εκκλησία και, βλέποντας τη θύρα της στεφανωμένη με κλαδιά από δάφνη και μυρτιά, το λησμόνησε και ο νους του άρχισε πάλι να ονειρεύεται το μέλλον: όλα εκείνα τα σπουδαία που θα γίνονταν, που θ' άρχιζαν να γίνονται από αύριο κιόλας, από τη στιγμή που αρχοντολόι και λαός θα φώναζαν στο νέο Αυτοκράτορα: «Πολλά τα έτη σου. Πολλά. Πολλά...»
   Ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι του και κοιμήθηκε βλέποντας άλλα όνειρα τώρα: τα όνειρα που του υπαγόρευε ο νους του.
   Ξύπνησε πρωί πρωί και φώναξε αμέσως τον Κυρίτση να τον βοηθήσει να φορέσει τη μεγάλη στολή του δρουγγάριου και ν' αρματωθεί.
   Ετοιμάστηκε κάποτε κι ύστερα, αφού ζώστηκε το σπαθί του, βγήκε από το κουβούκλιό του και κατέβηκε στο πρώτο πάτωμα. Εκεί ρούφηξε λίγο κρασί νερωμένο, έφαγε λίγο τυρί και ψωμί και, νεύοντας στον Ιωάννη να τον ακολουθήσει, βγήκε από το αρχοντικό του και καβάλησε το άλογό του, που ήταν κι εκείνο λαμπροφορεμένο για τη μεγάλη μέρα.
   Ολόκληρος ο Μυστράς γιόρταζε τη διπλή γιορτή: τη γιορτή της Χριστιανοσύνης και τη γιορτή της στέψης του Κωνσταντίνου. Οι δρόμοι, καθαρισμένοι και πλυμένοι από τους υπηρέτες των αρχοντικών κι από τους ανθρώπους του λαού, γυαλοκοπούσαν και από τα παράθυρα των σπιτιών ήταν κρεμασμένα χαλιά και όλες οι πόρτες ήταν στολισμένες με φύλλα δάφνης και μυρτιάς.
   Ο Δημήτριος προχωρούσε αργά αργά και κοίταζε ολούθε, και μελετούσε τα πρόσωπα εκείνων που περπατούσανε στους δρόμους ή κάθονταν στα παράθυρα ή στα κατώφλια των σπιτιών τους, για να δει αν ήταν κι εκείνοι τόσο χαρούμενοι όσο κι αυτός για τη μεγάλη μέρα.
   Ο κόσμος χαιρόταν. Ο Κωνσταντίνος ήταν αγαπητός σ' όλους και οι λαμπροφορεμένοι άρχοντες, που όδευαν καβάλα ή πεζή για την αυλή του παλατιού, όπου θα γινόταν η συγκέντρωση της πομπής που θα κατέβαινε σε λίγο στη Μητρόπολη, μιλούσαν ζωηρά, με κέφι μεταξύ τους, κι ο λαός, που είχε πάρει θέση στις παρόδους για ν' αφήσει τόπο για την πομπή, σιγοψιθύριζε τα ονόματά τους, τους τίτλους και την αξιοσύνη του καθενός.
   Ο Δημήτριος κόντευε να φτάσει στ' ανάκτορα, όταν, καθώς περνούσε από το αρχοντικό του Δούκα, ασυναίσθητα έστριψε το κεφάλι του προς τα πάνω, προς το ηλιακό, τραβηγμένος από τα χρώματα του βαρύτιμου χαλιού που κρεμόταν από κει. Κοίταξε λίγο αφηρημένα το χαλί κι ύστερα ξανάστριψε πάλι μπροστά το κεφάλι του, χωρίς να δει μια όμορφη κοπέλα που, πίσω από το παράθυρο, τραβηγμένη λίγο πιο μέσα για να μην πολυφαίνεται από το δρόμο, κοίταζε προς τα κάτω.
   Η κοπέλα, μια μελαχρινή γύρω στα δεκαοχτώ, με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, είδε το Δημήτριο και η καρδιά της χτύπησε δυνατότερα, συγκινημένη από την ομορφιά του, τη λεβεντιά του και το περήφανο άλογο που καβαλίκευε.
   Δίπλα στην κοπέλα στεκόταν μια άλλη γυναίκα, γύρω στα σαράντα, σαράντα πέντε το πολύ, ντυμένη πολύ πιο απλά από εκείνη.
   "Βάγια", έκανε η κοπέλα δείχνοντας το Δημήτριο. "Ποιος είναι αυτός ο άρχοντας; Τον ξέρεις;"
   Η άλλη έσκυψε λίγο στο παράθυρο και κοίταξε προς τα κάτω.
   "Ποιος, εκείνος ο ψηλός, που 'ναι καβάλα στο κανελί το άλογο;"
   "Ναι, βάγια, αυτός", έκανε ανυπόμονα η κοπέλα κοιτάζοντάς τον πάντα.
   "Δε μπορώ να καταλάβω, παιδάκι μου", απάντησε η βάγια. "Δεν τον βλέπω καλά. Όμως, όχι· για στάσου, στρίβει τώρα... Α, ναι, είναι ο Λάσκαρις. Ο γιος του κυρ Ανδρόνικου, που πέθανε τις προάλλες".
   Η κοπέλα χαμογέλασε πλατιά και ψιθύρισε το θαυμασμό της.
   "Τι όμορφος που είναι! Σαν τους θεούς, που λάτρευαν οι πρόγονοί μας! Βάγια, το αρχοντικό των Λασκαραίων δεν είναι κοντά στην εκκλησιά του Άϊ-Δημήτρη, στη Μητρόπολη;"
   Η βάγια κοίταξε λοξά την κοπέλα:
   "Ναι, αλλά εσένα τι σε νοιάζει; Κι από πότε άρχισες κι ενδιαφέρεσαι πού κάθονται τα ευγενικόπουλα;"
   Η κοπέλα γέλασε με την καρδιά της.
   "Βάγια μου, έτσι το είπα", της έκανε αγκαλιάζοντάς την και φιλώντας την. "Ήξερα ότι το σπίτι των Λασκαραίων ήταν εκεί και ρώτησα να μάθω αν ήταν αυτός ο Λάσκαρις ή κάνας άλλος".
   Η βάγια κούνησε το κεφάλι της και κάτι πήγε να πει, όμως σταμάτησε γιατί η κοπέλα συνέχισε:
   "Βάγια, έχεις ξαναπάει στη Βασιλεύουσα ποτέ;"
   "Όχι, παιδάκι μου. Εδώ γεννήθηκα κι εδώ μεγάλωσα και γέρασα. Γιατί ρωτάς;"
   "Έτσι, δεν έχω κανένα λόγο που ρωτάω. Χαίρομαι όμως, βάγια, που δεν την ξέρεις, γιατί θα τη γνωρίσουμε μαζί... Βάγια", έκανε ύστερ' από ένα μικρό δισταγμό, "λες να πάει κι ο Λάσκαρις στη Βασιλεύουσα;"
   Η άλλη ζάρωσε τα φρύδια της, σήκωσε το δάχτυλό της κι άρχισε να το κουνάει απειλητικά.
   "Κόρη μου, πολύ το ενδιαφέρον σου για τον Λάσκαρι. Κοίταξε καλά, γιατί θα με κάνεις να το πω στον κύρη σου".
   Η κοπέλα γέλασε πάλι και την ξαναγκάλιασε.
   "Δε θα το πεις", της μουρμούρισε. "Κι όχι μόνο δε θα το πεις, αλλά θα μάθεις κι εκείνα που θα σου παραγγείλω... Θα μάθεις πρώτα αν είναι παντρεμένος κι ύστερα... Κι ύστερα αν... Βάγια μου, μη με κάνεις να σου πω τι άλλο θέλω να μάθεις!"
   "Ξέρω", μουρμούρισε. "Ξέρω τι θέλεις να μάθεις! Όμως, ντροπή! Κορίτσι πράμα εσύ να ενδιαφέρεσαι για νιους τόσο πολύ!"
   "Βάγια μου, θα μάθεις;" της είπε με γλυκιά φωνή.
   "Μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Πάντα, από παιδάκι, μ' έκανες ό,τι ήθελες!"
   "Ω, βάγια μου, πώς να σ' ευχαριστήσω;"
   Η κοπέλα έσκυψε από το παραθύρι και κοίταξε πάλι στο δρόμο. Ο Δημήτριος δε φαινόταν πια.

   Στην αυλή του παλατιού του Παλαιολόγου είχε αρχίσει να σχηματίζεται η πομπή, όταν έφτασε ο Λάσκαρις. Ο Δημήτριος πήρε τη θέση του κοντά στους δρουγγάριους και το βλέμμα του καρφώθηκε στην είσοδο, απ' όπου θα 'βγαινε ο Κωνσταντίνος.
   Το αρχοντολόι, που ήταν μαζεμένο στην αυλή, σείστηκε ολόκληρο, καθώς από την είσοδο του παλατιού ξεπρόβαλαν πρώτα οι κράχτες κι ύστερα οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, που είχαν έλθει στο Μυστρά για ν' αναγγείλουν στον Παλαιολόγο ότι θα γινόταν αυτοκράτορας, και οι ανώτατοι αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας.
   "Κελεύσατε!" φώναξαν οι κράχτες, μόλις φάνηκε ο Κωνσταντίνος φορώντας το σκαραμάγκιο και το πορφυρό σαγίο.
   "Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους!" φώναξε το αρχοντολόι και, καθώς ο Κωνσταντίνος καβάλησε το άλογό του, που έφερε κι αυτό πορφυρό ύφασμα στις πλάτες του, τραντάχτηκε και κίνησε να τον ακολουθήσει.
   Το αρχοντολόι, μ' επικεφαλής τον Κωνσταντίνο, σάλεψε σαν φίδι κι άρχισε να κατηφορίζει προς τη Μητρόπολη, περνώντας μπροστά από το λαό, που στριμωχνόταν στους δρόμους και φώναζε τον ενθουσιασμό του.
   Η πομπή ξετυλίχτηκε στον κατήφορο, έφτασε στη Μητρόπολη και σταμάτησε. Ο Κωνσταντίνος ξεπέζεψε, προχώρησε και μπήκε στην εκκλησιά, που ως έξω μύριζε θυμίαμα και λιβανωτό.
   Ο Δημήτριος ζούσε σαν μέσα σε όνειρο. Ο ήχος από τις καμπάνες, που χτυπούσαν χαρμόσυνα όλες μαζί· τα πλούσια φορέματα των αρχόντων· οι γυαλιστερές στολές των οφικιάλιων· το φως από τα κεριά και από τις καντήλες· τα ιερά άμφια του μητροπολίτη και των παπάδων, που, καθώς έψελναν, κουνιόντουσαν και σκόρπιζαν χρυσές και πράσινες και κόκκινες φωτιές τριγύρω τους· η κατάνυξη του εκκλησιάσματος που άκουγε τα ιερά τα λόγια, που τόσες φορές είχαν ειπωθεί στη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, στις στέψεις των Αυτοκρατόρων, και πρώτη φορά ακούγονταν εδώ, τον έκαναν να νιώθει δάκρυα ν' ανεβαίνουν στα μάτια του και πάμπολλες φορές σήκωσε το βλέμμα του στον τρούλλο της εκκλησιάς, για να δει τις στρατιές των αγγέλων και των χερουβείμ, γιατί θαρρούσε πως άκουσε το φτερούγισμά τους, να σκύβουν πάνω από τον Αυτοκράτορα για να του ευχηθούν κι εκείνα, μαζί με τους θνητούς, το «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους».
   Ο Λάσκαρις παρακολούθησε την τελετή: το άναμμα  των κεριών από τον Κωνσταντίνο· το ανέβασμά του, μαζί με το μητροπολίτη, στον άμβωνα επάνω· το ντύσιμό του μέσα στην εκκλησιά· τη μεγάλη τη στιγμή, που ακούμπησαν το στέμμα στο κεφάλι του· τη μυριόστομη φωνή, που έκανε τη Μητρόπολη να τρίξει, όταν φώναξε το αρχοντολόι και πήρε τη φωνή του κι ο λαός απ' έξω: "Άξιος! Άξιος! Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί Γης ειρήνη". Φωνή που επαναλήφθηκε τρεις φορές από το αρχοντολόι και τρεις από το λαό.
   Ο Κωνσταντίνος Αυτοκράτωρ! Ο Δημήτριος δε μπορούσε να κρατήσει τη χαρά του. Γύριζε παντού το βλέμμα του για να δει τους άλλους, να δει αν χαίρονταν κι εκείνοι όσο κι αυτός. Είδε κι ενθουσιάστηκε. Είδε και λυπήθηκε κι ένιωσε ένα παράξενο σφίξιμο στην καρδιά του. Οι άρχοντες γιόρταζαν, οι ιερείς το ίδιο, το ίδιο κι ο λαός. Εκείνος όμως, ο εστεμμένος Αυτοκράτωρ, ο Κωνσταντίνος...
   Ο Παλαιολόγος ζούσε κι εκείνος τη μεγάλη στιγμή της στέψης. Τη ζούσε, όμως όχι όπως οι άλλοι. Δεν έβλεπε γιορτάσι, δεν έβλεπε χαρά. Δεν ένιωθε τα στήθη του να φουσκώνουν από περηφάνια που τώρα, που του φόρεσε στο κεφάλι ο μητροπολίτης το αυτοκρατορικό το στέμμα, γινόταν ο πρώτος της Αυτοκρατορίας, ο πρώτος της Ρωμιοσύνης. Το στέμμα το 'νιωθε βαρύ. Ο πορφυρός χιτώνας τού έμοιαζε σαν κάτι το αφόρητο. Τα κόκκινα τσαγγία, το ίδιο. Το στέμμα, τα τσαγγία, ο πορφυρός χιτώνας τού έβαζαν ευθύνες, που δύσκολα κι ο πιο γενναίος άνδρας θα μπορούσε να επωμισθεί, χωρίς να λυγίσει κάτω από το βάρος τους. Τα φόρεσε, άκουσε τις ευχές του λαού, είδε μάτια δακρυσμένα γύρω του και το στήθος του φούσκωσε από έναν δύσκολα κρυμμένο στεναγμό. Όλοι, αρχοντολόι και λαός, περίμεναν τα πάντα από εκείνον. Περίμεναν τα θαύματα, περίμεναν ένα ξαναζωντάνεμα. Περίμεναν... Περίμεναν...
   Περίμεναν το μάννα από τον ουρανό, ενώ κανείς τους δε θα κούναγε το χέρι του να τον βοηθήσει. Κανείς σχεδόν δε θα παρουσιαζόταν αυθόρμητα να πυκνώσει τις τάξεις του στρατού του. Κανείς δε θ' άνοιγε τα σκοτεινά τα δώματα, όπου φύλαγε τους θησαυρούς του, να δώσει για την Αυτοκρατορία, που χαροπάλευε και ψυχορραγούσε. Οι ιερείς έψελναν και φορούσαν χρυσά άμφια, στολισμένα με πολύτιμες πέτρες. Οι μοναχοί, ντυμένοι με τ' απλά τους μαύρα ρούχα, έμοιαζαν φτωχοί. Τα μοναστήρια τους, όμως, ήταν γεμάτα χρυσάφι και ασήμι, που θα μπορούσαν να στυλώσουν στα πόδια της την Αυτοκρατορία, που θα έδιναν τα μέσα στους βασιλικούς ταρσανάδες να χτίσουνε καινούργια πλοία, που θ' αγόραζαν καινούργιους μισθοφόρους από τη Δύση, μια και οι Ρωμιοί δεν ήθελαν τον πόλεμο.
   Τα μάτια του πορφυροντυμένου Κωνσταντίνου ανέβηκαν ψηλά στον Παντοκράτορα, που κοίταζε αυστηρός από τον τρούλλο το εκκλησίασμα, και στα χείλη του σχηματίστηκε βουβά μια ικεσία:
   «Κύριε, βοήθησέ με, σαν Ρωμιός, να κρατήσω ως το τέλος το βαρύ φορτίο που επωμίσθηκα».
   Ο Δημήτριος είδε τον Αυτοκράτορα, είδε το σοβαρό του ύφος και η καρδιά του σφίχτηκε. Ο Κωνσταντίνος δεν έμοιαζε να χαίρεται, δεν έμοιαζε να γιορτάζει κι αυτός, όπως το αρχοντολόι κι ο λαός, τη στέψη του. Ανήσυχος, τον κοίταξε καλύτερα. Στα μάτια του τού φάνηκε πως γυάλιζαν δύσκολα συγκρατημένα δάκρυα. Ο Δημήτριος δάγκωσε τα χείλη του. Αν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας... Όχι. Δεν το παραδεχόταν. Ο Κωνσταντίνος ήταν συγκινημένος από τη μεγάλη στιγμή. Δεν έβλεπε δύσκολο το μέλλον. Το μέλλον θα 'τανε λαμπρό. Δε μπορούσε, δε γινόταν να 'τανε αλλιώς...
   Ο Λάσκαρις ένιωσε το σφίξιμο να φεύγει από την καρδιά του. Η στέψη κόντευε να τελειώσει. Ο Κωνσταντίνος, με το στέμμα στο κεφάλι του, παρακολουθούσε κι εκείνος τα ιερά λόγια και, όταν πια τελείωσε η Λειτουργία κι έκανε να φύγει για να επιστρέψει στο παλάτι, του φώναξαν αρχοντολόι και λαός: "Του Κωνσταντίνου, του Μεγάλου Βασιλέως και Αυτοκράτορος, πολλά τα έτη". Τότε ένα χαμόγελο άνθισε στη λυπημένη του μορφή.
   Πίσω από τον Κωνσταντίνο πήραν σειρά, καθώς έβγαινε από τη Μητρόπολη, ο Φραντζής, ο πρωτοβεστιάριος του νέου Αυτοκράτορα, και οι άλλοι οι μεγάλοι: ο πρωτοστάτωρ, οι σπαθάριοι, οι πραίτορες, οι κανδιδάτοι του καβαλαρικού, οι τουρμάρχες, οι δούκες των πλοΐμων, οι δρουγγάριοι, οι κόμητες της Κόρτης κι οι κόμητες των πλοΐμων.
   Ο Φραντζής είχε σοβαρό ύφος· ο αγαπημένος του δεσπότης είχε ανέβει όσο ψηλότερα μπορούσε ν' ανέβει άνθρωπος στον κόσμο τούτο... Κι όμως, η προφητεία της τσιγγάνας βάραινε τούτη τη στιγμή στο νου του: "Θα πεθάνει, και μαζί του θ' αφανιστεί ολόκληρος ο κόσμος!..."
   Σ' όλη τη διάρκεια της τελετής, ο Γεώργιος προσευχόταν κοιτάζοντας τους αγίους, που, μέσα στο χρυσό φέγγος των λαμπάδων, είχαν πάρει ζωηρότερα χρώματα και οι μορφές τους φάνταζαν ακόμα πιο αυστηρές, ακόμα πιο απόκοσμες. "Ίσως και πιο λυπημένες", σκέφτηκε για μια στιγμή ο Φραντζής καθώς τους  κοίταζε.
   Μόλις βγήκε έξω στο δρόμο ο Κωνσταντίνος, ο εστεμμένος Αυτοκράτωρ, όλος ο Μυστράς βούιξε από τις φωνές, και οι καμπάνες αχολόγησαν και σείστηκε ολόκληρος ο τόπος, και πέταξαν τρομαγμένα ψηλά στον ουρανό τα περιστέρια από τα σπίτια· κι ένα κοράκι, σκούζοντας πένθιμα μέσα στη γιορτή, τράβηξε από την Ανατολή και χάθηκε στη Δύση.
   Το είδαν το κοράκι μερικοί από το λαό και σταυροκοπήθηκαν τρομαγμένοι. Τα μαύρα τα φτερά του ήταν κακό προμήνυμα και το πέταγμά του από την Ανατολή στη Δύση γέμισε κρύο φόβο τις καρδιές τους. Ξεχάστηκαν όμως οι φόβοι και τα στήθη φούσκωσαν ξανά για να φωνάξουν ακόμα πιο δυνατά το «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους», το «Αύτη η χαρά και η δόξα του Κόσμου» και το «Δόξα Θεώ τω αναδείξαντί Σε Βασιλέα!»
   Η λαμπρή πομπή κινήθηκε μόλις καβάλησε το άλογό του ο Κωνσταντίνος και το φίδι, πολύχρωμο, πάλι ξετυλίχτηκε κι άρχισε ν' ανεβαίνει το ανηφοράκι που οδηγούσε στο παλάτι των Παλαιολόγων, όπου ο νέος Αυτοκράτωρ στο χρυσοτρίκλινο, καθισμένος στο θρόνο του, θα δεχόταν το προσκύνημα των υπηκόων του.
   Η λαμπροντυμένη πομπή του Αυτοκράτορα, ανεβαίνοντας προς τα παλάτια, ξαναπέρασε πάλι κάτω από το αρχοντικό του Δούκα και η όμορφη μελαχρινή κοπέλα ξαναείδε το Δημήτριο κι η καρδιά της χτύπησε ακόμα δυνατότερα από την πρώτη φορά, γιατί τα μάτια του γυάλιζαν τόσο από τη χαρά και κρατούσε τόσο ψηλά το κεφάλι του, που ήταν αληθινά σαν τους ήρωες εκείνους που ζούσανε τα χρόνια τα παλιά της Αυτοκρατορίας, τους Ακρίτες, που είχαν γίνει ο θρύλος της Ρωμιοσύνης για την παλικαριά και τα μεγάλα κατορθώματά τους.
   Ο Λάσκαρις δεν την είδε· κοίταζε εμπρός του κι αναρωτιόταν αν θα 'πρεπε να πάρει μέρος στους αγώνες, που είχε ορίσει ο νέος Αυτοκράτωρ για να γιορτάσει το στεφάνωμά του. Αγώνες ιππικούς και τοξοβολίας και κονταρισμού. Η λαβωματιά του είχε κλείσει ολότελα και το κορμί του είχε αρχίσει πάλι να γεμίζει σάρκα κι αίμα. Οι δυνάμεις του γύριζαν μέρα τη μέρα κι ένιωθε γερός. Ήταν όμως τόσο, ώστε να μπορέσει να κερδίσει κάτι, ένα αγώνισμα απ' όλα; Η φρόνησή του έλεγε «όχι». Όμως, ήθελε τόσο να πάρει μέρος στους αγώνες... Μ' αυτές τις σκέψεις πέρασε κάτω από τ' αρχοντικό του Δούκα, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του να δει την κοπέλα, που είχε βγει ολόκληρη από τον εξώστη για να τον δει καλύτερα.

   Η πομπή έφτασε κάποτε στα παλάτια, ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στο χρυσοτρίκλινο και οι μεγάλοι της Αυτοκρατορίας και του Δεσποτάτου του Μοριά, ένας ένας με τη σειρά του, ανάλογα με το αξίωμά του, ήλθαν και τον προσκύνησαν και του φίλησαν τα γόνατα, όπως το 'θελε η παλιά παράδοση, που ακόμα κρατιόταν στην Αυτοκρατορία.
   Ήλθε κι ο Δημήτριος κι έπεσε στα γόνατά του, κι ο Κωνσταντίνος, ενώ δεχότανε το προσκύνημά του, του είπε σκύβοντας λιγάκι από το θρόνο:
   "Δρουγγάριε Λάσκαρι, ξέρω το βαρύ σου πένθος και ξέρω ότι δε μπορείς να έλθεις στο συμπόσιο. Παρ' όλα αυτά, επειδή θα 'θελα να μάθω πού πέρασες όλον τούτο τον καιρό που έλειπες από το Μυστρά, σε προσκαλώ για αύριο το πρωί, πριν από τους αγώνες... Θα έλθεις να με βρεις μία ώρα αφού φέξει. Θα σε οδηγήσουνε στο κουβούκλιό μου, όπου κανείς δε θα μας ενοχλήσει".
   Ο Αυτοκράτωρ χαμογέλασε μπρος στο κοκκίνισμα της χαράς, που έβαψε τα μάγουλα του Δημήτριου, κι άπλωσε το χέρι του για να του το φιλήσει. 
   Ο Λάσκαρις πάλι δεν καλοκοιμήθηκε εκείνο το βράδυ από την ταραχή του. Θα μιλούσε με τον Αυτοκράτορα ιδιαίτερα! Θα του έλεγε τα όσα είχε μάθει εκεί, στη Δύση, θα του έλεγε και για τον Ιουστινιάνη. Ο Ιωάννης ήταν πάντα πρόθυμος να πολεμήσει και, αν του το ζητούσε ο Δημήτριος, δε θ' αρνιόταν να έλθει εδώ, στο Βυζάντιο, στη Βασιλεύουσα, με τους ανδρειωμένους του. Κι αν ερχόταν...
   Ο Δημήτριος κοιμήθηκε επιτέλους, μ' ένα πλατύ χαμόγελο στο νεανικό του πρόσωπο.

   Η βάγια της Δούκαινας ζύγισε καλά στη σκέψη της το διάβημά της πριν το αποφασίσει. Ο κυρ Θεόδωρος ο Δούκας ήταν ένας μεσόκοπος άνδρας, στρατηγός πριν από δύο χρόνια, που πια δεν υπηρετούσε στο στρατό του δεσπότη, γιατί το τραύμα που πήρε στο Εξαμίλιο τον εμπόδιζε να καβαλικέψει. Έτσι, τώρα ήταν ένας από τους συμβούλους του δεσπότη και, καθώς ήταν φίλος του παλιός κι αγαπητός από τότε που κατέβηκε στο Μοριά, θα έφευγε κι αυτός με την Ελένη για τη Βασιλεύουσα, μαζί με τον καινούργιο Αυτοκράτορα. Θα πήγαινε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και το συνοικέσιο που ετοίμαζε για τη μονάκριβή του κόρη με το γιο του Κομνηνού, που ήταν κόμης των πλοΐμων, ίσως να μην τελεσφορούσε, μια κι ο γερο-Κομνηνός δε θα 'φευγε από το Μυστρά.
   Δεν ήταν, όμως, μόνο τούτο που ζύγισε στη σκέψη της η βάγια. Σκεφτότανε και κάτι άλλο: η αγαπημένη της Ελένη δεν αγαπούσε το Βασίλειο Κομνηνό και, ως εκείνη τη στιγμή, δεν της είχε μιλήσει ποτέ της για κανένα από τ' αρχοντόπουλα της Σπάρτης. Έτσι, το ενδιαφέρον που έδειξε για το Λάσκαρι την έκανε από τη μια μεριά να χαίρεται, που χτύπησε η καρδιά της για κάποιο παλικάρι, κι από την άλλη να σκέφτεται τι συνέπεια θα είχε η πράξη της, αν έκανε εκείνη τον διάμεσο για να πλεχτεί το ειδύλλιο ανάμεσα στην Ελένη και στο όμορφο αρχοντόπουλο, μια κι ο γερο-Δούκας ήταν αυστηρός και δεν επέτρεπε στην κόρη του να έχει γνώμη απάνω σ' ένα θέμα τόσο σοβαρό, όπως ο γάμος.
   Η βάγια έμεινε αρκετή ώρα δίβουλη, αν έπρεπε να ξεκινήσει να μάθει τα όσα ήθελε να μάθει η Ελένη, ύστερα όμως, καθώς θυμήθηκε με τι λαχτάρα τής είχε μιλήσει, το αποφάσισε.
   Η βάγια έμαθε αρκετά για το Δημήτριο και πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι το φανταζόταν. Κινώντας για τη Μητρόπολη, λίγο μετά το μεσημέρι, είδε σ' ένα καπηλειό έναν ψηλό νέο άνδρα, που της φάνταξε γνωστός της έτσι όπως της γύριζε την πλάτη του. Τον κοίταξε καλύτερα και τον αναγνώρισε. Ήταν ο Ιωάννης ο Κυρίτσης, ο γιος της παιδικής της φίλης, της Μαρίας, που μαζί μεγάλωσαν στα κτήματα του Δούκα, κοντά στο Γύθειο.
   Η Μαρία ήταν τότε ορφανή και ο Γεώργιος Δούκας, ο κύρης του πατέρα της Ελένης, την είχε πάρει ψυχοπαίδι του, όταν ορφάνεψε από πατέρα κι από μάνα. Η Μαρία είχε παντρευτεί κατόπιν τον Κυρίτση, που ήταν στρατιώτης στο επάγγελμα, κι είχε αποκτήσει ένα παιδί, τον Ιωάννη. Είχε πεθάνει η Μαρία πριν από πέντε-έξι χρόνια και λίγο υστερότερα κι ο πατέρας του Ιωάννη. Η βάγια όμως αγαπούσε τον Ιωάννη κι όποτε τον έβλεπε, τον φώναζε στο αρχοντικό του Δούκα και τον φίλευε, και του 'δινε κι ένα κρασί.
   "Ιωάννη, ε, Ιωάννη!" του φώναξε από την είσοδο του καπηλειού.
   Ο Κυρίτσης γύρισε το κεφάλι του, την είδε, χαμογέλασε, σηκώθηκε και την πλησίασε απλώνοντας τα χέρια του να την αγκαλιάσει.
   "Θεοδώρα, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!" της φώναξε φιλώντας την στα δυο τα μάγουλα. "Δεν άλλαξες καθόλου από τότε που 'χω να σε δω!"
   Η βάγια γέλασε, κάθισε στο πεζούλι έξω από το καπηλειό και, καθώς πρόσεξε ότι από εκεί όπου ήταν, φαινόταν η είσοδος του σπιτιού του Δημήτριου, άρχισε να τον ρωτάει πού ήταν τόσο καιρό που έλειπε και πώς είχε περάσει, για να κερδίσει χρόνο, μήπως κι έβγαινε κανένας από το αρχοντικό του Λάσκαρι.
   Ο Κυρίτσης ήταν στα κέφια του. Το χρυσό νόμισμα, που του είχε δώσει ο Δημήτριος για να γιορτάσει τη στέψη του Αυτοκράτορα, τον είχε κάνει να πιει κάμποσο κρασί. Έτσι, άρχισε να της λέει τις περιπέτειές του κάνοντας πλατιές χειρονομίες.
   Η βάγια τον άκουγε αφηρημένα, όταν όμως της μίλησε για το επεισόδιο στους σκοτεινούς δρόμους της Γένοβας, που θα του στοίχιζε τη ζωή αν δεν τον έσωζε ο Λάσκαρις, γύρισε, τον κοίταξε και τα μάτια της έλαμψαν από ενδιαφέρον.
   "‟Λάσκαρι” είπες, παιδί μου;" τον ρώτησε. "Ποιον Λάσκαρι; Για το Δημήτριο λες, το γιο του κυρ Ανδρόνικου, που αναπαύτηκε τις προάλλες;"
   "Ναι, γι' αυτόν", γέλασε ο Ιωάννης. "Τον δρουγγάριο που μ' έχει πάρει στην προσωπική του δούλεψη", πρόσθεσε με υπερηφάνεια.
   Η Θεοδώρα έκανε το σταυρό της. 
   "Από Θεού!" μουρμούρισε.
   "Από Θεού; Τι είπες, Θεοδώρα;" ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Κυρίτσης.
   "Τίποτε, τίποτε", βιάστηκε ν' απαντήσει.
   Ύστερα, με τέχνη και με πονηριά, κατάφερε τον Ιωάννη να της πει όχι μόνο τα όσα ήθελε να μάθει, αλλά και πολύ περισσότερα, αφού ακόμα εκείνος, παρασυρμένος από την κουβέντα, της μίλησε και για τη Λεωνόρα, και για την απόπειρα του φόνου του Δημήτριου στη Γένοβα.
   Η Θεοδώρα, όταν έφτασε εκεί ο Ιωάννης, σταυροκοπήθηκε γεμάτη φόβο.
   "Θεέ και Κύριε!" μουρμούρισε. "Μέχρι φόνο έφτασε αυτή η γυναίκα;"
   "Έρωτας βλέπεις, Θεοδώρα... Έρωτας, που γίνεται μίσος".
   Η βάγια σηκώθηκε κι έκανε να φύγει.
   "Έλα από το σπίτι όποτε το μπορέσεις", τον κάλεσε. "Έχω πάντα καλό κρασί για το γιο της αγαπημένης μου Μαρίας..."
   Η Ελένη Δούκα έβαλε τρεις φορές τη βάγια της να της πει τα όσα έμαθε για το Δημήτριο, και τα μάτια της βουρκώσανε, και το στήθος της φούσκωσε από ένα λυγμό, όταν άκουσε ότι πήγε μια γυναίκα να τον δολοφονήσει.
   "Βάγια", έκανε έπειτα από λίγο, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. "Λες ακόμα να την αγαπάει αυτή... αυτή... την κακιά γυναίκα, που πήγε να τον σκοτώσει;"
   Η Θεοδώρα σήκωσε ψηλά τα χέρια της.
   "Πού να ξέρω, παιδί μου;" έκανε. "Οι άνδρες είναι τόσο παράξενοι στους έρωτές τους".
   Η Ελένη την κοίταξε με την απελπισία γραμμένη στο πρόσωπό της κι άρχισε να παίζει νευρικά με το μαντίλι της.
   "Έλα, έλα, μην κάνεις έτσι", την παρηγόρησε η Θεοδώρα. "Κι αν την αγαπάει ακόμα, εσένα τι σε νοιάζει;"
   "Με νοιάζει, βάγια μου", κλάφτηκε, "με νοιάζει, γιατί νομίζω... Όχι, δεν το νομίζω, είμαι βέβαιη. Γιατί, βάγια μου, τον αγαπώ. Ναι, τον αγαπώ κι ας μην τον γνώρισα ακόμα. Θα 'ναι καλός και θα 'ναι και παλικάρι. Θα 'χει γλυκιά λαλιά και θα 'ναι αντρειωμένος. Ω, βάγια... Τι θα κάνω; Πώς θα γνωριστώ μαζί του, εδώ μέσα που 'μαι κλεισμένη;"
   Η Θεοδώρα δεν απάντησε, μόνο κούνησε με λύπη το κεφάλι της, γιατί δεν ήξερε τι να της απαντήσει.

   O Δημήτριος βρέθηκε πολύ πριν από την ώρα του στα παλάτια των Παλαιολόγων κι άρχισε να βηματίζει στην αυλή για να περάσει η ώρα.
   Θα περπατούσε κάπου μία ώρα, όταν τον πλησίασε ένας στρατιώτης που έβγαινε από μέσα.
   "Είσαι ο δρουγγάριος Λάσκαρις;" τον ρώτησε με σεβασμό.
   Ο Δημήτριος κούνησε το κεφάλι του.
   "Ακολούθησέ με, άρχοντά μου", συνέχισε ο στρατιώτης. "Το Μεγαλείον του σε περιμένει".
   Ο Δημήτριος ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες και σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα. Ο στρατιώτης την άνοιξε και τραβήχτηκε για να περάσει. Δεν ήταν το κουβούκλι του Αυτοκράτορα. Ήταν ένα άλλο δωμάτιο, μ' ένα μακρύ τραπέζι  φορτωμένο με ρολά και λίγα βαριά έπιπλα. Σ' ένα θρονί καθόταν ο Κωνσταντίνος και δίπλα του ήταν ο Φραντζής.
   Ο Δημήτριος δίστασε να μπει. Ο Αυτοκράτωρ τού είχε πει πως θα τον έβλεπε μονάχος του.
   "Έλα, Δημήτριε", είπε εκείνος. "Θέλω ν' ακούσει κι ο Φραντζής τα όσα θα μου πεις".
   Ο Λάσκαρις πλησίασε κι ο Κωνσταντίνος τού έκανε νόημα να καθίσει σ' ένα σελλίο.
   Ο Κωνσταντίνος έφερε το χέρι στα γένια του και τα χάιδεψε σαν να αναρωτιότανε από πού ν' αρχίσει. Ύστερα χαμογέλασε και, καρφώνοντας το βλέμμα του στο Λάσκαρι, έκανε:
   "Δε θα μιλήσουμε για την αποστασία σου, Δημήτριε. Ούτε για το γιατί μ' εγκατέλειψες έτσι κι έφυγες για τη Δύση... Ξέρω τι σ' ανάγκασε να φύγεις και σε νιώθω απόλυτα. Ούτε θα συζητήσουμε ακόμα το αν είχες δίκιο ή άδικο που έφυγες. Γύρισες και αυτό για μένα φτάνει".
   Ο Δημήτριος ένιωσε μ' αυτά τα τελευταία λόγια να φεύγει το κοκκίνισμα από τα μάγουλά του και, ξεροκαταπίνοντας, πήγε κάτι να πει, όμως ο Παλαιολόγος δεν τον άφησε.
   "Δε θέλω ν' απολογηθείς, Δημήτριε", του είπε με καλοσύνη. "Αν σε κάλεσα εδώ, το έκανα για να σου δείξω ότι εκτίμησα την επιστροφή σου και ότι δέχομαι να ξαναϋπηρετήσεις στο στρατό μου, όπως στο ξαναθύμισα αφού πέθανε ο πατέρας σου".
   Ο Κωνσταντίνος σταμάτησε για μια-δυο στιγμές κι ύστερα, γυρίζοντας στο Φραντζή, συνέχισε:
   "Ο πρωτοβεστιάριος Φραντζής μού είπε ότι από τον πατέρα σου ήξερε ότι πολεμούσες στην Ιταλία με κάποιο μισθοφόρο. Μου είπε και τ' όνομά του: με τον Ιουστινιάνη. Γι' αυτό ήθελα να μου μιλήσεις: για τον τρόπο που πολεμάνε εκεί στη Δύση και για τη Γένοβα και τις άλλες πόλεις που ίσως να γνώρισες, για τις συζητήσεις που μπορεί ν' άκουσες για το πώς βλέπουνε εκείνοι την Ένωση των Εκκλησιών, για το αν θα μπορέσουμε να ελπίζουμε στη Δύση".
   Ο Παλαιολόγος ήθελε ακόμα να προσθέσει ότι ήξερε πολλά για τη Δύση, ότι έπαιρνε συχνά γράμματα από το Βησσαρίωνα, όμως δεν το είπε. Ήθελε να μάθει και από αυτόν, χωρίς να τον έχει επηρεάσει μ' εκείνα που θα του έλεγε πως ήξερε.
   Ο Λάσκαρις μίλησε πολλή ώρα. Μίλησε κι απάντησε σ' όλες τις ερωτήσεις που του έβαζαν πότε ο Αυτοκράτορας και πότε ο Φραντζής, που ήξερε κι αυτός από πολέμους, μια κι είχε κάνει κάμποσες φορές το στρατηγό στη ζωή του. Ύστερα ανέφερε τον Ιουστινιάνη. Τους είπε για την παλικαριά του και την αντρειωσύνη του και για τ' όνομα που είχε σ' ολόκληρη την Ιταλία. Τους ιστόρησε τους πολέμους που πολέμησε κοντά του και κατέληξε:
   "Αν ποτέ μάς χρειαστεί μια δύναμη καλή -ας είναι και μικρή- από τη Δύση, ο Ιουστινιάνης θα έλθει μόλις του το ζητήσω".
   Ο Κωνσταντίνος κοίταξε το Φραντζή και χαμογέλασε. Ο Γεώργιος κούνησε το κεφάλι του.
   "Είσαι νέος στα χρόνια, Δημήτριε", είπε ύστερ' από μικρή σιωπή ο Παλαιολόγος στο Λάσκαρι. "Όμως τα χρόνια δεν υπολογίζονται όταν η καρδιά είναι αντρειωμένη. Μάντεψα ότι θα 'θελες να ξανάλθεις στο στρατό μου και σου μήνυσα ότι σε δέχομαι... Επειδή όμως σε προορίζω για έργα που χρειάζονται περισσότερη εξουσία, από σήμερα σε ονομάζω τουρμάρχη!"
   Ο Δημήτριος δεν τολμούσε να πιστέψει στ' αυτιά του.
   Τουρμάρχης σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών! Ούτε στα πιο τολμηρά τα όνειρα δεν είχε βάλει στο νου του κάτι τέτοιο! Γεμάτος συγκίνηση, σηκώθηκε κι έφερε με σεβασμό το χέρι του Κωνσταντίνου στα χείλη του.
   "Δημήτριε, θα τα ξαναπούμε", έκανε εκείνος χαμογελώντας του με αγάπη και δείχνοντας μ' αυτό τον τρόπο ότι είχε τελειώσει η ώρα που έπρεπε να μείνει κοντά του.
   Ο Δημήτριος δεν έλαβε μέρος στους αγώνες που κήρυξε ο Κωνσταντίνος για να γιορτάσει ο λαός τη στέψη του. Φεύγοντας από τα παλάτια, ανηφόρισε το δρόμο που οδηγούσε στο κάστρο του Βιλλαρδουίνου και σταμάτησε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, εκεί όπου ήταν το νεοσκαμμένο μνήμα του πατέρα του, που αναπαυότανε κοντά στη μάνα του. Ήθελε να προσκυνήσει τους γονείς του, ήθελε να τους μιλήσει με τη γλώσσα της ψυχής του, να τους αναγγείλει το μεγάλο νέο, ότι ο γιος τους είχε πάρει το βαθμό του τουρμάρχη, που τον ανέβαζε στη στρατιωτική ιεραρχία και τον έκανε, παλικάρι είκοσι τεσσάρων χρονών, μια από τις κεφαλές του στρατού του Αυτοκράτορα.
   Ο Δημήτριος γονάτισε μπροστά στον τάφο, έκλεισε τα μάτια του και προσευχήθηκε με τόση κατάνυξη, που δεν άκουσε κάτι ανάλαφρα βήματα να σταματούνε στην είσοδο της εκκλησιάς. Έμεινε γονατιστός κάμποση ώρα μπροστά στο μνήμα των γονιών του κι ύστερα, όταν τελείωσε την προσευχή του, άνοιξε τα μάτια του κι έκανε να σηκωθεί.
   Δε σηκώθηκε αμέσως. Το βλέμμα του, αφηρημένο, έπεσε στην εκκλησιά και καρφώθηκε συνεπαρμένο σε μια γυναίκα που τον κοίταζε με λατρεία. Μια γυναίκα νέα κι όμορφη, που φορούσε τα ρούχα των Βυζαντινών αρχοντογεννημένων και που το κεφάλι της και το πρόσωπό της, από τη μύτη και κάτω, σκεπάζονταν μ' ένα διάφανο, λεπτό μεταξωτό άσπρο ύφασμα, που τόνιζε τα μαύρα μάτια της κι άφηνε να προδοθεί η ωραία γραμμή των χειλιών της, που διαγράφονταν ολοκόκκινα κάτω από το μεταξωτό.
   Ο Δημήτριος την κοίταξε, συνεπαρμένος από την ομορφιά της, μια-δυο στιγμές κι ύστερα, καθώς από το νου του πέρασε η εικόνα της Λεωνόρας, το στήθος του φούσκωσε από ένα στεναγμό και σηκώθηκε αποφεύγοντας να την κοιτάξει δεύτερη φορά.
   Η νέα γυναίκα πάγωσε, καθώς τον είδε να γυρίζει την πλάτη του και να τραβάει με αργό βήμα προς τα παλάτια, και, στρίβοντας απότομα, ξαναμπήκε στην εκκλησιά κι έτρεξε κοντά σε μια άλλη, πολύ απλά ντυμένη, που γονατιστή στο τέμπλο προσευχόταν μεγαλόφωνα.
   Η δεύτερη γυναίκα άκουσε το τρέξιμο της νέας και, γυρίζοντας απότομα το κεφάλι της, κατάλαβε πως κάτι τρέχει και η ανησυχία γράφτηκε στο πρόσωπό της. Έκανε λοιπόν βιαστικά το σταυρό της, προσκύνησε ακόμα μια φορά τ' άγια εικονίσματα και, κάνοντας μια προσπάθεια, σηκώθηκε πάνω κι άπλωσε τα χέρια της ν' αγκαλιάσει τη νέα, που ερχόταν κλαίγοντας με δυνατούς λυγμούς.
   "Παιδί μου, παιδάκι μου, τι σου συμβαίνει;" τη ρώτησε μ' αληθινό ενδιαφέρον και αγάπη.
   "Βάγια μου, γλυκιά μου βάγια, τον είδα. Ήταν εκεί, στο μνήμα του πατέρα του. Ήταν γονατισμένος με κλειστά τα μάτια του και προσευχότανε. Έμεινα βουβή και τον κοίταζα -ούτε που ξέρω πόση ώρα. Βάγια μου, τον κοίταζα... Τον κοίταζα κι ένιωθα την ψυχή μου να φτερουγάει μέσα μου. Δυο φορές κίνησα να τον πλησιάσω και δυο φορές σταμάτησα. Βάγια μου, ήταν τόσο όμορφος! Κοίταζα το πρόσωπό του, τα καστανά του τα μαλλιά, τα χείλη του, που αργοσάλευαν καθώς δεόταν. Βάγια μου, πώς χτυπούσε η καρδιά μου..."
   Η Ελένη σταμάτησε απότομα κι ένας λυγμός την τάραξε.
   "Βάγια μου", συνέχισε ύστερ' από ένα αναφιλητό. "Άνοιξε απότομα τα μάτια του και με είδε. Με είδε, βάγια μου, και για μια στιγμή φαντάστηκα ότι είδα μέσα στα μάτια του κάτι σαν θαυμασμό... Ω, βάγια, μη με κοιτάς μ' αυτό τον τρόπο... Είδα το θαυμασμό. Σου λέω αλήθεια! Πίστεψέ με! Ύστερα, όμως... Ύστερα... Βάγια μου, θέλω να πεθάνω... Τον αγαπώ! Ναι, τον αγαπώ, γλυκιά μου... Ω, Θεέ μου!"
   Η Θεοδώρα την τράβηξε έξω από την άδεια εκκλησιά, που μύριζε λιβάνι, και, βάζοντάς την να καθίσει σ' ένα πεζούλι πάνω, κάθισε κι εκείνη δίπλα της κι άρχισε να την κανακεύει, σαν να 'τανε παιδί που είδε κάποιο όνειρο κακό και ξύπνησε γεμάτο φόβους.
   Η Ελένη σκούπισε έπειτα από λίγο τα δάκρυά της και, κοιτάζοντας τη Θεοδώρα κατάματα, έκανε:
   "Βάγια μου, μίλησέ μου με ειλικρίνεια και πες μου την αλήθεια: μη με γελάει ο καθρέφτης μου, όταν μου λέει πως είμαι όμορφη; Μην ψέματα μου λες κι εσύ, όταν τόσο με παινεύεις σαν μου χτενίζεις τα μαλλιά; Βάγια, πες μου! Την αλήθεια θέλω από το στόμα σου!"
   "Αγαπημένο μου παιδί, τι λόγια είναι αυτά που λες; Είσαι όμορφη, το ξέρεις! Στο έχουν πει τα βλέμματα όλων των παλικαριών της Σπάρτης. Στο έχουν πει τα βλέμματα όλων των γυναικών, που σε κοιτάζουνε με ζήλια..."
   Η Ελένη ένιωσε πάλι στα μάτια της ν' αναβλύζουν τα δάκρυα.
   "Τότε, γιατί;..." φώναξε την απελπισία της. "Γιατί, μόλις με κοίταξε, γύρισε αλλού το βλέμμα του ύστερα από μια-δυο στιγμές; Γιατί σηκώθηκε; Γιατί μου γύρισε την πλάτη του; Γιατί με σκυμμένο το κεφάλι του έφυγε σέρνοντας τα βήματά του; Βάγια μου, με κοίταξε... Νόμισα με θαυμασμό... Όμως, μετά..."
   Η Θεοδώρα την έσφιξε στην αγκαλιά της κι άρχισε να της μουρμουρίζει:
   "Παιδάκι μου καλό, κακό δρόμο πήρε η καρδιά σου. Ξέχασέ τον. Αρχοντόπουλα υπάρχουνε πολλά. Θα γνωρίσεις κι άλλα στη Βασιλεύουσα, όταν με το καλό θα πάμε. Ο κύρης σου θα σου βρει το νιο που θα σε στεφανώσει σύνευνή του. Μην κλαις και μη ραγίζει η καρδιά σου. Ξέχασέ τον. Μπορεί ακόμα να..."
   Η βάγια δάγκωσε τη γλώσσα της. Πήγε να πει «Μπορεί ακόμα ν' αγαπάει την άλλη», όμως το κατάπιε.
   Η Ελένη αποσπάσθηκε απότομα από την αγκαλιά της.
   "Γιατί σταμάτησες;" τη ρώτησε απότομα. "Ποια σκέψη πέρασε από το νου σου;"
   "Καμιά, καλή μου, καμιά. Ξέχασέ τον. Πες πως δεν υπάρχει. Ο Λάσκαρις δεν είναι για σένα· εσύ θα πάρεις έναν άλλο, πιο καλό, πιο όμορφο ακόμα. Όμως, έλα, σήκω. Στέγνωσε τα δάκρυά σου. Προχώρησε η ώρα κι ο κύρης σου θ' ανησυχεί. Δεν έχουμε αργήσει ποτέ μας τόσο".
   Η Ελένη σηκώθηκε, σκούπισε τα δάκρυά της και ακολούθησε τη βάγια της με βαριά καρδιά.
   "Δε θα παντρευτώ", μουρμούρισε έπειτα από λίγο, καθώς κατηφορίζανε προς το αρχοντικό του κύρη της. "Θα κλειστώ σε μοναστήρι".
   Η Θεοδώρα δεν της μίλησε. Της έσφιξε μόνο το χέρι. Ήταν γυναίκα κι ήξερε από αγάπη. Μήπως κι εκείνη, όταν ήταν νέα, δεν είπε κάποτε το ίδιο; Τα χρόνια όμως είχαν κυλήσει και τώρα πια σχεδόν δε θυμόταν εκείνον που την είχε απελπίσει.

   Oι μέρες κύλησαν και οι βδομάδες, μπήκε ο Φλεβάρης κι ο Αυτοκράτωρ ακόμα δεν είχε ξεκινήσει για τη Βασιλεύουσα. Είχε πολλά ακόμα να κάνει στο Δεσποτάτο του Μοριά και, σαν να ήξερε ότι δε θα ξαναγυρνούσε πια ποτέ στα χώματα που τόσο αγάπησε, κίνησε κι έκανε μια μεγάλη περιοδεία στα χωριά και στα κάστρα για ν' αποχαιρετήσει και ν' αποχαιρετισθεί από το αρχοντολόι και το λαό, που έστρωναν χαλιά στο διάβα του και τον υποδέχονταν, χτυπώντας χαρούμενα τις καμπάνες των εκκλησιών.
   Ο Δημήτριος τον ακολούθησε παντού. Καβάλα στο κανελί το άλογό του, με τα εμβλήματα του νέου του βαθμού επάνω στη φορεσιά του,  όδευε με το κεφάλι ψηλά και το στήθος του φούσκωνε από υπερηφάνεια, βλέποντας τις εκδηλώσεις του λαού στον άνθρωπο που είχε για θεό του.
   Γύρισε πάλι ο Παλαιολόγος στο Μυστρά και κάποτε βγήκε ο ορισμός του: θα έφευγε για την πρωτεύουσά του μόλις θα 'μπαινε ο Μάρτης. Τα καράβια που θα τον πήγαιναν εκεί -τρία καταλανικά μακριά πολεμικά και το χελάνδιο, που θα τα ακολουθούσε- ήταν κιόλας αραγμένα στον κόλπο του Γυθείου.
   Στο χρυσοτρίκλινο, καθισμένος στο θρόνο του επάνω, ο Κωνσταντίνος δέχτηκε τον αποχαιρετισμό των αρχόντων, που ήλθανε στα παλάτια για να τον προσκυνήσουνε πριν φύγει. Φορούσε τον πορφυρό μανδύα του Αυτοκράτορα, το στέμμα των Παλαιολόγων και πορφυρά τσαγγία με κεντημένο το δικέφαλο αετό επάνω τους. Δίπλα του στεκόταν ο Φραντζής και γύρω του οι ανώτεροι αξιωματούχοι του.
   Ο Παλαιολόγος ήταν συγκινημένος και στον κάθε άρχοντα, που πρόσπεφτε για να τον προσκυνήσει, είχε μια λέξη να του πει, που να τον κάνει να κοκκινήσει από υπερηφάνεια, γιατί ο Αυτοκράτορας θυμόταν τα έργα και τη δράση του τους δύσκολους τούτους καιρούς.
   Ήλθαν άρχοντες, αξιωματούχοι του Δεσποτάτου, στρατιωτικοί που θα 'μεναν εδώ, οφικιάλιοι και πλουσιοαστοί, που πολέμησαν κι εκείνοι στο πλευρό του.
   Τους χαιρέτησε όλους ο Κωνσταντίνος, τους άφησε όλους να φιλήσουνε το γόνυ του και αρκετές φορές ένιωσε κάποιο κόμπο στο λαιμό του, όταν έβλεπε μια ξέχωρα αγαπητή μορφή να σκύβει να τον προσκυνήσει.
   Τέλειωσε και τούτο. Τέλειωσε και το συμπόσιο, που έδωσε για το αρχοντολόι, και ξημέρωσε η μέρα που θα έφευγε από το Μυστρά.
   Στολίστηκαν πάλι τα σπίτια, απλώθηκαν χαλιά στους εξώστες και μάζεψε ο λαός πράσινα κλαδιά του Μάρτη, κι άρχισε να τα κουνάει πάνω από το κεφάλι του, πράσινη θάλασσα σωστή, καθώς η αυτοκρατορική πομπή ξεκίναγε από τα παλάτια.
   Βγήκανε και οι παπάδες κι ο μητροπολίτης με τα χρυσά τους άμφια, τα καταστόλιστα από πέτρες, κι ευλόγησαν τον Κωνσταντίνο, και βούιξε ο τόπος από τις φωνές, φωνές λαού, φωνές αρχόντων, που πάλι εύχονταν στον βασιλέα το «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους».
   Παρατάχτηκε κάποτε η πομπή κι ο Παλαιολόγος, καβάλα σ' ένα άσπρο άλογο, τράβηξε για τη Μητρόπολη, ενώ πίσω του ερχόντουσαν οι άρχοντες του Δεσποτάτου, οι αξιωματούχοι κι ο στρατός που θα τον συνόδευαν ως το Γύθειο, ως τα καταλανικά καράβια που θα τον πήγαιναν στη Βασιλεύουσα.
   Πέρασε κοντά από την πόρτα της Μονεμβασιάς η πομπή κι ο Αυτοκράτωρ σταμάτησε μπροστά στη Μητρόπολη, ξεπέζεψε, μπήκε στην εκκλησιά, άναψε ένα κερί, προσκύνησε, ασπάστηκε τα εικονίσματα, σταυροκοπήθηκε και βγήκε και καβάλησε ξανά, ενώ αρχοντολόι και λαός πάλι τον επευφημούσαν.
   Γύρισε πίσω η πομπή, πέρασε μέσα από την πόρτα της Μονεμβασιάς και πήρε το κατηφόρι για τον κάμπο.
   Μύριζε η άνοιξη, οι αγροί ζεσταμένοι από τον ήλιο ανάδιναν ένα άρωμα βαρύ, μεθυστικό, από χώμα και πράσινο χορτάρι. Λουλουδιασμένες οι μυγδαλιές κινιόντουσαν από το ανάλαφρο αγέρι και η λεπτή ανάσα τους χτυπούσε στα ρουθούνια της λαμπροφορεμένης πομπής, που ροβολούσε το κατηφοράκι. Κίτρινοι λεκέδες πάνω στο χορτάρι τα χαμομήλια κουνούσαν το κεφάλι τους, καθώς ριπές κρύου αγέρα, από την κορυφή του δυτικού βουνού, του Ταΰγετου, κατέβαιναν στον κάμπο και χάιδευαν χορτάρι, δέντρα, λουλούδια και ανθρώπους.
   Σαν προχώρησε αρκετά η πομπή, ο Κωνσταντίνος γύρισε λίγο το κεφάλι του και με το βλέμμα του αγκάλιασε όλη την πολιτεία που σκαρφάλωνε πάνω στο βουναλάκι, το Μυζηθρά, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του. Τα μάτια του ακούμπησαν πάνω στα παλάτια, στην όμορφη εκκλησιά, κι ύστερα ταξίδεψαν ψηλά, στο «δυναμάριν», στο κάστρο του Βιλλαρδουίνου. Την αγαπούσε την πολιτεία που άφηνε. Την αγαπούσε περισσότερο από τις άλλες, γιατί, ξέχωρα από το καθετί, στο μοναστήρι του ζωοδότη ήταν ένας τάφος που άφηνε με λύπη πίσω του. Ένας τάφος απλός, απέριττος, μ' ένα όνομα χαραγμένο απάνω του: «Θεοδώρα Παλαιολογίνα»... Η πρώτη του γυναίκα, η πρώτη του αγάπη.
   Η πομπή, χαρούμενη και λαμπροφορεμένη, προχωρούσε προς τη θάλασσα. Ο ήλιος έπαιζε με τα χρυσάφια και τα ζωηρόχρωμα υφάσματα και θαμπωνότανε από τις σιδερένιες στολές των στρατιωτών που ακολουθούσαν τον Αυτοκράτορα.
   Η πομπή έφτασε κάποτε στο λιμάνι, που ξεχείλιζε από κόσμο που 'χε τρέξει από τα γύρω χωριά για ν' αποχαιρετήσει το χτεσινό δεσπότη του, που πήγαινε Αυτοκράτορας στην πρωτεύουσά του.

   Ο Κωνσταντίνος και η ακολουθία του ξεπέζεψαν. Τ΄ άρματα γυαλίσανε στον ήλιο, καθώς οι στρατιώτες στέκονταν ακίνητοι για τον αποχαιρετισμό, και το αρχοντολόι κι ο λαός, καθώς ζύγωναν οι βάρκες που θα μετέφεραν τον Παλαιολόγο κι εκείνους που θα έφευγαν μαζί του στα καράβια, φώναξαν για στερνή φορά το «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους».
   Οι βάρκες ζύγωσαν, ο Αυτοκράτωρ και οι άνθρωποί του μπήκαν μέσα και, ενώ ο λαός κουνούσε τα κλαδιά στην παραλία, πράσινη θάλασσα σωστή, τα κουπιά βούτηξαν στα γαληνεμένα νερά και σήκωσαν με το φτέρωμά τους ασημένιες σταγόνες, που τρεμόπαιξαν μια-δυο στιγμές στον ήλιο, πριν ξαναχαθούνε στη γαλάζια απεραντοσύνη.
   Τα καταλανικά καράβια, φρεσκοβαμμένα, φρεσκοπλυμένα, άστραφταν ολόκληρα από τις χρυσές μπογιές και, την ώρα που ο Αυτοκράτορας πατούσε το πόδι στη μεγαλύτερη γαλέρα, στο κατάρτι της επάνω σηκώθηκε, φτεροκοπώντας σαν κιτρινόμαυρο πουλί, η σημαία της Αυτοκρατορίας με το δικέφαλο αετό και πιο μπροστά μια άλλη, με το χρυσό σταυρό στο κόκκινο φόντο και τα τέσσερα «Β» με το στέμμα πιο πάνω: ο θυρεός του Οίκου των Παλαιολόγων, που εδώ και πολλά χρόνια κυβερνούσαν την Αυτοκρατορία.
   Τα κουπιά χτυπήσανε όλα μαζί στη θάλασσα, αφού λεβάρισε το τσούρμο τις άγκυρες,  και τα τρία μακριά καράβια και το χελάνδιο ξεκίνησαν, γράφοντας ένα αφρισμένο μονοπάτι πάνω στο νερό, που σάλευε κι αναδευότανε και γουργούριζε σαν ζωντανό.
   Πέρασε κοντά μια ώρα, το Γύθειο είχε πια χαθεί ξοπίσω από τις γαλέρες. Ο Κωνσταντίνος στεκόταν όρθιος στην πρύμη κι αγνάντευε τον πόντο που χαμογελούσε. Έφευγε από το Μυστρά, πήγαινε στην πρωτεύουσά του να βρει το πεπρωμένο του. Δεν ένιωθε χαρούμενος. Έγνοιες βαριές ζάλιζαν το κεφάλι του. Είχε πολύ συζητήσει με το Φραντζή κι εκείνος είχε επιμείνει ότι μόνο ένας γάμος θα μπορούσε, για σήμερα τουλάχιστον, να σώσει την κατάσταση. Ο Παλαιολόγος τον είχε ακούσει δύσθυμα. Ο Φραντζής είχε επιμείνει. Ο Κωνσταντίνος υποχώρησε. Μια γυναίκα, μια νύφη. Ποια θα 'τανε αυτή; Η κόρη του δόγη της Βενετίας; Όχι, έπρεπε ν' αποκρουσθεί. Η κόρη του Ρήγα της Πορτογαλίας, της Ιβηρίας, του Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας; Γυναίκες που δεν είχε δει ποτέ του. Γυναίκες που έπρεπε να πάρουν τη θέση των άλλων, της πρώτης που αγάπησε, και της δεύτερης, που κοντά της ξέχασε για λίγο τη Θεοδώρα.
   Στη Βασιλεύουσα. Σε λίγες μέρες θα 'τανε εκεί. Κι εκεί... Η σκέψη τον έκανε ν' ανατριχιάσει. Έπρεπε να βρει χρήματα -και χρήματα πολλά- γιατί ο λαός της Πόλης και οι άρχοντες θα θέλανε γιορτάσια για τον ερχομό του.
   Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς το κατάστρωμα. Κοντά στο Δούκα στεκόταν η κόρη του και λίγο πιο πέρα ο Λάσκαρις. Ο Δημήτριος είχε γυρισμένη την πλάτη του στους Δούκες κι αγνάντευε το πέλαγο και ρωτούσε κάτι έναν ψηλόκορμο στρατιώτη. Ο Κωνσταντίνος γύρισε πάλι το βλέμμα του στο Δούκα και στην κόρη του. Η Ελένη κοίταξε επίμονα προς το Δημήτριο, κάνοντας τάχα πως κοίταζε τον κύρη της. Ο Παλαιολόγος κούνησε το κεφάλι του κι ένα αδιόρατο χαμόγελο φάνηκε για μια στιγμή στα χείλη του.
   Ο Δημήτριος δεν είχε δει την Ελένη. Συζητούσε με τον Κυρίτση και με το απλωμένο χέρι του έδειχνε τον Κάβο Μαλιά, που ξεπρόβαλε μπροστά στην πλώρη της γαλέρας.
   "Επικίνδυνο πέρασμα", του έλεγε, "όταν είναι ανταριασμένος ο καιρός. Μια φορά, σαν ήμουνα μικρός, ταξιδεύοντας με τον πατέρα μου για τη Μονεμβασιά, πήγε να βουλιάξει το καράβι που μας μετέφερε και, αν γλιτώσαμε, γλιτώσαμε μόνο από την καπατσοσύνη του πρωτοκάραβου, κόμη των πλοΐμων, που κυβερνούσε το πολεμικό".
   Ο Δημήτριος γέλασε και πρόσθεσε:
   "Είχα φοβηθεί πολύ τη θάλασσα τότε και κοίταζα σαν θεό, για κάμποσο καιρό ύστερα από κείνη την ημέρα, τον κάθε ναυτικό! Ύστερα..."
   "Ύστερα;... Δεν τους εκτιμάς πια τους ναυτικούς, άρχοντα Λάσκαρι;" άκουσε μια βαριά φωνή πίσω του ο Δημήτριος.
   Γύρισε κι είδε το Δούκα, που είχε πλησιάσει και χαμογελούσε.
   "Όχι, δε μπορώ να πω ότι δεν τους εκτιμώ. Δεν τους έχω πια για θεούς. Αυτό μονάχα", χαμογέλασε κι ο Δημήτριος και, γυρίζοντας λίγο περισσότερο το κεφάλι του, είδε πιο πίσω την Ελένη.
   Η κόρη του Δούκα, όμως, χαμήλωσε το βλέμμα της μόλις έπεσαν επάνω της τα μάτια του κι ένα ελαφρύ κοκκίνισμα έβαψε τα μάγουλά της.
   Ο Δούκας παρακολούθησε το βλέμμα του Λάσκαρι και ζάρωσε λίγο τα φρύδια του.
   "Δε γνωρίζεσαι με την κόρη μου, τουρμάρχη Λάσκαρι;" τον ρώτησε.
   Η Ελένη γύρισε απότομα το κεφάλι της και κοίταξε το Δημήτριο. Ο τίτλος που του έδινε ο πατέρας της την έκανε ν' απορήσει: «Τουρμάρχης;» Ναι, ήταν τουρμάρχης. Φαίνονταν τα διακριτικά του βαθμού του στο μανδύα του, στη ζώνη του και στη στολή του.
   «Τουρμάρχης», σκέφτηκε, «τόσο νέος! Αλίμονο... Στη Βασιλεύουσα θα τον κυνηγάνε όλες οι κοπέλες, γιατί ξέχωρα από την ομορφιά του, έχει και τίτλο ζηλευτό! Τουρμάρχης; Πώς δεν το είχα προσέξει τόσο καιρό;»
   Δεν το είχε προσέξει, παρόλο που τον είχε δει κάμποσες φορές από τότε που έπεσε σχεδόν απάνω του στην εκκλησιά της Αγίας Σοφίας. Τον είχε δει, αλλά ποτέ της δεν κοίταζε τα ρούχα που φορούσε, ούτε παρατηρούσε ποτέ της ποιο βαθμό είχε στο στρατό. Της άρεσε σαν άνδρας· και απλός αστός αν ήταν, και στρατιώτης, πάλι θα της άρεσε.
   Ο Δούκας έκανε ένα βήμα και πλησίασε την Ελένη.
   "Η κόρη μου", έκανε απλά στο Δημήτριο.
   Ο Δημήτριος υποκλίθηκε ελαφρά μπροστά της. Η Ελένη κοκκίνισε ολόκληρη και κάτω από το μεταξωτό ύφασμα, που έκρυβε το στόμα της, ο Λάσκαρις την είδε να δαγκώνει ελαφρά τα χείλη της. Ο Κυρίτσης δίπλα του άρχισε να την κοιτάζει με τόσο θαυμασμό, που ο Δούκας ζάρωσε πάλι τα φρύδια του. Ο Ιωάννης το κατάλαβε κι απότομα γύρισε την πλάτη του κι απομακρύνθηκε.
   Ακολούθησε μια αμήχανη σιγή. Ο Δημήτριος, που τόσο εύκολα έβρισκε τα λόγια που έπρεπε να ειπωθούν σε μια όμορφη κοπέλα, δεν άνοιξε το στόμα του να πει λέξη. Την κοίταζε μόνο μ' ένα αίσθημα θαυμασμού και πίκρας. Θαυμασμού, γιατί ήταν αληθινά όμορφη, γιατί τα μάτια της ήταν γεμάτα λάμψη, γιατί το νεανικό της κορμί, καθώς ήταν σφιγμένο στο άσπρο μεταξωτό φόρεμα που φορούσε, πρόδινε την αρμονικότητά του, γιατί τα χέρια της με τα μακριά δάχτυλα φανέρωναν την ευγένεια της καταγωγής της, γιατί το κοκκίνισμά της, που δεν εννοούσε να περάσει, του έλεγε πολλά. Πίκρας, γιατί από το νου του πέρασε η εικόνα της άλλης, εκείνης που ακόμα αγαπούσε κι απόφευγε να τη σκεφτεί, της Λεωνόρας με τα χρυσά μαλλιά, τα γαλανά μάτια και την ολόθερμη αγκαλιά, που τον έκανε ν' ανατριχιάζει ολόκληρος μόλις τη θυμόταν.
   Ο Δούκας πρόσεξε το κοκκίνισμα και την αμηχανία της κόρης του και τη σιωπή του Λάσκαρι και χαμογέλασε κάτω από τα δασά του γένια. Ο νέος αυτός τού άρεσε και η αγάπη που του έδειχνε ο Αυτοκράτορας, αγάπη που εκδηλωνόταν και από αυτή την παρουσία του στη γαλέρα που μετέφερε τον ίδιο, ενώ άλλοι, παλαιότεροι τουρμάρχες, είχαν μπει στ' άλλα καράβια, τον έβαλε σε σκέψεις  ότι ένας γάμος της Ελένης μ' αυτόν, αντί για τον Κομνηνό, τον κόμη των πλοΐμων, θα 'ταν πολύ συμφερότερος και για κείνη και για το σπιτικό του.
   Τη σιωπή την έλυσε πρώτος εκείνος.
   "Έχεις ξαναπάει στη Βασιλεύουσα, τουρμάρχη Λάσκαρι;" τον ρώτησε.
   "Όχι", απάντησε ζωηρά ο Δημήτριος, γεμάτος χαρά που του δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει.
   Ο Δούκας χαμογέλασε και, βάζοντας στην πράξη τη σκέψη που πέρασε από το νου του, συνέχισε:
   "Τότε, άρχοντα Δημήτριε, θα μου 'κανες μεγάλη χαρά, αν ερχόσουνα να σε φιλοξενήσω στο σπίτι του μακαρίτη του πατέρα μου, μέχρι που να βρεις μια στέγη".
   Ο Δημήτριος τα 'χασε. Δεν περίμενε μια τέτοια πρόσκληση και η ιδέα ότι θα βρισκόταν στο ίδιο αρχοντικό με την όμορφη κοπέλα δεν του άρεσε καθόλου. Η Ελένη Δούκα, η κόρη του συμβούλου του Αυτοκράτορα, που είχε πάρει τώρα τον τίτλο του παρακοιμώμενου, φαινότανε πολύ αγνή και άδολη κι εκείνος ήταν τόσο πληγωμένος από τη στάση της Λεωνόρας, που μόνο ο έρωτας δεν περνούσε από τη σκέψη του... Ενώ εκείνη... Το βλέμμα της, το κοκκίνισμά της, η αμηχανία της, όλα πρόδιναν πως κάποια μάχη δινότανε στα τρίσβαθα του Είναι της, μάχη που είχε γνωρίσει ο Δημήτριος κάποια άλλη φορά, πριν από ενάμιση σχεδόν χρόνο, στο χορό που έδωσαν οι άρχοντες του λιμανιού της Γένοβας, όταν πρωταντίκρισε τη Λεωνόρα. Τότε κι εκείνη είχε κοκκινήσει κι είχε κατεβάσει το βλέμμα της και η ίδια αμήχανη σιωπή είχε ακολουθήσει όταν βρέθηκαν κοντά κοντά.
   "Σ' ευχαριστώ, παρακοιμώμενε", έκανε ύστερ' από μικρή σιωπή ο Δημήτριος. "Όμως, φοβάμαι ότι δεν θα πρέπει να δεχτώ την πρόσκληση που μου έκανες. Ένας ξένος είναι πάντα βάρος..."
   "Ανοησίες!" γέλασε πλατιά εκείνος, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο. "Λοιπόν, όπως είπαμε, θα μείνεις κοντά μας μέχρι που να βολευτείς. Έπειτα... Έπειτα, δεν είσαι ξένος. Ο πατέρας σου ήταν φίλος μου".
   Γύρισε ύστερα λίγο το βλέμμα του κι είδε τον Κυρίτση, που στεκότανε παράμερα:
   "Αν κατάλαβα καλά, ο στρατιώτης εκείνος είναι έμπιστός σου", πρόσθεσε δείχνοντάς τον. "Να του πεις κι αυτού να έλθει σπίτι μου για να σε περιποιείται. Δεν πήρα όλους τους υπηρέτες μου μαζί κι έτσι θα τον χρειαστείς".
   Το ύφος του ήταν τόσο κοφτό, που ο Λάσκαρις δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
   Ο Δούκας το κατάλαβε και δεν του έδωσε καιρό να το σκεφτεί:
   "Και τώρα, εγώ πηγαίνω. Κάνει κρύο εδώ στο κατάστρωμα και το τραύμα μου άρχισε πάλι να μ' ενοχλεί".
   Γύρισε την πλάτη του κι απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα, σέρνοντας λίγο το πόδι του, ξεχνώντας τάχα να πει στην κόρη του να τον ακολουθήσει.
   Η Ελένη τον είδε που απομακρυνόταν, κοκκίνησε πάλι και κίνησε να τον ακολουθήσει.
   "Μη φεύγεις!" της είπε, χωρίς να το σκεφτεί, ο Δημήτριος.
   Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε και στο βλέμμα της έλαμψε η ελπίδα. Τώρα πια ήταν η σειρά του Λάσκαρι να νιώσει το αίμα ν' ανεβαίνει στα μάγουλά του.
   Ο Δημήτριος δάγκωσε τα χείλη του.
   «Είσαι ανόητος», του φάνηκε πως άκουσε μια φωνή μέσα του να λέει. «Γιατί της είπες να μη φύγει; Τώρα τι θα κάνεις;»
   Η Ελένη κοντοστάθηκε κι η καρδιά της φτερούγισε μέσα στα στήθη της. Του άρεσε, λοιπόν. Θα 'ρχόταν στο σπίτι του πατέρα της. Θα τον έβλεπε καθημερινά.
   «Να μείνω ή να φύγω;» αναρωτήθηκε. «Αν μείνω, θα προδοθώ. Αν φύγω, μπορεί να με παρεξηγήσει».
   Στάθηκε δίβουλη, περιμένοντας από κείνον να πει κάτι.
   Ο Δημήτριος άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του. Είχε κάνει μια ανοησία κι έπρεπε να τη διορθώσει. Πάλευε να βρει μια κοινοτοπία, να πει κάτι, όταν ο βιγλεοφόρος της κόφας φώναξε:
   "Καράβι, στην πλώρη μας δεξιά!"
   Γεμάτος χαρά, που έβγαινε από τη δύσκολη θέση του, ο Δημήτριος κοίταξε τον ορίζοντα. Πέρα, μακριά, είχε φανεί ένα πανί.
   "Δε φαίνεται για πολεμικό", έκανε έπειτα από λίγο. "Είναι ψηλό, βενετσιάνικο ή γενοβέζικο".
   Η Ελένη κοίταζε το καράβι κι έριχνε κλεφτές ματιές στο Δημήτριο, που άρχισε να της εξηγεί από πού κατάλαβε ότι δεν ήταν πολεμικό. Δεν τον παρακολουθούσε. Ο νους της ταξίδευε αλλού. Της άρεσε η φωνή του. Της άρεσε να τον ακούει, όμως σκεφτόταν άλλα. Ήθελε να τρέξει στη Θεοδώρα, τη βάγια της. Να της μιλήσει, να της εξηγήσει, να τη φιλήσει, να χορέψει μαζί της από τη χαρά της. Ο καλός της θα 'ρχόταν σπίτι της... «Τι ευτυχία, Θεέ μου!» έλεγε και ξανάλεγε από μέσα της. «Τι ευτυχία!»
   Το γενοβέζικο καράβι -γιατί ήταν γενοβέζικο, όπως φάνηκε από τη μπαντιέρα του- πλησίασε και πέρασε κοντά από τις καταλανικές γαλέρες.
   Το τσούρμο του και οι επιβάτες του -θα 'ταν καμιά δεκαριά- ήταν ακουμπισμένοι στην κουπαστή και θωρούσαν με θαυμασμό τα περήφανα καράβια, που όργωναν με τις πλώρες τους τη θάλασσα.
   Ο Δημήτριος το είδε, μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά του, να περνάει δίπλα τους και ν' απομακρύνεται τραβώντας προς τη Δύση. Πήγαινε στη Γένοβα, ίσως από την Κωνσταντινούπολη, ίσως και από το Νεγρεπόντε. Στη Γένοβα...
   «Λεωνόρα», είπαν βουβά τα χείλη του και βυθίστηκε σ' έναν περίεργο ρεμβασμό, από όπου τον ξύπνησε η φωνή της Ελένης. Μια γλυκιά φωνή, που αντήχησε σαν μουσική στ' αυτιά του.
   "Συγχώρεσέ με, άρχοντα Λάσκαρι", του είπε. "Όμως, πρέπει να κατέβω. Ο πατέρας μου..."
   Γύρισε το κεφάλι του σαν να ξυπνούσε από όνειρο. Την κοίταξε, είδε ξανά την ίδια ταραχή στο πρόσωπό της και τη λάμψη στα μαύρα μάτια της και υποκλίθηκε πάλι ελαφρά.
   "Με συγχωρείς, ξεχάστηκα", της είπε. "Έχεις δίκιο, ο πατέρας σου..."
   Την είδε μερικές ακόμα φορές ως το πρώτο λιμάνι. Ανέβαινε αραιά και πού πάνω στο κατάστρωμα, γιατί ο καιρός είχε φρεσκάρει και οι γαλέρες σκαμπανέβαζαν στην αφρισμένη θάλασσα και πλημμύριζαν με έναν γεμάτο άλμη αχνό τα καταστρώματα.
   Είδε και τον πατέρα της, το Δούκα, κι εκείνος του επανέλαβε την πρόσκλησή του. Θα πήγαινε, λοιπόν, στο αρχοντικό του για μια-δυο μέρες. Τόσες μόνο, όσες θα χρειαζόταν για να βρει ένα σπίτι στη Βασιλεύουσα ν' αγοράσει ή να νοικιάσει.
   Το ταξίδι συνεχίστηκε απρόσκοπτα ως την Κάρυστο, όπου άραξε ο στόλος για να πάρει καινούργια τρόφιμα και να γεμίσει τα βαρέλια του με πόσιμο νερό. Ο Κωνσταντίνος δεν κατέβηκε στη στεριά. Η Κάρυστος είχε διοικητή Έλληνα, αλλά ανήκε στη Γαληνότατη Δημοκρατία. Δέχτηκε λοιπόν στη γαλέρα πάνω τον αντιπρόσωπο του βαΐλου του Νεγρεπόντε και τους τοπικούς άρχοντες, που ήλθαν να τον χαιρετήσουν, και το ξημέρωμα της επομένης οι γαλέρες ανοίχτηκαν και πάλι στο πέλαγο και πέρασαν το στενό ανάμεσα στην Άνδρο και το Κάβο Ντόρο.
   Ο καιρός τώρα ήταν άγριος και τα κύματα, χτυπημένα από το Βοριά, αφροκοπούσαν κι έπεφταν με μανία πάνω στα πολεμικά,  που μια βρίσκονταν στην κορυφή ενός υδάτινου βουνού και μια βουτούσαν σε απύθμενα φαράγγια, τρίζοντας συθέμελα και βογκώντας σαν ζωντανά που άδικα χτυπιούνται από αφέντη βάρβαρο, σκληρό.
   Ο Βοριάς δεν καταλάγιασε ούτε όταν ανέβηκε ο ήλιος. Τα κύματα, ώρα την ώρα, αντρειεύανε και πάνω στα καταστρώματα κανείς δεν τόλμαγε να βγει. Κανείς, εξόν από το Λάσκαρι, που βγήκε από την πρύμη, όπου ήταν τα διαμερίσματα του καπετάνιου -διαμερίσματα που είχαν τώρα ο Κωνσταντίνος κι η ακολουθία του- και, τρέχοντας για να μη γλιστρήσει, έφτασε στην κουπαστή, τη χούφτιασε γερά και άρχισε να γεμίζει τα στήθια του με τον θαλασσινό αγέρα, νιώθοντας μια άγρια, πρωτόγονη χαρά, καθώς αντίκριζε το μανιασμένο πόντο.
   Θα 'ταν κάπου μια ώρα στην κουπαστή και τα ρούχα του είχαν ποτίσει άλμη, όταν πίσω του άκουσε μια τρομαγμένη φωνή. Γύρισε και, χωρίς να διστάσει καθόλου, άφησε την κουπαστή κι έτρεξε στην πρύμη. Από την είσοδο του κάσσαρου είχε βγει η Ελένη κι είχε γλιστρήσει και προσπαθούσε να κρατηθεί από ένα σχοινί, για να μην πέσει πάνω στα μουσκεμένα σανίδια.
   Ο Δημήτριος τη ζύγωσε, έκανε ν' απλώσει το χέρι του να τη βοηθήσει, όταν ένα δυνατότερο σκαμπανέβασμα του καραβιού την έκανε να χάσει ολότελα την ισορροπία της, ν' αφήσει το σχοινί και να βρεθεί στην αγκαλιά του.
   Τη συγκράτησε σφίγγοντάς την απάνω του, όμως το σκίρτημα του κορμιού της ήταν τόσο δυνατό, μόλις βρέθηκε στα χέρια του, που ασυναίσθητα την έσφιξε ακόμα περισσότερο κι ασυναίσθητα χαμήλωσε το κεφάλι του, γυρεύοντας τα χείλη της.
   Κρατήθηκε. Κρατήθηκε την τελευταία στιγμή, γιατί είδε τα χείλη της, που δε σκεπάζονταν, πρώτη φορά, από το στομομάνικο που ανέμιζε καθώς είχε λυθεί, να χωρίζονται και τα βλέφαρά της να κλείνουν, αφού πέρασε στο βλέμμα της μια εκστατική, γεμάτη έρωτα και φλόγα, ματιά.
   Τότε δάγκωσε τα χείλη του, σήκωσε το κεφάλι του και τα χέρια του ξεσφίχτηκαν από πάνω της. Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της και για μια στιγμή τον κοίταξε με απορία. Ύστερα κοκκίνησε και τραβήχτηκε απότομα. Γλίστρησε όμως ξανά από το κούνημα της γαλέρας και πήγε να ξαναπέσει. Ο Λάσκαρις τη συγκράτησε και της φώναξε, για ν' ακουστεί μέσα στον άνεμο που σφύριζε στα ξάρτια:
   "Πρέπει να γυρίσεις πίσω. Θα σε πάω στον κράβατο, στον πατέρα σου!"
   Η Ελένη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Είχε πληγωθεί βαθιά στον εγωισμό της από τη στάση του Δημήτριου και σαν γυναίκα, βλέποντας ότι ήταν άδεια το κατάστρωμα κι η γέφυρα, ήθελε να τα παίξει όλα για όλα.
   "Όχι!" φώναξε εκείνη. "Δε μπορώ άλλο μέσα. Θέλω ν' αναπνεύσω!"
   Λέγοντας αυτά τα λόγια, στηρίχτηκε καλύτερα στα πόδια της και, βλέποντας για μια στιγμή ότι η γαλέρα δεν κουνούσε τόσο, έτρεξε στην κουπαστή κι αρπάχτηκε απάνω της. Ο Δημήτριος δεν την ακολούθησε. Έμεινε εκεί όπου ήταν, αναποφάσιστος, όταν ένας υδάτινος όγκος έπεσε με ορμή πάνω στο καράβι, που χάθηκε ολόκληρο μέσα σ' ένα σύννεφο αφρού.
   "Ελένη!" φώναξε για πρώτη φορά τ' όνομά της, τρέχοντας κοντά της.
   Η κοπέλα είχε μουσκέψει ολόκληρη από το νερό και το κολλημένο πάνω της φόρεμα άφηνε να διαγραφούν όλες οι γραμμές του κορμιού της. Κρατιόταν με κόπο από την κουπαστή και οι δυνάμεις της έμοιαζαν να την εγκαταλείπουν, όταν την πλησίασε ο Δημήτριος. Ένα δεύτερο κύμα, το ίδιο μεγάλο όπως το άλλο, ξανασκέπασε με αφρούς τη γαλέρα κι η Ελένη βρέθηκε πάλι στην αγκαλιά του Λάσκαρι, που κρατιόταν με το 'να του χέρι από την κουπαστή. Τούτη τη φορά, όμως, ο Δημήτριος δεν άντεξε στον πειρασμό. Νιώθοντας το ίδιο σκίρτημα στο κορμί της, έσκυψε το κεφάλι του και τα βρεγμένα από την άλμη χείλη του κόλλησαν πάνω στα μουσκεμένα από τη θάλασσα δικά της.
   Το φιλί τους δεν κράτησε πολύ. Ένα άλλο κύμα, το ίδιο μεγάλο όπως τα πρώτα, τράνταξε ολόκληρη τη γαλέρα κι έλουσε με παγωμένους αφρούς το Δημήτριο και την Ελένη.
   Ο Λάσκαρις σήκωσε το κεφάλι του και το βλέμμα του καρφώθηκε στο πρόσωπό της. Έσταζε ολόκληρο από το νερό και κρατούσε πάντα σφαλιστά τα μάτια της και μισανοιγμένα τα χείλη της. Φαινόταν ευτυχισμένη. Έμοιαζε σαν να πετούσε σε κόσμους μακρινούς.
   Ο Δημήτριος ένιωσε κάτι σαν τύψεις να σφίγγει την καρδιά του. Η κοπέλα αυτή, που η τύχη -ή, μάλλον, όχι η τύχη, αλλά τα κύματα- είχε σπρώξει στην αγκαλιά του, έμοιαζε τόσο αγνή, τόσο άδολη, που άρχισε να καταριέται την ώρα που αποφάσισε ν' ανέβει στο κατάστρωμα, που αφέθηκε να παρασυρθεί, που υπόκυψε στον πειρασμό να τη φιλήσει. Την είχε, όμως, πάντα αγκαλιασμένη με το 'να χέρι και με τ' άλλο κρατιόταν από την κουπαστή, για να μην τους ρίξουν και τους δυο χάμω τα άγρια σκαμπανεβάσματα του καταλανικού πολεμικού.
   Η Ελένη άνοιξε κάποτε τα μάτια της και κοίταξε με λατρεία το Δημήτριο.
   Εκείνος ντράπηκε και αμήχανα της έκανε:
   "Κάνει κρύο, είσαι μούσκεμα, πρέπει να γυρίσεις πίσω, στον κράβατο. Ο πατέρας σου θ' ανησυχεί..."
   "Ναι, ο πατέρας μου..." μουρμούρισε αφηρημένα κι εκείνη. "Ο πατέρας μου..."
   Έπειτα, απότομα, χωρίς ν' αποσπασθεί από την αγκαλιά του, μαζεύοντας όλο της το θάρρος, είπε τις λέξεις που την έπνιγαν από καιρό:
   "Δημήτριε, σ' αγαπώ!"
   Ο Λάσκαρις τα 'χασε, κοκκίνησε κι ύστερα χλώμιασε. «Δημήτριε, σ' αγαπώ»... Οι ίδιες λέξεις, το ίδιο αυθόρμητα ειπωμένες μετά το πρώτο φιλί, όπως τότε, στη Γένοβα, όμως από...
   "Όχι!" φώναξε σχεδόν. "Δε μ' αγαπάς! Δε μπορεί! Δε γίνεται! Δεν πρέπει!"
   Η Ελένη τον κοίταξε με απορία. Τα λόγια του ήχησαν παράξενα στ' αυτιά της μέσα στο φυσομανητό του αγέρα. Δε σκέφτηκε για ν' απαντήσει.
   "Μπορεί! Γίνεται!" του φώναξε. "Σ' αγαπώ! Ναι, σ' αγαπώ! Σ' αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα!"
   Δεν του άφησε καιρό για ν' απαντήσει. Αποσπάσθηκε από την αγκαλιά του και τρέχοντας, ενώ πίσω από το κεφάλι της ανέμιζε το βρεγμένο στομομάνικό της, έφτασε στην είσοδο του κράβατου, κοντοστάθηκε μια στιγμή πιασμένη από ένα σχοινί, του έριξε μια ματιά κι ύστερα άνοιξε τη θύρα και μπήκε μέσα.
   Ο Δημήτριος τα 'χε με τον εαυτό του. Έμεινε εκεί όπου ήταν και, αδιάφορος για το νερό που τον μούσκευε, άρχισε να χτυπάει με λύσσα τη γροθιά του πάνω στην κουπαστή.
   Του άρεσε η Ελένη. Δεν την αγαπούσε όμως. Δε θ' αγαπούσε καμιά γυναίκα πια στη ζωή του. Αυτό πίστευε, τουλάχιστον. Αγάπησε μια φορά και στάθηκε άτυχος στον έρωτα. Αγαπούσε ακόμα και ο ύπνος του πολλές φορές ταραζόταν από την οπτασία εκείνης, της Λεωνόρας, που τόσο άσχημα του είχε φερθεί.
   Έμεινε εκεί μέχρι που έγειρε ο ήλιος, μέχρι που ο βοριάς άρχισε να φυσάει πιο αδύναμα, μέχρι που φάνηκαν κάτι χλωμά φωτάκια κάποιου νησιού στην πλώρη της γαλέρας που ταξίδευε στον ήρεμο τώρα πόντο, που είχε πια αποκάμει να ταράζεται.
   Άραξαν στη Λήμνο τα καράβια. Το τελευταίο τους λιμάνι πριν φτάσουνε στη Βασιλεύουσα. Άραξαν  κι ο Κωνσταντίνος μαζί με την ακολουθία του κατέβηκε στη στολισμένη πόλη, δέχτηκε το προσκύνημα των υπηκόων του και τράβηξε για τη Μητρόπλη. Εκεί σταμάτησε μπροστά σ' έναν τάφο και τα χείλη του σχημάτισαν μια προσευχή. Ήταν ήσυχη η εκκλησιά και τ' ασημοκάντηλα σκορπούσαν ένα απαλό αιθέριο φως τριγύρω του, όταν μπήκε μέσα ο Κωνσταντίνος. Οι μορφές των αγίων έμοιαζαν να τον κοιτάνε λυπημένες. Ο Παλαιολόγος άναψε ένα κερί, σταυροκοπήθηκε κι ασπάστηκε τις ιερές εικόνες. Ήταν ήσυχη η εκκλησιά, όμως στ' αυτιά του έφτανε η οχλοβοή της μάχης. Μιας μάχης άγριας, σκληρής, που στέφθηκε από νίκη. Νίκη, που του στοίχισε πόνο αβάσταχτο για το χαμό εκείνης, της Γουατελούζαινας. Βγήκε πάλι από την εκκλησιά και μαζί με το Φραντζή και μερικούς ακόμα άλλους έκαναν τον γύρο των τειχιών. Ήταν γερά, ήταν επισκευασμένα κι η αυτοκρατορική σημαία κυμάτιζε πάνω στο ψηλότερο πυργί.
   Ο Κωνσταντίνος κι η ακολουθία του ξαναμπήκαν στα καράβια και, ενώ ο ήλιος έβαφε ολοπόρφυρη τη θάλασσα, κίνησαν για την πρωτεύουσά του. Ο καιρός ήταν γαλήνιος και όλοι βγήκανε στο κατάστρωμα για ν' απολαύσουνε τα χρώματα του ουρανού, τα χρώματα της θάλασσας που έγλειφε τα καράβια και να δούνε τα κουπιά που ανεβοκατέβαιναν με βιάση, σκορπώντας γύρω τους φωτιές κοκκινωπές, καθώς φτερώνονταν για να ξαναβουτήξουν στο νερό.
   Ο Δημήτριος ήταν μπροστά στην πλώρη μόνος του. Απόφευγε τους άλλους για να μην ξανασυναντηθεί με την Ελένη. Τα λόγια της βούιζαν στ' αυτιά του και δάγκωνε τα χείλη του για να μην ξεφωνίσει την απελπισία που τον είχε πιάσει. Την είχε δει από μακριά δυο-τρεις φορές και τα γεμάτα φλόγα μάτια της είχαν καρφωθεί με παράπονο πάνω στα δικά του. Του 'χε μιλήσει κι ο Δούκας,  ο πατέρας της. Του είχε πει για την πρωτεύουσα. Του είχε χαλάσει τις προσδοκίες του και τα όνειρά του. Περίμενε ότι θα έβλεπε κάτι λαμπρό, κάτι παραμυθένιο, κάτι που δύσκολα ο νους του θα μπορούσε να συλλάβει. Του είχε μιλήσει για εγκατάλειψη, για γκρεμισμένα σπίτια, για χορταριασμένες αυλές, για ακατοίκητα παλάτια. Είχε ακόμα επιμείνει να πάει στο σπίτι του, να κάτσει λίγες μέρες. Αρνήθηκε ξανά ο Δημήτριος και πάλι υποχώρησε μπρος στο «γιατί;» του Δούκα. Και τώρα, τώρα καταριόταν για χιλιοστή φορά τον εαυτό του που παρασύρθηκε, που άφησε να παρασυρθεί, που γέμισε ελπίδες μια κοπέλα άδολη κι αγνή.
   Ο ήλιος χάθηκε πίσω από τα μακρινά βουνά, που μόλις γράφονταν στο μενεξεδένιο ορίζοντα. Σκοτείνιασε σιγά σιγά και το στερέωμα γέμισε από αστέρια, που άρχισαν ν' ανοιγοκλείνουνε  τα φωτεινά τους μάτια. Μπρος στη χρυσοκαπνισμένη πλώρη της γαλέρας, τα νερά γέμισαν ολάσημα κεντίδια.
   Ο Δημήτριος έσκυψε λίγο κι άρχισε αφηρημένος να παρακολουθεί τα ξεψυχισμένα κύματα, που χάιδευαν το ξύλο.
   Νύχτωσε για τα καλά. Ένας σκοτεινός όγκος φάνηκε μακριά, μπροστά στην πλώρη. Ένα νησί. Κοιμόταν. Ούτε ένα φως, ούτε μια λάμψη που να προδίνουν ανθρώπου κατοικία. Άρχισε να κάνει κρύο. Ο Δημήτριος τυλίχτηκε στο μανδύα του, κάθισε πάνω σ' ένα ξύλο και βυθίστηκε στη ρέμβη. Το καράβι ήταν ολοσκότεινο και σιωπηλό κι ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν ο παφλασμός που κάναν τα κουπιά, που δάγκωναν τη θάλασσα.
   Μέσα στη σιγαλιά ακούστηκαν κάτι βήματα. Ο Λάσκαρις είδε δυο σκιές να περπατάνε στο κατάστρωμα. Δυο γυναίκες. Η μία φαινόταν, από τη γραμμή του κορμιού της, νέα, η άλλη ηλικιωμένη.
   Μιλούσαν σιγανά μεταξύ τους κι οι φωνές τους έφτασαν μέχρι την πλώρη. Ο Λάσκαρις ανατρίχιασε. Η μία ήταν η Ελένη, η άλλη η βάγια της, όπως την άκουσε να τη φωνάζει. Οι σκιές πλησίασαν. Τώρα ακούγονταν καθαρά αυτά που έλεγαν. Η φωνή της Ελένης ήταν όλο παράπονο.
   "Βάγια μου, καλή μου βάγια", έλεγε η Ελένη, "γιατί; Γιατί ύστερα από κείνο το απόγεμα δε θέλησε να με ξανασυναντήσει, γιατί με αποφεύγει, γιατί γυρίζει αλλού το βλέμμα του όποτε με αντικρίζει;"
   Κάτι μουρμούρισε η άλλη, όμως ο Λάσκαρις δεν τ' άκουσε.
   "Βάγια μου", συνέχισε γεμάτη θλίψη η φωνή της Δούκαινας, "μ' αγκάλιασε και με φίλησε. Τα χείλη του κόλλησαν στα δικά μου. Έζησα στον Παράδεισο! Γύρισα στον κόσμο κι έπεσα στην Κόλαση! Βάγια μου, μαρτύριο έχει γίνει η ζωή μου".
   Ο Δημήτριος έσφιξε τις γροθιές του κι έκανε να σηκωθεί, να προδώσει την παρουσία του, για να πάψει ν' ακούει. Δε σηκώθηκε, λες και κάτι το πιο γερό από τις δυνάμεις του τον κρατούσε καρφωμένο εκεί, μέσα στα σκοτάδια.
   "Βάγια μου", ακούστηκε ακόμα πιο σπαραχτική η φωνή της Ελένης. "Βάγια μου, του είπα «σ' αγαπώ». Μου 'πε «δε γίνεται, δεν πρέπει»! Γιατί, καλή μου βάγια; Γιατί;"
   Η άλλη δεν απάντησε και ο Δημήτριος είδε την Ελένη να σφίγγει με απόγνωση τα χέρια της.
   "Βάγια μου, δεν αντέχω άλλο!" μουρμούρισε ξεψυχισμένα. "Με φίλησε, μ' έκανε να ζήσω στην ελπίδα, κι ύστερα..."
   Δεν έκλαψε. Τα δάκρυά της είχαν πια στερέψει.
   "Καταραμένος να 'ναι!" ακούστηκε σιγανή, γεμάτη πάθος, η φωνή της βάγιας. "Χαρά να μη γνωρίσει! Στάχτη και κουρνιαχτός να γίνει και να τον φάει η λούβα!"
   "Θεοδώρα, μη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!" ξεφώνισε η Ελένη. "Μη, βάγια μου γλυκιά, τον καταριέσαι. Καλύτερα εκείνος ζωντανός, γερός, αντρειωμένος πάντα. Κατάρες μην του δίνεις· εμένα καταράσου, εμένα, που αγάπησα χωρίς ν' αγαπηθώ -αλίμονο!"
   "Παιδί μου, εσένα; Λαχτάρα μου, ποτέ! Σ' εκείνον πρέπουν οι κατάρες, σ' εκείνον τον αναθεματισμένο, που σ' αγκάλιασε, που σ' έκανε να ζήσεις στην ελπίδα".
   "Βάγια, μη βγάλεις λέξη άλλη από το στόμα σου!" ακούστηκε γεμάτη απειλή η φωνή της Ελένης στο σκοτάδι. "Μην πεις άλλη κατάρα, γιατί ποτέ, μα το Θεό, δε θα σου ξαναμιλήσω!"
   Η Θεοδώρα δεν απάντησε, μόνο άνοιξε την αγκαλιά της κι έσφιξε στο γερασμένο στήθος της την κοπέλα, που αγαπούσε περισσότερο κι από παιδί της.
   Οι δυο γυναίκες έμειναν αγκαλιασμένες κάμποση ώρα. Τώρα, πάνω στη γαλέρα δεν ακουγόταν πάλι άλλος ήχος, εξόν από τον παφλασμό που κάναν τα κουπιά καθώς βυθίζονταν στη θάλασσα, και κάποια στιγμή η φωνή του κελευστή που έδωσε ένα παράγγελμα. 
   Ο Δημήτριος, ακίνητος στο μέρος όπου βρισκόταν, ζούσε φριχτές στιγμές. Ο σπαραγμός της Ελένης έσφιγγε την καρδιά του κι ένιωθε μέσα του το αίμα του να βράζει από θυμό. Θυμό για τον εαυτό του, που έδωσε με μια απερισκεψία στη Δούκαινα να πιστέψει ότι την αγαπούσε.
   Η βάγια κάτι ψιθύρισε και η Ελένη κούνησε το κεφάλι της. Οι δυο γυναίκες τράβηξαν πάλι προς την πρύμη, προς τον κράβατο. Πριν απομακρυνθούνε, ο Δημήτριος άκουσε ξανά τη φωνή της κοπέλας, που έλεγε το ίδιο παράπονο:
   "Γιατί, βάγια μου γλυκιά;... Γιατί;"

   Ξημέρωσε, ανέβηκε ψηλά ο ήλιος, ήλθε το απόγεμα. Οι καταλανικές γαλέρες έπλεαν τώρα ανάμεσα σε δυο στεριές: στο μυθικό Ελλήσποντο, που τόσες αναμνήσεις έφερνε στο νου του Λάσκαρι. Αναμνήσεις παιδικές, που του θύμισαν το Μιχαήλ, που του μίλησαν για τη Μυθολογία της Ελλάδας. Ο Δημήτριος κοίταζε μια δεξιά και μια αριστερά την πράσινη γη. Θωρούσε τους κόλπους και τις μικρές αμμουδιές κι ήταν τόσο συνεπαρμένος από την ομορφιά, που του ήλθε άσχημα όταν από ένα λόφο, εκεί στη Δύση, είδε να κατηφορίζουν καμιά εικοσαριά καβαλάρηδες. Τούρκοι καβαλάρηδες, με σαρίκια και κωνικές περικεφαλαίες στα κεφάλια τους, με κυρτά σπαθιά, καβάλα σ' αράπικα άτια. Οι καβαλάρηδες ροβόλησαν το λόφο κι έφτασαν και σταμάτησαν στην παραλία. Στέκονταν πάνω στα ζωηρά άλογά τους και, όταν πέρασε κοντά τους η γαλέρα με την αυτοκρατορική μπαντιέρα, ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά τους και τα κούνησαν απειλητικά, βλαστημώντας στη γλώσσα τους.
   Ο Δημήτριος ακούγοντάς τους έσφιξε τις γροθιές του και δάγκωσε, μέχρι που ματώσανε σχεδόν, τα χείλη του, για να μην ξεφωνίσει, για να μην τους απαντήσει. Η γαλέρα πέρασε από μπροστά τους κι οι Τούρκοι την ακολούθησαν κάμποση ώρα από την παραλία, κραδαίνοντας πάντα τα σπαθιά τους, φωνάζοντας, βρίζοντας και κοροϊδεύοντας.
   Ο Λάσκαρις είχε γίνει κατακόκκινος από το θυμό του και τους κοίταζε με τέτοια λύσσα, που ο Δούκας, που ερχόταν προς το μέρος του, κούνησε το κεφάλι του γεμάτος λύπη.
   "Μην πειράζεσαι, θα συνηθίσεις!" του είπε μόλις τον ζύγωσε, βάζοντας το χέρι του στον ώμο του.
   "Να συνηθίσω εγώ;" φώναξε έξαλλος εκείνος.
   Ο Δούκας τον κοίταξε και μια σκιά λύπης πέρασε από το βλέμμα του.
   "Κι εγώ ήμουνα νέος κάποτε", συνέχισε. "Κι εγώ έλπιζα κάποτε και είχα όνειρα. Τα ξέχασα. Συνήθισα... Θα συνηθίσεις κι εσύ!"
   Ο Λάσκαρις έκανε να του απαντήσει. Κατάπιε, όμως, τη γλώσσα του. Αν μιλούσε, θα του 'λεγε πολλά. Πολλά και άσχημα. Γύρισε το κεφάλι του αλλού, από την άλλη ακτή. Ένα χαμηλό καράβι, φορτωμένο ως τα μπούνια, ήταν αραγμένο στην παραλία... Τούρκοι το ξεφόρτωναν τσαλαβουτώντας στα νερά. Ο Δημήτριος γύρισε μπροστά το βλέμμα του. Άνοιγε το Στενό και φαινόταν πόντος ανοιχτός. Η θάλασσα του Μαρμαρά, η Προποντίδα. Πέρα, μακριά, στο βάθος του ορίζοντα, ήταν η Πόλη, η Βασιλεύουσα. Η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας!
   Ο Δούκας παρακολούθησε το βλέμμα του Λάσκαρι.
   "Ναι", μουρμούρισε μπαίνοντας στη σκέψη του. "Η πρωτεύουσα, η Βασιλεύουσα. Δε φαίνεται ακόμα. Θα φτάσουμε πρωί εκεί. Οι γαλέρες πάνε πιο σιγά. Με το ξημέρωμα θα την αντικρίσουμε... Ναι, τη Βασιλεύουσα".
   Ο παρακοιμώμενος αναστέναξε και χτύπησε φιλικά τον ώμο του Δημήτριου.
   "Τουρμάρχη Λάσκαρι", του είπε. "Θα βγούμε μαζί από το πολεμικό. Μαζί θα πάμε σπίτι μου. Όμως, πρόσεξε... Μην απογοητευθείς. Η πρωτεύουσα δεν είναι εκείνη που νομίζεις..."
   Ο Δημήτριος δεν απάντησε. Κοίταζε μπροστά. Προσπαθούσε με το βλέμμα του να διακρίνει στον ορίζοντα κάτι που θα πρόδινε την παρουσία της. Δε φαινόταν τίποτε. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ένα μπριγκαντίνι φάνηκε πέρα στον ορίζοντα. Ήταν μακρύ, χαμηλό, ταξίδευε κι εκείνο με τα κουπιά, ήσυχο, αμέριμνο. Ήταν στα νερά του. Ο Μουράτ είχε δικές του και τις δυο παραλίες της γης που χώριζε η θάλασσα, και την ανατολική και τη δυική. Ο Δημήτριος έσφιξε πάλι τις γροθιές του. Όσο πλησίαζε στην Πόλη, τόσο περισσότερο ένιωθε πόσο πνιγμένη ήταν παντού. Ένα κομμάτι γης χριστιανικής, ζωσμένο από άπιστους. Μια πρωτεύουσα χωρίς κράτος, μια πόλη χωρίς επαρχία. Ναι, αυτή ήταν η αλήθεια κι έπρεπε να την παραδεχτεί...

Κώστας Δ. Κυριαζής, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ειδική Έκδοση για την εφημερίδα "Τα Νέα", Αθήνα 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: