Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

[ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ] - Β' ΜΕΡΟΣ


  Ένας χρόνος είχε περάσει από το γάμο του Θωμά με την Κατερίνα. Οι Παλαιολόγοι είχαν σκορπίσει, καθένας στη θέση του. Ο Ιωάννης στη Βασιλεύουσα μελετούσε και ετοίμαζε τη σύνοδο που θα έδινε σάρκα και οστά στα σχέδιά του για την ένωση των Εκκλησιών. Ο Θωμάς στα Καλάβρυτα με τη νέα σύζυγό του. Ο Κωνσταντίνος στην Γλαρέντζα. Επιτέλους, η πόλη, το κάστρο και το περιπόθητο λιμάνι ήταν δικά του. Δεν τα απέκτησε με το δόρυ, αλλά με το χρήμα. Χρειάστηκε να τα αγοράσει από τους Καταλανούς, πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό. Πρώτη του μέριμνα, να ξεθεμελιώσει τα πάντα.  Δεν ήθελε να πέσει η πόλη και το κάστρο ξανά σε χέρια ξένα. Γκρεμίζοντας, όμως, τα πάντα, ήταν ανάγκη να βρει καινούργιο τόπο να αναπαύσει τα οστά της μακαρίτισσας της γυναίκας του και ως πιο κατάλληλος κρίθηκε ο Μυστράς. Με σεβασμό οργανώθηκε η ανακομιδή των οστών της άτυχης Μαγδαληνής - Θεοδώρας, προκειμένου να ταφούν στο Μυστρά.
  Ήταν αρχές άνοιξης όταν οι βιγλάτορες πάνω στα τείχη του Μυστρά είδαν ν' ανηφορίζει προς την καστροπολιτεία ένα μοναδικό θέαμα που όσοι το έζησαν είχαν να το διηγούνται χρόνια μετά. Μια μυρμηγκιά, μια θάλασσα ανθρώπων ξεδιπλωνόταν ως πέρα στον κάμπο ακολουθώντας τις στροφές του δρόμου. Όσο πλησίαζε, άρχιζαν να ξεχωρίζουν ο στρατός με τα φλάμπουρα του Κωνσταντίνου, οι δεσποτάδες, οι παπάδες, οι διάκοι και τα παπαδοπαίδια κρατώντας ιερά σκεύη, εξαπτέρυγα, σταυρούς και εικόνες από τις γκρεμισμένες εκκλησίες και τα μοναστήρια της Γλαρέντζας. Άρχοντες και λαός από τα γύρω χωριά. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος πάνω στο περήφανο άτι του, δίπλα στο πένθιμο φορείο που μετέφερε τη σαρκοφάγο της νεκρής στην οριστική, τελευταία κατοικία της. Το θυμίαμα από τα πολυάριθμα λιβανιστήρια ανέβαινε σαν προσευχή στον ουρανό και οι ύμνοι, τα εγκώμια και οι νεκρώσιμες ψαλμωδίες έφταναν σαν ψίθυρος αγγέλων ως πάνω στις επάλξεις για να ενωθούν με τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες όλων των εκκλησιών της καστροπολιτείας. Στην πύλη ο δεσπότης Θεόδωρος, η δέσποινα Κλεόπα και όλο το αρχοντολόι, όλοι στα πένθιμα ντυμένοι, περίμεναν μαζί με το λαό, που είχε σπεύσει να δει το θέαμα, να υποδεχθούν τη νεκρή και να της αποδώσουν για τελευταία φορά τις τιμές που υπέβαλλε η θέση της. Εκεί, κοντά στην πύλη, στεκόταν και η Ανέζα, στριμωγμένη  ανάμεσα σε δύο σωματώδεις γυναίκες, με την ελπίδα να δει για άλλη μια φορά τον αδελφό της να περνάει.
    Δεν τον είδε... 


   Τότε ήταν που σε ξαναείδα και η γη άνοιξε κάτω από τα πόδια μου και ο ήλιος βγήκε λαμπρός μέσα από τα μαύρα σύννεφα... 

   Μπορεί να ταράχτηκε που είδε τον Αλέξιο στη συνοδεία της νεκρής, όμως δεν ήταν κάτι που δεν περίμενε και που δεν ευχόταν να γίνει κάποια μέρα. Χρόνια τώρα τον έβλεπε στον ύπνο της. Εκεί, στη Χώρα του Ποτέ, χωρίς ντροπή, συνέχιζε την ιστορία από εκεί που είχε μείνει, τη γλυκιά εκείνη στιγμή που τα χέρια τους ενώθηκαν πάνω στο σταυρό και στο φλουρί. Έβλεπε πως του μιλούσε και της μιλούσε κι εκείνος. Της έλεγε πως την είχε αγαπήσει και το ίδιο του έλεγε κι εκείνη. Και όμως, μέσα στο όνειρό της ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν είχε μέλλον. Το ένιωθε βαθιά σαν μαχαιριά και τότε ξυπνούσε με ένα αίσθημα γλυκόπικρο. Γλυκό γιατί είχε δει, έστω και στο όνειρό της, εκείνον που αγαπούσε και της έλεγε πως κι εκείνος την αγαπούσε, όμως την ίδια στιγμή η αλήθεια που υπήρχε και δούλευε υπόγεια ακόμα και μέσα στον κόσμο του ονείρου την έφερνε πίσω στον κόσμο του πραγματικού, πέρα από τη χώρα των ουράνιων τόξων των ονείρων και τότε ξυπνούσε και το μαξιλάρι της ήταν βρεγμένο από τα δάκρυά της.
   Τώρα τον είδε ξανά, άντρα στην ακμή της άνθησής του. Εκείνη τη μέρα μπροστά στο ναό, πίσω από τον αυθέντη του το δεσπότη Κωνσταντίνο, της φάνηκε πιο όμορφος απ' ό,τι τον θυμόταν και τον ονειρευόταν. Δεν έμοιαζε τώρα μόνο στον Ερμή, αλλά είχε πάρει κάτι από την όψη του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Να ήταν η στρατιωτική στολή που φορούσε; Της φάνηκε, όμως, και πιο απρόσιτος απ' ό,τι ήταν στα όνειρά της. Η καρδιά της φώναζε το όνομά του. Τα χείλη της όμως έμεναν κλειστά. Τον ακολουθούσε με τα μάτια. Παρατηρούσε το κάπως άκαμπτο βάδισμά του και αναρωτιόταν αν οφειλόταν στη λαβωματιά που είχαν γιατρέψει με τη Μερόπη.
    Όσο έχει το σημάδι στο πόδι και όσο θα τον πονά, θα θυμάται και μένα...
   Αμέσως, όμως, ζήτησε συγγνώμη από τον Ύψιστο για τη σκέψη της αυτή. 
   Είναι αμαρτία να θέλω να υποφέρει μόνο και μόνο για να με θυμάται. Ας μη με θυμάται, ας είμαι κάτι σαν όνειρο που είδε και έσβησε με το πρώτο φως. Δεν πειράζει, θυμάμαι εγώ και για τους δύο και δε θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω. Ξεχνιέται ποτέ η πρώτη αγάπη; Η αγάπη που δεν άνθισε...
   Τα βράδια που ακολούθησαν μούσκεψε πολλές φορές το μαξιλάρι της και άλλες τόσες προσευχήθηκε να τον έχει ο Θεός καλά.

   Η άτυχη Μαγδαληνή - Θεοδώρα αναπαύτηκε στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας, στη Μονή Ζωοδότου, αν και η πρακτική αυτή της ταφής μέσα σε ναό δεν ήταν συνήθης στην Ανατολική Εκκλησία.
   Μπροστά στους άρχοντες και το πλήθος του κόσμου που συνωστιζόταν στο ναό, ο ιερομόναχος Βησσαρίων διάβασε τη μονωδία, τους στίχους «ιαμβικούς και επικήδειους», όπως τους ονόμασε, που είχε γράψει για να υμνήσει τις αρετές της νεκρής, κάνοντας όλους να δακρύσουν.
   Κανείς, όμως, δε μπορούσε να φανταστεί πως σε λίγα χρόνια στον ίδιο αυτό ναό θα άκουγαν ξανά τον Βησσαρίωνα, αλλά και τον ίδιο τον Πλήθωνα να αναπέμπουν μονωδίες, αυτή τη φορά για μια άλλη γυναίκα που τώρα, στην ακμή της νιότης και της ομορφιάς της, ένωνε τις προσευχές της με όλους για την ανάπαυση της ψυχής της Μαγδαληνής - Θεοδώρας.
   Η Ανέζα, μη μπορώντας, ως Εβραία που εμφανιζόταν, να είναι μέσα στο ναό παρακολούθησε την τελετή μαζί με το λαό μένοντας στον πραύλιο χώρο και σιωπηλά προσευχόταν και εκείνη για την ανάπαυση της ψυχής της εις Κύριον μεταστάσης πριγκίπισσας.
   Αργότερα ζήτησε από το Βησσαρίωνα να της δώσει να διαβάσει τη μονωδία του και θαύμασε για άλλη μια φορά την καλλιέπεια του ύφους του και τα ωραία ελληνικά του. Δεν ήταν να απορείς που η φήμη του είχε απλωθεί και πέρα από το Μυστρά. Ο κόσμος έτρεχε να ακούσει το κήρυγμά του κάθε Κυριακή. Ήταν τόση η γλυκύτητα του ύφους του, η σεμνότητά του, η καλοσύνη και η αγάπη που έδειχνε σε όλους, που τον έκαναν τόσο αγαπητό. Μπορεί άλλοι να ήταν περισσότερο καταρτισμένοι από εκείνον σε θεολογικά ζητήματα, εκείνος όμως είχε έναν μοναδικό τρόπο να μιλά στις καρδιές των ανθρώπων και να τους φέρνει κοντά στο Θεό.
   Αν και διαφορετικοί σαν χαρακτήρες, με άλλες καταβολές, η Ανέζα ένιωθε πως με τον ιερομόναχο τη συνέδεαν περισσότερα απ' όσα φαινομενικά τους χώριζαν. Τον θαύμαζε για τη σεμνότητά του και για το ότι δεν επιζητούσε την προβολή, παρά τις γνώσεις του. Ακόμα και στις συζητήσεις του με τον Πλήθωνα έφερνε τα επιχειρήματά του πάντα με ήπιο και διαλλακτικό τρόπο, αντίθετα με κάποιους, όπως ο Γεώργιος Κουρτέσιος, που σε κάθε ευκαιρία φρόντιζε να προβάλει το εγώ του. Ήταν φανερό πως ο παλιός φιλόσοφος τον ξεχώριζε από τους άλλους μαθητές του και άκουγε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα επιχειρήματά του. Ακόμα και στο θεμελιώδες για τον Πλήθωνα ζήτημα του ποιος φιλόσοφος ήταν σπουδαιότερος, άκουγε χωρίς να αντιδικεί τις θέσεις του Βησσαρίωνα, που έτειναν περισσότερο υπέρ του Αριστοτέλη. Ήταν μια πραγματική πνευματική μυσταγωγία να ακούει αυτούς τους δύο να συνδιαλέγονται και ένιωθε τον εαυτό της τυχερό που της είχε δοθεί αυτή η ευκαιρία.
   Θαύμαζε, όμως, και την ακόρεστη δίψα του ιερομόναχου για τα βιβλία. Και άλλοι αγαπούσαν τα βιβλία, κανείς όμως δεν είχε για τις περγαμηνές τη λατρεία, το πάθος καλύτερα, που έδειχνε ο Βησσαρίων. Πολλές φορές τον έβρισκε στη βιβλιοθήκη του δεσπότη Θεόδωρου, σκυμμένο πάνω σε κάποιο βιβλίο, άλλοτε να διαβάζει και άλλοτε με επιμονή και προσοχή να αντιγράφει. Τις φορές εκείνες ο ιερομόναχος, μόλις αντιλαμβανόταν την παρουσία της, σήκωνε το βλέμμα από το βιβλίο και με ένα αχνό χαμόγελο την καλωσόριζε και την καλούσε να καθίσει κοντά του να της δείξει κάτι που είχε διαβάσει και που έβρισκε ενδιαφέρον. Η Ανέζα, βλέποντας τα καταπονημένα μάτια του, πολλές φορές προσφερόταν να τον βοηθήσει στην αντιγραφή. Ο Βησσαρίων όμως δίσταζε -δεν είχε ίσως εμπιστοσύνη στο γράψιμό της; Μήπως επειδή γι' αυτόν ήταν Εβραία; Ίσως δε θα ήθελε να εμπιστευθεί ιερά χριστιανικά κείμενα στα χέρια μιας αλλόθρησκης.
   Η απόφασή της να εξακολουθεί να εμφανίζεται ως Εβραία τη βάραινε. Βέβαια, η δέσποινα Κλεόπα δεν είχε ποτέ δείξει ότι θεωρούσε τη διαφορά της θρησκείας εμπόδιο στη σχέση τους, υπήρχαν όμως άλλοι που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη σχέση της Εβραίας, όπως νόμιζαν, γιατρέσας με τη χριστιανή Δέσποινα. Μετά τη συνάντηση με τον αδελφό της, οι αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της απόφασης να μη φανερώνει την ταυτότητά της είχαν πολλαπλασιαστεί. Θα ήθελε να μπορούσε να μιλήσει σε κάποιον που θα τη συμβούλευε ποιο ήταν το σωστό. Ήταν άραγε ο Βησσαρίων το πρόσωπο που θα της έδινε την κατάλληλη συμβουλή; 
   Καλά καλά δεν το κατάλαβε πώς της ήρθε και τη στιγμή που επέστρεψε στον Βησσαρίωνα το χειρόγραφο της μονωδίας -ίσως να έφταιγε η συσσωρευμένη συγκίνηση των ημερών, που σαν ποτάμι που είχε ξεχειλίσει εκτονώθηκε στο διάβασμα της μονωδίας για μια γυναίκα άτυχη- αντί να του πει τις εντυπώσεις της και να τον παινέψει, για να τον ακούσει άλλη μια φορά με σεμνότητα να αποδίδει την όποια αξία του έργου του στη Θεία Χάρη, είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν:
   "Πάτερ, θα ήθελα να εξομολογηθώ".
   "Να εξομολογηθείς, κόρη μου; Πώς;" Ο Βησσαρίων δεν έκρυψε την έκπληξη που του προκάλεσε η πρότασή της. "Να μιλήσεις, ίσως εννοείς... Σε απασχολεί κάτι και θέλεις να το μοιραστείς;"
    "Εννοώ να εξομολογηθώ, πάτερ, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας για την τέλεση του μυστηρίου. Εσύ, πάτερ, θα ήθελα να είσαι ο πνευματικός μου".
   "Πώς να γίνει αυτό, κόρη μου; Η εξομολόγηση ως μυστήριο αφορά μόνο τους χριστιανούς".
   Η Ανέζα τράβηξε έξω από τον κόρφο της το σταυρό του Αλέξιου.
   "Είμαι χριστιανή, πάτερ, βαφτισμένη. Αγνή το όνομά μου· Ανέζα για κάποιους".
   Ο Βησσαρίων κοιτούσε έκπληκτος μια το σταυρό μια εκείνη.
   "Θα ακούσω την εξομολόγησή σου, κόρη μου. Έλα το βράδυ αργά να με βρεις στο ναό της μονής", είπε στο τέλος.

   Δεν άκουσε την εξομολόγησή της εκείνο το βράδυ ο Βησσαρίων. Πέρασε καιρός μέχρι να πραγματοποιηθεί η συνάντησή τους. Όχι γιατί η Ανέζα μετάνιωσε, αλλά οι συνθήκες άλλαξαν και πια δε γινόταν να μιλήσει.
   Το βράδυ, κοντά στη συμφωνημένη ώρα και ενώ ετοιμαζόταν να πάει να συναντήσει τον ιερομόναχο, ήρθε μήνυμα από το παλάτι πως τη χρειάζονταν επειγόντως. Έφυγε βιαστικά, χωρίς να σκεφτεί να ειδοποιήσει τον Βησσαρίωνα. Φοβόταν μήπως υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τη μικρή πριγκίπισσα. Το παιδί ήταν ασθενικό και κάθε λίγο και λιγάκι αρρώσταινε.
   Δεν ήταν όμως η μικρή Ελένη που χρειαζόταν τις υπηρεσίες της. Μία από τις αρχόντισσες που ανήκαν κάποτε στην ακολουθία της μακαρίτισσας Μαγδαληνής - Θεοδώρας και είχαν συνοδεύσει την ανακομιδή των οστών της από τη Γλαρέντζα στο Μυστρά είχε λιποθυμήσει στη διάρκεια του δείπνου.
   Η δέσποινα Κλεόπα είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα, γιατί η γυναίκα ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, και έστειλε αμέσως να φωνάξουν την Ανέζα.
   Η αρχόντισσα έμοιαζε πιο πολύ με παιδί παρά με γυναίκα, και μάλιστα υποψήφια μητέρα. Πάνω στην κεντητή μεταξωτή μαξιλάρα ένα αδύνατο, χλωμό πρόσωπο με δύο τεράστια μάτια κοίταζαν ικετευτικά την Ανέζα.
   "Κυρα-γιατρέσα, βοήθησέ με! Φοβάμαι πως θα γεννήσω και δεν είμαι στο μήνα μου... στον έβδομο είμαι..."
   Πριν τελειώσει τη φράση της ένας πόνος έκανε το πρόσωπό της να συσπασθεί, ενώ τα παιδικά χέρια της σφίχτηκαν πάνω στα σκεπάσματα τόσο, που άσπρισαν οι κόμποι. Είχαν αρχίσει οι ωδίνες. Ίσως γι' αυτό να λιποθύμησε πιο πριν. Θα πόνεσε και δε θα ήθελε να φανερωθεί... θα ντρεπόταν ίσως.
   Μια χοντρή γυναίκα που στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι και αυτοσυστήθηκε ως μαμή προθυμοποιήθηκε να δώσει για λογαριασμό της ετοιμόγεννης τις πληροφορίες που ζητούσε η Ανέζα. Η νέα γυναίκα άφηνε την άλλη να απαντά, ενώ εκείνη βογκούσε σιγανά. 
   Οι αρχόντισσες δεν ξεφωνίζουν σαν τις γυναίκες του λαού. Έπρεπε να μείνει ψύχραιμη. Τι εικόνα θα έδινε στην ξένη γιατρέσα; Εβραία κιόλας! Η δέσποινα Κλεόπα, όμως, της είχε εμπιστοσύνη. Αχ, τι πόνοι ήταν αυτοί, Θεέ μου! Ποτέ άλλοτε δεν είχε πονέσει τόσο. Τις άλλες δύο φορές που είχε αποβάλει, η διαδικασία ήταν διαφορετική. Αιμορραγία, λίγο περισσότερο από το αίμα που είχε στον κύκλο της και ελάχιστος πόνος. Τότε, όμως, ήταν πολύ νωρίς. Δεν τα είχε ακούσει ακόμα, δεν ήταν καν παιδιά... Τώρα πονούσε... πονούσε.
   "Αααχ!" 
   Τελικά ξεφώνισε σαν γυναικούλα. Πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο; Η γιατρέσα ψαχούλευε την κοιλιά της, ακουμπούσε πάνω της κάτι κρύο... τι ήταν αυτό; Ίσως δεν έπρεπε να είχε ταξιδέψει, να έρθει στο Μυστρά· ίσως έπρεπε να είχε μείνει πίσω. Πού όμως; Η Γλαρέντζα δεν υπάρχει πια. Πού να έμενε; Εξάλλου, όλα πήγαιναν καλά, δεν είχε τα προβλήματα που είχε τις άλλες φορές· και η μαμή τη διαβεβαίωσε πως δεν κινδύνευε, αφού είχε περάσει τον τέταρτο μήνα και το παιδί είχε δέσει, όπως είπε. Τα άλλα τα είχε χάσει πριν από τον τέταρτο.
   "Αααχ!
   » Sancta Maria, grátia pléna, ora pro nobis (1).
   » Αααχ!"
   Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε χάσει παιδί, όπως έσπευσε να πληροφορήσει την Ανέζα η μαμή.
   "Δύο χρόνια παντρεμένη, δεν είχε καταφέρει να δώσει στον άντρα της παιδί. Δύο αποβολές είχε κάνει ως τώρα. Μόλις έφτανε στον τρίτο μήνα, το παιδί άφηνε τη μήτρα της. Κάποια στιγμή ο Κύριος θα της δώσει ένα παιδί. “Τόσες και τόσες γυναίκες, αρχόντισσες και του λαού, κάνουν αποβολές, μη νομίζεις πως είσαι η μοναδική· στο τέλος όμως οι περισσότερες, με τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου, γεννάνε γερά παιδιά”, έτσι της είπα. “Αν ο Θεός θέλει να γεννηθεί το παιδί σου τούτη τη φορά θα γεννηθεί, είτε μείνεις εδώ είτε ταξιδέψεις”".
   "Ωραίες συμβουλές δίνεις, κυρα-μαμή! Εξάλλου, το ήθελα τόσο να συνοδεύσω την άτυχη Μανταλένα... Μαζί μεγαλώσαμε. Ήταν η μόνη οικογένειά μου. Οι γονείς μου έχουν πεθάνει και οι δύο. Ο άρχοντας Τόκκο με πήρε στο παλάτι για να έχει συντροφιά η Μανταλένα. Από τότε ως τη μέρα που την πήρε ο Θεός δε χωριστήκαμε. Μαζί παντρευτήκαμε. Δεν τον ήξερα τον άντρα που παντρεύτηκα. Ο θείος της Μανταλένας, αυτός που κανόνισε το γάμο της με τον δεσπότη Κωνσταντίνο κανόνισε και τον δικό μου γάμο, για να μην είναι η Μανταλένα μόνη".
   Ανάμεσα στις ωδίνες, που όσο περνούσε η ώρα πύκνωναν, η αρχόντισσα, όταν δεν ξεφώνιζε, μιλούσε δυνατά, ακατάπαυστα ίσως, για να διώξει το φόβο που ήταν φανερό πως την είχε καταλάβει. Η Ανέζα την άφηνε να μιλάει, μην προσέχοντας τα λόγια της. Αυτό που προείχε τώρα ήταν να σώσει εκείνη και το παιδί που βιαζόταν να γεννηθεί.
   "Μου είπαν πως ο άντρας μου στην αρχή δεν ήθελε να παντρευτεί. Ίσως να είχε αγαπητικιά και δεν ήθελε να την αφήσει, ίσως να ήθελε να είναι μόνο στρατιώτης... Αααχ! Ποιος ξέρει; Και τι με νοιάζει; Στο τέλος δέχθηκε να με παντρευτεί, και ας μη με ήξερε· ούτε εγώ τον ήξερα... Ο δεσπότης Κωνσταντίνος όμως του είπε: “Αλέξιε, αν δεν έχεις σκοπό να αφιερωθείς στο Θεό, έχεις καθήκον να παντρευτείς”.
   » Έτσι παντρευτήκαμε. Είναι καλός, δε λέω, δεν έχω παράπονα. Αν και όλο λείπει... κοντά στο δεσπότη Κωνσταντίνο, σαν κι εκείνο το φίλο του τον Φραντζή. Όλοι τους σοβαροί, αγέλαστοι... και όλο πολεμάνε... Οι άντρες δεν ησυχάζουν. Εμάς μας έχουν για τα παιδιά. Αααχ!"
   Ένας πιο δυνατός πόνος έκοψε το παραλήρημα της αρχόντισσας, που με δύναμη απίστευτη για ένα τόσο μικρό σώμα γαντζώθηκε πάνω στο χέρι της Ανέζας ξεφωνίζοντας σπαρακτικά.
   "Βοήθησέ με, κυρα-γιατρέσα, βοήθησέ με... πεθαίνω, δεν αντέχω άλλο... Μαντόνα μία, γιατί να γεννάμε τα παιδιά μας στον πόνο; Η κατάρα της Εύας, λένε οι παπάδες. Ποια τιμωρία; Της Εύας; Και τι έφταιξε η δύστυχη η Μανταλένα; Ο άντρας της τη σκότωσε... Ήθελε γιο, διάδοχο, τώρα τι έχει;  Θα πάρει άλλη γυναίκα και θα την ξεχάσει. Όλοι οι άντρες είτε για το κέφι τους είτε για να κάνουν τον διάδοχο μας φέρνουν σ' αυτή την κατάσταση. Και τι τους νοιάζει; Αυτοί μόνο ευχαριστιούνται, εμείς τι; Το καθήκον μας, λέει... Τι κερδίζει μια γυναίκα από ένα γάμο; Γεννάμε παιδιά, παιδιά, παιδιά, πάντα με φουσκωμένες κοιλιές, και οι άντρες το κέφι τους: πόλεμο και τζόστρες (2) και κοιμούνται με τις άλλες, τις ελαφρές... και σπέρνουν και σ' εκείνες παιδιά.
   » Απορώ πώς μερικές πάνε με άντρες χωρίς γάμο και κάνουν και μπάσταρδα. Αξίζει τόσος πόνος; Γιατί; Για ένα κρεβάτι, για λίγες στιγμές ευχαρίστησης των αντρών... εμείς οι γυναίκες τι νιώθουμε; Τίποτε. Ρώτα κι εμένα... Κι εσύ, Αλέξιε, άμα πεθάνω και το παιδί σου πεθάνει κι αυτό, θα πάρεις άλλη; Μπορεί και να την έχεις βρει κιόλας, ίσως γι' αυτό να μην ήθελες να παντρευτείς... Μαντόνα μία, πεθαίνω!"
   "Ησύχασε, κυρα-Χρυσοβεργίνα, ησύχασε, κάνεις κακό στον εαυτό σου και στο παιδί σου".
   Η μαμή έσκυψε πάνω από την ετοιμόγεννη και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της.
   Ζάλη τής ήρθε της Ανέζας σαν άκουσε το όνομα. Ο Αλέξιος Χρυσοβέργης, λοιπόν, ήταν ο άντρας της γυναίκας που κοιλοπονούσε. Ο δικός της Αλέξιος, ο αγαπημένος της ζωής της... Το δικό του παιδί ετοιμαζόταν να έρθει στον κόσμο. Νόμισε πως ο κόσμος σκοτείνιασε γύρω της, τα αυτιά της βούιζαν και όλα χάθηκαν από τα μάτια της για μια στιγμή. Η μαμή το πρόσεξε και έτρεξε να της φέρει λίγο νερό. 
   "Κάνει ζέστη εδώ μέσα..." μουρμούρισε κοιτώντας καχύποπτα την Ανέζα.  
   Ώρες είναι να μας λιποθυμήσει και η γιατρέσα τώρα... και τι κάνουμε τότε; Μπα κακό! Εγώ μόνη, γριά γυναίκα, πώς θα τα φέρω βόλτα... και σε ξένο μέρος... Μπα κακό που με βρήκε...
   Η Ανέζα, όμως, δε λιποθύμησε. Είχε περάσει τόσα και τόσα στη ζωή της, δε θα λιποθυμούσε τώρα που της φανερώθηκε η αλήθεια για τον αγαπημένο της. Ήταν παντρεμένος με αυτή τη γυναίκα-παιδί, που τώρα ετοιμαζόταν να του δώσει, αν το ήθελε ο Θεός, με τη βοήθειά της, το διάδοχο.
   "Ναι, κάνει πολλή ζέστη, όμως έτσι πρέπει. Το παιδί δεν αργεί· και όταν θα βγει δεν πρέπει να κάνει κρύο. Φρόντισε να είναι ζεστό το νερό και να έχετε έτοιμα κεραμίδια και καθαρά πανιά". 
   Η αρχόντισσα συνέχισε να ξεφωνίζει και να παραληρεί και να κατηγορεί συνέχεια τον άντρα της, φανερώνοντας μυστικά της κρεβατοκάμαρας που έκαναν τη μαμή να κρυφογελάει, παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, και την Ανέζα να της σχίζουν την καρδιά. 
   Αλέξιε, Αλέξιε, να ήμουν εγώ στη θέση της γυναίκας σου, να είχα μοιραστεί εγώ το κρεβάτι σου και να σε είχα κρατήσει στην αγκαλιά μου... Και όσο και να πονούσα, κι ας με σχίζαν χίλιοι διαβόλοι, θα ήμουν ευτυχισμένη, γιατί θα σε αγαπούσα και θα ήθελα ό,τι ήθελες κι εσύ και ό,τι σε έκανε ευτυχισμένο. Η ζωή, όμως, τα θέλησε αλλιώς...

   Κάποια στιγμή το παιδί γεννήθηκε. Ένα αγοράκι λίγο μεγαλύτερο από γατί. Κλαψούρισε αδύναμα ανοίγοντας ένα μικρό φαφούτικο στόμα. Γρήγορα η Ανέζα έκοψε τον λώρο και με προσοχή άρχισε να το καθαρίζει. 
   "Κυρα-γιατρέσα, δεν έχει ζωή το άτυχο, μην παιδεύεσαι, δες..." ξεφώνισε η μαμή. 
   Το μωρό είχε αρχίσει να μελανιάζει.
   "Το παιδί μου, το παιδί μου... πεθαίνει το παιδί μου... μην πάει αβάφτιστο..."
   Η αρχόντισσα έκανε να σηκωθεί, αλλά αμέσως έπεσε πίσω λιπόθυμη. 
   "Πρέπει να το αεροβαφτίσουμε, αμαρτία να πεθάνει αβάφτιστο. Εγώ δε μπορώ... βαφτίζω μόνο κορίτσια, δεν επιτρέπεται να βαφτίσω αγόρι... του λόγου σου είσαι Οβριά, τρέχω να φωνάξω κάποιον... προφταίνουμε;"
   Χωρίς να το σκεφτεί, η Ανέζα ύψωσε το μωρό στον αέρα, όπως είχε δει κάποτε τη θεια-Πελαγία να κάνει, και γρήγορα είπε τα λόγια: "Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού..." και κοντοστάθηκε· τι όνομα να του δώσει; "Ανδρόνικος!" αποφάσισε ξαφνικά. "Εις το όνομα του Πατρός", το ύψωσε άλλη μια φορά, "και του Υιού", και μια τρίτη, "και του Αγίου Πνεύματος".
   Πράγμα περίεργο! Με το τράνταγμα στον αέρα, το μωρό άρχισε να συνέρχεται και σιγά σιγά να φεύγει το μελάνιασμα· άρχισε και να κλαψουρίζει μάλιστα, πιο δυνατά τώρα. Με τρεμάμενα χέρια η Ανέζα τράβηξε το σταυρό του Αλέξιου από το λαιμό της και τον πέρασε στο βρέφος. Ο σταυρός έπρεπε να γυρίσει εκεί που ανήκε -στην πίσω πλευρά του ήταν χαραγμένο ΚΒΤΔΣΑ, που σήμαινε, όπως της είχε πει ο αγαπημένος της, Κύριε, Βοήθει Τον Δούλον Σου Αλέξιον. Τώρα το Α θα αντιστοιχούσε στο «Ανδρόνικος», το όνομα του νέου Χρυσοβέργη.
   Παρέδωσε το μωρό στη μαμή, που έχασκε να την κοιτάει.
   "Χριστός και Παναγιά! Θαύμα! Θαύμα!" είπε κι έκανε το σταυρό της.
   "Πρέπει να το κρατάς συνέχεια ζεστό, να έχεις πάντοτε ζεστά κεραμίδια ντυμένα με μαλλί και καθαρά πανιά. Μη διανοηθείς να το ποτίσεις βότανα και δηλητήρια για να το προστατεύσεις, είναι αδύναμο και θα το σκοτώσουν. Όταν μπορέσει να φάει θα του δώσετε λίγο..." συνέχισε να δίνει οδηγίες προς τη μαμή, ενώ φρόντιζε να συνεφέρει τη μάνα, που εξακολουθούσε να είναι λιπόθυμη.
   "Πρέπει να βρούμε βυζάστρα, δεν είδες, η μάνα του είναι σωστή σαρακοστή. Δεν πρόκειται να κάνει γάλα..." σχολίασε φαρμακερά η μαμή.
   "Δεν το ξέρουμε αυτό. Μπορεί να κάνει γάλα. Φρόντισε, πάντως, να υπάρχει γυναίκα διαθέσιμη. Τόσες δούλες έχει το παλάτι. Να ειδοποιήσετε και τον άντρα της. Πού είναι, γιατί δε φάνηκε να ρωτήσει τι έγινε με τη γυναίκα του;"
   "Φύγανε μετά το μνημόσυνο με το δεσπότη Κωνσταντίνο, δεν ξέρω για πού, αλλά δε θα αργήσουν, αλλιώς δε θα άφηνε τη γυναίκα του εδώ. Κυρά μου, να σου ζήσει ο Ανδρόνικος ο γιος σου", είπε προς την αρχόντισσα, που είχε πάρει να συνέρχεται. "Η γιατρέσα σ' τον βάφτισε Ανδρόνικο. Να σου ζήσει!"

   Περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες πιο βασανιστικές από ποτέ. Η Ανέζα προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της πληγωμένης καρδιάς της, επιστρατεύοντας τη λογική και μιλώντας στον εαυτό της σαν σε τρίτο. 
   Τι περίμενες, δηλαδή, μια τυχαία γνωριμία, έστω μια φευγαλέα αίσθηση που την είχε γεννήσει η ευγνωμοσύνη για τη φροντίδα και τις υπηρεσίες σου να είχε μετουσιωθεί σε έρωτα σαν αυτόν που νιώθεις εσύ; Μην ξεχνάς πως είναι άντρας και οι έρωτες των αντρών κρατάνε τόσο λίγο όσο μια άνοιξη, μια ανάσα ζεφύρου, μια φεγγαρόλουστη βραδιά. Θυμήσου τη μάνα σου... τον έρωτα που ένιωθε εκείνη για τον αφέντη... Σίγουρα δεν ένιωθε τον ίδιο κι εκείνος, αφού μπορούσε και με τη γυναίκα του να κοιμάται, ίσως και με άλλες γυναίκες... Ποιος ξέρει τι έκανε όταν έλειπε. Και πόσο να λυπήθηκε άραγε σαν έμαθε το φονικό; Τι ήταν για τον Κεντυρίωνα η μάνα; Μια ωραία γυναίκα που του έκανε τους γιους που δεν μπορούσε να του δώσει η νόμιμη σύζυγος. Γιατί, λοιπόν, ο Αλέξιος να έχει ερωτευτεί εσένα; Γιατί να έχει μείνει ανύπαντρος περιμένοντας να σε ξαναδεί; Αυτά είναι ανοησίες και παραμύθια, σαν τα ρομάντζα που τραγουδούσε ο καημένος ο Φλοριμόν... να ζει άραγε;
   Και η ζωή τραβούσε το δρόμο της πάνω στο χιλιοπατημένο χνάρι της καθημερινότητας. Ξέχασε και την εξομολόγηση που θα έκανε στο Βησσαρίωνα. Και τι σημασία είχε τώρα πια αν τη θεωρούσαν Εβραία ή χριστιανή; Η μαμή της Χρυσοβεργίνας είχε διασπείρει την είδηση σε όλους, όπου μπορούσε· έτυχε μάλιστα να την ακούσει και η ίδια, όταν μια μέρα μπήκε στο δωμάτιο της αρχόντισσας χωρίς να την αντιληφθεί η μαμή.
   Οι επισκέψεις στη λεχώνα και στο νεογέννητο, που αγωνιζόταν με όλες τις μικρές του δυνάμεις να βγει νικητής στη μάχη για τη ζωή, ήταν μέρος της καθημερινής της ρουτίνας. Όσο και αν την πλήγωνε να βλέπει τη γυναίκα και το παιδί αυτού που είχε αγαπήσει, δεν παραμελούσε το καθήκον της, όπως την είχε διδάξει η Μερόπη.
   Σε μία από αυτές τις επισκέψεις, βρήκε τη μαμή, με γυρισμένη την πλάτη, να μιλάει με δυνατή φωνή σε μία δούλα, αδιαφορώντας αν την άκουγε ή όχι η λεχώνα, που κατά τα φαινόμενα κοιμόταν.
   "Η κυρα-γιατρέσα της δέσποινας Κλεόπα, η Οβριά, αεροβάφτισε το μωρό της κυρα-Χρυσοβεργίνας. Βρήκε αφορμή που εγώ δε μπορούσα να το κάνω, γιατί είχα βαφτίσει κορίτσια και δε γινόταν να βαφτίσω αγόρι. Και όχι μόνο το βάφτισε, αλλά και του φόρεσε και σταυρό από πάνω! Πού τον βρήκε η αντίχριστη; Σίγουρα κλεμμένο θα τον είχε από καμιά χριστιανοπούλα. Τι τη θέλανε την Οβριά; Την έφερε η κυρα-Κλεόπα. Δεν τους έφτανα εγώ; Ας μην ήμουνα εγώ, και σου 'λεγα αν θα έβγαινε ζωντανή η αρχόντισσα. Τις ξέρω εγώ αυτές τις Οβριές, πουλάνε τα παιδιά στους δικούς τους για να κάνουν τις φρικτές τελετές τους, ξέρεις, πίνουν το αίμα των μωρών... ο Χριστός να μας φυλάει... Ετούτη εδώ δεν τόλμησε να κάνει τίποτε, γιατί ήμουν εγώ μπροστά· και σίγουρα το αεροβάφτισε, για να μην έχει αξία το βάφτισμα και να πάει το μωρό στην Κόλαση... Το ξέρεις, βέβαια, πως είναι αμαρτία να βαφτίζει χριστιανό ένας αλάδωτος. Ο Θεός, όμως, το λυπήθηκε το πλάσμα και έζησε. Δεν ξέρω αν θα τα βγάλει τελικά πέρα, είναι τόσο μικρό... το είδες κι εσύ. Αν ζήσει, πάντως, θα πρέπει να επαναλάβουν τη βάφτιση. Το είπα και στην κυρα-Χρυσοβεργίνα, εκείνη όμως λέει πως θα πρέπει να γυρίσει πρώτα ο πατέρας του παιδιού με το καλό".
   Η εξιστόρηση σταμάτησε μόλις η μαμή πήρε είδηση την παρουσία της Ανέζας. Και σαν να μην έτρεχε τίποτα, έκανε πως ασχολιόταν με τα πανιά που κρατούσε η δούλα στα χέρια της. Ούτε η Ανέζα επιδίωξε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ό,τι και να έλεγε, κανείς δε θα την πίστευε -αυτή ήταν μια «Οβριά», ο λόγος της μαμής είχε περισσότερο βάρος.
   Το έβλεπε και στη στάση των ανθρώπων του παλατιού απέναντί της που είχε αλλάξει αισθητά. Μόλις την έβλεπαν να πλησιάζει σταματούσαν τις κουβέντες και την παρατηρούσαν με περιέργεια. Την ενοχλούσε αυτή η συμπεριφορά -όχι πως και πριν ήταν ευπρόσδεκτη, αλλά δεν έδειχνε ο κόσμος τόσο φανερά δυσπιστία, ίσως και αντιπάθεια στο πρόσωπό της.
   Η Κλεόπα, όμως, δεν άλλαξε συμπεριφορά, αν και σίγουρα θα είχε μάθει τα καθέκαστα. Ούτε τη ρώτησε πώς και γιατί βάφτισε εκείνη το μωρό της αρχόντισσας. Δεν καταδεχόταν να ξεπέσει στο επίπεδο μιας περίεργης γυναικούλας. Αν η Χάνα ήθελε, θα της έλεγε εκείνη και θα εξηγούσε τη συμπεριφορά της. Ως τότε η ίδια δε θα έκανε τίποτε· ούτε θα έδειχνε πως την ενοχλούσε κάτι. Η Χάνα είχε αποδείξει πολλές φορές πως ήταν άξια της εμπιστοσύνης της. Αν είχε στην κατοχή της ένα σταυρό -ίσως δώρο ή θυμητάρι κάποιας χριστιανής- και τον χρησιμοποίησε για το μωρό, καλά έκανε. Ο Θεός πλησιάζει τους ανθρώπους μέσα από περίεργους δρόμους. Ίσως και η Χάνα, με αφορμή τη βάφτιση, να έβρισκε και αυτή το δρόμο προς τον Σωτήρα.
   Οι μόνες στιγμές που η Ανέζα ένιωθε το βάρος στην καρδιά της να ξαλαφρώνει ήταν όταν άκουγε τον Πλήθωνα να διδάσκει. Τότε όλα αποκτούσαν το σωστό νόημά τους και η δική της η ζωή και τα προβλήματά της έμοιαζαν τόσο μικρά, τόσο ασήμαντα μπροστά στα μεγάλα, τα προαιώνια, που είχαν να κάνουν με τον προορισμό του ανθρώπου στη γη και τη σχέση του ανθρώπου με το θείο. Διόλου δεν την ενοχλούσε που ο Πλήθων αντί να αναφέρεται στον έναν Θεό μιλούσε για πολλούς θεούς, με τα αρχαία τους ονόματα μάλιστα. Η ουσία παρέμενε ίδια. Στην πραγματικότητα, όπως το είχε πει άλλωστε και ο Βησσαρίων, ο φιλόσοφος μιλούσε για τις πολλαπλές εκφάνσεις του ενός Θεού. Το ίδιο είχε κάνει και πριν από τον Πλήθωνα ο μέγας Πλάτων, τα γραπτά του οποίου απηχούσαν τη διδασκαλία του Σωκράτη. Γιατί τι άλλο παρά η Θεία Χάρη, το Άγιο Πνεύμα, ήταν το «δαιμόνιο» του Σωκράτη; Μήπως δεν πρέσβευαν και εκείνοι τις ίδιες αξίες που αργότερα ενστερνίστηκε και ο Παύλος, στην προσπάθειά του να φέρει τη διδασκαλία του Χριστού κοντά στα αρχαία πρότυπα;
   Φυσικά, η Ανέζα δεν εξέφραζε τις απόψεις της δημόσια. Ο κόσμος δεν ήταν ακόμα έτοιμος να τις δεχθεί. Πέρα από το στενό κύκλο των μαθητών του Πλήθωνος, στους οποίους περιλαμβανόταν και η Κλεόπα, κανείς, ούτε καν ο ίδιος ο δάσκαλος δε μιλούσε γι΄αυτά τα θέματα σε αμόρφωτους και αδαείς που δε θα το είχαν σε τίποτε να τον κατηγορήσουν, και μαζί του και όποιον άλλον τον υπερασπιζόταν, ως άθεο, παγανιστή και επικίνδυνο. Δεν ήταν μακριά η εποχή που ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός είχε αναγκαστεί να υποτάξει τα πιστεύω του στα στενά πλαίσια της εκκλησιαστικής αυθεντίας.
   Τώρα τελευταία είχε έρθει από τον Άθω και ένας φλογερός νέος, Ιουβενάλη τον έλεγαν. Ο νέος ήταν διαβασμένος, είχε δουλέψει στη βιβλιοθήκη μιας μονής στον Άθω και είχε εντρυφήσει στα κείμενα των αρχαίων φιλοσόφων. Αντίθετα, όμως, με τον Βησσαρίωνα, που διακρινόταν για τη μετριοπάθεια και διαλλακτικότητά του, ο Ιουβενάλης με τη φλόγα, πες καλύτερα τον φανατισμό της νιότης, που θέλει όλα να τα γκρεμίσει και να τα κτίσει πάνω σε νέες βάσεις, μιλούσε ελεύθερα, καταφερόμενος εναντίον όχι μόνο των ιερωμένων και της Ορθοδοξίας, αλλά ακόμα και κατά οποιουδήποτε είχε αντίθετη γνώμη με εκείνον και το μόνο που κατάφερνε ήταν να γίνεται αντιπαθής ακόμα και στους κύκλους των μαθητών του φιλοσόφου.
   Λίγα χρόνια αργότερα θα πλήρωνε με τη ζωή του την τόλμη του. Τώρα, όμως, ήταν νέος και η σύνεση και το μέτρο δεν είχαν γίνει κτήμα του. Ούτε θα γινόταν ποτέ.

   Η στιγμή που φοβόταν η Ανέζα ήρθε. Το ίδιο απροειδοποίητα όπως κάθε σημαντική στιγμή στη ζωή μας. Κανείς δε μπορεί να προβλέψει τα μελλούμενα και να προετοιμαστεί για να τα δεχθεί.
   Ετοιμαζόταν να γυρίσει στο σπίτι της, στην εβραϊκή συνοικία, έξω από τα τείχη. Νοερά έκανε έναν απολογισμό των περιστατικών της ημέρας. Δόξα τω Θεώ, ήταν μια μέρα χωρίς προβλήματα. Δεν είχε περάσει από το παλάτι. Δεν ήταν κανείς άρρωστος και ο βαφτισιμιός της, ήδη τριών μηνών, δυνάμωνε και μεγάλωνε μέρα με τη μέρα -σαν αγγουράκι, έλεγε η γυναίκα που τον θήλαζε. Έπινε με λαιμαργία το γάλα του, τόσο που η γυναίκα παραπονιόταν πως δεν άφηνε αρκετό και για το δικό της παιδί. Η σκέψη του μωρού, που θα ήθελε να ήταν δικό της, της έφερνε γλυκόπικρα συναισθήματα. Τάχυνε το βήμα της, νύχτωνε. Σε λίγο θα έκλειναν οι πύλες της πόλης. Ευχήθηκε καληνύχτα στους φρουρούς και εκείνοι με τη σειρά τους την κατευόδωσαν.
   "Καληνύχτα, κυρα-γιατρέσα, πρόσεχε όπως περνάς, ο δρόμος είναι ανώμαλος και κυκλοφορούν ληστές και κακούργοι".
   Η Ανέζα χαμογέλασε. Ήταν συνηθισμένη στην παραίνεση και με τη σειρά της απάντησε:
   "Μη φοβάστε, έχω το λαδοφάναρο να μου δείχνει το δρόμο".
   Αυτό ήταν το τυπικό κάθε βραδιάς που περνούσε την πύλη. Το πρωί ήταν αλλιώς. Της έδιναν και τους έδινε ευχές για καλή μέρα και καλά συναπαντήματα.
   Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασε στο μικρό σπίτι που ζούσε εδώ και καιρό, έχοντας αφήσει το χάνι όπου είχε εγκατασταθεί αρχικά. Έμενε μόνη. Δεν ήθελε να μοιράζεται τις λίγες ώρες της ξεκούρασής της με κανέναν άλλον. Για τον ίδιο λόγο είχε αρνηθεί να εγκατασταθεί στο παλάτι, όπως της ζητούσε επανειλημμένα η Κλεόπα. Εκτός τούτου, όμως, δε θα φαινόταν σωστό να μένει σε παλάτι χριστιανών μια Εβραία, όσο κι αν αυτή ήταν η γιατρέσα της Δέσποινας και της κόρης της.
   Είχε μόλις ξεκλειδώσει και ετοιμαζόταν να μπει, όταν μια ανθρώπινη φιγούρα ξεκόλλησε από τον τοίχο του σπιτιού. Τρόμαξε και το φανάρι κόντεψε να φύγει από το χέρι που το κρατούσε. Να είχαν δίκιο οι φρουροί που την προειδοποιούσαν κάθε βράδυ για την παρουσία ληστών και κακούργων;
   Όχι, ο άνθρωπος που τώρα φανερωνόταν καθαρά στο φως του λαδοφάναρου δεν ήταν ληστής, ούτε κακούργος. Είχε το βάδισμα, την όψη και την κορμοστασιά του ενός και μοναδικού άντρα που έκανε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Κρατήθηκε από την πόρτα να μην πέσει.
   "Συγγνώμη, κυρα-γιατρέσα, δεν ήθελα να σε τρομάξω. Ο Αλέξιος Χρυσοβέργης είμαι". 
   Πόσο τη θυμόταν, πόσο την αγαπούσε αυτή τη φωνή.
   "Τι θέλεις, άρχοντά μου;" 
   Πώς αλλιώς να τον πει; Αγαπημένε μου;
   "Να σου μιλήσω, μπορώ;"
   Και χωρίς να περιμένει να τον καλέσει πέρασε την πόρτα και μπήκε μέσα.
   Με χέρια τρεμάμενα άφησε το λαδοφάναρο στο τραπέζι. 
   Τι να κάνει; Πώς να φερθεί; Αν τη γνωρίσει;
   Προσπάθησε να μένει μακριά από το φως.
   Ευτυχώς φορούσε ακόμα τη μαντίλα στο κεφάλι και τα μαλλιά της δε φαίνονταν.
   "Καλωσόρισες, άρχοντά μου. Δεν άκουσα να ήρθε ο Δεσπότης".
   Έτσι, δυο κουβέντες τυχαίες, ίσα για να πάρει θάρρος και να σπάσει τον πάγο της αμηχανίας. 
   Τι ήθελε; Τι ζητούσε από εκείνη;
   "Ήρθα μόνος".
   Έτσι εξηγείται πως δεν είχε ακούσει τίποτε. Αν ήταν μαζί με τον Κωνσταντίνο, θα το είχε μάθει όλος ο Μυστράς. Οι μεμονωμένες αφίξεις και οι αναχωρήσεις των αρχόντων ήταν συνηθισμένες και πολλές φορές περνούσαν απαρατήρητες απ' όσους δεν ενδιαφέρονταν.
   Με τρεμάμενα χέρια έξαινε το φιτίλι για ν' ανάψει το πολυκάντηλο, να φωτίσει το δωμάτιο.
   "Μου είπαν πως έσωσες τη ζωή του γιου μου και της γυναίκας μου. Θέλω να σ' ευχαριστήσω γι' αυτό". 
   Αυτό ήταν μόνο; Ευτυχώς...
   "Καθένας στη θέση μου θα έκανε το ίδιο".
   "Μου είπαν ακόμα πως βάφτισες στον αέρα το παιδί μου. Αλήθεια είναι;"
   "Αλήθεια, άρχοντά μου". 
   "Πώς το έκανες αυτό; Μου είπαν πως δεν είσαι χριστιανή".
   "Το έκανα γιατί κινδύνευε η ζωή του παιδιού. Είχε μελανιάσει. Ήθελα να σώσω την ψυχή του. Σκέφτηκα, καλύτερα να το βαφτίσω εγώ, παρά να πάει στον άλλο κόσμο αβάφτιστο. Άλλωστε, ο Θεός είναι ένας και για τους χριστιανούς και για τους Εβραίους. Τις καρδιές μας κοιτάζει ο Κύριος αν είναι καθαρές, όχι τα δόγματα και τις διαφορές στις θρησκείες".
   "Μιλάς περίεργα..."
   "Ακούω τον σοφό Πλήθωνα να διδάσκει· και σκέφτομαι".
   "Έστω... Όμως, υπάρχει κάτι που θέλω να μου εξηγήσεις. Αυτό το σταυρό που φόρεσες στο γιο μου πού τον βρήκες;" 
   Αυτό που φοβόταν έγινε. Τι να πει τώρα;
   Έσκυψε πιο πολύ το κεφάλι να μη φαίνεται το πρόσωπο· ένιωθε να έχουν κοκκινήσει τα μάγουλά της.
   "Τον είχα καιρό, ένας σταυρός είναι μόνο..." είπε σιγανά.
   "Δεν είναι ένας οποιοσδήποτε σταυρός. Είναι ένας σταυρός που ήταν κάποτε δικός μου. Πού τον βρήκες; Πρέπει να μου πεις".
   Η φωνή του ήταν αυστηρή.
   "Μου τον έδωσαν".
   "Ποιος; Ποιος σου έδωσε το σταυρό μου;"
   Την είχε πλησιάσει και εκείνη έκανε μια κίνηση προς τα πίσω, για να απομακρυνθεί.
   "Ένας άντρας μού τον έδωσε, αμοιβή που τον είχα γιατρέψει. Χρόνια πριν..."
   "Από τι τον είχες γιατρέψει;"
   "Δε θυμάμαι".
   "Μήπως ήταν λαβωμένος;"
    "Ίσως..."
   "Μήπως σου τον έδωσε για αντάλλαγμα, όχι για αμοιβή;"
   "Δε θυμάμαι..."
    "Μήπως ήταν θυμητάρι έρωτα;"
    Παναγία Παρθένε, βοήθει...
   Η φωνή της είχε κοπεί. Τα γόνατά της έτρεμαν. Έκανε να πιαστεί από το τραπέζι, ζαλιζόταν.
   Άπλωσε το χέρι του και την κράτησε να μην πέσει. 
   Το χέρι το αγαπημένο...
   Ρίγησε σαν να είχε πυρετό. Το στήθος της φούσκωνε από την ταραχή.
   Με το άλλο χέρι του έπιασε το πιγούνι της και σήκωσε το πρόσωπό της προς το δικό του. Το φως έπεφτε τώρα ανελέητο πάνω της.
   "Μήπως αυτός ο άντρας σού φόρεσε το σταυρό μαζί με ένα φλουρί; Και μήπως του έδωσες και εσύ το δικό σου σταυρό;"
   Απότομα και πριν προλάβει να αντιδράσει, τράβηξε από το λαιμό της το κορδόνι που ξεχώριζε στο άνοιγμα του ρούχου της. Από το κορδόνι κρεμόταν τώρα μόνο το φλουρί.
   "Ποια είσαι;"
   Η φωνή του ερχόταν από μακριά. Από έναν άλλο κόσμο. Όλα σκοτείνιασαν...
   "Είσαι καλά; Κάθισε..."
   Ο Αλέξιος τράβηξε ένα σκαμνί και την έβαλε να καθίσει. Κάθισε και αυτός σε ένα άλλο. Λίγο λίγο η ζαλάδα έφευγε. Εκείνος δε μιλούσε, την παρατηρούσε σκεφτικός. Η καρδιά της χτυπούσε ακατάστατα. Όλα είχαν έρθει τόσο απότομα... Θα ήθελε να το βάλει στα πόδια, να τρέξει να κρυφτεί, να μη βλέπει το βλέμμα του, που έμοιαζε να τη ρωτάει και να την κατηγορεί ταυτόχρονα.
   "Ποια είσαι;"
   Το ίδιο αμείλικτο ερώτημα. 
   Τι να απαντήσει, τι να πει; Εγώ είμαι, Αλέξιε, το κορίτσι που σε περιποιήθηκε όταν ήσουν λαβωμένος, εγώ είμαι το κορίτσι που σε αγάπησε. Αυτό να του πει;
   Προτίμησε να πει απλά:
   "Είμαι η Χάνα, η γιατρέσα".
   "Είσαι η γιατρέσα, ναι, γι' αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Ποια, όμως, είναι η Χάνα;"
   "Χάνα στα εβραϊκά σημαίνει «εύνοια, χάρη». Αυτό το όνομα μου έδωσε μια σπουδαία γυναίκα που της οφείλω πολλά, ακόμα και τη ζωή μου".
   "Πότε σου έδωσε αυτό το όνομα αυτή η γυναίκα;"
   "Χρόνια πριν, όταν δεν είχα όνομα, τιμή, χώρα..."
   "Ήλπιζα πως θα μου έλεγες πως κάποτε σε έλεγαν Αγνή..."
   Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Ένας κόμπος έπνιγε το λαιμό της.
   "Στην Αγνή είχα δώσει το σταυρό μου. Μου έδωσε και εκείνη τον δικό της", είπε και τράβηξε τον ταπεινό ξύλινο σταυρό της από το λαιμό του. "Τον δικό μου τον κρέμασα στο λαιμό της μαζί με το φλουρί... το φλουρί που φοράς τώρα εσύ. Πού το βρήκες το φλουρί;"
   Την κοίταζε αμείλικτα, σαν δικαστής, που εξετάζει κατηγορούμενο.
   "Ήταν της μάνας μου..." ψιθύρισε με φωνή που μόλις ακουγόταν.
   "Έτσι είχε πει και εκείνη".
   Περίμενε να του απαντήσει, εκείνη όμως έμεινε σιωπηλή, με τα μάτια χαμηλωμένα.
   "Είχαμε έρθει πολύ κοντά με την Αγνή εκείνη τη στιγμή. Οι καρδιές μας χτυπούσαν σαν μία, ήμαστε έτοιμοι να φιληθούμε, όταν..."
   "Ήρθε η Μερόπη..." 
   Θεέ μου, γιατί να της ξεφύγει αυτό;
   Σηκώθηκε απότομα από το σκαμνί του και ήρθε κοντά της. Με γρήγορες, αποφασιστικές κινήσεις τής έλυσε τον κεφαλόδεσμο. Τα μαλλιά της ξεχύθηκαν στους ώμους της. Στο αμυδρό φως του λυχναριού έλαμπαν σαν χάλκινος ήλιος.
   Έπιασε μια τούφα στο χέρι του.
   "Ο άγγελός μου..."
   Έκλεισε τα μάτια της χωρίς να μιλάει. 
   Ας μην ήταν όνειρο... ας μην τελείωνε αυτή η στιγμή...
   Τα δάχτυλά του μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν μέσα στις μπούκλες.
   "Αγνή..."
    Άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε. Η ματιά της ενώθηκε με τη δική του.
   "Σε έψαχνα... Όταν έμαθα πως φύγατε έβαλα να σας ψάξουν... σε έψαχνα για καιρό... Κανείς δεν ήξερε να μου πει".
   "Η Μερόπη ήξερε μονοπάτια που άλλοι δεν ήξεραν. Φύγαμε γιατί κατάλαβε..."
   "Τι κατάλαβε, άγγελέ μου; Αυτό που έλεγαν τα μάτια μας; Αυτό που ήθελαν οι καρδιές μας;"
   Έγειρε το κεφάλι. Ήθελε τόσο να φιλήσει τα δάχτυλα που χάιδευαν τα μαλλιά της... Δεν τολμούσε όμως. 
   Παναγία Παρθένε, βοήθει, είμαι έτοιμη να αμαρτήσω. Ο άντρας αυτός είναι παντρεμένος, ανήκει σε άλλη γυναίκα.
   Τα χέρια του έφυγαν από τα μαλλιά της και κράτησαν το πρόσωπό της. Το έφερε κοντά στο δικό του.
   "Σε είχα αγαπήσει..." είπε μόνο. Και σηκώθηκε απότομα.
   "Σε είχα αγαπήσει..." επανέλαβε εκείνη σαν ηχώ.
   Άνοιξε την πόρτα και έφυγε από το σπίτι μέσα στη νύχτα.
   Κάπου μακριά ένα νυχτοπούλι έκλαιγε.
   Το ίδιο έκλαιγε και η καρδιά της.
   Τον είχε χάσει για άλλη μια φορά.

   H άγρυπνη νύχτα που ακολούθησε ήταν μια πρόγευση Κόλασης. Ζούσε και ξαναζούσε τη συνάντηση, άκουγε τα λόγια του και τις δικές της απαντήσεις ξανά και ξανά, σχεδίαζε κι άλλες, άλλες ανομολόγητες που δε φανέρωσε: πόσο τον αγαπούσε, πόσο στις στιγμές της δυστυχίας της η μόνη παρηγοριά της ήταν η θύμησή του... Αυτά, όμως, δε λέγονται. Δε φανερώνονται σε άντρα που ανήκει σε άλλη. Δε θα έπεφτε στην άβυσσο ενός έρωτα χωρίς μέλλον. Ενός έρωτα που είναι καταδικασμένος να μένει στη σκιά, στο περιθώριο, όπως έζησε η μάνα της.
   Όταν το γκρίζο φως της αυγής πέρασε μέσα από τα παράθυρα του σπιτιού της, είχε πάρει την απόφασή της. Έπρεπε τώρα, αμέσως, χωρίς αναβολή, να μιλήσει στο Βησσαρίωνα.
   Βιαστικά τράβηξε για τη Μονή Βροντοχίου, εκεί που ήξερε πως θα τον έβρισκε. Τον βρήκε στη βιβλιοθήκη. Ήταν φανερό πως κι εκείνος είχε περάσει μια άγρυπνη νύχτα. Αυτός πάνω στα βιβλία του, εκείνη συντροφιά με τις σκέψεις της. Δε χρειάστηκε να του πει το σκοπό της επίσκεψής της. Το αλαφιασμένο βλέμμα της, το κομμένο από την αγρύπνια πρόσωπό της, το ακατάστατο ντύσιμό της μιλούσαν από μόνα τους. Σηκώθηκε και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Μπήκαν στο ναό του μοναστηριού. Ο Όρθρος είχε τελειώσει. Κάθισαν σε μια σκοτεινή γωνιά και τότε μόνο της μίλησε.
   "Σε ακούω, Χάνα, κόρη μου".
   "Το όνομά μου δεν είναι Χάνα. Αγνή με βάφτισαν, αλλά δεν είμαι αγνή..." άρχισε την ιστορία της.
   Του μίλησε και φανέρωσε τα μύχια της καρδιάς της. Εκείνος την άκουγε με προσοχή χωρίς να τη διακόπτει. Όταν κάποτε τελείωσε, ένιωσε σαν να είχε αδειάσει μέσα της. Έμεινε να κοιτά τα πλεγμένα χέρια της με το κεφάλι σκυμμένο, περιμένοντας την ετυμηγορία του.
   Αλλά και ο Βησσαρίων έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα. 
   Έπεσα πολύ στα μάτια του, γι' αυτό δε μιλά. Είμαι τόσο αμαρτωλή, που δε θέλει ούτε να μου απευθύνει το λόγο. Καλύτερα να φύγω, τον φέρνω σε δύσκολη θέση. Ήταν λάθος μου να του μιλήσω.
   Έκανε να σηκωθεί.
   "Σε ευχαριστώ που με άκουσες, πάτερ. Να μη σε κουράζω άλλο".
   "Κάθισε, κόρη μου, μη φεύγεις. Το καταλαβαίνω πως δεν ήταν εύκολο αυτό που έκανες. Έλα να προσευχηθούμε μαζί, να μας δείξει ο Κύριος το δρόμο που πρέπει ν' ακολουθήσεις".
   Γονάτισε στα κρύα πλακάκια και περίμενε την Ανέζα να κάνει το ίδιο. Εκείνη έμεινε για λίγο διστακτική. Είχε χρόνια να προσευχηθεί. Από τότε που ζούσε ακόμα η μάνα της· τότε που ήταν αθώα και το μόνο που την απασχολούσε ήταν γιατί δεν είχε την αγάπη του πατέρα της. Γονάτισε και εκείνη μαζί με τον ιερομόναχο και προσευχήθηκε παρακαλώντας να αξιωθεί να της δοθεί συγχώρεση και φώτιση. Προσευχήθηκαν ώρα πολλή και στο τέλος μίλησε πρώτος ο Βησσαρίων.
   "Θα πρέπει να αποκαλύψεις την αληθινή ταυτότητά σου, κόρη μου. Δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει η δέσποινα Κλεόπα όταν μάθει ότι τόσο καιρό τής έκρυβες την αλήθεια. Θα πληγωθεί σίγουρα, αλλά της χρωστάς την αλήθεια. Όσο για τον έρωτα που ένιωσες κάποτε και νιώθεις ακόμα, όπως λες, για τον άρχοντα Αλέξιο, αυτό κράτησέ το μυστικό. Δεν αφορά κανέναν άλλο, εκτός από σένα. Ούτε τον ίδιο. Του φανέρωσες, βέβαια, πως τον είχες αγαπήσει, όμως ευτυχώς δεν προχώρησες περισσότερο. Ούτε εκείνος. Ο Κύριος σας φύλαξε και δεν αμαρτήσατε. Θα πρέπει να μείνεις μακριά του. Μακριά από τον πειρασμό. Δεν είναι μόνο πως είναι παντρεμένος με άλλη γυναίκα. Είσαι και η ανάδοχος του γιου του. Η Εκκλησία μας απαγορεύει το γάμο μεταξύ σας. Πόσο μάλλον μια σχέση εκτός γάμου. Θα είχες διαπράξει θανάσιμη αμαρτία. Ο Θεός σε φύλαξε. Να προσεύχεσαι κάθε μέρα, κάθε στιγμή, να μην μπεις στον πειρασμό. Κρατήσου μακριά του. Θα προσεύχομαι και εγώ για σένα".
   Δε χρειάστηκε να μείνει μακριά από τον Αλέξιο. Ο Χρυσοβέργης την ίδια εκείνη μέρα έφυγε από το Μυστρά, αφού πρώτα, για να ικανοποιήσει τη γυναίκα του, φρόντισε για τη βάφτιση του γιου του. Νονά αυτή τη φορά στάθηκε μια γυναίκα από την ακολουθία της δέσποινας Κλεόπα. Μόνο το όνομα δεν άλλαξε και ο νεοφώτιστος Ανδρόνικος φόρεσε ξανά το σταυρό που το προηγούμενο βράδυ είχε γίνει αιτία να προκληθεί τόση ταραχή στον πατέρα του. Ο Αλέξιος δικαιολόγησε την αναχώρησή του, λέγοντας πως έπρεπε να πάει στην περιοχή που ονομάζεται Οίτυλο, η οποία είχε περιέλθει στον Κωνσταντίνο μετά τη μοιρασιά που έκανε ο Αυτοκράτορας για να τον αποζημιώσει που δεν έγινε Δεσπότης στο Μυστρά λόγω της άρνησης του Θεόδωρου να παραιτηθεί. Στην περιοχή αυτή έστελνε τον Αλέξιο ο Κωνσταντίνος, ως «κεφαλή» (3), να τη δοικεί και να την προστατεύει για λογαριασμό του. Σε λίγο καιρό, μόλις δυνάμωνε αρκετά ο γιος του, θα καλούσε και την οικογένειά του εκεί.

   Η αποκάλυψη της αληθινής ταυτότητας της Ανέζας έπεσε σαν κεραυνός στην αυλή του Δεσπότη. Δεν ήταν Εβραία, όπως εμφανιζόταν και όλοι πίστευαν, αλλά χριστιανή Ορθόδοξη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, φανερώθηκε ακόμα πως ήταν κόρη, νόθα, του Πρίγκιπα της Αχαΐας, πεθερού του δεσπότη Θωμά· ήταν, δηλαδή, με άλλα λόγια συγγενής και των Δεσποτών. Το μόνο που δεν ήξεραν, γιατί αυτό δεν το αποκάλυψε η Ανέζα, ήταν η σχέση της μητέρας της με τον οίκο των Λασκάρεων και των Μελισσηνών.
   Η δέσποινα Κλεόπα άκουσε την εξομολόγηση της Ανέζας χωρίς να δείχνει σημάδια έκπληξης ή, έστω, ενόχλησης. Στο τέλος είπε μόνο:
   "Έτσι εξηγούνται ορισμένα πράγματα που δε μπορούσα να καταλάβω σε σένα..." και, σαν να ήταν αυτό το μόνο που την απασχολούσε, αμέσως πρόσθεσε: "Τώρα πώς θα πρέπει να σε αποκαλούμε; Χάνα, Ανέζα ή Αγνή, ή έχεις κι άλλο όνομα που θα μάθουμε αργότερα;" Και χωρίς να περιμένει απάντηση από τη συντετριμμένη Ανέζα σηκώθηκε, δείχνοντάς της πως είχε τελειώσει η συνάντηση, αλλά και η μέχρι τότε σχέση τους.
   Η Ανέζα έφυγε με βαριά καρδιά από το παλάτι. Η Δέσποινα είχε θυμώσει μαζί της. Με το δίκιο της. Η Κλεόπα την είχε εμπιστευθεί, της είχε δείξει φιλία, της είχε ανοίξει την καρδιά της και της είχε φανερώσει μυστικά που άλλος κανείς δεν ήξερε γι' αυτήν και η Ανέζα, η έμπιστη, την είχε προδώσει. Είχε κρύψει την ταυτότητά της γιατί φοβόταν τους πάντες, ακόμα και την ίδια την ευεργέτιδά της.
   Η Ανέζα συνέχισε να πηγαίνει στο παλάτι, όμως τώρα όλο και λιγότεροι άρχοντες και αρχόντισσες επιζητούσαν τη συντροφιά της ή τις υπηρεσίες της. Μπορεί να αποκαλύφθηκε πως ήταν χριστιανή σαν εκείνους, ότι συγγένευε με τους Παλαιολόγους και τους Ζαχαρία, όμως δε μπορούσαν να της φέρονται το ίδιο με πριν, τη στιγμή που η ίδια η Δέσποινα είχε αλλάξει συμπεριφορά απέναντί της. Ήταν φανερό πως η γιατρέσα δεν είχε πια την εύνοια της Κλεόπα. Όλο και περισσότερο φώναζε τον κυρ Πεπαγωμένο όταν χρειαζόταν γιατρό.
   Με πίκρα η Ανέζα συνειδητοποιούσε πως η σχέση της με τη Δέσποινα είχε ραγίσει σαν ένα πολύτιμο βενετσιάνικο γυαλί. Ό,τι και να γινόταν στο μέλλον, δε θα κολλούσε ξανά.
    Η αλήθεια πληγώνει, ιδίως όταν αποκαλύπτει προδοσία.

   Δύο χρόνια μετά το γάμο του με την Κατερίνα, ο Θωμάς έγινε κύριος και της Αρκαδιάς, του τελευταίου φέουδου από το άλλοτε Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Ο πεθερός του, ο τελευταίος πρίγκιπας, ο Κεντυρίων Ζαχαρία, είχε πεθάνει. Η πρώτη δουλειά του νέου αφέντη ήταν να φυλακίσει την πεθερά του και τον κουνιάδο του, δείχνοντας έτσι αδιαφορία για τα αισθήματα της γυναίκας του.
   Η είδηση του θανάτου του πατέρα της έγινε δεκτή από την Ανέζα με αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα. Από τη μια τον λυπόταν για τον άδοξο θάνατό του. Μετά την ήττα του και την παραχώρηση όλων των κτήσεών του, μαζί με την κόρη του, στο Θωμά, είχε μείνει η σκιά του εαυτού του -έτσι έλεγαν όσοι τον είχαν δει. Από την άλλη, όμως, δε μπορούσε να του συγχωρήσει την αδιαφορία που είχε δείξει για κείνη από τότε που ήταν παιδί και λαχταρούσε ένα φιλί του, ένα χάδι του· και το χειρότερο, τον θεωρούσε υπαίτιο της δυστυχίας της, για το γάμο που της είχε επιβάλει για να προωθήσει τα δικά του σχέδια. Ποτέ δεν τον είχε νιώσει πατέρα· πάντα «ο αφέντης» ήταν για κείνη.
   Για τον αδελφό της, όμως, στενοχωρήθηκε πολύ. Αυτός ήταν ο μοναδικός πραγματικός συγγενής της. Ο μόνος σύνδεσμος με τη μάνα της. Τώρα ένιωσε για τα καλά μόνη στον κόσμο. Ο καημένος ο Τζιοβάνι ήθελε τόσο να είναι Φράγκος πρίγκιπας... Όμως, δεν ήταν παρά ένα πιόνι στη σκακιέρα της Ιστορίας. Καλά το είχε πει τότε στη μοναδική συνάντησή τους στο παλάτι του Μυστρά. Δεν ήταν παρά ένας «όμηρος», μια επιβεβαίωση ότι ο πατέρας του θα τηρούσε τις συνθήκες με τους Παλαιολόγους. Τώρα που ο Κεντυρίων είχε πεθάνει, με το να τον φυλακίσει, ο γαμπρός του εξασφάλιζε ότι ο γασμούλος Τζιοβάνι Ζαχαρία Ασάν δε θα διεκδικούσε τους τίτλους του πατέρα του δημιουργώντας του προβλήματα. Για τον ίδιο λόγο φυλάκισε και την πεθερά του. Ποτέ δεν ξέρεις τι συμμαχίες μπορεί να γεννηθούν όταν οι φιλοδοξίες των ατόμων συμπίπτουν.

   Αυτά τα δύο χρόνια που είχαν περάσει από τη συνάντησή της με τον Αλέξιο είχαν βαρύνει την Ανέζα. Είχε κλειστεί περισσότερο στον εαυτό της, αποφεύγοντας να φέρνει στη θύμησή της τον Αλέξιο και τη σύντομη συνάντησή τους. Μοναδικό στήριγμά της ήταν ο Βησσαρίων και οι ώρες που περνούσε ακούγοντας τον Πλήθωνα. Περνούσε πολλές ώρες κοντά στον ιερομόναχο. Τώρα εκείνος δεχόταν να τον βοηθά στην αντιγραφή των βιβλίων και των κωδίκων που τον ενδιέφεραν. Συζητούσαν ώρες πολλές, όταν τα ιερατικά του καθήκοντα δεν τον εμπόδιζαν, και ο Βησσαρίων με υπομονή ανέλυε και διασαφήνιζε όσα δεν της ήταν κατανοητά από τη διδασκαλία του φιλοσόφου. Αν και ο Βησσαρίων θαύμαζε και εκείνος τον Πλάτωνα, εντούτοις δεν απέρριπτε τον Αριστοτέλη, όπως έκανε ο Πλήθων· και της εξηγούσε τους λόγους που πάνω τους βάσιζε τη γνώμη του.
   Η Ανέζα τον άκουγε και κοντά του η ψυχή της ηρεμούσε. Ένα ερώτημα, όμως, εξακολουθούσε να τη βασανίζει και ζήτησε από το Βησσαρίωνα να της απαντήσει, αν του ήταν δυνατό. 
   Ποια ήταν η δική της ταυτότητα; Αν ο Πλήθων έλεγε πως όσοι κατοικούσαν την Πελοπόννησο ήταν παλαιόθεν Έλληνες, όπως φανέρωνε η γλώσσα και η παιδεία τους, τότε αυτή, που είχε πατέρα Φράγκο, είχε το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό της Ελληνίδα; Δεν έλεγε πια Γραική όπως άλλοτε.
   "Εσύ τι νιώθεις πως είσαι;" τη ρώτησε εκείνος.
   "Δεν ξέρω, θα ήθελα να είμαι Ελληνίδα, όπως ήταν η μητέρα μου από τη μεριά της μητέρας της, όμως..."
   "Ποια είναι η γλώσσα που μίλησες πρώτη;"
   "Γραικικά, δηλαδή ελληνικά".
   "Όταν σκέφτεσαι, όταν ονειρεύεσαι, σε ποια γλώσσα το κάνεις;"
   "Πάντα ελληνικά".
   "Ένιωσες ποτέ στη ζωή σου το ίδιο για τους Φράγκους; Θα ήθελες να ζούσες κοντά τους;"
   "Όχι, όχι, ποτέ! Ακόμα και όταν ήμουν παντρεμένη με Φράγκο..."
   "Είσαι ακόμα παντρεμένη, Αγνή, μην το ξεχνάς αυτό. Ους ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω", την επανέφερε στην πραγματικότητα.
   "Εννοώ... όταν ζούσα κοντά του... όταν με θεωρούσαν κυρά της Γλαρέντζας και φορούσα φράγκικα ρούχα και μιλούσα τη γλώσσα τους, πήγαινα στην εκκλησιά τους... ούτε τότε ένιωθα πως ανήκα στο γένος των Φράγκων. Πάντα ξένη ένιωθα εκεί. Το ίδιο ξένη ένιωθα και στη Μπαρμπαριά, ανάμεσα στους απίστους και στους Εβραίους. Αν και μου φέρθηκαν καλά, ποτέ δεν ένιωσα ότι έγινα ένα μαζί τους. Αντίθετα, από τότε που γύρισα, από τότε που πάτησα και πάλι το πόδι μου στην Πελοπόννησο, όταν είδα τη Μονεμβασιά, ένιωσα πως γύριζα πίσω στον τόπο μου, και ας μην ήταν η Αρκαδιά... Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, και στο γένος μου ένιωθα πως γύριζα..."
   "Βλέπεις λοιπόν; Δεν έχει τόση σημασία από πού προερχόμαστε, αλλά αυτό που αισθανόμαστε στο βάθος της ψυχής μας. Έτσι κι εσύ, μπορεί να προήλθες από μια τυχαία ανάμειξη διαφορετικών καταβολών, διαφορετικών γενών, νιώθεις όμως πως ανήκεις στο γένος των Ελλήνων. Αυτό μετράει. Είσαι Ελληνίδα, Αγνή".
   Σε κάθε ευκαιρία, με πραότητα και υπομονή, δεν έπαυε να της δείχνει ο ιερομόναχος τον μοναδικό, κατά τη γνώμη του, δρόμο προς τη λύτρωση. Μέσα από την ταπείνωση και την προσευχή θα νικούσε τον πειρασμό, της έλεγε, θα ξεχνούσε τον άτυχο έρωτά της, αλλά και θα έπαυε να την πληγώνει η αδιαφορία που της έδειχναν όλοι, τώρα που δεν είχε πια την εύνοια της δέσποινας Κλεόπα, άνθρωποι που άλλοτε νόμιζε φίλους ή που είχε γιατρέψει· ακόμα και οι φίλοι της Εβραίοι, σαν έμαθαν την πραγματική της ταυτότητα, της έδειξαν καθαρά πως δεν την ήθελαν κοντά τους.
   Αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι της και να ζητήσει στέγη μέσα στο Μυστρά. Δεν ήταν εύκολο. Δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια να νοικιάζονται, ούτε καν δωμάτια σε σπίτια.
   Στο τέλος κατάφερε να βρει ένα δωμάτιο στο σπίτι μιας χήρας ενός εμπόρου. Ο άντρας της γυναίκας την είχε αφήσει με χρέη και χωρίς πόρους και από το σπίτι που έμενε απειλούσαν να τη διώξουν οι δύο γιοι του από προηγούμενο γάμο του. Τη θεωρούσαν παλλακίδα και όχι σύζυγο του πατέρα τους. Η χήρα στην απελπισία της κατέφυγε στη δέσποινα Κλεόπα και εκείνη, με τη μεγαλοψυχία που τη χαρακτήριζε, βοήθησε να πληρωθούν τα χρέη του μακαρίτη και να της δοθεί ένα μικρό επίδομα. Η γυναίκα, για να τα φέρνει βόλτα, νοίκιαζε ένα ή δυο δωμάτια στο σπίτι της, συνήθως σε ταξιδευτές που δεν έμεναν πολύ καιρό στην πόλη.
   Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως εκτός από στέγη, πλύσιμο και τροφή, η χήρα προσέφερε και άλλες υπηρεσίες για τις οποίες αμειβόταν χωριστά. Αν και η νιότη της είχε περάσει προ πολλού, εντούτοις κρατιόταν αρκετά καλά και ήταν προικισμένη στα σημεία που αρέσουν στους άντρες. Είχε πλούσιο στήθος και γοφούς που ούτε τα σεμνά ρούχα της χήρας δεν κατάφερναν να κρύψουν απόλυτα. Φρόντιζε το δέρμα της απλώνοντας πάνω του κρέμες και βάλσαμα που εκείνη έφτιαχνε με μια μυστική συνταγή που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, όπως έλεγε -ή από τη ματρόνα στην οποία δούλευε πριν την πάρει σπίτι του ο πατέρας τους, έλεγαν οι γιοι του μακαρίτη.
   Η χήρα, που άκουγε στο αταίριαστο για την περίπτωσή της όνομα «Πιστή», δέχτηκε ύστερα από πολλές σκέψεις να νοικιάσει ένα δωμάτιο στην Ανέζα. Η γιατρέσα ήταν νέα, πιο νέα από την ίδια, όχι κακοφτιαγμένη, και η φήμη της ήταν σκοτεινή.
   Ψιθυριζόταν πως υπήρχε κάποιο σκοτεινό μυστικό σχετικά με την ταυτότητά της ή κάτι που είχε κάνει, πράγματα που είχαν αναγκάσει την αγία αυτή γυναίκα, τη δέσποινα Κλεόπα, να την απομακρύνει από κοντά της. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν μάγισσα. Μήπως όλη την ώρα πού την έχανες πού την έβρισκες δεν ήταν κοντά σ' εκείνον τον αντίχριστο τον κυρ Γεμιστό;
   Παρ' όλα αυτά, το χρήμα είναι μέγας προαγωγός και το πουγκί της Ανέζας διέλυσε τις όποιες επιφυλάξεις της κυρα-Πιστής. Άρχισε μάλιστα να κάνει όνειρα μήπως και η γιατρέσα μπορούσε να της δώσει συνταγές για πιο αποτελεσματικά βότανα και φάρμακα, που θα διατηρούσαν την αιώνια νεότητα στο σώμα και στη μορφή της και που θα έφερναν περισσότερους ταξιδιώτες στο μέλλον στο ένα δωμάτιο που της είχε απομείνει για ενοικίαση.
   Η Ανέζα, όμως, δεν ήταν άνθρωπος τον οποίο θα μπορούσε κανείς εύκολα να προσεγγίσει και να προσεταιριστεί. Κλεισμένη στον εαυτό της, απέφευγε τις πολλές κουβέντες και έκανε πως δεν καταλάβαινε τις νύξεις της κυρα-Πιστής πάνω στα θέματα που την ενδιέφεραν: κουτσομπολιά του παλατιού, φίλτρα και πομάδες για τη διατήρηση της ομορφιάς, βότανα για αποφυγή εγκυμοσύνης... Όχι πως είχε ανάγκη η κυρα-Πιστή από αυτά· είχε περάσει τον κάβο που της επέτρεπε πια -αν ήθελε και αν μπορούσε- να έχει σχέσεις με άντρες χωρίς το φόβο μιας ντροπιαστικής εγκυμοσύνης. Αλλά έτσι, για να ξέρει... Με τον άντρα της δεν αξιώθηκε να δει παιδιά, κλαιγόταν στην Ανέζα, γιατί ο μακαρίτης ήταν γέρος και ο ανδρισμός του είχε πάψει να υπάρχει πριν τη γνωρίσει. Εκείνη ήταν μια ορφανή κοπέλα -έτσι της άρεσε να παρουσιάζει τον εαυτό της- που είχε αναγκαστεί να κάνει την υπηρέτρια σε ένα σπίτι στη Μονεμβασιά όχι τόσο ευυπόληπτο. 
   "Καταλαβαίνεις, κυρα-γιατρέσα, τι εννοώ... άντρες μπαινόβγαιναν εκεί, ναύτες, έμποροι, εκεί γνώρισα και το μακαρίτη, του γυάλισα, ήμουνα μικρή, ούτε είκοσι χρονών -προ πολλού τα είχε περάσει, αλλά δεν το ομολογούσε- και με πήρε από την κυρά μου, αφού την αποζημίωσε με το παραπάνω. Εγώ, όμως, μπορεί να ήμουν ορφανό κορίτσι, αλλά δεν ήμουν άβγαλτη· ήξερα από αυτά που έβλεπα και άκουγα, μη φανταστείς τίποτε άλλο, πως οι άντρες άλλα λένε πριν από το κρεβάτι και άλλα κάνουν μετά, έτσι δεν τον άφηνα να με πλησιάσει αν πρώτα δε με στεφανωνόταν. Θα έμπαινα σπίτι του μόνο ευλογημένη σαν γυναίκα του, του είπα. Και εκείνος δέχτηκε, τι να κάνει; Ε, ήμουνα πολύ ωραία τότε, να με έβλεπες... είχε τρελαθεί μαζί μου... Με στεφανώθηκε το λοιπόν, αλλά άντρας μου, καταλαβαίνεις τι εννοώ, δεν έγινε ποτέ στ' αλήθεια. Στο κρεβάτι μού έκανε τα πάντα, εκτός από εκείνο που θα έπρεπε... Εκεί, τίποτε δε γινόταν. Μαρτύριο ήταν η ζωή μου κοντά στο γεροπαραλυμένο. Πού να το ήξερα πριν δεχτώ να με πάρει τι έκανε στα κορίτσια της ματρόνας; Κανείς δε με προετοίμασε. Λες και το έκαναν επίτηδες από τη ζήλια τους οι άλλες, τρομάρα τους. 
   » Τέλος πάντων, δεν έπιασα παιδί και είμαι τώρα που πέθανε, ο Θεός να συχωρέσει την αμαρτωλή ψυχή του, μόνη και έρημη και απροστάτευτη σαν κούτσουρο. Ας είναι καλά η κυρα-Κλεόπα που με λυπήθηκε και με φρόντισε, αλλιώς εκείνα τα όρνια, οι γιοι του μακαρίτη, θα με είχαν φάει ζωντανή και θα με είχαν πετάξει έξω από το σπίτι που το δούλεψα με όλους τους τρόπους τόσα χρόνια για χάρη του πατέρα τους. Πες μου, όμως, κυρα-γιατρέσα, είναι αλήθεια πως η Δέσποινα δε μπορεί να κάνει άλλο παιδί; Μεταξύ μας, λένε πως ο Δεσπότης ξανάρχισε να θέλει να γίνει καλόγερος... Αλήθεια είναι;"
   Σε όλες τις απορίες και ερωτήσεις της γυναίκας η Ανέζα είχε πάντα μία, μονολεκτική απάντηση: "Δε γνωρίζω". Ώσπου στο τέλος εκείνη βαριόταν και σταματούσε τη φλυαρία της.

   Με το θάνατο του Κεντυρίωνα Ζαχαρία και την προσάρτηση της Αρκαδιάς από το Θωμά, όλος ο Μυστράς, με εξαίρεση τις βενετικές κτήσεις, είχε περιέλθει στους Παλαιολόγους. Ο Θεόδωρος στο Μυστρά, ο Κωνσταντίνος με έδρα τη Γλαρέντζα και ο Θωμάς στα Καλάβρυτα -τρεις Δεσπότες, τρεις ανεξάρτητοι άρχοντες. Ο Αλέξιος Χρυσοβέργης και η οικογένειά του εξακολουθούσαν να είναι στο Οίτυλο. Όλο και κάποιος απεσταλμένος του Κωνσταντίνου ερχόταν στο Μυστρά και έφερνε ειδήσεις τους. Η Ανέζα, ακολουθώντας τις προτροπές του Βησσαρίωνα, προσευχόταν καθημερινά να τους έχει όλους καλά ο Θεός και αυτή να μη μπαίνει σε πειρασμό. Το αγκάθι, όμως, στην καρδιά έμενε για να τη ματώνει.
   Την ίδια πάνω κάτω εποχή άλλος ένας κίνδυνος φάνηκε στο Μοριά. Αυτή τη φορά ο εχθρός ήταν ο Τούρκος. Ο Τουραχάν, μπέης του εμίρη Μουράτ, πέρασε τον Ισθμό και γκρέμισε ό,τι είχε απομείνει από το τείχος του Εξαμιλίου, λεηλατώντας τη γύρω περιοχή. Ο κόσμος είχε τρομοκρατηθεί -δεν είχαν ξεχάσει το κακό που είχε γίνει λίγα χρόνια πρωτύτερα. Ο Θεός βοήθησε και έπεσε λοιμική στην Πάτρα και ο Τουραχάν αναγκάστηκε να φύγει. Ο Ισθμός, όμως, είχε μείνει πια χωρίς τείχος και οι αγώνες των αυτοκρατόρων να τον οχυρώσουν, όπως τους είχε προτρέψει και ο Πλήθων, είχαν μια άδοξη κατάληξη. Ένας σωρός από πέτρες και ξύλα ήταν το άλλοτε τείχος που θα οχύρωνε το Μοριά απέναντι σε κάθε είδους επιδρομές.
   Με το που έφυγε ο Τουραχάν και ησύχασαν κάπως τα πράγματα, οι τρεις αδελφοί Παλαιολόγοι πήραν απόφαση να συναντηθούν για να διευθετήσουν τα όρια της επικράτειας του καθενός τους.

   Μάρτιος και πάλι. Στην κοιλάδα του Ευρώτα τα δέντρα, οι κερασιές, οι μηλιές, οι καστανιές και οι καρυδιές είχαν βγάλει λουλούδια και καινούργια πράσινα φύλλα ή και μικρούς πράσινους καρπούς. Ο κόσμος έλεγε πως αν κρατούσε ο καιρός και δεν έπιανε ένα απότομο κρύο από αυτά που συνηθίζει ο Μάρτης, η σοδειά θα ήταν καλή -αν ο καιρός κρατούσε καλός και αν οι άνθρωποι δεν έμπλεκαν πάλι σε πολέμους.
   Την άνοιξη, θυμόταν η Ανέζα πως έλεγε η Μερόπη, γυρίζει η Περσεφόνη στη μητέρα της και η Δήμητρα χαίρεται και όλη η πλάση ξαναγεννιέται. Φυτά, άνθρωποι και ζώα χορεύουν τον πανάρχαιο χορό του ζευγαρώματος. Η άνοιξη φουσκώνει τις καρδιές αντρών και γυναικών, που αναζητούν το ταίρι τους. Δεν ήταν λίγα τα συνοικέσια που έκλειναν αυτό το μήνα και στις εκκλησίες και στα σπίτια οι παπάδες ευλογούσαν αρραβώνες. Για το φτωχό λαό η ευλογία του αρραβώνα ισοδυναμούσε με ιερολογία γάμου και δεν ήταν λίγα τα παιδιά που γεννιόντουσαν όχι εννέα μήνες μετά το γάμο, αλλά μετά την ιερολογία του αρραβώνα. Η Εκκλησία έκανε τα στραβά μάτια, συγχωρώντας το αμάρτημα με ελαφρά επιτίμια ή και πληρωμή κάποιου ποσού από όσους μπορούσαν.
   Την άνοιξη -και τούτη την άνοιξη περισσότερο από κάθε άλλη φορά- ένιωθε τη μοναξιά της πιο βαριά η Ανέζα. Μεγάλωνε, ήταν πια τριάντα χρόνων, στα μαλλιά της είχε βρει αρκετές άσπρες τρίχες. Και όσο και αν έκανε μετρημένη ζωή, δεν ήταν πια το κορίτσι που σκαρφάλωνε στα βουνά σαν κατσίκι. Το κορμί της γερνούσε -σιγά και ανεπαίσθητα, γερνούσε. Ένιωθε τα γηρατειά να πλησιάζουν και ας μην ήταν για τους άλλους φανερά τα ίχνη του χρόνου πάνω της. Το κορμί της γερνούσε χωρίς να έχει αγαπηθεί και χωρίς να περιμένει αγάπη στο μέλλον. Στην αγκαλιά της δε θα έπαιρνε ένα άλλο κορμί. Σε λίγα χρόνια η κατάρα της Εύας δε θα αργούσε να πάψει να την επισκέπτεται κάθε σελήνη. Η μήτρα της δε θα δεχόταν ξανά το σπόρο ενός άντρα, ούτε θα κάρπιζε και πάλι. Σαν εκείνα τα φυτά που λένε πως είναι ωραία για μια άνοιξη μόνο και μαραίνονται χωρίς να δώσουν καρπό, έτσι ένιωθε πως ήταν η Ανέζα εκείνη την άνοιξη που έγινε τριάντα χρόνων...
   Ετοίμαζε, όπως το είχε συνήθεια, το λιτό βραδινό της, όταν τη φώναξαν και πάλι στο παλάτι. Έσβησε τις φωτιές και κλειδαμπάρωσε το σπίτι φεύγοντας. Ήταν μόνη, η κυρα-Πιστή είχε πάει να επιβλέψει τις εργασίες σε ένα αμπέλι που είχε στη Μονεμβασιά. Χάρη στη βοήθεια της Κλεόπα, τις ιδιαίτερες φροντίδες της στους ταξιδιώτες, αλλά και τις γνωριμίες που διατηρούσε στη Μονεμβασιά, η χήρα είχε καταφέρει να αγοράσει σε καλή τιμή το αμπέλι που έβγαζε την περίφημη Μαλγουζία, που έστελνε για πώληση στις αγορές της Βενετιάς.
   Στο παλάτι είχε έρθει μήνυμα πως έρχονταν οι τρεις Δεσπότες και ετοιμάζονταν να τους υποδεχτούν. Τους περίμεναν από μέρα σε μέρα. Μέσα στη γενική αναστάτωση και τις ετοιμασίες, η μικρή πριγκίπισσα Ελένη ξέφυγε από την προσοχή της παραμάνας της και έπεσε χτυπώντας άσχημα το πόδι της. Ο κυρ Πεπαγωμένος έλειπε μαζί με το Δεσπότη και το παιδί πονούσε πάρα πολύ. Πρέπει να το είχε σπάσει, γιατί το πόδι είχε πρηστεί και ένα κόκαλο διακρινόταν σε αφύσικη γωνία. Αυτό ήταν το μήνυμα που της μετέφερε ο υπηρέτης που έστειλε η Κλεόπα και της ζητούσε να έρθει γρήγορα στο παλάτι.
   Η μικρή κοιμόταν στο κρεβάτι της, με το χτυπημένο πόδι ακουμπισμένο σε μαλακά μαξιλάρια. Κάθε τόσο ένας αναστεναγμός έβγαινε από το μικρό στήθος. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο κόσμο. Πνιγμένα μουρμουρητά και σχόλια συμπαράστασης. Γυναίκες οι περισσότερες -στο μισοσκόταδο δε μπορούσε να ξεδιαλύνει μορφές... ίσως και κάποιοι άντρες. Αργόσχολοι, περίεργοι, αυλικοί έτοιμοι πάντα να τρέξουν, να δουν, να σχολιάσουν, χωρίς να είναι σε θέση να βοηθήσουν. Η μητέρα του παιδιού, φανερά ανήσυχη, καθόταν στο προσκεφάλι του και δεν πρόσεξε αμέσως την Ανέζα όταν μπήκε, παρά μόνο σαν έσκυψε πάνω από τη μικρή.
   "Αχ, κυρα-γιατρέσα, Ανέζα!"
   Για πρώτη φορά η Δέσποινα τη φώναζε με το αληθινό όνομά της. Να ήταν η ανάγκη που την έκανε να ξεχάσει την αιτία που είχε ψυχράνει τη σχέση τους;
   "Με συγχωρείς που σε φώναξα τόσο αργά, αλλά το παιδί χτύπησε άσχημα, έκλαιγε σπαραχτικά μέχρι πριν από λίγο και το πόδι, δες και μόνη σου, έχει πρηστεί... Αν δεν ήταν ο άρχοντας από δω να της λέει παραμύθια, δε θα είχε ησυχάσει. Ο Θεός μάς τον έστειλε πριν από το Δεσπότη, για να μας βοηθήσει στην ανάγκη μας. Άγγελος Κυρίου είσαι, άρχοντα Αλέξιε", είπε στον άντρα που στεκόταν παράμερα.
   "Αν κάποιος μπορεί να έχει αυτή την ιδιότητα του αγγέλου δεν είμαι εγώ, αλλά η γιατρέσα, Δέσποινα. Αυτή είναι, αν δεν κάνω λάθος, που μου είπαν πως έσωσε τη ζωή του γιου μου και της γυναίκας μου. Η πριγκιπέσα είναι σε καλά χέρια, μη φοβάσαι, Δέσποινα".
   Η φωνή του Αλέξιου παραλίγο να κάνει την Ανέζα να ξεχάσει το λόγο για τον οποίο βρισκόταν στο παλάτι.
   "Δεν είμαι παρά άνθρωπος όπως όλοι μας. Οι άγγελοι είναι στον Ουρανό, κοντά στον Ύψιστο", απάντησε ξερά, η φωνή της όμως έτρεμε λιγάκι.
   Ζήτησε περισσότερο φως και να αδειάσει το δωμάτιο από τον πολύ κόσμο. Ο Αλέξιος έκανε και αυτός να φύγει, η Κλεόπα όμως τον σταμάτησε.
   "Άρχοντα Αλέξιε, μείνε σε παρακαλώ. Αν η κόρη μου αρχίσει πάλι να κλαίει, μόνο εσύ μπορείς να τη σταματήσεις".
   Και έμεινε. Δίπλα στην Ανέζα. Όση ώρα εκείνη εξέταζε τη μικρή Ελένη, που τώρα είχε ξυπνήσει και κλαψούριζε ζητώντας τον, ο Αλέξιος κρατούσε το χέρι του παιδιού και του μιλούσε τρυφερά, όπως μόνο ένας άνθρωπος που αγαπάει πραγματικά τα παιδιά μπορεί να το κάνει. 
   "Θα μου πεις πάλι την ιστορία της πριγκίπισσας και του δράκου;" ζητούσε η μικρή και ο Αλέξιος της έκανε το χατίρι.
   "Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα βασίλειο μακρινό, πέρα στην Αφρική, κοντά στη θάλασσα..."
   Η Ανέζα άκουγε τη φωνή του και νόμιζε πως κάθε λέξη τρυπούσε την καρδιά της. 
   Αν ήταν δικός της, αν είχαν ένα παιδί, έτσι θα του μιλούσε, όπως στη μικρή Ελένη... 
   Το πόδι ήταν σίγουρα σπασμένο. Θα έπρεπε να μπουν τα οστά στη θέση τους. Η διαδικασία της ανάταξης ήταν πολύ επώδυνη και δύσκολη. Αν δε γινόταν, όμως, το σπάσιμο ήταν σε τέτοιο σημείο που δε θα μπορούσαν τα οστά να κολλήσουν σωστά και το πόδι θα έμενε κουτσό.
   Αυτά τα είπε σιγανά στην Κλεόπα.
   "Τι θέλεις να γίνει, Δέσποινα; Θέλεις να περιμένεις να γυρίσει ο κυρ Πεπαγωμένος να κάνει την ανάταξη; Στο μεταξύ, θα μπορώ να δώσω στην πριγκίπισσα φάρμακο να μην πονάει".
   "Δεν ξέρουμε πότε θα γυρίσει ο κυρ Πεπαγωμένος. Μπορεί και απόψε, μπορεί αύριο, μπορεί σε μία εβδομάδα. Είναι μαζί με το Δεσπότη που συναντήθηκε με τους αδελφούς του στην Κόρινθο. Μας ειδοποίησαν πως έρχονται, ο κυρ Αλέξιος Χρυσοβέργης μου έφερε σήμερα το μήνυμα του άντρα μου, αλλά δεν ξέρουμε πότε θα φτάσουν. Ο ίδιος έκανε τέσσερις μέρες να έρθει. Στο μεταξύ, το παιδί μου θα υποφέρει; Εσύ, Ανέζα, δε μπορείς να κάνεις αυτή την ανάταξη που λες;"
   "Μπορώ, Δέσποινα, έχω κάνει πολλές φορές αυτή τη διαδικασία, χρειάζομαι όμως βοήθεια. Το παιδί θα πρέπει να το κρατάνε για να μην κουνηθεί. Αλλιώς τα κόκαλα δε θα πάνε στη θέση τους".
   "Θα βοηθήσω εγώ".
   Ο Αλέξιος είχε πλησιάσει. Η μικρή είχε κοιμηθεί πάλι.

   Η διαδικασία, όπως το είχε πει η Ανέζα, ήταν επώδυνη. Στη μικρή είχαν δώσει προηγουμένως να πιει κρασί ανακατεμένο με παπαρούνα για να την κρατά κοιμισμένη, η Κλεόπα, όμως, που χλωμή και με την αγωνία στα μάτια παρακολουθούσε τη διαδικασία, λιποθύμησε σαν άκουσε την κραυγή που έβγαλε το παιδί τη στιγμή που τα επιδέξια χέρια της Ανέζας τράβηξαν το πόδι και το κόκαλο μπήκε στη θέση του με έναν ξερό ήχο. Η Ανέζα στερέωσε το πόδι ανάμεσα σε δύο καθαρά σανίδια τυλιγμένα σε μαλλί και καθαρά πανιά και ύστερα το τύλιξε με καθαρούς επιδέσμους για να το κρατήσει ακίνητο.
   Σήκωσε το κουρασμένο κορμί της και με την ανάστροφη του χεριού της έκανε να σκουπίσει τον ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό της. Ο Αλέξιος την πρόλαβε και πέρασε ένα μάκτρο απαλά από το πρόσωπό της, σαν να το χάιδευε.
   "Ευχαριστώ..." μουρμούρισε. Εκείνος έμεινε σιωπηλός, συνέχισε να σκουπίζει το πρόσωπό της. Ένιωθε τον ιδρώτα να κυλά από το λαιμό στο στήθος και στην πλάτη της, όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτε γι' αυτό. Η Κλεόπα συνερχόταν, οι γυναίκες της, που είχαν τώρα ξαναμπεί στο δωμάτιο, φασάρευαν γύρω της. Της έδιναν κρασί να πιει, της έκαναν αέρα. Κανείς δεν ασχολιόταν με την Ανέζα.
   "Τελειώσαμε, Δέσποινα. Με τη βοήθεια του Θεού θα θρέψει το κόκαλο σωστά και η κόρη σου δε θα έχει πρόβλημα".
   Μάζεψε τα πράγματά της και έκανε να φύγει.
   "Μη φεύγεις, Ανέζα, το παιδί μπορεί να σε έχει ανάγκη... μείνε, σε παρακαλώ".
   "Είμαι πολύ κουρασμένη, Δέσποινα. Δες τα χέρια μου, τρέμουν. Πρέπει να πάω σπίτι μου να κοιμηθώ. Το παιδί δε θα ξυπνήσει πριν από το πρωί. Θα περάσω τότε να τη δω".
   Η Κλεόπα κατάλαβε πως δε μπορούσε να επιμείνει.
   "Έστω. Άσε, όμως, να σε συνοδεύσει ένας στρατιώτης, είναι πολύ αργά..."
   "Δε χρειάζεται, Δέσποινα, πολλές φορές κυκλοφορώ και πιο αργά, όταν το φέρνει η ανάγκη..."
   "Θα τη συνοδεύσω εγώ, αν θέλει και αν συμφωνείς, Δέσποινα", προσφέρθηκε ο Αλέξιος· "το χρωστάω, άλλωστε, στη γυναίκα που έσωσε το γιο μου..."
   "Καλώς. Σου είμαι ευγνώμων, Ανέζα. Για άλλη μια φορά μού στάθηκες πολύτιμη. Πηγαίνετε και καλό ξημέρωμα με τη βοήθεια του Θεού".
   Η Κλεόπα έκανε, με τον ορθόδοξο τρόπο, το σημείο του σταυρού προς τη μεριά τους, καθώς η Ανέζα και ο Αλέξιος έβγαιναν από την κάμαρα.

   Βάδιζαν σιωπηλοί στους ανηφορικούς πετροστρωμένους δρόμους του Μυστρά. Το φεγγάρι δεν είχε δύσει ακόμα και τους έδειχνε το δρόμο. Μια κακοστρωμένη πέτρα έκανε την Ανέζα να παραπατήσει και θα έπεφτε, αν δεν τη συγκρατούσε την τελευταία στιγμή ο Αλέξιος. Την κράτησε σφιχτά από το χέρι και δεν το άφησε όταν ο κίνδυνος της πτώσης είχε περάσει. Εκείνη δεν το τράβηξε. Συνέχισαν την ανηφορική πορεία τους πιασμένοι χέρι χέρι.
   "Πότε ήρθες;" τον ρώτησε κάποια στιγμή.
   "Το πρωί, έφερα το μήνυμα του Δεσπότη..."
   "Δεν έστειλε αγγελιαφόρο;" 
   "Προσφέρθηκα να έρθω εγώ. Είπα πως ήθελα να δω τον Πλήθωνα για κάποιο θέμα νομικό".
   "Ααα..."
   "Δεν ήταν αλήθεια. Εσένα ήθελα να δω... Να σε ξαναδώ..."
   Η ανάσα της κόπηκε, όχι από την απότομη ανηφοριά. Τα δάχτυλά της, σαν από μόνα τους, πλέχτηκαν στα δικά του. Εκείνος τα έσφιξε δυνατά.
   Δεν ξαναμίλησαν.
   Στην πόρτα του σπιτιού της σταμάτησαν. Ελευθέρωσε το χέρι της και προσπάθησε να ξεκλειδώσει. Τα χέρια της όμως έτρεμαν, της πήρε το κλειδί και άνοιξε εκείνος.
   Και τώρα τι;
   "Καλόν ύπνο", έκανε εκείνος και ετοιμάστηκε να φύγει.
   "Είμαι μόνη στο σπίτι. Η σπιτονοικοκυρά μου λείπει..."
   Γιατί το είπε; Ήταν πάνω από τις δυνάμεις της... δεν ήθελε να φύγει.
   Κοντοστάθηκε και την κοίταξε χωρίς να μιλά. Τα μάτια του τη ρωτούσαν: Το θέλεις στ' αλήθεια; Τον κοίταξε κι εκείνη σταθερά. Το θέλω, φώναζε η ματιά της και έκανε στην άκρη για να τον αφήσει να περάσει. 
   Με μια κίνηση απρόβλεπτη ο Αλέξιος έσκυψε και τη σήκωσε αγκαλιά. Σαν νύφη, αγκαλιά την έφερε στο σπίτι.
   Είμαι νύφη, γυναίκα σου, Αλέξιε. Με φέρνεις πρώτη φορά στο σπίτι μας, είμαι δική σου, μόνο δική σου για πάντα...
   Έγειρε πάνω στο λαιμό του και όλα τα δάκρυα που δεν είχε χύσει στη ζωή της βρήκαν το δρόμο τους και μούσκεψαν τον ώμο του.
   "Πού είναι το δωμάτιό σου;" τη ρώτησε βραχνά.
   Εκείνη έκανε να ελευθερωθεί από την αγκαλιά του. Δεν την άφησε. Σιωπηλά του έδειξε την ξύλινη απότομη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε. Αγκαλιά την ανέβασε τα απότομα σκαλιά που έτριζαν στο βάρος τους. Ούτε που σκεφτόταν τη δυσκολία που του έφερνε το παλιό τραύμα στο πόδι του. Σαν ένα θαύμα να το είχε γιατρέψει... ανέβαινε χωρίς να κουτσαίνει. Αγκαλιά την έφερε ως το κρεβάτι. Από εκεί και πέρα τους πήρε στα φτερά του ο Έρωτας...

   Το πρώτο λάλημα του πετεινού τούς βρήκε ξάγρυπνους, με τα κορμιά ενωμένα. Ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ανάσαινε τη μυρωδιά του κορμιού της στο δικό του κορμί. Το στήθος της στο στήθος του. Η καρδιά της χτυπούσε πάνω στη δική του καρδιά. Ο ιδρώτας της γινόταν ένα με τον δικό του. Ο έρωτας είχε σφραγίσει τα κορμιά τους.
   "Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν". Αυτή είναι η τέλεια ένωση...
   Κάποιες στιγμές ένιωθε πως έφευγε από τη γη, πως δεν είχε σώμα... όλα ήταν φως και αιωνιότητα. Αν πέθαινε εκείνη τη στιγμή, θα ήταν ευτυχισμένη. Ίσως και να είχε πεθάνει, να είχαν πεθάνει και οι δύο μαζί, ταυτόχρονα, στην κορύφωση του έρωτά τους, και το κρεβάτι αυτό που κείτονταν τώρα να ήταν ένα καράβι που ταξίδευε στον ουρανό, μέσα στ' αστέρια, πέρα από τους ανθρώπους, πέρα από τα προβλήματα, εκεί που δεν υπάρχει καθήκον, που δεν υπάρχει αμαρτία· εκεί που όλα είναι δυνατά, στη χώρα του αιώνιου έρωτα...
   Τον ένιωσε να ξεγλιστρά από κοντά της. Δεν υπάρχει αιωνιότητα στον έρωτα. Κάποιες φορές δεν υπάρχει ούτε αύριο. Μόνο η αμαρτία είναι αιώνια και η τιμωρία βέβαιη.
   "Μη φεύγεις..." τον παρακάλεσε· άπλωσε τα χέρια να κρατηθεί από τη δυνατή πλάτη του.
   "Δε γίνεται, άγγελέ μου".
   "Θα ξανάρθεις; Η σπιτονοικοκυρά μου θα λείπει δύο βδομάδες τουλάχιστον".
   Κρατιόταν από μικρά κουρέλια ελπίδας.
   "Το βράδυ, αν δεν έχουν έρθει οι Δεσπότες και αν μπορέσω να το σκάσω..."
   Έφυγε. Το κρεβάτι κρατούσε ακόμα το σχήμα των κορμιών τους και τη μυρωδιά του. Έχωσε το κεφάλι της εκεί που πριν ακουμπούσε το δικό του και τύλιξε με τα χέρια της το γυμνό κορμί της που ήδη αποζητούσε το δικό του.

   Σαν όνειρο πέρασαν οι υπόλοιπες μέρες. Οι τρεις Δεσπότες έφτασαν το ίδιο εκείνο πρωινό που ο Αλέξιος, αφήνοντας το κρεβάτι της, γύρισε στο παλάτι. Έμειναν κοντά ένα μήνα. Έπρεπε να κανονίσουν τη μοιρασιά. Κανείς να μην είναι παραπονεμένος. Ο Κωνσταντίνος με το Θωμά αντάλλαξαν τα εδάφη που κατείχαν. Ο Θωμάς πήρε τη Γλαρέντζα, που είχε ξανατειχιστεί, χωρίς όμως να ξαναβρεί την πρότερη λάμψη, και ο Κωνσταντίνος τα Καλάβρυτα.
   "Θέλει να είναι πιο κοντά στον Ισθμό, για να μπορεί να περάσει όποτε θελήσει απέναντι. Θέλει να επεκταθεί και στο δουκάτο των Αθηνών. Ο δούκας Ατζαγιόλι δεν έχει παιδιά", της εκμυστηρεύτηκε ο Αλέξιος ένα βράδυ.
   Θα έφευγε την επομένη και η καρδιά της Ανέζας ήταν βαριά σαν πέτρα από τη λύπη.
   Θα γυρίσει στη γυναίκα του, στα παιδιά του... Η Ζαμπία του έχει δώσει δύο γιους. Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε... Γιατί απορείς, γιατί υποφέρεις; Η τεκνογονία δεν είναι ο σκοπός του γάμου; Ο Κύριος ευλόγησε το γάμο στην Κανά. Η δική μας σχέση είναι σχέση λαγνείας, αμαρτίας. Θα πάμε στην Κόλαση... Δε με νοιάζει, Αλέξιε, δε με νοιάζει· και στην Κόλαση να είμαι, μου αρκεί που για λίγο γίναμε ένα, που χωρίς γάμο και ευλογία ενώθηκαν τα κορμιά μας. Ο Πλήθων λέει πως ο Σωκράτης δίδασκε ότι οι ψυχές των ανθρώπων ήταν ενωμένες, αλλά κάποτε χωρίστηκαν και έκτοτε κάθε μισό αναζητά το άλλο μισό του. Εγώ λέω πως όχι μόνο οι ψυχές, αλλά και τα κορμιά ήταν κάποτε ενωμένα. Άντρας και γυναίκα ένα, χωρίστηκαν όμως... έκτοτε το ένα μισό ζητά το άλλο, να ενωθεί μαζί του. Μια ζωή σε αναζητούσα, Αλέξιε. Από τότε που σε είδα λαβωμένο να παλεύεις να νικήσεις το Χάρο, σαν το Διγενή στα μαρμαρένια αλώνια, από τότε η καρδιά μου ενώθηκε με τη δική σου. Όπως ενώθηκε ο σταυρός σου με το φλουρί μου στην ίδια αλυσίδα. Την αλυσίδα της ζωής. Και τώρα που επιτέλους ενώθηκαν και τα κορμιά μας, σε χάνω και πάλι...
   Δεν τολμούσε να εξομολογηθεί τις σκέψεις της αυτές στον Αλέξιο. Σε κανέναν δε μπορούσε να τις πει. Ούτε, φυσικά, στο Βησσαρίωνα, που από τη βραδιά του έρωτα τον απέφευγε. Ήξερε τι θα της έλεγε. Δε θα τη μάλωνε. Ήταν τόσο πράος, έβλεπε με πόνο και κατανόηση τα ανθρώπινα πάθη και, αντί να τιμωρεί και να απειλεί με την αιώνια καταδίκη τους αμαρτωλούς, προσευχόταν ο ίδιος για λογαριασμό τους· δείχνοντάς τους τον ορθό δρόμο, τους προέτρεπε να μετανοούν αληθινά και να προσεύχονται συνεχώς για τη θεία συγχώρηση. Το ήξερε πως θα της μιλούσε με λύπη και αγάπη και θα της υπενθύμιζε πως ό,τι έκανε ήταν αμαρτία· και θα επέμενε να μετανοήσει και να πάρει όρκο πως δε θα υποκύψει ξανά στον πειρασμό.
   Όμως η Ανέζα δεν ήταν έτοιμη. Δεν ήθελε να μετανοήσει. Όχι, δε μετάνιωνε. Και χίλιοι διάβολοι να τη βασάνιζαν στην Κόλαση, δεν την ένοιαζε. Ό,τι και να της έκαναν θα ήταν μικρότερο βασανιστήριο από το να χάσει οριστικά τον Αλέξιο. 
   Τον χαιρέτησε το πρωί χωρίς δάκρυα. Σαν να επρόκειτο να τον ξαναδεί σε λίγες ώρες. Σφίχτηκε, όμως, λίγο περισσότερο στην αγκαλιά του και ύστερα τον έσπρωξε μαλακά προς την πόρτα να φύγει... να γυρίσει στο Οίτυλο, στη νόμιμη οικογένειά του.
   Η Κόλαση είναι εδώ, Αλέξιε, μόλις περάσαμε την πύλη της...

   Δεν τον έχασε. Αλλά και δεν τον είχε παρά τις ελάχιστες φορές, όταν πότε με τη μία ή την άλλη πρόφαση κατάφερνε να ξεκλέψει λίγο χρόνο από τις υποχρεώσεις που του επέβαλλε η θέση του. Της έστελνε μήνυμα, με διαφορετικό αγγελιαφόρο κάθε φορά, άλλοτε υπηρέτη, άλλοτε καλόγερο, άλλοτε χωρικό. Το μήνυμα ήταν πάντα ίδιο: «Ο θείος είναι σοβαρά άρρωστος και σε ζητά». Και εκείνη τρελή από λαχτάρα, έτρεχε να τον βρει κάτω στον κάμπο. 
   Σμίγανε στην αρχή, όσο κρατούσε το καλοκαίρι, κρυμμένοι στις καλαμιές και στις λυγαριές που άνθιζαν στις όχθες του Ευρώτα, εκεί που άλλοτε λουζόταν η Ωραία Ελένη. Όσο, όμως, περνούσε ο καιρός και πλησίαζε το φθινόπωρο και μετά ο χειμώνας τα πράγματα δυσκόλευαν. Κινδύνευαν κιόλας να τους δει κάποιο μάτι.
   Η λύση βρέθηκε από μόνη της. Συνήθιζε από παλιά να κατεβαίνει στον κάμπο να γιατροπορεύει και τους κολίγους. Με πρόφαση πως χρειαζόταν ένα χώρο να φυλάει τα αναγκαία για την ιατρική εργαλεία και φάρμακα και να μην τα κουβαλάει κάθε φορά από το κάστρο βρήκε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, καλύβι μάλλον, ξεκομμένο από τα άλλα του οικισμού. Δε φαινόταν να ανήκει σε κάποιον -όποιον και να ρώτησε δεν ήξερε να της πει. Αυτοί που κάποτε έμεναν εκεί ήταν πεθαμένοι χρόνια. Μάλλον πρέπει να το άφησαν στο μοναστήρι -έτσι της είπαν- αλλά οι καλόγεροι δεν έρχονταν ποτέ κατά κει. Το σπίτι και το μικρό περιβολλάκι του ήταν σε κακή κατάσταση. Ζήτησε από τον ηγούμενο του μοναστηριού να της το παραχωρήσει, αλλά εκείνος δε φαινόταν καθόλου πρόθυμος να δεχθεί -"πώς να γίνει αυτό, κόρη μου, οι ιδιοκτήτες το άφησαν σε μας για την ψυχή τους", έλεγε και ξανάλεγε, ώσπου η Ανέζα κατάλαβε και του έδωσε ένα σεβαστό ποσό, κάτι που τον ικανοποίησε, κατά πώς φάνηκε.
   "Αυτό θα είναι καλύτερο, για να γίνονται μνημόσυνα και λειτουργίες για την ψυχή τους", πρότεινε εκείνη· και ο ηγούμενος συμφώνησε.
   Το σπίτι έγινε δικό της. Ήταν «το σπίτι τους». Τι και αν η σκεπή έσταζε και το παραγώνι ήταν μισογκρεμισμένο; Το ομόρφαινε ο έρωτάς τους· και ο Αλέξιος μπορούσε να έρχεται να τη βρίσκει χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
   Τον περίμενε με την ίδια πάντα ανυπομονησία, το ίδιο φτερούγισμα της καρδιάς και λίγωμα του κορμιού. Εκείνος ερχόταν πάντα μόνος, χωρίς συνοδεία, κατάκοπος και σκονισμένος. Στο κρεβάτι που είχε στρώσει με καθαρά σεντόνια που μύριζαν λεμονανθούς και λεβάντα έκαναν έρωτα σαν να ήταν η πρώτη ή η τελευταία φορά. Η απόσταση μεγάλωνε τη λαχτάρα και τον πόθο. Τον έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά της και εκείνη έμενε ξάγρυπνη να ακούει την ανάσα του, να νιώθει το κορμί του δίπλα της. Πολλές φορές, μισοκοιμισμένος, την αγκάλιαζε και την έσφιγγε πάνω του, σαν να φοβόταν μην τη χάσει· και εκείνη χάιδευε τα μαλλιά του σαν να ήταν παιδί της και όχι εραστής της. Μέσα στη νύχτα ξυπνούσε και σαν τον διψασμένο για νερό στην έρημο ζητούσε και πάλι τον έρωτά της και εκείνη του τον έδινε με όλη τη φλόγα της καρδιάς και του κορμιού της.
   Κλεμμένες ώρες αγάπης. Ώρες αμαρτίας και ηδονής. Χαράς και πόνου. Ευτυχίας και δυστυχίας. Ζωής και θανάτου.
   Σχεδόν όλες τις ώρες που ήταν μαζί τις περνούσαν στο κρεβάτι -όταν δεν έκαναν έρωτα μιλούσαν. Μιλούσε εκείνη για τη ζωή της, την περασμένη και την τωρινή. Του είπε όλα τα μυστικά της: την ιστορία της μάνας της, και της μάνας της μάνας της· το δυστυχισμένο γάμο της, τη σκλαβιά της και τη ζωή της δίπλα στον Εβραίο γιατρό. Και εκείνος της έλεγε για τη ζωή του πριν τον γνωρίσει. Αρχοντόπουλο στη Βασιλεύουσα, φίλος από παιδί του δεσπότη Κωνσταντίνου. Μαζί πάντα, στα παιχνίδια, στα μαθήματα, στα αγωνίσματα, στα κυνήγια και στον πόλεμο. Μαζί και στο γάμο. "Ο Κωνσταντίνος επέμενε να παντρευτώ την αδελφική φίλη της δικής του γυναίκας. Εγώ δεν ήθελα, μετά από σένα δεν είχα αγαπήσει άλλη. Ήμουν δοσμένος στον πόλεμο. Στρατιώτης του Βασιλέως, στρατιώτης του Δεσπότη. Ο Κωνσταντίνος όμως επέμενε.
   » “Εσύ και ο Γεώργιος Φραντζής είσαστε οι πιο κοντινοί μου φίλοι, μόνο εσάς εμπιστεύομαι, πιο πολύ και από τα αδέλφια μου. Γιατί δε θέλεις να παντρευτείς; Η Μαγδαληνή και η Ζαμπία είναι σαν αδελφές. Θα είμαστε έτσι σαν συγγενείς, θα αποκτήσεις οικογένεια...”
   » Στο τέλος δέχθηκα και ο Θεός με ευλόγησε και απέκτησα οικογένεια· και αν είναι το θέλημά Του, θα αποκτήσουμε και άλλο ένα παιδί σε λίγους μήνες".
   Πόσο σκληρός είναι! Γιατί δε με σκέφτεται όταν τα λέει αυτά; Έχει τον Ανδρόνικο, έχει και τον δεύτερο γιο και θα αποκτήσει και άλλο... Άρα, κοιμάται και μαζί της... σπέρνει παιδιά στο άγουρο κορμί της... Πότε κοιμήθηκε με τη Ζαμπία τελευταία φορά; Πριν έρθει εδώ; Πριν από τη βραδιά μας στο Μυστρά; Πόσων μηνών είναι;
   Χωρίς να το θέλει, της ήρθε η εικόνα του σχεδόν παιδικού κορμιού της Ζαμπίας και τα λόγια της την ώρα που γεννούσε. Ένιωσε τη ζήλια σαν χολή να γεμίζει τα σωθικά της.
   Τα ίδια που έκανε και ο αφέντης στη μάνα. Όσες φορές έμεινε έγκυος η μάνα, άλλες τόσες έμεινε και η Κρέουσα. Αυτή είναι η τιμωρία μου, γιατί αμάρτησα και αμαρτάνω... Να τον μοιράζομαι και να ξέρω πως ό,τι δίνει σε μένα το δίνει και στη νόμιμη σύζυγο. Μόνο που εκείνη φόρεσε το στεφάνι του, φέρει το όνομά του, του κάνει παιδιά. Εγώ τίποτε απ' όλα αυτά, μόνο κλεμμένες ώρες αγάπης. Αδειανό κρεβάτι και ντροπή... ούτε να εξομολογηθώ δεν τολμώ. Όμως δε μετανιώνω· και εξομολόγηση χωρίς μετάνοια δε νοείται.

   Tίποτε δεν προμήνυε πως ο καινούργιος χρόνος που μπήκε με μπόλικα χιόνια θα έφερνε πόνο και δάκρυα αντί για υγεία και ευτυχία, όπως ήταν οι ευχές που αντάλλασσαν οι πιστοί βγαίνοντας από την εκκλησία τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου. Ορφάνια και δυστυχία έφερε η καινούργια χρονιά.
   Ήταν και πάλι άνοιξη. Ένα λαμπρό πρωινό, από εκείνα που μόνο στην Ελλάδα μπορείς να δεις. Ο ουρανός διάφανος γαλάζιος, μερικά σύννεφα-τούφες από μπαμπάκι ταξίδευαν νωχελικά. Τα χελιδόνια γυρόφερναν στο λιακωτό ψάχνοντας τις περσινές φωλιές τους. Κάτω στον κάμπο είχαν ανθίσει και πάλι τα δέντρα και οι μυρωδιές της ρίγανης, του θυμαριού και του φασκόμηλου που φύτρωναν στις πλαγιές του Ταΰγετου ανέβαιναν ως πάνω στο λιακωτό του παλατιού όπου κάθονταν μόνες η Κλεόπα με την Ανέζα. Μετά το σπάσιμο του ποδιού της μικρής πριγκίπισσας, η σχέση της Δέσποινας με την Ανέζα είχε αποκατασταθεί και ήταν το ίδιο θερμή με πρώτα.
   Δε μιλούσαν, άφηναν την άνοιξη να μιλά στις καρδιές τους. Καθεμιά βυθισμένη στις σκέψεις της. Η Ανέζα αναρωτιόταν πότε θα έπαιρνε μήνυμα του Αλέξιου και δεν άκουσε αμέσως την Κλεόπα που της μιλούσε.
   "Θα πρέπει να περιορίσεις τις επισκέψεις σου στον κάμπο..."
   Ήταν κατακόκκινη και μιλούσε ψιθυριστά.
   Η Ανέζα τρόμαξε. Νόμισε πως η Δέσποινα είχε καταλάβει την αιτία των επισκέψεών της στον κάμπο και της απαγόρευε να συνεχίσει. Ήταν η σειρά της να κοκκινήσει.
   "Οι κολίγοι έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες μου, Δέσποινα..."
   "Ναι, ναι, βέβαια... το καταλαβαίνω και γι' αυτό δε σου έλεγα τίποτε μέχρι τώρα, αν και πολλές φορές σε χρειαζόμουν εδώ. Αλλά να, ξέρεις, ο Δεσπότης..."
   Η Ανέζα πάγωσε.
   Τώρα θα μου πει πως έφτασαν στ' αυτιά του Δεσπότη τα νέα.
   Η Κλεόπα, όμως, χαμογέλασε δειλά.
   "Ο Δεσπότης εδώ και λίγο καιρό, όποτε είναι στο Μυστρά, με επισκέπτεται και... νομίζω, σχεδόν είμαι σίγουρη... όπως με την Ελένη μου... έχω τα ίδια συμπτώματα..." είπε και κοίταξε προς την κοιλιά της.
   "Α, κυρά μου, αυτό είναι θαυμάσιο νέο!" αναφώνησε με αληθινή ανακούφιση και χαρά η Ανέζα.
   "Είσαι η πρώτη που το μαθαίνει, Ανέζα. Θα πρέπει, φυσικά, να το πω και στο Δεσπότη, μόλις γυρίσει. Πότε θα σταματήσει να φεύγει και να πολεμάει;"
   "Εύχομαι ο Θεός να σας ευλογήσει με αγόρι, Δέσποινα".
   "Αμήν, αν θέλει ο Θεός. Ένα αγόρι το θέλει τόσο ο Θεόδωρος... Ένα αγόρι θα στερεώσει τη θέση του ως διαδόχου του Αυτοκράτορα. Βλέπεις, ούτε εκείνος, παρά τους τρεις γάμους του, ούτε τα άλλα αδέλφια του έχουν απογόνους. Είδες, η καημένη η Μανταλένα (4) πέθανε στη γέννα· όσο για την Κατερίνα, την αδελφή σου... αλήθεια, πότε θα της φανερώσεις ποια είσαι; Δεν πρέπει να ξέρει ότι έχει μια αδελφή;"
   "Δεν ξέρω, Δέσποινα, δεν είναι εύκολο να το κάνω. Ο δεσπότης Θωμάς δε φαίνεται να συμπαθεί ιδιαίτερα το σόι της γυναίκας του. Είδες τι έκανε στην ίδια την πεθερά του και στον αδελφό μου;"
   "Ναι, σωστά, δε φαίνεται να τους συμπαθεί, αλλιώς δε θα τους φυλάκιζε σαν να ήταν εχθροί του· αλλά μη νομίζεις, έτσι είναι ο χαρακτήρας του, ούτε με το δεσπότη Θεόδωρο έχει στενές σχέσεις. Όχι βέβαια πως και εκείνος κάνει κάτι για να πλησιάσει τον αδελφό του. Αχ!" αναστέναξε, "αυτοί οι αδελφοί Παλαιολόγοι, ο καθένας με το χαρακτήρα του και τις φιλοδοξίες του και στη μέση εμείς οι γυναίκες. Να προσπαθούμε να είμαστε κοντά στα θέλω και τα πιστεύω τους και πάλι να μην τα καταφέρνουμε. Ας είναι... τώρα, τουλάχιστον για εφτά μήνες ακόμα, μπορώ να ελπίζω σε οικογενειακή ειρήνη. Και αν ο Θεός με ευλογήσει με γιο, τότε... τότε όλα θα λυθούν, θα δεις, Ανέζα. Αυτή τη φορά όλα θα έρθουν δεξιά, με τη βοήθεια του Κυρίου".
   Δεν ήρθαν όμως. Από την αρχή, η εγκυμοσύνη της Κλεόπα ήταν δύσκολη. Οι συνηθισμένες ζαλάδες και οι εμετοί, αντί να ελαττωθούν, όσο περνούσε ο καιρός χειροτέρευαν και η γυναίκα, αντί να παίρνει βάρος, έχανε. Η Δέσποινα έμοιαζε με φάντασμα του εαυτού της. Αδύνατη, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, θαμπά μαλλιά και νύχια, που συνεχώς έσπαζαν. Η Ανέζα ανησυχούσε. Το ίδιο και ο γιατρός, ο κυρ Πεπαγωμένος. Και οι δυο τους προσπαθούσαν με κάθε τρόπο που ήξεραν να βοηθήσουν τη Δέσποινα.
  
   Το καλοκαίρι εκείνη τη χρονιά ήταν ιδιαίτερα ζεστό. Ο ήλιος πυρπολούσε τον κάμπο ξεραίνοντας τα πάντα. Άνθρωποι και ζώα υπέφεραν από τη ζέστη και την έλλειψη νερού. Λες και ο Θεός ήθελε να τιμωρήσει τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους. Ο Ευρώτας, ο μεγάλος τροφοδότης, η πηγή της ζωής του κάμπου και του Μυστρά, έμοιαζε τώρα περισσότερο με ρυάκι με θολά νερά παρά με το ορμητικό ποτάμι του χειμώνα. Σε ορισμένα σημεία μάλιστα μπορούσες να περάσεις άφοβα από τη μια όχθη στην άλλη -το νερό, όπου υπήρχε, δεν έφτανε πάνω από τον αστράγαλο. Στους νερόλακκους που σχηματίζονταν στην κοίτη του σύννεφο σηκώνονταν τα κουνούπια, που γίνονταν ιδιαίτερα επιθετικά σαν έπεφτε ο ήλιος.
   Και σαν να μην έφταναν η ζέστη και η έλλειψη του νερού -ή ίσως λόγω αυτών- έκαναν την εμφάνισή τους και οι αρρώστιες. Μαλάρια και τύφος. Οι φτωχοί κολίγοι ήταν οι πρώτοι που υπέφεραν.
   Η Ανέζα δεν κατέβαινε συχνά τώρα στον κάμπο. Ο Αλέξιος είχε πολύ καιρό να της στείλει μήνυμα. Δύο μήνες κιόλας είχαν περάσει από την τελευταία τους συνάντηση. Ποτέ άλλοτε δεν είχε αργήσει τόσο. Ποιος ξέρει τι τον εμπόδιζε αυτή τη φορά. Το ερωτευμένο μυαλό της έπλαθε διάφορες αιτίες, η μία χειρότερη από την άλλη.
   Γεννάει η γυναίκα του και θέλει να είναι κοντά της.
   Μετάνιωσε για τη σχέση μας και ο πνευματικός του τού απαγόρευσε να με ξαναδεί.
   Με βαρέθηκε και δεν ξέρει πώς να μου το πει.
   Είναι σε πόλεμο.
   Είναι άρρωστος.
   Κάποιο από τα παιδιά είναι άρρωστο.
   Πέθανε! Σκοτώθηκε!
   Βασανιζόταν, έκλαιγε όταν ήταν μόνη, δεν ήξερε τι να κάνει. Θα ήθελε να είχε φτερά, να πέταγε ως εκεί που βρισκόταν ο αγαπημένος της, να τον δει. Να βεβαιωθεί ότι είναι καλά, ότι την αγαπά ακόμα.
   Τέλος, μια μέρα του Ιουλίου που η ζέστη καθόταν σαν βαρύς μανδύας πάνω στους ανθρώπους και ο κάμπος, όπως φαινόταν από το Μυστρά, έμοιαζε τυλιγμένος σε θολή κάπνα, ήρθε το μήνυμα που περίμενε. Το έφερε ένας καλόγερος την ώρα που καθισμένη δίπλα στην Κλεόπα της διάβαζε από το αγαπημένο της βιβλίο. Τον «Φαίδρο» του Πλάτωνα.
   "Αχ, πόσο με δροσίζει αυτή η εικόνα! Το ψηλό πλατάνι, η λυγαριά, το νερό στο ποταμάκι και το τραγούδι των τζιτζικιών... Συνέχισε, καλή μου".
   Η Κλεόπα με κλειστά τα μάτια απολάμβανε τον αρχαίο λόγο. Ο διάλογος αυτός του Πλάτωνα δεν ήταν μόνο στην Κλεόπα αγαπητός, αλλά και στην ίδια την Ανέζα, που όσο τον διάβαζε τόσο εμβάθυνε στα νοήματά του. Καταλάβαινε πολύ καλά τα αισθήματα που γεννά ο έρωτας.
   Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας υπηρέτης ν' αναφέρει πως είχε έρθει ένας καλόγερος που ζητούσε να δει τη γιατρέσα, γιατί είχε ένα επείγον μήνυμα να της δώσει.
   Η Ανέζα νόμισε πως όλο το αίμα έφυγε από την καρδιά της και πήγε στο πρόσωπό της. Έκανε να σηκωθεί, η Κλεόπα, όμως, δεν την άφησε.
   "Ας έρθει ο άγιος άνθρωπος εδώ, θα ωφεληθούμε από την παρουσία του".
   Ο καλόγερος ήταν ρυπαρός και σκονισμένος. Προσκύνησε με ύφος ταπεινό την Κλεόπα -"ευσεβεστάτη και πανένδοξος Δέσποινα, αρωγός των ταπεινών και πτωχών, ως ο ελάχιστος εγώ..." άρχισε- το βλέμμα του, όμως, δεν ήταν καθόλου ταπεινό, όπως το σήκωσε και αναζήτησε μέσα στις αρχόντισσες που ήταν γύρω από την Κλεόπα τη γιατρέσα.
   "Με την άδειά σου, Δέσποινα, αναζητώ τη γιατρέσα Αγνή, έχω μήνυμα να της δώσω από τον αδελφό της".
   "Τον αδελφό της; Ο Ιωάννης είναι ελεύθερος;"
   Η Κλεόπα απόρησε.
   "Δε γνωρίζω το όνομα του αδελφού της γιατρέσας, Δέσποινα· και σ' εμένα το μήνυμα το έφερε ένα παιδί. Μου είπε μόνο να της πω πως ο αδελφός της είναι καλά, αλλά ο θείος της είναι βαριά άρρωστος και τη χρειάζεται".
   Η καρδιά της Ανέζας χτυπούσε ακατάστατα στο στήθος της. Νόμισε πως όλοι στην αίθουσα άκουγαν τους χτύπους. Το στόμα της είχε στεγνώσει, δεν μπορούσε να πει κάτι να ευχαριστήσει τον καλόγερο.
   Την πρόλαβε η Κλεόπα.
   "Αυτό είναι πολύ λυπηρό. Άγιε καλόγερε, μείνε, σε παρακαλώ, να προσευχηθούμε όλες για την υγεία του θείου της γιατρέσας μας..."
   Αργότερα, σαν έμειναν μόνες, η Κλεόπα δε μιλούσε. Έμενε με τα μάτια κλειστά, αμίλητη, σαν να προσευχόταν. Ανήσυχη την παρατηρούσε η Ανέζα, μην τολμώντας να ταράξει την ησυχία της και να της ζητήσει την άδεια να φύγει. Ανυπομονούσε να τρέξει στο καλύβι του κάμπου. Όταν κάποτε άνοιξε τα μάτια, κοιτώντας την Ανέζα κατάματα, είπε με φωνή σοβαρή και λυπημένη:
   "Για σένα προσευχόμουν, Ανέζα. Φαντάζομαι, θα θέλεις να πας να δεις αυτόν τον άγνωστο θείο. Να μη σε κρατώ, λοιπόν, θα σε χρειάζεται... Μόνο να προσέχεις, Ανέζα, γι' αυτό προσευχόμουν. Τα μονοπάτια που βαδίζεις είναι σκοτεινά και επικίνδυνα και ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε βγάλουν..." 
   Τα λόγια της σαν βέλη τρύπησαν την καρδιά της.
   Η Δέσποινα ξέρει πού πάω...
   "Σε ευχαριστώ, Δέσποινα, ξέρω τους κινδύνους..." ψιθύρισε, ενώ έσκυβε να φιλήσει την άκρη του φορέματός της.
   Αμέσως μετά κατηφόριζε προς το καλύβι που θα στέγαζε για λίγο τον χωρίς αύριο έρωτά της. Τίποτε άλλο δεν την απασχολούσε πια. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί το γρηγορότερο στην αγκαλιά του Αλέξιου. Όλα τα είχε ξεχάσει: τις αγωνίες, τους φόβους, τις τύψεις και τη ντροπή... όλα.
   Ο Αλέξιος έφτασε αργά το βράδυ. Τα λυχνάρια στα σπίτια του οικισμού των κολίγων είχαν σβήσει από ώρα. Οι άνθρωποι ξεκούραζαν τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους, προσπαθώντας να κοιμηθούν και να γλιτώσουν για λίγο από τη ζέστη που είχε σωρευτεί στα σώματά τους στη διάρκεια της ημέρας. Τα σκυλιά γάβγιζαν στο πέρασμά του, όμως κανείς δε βγήκε να δει τι γινόταν. Είχαν συνηθίσει να ακούν να περνάνε μέσα στη νύχτα καβαλάρηδες. Ποτέ δεν ήταν για καλό· είτε στρατιώτες, είτε ληστές, μόνο μπελάδες έφερναν. Καλύτερα να μη βρίσκεται κανείς στο διάβα τους. Όποιοι κι αν είναι θα περάσουν, όπως όλα τα κακά. Καλύτερα να μη δίνουν στόχο.
   Στο καλύβι το καντήλι έκαιγε μπροστά στις εικόνες που ήταν σκεπασμένες με ένα καθαρό μαντίλι. Όπως κάθε φορά... Η Ανέζα δεν ήθελε τα εικονίσματα μάρτυρες της αμαρτίας. Ο Αλέξιος γονάτισε και έκανε το σταυρό του. Ζήτησε συγχώρηση για τον εαυτό του και την Ανέζα, που σιγανά είχε έρθει κοντά του και γονατιστή και εκείνη προσευχόταν.
   Είμαστε δύο αμαρτωλοί. Ο δαίμων της ακολασίας μάς κατέχει. Αν μόνο είχα καταφέρει να μείνω σταθερός, όπως την πρώτη φορά που την ξαναβρήκα. Τότε που έφυγα σαν κυνηγημένος... Όμως, η σαρξ είναι ασθενής και η λογική και η ηθική δε μπορούν να καταπνίξουν τις ορμές και τις επιθυμίες μας... Ήμαρτον, Κύριε... Ήμαρτον για το παρελθόν και το παρόν. Ήμαρτον και για το μέλλον.
   Σηκώθηκε με κόπο. Το παλιό τραύμα, αυτό που είχε περιποιηθεί εκείνη, του δυσκόλευε τις κινήσεις. Κάθε φορά που ένιωθε ενόχληση τη θυμόταν· τα απαλά χέρια της όταν του άλλαζε τους επιδέσμους ή του άπλωνε τα δροσερά πανιά για να του πάρει τον πυρετό. Θυμόταν και το τρυφερό πρώτο φιλί της στο μέτωπό του, όταν νόμιζε πως εκείνος κοιμόταν. Θυμόταν και το πόσο απαλό ήταν το δέρμα στο λαιμό της όταν τράβηξε το φλουρί. Θυμόταν πόσο φούσκωνε το παρθενικό στήθος της μέσα από το απλό ρούχο. Μα πάνω απ' όλα, θυμόταν το φιλί που ήταν έτοιμος να δώσει και να δεχθεί -γιατί και εκείνη ήταν έτοιμη να τον φιλήσει- αλλά τελικά δεν έδωσε, ούτε πήρε. Ένα όνειρο που ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή και που το κυνηγούσε χρόνια και χρόνια, ώσπου την ξαναβρήκε.
   Μεγάλη γυναίκα πια τη βρήκε, ώριμη, δοκιμασμένη στον πόνο, αλλά πάντα τρυφερή στην καρδιά. Πόσο την αγαπούσε, πόσο θα ήθελε να ήταν αυτή η σύνευνή του, η μητέρα των παιδιών του, η σύντροφος της ζωής του, το απάνεμο λιμάνι του... Όμως, ο Θεός δεν το θέλησε... Ποιος την έβαλε πάλι στο δρόμο του; Ο Θεός ή... Τρόμαξε με τη σκέψη του αυτή και έκανε πάλι το σταυρό του, να εξιλεωθεί.
   Η Ανέζα, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του, σιωπηλή έπεσε στην αγκαλιά του. Έτρεμε σαν πουλί. Ένα μικρό τρομαγμένο πουλάκι. Έχωσε το πρόσωπό του στα φλογοκόκκινα μαλλιά της και ανάσαινε το γνώριμο άρωμά της· άρωμα λουλουδιών ανακατεμένο με μυρωδιές από βότανα και φάρμακα. Ένιωθε το κορμί της να καίει, όπως και το δικό του, και πια δε μπορούσε να κρατηθεί. Η αμαρτία είναι γλυκιά όταν αγαπάς και σε αγαπούν. Το κρεβάτι τούς περίμενε... Οι τύψεις θα έρχονταν αργότερα. Όταν θα γύριζε σπίτι του, σαν θα έβλεπε το μικρό κατσουφιασμένο πρόσωπο της γυναίκας του και θα άκουγε και πάλι τα αιώνια, μικρά παράπονά της.
   Τη λυπόταν τη Ζαμπία. Ποτέ δεν την αγάπησε, τους έδενε όμως ένας ιερός δεσμός και είχε καθήκον απέναντι στο Θεό να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που του επέβαλλε ο ρόλος του συζύγου. Λίγο καιρό πριν της είχε ζητήσει να ζουν αγγελικά, σαν αδέλφια. Δεν είχε νόημα να ζουν αλλιώς. Είχαν αποκτήσει απογόνους. Τρία αγόρια τού είχε δώσει το αδύνατο, παιδικό κορμί της, που ποτέ δεν κατάφερε να γίνει ένα με το δικό του.
   Αρκετά...
   Το άλλο βράδυ έφυγε. Όπως πάντα, δεν έδωσε καμιά υπόσχεση για το πότε θα ξαναβλέπονταν. Ούτε εκείνη του ζήτησε να της πει. Έτσι γινόταν πάντα. Ερχόταν, έφευγε σαν όνειρο. 
   Θα ξανάρθω όταν μπορώ.
   Θα ξανάρθει όταν μπορεί.
   Με την καρδιά αδειανή γύρισε στο παλάτι η Ανέζα. Δεν ένιωθε καλά. Ο λαιμός της πονούσε λίγο. Δεν έδωσε σημασία και πήγε να δει την Κλεόπα. Ανησυχούσε μήπως είχε συμβεί κάτι τις δύο μέρες που έλειψε. Η Δέσποινα, όμως, ήταν μια χαρά. Καλύτερα από τη μέρα που την άφησε. Είχε πάρει λίγο χρώμα και η Ανέζα αναθάρρησε.
   Λίγο ακόμα, άλλους τρεις μήνες ακόμα... Υπομονή.
   "Έγινε καλά ο θείος σου;"
   Η φωνή της ήταν λίγο περιπαικτική, ή της φάνηκε έτσι;
   "Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, Δέσποινα. Πέρασε με τη βοήθεια του Θεού..."
   "Ελπίζω να τον έχει πάντα καλά ο Ύψιστος και να μη χρειαστεί σύντομα να πας να τον γιατρέψεις πάλι..." είπε· και σκύβοντας πιο κοντά, για να μην την ακούσουν οι άλλες γυναίκες, πρόσθεσε σιγανά: "Κάλυψε το λαιμό σου, φαίνεται το σημάδι..."
   Ήξερε λοιπόν...
   Κατακόκκινη, βιαστικά, έφερε τις άκρες της καλύπτρας γύρω από το λαιμό της.
   Πώς έγινε και δεν το πήρε είδηση; Ανόητη!
   Το βράδυ έκανε υψηλό πυρετό με ρίγη. Μόνη της έφτιαξε τα φάρμακα που χρειάζονταν. Το πρωί είχε πέσει ο πυρετός και γύρισε στο παλάτι. Ένιωθε αδύναμη, αλλά δεν είχε πυρετό και μπόρεσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της, που δεν ήταν άλλα παρά η φροντίδα της υγείας της Κλεόπα, η διατροφή της και η παρακολούθηση της πορείας της εγκυμοσύνης της. Όλα πήγαιναν καλά. Η μικρή κοιλιά της Δέσποινας μόλις που διακρινόταν κάτω από τα φαρδιά μεταξωτά ρούχα της.
   "Να συνεχίσουμε την ανάγνωση του «Φαίδρου», είναι τόσο ωραία, τόσο σωστά αυτά που λέει ο Σωκράτης για τον έρωτα. Δε συμφωνείς Ανέζα;"
   Φυσικά και συμφωνούσε. Πώς όχι, όταν η ίδια ήξερε καλά τη δύναμη που είχε το μαύρο άλογο της ψυχής που καταδυνάστευε το άσπρο της λογικής και που έκανε τον ηνίοχο να χάνει τον έλεγχο; Μήπως η ίδια δεν ήξερε πως αυτό που έκανε ήταν αμαρτία;
   Το βράδυ ο πυρετός επανήλθε, πιο δυνατός, και με ρίγη. Να ήταν μαλάρια; Ίσως δε θα έπρεπε να πάει την επομένη στο παλάτι, να μη θέσει σε κίνδυνο την υγεία της Κλεόπα. Το πρωί, όμως, ο πυρετός είχε φύγει και στο παλάτι τη ζητούσαν επειγόντως. Η Δέσποινα δεν αισθανόταν καλά, πονούσε ο λαιμός της.

   Όταν η Ανέζα έφτασε στο παλάτι, η Κλεόπα ήταν ήδη χειρότερα. Είχε υψηλό πυρετό και το σώμα της το τάραζαν φοβεροί σπασμοί.
   "Το πρωί που ξύπνησε παραπονέθηκε πως πονούσε ο λαιμός της, αλλά είπε πως δεν ήταν τίποτε και ότι θα το φρόντιζες εσύ, κυρά-γιατρέσα. Δε μας άφησε να φωνάξουμε τον κυρ Πεπαγωμένο. “Θα έρθει σε λίγο η Ανέζα, δεν υπάρχει λόγος να την ενοχλήσετε από τα χαράματα”, έτσι μας είπε. Εγώ, όμως, κυρά μου, δεν την άκουσα και σε φώναξα. Το κοριτσάκι μου ψήνεται στον πυρετό και δες πώς σπαράζει... Μαντόνα μία, βοήθα μας!"
   Η Μαρκέλλα, η ηλικιωμένη παραμάνα της Δέσποινας ξεφώνιζε με απόγνωση. 
   "Μη φωνάζεις, σιόρα Μαρκέλλα, ταράζεις τη Δέσποινα. Δεν το καταλαβαίνεις; Άφησέ με να κάνω τη δουλειά μου με ησυχία".
   Η αλήθεια ήταν πως και η ίδια είχε τρομάξει με την κατάσταση της Κλεόπα. Λόγω της εγκυμοσύνης, δίσταζε να της δώσει φάρμακα που θα έριχναν τον πυρετό. Από την άλλη, έπρεπε να πέσει ο πυρετός για να σταματήσουν οι σπασμοί που μπορούσαν να την κάνουν ν' αποβάλει.
   Πάνω στην ώρα ήρθε, ειδοποιημένος και αυτός, και ο κυρ Πεπαγωμένος. Η Ανέζα ανακουφίστηκε που τον είδε. Μαζί θα πολεμούσαν να κάνουν καλά τη Δέσποινα.
   Με μεγάλη προσπάθεια, με ψυχρά επιθέματα και ήπια βότανα κατάφεραν να υποχωρήσει ο πυρετός και να σταματήσουν οι σπασμοί. Και εκεί που έλεγαν πως ο μεγάλος κίνδυνος πέρασε, ήρθε το μεγαλύτερο κακό. Η Κλεόπα άρχισε να έχει αιμορραγία και λίγο μετά ακολούθησαν οι ωδίνες. Το καταπονημένο από τον πυρετό και τους σπασμούς σώμα της, αλλά και από τη γενικότερη δυσανεξία που είχε καθ' όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεν άντεξε. Οι ωδίνες ήταν έντονες και συχνές.
   Η Κλεόπα, με τα μάτια θολά από τον πυρετό και τον πόνο, γαντζωνόταν από τα χέρια της Ανέζας χωρίς να φωνάζει. Η Ανέζα δεν άντεχε να τη βλέπει να υποφέρει τόσο.
   "Να της δίναμε λίγη παπαρούνα, να μην υποφέρει;" ρώτησε σιγά τον κυρ Πεπαγωμένο. Εκείνος, όμως, έγνεψε αρνητικά. 
   "Σε λίγο τελειώνει... δεν έχει νόημα".
   Ένα μικρό αγοράκι, τέλεια σχηματισμένο, ένα κουκλάκι ίσα με την παλάμη της, γεννήθηκε νεκρό.
   Η μητέρα του δεν το είδε ποτέ. Ήταν ήδη αναίσθητη.
   Αργότερα, σαν συνήλθε κάπως, ζήτησε να μείνει μόνη με την Ανέζα.
   "Σ' ευχαριστώ που υπήρξες στη ζωή μου", της είπε. "Κάποτε ένιωσα πως με είχες προδώσει και σε είχα απομακρύνει. Είχα κάνει λάθος, σου ζητώ συγγνώμη. Εσύ έκανες αυτό που έπρεπε τότε. Τώρα, όμως, πρέπει να προσέχεις. Ο δρόμος που ακολουθείς είναι δύσβατος. Δε θα σε οδηγήσει πουθενά. Μόνο ταπείνωση και δάκρυα θα σου δώσει. Σ' το λέω γιατί σε αγαπώ σαν αδελφή μου. Κρατήσου, αν μπορείς, μακριά. Από την άλλη, όμως, πρέπει να ομολογήσω πως σε ζηλεύω, γιατί ζεις αυτό που δεν έζησα, ούτε θα ζήσω ποτέ: τον έρωτα. Πρόσεχε, όμως. Δε θα είμαι εδώ να σε προστατεύω..."
   Η Ανέζα πήρε το στεγνό από τον πυρετό χέρι της και το έφερε στα χείλη της. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της που δε μπορούσε να σταματήσει.
   "Θα γίνεις καλά, Δέσποινα, θα σε κάνουμε καλά. Ο κυρ Πεπαγωμένος και εγώ θα σε γιατρέψουμε, ο κίνδυνος πέρασε..."
   "Δεν πέρασε, Ανέζα. Η ζωή φεύγει από μέσα μου, το νιώθω. Πες στη Μαρκέλλα ότι στο τελευταίο ταξίδι μου δε θέλω να φορέσω στολίδια και πολύτιμα ρούχα. Να με ντύσει όπως όταν ήρθα στο Μυστρά από την πατρίδα μου. Ξέρει αυτή, έχει φυλάξει τα ρούχα..."
   "Μη μιλάς έτσι, κυρά μου, δε θέλω να σε ακούω να λες αυτά τα λόγια". 
   "Είσαι γιατρός, Ανέζα, δε βλέπεις πως έχασες τη μάχη με τον Μαύρο καβαλάρη;" 
   Το βράδυ της ίδιας μέρας επανήλθε ο πυρετός. Κάποια στιγμή, μέσα στη νύχτα, ζήτησε την κόρη της. Ξύπνησαν τη μικρή Ελένη και την έφεραν να αποχαιρετήσει τη μητέρα της. Το παιδί δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε και έκλαιγε, γιατί νύσταζε και ήθελε να γυρίσει στο κρεβάτι του.
   Στο δωμάτιο της Δέσποινας τώρα είχαν μαζευτεί όλοι οι άρχοντες και οι αρχόντισσες του Μυστρά. Ο Θεόδωρος, καθισμένος δίπλα της, της κρατούσε το χέρι. 
   "Μη με αφήσεις, Κλεόπα..." της έλεγε κάθε τόσο.
   "Φεύγω, Θεόδωρε, ο βαρκάρης με περιμένει, δεν τον βλέπεις; Φώναξε τον παπά... το δικό σου..."
   Εξομολογήθηκε και κοινώνησε σαν Ορθόδοξη χριστιανή. Όπως της ζητούσε με επιμονή όλα τα χρόνια ο Δεσπότης. Ύστερα, όπως σβήνει ένα κερί, έσβησε και η αναπνοή της. Και η ωραία, καλή και σοφή Κλεόπα έπαψε να υπάρχει (5). Η αθάνατη ψυχή της αποχωρίστηκε από το φθαρτό σώμα της.

   Αιώνες μετά το θάνατό της (6) αυτό που κάποτε είχε υπάρξει το σώμα της Κλεόπα Μαλατέστα, Δέσποινας του Μυστρά, αποκαλύφθηκε και πάλι στα μάτια κάποιων αρχαιολόγων που άνοιξαν τη σαρκοφάγο της; Η ψυχή της όμως; Ποιος μπορεί να πει, ποιος ξέρει να πει τι έγινε η αθάνατη ψυχή της; Γύρισε πάλι στη γη; Και σε ποια μορφή; Άραγε ο κύκλος της ολοκληρώθηκε με τον θάνατό της εκείνο το ζεστό καλοκαίρι στο Μυστρά;

   Ο θάνατος της Κλεόπα βύθισε σε πένθος όλο το Μυστρά. Μαύρες σημαίες κυμάτιζαν στο παλάτι, στο κάστρο και στ' αρχοντικά. Οι καμπάνες των πολυάριθμων εκκλησιών χτυπούσαν πένθιμα σαράντα μέρες. Στα αρχοντικά, στα πλούσια και στα φτωχικά σπίτια, στην αγορά, παντού είχε πέσει πένθος βαρύ. Ήταν πολύ αγαπητή η Κλεόπα. Με καλοσύνη και σεμνότητα προσέτρεχε όποιον είχε ανάγκη.
   Την ημέρα της κηδείας σύσσωμος ο λαός έσπευσε με αναμμένα κεριά να συνοδεύσει τη νεκρή στην τελευταία κατοικία της. Μόνο οι άρρωστοι και οι ανήμποροι έμειναν στα σπίτια τους. Το φέρετρό της δεν το άφησαν να το φέρουν οι νεκροπομποί· απλοί άνθρωποι του λαού, που την είχαν γνωρίσει και αγαπήσει, το πήραν και το κουβάλησαν στους ώμους τους, σαν κάτι πολύτιμο και αγαπητό που έχαναν.
   Μέσα στο ναό, παρά την αφόρητη ζέστη, επικρατούσε το αδιαχώρητο. Όλοι ήθελαν να είναι παρόντες.

   «Οδύρονται δε και πόλεις και κώμαι πάσαι σχεδόν» (7).

   Κρυμμένη πίσω από μια κολόνα στο γυναικωνίτη, η Ανέζα προσευχόταν και αυτή για τη φίλη που έχασε. Τη φίλη που στις τελευταίες στιγμές της ζωής της είχε το μεγαλείο να της ζητά συγγνώμη και να νοιάζεται για εκείνη.
   Καλόν Παράδεισο, Κλεόπα...
   Μέσα από τους καπνούς των θυμιατών, το τρεμούλιασμα των κεριών και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της ασταμάτητα, ξεχώρισε τη θολή μορφή του δεσπότη Θεόδωρου στο θρόνο του. Έμοιαζε χαμένος στη δυστυχία του. Η γυναίκα που είχε αντιτάξει τη δική της ισχυρή προσωπικότητα στη δική του, που είχε γεμίσει την καρδιά του με τα πιο αντιφατικά αισθήματα και που στο τέλος τον είχε κατακτήσει, τώρα, στη δύσκολη καμπή της ζωής του, τον άφηνε μόνο. Χωρίς διάδοχο, μόνο με τη μικρή Ελένη, ένα δύσκολο παιδί, που τώρα μαυροντυμένο παρακολουθούσε και αυτό την κηδεία της μητέρας του από το γυναικωνίτη με τις άλλες γυναίκες. Η δική του γυναίκα και ο γιος, που θα του έφερνε σε τρεις μήνες, είχαν φύγει για το μεγάλο ταξίδι.
   Με πετρωμένο πρόσωπο, χωρίς δάκρυα, άκουγε μηχανικά, χωρίς να καταλαβαίνει, αυτός που ήξερε όλους τους ψαλμούς και το τυπικό των λειτουργιών, αυτός που κάποτε, για να ξεφύγει από τη γυναίκα του, ήθελε να γίνει μοναχός, τώρα άκουγε σαν σε όνειρο τα υπέροχα λόγια της νεκρώσιμη ακολουθίας.

   «Ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος;
   Ποία δόξα έστηκεν επί γης αμετάθετος;
   Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα·
   μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται...» (8)

   Μια απατηλή σκιά ονείρου ήταν και η Κλεόπα, ενός ονείρου που μοιράστηκε τη ζωή της μαζί του, και για λίγο φώτισε τη δύουσα δόξα της χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας.
   Όπως ήταν συνήθεια, μίλησαν πολλοί για τη νεκρή Δέσποινα. Ο πρίγκιπας Χειλάς, ο ιερέας Ιωάννης, ο Βησσαρίων, ο κυρ Πεπαγωμένος... Όλοι ήθελαν να παινέψουν τις χάρες της και να εκφράσουν τα αισθήματα που τους είχε εμπνεύσει.
   Όταν όμως σηκώθηκε ο Βησσαρίων για να απαγγείλει τη μονωδία, τον επικήδειο, παρηγορητικό λόγο για το Δεσπότη και υμνητικό για τη νεκρή, και ακούστηκε η γλυκιά φωνή του:
   «Ω, ποσάκις μεν αυτήν αναζητήσομεν, ουδέν δε μάλλον ευρήσομεν» (9),
   τότε πια ο Θεόδωρος τσάκισε. Τα δάκρυά του ενώθηκαν με τα δάκρυα του κόσμου. Το ψυχρό προσωπείο του Δεσπότη έπεσε, αφήνοντας γυμνό το πρόσωπο του άντρα που άργησε να εκτιμήσει και να αγαπήσει αυτό που είχε. Θα την αναζητούσε πολλές φορές στο μέλλον, αλλά δε θα την έβρισκε.
   Ο λόγος του Πλήθωνος ήταν λιγότερο συναισθηματικός και περισσότερο μια φιλοσοφική πραγματεία. Αρχίζοντας με μια αναφορά στο Σόλωνα, προχώρησε μιλώντας για τις αρετές της νεκρής.

   «Απάσης αρετής αυτήν είδει κατεκεκοσμήκει, φρονήσεως, σωφροσύνης, επιεικείας, χρηστότητος, ευσεβείας, φιλανδρίας, γενναιότητος.
    Προς τω του σώματος κάλλει, λαμπρώ όντι, πολύ έτι λαμπρότερον τε και θειότερον το της ψυχής αντεπιδεδειγμένη, είδωλόν τι το της ψυχής κάλλος το του σώματος απέφαινεν» (10).

   Η φυσική ομορφιά της αντανακλούσε την ομορφιά της ψυχής της. Η ευχή του Σωκράτη στο «Φαίδρο» να δώσουν οι θεοί να είναι «τα έξωθεν τοις εντός φίλια» (11) εκπληρώθηκε στην Κλεόπα. Ο φιλόσοφος τόνισε ιδιαίτερα το γεγονός πως απαρνήθηκε την πολυτέλεια και την εύκολη ζωή που είχε μάθει στην πατρίδα της την Ιταλία για να ακολουθήσει τον αυστηρό και λιτό τρόπο ζωής της νέας πατρίδας της. Ακόμα και το δόγμα του άντρα της είχε ακολουθήσει και μάλιστα είχε πρόσφατα μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων.
   Παρηγόρησε το Δεσπότη μιλώντας για την αθανασία της ψυχής. Και κατέληξε θυμίζοντας για άλλη μια φορά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε το Δεσποτάτο και υποδεικνύοντας στο Δεσπότη, αφού παρηγορηθεί, ν' αφήσει κατά μέρος τη μεγάλη λύπη και να ασχοληθεί με την επίλυση των προβλημάτων του Δεσποτάτου.

   «Το πολύ της αθυμίας αφαιρεί καίτοι εκείνο λογιζόμενος, ως σε δει ήδη προς τοις πράγμασιν γενόμενος σώζειν τα κοινά» (12).

   Την έθαψαν στο ναό της Αγίας Σοφίας, στη Μονή Ζωοδότου, δίπλα στην άτυχη Μαγδαληνή-Θεοδώρα Παλαιολογίνα.

   Μετά το θάνατο της Κλεόπα, η Ανέζα κατέφυγε στο καλύβι του κάμπου. Δεν ήταν μόνο ότι τώρα ένιωθε το τεράστιο κενό της απώλειας της Κλεόπα, αλλά και το ότι τίποτε δεν την έδενε πια με την καστροπολιτεία. Βέβαια, εδώ ζούσαν συγγενείς από τη μεριά της μητέρας της. Δεν είχε, όμως, ως τότε τολμήσει να αποκαλύψει την ταυτότητά της και δε θα το έκανε τώρα. Εκείνο, πάντως, που την ανάγκασε να φύγει ήταν η ίδια η σπιτονοικοκυρά της. Η κυρα-Πιστή την επομένη της κηδείας της Κλεόπα της είπε χωρίς περιστροφές ότι θα έπρεπε να της αδειάσει τη γωνιά.
   "Δε σε θέλω στο σπίτι μου, κυρά μου. Δεν ξέρω αν είσαι γιατρέσα, όπως παριστάνεις, ή όργανο του Οξαποδώ. Εξαιτίας σου πέθανε η καλή κυρά μας Κλεόπα. Εσύ της κουβάλησες την αρρώστια. Σε άκουγα τα βράδια που σηκωνόσουν και φασάρευες στο μαγειρειό. Σε είχα ρωτήσει τι είχες και μου είχες πει πως δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, λίγος πονόλαιμος. Από πονόλαιμο, όμως, δεν πέθανε και η κυρά μας; Και εσύ, η περίφημη γιατρέσα, γιατί δεν την έσωσες; Μάγια θα της έκανες, το ξέρω. Κάνεις πως είσαι χριστιανή, όμως λίγο καιρό πιο πριν δεν περνούσες για Οβριά; Και έμενες με τους αντίχριστους και πήγαινες στη χάβρα τους και σίγουρα θα έπαιρνες μέρος στις τελετές τους, θα έπινες μαζί τους αίμα από αθώα βρέφη..."
   Και έφτυσε χάμω κάνοντας το σταυρό της.
   "Ντροπή σου, κυρα-Πιστή, να λες τέτοια λόγια. Κανείς δεν πίνει αίμα βρεφών. Πώς τα λες αυτά;"
   "Όλοι το ξέρουν, όλοι το λένε. Οι Οβριοί σταύρωσαν τον Κύριό μας και τα Σάββατα κάνουν περίεργες τελετές. Είσαι κολασμένη, να φύγεις, δε σε θέλω, μαγαρίζεις το σπίτι μου. Έχε χάρη που δε σε μαρτυράω στον παπά, να σε αφορέσει".
   "Και σαν τι θα πεις στον παπά, κυρα-Πιστή;" θύμωσε η Ανέζα. "Έχεις κάποιο παράπονο; Δε σε πληρώνω με το παραπάνω για την τρύπα που μου νοικιάζεις; Δε σε φρόντισα τόσες φορές που αρρώστησες; Και φάρμακα σου έδωσα και βότανα και δε σου ζήτησα να με πληρώσεις. Τι σου έκανα;"
   "Είσαι μάγισσα! Πήρες στο λαιμό σου την κυρά μας που με είχε ευεργετήσει· και είσαι και αμαρτωλή. Μοιχαλίδα, Ζεζεβέλ... Μη θαρρείς πως δεν ξέρω τι έκανες τότε που έλειπα στη Μονεμβασιά. Μου τα είπαν οι γειτόνοι. Έμπαζες τους άντρες κρυφά τη νύχτα στο τίμιο σπίτι μου. Και μη θαρρείς πως δεν ξέρω τι κάνεις κάτω στον κάμπο που τρέχεις κάθε τόσο. Σε έχουν δει με τον κουτσό. Ωραίο αγαπητικό έχεις, να τον χαίρεσαι..."
   "Ενώ εσύ, κυρα-Πιστή, έχεις όχι έναν, αλλά πολλούς, που πληρώνουν για τις μαραμένες χάρες σου". 
   Η χήρα έμεινε άφωνη για λίγο, μετά όμως συνέχισε το υβρεολόγιο.
   "Το τι κάνω εγώ δε σου πέφτει λόγος, σπίτι μου είναι, κάνω ό,τι θέλω. Εσύ να ξεκουμπιστείς τώρα".
   Μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε. Ευτυχώς υπήρχε το καλύβι στον κάμπο. Ο Αλέξιος ήξερε πού θα την έβρισκε. Ας μην αργούσε να έρθει, τώρα τον είχε τόση ανάγκη... Την αγκαλιά του και τα παρηγορητικά λόγια του.
   Δεν ήρθε όμως. Πέρασε καιρός μέχρι να τον ξαναδεί. Πέρασε όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι, το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Κάθε βράδυ άναβε το καντήλι και προσευχόταν στα εικονίσματα, να τον έχουν οι προστάτες άγιοι καλά και να της τον φέρουν γρήγορα κοντά της. Ανησυχούσε. Να είχε αρρωστήσει ο Αλέξιος ή κάποιος από τους δικούς του;
   Θεέ μου, έχε τον γερό και ας μην τον ξαναδώ ποτέ, αν αυτό είναι το θέλημά Σου.
   Κάθε τόσο ανέβαινε στο κάστρο. Πήγαινε να ακούσει τον Πλήθωνα και το Βησσαρίωνα.
   Τώρα δεν τον απέφευγε. Μια μέρα που το βάρος στην καρδιά της από την αγωνία για την τύχη του Αλέξιου είχε γίνει ανυπόφορο, του τα εξομολογήθηκε όλα. Και εκείνος, χωρίς να την επιτιμήσει, προσευχήθηκε μαζί της για να διώξει τον πειρασμό.
   "Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να διώξεις τον πειρασμό, Αγνή, αδελφή μου".
   Αυτή τη φορά την είπε «αδελφή» και όχι «κόρη», όπως μέχρι τότε. Γιατί; Τον ρώτησε.
   "Όλοι είμαστε αδέλφια, παιδιά του ίδιου πατέρα, του Θεού. Όλους μάς δοκιμάζει· και εσύ δοκιμάζεσαι τώρα πολύ και έχεις ανάγκη τη βοήθειά μου..."

   Της την έδινε απλόχερα τη βοήθειά του. Με την προσευχή και με ατέλειωτες συζητήσεις. Συζητήσεις θεολογικές για την ουσία του Θεού και τον προορισμό του ανθρώπου, αλλά και συζητήσεις φιλοσοφικές πάνω στα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ήταν πιστός μαθητής του Πλήθωνος και εκτιμούσε και θαύμαζε τον Πλάτωνα, χωρίς όμως ν' απορρίπτει, όπως εκείνος, τη διδασκαλία του Αριστοτέλη.
   Η Ανέζα χαιρόταν να τον ακούει και να συζητά μαζί του. Της άνοιγε καινούργιους ορίζοντες, της έδειχνε το δρόμο και οι αδύναμες ρίζες της ύπαρξής της, αυτές που είχε αρχίσει να βγάζει όταν άκουσε για πρώτη φορά τον Πλήθωνα να λέει «Έλληνες εσμέν», μεγάλωναν και βάθαιναν χάρη στις συζητήσεις με τον ιερομόναχο, που δεν έπαυε να τονίζει την ελληνικότητά του. «Είμαι τέκνον της Τραπεζούντος, παλαιόθεν Ελληνίδος πόλεως», επαναλάμβανε. Ποτέ δεν τον άκουσε να λέει πως ήταν Ρωμαίος, πάντα Έλλην έλεγε· και κοντά του η Ανέζα ένιωθε και αυτή περήφανη που, χάρη στο γένος της μάνας της, μετείχε στην ελληνική κληρονομιά.
   Όσα είχε ακούσει κοντά στη Μερόπη γύριζαν πίσω. Θυμόταν τους μύθους και την ιστορία που της μάθαινε και που τώρα δεν ήταν απλώς ωραίες ιστορίες, αλλά αποκτούσαν μια καινούργια διάσταση. Μέσα από τους μύθους έβλεπε τη διαχρονικότητα του γένους. Την επιβίωση των αρχαίων δοξασιών μέσα από διαφορετικό περίβλημα. Κάθε απορία που είχε πάνω σε όσα δίδασκε ο Πλήθων εύρισκε πρόθυμο το Βησσαρίωνα να της τα ξεδιαλύνει. Να παντρέψει τις δυο φαινομενικά αντίρροπες δυνάμεις, τον χριστιανισμό και την ελληνικότητα. Με τον πράο και γλυκό τρόπο του, ο Βησσαρίων της έδειχνε πως στην ουσία δεν υπήρχαν διαφορές στο πώς οι φιλόσοφοι, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, είχαν συλλάβει την ιδέα του θείου και της αθανασίας της ψυχής. Τι και αν πίστευαν πως η ψυχή έχει ανόδους και καθόδους και μπορεί να κατοικήσει σε διαφορετικά σώματα μέχρις ότου τελειωθεί; Η ουσία ήταν στο βάθος η ίδια. Η ψυχή είναι αθάνατη και επιζητεί την ένωση με το θείο. Πάνω σ' αυτή τη φιλοσοφική θεώρηση είχαν βασίσει και τη διδασκαλία τους οι πατέρες της Εκκλησίας, ο Βασίλειος και οι δύο Γρηγόριοι, που είχαν μαθητεύσει στις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών μαζί με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, αυτόν που αποκλήθηκε «αποστάτης» και «παραβάτης», αλλά που δεν ήταν παρά μια ταραγμένη ψυχή που, ψάχνοντας να βρει τον δρόμο της, ακολούθησε λάθος κατεύθυνση.
   Ώρες ολόκληρες μιλούσαν η Ανέζα και ο Βησσαρίων. Συζητώντας για θέματα πέρα από τα τετριμμένα, τα καθημερινά, ησύχαζε κάπως η ταραγμένη καρδιά της. Γιατί κοντά στην αγωνία για τον Αλέξιο, τώρα τη βασάνιζε και η ιδέα πως πράγματι αυτή ήταν η αιτία που έχασε τη ζωή της η Κλεόπα, όπως την κατηγορούσε η κυρα-Πιστή. Αν κάτω στον κάμπο είχε έρθει σε επαφή με κάτι μολυσμένο, αν κάποιος άρρωστος που είχε περιποιηθεί της είχε μεταδώσει τη δική του αρρώστια; Αν ήταν έτσι, τότε θα μετέφερε την αρρώστια στην Κλεόπα και ο οργανισμός της, εξασθενημένος ήδη από τη δύσκολη εγκυμοσύνη, δε μπόρεσε να τα βγάλει πέρα. Και κάτι άλλο ακόμα. Αν αυτή την αρρώστια, πριν ακόμα εκδηλωθεί στην ίδια, την είχε μεταφέρει στον Αλέξιο και εκείνος την πήγε στο σπίτι του;
   Ο Βησσαρίων, στον οποίο φανέρωσε τις σκέψεις της, την καθησύχασε.
   "Οι βουλές του Κυρίου είναι ανεξιχνίαστες. Ο Κύριος θέλησε να πάρει κοντά του τη Δέσποινα, εσύ δε θα μπορούσες να κάνεις κάτι αντίθετα προς τη θέλησή Του. Μη σε βασανίζουν τύψεις, δεν έκανες κακό με τη θέλησή σου", δεν έπαυε να της λέει.
   Εκείνη όμως δεν ησύχαζε.
   Από τη μια οι τύψεις, οι διπλές και τριπλές τύψεις για την αμαρτία που ζούσε, και η ευθύνη που ένιωθε πως είχε για το θάνατο της Κλεόπα, αλλά και το ενδεχόμενο να έχει αρρωστήσει και ο Αλέξιος, την κρατούσαν ξάγρυπνη τα περισσότερα βράδια. Αδυνάτισε πολύ και οι άσπρες τρίχες πλήθαιναν στα φλόγινα μαλλιά της.
   Όταν έρθει ο Αλέξιος θα βρει μια γριά... δε θα με θέλει πια... Σε λίγο θα είμαι τριανταδύο χρόνων γριά!
   Ώρες ώρες αναλογιζόταν αν θα έπρεπε να πάει να κλειστεί σε μοναστήρι, να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες της.
   Ο Βησσαρίων σίγουρα θα ενέκρινε την απόφασή της αυτή. Ο Πλήθων, όμως, θα την κοίταζε με οίκτο και θα της έλεγε:
   Τι κρίμα! Και φαινόταν πως είχες λίγο μυαλό. Προτιμάς, ως φαίνεται, την εύκολη ζωή του κηφήνος. Κρίμα!
   Η ελπίδα να ξαναδεί τον Αλέξιο ήταν αυτή που τη συγκρατούσε και δε φόρεσε το ράσο.

   Και εκεί που όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει και πως δε θα τον έβλεπε πια, ένα κρύο βράδυ του Μάρτη άκουσε το άλογό του και σε λίγο τον είδε να μπαίνει στο καλύβι. Έπεσε στην αγκαλιά του. Τα ξέχασε όλα, και τις προσευχές και τις τύψεις... τα πάντα, φτάνει που ήταν εκεί και πάλι.
   Εκείνος όμως δεν την αγκάλιασε. Την έσπρωξε απαλά πίσω. 
   "Περίμενε... θέλω να σου μιλήσω".
   Πάγωσε. Δεν τον ρώτησε τι ήθελε να της πει. Περίμενε.
   Θα μου πει πως δε μ' αγαπάει πια. Πως όλα τελείωσαν... Θεέ μου...
   "Πρέπει να σου πω γιατί έκανα τόσο καιρό να έρθω. Όταν έφυγα για τελευταία φορά και γύρισα στο Οίτυλο, έπεσα άρρωστος βαριά. Θα πέθαινα, αλλά ο Θεός με λυπήθηκε. Δε λυπήθηκε όμως τα αγοράκια μου. Αρρώστησαν και ο Θεός τα πήρε κοντά του. Πρώτα πέθανε το μωρό, μετά ο Κωνσταντίνος και τέλος ο Ανδρόνικος. Έμαθα το θάνατό τους όταν συνήλθα από την αρρώστια μου και τότε τρελάθηκα από τον πόνο. Μίλησα με τον πνευματικό μου και μου είπε πως εγώ έφταιγα για το θάνατο των παιδιών μου, γιατί είχα υποκύψει στην αμαρτία και πως για να εξιλεωθώ θα έπρεπε να μη σε ξαναδώ και να είμαι καλός με τη γυναίκα μου. “Τα παιδιά που πήρε ο Κύριος θα πρέπει να της τα αντικαταστήσεις”, μου είπε. “Το αμάρτημα που διέπραξες είναι πολύ βαρύ. ‘Ου μοιχεύσεις’, λέει ο Κύριος. Και εσύ όχι μόνο εμοίχευσες, και μάλιστα με την ανάδοχο του γιου σου, αλλά και αρνήθηκες το σπέρμα σου στη νόμιμη σύζυγό σου. Μεγάλη αμαρτία!” Μου επέβαλε βαριά επιτίμια και μετά από μια περίοδο μετάνοιας και νηστείας με υποχρέωσε να κοιμηθώ και πάλι με τη γυναίκα μου. Το έκανα. Και κάθε φορά που κοιμόμουνα μαζί της αμάρταινα μαζί σου... εσένα είχα στη σκέψη μου...
   » Έκανα το καθήκον μου. Όμως, παιδιά δεν της έδωσα, να πάρουν τη θέση των παιδιών που έχασε... Δε μπορεί να μείνει έγκυος και αυτό την κάνει δύστροπη και μελαγχολική. Με κατηγορεί κιόλας, όχι άδικα, πως εγώ φταίω, εγώ έφερα την αρρώστια στο σπίτι μας... Αυτό ήθελα να σου πω. Συγχώρησέ με... δε μπορώ να συνεχίσω αυτή τη διπλή ζωή. Αυτή είναι η τελευταία φορά που έρχομαι. Η Ζαμπία δεν ξέρει για σένα, μαντεύει όμως ότι υπάρχει μια άλλη γυναίκα στη ζωή μου. Από τότε που της είχα ζητήσει να ζούμε αγγελικά το είχε καταλάβει και με είχε ρωτήσει αν αγαπούσα άλλη και εγώ το είχα αρνηθεί. Είχα διαπράξει και αυτή την αμαρτία. Όταν μου επέβαλε ο πνευματικός τα επιτίμια, οι υποψίες της έγιναν βεβαιότητα. Αυτά είχα να σου πω. Συγχώρησέ με..."
   "Να σε συγχωρήσω γιατί; Γιατί με αγάπησες; Εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις. Αν αρρώστησες, η αιτία ήμουν εγώ. Και εγώ είχα αρρωστήσει όταν έφυγες. Σίγουρα από μένα αρρώστησες και εσύ και εξαιτίας μου έχασες τους γιους σου· και εγώ τη φίλη και προστάτιδά μου..."
   "Την Κλεόπα; Μα δεν πέθανε γιατί έχασε το παιδί που κυοφορούσε;" 
   "Έχασε το παιδί γιατί αρρώστησε. Είχε τα ίδια συμπτώματα με μένα, πονόλαιμο και υψηλό πυρετό, μόνο που εκείνη είχε και σπασμούς..."
   "Και τα αγοράκια μου είχαν σπασμούς, έτσι μου είπαν. Ο μικρούλης φώναζε “πάπα, πάπα”, με ζητούσε..."
   Η φωνή του τσάκισε. Έσκυψε το κεφάλι και έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε σαν μωρό παιδί.
   Χωρίς να διστάσει, η Ανέζα τον αγκάλιασε και τον έβαλε να καθίσει δίπλα της στο κρεβάτι. Εκείνος έγειρε στον κόρφο της και τα δάκρυά του μούσκεψαν το τραχύ, μαύρο, πένθιμο ρούχο της.
   Τα δάκρυα, λένε, είναι ευεργετικά. Από μωρό, ο άντρας στην αγκαλιά μιας γυναίκας -μάνας, συζύγου, ερωμένης- αποζητάει τη θαλπωρή. Και ο Αλέξιος αποζητούσε όχι μόνο τη θαλπωρή, αλλά και τον έρωτα της γυναίκας που τον κρατούσε στην αγκαλιά της. Τα δάχτυλά του, σαν οδηγημένα από μόνα τους, έλυσαν το κορδόνι που κρατούσε το ρούχο κλειστό. Το φλουρί της μάνας της έλαμψε στο μισοσκόταδο...
   Έχουν να λένε πως ο δρόμος για την Κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Όσες καλές προθέσεις και αν είχαν ο Αλέξιος και η Ανέζα να μην αμαρτήσουν ξανά, δεν τις τήρησαν.
   Καμιά προσευχή, κανένα επιτίμιο δεν είναι ισχυρότερα από τον έρωτα.
   Το μαντίλι της Ανέζας κάλυψε κι εκείνη τη βραδιά τα εικονίσματα.

   Το ήξερε από την πρώτη στιγμή. Το πρωινό της ίδιας μέρας που ξύπνησε στην αγκαλιά του ήξερε πως ο έρωτάς τους είχε καρποφορήσει. Ακούγεται αφύσικο, οι γυναίκες όμως ξέρουν πότε έπιασαν παιδί και ποιος είναι ο πατέρας. Το ξέρουν, αρκεί να είναι ερωτευμένες. Ο έρωτας τα κάνει όλα δυνατά. Το ήξερε η Ανέζα και του το είπε σαν άνοιξε τα μάτια του.
   "Εγώ θα σου δώσω το παιδί που έχασες, Αλέξιε. Απόψε συνέλαβα το παιδί σου. Δεν ξέρω αν θα είναι αγόρι. Θα είναι όμως το παιδί μας... το παιδί του έρωτά μας· το παιδί της αμαρτίας.
   Το τελευταίο δεν το είπε δυνατά, το σκέφτηκε μόνο.
   Δεν έδειξε να απορεί, δεν τη ρώτησε πώς το ήξερε, δεν της είπε να μη λέει κουταμάρας, όπως θα έκανε ένας άλλος άντρας. Τη φίλησε μόνο τρυφερά.
   "Να είσαι ευλογημένη, άγγελέ μου".
   Τον επόμενο μήνα η Ανέζα βεβαιώθηκε. Τώρα δεν έμενε παρά να περιμένει.
   Να περιμένει...
 

Τσαμαδού Κ. Ελένη, Οι άνεμοι του χρόνου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2016

Σημειώσεις:
(1) Παρθένε Μαρία, κεχαριτωμένη, προσεύχου υπέρ ημών. 
(2) Κονταροχτυπήματα.
(3) Στρατιωτικός και πολιτικός δοικητής μιας περιοχής.
(4) Η Κλεόπα αναφέρεται στη σύζυγο του Κωνσταντίνου. 
(5) Το έτος 1433. 
(6) Το 1952. (Αρχαιολογικές ανασκαφές υπό Ν. Δρανδάκη).
(7) Μονωδία του Νικηφόρου Χειλά για την Κλεόπα Μαλατέστα.
(8) «Ποια χαρά στη ζωή αυτή δε δηλητηριάζεται από τη λύπη; Ποια δόξα επίγεια υπήρξε αιώνια; Όλα είναι κι από τη σκιά ασθενέστερα κι από τα όνειρα πιο απατηλά. Μια ανάσα η ζωή και όλα τα σκεπάζει ο θάνατος».
(9) «Ω, πόσες φορές θα την αναζητήσουμε, αλλά δε θα την απαντήσουμε...»
(10) «Την κοσμούσαν όλες οι αρετές: η φρόνηση, η σωφροσύνη, η επιείκια, η αγαθοσύνη, η ευσέβεια, η αγάπη προς τους ανθρώπους, η γενναιότητα... Εκτός, όμως, από την ομορφιά του σώματος, ομολογουμένως μοναδική, είχε να επιδείξει και το κάλλος της ψυχής της, πολύ πιο λαμπρό, θεϊκό θα το λέγαμε -το κάλος του σώματος αντικαφθρέφτιζε το κάλλος της ψυχής». 
(11) «Το σώμα να λειτουργεί σε αρμονία με την ψυχή».
(12) «Διώξε τη μεγάλη λύπη, αν και η σκέψη δεν τιθασεύεται, γιατί το καθήκον σε καλεί να ασχοληθείς με τις υποθέσεις του κράτους και τα κοινά».


Δεν υπάρχουν σχόλια: