Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

[ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ] - Β' ΜΕΡΟΣ

 23 Ιουνίου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Γράφω και το χέρι μου τρέμει. Αυτό μπορεί να είναι το τέλος μου, γιατί ο Χάρος τριγυρίζει στις αίθουσες του Χήβερ και φοβάμαι πως έχει για στόχο του εμένα. Έχει πάρει κιόλας τόσους και τόσους... Πριν καν προλάβω να φύγω βιαστικά από το Γκρήνουιτς, εκατοντάδες άνθρωποι πέθαναν σε κάτι λιγότερο από μια μέρα και πολλοί ήταν από το ίδιο το περιβάλλον του βασιλιά. Ο Νόρφολκ αρρώστησε κι ο μεγάλος γιος και κληρονόμος του Σάφολκ πέθανε. Ο Χάρος καλπάζει ελεύθερος ακόμα και στους μεγάλους δρόμους, τον είδα σ' όλη τη διαδρομή απ' το Γκρήνουιτς στο Ήντενμπριτζ. Aμάξια με κλειστές τις κουρτίνες, αμαξάδες, χωριάτισσες, αγρότες με κατεβασμένα κεφάλια και μάτια καρφωμένα στο χώμα, κανείς να μη χαιρετάει κανέναν στο δρόμο. Και πτώματα να κείτονται εδώ κι εκεί, με τα κοράκια να τσιμπολογούν τις σάρκες τους.
   Παντού μέσα στο Χήβερ οσμίζεσαι το θάνατο. Ο άντρας της αδελφής μου πήγε να βρει το Δημιουργό του. Ο πατέρας κι ο αδελφός μου ο Τζωρτζ είναι βαριά άρρωστοι. Η μητέρα ευτυχώς είναι καλά, αλλά έτσι που φροντίζει τον άντρα της και το γιο της, μπορεί ν' αρρωστήσει κι αυτή.
   Σήμερα το πρωί ήρθε εδώ στο Χήβερ, φέρνοντας γράμμα του βασιλιά Ερρίκου, ο Ζους, ο μυστικός μαντατοφόρος του, αυτός που μεταφέρει πάντα την κρυφή αλληλογραφία μας.
   Το γράμμα που μου έστειλε ο Ερρίκος, ο οποίος είναι πολύ καλά και κλειδαμπαρωμένος στο Γουόλθαμ, ήθελε να μου δώσει ελπίδες ότι η αρρώστια θα με προσπεράσει. Προσεύχομαι να είναι καλά στην υγεία του ο βασιλιάς, αλλά το κεφάτο ύφος της επιστολής του με πίκρανε λιγάκι. Αποφεύγει τις συναναστροφές, κάνει μοναχικούς περιπάτους σ' έρημους κήπους, σκέφτεται και γράφει για το θέμα του διαζυγίου κι ελπίζει να έρθει γρήγορα ο Καμπέτζο. Πώς μπορεί να σκέφτεται τέτοια πράγματα τη στιγμή που η πανώλη γεμίζει θρήνο τις ψυχές μας; Είναι φορές που φοβάμαι ότι ο βασιλιάς δεν έχει αίμα στις φλέβες του, ότι είναι ένας άνθρωπος ψυχρός κι αλλόκοτος.

   Η νύχτα έπεσε ξανά βυθίζοντας στο σκοτάδι το σπιτικό μας. Κάνω μόνη μου το γύρο του πύργου, μ' ένα κερί στο χέρι, για να διώχνει τους δαίμονες που τριγυρίζουν στα σκοτάδια. Όταν άρχισα ν' ανεβαίνω τη στριφογυριστή σκάλα για να γυρίσω στο δωμάτιό μου, μου φάνηκε πως άκουσα φορέματα να σέρνονται και ανάλαφρες, σαν φαντασμάτων, πατημασιές πίσω μου. Γύρισα απότομα κι αντίκρισα ένα φάσμα γεννημένο απ' το φόβο μου. Λένε πως έτσι αρχίζει η αρρώστια. Με φόβο. Κι εγώ δεν έχω μέρος να κρυφτώ.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα
   Ο Θεός να με βοηθήσει, με χτύπησε η αρρώστια. Δε μπορώ να γράψω τίποτε άλλο.

   2 Ιουλίου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Συνάντησα το Χάρο και επέζησα για να μπορέσω να μιλήσω γι' αυτό. Είναι ελάχιστα εκείνα που θυμάμαι για την αρρώστια του κορμιού μου, εκτός από τους πόνους που ήταν σαν μαχαιριές στα μάτια μου και το αίμα μου που μου φαινόταν ότι έβραζε και κόχλαζε. Φώναζα τη μητέρα μου και το πρόσωπό της ήταν το τελευταίο πράγμα που είδα καθαρά σ' αυτόν τον κόσμο πριν θυθιστώ σε μια μακριά, αλλόκοτη νύχτα. Λένε πως έμεινα στο κρεβάτι παλεύοντας με το θάνατο πέντε μέρες, να τινάζομαι απ' τους σπασμούς κάτω απ' τα σκεπάσματα, να φωνάζω και να παραληρώ, άλλοτε χαρούμενα κι άλλοτε σαν να έδινα μάχη θανάσιμη με τον ίδιο το Διάβολο.
   Η μητέρα μου, αυτή η γλυκιά και πάντα αφοσιωμένη γυναίκα, μου λέει ότι η αρρώστια μου πήρε μια τρομακτική τροπή, γιατί τα δηλητήρια, αντί να φεύγουν προς τα έξω με τον ιδρώτα, στράφηκαν προς τα μέσα κι έκαναν το κορμί μου να βγάζει ανυπόφορη δυσωδία και μολυσμένους αχνούς. Απελπίστηκε πως δε θα ζούσα και κάλεσε τον εφημέριο Μπάρλοου. Εκείνος μου έδωσε άφεση, με κοινώνησε κι αποχαιρέτησε την κοπέλα που ο ίδιος είχε βαφτίσει είκοσι χρόνια πριν.
    Αυτά που θυμάμαι εγώ από τις μέρες που ήμουν αναίσθητη είναι χρώματα. Πολλά χρώματα, πολύ λαμπερά και κινούμενα.
   Και τότε, λίγο πριν γυρίσω ξανά σ' αυτόν τον κόσμο, είδα ένα όραμα με τη μητέρα της μητέρας μου, τη Μαργαρίτα, που έχει πεθάνει πολλά χρόνια πριν. Ήταν όμορφη, ακόμα και με το πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και τα λευκά και λιγοστά μαλλιά της. Ήταν καλοντυμένη κι είχε κορμοστασιά νέας κοπέλας. Έμοιαζε να φωτίζεται από παντού, φως έβγαινε ακόμα κι από μέσα της. Φορούσε ένα μεγάλο στέμμα στο κεφάλι και κοσμήματα στο λαιμό, στους καρπούς και τα δάχτυλα. Ύστερα όμως είδα την κοιλιά της να μην είναι πια ίσια, αλλά να έχει φουσκώσει σαν έγκυος, σαν μια μεγάλη κι ευγενική Μαντόνα. Ακούμπησε τα χέρια της στην κοιλιά της και χαμογέλασε. Και ξάφνου είδα πως το πρόσωπό της δεν ήταν της γιαγιάς μου, μα το δικό μου. Και τότε άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα τη μητέρα μου να κάθεται και να με κοιτάζει χαμογελώντας μου γλυκά.
   Ήμουν αδύναμη σαν μωρό για πολλές μέρες μετά την επιστροφή μου από τον κάτω κόσμο, αλλά, δόξα τω Θεώ, σωθήκαμε όλοι, και ο πατέρας και ο αδελφός μου. Ο Ερρίκος, μόλις έμαθε πως αρρώστησα, μου έστειλε τον προσωπικό του γιατρό, το δόκτορα Μπατς. Έφτασε όμως πολύ αργά για να μπορέσει να κάνει κάτι. Μου έφερε ωστόσο ένα έγγραφο που μου έστελνε ο Ερρίκος και πραγματικά, μου έκανε πολύ καλό. Ήταν ένα γράμμα του βασιλιά της Γαλλίας, το οποίο επιβεβαίωνε την αμετακίνητη υποστήριξή του για το διαζύγιο του Ερρίκου. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί, χωρίς την αγάπη του Φραγκίσκου, η υπόθεσή μας δε θα έχει αίσιο τέλος. Μαζί μ' αυτό το ντοκουμέντο, ο Ερρίκος μου έστειλε κι ένα δικό του γράμμα, με το οποίο με ικετεύει να γυρίσω στην Αυλή αμέσως μόλις ανακτήσω τις δυνάμεις μου.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   5 Αυγούστου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Για τ' όνομα του Θεού! Τόσο καιρό εμείς νομίζαμε πως ο Καρδινάλιος Καμπέτζο βρισκόταν καθ' οδόν κι αυτός δεν είχε ξεκινήσει ακόμα για τη Γαλλία! Ο ταλαίπωρος υποφέρει από ποδάγρα κι έτσι έμεινε κρεβατωμένος στην Ιταλία μέχρι να του περάσει η κρίση.
   Ο Ερρίκος θέλει να μείνω μαζί του εδώ στο Άμπτχιλ δεκαπέντε μέρες ακόμα, αλλά εγώ αρνήθηκα. Θα γυρίσω πάλι στο Ήντενμπριτζ, γιατί οι κακές γλώσσες δε σταματάνε στιγμή. Ο Ερρίκος, πανευτυχής που με ξανάδε γερή και δυνατή, μου δείχνει καθημερινά με σκανδαλώδη τρόπο την αγάπη και τον πόθο του και με χαϊδολογάει μπροστά σ' όλο τον κόσμο. Μέχρι και σχέδια για το γάμο θέλει να κάνουμε, μα αυτό πια καταντάει τρέλα. Σύντομα ο Καρδινάλιος Καμπέτζο θα γίνει καλά και θα ξεκινήσει το ταξίδι του προς τα εδώ. Όταν φτάσει, δεν πρέπει να του δοθεί το δικαίωμα να σκεφτεί ότι ο βασιλιάς θέλει να χωρίσει για να παντρευτεί εμένα. Το λέω αυτό του Ερρίκου κι εκείνος γελάει και με φιλάει, γιατί ο πόθος τον έχει κάνει πια απερίσκεπτο. Με εκνευρίζει που πρέπει να του τραβάω συνεχώς τα χαλινάρια. Κι έτσι, κουρασμένη απ' όλα αυτά, τα μαζεύω ξανά για να γυρίσω στο Χήβερ κι εκεί να περιμένω, ώσπου να περάσει η ποδάγρα κάποιου γέροντα.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   19 Οκτωβρίου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Έχω καταρρεύσει. Επιστρέφοντας απ' το κυνήγι, πέρασα από την κουζίνα κι άκουσα δυο υπηρέτριες να κουβεντιάζουν ψιθυριστά. Δεν ήταν παρά γυναικουλίστικα κουτσομπολιά, εμένα όμως μ' έτσουξαν πολύ. Σκανδαλισμένες τάχα, λέγανε για το πώς μια κυρά του δικού τους σπιτικού είναι το αντικείμενο κουτσομπολιών που είχαν φτάσει απ' το Λονδίνο, μαζί με τα μπαχαρικά και το μαλλί της Φλάνδρας. "Ναν Μπούλεν, η μαυρομάτα πουτάνα του βασιλιά", με αποκαλούσαν. Εγώ, πουτάνα. Εγώ που ως τώρα έχω κρατήσει άθικτη την παρθενιά μου! Εγώ που με την αυστηρή συμπεριφορά μου κατάφερα να κρατήσω υπό έλεγχο ένα λάγνο βασιλιά. Τα βάζει με τον Πάπα και τον Αυτοκράτορα ένας μονάρχης, μόνο και μόνο για να παντρευτεί μια πουτάνα;
   Τέλος πάντων, αυτά τα κουτσομπολιά, όσο ενοχλητικά κι αν είναι, δεν είναι τίποτα μπροστά στη στασιμότητα που υπάρχει στο θέμα του διαζυγίου. O Καμπέτζο έφτασε επιτέλους στην Αγγλία, αλλά με πρόφαση την ποδάγρα του αναβάλλει τη σύγκληση του δικαστηρίου. Εγώ νομίζω πως είναι δικαιολογία για να καθυστερήσει την υπόθεση. 
   Πριν από μια βδομάδα, ο βασιλιάς ήρθε στο Χήβερ. Μου έφερε κάποια νέα που νόμιζε πως θα με χαροποιούσαν: Ο Καμπέτζο, λέει, αφού πέρασε δεκαπέντε μέρες στο κρεβάτι, στο ανάκτορο του Μπαθ, σηκώθηκε και ζήτησε ακρόαση από τον Ερρίκο. Όταν, τελικά, συναντήθηκαν, παρέδωσε στο βασιλιά κάποιες επιστολές του Πάπα και του είπε ένα σωρό μελένια λόγια. Αλλά δε βγήκε τίποτα το ουσιαστικό απ' αυτή τη συνάντηση. Προφασιζόμενος αδιαθεσία και πόνους, ο Καρδινάλιος ζήτησε την άδεια να αποσυρθεί νωρίς και ο Ερρίκος, μεγαλόκαρδος πάντα, του την έδωσε.
   Όταν την άλλη μέρα ο βασιλιάς πήγε στο Μπαθ για να εκθέσει τη μελετημένη θεολογικά άποψή του κατά του γάμου του, ο Καμπέτζο, κρύβοντας τις σκέψεις του, τον παρακάλεσε να σεβαστεί την παρούσα έγγαμη κατάστασή του. Κι όταν ο Ερρίκος πρόβαλε αντιρρήσεις, ευγενικά αλλά και αμετακίνητα, ο Καρδινάλιος έκανε μια καινούργια πρόταση, που άρεσε στον Ερρίκο. Ας αποσυρθεί σε μοναστήρι η βασίλισσα, ήταν η συμβουλή του Καμπέτζο. Είναι θεοσεβούμενη γυναίκα και λογική, θα το κάνει στα σίγουρα.
   Την άλλη μέρα μάλιστα, ο Καμπέτζο και ο Γούλσεϋ πήγαν να υποβάλουν τα σέβη τους στην Αικατερίνη, κάτω στο Μπράιντγουελ, και της είπαν ότι ο Πάπας επιθυμούσε ένα τέτοιο αίσιο τέλος γι' αυτήν. Η βασίλισσα επιφυλάχθηκε ν' απαντήσει αρκετές μέρες κι ύστερα πήγε η ίδια να επισκεφθεί τον Καμπέτζο στο Μπαθ. Κι εκεί, του έδωσε μια τόσο βασιλική και αυστηρή απάντηση, που εκείνος έμεινε κατάπληκτος. Του είπε ξεκάθαρα πως θα ζήσει και θα πεθάνει μέσα στο πλαίσιο του έγγαμου βίου στον οποίο την τοποθέτησε ο Θεός. Δεν είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή με τον αδελφό του Ερρίκου, τον Αρθούρο, και ήταν παρθένα όταν πλάγιασε στο κρεβάτι του σημερινού βασιλιά. Ήταν λοιπόν αποφασισμένη να καθίσει να την κάνουν κομμάτια και να πεθάνει εκατό θανάτους, παρά να δεχτεί οποιαδήποτε αλλαγή στην έγγαμη σχέση της με το βασιλιά και νόμιμο σύζυγό της.
   Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ένα μεγάλο πλήθος, οργισμένο μ' αυτές τις διαδικασίες του διαζυγίου, συγκεντρώθηκε έξω από το ανάκτορο του Μπράιντγουελ και βάλθηκε να βροντοφωνάζει ευλογίες για τη βασίλισσα και να διατρανώνει την αγάπη του γι' αυτή. "Θάνατος στους εχθρούς μας!" φώναζαν. Και ποιος άλλος εκτός από μένα, τη μέλλουσα βασίλισσά τους, είναι αυτός ο εχθρός;
   Έγινα έξω φρενών. Όρμησα στον Ερρίκο σαν το σκυλί που το αφήνουν ελεύθερο αφού το έχουν αγριέψει. Πώς μπορούσε αυτή η γυναικούλα από την Ισπανία να επιβάλλεται σε παπικούς αρχιερείς, αυλικούς και βασιλιάδες. Πώς επέτρεπε αυτός, ο Ερρίκος, σ' εκείνο τον παμπόνηρο τον Καμπέτζο να κωλυσιεργεί προσποιούμενος πως πάσχει από ποδάγρα; Επιπλέον, ο θρασύτατος πληρεξούσιος δεν είχε έρθει καν να με επισκεφθεί, όπως μου είχε υποσχεθεί ο Ερρίκος.
   Ο βασιλιάς προσπάθησε να με πάρει στην αγκαλιά του και να με φιλήσει για να με ηρεμήσει, αλλά δεν τον άφησα. Έπρεπε να καταλάβει ότι εγώ του μιλούσα λογικά, ότι οι άλλοι τον κορόιδευαν. Μου χάιδεψε τότε τα μαλλιά, τα χέρια, και μου υποσχέθηκε πως θα φρόντιζε ν' αλλάξει η πορεία των πραγμάτων. Κι ύστερα έφυγε, γεμάτος ελπίδες. Κι εγώ έμεινα πίσω κι άρχισα να προσεύχομαι.
   Μένω, λοιπόν, αβοήθητη εδώ στο Χήβερ, με εξασθενημένο κορμί, πολύ κακή διάθεση κι ένα πρόστυχο παρατσούκλι. Το μέλλον δείχνει πραγματικά μαύρο.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   2 Μαρτίου 1529

   Ημερολόγιό μου, 
   Πολύ φοβάμαι ότι η πιστή σου φίλη γίνεται μια στρίγγλα. Με πνίγουν η αγωνία και οι αμφιβολίες, που με κάνουν να στενοχωριέμαι και να κλαίω, ακόμα και να ξεσπάω βάζοντας τις φωνές στο βασιλιά. Εκείνος με παίρνει τρυφερά στην αγκαλιά του και μου λέει ένα σωρό λόγια παρηγορητικά κι ελπιδοφόρα. Όποιος με βλέπει στα καινούργια μου πολυτελή διαμερίσματα εδώ στο Γκρήνουιτς, που είναι γεμάτα από δώρα αγάπης του Ερρίκου, περιστοιχισμένη από την οικογένειά μου κι εκείνους τους αυλικούς που ελπίζουν να με δουν βασίλισσα, θα νομίζει πως είμαι ευτυχισμένη, χαρούμενη και αισιόδοξη. Εγώ όμως έχω πολλά παράπονα και πολλούς λόγους για να είμαι θλιμμένη. Επτά μήνες στην Αγγλία και ο Καρδινάλιος Καμπέτζο δεν το βρίσκει ακόμα σωστό ν' αρχίσει τη δίκη. Επτά μήνες με χυδαίες κωλυσιεργίες, επιστολές που πάνε κι έρχονται στη Ρώμη, ικεσίες, λογικά μα άχρηστα επιχειρήματα, ψέματα...
   Ο Ερρίκος έστειλε μια αντιπροσωπεία στην Αικατερίνη να της διαβιβάσουν τη βαρύτατη κατηγορία ότι άνθρωποι του οίκου της σχεδιάζουν τη δολοφονία του βασιλιά. Εκείνη τους άκουσε με πρόσωπο ανέκφραστο σαν πέτρα κι ύστερα τους έδιωξε. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς έβαλε κατασκόπους του γύρω της και της απαγόρευσε κάθε επαφή με τον Ισπανό διπλωμάτη Μεντόζα. Της απαγόρευσε επίσης να βλέπει την κόρη της τη Μαρία, κάτι που, πραγματικά, είναι σκληρό και πέρα από κάθε λογική. Μα μήπως τη λύγισαν όλα αυτά τη βασίλισσα; Καθόλου! Το πείσμα της δυναμώνει συνέχεια, το ίδιο και η φανατική υποστήριξη των οπαδών της, που τη βλέπουν σαν μάρτυρα. Εμένα, πάλι, έρχονται στιγμές που θέλω να της βγάλω τα μάτια με τα νύχια μου.
   Ο χειρότερος κίνδυνος για μένα όμως είναι οι μηχανορραφίες που αυτός ο καταραμένος ο Γούλσεϋ εξυφαίνει εναντίον μου. Την περασμένη βδομάδα, ο εφημέριος στο παρεκκλήσι του Ερρίκου βρήκε ανάμεσα στα πράγματά μου ένα κείμενο του Τηντέηλ και το πήγε στον Καρδινάλιο. Ο Γούλσεϋ με τη σειρά του το πήγε στο βασιλιά. Είναι αλήθεια πως το να διαβάζεις μόνο ένα τέτοιο βιβλίο θεωρείται παράβαση της καθολικής ηθικής, πράξη αιρετική.
   Χωρίς να χάσω στιγμή, σηκώθηκα και πήγα να βρω το βασιλιά. Έπεσα στα γόνατα και ζήτησα την καλοσύνη του και τη συγγνώμη του για την πράξη μου. Εκείνος έμεινε για λίγο σκεφτικός κι ύστερα, προς μεγάλη μου ανακούφιση, είπε ότι παρόλο που εξακολουθεί να είναι πιστός καθολικός, θα ήθελε να διαβάσει κι αυτός το βιβλίο για να σχηματίσει κι ο ίδιος μια γνώμη, ίσως να γράψει και μια διατριβή περί αυτού. Είχα σωθεί κι ένιωσα βαθιά ευγνωμοσύνη που ο καλός μου ο Ερρίκος έχει τόσο ανοιχτό μυαλό και τόσο μεγάλη καρδιά!
   Ωστόσο, είναι φανερό πως ο Γούλσεϋ συνεχίζει να θέλει το κακό μου. Και πρέπει να πω ότι δεν το πολυπιστεύω πως ο Ερρίκος θα τα καταφέρει να χωρίσει νόμιμα από την Αικατερίνη. Όσο για τον Καμπέτζο, είναι μια παμπόνηρη αλεπού. Νομίζω πως απ' την αρχή δεν είχε σκοπό να μας δώσει την παραμικρή χαρά. Μας έφερε μόνο κενές υποσχέσεις και ψέματα από τον Κλήμη. Το κεφάλι μου πονάει φριχτά απ' την οργή και τούτον τον κρύο κι ατέλειωτο χειμώνα. Βδομάδες έχουμε να δούμε τον ήλιο.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   31 Μαΐου 1529

   Ημερολόγιό μου,
   Σπουδαία μέρα η σημερινή. Άρχισε η δίκη και ο γάμος μου είναι πια σίγουρος. Χθες το βράδυ, που συναντήθηκα με τον Ερρίκο στην παραποτάμια έπαυλη του πατέρα μου στο Ντάραμ, ήταν πολύ ευδιάθετος και όλος αυτοπεποίθηση, είχε ξεχάσει όλες τις καθυστερήσεις και τις αισχρές δικαιολογίες του Κλήμη και με βασιλική μεγαλοψυχία ετοιμαζόταν να τεθεί στη διάθεση του δικαστηρίου. Αυτό, μου εξήγησε, ήταν απαραίτητο να το κάνει για να προλάβει το ενδεχόμενο να τον καλέσει ο Πάπας στη Ρώμη, πράγμα που θα σήμαινε καταστροφή για μας.
   Όταν, σήμερα το πρωί, έφυγε η άκατος του Ερρίκου για το δικαστήριο, το οποίο συνεδριάζει στη Μονή των Μπλακφράιαρς, εγώ μπήκα μέσα και βρήκα τον πατέρα μου να στέκεται μπροστά στο μεγάλο τζάκι μόνος και βυθισμένος στις σκέψεις του. Πήγα δίπλα του, ζέστανα τα χέρια μου στη φωτιά, αλλά δε μίλησα. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και στο δικό του διάβασα ανησυχία, για να μην πω φόβο. Σηκώθηκα κι έφυγα τότε και πήγα επάνω, όπου είχε αποσυρθεί κι ο Τζωρτζ. Συναντηθήκαμε στο διάδρομο και στο τρεμάμενο φως των κεριών μιλήσαμε ψιθυριστά. Τον ρώτησα αν ξέρει τι σκέφτεται ο πατέρας μας για μένα και μου απάντησε πως ναι, ξέρει.
   "Ο πατέρας πασχίζει ακόμα να είναι πάντα αρεστός στο βασιλιά. Το ίδιο κι εγώ. Φοβόμαστε το παραμικρό στραβοπάτημα, τον παραμικρό παρεξηγήσιμο τόνο, την παραμικρή λάθος λέξη. Εσύ όμως, Άννα, τον έχεις στα πόδια σου. Πάω στοίχημα πως θα σου έπλενε και τα εσώρουχα, αν του το ζητούσες. Φωνάζεις, βρίζεις, χαλάς τον κόσμο όποτε σ' αρέσει. Σου εμπιστεύεται πράγματα που μόνο οι άντρες λένε μεταξύ τους. Και τώρα, πήγε να παρουσιαστεί στο παπικό δικαστήριο από το οποίο ζητάει διαζύγιο από την Αικατερίνη για να παντρευτεί εσένα! Στ' αλήθεια, έχει χάσει το νου του ο βασιλιάς μας και μοναδική αιτία γι' αυτό είσαι εσύ. Ο πατέρας μας το βλέπει, μα ούτε το καταλαβαίνει ούτε τον ευχαριστεί απόλυτα".
   "Γιατί; Η κόρη του θα γίνει βασίλισσα".
   "Άννα, δεν έγινες ακόμα".
   "Ο βασιλιάς όμως πιστεύει..."
   "Ο βασιλιάς πιστεύει στα όνειρά του".
   "Και τα πιστεύω κι εγώ!" απάντησα με θέρμη. "Ο Ερρίκος κυβερνάει τούτη τη χώρα κι ούτε οι λόρδοι ούτε ο αυτοκράτορας ούτε ο Πάπας ούτε ο Θεός θα τον εμποδίσουν να κάνει αυτό που ποθεί η καρδιά του. Κι αυτό που ποθεί, είμαι εγώ. Το πώς συνέβη είναι μυστήριο, το παραδέχομαι. Χρησιμοποίησα τις γαλλικές πονηριές, την εξυπνάδα μου, του αντιστάθηκα κι αυτό τον έκανε να με θέλει ακόμα πιο πολύ, αλλά, αδελφέ μου, για να είμαι ειλικρινής, ούτε εγώ ξέρω πώς με αγάπησε με τέτοια άγρια φλόγα η Μεγαλειότητά του. Αυτό που ξέρω είναι ότι η φωτιά που τον καίει είναι τόσο δυνατή, ώστε θα κινήσει όλη τη γη και τα μισά ουράνια για να μ' αποκτήσει. Έχε μου λοιπόν εμπιστοσύνη, Τζωρτζ. Θα γίνω βασίλισσα. Θα το δεις".
   Μου χαμογέλασε με τόση ελπίδα και τρυφερότητα, που η καρδιά μου ξεχείλισε από αγάπη γι' αυτόν.
   Τώρα κάθομαι εδώ, στο Ντάραμ Χάουζ, και περιμένω, ενώ ο Ερρίκος περιμένει όλους τους Άγγλους επισκόπους και καρδιναλίους να τον καλέσουν να υποστηρίξει την υπόθεσή του, ότι δηλαδή επί είκοσι χρόνια ζούσε σαν μοιχός.
   Πήγαινε, Ερρίκο, να σταθείς μπροστά τους με όλες τις χάρες σου και τις τιμές σου. Ταρακούνησε τον κόσμο, κομμάτιασέ τον κι ύστερα μάζεψε ξανά τα κομμάτια και φτιάξε τον όπως τον θέλουμε εμείς. Δικό μας και μόνο δικό μας!
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   21 Ιουνίου 1529

   Ημερολόγιό μου,
   Η μάχη άρχισε για τα καλά κι εγώ, τώρα, στέκομαι στα παράθυρα του Ντάραμ που βλέπουν προς το ποτάμι και παρακολουθώ την άκατο της Αικατερίνης, που την πηγαίνει στους Μπλακφράιαρς για να καταθέσει στο δικαστήριο.
   Κατά μήκος του ποταμού είναι μαζεμένοι πολίτες, γυναίκες κυρίως, που τη ζητωκραυγάζουν στο πέρασμά της με φωνές αγάπης και αφοσίωσης. Το ήξερα ότι υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν τη βασίλισσά τους και μισούν εμένα.
   Οι ώρες περνούσαν και δεν είχαμε ειδήσεις για τη δίκη. Όταν όμως το απομεσήμερο έσβησε μέσα στο μελένιο φως του δειλινού, είδαμε μια πλωτή πομπή από βάρκες και ακάτους που ανέβαινε το ποτάμι. Ανάμεσά τους βρισκόταν και το υπέροχο σκάφος του Ερρίκου, που έστριψε κι ήρθε ν' αράξει στην αποβάθρα του Ντάραμ.
   Χαμογελαστός και αδιαφορώντας που τον έβλεπε τόσος κόσμος, διέσχισε με μεγάλες δρασκελιές το γρασίδι κι εγώ, παίρνοντας θάρρος απ' τη δική του αψηφησιά, βγήκα να τον προϋπαντήσω με το εκθαμβωτικό ζαφειρένιο φόρεμά μου και τα μαλλιά λυτά στους ώμους μου. Μόλις όμως οι τοίχοι του σπιτιού τον έκρυψαν από τα μάτια του κόσμου, όλη του η πόζα τον εγκατέλειψε. Σαν να έλιωσε, το χαμόγελό του εξαφανίστηκε και στη θέση του ζωγραφίστηκαν κούραση και οργή. Έβαλα τον κουρασμένο μου στρατιώτη να καθίσει και τον περιποιήθηκα, του σφούγγισα το μέτωπο με δροσερές, αρωματισμένες πετσέτες, του έφερα δροσερό κρασί και βάλθηκα να τον φιλάω γλυκά.
   Χαμογέλασε τότε λιγάκι, έδειξε να θυμάται γιατί έδινε αυτόν τον ατέλειωτο αγώνα κι άρχισε να μου λέει τι είχε γίνει στο δικαστήριο. Η διαδικασία είχε ξεκινήσει με τη δική του κατάθεση, η οποία έβγαινε απ' την καρδιά του και τη συνείδησή του. Βασανιζόταν για τη μοιχεία που άθελά του είχε διαπράξει με την Αικατερίνη, τη νόμιμη σύζυγο του αδελφού του.
   "Μίλησα καλά και για πολύ ώρα", μου είπε, "και παρουσίασα τα επιχειρήματά μου με τον καλύτερο τρόπο. Μα σαν τελείωσα, σηκώθηκε η Αικατερίνη και μ' εκείνο το σπανιόλικο βασιλικό ύφος της διέσχισε τη σιωπηλή αίθουσα κι ήρθε κι έπεσε γονατιστή στα πόδια μου. Και με ικέτεψε, Άννα, στο όνομα όλης της αγάπης που υπήρξε ανάμεσά μας, αλλά και για την αγάπη του Θεού στο όνομα του οποίου υποστήριξε πως μιλούσε, να της αποδώσω δίκαιο και δικαιοσύνη. Ζήτησε έλεος και συμπάθεια, ξένη καθώς είναι σ' αυτόν τον τόπο, και δήλωσε ότι δεν έχει ικανούς συμβούλους. Αυτό είναι αλήθεια. Οι δύο αυτοκρατορικοί δικηγόροι, που περίμενε να έρθουν απ' τη Φλάνδρα για να την υποστηρίξουν, δεν έφτασαν ποτέ. Λένε πως δε τους άφησε ο ανιψιός της ο Κάρολος, φοβούμενος για την ασφάλειά τους. Πίστεψέ με, όμως, η Αικατερίνη μίλησε τόσο καλά, που θα ντρόπιαζε οποιονδήποτε συνήγορο. Είπε πως υπήρξε πιστή, ταπεινή και υπάκουη σύζυγος, πως αγαπούσε τους φίλους μου και μισούσε τους εχθρούς μου. Όσο για τα νεκρά παιδιά που έφερε στον κόσμο, γι' αυτό, είπε, δεν έφταιγε εκείνη: Τέτοιο ήταν το θέλημα του Θεού".
   Ο Ερρίκος σταμάτησε κι έριξε πίσω το κεφάλι, σαν να θυμήθηκε κάτι οδυνηρό.
   "Τι είναι, αγάπη μου;" τον ρώτησα. "Τι είπε μετά;"
   "Ορκίστηκε στο Θεό (αχ, πόσες φορές επικαλέστηκε το όνομά του!) πως όταν την πρωτοπήρα στο κρεβάτι μου, ήταν παρθένα, ανέγγιχτη από άντρα. Παρθένα έπεσε στην κλίνη του Αρθούρου και παρθένα έφυγε".
   "Ισχυρίζεται δηλαδή το ακριβώς αντίθετο απ' αυτό στο οποίο στηρίζεις εσύ όλα σου τα επιχειρήματα, ε;"
   Εκείνος κατένευσε βαριά.
   "Ο πατέρας μου όμως", συνέχισα εγώ, "θυμάμαι ότι μίλησε με τον Αρθούρο το άλλο πρωί, μετά τη νύχτα του γάμου τους, και ο Αρθούρος του είπε: "Φέρε μου ένα κύπελλο μπίρα, γιατί χθες το βράδυ χώθηκα καταμεσής της Ισπανίας!" Κι υπάρχουν κι άλλοι που το λένε. Δεν ήταν παρθένα όταν ήρθε στο κρεβάτι σου και άρα έχεις δίκιο, όσες φορές κι αν ορκιστεί εκείνη στο Θεό".
   Ο Ερρίκος άκουσε τις λογικές κουβέντες μου, μα η διάθεσή του δεν έφτιαξε.
   "Εσύ δεν είδες το πλήθος όταν έφευγε η Αικατερίνη από το δικαστήριο. Όλος ο κόσμος είναι με το μέρος της. Κατάπληκτοι και σιωπηλοί, επίσκοποι, κληρικοί και νομικοί σύμβουλοι άκουγαν τις ζητωκραυγές που έμπαιναν από τις ανοιχτές πόρτες. "Καλή μας Αικατερίνη!" φώναζε το πλήθος. "Μπράβο της! Κανέναν δε φοβάται!" Αχ, Άννα, δείχνει αξιοθαύμαστη δύναμη..."
   "Το ίδιο κι εσύ!" φώναξα, πιάνοντας και τα δυο του χέρια. Έβλεπα τις φλέβες και τα νεύρα να έχουν γίνει ένας κόμπος στο σβέρκο του, έβλεπα κάτωχρα τα μάγουλά του από τη στενοχώρια. "Αλήθεια είπε η Αικατερίνη πως είναι ξένη εδώ!" φώναξα. "Τούτη η χώρα είναι η δική σου κι εκείνη ήταν βασίλισσα μόνο επειδή την έκανες εσύ!" 
   "Σωστά, σωστά", συμφώνησε ο Ερρίκος, δείχνοντας να συνέρχεται.
   "Το αίμα των Τυδόρ που ρέει στις φλέβες σου αγωνίστηκε για τούτο το στέμμα και το κέρδισε. Είσαι ο όγδοος Ερρίκος που βασιλεύει σ' αυτή τη χώρα, αλλά είσαι ο μεγαλύτερος απ' όλους. Δε θ' αφήσεις μια Σπανιόλα πριγκίπισα να κάμψει την πυγμή σου".
   "Ούτε κι έναν καταραμένο Καρδινάλιο!"
   Γυρίσαμε κι οι δυο κι είδαμε τον πατέρα μου να μπαίνει στο δωμάτιο. Μόλις είχε έρθει απ' το ποτάμι.
   "Ζητάω συγγνώμη από τη Μεγαλειότητά σας", συνέχισε απευθυνόμενος στον Ερρίκο, "αλλά ο άνθρωπός σας ο Γούλσεϋ σας βλάπτει. Η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχο και πιστεύω πως το λάθος είναι δικό του".
   "Πολύ αυστηρή κρίση αυτή, Τόμας".
   "Αντίθετα, Μεγαλειότατε, μετριοπαθής. Ακόμα και ο Τόμας Μορ, ο σοφός αυτός άνθρωπος, χαρακτηρίζει πανούργες τις ενέργειες του Γούλσεϋ. Λέει πως σας εμπαίζει με το χειρότερο τρόπο. Και ο λαός, κι αυτός τον μισεί, Μεγαλειότατε, εξαιτίας των αβάσταχτων φόρων που επιβάλλει. Θα σας έλεγα λοιπόν να τον παρακολουθείτε στενά, όπως και τον Καμπέτζο".
   "Σ' ευχαριστώ για τα λόγια σου, λόρδε Όρμοντ, κι εσένα καλή μου. Αλλά, παρόλο που μπορεί να έχετε δίκιο για τους καρδινάλιους, εγώ πιστεύω πως δε θα τολμήσουν ποτέ να βγάλουν απόφαση εναντίον μου. Ο Πάπας δε θέλει επ' ουδενί να χάσει τον Άγγλο σύμμαχό του. Περάσαμε μια δύσκολη μέρα, φίλοι μου, στο τέλος όμως θα νικήσουμε".
   Κι έτσι, έχοντας ξαναβρεί την καλή του διάθεση, ο βασιλιάς έφαγε μαζί μας και γελάσαμε πολύ. Ύστερα έπαιξα λαούτο και τραγουδήσαμε κι όταν αποσύρθηκε ο πατέρας μου, αγκαλιαστήκαμε κι ανταλλάξαμε πολλά φιλιά. Ο Ερρίκος είπε πως αυτά είναι που τον κάνουν ικανό να κινήσει γη και ουρανό. Μ' αγαπάει αληθινά κι εγώ ψάχνω κάθε στιγμή την καρδιά μου για να βρω ένα όμοιο συναίσθημα για κείνον. Κάποια μέρα, το ξέρω, η αγάπη μου θα μοιάσει με τη δική του, αλλά για την ώρα προσποιούμαι.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα
   
   25 Ιουλίου 1529

   Ημερολόγιό μου,
   Η προδοσία που έγινε είναι τόσο απίστευτη, ώστε δυσκολεύομαι να μιλήσω γι' αυτήν. Πρέπει όμως να το κάνω, γιατί η μοίρα μου και η μοίρα του Ερρίκου είναι πια άρρηκτα δεμένες. Το δικαστήριο του παπικού πληρεξούσιου διέκοψε χωρίς να βγάλει καμιά ετυμηγορία, ούτε ευνοϊκή για το διαζύγιο του βασιλιά ούτε ενάντια. Σταμάτησε απλώς να συνεδριάζει και παρέπεμψε την υπόθεση στη Ρώμη! Καταστροφή, καθολική κι αναμφισβήτητη. Η Αικατερίνη κέρδισε αυτή τη μάχη, γιατί αν η υπόθεση συζητηθεί στη Ρώμη, είναι σίγουρο πως θα βγει απόφαση υπέρ της.
   Την τελευταία μέρα της συνεδρίασης του δικαστηρίου, όπου θα έβγαινε η απόφαση, πήγα στους Μπλακφράιαρς να παρακολουθήσω αυτό που νόμιζα ότι θα γινόταν, την αναγγελία δηλαδή της ετυμηγορίας. O Ερρίκος, όταν άκουσε την απόφαση του Καμπέτζο, σηκώθηκε κι έφυγε από την αίθουσα βγάζοντας αφρούς και κάνοντας το πάτωμα να τρέμει κάτω από τα πόδια του. 
   Εγώ, μόνη μου σ' έναν εξώστη, έχυνα πικρά δάκρυα για όλον αυτό τον καιρό που πήγε χαμένος, για όλες αυτές τις ελπίδες που ήταν πια νεκρές.
   Και πού ήταν τάχα η μεγάλη επιρροή του Καρδινάλιου Γούλσεϋ σε όλα αυτά; Πού, αλήθεια; Ο ανίκανος γερο-ηλίθιος που μας κορόιδευε και μας έκανε να πιστεύουμε ότι το δικαστήριο θα ήταν ευνοϊκό αφού θα γινόταν εδώ, στην Αγγλία! Καταραμένος να 'ναι, αυτός ο γιος ενός χασάπη απ' το Ίπσγουιτς, που ανέβηκε στα ύπατα αξιώματα. Όμως το άστρο του έπαψε πια να φέγγει δυνατό. Ο Ερρίκος με ακούει. Έχει να υποφέρει πολλά από τη δυσαρέσκειά μου, αυτός ο χαμένος ο Καρδινάλιος. Θα υποστεί μια πτώση, απ' την οποία δε θα ξανασηκωθεί ποτέ. Θα το φροντίσω προσωπικά.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   31 Αυγούστου 1529

   Ημερολόγιό μου,
   Ο βασιλιάς κι εγώ και όλη η Αυλή είμαστε σε κυνηγετική περιοδεία στην καλοκαιρινή εξοχή γύρω από το Λονδίνο. Πού και πού ακούγονται κάποιες γκρίνιες από τους αυλικούς, όταν πηγαίνω καβάλα δίπλα στο βασιλιά πάνω στον κέλητά μου, που είναι στολισμένος με βελούδα, μετάξια και χρυσάφια, όλο κρόσσια και φούντες. Κι οι γκρίνιες γίνονται ακόμα πιο πολλές όποτε ο Ερρίκος με παίρνει πισωκάπουλα στο δικό του άλογο. Ο κοσμάκης που μας βλέπει έτσι σκανδαλίζεται κι οι περισσότεροι πιστεύουν πως είμαι μετρέσα του στην ψυχή και στο κορμί.
   Η αλήθεια είναι πως είναι βαριά ερωτοχτυπημένος και μου δείχνει ξεκάθαρα την αγάπη του. Όχι μόνο με δώρα, αν και είναι πάρα πολλά κι αυτά: οι σέλες και τα χάμουρα, τα ρούχα, τα τόξα και τα βέλη, τα γάντια, ακόμη και τα εσώρουχά μου είναι δώρα δικά του. Μα δε σταματάει εκεί. Με αγκαλιάζει δημοσίως, με φιλάει, δείχνει σ' όλους πόσο μ' αγαπάει.
   Απόψε που καθίσαμε να φάμε το βραδινό μας στα διαμερίσματά του, μπροστά σε μια φωτιά που τριζοβολούσε, του είπα πως αυτές οι εκδηλώσεις δεν είναι συνετές. Μέχρι να λήξει η υπόθεση, του τόνισα, πρέπει να δίνουμε μια εικόνα κοσμιότητας.
   Σαν αποφάγαμε, εκείνος σηκώθηκε να σκαλίσει τη φωτιά κι έτσι όπως στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη, μου είπε ήρεμα -και κάπως πονηρά, μου φάνηκε- ότι πριν από μερικούς μήνες ο Κλήμης του είχε πει πως αν παρέμενε παντρεμένος με την Αικατερίνη, αυτός, ο Πάπας, θα αναγνώριζε με ειδική πράξη ως νόμιμα τα παιδιά που θα αποκτούσε από μένα. Δεν μπορούσα να πιστέψω στ' αυτιά μου! Σηκώθηκα κι έκανα να φύγω απ' το δωμάτιο για να μη δει ο βασιλιάς τα οργισμένα δάκρυά μου. Αλλά εκείνος έτρεξε και μ' άρπαξε πριν βγω από την πόρτα. 
   "Μη φεύγεις, Ναν. Εγώ ποτέ μου δε συμφώνησα μ' αυτό".
   "Τότε γιατί μου το λες;"
   "Μα γιατί σου λέω τα πάντα".
   "Εγώ πιστεύω πως σου άρεσε αυτή η πρόταση. Κρατάς και τη βασίλισσά σου, έχεις κι εμένα. Αναγνωρίζονται ως νόμιμοι οι μπάσταρδοι γιοι σου. Διατηρείς τη φιλία σου με τον Πάπα. Βέβαια, Ερρίκο! Σου αρέσει και πολύ μάλιστα!" Προσπάθησα να τραβηχτώ, αλλά εκείνος με κράτησε σφιχτά και τα δάκρυά μου άρχισαν να κυλάνε ποτάμι. "Ωχ, Θεέ μου, τι ανόητη που ήμουν!" φώναξα. "Περίμενα τόσο καιρό για να παντρευτώ νόμιμα και ν' αποκτήσω παιδιά, μα άδικα! Πήγαν χαμένα τα νιάτα μου κι ο χρόνος που ξόδεψα!"
   Το πρόσωπο του Ερρίκου αλλοιώθηκε, το δυνατό πιγούνι του άρχισε να τρέμει και τα μάτια του βούρκωσαν.
   "Άκουσέ με καλά, Άννα. Θα σε παντρευτώ είτε με χαρτί του Πάπα είτε και χωρίς".
   Εγώ έμεινα άναυδη.
   "Θα μπορούσες να κάνεις τέτοιο πράγμα;" τον ρώτησα.
   "Αν χρειαστεί".
   Έμεινα σιωπηλή, συνειδητοποιώντας τι σήμαινε γι' αυτόν κάτι τέτοιο: αφορισμός. Ιερός Πόλεμος εναντίον της Αγγλίας
   "Διάβασα, βλέπεις, το βιβλίο σου", συνέχισε σιγανά ο Ερρίκος. "Το προσκύνημα του χριστιανού του Τηντέηλ".
   "Και τι ανακάλυψες;"
   "Διάβασα και ξαναδιάβασα τα μέρη που είχες σημαδέψει με το νύχι σου για να τα προσέξω". Γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα του στη φωτιά. "Είναι ένα βιβλίο που πρέπει να το διαβάσουν όλοι οι βασιλιάδες. Γιατί λέει πως αυτοί είναι υπεύθυνοι όχι μόνο για το σώμα των υπηκόων τους, αλλά και για την ψυχή τους".
   Τα δάκρυά μου στέγνωναν κιόλας.
   "Συνέχισε", τον προέτρεψα.
   "Είμαι Άγγλος βασιλιάς κι έτσι, σύμφωνα μ' ένα πανάρχαιο δικαίωμα, είμαι απόλυτος αυτοκράτορας... και Πάπας στο βασίλειό μου".
   "Ναι, Ερρίκο, είσαι!" του φώναξα. "Κι αν σου άρεσαν οι ιδέες που βρήκες σ' αυτό το βιβλίο, έχω να σου δώσω κι άλλο ένα να διαβάσεις".
   Το πρόσωπο του Ερρίκου σκοτείνιασε και πήρε ένα ύφος σαν του Άτλαντα που σηκώνει στις πλάτες του ολόκληρο τον κόσμο.
   "Οι ιδέες αυτές είναι σωστές κι αληθινές, το παραδέχομαι, αλλά είναι μόνο λόγια βαλμένα στο χαρτί από συγγραφείς που έχουν μια ζωή μόνο να νοιαστούν. Εγώ δε μπορώ ν' ανοίξω τώρα πόλεμο μ' όλη την καθολική Ευρώπη. Δεν έχω μόνιμο στρατό ούτε χρήματα να στρατολογήσω άντρες. Θα υποφέρει όλη η Αγγλία από κάτι τέτοιο, γι' αυτό και..."
   "Ξέρω".
   "Κι επιτέλους, δε χάσαμε ακόμα στη Ρώμη!"
   "Κι αυτό το ξέρω".
   "Θεέ μου, πόσο σ' αγαπάω, Άννα!" φώναξε και μ' έσφιξε στο στήθος του. "Στάσου στο πλευρό μου να παλέψουμε μαζί και θα νικήσουμε. Το ξέρω καλά!"
   "Θα σταθώ, Ερρίκο, θα σταθώ".
   Τον φίλησα και τον έσφιξα κι εγώ επάνω μου. Ο πόλεμός μας θα είναι μακρύς και αδυσώπητα σκληρός, αλλά απόψε κατάλαβα ότι είναι ακλόνητος στην απόφασή του να τον κάνει. Και πάνω απ' όλα, κατάλαβα πως τώρα βλέπει κάπως διαφορετικά τα πράγματα -φωτισμένα από ένα φως που πηγάζει από πηγή εντελώς διαφορετική από τη Ρώμη. Από μια πηγή που τη λένε Λούθηρο.
   Ειλικρινά δική σου,
   Άννα

   27 Οκτωβρίου 1529

   Ημερολόγιό μου,
   Έγινε κάτι υπέροχο. Ο άλλοτε σπουδαίος και τρανός Καρδινάλιος Γούλσεϋ έχασε τα πάντα κι εγώ, «εκείνο το χαζοκόριτσο, κάπου στην Αυλή», υπήρξα το όργανο της καταστροφής του. Αν και στην πραγματικότητα έσκαψε μόνος του το λάκκο του, βάζοντας έναν ξένο νόμο -της Ρώμης- πάνω από του βασιλιά μας. Κι έτσι, παραβίασε τον αγγλικό νόμο που απαγορεύει την ανάμιξη των εκκλησιαστικών αρχών στα πολιτικά πράγματα. Ένα ωραίο πρωινό, λοιπόν, οι δούκες του Νόρφολκ και του Σάφολκ πήγαν στο Γιορκ Πλέης και του πήραν τη Μεγάλη Σφραγίδα του Βασιλείου που είχε ως Αρχικαγκελάριος και τον απογύμνωσαν από όλα του τα αξιώματα, τα κτήματα και τα επίγεια αγαθά. Με σκυμμένο το κεφάλι εγκατέλειψε το Γιορκ Πλέης.
   Ο ρόλος που έπαιξα εγώ ήταν ότι έκανα τον Ερρίκο να καταλάβει πως ο Γούλσεϋ δεν ήταν φίλος, αλλά, αντίθετα, είχε προκαλέσει ένα σωρό προβλήματα και αδικίες εις βάρος του βασιλιά του.
   Όταν έφυγε από το Γιορκ Πλέης, ο Ερρίκος με πήρε και πήγαμε να δούμε τα πράγματα που του είχαν κατασχέσει. Ο πλούτος κι ο αριθμός των αντικειμένων που είδαμε ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Αμέτρητες ταπισερί, δεκάδες χαλιά, μαξιλάρια, κουρτίνες, δεκάξι σκαλιστά κρεβάτια με ουρανό, τραπέζια, θρόνοι, μπαούλα, τεράστιοι πίνακες, χρυσά πιάτα και κούπες για εκατό άτομα, σταυροί στολισμένοι με πετράδια, δισκοπότηρα και ιερατικά άμφια.
   "Όλα αυτά είναι τώρα δικά σου, Ερρίκο, δικαιωματικά", του είπα, καθώς χαζεύαμε όλον εκείνο τον πλούτο κι εκείνος κοιτούσε έκπληκτος από δω κι από κει.
   "Είναι και δικά σου, Ναν", μου αποκρίθηκε.
   Χαμογέλασα από μέσα μου. 
   "Γαμήλιο δώρο από τον Γούλσεϋ, θες να πεις;"
   Δε μου απάντησε και, βλέποντάς τον κάπως μελαγχολικό, κατάλαβα πως αναλογιζόταν πόσο καλός σύμβουλος είχε υπάρξει γι' αυτόν στο παρελθόν ο Γούλσεϋ.
   "Ερρίκο, δεν έκανες τίποτα κακό. Ήταν καιρός ν' απομακρυνθεί ο Γούλσεϋ", του είπα.
   "Ναι... Χρειάζομαι έναν καγκελάριο που να μην είναι κληρικός. Τι γνώμη έχεις για τον Τόμας Μορ που διάλεξα;"
   Δε βιάστηκα ν' απαντήσω, γιατί ήξερα πως ο νομομαθής και σοφός συγγραφέας της Ουτοπίας είναι φίλος του Ερρίκου. Ο διορισμός του, όμως, μ' έβαζε σε σκέψεις.
   "Αγάπη μου, είναι φανατικός καθολικός κι αντίθετος στο διαζύγιο", είπα στο τέλος.
   "Μάλιστα. Κι εγώ τον ενθαρρύνω να ακολουθεί τις προσταγές της συνείδησής του. Δε θ' ασχοληθεί όμως με το διαζύγιό μου, αλλά μόνο με κρατικά και νομικά ζητήματα".
   "Ο σεβασμός του Μορ προς τη Μεγαλειότητά σου είναι αξιοθαύμαστος και σίγουρα ειλικρινής. Έχει όμως μια οικογένεια να συντηρήσει και πρέπει να προωθήσει τη σταδιοδρομία του".
   "Αμφισβητείς τα κίνητρά του;" ρώτησε ο Ερρίκος.
   "Τα κίνητρά του όχι, αλλά το κατά πόσο θα είναι διατεθειμένος ν' αλλάξει γνώμη. Στην Ουτοπία του, ο Μορ είναι αμετακίνητος για την τιμωρία που πρέπει να επιβάλλεται σε όσους είναι ένοχοι μοιχείας ή άλλων σεξουαλικών αδικημάτων. Και για μεν τους μοιχούς προτείνει να πωλούνται ως δούλοι, για δε τα άλλα αδικήματα προτείνει ξεκάθαρα την ποινή του θανάτου".
   "Σωστά. Στο ίδιο βιβλίο όμως γράφει ότι δεν αποκλείεται η περίπτωση διαζυγίου και πιστεύω ότι τα επιχειρήματά μου, τόσο τα λογικά όσο και τα θεολογικά, θα τον κάνουν τελικά ν' αλλάξει γνώμη. Και τότε θα είναι ένας πολύ χρήσιμος σύμμαχος".
   Προσεύχομαι να έχει δίκιο ο Ερρίκος, γιατί έχουμε μπροστά μας έναν τρομερό αγώνα.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   2 Δεκεμβρίου 1529

   Ημερολόγιό μου,
   Τούτη τη γκρίζα και παγερή μέρα ξεπροβόδισα τον αδελφό μου που φεύγει για τη Γαλλία. Με τα κεφάλια μας κοντά κοντά, μιλήσαμε για πολλά πράγματα. Για το πώς η αγάπη του Ερρίκου για μένα ανέβασε κοινωνικά την οικογένειά μας και της έδωσε πλούτη: ο πατέρας έγινε κόμης του Γουίλτσαϊρ και του Όρμοντ, ο Τζωρτζ έγινε λόρδος Ρότσφορντ, η αδελφή μου έγινε λαίδη Μαρία Ρότσφορντ κι εγώ λαίδη Άννα Ρότσφορντ. Κι ακόμα, ο Τζωρτζ έγινε πρεσβευτής στη Γαλλία, εξ ου και η αναχώρησή του.
   Θυμηθήκαμε το μεγάλο συμπόσιο που έδωσε ο Ερρίκος στο Γουάιτχωλ για να γιορτάσει αυτή την άνοδο της οικογένειάς μας. Ήταν μια υπέροχη συγκέντρωση και είχαν έρθει ένα σωρό υψηλά πρόσωπα, άντρες και γυναίκες της αριστοκρατίας, καλεσμένοι του βασιλιά. Ο Τζωρτζ είπε πως η αδελφή του βασιλιά, η δούκισσα του Σάφολκ, του φάνηκε ότι έγινε πιο πράσινη κι απ' την καταπράσινη τουαλέτα της, σαν με είδε καθισμένη ψηλά στο βάθρο, στα δεξιά του Ερρίκου, στη θέση όπου κάθονται μόνο εστεμμένες βασίλισσες. Ο Ντυ Μπελαί, ο Γάλλος πρεσβευτής, παρακολουθούσε προσεκτικά τα πάντα κι ο Τζωρτζ έτυχε να δει τον Εστάς Σαπουί, τον καινούργιο κατάσκοπο του αυτοκράτορα στην Αυλή μας (και σύμβουλο της Αικατερίνης), να κρατάει σημειώσεις σε μια μικρή πλάκα περασμένη στη μέση του.
   Σ' εκείνο το συμπόσιο σερβιρίστηκαν τα νοστιμότερα και πλούσια γαρνιρισμένα εδέσματα: χήνες ψητές, λαγοί στιφάδο, αρνιά, πιτσούνια, ορτύκια και ελάφια, γλυκίσματα όλο βούτυρο και παραγεμισμένα χειμωνιάτικα φρούτα, μεγάλες ποσότητες γλυκού κρασιού και μια τάρτα με μήλα κι αχλάδια τόσο μεγάλη, που οι άκρες της κρεμάστηκαν έξω απ' το τραπέζι. Μουσικοί έπαιζαν ασταμάτητα κι ύστερα ήρθαν οι γελωτοποιοί κι οι ακροβάτες. Όταν σήκωσαν τα τραπέζια, άρχισε ξανά η μουσική και χορέψαμε, γελάσαμε, γλεντήσαμε μέχρι που το φως της ημέρας άρχισε να μπαίνει μέσα από τα παράθυρα του παλατιού. Τόσο χαρούμενη κι ωραία ήταν η βραδιά, που πολλοί ψιθύριζαν ότι θύμιζε γαμήλιο γλέντι.
   Κάποια στιγμή ο Τζωρτζ πήρε τα χέρια μου στα δικά του.
   "Θα σε παντρευτεί. Το ξέρω πως θα βρει τον τρόπο να το κάνει. Κι εγώ θα έρθω πίσω για να δω την αδελφή μου να στέφεται βασίλισσα".
   Και τότε πλησίασε ένας ναύτης και παρακάλεσε τον Τζωρτζ να μπει στη βάρκα για να τον μεταφέρουν στο πλοίο του που τραμπαλιζότανε στα κύματα. Τον φίλησα, του ευχήθηκα καλό ταξίδι και τον άφησα να φύγει.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   25 Δεκεμβρίου 1529

   Ημερολόγιό μου,
   Η στενοχώρια μου δεν περιγράφεται! Κλεισμένη στα διαμερίσματά μου, ακούω από μακριά τη χριστουγεννιάτικη γιορτή που γίνεται στη μεγάλη αίθουσα του Γκρήνουιτς. Είναι μια μεγαλειώδης δημόσια τελετή στην οποία πρωτοστατούν ο βασιλιάς και η βασίλισσα, ενώ στη δική μου ασήμαντη συγκέντρωση έχουν έρθει μόνο η αδελφή μου κι η μητέρα μου, ο Τόμας Κράνμερ και μερικοί αφοσιωμένοι μου αυλικοί. Ο Τζωρτζ είναι ακόμα στη Γαλλία, ενώ ο πατέρας -που δε νομίζω ότι καταλαβαίνει το νόημα της λέξης αφοσίωση- διασκεδάζει μαζί με το βασιλιά.
   Φώναξα και χάλασα τον κόσμο στον Ερρίκο γι' αυτά που είχε κανονίσει, αλλά αυτός υποστήριξε πως δε μπορούσε ν' αλλάξει τα παμπάλαια έθιμα.
   "Όσο θα είναι βασίλισσα η Αικατερίνη", μου είπε, "πρέπει να είναι η επίσημη συνοδός μου στις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Τις άλλες φορές θα έχω εσένα στο πλευρό μου, αγάπη μου. Αρκετά σκάνδαλα προκαλούμε ήδη έτσι που διαλαλούμε δημόσια την αγάπη μας. Αυτές τις άγιες μέρες όμως, οι υπήκοοί μου δε θ' ανεχθούν να σε δουν στο πλευρό μου, θα αγανακτήσουν και θα ξεσηκωθούν. Άννα, σε παρακαλώ να με συγχωρήσεις".
   Δεν τον συγχώρησα. Τον έδιωξα, ενώ τα δάκρυά μου κυλούσαν ποτάμι στο πρόσωπό μου. Και τώρα ακούω τη μουσική που έρχεται από κάτω, βλέπω με τη φαντασία μου χίλια κεριά να φωτίζουν το γιορτινό τραπέζι, τους καλεσμένους του Ερρίκου να αστράφτουν με τα υπέροχα ρούχα τους και τα βαρύτιμα κοσμήματά τους και να χορεύουν, να γελάνε και να απολαμβάνουν -όσοι είναι εχθροί μου- την απουσία μου.
   Πήγα και χτύπησα την πόρτα της αδελφής μου της Μαρίας, ζητώντας λίγη παρηγοριά. Κι αυτή κάθισε και μ' άκουσε να κλαίω και να οδύρομαι και να τα βάζω με τους εχθρούς μου. Και πρώτη ανάμεσά τους είναι βέβαια η βασίλισσα, που με το πείσμα της και την εξωφρενική αξιοπρέπειά της εξουδετερώνει όλες τις σκευωρίες του Ερρίκου, ενώ ταυτόχρονα εμένα συνεχίζει να μου φέρεται άψογα. Η Μαρία λέει πως η Αικατερίνη πιστεύει ότι δε θα παντρευτούμε ποτέ με τον Ερρίκο κι ότι, αν αυτή κρατήσει τη θέση της και δε φερθεί προσβλητικά, θα έρθει η μέρα που θα ξανακερδίσει την καρδιά του βασιλιά κι ο γάμος της θα γίνει ξανά ολοκληρωμένος. Η βασίλισσα, λέει η Μαρία, δε μπορεί να με μισήσει: δεν της το επιτρέπει η καθολική της πίστη.
   Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά με την πριγκίπισσα Μαρία. Τόσο η αδελφή μου όσο κι εγώ βλέπουμε καθαρά το δηλητήριο που στάζει η ματιά της όταν με κοιτάζει. Καθολική ή όχι, η κοπελίτσα αυτή θέλει να πεθάνω. Κι ενώ ο Ερρίκος νιώθει όλο και μεγαλύτερη απέχθεια για την Αικατερίνη, την κορούλα του τη Μαρία, δεκατριών χρονών τώρα, πανέξυπνη και μορφωμένη ήδη, το Μαργαριτάρι του όπως τη λέει, τη λατρεύει. Μέχρι να γεννήσει η μήτρα μου τον πρίγκιπά του, αυτό το κοριτσάκι είναι η μοναδική νόμιμη κληρονόμος του.
   Λιγότερο σημαντικές εχθρές, αλλά εξίσου ενοχλητικές, είναι οι Ισπανίδες κυρίες των τιμών της Αικατερίνης. Κάποια στιγμή μου ξέφυγε και φώναξα πως πολύ θα ήθελα να τις δω όλες πνιγμένες στον πάτο της θάλασσας.
   Ύστερα η Μαρία με ρώτησε τι είναι αυτό που θέλω πάνω απ' όλα στον κόσμο. Δε χρειάστηκε να σκεφτώ για ν' απαντήσω. Να κάνω τον Ερρίκο ν' απομακρύνει τη βασίλισσα και την πριγκίπισσα Μαρία απ' την Αυλή.
   "Θα σου πω εγώ πώς θα καταφέρεις να σου κάνει αυτή τη χάρη ο βασιλιάς", μου είπε κι έσκυψε πιο κοντά στο αυτί μου. "Ο Ερρίκος μας είναι πολύ λάγνος και τα φιλιά, τα χαϊδολογήματα και τα παρόμοια πρέπει να τον αφήνουν εντελώς ανικανοποίητο".
   "Ναι, αλλά έτσι τον κρατάω, αδελφή μου. Με βλέπει στα όνειρά του, έτσι όπως δε μ' έχει δει ποτέ στον ξύπνιο του και τρελαίνεται".
   "Δώσε του κάτι, Άννα, και κράτα ταυτόχρονα το άνθος της παρθενίας σου. Χρησιμοποίησε τη γαλλική μέθοδο, με το στόμα σου. Σου ορκίζομαι πως θα τον ευχαριστήσει πάρα πολύ, δε θα προλαβαίνεις να μετράς τα δώρα και τις χάρες που θα σου κάνει". 
   Ένιωσα να βράζω μέσα μου. Θα έπαιρνα τώρα συμβουλές από τη μεταχειρισμένη και πεταγμένη παλλακίδα του Ερρίκου; 
   "Έχεις το θράσος να προσπαθείς να με διδάξεις τη στρατηγική του έρωτα", της είπα, "τη στιγμή που κοντεύω να φορέσω το στέμμα της Αγγλίας;"
   "Ω, κάνε ό,τι σ' αρέσει, αδελφούλα μου. Το στέμμα όμως για το οποίο μιλάς κάθεται ακόμα πολύ καλά στο κεφάλι της Αικατερίνης κι αυτή δεν πρόκειται να το αποχωριστεί εύκολα".
   "Ο Ερρίκος μ' αγαπάει!"
   "Ναι, αλλά ο Ερρίκος είναι και άστατος".
   Μου ήρθε να τη χαστουκίσω, μα κρατήθηκα. Ωστόσο, όσο κι αν πιστεύω στις καλές προθέσεις του βασιλιά μου, περνάω μόνη μου κι εγκαταλειμμένη τις γιορτές των Χριστουγέννων. Αχ, Θεέ μου, μακάρι να έχει άδικο η αδελφή μου και μέχρι του χρόνου τα Χριστούγεννα να έχω γίνει βασίλισσα!
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   9 Ιουνίου 1530

   Ημερολόγιό μου,
   Είμαι πολύ ευχαριστημένη, γιατί τώρα τελευταία εκπαιδεύομαι πολύ καλά στην τέχνη της πολιτικής και της ίντριγκας.
   Μια μέρα ήρθε να με επισκεφθεί κάποιος κύριος Κρόμγουελ, γραμματέας του Καρδινάλιου Γούλσεϋ και η επίσκεψή του με έβαλε σε σκέψεις. Ο ανθρωπάκος αυτός, που έχει κάτι ματάκια σαν χάντρες, μεγάλη μυτερή μύτη και μικρό στόμα και ήταν ντυμένος με μαύρη φορεσιά δικηγόρου, ήρθε να ικετέψει για μια καλή κουβέντα από μένα και τον Ερρίκο για τον ταπεινωμένο αφέντη του, που είναι ακόμη σε δυσμένεια. Καθώς μιλούσε για τον Γούλσεϋ κι έλεγε ότι είναι άρρωστος από υδρωπικία, αλλά κι από την απελπισία του, κι έχει μεγάλη ανάγκη από λίγη παρηγοριά, εγώ διέβλεπα και κάποιο άλλο νόημα πίσω από τα λόγια του. Όχι πως μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν είναι πιστός στον αφέντη του. Μα θες η λάμψη των έξυπνων ματιών του, θες κάποιο μισοχαμόγελο των χειλιών του, μ' έκαναν να σκεφτώ πως είχε κι άλλους σκοπούς. Μπορεί πάλι, ο γιος αυτός ενός ζυθοποιού που κατάφερε ν' ανέβει κοινωνικά, να ένιωσε απλώς θαυμασμό μπροστά στην κοπέλα που κατάφερε να κάνει τον άλλοτε μεγάλο και τρανό Καρδινάλιο να προσπέφτει τώρα ικέτης στα πόδια της.
   Όπως κι αν έχει, ο παράξενος αυτός άνθρωπος, ο οποίος δείχνει μεγάλη σιγουριά κι αυτοπεποίθηση, μου κίνησε την περιέργεια. Δεν είπα όμως τίποτα και προσποιούμενη τη μεγαλόκαρδη, του έδωσα ένα δωράκι για τον Γούλσεϋ: μια χρυσή πλάκα που φορούσα κρεμασμένη στη ζώνη μου και πάνω της έγραψα μερικά λόγια παρηγοριάς και κάποιες ιατρικές συμβουλές. Ο Κρόμγουελ με ευχαρίστησε ταπεινά, υποκλίθηκε βαθιά κι έφυγε.
   Κάπου θα συναντηθούμε στο μέλλον μ' αυτόν τον Τόμας Κρόμγουελ, είμαι σίγουρη γι' αυτό.
   Μέσα στον γεμάτο πάθος έρωτά του για μένα, ο βασιλιάς βρήκε μια ακόμα έξυπνη στρατηγική για να επιτύχει το διαζύγιο. Ο καινούργιος εφημέριος της οικογένειάς μου, ο Τόμας Κράνμερ από το Καίμπριτζ, εξέφρασε την τολμηρή σκέψη ότι ο Ερρίκος δε χρειάζεται την έγκριση της Ρώμης. Θα αρκούσαν και οι γνωμοδοτήσεις διαφόρων Ευρωπαίων θεολόγων, οι οποίοι θα αποφαίνονταν αν, κατά τη δική τους κρίση, ο Πάπας ορθώς ή όχι επέτρεψε το γάμο του Ερρίκου με τη γυναίκα του αδελφού του. Και μάλιστα, θα μπορούσαν να δικάσουν αυτοί την υπόθεσή του. Κι αυτός ο απλούστατος συλλογισμός έπεσε σαν βόμβα στο κεφάλι του βασιλιά.
   Εντυπωσιασμένος από τη θεωρία αυτού του κληρικού, ο Ερρίκος, χωρίς χρονοτριβή, έστειλε σε όλα τα πανεπιστήμια της Ευρώπης ανθρώπους του με τις τσέπες ξέχειλες από χρυσάφι. Σκοπός τους, να καθοδηγήσουν τη σκέψη των ειδικών στο Κανονικό Δίκαιο και να τους βοηθήσουν να δουν πόσο λογικό είναι ένα διαζύγιο από την Αικατερίνη και να γράψουν μια θετική εισήγηση.
   Ειλικρινά, έρχονται στιγμές που πιστεύω ότι ο κόσμος έχει τρελαθεί -και μαζί του τρελάθηκα κι εγώ. Πρέπει όμως να κρατηθώ ακλόνητη στην πορεία μου και να στηρίζω τον Ερρίκο, αν θέλω να πετύχουμε κάποτε αυτό που επιδιώκουμε.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   1 Δεκεμβρίου 1530

   Ημερολόγιό μου, 
   Ο Καρδινάλιος Γούλσεϋ είναι νεκρός. Όχι από τον πέλεκυ του δημίου, όπως είχε διατάξει ο Ερρίκος, αλλά από κοινή δυσεντερία που έπαθε καθ' οδόν προς τον Πύργο του Λονδίνου.
   Είναι αλήθεια πως ο Γούλσεϋ με μισούσε πάντα και τις τελευταίες εβδομάδες είχα πληροφορηθεί από τους κατασκόπους μου ότι κατά την απουσία του από την Αυλή, ο Καρδινάλιος διατηρούσε προδοτική αλληλογραφία με τον Πάπα κι είχε δώσει τη συγκατάθεσή του για ένα έδικτο που διέταζε να αποχωριστώ το βασιλέα.
   Και τότε, ο δούκας του Νόρφολκ, για προσωπικούς του λόγους που όμως εξυπηρετούσαν κι εμένα, απέσπασε από το γιατρό του Γούλσεϋ μια δήλωση ότι ο Καρδινάλιος είχε ζητήσει από τον Πάπα να αφορίσει τον Ερρίκο, αν δε με έδιωχνε απ' την Αυλή. Και το χειρότερο, ο Καρδινάλιος σχεδίαζε μια μεγάλη ανταρσία για να καταλάβει ο ίδιος τα ηνία της εξουσίας. Έτσι, ο Ερρίκος υπέγραψε ένταλμα για τη σύλληψή του.
   Του ήταν όμως πολύ δύσκολο ν' αποφασίσει σε ποιον θα ανέθετε το καθήκον της σύλληψης, και πράγματι λίγοι ήταν αυτοί που θα είχαν το κουράγιο να το κάνουν. Πήρα λοιπόν εγώ την κατάσταση στα χέρια μου και διάλεξα η ίδια τον απεσταλμένο. Κι η εκλογή μου, που μου έδωσε τόση γλύκα και πίκρα συνάμα, ήταν ο Χένρυ Πέρσυ, ο λόρδος του Νορθάμπερλαντ. Ω! Τι γλυκιά εκδίκηση! Πόσο θα ήθελα να ήμουν μύγα στην κάμαρη του Καρδινάλιου εκείνο το βράδυ -την παραμονή της ημέρας όπου εκείνος νόμιζε ότι θα γιορταζόταν η θριαμβευτική αποκατάστασή του στην αρχιεπισκοπή της Υόρκης. Αντί γι' αυτό, ο Πέρσυ μπήκε σαν σίφουνας στην τραπεζαρία του και του 'πε τούτα τα λόγια: "Εξοχότατε, σας συλλαμβάνω με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας".
   Στο δρόμο για το Λονδίνο, όμως, οδεύοντας προς τη σίγουρη εκτέλεσή του, ο Γούλσεϋ αρρώστησε και πέθανε στο αβαείο του Λέστερ, πολύ πιο ήσυχα απ' όσο έλπιζα, στερώντας μου το θέαμα ενός ταπεινωτικού γι' αυτόν τέλους.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   7 Φεβρουαρίου 1531

   Ημερολόγιό μου,
   Ο Θεός να έχει καλά τον κύριο Κρόμγουελ. Σε στενή μυστική συνεργασία με το βασιλιά μας, κατέστρωσε ένα σχέδιο τόσο ανηλεές, τόσο μεγαλοφυές και εξωφρενικό, που τώρα πια μπορούμε να πούμε ότι κάπου στο βάθος διακρίνεται ένα τέλος στο Μεγάλο Ζήτημα του Ερρίκου. Μα πόσο πονηρό μυαλό πρέπει να έχει αυτός ο ανθρωπάκος, για να σκεφτεί να καθιερώσει το βασιλιά ως Ανώτατη Κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας!
   Στη Σύνοδο του Καντέρμπουρυ, ο Κρόμγουελ σηκώθηκε και είπε ότι ο αγγλικός κλήρος είναι ολοκληρωτικά υποταγμένος σε μια ξένη δύναμη: στον Πάπα. Κατηγόρησε, επίσης, όλους τους κληρικούς του νησιού μας ότι παραβιάζουν τον αρχαίο νόμο που απαγορεύει την ανάμιξη των εκκλησιαστικών αρχών στις αρμοδιότητες της πολιτικής εξουσίας. Τον ίδιο νόμο για την παραβίαση του οποίου είχε καταδικαστεί ο Γούλσεϋ. Και τέλος, ζήτησε μια πληρωμή από τον κλήρο, ένα είδος λύτρων, ας πούμε, για να εξαγοράσουν τη συγγνώμη του Ερρίκου για το αμάρτημά τους!
   Ο Κρόμγουελ υποστηρίζει ότι αν σπάσουμε τη ραχοκοκαλιά της Εκκλησίας, ρίξουμε από το θρόνο του τον Άγιο Πατέρα και καταστήσουμε τον Ερρίκο Βικάριο του Χριστού στην Αγγλία, ο βασιλιάς τότε θα μπορεί να διατάξει τον ανώτατο ιεράρχη του τόπου, τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, να του παραχωρήσει το διαζύγιο. Και τότε θα παντρευτούμε. Καταλαβαίνεις πως η Σύνοδος μεταβλήθηκε σε κόλαση. Αφρίζοντας από τη φρίκη και την ανίσχυρη οργή τους, οι κληρικοί προσπάθησαν μάταια να βρουν κάποια διέξοδο. Κι ο Ερρίκος ονομάστηκε Προστάτης και Ανώτατη Κεφαλή της Εκκλησίας και του Κλήρου της Αγγλίας!
   Ο λόρδος Καγκελάριος Μορ έγινε πελιδνός σαν το άκουσε. Όπως το είχα πει στον Ερρίκο, δε μετακινήθηκε καθόλου από την αρχική του θέση για το διαζύγιο του βασιλιά. Επίσης, καταδίωκε ανελέητα τους αιρετικούς. Διακηρύσσοντας πως τους πρέπει η εξόντωση, δεν έδειχνε την παραμικρή ανοχή. Τα γραπτά μάλιστα που δημοσίευε αδιάκοπα σχετικά μ' αυτό το θέμα, ενοχλούσαν πολύ το βασιλιά. Μάλιστα, είχε αρχίσει να διατάζει μαστιγώματα και βασανιστήρια για άντρες και γυναίκες και να απειλεί πως θα κάψει τους αιρετικούς.
   Ο Ερρίκος, ασυγκίνητος, ανάγκασε τον Μορ να βγάλει λόγους για να υπερασπιστεί τα κίνητρα του Ερρίκου όσον αφορά το διαζύγιό του με την Αικατερίνη. Ταπεινωμένος, συγχισμένος, ο λόρδος Καγκελάριος υποστήριξε λοιπόν ότι ο βασιλιάς του δεν τα κάνει όλα αυτά για την αγάπη μιας γυναίκας, όπως λένε μερικοί, αλλά από τις τύψεις της συνείδησής του.
   Η σημαντική αυτή πράξη του Ερρίκου είναι πραγματικά ιστορική και με τρομάζει. Γιατί, για να κερδίσει το χέρι μου και μόνο, άρπαξε την τιάρα του Πάπα και τη φόρεσε στο κεφάλι του μαζί με το βασιλικό του στέμμα. Η σκέψη αυτή με κάνει να τρέμω... Κι ωστόσο, χαμογελάω κιόλας.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   "Ελπίζω να βρήκα αυτό που επιθυμεί η Μεγαλειότητά σας", είπε ο λόρδος Αρχιθαλαμηπόλος Φράνσις Νόλλυς και η φωνή του ακούστηκε μαζί με το κουδούνισμα των βαριών κλειδιών που κρέμονταν από μια αλυσίδα γύρω από τη λεπτή του μέση. "Η μητέρα μου ήταν μια από τις κυρίες των τιμών της μητέρας σας, κατά το τέλος της ζωής της", συνέχισε. "Ήταν επικίνδυνο, μου είχε πει, να δείχνει κανείς ενδιαφέρον ή συμπάθεια για τη βασίλισσα Άννα κι ύστερα από το θάνατό της τα περισσότερα πράγματά της χαρίστηκαν ή πετάχτηκαν".
   Η Ελισάβετ ένιωσε μια μαχαιριά στην καρδιά της, καθώς η σκέψη της στράφηκε στη γυναίκα εκείνη που τόσο πολύ είχε αγαπηθεί από τον άντρα της κι ύστερα η μνήμη της ξεχάστηκε τόσο γρήγορα και σκληρά. Ακόμα και της ίδιας τής φαινόταν παράξενο να μιλάει τώρα ανοιχτά για τη γυναίκα αυτή που είχε καταδικαστεί για προδοσία και το όνομά της η Ελισάβετ δεν το είχε προφέρει σχεδόν ποτέ ως τα είκοσι πέντε της χρόνια. Ο Νόλλυς, όμως, που ήταν συγγενής των Μπόλεϋν, έδειχνε να το χαίρεται που μπορούσε να μιλάει γι' αυτήν.
   "Φτάσαμε, Μεγαλειοτάτη", είπε ο Νόλλυς. Είχε σταθεί μπροστά σε μια σκαλιστή πόρτα στο βάθος του διαδρόμου του Κάστρου του Γκρήνουιτς και διάλεγε ένα από τα κλειδιά, που κουδούνιζαν στην αρμαθιά του, για να ανοίξει τη σκουριασμένη κλειδαριά. "Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα εδώ μέσα, αλλά πιστεύω πως ό,τι υπάρχει ανήκε στη βασίλισσα".  
   Άνοιξε τη βαριά πόρτα και μπήκαν σ' ένα δωμάτιο που, αν και δεν ήταν πολύ μεγαλύτερο από μια ντουλάπα, έδειχνε ότι κάποτε ανήκε σε κάποια κυρία των τιμών ή σε αυλικό.
   "Σ' ευχαριστώ, Φράνσις. Μπορείς να πηγαίνεις τώρα. Σου είμαι ευγνώμων".
   "Μεγαλειοτάτη", υποκλίθηκε ο Νόλλυς και βγήκε απ' το δωμάτιο, κλείνοντας μαλακά πίσω του την πόρτα.
   Μόνη επιτέλους η Ελισάβετ, με όσα πράγματα είχαν απομείνει από τη μητέρα της, έπιασε τον εαυτό της να κοιτάζει άπληστα ολόγυρα. Εδώ ήταν ένα κεντητό μαξιλάρι, εκεί μια απρόσεκτα τυλιγμένη ταπισερί, παραπέρα δυο μπρούντζινα κηροπήγια, ένας Εσταυρωμένος, μια ραγισμένη γυάλινη βενετσιάνικη καμπανούλα.
   Έκανε ένα βήμα κι άνοιξε την ξύλινη ντουλάπα στον τοίχο. Μέσα κρεμόταν ένα ξεθωριασμένο φόρεμα πορτοκαλί και κόκκινο. Η μικροσκοπική μεσούλα και το στενό μπούστο του επαλήθευαν όσα είχε ακούσει για τη σιλουέτα της Άννας που έμοιαζε, έλεγαν, με πουλιού. Τσαλακωμένα, στο κάτω μέρος της ντουλάπας, βρίσκονταν τα κουμπωτά μανίκια του φορέματος. Η Ελισάβετ πήρε το ένα και πρόσεξε πως κάτω, στον καρπό, υπήρχε μια μυτερή γωνία. Αυτό ήταν το κόλπο που είχε σκαρφιστεί η μητέρα της για να κρύβει το έκτο της δάκτυλο, το «σημάδι της μάγισσας». Η Ελισάβετ έφερε το μανίκι στο πρόσωπό της. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Παρ' όλα τα χρόνια που είχαν περάσει, κάποιες οσμές είχαν απομείνει στο ύφασμα: ένα γλυκό άρωμα και μια ανθρώπινη μυρωδιά, λίγο σαν μπαχαρικό και λίγο σαν μόσχος. Η μυρωδιά της μητέρας της. Ναι. Τόσο μακρινή, μα τόσο οικεία... Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί το πρόσωπό της, μα το μόνο που ερχόταν στο μυαλό της ήταν ένα εκτυφλωτικό φως, ένα χαρούμενο γέλιο και μια μελωδική φωνή να λέει κομμάτια από ένα γαλλικό παιδικό τραγουδάκι.
   Η Ελισάβετ έστρεψε την προσοχή της σ' ένα χαμηλό κρεβάτι: πάνω του ήταν στοιβαγμένα διάφορα ξύλινα κιβώτια κι ένα μεγάλο μπομπέ μπαούλο, ζωγραφισμένο με το ιταλικό στυλ. Ανοίγοντάς το, βρήκε δεκάδες ψόφιους σκόρους κι ένα σωρό προσωπικά αντικείμενα, που ήταν σαν να τα είχαν πετάξει βιαστικά εκεί μέσα, φύρδην μίγδην. Υπήρχε κι ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα σανδάλια. Στο καθένα είχε μείνει το αποτύπωμα από το κομψό πόδι της Άννας -κι ήταν ένα θέαμα απ' όπου δε μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα της η Ελισάβετ.
   Υπήρχαν όμως κι άλλα πράγματα. Τυλιγμένα σε κουρελιασμένο λεπτό χαρτί, ήταν ένα σκοροφαγωμένο μανσόν από αλεπού, ένα μεγάλο ασημένιο κουτί με καλυντικά, όλα τους ξεθυμασμένα και πετρωμένα. Σε μικρά σακουλάκια, σφιγμένα σαν πουγκιά, υπήρχαν βότανα και ιατρικά παρασκευάσματα, που είχαν γίνει σκόνη από καιρό. Ένα πορτρέτο μινιατούρα κάποιου ωραίου άντρα ήταν βαλμένο σε μαργαριταρένια κορνίζα. Ίσως ήταν ο θείος της ο Τζωρτζ. Προσεκτικά τυλιγμένη, βρήκε μια φορεσιά προσωπικού υπηρέτη της Άννας, μια βελούδινη ζακέτα σε χρώμα πορφυρό και μπλε ρουά, που είχε κεντημένη στο στήθος τη φράση La plus Heureuse, η πιο ευτυχισμένη.
   Έκλεισε το μπαούλο μ' ένα γδούπο, στέλνοντας τη σκόνη ν' αρχίσει πάλι το χορό της με τις ηλιαχτίδες κι άνοιξε ένα από τα ξύλινα κιβώτια. Βιβλία. Τα βιβλία της Άννας. Πράγματα ιδιαίτερα πολύτιμα, γιατί η Ελισάβετ γνώριζε καλά πως τα βιβλία αυτά αποτελούσαν την πεμπτουσία των πεποιθήσεων και των ιδεών της μητέρας της. Πήρε ένα στα χέρια της και διάβασε τον τίτλο που ήταν γραμμένος με χρυσά γράμματα στο δερμάτινο δέσιμο: Η ευγενής τέχνη του κυνηγιού. Κι ακόμα, Οι ιστορίες του Καντέρμπουρυ του Τσώσερ, πολυδιαβασμένες και φθαρμένες, αρκετά ρομάντζα και βιβλία γαλλικής ποίησης. Ένας μεγάλος τόμος με σκίτσα όλων των δέντρων και των λουλουδιών της Αγγλίας κι άλλος ένας με τα φαρμακευτικά φυτά και τη χρήση τους. Κάτω απ' αυτόν τον τελευταίο βρήκε ένα βιβλίο φαγωμένο, με σκισμένο δέσιμο, που είχε τον τίτλο Το προσκύνημα του χριστιανού. Το έργο του Τηντέηλ.  Εκείνο που η μητέρα της είχε δώσει στον πατέρα της τον Ερρίκο για να ενημερωθεί για τη Νέα Θρησκεία. Η Ελισάβετ άνοιξε προσεκτικά το βιβλίο και το ξεφύλλισε, όπως θα είχαν κάνει κάποτε και οι γονείς της. Απότομα στάθηκε και το γύρισε λοξά για να δει καλύτερα. Στο πλάι της σελίδας εβδομήντα ένα, μια μεγάλη παράγραφος ήταν μαρκαρισμένη με μια αδιόρατη σχεδόν νυχιά. Η παράγραφος μιλούσε για το καθήκον που έχει ένας βασιλιάς να φροντίζει την ψυχή των υπηκόων του. Ήταν η παράγραφος που είχε σημαδέψει με το νύχι της η Άννα, για να την προσέξει ο Ερρίκος.
   Η Νέα Θρησκεία. Πόσοι έχασαν τη ζωή τους, αναλογίστηκε η Ελισάβετ, για να έχουν το δικαίωμα να πιστεύουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να μιλάει απευθείας στον Θεό και να επιλέγει τη λογική πάνω από την τυφλή πίστη; Αν η Μεταρρύθμιση ήταν δρόμος, θα ξεκινούσε από τις πύλες της πόλης του Λούθηρου, της Βιτεμβέργης, και θα διέσχιζε ολόκληρη την Ευρώπη, περνώντας από κάθε πόλη και χωριό. Ο Λούθηρος, ο Καλβίνος, ο Ζβίγγλιος, σαν μεγάλοι στρατηγοί, είχαν ηγηθεί στρατιών ανθρώπων που τους πίστεψαν και τους είχαν οδηγήσει σ' αυτό το δρόμο το σημαδεμένο από νεκρούς μάρτυρες, σε μια επανάσταση που είχε αλλάξει την ιστορία του κόσμου.
   Και στην Αγγλία, μια νέα γυναίκα, προς μεγάλη απελπισία των πιστών καθολικών, είχε αποσπάσει τον φανατικά καθολικό βασιλιά της από την επιρροή της Ρώμης και τον είχε οδηγήσει στη θρησκευτική ανεξαρτησία. Ο δρόμος της Αγγλίας, βέβαια, ήταν δύσκολος και γεμάτος εμπόδια. Ο Ερρίκος, ο πιο αγαπημένος κάποτε ηγεμόνας του Πάπα, δεν είχε δείξει κανέναν ιδιαίτερο μεταρρυθμιστικό ζήλο. Για να λέμε την αλήθεια, μονολόγησε η Ελισάβετ, μέχρι το θάνατό του ο βασιλιάς παρέμεινε αφοσιωμένος καθολικός σε όλα, εκτός από ένα πράγμα: στο ότι δεν πίστευε στην πρωτοκαθεδρία της Ρώμης. Αν δεν υπήρχε το τυφλό του πάθος για τη μητέρα της και η πολιτική ανάγκη για τον αρσενικό διάδοχο που του είχε υποσχεθεί, η Αγγλία μπορεί να ήταν ακόμα κάτω από την ατσάλινη εξουσία του Πάπα.
   Η αναίσχυντη συνείδηση του πατέρα της ναι μεν δε του επέτρεπε να μένει παντρεμένος με τη χήρα του αδελφού του, δεν έφτασε όμως και ποτέ ως το σημείο να τον κάνει να αποδεχτεί ότι οι Άγγλοι έπρεπε να μπορούν να διαβάζουν τις Γραφές στη γλώσσα τους. Παρόλο που ο ίδιος είχε διαβάσει τα έργα του Τηντέηλ, καταδίκασε απερίφραστα τη μετάφραση της Βίβλου στα αγγλικά που έκανε αυτός ο ιερωμένος. Ακόμα και μέσα στην ίδια χρονιά που ο Ερρίκος στάθηκε μπροστά στη Σύνοδο του Καντέρμπουρυ κι αυτοανακηρύχθηκε Ανώτατη Κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας, προκαλώντας τον αφορισμό του από τον Πάπα, την ίδια εκείνη χρονιά είχε διατάξει να εκτελεστεί ως αιρετικός ο Τηντέηλ.
   Ύστερα από το θάνατο του πατέρα της, που πέθανε σφίγγοντας το χέρι του φίλου του Τόμας Κράνμερ, ο ετεροθαλής αδελφός της Ελισάβετ, ο μικρός βασιλιάς Εδουάρδος ΣΤ', οδήγησε για πρώτη φορά τη χώρα του σ' ένα φανατικό και διωκτικό προτεσταντισμό. Η Ελισάβετ όμως γνώριζε καλά ότι οι άνθρωποι του Εδουάρδου είχαν γδύσει τις εκκλησίες όχι τόσο για να αποκαθηλώσουν τις καθολικές εικόνες τους, όσο για να λεηλατήσουν τα χρυσά κι ασημένια σκεύη τους και να γεμίσουν το ρημαγμένο βασιλικό θησαυροφυλάκιο.
   Στη συνέχεια, η θρησκευτική αντεπανάσταση που εξαπέλυσε η αδελφή της Μαρία όταν έγινε βασίλισσα, ήταν ένας αληθινός εφιάλτης. Οι δεσμοί με τη Ρώμη αποκαταστάθηκαν, η Μεταρρύθμιση κηρύχθηκε παράνομη και οι προτεστάντες αιρετικοί, συμπεριλαμβανομένου του Τόμας Κράνμερ, πέθαναν κατά χιλιάδες. Η ίδια η Ελισάβετ μόλις και μετά βίας γλίτωσε. Αναγκασμένη να πηγαίνει στην καθολική λειτουργία και να προσποιείται την πιστή στον Πάπα, προσευχόταν καθημερινά στον Ιησού να της δίνει δύναμη, για να μπορέσει μια μέρα να επαναφέρει το έθνος της στην αληθινή του μοίρα. Και μόλις ανέβηκε στο θρόνο, πραγματοποίησε το στόχο της χωρίς παραπέρα αιματοχυσίες.
   Η θρησκεία όμως είναι πολύ περίπλοκη υπόθεση, συλλογιζόταν τώρα η βασίλισσα, ξεφυλλίζοντας ένα άλλο βιβλίο του Τηντέηλ. Ακόμα κι αυτή, με τις μετριοπαθείς και επιεικείς απόψεις, πίστευε ακλόνητα ότι οι ιερείς πρέπει να μένουν άγαμοι. Πώς μπορούν ν' ασχολούνται απερίσπαστα και αδιάφθορα με το έργο του Θεού, όταν έχουν γυναίκες στα κρεβάτια τους και παιδιά ν' αναθρέψουν; Επιπλέον, της ίδιας της άρεσε πολύ το δραματικό μέρος των τελετουργιών, η δυνατή μουσική και τα πλούσια άμφια της παλιάς πίστης. Πολύ μπερδεμένη και δύσκολη υπόθεση, αναστέναξε η Ελισάβετ, καθώς έκλεινε το βιβλίο και το έκρυβε μέσα στις πτυχές της φούστας της. Εξίσου περίπλοκη και δύσκολη με το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Πάντως, την ευχαριστούσε πολύ -και τη διασκέδαζε- ότι όλη αυτή η αναστάτωση στην Εκκλησία και το κράτος είχε δημιουργηθεί εξαιτίας των γονιών της. 
   Η Ελισάβετ έκλεισε το ξύλινο κιβώτιο, σφάλισε το παράθυρο και, μ' ένα χαμόγελο ικανοποίησης, βγήκε απ' το δωμάτιο των αναμνήσεων της μητέρας της. Θα ξαναρχόταν κάποια άλλη μέρα.

   15 Αυγούστου 1531

   Ημερολόγιό μου,
   Με λένε αλαζονική και πανούργα. Μα για πες μου, ποια γυναίκα που στις φλέβες της κυλάει αίμα κι όχι νερό θα μπορούσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό να φερθεί λιγάκι αλαζονικά, όταν για το χατίρι της ο βασιλιάς της Αγγλίας έδιωξε τη βασίλισσα και σύζυγό του απ' την Αυλή; Δόξα τω Θεώ, έγινε κι αυτό. Τώρα πια, σ' όλα τα παλάτια του Ερρίκου η λαίδη Άννα Ρότσφορντ κατοικεί στα διαμερίσματα που άλλοτε κρατούσε η Αικατερίνη. Τι ωραία που είναι να μη νιώθω καρφωμένο πάνω μου το παγερό της βλέμμα, να μη βλέπω την αυστηρή, χωρίς καθόλου χιούμορ έκφρασή της, να μην είμαι αναγκασμένη να υπομένω το μεγαλοπρεπές και θεοσεβούμενο ύφος της! Κι ο βασιλιάς είναι πολύ ανακουφισμένος που εκθρόνισε την Αικατερίνη, χωρίς να έρθει κανένας αφορισμός ή άλλη τιμωρία από τη Ρώμη.
   Διώχτηκε και η πριγκίπισσα Μαρία απ' την Αυλή και ο Ερρίκος διέταξε να μείνει χωριστά από τη μητέρα της, πράγμα που εγώ το βρήκα υπερβολικό, σκληρό θα έλεγα. Ο Ερρίκος όμως λέει, και με το δίκιο του, ότι οι δυο τους μαζί είναι πολύ δυνατές και θα μπορούσαν να ετοιμάσουν κάποια συνωμοσία, ίσως και καμιά ανταρσία εναντίον μας.
   Όσο για την πανουργία που μου καταλογίζουν, ποια γυναίκα θα τα κατάφερνε, αν δεν είχε και λίγη πονηριά, να κάθεται στο τιμητικό τραπέζι συντροφιά με το βασιλιά και τον πρεσβευτή της Γαλλίας και να κοιτάζει απ' αυτή την υπερυψωμένη θέση τον ίδιο της τον πατέρα και τους δούκες του Νόρφολκ και του Σάφολκ; Ναι, θαρρώ πως είμαι πονηρή. Μα δεν τον διάλεξα εγώ αυτόν τον παράξενο κι επικίνδυνο δρόμο που πήρα. Εγώ ήμουν ένα απλό κορίτσι που αγαπούσε ένα απλό παλικάρι. Όταν όμως αυτή η αγάπη ξεριζώθηκε από την ψυχή μου και ο Ερρίκος το έβαλε στόχο του να με αποκτήσει, παραδέχομαι πως άλλαξα, σκλήρυνα, απέκτησα μπόλικους εχθρούς κι έμαθα να κάνω έναν αυλικό πόλεμο, στον οποίο μια λιγότερο τολμηρή κι ανθεκτική ψυχή θα πληγωνόταν βαριά και θα πέθαινε πολύ σύντομα.
   Εγώ όμως, όχι. Α, όχι. Απ' τη στιγμή που την άρχισα τούτη τη μάχη για το στέμμα της Αγγλίας, μία μόνο μπορούσε να είναι η εξέλιξή της: θα γίνω βασίλισσα. Κι αυτοί που αγωνίζονται στο πλευρό μου, θ' ανταμειφθούν πλουσιοπάροχα. Όσο γι' αυτούς που μου πάνε αντίθετα, σύντομα θα εύχονται να μην το είχαν κάνει.
   Τούτες τις μέρες ο βασιλιάς είναι σαν ένας μεγάλος ταύρος που βλέπει πέρα μπροστά ένα παχύ καταπράσινο λιβάδι και, τσαλαπατώντας όλα τα εμπόδια, τρέχει να το φτάσει. Εμένα ακόμα δεν έχει γεννηθεί μέσα μου μια βαθιά κι αληθινή αγάπη για τον Ερρίκο, όσο κι αν προσεύχομαι συνέχεια να μου συμβεί. Βέβαια, έχω αρχίσει να νιώθω κάτι πολύ σχετικό. Θα ήμουν μια ψυχρή παλιογυναίκα, αν δεν ένιωθα τίποτα μπροστά σε τέτοια λατρεία. Μου φαίνεται πως σύντομα θα τον αγαπήσω.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   14 Μαΐου 1532

   Ημερολόγιό μου,
   Ένας μεγάλος πόλεμος έγινε ανάμεσα στον Ερρίκο και τον Κρόμγουελ απ' τη μια, και τον αγγλικό κλήρο με τον Τόμας Μορ από την άλλη -και κερδήθηκε. Ο Ερρίκος στράφηκε εναντίον του κλήρου, που έβαζε την αφοσίωσή του προς τη Ρώμη πάνω από την αφοσίωσή του προς την Αγγλία και το Στέμμα, και υποστήριξε ότι αληθινός τους βασιλιάς είναι ο Πάπας και ο Ερρίκος απλό εκτελεστικό του όργανο. Παρέπεμψε μαζί με τον Κρόμγουελ το θέμα στο Κοινοβούλιο και η Βουλή των Λόρδων τους υποστήριξε.
   Ο Κρόμγουελ κι ο βασιλιάς πολιόρκησαν τους μαλθακούς κληρικούς με απειλές και πιέσεις κι αυτοί υποτάχτηκαν στη θέληση του βασιλιά. Του παρέδωσαν ένα έγγραφο που φέρνει μεγάλες αλλαγές στην Εκκλησία, υποτάσσοντας στο Στέμμα τις πανάρχαιες ελευθερίες της και την εξουσία της. Από δω κι εμπρός, δε μπορούν να θεσπιστούν κανενός είδους νόμοι χωρίς βασιλική συγκατάθεση, ενώ ακόμα και η Σύνοδος δε θα συνεδριάζει ποτέ χωρίς την άδεια του βασιλιά.
   Ήταν μια σπουδαία μέρα τόσο για τον Ερρίκο και τον Κρόμγουελ, όσο και για μένα. Γιατί, αφαιρώντας έτσι από την Εκκλησία της Ρώμης τη δύναμή της, ο Ερρίκος έρχεται πιο κοντά στο διαζύγιο κι εγώ πιο κοντά στο θρόνο. Ο Καγκελάριος Μορ, εντελώς ηττημένος, παρέδωσε στον Ερρίκο τη Μεγάλη Σφραγίδα του, υποβάλλοντάς του και την παραίτησή του, και αποσύρθηκε από κάθε δημόσιο αξίωμα. Ο Ερρίκος, απόλυτος άρχοντας του βασιλείου του πια, μαζί και της Εκκλησίας, έκανε δεκτή την παραίτηση του Μορ.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   20 Αυγούστου 1532

   Ημερολόγιό μου,
   Έχει άλλη γυναίκα περισσότερους και χειρότερους εχθρούς από μένα; Ανθρώπους του λαού, ευγενείς, άντρες, γυναίκες, νέους, γέρους, κληρικούς, ακόμα και παιδιά; Μια μέρα την περασμένη εβδομάδα, εκεί που πηγαίναμε ιππασία με τον Ερρίκο, ένα αγόρι -ήταν δεν ήταν δέκα χρόνων- έτρεξε μπροστά από τα άλογά μας και στόλισε με βρισιές την «πουτάνα του βασιλιά», για να εξαφανιστεί ολοταχώς μέσα στα σπαρμένα χωράφια. Ο Ερρίκος έκανε να τρέξει να το κυνηγήσει το αλητόπαιδο και να το τιμωρήσει, μα εγώ του ζήτησα να φανεί επιεικής.
   Πιο ανησυχητική είναι η στάση της δούκισσας του Σάφολκ, της αδελφής του Ερρίκου, που σίγουρα με θυμάται όταν ως μικρή αδελφή της κυρίας των τιμών της, της Μαρίας, την ακολούθησα στη Γαλλία, όπου πήγε να παντρευτεί το γερο-βασιλιά Λουδοβίκο, πριν από πολλά χρόνια. Τώρα, ο αδελφός της θέλει να με παντρευτεί, να με υψώσει πολύ παραπάνω απ' αυτή, να με κάνει βασίλισσά της. Κι αυτή μου φέρεται ακατάδεχτα και μου απευθύνει προσβολές που, απ' τη ζήλια της, στάζουν φαρμάκι. Έγινε βασίλισσα της Γαλλίας για τρεις σύντομους μήνες κι ύστερα παντρεύτηκε μυστικά τον καλύτερο φίλο του Ερρίκου, τον Κάρολο Μπράντον. Τώρα, η αγάπη τους έχει ξεφτίσει κι αυτός της φέρεται με αγένεια και περιφρόνηση. Την έχει σαν κτήμα του.
   Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχω και την κακότροπη θεία μου, τη λαίδη Νόρφολκ, να αισθάνεται πως την προσβάλλει η πρόοδός μου και να μου δείχνει ανοιχτά το μίσος της.
   Δεν είναι ν' απορεί κανείς που η υγεία του Ερρίκου δεν είναι καλή. Έκλεισε τα σαράντα και τα χρόνια φαίνονται στο πρόσωπο και την κορμοστασιά του: έχουν ξεχειλώσει και τα δυο. Το πρόσωπό του ειδικά έπαψε να είναι παιδικό και μοιάζει με μια φαγωμένη από τις έννοιες κακομοίρικη μάσκα. Στο μηρό του, πάλι, έχει ένα μεγάλο έλκος που βγάζει πύο και τον πονάει αφόρητα. Έχει, ακόμα, συχνούς πονοκεφάλους και σπάνια ανεβαίνει στο άλογο.
   Προσπάθησα να τον γιάνω. Έψαξα για γιατροσόφια, πήγα ακόμα και σε γυναίκες που ο κόσμος τις λέει μάγισσες, αναζητώντας θεραπείες για τα βάσανά του. Ένα βάμμα καλέντουλας και ψίχα φτελιάς έκανε την κατάσταση του κακοφορμισμένου ποδιού του να βελτιωθεί αισθητά για λίγες μέρες, αλλά σύντομα το έλκος του άρχισε πάλι να βρομοκοπάει όλο δηλητηριασμένο αίμα και πύο. Όταν βογκάει απ' τον πονοκέφαλο, παίρνω το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια μου και του τρίβω τους κροτάφους και το ζαρωμένο μέτωπο. Εκείνος μουρμουρίζει: "Αχ, Ναν, τα κρύα χεράκια σου!..." κι είναι να τον λυπάσαι. Εκείνες τις ώρες είναι αιχμάλωτός μου κι αισθάνομαι αληθινή τρυφερότητα γι' αυτόν. Για να πω την αλήθεια, τον φοβάμαι πάρα πολύ τον Ερρίκο ώστε να μπορέσω να τον αγαπήσω πραγματικά από το βάθος της καρδιάς μου, όπως αγάπησα κάποτε τον γλυκό μου Πέρσυ. Όποιος μ' ακούει να μαστιγώνω το βασιλιά με την κοφτερή μου γλώσσα, δε μπορεί να φανταστεί ότι τρέμω στο πλησίασμά του. Γιατί ξέρω για τι είναι ικανός, ξέρω τι είναι εκείνη η φωτιά που καίει μέσα του και φτάνει μέχρι την τρέλα. Μέσα στην ψυχή του διακρίνω ένα πεδίο μάχης και μέσα στο κεφάλι του βλέπω φοβισμένους δαίμονες που τα βάζουν αδιάκοπα με τους αγγέλους της λογικής, της εξυπνάδας, της ποίησης.
   Όλοι οι άλλοι τον βλέπουν όπως θέλει αυτός να τον βλέπουν: μεγαλοπρεπή, επιβλητικό, να λάμπει στα χρυσάφια, στα μετάξια και τα γουναρικά, έναν πανύψηλο θεό Ποσειδώνα που κάνει τη γη να τρέμει και εξαπολύει καταιγίδες. Επιδιώκει να τον φοβούνται οι πάντες κι ύστερα, όταν το πετυχαίνει, τους περιφρονεί. Κι εγώ τον φοβάμαι, τον τρελό βασιλιά, μα πρέπει να μεταμορφώνω σε κοροϊδευτικό γέλιο το φόβο μου και να του μιλάω με γλώσσα σκληρή σαν τη δική του. Εκείνος δεν καταλαβαίνει πόσο προσποιούμαι και νομίζει πως είμαι ίση του σε όλα εκτός απ' το βασιλικό αίμα. Κι αυτός, το ξέρω καλά, είναι ο λόγος που μ' αγαπάει. Και θα μετακινήσει ακόμα και τους επτά λόφους της Ρώμης για να με κάνει βασίλισσα.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   2 Σεπτεμβρίου 1532

   Ημερολόγιό μου,
   Νόμιζα πως είχα κάνει μια πλήρη καταγραφή των εχθρών μου. Εμφανίστηκε όμως κι ένας καινούργιος, που έρχεται από τόσο μακριά -ίσως και τόσο χαμηλά- που ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα.
   Ξαφνικά, εμφανίστηκε στη σκηνή της βασιλικής πολιτικής η λαίδη Νορθάμπερλαντ. Αυτή η γεμάτη πίκρα και χολή γυναίκα, η εδώ και χρόνια εν διαστάσει σύζυγος του καλού μου Χένρυ Πέρσυ, εμφανίστηκε μ' ένα καταραμένο γράμμα στα χέρια, το οποίο λέει ότι ο λόρδος Νορθάμπερλαντ είχε κάνει προσύμφωνο γάμου μ' εμένα. Αν αυτό το πράγμα αποδειχτεί αληθινό, μπορεί να ακυρώσει το γάμο μου με τον Ερρίκο. Ε, η κατηγορία είναι αληθινή, αυτά που λέει το γράμμα γράφτηκαν πράγματι, παλιά, πολύ παλιά. Αν και δεν είναι παρά ο όρκος που έδωσαν δύο ερωτευμένοι να παντρευτούν κάποτε, το πράγμα αυτό αποκαλείται προσύμφωνο και μας δεσμεύει νομικά. Εγώ όμως δεν είχα σκοπό ν' αφήσω αυτή τη στρίγκλα να κάνει στάχτη όσα έχω χτίσει με τόσους κόπους και έδρασα αποφασιστικά.
   Πρώτα απ' όλα πήγα εγώ η ίδια το αποκαλυπτικό γράμμα στο βασιλιά και του είπα:
   "Τούτο το πράγμα είναι εντελώς ψεύτικο. Το υποστηρίζει κάποια που θέλει μόνο το κακό μου, γιατί ο άντρας της δεν την αγάπησε ποτέ... επειδή αγαπούσε εμένα. Στα νιάτα μας, είχαμε μια βαθιά κι αληθινή αγάπη, μα σου ορκίζομαι ούτε μνηστευτήκαμε ποτέ ούτε υπήρξαμε εραστές, πριν φροντίσει ο Καρδινάλιος Γούλσεϋ να μας χωρίσει. Σε παρακαλώ να καλέσεις αυτόν που κατηγορείται με τούτο το ψέμα και να τον βάλεις να πει μπροστά σου την αλήθεια".
   Και ο βασιλιάς, που ήθελε με όλη του την ψυχή ν' αποδειχτεί ψεύτικο το γράμμα της λαίδης, κάλεσε το γραμματικό του για να στείλει μήνυμα στον Νορθάμπερλαντ.
   Εγώ όμως έστειλα πρώτη έναν αγγελιαφόρο στον Πέρσυ και του ζήτησα να έρθει να με βρει σε ένα μέρος, όπου είχαμε συναντηθεί πριν από πάρα πολλά χρόνια, στο Πανδοχείο του Ρόζγουντ.
   Περάσαμε μια επικίνδυνη ώρα εκεί πέρα, όχι περισσότερο. Πρώτα μιλήσαμε για τα γλυκά περασμένα, για τις περιπέτειές μας, για την παράξενη τροπή που είχε πάρει η ζωή μου, για τον αναγκαστικό γάμο του με μια γυναίκα που δεν την αγαπούσε και τώρα προσπαθούσε να με καταστρέψει και για την κλήτευση που είχε πάρει από το βασιλιά. Ο Πέρσυ ήξερε πως μόνο μία απάντηση μπορούσε να δοθεί στον Ερρίκο -κι αυτή θα ήταν ψέμα. Ο βασιλιάς δεν ήθελε ν' ακούσει την αλήθεια, αν η αλήθεια αυτή επρόκειτο να μας χωρίσει. Έτσι, σαν παλιοί φίλοι, ο Χένρυ Πέρσυ κι εγώ αποφασίσαμε να ενεργήσουμε από κοινού για άλλη μια φορά και να αποκηρύξουμε την ουσιαστική ένωση των ψυχών μας.
   Όταν ο Πέρσυ μίλησε ενώπιον του Ερρίκου και του Κοινοβουλίου, τον παρακολούθησα από το θεωρείο. Ο δύστυχος, μου φάνηκε ακόμα πιο ζαρωμένος, γκριζωπός και γερασμένος απ' όσο την προηγούμενη φορά. Με φωνή βραχνή αλλά σταθερή, αρνήθηκε το προσύμφωνό μας τρεις φορές, σαν τον Πέτρο που αρνήθηκε το δάσκαλό του. Ικανοποιημένοι, το Κοινοβούλιο και ο Ερρίκος, του είπαν να καθίσει κι αυτό ήταν όλο.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα
   6 Οκτωβρίου 1532
   Αχ, Ημερολόγιό μου,
   Τι φθινοπωρινό ειδύλλιο κι αυτό... Να κυλάμε τεμπέλικα μέσα σε μια χρυσή βασιλική άκατο πάνω στα νερά του Τάμεση... Ο βασιλιάς της Αγγλίας και η μαρκησία του Πέμπρουκ (αυτός είναι ο νέος μου τίτλος) κατεβαίνουν αυτόν τον υδάτινο δρόμο, ταξιδεύοντας προς το Ντόβερ, απ' όπου θα διασχίσουν τη Μάγχη για να πάνε στο Καλαί. Εκεί, πρόκειται να συναντηθούμε με το βασιλιά της Γαλλίας, ο οποίος θα είναι κουμπάρος στο γάμο μας. Δόξα τω Θεώ, επιτέλους θα παντρευτούμε!
   Επιβιβαστήκαμε στη βασιλική άκατο στο Γκρήνουιτς. Πήραμε μαζί μας ξύλινα σεντούκια γεμάτα ρούχα, μπαούλα με κουρτίνες, χαλιά και χρυσά σερβίτσια κι ακόμα και το μεγάλο, επίσημο κρεβάτι του Ερρίκου, που το έλυσαν και το συσκεύασαν σε κιβώτια. Οι φίλοι και οι ευνοούμενοί μας ταξιδεύουν δια ξηράς μαζί μ' εκατοντάδες άλλα μέλη της ακολουθίας μας και θα συναντηθούμε στο Ντόβερ, για να περάσουμε όλοι μαζί τη Μάγχη. Η καρδιά μου πεταρίζει από χαρά κι ανυπομονησία. Και το μυαλό μου ξεχειλίζει από ιδέες και σχέδια και όνειρα που σε λίγο θα πραγματοποιηθούν.
   Στους αντικατοπτρισμούς του νερού βλέπω ένα όραμα: χιλιάδες κεριά καίνε στον καθεδρικό ναό του Γουίντσεστερ. Γίνονται βαφτίσια. Μπροστά στην κολυμπήθρα στέκομαι εγώ, η βασίλισσα της Αγγλίας, κρατώντας στην αγκαλιά μου ένα μωρό τυλιγμένο στα μετάξια και τις δαντέλες. Το προσωπάκι του είναι μικρογραφία του Ερρίκου. Βλέπω τον πατέρα του να μας χαμογελάει, σ' εμάς, τη σύζυγό του και το νόμιμο διάδοχο των Τυδόρ. Όλες οι δυσκολίες κι όλη η οργή έχουν σβηστεί και μόνο η αγάπη έχει απομείνει πια. Πίσω από το βασιλιά βλέπω τους άλλοτε εχθρικούς αυλικούς να στέκουν τώρα γεμάτοι χαρά και επαίνους και να ορκίζονται πίστη στη μητέρα του μελλοντικού τους βασιλιά. Και πίσω απ' όλα τα φαντάσματα στέκεται ο πατέρας μου. Το σκληρό του πρόσωπο έχει μαλακώσει, χαμογελάει, τα μάτια του είναι βουρκωμένα. Είναι περήφανος για μένα, για τη ζωή μου, για το βασιλικό παιδί μου.
   Το όραμα χάνεται. Πρέπει να σταματήσω τις ονειροπολήσεις και να πάω να βρω τον Ερρίκο. Θα δειπνήσουμε παρακολουθώντας το ηλιοβασίλεμα από τη γέφυρα. Μου έχει υποσχεθεί μια έκπληξη.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα
   7 Οκτωβρίου 1532
   Ημερολόγιό μου,
   Το χέρι μου τρέμει καθώς γράφω. Και δεν φταίνε η πρωινή υγρασία και τα ρεύματα. Φταίει ένα πολύ δυνατό συναίσθημα που ταράζει και την ψυχή και το κορμί μου. Ποιο συναίσθημα; Η αγάπη. Γλυκιά και ειλικρινής, σαλεύει στην καρδιά και τις λαγόνες μου ζητώντας τον αγαπημένο μου. Το θαύμα που έλπιζα κι ευχόμουν τόσο καιρό, έγινε πραγματικότητα.
   Βέβαια, όποιος μάθει για τη νύχτα που περάσαμε και για την έκπληξη που μου έκανε ο Ερρίκος, θα πει ότι δεν πρόκειται για αληθινή αγάπη, αλλά απλώς και μόνο για ευγνωμοσύνη.
   Χθες το βράδυ, όταν εμφανίστηκα στη γέφυρα για το δείπνο, επάνω στο τραπέζι δε βρήκα ψητό αρνί, πίτες και λαγούς, αλλά σωρούς τα κοσμήματα της Αικατερίνης -όλο τον οικογενειακό θησαυρό. Βραχιόλια, περιδέραια, καρφίτσες, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και μικρές τιάρες, όλα φτιαγμένα από μαργαριτάρια και σμαράγδια, διαμάντια, ρουμπίνια και ζαφείρια, κι όλα να σπινθηρίζουν και να λαμποκοπάνε κάτω από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που έδυε. Εκείνος στεκόταν υπερήφανος δίπλα τους, περιμένοντας με τη λαχτάρα μικρού παιδιού στα μάτια να δει πώς θ' αντιδρούσα, ν' ακούσει τα επιφωνήματα χαράς που θα έβγαζα. Εγώ όμως είχα παραλύσει, είχα απομείνει άλαλη.
   "Λοιπόν, Ναν, τι λες;" με ρώτησε. "Πάλεψα με την Αικατερίνη για δαύτα, όπως παλεύει το μαντρόσκυλο με την αρκούδα". 
   Ξέρω ότι περίμενε αγκαλιές, φιλιά και χίλια γλυκά λόγια γι' αυτό το θαυμαστό δώρο. Το μόνο που μπόρεσα όμως να κάνω εγώ, ήταν να βάλω τα γέλια! Έχασα κάθε έλεγχο και ξέσπασα σ' ένα ακαταμάχητο και πολύ δυνατό γέλιο. Ορκίζομαι πως δε διασκέδαζα με τη δυστυχία της Αικατερίνης. Ήταν σαν κάποιος να είχε τραβήξει το βούλωμα που έκλεινε την ψυχή μου. Κάθε φόβος, μίσος και ασχήμια των έξι περασμένων χρόνων τινάχτηκαν από μέσα μου κι έφυγαν μακριά, μαζί με τον αχό του γέλιου μου. Που αποδείχτηκε κολλητικό, γιατί ο Ερρίκος με μιμήθηκε κι άφησε το τρανταχτό του γέλιο ν' ακουστεί σ' όλο το ποτάμι.
   Δε μπορούσαμε να σταματήσουμε. Διπλωθήκαμε στα δυο, νιώσαμε τα πλευρά μας να πονάνε απ' τα γέλια και στο τέλος, με δάκρυα στα μάτια, πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, λαχανιασμένοι. Το γέλιο μας λιγόστεψε, σταμάτησε. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Φιληθήκαμε. Πρώτα στα πεταχτά, με χείλη υγρά και αλμυρά, ύστερα δυνατά, ρουφηχτά. Ένιωσα την καρδιά μου να παίζει άγριο ταμπούρλο στα στήθη μου. Μια θέρμη πήγασε απ' την κοιλιά μου και κατρακύλησε στις λαγόνες και στους μηρούς μου. Τα γόνατά μου λύγισαν. Κι αθέλητα, το μυαλό μου άρχισε να ψιθυρίζει: "Σ' αγαπάω, Ερρίκο, σ' αγαπάω, σ' αγαπάω..."
   Μ' έπνιγε μια μεγάλη ανείπωτη χαρά. Σφιγγόμουν πάνω σ' αυτόν τον άντρα, σ' αυτόν τον πιστό φίλο που η μεγάλη του αγάπη τον βοήθησε να περάσει, αν όχι αλώβητος, τουλάχιστον σώος, μέσα από φουρτούνες και καταιγίδες για να μπορέσει να με παντρευτεί. Τόσο ξαφνική ήταν η δίψα μου γι' αυτόν, η ανάγκη μου να σφίγγομαι πάνω του, που στο τέλος ήταν εκείνος που διέκοψε το γεμάτο πάθος αγκάλιασμά μας.
   "Ναν, Ναν", ψιθύρισε, "ας σταματήσουμε, γιατί δε σε βλέπω να φτάνεις παρθένα στη νύχτα του γάμου σου". Με απομάκρυνε λιγάκι κοιτώντας με κατάπληκτος, γιατί ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τέτοιο πυρετό στα φιλιά μου. "Για φόρεσε αυτό", μου είπε και μ' έβαλε να γυρίσω για να μου κουμπώσει ένα βαρύ περιδέραιο. "Στάσου να σε κοιτάξω". Μ' έπιασε από τους ώμους και με γύρισε ξανά προς το μέρος του. Στα μάτια του είδα να καθρεφτίζεται το νερό που σπίθιζε, το φως του ηλιοβασιλέματος, τα λαμπερά πετράδια στο λαιμό μου, μα πάνω απ' όλα... η αγάπη μου. Ξέρω πως την είδε καλά την αγάπη μου αυτή. Και ο βασιλιάς μού χαμογέλασε και είπε: "Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος σ' όλη την Αγγλία".
   "Κι εγώ", του απάντησα, "είμαι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα".
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   18 Οκτωβρίου 1532

   Ημερολόγιό μου,
   Τι κεφάτες μέρες και νύχτες! Αληθινή παραζάλη. Ντυμένη με βασιλικά ρούχα και κοσμήματα, περιστοιχισμένη από ένα συναρπαστικό, λαμπρό πλήθος, περιφέρομαι σε συμπόσια, παραστάσεις και χορούς που γίνονται προς τιμή μου. Παράξενο και όμορφο μέρος αυτό το Καλαί. Γαλλικό έδαφος, αγγλική κυριαρχία, με υποδέχεται πολύ πιο καλά από την πατρική μου γη. Στο δρόμο ο κόσμος μάς ζητωκραυγάζει, τον Ερρίκο κι εμένα. Παιδιά μού προσφέρουν λουλούδια, άντρες και γυναίκες μού χαρίζουν ειλικρινή χαμόγελα.
   Μόλις τα κατάφερα να καταλαγιάσει η ταραχή στην καρδιά μου, που παραλίγο να σπάσει σαν έμαθα πως η Ελεονόρα, βασίλισσα της Γαλλίας και παλιά μου κυρά, μαζί με όλες τις άλλες υψηλές αριστοκράτισσες της Αυλής, αρνήθηκαν να με δεχτούν και να παραστούν στο γάμο μου μαζί με το Φραγκίσκο. Τη θέση της βασίλισσας Ελεονόρας την καταλαβαίνω: είναι η αδελφή του αυτοκράτορα και άρα συγγενής της Αικατερίνης. Η αδελφή του Φραγκίσκου όμως, η δούκισσα Μαργαρίτα του Αλανσόν, δεν έχει καμιά δικαιολογία για την προσβλητική της στάση. Όταν ήμουν κοριτσάκι στην Αυλή του Φραγκίσκου, την υπηρέτησα με αφοσίωση και πολύ αγάπη κι απ' αυτή διδάχτηκα όχι μόνο να έχω δυνατό μυαλό, αλλά και να φέρομαι μ' αυτόν τον προκλητικό και εκκεντρικό τρόπο που ξετρελαίνει τους άντρες. Εξάλλου, κι αυτή επίσης απομακρύνθηκε από την καθολική πίστη και εισήγαγε λουθηρανικές ιδέες στην καθολική Αυλή της Γαλλίας. Ωστόσο, περισσότερο με ταπείνωσε η προσφορά του Γάλλου βασιλιά να φέρει μαζί του αντί γι' αυτή την κυρία, τη δούκισσα του Βαντόμ. Αυτή τη γυναίκα με το τόσο λερωμένο όνομα, αυτή την εταίρα!
   Πάντως, δεν είπα τίποτα, όταν τα έμαθα όλα αυτά. Στάθηκα στητή και αξιοπρεπής και δεν άφησα τα νεύρα μου να με παρασύρουν. Παρακάλεσα τον Ερρίκο να πει στον εξάδελφό του τον Φραγκίσκο ν' αφήσει τη δούκισσα του Βαντόμ στο σπίτι της και να έρθει μόνος. Η δική του παρουσία είναι που έχει σημασία για μένα. Με τον Φραγκίσκο στο πλευρό μας, ο γάμος μας θα πραγματοποιηθεί.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   22 Οκτωβρίου 1532

   Ημερολόγιό μου,
   Με τις ψιθυριστές κουβέντες τους να σκεπάζονται απ' το κουδούνισμα των κουβάδων που κουβαλάνε, οι υπηρέτριές μου γεμίζουν με ζεστό νερό μια μεταλλική μπανιέρα μπροστά στο φουντωμένο τζάκι του δωματίου μου κι ανάβουν μαγκάλια για να ζεστάνουν το κρύο δωμάτιο ώστε να μπορέσω να κάνω μπάνιο. Και στο διπλανό δωμάτιο, οι υπηρέτες του Ερρίκου κάνουν το ίδιο για το βασιλιά τους.
   Απόψε είναι η παραμονή της αναχώρησης του βασιλιά για τη Βουλώνη, όπου θα συναντηθεί με το Φραγκίσκο και θα διασκεδάσουν μαζί με κονταρομαχίες, αγώνες πάλης και συμπόσια. Κι ύστερα, θα τον πάρει και θα έρθουν εδώ για το γάμο. Ο Ερρίκος κι εγώ αποφασίσαμε να δειπνήσουμε οι δυο μας απόψε, γιατί μετά, με όλες τις γαμήλιες εκδηλώσεις που θ' ακολουθήσουν, θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθούμε μόνοι.
   Νωρίς απόψε, λοπόν, ντύθηκα όμορφα και, περνώντας απ' την κρυφή πόρτα που ενώνει τα διαμερίσματά μας, πήγα στο δωμάτιό του. Είχε πει να μας σερβίρουν ένα υπέροχο δείπνο μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Ο Ερρίκος έδιωξε όλους τους ακολούθους του, τράβηξε μόνος του την καρέκλα μου για να καθίσω κι έβαλε κρασί σε δυο κύπελλα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε πίσω στο λαιμό.
   "Άννα, δυο μεγάλοι βασιλιάδες θα είναι παρόντες στο γάμο σου. Τι λες γι' αυτό;"
   Τον κοίταξα κατάματα και είπα:
   "Καλοί είναι οι δυο... Κι ένας όμως εμένα μου φτάνει".
   Του άρεσε το κομπλιμέντο. Χαμογέλασε, κάθισε στη θέση του απέναντί μου και ήπιε το κρασί του.
   "Θες να πεις πως δε σε πολυνοιάζει που θα ευλογήσει το γάμο μας ο Φραγκίσκος;"
   "Όχι, βέβαια. Όμως, εσύ έχεις πια βεβαιωθεί πόσο ισχυρός είσαι απέναντι στον κλήρο, στους καρδινάλιους και τον Πάπα. Γιατί να μοιραστείς αυτή την ισχύ με κάποιον άλλο, έστω κι αν είναι βασιλιάς;"
   Ο Ερρίκος το σκέφτηκε λιγάκι, χαμογέλασε λοξά κι αποκρίθηκε:
   "Μ' αρέσει πολύ ο τρόπος που σκέφτεσαι, γλυκιά μου. Μ' αρέσει πολύ. Έλα, πιες!"
   Τσουγκρίσαμε τα κύπελλά μας κι έκανα μια πρόποση:
   "Εις υγείαν του μεγαλύτερου βασιλιά απ' όλους, που δε φοβάται κανέναν: του Ερρίκου".
   Φούσκωσε από καμάρι, και λες και γιγαντώθηκε ακόμα πιο πολύ. Τον έβλεπα να λάμπει από ευτυχία κι ευχαρίστηση και η καρδιά μου ήθελε να φύγει από τα στήθη μου. Τόσο πολύ τον αγαπούσα αυτόν τον άνθρωπο που έφερε τον κόσμο τα πάνω - κάτω για να με αποκτήσει.
   "Ας φάμε κι ας πιούμε με την καρδιά μας", του είπα. "Κι ύστερα, εκεί πάνω στο μεγάλο βασιλικό σου κρεβάτι, μπορείς να με κάνεις ολοκληρωτικά δική σου".
   Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του.
   "Τώρα; Εδώ; Πριν από τη γαμήλια νύχτα μας;"
   "Ναι, πριν". Άπλωσα το χέρι μου κι έπιασα το δικό του. "Ερρίκο, έξι χρόνια τώρα έχουμε παραβιάσει όλους τους κανόνες, εκτός από έναν. Λέω λοιπόν να τον παραβιάσουμε κι αυτόν. Τι λες κι εσύ;"
   Δεν πρόλαβα ν' αποσώσω τα λόγια μου και με κρατούσε κιόλας στην αγκαλιά του, γεμίζοντάς με με φιλιά και λέγοντας συνέχεια το όνομά μου:
   "Άννα, Άννα, Άννα..."
   Ύστερα χωριστήκαμε να κάνουμε ο καθένας το λουτρό του, τη βάφτισή του μπροστά στη φωτιά. Σε λίγο θα βρεθούμε πάλι μαζί, για την πραγματοποίηση δύο ονείρων. Εγώ ονειρευόμουν πάντα ένα γάμο από έρωτα. Ο Ερρίκος ονειρευόταν πάντα ένα γιο. Ας γίνει, λοιπόν.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   23 Οκτωβρίου 1532

   Αχ, Ημερολόγιό μου,
   Σου ορκίζομαι πως ο Θεός με κοροϊδεύει από εκεί ψηλά στον ουρανό! Τι άλλο θα μπορούσα να πω, ύστερα από τα χθεσινοβραδινά; Μετά από όσα έγιναν τη νύχτα αυτή που στην αρχή της υποσχόταν δόξα και ανταμοιβές για έξι χρόνια θυσίες και ηρωική συγκράτηση; Ο Ερρίκος, ο μεγάλος βασιλιάς και η προσωποποίηση του ανδρισμού, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με το αντικείμενο του πιο δυνατού και ειλικρινούς πόθου του, που είχε ανοίξει την αγκαλιά του να τον δεχτεί... δεν τα κατάφερε. Απέτυχε ολοκληρωτικά.
   Ίσως έφταιγε το πολύ γαλλικό κρασί. Είχε πιει μπόλικο στο φαγητό και συνέχισε να πίνει όσο έκανε το λουτρό του. Ίσως για να τονώσει το κουράγιο του για εκείνη τη στιγμή απ' την οποία εξαρτιόνταν τόσα πολλά. Ίσως πάλι να φταίει η ένταση όλων αυτών των χρόνων, η κούραση του ταξιδιού, η κακή του υγεία. Ίσως, ακόμα -κι αυτό είναι που φοβάμαι περισσότερο- όταν με είδε γυμνή, πλαγιασμένη στο κρεβάτι του, να εξαφανίστηκε όλη η γοητεία του κυνηγιού και να με είδε σαν ένα παραδομένο θύμα που ικετεύει να μην το κάνουν να υποφέρει. Τι να πω...
   Δε μπόρεσε να γίνει τίποτα. Παρά τα χάδια, τις προτροπές, τους ερεθισμούς, η επιθυμία του δε φούντωσε, όσο κι αν περιμέναμε. Κι αυτός, αντί να θυμώσει -πράγμα που το ευχόμουν, γιατί ένα δυνατό συναίσθημα οδηγεί συχνά σ' ένα άλλο- κατέρρευσε, ερείπιο σωστό. Ο τεράστιος όγκος του ήρθε και ζάρωσε και δε σήκωνε καν τα μάτια να με κοιτάξει. Όσο για τα δικά μου, ήταν γεμάτα δάκρυα. Κι όχι από απογοήτευση ή κατάπληξη, αλλά για τη ντροπή και την οδύνη της αγάπης μου.
   Κι έτσι, τη νύχτα αυτή που θα ήταν η γιορτή της αντάρτικης ένωσής μας, την περάσαμε εγώ ξαπλωμένη σαν ξύλο στο βασιλικό κρεβάτι κι εκείνος σωριασμένος σε μια καρέκλα δίπλα στο παράθυρο, να περιμένει την αυγή.
   Τελικά φαίνεται πως με πήρε ο ύπνος, γιατί σαν χάραξε κι άνοιξα τα μάτια μου, ο βασιλιάς είχε φύγει. Δεν κάλεσα τις γυναίκες μου, φόρεσα μόνη μου το βαρύ, μαύρο σατινένιο νυχτικό μου. Πήρα μια ψεύτικα ικανοποιημένη και κεφάτη έκφραση και, γυρίζοντας στα δικά μου διαμερίσματα, ρώτησα τις κυρίες μου για τις κινήσεις του βασιλιά. Από τα χαμηλωμένα μάτια τους και τις εκφράσεις τους, μάντεψα πως και ο Ερρίκος είχε προσποιηθεί το θραμβευτικό λιοντάρι κι έτσι όλοι πίστευαν πια πως η σχέση μας είχε ολοκληρωθεί και το μέλλον μου ως βασίλισσας ήταν εξασφαλισμένο. Μου είπαν, λοιπόν, πως ο βασιλιάς είχε φύγει για τη Βουλώνη μόλις χάραξε, με μεγάλη στρατιωτική συνοδεία.
   Η καρδιά μου είναι βαριά σαν πέτρα. Ποιος εκδικητικός θεός ξεπληρώνει τόσες θαρραλέες προσπάθειες με τέτοια ανταμοιβή; Τώρα, πρέπει να περάσω τις επόμενες τέσσερις μέρες συντροφιά μ' αυτό το μυστικό. Κανείς δεν πρέπει να μάθει για την αποτυχία του Ερρίκου. Κανείς απολύτως.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   28 Οκτωβρίου 1532

   Ημερολόγιό μου,
   Βρίσκομαι ακόμη στο Καλαί. Βρέχει καταρρακτωδώς και φυσάει πολύ. Λόγω του καιρού, δε μπορούμε να γυρίσουμε στην Αγγλία.
   Όσο ο Ερρίκος έλειπε στη Βουλώνη, εγώ πολεμούσα την απελπισία και αντλούσα δύναμη από τους συγγενείς και τους φίλους μου. Οι βασιλιάδες έφτασαν την παραμονή της ημέρας που είχε οριστεί για το γάμο μου, αλλά εγώ, για λόγους τόσο αξιοπρέπειας όσο και πρωτοκόλλου, δεν παρουσιάστηκα στην επίσημη και μεγαλόπρεπη υποδοχή τους. Ο Ερρίκος ήρθε να με χαιρετήσει αμέσως μόλις έφτασε. Ούτε εκείνος ούτε εγώ μιλήσαμε για τη θλιβερή αποτυχία του την παραμονή της αναχώρησής του, γιατί τα νέα που έφερνε ήταν πολύ στενόχωρα: εκεί στη Βουλώνη, ο Γάλλος βασιλιάς είχε αποσύρει την υποστήριξή του για το γάμο μας. Ο Φραγκίσκος φοβόταν ότι, αν ευλογούσε το γάμο μας, ο αυτοκράτορας θα οργιζόταν και θα έριχνε τις δυνάμεις του εναντίον των Γάλλων.
   Δεν ήξερα τι να πω. Αυτό το πράγμα εμένα μου φαινόταν σκληρή προσβολή κι ένα ακόμα εμπόδιο που ερχόταν να προστεθεί στη μακριά σειρά των εμποδίων που έβαζαν οι πάντες στο δρόμο μας. Εκείνη την ημέρα όμως επικράτησε μέσα μου η ψυχραιμία και η λογική. Για πρώτη φορά έβλεπα τα γεγονότα όχι σαν προσωπική προσβολή, αλλά σαν δεδομένα της πολιτικής των βασιλιάδων και των παπών. Ένιωθα βασίλισσα και ενήργησα ανάλογα, προσφέροντας στον Ερρίκο όχι δάκρυα και υστερίες, αλλά έναν ήρεμο συμβιβασμό.
   "Αγαπημένε μου", του είπα, "πάντα δε λέγαμε ότι θα ήταν καλύτερα να παντρευόμαστε σε αγγλικό έδαφος; Αν ο γάμος μας γινόταν εδώ, οι υπήκοοί σου που δε μ' αγαπάνε, θα έβρισκαν αμέσως δικαιολογία να πουν πως αυτός ο γάμος δεν είναι νόμιμος. Σε διαβεβαιώ ότι μετά χαράς θα περιμένω να παντρευτώ σε πιο οικείο έδαφος".
   Ο Ερρίκος έμεινε σιωπηλός, προσπαθώντας να χωνέψει τα λόγια μου. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα: ήταν ο ίδιος ο δήμαρχος των Παρισίων, ο οποίος είχε έρθει να μου φέρει ένα δώρο του Γάλλου βασιλιά: ένα τεράστιο κι ολόλαμπρο διαμάντι μέσα σ' ένα πορφυρό βελούδινο κουτί. Όταν έφυγε ο Γάλλος, καθίσαμε με το πετράδι να αστράφτει ανάμεσά μας και η μέρα μας φάνηκε ξαφνικά πολύ πιο ωραία. Συμφωνήσαμε ότι ναι μεν ο Φραγκίσκος παρέμενε σύμμαχός μας, χρειαζόταν όμως κι άλλο «καλόπιασμα» κι αυτό σίγουρα μπορούσα να το κάνω εγώ.
   Έμενε, λοιπόν, να σχεδιάσω τη συνάντησή μου με τον Φραγκίσκο. Έπρεπε να γίνει σε κάποια λαμπρή, εντυπωσιακή ευκαιρία.
   Τη νύχτα που κανονικά ήταν να γίνει ο γάμος μας, ο Ερρίκος κι ο Φραγκίσκος δείπνησαν παρέα στον Μεγάλο Εμπορικό Σταθμό του Καλαί, ένα ωραίο κτίριο που είχα φροντίσει να το διακοσμήσω πολυτελέστατα.  Όταν πια οι δυο βασιλιάδες έφαγαν κι ήπιαν κατά κόρον, άνοιξαν διάπλατες όλες οι πόρτες. Λουσμένες στο φως, οκτώ μασκοφόρες κυρίες μπήκαν στην αίθουσα χορεύοντας ένα ζωηρό σκοπό. Οι τουαλέτες τους, εξωτικά σχεδιασμένες, ήταν από πανί υφασμένο με ασήμι και κατακόκκινο σατέν με χρυσές δαντέλες. Κάθε μυστηριώδης κυρία σήκωσε κι από ένα Γάλλο καλεσμένο για καβαλιέρο της στο χορό. Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Φραγκίσκος, υπερβολικά φανταχτερός με το βιολετί και χρυσαφί ρούχο του και το κολάρο του φτιαγμένο από διαμάντια, μαργαριτάρια και σμαράγδια μεγάλα σαν αυγά χήνας. 
   Κάποια στιγμή, οι κυρίες έβγαλαν όλες μαζί τις μάσκες τους. Ντάμα του Γάλλου βασιλιά ήμουν εγώ.
   Το βλέμμα του φωτίστηκε έκπληκτο και γελαστό. Ήταν φανερό ότι θαύμαζε την τολμηρή κι έξυπνη κίνησή μου. Χοροπηδούσαμε και στριφογυρίζαμε στο σκοπό της μουσικής κι έβλεπα πως ο Ερρίκος, από τη θέση του, έλαμπε ολόκληρος από ευχαρίστηση: ο βασιλιάς της Γαλλίας χόρευε με την καλή του και της έκανε φιλοφρονήσεις!
   Αργότερα, συζήτησα με το Φραγκίσκο για πολλά πράγματα. Μου ζήτησε συγγνώμη που αναγκάστηκε να αποδοκιμάσει δημόσια το γάμο μας και μου έδωσε μια εξήγηση που εγώ την αποδέχτηκα με βασιλική χάρη. Για να μας υποστηρίξει, προσφέρθηκε να σκαρώσει νοστιμότατες σκευωρίες για να ξεγελάσει τον Πάπα Κλήμη και να τον κάνει να καθυστερήσει την τελική απόφασή του για το διαζύγιο, η οποία δείχνει πως θα είναι υπέρ της Αικατερίνης.
   Η βραδιά ήταν πολύ πετυχημένη και κεφάτη  και ο Ερρίκος την ευχαριστήθηκε με το παραπάνω. Εγώ αποφάσισα να εκμεταλλευτώ την καλή του διάθεση κι όταν αποσυρθήκαμε αργά, πήγα απρόσκλητη και χώθηκα στην αγκαλιά του, όπου και βρήκα ενθουσιώδη υποδοχή. Το αναπάντεχο αυτό ζευγάρωμά μας ήταν θαυμάσιο. Άγριο και τρυφερό μαζί, οδυνηρό και γλυκό. Το κορμί και η μήτρα μου δέχτηκαν ολόκληρο το βασιλιά Ερρίκο κι εκείνος μου έδειξε όλη την παθιασμένη του αγάπη. Η νύχτα έδωσε τη θέση της στη μέρα, αλλά εμείς δε σηκωθήκαμε από το βασιλικό κρεβάτι. Κι ύστερα άρχισε η κακοκαιρία κι έκανε αδύνατο το πέρασμά μας στην Αγγλία.
   Εμείς χαρήκαμε γι' αυτό. Τις επόμενες μέρες, όλα μας τα γεύματα τα έφερναν και τα άφηναν έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μας. Για τρία ολόκληρα μερόνυχτα δεν είδαμε κανέναν. Γελούσαμε, τραγουδούσαμε, παίζαμε μουσική, τρώγαμε, πίναμε, κάναμε το λουτρό μας μαζί μπροστά στη φωτιά, κάναμε έρωτα και μαζί και σχέδια. Ώσπου, μόλις δύο ώρες πριν, ο Ερρίκος μάζεψε τα ρούχα του και ντύθηκε, λέγοντάς μου πως έπρεπε να ετοιμάσει την αναχώρησή μας, γιατί η κακοκαιρία είχε πια υποχωρήσει. Με φίλησε μια φορά και χαμογέλασε. Δεν έχω ξαναδεί πιο ικανοποιημένο άντρα. Κι ύστερα έφυγε κι εγώ κάθισα να γράψω.
   Οι περισσότεροι φόβοι μου έχουν σβήσει. Ο γάμος είναι εξασφαλισμένος και, αν υπάρχει Θεός στους ουρανούς, θα είμαι, ύστερα απ' αυτές τις λάγνες μέρες, έγκυος σ' ένα γιο. Βλέπω το μέλλον ν' ανοίγεται λαμπρό μπροστά μου, γιατί η αγάπη ευλογεί την ένωσή μας και θα φωτίζει σαν φάρος το δρόμο μας για πάντα.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   3 Ιανουαρίου 1533

   Ημερολόγιό μου,
   Δόξα τω Θεώ, η προφητεία βγαίνει αληθινή. Έχω μέσα μου το παιδί του Ερρίκου! Από τότε που γυρίσαμε απ' το Καλαί, προσευχόμουν καθημερινά γονατιστή για να συμβεί το θαύμα. Όλοι στην Αυλή γνώριζαν πως επιτέλους είχαμε ζευγαρώσει. Οι καλοί μου φίλοι προσεύχονταν μαζί μου για ένα αίσιο αποτέλεσμα και οι εχθροί μου έτρεμαν στη σκέψη του.
   Κρατούσα και την ανάσα μου μέχρι να έρθουν οι μέρες της περιόδου μου -και να περάσουν!- κι ύστερα άρχισα να πανηγυρίζω φανερά για κάθε ναυτία κι εμετό. Λιγουρευόμουν φρέσκα μήλα που τα έτρωγα με το καλάθι, ενώ μέχρι τώρα δε μου άρεσε καθόλου αυτό το φρούτο. Τα στήθη μου ξεχειλίζουν από το ντεκολτέ μου. Οι γωνίες του προσώπου μου γέμισαν, στρογγύλεψαν. Του Ερρίκου δεν του είχα πει τίποτα, περίμενα πρώτα να βεβαιωθώ απόλυτα. Μα σαν ήρθε η ημερομηνία της δεύτερης περιόδου και πέρασε κι αυτή, δύο μέρες μετά την Πρωτοχρονιά, πήγα και τον βρήκα και του είπα πως είχα ένα ακόμα δώρο που είχα ξεχάσει να του το δώσω. Κι έβαλα στα χέρια του ένα όμορφο κουτί από ασημόχαρτο. Εκείνος, που ήταν τρομερά απασχολημένος και ζαλισμένος από σοβαρά κρατικά ζητήματα, με κοίταξε με κουρασμένο ύφος και μου είπε:
   "Εγώ, αγάπη μου, δεν έχω τίποτα να σου δώσω".
   "Μα, Ερρίκο!" αποκρίθηκα, "αυτό το δώρο σου το δίνω εγώ σε ανταπόδοση εκείνου που μου έκανες εσύ".
   Έγειρε στο πλάι το κεφάλι, παρατήρησε το μυστηριώδες χαμόγελό μου κι ύστερα άνοιξε το κουτί. Μέσα, τυλιγμένο σε μπόλικο λεπτό χαρτί, βρισκόταν ένα μικροσκοπικό δαντελένιο βαφτιστικό σκουφάκι που είχα κεντήσει με χρυσή και πορφυρή κλωστή. Το κοίταξε καλά καλά, καθώς το κουρασμένο του μυαλό αργούσε να συνειδητοποιήσει το νόημά του.
   "Είναι αλήθεια;" ψιθύρισε χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.
   "Είμαι έγκυος στο γιο μας, Ερρίκο. Το γιο μας".
   Με άρπαξε και μ' έσφιξε πάνω του φωνάζοντας το όνομά μου. Με φίλησε στο στόμα, στα μάγουλα, στα μάτια, στο λαιμό. Ένιωθα καυτά δάκρυα να κυλάνε στα στήθη μου και το μεγάλο του κορμί τρανταζόταν όλο από λυγμούς, καθώς ψιθύριζε:
   "Σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ!"
   Με τα πολλά, σηκώθηκε ορθός. Τα μάγουλά του ήταν μουσκεμένα από τα δάκρυα, τα μάτια του φεγγοβολούσαν σαν φάροι.
   "Πρέπει να γίνουν πολλά", μου είπε. "Γιατί αυτός ο γιος πρέπει να γεννηθεί από μια βασίλισσα".
   Έκλεισα το χέρι του μέσα στα δικά μου και το φίλησα. 
   "Κύριέ μου, εγώ είμαι που σ' ευχαριστώ ταπεινά", του είπα.
   Κι αυτός σηκώθηκε κι έφυγε με μεγάλες δρασκελιές, δυνατός και άφοβος, για να πάει να κανονίσει ώστε να μπει το στέμμα της Αγγλίας στο κεφάλι μου.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   16 Ιανουαρίου 1533

   Ημερολόγιό μου,
   Πίσω από την Αυλή που την απαρτίζουν ευγενείς, μέλη του Κοινοβουλίου, σύμβουλοι, καγκελάριοι και επίσκοποι, βρίσκεται μια άλλη, μυστική Αυλή, μια κρυφή κυβέρνηση ελάχιστων ανθρώπων, που κυβερνάνε στην πραγματικότητα το κράτος. Τούτο τον καιρό λοιπόν, ο βασιλιάς και ο γραμματέας Κρόμγουελ είναι εκείνοι που λένε στον ήλιο πότε ν' ανατείλει και στην παλίρροια πότε ν' αλλάξει ρου. Οι δυο τους κάνουν ατέλειωτα σχέδια, καθώς ο Ερρίκος βασίζεται όλο και περισσότερο στη σκέψη του Κρόμγουελ. Κι αυτός είναι πραγματικά έξυπνος και υποστηρίζει πλήρως το γάμο μας.
   Ο παράξενος αυτός άνθρωπος, που ούτε σπουδαίο παρουσιαστικό έχει ούτε ζει φανταχτερά σαν τον Καρδινάλιο Γούλσεϋ, εμένα μου φαίνεται πολύ ανώτερος από εκείνον: αποπνέει έναν αέρα αξιοπρέπειας και σοβαρότητας. Ξέρω καλά πως είναι μια φιλοδοξία το ίδιο μεγάλη με του Γούλσεϋ αυτή που ανάβει τις φωτιές πίσω από τα δυο μικρά σαν χάντρες μάτια του. Έχοντας πάρει όμως ένα καλό μάθημα από την πτώση του παλιού αφέντη του, δεν κάνει λάθη. Βλέπω τον Ερρίκο να στηρίζεται πάνω του και απορώ. Θα μπορούσε τάχα και ο Κρόμγουελ να ξεπέσει κάποτε τόσο χαμηλά όσο ο Γούλσεϋ; Τέλος πάντων, δε χολοσκάω τώρα, γιατί όλα τα σημαντικά θέματα έχουν πια ξεχαστεί -εκτός από ένα. Το θέμα αυτό, όπως λέει ο Ερρίκος, έχει δύο όψεις, σαν νόμισμα: το γάμο το δικό μας απ' τη μια, το διαζύγιό του με την Αικατερίνη απ' την άλλη.
   Ο Κράνμερ, που είχε σταλεί πρεσβευτής στην αυτοκρατορική Αυλή της Ισπανίας, ανακλήθηκε γρήγορα για να ανακηρυχθεί Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ. Οι πράκτορες του Ερρίκου στη Ρώμη είχαν φροντίσει ν' αποσπάσουν τις παπικές βούλες που ήταν αναγαίες γι' αυτή τη στέψη. Ο Άγιος Πατέρας δεν έπρεπε να ξέρει πως ο καινούργιος διορισμός του Κράνμερ έχει μόνο ένα σκοπό: να χορηγήσει στο βασιλιά διαζύγιο. Ο Κλήμης πιστεύει ακόμα, όπως του υποσχέθηκε ο Φραγκίσκος, ότι ο Ερρίκος θα δεχτεί την απόφαση που θα παρθεί για το γάμο του σ' ένα δικαστήριο που θα γίνει την άνοιξη στη Γαλλία.
   Γι' αυτό όλες οι συζητήσεις για γάμους, εγκυμοσύνες και στέψεις γίνονται ψιθυριστά και μυστικά. Κάθε πρωί που ξυπνάω, προσεύχομαι να μη δω καθόλου αίμα ανάμεσα στα πόδια μου, να μη μου συμβεί καμιά αποβολή.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   27 Ιανουαρίου 1533

   Ημερολόγιό μου,
   Το φτερό τρέμει στο χέρι μου καθώς γράφω. Είμαι παντρεμένη με το βασιλιά της Αγγλίας. Έξι χρόνια πέρασαν από τότε που μου πρότεινε αυτό το γάμο. Έξι χρόνια! Στέκομαι και θαυμάζω όλα τα βουνά που μετακινήσαμε για να φτάσουμε ως εδώ, αν και η γαμήλια τελετή δεν ήταν αυτό που φανταζόμουν: έγινε στα κρυφά, χαράματα, την ώρα που όλος ο κόσμος κοιμόταν.
   Έτσι το κανονίσαμε ο γραμματέας Κρόμγουελ, ο Ερρίκος και εγώ. Νύχτα ακόμα, στείλαμε μυστικούς μαντατοφόρους με κεριά να ξυπνήσουν τους λιγοστούς μάρτυρες του γάμου μας -τον πατέρα, τη μητέρα, τον Τζωρτζ, τον Τόμας Γουάιατ και την αδελφή του Μαργαρίτα Λη- και να τους πουν να ντυθούν βιαστικά. Κι ύστερα, να έρθουν σαν τους κλέφτες μέσα από τους έρημους διαδρόμους του παλατιού στο Μικρό Παρεκκλήσι όπου περιμέναμε ο Ερρίκος, ο Κρόμγουελ κι εγώ. Με χαμηλές φωνές, τρέμοντας απ' το κρύο, τους παρακαλέσαμε να κάνουν υπομονή και να περιμένουν, χωρίς να τους αποκαλύπτουμε ακόμα το σχέδιό μας. Μόνο όταν εμφανίστηκε ο Τόμας Κράνμερ, με πολύ σοβαρό και επίσημο ύφος, κατάλαβαν το σκοπό της συγκέντρωσης: ο αρχιεπίσκοπος τους κάλεσε να πλησιάσουν για να παραστούν μάρτυρες στο μυστήριο του γάμου του βασιλιά και της Άννας Μπόλεϋν.
   Ήταν μια σύντομη ανταλλαγή απλών όρκων. Οι φωνές μας αντηχούσαν στο έρημο παρεκκλήσι. Άκουσα τη μητέρα μου να κλαίει. Τον πατέρα μου δεν τολμούσα να τον κοιτάξω. Ο Ερρίκος ήταν στις κακές του, παγωμένος από το φόβο μα κι από το θυμό που ο γάμος μας δε γινόταν με γιορταστική λαμπρότητα, αλλά στα κρυφά, σαν να ήμαστε φυγάδες. Τη στιγμή που μου περνούσε τη βέρα, η πόρτα στο παρεκκλήσι έτριξε δυνατά. Την είχε κουνήσει ο αέρας, όμως η ματιά του βασιλιά τινάχτηκε προς τα κει σαν κανενός κυνηγημένου θηρίου και βλαστήμησε χαμηλόφωνα. Για να τον ηρεμήσω λίγο, πήρα το χέρι του και το ακούμπησα στην κοιλιά μου.
   "Δεν υπάρχει λόγος ν' ανησυχείς τώρα, αγάπη μου", του είπα. "Πάει, έγινε".
   Ο Κρόμγουελ πλησίασε να μας συγχαρεί κι ύστερα ζήτησε να του δώσουμε τις βέρες μας για να τις φυλάξει αυτός. Μέχρι να έρθει η βούλα του Κλήμη και ο επίσημος διορισμός του Κράνμερ, η ένωσή μας πρέπει να παραμείνει μυστική. Σωστά. Ένας ένας, λοιπόν, φύγαμε από το παρεκκλήσι κι ακολουθήσαμε ο καθένας το δρόμο του. Εγώ γύρισα τρέχοντας στα διαμερίσματά μου. Οι διάδρομοι ήταν σκοτεινοί και παγωμένοι, μα εγώ ήμουν ζεστή και δεν ένιωθα μόνη. Ένιωθα μέσα στην κοιλιά μου, μέρος του εαυτού μου, το μωρό μου να κοιμάται. Μπορεί τάχα να ονειρεύεται; Μοιράζεται μήπως τα δικά μου όνειρα; Ή μήπως εγώ μοιράζομαι τα δικά του; Όταν ο γελωτοποιός μου με κάνει να γελάω, νιώθει και το μωρό μου το κέφι και τη θέρμη αυτού του γέλιου;
   Έφτασα στα δωμάτιά μου, πέρασα μπροστά από τις γυναίκες μου που κοιμόνταν ακόμα, χώθηκα στο άδειο και κρύο μου κρεβάτι και κοιμήθηκα για πρώτη φορά παντρεμένη.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   24 Μαΐου 1533

   Ημερολόγιό μου,
   Τούτη τη νύχτα την περνάω χαρούμενα έγκλειστη στον Πύργο του Λονδίνου, όπως επιβάλλει το έθιμο σ' όλους τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες πριν από τη στέψη τους. Η αγάπη του Ερρίκου και η δική μου επιμονή μάς έφεραν ως εδώ, αλλά και το μεγάλο σχέδιο του Τόμας Κρόμγουελ. Έχει περάσει πια στην ιστορία τούτο το τελευταίο κεφάλαιο.
   Ο γάμος μου έμεινε μυστικός μέχρι που έφτασαν οι βούλες από τη Ρώμη και ο Κράνμερ ονομάστηκε επίσημα αρχιεπίσκοπος της χώρας. Πριν όμως ορκιστεί πίστη και αφοσίωση στην Εκκλησία και, σύμφωνα με το έξυπνο σχέδιο του βασιλιά και του Κρόμγουελ, ο καλός αυτός άνθρωπος έδωσε μπροστά σε πολλούς μάρτυρες ένα πρωτάκουστο όρκο, δηλώνοντας ότι πρώτα θα είναι πιστός και αφοσιωμένος στο βασιλιά και την πατρίδα του. Αμέσως μετά ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο ένας νόμος που δίνει ανώτατη εξουσία σε όλα τα πνευματικά ζητήματα στον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ και απαγορεύει κάθε έφεση στη Ρώμη. Ο αδελφός μου ο Τζωρτζ στάλθηκε στη Γαλλία για να δώσει την είδηση του γάμου μας στο βασιλιά Φραγκίσκο. Εκείνος μας έστειλε τις ευχές του και η αδελφή του Μαργαρίτα, που μόλις λίγους μήνες πριν μού είχε φερθεί τόσο ακατάδεκτα στο Καλαί, τώρα έστειλε εγκάρδιες ευχές και χαιρετίσματα και στους δυο μας. Όλα λοιπόν ήταν έτοιμα.
   Ο Ερρίκος ανάγγειλε το γάμο μας στο Κοινοβούλιο, ενώ συγχρόνως ένας βασιλικός αγγελιοφόρος πήγε τα νέα στην Αικατερίνη. Εκείνη, όπως πάντα, παρέμεινε πεισματάρα και αμετακίνητη. 
   "Εγώ είμαι ακόμα η βασίλισσα", είπε στους δούκες του Νόρφολκ και του Σάφολκ, "και θα είμαι μέχρι να πεθάνω".
   Μαθαίνω μάλιστα ότι, πρόσφατα, έβαλε να φτιάξουν καινούργιες στολές για το υπηρετικό προσωπικό της, με κεντημένα πάνω τους τα αρχικά του Ερρίκου και το δικό της αγκαλιασμένα σ' ένα σύμπλεγμα. Δε νιώθω τίποτα πια γι' αυτή τη γυναίκα, ούτε θλίψη ούτε οργή ούτε οίκτο. Το μόνο που εύχομαι είναι να μπορούσα να την εξαφανίσω με κάποιο μαγικό τρόπο σαν εκείνους του μάγου Μέρλιν. Είναι αλήθεια πως η παρουσία της εδώ στην Αυλή γίνεται όλο και λιγότερο αισθητή και οι φωνές των πιστών της λιγοστεύουν και χαμηλώνουν. Εμένα όμως εξακολουθεί να μ' εκνευρίζει.
   Ξέφυγα όμως απ' το θέμα. Η τελική πράξη του διαζυγίου του Ερρίκου και της Αικατερίνης παίχτηκε μόλις έξι μέρες πριν στη Μονή του Ντάνσταμπλ. Ο Αρχιεπίσκοπος Κράνμερ, με τις νέες εξουσίες του, κήρυξε άκυρο το γάμο τους κι έδωσε και στα δύο μέρη την ελευθερία να παντρευτούν ξανά. Και προχθές το βράδυ πάλι, ο ίδιος αρχιεπίσκοπος αποφάνθηκε σε μια συνεδρίαση που έγινε στο Μέγαρο Λάμπεθ ότι ο δικός μου γάμος με τον Ερρίκο είναι απόλυτα νόμιμος. Έτσι, όλα ήταν έτοιμα για τη στέψη μου.
   Η επόμενη μέρα ανέτειλε σ' έναν τέλειο, καταγάλανο ουρανό. Αγνόησα, φυσικά, όλες τις δυσιδαιμονίες που προέβλεπαν το κακό (ένα ψάρι, λέει, τριάντα μέτρα μήκος, ξεβράστηκε σε μια παραλία στο βορρά, ενώ φάνηκε κι ένας μεγάλος κομήτης με ουρά σαν γενειάδα γέρου). Οι βροντές μακρινών κανονιοβολισμών με ξύπνησαν στο κάστρο του Γκρήνουιτς. Οι γυναίκες μου με σήκωσαν από το κρεβάτι και μ' έντυσαν μ' ένα φόρεμα όλο χρυσάφι και μαργαριτάρια, με ένα είδος ποδιάς πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά μου. Βούρτσισαν τα μαλλιά μου και τα άφησαν λυτά και μου φόρεσαν ένα αδαμαντοκόλλητο στεφάνι απ' το οποίο κρεμόταν ένα πέπλο μακρύ, διάφανο, κεντημένο με χρυσοκλωστή.
   Η Μαργαρίτα Μόρτιμερ, που στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε έξω, το ποτάμι, έβαλε ξαφνικά τις φωνές:
   "Κοιτάξτε! Ένας μεγάλος κόκκινος δράκος που φτύνει φωτιές!"
   Πραγματικά, ένας στόλος από βάρκες και ακάτους περιστοίχιζαν το τέρας, γεμάτες άγριους ιθαγενείς και τρομερά θηρία που πετούσαν φωτιές κι έκαναν τρομερό θόρυβο. Πιο πίσω, έρχονταν άλλα σκάφη, στολισμένα με πολύχρωμες σημαίες, καμπανούλες και μουσικούς. Κι όλα, κατέβαιναν τον Τάμεση για να έρθουν να με πάρουν. Επιβιβάστηκα λοιπόν κι εγώ στο πιο μεγαλόπρεπο απ' όλα και, μπαίνοντας στη μέση αυτής της λαμπρής γιορτής, ανέβηκα στον Πύργο του Λονδίνου, όπου τα μεγάλα κανόνια του βροντούσαν για να με υποδεχτούν.
   Κόσμος είχε μαζευτεί στη γκρίζα πύλη του φρουρίου που βρέχεται απ' το ποτάμι κι όταν το πλήθος άνοιξε κι έκανε χώρο, είδα το σύζυγό μου Ερρίκο να με υποδέχεται μ' ανοιχτή την αγκαλιά. Η πιο γλυκιά στιγμή ήταν όταν, φτάνοντας κοντά του, εκείνος ακούμπησε και τα δυο του χέρια στην κοιλιά μου, στο γιο του, και με φίλησε όλος φλόγα, αλλά και σεβασμό. Αυτή η δημόσια εκδήλωση της αγάπης του προκάλεσε μέσα στην καρδιά μου πράγματα που δε μπορώ να τα εκφράσω.
   Στη συνέχεια, ο γερο-λόρδος Κίνγκστον, φρούραρχος του Πύργου, διέσχισε την πράσινη, χορταριασμένη αυλή και, μαζί με τον Ερρίκο, με συνόδευσε στα διαμερίσματα της βασίλισσας, τα οποία είχαν ανακαινιστεί κι επιπλωθεί εξαρχής για την περίσταση. Εγώ δεν καταλάβαινα αν η ξινισμένη έκφραση του Κίνγκστον οφειλόταν στο ρημαγμένο απ' τις πληγές κορμί του ή στη γνωστή σε όλους αγάπη του για την Αικατερίνη. Μέχρι στιγμής όμως φέρεται με άψογη ευγένεια και δεν επιτρέπει σε τίποτα να χαλάσει το ευχάριστο τριήμερό μου εδώ, μετά το οποίο θα αναγεννηθώ ως βασιλική προσωπικότητα.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   30 Μαΐου 1533

   Ημερολόγιό μου,
   Είναι αλήθεια; Να τολμήσω να το γράψω; Στέφθηκα βασίλισσα της Αγγλίας! Βασίλισσα Άννα. Άννα Ρεγκίνα. Όμορφα που ηχούν οι λέξεις! Η καρδιά μου χτυπάει πια φυσιολογικά, αλλά μέσα σ' εκείνες τις φαντασμαγορικές ώρες των εορτασμών και των τελετών ήταν πολλές οι στιγμές που φοβήθηκα πως θα έσπαζε, τόσο από χαρά, όσο κι από τρόμο.
   Το Σάββατο το πρωί διασχίσαμε με βασιλική πομπή τους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους του Λονδίνου, που ήταν στολισμένοι με μετάξια και βελούδα κρεμασμένα από κάθε μπαλκόνι και παράθυρο, σημαίες που ανέμιζαν στην αύρα και συντριβάνια που αντί για νερό πέταγαν κρασί. Άρχοντες, δημογέροντες, τεχνίτες, έμποροι κι απλός λαός είχαν βγει έξω να χαρούν τη λαμπρή παρέλαση. Κι έβλεπες Γάλλους ντυμένους στα μπλε και κίτρινα βελούδα πάνω σε λαμπροστολισμένα άλογα περιπάτου, μεγαλοκυράδες μέσα σε κόκκινες άμαξες, το λόρδο Καγκελάριο της Αγγλίας, το λόρδο δήμαρχο του Λονδίνου -κι όλοι να φοράνε τις επίσημες στολές τους. Με την κοιλιά μου περήφανα φουσκωμένη για να τη βλέπουν οι πάντες, καθόμουν μεγαλοπρεπώς σ' ένα ανοιχτό φορείο, ντυμένη στα λευκά και την ερμίνα, και από πάνω μου, τέσσερις ιππότες που βάδιζαν γύρω μου κρατούσαν έναν ουρανό από χρυσοΰφαντο ύφασμα. Πίσω, ακολουθούσαν τριάντα κυρίες και η προσωπική φρουρά του βασιλιά.
   Το θέαμα ήταν υπέροχο, αν και, για να είμαι ειλικρινής, λίγοι από τους θεατές φώναζαν: "Ο Θεός σώζοι τη βασίλισσα!" ή έστω έβγαζαν τα καπέλα τους για να με χαιρετήσουν. Ο γελωτοποιός μου τους κορόϊδευε φωνάζοντας: "Θαρρώ πως έχετε τριχοφάγο όλοι σας και ντρέπεστε να βγάλετε τα σκουφιά σας!" μα και πάλι λίγοι αποκαλύφθηκαν. Εμένα πάντως δε με εξέπληξε το γεγονός. Ξέρω ότι ο κόσμος δε μ' αγαπάει. Αυτό που θα ήθελαν οι περισσότεροι ήταν να δουν το έκτο μου δάχτυλο, καθώς τους χαιρετούσα, και το λίπωμα στο λαιμό μου που πιστεύουν πως είναι σημάδι μάγισσας.
   Την άλλη μέρα με πήγαν στο αβαείο του Γουεστμίνστερ για τη στέψη μου. Και είδα, μέσα στην αποκορύφωση της επισημότητας και του θριάμβου μου, την ψηλομύτα δούκισσα του Νόρφολκ να κρατάει την ουρά του πέπλου μου και το δούκα του Σάφολκ, που έκανε τα πάντα για να μην έρθει αυτή η στιγμή, να κουβαλάει την κορόνα μου μπροστά μου, και να με οδηγεί προς την αγία τράπεζα όπου στεκόταν ο Αρχιεπίσκοπος Κράνμερ. Φτάνοντας εκεί, έπεσα στις πλάκες κι ύστερα σηκώθηκα γονατιστή για να δεχτώ το χρίσμα. Ο Ερρίκος, ο Θεός να τον έχει καλά, στεκόταν στην άκρη, στη σκιά, έτσι που να μην τον βλέπει κανείς εκτός από μένα, και με ενθάρρυνε με το βλέμμα του. Τα περισσότερα από τα λατινικά των αρχαίων Ευχών της Στέψης που έψελνε ο Κράνμερ, δεν τα άκουσα. Το βάρος όμως του στέμματος του Αγίου Εδουάρδου το ένιωσα γλυκό στο κεφάλι μου, καθώς και την παγερή αφή του χρυσού σκήπτρου στο δεξί μου χέρι και το ελεφάντινο έμβλημα της βασιλείας στο αριστερό. Έτσι, χρισμένη και εστεμμένη, έκανα μόνη τα λίγα βήματα που με χώριζαν από το βελούδινο και χρυσοστόλιστο θρόνο, στον οποίο κάθισα.
   Το βλέμμα μου πλανήθηκε πάνω από αυτή τη θάλασσα των προσώπων, που τώρα ήταν υπήκοοί μου, και σ' εκείνη την πρώτη στιγμή μου ως βασίλισσα αισθάνθηκα ένα φρικαλέο φόβο. Ήθελα να χαμογελάσω, μα ένιωθα τα χαρακτηρστικά μου πετρωμένα, λες κι είχα γίνει άγαλμα. Τώρα το σκήπτρο και η σφαίρα με βάραιναν αφάνταστα και φοβόμουν πως θα γλιστρούσαν από τα χέρια μου που έτρεμαν και θα έπεφταν με βρόντο στο δάπεδο. Και τότε όλα εκείνα τα ξινισμένα πρόσωπα θ' άρχιζαν να γελάνε μαζί μου και να φωνάζουν: "Η Άννα, η ψευτοβασίλισσα, η παρακατιανή, η πόρνη που θέλει να κάνει βασιλιά μας το μπάσταρδό της!" Τότε όμως -κι αυτή η στιγμή θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου- ένιωσα το ευλογημένο παιδί να κλοτσάει μέσα μου, σαν να 'θελε να μου πει: "Μη φοβάσαι τίποτα, μητέρα, εγώ είμαι εδώ". Και τέτοια ηλιόλουστη θέρμη μού χάρισε αυτό το σημάδι στα σωθικά μου, που τα χαρακτηριστικά μου ξεπάγωσαν και χαμογέλασα. Κι ήξερα πως το χαμόγελό μου ήταν τόσο ακτινοβόλο και γεμάτο αγάπη, που φώτισε ολόκληρο το σκοτεινό αβαείο κι εκείνα τα οργισμένα πρόσωπα και το φως του πέρασε κι έξω από τα βιτρό των παραθύρων και φώτισε όλο το Λονδίνο, διακηρύσσοντας το δικαίωμά μου να κάθομαι σ' αυτό το θρόνο.
   Ειλικρινά δική σου,
   Άννα

   Το κάστρο ήταν τόσο ήσυχο, που σαν έκλεισε το ημερολόγιο η Ελισάβετ, μπορούσε ν' ακούει το αίμα της να σφυρίζει στ' αυτιά της. Ένα αδιόρατο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της νεαρής βασίλισσας. "Ήμουν με τη μητέρα μου στη στέψη της", σκέφτηκε. Κι ήταν μια κλοτσιά από το μικροσκοπικό, αγέννητο ποδαράκι της, που έδωσε στην Άννα το κουράγιο ν' αντικρίσει τον κόσμο ως βασίλισσα. Ναι, συνειδητοποιούσε τώρα μόλις, η μητέρα της ήταν θαρραλέα. Είχε σταθεί ακλόνητη. Από αυτήν είχε κληρονομήσει το θάρρος της η Ελισάβετ κι όχι από τον πατέρα της, όπως νόμιζε ως τώρα. Από την πιο τρυφερή της ηλικία, η Ελισάβετ άκουγε ότι η μητέρα της ήταν προδότρα κι ότι όλοι οι προδότες είναι δειλοί. Η οδύνη αυτής της πεποίθησης, μαζί με τη φήμη της μοιχαλίδας και της πόρνης που συνόδευε την Άννα, είχε καταταράξει την ψυχούλα της μικρής πριγκίπισσας και την είχε κάνει να μη σκέφτεται ποτέ τη μητέρα της, ούτε να προφέρει το όνομά της. Τώρα όμως, η Ελισάβετ έβλεπε πως η Άννα είχε κάνει κάτι υπέροχο. Κάτι αξιοθαύμαστο. Είχε επιδιώξει το ανέφικτο και το είχε καταφέρει. Είχε αντισταθεί στην παθιασμένη πολιορκία του βασιλιά της Αγγλίας επί έξι χρόνια, για να μπορέσει στο τέλος να φορέσει το στέμμα και να εξασφαλίσει πως το παιδί που θα γεννούσε θα ήταν νόμιμο.
   Μήνες τώρα, η Ελισάβετ διάβαζε στα κλεφτά το ημερολόγιο. Ο τρόπος που ήταν γραμμένο και αυτά που εξιστορούσε την είχαν συγκινήσει, την είχαν διδάξει, μερικές φορές την είχαν εξοργίσει. Οι τελευταίες παράγραφοι θα σφράγιζαν για πάντα στη μνήμη της πώς η μητέρα της είχε γίνει από απλή γυναίκα βασίλισσα, πώς έγινε εκείνη η τελετή που πιο πολύ κηδεία θύμιζε παρά γιορτή, πόσο την είχαν μισήσει οι υπήκοοί της, όταν επιτέλους φόρεσε το στέμμα. Και τη γύριζαν πίσω, στη δική της στέψη.
   Αν και αυτή ήταν κόρη βασιλιά, ο δρόμος της μέχρι να γίνει βασίλισσα της Αγγλίας ήταν ανηφορικός και γεμάτος αγώνες. Όταν ήταν μικρή, ζούσε πάντα στη σκιά του Εδουάρδου, του αναμφισβήτητου, όπως έδειχναν όλα,  διαδόχου. Ο πατέρας της τής φερόταν καλά, δεν είχε όμως πολύ χρόνο να διαθέσει στο σπιρτόζικο κοκκινομάλλικο κορίτσι που αποτελούσε πικρή ανάμνηση του πιο τρελού και πιο χαμένου έρωτά του. Παρόλο που η Ελισάβετ είχε περάσει την παιδική της ηλικία μακριά απ' την Αυλή -μακριά από το βλέμμα και τη σκέψη του πατέρα της- όταν ο Μεγάλος Χάρυ πέθανε, εκείνη ένιωσε σαν να είχε δύσει ο ήλιος για να μην ανατείλει ποτέ ξανά. Η πολύ σύντομη και ταραγμένη βασιλεία του αδελφού της Εδουάρδου, οι άπληστοι άνθρωποι που επιδίωκαν να τον εκμεταλλευτούν, όλα έσβησαν και χάθηκαν σαν αστραπή. Κι ύστερα ήρθε η Μαρία. Επόμενη στη γραμμή της διαδοχής, άδραξε το θρόνο σαν αρπακτικό. Τα πρώτα παιδικά της χρόνια, τότε που ήταν μοναδική κόρη και κληρονόμος του Ερρίκου και της Αικατερίνης, ήταν γλυκά και τρυφερά. Ώσπου μπήκε η Άννα Μπόλεϋν στη ζωή τους και τα δηλητηρίασε όλα. Η πικρία και το μίσος της Μαρίας έστησαν χορό γύρω από τη μητέρα τής Ελισάβετ και, σε κάπως μικρότερο βαθμό, γύρω από την ετεροθαλή αδελφή της.
   Η αλήθεια είναι πως η Μαρία είχε δείξει αξιοθαύμαστη αυτοσυγκράτηση απέναντι στην Ελισάβετ όσο κράτησε και η δική της σύντομη βασιλεία. Συνωμοσίες εξυφαίνονταν διαρκώς για να απαλλαγεί η χώρα από την καθολική βασίλισσα και να μπει στο θρόνο της η δημοφιλής πριγκίπισσα, που έμοιαζε εκπληκτικά με τον Χάρυ στα νιάτα του, κι όλοι οι σύμβουλοι της Μαρίας την προέτρεπαν να εξαφανίσει τη «μικρή πόρνη», την προτεστάντισσα αιρετική που πιθανό να απειλούσε το στέμμα της.
   Η Ελισάβετ σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και ένιωσε τους ώμους της να βαραίνουν απ' την κούραση. Φύσηξε ένα ένα τα κεριά να σβήσουν και σκαρφάλωσε στο τεράστιο κρεβάτι της με τον ουρανό. Τα ζεστά τούβλα, που είχε βάλει η Κατ κάτω από τα στρωσίδια, είχαν παγώσει από ώρα και η νεαρή βασίλισσα κουλουριάστηκε μέχρι που έγινε μια μπάλα, για να μπορέσει να ζεσταθεί λιγάκι. Ο ύπνος όμως δεν ερχόταν να την πάρει, τον έδιωχναν μακριά οι αναμνήσεις του βασανιστικού δρόμου που είχε βαδίσει μέχρι να φτάσει κι αυτή στη στέψη της. Και τα έβλεπε όλα σαν θεατρικό έργο, με αυτήν και την οικογένειά της πρωταγωνιστές.
   Η χρονιά που η Μαρία είχε μείνει έγκυος από τον αγαπημένο της σύζυγο Φίλιππο, ήταν μια από τις χειρότερες για την Ελισάβετ. Με την αναμονή της γέννησης ενός νόμιμου διαδόχου του θρόνου, κάθε ελπίδα της πως θα μπορούσε να γίνει βασίλισσα χανόταν κι έσβηνε. Την κάλεσαν ωστόσο να επιστρέψει από τη μακρόχρονη εξορία της στο Γκρήνουιτς, ώστε να βρίσκεται κοντά στη βασίλισσα, σαν θα ερχόταν η ώρα του τοκετού. Η Ελισάβετ ήξερε καλά ότι η παρουσία της θα έδινε στη Μαρία και τους συμβούλους της μια διεστραμμένη ευχαρίστηση. Θα διασκέδαζαν χαιρέκακα, παρακολουθώντας τις βλέψεις της Ελισάβετ για το στέμμα να σβήνουν μπροστά στη φουσκωμένη κοιλιά της Μαρίας.
   Θα έλεγε κανείς πως οι πιο ευλογημένες και γόνιμες μέρες της Μαρίας θα έκαναν να μαλακώσει η φρικτή της συμπεριφορά απέναντι στους προτεστάντες. Δεν έγινε όμως έτσι. Από το κρεβάτι της, η βασίλισσα διέταζε μέσα σε μια δολοφονική μανία να καίγονται ακόμα πιο πολλοί αιρετικοί, λες κι ήθελε να εξαφανιστεί από την Αγγλία κάθε άπιστος, πριν έρθει στον κόσμο το παιδί της.
   Την ίδια περίοδο, ο Φίλιππος είχε αναπτύξει ένα ζωηρό ενδιαφέρον για την είκοσι ενός χρονών αδελφή της γυναίκας του. Περνούσαν πολλές ώρες μαζί, συζητώντας τις προοπτικές ενός γάμου για την Ελισάβετ, που θα μεγάλωνε ακόμα περισσότερο τη δική του -μεγάλη ήδη- δύναμη στην Ευρώπη. Όλα αυτά τα σχέδια η Ελισάβετ τα απέρριπτε, με χάρη αλλά και κατηγορηματικά. Θυμόταν τώρα ότι έβρισκε τον Ισπανό βασιλιά μελαγχολικά ελκυστικό, λιγάκι πιο κοντό από εκείνη, και πάντα αδιάθετο, καθώς υπέφερε από το στομάχι του. Εκείνος, πάλι, ήταν φανερό πως απολάμβανε τη συντροφιά αυτής της εύρωστης κοπέλας, που το πνεύμα και η καλλιέργειά της έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με την αυστηρή θεοσέβεια της μεγαλύτερης στα χρόνια γυναίκας του. Η Ελισάβετ μάντευε πως το ενδιαφέρον του Φιλίππου ήταν, εν μέρει τουλάχιστον, πρακτικό: η Μαρία μπορούσε ωραιότατα να πεθάνει στη γέννα κι αν ο Φίλιππος ήθελε να κρατήσει τον έλεγχο της Αγγλίας, έπρεπε να παντρευτεί κατόπιν την αδελφή της γυναίκας του. Τώρα όμως, καθώς η Ελισάβετ ξανάφερνε στο νου της εκείνες τις μέρες, όταν η Μαρία περίμενε να γεννήσει το γιο που της είχαν υποσχεθεί οι μαίες, σκεφτόταν πως το ενδιαφέρον του Φιλίππου γι' αυτή δεν ήταν μόνο υπολογιστικό. Ήταν απόλυτα σίγουρη ότι ο Ισπανός βασιλιάς την είχε ερωτευτεί κι ότι θα προτιμούσε να μοιράζεται μ' εκείνη το θρόνο της Αγγλίας.
   Το παιδί της Μαρίας όμως δεν έμελλε να γεννηθεί ποτέ. Η ημερομηνία που το περίμεναν ήρθε και πέρασε και τοκετός πουθενά. Η Μαρία καθόταν ώρες ατέλειωτες στο πάτωμα, πάνω σε σωρούς μαξιλάρια, και κοίταζε, αξιολύπητη, την κοιλιά της να ξεφουσκώνει και να γίνεται επίπεδη. Κι όσο ξεφούσκωνε εκείνη, τόσο μεγάλωνε η δύναμη και η σπουδαιότητα της Ελισάβετ. Ήταν πια φανερό πως η βασίλισσα είχε μια ψευδοκύηση και πως, καθώς την έπαιρναν πια τα χρόνια, μπορεί να ήταν τελικά στείρα. Ταπεινωμένη και ντροπιασμένη απ' την αποτυχία της, η Μαρία είχε βγει απ' τα διαμερίσματα του τοκετού και είχε αναγγείλει ότι η Αυλή θα μετακόμιζε στο ανάκτορο του Ότλαντς. Όσο για την Ελισάβετ, την απέπεμψαν χωρίς πολλά πολλά και την έστειλαν πίσω στην εξορία της.
   Ταξιδεύοντας προς αντίθετες κατευθύνσεις, η Μαρία και η Ελισάβετ διαπίστωναν, καθώς διάβαιναν ανάμεσα στον πληθυσμό του τόπου, πως η βασίλισσα δεν ασκούσε πια την πανίσχυρη επιρροή της στους υπηκόους της. Κανείς κάτω των τριάντα δεν ήταν πια καθολικός και το ολοκαύτωμα των αιρετικών, που ήταν έργο δικό της, είχε εξοργίσει τον πληθυσμό. Η απογοητευτική ψευδοκύηση έδωσε το τελικό πλήγμα και σαν τον πέλεκυ του δημίου, απέκοψε τελικά τη Μαρία από την καρδιά των Άγγλων. Κι ενώ στο δρόμο της προς το Ότλαντς εκείνη έβλεπε κατσουφιασμένα πρόσωπα και με το ζόρι άκουγε ένα «ο Θεός σώζοι τη βασίλισσα», η μικρή συνοδεία της Ελισάβετ που γύριζε στο Χάτφιλντ συναντούσε αγρότες μαζεμένους στα χαντάκια πλάι στις δημοσιές, να χαιρετούν θερμά την πριγκίπισσα. Κι αυτό ήταν για την Ελισάβετ μια συγκλονιστική αποκάλυψη: είδε πως ο απλός λαός της Αγγλίας την αγαπούσε βαθιά, έβλεπε σ' αυτή μια ενσάρκωση του αγαπημένου τους Ερρίκου Η' και πίστευε πως αυτή θα ήταν η επόμενη βασίλισσά του.
   Μέσα στον επόμενο χρόνο, το μόνο που είχε απομείνει στη Μαρία ήταν να πεθάνει. Και τελικά, η ίδια η γυναικεία φύση της τη σκότωσε: τα γεννητικά της όργανα σάπισαν μέσα της. Ο Φίλιππος, που κοίταζε πάντα το συμφέρον του, την είχε πείσει κατά τις τελευταίες τρομερά οδυνηρές μέρες, να ονομάσει διάδοχό της την Ελισάβετ. Κι έτσι, όταν οι βασιλικοί μαντατοφόροι έφεραν στο Χάτφιλντ την ποθητή είδηση, η Ελισάβετ ήταν απόλυτα έτοιμη να γίνει βασίλισσα. Έτοιμη κι ανυπόμονη.
   Καημένη μου μητέρα, σκεφτόταν τώρα η Ελισάβετ. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που αποκαλύφθηκαν πρόθυμα στη στέψη της. Όταν όμως έγινε η στέψη της Ελισάβετ, μέσα στο καταχείμωνο, χιλιάδες σκούφοι και καπέλα πέταξαν στον αέρα, στον παγερό, διάφανο αέρα. Ο λαός την είχε τυλίξει με την αγάπη του εκείνη τη δοξασμένη μέρα. Το θέαμα είχε ξεπεράσει κάθε φαντασία της. Οι δρόμοι ήταν κατάμεστοι από ανθρώπους που πανηγύριζαν, χίλιοι καβαλάρηδες παρέλασαν καμαρωτοί, το φορείο της ήταν ολόχρυσο, ο αγαπημένος της Ρόμπιν πήγαινε δίπλα της, πάνω στον κατάλευκο κέλητά του, φωνές, προσευχές κι επευφημίες έρχονταν από παντού σε αλλεπάλληλα κύματα που τη γέμιζαν χαρά. Ήταν μια μέρα ατόφιας ευτυχίας.
   "Ο Θεός να 'χει καλά τη χάρη σου!" φώναζε ο κόσμος.
   "Κι ο Θεός να έχει καλά όλους εσάς!" αποκρινόταν εκείνη κι η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από χαρά. Σε κάθε στάση τής πορείας γινόταν κι από μια μικρή γιορτή, μια παράσταση, μια απαγγελία, ένα τραγούδι. Η Ελισάβετ παρακολουθούσε προσεχτικά, συμμετέχοντας στα πάντα, έτσι που, πριν συνεχίσει η πομπή το δρόμο της, εκείνη είχε προσφέρει σε κάθε υπήκοό της ένα κομματάκι απ' την καρδιά της. Η υπόσχεση που είχε δώσει στο πλήθος που τη ζητωκραύγαζε σαν τρελό στο Τσήπσαϊντ του Λονδίνου, ότι θα ήταν γι' αυτούς η πιο καλή βασίλισσα, είχε συγκινήσει όχι μόνο όσους την άκουγαν, μα και την ίδια. Γιατί η Ελισάβετ έβλεπε καθαρά πως στο λαό της και μόνο χρωστούσε την άνοδό της στο θρόνο. Χωρίς τη δική του αγάπη, ήταν σίγουρη γι' αυτό, η Μαρία θα έφτανε ως το σημείο να την αποκεφαλίσει σαν αιρετική. Χωρίς την αγάπη του λαού της, δε θα ένιωθε ποτέ το βάρος του στέμματος της Αγγλίας στο κεφάλι της.
   Σιγά σιγά, τα βλέφαρά της έκλεισαν.
   Η αγάπη αυτή ήταν που έλειψε από τη μητέρα μου, σκέφτηκε η Ελισάβετ πριν αποκοιμηθεί. Η Άννα ήταν παρεξηγημένη. Παρεξηγημένη μέχρι θανάτου.

Μάξουελ Ρόμπιν, Χίλιες μέρες βασίλισσα, (μετφ. Γιάννης Σπανδωνής), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια: