Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

[ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

 Δεσποτάτο του Μυστρά
1427 - 1444
 Ηύρεν βουνί παράξενον, απόκομμα εις όρος,
απάνω της Λακοδαιμονίας κανένα μίλιν πλέον.
Διατί του άρεσεν πολλά να ποιήση δυναμάριν.
Ώρισε απέξω στο βουνί κ' εχτίσαν ένα κάστρον,
και Μυζηθράν τ' ωνόμασεν, διατί το εκράζαν ούτως·
λαμπρόν κάστρον το έποικεν και μέγα δυναμάριν (1).
   Λίγες μέρες αργότερα ο μεσίρ Μποχώρ και η συνοδεία του άφησαν τη Μονεμβασιά και ανηφόρισαν κατά τον Μυστρά. Το κάστρο πάνω στο βουνί που έχτισε και πολύ αγαπούσε ο μεσίρ Γουλιάμος ο Βιλλαρδουίνος (2), που όμως αναγκάστηκε να το ανταλλάξει με την ελευθερία του όταν νικήθηκε στην Πελαγονία, περίπου εβδομήντα χρόνια πριν. Από τότε ο Μυστράς είχε γίνει η έδρα των «Δεσποτών», των αρχόντων που κυβερνούσαν στο όνομα των αυτοκρατόρων της Βασιλεύουσας, που είχε στο μεταξύ ελευθερωθεί από τους Παλαιολόγους ύστερα από πενήντα χρόνια σκλαβιάς και ταπείνωσης στους άξεστους Φράγκους. Δεσπότης την εποχή που έφτασε η Ανέζα εκεί ήταν ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη και γιος του προηγούμενου αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου, που στο τέλος της ζωής του είχε γίνει μοναχός. Γυναίκα του Δεσπότη ήταν η Ιταλίδα Κλεόπα Μαλατέστα.
   Ο μεσίρ Μποχώρ και η συνοδεία του δε μπήκαν μέσα στο κάστρο -έτσι κι αλλιώς η ώρα ήταν περασμένη, σε λίγο θα έκλειναν οι πύλες. Ο έμπορος προτίμησε, όπως είχε κάνει και στη Μονεμβασιά, να μείνει στην Οβριακή, τον οικισμό στις παρυφές του κάστρου όπου κατοικούσαν οι ομόθρησκοί του. Εκεί ένιωθε ασφαλής και μπορούσε να είναι βέβαιος ότι δε θα αναγκαζόταν να κάνει κάτι ή να φάει κάτι που απαγόρευε η θρησκεία του.
   Η Ανέζα κατ' ανάγκην τον ακολούθησε. Δεν είχε πού αλλού να πάει -εξάλλου, από τότε που έφυγε από τη Μπαρμπαριά ντυνόταν και φερόταν σαν να ήταν και αυτή Εβραία· δεν ήθελε να φανερωθεί η πραγματική ταυτότητά της. Φοβόταν, κι ας είχαν περάσει χρόνια, μήπως ο Ολιβέριο μάθαινε πως η γυναίκα του είχε τελικά γλιτώσει από τους πειρατές. Τι θα γινόταν τότε;  Πώς θα αντιδρούσε; Θα τη διεκδικούσε, ή θα κοίταζε να τη βλάψει και πάλι; Σε κάθε περίπτωση, δεν έπρεπε να μάθει ότι ήταν ζωντανή κι ότι βρισκόταν πίσω στο Μοριά. Προτίμησε να μείνει η «Χάνα, η Εβραία ντοτορέσα». Ο σταυρός του Αλέξιου και το φλουρί της μάνας της, καλά κρυμμένα στον κόρφο της, ήταν τα μόνα που μοιράζονταν το μυστικό της ταυτότητάς της.
   Tην άλλη μέρα, με το χάραμα, βρίσκονταν μπροστά στη μοναδική πύλη του κάστρου, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους για τον έλεγχο προκειμένου να μπουν μέσα.


   Εκείνο που πρώτο πρόσεξε η Ανέζα, όταν κάποτε πέρασαν την πύλη και μπήκαν μέσα, ήταν πως εδώ, στο χώρο κάτω από την ακρόπολη που είχαν χτίσει οι Φράγκοι στην κορυφή του λόφου, απλωνόταν μια πόλη - κάστρο. Τα κάστρα της Αρκαδιάς και της Γλαρέντζας, τα μόνα που ήξερε ως τότε, δεν ήταν για να ζει κόσμος. Τα κάστρα ήταν η κατοικία των αρχόντων και των στρατιωτών που τα φύλαγαν. Ο κόσμος, οι βιλλάνοι, και πολλοί βουργήσιοι ακόμα, έμεναν έξω από το κάστρο, και μόνο σαν γινόταν πόλεμος ή άλλη ανάγκη, όπως επιδρομές πειρατών, κατέφευγαν στο κάστρο. Η καστροπολιτεία του Μυστρά, όμως, πρόσφερε προστασία στους κατοίκους της χάρη στους απότομους γκρεμούς που όριζαν τις δύο πλευρές της και χάρη σ' ένα δεύτερο ισχυρό τείχος στην άλλη πλευρά, εκτός από εκείνο της ακρόπολης, με πολλούς πύργους και βίγλες, για να έχουν απρόσκοπτη θέα οι στρατιώτες της φρουράς που έμεναν στο κάστρο τόσο στην κοιλάδα του Ευρώτα που απλωνόταν μπροστά τους, αλλά και στις πλαγές του Ταΰγετου όπου κατοικούσε η ανυπότακτη φυλή των Μηλιγγών (3).
   Η πόλη χωριζόταν στα δύο από μια πλατεία γύρω από την οποία ήταν κτισμένα τα παλάτια του Δεσπότη και των αρχόντων. Πήραν τον πλακοστρωμένο δρόμο που τον ονόμαζαν «Μέση Οδό», από την ομώνυμη μεγαλόπρεπη οδό της Βασιλεύουσας. Εδώ ήταν το κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας της πόλης. Πλήθος κόσμου πηγαινοέρχονταν, πεζοί οι περισσότεροι, αλλά και κλειστά φορεία τα οποία κουβαλούσαν δούλοι. Άρχοντες με πλούσια ρούχα, στρατιώτες, κυράδες σκεπασμένες με πέπλα και στολίδια, καλόγεροι και καλόγριες· έμποροι διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους καλώντας τους υποψήφιους αγοραστές με φωνές σε διάφορες γλώσσες -ξεχώριζες εκτός από τα γραικικά, τα φράγκικα και τα εβραίικα. Οι περισσότεροι έμποροι και τραπεζίτες δούλευαν έξω σε τραπέζια, πάνω στα οποία είχαν σε περίοπτη θέση τις ζυγαριές τους, για το ζύγισμα των νομισμάτων που αντάλλασσαν.
   Όμως, όσο κι αν η πόλη έσφυζε από ζωή και τα τείχη της φαίνονταν πως την εξασφάλιζαν από επιδρομές εχθρών, ο μεσίρ Μποχώρ έσπευσε να την πληροφορήσει πως δεν ήταν πάντα έτσι.
   Ο δεσπότης Θεόδωρος αυτή τη στιγμή βρισκόταν σε πόλεμο με τον Κάρολο Τόκκο, που λίγα χρόνια πριν είχε αγοράσει τη Γλαρέντζα από έναν άθλιο τυχοδιώκτη. Ο Θεόδωρος, εξήγησε ο μεσίρ Μποχώρ, από τη στιγμή που, παιδί ακόμα, βρέθηκε Δεσπότης του Μυστρά, ήταν σε συνεχή σύγκρουση με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Κεντυρίωνα Ζαχαρία, νικώντας τον κάθε φορά και αποσπώντας του εδάφη. Κάποτε μάλιστα ο Θεόδωρος είχε καταφέρει να αιχμαλωτίσει τον Κεντυρίωνα, που τελικά συνθηκολόγησε με τη μεσολάβηση της πανίσχυρης δύναμης της Βενετίας και τα πράγματα έμοιαζαν να έχουν ηρεμήσει κάπως. Οι όροι, όμως, της συνθήκης δεν τηρήθηκαν και ο πόλεμος ξανάρχισε. Στο παιχνίδι μπήκε τώρα και ο Κάρολος Τόκκο, που συμμάχησε με τον Κεντυρίωνα επιδιώκοντας να επωφεληθεί από την εξασθένηση της δύναμης των Φράγκων και να επεκτείνει την κυριαρχία του στο Μοριά. Παράλληλα οι Τούρκοι, με πρόφαση την υποστήριξη που είχαν δώσει οι Παλαιολόγοι σε έναν αποτυχόντα διεκδικητή του σουλτανάτου, ήρθαν και αυτοί βοηθοί του Τόκκου. Πέρασαν τον Ισθμό, κατέστρεψαν το τείχος που λίγο καιρό πριν με κόπο είχε καταφέρει να εγείρει στο Εξαμίλιον ο Αυτοκράτορας, επιτέθηκαν στις βενετικές κτήσεις  στο Μοριά, καταστρέφοντας πόλεις και κάστρα, κατατρόπωσαν τους Αλβανούς που προσπάθησαν να τους αναχαιτίσουν, έφτιαξαν μάλιστα με τα κεφάλια των νεκρών πυραμίδα, έφτασαν ως έξω από τα τείχη του Μυστρά και τελικά έφυγαν, σέρνοντας μαζί τους πλήθος αιχμαλώτων.
   Αυτές τις φοβερές και άλλες ιστορίες για πολέμους, σφαγές και αγριότητες άκουγε η Ανέζα και αναρωτιόταν αν ποτέ ο κόσμος θα έπαυε να πολεμάει και να σκοτώνεται. Η ζωή θα μπορούσε να είναι τόσο ωραία, αν οι άνθρωποι έπαυαν να σκοτώνονται μεταξύ τους πότε με τη μια και πότε με την άλλη αφορμή, στην ουσία όμως για τον έλεγχο της δύναμης και του πλούτου.
   Τελειώνοντας την εξιστόρησή του ο μεσίρ Μποχώρ είπε πως είχε να επισκεφθεί εμπόρους για να διαθέσει τις πραμάτειές του· ακόμα συμπλήρωσε πως είχε να εξαργυρώσει κάποιες τραβηχτικές (4) και έφυγε αφήνοντας την Ανέζα μόνη, που προτίμησε να περιδιαβάσει στην πόλη. Ανηφόριζε στενά πλακόστρωτα δρομάκια και ανέβαινε ατελείωτες σκάλες. Όπως και στη Μονεμβασιά, η πόλη είχε πολλές εκκλησίες, αλλά και μοναστήρια ακόμα.
   Η Ανέζα θαύμαζε για το πόσες εκκλησίες έβλεπε μέσα στην πόλη. Τρούλοι και καμπαναριά ορθόδοξων εκκλησιών, καμπάνες που ηχούσαν μελωδικά τής έφεραν θύμησες μιας ξεχασμένης ζωής, τότε που μικρό κοριτσάκι συνόδευε τη μάνα της στη μοναδική ορθόδοξη εκκλησία της Αρκαδιάς στις κυριακάτικες λειτουργίες και τους εσπερινούς. Τότε που η μάνα της, σεμνά ντυμένη, γονάτιζε στα εικονίσματα, άναβε κεριά κι έκανε σιωπηλές προσευχές στον Ύψιστο για να συχωρεθούν οι αμαρτίες της· και εκείνη,  η Ανέζα, σαν κουραζόταν και βαριόταν, γιατί δεν καταλάβαινε τα λόγια και τους ψαλμούς, ζαλισμένη από το λιβάνι, αποξεχνιόταν κοιτάζοντας τις εικόνες που κοσμούσαν τους τοίχους. Ταπεινές εικόνες, όχι λαμπρά ψηφιδωτά, λίγο κακότεχνες, μαυρισμένες από το χρόνο· εικόνες αυστηρών αγίων που έμοιαζαν να την κατηγορούν για κάτι που δεν ήξερε· εικόνες που έδειχναν την Κρίση στη Δευτέρα Παρουσία με τους αμαρτωλούς να κατακρημνίζονται στα βάραθρα και τους δαίμονες να χορεύουν τραβώντας τους στις φωτιές της Κόλασης που τους περίμενε.
   Η μάνα, απορροφημένη στις προσευχές της και τις μετάνοιες, να εξιλεωθούν οι δικές της αμαρτίες, δε μπορούσε να καταλάβει πόσο το μικρό παιδί δίπλα της φοβόταν στην εκκλησία και πόσο αυτοί οι φόβοι της αμαρτίας και της τιμωρίας θα την κυνηγούσαν χρόνια και δε θα την άφηναν να κοιμηθεί ταράζοντας τα όνειρά της. Μόνο αργότερα, μεγαλώνοντας κοντά στη Μερόπη, άρχισε η Ανέζα να αναθεωρεί τις ιδέες που είχε ως τότε για το τι είναι και τι δεν είναι αμαρτία και να απαλλάσσεται από αυτούς τους φόβους και τους εφιάλτες της παιδικής ηλικίας, που όμως αντικαταστάθηκαν από τον υπαρκτό εφιάλτη του Φώτου και αυτόν της δολοφονίας της μάνας της.
   Εκείνο, όμως, που περισσότερο απ' όλα έκανε εντύπωση στην Ανέζα, και που έκανε το Μυστρά να ξεχωρίζει από άλλα κάστρα και πολιτείες, που είχε ως τότε γνωρίσει, ήταν τα παλάτια που υψώνονταν μεγαλοπρεπή μέσα στην πολιτεία. Αργότερα έμαθε σε ποιους ανήκαν τα πιο σημαντικά, όπως το Παλάτι των Παλαιολόγων και των Φραγκόπουλων. Πέτρινα, κεραμοσκεπή κτίσματα με πολλά τοξωτά παράθυρα, και εξώστες ακόμα, φτιαγμένα για ανθρώπους συνηθισμένους να ζουν στον ήλιο και στο φως και όχι για Φράγκους των κρύων τόπων.
   Η Ανέζα κοίταζε με περιέργεια το ετερόκλητο πλήθος που κυκλοφορούσε και μιλούσε όλες τις γλώσσες με κυρίαρχη τη γραικική, αυτή τη γλώσσα που πρωτόμαθε κι εκείνη στην αγκαλιά της μάνας της, και αναρωτιόταν αν εδώ, στην πρωτεύουσα αυτού του Δεσποτάτου είχε κάποιες ρίζες η ίδια. Αν αυτά που έλεγε η πόρνη στο λιμάνι της Μονεμβασιάς ήταν αλήθεια, ίσως εδώ θα έπρεπε να αναζητήσει τις ρίζες της. Αν ήξερε από ποιο μοναστήρι είχε ξεκινήσει ο καλόγερος που ζητούσε να βρει τη μάνα της... Ποιος να τον είχε στείλει άραγε; Να ήταν αλήθεια αυτό που είχε πει η θεια-Πελαγία πως της είχε φανερώσει η κυρα-Μαρία, η Βαρόνη της Αρκαδιάς, ότι δηλαδή η μάνα της ήταν κόρη του ξαδέλφου της Εράρδου Λάσκαρη; Αν πήγαινε στο αρχοντικό τους; Ποιο απ' όλα τα περήφανα αρχοντικά που έβλεπε ήταν της οικογένειας Λάσκαρη; Αν ζητούσε να μάθει;
   Όχι, όχι, αυτό δε γινόταν. Ποιος θα την πίστευε αν έλεγε πως η μάνα της ήταν κόρη αυτού του άγνωστου Εράρδου; Τι αποδείξεις είχε; Μόνο το φλουρί. Και τι αξία είχε η κατοχή ενός φλουριού; Κάλλιστα μπορούσε να είναι κλεμμένο. Αν κατείχε τουλάχιστον το γράμμα που είχε στα ρούχα το μωρό που ήταν κάποτε η μάνα της... Αυτό μάλλον είχε μείνει στο μοναστήρι. Ποιος το είδε, να μαρτυρήσει γι' αυτό; Μόνο η μακαρίτισσα η κυρα-Μαρία, η Βαρόνη της Αρκαδιάς, η γυναίκα που μισούσε τη μάνα της ήξερε μυστικά αφανέρωτα· αλλά αυτή είχε πεθάνει.
   Όχι, από αλλού έπρεπε να αρχίσει. Από πού όμως; Ζητούσε ένα σημάδι, ένα χέρι να της δείξει το δρόμο, ένα φως, μια οικογένεια να την αγκαλιάσει, να τη δεχθεί στους κόλπους της. Μάταια όνειρα. Ποιος θα δεχόταν τη νόθα κόρη ενός Φράγκου, εχθρού των Δεσποτών του Μυστρά; Μια κόρη γεννημένη από μια άλλη νόθα... μια γασμούλα;
   Κανείς.

   Ο μεσίρ Μποχώρ δεν έμεινε καιρό στο Μυστρά. Όταν έκρινε πως δεν υπήρχε άλλη προοπτική για πωλήσεις ή αγορές, έκλεισε τα βιβλία του, φόρτωσε ξανά τα μουλάρια του και έφυγε για άλλες αγορές. Λογάριαζε να περάσει από το Γεράκι, άλλη μια πόλη κτισμένη σε βουνό, όχι μακριά από το Μυστρά, και από κει όπου τον έφερνε η μυρωδιά του εμπορίου.
   Η Ανέζα δεν τον ακολούθησε. Είχε πάρει ήδη την απόφασή της να μείνει σ' αυτή την περίεργη και ενδιαφέρουσα πολιτεία. Ανεξάρτητα από το αν θα έβρισκε κάποια άκρη με τις ρίζες της, η πόλη την τραβούσε. Παρά το γεγονός ότι βρισκόταν πάνω σε βουνό, μακριά από τη θάλασσα, που σε όλη της τη ζωή είχε συνηθίσει να βλέπει, άλλοτε από μακριά και άλλοτε τόσο κοντά, όπως όταν ζούσε στη Γλαρέντζα, εντούτοις δεν ένιωθε τόσο την έλλειψή της. Την αποζημίωνε η θέα του κάμπου που διέσχιζε ο Ευρώτας, ο ποταμός στα νερά του οποίου κάποτε λούζονταν νέοι και νέες της Σπάρτης· ίσως και η Ωραία Ελένη.
   Θυμόταν τους μύθους που της είχε διηγηθεί η Μερόπη, και πότε πότε αναρωτιόταν τι να είχε γίνει αυτή η παράξενη γυναίκα. Να ζούσε άραγε; Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που την είχε δει; Εννιά; Δέκα; Πολλά χρόνια. Πολλά γίνονται σε μικρότερα χρονικά διαστήματα. Και η θεια-Πελαγία; Περίεργο πράγμα, όμως, για τον πατέρα της δεν αναρωτιόταν τι να είχε γίνει· ούτε για τον αδελφό της. Τους θεωρούσε και τους δύο υπεύθυνους για το δυστυχισμένο γάμο της. Τον αδελφό της λιγότερο· ένα νέο παιδί ήταν τότε, μαθημένο να ζει στη σκιά του πατέρα τους και να υπακούει στις εντολές του. Την πείραζε, όμως, που έδειχνε να μη θυμάται τη μάνα τους, που μιλούσε με αδιαφορία για κείνη, σαν να ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα, μια παρένθεση στη ζωή του. Αυτός έκανε τις επιλογές του, προτιμούσε να είναι γιος και μοναδικός κληρονόμος του πρίγκιπα Κεντυρίωνα Ζαχαρία Ασάνη Παλαιολόγου και όχι μιας γυναίκας που κανείς δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια της.
   Η Ανέζα είχε κάνει και εκείνη τις δικές της επιλογές.
   Ήταν κόρη της μάνας της.
   Και μετά την αναχώρηση του μεσίρ Μποχώρ, η Ανέζα εξακολούθησε να φορά τα ρούχα Εβραίας και να μη φανερώνει την πραγματική της ταυτότητα. Συνέχιζε να μένει στο ταπεινό πανδοχείο στο συνοικισμό των Εβραίων, έξω από τα τείχη του Μυστρά. Αν, όμως, θα ήθελε να αναζητήσει τις ρίζες της μάνας της στα μοναστήρια, δε θα μπορούσε να το κάνει εμφανιζόμενη ως Εβραία. Το δίλημμα αυτό τη βασάνιζε. Αν φανέρωνε την πραγματική ταυτότητά της, κινδύνευε από τον Ολιβέριο· αν εξακολουθούσε να φαίνεται Εβραία, δεν είχε ελπίδες να μάθει το παραμικρό.
   Στο τέλος προτίμησε να συνεχίσει να ζει με την ψεύτικη ταυτότητα, για λίγο τουλάχιστον, μέχρι να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχε φόβος να ξαναγυρίσει στον άντρα της. Να ζούσε; Να πέθανε; Και πού βρισκόταν; Προσπαθούσε να μάθει ρωτώντας με δήθεν αδιάφορο τρόπο τους ταξιδιώτες που κατέλυαν στο πανδοχείο. Κανείς, όμως, δεν ήξερε να της δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες· κάποιοι έλεγαν πως είχε σκοτωθεί σε μία από τις πολλές μάχες, ή και αψιμαχίες, ανάμεσα στους Φράγκους και τους Ρωμαίους, άλλοι όμως έλεγαν πως είχε φύγει για την Ιταλία, ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν πως είχε ξαναπαντρευτεί μια ξεπεσμένη αρχόντισσα και πως είχε μάλιστα και τέσσερα παιδιά. Το τελευταίο δεν της φαινόταν απίθανο. Ο άντρας που παντρεύτηκε ήταν φιλόδοξος και ύπουλος, σίγουρα δε θα είχε δυσκολευτεί να παραστήσει το χήρο και να ξαναπαντρευτεί, αν του παρουσιάστηκε κάποια ευκαρία.
   Η φήμη ότι η Εβραία που έμενε στο πανδοχείο του Μωυσή ήταν γιατρέσα δεν άργησε να εξαπλωθεί στον οικισμό. Πολλοί ήταν εκείνοι που ζητούσαν τη βοήθειά της. Στην αρχή μόνο γυναίκες, με προβλήματα που δεν τολμούσαν να φανερώσουν σε άντρες γιατρούς· σιγά σιγά, όμως, όσο η φήμη της εδραιωνόταν, άρχισαν να ζητάνε τη βοήθειά της όχι μόνο γυναίκες, αλλά και άντρες, γέροι με πόνους στα πόδια και στη μέση και εργατικοί που είχαν χτυπήσει, ή είχαν κάποια άλλη ενόχληση. Σε κανέναν δεν αρνιόταν τη βοήθειά της, σε όλους έδινε με προσοχή τα βότανα και τις αλοιφές, που θα βοηθούσαν στην περίπτωση του καθενός, και σε κάποιους έκανε ακόμα και μικρές επεμβάσεις: ένα χέρι σπασμένο το έβαζε χωρίς πολλούς πόνους στη θέση του, ένα κακό σπυρί, μια πληγή κακοφορμισμένη, τα καθάριζε με τον τρόπο που της είχε μάθει η Μερόπη. Όλοι έμεναν ευχαριστημένοι και όλοι, ο καθένας στο μέτρο του δυνατού, την πλήρωναν για τις υπηρεσίες της.
   Η Ανέζα, όμως, αρνιόταν να πάρει αμοιβή από αυτούς που ήξερε πως δεν ήταν σε θέση να την πληρώσουν και εκείνοι της εκδήλωναν την ευγνωμοσύνη τους με όποιον τρόπο μπορούσαν. Άλλες γυναίκες τής έπλεναν τα ρούχα και άλλες της μαγείρευαν κάτι καλύτερο από το φαγητό του πανδοχείου. Ζώντας μαζί με τους Εβραίους, κατ' ανάγκην ακολουθούσε τις δικές τους συνήθειες και έτρωγε τα ίδια φαγητά με εκείνους. Ακόμα και στο μικρό σπίτι που λειτουργούσε ως συναγωγή πήγαινε τα Σάββατα και άκουγε να διαβάζουν την Τορά στην πανάρχαια γλώσσα τους και να ψάλλουν ύμνους στον Ύψιστο. Από την εποχή που ζούσε κοντά στο ντοτόρο είχε μάθει τη γλώσσα τους και μπορούσε να προσεύχεται μαζί τους. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο Θεός είναι ένας, ο ίδιος πάντα, όπως και να τον ονομάζεις -επαναλάμβανε αυτό που της είχε πει κάποτε ο ντοτόρος- και αν η καρδιά είναι καθαρή δέχεται τις προσευχές όλων.
   Γιατί όμως δεν είχε δεχθεί τις προσευχές της μάνας της; Ήταν τόσο αμαρτωλή, που γι' αυτή δεν υπήρχε σωτηρία;
   Δεν έβρισκε απάντηση στο ερώτημα που τη βασάνιζε.
   Σιγά σιγά η φήμη της άρχισε να βγαίνει και έξω από το συνοικισμό των Εβραίων και, δειλά δειλά, κάποιες γυναίκες από το Μυστρά, μέσα από τα τείχη, έρχονταν στο πανδοχείο αναζητώντας την.
   Κάποιες πλούσιες αρχόντισσες την καλούσαν, κρυφά από τους άντρες τους, στα σπίτια τους. Αυτές ζητούσαν πιο δύσκολα πράγματα: βότανα για να πιάσουν παιδί -ή και το χειρότερο, βότανα για να ρίξουν παιδί. Τι πρώτες τις βοηθούσε όσο μπορούσε. Κάποιες φορές το πρόβλημα ήταν μάλλον απλό. Ρωτώντας, μάθαινε για τη συχνότητα και την περιοδικότητα του κύκλου τους, τη συχνότητα και τον τρόπο της συνευρέσεως με τους άντρες τους και τους έδινε τα κατάλληλα βότανα και τις συμβουλές.
   Σε άλλες περιπτώσεις που δεν υπήρχε ελπίδα, συμβούλευε τις γυναίκες να μιλήσουν με τους συζύγους τους και να πάρουν ψυχοπαίδια. "Υπάρχουν τόσα ορφανά που έχουν ανάγκη από την αγάπη μιας μάνας, μιας οικογένειας", τους έλεγε· και κάποιες φορές τα κατάφερνε, κάποιες άλλες, τις περισσότερες, όχι. Οι γυναίκες φοβόντουσαν να ομολογήσουν στους άντρες τους ότι ήταν στείρες, φοβόντουσαν μη και τις ανάγκαζαν, μιας και η χριστιανική Εκκλησία δεν αναγνώριζε τα διαζύγια, να κλειστούν σε μοναστήρι, για να μπορούν αυτοί να ελευθερωθούν και να ξαναπαντρευτούν με άλλες, καρπερές.
   Το δύσκολο ήταν με τις γυναίκες που κυοφορούσαν καρπούς παράνομης σχέσης. Η Ανέζα τις συμπονούσε -θυμόταν τη δική της περίπτωση όταν δεν ήθελε να γεννήσει το παιδί του Ολιβέριο- και αν η εγκυμοσύνη δεν ήταν προχωρημένη τούς έδινε το απαραίτητο βότανο που θα τις ελευθέρωνε. Ήξερε πως αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό. Η Μερόπη είχε πει πως ο μεγάλος γιατρός της αρχαιότητας, ο Ιπποκράτης, το απαγόρευε· όμως, "αν δεν τις βοηθήσουμε, κινδυνεύει η ζωή τους και η ζωή του παιδιού τους", της έλεγε. Ήταν τυχερή και δεν της είχε παρουσιαστεί περίπτωση που η εγκυμοσύνη ήταν προχωρημένη. Και αυτή δεν ήξερε τι θα έκανε αν της παρουσιαζόταν μια τέτοια δύσκολη περίπτωση.
   Tης έτυχε όμως μια περίπτωση που λες και ήταν σταλμένη από τον Θεό, το χέρι που περίμενε να της δείξει το δικό της δρόμο. Μία από τις αρχόντισσες που είχε γιατροπορέψει την έφερε στο παλάτι του δεσπότη Θεόδωρου. Η γυναίκα του, η καλή, όμορφη και σοφή Κλεόπα παραπονιόταν για πονοκεφάλους. Ήταν πολύ δυνατοί και συνήθως κρατούσαν περισσότερο από μια μέρα. Ο γιατρός του παλατιού, ο κυρ Δημήτριος Πεπαγωμένος δεν είχε καταφέρει να βρει ποια ήταν η αιτία που τους προκαλούσε και η αρχόντισσα εξακολουθούσε να υποφέρει. Μία από της γυναίκες της ακολουθίας της Δέσποινας της είπε πως ήξερε μια γιατρέσα που ζούσε στον συνοικισμό έξω από το κάστρο, εκεί όπου ζούσαν οι «αλάδωτοι».
   "Η γυναίκα είναι πολύ καλή", της είπε. "Εμένα με βοήθησε πολύ, όταν, μετά τη γέννηση του τελευταίου παιδιού, υπέφερα από αιμορραγίες".
   Έτσι, η δέσποινα Κλεόπα δέχθηκε να δει την Οβριά γιατρέσα.

   Όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τη Δέσποινα του Μυστρά, η Ανέζα εντυπωσιάστηκε. Δεν ήταν μόνο η ομορφιά της, που κατά κάποιο τρόπο τής θύμιζε τη μάνα της, δεν ήταν τόσο τα καστανόξανθα μαλλιά, λίγο πιο ανοιχτά από της μάνας της, και το ίδιο γλυκό και μελαγχολικό συνάμα χαμόγελό της, αλλά το άρωμα της καλοσύνης που έβγαινε σαν μύρο από μέσα της. Είχε δει πολλούς ανθρώπους ως τότε στη ζωή της και ήξερε πια να ξεχωρίζει αυτούς που ήταν πραγματικά καλοί και ακολουθούσαν τη διδασκαλία του Χριστού και όλες οι εκδηλώσεις της ζωής τους ήταν σε αρμονία με τον εσωτερικό τους κόσμο. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν η Κλεόπα Μαλατέστα. Γεννημένη στην Ιταλία, σε μια πλούσια αλλά όχι από τις πρώτες οικογένειες του Ρίμινι, βρέθηκε στο Μυστρά, μακριά από το σπίτι της και ό,τι είχε ως τότε αγαπήσει, σε μια πολιτεία κτισμένη πάνω σε βουνό και όχι κοντά στη θάλασσα, όπως ήταν η πατρίδα της.
   Με διακριτικότητα και λεπτότητα εξέτασε η Ανέζα τη Δέσποινα του Μυστρά, με διακριτικότητα και λεπτότητα προσπαθούσε να καταλάβει αν τους πονοκεφάλους της τους προκαλούσε κάποια αρρώστια που ο γιατρός της Δέσποινας είχε αποτύχει να διαγνώσει, ή αν υπήρχε κάποια άλλη αιτία, κάτι που είχε σχέση με τη «μέλαινα χολή» (5) του Ιπποκράτη. Η δέσποινα Κλεόπα, όμως, δεν ανοιγόταν εύκολα. Ήταν κλειστή σαν στρείδι. Με σταθερότητα, αλλά και ευγένεια, απέφευγε να απαντήσει στις ερωτήσεις της Ανέζας, ή έδινε γενικόλογες και αόριστες απαντήσεις. Το κρίσιμο σημείο των σχέσεών της με τον άντρα της δεν το έθιξε καθόλου. Τελειώνοντας την εξέταση, αποφάσισε να δώσει στην Κλεόπα, σε πρώτο στάδιο, το ιεροβότανο, ένα βοτάνι που, σύμφωνα με το πολύτιμο βιβλίο του Διοσκουρίδη που της είχε χαρίσει ο δάσκαλός της, ο ντοτόρος Ελιέζερ, βοηθούσε πολλαπλώς τις γυναίκες τόσο σε προβλήματα γονιμότητας, αλλά και πονοκεφάλων. Αρνήθηκε, όμως, να πληρωθεί για τις υπηρεσίες της.
   "Θα πρέπει να σε ξαναδώ, Δέσποινα, αφού θα έχεις αρχίσει να παίρνεις το βοτάνι, για να βεβαιωθώ ότι είναι η σωστή θεραπεία· ως τότε δε θέλω να πληρωθώ", είπε στην Κλεόπα, που άκουγε για πρώτη φορά γιατρό να αρνείται να πληρωθεί αν δεν ήταν βέβαιος πως η θεραπεία του είχε αποτέλεσμα.
   Η Ανέζα επισκέφθηκε κι άλλες φορές τη Δέσποινα του Μυστρά. Σιγά σιγά άρχισε να δημιουργείται μεταξύ τους μια ιδιαίτερη σχέση, κάτι σαν αμοιβαία αναγνώριση. Η Κλεόπα εκτιμούσε τη σοβαρότητα και τη χωρίς δουλικότητα λεπτότητα, με την οποία της φερόταν η Ανέζα, και δεχόταν, χωρίς να ενοχλείται -όπως θα συνέβαινε αν αυτό που έβλεπε ήταν ψεύτικο- την κατανόηση που έβλεπε να καθρεφτίζεται μέσα στα μάτια της γιατρέσας. Από την άλλη, η Ανέζα έβλεπε στην Κλεόπα έναν αντικατοπτρισμό της μάνας που είχε χάσει. Αν και οι δύο γυναίκες ήταν κοντά στην ηλικία, ίσως μάλιστα η Κλεόπα να ήταν και λίγο μικρότερή της, εντούτοις η εικόνα της έφερνε τόσο στη μάνα της... Την ίδια πάνω κάτω ηλικία με την Κλεόπα είχε και εκείνη όταν χάθηκε, γι' αυτό και στη μνήμη της Ανέζας είχε μείνει για πάντα στην ηλικία που είχε τότε. Ο χρόνος, βέβαια, αλλοιώνει την εικόνα που έχουμε για κάποιον που χάσαμε, όμως, σαν το ρόδο που μαράθηκε, και παρ' όλα αυτά διατηρεί κάτι από αυτό που κάποτε υπήρξε, έτσι και η εικόνα της μάνας της, όπως την είχε διατηρήσει στην καρδιά της, κρατούσε κάτι από την ουσία της, χωρίς τις λεπτομέρειες της μορφής· και η Κλεόπα ήταν ο σπινθήρας που πυροδότησε τις αναμνήσεις της, που την έφερναν πιο κοντά στην ωραία και μελαγχολική Δέσποινα του Μυστρά.
   Όσο περνούσε ο καιρός και οι πονοκέφαλοι της Κλεόπα, χωρίς να έχουν εκλείψει, δεν είχαν την προηγούμενη συχνότητα και τη βιαιότητα, η σχέση της Δέσποινας και της Ανέζας εδραιωνόταν σε μια καινούργια βάση. Η Κλεόπα έδειχνε ενδιαφέρον για τη ζωή της Ανέζας και εκείνη, με όσο δυνατόν λιγότερα λόγια, της φανέρωνε τόσα από το παρελθόν της, όσα έκρινε πως δε θα αποκάλυπταν την αληθινή ταυτότητά της.
   Είπε πως την είχαν απαγάγει οι πειρατές και πως την είχαν πουλήσει στη Μπαρμπαριά, σε έναν Εβραίο γιατρό, που ήταν πολύ καλός μαζί της, σαν πατέρας, και που της έμαθε όσα ήξερε και πως την ελευθέρωσε, όταν πλησίαζε το τέλος του, και της άφησε και κάποια χρήματα για να μπορεί να είναι ανεξάρτητη· και πρόσθεσε πως εκείνη είχε αποφασίσει να αναζητήσει την τύχη της στο Λεβάντε και πως η πρώτη στάση της ήταν εδώ, στο Μυστρά.
   Δεν ανέφερε τίποτα για την καταγωγή της· ούτε, φυσικά, ανέφερε τη σχέση της με τον Πρίγκιπα της Αχαΐας, τον εχθρό και αντίπαλο των Παλαιολόγων. Το μυστικό αυτό έπρεπε να το διαφυλάξει πάση θυσία. Ο Πρίγκιπας της Αχαΐας, ο Κεντυρίων Ζαχαρία, ο πατέρας της Ανέζας, αρχικά υποτελής του πατέρα του δεσπότη Θεόδωρου, του αυτοκράτορα Μανουήλ, είχε όχι λίγες φορές έρθει σε πόλεμο με τους γιους εκείνου. Πώς, λοιπόν, να μιλήσει για τη σχέση της μαζί του;
   Η Κλεόπα μιλούσε, έγραφε και διάβαζε ελληνικά, η προφορά της όμως διατηρούσε κάτι από τη μουσικότητα της μητρικής της γλώσσας, πράγμα που την έκανε ακόμα πιο χαριτωμένη. Της άρεσε να διαβάζει και είχε στη διάθεσή της αρκετά βιβλία. Εκτός από τα δικά της, που είχε φέρει μαζί της από την πατρίδα της, ο Θεόδωρος διέθετε μια πλούσια βιβλιοθήκη με βιβλία κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά και κάποια αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
   Πολλές φορές η Κλεόπα ζητούσε από την Ανέζα να της διαβάσει από αυτά τα βιβλία. Της άρεσε, έλεγε, περισσότερο ν' ακούει παρά να διαβάζει. Άκουγε με προσοχή, άλλοτε κεντώντας και άλλοτε χωρίς να κάνει κάτι, με τα χέρια διπλωμένα και με κλειστά τα μάτια· και άκουγε τη φωνή της Ανέζας να χρωματίζει το κείμενο και να το ζωντανεύει. Η αλήθεια είναι πως η Ανέζα είχε το χάρισμα να διαβάζει με έναν τρόπο που και το πιο ασήμαντο κείμενο αποκτούσε μια άλλη διάσταση, χάρη στον τρόπο που το απέδιδε. Οι άλλες γυναίκες της ακολουθίας της Κλεόπα, οι αρχόντισσες του Μυστρά, οι Φραγκοπουλίνες, οι Καντακουζηνές, οι Παλαιολογίνες, αλλά και οι Ιταλίδες που είχαν έρθει μαζί της στο Μυστρά, άκουγαν κι εκείνες. Άλλες με έντονο ενδιαφέρον, άλλες με λιγότερο, κάποιες βαριεστημένες· και άλλων ο νους ταξίδευε μακριά όσο η Ανέζα διάβαζε. Κάποιες φορές η Κλεόπα τις έδιωχνε όλες για να μένουν μόνες οι δυο τους και να απολαμβάνει την ανάγνωση. Συνήθως με το που τελείωνε η ανάγνωση επακολουθούσε συζήτηση πάνω σε όσα είχαν διαβάσει και πολλές φορές οι απόψεις των δύο γυναικών ταυτίζονταν. Έτσι, σιγά σιγά η σχέση τους γινόταν όλο και πιο στενή, όλο και πιο φιλική.
   "Πες μου, Χάνα", με αυτό το όνομα ήξεραν την Ανέζα όλοι στο Μυστρά, "αυτό το βότανο που μου δίνεις είναι για να με βοηθήσει να τεκνοποιήσω;" ρώτησε μια μέρα απρόβλεπτα η Κλεόπα την Ανέζα. Ήταν μόνες τους στο λιακωτό του παλατιού που έβλεπε κάτω στον κάμπο. Η Κλεόπα είχε διώξει τις άλλες γυναίκες. Όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία προτιμούσε να μένει μόνη με την Ανέζα· δεν ήθελε να ακούει τα κρυφοψιθυρίσματά τους -ποιος ξέρει τι είδους σχόλια έκαναν.
   "Ο Διοσκουρίδης το συνιστά και γι' αυτό το σκοπό", απέφυγε επίτηδες να χρησιμοποιήσει τη λέξη «ατεκνία», "αλλά και για να καταπολεμήσει τους πονοκεφάλους των γυναικών", απάντησε επιφυλακτικά η Ανέζα.
   "Ματαιοπονούμε, Χάνα. Δεν υπάρχει περίπτωση να αποκτήσω παιδί ενόσω ο Δεσπότης, όταν δε λείπει από το Μυστρά, αποφεύγει να με πλησιάσει ως σύζυγος..."
   Την τελευταία πρόταση την είπε τόσο σιγά, που σχεδόν δεν ακούστηκε. Κάλλιστα θα μπορούσε να πει η Ανέζα πως δεν άκουσε τίποτε, πως φαντάστηκε όσα είπε η Δέσποινα. Προτίμησε να μείνει σιωπηλή. Αν ήθελε η Κλεόπα θα μιλούσε· αν όχι, καλύτερα να μη δείξει περιέργεια.
   "Όταν δε λείπει σε πόλεμο, νηστεύει, προσεύχεται και αποφεύγει τους πειρασμούς της σάρκας. Κάποια εποχή ήθελε να κλειστεί σε μοναστήρι".
   Κάθε γάμος κρύβει τα δικά του σκοτεινά μυστικά, αναλογίστηκε η Ανέζα φέρνοντας στο νου της το δικό της γάμο. Δε μίλησε όμως. Η θέση της επέβαλλε να μη σχολιάζει τα λόγια της Δέσποινας.
   "Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, Χάνα. Σου μιλώ ελεύθερα, γιατί σε έχω εκτιμήσει  και μου εμπνέεις εμπιστοσύνη. Δε λες πολλά λόγια, ούτε καυχιέσαι πως μόνο εσύ ξέρεις να γιατρεύεις. Σε εμπιστεύομαι, όμως, και για άλλον ένα λόγο. Δεν είσαι χριστιανή, ούτε Καθολική ούτε Ορθόδοξη, οπότε μπορώ να σου μιλήσω χωρίς να κινδυνεύω να με κατηγορήσεις για προδοσία, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη Εκκλησία".
   Η Ανέζα δεν την έβγαλε από την πλάνη της.
   "Μπορείς να μου μιλάς ελεύθερα, Δέσποινα. Οι γιατροί δε μιλάνε ποτέ, μας το απαγορεύει ο μεγάλος γιατρός, ο Ιπποκράτης".
   "Ναι βέβαια... Όταν ήταν να παντρευτώ το Δεσπότη, ο θείος μου ο Πάπας έβαλε όρο και απαίτησε να εκδώσει αργυρόβουλο ο Δεσπότης πως δε θα με πιέσουν να αλλάξω θρησκεία και πως τα παιδιά που θα γεννήσω θα ανατραφούν σύμφωνα με το Καθολικό δόγμα. Ο Δεσπότης, όμως, όχι φανερά, αλλά όταν είμαστε μόνοι, με πιέζει να αλλάξω δόγμα και να ασπαστώ την Ορθοδοξία. Δε θέλει, λέει, να έχει παιδιά που θα υπακούουν στον Πάπα και θα έχουν γεννηθεί από γυναίκα Καθολική.
   » Εγώ, σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκείας μου και τα διδάγματα του Αποστόλου Παύλου, έχω καθήκον να υπακούω τον άντρα μου και να συμμορφώνομαι με τις επιθυμίες του. Αυτός είναι η κεφαλή της οικογένειας. Από την άλλη, ξέρω πως αν έκανα ό,τι αυτός μου ζητά, δε θα μου το επέτρεπε ο Πάπας. Και όχι μόνον. Έκανα το λάθος να ζητήσω τη γνώμη μιας από τις γυναίκες που έφερα μαζί μου από την Ιταλία, μιας συγγένισσάς μου, κι εκείνη, χωρίς να με ρωτήσει, έγραψε στον Πάπα πως με πιέζουν ν' αλλαξοπιστήσω.
   » Ο Πάπας, λοιπόν, αντέδρασε, όπως ήταν φυσικό. Έγραψε στον άντρα μου υπενθυμίζοντάς του τους όρους του γαμήλιου συμβολαίου και το αργυρόβουλο. Έγραψε και σε μένα πιο αυστηρά, απειλώντας με να με αφορίσει αν τύχει και ασπαζόμουν το δόγμα του άντρα μου. Από τότε η ζωή μου έγινε ένα μαρτύριο. Εξήγησα, όσο μπορούσα πιο ανώδυνα, στο σύζυγό μου τους λόγους για τους οποίους δε θα μπορούσα να ικανοποιήσω την επιθυμία του και εκείνος, αφού θύμωσε και μου μίλησε πολύ σκληρά, έπαψε να έρχεται στην κλίνη μου. Όπως καταλαβαίνεις, δεν υπάρχει περίπτωση να τεκνοποιήσω και άδικα μου δίνεις βότανα. Και ο γιατρός ο κυρ Πεπαγωμένος μου ετοιμάζει κάθε λογής καταπότια. Φοβάμαι, όμως, και δεν τα παίρνω. Δεν τον εμπιστεύομαι. Δεν ξέρω αν δε θα ήθελε να με δηλητηριάσει, για να λύσει το πρόβλημα του άντρα μου στον οποίο είναι πιστός. Μη νομίσεις πως αυτά που λέω είναι της φαντασίας μου, το ξέρεις κι εσύ πως γίνεται... έχεις ίσως ακούσει τις φήμες για το θάνατο της πρώτης γυναίκας του αυτοκράτορα Ιωάννη... Δεν ξέρω, φυσικά, αν είναι αλήθεια, αλλά..." το τελευταίο το είπε ψιθυριστά.
   Εδώ, λοιπόν, κρυβόταν το μυστικό των πονοκεφάλων της ωραίας Δέσποινας του Μυστρά. Η ψυχή της συνθλιβόταν στις δύο μυλόπετρες που αντιπροσώπευαν τα δύο δόγματα της χριστιανοσύνης, αλλά και στο καθήκον, όπως την είχαν διδάξει, απέναντι στη θρησκεία των πατέρων της και στον άντρα που παντρεύτηκε και προς τον οποίο την είχαν διδάξει ότι όφειλε υπακοή. Από την άλλη, την ταπείνωνε ως γυναίκα η άρνηση του συζύγου της να κοιμηθεί μαζί της, ενώ η τρυφερή καρδιά της λαχταρούσε να αποκτήσει ένα παιδί. Η Ανέζα δεν ήξερε τι να πει, πώς να βοηθήσει αυτή τη γυναίκα που η ψυχή της ταλανιζόταν τόσο. Στο τέλος αποφάσισε να μιλήσει όπως θα της μιλούσε αν δεν ήταν η Δέσποινα του Μυστρά, αλλά μια οποιαδήποτε άλλη γυναίκα.
   "Δέσποινά μου, αν με ρωτάς, θα σου απαντήσω πως πρώτα πρώτα δε νομίζω να έχεις λόγους να τον φοβάσαι τον κυρ Πεπαγωμένο. Τον έχω γνωρίσει και είναι καλός γιατρός και θεοσεβούμενος άνθρωπος, δε θα έκανε ποτέ κάτι τόσο φοβερό. Όσο για τις φήμες σχετικά με το θάνατο της πρώτης γυναίκας του αυτοκράτορα Ιωάννη, δε γνωρίζουμε κατά πόσο αληθεύουν. Ο κόσμος λέει πολλά, ιδίως όταν μια νέα γυναίκα πεθαίνει ξαφνικά, όπως η μακαρίτισσα σύζυγος του Αυτοκράτορα. Για το άλλο θέμα της θρησκείας, καταλαβαίνω πως η απόφασή σου δεν είναι εύκολη. Από τη μια η απειλή του αφορισμού και από την άλλη η σχέση σου με τον άντρα σου. Όπως εγώ το βλέπω, είσαι σαν ένα δεντράκι που ξερίζωσαν και έφεραν να φυτέψουν σε άλλη γη. Για να ζήσει, πρέπει να βγάλει ρίζες, διαφορετικά θα ξεραθεί. Έτσι κι εσύ, κυρά μου, αν δε βγάλεις ρίζες σ' αυτόν εδώ τον τόπο που σε έφερε η μοίρα σου, θα μαραθείς..."
   Δεν έκρινε πως έπρεπε να πει περισσότερα.
   Η Κλεόπα, όμως, κατάλαβε τι εννοούσε. Μετά τη συζήτηση, οι σχέσεις της Κλεόπα με το γιατρό του παλατιού, τον κυρ Πεπαγωμένο, βελτιώθηκαν. Έπαψε να τον βλέπει με δυσπιστία, κατά κάποιο τρόπο πείσθηκε πως δε συνωμοτούσε και δεν ήθελε το θάνατό της. Η Ανέζα είχε δίκιο. Ο κυρ Δημήτριος Πεπαγωμένος ήταν πολύ καλός γιατρός, προερχόταν από μια οικογένεια που είχε δώσει πολλούς γιατρούς στην υπηρεσία των Παλαιολόγων. Ο πατέρας του μάλιστα ήταν γιατρός του αυτοκράτορα Μανουήλ και είχε γράψει και ένα περίφημο βιβλίο για την ποδάγρα στο οποίο συχνά αναφερόταν ο ντοτόρος. Ο κυρ Δημήτριος δεν είχε καμιά έπαρση για τις γνώσεις και την καταγωγή του, ήταν καλός και πράος άνθρωπος, είχε κατανόηση και ήταν υπομονετικός με την Κλεόπα· καταλάβαινε πως σαν γυναίκα προτιμούσε να έχει για γιατρό γυναίκα. Και όχι μόνο ανεχόταν την παρουσία της Ανέζας κοντά στη Δέσποινα, αλλά διακριτικά τής συμπαραστεκόταν και τη συμβούλευε όποτε εκείνη του το ζητούσε.
   Και η Ανέζα, βλέποντας πως ο γιατρός δεν την υπέβλεπε, κατέφευγε συχνά στις γνώσεις του. Το γεγονός ότι όλοι τη θεωρούσαν Εβραία δεν τον ενοχλούσε, στη δουλειά του είχε συνεργαστεί με αρκετούς Εβραίους και Άραβες γιατρούς και είχε μάθει να εκτιμά και να δέχεται τις γνώσεις τους, που στο κάτω κάτω της γραφής αναφέρονταν σε κοινά ιατρικά συγγράμματα και θεωρίες. Όταν μάλιστα πάνω σε κάποια συζήτηση η Ανέζα του αποκάλυψε ότι είχε εργαστεί κοντά στο ντοτόρο Ελιέζερ, η εκτίμησή του γι' αυτή μεγάλωσε. Η φήμη του ντοτόρου είχε φτάσει ως την Κωνσταντινούπολη και το Μυστρά και σε όλο τον Λεβάντε.
   Έτσι, η Ανέζα μπορούσε να είναι κοντά στην Κλεόπα και να της προσφέρει ανενόχλητα τις υπηρεσίες της χωρίς να έχει ν' αντιμετωπίσει αντιζηλίες και εχθρότητες, ακόμα και παγίδες που θα της έστηνε κάποιος που θα τον ενοχλούσε η παρουσία της και η εύνοια που της έδειχνε η Δέσποινα του Μυστρά.
   Η ιδιαίτερη σχέση της με την Κλεόπα και η εμπιστοσύνη που της έδειχνε ο γιατρός του παλατιού είχαν ενισχύσει τη φήμη της και δεν ήταν λίγες οι αρχόντισσες που ζητούσαν τη συμβουλή και τη βοήθειά της για μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματά τους. Μία από αυτές, η Ευτροπία Φραγκοπουλίνα της μίλησε μια μέρα για την πεθερά της που ήταν πάντα δύσκολος άνθρωπος, αλλά που τον τελευταίο καιρό η κατάστασή της είχε χειροτερέψει. Τα έβαζε με όλους και όλα, χωρίς λόγο, χτυπούσε τις δούλες, τις πιο πολλές φορές δεν αναγνώριζε το γιο της και τη νύφη της, ούτε τα εγγόνια της, παραμιλούσε και έλεγε πράγματα φοβερά και ακατανόητα. Τα βότανα που θα την ηρεμούσαν δεν τα έπαιρνε, τις περισσότερες φορές τα έχυνε πάνω στους δούλους λέγοντας πως ήθελαν να τη δηλητηριάσουν.
   "Όπως καταλαβαίνεις, κυρα-γιατρέσα, η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα ήθελα να την περιορίσουμε κάπου, σε ένα μοναστήρι ίσως. Δε σου κρύβω πως φοβάμαι μήπως και κάποια μέρα κάνει κακό στον εαυτό της ή σε κάποιον άλλον. Ο άντρας μου λέει πως πάντα ήταν έτσι δύσκολη και πως αυτά της τα καμώματα δεν είναι παρά συνηθισμένες παραξενιές των γερόντων. Εγώ, όμως, ανησυχώ και δεν ξέρω τι να κάνω..."
   Η Ανέζα τη ρώτησε αν είχε μιλήσει στο γιατρό του παλατιού,  τον κυρ Πεπαγωμένο.
   "Όχι, δεν τολμώ, ντρέπομαι... Πώς να του πω ότι η πεθερά μου είναι τρελή; Η οικογένειά μας έχει ένα όνομα σεβαστό. Ο μακαρίτης ο πεθερός μου ήταν κηδεμόνας του Δεσπότη. Αν ακουστεί πως η γυναίκα του είναι τρελή, τι πρόσωπο θα έχουμε στην κοινωνία;"
   "Δε θα μαθευόταν από τον κυρ Πεπαγωμένο, είναι σοβαρός και τίμιος γιατρός, ποτέ κανείς γιατρός δε μιλάει για τις αρρώστιες των ανθρώπων που τον εμπιστεύονται. Όλοι οι γιατροί δίνουν όρκο, είναι σαν τους εξομολόγους", την καθησύχασε η Ανέζα.
   Η Ευτροπία κούνησε το κεφάλι της.
   "Έτσι και έρθει σπίτι μας ο γιατρός χωρίς να είναι κανείς άρρωστος, θα είναι σαν να βάλουμε κήρυκα να διαλαλήσει το πρόβλημά μας. Όχι, όχι... προτιμώ να έρθεις εσύ, αν θέλεις να μου κάνεις αυτή τη χάρη. Είσαι γυναίκα,  είναι αλλιώς, δε θα φανεί τόσο περίεργο. Μπορεί, για παράδειγμα, να πούμε πως έρχεσαι γιατί κάποια από τις γυναίκες του σπιτιού μας έχει γυναικεία προβλήματα... έπειτα είσαι ξένη, δε γνώρισες τα πεθερικά μου κι έτσι δε θα ντροπιαστεί το όνομα της οικογένειάς μας με αυτά που τυχόν θα ακούσεις από το στόμα της πεθεράς μου..."
   Έτσι έγινε και δέχτηκε η Ανέζα να επισκεφθεί την πεθερά της αρχόντισσας· και χωρίς να το υποψιάζεται, η επίσκεψή της αυτή θα άνοιγε μια σφαλισμένη πόρτα φοβερών μυστικών...

   Το αρχοντικό των Φραγκόπουλων ήταν, όπως όλα τα αρχοντικά, δίπλα στο παλάτι.
   Μαζί με την Ευτροπία ανέβηκαν την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον απάνω όροφο, εκεί που βρίσκονταν τα τρίκλινα και τα άλλα δωμάτια όπου ζούσαν οι άρχοντες. Στο ισόγειο βρίσκονταν οι βοηθητικοί χώροι, τα μαγειρεία, οι αποθήκες, οι στάβλοι. Πέρασαν στη μεγάλη αίθουσα, το τρίκλινο, που ήταν και ο κύριος χώρος του αρχοντικού. Ψηλά παράθυρα που άνοιγαν προς την πλευρά του κάμπου άφηναν το φως να μπαίνει άπλετο. Στην Ανέζα, όμως, έκανε εντύπωση η έλλειψη προσωπικού, που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονταν εκεί για να υποδεχθούν την κυρά του αρχοντικού και να ακούσουν τις εντολές της. Η απουσία αυτή ίσως και να ήταν η εξήγηση για την ακαταστασία και τη βρόμα που βασίλευε στο χώρο. Σαν να μην είχε ποτέ περάσει χέρι με κερί μέλισσας τα έπιπλα, σαν να μην είχε βάλει καθαρές ψάθες στο δάπεδο, σαν να μην είχε ποτέ κανείς καθαρίσει τις στάχτες και τα αποκαΐδια από τα τζάκια... Όλα συνέθεταν μια εικόνα εγκατάλειψης.
   Η Ευτροπία, καταλαβαίνοντας πως η εικόνα του αρχοντικού της δεν ήταν αντάξια του ονόματός της, δικαιολογήθηκε λέγοντας πως λόγω του χαρακτήρα της πεθεράς της οι δούλοι δεν έμεναν πολύ καιρό στη δούλεψή τους· όσοι μπορούσαν έφευγαν και το προσωπικό που έμενε δεν ήταν ούτε αρκετό, ούτε πρόθυμο να εργαστεί. Προφασίζονταν πως δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν με τίποτε άλλο παρά να προσέχουν την άρρωστη, μη τυχόν και βάλει φωτιά στο αρχοντικό ή πέσει από κανένα παράθυρο.
   Προχώρησαν μέσα από έναν μακρύ και κακοφωτισμένο διάδρομο που κάθε τόσο διακλαδιζόταν σε άλλους μικρότερους -κάπως σαν λαβύρινθος της φάνηκε της Ανέζας-  και τέλος, αφού ανέβηκαν μια στενή σκάλα, έφτασαν στην κορυφή του πύργου που ήταν ενσωματωμένος στο κυρίως σώμα του αρχοντικού. Η Ευτροπία στάθηκε μπροστά στη μοναδική πόρτα που υπήρχε στο πλατύσκαλο και με την παλάμη του χεριού της χτύπησε τρεις φορές. Από μέσα ακούστηκαν βήματα και με ένα δυνατό τράνταγμα που μαρτυρούσε σύρσιμο μάνταλου άνοιξε με δυσκολία, τρίζοντας η πόρτα.
   Το δωμάτιο ήταν μικρό και σκοτεινό, το μοναδικό παράθυρο ήταν ψηλά και είχε σιδεριές. Της Ανέζας της θύμισε φυλακή. Το χειρότερο, όμως, ήταν η δυσωδία που βασίλευε στο χώρο. Μυρωδιά από ανθρώπινα ούρα και ακαθαρσίες την έκαναν να κρατάει την αναπνοή της. Η Ευτροπία είχε φέρει την άκρη του μανικιού της στη μύτη της, η Ανέζα όμως δεν τολμούσε να το κάνει φοβούμενη μήπως προσβάλει την αρχόντισσα. Ένας σκοτεινός όγκος ξεχώριζε σε μια γωνιά του δωματίου. Πάνω σε ένα πρόχειρο, ταπεινό κρεβάτι υπήρχε ένα παλιό στρώμα κι εκεί, ανακούρκουδα καθισένη, μια μορφή κουνιόταν πέρα δώθε.
   "Καλημέρα, μητέρα, πώς είσαι σήμερα; Σου έφερα επίσκεψη μια κυρά που είναι στην ακολουθία της Δέσποινας, να σε γνωρίσει". Η Ευτροπία μιλούσε από μακριά, σε απόσταση ασφαλείας από την πεθερά της. Ήταν φανερό πως τη φοβόταν.
   "Σε πήρε ο πόνος και θέλεις να μάθεις τι κάνω; Εδώ που με πέταξες στη φυλακή... Γιατί δε με άφησες στην κάμαρά μου; Αντί να ρωτάς τι κάνω, καλύτερα να ρωτάς τι μου κάνουν οι άνθρωποί σου..."
   Η άρρωστη γυναίκα με το βλέμμα έδειξε προς τη μεριά μιας θηριώδους γυναίκας που στεκόταν παρακεί με ύφος βλοσυρό. Τα δυνατά χέρια της, που έμοιαζαν να ανήκουν σε άντρα και όχι γυναίκα, τα είχε διπλωμένα πάνω στη χοντρή κοιλιά της.
   "Σαν το ζώο με δένουν, χέρια, πόδια", η γυναίκα έκανε να σηκώσει τα δεμένα χέρια της, "εμένα, τη Θεοδώρα τη Φραγκοπουλίνα, τη γυναίκα του άρχοντα Φραγκόπουλου, του κηδεμόνα του Δεσπότη, την κόρη του άρχοντα Μελισσηνού. Εσύ, εσύ η πονηρή τα κανονίζεις αυτά πίσω από την πλάτη του γιου μου... Πού είναι ο γιος μου να δει την κατάντια της μάνας του; Κακούργα, καταραμένη..."
   Έλεγε, έλεγε η ηλικιωμένη αρχόντισσα κουνώντας με απελπισία το κεφάλι και τα δεμένα χέρια της. Η νύφη της την άκουγε φανερά ταραγμένη, δαγκώνοντας τα χείλη της.
   "Δεν έχεις δίκιο, μητέρα. Σε φέραμε εδώ προσωρινά, όταν έβαλες φωτιά στο δωμάτιό σου και χρειάστηκε να το ασπρίσουμε. Δε μου αρέσει να σε έχω δεμένη, αλλά φοβάμαι πως αν σε αφήσουμε ελεύθερη θα κάνεις κι άλλο κακό. Λίγο ακόμα και θα έβαζες φωτιά σε όλο το σπίτι αν δε σε προφταίναμε... Θυμήσου και πόσες φορές έχεις πετάξει το φαγητό σου, πόσες φορές χτυπάς τους δούλους που έρχονται να σε περιποιηθούν... χθες ακόμα δεν έφερες το πινάκιο με το φαΐ στο κεφάλι της καημένης της δούλας που σου το έφερε και την πήραν τα αίματα; Τι θέλεις να κάνω; Μπορείς να ορκιστείς πως θα είσαι φρόνιμη αν σε λύσουν;"
   "Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω. Δε σου το έμαθαν αυτό κυρα-Ευτροπία; Και μας κάνεις την καλή χριστιανή! Ακούς εκεί να ορκιστώ! Για πες το στον εξομολόγο σου, να δούμε τι θα σου πει, τι επιτίμια θα σου βάλει... Πού είναι ο γιος μου; Θέλω να μιλήσω σ' εκείνον, όχι σ' εσένα".
   "Ο άντρας μου και γιος σου λείπει με το Δεσπότη σε πόλεμο. Δε μπορείς να τον δεις".
   "Πόλεμοι, πόλεμοι... ποτέ δε σταματάνε οι πόλεμοι; Ψέματα λες, όλο ψέματα λες πως λείπει. Το παιδί μου εσύ το εμποδίζεις να έρθει να με δει, ποιος ξέρει τι ψέματα του λες κι εκείνου. Φύγε, τσακίσου από 'δω, δε θέλω να βλέπω τα μούτρα σου". Τα μάτια της είχαν αγριέψει και σάλια έτρεχαν από το στόμα της. Με τα δεμένα χέρια της προσπαθούσε να δείξει την πόρτα στη νύφη της. "Έξω, κόρη του Σατανά!" ούρλιαζε.
   Η Ευτροπία, αδιαφορώντας για τις κραυγές της πεθεράς της -ίσως τις είχε συνηθίσει- έσπρωξε μπροστά της την Ανέζα, που ως τότε στεκόταν με σεβασμό πίσω της.
   "Θα φύγω όπως προστάζεις, μητέρα, όμως η κυρά από 'δω θα μείνει. Είναι γιατρέσα και θα μπορέσει να σου γιατρέψει τις αϋπνίες που λες πως έχεις".
   Και χωρίς άλλη κουβέντα βγήκε από την κάμαρα κάνοντας νόημα στη γυναίκα που πρόσεχε την πεθερά της να βγει κι αυτή μαζί της, αφήνοντας την Ανέζα μόνη με το ανθρώπινο κουρέλι που κάποτε, κατά τα λεγόμενά της, ήταν η Θεοδώρα Φραγκοπουλίνα, κόρη του άρχοντα Μελισσηνού.
   Όταν βγήκαν από την κάμαρα η νύφη της και η γυναίκα που τη φύλαγε, η άρρωστη φάνηκε να ηρεμεί κάπως. Σαν να μην υπήρχε άλλος άνθρωπος στο δωμάτιο, έγειρε στο στρώμα με την πλάτη γυρισμένη προς την Ανέζα, δείχνοντας έτσι πως αδιαφορούσε για την παρουσία της.
   Η Ανέζα αποφάσισε να μη μιλήσει μέχρι η ηλικιωμένη αρχόντισσα να το θελήσει. Ήξερε πως αν το επιχειρούσε τώρα θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που θα ήθελε, να μπορέσει δηλαδή να βοηθήσει, αν αυτό ήταν δυνατό, τη γυναίκα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε τύχει να δει αρρώστους να φέρονται με επιθετικότητα και έχθρητα σε ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, ιδίως αν ήταν ηλικιωμένοι και οι συνθήκες τούς είχαν επιβάλει  την απώλεια κάθε αξιοπρέπειας. Αντιδρούσαν με όποιο μέσον μπορούσαν, με λόγια ή με έργα, ενάντια σ' αυτούς που θεωρούσαν πως τους καταπίεζαν, αρνούμενοι κάθε βοήθεια, ακόμα και την πιο καλοπροαίρετη. 
   Κάθισε σε ένα σκαμνί που, εκτός από το ταπεινό κρεβάτι, ήταν το μοναδικό έπιπλο στο βρομερό δωμάτιο και περίμενε κάποια αντίδραση από την πλευρά της άρρωστης, ενώ μέσα της κάκιζε την αρχόντισσα Ευτροπία που δεν είχε φροντίσει να έχει μια πιο ανθρώπινη διαμονή η πεθερά της.
   Έμεινε έτσι για κάμποση ώρα, βυθισμένη στις σκέψεις της. Λαχταρούσε να σηκωθεί να κάνει μερικά βήματα, να ξεμουδιάσει. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν πνιγηρή, από το μοναδικό παράθυρο δεν έμπαινε αέρας, παρά μόνο η ζεστή ανάσα του κάμπου που φλεγόταν στον ήλιο του καλοκαιριού. Για να ανακουφιστεί κάπως από τη ζέστη, η Ανέζα έλυσε τη μαντίλα που σκέπαζε τα μαλλιά της και ακούμπησε στον τοίχο το κεφάλι της, προσπαθώντας να κατανικήσει τη νύστα που, μαζί με τη ζέστη, βάραινε τα βλέφαρά της- ίσως και να κοιμήθηκε λίγο.
   "Είσαι κοντά στην Ιταλίδα;"
   Η φωνή της ηλικιωμένης γυναίκας την έβγαλε από το λήθαργο που την είχε βυθίσει η ζέστη και η απραξία. Η γυναίκα μιλούσε σ' εκείνη· καλό σημάδι, έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον.
   "Η δέσποινα Κλεόπα μου έχει κάνει την τιμή να με συμβουλεύεται σε θέματα ιατρικά".
   "Και εμπιστεύεται μια Οβριά σαν ελόγου σου; Αν είδα καλά, είσαι Οβριά. Χάθηκαν οι καλοί χριστιανοί, οι Ορθόδοξοι γιατροί, ο κυρ Πεπαγωμένος, και προτιμάει μια άπιστη; Αλλά τι περιμένεις από μια Λατίνα αιρετική σαν την αφεντιά της; Γεμίσαμε Φράγκους αιρετικούς, καταραμένους, μαγάρισαν τις εκκλησιές μας, τον τόπο μας, τις γυναίκες μας..."
   Η ηλικιωμένη γυναίκα εξακολουθούσε να της έχει την πλάτη γυρισμένη. Η φωνή της ήταν καθαρή, αυταρχική, γυναίκας μαθημένης να διατάζει, απαλλαγμένη όμως από τους οξείς τόνους που είχε όταν μιλούσε στη νύφη της.
   "Γιατί το λες αυτό, αρχόντισσα;"
   "Γιατί το λέω; Δε βλέπεις γύρω σου; Γέμισε ο τόπος γασμούλους. Ακόμα και αρχοντοπούλες από βασιλικό σόι παντρεύονται Λατίνους. Αλλά αυτές δε φταίνε, σαν έτσι αποφασίζει ο κύρης τους. Υπάρχουν όμως και άλλες, αμαρτωλές, που πάνε με Φράγκους με τη θέλησή τους. Πολλές για τα λεφτά· άλλες για την αγάπη, λένε -χα!- και σπέρνουν μπάσταρδα. Στο τέλος δε θα ξέρουμε τι είμαστε, Ρωμαίοι ή μούλοι των Λατίνων; Να δες, ακόμα και ο Δεσπότης μας ο κυρ Θεόδωρος, και αυτός πήρε Λατίνα. Πολιτικοί λόγοι, λέει. Νόμιζε ο πατέρας του πως αν πάρει την Ιταλίδα, που είναι και ανιψιά του Πάπα, θα μας βοηθήσει αυτός να τα βάλουμε με τον Τούρκο. Τρομάρα του! Και ήταν σοφός άνθρωπος, όμως στραβώθηκε... Ο πατέρας μου ήταν ο μόνος που ήξερε και δεν ήθελε να μολύνει το αίμα μας με το αίμα των αζυμιτών".
   H άρρωστη γύρισε απότομα προς τη μεριά της Ανέζας, σαν να ήθελε να δει τι εντύπωση είχαν κάνει τα λόγια της. Με το που έστρεψε, όμως, το βλέμμα της προς την Ανέζα, μεταμορφώθηκε απότομα, σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός. Γούρλωσε τα μάτια και ζάρωσε όσο πιο πολύ μπορούσε στο κρεβάτι της. Η έκφραση του προσώπου της φανέρωνε ανείπωτο τρόμο. Σαν να είχε δει φάντασμα.
   Η Ανέζα δεν ήξερε τι να υποθέσει και πώς να αντιδράσει. Τι ήταν εκείνο που είχε προκαλέσει τόση ταραχή στην άρρωστη; Έκανε ένα βήμα να την πλησιάσει και εκείνη τραβήχτηκε ακόμα περισσότερο στη γωνιά της και έφερε τα δεμένα χέρια στα μάτια της. Η Ανέζα κοίταξε γύρω να δει τι ήταν αυτό που έβλεπε η γυναίκα. Το δωμάτιο ήταν αδειανό όπως πριν, μόνο που τώρα οι τελευταίες ακτίνες του δύοντος ηλίου είχαν καταφέρει να τρυπώσουν από το μοναδικό μικρό παράθυρο του καταθλιπτικού δωματίου. Η Ανέζα συνειδητοποίησε πως οι ακτίνες έπεφταν πάνω της φωτίζοντας τα μαλλιά της, που για άλλη μια φορά δεν τα είχε κρυμμένα στη μαντίλα. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση, κάτι στην εμφάνισή της είχε ταράξει την άρρωστη.
   "Άννα;"
   Η φωνή της γυναίκας ήταν σιγανή και έτρεμε.
   "Χάνα με λένε, όχι Άννα, αρχόντισσα", διόρθωσε μαλακά η Ανέζα.
   "Άννα, γιατί ήρθες; Πότε θα πάψεις να με βασανίζεις;"
   Ήταν φανερό πως η γυναίκα τη μπέρδευε με κάποια άγνωστη Άννα. Η Ανέζα προτίμησε να μη τη βγάλει από την πλάνη της· ίσως έτσι έβρισκε κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει στη διάγνωση της αρρώστιας της.
   "Άννα, αδελφή μου, σε εξορκίζω, στο όνομα του Θεού του ζώντος, μη με βασανίζεις άλλο. Πλήρωσα αυτό που έκανα... Μπορεί να τιμωρήθηκες κι εσύ, αλλά εσύ έφταιξες. Έφταιξες! Μεγάλο το κρίμα σου! Σαν κοινή γυναίκα κοιμήθηκες με άντρα εκτός γάμου, και μάλιστα με Φράγκο! Ναι, ναι, μην το αρνιέσαι. Φράγκος ήταν -μισός Φράγκος από τη μάνα του, τι κι αν ο κύρης του ήταν Λάσκαρης... “Τον αγαπώ και με αγαπά, θα παντρευτούμε· τα έχει κανονίσει με τον παπά να μας παντρέψει κρυφά, αδελφούλα μου. Δε θέλω να πάρω τον Φραγκόπουλο που θέλει ο πατέρας”, έτσι μου είπες. Και εγώ σου θύμισα το καθήκον σου, πως τον είχες αρραβωνιαστεί τον Φραγκόπουλο με τις ευλογίες της Εκκλησίας... Και τότε εσύ μου φανέρωσες το μυστικό σου: ‟Πώς να τον πάρω, όταν στην κοιλιά μου έχω το παιδί του Εράρδου μου; Θα με βοηθήσεις, αδελφή μου;” Έτσι μου είπες, Άννα. Το θυμάσαι; Ήθελες να σε βοηθήσω να το σκάσεις και εμένα με δάγκωσε το φίδι το φαρμακερό της ζήλιας· εσύ δεν το ήξερες, αλλά εγώ έλιωνα για τον ξάδελφό μας τον Εράρδο. Εγώ η μεγαλύτερη αδελφή, η «άσχημη» -έτσι με έλεγαν κρυφά οι δούλες. Τις άκουγα τι έλεγαν από πίσω μας: ‟Δύο κόρες έχει ο αφέντης Μελισσηνός, τη μια την κοκκινομάλλα, όμορφη και καλή, και την άλλη το μαυροτσούκαλο, την άσχημη, με μαύρη καρδιά σαν το πετσί της”. Ναι, εσύ με τα κόκκινα σαν τα φύλλα του φθινοπώρου μαλλιά... αλήθεια, πώς και δεν ασπρίσανε τα μαλλιά σου σαν τα δικά μου; Ασπρίζουν τα μαλλιά των πεθαμένων; Γιατί πεθαμένη είσαι, Άννα. Χρόνια τώρα πεθαμένη... και το παιδί σου θα πέθανε κι αυτό, όπως και ο αγαπημένος σου... ο αγαπημένος μου. Μη με βασανίζεις άλλο, γύρνα στον Άδη, στην Κόλαση -εκεί θα πήγες σίγουρα, γιατί αμάρτησες. Εγώ τι κακό έκανα; Να εμποδίσω μια μεγαλύτερη αμαρτία ήθελα, να παντρευτείς τον ξάδελφό σου -δεύτερο, αλλά ξάδελφο. Είχες, λέει, το παιδί του στην κοιλιά σου. Ε και; Ποιο παιδί; Ποιος είδε παιδί; Εσύ το έλεγες. Κι έπειτα, μήπως γεννιούνται όλα τα παιδιά; Μήπως και δεν υπάρχουν τρόποι να ξεφορτωθεί κανείς τους καρπούς της αμαρτίας;
   » Όμως, δε με άκουσες.
   » Αν με άκουγες, ούτε εγώ θα σε μαρτύραγα, ούτε εσύ θα έφευγες σαν κυνηγημένη από το σπίτι μας και θα χανόσουν μετά κι εγώ δε θα υποχρεωνόμουν να παντρευτώ τον γερο-Φραγκόπουλο και να χάσω όλα τα παιδιά που του έκανα, εκτός από το πρώτο, τον Λέοντα. Όλα τα μωρά μου, έξι τον αριθμό, πέθαιναν, ούτε να χρονίσουν δεν πρόφταιναν. Έφταιγε ο καταραμένος ο γέρος άντρας μου, αυτός που δεν ήθελες εσύ να πάρεις και μου τον έδωσε εμένα με το ζόρι ο πατέρας, γιατί δεν ήθελε να αθετήσει το λόγο του -μια κόρη τού είχε τάξει να του δώσει γυναίκα, μια κόρη τού έδωσε. Όχι την όμορφη, την κοκκινομάλλα -‟αυτή έγινε καλόγρια”, δικαιολογήθηκε. Του έδωσε την άσχημη, το μαυροτσούκαλο. Κι ο γέρος με πήρε και μου έκανε εφτά παιδιά· τα έξι πεθάνανε, το σπέρμα του ήταν αδύνατο, γερασμένο, πάλι καλά που έζησε ο Λέων μου, και ας πήρε γυναίκα αυτή τη στρίγκλα την Ευτροπία που με βασανίζει. Το ξέρω, όμως, δεν είναι η Ευτροπία που με βασανίζει, ούτε το σπέρμα του γέρου που φταίει για τους θανάτους των παιδιών μου. Είσαι εσύ, κακούργα, πόρνη, εσύ με εκδικιέσαι από τον τάφο σου -αν έχεις τάφο και δε σε φάγανε οι λύκοι. Βρικόλακα, πνεύμα ακάθαρτο, φύγε, φύγε, πήγαινε πίσω στο έρεβος του Άδη, εκεί ανήκεις... Τι στέκεις και με κοιτάς; Πίσω, καταραμένη!"
   Όσο μιλούσε, η φωνή της δυνάμωνε και στο τέλος είχε γίνει στριγκιά σαν σάλπιγγα. Σάλπιγγα της Κολάσεως!
   Η Ανέζα δεν πίστευε στ' αυτιά της. Σαν σε όνειρο πλησίασε προς τη γυναίκα. Έσκυψε πάνω της και την κοίταξε καλά.
   Εκείνη ζάρωσε ακόμη περισσότερο στη γωνιά της κλαψουρίζοντας.
   "Φύγε, Άννα, φύγε! Αρκετά με τιμώρησες".
   Η Ανέζα έβγαλε από τον κόρφο της το φλουρί της μάνας της και το έφερε μπροστά στα μάτια της γριάς.
   "Αυτό το γνωρίζεις;"
   Στα τσιμπλιασμένα μάτια της άρρωστης έλαμψε μια σπίθα. Έκανε ν' απλώσει το χέρι της να πιάσει το φλουρί, την εμπόδισαν όμως τα δεσμά της.
   "Το ξέρω, πώς δεν το ξέρω... Και αυτό μου το στέρησες. Σ' εσένα το έδωσε η μάνα μας, σ' εσένα και όχι σ' εμένα, κι ας ήμουν η πρωτότοκη και όφειλε να μου το δώσει, όπως ήταν η παράδοση στην οικογένειά της. ‟Το φλουρί του Μεγαλέξανδρου πάει από μάνα σε κόρη, κάθε φορά έτσι πρέπει να γίνεται, έτσι ορίζει η παράδοση στην οικογένειά μας. Αιώνες τώρα τηρούμε την παράδοση αυτή, που ξεκίνησε από μια γυναίκα που την έλεγαν Μεγώ”, είπε με επίσημο τόνο η μάνα μας, καθώς σου το φόραγε στο λαιμό τη βραδιά των αρραβώνων σου με τον Φραγκόπουλο. Αργότερα, σαν ήμαστε μόνες και της παραπονέθηκα γιατί έδωσε σε σένα το φλουρί και όχι σε μένα, αφού εγώ ήμουν η πρωτότοκη, μου δικαιολογήθηκε: ‟Θεοδώρα, κόρη μου, μην πικραίνεσαι, παιδί μου, όλα εκ Θεού είναι. Δε σου έδωσε ομορφιά ο Ύψιστος και δεν ξέρω αν θα αξιωθείς να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά. Εσένα ο Θεός σε προορίζει για καλόγρια, το ξέρω καλά, νύμφη του Κυρίου θα γίνεις και όχι ενός θνητού· καλύτερη η μοίρα σου από της αδελφής σου...
   » Δικαιολογίες... δικαιολογίες. Η αλήθεια ήταν πως ήσουν η χαϊδεμένη της, γι' αυτό και σε προτίμησε. Εγώ, όμως, στο τέλος στεφανώθηκα με τιμή και δόξα τον Φραγκόπουλο και όχι εσύ. Εγώ του γέννησα εφτά παιδιά. Εσύ τι έκανες; Δέχτηκες το φλουρί κι ας ήξερες πως δεν επρόκειτο να στεφανωθείς τον Φραγκόπουλο -φόραγες στο δάχτυλο τον αρραβώνα του, ενώ στην αμαρτωλή γαστέρα σου φύτρωνε ο σπόρος του Λάσκαρη. Πού να το ήξερε η καημένη η μητέρα... Φόρεσες το φλουρί και το μαγάρισες. Αν έκανες παιδί, αν έκανες κόρη, το πέρασες σ' εκείνη άραγε; Τι παιδί όμως; Παιδί εκτός γάμου, νόθο, μπάσταρδο, έτσι μας είπαν. Η μάνα μας φαγώθηκε να σε βρει μετά που χάθηκες εκείνο το βράδυ που σε μαρτύρησα και ματαίωσα τα σχέδιά σας. Οι άντρες που είχε βάλει ο πατέρας δεν τα κατάφεραν να σας πιάσουν, το σκάσατε με τον αγαπητικό σου, χάθηκαν τα ίχνη σας...
   » Μετά από χρόνια πολλά, σαν πέθανε ο πατέρας μας και η μάνα μας καταλάβαινε πως και αυτής πλησίαζε το τέλος, βάλθηκε να σε ψάχνει. Κάποιοι της είπαν πως είχαν δει μια γυναίκα -αρχοντοπούλα, όπως φαινόταν, με ένα μωρό στην αγκαλιά- να πηγαίνει στο Μοναστήρι της Θεοτόκου κοντά στης Αρκαδιάς το κάστρο. Έστειλε έναν καλόγερο που εμπιστευόταν και σε ζήτησε, αλλά γύρισε άπρακτος· σίγουρα θα είχατε πεθάνει και εσύ και το παιδί, έτσι μας είπε ο καλόγερος. Τι θέλεις τώρα, κολασμένη, με τους ζωντανούς; Φύγε! Φύγε! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με την αμαρτωλή..."
   "Δεν είμαι η Άννα, η αδελφή που πρόδωσες, Θεοδώρα. Είμαι η εγγονή της. Η μάνα μου ήταν η Ειρήνη, η κόρη της αδελφής σου και του Εράρδου Λάσκαρη. Η αδελφή σου της έδωσε το όνομα Ειρήνη -ίσως αυτό να ήταν το όνομα της μάνας σας. Εγώ δεν είμαι Εβραία, όπως νομίζεις. Χριστιανή σαν εσένα είμαι", είπε και της έδειξε το σταυρό του Αλέξιου. "Με λένε Ανέζα -Αγνή για σένα- και είμαι ανιψιά σου, θεία Θεοδώρα, είτε το θέλεις είτε όχι. Και ξέρεις κάτι; Αν θέλεις να συχωρεθείς, πάψε να βασανίζεις τους ανθρώπους γύρω σου και πήγαινε να κλειστείς σε ένα μοναστήρι με τη θέλησή σου. Εκεί μόνο θα βρεις τη γαλήνη. Εδώ θα έρχεται πάντα η αδελφή σου να σου θυμίζει το κακό που της έκανες".
   Η φωνή της έτρεμε από θυμό και πίκρα. Θυμό για τη γυναίκα που βρισκόταν μπροστά της, στο έλεός της, ένα ράκος από ενοχές και τύψεις· πίκρα για την τύχη της μητέρας της μάνας της, που της αποκαλυπτόταν τώρα. Η ιστορία που είχε ακούσει από την πόρνη στο λιμάνι της Μονεμβασιάς, σε συνδυασμό με όσα της είχε πει η θεια-Πελαγία, και το παραλήρημα της άρρωστης γυναίκας έδεναν και έφτιαχναν μια εικόνα ζοφερή. Εικόνα ανθρώπινης κακίας και ζήλιας.
   Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο-φυλακή, ενώ πίσω της άκουγε το κλαψούρισμα της Θεοδώρας Φραγκοπουλίνας.
   "Άννα, μη φεύγεις, μείνε, θα σου εξηγήσω, θέλω να σου εξηγήσω, να με συχωρέσεις... δε μπορείς να με αφήσεις χωρίς συχώρεση, ο πνευματικός μου με συχώρεσε, έλεγε πως έκανα το σωστό... γιατί εσύ, όμως, δεν έχεις πάψει να με τυραννάς;"
   Οι αποκαλύψεις της γριάς τάραξαν την Ανέζα. Έβλεπε καθαρά το κουβάρι με το νήμα της ζωής της να ξετυλίγεται και να την οδηγεί σε άγνωστες ατραπούς. Η μητέρα της δικής της μάνας, η άγνωστη γυναίκα που άφησε το μωρό με το φλουρί στο μοναστήρι, ήταν αρχοντοπούλα, και μάλιστα από την οικογένεια των Μελισσηνών. Μια μεγάλη και ισχυρή οικογένεια με πολλούς κλάδους, πιστή στους Παλαιολόγους.
   Είχε ακούσει να μιλάνε για το Νικηφόρο Μελισσηνό, θείο του Λέοντα Φραγκόπουλου. Είχε τύχει μάλιστα να τον δει κάποιες φορές στο παλάτι και της είχε κάνει εντύπωση η γεμάτη περηφάνια κορμοστασιά του. Αντίθετα με τους άρχοντες που προέρχονταν από τις μεγάλες οικογένειες της Βασιλεύουσας, ο Μελισσηνός, όπως και άλλοι ντόπιοι άρχοντες, δεν είχε τη δουλοπρεπή συμπεριφορά εκείνων προς το Δεσπότη και γενικά προς όσους θεωρούνταν ανώτεροί τους ιεραρχικά. Ο Μελισσηνός κρατούσε αποστάσεις απ' ό,τι θεωρούσε ταπεινό και κατώτερο του ονόματος και του αξιώματός του, από τους αυλοκόλακες και τους δολοπλόκους που συνήθιζαν να συνωστίζονται στο παλάτι και να πλέκουν ιστούς συνωμοσιολογίας, ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
   "Είναι που είναι Λακεδαιμόνιος", είχε ακούσει κάποτε να τον σχολιάζουν με ειρωνεία. "Οι Λακεδαιμόνιοι θεωρούν πως είναι απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών και ανώτεροι από εμάς τους Ρωμαίους" -οι εκ Κωνσταντινουπόλεως θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους.
   Κουβάρι οι σκέψεις που τη βασάνιζαν. Ήταν, λοιπόν, εγγονή μιας αρχοντοπούλας από το Μοριά, αλλά ήταν και κόρη του Φράγκου πατέρα της, του Πρίγκιπα της Αχαΐας. Αλλά και η μάνα της... ίσως να ήταν και αυτή με τη σειρά της κόρη Φράγκου. Το όνομα του αγαπημένου της γιαγιάς Άννας ήταν φράγκικο, Εράρδος. Λεγόταν όμως και Λάσκαρης. Υπήρχαν πολλοί στο Μυστρά με αυτό το όνομα, υπήρχε και ένα λαμπρό παλάτι που τους ανήκε. Ποιος ήταν αυτός ο Λάσκαρης και γιατί να έχει το φράγκικο όνομα Εράρδος; Ήταν και συγγενής των Μελισσηνών;
   Δεύτερος ξάδελφος της άγνωστης γιαγιάς Άννας. Έτσι έλεγε η άρρωστη αρχόντισσα. Γι' αυτό, άραγε, ο πατέρας της Άννας δεν τον ήθελε για γαμπρό; Λόγω της συγγένειας; Η συγγένεια, όμως, δεν ήταν πάντα εμπόδιο για τους άρχοντες· με άδεια της Εκκλησίας παντρεύονταν και πρώτα ξαδέλφια ακόμα. Τότε, ποιος ήταν ο λόγος; Η καταγωγή του; Αν ξανάβλεπε την πεθερά της Ευτροπίας και προσπαθούσε να την κάνει να μιλήσει, να φανερώσει όλη την αλήθεια; Θα μπορούσε; Η αρχόντισσα έμοιαζε να μην έχει απόλυτα τα λογικά της. Ο χρόνος γι' αυτήν είχε σταματήσει, το παρόν και το παρελθόν είχαν γίνει ένα. Ίσως οι τύψεις της γι' αυτό που είχε κάνει, να καταγγείλει την αδελφή της, κατά τα λεγόμενά της, τη βασάνιζαν σε τέτοιο βαθμό, που το ήδη θολωμένο μυαλό της δεν αναγνώριζε το σήμερα...

   Η Ευτροπία έκανε καιρό να φανεί στο παλάτι. Μετά την επίσκεψη της Ανέζας στο σπίτι της είχε εξαφανιστεί. Να είχε θυμώσει που δε μπόρεσε να γιατρέψει την πεθερά της; Να είχε μάθει, άγνωστο πώς, τα όσα η πεθερά της στο παραλήρημά της είχε αποκαλύψει, και να ντρεπόταν;
   Η αλήθεια φανερώθηκε όταν ύστερα από καιρό η Ευτροπία εμφανίστηκε μαυροφορεμένη. Σε όσους τη ρωτούσαν έλεγε πως πέθανε η καημένη η πεθερά της ξαφνικά, στον ύπνο της. Στην Ανέζα, όμως, είπε την αλήθεια.
   Η Θεοδώρα είχε καταφέρει να λύσει τα δεσμά της, ίσως να τη βοήθησε και κάποια δούλα, και κρεμάστηκε από τα κάγκελα που είχε το παράθυρο στο δωμάτιό της.
   "Δεν το φανερώσαμε σε κανέναν, κυρα-γιατρέσα· πληρώσαμε καλά και τους δούλους, να μη το μαρτυρήσουν. Αλλιώς δε θα είχε χριστιανική ταφή. Σε σένα, όμως, λέω την αλήθεια, γιατί ξέρω πως εσείς οι γιατροί, σαν τους πνευματικούς, δε φανερώνετε τα μυστικά των αρρώστων. Όπως θα διαπίστωσες κι εσύ, η συχωρεμένη δεν έφταιγε για ό,τι έκανε, το μυαλό της ήταν σκοτισμένο. Μέρες πολλές δεν έτρωγε, ούτε έπινε νερό και παραμιλούσε μιλώντας με μια Άννα. Είχε σαλέψει ο νους της καημένης. Πώς να μην τρελαθεί; Είχε περάσει μεγάλες δυστυχίες στη ζωή της, το ξέρεις πως είχε θάψει έξι παιδιά; Όχι ένα, ούτε δύο... έξι! Και όλα μωρά. Είχε και την πίκρα μιας αδελφής που έχασε όταν ήταν πολύ νέα και που είχε στοιχίσει τη ζωή στη μάνα της. Μεγάλες δυστυχίες... δεν άντεξε... Ο Θεός να τη συχωρέσει και να αναπάψει την ψυχή της".
   Χάθηκε, λοιπόν, η ευκαιρία να μάθει η Ανέζα από πρώτο χέρι και με λεπτομέρειες για την καταγωγή της, την ιστορία της μητέρας της μάνας της. Χάθηκε ακόμα και η ευκαιρία να διεκδικήσει, αν αυτό ήταν δυνατό, τη θέση της στις οικογένειες των συγγενών της. Πώς και σε ποιους να παρουσιαστεί και να πει ότι κάτω από τα ρούχα της Εβραίας γιατρέσας κρυβόταν μία απόγονος των Μελισσηνών και των Λασκάρεων; Ποιος θα την πίστευε; Τι αποδείξεις είχε να προσφέρει; Το φλουρί της μάνας της και τα λόγια μιας μισότρελης γριάς και μιας μπεκρούς πόρνης;

   Την ίδια εποχή ένα συγκλονιστικό γεγονός συνέβη στη ζωή της Ανέζας και μια καινούργια κοσμοθεωρία την έκανε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τις μέχρι τότε αξίες που θεωρούσε ακλόνητες.
   Στο γράμμα που της είχε αφήσει ο ντοτόρος Ελιέζερ τη συμβούλευε να αναζητήσει τον παλιό του φίλο Γεώργιο Γεμιστό, ο οποίος είχε φοιτήσει μαζί με εκείνον κοντά στον Εβραίο σοφό Ελισσαίο· και οι δύο είχαν διδαχθεί από εκείνον τις αρχές της θρησκείας και της φιλοσοφίας του Ζωροάστρη.
   Τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής της στο Μυστρά η Ανέζα δεν ενδιαφέρθηκε να βρει αυτόν το φίλο του ντοτόρου. Υπήρχαν τόσα άλλα καθημερινά, πιεστικά προβλήματα σχετικά με τη διαμονή και την επιβίωσή της και το να ψάξει να βρει κάποιον άγνωστο, με μόνη σύσταση την πάλαι ποτέ φιλία του με τον ντοτόρο ήταν το λιγότερο που την απασχολούσε. Πολύ αργότερα, όταν πια είχε καθιερωθεί, κατά κάποιον τρόπο, ως γιατρέσα, θυμήθηκε τη σύσταση του ντοτόρου, όσους όμως ρωτούσε αν ήξεραν κάποιον με το όνομα Γεώργιος Γεμιστός την κοίταζαν περίεργα και κανείς δε φαινόταν πρόθυμος να της δώσει κάποια πληροφορία. Στο τέλος παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Ίσως ο φίλος του ντοτόρου να είχε πεθάνει, ή και να είχε φύγει από το Μυστρά· ίσως, πάλι, και να ήθελε να ζει στην αφάνεια, ίσως να ήταν μοναχός σε κάποιο από τα τόσα μοναστήρια που υπήρχαν στο Μοριά.
   Μια μέρα τής ήρθε η ιδέα να ρωτήσει την ίδια την Κλεόπα αν είχε ακούσει ποτέ το όνομα «Γεμιστός».
   Η Κλεόπα γέλασε τότε.
   "Εννοείς τον κυρ Πλήθωνα... Ναι, ναι, αυτό είναι το πραγματικό όνομα του μεγάλου φιλοσόφου μας. Δε θέλει, όμως, να τον φωνάζουν με αυτό, αλλά «Πλήθωνα», για να θυμίζει τον μεγάλο φιλόσοφο τον Πλάτωνα που έζησε πολύ παλιά στην αρχαία Αθήνα".
   "Δέσποινα, αν είναι έτσι και είναι το ίδιο πρόσωπο ο Πλήθων και ο Γεμιστός, τότε αυτός πρέπει να είναι ο φιλόσοφος που ο δάσκαλός μου, ο ντοτόρος Ελιέζερ, πεθαίνοντας με συμβούλευσε να αναζητήσω στο Μυστρά. Ήταν φίλοι από παλιά, όπως μου είχε πει. Όμως, όποιον και αν ρώτησα, κανείς δε μου έδωσε την παραμικρή πληροφορία· έτσι, πίστεψα πως ίσως είχε πεθάνει όπως ο δάσκαλός μου".
   "Σε βεβαιώ πως, αν και πολύ μεγάλος, είναι ζωντανός και ακμαίος, όπως θα μπορείς να διαπιστώσεις κι εσύ με τα μάτια σου αν έρθεις μαζί μου στη Μονή Βροντοχίου, όπου θα πάω να τον ακούσω να ομιλεί. Ίσως μας αναπτύξει το αγαπημένο του θέμα, τις διαφορές μεταξύ των δύο μεγάλων σοφών, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, του διδασκάλου του Αλέξανδρου, του βασιλιά της Μακεδονίας που έζησε πολύ παλιά και κατέκτησε τον κόσμο".
   Η Ανέζα ένιωσε κάτι σαν φτερούγισμα στην καρδιά της. Το όνομα του Αλέξανδρου έφερε εικόνες από τη μακρινή εκείνη περίοδο της ζωής της που είχε ερωτευτεί για πρώτη και μοναδική φορά. Τότε που διάβαζε ένα αρχαίο κείμενο στο λαβωμένο Αλέξιο και εκείνος της μιλούσε για τον Αλέξανδρο και τα κατορθώματά του, αλλά και για το δάσκαλό του που του χρωστούσε το «ευ ζην», όπως έλεγε. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι προς τη μεριά της καρδιάς της -το φλουρί με την εικόνα του βασιλιά, που φορούσε πάντα κρυμμένο, της φάνηκε πως έκαιγε.
   "Τι ξέρουμε γι' αυτόν το φιλόσοφο, Δέσποινα;"
   "Κανείς δεν ξέρει καλά καλά τη γενιά του. Λέει πως γεννήθηκε «εις την Κωνσταντίνου πόλιν», μάλλον ο πατέρας του είχε κάποιο αξίωμα στην Εκκλησία -μη με ρωτάς δεν ξέρω ακριβώς τι", συνέχισε η Κλεόπα χωρίς να προσέξει την ταραχή που είχαν προκαλέσει τα λόγια της στην Ανέζα. "Πάντως, όπως λένε, έφυγε κάποτε από την Πόλη και δεν είναι βέβαιο πού πήγε -κάποιοι λένε στην Περσία, άλλοι στην Ανδριανού πόλη, στον Τούρκο. Εκεί γνωρίστηκε με έναν σοφό Εβραίο, φαντάζομαι θα είναι αυτός που σου είπε ο δάσκαλός σου πως φοίτησαν και οι δυο κοντά του. Όταν πέθανε ο δάσκαλός του, και μάλιστα με τραγικό τρόπο, στην πυρά, ο κυρ Γεμιστός γύρισε στη Βασιλεύουσα. Με κάποιο τρόπο κατάφερε να μπει στην αυλή του αυτοκράτορα Μανουήλ, του πατέρα του συζύγου μου και να γίνει έμπιστός του. Ο πεθερός μου τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και του είχε δώσει πολλούς τίτλους και αξιώματα· και εκείνος τον συμβούλευε πώς να διοικεί. Δεν ξέρω να σου πω πόσες από τις συμβουλές του ακολούθησε ο πεθερός μου, πάντως κάποια στιγμή τον έστειλε εδώ στο Μυστρά, να συμβουλεύει το σύζυγό μου, που τότε ήταν μικρό παιδί και τον κηδεμόνευε ο Φραγκόπουλος".
   "Θα πρέπει να είναι μεγάλος στην ηλικία..."
   Η Ανέζα έμοιαζε συλλογισμένη.
   "Είναι πράγματι υπέργηρος, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ, αλλά είναι ακμαίος και η σκέψη του και το μυαλό του τόσο λαμπρά, που δε χορταίνεις να τον ακούς να μιλάει. Ο δεσπότης Θεόδωρος, και πριν από αυτόν ο μακαρίτης ο πατέρας του, αλλά και τα αδέλφια του, τον θαύμαζαν και τον θαυμάζουν, και τον έχουν τιμήσει πολλαπλώς, δίνοντάς του αξιώματα και τίτλους. Είναι ο ανώτατος δικαστής, και όλοι λένε πως ασκεί τα καθήκοντά του με αμεροληψία και δικαιοσύνη. Για να ζει άνετα αυτός και η οικογένειά του, του έχουν παραχωρηθεί δύο χωριά. Έχει συγκεντρώσει γύρω του έναν σημαντικό αριθμό ανθρώπων που αγαπούν όπως αυτός τη φιλοσοφία και συζητούν καθημερινά. Είναι πράος και ανεκτικός με όλους, και με εκείνους ακόμα που δεν ασπάζονται τις ιδέες του και του φέρνουν αντιρρήσεις, όπως μας παραδίδει ο Πλάτων ότι έκανε και ο Σωκράτης. Όμως, πρέπει να σου πω πως κοντά στους βασιλείς και τους άρχοντες που τον θαυμάζουν υπάρχουν και αρκετοί, πολλοί θα τολμούσα να πω, που τον φοβούνται, και κάποιοι μάλιστα τον αντιμάχονται, ιδίως οι καλόγεροι, οι οπαδοί του Γρηγορίου Παλαμά, οι Ησυχαστές".
   "Ποιοι είναι οι Ησυχαστές, Δέσποινα;" ρώτησε η Ανέζα.
   Η Κλεόπα απάντησε πως ήταν ένα θρησκευτικό κίνημα που είχε ξεκινήσει περίπου εκατό χρόνια πριν και είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις και αντιδράσεις μεταξύ των εκκλησιαστικών κύκλων.
   "Και όχι μόνο", συνέχισε. "Ήταν τόση η αναστάτωση που προκλήθηκε, ιδίως όταν ένας μοναχός από τη Δύση με το όνομα Βαρλαάμ και οι οπαδοί του ήρθαν σε σύγκρουση με τη διδασκαλία των Ησυχαστών, προκαλώντας μεγάλη ταραχή. Οι Ησυχαστές από τη μια δίδασκαν πως επιζητούσαν σε απόλυτο βαθμό τη γνώση, την ενατένιση του Θεού και την ένωση με Αυτόν. Η βάση και το κέντρο της διδασκαλίας τους ήταν η απόλυτη αγάπη του Θεού από την ψυχή, την καρδιά και το μυαλό και η επιθυμία για το θείο στοχασμό μέσω της αυταπάρνησης των πάντων, όλων όσα θυμίζουν την ασημαντότητα του κόσμου. Σύμφωνα με τους Ησυχαστές, υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια του Θεού· μία από τις θείες ενέργειες που απορρέει από την ουσία του Θεού είναι το «άκτιστον φως», το οποίο μπορεί να δει ο ησυχαστής μέσα από την αδράνεια, το στοχασμό και την προσευχή, και να πλησιάσει έτσι τον Θεό και να ενωθεί μαζί του. Ο νους, έλεγαν, πρέπει να απελευθερωθεί από σκέψεις, ιδέες, εικόνες του παρόντος ή αναμνήσεις του παρελθόντος και, ξεπερνώντας έτσι τα όρια της ύλης, μπορεί να φτάσει σε έκσταση. Όντας σε έκσταση, ο ησυχαστής απορροφάται εξ ολοκλήρου στην ενατένιση του Θεού. Παύει να έχει προσωπική και ατομική ζωή, τίποτε άλλο δεν υπάρχει, ούτε έχει σημασία. Ο νους του παραμένει ακίνητος και συνδέεται με το αντικείμενο της ενατένισης: τον Θεό.
   » Φαντάζομαι πως όλα αυτά θα σου φαίνονται πολύπλοκα και δυσνόητα λόγω της διαφοράς της θρησκείας μας", κατέληξε η δέσποινα Κλεόπα.
   "Πράγματι, δεν ξέρω πολλά πάνω σε θέματα θρησκευτικά", παραδέχτηκε η Ανέζα. "Στ' αλήθεια, όμως, δε μπορώ να καταλάβω γιατί θα πρέπει, για να πλησιάσει κανείς τον Θεό, να απαρνηθεί τα πάντα και να παραμείνει αδρανής. Αν όλοι πίστευαν αυτά που, όπως λες, διδάσκουν οι Ησυχαστές, ο κόσμος θα έπαυε να υπάρχει· ο καθένας θα ασχολιόταν μόνο με την ενατένιση του Θείου και θα αδιαφορούσε για όλα όσα θα συνέβαιναν γύρω του. Κανείς δε θα ενδιαφερόταν για τους αρρώστους, τους φτωχούς, τους δυστυχισμένους· κανείς δε θα υπερασπιζόταν τη γη του, την περιουσία του από εχθρούς και επιβουλευτές, κανείς δε θα φρόντιζε το χωράφι του ή την οικογένειά του· όλοι θα ζούσαν σε μια κατάσταση κάπως σαν σε όνειρο. Ο ίδιος ο Θεός, όπως μας διδάσκει η Τορά, δεν έμεινε αδρανής, έπλασε όλο τον κόσμο. Και αφού έπλασε πρώτα τον Αδάμ και μετά την Εύα από το πλευρό του Αδάμ, τους ευλόγησε λέγοντας: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης». Δεν τους έδωσε την εντολή να μένουν αδρανείς και μόνο να προσπαθούν να συλλάβουν την ουσία Του. Αυτό ίσως και να μην το ήθελε, αφού τους απαγόρευσε να φάνε από το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού. Όχι, ομολογώ πως δε μπορώ να καταλάβω αυτά που διδάσκουν οι Ησυχαστές και γενικά οι καλόγεροι που μόνο με την προσευχή και τη νηστεία ασχολούνται".
   "Αγαπητή Χάνα, μη φανερώσεις σε κανέναν άλλον αυτές τις σκέψεις σου. Θα σε περάσουν σίγουρα για αιρετική. Πρέπει να προσέχουμε όλοι τι λέμε... Και εγώ ίσως, επειδή μεγάλωσα στη Δύση, με διαφορετικό δόγμα από αυτό της Ανατολικής Εκκλησίας, ομολογώ -σε σένα μόνο, γιατί σε εμπιστεύομαι και ξέρω πως δε θα φανερώσεις το μυστικό μου- πως είμαι πιο κοντά στη διδασκαλία του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ερχόμαστε σε αντίθεση με το σύζυγό μου. Ο Δεσπότης ακολουθεί τις δοξασίες των Ησυχαστών -άλλωστε, είναι κοινό μυστικό, θα ήθελε να γίνει μοναχός. Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι τι θα μπορούσε να συμβεί, αν τελικά πραγματοποιούσε την επιθυμία του στους επικίνδυνους καιρούς που ζούμε. Δεν είναι πολύς καιρός που οι Τούρκοι είχαν φθάσει μπροστά στο Μυστρά και μας απειλούσαν. Φαντάσου όλοι να είμαστε αφοσιωμένοι στην ενατένιση του Θεού...  Όχι, δε συμφωνώ με αυτές τις διδασκαλίες".
   "Αυτός ο Καλαβρός που ανέφερες, Δέσποινα, τι δίδασκε;"
   "Α, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός... Αυτός είναι πολύ σοφός. Δίδασκε πως η κάθαρση του νου δε γίνεται μέσω της άσκησης, της απάρνησης των πάντων και της έκστασης, αλλά μέσω της διανόησης και της φιλοσοφίας. Κατά τον Καλαβρό, προχωράει κανείς με την πίστη, όχι μόνο μέσω της Αγίας Γραφής, αλλά και μέσω των διδαγμάτων του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη. Ο Καλαβρός δεν πίστευε στα θαύματα και στα οράματα του «ακτίστου φωτός», γι' αυτό και κατηγόρησε τους Ησυχαστές ότι, επιθυμώντας να δουν «ιδίοις όμμασι» το θείον και άκτιστον φως να λάμπει γύρω τους, έρχονται σε αντίθεση με τα δόγματα της Εκκλησίας, διότι ο ισχυρισμός τους ότι βλέπουν το θείον φως οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι η θεία ευλογία είναι απτή και η έννοια του Θείου αντιληπτή. Τους Ησυχαστές, λοιπόν, τους θεωρούμε αιρετικούς και «ομφαλοψύχους». Και εκείνοι με τη σειρά τους τον θεωρούσαν «αιρετικό» και όσους θαυμάζουν όπως εκείνος τους αρχαίους φιλοσόφους «Έλληνες και κρυπτοειδωλολάτρες και διαφθορείς των νέων...» Δε σου θυμίζουν οι κατηγορίες κατά του Καλαβρού τις κατηγορίες εναντίον του Σωκράτη; Βλέπεις, τα ελεύθερα πνεύματα ενοχλούν... Τέλος πάντων, η διαμάχη μεταξύ Ησυχαστών και Βαρλααμιτών, όπως ήταν φυσικό, είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην Εκκλησία μέχρις ότου συνήλθε Εκκλησιαστικό Συμβούλιο στο Ναό της Αγίας  του Θεού Σοφίας στη Βασιλεύουσα, προκειμένου να εξετάσει το θέμα της φύσης του «Θαβωρίου φωτός», δηλαδή του φωτός που έλαμψε στον Χριστό και το οποίο οι μαθητές του είχαν δει στο όρος Θαβώρ κατά τη Μεταμόρφωσή Του, και να αποφανθούν αν είναι δημιούργημα ή αδημιούργητο, δηλαδή άκτιστο. Κατά τον Γρηγόριο Παλαμά, που υποστηρίζει τους Ησυχαστές, το φως που αξιώθηκαν να δουν εκείνοι ταυτίζεται με το φως στο Θαβώρ, και ήταν και τα δύο αδημιούργητα. Στο Συμβούλιο επικράτησε η άποψη του Παλαμά και ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός αναγκάστηκε να απαρνηθεί τις ιδέες του και να εκφράσει δημοσίως τη μετάνοια για το λάθος του".
   "Τουλάχιστον δεν καταδικάστηκε σε θάνατο όπως ο Σωκράτης".
   "Ευτυχώς. Ο φιλόσοφός μας ο Πλήθων, που μιλά ελεύθερα ενώπιον όλων και εκφράζει το θαυμασμό του στον Πλάτωνα και στη φιλοσοφία εκείνου δεν είναι καθόλου αγαπητός μεταξύ των ιερωμένων. Αν δεν τον προστάτευαν ο Αυτοκράτωρ και ο Δεσπότης, ίσως να είχε διωχθεί. Εδώ στο Μυστρά τον έστειλε ο μακαρίτης ο πεθερός μου, ο αυτοκράτωρ Μανουήλ, για να τον γλιτώσει από την οργή ορισμένων φανατικών, δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία να λάμψει όχι μόνο ως φιλόσοφος και διδάσκαλος  εφάμιλλος των αρχαίων, αλλά και ως υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος στην υπηρεσία του Δεσπότη. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί όσους ρωτούσες ήταν απρόθυμοι να σου δώσουν πληροφορίες. Έλα μαζί μου να τον γνωρίσεις και να τον ακούσεις να αναπτύσσει τις θεωρίες του. Νομίζω πως θα σου αρέσει. Εγώ τον θαυμάζω και δε χορταίνω να τον ακούω να μιλάει. Τότε ξεχνώ κάθε λύπη και κάθε πρόβλημα μου φαίνεται μικρό και ασήμαντο μπροστά στις μεγάλες έννοιες που αναπτύσσει ο δάσκαλος. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που τον γνώρισα και που έχω την ευκαιρία να τον ακούω και να συζητώ μαζί του. Σου τονίζω, όμως, και πάλι πως πρέπει να προσέχουμε τι λέμε και σε ποιους..."

   Όταν αργότερα την ίδια μέρα είδε η Ανέζα τον Πλήθωνα, τον άνθρωπο που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή της, είχε την εντύπωση πως έβλεπε ένα ζωντανό άγαλμα, ένα ομοίωμα αρχαίου θεού να έχει κατέβει από το βάθρο του και να περπατά. Ψηλός και ευθυτενής, παρά την προχωρημένη ηλικία του -πρέπει να είχε περάσει τα εβδομήντα- μια ολόλευκη μορφή· όλα επάνω του ήταν λευκά, μαλλιά, γένια, ρούχα. Με το παράστημα και την αύρα που εξέπεμπε επισκίαζε τους πάντες.
   Οι μαθητές του, αυτοί που τον ακολουθούσαν, δεν της έκαναν την ίδια εντύπωση. Μια ετερόκλητη ομάδα, λαϊκοί και κληρικοί, με καβάδια και ράσα, τόνιζαν ακόμα περισσότερο τη διαφορετικότητα του δασκάλου.
   Η Ανέζα είχε μείνει λίγο πιο πίσω, για να μην προκαλεί με την παρουσία της τους ευγενείς που ακολουθούσαν την Κλεόπα και συνωθούντο ποιος ή ποια θα βρεθεί πιο κοντά της, για να δείξει ότι ήταν του άμεσου περιβάλλοντός της. Η απόσταση και κάποιοι χαμηλόφωνοι ψίθυροι και σχόλια των παρευρισκομένων την εμπόδιζαν στην αρχή να ακούσει καθαρά τον Πλήθωνα. Όταν, όμως, ο φιλόσοφος άρχισε να εκθέτει τις απόψεις του πάνω στις διαφορές μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη, κάθε άλλη φωνή σίγησε, αφήνοντας την καθαρή και δυνατή δική του να απλώνεται ανεμπόδιστη. Η γλώσσα, όμως, που χρησιμοποιούσε -όχι η καθημερινή, συνηθισμένη γλώσσα που όλοι μιλούσαν, αλλά μια γλώσσα λόγια που προσομοίαζε σε εκείνη των αρχαίων κειμένων -δυσκόλευε την Ανέζα. Τέντωνε τα αυτιά της και προσπαθούσε να κατανοήσει τα πυκνά νοήματα και τις φιλοσοφικές έννοιες που ξεδίπλωνε μπροστά στο ακροατήριό του ο φιλόσοφος. Όπως είχε πει η Κλεόπα, ο Πλήθων εμπνεόταν από την πλατωνική κοσμοθεωρία και, χωρίς να απαξιώνει τον Αριστοτέλη, ανέλυε γιατί θεωρούσε μεγαλύτερο φιλόσοφο τον Πλάτωνα. 
   Πάνω απ' όλα, όμως, εκείνο που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην Ανέζα ήταν μια αποστροφή του λόγου του φιλοσόφου. Θα πρέπει να στραφεί η κοινωνία στις ρίζες της, στο ένδοξο παρελθόν της, έλεγε. Και ποιες είναι άραγε αυτές οι ρίζες;
   "Εσμέν γαρ ουν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί".
   Αυτό δε δυσκολεύτηκε να το καταλάβει. "Είμαστε Έλληνες, η συνέχειά τους, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτη παιδεία μας".
   Τι έλεγε, λοιπόν, ο φιλόσοφος; Είμαστε Έλληνες, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η παιδεία μας. Δεν είμαστε λοιπόν Ρωμαίοι; Και Έλληνες δεν ονομάζονταν οι Εθνικοί, αυτοί που δεν πίστευαν στον έναν και μοναδικό Θεό, που λάτρευαν τα είδωλα και έκαναν περίεργες τελετές, όπως η Μερόπη; Τότε, πώς μπορούσαν να συμβιβαστούν οι δύο έννοιες; Ξανάφερε στο μυαλό της τη ζωή της πάνω στο βουνό, κοντά στη Μερόπη, ένιωσε πάλι την πνοή του καθαρού αέρα και μύρισε τα βότανα που μάζευαν τότε. Ένιωσε μια νοσταλγία, έναν πόνο στην καρδιά για κάτι που είχε χάσει ανεπιστρεπτί: την ελευθερία της σκέψης και της ζωής. Τα λόγια του φιλοσόφου, όπως έφταναν στ' αυτιά της, της προξενούσαν ταραχή, όπως άλλοτε τα λόγια της Μερόπης. Πλήθος ερωτήματα τη βασάνιζαν.
   Εκείνο το βράδυ η Ανέζα δε μπόρεσε να κοιμηθεί· έφερνε και ξανάφερνε στο νου της όσα άκουσε να διδάσκει ο Πλήθων. Αναρωτιόταν αν θα είχε και άλλες ευκαιρίες να τον ακούσει, αν θα μπορούσε, αν θα είχε το θάρρος να του εκθέσει τις απορίες της και να του ζητήσει να τη βοηθήσει να βρει τις απαντήσεις. Η Ανέζα θα ήθελε να ζητήσει την άδεια της Δέσποινας να τη συνοδεύει στις επισκέψεις της στη Μονή Βροντοχίου, όμως δίσταζε. Το γεγονός ότι όλοι τη θεωρούσαν Εβραία ίσως δεν την έκανε ευπρόσδεκτη. Αν, όμως, ο ντοτόρος και ο φιλόσοφος είχαν κάποτε υπάρξει φίλοι, ίσως δε θα έβλεπε με κακό μάτι την παρουσία μιας Εβραίας ανάμεσα στο ακροατήριό του· από την άλλη, είναι γεγονός πως οι άνθρωποι αλλάζουν και οι φιλίες ξεθωριάζουν ή και σβήνουν συχνά.
   Η Κλεόπα διέλυσε τους φόβους και τις επιφυλάξεις της με μια φράση: "Ο φιλόσοφος είναι ανοιχτός σε όλους, χριστιανούς και μη, γυναίκες και άνδρες· ακόμα και δούλους δέχεται".
   Η Κλεόπα είχε δίκιο. Την επόμενη φορά που τη συνόδευσε στη Μονή Βροντοχίου διαπίστωσε πόσο ετερόκλητο και πολυπληθές ήταν το ακροατήριο: άρχοντες και άνθρωποι του λαού, ρασοφόροι, ιερωμένοι, μοναχοί, κάποιοι δούλοι και γυναίκες. Δεν είχε δει, όμως, κανέναν να φορά ρούχα σαν τα δικά της· άρα, στο ακροατήριο δεν υπήρχαν Εβραίοι. Ένιωσε αμήχανα, ιδίως όταν συνειδητοποίησε το αέτιο βλέμμα του φιλοσόφου να καρφώνεται πάνω της· και η αμηχανία της κορυφώθηκε όταν, μετά το τέλος της ομιλίας του, ο Πλήθων την κάλεσε κοντά του και ζήτησε να μάθει το όνομά της. Η Ανέζα βρέθηκε σε δίλημμα, να φανερώσει ή όχι την πραγματική ταυτότητά της; Προτίμησε να απαντήσει πως ο κόσμος τη φώναζε «Χάνα» και πως ήταν μαθήτρια του ντοτόρου Ελιέζερ.
   Ο φιλόσοφος δεν αντέδρασε αμέσως. Έκλεισε τα μάτια και δε μιλούσε· έμοιαζε σαν να μην είχε ακούσει την απάντησή της, σαν να είχε βυθιστεί σε κόσμους άγνωστους και μακρινούς, προσιτούς μόνο σ' εκείνον.
   Η Ανέζα τον παρατηρούσε με κάποια ανησυχία. Δεν ήξερε τι να κάνει, να φύγει, διακινδυνεύοντας να τον προσβάλει, ή να μην το κουνήσει από τη θέση της μέχρι ο φιλόσοφος να δώσει κάποιο σημάδι αναγνώρισης, ή έστω να απαντήσει ότι δε θυμόταν κανέναν με το όνομα Ελιέζερ;
   Στο τέλος, όταν πια το είχε πάρει απόφαση να φύγει, ο Πλήθων άνοιξε τα μάτια του, που τώρα τα ύγραιναν λίγα δάκρυα, και μίλησε σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του και όχι στην Ανέζα.
   "Πάνε πολλά χρόνια, πάρα πολλά... Εις την Αδριανού πόλιν είχα έναν φίλο που τον έλεγαν Ελιέζερ. Ήμαστε μαθητές του σοφού Ελισσαίου, αυτού που έκαψαν, γιατί μιλούσε για πράγματα που δεν άρεσαν... για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ζωροάστρη... Αυτή είναι η μοίρα όσων τολμούν. Είναι φοβερό σε τι μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο η άγνοια και ο φανατισμός... και εγώ, επίσης..."
   Δε συνέχισε. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψεις τι εννοούσε· πως ίσως και ο ίδιος να είχε ανάλογη τύχη αν δεν τον είχε προστατεύσει ο Αυτοκράτωρ. Ίσως και τώρα ακόμα, εδώ στο Μυστρά, παρά την εύνοια που του έδειχνε ο Δεσπότης, να μην ήταν ασφαλής -αν κάποια στιγμή έπαυε να υπάρχει εκείνος, ή αν απέσυρε την εύνοιά του.
   Αλλάζοντας ύφος στράφηκε προς την Ανέζα.
   "Τι κάνει τώρα ο παλιός μου φίλος;"
   Η Ανέζα τον πληροφόρησε πως είχε πεθάνει.
   "Πέθανε, λοιπόν... και ήτο νεότερός μου... αλλά, κοινή η μοίρα των θνητών, η μόνη βεβαία οδός..."
   Δε σπαταλήθηκε σε κοινότοπα σχόλια, όπως «τι λες, τι δυστυχία!» και άλλα παρόμοια που συνηθίζουν οι άνθρωποι  στο άκουσμα του θανάτου κάποιου. Η φωνή του μόνο ακούστηκε λυπημένη.
   Η Ανέζα, πάντως, θεώρησε υποχρέωσή της να πει δυο καλά λόγια για τον ντοτόρο.
   "Ήταν σπουδαίος γιατρός και όλοι τον τιμούσαν· και εγώ που τον γνώριζα περισσότερο, γιατί ήμουνα κοντά του εφτά χρόνια", δεν πρόσθεσε όμως «ως δούλα του», όπως θα ήταν το σωστό, κάτι την κράτησε, "μπορώ να βεβαιώσω πως δεν ήταν μόνο σπουδαίος γιατρός, ήταν και φιλόσοφος. Συχνά συζητούσαμε για τους μεγάλους δασκάλους, τον Αριστοτέλη και τον Αμπού ιμπν Σίνα".
   "Φαντάζομαι πως εννοείς αυτόν που εμείς αποκαλούμε «Αβικέννα», τον άραβα γιατρό και φιλόσοφο. Όμως πες μου, κόρη μου, τι γνώμη είχε για τον Αριστοτέλη ο φίλος μου;"
   "Τον θεωρούσε μεγάλο φιλόσοφο και δάσκαλο, αλλά έλεγε πως ο Πλάτων ήταν ακόμα μεγαλύτερος. “Ο Πλάτων είναι στους σοφούς ό,τι ο ήλιος ανάμεσα στ' αστέρια. Όταν γνωρίσεις το μεγαλείο και τη λάμψη του ήλιου, όλα τα άστρα θαμπώνουν”, έτσι έλεγε"· και αμέσως, διστακτικά, χωρίς να περιμένει να τη ρωτήσει ο φιλόσοφος, πρόσθεσε: "Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ".
   Ο φιλόσοφος κούνησε με επιδοκιμασία το κεφάλι του.
   "Πώς μπορεί να είναι αλλιώς..."
   Η απάντηση της Ανέζας ήταν το κλειδί που της άνοιξε τις πύλες και την έκανε οριστικά δεκτή στην ομάδα των μαθητών και ακολούθων του Πλήθωνος. Με κάθε ευκαιρία έτρεχε στη Μονή του Βροντοχίου, είτε μόνη είτε στην ακολουθία της Δέσποινας. Με προσοχή και αφοσίωση άκουγε όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τις ερωτήσεις των μαθητών και τις απαντήσεις που εκείνος έδινε. Ο φιλόσοφος όχι μόνο δεχόταν να του υποβάλλουν ερωτήσεις, αλλά και σχολιασμούς, αντιρρήσεις και επιχειρήματα αντίθετα προς τα δικά του ανεχόταν και άκουγε με προσοχή, και για όλα είχε μια απάντηση. Παρά την εμφάνισή του, που παρέπεμπε σε ψυχρό άγαλμα, ο φιλόσοφος ήταν προσηνής και ανοιχτός σε συζητήσεις ακόμα και με όσους ήταν φανερά αντίθετοι προς τα διδάγματά του. Ένας ιδιαίτερα, ο Γεώργιος Κουρτέσιος, ο Σχολάριος, έφερνε πολλές αντιρρήσεις στο δάσκαλο, εκείνος όμως τον ανεχόταν, όπως ανεχόταν καθέναν από τους μαθητές του που είχε αντιρρήσεις ή ιδέες αντίθετες προς τη διδασκαλία του.
   Και όταν ο Σχολάριος αρνιόταν να δεχθεί ότι ήταν «Έλληνας», όπως διακήρυσσε ο φιλόσοφος (Έλληνες και όχι Ρωμαίοι) και με πείσμα έλεγε πως «Έλληνες» ήταν οι Εθνικοί και αυτός, ο Γεώργιος Κουρτέσιος, ο Σχολάριος, σεμνυνόταν ότι ήταν χριστιανός και όχι «Έλλην, ήτοι Εθνικός», ο Πλήθων τότε με γλυκύτητα του εξηγούσε πως δεν ήταν η λατρεία στους παλαιούς θεούς αυτό που έκανε κάποιον Έλληνα, αλλά το ήθος, η γλώσσα, η παιδεία έδιναν αυτή την ιδιότητα.
   Μια μέρα ο Πλήθων έφερε τη συζήτηση στον θεό Πάνα, τον θεό των αρκαδικών βουνών και, αναφερόμενος στους θρύλους και τους μύθους σχετικά με τη γέννηση και το βίο αυτού του θεού με τα τραγίσια πόδια και τα κέρατα, τους διηγήθηκε μια ιστορία του Πλουτάρχου.
   "Κάποτε, οι επιβάτες ενός πλοίου", άρχισε την αφήγηση, "μια νύχτα, ενώ είχαν περάσει τις Εχινάδες νήσους και κατευθύνονταν προς την Ιταλία άκουσαν μια φωνή να καλεί με το όνομά του τον Αιγύπτιο πηδαλιούχο του πλοίου -σημειωτέον ότι οι επιβάτες αγνοούσαν το όνομα του συγκεκριμένου προσώπου. Ο πηδαλιούχος δεν απάντησε αμέσως και η φωνή επανέλαβε την πρόσκληση. Όταν, τέλος, ο πηδαλιούχος απάντησε, η φωνή τού έδωσε την εξής παραγγελία: "Οπόταν γένη κατά το Παλώδες, απάγγειλον ότι Παν ο μέγας τέθνηκεν" (6).
   » Επακολούθησε συζήτηση μεταξύ των επιβατών και του πηδαλιούχου και ακούστηκαν πολλές απόψεις. Τελικά ο πηδαλιούχος, μετά από πολλούς δισταγμούς, ικανοποίησε την επιθυμία της ασώματης φωνής. Και τότε, μέσα από τα βάθη της θάλασσας, ακούστηκε μια βοή συνοδευόμενη από αναστεναγμούς και θρήνο. Ήταν, λέει, οι μικρότεροι θεοί που θρηνούσαν το θάνατο του Μεγάλου Πάνα, που προανήγγελλε και τον δικό τους θάνατο.
   » Αυτά διηγείται ο Πλούταρχος, όμως εγώ σας ερωτώ: Πέθανε άραγε στ' αλήθεια ο Μέγας Παν και μαζί του οι κατώτεροι θεοί, αλλά και οι μεγαλύτεροι; Εσείς τι πιστεύετε;"
   Μια αμήχανη σιωπή ακολούθησε την ερώτηση του φιλοσόφου. Οι μαθητές μιλούσαν σιγανά μεταξύ τους -προφανώς έψαχναν να βρουν μια απάντηση που θα ήταν αρεστή στο δάσκαλο, χωρίς όμως να θεωρηθούν και Εθνικοί.
   "Τι ερώτηση, πατέρα!" αποτόλμησε ο γιος του Πλήθωνος Δημήτριος, που παρακολουθούσε και αυτός με τους άλλους.
   "Περιμένω ν' ακούσω τη γνώμη σας. Τι πιστεύετε; Πέθανε ο Μέγας Παν;" επέμεινε ο Πλήθων.
   Και τότε, μέσα στη σιωπή, ακούστηκε καθαρά η φωνή ενός ρασοφόρου.
   "Αν και δε θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να απαντήσω σε ένα ερώτημα σαν αυτό, θα προσπαθήσω όμως. Για να πεθάνει κάτι θα πρέπει να έχει γεννηθεί πρώτα, έτσι δεν είναι;"
   "Σωστά, σωστά... συνέχισε λοιπόν".
   "Είτε δεχόμαστε πως ο Παν και οι άλλοι θεοί γεννήθηκαν, άρα έχουν φυσική υπόσταση σαν όλα τα άλλα έμψυχα όντα, είτε πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκφάνσεις των άπειρων ιδιοτήτων του Ανωτάτου Όντος, του Θείου".
   "Τι θέλεις να πεις;"
   "Αν, λοιπόν, δεχθούμε την πρώτη άποψη, ότι οι θεοί έχουν φυσική υπόσταση όπως όλα τα όντα, τότε, βέβαια, γεννώνται και πεθαίνουν κάποτε. Αν, όμως, δεχθούμε τη δεύτερη άποψη, τότε οι θεοί δεν έχουν φυσική υπόσταση, ούτε και οντότητα. Στη δεύτερη περίπτωση δεν πεθαίνουν, γιατί ο Θεός και οι άπειρες ιδιότητές του δε γεννήθηκαν, αλλά υπήρχαν πριν γίνει ο κόσμος και θα υπάρχουν εσαεί· μόνον η προσέγγιση των θνητών αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Η θεία υπόσταση παραμένει ίδια, όπως και να την ονομάζουν οι άνθρωποι, είτε διασπώντας τη σε πολλές επιμέρους θεότητες, όπως έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες, είτε σε μία, όπως έκαναν οι Εβραίοι, αλλά και εμείς οι χριστιανοί, που δεχόμαστε την ύπαρξη ενός Θεού, αλλά με τριπλή υπόσταση. Γι' αυτό, εγώ πιστεύω ότι ο Μέγας Παν και οι άλλοι θεοί δεν πέθαναν, γιατί ποτέ δε γεννήθηκαν· άλλαξε απλώς η εκ μέρους των ανθρώπων προσέγγιση του Θείου".
   Ήταν μια απάντηση καλοζυγισμένη και πατούσε γερά πάνω στη λογική. Ο ρασοφόρος είχε αποφύγει να θίξει τις ιδέες του δασκάλου του, αλλά ούτε τις είχε ασπασθεί, πράγμα που θα ήταν αντίθετο με τα χριστιανικά πιστεύω του.
   Ανάμεσα στο ακροατήριο σηκώθηκε σούσουρο. Χαμηλόφωνα κάποιοι σχολίαζαν ενώ άλλοι τον έδειχναν ψιθυρίζοντας: "Σκάνδαλο! Σκάνδαλο! Ακούς εκεί «εκφάνσεις του Θείου» τα είδωλα!"
   Μόνος ατάραχος, ολύμπιος, ο Πλήθων επέβαλε τη σιωπή λέγοντας:
   "Ενδιαφέρουσα η προσέγγισή σου. Θα την αναπτύξομε σε προσεχή συνάντησή μας, φίλτατε".
   Ήταν προφανές πως ο φιλόσοφος δεν ήθελε ούτε να δεχθεί, αλλά ούτε και να απορρίψει την άποψη του ιερωμένου. 
   "Αυτός που μίλησε είναι ο ιερομόναχος Βησσαρίων, είναι πολύ σοφός παρά την ηλικία του. Έλα να τον γνωρίσεις", ψιθύρισε στην Ανέζα ο γιατρός, ο κυρ Δημήτριος Πεπαγωμένος, αυτός για τον οποίο η Κλεόπα είχε εμπιστευθεί στην Ανέζα τους μύχιους φόβους της ότι ίσως θα διευκόλυνε τον Δεσπότη να απαλλαγεί από αυτήν και τα προβλήματα που του δημιουργούσε.
   Ο γιατρός είχε μια καλή σχέση με την Ανέζα, όχι μόνο γιατί εκτιμούσε τις ιατρικές γνώσεις της, αλλά και γιατί δεν είχε προσπαθήσει να τον παραμερίσει, εκμεταλλευόμενη τη σχέση της με την Κλεόπα.
   "Είχα μια αδελφή που την έλεγαν και εκείνη Άννα", είπε ο Βησσαρίων σαν άκουσε πως το όνομά της ήταν Χάνα. "Ήμαστε οχτώ αδέλφια· εκείνη ήταν η μεγαλύτερη εγώ ο μικρότερος. Την αγαπούσα πολύ, ήταν περισσότερο μητέρα παρά αδελφή μου· όπως ήταν η Μακρίνα για τον Άγιο Βασίλειο. Προσεύχομαι στον Ύψιστο να είναι καλά στην υγεία της, καθώς και οι γονείς και τα άλλα αδέλφια μου. Έφυγα πολύ μικρός από κοντά τους, από την πατρίδα μου, και δεν είναι εύκολο να μαθαίνω νέα τους, η Τραπεζούντα είναι τόσο μακριά..."
   Της Ανέζας της φάνηκε πως η φωνή του είχε μια μελαγχολική χροιά.
   "Είμαι βέβαιη πως θα είναι όλοι καλά· αν είχε συμβεί κάτι κακό, σίγουρα θα είχε μαθευτεί. Τα κακά νέα ταξιδεύουν γρήγορα", θέλησε να τον παρηγορήσει εκείνη.
   "Αμήν! Σ' ευχαριστώ, κόρη μου".
   Ο γιατρός γέλασε και, γυρνώντας προς την Ανέζα, σχολίασε:
   "Μη σου κάνει εντύπωση που σε αποκαλεί «κόρη» του, Χάνα. Το συνηθίζουν οι ιερωμένοι· και το σοβαρό ύφος του το οφείλει στη συνεχή ενασχόλησή του με τα βιβλία. Ο φίλτατος Βησσαρίων είναι αληθινός ποντικός των βιβλιοθηκών. Αν μπορούσε και αν δεν είχε τα θρησκευτικά καθήκοντά του, θα περνούσε όλες τις μέρες και τις νύχτες του σκυμμένος πάνω σε βιβλία. Είτε διαβάζοντας, είτε αντιγράφοντας. Το ξέρεις, βέβαια, αγαπητέ Βησσαρίων, πως έτσι ταλαιπωρείς τα μάτια σου· και σου λέω σαν γιατρός πως τώρα μεν που είσαι νέος μικρό το κακό, αργότερα όμως που θα μεγαλώσεις, τι θα γίνει τότε που, έτσι κι αλλιώς, η όρασή σου θα έχει εξασθενήσει λόγω της ηλικίας;"
   Την απάντηση του Βησσαρίωνα η Ανέζα θα τη θυμόταν πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο ιερωμένος είχε πλέον διαλέξει διαφορετικούς δρόμους, και εκείνη, αν και βρισκόταν ήδη μακριά, είχε μάθει για τους μάταιους αγώνες και τις αγωνίες του που είχαν να κάνουν με το μέλλον αυτού που ονόμαζε «γένος».
   "Έχει ο Θεός ως τότε, αδελφέ· αλλά μέχρι να έρθει η ώρα που δε θα μπορώ πια να διαβάσω, θα πρέπει να έχω αποθησαυρίσει όση περισσότερη γνώση μπορώ και να έχω αποκτήσει όσα περισσότερα έργα από αυτά που έγραψαν οι σοφότεροι των Ελλήνων της αρχαιότητας. Τότε, αν τα μάτια μου έχουν εξασθενήσει, προσεύχομαι να μη με εγκαταλείψει ο Κύριος και κάποιος άλλος να βρεθεί να μου διαβάζει αυτά που εγώ δε θα μπορώ. Γιατί το ξέρεις καλά και εσύ, φίλτατε, πως, αν ο άνθρωπος στερηθεί της δυνατότητας να προσεγγίζει την αρχαία σοφία των προγόνων μας, είναι φυτό χωρίς ρίζες. Δε διαφέρει από τα άγρια ζώα και δεν είναι λιγότερο ανελεύθερος από τους δυστυχείς είλωτες που έζησαν αιώνες πριν σε αυτά εδώ τα χώματα χωρίς παιδεία. Μόνο η γνώση κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο στο πνεύμα και στο φρόνημα, ακόμα κι αν ζει σε συνθήκες πραγματικής δουλείας".
   "Όπως νομίζεις, φίλτατε", απάντησε ο γιατρός. "Αλλά εσύ που αγαπάς την αρχαία σοφία, μην ξεχνάς και το ρητό «Μηδέν άγαν»· καθετί που κάνουμε σε βαθμό υπερβολής δεν είναι για το καλό". Και, γυρνώντας προς την Ανέζα, πρόσθεσε: "Μπορώ να του μιλώ ελεύθερα, γιατί γνωριζόμαστε από πολύ παλιά, από τη Βασιλεύουσα, όταν παιδί ακόμα, με το όνομα Βασίλειος, είχε έρθει από την πατρίδα του την Τραπεζούντα, από τον Πόντο. Όλοι θαύμαζαν τη φιλομάθειά του· και σαν μεγάλωσε και πήρε το μοναχικό σχήμα και άρχισε να κηρύττει, όσοι τον άκουγαν έλεγαν πως είναι ένας άλλος Χρυσόστομος. Η αξία του δεν άργησε ν' αναγνωριστεί απ' όλους. Και οι ευσεβέστατοι αυτοκράτορες, τόσον ο μακαρίτης Μανουήλ όσο και ο νυν, ο Ιωάννης, τον περιέβαλλαν με τιμές και υψηλά αξιώματα δυσανάλογα της ηλικίας του. Να φανταστείς μόνο πως ο Ιωάννης, όταν ελύθησαν τα δεσμά του ατυχούς γάμου του με τη δυστυχή Σοφία Μομφερατική, που δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει, ήταν τόσο άσχημη που, όπως λέει και ο λαός, ομοίαζε «από εμπρός με Σαρακοστή και από πίσω με Πάσχα», εδώ γέλασε λιγάκι ο κυρ Πεπαγωμένος, αλλά ένα βλέμμα του Βησσαρίωνα τον επανέφερε στην τάξη. "Καλά, καλά, αυτά τώρα είναι παρελθόν..."
   Ο κυρ Πεπαγωμένος, όμως, συνέχισε απτόητος να εκθειάζει τις χάρες του φίλου του, λέγοντας πως ο αυτοκράτωρ Ιωάννης τόσο τον εκτιμούσε, που του ανέθεσε, νεότατο, μόλις είκοσι τεσσάρων ετών, μια πολύ σοβαρή αποστολή, να μεταβεί στην Τραπεζούντα προκειμένου να διαπραγματευθεί το συνοικέσιό του με τη Μαρία Κομνηνή, την ωραιοτάτη κόρη του Αυτοκράτορος της Τραπεζούντας Αλεξίου. Και την έφερε εις πέρας με επιτυχία την αποστολή του ο Βησσαρίων και ο Αυτοκράτωρ ευλογήθηκε με δόξα και τιμή τη Μαρία στη Βασιλεύουσα.
   "Φίλτατε Δημήτριε, υπερβάλλεις, ως συνήθως", διέκοψε τον πανηγυρικό του γιατρού ο Βησσαρίων. "Η Θεία Χάρις φώτισε τους γονείς μου να φροντίσουν δια την μόρφωσιν μου εις την πατρίδα μας και αργότερα να με φέρουν κοντά εις τον μεγάλον ευεργέτην μου, τον επίσκοπόν μας Δωσίθεον. Εις τον Δωσίθεον οφείλω, όπως ο πάλαι ποτέ βασιλεύς Αλέξανδρος έλεγε δια τον διδάσκαλόν του τον Αριστοτέλη, «το ευ ζην». Αυτός φρόντισε να με πάρει μαζί του εις την Κωνσταντίνου πόλιν και να φοιτήσω κοντά εις τους μεγαλύτερους και σοφότερους διδασκάλους. Όσον αφορά δε τας τιμάς με τας οποίας με περιέβαλλον οι σεβαστοί ηγεμόνες μας, τιμές και αξιώματα δυσανάλογα προς την ηλικίαν μου, αυτό οφείλεται όχι εις την ιδικήν μου αξίαν, αλλά εις την καλοσύνην αυτών".
   "Δεν υπερβάλλω διόλου! Έχεις τόσες γνώσεις και τόση σοφία σωρεύσει που άλλοι με διπλάσια χρόνια θα ήθελαν να είχαν. Δεν υπάρχει αντικείμενο, θεολογικό, φιλοσοφικό, ιατρικό, που να μην έχεις ασχοληθεί. Ρώτησέ τον ό,τι θέλεις, Χάνα, πάνω σε θέματα της ενασχόλησής μας και είμαι σίγουρος πως θα σου δώσει σωστές απαντήσεις".
   "Δεν είμαι παρά ένας ιερομόναχος που αγαπά τα βιβλία. Ο Θεός με ευλόγησε να γίνω καλός δέκτης της συσσωρευμένης σοφίας των προγόνων μας, όση μας παραδίδεται μέσα από τα αθάνατα έργα τους. Εκεί, στα βιβλία, βρίσκονται όλες οι απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο. Εμείς δεν έχουμε παρά να καταφεύγουμε σ' αυτά με καθαρή καρδιά και εγρήγορο λογισμό και να δεχόμαστε ταπεινά την αλήθεια που μας δίδεται μέσω αυτών".
   Η Ανέζα εντυπωσιάστηκε από την απάντηση του νεαρού ιερωμένου. Τα λόγια του της θύμισαν τη δική της δίψα για γνώση. Θυμήθηκε τις ώρες που περνούσε στην κάμαρα με τα βιβλία του ντοτόρου. Πόσο η ανάγνωση εκείνων των βιβλίων τής άνοιγε τα μάτια, πόσο απελευθέρωνε την ψυχή της από τα δεσμά των δυστυχών περιστάσεων της ζωής της!
   "Η γνώση είναι το κλειδί που ανοίγει την πόρτα προς την ελευθερία", είπε απευθυνόμενη προς τον Βησσαρίωνα.
   Εκείνος γύρισε και την κοίταξε με προσοχή. 
   "Σωστά. Ο άνθρωπος που ζητά να μάθει, αυτός που διαβάζει και γνωρίζει είναι ελεύθερος. Άνθρωπος χωρίς γνώση της σοφίας του παρελθόντος δεν είναι παρά είλωτας, όπως ήταν στην Αρχαία Σπάρτη οι υπόδουλοι Μεσσήνιοι".
   "Το ίδιο έλεγε και ο γιατρός κοντά στον οποίο μαθήτευσα, ο ντοτόρος Ελιέζερ. Είχε πολλά βιβλία και με ενθάρρυνε να διαβάζω όσο περισσότερο μπορούσα". 
   "Και διάβασες αρκετά βιβλία, κόρη μου;" 
   "Όλα, ή σχεδόν όλα όσα είχε ο δάσκαλός μου. Εδώ τώρα, στο παλάτι του Δεσπότη, η δέσποινα Κλεόπα μου δίνει την ευκαιρία να διαβάσω και άλλα βιβλία από τη βιβλιοθήκη".
   "Είναι πράγματι πολύ πλούσια αυτή η βιβλιοθήκη. Είχα την ευκαιρία να την επισκεφθώ συνοδεύοντας τον σοφό διδάσκαλο, τον νομοφύλακα και φιλόσοφο Πλήθωνα".
   "Αλήθεια, αγαπητέ Βησσαρίων, πάντα απορώ πώς εσύ, ένας πιστός χριστιανός και ιερομόναχος, παρακολουθείς τις διδασκαλίες του κυρ Γεμιστού και δεν ταράττεσαι από αυτά που διδάσκει. Σε έχω ξαναρωτήσει, δε βρίσκεις ακραίες τις δοξασίες του; Τόσο μακριά από τα διδάγματα των ιερών συνόδων... Πολύ φοβούμαι πως, παρά την εμπιστοσύνη που του δείχνουν οι ηγεμόνες μας, ο φιλόσοφος βαδίζει επικίνδυνη οδό. Σήμερα κιόλας τον είδες τι ρώτησε. Εσύ, όμως, πολύ σωστά απάντησες", είπε ο κυρ Πεπαγωμένος.
   Ο Βησσαρίων έμεινε για λίγο σιωπηλός· προφανώς ζύγιζε την απάντηση που θα έπρεπε να δώσει.
   "Εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται να έχεις άδικο λέγοντας, αγαπητέ φίλε, πως η διδασκαλία του Πλήθωνος αφίσταται των διδαγμάτων των συνόδων. Όμως, αυτά που διδάσκει οδηγούν, από άλλη οδό είναι η αλήθεια, στην ίδια κεντρική ιδέα. Αυτό που εσύ φοβάσαι και θεωρείς ότι είναι μια αναβίωση της παλαιάς παγανιστικής θρησκείας δεν είναι παρά μια διαφορετική προσέγγιση του Θείου. Ναι, μπορεί να αναφέρεται στους παλαιούς θεούς και σε αρχαίες δοξασίες, όμως αυτοί οι θεοί δεν είναι παρά εκφάνσεις, όπως είπα, της μίας και μοναδικής οντότητας που κυβερνά το Σύμπαν, της Υπερτάτης Δύναμης, του ενός και μοναδικού Θεού. Επηρεασμένος από τη διδασκαλία του Πλάτωνος, τον οποίο θεωρεί πνευματικό του μέντορα, ο Πλήθων επιδιώκει να εξυψώσει το πνεύμα όσων τον ακολουθούν, ώστε να απαλλαγούν από στείρες και μικρές θεωρήσεις και να αναζητήσουν την αιώνια αλήθεια, τις αιώνιες αξίες της αρετής και του καλού, αυτές τις ίδιες που δίδαξε και ο Κύριος".
   "Όμως, φίλτατε Βησσαρίων, πολλές φορές τον έχω ακούσει τον δάσκαλό σου να καταφέρεται κατά του κλήρου και ιδιαίτερα κατά των μοναχών. Πώς εσύ, κληρικός, και μάλιστα ιερομόναχος, το δέχεσαι αυτό;"
   "Καταφέρεται κατά όσων, καλυπτόμενοι υπό τον φαιό μανδύα, καταφεύγουν εις τας μονάς και τας σκήτας από φόβον και μόνον, όχι από πραγματική ανάγκη να υπηρετήσουν τον Θεό. Και έτσι, η γη στερείται χειρών που θα μπορούσαν να την καλλιεργήσουν, ενώ θα έπρεπε να μην αφήνεται άγονη και έρημη· και το σπουδαιότερον, ο Αυτοκράτωρ στερείται ανδρών που θα μπορούσαν να πολεμήσουν και να συνδράμουν το δύστυχον γένος μας, ιδιαίτερα τας ημέρες αυτάς που απειλούμεθα με αφανισμόν. Δεν είναι πολύ μακρινές, οι ημέρες εκείνες που ο Τούρκος κατέστρεψε το τείχος του Εξαμιλίου, που με τόση επιμέλεια είχε φροντίσει να επισκευάσει ο μακαρίτης αυτοκράτωρ Μανουήλ. Μέχρι προ των πυλών, εδώ στο Μυστρά έφθασε, το ξέρεις. Τι έκαναν τότε οι άνδρες αυτοί που θα μπορούσαν να πολεμήσουν και να αντισταθούν; Έτρεχαν σαν φοβισμένες γυναικούλες να κλειστούν στα μοναστήρια και να προσεύχονται δια την σωτηρίαν τους. Ή μήπως λησμονείς τι έγινε όταν οι Λατίνοι πολιορκούσαν την Βασιλεύουσαν, τότε που ο μακαρίτης αυτοκράτωρ ο Μούρτζουφλος έτρεχε εις τα επάλξεις εκλιπαρώντας και δεν υπήρχαν στρατιώται να υπερασπιστούν τα τείχη; Έσωσαν τότε την Βασιλεύουσαν οι καλόγεροι; Όχι. Όλοι ξέρουμε τι έγινε τότε, οποία βεβήλωσις, οποία καταστροφή επηκολούθησε και το τι εχάθη.
   » Θα αναρωτιέσαι, όμως, γιατί εγώ έγινα μοναχός, ιερωμένος, και όχι πολεμιστής. Σε βεβαιώ ότι δεν έγινα για να σώσω το σαρκίον μου, ούτε γιατί φιλοδοξώ να αποκτήσω αξιώματα και δόξα ιερατική. Είναι δύσκολο, όμως, να εξηγήσει κανείς σε έναν λαϊκό τι ακριβώς γίνεται στην ψυχή κάποιου, όταν ακούσει τη φωνή του Κυρίου που του υποδεικνύει ποιος είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει εις την ζωήν του. Αυτήν την φωνήν ήκουσα και εγώ, παιδίον έτι, όταν ξαγρυπνούσα εις το φτωχικόν κελλίον μου, όταν κρύωνα και η πείνα από τας νηστείας ταλαιπωρούσε το αδύνατον παιδικόν σώμα, όταν δεν υπήρχε η αγκαλιά της μητέρας μου και η θαλπωρή και η αγάπη της οικογενείας μου να με στηρίξει. Τότε ήταν που, προσευχόμενος κάτω από το αμυδρόν φως του καντηλιού, ένιωσα για πρώτη φορά ότι υπεράνω της αγάπης δια τους γεννήτορας και την οικογένειαν, υπεράνω της ανάγκης τροφής δια το σαρκίον υπήρχε κάτι μεγαλύτερο, κάτι πιο δυνατό, που με φρόντιζε και με αγαπούσε και που εγώ όφειλα να θέσω τον εαυτό μου εις την υπηρεσίαν του. Ο Ύψιστος, ο Πατέρας όλων μας".
   Η Ανέζα άκουγε τον Βησσαρίωνα να εκθέτει τις απόψεις του στον κυρ Πεπαγωμένο και με κάθε λέξη του ένιωθε να έρχεται πιο κοντά σ' αυτό τον σεμνό και σοφό άντρα, που, παρά το γεγονός ότι ήταν συνομήλικός της, εντούτοις, σε σοφία και σύνεση έμοιαζε να κουβαλούσε αιώνες γνώσης. Άκουγε και ένιωθε πως η ψυχή της λαχταρούσε να ακούσει όσα περισσότερα μπορούσε, να γίνει κοινωνός ενός μέρους της σοφίας του ιερομόναχου.

   Στο Μυστρά οι καμπάνες όλων των εκκλησιών χτυπούσαν χαρούμενα αναγγέλλοντας την περίλαμπρη νίκη των Ρωμαίων ενάντια στο Δεσπότη της Ηπείρου Κάρολο Τόκκο. Αφορμή για τον πόλεμο υπήρξε η επίθεση του Τόκκο εναντίον νομάδων Αλβανών, υπηκόων του Δεσπότη του Μυστρά. Ο Τόκκο λεηλάτησε τις περιουσίες τους, αρπάζοντας μεγάλο αριθμό ζώων. Ο Δεσπότης θεώρησε την πράξη αυτή πρόκληση εναντίον του και απάντησε με πόλεμο, στον οποίο ήρθε αρωγός και ο Αυτοκράτορας από την Κωνσταντινούπολη. Στη ναυμαχία που ακολούθησε στα νησάκια κοντά στην Κεφαλονιά, ο στόλος του Τόκκο καταστράφηκε και πιάστηκαν πολλοί αιχμάλωτοι.
   Όλος ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους να επευφημήσει τον Δεσπότη. Οι δρόμοι είχαν στρωθεί με λουλούδια και βάγια, ενώ από τα παράθυρα και τα λιακωτά των αρχοντικών κρέμονταν πολύτιμα υφάσματα και χαλιά.
   Τους πανηγυρισμούς και τη γενική χαρά δε συμμερίζονταν δύο άνθρωποι, αυτοί που θα έπρεπε περισσότερο απ' όλους να χαίρονται και να είναι υπερήφανοι, ο δεσπότης Θεόδωρος και η δέσποινα Κλεόπα -καθένας για τους δικούς του λόγους. 
   Ο Δεσπότης μπήκε στο Μυστρά καβάλα στο άλογό του, κατηφής και συνοφρυωμένος. Όσοι τον ήξεραν είχαν συνηθίσει το ψυχρό ύφος του. Στο κάτω κάτω ήταν ο Δεσπότης, γιος Αυτοκράτορα, αδελφός του Αυτοκράτορα, δε μπορούσε να γίνει ένα με το λαό, να γελάει και να καμαρώνει που τον επευφημούσαν. Αυτή τη φορά, όμως, υπήρχε πάνω του κάτι παραπάνω, κάτι άπιαστο. Έμοιαζε να μην είναι παρών, να μη βλέπει και να μην αντιλαμβάνεται όσα συνέβαιναν. Σαν να έβλεπε και να ακολουθούσε ένα δικό του μονοπάτι, κάτι που μόνον αυτός μπορούσε να δει... Μάταια το πλήθος περίμενε τα νομίσματα που, κατά το έθιμο, θα σκόρπιζε στο πέρασμά του. Προχώρησε ευθυτενής και αδιάφορος για τις ιαχές του κόσμου προς τη Μητρόπολη, το ναό του Αγίου Δημητρίου, όπου τον περίμεναν η δέσποινα Κλεόπα, το ιερατείο και το αρχοντολόι. Αλύγιστος σαν άγαλμα κάθισε στο θρόνο του, όπως επέβαλλε η «βασίλειος τάξις», αγνοώντας τους πάντες, ακόμα και την ίδια τη γυναίκα του, και με ταπεινότητα, όπως αρμόζει σε αληθινό χριστιανό, παρακολούθησε τη δοξολογία.
   Αργότερα στο παλάτι, στο τρίκλινο, με φωνή άχρωμη αναφέρθηκε στο ιστορικό της νίκης.
   "Ηχησάντων εν αρχή των τυμπάνων και των σαλπίγγων, ήρξαντο οι στόλοι μάχεσθαι αλλήλοις, είτα τόξοις και ακροβολισμοίς χρώμενοι, είτα δόρασι και κοντοίς και καταπέλταις εγγυτέρω γεγονότες, ώσπερ τινός πεζομαχίας γενομένης". Στη συνέχεια έπλεξε το εγκώμιο του αρχηγού του στόλου Δημητρίου Λάσκαρη και τέλος ανέφερε την αιχμαλωσία της ναυαρχίδας του αντιπάλου και των επιβαινόντων σε αυτή, συμπεριλαμβανομένου και του Τόρνο, του αρχηγού του στόλου, που ήταν ο νόθος γιος του Τόκκο, ο οποίος όμως τελικά κατάφερε να αποδράσει.
   Όσο μιλούσε, οι άρχοντες ανέπεμπαν ευλογίες και δοξαστικά εγκώμια, κατά το τυπικό.
   Δόξα Θεώ τω συντρίβοντι πολεμίους.
   Δόξα Θεώ τω καθελόντι τους αθέους.
   Δόξα Θεώ τω της νίκης.
   Δόξα Θεώ τω ενισχύσαντι βασιλείς τους Ορθοδόξους.
   Πολλά τα έτη, Δέσποτα.
   Ο Θεόδωρος, όμως, με μια κίνηση ανυπομονησίας διέκοψε τις ευλογίες και τα «εις πολλά έτη, Δέσποτα» των παρευρισκομένων. Οι ευχαριστίες, είπε, πρέπει να αποδίδονται στον Ύψιστο και στην Υπέρμαχο Στρατηγό Θεοτόκο.
   "Θεία χάριτι και προνοία  και τη βοηθεία της Υπερμάχου Στρατηγού Θεοτόκου ελυτρώθημεν των κινδύνων".
   Και με τα λόγια αυτά αποσύρθηκε.

   Την επαύριο των πανηγυρισμών η Κλεόπα κάλεσε την Ανέζα και ζήτησε τη βοήθειά της.
   "Χάνα, είμαι πολύ, πάρα πολύ στενοχωρημένη. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου περισσότερο από κάθε άλλη φορά".
   Και χωρίς περιστροφές τής αποκάλυψε την αιτία της στενοχώριας της.
   "Ο Δεσπότης χθες δεν ήρθε και πάλι στον κοιτώνα μου. Τον περίμενα άγρυπνη όλη τη νύχτα. Αν και με πλήγωσε η συμπεριφορά του, την απέδωσα στο γεγονός ότι θα ήταν καταπονημένος μετά το ταξίδι και τις συγκινήσεις της ημέρας. Πόσο λάθος είχα! Το πρωί με κάλεσε στο τρίκλινο, όπου μου ανακοίνωσε την απόφασή του να γίνει μοναχός. Μου μίλησε ψυχρά και αναφέρθηκε στο γάμο μας ως το μεγαλύτερο απ' όλα τα σφάλματα που έχει διαπράξει στη ζωή του.
   »“Δε θα έπρεπε ποτέ να είχα παντρευτεί μίαν αιρετικήν και να της επιτρέψω να ακολουθεί ανενόχλητος την θρησκείαν της· και, το χειρότερο, να δεχθώ τα παιδιά, τον καρπόν της ενώσεώς μας, να ακολουθήσουν το καθολικόν δόγμα. Ο Θεός δεν το ήθελε αυτό, το ένιωθα, δια τούτο και απέφευγα την κλίνη σου τόσα χρόνια. Όταν, όμως, ο πειρασμός της σαρκός ενίκησε και η αντίστασίς μου εκάμφθη, ο Ύψιστος ωργίσθη περισσότερον μαζί μου. Δια τούτο και, παρά την επιθυμίαν να αποκτήσω διάδοχον, δεν κατέστη δυνατόν να ικανοποιήσεις την επιθυμίαν μου αυτήν. Σημείον ότι ο Κύριος δεν εγκρίνει την ένωσίν μας. Η μόνη λύσις, λοιπόν, που απομένει είναι να καρώ μοναχός και με ταπείνωσιν και προσευχήν να επιτύχω την άφεσιν του αμαρτήματός μου. Ηκολούθησα την συμβουλήν του πνευματικού μου. Προσευχή και νηστεία συνεχής, μέχρι ο Ύψιστος μου φανερώσει  την θέλησίν του. Όπως και εγένετο. Ο Κύριος μου ωμίλησεν καθ' ύπνους. Ήδη έχω ενημερώσει τον Αυτοκράτορα αδελφόν μου, ο οποίος θα επανέλθει με όποιον κρίνει κατάλληλον να αναλάβει το έργον του Δεσπότου”.
   » Αυτά μου είπε και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Σαν να έχει πέσει κεραυνός στο κεφάλι μου. Αν ήξερες πόσο διαφορετικός ήταν τον τελευταίο καιρό... από τότε που μιλήσαμε και μου είπες πως πρέπει να βγάλω ρίζες εδώ, θυμάσαι; Έκανα όπως με συμβούλευσες. Και στη δική του εκκλησία πήγαινα και... τέλος πάντων, ο Θεόδωρος έγινε καθ' όλα σύζυγός μου... καταλαβαίνεις τι εννοώ... ήμαστε ευτυχισμένοι, μου έλεγε πως με αγαπά, πως το σώμα μου τον ευχαριστεί το ίδιο όπως το πνεύμα μου..." το τελευταίο το είπε σιγανά, ενώ ένα κόκκινο χρώμα  έβαφε τα μάγουλά της. "Ούτε είχε αναφερθεί ξανά στο θέμα της θρησκείας. Και τώρα να θέλει να με αφήσει... Κάποιος, ή κάτι τον έκανε να αλλάξει... Αν γίνει μοναχός, ποια θα είναι η θέση μου; Όπως ξέρεις, η επιλογή του μοναστικού βίου επιφέρει τη λύση του γάμου. Θα είμαι, δηλαδή, χήρα ζωντανού... Θα γυρίσω ντροπιασμένη στον πατέρα μου ή θα κλειστώ και εγώ σε μοναστήρι; Τι να κάνω, Θεέ μου; Βοήθησέ με, Χάνα..."
   Κοιτούσε απελπισμένη την Ανέζα. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό και τα μάτια της κόκκινα με μαύρους κύκλους, σημείο πως είχε κλάψει.
   "Πώς να σε βοηθήσω, Δέσποινα;"
   Η Ανέζα τα είχε χαμένα.
   Δεν πιστεύω να θέλει να της παρασκευάσω φίλτρο που θα φέρει τον άντρα της πάλι κοντά της! Αυτά τα ζητάνε οι γυναικούλες, όχι μια γυναίκα με τη μόρφωση και το μυαλό της Κλεόπα.
   "Μπορείς, Χάνα". Και σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της, πρόσθεσε: "Μη φοβάσαι, δε θα σου ζητήσω μαγικά φίλτρα. Το ξέρω, δεν υπάρχουν φίλτρα για να φέρνουν κοντά έναν άνδρα και μια γυναίκα. Μόνον η φύση μπορεί να το κάνει· και η φύση μπορεί να με βοηθήσει τώρα. Αν έχω δίκιο και αν μου το βεβαιώσεις και εσύ... Θέλεις να με βοηθήσεις;"
   "Δε θέλω τίποτε περισσότερο από το να σε βοηθήσω, Δέσποινα. Μην ξεχνάς, όμως, ότι είμαι άνθρωπος όπως εσύ και όποια βοήθεια θα σου προσφέρω θα είναι μέσα στις ανθρώπινες δυνατότητες".
   "Νομίζω πως είναι. Λοιπόν, ο σύζυγός μου λέει, και με κατηγορεί γι' αυτό, πως ο Κύριος δεν ενέκρινε το γάμο μας και γι' αυτό δεν έχουμε αποκτήσει παιδί. Όμως, αυτό ίσως να μην είναι αλήθεια. Μπορεί να είμαι έγκυος. Εσύ μπορείς να με βεβαιώσεις αν αυτό συμβαίνει".
   Η Ανέζα απόρησε. Πρώτη φορά άκουγε γυναίκα να μη μπορεί να πει αν ήταν έγκυος ή όχι. Η Κλεόπα, όμως, δεν είχε πείρα να καταλάβει, αφού, όπως εξομολογήθηκε στην Ανέζα, ποτέ δεν ήταν τακτική στον κύκλο της.
   Η εξέταση επιβεβαίωσε την εγκυμοσύνη της Κλεόπα. Έτσι τώρα, αν όλα πήγαιναν καλά, σε έξι μήνες το Δεσποτάτο θα αποκτούσε διάδοχο.
   Την ευχάριστη είδηση ανακοίνωσε στον Θεόδωρο το ίδιο βράδυ η Κλεόπα. Δεν ήταν εύκολο εγχείρημα, έπρεπε να παρακάμψει τις αντιρρήσεις και τους δισταγμούς του, όταν του ζήτησε να την επισκεφθεί γιατί είχε κάτι να του ανακοινώσει. Εκείνος στην αρχή δεν ήθελε να πάει, φοβόταν πως με κλάματα και παρακάλια θα προσπαθούσε να τον αποτρέψει, να τον κάνει ν' αλλάξει απόφαση.
   Η Κλεόπα, όμως, δεν ήταν συνηθισμένη γυναίκα. Τον δέχτηκε με σοβαρότητα και, χωρίς περιστροφές, τού ανήγγειλε την επικείμενη πατρότητά του.
   Ο Θεόδωρος τα έχασε, δεν ήξερε τι να πει. Να χαρεί που επιτέλους θα αποκτούσε παιδί, διάδοχο, ή να λυπηθεί που το παλιό του όνειρο να αφοσιωθεί στο Θεό ματαιωνόταν; Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει μοναχός τώρα που η γυναίκα του περίμενε το πρώτο τους παιδί; Αυτό το γεγονός περίμενε οχτώ χρόνια! Οχτώ χρόνια άκαρπου γάμου με μια γυναίκα ωραία και καλλιεργημένη, που όλος ο κόσμος θαύμαζε και που εκείνος, από φόβο μη φανεί κατώτερός της, δε μπορούσε να καταλάβει και να πλησιάσει. Μια γυναίκα που αντιστεκόταν στις πιέσεις του να αλλαξοπιστήσει και που στα δικά του επιχειρήματα αντέτεινε με θάρρος τα δικά της, φέρνοντάς τον σε απόγνωση και τη σχέση τους σε αδιέξοδο. Ώσπου, κοντά ένα χρόνο πριν, από τότε που ήρθε στο παλάτι αυτή η περίεργη γιατρέσα, η Εβραία, η Κλεόπα άρχισε να μαλακώνει, να μη του φέρνει τόσες αντιρρήσεις και ν' αφήνει να φανεί ότι ίσως, αν την έπειθε, ίσως να ασπαζόταν το δικό του δόγμα. Και τώρα, αυτή η γυναίκα, η όμορφη, η απρόσιτη μα ποθητή -γιατί να το αρνηθεί, δεν ήταν παρά ένας άντρας και εκείνη μια ωραία γυναίκα  που την ποθούσε- τον καλούσε και πάλι κοντά της, όχι με τα επιχειρήματα του πνεύματος, ούτε με τη δύναμη της σάρκας, αλλά με την ελπίδα του θαύματος της δημιουργίας ενός ανθρώπου από την ένωσή του μαζί της.
   "Πώς το ξέρεις πως είσαι με παιδί;" τη ρώτησε στο τέλος.
   "Μου το βεβαίωσε η γιατρέσα μου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, σύζυγέ μου, σε έξι μήνες θα γίνεις πατέρας. Θέλεις ακόμα να γίνεις μοναχός; Να μη δεις το παιδί σου να γεννιέται; Να μην ακούσεις το κλάμα του; Να μη δεις το πρώτο χαμόγελό του; Να μην ακούσεις να σε αποκαλεί «πάπα»; Να το αφήσεις ορφανό πριν το γνωρίσεις;"
   Δεν του έφερε άλλα επιχειρήματα. Δεν έκλαψε για να τον συγκινήσει, δεν ανέφερε την αγωνία για την τύχη της. Τίποτε απ' όλα αυτά. Αυτά ήταν για τις γυναικούλες, όχι για μια κόρη πολεμιστών, μια Μαλατέστα, για τη Δέσποινα του Μυστρά που διάβαζε τον Πλάτωνα και συζητούσε με τον Πλήθωνα για την αθανασία της ψυχής. Τον κοίταζε μόνο με βλέμμα σταθερό, ενώ εκείνος απέφευγε το δικό της κρατώντας το κεφάλι του χαμηλωμένο.
   Περίμενε να της απαντήσει, να πει κάτι. Αυτός εξακολουθούσε να μένει σιωπηλός και να μην την κοιτά. Στο τέλος βγήκε από το δωμάτιό της χωρίς να της πει τίποτε και τότε μόνο η Κλεόπα άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα από τα όμορφα μάτια της.

   Ο λαός λέει πως τίποτε δε μένει κρυφό κάτω από τον ήλιο, πολύ δε περισσότερο στα παλάτια. Εκεί δεν υπάρχουν μυστικά. Όλα, αργά ή γρήγορα, γίνονται γνωστά και σχολιάζονται ανάλογα. Η πρόθεση του Δεσπότη να καρεί μοναχός δεν άργησε να γίνει γνωστή. Στα τρίκλινα, στις γωνίες και στους διαδρόμους του παλατιού, στα μαγειρεία και στους στάβλους, άρχοντες και υπηρέτες σχολίαζαν με όλους τους τρόπους και έκαναν υποθέσεις για τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόφασή του αυτή.
   Ήταν η προβληματική σχέση με τη γυναίκα του ή ο χαρακτήρας του δεν ήταν αρκετά ισχυρός για ν' αντέξει τις πιέσεις και τα βάρη των ευθυνών που συνεπαγόταν ο τίτλος του Δεσπότη;
   Όλοι, όμως, συμφωνούσαν στο ότι ο Θεόδωρος ήταν πάντα δύσκολος χαρακτήρας, κλειστός και δύστροπος, άλλαζε εύκολα διάθεση και συχνά περνούσε περιόδους μελαγχολίας. Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που είχε εκδηλώσει την επιθυμία να καρεί μοναχός. Αυτό, όμως, πριν παντρευτεί.
   Γίνονταν ακόμα και υποθέσεις ως προς το πρόσωπο του μελλοντικού Δεσπότη. Θα ήταν ο Κωνσταντίνος, ο Θωμάς ή ο Δημήτριος; Και η Κλεόπα τι θα γινόταν; Θα γύριζε στην Ιταλία ή θα κλεινόταν σε μοναστήρι; Και το παιδί; Όπως ήταν φυσικό, η εγκυμοσύνη της Δέσποινας  δεν έμεινε κρυφή για καιρό. Οι χαμηλόφωνες συζητήσεις και τα σχόλια αντιβούιζαν σαν μελίσσι και κόβονταν απότομα άμα εμφανιζόταν η Κλεόπα ή ο Δεσπότης ή κάποιος που δεν εμπιστεύονταν αυτοί που συνομιλούσαν κρυφά. Υπήρχαν, όμως, και πιο τολμηροί ή πιο πεινασμένοι, που έσπευσαν να γράψουν πανηγυρικούς, επαινώντας την ευσέβεια και την ταπεινοσύνη του Δεσπότη, με την ελπίδα να ανταμειφθούν, όπως συνηθιζόταν σε τέτοιες περιπτώσεις.
   Μέχρι να γεννηθεί το παιδί, η Κλεόπα δε μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να περιμένει. Να κάνει υπομονή και να ελπίζει ότι ο άντρας της θα άλλαζε τελικά γνώμη. Η αλήθεια είναι ότι η συμπεριφορά του απέναντί της είχε αλλάξει. Δεν της φερόταν με την παγερή ευγένεια που συνήθιζε, αλλά ούτε και με τον ενθουσιασμό ή τη θερμότητα που θα έδειχνε κάποιος άλλος απέναντι στη γυναίκα που κυοφορούσε το παιδί του. Ρωτούσε καθημερινά για την υγεία της και αν είχε κάποια ιδιαίτερη επιθυμία που θα ήθελε να ικανοποιήσει, από την άλλη, όμως, δεν είχε επιδιώξει να βρεθεί καμιά φορά μόνος μαζί της.
   Το μόνο παρήγορο ήταν το γεγονός ότι, ενώ εξακολουθούσε να νηστεύει και να προσεύχεται, η αλήθεια είναι πέρα από το συνηθισμένο, εντούτοις δεν είχε προχωρήσει σε υλοποίηση των προθέσεών του, πράγμα που την έκανε να ελπίζει πως ο κίνδυνος, αν δεν είχε απομακρυνθεί ολότελα, τουλάχιστον δεν ήταν άμεσος. Ζώντας τόσα χρόνια κοντά του, μπορούσε να καταλάβει και εν μέρει να δικαιολογήσει την αντιφατική συμπεριφορά του. Τον Δεσπότη βασάνιζαν αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα, όπως άλλοτε την ίδια. Από τη μια ήθελε να ακολουθήσει το δρόμο που, όπως πίστευε, του υπέδειξε ο Θεός, και από την άλλη δεν ήθελε να στερηθεί τις χαρές της μελλοντικής πατρότητας.
   Σε όλο αυτό το διάστημα που εξακολουθούσε να υπάρχει η αμφιβολία στο περιβάλλον του ως προς τις προθέσεις του, ο δεσπότης Θεόδωρος, όταν δεν εκκλησιαζόταν ή δεν τον απασχολούσαν τα καθημερινά προβλήματα του Δεσποτάτου, πήγαινε στη Μονή του Βροντοχίου όχι μόνο για να προσευχηθεί, αλλά και για να ακούσει τον Πλήθωνα, προς τον οποίο έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση, όπως πριν από αυτόν και ο πατέρας του. Η Κλεόπα, αν και λόγω της εγκυμοσύνης της, που τώρα πια ήταν εμφανής, οι κινήσεις της είχαν δυσκολέψει, ακολουθούσε τον Δεσπότη στις επισκέψεις του όχι μόνο γιατί δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να ακούσει το φιλόσοφο, αλλά και για να είναι δίπλα του και να μοιράζεται με αυτόν, αν όχι το κρεβάτι του, τουλάχιστον τις πνευματικές ανησυχίες του. Από κοντά και η Ανέζα, που δεν έχανε ευκαιρία να συνοδεύει τη Δέσποινα. Είχε πια γίνει τακτική ακροάτρια του φιλοσόφου και μέρα με τη μέρα ένιωθε να δένεται μαζί του και να πλησιάζει τις ιδέες του όλο και περισσότερο.
   Όταν ο Πλήθων έβλεπε μεταξύ των παρευρισκομένων και τον Θεόδωρο, δεν περιοριζόταν σε αφηρημένες έννοιες, αλλά προχωρούσε περαιτέρω εκθέτοντας τις απόψεις του πάνω στη διακυβέρνηση της πολιτείας. Αυτή, βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε γι' αυτά τα θέματα ο φιλόσοφος. Τις ίδιες απόψεις είχε εκθέσει και παλαιότερα στον πατέρα του Δεσπότη, τον μακαρίτη αυτοκράτορα Μανουήλ.
   Ο φιλόσοφος έβλεπε καθαρά πως η άλλοτε κραταιά, χιλιόχρονη αυτοκρατορία που είχε ιδρύσει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ήταν πλέον μια σκιά, μια ανάμνηση της παλαιάς δόξας. Μετά το ισχυρό πλήγμα που δέχθηκε διακόσια χρόνια πριν από τους Λατίνους Σταυροφόρους και τον κατακερματισμό της σε πριγκιπάτα, φέουδα, δεσποτάτα, ακόμα και «αυτοκρατορίες», δεν ήταν παρά μια αδύναμη σκιά του εαυτού της. Για να σωθεί, θα έπρεπε να κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός, κοιτώντας όμως προς τα πίσω· προς το ένδοξο ελληνικό παρελθόν. Από εκεί έπρεπε να αντλήσει τη δύναμη για να σωθεί. Και επαναλάμβανε για πολλοστή φορά: «Εσμέν γαρ ουν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
   Ο Δεσπότης τον άκουγε με προσοχή και πολλές φορές ζητούσε περισσότερες εξηγήσεις σε κάποιο από τα θέματα ή και εξέφραζε κάποιες αμφιβολίες για το πως θα μπορούσαν οι ιδέες αυτές να εφαρμοστούν στην πράξη. Ήταν άνθρωπος με αντιφάσεις στο χαρακτήρα του, αγαπούσε και μελετούσε τους φιλοσόφους -πάντα μέσα από το πρίσμα της θεολογίας και των συνοδικών αποφάσεων- αγαπούσε όμως ιδιαίτερα τα μαθηματικά, γι' αυτό και, ενώ θαύμαζε και άκουγε με προσοχή το φιλόσοφο, αναζητούσε πρακτικές λύσεις, ωσάν οι ιδέες εκείνου να μην ήταν απλώς μια φιλοσοφική ενασχόληση, αλλά ένα μαθηματικό πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί.

   Είχε αρχίσει η μεγάλη νηστεία. Οι εικασίες φούντωσαν και πάλι, όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Ιωάννης, συνοδευόμενος από τον Κωνσταντίνο, ερχόταν στο Μυστρά. Σίγουρα επρόκειτο να ορίσει το διάδοχο του Θεόδωρου· και αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος.
   Ο Αυτοκράτορας με τη συνοδεία του έφθασε στο Μυστρά την επομένη των Χριστουγέννων και έγινε δεκτός με επευφημίες από το λαό και τους άρχοντες, που τον υποδέχτηκαν στην πύλη του κάστρου όπως άρμοζε σε νικητή. Αν ήταν άλλοι καιροί, θα γινόταν, όπως παλιά, την εποχή της μεγάλης ισχυρής Αυτοκρατορίας, θρίαμβος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αυτοκράτορας, σύμφωνα με το τυπικό του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, θα έμπαινε στη Βασιλεύουσα από τη Χρυσή Πύλη, θα διέσχιζε τη Μέση οδό και θα κατέληγε στη Μεγάλη Εκκλησία της Αγίας του Θεού Σοφίας, όπου θα τον περίμεναν ο Πατριάρχης και οι πατρίκιοι για να αποδώσουν ευχαριστίες στην Υπέρμαχο Στρατηγό.
   Τώρα πια, με την Αυτοκρατορία ένα φάντασμα του ένδοξου παρελθόντος, κατακερματισμένη και σπαρασσόμενη από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, με ταμεία άδεια και τους Βενετούς και τους Γενουάτες να ανταγωνίζονται ποιος θα αρπάξει τη μερίδα του λέοντος από τα λείψανά της, με τον Τούρκο να στέκει σαν το σκύλο, έτοιμος να ορμήσει και ν' αρπάξει κι αυτός το μεγαλύτερο και καλύτερο κομμάτι, δεν ήταν πια καιρός για δόξες και θριάμβους. Μια σεμνή τελετή και λειτουργία στη Μητρόπολη και αργότερα στο παλάτι συνάντηση με τους αδελφούς του, κατά τη γνώμη του αυτοκράτορα Ιωάννη θα αρκούσε για να λύσει τα προβλήματα που του είχε γεννήσει η απόφαση του Θεόδωρου και να ενθρονίσει το νέο Δεσπότη, τον Κωνσταντίνο· τον αδελφό πάνω στον οποίο περισσότερο από κάθε άλλον βασιζόταν. 
   Αυτός ο αδελφός του ήταν σοβαρός και γενναίος πολεμιστής και είχε αποδείξει πως διέθετε διοικητικές ικανότητες. Μέσα στην καρδιά του ο Αυτοκράτορας διατηρούσε την ελπίδα πως τα δύο αδέλφια του δε θα του έφερναν προσκόμματα, γιατί ήταν, βέβαια, κοινό μυστικό πως οι αδελφοί Παλαιολόγοι δεν είχαν πάντα τις καλύτερες σχέσεις, ούτε διακρίνονταν για την αδελφική αγάπη που έτρεφαν ο ένας προς τον άλλον. Αν δεν ήταν η μητέρα τους, η δυναμική Ελένη Παλαιολογίνα Δραγάση, οι μεταξύ τους συγκρούσεις θα ήταν περισσότερες.
   Η ιδέα ότι ο νεότερος αδελφός του Κωνσταντίνος ήταν έτοιμος να αναλάβει το Δεσποτάτο ενήργησε σαν καταλύτης στον Θεόδωρο. Όποιες επιφυλάξεις κι αν είχε, όποιους δισταγμούς, όλα τα διέλυσε η παρουσία και μόνο του σοβαρού Κωνσταντίνου. Χωρίς περιστροφές, χωρίς να περιμένει να φέρει ο Αυτοκράτορας το θέμα προς συζήτηση, το ίδιο βράδυ στο συμπόσιο, μετά τις καθιερωμένες προπόσεις και ευχές για μακροημέρευση και ευτυχία του Αυτοκράτορα, ο Θεόδωρος σηκώθηκε και με σταθερή φωνή έκανε γνωστή σε όλους την απόφασή του να μην καρεί μοναχός.
   "Θεία χάριτι και ευλογίαις, ημείς οι πιστοί δούλοι του Υμετέρου Μεγαλείου, του ευσεβεστάτου εν Χριστώ Βασιλέως των Ρωμαίων Ιωάννου, αναπέμπομεν δεήσεις εις τον Ύψιστον ίνα συντρέξη ημάς τους ελαχίστους και ενδυναμώση ημάς ίνα συνεχίσωμεν άρχοντες ως και πρότερον το παρόν Δεσποτάτον εις ο εθέσπισεν ημάς ο σεπτός και μακαριστός πατήρ ημών".
   Για άλλη μια φορά ο Θεόδωρος είχε μεταβάλει γνώμη και τώρα την κοινολογούσε ενώπιον του Αυτοκράτορος εις επήκοον όλων.
   Κεραυνός έπεσε στο τρίκλινο. Την αρχική βουβαμάρα που ακολούθησε την απρόσμενη δήλωση του Δεσπότη διαδέχθηκε ένα κύμα ψιθύρων, κάτι σαν βόμβος μελισσών. Ο Θεόδωρος έμεινε ατάραχος στη θέση του. Μόνο όσοι ήταν πολύ κοντά του, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, ο Αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος και η Κλεόπα, μπόρεσαν να δουν με πόση δύναμη έσφιγγε στο χέρι του το χρυσό ποτήρι που λίγα λεπτά πριν είχε υψώσει στην υγεία του αδελφού του Αυτοκράτορα.
   Στο άκουσμα των λόγων του αδελφού του, ο Αυτοκράτορας δεν αντέδρασε, ούτε μίλησε. Περιορίστηκε να νεύσει στον επίσκοπο που είχε ευλογήσει στην αρχή του δείπνου «την βρώσιν και την πόσιν» να διαβάσει τώρα και την απόλυση και αμέσως μετά σηκώθηκε από το θρόνο και με βήματα αργά και σταθερά, όπως αρμόζει σε έναν αυτοκράτορα του δικού του αναστήματος και κύρους, βγήκε από το τρίκλινο, ακολουθούμενος από τον Κωνσταντίνο και όλη την πολυάριθμη συνοδεία του.
   Ήταν φανερό πως είχε ενοχληθεί, αλλά δεν ήθελε να συζητήσει ένα τόσο σοβαρό θέμα παρουσία όλων.
   Οι επόμενες μέρες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Ο Αυτοκράτορας είχε κλειστεί στα διαμερίσματά του και δε δεχόταν κανέναν, ούτε τους αδελφούς του. Οι μόνοι που τον έβλεπαν ήταν δύο από την ακολουθία του, ένας λαϊκός με το όνομα Φραντζής, στενά συνδεδεμένος με τον Κωνσταντίνο, και ο ιερομόναχος Βησσαρίων. Και οι δύο περνούσαν πολλές ώρες με τον Αυτοκράτορα, που νήστευε και προσευχόταν ζητώντας να βρεθεί μια λύση που θα ικανοποιούσε και τους δύο αδελφούς. Και η λύση, προφανώς με τη συνδρομή και των δύο συμβούλων, βρέθηκε. Λύση σολομώντεια· αν όχι άριστη, πάντως μια λύση που θα απομάκρυνε τις πιθανότητες μιας σύρραξης μεταξύ των αδελφών.
   Ο μεν Θεόδωρος, μια και δεν ήθελε πια να γίνει μοναχός, θα παρέμενε Δεσπότης του Μυστρά, στον δε Κωνσταντίνο παραχωρούσε όλα τα εδάφη στο Μοριά, τα οποία ανήκαν μέχρι τότε στον Κάρολο Τόκκο, που, μετά την ήττα του στόλου του και τη συνεχιζόμενη πολιορκία της Γλαρέντζας, βρισκόταν ήδη σε δύσκολη θέση και ήταν φανερό πως δε θα αργούσε να συνθηκολογήσει.
   Την απόφασή του ανακοίνωσε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας στους ενδιαφερομένους, τονίζοντας την ανάγκη να υπάρχει αγάπη και ομόνοια μεταξύ τους. Ζήτησε ακόμη από τον Θεόδωρο να παύσει να πιέζει τη γυναίκα του για το θέμα της θρησκείας της.
   "Έχουμε ανάγκη τον Πάπα. Μόνον αυτός μπορεί να πείσει τους Λατίνους να μας συνδράμουν εις την αποφυγήν των εκ των Αγαρηνών κινδύνων", είπε, προσθέτοντας πως εδώ και καιρό είχε διαβουλεύσεις με τον Πάπα ώστε να βρεθεί τρόπος να συνεχίσουν  τις συζητήσεις που είχαν αρχίσει λίγα χρόνια πριν στη Βασιλεία, για την επανένωση των δύο Εκκλησιών.
   "Γι' αυτό, αγαπητέ αδελφέ Θεόδωρε, σε εξορκίζω, μην πιέζεις την σύζυγόν σου. Ο Πάπας, που είναι και συγγενής της, έχει ενοχληθεί σφόδρα, διότι, παρά τας υποσχέσεις σου και το αργυρόβουλον που εξέδωκες, με το οποίον υπόσχεσαι εις την σύζυγόν σου πλήρη θρησκευτικήν ελευθερίαν, εντούτοις της ασκείς πιέσεις να αλλαξοπιστήσει".
   "Και έχεις εμπιστοσύνη, αδελφέ μου, στον Πάπα και στους Λατίνους ότι αντί πινακίου φακής δε θα επιδιώξουν την υποταγήν της Εκκλησίας μας;" τον ρώτησε ο Θεόδωρος, φανερά ενοχλημένος με την παρέμβαση του Πάπα και του αδελφού του στα του οίκου του.
   Ο Ιωάννης, όμως, αυστηρά του απάντησε ότι ακόμα κι αν είχε κάποιες αμφιβολίες έπρεπε να δοκιμάσει, γιατί άλλη ελπίς βοηθείας δεν υπήρχε.
   Ο Θεόδωρος δεν είπε τίποτε άλλο, μόνο έγινε ακόμα περισσότερο -αν αυτό ήταν δυνατόν!- κατηφής και άθυμος. Όσο για τον Κωνσταντίνο, αυτός φανερά πήρε το μέρος του Αυτοκράτορα υπερθεματίζοντας μάλιστα για την ανάγκη της ένωσης των Εκκλησιών, κάνοντας τον Θεόδωρο να συννεφιάσει ακόμα περισσότερο.

   Περιβεβλημένος την περίλαμπρη ενδυμασία του, το στέμμα στο κεφάλι και τα πορφυρά τσαγγία (7) στα πόδια ο Αυτοκράτορας, μια ανάμνηση του παρελθόντος που αντιπροσώπευε, παρακολούθησε στη Μητρόπολη μαζί με τους αδελφούς του τη Μεγάλη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου την Πρωτοχρονιά και στη συνέχεια δέχθηκε τα προσκυνήματα και τις ευχές των ευγενών και του λαού στο τρίκλινο, όπως επέβαλε η «βασίλειος τάξις».
   Λίγες μέρες αργότερα ο Αυτοκράτορας με την ακολουθία του έφυγε από το Μυστρά, ελπίζοντας ότι η διπλωματική λύση που είχε δώσει απέτρεψε έναν εμφύλιο πόλεμο, από τον οποίο όφελος μόνο για τους εχθρούς θα προέκυπτε, και τώρα απερίσπαστος θα μπορούσε να ασχοληθεί με το μεγάλο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών και της αποτροπής του τουρκικού κινδύνου.

   Επιτέλους, στο παλάτι ακουγόταν παιδικό κλάμα. Ύστερα από οχτώ χρόνια άκαρπου γάμου, το ζεύγος των Δεσποτών, είχε αποκτήσει το πρώτο παιδί, διαλύοντας έτσι τις κακόβουλες φήμες που ήθελαν τις σχέσεις του ζεύγους να είναι ψυχρές και τον Δεσπότη να μην τηρεί τα συζυγικά του καθήκοντα.
   Η γέννηση της μικρής πριγκίπισσας δεν ήταν εύκολη και η Ανέζα, που παραστεκόταν στον τοκετό μαζί με τον κυρ Πεπαγωμένο, είχε φοβηθεί για τη ζωή της Δέσποινας. Τελικά, όλα πήγαν καλά και το μωρό έβγαλε το πρώτο κλάμα του, κάνοντας όλους τους ευγενείς που περίμεναν στην παρακείμενη αίθουσα να σχολιάσουν πως σίγουρα η μικρή θα ανέπτυσσε πολύ δυνατή προσωπικότητα, αν έκρινε κανείς από τη δύναμη που είχαν τα πνευμόνια της.
   Η βάπτιση της νέας πριγκίπισσας έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια στο ναό του Αγίου Δημητρίου, τη Μητρόπολη, ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη γέννησή της, όπως προέβλεπε το τυπικό.
   Στη νεογέννητη δόθηκε το όνομα της μάμμης της, της μητέρας του Δεσπότη: Ελένη. Η Κλεόπα, αν και αδύνατη και χλωμή μετά την ταλαιπωρία του τοκετού, παρακολούθησε το μυστήριο και μάλιστα, όπως παρατήρησαν όλοι, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και έκανε το σταυρό της με τον τρόπο της Ανατολικής Εκκλησίας. Να είχε άραγε προσχωρήσει στην πίστη και στο δόγμα του Δεσπότη και να είχε απαρνηθεί τα σχισματικά πιστεύω της πατρίδας της; Να ήταν αυτός ο λόγος που είχε διαλύσει τα σύννεφα του γάμου της και είχε κάνει τον Θεόδωρο να εγκαταλείψει την ιδέα να καρεί μοναχός; Κανείς δεν ήξερε να πει με βεβαιότητα. Δεν είχαν ακούσει ούτε είχαν δει κάποιο άλλο σημάδι που να φανέρωνε τη μεταστροφή της Κλεόπα. Έστω κι έτσι, όμως, αφού συγκατένευσε στο να βαφτιστεί η κόρη της σύμφωνα με την ορθή πίστη και αφού η ίδια κοινώνησε και έκανε το σημείο του σταυρού όπως ο Δεσπότης και όλοι οι πιστοί ευγενείς και οι δέσποινες του παλατιού, τι άλλη απόδειξη χρειαζόταν;

   Η ειρηνική ανάπαυλα στη ζωή της Κλεόπα δεν κράτησε για πολύ. Είχε και πάλι λόγους να είναι δυστυχής και η καρδιά της να σπαράσσεται ανάμεσα σε δύο βαριές μυλόπετρες. Ο Δεσπότης με τον Αυτοκράτορα και τους αδελφούς του Κωνσταντίνο και Θωμά πολιορκούσαν την Πάτρα, τη μεγάλη πόλη που είχε συνδέσει το όνομά της με το μαρτύριο του πρωτόκλητου αποστόλου Ανδρέα και που ανήκε ακόμα στους Φράγκους. Το γεγονός ότι ηγεμόνας της πόλης ήταν ο αδελφός της Κλεόπα, ο Παντόλφο Μαλατέστα, δεν ήταν για τον Θεόδωρο λόγος ικανός να τον εμποδίσει να πολεμά εναντίον του. Οι Παλαιολόγοι, και ιδιαίτερα εκείνος, ήθελαν να επεκτείνουν την εξουσία τους σε όλο το Μοριά· τα δάκρυα και οι στενοχώριες των γυναικών είχαν λίγη σημασία μπροστά στη μεγάλη ιδέα.
   Ενώ η πολιορκία συνεχιζόταν χωρίς αποτέλεσμα, ήρθε η ευχάριστη είδηση: Ο Τόκκο, επειδή έβλεπε ότι η αντίσταση ήταν αδιέξοδη, είχε επιτέλους δεχθεί να συνθηκολογήσει. Για να σώσει, όμως, τα προσχήματα και να μη φανεί πως είχε ηττηθεί, έδινε τη Γλαρέντζα και τις κτήσεις του στο Μοριά στην ανιψιά του Μανταλένα (8), προίκα για το γάμο της με τον αδελφό του Αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο.
   Ο γάμος έγινε στο στρατόπεδο των Παλαιολόγων και το ζεύγος αναχώρησε για το Χλουμούτσι, το κάστρο που γειτόνευε με την Γλαρέντζα δεσπόζοντας με τον όγκο του στον κάμπο. Ο Αυτοκράτορας και ο Θεόδωρος  έλυσαν την πολιορκία και γύρισαν στο Μυστρά, μην έχοντας επιτύχει την παράδοση της Πάτρας, παρά μόνο κάποιων μικρότερων γειτονικών κάστρων.
   Μπορεί σε αυτή τη φάση να μην είχαν καταφέρει οι Παλαιολόγοι να πάρουν την Πάτρα, είχαν όμως επιτύχει τη συνθηκολόγηση του Τόκκο και την αποχώρησή του από το Μοριά. Οι κτήσεις του στην Πελοπόννησο, με πρώτο το σπουδαίο λιμάνι της Γλαρέντζας, είχαν περιέλθει σε αυτούς.

   Τα επόμενα δύο χρόνια έφεραν πολλές αλλαγές στη ζωή όλων.
   Πρώτα, ο Κωνσταντίνος κατάφερε τελικά να αποκτήσει την Πάτρα και, χάρη στις διπλωματικές ενέργειες του πολύτιμου φίλου του Φραντζή, να αποσοβήσει τον κίνδυνο επέμβασης των Τούρκων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είχαν δικαιώματα πάνω στην πόλη που η απόκτησή της από τον Κωνσταντίνο τα παραβίαζε.
   Την ίδια εποχή ο άλλος αδελφός, ο Θωμάς, πολιορκούσε στη Χαλανδρίτσα τον τελευταίο Πρίγκιπα της Αχαΐας, τον πατέρα της Ανέζας Κεντυρίωνα Ζαχαρία. Η συνθηκολόγηση και η αποχώρηση του Τόκκο είχαν κάνει δυσχερέστερη τη θέση του. Ο πατέρας της Ανέζας δεν άργησε να συνειδητοποιήσει πως, χάνοντας την υποστήριξη του Τόκκο και μην έχοντας άλλο σύμμαχο, ούτε δικό του ικανό στρατό, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συνθηκολογήσει και αυτός και να παραχωρήσει στους Παλαιολόγους όσα κάστρα και πολιτείες τού απέμεναν από το άλλοτε ισχυρό Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Με πίκρα έφερνε στο νου τα περασμένα, τα νιάτα και τις φιλοδοξίες του. Τώρα δεν ήταν παρά ένα λιοντάρι χωρίς δόντια.
   Παραχώρησε τα πάντα στους Παλαιολόγους κρατώντας για τον εαυτό του μόνο τη Βαρονία της Αρκαδιάς. Όσο να πεις, είχε μια κάποια αδυναμία σ' αυτό το κάστρο που ανήκε στη μητέρα του και που ήταν το πρώτο που είχε καταφέρει να κάνει δικό του μετά το θάνατο του άντρα της θείας του Μαρίας, του διεφθαρμένου Σανσουπεράνη.

   Από εδώ ξεκίνησε η διεκδίκηση του πριγκιπάτου, από εδώ και ο έρωτάς του με την αγαπημένη του Ειρήνη. Την έφερε με κάποια νοσταλγία στο μυαλό του. Τόσα χρόνια νεκρή... Πόσον καιρό είχε να πάει στον τάφο της; Ούτε θυμόταν πια. Ήταν όμορφη σαν άγγελος η Ειρήνη και του έκανε όμορφους γιους -μόνο ο Τζιοβάνι επέζησε. Ο Θεός ν' αναπαύσει την ψυχή της και την ψυχή των μικρών αγγέλων. Άτυχη η Ειρήνη...
   Την έκλαψε για λίγο, σαν έμαθε τον άδικο θάνατό της. Εκείνη η κακομούτσουνη η Πελαγία του είχε φέρει τα μαντάτα και του είχε ζητήσει να πάρει κοντά του το κορίτσι, την Ανέζα. Το σκέφτηκε για λίγο, ύστερα όμως το ξέχασε. Προς τι να γύρευε μπελάδες; Αρκετές σκηνές δεν του είχε κάνει η γυναίκα του η Κρέουσα για τα άλλα παιδιά, τα αγόρια; Να της παρουσίαζε τώρα και την κοκκινομάλλα; Αυτά τα μαλλιά ήταν που τον έκαναν να μην πιστεύει πως ήταν δική του κόρη, και ας ορκιζόταν η μακαρίτισσα η μάνα της πως ήταν δική του, πως ο Σανσουπεράνης δεν την είχε πειράξει. Όταν, όμως, κοιμήθηκε για πρώτη φορά μαζί της δεν την είχε βρει παρθένα. Και το παιδί γεννήθηκε εφταμηνίτικο -έτσι του είπε η Πελαγία. Μπορεί να ήταν σπορά του Σανσουπεράνη και όχι δική του. Η αλήθεια είναι πως και τα άλλα του αγόρια που πέθαναν μικρά είχαν κι εκείνα κοκκινωπά μαλλιά... Τι να πει...
   Πάντως, είτε δική του κόρη είτε όχι, η κοκκινομάλλα τού είχε φανεί χρήσιμη όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη. Την έδωσε στον Ολιβέριο και εξαγόρασε την ελευθερία του και της οικογένειάς του, της νόμιμης οικογένειάς του, της Κρέουσας και της μικρής τότε Κατερίνας. Πώς τον είχε κοιτάξει τότε στο γάμο της... Τι βλέμμα! Σαν να τον κατηγορούσε. Γιατί; Δεν ήταν δικαίωμά του να της δώσει για άντρα όποιον αυτός ήθελε; Ούτε ήξερε τι είχε απογίνει. Εκείνος ο αλιτήριος ο Ολιβέριο είχε πει πως το έσκασε με τον εραστή της, έναν μενεστρέλο, και πως στη συνέχεια επιτέθηκαν πειρατές στο καράβι που τη μετέφερε στη Δύση. Να έλεγε αλήθεια ο μπάσταρδος;
   Μπάσταρδος τυχοδιώκτης, είχε πουλήσει και τη Γλαρέντζα...
   Αχ η Γλαρέντζα!
   Πόσες φορές άλλαξε αφέντη τα τελευταία χρόνια...
   Αν ήταν αλήθεια πως κουρσεύτηκε το καράβι που μετέφερε την κόρη του, σίγουρα θα είχε την τύχη όλων όσοι έπεφταν στα χέρια των πειρατών. Είτε θα είχε σκοτωθεί, είτε θα είχε πουληθεί σκλάβα σε κάποιο παζάρι της Μπαρμπαριάς. Κανείς, όμως, δεν είχε διεκδικήσει λύτρα για να την ελευθερώσει. Οι πιθανότητες ήταν περισσότερες να έχει πεθάνει, παρά να έχει πουληθεί. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρχε πια για εκείνον κόρη.
   Κάτι σαν τύψεις, σαν λύπη ένιωσε να τσιμπάει την καρδιά του. Τι τα σκέφτεται αυτά τώρα... Το μέλλον, αυτό πρέπει να τον απασχολεί.
   Τώρα ήταν ώρα αποφάσεων και όχι αναμνήσεων. 
   Μαζί με τα κάστρα και τις πολιτείες παραχώρησε και τη μονάκριβη νόμιμη θυγατέρα του, την Κατερίνα, προξενεύοντάς τη στον μικρότερο Παλαιολόγο, τον Θωμά.
   Οι Παλαιολόγοι συμφώνησαν, γιατί όχι; Τόση προίκα έφερνε μαζί της η κόρη του, η μοναχοκόρη του· και δεν ήταν άσχημη ή κουτσή, είχε πάρει από εκείνον, θα την έλεγες όμορφη, αν δεν ήταν τόσο ψυχρή κι απόμακρη. Αγέλαστη σαν τη μάνα της... Η Ειρήνη όμως... ο άγγελός του... πάντα με ένα χαμόγελο τον δεχόταν. Ποτέ δεν γκρίνιαζε. Μόνο την πρώτη φορά που της πήρε τον Τζιοβάνι έκλαψε και αρρώστησε από τη στενοχώρια... Αυτός, όμως, είχε δίκιο. Δες τι σπουδαίος νέος που έγινε! Όλοι έχουν να λένε για την ανδρεία και την ομορφιά του -έμοιασε της μάνας του. Αν έμενε κοντά της τι θα ήταν; Ένα τίποτε. Θα πρέπει να τον παντρέψει και αυτόν με κάποια αρχοντοπούλα. Θα το σκεφτεί... να γίνει πρώτα ο γάμος της Κατερίνας.
   Η Κατερίνα δεν έφερε αντιρρήσεις στο προξενιό. Γιατί να φέρει; Ο Θωμάς ήταν νέος, πολύ νέος, ωραίος, ψηλός και δυνατός, και προ πάντων αδελφός του Αυτοκράτορα. Ίσως τον διαδεχόταν μια μέρα, αν ο Ιωάννης δεν έκανε παιδιά· μέχρι τώρα, με τρεις γάμους, παιδιά νόμιμα δεν είδε· μια νόθα κόρη έλεγαν πως είχε, αλλά ποιος λογαριάζει τις κόρες, και μάλιστα τις νόθες; Θα έπρεπε, βέβαια, ο Θωμάς, μιας και ήταν ο μικρότερος, να ξεπεράσει στη διαδοχή τα άλλα του αδέλφια, τον Κωνσταντίνο, τον Θεόδωρο, ίσως και τον Δημήτριο... Κανείς τους, όμως, μέχρι στιγμής δεν είχε αρσενικούς απογόνους. Αν, βέβαια, η αδελφή της γυναίκας του η Μανταλένα, που αλλαξοπίστησε και έγινε Θεοδώρα, αν αυτή έκανε αγόρι -ήταν έγκυος, έλεγαν- τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα. Εν πάση περιπτώσει, το μέλλον θα έδειχνε και η Κατερίνα καλά θα έκανε να αραδιάσει όσα περισσότερα παιδιά μπορούσε στον άντρα της.

   Αυτές πάνω κάτω ήταν οι σκέψεις που θα έκανε ο Κεντυρίων βλέποντας ότι το άστρο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας έσβηνε σιγά σιγά.
   Την Ανέζα η είδηση του γάμου της αδελφής της τη βύθισε σε βαριά μελαγχολία. Θυμήθηκε το δικό της άτυχο γάμο· τις ταπεινώσεις και τη ντροπή που είχε ζήσει δύο χρόνια κοντά στον Ολιβέριο· την εγκυμοσύνη της που είχε διακόψει... Κοντά οχτώ χρόνια πέρασαν και δεν τον είχε ξαναδεί -ούτε ήξερε αν ζούσε ή είχε πεθάνει ο άντρας της· αν ήταν χήρα, ελεύθερη ξανά, ή αν τα δεσμά του γάμου εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Όχι πως την ένοιαζε, πως θα ήθελε να ξαναπαντρευτεί -και ποιον να πάρει; Ποιος θα ήθελε για γυναίκα μια Εβραία γιατρέσα, που κανείς δεν ήξερε πούθε κρατάει η σκούφια της; Η αλήθεια είναι πως είχε δεχθεί κάποιες προτάσεις, και τολμηρές χειρονομίες ακόμα, από άρχοντες που νόμιζαν πως επειδή ήταν αλλόθρησκη και χωρίς άντρα να την προστατεύει θα μπορούσαν εύκολα να τη ρίξουν στο κρεβάτι τους. Η Ανέζα, όμως, ήξερε να υπερασπίζεται τον εαυτό της και τους είχε αποκρούσει όλους. Ούτε καν είχε μπει στον πειρασμό να ενδώσει σε κάποιον. Κανείς δεν την είχε συγκινήσει ερωτικά. Το κορμί της, μετά την εμπειρία του γάμου με τον Ολιβέριο, απωθούσε κάθε ιδέα συνεύρεσης με άντρα· όσο για την καρδιά της, αυτή την είχε δώσει μία και μοναδική φορά, στο βουνό που το λένε Ταΰγετο, στον νέο που θύμιζε το άγαλμα του Ερμή...
   Ποιος ο λόγος να θυμάται περασμένες ιστορίες, παλιές πληγές;

   Η Μαγδαληνή - Θεοδώρα δεν έκανε αρσενικό παιδί, ούτε θηλυκό. Πέθανε στη γέννα και μαζί της πέθανε και το κυοφορούμενο. Ο γάμος της είχε κρατήσει μόνο δεκαέξι μήνες.
   Αυτή ήταν η μοίρα των περισσότερων γυναικών...

   Ο Θωμάς ευλογήθηκε την Κατερίνα τρεις μήνες μετά το θάνατο της Μαγδαληνής. Ο γάμος έγινε με κάθε λαμπρότητα στο Μυστρά. Όλοι οι κάτοικοι άφησαν τη ζεστασιά του σπιτιού τους και βγήκαν έξω στο γεναριάτικο κρύο του Ταΰγετου να δουν τους άρχοντες και το ιερατείο να πορεύονται προς τη Μητρόπολη. Δεν έβλεπε κανείς κάθε μέρα βασιλικούς γάμους!
   "Εις πολλά έτη!" φώναζαν και έραιναν με μύρτα το πέρασμά τους -πού να βρεθούν λουλούδια μες στο χειμώνα.
   Ανάμεσα στη συνοδεία της νύφης ξεχώριζε ο αδελφός της Ανέζας, ο Τζιοβάνι, ο γασμούλος. Όμορφος και περήφανος, ντυμένος τη φράγκικη πανοπλία του, δεν καταδεχόταν να κοιτάξει γύρω του. Αν κοίταζε, θα έβλεπε μια γυναίκα, Εβραία όπως φαινόταν από τα ρούχα της, να τον κοιτά με μάτια δακρυσμένα, ενώ με το ένα χέρι κρατούσε σφιχτά τη μαντίλα που κάλυπτε τα κόκκινα μαλλιά της για να μη φαίνονται.

   O Kωνσταντίνος και η ακολουθία του έφυγαν σχεδόν αμέσως μετά το γάμο από το Μυστρά. Η πολιορκία της Γλαρέντζας, που τώρα την κατείχαν οι Καταλανοί, συνεχιζόταν και ο Κωνσταντίνος ήθελε με κάθε τρόπο να πάρει πίσω την πόλη και το λιμάνι της. Δεν ήταν καιρός τώρα για γιορτές, πόσο μάλλον που το πένθος από την απώλεια της συζύγου του ήταν νωπό. 
   Τις μέρες που ακολούθησαν η Ανέζα είχε την ευκαιρία να δει τα αδέλφια της, την Κατερίνα και τον Τζιοβάνι αρκετές φορές. Κρυμμένη στις πιο σκοτεινές γωνιές του παλατιού, πίσω από κολόνες, ανάμεσα στο υπηρετικό προσωπικό, από διαφορετικές γωνίες κάθε φορά, τους παρατηρούσε και αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να φανερωθεί, στον Τζιοβάνι τουλάχιστον. Η Κατερίνα ίσως και να αγνοούσε την ύπαρξή της -ήταν τόσο μικρή όταν την είχε δει για πρώτη και μοναδική φορά στη Γλαρέντζα, τη μέρα του φοβερού γάμου της με τον Ολιβέριο. Ένα αδύνατο κοριτσάκι με μεγάλα και σοβαρά μάτια. Δεν έμοιαζε τότε με παιδί ευτυχισμένο, ούτε όμως και τώρα έδινε την εικόνα μιας ευτυχισμένης νύφης.
   Και γιατί να είναι; Την πάντρεψαν και αυτή χωρίς να τη ρωτήσουν, για να βοηθήσει με τη σειρά της τον ηττημένο πατέρα της να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους με τους νικητές, τους Παλαιολόγους, έναν από τους οποίους της έδωσαν για σύζυγο. Ο εχθρός έγινε γαμπρός, συγγενής, και εκείνη έπρεπε να μοιράζεται μαζί του το κρεβάτι της και να του κάνει παιδιά που ίσως μια μέρα να αντιμάχονταν την οικογένειά της. 
   Μπορούσε να καταλάβει η Ανέζα το πώς αισθανόταν η Κατερίνα, η αδελφή της, δεν τη λυπόταν όμως. Εξάλλου, δεν ήταν παρά μισή αδελφή της και είχε ζήσει όλα αυτά τα χρόνια προστατευμένη, κοντά στον πατέρα και τη μητέρα της. Ήταν η νόμιμη κόρη του αφέντη, ενώ αυτή, η Ανέζα, δεν ήταν παρά η νόθα, η κόρη της αγαπητικιάς που μισούσε τόσο η νόμιμη σύζυγος. Με τον Τζιοβάνι, όμως, ήταν αλλιώς. Αυτός ήταν πραγματικός αδελφός, από την ίδια μητέρα και τον ίδιο πατέρα. Θα ήθελε να τον πλησιάσει και να του μιλήσει, να τον αγκαλιάσει, να κλάψει στον ώμο του...
   Όμως, αυτό ήταν αδύνατο. Απαγορευμένο. Είχε κάνει τις επιλογές της. Τώρα δεν ήταν η Ανέζα, αλλά η Χάνα, μια ταπεινή Εβραία που μπορούσε να γιατρεύει. Τίποτε παραπάνω. Η άλλη ζωή της δεν υπήρξε ποτέ. Η Ανέζα, η κόρη του Κεντυρίωνα Ζαχαρία και της Ειρήνης δεν υπήρχε, είχε πεθάνει χρόνια πριν, όταν ο Φώτος και οι πειρατές του κουρσέψανε το καράβι πάνω στο οποίο ταξίδευε, όπως είχε κανονίσει ο Ολιβέριο, που -δυστυχία της!- ήταν ο άντρας της. Εξάλλου, ο μονάκριβος αδελφός της ήταν αυτός που, εκτελώντας τις διαταγές του πατέρα τους, την έφερε σαν σφάγιο να την παραδώσει στον Ολιβέριο, με αντάλλαγμα την ελευθερία του Κεντυρίωνα και της οικογένειάς του.
   Μπορεί, όμως, άλλα να σχεδιάζουμε και άλλα να έχει για μας η ζωή φυλαγμένα.

   Εκείνο το βράδυ η Ανέζα δε γύρισε στο συνοικισμό των Εβραίων. Παρέμεινε στο παλάτι. Η μικρή πριγκίπισσα ήταν αδιάθετη και η μητέρα της την ήθελε να είναι συνεχώς κοντά στο παιδί της.
   Όλη τη νύχτα η Ανέζα έμεινε να φροντίζει τη μικρή άρρωστη και όταν, κοντά στο ξημέρωμα,  ο πυρετός του παιδιού έπεσε, της ήταν πια αδύνατον να κοιμηθεί, όσο κουρασμένη κι αν ένιωθε. Αφήνοντας τη μικρή στη φροντίδα της βάγιας της, τυλίχτηκε με μια βαριά κάπα για να προφυλαχθεί από το γεναριάτικο κρύο και βγήκε στο λιακωτό του παλατιού να πάρει λίγο καθαρό αέρα.
   Πέρα στο βάθος του ορίζοντα ο αδελφός του Ταΰγετου, ο Πάρνωνας άρχιζε να ξεχωρίζει μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας. Το φεγγάρι είχε δύσει και τα αστέρια ένα ένα έσβηναν και αυτά· μόνο ο αποσπερίτης έλαμπε. Η θεά Αφροδίτη φώτιζε τον τόπο της Ελένης, της αγαπημένης της θνητής· έτσι θυμόταν πως έλεγε η Μερόπη, όταν της μάθαινε τα ονόματα των αστεριών· τα αληθινά τους ονόματα, όχι αυτά που τους δίνουν οι αγράμματοι, αλλά εκείνα που τους είχαν δώσει αιώνες πριν οι Έλληνες: Ωρίων, Μικρά και Μεγάλη Άρκτος, Πλειάδες, Σείριος, Αφροδίτη... τα ονομάτιζε ένα ένα, δείχνοντάς τα βράδια του καλοκαιριού.
   Τώρα η Ανέζα, στο κρύο χάραμα του Ιανουαρίου, σ' ένα άλλο βουνό, προσπαθούσε να ξαναβρεί τους φίλους της, τ' αστέρια της νιότης της.
   Νόμιζε πως ήταν μόνη και έλεγε τα ονόματά τους δυνατά, σαν να τα καλούσε. Ξαφνικά μια σκοτεινή φιγούρα ξεκόλλησε από τον τοίχο -ένας άντρας!
   "Ποιος είναι εκεί;"
   Μια φωνή από το παρελθόν.
   "Γιάννη;"
   "Ποιος είναι;" η φωνή ρώτησε ξανά.
   Δεν είχε αμφιβολία, ήταν αυτός ο Γιάννης, ο Τζιοβάνι, ο αδελφός της. Τη φωνή του τη θυμόταν πολύ καλά -αυταρχική, ανθρώπου μαθημένου να διατάζει. Μιλούσε γραικικά, όμως η προφορά του πρόδινε πως δεν ήταν αυτή η γλώσσα του. Να του φανερωθεί;
   Την πρόλαβε εκείνος.
   "Ποιον ζητάς; Δεν είναι κανείς άλλος εδώ".
   Είχε πλησιάσει τώρα, κάπως ξεχώριζε τα χαρακτηριστικά του.
   "Εσένα, Γιάννη".
   "Κάνεις λάθος, με μπερδεύεις με κάποιον άλλον. Το όνομά μου δεν είναι Γιάννης".
   "Γιάννη σε έλεγε η μάνα μας, Τζιοβάνι..."
   Το είπε, τώρα δεν είχε πισωγύρισμα.
   "Ποια είσαι;"
   Η φωνή του είχε χάσει τον αυταρχικό τόνο της -ή έτσι της φάνηκε;
   "Η Ανέζα, η αδελφή σου".
   "Η Ανέζα έχει πεθάνει, χρόνια τώρα".
   Ξανά ο αυταρχικός,  δύσπιστος τόνος της φωνής.
   "Δεν πέθανα, αν και θα το ήθελε ο άντρας  που μου δώσατε. Πειρατές κούρσεψαν το καράβι όπου με έβαλε ο Ολιβέριο, στην Μπαρμπαριά με πούλησαν σκλάβα..."
   Την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε κοντά του, προσπαθώντας να διακρίνει μες στο σκοτάδι τα χαρακτηριστικά της.
   "Η Ανέζα είμαι..." του έλεγε συνέχεια εκείνη.
   Στο τέλος την άφησε.
   "Δε μπορώ να ξεδιαλύνω το πρόσωπό σου... έχεις όμως τα μαλλιά της..."
   "Εγώ είμαι, Γιάννη, ρώτα με ό,τι θες, θα σου απαντήσω".
   Και εκεί στο λιακωτό, στο κρύο πρωινό, ενόσω η μέρα έπαιρνε να χαράζει και ένα αβέβαιο φως φανέρωνε σιγά σιγά ένα ένα τα χαρακτηριστικά τους, η Ανέζα ξετύλιξε την ιστορία της στον αδελφό της.
   Τα είπε όλα, αρχίζοντας από το φονικό της μάνας τους, τη ζωή της στο βουνό κοντά στη Μερόπη και, καταλήγοντας, στην επιστροφή στο Μοριά μετά τη σκλαβιά στη Μπαρμπαριά. Τα μόνα που δεν του φανέρωσε ήταν ο έρωτας που ένιωθε για τον Αλέξιο Χρυσοβέργη, η ταυτότητα της μάνας τους και η σχέση της με την οικογένεια των Μελισσηνών.
   Τι ήταν εκείνο που την κράτησε; Ίσως φοβόταν πως δε θα την πίστευε ο αδελφός της. Αυτός είχε διαγράψει τη μάνα τους από τη ζωή του. Δεν τη θυμόταν καν. Μόνο γιος του πατέρα του ήθελε να είναι, του τελευταίου, όπως φαινόταν, Πρίγκιπα της Αχαΐας. Γι' αυτό και δεν άκουγε όταν τον φώναζε «Γιάννη». Αυτός ήταν ο Τζιοβάνι Ζαχαρία Ασάν, γόνος της μεγάλης οικογένειας των Γενουατών που είχαν διαφεντέψει το νησί της Χίου και το Μοριά.
   Μιλούσε ώρα πολλή και εκείνος άκουγε χωρίς να διακόπτει, με τα μάτια μόνο ρωτούσε, μελετώντας τη μορφή της, ψάχνοντας να βρει ξεχασμένα σημάδια.
   "Μπορεί να είναι έτσι όπως τα λες, γιατί όμως αφού γύρισες δεν ήρθες να μας βρεις; Γιατί μένεις εδώ στο Μυστρά, και μάλιστα ντυμένη Εβραία, στο παλάτι των Παλαιολόγων;"
   "Φοβόμουν και εξακολουθώ να φοβάμαι τον Ολιβέριο. Δεν ξέρω πού είναι, ούτε αν είναι ζωντανός. Αν μάθει πως ζω, θα με αναζητήσει και θα προσπαθήσει ξανά να με βγάλει από τη μέση. Εσύ ξέρεις να μου πεις αν ζει ή όχι; Και αν ζει, πού είναι;"
   "Δυστυχώς, δεν ξέρω κάτι. Άνθρωποι σαν αυτόν, τυχοδιώκτες, πουλάνε το σπαθί και τις υπηρεσίες τους σε όποιον τους πληρώνει περισσότερα..."
   Και όμως, με παντρέψατε με αυτόν τον τυχοδιώκτη, θα ήθελε να του πει.
   Δεν το είπε, όμως, την πρόλαβε εκείνος.
   "Δεν έπρεπε να είχαμε παντρέψει την αδελφή μου με αυτόν τον παλιάνθρωπο..."
   "Εγώ είμαι η αδελφή σου! Τι πρέπει να κάνω, τι να πω για να με πιστέψεις;"
   Και άρχισε να του λέει ό,τι θυμόταν από την παιδική τους ηλικία, τις λίγες, τις ελάχιστες φορές που είχαν συναντηθεί, εκείνος αρχοντόπουλο στο κάστρο κοντά στον πατέρα τους και εκείνη η κόρη της αγαπητικιάς.
   "Σταμάτα, σε πιστεύω..."
   Είχε ξημερώσει για τα καλά, τα κοκόρια ένα ένα χαιρετούσαν την ημέρα και το πρωινό ψυχρό φως τόνιζε το κουρασμένο από τις αγρυπνίες πρόσωπό της και έδινε λάμψη στα πυρόξανθα μαλλιά της. Αλλά και το δικό του πρόσωπο έφερνε ίχνη κούρασης ανάμεικτης με λύπη.
   Το έφερε η μοίρα να συναντηθούμε σε ώρες δύσκολες,  δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί.
   Και για τους δύο τα πράγματα είχαν αλλάξει από την τελευταία φορά που είχαν ιδωθεί -σαν να είχαν περάσει αιώνες από τότε...
   Από το παλάτι έρχονταν οι καθημερινοί ήχοι που φανέρωναν πως ο κόσμος είχε ξυπνήσει, από στιγμή σε στιγμή κάποιος μπορεί να έβγαινε στο λιακωτό και να τους έβλεπε.
   "Πρέπει να γυρίσω στο δωμάτιό μου, δεν είναι σωστό να σε δουν να μιλάς μαζί μου".
   Θα ήθελε να τον φιλήσει, να τον αγκαλιάσει, να την αγκαλιάσει και εκείνος, να την πει «αδελφή».
   Δεν το έκανε όμως. Έμεινε ψυχρός να την κοιτάζει και είπε μόνο:
   "Τι θα κάνεις τώρα; Θα φανερώσεις ποια είσαι στους Παλαιολόγους; Σκέψου καλά πριν το κάνεις. Μην ξεχνάς ότι μπορεί να τους δώσαμε την αδελφή μας και τα κάστρα μας, όμως δεν έγιναν φίλοι μας. Εγώ, μη γελιέσαι, δεν είμαι παρά όμηρος για το ότι ο πατέρας μας θα τηρήσει τις συμφωνίες. Να προσέχεις..."
   Έφυγε με γοργά βήματα από το λιακωτό, ενώ η Ανέζα έμεινε και πάλι με την πίκρα στην καρδιά και την αγκαλιά αδειανή.
   Θα τον ξανάβλεπε άραγε ποτέ;  

Τσαμαδού Κ. Ελένη, Οι άνεμοι του χρόνου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2016

Σημειώσεις:
(1) Χρονικόν του Μορέως.
(2) Έτσι αναφέρεται στο Χρονικόν του Μορέως, ο Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος, αδελφός και διάδοχος του Γοδεφρείδου Β' Βιλλεαρδουίνου. 
(3) Οι Μηλιγγοί ήταν σλαβική φυλή και εγκαταστάθηκαν τον 8ο μ.Χ. αιώνα στη Νότια Πελοπόννησο και κυρίως στις δυτικές πλαγιές του Ταΰγετου. Ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι, αλλά δούλευαν και τη γη. Ζούσαν άτακτα και απείθαρχα, δημιουργώντας προβλήματα με αρπαγές και εμπρησμούς και συνεχείς εξεγέρσεις κατά των Βυζαντινών.
(4) Είδος πληρωμής σε μορφή συναλλαγματικής ή επιταγής. 
(5) Μελαγχολία 
(6) "Όταν περάσεις από το Παλώδες να αναγγείλεις ότι ο μέγας Παν απέθανε". (Παλώδες: η περιοχή γύρω από το Βουθρωτό). 
(7) Κόκκινα υποδήματα με αετούς  που μόνο ο αυτοκράτορας φορούσε. 
(8) Πρόκειται για τη Μαγδαληνή - Θεοδώρα, όπως την αναφέρει ο Φραντζής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: