Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

[ ΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ]

   Παραλήρημα το λέτε τώρα; Ούτε μονόλογο ούτε μονωδία ούτε με οποιονδήποτε άλλο όρο που να χαρακτηρίζει το λόγο; Ούτε καν εξομολόγηση;
   Παραλήρημα χαρακτηρίζουμε την ακατάσχετη και ασυνάρτητη ομιλία. Αυτήν που εκβάλλει από το στόμα ενός αρρώστου ή ενός ηλικιωμένου -γράψε ετοιμοθάνατου. Η δική μου ομιλία ενδεχομένως να είναι ακατάσχετη, αλλά δεν είναι ασυνάρτητη. Ναι, παραληρώ, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω και θα συνεχίσω να γκρινιάζω για την τύχη που μου επιφύλαξε η μοίρα και συνεχίζει να με κατατρέχει. Αλλά δε λέω ανοησίες...
   Όταν είσαι νέος, σου περισσεύει η ζωή και δεν τη σέβεσαι. Όμως, όταν έχεις περάσει τα εξήντα, τότε αρχίζεις να την υπολογίζεις και να αφαιρείς. Τι; Μα τα χρόνια που απομένουν και μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών σου. Για να μην πω του ενός χεριού σου... Άλλο το μέτρημα των είκοσι ετών και άλλο των εξήντα και, ακόμα χειρότερα, των εβδομήντα.
   Μη νομίζετε ότι πάσχω από τίποτα έτσι όπως τα λέω. Ούτε άρρωστος είμαι ούτε μουρλός. Για να είμαι ειλικρινής, μόλις πάτησα τα εβδομήντα -αν θυμάμαι καλά το χρόνο της γέννησής μου- και τα έχω τετρακόσια. Ούτε στα δύο τρίτα της ηλικίας του μεγάλου δασκάλου μου, του Πλήθωνος, του Γεώργιου Γεμιστού, δεν έχω φτάσει ακόμα, που πέθανε στα ενενήντα οχτώ του χρόνια, αν όχι στα εκατό και βάλε. Ας τον έχει εκ δεξιών ο Δίας, όπως ήθελε να ονομάζει τον θεό του...
   Όμως εγώ από αλλού θέλω να ξεκινήσω. Παρασύρθηκα από τον χείμαρρο της ομιλίας μου και ξεκίνησα από τον Γεώργιο Γεμιστό, ο οποίος πήρε το όνομα Πλήθων από τη μεγάλη λατρεία που είχε για την αρχαία Ελλάδα, τους θεούς της, τον πολιτισμό της, τη φιλοσοφία της και τόσα άλλα.

   Εγώ λοιπόν θέλω να ξεκινήσω την ιστορία μου από την Κλεόπα, αυτή τη νέα, όμορφη, αλλά άτυχη δέσποινα, που την πήραν στο λαιμό τους όλοι, ακόμα και ο σύζυγός της, ο δεσπότης Θεόδωρος, ο οποίος την αγάπησε στα στερνά της.
   Βλέπετε, οι προκαταλήψεις, που έχουν τη βάση τους στην Ιστορία, είναι ισχυρές, θα έλεγα παντοδύναμες. Δεν άφησαν να ανθίσει αυτό το λουλούδι, που το πήραν και το μεταφύτεψαν από τα ξένα και που αναπτύχθηκε και καρποφόρησε σ' αυτό εδώ το χώμα. Ποιο χώμα δηλαδή; Από βράχους και πέτρες ήταν διάσπαρτος ο Μυστράς, ένα προβούνι, όπως το χαρακτήριζαν, του υπερήφανου Ταΰγετου -ή μάλλον της Ταϋγέτης, που ζευγάρωσε με τον Δία και γέννησε τον Λακεδαίμονα, ο οποίος νυμφεύθηκε τη Σπάρτη, την κόρη του Ευρώτα. Αυτά από την ελληνική μυθολογία, που δε θέλουν να την ξέρουν οι παπάδες μας...
   Από τη μια πλευρά του Μυστρά το χάος και το έρεβος, από την άλλη τα παλάτια, τα μοναστήρια, τα αρχοντικά και τα σπίτια των κατοίκων του. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά της Λακωνικής και η διάπλαση του εδάφους του τον έκανε απροσπέλαστο από τη νότια και νοτιοανατολική πλευρά, όπου βασίλευε το χάος και το έρεβος που ανέφερα προηγουμένως. Ούτε που τολμούσες να κοιτάξεις προς τα κάτω. Ο γκρεμός ήταν τρομακτικός και αδάμαστος για κάθε είδους επιδρομέα.
   Τις άλλες πλευρές τις προστάτευαν οι οχυρώσεις. Εκεί πάνω, στις βίγλες του κάστρου, κάθομαι πολλές φορές το σούρουπο, την ώρα που δύει ο ήλιος. Τότε βλέπω στον ουρανό το πρόσωπο του Θεού. Τέτοια όψη παίρνει ο ορίζοντας.
   Μέχρι πριν από αρκετές δεκαετίες -δε θυμάμαι πόσες, αλλά θα πρέπει να είναι αρκετές- ο Μυστράς ήταν ένα κάστρο φράγκικο. Το είχε φτιάξει ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος, από την Καμπανία. Ήταν κι αυτός ένα από τα φρούτα της φραγκοκρατίας που ενέσκηψε σαν πανούκλα στην Πόλη στα 1204. Όμως η θεία δίκη, για τις ανομίες του, δεν του επέτρεψε να χαρεί αυτό που δημιούργησε. Στη μάχη της Πελαγονίας, το 1259, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος τον συνέλαβε αιχμάλωτο και σε αντάλλαγμα για την ελευθερία του ο Βιλεαρδουίνος τού παραχώρησε τα κάστρα της Μονεμβασιάς, της Μάνης και του Μυστρά.
   Τότε ήταν που ο Μυστράς άρχισε να παίρνει την όψη πολιτείας. Ο λαός, για μεγαλύτερη ασφάλεια, άρχισε να μαζεύεται γύρω από το κάστρο. Η νέα πολιτεία ονομάστηκε Χώρα και οχυρώθηκε με ένα τείχος γύρω της. Σε λίγο ο πληθυσμός αυξήθηκε και άρχισαν να χτίζονται οικήματα και έξω από το κάστρο. Έτσι, δημιουργήθηκε και η Κάτω Χώρα.
   Κανείς δε μπορούσε να πει από πού βαστούσε η σκούφια του ονόματος Μυστράς. Είπαν διάφορα, αλλά, κατά τους παλαιότερους δασκάλους μου εδώ στο μοναστήρι, το όνομα Μυστράς προέρχεται από το όνομα Μυζηθράς, από το τυρί που έβγαζαν στα βοσκοτόπια της περιοχής.
   Εγώ ήμουν τότε σχετικά νέος, περίπου είκοσι ετών, όταν το 1420 με τοποθέτησαν στην τιμητική συνοδεία που πήγε στο Αρίμινον (1) για να παραλάβει την αρχοντοπούλα Κλεόπα Μαλατέστα και να τη συνοδεύσει, μέσω Βενετίας, στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στο Μυστρά, όπου θα παντρευόταν τον δεσπότη μας Θεόδωρο Β', που ήταν ακόμα ένα άγουρο αγόρι και τίποτα παραπάνω. Δεν καταγόμουν από γενιά ευγενών. Απλώς ήμουν πιστός φρουρός του Θεόδωρου, ο οποίος με διάλεξε ανάμεσα σε πολλούς άλλους για να με στείλει στο Αρίμινον και να συνοδεύσω τη μέλλουσα σύζυγό του αρχικά στην Πόλη και μετά, μαζί του, στο Μυστρά.
   H Kλεόπα ήταν κόρη της Ελισάβετ Γκοντζάγκα, πρώτης ξαδέλφης του πάπα Μαρτίνου (2), και του κόμητος Κάρλο Μαλατέστα, ηγεμόνα των περιοχών Φάνο και Πέζαρο της Ιταλίας και αρχηγού ενός νεότερου κλάδου της παλιάς οικογένειας κοντοτιέρων, που κυβερνούσε το Αρίμινον.
   Στους τρεις περίπου μήνες που έμεινα στο Αρίμινον δεν πέρασα καθόλου, μα καθόλου άσχημα. Τριγύριζα από δω κι από κει, χωρίς να έχω τίποτα να κάνω, ούτε καν τα καθήκοντά μου ως φρουρού. Θα ήταν αδιανόητο για την ιστορία της οικογένειάς του ο κόμης Μαλατέστα να εμπιστευτεί σε αγνώστους τη φρούρηση του πύργου του. Οι άνθρωποί του είχαν επιλεγεί προσεχτικά και ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Βλέπετε, τόσα και τόσα γίνονταν εκείνη την εποχή στην Ιταλία. Προφυλαγόσουν από τους εχθρούς σου και το έβρισκες από φίλους σου, που άλλαζαν στρατόπεδο πριν το πάρεις είδηση. 
   Στο μεταξύ, η Κλεόπα ετοιμαζόταν. Θα μπορούσα να πω, όχι και με μεγάλη βιασύνη ή προσμονή για έναν τέτοιο γάμο. Δεν ξέρω από πού έμαθε τα σχετικά με το Μυστρά και δεν της άρεσε η ιδέα. Προσωπικά εμένα πήγε να με ψαρέψει. Τι ήταν αυτός ο Μυστράς, πώς μπορούσε μια ολόκληρη πολιτεία να βρίσκεται πάνω σε έναν μυτερό λόφο, τι ήταν ο Ταΰγετος, πώς ζούσαν στην πολιτεία αυτή, πώς ήταν το ανάκτορο, τα αρχοντικά, ο κόσμος...
   Φυσικά, της απαντούσα με τα καλύτερα λόγια και τους ευμενέστερους χαρακτηρισμούς για τον τόπο που θα γινόταν η μελλοντική της κατοικία.
   "Και πώς θα συνεννοούμαι, Κώνστα; Σε ποια γλώσσα, αφού ακόμα δεν ξέρω καλά τα ελληνικά;" με ρωτούσε.
   Το όνομά μου ήταν Κώνστας, που μου το έδωσε ο πατέρας μου σε ανάμνηση ενός από τους γιους του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Με τον καιρό έγινα Κωνσταντής. Η Κλεόπα όμως επέμενε στο Κώνστας, με το οποίο της πρωτοσυστήθηκα όταν μαζί με άλλους δύο φρουρούς είχαμε πάει να την παραλάβουμε υπό τις διαταγές του τουρμάρχη (3) μας Ιωάννη Ευδαιμονογιάννη, μικρανιψιού του μεγάλου στρατοπεδάρχη του δεσπότη μας Γεώργιου Ευδαιμονογιάννη (4).
   "Δεν πειράζει", της απάντησα. "Όλοι εκεί μιλούν και τα φράγκικα. Βλέπετε, έχουν περάσει τόσοι και τόσοι Λατίνοι από την Πελοπόννησο, που όλοι μιλούν δύο και τρεις γλώσσες... Αλλά τα ελληνικά σας", πρόσθεσα για να την κολακεύσω, "είναι πολύ καλά. Ορίστε που συνεννοούμαστε εμείς οι δυο στα ελληνικά. Έτσι θα μπορείτε να συνεννοείστε και με τους άλλους".
   Η Κλεόπα κούνησε με δυσπιστία το κεφάλι της. Θα ήθελε να το πιστέψει, αλλά δε μπορούσε. Αργότερα, όταν τη γνώρισα καλύτερα, κατάλαβα τους λόγους της δυσπιστίας της. Ήθελε να μαθαίνει τα πάντα τέλεια, ώστε να μη μπορεί κανείς να την κατηγορήσει για τίποτα. Η φιλοδοξία της ήταν να μένει αψεγάδιαστη μέσα στους κουτσομπολίστικους κύκλους της Αυλής στην οποία κυκλοφορούσε. Υπήρχε κι ένας ακόμα λόγος για τη δυσπιστία της σχετικά με τα ελληνικά της. Εντάξει, μ' εμένα μπορούσε να συνεννοηθεί. Χωριάτης ήμουν και δεν είχε πρόβλημα. Δεν ήταν όμως πεπεισμένη για την καθαρότητα της γλώσσας μου. Όταν θα βρισκόταν στο παλάτι με όλους αυτούς τους γόνους των προυχόντων του Μυστρά, πώς θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στο πρόβλημα της συνεννόησης χωρίς να γίνει, λόγω των γλωσσικών καθών της, το επίκεντρο του περίγελου;
   "Αλήθεια, Κώνστα", μου είπε κάποιο απόγευμα που με κάλεσε πάλι κοντά της. "Πώς είναι ο κόσμος του Μυστρά;"
   Ξεροκατάπια και απέφυγα να την κοιτάξω. Κοίταζα παντού αλλού εκτός από τα μάτια της.
   "Θα μου απαντήσεις;"
   Τελικά, την κοίταξα στα μάτια. Θα έπρεπε να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια για να μην αντιληφθεί τα ψέματα που αποφάσισα εκείνη τη στιγμή να της αραδιάσω.
   "Να σας πω", είπα.
   Και σταμάτησα. Πήρα μια βαθιά ανάσα, για να μου τονώσει το ηθικό και την αντοχή στο να ξεφουρνίσω τα ψέματά μου, και ξεκίνησα:
   "Ο κόσμος στο Μυστρά κατά βάθος είναι καλός. Βέβαια, έχει περάσει πολλά, για πολλές γενιές, μετά την εποχή της αρχαίας Σπάρτης, αν έχετε ακουστά".
   Μου χαμογέλασε με κατανόηση για την αφέλειά μου. Αλλά ήμουν αδαής στα ψέματα και, ακόμα περισσότερο, θεοσεβούμενος. Και μου είχαν διδάξει ότι το ψέμα είναι ύβρις προς τον Θεό. Αλλά τι να έκανα; Πώς να υπερασπιζόμουν τον τόπο μου;
   "Κατακτήσεις, επιδρομές, αιχμαλωσίες, λεηλασίες, βιασμοί, εξανδραποδισμοί..." συνέχισα. "Όλα αυτά έκαναν το λαό της Λακεδαίμονος ακόμα πιο σκληρό. Πιο κουμπωμένο σε καθετί ξένο..."
   Ξεροκατάπια, αντιλαμβανόμενος την «ανορθογραφία» που έκανα. Τι το ήθελα το τελευταίο; Η Κλεόπα δηλαδή τι ήταν; Ελληνίδα;
   "Και όταν κάποιος καταβάλει μια προσπάθεια να γίνει Έλληνας;" ρώτησε. "Και τότε ξένος λογίζεται; Δεν τον αποδέχονται αμέσως;"
   "Όχι, όχι βέβαια!" απάντησα, αρπάζοντας τη σανίδα σωτηρίας που μου έριξε. "Όχι βέβαια!"
   Το επανέλαβα για να δώσω έμφαση. Όμως σαν αστροπελέκι πέρασε απ' το μυαλό μου η κατάρα του Θεού για το νέο ψέμα που έλεγα. Γνώριζα ότι δε γίνεσαι εύκολα δεκτός στην κοινωνία μας αν δεν είσαι γεννημένος στον τόπο μας και αν δεν ξέρουν οι παλαιότεροι τους παππούδες και τους προπαππούδες σου.
   "Φυσικά και τον αποδέχονται αμέσως!" απάντησα μια κι έξω, τάζοντας στον άγιο ένα κερί μετά τον εσπερινό, όταν θα πήγαινα μετά το τέλος της ανάκρισης που μου έκανε η Κλεόπα.
   "Έχω σκοπό να μάθω καλά τα ελληνικά", επέμεινε εκείνη, σαν για να με πείσει ότι δε θα είναι κακή μαθήτρια. "Αλλά, για πες μου, πώς είναι οι οικογένειες που έρχονται στο παλάτι;"
   "Πώς να είναι;" αντιρώτησα για να κερδίσω χρόνο. "Καλές..."
   "Τι εννοείς «καλές»; Είναι ευπροσήγοροι; Αγαπούν το παλάτι, το δεσπότη, γενικά τους ανθρώπους της εξουσίας;"
   Τι να απαντούσα; Ότι τα μίση και τα πάθη στο Μοριά βρίσκονταν και πάλι στο αποκορύφωμά τους; Ότι τα αμυντικά έργα που έκαναν οι Παλαιολόγοι, αντί να συνασπίσουν τους άρχοντες και να τους ενώσουν έναντι του κοινού εχθρού, υποδαύλιζαν το μίσος του ενός έναντι του άλλου και δημιουργούσαν έριδες που δύσκολα κατευνάζονταν; Ότι ήδη ήμασταν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα, το ένα από τα οποία ήθελε να απελευθερωθεί από την κηδεμονία της Πόλης και να βαδίσει ανεξάρτητο, ενώ το άλλο ήθελε να παραμείνει ως έχει, γιατί έτσι του υπαγόρευαν τα συμφέροντά του; Και ότι υπήρχε κι ένα τρίτο -δυστυχώς υπήρχε κι αυτό- που προτιμούσε την κυριαρχία των απίστων από μια ενδεχόμενη συμφιλίωση της Εκκλησίας με τον πάπα; Ή ότι οι γεωργοί έφευγαν από τα ελληνοκρατούμενα εδάφη και κατέφευγαν στα βενετοκρατούμενα για να μην πληρώνουν φόρους;
   Δεν ήθελα όμως να μαυρίσω την καρδιά μιας κοπέλας και μάλιστα νεότατης και μελλόνυμφης. Στο κάτω κάτω, τι έφταιγε αυτή για τον κακό μας χαρακτήρα και τη τζαναμπετιά μας;
   "Οι κάτοικοι του Μυστρά αγαπούν τον Θεόδωρο και την οικογένειά του", είπα, σαλιώνοντας τα χείλη μου για να συνεχίσουν τα ψέματα που είχαν αρχίσει. "Είναι πιστοί στο δεσποτάτο και στον αυτοκράτορα και θα θυσιάζονταν για χάρη του. Θα σας δεχτούν με τιμές και θα σας αγαπήσουν".
   Σταμάτησα σαν το λαχανιασμένο σκύλο που τρέχει στην ανηφόρα. Δεν μπορούσα να πω κι άλλα ψέματα. Η γλώσσα μου αρνιόταν να υπακούσει και τα χείλη μου είχαν και πάλι στεγνώσει.
   Η Κλεόπα, είτε επειδή κατάλαβε την κατάστασή μου είτε επειδή δε θέλησε να με φέρει σε δυσχερέστερη θέση, άλλαξε θέμα και με ρώτησε για τον τόπο του Μυστρά.
   "Δε μου είπες, Κώνστα, το παλάτι είναι ωραίο;"
   "Από τα ωραιότερα", της απάντησα και αυτή τη φορά δεν της έλεγα ψέματα. "Θα το αγαπήσετε. Από όλα τα βορινά παράθυρά του έχει μια καταπληκτική θέα προς την πεδιάδα. Από τη νότια πλευρά θα βλέπετε την πλατεία όπου μαζεύονται οι πολίτες και συζητούν ελεύθερα. Εκεί μιλούν και οι διάφοροι ρήτορες που μας επισκέπτονται και μας ενημερώνουν για την κατάσταση του έξω κόσμου".
   "Αλήθεια μού λες; Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον".
   "Μάρτυς μου ο Θεός!" της απάντησα ανακουφισμένος.
   Επιτέλους μπορούσα να επικαλεστώ και μια φορά τον Ύψιστο σε μια αλήθεια που έλεγα. Αλλά η ευφορία μου διακόπηκε απότομα από την επόμενη ερώτηση της Κλεόπας:
   "Για πες μου, Κώνστα, ο Μυστράς έχει ωραίους δρόμους για να βγει κανείς περίπατο με το άλογο ή με την άμαξα;"
   Μου 'ρθε ταμπλάς στο κεφάλι. Για ποιους δρόμους να μιλούσα; Για τα στενά δρομάκια, τα γεμάτα πέτρες, ή για τα σκαλοπάτια που ήσουν αναγκασμένος να ανεβοκατεβαίνεις για να πας από το ένα σπίτι στο άλλο; Ποια άμαξα και ποια άλογα; Τις πριγκίπισσες τις μετέφεραν πάνω σε φορεία, τα οποία υποβάσταζαν δούλοι στους ώμους τους. Μερικά ψωράλογα έβοσκαν στον κάμπο για γεωργικές εργασίες. Όταν ερχόταν κανένας αξιωματούχος από την Πόλη, θαυμάζαμε τις αστραφτερές άμαξες με τα δυνατά άλογα που τον συνόδευαν μέχρι την πύλη του τείχους. Από κει και πέρα οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι για τις άμαξες. Μέσα στο Μυστρά δεν υπήρχε τίποτα, εκτός από μια χιλιοεπισκευασμένη άμαξα για το δεσπότη και μερικά εγκαταλειμμένα άλογα σε στάβλους έξω από το φρούριο. Τι να της έλεγα;
   "Μα ναι, φυσικά, βεβαίως", απάντησα.
   Δείχνοντας τις επιφυλάξεις μου, άρχισα να περιγράφω όσο καλύτερα μπορούσα την καστροπολιτεία μας. Γνωρίζοντας τις αδυναμίες και τις τάσεις της Κλεόπας από όσα μου είχε πει προηγουμένως, κατόρθωνα με την αφήγησή μου να παρεισφρέουν μέσα στην ωμή πραγματικότητα και περιγραφές που θα της ήταν αρεστές.
   Έτσι, της μίλησα για την ιππασία που θα μπορούσε να κάνει έξω από την καστροπολιτεία και για τις αποστάσεις που δεν ήταν μεγάλες και θα της επέτρεπαν να επισκέπτεται άλλες πόλεις και χωριά, όπως την Κορώνη και τη Μεθώνη, ή ακόμα και την Πάτρα, χωρίς βέβαια να προσθέσω ότι αυτά θα ήταν πραγματοποιήσιμα μόνο αν δεν ξεσπούσε κανένας από τους πολέμους που συχνά πυκνά κήρυσσαν ο ένας φεουδάρχης εναντίον του άλλου με αποτέλεσμα να ερημώνει η χώρα.
   Όμως καταλάβαινα ότι η Κλεόπα ήταν πολύ πιο έξυπνη από όσο μπορούσα να φανταστώ εγώ, ο άπειρος στη γυναικεία πονηριά. Μέσα από τις φράσεις μου διέβλεπε την αλήθεια, αλλά δεν έφερνε αντιρρήσεις. Με άφηνε να μιλάω. Έβλεπα όμως να διαγράφεται ένα μελαγχολικό χαμόγελο στα χείλη της.
   Αυτό το αδιόρατο χαμόγελο που χάραζε στα χείλη της με έβαλε σε υποψίες ότι άδικα κατέβαλλα τόσες προσπάθειες για να την πείσω πως θα έβρισκε στο Μυστρά ένα περιβάλλον συμβατό με εκείνο στο οποίο είχε ζήσει μέχρι τότε στο Αρίμινον. Μην μπορώντας να συνεχίσω τις γεμάτες υπερβολή περιγραφές μου, κατέληξα:
   "Και, όπως και να το κάνουμε, κυρία, όλα συνηθίζονται. Θα συνηθίσετε και θα σας αρέσει. Άλλωστε όλοι θα σας αγαπάμε!"
   Αυτό το είπα με την ψυχή μου. Και ήταν ίσως η μόνη φράση που πίστεψε από όσα ψέματα της είχα αραδιάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Χαμογέλασε με ικανοποίηση και σηκώθηκε από το ανάκλιντρό της, δείχνοντάς μου ότι η ακρόαση έφτανε στο τέλος της.
   "Το ξέρω", μου απάντησε. "Το ξέρω. Πιστεύω κι εγώ ότι θα σας αγαπήσω. Πάντως εσένα, Κώνστα, σε αγαπώ από τώρα. Θα είσαι ο πιστός μου φίλος".
   Πέταξα στα σύννεφα μόλις άκουσα την εκμυστήρευση αυτή της κυράς μου. Για να πέσω αμέσως, λίγο αργότερα, στην πραγματικότητα της μαμάς Εριέτας, που έμπαινε εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα. 
   Η μαμά Εριέτα ήταν ένα μυστήριο και παράξενο πλάσμα. Έδειχνε ότι ο μόνος άνθρωπος τον οποίο αγαπούσε στη ζωή της ήταν η Κλεόπα. Όποιος άλλος πλησίαζε την εκλεκτή της γινόταν αυτόματα εχθρός της.
   Εμένα δε με χώνεψε ποτέ της. Χωριάτη με ανέβαζε, αγροίκο με κατέβαζε, είτε στα ελληνικά, φροντίζοντας να μάθει τις λέξεις αυτές για να με βρίζει, είτε στα ιταλικά, στα οποία τις είχα μάθει κι εγώ.
   Η μαμά Εριέτα ήταν το είδος της γυναίκας που αν δε σε συμπαθήσει με την πρώτη ματιά δε θα σε συμπαθήσει σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Για να πούμε την αλήθεια, ούτε κι εγώ τη συμπαθούσα, παρά το γεγονός ότι φρόντιζε με πάθος την Κλεόπα, για την οποία άρχισα να αισθάνομαι κι εγώ υπεύθυνος. Το μόνο που θα προσθέσω είναι ότι η μαμά Εριέτα ήταν τόσο προσκολλημένη στην Κλεόπα που θα έπαιρνα όρκο ότι η νεαρή αρχοντοπούλα ήταν κόρη της...

   Κόρη μου; Όχι, η Κλεόπα δεν ήταν κόρη μου. Ήταν κάτι παραπάνω από κόρη μου: ψυχοκόρη μου. Η κόρη της ψυχής μου και όχι με την έννοια που δίνουν άλλοι στην ψυχοκόρη. Εγώ ήμουν η ψυχοκόρη, της μάνας της η ψυχοκόρη. Αυτό μου επεφύλαξε η καλή μου μοίρα.
   Ήμουν, λοιπόν, η ψυχοκόρη της αγίας γυναίκας, της δόνας Ελισάβετ Γκοντζάγκα και του σεβαστού συζύγου της, άρχοντα του Πέζαρο και του Φάνο, σεπτού κυρίου Κάρλο Μαλατέστα, που ήταν αρχηγός ενός νεότερου κλάδου της μεγάλης οικογένειας που κυβερνούσε το Αρίμινον. Η αγαπημένη μου Κλεόπα δεν ανήκε σε κάποια πολύ διακεκριμένη οικογένεια της Ιταλίας, για να πούμε τη μαύρη αλήθεια. Οι Μαλατέστα δε λογίζονταν ισότιμοι με τα μέλη άλλων μεγάλων οικογενειών της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας, ας πούμε με τους Σφόρτσα, τους Έστε, τους Βοργία και άλλους, που είχαν και δύναμη στην πολιτική και λόγο στις θρησκευτικές εξελίξεις. Η Κλεόπα όμως είχε δύο μεγάλα προτερήματα: πρώτον, ο πατέρας της είχε άριστες σχέσεις με τη βενετική κυβέρνηση -διατηρούσε κι ένα παλάτι στη Βενετία- και, δεύτερον, ήταν στενή συγγενής του πάπα Μαρτίνου, που προερχόταν από τη ρωμαϊκή οικογένεια των Κολόνα. Εγώ δεν είχα πολλά πολλά με τους Μαλατέστα, για τους οποίους έλεγαν ότι ήταν παλιοί κοντοτιέροι. Αλλά καλύτερα να μην ανοίξω το στόμα μου, και μάλιστα για ένα λόγο παραπάνω: ότι ο κύριος Κάρλο Μαλατέστα φέρθηκε σ' εμένα με τον καλύτερο τρόπο.
   Εγώ ήμουν δεμένη με τη δόνα Ελισάβετ και την κόρη της, την οποία εδώ στο Μυστρά πολλοί ήθελαν να ονομάζουν Κλεόπη, ενώ το σωστό ήταν Κλεόπα. Η μητέρα της με είχε υιοθετήσει από πολύ μικρή, όταν είχα μείνει ορφανή, σε ένα ταξίδι της στη Νεάπολη. Τα χαρίσματα αυτής της γυναίκας, ιδιαίτερα η μεγαλοσύνη και η ταπεινοφροσύνη, η αγαθοσύνη και η μεγαλοψυχία της, με έκαναν να αφοσιωθώ με την ψυχή και με το σώμα μου στη βούλησή της και, βέβαια, να ακολουθήσω την κόρη της σ΄αυτή τη νέα ζωή που της επεφύλαξε η μοίρα: να παντρευτεί το δεσπότη του Μυστρά, τον Θεόδωρο, άνθρωπο καλό αλλά στενόχωρο. Πολύ στενόχωρο, όχι μόνο με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό του ακόμα. Ήταν ένας πολύ παράξενος χαρακτήρας, με πολλές μεταπτώσεις. Από τα ύψη της ευτυχίας όπου βρισκόταν τη μια στιγμή, μπορούσε να πέσει στα βάραθρα της μελαγχολίας την άλλη. Και συνήθως χωρίς εμφανή λόγο. Μόνο αυτός και η ταραγμένη ψυχή του ήξεραν...
   Από τη στιγμή που άρχισα να καταλαβαίνω το περιβάλλον μου και να είμαι μάρτυρας των καλών τρόπων της δόνας Ελισάβετ, όταν ακόμα δεν είχε αποκτήσει την κόρη, αισθάνθηκα το μέγεθος της αφοσίωσής μου στο όμορφο και γεμάτο καλοσύνη πρόσωπό της. Δεν υπερβάλλω για τα χαρίσματά της, μάρτυράς μου ο Θεός και ο επί της Γης αντιπρόσωπός Του, ο Άγιος Πατέρας, που ήταν και πρώτος ξάδελφός της. Επίσης, ήταν αυτός που είχε συμφωνήσει με την αυτοκράτειρα Ελένη, σύζυγο του κυρ Μανουήλ, του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, και θυγατέρα του Σέρβου χωροδεσπότη Κωνσταντίνου Δραγάση, να παντρέψει και τους έξι γιους της με ισάριθμες φραγκοαρχοντοπούλες. Έτσι, εκείνος είχε την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να φέρει κάτω από την παπική μίτρα το ανατολικό ρωμαίικο κράτος, κι εκείνη, η μητέρα τους, είχε την ελπίδα ότι θα πετύχαινε με τους γάμους αυτούς να διασφαλίσει τη βοήθεια του ποντίφικα και να σώσει έτσι την αυτοκρατορία τους από τη λαίλαπα των Οθωμανών, ώστε να βασιλέψει ο πρωτότοκός της, ο Ιωάννης, στην Πόλη, και οι υπόλοιποι πέντε στα δεσποτάτα.
   Ήμουν μικρή στα χέρια της δόνας Ελισάβετ όταν αυτή έμεινε έγκυος στην Κλεόπα και, παρόλο που ήμουν μικρή, με άφησαν -ίσως και να με είχαν ξεχάσει- στο δωμάτιο όπου γέννησε. Έτσι, παρακολούθησα μέσα από τους πόνους και τις κραυγές της δόνας αυτό το άγιο μυστήριο, τη γέννηση ενός παιδιού του Θεού, ενός νέου ανθρώπου, της Κλεόπας. Με άλλα λόγια, τη γνώρισα από τη στιγμή που βγήκε από τα σπλάχνα της μάνας της. Ίσως γι' αυτό το λόγο με κράτησε κι εκείνη πάντα κοντά στην κόρη της, να την προσέχω και να διασκεδάζω μαζί της.
   Είχα την τύχη να μεγαλώσω μαζί με την Κλεόπα. Μαζί παίζαμε τα παιδικά μας παιχνίδια και μαζί ονειρευόμασταν. Δηλαδή εκείνη ονειρευόταν. Εγώ μόνο άκουγα και παρακολουθούσα με τα μάτια της φαντασίας τον εαυτό μου να ακολουθεί τα παιδιάστικα, και αργότερα τα κοριτσίστικα, όνειρα της Κλεόπας. Από τότε είχα επίγνωση της θέσης μου μέσα στο παλάτι των Μαλατέστα και γι' αυτό δεν ξανοιγόμουν σε κανέναν, προπάντων σε ξένους...
   Σ' αυτά τα παιδικά παιχνίδια μας οφείλεται και η προσωνυμία μου: μαμά Εριέτα. Παίζαμε τη μαμά και την κόρη. Εγώ, σαν μεγαλύτερη, έπαιρνα πάντα το ρόλο της μαμάς. Εκείνη της κόρης. Έτσι, καθώς η Κλεόπα με φώναζε συνέχεια μαμά, μου έμεινε το παρατσούκλι μαμά Εριέτα, για το οποίο ποτέ δε διαμαρτυρήθηκα, αφού αισθανόμουν και ικανοποιημένη για τη συγγένεια -έστω και με τα λόγια- που μου πρόσφερε το εξαίσιο και όμορφο εκείνο πλάσμα.
   Ένα πλάσμα λεπτό και εξαίρετο, που τραυματιζόταν εύκολα στην ψυχή με την πρώτη δυσμενή παρατήρηση. Γι' αυτό και ο πατέρας της, που της είχε πολύ μεγάλη αδυναμία, είχε δώσει εντολή να μην κακομιλάει κανείς στη μονάκριβή του.
   Η Κλεόπα δεν εκμεταλλεύτηκε την πατρική αυτή αγάπη. Αντίθετα, με τους τρόπους που ανέπτυξε από μόνη της προσπάθησε να μην προκαλεί και, κυρίως, να μη δίνει δικαιώματα σε κανέναν για ενδεχόμενες παρατηρήσεις εναντίον της. Έτσι, όλοι τη σέβονταν στο παλάτι, παρά τη νεαρή ηλικία της.
   Εγώ όμως ήξερα πόσο λεπτός άνθρωπος ήταν. Πόσο πληγωνόταν με το παραμικρό. Πολλές φορές την είχα πιάσει να κλαίει μόνη της σε μια γωνιά του δωματίου της, κρυφά και από εμένα την ίδια. Πικραινόμουν τότε δύο φορές. Μια φορά για τον εαυτό μου, που ίσως από δική μου αμέλεια είχε δημιουργηθεί στο παλάτι κάποιο επεισόδιο που την πλήγωσε, και άλλη μια για εκείνη, που δεν μπορούσα να βλέπω τα γαλανά ματάκια της πλημμυρισμένα στα δάκρυα και τα μακριά ξανθά μαλλιά της, που ξέφευγαν από την πλεξούδα τους, κολλημένα στα νοτισμένα μάγουλά της...
   Αλλά η ζωή είναι ζωή, με όλα τα καλά και όλα τα κακά της. Βέβαια, εμείς κακά δεν είχαμε στο παλάτι μας. Όλα ήταν ρυθμισμένα εδώ και πολλά χρόνια, ύστερα από κόπους και πολλές ανωμαλίες. Ο πατέρας της Κλεόπας νομίζω ότι ήταν ο κυρίως υπεύθυνος της ηρεμίας και της ειρήνης που επικρατούσε στο σπίτι μας και στη γύρω περιοχή.
   Όταν έγινε το συνοικέσιο για το γάμο της, η Κλεόπα, μικρή ακόμα σε ηλικία, δεν κατάλαβε τις υποχρεώσεις που αναλάμβανε. Πίστευε ότι και το μυστήριο αυτό βρίσκεται στο πλαίσιο των παιχνιδιών της μαζί μου. Όταν μάλιστα της είπαν ότι ο γαμπρός είναι ένα νεαρό παλικαρόπουλο ηλικίας το πολύ είκοσι πέντε ετών, ψηλό, αδύνατο, με μεγάλη μόρφωση, που ζούσε μέσα σε έναν μεγάλο πύργο στην κορφή ενός βουνού, που έβλεπε γύρω του τον κάμπο μέσα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τον οποίο είχε γνωρίσει μόνο από τα βιβλία της, η Κλεόπα ενθουσιάστηκε.
   "Μαμά", μου έλεγε. "Θα πάμε να ζήσουμε σε έναν πύργο όπου ζει ένας ωραίος ιππότης. Σαν τις ιστορίες που μου διηγείσαι..."
   "Ναι, κούκλα μου", της απαντούσα.
   Δε διαφωνούσα. Και γιατί να διαφωνήσω; Μήπως γνώριζα κι εγώ περισσότερα πράγματα από εκείνη; Τα τρία κακά της μοίρας μου δεν ήξερα τότε. Ό,τι μάθαινα, το μάθαινα από τις κουβέντες των άλλων υπηρετών του παλατιού. Όμως σε λίγο έμαθα περισσότερα πράγματα από έναν Πατρινό έμπορο που είχαμε στα κτήματα. Αυτός μου μίλησε για την καστροπολιτεία του Μυστρά, που τη γνώριζε καλά γιατί την είχε επισκεφθεί πολλές φορές με το ζώο του όταν ήταν εμπορευόμενος, για την απομόνωσή της από τον υπόλοιπο κόσμο και για τη σκληρότητα των ανθρώπων της. Δεν τον πίστεψα. Ή μάλλον είπα από μέσα μου ότι ήταν υπερβολικά αυτά που έλεγε κι έτσι δε μίλησα στην Κλεόπα.
   Τότε ήταν που η Κλεόπα έπιασε αυτόν τον κουφιοκέφαλο τον Κωνσταντή, το φρουρό που συνόδευε τον τουρμάρχη του Θεόδωρου Παλαιολόγου, για να τον ψαρέψει και να πάρει πληροφορίες για το Μυστρά- αν ήταν δυνατόν από έναν τέτοιο κουφιοκέφαλο άνθρωπο!
   Αυτός, για να την καλοπιάσει, της τα παρίστανε όλα υπέροχα. Όλα ωραία, όλα καλά. Εγώ δεν του είχα καμία εμπιστοσύνη. Γι' αυτό την απέτρεπα από το να του δίνει σημασία. Όμως η μικρή κυρά μου τον είχε συμπαθήσει και συχνά τον καλούσε στο διαμέρισμά της. Τον σιχαμένο!
   Η Κλεόπα, το κοριτσάκι μου, είχε αρχίσει ν' ανησυχεί. Δεν ήξερε τι να πιστέψει. Είμαι όμως σίγουρη ότι τα όνειρά της για τον πύργο πάνω στην κορφή ενός βουνού και για τον ιππότη πάνω στο άσπρο άλογο άρχισαν να ξεθωριάζουν. Ωραία είναι αυτά στα παραμύθια. Αλλά στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Περισσότερο προσγειωμένα, θα έλεγα.
   Κάποια στιγμή, η Κλεόπα λύγισε. Άρχισε να εκφράζει ανησυχία για το γάμο της, για το γαμπρό και για τον τόπο της νέας κατοικίας της. Ίσως να έφταιγα κι εγώ με τα συνεχή σχόλιά μου γι' αυτούς που μας είχαν έρθει από εκεί και για τους τρόπους τους.
   Ένα πρωινό, συνοδευόμενη από εμένα για ενίσχυση -αν κι εγώ δε θα μπορούσα να προφέρω λέξη μπροστά του- επισκέφθηκε τον κόντε Μαλατέστα στην αίθουσα όπου υποδεχόταν τους ξένους και γενικά τους επισκέπτες του. Έπεσε στην αγκαλιά του με δάκρυα στα μάτια και του εξομολογήθηκε την επιθυμία της να μην παντρευτεί τον Θεόδωρο.
   Στην αρχή ο κόντες ταράχτηκε από τη στάση αυτή της κόρης του, την οποία υπεραγαπούσε. Δεν ήξερε πού να την αποδώσει. Την αγκάλιασε και άρχισε να τη φιλάει στο πρόσωπο, για να της σβήσει τα δάκρυα που του έσκιζαν -ξέρω εγώ- την καρδιά. Με τα μάτια όμως κοιτούσε εμένα γεμάτος απορία, ζητώντας να του εξηγήσω τους λόγους για τη μεταστροφή της κόρης του.
   Εγώ, πάλι με τα μάτια, του έδωσα να καταλάβει ότι δεν ήξερα τίποτα. Αν καταλάβαινε ότι γνώριζα, θα με είχε εξοστρακίσει. Δε χρειάστηκε όμως η απάντησή μου. Η Κλεόπα, όπως συνήθιζε πάντα -ιδιαίτερα με τον πατέρα της, στον οποίο είχε μεγάλη αδυναμία- του τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα.
   "Δε θέλω να πάω στο Μυστρά, κύριέ μου. Δε μου αρέσει. Από όσα μου έχουν περιγράψει για τη ζωή εκεί, θα γίνω δυστυχισμένη. Δεν πιστεύω, κύριε, να θέλετε τη δυστυχία μου. Μη με στέλνετε εκεί. Αφήστε με εδώ. Να μείνω κοντά σας. Δε θα σας ενοχλώ. Ούτε και θα σας είμαι βάρος. Θα είμαι κλεισμένη στο δωμάτιό μου και θα κεντάω. Δε θέλω τίποτ' άλλο στη ζωή. Δε θέλω να φύγω από εδώ..."
   Ο κόντες συγκινήθηκε, γιατί ήξερε ότι η κόρη του ήταν πάντα ειλικρινής. Το μόνο που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί είχε αλλάξει την απόφασή της, αφού λίγους μήνες πριν είχε δεχτεί την πρόταση με μεγάλη χαρά.
   Στράφηκε και με κοίταξε αυστηρά, σαν να ήμουν εγώ υπεύθυνη για τη μεταστροφή της κόρης του από την αρχική της απόφαση. Μου ζητούσε με τα μάτια να του εξηγήσω τους λόγους. Ευτυχώς η Κλεόπα το πήρε είδηση και με έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
   "Μην κοιτάς άγρια την Εριέτα, πατέρα", του είπε. "Αυτή δεν ξέρει τίποτα. Η απόφαση είναι δική μου".
   Ο κόντες δεν επέμεινε στα άγρια βλέμματα προς τη μεριά μου. Χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης του, την ηρέμησε με το καλοκάγαθο ύφος που έπαιρνε όταν βρισκόταν κοντά της και την κάθισε σε ένα ανάκλιντρο δίπλα του.
   "Κόρη μου", της είπε μόλις την είδε να ηρεμεί, "άκουσέ με. Είναι δυνατό να θέλω εγώ τη δυστυχία σου; Απάντησέ μου".
   "Όχι", είπε εκείνη σταθερά.
   "Ωραία. Αφού λοιπόν δε θέλω τη δυστυχία σου, ασφαλώς θα επιθυμώ την ευτυχία σου. Συμφωνείς;"
   "Βεβαίως", απάντησε η Κλεόπα περήφανα.
   "Τότε, γιατί δε μ' εμπιστεύεσαι;"
   Η Κλεόπα ήταν περήφανη για τον πατέρα της. Του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.
   "Σε εμπιστεύομαι απόλυτα, πατέρα", του απάντησε.
   "Τότε θα έπρεπε να εμπιστευτείς και την κρίση μου για την επιλογή του συζύγου σου. Έτσι δεν είναι;"
   "..."
   "Και θα σου αναλύσω τους λόγους για τους οποίους πήρα την απόφαση  -πριν από σένα, για σένα όμως- να παντρευτείς τον Θεόδωρο. Θέλεις να τους ακούσεις;"
   Η Κλεόπα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Τα δάκρυα είχαν σταματήσει να τρέχουν στα μάγουλά της, αλλά η ταραχή δεν έλεγε να φύγει ακόμα. Το μικρό της στήθος συνέχιζε να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα...
   "Λοιπόν, άκουσε τώρα", της είπε. "Ο Θεόδωρος είναι νέος. Όχι και πολύ όμορφος, αλλά ευπαρουσίαστος. Εντάξει;"
   "Ναι, πατέρα".
   "Ωραία. Από όσα έχω μάθει και είμαι σε θέση να γνωρίζω, ο Θεόδωρος, αν και εμφανίζει έναν ιδιόρρυθμο χαρακτήρα στους αυλικούς του, δεν παύει να είναι καλός και αγαθός. Άνθρωπος που δε θα σκεφτόταν ποτέ το κακό του άλλου. Συμφωνείς;"
   Η Κλεόπα έκανε ένα μορφασμό με τον οποίο ήθελε να δείξει ότι δε γνώριζε τα πράγματα τόσο καλά αλλά ότι για να το λέει ο πατέρας της έτσι θα ήταν.
   "Λοιπόν, γιατί να μην τον παντρευτείς και να τον χαρίσεις σε κάποια άλλη, κατώτερή σου;" 
   Ο κόντες Μαλατέστα έδειξε για μία ακόμα φορά τη δεινότητα των μεσολαβητικών ικανοτήτων του, που του τις αναγνώριζαν όλοι. Μόνο που αυτή τη φορά τις εφάρμοζε στην κόρη του. Προσπαθούσε να προκαλέσει στο μικρό κορίτσι τη ζήλια για μια άγνωστη, κατά φαντασίαν ανταγωνίστριά της.
   "Γιατί να χάσεις μια μεγάλη ευκαιρία στη ζωή σου;" ρώτησε ο κόντες, δείχνοντας ότι δεν είχε βγάλει ακόμα τον άσο από το μανίκι του. "Αυτή τη μεγάλη ευκαιρία που σου παρουσιάζεται;"
   "Να γίνω δέσποινα στο κορφοβούνι του Μυστρά;" τόλμησε να ρωτήσει η Κλεόπα.
   "Στο κορφοβούνι του Μυστρά!" επανέλαβε εκείνος με κάποια ειρωνεία. "Ποιος σου μίλησε για το κορφοβούνι του Μυστρά; Εγώ μιλώ για το λαμπρό μέλλον σου".
   Η Κλεόπα στράφηκε και τον κοίταξε γεμάτη περιέργεια. Ασφαλώς αναρωτιόταν τι γνώριζε ο πατέρας της και δεν το γνώριζε εκείνη.
   "Θέλεις, λοιπόν, να ακούσεις;"
   Εκείνη κούνησε και πάλι καταφατικά το κεφάλι της, σαν παραπονιάρικο κορίτσι που μόλις συνέρχεται από το παράπονό του.
   Εκείνος έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος της για να της πει δήθεν κάτι εμπιστευτικό, κάτι που δε θα ήθελε να ακούσουν άλλοι. Σχεδόν της το ψιθύρισε. Εγώ όμως είχα τεντώσει τα αυτιά μου σαν κυνηγάρικο σκυλί που φερμάρει το στόχο του. Τίποτα δε μου ξέφευγε.
   "Εγώ θέλω να σε δω αυτοκράτειρα στην Κωνσταντινούπολη", της είπε τονίζοντας μία μία τις λέξεις. "Αυτό θέλω να σε δω. Και θα σε δω".
   Η έκπληξη της κόρης του ήταν μεγάλη. Γούρλωσε τα μάτια της από το θαυμασμό που ένιωσε για μία ακόμη φορά για τη μεγαλοσύνη και τη διάνοια του πατέρα της. 
   "Βέβαια!" τόνισε εκείνος για να εξαλείψει οποιαδήποτε αμφιβολία τριγυρνούσε στο μυαλουδάκι της. "Γιατί νομίζεις ότι καθυστερώ την αναχώρησή σου για την Ελλάδα; Νομίζεις ότι ο λόγος είναι τα προικιά σου; Κάνεις λάθος. Εγώ θέλω να την καθυστερήσω και βάζω τη μητέρα σου να προφασίζεται ότι δεν είναι έτοιμα τα προικιά σου".
   "Μα πώς..." κατάφερε να αρθρώσει ένα μέρος της απορίας της η Κλεόπα.
   "Είναι απλό", απάντησε εκείνος γεμάτος αυτοπεποίθηση. "Ο Θεόδωρος είναι ή δεν είναι ο δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα, του κυρ Μανουήλ; Είναι", απάντησε ο ίδιος, χωρίς να περιμένει την απάντηση της Κλεόπας. "Ο πρωτότοκος ο Ιωάννης, ο κανονικός διάδοχος, όπως θα γνωρίζεις είναι ένας φιλάσθενος νέος με παράξενο χαρακτήρα, που έχει κάποιες αρετές και προτερήματα αλλά έχει και πολλά ελαττώματα. Αυτό όμως δε μας αφορά. Το κυριότερο, που μας αφορά, είναι άλλο".
   "Ποιο;" ρώτησε η Κλεόπα, περισσότερο από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον ή συμφέρον.
   "Το ότι είναι άρρωστος. Πάσχει από ποδάγρα, που σύντομα θα τον οδηγήσει στο κρεβάτι, ανίκανο για οτιδήποτε και, φυσικά, ανίκανο να κυβερνήσει. Οπότε, όταν ο πρωτότοκος είναι αδύνατο να κυβερνήσει, ποιος τον διαδέχεται;"
   "Ο δευτερότοκος!" απάντησε αυθόρμητα η Κλεόπα. 
   "Ακριβώς!" συμφώνησε θριαμβευτικά ο πατέρας της. Και, για να ολοκληρώσει το θρίαμβό του μπροστά στα μάτια της μικρής κόρης του, πρόσθεσε με έμφαση:
   "Τώρα, μπορείς να με ρωτήσεις γιατί καθυστερώ το γάμο και προφασίζομαι διάφορες ανόητες δικαιολογίες. Λοιπόν, περιμένω και την έγκριση της Βενετίας, με την οποία, όπως γνωρίζεις, συνδέομαι με όρκους πίστης και φιλίας. Θέλω η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία των θαλασσών να σε τιμήσει όπως δεν έχει τιμήσει καμία άλλη στη θέση σου. Θέλω να πας στην Πόλη και μετά στο Μυστρά, συνοδευόμενη από ένα μεγάλο τμήμα του στόλου της, και να γίνεις εκεί δεκτή με όλες τις τιμές από το βαΐλο (5) της και όλους τους παρατρεχάμενούς του. Έτσι, θα δείξουμε ότι είσαι καθ' όλα ισότιμο ταίρι του μέλλοντα αυτοκράτρα της ανατολικής αυτοκρατορίας και μάλιστα ότι έχεις την έγκριση και την υποστήριξη της θαλασσοκράτειρας. Πέραν αυτού, μην ξεχνάς ότι οι Βενετοί κατέχουν σημαντικά μέρη της Πελοποννήσου: την Πάτρα, τη Μεθώνη και άλλα. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, τι σημασία σού αποδίδουν όλοι; Εκτός από αυτή που αποδίδουν στην οικογένειά μας;"
   Η Κλεόπα εντυπωσιάστηκε. Όλη αυτή την ώρα άκουγε με θαυμασμό τον πατέρα της να μιλάει για τόσα πράγματα που ούτε ίχνος τους δεν είχε διαβεί τη χαραμάδα της φαντασίας της. Δεν μπορούσε να πιστέψει σε τόση ευτυχία. Αυτοκράτειρα; Μα δεν είναι το όνειρο όλων των αρχοντοκόριτσων; Και στο κάτω κάτω η οικογένειά της δεν ήταν από τις πρώτες σε γενεαλογία και περιουσία της Ιταλίας ώστε να μπορεί να στοχεύσει σε έναν τόσο υψηλό σκοπό...
   Η Κλεόπα δεν ξαναμίλησε. Έσφιξε με πραγματική αιδημοσύνη τα χείλη της, που είχαν προκαλέσει τέτοια σύγχυση στον πατέρα της, και έκλεισε τα μάτια.
   "Με συγχωρείς, πατέρα", του είπε.
   Και το αισθανόταν. Παραδεχόταν πάντα το λάθος της. Ήταν τόσο αγαθή, τόσο καλή. Ποτέ της δε θέλησε να κακοκαρδίσει κανέναν. Και ιδιαίτερα τον πατέρα της, που του είχε μεγάλη αδυναμία. Και μάλιστα τη στιγμή που εκείνος κινούσε γη και ουρανό για το μεσουράνημά της, όπως της το παρουσίαζε εκείνη τη στιγμή.
   "Και τώρα θα σου εξηγήσω μερικά πράγματα που πρέπει να ξέρεις", της είπε ο κόντες Μαλατέστα όταν είδε το θρίαμβό του να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο της μετανιωμένης κόρης του. "Ο Ιωάννης, ο μεγαλύτερος αδελφός του Θεόδωρου, όπως ίσως γνωρίζεις είναι χήρος από τον πρώτο του γάμο. Τι γάμο δηλαδή; Η ρωσίδα πριγκίπισσα Άννα, την οποία είχε διαλέξει ο πατέρας του γι' αυτόν, πέθανε στα δεκαπέντε της χρόνια, ενώ ο γάμος της δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί..."
   Κάτι είχα ακούσει κι εγώ πριν από λίγο καιρό για τον περίεργο θάνατο του κοριτσιού αυτού, αλλά τότε δεν είχα δώσει σημασία. Τώρα που φέρνω στο μυαλό μου την ιστορία του, μια ανατριχίλα διαπερνά πέρα για πέρα την ψυχή μου. Γιατί οι κακολογίες του κόσμου έφταναν μέχρι του σημείου να λέγεται ότι το κορίτσι δολοφονήθηκε. Ειπώθηκε δηλαδή ότι, κατά διαταγή της αυτοκράτειρας Ελένης, μερικοί πιστοί φρουροί της έπιασαν τη μικρή πριγκίπισσα και την κλείδωσαν σε ένα δωμάτιο στα υπόγεια των ανακτόρων. Μέσα σ' αυτό το φρικτό δωμάτιο η μικρή πριγκίπισσα άφησε την τελευταία της πνοή κατακρεουργημένη από τα δόντια των πεινασμένων αρουραίων. Και όλα αυτά για να ελευθερωθεί ο Ιωάννης από τα δεσμά του γάμου του και να παντρευτεί μια καθολική, όπως κι έγινε λίγο αργότερα.
   Αυτά ήταν τα κουτσομπολιά της Πόλης, που, αν μη τι άλλο, φημιζόταν για την τάση αυτή των κατοίκων της. Πολλοί έριξαν ευθύνες σε άλλους στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα. Λεγόταν μάλιστα ότι για να πραγματοποιήσουν τη δολοφονία της μικρής είχαν στείλει τον Ιωάννη στο Μυστρά, κοντά στον αδελφό του Θεόδωρο. Όταν ο Ιωάννης επέστρεψε στην Πόλη, ανακάλυψε ότι η ρωσίδα πριγκίπισσα είχε πεθάνει από βαριά αρρώστια, όπως του είπαν, αλλά τίποτα πέραν αυτού. Ο θάνατός της υπήρξε ένα μυστήριο, εκτός ίσως -λέω «ίσως» για να μην παρεξηγηθώ- από μια υποψία για την αυτοκράτειρα Ελένη, τη μητέρα του, η οποία μπορεί και να έβαλε το δαχτυλάκι της. Ήθελε να τον παντρέψει με καθολική για τους γνωστούς μας λόγους.
   Έτσι, μετά το θάνατο της Ρωσίδας ο κυρ Μανουήλ, ο αυτοκράτορας, παρά την ψυχική οδύνη του Ιωάννη, ο οποίος υπεραγαπούσε τη μικρή Άννα, διάλεξε τη Σοφία τη Μομφερρατική, που και αυτή, ενώ ήταν ακόμα παιδί, έγινε χήρα του κόμητος Σφόρτσα της Πάδοβας, τον οποίο γνωρίζαμε κι εμείς πολύ καλά.
   "Η δική σου γαμήλια τελετή με τον Θεόδωρο", συνέχισε ο κόντες Μαλατέστα στη μικρή Κλεόπα, "θα γίνει με όλες τις τιμές, μαζί μ' εκείνη του αδελφού του, του Ιωάννη, στην Πόλη και μετά στο δεσποτάτο του Μυστρά -για πολιτικούς, όπως καταλαβαίνεις, λόγους. Όπως ίσως θα ξέρεις, όλα αυτά τα κανόνισε ο ξάδελφός μας ο πάπας Μαρτίνος -ζωή να έχει ο άνθρωπος και να δούμε πώς θα του ανταποδώσουμε το καλό που μας έκανε..."
   Επικράτησε σιγή και ύστερα από λίγο ο Κάρλο Μαλατέστα αναρωτήθηκε με ύφος αδικημένου:
   "Είμαι λοιπόν τόσο κατακριτέος που φροντίζω για το μέλλον της αγαπημένης μου κόρης;"
   Η Κλεόπα έβαλε και πάλι τα κλάματα, βλέποντας την πίκρα που είχε ζωγραφιστεί -αληθινή ή όχι, δεν ξέρω- στο πρόσωπο του πατέρα της. 
   "Με συγχωρείς..." κατάφερε να ψελίσει ανάμεσα σε δυο λυγμούς.
   "Εντάξει, εντάξει..." είπε εκείνος για να βάλει τέλος στη σκηνή. "Δε χρειάζονται ούτε συγνώμες ούτε συγκινήσεις. Όλα αυτά θα μείνουν μεταξύ μας. Δεν είναι ανάγκη να τα ξέρουν και άλλοι. Πήγαινε τώρα να ηρεμήσεις..."
   Βέβαια, τα ήξερα κι εγώ, αλλά ο κόντες Μαλατέστα με λογάριαζε για δική του, της οικογένειάς του, και δεν περνούσε καμία υποψία απ' το μυαλό του. Μου έγνεψε να αναλάβω την κόρη του.
   Πλησίασα και πήρα στην αγκαλιά μου την Κλεόπα. Μετά τη σήκωσα και την οδήγησα προς την έξοδο της αίθουσας.
   Στο διάδρομο του μεγάρου συναντήσαμε έναν δομινικανό καλόγερο, από αυτούς που δεν ήθελα να βλέπω στα μάτια μου γιατί μόνο γρουσουζιά σού έφερναν με το βλέμμα τους, το γεμάτο κολακεία μπροστά στους ανωτέρους τους και παραγεμισμένο με αλαζονεία προς τους κατωτέρους τους. Ο πάπας τον είχε διορίσει στην ακολουθία μας μαζί με έναν καρδινάλιο και κάποιους ιππότες, οι οποίοι θα μας συνόδευαν -και ίσως και να έμεναν- στο Μυστρά.
   Ο δομινικανός αυτός καλόγερος ονομαζόταν Χόρχε Μαδέιρα ντα Κόστα ι Σίλβα. Φημολογούνταν ότι, ως μέλος της επιτροπής της Ιεράς Εξέτασης στη νότια Γαλλία και αργότερα στη βόρεια Ιταλία, είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου τους αιρετικούς και τους περισσότερους Εβραίους. Και αν γλίτωσαν μερικοί αιρετικοί καθαροί (6) από τα χέρια του, δε γλίτωσε ούτε εβραϊκό ρουθούνι από το θρησκευτικό του μένος.
   Το μίσος και η επιθυμία για εκδίκηση όσων επέζησαν από τους διωγμούς αυτούς ήταν τόσο έντονο, ώστε ο πάπας, για να τον γλιτώσει από την ενδεχόμενη βεντέτα κάποιου συγγενή από τους εξολοθρεμένους, μας τον έστειλε συστημένο να τον πάρουμε μαζί μας στο Μυστρά, μακριά από τον τόπο όπου εφάρμοσε τις ριζοσπαστικές μεθόδους του για τους δαιμονισμένους.
   Όλους τούς συμπαθούσα, εκτός από αυτόν τον καλόγερο. Μόλις τον είδα, έφτυσα τρεις φορές στον κόρφο μου και είπα από μέσα μου μια φορά το «Άβε Μαρία» για να εξιλεωθώ.
   Εκείνος όμως ήθελε αλισβερίσια μαζί μας. Και, γεμάτος κολακευτικά χαμόγελα, σήκωσε το χέρι του με ενωμένα τα δάχτυλά του για να μας δώσει την ευχή του, που δεν την ήθελα. Αγκάλιασα την Κλεόπα για να την προστατεύσω.
   Όμως τον Χόρχε Μαδέιρα ντα Κόστα ι Σίλβα δεν τον σταματούσες με τίποτα. Επέμενε να μας ευλογήσει, και το έκανε.

   Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Του Αγίου Πνεύματος του εκπορευομένου εκ του Πατρός και του Υιού, ως η Μία, Αγία και Καθολική Εκκλησία πρεσβεύει, και όχι μόνον εκ του Πατρός, ως ισχυρίζονται όλοι αυτοί εδώ οι αιρετικοί και άπιστοι, οι αυτοαποκαλούμενοι ορθόδοξοι (7), εν μέσω των οποίων ο Ύψιστος Πανάγαθος επεφύλαξε εις εμέ τον δούλον Του να περάσω το επί της γης μαρτύριον χωρίς να δύναμαι να πράξω οτιδήποτε δια την χάριν Του...
   Ευρισκόμενος εις το κέντρον της αιρετικής ακολασίας των ορθοδόξων, πολλοί εκ των οποίων ασκούν συγχρόνως και την ειδωλολατρίαν -όρα εκείνον τον διαβόητον Γεώργιον Γεμιστόν, με την επωνυμία Πλήθων, και τον άλλο κακούργο και αποστάτη, τον Ιουβενάλιον- υπομένω όλο αυτό το άλγος αλυσοδεμένος νοερά με τα δεσμά της υποταγής μου εις τον Ύψιστον, υπήκοος των βουλών Του και πιστός εις τας υποσχέσεις τας οποίας έδωκα εις τον μακαριστόν πάπα Μαρτίνον και εις τους αντιπροσώπους του -αιωνία των η μνήμη. Αμήν.
   Είχα υποσχεθεί και διαβεβαιώσει τας Αρχάς εις τας οποίας υπαγόμουν, δηλαδή την Αγία Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ότι θα σταθώ με πύρινη ρομφαία εις πάσαν επιβουλήν κατά της μίας πίστεώς μας, εφόσον και αν ήθελε εκδηλωθεί ποτέ κατά της ρωμαιοκαθολικής πίστης της αγνής θυγατρός του κόμητος Κάρλο Μαλατέστα, της δεσποίνης ημών Κλεόπης, συζύγου του δεσπότου του Μυστρά Θεοδώρου Β'. Δυστυχώς δεν είμαι βέβαιος εάν επέτυχα εις την αποστολήν μου αυτήν ή εάν τελικώς απέτυχα ολοκληρωτικά. Διότι τα πράγματα εξελίχθησαν ανεξαρτήτως της βουλήσεώς μου και αντίθετα από εκεί όπου προσπάθησα να τα οδηγήσω. 
   Ενώ κατοικοέδρευα εις την πόλιν Αλμπί της νότιας Γαλλίας, όπου ησχολούμην με κάποια ελάχιστα υπολείμματα των καθαρών, έλαβα μήνυμα από τον πρωτοσύγκελο της Αγίας Έδρας στη Ρώμη, ο οποίος με καλούσε να παρουσιαστώ αμέσως εκεί.
   Παρουσιάσθηκα ενώπιον του καρδιναλίου Μαραβέλι, που ήταν ένας από τους στενούς συνεργάτες του πάπα Μαρτίνου.
   Ο Μαραβέλι, με προσιτό και καλοκάγαθο ύφος, ωσάν αλεπού, ως μου τον είχαν περιγράψει νωρίτερα άλλοι συνάδελφοί μου, με καλωσόρισε με προσήνεια και γλυκύτητα. Μετά τις πρώτες κολακευτικές φράσεις του για το έργο μου και την αφοσίωσή μου στο έργο για τη δόξα της Εκκλησίας μας, εστράφη προς εμέ και με κοίταξε διαπεραστικά στα μάτια, ωσάν να ήθελε να με εμβολίσει ψυχολογώντας με.
   "Αποφασίσαμε να σου αναθέσουμε μια νέα, υψηλή και όλως κρίσιμη αποστολή, την οποία είμεθα βέβαιοι ότι θα φέρεις εις αίσιον πέρας".
   "Μάλιστα", είπα, ελαφρώς αμήχανος αλλά και ανήσυχος.
   "Θα σε αποστείλομεν εις το κέντρον των σχισματικών, δια να μην είπω αιρετικών και ειδωλολατρών, ώστε να διαφυλάξεις την πίστην μιας νέας γυναικός, κόρης της Εκκλησίας μας, η οποία τυγχάνει να είναι και ανιψιά του ποντίφικος. Κατανοείς το μέγεθος της αποστολής σου;"
   Έμεινα ενεός, αλλά διατήρησα την ψυχραιμία μου.
   "Φυσικά", είπα, "βεβαίως..."
   "Καλώς, πολύ καλώς. Λοιπόν, θα μεταβείς εις τον Μυστρά. Αν δεν γνωρίζεις πού ευρίσκεται ο Μυστράς, δεν έχει σημασία. Θα ακολουθήσεις, ούτως ή άλλως, την αποστολή η οποία συγκροτείται τώρα εις το Αρίμινον. Στο Μυστρά ευρίσκεται η έδρα του δεσπότου Θεοδώρου, ο οποίος νυμφεύεται τη θυγατέρα του σεπτού άρχοντος Κάρλο Μαλατέστα".
   Συγκλονίστηκα από την είδηση και δεν κατόρθωσα να συγκρατηθώ. 
   "Μια καθολική αρχοντοπούλα νυμφεύεται έναν ορθόδοξο;" ρώτησα έκπληκτος.
   "Ναι, ναι", απάντησε ο καρδινάλιος Μαραβέλι, προσποιούμενος ότι δεν αντελήφθη τίποτα από την έκπληξή μου. "Ο γάμος αυτός γίνεται δια λόγους πολιτικούς και θρησκευτικούς, τους οποίους αδυνατώ επί του παρόντος να σου αποκαλύψω και να σου αναλύσω. Εσύ εντέλλεσαι να διαφυλάξεις την πίστη της αρχόντισσας Κλεόπης στην Αγία ημών Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κι επίσης να μας αναφέρεις οτιδήποτε υποπίπτει εις την αντίληψίν σου σχετικά με την Εκκλησία μας. Εννοώ οποιαδήποτε πίεση μπορούσε να ασκηθεί εις την δέσποινα Κλεόπη ώστε να αλλάξει δόγμα. Διότι και αυτό μπορεί να συμβεί στη χώρα των Ρωμιών. Όλα μπορούν να τα επιτύχουν αυτοί... αυτοί..."
   Φάνηκε να αδυνατεί να βρει τον επιθετικό χαρακτηρισμό για τους Ρωμιούς. Όταν σκέφτηκε ότι μπορούσε να τον αποφύγει, συνέχισε το μονόλογό του.
   "Η αρχοντοπούλα", είπε, "είναι μόλις δεκαέξι ετών. Καταλαβαίνεις. Μέχρι τούδε έχουν μεταπηδήσει εις τους ορθοδόξους πλείστοι γηραιότεροι και πλέον νοήμονες από ένα μικρό κορίτσι, όπως είναι η Κλεόπη. Πρέπει να προσέξεις, διότι οι Ρωμιοί είναι πονηροί και εφαρμόζουν ποικίλα τεχνάσματα δια την εκπλήρωση των σκοπών τους αυτών".
   Εισέπνευσε βαθιά και συνέχισε:
   "Βεβαίως, έχουμε λάβει κι εμείς τα μέτρα μας. Για να εγκρίνουμε τον γάμο αυτόν, υποχρεώσαμε τον δεσπότη Θεόδωρο να εκδώσει αργυρόβουλον, με το οποίο εγγυάται τη θρησκευτική ελευθερία της συζύγου του. Αλλά εμείς δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη εις τα χρυσόβουλα αυτά. Οι βασιλείς τα εκδίδουν τη μία μέρα για να τα καταπατήσουν την επομένη. Φαίνεται ότι αρέσκονται εις το άθλημα τούτο. Εν πάσει περιπτώσει, προσωρινώς -και σου το τονίζω: προσωρινώς- δεν θεωρούμε ότι η αρχόντισσσα Κλεόπη θα βρεθεί σε δυσχερή θέση από μια ενδεχόμενη πίεση ως προς τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις της. Αν όμως, ο μη γένοιτο, υποπέσει εις την αντίληψίν σου οιαδήποτε ύποπτη ενέργεια, οφείλεις να μας ενημερώσεις πάραυτα. Έγινα κατανοητός;"
   Από τα μάτια μου πέρασε σαν αστραπή η εικόνα μιας νεαρής και αγνής καθολικής αρχοντοπούλας εν μέσω όλων των πύρινων γλωσσών της Κολάσεως. Πώς να προστατευθεί μια νέα κοπέλα από τόσους κινδύνους; Και, αν ήταν τόσο νουνεχής, πώς θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά της εν μέσω τόσων πειρασμών; Είδα και τον εαυτό μου στο κέντρο τόσων δαιμονίων. Τι είδους μαρτύριο μου επεφύλασσε ο Κύριος;
   "Μάλιστα", απάντησα, διαβλέποντας ότι με έριχναν ως νέο Δαβίδ στον λάκκο των λεόντων.
   Έφθασα εις το Αρίμινον δύο ημέρες αργότερα. Συνάντησα τη γενική αδιαφορία και την περιφρόνηση. Ο άρχων Κάρλο Μαλατέστα με υπεδέχθη με ένα: "Α, εσύ είσαι ο πατήρ;" Η σύζυγός του, η Ελισάβετ, με ένα χαμόγελο, η αρχοντοπούλα Κλεόπη χαμηλώνοντας το βλέμμα και χωρίς καν να μου μιλήσει, ενώ εκείνη η μέγαιρα, η λύκαινα που είχε δίπλα της, η λεγόμενη μαμά Εριέτα, με υπεδέχθη με μερικά φτυσίματα στον κόρφο της. 
   Α, λησμόνησα! Και εκείνος ο τουρμάρχης Ιωάννης Ευδαιμονογιάννης δεν άλλαξε τον γενικό κανόνα υποδοχής μου. Ίσως ακόμα χειρότερα. Μόλις τον πλησίασα για να του συστηθώ, εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς την αντίθετη κατεύθυνση και απομακρύνθηκε, προφασιζόμενος εργασία. Δεν ήξερα τότε αν θα έπρεπε να εκλάβω τη στάση του ως προσβλητική ή όχι.
   Πάντως και τις επόμενες ημέρες ο τουρμάρχης Ιωάννης με απέφευγε όπως ο Διάβολος το λιβάνι.
   Δυστυχώς. Όπως διαπίστωσα,  η παρουσία μου στην αποστολή και αργότερα στον Μυστρά ήταν δυσάρεστη για όλους.
   Από την πρώτη μέρα που βρέθηκα σε αυτό το κορφοβούνι μού επέβαλαν απαγορεύσεις. Στο παλάτι δεν ήμουν δεκτός ώστε να βλέπω τη δέσποινα Κλεόπη, η οποία δεν έδειχνε και κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να με συναντήσει, πόσο μάλλον για να εξομολογηθεί. Δε νομίζω ότι εξομολογήθηκε ποτέ από τότε που έφθασε στον Μυστρά. Ούτως ή άλλως, από την πρώτη μέρα που φθάσαμε εκεί μου απαγόρευσαν να εισέρχομαι στο παλάτι. Η δέσποινα Κλεόπη δεν επέδειξε κάποιο ενδιαφέρον για να αρθεί η απαγόρευση αυτή. Έδειχνε σαν να με είχε ξεχάσει. Δεν είχα τρόπο να της υπενθυμίσω ότι εγώ ήμουν ο επίσημος εξομολόγος της. Μου διέθεσαν ένα κελί σε κάποιο από τα πολλά ορθόδοξα μοναστήρια της περιοχής, που ήταν απομακρυσμένο από το κέντρο της πολιτείας, με αρκετές ανηφόρες, και δεν ενδιαφέρθηκε κανείς για την παρουσία μου.
   Απομονωμένος καθώς ήμουν,  ήταν φυσικό να μην μπορώ να εκπληρώσω την αποστολή την οποία μου είχε αναθέσει ο καρδινάλιος Μαραβέλι. Κανείς δεν με πλησίαζε, ωσάν να ήμουν λεπρός. Μόνο μερικοί αγαθοί μοναχοί με επισκέπτονταν στο κελί μου πότε πότε, τις ώρες του ηλιοβασιλέματος, περισσότερο από ανία, για να περάσουν τον χρόνο της σχόλης των σε αυτό το κορφοβούνι, παρά για να με συμβουλευθούν.
   Όσον αφορά αυτόν τον τουρμάρχη Ιωάννη Ευδαιμονογιάννη, του τα είχα μαζεμένα και σκόπευα με την πρώτη ευκαιρία να τον τιμωρήσω για την ανάρμοστη συμπεριφορά του.
   Αλλά δεν πρόλαβα. Η δυσμενής απομάκρυνσίς μου και η αντικατάστασίς μου τέσσερα έτη αργότερα από έναν μοναχό του τάγματος του Αγίου Αυγουστίνου, τον μοναχό Λουκά ντε Οφίντα, ανέτρεψε τα σχέδιά μου.
   Όσο παραμέναμε εις το Αρίμινον εν αναμονή των ετοιμασιών της δεσποίνης Κλεόπης δια τον γάμο της, δεν μπορούσα να διασταυρώνω το βλέμμα μου με το ειρωνικό ύφος του αιρετικού τουρμάρχου Ευδαιμονογιάννη, ο οποίος γκρίνιαζε διαρκώς μουρμουρίζοντας: "Επιτέλους, πότε θα φύγουμε για να απαλλαγώ από αυτούς τους καταραμένους γύρω μου;"
   Ο αναιδέστατος. Ο δαιμονισμένος. Ο αιρετικός.

   Επιτέλους! Ορίστηκε η ημερομηνία της αναχώρησης. Αν την είχαν αναβάλει για μία ακόμα μέρα παραμονής σ' αυτόν εδώ τον τόπο της απραξίας και της ραθυμίας, θα είχα αυτοκτονήσει. Δε μπορώ να διαβιώνω σε μέγαρα και παλάτια εγώ, που πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου σε στρατόπεδα και σε πολέμους, μικρούς και μεγάλους.
   Κανέναν δε χωνεύω εδώ μέσα και περισσότερο απ' όλους αυτόν τον δομινικανό καλόγερο, ο οποίος περιφέρεται συνεχώς στους διαδρόμους, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην κοιλιά του, έτοιμος να ευλογήσει τον πάσα έναν, και στη συνέχεια κάνει αναφορά στους προϊσταμένους του, τους παπικούς, για κάθε κίνησή σου: με ποιον μίλησες, τι είπες, τι σου απάντησε, σε τι αποσκοπούσε ένα σχόλιό σου και τα λοιπά και τα λοιπά.
   Ο τραγόπαπας δεν ξέρει ότι έχουμε κι εμείς τις πληροφορίες μας για το ρόλο που του ανέθεσαν να παίξει ανάμεσά μας. Σαν να μην ξέρουμε ότι είναι το μάτι του πάπα στα όσα γίνονται εδώ και στα όσα πρόκειται να γίνουν αργότερα στο Μυστρά. Τον διόρισαν επίσημο εξομολόγο και πνευματικό σύμβουλο της δέσποινας Κλεόπας, για να έχουν άμεση πρόσβαση στα μυστικά που μπορεί να έχει ο δεσπότης με τη σύνευνό του. Κοίτα κουτοπονηριά! Και πιστεύουν ακόμα αυτοί οι άθλιοι ότι εμείς θα τον αφήσουμε έτσι ελεύθερο. Ο Μυστράς δεν είναι ξέφραγο αμπέλι, όπως η Πόλη, όπου ο καθένας κάνει του κεφαλιού του και λογαριασμό δε δίνει. 
   Μαζί μ' αυτόν τον τραγόπαπα κάποιο ρόλο φαίνεται να παίζει κι εκείνη η καρακάξα η ξαδέλφη της δέσποινας Κλεόπας, η Μπατίστα Μαλατέστα ντι Μοντεφέλτρο, που την επέλεξαν να ακολουθήσει τη μελλόνυμφη ως κυρία επί των τιμών. Απέρριψαν την αγαπημένη μου Κλαυδία για να στείλουν αυτή τη θρησκόληπτη μαινάδα. Γιατί περί μαινάδας πρόκειται. Βέβαια, δεν είναι και έκτρωμα, ούτε τόσο αποκρουστική. Καλούτσικη είναι, αλλά το ύφος της είναι που την κάνει αντιπαθητική. Αδύνατη, υψηλή, με γωνιώδες πρόσωπο και πρησμένα μάτια, λες κι έχεις να κάνεις με πυγμάχο.
   Κατά τα άλλα, η αποστολή μου να συνοδεύσω την πριγκίπισσα Κλεόπα στο Μυστρά καρκινοβατούσε. Πότε το ένα, πότε το άλλο εμπόδιο, από αναβολή σε αναβολή πηγαίναμε την αναχώρηση. Μερικές πληροφορίες σχετικά με τις αναβολές αυτές είχα πάρει και από την Κλαυδία. Άκουγε στους γυναικωνίτες τα όσα έλεγαν οι γυναίκες της Αυλής του κόντε Μαλατέστα και μου τα μετέφερε. Έτσι, μάθαινα για τις προσπάθειες του πατέρα της να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες τιμές από τη Βενετία για την κόρη του. Μάθαινα και για τα παζάρια που έκανε στο ενδιάμεσο ο πάπας Μαρτίνος με το δεσποτάτο, αλλά και με τον αυτοκράτορα κυρ Μανουήλ οσάκις δεν τα έβρισκε με το γιο του Θεόδωρο. Φυσικά, τις πληροφορίες που έπαιρνα τις έστελνα με έμπιστους ταξιδιώτες, εμπόρους και πραματευτές στο Μυστρά, για να τα λαμβάνουν υπόψη τους στους σχεδιασμούς που έκαναν.
   Την κόρη Μαλατέστα, την Κλεόπα, τη συνάντησα τρεις φορές στη διάρκεια της παραμονής μου στο Αρίμινον. Ήθελε να μάθει λεπτομέρειες για τη ζωή στο Μυστρά, για τους χαρακτήρες των ανθρώπων του, για την πολιτική του κατάσταση.
   Όταν την πρωτοσυνάντησα μου έκανε τρομερή εντύπωση. Λυγερόκορμη, αν και όχι πολύ ψηλή, ξανθιά, με γαλανά μάτια, η όλη φυσιογνωμία της απέπνεε μεγαλοσύνη. Το όμορφο κεφάλι της συνδεόταν με το κορμί της με μια πλούσια πλεξούδα, που έφτανε σχεδόν μέχρι τη μέση της. Αυτή η πλεξούδα των μαλλιών της ήταν ό,τι πιο χαρακτηριστικό πάνω στη δέσποινα Κλεόπα, καθώς επίσης και τα γαλανά μάτια της, που αντικατόπτριζαν την ομορφιά της ψυχής της.
   Ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες που την περιτριγύριζαν, αυτή ήταν αναμφίβολα το πιο θαυμαστό άγαλμα που θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί στην αρχαία Ελλάδα.
   Τυχερός ο δεσπότης μας, σκεφτόμουν τότε, όταν τη συνάντησα και συνομίλησα μαζί της για πρώτη φορά. Και για την ομορφιά και για την ευγένεια που απέπνεε το πλάσμα αυτό. Δεν ήξερα τότε αν ο δεσπότης μας, άντρας νευρικός και στενόχωρος, θα εκτιμούσε το μεγάλο και θαυμαστό αυτό δώρο που του έκαναν οι θεοί. Είχα κάποιες αμφιβολίες από την εμπειρία μου στο ανάκτορο του Μυστρά.
   Εκείνο που έκανα σ' αυτές τις πρώτες συναντήσεις μας ήταν να προκαλέσω τη συμπάθεια της Κλεόπας για το λαό μου -και λαό της, φυσικά, στο μέλλον- και συγχρόνως να προσπαθήσω να κερδίσω την εμπιστοσύνη της, κάτι σχετικά εύκολο όταν έχεις να αντιμετωπίσεις ένα κορίτσι δεκαπέντε δεκάξι χρονών που ταξιδεύει στο άγνωστο.
   Όμως η οικογενειακή μου παράδοση και η στρατιωτική μου σταδιοδρομία δε μου επέτρεπαν να πω ψέματα ούτε να παραπλανήσω το νεαρό κορίτσι που έπλαθε όνειρα για γάμο με τον ιππότη των ορέων, όπως ασφαλώς θα τα είχε ονειρευτεί με το μυαλό της...
   Ήμουν από το μεγάλο σόι των Ευδαιμονογιάννηδων, που είχαν υπηρετήσει τους δεσπότες με διάφορα αξιώματα, από στρατοπεδάρχες (8) μέχρι πρεσβευτές. Εγώ ήμουν γεννημένος για στρατιωτικός. Έτσι τουλάχιστον πίστευα όταν ξεκίνησα τη σταδιοδρομία αυτή. Με την Κλεόπα ήθελα να είμαι ειλικρινής στις σχέσεις μας, αλλά συγχρόνως δεν απέφευγα τον πειρασμό να δίνω μια πιο ελκυστική εικόνα της σκληρής χώρας μου σε μια άπειρη αρχοντοπούλα της Δύσης.
   "Στενοχωρήθηκε πολύ ο δεσπότης από το θάνατο του θείου Θεόδωρου;" ήταν η πρώτη ερώτηση της Κλεόπας, ερώτηση γνωριμίας μάλλον, όταν συναντηθήκαμε στα διαμερίσματά της.
   "Πώς... πώς... στενοχωρήθηκε αρκετά", απάντησα μαγκωμένος, βλέποντας με τα μάτια της φαντασίας μου τη σκηνή στην εκκλησία, με το ψυχρό και άτονο πρόσωπο του νεκρού θείου απέναντι στο αδιάφορο και ξεχειλισμένο από ανία πρόσωπο του ανιψιού, ο οποίος τον διαδεχόταν ως δεσπότης του Μυστρά. "Στενοχωρήθηκε", επανέλαβα, για να μην αφήσω καμία χαραμάδα αμφιβολίας στην Κλεόπα, στο βλέμμα της οποίας έβλεπα ζωγραφισμένο το φόβο του αγνώστου και την ανησυχία για το αύριο, δύο συναισθήματα που εμείς στο Μοριά τα είχαμε ξεπεράσει εδώ και πολλά χρόνια ζώντας καθημερινά μαζί τους.
   "Ήταν καλός δεσπότης ο μακαρίτης Θεόδωρος;" ρώτησε η Κλεόπα, προφανώς θέλοντας να ενημερωθεί για χρονικές περιόδους του παρελθόντος, που θα ήταν περισσότερο ασφαλείς για την ίδια αφού τα τότε γεγονότα θα είχαν ξεπεραστεί πια.
   "Ναι, ήταν, φυσικά", απάντησα εγώ, ακολουθώντας την προαναφερθείσα πολιτική μου. "Καλός ήταν, εκτός από ορισμένα ανθρώπινα λάθη του".
   "Δηλαδή;" επέμεινε εκείνη.
   "Να, έκανε το λάθος να θελήσει να παραχωρήσει στους Βενετούς τη Μονεμβασιά -με το σκεπτικό να την προστατεύσει από τους πειρατές- και αργότερα το Άργος. Επίσης, προσπάθησε να πουλήσει μεγάλο μέρος των κτήσεών του, μεταξύ των οποίων την Κόρινθο, τα Καλάβρυτα, ακόμα και τον ίδιο το Μυστρά, στους Ιωαννίτες ιππότες".
   "Μα πώς ήταν δυνατόν να πουλάει την κυριαρχία του; Τι θα του απέμενε;"
   "..."
   "Δε σας καταλαβαίνω. Εξηγήστε μου με λεπτομέρειες".
   Κατόρθωσα να μπλέξω εκεί ακριβώς όπου απέφευγα να ανακατευτώ. Έβρισα τον εαυτό μου από μέσα μου.
   "Τέλος πάντων", είπα, "δεν πέτυχε τίποτα από τις αγοραπωλησίες του. Ο λαός δεν αποδέχτηκε καμία συμφωνία του".
   Ήθελα να βάλω στα γρήγορα ένα τέλος στην αφήγηση της λεπτής αυτής φάσης στην ιστορία του δεσπότη μας.
   "Και ο Θεόδωρος έγινε αποδεκτός από το λαό του μετά τη συμφωνία αυτή;"
   "Ο λαός δεν είχε άλλη επιλογή. Και, με τη διαμεσολάβηση του μητροπολίτη, ο Θεόδωρος έγινε αποδεκτός. Ο λαός τού επέβαλε τις αποφάσεις του. Καμία πώληση δεν έγινε. Αυτό θα πει δημοκρατία..."
   Αυτό το τελευταίο το είπα ως επιβράβευση εκείνων των εξελίξεων, αλλά η Κλεόπα δεν είχε μάθει ακόμα, μέσα στο στενό φεουδαρχικό περιβάλλον της, τις αρχές που θα διδασκόταν αργότερα από το φιλόσοφό μας Γεώργιο Γεμιστό.
   "Ο Θεόδωρος δεν είχε παιδιά", παρατήρησε η Κλεόπα, θέλοντας προφανώς να φτάσει στο διάδοχο και μέλλοντα σύζυγό της για το πώς έγινε δεσπότης. "Ή είχε;"
   "Είχε μια κόρη νόθα", απάντησα και αμέσως δάγκωσα τα χείλη μου.
   Είναι διαπιστωμένο ότι όσο προσέχει κανείς τι θα πει, τόσα λάθη κάνει. Και άντε μετά να επανορθώσει το στραβοπάτημά του.
   "Μα δεν ήταν νυμφευμένος με τη Βαρθολομαία, την όμορφη κόρη του Νέριο Ατσαγιόλι, της φλωρεντινής οικογένειας τραπεζιτών;"
   "Ναι, ήταν, αλλά δεν έκανε παιδιά με τη Βαρθολομαία".
   Η Βαρθολομαία! Η αρχόντισσα που είχε τη φήμη της ομορφότερης γυναίκας της εποχής της και συγχρόνως ήταν μια πλούσια κληρονόμος. Ο πατέρας της, ο Νέριο Ατσαγιόλι, είχε απέραντα κτήματα στην Πελοπόννησο, που περιλάμβαναν την πόλη και το φρούριο της Κορίνθου, και κατείχε τα Μέγαρα και το μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας. Επίσης, στην ιδιοκτησία του περιλαμβανόταν και η Ακρόπολη της Αθήνας μαζί με τον Παρθενώνα, τον οποίο οι παπάδες είχαν μετατρέψει σε εκκλησία της Παναγίας.
   Ο Νέριο δεν είχε νόμιμα τέκνα κι έτσι η Βαρθολομαία θεωρούνταν μια πλούσια κληρονόμος, κάτι που την έκανε ακόμα ελκυστικότερη σε έναν γόνο των Παλαιολόγων, όπως ήταν ο σύζυγός της. Όμως, όταν πέθανε ο Νέριο κληροδότησε στο νόθο γιο του Αντώνιο την πόλη των Θηβών, ενώ τις υπόλοιπες κτήσεις του τις κληροδότησε στη νεότερη κόρη του, τη Φραγκίσκα, η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί τον Κάρολο Α' Τόκο, τον δούκα της Κεφαλληνίας και της Λευκάδας. Στη Βαρθολομαία άφησε μόνο εννιά χιλιάδες εφτακόσια δουκάτα, δηλαδή τα δανεικά που είχε λάβει ο δεσπότης Θεόδωρος από τον πεθερό του λίγο μετά τον γάμο του για να ξεπληρώσει κάποιο από τα χρέη του στους Βενετούς. Με τα πολλά, ο Θεόδωρος και η Βαρθολομαία κατόρθωσαν να πάρουν, έπειτα από πολέμους και αιματοχυσίες, την αναλογούσα προίκα που είχε υποσχεθεί ο πατέρας της στον Θεόδωρο, δηλαδή την Κόρινθο και το κάστρο της, τον Ακροκόρινθο. Ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι...
   "Δυστυχώς", κατέληξα, "η Βαρθολομαία δεν έκανε παιδιά μαζί του".
   "Και για το λόγο αυτό ο μακαρίτης ο δεσπότης Θεόδωρος έκανε το νόθο;"
   "Μάλλον..." είπα, σε πλήρη σύγχιση πια, για να προσθέσω μια ακόμα ανοησία. "Αλλά έκανε... μόνο ένα!"
   Το δίδαγμα είναι ότι όταν κάνεις μια γκάφα πρέπει να την αφήσεις να περάσει και όποιον πάρουν τα βόλια της. Αν προσπαθήσεις να τη διορθώσεις, εννιά στις δέκα περιπτώσεις θα τα θαλασσώσεις. Και τα είχα θαλασσώσει, έστω κι αν δεν είχα πατήσει ποτέ το πόδι μου σε θάλασσα. Έμεινα βουβός.
   "Και πού βρίσκεται τώρα αυτή η νόθα κόρη;"
   "Απ' όσο γνωρίζω, βρισκόταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια στην Πόλη. Έχω καιρό να ακούσω γι' αυτή... Δεν ξέρω τι απέγινε".
   Μεσολάβησε μια παύση. Στη συνέχεια, η Κλεόπα θέλησε να δώσει ένα τέλος στην ιστορία που αρχίσαμε.
   "Και τι έγινε τελικά;"
   "Όταν πέθανε η Βαρθολομαία, ο Θεόδωρος ένιωσε πολύ μεγάλη θλίψη και μοναξιά. Αρρώστησε βαριά και δεν έδειχνε καμία όρεξη να συνεχίσει τη διακυβέρνηση του δεσποτάτου. Αποσύρθηκε λοιπόν στο ναό της Παναγίας, στο Βροντόχι (9), πάνω στο Μυστρά, όπου εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Θεοδώρητος. Λίγο αργότερα πέθανε. Στα 1407. Ετάφη στο ναό της Παναγίας. Ο τάφος του βρίσκεται στο παρεκκλήσι βόρεια του νάρθηκα του ναού. Είχε ισχυρές πολιτικές και ηθικές αρχές, αλλά και πολλά ελαττώματα στο χαρακτήρα του", συνέχισα. "Κατηγορήθηκε για την παραχώρηση της Μονεμβασιάς στους Βενετούς και την παραχώρηση περιοχών του Μοριά, ακόμα και του ίδιου του Μυστρά, στους Ιωαννίτες ιππότες. Μπορούμε να πούμε όμως ότι αντιμετώπιζε περιστάσεις εξαιρετικά δύσκολες".
   "Και δεν είχε το ψυχικό σθένος να τα βγάλει πέρα χωρίς να τα πουλήσει;" με διέκοψε η Κλεόπα.
   Πανικοβλήθηκα. Αν πήγαινε η αρχοντοπούλα με τέτοιες ιδέες στο Μυστρά, σίγουρα θα κατηγορούσαν εμένα ως υπαίτιο.
   "Ψυχικό σθένος είχε", έσπευσα να διευκρινίσω. "Ίσως όμως να μην αρκούσε. Δεν είχε κακές προθέσεις. Προσπαθούσε να περισώσει ότι ήταν δυνατόν να περισωθεί".
   "Με την πώληση των κτήσεών του;"
   "Όχι ακριβώς, αλλά το έκανε για να ενισχύσει την άμυνα του Μυστρά από τους επερχόμενους εχθρούς". 
   "Ποιους;"
   Ο πανικός μου κόντευε πια να με πνίξει. Είχα μπλέξει στα μονοπάτια της πολιτικής, στα οποία εγώ δεν μπορούσα να ελίσσομαι.
   Η Κλεόπα, σαν να κατάλαβε τις σκέψεις μου, χαμογέλασε με καλοσύνη και έδειξε κατανόηση για την κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει.
   "Ελάτε!" είπε. "Μην ανησυχείτε. Χαίρομαι που έχω ένα φίλο ειλικρινή, όπως είστε εσείς. Και να έχετε υπόψη σας ότι τα μυστικά μας παραμένουν μεταξύ μας. Μεταξύ μας, σύμφωνοι;"
   Κατάλαβα. Ήθελε να με απαλλάξει από το άγχος μου και μου πρόσφερε την ειλικρινή φιλία της.
   "Σύμφωνοι", απάντησα ανακουφισμένος, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
   "Λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί οι επερχόμενοι εχθροί;" με ρώτησε, καθώς ένα χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη της.
   "Οι Τούρκοι και τα επεκτατικά τους σχέδια!" απάντησα αυθόρμητα, πιστός στην ειλικρινή φιλία μας.
   Το χαμόγελο έσβησε απότομα από τα χείλη της.
   "Οι Τούρκοι;" είπε. "Κινδυνεύουμε από τους Τούρκους;"
   Ξεροκατάπια. Να που τα είχα μπλέξει και πάλι.
   "Όχι ακριβώς... Όχι, τουλάχιστον προς το παρόν..."
   "Προς το παρόν..." επανέλαβε σκεφτική.
   "Αλλά μην ανησυχείτε!" έσπευσα να την καθησυχάσω. "Με τα σχέδια για τα έργα που θα φτιάξει ο μέλλων σύζυγός σας και με την ανέγερση του τείχους του Εξαμιλίου, στην είσοδο ακριβώς της Πελοποννήσου, δε διατρέχουμε κανένα κίνδυνο από την πλευρά των Τούρκων".
   Έδειξε να ηρεμεί λιγάκι. Η ώρα όμως είχε περάσει και στην πόρτα του διαμερίσματός της εμφανίστηκε η ξαδέλφη της Μπατίστα Μαλατέστα ντι Μοντεφέλτρο για να ειδοποιήσει με τον τρόπο της την Κλεόπα.
   Αυτή κατάλαβε αμέσως. Με πήρε απ' το μπράτσο και με οδήγησε προς την έξοδο. Λίγο προτού αποχωριστούμε, η Κλεόπα έγειρε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε:
   "Μην αντιπαθείτε την Μπατίστα. Είναι καλή κοπέλα. Απλώς είναι λίγο περισσότερο αφοσιωμένη στη θρησκεία και γι' αυτό το λόγο δεν προβαίνει εύκολα σε φιλίες. Τα βλέπει όλα κάτω από το πρίσμα των θρησκευτικών αξιών που διδάχτηκε. Μου υπόσχεστε ότι θα τη συμπαθήσετε;"
   Αυτό που μου ζητούσε ήταν κάτι δύσκολο. Και, εκτός αυτού, μου έβαλε ζιζάνια στο μυαλό. Μήπως άρεσα στη Μπατίστα  και η Κλεόπα ετοίμαζε κανένα συνοικέσιο;
   "Σας το υπόσχομαι", απάντησα, μην μπορώντας να αντισταθώ στη γοητεία και στην καλοσύνη της.
   "Ως ειλικρινής φίλος;"
   "Ως πιστός φίλος".
   Μου έσφιξε ελαφρά το μπράτσο από το οποίο με κρατούσε, θέλοντας να μου διαμηνύσει ότι πιστεύει πάντα στην ειλικρινή φιλία μας.
   Καθώς απομακρυνόμουν, μου φώναξε:
   "Σε μερικές μέρες θα σας καλέσω για να μου μιλήσετε περισσότερο σχετικά με τα πολιτικά πράγματα του Μυστρά. Μου το υπόσχεστε;"
   "Σας το υπόσχομαι", της απάντησα.
   Απομακρύνθηκα τρέχοντας, με την ελπίδα ότι το κάλεσμα αυτό θα αργούσε πολύ.
   Πολύ πιο σύντομα απ' όσο περίμενα, η Κλεόπα με κάλεσε και πάλι κοντά της.
   Αυτή τη φορά πήγα με περισσότερο θάρρος και με την πρόθεση να είμαι ειλικρινέστερος στην ανάλυσή μου για την κατάσταση στο δεσποτάτο, του οποίου σύντομα επρόκειτο να γίνει αφέντρα.
   Καθώς μιλούσα, παρατήρησα ότι η Κλεόπα δεν ακολουθούσε τον ειρμό της διήγησής μου και σταμάτησα όσα έλεγα για τα στρατιωτικά ζητήματα. Τι να καταλάβαινε από στρατιωτικές τέχνες ένα κορίτσι δεκαπέντε δεκάξι χρονών; Την κοίταξα πιο προσεκτικά. Κάτι σοβαρότερο φαινόταν να απασχολεί τη νεαρή αρχόντισσα...
   Έτσι όπως την παρατηρούσα, δεν μπόρεσα να μην ομολογήσω στον εαυτό μου ότι αυτό το νεαρό πλάσμα είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα στην καρδιά μου -προς Θεού όμως, με την καλή έννοια. Άρχισα να αισθάνομαι δικός της και ίσως κάτι περισσότερο: σκλάβος στα πρώτα χρόνια της δουλείας του. Δε λέω, φοβήθηκα εκείνη τη στιγμή. Φοβήθηκα ότι εγώ, που είχα γεννηθεί για να είμαι ελεύθερος και ανεξάρτητος από κάθε είδους δεσμεύσεις και, κυρίως, από τις δεσμεύσεις του έρωτα, άρχισα να κυριεύομαι από ένα πάθος που, αλίμονο, έμελλε να με αφήσει ανικανοποίητο και εξαρτημένο. Μέσα μου άρχισε να αναπτύσσεται το αντρικό αίσθημα της προστασίας του αδύναμου θηλυκού, αίσθημα για το οποίο μπορεί ένας άντρας να αισθάνεται περήφανος για την ανδροπρέπειά του. Ένιωθα έτοιμος να δώσω μάχες, και να θυσιαστώ ακόμα, για τη νεαρή πριγκίπισσα, από την οποία τίποτα δεν είχα να περιμένω και πολύ περισσότερο καμία ανταπόκριση στα αισθήματά μου. 
   Mήπως βρισκόμουν στα πρόθυρα ενός μοιραίου έρωτα; Μη χειρότερα! Όχι, όχι, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει. Εγώ, ένας μεσόκοπος τριαντάρης στρατιωτικός να ερωτευτώ ένα κοριτσάκι δεκαπέντε δεκάξι χρονών! Αδύνατον! Δεν έπρεπε να αφήσω ένα τέτοιο συναίσθημα να με κατακυριεύσει. Εκτός από τη φήμη μου θα έχανα και την ασφάλειά μου. Δεν ήταν πράγματα αυτά για μένα. Ούτε καν θα σκεφτόμουν το θέμα, και ας σκιρτούσε η καρδιά μου κάθε φορά που μου απηύθυνε το λόγο.
   "Μιλήστε μου ειλικρινά", διέκοψε τη σιωπή που μεσολάβησε, αφήνοντας τις σκέψεις και των δυο μας να τρέξουν σαν τρελές στα μονοπάτια που ο καθένας μας χωριστά είχε χαράξει. "Αγαπούν το δεσπότη τους οι Πελοποννήσιοι;"
   Η ερώτηση με έβγαλε απότομα από την αχλή των φαντασιώσεών μου.
   "Αν τον αγαπούν;" αντιρώτησα, περισσότερο για να κερδίσω χρόνο και να οργανώσω στο μυαλό μου την απάντηση παρά για να το επιβεβαιώσω.
   Μεσολάβησε μια σιωπή.
   "Φυσικά!" απάντησα μόλις είδα ότι η καθυστέρηση της απάντησής μου άρχισε να δημιουργεί υποψίες στην Κλεόπα. "Βεβαίως, υπάρχουν και εξαιρέσεις..."
   "Σας βλέπω πολύ σκεφτικό", παρατήρησε ξαφνικά η Κλεόπα. "Τόσο πολλά μου κρύβετε;"
   Η καρδιά μου σκίρτησε. Δεν αποζητούσε όμως το μυστικό που είχα αρχίσει να θάβω στα κατάβαθά της, αλλά την πραγματικότητα μέσα στην οποία έμελλε να ζήσει τα επόμενα χρόνια της.
   "Όχι, δε σας κρύβω τίποτα, δεσποσύνη μου", απάντησα, τονίζοντας το «μου» -κι αν κατάλαβε, κατάλαβε. "Άλλωστε είμαι τόσο κακός αφηγητής, που και περισσότερα να σας έλεγα πάλι απορίες θα είχατε. Το ασφαλέστερο είναι να βγάλετε εσείς επί τόπου τα συμπεράσματά σας".
   Με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο και χαμήλωσε το βλέμμα της. Ασφαλώς θα σκεφτόταν ό,τι σκεφτόμουν κι εγώ: πως τότε θα ήταν πολύ αργά πια για να κάνει πίσω.
   Η συνάντησή μας δεν κράτησε περισσότερο μετά την τελευταία απάντησή μου. Άλλωστε μπήκε στο δωμάτιο αυτή η ξερακιανή, η ξαδέλφη της η Μπατίστα, που σήμαινε ότι έπρεπε να βγω εγώ.
   "Θα σας ξανακαλέσω εντός των ημερών", μου είπε η Κλεόπα. "Θέλω να μου μιλήσετε για ένα σοβαρό θέμα".
   "Ποιο;" τόλμησα να ρωτήσω, για να προλάβω να ενημερωθώ.
   "Οι αυθόρμητες απαντήσεις είναι καλύτερες και ειλικρινέστερες!" μου απάντησε γελώντας. "Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο προσπαθείτε να τις... προκατασκευάσετε!"
   Έκανα μεταβολή με ένα ακόμα σφίξιμο στην καρδιά και έφυγα. Τα τελευταία λόγια της έλεγαν πολλά. Και ακόμα περισσότερα ο τρόπος με τον οποίο τα διατύπωσε. Γιατί σε ένα διάλογο δεν έχει σημασία το τι λες αλλά το πώς το λες.
   Έτσι κι εγώ, ο σκληροτράχηλος πολεμιστής των τριάντα ετών, μεταβλήθηκα από μια δεκαπεντάχρονη κοντέσα σε ένα καλοσυνάτο σκυλάκι, που περίμενε ένα χαμόγελο της αφεντικίνας του για να είναι ευτυχισμένο.
   Φυσικά, κατάπια βαθιά στα σωθικά μου τα αισθήματα που μου δημιουργήθηκαν, γιατί δυστυχώς τον έρωτα δεν τον δημιουργείς κατά βούληση εσύ ο ίδιος. Δημιουργείται από μόνος του και σε κάνει είτε ευτυχισμένο και γεμάτο ευεξία είτε δυστυχισμένο και άρρωστο. Και ήδη είχα αρχίσει να βλέπω με απόγνωση ότι τα αισθήματά μου εκεί με οδηγούσαν. Στην αρρώστια και στο μαρασμό. Θα καταντούσα χτικιάρης και μισός.
   Η τρίτη συνάντησή μου με την Κλεόπα ήταν ακόμα δυσκολότερη. Έπρεπε να καταλαγιάσω τους φόβους της, να την ενθαρρύνω, να της παρουσιάσω την κατάσταση από την ευχάριστη πλευρά της και να πετάξω στα βάραθρα του Καιάδα όλα εκείνα τα στοιχειά που βασάνιζαν την πριγκίπισσα τις νύχτες της στο Αρίμινον.
   "Πείτε μου την αλήθεια", μου είπε. "Κινδυνεύουμε από τους Τούρκους;"
   "Στο Μυστρά;" αντιρώτησα για να κερδίσω χρόνο.
   "Φυσικά!" απάντησε εκείνη απότομα, τρυπώντας με ένα βέλος την καρδιά μου. "Πού αλλού;"
   "Και βέβαια όχι, αλλά υπάρχουν ορισμένα πράγματα που θα έπρεπε να γίνουν... Και πιστεύω ότι σύντομα θα τα πραγματοποιήσει ο δεσπότης μας Θεόδωρος..."
   Απαντούσα έτσι, στην τύχη, μακρόσυρτα και βαρετά, μέχρι να προλάβω να σχηματοποιήσω στο μυαλό μου τον ιστό της αράχνης που θα ύφαινα γύρω από το Μυστρά και την άμυνά του. Και αυτή η ευλογημένη η πριγκίπισσα δε με ενημέρωνε έγκαιρα για τις απορίες της. Θα ήμουν καλύτερα προετοιμασμένος.
   "Οπωσδήποτε προς το παρόν δεν κινδυνεύουμε από τους Τούρκους. Ο σουλτάνος τους ο Μουχαμέτης (10) έχει πολύ καλές σχέσεις με τον μέλλοντα πεθερό σας, τον αυτοκράτορα Μανουήλ. Μάλιστα, τον αποκαλεί και πατέρα".
   Η Κλεόπα χαμογέλασε ανακουφισμένη.
   "Πώς και έγινε αυτό το θαύμα;"
   Πιάστηκα από την απορία της αυτή. Θα μπορούσα άνετα να κερδίσω χρόνο πριν μπούμε στα δύσκολα.
   "Ο Μουχαμέτης", ξεκίνησα αργά αργά την αφήγησή μου, "είχε δύο μεγαλύτερα αδέλφια. Ο γεννήτοράς τους, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, ήταν καλός πατέρας. Φρόντισε και τα τρία παιδιά του, μοιράζοντάς τους ίσα τις κτήσεις του. Έτσι, έδωσε τις κτήσεις της Τουρκίας στην Ευρώπη στον πρώτο γιο του, τον εμίρη Σουλεϊμάν. Αυτός ήταν και φίλος των Ρωμιών και μάλιστα νυμφεύθηκε τη νόθα κόρη του δεσπότη Θεόδωρου Α' του Μυστρά, για την οποία σας χω ήδη μιλήσει. Θυμάστε;"
   "Α, μάλιστα!" είπε η Κλεόπα. "Εκείνη που δεν αποκαλείτε παιδί αλλά κόρη..."
   Χαμογέλασα, αλλά δεν έδωσα συνέχεια στην παρατήρησή της.
   "Αν ενδιαφέρεστε ακόμα γι' αυτή, θα σας πω ότι κατέληξε χήρα στην Πόλη".
   "Α!" βγήκε μια κραυγή απόγνωσης από το στήθος της Κλεόπας. "Την κακομοίρα!"
   Κατάλαβα ότι ασυναίσθητα η μικρή πριγκιποπούλα ταύτιζε τον εαυτό της με μια δυστυχισμένη νέα που στερήθηκε πολλά -θυσία στις σκοπιμότητες του πατέρα της και των αρχόντων της εποχής της. Έτσι κι αλλιώς, η ίδια πολιτική συνεχίζεται και σήμερα. Η κάθε θυγατέρα, νόμιμη ή νόθα, εξαρτάται από τις σκοπιμότητες και την πολιτική του πατέρα της.
   "Το 1410 τα στρατεύματα του εμίρη Σουλεϊμάν συγκρούστηκαν με εκείνα του αδελφού του Μούσα, που ήταν εμίρης της Προύσας και της κεντρικής Ανατολίας. Ο Σουλεϊμάν νικήθηκε και σφαγιάστηκε από τον ίδιο του τον αδελφό. Για να το πω ωμά, ο ίδιος ο αδελφός του κατατεμάχισε τον άμοιρο Σουλεϊμάν. Η χήρα του, όπως είπα, γλίτωσε και κατέφυγε στην Πόλη..."
   Μια έκφραση φρίκης είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της αθώας Κλεόπας.
   "Μα είναι δυνατόν; Αδελφός εναντίον αδελφού;"
   "Α, αυτό δεν είναι τίποτα!" είπα θέλοντας να ελαφρύνω τη συμπόνια της Κλεόπας και να της εξηγήσω το οθωμανικό δίκαιο.
   "Δηλαδή;"
   "Να σας πω. Ο Μούσα άρχισε να ζητάει από τους Ρωμιούς όλα τα εδάφη που κατείχε ο Σουλεϊμάν, τα οποία είχε παραχωρήσει στους Έλληνες λίγο πριν από τον τραγικό του θάνατο. Όμως ο σοφός αυτοκράτοράς μας, ο κυρ Μανουήλ, είχε άλλα στο μυαλό του. Αποφάσισε να εφαρμόσει την παλιά τακτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων εναντίον των Οθωμανών: την τακτική του «Διαίρει και βασίλευε». Έσπευσε λοιπόν να έρθει σε επαφή με το νεότερο γιο του Βαγιαζήτ, τον Μωάμεθ -ή Μουχαμέτη, όπως τον αποκαλούμε σήμερα- ο οποίος ήταν εμίρης της Αμάσειας και της κεντρικής Ανατολίας. Ο Μουχαμέτης ήρθε και στην Πόλη, όπου έγινε δεκτός με πολλές τιμές, και έφτασε στο σημείο να αποκαλεί τον κυρ Μανουήλ πατέρα. Στη συνέχεια, στράφηκε εναντίον του μεγαλύτερου αδελφού του, του Μούσα. Η πρώτη του προσπάθεια απέτυχε. Στη δεύτερη όμως κατατρόπωσε τα στρατεύματα του αδελφού του και συνέλαβε τον ίδιο τον Μούσα. Φυσικά, μόλις τον έφεραν αλυσοδεμένο μπροστά του, τον άρπαξε και ενώπιον όλων τον στραγγάλισε με τα ίδια του τα χέρια".
   Φαίνεται ότι το τελευταίο αυτό το είπα με τέτοια φυσικότητα, που η λεπτεπίλεπτη αρχοντοπούλα δεν άντεξε και κατέρρευσε μπροστά μου. Έτσι, διέκοψα την αφήγησή μου.
   Έτρεξε η βάγια της με νερό και διάφορα μαντζούνια για να τη συνεφέρει και, ευτυχώς, συνήλθε γρήγορα.
   "Μα δεν έχετε κάτι σοβαρότερο να της διηγηθείτε;" με επιτίμησε η βάγια της, η μαμά Εριέτα. "Είναι ανάγκη να ακούει όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες;"
   "Μα δεν είπα τίποτα κακό..." προσπάθησα να δικαιολογηθώ, έχοντάς τα χαμένα. "Τα είπα περισσότερο για να την ψυχαγωγήσω..."
   "Περίεργη αντίληψη περί ψυχαγωγίας έχετε εσείς εκεί κάτω", είπε η μαμά Εριέτα κοιτάζοντάς με επιτιμητικά.
   Μετά στράφηκε προς την Κλεόπα και με μητρική στροργή τής είπε:
   "'Έλα, κόρη μου, πάμε. Μακριά από αυτές τις βαρβαρότητες. Δεν είναι πράγματα αυτά να τα ακούς εσύ, ένα κοριτσάκι τόσο εύθραυστο. Αυτά δεν είναι για σένα".
   Έμεινα άναυδος. Τι να έλεγα; Αν αναιρούσα τα προηγούμενα, θα ήταν αστείο. Αν τα εξωράιζα, θα γινόμουν γελοίος. Προτίμησα να μείνω σιωπηλός, με ύφος παιδιού που μόλις το έχουν δείρει.
   Όμως η Κλεόπα αντέδρασε. Με μια κίνηση απελευθερώθηκε από τον προστατευτικό εναγκαλισμό της βάγιας της και προσέτρεξε σ' εμένα. 
   "Είστε πολύ ειλικρινής μαζί μου. Εμείς θα μείνουμε παντοτινοί φίλοι. Μου το υπόσχεστε;"
   "Φυσικά".
   "Το λέτε με το χέρι στην καρδιά;"
   Ένα βέλος διαπέρασε την καρδιά μου. Πόσο ευχόμουν εκείνη την ώρα να ήταν διαφορετικά τα πράγματα! Να μη συνόδευα την αρχόντισσα Κλεόπα στο γάμο της με το δεσπότη μου! Πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο και να γινόμουν εγώ ο παντοτινός άντρας και προστάτης της;
   "Δε μου απαντήσατε ακόμα", με διέκοψε εκείνη από τις ανομολόγητες σκέψεις μου.
   "Βεβαίως", της είπα αμέσως, βάζοντας το δεξί μου χέρι στο αριστερό μέρος του στήθους, πάνω από την καρδιά. "Βεβαίως, το λέω με το χέρι στην καρδιά. Και υπόσχομαι παντοτινή φιλία".
   Αυτή την τελευταία φράση θα πρέπει να την είπα με ιδιαίτερη θέρμη, γιατί έπιασα το διαπεραστικό βλέμμα της μαμάς Εριέτας, που ήταν πάντα έτοιμη να διαφυλάξει με νύχια και με δόντια το θησαυρό της.
   "Πάμε, πάμε!" είπε στην Κλεόπα, για να σπάσει την τεταμένη ατμόσφαιρα και να απομακρύνει από κάθε κίνδυνο την προστατευόμενή της. "Δεν έχουμε πολύ καιρό για χάσιμο. Πρέπει να ετοιμαστούμε. Ξέχασες, καλή μου, ότι αύριο σαλπάρουμε για την Ελλάδα;"
   Η Κλεόπα μού έριξε ένα βλέμμα γεμάτο χάρη και ακολούθησε τη βάγια της.
   Ξεκίνησα κι εγώ για το δωμάτιό μου, να ετοιμάσω το σάκο μου με τα ελάχιστα προσωπικά μου είδη.
   Σκέφτηκα την άμοιρη Κλεόπα,  σε τι εκρηκτική τροχιά έμπαινε και πώς θα κατάφερνε να κρατήσει τόσες ισορροπίες στον ανήσυχο Μυστρά. Από παντού ξεφύτρωναν αντίρροπες δυνάμεις, που θα την τραβούσαν από τη μια ή από την άλλη μεριά, ενώ ορισμένες ενδεχομένως θα επιβουλεύονταν και την ίδια της τη ζωή.
   Εκεί στο Αρίμινον σκεφτόμουν πολλές φορές τι είχε να αντιμετωπίσει η κρυφή αγαπημένη μου μετά την άφιξή της στην Ελλάδα. Θα ανακηρυσσόταν δεσποσύνη, αρχόντισσα του Μυστρά, ενός τόπου στον οποίο είχαν μαζευτεί παντός είδους σφετεριστές του θρόνου, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν τα ίδια τα αδέλφια του Θεόδωρου Παλαιολόγου.
   Όμως η χειρότερη απειλή ήταν οι Τούρκοι. Αυτοί είχαν ως δόγμα το ότι ήταν ελεύθεροι να εκστρατεύσουν όποτε ήθελαν εναντίον του μικρού δεσποτάτου. Το τείχος του Εξαμιλίου, που το είχε χτίσει με τόσους κόπους και θυσίες ο κυρ Μανουήλ, ήταν σχεδόν ανυπεράσπιστο, με ελάχιστους άντρες να το φρουρούν, οι οποίοι κάθε άλλο παρά πολεμιστές ήταν.
   Πρόβλημα η Κλεόπα θα αντιμετώπιζε και από τους ομόθρησκους συμπατριώτες της, κυρίως τους Βενετούς, που τίποτ' άλλο δεν έβλεπαν παρά μόνο πώς θα διατηρήσουν τις κτήσεις τους στην Ελλάδα. Ακόμα και από άλλους Λατίνους συμπατριώτες της θα αντιμετώπιζε πρόβλημα, όπως από εκείνον τον ανεκδιήγητο βαρόνο της Αρκαδίας Κεντυρίωνα Β' Ζαχαρία, ο οποίος μαζί με την εταιρεία τυχοδιωκτών των Ναβαραίων, την οποία μισθοδοτούσε, όλο και κάποιο πόλεμο ξεσήκωνε εναντίον των Ελλήνων προκειμένου να αβγατίσει τα κτήματά του. Φυσικά, πάντα τον νικούσαμε, αλλά το κακό γινόταν.
   Όμως αυτά δε θα ήταν τα μοναδικά προβλήματα που θα αντιμετώπιζε η Κλεόπα. Υπήρχε και το μείζον πρόβλημα της θρησκείας της. Παρά τους όρκους και τις υποσχέσεις του Θεόδωρου, πιστεύω ότι θα ήταν δύσκολο να παραμείνει η ίδια καθολική. Ο Θεόδωρος, αν και επιφανειακά αδιάφορος χαρακτήρας, δε θα ήταν διατεθειμένος να αφήσει τη σύζυγό του να ασκεί ελεύθερα το θρησκευτικό δόγμα στο οποίο γεννήθηκε.
   Αχ, καημένη Κλεόπα, τι έμελλε να αντιμετωπίσεις!... Κι εγώ που τα ήξερα όλα αυτά προτού κάνεις το μεγάλο άλμα από το Αρίμινον στο Μυστρά, προσπάθησα να σε παραπλανήσω, δεν ξέρω για ποιο δόλιο λόγο. Επειδή φοβήθηκα το δεσπότη μου αν θα σου έλεγα την αλήθεια; Επειδή δεν τολμούσα να αντιμετωπίσω τους μεγάλους αν σε μετέπειθα κι έμενες ήσυχη στην πατρίδα σου; Ή μήπως για τον ανομολόγητο έρωτα που αισθάνθηκα από την πρώτη στιγμή για σένα και που καταχώνιασα στα βάθη της ψυχής μου ώστε να μη γίνει αντιληπτός από κάποιον κακόβουλο; Οι τύψεις ήταν πολλές και ισχυρές και με έκαναν να πάρω μεγάλο όρκο ότι δε θα σε άφηνα απροστάτευτη στα κακοτράχαλα βουνά της πατρίδας μου, όπου θα σε οδηγούσα. Θα σου συμπαραστεκόμουν όπως η μάνα στο παιδί και ας μου έτρωγε το σαράκι την καρδιά. Με αυτό το σαράκι θα πέθαινα...
   Την επομένη της τελευταίας συνομιλίας μας με τη δέσποινα Κλεόπα, ήρθε και η άδεια από τις ενετικές Αρχές για την αναχώρησή μας. Απ' ό,τι αποδείχτηκε, η όλη καθυστέρηση οφειλόταν σε ορισμένες αλλαγές που αποφασίστηκαν στο μεσοδιάστημα της αναμονής μου στο Αρίμινον. Οι αλλαγές αυτές αφορούσαν τη μέλλουσα σύζυγο του συναυτοκράτορα Ιωάννη, του μεγαλύτερου αδελφού του Θεόδωρου. Η ενετική Σύγκλητος απαιτούσε η ελληνική αντιπροσωπεία που θα συνόδευε τις Ιταλίδες μελλόνυμφες των γιων του αυτοκράτορα Μανουήλ, του Ιωάννη και του Θεόδωρου, να είναι πιο υψηλόβαθμη απ' ό,τι προηγουμένως, όταν θα συνόδευα εγώ μόνο την Κλεόπα. Έτσι, ο αυτοκράτορας Μανουήλ όρισε αρχηγό της ελληνικής αντιπροσωπίας τον πρεσβευτή του στη Βενετία Νικόλαο Ευδαιμονογιάννη, που ήταν, όπως ήδη είπα, και θείος μου.
   Μετά τις γραπτές εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις που δόθηκαν, αφού πρώτα έγιναν μακρές διαπραγματεύσεις -τις οποίες διεξήγαγε ο θείος μου Νικόλαος Ευδαιμονογιάννης- οι Βενετοί έστερξαν να δώσουν εντολή στον πλοίαρχο των βενετικών γαλερών, που είχε τη βάση του στην Αλεξάνδρεια, τον Ορσάτιο Τζουστινιάνο, ή Ιουστινιανό όπως θα τον ονομάζαμε εμείς, να μας παραλάβει και να μας μεταφέρει στα ελληνικά ύδατα.
   Από το Φάνο, που βρίσκεται μεταξύ Αρίμινου και Αγκόνας, επί της Αδριατικής, επιβιβαστήκαμε σε ένα βενετικό πλοίο. Μας συνόδευε ένας στολίσκος από βενετικά πλοία, που μας ακολουθούσαν ως τιμητική φρουρά.
   Στο ίδιο πλοίο μ' εμάς είχε επιβιβαστεί και η νέα μέλλουσα σύζυγος του Ιωάννη, του πρωταδελφού του Θεόδωρου, τον οποίο ο πατέρας τους Μανουήλ είχε ήδη χρίσει συναυτοκράτορά του, κάτι που δεν άρεσε στο δεσπότη μας, που κι αυτός είχε σοβαρές βλέψεις και διεκδικήσεις πάνω στον κουτσό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
   Όπως όλοι γνωρίζαμε, μετά τον άδικο και τραγικό θάνατο της πρώτης συζύγου του Ιωάννη, της ρωσίδας πριγκίπισσας Άννας, στα δεκαπέντε της χρόνια, ο Μανουήλ και η σύζυγός του Ελένη τα κανόνισαν με τον πάπα Μαρτίνο -όπως έγινε και για τον Θεόδωρο και για τους υπόλοιπους γιους τους- να παντρευτεί καθολική αρχοντοπούλα. Για τον πρωτότοκο, τον Ιωάννη, διάλεξαν τη Σοφία τη Μομφερρατική, που μερικά χρόνια πριν, ενώ ήταν ακόμα άγουρο παιδί, την είχαν παντρέψει με κάποιον Σφόρτσα, κόμητα της Παβίας, που λίγο αργότερα πέθανε. Έτσι, η Σοφία πριν καλά καλά περάσει στην εφηβεία είχε γίνει χήρα. Όμως είχε ισχυρούς συγγενείς -η γιαγιά της από την πλευρά της μητέρας της ήταν κόρη ενός βασιλιά της Γαλλίας- και το «προσόν» της αυτό την έκανε ακόμα πιο ελκυστική για το αυτοκρατορικό ζεύγος της Πόλης, που ήθελε ισχυρούς συγγενείς από τη Δύση προκειμένου να βοηθήσουν στις δύσκολες καταστάσεις που περνούσε η «αυτοκρατορία».
   Aλλά όσο ελκυστική ήταν η νεαρή χήρα για τους γονείς του τόσο αποκρουστική ήταν για το σύζυγό της. Η ασχήμια της δεν είχε προηγούμενο. Κανένας δε μπορούσε να μείνει αδιάφορος. Όταν την είδαν οι Ρωμιοί της Πόλης, δε μπόρεσαν να μην την σατιρίσουν, βγάζοντας μάλιστα γι' αυτήν το «από μπρος Πάσχα και από πίσω Σαρακοστή». Ο γάμος τους, βέβαια, δεν κράτησε για πολύ. Ο Ιωάννης μετά το γάμο δε θέλησε ούτε να τη δει στα μάτια του κι εκείνη κλείστηκε σε μια απομονωμένη πτέρυγα στα ανάκτορα των Βλαχερνών. Ύστερα από λίγα χρόνια -τέσσερα, αν δεν κάνω λάθος- δραπέτευσε με τη βοήθεια Γενοβέζων από το Πέραν και κατέφυγε σε ένα μοναστήρι της Ιταλίας, όπου έζησε ως μοναχή μέχρι το θάνατό της.
   Στη ναυαρχίδα λοιπόν του στολίσκου, που ήταν και το μεγαλύτερο πλοίο, βολευτήκαμε όπως όπως οι δύο επίσημες αντιπροσωπείες: η Σοφία με την ακολουθία της, που ήταν πολυάριθμη, και η Κλεόπα με τη δική της, που ήταν ευάριθμη.
   Ο Θεόδωρος ήθελε ο γάμος του να γίνει την ίδια μέρα και ώρα με εκείνον του αδελφού του Ιωάννη, για να δείξει ακριβώς ότι ο πρώτος διάδοχος του αδελφού του είναι αυτός ο ίδιος και όχι κανένα άλλο από τα αδέλφια του, όπως ο Κωνσταντίνος, που προαλειφόταν και αυτός για αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης.
   Τελικά, ο γάμος του Ιωάννη και της Σοφίας έγινε στην Πόλη, ενώ την ίδια μέρα έγινε και μια γαμήλια ευχή για την Κλεόπα και τον Θεόδωρο, ώστε να συμβιβαστούν τα πράγματα, να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι και να μη σημειωθούν παρατράγουδα μεταξύ των δύο αδελφών και των υπόλοιπων συγγενών, οι οποίοι, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, υποστήριζαν τον ένα ή τον άλλο αδελφό.
   Ο γάμος της Κλεόπας και του Θεόδωρου, ας πούμε ο επίσημος γάμος, έγινε στο Μυστρά στις 19 Ιανουαρίου του 1421. Ο Θεόδωρος πείστηκε στο επιχείρημα του πατέρα του Μανουήλ ότι με την τελετή του γάμου του στη Λακωνία θα επισφράγιζε την ταλανιζόμενη δεσποτεία του στην περιοχή αυτή. Και, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, συγκατένευσε...
   Όμως, ας επανέλθω στο ταξίδι μας από το Φάνο στην Ελλάδα.
   Ο Αύγουστος του 1420 εξέπνεε και τα μπουρίνια της Αδριατικής, και στη συνέχεια του Ιονίου, έκαναν συχνά πυκνά την εμφάνισή τους. Ευτυχώς που ο Βενετός καπετάνιος μας ήταν από τους εμπειρότερους και δεν κινδυνεύσαμε υπερβολικά.
   Ταλαιπωρηθήκαμε όλοι ή, μάλλον, σχεδόν όλοι, μιας κι εγώ, αν και όχι συνηθισμένος στα θαλασσινά, είχα το πλεονέκτημα να μην επηρεάζει η θάλασσα τις αισθήσεις μου και να μη μου προκαλεί ζαλάδες.
   Ένα ταξίδι με γαλέρα δεν ήταν εύκολο εγχείρημα. Ήταν μια μεγάλη περιπέτεια -έστω και με νηνεμία και σε καιρό ειρήνης- για κάθε ταξιδιώτη, όσο επίσημος κι αν ήταν. Η γαλέρα μας ήταν τρικάταρτη, με σιδερένια πλώρη σε σχήμα κεφαλής δράκοντα με ανοιχτό το στόμα. Παντού στην κουβέρτα υπήρχαν σκοινιά. Μόλις ξημέρωνε, οι σκλάβοι στρώνονταν στο κουπί. Υπήρχαν όμως και άλλοι κωπηλάτες, ελεύθεροι άνθρωποι, που η δυστυχία τους είχε οδηγήσει στις γαλέρες. Οι ελεύθεροι ήταν από την Ήπειρο, τη Μακεδονία και την Ιλλυρία.
   Η καμπίνα που είχε παραχωρηθεί σ' εμάς τους συνοδούς ήταν ευρύχωρη αλλά σκοτεινή. Η θέση του καθενός μας είχε σημειωθεί στο δάπεδο με κιμωλία και είχε πλάτος περίπου τρεις παλάμες. Κάθε βράδυ απλώναμε τα στρωσίδια μας και το πρωί τα μαζεύαμε, τα δέναμε σε μπόγο και τα κρεμάγαμε σε ένα καρφί για να μη βραχούν από το νερό της θάλασσας που έμπαινε μέσα με το κύμα. Τις κασέλες με τα υπόλοιπα υπάρχοντά μας τις τοποθετούσαμε στη μέση της καμπίνας, μπροστά στα πόδια μας, όπως ήμασταν ξαπλωμένοι.
   Για άνεση και ησυχία δε γινόταν φυσικά λόγος. Η ώρα του φαγητού ήταν μια μεγάλη περιπέτεια. Όταν σήμαινε η τρομπέτα για το συσσίτιο, μετά τη σίτιση του πληρώματος, έπρεπε να τρέξεις για να πιάσεις μια θέση στην τραπεζαρία. Αλλιώς, βολευόσουν όπως όπως στους πάγκους των κωπηλατών, κάτω από το λιοπύρι, τη βροχή, τον άνεμο ή το κρύο.
   Μερικοί από τους Ιταλούς ευγενείς της συνοδείας μας ακολουθούνταν από τους υπηρέτες τους, οι οποίοι τους σερβίριζαν στο κατάστρωμα ή στην καμπίνα τους κάτω από το φως του λυχναριού που κουβαλούσαν μαζί τους.
   Το φαγητό ήταν ιταλικό. Άρχιζε με σαλάτα μαρούλι και ακολουθούσε αρνί κι ένα είδος κιμά με πλιγούρι. Της μέρες της νηστείας σερβιριζόταν παστό ψάρι, σφουγγάτο (11) και πουτίγκα. Κρασί έπιναν οι επίσημοι κατά βούληση, άλλοτε καλό κι άλλοτε όχι, αλλά πάντα νερωμένο.
   Δεν προλαβαίναμε να τελειώσουμε το φαγητό μας και η τρομπέτα ξανασήμαινε. Έπρεπε τότε να αδειάσουμε την τραπεζαρία για να ξαναστρωθεί το τραπέζι με ολοκάθαρα τραπεζομάντιλα και σκεύη ώστε να γευματίσουν οι ευγενείς, οι αρχοντοπούλες και ο καπετάνιος.
   Η νύχτα ήταν βασανιστική αν ήθελες ησυχία. Γίνονταν φιλονικίες ατέλειωτες για τα σύνορα των στρωσιδιών. Ολόκληρες ομάδες έπαιρναν μέρος στον καβγά, αφού ο ένας συνόρευε με τον άλλον, και η διένεξη τραβούσε σε μάκρος. Μερικές φορές έβγαιναν -ιδίως μεταξύ Ιταλών- στιλέτα και σπαθιά. Αν, τέλος, επικρατούσε ειρήνη, τότε κατέβαιναν οι αργοπορημένοι, συνήθως μεθυσμένοι, και άναβαν λυχνάρια για να βρουν τη θέση τους. Τότε ξέσπαγαν νέοι καβγάδες.
   Πολλές φορές άφηνα το στρώμα μου και πήγαινα στο κατάστρωμα για να αναπνεύσω καθαρό αέρα και να ξαποστάσω απ' όλη αυτή τη βρομιά, με κίνδυνο να με πάρουν οι νυχτοφύλακες για κλέφτη. Κρεμούσα τα πόδια μου στην κουπαστή και περνούσα έτσι όλη τη νύχτα.
   Εκείνη που δεν έπαιρνε είδηση από όλα αυτά και φαινόταν να ζει στον κόσμο της ήταν η ξαδέλφη της Κλεόπας, η Μπατίστα Μαλατέστα ντι Μοντεφέλτρο, η οποία όταν έβγαινε από την καμπίνα της μοσχοβολούσε. Κρατούσε αγκαλιά μια φυλλάδα και περιδιάβαινε το κατάστρωμα χωρίς να δίνει σημασία σε κανέναν. Το βλέμμα της και η προσοχή της ήταν στραμμένα στο πέλαγος, λες και ήθελε να αιχμαλωτίσει την απεραντοσύνη του. Δε μιλούσε σε άνθρωπο. Πότε πότε σημείωνε κάτι στη φυλλάδα της, για να στρέψει και πάλι αμέσως το βλέμμα της στην ανοιχτή θάλασσα.
   Όποτε εδέησε να με κοιτάξει, δεν παρέλειψε να κάνει κάποιο μορφασμό αποστροφής. Λες και ήμουν βλογιοκομμένος ή χολεριασμένος. Και μόνο η ξινισμένη μούρη της μου έδινε στα νεύρα. Ήταν απρόσιτη και πολύ παράξενη, ενώ το παρουσιαστικό της είχε κάτι το γεροντοκορίστικο. Φαινόταν να είναι ερωτευμένη με τη φυλλάδα της, που, όπως έλεγαν, ήταν το ημερολόγιό της. Ήταν η μόνη γυναίκα που κατόρθωσε να μου κάτσει στο στομάχι. Η στριμμένη!...

   Στριμμένη και ψηλομύτα; Δεν είμαστε καλά! Δηλαδή αν ένας άνθρωπος κρατάει τη θέση του, είναι πιστός στις αντιλήψεις και συνεπής στις πεποιθήσεις του, σημαίνει ότι είναι στριμμένος και ψηλομύτης; Αν είναι έτσι, τότε ναι, είμαι!
   Εγώ ξέρω να πω ότι είμαι σταθερή και αφοσιωμένη στις αρχές που μου έδωσαν οι γονείς μου και οι δάσκαλοί μου. Δεν είμαι κάποιο τυχάρπαστο ον, που άγεται και φέρεται από την ανοησία του πρώτου τυχοδιώκτη. Γνωρίζω ότι η στάση αυτή δεν είναι αποδεκτή από τους πολλούς. Την κατακρίνουν και την απορρίπτουν, άλλοι ευγενικά, άλλοι με βδελυγμία, γιατί αυτοί οι ανόητοι θέλουν να κατεβάζουν τον πλησίον τους στο επίπεδό τους, ώστε να μην υπάρχει μέτρο σύγκρισης προς το καλύτερο. Αυτή είναι η κουτοπονηριά όλων αυτών των επικριτών μου, που με κατηγορούν και με λοιδορούν πίσω από την πλάτη μου. Λες και δεν το αντιλαμβάνομαι. Λες και δεν καταλαβαίνω πόσο δειλοί, ή μάλλον πόσο θρασύδειλοι, είναι. Αν τολμούσαν, ας μίλαγαν μπροστά μου. Ας μίλαγαν...
   Και ποιος με λέει στριμμένη και ψηλομύτα; Ποιος άλλος; Αυτός ο βρομοπόδαρος αξιωματικός από το Μυστρά, που ήρθε και τον σπιτώσαμε στο Αρίμινον για δύο μήνες. Αυτός, που βρομούσε σκόρδο από την κορφή ως τα νύχια.
   Όταν φτάσαμε στο Μυστρά, η κατάστασή μου φαινόταν να είναι χειρότερη από πριν. Ξένη μέσα σε ξένο ανάκτορο, χωρίς καμία εξουσία στα χέρια μου, ήμουν αναγκασμένη να βλέπω και να μην αντιδρώ. Σε ποιον να αντιδράσω;
   Μας απομάκρυναν τον ένα από τον άλλον, λες και ήθελαν να διαλύσουν μια συμμορία. Χαθήκαμε μεταξύ μας, όλα τα μέλη της ακολουθίας της Κλεόπας, λες και ο χώρος που μας διέθεσαν ήταν τεράστιος. Κάποιους άλλους τούς φιλοξένησαν σε κάπως ευπρεπή κτίρια γύρω από το ανάκτορο.
   Περισσότερο απ' όλους μας λυπόμουν εκείνον τον παπά, τον Χόρχε Μαδέιρα ντα Κόστα ι Σίλβα, που τον ξαποστείλανε σε μια μονή παρέα με ένα σωρό ορθόδοξους καλόγερους, οι οποίοι του κουρκούτιασαν το μυαλό με τις δοξασίες τους. Ο κακομοίρης ο Χόρχε μπέρδεψε τελικά το ράσο με το αντερί και έπαθε σύγχυση δογμάτων. Δεν ήξερε πια αν αντιπροσώπευε το δικό του δόγμα ή εκείνο των ορθοδόξων. Έτσι όπως πήγαινε, θα καταδίκαζε στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό ως αιρετικό! Αν, βέβαια, εξακολουθούσε να καταλαβαίνει τι του γίνεται...
   Πάντως εμένα δεν τόλμησαν να με απομακρύνουν από την Κλεόπα. Με άφησαν μέσα στο παλάτι. Αλλά πού; Μια λεύγα μακριά από τα ιδιαίτερα διαμερίσματά της. Έτσι, αναγκαζόμουν να ζητάω άδεια κάθε φορά που ήθελα να τη δω.
   Το ανάκτορο του Μυστρά δεν ήταν και από τα σπουδαιότερα που είχα επισκεφθεί στη ζωή μου. Ακόμα και αυτό του θείου μου, του Κάρλο Μαλατέστα, θα μπορούσα να πω ότι ήταν μεγαλύτερο και επιβλητικότερο. Βέβαια, το παλάτι του Μυστρά ήταν ένα από τα αρχαιότερα στα οποία είχα διαμείνει.
   Οι χώροι που διέθετε ο Μυστράς ήταν περιορισμένοι, οπότε πλούσιοι και φτωχοί ήταν αναγκασμένοι να ζουν κάτω από το ίδιο κομμάτι ουρανού. Τα σπίτια των φτωχών επικαλύπτονταν από εκείνα των πλουσίων, και το αντίστροφο. Οι δρόμοι ήταν πολύ στενοί και οι απότομες πλαγιές του εδάφους έκαναν τα σπίτια να στριμώχνονται το ένα με το άλλο, έτσι που με μια μικρή προέκτασή τους σχηματιζόταν οι έμβολοι, δηλαδή οι καμάρες, και από κάτω τους τα διαβατικά και τα βαστέρνια, απ' όπου μπορούσαν να περάσουν όλοι οι πολίτες.
   Με τόσο λίγο επίπεδο έδαφος που υπήρχε στο Μυστρά δεν ήταν δυνατό να ρυμοτομηθεί μια πλατεία ή ένας φαρδύς δρόμος. Η μόνη πλατεία με κάποια σχετική έκταση ήταν ένα φυσικό πλάτωμα μπροστά από το ανάκτορο των δεσποτών του Μυστρά. Ο χώρος αυτός είχε διατηρηθεί ακάλυπτος από παλιά για να χρησιμεύει για τις δημόσιες τελετές. Επίσης, σ' αυτή την πλατεία, που δε διέθετε τίποτ' άλλο πέρα από μια κρήνη, συγκεντρώνονταν μέλη όλων των κοινωνικών τάξεων και ανέπτυσσαν ελεύθερα τις απόψεις τους.
   Από ένα παράθυρο των ανακτόρων παρακολουθούσαμε πολλές φορές με την Κλεόπα τις συζητήσεις που γίνονταν στην πλατεία. Ήταν η μόνη δημόσια διασκέδασή μας, αν μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει έτσι. Τόσο για μένα, όπως και για τις περισσότερες γυναίκες που συνόδευσαν την Κλεόπα από την Ιταλία, η κατάσταση δεν ήταν ευχάριστη. Και οι συνθήκες ήταν δύσκολες και έπρεπε να αποκτήσουμε νέες συνήθειες, καθόλου γνώριμες σ' εμάς.
   Βέβαια, η Κλεόπα εγκλιματίστηκε γρήγορα. Άλλωστε ήταν πολλοί αυτοί που φρόντιζαν να είναι άνετη η ζωή της. Όμως άλλα είχε κατά νου όταν συμφώνησε στο συνοικέσιο με τον Θεόδωρο Παλαιολόγο. Γιατί όλες μας περιμένουμε στη ζωή μας το αρχοντόπουλο, με τον πύργο του να δεσπόζει στην κορυφή ενός βουνού, αλλά όταν έρχεται η πραγματικότητα αυτή, τότε τα πράγματα και τα συναισθήματα αλλάζουν. Έτσι λοιπόν και η Κλεόπα είχε τα βάσανά της. Πολλά βάσανα. Αλλιώς περίμενε το παλικάρι του ονείρου κι αλλιώς της βγήκε. Την έβλεπα να μαραζώνει συνεχώς και δε μιλούσα. Έπαιρνα το εργόχειρό μου και πήγαινα κοντά της για να της κάνω συντροφιά. Μέναμε αμίλητες και οι δυο. Περισσότερο επειδή η Κλεόπα δε με άφηνε να επεκταθώ στα οικογενειακά της ζητήματα, όπως τα χαρακτήριζε.
   Ο σύζυγός της, ο δεσπότης, δεν τη βοηθούσε καθόλου. Δε λέω, την αγαπούσε και την πρόσεχε. Αλλά ο χαρακτήρας του δεν του άφηνε περιθώρια να κανακεύει και να καλοπιάνει μια νέα γυναίκα με παιδική ψυχή και καλοσύνη, όπως ήταν η Κλεόπα.
   Ο δεσπότης Θεόδωρος ήταν ένα κράμα επιβλητικού και συγχρόνως παράξενου χαρακτήρα, ενώ ποτέ δεν τον εγκατέλειπε η ανησυχία και το άγχος. Άγχος για την κατάσταση του δεσποτάτου του, άγχος για τις απειλές που το έζωναν από παντού, άγχος για το ότι τον υπονόμευαν τα μικρότερα αδέλφια του για να του αποσπάσουν τα ηνία της εξουσίας, άγχος για τη διαδοχή του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, μιας και ο Ιωάννης εξακολουθούσε να παραμένει άκληρος. Άγχος για τους Τούρκους, άγχος, άγχος, άγχος... Αυτή ήταν η ζωή του.
   Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι ο Θεόδωρος ήταν μεν ένας παράξενος και νευρικός νέος, αλλά συγχρόνως ήταν και ένας διακεκριμένος λόγιος, για τον οποίο έλεγαν ότι είχε μεγάλη κλίση στα μαθηματικά. Ίσως -εγώ το λέω αυτό- τούτη η κλίση του στα μαθηματικά να τον έκανε όπως τον έκανε. Δεν έχω δει ποτέ μου κάποιον που να ασχολείται με τα μαθηματικά και να είναι συνάμα ευχάριστος άνθρωπος. Οι περισσότεροι είναι μουρτζούφληδες και μουτρωμένοι, κάθε άλλο παρά ευχάριστοι για συντροφιά...
   Νέος, δεν ενδιαφερόταν και τόσο για την εξουσία. Το αντίθετο μάλιστα. Ήθελε να αποσυρθεί σε μοναστήρι για να αφοσιωθεί στα μαθηματικά του... Και όχι μόνο τότε. Είχε εκφράσει αυτή την επιθυμία και αργότερα, όταν μεγάλωσε.
   Αντιλαμβάνομαι ότι η ζωή μιας συζύγου και μέλλουσας μητέρας των παιδιών ενός άντρα πρέπει να είναι ταυτισμένη και συνυφασμένη με εκείνη του συντρόφου της. Δεν μπορείς να περιγράψεις το βίο και την πολιτεία μιας γυναίκας, αν δε λάβεις υπόψη σου το άμεσο περιβάλλον της και, προπάντων, τους ανθρώπους από τους οποίους εξαρτάται. Μια πιστή σύζυγος επηρεάζεται πάντα από το ταίρι της. Και ανάλογη είναι η ζωή της. Στην περίπτωση της Κλεόπας τα πράγματα ήταν ζοφερά. Αντιμετώπιζε καταστάσεις απρόσμενες για μια μικρή νιόπαντρη. 
   Λίγους μήνες μετά το γάμο του ο Θεόδωρος άρχισε και πάλι τις αψιμαχίες με τους ποικιλώνυμους άρχοντες των γειτονικών περιοχών, τις οποίες είχε αφήσει λίγους μήνες  προτού νυμφευθεί την Κλεόπα. Έτσι, η άμοιρη νιόπαντρη έμενε μόνη της, απομονωμένη και εγκαταλειμμένη στο κρύο παλάτι του Μυστρά. Ο Θεόδωρος είχε πολλά προβλήματα στο κεφάλι του. Και, δυστυχώς, όχι της επιστήμης των μαθηματικών...
   Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ο Θεόδωρος αποφάσισε να παντρευτεί. Δεν αναφέρομαι μόνο στην Κλεόπα, αλλά γενικά. Οποιαδήποτε γυναίκα κι αν είχε δίπλα του ο Θεόδωρος, την ίδια συμπεριφορά θα είχε. Κατανοώ ότι με το γάμο του προσπάθησε να προσεταιριστεί τη συμπάθεια και την αποδοχή των Λατίνων, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε αυτός και το μικρό δεσποτάτο του ολημερίς κι ολονυχτίς από τους εχθρούς που το επιβουλεύονταν. Όμως ο γάμος, πιστεύω, είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, την οποία, αν δεν πρόκειται να είσαι αφοσιωμένος, δε χρειάζεται ούτε καν να σκεφτείς.
   Η άμοιρη ξαδέλφη μου είχε βρεθεί ξαφνικά σε ένα περιβάλλον μάλλον εχθρικό. Χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, ξένη προς τις πεποιθήσεις και τις προκαταλήψεις των νέων υπηκόων της, αζυμίτισσα (12) και αιρετική για τους περισσότερους, αντιμετωπίστηκε με επιφυλάξεις από το νέο περίγυρό της στο παλάτι του Μυστρά, γεγονός που την έθλιβε. Έτσι λοιπόν, λόγω της νεαρής ηλικίας της, δυσανασχετούσε κάτω από το βάρος μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Ήταν παιδί ακόμα. Και ένα παιδί απογοητεύεται τόσο εύκολα όσο εύκολα ενθουσιάζεται. Στην περίπτωσή της, δυστυχώς, δεν υπήρχε τίποτα που να την ενθουσιάσει ώστε να αντισταθμίσει τη στενοχώρια της. Θα κατέληγε κι αυτή να γίνει νευρωτική, όπως και ο σύζυγός της, που αισθανόταν τελείως ανασφαλής.
   Στην αρχή ο Θεόδωρος προσπάθησε να υποστηρίξει το δόγμα της συζύγου του. Προσπάθησε να δείξει στους υπηκόους του ότι δεν τον ενδιέφερε τι πίστευε το έτερον του ήμισυ και ότι, αφού δεν ενδιέφερε αυτόν, πολύ περισσότερο δεν έπρεπε να ενδιαφέρει κανέναν άλλον.
   Φαίνεται όμως ότι λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Και στην προκειμένη περίπτωση ξενοδόχος ήταν ο ελληνορθόδοξος κλήρος και ιδιαίτερα οι μοναχοί. Αυτοί οι άνθρωποι, ενώ δεν έκρυβαν την προτίμησή τους σε μια κατάκτηση της χώρας από τους άπιστους Οθωμανούς -γιατί ήταν πεπεισμένοι ότι αυτοί θα τους άφηναν ήσυχους  στην εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων- συγχρόνως ήθελαν να επιβάλουν τις πεποιθήσεις τους στην πολιτική εξουσία του τόπου.
   Ο Θεόδωρος, παρά τις δεσμευτικές υποσχέσεις που έκανε πριν από το γάμο του, δεν άργησε να καταλάβει ότι η διαφορά στις θρησκευτικές δοξασίες του από εκείνες της συζύγου του ήταν το σοβαρότερο εμπόδιο για τη συμβίωσή του με την Κλεόπα, κυρίως δε εκείνη την εποχή, κατά την οποία οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών βρίσκονταν στο χειρότερό τους σημείο. Ο Θεόδωρος δε μπορούσε να αντέξει τις πιέσεις των ομόδοξων συμπατριωτών του. Προτίμησε λοιπόν να πιέσει την αδύναμη Κλεόπα να ασπαστεί την ορθοδοξία. 
   Είχα πανικοβληθεί με την κατάσταση της αγαπημένης ξαδέλφης μου, που, όπως φαίνεται, πιεζόταν από τον Θεόδωρο να στραφεί προς την ορθοδοξία προκειμένου να λύσει εκείνος τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με το κοινωνικό κατεστημένο του δεσποτάτου του. Ήδη την απειλούσε ότι θα τη χώριζε και ότι, αν ζοριζόταν περισσότερο, θα εγκατέλειπε τα εγκόσμια και θα κατέφευγε σε κάποιο μοναστήρι για να γίνει μοναχός.
   "Μπορείς να το πιστέψεις αυτό;" με ρώτησε μια μέρα η Κλεόπα, όταν μου εμπιστεύτηκε με δάκρυα στα μάτια το δράμα της. "Θα φανταζόσουν ποτέ σου ότι ένας άρχοντας μπορεί να τα παρατήσει όλα και να πάει να κλειστεί σε μοναστήρι;"
   "Παράξενη οικογένεια αυτοί οι Παλαιολόγοι! Σκαρφίζονται πολύ πρωτοποριακές λύσεις για τα προβλήματά τους", της απάντησα επιφυλακτικά. "Αλλά πες μου κάτι. Εσύ τον πίστεψες;"
   "Φυσικά τον πίστεψα!" μου τόνισε με ακλόνητη βεβαιότητα η ξαδέλφη μου. "Είναι ικανός να το κάνει... Να γίνει μοναχός. Καταλαβαίνεις το ρεζιλίκι μου;"
   "Εγώ δε το φαντάζομαι", της απάντησα, προσπαθώντας να νοθεύσω με αμφιβολίες τη βεβαιότητά της αυτή. "Δε μπορώ να το φανταστώ".
   "Κι όμως", επέμεινε εκείνη. "Πριν από λίγα χρόνια είχε αποφασίσει και πάλι να κλειστεί σε μοναστήρι και μόλις την τελευταία στιγμή κατόρθωσαν να τον αποτρέψουν. Ήταν ικανός να γίνει μοναχός εγκαταλείποντας τα πάντα. Βλέπεις, εδώ ο μοναστικός βίος έχει μεγάλη πέραση. Για να τον αποτρέψουν χρειάστηκε να επέμβει ο πατέρας του, ο αυτοκράτορας Μανουήλ, και να έρθει εδώ στο Μυστρά ο συναυτοκράτορας Ιωάννης. Καταλαβαίνεις την εμμονή που τον διακατέχει;"
   Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου, αλλά δε μίλησα. Τι να πρόσθετα σ' αυτά που μου έλεγε η ξαδέλφη μου;
   "Καταλαβαίνεις τι ντροπή θα ήταν για μένα κάτι τέτοιο;" συνέχισε η Κλεόπα. "Να επιστρέψω στην Ιταλία ως τι; Ως χήρα; Ως ζωντοχήρα; Ως διαζευγμένη από έναν μοναχό; Καταλαβαίνεις τη ντροπή τη δική μου και της οικογένειάς μου;"
   "Ο κόσμος θα καταλάβει το δράμα σου και θα σε δικαιολογήσει", της απάντησα, χωρίς καμία βεβαιότητα για την ορθότητα της προφητείας μου. "Θα δείξει κατανόηση..."
   Εκείνη πιάστηκε από τον παρήγορο αυτό λόγο.
   "Θα δείξουν κατανόηση λίγοι", είπε. "Πολύ λίγοι. Οι υπόλοιποι; Ο άλλος κόσμος που μας περιτριγυρίζει; Καταλαβαίνεις τι κουτσομπολιό θα πέσει; Οι Ιταλοί δε θέλουν και πολύ για να αμολήσουν το δηλητήριό τους".
   "Και τι θέλεις να κάνουμε;" της είπα, ενώ αναρωτιόμουν κι εγώ η ίδια. "Θα πρέπει να αντιδράσουμε". 
   "Να αντιδράσουμε. Αλλά πώς; Με ποια μέσα;" με αντιρώτησε εκείνη.
   Και αμέσως μετά, σαν να είχε σκεφτεί πολύ καλά το πρόβλημα, απάντησε λες και μιλούσε στον εαυτό της:
   "Δε θέλω να τον πικράνω. Μπορείς να πεις ό,τι θέλεις για τον Θεόδωρο, αλλά κατά βάθος είναι πολύ καλός άνθρωπος. Προσηνής και ευγενικός. Όταν δεν έχουμε τα προβλήματα αυτά να μας ταλανίζουν, περνάμε τόσο ωραία..."
   "Ωραία!" παρατήρησα ειρωνικά. 
   "Ναι, ναι, ωραία!" επέμεινε εκείνη. "Έχουμε πολλά κοινά σημεία. Γνωρίζουμε και οι δυο μας αρκετά για να μπορούμε να συζητάμε και να λέμε ελεύθερα τη γνώμη μας. Αλλά όταν μπλέκουμε στα θρησκευτικά και στα πολιτικά, τότε είναι που περιπλέκεται η κατάσταση..."
   Η συζήτησή μας δε συνεχίστηκε, κάτι που επεδίωκα ιδιαίτερα ώστε να αποσπάσω την Κλεόπα από τις ανησυχίες της και από τις μύχιες σκέψεις της για τη λύση του προβλήματός της, αλλά και να την οδηγήσω στο δρόμο που έκρινα σωστό για να μην απαρνηθεί τις καταβολές της.
   Στις αρχές του 1423 και ενώ οι χριστιανοί άρχοντες -ορθόδοξοι και καθολικοί- συνέχιζαν τις διαπραγματεύσεις τους για μια συμμαχία κατά των Τούρκων, ο Τουραχάν μπέης, επικεφαλής μιας τεράστιας τουρκικής στρατιάς, εισέβαλε στην Πελοπόννησο και κατέλαβε το περίφημο τείχος του Εξαμιλίου, το οποίο είχαν εγκαταλείψει λίγο νωρίτερα οι λιγοστοί στρατιώτες του Θεόδωρου που είχαν απομείνει εκεί. Αφού κατεδάφισε το μεγαλύτερο τμήμα του τείχους, άφησε μερικά στρατεύματα για να συνεχίσουν μέχρι την ολοσχερή καταστροφή του και προχώρησε με την υπόλοιπη στρατιά του προς το εσωτερικό της χώρας.
   Από όποιο χωριό περνούσε ο Τουραχάν μπέης κατέσφαζε τους κατοίκους και λεηλατούσε τα πάντα. Και κάποια στιγμή έφτασε στην πόρτα του Μυστρά. Και όταν λέω «πόρτα» κυριολεκτώ. Πολιόρκησαν την καστροπολιτεία μας και έκαναν όποια βαρβαρότητα μπορεί να φανταστεί το μυαλό του πιο διεστραμμένου ανθρώπου: βίασαν, σκότωσαν, έκαψαν, λεηλάτησαν και παλούκωσαν χωρικούς, τους οποίους έστησαν κάτω από το τείχος της καστροπολιτείας για να τους βλέπουμε και να αποκαρδιωνόμαστε. Συγχρόνως έκαναν δοκιμές για την κατάληψη του τείχους, ενώ συνέχιζαν τις ωμότητές τους προκειμένου να πανικοβάλουν τη φρουρά και να τραπεί σε φυγή.
   Η αγωνία μας κράτησε αρκετές μέρες. Το πρωί παρακολουθούσαμε από τις πολεμίστρες όλα αυτά τα κακά και το βράδυ ακούγαμε τους θορύβους που έκαναν χτυπώντας την πόρτα του κάστρου και ό,τι άλλο έβρισκαν για να μη μπορεί να ησυχάσει κανείς.
   Μέσα σ' αυτόν τον ορυμαγδό προσπαθούσαμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Τα βράδια κλεινόμασταν σε ένα από τα διαμερίσματα της Κλεόπας, μια μικρή κάμαρα του παλατιού. Αισθανόμασταν εκεί περισσότερο ασφαλείς. Παίρναμε μαζί μας κανέναν φιλοξενούμενο, συνήθως από τα μέρη μας -που είχε τύχει να επισκεφτεί το Μυστρά πριν από την πολιορκία και παρέμενε εδώ αναγκαστικά- για να μας κρατάει συντροφιά με τις αφηγήσεις του. Ο δεσπότης Θεόδωρος ήταν απασχολημένος στα μυστικοσυμβούλια με τους επιτελείς του, που ασχολούνταν με την άμυνα της πόλης.
   Κάποια μέρα, οι Τούρκοι έφυγαν ξαφνικά, όπως ξαφνικά είχαν έρθει. Χωρίς να μπουν στην καστροπολιτεία μας, σηκώθηκαν, τα μάζεψαν και αποχώρησαν μια ωραία πρωία. Όχι μόνο από το Μυστρά αλλά και από ολόκληρο το Μοριά. Ανασάναμε, όχι μόνο εμείς μέσα στο παλάτι αλλά και όλοι οι κάτοικοι της καστροπολιτείας.
   Οι Τούρκοι επέστρεψαν στη Θεσσαλία, από όπου είχαν ξεκινήσει, συναποκομίζοντας ως λεία -σύμφωνα με μια μέτρηση που έγινε- εφτά χιλιάδες διακόσιους ογδόντα σκλάβους, από τους οποίους οι έξι χιλιάδες είκοσι ήταν Έλληνες και οι χίλιοι διακόσιοι εξήντα Βενετοί. Χώρια οι καταστροφές που είχαν προκαλέσει στα χωριά, οι δηώσεις και οι φόνοι πολιτών και χωρικών.
   Ειπώθηκε τότε ότι η επιχείρηση αυτή του Τουραχάν μπέη αποτελούσε μόνο μια γενική δοκιμή εν όψει μιας προγραμματισμένης μελλοντικής κατάκτησης της Πελοποννήσου από τους Τούρκους. Αυτή και ορισμένες ακόμα ενδείξεις έπειθαν ότι ο Τουραχάν μπέης θα επέστρεφε κάποτε για να ολοκληρώσει το έργο του, δηλαδή να κυριεύσει και να εξανδραποδίσει το Μυστρά. Όλοι έλεγαν ότι θα έκαιγε την καστροπολιτεία και θα έστελνε στα σκλαβοπάζαρα τους κατοίκους της, όσους βέβαια θα επιζούσαν της σφαγής.
   Και μόνο που άκουγα αυτές τις προφητείες με έπιαναν ταχυκαρδίες και ένα τρέμουλο μου παρέλυε ολόκληρο το κορμί. Όμως, παρά τη μεγάλη συμφορά που μας βρήκε, κανένας από τους άρχοντες της Πελοποννήσου δε συνετίστηκε. Μόλις έφυγε ο Τουραχάν μπέης, αυτοί άρχισαν και πάλι τις διενέξεις και τους πολέμους τους.
   Συγχρόνως ξανάρχισαν οι καβγάδες μεταξύ του Θεόδωρου και της Κλεόπας. Η παραμικρή αιτία μπορούσε να γίνει αφορμή για προστριβή και να εξελιχθεί σε καβγά. Μάλωναν για πολλά και κυρίως για το δόγμα της Κλεόπας, που εξέθετε τον Θεόδωρο στους υπηκόους του. Αυτοί, πιεζόμενοι από τον κλήρο, που ήταν κάθετα εχθρικός σε οτιδήποτε είχε σχέση με το ρωμαιοκαθολικισμό και τον πάπα, ασκούσαν πίεση στο δεσπότη τους να μεταβάλει το δόγμα της γυναίκας του.
   Έτσι, ο Θεόδωρος, αντιμετωπίζοντας αυτή την πίεση από τον θρησκευτικό περίγυρό του, πίεσε ξανά την Κλεόπα να προσχωρήσει στην ορθοδοξία. Πρέπει να ομολογήσω ότι η Κλεόπα δεν ήταν και τόσο αρνητική στο θέμα αυτό, αλλά δεν ήθελε και να αθετήσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον πατέρα της και στον πάπα. Όμως σιγά σιγά άρχισε να κάμπτεται και να ακολουθεί ορισμένες θρησκευτικές εκδηλώσεις του δόγματος του συζύγου της.
   Η στάση της αυτή, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την αντίδρασή μου, οπότε αναγκάστηκα να της επιστήσω την προσοχή.
   "Δε σε καταλαβαίνω!" μου είπε μάλλον επιτιμητικά στην πρώτη παρατήρησή μου. "Τι θέλεις να πεις;"
   "Θέλω να πω ότι ξεφεύγεις από τις ρίζες σου, για τις οποίες έχεις δεσμευτεί με όρκους και υποσχέσεις!" της απάντησα εξίσου απότομα. "Μην ξεχνάς ότι είσαι καθολική και ότι υποσχέθηκες να παραμείνεις πιστή στο δόγμα σου. Εσύ το υποσχέθηκες".
   "Δεν το ξεχνώ, αλλά και δεν ανέχομαι να έχω κοντά μου κάποιον που παρακολουθεί τις κινήσεις μου!" ήταν η απότομη απάντησή της.
   Φυσικά και θύμωσα, αλλά δεν έδωσα συνέχεια στη λογομαχία μας. Ο διάλογός μας σταμάτησε στο σημείο αυτό, αλλά από την πλευρά μου δε μπορούσα να αφήσω και το θέμα έτσι. Θεωρούσα ότι πρόδιδα κι εγώ τις αρχές μου και τις υποσχέσεις που είχα δώσει στον ξάδελφό μας, τον πάπα Μαρτίνο, προτού ξεκινήσουμε για την Πελοπόννησο. Ήδη είχα ανεχτεί πολλά. Και, πέραν αυτών, τα νεύρα μου είχαν κουρελιαστεί από το φόβο που ζήσαμε κατά τη διάρκεια της τουρκικής επιδρομής. Δεν ήταν και μικρό πράγμα να φοβάσαι ότι από τη μια μέρα στην άλλη θα μπορούσες να βρεθείς στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν πολύ κακή ώστε να ανεχτώ και άλλα στραβοπατήματα, κι ας ήταν της αγαπημένης μου ξαδέλφης.
   Έτσι, κατέληξα να αντιδράσω στις παρατυπίες αυτές. Αποφάσισα να στείλω επιστολή στον ποντίφικα, εξιστορώντας του την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί και, ιδιαίτερα, το δράμα της Κλεόπας κοντά στο μονοκόμματα ορθόδοξο σύζυγό της.
   Η αντίδραση του ποντίφικα υπήρξε άμεση, αυστηρή και καταλυτική, πέρα από όσο περίμενα. Αντίδραση που προκάλεσε σεισμό στο Μυστρά και ήταν αφορμή για ορισμένα καθοριστικά γεγονότα σε βάρος μου.
   Ο πάπας έστειλε δύο επιστολές γραμμένες σε έντονο ύφος. Η μία απευθυνόταν στην Κλεόπα και η άλλη στον Θεόδωρο. Στην πρώτη ο ξάδελφός μας, ο ποντίφικας, ήταν πολύ αυστηρός, απειλώντας άμεσα την Κλεόπα με αφορισμό και κατάρα σε περίπτωση που θα απαρνιόταν την καθολική πίστη της. Στην άλλη, την επιστολή προς τον Θεόδωρο, τού εφιστούσε την προσοχή για τη συμπεριφορά του απέναντι στην Κλεόπα. Με την ίδια επιστολή ο ποντίφικας καταργούσε τον παραστρατημένο δομινικανό μοναχό Χόρχε Μαδέιρα ντα Κόστα ι Σίλβα και στη θέση του προσωπικού εξομολόγου της Κλεόπας όριζε τον αυγουστίνο μοναχό Λουκά ντε Οφίντα.
   Όπως ήταν φυσικό, ο σάλος που ξέσπασε στα ανάκτορα μετά τη γνωστοποίηση των επιστολών του πάπα ήταν μεγάλος. Η Κλεόπα και ο Θεόδωρος κλείστηκαν στα διαμερίσματά τους, από όπου δεν προσπαθούσαν να κρύψουν τους έντονους καβγάδες τους. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν παρασύρθηκα από αυτή την τεταμένη κατάσταση. Ωστόσο, κάποια στιγμή ο αποστολέας της επιστολής στον πάπα έγινε γνωστός. Και τότε όλη η μήνις στράφηκε εναντίον μου.
   Ζήτησα να συναντήσω την Κλεόπα. Εκείνη όμως ούτε που μου απάντησε. Της διαμήνυσα, λοιπόν, ότι παραιτούμαι από κυρία επί των τιμών και επιστρέφω στην Ιταλία.
   Πάλι καμία αντίδραση δε σημειώθηκε από μέρους της.
   Έτσι, άρχισα να ετοιμάζω τις αποσκευές μου. Όταν ήμουν έτοιμη να αναχωρήσω, μια κυρία επί των τιμών, φίλη της Κλεόπας, ήρθε να μου διαβιβάσει τις αποχαιρετιστήριες ευχές της ξαδέλφης μου και να μου πει ότι κι εκείνη λυπάται για το τέλος της παραμονής μου στο Μυστρά. Τίποτ' άλλο.
   Δεν απάντησα. Απλώς της γύρισα την πλάτη κι έφυγα.
   Στην έξοδο από το παλάτι με περίμενε ο ιππότης Ραϊμόν ντε Σαντιγί, ένας πολύ ελκυστικός και καλότροπος νέος άντρας, με ευγενική καταγωγή, που ήταν μέλος της συνοδείας μας από το Αρίμινον και ο οποίος, αν και βρισκόταν πάντα στο ανάκτορο, είχε αποφύγει και αυτός να με συναντήσει όλο αυτό το διάστημα. Στην αρχή πικράθηκα για τη συμπεριφορά του, αλλά μετά έδειξα κατανόηση. Ο Ραϊμόν παρέμενε για μένα ένας πολύ ωραίος άντρας, ψηλός, ξανθός, με όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου, φαρδιές πλάτες και μεγάλο στέρνο. Όταν καβαλίκευε το άλογό του, τα μακριά μαλλιά του ανέμιζαν πίσω του σαν χαίτη. Ένας τέτοιος άντρας δε μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από καμία γυναίκα και, φυσικά, ούτε από μένα. Ενδόμυχα ευχόμουν να δημιουργούνταν ευνοϊκές συνθήκες για μια προσέγγισή μας. Δυστυχώς όμως αυτή η προσέγγιση δεν έμελλε να γίνει ποτέ...
   Άραγε είχε αποφασίσει από μόνος του να με ξεπροβοδίσει, ωθούμενος από τα συναισθήματά του προς εμένα, ή η Κλεόπα, συναισθανόμενη την άδικη στάση της απέναντί μου, τον είχε στείλει σε ένδειξη μεταμέλειας για τη συμπεριφορά της;
   Διακαής πόθος μου ήταν να ίσχυαν και τα δύο. Ίσως με τον Σαντιγί να μπορούσαμε να συνταιριάξουμε τα ενδιαφέροντά μας, αν διαθέταμε περισσότερο χρόνο. Ίσως η Κλεόπα, αν ήταν συνετότερη, να μπορούσε να βοηθήσει σε μια τέτοια εξέλιξη. Ίσως... Αλλά τώρα πια...
   "Λυπάμαι..." ήταν η μοναδική λέξη που είπε, καθώς αποχωριζόμασταν. 
   Μια λέξη που σήμαινε πάρα πολλά για μένα. Λυπόταν που έφευγα. Λυπόταν... 

   Bρε τη θεόμουρλη τη Μπατίστα Μαλατέστα ντι Μοντεφέλτρο!... Τι φωτιές μάς άναψε στα καλά καθούμενα! Άκου να πάει και να γράψει επιστολή στον ξάδελφό της τον πάπα και αυτός να την πιστέψει και να σπεύσει να μας απειλήσει όλους ότι θα μας αφορίσει! Δεν είμαστε καλά!...
   Στην αρχή, όταν πήρε την επιστολή του πάπα, ο δεσπότης Θεόδωρος δεν κατάλαβε ποιος του έβαλε την τρικλοποδιά και γιατί. Υποπτεύθηκε ότι κάποιος από τους πολυάριθμους εχθρούς του καθολικούς φεουδάρχες της Πελοποννήσου τον «κάρφωσε» πισώπλατα στον πάπα Μαρτίνο για να τον διαβάλει. Σε έξαλλη κατάσταση, κυκλοφορούσε στους διαδρόμους του παλατιού φωνάζοντας και βρίζοντας...
   Μη βρίσκοντας άκρη στην έρευνά του αυτή, τα έβαλε με την Κλεόπα. Νόμισε ότι εκείνη είχε στείλει την επιστολή  στον ξάδελφό της τον πάπα. 
   Όταν όμως έμαθε την αλήθεια, θύμωσε πάρα πολύ. Ύστερα από έναν τρικούβερτο καβγά με την Κλεόπα, απαίτησε να φύγει αμέσως από το παλάτι του Μυστρά η ξαδέλφη της η Μπατίστα.
   Ο σάλος που προκλήθηκε από την ενέργεια αυτής της θεόμουρλης είναι αδύνατο να περιγραφεί. Κυρίως γιατί η χρονική συγκυρία ήταν πολύ λεπτή για τον Θεόδωρο, ο οποίος βάσιζε την επιβίωση του δεσποτάτου του σε συμμαχίες με τους Λατίνους πρίγκιπες και ακόμα περισσότερο στον πάπα Μαρτίνο, ο οποίος τον συμπαθούσε και κρατούσε ευνοϊκή στάση σε κάθε έκκλησή του για βοήθεια. Τώρα ο Θεόδωρος φοβόταν ότι ο ποντίφικας θα τον άφηνε μόνο κι απροστάτευτο στην καταστροφική ορμή των Οθωμανών.
   Μάταια η Κλεόπα έπεσε στα πόδια του παρακαλώντας τον να αναιρέσει την απόφασή του για τη Μπατίστα. Μάταια του είπε ότι η ξαδέλφη της αυτή ήταν ο μοναδικός κοντινός συγγενής της στο Μυστρά μετά τον ξεριζωμό από τη γενέτειρά της. Μάταια ήταν τα δάκρυα που έχυσε. Ο Θεόδωρος παρέμεινε αμετάπειστος και άκαμπτος στην απόφασή του.
   Και όχι μόνο αυτό, αλλά της απαγόρευσε να έρθει και σε οποιαδήποτε επαφή με την ξαδέλφη της.
   Η Κλεόπα βρέθηκε σε αδιέξοδο. Δεν ήξερε τι να κάνει. Παρακολουθούσα την κατάσταση με σπαραγμό καρδιάς για την άτυχη αυτή αρχοντοπούλα, που βρέθηκε ξαφνικά στη δίνη του κυκλώνα.
   Τότε η μικρή δέσποινα στράφηκε προς εμένα. Ήμουν στην ακολουθία της από την αρχή, ως εκπρόσωπος του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, των αποκαλούμενων Ιωαννιτών ιπποτών, και, συχνά πυκνά, όταν δεν ασχολιόμουν με την καταγραφή των αρχαίων της Σπάρτης, μετείχα στις συγκεντρώσεις που οργάνωνε η Κλεόπα για να περάσει ευχάριστα το σκυθρωπό σούρουπο. Εκεί γνώρισα και τη Μπατίστα, η οποία μου έριχνε καυτές ματιές και προσπαθούσε συνεχώς να βρίσκεται δίπλα μου. Εμένα δε με ενθουσίαζε η προοπτική. Γνώριζα τις μαλαγανιές των θηλυκών και απέφευγα κάθε τέτοια περίπτωση.
   Εγώ, ένας ένθερμος θαυμαστής του αρχαίου ελληνικού κάλλους να συνδεθώ με μια γυναίκα, που ήταν δογματικά αφοσιωμένη ψυχή τε και σώματι στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία! Ήταν κάτι το αδιανόητο! Η Μπατίστα ήταν άσχετη με τη γνώση, παρόλο που ήταν μορφωμένη. Κι αυτό γιατί έμενε προσκολλημένη με φανατισμό στο δόγμα της, το οποίο κάθε άλλο παρά την ενθάρρυνε να μελετήσει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό στην κοιτίδα του.
   Η Μπατίστα νόμιζε, μέσα στην πλάνη της, ότι θα ήταν δυνατός ένας δεσμός μεταξύ μας. Ο μεγαλοδύναμος Δίας με προφύλαξε. Αν ήταν ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο! Να συνδεθώ με τη Μπατίστα!
   Η απομάκρυνση της Μπατίστα με έφερε εγγύτερα στην Κλεόπα. Η μικρή δέσποινα με παρακάλεσε να ξεπροβοδίσω την ξαδέλφη της κατά την αναχώρησή της από το Μυστρά. Επιθυμούσε να το κάνω, επειδή δεν ήθελε να έρθει σε νέες προστριβές με το σύζυγό της συναντώντας τη Μπατίστα, απ' τη στιγμή που της είχε απαγορεύσει να την ξαναδεί.
   Η αλήθεια είναι ότι η σκηνή της αναχώρησης της Μπατίστα μού ξέσκισε την καρδιά. Στενοχωρήθηκα που βρέθηκα μάρτυρας μιας αντίδρασης η οποία, δυστυχώς, απαντά σε πολλές ανθρώπινες ιστορίες: η έντονη αφοσίωσή σου να τιμωρείται από τον ίδιο το δέκτη αυτής της αφοσίωσης. Είναι τρομερό! Αλλά αυτά συμβαίνουν όταν κάποιος δεν έχει μέτρο στις αντιδράσεις του. Η υπερβολική αγάπη της Μπατίστα και ο φόβος μήπως «παραστρατήσει» η αγαπημένη της ξαδέλφη, η Κλεόπα, την είχαν φέρει στην έξοδο της καστροπολιτείας μας, καθ' οδόν για τα πατρώα της εδάφη.
   Με την αποπομπή της Μπατίστα από το Μυστρά η θύελλα κόπασε κι έτσι βρεθήκαμε πιο κοντά με την Κλεόπα, η οποία ήταν ανοιχτός δέκτης των όσων μπορούσα να της διδάξω για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και τον πολιτισμό. Παρήγγειλα μάλιστα στην πατρίδα μου, τη Γαλλία, ορισμένα κείμενα αρχαίων τραγωδιών, που είχαν μεταφραστεί είτε στα γαλλικά είτε στα ισπανικά, και τα δίδασκα στην Κλεόπα, στα μακρά απογεύματά μας, όσο τα είχα διδαχτεί κι εγώ στα διάφορα μοναστήρια, όπου με έστελνε ο πατέρας μου.
   Η Κλεόπα ήταν άριστη μαθήτρια. Ρουφούσε σαν σφουγγάρι και αφομοίωνε όλες τις νέες επιστήμες που διδασκόταν συνδυάζοντάς τες με τις παλιές δοξασίες που πρέσβευε. Και είχε πάντα καίριες ερωτήσεις να μου κάνει. Παρόλο που δεν είμαι ένθερμος θαυμαστής του γυναικείου κάλλους, μπορώ να πω ότι η Κλεόπα ήταν γλυκιά σαν τη μουσική της φωνής της, αγνή σαν το γαλανό του ουρανού και των ματιών της και προικισμένη με μεταξένιο δέρμα που θώπευε το βλέμμα. Μήτε ζωγράφος μήτε γλύπτης θα μπορούσε να αναπαραστήσει την εικόνα της και να σμιλέψει τη φυσική ομορφιά της, γιατί δε θα μπορούσε να εμφυσήσει στο έργο του την ηδύτητα της όψης που εξέπεμπε η Κλεόπα μαζί με την ηπιότητα του χαρακτήρα της.
   Ας μην παρεξηγηθώ για τα τόσα λόγια θαυμασμού. Ήμουν πολύ μεγαλύτερός της. Εκείνη θα ήταν γύρω στα είκοσι  κι εγώ είχα κλείσει τα τριάντα πέντε. Όμως η φτιαξιά και η όψη μου με έδειχναν πολύ μεγαλύτερο και γι' αυτό η Κλεόπα έδειχνε μεγάλο σεβασμό στα λεγόμενά μου, όταν καθόμασταν κάθε σούρουπο, μόνοι ή και με άλλους, και συνομιλούσαμε. Συνήθως μιλούσα εγώ, αφηγούμενος τις εμπειρίες μου.
   Ο πατέρας μου ήταν ο βαρόνος του Σαντιγί, πλούσιος γαιοκτήμονας της Γαλλίας. Με τη μητέρα μου, τη Ζεφυρίνη, απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Γκασπάρ, που κληρονόμησε, ως πρωτότοκος, ολόκληρη την περιουσία του γεννήτορά μας, δύο κόρες, που παντρεύτηκαν νωρίς με καλά συνοικέσια κι έγιναν κόμισσες, και εμένα, που ήμουν καταδικασμένος, ως υστερότοκος, να μην μπορώ να πάρω τίποτα ούτε από τους τίτλους ούτε από την περιουσία των γονιών μου και η μόνη λύση για το μέλλον μου ήταν να γίνω κληρικός. Στο πεδίο αυτό μόνο θα μπορούσα να σταδιοδρομήσω. Έτσι, με έβαλαν από νωρίς στα μοναστήρια, τα μόνα ιδρύματα, όπου μπορούσε κανείς να μορφωθεί, μιας κι ένας καλός κληρικός έπρεπε να είναι καλά καταρτισμένος. Εκεί έμαθα λατινικά, μαθηματικά και αρχαία ελληνικά. Στράφηκα κυρίως στα αρχαία ελληνικά, ίσως και γιατί έπεσα σε δάσκαλο αρχαιολάτρη, ο οποίος μου ενέπνευσε την αγάπη για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
   Όταν έφτασα σε μια ηλικία που μπορούσα να βλέπω καθαρά και να αποφασίσω πλέον τι θα ακολουθήσω, είχα ήδη γίνει αυθεντία στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Έτσι, έφυγα από τη μονή, όπου με είχαν κλεισμένο, και επέστρεψα στο σπίτι μου για να ανακοινώσω στον πατέρα μου ότι δε θα ακολουθούσα την εκκλησιαστική σταδιοδρομία για την οποία με προόριζε. Η απόφασή  μου δημιούργησε πρόβλημα στον πατέρα μου, ο οποίος, αν και δεν είχε υποχρέωση, ήθελε να αποκαταστήσει και το δευτερότοκο γιο του, δηλαδή εμένα. Με τα πολλά, και ύστερα από πολλούς καβγάδες, συμβιβαστήκαμε. Θα πήγαινα να καταταγώ σε ένα από τα μοναστικά τάγματα που φιλοδοξούσαν να υπερασπιστούν την πίστη στον Ιησού Χριστό κι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, στρατιωτικοί σχηματισμοί, όπου θα μπορούσα να σταδιοδρομήσω και να φτάσω σε ανώτατα αξιώματα. Ο πατέρας μου είχε το δικαίωμα, ως μαρκήσιος στη Γαλλία, να με χρίσει ιππότη. Προτού, λοιπόν, καταταγώ στο τάγμα των Ιωαννιτών, έγινα ιππότης για να μπω με κάποιο τίτλο στο τάγμα τους.
   "Αλήθεια, ιππότη Ραϊμόν", ρώτησε η Κλεόπα κάποιο απόγευμα, "πείτε μου για τα τάγματα και τους ιππότες τους".
   Κι εγώ κάθισα, σαν να ήταν εκείνη παιδούλα και όχι η δέσποινα του Μυστρά και ξεκίνησα την αφήγησή μου λες κι επρόκειτο για παραμύθι. Μαζί μας κάθονταν και άλλοι της ακολουθίας της ή φίλοι της, όπως εκείνος ο τουρμάρχης Ιωάννης Ευδαιμονογιάννης, ο οποίος, όταν δεν πολεμούσε με το δεσπότη Θεόδωρο στην Πελοπόννησο, μαζευόταν στο παλάτι  και περιτριγύριζε συνέχεια την Κλεόπα, όπως η μέλισσα τον ανθό του λουλουδιού.
   H διαμονή μου στο παλάτι με έφερε κοντά στο ζεύγος των δεσποτών. Με τη μικρή δε υπηρεσία που πρόσφερα κατευοδώνοντας τη Μπατίστα, τόσο ο δεσπότης Θεόδωρος όσο και η Κλεόπα με έφεραν πλησιέστερά τους, δείχνοντας να μου έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όση μου είχαν πριν.
   Έτσι, η Κλεόπα άρχισε να με ρωτάει στην αρχή για μικροπροβλήματα και αργότερα για σοβαρότερα θέματα που την απασχολούσαν. Έδειχνε να μου έχει εμπιστοσύνη, η οποία καθημερινά μεγάλωνε, κάτι που από τη μια με έκανε υπερήφανο για την εμπιστοσύνη της αυτή και από την άλλη μού προκαλούσε μελαγχολία με τη σκέψη ότι το έκανε λόγω της ηλικίας μου. Να έδειχνα τόσο σοβαρός λόγω μόρφωσης ή λόγω ηλικίας; Δε μπορούσα, ή μάλλον δεν ήθελα, να δώσω μια απάντηση στον εαυτό μου. Οπωσδήποτε όμως με ικανοποιούσε συναισθηματικά η στάση αυτή της Κλεόπας. Το να σου δείχνει εμπιστοσύνη μια τόσο αξιόλογη και όμορφη γυναίκα δε μπορεί παρά να τονώνει την εγωιστική φιλαρέσκειά σου ως άντρα που δεν προσβλέπει σε τίποτα από αυτή τη συγκεκριμένη γυναίκα.
   Γνώριζα ότι η Κλεόπα δεν τα πήγαινε καλά με το δυσπρόσιτο χαρακτήρα του συζύγου της. Αυτοί οι δυο άνθρωποι, αν και τους διακατείχε μια αμοιβαία έλξη, δε μπορούσαν να ταιριάξουν τα χνότα τους -θα έλεγα, τα σώματά τους, για να κυριολεκτήσω- τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της συμβίωσής τους. Εκείνη είχε σχεδόν βαρεθεί τον εγκλεισμό της στην καστροπολιτεία του Μυστρά και έβλεπε τον επαναπατρισμό της στο Αρίμινον ως μια ύστατη διέξοδο στο πρόβλημά της. Εκείνος δεν άντεχε το βάρος της πολιτικής ευθύνης του. Θα προτιμούσε να πάει σε μοναστήρι και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα αγαπημένα του μαθηματικά. Η Κλεόπα δεν άντεχε να παρακολουθεί, με την παιδική ψυχή της και τη νεανικότητα του πνεύματός της, τα χιμαιρικά όνειρα του Θεόδωρου, ο οποίος, στον αντίποδα των μαθηματικών του, ήθελε να ξεπεράσει με το σώμα και την ψυχή του το δεύτερο σκαλοπάτι του δευτερότοκου γιου και διαδόχου του θρόνου του Βυζαντίου και να ανεβεί αυτός στην υπέρτατη εξουσία. Ο Θεόδωρος έβλεπε τη δραστηριότητα του αδελφού του Κωνσταντίνου, που, αν και μικρότερος, συγκέντρωνε την προτίμηση και τη συμπάθεια του αυτοκράτορα Ιωάννη -ο οποίος δεν είχε κατορθώσει να αποκτήσει παιδιά- και σκύλιαζε, συγκρατώντας συγχρόνως, λόγω της ευγένειας της ψυχής του, τις εκρήξεις του. Αλλά όσο οι εκρήξεις αυτές δεν εκδηλώνονταν στο άμεσο περιβάλλον του σχετικά με τις βλέψεις του στο θρόνο, ίσως από σεβασμό προς το μεγαλύτερο αδελφό του Ιωάννη, τόσο εκδηλώνονταν σε άλλους και, κυρίως, στην Κλεόπα, της οποίας τη δυτική συμπεριφορά δε μπορούσε να ανεχτεί. Εκείνη πάλι, από τη μεριά της, δεν ήταν συνηθισμένη από τον τόπο της και την οικογένειά της σε τέτοιες εκρήξεις χαρακτήρα, που είναι ίδιον του Έλληνα. Πολλές φορές ο Θεόδωρος ξεσπούσε και εναντίον του εαυτού του διακηρύσσοντας ξαφνικά δημοσίως ότι θα γίνει μοναχός. Τότε σήμαινε συναγερμός στο Μυστρά και στην Κωνσταντινούπολη.
   Μια τέτοια έκρηξη περί του να ασπαστεί το μοναχικό βίο εκδηλώθηκε όταν ζούσε ακόμα ο πατέρας του, ο αυτοκράτορας κυρ Μανουήλ. Ο μακαρίτης αναγκάστηκε να διανύσει τη μεγάλη απόσταση μεταξύ Πόλης και Μυστρά, στην ηλικία που ήταν, για να τον μεταπείσει και να τον καθησυχάσει. Μάλιστα, καλού κακού άφησε και τον Ιωάννη για κάνα δυο χρόνια κοντά του ώστε να τον συνεφέρνει και να έχει παρέα.
   Τη δεύτερη φορά η έκρηξή του σημειώθηκε, όταν ήταν ήδη παντρεμένος με την Κλεόπα. Ο στενός κύκλος των ανακτόρων γνώριζε τις εκρήξεις αυτές και τα αίτιά τους. Όμως ευρύτερα διαδόθηκαν πράματα και θάματα σε βάρος της Κλεόπας, με αποτέλεσμα το καημένο το κορίτσι να μην ξέρει πού να βρει καταφύγιο.
   Ευτυχώς η τρικυμία που δημιουργήθηκε καταλάγιασε λίγο αργότερα, ύστερα από παρέμβαση του Ιωάννη, που είχε στο μεταξύ ανέλθει στο θρόνο της Πόλης και μπορούσε να επιβληθεί στο Θεόδωρο καταλυτικά. Καλού κακού όμως ο Ιωάννης ταξίδεψε μέχρι το Μυστρά, συνοδευόμενος από το νεότερο Κωνσταντίνο, για να έχει ενδείξεις από πρώτο χέρι ότι ο αδελφός του μεταμελήθηκε και ότι δε θα σκεφτόταν στο μέλλον να εγκαταλείψει ξαφνικά την καστροπολιτεία για κάποιο μοναστήρι.
   Ο Θεόδωρος έβλεπε ότι, αφού ο Κωνσταντίνος δεν κατόρθωνε να στεριώσει σύζυγο -όλες τους πέθαιναν λίγο μετά το γάμο- και να αποκτήσει παιδιά, ο ίδιος με το να γίνει πατέρας αγοριών θα μπορούσε να αποσπάσει την προτίμηση του Ιωάννη έναντι του Κωνσταντίνου. Πίστευε ότι έτσι ο Ιωάννης θα υποδείκνυε εκείνον, αντί του αδελφού του, για τη διαδοχή του στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
   Αναλογιζόμενος όλα αυτά, κυρίως τις δυσκολίες για την άνοδό του στο θρόνο, γινόταν όλο και πιο σκληρόκαρδος, στρυφνός και απότομος προς όλους, μηδέ της Κλεόπας εξαιρουμένης. Μιας γυναίκας με προκλητική ομορφιά χαρισμένη από τη φύση, η οποία και μόνο με την παρουσία της στην Αυλή του Μυστρά έδινε έναν αέρα πολιτισμού και κάλλους, έναν αέρα γλύκας -το λεπτό άρωμα της γυναίκας που εμποτίζει καθετί γύρω του.
   Από το κάλλος της αυτό δεν έμεινα άτρωτος ούτε εγώ, που προτιμούσα πάντα στο παρελθόν την αρρενωπή ομορφιά των αγαλμάτων. Όταν συναντούσα την Κλεόπα, έδειχνα μια παράξενη αδυναμία. Κι εκείνη, με τη γυναικεία διαίσθησή της, αντιλήφθηκε την εξαίρεση στις προτιμήσεις μου, που αποτελούσε παραχώρηση αποκλειστικά για εκείνη, και με ήθελε κοντά της, άτυπο σύμβουλό της, θα τολμούσα να πω, και εξομολογητή της μέχρις ενός σημείου.
   Η εξοικείωσή της μαζί μου και η εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό μου την ώθησαν μια μέρα στο ξέσπασμα που είχε μπροστά μου.
   "Ραϊμόν", μου είπε, "θα έχεις παρατηρήσει πόσο στενόχωρος είναι ο Θεόδωρος. "Μπορείτε να το αποδώσετε σε κάποια αιτία;"
   Η ερώτηση μου ήρθε απότομα και ομολογουμένως αισθάνθηκα δυσφορία. Κατέφυγα λοιπόν στις γνωστές κοινοτοπίες:
   "Εχει μεγάλες ευθύνες, δέσποινα Κλεόπα. Το δεσποτάτο, οι γείτονές του, οι..."
   Πήγα να πω «οι αδελφοί του», αλλά εκείνη με διέκοψε.
   "Όχι, όχι, δεν εννοώ τις έγνοιες που έχει στο κεφάλι του. Αυτές τις είχε πάντα. Απέναντί μου γιατί είναι τόσο ψυχρός; Θα το έχεις παρατηρήσει... Ή όχι;..."
   Είχα προσέξει ότι, ενώ μου μιλούσε στον πληθυντικό, όταν ήθελε να προχωρήσει σε μια περισσότερο προσωπική ερώτηση μου απευθυνόταν στον ενικό.
   Όσο για την ψυχρότητα του Θεόδωρου, δεν ήμουν ο μοναδικός που την είχε παρατηρήσει. Όλη η Αυλή γνώριζε την ψυχρή συμπεριφορά του δεσπότη Θεόδωρου απέναντι στη σύνευνό του κατά τις δημόσιες εμφανίσεις τους. Κι επιπλέον οι αντιδράσεις του αυτές αποτελούσαν το επίκεντρο του κουτσομπολιού μεταξύ των γυναικών των μεγαλοκτηματιών.
   "Θα έλεγα", απάντησα διπλωματικά, "ότι, αν και δεν το έχω παρατηρήσει, στο μέλλον θα προσέξω ιδιαίτερα..."
   "Ελάτε, ιππότη Ραϊμόν", είπε. "Εσείς ξέρετε. Μην κάνετε ότι δεν καταλαβαίνετε τι θέλω να σας πω. Έχετε αρκετά μεγάλη πείρα από τη ζωή για να καταλαβαίνετε ορισμένες καταστάσεις, έστω κι αν δε τις ομολογούν οι υπαίτιοί τους. Πώς μπορώ να κάνω ευτυχισμένο το δεσπότη Θεόδωρο;"
   Την κοίταξα πιο προσεχτικά. Παρά την ηλικία της, έδειχνε χαρακτήρα δυνατό και ώριμο. Προκειμένου να βρει λύση σε κάποιο πρόβλημά της ζητούσε τη συμβουλή ακόμα και από έναν ξένο, τον οποίο εμπιστευόταν. Έτσι, πήρα κι εγώ το θάρρος και τη ρώτησα:
   "Αλήθεια θέλετε να μιλήσω ελεύθερα;"
   "Ελεύθερα, όσο και σε μια τέλεια δημοκρατία", μου απάντησε εκείνη.
   Την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν στο Μυστρά πολλές απόψεις και γίνονταν μεγάλες συζητήσεις σχετικά με την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία και με το κατά πόσο ήταν δημοκρατία. Σκέφτηκα πως ασφαλώς η Κλεόπα θα ήταν ενημερωμένη πάνω στο θέμα αυτό.
   "Να απαντήσω λοιπόν..." είπα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
   Και ύστερα από μια μικρή παύση, για να δώσω έμφαση στα λεγόμενά μου, είπα:
   "Να του χαρίσετε ένα παιδί. Εννοώ, βέβαια, ένα αγόρι. Ένα διάδοχο, με τον οποίο θα δείξει προς όλες τις κατευθύνσεις τη συνέχεια του οίκου του... Αυτό θέλει ενδόμυχα ο δεσπότης Θεόδωρος, και ας μην το έχει ομολογήσει ούτε στον εαυτό του".
   Το είπα έτσι, χωρίς να το έχω σκεφτεί. Βγήκε αυθόρμητα από μέσα μου η απάντηση αυτή. Άραγε να ήταν κάτι που επιθυμούσα εγώ; Η απόκτηση ενός γιου, που δε μπορούσα να κάνω λόγω του σχήματός μου και, ίσως, λόγω της ηλικίας μου, μια επιθυμία που εξωτερικευόταν τώρα με την ευκαιρία της ερώτησης της μικρής δέσποινας Κλεόπας;
   Η Κλεόπα με κοίταξε με βλέμμα ναυαγού που αντικρίζει ένα άγνωστο νησί. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη.
   Μα, αναρωτήθηκα, δεν της πέρασε ποτέ από το μυαλό κάτι τέτοιο;
   "Ένα παιδί;" αντιρώτησε, χαμένη στον κόσμο της."Μα πώς;..."
   "Πώς; Μα όπως γεννιούνται όλα τα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο! Με μια εννιάμηνη εγκυμοσύνη..." είπα και της χαμογέλασα με κατανόηση.
   Αναστατώθηκε η Κλεόπα. Αφού έμεινε για λίγο άφωνη, σήκωσε την παλάμη της, την έβαλε στο πρόσωπό της και έφυγε τρέχοντας από κοντά μου.
   "Παράξενο!" μονολόγησα. "Ακόμα παρθένα είναι;"
   Αλλά δεν έδωσα συνέχεια. Ούτε και η Κλεόπα. Παρατήρησα βέβαια ότι στις πρώτες συναντήσεις μας, μετά τη συζήτηση που κάναμε, κοκκίνιζε αχνά όταν με κοιτούσε. Διατηρούσε ακόμα την αιδώ της παρθένας, κάτι ανεξήγητο για μένα. Ο Θεόδωρος έδειχνε άντρας που δε θα άφηνε εύκολα να ξεφύγει ένα θήραμα από το βέλος του...
   Η Κλεόπα, μετά την πρώτη εκείνη έκπληξη από τη συζήτησή μας, το προσπέρασε. Μάλιστα έδειχνε τώρα να μου έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και να μου απευθύνεται με περισσότερο θάρρος. Δε δίσταζε πια να με ρωτάει. Όχι βέβαια για το θέμα του παιδιού, αλλά για διάφορα άλλα, στη διάρκεια των φιλολογικών και φιλοσοφικών συγκεντρώσεων που οργάνωνε τα απογεύματα στα διαμερίσματά της στο παλάτι του Μυστρά.
   Από την πλευρά του, ο δεσπότης Θεόδωρος δεν είχε παρόμοια ανοιχτή στάση απέναντί μου. Ίσως οι ευθύνες και οι σοβαρές υποχρεώσεις του για το δεσποτάτο δεν του επέτρεπαν να ξανοίγεται σε έναν ξένο, όπως ήμουν εγώ. Όμως με εμπιστευόταν με τον τρόπο του. Άρχισε να με καλεί όλο και συχνότερα στις συγκεντρώσεις αντρών που προγραμμάτιζε μέσα στο παλάτι, στα κυνήγια και στους αγώνες που διοργάνωνε με τους ντόπιους ευγενείς έξω από τα τείχη του Μυστρά.
   Δεν το κρύβω πως είχα επηρεαστεί κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, συμπεριλαμβανομένης της δέσποινας Κλεόπας, από τα διδάγματα του μεγάλου νεοελληνιστή φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού, που προσέλαβε το επώνυμο Πλήθων ακριβώς για να τονίσει την αξία που απέδιδε στο αρχαιοελληνικό πνεύμα και πολιτισμό. Παρακολουθούσα κι εγώ τη διδασκαλία του. Όσο μπορούσα και όσο μου επέτρεπε η θέση μου στην τοπική κοινωνία. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, εγώ στα μάτια του κόσμου ήμουν ένας εκκεντρικός ιερωμένος που είχε τη λόξα να του αρέσουν τα αρχαία. Αλλά δεν επιτρεπόταν να παρεκκλίνω από την πίστη με την οποία είχα γαλουχηθεί. Υπήρχαν άπειρα παραδείγματα ιερωμένων και κληρικών που είχαν παρασπονδήσει. Αποκαλούνταν αμέσως αποστάτες και οι φανατικοί ιερωμένοι ξεσήκωναν τα φανατισμένα πλήθη εναντίον τους.
   Ένας τέτοιος εξωμότης ήταν και ο ελευθερόφρων πρώην μοναχός Ιουβενάλιος. Γι' αυτόν κυκλοφορούσαν περίεργες ιστορίες και πολλές φορές αντιφατικές πληροφορίες. Τον είδα και τον αναγνώρισα κάτω από περίεργες συνθήκες μέσα στο παλάτι του Μυστρά, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό...
   Ένα απόγευμα, καθώς περιδιάβαινα το παλάτι είδα μια φιγούρα με μαύρο μανδύα να βηματίζει γρήγορα σε έναν από τους διαδρόμους των πάνω διαμερισμάτων. Η εμφάνισή της μου προκάλεσε ανατριχίλα, χωρίς να μπορώ να την αιτιολογήσω.
   Ταράχτηκα και έτρεξα πίσω από τη φιγούρα αυτή, η οποία, μόλις αντιλήφθηκε ότι κάποιος την ακολουθούσε, επιτάχυνε το βηματισμό της, δίνοντας την όψη μαύρου φαντάσματος. Σε μια στροφή του διαδρόμου είδα αυτό που ήθελα να δω: το πρόσωπο του μαύρου «φαντάσματος». 
   Ήταν ο Ιουβενάλιος...
   Αλλά οι εκπλήξεις μου δε σταμάτησαν εκεί. Αμέσως μετά με κατακεραύνωσε νέος αιφνιδιασμός. Πίσω του ακολουθούσε ο ιπποκόμος μου, ο Ηράκλειτος, ο οποίος, στη βιάση του να προλάβει τον Ιουβενάλιο προς την έξοδο των ανακτόρων ούτε καν με πρόσεξε. Σταμάτησα να τους ακολουθώ άφωνος από την έκπληξη. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Τόσο η παρουσία του Ιουβενάλιου σε ένα χώρο παράτυπο γι' αυτόν, όσο και το γεγονός ότι ο Ηράκλειτος τον ακολουθούσε, ήταν πολύ πέρα από ό,τι μπορούσα να φανταστώ.
   Μην ξέροντας πού να εκφράσω όλη αυτή την ταραχή μου, κατέφυγα στην Κλεόπα. Τουλάχιστον για να της ανακοινώσω την ανακάλυψή μου και να την προειδοποιήσω για τους κινδύνους που διέτρεχε.
   Η Κλεόπα με δέχτηκε χαμογελαστή και ευδιάθετη στο διαμέρισμά της ευθύς ως με ανοκοίνωσε μια κυρία επί των τιμών.
   "Δέσποινα!" αναφώνησα. "Γνωρίζετε ποιοι κυκλοφορούν στο ανάκτορό σας;"
   Με άκουσε και πήρε μια πονηρή έκφραση, χωρίς να αποβάλει το χαμόγελό της.
   "Ποιοι, ιππότη μου Ραϊμόν;" αντιρώτησε. "Ποιος σας αναστάτωσε τόσο πολύ και φτάσατε εδώ λαχανιασμένος;"
   Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.
   "Φταίνε και τα σκαλοπάτια", δικαιολογήθηκα για το λαχάνιασμά μου. "Η ηλικία..."
   "Σταματήστε πια να αναφέρετε αυτή την ηλικία!" με αποπήρε. "Όλο η ηλικία σάς φταίει. Έτσι που κάνετε, θα με επηρεάσετε και θα αισθάνομαι σαν γριά που κάθεται και περιμένει το θάνατο!"
   "Με συγχωρείτε, δέσποινά μου, με συγχωρείτε!"
   "Ελάτε, ελάτε! Σας πειράζω... Λοιπόν, για πείτε μου, τι σας αναστάτωσε τόσο πολύ;"
   "Ο Ιουβενάλιος", είπα. "Ο Ιουβενάλιος είναι μέσα εδώ. Μέσα στα ανάκτορα".
   Για ακόμα μεγαλύτερη έκπληξή μου, παρατήρησα ότι η Κλεόπα, αντί να αιφνιδιαστεί, χαμογέλασε στην αρχή και μετά ξέσπασε σε γέλια.
   "Γνωρίζετε τι εκπροσωπεί ο Ιουβενάλιος;" ρώτησα με κάποια επιθετικότητα, αδικαιολόγητη βέβαια, στη φωνή μου. "Γνωρίζετε τις απόψεις του και ποια είναι η σχέση του με την αυτοκρατορική οικογένεια του συζύγου σας;"
   Επιτέλους, την έκανα να χαμογελάσει με μια κάποια αμηχανία, όπως άλλωστε προσδοκούσα. Ήταν η εκδίκησή μου για την προηγούμενη ανέμελη στάση της. 
   Κάποια στιγμή, η Κλεόπα σοβαρεύτηκε απότομα. Κάθισε στο πρώτο ανάκλιντρο που βρήκε μπροστά της και με μια χειρονομία μού έδειξε ότι μπορούσα να καθίσω κι εγώ στο διπλανό ανάκλιντρο.
   "Ηρεμήστε", είπε. "Ηρεμήστε. Τον Ιουβενάλιο τον γνωρίζω από το σύζυγό μου. Εκείνος μου τον σύστησε. Όσο κι αν σας φαίνεται παράδοξο κάτι τέτοιο, ιππότη Ραϊμόν. Ο σύζυγός μου μού τον παρουσίασε".
   "Ο σύζυγός σας;" αναφώνησα. "Μα είναι δυνατόν; Αυτός ο Ιουβενάλιος κατηγορείται από τους ορθόδοξους ιερωμένους ως αποστάτης, ως νόθος, εν δυνάμει διεκδικητής του θρόνου σας, καθώς κι εκείνου της Κωνσταντινούπολης. Είναι... πολλά".
   "Πολλά γνωρίζω και ίσως ακόμα περισσότερα να μη γνωρίζω", με διέκοψε η Κλεόπα. "Όμως, καλύτερα θα ήταν να αρχίσουμε από την αρχή και να μου διηγηθείτε εσείς όσα γνωρίζετε για την πραγματική ιστορία του Ιουβενάλιου".
   "Το πόσο αληθινά είναι αυτά που θα σας πω δεν το ξέρω", απάντησα επιφυλακτικά. "Θα προσπαθήσω όμως να σας μεταδώσω όσες πληροφορίες κατάφερα μέσα στα χρόνια να συγκεντρώσω γι' αυτόν τον άνθρωπο και που μπορούν να χαρακτηριστούν αντικειμενικές".
   "Σας ακούω, λοιπόν", είπε η Κλεόπα κι εγώ, ανταποκρινόμενος στην περιέργεια και την επιθυμία της, της είπα όλα όσα ήξερα για την καταγωγή του, τη σχέση του με τους Παλαιολόγους και τα πεπραγμένα του.
   Σιγή και προβληματισμός επικράτησε, μόλις τέλειωσα την αφήγησή μου. Η Κλεόπα έδειχνε πολύ σκεφτική. 
   "Και τι ιδέες πρεσβεύει ο Ιουβενάλιος;" ρώτησε κάποια στιγμή.
   "Ισχυρίζεται ότι είναι ελευθερόφρων", της απάντησα και πρόσθεσα: "Ισχυρίζεται ότι σκέφτεται ελεύθερα, απαλλαγμένος από δογματισμούς και προκαταλήψεις, πολιτικές ή θρησκευτικές. Λέει ότι σκέφτεται ως ελεύθερος άνθρωπος... Και, ως ελεύθερος, δεν αναγνωρίζει καμία Αρχή και, συνεπώς, τίποτα δε μπορεί να τον σταματήσει. Αν και έχει θητεύσει σε μοναστήρια, διαδίδει και διδάσκει ότι η χώρα πρέπει να επιστρέψει στη σκέψη και στον πολυθεϊσμό της προχριστιανικής Ελλάδας... Καταλαβαίνετε τις αντιδράσεις που προκαλεί εκ μέρους του ορθόδοξου κλήρου; Λένε", είπα, τονίζοντας ιδιαίτερα την κάθε λέξη που ξεστόμιζα, "ότι είναι φίλος και ομόδοξος του Γεωργίου Γεμιστού. Του γνωστού μας Πλήθωνος..."
   Τα μάτια της Κλεόπας έλαμψαν. Αλλά αμέσως συγκρατήθηκε.
   "Δε γνωρίζω αν έχουν σχέσεις και τι είδους σχέσεις έχουν!" μου είπε σχεδόν απότομα. "Πάντως, αν σας ενδιαφέρει", συνέχισε με κάποια δηκτικότητα, "έχω κι εγώ με τη σειρά μου να σας πληροφορήσω ότι πριν από λίγες μέρες ο Ιουβενάλιος συναντήθηκε με το δεσπότη Θεόδωρο. Και πριν από μερικούς μήνες είχε γίνει δεκτός στα ανάκτορα των Βλαχερνών, στην Πόλη, όπου συνομίλησε με τον αυτοκράτορα Ιωάννη..."
   Ήταν η σειρά μου να μείνω ενεός. Συνέβαινε κάτι που για μένα ήταν εξωπραγματικό. Και μου το αποκάλυπτε η Κλεόπα, η πλέον έγκυρη πηγή, με το φυσικότερο τρόπο του κόσμου. Μα ήταν δυνατόν οι δύο άρχοντες, ο αυτοκράτορας και ο δεσπότης, να αναγνωρίζουν ως συνομιλητή τους, ίσως και συγγενή τους, ένα νόθο τέκνο του αποδιοπομπαίου και αποστάτη της οικογένειας, του Ανδρόνικου Δ', μετά τις τόσες εγκληματικές πράξεις εναντίον του πατέρα τους;
   "Δε γνωρίζω αν η ενέργεια αυτή του αυτοκράτορα και του δεσπότη, να δεχτούν και να συνομιλήσουν με τον Ιουβενάλιο, συνιστούν ένδειξη ότι τον αναγνωρίζουν και ως πρώτο ξάδελφό τους", είπε η Κλεόπα. "Είναι, όμως, γεγονός ότι τον γνωρίζουν. Και θα μπορούσα να προσθέσω ότι κατά κάποιο τρόπο τον προστατεύουν από τους αναρίθμητους εχθρούς του. Όσο μπορούν..."
   "Κι έτσι", τόλμησα να πω, "τον δεχτήκατε κι εσείς..."
   "Ήρθε με τον Ηράκλειτο, τον ιπποκόμο σας, όπως θέλετε να αποκαλείτε εσείς τον πρώην υπηρέτη σας".
   Για μια ακόμη φορά έπεσα από τα σύννεφα. Ο Ηράκλειτος, ο δικός μου Ηράκλειτος, ενεργούσε εν αγνοία μου. Και μάλιστα εμπλεκόμενος σε επικίνδυνες καταστάσεις. Ήταν, πάντως, αλήθεια: Ο Ιουβενάλιος γινόταν δεκτός στο παλάτι του Μυστρά. Τον συναντούσε ο Θεόδωρος και συνομιλούσε μαζί του. Το τι λεγόταν μεταξύ τους μου είναι άγνωστο. Όπως μου είναι άγνωστο το τι λεγόταν μεταξύ του Ιουβενάλιου και της Κλεόπας, η οποία, όπως γνωρίζω πολύ καλά, τον είχε συναντήσει περισσότερες από μία φορές στο παλάτι και είχε συζητήσει μαζί του. Για ποιο πράγμα; Δε γνωρίζω. Ασφαλώς όμως γι' αυτά που πρέσβευε: την επαναφορά της χώρας στον τρόπο σκέψης και στη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας -σε αυτά που δίδασκε και ο Γεώργιος Γεμιστός.
   Η Κλεόπα μού χάρισε ένα γλυκύτατο, αγγελικό χαμόγελο, αποκτώντας ένα ύφος μειλίχιο, πράο και ήπιο. Και αμέσως μετά, όπως τα παιδιά που θέλουν να απαγγείλουν ένα ποίημα, άνοιξε τα χέρια της και είπε: 
   "Και δε με ρωτήσατε ακόμα πώς είμαι στην υγεία μου. Αν έχω κάτι να σας εκμυστηρευτώ για μένα, για την ευτυχία μου..."
   Την κοίταξα ερευνητικά, χωρίς ακόμα να έχω βγει από το πνεύμα της προηγούμενης συζήτησής μας. 
   "Είμαι έγκυος!" είπε. "Περιμένω παιδί!"
   Άνοιξα έκπληκτος το στόμα μου, τα μάτια μου, την αγκαλιά μου, σαν να ήθελα να πάρω μέσα μου ολόκληρη εκείνη τη χαρμόσυνη είδηση. Και, ασυναίσθητα, η Κλεόπα όρμησε και με έκλεισε στην αγκαλιά της.
   "Καλέ μου ιππότη, δεν είχα σε ποιον να το πρωτοανακοινώσω!" είπε δακρύζοντας. "Δεν έχω προσφιλέστερο πρόσωπο από εσάς για να το εμπιστευτώ προτού το ανακοινώσω στο σύζυγό μου. Εσάς σας αισθάνομαι δικό μου άνθρωπο. Περισσότερο και από αδελφό μου..."
   Ένιωσα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά μου. Ένα αίσθημα αγαλλίασης κατέκλυσε την ψυχή μου. Την είχα παροτρύνει να κάνει παιδί και εκείνη είχε δεχτεί τη συμβουλή μου...
   "Ευχαριστώ", είπα, "ευχαριστώ! Είστε ίσως ο μόνος άνθρωπος που μου έχει δείξει τόση εμπιστοσύνη. Να ξέρετε ότι δε θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου..."
   Ένα φτερούγισμα στην καρδιά με έκανε να αυτοσυγκρατηθώ. Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία και την αυτοπειθαρχία μου. Όμως η προσπάθεια ήταν δύσκολη. Το φτερούγισμα στην καρδιά συνεχιζόταν. Φοβήθηκα μη με εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μου κι έχανα τις αισθήσεις μου, εκεί μπροστά στην Κλεόπα.
   Βιάστηκα να κλείσω τη συζήτηση. Ψέλλισα μερικές ευχές για το χαρμόσυνο γεγονός που ανέμενε η δεσποσύνη, συμπλήρωσα μερικές ακόμα για την ίδια, όπως το απαιτεί η ευγένεια ενός ιππότη, και έφυγα βιαστικά από το παλάτι.
   Πήρα το ανηφορικό μονοπάτι προς το σπίτι μου. Όμως μια ζάλη σταμάτησε την ορμή μου. Ανέκοψα την ανάβασή μου, που τελευταία μού φαινόταν περισσότερο ανηφορική, ίσως και λόγω ηλικίας, και σταμάτησα για να καθίσω στο πεζούλι ενός σπιτιού...
   Δε θυμάμαι πώς βρέθηκα ξαπλωμένος ανάσκελα, να βλέπω τον έναστρο ουρανό, αυτό το θεϊκό δημιούργημα... Με κατέκλυσαν κι άλλες ευχάριστες σκέψεις. Ένα αίσθημα ευτυχίας πλημμύριζε την ψυχή μου.
   Αλήθεια, γιατί με πλημμυρίζει τόση ευτυχία; Τι να μου συμβαίνει; Τι ωραίος που είναι ο ουρανός! Πόσο θέλω να πετάξω πάνω του, μέσα του, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του, σαν ελεύθερο από τα γήινα δεσμά πουλί, να πάω από αστέρι σε αστέρι  και να τραγουδήσω το θαύμα της Δημιουργίας!...Πόσο θέλω!...
  

Λεονάρδος Γιώργος, Η ωραία κοιμωμένη, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2003


Υποσημειώσεις:
(1) Το Ρίμινι.
(2) Ο πάπας Μαρτίνος Ε' (1417 - 1431). 
(3) Ονομασία του δοικητή της τούρμας, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στη στρατιωτική ιεραρχία. Η τούρμα ήταν μονάδα του βυζαντινού στρατού κατά τους μέσους χρόνους και συγκροτούντν από 18.000 - 21.000 άντρες. Στην προκειμένη περίπτωση ο τίτλος και η αποστολή είχαν τιμητικό χαρακτήρα, εφόσον ο Μυστράς δε θα μπορούσε ποτέ να συγκροτήσει μια τέτοια δύναμη.
(4) Ευδαιμονογιάννης ή Δαιμονογιάννης: επώνυμο αριστοκρατικών οικογεβειών του Βυζαντίου, που έζησαν και έδρασαν στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά, στη Μονεμβασιά, στα Κύθηρα και στην Κρήτη.
(5) Τίτλος του αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη κατά τη βυζαντινή περίοδο και τους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας. 
(6) Ονομασία αιρετικών οι οποίοι κατά καιρούς έφεραν διάφορα ονόματα και αποδέχονταν το δοκητισμό, απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη, απέβαλλαν το γάμο, δε δέχονταν τη θεία λατρεία και τα μυστήρια, ενώ απέδιδαν μεγάλη σημασία στις νηστείες και στις προσευχές. 
(7) Οι ορθόδοξοι επέμειναν στη μη αναγραφή «και του Υιού» και για να μην κατηγορηθούν ως πολυθεϊστές και ειδωλολατρίζοντες λόγω της σχέσης τους με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
(8) Αυλάρχες, στρατηγοί. 
(9) Περιτειχισμένο μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο απολάμβανε μεγάλων τιμών από την κεντρική εξουσία, δεχόταν αυτοκρατορικές δωρεές, είχε σπουδαία βιβλιοθήκη, αποτελούσε το κέντρο της πνευματικής κίνησης του Μυστρά και ήταν συγχρόνως τόπος ταφής των δεσποτών. 
(10) Ο Μωάμεθ Α' (ή Μεχμέτ Τσελεμπή), πάππος του Μωάμεθ Β' του Πορθητή. 
(11) Ομελέτα. 
(12) Από το άζυμο, τον άρτο που παρασκευάζεται χωρίς προζύμι από τους καθολικούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: